summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--31865-0.txt7953
-rw-r--r--31865-0.zipbin0 -> 202289 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 7969 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/31865-0.txt b/31865-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..ab8fcfe
--- /dev/null
+++ b/31865-0.txt
@@ -0,0 +1,7953 @@
+The Project Gutenberg EBook of Words from the Prow, by Andreas Karkavitsas
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Words from the Prow
+ Short stories from the sea
+
+Author: Andreas Karkavitsas
+
+Release Date: April 2, 2010 [EBook #31865]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK WORDS FROM THE PROW ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic
+to monotonic, otherwise the spelling of the book has
+not been changed.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό
+σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία
+του βιβλίου.
+
+
+
+Α. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
+
+
+
+ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ
+
+
+
+ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+Α. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ
+ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ
+ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΑΘΗΝΑΙ
+ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ
+1899
+
+
+
+
+ΤΗ ΣΕΒΑΣΤΗ ΣΚΙΑ
+
+
+
+ΤΟΥ
+
+
+
+ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ
+
+
+
+Η θάλασσα για μένα ήταν κλειστή και άφωνη. Δεν μιλούν και δεν
+ανοίγουν των θησαυρών οι βιδερόπορτες παρά σ' εκείνους που έχουν
+το μυστικό τετράφυλλο της ερεύνης και της επιμονής. Εσύ άγνωστόν
+σου και ξένον μ' επήρες από το χέρι, μαζί της μ' εγνώρισες·
+άνοιξες εμπρός στα μάτια μου την πύλη δεύτερου κόσμου και μου
+είπες: ζωγράφισε! Τον είδα, τον αγάπησα, τον εσυμπόνεσα. Τρία
+χρόνια εχάρηκα με τις φτωχικές χαρές του, ετρόμαξα τους μεγάλους
+κινδύνους του, εθαύμασα την αυταπάρνησι και την υπομονή του,
+άκουσα τους μύθους και τους θρύλους του. Τόρα βούλομαι να κάμω το
+θέλημά σου. Τον ποντοπλάνητο ναύτη, θάλασσα την ανήσυχη και την
+Μοίρα, αόρατη και όμως πραγματική και παντοδύναμη, πάσχω να τους
+σμίξω στο βιβλίο μου μέσα όπως είνε αχώριστοι και στο
+ταξειδιάρικο ξύλο. Ποιος θα ειπή πως επέτυχα; Βέβαια όχι εγώ. Δεν
+έχω στην πυξίδα μου χρώματα τόσα όσα χρειάζονται για τον
+θαυμαστόν πίνακα. Και το γνωρίζω. Όμως κ' έτσι παρακαλώ να το
+δεχθής, λαμπάδα ταπεινή κ' ευγνώμονη στη σεβαστή μνήμη σου.
+
+
+
+Α. Κ.
+
+
+
+ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ
+
+
+
+ΘΑΛΑΣΣΑ
+
+
+
+
+Ο πατέρας μου — μύρο το κύμα που τον ετύλιξε — δεν είχε σκοπό να
+με κάμη ναυτικό.
+
+ — Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν
+έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την·
+εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα
+τα πλούτη της. Αργά — γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη
+πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον. Είπες θάλασσα, είπες
+γυναίκα το ίδιο κάνει.
+
+Και τα έλεγεν αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι·
+που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος όλοι ως τη ρίζα της γενεάς
+εξεψύχησαν απάνω στο παλαμάρι. Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι
+άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι
+νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν
+εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν
+μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν·
+
+ — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και
+μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου.
+
+Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί
+ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα
+τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο
+καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα
+λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν
+ημπορούσα να λύσω το μυστήριο. Πνεύμα έλεγα θεϊκό, κάποια δύναμις
+από το άπειρο σταλμένη, ερχόταν κ' έσερνεν όλες εκείνες τις ψυχές
+και τις εκρήμνιζε σκλάβες και άβουλες στα πέλαγα όπως ο
+τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα.
+
+Αλλά το ίδιο πνεύμα έσπρωχνε κ' εμένα εκεί. Από μικρός την
+αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου να ειπής, στο νερό τα
+έκαμα. Το πρώτο μου παιγνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα
+ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια μ'
+ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το
+έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Επήγα και το έρριξα στη θάλασσα με
+συγκίνησι. Αν θέλεις είχα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Μόλις όμως
+το απίθωσα κ' εβούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο
+μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι
+του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας
+ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά.
+Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα
+λέπια μου έλειπαν.
+
+ — Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το
+αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ
+στο νερό σαν δέλφινας.
+
+Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα
+προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μου — επήγαινα στο Σχολαρχείο
+θυμούμαι — τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να
+συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου,
+ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα
+ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με
+τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές
+με τα τραγούδια τους:
+
+ Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη
+ και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση.
+
+Το άκουα το τραγούδι αυτό από την κούνια μου κ' έλεγα πως ήταν
+ύμνος που τον έγβαζε το νησί μας για να παρακινήση τους κατοίκους
+στη θαλασσινή ζωή. Όνειρο είχα πότε κ' εγώ να γίνω γεμιτζής και
+να κάτσω θαλασσοβρεγμένος στο τιμόνι. Θα εγινόμουν όμορφος τότε,
+παλήκαρος σωστός· θα μ' εκαμάρωνε το νησί, θα μ' αγαπούσαν τα
+κορίτσια. Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλόνεται
+από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα
+σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω
+το μυστικό της. Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με
+αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων
+βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ'
+εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της. Κ'
+έτρεχα μεθυσμένος να παίζω μαζί της, να την θυμώσω εναντίον μου,
+να την αναγκάσω να ριχθή κατόπιν, να με κυνηγήση, να αισθανθώ τον
+αφρό ράπισμα επάνω μου όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια.
+Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον
+λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές
+φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των
+γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του. Τα
+σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα
+στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον
+αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους,
+ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου
+όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και
+νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το
+ταξείδι. Ταξείδι στη γαλήνη, ταξείδι και στην τρικυμία. Και ακόμη
+την ώρα που ερχόταν είδησις ναυαγίου στο νησί και ο πνιγμός, ο
+θάνατος επλάκωνε τις ψυχές όλων κ' εχυνόταν βουβή η θλίψις από τα
+ρυτιδωμένα μέτωπα ως τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν
+έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους σαν χρυσόξυλα ερειπωμένου
+αρχοντόσπιτου και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις
+αρραβωνιαστικές· όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό
+τους πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν κ' εγώ εκεί μέσα, να ιδώ τη
+φιλενάδα μου στο άγριο μεγαλείον της και να παλαίψω, να παλαίψω
+μέχρι θανάτου μαζί της.
+
+Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. Έλειπεν ο πατέρας με τη σκούνα στο
+ταξείδι. Εμίσευε τότε και ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη
+Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον επαρακάλεσε κ' η μάνα μου
+από φόβο μην αρρωστήσω· μ' επήρε μαζί του.
+
+ — Θα σε πάρω, μου λέγει, μα θα δουλέψης· το καράβι θέλει
+δουλειά. Δεν είνε ψαρότρατα νάχης φαγί και ύπνο.
+
+Ετρόμαζα πάντα τον θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως
+και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του.
+Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να
+δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον
+στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη. Ό,τι παστό
+παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό,
+σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσύρι στην αποθήκη του Καλιγέρη
+ευρισκόταν για τους ναύτες του. Και ο λόγος του πάντα προσταγή,
+αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι επήγαιναν στη
+δούλεψή του. Ήξερα λοιπόν καλά πως δεν με καρτερούσαν χάδια και
+διασκέδασες. Αλλ' ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκαμε να τα
+περιφρονήσω όλα. Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά
+όση θέλεις.
+
+Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι
+τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο
+θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους
+κόπους του ναύτη και να μετανοήσω. Από την πλύση του
+καταστρώματος στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών
+το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τόρα στην
+τρόμπα· τόρα στον αργάτη· φόρτωμα — ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα,
+χρωμάτισμα πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε
+πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος
+στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να
+πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί
+που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον.
+Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με
+θλίψι τους έβλεπα. Μου φαίνουνταν μερμήγκια, φίδια σουρταριάρικα,
+χελώνες αργοκίνητες καταραμένες πάντα να φέρνουν απάνω τους,
+βάρος περίσσο το καύκαλό τους.
+
+Ψε! ... έλεγα με άμετρη περιφρόνησι. Ζουν τάχα και αυτοί!
+
+Απάνω στους ενθουσιασμούς εκείνους ακούω άξαφνα τη φωνή του
+καπετάνιου να βροντά κεραυνός δίπλα μου.
+
+ — Μάινα πανιά! . . . Μάινα και στίγγα πανιά! . . .
+
+Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να
+καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ'
+εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις
+σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε
+ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν
+έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα
+κ' εκατάλαβα τι έλεγε.
+
+ — Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον
+παπαφίγγο.
+
+ — Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας!
+
+Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως
+σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια,
+γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια
+μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρεις — τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ·
+οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος
+πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια
+αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η
+θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να
+είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα
+μου.
+
+Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος
+εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος,
+εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα
+η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα
+σύγνεφα. Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις
+φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και
+άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα.
+Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου
+χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ'
+εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας.
+
+ — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.
+
+Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά
+στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα
+δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι
+βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ'
+ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο
+κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι.
+Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι,
+ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών
+παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες,
+σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη
+θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη.
+
+Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας,
+διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη
+καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα
+σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά
+μας. Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός,
+ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα
+έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά
+κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια.
+
+ — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος.
+
+Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα,
+μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του. Εφάνηκε να
+τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε
+στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε.
+Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο
+κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος,
+σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος.
+
+ — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο.
+
+ — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το
+κρίμα το παίρνω.
+
+ — Θε μου ήμαρτον· εψιθύρισεν αποφασιστικά εκείνος κάνοντας τον
+σταυρό του.
+
+Και με τον λάζο εχάραξε πεντάλφα επάνω στο κατάρτι κ' εψιθύρισε
+τρεις φορές το ξόρκι:
+
+ — Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο
+Λόγος· είπε καρφώνοντας το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας με
+πάθος, σαν να το εκάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού.
+
+Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας
+και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο
+Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η
+θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη
+του πόντου. Σωστός κλύδωνας.
+
+ — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους
+φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!
+
+Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή
+του.
+
+*
+
+Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί
+έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην
+άμαθη καρδιά μου.
+
+«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί
+με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι
+καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη
+σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη
+θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την
+άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και
+τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν'
+ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου».
+
+Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα.
+Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα
+μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το
+δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά
+του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια
+μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα
+πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα!
+
+Ωιμέ! πόσο σημαντικός ήταν ο τελευταίος λόγος του. Ανταμώσαμε
+ύστερη φορά μόλις εμπήκα στη Θεοδόσια. Καθώς με είδε ψηλά να
+μαϊνάρω τον τρίγγο έκαμε τον σταυρό του κ' έμεινε άφωνος άλαλος.
+Δεν το επερίμενε τέτοιο πράγμα.
+
+ — Τι τον κυτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης όταν
+επέσαμε δίπλα· δεν τον αλλάζω με τον καλήτερο ναύτη σου.
+
+Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με
+καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία
+δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν
+άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο,
+επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα
+για να τον αποφύγω. Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και
+δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα
+βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο
+νεκροκρέβατο.
+
+Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην
+πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο
+προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν
+τη θέλησί μου.
+
+ — Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το
+σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης;
+
+Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα
+όμως.
+
+ — Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί
+να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ
+να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης.
+Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με
+ξαναβλέπεις.
+
+Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε
+κατάματα, εκούνησε το κεφάλι.
+
+ — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα
+εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια·
+θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου.
+
+Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις. Η θάλασσα στο πρώτο μου
+ταξείδι αντάμειψε την αγάπη μου. Έμεινα πλέον αναγκαστικός
+δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Ψωμάκι
+το δικό μου και της καπετάνισας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε
+να τον τιμήσω, ούτε να τον δουλέψω ημπόρεσα περισσότερο τον θείο
+μου. Αν είνε να δουλέψω ναύτης εσκέφθηκα, δόξα σοι ο Θεός
+βρίσκονται και άλλα καράβια. Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις
+βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο
+θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω
+με το καλό.
+
+ — Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν
+εμάντεψε τη σκέψι μου.
+
+Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει,
+μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη·
+το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα
+τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία
+και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ' εγώ μιαν ημέρα που
+ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και
+το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη
+θάλασσα.
+
+ — Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο
+τιμόνι;
+
+ — Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ.
+
+Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει.
+
+ — Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω.
+
+ — Να φύγω· το λογαριασμό.
+
+Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά
+τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες
+μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη
+έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι;
+
+Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ημερών μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά.
+
+ — Έτσι· του απάντησα.
+
+Κ' εβγήκα με δύο σβάντσικες στη Μεσσήνα.
+
+*
+
+Άρχισε τόρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τήξη. Μερμήγκι
+τέλειο. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να
+εύρης, τι να συνάξης; Ημεροδούλι ημεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα,
+ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ
+αλτί, τρίτος. Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να
+κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που
+το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι
+ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από
+ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή
+βασανισμένη· μια χαρά — τρεις τρομάρες. Όσο να ειπής «Κύρι'
+ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθα!» Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα
+στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα
+το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ
+ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα;
+Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και
+κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη! Δουλειά
+και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος
+έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα
+δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές
+από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη
+θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα
+βρίσκεσαι.
+
+Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να
+πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν
+εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε
+σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της
+μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή
+αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην
+ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη.
+Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος.
+
+ — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του
+πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς;
+
+Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης,
+συνομήλικος του δικού μου. Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την
+ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο
+Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για
+πάντα το ταξείδι.
+
+Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε
+αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα. Μα
+κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος
+συλλογισμός:
+
+ — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο
+άντρας της Μαριώς;
+
+Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον
+δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά.
+Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την
+έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη
+μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις
+πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω
+της. Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να
+με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο
+κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους,
+να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του. Η αστασία φαίνεται που
+έχουμε καθημερινά γύρω μας· τα κύματα, ο ουρανός, η γη, τα
+αποδοσίδια της, οι άνθρωποι, ίδια η ζωή μας, αιώνια μεταβατική
+και αλλοπρόσαλλη κουράζουν την ψυχή. Αναγκαστικό ισοζύγισμα θέλει
+να φέρη η φύσις την σταθερότητα. Θέλει ο νους κάποιο μέρος για να
+κολλήση νυχτόημερα, αφού το σώμα νυχτόημερα τρέχει και δέρνεται.
+Και βρίσκει μόνος του την γυναίκα, την παντρειά. Μικρό είνε τάχα
+όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που
+σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε
+άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με
+έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το
+ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα
+προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα
+ξακουσμένη στο νησί.
+
+ — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα.
+
+Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια
+της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς.
+
+ — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο
+σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δεν θέλω και καλήτερο
+να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου, του αδερφού μου. Το
+Μαριώ είνε δικό σου· με μια συμφωνία όμως. Θ' αρνηθής τη θάλασσα.
+Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω κ' εγώ. Δεν έχει πίστι, δεν
+έχει έλεος. Θα την αφίσης λοιπόν τη θάλασσα.
+
+ — Μα τι να κάμω; του είπα· πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη
+τέχνη δεν έμαθα.
+
+ — Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του. Μου εφάνηκε πως μ'
+ερράπισε.
+
+ — Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφη; του είπα κατακόκκινος.
+
+ — Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα
+δουλεύης· θα δουλέψετε κ' οι δυο. Είνε το περβόλι, είνε τ'
+αμπέλι, είνε το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν.
+
+Η αλήθεια είνε πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την
+αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά
+που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία
+εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την
+ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ'
+όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για
+μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν.
+
+ — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου.
+
+*
+
+Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού
+μου. Τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα κ' εδούλευα μαζί
+της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς επέρναεν ο καιρός δεν
+το κατάλαβα. Δουλειά και αγάπη. Τόρα εσκάφταμε, τόρα ετρέχαμε
+κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Της έλεγα και
+μου έλεγε· την εφίληγα και μ' εφίληγε. Έμαθα να σκαλίζω τις
+κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το
+φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω
+τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το
+κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο
+σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα
+χέρια μου την αμοιβή. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη στον
+κόπο μου και ανταπόδοσι. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους,
+χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήση,
+«ευχαριστώ» να μου ειπή που το εδούλευα. Άνοιγα τ' όργωμα και τ'
+όργωμα έμενε πιστό στη θέσι του· εδεχόταν τον σπόρο, ζηλιάρικο
+τον έκρυβε από τα πετεινά, εζέσταινε και τον ενότιζε ως που τον
+έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσον, χλωροπράσινον, χρυσαφένιον
+σαν να μου έλεγε: Κύτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το
+περιττό βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας, λέγεις από συγκίνησι,
+ετιναζόταν χαρωπό, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα
+επρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Εκαθάριζα την κιτριά κ' εκείνη
+βεργολυγερή, πανώρια, εψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου εχάριζεν
+ίσκιο στα μεσημερνά κάματα και ύπνον αρωματισμένο τις νύχτες· το
+είνε μου όλο εδρόσιζε με τον χρυσόξανθον καρπό της. Α! ο Θεός
+ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο
+στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν
+να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το
+καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν
+να σου λέγη «τι θες εδώ!» και βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο,
+τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το
+κακούργημα.
+
+Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα
+κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την
+αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το
+Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας. Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο
+κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε
+πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους,
+τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο
+νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους.
+
+ — Καλή 'σπέρα.
+
+ — Καλή σου 'σπέρα.
+
+ — Καλή νύχτα.
+
+ — Ώρα σου καλή.
+
+Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου.
+Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι,
+το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την
+ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος
+κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου!
+
+Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον. Μια
+κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα.
+Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας
+είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα — αρχή του πόθου μου.
+Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια,
+ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το
+άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας,
+των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και από άκρη σε
+άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια
+ανασκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και
+στρειδοφόρτωτες· σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντιριών, άλλοι
+με το κοράκι μόνον και τον σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την
+κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα,
+τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες,
+από των μαστόρων τα χέρια ξυλόχτιστες έστεκαν εκεί στην ξανθήν
+αμμουδιά με ζωηρή την έκφρασι. Οι καλεσμένοι — το νησί ολόκληρο —
+γέροντες, παιδιά, γυναίκες και γριές γιορτινοντυμένοι εγύριζαν
+ανάμεσα στα σκαριά, επηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα εψηλαφούσαν οι
+άντρες, τα εκαμάρωναν, τους εμιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την
+αξία τους, εχτιμούσαν τη γοργάδα τους, εσυμβούλευαν οι απόμαχοι
+τον πρωτομάστορα για το καθετί, εμετρούσαν τη χωρητικότητά τους,
+ελογάριαζαν τα κέρδη τους. Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να
+ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα.
+
+Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με
+την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του
+απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην
+αμμουδιά. Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ'
+έφτανε γλώσσες — γλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον
+χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του
+εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε
+πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα·
+ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά. Τι κάθεσαι ακόμη άψυχο
+ξύλο και βάρυπνο; Δεν εβαρέθηκες του δάσους την νάρκη και την
+άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα έξω στον ήλιο, στον αέρα, στο φως·
+έβγα να παλαίψης με το κύμα και να το νικήσης· ώρμησε στηθάτο να
+ξεσχίσης κουρέλια τον άνεμο. Έλα να γίνης φθόνος της φάλαινας,
+σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαυσις, τραγούδι των ναυτών,
+καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου έλα!..» Κ' εκείνο το
+άπραγο, λέγεις εμαγνητιζόταν στην όψι της άρχισε να τριζοβολή
+έτοιμο ν' αφίση την κλίνη του.
+
+Ολόγυρα οι καλεσμένοι, ο καπετάν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος,
+γελαστός, με την τσοχίνη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η
+καπετάνισα ντυμένη στα μεταξωτά άστραφταν και οι δυο τους σαν να
+έκαναν πάλι τους γάμους τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι
+έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να
+σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα.
+
+Εγώ — τι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος
+κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια
+θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη
+μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη.
+Επίστεψα πως μ' εκύταζε κατάματα, πως εμιλούσε θλιμμένα, πως μ'
+έβριζε παραπονιάρικα:
+
+ — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ...
+
+ — Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας τον σταυρό μου.
+
+Ηθέλησα να φύγω· αλλά δεν εβάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα
+εκόλλησε στ' ορθολίθι και τα μάτια μου, τ' αυτιά, η ψυχή μου όλη
+παραδομένη στο κύμα, κολακευμένη άκουε το μελαγχολικό παράπονο:
+
+ — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ...
+
+Λίγο έλειψε ν' αρχίσω τα δάκρυα. Το μίσος μου, η τυρανία, τα κακά
+της, οι αγρύπνιες και ο κάματος όλα τα έδιωξα ευθύς σαν κακά
+όνειρα. Δεν εκράτησα παρά τις πρώτες χάρες, το μεθύσι που μ'
+επότισε, των ταξειδιών τη γλύκα, των κινδύνων την μαγική
+ανατριχίλα, της σωτηρίας την απόλαυσι, την ασυλλόγιστη ζωή.
+Κύταξε! όλα επήγα και τ' άφισα για μια γυναίκα!
+
+ — Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή.
+
+Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο
+ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα
+μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα,
+λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες.
+
+ — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί
+ζαλίστηκα.
+
+Κ' επιάσθηκα, εγατζώθηκα επάνω της σαν να εφοβόμουν μήπως με
+συνεπάρη στο κρύο σκότος η άβυσσος. Ο παπάς με τα ιερά του άμφια
+εδιάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορης άρχισε τα
+προστάγματα.
+
+ — Φόρα το πρυμιό ποντίλι!
+
+ — Φόρα το πλωριό!
+
+ — Φόρα σκόντρα και σκαρί!...
+
+Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι
+άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία,
+άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω
+του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με
+τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων.
+
+ — Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης.
+
+Και με το σύγκαιρο σπρώξιμο τόσων στηθών το πλοίο εστέναξεν,
+εταλαντεύθη κ' εγλύστρησε τέλος στα νερά σαν πάπια μαζί με το
+αμούστακο πλήρωμά του.
+
+ — Καλοτάξειδο, καπετάν Μαλάμο, καλοτάξειδο! και το καρφί του
+μάλαμα! εφώναξεν ο ναυτόκοσμος βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα.
+
+Μα εκείνη την ώρα ένα παιδί στο τρέξιμό του εχτύπησε κάπου κ'
+επλατάγισε λειπόθυμο στα νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα
+ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα
+εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε
+έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το
+θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε
+την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα
+ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα. Ανοιχτά
+τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη,
+δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα!
+
+Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο
+χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της
+κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους
+συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα. Εγύριζα
+ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό,
+αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα
+φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά
+εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των
+ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για
+τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με
+ειδούν. Χωριάτης βλέπεις εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί,
+αγριοδέλφινοι. Τι έχει να κάμη μία λεύκα με το λάπατο; πώς θα
+σκύψη από τον τόσον ψήλο να ιδή τα πόδια της; Ούτε μ' ελογάριαζαν
+στη συντροφιά τους. Τα ναυτόπουλα μ' εκύταζαν με τόση έκπληξι σαν
+να έλεγαν: — Μωρέ πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό! Οι παλαιότεροι, μια
+φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με
+ανάμπαιγμα:
+
+ — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο
+ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες.
+
+Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους:
+Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο
+ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια,
+και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια
+και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο
+τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου.
+
+Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της.
+
+ — Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη.
+
+Κ' έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, επήγαινε ξυπόλυτη στα εξωκλήσια,
+εδιάβαζε τα ρούχα μου κ' εστηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείση
+τους αγίους να με φέρουν στα λογικά μου.
+
+ — Τι τα πας, τι τα γυρεύεις Μαριώ· της λέγω μιαν ημέρα. Ούτε
+τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί
+της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θέλεις τόρα θέλεις αργότερα
+θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου. Δεν μπορώ αλλοιώς να ζήσω.
+
+Καθώς το άκουσε, εντύθηκε στα μαύρα. Τόρα εννόησε το φίδι που την
+εκρυφοδάγκωνε τόσον καιρό.
+
+ — Την τέχνη σου! λέγει· ναύτης θα πας να γένης· θα καταντήσης
+ναύτης πάλι!
+
+Ναι· ναύτης· δεν μπορώ. Με κράζ' η θάλασσα!...
+
+Μα πού εκείνη! Να μη το ειδή να μη το ακούση. Άρχισε τα δάκρυα,
+τα παρακάλια· ερριχνόταν απάνω μου, μ' έσερνε στους κόρφους της
+μ' εσκέπαζε με φιλιά. Ήθελε να μου δείξη τα ναυάγια, τους
+κινδύνους, τους κόπους, ζηλιάρα στην αγάπη της. Έβριζε τη
+θάλασσα, την εψεγάδιαζε, την εκαταριόταν λέγεις και της ήταν
+αντίζηλος. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ' έδεναν
+πλέον. Όλα μου εφαίνονταν άνοστα· και το κρεβάτι ακόμα.
+
+Ένα ηλιοβασίλεμα που εκαθόμουν συλλογισμένος στο ακρωτήρι, βλέπω
+αντίκρυ μου μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε
+στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν
+αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους
+παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το
+σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε
+κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του. Είδα την κάμαρη του
+καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το
+καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις
+απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το
+μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι
+μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να
+σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη
+ζωή. Επέρασαν εμπρός μου ανεμοπόδαρες παρθένες ξανθές,
+μελαχροινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου
+χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από
+καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαβούτα γλυκόφωνα. Εκεί
+άκουσα ένα ναύτη να με δείξη στους συντρόφους του και να ειπή:
+
+ — Να κ' ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο!
+
+Ετινάχθηκα τρελός απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο
+σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον
+ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα
+βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον
+Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα.
+
+Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν
+ξεύρω να σου αποκριθώ. Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν
+θα ησυχάσω.
+
+Με κράζει η θάλασσα.
+
+
+
+ΟΙ ΦΡΕΓΑΔΕΣ
+
+
+
+Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες
+αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε
+άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες.
+Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη —
+πλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες. Τα
+κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη
+γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από
+καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις
+κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήσαν ντυμένες. Και
+είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό,
+τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο
+τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ'
+ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε — προσκυνώ τη χάρι της
+— σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του
+δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν
+η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους
+επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή
+και Δύση τον τίμιο Σταυρό!
+
+Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ
+πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο
+ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ'
+ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους. Αριστερά επρόβαιναν
+στον ασπρογάλαζον ορίζοντα της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα
+Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω από την ομίχλη
+που τα έδενε κατάκορφα σαν πουπουλένιο γεφύρι και δεξιά
+εκατέβαιναν, αλυσίδα χρυσορρόδινη τ' ακρωτήρια και οι κόρφοι του
+Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς εχτυπούσεν ο
+ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν χίλιων λογιών χρώματα και τις
+καμαρωτές φρεγάδες ν' αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα
+ουρανού και θάλασσας.
+
+Οι φρεγάδες είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι,
+γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα ήσαν στη
+θέσι τους. Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα
+μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε
+τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα
+χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή
+για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Εκοιμήθηκεν απάνω στο
+χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· ο σκοπός στο ξάγναντο της
+πλώρης ψηλά εκοιμήθη κ' εκείνος, τηρώντας πάντα τον ίδιον
+ορίζοντα εμπρός του. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια
+φορέματα, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα κάτω από
+την πρασινορρόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το
+λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω
+στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα
+πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού
+φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες,
+απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα
+τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους. Εκείνη
+τρέχει άγρυπνη και χαμοπετά περίγυρα στ' άσπρα τους σπιτάκια,
+στους ανθισμένους κήπους, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά
+τους τα παιδιά· στα κλήματα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα
+βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα
+λούλουδια και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας, που δεν ελπίζουν να
+την ιδούν παρά μόνον στην υπνοφαντασιά τους!
+
+Άξαφνα, όμως εξύπνησαν οι θαλασσινοί.
+
+ — Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης
+φρεγάδας. Α — λά τα χέρια στα κουπιά· εβγάτε έξω στα σπηλάδια,
+καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε
+καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια — αγνά ό,τι βρήτε!
+
+Το είπε κ' έγινεν ευθύς. Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα·
+α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν
+χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν
+καβούρους, ξεκολλούν στρείδια — αγνά ό,τι εύρουν. Μα το
+ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για
+ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια
+στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους,
+ούτε ξεκολλά στρείδια — αγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω
+στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να
+ζητή. Τι είχε — τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός —
+μεγάλος, πλούσιος — φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη
+κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Εβουλήθηκε να
+πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και
+τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε
+ποτέ.
+
+Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά,
+μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα.
+Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι
+τικ — τακ, τικ — τακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό.
+Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου
+τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα· — γονατίζει, πίνει
+από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό
+και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που
+ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι
+εζωντάνεψεν ευθύς και αρχίζει να τριγυροφέρνη, να πηδά
+ευτυχισμένο, αχόρταγο στη νέα του ζωή.
+
+ — Μπρε! λέγει κάνοντας τον σταυρό του.
+
+Αλλά την ίδια ώρα αισθάνεται κ' εκείνος το αρρωστημένο του κορμί
+να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες
+του. Τα λέπια πέφτουν από 'πάνω του και δείχνεται το δέρμα
+ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη
+ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά
+έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε.
+
+ — Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου!
+
+Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις
+φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε
+άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν.
+
+ — Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν.
+
+ — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα·
+φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια.
+
+Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον
+καλογνωρίζουν.
+
+ — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι;
+
+ — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό.
+
+ — Πώς; — πού;
+
+ — Μέσα στη σπηλιά.
+
+Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και
+τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν
+φιλονικεία.
+
+ — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος.
+
+ — Όχι εγώ.
+
+Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν
+τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να
+εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της.
+
+Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις
+φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα,
+α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το
+θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη
+φιλονεικία.
+
+ — Όχι εγώ θα μπω πρώτος.
+
+ — Όχι εγώ.
+
+Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα·
+μακελοκόβονται κ' εκείνοι.
+
+Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει
+τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και
+τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και
+βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν
+αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι
+οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου
+δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις
+και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις
+οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι
+σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και
+με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους. Όσοι δεν
+είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες
+είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το
+κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες
+περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα
+χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς
+και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα. Και
+όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε
+όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο
+άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύο — τρεις
+φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη
+μισή λάμα έξω από το θηκάρι της.
+
+Μα εκρατήθηκαν.
+
+ — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είνε
+θεϊκή κατάρα!... Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί
+μας εδώ στον έρμο βράχο!...
+
+Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται.
+
+ — Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη
+χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε
+γυναίκες και παιδιά· έλεος!
+
+Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας
+εσυνήρθε το πλήρωμα. Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν
+με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη
+θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με
+τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που
+εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια.
+
+Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά
+για να εύρουν το αθάνατο νερό. Άμα το εύρουν, εσκέφθηκαν,
+ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά,
+ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο μισητός φόνος
+εμόλυνε το αθάνατο κ' έφυγε να κρυφθή από τα μάτι του ανθρώπου·
+μαζί εχάθη και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι τόρα εβγήκαν έξω οι
+καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που εφρεσκάριζεν ο
+καιρός. Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά
+σπηλάδια.
+
+ — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά.
+
+Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του
+βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή
+του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις
+φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του
+Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί,
+επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο
+ανοιχτό πέλαγο.
+
+Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως
+ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό
+ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα
+εικοσιτέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν
+εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και
+του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει,
+δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει.
+Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και
+λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια
+κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν.
+Ο βράχος το βγάζει και η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται
+νομίζεις το αχόρταγο τέρας μη το αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και
+γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Και οι ξενυχτισμένοι
+φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ειδούν
+εικόνα της αθανασίας άλλη παρά τα κάτασπρα κόκκαλα των
+σκοτωμένων, που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.
+
+Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές.
+Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού
+παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους
+ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η
+άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είνε
+ακόμα ίδιες και απαράλλαχτες, όπως την ημέρα που επρωτοφάνηκαν
+στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη — πλώρη· κ' έχουν τις
+αρματωσές τους βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια
+προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες
+όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά
+τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες
+τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο
+ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του
+κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι έχουν το Άγιο Ευαγγέλιο και
+στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που
+λάμπει — προσκυνώ τη χάρι της — σαν αυγερινός. Κάθε αυγή με το
+πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι
+ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες
+είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα
+πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι
+στον δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά
+μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του
+Βασιλιά.
+
+Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον
+εκείνες ηύραν την αθανασία.
+
+
+
+Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ
+
+
+
+Τον Μπάρμπα — Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον
+πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δεν
+χρειάζονται παρά να του ειπούν το στερεότυπο εκείνο:
+
+ — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες;
+
+Στο άκακο ερώτημα ο γεροναυτικός ανάβει άξαφνα σαν δαδί. Το
+σκευρωμένο από τα χρόνια και το ψήλωμα κορμί του ορθώνεται:
+Ποσειδώνιο και αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του
+συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από
+θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του,
+κομματιαστή και βαρειά και συρμένη, γυρίζει και τους λέγει:
+
+Μωρέ άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα να'
+ρθήτε να μιλήστε μεταμένα. Αμή!.. τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα
+πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα
+σας!..
+
+Το πλήρωμα, τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλοια και γελά μαζί
+του ο Μπάρμπα — Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κ' ένα μεσημέρι ενώ
+η πρώτη βάρδια χορτασμένη έρραφτε κάποιο πανί και η δεύτερη,
+ολόγυρα στις καραβάνες εγευμάτιζε με σκύλινη όρεξι, ηθέλησαν πάλι
+να πειράξουν τον υποναύκληρο. Τόρα όμως δεν εθύμωσε. Ούτε το
+σκευρωμένο κορμί του ορθώθηκε Ποσειδώνιο και αλύγιστο, ούτε το
+πρόσωπό του εσυγνέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός, ούτε τα μάτια
+του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα. Έμεινεν ήσυχος εκεί
+που εκαθόταν και μόνον τη σακκορράφα επαραίτησε μισοπερασμένη στο
+πανί κ' εστύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με αόριστο χαμόγελο στα
+χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο
+του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμη — πλώρη, τ' αγέρωχα
+κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το
+μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά;
+Ποιος το ξεύρει! Αλλ' αφού για κάμποσην ώρα έμεινεν έτσι, εγύρισε
+αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά τον ναύκληρο που
+έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό:
+
+ — Να ξεύρης καλά, Μπαρμπαγιώργη, που η θάλασσα έχει τη
+δικαιοσύνη της όπως και η στεριά. Και την έχει καλήτερη από τη
+στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες — έλαβες· σου το εκρέμασε ώστε
+να ειπής απίδι· σου το ετίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!... Μα το
+κακό που είδα σ' εκείνο το καταραμένο καράβι! Δεν επολυκαίρισε
+ούτε μήνα. Τι λέγω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε ημέρες· μωρέ ούτε
+δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε. Και έτσι είνε το σωστό. Ό,τι
+γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Ο ναυτικός δεν κάθεται να
+ψιλοκοσκινίζη το καθετί όπως ο στεριανός· δεν έχη καιρό για
+μυρολόγια. Έγινε — πέρασε· πάει με το αγέρι, με το κύμα, με τον
+αφρό, με την τρικυμία, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει
+εκείνο που θα έρθη να έρθη σύγκαιρα. Μόνον τότε σταματάει τον
+νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται
+κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο.
+
+Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και
+αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα
+να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο. Από
+τον Σιφνέικο καφενέ στη Σαντορινιά ταβέρνα· από τη Σαντορινιά
+ταβέρνα στο Κεμεραλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτόημερα! Σε
+δεκαπέντε ημέρες έβαλα και χρέος τρία τάληρα στον καφενέ και
+δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμεραλτί μην ερωτάς.
+Λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω
+τη λατέρνα στην πόρτα.
+
+Μα τον δουλευτή που είνε γερός μη τον φοβερίζης. Εκείνες τις
+ημέρες εβγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης καπετάνιος
+ναυτολογεί για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είνε πως εγώ το άκουσα
+τελευταίος. Ο ταβερνάρης που μ' επίστωνε ήρθε ένα βράδυ και μου
+λέγει στο αυτί:
+
+ — Πάρε το καρτάκι για χαρτζιλίκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε.
+Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κ' έμπα μέσα. Αυγή
+χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα.
+
+Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, επήρα τα ρούχα
+στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα επήραμε
+την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες.
+Ξεύρεις τι σου είνε· ζωντανό στολίδι του Βόσπορου! Τέλος εβγήκαμε
+από τα Μπουγάζια. Ηύραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες ημέρες
+επεράσαμε στο Κέρτζι, στην εμπατή της Αζοφικής. Αρχές Νοέμβρη
+έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση —
+πιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο
+καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα
+σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο
+διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά
+σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο. Για να μην πληρώση τελωνείο τα
+δίνει μία νύχτα σε φίλους του να τα βγάλουν λαθραία. Αλλά την
+αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσσα την έπιασαν οι
+τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δεν
+χωρατεύουν. Δεν τους εκόστιζε τίποτα να πάρουν το πράγμα, να
+κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη
+Σιβηρία. Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα
+κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του.
+Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας
+συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά.
+Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν
+κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος. Άσπρος και λερωμένος
+σαν άπλυτο καραβόπανο εστριφογύριζε γοργά, λέγεις κ' εβιαζόταν να
+κρυφθή στα κύματα, πριν τον προφθάση η αναστάτωσι των στοιχείων.
+Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό κ' επηδούσαν έξω
+από τα νερά, σαν να τα εκυνηγούσε καμμία φάλαινα. Οι γλάροι με
+τον λαιμό στους ώμους, χαμωπετώντας και σκούζοντας έφευγαν κατά
+τις στεριές. Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον
+έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια.
+
+ — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος·
+μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα
+ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!...
+
+Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό
+στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα. Τ' αμπάρια, η
+πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό εκαρφώθηκαν όλα που
+δεν επέρναγε τρίχα. Επλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί επλάκωσεν η
+ανυπομονησία μας. Όσο επλησίαζαν τα μεσάνυχτα τόσο εμεγάλωνε το
+ψυχοβάσανο.
+
+ — Ε και να μας τον έφερνε τρεμουντάνα!
+
+ — Ας τον πάρη πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.
+
+ — Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα
+βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα
+Μπουγάζια.
+
+Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο
+Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό
+κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο. Η
+σκοτεινιά της νύχτας, του κυμάτου το φούσκωμα, η φωνή και ο
+αφρός· των αρμένων το τρίξιμο, του καραβιού το κύλιμα, το
+σχοινάκι που παραλυμένο εχτυπούσε δίπλα στον θαλασσομάχο και η
+αλυσίδα που έσκουζε κουλουριασμένη στον μπαμπά, όλα είχαν φωνή
+και μας έδειχναν πως κακή γκαστριά έκανεν η Φύσις. Μόνον ο
+καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς
+κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο.
+
+Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο
+κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε
+όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της
+Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλλοίμονο στο
+σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια!
+
+Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ
+μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με
+τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες,
+πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε
+καθένας εγύρευε μέρος να σταθή. Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα
+έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε
+απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν
+ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν.
+Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό
+θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά εγύριζε την
+πλώρη και το εδεχόταν στα πλάγια· αλλοιώς θα επαθαίναμε μεγάλη
+ζημία. Κ' έτσι όμως η ζημία δεν έλειψε. Διπλή ζημία, φοβερώτερη
+και τρομερώτερη η μια από την άλλη. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε
+τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και την εχόρευε στο κατάστρωμα
+σαν καρυδόφλουδο. Ερρίχτηκαν δύο — τρία παιδιά να την αρπάξουν.
+Μα πώς να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; χέρια είνε, δεν είνε
+ατσαλοσίδερο! Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην
+πρύμη ευρισκόταν. Και την ώρα που άπλωναν στην πρύμη, στην πλώρη
+έφτανε. Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε
+και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε
+τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα
+επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός.
+
+ — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος
+υποψιασμένος.
+
+Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε
+ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο. Και στην ώρα που το
+έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το
+Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον
+είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται
+απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και
+μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να
+μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά
+σύγκαιρα πισωπατώ ανατριχιασμένος. Ο δύστυχος εκρεμόταν στην
+κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά, με τους
+αρμούς τριμμένους, τα κρέατα λυωμένα, τσακισμένα όλα του τα
+κόκκαλα. Δεν επρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη και το κύμα, το
+ίδιο κύμα που μας τον έρριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε
+λυσσάρικο. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλήτερος της συντροφιάς μας!
+
+Ήρθε τέλος η αυγή. Καλήτερα όμως να μην ερχόταν αφού ήταν να μας
+δείξη τέτοιο θέαμα! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις
+καλαμιές οι τσοπάνιδες για το χορτάρι, πώς σηκώνονται κολώνες οι
+καπνοί και κλείουν τον ορίζοντα; Έτσι κολώνες ανέβαιναν
+κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό
+και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλώτερον από την
+αμπασογάμπια των καταρτιών μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγγος και
+ο παπαφίγγος εχώνευαν μέσα του. Μου εφάνηκε πως ευρέθηκα έξαφνα
+στην αρχή της δημιουργίας, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που
+τον έγλειφαν τα βωδάκια· πως οι καπνοί δεν ήσαν παρά της μεγάλης
+φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψη. Και απ' ώρα σε ώρα
+επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα
+της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος
+παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και
+χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα
+επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον
+Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων.
+
+Όνειρο ήταν η ελπίδα μου. Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι εγινόνταν·
+ψηλά, χαμηλά μας έζωναν περίγυρα και δεν εξεχώριζα παρά καμμία
+φορά άσπρον τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα.
+Κατά το μεσημέρι κάπως αραιώθηκαν οι καπνοί και είδα μακριά, τον
+ίσκιο ενός μπάρκου, που εκαταίβαινε με τα πανιά του τρίγγου και
+της αμπασογάμπιας. Επιάσαμε κ' εμείς τραβέρσο απάνω στον καιρό με
+τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ το έχασα πάλι από τα μάτια
+μου. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν' ανεβαίνουν σιγά σιγά
+κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους κ' επυκνώθηκαν
+ολόγυρά μας άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες,
+άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες απότομα, στις
+κορφές, εδώ αδερφωμένες εκεί αριοφύτευτες. Κ' εμείς εκεί μέσα
+θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως
+είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα,
+που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες
+αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν
+λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι
+κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους
+που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους!
+
+Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν,
+ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το
+αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε
+ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα
+κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά! Ήρθε ώρα
+που αφίσαμε κάθε δουλειά κ' ερρίξαμε όλοι φωνή αγριεμένη, που τα
+θηρία της θάλασσας ετρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξυλώσουμε
+τ' αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη και ας ήταν ο θάνατός μας. Ο
+καπετάνιος είδε τη στιγμή κ' έβγαλε από την κάμαρή του ένα κουτί
+γαλέτες κ' ένα μποτηλάκι με ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι
+ζαμάικα! Εθεριέψαμε όλοι. Επλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη και άγρια.
+Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος
+προς στήθος με τον Χάρο.
+
+Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την
+καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή
+και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο.
+Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα,
+χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος! Ο κίνδυνος της θάλασσας
+δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την
+θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλά — καλά δεν
+προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν
+τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον
+αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις.
+Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες! Γιατί
+πίσω του ακολουθάει πάντα, όπως πίσω από την πατρική κατάρα το
+ξεθεμέλιωμα της γενεάς, ένας χτύπος κρύος που θυμίζει αμέσως το
+χώμα και το νεκροκρέβατο. Και νάτος! αντήχησεν ο αναθεματισμένος
+χτύπος κ' αισθάνθηκα το καράβι να σπαράζη σύσκαρο, σαν να το
+έπιασαν σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη. Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά
+του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα
+στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το
+έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα.
+Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε
+τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον
+έλεγε παπλωματά! Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να
+πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη
+ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και
+γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για
+βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο
+αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το
+σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός ετραβούσε τα μακριά του τα
+γένεια, πιστεύοντας πως ετραβούσε τη σκότα του παπαφίγγου. Ο
+Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης ελούφαξε πίσω από τον αργάτη
+λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμεναν ήσυχοι. Ο
+Καψάλης και ο άλλος του μπάρκου με την τρίχα σηκωμένη, τα μάτια
+κατακόκκινα, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα άφριζαν δαγκάνοντας ξύλα
+και σχοινιά και αλυχτούσαν, νομίζεις πως έβριζεν ο ένας
+«τσοπάνο!» και του απαντούσεν ο άλλος «παπλωματά!» Έβριζαν οι
+καπετάνοι, εφώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα
+ερέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν κ' ετριζοκοπούσαν αχώριστα,
+σαν δύο θηρία που αρπαγμένα στόμα με στόμα πάσχουν να γονατίση το
+ένα τάλλο· και ο άνεμος εβογγούσε στα σχοινιά! Και από ψηλά τα
+φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά,
+έκπληκτα θαρρείς για το πικρό δράμα.
+
+Μέσα στη σύγχισι εγώ δεν ξεύρω πώς ευρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω,
+τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα άγριο εχυνόταν
+στο αμπάρι κ' αισθάνομαι το κατάστρωμα να φεύγη από τα πόδια μου.
+Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο.
+
+ — Παιδιά, εδώ! φωνάζω.
+
+Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν
+ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με
+αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν
+και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην
+ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από
+το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια. Το
+μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο
+δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η
+θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι
+Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το
+μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα
+σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω
+και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε
+το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από
+βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο
+ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.
+
+ — Άλα παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει αμέσως ο καπετάνιος· μονάχα
+οι τρόμπες είνε η σωτηρία μας!
+
+Ριχνόμαστε πρόθυμα άλλοι εδώ άλλοι εκεί για τις τρόμπες. Μα το
+μπάρκο τόρα ήταν έμπρυμο· η πλώρη και η μισή καρίνα ήταν στήθος
+ελεύθερο εμπρός ώστε με το σκαμπανέβασμα το κατάστρωμα
+εκαταντούσε κάθετο σαν νεροσυρμή. Ήταν όμως αυτό και η σωτηρία
+μας. Γιατί και του μπάρκου η μάσκα ήταν φαγωμένη· αλλά το άνοιγμα
+ψηλότερο τόρα έπαιρνε λιγώτερο νερό. Ως τόσο ηύραμε τις τρόμπες
+και αρχίσαμε το τρομπάρισμα.
+
+Εξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι ημέρα; Ουρανός και
+θάλασσα είχαν μία θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πλέον συχαμένη
+αυγή δεν θυμούμαι ν' απάντησα στη ζωή μου! Νομίζεις πως την
+έστειλεν επίτηδες ο Θεός για να μας συνηθίση στη νύχτα του τάφου.
+Άξαφνα εκεί που ετρομπάριζα ακούω τον ναύκληρο κάτι να σφυρίζη
+στο αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι. Οι παλαιοί ναύτες του
+καραβιού έλειπαν όλοι. Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν Ιταλικό κ'
+ευθύς μου ήρθαν της νύχτας οι φωνές, που μέσα στον αναβρασμό τους
+έδινε την έννοια που ήθελε η ζαλισμένη φαντασία μου! Ανατρίχιασα
+όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως
+εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν
+όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους.
+Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως
+τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύο — τρεις φορές. Αλλά
+μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα
+που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο.
+
+Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν
+αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα,
+έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον
+σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος
+να πλησιάζαμ' εκεί θα είχαμ' ελπίδα σωτηρίας. Αλλά το μπάρκο στην
+κατάστασι που ευρισκόταν έμοιαζε σώμα νεκρό και ανεμόφερτο. Και
+μήπως είχε σκοπό να λιγοστέψη η χιονιά; Όσο επήγαινε Τούρκος
+εγινόταν. Φύλλο στο φύλλο έρχονταν οι άνεμοι και άρπαζαν την
+παγωμένη άχνη στα φτερά τους και την εστριφογύριζαν σύγνεφα εδώ
+κ' εκεί σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν Σαραντάημερο, βλέπεις
+και όλα τα συντάγματα, των διαβόλων ήσαν πεσμένα στο γιαλό. Και ο
+βασιλιάς τους ακόμη, που έχει παντοτεινό θρόνο του τη Σαντορίνη,
+μέσα ήταν κ' εκείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στον
+πόλεμο και χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε από άκρη σε
+άκρη κ' εκυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα κ' εψήλωναν κ'
+εδέρνονταν κ’ εβαρυβογγούσαν, γκαστρωμένα τον όλεθρο και τον
+χαμό. Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα,
+λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες,
+που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και
+ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι
+μας. Ένα κύμα εδώ επλάκωνε πύρινο, με το στήθος πλατύ εμπρός,
+τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σηκώνοντας ψηλά
+Μεδούσιο κεφάλι, σαν να εζητούσε μέρος κατάλληλο να ριχθή για να
+δώση το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν
+την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό
+της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το
+κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και
+σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με
+πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή. Παρέκει
+άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό, φουσκωμένο, ακράτητο,
+ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με τη φαρέτρα του γεμάτη από φαρμακερά
+βέλη, με την ψυχή μεστωμένη από πύρινο θυμό, ανυπόμονος να κάμη
+και να δείξη, θέλοντας να σκορπίση σκόνη τον εχθρό του. Αυτή του
+όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον
+σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια
+της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα
+βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη
+πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι
+άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ
+ελάγκευε και άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή· άλλο εκεί
+με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με
+προβοσκίδα φοβερή εσούβλιζε πέρα — πέρα τα παραπέτα και άλλο
+έπιανε από την πρύμη κ' ετάραζε σύγξυλο το πλεούμενο, σαν
+κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν
+φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ'
+αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν
+αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη
+μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά,
+σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το
+εσυμπόνεσα. Εξέχασα τον δικό μου κίνδυνο κ' εγύρισα σ' εκείνο την
+προσοχή μου, μην ημπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και
+ήσαν τόσον οργισμένα εναντίον του τα κύματα;
+
+Το μπάρκο είχε δύο τρόμπες· μία στην πρύμη και μία στην πλώρη.
+Για να κινηθούν ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμία. Στην αρχή δεν
+ήθελαν ν' αφήσουν τον καπετάνιο να καταπιαστή με τις τρόμπες. Μα
+έπειτα έγινε ο μοναχός αλλαχτής μας. Επήγαινε πότε στη μία, πότε
+στην άλλη κ' έτσι έβγαινε ο ναύτης κ' έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την
+ώρα που έγινε το τράκο ως την αυγή εδουλέψαμε καλά. Αν δεν
+ολιγόστεψε το νερό, δεν ημπόρεσε όμως και να μας κεφαλώση.
+
+Δεν ξεύρω γιατί η νύχτα και ο κίνδυνος αγριεύουν τόσο τον
+άνθρωπο, θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλη αφρίζει· χωρίς να σκεφθή
+δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο πελώριο,
+Γολιάθ σωστόν και αυτός, μικρός Δαυίδ γυρεύει να παλαίψη μαζί
+του, να τον καταβάλη, έχοντας πεποίθησι στο πείσμα που τον κάνει
+εφτάψυχον. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από
+τη μέση και τον βροντά χάμου, σαν καρπούζι. Τον βρίζει· και
+καταλαβαίνει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή και να
+τον πνίγη. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα να
+του ντροπιάζη το πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην
+κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλαίβει με τα χέρια, με τα πόδια,
+με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο
+σώμα του αισθάνεται να φυτρώνουν τόσα μέσα αμύνης απροσμάχητα,
+που απορεί πώς δεν τα ήξευρε από πριν. Πιστεύει πως είνε ο
+Εκατόγχειρας. Λέγει πως και τον ανασασμό του ακόμη αν θελήση να
+μεταχειρισθή θ' αποσβολώση τον εχθρό του. Τον σπρώχνει αποδώ,
+αποκεί τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγκαλίζει. Αισθάνεται να τον
+περιχύνη το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμωνται στα δάχτυλα του
+σπαρταριστά κ' εκείνος όλο φυσά και όλο θυμώνει και αντρειεύεται,
+όπως ο Ιακώβ όταν επάλαιψε νύχτα με το Είδος του Θεού.
+
+Σε τέτοια θέσι τόρα ήμουν κ' εγώ. Όλη νύχτα επάλαιβα με τις
+τρόμπες και ούτε κόπο εκατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε
+τίποτα. Πείσμα μόνον φοβερό, που έλεγα πως ήμουν ικανός να
+καταπιώ τα πέλαγα. Επατούσα την τρόμπα κ' ενόμιζα πως έβγαινεν
+άμπουλος το νερό. Μόλις όμως επλάκωσε η ημέρα εκόπηκαν τα ήπατά
+μου. Ο καπετάν Πήλιουρης που λέγουν οι Κρανιδιώτες πως εβγήκε από
+τον τάφο και γυρίζει περιπλανώμενος στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη
+δική μας κατάστασι. Εφουσκώσαμε τόσο κ' εμαυρίσαμε που δεν
+εγνώριζεν ένας τον άλλον! Τα μαλλιά του κεφαλιού μας, τα
+μουστάκια, τα γένεια εσκλήρυναν σαν αγκάθια· ο ανασασμός
+δροσόπαγο εκαθόταν απάνω μας. Τα μάτια χωμένα μέσα στα πυκνά
+ματόφρυδα, έχασκαν άσπρα και άφωτα σαν σαλιγκάρια. Όσο για το
+μπάρκο το μισό είχεν απομείνει. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές,
+ούτε ξάρτια, ούτε πανιά είχεν ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το
+όκιο έχασκε πάντα σαν διψασμένος Τάνταλος! Στο θέαμα εκείνο
+είπαμε όλοι να παραιτήσουμε τον ανώφελον αγώνα. Μα η φιλοτιμία
+μάς εσυγκρατούσε. Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος
+και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της
+τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο
+κατάστρωμα.
+
+ — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις;
+
+ — Δεν μπορώ πια.
+
+ — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας.
+
+ — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα·
+κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα. Ελύθηκα...
+
+Και αλήθεια έλεγε. Όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν τα
+δάχτυλά μου, όπως ήσαν κλεισμένα στο σίδερο της τρόμπας έτσι
+έμεναν. Ούτε ν' ανοίξουν ούτε να κλείσουν περισσότερο
+ειμπορούσαν. Τα μπράτσα έμεναν σκληρά και αλύγιστα σαν ατσάλι.
+Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα
+ήθελα βοήθεια για να σηκωθώ από πίσω. Έτοιμος ήμουν να την
+παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά
+στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την
+πλώρη:
+
+ — Πανί, παιδιά! ένα πανί!...
+
+ — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα.
+
+Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον
+μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο.
+Με μιας εζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Και ο Σκοπελίτης ακόμα
+επήδησεν ορθός κ' ερρίχτηκε στην τρόμπα που έκαμε να τρίξουν όλα
+της τα χάρβαλα. Αγαλλίασις εκυρίεψεν όλους· ενομίζαμε πως ήρθε η
+ώρα να πηδήσουμε στη στεριά. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο
+χαϊμαλί ψηλά και αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και
+να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά
+προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις
+και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως
+επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο
+κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε
+μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα
+χρειαζούμενο να πάρη μαζί του.
+
+ — Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του
+καπετάνιου.
+
+Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας εκεφάλωσε. Ερριχθήκαμε
+πάλι ν' αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τόρα δεν μας εφαινόταν βαρύς.
+Το καράβι όλο κ' επλάκωνε απάνω μας. Σε λιγάκι εφάνηκε ολόκληρο
+το σκαφίδι. Βέβαια είδε τη σημαία μας κ' ερχόταν να μας σώση.
+Αλλά δεν ξεύρω γιατί άξαφνα εκρύωσε η καρδιά μου. Κάτι ελάλησε
+μέσα μου. Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι
+εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο
+εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι
+άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα.
+
+ — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου
+λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα;
+
+ — Δεν πειράζει· είπα εγώ.
+
+Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία μου γιατί ήξευρα πως θα μ'
+έπαιρναν όλοι για παλαβό. Το μπάρκο επλησίαζε. Εδιάβαζα μάλιστα
+και τ' όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα».
+
+ — Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές.
+
+Από εκείνους ούτ' εκινήθηκε, ούτ' εφώναξε κανείς. Είδα καλά τον
+τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον
+ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν
+και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα.
+Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα
+κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε
+αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα.
+
+ — Τους άτιμους! εψιθύρισα.
+
+ — Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος.
+
+ — Για τους σκύλους.
+
+Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα.
+
+ — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας·
+θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση.
+
+Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε
+οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον
+τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο. Τότε βάνουμε
+όλοι τις φωνές.
+
+ — Μωρ' αδέρφια, πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε; σωτηρία!...
+Αδέρφια, πνιγόμαστε!... σωτηρία! .
+
+Ακούστηκε κάποια φωνή κ' επάψαμε βουλώνοντας ένας του άλλου το
+στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα,
+ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
+
+Δεν το επίστευαν τ' αυτιά μου· δεν ήθελε η ψυχή μου να το ακούση!
+Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να
+γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα
+άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως
+πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές:
+
+ — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε,
+σωτηρία! ....
+
+Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό. Και η φωνή από
+το μπάρκο, συντροφιασμένη το ρέκασμα του κυμάτου και το
+ανεμοβόγγισμα, πλέον δυνατή και αναμπαίχτρα εξαναδευτέρωσε:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
+
+Τότε δεν ξεύρω κ' εγώ τι μας έπιασε· δεν θυμούμαι πώς μας ήρθε. Ο
+«Σωτήρας» άξαφνα μου εφάνηκε κακότροπο τέρας και τα πανιά του σαν
+χείλη πλατύτατα που έχασκαν κ' επεριγελούσαν τη θλιβερή μας
+μοίρα. Και το κύμα το μανισμένο και το αέρι το τρελλό επίστεψα
+πως εξανάλεγε με διαβολική χαρά και ειρωνεία:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή.
+
+Έμεινε όπως ευρέθηκε καθένας για πολλή ώρα.
+
+Και άξαφνα, εσκορπίσαμε τρελλοί, εσκαλώσαμε στα κατάρτια και
+μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε τον προδότη και να του
+φωνάζουμε:
+
+ — Της μάνας σου το κέρατο!... Της μάνας σου το κέρατο!...
+
+*
+
+Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν
+έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα,
+που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου
+άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να
+επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη
+ακόμη. Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη
+έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα
+ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα
+νερά της. Το κύμα καθώς έσκαζε ψηλά, εσπιθοβολούσε πολύχρωμο και
+βροντερό, σαν να εκυλούσε θρίμματα λογχών και γυμνά σπαθιά,
+κομμάτια οβουζίων και κάνες ντουφεκιών, δίκοπους μπαλντάδες και
+μαχαίρια και κράνη χάλκινα και θώρακες και ασπίδες, σπρώχνοντας
+να τα ρίξη πέρα στην ακρογιαλιά μαζί με τα σκοτεινά κορμιά, για
+να ιδούν οι άνθρωποι τα ολέθριά τους έργα και να φρίξουν. Και
+μέσα στην υγρή άχνη που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά ως ψηλά
+στον πυκνόν ουρανό, το Τόξο με τ' αρμονικά χρώματά του έλαμπε
+ζωνάρι ανεχτίμητο, υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο
+διασίδι. Μα τι κατάρα που την επήραμε κ' εμείς! Το θεόσταλτο
+σημάδι που προλέγει πάντα την ησυχία των στοιχείων, στους
+ναυτικούς εγράφηκε να προλέγη θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια.
+
+ Είδες Τόξο την αυγή;
+ καλοσύνη το βραδύ.
+ Είδες Τόξο το βραδύ;
+ κακοσύνη την αυγή!
+
+Σύγνεφα μεγάλα, σταχτιά σαν βουνά αθάλης με χοντρά ισκιόφωτα, με
+λαγκαδιές πυκνοντυμένες, μ' εξογκώματα εδώ που άστραφτε το αφράτο
+μάρμαρο, με κορυφές εκεί ψιλοπελεκημένες που έλαμπε το
+χρυσοβαμμένο κρύσταλλο, εδώ με ποτάμια πλατιά και κόκκινα, εκεί
+με καταρράχτες ψηλούς, ασημόχυτους, έφραζαν από άκρη σε άκρη της
+δύσις τα ουρανοθέμελα. Και απάνω στις ομάλιες είτε στις πλαγιές,
+χωριά έβλεπες με τ' άσπρα τους σπιτάκια να κρέμωνται στην άβυσσο
+και παληκάρια με βιολιά και λαβούτα να μεθοκοπούν στους δρόμους
+και παρθένες βεργολυγερές να χορεύουν στις αυλές ανεμοπόδαρες.
+Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ'
+ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα
+κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν'
+ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους
+να γλυκολαλή. Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν
+με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι
+ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα
+λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου
+συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο
+'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της.
+Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη
+θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που
+ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η
+γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή
+παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ'
+εκείνην από την πικρή χηριά! Πλατειά και μεγάλη απλονόταν η
+αεροΰφαντη ζωγραφιά, που την βλέπει καθένας και αλλοιώτικη,
+σύμφωνα με του νου τα καμώματα και της ψυχής τους πόθους. Πόσες
+φορές κ' εγώ στην πλώρη ξαπλωμένος, είδα εμπρός μου ολοζώντανα τ'
+άπιαστα της φαντασίας μου πλανέματα κ' επλημμύρισε μια στιγμή από
+χαρά η καρδιά μου! Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα
+σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα
+μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά! Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά
+του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των
+συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου,
+που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου
+αδερφωμένη μας ευχόταν:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
+
+Άρχισα να πιστεύω πως εξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως
+επαραδοθήκαμε βορρά στα κύματα· πως οι άνθρωποι ετράβηξαν χέρι
+μήπως συνεπάρη κ' εκείνους του θεού η κατάρα. Και άλλοι, αν μας
+απαντήσουν έλεγα, έτσι βέβαια θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές
+φωνές του καπετάνιου που δεν έχανε το θάρρος του, επιάσαμε πάλι
+τις τρόμπες. Μα με τι χέρια και με τι ψυχή; Ετρομπάραμε καμμιά
+ώρα κ' έπειτα ένας — ένας τις αφήσαμε μάρμαρο κ' εξαπλωθήκαμε στο
+κατάστρωμα. Επλάκωσεν ως τόσο η νύχτα. Και τι νύχτα; χειρότερη
+και τρομερώτερη από τις άλλες. Μαυρίλα — πίσσα. Κόλαση σωστή.
+Ούτε άστρα στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα κανένας! Τα
+σημάδια της καλοσύνης έσβυσαν ένα με το άλλο. Είπε μία στιγμή να
+φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα.
+Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως
+εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως
+ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί
+και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της
+σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.
+
+ — Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ'
+ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε,
+καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια!
+
+ — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας.
+
+ — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από
+τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρη — να σε
+πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής!
+
+ — Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιή!
+
+ — Ως που να με καταπιή εκείνο το ρουφάω εγώ!...
+
+Ο καπετάν Μπισμάνης εγύρευε να μας κεντήση στο φιλότιμο. Αλλά και
+ποιος ημπορούσε να κινηθή! Το χιόνι επλάκωνε μία πήχη το
+κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια
+των πανιών απλονόταν και ασπρογάλιαζε στο σκοτάδι, σαν
+κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και
+μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και
+όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα
+κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ'
+εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν
+πρισμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ' ένα
+ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου εζύγιζαν καθένα και πεντακόσια
+καντάρια! Άξαφνα, λέγει, τα θηρία της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και
+οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια ετριγύρισαν λαίμαργα το
+κουφάρι μου κ’ έπιασαν διαβολικόν καυγά με τα όρνια τ' ουρανού
+για τα κοψίδια μου. Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά
+και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να
+λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το
+κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα
+ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή
+και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν
+μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια
+εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι
+το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το
+«Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου αργοκυλώντας
+μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην
+ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα
+φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με
+τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ'
+έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι
+και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν:
+Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ'
+εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: —
+Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το
+γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με
+τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους
+σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαβούτου του και ο Σουλεϊμάνης
+απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα
+παραθύρια θ' αρνηθή κάθε γυναίκα τον άντρα της· και αν σύρω το
+χέρι στη μέση μου το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ εψάρεψα
+πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς κ' εξερρίζωσα το
+στοιχειωμένο Γιούσουρι μ' ένα μου τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν
+το βούτημά μου κ' εθαύμασαν. Με είδε το σκυλόψαρο — αιμοβόρικο
+ψάρι! — και ήρθε ταπεινό εμπρός στο γιαλί της περικεφαλαίας μου,
+θέλοντας να γνωρίση το νέο θεριό που εσυνεμπήκε στα νερά του. Με
+είδαν οι αράπηδες της Βεγγάζης και μ' ετίμησαν ως βασιλέα· μου
+άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα παίρνω νερό και το κοπάδι που θα
+προμηθεύωμαι το κρέας. Eμένα μ' έμαθαν από μικρό παιδί όλ' οι
+άνεμοι από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· κ'
+εσυντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ' αστέρια τ' ουρανού. Εγώ
+είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της
+Μαύρης, και της Άσπρης τα λιμάνια απ' άκρη σ' άκρη, και πώς εσείς
+δεν με γνωρίζετε;
+
+Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· αλλά δεν ημπορούσα να βγάλω
+λέξι από το στόμα μου. Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι
+λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ'
+έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια
+ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους
+τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου
+αγκαλιάσματα. Η δροσολουσμένη χλωροσιά άπλονε τάπητας μακρύς
+μαργαριτοκέντητος και απάνω της χιλιάδες εχαμοπετούσαν έντομα κ'
+εβούιζαν. Ο γαλανός αιθέρας επεντοβολούσε από χίλιων λογιών
+μελωμένα αρώματα και ηχολογούσεν από χίλιων πουλιών γλυκόφωνα
+κελαδήματα. Έπεφτε το ηλιοπύρι ζωντανό παντού σε στεριά και
+θάλασσα, στους σχισμένους τοίχους των ερημοκλησίων πέρα κ' εδώθε
+μέσα στα σαρακωφαγωμένα ξύλα των τάφων, κάτω στους υγρούς βυθούς
+και απάνω στον ξηρόν αιθέρα κ' εζωντάνευε κάθε οργανική σπορά και
+ανάσταινε από μία νεκρή χιλιάδες άλλες υπάρξεις· εχάριζε στον
+γέροντα νιάτα και τον νέον εγέμιζε συναισθήματα. Εγελούσαν οι
+λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς
+τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με
+το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό
+τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα
+τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν
+ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο! Αισθανόμουν την ψυχή
+ν' αλυχτά ζηλιάρα όλα εκείνα τα παληκάρια και δάκρυα ήθελα να
+χύσω πύρινα για την καταδίκη της σκληρής μου μοίρας. Μα οι βρύσες
+των ματιών μου ήσαν σφαλιστές και το δάκρυ επισοδρομούσε κ'
+εχυνόταν μέσα στο μυαλό, καυτερό και βαρύ σαν αναλυωμένο μολύβι.
+Το μυαλό δεν ήθελε να δεχθή το δάκρυ μου κ' εκλωτσούσε πάσχοντας
+να σπάση το καύκαλο και να χυθή ακράτητο. Το βάσανό μου αυτό
+εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το
+κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και
+θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!....
+
+Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι:
+
+ — Ε από το μπάρκο!...ε!...
+
+ ― Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια
+μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά
+εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που
+αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους
+συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας
+έσωσε.
+
+Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα.
+Φανάρια εμείς δεν είχαμε καθόλου. Αλλά φως ακοίμητο το φως των
+καντηλιών μας, που δεν είχε σωθή το λάδι τους στου Χάρου τα
+παλάτια, εσυνάχτηκε νομίζεις ήλιος λαμπρός στα μάτια του σκύλου
+μας, και στην αγριοφωνάρα του, που δεν έπαυε αντηχώντας
+δυνατώτερη από το ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου τον βόγγο.
+Εκείνο το ζωντανό σήμαντρο ακούοντας η θεόσταλτη γολέτα οδηγήθηκε
+να έρθη κοντήτερα και να μας σώση.
+
+Όλοι εσωθήκαμε· ένας μόνον απόμεινε, ο σκύλος μας. Ένας με τον
+άλλον όλοι εδοκίμασαν να τον πάρουν αλλά κανένα δεν άφινε να τον
+πλησιάση. Του καπετάνιου που ετόλμησε να τον πιάση του έκαμε
+κουρέλια τον μουσαμά. Aναγκασθήκαμε να τον αφήσουμε. Και όταν
+κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε
+πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν
+καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα
+για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη
+μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας
+έλεγε κ' εκείνος με παράπονο:
+
+ — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!...
+
+Δεν ξεύρω πόσον καιρό εκοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις επατήσαμ'
+εκεί, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που κολλημένα έβγαιναν
+μαζί με το δέρμα, μας επότισαν τσάι με το ρούμι και μας εξάπλωσαν
+στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είμαστε ομπρός
+στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και η θάλασσα στρωτό
+κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες εφιλούσεν απαλά τις στεριές.
+Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι αστραποβολούσαν στο
+ηλιοπύρι κ' εκαθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ' άσπρα και
+τα κόκκινα πανάκια τους, αρμένιζαν εδώ κ' εκεί στις χαρούμενες
+ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το
+κύμα. Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά
+βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και
+βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές
+ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα
+πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν
+τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα. Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν σημαίες,
+πορφύρα βασιλική και ατίμητη και άστραφτε στον ήλιο των κανονιών
+το ατσάλι κ' εγελούσαν ειρηνικά οι οβίδες στημένες πυραμίδα και
+ηχολογούσαν οι σάλπιγγες κ' εκοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες
+τα φέσια των στρατιωτών και οι λόγχες τους εσπιθοβόλουν, κρίνα
+δροσολουσμένα πέρα στο βουνό. Χαρά και αγαλλίασι και θρίαμβο
+δόξας ετραγουδούσεν η γη και το στερέωμα. Ύμνο μεγαλόστομο έψελνε
+η πλάσις όλη στη ζωή, την αθάνατη και την πανώρια. Κ' εγώ αθέλητα
+έπεσα στα γόνατα και μ' επήραν τα δάκρυα. Αχ ναι· δεν φαίνεται
+όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψη να τον χάση!
+Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η
+θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και
+μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να
+γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που
+έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για
+θλιβερό μας σάββανο!
+
+Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον
+Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον
+Ποταμό και θα επήγαινε πρώτα να κάμη κάθαρσι στις Δήλες. Ο
+καπετάν Καρέλης μας ερώτησε αν ήθελε κανείς να έβγη στην Πόλη· Μα
+όλοι μονόγνωμοι εζητήσαμε να μας πάρη στην Ελλάδα. Δεν ξεύρω
+γιατί όταν κανείς κινδυνέψη, επιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους
+συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα.
+Μία φορά επήγα να ψωφήσω από πλευρίτη στο Γερμανικό νοσοκομείο
+της Πόλης. Άλλη μία φορά στην κάθαρσι της Σινώπης έκαμα δύο μήνες
+από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι
+κατακέφαλα κ' έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα μόλις έπαιρνα
+την καλήτερη, μονοφύσημα ετραβούσα για την πατρίδα. Και, στη
+θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από εκείνες δεν εγνώρισεν
+ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι
+μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν
+άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ'
+εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες!
+
+Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα.
+Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Μέσα
+στη φρίκη και τα δάκρυα εκείνων, όταν θ' ακούνε τα φοβερά μας
+μαρτύρια, μέσα στα χάδια και τις περιποίησες που θα τους κάνουν,
+θα ξεχάση καθένας τα βάσανα του· θα πλακώσουν έπειτα τα βιολιά
+και το κρασί των φίλων και πάει πλέον, ούτε ήταν ούτ' εφάνηκε ο
+κίνδυνος.
+
+Όμως εγώ τίποτε από αυτά δεν επερίμενα. Ούτε γονέους, ούτε
+στενούς συγγενείς, ούτε φίλους εγκαρδιακούς είχα εκεί. Από μικρός
+ορφάνεψα και από μικρός εξενητεύθηκα με τα καράβια. Πεντέξη μήνες
+πριν μ' εκατάφεραν και αρραβωνιάστηκα με μία φτωχούλα. Δεν την
+εσυλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρραβώνα στο δάχτυλό μου.
+Μα τόρα από τη στιγμή που ευρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη
+έλαμψεν εμπρός μου με τη φτωχή της φορεσιά και το σεμνό της ήθος,
+δακρυσμένη να δέρνεται και να στενάζη απάνω στο εύκαιρο μνήμα
+μου. Δεν ξεύρω γιατί ανάτειλε στον νου μου άξαφνα μια ιδέα πως η
+τύχη εκείνης ήταν να σωθώ εγώ· πως ο θεός ηθέλησε να μη μαραθούν
+παράωρα τα νιάτα της τα δροσερά, να μη δακρύσουν τα μάτια της τα
+ζαφειρένια, να μη μαυρίση η καρδούλα της πριν ανοίξη σαν
+τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνη χήρα πριν νύφη γίνη
+η αρφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ'
+ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε
+χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους
+του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα.
+Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή
+της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν. Δεν
+έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα· Άμα φτάσω, έλεγα, είχα δεν
+είχα παράδες θα την έπαιρνα. Θα εχρέωνα το παλιόσπιτο!
+Ευγνωμοσύνη άμετρη αισθανόμουν για τη σωτηρία μου κ' έλεγα τον
+εαυτό μου χρεοφελέτη και ήθελα να την βαρυπληρώσω. Έστειλα γράμμα
+της θείας της από την Πόλη και της έλεγα να ετοιμασθούν για τον
+γάμο και πλακώνω. Εφανταζόμουν τη χαρά που θα πάρη, πώς θα
+λογαριάζη μία — μία ανυπόμονα τις ημέρες. Το σπιτάκι μου, που
+εσφάλισε αφότου επέθαναν τα γονικά μου κ' εσκούριασαν οι
+κλειδωνιές του κ' εχορτάριασαν οι πόρτες κ' έπνιξε η αγριαγγαθιά
+και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίση έλεγα, εκείνη σαν
+νεράιδα· θα φυτέψη μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή του· θα
+κρεμάση μοσχομύριστ' αφροκύδωνα απάνω από το κρεβάτι και ρόιδα
+πολύκλωνα ψηλά στη σκεπή!
+
+Οι σύντροφοί μου, που γρήγορα εσυνήρθαν με το φαγί και την
+καλοπέραση, άρχισαν τόρα να διηγώνται τον κίνδυνό μας με
+περιφρόνησι και να παιζογελά ένας τον άλλον για τη δειλία του.
+Έπλαθε καθένας ό,τι του εκατέβαινε κ' επαρουσίαζε τον εαυτό του
+για ήρωα. Σ' εμένα μάλιστα που παραδομένος στο νεογέννητο αίσθημά
+μου ήμουν σαν αφαιρεμένος, ερρίχτηκαν όλοι και μ' επείραζαν στα
+γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να
+μη μου φωνάξη γελώντας:
+
+ — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα;
+
+Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον
+έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση
+ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα. Γυρεύουμε τόπο ν'
+αρράξουμε· πού ν' αρράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά —
+μεγάλα ήσαν αρραγμένα εκεί· χωριστά πεντέξη βαπόρια. Από τα
+κατάρτια και τα σχοινιά επίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο
+δάσος χειμώνα καιρό. Ως τόσο ήρθεν ο πιλότος και μας άρραξε σε
+μία άκρη, κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα
+τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να
+τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω
+φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και
+να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας!
+
+ — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο
+καπετάνιος μας. Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! τη θάλασσα δεν
+εφοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου!... Θάλασσα, μωρέ, αν είνε θαν
+το δείξη, αργά — γλήγορα!...
+
+Είδα κ' έπαθα ώστε να τον ησυχάσω. Τέλος επήρε να νυχτώνη και
+κακά σημάδια άρχισε να δείχνη ο καιρός. Ο ήλιος εβασίλεψε
+μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα εσκούραναν και οι
+χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό
+έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη
+κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα
+πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις
+άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια,
+νύχια, δόντια σε κίνησι! Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα·
+παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις
+σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν.
+Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να
+τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα.
+
+Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος,
+επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και
+φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιά — κουβάρια. Εκεί ν'
+ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα
+ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος
+έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.
+Εδώ ετριζοβόλουν οξυές θεόρατες, εκεί εβροντούσαν χιλιόχρονες
+βελανιδιές, δεξιά εχούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά εστέναζαν
+λυγερά κυπαρίσσα! Ένα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία και
+αρραγμένο κατάμπροστα, επετούσε τα σανίδια σαν πούπουλα κ'
+εσκέπασε τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι Σμυρνέικο
+κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μία σφουγγαράδικη μηχανή
+την έγδυσε σαν να την επάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια επήραν τις
+άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ερρίχθηκαν στραβά επάνω στα
+πλεούμενα σαν πληγωμένο λεοντάρι, που με βρυχισμούς ρίχνεται να
+σπάση τη γραμμή των κυνηγών του και κατασυντρίβει ό,τι εύρη στον
+δρόμο του. Εμείς τυχερό και είμαστε στην άκρη κ’ εύκολα αμολώντας
+την άγκυρα εβγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες.
+
+Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το
+κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από
+ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως
+μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο
+στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξεύρω πώς επήγα
+στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο
+τιμόνι να κλαίη και να μύρεται σαν γυναίκα.
+
+ — Τ' έχεις, καπετάνιε, τ' έπαθες; τον ρωτάω.
+
+ — Αχ, μωρέ παιδί! λέγει στενάζοντας· μ' οργίστηκε ο Θεός!... Ο
+κακομοίρης εχάθηκε, φτωχός άνθρωπος!...
+
+Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια. Ο «Σωτήρας» μαδέρια ευρισκόταν απάνω
+στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκκαλο,
+ετουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Και ακόμη κοντά ο καπετάνιος του,
+αναμαλλιασμένος και αγριομάτης εκύταζε τα ναυάγια σαν να εκύταζε
+των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε! Το
+ετίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια ελυπήθηκα κ' εγώ το
+μπάρκο. Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...»
+
+Ο Μπάρμπα — Καληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί
+άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του
+Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας
+και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ'
+αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν
+όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή. Η ζωή των ναυτικών είνε
+ίδια και απαράλλαχτη: Κίνδυνοι στη θάλασσα, παλικαριές και αγάπες
+στη στεριά. Ό,τι τους έκαμεν εντύπωσι ήταν το πάθημα του
+«Σωτήρα». Καθένας είχεν εμπρός του ολοφάνερο το εκδικητικό κύμα,
+που καταπιασμένο ψιλά στα ομιχλωμένα και άξενα μέρη της Μαύρης
+θάλασσας, εκατέβαινεν όλο φουσκώνοντας και όλο βογγώντας ως τα
+ήμερα ακρογιάλια της Ελλάδας για να τιμωρήση την προδοσία.
+Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από
+ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το
+πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που
+τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να
+επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών. Τρόμος και φρίκη τους είχε
+κυριέψει, σαν να την αισθάνονταν έτοιμη να ξεσπάση και εναντίον
+τους, αν ποτέ εφέρνονταν όπως ο καπετάνιος εκείνος. Και όταν
+ακούστηκε η καμπάνα της βάρκας, εσηκώθηκε καθένας κ' επήγε να
+πιάση τη δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα όπως άλλοτε.
+Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήση
+τον γέροντα:
+
+ — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες;
+
+Μα ο υποναύκληρος τόρα με την παλαιά του συνήθεια, εσηκώθηκε
+Ποσειδώνιος και αλύγιστος, τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς
+και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και
+βαρειά και συρμένη εγύρισε και είπε:
+
+ — Μωρέ, άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα
+ναρθήτε να μιλήστε μεταμένα. Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα
+τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα
+σας!...
+
+
+
+ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ
+
+
+
+Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για
+τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν
+στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι
+βρέχει στον Όλυμπο! Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού,
+τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή
+πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του,
+φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι
+κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση;
+Αδύνατον! Κράζει τον γιο του μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και
+λέγει του με σβυσμένη φωνή, με θολωμένα μάτια:
+
+ — Καλέ μου και χρυσέ μου έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το
+σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το
+Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν
+πατέρας και σαν βασιλιάς.
+
+Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά:
+
+ — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ. Δεν θέλω τίποτα·
+δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο
+δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι.
+
+Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει,
+βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει
+και τη γνώσι το βασιλόπουλο. Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά,
+δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώσι
+και πόσι για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα — βόδια ολάκερα· παίρνει
+ψωμιά — φούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιά — βαρέλια
+χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα κατά το νησί.
+
+ — Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι· λέγει αποφασιστικά.
+
+Γοργόνα την λέγουν οι ναύτες αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα.
+Σαλαμάντρα κυματιστή, ολογάλαζη, πέτρινο ξερονήσι ανάμεσα στα
+διάφανα νερά του Λιβόρνου. Εκεί απάνω έμεναν οι αράπηδες,
+τέσσεροι αράπηδες αιμοβόροι και απάνθρωποι, στοιχειά του κόσμου,
+τρόμος των θαλασσινών. Ένας πατέρας ήταν, δύο του παιδιά κ' ένας
+ανεψιός. Σκληρός ο πατέρας, άκαρδα τα παιδιά, ο ανεψιός
+θεριόψυχος. Ούτε νόμο είχαν ούτε θεό. Μόνον μία τράτα
+καλαρματωμένη και γοργοκίνητη. Εκάθονταν εκεί κ' επαραμόνευαν
+νυχτόημερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο ν'
+αρμενίζη κοντά τους, όλοι μέσα στην τράτα και απάνω του. Ποιος
+ημπορούσε να γλυτώση; Ποιος ετολμούσε ν' αντισταθή; Εκούρσευαν το
+πράγμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, εβύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της
+θαλάσσης κακόγνωμες.
+
+Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά
+βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και
+αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το
+άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους
+εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς
+τα κόκκαλα. Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και
+αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι.
+
+Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής
+του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του
+ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο. Οι ευχές του λαού δροσάτο
+γίνονται αέρι και φουσκώνουν το κόκκινο πανί· των θαλασσινών τα
+ευγνώμονα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν εμπρός
+ακόμη το σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων θηρίων τη μονιά· έβγαλεν
+έξω τις προμήθιες όλες. Βγάζει τα κρέατα — βόδια ολάκερα· βγάζει
+τα καρβέλια — φούρνους αδαπάνητους — βγάζει το κρασί — βαρέλια
+χιλιοστέφανα. Βγάζει και τ' απλώνει όλα στην ακρογιαλιά κ' εκείνο
+κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα
+χορτάσουν τ' αχόρταγα στοιχειά με τις ασυνήθιστες προμήθειες;
+
+Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι αράπηδες στην ακρογιαλιά,
+βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν κ' ερωτούν ποιος τάχα
+να τα έστειλε; Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ' όνομά τους, τρέμει
+στον ίσκιο τους. Μα αισθάνονται μεγαλείτερη όρεξι παρά την
+απορία. Κάθονται, τρώγουν και παραχορταίνουν. Βλέπουν και το
+κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερη έχουν δίψα παρά έκπληξι.
+Ρίχνονται και ρουφούν πάσχουν να ξεδιψάσουν.
+
+ — Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα και δεν ξέρουμε το τι μας
+βρίσκει· λέγει μία στιγμή ο ανεψιός φρόνημα στον θείο του.
+
+Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη
+σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο
+παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφα
+— ρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν
+τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια·
+πιάνουν τον χορό. Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον
+άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες!
+
+Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους
+αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει
+καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα
+ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο.
+
+ — Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι.
+
+Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος
+κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και
+πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα
+λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα
+άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του. Εμπρός το άψεγο
+κρύσταλλο του παραθυριού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο·
+πανιά και άρμενο πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργόνεται από
+σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι' αυτόν· οι
+βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέγει, του
+εκράτησε τον ακρυβογιό· έρημος θα μείνη και άβλαστος ο δοξασμένος
+θρόνος του στον αιώνα!
+
+Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει
+μέσα το βασιλόπουλο.
+
+ — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας
+εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι
+τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό·
+παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και
+σαν βασιλιάς.
+
+Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω
+αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι
+κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι.
+
+ — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή.
+
+Και ο λαός συφάμελος ξαρματώνει τους φρουρούς, ανοίγει με τα
+τσεκούρια τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες,
+σχίζει κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα,
+φθάνει αγριόθυμος εμπρός στον βασιλιά.
+
+ — Να σε ρωτήσω πατέρα μου δικαιοκρίτη· του λέγει. Με τι πληρώνει
+εκείνος που πατάει την καραντίνα;
+
+ — Με θάνατο.
+
+ — Υπόγραψε.
+
+Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική
+απόφασι. Τότε του διηγήται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου.
+Κακή χολέρα εθέριζε τα περίχωρα και είχε κάθαρσι η πόλις. Όμως το
+βασιλόπουλο, τυφλό στον θρίαμβό του δεν επρόσμεινε πρώτα να
+καθαρισθή μα ήρθε γραμμή στο παλάτι. Ίσως έφερε την αρρώστια και
+μέσα στα σπίτια του.
+
+ — Ευχαριστώ! λέγει ο βασιλιάς δακρύζοντας. Παιδί μου το
+βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το
+νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο.
+
+Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο
+λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα
+καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις
+αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους. Ο
+γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη
+του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη
+τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα
+μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο
+ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να
+αισθάνεται ακόμη τον πόνο του. Κ' επάνω απ' όλους ολόρθο το
+βασιλόπουλο, ο νικητής και μάρτυρας, δείχνει τον θρίαμβο της
+χαράς και του θανάτου τη λύπη στο αγένειο πρόσωπό του.
+
+Το τρισεύγενο θύμα έχει κακούργους για παντοτεινό θρόνο του. Η
+νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω
+του ακόμη, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω
+από ρουπάκι κατάξερο. Και κάπου — κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού
+ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και
+κράζει βοήθεια το βασιλόπουλο:
+
+ — Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το
+σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το
+Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου· δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν
+πατέρας και σαν βασιλιάς!...
+
+
+
+ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
+
+
+
+ — Να σου ειπώ, καπετάν Σταμάτη· εκείν' η γάμπια δε μου φαίνεται
+γερή.
+
+ — Δίκηο έχεις, καπετάν Βασίλη· και ο τρίγγος θέλει άλλαγμα.
+Μαράζι τώχω να περάσω τον Καβοντόρο και να μην πάθω από μια
+ζημιά. Πότε φλόκο θα μου σχίση, πότε κορζέτο θα μου κόψη σαν
+πράσο· πότε θα μου σηκώση μπαλόνι το φλις. Στο τελευταίο
+καβατζάρισμα μου 'σπασε τον τρίγγο στη βόλτα.
+
+ — Χοντρός κάβος π' ανάθεμά τον!...
+
+Οι δύο μας στο κάσαρο του «Αϊνικόλα» εκουτσοπίναμε χιώτικη
+μαστίχα κ' ερρουφούσαμε το τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το
+φαγί. Τρεις ημέρες τόρα μας έδενεν εκεί, τον «Ταξιάρχη» το μπρίκι
+μου και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κουραστική γαλήνη.
+Αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια,
+τρεχαντήρια, νάβες έστεκαν σκόρπια εμπρός στην Τρωάδα. Κάπου
+τριάντα κομμάτια ολάρμενα. Και καθένα με τον δρόμο του. Μα τι
+δρόμο! ούτε τρίχα, δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Όλα με το
+τσιμπούκι στη δύσι έβλεπαν, λέγεις, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερό
+φάντασμα να προβάλη από τα ουρανοθέμελα.
+
+Κάτω η θάλασσα στρωτή έμοιαζε λαπά χρυσογάλαζον. Εδώ κ' εκεί
+εμολύβιζεν από τον ίσκιο διαβατάρικου σύγνεφου. Αλωνάκια
+κροσσωτά, μακρυλαρίκια κρυσταλλόστρωτα, ριγωτά οργώματα, σχήματα
+λεπιδωτά έδειχναν απάνω — κάτω τον δρόμο των ρευμάτων και των
+ανέμων την άψυχη ορμή. Και παντού ολόγυρα οι αρμενιστάδες πλήθος,
+με το μικροσκοπικό πανάκι και τον μικροσκοπικώτερον κυβερνήτη
+τους, αρμένιζαν και αρμένιζαν της γαλήνης αλάθευτα σημάδια.
+
+Ο ουρανός ψηλά σταχτογάλαζος άχνιζεν από το ηλιοπύρι. Ο
+Τρωαδίτικος κάμπος κυματιστός εχαμηλόγερνεν από της Ίδης τα ριζά
+ως τη θάλασσα. Χωριδάκια δενδροφυτευμένα επρόβαιναν εδώ κ' εκεί
+στα ψηλώματα· εκοκκίνιζαν οργωμένες οι πλαγιές και τα λακκώματα·
+γαλαζοπράσινη ομίχλη καθισμένη πέρα τα λιοστάσια και τις
+πουρναριές εσημάδευε. Η ζωή έπλεκε τον πλοκό της τόρα παντού
+ήμερον και ποθητόν, δίχως σάλαγον πολέμου και αρμάτων
+λαμποκοπήματα. Δίπλα η Τένεδος εφύτρωνεν από το κύμα κατάξερη,
+κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες σαν να
+εζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο· με τα κλήματα πρόθυμα στην ώρα ν'
+αναδώσουν τον ψυχόδροσο χυμό. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του
+Καραμπαμπά εμαύριζεν ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο
+ίσκιος κ' εζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του.
+
+Αν δεν εδούλευε το πανάκι εδούλευαν όμως τα κουπιά. Οι πλέον
+ανυπόμονοι καπετάνιοι έβαλαν τις βάρκες να σύρουν ρυμούλκιο. Οι
+άλλοι έκαναν βίζιτες. Ποιος είχε να χαιρετήση αδερφό, ποιος
+πατέρα, ποιος συγγενείς, φίλους, πατριώτες. Πολλοί να
+ξεκαθαρίσουν παλαιούς λογαριασμούς· άλλοι να τελειώσουν
+συμπεθεριά· άλλοι να μιλήσουν για τα οικογενειακά τους. Τα έχει
+αυτά η θάλασσα. Χωρίζει για χρόνια και σμίγει στη στιγμή. Δεν
+έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και όταν τον εύρης τρέχεις μαζί
+του θέλοντας και μη. Το άτομό σου στην άκρη· δεν έχει θέλησι. Ως
+που να τον εύρης πάλι ναρκωμένον και τότε κάθου και κομπόδενε.
+
+Έκαμα κ' εγώ κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις λειψοδοσίες
+μου. Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω
+έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν
+τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου.
+Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη
+με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη
+χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για
+λογαριασμό του. Είχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, αποθήκες·
+χοντροκαραβοκύρης σωστός.
+
+Πηδάω στη σκάλα, σκαρφαλώνω απάνω. Μπρε καλός τον! μπρε καλός
+των! Ματσ — μουτσ! Μας παίρνουν τα δάκρυα. Από τα δάκρυα επέσαμε
+στο τσιμπούκι και τη μαστίχα ώστε να γίνη το φαγί.
+
+ — Ξέρεις, μου λέγει ο καπετάν Τραγούδας· έχω μέσα και τον ανεψιό
+μου το Μανωλιό, το παιδί της Ζαφειρένιας!...
+
+ — Μπα! πού νε το;
+
+Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά·
+δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα
+μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ'
+εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα
+βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η
+ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα. Ο πατέρας του ήταν
+καλός καραβοκύρης στο νησί μας· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισα του
+εσήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του
+εσήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσα,
+τη γυναίκα του και τον Μανωλιό μικρόν κ' εκόλλησε μαζί της. Ούτε
+γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χόρταση ο ρούφουλας!
+Τον εμάδησε καλά, του έφαγε και το καράβι κ' έπειτα μια κλωτσιά
+κ' έξω ο καπετάν Μαθιός. Έξω φτωχός και σακατεμένος. Γυρίζει στο
+νησί, βρίσκει το σπίτι πουλημένο, τις κόρες του ξενοδουλεύτρες,
+τον Μανωλιό ναυτόπουλο. Ηθέλησε να πιάση δουλειά, να πληρώση τις
+ανοησίες του, το κακό που έκαμε στη φαμελιά του· μα ήταν αργά.
+Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε
+φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν
+ως που έκλεισε τα μάτια.
+
+Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος
+στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν,
+ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του. Έτσι
+εκατάφερε να παντρέψη ως τόρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψη
+με τα καλήτερα σπίτια.
+
+ — Ε, του λέγω Μανωλιό, μόλις τον είδα. Τόρα που έβγαλες αποπάνω
+σου το βάρος να κυτάξουμε να παντρεφτής κ' εσύ.
+
+ — Εγώ; λέγει μ' ένα πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα
+τέσσερες γυναίκες.
+
+ — Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του θεού τις
+ξέκαμες. Μένει ακόμα η Ρούσα· μα κ' εκείνη, καθώς άκουσα, την
+έχεις αρραβωνιασμένη. Θα μάσης κ' εκείνης τα λίγα — πολλά της· κ'
+έπειτα να σκεφθής για λόγου σου.
+
+ — Τα μάζεψα κ' εκείνης· τα μάζεψα και τα 'δωκα. Προψές στην Πόλη
+έλαβα γράμμα και μου 'λεγε πως έκαμαν το γάμο στις δεκαπέντε του
+Μαρτίου. Ήπιαν λέγει και στις χαρές μου. Τις δικές μου χαρές!...
+
+Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που
+ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα
+χέρια.
+
+ — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου.
+
+ — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο.
+
+ — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν
+Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού;
+Απάνω ή κάτω;
+
+Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα.
+
+ — Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή.
+
+Δεν υποψιάστηκα τίποτα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μου
+εκέντησε φοβερά την όρεξι κ' εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα
+του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν
+ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις;
+Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό. Ζωή του είνε η
+τρικυμία, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη. Μην τον αφίνεις να
+συλλογίζεται τον εαυτό του γιατί τον έχασες. Τους έβλεπα όλους
+τόρα νευρικούς, ανήσυχους, με κατεβασμένα μούτρα να τριγυρίζουν
+το μαγεριό. Ήθελαν να εύρουν δουλειά με το φαγί. Μερικοί
+καθισμένοι στην κουπαστή έπαιζαν πέρα — δώθε τα γυμνά ποδάρια
+τους με τόση δύναμι, λέγεις και ήθελαν να τα ξεκλειδώσουν. Άλλοι
+αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος
+τους. Δύο — τρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ'
+εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας
+ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την
+ξετινάξη. Ο υποναύκληρος με άλλους δύο, εμπάλωναν στην πλώρη ένα
+πανί· και οι λοιποί ορθοστεκάμενοι με τα χέρια σταυρωμένα, την
+πίπα στο στόμα εσήκωναν τα μάτια στα πανιά με απελπιστικήν
+αγωνία. Τι τα εκύταζαν; Ψώφια έστεκαν στη θέσι τους, αφούσκωτα,
+νυσταγμένα και τους ίσκιους έρριχναν συγχισμένους με τους ίσκιους
+των καταρτιών, των μακαράδων, των σχοινιών, έναν απάνω στον άλλον
+ως κάτω στο πενταπάστρικο κατάστρωμα.
+
+Για μένα, για την πείνα μου ηύρεμα ήταν η κουβέντα του Μανωλιού
+κ' εξακολουθούσα να τον πειράζω αλύπητα.
+
+ — Έχει γρόσα;
+
+ — Ου! άμετρα.
+
+ — Έχει γλώσσα;
+
+ — Κατά τον καιρό. Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να
+την ακούς.
+
+Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα.
+
+ — Ξέρει τραγούδια;
+
+ — Θάλασσα.
+
+ — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή;
+
+ — Γαλανή.
+
+Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό
+κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με
+τόσον πόθο την αγαπητική του. Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά το — ναι το
+νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μας — έκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες
+κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο
+αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε
+αρραβώνα αιώνιον.
+
+ — Μπρε!
+
+Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα. Αλλ' εκείνος
+ερρουφούσε μακάριος το τσιμπούκι με τον κεχριμπαρένιο λουλά, με
+τη φέσα ορθή στο κεφάλι, με την βράκα χυμένη λόξες περίγυρα στο
+κεντητό πεύκι, λέγεις και αναπαυόταν απάνω στα πλούτη του. Δεν
+έδινε πεντάρα για τις κουβέντες των φτωχών και των δυστυχισμένων
+αυτός. Ήθελε να είνε σκληρός και άπονος. Μόνον το εγώ του
+εγνώριζε. Όταν έμαθε την κακομυαλιά του γαμπρού του, τη δυστυχία
+της αδερφής του, των ανεψιών του τη δύσκολη ζωή δεν άπλωσε χέρι
+να τους βοηθήση. Επήγαν πολλοί να του παραστήσουν την ανάγκη
+τους, να του ζητήσουν συντρομή. Αλλ' εκείνος τον κουφό.
+
+ — Καθένας, έλεγε, κάνει την τύχη μοναχός του. Αλοί σ' εκείνον
+που περιμένει από ξένο χέρι! Αλοί στον κούκκο που γεννά σε ξένη
+φωλιά! Εγώ ναι εγώ — και δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκος
+— μόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την
+έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν
+να τους δώσω τίποτα!
+
+Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο
+Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν
+αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή. Και τότε όχι σαν
+συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και
+τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και
+κάτι λιγότερο από τους άλλους.
+
+ — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί
+τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του
+πατέρα του.
+
+Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό.
+
+ — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές;
+
+ — Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου
+ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί
+στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν
+σαν πατέρα μου· νέτα — σκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω
+γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου
+χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και
+να δουλέψω. Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη
+ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου.
+Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ
+εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ'
+εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα.
+Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα
+λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’
+άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το
+τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της
+Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου. Θέλεις ήταν ανέλπιστη
+χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και
+κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω
+αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για
+ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω
+πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου. Έσωσα πες
+το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ'
+εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς
+του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόρα — ώρα
+μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το
+γρηγορώτερο.
+
+Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού
+πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι. Κ' έλεγε τα
+λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που
+επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά
+τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά
+μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του
+έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ'
+έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω. Τίποτε απάνω του
+δεν έδειχνε την απελπισία, πιστόν καθρέφτη βασανισμένης ψυχής.
+Όλα του ήρεμα σαν τη θάλασσα που μας εκρυφάκουε. Μόνον τα χείλη
+του μια — δυο φορές εσπαρτάρισαν άξαφνα, λέγεις και φλόγα ο λόγος
+έβγαινεν από τα φυλλοκάρδιά του.
+
+Ετόλμησα τέλος κάτι να του ειπώ, να του αλλάξω τον νου.
+
+ — Μα παιδί μου!...
+
+Αλλά μόλις άρχισα και βλέπω τον καπετάν Τραγούδα να πηδάη
+ξαφνισμένος απάνω.
+
+ — Στα πόστα σας! προστάζει με άγρια φωνή. Βάλε το τιμόνι στη
+μπάντα! — Άλα, μόλα γάμπια!... Μπούκα τουρκέτο!...
+
+Τρέχουν οι ναύτες θεότρελοι απάνω — κάτω· χαρά λάμπει στα μάτια
+τους! αστραπή τα χέρια εκτελούν τα προστάγματα. Άλλοι στα
+μπράτσα, άλλοι στις σκότες, άλλοι στα στράλια. Το βάρυπνο ξύλο
+εξύπνησεν ευθύς ψυχωμένη και αράθυμη Γοργόνα.
+
+ — Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου
+και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν
+ξανανταμωθούμε με το καλό.
+
+Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και
+ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες
+ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά
+σε όλο το πέλαγο. Άλλα έρριξε στην άμμο της Τρωάδας, άλλα έχωσε
+στο λιμάνι της Τένεδος, άλλα εδιπλάρωσε στο Σίγκρι· άλλα εξώρισε
+κάτω για το κανάλι της Μάλτας. Άλλο δρόμο είχαν αλλού τα έστειλε.
+Έγινε, λέγεις η θυσία της Πολυξένης και ο ήρωας άφινε τα πλοία
+στη διάκρισι της Αθηνάς, να τιμωρήση κ' εκείνη τον ιερόσυλον
+Αίαντα.
+
+Πηδάω στη βάρκα και τρέχω στο μπρίκι. Ο γραμματικός μου
+εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα
+στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή
+μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες
+έρριχναν στη θάλασσα, φωνές — κακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το
+πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος,
+κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν
+φτερωτές.
+
+Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω.
+
+ — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε;
+
+ — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!...
+θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας.
+
+Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο
+παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο,
+έπεσε — πάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον
+ηύραν. Το κύμα ζηλιάρικο τον εσφιχτόδεσε στην αγκαλιά του, για
+πάντα τον εκράτησε. Τάχα έκαμε την υπόσχεσί του; Ποιος ξεύρει.
+
+Ο βιοπαλαιστής όμως αναπαύθηκε.
+
+
+
+Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
+
+
+
+Είμαστε άντρες εμείς· ό,τι και να ειπής, είμαστε άντρες! είπεν ο
+υποναύκληρος, με τρανήν επισημότητα καθησμένος ανάμεσα στο
+πλήρωμα. Έλληνας! σου λέγει ο άλλος· δεν είνε παίξε — γέλασε.
+Έχουμε τα κακά μας — δεν λέγω τ' όχι· επήραμε δρόμο στραβό σαν το
+κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και για πέταμα. Και να
+είμαστε για πέταμα δεν θα χαθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα
+ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε όπως και
+πρώτα. Το σιδερόξυλο — σιδερόξυλο είνε όσο και αν το
+κουτσουρέψης· όσο και αν του μαδήσης την κορφή, αν του ζεματίσης
+τα φύλλα, αν του πριονίσης τα κλαδιά. Ο λέοντας — λέοντας λέγεται
+όσο και αν του ψαλλιδίσης τη χαίτη, αν του κόψης την ουρά, αν του
+βγάλης τα νύχια, αν του ξεριζώσης τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά
+του να σε ρίξη στα Τάρταρα. Το έχει το σκαρί μας ναι· το θέλει η
+φύσις μας να είμαστε πάντα μεγάλοι. Όπου και αν γυρίσης σε
+στεριές και θάλασσες, σε νότον και βοριά, σε ανατολή και δύσι θα
+το ιδής γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι αλλά με
+το ίδιο χέρι, το αόρατο και παντοδύναμο του Δημιουργού. Είμαστε
+άντρες σου λέγω!
+
+Να, κύταξ' εκεί· εκεί κάτω στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος·
+ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος και αΐδιος — ο ήλιος του
+Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή·
+εθνική χαραυγή, πόθος και καϋμός αιώνων όλων — όχι κουραφέξαλα.
+
+Κύταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος,
+στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι —
+πένθος άλυτον. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και
+χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει,
+την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα
+και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο.
+
+Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός
+διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί
+έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής. Έχεις πονόματον;
+άλειψε τα ματόφυλλά σου ν' αγναντέψης κόσμους. Είσαι κουφός; θ'
+ακούσης αρμονίες· βερέμης είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπίθρα του
+Σιλωάμ εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπίθρα σωματική, κολυμπίθρα
+ψυχική, εθνική πρώτ' απ' όλα. Είνε η Αγιατράπεζα, η Τράπεζα της
+Άγιας Σοφίας, το προσκυνητάρι του Γένους μας.
+
+*
+
+Την άπαρτη Πόλη μας καταχτητού ποδάρι την επάτησε· — ποδάρι
+Βενετσάνου. Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε
+στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του
+προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα
+της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή
+την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης,
+φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του
+έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίση πάλι μιαν
+ημέρα θεριεμένος εκδικητής· Και ο καταχτητής, Φράγκοι και
+Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι που
+τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά λούλουδα, χύνονται
+απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι. Με τον σταυρό
+τους συντρίβουν τον σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη
+θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησιές, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα,
+μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και
+σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πατούν αρχόντων μέγαρα,
+ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους,
+ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά. Στενάζει η Βασιλεύουσα· μυρολογά η
+Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων δεν λησμονεί την τέχνη
+των πατέρων του. Κουρσεύει τα βαρειά μας κειμήλια, και θέλει με
+ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίση τη λιμνογέννητη πατρίδα
+του.
+
+Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον
+αδαπάνητο, τη δόξα μας την αβασίλευτη, τη λάμψι, τη σοφία, τα
+ιερά μας. Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει
+σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του
+Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον
+ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα
+της· — ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας. Παίρνει την
+κολυμπίθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι
+γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις
+χρυσόπορτες του Ναού μας στολίζει τον Άγιον Πέτρο της· στήνει
+στους πύργους της το Ρωλόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που
+χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννησι· στήνει στις
+πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική
+παράστασις.
+
+Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη
+δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε στη Δύσι την τρισβάρβαρη, να
+ημερώσουν κ' εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κ' εκείνης τα
+χώματα.
+
+Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την
+έστησεν ο Ιουστινιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη
+χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ'
+εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου, δεν πάει να
+κλεισθή σκλάβα στα επίβουλα τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια
+του Ινοκεντίου. Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνη στους τόπους της
+τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της. Άνοιξεν η καρίνα στα
+δυο κ' εγλύστρισεν η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Ο
+βούλκος έφυγεν από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και
+ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού
+το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της
+προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του
+μονάκρυβου παιδιού της.
+
+*
+
+Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό
+τρισάγιο. Μύρον ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο
+της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό,
+εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη
+η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγη από μέσα εκεί και η δική
+μας απολύτρωσις. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλη. Ναι,
+εκεί θ' ανατείλη. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να
+πιάση τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάση τη στεριά. Και τότε
+σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότον και βοριά, από
+ανατολή και δύσι, ζείδωρος ήλιος θα πυρώση τους δούλους, καμπάνα
+θα σημάνη σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη
+χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία. Και τότε πάλιν η
+Χρυσόπορτα θα στολίση ελλήνων βασιλέων θριάμβους και τρόπαια.
+
+Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες,
+τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντίνου και την
+κολυμπίθρα του πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Ναού μας, το
+Ρωλόγι των Μάγων, τ' άλογα τ' αράθυμα. Και θα μείνη πάλι φτωχή
+και ταπεινή ψαρούδισα η Βενετιά και η Πόλη μας θα γίνη αιώνων
+καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως πριν την μαράνη του
+Βενετσάνου το προδοτικό αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του
+Τούρκου.
+
+Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε πάλι. Είμαστε
+άντρες εμείς· είμαστ' Έλληνες!...»
+
+Και ορθός τόρα έρριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές,
+σαν προφήτης του Ισραήλ υμνώντας την γη της Επαγγελίας ο
+υποναύκληρος. Και δεν ήταν όχι ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο
+Ελληνισμός ολόκορμος, με την ακλόνητη πίστι των παραδόσεων και
+των θρύλων του.
+
+
+
+ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ
+
+
+
+Ποτέ δεν την εζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου!
+Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους
+θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι·
+ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο
+εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι
+πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού
+και καμάρι της θάλασσας. Κάτι επίβουλο και κάτι βδελυρό, του
+Σατανά χειροτέχνημα εφάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε
+χρόνο, την εβδομάδα του Θωμά το νησί μας εβούρκωνε από το δειλό
+καρδιοχτύπι μανάδων και στεφανωτικών, αντήχαε από το επικούρειο
+γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα εμπρός μου παρά Λάμια τη
+Μπαρμπαριά, να στρώνη τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να
+πλαγιάση αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν
+πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την
+επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι
+εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι
+απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο.
+
+Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ. Οι
+συνομήλικοί μου επήγαν όλοι κ' επήραν προκαταβολή από τον γέρο
+Μορφονιό τον μεγαλέμπορο. Επήραν τα λεφτά και με ρητή συμφωνία να
+τους κατεβάση με τα παιγνίδια στο καράβι όταν θα έφευγαν. Μ'
+εμέθυσεν η κακή παρακίνησι κ' επήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου
+εμέτρησε δύο «άγκουρες» κ' έναν «παπού»· μου έδωκε ακόμη και «νι
+φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν εικοσιπέντε
+δραχμές. Δεν επήγα όμως να τα ξοδέψω στην ταβέρνα.
+
+ — Να μάνα, της λέγω· σου φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με
+τους σφουγγαράδες.
+
+ — Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέγει εκείνη αποσβολωμένη. Δεν
+πας καλήτερα να πέσης στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώσης πίσω τα
+λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκεν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου,
+σφουγγαράς να μη γένη κανείς από τη γενιά του.
+
+ — Ευκή και κατάρα!
+
+ — Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα.
+
+ — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε
+όλον τον καιρό; Τι θα φάμε;
+
+ — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας
+σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς!
+
+Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως
+ήμουν και τόσον υπάκουος. Αλλά η φυσική αντιπάθεια που έτρεφα
+στην τέχνη εξύπνησε πάλι μέσα μου μεγαλοδύναμη με τον πρώτο λόγο
+της γριάς μου. Δεν ημπορούσα όμως και να εξηγήσω τη σύμπτωσι που
+έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου. Τι
+διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου. Εγώ εγνώριζα
+πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και
+συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου
+ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο
+αδερφός του.
+
+ — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι,
+θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας
+μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του;
+
+ — Να σου ειπώ, απάντησεν η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και
+τήραξε να το φυλάξης κληρονομιά πολύτιμη στον νου σου. Εγώ δεν θα
+είμαι πάντα δίπλα σου όπως σήμερα να σ' εμποδίζω. Μα τη χειρότερη
+δυστυχία να βρης σφουγγαράς να μη γένης. Εσύ δεν τους επρόφτασες
+τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας δυο στοιχεία, και δυο λαχτάρες της
+θάλασσας. Και όμως ο μικρότερος από αυτούς, ο Πέτρος Ραφαλιάς
+ήταν πατέρας σου· και ο μεγαλείτερος ο Νικολός, ήταν
+αρραβωνιαστικός μου. Θα ειπής πώς γίνεται; Να που έγινε. Οι δύο
+μαζί μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, άτρομοι, ελέγονταν οι καλήτεροι
+βουτυχτάδες του νησιού μας. Καθένας έμπορος διπλή — τριπλή τους
+έδινε την προκαταβολή για να τους πάρη στη δούλεψή του. Αυτοί
+όμως είχαν πάντα τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη
+τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου εμπήκε σε
+μια Αιγινήτικη μηχανή. Ο αρραβωνιαστικός μου έμεινε με τον
+Καλέμη. Μόλις επήρε την προκαταβολή έτρεξε κοντά μου.
+
+ — Πάρτα, Χρυσούλα, μου λέγει και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω
+να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι. Αν με κρατήση άντρα
+της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρής με άλλον
+τυχερώτερον και καλήτερό μου.
+
+Είδες τι γίνεται όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα. Έτσι και
+καλήτερα εγινόταν στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι
+να τους κατευοδώση. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια
+επλάνταζαν τον άστατον αέρα περίγυρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο.
+Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται
+χαιράμενη ενώ λυώνει από το φαρμάκι της. Πού να τολμήσης να
+κλάψης!
+
+Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκα —
+είκοσι πλεούμενα, παντοπωλεία τα ντεπόζιτα. Έφτασαν κ' έρριξαν
+κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα. Η
+έρμη θάλασσα της Αφρικής αντήχησε πάλιν από γέλοια και τραγούδια·
+οι κόρφοι της θερμοί ανοίχτηκαν ν' αγκαλιάσουν πάλι τη λεβεντιά
+της Ύδρας, της Αίγινας, του Πόρου και της Κάλυμνος. Πάσα ημέρα με
+την κονταυγή τα πανάκια κρίνα εφύτρωναν στη γαλανή απλωσιά
+τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στο πέλαγο και άρχιζε το κινδυνεμένο
+έργο του σφουγγαρά. Ένας ανέβαινεν, άλλος εκατέβαινε. Εκατέβαινε
+φτωχός και ανέβαινε πλούσιος. Ο πατέρας σου όμως το ίδιο. Ήταν ο
+ατυχώτερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε νομίζεις
+το σφουγγάρι από τα μάτια του. Εκαθόταν ώρες, έφερνε γύρα παντού,
+εψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με
+όλη του όμως την επιμονή δεν εκατόρθωνε να ρίξη στο δίχτυ παρά
+καμμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο. Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα
+μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι:
+
+ — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα
+έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το
+παληκάρι της φακής!
+
+Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι
+μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα. Όταν θέλουν να ναυτολογήσουν
+τάζουν λαγούς με πετραχήλια· γλυκομιλούν, περιποιούνται, δίνουν
+παράδες, κεράσματα· Όσο να τους ξεγελάσουν. Μια και τους έβαλαν
+στο καΐκι αλλάζουν αμέσως πρόσωπο και κουβέντα. Είνε αφέντες κι'
+είσαι δούλος τους. Ο Πέτρος Πίπιζας όμως, ο μηχανικός του πατέρα
+σου είχε και δίκηο περισσότερο. Δυο του βουτηχτάδες είχαν πάθει
+στο βούτημα. Τρεις λαμνοκώποι ήσαν άχρηστοι πλέον από τις πληγές
+των αράπηδων. Η φύσις είτε η τύχη, λέγεις για ισοζύγισμα έφερεν
+έτσι τα πράγματα ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας
+εκεί, να κατεβαίνουν και οι αράπηδες από τα χειμαδιά τους. Η
+θάλασσα γεμίζει άρμενα · γεμίζει και η στεριά κουδούνια,
+γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ·
+τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι. Ο πατριάρχης τους ασπροφλόκατος,
+αρματοζωσμένος, με το καριοφύλλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο
+χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφίνει να γεμίση
+νεροβάρελο αν δεν πληρωθή πρώτα.
+
+ — Μπισμάτ!.. μπισμάτ!.. φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με
+λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας.
+
+Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω! Πολλές φορές
+άνοιξε πόλεμος για τη στάλα κ' έρχονται οι καπετάνοι με τις
+βάρκες να κυριέψουν την πηγή και τρέχουν από τη στεριά οι
+ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα
+σκουροντούφεκα για να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα. Όχι μια όχι
+δυο μα δεκαείκοσι φορές τον χρόνο, βλέπεις το αγνό νερό να
+στολίζεται με το αίμα των παιδιών μας και την πύρινη αμμουδιά να
+δαγκώνεται από τα κεφάλια των αράπηδων και το ακρογιάλι
+αναστατωμένο από πατήματα και άρματα σπασμένα και νεκρά κορμιά,
+σαν να επάλαιψαν γίγαντες εκεί. Έτσι έγινε και φέτος και πολλοί
+καπετάνοι έκλαιαν τους ναύτες τους. Τους ναύτες όχι· μήπως
+εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους
+αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους
+έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου
+δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους
+αρκετούς να κάμη τη δουλειά του. Πού να τους εύρη εκεί κάτω;
+Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους
+νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ'
+έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές:
+
+ — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . .
+
+Μέσα το θεό σου κεραταΐμ — κερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να
+τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες!
+
+Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε
+κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο.
+Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του
+τέτοια γλώσσα.
+
+ — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που
+έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην
+πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα;
+
+ — Τι να σου ειπώ, του απάντησε πικραμένος εκείνος· δεν μπορείς
+να φαντασθής το κακό μου. Διάργυρος γίνεται το σφουγγάρι μπροστά
+μου. Άσε τα λόγια του μηχανικού άσε και τη ζημία. Μα τώχω για
+προσβολή. Ακούς ο Γρίτης ψεσινό παιδί και να βγαίνη με το δίχτυ
+γεμάτο πάσα φορά. Και τι; όλο μελάτι. Κ' εγώ που γέρασα στην
+τέχνη να μη μπορώ να πιάσω εκατό δράμια! Μα το σταυρό· θα κατεβώ
+καμμιά ώρα κ' εκεί θα μείνω από το κακό μου!
+
+ — Σώπα, καϋμένε· του είπεν ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είνε το
+σφουγγάρι· θέλει τύχη.
+
+ — Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνου —
+κάτου και δεν βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα,
+και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος
+μου τ' αρπάζει.
+
+ — Τ' αρπάζει άλλος!
+
+ — Ναι· ώστε να σκύψω άλλος φανερώνεται, λες και τον ξερνά το
+κύμα και το παίρνει από τα χέρια μου.
+
+ — Και τον αφίνεις;
+
+ — Τον αφίνω. Μα τι να κάμω; Αφού το χουφτώνει πρώτος!
+
+ — Ωχ αδερφέ! δε μου λες έτσι παρακάθεσαι και μου κλαις την τύχη
+σου!... Τι σου φταί' η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσης;
+
+ — Μα τι, καυγά να πιάσω;
+
+ — Καυγά βέβαια! Ναρθή άλλος να πάρη το δικό μου το ηύραμε και δε
+θα πιάσω καυγά! Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί
+κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι;
+
+ — Μα πώς θα μαλώσης· επίμενε δειλά ο πατέρας σου· η θάλασσα είνε
+για όλους.
+
+ — Δεν ξέρω 'γω για όλους για ξόλους· Είμ' εγώ εδώ· είνε δικό μου
+το λειβάδι. Άμα φύγω, ας έρθη άλλος να κάμη ό,τι θέλει.
+
+ — Μα πώς;
+
+ — Πάψε πια! τον έκοψεν ανυπόμονος ο Νικολός· δεν έχεις δίκηο·
+δεν σου φταίει η τύχη, μόνος σου φταις. Θα πάρης στο λαιμό σου
+τον κακομοίρη τον Πίπιζα!...
+
+Έφυγε ξαναμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη τη νύχτα δεν
+ημπόρεσε να κλείση μάτι. Τα λόγια του αδερφού ηύραν χωράφι γόνιμο
+την αράθυμη ψυχή του κ' εβλάστησαν κλαδιά και παρακλάδια επίφοβα.
+Δεν έβλεπε την ώρα να βάλη σε πράξι τις συμβουλές του. Μέσα στον
+ανήσυχον ύπνο του είδε πολλές φορές πως ήταν κάτω στον βυθό κ'
+επάλαιβε κ' εκονταροχτυπιόταν για ένα ψύχαλο σφουγγαριού.
+Ετσάκιζε πλευρά, κεφάλια έσπανε, ζεστά και αχνισμένα σωθικά
+εξέσχιζε λουρίδες με τα δόντια του· αίμα έπινε κ' εμάσα σηκότια
+ανθρώπινα σαν δράκος. Και όλα για το τιποτένιο ψύχουλο. Το
+άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και
+το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του
+κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν'
+αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη
+του παρά χολή το βρισίδι:
+
+ — Κεραταΐμ — κερατά!
+
+Κ' εκείνος απελπισμένος ερριχνόταν πάλι στον βυθό και άρχιζε νέο
+ψαχούλεμα, έπιανε αγώνα νέον, έβλεπε πάλιν αίματα και κρεάτων
+ξεσκλήδια και πτώματα γύρω του.
+
+Τέλος έφεξεν η αυγή και τα επρύμισε πάλι για το πέλαγο, η μηχανή
+του Πίπιζα. Ο Γρίτης από τα χθες είχεν ιδεί μια θέσι γεμάτη από
+μελάτι· καθαρό μελάτι· λειβάδι ατρύγητο. Το είπε κρυφά του
+μηχανικού κ' εκείνος εδιάταξε να τραβήξουν ανοιχτά, για να
+πλανέψουν τις άλλες που ερχόνταν κατόπιν τους. Ανοίχθηκαν κάπου
+εξήντα μίλια. Οι άλλοι που τους έβλεπαν άρχισαν να υποψιάζονται.
+Μωρέ κάτι σχοινί θα μας πλέξη το Αιγινήτικο κουρούπι· έλεγαν. Ως
+τόσο έρριξαν μια με την άλλη τους βουτηχτάδες τους οι μηχανές και
+άρχισε στα γεμάτα το ψάρεμα. Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός κ'
+ευρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του.
+
+ — Έλα Ραφαλιά, ετοιμάσου· λέγει του πατέρα σου στα σοβαρά. Σε
+φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλης και τόρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα
+κάμης να ταχτής καλόγηρος. Μη ντροπιάζεις άδικα τ' όνομά σου.
+
+Εκείνη την ώρα επέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με τον δικό
+μου. Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ'
+εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την
+περικεφαλαία.
+
+ — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου.
+Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί
+στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!...
+
+Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε
+απόφασι. Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά!
+Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα
+στους σφουγγαράδες!
+
+Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν
+λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και
+ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν
+όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός. Για τούτο μεταλαβαίνουν
+πριν φύγουν από το νησί· για τούτο οι καπετάνοι παίρνουν σάββανα,
+κεριά και λιβάνι μαζί με τη γαλέτα και τ' άλλα χρειαζούμενα. Τον
+ανθρώπινο φόρο θα τον πληρώσουν κάθε χρόνο στη θάλασσα όπως
+πληρώνουν στη Βεγγάζη τα ναυτιλιακά τους έγγραφα. Λίρες εδώ· εκεί
+ανθρώπους. Θέλει και το δικό του νόμισμα κάθε αρχή. Τέλος τον
+έντυσαν το λάστιχο, εφόρεσαν την ατσαλένια περικεφαλαία, του
+έζωσαν τη ζώνη με τα γατζούδια στη μέση, του εκρέμασαν τα μολύβια
+στην τραχηλιά, λαστιχένια βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια
+μολυβοπάτωτα στα πόδια. Μόλις εκατόρθωνε να κινηθή από το βάρος.
+Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος
+Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο
+των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια.
+Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε
+μολύβι στον πάτο. Και αμέσως φούσκες πρασινόγλαυκες επήδησαν
+απάνω, μια κατόπιν της άλλης γοργότατα, λέγεις και νύφη κάτω
+έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί εψήλωσε σαν κυπαρίσσι
+λυγερό, συμμαζωχτό, με συντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα
+ως την κορφή κεφαλόβρυσου πήδακας. Μα ο πατέρας σου αδιάφορος,
+εστάθηκε στον πάτο σαν να εμπήκε σπίτι του. Εγύρισε τα μάτια
+ζερβόδεξα και εναγάλλιασε. Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει
+πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη
+του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα
+και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν
+μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα. Ολόγυρα το νερό πηχτό,
+σταχτοπράσινο σαν θαμπό κρύσταλλο τον εψηλαφούσε από παντού, τον
+έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε τον
+χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του.
+Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, εδιάβαιναν ολόγυρά του
+με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι
+τα δόντια στις δυνατές σαγωνίτσες τους, αεικίνητο τιμόνι την
+ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του τυφλά, επροσόχθιζαν
+σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του· άλλα εδιάβαιναν
+σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του.
+
+Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός άνοιγε πλατύς και μαλθακός στο βλέμμα
+του. Εδώ ακαλύφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά σαν
+ολόκλειστα άνθη πορτοκαλιάς· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν
+αρχαία κύπελα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα και άλλες έφευγαν
+ανεξάρτητες ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τα
+γεννητικά τους μόρια. Παρέκει τερηδώνες σαν κοκκινόμαυροι
+σκώληκες, ντυμένοι στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες
+να κολλήσουν στο πλεούμενο και να κάμουν κόσκινο το ξύλο του.
+Αλλού της Αφροδίτης ο Κεστός μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος
+άπλωνε τις απαλές κορδέλες του σαν να εζητούσε κάτω εκεί το
+αιθέριο κορμί της θεάς του. Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα
+μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια
+σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κ' αισθαντικά στο παραμικρό άγγιγμα
+έκαναν το μέρος κήπον ονειροφάνταστον. Και κόσμος μυστικός,
+κρυφός στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος
+και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνω — κάτω μέγας
+και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος ταπεινός, φοβιτσάρης,
+πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις. Κάπου
+εδώ άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κ’ έτρεχε να συλλάβη τη
+σουπιά ο αστακός πνιγμένος μέσα στο μελάνι της. Κάπου εκεί
+φιλόστοργη καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελομένη
+για να προφυλάξη τ' αυγά της. Παραπέρα η φώκια έρριχνε το βρωμερό
+αέρι του πισινού της δόλωμα για να σκάση το χταπόδι στο θαλάμι
+του· μα έξαφνα της άρπαζεν ο φοβερός αποκλαμός το μουσούδι κ'
+έσκαε θύμα της επιβουλής και της λαιμαργίας της. Και πέρα — δώθε
+βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια,
+με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως
+αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου.
+Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα
+στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας;
+
+Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει οργυιές δυο μακριά
+του ένα βράχο ψηλόν, απόκρημνον με δύο δεντράκια μονόκλαδα στην
+κορφή. Εφάνταζε μέσα στο νερό σαν γίγαντας με ανοιχτά χέρια. Και
+κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμουδιά είδε μία τούφα
+μελάτι διαλεχτό. Εμαύριζε πέρα σαν κατακαίνουργος κατηφές. Δεν
+χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξη. Δεν ήθελε παρά δυο
+δρασκελιές ακόμη. Άξαφνο όμως από την κόχη του βράχου επρόβαλεν
+άλλος βουτηχτής. Έτρεχε κ' εκείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο
+ένας δρασκελιά ο άλλος έσμιξαν και οι δυο. Ο πατέρας σου όμως
+επρόφτασε κ' έβαλε το πόδι απάνω του.
+
+ — Τι θες εδώ; ρωτάει τον άλλον με νοήματα· είνε δικό μου· εγώ το
+πρωτόειδα.
+
+ — Μπα· κάνει ο άλλος· είνε δικό μου· τα φύλαγα από προχτές. Κάμε
+πέρα.
+
+ — Δεν με κουνάς αποδώ ούτε με φουρνέλο. Τράβα δρόμο σου.
+
+Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του
+Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το
+παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το
+μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη
+δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει
+στο στομάχι. Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του
+από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και
+χύνεται ξιφιός απάνω του.
+
+ — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά!
+
+ — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε.
+
+Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει
+σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα. Η θάλασσα επάνω
+άρχισε να σιγοτρέμη και να κυματίζη σκοτεινογάλαζη τόρα, κάπου με
+αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Ούτε βουτηχτής ούτε ο
+ανασασμός του εξεχώριζε πουθενά. Ένα ήταν το κύμα και μια η άρμη
+του. Σείσμα και τάραχον έβγαζε το μεγαθήριο, λέγεις κ' ήθελε να
+κρύψη επίβουλα το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του. Το
+σκαφίδι ελαφρό με την αντένα ορθόγυρτη στο κατάρτι εσάλευε
+ζερβόδεξα κ' εκοντυλόγραφεν αόριστα ξώρκια ψηλά στο άπειρο. Και
+οι επιβάτες όλοι ο κολαουζέρης με το σχοινάκι του βουτηχτή στα
+δάχτυλα, ο μαρκουτσέρης στο μαρκούτσι, οι ροδάδες από δυο στη
+μηχανή, οι λαμνοκώποι στα κουπιά γυμνοτράχηλοι, δύο βουτηχτάδες
+ξαπλωμένοι καταηλιακού με χαλκοπράσινη όψι και μάτια βουρκωμένα,
+ακολουθούσαν του ξύλου το κύλημα μοιρολάτρες αδιάφοροι. Και στην
+πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο
+εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο
+τραπέζι κάποιας ταβέρνας.
+
+Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν
+εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι
+δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα. Και άλλα όμως πεντέξη εψάρευαν
+ολόγυρα κ' εκουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, εμετρούσαν οι
+καπετάνοι τις ζημίες τους, έκριναν τον καιρό, ελογάριαζαν τους
+μήνες, έλεγαν για την εσοδεία της χρονιάς, για την ποιότητα του
+σφουγγαριού και για την τιμή που θα πωληθή στην αγορά της Αγγλίας
+και της Αμερικής.
+
+ — Τι τα θες; μ' έφαγαν τα πλάτικα εφέτος· είπεν απαρηγόρητα
+στενάζοντας ο Πίπιζας. Κοντεύει να μας πάρη ο Σεπτέμβρης κ' εγώ
+δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο τεπόζιτο.
+
+ — Μα κ' εγώ έχω κάτι χαραμήδες! είπεν ο Καλέμης· άλλη χρονιά δεν
+μου έτυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκα — δώδεκα
+οργυιές δεν βουτούν παρακάτω.
+
+ — Στις τριάντα βρίσκεται, καπετάνιε· είπεν ο μαρκουτσέρης εκείνη
+τη στιγμή, βλέποντας καλά το μανόμετρο.
+
+Εκείνος έκαμε πως δεν άκουσε κ' εξακολούθησε την κουβέντα του με
+τον Αιγινήτη. Είπαν για το κόντρα τεπόζιτο που μένει αρραγμένο
+στη Βεγγάζη· για το ξελιμπάρισμα του σπόγγου και για το σκυλόψαρο
+που άρχισε να φαίνεται στη θάλασσα. Ψηλά στον κατάγλαυκον αιθέρα
+ο ήλιος κόκκινος και γοργογύριστος εσκάλωνε στα μεσούρανα,
+χύνοντας λαύρα και νάρκη παντού. Κάτω μακριά γραμμή κάτασπρη σαν
+κιμωλίας χάραγμα, μόλις επρόβαινε η αμμουδιά της Αφρικής
+αχνοσκέπαστη και ακόμη μακρίτερα το Χαψίνι, έδειχνε την πυρωμένη
+χαίτη του κραταιός δεσπότης και φύλακας της ερήμου. Απέραντο
+εδώθε, μαυριδερό εχώνευε στα διάφανα ουρανοθέμελα το πέλαγο με
+κάποιο τρέμουλο, λέγεις και ανάσαινε δύσκολα. Πού και πού, από
+την απόστασι μικρά, σαν φελοί παραγαδιού εμαύριζαν τα
+σφουγγαράδικα δύο και τρία μαζί, άλλα μοναχικά και ίδρωναν τα
+δύστυχα κορμιά, νεύρα αδυνάτιζαν, νιάτα εγέραζαν, εκινδύνευαν
+ζωές για το άκαρπο χάρισμα της θάλασσας. Και κοντά στου Πίπιζα το
+καΐκι ένας με τον άλλον οι δουλευτές, γνώριμοι και φίλοι
+εδούλευαν μεστά και σύγκαιρα εφρόντιζαν να μάθουν τα νέα της
+πατρίδας κ' επειράζονταν πολλές φορές συναμεταξύ τους για την
+τραυλή προφορά του ενός, την ανισόρροπη κορμοστασιά του άλλου, τ'
+αδέξια κινήματα και την περπατησιά του τρίτου. Του ενός έλεγαν
+πως επαντρεύτηκε η αρραβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το
+Μαριωρή, ασχημομούρα και αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον
+αποπαΐδισεν ο πατέρας του. Δυο παιδιά τέλος από το Αιγινήτικο
+καΐκι άρχισαν ν' αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη
+βάρβαρη προφορά τους. Απαντήθηκαν έλεγε, δυο καπετάνοι στο πέλαγο
+κ' ερώτησεν ο ένας τον άλλον πούθε ερχόταν. — Από το Ύδρ' από το
+Σπέτσ' απ' το χοντρό το θάλασσα· του αποκρίθηκεν ο ένας. — Και τι
+χαμπάρια; — Τι χαμπάρια; καλά. Απάν' από τον Αγιολιά έπεσε μια
+φυλλάδα· και το φυλλάδα έγραφεν: Όλος ο κόσμος να χαθή το Ύδρα
+Σπέτσα γιο. — Μαγάρι, Παναγία μου, να μείνουμε σπορήτες!... Κ'
+εσύριξε το ρο τόσον ατελείωτο που έσκασαν όλοι τα γέλοια και οι
+καπετάνοι έκοψαν τη σοβαρή κουβέντα τους. Αλλά του Ξακουστή που
+εγύριζε τη ρόδα δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή κ' ερρίχθηκε
+στην πρύμη, έτοιμος να πηδήση στην Αιγινήτικη, να δείξη αυτός πώς
+αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος κ' εκείνος
+εστάθηκε ολόρθος και τον επερίμενε, να τον σφινώση στα δυνατά
+μπράτσα του και να τον ρίξη στη θάλασσα.
+
+ — Ε μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας· τσιμπάει ο βουτηχτής· στη
+θέσι σου!
+
+Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης υπάκουος στη φωνή και το λάστιχο έχυσε
+ανέμου κύμα μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανεν
+εκείνος βαθειά, επήρε δύναμι και βαστώντας ψηλά τον λάζο
+ερρίχτηκε να ξετοπίση τον αντίπαλο. Μα ο άλλος τον επερίμενεν
+άφοβα· τρίχα δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Και καθώς τον είδε να
+πλησιάση αρκετά μια έδωκε με το κεφάλι του στη βαλβίδα κ'
+εσφεντόνισε σύφουνα νερού στον φεγγίτη απάνω. Ο Ραφαλιάς τα
+έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα εκάθησεν απάνω του σαν σύγνεφο και
+τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτυχτή έβλεπε πλέον ούτε τίποτα.
+«Πάει, εσκέφθηκε, τόρα θα με φάη!» Αλλά για να μη χαθή άδικα
+εχαμήλωσε γοργά κ' έδοσε με τον λάζο του μπηχτή στα τυφλά. Στα
+τυφλά μα δεν έσφαλε. Ο λάζος εχώνεψε μέσα στο αριστερό πλευρό του
+εχθρού. Πορφυρή φούσκα επήδησεν άξαφνα μέσα στο ξανθοπράσινο νερό
+σαν πορτοκάλι. Μα εκείνος άρπαξε σφιχτά την τρύπα, έκλεισε καλά
+την βαλβίδα και ο αέρας φουσκώνοντας το λάστιχο τον έβγαλε απάνω
+μπαλόνι.
+
+ — Ά! συχτίρ! είπεν ο πατέρας σου· έλα τόρα να μου πάρης το
+μελάτι.
+
+Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνη το σφουγγάρι. Δεν ήταν και
+μικρό πράγμα. Όλο το γάλα του να έστυβες, να έβγαζες όλη του την
+πέτσα πάλι θα εζύγιζε τις δύο οκάδες. Δεν επρόφτασεν όμως να το
+ξεριζώση ολόκληρο κ' εσηκώθηκεν ορθός, σαν να τον εκέντησε
+δράκενα. Γιατί απόμακρα είδε να έρχεται όγκος θεότρομος, μαύρος
+και γιαλιστερός. Το φοβερό σκυλόψαρο εμυρίστηκε το αίμα κ'
+ερχόταν κατ' απάνω του. Σαν πλώρη καραβιού αναποδογυρισμένη
+εσφίνωνε στο νερό η σαγώνα του και αποκάτω έχασκε κατακόκκινο
+βάραθρο ο φάρυγγάς του και τα τριγωνικά δόντια του τετράδιπλοι
+στίχοι άσπριζαν επίφοβα. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές
+μεγάλες, κατάμαυρες εχόχλαζαν το νερό που έπαιρνε το στόμα του
+σαν σιφούνοι αδιάκοπα. Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα
+φτερούγια του ανοιχτά πέρα — δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν
+έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και
+σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με
+τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό. Αλλ' όσα
+ετύχαιναν κοντά του το νερό αντί να τα φευγατίση, προδότης τα
+επαράδινε στο κύμα κ' έπεφταν αλύτρωτα μαζί στο αχόρταγο στομάχι
+του.
+
+Όταν το κήτος είδε τον πατέρα σου η παράξενη φορεσιά του φαίνεται
+πως το ετρόμαξε κ' εστάθηκε δίβουλο και περίεργο. Ποιος ξεύρει
+γιατί τον επήρε; Τα μάτια του φωτεινοί γλόμποι εστυλώθηκαν
+ακίνητα επάνω του με κάποια έκφρασι κουτή και ξιπασμένη. Έπειτα
+άρχισε να φέρνη βόλτες τριγύρω του, να θέλη μια να πλησιάση και
+πάλι να πισοδρομή αναποφάσιστο. Ο δικός μας σκυφτός στα νύχια με
+το σταλίκι στον άμμο ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, εγύριζε
+σαν ξόανο στη θέσι του, απάνω στο μελάτι κ' εκύταζε τον εχθρό του
+κατάματα.
+
+Από απάνω του ετσιμπούσαν το σχοινί κάθε λίγο.
+
+ — Έλα! τι κάνεις τόσην ώρα; καιρός να βγης· έτοιμος!
+
+ — Περιμένετε! τους ετσιμπούσεν εκείνος.
+
+Πού να έβγη; Μόλις έκανε να τραβήξη απάνω το ψάρι θα ωρμούσε
+λάβρακας και θα τον έκοβε στα δυο. Τέλος σαν να εκουράσθηκε αργά
+— αργά επήγε, επλάγιασε στον βράχο και άρχισε να ξύεται. Έξυε την
+κοιλιά για να κοιμήση τη βουλιμία του. Ο βράχος με τα δεντράκια
+έτρεμε συθέμελα, σαν να τον έπιασε σύγκρυο.
+
+ — Τόρα κακά τα μπλέξαμε! εσκέφθηκεν ο πατέρας σου. Εδώ θα μας
+πάρη η νύχτα.
+
+Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και
+αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του.
+
+ — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι!
+
+ — Έτοιμοι.
+
+Τραβά τότε καταπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη
+περικεφαλαία θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας,
+με το μολυβοφορτωμένο στήθος αστραφτερό, με τα γατζούδια της
+πλατειάς ζώνης τρεμόλαμπα, με το σκοτεινό του λάστιχο θαλασσινός
+Άρης μέγας και άτρομος. Το θηρίο εσάστισε στην άγρια εικόνα,
+εδείλιασε με την τόσην ορμή του. Μωρέ τ' είνε τούτο!
+εκουτοσυλλογίσθηκε. Έκαμε δυο — τρεις φορές να σταθή και ν’
+αντικρύση ψυχωμένα τον εχθρό του· είπε πως θα κινήση κ' εκείνο να
+τον απαντήση στηθάτα. Μα τέλος ενίκησεν ο φόβος του. Μία έδωσε με
+την ουρά αφροκοπώντας τα νερά κ' εχάθηκε πίσω τους φάσμα πελώριο.
+Ο δικός μας έμεινε στην ίδια θέσι ως που εκαθάρισαν καλά. Τότε
+περίγυρα εψαχούλεψε τον βράχο· είδε πέρα — δώθε μήπως ελούφαζε
+πουθενά ο εχθρός. Τίποτα. Τ' απονέρια του μόνον έδειχναν ακόμη το
+γοργό διάβα του.
+
+ — Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα· εσυλλογίσθηκε γελώντας με τον
+φόβο του.
+
+Άδραξεν ευθύς το μελάτι, μια στο σχοινί κ' έφτασεν απάνω.
+Βρόντοι, φωνές, χτύποι, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιστά
+στη θάλασσα υποδέχθηκαν τον βουτηχτή, σαν να τον εχαιρετούσαν για
+το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι. Ήθελαν να
+τρομάξουν τον καρχαρία, για να φτάση στο καΐκι άβλαβος ο πατέρας
+σου. Τέλος τον άρπαξαν τα παιδιά, του έβγαλαν την περικεφαλαία,
+τον εξάπλωσαν στο κατάστρωμα και άρχισαν να του γδύνουν το
+λάστιχο. Νόημα δίνει ο Πίπιζας και το καΐκι έβαλε πλώρη για το
+Ασπρονήσι.
+
+ — Μη φεύγεις, καπετάνιε· εψιθύρισεν αδύνατα ο Ραφαλιάς· έχει
+κάτω πολύ σφουγγάρι.
+
+ — Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού
+εκείνος.
+
+Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με
+την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά.
+
+ — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη.
+
+ — Ναι· κάποιος έπαθε.
+
+ — Από ποια;
+
+ — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα.
+
+Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα. Καθένας
+είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί,
+αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος
+έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο
+πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός
+στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από
+την αμασχάλη.
+
+Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του. Τον έθαψεν
+εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν
+και πανέρμους και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε μ' ένα κάρβουνο:
+«Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς 1876!». Από τότε δεν εβούτηξε πλέον
+στη θάλασσα, δεν επάτησε μηχανή. Εκεί εκάθησε στο άκαρπο νησί,
+διώχτης των γλάρων και φύλακας των νεκρών. Τέλος με το πρώτο
+ντεπόζιτο που ήρθε να πάρη τρόφιμα ήρθε κ' εκείνος. Ετράβηξε ίσα
+στο σπίτι μου.
+
+ — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την
+πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου.
+Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας
+σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου.
+
+Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν
+έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ'
+επέθανε μονοχρονίς. Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη
+κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης
+σφουγγαράς!»
+
+Εφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα
+και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός
+σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν
+πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι επίβουλο
+και βδελυρό, του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμη στα μάτια
+μου.
+
+
+
+ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ
+
+
+
+ — Τι βοριάς και θρακιάς μου λέτ' εμένα!... τι βοριάς και
+θρακιάς!... είπεν ο Χούρχουλας κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου
+που σας το λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν
+ανέμοι.
+
+ — Αμ ποιοι τις κάνουν;
+
+ — Ποιοι τις κάνουν; Εγώ να σας πω. Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός
+κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και
+βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες
+του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι...
+
+ — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν
+ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα.
+
+ — Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω...
+Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι εγώ να σάς
+'πω...
+
+ — Όχι να μη μας 'πης! τον έκοψεν άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής.
+Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλης την ψυχή με τον Καβομαλιά σου!
+Για κάβο τάχα θα τον περάσης κι' αυτόν που τον κατάντησαν πουτάνα
+οι ψαρόβαρκες!... Δεν θέλουμε να μας πης τίποτα!
+
+Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να
+ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να
+του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο
+Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις
+φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην
+ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα.
+
+ — Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή.
+
+Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις
+επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος
+αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον
+έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν
+αστεία, ούτε αν ήταν τραγική. Ούτε αν έβγαινεν από τα ξάστερα
+νερά της πραγματικότητος ή από την ελεφαντένια πύλη των ονείρων
+και το χρυσόθρονον αίσθημα. Ούτε και αν ήταν επίκαιρη εφρόντιζε.
+Είχε πεποίθησι στον εαυτό του κ' είχε την δύναμι να βαμπακοστρώνη
+τον δρόμο και να σέρνη σιγά και ανάλαφρα τα πλέον περασμένα στα
+μάτια των ακροατών του για τορινά, είτε και να μεταφέρνη τους
+ακροατές του στις μουχλιασμένες θήκες των περασμένων. Και είχε
+την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή
+σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα
+την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας
+ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό
+και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο. Κ' εύρισκε πάντα τον τρόπο, κατά την
+περίστασι να μικραίνη είτε να πλαταίνη την υπόθεσί του, χωρίς
+ποτέ να την αφίνη τέρας των άλλων και σύχαμα. Όλα τα ήθελε
+ισόμετρα, ξάστερα και αρμονικά. Και ήθελε μόνον να τον ακούη το
+πλήρωμα.
+
+Οι ναύτες τον ήξευραν καλά κ' εδιασκέδαζαν με τις αδυναμίες του.
+Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που
+εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία
+και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν ένας — ένας σιγά και τον
+άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν
+κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που
+αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα. Όχι μόνον να μη τους
+διηγηθή αλλ' ούτε και να τους μιλήση· ούτε να τους κάμη συντροφιά
+ποτέ. Και ήταν βέβαιος πως άμα χάσουν τη συντροφιά του, τα
+διηγήματά του μάλιστα άμα υστερηθούν θα σκάσουν όλοι από το κακό
+και την πλήξι τους. Δεν ήταν όχι καταλαχάρης άνθρωπος ο Γιαννιός
+ούτε έλεγε λόγια του ανέμου!...
+
+Ίσως αυτή του η αυτοπεποίθησις δεν ήταν και καθόλου άδικη. Γιατί
+το πλήρωμα μόλις τον έφερνε σ' εκείνη τη θέσι έπεφτε πάλι και τον
+επροσκαλούσε κοντά του και τον επαρακάλει να ξαναρχίση, δίνοντάς
+του υπόσχεσι πως θα τον ακούση με προσοχή. Και ο Γιαννιός
+ασυνέριστος εξέχανεν τους όρκους και άρχιζε τη διήγησι δίχως
+χρονοτριβή. Εσυνείθιζεν όμως πρώτα με λόγια μισοκομμένα, με ύφος
+πολυκάτεχου ανθρώπου να συσταίνη στους ακροατές του εκείνο που θα
+διηγηθή. Τόρα με την πρώτη διαμαρτύρησι του θερμαστή και το
+παγερό ύφος των συντρόφων ο Γιαννιός έχασε το θάρρος του. Οι
+συμβιβασμοί άργησαν να έρθουν και αυτό τον απέλπιζε. Αλλ' άξαφνα
+επλησίασεν ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, είδε την ψεύτικη έκφρασι
+των ναυτών, τη στενοχώρια του κ' εμάντεψε όλα:
+
+ — Σώπα ρε συ· είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε τον Γιαννιό
+να μας διηγηθή τίποτα.
+
+ — Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι
+ναύτες.
+
+ — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την
+ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο.
+Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα
+στοιχειά.
+
+ — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο
+θερμαστής. Κ' οι ανέμοι τάχα δεν είνε στοιχειά; Ο Βοριάς δεν είνε
+στοιχειό ανήμερο που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην καθησιά
+του και αν δεν γεράση δεν ταξειδεύεται! Η Νοτιά δεν είνε
+χειρώτερη από πουτάνα που όσο γεράζει τόσο και ζετσιπώνεται! Ο
+Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά
+στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας
+άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε
+κι' ο Γιαννιός!
+
+Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο.
+
+ — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα.
+Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου. Άσε ν'
+ακούσης πρώτα, μωρέ παλιόγυφτα! Τα στοιχειά του Καβομαλιά είνε
+ξωτικά. Όποιον ερωτήσης στα Βάτικα την ίδια ιστορία θα σου ειπή.
+Είνε χρόνια τόρα· πάππου προς πάππου! Είδες σαν φτάνουμε ανάμεσα
+Τσιρίγου και Αλαφονησιού που φαίνονται κρεμασμένα στο βουνά
+τέσσερα — πέντε χωριά; Είνε τα χωριά των Βατίκων. Και από αυτά το
+Φαρακλό είνε το μεγαλείτερο. Εκείνα τα χρόνια ο πλουσιότερος και
+δυνατότερος μπέης των Βατίκων ήταν ο μπέης του Φαρακλού. Ο κάμπος
+κάτω ως την Πεζούλα — τη Νεάπολι να ειπούμε — ήταν δικός του. Το
+Καστράκι στο ρίζωμα εκείνος το ώριζε· Ακόμη και τα εικοσιτέσσερα
+μοναστήρια του Καβομαλιά επλήρωναν φόρο σ' εκείνον. Οι πύργοι του
+ακόμη σώζονται σπαρμένοι εδώ κ' εκεί σε όλα τα κορφοβούνια, από
+τον Αρχάγγελο ως τη Μονοβάσια, δόξα στ' όνομά του και ντροπή
+στους δούλους του. Μα καμμιά φορά τα πλούτη και η δύναμις δεν
+φέρνουν τη χαρά και την ανάπαυσι. Ο Μπέης και η Μπέησα είχαν
+ακοίμητη οχιά τη λύπη που δεν αποχτούσαν ένα παιδί. Όσο εμετρούσε
+το βιός εκείνος και το έβλεπεν αμέτρητο, τόσο εθλιβόταν που δεν
+ήξευρε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπεν εκείνη τα ρούχα της,
+σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο εστέναζε
+που δεν είχε μια κόρη να τα χαρή και να τα ξανανιώση. Και όταν
+βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα πόσοι πόθοι και τι καϋμοί
+σεμνοφτέρωτοι εγοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο!
+
+Τέλος θέλεις από τον θεό, θέλεις από τα μαγικά της Μπέησας
+απόχτησαν ένα παιδί· — μια μπεοπούλα παρόμοια της Ηλιογέννητης.
+Οι γονέοι της δεν είχαν πλέον πού να κρύψουν τη χαρά τους, πώς να
+προφυλάξουν από κάθε κακό το ακριβό τους απόχτημα. Δεν επρόφτασε
+να γίνη δέκα χρονών και άρχισαν τα προξενιά. Από τον Μωριά, από
+τη Ρούμελη, την Έγριπο και την Αθήνα οι πλουσιώτεροι και
+αντρειώτεροι μπέηδες και αγάδες, έστειλαν πλούσια κανίσκια ν'
+αρραβωνιάσουν τη Γκιουλχανούμ. Αλλά ο Μπέης όταν αποφάσισε να την
+παντρέψη δεν εύρεν άλλον καλήτερον από τον Μωσά Μπαρδούνια, τον
+ξακουσμένον Μπέη των Μπαρδουνοχωριών. Μ' εκείνον την αρραβώνιασε.
+
+Αχ! κακό μάτι επαράστεκε στη χαρά της άμοιρης. Δεν επέρασαν τρεις
+ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη
+αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και
+Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη
+Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη
+τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο
+αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας
+της!...
+
+Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισες
+με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξώρκια και τους ψαλμούς, οι
+παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα
+τίποτα δεν ημπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της
+πεντάμορφης. Λυώνει και σβύνει σαν τον ανθό στο ανθογιάλι του.
+Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ' αρώματα. Μέσα στο απόμερο δωμάτιο του
+πύργου, το στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο απαλό
+κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι παλαίβουν δυνατά η ψυχή και το σώμα
+της. Τρομάζει εκείνο τη φθορά, τη μοναξιά του τάφου, των κοκκάλων
+την ασχημιά και πάσχει να κρατήση τον θεόσταλτον εγγυητή. Μα
+εκείνος βαργομισμένος από την ταπεινή φυλακή του ψηλώνει μάτια
+στον γαλανόν αιθέρα και τ' άπλερα φτερά κουνεί και λαχτίζει το
+σκεύος να το ρίξη από πάνω του. Κ' είνε μεγάλος ο αγώνας και
+βαρύς ο κάματος! Κουφό κονταροχτύπημα πέφτει τετράδιπλο και
+συγκλονεί την πλάσι και τρομάζει τη ζωή. Πώς έγιναν άξαφνα εχθροί
+και μισητά βαρούν κ' εγωιστικά σπρώχνονται οι χθεσινοί σύντροφοι,
+τα δύδιμα και τ' αχώριστα; Λέγει το σώμα τους άσβυστους καϋμούς,
+τους πόθους τους απλήρωτους, την αδοκίμαστη χαρά· λέγει και
+αναρρίχνεται στο στρώμα, ψηλαφά τα σεντόνια, σφίγγει με κερένια
+δάχτυλα τα προσκέφαλα, πάσχοντας να σφίξη τον δραπέτη άγγελο.
+Απάνω της σκυμμένοι, αχνοί και άλαλοι παραστέκουν οι γονέοι,
+ανίκανοι να συνδράμουν την κόρη στο χαροπάλαιμα. Και δεν ακούεται
+άλλο τίποτα, άλλο δεν κινείται και δεν κροτεί μέσα στο θλιμμένο
+δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγγομαχητό της μπεοπούλας, σαν να είνε
+το φτεροκόπημα της ψυχής.
+
+Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα:
+
+ — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη
+θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα.
+
+Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε.
+
+ — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου
+φέρετε τον γέροντα.
+
+Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο
+γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα. Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν
+χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης,
+κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια.
+
+ — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα.
+
+ — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη
+φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να
+φύγης γλήγορα από τον πύργο. Και να διαλαλήσης στο χωριό πως με
+το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να κλειώνται στα σπίτια τους συφάμελοι
+για τρεις ημέρες.
+
+Ο Μπέης και η Μπέησα στην αρχή δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να
+φύγουν και ν' αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους. Μα ο γέροντας
+επίμενε ακλόνητος στον λόγο του.
+
+ — Αν δεν θέλτε είπε· αφήστε την να πεθάνη.
+
+Τέλος έφυγαν οι γονέοι και ο γέροντας έμεινε ολομόναχος με την
+ομορφονιά. Ο γέροντας ήταν μάγος, από εκείνους τους μάγους που με
+τον λόγο ημπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν
+τις στεριές. Η δύναμίς του όλη και η μαγεία του ήταν σ' εκείνη
+την κασσέλα που την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη
+στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον
+αέρα. Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο
+φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να
+γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα·
+χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα
+αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν
+δαιμονισμένα.
+
+Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα. Όχι
+μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από
+πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά
+τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα
+εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να
+φύγη. Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και
+πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι
+καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια
+θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα
+ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα
+και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι
+στην κασσέλα. Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει
+ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως εθύμωσαν με τα λόγια του κ'
+ερρίχθηκαν λυσσαμένα, κάνοντας άνω — κάτω τον τόπο περίγυρα.
+Άκουες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, βρισές, βλαστήμιες,
+δοντοτριξήματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και
+λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας εγέμισεν από γλώσσες
+αόρατες, που καθεμιά είχε και τον σκοπό της. Έκανες εδώ, άκουες
+τ' όνομά σου· έκανες εκεί έχανες τη σκούφια σου. Έσκυφτες χάμω κ'
+αισθανόσουν άξαφνα φοβερή σφίνα να σου χωρίζη τα μηριά. Ευρέθηκαν
+άνθρωποι που εγύρισαν ημέρα — μεσημέρι θεόγυμνοι στα σπίτια τους.
+Τα χωριά ερήμαξαν· οι κάτοικοι εσφιχτομανταλώθηκαν μέσα· τα
+ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· Τ' αγρίμια περίφοβα
+εκλείσθηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα
+βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου
+αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά εσυνεπήραν τα μαντριά κ'
+εγκρεμοτσακίσθηκαν στη θάλασσα.
+
+Ο γέροντας επήγε να σκάση από τον θυμό του. Όλα τα ξώρκια είπε,
+μα κανένα δεν επιτύχαινε. Τα ξωτικά που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά
+στα πόδια του, τόρα εγύριζαν κοντά και τον επεριγελούσαν, του
+ετραβούσαν τα γένεια κ' έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του
+μαλλιά. Κ' εκείνος δεν ημπορούσε να καταλάβη τι έτρεχε, τάχα
+γιατί τα μάγια του έχασαν τόσο τη δύναμί τους. Έπεσε στη σκέψι
+και άρχισε ν' ανασκαλίζη με τον νου τα περασμένα.
+
+ — Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις
+εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα
+έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν
+αστόχαστα:
+
+ — Μωρέ μήλο για δάγκωμα!
+
+Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο
+όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα
+μάγια ποτέ! Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα.
+Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του,
+για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ'
+ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε
+θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα. Τρία ρίχνει στις
+Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες που κρέμονται απάνω από τη
+χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στον Κούνο ψηλά στο Παραδείσι
+και το φοβερότερο με βρισές και αναθέματα γυρίζει και το ρίχνει
+στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο.
+
+Για τούτο σας λέγω πως τις φορτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν
+ανέμοι! Ακούτ' εμένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...»
+
+Γιαννιός ο Χούρχουλας τελειώνοντας εγύρισε υπερήφανο βλέμμα, να
+ιδή και να χαρή με την έκπληξι των συντρόφων του. Πριν
+αφαιρεμένος στη διήγησί του, με τα μάτια ψηλά σαν ν' ακολουθούσε
+στον αέρα τα πράγματα που εδιηγόταν και τα φουσάτα που
+επερίγραφε, δεν είδεν ούτε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματα των
+ακροατών του. Μα τόρα τους βλέπει όλους γύρω να κοιμώνται και να
+ροχαλίζουν. Δρόλαπας τον επλάκωσεν ο θυμός. Με τους ίσκιους
+λοιπόν εμιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησεν, ετινάχθηκεν ορθός και
+αρπάζοντας τη σκάλα ηθέλησε ν’ ανεβή, βρίζοντας θεούς και
+ανθρώπους. Αλλά οι ναύτες εξύπνησαν τότε, έσκασαν δυνατά γέλοια
+και ο θερμαστής το πειραχτήριο του Γιανιού, τον ακολούθησε
+φωνάζοντάς του:
+
+ — Άλλο ένα Γιαννιέ!... άλλο ένα και σώνει σου!...
+
+
+
+Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΑ
+
+
+
+Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη
+γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο
+νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον
+καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο
+καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι
+νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα
+του καπετάν Παλούμπα. Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός
+και το έχει του.
+
+ — Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου
+είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την
+αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω.
+
+Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο
+καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι·
+ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί
+είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια
+πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου
+διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή
+και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε
+κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα
+νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που
+απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και
+όνειρα.
+
+Δεν χασομερίζει καθόλου. Πλένεται λιγάκι, βάνει τα γιορτινά ρούχα
+του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά
+παπούτσια· ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι· περνά το κεντητό
+γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και
+τρέχει στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήση στη βάρκα
+πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό
+μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το
+ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι.
+
+ — Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της
+«Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι
+ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα
+μου. Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη
+στεφανώνω.
+
+ — Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο·
+απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου
+Θεού τ' αυτί.
+
+Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της
+χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή
+στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι. Εκείνη
+επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ.
+Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν
+εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά — πυκνά
+εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό
+παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα
+ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου
+πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό.
+Αλλά τόρα μόλις είδε τον καπετάν Παλούμπα καλοδέματον αληθινά,
+πάντα όμως ψαρομάλλην, ταμπακορρούφην, σαλιάρην και τέλος
+γέροντα, δεν εδίστασε να δώση αμέσως τον λόγο της. Γέροντας, σου
+λέγει, αλλά καπετάνιος· και καπετάνοι δεν βρίσκονται κάθε ημέρα
+στο νησί!
+
+Ο καπετάν Παλούμπας εστεφανώθηκε τη Λενιώ και μόλις έφτασε στη
+Σύρα ολάκερο βιος εξώδεψε για τα στολίδια της.
+
+ — Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι·
+της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε
+λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά,
+σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη
+γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά.
+
+Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα
+φανταχτερά ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά
+εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να
+ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα
+γέροντα.
+
+Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος
+με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και
+δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος
+Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της
+όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του
+μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή,
+εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη
+δροσερό — μεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο. Είχε τα
+μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα, άστρο νομίζεις
+αυγινό που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να σύρη σε ανατολή και
+δύσι λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν η γριά μάνα της Λενιώς,
+βέβαια θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε
+όμως η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν ευθύς για φαντασιά της
+μάνας της, ίσως και για στοχασμόν δικό της. Έβγαλεν αμέσως τα
+μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο
+κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον
+άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι
+πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου
+γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του
+ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το
+εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της.
+Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα
+φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο
+τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους. Τ' ήθελες και δεν έκανε
+του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψη· ποιος είχε μπάλωμα να
+τον μπαλώση· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να την σηκώση με το
+δροσάτο γέλοιο της, με τον γλυκόλογό της. Πουλάκι, νομίζεις,
+αγαπησάρικο και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα δέντρα της
+Παράδεισος στη σκοτεινή την κούρνια μας και με το απαλό
+φτερούγισμα, με τον κελαϊδισμό, με το είνε του, άπλωσε βάλσαμο
+στις τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη τη χαρά, πλανεύτρα
+την ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα και ποθητά. Έφευγεν η
+μαρτιάτικη ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα. Ερχόταν η αυγή κ'
+ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα
+ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα
+μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου
+απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό
+λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο. Κάθε χαραυγή
+το μάτι ανυπόμονο εγύριζε στου καπετάνιου την κάμαρη, λέγεις κ'
+ήταν σημάδι τ' ουρανού να δείξη της ημέρας τον άνεμο. Και όταν
+τέλος εχάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο μεσοφόρι κ' έχυνε στο
+κατάστρωμα ψυχάρπαστους του κρεβατιού τη ζεστασά, της γυναικός το
+άρωμα και της νυχτός τα μυστικά, αλοί στους ταύρους και τα
+κόκκινα μεσοφόρια!
+
+Άξαφνα ο ουρανός εσυγνέφιασεν. Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος
+θόλος που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για ν' ανεβή στον θεό
+του. Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος και ηλιολουσμένος την
+ημέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το τρυφερό θαύμα που
+έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις, ήταν κ' εκείνος μαζί
+του κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος ουρανός εσυγνέφιασε· το
+μέτωπο του καπετάν Παλούμπα. Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν
+του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό
+του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην
+αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε.
+
+ — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν
+ορθά — κοφτά.
+
+Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά
+τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο. Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο
+η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε.
+
+ — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες
+περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης
+κουρούνα με τις γρίνιες σου.
+
+Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα
+γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο
+κατάστρωμα. Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο εκείνος, έγινε
+μαγνάδι αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας. Την κονταυγή
+όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε κάτω στην κάμαρη,
+εξέφευγεν αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ' ερχόταν να πλύνη
+μαζί μας το κατάστρωμα.
+
+Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον
+άνεμο, με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον και το κόκκινο
+μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε στα νερά κ'
+έτριβε τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το
+λυγερό κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο, ελάχτιζε σαν
+αρμονία μουσικής αγρίας την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά
+μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το
+μεσοφούστανο — π’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα
+ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής.
+Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα
+σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο.
+
+ — Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας;
+
+Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα
+των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε
+γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. —
+Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της
+και βλέποντας ολόγυρα — σουτ! μη μας ακούση ο γέρος!...
+
+Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά,
+κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε
+λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ
+έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ'
+έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι
+εξώριστοι δαίμονες.
+
+Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα. Γέλοια εκεί, τραγούδια και
+μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο
+μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος
+αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα
+μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του.
+Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της. Το γέλοιο
+που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το
+αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα
+μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση
+σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι
+φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε.
+Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη
+γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το
+καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά:
+
+ — Παναγία βόηθα!... Παναγία βόηθα!...
+
+Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω,
+γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της:
+
+ — Τίποτα, καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη...
+
+Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια
+εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο
+αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε
+θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή,
+μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο
+σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί
+ψεύτικο! Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ'
+εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο
+επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες,
+πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως
+ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ'
+εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα
+πάντα στο μυστήριο. Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν
+Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν
+να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις
+κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και
+το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια.
+
+ — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... Νταγκ — νταγκ!..
+
+Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά
+μου. Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά
+μας σήμαντρα. Κάθε λογίς φωνή· εκφράσεως κάθε ήχος. Και μόνον
+σύμφωνες όλες στο κυρίαρχον αίσθημα του τρόμου και της
+καταστροφής. Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα
+λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα,
+παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: —
+Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και
+το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους. Και μόνον
+η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς
+κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν
+περίτρομα στους κόρφους της.
+
+Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι
+θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν
+γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν
+μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά. Και ζερβόδεξα
+φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας
+πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν
+αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες
+τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που
+ταξειδεύουν στο χάος. Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν
+ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει
+κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ'
+εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!...
+μη και τρακάραμε!...
+
+ — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
+
+Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας
+ξετρελαμένος. Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό μου η ομίχλη
+εσηκώθηκεν ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη. Εφάνηκαν τόρα
+οι πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ' ακρογάλια
+γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε στον
+αιθέρα, σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και
+τα νερά σωρό τις διαμαντόπετρες. Τα ελευθερωμένα πλεούμενα με
+κατάβροχα πανιά εφρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω
+εκεί από το στενό της Μάδητος επρόβαλλε τρεχάτο σαν να έκοψε τις
+αλυσίδες του, σύγνεφο μαύρο το Αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω
+μας.
+
+Αλλά η «Κυραδέσποινα» αρμένιζεν ακόμη στο σύθαμπο. Γύρω μας και
+γύρω στ' άλλα τέρατα που δεν έπαυαν να βρυχώνται και να βογγούν
+με απελπιστικήν επιμονή και στην Ανατολή αντίκρυ έστεκεν η ομίχλη
+βαρυθεμέλιωτη, κρύα, σκοταδερή, αέρινος Καύκασος σαν να μας είχε
+πείσμα. Μόνον δυο τρεις φορές οι αχτίνες του ήλιου ελόγχισαν με
+δύναμι τ' αδυνατώτερα μέρη κ' έδειξαν ολόγυρα τη φυλακή μας
+ασημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ'
+αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή
+του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά
+κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα.
+Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου
+βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο.
+
+ — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
+
+Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα.
+Βάνω τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό, κομματιασμένο,
+γνώριμο γέλοιο έρχεται να μου παγώση την καρδιά. Και μια φωνίτσα
+μασημένη, κελαϊδιστή ακούω να λέγη:
+
+ — Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα!... έτσι πάντα!...
+αιώνια έτσι!...
+
+Ήταν η φωνή της καπετάνισας.
+
+ — Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ'
+εκείνη.
+
+ — Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!...
+Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές
+ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και
+απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν
+αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα. Μεταξοσέντονα σαν αυτά που
+δεν τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν
+ψηλά στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να
+κρύψουν στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη σκλάβα σου!...
+
+Άνοιξα τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η ομίχλη επύκνωσε
+πάλι τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με φοβερό μυστήριο.
+Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που
+εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν
+σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον
+άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό
+σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα,
+έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ'
+αστέρια την καταδίκη μας. Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν
+εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως
+κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από
+πηγάδι μέσα.
+
+Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν'
+αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον
+αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή
+της ήμουν. Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ'
+εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας
+το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω.
+
+ — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!...
+
+Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη
+κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου
+το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ'
+εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν
+ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως,
+εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα
+κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά.
+
+ — Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν
+εγκαρδιακά.
+
+Στη στιγμή — τ' ορκίζομαι — στη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και
+σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε,
+την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν
+κατάδικο. Ο ήλιος εχρύσωσε τόρα τα σίδερα, εδιαμαντοστόλισε τα
+σχοινιά, εβερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες·
+έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Έδειξεν όμως σύγκαιρα κ' ένα
+ταιριαστό αντρόγυνο να γλυκοφιλιέται σφυχταγκαλιασμένο δίπλα στον
+αργάτη.
+
+Δεν επρόφτασα να καλοκυτάξω και ακούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, που
+ενόμισα πως τέρας εχύθηκε να μας καταπιή. Δεν ήταν τέρας. Ήταν ο
+καπετάν Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο κακό δρολάπι απάνω
+τους. Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν πως τα
+μεταξοσέντονα προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από πάνω τους.
+Ετινάχθηκαν και οι δυο ντροπιασμένοι.
+
+ — Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου!
+
+Και με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να τον ακολουθήση το
+Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική
+και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα
+χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε
+πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να
+εξέσπασεν ηφαίστειο. Το Αράπικο τρέχοντας να κερδίση τον δρόμο
+του, ήρθε σωτήρας άγγελος της λυγερής κ' εσκόρπισε πανιά —
+μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινεν ο γραμματικός; πώς
+εσώθηκεν η ερωταριά; Δεν ξεύρω τίποτα. Ίσως κρατούνε κάτω της
+Έλλης συντροφιά· ίσως απάνω χαίρονται τη ζωή όπως την
+ονειρεύθηκεν ο καπετάν Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα
+σακατεμένον, άγριον, μελαγχολικόν στο περιγιάλι. Τίποτα πλέον δεν
+εύρισκε κανείς να του παινέψη.
+
+Πάει και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη γολέτα, πάει και η
+όμορφη γυναίκα του.
+
+
+
+ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ
+
+
+
+ — Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;
+
+Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα,
+εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής,
+βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς
+εξύριζε τα πέλαγα, επάγωνε τ' ακρογιάλια, εκρυστάλλιαζε τα
+στοιβαγμένα χιόνια των βουνών. Και το πλήρωμα, ναύτες και
+θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στην ψυχρή θερμάστρα, εφρόντιζαν να
+ζεσταθούν ρουφώντας φασκομηλιά και τρώγοντας μαχαιροκοφτό
+ψωμοτύρι. Ο λύχνος καρφωμένος στη μέση ενός στύλου έρριχνε λάμψι
+και καπνό μαζί στα περίγυρα εσωθέματα, με θλιμμένο και μονότονο
+ενατίναγμα. Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με
+τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη
+της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη
+έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές,
+μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης
+ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα
+στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι
+και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι
+χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία
+καλογερικού κελιού. Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα
+πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του
+κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή
+εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας
+δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή.
+
+ — Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος
+αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό.
+
+ — Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια
+νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει
+παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι,
+τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας,
+σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό
+και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την
+καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα. Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω
+από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη
+φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ'
+εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους
+καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν
+καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς
+δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά. Χειμώνα — καλοκαίρι οργώνουμε
+ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ' εμάς σαν το
+στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά
+θ' αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας
+ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο
+τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι. Ο αφέντης
+θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την
+ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε
+τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου
+συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα
+τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου.
+
+Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν
+το άπραγο παιδί. Μα δεν φταίω εγώ. Φταίει αυτή η νύχτα που
+εστάλαξεν από τα μικρά χρόνια μέσα μας, που εζύμωσε με το αίμα
+μας τόσα μόρια φαμελίτικης ευτυχίας και αν εθάφτηκαν από τις
+ανάγκες της ζωής δεν ενεκρώθηκαν όμως και ολότελα. Φταίει το
+αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ' αστέρι το λαμπρό
+που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα
+χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο
+βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι.
+Όπως τους Μάγους οδήγησε κ' εμένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα
+στην Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, στο ταπεινό μα
+ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ· παραμπρός, παραμπρός ακόμη.
+Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν
+πατήσω στη θάλασσα.
+
+Εκαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια,
+ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας που τα έρραψε της μάνας η
+φροντίδα και της αδερφής μας της Ομορφούλας τα επιδέξια χέρια. Ο
+πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, εκαθόταν
+στις προσκεφαλάδες ψηλά κ' ερρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι
+του. Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής,
+άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο
+στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους
+φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος
+στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ'
+εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν' ακολουθήσω την τέχνη του
+και να προκόψω το σπίτι μας.
+
+Όταν μας έβλεπεν έτσι συναγμένους τριγύρω του άρεσε να διηγήται
+παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι,
+της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά
+κατορθώματα της επαναστάσεως εδιάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα
+στην παιδιάτικη φαντασία μας με τα λόγια του. Μα εκείνη τη νύχτα
+δεν ηθέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξείδια του.
+Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ' εφάγαμε τη λειψόπητα
+μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και
+τα ιερά βιβλία δεν τ' άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν
+εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις
+βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον
+για τη σωτηρία της ψυχής του.
+
+ — Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου τον μικρότερο, τι δράμα είδεν
+η Παναγία τη νύχτα που εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν;
+Α, δεν το ξέρτε! επρόσθεσε με ήμερη φωνή. Μα δεν φταίτ' εσείς·
+φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ' ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή,
+τον τόπο τον παράδοξο. Ποιον χρόνο δεν σας λέγω. Φτάνει να
+μετρήσετε τον φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια
+καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της,
+εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο
+παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε
+κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την
+πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι το
+κορμί εφάνταζε λυγερό, πελεκητό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη
+ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη ο θαυμαστός τύπος της
+φυλής, τ' αμυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το ελεφαντένιο
+μέτωπο λαμπρότερο και από τα χρυσά στολίδια του, επρόδιναν την
+αισθαντική πηγή που θα σαρκώση την Αγάπη και την Καλοσύνη.
+
+Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το
+απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός
+έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός
+βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα
+πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί,
+αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο
+ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα,
+ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον
+έτριζε κάποτε, αλλά κ' εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο
+απρόθυμο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της
+νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές,
+πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα
+από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από
+του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης,
+ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή,
+ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ'
+εκείνους που ζητούν καταφύγιο. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το
+φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις
+πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με
+τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ' αμπέλια
+έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο
+πρώτο φύσημα της ανοίξεως. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές
+ελαγάριζαν από τόρα τον χυμό που θα καή θυσία στον νεογέννητον.
+Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα επάνω
+και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λέγεις κ'
+εστολίσθηκαν να υποδεχθούν εκείνον που θα τους χαρίση αθανασία
+και δόξα. Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη
+κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο
+κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε
+σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή
+Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές
+και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα
+και τα Γόμορα. Αριστερά σε μακρινό διάστημα, επάνω από τους
+ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε τα ανθρώπινο μάτι ήταν όμως ασήκωτος
+ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και την ακολασία παραδομένα
+ούρλιαζαν τα Ιεροσόλυμα, τα άσμα των Προφητών και η λατρεία λαού
+μεγάλου. Απάνω εμοσχοβολούσεν ακόμη ο απέραντος αγρός από τους
+πόθους του Βοόζ και της Ρουθ την παρθενιά και κάτω έχασκεν η
+κοιλάδα στη χάρι τ' ουρανού αχόρταστη. Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν
+η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο.
+
+Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να
+φροντίση για τροφή της λεχώνας. Κ' εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη
+από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική
+λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι,
+εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο
+κ' έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ' αδύνατον εστάθηκε να
+κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση
+την ψυχή. Τι θ' απογίνη μέσα στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός
+της Κρίνος, εκείνος που εδόθηκε μιαν ημέρα με το χέρι
+ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος
+του; Θα περάση τον δρόμο πορφυρόστρωτο για να γυρίση στην πρώτη
+του πηγή ή θα βάψη με το αίμα του τ' αγκάθια και τις
+στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πλέον στα
+λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμμα των
+Φαρισσαίων και των Ρωμαίων τον βαρύ ζυγό. Δεν κιθαρίζει πλέον ο
+Δαυίδ ούτε η θαυμαστή Δεβόρρα κρίνει τον λαό κάτω από τους
+κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν· απιστίας σύγνεφο
+σκοτίζει την Ιερή Κιβωτό και του Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το
+αίμα των Μακκαβαίων η γη χωρίς ν' αποδώση ελευθερία και
+δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας εχάθηκε χωρίς ν' ανορθώση τον
+Νόμο και να προφυλάξη από τη μάταιη σπατάλη των ανθρώπων τους
+αναφαίρετους τίτλους του Ιεχωβά. Της Επαγγελίας η γη, χωρισμένη
+σε βασίλεια και τοπαρχίες, κατατρώγεται από τον εμφύλιο σπαραγμό,
+ματώνεται από τα μίση των τέκνων της, σαν να την βαραίνει ακόμα η
+απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγεινεν ο ποτέ
+Παράδεισος. Εγωιστής κ' εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός
+του Κυρίου. Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
+
+Αλλ' άξαφνα η μητρική συνείδησις θαυματουργή έσχισε για μιας το
+μυστήριο και λύχνος ηλιοστάλαχτος εκρεμάσθηκ' εμπρός της, έτοιμος
+να δείξη το μέλλον του νεογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξεν άλλοτε
+τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο
+λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους.
+Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με
+τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα
+γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον
+εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι
+τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν.
+Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται
+λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που
+επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του
+Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη
+αναδροσίζεται· τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα
+πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη
+από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της
+κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί·
+τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους
+ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως
+καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο
+φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον
+αρνείται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα εκείνος ανώτερος από τα τέκνα
+των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνησι και την προδοσία, διαβαίνει
+πράος μέσα από τους εμπαιγμούς και τα φτυσήματα, πίνει το ξύδι
+και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική
+χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.
+
+ — Γυναίκα, να ο γυιος σου· λέγει την τελευταία στιγμή.
+
+Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που
+τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον
+ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε
+φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του.
+
+Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη
+για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να
+βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους
+πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον,
+έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον
+γλωσσοδέτη:
+
+ — Μη!... εφώναξε με όλη της τη δύναμι.
+
+Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το
+φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη
+φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το
+σκοτάδι όπως πριν. Αγγελική αρμονία εκατέβαινεν από τα αιθέρια
+και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά κ'
+έλουζεν όλα με το θαύμα. Κ' εμπρός στα πόδια της, κάτω από την
+κοιτίδα του, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα, και
+τον μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν τον γυιο της Βασιλέα και Θεόν.
+
+Εκείνη την ώρα εφάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
+
+ — Να φύγουμε· λέγει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το
+παιδί κ' οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να
+φύγουμε!...
+
+Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ'
+επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους
+από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών
+και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας
+πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
+
+ — Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη· εψιθύρισε προφήτης η γυναίκα.
+Πόσα αίματα!...»
+
+Ετελείωσεν ο Αξιώτης το διήγημά του και οι σύντροφοι έμειναν
+ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί εσταυροκοπήθηκαν
+άλλοι εστέναξαν βαθειά σαν να εξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους.
+Αλλ' ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ' αστεία και τα σοβαρά ερώτησε
+πονηρά τον σύντροφό του:
+
+ — Δε μου λες, βλάμη· είδεν η Παναγιά στ' όνειρό της και τον
+πατριώτη σου το Βαραββά;
+
+Εκείνος εχολοταράχθηκε· φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του.
+Την εκατάπιεν όμως. Δεν ήταν καιρός τόρα να κολασθή κανείς!
+Εχαμογέλασε, έκαμε τον σταυρό του κ' εξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι
+του.
+
+ — Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε.
+
+ — Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα.
+
+
+
+ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ
+
+
+
+Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο,
+σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του
+Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του. Χθες μόλις επήρε τη
+σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά
+κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα
+πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά
+χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το
+κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο
+γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε
+στ' άρμενα και μια στη στεριά.
+
+ — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!...
+
+ — Ναι· καλή αντάμωση!...
+
+Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ'
+εκείνος. Εμπλεκόταν στα πόδια μας, εκατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε
+στου καπετάνιου την κάμαρη, εγύριζε στο μαγεριό, επηδούσε στο
+τσιμπούκι και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά τις στεριές σαν να τους
+έλεγε κ' εκείνος: — Καλές αντάμωσες!
+
+Ο ουρανός κατάγλαυκος απάνω· τα νησιά, τ' ακρογιάλια γύρω ήμερα
+και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος άνεμος εφούσκωνε τα
+πανιά κ' έσπρωχνε το καράβι γοργό στον δρόμο του. Μα τι τα
+θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα
+γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή
+μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του
+χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν
+η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί
+θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα.
+Χρόνια, ταξείδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξευρε ποιος είχε τα
+περισσότερα. Και οι απέξω που μας κατευόδωναν δεν ήσαν καθόλου
+άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν τον μισεμό και τον γυρισμό μας. Τα
+δάκρυα και οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτικό μέρος.
+Τραγούδια και μυρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα πάντα όπως το
+κυπαρίσσι θλιμμένο και η ολόδροση τριανταφυλλιά μέσα στο
+νεκροταφείο.
+
+Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό
+σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή
+χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα
+ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ'
+ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα
+κ' ένα με τα μίλια τους. Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το
+φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα,
+ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα
+δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα.
+
+Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να
+μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η
+φαντασία του. Άμα εύρισκε κανένα κοσμοπερπατημένον τον ερωτούσε
+για όλα. Για τους Ωκεανούς, για την Αμερική, για τους Πόλους, για
+τους πάγους που κατεβαίνουν όγκοι πελώριοι ως στ' ακρογιάλια της
+Αγγλίας και τα ρέματα που έρχονται Δούναβης από το Μεξικό στη
+Νορβηγία κ' έχουν το νερό ζεστό και φέρνουν βανάνες, καφέδες, των
+τροπικών καρπούς στα παγωμένα κλίματα. Όνειρο είχε να κλείση στο
+κεφάλι του όλη την Υδρόγειο.
+
+Και όμως — θα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν
+είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον
+ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η
+λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο
+το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο. Του πεθερού του
+μια γολέτα που εκαπιτάνευε μισθωτός την έφαγεν ο άμμος του
+Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν ημπόρεσε να τελειώση ταξείδι. Αν
+εγλύτωνε στο πρώτο την επάθαινε στο δεύτερο. Αν εγλύτωνε και στο
+δεύτερο στο τρίτο ήταν εξωφλημένος. Εκατάντησε ούτε τ' όνομά του
+να μη θέλουν ν' ακούσουν οι ναυτικοί. Κανείς καραβοκύρης δεν του
+έδινε καράβι να κυβερνήση· κανείς ναύτης δεν εμπιστευόταν τη ζωή
+του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγες καπετάν
+Δρακόσπιλο και ανατρίχιαζεν όλο το Γαλαξείδι, σαν να επλάκωνε ο
+Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνοι που θα εταξείδευαν
+εφρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στον δρόμο τους. Το είχαν
+κακοσημαδιά.
+
+Εκείνος τα έβλεπε κ' εστέναζε κατάκαρδα. Δεν επαραπονιόταν όμως
+γιατί αναγνώριζε το δίκαιό τους. Ήξευρε πως ο ναύτης έχει νόμο
+την πρόληψη. Ό,τι τον εφούρκιζε και τον απέλπιζε ήταν η τύχη του.
+Μ' εκείνη επάλαιβε νυχτόημερα στον ύπνο και τον ξύπνο του. Και ο
+ίδιος επίστεψε πως κάτι κακό εγεννήθηκε στην πλάσι μαζί με τη
+γέννησί του και τον ακολουθούσε τόρα θαλασσινό στοιχειό,
+εκδικητικό και παντοδύναμο στα ταξείδια του. Αναγνώριζε ότι δεν
+είχε πλέον δικαίωμα να συνεπαίρνη στην κακοτυχιά του ξένη
+περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή
+πολυάκριβη.
+
+Όμως αυτό ήταν η μεγαλήτερη δυστυχία του. Ήρθε κ' εψυχομαράθηκε·
+εσούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν' αποφεύγη όχι πλέον τους ξένους
+αλλά και τους δικούς του. Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν,
+εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα
+σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα
+εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά,
+εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε
+κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή
+ώρα. Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με
+τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην
+αγορά, έφτανε σπίτι του.
+
+Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας
+και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί
+του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον
+σώσουν. Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος,
+άτρομος, για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς ημπορεί να
+κάθεται άδουλος, περιφρονημένος σαν το άκαρπο δεντρί. Και όχι
+μόνον οι συγγενείς αλλά και οι ξένοι έπασχαν για την κατάστασί
+του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, καταντά όλος μια οικογένεια. Η τέχνη
+του, η τύχη του, το σκαφίδι που τον κρατεί και το στοιχειό που
+τον μάχεται, σμίγει και σφιχτοδένει όλους μαζί μικρούς — μεγάλους
+στα βρόχια του κινδύνου και των θλίψεων. Ήθελαν πολλοί να τον
+βγάλουν από τη νέκρα του — να του δώσουν δουλειά — έλα όμως που
+ετρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν πράγμα τιποτένιο. Καλά πίσω αν
+εγύριζε το πλεούμενο. Αν το εκάρφωνε όμως για πάντα σε καμμιά
+ξέρα;
+
+Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα
+Καταλονία. Ο πρωτομάστορης έβαλε κάτω όλα του τα σχέδια να το
+κάμη γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλήτερα ξύλα τους·
+οι μαστόροι και οι καλαφάτες όλη την τέχνη τους. Ο Βάραγγας
+εξόδεψεν αλύπητα το έχη του. Επούλησε και κάτι χωράφια που είχε
+προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους· — εσυλλογίσθηκε.
+
+Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα:
+
+ — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή.
+
+ — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος
+στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό.
+Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα
+πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη
+στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ.
+
+ — Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη
+άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό;
+
+Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον
+Δρακόσπιλο.
+
+ — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον
+αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και
+τούτο.
+
+ — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος.
+
+ — Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο.
+
+Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε
+ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της
+παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την
+ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε
+τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους
+μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες. Δίπλα επισοδρομούσαν οι
+στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβυναν στην απόστασι την
+ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός για να χαθούν κ' εκείνες και άλλες
+να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε στην ώρα. Έβλεπα τα γερά της
+δεσίματα, το κομψό σκαφίδι, λαμπάδα τα κατάρτια, το γοργό
+τρέξιμο, τ' ορθοπλώρισμά της και την εκαμάρωνα. Δεν ήταν καλήτερο
+μπάρκο σε όλη τη σφαίρα! Τα βουνά έλεγα πως επρόβαιναν να το
+καμαρώσουν· τα κύματα πώς έτρεχαν υποταχτικά να στρωθούν στην
+καρίνα του. Και από τόρα με τη φαντασία ετελειώναμε το ταξείδι.
+
+ — Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· έλεγεν ο γραμματικός
+λογαριάζοντας. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον
+Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον
+Ποταμό.
+
+ — Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς;
+ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης.
+
+Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να
+δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο
+ομορφοκάραβο!
+
+Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα
+καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν
+εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό. Αλλά το μπάρκο του
+καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς
+του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα.
+Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και
+φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία.
+
+ — Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του
+ένας τον άλλον.
+
+Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα.
+Ο Βάραγγας απελπίσθηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε
+και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε πρώτο λόγο είχε να τον ερώτηση:
+
+ — Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από τον γαμπρό σου;
+
+Άρχισε να θυμώνη.
+
+ — Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο! εσυλλογίσθηκε.
+
+Όταν όμως ελάβαινε γράμμα έτρεχε να το διάβαση στον καφενέ, στα
+κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες να το ακούσουν όλοι. Και γράμματα
+ελάβαινε συχνά. Σαν να εμαντεύαμε την αγωνία που εβασίλευε στην
+πατρίδα για την τύχη μας όλοι εγράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο και ο
+καπετάνιος. Κ' εγώ που δεν ήξευρα να πιάσω την πένα, έβαλα τον
+γραμματικό κ' έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο
+κ' ένα γράμμα: «Σήμερα εφτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε
+από το τάδε μέρος. Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με
+τέτοιον καιρό επεράσαμε τον Καβομαλιά.» Σωστό ημερολόγιο.
+
+Ο καπετάν Δρακόσπιλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχεν απόφασι. Ή
+να γυρίση πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίση ούτε αυτός.
+Απόφασι και μαζί πείσμα. Πείσμα ν' αλλάξη την τύχη του. Αρκετά
+τον επαίδεψε, τον εντρόπιασε, τον έδεσε στο μαρτύριο. Τόρα θα την
+παιδέψη, θα την ντροπιάση κ' εκείνος. Θα την νικήση! Τις πρώτες
+ημέρες δεν είχε ύπνο στα βλέφαρα· δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη.
+Ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα.
+
+Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους επείραζε στο φιλότιμο.
+
+ — Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνιδες είμαστε! ετόλμησε να του
+παραπονεθή μιαν ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε κ' εμείς τιμόνι,
+δεν ίδαμε μπούσουλα!...
+
+Εκείνος το αισθάνθηκε. Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος
+γυρίζει και του λέγει:
+
+ — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε
+φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και
+τούτο!...
+
+Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ'
+έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας
+σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες! Με το φούντο στο
+λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με
+τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»...
+
+*
+
+Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν
+Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού:
+
+ — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα.
+
+ — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό
+έχουμε; διαμάντι.
+
+Διαμάντι, ναι. Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο
+καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία
+του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να
+τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε
+ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του
+γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην
+Πόλη. Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα»
+φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά
+γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια
+έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα.
+
+ — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί.
+
+Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι
+σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε
+προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο
+πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός,
+ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν:
+δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε.
+
+ — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι. Αχ, τα Μπουγάζια!
+
+Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον
+εμπόδισε.
+
+ — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας
+χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρη — άκρη.
+Γαλαξειδιώτες μας λεν.
+
+ — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του.
+
+ — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα
+μόλις άρχισε. Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια.
+
+Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του:
+
+ — Ντροπή μας!
+
+Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν
+Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα!
+Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας. Κάπου δέκα ξύλα μικρά — μεγάλα
+έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ'
+εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού
+στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν
+ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς!
+
+ — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον
+γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το
+τίποτα. Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον
+καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!...
+
+Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε
+μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ'
+εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης,
+ακράτητος, φριχτός. Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο
+κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη
+κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα,
+έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα
+μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας. Όλοι τα αισθανόμαστε
+κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή
+και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς
+προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας.
+
+ — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός.
+
+ — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν
+Δρακόσπιλος.
+
+Άλλαξε αμέσως πρόσωπο. Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του
+αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα
+του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω
+ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το
+δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός
+θαλασσοδαμαστής.
+
+ — Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει
+αγριόθυμος.
+
+Έπεσαν κάτω οι κούντροι άψυχοι και περιττοί· εσφιχτοδέθηκεν η
+μπούμα στα κέρκια της σαν επίφοβο θηρίο. Ο χιονιάς όμως όλο κ'
+εδυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο επλάκωνεν αποπίσω, έρριχνε την άπιαστη
+δύναμί του στα υπόλοιπα πανιά, τα εφούσκωνε και τα ετέντωνε με
+πείσμα να τα ξεσχίση. Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και
+αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την
+εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις
+έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός,
+εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές,
+εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο
+τόσο τρέξιμο.
+
+ — Στίγγα τους παπαφίγγους!... Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον
+κοντραφλόκο!
+
+Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα
+προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί,
+εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα
+του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του
+κινδύνου το πικρό φοβέρισμα. Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το
+σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή
+αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του
+σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον
+τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά
+για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο
+στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε. Η σκοτεινιά διπλή
+— τριπλή εκάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; πού το Μπουγάζι;
+πού μας έσπρωχνεν ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; τίποτα!
+Εχάθηκαν για 'μας τα γαλόμετρα.
+
+ — Τραβέρσο· λέγει τόρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπιλος.
+
+Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίση το μπάρκο. Επρόσταξε γοργά
+τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, να κάμουν τη
+μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους.
+
+ — Βάλε κάτω σιγά — σιγά το δοιάκι· λέγει στον τιμονιέρη κάπως με
+δισταγμό.
+
+Τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκκαλιασμένη
+από τον χιονιά καθόλου δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμη τη
+μαΐστρα και — φτου σου διάβολε! — η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται
+και η μαΐστρα ελεύθερη ανεμίζει και πλαταγεί σαν παντιέρα. Πού να
+ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δεν μας ακούει πλέον. Τα πανιά της πλώρης
+γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο
+άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς
+θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την
+αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο.
+
+ — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο.
+
+Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο
+ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας.
+
+ — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο
+γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε.
+
+Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου!
+Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού
+δεν εξεχώριζα. Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό
+χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή,
+θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.&
+
+ — Τίποτα! φωνάζω.
+
+Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον
+τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των
+συντρόφων μου.
+
+ — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό.
+
+ — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος. Άναψε και το
+καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του.
+
+Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον
+άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε.
+Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα
+εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο
+απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα
+ή από τον ουρανό. Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την
+προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου:
+
+ — Τίποτα!
+
+ — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα.
+
+Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη
+ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως
+θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που
+κυβερνιέται το πλεούμενο. Ο θαλασσινός μάχεται με δυο στοιχεία
+φοβερά, μεγαλοδύναμα και ασώματα μαζί: τον αέρα και το νερό. Τι
+να τους κάμης; με τι να τα πολεμήσης; Μόνον με τις βλαστήμιες
+σου. Σε παρόμοια θέσι ευρέθηκε, νομίζω, και ο Ξέρξης όταν ηθέλησε
+ν' αλυσοδέση τον Ελλήσποντο. Οι βλαστήμιες είνε οι δικές μας
+αλυσίδες.
+
+Τόρα το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Άγιο Νικόλα εμπρός στον
+καπετάνιο. Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, μέσα στα αργυρό
+φαιλόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη έμενε στο ξύλο
+ήρεμος, ασυγκίνητος σαν να ήσαν όλα καλά και ήσυχα τριγύρω του.
+Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια εχαμπέριζεν αυτός. Και ο
+καπετάν Δρακόσπιλος αναμένος από πριν άναψε περισσότερο με την
+τόση απάθεια του προστάτη μας.
+
+ — Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν
+δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου,
+δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα
+που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος
+λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ! Μα πώς θα χαθούν
+τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα
+στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα
+χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται!
+Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ.
+
+Και αγριομάτης, σκληρόψυχος, περιφρονητής όλων μαζί των δυνάμεων
+της φύσεως και της θρησκείας, ανώτερος από την πρόληψι και την
+παράδοσι, άρπαξε το εικόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε
+σφιχτά στο κατάρτι και με το βρωμερό παπάζι που σφογγίζουν το
+κατάστρωμα, άρχισε να δέρνη και να ραπίζη τον άγιο με μίσος και
+περιφρόνησι.
+
+ — Κάμε λοιπόν το θάμα σου· κάμε το, τι κάθεσαι; εβρυχόταν
+τρέμοντας ολόκορμος.
+
+Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω κ' ετρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου
+το κάμωμα παρά των στοιχείων τη λύσσα. Τόρα δεν ήταν έξω αλλά
+μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε τον
+Δρακόσπιλο να κριματίση, να κηρύξη πόλεμο στον δυνατόν προστάτη
+του ναυτόκοσμου. Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του
+ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το
+τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του
+από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε
+θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η
+άβυσσος!
+
+ — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο.
+
+Μα έξαφνα μέσ' από τα σύθαμπα είδα να προβάλη σαν ξωτικού κεφάλι
+κατάμαυρη μια κοτρώνα. Επρόβαλε αργοκίνητη και μουλωχτή, λέγεις
+κ' ετοιμαζόταν να ριχθή ασπίδα επάνω μας.
+
+ — Ξέρα μπροστά!.. φωνάζω με όλη μου τη δύναμι.
+
+ — Το τιμόνι στην πάντα! προστάζει ο καπετάν Δρακόσπιλος,
+παραιτώντας καταθριμματισμένο το εικόνισμα.
+
+Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου
+βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό
+περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα
+πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και
+μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και
+μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να
+μας είχεν αντίδικους. Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο,
+εστέναζεν, ένας — ένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα,
+εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο
+κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα
+άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιά — μαδέρια στα κύματα·
+ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη
+«Παντάνασα».
+
+Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο.
+Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα.
+Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα
+επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη
+φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω:
+
+ — Κώστα! Βασίλη! ... Τάραρη!...
+
+Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου. Κάνω έτσι τα
+πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί.
+
+ — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω.
+
+Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι
+δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που
+έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου.
+
+ — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το
+σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι.
+
+Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.
+
+ — Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του
+συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ
+θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια.
+
+Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα
+εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί.
+
+ — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι
+ήταν να κάμης το έκαμες. Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ.
+Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη;
+Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά...
+
+ — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η
+τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω
+περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα;
+
+Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός.
+
+ — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω.
+
+Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα
+βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι
+εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους
+άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους,
+γερούς όμως όλους.
+
+Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον
+έθαψε ζωντανόν το χιόνι. Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε
+κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι.
+
+
+
+ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ
+
+
+
+Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα.
+Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους.
+Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ'
+όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο
+στην εικόνα του Αγίου Νικόλα. Τούτος μας σώζει — όχι και τόσο
+συχνά — από τις άγριες φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του
+μαστοριά μας απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και
+από τους αγίους της Παράδεισος, που νομίζω δεν έχει και μεγάλη
+διαφορά. Δεν λέγω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα
+στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά
+τους. Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα θέλω ν' ακούω σαν καμακίζουν
+άγρια καμμιά ψυχή, ούτε τον χόχλο του κατραμιού που βράζει στα
+Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων.
+Μα και η συντροφιά των πατέρων με τα κομπολόγια και τα λιβάνια
+καθώς και η ασύγκριτη ξαστεριά της Παράδεισος δεν μου πολυαρέσει.
+Τι θέλεις — τι γυρεύεις; Καλήτερα όπως τα εκατάφερε ο μακαρίτης.
+Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχο
+— αν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι!
+
+Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησί — στη Σέρφο ας ειπούμε — ο
+ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση
+το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε.
+Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο
+πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή! Πού να πάη τόρα να
+χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη
+για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη
+πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και
+άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας
+στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ.
+Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το
+μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε.
+Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο.
+Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς.
+
+Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του,
+ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
+Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος·
+
+ — Γεια σου, πατριώτη.
+
+ — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε.
+
+ — Πούθεν έρχεσαι;
+
+ — Από το γιαλό.
+
+ — Και η βροχή πού σ' απάντησε ;
+
+ — Στο δρόμο.
+
+ — Έλα δα!...
+
+ — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο.
+
+ — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι.
+
+Ο ναύκληρος εγέλασε.
+
+ — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε.
+
+ — Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη
+ξέρεις ;
+
+ — Ξέρω μια.
+
+ — Για ν' ακούσω.
+
+ — Δε στη λέω.
+
+ — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες
+χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου...
+
+Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να
+ζήτηση για πληρωμή.
+
+ — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε
+βουλώσω σου τη λέγω.
+
+Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο
+μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα
+κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες
+καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια
+σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι
+είνε. Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα,
+ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε,
+τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την
+νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη
+γυναίκα. Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός
+του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε
+τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα. Και
+μήπως δεν το γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του
+ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν τον
+Ναό στα Ιεροσόλυμα; Άφησε την άλλη φορά που επήγε μεταμορφωμένος
+σε γάιδαρο να πειράζη τα σχολειταρούδια κ' εκείνα του έπεσαν
+απάνω που είδε κ' έπαθε να ξεφύγη από τα χέρια τους. Για τούτο
+εστεκόταν τόρα δίβουλος και τρίβουλος. Μα πάλι που δεν εύρισκεν
+ησυχία ως που να μάθη το μυστικό.
+
+ — Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου.
+
+Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα
+τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο
+κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το
+μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο.
+
+ — Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του
+με αγανάχτησι.
+
+*
+
+Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού
+θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως
+τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος.
+
+Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί
+ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει.
+Είνε τοιχογυρισμένη με ψηλούς και μεγάλους τοίχους κ' έχει μόνον
+μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν επρωτόγινε κόσμος η
+πόρτα ήταν μικρή γιατί οι άνθρωποι, φρόνιμοι και θεοφοβούμενοι,
+επήγαιναν γραμμή στην Παράδεισο. Μα λίγο — λίγο επλήθυναν στον
+κόσμο τα κακά· οι άνθρωποι έγιναν πονηροί κ' επίβουλοι κ' έτρεχαν
+καραβιές στην Κόλαση. Για να έμπουν όμως μέσα τους έβγαινεν ο
+θεός ανάποδα. Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και
+άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά
+τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με
+καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα
+μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους
+χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας.
+
+Ο μαυροναύκληρος όταν έφτασε κυτάζει προσεχτικά· τι να ιδή; Ο
+καλήτερος κόσμος επήγαινεν εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες
+στολές και τα σοβαρά τους πρόσωπα. Οι παπάδες και οι δεσποτάδες
+με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους εγκόλφια· οι καλογριές και
+ηγουμένισες· οι ευσεβείς και οι νηστευτές· οι μπακάλιδες που
+εξικοζύγιζαν και οι κρασοπουλητάδες που έδιναν τριακόσια την οκά
+και οι έμποροι που επερνούσαν για μέτρο την πήχη και για πήχη το
+ρούπι· οι βαρυτοκιστάδες οι άκαρδοι και οι σπαήδες οι αχόρταστοι·
+οι αντρογυνοχωρίστρες και οι προξενήτρες· όλοι τέλος εκείνοι που
+στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται
+ο χοντρός λαός, επήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και
+κλωθογυρίζοντας ακόμη στον νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις
+τους. Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με τον λαό και σπρώχνοντας
+ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθή
+φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει βάνει τις φωνές. Τρέχουν
+οι άλλοι διάβολοι·
+
+ — Τ' είνε μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν.
+
+ — Έτσι κ' έτσι· τους λέγει. Μην τον αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο
+εδώ γιατί θα μας φέρη άνω κάτω.
+
+Το ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές· τον πετούν έξω από
+την Κόλαση.
+
+ — Αμ τόρα τι να κάμω; συλλογίζεται.
+
+Άξαφνα δεξιά βλέπει την Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με
+δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λέγουν τα
+Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κ' έρημη. Κανένας
+δεν εζύγωνεν εκεί. Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον
+Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια
+μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο
+Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον
+καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί
+στο μεθύσι. Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρης —
+Κραβαρίτης θα ήταν — δυο ώρες τόρα εχτυπούσε την πόρτα και ο
+άγιος κλειδοχράτορας δεν είχε είδησι. Τέλος άκουσε,
+αγριοβλαστήμησε δυο — τρεις φορές που του εχαλούσαν την ησυχία,
+εσηκώθηκε τρέκλα — δίπλα και άνοιξε να μπάση τον κουρελιάρη. Ο
+ναύκληρος δεν χάνει καιρό, χώνεται μέσα. Ξυστά — ξυστά πάει σε
+μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο
+του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις
+διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός
+και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους.
+Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια
+οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες. Έκαναν γλέντι· εκείνη την
+ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη
+μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασί — ρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο
+Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι
+κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το
+πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο
+Κάτω Κόσμος.
+
+Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για
+να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν
+στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ
+που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε.
+
+Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας:
+
+ — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται
+κοντά στο Χριστό;
+
+ — Ου, παιδί μου! έκαμεν ο άγιος· εκείνος είνε ο πάτερ
+Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κ' έπαθε
+για τον αφέντη το Χριστό μας!
+
+ — Μπα! είπε με αμφιβολία ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του
+λόγου σου. Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ'
+εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη
+νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες
+κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό.
+Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου
+άξιζε.
+
+Ο Αγιαντώνης έρριξε το κεφάλι κάτω, εσούφρωσε τα φρύδια κ' έφυγε
+χωρίς να ειπή λέξι.
+
+ — Καλά σ' έχω· εσυλλογίσθηκε ο ναύκληρος.
+
+Και με την ίδια επιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που
+ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κ' έβλεπεν από μακριά τη
+διασκέδασι.
+
+ — Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο
+μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του
+Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν
+να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης
+είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε.
+
+Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με
+μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη.
+
+ — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας.
+
+Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον
+ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι
+εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές,
+πιάνονται στα χέρια. Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ'
+εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι·
+επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι,
+εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου.
+Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να
+σου!» του ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
+
+ — Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας
+έβαλε σκάνταλα.
+
+Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του.
+
+ — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος·
+μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο;
+
+Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω.
+
+ — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο
+τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο.
+
+Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις. Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα
+γλέντια και τα ταξείδια του!
+
+Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός
+που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με
+το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε
+στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος. Ο Χάρος
+μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό·
+ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της
+Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει
+νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει
+από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το
+λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει
+τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο
+ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε. Εγύριζε
+αριστερά, ευρισκόταν άξαφνα στην πόρτα της Κόλασης κ' έβλεπεν
+εμπρός αγριεμένο τον διάβολο μ' ένα δυκριάνι σιδερένιο στα χέρια
+να τον φοβερίζη. Εγύριζε δεξιά, έβλεπε την Παράδεισο και τον
+άγιον Πέτρο κρατώντας για ραβδί μια θεόρατη κλείδα κ' έτοιμον να
+του σπάση τα κόκκαλα.
+
+ — Μωρέ διάβολε! λέγει, σαν σκούρα τα πράμματα!
+
+Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση
+αναποδογυρίζει τις θάλασσες.
+
+ — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι!
+
+Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει
+πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά
+και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό
+του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον. Χώρια
+οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους
+ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο. Για τούτο
+σας λέγω πως αν τον ήξευρα θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα
+ανάβω στον Άγιο Νικόλα. Επέθανα; δεν σκοτίζομαι για Κόλασες και
+για Παράδεισους. Πάω γραμμή στο τσαντήρι μου!...
+
+
+
+ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ
+
+
+
+ — Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; —
+Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!...
+
+Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη
+μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς
+ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί. Με τούτα θέλουν
+να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφίνοντας το νησί
+τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και
+την βάφουν μόλις καλητερέψουν τα οικονομικά τους. Γι' αυτό
+κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν
+στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την
+προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό
+χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους
+προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια
+του. Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του
+αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα
+σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο
+Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη
+χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο. Και
+λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της
+Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα:
+
+ — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το
+καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!...
+
+Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και
+το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως
+του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι
+εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη
+τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και
+η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε
+συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δεν θα ειπή πως η γυναίκα εκεί
+άλλαξεν όλως — διόλου τη φύσι της· πως από τα στολίδια και τα
+ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλουσκί ταμπάκο
+κ' εκείνο μόνον ζητά για πολυτιμότερο αγαθό να φέρη ο άντρας της
+από το ταξείδι!... Ο θερμαστής εκύταξε κατάματα τον ναύτη, σαν να
+ήθελε να φτάση στην ψυχή του, να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό
+τα λόγια του, να τον προσβάλη στ' αληθινά. Ξεύρουν όλοι μέσα στο
+καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως
+το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του
+άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε
+δυο — τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν'
+αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους
+Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα
+του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το
+βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π'
+ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως
+συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις
+πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι. Εθυμήθηκε τον
+ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο·
+εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται
+στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα
+λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα
+κλωνί συκιά περ πονέντε!...
+
+Μα ενώ έμενεν έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον
+εβοηθούσε η γλώσσα, είδεν άλλον ναύτη, ένα γέροντα
+χοντροκαμωμένον και κακοτράχαλον, πίσω καθισμένον να γελά πονηρά
+και κάτι να ψιθυρίζη μυστικά στον Καστελορριζίτη. Βέβαια του
+εθύμιζε κάποιο νέο ανέκδοτο της Σαντορίνης αυτή η φάλαινα. Μα τι
+θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους! Και
+παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την
+περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους
+ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των
+
+ — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη
+φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να
+φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι.
+
+ — Αχ! στα χαμένα νερά! Και πότε θ' ακούσω τις χαλκαδένιες σου να
+κάνουν γράντα — γράντα;...
+
+Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα
+νερά και κάνουν γράντα — γράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει
+ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη
+έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του
+αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό
+και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα. Ο θερμαστής
+έδινε στον ήχο της φωνής, στη στάσι, στις χερονομίες του τόση
+κωμική μεγαλοπρέπεια που έσκασαν όλοι, ναύτες και θερμαστές τα
+γέλοια κ' εκύταξαν τον Βαρνιώτη, σαν κάτι παράξενο και
+περιφρονημένο πράγμα. Έτοιμοι ήσαν να του ριχθούν όλοι με
+σαρκασμούς. Εκείνος εχαμογέλασε στην αρχή, αναψοκοκκίνησεν
+έπειτα, έρριξε το κεφάλι κάτω κ' ετράβηξε να φύγη. Ήταν ήσυχος
+ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος
+στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν
+ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του
+έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά
+στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του,
+επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί. Τόρα τα γέλοια
+αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα,
+σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο
+Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον
+βοηθήση στην γλωσσοφαγιά.
+
+ — Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ
+μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε. Τι ρίχνεις το κεφάλι κάτου και
+φεύγεις; Να κι' ο Κρητικομηλιός τόρα που βγήκε στο μεϊντάνι. Δεν
+πάει ν' αλειφτή νέφτι σαν τον πατριώτη του. Ακούς είχε μιαν οκνή
+γαϊδάρα και κάποιος τον εσυμβούλεψε να την αλείψη νέφτι. Τόκαμε ο
+μπουρμάς κι' αλήθεια δεν είχε στασιό από τότε· έφευγε βαπόρι. Μα
+τόρα ο φίλος εξεποδαριάστηκε γυρεύοντάς την. Έτρεχε· πού να την
+φτάση! σαν έξυπνος τέλος αλείβεται κ' εκείνος νέφτι. Τόρα την
+φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις
+φωνές: — Γυναίκα, έβγα να πιάσης το χτήμα κ' εγώ έχω δρόμο
+ακόμη!...
+
+ — Ο Κώστας ατάραχος εδέχθηκε του Γαλαξειδιώτη το πείραγμα και
+τους σαρκασμούς των συντρόφων του. Εσούφρωσε μόνον τα χείλη,
+αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη
+γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κ' έβγαλεν ένα πουφ!
+περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος ετέντωσε την άλλη του
+αρίδα, ανακλαδίσθηκε χάσχοντας πιθαμή το στόμα, λέγεις και ήθελε
+να χάψη τον ήλιον ακέριο και είπε με φωνή σύγκαιρα σαρκαστική και
+ράθυμη στον ναύκληρο·
+
+ — Και σου λένε, Μπαρμπαγιώργη, πως δεν είν' έξυπν' οι
+Γαλαξειδιώτες. Αφού και στη στεριά παίρνουν οδηγό τη μπούσουλα!..
+Αφού μετρούν τα χωράφια τους από άρμπουρο σ' άρμπουρο κι' απ'
+ασφάκα σ' ασφάκα... Και δεν είνε παληκάρια γιατί 'πήραν το
+τιτίβισμα των περιστεριών για ληστάδες κ' έφυγαν αφίνοντας τις
+γυναίκες στους νταυλοκαλογέρους!...
+
+Ο Γαλαξειδιώτης όμως άναψεν αμέσως. Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη
+του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης
+αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να
+τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα
+στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον
+επροσκαλούσε στο πάλαιμα.
+
+ — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες.
+
+ — Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος.
+
+Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός
+στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη
+του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι:
+
+ — Να χαθής, παλιόβλαχε!
+
+Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός. Ετοιμάσθηκαν να ορμήσουν
+ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιασθούν, να
+ξεσχισθούν το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατα τους, να βάψουν
+τη θάλασσα με το αίμα τους. Αλλ' ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος
+έτρεξε στη μέση, έσπρωξε τον έναν αποδώ, έρριξε τον άλλον αποκεί
+και ορθός ανάμεσά τους, με την θαυμαστή απάθεια στο πρόσωπο, τη
+γιγάντια κορμοστασιά, το αυστηρό βλέμμα του εδέσποσεν εκεί, σαν
+θαλασσογέννητος θεός που κατασιγάζει των ανθρώπων τα πάθη όπως
+και τις τρικυμίες.
+
+ — Ε, ντραπήτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή
+φωνή του. Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε
+και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα
+και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί
+ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος
+μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα!
+...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα.
+
+Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο
+μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη.
+Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά
+ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που
+είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο
+για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο
+σκυλί στον καθρέφτη.
+
+Ο Ανέστης ήταν Σπετσιώτης, αρβανίτικο κεφάλι — μπίντα σωστή.
+Είχεν όμως αγαθή ψυχή· όση κορμοστασιά τόση και καρδιά. Του
+άρεσαν τα γέλοια και τα ξεφαντώματα. Μια δραχμή να έκρυβε στην
+τσέπη, την εθυσίαζε για τους φίλους· τα ρούχα του επουλούσε για
+τον σύντροφο. Εγνώρισα την καρδιά του μόλις επάτησα στο καράβι. Ο
+καπετάνιος δεν ήθελε τον Γεράσιμο γιατ' ήταν βλάστημος και
+σπιούνος. Στην Πόλη αποφάσισε να τον βγάλη και γι' αυτό
+εναυτολόγησε εμένα. Ο Ανέστης όμως ήξευρε πως είχε φαμελιά επάνω
+του και ηθέλησε να τον σώση. Είπε στον καπετάνιο πως ηύρε δουλειά
+έξω και θ' άφινε το καράβι. Τον επαρακάλεσε στη θέσι του να
+κρατήση τον Κεφαλλωνίτη. Εκείνος εκατάλαβε τη θυσία, αγαπούσε και
+το παιδί γιατ' ήταν σωστός δουλευτής· εμετανόησε. Εκράτησε τους
+δυο, εκράτησε κ' εμένα.
+
+Όμως εγώ εννόησα τη διαφορά τους αμέσως. Μίλια ήταν μακριά ένας
+από τον άλλον. Ο Γεράσιμος φαρμακομύτης, σιωπηλός, αγέλαστος,
+κρυφονούσης — βρασμένη ψυχή. Ο Ανέστης το ενάντιο. Βροντοκράχτης
+κεραυνός ο ένας· θάλασσα κρυφογκάστρωτη ο άλλος. Ό,τι έλεγε η
+καρδιά το έδειχνε στα χείλη ο Σπετσιώτης. Ό,τι έλεγαν τα χείλη το
+ετάφιαζε στ' απόκρυφα της ψυχής ο Κεφαλλωνίτης. Και μέσα εκεί σαν
+σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το
+έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή.
+
+Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του
+συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάση — και το ήθελε τόσο συχνά ο
+αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε
+κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο
+της Ελλάδας. Εμείς οι Ρωμιοί τα έχουμε αυτά. Τ' άφηκαν
+αφιλονείκητη κληρονομιά οι παλαιοί μας. Έλεγε λοιπόν πως οι
+Κεφαλλωνίτες στην επανάστασι εβγήκαν να πολεμήσουν στου Λάλα
+ξαρμάτωτοι. Και όταν τους ερώτησαν οι χωριάτες γιατί πηγαίνουν
+έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά
+τους: — Α δα και άρματα θέλουμε; Βγάνε βρούλα δένε τρούκους!...
+Κ' έπειτα που τους ελιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός εφρόντιζαν
+να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! — Κάτσε, καλέ αγά και μη μου χαλάς
+το γαμπά μου!...
+
+Ο Γεράσιμος τ' άκουεν αυτά μα δεν έλεγε τίποτα. Τι να ειπή που
+έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε
+στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα
+τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον
+ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη
+θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα
+γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία
+του.
+
+ — Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης.
+
+ — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να
+τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά.
+
+ — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια.
+
+ — Δε βαριέσαι!..
+
+Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια,
+σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα
+θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του. Εγώ δεν απελπίστηκα. Εμίλησα
+στον Ανέστη, ηθέλησα να μιλήσω και στον Γεράσιμο.
+
+ — Σε πειράζει, πείραξέ τον και συ· του είπα. Μιλεί για τους
+συντοπίτες σου· μίλησε για τους δικούς του. Μήπως έχουν και λίγα
+οι Σπετσιώτες. Να, πες του για το αρνοκέφαλο. Κάποιος εψώνησε από
+την αγορά έν' αρνοκέφαλο. Μα στο δρόμο του εγλύστρησε κ' έπεσε
+στη θάλσσα. Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ'
+εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται;
+Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του
+ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε...
+
+Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο.
+
+ — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε
+τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!...
+
+Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα
+στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο
+σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη
+έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη
+δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα
+και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν.
+
+Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο
+καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν
+έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη
+Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία!
+Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο
+κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας
+εκάναμε κ' εμείς το ίδιο. Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός
+βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί,
+μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα
+ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια
+λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που
+χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε
+ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα. Αριστερά η
+πόλις φτωχική, ακάμωτη, με λίγα σπίτια και περισσότερες καλύβες,
+με πλατείς δρόμους πελαγωμένους στη λάσπη και μια εκκλησούλα
+πρασινοθόλωτη στη μέση, έμοιαζε ψαροχώρι έτοιμο να φιλοξενήση
+μέγαρα στους περιφραγμένους σπιτότοπους. Και ανάμεσα, βαθειά, το
+δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό
+λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να
+χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και
+θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το
+βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων. Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι
+απάνω στ' αμάξια· άλλοι αρπάζονταν από τη μποτίλια της βότκας·
+άλλοι εχόρευαν μισοστρατίς και άλλοι εγκρεμίζονταν αναίσθητοι,
+γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους
+του δρόμου.
+
+Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα
+και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του
+άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα
+τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην
+ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον
+σηκώσω αποκεί.
+
+ — Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα. Τάφαγεν η νοτιά τόσες 'μέρες.
+
+ — Τράβα κ' έφτασα· είπε πρόθυμος.
+
+Στη δουλειά δεν έλεγεν όχι ποτέ του. Ετράβηξα εμπρός, εσκάλωσα
+στο πινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν επρόφτασα να πάω
+στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης παίρνοντας αφορμή
+από το μπλέξιμο των συντρόφων του εθυμήθηκε να ειπή για τους
+σαράντα Κεφαλλωνίτες. Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα
+θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν
+αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους.
+Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που
+ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να
+πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό. Μα ο
+Γεράσιμος — ίσως ήταν και πιομένος λιγάκι — άρχισε τις
+βλαστήμιες. Φρίξον ήλιε! Ο Ανέστης ακούοντάς τον έτσι εξαπλώθηκε
+χάμω ξεκαρδισμένος στα γέλοια. Και όσον εγελούσε τόσο εκείνος
+άφριζε κ' εμάνιζε. Κατεβαίνω να ιδώ τι γίνεται· συναντώ εμπρός
+μου τον Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σαν τη μπακρίλα.
+
+ — Τι πάθατε, μωρέ παιδί ;
+
+ — Θαν του πιω το αίμα, μα τον Άγιο· θαν του πιω το αίμα!...
+λέγει άγρια.
+
+Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ'
+ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι.
+
+ — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την
+ώρα φωνές και γέλοια.
+
+Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες,
+εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας. Είδαν την ημέρα
+ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να
+παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα
+ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα
+ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά
+στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι. Έπαιρναν νερό
+με τις τριανταφυλλένιες χούφτες τους, το έρριχναν απάνω μας
+χρωματιστά μπιρλάντια και ανοιγοσφαλώντας τα χειλάκια τους που
+ήσαν μικρότερ' από μίδι εφώναζαν ολόχαρες:
+
+ — Γόσποδιν, Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια
+σαλιότκοι!...
+
+ — Ναι, Χριστός ανέστη! ... Χριστός ανέστη! ποιος λέγει τ'
+όχι!...
+
+Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα
+χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι
+μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα
+σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και
+πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την
+ψυχή. Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας,
+επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον
+κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του
+πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε
+πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα. Κ' εκείνες θεότρελες
+ετσαλαβουτούσαν εδώ κ' εκεί, άρπαζαν τα χαρίσματα κ' εγύριζαν
+πίσω με τα λάφυρά τους στα χέρια. Έπιαναν την καρίνα, αρπάζονταν
+στα σχοινιά ν' ανεβούν απάνω τάχα κ' εφώναζαν ολογέλαστες:
+
+ — Για βας λιουμπλιού!... για βας λιουμπλιού!...
+
+ — Ναι· σ' αγαπώ! κ' εγώ σ' αγαπώ! ...
+
+Άξαφν' ακούω πίσω μου μια φοβερή βροντή. Είπα πως εκόπηκε η
+άγκυρα, πως έσπασε κανένα κατάρτι. Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ,
+αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς
+εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ'
+εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό
+σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα. Δεν επρόφτασα να
+κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα
+του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται
+στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο.
+
+ — Πιάστε τον!... εφώναζα.
+
+Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με
+φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών
+εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!...»
+
+Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο
+Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του
+Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες
+και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα
+μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν
+τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Μπα,
+όσα πειράγματα και αν ειπούν δεν θα φτάσουν ποτέ σε τέτοιο
+κακούργημα... Και άξαφνα Κώστας ο θερμαστής άρχισε με φωνή
+παραπονιάρα βλέποντας τον Κιμωλιάτη τον μάγερα:
+
+ — Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον κούντρο, μην το πιστέψης μάτια
+μου... Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον παπαφίγγο, μην το πιστέψης
+μάτια μου... Μ' αν ακούσης πως έπεσ' η καζάνα και μ' επλάκωσε,
+πίστεψέ το!... πίστεψέ το!...
+
+
+
+ΓΕΡΑΚΑΣ
+
+
+
+Τρελοβοριάς εχύθηκε στο πέλαγο, εσήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί
+κάτασπροι απλώνονται στην έκτασι, βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν
+άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου άνεμου το θέλημα
+παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει
+απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με άλματα γίγαντος. Οι στεριές
+γύρω, τ' ακρωτήρια, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και
+αχνομέτωποι, δίχως έκφρασι και ζωή απάνω στην ακλόνητη βάσι τους.
+Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα εσάρωσεν ο άνεμος. Κάτω δεν
+έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισεν ο φόβος στα λιμάνια. Ο
+ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω
+αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης
+μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το
+κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από
+πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά. Κ' έχει για
+καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό·
+έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το
+ναυτόπουλο· θυμώνει — ξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο
+καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και
+χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον
+δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς.
+
+ — Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα·
+λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να
+κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς
+
+ — Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου.
+
+Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με
+άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το
+ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο. Τι
+έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το
+παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το
+παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε
+κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη
+ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν
+αόριστα και μυστικά:
+
+ — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.
+
+Μα η Άσπρη θάλασσα είνε απέραντη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι, και
+φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν αυτός; Άρχισαν οι
+νησιώτες άντρες και γυναίκες, θαλασσινοί απόμαχοι και γυναίκες
+γλωσσοκοπάνες να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία εψαχούλεψαν κάθε
+νησί της, κάθε χωριό, κάθε συνοικία· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και
+τον εξέταζαν: — Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα! Ένας ψηλός, ένας
+λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί
+σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην
+απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχι — όχι· δεν τον ίδαμε,
+δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και
+βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε. Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί·
+πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την
+ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη
+θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα.
+Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που
+εγέννησε το παιδί. Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και
+την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του
+φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν'
+αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν
+αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον
+λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του
+κ' εγύρισε στο νησί. Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά
+τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ'
+όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους.
+
+Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το
+πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του
+ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε
+κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά.
+Εταξείδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί
+στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλλια· από τα Δαρδανέλλια
+στα Ροδονήσια· και πάλι πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλι στο νησί
+του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος, μικρός στο ανάστημα, κεραυνός στη φωνή. Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο.
+
+Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες
+του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από
+το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως
+του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα. Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το
+έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός
+καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το
+παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε
+στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη.
+
+ — Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε.
+
+Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλά — καλά
+ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του.
+
+Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς.
+Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το
+τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά,
+δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το
+καρυδόφλουδο. Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και
+αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο
+άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια
+σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα
+του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο
+άπειρο διάστημα. Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει
+και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης
+μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ'
+απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το
+κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το
+παραδίνει στ' ανοιχτά.
+
+Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα.
+
+ — Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο.
+
+ — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα!
+
+Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του.
+Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης.
+Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν
+Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της. Μα ο Γιώργης δεν
+θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω
+ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το
+ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια
+σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση.
+
+Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει
+καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς. Ο πέτρινος
+ελέφαντας στη θάλασσα προυμυτισμένος ετίναζε νεροστροβύλους στ'
+αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί εξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό
+τα εσκέπαζεν από άκρη σ' άκρη. Ευθύς το πρόσωπό του εκιτρίνισε
+σαν λεμόνι· τα μάτια του έσταξαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε
+το χέρι στο στυλέτο.
+
+ — Βρε άθεε αγριομίλησε· πού πας εδώ να μας πνίξης!
+
+ — Μ' επήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· εψιθύρισεν άτολμα.
+
+ — Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ;
+
+Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη;
+Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο
+απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη
+σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που
+εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που
+ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του. Τρικυμία στο γιαλό,
+τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο
+καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με
+μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του·
+εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο
+λαγουδάκι. Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του·
+γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα
+κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο·
+πάλι το έρριξε κάτω νεκρό.
+
+ — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω.
+
+Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο
+τιμόνι με όλη του τη δύναμι. Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε·
+στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν
+αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν
+αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την
+Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω
+στη στεριά.
+
+ — Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος.
+
+ — Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο.
+
+ — Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης.
+
+ — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας.
+
+Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε
+στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα
+στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την
+αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά. Η στεριά ψηλώνει
+ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος
+κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις
+πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει
+τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός
+της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το
+καλή ποθητό φάντασμα. Δυο τρεις οργυιές ακόμη και θα κουντρήση
+απάνω στο μάρμαρο. Και τον καπετάνιο φριχτή τον δέρνει τόρα
+υποψία. Νομίζει πως το παιδί του δεν έχει άλλον σκοπό παρά να
+αναμπαίξη την τελευταία του ώρα. Τραγικό βλέπει εμπρός του όραμα:
+ξύλαμαδέρια το τρεχαντήρι στον βράχο και τ' όνομά του οικτρό
+ανάμπαιγμα στα χείλη των θαλασσινών. Δεν εκρατήθηκε περισσότερο.
+Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του
+την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε
+τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το
+στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή
+κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον
+ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του. Και το
+γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το
+σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το
+δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες
+πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα
+ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο. Ο
+ήλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει με τις αχτίνες του
+στρωτό γυαλί τα νερά και καθρεφτίζει παράμορφα τα κουρέλια των
+πανιών, των άρμενων τα ξεσκλήδια, δίνει χαρά και θρίαμβο σε
+ψυχωμένα και άψυχα. Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαυγίσματα
+το περιγιάλι· το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι·
+και πίσω από το κάσαρο ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς
+κρύβει το πρόσωπό του απάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού.
+
+Μα το υπεράκριβο αίμα δρόμο παίρνει στα πέλαγα, φάρος γίνεται
+στους παντοπλάνητους και δείχνει μητρική αγκαλιά το λιμάνι του
+Γέρακα.
+
+
+
+ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ
+
+
+
+Μας εύρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου — Σέρφου, διόμισυ μίλια
+κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί εβοήθησεν ο γρεγολεβάντες
+και με πρωτοδεύτερα πανιά εκατεβήκαμε από της Μύκονος τον Γούρλο
+για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν
+είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρη και οχτώ και δέκα μίλια την
+ώρα. Όμως αποδώ κ' εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα. Γιατί
+άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο
+πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το
+πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω
+από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ'
+επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν
+ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι.
+
+ — Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια
+μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!...
+
+Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με
+κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά
+κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή
+βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς
+τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής
+ακούραστος και οικονόμος. Λίγο — λίγο απόχτησε μερικά λεφτά,
+επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω.
+Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως
+την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του
+πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό. Όταν εκατεβαίναμε από
+τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες που ήσαν συντοπίτες του εφρόντιζαν
+κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους.
+
+ — Ε, καπετάνιε και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα,
+και να 'πιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζα και να
+βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας
+κάτω από τον Τσικνιά! έλεγεν ο ένας.
+
+ — Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον
+Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα.
+
+Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με
+τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό. Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα
+λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά
+από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και
+μελανιάζοντας έλεγε:
+
+ — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με
+ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη
+γολέτα μου Μυκονιάτη!...
+
+Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι
+από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη
+και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια
+βρύση των ματιών τους. Και ο καπετάνιος πικραμένος γιατί τους
+επίκρανε και οργισμένος γιατί του εξύπνησαν αναγκαστικά
+βαρυκοιμισμένους πόθους, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα
+ποδήματά του επίτηδες, για να φανή φοβερός και τρομερός κ'
+εκλειόταν στην κάμαρη του. Όμως κ' εκείνου η καρδιά ελαχτάριζε
+για τη Μύκονο. Είχεν εκεί τη γυναίκα του, την ψιλομελάχροινη
+Ελεφάντω μ' ένα παιδί στην κούνια και άλλο στην κοιλιά. Μα οι
+καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια,
+δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος
+σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα
+Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η
+«Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος
+πρώτος· έτρεξε σπίτι του. Μα στον γυρισμό ούτε παιγνίδια ούτε
+φίλους έφερε. Και στο ταξείδι τόρα αν και είνε την πλώρη κατά τον
+Γαρμπή τα μάτια του ήσαν στυλωμένα στον Γρέγο κ' έβλεπε πάντα
+εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του
+νησιού ένα μόνον σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρομένη να
+χαροπαλαίβη! Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά
+μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ
+και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ...
+Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία. Εδρασκέλαεν από πρύμη σε
+πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε
+μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε
+τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο
+εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του.
+
+Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και
+πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και
+μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν
+βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να
+βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε
+ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν
+γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη
+εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε,
+έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και
+αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα,
+αποκαρωτικό κ' εκείνο. Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά
+εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο
+κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν
+Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του.
+
+Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα
+κάνουμε! ...
+
+Σώπα, καπετάνιε και γλήγορα δυναμώνει ο Νότος· είπεν ο
+Μπαρμπατρίμης· ιδές τι τέμπλο έκανε στο Τσιρίγο!
+
+Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα εσωριάζονταν
+τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος ετόξευε ανάμεσ' από
+κρωσσοτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες είτ' αιματένιες σπηλιές,
+δεμάτια αχτίνες έλουζε την χτίσι με φως και χρώματα. Η θάλασσα
+ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν
+από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους
+και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει
+τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια
+της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα
+μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η
+Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά,
+σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια,
+έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την
+πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ'
+επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα. Έστεκε το ένα με κάποιο
+συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζωνάρι ομίχλης στη μέση· το
+εδώθε με κροκκοβαμμένο μέτωπο· το εκείθε καστροστεφανωμένο· το
+παρακεί με κάτασπρο χωριδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που
+ελησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό
+παραπέτασμα τα καράβια κοντυλογραμμένα επήγαιναν οκνά και ο
+μαύρος καπνός των βαποριών εψήλωνε κ' έσβυνε σε χρυσόξανθες
+τουλούπες. Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα
+χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από
+εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της
+στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές
+και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα. Χώρια από τον καπετάνιο, οι
+άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο,
+με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και
+άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά
+μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που
+αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε
+στην ορμητική πλημμύρα της. Και άρχισα το τραγούδι:
+
+Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!...
+
+ — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του
+καπετάνιου η φωνή.
+
+Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια
+κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια
+κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα
+χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν
+ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που
+είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες
+στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε
+σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά
+ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα
+δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη! Τ'
+ολοστρόγγυλο κεφάλι της πεταχτό πίσω σαν καρύδι, ίσα πλάκα εμπρός
+ήταν χωμένο στους ώμους σαν ολοφέγγαρο ανάμεσα σε δυο
+κοντορραχούλες. Στο κέντρο τρίγωνη επρόβαινεν η μύτη, με την
+κορφή απάνω και κάτω τη βάσι και αποκεί κοφτερό και γυριστό σαν
+δρεπάνι εφύτρωνε το ράμφος από μαύρο τροχισμένο κόκκαλο. Δεξιά
+και αριστερά της μύτης, μέσα σε λακκούλες στεφανωμένες από ψιλά
+πούπουλα, εγυάλιζαν τα μάτια δίχως ματόφυλλα, θρασύτατα,
+ολοστρόγγυλα, με τη μεμβράνη τους τσιτωμένη από ανθοκίτρινο υγρό
+και με τη μαύρη κόρη ακίνητη, σαν πέτρα δαχτυλιδιού καλοδεμένη
+στη σφεντόνα του. Και ολόγυρα πούπουλα καφετιά ανέβαιναν σγουρά
+κ' εσχημάτιζαν στεφάνι. Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα
+μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει
+στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να
+προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και
+άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια:
+
+ — Ξιξιξί!... ξιξιξί!...
+
+ — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος.
+
+ — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα.
+
+ — Κουκουβάγια!...
+
+Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα
+εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!... έκαμε κ'
+επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το
+τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να
+γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι. Έμεινεν εκεί
+με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε:
+
+ — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο
+να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα
+τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!...
+
+Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια
+λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα
+της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της·
+
+ Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε.
+ στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της.
+
+Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν
+νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την
+δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό
+της. Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς
+του:
+
+ Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα
+ Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω,
+ Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι.
+
+Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν'
+ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά:
+
+ Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης.
+ Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια
+ Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει;
+
+Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ'
+έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν
+επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν.
+Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη,
+εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρμη εκείνη,
+καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ
+παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και
+βρυχέται και αναθεματίζει:
+
+ Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω!
+ Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους
+ αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης!
+
+Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο
+Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα·
+
+ Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι
+ και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει...
+
+Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της.
+Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό
+της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο. Και
+η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της,
+απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα,
+ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του:
+
+ Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι,
+ να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου!
+
+Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν
+όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή
+κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη
+νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας,
+βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο
+έκαμα τον αδιάφορο.
+
+ — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός
+καλός όλα καλά.
+
+Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε
+στην κάμαρή του.
+
+ — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι
+μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο.
+
+Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν
+Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του
+ήρθαν ανάποδα. Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και
+δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και
+αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη
+να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα.
+Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι
+συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν
+εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη
+γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το
+καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον
+καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την
+είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν
+έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου
+μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα
+ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!...
+
+Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον
+σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα.
+Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και
+ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο
+καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε
+χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα
+μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια
+του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα,
+όλος άρχισε να τρέμη. Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να
+μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή:
+
+ — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από
+μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με,
+φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!...
+
+Μα εκείνη δεν εκαταλάβαινε από τέτοια· έμενε στη θέσι της, θεότης
+αιγυπτιακή ακούοντας από τον στυλοβάτη ασυγκίνητη τα δάκρυα και
+τις παράκλησες του πιστού της. Από λεφτό σε λεφτό εχαμηλοπλάγιαζε
+το κεφάλι ζερβόδεξα, σαν ν' αυτιαζόταν ήχους μαντικούς, που
+έφερνεν από μακριά, πολύ μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα
+το εψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γιαλιστά, στον αιθέρα
+στυλωμένα δίχως έκφρασι και ζωή, σαν να είχεν αφαιρεθή από τα
+κοσμικά για να εξηγήση τους ήχους. Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι
+ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να
+έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα
+και το σπίτι σου!... Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της,
+εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια,
+εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και
+ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να
+ξεθυμάνη. Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα
+μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο. Αλλ'
+ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο
+κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα
+χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και
+της έλεγε:
+
+ — Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και
+των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης...
+Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό,
+πήγαινε στο διάολο! ...
+
+Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε
+σιγά — σιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται
+μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό
+φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να
+ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του,
+έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με
+χαμώγελο και περιφρόνησι. Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και
+άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε
+πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του.
+
+ — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την
+τσάγκρα να του πιώ το αίμα!
+
+Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Με πλατειά
+βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη,
+άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την
+άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο
+κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά
+στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο
+καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να
+γένη!...
+
+Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε
+μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά
+περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν
+στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και
+τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή
+που επάγωνε το αίμα.
+
+ — Κουκουβάου!... κουκουβάου — βάου!...
+
+Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά
+σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν
+αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο
+χρώμα τ' ουρανού. Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης,
+έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν
+χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και
+απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες,
+έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά
+φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του. Και
+πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον
+άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα
+σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα
+πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο. Ο
+Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του
+τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που
+μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου:
+
+ — Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω
+λίγα πανιά.
+
+Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος:
+
+ — Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει...
+
+Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μη τον θυμώσης.
+Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του
+ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ'
+έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί.
+
+ — Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε
+σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του.
+
+Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το
+τιμόνι στον γέροντα·
+
+ — Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα
+καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου!
+
+ — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο
+Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος.
+
+ — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν
+Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!...
+
+Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα
+χέρι το δοιάκι. Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν
+συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να
+γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να
+τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες
+έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν
+γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό. Μα
+και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον
+καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη
+πετώντας πάντα ζερβόδεξα.
+
+Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να
+τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις
+παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον
+άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του. Πείσμα και
+πρόληψες επάλαιβαν τόρα και μας εδαιμόνιζαν. Ηθέλαμε να πιτύχη ο
+καπετάνιος τον σκοπό του. Εκαρδιοχτυπούσαμε μήπως πετάξη μακριά
+το πουλί και γλυτώση στον θαμπόν αιθέρα. Ναι· ή σ' εκείνον ή σ'
+εμάς έπρεπε να ξεσπάση η κακοσημαδιά. Αν το εσκότωνε εσωνόμαστε
+κ' εμείς και το καράβι και τα σπίτια μας. Τα σπίτια και οι
+συγγενείς και οι φίλοι μας. Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον
+καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο
+καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα
+ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία
+του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως
+εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του.
+
+ — Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια
+και πόδια στον καπετάνιο.
+
+Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα
+μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη
+βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια,
+λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο.
+
+Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια. Δεν επετούσε τόσο μακριά να
+το χάνουν τα μάτια μας· αλλ' ούτε και κοντά να το φτάνη η
+τσάγκρα. Εφανερωνόταν δεξιά μας και η γολέττα έτρεχε βόλι απάνω
+του. Εκείνο επετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα την
+ίδια απόστασι, σαν κακόγνωμο πνεύμα που έσερνε με αόρατα βρόχια
+το πλεούμενο. Έφτανεν έτσι κάτω στη Μήλο, είτε απάνω από τα
+Γερακούνια, είτε κατά την Ερημόμηλο. Τότε για να προφυλαχθή από
+τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι
+εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να
+στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και
+μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και
+περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα
+πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο. Και η
+γολέτα, λέγεις πλέον μεθυσμένη, έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά
+γεμάτα· ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι· κ' εμείς όλοι με τα
+μαλλιά ορθά, τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα,
+χερονομώντας και παραμιλώντας που αν μας έβλεπες, βέβαια θα
+επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα
+λογικά του!...
+
+Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και
+το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο
+και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα
+μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν
+όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να
+ξεχωρίζης τα σχήματά τους. Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η
+Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά
+τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές
+τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες,
+τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια,
+τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Όλα
+μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν
+τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την
+Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα
+Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές
+μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που
+έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο. Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε
+του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το
+κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις
+σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους
+μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και
+τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα
+και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα
+εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον
+γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον.
+
+Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε
+χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών
+και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα
+φλογέρας. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα
+και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος:
+
+ — Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα
+πανιά, γιατί θα μας τα φάη.
+
+ — Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος.
+
+Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην
+κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή
+αντήχησε σπαραχτική σαν κινδύνου ανάκρασμα η φωνή της
+κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του:
+
+ — Κουκουβάου!... κουκουβάου, βάου!...
+
+Το αναθεματισμένο πουλί τόσην ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι κ' εμείς
+είδησι δεν είχαμε. Ευθύς ετινάχθηκεν ορθός, άδραξε την τσάγκρα
+και αγριοφώναξε:
+
+ — Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι' απάνω του!...
+
+Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο
+Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα
+Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά
+κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια
+καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ'
+επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε. Είχε
+και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη.
+Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα.
+
+Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του.
+Μαύρο σαν χούφτα χώμα, επετούσε στον ωχρόν αιθέρα αργά — αργά,
+λέγεις κ' εφρόντιζε να μη χαθή από τα μάτια μας και πότε
+εστριφογύριζε στη γολέτα, πότε εδιάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα
+πανιά κ' εχώνευε στις στραλιέρες κ' εκαβαλίκευε τον τρίγκο κ'
+εδιάβαινε κάτω από τα κουρταλατσίνια κ' εκαθόταν στον έξω φλόκο·
+και άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα επηδούσε πάλι μέσα,
+εκατέβαινε στο φλις, ερροβολούσε στη μπούμα· και αποκεί ρίχνοντας
+άλλη φωνή, εξανάρχιζε το παράδοξο κλωθογύρισμά του.
+
+ — Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος.
+
+ — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός·
+είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το
+ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς
+γρινιάζει!
+
+Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος
+λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά
+κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του
+πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε
+μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας
+έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος
+εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του
+Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος
+καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι
+το σκαντάλι.
+
+Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η
+κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να
+χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα.
+
+ — Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι.
+
+Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός
+μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα
+την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και
+αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο
+σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί.
+
+ — Βάρ' της!
+
+Μπαμ! αντήχησε στον ήσυχον αιθέρα και καπνός με σκάγια και
+στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνεν αδρύ χαλάζι. Αλλά με
+την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός αντήχησεν, όπως όταν
+γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο κ' επέσαμε όλοι προύμυτα.
+
+Ο διάβολος έκαμε τον σκοπό του! Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος
+το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε
+απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και
+από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον
+άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος
+συφοράς και δακρύων:
+
+ — Κουκουβάου!... κουκουβάου — βάου!...
+
+ — Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα
+μαλλιά του.
+
+Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα.
+
+ — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που
+ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου!
+
+Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος. Ήρθεν ευθύς
+εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του
+κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και
+υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα
+κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του
+Μπαρμπατρίμη·
+
+ — Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την
+ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο
+σπίτι μου!...
+
+
+
+Η ΓΟΡΓΟΝΑ
+
+
+
+Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη
+νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι
+είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού
+από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο
+είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα
+στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω. Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε·
+θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το
+διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά
+την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με
+άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!»
+
+Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που
+εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα,
+εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε
+κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας
+κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το
+κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια
+στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης
+έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη
+ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ
+ημπορούσα. Ούτε ύπνο — ούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με
+τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά
+αναμμένη με χλωρόξυλα. Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ
+εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και
+βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω
+την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα
+προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας
+να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο —
+λίγο σχεδόν το εκατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι
+έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να
+σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα
+σανίδια του καταστρώματος.
+
+Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα
+μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν'
+ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου
+όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό
+κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός,
+επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο.
+Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε
+σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας
+κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και
+άνοιξα τα μάτια μου. Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι,
+θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι
+εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως
+εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε
+το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός
+ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με
+ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως
+και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά
+ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς
+περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η
+αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν. Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν
+λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ'
+άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι.
+
+Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ'
+ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από
+το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ'
+έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα,
+χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα.
+Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα
+εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε
+καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με
+αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά
+κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα,
+χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν
+ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη
+αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός
+στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός
+ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ. Έφτασε,
+είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να
+ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα
+στα ροδοκύματα.
+
+Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο
+σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά,
+το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν
+Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια μεγάλα και λαμπρά, εγύριζαν φωτεινούς
+κύκλους την ίριδα κ' έβλεπαν υπερήφανα τον Κόσμο πριν τον
+λαχτίσουν στην ανυπαρξία. Νάτος! είπα ο θεόσταλτος άγγελος, ο
+χαλαστής και σωτήρας. Τον έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα και είχα
+σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή επρόσμενα σφυρί να πέση
+απάνω μου το φριχτό χτύπημα. Πάει τόρα η γη με τους καρπούς, πάει
+και η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε
+ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση
+τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους
+κόσμους.
+
+Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με
+άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η
+κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη
+εστάθηκεν αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο
+κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες
+ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη
+της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και
+κάποια υπερηφάνεια βασιλική. Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα
+εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ'
+επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική
+σάρισσα.
+
+Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και
+μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου
+λέγη:
+
+ — Ναύτη — καλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
+
+Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είνε
+δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν
+εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε·
+
+ — Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος;
+
+ — Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα
+βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη.
+
+Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό
+τέρας. Πελώρια εβγήκεν από το κύμα κ' έδειξε στέλεχος
+λεπιδοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξώμαλλα
+εσηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσα και κεντριά φαρμακερά κ'
+έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το
+παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν τη σύστασί τους αμέσως σαν να ήταν η
+Μονοβύζω του παραμυθιού, Στρίγγλα μαζί και Μέγαιρα. Τόρα
+εκαλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης,
+ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η
+αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και
+παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ'
+αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό
+έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της
+πορφύρας το χρώμα. Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά
+για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι
+μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην
+κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό
+τον μαλακό Πόντο.
+
+ — Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!... ετρανοφώναξα με λυμένα τα
+γόνατα.
+
+Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με
+φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε:
+
+ — Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ;
+
+ — Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον
+κόσμο κυριεύει.
+
+Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή
+μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα
+πάλι αγλαόμορφη. Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή,
+εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα
+στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό,
+παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ
+από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη.
+
+Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά
+και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο
+ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή
+μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης;
+Ποιος ξεύρει. Μα σιγά — σιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να
+ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη,
+λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα
+ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου
+σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα
+στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα
+της πατρίδας μου.
+
+Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη
+νύχτα.
+
+
+
+ΝΑΥΑΓΙΑ
+
+
+
+Μόλις αρράξαμε στη Στένη ο καπετάν Ξυρίχης επήρε τη βάρκα κ'
+έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δύο ημέρες τόρα φριχτή τον ετυρανούσε
+αμφιβολία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον
+«Αρχάγγελο» δεύτερο μπάρκο του, που ήσαν μέσα κυβερνήτης και
+γραμματικός τα δύο αδέρφια του. Δεν επρόφτασαν να
+καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και
+ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να
+ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε
+στ' ανοιχτά. Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια,
+εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους
+πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα
+δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά;
+επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους;
+Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του;
+Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο
+έχει στην καρδιά.
+
+Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο εξέχασε μια στιγμή τον πόνο του
+εμπρός στην εικόνα που είδεν ολόγυρα του. Κάτω στη στενόχωρη
+αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα
+πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος, γυναίκες, άντρες, παιδιά,
+επρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους· ποιος
+του φίλου, ποιος του συγγενή, ποιος του προστάτη του. Κ' εκείνο
+κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα
+πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς
+θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο,
+εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και
+καταστρεφτικού δρόλαπα. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις
+σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν,
+λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το
+δάκρυ.
+
+Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την
+αμφιβολία του. Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση
+του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή
+νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο —
+δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με
+ολότρεμη φωνή:
+
+ — Για τον Αρχάγγελο... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα ;
+
+ — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής. Τίποτα! πώς είνε
+δυνατόν; Ξαναρωτάει:
+
+ — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στα μεσανό
+κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο.
+
+Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται
+προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν
+οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν,
+φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον
+περιζώνει παντού. Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν
+αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος
+σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με
+φωνή αδιάφορη:
+
+ — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης·
+εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο
+παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά.
+
+Ζωντανά! Αναστηλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του· διώχνει το
+βάρος από τα στήθη του· χαρά γλυκοδροσίζει την ψυχή του.
+
+ — Τα ονόματα; λέγει στον υπάλληλο με τρυφερή φωνή σαν χάδι· δεν
+μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματά τους;
+
+ — Πέτρος και Γιάννης· του απαντά σε λίγο με πλάνα έκφρασι ο
+υπάλληλος.
+
+Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης, είνε τα ονόματα των αδερφιών
+του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα· θρίμματα τ'
+ολοκαίνουργο σκαφίδι! Δεν πειράζει· πάλι δόξα σοι ο Θεός! Ας
+ζήσουν και φτιάνουν άλλο μεγαλείτερο και ομαρφώτερο. Φιλεύει
+ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζήτι κέρασμα
+στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: — Δεν
+είνε τίποτα· όλοι καλά είνε· όλοι καλά.! Μα το ποτήρι της χαράς
+αμέσως θέλει να το κενώση ολάκερο. Δεν θέλει να βλέπη τίποτα
+σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του.
+
+ — Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι.
+
+Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές
+ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από
+τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε
+και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν
+καθόλου τι γίνονται. Ας μάθουν κ' εκείνοι κάτι τι! Αλλά εκείνος
+εγωιστής δεν παραιτεί καθόλου τη θέσι του. Άνοιξε μια τη
+χρυσελεφαντένια πύλη της ζωής, θέλει και ν’ απολαύση το μάτι του.
+
+ — Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά λογέλαστος.
+
+ — Δέκα — δώδεκα χρονών του απαντά εκείνος σκυμένος στη μηχανή
+του.
+
+Πάλι τον πλακώνει απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είνε τόσο μικρά.
+Είνε από εικοσιπέντε και απάνω. Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει
+τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει
+το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει
+στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν·
+κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε
+ζαφειρένιον ουρανό. Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως
+τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η
+ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε
+της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα.
+Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά,
+κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα,
+λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά
+δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες
+στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις
+επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα
+του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα
+τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και
+ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα. Και όμως ήταν πεταγμένο στην
+κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών
+επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα
+της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και
+τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να
+περάση αποκεί. Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια
+κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ'
+ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και
+αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ'
+αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας.
+
+Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν
+εμπρός στο μπάρκο του. Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του
+μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι
+που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον.
+Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά
+σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα
+σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα
+ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Και ακόμη γύρωθέ της άλλη
+πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τον ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει
+τους ναύτες πέρα — δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα επάνω
+στα χάλαρα, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιγνίδι
+του νερού, δαρμός και φτύμα του. Και απάνω στα τουμπανιασμένα
+πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια
+καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ'
+εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας,
+σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι.
+
+Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Τα ξένα εκείνα
+πτώματα δείχνουν ολοφάνερα πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του.
+Θέλει να δράμη, να ερευνήση παντού και όμως δεν τολμά. Κάτι τι
+μέσα τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει εκεί στ' αχνάρια του. Ο
+πόθος όμως ισχυρότερος τον σπρώχνει εμπρός, πάει και ψαχουλεύει
+ένα με το άλλο και τέλος βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το
+ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο
+πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν
+θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το
+είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν·
+ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν
+αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με
+ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη.
+
+Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα
+χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι
+τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις
+μακρυνήν υπόσχεσι. Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον
+τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά·
+απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους
+ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη
+στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι
+στο μπάρκο.
+
+ — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό.
+
+ — Έτοιμα.
+
+ — Φόρα την άγκυρα.
+
+Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο
+κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι.
+
+
+
+ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ
+
+
+
+«Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και
+πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει
+στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από το τρεμόφεγγο των άστρων, το
+πισαλειμμένο σκαφίδι του με τα παραπέτα φελοντυμένα, την πρύμη
+και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά
+και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα
+ορειχάλκινα που κάνουν το βρύχημά του τρόμο των θαλασσινών οι
+μπαλντάδες που συχνοβάφονται στο αίμα τους· τα τρομπόνια, τα
+τσεκούρια, οι γάντζοι που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των
+καραβιών, όλα είνε θαμμένα στο σκότος και την ασάφεια. Μόνον πού
+και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν
+πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα
+τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ
+κ' εκεί. Άλλο τίποτα. Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι
+του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και
+ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από
+μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι
+στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου
+σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε
+νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της
+Ρούμελης, θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός
+ο καπετάν Λαχτάρας, φοβερός στη δύναμι, μέγας στην τόλμη,
+θαυμαστός στα σχέδια, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και το αίμα.
+Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τα πλατειά νώτα στηρίζοντας
+στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένεια του και ατενίζει
+κάτω σαν θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίση το απέραντο κράτος
+του. Δίπλα η φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει
+ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα ίριδος στα
+μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα
+μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα
+δαχτυλίδια του. Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο
+Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν
+να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως
+όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός
+και φύλακας ως τον τάφο του.
+
+Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη
+φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν
+Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι
+συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα
+έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα
+λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν
+σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τόρα ούτε και τα
+πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολλονάτα, στέρνες
+αστείρευτες τα δουβλόνια τ' ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα
+πουκάμισα των αγίων άρματα τ' ανεχτίμητα· στοίβες απάτητες τα
+γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά,
+τα σαμούρια και τα λαχούρια. Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα
+στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και
+τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον
+κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη,
+κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα,
+δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον
+είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά
+τον απάλλαττε με μια του μαχαιριά είτε και μια πέτρα στον λαιμό
+από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν
+επλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άρραξαν έτσι
+στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια
+εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τόρα ήρθε και η δική
+του σειρά. Τον εξεπάστρεψε με μια ψύχα φαρμάκι. Μα τι να γίνη;
+Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να
+ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η
+φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει
+τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του
+υπερηφανεύεται. Μα γρήγορα — αργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια
+στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον
+θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος;
+
+Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο
+καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει
+γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα
+κρίματα έπλεξαν τρίχινον πλοκό και δεν αφίνουν την ψυχή να διαβή
+στον κόσμο της αναπαύσεως. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες σκλάβα
+σέρνεται στους τόπους που εκριμάτισε, θρηνολογή και δέρνεται
+βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο
+χέρι το ραβδί γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα φάσμα σκυθρωπό και
+αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον
+έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν
+στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους
+σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του. Και κάθε
+νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι
+γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο
+πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων,
+όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός,
+ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού
+σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα.
+
+ — Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην
+ώρα της προσβολής.
+
+Μα ο λάρυγγάς του νομίζεις αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη
+βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχά, το σκότος
+σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή, και χαλκόστομη σαν να σαλαχά
+κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας
+κρότος κουφός και συνεχής σαν να επήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και
+μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα
+ακούεται να λέγη:
+
+ Τάω — τω
+ και πίσω δεν κυτώ!
+ τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
+ κ' εγώ γυρίζω πίσω.
+ Έλα βλάμη σήκω,
+ σήκω να μοιράσουμε!..
+
+Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η
+φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον
+Τρακάδα τον βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισότερη μάνιτα, με
+φριχτώτερη συνωδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του·
+δεν έχει νωπού αιμάτου σπίλους στο πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι
+του φορεί και κρατεί στο χέρι το θριμματισμένο ραβδί του. Μα έχει
+τόσο στεγνό το πρόσωπο· το βλέμμα τόσο αδάμαστο· τόσο
+καμπουριασμένο, μικρό κ' ελάχιστο το κορμί που ημπορεί να
+τρομάξει και γίγαντα. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο
+του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο
+σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε
+αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και
+ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι,
+θεότρελοι από τον φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα·
+άλλοι τσακίζονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι
+ανεβαίνουν κατάρραχα και ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατον εχθρό.
+Ρίχνει βλέμμα στον σκύλο του, θέλει να του θυμήση την παλιά
+υπόσχεσι. Μα κ' εκείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος γρούζει μόνον και
+πάσχει να χαθή κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Και όμως κοντά
+του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο,
+που να πέφτη Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του στέκεται
+μικρομέγας ο Τρακάδας και με γέλοιο τον κυτάζει κατάματα, τον
+περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του:
+
+ Τάω — τω!
+ και πίσω δεν κυτώ!
+ τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά
+ κ' εγώ γυρίζω πίσω.
+ Έλα βλάμη σήκω,
+ σήκω να μοιράσουμε!..
+
+
+ — Να μοιράσουμε τι; ρωτά το αδέσμευτο πνεύμα μέσα στο κεφάλι του
+καπετάνιου. Θέλεις τα ρούχα μου, θέλεις τ' άρματα και τα
+χρυσαφικά μου; Δικά σου είνε· δικός σου είμαι κ' εγώ. Μπροστά σου
+μ' έχεις άβουλον και ακυβέρνητον. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα
+κρυμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς!
+
+Το είπε — δεν το είπε, το άκουσεν ο βρυκόλακας. Ανάβρισε το
+γέλοιο τρανταχτό, βαρύ, σαρκαστικό από τα φτωχά στήθη του. Και
+είδεν ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνη απάνω του, να τον
+σηκώνει πούπουλο στον ώμο. Αισθάνθηκε παλμόν· είδε τ' αστέρια
+κινούμενα επάνω του σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα. Πού πάνε
+τ' αστροκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο
+και το αίμα τρέχει και αυτός.
+
+ — Ε παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της
+προσβολής.
+
+Μα τίποτα δεν βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μυστικό.
+Όλα κοίτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα ορειχάλκινα, οι
+αιματοβαμμένοι μπαλντάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι
+γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σαν να τα έχη σύγκρυο. Φαίνονται
+τρομαγμένα, δισταχτικά κ' εκείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν
+τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν
+τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος
+παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη,
+δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το
+κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κυτάζει
+κατάματα, ρίχνει πάλι την αγριόχρωμη λαλιά του:
+
+ Τάω — τω
+ και πίσω δεν κυτώ!
+ τ' αχνάρια μου πίνε μπροστά
+ κ' εγώ γυρίζω πίσω!
+ Έλα, βλάμη, σήκω,
+ σήκω να μοιράσουμε! ..
+
+Ασκί του Αιόλου έγινε τόρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και
+αμόλυσε δυνατόν άνεμο. Εφούσκωσεν ευθύς το ράθυμο πανί,
+αναταράχθηκε η θάλασσα και το μυστικό επέταξε βέλος από το αυλάκι
+στ' ανοιχτά. Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να
+πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να
+τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί,
+πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα
+γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος;
+Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος.
+Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις. Φυσά και βράζει μα δεν
+εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεται — πασχίζει και τέλος βγάνει
+βρύχημα την κατάρα:
+
+ — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!..
+
+Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο
+καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά
+φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει
+σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές
+αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει
+με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός
+έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι
+ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του,
+γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα.
+Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή. Πηδά
+φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει
+σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η
+θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα
+μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η
+πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια
+στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με
+τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο
+του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα.
+
+
+
+ΤΕΛΩΝΙΑ
+
+
+
+Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του
+Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη
+Μαρσίλια ως εδώ με δέκα — δώδεκα κόμπους την ώρα. Επέρασα καλά
+τον Καβακάρσο — Μάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της· άφησα
+βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα
+δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα
+όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνη τα φρύδια του. Ο
+Συρόκος έβγαζε στοιχειά τα κύματα· ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος,
+θεοσκότεινος εχαμήλωσεν ως τα ξάρτια, έπνιξεν όλα στην υγρασία
+και τους ατμούς. Το κατάστρωμα εγλύστραε κατάβροχο σαν να ήταν
+πλυμένο, με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το
+δοιάκι επλημμύρισαν στον ίδρωτα· εμούσκεψαν τα πανιά, τα σχοινιά
+εφούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια.
+
+ — Μπρε!
+
+Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ'
+αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη
+ο φανός του Στρόμπολι.
+
+ — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή.
+
+Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή.
+Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και
+συντρόφου τόρα στη σκούνα μου. Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας
+μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν
+οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν
+τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της
+Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και
+πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί
+στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο·
+ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί
+μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας.
+
+Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια
+Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα
+πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα
+μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη. Να βάνη μέσα χίλια κοιλά·
+πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος
+κατάρτια, σχοινιά — σύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ
+μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ,
+καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε:
+
+ — Ε, από το μπάρκο! ... ποιος καπετάνιος ;
+
+ — Ο Μήτρος του Τράχηλα!
+
+ — Ε, από τη νάβα! ... ποιος ;
+
+ — Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας!
+
+ — Και για πού με το καλό ;
+
+ — Για την Αμέρικα... Και σεις;
+
+ — Για την Αυστραλία.
+
+ — Τι φόρτωμα ;
+
+ — Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο.. Και σεις ;
+
+ — Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
+
+Και όταν ετελείωνε το φανταστικό ταξείδι εγύριζε καθένας στο νησί
+φορτωμένος κολωνάτα.
+
+ — Και σαν γυρίσης πίσω; ερώταεν ένας τον άλλον.
+
+ — Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου.
+
+Τέλος όταν επέθανεν ο καπετάν Τραχήλης έγινε σύντροφος στη σκούνα
+ο Κάργας. Αλλά μόλις εκλείσαμε τα συμβόλαια εμπήκε μέσα
+διαφορετικός.
+
+ — Το δοιάκι, λέγει, δε μ' αρέσει.
+
+ — Μα γιατί ;
+
+ — Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκύλινο.
+
+ — Μα τι σε πειράζει φίδι — σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει.
+
+ — Δεν την κάνει.
+
+Και φραπ! στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε σκύλινο. Έπειτα άρχισε για
+όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα
+πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε.
+
+ — Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα.
+
+Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη.
+
+ — Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω.
+
+ — Μα τι σε πειράζει σταυρός — λουλούδι; Ίδιο είνε.
+
+ — Όχι· καλήτερα λουλούδι.
+
+Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον εργάτη τον
+έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα
+κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν
+γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
+
+ — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο.
+
+ — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα.
+
+ — Έχει — δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο
+χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
+
+Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδια
+πυξίδα· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέσι του. Από τ' άψυχα ερρίχτηκε
+σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλον,
+έβριζε τον τρίτον. Έπειτα ερρίχτηκε στον καραβόσκυλο τον Ζέπο
+μας, που τον είχεν ο μακαρίτης ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον
+εκλωτσούσε, τον άφινε νηστικόν τέλος μια νύχτα τον έπνιξε
+μεσοκάναλα κ' έφερεν από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που εβαριόταν
+και ν' αλυχτήση.
+
+ — Μωρέ γιατί βλάμη; τον ρωτώ.
+
+ — Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου.
+
+Στο καράβι του! Δεν εκρατήθηκα περισσότερο.
+
+ — Άκουσε, Λάμπρο· του λέγω. Εγώ δεν σ' έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ'
+έβαλα σύντροφο.
+
+ — Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια.
+
+Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι
+περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης.
+Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο
+χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε
+και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του.
+Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός
+άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες
+πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος
+του, μοναδικός στην τέχνη του.
+
+Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν
+και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ'
+έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης και πονόψυχος.
+Ήξευρα ποιος μου εψαλίδισε τα φτερά και όμως ελυπόμουν να τον
+διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Επάθαμε ζημιές στα ταξείδια.
+Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά δεν θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το
+απόθεμα. Ας πάει να χαθή! εσκέφθηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε
+άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω.
+
+ — Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτώ τόρα.
+
+ — Έτσι, τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη
+φοβάσαι!...
+
+ — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να
+ειπής τον κακό σου λόγο;
+
+ — Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου;
+
+Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί,
+εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ,
+παιδί μου, δεν είνε για σένα. Η Μαριώ του Καπετάν Τραχήλη την
+αρραβώνιασε με τον γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη
+δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δεν φτάνεις.
+Τι έχεις να κάμης εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανώργιου; Εκείνο
+είνε καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρη καραβοκύρη».
+
+ — Τ' ακούς! μου λέγει· δεν είνε ψέμα ε;
+
+ — Όχι βέβαια· δεν είνε ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το
+Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά.
+
+ — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα
+και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω
+εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ
+καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ,
+καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.
+Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ;
+
+Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του
+ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν
+καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω
+λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του.
+
+ — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ'
+αγαπά.
+
+ — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.
+
+Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε
+τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή
+τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος
+μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα
+στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα. Έρωτας ο διπρόσωπος
+που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή
+με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα
+Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του
+φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το
+Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο
+νησί μας. Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε
+να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον
+χαμό του και την πλάσι ολόκληρη.
+
+Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα
+αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω
+να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα
+μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα. Πάλι τα
+εσήκωσα επάνω. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, συχαμερή
+μύξα, ελάχιστο στον όγκο του, τρίσμεγα στη δύναμι και τη σημασία
+του. Αλλά ο σύντροφος με το χασκογέλαστο πρόσωπο του, μάτια του
+τα πύρινα, με τα σκελετωμένα χέρια μου εφάνηκε φοβερώτερο
+Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από εκείνους που τελωνίζουν τις ψυχές
+ψηλά στο άπειρο. Άφηκε, είπα, τον σκοτεινό του θρόνο και ήρθε
+κάτω να τελωνίση και τη δική μου ψυχή, να την βασανίση και να την
+ξεσχίση με τ' αρπάγια του, στις φλόγες να την παραδώση πριν ακόμη
+γδυθή τη σάρκα της.
+
+ — Καλό πνίξιμο! εσφύριξε πάλι στ' αυτιά μου.
+
+Και πριν κουνηθώ από τη θέσι μου έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο
+κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν ξωτικό.
+
+ — Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς.
+
+Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με
+όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια,
+καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι
+ήχων και φωνών. Νευρικό το μέταλλο άστραφτεν, ούρλιαζε, τα στέρνα
+του εξέσχιζεν άπονα, ετρανολάλει με πάταγον, έκραζε με ρυθμόν,
+έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας, να κουρελιάση το στερέωμα.
+Κλαγγή, δουπός, στρίγγλισμα, κραυγή, θρήνος σμιχτά όλα,
+περιπλεχτά, ωρμούσαν εδωθεκείθε, ετάραζαν το σκαφίδι, εκλόνιζαν
+τ' άρμενα, ελάμπαζαν την άβυσσο. Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα
+στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν
+ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατό — χίλια. Τ' ωχροκίτρινο
+φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους
+φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο
+σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι
+μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός
+εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας
+στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
+
+ — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα.
+
+ — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος.
+
+Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του
+ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα. Το θρεφτό μας συμμαζωμένο στην πλώρη,
+κλινάφτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενεν
+ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από τον φόβο του.
+Και το αστροπέλεκο άστραφτε κ' εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά,
+δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό και αλλεπάλληλο, λέγεις κ'
+εβιαζόταν να κατακάψη τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη,
+ανεμοπαρμένη εσπαρτάριζε σύγξυλη, ελάγκευε τρελή κ' έτρεχεν
+εμπρός να ξεφύγη τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι αόρατο μέσα
+στο σκότος, ετίναζε κάθε λεφτό φλόγες θεόψηλες από τον ανήσυχον
+κρατήρα του, εξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα που ερροβολούσε
+ποτάμι πύρινο κάτω κ' έβαφεν αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί
+του συντρόφου, το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τόρα από
+τους κλώτσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο
+τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον
+κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίση. Μα το ψωμάκι εσάστισα.
+Πρώτη φορά που εσάστισα στη ζωή μου.
+
+ — Βόηθα τύχη της Σμαρώς· είπα μέσα μου.
+
+Αλλά βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση τον στοχασμό μου. Βρώμα και
+θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον
+ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε
+σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται!
+
+Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό
+πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο
+καψογαμπρός στον πάτο.
+
+ — Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον
+Αϊνικόλα! εσκέφθηκα.
+
+Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα,
+πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες
+ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους,
+πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια,
+εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη. Όμως η «Άγια Μαύρα»
+σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της ελάγκευε ακόμη στα κύματα,
+έφευγε φάλαινα επάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους
+φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, τα Τελώνια βρωμερά, συχαμένα
+έπαιζαν τ' ωχροκίτρινο φως τους διαπεραστικό κάτω, λέγεις κ'
+ήθελαν να λογχίσουν την ψυχή μας. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες
+έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στην
+πορεία μας.
+
+ — Βαράτε, μωρέ και μας έπνιξαν! φωνάζω.
+
+Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως
+στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη,
+με κερί του Επιταφίου στο χέρι να κυνηγά από τα στράλια τα
+Τελώνια. Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι
+εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά·
+βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε.
+
+ — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ.
+
+ — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να
+ξεκουρασθής λιγάκι.
+
+ — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος.
+
+Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω
+ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά
+και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο·
+τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα
+πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους
+στεναγμούς της σκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί
+αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες,
+εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την
+«Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια.
+
+Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος.
+
+
+
+ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ
+
+
+
+Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα
+εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό
+και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που
+βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και
+θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και
+χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα
+κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το
+έχουν μόλογο. Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από
+πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό
+πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και
+αθάνατο σαν στοιχειό.
+
+Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα.
+Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη
+των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που επήγαν
+γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν,
+κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα
+και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει
+σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το
+ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του!
+
+Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο.
+Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά
+τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η
+αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη
+θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με
+την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα
+βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα
+δέντρο εκεί του νερού πλάσμα, θρέμα του άμμου και να κάνη τόσα
+θαύματα! Μπα, ντροπή μας! Έβλεπα τους άντρες όλους
+λεβεντοθρεμένους και όμως να μιλούν γι' αυτό με τόση ευλάβεια σαν
+να εμιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά
+έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου,
+επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του·
+είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να
+ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω.
+
+ — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το
+γιούσουρι;
+
+ — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο. Αν θέλης να το
+μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου.
+
+Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια
+πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρη — κατάμαυρη
+όπως ο έβενος.
+
+ — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν;
+
+ — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν
+ήμουν σφουγγαράς.
+
+ — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;
+
+Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό
+του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους
+μίλια από το σώμα του.
+
+ — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το
+ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα
+τη μάνα σου.
+
+ — Αφού κόβεται!...
+
+ — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση
+ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί.
+Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει
+ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου.
+
+ — Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ;
+
+ — Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε
+πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών
+τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! ...
+
+Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν
+απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο
+εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί.
+
+ — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα.
+
+ — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό
+μας!
+
+ — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά.
+
+Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλια — δυο να μ'
+εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν'
+απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από
+τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου,
+εχαμογέλασε·
+
+ — Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα
+που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα.
+
+Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα
+φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα
+στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν
+εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του
+πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος
+μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα. Εγώ ήθελα να
+κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω
+σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην
+αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη
+χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της
+θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο
+Γκάμαρο. Τρέμουν — τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε και
+να ειπήτε!...». Θα έτρεχεν αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι
+θαλασσογέννητοι και θα εσταυροκοπούνταν θα έβλεπαν οι γυναίκες
+και θα ετρόμαζαν τα παληκάρια και θα εζηλοφθονούσαν, οι λυγερές
+και θα έλεγαν: — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Δεύτερος
+Άγιος Γιώργης θα εδοξαζόμουν στο νησί. Κ' ένας τρόμος μυστικός,
+μια λαχτάρα εβασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μήπως προλάβη άλλος
+και αρπάξη τη δάφνη μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλιν ησύχαζα
+στην ιδέα πως άλλος αξιώτερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθή.
+Και ακόμη επίστεψα πώς το δεντρί εκείνο δεν εκαθόταν τόσους
+αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του παρά να γίνη μιαν ημέρα άθλο
+δικό μου και έπαινος. Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου.
+Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην
+Έγριπο. Δώσε απάνω — δώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου.
+Άρπαξα την περίστασι.
+
+ — Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα;
+
+ — Ποια;
+
+ — Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι;
+
+Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα
+τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό.
+
+ — Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για
+τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και
+θα κάνουμ' εμείς;
+
+ — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειτα — άκου να σου ειπώ —
+εκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να
+κάμουν με μια βουτιά;
+
+ — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου
+λέγει τέλος ο καπετάνιος.
+
+Δεν απελπίστηκα. Θα τον καταφέρω στο ύστερο· εσκέφθηκα. Και
+αλήθεια έδωκα — πήρα τον εκατάφερα μια Κυριακή που δεν εψαρεύαμε.
+
+ — Τι λες, πάμε; του κάνω.
+
+ — Μωρέ που να πάμε ;
+
+ — Για το γιούσουρι.
+
+ — Και ποιος θα βουτήξη ;
+
+ — Εγώ βουτάω· γι' αυτό ρωτάς!
+
+Επήγαμε τέλος. Κυτάζω με το γυαλί στον βυθό· πουθενά το
+γιούσουρι! Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισε να με
+πιάνη απελπισία. Μιαν απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάστενα
+στη φαντασία μου, το έβλεπα γιγαντωμένο εμπρός μου, επάλαιβα μαζί
+του, εθριάμβευα και τόρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν ημπορούσα να
+το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχη, κάπου να το συναντήσω, θέλεις
+κάτω στους βυθούς, θέλεις πέρα στο ακρογιάλι, θέλεις απάνω στα
+σύγνεφα· έστω! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με
+καταλύση. Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό
+απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω
+ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα
+εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους
+βυθούς; Μόνον για το καρβέλι!
+
+ — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο
+καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.
+
+Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου.
+
+ — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια
+βόλτα πάλι.
+
+Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε
+κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος
+από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι
+μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως! Το
+νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου
+έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες
+απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και
+απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο
+μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο
+κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός
+μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα.
+
+ — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε!
+
+Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι
+πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο.
+Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω
+τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω. Μα
+καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι
+γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος!
+Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες
+έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές,
+εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις
+ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη. Απάνω
+ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί
+κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος
+και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα,
+μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά,
+λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το
+δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, ακίνητο σαν γυάλα το έσκεπε
+και το έλουζε τροφός μαζί και ταίρι, πνοή του και κλίνη του. Και
+κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκεν η άβυσσος, κρύα και
+άπατη σαν κάποιος κύκλος μαγικός αλύτων μυστηρίων και σιγής
+ατάραχης.
+
+Εύρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το εύρισκα
+ίδιο έκανε. Αν ήταν ν' αρπάξω ένα κλαδί και να εβγώ απάνω, καλά.
+Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα
+τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την
+πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας
+χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το
+στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν
+από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά και αρπάχθηκα σ'
+ένα ρίζωμα μήπως με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους
+κλειστούς να γλαυκοπαίζουν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης
+η φλόγα επάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να
+κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων
+των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και
+όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή.
+Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο·
+και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους
+και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να
+ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας
+έφερες εδώ!
+
+Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος.
+
+ — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα.
+
+Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα. Μα και με τι μούτρα
+ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος
+Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις
+έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με
+όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε·
+εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάη μέσα το
+τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να
+εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα.
+Τσιμπάω απάνω·
+
+ — Ρίχτε μου το λοστό.
+
+Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον
+λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες
+έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι. Μόνον
+εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω
+καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος
+τσιμπάω πάλι·
+
+ — Ρίχτε μου τη γούμενα.
+
+ — Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη
+θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου
+κόψω τον αέρα
+
+ — Κόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα. Ή
+ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου.
+
+Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα.
+Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο
+άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος
+του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση.
+Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί
+ελάγκευαν εδώθε — κείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω
+μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν!
+Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν
+είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα
+σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε
+του στοιχείου ανακλάδισμα εμαζευόμουν ελάχιστος, στρείδι
+εκολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Δεν είχα μόνον σύντροφο τη
+δύναμι αλλά και τη γνώσι ακέρια. Πόδια, χέρια, μάτια όλα
+εδούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός ανίκητος, αψύς, εξεκόλωνεν ένα
+με το άλλο τ' αντιρίμματα, τα έβγαζεν από τα θαλάμια τους, τα
+εχώριζεν από την πέτρα ξεφλουδισμένα πολλές φορές και άλλες
+πολλές με σκλήθρες χάλαρων, με κοχύλων φόρτωμα, λέγεις και τον
+εδούλευαν όχι ανθρώπου χέρια παρά ατμομηχανή.
+
+Τέλος εκατάλαβα πως άρχισε να κλονίζεται. Έχανε το στήριγμά του.
+
+ — Απάνω! τσιμπάω.
+
+Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι αμέσως, παίρνω την πρώτη ανάσα.
+Μπρε! Πήρε κ' εσούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο εψήλωνε βαθυγάλαζο σαν
+από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές σκόρπια μάρμαρα.
+Κάτω στον Βώλο άναβαν τα φώτα και ψηλά ο ουρανός ολοπόρφυρος από
+το ηλιοβασίλεμα, έβγαζεν ένα — ένα τρεμόφεγγα τ' αστέρια του. Μου
+εφάνηκε πως εξανάζησα όταν είδα εμπρός μου γνώριμα πρόσωπα και
+γνωστότερα πράγματα. Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και
+τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη.
+
+ — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος.
+
+ — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά
+σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε.
+
+ — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!
+
+Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά
+μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι
+γερός.
+
+ — Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε.
+
+Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός
+πίσω πηγαίνει το καΐκι μας.
+
+ — Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς
+πως έκοψες το γιούσουρι;
+
+ — Μα τον Αϊνικόλα τόκοψα — του κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ'
+αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα
+'ρθη με τις ρίζες του.
+
+Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε.
+Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες.
+Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο
+καπετάν Στραπάτσος ξετρελαμένος από χαρά και υπερηφάνεια, ψυχή
+έδινε σε όλους με τις παρακινητικές φωνές του:
+
+ — Ω — ω! ... ω — ω! ... Γεια σας παληκάρια! ... Ίσα λιοντάρια
+μου! ... Ντροπή μας! Μωρέ ίσα τίγριδες! ...
+
+Και τα παληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες έθαφταν βαθειά το
+κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμι, που έλεγες τόρα θα
+γίνη σύψαλα. Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η
+θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε
+γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από
+άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι.
+
+ — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!...
+
+Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν
+σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι.
+
+ — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τόρα
+που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι.
+
+Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η
+Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του.
+Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό
+αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο,
+θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι
+φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά,
+εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους,
+κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια.
+Ν' ανησυχώ άρχισα. Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα
+στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό
+δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια
+τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και
+χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο
+να την φιλονεικήση το αθάνατο. Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις
+δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο
+αδύνατο πλάσμα.
+
+Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια
+που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να
+δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο.
+Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή.
+Μα ποίος το άφινε; Τ' όνειρο της ζωής μου εκατόρθωσα να το κρατώ
+πράγμα τόρα στα χέρια μου και δεν τα απαρατούσα αν δεν με άφινε
+πρώτα η ψυχή. Έβλεπα να με ακολουθή ταπεινό το ανυπόταχτο κ'
+ελάγκευε μέσα η καρδιά μου, θρόνος εγινόταν το σαπιοκάικο και
+αρματοδρομούσα στα δαφνόφυλλα θριαμβευτής αυτοκράτορας. Μέσα στα
+άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του
+διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας·
+έναν πόθο την ευχή των ·
+
+ — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας!
+
+Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία
+μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη
+νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν.
+Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να
+εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ'
+ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί
+και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν
+αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι
+σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα. Μα τι να κάμω κ'
+εγώ; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμίς μου. Το κύμα
+επίμενε να ψηλώνη ακόμα, να λιχνίζη το καΐκι, να μας βρέχη και να
+μας κλυδωνίζη επίφοβα.
+
+Τέλος ερόδισεν η ανατολή, έφεξεν ο ήλιος, διώχτης αμείλιχτος των
+μυστικών της φύσεως και των ονείρων του ανθρώπου. Εφάνηκαν
+βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας
+αντίκρυ.
+
+ — Άλα, παιδιά κ' εφθάσαμε· ολόχαρος εφώναξα.
+
+Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την
+αμμουδιά που θα δεχθή ακλόνητο βάθρο το λαμπρό μου κατόρθωμα.
+Ανάλαφρα το καΐκι επίταξε μέσα, εγλύστρησε στα νερά, δυο χάλαρα
+επήδησε, άρραξεν απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη
+γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ
+μόνον στα χέρια μου!
+
+Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται
+στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις
+λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια
+του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του.
+Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα
+σε παιδί, από παιδί σε αγκόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα,
+σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν
+στοιχειό.
+
+Κ' εγώ Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άγιος Γιώργης του νησιού,
+εβδομηντάρης κ' ετοιμόρροπος τόρα δεν θαλασσοδέρνομαι παρά για το
+καρβέλι!
+
+
+
+ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
+
+
+
+ Σελ.
+Θάλασσα..................7
+Οι φρεγάδες.............38
+Η δικαιοσύνη της........49
+Το βασιλόπουλο..........95
+Βιοπαλαιστής...........103
+Ο εκδικητής............116
+Οι σφουγγαράδες........123
+Καβομαλιάς.............149
+Η καπετάνισα...........162
+Θείον όραμα............179
+Κακότυχος .............192
+Κάτω Κόσμος............214
+Πειράγματα.............226
+Γέρακας................243
+Κακοσημαδιά............253
+Η Γοργόνα..............278
+Ναυάγια................286
+Οι Κουρσάροι ..........294
+Τελώνια................304
+Γιούσουρι..............317
+
+ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ
+Διηγήματα.......... Δρ. 2.50
+Λυγερή................» 2. —
+Ο Ζητιάνος............» 2.50
+
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Words from the Prow, by Andreas Karkavitsas
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK WORDS FROM THE PROW ***
+
+***** This file should be named 31865-0.txt or 31865-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ https://www.gutenberg.org/3/1/8/6/31865/
+
+Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+https://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at https://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at https://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit https://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ https://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/31865-0.zip b/31865-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..d536975
--- /dev/null
+++ b/31865-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..e31e4a1
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #31865 (https://www.gutenberg.org/ebooks/31865)