summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:54:07 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 19:54:07 -0700
commit6da5e5d871c1615e67095ea2a9112656e03150a7 (patch)
treea7890e0c6b4d431b96ee5986a32d1cf3693d4ef7
initial commit of ebook 30615HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--30615-0.txt3746
-rw-r--r--30615-0.zipbin0 -> 85852 bytes
-rw-r--r--30615-h.zipbin0 -> 181230 bytes
-rw-r--r--30615-h/30615-h.htm3766
-rw-r--r--30615-h/images/cover.jpgbin0 -> 87898 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20091206-30615-0.txt3735
-rw-r--r--old/20091206-30615-0.zipbin0 -> 85871 bytes
10 files changed, 11263 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/30615-0.txt b/30615-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..a54a6a7
--- /dev/null
+++ b/30615-0.txt
@@ -0,0 +1,3746 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume C
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+ΤΟΜΟΣ Γ'
+ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ
+
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Ν
+
+
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα
+όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία•
+τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε•
+«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,
+θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5
+και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.
+τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,
+'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου
+το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.
+έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10
+τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα
+χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.
+κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση
+καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο•
+τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15
+
+Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
+τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
+και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν•
+και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20
+τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων
+εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν•
+κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου•
+και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,
+του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25
+και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι
+ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,
+λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας
+'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,
+πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30
+και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα
+δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι•
+με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,
+και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν•
+παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35
+και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα
+άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.
+ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40
+προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν
+οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα
+την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου•
+και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας
+να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45
+κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
+ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει•
+και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
+εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50
+όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,
+τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».
+
+Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
+και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν
+των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55
+μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας
+και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,
+κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη
+το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60
+αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου
+τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».
+
+Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας•
+του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,
+προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65
+άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη•
+το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,
+η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,
+και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη•
+και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70
+οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι
+τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν•
+και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι
+'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,
+'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75
+ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
+και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία•
+κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,
+ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,
+βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80
+και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,
+καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,
+και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,
+του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα
+οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85
+κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,
+το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει•
+με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,
+κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,
+'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90
+πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,
+τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
+
+Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο
+το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,
+'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95
+λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,
+εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια
+απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,
+και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα
+απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100
+τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν•
+και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,
+σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
+τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.
+και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105
+και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν•
+μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις
+πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν•
+και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο•
+μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110
+η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη
+θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.
+
+Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν•
+και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,
+το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115
+και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,
+και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,
+μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,
+'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον•
+τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120
+καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα•
+και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,
+έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας
+έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση•
+κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125
+'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα
+απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•
+
+«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων
+δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με
+γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130
+έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,
+όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση,
+άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.
+και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον
+με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135
+μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,
+'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,
+άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».
+
+Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140
+δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση
+να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!
+και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης
+να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι•
+ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
+«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,
+αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.
+και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,
+ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150
+να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,
+όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».
+
+Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,
+άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155
+να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,
+να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι
+οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».
+
+Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας
+προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160
+κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο
+έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,
+με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,
+και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.
+
+Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165
+οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι•
+και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου,
+ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,
+εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».
+
+Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170
+και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε•
+«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου•
+έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,
+'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,
+κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175
+ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη
+θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση•
+τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος•
+και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
+μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180
+'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα
+δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση
+και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».
+είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
+
+Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185
+οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,
+ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας
+οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,
+ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,
+ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190
+να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,
+μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,
+πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες•
+όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,
+τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195
+τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του•
+πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του•
+κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις
+τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε•
+«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200
+μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,
+ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
+πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;
+ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,
+κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205
+'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε•
+τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι
+θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.
+ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,
+ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210
+'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν
+'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.
+να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,
+'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη•
+αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215
+μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
+
+Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,
+τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,
+και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του
+την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220
+'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,
+κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,
+ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος•
+διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,
+'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225
+άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε
+ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε•
+μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου
+σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230
+γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.
+και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
+ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;
+κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,
+ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,
+αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι,
+όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν•
+την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240
+κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα•
+δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι•
+αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη•
+σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος•
+συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245
+γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,
+και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της•
+όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,
+'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».
+
+Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250
+κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,
+ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη•
+και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,
+και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,
+πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255
+«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,
+απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους
+τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα
+έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,
+τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260
+όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,
+τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων
+όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,
+και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη•
+ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265
+εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν•
+καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,
+και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι•
+μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε
+κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270
+και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,
+και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,
+και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας
+'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,
+ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275
+αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,
+κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν•
+κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα•
+λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα•
+για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280
+αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι•
+εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο•
+από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,
+αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,
+κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285
+κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
+
+Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη
+γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290
+«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,
+'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος•
+σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,
+ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,
+και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295
+αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο•
+συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,
+και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία
+φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη
+την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300
+σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,
+κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι•
+και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,
+να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,
+οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305
+και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,
+να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα•
+μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,
+ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις
+όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310
+
+Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
+«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,
+όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις•
+τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,
+όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315
+αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
+κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,
+πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης
+σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,
+αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320
+ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν•
+πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου
+μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι•
+και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—
+τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325
+αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,
+και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—
+ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330
+για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα
+ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης•
+καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε
+την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση•
+και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335
+πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,
+'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη•
+κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία
+ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340
+αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα
+ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος
+αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του•
+αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.
+Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345
+τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα•
+σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
+τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες•
+τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες
+πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις•
+τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350
+
+Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος•
+ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,
+κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,
+και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355
+«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον
+να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις
+χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,
+αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,
+ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση•
+μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου
+ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα•
+έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365
+
+Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,
+κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας
+όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,
+και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν•
+και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370
+έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•
+'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας
+και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων•
+κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης
+σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν
+την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν•
+κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,
+όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380
+με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».
+
+Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,
+κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,
+αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385
+και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους•
+στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν
+τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας•
+αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,
+θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390
+μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,
+όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες
+πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395
+απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα•
+και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους•
+θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο•
+της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,
+και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400
+τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,
+αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,
+'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι•
+και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
+'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405
+και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία•
+θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,
+όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι•
+βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,
+αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410
+κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,
+έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,
+να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,
+οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,
+ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415
+
+Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;
+ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη
+να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420
+«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα•
+εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη
+κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει
+'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη•
+τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425
+όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα•
+δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
+πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».
+
+Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
+και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430
+την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη
+με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου•
+τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,
+και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,
+κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435
+κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο•
+και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,
+ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.
+
+Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440
+
+
+
+Ραψωδία Ξ
+
+
+
+Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι
+εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος
+χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,
+απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
+
+'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5
+'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,
+καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,
+ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,
+εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,
+με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10
+και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,
+πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.
+και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο
+έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις
+ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15
+μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,
+αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι
+τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι
+έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.
+και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20
+σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,
+'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.
+κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,
+κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι•
+οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25
+οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει
+μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,
+όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
+
+Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα•
+του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30
+κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.
+τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,
+αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος
+'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι•
+και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35
+εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου•
+«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι
+έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.
+και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν•
+κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40
+εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,
+αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος
+εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων
+κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.
+αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45
+και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι
+οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».
+
+Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος
+εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση
+έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50
+μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.
+εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας•
+«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
+αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55
+«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,
+τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι
+και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο
+δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,
+να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60
+ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,
+'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει
+με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,
+με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,
+αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65
+όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.
+όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα•
+και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης
+να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων•
+ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70
+'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».
+
+Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,
+προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,
+σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,
+και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75
+και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,
+ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,
+και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,
+και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει•
+«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80
+και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,
+'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο•
+πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,
+αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.
+και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85
+εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,
+άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,
+ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.
+πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,
+το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90
+ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν
+δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.
+τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,
+ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα•
+και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95
+ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος
+ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.
+κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη
+τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω•
+δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100
+και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,
+του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.
+κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια
+ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.
+καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105
+από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.
+κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,
+και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
+
+Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε
+κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110
+και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,
+εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,
+του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος•
+κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115
+'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,
+και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;
+ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,
+οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία
+οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120
+
+Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,
+ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.
+αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,
+ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125
+και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση
+'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,
+κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,
+και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,
+ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130
+και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,
+ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα•
+εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι
+τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν•
+ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135
+άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.
+κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος
+τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω
+κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,
+ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140
+το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.
+ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω
+να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου•
+αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.
+και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145
+ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε•
+αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,
+και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150
+εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,
+ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια,
+ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,
+θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.
+πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155
+ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,
+τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,
+και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,
+ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160
+ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος•
+τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,
+θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,
+'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165
+«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,
+ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε
+ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου
+τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,
+τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170
+αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη
+ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,
+και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,
+και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα
+Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175
+οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα
+ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,
+κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•
+'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του
+άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180
+ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος
+και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.
+πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,
+ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.
+άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185
+και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,
+ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;
+με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;
+ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
+και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,
+γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,
+φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195
+τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,
+και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,
+όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
+
+Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,
+υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200
+γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία•
+εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,
+αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε
+ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,
+όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205
+ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα•
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,
+τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,
+με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
+αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210
+κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,
+εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν
+ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα•
+όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης
+ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215
+τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,
+'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου
+εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,
+τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,
+και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220
+τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.
+αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα
+και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.
+κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,
+'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225
+όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη•
+αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα•
+ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.
+τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,
+εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230
+εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων
+έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος
+πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,
+και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις•
+αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235
+'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης
+πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,
+των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία•
+τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε•
+και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240
+πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,
+και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.
+κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας•
+τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,
+τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245
+μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,
+και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω•
+εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο•
+κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου
+σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250
+και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.
+την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη
+επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,
+ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη
+κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255
+και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
+την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι
+φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία
+έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
+σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260
+και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου•
+κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,
+και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
+παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.
+κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265
+άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,
+και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι
+όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας
+δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
+δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270
+τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,
+άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.
+αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας•
+(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,
+ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275
+την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου
+έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι
+του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος
+μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,
+και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280
+και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι
+να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,
+φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,
+του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.
+έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285
+πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι•
+αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
+τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,
+πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.
+εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290
+όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.
+αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του•
+αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,
+κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,
+μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295
+ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,
+και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.
+εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,
+και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα
+πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300
+αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία
+γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
+σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι
+επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.
+σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305
+ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
+και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι,
+και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.
+έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
+αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310
+ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου
+'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω•
+τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.
+εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα
+κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315
+αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία•
+ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο
+και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,
+και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.
+
+Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320
+τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,
+όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.
+και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,
+πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,
+'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325
+θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.
+και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,
+απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
+ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,
+τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330
+κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου
+ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
+'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι
+έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335
+'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν
+τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,
+όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.
+και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,
+εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340
+απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,
+και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,
+κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα•
+και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.
+και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345
+'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν
+ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,
+κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,
+απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350
+απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας
+'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.
+και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος
+έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.
+αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355
+και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.
+ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,
+και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου•
+ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360
+«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,
+ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος
+μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.
+καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία
+να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365
+αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,
+και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,
+ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,
+και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370
+και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω
+'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι
+πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη
+να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία•
+οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375
+και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,
+και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν•
+αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα
+'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,
+και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380
+και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε
+'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη
+τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος
+θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,
+με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385
+η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης
+να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης
+το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω
+τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390
+«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία•
+εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.
+ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι
+οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.
+'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395
+χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,
+και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει•
+και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,
+τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,
+όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος•
+«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον
+και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,
+αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,
+μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405
+με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!
+αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν
+γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».
+
+Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους•
+τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410
+και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.
+και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος•
+«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,
+του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,
+και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415
+κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,
+και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».
+
+Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα•
+χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν
+εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420
+δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου
+ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.
+του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,
+σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425
+οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,
+και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,
+και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα
+επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα•
+και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430
+τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν
+εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος
+οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.
+'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα
+των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435
+τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα
+με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,
+και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.
+τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας•
+«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440
+αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».
+
+Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,
+και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να,
+αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».
+
+Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445
+έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι
+γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
+του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.
+τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον
+απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450
+ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,
+μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455
+απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.
+
+Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,
+και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.
+τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,
+αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460
+δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων•
+«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με•
+λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,
+'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει
+να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465
+και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.
+αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.
+αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
+ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.
+ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470
+εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.
+και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,
+αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου
+ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.
+και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475
+κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,
+ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.
+και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,
+και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.
+αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480
+ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω•
+μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.
+αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
+με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,
+'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο.
+χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω
+με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».
+και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490
+αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη•
+και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα,
+μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι
+εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε•
+«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495
+από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη
+κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,
+στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».
+Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,
+και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500
+έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του
+πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
+και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,
+γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505
+αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,
+και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη•
+ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510
+να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,
+τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,
+ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων
+εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.
+αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515
+θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
+και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
+
+Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη
+'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.
+και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520
+χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,
+και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.
+
+Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες
+'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος
+να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525
+αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας
+ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.
+πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος•
+χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,
+έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530
+και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,
+και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,
+κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
+
+
+
+Ραψωδία Ο
+
+
+
+Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,
+να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου
+του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.
+κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,
+'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5
+του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,
+αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε,
+την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.
+σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10
+από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
+ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν
+όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
+ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,
+όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15
+της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,
+να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις
+εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.
+μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της•
+ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20
+του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,
+του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον
+γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.
+αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα
+εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25
+ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.
+και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου•
+καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,
+εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
+όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30
+δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
+πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.
+αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,
+και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη
+εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35
+και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,
+'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο•
+και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
+'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.
+αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40
+την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,
+οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».
+
+Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη•
+και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος
+σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45
+«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε
+τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
+
+Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης•
+«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,
+νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50
+αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη
+τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,
+και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση•
+τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος
+κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55
+
+Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει
+την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.
+τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα•
+με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60
+το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
+ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου•
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65
+ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».
+
+Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε•
+«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,
+αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω
+εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70
+ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.
+κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη•
+πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.
+τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.
+μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75
+τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι
+μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν•
+δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,
+αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.
+και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80
+ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,
+κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων•
+θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,
+και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι
+μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα,
+Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα
+ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω
+αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη•
+μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90
+ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».
+
+Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,
+την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
+απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
+και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
+εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
+και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,
+και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος.
+ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,
+κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100
+και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,
+ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε
+έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.
+η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα
+πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105
+έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,
+απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,
+που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν.
+κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα
+τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110
+«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,
+Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.
+και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
+πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω•
+κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115
+είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
+έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων
+ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην
+διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
+
+Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120
+ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του
+τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης•
+κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο
+'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο
+από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125
+να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,
+η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου
+μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε
+'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
+
+Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130
+και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης
+εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.
+τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα•
+και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135
+ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, •
+για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους•
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
+και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,
+έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140
+και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.
+άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης
+έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145
+τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.
+κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,
+κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι
+'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.
+και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150
+χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,
+το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,
+όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155
+όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη
+να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,
+πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω
+και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
+
+Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160
+αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,
+ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι
+γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι
+δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.
+είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165
+τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα,
+Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι
+τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».
+
+Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,
+αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170
+τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε•
+«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία
+μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.
+την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,
+και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175
+ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα
+πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη•
+μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180
+και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».
+
+Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα
+με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι•
+και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ
+εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
+τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι•
+εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
+κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190
+τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν•
+κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.
+κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο•
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη,
+να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195
+μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας
+η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία,
+και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.
+μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με
+εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200
+να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».
+
+Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης
+πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.
+και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.
+'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205
+τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,
+τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης•
+κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα•
+«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,
+πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210
+ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν•
+ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη
+να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.
+και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».
+
+Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215
+κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.
+επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους•
+«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,
+και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
+
+Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220
+κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.
+
+Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη
+θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος
+'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,
+μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225
+κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,
+πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε•
+κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,
+άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,
+'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230
+ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου
+βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα
+η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,
+'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.
+και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235
+τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα
+την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του
+την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα
+εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240
+αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο
+ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην•
+τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης•
+ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,
+αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245
+και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,
+αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα•
+ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν•
+και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.
+τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250
+έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην
+έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,
+αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.
+χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία
+ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
+
+Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε
+εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα
+οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
+κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260
+καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου•
+και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,
+'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265
+«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
+απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,
+άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.
+για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,
+φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270
+
+Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
+«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει
+εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.
+αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275
+ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.
+εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,
+μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280
+αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».
+
+Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι
+πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι•
+εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,
+κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285
+ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν•
+τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,
+χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.
+κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
+κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290
+κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.
+πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,
+γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.
+τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295
+κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο
+με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,
+και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.
+εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,
+κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300
+
+Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
+δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,
+και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,
+'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305
+αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση•
+
+«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με•
+κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,
+βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.
+αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310
+ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,
+ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.
+και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.
+και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315
+τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.
+κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.
+ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει
+'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320
+θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,
+να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,
+να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,
+αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».
+
+Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325
+«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;
+ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης
+'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,
+'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.
+κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330
+αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
+και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει•
+εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα
+με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.
+αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335
+συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.
+και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,
+θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
+και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
+
+Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340
+«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,
+'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.
+κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου•
+αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει
+ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345
+και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,
+για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,
+και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,
+ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350
+
+Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης
+εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία
+'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.
+για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355
+για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης
+εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας•
+άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της
+κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη
+κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360
+και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,
+μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω•
+τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία
+κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.
+ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365
+και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,
+κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.
+εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,
+πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,
+και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370
+κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,
+μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα
+έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.
+και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον
+δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375
+οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,
+με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,
+να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους
+και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380
+«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,
+σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
+εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,
+οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385
+ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,
+σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν
+'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».
+
+Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με
+να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390
+και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα
+η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται
+και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας
+να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος.
+και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395
+και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,
+και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση•
+μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας
+τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη
+ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400
+εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη•
+κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.
+
+Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,
+της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου•
+δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405
+έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.
+και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει
+τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.
+αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,
+ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410
+με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.
+δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα•
+και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,
+άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.
+
+Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415
+πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.
+ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,
+ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.
+εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι•
+και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420
+μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,
+οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.
+την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα•
+κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι•
+«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425
+του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.
+αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,
+ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν
+'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».
+
+Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430
+«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,
+να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;
+ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».
+
+Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε•
+«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435
+άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».
+
+Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη•
+και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
+πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε•
+«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440
+μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,
+μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,
+και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,
+κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε
+τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445
+και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,
+μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση•
+τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.
+και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο•
+ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450•
+είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.
+εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία
+θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
+
+Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.
+τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455
+και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι•
+και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,
+της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.
+ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,
+και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460
+και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα
+την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.
+ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,
+και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.
+από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465
+και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια
+εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,
+όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.
+και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,
+κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470
+και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,
+με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,
+αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
+και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη
+έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475
+ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα•
+αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
+την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη
+'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.
+κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480
+κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.
+και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,
+οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.
+ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
+
+Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485
+«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,
+ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.
+αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας•
+ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες
+ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490
+σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω
+εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».
+
+Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,
+ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,
+του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495
+με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι•
+κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,
+έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,
+και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν
+το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500
+και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε
+ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι
+το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου
+και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω
+τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505
+κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,
+καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».
+Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
+«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι
+θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510
+ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης
+θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων
+δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει•
+εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515
+ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,
+αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.
+άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι
+ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,
+οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520
+ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη
+ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.
+αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,
+αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».
+Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525
+πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε
+περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω
+του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,
+τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του
+μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530
+«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη
+δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.
+και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας
+δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535
+«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
+και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα
+τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».
+
+Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου•
+«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540
+εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα•
+και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,
+και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».
+Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε•
+«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545
+απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».
+Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.
+εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550
+κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο
+βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,
+εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
+και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555
+όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα
+σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
+
+
+
+Ραψωδία Π
+
+
+
+Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
+φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,
+κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.
+και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν
+την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5
+τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,
+και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου•
+«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου
+ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,
+αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10
+Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του•
+'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη
+έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.
+και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο
+μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15
+κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας
+τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους
+εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,
+μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος
+έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20
+τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,
+και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,
+Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
+τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.
+αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25
+θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη•
+τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,
+αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,
+την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30
+«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα
+εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου
+ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων
+ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα
+μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35
+
+Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων•
+«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη
+εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».
+
+Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40
+κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι•
+ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας•
+εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε,
+κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,
+κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45
+
+Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.
+κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,
+κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.
+τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει
+από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50
+κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,
+και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,
+και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.
+άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55
+ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου•
+«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη
+οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;
+τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60
+«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
+το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης•
+και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις
+θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα
+από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65
+εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω•
+πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70
+τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;
+εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου
+ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
+και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη
+την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,
+μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75
+ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση
+εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
+αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,
+θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80
+και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω•
+και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,
+κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,
+βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.
+δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85
+'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.
+μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.
+και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος
+πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».
+
+Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90
+«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,
+μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω
+ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες
+'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.
+το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95
+ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;
+ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,
+μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.
+αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,
+και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100
+από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-
+ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.
+αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,
+άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105
+'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,
+παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
+να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
+μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,
+κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110
+αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.
+ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,
+ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115
+μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.
+αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης•
+μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
+μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας
+μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120
+όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα•
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
+την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125
+και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
+να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν
+το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.
+αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν•
+τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130
+ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.
+εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης
+μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη
+των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135
+«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.
+πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη
+θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος!
+ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,
+τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140
+ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.
+πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,
+δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,
+αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,
+και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,
+και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,
+τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.
+αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150
+και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη•
+και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα
+να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».
+
+Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,
+και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155
+δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα•
+κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη
+γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα•
+εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,
+κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160
+ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.
+αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,
+αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.
+ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.
+και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165
+ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,
+όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,
+κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170
+να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».
+
+Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
+και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα
+τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη•
+μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175
+και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.
+και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος
+εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος
+αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι
+θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180
+«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν•
+έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου•
+ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.
+αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,
+και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις;
+είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του
+απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».
+
+Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190
+να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.
+αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη
+ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε•
+Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,
+αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195
+ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση
+αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία
+νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος•
+ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,
+και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε
+δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης•
+ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.
+εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205
+ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας•
+έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,
+πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,
+και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210
+κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων
+να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
+
+Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα
+αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους•
+και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215
+κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν
+γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,
+αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους•
+τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.
+και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220
+αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του•
+«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν
+αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225
+«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
+εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,
+οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.
+με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,
+και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230
+χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα•
+και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,
+τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,
+ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.
+κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235
+να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.
+και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω
+εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,
+όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240
+Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,
+ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος•
+αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.
+δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;
+δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245
+αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω•
+και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο
+εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν•
+άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι•
+είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250
+και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη•
+μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος
+αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.
+αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,
+μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255
+αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,
+συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,
+και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260
+θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,
+'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν
+των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,
+οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση
+η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις•
+αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270
+σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις•
+εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.
+κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,
+τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275
+και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,
+ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.
+μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν
+απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι•
+ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280
+κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,
+σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,
+τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα
+σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285
+θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,
+όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν•
+θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον
+ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
+και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290
+και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας•
+μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
+και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•
+'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.—
+πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295
+και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο
+ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση
+αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.
+κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300
+να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,
+μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,
+μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.
+αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη
+ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305
+τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,
+ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».
+
+Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του•
+«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης•
+διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310
+αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω
+'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης
+εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους
+έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες
+'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315
+και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,
+και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα•
+αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις
+εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,
+σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320
+
+Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη
+τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο
+έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους•
+και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,
+'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325
+και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,
+και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου•
+κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,
+το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,
+ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330
+'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα
+η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.
+και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,
+την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335
+και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,
+ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε,
+βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,
+κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης
+όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει•
+και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340
+και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.
+
+Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη•
+απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος
+εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,
+και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345
+«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
+τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.
+τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους
+ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν
+των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350
+
+Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι
+το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα,
+και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία.
+από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε•
+«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355
+ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι
+'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι•
+κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι,
+και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360
+κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν
+να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους•
+«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν!
+ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, 365
+κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος
+δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο
+επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας,
+του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση•
+κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370
+αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου,
+να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω,
+όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη,
+ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι,
+και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375
+αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση
+τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη
+μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη,
+πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις•
+και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380
+κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα
+μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα.
+αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι,
+ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε
+τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385
+να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη.
+και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση
+αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του,
+ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε
+τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390
+με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,
+οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι•
+του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος
+άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395
+χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει•
+κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης,
+ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος.
+τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε•
+«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400
+και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης•
+αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα•
+και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν,
+πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω.
+και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405
+
+Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.
+εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα,
+και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο,
+να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410
+ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της•
+ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε.
+και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη•
+και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,
+της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415
+κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι,
+και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου•
+«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν
+πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους•
+και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420
+του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας
+των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας;
+και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα.
+δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε;
+τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425
+τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο,
+κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν
+ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του•
+αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας.
+κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430
+μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του,
+κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω
+'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».
+
+Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου•
+Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435
+θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου.
+δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι,
+χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου,
+όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου.
+κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440
+ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση.
+ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας
+'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο
+κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη.
+όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445
+και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται•
+αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι».
+να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.
+
+Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,
+κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450
+'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε,
+ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας
+τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει.
+κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455
+με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω,
+και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος,
+άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη
+της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.
+
+Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460
+«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι;
+απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες,
+ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;»
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465
+'ς την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου,
+άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι.
+ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους
+κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου.
+και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470
+άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει,
+κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι,
+'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε,
+και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο•
+και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα
+χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο.
+
+Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος,
+δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480
+την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.
+
+
+
+Ραψωδία Ρ
+
+
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
+Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη,
+λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος
+να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5
+«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου,
+όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση
+πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη,
+πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω•
+τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, 10
+κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση
+χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω
+κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω.
+κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη•
+και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας•
+«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν•
+κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη
+ή 'ς τους αγρούς• κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση.
+τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, 20
+για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου,
+αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση,
+αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη.
+άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη
+η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25
+
+Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία,
+και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε.
+και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους,
+έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο,
+προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30
+
+Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη,
+ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία,
+κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις
+δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα,
+και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35
+απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη,
+κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη.
+έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της,
+και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε.
+και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40
+Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
+αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου,
+κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου.
+αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45
+«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου,
+'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου.
+αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης,
+'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις,
+και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50
+ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας.
+κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω,
+κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα•
+με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει,
+και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55
+'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».
+
+Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος.
+και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια,
+όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις,
+ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. 60
+
+Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει,
+και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν.
+αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη,
+και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη.
+γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65
+ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε,
+αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε
+'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι,
+ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης•
+κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70
+και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε
+'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του•
+ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση.
+και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον•
+«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75
+να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν•
+αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες,
+και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, 80
+προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας.
+και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω,
+προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης».
+
+Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε
+'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, 85
+εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις,
+και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.
+και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,
+και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
+εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. 90
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην
+χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95
+απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου,
+αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία.
+άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100
+«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω
+'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω
+απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας
+με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις,
+'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105
+άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι.
+'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.
+εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110
+όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του,
+όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος
+περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του.
+κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο
+ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115
+αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη
+Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν
+Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν
+Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη.
+και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει,
+κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια.
+και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε•
+ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου,
+εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125
+και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο
+κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,
+όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια
+βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,
+και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130
+όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος.
+και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη
+'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη
+'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,
+και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135
+αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις,
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος.
+και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει
+άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,
+αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140
+ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω.
+ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα,
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.
+ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης•
+αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν
+οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα».
+
+Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150
+τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους•
+«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης•
+αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω.
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155
+και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα,
+ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του,
+είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα
+τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων.
+μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160
+κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε•
+Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
+και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα
+τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα
+με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια,
+'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.
+ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170
+οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν.
+τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων
+ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,—
+«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας
+πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175
+κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι».
+
+Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε•
+και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους,
+εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις•
+κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180
+μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.
+
+Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν
+ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος.
+και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, 185
+ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα
+ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης•
+αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση
+κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,—
+ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190
+και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις•
+αλλ' ας πηγαίνουμε• και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου.
+και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, 195
+για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος».
+
+Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι
+ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη.
+και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε•
+μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200
+της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,
+όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο,
+σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205
+την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις,
+του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα,
+και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος,
+ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο
+το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210
+βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,—
+εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου,
+κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα
+ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες.
+και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215
+λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•
+
+Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει!
+όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει!
+πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη,
+ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220
+'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη,
+όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας;
+δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη,
+να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη
+'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225
+πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει,
+αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι,
+να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία.
+αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
+'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230
+'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα
+από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».
+
+Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος•
+απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας•
+κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235
+θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση
+την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη.
+τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος,
+κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια•
+«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240
+μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα
+αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε•
+ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη•
+τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου,
+'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245
+πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
+
+Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε
+ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο
+θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη,
+κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250
+του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν
+σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων,
+ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».
+
+Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν,
+και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255
+εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις,
+αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε.
+ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις,
+και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη.
+τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260
+κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας
+ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι•
+κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος•
+«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα•
+ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265
+πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία
+με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη
+δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε;
+και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν•
+ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270
+'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις.
+αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη.
+ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275
+προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω•
+ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω,
+αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση
+ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».
+
+Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280
+«Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου.
+αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω•
+και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι.
+βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν
+'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285
+αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης,
+'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη•
+για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια,
+και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.
+
+Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290
+σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι,
+ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας,
+αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει
+'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι,
+λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295
+τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος
+'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν
+βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι
+την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
+ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300
+αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα,
+την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον
+να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του.
+τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη
+από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305
+«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο!
+το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω
+εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν,
+ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν
+οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα,
+τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις,
+ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία,
+και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315
+θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου
+βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης.
+τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη
+'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις.
+ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320
+οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν.
+το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης
+παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».
+
+Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,
+κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325
+αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα,
+άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.
+
+'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος
+Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση.
+κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330
+του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων
+εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι•
+την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου,
+αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του
+μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335
+
+Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας,
+παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,
+οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα,
+γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340
+'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη.
+εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο,
+και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι,
+και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν,
+κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345
+να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις•
+καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».
+
+Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο,
+σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350
+να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις,
+και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη».
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου,
+και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355
+
+Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου
+'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι.
+κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα•
+και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος,
+τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360
+'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε
+να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις,
+να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν•
+και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση.
+άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365
+το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης.
+και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία,
+και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.
+
+Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους•
+«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370
+γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα•
+βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε•
+αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».
+
+Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο•
+«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375
+έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι
+ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις;
+ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου
+τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380
+«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις.
+και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση
+ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης,
+άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη
+ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385
+των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται•
+αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση.
+αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι
+'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα.
+αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης•
+ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη
+με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». 395
+
+Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας,
+'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος,
+με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη•
+δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400
+μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους,
+'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
+αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις•
+ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».
+
+Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405
+«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες!
+αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις,
+φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».
+
+Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει,
+'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410
+κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας
+γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη
+προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα,
+εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε•
+των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415
+η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος.
+όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης
+ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα
+πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420
+όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη.
+και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν
+να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται.
+αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία.
+με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425
+'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση.
+τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι
+έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
+σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν,
+και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430
+κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των,
+και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
+παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις.
+κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι,
+άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435
+και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι
+όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας
+δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
+δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει.
+τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440
+άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν,
+κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου
+του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα•
+κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».
+
+Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445
+τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου;
+μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι,
+μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο,
+καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης.
+με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450
+ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν
+από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».
+
+Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας•
+«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες!
+αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455
+αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης,
+τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».
+
+Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη,
+και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460
+καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».
+
+Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη
+τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι
+του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας
+την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465
+εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι
+καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε•
+«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
+όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470
+αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του
+απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία.
+αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία,
+'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη.
+αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475
+ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».
+
+Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε,
+καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις,
+από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι
+σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480
+
+Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι.
+και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε
+Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης.
+και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων;
+με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485
+οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων,
+και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».
+
+Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε.
+το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη,
+και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490
+την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212
+
+Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων•
+«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση».
+κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495
+«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας
+να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση».
+και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
+«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν•
+αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500
+'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία,
+γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι
+οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος
+με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».
+
+Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505
+'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας.
+και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο•
+«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον,
+εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω,
+αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510
+ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
+
+Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες,
+θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι.
+τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις• 515
+τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο,
+και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος
+και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα
+εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι
+'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, 520
+όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου.
+και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα,
+και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα.
+κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα,
+και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα 525
+εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα,
+'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη•
+«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου.
+και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530
+ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι.
+ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους,
+τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι•
+κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν,
+και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535
+συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν,
+χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει,
+ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση.
+αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
+με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη,
+'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη,
+και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα•
+«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου•
+δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545
+δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις
+όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου•
+αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550
+
+Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος,
+σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα
+του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι,
+την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555
+και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα
+θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία•
+και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας
+να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».
+
+Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560
+«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα
+της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•
+'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω.
+αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει,
+'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565
+ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα,
+μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω,
+βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος.
+της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία,
+να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570
+τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της,
+και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά• παληά ρούχα φοράω,
+καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα».
+
+Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος,
+και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575
+«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης;
+ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε
+μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».
+
+Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, 580
+μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων.
+και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση.
+και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει,
+μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• 585
+«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει•
+ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις
+δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας».
+
+Αυτά 'πε• τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων,
+όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590
+κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι,
+του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω
+τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου•
+ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου,
+τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595
+ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη.
+αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση,
+και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600
+ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».
+
+Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος•
+και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη,
+'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι,
+όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605
+εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει.
+
+
+
+Ραψωδία Σ
+
+
+
+Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν
+Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος,
+να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε
+ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι.
+Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5
+εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι,
+ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν.
+να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος
+ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα•
+«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10
+και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν
+για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου.
+αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας•
+«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15
+ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι
+τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα
+πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης,
+ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις.
+και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20
+και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη
+σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης
+αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση
+άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».
+
+Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25
+«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία,
+τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω
+και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω,
+ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο.
+τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30
+να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»
+
+Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις
+έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι.
+τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου,
+μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35
+«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη•
+ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει!
+'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο•
+κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.
+
+Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40
+εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε•
+«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι•
+εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις,
+που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45
+όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη,
+ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη.
+κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν
+άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση».
+
+Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50
+με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•
+«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση
+γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα,
+για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία,
+αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55
+βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη
+άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».
+
+Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε.
+και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
+είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60
+ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου,
+από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι,
+τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση.
+ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν,
+ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65
+
+Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας
+τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία
+τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη,
+και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του
+και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70
+εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι,
+κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον•
+«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη•
+του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!»
+
+Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75
+αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν,
+'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο.
+ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες,
+α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι,
+αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80
+'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του.
+αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη•
+αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση,
+για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι,
+'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85
+μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη,
+και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».
+
+Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν
+αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν,
+κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90
+να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση,
+ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου,
+κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση,
+μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν
+'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95
+εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα,
+και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα•
+χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα,
+έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες
+από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100
+και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας
+απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης,
+και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση,
+ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου•
+«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105
+και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης,
+ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
+
+Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι
+ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη,
+και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110
+γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν•
+«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
+ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει,
+'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη
+έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115
+'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου».
+Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας.
+ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του
+με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε
+απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120
+και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε•
+«Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις
+καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125
+και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει,
+πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας.
+υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις•
+όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου.
+απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130
+του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει•
+όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις
+του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη•
+αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν,
+τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135
+ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα,
+οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον,
+αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης,
+θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140
+όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση,
+αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων•
+ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες,
+και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν
+του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145
+θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα
+θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης,
+την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη.
+ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω
+αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150
+
+Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του
+έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα.
+τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην
+περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του•
+τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155
+'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι•
+και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.
+
+Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,
+εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160
+να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη
+'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα.
+κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης•
+«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη,
+εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165
+και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα.
+να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις•
+εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».
+
+Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη•
+«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170
+άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης,
+αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης,
+όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο•
+πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει,
+τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175
+τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
+«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης
+να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω•
+οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180
+απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία.
+της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας,
+να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω•
+ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».
+
+Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185
+να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.
+
+Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου
+πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
+εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190
+της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν.
+μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της,
+μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη,
+όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων.
+την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195
+και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη.
+και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη.
+έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις,
+και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος•
+έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200
+«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη!
+μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα
+Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου,
+ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος
+ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205
+
+Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη.
+μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν•
+και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210
+κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.
+κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους
+επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν.
+και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της•
+«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215
+παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου.
+και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης,
+και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου,
+και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου,
+ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220
+ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη,
+'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος•
+πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος,
+και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη;
+την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω•
+όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα,
+και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι•
+αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230
+ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι
+τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω.
+όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου
+η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.
+Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235
+να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις
+ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα,
+άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν,
+ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα,
+την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240
+και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη
+'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε•
+«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245
+αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι
+σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες
+εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250
+«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα,
+οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα
+με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.
+αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος,
+και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255
+τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα.
+ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα,
+το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε•
+γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία
+οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260
+ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες,
+'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις
+εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν
+ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου•
+όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265
+'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.
+'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι
+'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα•
+και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση,
+τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270
+εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα•
+θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα,
+την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας.
+και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος•
+ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275
+οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη
+θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη,
+βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα
+της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα•
+όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280
+
+Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
+ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους
+με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της,
+Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε•
+«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285
+των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα,
+δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι•
+κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης
+τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».
+
+Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος• 290
+κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη.
+του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον,
+και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις,
+'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία.
+και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295
+χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι.
+και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν
+τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.
+και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν
+λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300
+όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.
+
+Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη,
+και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν,
+πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι
+γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305
+και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε.
+ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν,
+κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω,
+δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα
+η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310
+και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας
+'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου,
+του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα,
+της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα,
+και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315
+'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη.
+και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω•
+και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν,
+δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».
+
+Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320
+και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω,
+οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της
+η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει•
+την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε,
+αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325
+εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα•
+«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι•
+εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης
+ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος
+'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330
+ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου
+ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
+ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;
+κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου,
+και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335
+και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα
+κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».
+
+Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340
+τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν
+τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε.
+και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος
+να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του
+άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345
+Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις
+απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη
+του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος.
+κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου,
+τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350
+«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα•
+κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει,
+ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355
+
+Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα•
+«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης
+εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου,
+λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης•
+αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360
+και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου.
+αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις,
+αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι,
+να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».
+
+Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• 365
+«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο
+να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα,
+'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι,
+παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε,
+ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370
+ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος,
+λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι,
+ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία,
+και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι,
+θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375
+και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας
+σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα,
+και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι,
+μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος,
+και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380
+αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου•
+και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις,
+ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους•
+αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
+η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385
+ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο».
+
+Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη,
+και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα
+'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390
+ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου
+ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
+ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;»
+
+Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο
+προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395
+εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι
+το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης,
+και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα.
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,
+και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400
+«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος•
+ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις
+φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης
+χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».
+
+Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405
+«Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη
+το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει.
+τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας,
+αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410
+θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε.
+και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου
+του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε•
+«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει
+ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415
+τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον
+των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
+αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση
+θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι.
+τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα• 420
+ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».
+
+Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη.
+και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου
+θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα,
+και 'ς όλους γύρω εμοίρασε• και αφού των αθανάτων 425
+σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν,
+και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας.
+
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30615-0.txt or 30615-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/30615-0.zip b/30615-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..5d876a5
--- /dev/null
+++ b/30615-0.zip
Binary files differ
diff --git a/30615-h.zip b/30615-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..d01120e
--- /dev/null
+++ b/30615-h.zip
Binary files differ
diff --git a/30615-h/30615-h.htm b/30615-h/30615-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..f0fa42f
--- /dev/null
+++ b/30615-h/30615-h.htm
@@ -0,0 +1,3766 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Γ" />
+<title>Οδύσσεια Τόμος Γ</title>
+</head>
+
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey
+ Volume C
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615]
+First Posted: December 6, 2009
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601"
+alt="Εξώφυλλο" border="2" />
+
+
+<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br />
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p>
+
+<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br />
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p>
+
+<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br />
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p>
+
+<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4>
+<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3>
+
+<p><br /></p>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Γ'<br /><br />
+ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ<br /><br />
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br />
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4>
+
+
+
+<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Ν</h4>
+
+<table>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθείς μας· τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαοτίμητος Δημόδοκος· ωστόσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα· </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη· </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα· «Ποντόνοε, συγκέρνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις όλους γύρω εμέρασε· κ' εκείθ' όπου καθίζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι· </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν· </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης· </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πρύμη· τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>ήσυχα· και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου· </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' έξω· αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις· </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως αφού πάθη πολλά· και κάποτε να φθάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι· και ποίος θα τολμήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>κ' έμενε αυτού· κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφθανε· το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως εις τα βάθη ερρίζωσε· και αυτός απομακρύνθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε· «ω Θε μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι μας· και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολόρθοι γύρω εις τον βωμό· και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>'που μ' έφεραν εις άλλην γη· και αυτ' είπαν να με φέρουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τίποτε δεν του 'λειπεν· αλλ' έκλαιε για την γη του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>'ς την άκρη αναστενάζοντας· κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ· και ιδού 'ς τα ποθητά σου </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν ερωτάς γι' αυτήν την γη· και όμως αυτή δεν είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο την έχεις, άγνωστη· πολλότατοι την ξεύρουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος· </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας· </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απόπερ' απ' τα πέλαγα· τώρ' ήλθα εγώ με τούτους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα· </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν· </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν· σοφ' είμασθε και οι δύο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φημίζομαι· δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σου προειπώ· κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι απ' τα ξένα εγύρισες· και απ' τους αυθάδεις άνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον και αν έχη νόημα· τι κάθε σχήμα παίρνεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>αλλά πλανώμαι εις άλλην γη· θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο· </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι· </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σας ιδώ δεν έλπιζα· τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θάρρου· ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του· κ' έφερν' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σκέψου· τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα· </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν αρχίσ' ο αγώνας μας· και τότε θαρρώ 'π' άνδρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους· </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δύσκολο το 'χω· και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο· </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ξ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφθειασεν όλαις σύνεγγυς· και εις καθεμιά κλεισμέναις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>μητέραις· κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ολιγώτερα πολύ· ότ' οι μνηστήρες θείοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα· </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του χύθηκαν γαυγίζοντας· τότε με γνώσι χάμου </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος· </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον να μη σεβασθώ· του Διός είναι οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι πτωχοί όλοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δίδουμ' εμείς· επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι· </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσα δεν είναι· τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε· κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του πρόσφερε· χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τον είδα· ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ· ότι άλλον δεν θε ναύρω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται· και για τα συγχαρίκια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω· </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη· </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υιός ανθρώπου υπέρπλουτου· και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδέ φυγόμαχος· αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τους ανδρείους έσπανε· και ότ' έπαιρνα μαζή μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο· τα έργα του αγρού μισούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλιν πολλά· και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα τέκνα και τα πλούτη μου· κατόπιν η ψυχή μου </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως με το ρεύμα κυλητά· καράβι δεν μου εβλάφθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' η πεδιάδα γέμισε· και ο χαιρεβρόντης Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέραν της Κρήτης· και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θειάφη όλο το γέμισε· 'ς την άρμη πέσαν όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπλεαν· θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα· </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον· τι Θεσπρωτών καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την χοιρομάνδραν έρημος· ουδέ ποτέ 'ς την πόλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>και αδελφικά τον δέχθηκα· κ' έλεγε ότι τον είδε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα συντριμμένα πλοία του· κ' έλεγε οπού το θέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους του· και συ, θλιμμένε γέρε, </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μου κερδίσης την καρδιά· και όχι για τούτο θα 'χης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε· και μάρτυρες ας ήναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά του δείπνου είναι καιρός· οι σύντροφοι να εμπαίναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την γωνίστρα· τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>δεν λησμονούσε· αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ· και των θεών ευχόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη· </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά· κατόπιν όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τα κρεατοσάνιδα· και άρχισε ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς επτά μέρη τα χώρισε· μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία· </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν· αλλά τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες· «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα χαίρου τα καλά· και ο θεός δίδει το 'να,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'χα σιμά μου· προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος· </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής· τι με νικά το κρύο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χλαίναν δεν έχω· και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον χιτώνα· τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με λεπτότατη φωνή μου είπε· «σίγα τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»· και κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«ω φίλοι, ακούτ'· ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος· </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ· και ας πάη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>έτρεξε· κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον· </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα· πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν· όμως ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αρματόνονταν να βγη· κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου· </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ο</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου· </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος· άγρυπνον τον κρατούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι· </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα· </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νύκτ' ακόμη αρμένιζε· και πρύμον θα σου στείλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε· </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νύκτα να ταξειδεύουμε· και ογλήγορα θα φέξη· </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης· </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν την πατρίδα σου ποθείς· τον άνδρα κατακρίνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>ή μίσος έχει περισσό· καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κρέατα να ψήση ευθύς· και υπάκουσεν εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>που ωσάν αστέρας έλαμπε· και κάτω απ' όλους ήταν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα δώματα· τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου· </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διαβάτης 'ς την επιστροφή· και συ να το' χης θέλω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια κ' είπε· «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύμφη σου να το φορή· και ως τότ' η αγαπητή σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μητέρα σπίτι ας το φυλά· και συ χαίρε μου και άμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, τον πέπλο του 'δωσε· τον δέχθη αυτός κ' εχάρη· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, ·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε· «Ω νέοι, </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το χαίρε ειπήτε· ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>όπως τα λέγεις· άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήμερη μέσ' απ' την αυλή· και με φωναίς κατόπι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυναίκες και άνδρες έτρεχαν· κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί· και όλοι χαρά το πήραν· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο Πεισίστρατος· «Μεγάλε βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη· </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας· </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος· «Γλυκέ μου Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η αγάπη των πατέρων μας· μας δέν' η ομηλικία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του· </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θυσίαζε της Αθηνάς· κ' ήλθε σιμά του ξένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάντης· απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά· και του Νηλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την νύμφην εις τα σπίτια του· και αυτός εξενιτεύθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>και ο Φοίβος· πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>έφερε για το κάλλος του· τον Πολυφείδη μάντην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον Τηλέμαχο κοντά· κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άν ποτ' εζούσε· τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εντόπιον· κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη· </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ· ακόμ' είν' ο Λαέρτης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>οι αυθάδεις άνδρες· και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν· </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο χοιροβοσκός· «Αφού τούτ' ερωτάς με</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>και πίνε αυτού καθήμενος· απέραντ' είναι τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η νύκτα· κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να τέρπετ' ακούοντας· ουδέ συ πριν της ώρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να κοιμηθής θα βιάζεσαι· βαρύ και ο πολύς ύπνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ένας τ' άλλου· τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο· </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«τώρα σιγάτε· και κανείς απ' όλους τους συντρόφους </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσάς να χάση σοφισθή· αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω· </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη· </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη· </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>σου δίδει, και συ καλοζής· αλλ' εγώ παραδέρνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο συνετός Τηλέμαχος· «Σεις τώρα προς την πόλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίο μας κινήσετε· κ' εγώ προς τους αγρούς μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Σ' το σπίτι μας να υπάγης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν λείπ' η περιποίησις· αλλά δεν σου συμφέρει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα· </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη· </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε· </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεξιά σου· εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν· κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαρύ· και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Π</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άκουσε και ποδόκτυπο· κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά του σείουν την ουρά· και πόδι ανθρώπου ακούω». </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>κ' έχυσε δάκρυα θερμά· και όπως καλός πατέρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνος, υστερογέννητος· έτσι ο βοσκός ο θείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κλαίοντας του ωμίλησε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>«Μετά χαράς, πατέρα μου· γι' αγάπη σου εδώ ήλθα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι· </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε· «Κάθου, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πράξε όπως θέλης· ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει· </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'μαι νέος· δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ούτε αδελφούς έχω κακούς· και 'ς τ' αδελφού το χέρι, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον αυτός τον Οδυσσηά· και πάλιν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη· </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι· </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ· κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα υπάγω τώρα μηνυτής· αχ! ο αναστεναγμένος!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς την πόλιν κίνησε· και τότε της Αθήνης </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη· </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>ήλθε και εμπρός της έμεινε· και του 'πε τότ' η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε· κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την καλύβα εγύρισε· και ο υιός του τρομασμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεάς· και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δώρα χρυσοσκάλιστα· ά! την οργή σου παύσε». </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θεός δεν είμαι· των θεών γιατί με παρομοιάζεις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκάθισεν αυτός· τον ένδοξον πατέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>αλλά πλειότεραις πολύ· και άκου να τους μετρήσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ταις μωρίαις· και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα ειπής· —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορμώντας να τ' αδράξουμε· και ωστόσο θα τυφλώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου· </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εμάς τους δύο· σκέψου το· πολύν καιρό θα τρίψης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έναν προς έναν· κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν· </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν· «ήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν· </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα· και ότ' έφθανε το σκότος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους Αχαιούς· ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>κάποιο κακό θα πάθουμε· μήπως και απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα· κατόπι ας μοιρασθούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους θησαυρούς του· και καθείς ας κάμνη την μνηστεία </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ· τρελλέ, πώς οργανίζεις </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας· και να τον θανατώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα· αλλά να παύσης λέγω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>θάρρου· ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη· </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη· </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον· </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>'ς την πόλι τριγυρίζοντας· και μ' έβιαζε η ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου· </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Ρ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του· </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπως η μάννα μου με ιδή· γιατί δεν θέλει παύση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πριν ή με ιδούν τα μάτια της· και σε το εξής προστάζω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>κει να ζητεύη· του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί· και ως προς εμέ, να τρέφω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή 'ς τους αγρούς· κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άθλια φορώ φορέματα· μη με νεκρώσ' η πάχνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η πρωινή· και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας· ολόγυρα κ' η άλλαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με παράπον' έλεγε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε· </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες· </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επήρε θέσι· και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να νιφθούν· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους Ατρείδαις· αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα· </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν ξεύρει εκείνος καθαρά· τον λόγο μου ν' ακούσης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας πηγαίνουμε· και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>της στάνης φύλακες· και αυτός τον κύριον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολούθεν όλο κυκλικό· ψηλάθεν από βράχο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κρύον έρρεε νερό· κ' επάν' ήταν κτισμένος </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,—</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα ερίφια· και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησε ο γιδοβοσκός· «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κέρδος να λάβω περισσόν· ότ' είθε μες το δώμα </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>κ' έμειναν· ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει· </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δίφυλλη· ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή· και ό,τ' είπα συλλογίσου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ· και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την θείαν Ίλιο πρότερα· 'ς άλλους καιρούς οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν· </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος· </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε· </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αντίκρυ του, κ' εκάθισε· και ο κήρυκας εμπρός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' είπε· «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>γι' αυτόν τον ξένον· ότι εγώ και πρότερα τον είδα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με βαρύ πρόσταγμα· ο θεός ποτέ να μη το κάμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δος του απ' αυτά· δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε· </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέμισαν το δισάκκι του· και, ως έμελλε να γύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε· «Δόσε ω φίλε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. </td><td align="right">430</td></tr>
+<tr><td>κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν· </td><td align="right">435</td></tr>
+<tr><td>και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, </td><td align="right">440</td></tr>
+<tr><td>άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε· «Ποια μοίρα </td><td align="right">445</td></tr>
+<tr><td>τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με την αράδα 'ς όλους πας· και αφρόντισ' όλοι δίδουν· </td><td align="right">450</td></tr>
+<tr><td>ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, </td><td align="right">455</td></tr>
+<tr><td>αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, </td><td align="right">460</td></tr>
+<tr><td>καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον κτύπησεν· εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε· </td><td align="right">465</td></tr>
+<tr><td>εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, </td><td align="right">470</td></tr>
+<tr><td>αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, </td><td align="right">475</td></tr>
+<tr><td>ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησ' ο Αντίνοος· «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». </td><td align="right">480</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και νέος είπε απότολμος· «Κακά 'καμες, χαμένε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν </td><td align="right">485</td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας </td><td align="right">490</td></tr>
+<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark</td><td align="right">212</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη· </td><td align="right">495</td></tr>
+<tr><td>«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου· </td><td align="right">500</td></tr>
+<tr><td>'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα· εκείνος μόνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη </td><td align="right">505</td></tr>
+<tr><td>'ς τον θάλαμόν της· κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, </td><td align="right">510</td></tr>
+<tr><td>ή και αν τον είδε· ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις· </td><td align="right">515</td></tr>
+<tr><td>τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, </td><td align="right">520</td></tr>
+<tr><td>όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα </td><td align="right">525</td></tr>
+<tr><td>εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι </td><td align="right">530</td></tr>
+<tr><td>ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον σίτον, το γλυκό κρασί· τρέφονται μόν' οι δούλοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">535</td></tr>
+<tr><td>συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». </td><td align="right">540</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' όλο το δώμα εβρόντησε· γέλασ' η Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; </td><td align="right">545</td></tr>
+<tr><td>δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλους· κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». </td><td align="right">550</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του· «Ω ξένε μου πατέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. </td><td align="right">555</td></tr>
+<tr><td>και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">560</td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. </td><td align="right">565</td></tr>
+<tr><td>ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. </td><td align="right">570</td></tr>
+<tr><td>τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά· παληά ρούχα φοράω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη· </td><td align="right">575</td></tr>
+<tr><td>«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μέσα 'ς το δώμα· είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, </td><td align="right">580</td></tr>
+<tr><td>μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">585</td></tr>
+<tr><td>«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε· τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. </td><td align="right">590</td></tr>
+<tr><td>κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Τηλεμάχου, κ' έλεγε· «Θα υπάγω να φυλάξω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης· </td><td align="right">595</td></tr>
+<tr><td>ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Πατέρα, ως είπες, θα γενή· συ φύγ' άμ' εσπερώση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία· </td><td align="right">600</td></tr>
+<tr><td>ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί· κ' ετέρπονταν εκείνοι </td><td align="right">605</td></tr>
+<tr><td>εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td><b>Ραψωδία Σ</b></td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να πιή, να φάγη, αχόρταστος· και δύναμι δεν είχε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα </td><td align="right">5</td></tr>
+<tr><td>εκ γενετής· αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν· </td><td align="right">10</td></tr>
+<tr><td>και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, </td><td align="right">15</td></tr>
+<tr><td>ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν· το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο· και αν άλλος από ξένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πράγματα λάβη, μη φθονής· είσαι, θαρρώ, πλανήτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, </td><td align="right">20</td></tr>
+<tr><td>και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σου βάψω· και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αύριον· ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος· </td><td align="right">25</td></tr>
+<tr><td>«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι </td><td align="right">30</td></tr>
+<tr><td>να κτυπηθούμε· και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε· </td><td align="right">35</td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν </td><td align="right">40</td></tr>
+<tr><td>εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. </td><td align="right">45</td></tr>
+<tr><td>όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. </td><td align="right">50</td></tr>
+<tr><td>με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γέρος πολυβασάνιστος· αλλά με βιάζει τώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, </td><td align="right">55</td></tr>
+<tr><td>βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>είπ' ο ιερός Τηλέμαχος· «Αν ν' αποκρούσης κείνον, </td><td align="right">60</td></tr>
+<tr><td>ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ξένος μου είσαι· οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. </td><td align="right">65</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και όλοι εσυμφώνησαν· κ' έζωσεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι δυνατοί βραχίονες· η Αθήν' ήλθε σιμά του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. </td><td align="right">70</td></tr>
+<tr><td>εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου· </td><td align="right">75</td></tr>
+<tr><td>αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε· «Α! να μη ζούσες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, </td><td align="right">80</td></tr>
+<tr><td>'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, </td><td align="right">85</td></tr>
+<tr><td>μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού 'ς την μέση· τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, </td><td align="right">90</td></tr>
+<tr><td>να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μη τον νοήσουν οι Αχαιοί· και ως ανασηκωθήκαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας </td><td align="right">95</td></tr>
+<tr><td>εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. </td><td align="right">100</td></tr>
+<tr><td>και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, </td><td align="right">105</td></tr>
+<tr><td>και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε· κ' εκείνοι </td><td align="right">110</td></tr>
+<tr><td>γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπαυσες· ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο </td><td align="right">115</td></tr>
+<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με πάχος κ' αίμα ολόγεμην· ο Αμφίνομος επήρε</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, </td><td align="right">120</td></tr>
+<tr><td>και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ξένε πατέρα, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος· </td><td align="right">125</td></tr>
+<tr><td>και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, </td><td align="right">130</td></tr>
+<tr><td>του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. </td><td align="right">135</td></tr>
+<tr><td>ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. </td><td align="right">140</td></tr>
+<tr><td>όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, </td><td align="right">145</td></tr>
+<tr><td>θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ· κ' εγγύς είν'. αλλά σένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». </td><td align="right">150</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη </td><td align="right">155</td></tr>
+<tr><td>'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα </td><td align="right">160</td></tr>
+<tr><td>να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου· </td><td align="right">165</td></tr>
+<tr><td>και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω· </td><td align="right">170</td></tr>
+<tr><td>άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν </td><td align="right">175</td></tr>
+<tr><td>τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. </td><td align="right">180</td></tr>
+<tr><td>απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. </td><td align="right">185</td></tr>
+<tr><td>να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τον κλιντήρα· και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, </td><td align="right">190</td></tr>
+<tr><td>της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. </td><td align="right">195</td></tr>
+<tr><td>και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε· </td><td align="right">200</td></tr>
+<tr><td>«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη!</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». </td><td align="right">205</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μόνη όχι· δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια· </td><td align="right">210</td></tr>
+<tr><td>κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε· σκέψι ποσώς δεν έχεις· </td><td align="right">215</td></tr>
+<tr><td>παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. </td><td align="right">220</td></tr>
+<tr><td>ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». </td><td align="right">225</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και το καλό και το κακό· και πλειά μωρό δεν είμαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει· </td><td align="right">230</td></tr>
+<tr><td>ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως </td><td align="right">235</td></tr>
+<tr><td>να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος· </td><td align="right">240</td></tr>
+<tr><td>και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">245</td></tr>
+<tr><td>αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη· </td><td align="right">250</td></tr>
+<tr><td>«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. </td><td align="right">255</td></tr>
+<tr><td>τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι· </td><td align="right">260</td></tr>
+<tr><td>ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα· και ακόμ' είναι αναβάταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις τ' ανεμόποδ' άλογα· και τούτοι αποφασίζουν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω </td><td align="right">265</td></tr>
+<tr><td>'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. </td><td align="right">270</td></tr>
+<tr><td>εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. </td><td align="right">275</td></tr>
+<tr><td>οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». </td><td align="right">280</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">285</td></tr>
+<tr><td>των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δέξου τα· δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος· </td><td align="right">290</td></tr>
+<tr><td>κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα </td><td align="right">295</td></tr>
+<tr><td>χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. </td><td align="right">300</td></tr>
+<tr><td>όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. </td><td align="right">305</td></tr>
+<tr><td>και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. </td><td align="right">310</td></tr>
+<tr><td>και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις </td><td align="right">315</td></tr>
+<tr><td>'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, </td><td align="right">320</td></tr>
+<tr><td>και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. </td><td align="right">325</td></tr>
+<tr><td>εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. </td><td align="right">330</td></tr>
+<tr><td>ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, </td><td align="right">335</td></tr>
+<tr><td>και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις· </td><td align="right">340</td></tr>
+<tr><td>τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. </td><td align="right">345</td></tr>
+<tr><td>Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι· </td><td align="right">350</td></tr>
+<tr><td>«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». </td><td align="right">355</td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, </td><td align="right">360</td></tr>
+<tr><td>και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· </td><td align="right">365</td></tr>
+<tr><td>«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς την χλόη· να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. </td><td align="right">370</td></tr>
+<tr><td>ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. </td><td align="right">375</td></tr>
+<tr><td>και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. </td><td align="right">380</td></tr>
+<tr><td>αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, </td><td align="right">385</td></tr>
+<tr><td>ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. </td><td align="right">390</td></tr>
+<tr><td>ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;»</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί· και τότε από τον φόβο</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας· </td><td align="right">395</td></tr>
+<tr><td>εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το δεξιό· και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον· </td><td align="right">400</td></tr>
+<tr><td>«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ιδού, πώς μας ετάραξε· τώρα για ψωμοζήταις</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους· </td><td align="right">405</td></tr>
+<tr><td>«Ελεεινοί, φρενιάζετε· και την καρδιά σας ήδη</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>το φαγοπότι ενίκησε· κάποιος θεός σας σπρώχνει.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι· </td><td align="right">410</td></tr>
+<tr><td>θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε·</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. </td><td align="right">415</td></tr>
+<tr><td>τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα· </td><td align="right">420</td></tr>
+<tr><td>ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη.</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και 'ς όλους γύρω εμοίρασε· και αφού των αθανάτων </td><td align="right">425</td></tr>
+<tr><td>σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr>
+<tr><td>κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας.</td><td align="right"></td></tr>
+</table>
+<p>
+</p>
+
+<p>ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ</p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY ***
+
+***** This file should be named 30615-h.htm or 30615-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
diff --git a/30615-h/images/cover.jpg b/30615-h/images/cover.jpg
new file mode 100644
index 0000000..3c38638
--- /dev/null
+++ b/30615-h/images/cover.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..8c5ceb6
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #30615 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30615)
diff --git a/old/20091206-30615-0.txt b/old/20091206-30615-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..f1138d4
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30615-0.txt
@@ -0,0 +1,3735 @@
+The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume C, by Homer
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Homer's Odyssey, Volume C
+ Volumes A B C D
+
+Author: Homer
+
+Translator: Iakovos Polylas
+
+Release Date: December 6, 2009 [EBook #30615]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME C ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
+
+Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
+τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
+ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
+
+
+
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
+ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ
+ΤΟΜΟΣ Γ'
+ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ
+
+
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ
+ΟΜΗΡΟΥ
+ΟΔΥΣΣΕΙΑ
+
+
+
+Ραψωδία Ν
+
+
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα
+όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία•
+τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε•
+«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,
+θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5
+και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.
+τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,
+'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου
+το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.
+έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10
+τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα
+χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.
+κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση
+καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο•
+τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15
+
+Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.
+τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
+και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν•
+και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20
+τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων
+εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν•
+κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου•
+και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,
+του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25
+και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι
+ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,
+λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας
+'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,
+πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30
+και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα
+δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι•
+με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,
+και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν•
+παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35
+και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου•
+«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,
+τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα
+άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.
+ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40
+προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν
+οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα
+την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου•
+και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας
+να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45
+κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν
+ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει•
+και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα
+εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50
+όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,
+τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».
+
+Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,
+και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν
+των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55
+μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας
+και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,
+κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη
+το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60
+αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου
+τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».
+
+Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας•
+του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,
+προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65
+άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη•
+το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,
+η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,
+και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη•
+και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70
+οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι
+τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν•
+και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι
+'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,
+'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75
+ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,
+και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία•
+κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,
+ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,
+βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80
+και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,
+καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,
+και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,
+του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα
+οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85
+κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,
+το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει•
+με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,
+κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,
+'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90
+πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,
+τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.
+
+Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο
+το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,
+'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95
+λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,
+εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια
+απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,
+και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα
+απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100
+τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν•
+και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,
+σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
+τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.
+και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105
+και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν•
+μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις
+πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν•
+και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο•
+μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110
+η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη
+θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.
+
+Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν•
+και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,
+το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115
+και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,
+και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,
+μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,
+'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον•
+τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120
+καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα•
+και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,
+έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας
+έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση•
+κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125
+'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα
+απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε•
+
+«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων
+δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με
+γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130
+έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,
+όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση,
+άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.
+και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον
+με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135
+μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,
+'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,
+άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».
+
+Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140
+δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση
+να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!
+και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης
+να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι•
+ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας•
+«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,
+αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.
+και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,
+ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150
+να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,
+όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».
+
+Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης•
+«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,
+άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155
+να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,
+να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι
+οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».
+
+Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας
+προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160
+κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο
+έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,
+με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,
+και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη.
+
+Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165
+οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι•
+και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου,
+ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,
+εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».
+
+Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170
+και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε•
+«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου•
+έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,
+'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,
+κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175
+ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη
+θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση•
+τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος•
+και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι•
+μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180
+'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα
+δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση
+και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».
+είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.
+
+Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185
+οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,
+ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας
+οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,
+ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,
+ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190
+να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,
+μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,
+πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες•
+όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,
+τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195
+τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του•
+πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του•
+κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις
+τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε•
+«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200
+μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,
+ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;
+πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;
+ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,
+κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205
+'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε•
+τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι
+θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.
+ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,
+ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210
+'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν
+'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.
+να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,
+'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη•
+αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215
+μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
+
+Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,
+τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,
+και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του
+την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220
+'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,
+κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,
+ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος•
+διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,
+'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225
+άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε
+ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε•
+μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου
+σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230
+γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.
+και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
+ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;
+κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,
+ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,
+αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι,
+όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν•
+την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240
+κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα•
+δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι•
+αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη•
+σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος•
+συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245
+γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,
+και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της•
+όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,
+'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».
+
+Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250
+κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,
+ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη•
+και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,
+και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,
+πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255
+«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,
+απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους
+τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα
+έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,
+τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260
+όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,
+τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων
+όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,
+και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη•
+ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265
+εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν•
+καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,
+και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι•
+μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε
+κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270
+και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,
+και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,
+και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας
+'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,
+ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275
+αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,
+κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν•
+κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα•
+λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα•
+για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280
+αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι•
+εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο•
+από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,
+αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,
+κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285
+κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».
+
+Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη
+γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,
+κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290
+«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,
+'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος•
+σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,
+ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,
+και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295
+αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο•
+συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,
+και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία
+φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη
+την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300
+σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,
+κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι•
+και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,
+να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,
+οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305
+και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,
+να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα•
+μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,
+ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις
+όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310
+
+Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας•
+«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,
+όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις•
+τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,
+όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315
+αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,
+κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,
+πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης
+σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,
+αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320
+ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν•
+πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου
+μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι•
+και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—
+τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325
+αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,
+και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—
+ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330
+για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα
+ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης•
+καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε
+την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση•
+και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335
+πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,
+'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη•
+κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία
+ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340
+αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα
+ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος
+αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του•
+αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.
+Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345
+τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα•
+σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη•
+τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες•
+τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες
+πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις•
+τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350
+
+Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος•
+ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,
+κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,
+και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355
+«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον
+να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις
+χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,
+αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,
+ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση•
+μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου
+ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα•
+έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365
+
+Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,
+κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας
+όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,
+και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν•
+και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370
+έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη•
+'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας
+και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων•
+κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375
+το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης
+σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν
+την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν•
+κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,
+όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380
+με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».
+
+Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,
+κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,
+αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385
+και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους•
+στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν
+τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας•
+αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,
+θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390
+μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,
+όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες
+πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395
+απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα•
+και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους•
+θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο•
+της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,
+και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400
+τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,
+αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,
+'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι•
+και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
+'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405
+και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία•
+θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,
+όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι•
+βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,
+αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410
+κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,
+έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,
+να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,
+οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,
+ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415
+
+Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;
+ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη
+να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»
+
+Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420
+«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα•
+εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη
+κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει
+'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη•
+τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425
+όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα•
+δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
+πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».
+
+Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
+και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430
+την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη
+με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου•
+τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,
+και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,
+κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435
+κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο•
+και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,
+ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.
+
+Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440
+
+
+
+Ραψωδία Ξ
+
+
+
+Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι
+εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος
+χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,
+απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.
+
+'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5
+'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,
+καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,
+ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,
+εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,
+με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10
+και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,
+πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.
+και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο
+έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις
+ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15
+μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,
+αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι
+τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι
+έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.
+και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20
+σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,
+'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.
+κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,
+κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι•
+οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25
+οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει
+μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,
+όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.
+
+Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα•
+του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30
+κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.
+τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,
+αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος
+'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι•
+και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35
+εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου•
+«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι
+έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.
+και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν•
+κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40
+εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,
+αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος
+εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων
+κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.
+αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45
+και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι
+οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».
+
+Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος
+εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση
+έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50
+μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.
+εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας•
+«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
+αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».
+Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55
+«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,
+τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι
+και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο
+δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,
+να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60
+ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,
+'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει
+με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,
+με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,
+αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65
+όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.
+όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα•
+και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης
+να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων•
+ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70
+'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».
+
+Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,
+προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,
+σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,
+και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75
+και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,
+ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,
+και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,
+και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει•
+«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80
+και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,
+'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο•
+πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,
+αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.
+και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85
+εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,
+άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,
+ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.
+πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,
+το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90
+ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν
+δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.
+τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,
+ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα•
+και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95
+ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος
+ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.
+κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη
+τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω•
+δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100
+και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,
+του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.
+κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια
+ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.
+καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105
+από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.
+κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,
+και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».
+
+Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε
+κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110
+και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,
+εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,
+του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος•
+κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115
+'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,
+και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;
+ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,
+οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία
+οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120
+
+Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,
+ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.
+αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,
+ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125
+και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση
+'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,
+κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,
+και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,
+ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130
+και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,
+ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα•
+εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι
+τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν•
+ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135
+άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.
+κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος
+τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω
+κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,
+ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140
+το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.
+ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω
+να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου•
+αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.
+και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145
+ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε•
+αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,
+και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150
+εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,
+ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια,
+ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,
+θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.
+πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155
+ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,
+τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,
+και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,
+ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160
+ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος•
+τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,
+θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,
+'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165
+«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,
+ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε
+ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου
+τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,
+τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170
+αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη
+ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,
+και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,
+και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα
+Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175
+οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα
+ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,
+κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε•
+'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του
+άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180
+ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος
+και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.
+πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,
+ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.
+άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185
+και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,
+ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;
+με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;
+ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
+και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,
+γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,
+φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195
+τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,
+και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,
+όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.
+
+Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,
+υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200
+γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία•
+εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,
+αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε
+ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,
+όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205
+ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα•
+αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,
+τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,
+με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους•
+αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210
+κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,
+εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν
+ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα•
+όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης
+ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215
+τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,
+'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου
+εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,
+τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,
+και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220
+τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.
+αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα
+και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.
+κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,
+'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225
+όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη•
+αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα•
+ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.
+τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,
+εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230
+εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων
+έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος
+πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,
+και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις•
+αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235
+'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης
+πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,
+των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία•
+τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε•
+και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240
+πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,
+και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.
+κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας•
+τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,
+τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245
+μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,
+και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω•
+εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο•
+κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου
+σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250
+και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.
+την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη
+επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,
+ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη
+κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255
+και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.
+την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι
+φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία
+έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
+σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260
+και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου•
+κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,
+και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
+παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.
+κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265
+άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,
+και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι
+όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας
+δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
+δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270
+τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,
+άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.
+αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας•
+(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,
+ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275
+την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου
+έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι
+του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος
+μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,
+και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280
+και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι
+να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,
+φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,
+του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.
+έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285
+πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι•
+αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,
+τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,
+πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.
+εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290
+όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.
+αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του•
+αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,
+κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,
+μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295
+ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,
+και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.
+εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,
+και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα
+πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300
+αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία
+γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,
+σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι
+επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.
+σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305
+ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,
+και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι,
+και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.
+έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.
+αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310
+ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου
+'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω•
+τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.
+εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα
+κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315
+αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία•
+ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο
+και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,
+και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.
+
+Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320
+τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,
+όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.
+και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,
+πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,
+'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325
+θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.
+και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,
+απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία
+ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,
+τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330
+κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου
+ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,
+'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.
+αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι
+έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335
+'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν
+τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,
+όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.
+και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,
+εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340
+απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,
+και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,
+κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα•
+και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.
+και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345
+'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν
+ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.
+αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,
+κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,
+απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350
+απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας
+'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.
+και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος
+έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.
+αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355
+και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.
+ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,
+και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου•
+ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360
+«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,
+ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος
+μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.
+καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία
+να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365
+αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,
+και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,
+ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.
+τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,
+και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370
+και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω
+'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι
+πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη
+να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία•
+οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375
+και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,
+και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν•
+αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα
+'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,
+και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380
+και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε
+'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη
+τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος
+θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,
+με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385
+η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης
+να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης
+το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω
+τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390
+«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία•
+εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.
+ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι
+οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.
+'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395
+χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,
+και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει•
+και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,
+τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,
+όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400
+
+Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος•
+«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον
+και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,
+αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,
+μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405
+με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!
+αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν
+γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».
+
+Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους•
+τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410
+και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.
+και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος•
+«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,
+του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,
+και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415
+κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,
+και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».
+
+Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα•
+χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν
+εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420
+δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου
+ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν
+'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.
+του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,
+σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425
+οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,
+και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,
+και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα
+επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα•
+και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430
+τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν
+εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος
+οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.
+'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα
+των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435
+τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα
+με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,
+και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.
+τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας•
+«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440
+αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».
+
+Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,
+και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να,
+αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».
+
+Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445
+έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι
+γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα
+του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.
+τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον
+απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450
+ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,
+μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.
+και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455
+απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.
+
+Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,
+και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.
+τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,
+αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460
+δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων•
+«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με•
+λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,
+'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει
+να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465
+και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.
+αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.
+αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
+ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.
+ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470
+εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.
+και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,
+αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου
+ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.
+και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475
+κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,
+ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.
+και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,
+και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.
+αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480
+ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω•
+μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.
+αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,
+με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,
+'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο.
+χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω
+με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».
+και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490
+αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη•
+και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα,
+μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι
+εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε•
+«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495
+από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη
+κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,
+στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».
+Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,
+και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500
+έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του
+πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,
+και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,
+γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505
+αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,
+και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη•
+ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510
+να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,
+τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,
+ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων
+εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.
+αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515
+θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
+και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
+
+Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη
+'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.
+και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520
+χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,
+και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.
+
+Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες
+'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος
+να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525
+αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας
+ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.
+πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος•
+χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,
+έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530
+και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,
+και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,
+κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.
+
+
+
+Ραψωδία Ο
+
+
+
+Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,
+να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου
+του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.
+κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,
+'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5
+του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,
+αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε,
+την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.
+σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+
+Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10
+από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα
+ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν
+όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.
+ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,
+όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15
+της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,
+να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις
+εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.
+μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της•
+ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20
+του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,
+του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον
+γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.
+αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα
+εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25
+ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.
+και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου•
+καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,
+εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,
+όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30
+δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση
+πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.
+αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,
+και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη
+εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35
+και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,
+'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο•
+και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,
+'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.
+αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40
+την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,
+οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».
+
+Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη•
+και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος
+σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45
+«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε
+τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
+
+Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης•
+«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,
+νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50
+αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη
+τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,
+και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση•
+τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος
+κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55
+
+Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη•
+κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει
+την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.
+τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα•
+με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60
+το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
+ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου•
+«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,
+είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65
+ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».
+
+Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε•
+«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,
+αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω
+εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70
+ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.
+κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη•
+πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.
+τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.
+μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75
+τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι
+μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν•
+δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,
+αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.
+και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80
+ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,
+κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων•
+θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,
+και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι
+μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα,
+Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα
+ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω
+αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη•
+μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90
+ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».
+
+Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,
+την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,
+απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,
+και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95
+εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.
+και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,
+και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος.
+ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,
+κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100
+και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,
+ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε
+έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.
+η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα
+πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105
+έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,
+απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,
+που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν.
+κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα
+τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110
+«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,
+Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.
+και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,
+πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω•
+κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115
+είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,
+έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων
+ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην
+διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω».
+
+Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120
+ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του
+τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης•
+κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο
+'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο
+από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125
+να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,
+η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου
+μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε
+'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».
+
+Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130
+και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης
+εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.
+τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα•
+και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135
+ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, •
+για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους•
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,
+και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,
+έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140
+και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.
+άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης
+έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145
+τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.
+κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,
+κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι
+'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.
+και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150
+χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,
+το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,
+όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155
+όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη
+να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,
+πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω
+και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».
+
+Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160
+αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,
+ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι
+γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι
+δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.
+είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165
+τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα,
+Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι
+τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».
+
+Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,
+αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170
+τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε•
+«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία
+μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.
+την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,
+και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175
+ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα
+πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη•
+μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180
+και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».
+
+Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα
+με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι•
+και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,
+και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ
+εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,
+τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι•
+εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.
+εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,
+κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190
+τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν•
+κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.
+κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο•
+τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη,
+να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195
+μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας
+η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία,
+και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.
+μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με
+εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200
+να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».
+
+Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης
+πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.
+και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.
+'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205
+τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,
+τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης•
+κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα•
+«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,
+πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210
+ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν•
+ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη
+να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.
+και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».
+
+Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215
+κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.
+επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους•
+«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,
+και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».
+
+Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220
+κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.
+
+Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη
+θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος
+'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,
+μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225
+κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,
+πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε•
+κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,
+άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,
+'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230
+ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου
+βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα
+η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,
+'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.
+και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235
+τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα
+την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του
+την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα
+εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240
+αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο
+ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην•
+τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης•
+ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,
+αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245
+και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,
+αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα•
+ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν•
+και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.
+τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250
+έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην
+έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,
+αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.
+χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία
+ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
+
+Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε
+εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα
+οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο•
+κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα•
+«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260
+καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου•
+και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,
+'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.
+ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265
+«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με•
+απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,
+άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.
+για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,
+φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270
+
+Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
+«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει
+εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του
+'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.
+αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275
+ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.
+εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,
+μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280
+αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».
+
+Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι
+πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι•
+εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,
+κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285
+ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν•
+τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,
+χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.
+κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι
+κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290
+κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.
+πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,
+γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.
+τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295
+κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο
+με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,
+και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.
+εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,
+κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300
+
+Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
+δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,
+και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,
+'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305
+αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση•
+
+«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με•
+κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,
+βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.
+αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310
+ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,
+ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.
+και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,
+ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.
+και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315
+τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.
+κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.
+ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει
+'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320
+θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,
+να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,
+να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,
+αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».
+
+Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325
+«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;
+ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης
+'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,
+'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.
+κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330
+αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
+και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει•
+εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα
+με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.
+αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335
+συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.
+και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,
+θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
+και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».
+
+Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340
+«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,
+'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.
+κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου•
+αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει
+ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345
+και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,
+για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,
+και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,
+αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,
+ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350
+
+Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης
+εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία
+'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.
+για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355
+για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης
+εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας•
+άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της
+κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη
+κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360
+και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,
+μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω•
+τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία
+κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.
+ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365
+και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,
+κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.
+εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,
+πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,
+και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370
+κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,
+μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα
+έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.
+και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον
+δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375
+οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,
+με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,
+να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους
+και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».
+
+'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380
+«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,
+σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!
+και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω•
+εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,
+οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385
+ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,
+σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν
+'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».
+
+Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με
+να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390
+και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα
+η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται
+και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας
+να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος.
+και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395
+και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,
+και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση•
+μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας
+τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη
+ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400
+εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη•
+κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.
+
+Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,
+της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου•
+δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405
+έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.
+και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει
+τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.
+αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,
+ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410
+με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.
+δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα•
+και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,
+άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.
+
+Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415
+πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.
+ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,
+ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.
+εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι•
+και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420
+μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,
+οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.
+την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα•
+κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι•
+«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425
+του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.
+αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,
+ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν
+'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».
+
+Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430
+«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,
+να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;
+ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».
+
+Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε•
+«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435
+άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».
+
+Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη•
+και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
+πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε•
+«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440
+μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,
+μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,
+και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,
+κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε
+τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445
+και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,
+μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση•
+τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.
+και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο•
+ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450•
+είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.
+εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία
+θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».
+
+Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.
+τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455
+και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι•
+και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,
+της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.
+ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,
+και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460
+και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα
+την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.
+ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,
+και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.
+από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465
+και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια
+εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,
+όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.
+και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,
+κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470
+και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,
+με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,
+αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.
+και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη
+έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475
+ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα•
+αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,
+την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη
+'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.
+κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480
+κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.
+και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,
+οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.
+ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».
+
+Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485
+«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,
+ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.
+αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας•
+ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες
+ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490
+σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω
+εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».
+
+Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,
+ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,
+του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495
+με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι•
+κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,
+έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,
+και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν
+το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500
+και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε
+ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι
+το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου
+και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω
+τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505
+κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,
+καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».
+Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου•
+«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι
+θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510
+ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»
+Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης
+θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων
+δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει•
+εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515
+ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,
+αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.
+άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι
+ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,
+οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520
+ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη
+ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.
+αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,
+αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».
+Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525
+πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε
+περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω
+του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,
+τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του
+μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530
+«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη
+δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.
+και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας
+δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535
+«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
+και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα
+τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».
+
+Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου•
+«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540
+εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα•
+και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,
+και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».
+Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε•
+«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545
+απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».
+Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε
+να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι
+εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.
+εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550
+κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο
+βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,
+εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε
+ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.
+και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555
+όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα
+σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.
+
+
+
+Ραψωδία Π
+
+
+
+Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα
+φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,
+κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.
+και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν
+την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5
+τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,
+και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου•
+«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου
+ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,
+αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10
+Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του•
+'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη
+έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.
+και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο
+μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15
+κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας
+τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους
+εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,
+μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος
+έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20
+τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,
+και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,
+Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
+τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.
+αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25
+θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη•
+τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,
+αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,
+την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30
+«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα
+εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου
+ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων
+ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα
+μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35
+
+Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων•
+«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη
+εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,
+τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».
+
+Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40
+κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι•
+ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας•
+εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε,
+κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,
+κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45
+
+Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.
+κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,
+κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.
+τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει
+από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50
+κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,
+και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,
+και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.
+άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55
+ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου•
+«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη
+οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;
+τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60
+«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
+το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης•
+και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις
+θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα
+από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65
+εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω•
+πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70
+τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;
+εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου
+ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.
+και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη
+την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,
+μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75
+ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση
+εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.
+αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,
+θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80
+και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω•
+και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,
+κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,
+βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.
+δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85
+'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.
+μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.
+και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος
+πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».
+
+Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90
+«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,
+μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω
+ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες
+'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.
+το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95
+ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;
+ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,
+μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.
+αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,
+και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100
+από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-
+ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.
+αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,
+άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.
+κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105
+'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,
+παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,
+να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις
+μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,
+κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110
+αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.
+ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,
+ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115
+μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.
+αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης•
+μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
+μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας
+μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120
+όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα•
+ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι
+του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,
+και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,
+την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125
+και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε
+να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν
+το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.
+αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν•
+τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130
+ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.
+εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης
+μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη
+των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135
+«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.
+πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη
+θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος!
+ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,
+τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140
+ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.
+πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,
+δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,
+αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,
+και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,
+και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,
+τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.
+αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150
+και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη•
+και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα
+να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».
+
+Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,
+και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155
+δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα•
+κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη
+γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα•
+εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,
+κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160
+ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.
+αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,
+αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.
+ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.
+και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165
+ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη•
+«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
+όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,
+όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,
+κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170
+να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».
+
+Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,
+και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα
+τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη•
+μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175
+και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.
+και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος
+εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος
+αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι
+θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180
+«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν•
+έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου•
+ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.
+αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,
+και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις;
+είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του
+απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».
+
+Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190
+να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.
+αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη
+ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε•
+Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,
+αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195
+ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση
+αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία
+νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος•
+ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,
+και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε
+δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης•
+ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.
+εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205
+ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.
+και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας•
+έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,
+πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,
+και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210
+κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων
+να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».
+
+Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα
+αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους•
+και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215
+κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν
+γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,
+αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους•
+τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.
+και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220
+αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του•
+«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,
+εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν
+αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225
+«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια•
+εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,
+οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.
+με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,
+και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230
+χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα•
+και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,
+τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,
+ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.
+κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235
+να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.
+και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω
+εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,
+όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240
+Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,
+ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος•
+αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.
+δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;
+δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245
+αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω•
+και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο
+εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν•
+άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι•
+είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250
+και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη•
+μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος
+αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.
+αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,
+μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255
+αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,
+συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,
+και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260
+θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,
+'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν
+των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265
+
+Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας•
+«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,
+οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση
+η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις•
+αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270
+σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις•
+εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.
+κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,
+τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275
+και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,
+ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.
+μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν
+απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι•
+ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280
+κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,
+σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,
+τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα
+σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285
+θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,
+όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν•
+θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον
+ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,
+και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290
+και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας•
+μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,
+και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία•
+'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.—
+πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295
+και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο
+ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση
+αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.
+κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου•
+αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300
+να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,
+μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,
+μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.
+αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη
+ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305
+τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,
+ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».
+
+Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του•
+«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης•
+διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310
+αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω
+'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης
+εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους
+έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες
+'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315
+και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,
+και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα•
+αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις
+εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,
+σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320
+
+Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη
+τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο
+έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους•
+και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,
+'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325
+και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,
+και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου•
+κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,
+το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,
+ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330
+'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα
+η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.
+και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,
+την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335
+και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,
+ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε,
+βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,
+κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης
+όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει•
+και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340
+και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.
+
+Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη•
+απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος
+εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,
+και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345
+«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,
+τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.
+τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους
+ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν
+των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350
+
+Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι
+το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα,
+και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία.
+από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε•
+«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355
+ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι
+'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι•
+κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι,
+και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360
+κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν
+να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους•
+«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν!
+ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, 365
+κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος
+δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο
+επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας,
+του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση•
+κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370
+αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου,
+να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω,
+όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη,
+ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι,
+και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375
+αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση
+τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη
+μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη,
+πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις•
+και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380
+κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα
+μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα.
+αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι,
+ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε
+τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385
+να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη.
+και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση
+αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του,
+ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε
+τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390
+με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,
+οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».
+
+Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι•
+του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος
+άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395
+χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει•
+κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης,
+ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος.
+τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε•
+«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400
+και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης•
+αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα•
+και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν,
+πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω.
+και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405
+
+Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.
+εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα,
+και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο,
+να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410
+ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της•
+ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε.
+και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη•
+και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,
+της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415
+κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι,
+και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου•
+«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν
+πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους•
+και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420
+του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας
+των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας;
+και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα.
+δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε;
+τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425
+τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο,
+κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν
+ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του•
+αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας.
+κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430
+μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του,
+κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω
+'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».
+
+Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου•
+Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435
+θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου.
+δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι,
+χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου,
+όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου.
+κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440
+ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση.
+ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας
+'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο
+κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη.
+όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445
+και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται•
+αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι».
+να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.
+
+Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,
+κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450
+'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.
+
+Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε,
+ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας
+τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει.
+κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455
+με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω,
+και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος,
+άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη
+της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.
+
+Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460
+«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι;
+απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες,
+ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;»
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465
+'ς την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου,
+άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι.
+ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους
+κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου.
+και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470
+άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει,
+κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι,
+'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε,
+και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο•
+και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα
+χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο.
+
+Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος,
+δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480
+την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.
+
+
+
+Ραψωδία Ρ
+
+
+
+Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,
+και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,
+Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη,
+λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος
+να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5
+«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου,
+όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση
+πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη,
+πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω•
+τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, 10
+κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση
+χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω
+κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω.
+κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη•
+και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας•
+«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν•
+κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη
+ή 'ς τους αγρούς• κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση.
+τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, 20
+για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου,
+αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση,
+αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη.
+άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη
+η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25
+
+Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία,
+και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε.
+και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους,
+έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο,
+προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30
+
+Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη,
+ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία,
+κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις
+δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα,
+και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35
+απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη,
+κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη.
+έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της,
+και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε.
+και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40
+Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,
+αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου,
+κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου.
+αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45
+«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου,
+'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου.
+αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης,
+'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις,
+και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50
+ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας.
+κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω,
+κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα•
+με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει,
+και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55
+'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».
+
+Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος.
+και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια,
+όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις,
+ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. 60
+
+Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει,
+και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν.
+αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη,
+και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη.
+γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65
+ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε,
+αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε
+'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι,
+ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης•
+κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70
+και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε
+'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του•
+ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση.
+και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον•
+«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75
+να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν•
+αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες,
+και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, 80
+προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας.
+και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω,
+προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης».
+
+Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε
+'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, 85
+εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις,
+και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.
+και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,
+και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις,
+εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. 90
+και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην
+χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,
+για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.
+και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,
+και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95
+απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου,
+αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία.
+άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν•
+και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100
+«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω
+'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω
+απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας
+με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις,
+'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105
+άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι.
+'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.
+εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110
+όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του,
+όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος
+περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του.
+κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο
+ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115
+αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη
+Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν
+Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν
+Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη.
+και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120
+'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει,
+κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια.
+και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε•
+ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου,
+εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125
+και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο
+κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,
+όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια
+βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,
+και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130
+όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος.
+και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη
+'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη
+'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,
+και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135
+αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις,
+'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος.
+και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει
+άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,
+αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140
+ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω.
+ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον,
+'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία
+κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα,
+ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145
+'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.
+ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης•
+αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν
+οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα».
+
+Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150
+τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους•
+«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,
+δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης•
+αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω.
+μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155
+και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα,
+ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του,
+είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα
+τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων.
+μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160
+κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε•
+Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε•
+και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα
+τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα
+με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια,
+'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.
+ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170
+οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν.
+τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων
+ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,—
+«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας
+πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175
+κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι».
+
+Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε•
+και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους,
+εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις•
+κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180
+μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.
+
+Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν
+ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος.
+και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων•
+«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, 185
+ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα
+ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης•
+αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση
+κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,—
+ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190
+και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις•
+αλλ' ας πηγαίνουμε• και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου.
+και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, 195
+για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος».
+
+Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι
+ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη.
+και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε•
+μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200
+της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε
+παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,
+όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο,
+σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205
+την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις,
+του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα,
+και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος,
+ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο
+το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210
+βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,—
+εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου,
+κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα
+ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες.
+και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215
+λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα•
+
+Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει!
+όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει!
+πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη,
+ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220
+'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη,
+όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας;
+δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη,
+να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη
+'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225
+πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει,
+αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι,
+να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία.
+αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.
+'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230
+'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα
+από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».
+
+Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος•
+απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας•
+κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235
+θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση
+την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη.
+τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος,
+κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια•
+«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240
+μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα
+αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε•
+ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη•
+τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου,
+'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245
+πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».
+
+Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε
+ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο
+θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη,
+κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250
+του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν
+σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων,
+ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».
+
+Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν,
+και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255
+εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις,
+αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε.
+ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις,
+και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη.
+τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260
+κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας
+ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι•
+κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος•
+«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα•
+ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265
+πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία
+με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη
+δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε;
+και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν•
+ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270
+'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις.
+αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη.
+ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275
+προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω•
+ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω,
+αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση
+ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου».
+
+Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280
+«Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου.
+αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω•
+και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι.
+βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν
+'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285
+αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης,
+'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη•
+για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια,
+και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.
+
+Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290
+σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι,
+ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας,
+αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει
+'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι,
+λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295
+τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος
+'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν
+βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι
+την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.
+ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300
+αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα,
+την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον
+να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του.
+τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη
+από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305
+«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο!
+το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω
+εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν,
+ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν
+οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα,
+τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις,
+ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία,
+και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315
+θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου
+βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης.
+τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη
+'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις.
+ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320
+οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν.
+το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης
+παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».
+
+Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,
+κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325
+αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα,
+άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.
+
+'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος
+Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση.
+κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330
+του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων
+εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι•
+την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου,
+αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του
+μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335
+
+Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας,
+παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,
+οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.
+εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα,
+γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340
+'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη.
+εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο,
+και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι,
+και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν,
+κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345
+να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις•
+καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».
+
+Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο,
+σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350
+να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις,
+και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη».
+
+Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας•
+«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου,
+και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355
+
+Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου
+'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι.
+κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα•
+και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος,
+τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360
+'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε
+να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις,
+να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν•
+και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση.
+άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365
+το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης.
+και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία,
+και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.
+
+Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους•
+«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370
+γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα•
+βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε•
+αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».
+
+Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο•
+«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375
+έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι
+ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις;
+ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου
+τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»
+
+Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380
+«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις.
+και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση
+ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης,
+άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη
+ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385
+των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται•
+αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση.
+αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι
+'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα.
+αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης•
+ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη
+με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». 395
+
+Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα•
+«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας,
+'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος,
+με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη•
+δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400
+μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους,
+'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
+αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις•
+ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».
+
+Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405
+«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες!
+αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις,
+φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».
+
+Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει,
+'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410
+κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας
+γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη
+προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα,
+εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε•
+των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415
+η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος.
+όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης
+ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα
+πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420
+όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη.
+και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν
+να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται.
+αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία.
+με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425
+'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση.
+τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι
+έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων
+σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν,
+και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430
+κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των,
+και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,
+παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις.
+κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι,
+άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435
+και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι
+όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας
+δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας
+δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει.
+τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440
+άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν,
+κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου
+του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα•
+κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».
+
+Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445
+τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου;
+μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι,
+μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο,
+καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης.
+με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450
+ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν
+από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».
+
+Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας•
+«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες!
+αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455
+αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης,
+τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».
+
+Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη,
+και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460
+καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».
+
+Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη
+τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι
+του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας
+την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465
+εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι
+καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε•
+«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•
+όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470
+αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του
+απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία.
+αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία,
+'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη.
+αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475
+ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».
+
+Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε,
+καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις,
+από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι
+σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480
+
+Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι.
+και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε
+Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης.
+και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων;
+με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485
+οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων,
+και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».
+
+Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε.
+το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη,
+και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490
+την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212
+
+Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων•
+«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση».
+κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495
+«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας
+να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση».
+και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
+«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν•
+αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500
+'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία,
+γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι
+οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος
+με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».
+
+Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505
+'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας.
+και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο•
+«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον,
+εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω,
+αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510
+ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».
+
+Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες,
+θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι.
+τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις• 515
+τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο,
+και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος
+και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα
+εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι
+'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, 520
+όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου.
+και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα,
+και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα.
+κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα,
+και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα 525
+εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα,
+'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη•
+«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου.
+και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530
+ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι.
+ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους,
+τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι•
+κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν,
+και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535
+συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν,
+χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει,
+ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση.
+αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
+με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540
+
+Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη,
+'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη,
+και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα•
+«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου•
+δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545
+δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις
+όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη.
+και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου•
+αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται,
+θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550
+
+Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος,
+σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα,
+η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα
+του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι,
+την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555
+και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα
+θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία•
+και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας
+να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».
+
+Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560
+«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα
+της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης•
+'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω.
+αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει,
+'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565
+ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα,
+μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω,
+βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος.
+της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία,
+να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570
+τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της,
+και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά• παληά ρούχα φοράω,
+καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα».
+
+Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος,
+και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575
+«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης;
+ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε
+μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».
+
+Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε•
+«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, 580
+μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων.
+και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση.
+και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει,
+μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• 585
+«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει•
+ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις
+δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας».
+
+Αυτά 'πε• τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων,
+όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590
+κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι,
+του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω
+τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου•
+ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου,
+τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595
+ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη.
+αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε•
+«Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση,
+και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600
+ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».
+
+Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος•
+και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη,
+'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι,
+όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605
+εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει.
+
+
+
+Ραψωδία Σ
+
+
+
+Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν
+Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος,
+να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε
+ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι.
+Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5
+εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι,
+ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν.
+να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος
+ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα•
+«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10
+και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν
+για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου.
+αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας•
+«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15
+ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι
+τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα
+πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης,
+ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις.
+και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20
+και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη
+σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης
+αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση
+άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».
+
+Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25
+«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία,
+τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω
+και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω,
+ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο.
+τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30
+να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»
+
+Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις
+έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι.
+τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου,
+μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35
+«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη•
+ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει!
+'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο•
+κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.
+
+Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40
+εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους.
+και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε•
+«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι•
+εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις,
+που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45
+όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη,
+ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη.
+κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν
+άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση».
+
+Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50
+με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας•
+«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση
+γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα,
+για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία,
+αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55
+βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη
+άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».
+
+Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε.
+και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,
+είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60
+ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου,
+από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι,
+τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση.
+ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν,
+ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65
+
+Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας
+τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία
+τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη,
+και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του
+και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70
+εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι,
+κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον•
+«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη•
+του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!»
+
+Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75
+αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν,
+'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο.
+ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες,
+α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι,
+αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80
+'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του.
+αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη•
+αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση,
+για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι,
+'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85
+μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη,
+και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».
+
+Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν
+αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν,
+κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90
+να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση,
+ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου,
+κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση,
+μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν
+'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95
+εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα,
+και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα•
+χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα,
+έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες
+από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100
+και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας
+απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης,
+και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση,
+ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου•
+«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105
+και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης,
+ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».
+
+Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι
+ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη,
+και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110
+γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν•
+«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,
+ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει,
+'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη
+έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115
+'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου».
+Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας.
+ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του
+με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε
+απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120
+και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε•
+«Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις
+καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».
+
+Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας•
+«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125
+και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει,
+πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας.
+υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις•
+όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου.
+απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130
+του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει•
+όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις
+του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη•
+αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν,
+τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135
+ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα,
+οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.
+ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον,
+αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης,
+θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140
+όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση,
+αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων•
+ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες,
+και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν
+του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145
+θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα
+θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης,
+την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη.
+ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω
+αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150
+
+Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του
+έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα.
+τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην
+περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του•
+τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155
+'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι•
+και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.
+
+Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,
+της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,
+εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160
+να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη
+'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα.
+κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης•
+«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη,
+εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165
+και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα.
+να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις•
+εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».
+
+Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη•
+«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170
+άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης,
+αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης,
+όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο•
+πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει,
+τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175
+τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη•
+«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης
+να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω•
+οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180
+απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία.
+της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας,
+να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω•
+ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».
+
+Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185
+να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.
+
+Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
+ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου
+πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.
+εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190
+της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν.
+μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της,
+μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη,
+όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων.
+την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195
+και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη.
+και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη.
+έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις,
+και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος•
+έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200
+«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη!
+μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα
+Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου,
+ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος
+ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205
+
+Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη.
+μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν•
+και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,
+της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη
+'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210
+κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.
+κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους
+επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν.
+και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της•
+«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215
+παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου.
+και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης,
+και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου,
+και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου,
+ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220
+ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη,
+'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος•
+πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος,
+και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη;
+την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225
+
+Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε•
+«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω•
+όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα,
+και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι•
+αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230
+ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι
+τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω.
+όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου
+η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.
+Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235
+να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις
+ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα,
+άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν,
+ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα,
+την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240
+και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη
+'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».
+
+Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.
+και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε•
+«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245
+αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι
+σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες
+εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη
+'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».
+
+Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250
+«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα,
+οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα
+με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.
+αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος,
+και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255
+τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα.
+ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα,
+το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε•
+γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία
+οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260
+ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες,
+'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις
+εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν
+ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου•
+όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265
+'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.
+'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι
+'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα•
+και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση,
+τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270
+εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα•
+θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα,
+την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας.
+και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος•
+ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275
+οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη
+θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη,
+βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα
+της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα•
+όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280
+
+Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,
+ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους
+με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της,
+Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε•
+«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285
+των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα,
+δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι•
+κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης
+τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».
+
+Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος• 290
+κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη.
+του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον,
+και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις,
+'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία.
+και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295
+χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι.
+και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν
+τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.
+και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν
+λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300
+όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.
+
+Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη,
+και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν,
+πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι
+γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305
+και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε.
+ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν,
+κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω,
+δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα
+η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310
+και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας
+'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου,
+του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα,
+της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα,
+και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315
+'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη.
+και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω•
+και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν,
+δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».
+
+Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320
+και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω,
+οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της
+η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει•
+την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε,
+αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325
+εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα•
+«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι•
+εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης
+ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος
+'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330
+ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου
+ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
+ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;
+κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου,
+και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335
+και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».
+
+Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας•
+Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα
+κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».
+
+Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340
+τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν
+τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε.
+και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος
+να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του
+άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345
+Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις
+απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη
+του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος.
+κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου,
+τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350
+«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες,
+να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.
+θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα•
+κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει,
+ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355
+
+Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα•
+«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης
+εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου,
+λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης•
+αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360
+και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου.
+αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις,
+αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι,
+να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».
+
+Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• 365
+«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο
+να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα,
+'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι,
+παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε,
+ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370
+ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος,
+λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι,
+ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία,
+και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι,
+θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375
+και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας
+σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα,
+και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι,
+μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος,
+και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380
+αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου•
+και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις,
+ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους•
+αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,
+η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385
+ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο».
+
+Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη,
+και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα•
+«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα
+'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390
+ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου
+ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.
+ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;»
+
+Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο
+προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395
+εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι
+το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης,
+και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα.
+και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,
+και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400
+«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος•
+ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις
+φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης
+χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».
+
+Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405
+«Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη
+το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει.
+τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας,
+αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,
+
+Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410
+θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε.
+και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου
+του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε•
+«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει
+ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415
+τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον
+των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα.
+αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση
+θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι.
+τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα• 420
+ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».
+
+Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη.
+και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου
+θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα,
+και 'ς όλους γύρω εμοίρασε• και αφού των αθανάτων 425
+σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν,
+και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,
+κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας.
+
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume C, by Homer
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME C ***
+
+***** This file should be named 30615-0.txt or 30615-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/
+
+Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20091206-30615-0.zip b/old/20091206-30615-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..09ad895
--- /dev/null
+++ b/old/20091206-30615-0.zip
Binary files differ