diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:07 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 19:54:07 -0700 |
| commit | 6da5e5d871c1615e67095ea2a9112656e03150a7 (patch) | |
| tree | a7890e0c6b4d431b96ee5986a32d1cf3693d4ef7 | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 30615-0.txt | 3746 | ||||
| -rw-r--r-- | 30615-0.zip | bin | 0 -> 85852 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30615-h.zip | bin | 0 -> 181230 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 30615-h/30615-h.htm | 3766 | ||||
| -rw-r--r-- | 30615-h/images/cover.jpg | bin | 0 -> 87898 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30615-0.txt | 3735 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20091206-30615-0.zip | bin | 0 -> 85871 bytes |
10 files changed, 11263 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/30615-0.txt b/30615-0.txt new file mode 100644 index 0000000..a54a6a7 --- /dev/null +++ b/30615-0.txt @@ -0,0 +1,3746 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume C + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ +ΤΟΜΟΣ Γ' +ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ + + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +Ραψωδία Ν + + + +Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα +όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία• +τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε• +«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα, +θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5 +και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα. +τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω, +'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου +το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε. +έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10 +τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα +χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων. +κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση +καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο• +τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15 + +Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. +τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, +και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• +και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 +τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων +εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• +κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• +και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, +του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 +και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι +ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, +λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας +'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, +πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 +και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα +δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι• +με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, +και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• +παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 +και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα +άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. +ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 +προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν +οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα +την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• +και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας +να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 +κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη». + +Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν +ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει• +και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα +εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50 +όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, +τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του». + +Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, +και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν +των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 +μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας +και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, +κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη +το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 +αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου +τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα». + +Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• +του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, +προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65 +άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• +το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, +η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, +και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• +και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70 +οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι +τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• +και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι +'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, +'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 +ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, +και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• +κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, +ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, +βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 +και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, +καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι, +και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, +του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα +οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 +κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, +το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• +με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, +κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων, +'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 +πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη, +τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει. + +Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο +το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση, +'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95 +λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου, +εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια +απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα, +και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα +απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100 +τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν• +και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι, +σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• +τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες. +και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105 +και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν• +μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις +πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν• +και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο• +μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110 +η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη +θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι. + +Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• +και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, +το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 +και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, +και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, +μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, +'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• +τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 +καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα• +και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, +έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας +έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• +κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125 +'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα +απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε• + +«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων +δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με +γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130 +έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, +όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση, +άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. +και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον +με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135 +μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, +'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, +άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων». + +Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140 +δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση +να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον! +και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης +να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι• +ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145 + +Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• +«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, +αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. +και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, +ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150 +να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, +όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους». + +Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, +άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 +να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, +να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι +οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης». + +Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας +προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160 +κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο +έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης, +με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος, +και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη. + +Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165 +οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι• +και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου, +ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, +εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο». + +Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170 +και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε• +«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου• +έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, +'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, +κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175 +ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη +θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση• +τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος• +και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• +μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180 +'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα +δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση +και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». +είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους. + +Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185 +οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, +ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας +οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, +ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, +ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190 +να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, +μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, +πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες• +όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, +τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195 +τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του• +πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του• +κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις +τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε• +«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200 +μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, +ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; +πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; +ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, +κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205 +'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε• +τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι +θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. +ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, +ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210 +'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν +'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. +να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, +'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη• +αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215 +μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο». + +Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, +τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, +και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του +την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220 +'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, +κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης, +ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• +διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει, +'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225 +άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε +ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε• +μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου +σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230 +γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. +και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• +ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; +κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, +ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235 + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, +αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, +όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• +την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 +κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• +δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• +αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• +σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• +συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 +γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της, +και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• +όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία, +'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν». + +Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250 +κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, +ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη• +και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, +και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, +πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255 +«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη, +απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους +τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα +έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, +τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260 +όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, +τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων +όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου, +και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη• +ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265 +εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν• +καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, +και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι• +μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε +κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270 +και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, +και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, +και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας +'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, +ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275 +αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, +κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν• +κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα• +λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα• +για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280 +αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι• +εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο• +από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, +αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν, +κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285 +κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη». + +Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη +γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 +«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, +'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• +σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, +ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, +και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 +αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• +συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους, +και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία +φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη +την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 +σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, +κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• +και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, +να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, +οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305 +και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, +να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• +μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, +ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις +όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310 + +Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• +«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση, +όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις• +τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα, +όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315 +αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, +κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα, +πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης +σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης, +αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320 +ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν• +πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου +μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι• +και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου— +τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325 +αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις, +και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης— +ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330 +για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα +ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης• +καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε +την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση• +και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335 +πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα, +'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, +τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη• +κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία +ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340 +αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα +ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος +αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του• +αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης. +Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345 +τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα• +σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• +τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες• +τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες +πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις• +τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350 + +Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• +ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, +κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, +και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 +«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον +να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις +χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα, +αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, +ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360 + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση• +μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου +ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα• +έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365 + +Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, +κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας +όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, +και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν• +και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370 +έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη• +'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας +και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων• +κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375 +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης +σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν +την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν• +κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, +όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380 +με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει». + +Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης, +κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω, +αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385 +και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους• +στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν +τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας• +αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα, +θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390 +μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω, +όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες +πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395 +απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα• +και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους• +θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο• +της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω, +και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400 +τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω, +αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους, +'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι• +και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, +'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405 +και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία• +θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν, +όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι• +βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν, +αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410 +κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα, +έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω, +να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου, +οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη, +ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415 + +Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; +ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη +να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;» + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420 +«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα• +εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη +κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει +'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη• +τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425 +όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα• +δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση +πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν». + +Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, +και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 +την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη +με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• +τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, +και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, +κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 +κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• +και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, +ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη. + +Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη +'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 + + + +Ραψωδία Ξ + + + +Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι +εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος +χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, +απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. + +'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5 +'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, +καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, +ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, +εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, +με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10 +και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, +πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. +και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο +έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις +ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15 +μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, +αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι +τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι +έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος. +και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20 +σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, +'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. +κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, +κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι• +οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25 +οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει +μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, +όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους. + +Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα• +του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30 +κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. +τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του, +αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος +'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι• +και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35 +εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου• +«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι +έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. +και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν• +κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40 +εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, +αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος +εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων +κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. +αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45 +και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι +οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα». + +Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος +εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση +έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50 +μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος. +εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας• +«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, +αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει». +Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55 +«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε, +τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι +και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο +δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος, +να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60 +ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν, +'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει +με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει, +με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα, +αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65 +όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω. +όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα• +και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης +να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων• +ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70 +'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση». + +Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, +προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, +σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, +και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75 +και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, +ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, +και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, +και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει• +«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80 +και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, +'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο• +πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, +αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. +και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85 +εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, +άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα, +ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. +πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, +το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90 +ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν +δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. +τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, +ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα• +και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95 +ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος +ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη. +κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη +τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω• +δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100 +και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, +του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. +κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια +ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. +καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105 +από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. +κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, +και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω». + +Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε +κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110 +και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, +εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, +του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος• +κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115 +'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, +και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; +ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, +οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία +οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120 + +Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, +ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. +αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, +ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 +και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση +'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, +κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, +και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, +ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130 +και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, +ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• +εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι +τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• +ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135 +άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι. +κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος +τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω +κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, +ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 +το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. +ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω +να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου• +αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. +και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 +ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• +αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, +και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 +εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, +ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, +ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, +θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. +πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 +ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, +τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, +και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, +ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 +ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• +τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, +θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, +'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165 +«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, +ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε +ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου +τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, +τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170 +αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη +ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, +και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, +και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα +Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175 +οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα +ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος, +κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε• +'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του +άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180 +ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος +και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. +πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, +ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. +άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185 +και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, +ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; +με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις +εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; +ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• +και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, +γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, +φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 +τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, +και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, +όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. + +Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης, +υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200 +γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία• +εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του, +αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε +ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι, +όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205 +ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα• +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε, +τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν, +με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους• +αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210 +κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους, +εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν +ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα• +όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης +ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215 +τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη, +'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου +εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι, +τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της, +και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220 +τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης. +αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα +και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει. +κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία, +'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225 +όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη• +αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα• +ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος. +τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία, +εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230 +εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων +έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος +πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη, +και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις• +αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235 +'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης +πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα, +των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία• +τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε• +και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240 +πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου, +και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα. +κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας• +τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία, +τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245 +μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω, +και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω• +εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο• +κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου +σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250 +και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι. +την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη +επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα, +ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη +κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255 +και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. +την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι +φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία +έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων +σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260 +και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου• +κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των, +και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, +παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις. +κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265 +άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν, +και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι +όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας +δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας +δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270 +τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, +άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν. +αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας• +(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα, +ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275 +την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου +έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι +του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος +μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι, +και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280 +και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι +να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε, +φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση, +του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία. +έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285 +πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι• +αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, +τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη, +πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει. +εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290 +όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του. +αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του• +αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν, +κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, +μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295 +ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του, +και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση. +εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης, +και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα +πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300 +αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία +γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, +σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι +επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω. +σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305 +ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, +και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι, +και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις. +έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. +αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310 +ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου +'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω• +τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις. +εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα +κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315 +αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία• +ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο +και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι, +και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα. + +Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320 +τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει, +όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα. +και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας, +πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι, +'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325 +θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. +και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει, +απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία +ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη, +τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330 +κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου +ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, +'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. +αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι +έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335 +'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν +τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα, +όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση. +και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο, +εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340 +απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα, +και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα, +κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα• +και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη. +και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345 +'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν +ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης. +αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν, +κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι, +απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350 +απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας +'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους. +και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος +έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν. +αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355 +και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι. +ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως, +και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου• +ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 +«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, +ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος +μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. +καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία +να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 +αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, +και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων, +ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. +τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, +και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 +και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω +'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι +πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη +να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• +οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 +και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα, +και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• +αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα +'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, +και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 +και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε +'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη +τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος +θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, +με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 +η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης +να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης +το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω +τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 +«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία• +εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. +ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι +οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου. +'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395 +χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, +και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει• +και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, +τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, +όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400 + +Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• +«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον +και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, +αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, +μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 +με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! +αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν +γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα». + +Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους• +τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410 +και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. +και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος• +«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, +του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, +και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415 +κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, +και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι». + +Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα• +χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν +εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420 +δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου +ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. +του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, +σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425 +οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, +και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, +και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα +επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα• +και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430 +τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν +εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος +οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη. +'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα +των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435 +τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα +με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, +και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. +τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας• +«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440 +αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα». + +Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε, +και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να, +αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα». + +Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445 +έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι +γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα +του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του. +τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον +απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450 +ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του, +μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης. +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους. +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455 +απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν. + +Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, +και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. +τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, +αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 +δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• +«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• +λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, +'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει +να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 +και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. +αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. +αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, +ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω. +ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 +εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. +και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος, +αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου +ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. +και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 +κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, +ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. +και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, +και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. +αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 +ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• +μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. +αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, +με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, +'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. +χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω +με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». +και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490 +αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη• +και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, +μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι +εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• +«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 +από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη +κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, +στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». +Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, +και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 +έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του +πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, +και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, +γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 +αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες, +και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη• +ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510 +να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης, +τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης, +ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων +εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία. +αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515 +θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα, +και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». + +Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη +'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. +και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 +χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, +και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης. + +Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες +'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος +να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 +αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας +ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του. +πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• +χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, +έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 +και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, +και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, +κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει. + + + +Ραψωδία Ο + + + +Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, +να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου +του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα. +κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, +'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5 +του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, +αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε, +την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. +σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10 +από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα +ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν +όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. +ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη, +όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15 +της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της, +να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις +εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα. +μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της• +ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20 +του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση, +του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον +γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει. +αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα +εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25 +ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν. +και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου• +καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες, +εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, +όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30 +δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση +πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν. +αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι, +και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη +εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35 +και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης, +'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο• +και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, +'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του. +αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40 +την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, +οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες». + +Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• +και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος +σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 +«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε +τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». + +Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης• +«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει, +νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50 +αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη +τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης, +και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση• +τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος +κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55 + +Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει +την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. +τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• +με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 +το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, +ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 +ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου». + +Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε• +«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, +αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω +εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70 +ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι. +κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη• +πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. +τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. +μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75 +τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι +μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν• +δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, +αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι. +και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80 +ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, +κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων• +θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, +και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι +μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, +Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα +ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω +αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• +μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 +ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι». + +Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, +την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, +απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, +και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 +εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. +και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, +και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. +ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, +κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 +και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, +ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε +έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. +η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα +πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 +έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, +απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, +που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. +κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα +τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 +«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, +Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα. +και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, +πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• +κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 +είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, +έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων +ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην +διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω». + +Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 +ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του +τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• +κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο +'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο +από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 +να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, +η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου +μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε +'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου». + +Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 +και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης +εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. +τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα• +και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 +ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, • +για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, +και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, +έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 +και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. +άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης +έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 +τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. +κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, +κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι +'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. +και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 +χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, +το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας, +όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 +όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη +να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, +πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω +και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα». + +Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 +αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, +ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι +γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι +δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. +είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 +τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, +Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι +τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου». + +Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε, +αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170 +τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε• +«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία +μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω. +την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην, +και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175 +ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα +πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη• +μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180 +και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω». + +Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα +με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι• +και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, +και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ +εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, +τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• +εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, +κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190 +τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• +κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. +κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, +να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 +μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας +η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, +και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. +μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με +εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 +να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω». + +Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης +πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος. +και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του. +'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 +τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη, +τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• +κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• +«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, +πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 +ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• +ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη +να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. +και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του». + +Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 +κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του. +επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• +«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, +και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». + +Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220 +κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις. + +Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη +θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος +'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, +μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 +κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο, +πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• +κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, +άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, +'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 +ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου +βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα +η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, +'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. +και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235 +τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα +την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του +την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα +εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 +αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο +ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• +τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• +ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, +αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 +και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα, +αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• +ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• +και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. +τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250 +έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην +έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, +αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. +χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία +ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255 + +Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε +εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα +οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο• +κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260 +καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• +και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, +'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;» + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 +«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• +απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, +άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. +για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, +φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270 + +Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• +«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει +εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. +αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 +ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι. +εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο, +μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280 +αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω». + +Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι +πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• +εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη, +κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 +ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• +τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, +χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. +κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι +κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 +κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. +πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, +γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. +τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 +κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο +με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, +και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. +εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, +κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300 + +Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα +δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, +και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, +'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 +αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση• + +«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με• +κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω, +βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους. +αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310 +ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι, +ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι. +και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης. +και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315 +τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα. +κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα. +ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει +'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320 +θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία, +να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα, +να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω, +αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων». + +Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 +«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; +ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης +'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, +'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. +κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 +αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, +και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• +εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα +με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. +αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 +συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. +και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, +θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, +και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». + +Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 +«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, +'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. +κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• +αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει +ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 +και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, +για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, +και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, +ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350 + +Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης +εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία +'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. +για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355 +για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης +εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας• +άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της +κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη +κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360 +και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, +μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω• +τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία +κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. +ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365 +και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη, +κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. +εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, +πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, +και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370 +κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, +μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα +έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. +και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον +δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375 +οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, +με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, +να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους +και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 +«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, +σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• +εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, +οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 +ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, +σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν +'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει». + +Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με +να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390 +και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα +η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται +και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας +να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος. +και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395 +και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη, +και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση• +μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας +τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη +ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400 +εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη• +κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης. + +Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία, +της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου• +δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405 +έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει. +και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει +τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία. +αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν, +ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410 +με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν. +δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα• +και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα, +άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη. + +Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415 +πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι. +ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου, +ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. +εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• +και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 +μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, +οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. +την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• +κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• +«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 +του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. +αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, +ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν +'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει». + +Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 +«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα, +να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; +ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». + +Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• +«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 +άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα». + +Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• +και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, +πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• +«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 +μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, +μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, +και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, +κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε +τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 +και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, +μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση• +τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. +και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• +ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450• +είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. +εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία +θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους». + +Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. +τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455 +και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι• +και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα, +της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. +ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου, +και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 +και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα +την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. +ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην, +και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο. +από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 +και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια +εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, +όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν. +και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε, +κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 +και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, +με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, +αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. +και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη +έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 +ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• +αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, +την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη +'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. +κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480 +κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. +και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη, +οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. +ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα». + +Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485 +«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία, +ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου. +αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας• +ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες +ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490 +σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω +εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος». + +Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, +ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, +του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 +με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• +κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, +έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, +και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν +το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 +και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε +ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι +το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου +και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω +τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505 +κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, +καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». +Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• +«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι +θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 +ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;» +Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης +θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων +δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• +εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 +ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, +αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. +άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι +ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, +οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 +ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη +ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. +αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, +αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». +Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 +πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε +περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω +του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, +τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του +μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 +«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη +δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. +και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας +δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα». +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 +«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• +και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα +τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». + +Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• +«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540 +εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• +και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον, +και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». +Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• +«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 +απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». +Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε +να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι +εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις. +εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 +κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο +βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, +εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. +και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 +όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα +σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους. + + + +Ραψωδία Π + + + +Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα +φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, +κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. +και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν +την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 +τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, +και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• +«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου +ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, +αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 +Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• +'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη +έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. +και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο +μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 +κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας +τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους +εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, +μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος +έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 +τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, +και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, +Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, +τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. +αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 +θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• +τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, +αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, +την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30 +«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα +εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου +ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων +ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα +μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35 + +Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• +«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη +εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, +τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη». + +Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40 +κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι• +ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας• +εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε, +κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, +κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45 + +Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. +κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, +κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. +τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει +από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50 +κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο, +και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, +και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. +άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 +ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• +«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη +οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; +τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 +«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• +το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• +και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις +θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα +από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 +εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• +πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70 +τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι; +εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου +ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. +και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη +την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου, +μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75 +ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση +εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. +αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα, +θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80 +και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω• +και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον, +κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω, +βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου. +δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85 +'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία. +μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος. +και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος +πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του». + +Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 +«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, +μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω +ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες +'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. +το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 +ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; +ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, +μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. +αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, +και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 +από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,- +ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. +αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, +άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105 +'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, +παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, +να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις +μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, +κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 +αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη. +ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει, +ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115 +μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει. +αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης• +μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη, +μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας +μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120 +όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα• +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, +την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125 +και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε +να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν +το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν. +αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν• +τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130 +ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο. +εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης +μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη +των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 +«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις. +πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη +θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! +ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, +τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 +ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. +πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, +δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, +αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, +και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει, +και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο, +τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα. +αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150 +και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη• +και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα +να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη». + +Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, +και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 +δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• +κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη +γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• +εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, +κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 +ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. +αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, +αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι. +ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. +και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165 +ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, +όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, +κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 +να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα». + +Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, +και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα +τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• +μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 +και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. +και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος +εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος +αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι +θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 +«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• +έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• +ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. +αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, +και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185 + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις; +είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του +απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη». + +Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190 +να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. +αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη +ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε• +Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, +αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195 +ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση +αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία +νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος• +ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, +και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε +δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης• +ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. +εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205 +ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας• +έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, +πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, +και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210 +κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων +να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν». + +Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα +αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• +και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 +κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν +γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, +αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• +τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. +και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 +αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• +«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, +εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν +αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 +«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• +εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, +οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν. +με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, +και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 +χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• +και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, +τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα, +ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. +κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235 +να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. +και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω +εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε, +όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240 +Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, +ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος• +αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. +δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; +δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245 +αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω• +και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο +εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν• +άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι• +είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250 +και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη• +μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος +αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. +αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους, +μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255 +αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, +συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, +και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260 +θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, +'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν +των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265 + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, +οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση +η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις• +αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270 +σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις• +εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. +κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, +τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275 +και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο, +ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. +μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν +απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι• +ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280 +κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, +σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, +τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα +σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285 +θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, +όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν• +θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον +ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, +και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290 +και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας• +μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, +και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία• +'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— +πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295 +και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο +ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση +αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. +κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300 +να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, +μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, +μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. +αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη +ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305 +τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, +ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος». + +Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του• +«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης• +διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310 +αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω +'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης +εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους +έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες +'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315 +και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, +και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα• +αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις +εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, +σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320 + +Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη +τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο +έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• +και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, +'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 +και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, +και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου• +κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα, +το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, +ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330 +'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα +η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. +και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, +την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 +και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, +ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε, +βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», +κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης +όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• +και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 +και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων. + +Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• +απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος +εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, +και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 +«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, +τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. +τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους +ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν +των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350 + +Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι +το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, +και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. +από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε• +«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355 +ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι +'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν». + +Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• +κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, +και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 +κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν +να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• +«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! +ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, 365 +κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος +δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο +επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, +του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• +κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 +αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, +να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, +όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, +ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, +και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 +αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση +τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη +μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη, +πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• +και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 +κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα +μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. +αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι, +ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε +τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 +να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. +και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση +αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, +ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε +τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 +με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, +οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». + +Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι• +του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος +άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395 +χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει• +κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, +ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. +τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε• +«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400 +και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης• +αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα• +και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, +πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. +και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405 + +Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. +εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, +και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία. + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, +να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410 +ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της• +ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. +και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη• +και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, +της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415 +κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, +και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου• +«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν +πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους• +και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420 +του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας +των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; +και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. +δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε; +τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425 +τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, +κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν +ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του• +αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. +κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430 +μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, +κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω +'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν». + +Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• +Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 +θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. +δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, +χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, +όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου. +κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 +ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση. +ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας +'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο +κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη. +όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 +και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• +αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». +να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο. + +Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, +κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450 +'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + +Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, +ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας +τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. +κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 +με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, +και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, +άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη +της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του. + +Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460 +«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι; +απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες, +ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;» + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465 +'ς την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου, +άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι. +ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους +κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου. +και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470 +άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει, +κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι, +'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε, +και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο• +και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475 + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα +χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. + +Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, +δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 +την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. + + + +Ραψωδία Ρ + + + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, +Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, +λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος +να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 +«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, +όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση +πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, +πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• +τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, 10 +κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση +χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω +κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. +κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• +και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας• +«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• +κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη +ή 'ς τους αγρούς• κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση. +τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, 20 +για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, +αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, +αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. +άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη +η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25 + +Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, +και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. +και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, +έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, +προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30 + +Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, +ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία, +κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις +δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, +και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 +απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, +κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. +έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, +και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. +και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 +Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, +αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, +κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. +αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 +«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, +'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. +αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, +'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, +και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 +ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. +κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω, +κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• +με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, +και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55 +'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω». + +Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος. +και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια, +όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις, +ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. 60 + +Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει, +και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν. +αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη, +και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη. +γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65 +ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε, +αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε +'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι, +ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης• +κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70 +και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε +'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του• +ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση. +και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον• +«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75 +να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν• +αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες, +και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, 80 +προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας. +και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω, +προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης». + +Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε +'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, 85 +εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις, +και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. +και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, +και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, +εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. 90 +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην +χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 +απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, +αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. +άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 +«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω +'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω +απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας +με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, +'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 +άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι. +'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. +εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 +όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, +όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος +περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. +κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο +ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 +αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη +Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν +Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν +Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. +και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120 +'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, +κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. +και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• +ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, +εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 +και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο +κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, +όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια +βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, +και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 +όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. +και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη +'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη +'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, +και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 +αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. +και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει +άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, +αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 +ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. +ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα, +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. +ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• +αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν +οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα». + +Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150 +τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους• +«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• +αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 +και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, +ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του, +είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα +τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. +μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 +κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• +Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• +και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα +τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165 + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα +με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, +'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. +ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170 +οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. +τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων +ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— +«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας +πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175 +κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι». + +Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε• +και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους, +εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις• +κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180 +μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν. + +Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν +ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. +και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, 185 +ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα +ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης• +αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση +κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— +ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190 +και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις• +αλλ' ας πηγαίνουμε• και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου. +και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, 195 +για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος». + +Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι +ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. +και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• +μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 +της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, +όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, +σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 +την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, +του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, +και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, +ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο +το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 +βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,— +εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, +κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα +ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. +και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 +λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα• + +Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! +όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! +πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, +ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 +'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, +όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; +δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, +να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη +'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 +πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, +αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, +να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. +αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη. +'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230 +'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα +από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του». + +Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• +απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• +κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 +θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση +την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. +τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, +κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• +«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 +μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα +αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• +ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• +τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, +'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 +πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν». + +Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε +ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο +θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, +κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 +του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν +σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, +ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα». + +Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, +και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255 +εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, +αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. +ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, +και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. +τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 +κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας +ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• +κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• +«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• +ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 +πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία +με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη +δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; +και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• +ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 +'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. +αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. +ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275 +προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω• +ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, +αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση +ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου». + +Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 +«Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. +αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• +και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. +βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν +'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 +αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, +'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• +για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, +και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη. + +Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290 +σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, +ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, +αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει +'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι, +λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295 +τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος +'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν +βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι +την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. +ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300 +αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, +την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον +να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του. +τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη +από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305 +«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο! +το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω +εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, +ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν +οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310 + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα, +τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις, +ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία, +και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315 +θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου +βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης. +τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη +'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις. +ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320 +οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν. +το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης +παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας». + +Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, +κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 +αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, +άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα. + +'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος +Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. +κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 +του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων +εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι• +την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, +αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του +μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335 + +Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας, +παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, +οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα, +γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340 +'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. +εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, +και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, +και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, +κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345 +να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις• +καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη». + +Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, +σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 +να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, +και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη». + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, +και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355 + +Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου +'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. +κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα• +και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, +τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360 +'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε +να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, +να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν• +και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. +άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365 +το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. +και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, +και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε. + +Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• +«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 +γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• +βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• +αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι». + +Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• +«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375 +έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι +ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; +ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου +τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;» + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380 +«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις. +και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση +ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης, +άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη +ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385 +των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται• +αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση. +αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι +'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα. +αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390 +η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης• +ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη +με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». 395 + +Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• +«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, +'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, +με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• +δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 +μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, +'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα. +αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις• +ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης». + +Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 +«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! +αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, +φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη». + +Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, +'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 +κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας +γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη +προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, +εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• +των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 +η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. +όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης +ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. +ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα +πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 +όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. +και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν +να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. +αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. +με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425 +'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. +τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι +έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων +σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, +και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430 +κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, +και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, +παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. +κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, +άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 +και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι +όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας +δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας +δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. +τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 +άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, +κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου +του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• +κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος». + +Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445 +τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου; +μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι, +μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο, +καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης. +με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450 +ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν +από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του». + +Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας• +«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! +αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455 +αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, +τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης». + +Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, +και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 +καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις». + +Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη +τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι +του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας +την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 +εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι +καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• +«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• +όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 +αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του +απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. +αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, +'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. +αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 +ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου». + +Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, +καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, +από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι +σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480 + +Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι. +και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε +Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης. +και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων; +με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485 +οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων, +και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία». + +Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε. +το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη, +και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490 +την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212 + +Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων• +«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». +κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495 +«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας +να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». +και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• +«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν• +αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500 +'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, +γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι +οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος +με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη». + +Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505 +'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. +και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• +«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, +εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, +αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 +ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος». + +Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες, +θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι. +τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις• 515 +τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο, +και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος +και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα +εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι +'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, 520 +όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου. +και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα, +και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα. +κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα, +και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα 525 +εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα, +'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη• +«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. +και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530 +ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. +ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους, +τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• +κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, +και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 +συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, +χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, +ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. +αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, +με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540 + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, +'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, +και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• +«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• +δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 +δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις +όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• +αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550 + +Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, +σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα +του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, +την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 +και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα +θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• +και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας +να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση». + +Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560 +«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα +της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης• +'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. +αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, +'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565 +ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, +μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, +βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. +της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, +να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570 +τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, +και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά• παληά ρούχα φοράω, +καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα». + +Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, +και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 +«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; +ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε +μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης». + +Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, 580 +μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων. +και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση. +και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει, +μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• 585 +«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει• +ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις +δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας». + +Αυτά 'πε• τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων, +όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590 +κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, +του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω +τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου• +ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, +τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595 +ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. +αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση, +και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600 +ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω». + +Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• +και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, +'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, +όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 +εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. + + + +Ραψωδία Σ + + + +Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν +Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος, +να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε +ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι. +Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5 +εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι, +ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν. +να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος +ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα• +«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10 +και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν +για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου. +αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• +«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 +ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι +τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα +πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, +ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. +και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 +και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη +σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης +αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση +άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα». + +Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25 +«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία, +τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω +και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω, +ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο. +τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30 +να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;» + +Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις +έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι. +τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου, +μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35 +«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη• +ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει! +'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο• +κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε. + +Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 +εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• +«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• +εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, +που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 +όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, +ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. +κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν +άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση». + +Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50 +με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας• +«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση +γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα, +για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, +αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55 +βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη +άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση». + +Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. +και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, +είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 +ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, +από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, +τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. +ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν, +ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65 + +Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας +τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία +τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη, +και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του +και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70 +εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι, +κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον• +«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη• +του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!» + +Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 +αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, +'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. +ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, +α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, +αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 +'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. +αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• +αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, +για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι, +'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 +μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, +και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων». + +Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν +αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, +κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 +να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, +ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, +κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, +μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν +'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 +εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, +και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• +χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, +έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες +από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 +και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας +απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, +και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, +ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• +«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 +και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, +ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης». + +Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι +ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, +και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 +γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• +«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, +ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, +'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη +έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115 +'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». +Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας. +ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του +με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε +απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 +και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• +«Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις +καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125 +και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, +πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. +υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις• +όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. +απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130 +του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει• +όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις +του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη• +αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, +τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135 +ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, +οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. +ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, +αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, +θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140 +όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, +αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων• +ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, +και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν +του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145 +θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα +θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, +την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. +ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω +αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150 + +Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του +έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. +τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην +περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• +τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155 +'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• +και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει. + +Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, +εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 +να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη +'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. +κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• +«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, +εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 +και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. +να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• +εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των». + +Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη• +«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170 +άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης, +αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης, +όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο• +πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει, +τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175 +τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• +«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης +να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• +οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 +απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία. +της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, +να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• +ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη». + +Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185 +να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν. + +Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου +πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. +εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 +της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. +μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, +μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, +όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. +την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195 +και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. +και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. +έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, +και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• +έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 +«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! +μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα +Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου, +ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος +ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205 + +Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. +μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• +και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, +της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 +κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. +κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους +επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. +και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• +«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 +παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. +και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, +και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, +και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, +ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 +ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, +'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• +πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, +και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; +την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω• +όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα, +και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι• +αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230 +ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι +τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω. +όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου +η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος. +Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235 +να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις +ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα, +άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, +ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα, +την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240 +και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη +'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε• +«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245 +αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι +σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες +εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη +'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250 +«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα, +οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα +με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. +αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος, +και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255 +τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα. +ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα, +το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε• +γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία +οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260 +ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες, +'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις +εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν +ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου• +όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265 +'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα. +'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι +'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα• +και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, +τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 +εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• +θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα, +την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. +και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• +ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 +οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη +θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, +βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα +της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• +όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280 + +Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας, +ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους +με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της, +Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε• +«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285 +των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα, +δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι• +κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης +τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων». + +Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος• 290 +κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη. +του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον, +και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις, +'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία. +και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295 +χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι. +και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν +τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι. +και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν +λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300 +όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο. + +Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη, +και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν, +πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι +γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305 +και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε. +ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν, +κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω, +δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα +η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310 +και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας +'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου, +του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα, +της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα, +και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315 +'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη. +και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω• +και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν, +δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω». + +Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 +και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, +οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της +η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• +την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, +αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 +εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• +«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• +εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης +ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος +'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 +ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου +ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. +ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; +κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, +και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 +και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα +κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη». + +Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340 +τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν +τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. +και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος +να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του +άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345 +Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις +απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη +του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος. +κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, +τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350 +«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. +θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα• +κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, +ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355 + +Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα• +«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης +εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου, +λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης• +αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360 +και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου. +αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις, +αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι, +να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία». + +Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• 365 +«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο +να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, +'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, +παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, +ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 +ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, +λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, +ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, +και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, +θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 +και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας +σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, +και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι, +μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, +και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 +αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• +και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, +ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• +αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, +η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 +ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο». + +Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, +και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα +'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 +ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου +ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. +ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;» + +Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο +προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395 +εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι +το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, +και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα. +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, +και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400 +«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος• +ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις +φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης +χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία». + +Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 +«Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη +το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. +τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, +αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν», + +Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410 +θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. +και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου +του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε• +«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει +ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415 +τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον +των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. +αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση +θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. +τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα• 420 +ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη». + +Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη. +και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου +θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα, +και 'ς όλους γύρω εμοίρασε• και αφού των αθανάτων 425 +σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν, +και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας. + + + + +ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30615-0.txt or 30615-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/30615-0.zip b/30615-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..5d876a5 --- /dev/null +++ b/30615-0.zip diff --git a/30615-h.zip b/30615-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..d01120e --- /dev/null +++ b/30615-h.zip diff --git a/30615-h/30615-h.htm b/30615-h/30615-h.htm new file mode 100644 index 0000000..f0fa42f --- /dev/null +++ b/30615-h/30615-h.htm @@ -0,0 +1,3766 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> + +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="Όμηρος, Ιάκωβος Πολυλάς, Οδύσσεια, Τόμος Γ" /> +<title>Οδύσσεια Τόμος Γ</title> +</head> + +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey + Volume C + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Posting Date: March 15, 2012 [EBook #30615] +First Posted: December 6, 2009 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + + +</pre> + +<img src="images/cover.jpg" hspace="30" width="409" height="601" +alt="Εξώφυλλο" border="2" /> + + +<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.<br /> +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.</p> + +<p>Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές<br /> +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].</p> + +<p><b>ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ<br /> +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ</b></p> + +<h2 style="margin-top: 2em">ΟΜΗΡΟΥ</h2> +<h3 style="margin-top: 1em">ΟΔΥΣΣΕΙΑ</h3> + +<h4 style="margin-top: 3em">ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ</h4> +<h3 style="margin-top: 1em">ΙΑΚΩΒΟΥ ΠΟΛΥΛΑ</h3> + +<p><br /></p> + +<h4 style="margin-top: 3em">ΤΟΜΟΣ Γ'<br /><br /> +ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ<br /><br /> +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br /> +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ</h4> + + + +<h4 style="margin-top: 3em">Ραψωδία Ν</h4> + +<table> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθείς μας· τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λαοτίμητος Δημόδοκος· ωστόσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα· </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη· </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα· «Ποντόνοε, συγκέρνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις όλους γύρω εμέρασε· κ' εκείθ' όπου καθίζαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι· </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν· </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης· </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πρύμη· τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>ήσυχα· και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου· </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' έξω· αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις· </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου· </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμως αφού πάθη πολλά· και κάποτε να φθάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι· και ποίος θα τολμήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>κ' έμενε αυτού· κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφθανε· το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως εις τα βάθη ερρίζωσε· και αυτός απομακρύνθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε· «ω Θε μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι μας· και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολόρθοι γύρω εις τον βωμό· και ο θείος Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>'που μ' έφεραν εις άλλην γη· και αυτ' είπαν να με φέρουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τίποτε δεν του 'λειπεν· αλλ' έκλαιε για την γη του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>'ς την άκρη αναστενάζοντας· κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ· και ιδού 'ς τα ποθητά σου </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν ερωτάς γι' αυτήν την γη· και όμως αυτή δεν είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο την έχεις, άγνωστη· πολλότατοι την ξεύρουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος· </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας· </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απόπερ' απ' τα πέλαγα· τώρ' ήλθα εγώ με τούτους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα· </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν· </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν· </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν· σοφ' είμασθε και οι δύο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φημίζομαι· δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σου προειπώ· κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι απ' τα ξένα εγύρισες· και απ' τους αυθάδεις άνδραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον και αν έχη νόημα· τι κάθε σχήμα παίρνεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>αλλά πλανώμαι εις άλλην γη· θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο· </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους· </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι· </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα· </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σας ιδώ δεν έλπιζα· τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θάρρου· ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του· κ' έφερν' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σκέψου· τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα· </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν αρχίσ' ο αγώνας μας· και τότε θαρρώ 'π' άνδρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι· </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους· </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δύσκολο το 'χω· και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο· </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ξ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω· </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφθειασεν όλαις σύνεγγυς· και εις καθεμιά κλεισμέναις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>μητέραις· κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ολιγώτερα πολύ· ότ' οι μνηστήρες θείοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα· </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του χύθηκαν γαυγίζοντας· τότε με γνώσι χάμου </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος· </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον να μη σεβασθώ· του Διός είναι οι ξένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι πτωχοί όλοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δίδουμ' εμείς· επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι· </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσα δεν είναι· τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε· κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του πρόσφερε· χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού τον είδα· ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ· ότι άλλον δεν θε ναύρω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται· και για τα συγχαρίκια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω· </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη· </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υιός ανθρώπου υπέρπλουτου· και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδέ φυγόμαχος· αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τους ανδρείους έσπανε· και ότ' έπαιρνα μαζή μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο· τα έργα του αγρού μισούσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλιν πολλά· και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα τέκνα και τα πλούτη μου· κατόπιν η ψυχή μου </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως με το ρεύμα κυλητά· καράβι δεν μου εβλάφθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' η πεδιάδα γέμισε· και ο χαιρεβρόντης Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον· </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέραν της Κρήτης· και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο· </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θειάφη όλο το γέμισε· 'ς την άρμη πέσαν όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπλεαν· θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα· </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον· τι Θεσπρωτών καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα· </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την χοιρομάνδραν έρημος· ουδέ ποτέ 'ς την πόλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>και αδελφικά τον δέχθηκα· κ' έλεγε ότι τον είδε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα συντριμμένα πλοία του· κ' έλεγε οπού το θέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους του· και συ, θλιμμένε γέρε, </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μου κερδίσης την καρδιά· και όχι για τούτο θα 'χης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε· και μάρτυρες ας ήναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά του δείπνου είναι καιρός· οι σύντροφοι να εμπαίναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την γωνίστρα· τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>δεν λησμονούσε· αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ· και των θεών ευχόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη· </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά· κατόπιν όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τα κρεατοσάνιδα· και άρχισε ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς επτά μέρη τα χώρισε· μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία· </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν· αλλά τον Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες· «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτα χαίρου τα καλά· και ο θεός δίδει το 'να,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'χα σιμά μου· προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος· </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής· τι με νικά το κρύο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χλαίναν δεν έχω· και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον χιτώνα· τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με λεπτότατη φωνή μου είπε· «σίγα τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»· και κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«ω φίλοι, ακούτ'· ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος· </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ· και ας πάη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>έτρεξε· κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον· </td><td align="right">505</td></tr> +<tr><td>αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι </td><td align="right">510</td></tr> +<tr><td>να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα· πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, </td><td align="right">515</td></tr> +<tr><td>θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα </td><td align="right">520</td></tr> +<tr><td>χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν· όμως ο χοιροτρόφος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, </td><td align="right">525</td></tr> +<tr><td>αλλ' αρματόνονταν να βγη· κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου· </td><td align="right">530</td></tr> +<tr><td>και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ο</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου· </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος· άγρυπνον τον κρατούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι· </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα· </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νύκτ' ακόμη αρμένιζε· και πρύμον θα σου στείλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε· </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νύκτα να ταξειδεύουμε· και ογλήγορα θα φέξη· </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης· </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν την πατρίδα σου ποθείς· τον άνδρα κατακρίνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>ή μίσος έχει περισσό· καλ' είναι 'ς όλα η τάξι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· Ατρείδη βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κρέατα να ψήση ευθύς· και υπάκουσεν εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>που ωσάν αστέρας έλαμπε· και κάτω απ' όλους ήταν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα δώματα· τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου· </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διαβάτης 'ς την επιστροφή· και συ να το' χης θέλω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια κ' είπε· «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύμφη σου να το φορή· και ως τότ' η αγαπητή σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μητέρα σπίτι ας το φυλά· και συ χαίρε μου και άμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, τον πέπλο του 'δωσε· τον δέχθη αυτός κ' εχάρη· </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, ·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε· «Ω νέοι, </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το χαίρε ειπήτε· ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>όπως τα λέγεις· άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήμερη μέσ' απ' την αυλή· και με φωναίς κατόπι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυναίκες και άνδρες έτρεχαν· κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί· και όλοι χαρά το πήραν· </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο Πεισίστρατος· «Μεγάλε βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη· </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας· </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο Τηλέμαχος· «Γλυκέ μου Νεστορίδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η αγάπη των πατέρων μας· μας δέν' η ομηλικία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του· </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θυσίαζε της Αθηνάς· κ' ήλθε σιμά του ξένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάντης· απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά· και του Νηλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την νύμφην εις τα σπίτια του· και αυτός εξενιτεύθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>και ο Φοίβος· πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>έφερε για το κάλλος του· τον Πολυφείδη μάντην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον Τηλέμαχο κοντά· κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άν ποτ' εζούσε· τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εντόπιον· κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι· </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν· </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη· </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ· ακόμ' είν' ο Λαέρτης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>οι αυθάδεις άνδρες· και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν· </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο χοιροβοσκός· «Αφού τούτ' ερωτάς με</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>και πίνε αυτού καθήμενος· απέραντ' είναι τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η νύκτα· κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να τέρπετ' ακούοντας· ουδέ συ πριν της ώρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να κοιμηθής θα βιάζεσαι· βαρύ και ο πολύς ύπνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ένας τ' άλλου· τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο· </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«τώρα σιγάτε· και κανείς απ' όλους τους συντρόφους </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσάς να χάση σοφισθή· αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω· </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη· </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη· </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>σου δίδει, και συ καλοζής· αλλ' εγώ παραδέρνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο συνετός Τηλέμαχος· «Σεις τώρα προς την πόλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλοίο μας κινήσετε· κ' εγώ προς τους αγρούς μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. </td><td align="right">505</td></tr> +<tr><td>κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; </td><td align="right">510</td></tr> +<tr><td>ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Σ' το σπίτι μας να υπάγης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν λείπ' η περιποίησις· αλλά δεν σου συμφέρει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα· </td><td align="right">515</td></tr> +<tr><td>ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη· </td><td align="right">520</td></tr> +<tr><td>ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του </td><td align="right">525</td></tr> +<tr><td>πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε· </td><td align="right">530</td></tr> +<tr><td>«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεξιά σου· εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">535</td></tr> +<tr><td>«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, </td><td align="right">540</td></tr> +<tr><td>εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, </td><td align="right">545</td></tr> +<tr><td>απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν· κ' εκείνοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, </td><td align="right">550</td></tr> +<tr><td>κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαρύ· και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, </td><td align="right">555</td></tr> +<tr><td>όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Π</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άκουσε και ποδόκτυπο· κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά του σείουν την ουρά· και πόδι ανθρώπου ακούω». </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>κ' έχυσε δάκρυα θερμά· και όπως καλός πατέρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνος, υστερογέννητος· έτσι ο βοσκός ο θείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κλαίοντας του ωμίλησε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>«Μετά χαράς, πατέρα μου· γι' αγάπη σου εδώ ήλθα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι· </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε· «Κάθου, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πράξε όπως θέλης· ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει· </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ 'μαι νέος· δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,-</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ούτε αδελφούς έχω κακούς· και 'ς τ' αδελφού το χέρι, </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον αυτός τον Οδυσσηά· και πάλιν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη· </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι· </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ· κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα υπάγω τώρα μηνυτής· αχ! ο αναστεναγμένος!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς την πόλιν κίνησε· και τότε της Αθήνης </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη· </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>ήλθε και εμπρός της έμεινε· και του 'πε τότ' η Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε· κ' εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την καλύβα εγύρισε· και ο υιός του τρομασμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεάς· και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα· </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δώρα χρυσοσκάλιστα· ά! την οργή σου παύσε». </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θεός δεν είμαι· των θεών γιατί με παρομοιάζεις;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος· </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' εκάθισεν αυτός· τον ένδοξον πατέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>αλλά πλειότεραις πολύ· και άκου να τους μετρήσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ταις μωρίαις· και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα ειπής· —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ορμώντας να τ' αδράξουμε· και ωστόσο θα τυφλώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου· </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς εμάς τους δύο· σκέψου το· πολύν καιρό θα τρίψης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έναν προς έναν· κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν· </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν· «ήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο»,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν· </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα· και ότ' έφθανε το σκότος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους Αχαιούς· ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν· </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>κάποιο κακό θα πάθουμε· μήπως και απ' την πατρίδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα· κατόπι ας μοιρασθούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους θησαυρούς του· και καθείς ας κάμνη την μνηστεία </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει· </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ· τρελλέ, πώς οργανίζεις </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας· και να τον θανατώσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα· αλλά να παύσης λέγω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>θάρρου· ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη· </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη· </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον· </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>'ς την πόλι τριγυρίζοντας· και μ' έβιαζε η ψυχή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου· </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Ρ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του· </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπως η μάννα μου με ιδή· γιατί δεν θέλει παύση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πριν ή με ιδούν τα μάτια της· και σε το εξής προστάζω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>κει να ζητεύη· του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί· και ως προς εμέ, να τρέφω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή 'ς τους αγρούς· κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άθλια φορώ φορέματα· μη με νεκρώσ' η πάχνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η πρωινή· και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας· ολόγυρα κ' η άλλαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με παράπον' έλεγε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε· </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες· </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επήρε θέσι· και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να νιφθούν· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους Ατρείδαις· αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα· </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν ξεύρει εκείνος καθαρά· τον λόγο μου ν' ακούσης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας πηγαίνουμε· και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>της στάνης φύλακες· και αυτός τον κύριον ωδηγούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολούθεν όλο κυκλικό· ψηλάθεν από βράχο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το κρύον έρρεε νερό· κ' επάν' ήταν κτισμένος </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,—</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα ερίφια· και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησε ο γιδοβοσκός· «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κέρδος να λάβω περισσόν· ότ' είθε μες το δώμα </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>κ' έμειναν· ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει· </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δίφυλλη· ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή· και ό,τ' είπα συλλογίσου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>«Ξεύρω, εννοώ· και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την θείαν Ίλιο πρότερα· 'ς άλλους καιρούς οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν· </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος· </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε· </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αντίκρυ του, κ' εκάθισε· και ο κήρυκας εμπρός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' είπε· «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>γι' αυτόν τον ξένον· ότι εγώ και πρότερα τον είδα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με βαρύ πρόσταγμα· ο θεός ποτέ να μη το κάμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δος του απ' αυτά· δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε· </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γέμισαν το δισάκκι του· και, ως έμελλε να γύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε· «Δόσε ω φίλε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. </td><td align="right">430</td></tr> +<tr><td>κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν· </td><td align="right">435</td></tr> +<tr><td>και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, </td><td align="right">440</td></tr> +<tr><td>άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε· «Ποια μοίρα </td><td align="right">445</td></tr> +<tr><td>τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με την αράδα 'ς όλους πας· και αφρόντισ' όλοι δίδουν· </td><td align="right">450</td></tr> +<tr><td>ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, </td><td align="right">455</td></tr> +<tr><td>αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, </td><td align="right">460</td></tr> +<tr><td>καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον κτύπησεν· εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε· </td><td align="right">465</td></tr> +<tr><td>εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, </td><td align="right">470</td></tr> +<tr><td>αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, </td><td align="right">475</td></tr> +<tr><td>ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησ' ο Αντίνοος· «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». </td><td align="right">480</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και νέος είπε απότολμος· «Κακά 'καμες, χαμένε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν </td><td align="right">485</td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας </td><td align="right">490</td></tr> +<tr><td>την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark</td><td align="right">212</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη· </td><td align="right">495</td></tr> +<tr><td>«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου· </td><td align="right">500</td></tr> +<tr><td>'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα· εκείνος μόνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη </td><td align="right">505</td></tr> +<tr><td>'ς τον θάλαμόν της· κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, </td><td align="right">510</td></tr> +<tr><td>ή και αν τον είδε· ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις· </td><td align="right">515</td></tr> +<tr><td>τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, </td><td align="right">520</td></tr> +<tr><td>όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα </td><td align="right">525</td></tr> +<tr><td>εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι </td><td align="right">530</td></tr> +<tr><td>ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον σίτον, το γλυκό κρασί· τρέφονται μόν' οι δούλοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, </td><td align="right">535</td></tr> +<tr><td>συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». </td><td align="right">540</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' όλο το δώμα εβρόντησε· γέλασ' η Πηνελόπη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; </td><td align="right">545</td></tr> +<tr><td>δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλους· κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». </td><td align="right">550</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σιμά του εστάθη κ' είπε του· «Ω ξένε μου πατέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. </td><td align="right">555</td></tr> +<tr><td>και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· </td><td align="right">560</td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. </td><td align="right">565</td></tr> +<tr><td>ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. </td><td align="right">570</td></tr> +<tr><td>τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά· παληά ρούχα φοράω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη· </td><td align="right">575</td></tr> +<tr><td>«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μέσα 'ς το δώμα· είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, </td><td align="right">580</td></tr> +<tr><td>μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε· </td><td align="right">585</td></tr> +<tr><td>«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε· τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. </td><td align="right">590</td></tr> +<tr><td>κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Τηλεμάχου, κ' έλεγε· «Θα υπάγω να φυλάξω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης· </td><td align="right">595</td></tr> +<tr><td>ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Πατέρα, ως είπες, θα γενή· συ φύγ' άμ' εσπερώση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία· </td><td align="right">600</td></tr> +<tr><td>ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί· κ' ετέρπονταν εκείνοι </td><td align="right">605</td></tr> +<tr><td>εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td><b>Ραψωδία Σ</b></td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να πιή, να φάγη, αχόρταστος· και δύναμι δεν είχε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα </td><td align="right">5</td></tr> +<tr><td>εκ γενετής· αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν· </td><td align="right">10</td></tr> +<tr><td>και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, </td><td align="right">15</td></tr> +<tr><td>ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν· το κατώφλι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο· και αν άλλος από ξένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πράγματα λάβη, μη φθονής· είσαι, θαρρώ, πλανήτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, </td><td align="right">20</td></tr> +<tr><td>και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σου βάψω· και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αύριον· ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος· </td><td align="right">25</td></tr> +<tr><td>«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι </td><td align="right">30</td></tr> +<tr><td>να κτυπηθούμε· και πώς συ με νέον θα παλαίσης;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε· </td><td align="right">35</td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν </td><td align="right">40</td></tr> +<tr><td>εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. </td><td align="right">45</td></tr> +<tr><td>όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. </td><td align="right">50</td></tr> +<tr><td>με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γέρος πολυβασάνιστος· αλλά με βιάζει τώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, </td><td align="right">55</td></tr> +<tr><td>βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>είπ' ο ιερός Τηλέμαχος· «Αν ν' αποκρούσης κείνον, </td><td align="right">60</td></tr> +<tr><td>ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ξένος μου είσαι· οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. </td><td align="right">65</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και όλοι εσυμφώνησαν· κ' έζωσεν ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι δυνατοί βραχίονες· η Αθήν' ήλθε σιμά του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. </td><td align="right">70</td></tr> +<tr><td>εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου· </td><td align="right">75</td></tr> +<tr><td>αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε· «Α! να μη ζούσες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, </td><td align="right">80</td></tr> +<tr><td>'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, </td><td align="right">85</td></tr> +<tr><td>μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού 'ς την μέση· τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, </td><td align="right">90</td></tr> +<tr><td>να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μη τον νοήσουν οι Αχαιοί· και ως ανασηκωθήκαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας </td><td align="right">95</td></tr> +<tr><td>εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. </td><td align="right">100</td></tr> +<tr><td>και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, </td><td align="right">105</td></tr> +<tr><td>και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε· κ' εκείνοι </td><td align="right">110</td></tr> +<tr><td>γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπαυσες· ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο </td><td align="right">115</td></tr> +<tr><td>'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με πάχος κ' αίμα ολόγεμην· ο Αμφίνομος επήρε</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, </td><td align="right">120</td></tr> +<tr><td>και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ξένε πατέρα, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος· </td><td align="right">125</td></tr> +<tr><td>και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, </td><td align="right">130</td></tr> +<tr><td>του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. </td><td align="right">135</td></tr> +<tr><td>ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. </td><td align="right">140</td></tr> +<tr><td>όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, </td><td align="right">145</td></tr> +<tr><td>θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ· κ' εγγύς είν'. αλλά σένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». </td><td align="right">150</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη </td><td align="right">155</td></tr> +<tr><td>'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα </td><td align="right">160</td></tr> +<tr><td>να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου· </td><td align="right">165</td></tr> +<tr><td>και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω· </td><td align="right">170</td></tr> +<tr><td>άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν </td><td align="right">175</td></tr> +<tr><td>τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. </td><td align="right">180</td></tr> +<tr><td>απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. </td><td align="right">185</td></tr> +<tr><td>να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τον κλιντήρα· και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, </td><td align="right">190</td></tr> +<tr><td>της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. </td><td align="right">195</td></tr> +<tr><td>και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε· </td><td align="right">200</td></tr> +<tr><td>«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη!</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». </td><td align="right">205</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μόνη όχι· δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια· </td><td align="right">210</td></tr> +<tr><td>κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε· σκέψι ποσώς δεν έχεις· </td><td align="right">215</td></tr> +<tr><td>παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. </td><td align="right">220</td></tr> +<tr><td>ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». </td><td align="right">225</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και το καλό και το κακό· και πλειά μωρό δεν είμαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει· </td><td align="right">230</td></tr> +<tr><td>ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως </td><td align="right">235</td></tr> +<tr><td>να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος· </td><td align="right">240</td></tr> +<tr><td>και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">245</td></tr> +<tr><td>αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη· </td><td align="right">250</td></tr> +<tr><td>«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. </td><td align="right">255</td></tr> +<tr><td>τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι· </td><td align="right">260</td></tr> +<tr><td>ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα· και ακόμ' είναι αναβάταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις τ' ανεμόποδ' άλογα· και τούτοι αποφασίζουν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω </td><td align="right">265</td></tr> +<tr><td>'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. </td><td align="right">270</td></tr> +<tr><td>εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. </td><td align="right">275</td></tr> +<tr><td>οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». </td><td align="right">280</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, </td><td align="right">285</td></tr> +<tr><td>των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δέξου τα· δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος· </td><td align="right">290</td></tr> +<tr><td>κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα </td><td align="right">295</td></tr> +<tr><td>χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. </td><td align="right">300</td></tr> +<tr><td>όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. </td><td align="right">305</td></tr> +<tr><td>και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. </td><td align="right">310</td></tr> +<tr><td>και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις </td><td align="right">315</td></tr> +<tr><td>'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, </td><td align="right">320</td></tr> +<tr><td>και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. </td><td align="right">325</td></tr> +<tr><td>εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. </td><td align="right">330</td></tr> +<tr><td>ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, </td><td align="right">335</td></tr> +<tr><td>και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις· </td><td align="right">340</td></tr> +<tr><td>τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. </td><td align="right">345</td></tr> +<tr><td>Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι· </td><td align="right">350</td></tr> +<tr><td>«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». </td><td align="right">355</td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, </td><td align="right">360</td></tr> +<tr><td>και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· </td><td align="right">365</td></tr> +<tr><td>«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς την χλόη· να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. </td><td align="right">370</td></tr> +<tr><td>ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. </td><td align="right">375</td></tr> +<tr><td>και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. </td><td align="right">380</td></tr> +<tr><td>αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, </td><td align="right">385</td></tr> +<tr><td>ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. </td><td align="right">390</td></tr> +<tr><td>ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;»</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί· και τότε από τον φόβο</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας· </td><td align="right">395</td></tr> +<tr><td>εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το δεξιό· και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον· </td><td align="right">400</td></tr> +<tr><td>«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ιδού, πώς μας ετάραξε· τώρα για ψωμοζήταις</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους· </td><td align="right">405</td></tr> +<tr><td>«Ελεεινοί, φρενιάζετε· και την καρδιά σας ήδη</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>το φαγοπότι ενίκησε· κάποιος θεός σας σπρώχνει.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν»,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι· </td><td align="right">410</td></tr> +<tr><td>θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε·</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. </td><td align="right">415</td></tr> +<tr><td>τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα· </td><td align="right">420</td></tr> +<tr><td>ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη».</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη.</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και 'ς όλους γύρω εμοίρασε· και αφού των αθανάτων </td><td align="right">425</td></tr> +<tr><td>σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους,</td><td align="right"></td></tr> +<tr><td>κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας.</td><td align="right"></td></tr> +</table> +<p> +</p> + +<p>ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ</p> + + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY *** + +***** This file should be named 30615-h.htm or 30615-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + diff --git a/30615-h/images/cover.jpg b/30615-h/images/cover.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..3c38638 --- /dev/null +++ b/30615-h/images/cover.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..8c5ceb6 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #30615 (https://www.gutenberg.org/ebooks/30615) diff --git a/old/20091206-30615-0.txt b/old/20091206-30615-0.txt new file mode 100644 index 0000000..f1138d4 --- /dev/null +++ b/old/20091206-30615-0.txt @@ -0,0 +1,3735 @@ +The Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume C, by Homer + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Homer's Odyssey, Volume C + Volumes A B C D + +Author: Homer + +Translator: Iakovos Polylas + +Release Date: December 6, 2009 [EBook #30615] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME C *** + + + + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +A few corrections on typing mistakes have been included within brackets. + +Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές +τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με []. + + + +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ +ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ + + + +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ +ΙΑΚ. ΠΟΛΥΛΑ +ΤΟΜΟΣ Γ' +ΡΑΨΩΔΙΑ Ν - Σ + + + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΦΕΞΗ +ΟΜΗΡΟΥ +ΟΔΥΣΣΕΙΑ + + + +Ραψωδία Ν + + + +Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα +όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία• +τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε• +«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα, +θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, 5 +και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα. +τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω, +'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου +το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε. +έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος 10 +τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα +χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων. +κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση +καθείς μας• τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο• +τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». 15 + +Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. +τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, +και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν• +και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι 20 +τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων +εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν• +κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου• +και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, +του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. 25 +και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι +ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, +λαοτίμητος Δημόδοκος• ωστόσ' ο Οδυσσέας +'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, +πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα• 30 +και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα +δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι• +με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, +και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν• +παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη• 35 +και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου• +«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, +τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα +άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. +ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, 40 +προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν +οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα +την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου• +και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας +να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν 45 +κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη». + +Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν +ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει• +και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα +εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, 50 +όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, +τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του». + +Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, +και εις όλους γύρω εμέρασε• κ' εκείθ' όπου καθίζαν +των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι• 55 +μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας +και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, +κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη +το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν• 60 +αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου +τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα». + +Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας• +του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, +προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης• 65 +άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη• +το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, +η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, +και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη• +και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, 70 +οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι +τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν• +και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι +'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, +'ς την πρύμη• τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος 75 +ήσυχα• και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, +και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία• +κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, +ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, +βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου• 80 +και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, +καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι, +και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, +του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα +οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. 85 +κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, +το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει• +με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, +κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων, +'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, 90 +πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη, +τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει. + +Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο +το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση, +'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. 95 +λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου, +εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια +απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα, +και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα +απ' έξω• αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν 100 +τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν• +και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι, +σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• +τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες. +και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, 105 +και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν• +μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις +πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν• +και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο• +μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, 110 +η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη +θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι. + +Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν• +και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, +το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις• 115 +και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, +και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, +μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, +'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον• +τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, 120 +καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα• +και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, +έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας +έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση• +κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης 125 +'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα +απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε• + +«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων +δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με +γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130 +έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, +όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση, +άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. +και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον +με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135 +μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, +'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, +άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων». + +Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! 140 +δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι• και ποίος θα τολμήση +να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον! +και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης +να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι• +ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». 145 + +Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας• +«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, +αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. +και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, +ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη 150 +να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, +όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους». + +Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης• +«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, +άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι 155 +να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, +να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι +οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης». + +Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας +προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, 160 +κ' έμενε αυτού• κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο +έφθανε• το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης, +με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος, +και ως εις τα βάθη ερρίζωσε• και αυτός απομακρύνθη. + +Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165 +οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι• +και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου, +ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, +εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο». + +Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. 170 +και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε• +«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου• +έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, +'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, +κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων 175 +ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη +θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση• +τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος• +και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι• +μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη 180 +'ς την πόλι μας• και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα +δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση +και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». +είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους. + +Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185 +οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, +ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας +οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, +ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, +ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190 +να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, +μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, +πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες• +όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, +τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195 +τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του• +πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του• +κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις +τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε• +«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200 +μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, +ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; +πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; +ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, +κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205 +'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε• +τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι +θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. +ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, +ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210 +'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν +'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. +να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, +'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη• +αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215 +μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο». + +Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, +τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, +και τίποτε δεν του 'λειπεν• αλλ' έκλαιε για την γη του +την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης 220 +'ς την άκρη αναστενάζοντας• κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, +κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης, +ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος• +διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει, +'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. 225 +άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε +ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε• +μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου +σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ• και ιδού 'ς τα ποθητά σου 230 +γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. +και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• +ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; +κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, +ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» 235 + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, +αν ερωτάς γι' αυτήν την γη• και όμως αυτή δεν είναι, +όσο την έχεις, άγνωστη• πολλότατοι την ξεύρουν• +την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη 240 +κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα• +δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι• +αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη• +σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος• +συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος• 245 +γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της, +και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της• +όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία, +'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν». + +Αυτά 'πε• και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας 250 +κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, +ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη• +και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, +και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, +πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας• 255 +«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη, +απόπερ' απ' τα πέλαγα• τώρ' ήλθα εγώ με τούτους +τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα +έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, +τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη 260 +όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, +τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων +όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου, +και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη• +ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του 265 +εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν• +καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, +και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι• +μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε +κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα• 270 +και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, +και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, +και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας +'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, +ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν• 275 +αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, +κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν• +κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα• +λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα• +για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, 280 +αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι• +εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο• +από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, +αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν, +κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, 285 +κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη». + +Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη +γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, +κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 +«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, +'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• +σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, +ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, +και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 +αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• +συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους, +και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία +φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη +την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 +σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, +κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• +και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, +να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, +οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, 305 +και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, +να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• +μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, +ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις +όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310 + +Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• +«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση, +όσον και αν έχη νόημα• τι κάθε σχήμα παίρνεις• +τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα, +όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. 315 +αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, +κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα, +πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης +σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης, +αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, 320 +ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν• +πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου +μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι• +και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου— +τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, 325 +αλλά πλανώμαι εις άλλην γη• θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις, +και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης— +ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο• 330 +για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα +ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης• +καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε +την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση• +και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, 335 +πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα, +'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, +τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη• +κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία +ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους• 340 +αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα +ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος +αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του• +αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης. +Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι• 345 +τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα• +σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη• +τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες• +τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες +πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις• +τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». 350 + +Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος• +ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, +κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, +και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα• 355 +«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον +να σας ιδώ δεν έλπιζα• τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις +χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα, +αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, +ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». 360 + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Θάρρου• ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση• +μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου +ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα• +έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». 365 + +Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, +κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του• κ' έφερν' ο Οδυσσέας +όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, +και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν• +και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον 370 +έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη• +'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας +και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων• +κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 375 +το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης +σκέψου• τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν +την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν• +κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, +όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει 380 +με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει». + +Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης, +κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω, +αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα• 385 +και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους• +στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν +τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας• +αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα, +θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, 390 +μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας». + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω, +όταν αρχίσ' ο αγώνας μας• και τότε θαρρώ 'π' άνδρες +πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, 395 +απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα• +και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους• +θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο• +της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω, +και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι• 400 +τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω, +αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους, +'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι• +και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, +'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, 405 +και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία• +θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν, +όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι• +βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν, +αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους• 410 +κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα, +έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω, +να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου, +οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη, +ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». 415 + +Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; +ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη +να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;» + +Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• 420 +«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα• +εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη +κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει +'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη• +τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, 425 +όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα• +δύσκολο το 'χω• και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση +πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν». + +Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, +και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο• 430 +την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη +με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου• +τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, +και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, +κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, 435 +κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο• +και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, +ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη. + +Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη +'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 + + + +Ραψωδία Ξ + + + +Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι +εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος +χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, +απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. + +'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην 5 +'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, +καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, +ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, +εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, +με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω• 10 +και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, +πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. +και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο +έφθειασεν όλαις σύνεγγυς• και εις καθεμιά κλεισμέναις +ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, 15 +μητέραις• κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, +αλλ' ολιγώτερα πολύ• ότ' οι μνηστήρες θείοι +τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι +έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος. +και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα• 20 +σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, +'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. +κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, +κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι• +οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, 25 +οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει +μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, +όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους. + +Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα• +του χύθηκαν γαυγίζοντας• τότε με γνώσι χάμου 30 +κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. +τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του, +αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος +'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι• +και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια 35 +εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου• +«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι +έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. +και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν• +κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω 40 +εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, +αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος +εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων +κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. +αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, 45 +και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι +οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα». + +Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος +εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση +έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50 +μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος. +εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας• +«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, +αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει». +Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55 +«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε, +τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι +και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο +δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος, +να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60 +ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν, +'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει +με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει, +με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα, +αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65 +όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω. +όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα• +και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης +να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων• +ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70 +'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση». + +Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, +προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, +σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, +και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, 75 +και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, +ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, +και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, +και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει• +«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80 +και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, +'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο• +πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, +αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. +και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85 +εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, +άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα, +ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. +πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, +το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90 +ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν +δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. +τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, +ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα• +και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95 +ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος +ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη. +κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη +τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω• +δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100 +και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, +του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. +κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια +ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. +καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105 +από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. +κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, +και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω». + +Είπε• κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε +κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. 110 +και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, +εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, +του πρόσφερε• χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος• +κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, 115 +'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, +και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; +ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, +οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία +οπού τον είδα• ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». 120 + +Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, +ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. +αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, +ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 +και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση +'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, +κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, +και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, +ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. 130 +και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, +ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• +εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι +τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• +ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου 135 +άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι. +κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος +τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω +κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, +ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 +το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. +ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω +να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου• +αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. +και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 +ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• +αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, +και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, 150 +εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, +ο Οδυσσέας έρχεται• και για τα συγχαρίκια, +ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, +θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. +πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω• 155 +ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, +τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, +και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, +ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. 160 +ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος• +τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, +θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, +'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 165 +«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, +ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε +ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου +τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, +τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. 170 +αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη +ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, +και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, +και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα +Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν 175 +οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα +ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος, +κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε• +'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του +άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, 180 +ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος +και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. +πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, +ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. +άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη• 185 +και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, +ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; +με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις +εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; +ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». 190 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• +και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, +γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, +φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, 195 +τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, +και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, +όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. + +Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης, +υιός ανθρώπου υπέρπλουτου• και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι 200 +γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία• +εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του, +αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε +ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι, +όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, 205 +ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα• +αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε, +τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν, +με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους• +αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. 210 +κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους, +εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν +ουδέ φυγόμαχος• αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα• +όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης +ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. 215 +τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη, +'που τους ανδρείους έσπανε• και ότ' έπαιρνα μαζή μου +εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι, +τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της, +και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν 220 +τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης. +αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο• τα έργα του αγρού μισούσα +και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει. +κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία, +'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, 225 +όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη• +αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα• +ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος. +τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία, +εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια 230 +εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων +έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος +πάλιν πολλά• και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη, +και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις• +αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, 235 +'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης +πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα, +των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία• +τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε• +και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου 240 +πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου, +και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα. +κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας• +τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία, +τα τέκνα και τα πλούτη μου• κατόπιν η ψυχή μου 245 +μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω, +και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω• +εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο• +κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου +σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, 250 +και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι. +την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη +επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα, +ως με το ρεύμα κυλητά• καράβι δεν μου εβλάφθη +κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, 255 +και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. +την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι +φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία +έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων +σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, 260 +και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου• +κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των, +και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, +παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις. +κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, 265 +άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν, +και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι +όλ' η πεδιάδα γέμισε• και ο χαιρεβρόντης Δίας +δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας +δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. 270 +τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, +άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν. +αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας• +(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα, +ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). 275 +την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου +έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι +του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος +μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι, +και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον• 280 +και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι +να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε, +φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση, +του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία. +έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους 285 +πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι• +αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, +τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη, +πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει. +εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, 290 +όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του. +αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του• +αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν, +κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, +μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, 295 +ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του, +και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση. +εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης, +και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα +πέραν της Κρήτης• και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. 300 +αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία +γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, +σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι +επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω. +σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 305 +ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, +και θειάφη όλο το γέμισε• 'ς την άρμη πέσαν όλοι, +και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις. +έπλεαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. +αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης 310 +ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου +'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω• +τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις. +εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα +κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. 315 +αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία• +ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο +και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι, +και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα. + +Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα• 320 +τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει, +όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα. +και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας, +πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι, +'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του• 325 +θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. +και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει, +απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία +ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη, +τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. 330 +κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου +ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, +'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. +αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον• τι Θεσπρωτών καράβι +έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. 335 +'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν +τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα, +όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση. +και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο, +εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα• 340 +απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα, +και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα, +κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα• +και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη. +και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν 345 +'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν +ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης. +αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν, +κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι, +απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος 350 +απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας +'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους. +και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος +έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν. +αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, 355 +και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι. +ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως, +και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου• +ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 360 +«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, +ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος +μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. +καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία +να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. 365 +αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, +και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων, +ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. +τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, +και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. 370 +και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω +'ς την χοιρομάνδραν έρημος• ουδέ ποτέ 'ς την πόλι +πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη +να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία• +οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, 375 +και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα, +και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν• +αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα +'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, +και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, 380 +και αδελφικά τον δέχθηκα• κ' έλεγε ότι τον είδε +'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη +τα συντριμμένα πλοία του• κ' έλεγε οπού το θέρος +θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, +με τους λαμπρούς συντρόφους του• και συ, θλιμμένε γέρε, 385 +η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης +να μου κερδίσης την καρδιά• και όχι για τούτο θα 'χης +το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω +τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 390 +«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία• +εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. +ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε• και μάρτυρες ας ήναι +οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου. +'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, 395 +χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, +και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει• +και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, +τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, +όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». 400 + +Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος• +«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον +και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, +αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, +μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. 405 +με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! +αλλά του δείπνου είναι καιρός• οι σύντροφοι να εμπαίναν +γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα». + +Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους• +τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, 410 +και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. +και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος• +«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, +του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, +και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας 415 +κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, +και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι». + +Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα• +χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν +εις την γωνίστρα• τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος 420 +δεν λησμονούσε• αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου +ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ• και των θεών ευχόνταν +'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. +του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, +σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη• 425 +οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, +και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, +και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά• κατόπιν όλα +επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα• +και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία 430 +τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν +εις τα κρεατοσάνιδα• και άρχισε ο χοιροτρόφος +οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη. +'ς επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα +των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435 +τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα +με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, +και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. +τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας• +«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440 +αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα». + +Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες• «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε, +και τούτα χαίρου τα καλά• και ο θεός δίδει το 'να, +αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα». + +Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων 445 +έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι +γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα +του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του. +τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον +απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, 450 +ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του, +μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης. +και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους. +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι 455 +απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν. + +Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, +και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. +τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, +αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα 460 +δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων• +«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με• +λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, +'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει +να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, 465 +και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. +αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. +αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, +ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω. +ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας 470 +εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. +και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος, +αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου +ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. +και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, 475 +κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, +ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. +και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, +και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. +αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, 480 +ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω• +μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. +αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, +με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, +'που 'χα σιμά μου• προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος• 485 +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής• τι με νικά το κρύο. +χλαίναν δεν έχω• και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω +με τον χιτώνα• τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». +και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε 490 +αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη• +και με λεπτότατη φωνή μου είπε• «σίγα τώρα, +μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»• και κατόπι +εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε• +«ω φίλοι, ακούτ'• ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος• 495 +από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ• και ας πάη +κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, +στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». +Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, +και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία 500 +έτρεξε• κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του +πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, +και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, +γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον• 505 +αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες, +και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη• +ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι 510 +να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης, +τώρα• πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης, +ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων +εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία. +αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, 515 +θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα, +και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». + +Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη +'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. +και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα 520 +χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, +και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης. + +Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες +'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν• όμως ο χοιροτρόφος +να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, 525 +αλλ' αρματόνονταν να βγη• κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας +ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του. +πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος• +χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, +έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου• 530 +και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, +και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, +κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει. + + + +Ραψωδία Ο + + + +Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, +να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου +του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα. +κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, +'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου• 5 +του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, +αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος• άγρυπνον τον κρατούσε, +την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. +σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη• + +Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης 10 +από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα +ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν +όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. +ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη, +όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. 15 +της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της, +να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις +εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα. +μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της• +ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι• 20 +του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση, +του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον +γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει. +αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα +εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, 25 +ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν. +και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου• +καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες, +εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, +όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα• 30 +δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση +πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν. +αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι, +και νύκτ' ακόμη αρμένιζε• και πρύμον θα σου στείλη +εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. 35 +και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης, +'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο• +και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, +'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του. +αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, 40 +την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, +οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες». + +Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη• +και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος +σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε• 45 +«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε +τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». + +Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης• +«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει, +νύκτα να ταξειδεύουμε• και ογλήγορα θα φέξη• 50 +αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη +τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης, +και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση• +τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος +κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». 55 + +Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• +κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει +την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. +τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• +με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 +το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, +ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• +«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, +είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 +ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου». + +Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε• +«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, +αν την πατρίδα σου ποθείς• τον άνδρα κατακρίνω +εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, 70 +ή μίσος έχει περισσό• καλ' είναι 'ς όλα η τάξι. +κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη• +πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. +τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. +μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω 75 +τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι +μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν• +δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, +αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι. +και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, 80 +ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, +κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων• +θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, +και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι +μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». 85 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος• Ατρείδη βασιλέα, +Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα +ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω +αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη• +μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, 90 +ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι». + +Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, +την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, +απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, +και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις 95 +εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. +και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, +και κρέατα να ψήση ευθύς• και υπάκουσεν εκείνος. +ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, +κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. 100 +και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, +ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε +έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. +η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα +πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. 105 +έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, +απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, +που ωσάν αστέρας έλαμπε• και κάτω απ' όλους ήταν. +κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα +τα δώματα• τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου• 110 +«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, +Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα. +και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, +πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω• +κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος 115 +είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, +έργον του Ηφαίστου• ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων +ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην +διαβάτης 'ς την επιστροφή• και συ να το' χης θέλω». + +Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι 120 +ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του +τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης• +κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο +'ς τα χέρια κ' είπε• «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο +από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, 125 +να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, +η νύμφη σου να το φορή• και ως τότ' η αγαπητή σου +μητέρα σπίτι ας το φυλά• και συ χαίρε μου και άμε +'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου». + +Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 +και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης +εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. +τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα• +και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 +ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, • +για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, +και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, +έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 +και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. +άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης +έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 +τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. +κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, +κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι +'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. +και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 +χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, +το χαίρε ειπήτε• ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας, +όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου 155 +όπως τα λέγεις• άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη +να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, +πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω +και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα». + +Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, 160 +αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, +ήμερη μέσ' απ' την αυλή• και με φωναίς κατόπι +γυναίκες και άνδρες έτρεχαν• κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι +δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. +είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί• και όλοι χαρά το πήραν• 165 +τότ' είπεν ο Πεισίστρατος• «Μεγάλε βασιλέα, +Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι +τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου». + +Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε, +αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη• 170 +τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε• +«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία +μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω. +την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην, +και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως 175 +ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα +πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη• +μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας• 180 +και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω». + +Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα +με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι• +και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, +και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ +εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, +τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• +εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. +εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, +κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, 190 +τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• +κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. +κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• +τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, +να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 +μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας +η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, +και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. +μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με +εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 +να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω». + +Αυτά 'πε• τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης +πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος. +και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του. +'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα 205 +τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη, +τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης• +κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα• +«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, +πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. 210 +ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν• +ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη +να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. +και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του». + +Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει 215 +κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του. +επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους• +«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, +και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». + +Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του• 220 +κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις. + +Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη +θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος +'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, +μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 +κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο, +πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• +κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, +άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, +'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 +ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου +βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα +η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, +'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. +και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235 +τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα +την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του +την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα +εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 +αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο +ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• +τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• +ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, +αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 +και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα, +αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• +ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• +και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. +τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250 +έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην +έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, +αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. +χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία +ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255 + +Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε +εις τον Τηλέμαχο κοντά• κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα +οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο• +κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• +«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, 260 +καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου• +και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, +'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. +ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;» + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 +«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• +απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, +άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. +για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, +φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». 270 + +Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• +«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει +εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του +'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. +αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 +ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι. +εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο, +μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι• 280 +αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω». + +Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι +πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• +εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη, +κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 +ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• +τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, +χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. +κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι +κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 +κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. +πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, +γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. +τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 +κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο +με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, +και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. +εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, +κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300 + +Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα +δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, +και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, +'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη 305 +αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση• + +«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με• +κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω, +βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους. +αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση 310 +ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι, +ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι. +και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, +ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης. +και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, 315 +τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα. +κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα. +ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει +'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, 320 +θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία, +να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα, +να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω, +αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων». + +Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 325 +«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; +ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης +'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, +'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. +κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, 330 +αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, +και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει• +εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα +με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. +αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων 335 +συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. +και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, +θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, +και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». + +Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 +«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, +'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. +κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• +αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει +ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 +και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, +για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, +και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα, +αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, +ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». 350 + +Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ• ακόμ' είν' ο Λαέρτης +εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία +'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. +για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, 355 +για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης +εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας• +άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της +κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη +κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. 360 +και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, +μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω• +τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία +κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. +ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. 365 +και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη, +κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. +εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, +πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, +και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. 370 +κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, +μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα +έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. +και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον +δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, 375 +οι αυθάδεις άνδρες• και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, +με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, +να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους +και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν». + +'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 +«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, +σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! +και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• +εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, +οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 +ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, +σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν +'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει». + +Του απάντησε ο χοιροβοσκός• «Αφού τούτ' ερωτάς με +να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου 390 +και πίνε αυτού καθήμενος• απέραντ' είναι τώρα +η νύκτα• κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται +και να τέρπετ' ακούοντας• ουδέ συ πριν της ώρας +να κοιμηθής θα βιάζεσαι• βαρύ και ο πολύς ύπνος. +και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, 395 +και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη, +και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση• +μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας +τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη +ο ένας τ' άλλου• τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις 400 +εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη• +κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης. + +Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία, +της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου• +δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405 +έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει. +και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει +τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία. +αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν, +ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410 +με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν. +δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα• +και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα, +άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη. + +Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, 415 +πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι. +ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου, +ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. +εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι• +και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, 420 +μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, +οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. +την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα• +κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι• +«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη 425 +του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. +αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, +ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν +'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει». + +Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε 430 +«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα, +να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; +ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». + +Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε• +«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. 435 +άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα». + +Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη• +και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, +πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε• +«τώρα σιγάτε• και κανείς απ' όλους τους συντρόφους 440 +μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, +μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, +και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, +κ' εσάς να χάση σοφισθή• αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε +τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. 445 +και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, +μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση• +τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. +και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο• +ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω• 450• +είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. +εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία +θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους». + +Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. +τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, 455 +και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι• +και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα, +της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. +ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου, +και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 +και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα +την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. +ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην, +και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο. +από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 +και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια +εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, +όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν. +και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε, +κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 +και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, +με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, +αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. +και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη +έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 +ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• +αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, +την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη +'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. +κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, 480 +κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. +και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη, +οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. +ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα». + +Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• 485 +«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία, +ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου. +αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας• +ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες +ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης 490 +σου δίδει, και συ καλοζής• αλλ' εγώ παραδέρνω +εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος». + +Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, +ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, +του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι 495 +με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι• +κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, +έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, +και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν +το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. 500 +και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε +ο συνετός Τηλέμαχος• «Σεις τώρα προς την πόλι +το πλοίο μας κινήσετε• κ' εγώ προς τους αγρούς μου +και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω +τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. 505 +κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, +καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». +Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• +«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι +θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; 510 +ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;» +Και ο συνετός Τηλέμαχος• «Σ' το σπίτι μας να υπάγης +θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων +δεν λείπ' η περιποίησις• αλλά δεν σου συμφέρει• +εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα• 515 +ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, +αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. +άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι +ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, +οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη• 520 +ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη +ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. +αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, +αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». +Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του 525 +πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε +περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω +του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, +τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του +μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε• 530 +«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη +δεξιά σου• εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. +και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας +δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα». +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 535 +«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• +και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα +τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». + +Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου• +«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, 540 +εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα• +και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον, +και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». +Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε• +«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, 545 +απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». +Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε +να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι +εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις. +εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, 550 +κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο +βαρύ• και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, +εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε +ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. +και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, 555 +όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα +σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους. + + + +Ραψωδία Π + + + +Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα +φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, +κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. +και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν +την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 +τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, +και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• +«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου +ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, +αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 +Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• +'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη +έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. +και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο +μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 +κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας +τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους +εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, +μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος +έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 +τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, +και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, +Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, +τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. +αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 +θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• +τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, +αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, +την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 30 +«Μετά χαράς, πατέρα μου• γι' αγάπη σου εδώ ήλθα +εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου +ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων +ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα +μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». 35 + +Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• +«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη +εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, +τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη». + +Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι• 40 +κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι• +ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας• +εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε• «Κάθου, ω ξένε, +κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, +κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». 45 + +Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. +κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, +κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. +τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει +από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, 50 +κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο, +και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, +και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. +άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 55 +ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου• +«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη +οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; +τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 60 +«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• +το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης• +και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις +θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα +από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε 65 +εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω• +πράξε όπως θέλης• ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει• 70 +τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι; +εγώ 'μαι νέος• δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου +ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. +και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη +την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου, +μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, 75 +ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση +εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. +αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα, +θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, 80 +και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω• +και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον, +κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω, +βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου. +δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, 85 +'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία. +μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος. +και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος +πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του». + +Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 90 +«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, +μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω +ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες +'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. +το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος 95 +ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; +ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, +μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. +αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, +και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος 100 +από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,- +ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. +αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, +άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα. +κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, 105 +'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, +παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, +να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις +μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, +κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, 110 +αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη. +ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει, +ούτε αδελφούς έχω κακούς• και 'ς τ' αδελφού το χέρι, 115 +μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει. +αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης• +μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη, +μόνον αυτός τον Οδυσσηά• και πάλιν ο Οδυσσέας +μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη• 120 +όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα• +ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι +του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, +και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, +την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι• 125 +και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε +να τον τελειώση δύναται• κ' εκείνοι καταλύουν +το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν. +αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν• +τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης 130 +ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο. +εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης +μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη +των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 135 +«Ξεύρω, εννοώ• κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις. +πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη +θα υπάγω τώρα μηνυτής• αχ! ο αναστεναγμένος! +ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, +τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις 140 +ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. +πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, +δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, +αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, +και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». 145 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει, +και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο, +τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα. +αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. 150 +και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη• +και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα +να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη». + +Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, +και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 +δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• +κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη +γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• +εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, +κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 +ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. +αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, +αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι. +ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. +και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος 165 +ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• +«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, +όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, +όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, +κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 +να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα». + +Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, +και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα +τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη• +μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, 175 +και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. +και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε• κ' εκείνος +εις την καλύβα εγύρισε• και ο υιός του τρομασμένος +αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι +θεάς• και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 180 +«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν• +έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου• +ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. +αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, +και δώρα χρυσοσκάλιστα• ά! την οργή σου παύσε». 185 + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Θεός δεν είμαι• των θεών γιατί με παρομοιάζεις; +είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του +απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη». + +Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ 190 +να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. +αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη +ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε• +Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, +αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. 195 +ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση +αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία +νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος• +ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, +και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». 200 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε +δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης• +ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. +εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα 205 +ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. +και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας• +έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, +πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, +και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος• 210 +κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων +να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν». + +Είπε κ' εκάθισεν αυτός• τον ένδοξον πατέρα +αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους• +και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. 215 +κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν +γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, +αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους• +τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. +και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, 220 +αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του• +«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, +εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν +αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 225 +«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια• +εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, +οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν. +με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, +και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, 230 +χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα• +και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, +τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα, +ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. +κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, 235 +να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. +και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω +εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε, +όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 240 +Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, +ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος• +αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. +δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; +δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, 245 +αλλά πλειότεραις πολύ• και άκου να τους μετρήσω• +και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο +εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν• +άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι• +είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, 250 +και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη• +μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος +αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. +αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους, +μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. 255 +αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, +συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση». + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, +και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία 260 +θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, +'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν +των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». 265 + +Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• +«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, +οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση +η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις• +αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, 270 +σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις• +εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. +κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, +τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. 275 +και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο, +ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. +μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν +απ' ταις μωρίαις• και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι• +ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. 280 +κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, +σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, +τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα +σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου 285 +θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, +όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν• +θα ειπής• —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον +ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, +και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. 290 +και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας• +μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, +και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία• +'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— +πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις 295 +και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο +ορμώντας να τ' αδράξουμε• και ωστόσο θα τυφλώση +αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. +κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου• +αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, 300 +να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, +μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, +μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. +αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη +ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις 305 +τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, +ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος». + +Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του• +«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης• +διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου• 310 +αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω +'ς εμάς τους δύο• σκέψου το• πολύν καιρό θα τρίψης +εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους +έναν προς έναν• κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες +'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν• 315 +και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, +και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα• +αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις +εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, +σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». 320 + +Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη +τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο +έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• +και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, +'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 +και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, +και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου• +κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα, +το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, +ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330 +'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα +η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. +και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, +την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 +και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, +ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν• «ήλθε, +βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», +κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης +όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• +και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 +και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων. + +Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• +απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος +εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, +και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 +«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, +τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. +τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους +ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν +των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». 350 + +Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι +το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, +και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. +από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε• +«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν• 355 +ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι +'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν». + +Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• +κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, +και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 +κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν +να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• +«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! +ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, 365 +κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος +δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο +επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, +του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• +κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 +αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, +να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, +όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, +ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, +και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 +αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση +τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη +μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη, +πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• +και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 +κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα +μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. +αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι, +ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε +τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 +να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. +και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση +αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, +ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε +τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 +με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, +οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». + +Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι• +του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος +άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο 395 +χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει• +κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, +ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. +τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε• +«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει• 400 +και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης• +αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα• +και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, +πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. +και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». 405 + +Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. +εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, +και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία. + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, +να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, 410 +ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της• +ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. +και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη• +και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, +της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, 415 +κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, +και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου• +«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν +πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους• +και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ• τρελλέ, πώς οργανίζεις 420 +του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας +των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; +και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. +δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε; +τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει 425 +τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, +κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας• και να τον θανατώσουν +ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του• +αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. +κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, 430 +μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, +κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα• αλλά να παύσης λέγω +'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν». + +Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• +Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 435 +θάρρου• ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. +δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, +χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, +όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου. +κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• 440 +ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση. +ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας +'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο +κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη. +όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη• 445 +και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται• +αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». +να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο. + +Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, +κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο 450 +'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. + +Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, +ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας +τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. +κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, 455 +με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, +και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, +άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη +της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του. + +Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον• 460 +«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι; +απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες, +ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;» + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, 465 +'ς την πόλι τριγυρίζοντας• και μ' έβιαζε η ψυχή μου, +άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι. +ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους +κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου. +και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου• 470 +άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει, +κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι, +'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε, +και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο• +και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» 475 + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα +χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. + +Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, +δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, 480 +την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. + + + +Ραψωδία Ρ + + + +Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, +και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, +Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, +λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος +να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του• 5 +«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, +όπως η μάννα μου με ιδή• γιατί δεν θέλει παύση +πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, +πριν ή με ιδούν τα μάτια της• και σε το εξής προστάζω• +τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, 10 +κει να ζητεύη• του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση +χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί• και ως προς εμέ, να τρέφω +κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. +κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη• +και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». 15 + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας• +«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν• +κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη +ή 'ς τους αγρούς• κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση. +τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, 20 +για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, +αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, +αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. +άθλια φορώ φορέματα• μη με νεκρώσ' η πάχνη +η πρωινή• και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». 25 + +Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, +και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. +και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, +έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, +προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. 30 + +Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, +ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία, +κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις +δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, +και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 +απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, +κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. +έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, +και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. +και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 +Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, +αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, +κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. +αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε• 45 +«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, +'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. +αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, +'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, +και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, 50 +ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. +κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω, +κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα• +με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, +και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη 55 +'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω». + +Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος. +και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια, +όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις, +ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. 60 + +Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει, +και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν. +αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη, +και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη. +γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες• 65 +ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε, +αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε +'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι, +ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης• +κ' επήρε θέσι• και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. 70 +και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε +'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του• +ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση. +και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον• +«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, 75 +να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν• +αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες, +και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, 80 +προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας. +και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω, +προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης». + +Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε +'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, 85 +εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις, +και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. +και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, +και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, +εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. 90 +και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην +χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, +για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. +και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, +και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 +απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, +αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. +άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• +και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 +«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω +'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω +απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας +με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, +'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 +άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι. +'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. +εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, 110 +όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, +όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος +περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. +κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο +ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, 115 +αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη +Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν +Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν +Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. +και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, 120 +'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, +κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. +και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε• +ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, +εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! 125 +και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο +κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, +όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια +βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, +και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα• 130 +όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. +και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη +'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη +'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, +και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— 135 +αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, +'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. +και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει +άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, +αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, 140 +ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. +ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, +'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία +κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα, +ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, 145 +'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. +ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης• +αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν +οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα». + +Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. 150 +τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους• +«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, +δεν ξεύρει εκείνος καθαρά• τον λόγο μου ν' ακούσης• +αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. +μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, 155 +και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, +ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του, +είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα +τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. +μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, 160 +κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• +Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε• +και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα +τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». 165 + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα +με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, +'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. +ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω 170 +οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. +τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων +ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— +«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας +πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, 175 +κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι». + +Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε• +και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους, +εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις• +κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, 180 +μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν. + +Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν +ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. +και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• +«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, 185 +ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα +ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης• +αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση +κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— +ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190 +και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις• +αλλ' ας πηγαίνουμε• και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου. +και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, 195 +για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος». + +Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι +ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. +και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε• +μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες 200 +της στάνης φύλακες• και αυτός τον κύριον ωδηγούσε +παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, +όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, +σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι 205 +την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, +του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, +και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, +ολούθεν όλο κυκλικό• ψηλάθεν από βράχο +το κρύον έρρεε νερό• κ' επάν' ήταν κτισμένος 210 +βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,— +εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, +κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα +ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. +και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε 215 +λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα• + +Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! +όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! +πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, +ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, 220 +'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, +όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; +δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, +να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη +'ς τα ερίφια• και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. 225 +πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, +αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, +να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. +αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη. +'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, 230 +'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα +από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του». + +Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος• +απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας• +κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι 235 +θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση +την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. +τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, +κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια• +«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας 240 +μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα +αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε• +ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη• +τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, +'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι 245 +πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν». + +Του απάντησε ο γιδοβοσκός• «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε +ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο +θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, +κέρδος να λάβω περισσόν• ότ' είθε μες το δώμα 250 +του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν +σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, +ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα». + +Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, +και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. 255 +εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, +αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. +ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, +και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. +τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, 260 +κ' έμειναν• ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας +ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι• +κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος• +«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα• +ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει• 265 +πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία +με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη +δίφυλλη• ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; +και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν• +ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, 270 +'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν». + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. +αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. +ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης 275 +προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω• +ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, +αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση +ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή• και ό,τ' είπα συλλογίσου». + +Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• 280 +«Ξεύρω, εννοώ• και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. +αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω• +και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. +βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν +'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. 285 +αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, +'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη• +για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, +και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη. + +Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, 290 +σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, +ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, +αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει +'ς την θείαν Ίλιο πρότερα• 'ς άλλους καιρούς οι νέοι, +λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν• 295 +τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος +'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν +βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι +την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. +ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος• 300 +αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, +την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον +να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του. +τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη +από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε• 305 +«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο! +το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω +εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, +ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν +οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». 310 + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα, +τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις, +ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία, +και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. 315 +θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου +βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης. +τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη +'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις. +ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, 320 +οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν. +το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης +παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας». + +Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, +κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. 325 +αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, +άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα. + +'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος +Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. +κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, 330 +του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων +εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι• +την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, +αντίκρυ του, κ' εκάθισε• και ο κήρυκας εμπρός του +μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. 335 + +Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας, +παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, +οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. +εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα, +γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340 +'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. +εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, +και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, +και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, +κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345 +να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις• +καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη». + +Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, +σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 +να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, +και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη». + +Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας• +«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, +και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355 + +Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου +'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. +κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα• +και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, +τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα 360 +'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε +να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, +να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν• +και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. +άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν 365 +το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. +και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, +και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε. + +Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• +«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 +γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• +βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• +αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι». + +Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο• +«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι 375 +έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι +ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; +ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου +τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;» + +Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380 +«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις. +και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση +ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης, +άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη +ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385 +των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται• +αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση. +αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι +'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα. +αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390 +η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης• +ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη +με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». 395 + +Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• +«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, +'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, +με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• +δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 +μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, +'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα. +αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις• +ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης». + +Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε• 405 +«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! +αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, +φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη». + +Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, +'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 +κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας +γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη +προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, +εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• +των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 +η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. +όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης +ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. +ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα +πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 +όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. +και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν +να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. +αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. +με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425 +'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. +τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι +έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων +σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, +και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. 430 +κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, +και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, +παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. +κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, +άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 +και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι +όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας +δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας +δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. +τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 +άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, +κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου +του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• +κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος». + +Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε• «Ποια μοίρα 445 +τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου; +μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι, +μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο, +καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης. +με την αράδα 'ς όλους πας• και αφρόντισ' όλοι δίδουν• 450 +ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν +από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του». + +Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας• +«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! +αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, 455 +αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, +τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης». + +Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, +και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, 460 +καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις». + +Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη +τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι +του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας +την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 +εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι +καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• +«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• +όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 +αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του +απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. +αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, +'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. +αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 +ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου». + +Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, +καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, +από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι +σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480 + +Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι. +και νέος είπε απότολμος• «Κακά 'καμες, χαμένε +Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης. +και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων; +με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν 485 +οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων, +και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία». + +Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε. +το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη, +και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας 490 +την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark212 + +Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον +η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων• +«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». +κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη• 495 +«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας +να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». +και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• +«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν• +αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου• 500 +'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, +γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι +οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα• εκείνος μόνος +με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη». + +Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη 505 +'ς τον θάλαμόν της• κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. +και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο• +«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, +εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, +αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, 510 +ή και αν τον είδε• ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος». + +Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες, +θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι. +τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις• 515 +τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο, +και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος +και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα +εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι +'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, 520 +όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου. +και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα, +και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα. +κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα, +και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα 525 +εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα, +'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη• +«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. +και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι 530 +ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. +ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους, +τον σίτον, το γλυκό κρασί• τρέφονται μόν' οι δούλοι• +κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, +και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, 535 +συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, +χαμένα, και όλα φθείρουν τα• ότι άνδρας δεν υπάρχει, +ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. +αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, +με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». 540 + +Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, +'π' όλο το δώμα εβρόντησε• γέλασ' η Πηνελόπη, +και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα• +«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου• +δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; 545 +δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις +όλους• κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. +και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου• +αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, +θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». 550 + +Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, +σιμά του εστάθη κ' είπε του• «Ω ξένε μου πατέρα, +η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα +του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, +την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. 555 +και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα +θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία• +και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας +να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση». + +Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 560 +«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα +της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης• +'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. +αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, +'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. 565 +ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, +μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, +βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. +της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, +να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. 570 +τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, +και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά• παληά ρούχα φοράω, +καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα». + +Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, +και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη• 575 +«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; +ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε +μέσα 'ς το δώμα• είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης». + +Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• +«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, 580 +μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων. +και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση. +και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει, +μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε• 585 +«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει• +ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις +δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας». + +Αυτά 'πε• τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων, +όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. 590 +κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, +του Τηλεμάχου, κ' έλεγε• «Θα υπάγω να φυλάξω +τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου• +ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, +τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης• 595 +ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. +αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν». + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• +«Πατέρα, ως είπες, θα γενή• συ φύγ' άμ' εσπερώση, +και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία• 600 +ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω». + +Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος• +και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, +'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, +όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί• κ' ετέρπονταν εκείνοι 605 +εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. + + + +Ραψωδία Σ + + + +Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν +Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος, +να πιή, να φάγη, αχόρταστος• και δύναμι δεν είχε +ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι. +Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα 5 +εκ γενετής• αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι, +ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν. +να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος +ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα• +«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν• 10 +και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν +για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου. +αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας• +«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, 15 +ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν• το κατώφλι +τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο• και αν άλλος από ξένα +πράγματα λάβη, μη φθονής• είσαι, θαρρώ, πλανήτης, +ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. +και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, 20 +και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη +σου βάψω• και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης +αύριον• ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση +άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα». + +Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος• 25 +«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία, +τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω +και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω, +ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο. +τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι 30 +να κτυπηθούμε• και πώς συ με νέον θα παλαίσης;» + +Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις +έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι. +τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου, +μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε• 35 +«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη• +ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει! +'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο• +κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε. + +Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν 40 +εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. +και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε• +«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι• +εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, +που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. 45 +όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, +ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. +κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν +άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση». + +Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. 50 +με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας• +«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση +γέρος πολυβασάνιστος• αλλά με βιάζει τώρα, +για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, +αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, 55 +βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη +άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση». + +Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. +και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, +είπ' ο ιερός Τηλέμαχος• «Αν ν' αποκρούσης κείνον, 60 +ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, +από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, +τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. +ξένος μου είσαι• οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν, +ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. 65 + +Είπε και όλοι εσυμφώνησαν• κ' έζωσεν ο Οδυσσέας +τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία +τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη, +και οι δυνατοί βραχίονες• η Αθήν' ήλθε σιμά του +και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. 70 +εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι, +κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον• +«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη• +του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!» + +Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου• 75 +αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, +'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. +ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε• «Α! να μη ζούσες, +α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, +αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, 80 +'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. +αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη• +αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, +για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι, +'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, 85 +μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, +και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων». + +Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν +αυτού 'ς την μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, +κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 +να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, +ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, +κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, +μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαν +'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 +εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, +και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• +χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, +έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες +από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 +και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας +απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, +και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, +ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• +«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 +και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, +ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης». + +Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι +ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, +και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε• κ' εκείνοι 110 +γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν• +«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, +ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, +'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη +έπαυσες• ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο 115 +'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». +Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας. +ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του +με πάχος κ' αίμα ολόγεμην• ο Αμφίνομος επήρε +απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, 120 +και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε• +«Ξένε πατέρα, χαίρε μου• καλαίς να ιδής ημέραις +καν εις το εξής• τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη». + +Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• +«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125 +και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, +πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. +υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις• +όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. +απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130 +του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει• +όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις +του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη• +αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, +τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135 +ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, +οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. +ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, +αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, +θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140 +όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, +αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων• +ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, +και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν +του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145 +θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα +θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, +την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. +ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω +αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150 + +Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του +έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. +τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην +περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του• +τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη 155 +'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι• +και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει. + +Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, +της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, +εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα 160 +να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη +'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. +κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης• +«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, +εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου• 165 +και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. +να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις• +εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των». + +Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη• +«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω• 170 +άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης, +αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης, +όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο• +πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει, +τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν 175 +τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη• +«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης +να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω• +οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. 180 +απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία. +της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, +να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω• +ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη». + +Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. 185 +να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν. + +Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• +ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου +πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. +εις τον κλιντήρα• και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, 190 +της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. +μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, +μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, +όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. +την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. 195 +και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. +και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. +έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, +και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος• +έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε• 200 +«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! +μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα +Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου, +ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος +ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». 205 + +Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. +μόνη όχι• δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν• +και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, +της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη +'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια• 210 +κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. +κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους +επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. +και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της• +«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε• σκέψι ποσώς δεν έχεις• 215 +παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. +και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, +και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, +και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, +ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. 220 +ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, +'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος• +πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, +και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; +την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». 225 + +Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε• +«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω• +όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα, +και το καλό και το κακό• και πλειά μωρό δεν είμαι• +αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει• 230 +ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι +τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω. +όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου +η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος. +Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως 235 +να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις +ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα, +άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, +ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα, +την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος• 240 +και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη +'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση». + +Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. +και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε• +«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, 245 +αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι +σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες +εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη +'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις». + +Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη• 250 +«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα, +οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα +με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. +αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος, +και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. 255 +τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα. +ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα, +το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε• +γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία +οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι• 260 +ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες, +'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα• και ακόμ' είναι αναβάταις +εις τ' ανεμόποδ' άλογα• και τούτοι αποφασίζουν +ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου• +όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω 265 +'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα. +'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι +'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα• +και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, +τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 +εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• +θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα, +την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. +και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• +ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 +οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη +θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, +βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα +της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• +όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280 + +Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας, +ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους +με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της, +Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε• +«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, 285 +των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα, +δέξου τα• δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι• +κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης +τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων». + +Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος• 290 +κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη. +του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον, +και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις, +'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία. +και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα 295 +χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι. +και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν +τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι. +και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν +λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. 300 +όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο. + +Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη, +και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν, +πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι +γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. 305 +και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε. +ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν, +κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω, +δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα +η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. 310 +και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας +'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου, +του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα, +της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα, +και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις 315 +'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη. +και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω• +και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν, +δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω». + +Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, 320 +και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, +οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της +η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει• +την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, +αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. 325 +εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα• +«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι• +εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης +ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος +'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. 330 +ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου +ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. +ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; +κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, +και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, 335 +και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον». + +Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας• +Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα +κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη». + +Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις• 340 +τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν +τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. +και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος +να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του +άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. 345 +Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις +απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη +του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος. +κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, +τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι• 350 +«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, +να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. +θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα• +κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, +ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». 355 + +Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα• +«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης +εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου, +λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης• +αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, 360 +και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου. +αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις, +αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι, +να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία». + +Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• 365 +«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο +να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, +'ς την χλόη• να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, +παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, +ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. 370 +ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, +λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, +ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, +και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, +θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. 375 +και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας +σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, +και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι, +μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, +και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. 380 +αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου• +και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, +ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους• +αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, +η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, 385 +ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο». + +Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, +και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα• +«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα +'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. 390 +ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου +ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. +ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;» + +Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί• και τότε από τον φόβο +προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας• 395 +εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι +το δεξιό• και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, +και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα. +και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, +και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον• 400 +«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος• +ιδού, πώς μας ετάραξε• τώρα για ψωμοζήταις +φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης +χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία». + +Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους• 405 +«Ελεεινοί, φρενιάζετε• και την καρδιά σας ήδη +το φαγοπότι ενίκησε• κάποιος θεός σας σπρώχνει. +τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, +αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν», + +Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι• 410 +θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. +και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου +του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε• +«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει +ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. 415 +τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον +των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. +αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση +θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. +τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα• 420 +ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη». + +Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη. +και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου +θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα, +και 'ς όλους γύρω εμοίρασε• και αφού των αθανάτων 425 +σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν, +και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, +κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας. + + + + +ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Homer's Odyssey, Volume C, by Homer + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK HOMER'S ODYSSEY, VOLUME C *** + +***** This file should be named 30615-0.txt or 30615-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/0/6/1/30615/ + +Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20091206-30615-0.zip b/old/20091206-30615-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..09ad895 --- /dev/null +++ b/old/20091206-30615-0.zip |
