diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 31865-0.txt | 7953 | ||||
| -rw-r--r-- | 31865-0.zip | bin | 0 -> 202289 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 7969 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/31865-0.txt b/31865-0.txt new file mode 100644 index 0000000..ab8fcfe --- /dev/null +++ b/31865-0.txt @@ -0,0 +1,7953 @@ +The Project Gutenberg EBook of Words from the Prow, by Andreas Karkavitsas + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Words from the Prow + Short stories from the sea + +Author: Andreas Karkavitsas + +Release Date: April 2, 2010 [EBook #31865] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK WORDS FROM THE PROW *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic +to monotonic, otherwise the spelling of the book has +not been changed. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό +σε μονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία +του βιβλίου. + + + +Α. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ + + + +ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ + + + +ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ +Α. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑ +ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ +ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ + +ΑΘΗΝΑΙ +ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Κ. ΜΑΪΣΝΕΡ ΚΑΙ Ν. ΚΑΡΓΑΔΟΥΡΗ +1899 + + + + +ΤΗ ΣΕΒΑΣΤΗ ΣΚΙΑ + + + +ΤΟΥ + + + +ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ + + + +Η θάλασσα για μένα ήταν κλειστή και άφωνη. Δεν μιλούν και δεν +ανοίγουν των θησαυρών οι βιδερόπορτες παρά σ' εκείνους που έχουν +το μυστικό τετράφυλλο της ερεύνης και της επιμονής. Εσύ άγνωστόν +σου και ξένον μ' επήρες από το χέρι, μαζί της μ' εγνώρισες· +άνοιξες εμπρός στα μάτια μου την πύλη δεύτερου κόσμου και μου +είπες: ζωγράφισε! Τον είδα, τον αγάπησα, τον εσυμπόνεσα. Τρία +χρόνια εχάρηκα με τις φτωχικές χαρές του, ετρόμαξα τους μεγάλους +κινδύνους του, εθαύμασα την αυταπάρνησι και την υπομονή του, +άκουσα τους μύθους και τους θρύλους του. Τόρα βούλομαι να κάμω το +θέλημά σου. Τον ποντοπλάνητο ναύτη, θάλασσα την ανήσυχη και την +Μοίρα, αόρατη και όμως πραγματική και παντοδύναμη, πάσχω να τους +σμίξω στο βιβλίο μου μέσα όπως είνε αχώριστοι και στο +ταξειδιάρικο ξύλο. Ποιος θα ειπή πως επέτυχα; Βέβαια όχι εγώ. Δεν +έχω στην πυξίδα μου χρώματα τόσα όσα χρειάζονται για τον +θαυμαστόν πίνακα. Και το γνωρίζω. Όμως κ' έτσι παρακαλώ να το +δεχθής, λαμπάδα ταπεινή κ' ευγνώμονη στη σεβαστή μνήμη σου. + + + +Α. Κ. + + + +ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΩΡΗΣ + + + +ΘΑΛΑΣΣΑ + + + + +Ο πατέρας μου — μύρο το κύμα που τον ετύλιξε — δεν είχε σκοπό να +με κάμη ναυτικό. + + — Μακριά έλεγε· μακριά παιδί μου, από τ' άτιμο στοιχειό! Δεν +έχει πίστι· δεν έχει έλεος. Λάτρεψέ την όσο θες· δόξασέ την· +εκείνη το σκοπό της. Μην κυτάς που χαμογελά, που υπόσχεται άπειρα +τα πλούτη της. Αργά — γρήγορα θα σου σκάψη το λάκκο ή θα σε ρίξη +πετσί και κόκκαλο, άχρηστον στον κόσμον. Είπες θάλασσα, είπες +γυναίκα το ίδιο κάνει. + +Και τα έλεγεν αυτά ο άνθρωπος που έφαγε τη ζωή του στο καράβι· +που ο πατέρας, ο πάππος, ο προπάππος όλοι ως τη ρίζα της γενεάς +εξεψύχησαν απάνω στο παλαμάρι. Και όχι μόνον αυτός αλλά κ' οι +άλλοι γέροντες του νησιού, οι απόμαχοι των αρμένων τόρα και οι +νεώτεροι, που είχαν νωπούς ακόμη τους κάλους στα χέρια, όταν +εκάθιζαν στον καφενέ να ρουφήξουν τον ναργιλέ τους εκινούσαν +μελαγχολικά το κεφάλι και στενάζοντας έλεγαν· + + — Η θάλασσα δεν έχει πια ψωμί. Ας είχα ένα κλήμα στη στεριά και +μαύρη πέτρα να ρίξω πίσω μου. + +Η αλήθεια όμως ήταν πως πολλοί από αυτούς όχι κλήμα αλλά νησί +ολάκερο ημπορούσαν ν' αποχτήσουν με τα χρήματά τους. Και όμως όλα +τα έρριχναν στη θάλασσα. Άμιλλα είχαν ποιος να χτίση μεγαλείτερο +καράβι· ποιος να πρωτογίνη καπετάνιος. Κι' εγώ που άκουα συχνά τα +λόγια τους κ' έβλεπα τόσο αντίθετα και ασύμφωνα τα έργα τους δεν +ημπορούσα να λύσω το μυστήριο. Πνεύμα έλεγα θεϊκό, κάποια δύναμις +από το άπειρο σταλμένη, ερχόταν κ' έσερνεν όλες εκείνες τις ψυχές +και τις εκρήμνιζε σκλάβες και άβουλες στα πέλαγα όπως ο +τρελοβοριάς τα στειρολίθαρα. + +Αλλά το ίδιο πνεύμα έσπρωχνε κ' εμένα εκεί. Από μικρός την +αγαπούσα τη θάλασσα. Τα πρώτα βήματά μου να ειπής, στο νερό τα +έκαμα. Το πρώτο μου παιγνίδι ήταν ένα κουτί από λουμίνια μ' ένα +ξυλάκι ορθό στη μέση για κατάρτι, με δυο κλωστές για παλαμάρια μ' +ένα φύλλο χαρτί για πανάκι και με την πύρινη φαντασία μου που το +έκανε μπάρκο τρικούβερτο. Επήγα και το έρριξα στη θάλασσα με +συγκίνησι. Αν θέλεις είχα και τον εαυτό μου εκεί μέσα. Μόλις όμως +το απίθωσα κ' εβούλιαξε στον πάτο. Μα δεν άργησα να κάμω άλλο +μεγαλείτερο από σανίδια. Ο ταρσανάς γι' αυτό ήταν στο λιμανάκι +του Αϊνικόλα. Το έρριξα στη θάλασσα και τ' ακολούθησα κολυμπώντας +ως την εμπατή του λιμένα που το επήρε το ρέμμα πέρα μακριά. +Αργότερα έγεινα πρώτος στο κουπί, στο κολύμπι πρώτος· μόνον τα +λέπια μου έλειπαν. + + — Μωρέ γεια σου και συ θα μας ντροπιάσης όλους! έλεγαν με το +αγαθό τους χαμόγελο οι γεροναύτες, όταν μ' έβλεπαν να τσαλαβουτώ +στο νερό σαν δέλφινας. + +Εγώ εκαμάρωνα στο άκουσμα κ' επίστευα ν' αποδείξω μιαν ημέρα +προφητικά τα λόγια τους. Τα βιβλία μου — επήγαινα στο Σχολαρχείο +θυμούμαι — τα έκλεισα για πάντα. Τίποτα δεν εύρισκα μέσα που να +συμφωνή με τον πόθο μου. Ενώ οι εικόνες που είχα τριγύρω μου, +ψυχωμένες και άψυχες, μου έλεγαν μύρια. Οι ναύτες με τα +ηλιοκαμένα τους πρόσωπα και τα φανταχτερά ρούχα· οι γέροντες με +τα διηγήματά τους· τα ξύλα με την εκφραστική τους όψι, οι λυγερές +με τα τραγούδια τους: + + Όμορφος που 'νε ο γεμιτζής όταν βραχή κι' αλλάξη + και βάλη τ' άσπρα ρούχα του και στο τιμόνι κάτση. + +Το άκουα το τραγούδι αυτό από την κούνια μου κ' έλεγα πως ήταν +ύμνος που τον έγβαζε το νησί μας για να παρακινήση τους κατοίκους +στη θαλασσινή ζωή. Όνειρο είχα πότε κ' εγώ να γίνω γεμιτζής και +να κάτσω θαλασσοβρεγμένος στο τιμόνι. Θα εγινόμουν όμορφος τότε, +παλήκαρος σωστός· θα μ' εκαμάρωνε το νησί, θα μ' αγαπούσαν τα +κορίτσια. Ναι· την αγαπούσα τη θάλασσα! Την έβλεπα ν' απλόνεται +από τ' ακρωτήρι ως πέρα, πέρα μακριά, να χάνεται στα ουρανοθέμελα +σαν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, ακίνητη, σιωπηλή κ' επάσχιζα να μάθω +το μυστικό της. Την έβλεπα ωργισμένη άλλοτε, τρελή να δέρνη με +αφρούς τ' ακρογιάλι, να καβαλικεύη τα χάλαρα, να σκαλώνη στων +βράχων τις σπηλιές, να βροντά και να ηχάη ανήσυχη, λέγεις κ' +εζητούσε να φθάση στα έγκατα της γης να σβύση τις φωτιές της. Κ' +έτρεχα μεθυσμένος να παίζω μαζί της, να την θυμώσω εναντίον μου, +να την αναγκάσω να ριχθή κατόπιν, να με κυνηγήση, να αισθανθώ τον +αφρό ράπισμα επάνω μου όπως πειράζουμε αλυσοδεμένα τ' αγρίμια. +Και όταν έβλεπα καράβι να σηκώνη την άγκυρα, να βγαίνη από τον +λιμένα και ν' αρμενίζη στ' ανοιχτά· όταν άκουα τις παρακινητικές +φωνές των ναυτών που εγύριζαν τον αργάτη και τα κατευοδώματα των +γυναικών, η ψυχή μου επέτα μελαγχολικό πουλάκι απάνω του. Τα +σταχτόμαυρα πανιά, τα ολοφούσκωτα· σχοινιά τα κοντυλογραμμένα +στον ορίζοντα· τα πόμολα που άφιναν νομίζεις φωτεινή γραμμή στον +αιθέρα μ' έκραζαν να πάω μαζί τους, μου υπόσχονταν άλλους τόπους, +ανθρώπους, πλούτη, χαρές, φιλιά σε μένα άγνωστα στην καρδιά μου +όμως αποθηκευμένα, του γονιού μου βέβαια μακρινή απόλαυσις. Και +νυχτόημερα η ψυχή μου εκατάντησε άλλον πόθο να μην έχη παρά το +ταξείδι. Ταξείδι στη γαλήνη, ταξείδι και στην τρικυμία. Και ακόμη +την ώρα που ερχόταν είδησις ναυαγίου στο νησί και ο πνιγμός, ο +θάνατος επλάκωνε τις ψυχές όλων κ' εχυνόταν βουβή η θλίψις από τα +ρυτιδωμένα μέτωπα ως τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν +έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους σαν χρυσόξυλα ερειπωμένου +αρχοντόσπιτου και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις +αρραβωνιαστικές· όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό +τους πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν κ' εγώ εκεί μέσα, να ιδώ τη +φιλενάδα μου στο άγριο μεγαλείον της και να παλαίψω, να παλαίψω +μέχρι θανάτου μαζί της. + +Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. Έλειπεν ο πατέρας με τη σκούνα στο +ταξείδι. Εμίσευε τότε και ο καπετάν Καλιγέρης ο θείος μου για τη +Μαύρη θάλασσα. Του έπεσα στο λαιμό· τον επαρακάλεσε κ' η μάνα μου +από φόβο μην αρρωστήσω· μ' επήρε μαζί του. + + — Θα σε πάρω, μου λέγει, μα θα δουλέψης· το καράβι θέλει +δουλειά. Δεν είνε ψαρότρατα νάχης φαγί και ύπνο. + +Ετρόμαζα πάντα τον θείο μου. Ήταν άγριος και κακός σε μένα όπως +και στους ναύτες του. Εκείνοι απόφευγαν να δουλέψουν κοντά του. +Κάλλιο σκλάβος στ' Αλιτζέρι — παρά με τον Καλιγέρη, έλεγαν για να +δείξουν την απονιά του. Τους έψηνε τα ψάρι στα χείλη. Όχι μόνον +στη δουλειά μα και στο φαγί και στην πληρωμή ακόμη. Ό,τι παστό +παλιοκρέατο, μουχλιασμένος μπακαλάος, αλεύρι πικρό, +σκουληκιασμένη γαλέτα, τυρί τεμπεσύρι στην αποθήκη του Καλιγέρη +ευρισκόταν για τους ναύτες του. Και ο λόγος του πάντα προσταγή, +αγριοβλαστήμια και βρισίδι. Μόνον απελπισμένοι επήγαιναν στη +δούλεψή του. Ήξερα λοιπόν καλά πως δεν με καρτερούσαν χάδια και +διασκέδασες. Αλλ' ο μαγνήτης που έσερνε την ψυχή μου έκαμε να τα +περιφρονήσω όλα. Να πατήσω μια στο κατάστρωμα, έλεγα, και δουλειά +όση θέλεις. + +Και αληθινά ερρίχθηκα στη δουλειά με τα μούτρα. Έκαμα παιγνίδι +τις ανεμόσκαλες. Όσο ψηλότερα η δουλειά, πρώτος ανέβαινα. Ίσως ο +θείος μου ήθελε να παιδευτώ από την αρχή, να μάθω τους άμετρους +κόπους του ναύτη και να μετανοήσω. Από την πλύση του +καταστρώματος στο ξύσιμο· από το ράψιμο των πανιών στων σχοινιών +το πλέξιμο· από το λύσιμο των αρμένων στο δέσιμο. Τόρα στην +τρόμπα· τόρα στον αργάτη· φόρτωμα — ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, +χρωμάτισμα πρώτος εγώ. Πρώτος; Πρώτος· τι μ' έμελλε; Μου έφτανε +πως ανέβαινα ψηλά στη σταύρωση, με το μεγάλο δάχτυλο γατζωμένος +στο σχοινί κ' έβλεπα κάτω χάος τη θάλασσα να σχίζεται και να +πισωδρομεί υποταχτική μου. Εμέθαγα συγκρίνοντας μαζί μου το πουλί +που στο άγνωστον ουρανοδρομεί γεμάτο περηφάνεια και θρίαμβον. +Εθάμπωνα με την έξαρσί μου. Τον άλλον κόσμο, τους στεριανούς με +θλίψι τους έβλεπα. Μου φαίνουνταν μερμήγκια, φίδια σουρταριάρικα, +χελώνες αργοκίνητες καταραμένες πάντα να φέρνουν απάνω τους, +βάρος περίσσο το καύκαλό τους. + +Ψε! ... έλεγα με άμετρη περιφρόνησι. Ζουν τάχα και αυτοί! + +Απάνω στους ενθουσιασμούς εκείνους ακούω άξαφνα τη φωνή του +καπετάνιου να βροντά κεραυνός δίπλα μου. + + — Μάινα πανιά! . . . Μάινα και στίγγα πανιά! . . . + +Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να +καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' +εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις +σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε +ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν +έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα +κ' εκατάλαβα τι έλεγε. + + — Μωρέ τι τρέχει; ρωτάω τον διπλανό μου εκεί που εδέναμε τον +παπαφίγγο. + + — Η τρόμπα μωρέ· δε βλέπεις; Ο σίφουνας! + +Ο σίφουνας! έφριξα ολόκορμος. Ακουστά είχα τα θαύματά του· πως +σαρώνει ό,τι τύχη στο διάβα του· σχίζει πανιά, ρίχνει κατάρτια, +γονατίζει πλεούμενα. Τόρα όμως πρώτη φορά τον έβλεπα με τα μάτια +μου. Δεν ήταν ένας· ήσαν τρεις — τέσσερες. Οι δύο κατά το Βατούμ· +οι άλλοι δίπλα στ' ανοιχτά ουρανοθέμελα. Κ' εμπρός μας ο Καύκασος +πελώριος, σκυθρωπός έδειχνε τα χαλαρόφραχτα περιγιάλια του δόντια +αστόμωτα. Ο ουρανός ψηλά συγνεφοσκεπασμένος, βαρύς· κάτω η +θάλασσα μαυριδερή μ' ένα ελαφρό τρέμουλο από άκρη σε άκρη, σαν να +είχεν ανατριχίλα. Πρώτη φορά που έβλεπα φοβισμένη τη φιλενάδα +μου. + +Ο ένας σίφουνας ψιλός, καμαρωτός σαν προβοσκίδα ελέφαντα, μαύρος +εκρεμόταν στα νερά και ακίνητος. Ο άλλος χοντρός, ολόισος, +εκόπηκεν άξαφνα στη μέση σαν καπνοκολώνα, εσκόρπισε χίλια σύψαλα +η βάσις του και απόμεινε γλωσσίδι πολύκροσσο κρεμάμενος από τα +σύγνεφα. Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις +φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και +άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. +Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου +χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' +εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας. + + — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο. + +Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά +στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα +δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι +βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ' +ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο +κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι. +Κοντά ο ναύκληρος εγέμιζε βιαστικά το σκουριασμένο τρομπόνι, +ρίχνοντας στην άδροση γαστέρα του με τη μπαρούτη χίλιων λογιών +παλιόκαρφα και μολύβια. Και τριγύρω οι άλλοι ναύτες, +σταυροχεριασμένοι, άφωνοι, εκύταζαν πότε τον ουρανό, πότε τη +θάλασσα με την αδιαφορία ενός μοιρολάτρη. + +Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, +διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη +καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα +σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά +μας. Έφεγγεν ο αγύριστος όγκος του ολοστρόγγυλος, γυαλιστερός, +ξανθοπράσινος σαν καπνισμένο κρύσταλλο και στα στέρνα του μέσα +έμβολο χοντροπελέκητο, μαυριδερό ανέβαινε το νερό βιαστικά +κόσμους να πλημμυρίση στα επουράνια. + + — Βάρα! προστάζει ο καπετάνιος. + +Ο ναύκληρος γοργός αδειάζει απάνω του το τρομπόνι. Παλιόκαρφα, +μολύβια, στουπιά όλα εχώνεψαν στα πλευρά του. Εφάνηκε να +τρεμουλιάζη από την κορφή ως τα νύχια. Δισταγμός κάποιος εμπήκε +στην ψυχή του· κρύος φόβος επάγωσε τον νου του κ' εσταμάτησε. +Εδοκίμασε πάλι να κινηθή, εταλαντεύθηκεν, έκαμε δυο +κλωθογυρίσματα στον τόπο του κ' εστάθηκε πάλιν ακίνητος, +σμίγοντας τη θάλασσα με τον ουρανό πύργος γυάλινος. + + — Δεν κάναμε τίποτα· είπε πικραμένος ο καπετάνιος στον ναύκληρο. + + — Τίποτα· το βλέπω κ' εγώ. Κάνε την πεντάλφα, καπετάνιε, και το +κρίμα το παίρνω. + + — Θε μου ήμαρτον· εψιθύρισεν αποφασιστικά εκείνος κάνοντας τον +σταυρό του. + +Και με τον λάζο εχάραξε πεντάλφα επάνω στο κατάρτι κ' εψιθύρισε +τρεις φορές το ξόρκι: + + — Εν αρχή ην ο Λόγος και ο Λόγος ην προς τον Θεόν και Θεός ην ο +Λόγος· είπε καρφώνοντας το μαχαίρι στη μέση της πεντάλφας με +πάθος, σαν να το εκάρφωνε στα σπλάχνα του θεριού. + +Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας +και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο +Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η +θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη +του πόντου. Σωστός κλύδωνας. + + — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους +φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες! + +Ανοίξαμε τα πανιά και το μπάρκο έπιασε πάλι σε λίγη ώρα τη γραμμή +του. + +* + +Τρεις εβδομάδες αργότερα εκατεβήκαμε στην Πόλη φορτωμένοι. Εκεί +έλαβα πρώτο γράμμα της μάνας μου. Πρώτο γράμμα πρώτο μαχαίρι στην +άμαθη καρδιά μου. + +«Παιδί μου, Γιάννη μου· έλεγεν η γριά. Όταν γυρίσης πάλι στο νησί +με τη βοήθεια του Αγίου Νικόλα και την ευχή μου, δεν θα ήσαι +καπετάνιου παιδί όπως όταν εμίσεψες. Πάει ο πατέρας σου, η όμορφη +σκούνα πάει· πάνε οι δόξες μας! Τα ερρούφηξεν όλα η Μαύρη +θάλασσα. Τόρα, δεν έχεις τίποτε παρά το χαμόσπιτο, εμένα την +άφτουρη και τον Θεό. Υγειά στα χέρια σου! Δούλεψε παιδί μου και +τίμα τον θείο σου. Αν σου μένει κάποτε ξεδούλειο στέλνε το ν' +ανάβω το καντήλι του Άγιου για την ψυχή του πατέρα σου». + +Εσταύρωσα τα χέρια μου, εκύταξα με βουρκωμένα μάτια τη θάλασσα. +Τα λόγια της γραφής μού εφάνηκαν απόφωνο στα λόγια του πατέρα +μου. Τόσα χρόνια καραβοκύρης και τόρα η χήρα του επρόσμενε το +δικό μου ξεδούλειο για να κάμη τα κόλλυβά του! Να κάμη τα κόλλυβά +του και να συντηρηθή άπορη! Κ' εκείνου το κορμί, τα σιδερένια +μπράτσα ποιος ξέρει τάχα σε τι χάλαρα δέρνονται, ποιος γλάρος τα +πετσοκόβει, ποιο κύμα να λευκαίνη τα ψιλόλιγνα κόκκαλα! + +Ωιμέ! πόσο σημαντικός ήταν ο τελευταίος λόγος του. Ανταμώσαμε +ύστερη φορά μόλις εμπήκα στη Θεοδόσια. Καθώς με είδε ψηλά να +μαϊνάρω τον τρίγγο έκαμε τον σταυρό του κ' έμεινε άφωνος άλαλος. +Δεν το επερίμενε τέτοιο πράγμα. + + — Τι τον κυτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης όταν +επέσαμε δίπλα· δεν τον αλλάζω με τον καλήτερο ναύτη σου. + +Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με +καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία +δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν +άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, +επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα +για να τον αποφύγω. Εκείνος εκατάλαβε πως τα είχα σαστισμένα και +δεν εσηκώθηκεν από τη θέσι του· μόνον με ακολουθούσε μ' ένα +βλέμμα, μελαγχολικό, παραπονιάρικο σαν να μ' έβλεπε στο +νεκροκρέβατο. + +Την άλλη την ημέρα μ' έμπλεξε που επήγαινα με τους ναύτες στην +πόλι. Μόλις τον αγνάντεψα ηθέλησα να κρυφτώ· αλλ' από μακριά τόσο +προσταχτικό ήταν το νόημά του που τα πόδια αρνήθηκαν ν' ακούσουν +τη θέλησί μου. + + — Βρε παιδί μου τι έπαθες· μου λέγει με θλιμμένη φωνή. Το +σκέφθηκες καλά τι θέλεις να κάμης; + +Πρώτη φορά εγνώριζα τη γλύκα της πατρικής φωνής. Δεν εσάστισα +όμως. + + — Πατέρα, του είπα με θάρρος· το σκέφθηκα. Κακό και ψυχρό μπορεί +να είνε το κίνημά μου· μα δεν δύναμαι να κάμω αλλοιώς. Δεν μπορώ +να ζήσω αλλοιώτικα. Με κράζ' η θάλασσα. Μη θες να μ' εμποδίσης. +Άσε με 'κεί που βρίσκομαι γιατί θα πάρω τα μάτια μου και δεν με +ξαναβλέπεις. + +Έκαμε τον σταυρό του με την επιμονή μου. Εστάθηκε λίγο μ' εκύταξε +κατάματα, εκούνησε το κεφάλι. + + — Καλά παιδί μου, είπε· κάνε ό,τι σε φωτίση ο Θεός. Εγώ έκαμα +εκείνο που ήταν από χέρι μου. Ούτ' έξοδα λυπήθηκα ούτε λόγια· +θυμήσου το να μη με αναθεματάς αργότερα. Πήγαινε στην ευχή μου. + +Ύστερή του ευχή, πρώτη μου θλίψις. Η θάλασσα στο πρώτο μου +ταξείδι αντάμειψε την αγάπη μου. Έμεινα πλέον αναγκαστικός +δουλευτής του καπετάν Καλιγέρη. Δουλευτής για το ψωμάκι. Ψωμάκι +το δικό μου και της καπετάνισας. Αλλά με όλη τη συμβουλή της ούτε +να τον τιμήσω, ούτε να τον δουλέψω ημπόρεσα περισσότερο τον θείο +μου. Αν είνε να δουλέψω ναύτης εσκέφθηκα, δόξα σοι ο Θεός +βρίσκονται και άλλα καράβια. Από να δέχομαι χαλαζόβραχο τις +βρισές του συγγενή μου καλήτερα ενός ξένου. Ο ξένος περισσότερο +θα σεβασθή τ' όνομά μου. Αποφάσισα στο πρώτο λιμάνι να ξεμπαρκάρω +με το καλό. + + — Με το καλό; άσε και να ιδής· λέγει ο καπετάν Καλιγέρης όταν +εμάντεψε τη σκέψι μου. + +Πάω μιαν ημέρα να του ζητήσω λίγο λάδι για το φαγί. — Δεν έχει, +μου λέγει· το τρώει εκείνος που κάθεται στο τιμόνι. Πάω δεύτερη· +το ίδιο. Πάω τρίτη· πάλι το ίδιο. Δεν αρκεί που μας ετάιζεν όλα +τα ρέπεια πράγματα· ήθελε και το λάδι να μας κόψη. Η φιλαργυρία +και η απονιά συχαμερή αρρώστια του. Φυλάω κ' εγώ μιαν ημέρα που +ήμουν στο τιμόνι, παίρνω τον Άγιο Νικόλα, τον δένω στο δοιάκι και +το αφίνω μάρμαρο. Το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη +θάλασσα. + + — Μπρε Γιάννη! μου φωνάζει ο καπετάνιος. Ποιον άφηκες στο +τιμόνι; + + — Εκείνον που τρώει το λάδι· του απαντώ. + +Οι ναύτες όλοι σκάνε τα γέλοια. Εκείνος θυμώνει. + + — Να φύγης! μου λέγει· γρήγορα τα ρούχα σου και όξω. + + — Να φύγω· το λογαριασμό. + +Με παίρνει στην κάμαρη και αρχίζει να στρώνη τον λογαριασμό κατά +τη συνήθεια του. — Την τάδε ημέρα συμφωνήσαμε· την τάδε μπήκες +μέσα, την άλλη έφερες τα ρούχα σου, την άλλη φύγαμε, την άλλη +έπιασες δουλειά. Δεν είνε έτσι; + +Ούτε πολλές ούτε λίγες. Πέντε ημερών μισθό μου έτρωγε. Πάλι καλά. + + — Έτσι· του απάντησα. + +Κ' εβγήκα με δύο σβάντσικες στη Μεσσήνα. + +* + +Άρχισε τόρα η ζωή του ναύτη με τα όλα της. Ζωή και τήξη. Μερμήγκι +τέλειο. Μερμήγκι στη δουλειά, ποτέ όμως και στο σύναγμα. Τι να +εύρης, τι να συνάξης; Ημεροδούλι ημεροφάι. Ένα ζευγάρι ποδήματα, +ένας μισθός. Ένας μουσαμάς, άλλος μισθός. Ένα γλέντι στο Κεμέρ +αλτί, τρίτος. Ένας μήνας δίχως δουλειά· έξη μήνες χρέος. Σύρε να +κάμης κομπόδεμα και να κυβερνήσης σπίτι. Δόξα να έχη ο Χάρος που +το έκλεισε γρήγορα· πέθανε η καπετάνισα στον χρόνο απάνω κ' έτσι +ξενοιάσαμε. Από καράβι σε καράβι, από καπετάνιο σε καπετάνιο, από +ταξείδι σε ταξείδι, δέκα χρόνια τα έκλεισα στη θάλασσα. Ζωή +βασανισμένη· μια χαρά — τρεις τρομάρες. Όσο να ειπής «Κύρι' +ελέησον» πάλι «Παναγία βόηθα!» Τα λόγια του πατέρα μου νυχτόημερα +στ' αυτιά μου. Μα τι τ' όφελος; Βάρε του μαχαιριού γροθιά· χτύπα +το κεφάλι σου στο κατάρτι· το κατάρτι δεν σπάει. Αν είχα κ' εγώ +ένα κλήμα στη στεριά πέτρα μαύρη θα έρριχνα. Μα πού το κλήμα; +Απόφασι το επήρα. Ή το κύμα θα με φάγη ή θα με δώση πετσί και +κόκκαλο άχρηστον στον κόσμο. Καλά λοιπόν· ζωή χαρισάμενη! Δουλειά +και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος +έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα +δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές +από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη +θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα +βρίσκεσαι. + +Μια φορά που ήρθα στον Πειραιά με την εγγλέζικη φρεγάδα είπα να +πάω στην πατρίδα. Από τότε που έφυγα με τον καπετάν Καλιγέρη δεν +εγύρισα ποτέ. Η τύχη με άρπαξε στα φτερά της και μ' εγύρισε +σβούρα στη γη. Επήγα, ηύρα το σπίτι μας χάρβαλο, τον τάφο της +μάνας μου χορταριασμένον και μια μικρούλα μου αγαπητηκή σωστή +αντρογυναίκα. Έκαμα τρισάγιο της μάνας μου, άναψα ένα κερί στην +ψυχή του πατέρα μου, έρριξα και δυο ματιές στην παλιά μου αγάπη. +Στη δεύτερη ματιά έφριξα ολόκορμος. + + — Ποιος ξέρει, επικροσυλλογίσθηκε· ποιος ξέρει αν άκουα του +πατέρα μου τα λόγια τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; + +Ο πατέρας της ο καπετάν Πάραρης ήταν παλιός καραβοκύρης, +συνομήλικος του δικού μου. Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την +ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο +Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για +πάντα το ταξείδι. + +Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε +αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα. Μα +κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος +συλλογισμός: + + — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο +άντρας της Μαριώς; + +Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον +δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. +Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ. Όταν την +έβλεπα να διαβαίνη χαμηλοθώρα, λεβεντοπερπάτητη με στήθη +μεστωμένα και τα μαλλιά, τα κατάμαυρα μαλλιά της ανεμιστά στις +πλάτες, πόθον αισθανόμουν να τρέξω μαζί, να κολλήσω στρείδι απάνω +της. Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να +με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο +κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, +να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του. Η αστασία φαίνεται που +έχουμε καθημερινά γύρω μας· τα κύματα, ο ουρανός, η γη, τα +αποδοσίδια της, οι άνθρωποι, ίδια η ζωή μας, αιώνια μεταβατική +και αλλοπρόσαλλη κουράζουν την ψυχή. Αναγκαστικό ισοζύγισμα θέλει +να φέρη η φύσις την σταθερότητα. Θέλει ο νους κάποιο μέρος για να +κολλήση νυχτόημερα, αφού το σώμα νυχτόημερα τρέχει και δέρνεται. +Και βρίσκει μόνος του την γυναίκα, την παντρειά. Μικρό είνε τάχα +όταν εσύ γυρίζεις βαρύκοπος τον κόσμο να ξέρης κάποιαν άκρη που +σε αγαπούν και σε απαντέχουν ανυπόμονα; Ο μαγνήτης που μ' έσυρε +άπραγο παιδί μια φορά στη θάλασσα, ίδιος και μεγαλείτερος τόρα με +έσερνε, άντρα μεστωμένον στη γυναίκα. Με την ίδια τύφλα και το +ίδιο πάθος ερρίχτηκα στ' αχνάρια της πεντάμορφης. Εκεί έβαλα +προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα +ξακουσμένη στο νησί. + + — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα. + +Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια +της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς. + + — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο +σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου. Δεν θέλω και καλήτερο +να μπάσω σπίτι μου παρά το γιο του φίλου, του αδερφού μου. Το +Μαριώ είνε δικό σου· με μια συμφωνία όμως. Θ' αρνηθής τη θάλασσα. +Εκείνο που έλεγε ο πατέρας σου το λέω κ' εγώ. Δεν έχει πίστι, δεν +έχει έλεος. Θα την αφίσης λοιπόν τη θάλασσα. + + — Μα τι να κάμω; του είπα· πώς θα ζήσω; Ξέρεις καλά πως άλλη +τέχνη δεν έμαθα. + + — Το ξέρω. Μα το Μαριώ έχει το δικό του. Μου εφάνηκε πως μ' +ερράπισε. + + — Λοιπόν θα πάρω γυναίκα να με τρέφη; του είπα κατακόκκινος. + + — Όχι, δε θα σε τρέφει· μη θυμώνεις. Δε θέλω να σε προσβάλω. Θα +δουλεύης· θα δουλέψετε κ' οι δυο. Είνε το περβόλι, είνε τ' +αμπέλι, είνε το χωράφι. Δουλευτάδες καρτερούν. + +Η αλήθεια είνε πως δεν ήθελα και τίποτε άλλο. Τη θάλασσα την +αρνιόμουν και την απαρνιόμουν. Είχα καταντήσει σαν τον Άγιο Ηλιά +που επήρε στον ώμο το κουπί και ανέβη τα βουνά, ζητώντας κατοικία +εκεί που οι άνθρωποι δεν ήξεραν ούτε τ' όνομά του. Ούτε να την +ιδή ούτε να την ακούση πλέον ήθελε. Παρόμοια κ' εγώ. Ούτε τ' +όνομά της ούτε το χρώμα της. Τα κάλλη της δεν είχαν πλέον για +μένα μυστικά· τα μάγια ελύθηκαν. + + — Σύμφωνοι· του είπα· έχεις το λόγο μου. + +* + +Τρία χρόνια έκαμα με το Μαριώ απάνω στο Τραπί, χωριό του πεθερού +μου. Τρία χρόνια ζωή αληθινή. Έμαθα την αξίνα κ' εδούλευα μαζί +της το περιβόλι, το αμπέλι, το χωράφι. Πώς επέρναεν ο καιρός δεν +το κατάλαβα. Δουλειά και αγάπη. Τόρα εσκάφταμε, τόρα ετρέχαμε +κάτω από τις κιτριές σαν πουλαράκια πρωτόβγαλτα. Της έλεγα και +μου έλεγε· την εφίληγα και μ' εφίληγε. Έμαθα να σκαλίζω τις +κιτριές, να κλαδεύω το αμπέλι, να οργώνω το χωράφι. Να κόβω το +φθινόπωρο τα κίτρα, να τρυγώ τον Αύγουστο τα σταφύλια, να θερίζω +τον θεριστή τα στάχια. Είχα πενήντα τάληρα τον χρόνο από το +κίτρο, είκοσι από το κρασί, από το σιτάρι σαράντα· χωριστά ο +σπόρος και η φάκνα του σπιτιού. Πρώτη φορά που είδα ζωντανή στα +χέρια μου την αμοιβή. Πρώτη φορά που αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη στον +κόπο μου και ανταπόδοσι. Το άλαλο χώμα έκανε χίλιους τρόπους, +χρώματα, σχήματα, μυρουδιές, καρπούς και άνθη για να λαλήση, +«ευχαριστώ» να μου ειπή που το εδούλευα. Άνοιγα τ' όργωμα και τ' +όργωμα έμενε πιστό στη θέσι του· εδεχόταν τον σπόρο, ζηλιάρικο +τον έκρυβε από τα πετεινά, εζέσταινε και τον ενότιζε ως που τον +έδειχνε πάλι στα μάτια μου ολόδροσον, χλωροπράσινον, χρυσαφένιον +σαν να μου έλεγε: Κύτα πώς τον ανάστησα! Αλάφρωνα το κλήμα από το +περιττό βάρος του και το κλήμα δακρύζοντας, λέγεις από συγκίνησι, +ετιναζόταν χαρωπό, τα μάτια του άνοιγε σαν πεταλούδα και άξαφνα +επρόβαινε σταφυλοφορτωμένο. Εκαθάριζα την κιτριά κ' εκείνη +βεργολυγερή, πανώρια, εψήλωνε φουντωτή καμαρωτή, μου εχάριζεν +ίσκιο στα μεσημερνά κάματα και ύπνον αρωματισμένο τις νύχτες· το +είνε μου όλο εδρόσιζε με τον χρυσόξανθον καρπό της. Α! ο Θεός +ευλόγησε την γη που της έδωκεν αίσθημα. Όχι εκείνο το αναίσθητο +στοιχειό που το αυλακώνεις και τρέχει να σβύση τ' αχνάρι σου σαν +να μη θέλει ν' αφίση άλλος σημάδι στην αιωνιότητα· που το +καλοπιάνεις, το παινεύεις, το τραγουδάς κ' εκείνο σε σπρώχνει σαν +να σου λέγη «τι θες εδώ!» και βρυχέται να σου ανοίξη τον λάκκο, +τίγρις ανήμερη. Ο Κάης θαλασσινός έπρεπε να πάη έπειτ' από το +κακούργημα. + +Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα +κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την +αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το +Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας. Άναβα κ' εγώ την πίπα μου στο +κατώφλι ξαπλωμένος, ανάμεσα στο ξανθό αγιόκλημα που εσκάλωνε +πασίχαρο στους τοίχους, δίπλα στους βασιλικούς, τους διόσμους, +τις μαντζουράνες, που δεν εζητούσαν παρά λίγο σκάλισμα, κόμπο +νεράκι για να μας λούσουν με τ' αρώματα και τη χάρι τους. + + — Καλή 'σπέρα. + + — Καλή σου 'σπέρα. + + — Καλή νύχτα. + + — Ώρα σου καλή. + +Άλλαζα καρδιοστάλλαχτες ευχές με τους διαβάτες συντοπίτες μου. +Δεν εκύταζα πλέον τον ουρανό, δεν εξέταζα του φεγγαριού τη θέσι, +το τρεμολάμπημα των άστρων, του ανέμου το φύσημα, της πούλιας την +ανατολή. Και όταν αργά στης γυναίκας μου άραζα την αγκαλιά ποιος +κόρφος και ποιο λιμάνι πλάνο ημπορούσε να χαρίση την ευτυχία μου! + +Έτσι επέρασεν ο δεύτερος χρόνος κ' εμπήκαμε στον τρίτον. Μια +κυριακή του Φλεβάρη εκατέβηκα με τη γυναίκα μου στον Άγιο Νικόλα. +Ο ξάδερφός της ο καπετάν Μαλάμος εβάφτιζε το μπρίκι του και μας +είχε καλεσμένους στη χαρά. Ήταν ωραία ημέρα — αρχή του πόθου μου. +Ο ταρσανάς γεμάτος μαδέρια, κατάρτια, σανίδες, πελεκούδια, +ροκανίδια πλήθος. Ο αέρας παράμεστος από την άρμη του νερού, το +άρωμα του νωπού ξύλου, τη βαρειά οσμή του κατραμιού, της πίσας, +των σχοινιών. Λόφοι τα στουπιά, σωροί τα σίδερα. Και από άκρη σε +άκρη της ακρογιαλιάς βαρκούλες ομορφοβαμμένες, μπρίκια +ανασκελωμένα, γολέτες ξαρμάτωτες, καρίνες αμακιασμένες και +στρειδοφόρτωτες· σκελετοί καϊκιών, σκούνας, τρεχαντιριών, άλλοι +με το κοράκι μόνον και τον σταυρό, άλλοι ντυμένοι ως την +κουπαστή, μισοτελειωμένοι άλλοι. Όλα του ναυτόκοσμου τα σύνεργα, +τα όνειρα, οι φιλοδοξίες, οι απλοί πόθοι και οι μεγάλες ελπίδες, +από των μαστόρων τα χέρια ξυλόχτιστες έστεκαν εκεί στην ξανθήν +αμμουδιά με ζωηρή την έκφρασι. Οι καλεσμένοι — το νησί ολόκληρο — +γέροντες, παιδιά, γυναίκες και γριές γιορτινοντυμένοι εγύριζαν +ανάμεσα στα σκαριά, επηδούσαν μέσα τα παιδιά, τα εψηλαφούσαν οι +άντρες, τα εκαμάρωναν, τους εμιλούσαν πολλές φορές· έλεγαν την +αξία τους, εχτιμούσαν τη γοργάδα τους, εσυμβούλευαν οι απόμαχοι +τον πρωτομάστορα για το καθετί, εμετρούσαν τη χωρητικότητά τους, +ελογάριαζαν τα κέρδη τους. Και τέλος έφθαναν στο συμπέρασμα να +ευχηθούν του καραβοκύρη και το καρφί τους μάλαμα. + +Το μπρίκι του καπετάν Μαλάμου ορθό στη σκάρα του, λυγερόκορμο, με +την πλώρη σπαθωτή, στεφανοζωσμένη την πρύμη, με τα ποντήλια του +απλωτά ζερβόδεξα, έμοιαζε σαρανταποδαρούσα κοιμάμενη στην +αμμουδιά. Ολογάλαζη εμπρός η θάλασσα άστραφτε και επαιγνίδιζε κ' +έφτανε γλώσσες — γλωσσίτσες στα πόδια του· το ερράντιζε με τον +χλιαρόν αφρό της, το εμύρωνε με τον αρμυρόν ανασασμό της και του +εκελαδούσε μυστικά κ' εμπιστευμένα. — «Έλα, έλα, του έλεγε, να σε +πλαγιάσω στους κόρφους μου, να σ' αναστήσω μ' ένα μου φίλημα· +ψυχή να σου δώσω και νεύρα και περπατησιά. Τι κάθεσαι ακόμη άψυχο +ξύλο και βάρυπνο; Δεν εβαρέθηκες του δάσους την νάρκη και την +άβουλη ζωή; Ντροπή σου! Έβγα έξω στον ήλιο, στον αέρα, στο φως· +έβγα να παλαίψης με το κύμα και να το νικήσης· ώρμησε στηθάτο να +ξεσχίσης κουρέλια τον άνεμο. Έλα να γίνης φθόνος της φάλαινας, +σύντροφος στο δελφίνι, του γλάρου ανάπαυσις, τραγούδι των ναυτών, +καύχημα του καπετάνιου σου. Έλα, χρυσό μου έλα!..» Κ' εκείνο το +άπραγο, λέγεις εμαγνητιζόταν στην όψι της άρχισε να τριζοβολή +έτοιμο ν' αφίση την κλίνη του. + +Ολόγυρα οι καλεσμένοι, ο καπετάν Μαλάμος φρεσκοξουρισμένος, +γελαστός, με την τσοχίνη βράκα και το πλατύ ζωνάρι· δίπλα του η +καπετάνισα ντυμένη στα μεταξωτά άστραφταν και οι δυο τους σαν να +έκαναν πάλι τους γάμους τους. Και το βιολί, το λαγούτο, το νάι +έχυναν περίγυρα ήχους αρμονικούς, τρελούς, λέγεις και ήθελαν να +σπείρουν την αγαλλίασι στα τετραπέρατα. + +Εγώ — τι να σου ειπώ; — δεν εχαιρόμουν καθόλου. Καθισμένος +κατάνακρα έβλεπα τη θάλασσα να φτάνη στα πόδια μου και κάποια +θλίψις μου έσφιγγε την καρδιά. Έπειτ' από χρόνια έβλεπα την πρώτη +μου αγάπη, νέα πάλι, ωραία, γαλαζοντυμένη, γελαστή, χαρούμενη. +Επίστεψα πως μ' εκύταζε κατάματα, πως εμιλούσε θλιμμένα, πως μ' +έβριζε παραπονιάρικα: + + — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ... + + — Πίσω μου διάτανε! είπα κάνοντας τον σταυρό μου. + +Ηθέλησα να φύγω· αλλά δεν εβάσταγαν τα πόδια μου. Μολύβι το σώμα +εκόλλησε στ' ορθολίθι και τα μάτια μου, τ' αυτιά, η ψυχή μου όλη +παραδομένη στο κύμα, κολακευμένη άκουε το μελαγχολικό παράπονο: + + — Άπιστε, απατεώνα, δειλέ! ... + +Λίγο έλειψε ν' αρχίσω τα δάκρυα. Το μίσος μου, η τυρανία, τα κακά +της, οι αγρύπνιες και ο κάματος όλα τα έδιωξα ευθύς σαν κακά +όνειρα. Δεν εκράτησα παρά τις πρώτες χάρες, το μεθύσι που μ' +επότισε, των ταξειδιών τη γλύκα, των κινδύνων την μαγική +ανατριχίλα, της σωτηρίας την απόλαυσι, την ασυλλόγιστη ζωή. +Κύταξε! όλα επήγα και τ' άφισα για μια γυναίκα! + + — Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. + +Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο +ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα +μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, +λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. + + — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί +ζαλίστηκα. + +Κ' επιάσθηκα, εγατζώθηκα επάνω της σαν να εφοβόμουν μήπως με +συνεπάρη στο κρύο σκότος η άβυσσος. Ο παπάς με τα ιερά του άμφια +εδιάβαζε την ευχή στο πλεούμενο. Ο πρωτομάστορης άρχισε τα +προστάγματα. + + — Φόρα το πρυμιό ποντίλι! + + — Φόρα το πλωριό! + + — Φόρα σκόντρα και σκαρί!... + +Ένα με το άλλο τα στηρίγματα έφευγαν από τη σκάρα και το μπρίκι +άρχισε να ταλαντεύεται μουδιασμένο θαρρείς από την τόση ακινησία, +άτολμο ακόμη στο νέο του στάδιο. Τα παιδιά που είχαν ανεβή απάνω +του έτρεχαν από πρύμη σε πλώρη, από πλευρό σε πλευρό μαζί όλα, με +τον κουφό θόρυβο κοπαδιού προβάτων. + + — Γιούργια! έκραξε μια στιγμή ο πρωτομάστορης. + +Και με το σύγκαιρο σπρώξιμο τόσων στηθών το πλοίο εστέναξεν, +εταλαντεύθη κ' εγλύστρησε τέλος στα νερά σαν πάπια μαζί με το +αμούστακο πλήρωμά του. + + — Καλοτάξειδο, καπετάν Μαλάμο, καλοτάξειδο! και το καρφί του +μάλαμα! εφώναξεν ο ναυτόκοσμος βρέχοντας το αντρόγυνο με θάλασσα. + +Μα εκείνη την ώρα ένα παιδί στο τρέξιμό του εχτύπησε κάπου κ' +επλατάγισε λειπόθυμο στα νερό. Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα +ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα +εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε +έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το +θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε +την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα +ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα. Ανοιχτά +τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη, +δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα! + +Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο +χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της +κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους +συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα. Εγύριζα +ολημερίς στο ακρογιάλι, εβούταγα με ηδονικήν ανατριχίλα στο νερό, +αχόρταγα ερουφούσα την αρμυρή μυρουδιά, εκυλιόμουν μακάριος στα +φύκια σαν μεταξοπούπουλα· εκυνήγουν αχινούς και καβούρια. Συχνά +εκατέβαινα στο λιμάνι και δειλά επλησίαζα τις συντροφιές των +ναυτικών ν' ακούσω κουβέντα για τ' άρμενα, για ταξείδια, για +τρικυμίες και ναυάγια. Εκείνοι όμως δεν εγύριζαν καθόλου να με +ειδούν. Χωριάτης βλέπεις εγώ, παλιογεωργός· εκείνοι ναυτικοί, +αγριοδέλφινοι. Τι έχει να κάμη μία λεύκα με το λάπατο; πώς θα +σκύψη από τον τόσον ψήλο να ιδή τα πόδια της; Ούτε μ' ελογάριαζαν +στη συντροφιά τους. Τα ναυτόπουλα μ' εκύταζαν με τόση έκπληξι σαν +να έλεγαν: — Μωρέ πού βρέθηκε αυτό το ξωτικό! Οι παλαιότεροι, μια +φορά σύντροφοι και φίλοι, αξίωναν να μου λέγουν κάποτε με +ανάμπαιγμα: + + — Εσύ Γιάννη την έδεσες για καλά τη μπαρούμα σου. Ουδ' άνεμο +ουδέ θάλασσα φοβάσαι πια. Άραξες. + +Και είχαν τέτοια έκφρασι στα μάτια που εδιάβαζα τον οίκτο τους: +Πάει πέθανες, δεν ζης πια στον κόσμο! Κ' έφευγα πάλι στο +ακρογιάλι να ειπώ τη θλίψι μου στα κύματα. Τέλος έκανα καραβάκια, +και καραβάκια περίτεχνα τόρα, με κατάρτια πριναρίσια με παλαμάρια +και πανιά και με την πύρινη φαντασία μου που το έκανε μπάρκο +τρικούβερτο. Εγύρισα πάλι στα πρώτα χρόνια μου. + +Η Μαριώ μ' έβλεπε κ' έκανε τον σταυρό της. + + — Παναγία μου, παλάβωσε ο άντρας μου! έλεγεν ανήσυχη. + +Κ' έταζε λαμπάδες στην Τηνιακιά, επήγαινε ξυπόλυτη στα εξωκλήσια, +εδιάβαζε τα ρούχα μου κ' εστηθοχτυπιόταν μερόνυχτα για να πείση +τους αγίους να με φέρουν στα λογικά μου. + + — Τι τα πας, τι τα γυρεύεις Μαριώ· της λέγω μιαν ημέρα. Ούτε +τάματα ούτε οι άγιοι ωφελούν στην αρρώστια μου. Εγώ είμαι παιδί +της θάλασσας. Με κράζει και θα πάω. Θέλεις τόρα θέλεις αργότερα +θα γυρίσω πάλι στην τέχνη μου. Δεν μπορώ αλλοιώς να ζήσω. + +Καθώς το άκουσε, εντύθηκε στα μαύρα. Τόρα εννόησε το φίδι που την +εκρυφοδάγκωνε τόσον καιρό. + + — Την τέχνη σου! λέγει· ναύτης θα πας να γένης· θα καταντήσης +ναύτης πάλι! + +Ναι· ναύτης· δεν μπορώ. Με κράζ' η θάλασσα!... + +Μα πού εκείνη! Να μη το ειδή να μη το ακούση. Άρχισε τα δάκρυα, +τα παρακάλια· ερριχνόταν απάνω μου, μ' έσερνε στους κόρφους της +μ' εσκέπαζε με φιλιά. Ήθελε να μου δείξη τα ναυάγια, τους +κινδύνους, τους κόπους, ζηλιάρα στην αγάπη της. Έβριζε τη +θάλασσα, την εψεγάδιαζε, την εκαταριόταν λέγεις και της ήταν +αντίζηλος. Του κάκου! Ούτε οι κόρφοι, ούτε τα φιλιά της μ' έδεναν +πλέον. Όλα μου εφαίνονταν άνοστα· και το κρεβάτι ακόμα. + +Ένα ηλιοβασίλεμα που εκαθόμουν συλλογισμένος στο ακρωτήρι, βλέπω +αντίκρυ μου μια φρεγάδα με γιομάτα πανιά. Θεόρατη πέτρα έμοιαζε +στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν +αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους +παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το +σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε +κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του. Είδα την κάμαρη του +καπετάνιου ομορφοστολισμένη με τον Άγιο Νικόλα ψηλά και το +καντήλι του ακοίμητο. Είδα των ναυτών τα κλινάρια, άκουσα τις +απλές κουβέντες τους, αισθάνθηκα τη ξυνή μυρουδιά τους. Είδα το +μαγεριό, τα νεροβάρελα, την τρόμπα, τον αργάτη. Η ψυχή μου πάλι +μελαγχολικό πουλάκι εκάθησεν απάνω της. Άκουσα τον αέρα να +σχίζεται στα ξάρτια και να λέγη με αρμονία υπέρθεη του ναύτη τη +ζωή. Επέρασαν εμπρός μου ανεμοπόδαρες παρθένες ξανθές, +μελαχροινές, μαυρομάτες, ανθοστολισμένες και γυμνόστηθες να μου +χαρίζουν φιλήματα. Είδα λιμάνια πολυθόρυβα, ταβέρνες γεμάτες από +καπνούς και κρασοπότηρα, σαντούρια και λαβούτα γλυκόφωνα. Εκεί +άκουσα ένα ναύτη να με δείξη στους συντρόφους του και να ειπή: + + — Να κ' ένας που αρνήθηκε τα καλά της θάλασσας από φόβο! + +Ετινάχθηκα τρελός απάνω. Όχι από φόβο, ποτέ! Τρέχω γοργά στο +σπίτι· η Μαριώ έλειπε στο ρέμα. Τόσο καλήτερα. Κόβω τα ρούχα στον +ώμο, παίρνω και το κομπόδεμα κάτω από το προσκέφαλο, ρίχνω ένα +βλέμμα στο κρεβάτι και χάνομαι σαν κλέφτης. Σκοτεινά έφθασα στον +Άγιο Νικόλα, λύνω μια βάρκα και φθάνω στη φρεγάδα. + +Από τότε φάντασμα η ζωή. Θα μου ειπής δεν μετανόησα; Κ' εγώ δεν +ξεύρω να σου αποκριθώ. Αλλά και να γυρίσω τόρα στο νησί, πάλι δεν +θα ησυχάσω. + +Με κράζει η θάλασσα. + + + +ΟΙ ΦΡΕΓΑΔΕΣ + + + +Με το πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου εφάνηκαν και οι τέσσερες φρεγάδες +αντίκρυ στον Καβομαλιά. Πούθε έρχονταν; για πού επήγαιναν; ούτε +άκουσε ούτ' έμαθε κανείς. Μα πρέπει να ήσαν βασιλικές φρεγάδες. +Και οι τέσσερες, σου λέγει, το ίδιο είχαν χτίσιμο· χυτές πρύμη — +πλώρη. Και είχαν τις αρματωσές τους, βασιλικές κ' εκείνες. Τα +κατάρτια τους ατόφια προύτζινα, από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη +γαλέτα. Τις αντένες όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από +καμηλότριχα και τα πανιά τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις +κουπαστές και τις μπαταρίες τους, στο σύρμα ήσαν ντυμένες. Και +είχαν στην πλώρη για θαλασσομάχο ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, +τρόμο των στοιχειών και φρίκη του κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο +τιμόνι, είχαν το Άγιο Ευαγγέλιο· και στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' +ένα δικέφαλον αητό, την Παναγιά που έλαμπε — προσκυνώ τη χάρι της +— σαν αυγερινός. Για τούτο βέβαια ήσαν βασιλικές φρεγάδες, του +δικού μας του βασιλιά που ώριζε στην Πόλη. Μόνον εκείνη τότε ήταν +η κιβωτός της Χριστιανοσύνης. Ποιος ξεύρει τι αλλόφυλους +επήγαιναν πάλι να χτυπήσουν, να στήσουν παντοκράτορα σε Ανατολή +και Δύση τον τίμιο Σταυρό! + +Ήταν η αυγή ανοιξάτικη· χαρά Θεού! Φύλλο δεν εσειόταν ουδέ +πούπουλο. Η θάλασσα πίχτρα· χαρτί να γράψης απάνω. Στον διάφανο +ουρανό επρόσμενες να ιδής καθρεφτισμένα όλα τα νησιά και τ' +ακρογιάλια με τα δάση και την πρασινάδα τους. Αριστερά επρόβαιναν +στον ασπρογάλαζον ορίζοντα της Κρήτης τα βουνά· πίσω τα +Δωδεκάνησα έδειχναν γαλανά τα ριζοβούνια τους κάτω από την ομίχλη +που τα έδενε κατάκορφα σαν πουπουλένιο γεφύρι και δεξιά +εκατέβαιναν, αλυσίδα χρυσορρόδινη τ' ακρωτήρια και οι κόρφοι του +Μωριά, ως τον Καβομαλιά και το Τσιρίγο. Και καθώς εχτυπούσεν ο +ήλιος έβλεπες τις στεριές να χύνουν χίλιων λογιών χρώματα και τις +καμαρωτές φρεγάδες ν' αστραποβολούν, άγγελοι ασπροφόροι ανάμεσα +ουρανού και θάλασσας. + +Οι φρεγάδες είχαν απλωμένα όλα τα πανιά. Φλόκοι και κοντραφλόκοι, +γάμπιες και παπαφίγγοι και παρουκέτα και τρίγγοι όλα ήσαν στη +θέσι τους. Μα εκρέμονταν όλα κάτω παραλυμένα και μόνον τα +μπρούλια τους ανάδευαν καμμιά φορά, σαν φιδάκια έτοιμα, να φάνε +τα κεφάλια τους. Οι σκότες εκρέμονταν κ' εκείνες παράλυτες στα +χέρια των ναυτών που άδικα προσμένουν ν’ ακούσουν την προσταγή +για να γυρίσουν τα πανιά στον άνεμο. Εκοιμήθηκεν απάνω στο +χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· ο σκοπός στο ξάγναντο της +πλώρης ψηλά εκοιμήθη κ' εκείνος, τηρώντας πάντα τον ίδιον +ορίζοντα εμπρός του. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια +φορέματα, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα κάτω από +την πρασινορρόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το +λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά. Κάτω +στο αμπάρι οι σκλάβοι με τα μεγάλα τους μαλλιά, τα κίτρινα +πρόσωπα, τα μεστωμένα μπράτσα, από το βούνευρο μακριά του σκληρού +φύλακά τους, εκοιμήθηκαν κ' εκείνοι μέσα στις βαρειές αλυσίδες, +απάνω στους πάγκους. Μα ποιος θα ειπή πως εκοιμήθηκαν! Τα +τυρανισμένα κορμιά τους ναι· όχι όμως και η ψυχή τους. Εκείνη +τρέχει άγρυπνη και χαμοπετά περίγυρα στ' άσπρα τους σπιτάκια, +στους ανθισμένους κήπους, στις θλιμμένες γυναίκες και τ' αρφανά +τους τα παιδιά· στα κλήματα σταφυλοφορτωμένα και τα γλυκόχυμα +βοτάνια· στ' αφράτα χώματα και τα κρυσταλλένια νερά, στα +λούλουδια και τα πούλουδα γλυκειάς πατρίδας, που δεν ελπίζουν να +την ιδούν παρά μόνον στην υπνοφαντασιά τους! + +Άξαφνα, όμως εξύπνησαν οι θαλασσινοί. + + — Παιδιά! τη βάρκα στη θάλασσα· φωνάζει ο καπετάνιος της πρώτης +φρεγάδας. Α — λά τα χέρια στα κουπιά· εβγάτε έξω στα σπηλάδια, +καμακίστε χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώστε αχινούς, συνάχτε +καβούρους, ξεκολλήστε στρείδια — αγνά ό,τι βρήτε! + +Το είπε κ' έγινεν ευθύς. Έρριξαν τα παιδιά τη βάρκα στη θάλασσα· +α — λά τα χέρια στα κουπιά, έβγήκαν έξω στα σπηλάδια, καμακίζουν +χταπόδια στα θαλάμια τους, καλαμώνουν αχινούς, συνάζουν +καβούρους, ξεκολλούν στρείδια — αγνά ό,τι εύρουν. Μα το +ναυτόπουλο, ένας κασιδιάρης και κακομοίρης, που τον είχαν για +ψυχικό, ξεκόβει από τ' άλλα τα παιδιά. Ούτε καμακίζει χταπόδια +στα θαλάμια τους, ούτε καλαμώνει αχινούς, ούτε συνάζει καβούρους, +ούτε ξεκολλά στρείδια — αγνά ό,τι εύρει. Γυρίζει μόνον απάνω κάτω +στις μαυρισμένες πέτρες και τα χορταριασμένα σπηλάδια σαν κάτι να +ζητή. Τι είχε — τι έχασε; Τίποτα. Μα κάθε άνθρωπος, μικρός — +μεγάλος, πλούσιος — φτωχός έχει και τον οδηγό του. Έχει να κάμη +κατιτί; ο οδηγός του πηγαίνει και του το θυμίζει. Εβουλήθηκε να +πάη πουθενά; ο οδηγός του έρχεται και τον ξυπνάει. Έτσι τόρα και +τον κασιδιάρη ανάγκαζε να πηγαίνη αναζητώντας πράγμα που δε έχασε +ποτέ. + +Τέλος είδε στον βράχο μια μεγάλη σπηλιά. Βλέπει τη σπηλιά, +μπαίνει μέσα. Μπαίνει μέσα, τι να ιδή; Τοίχους γδυμνούς περίγυρα. +Πάει βαθειά· σκοτάδι, πίσα. Αυτιάζεται καλά· ακούει στο σκοτάδι +τικ — τακ, τικ — τακ σιγαλό σαν ν' αργοστάλαζε νερό. +Κοντοζυγόνει· ξανοίγει χάμου μία λακκούλα που εδεχόταν του βράχου +τη διαμαντένια σταλαγματιά. Του ήρθε σαν δίψα· — γονατίζει, πίνει +από το νερό· ξεδιψάει. Του ήρθε σαν κάμμα· παίρνει από το νερό +και νίβεται· δροσολογάται. Αστόχαστα βγάνει κ' ένα ψαράκι που +ηύρε νεκρό στις πέτρες και το ρίχνει μέσα. Μα το ψαράκι +εζωντάνεψεν ευθύς και αρχίζει να τριγυροφέρνη, να πηδά +ευτυχισμένο, αχόρταγο στη νέα του ζωή. + + — Μπρε! λέγει κάνοντας τον σταυρό του. + +Αλλά την ίδια ώρα αισθάνεται κ' εκείνος το αρρωστημένο του κορμί +να θρέφεται σαν στέλεχος πλατάνου που παίρνει νερό στις ρίζες +του. Τα λέπια πέφτουν από 'πάνω του και δείχνεται το δέρμα +ολομέταξο. Αίμα πύρινο κουφοδρομεί στις φλέβες του· ψυχή με άλλη +ψυχή σταυρόνονται και γιγαντώνουν στα φυλλοκάρδια του· φτερά +έκαμε να πετάξη στα επουράνια. Κουφάρι ήταν περιστέρι έγινε. + + — Μπρε! ξαναλέγει· έλα Χριστέ και Παναγιά κοντά μου! + +Τρέχει έξω· κράζει τους συντρόφους του. Γυρίζουν εκείνοι στις +φωνές, κυτάζουν με απορία και σταυροκοπούνται. Άγγελος είνε +άνθρωπος είνε, δεν ξεύρουν. + + — Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. + + — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· +φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. + +Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον +καλογνωρίζουν. + + — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; + + — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. + + — Πώς; — πού; + + — Μέσα στη σπηλιά. + +Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και +τρέχουν στη σπηλιά. Φτάνουν έξω από τη σπηλιά, πιάνουν +φιλονικεία. + + — Όχι εγώ θα 'μπω πρώτος. + + — Όχι εγώ. + +Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια. Πιάνονται στα χέρια. τραβούν +τα στυλέτα· μακελοκόβονται. Να τι θα ειπή παλιόκοσμος! Για να +εύρουν την αθανασία ηύραν όλοι τον θάνατο εμπρός στην πηγή της. + +Το ναυτόπουλο καθώς είδεν αυτά πηδάει στ' ορθολίθι και βάνει τις +φωνές. Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, +α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το +θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη +φιλονεικία. + + — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. + + — Όχι εγώ. + +Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· +μακελοκόβονται κ' εκείνοι. + +Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει +τις φωνές. Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και +τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και +βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν +αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι +οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια. Μανία σκοτωμού κ' αιμάτου +δίψα εκυρίευε καθένα που επλησίαζε σ' εκείνη τη σπηλιά, λέγεις +και άχνιζε γύρω του Κάη ο αψύς θυμός, είτε την είχεν η Έρις +οριστική κατοικία της. Οι ναύτες με τα στυλέτα θρήνο έκαναν· οι +σκλάβοι που δεν είχαν στυλέτα, εσήκωναν τις βαρειές αλυσίδες και +με την πρώτη άνοιγαν βαθύν τον τάφο του εχθρού τους. Όσοι δεν +είχαν αλυσίδες, πέτρες εζερρίζωναν· και όσοι δεν είχαν πέτρες +είχαν τα δόντια και τα νύχια τους, που εκατέβαζαν λουρίδες το +κρέας. Το αίμα έλαμπε, ρουμπίνι ανεχτίμητο στις άσπρες πλάκες +περίγυρα. Οι σάρκες εσπαρτάριζαν, θλιβερά κοψίδια στα μαύρα +χώματα. Οι σκοτωμένοι, κρύος σωρός έφραζαν την είσοδο της σπηλιάς +και οι λαβωμένοι εβαρυβογκούσαν πονετικά στον κούφιον αέρα. Και +όμως δεν έπαυεν ακόμη ο σκοτωμός. Η δίψα του αιμάτου όσο επήγαινε +όλο εμεγάλωνε. Ίδιοι οι καπετάνοι άρχισαν να αισθάνωνται κάποιο +άφαντο χέρι να τους σπρώχνη μέσα στον όλεθρο και δύο — τρεις +φορές ασυλλόγιστα έφεραν το χέρι στο στυλέτο κ' εγλυκόσυραν τη +μισή λάμα έξω από το θηκάρι της. + +Μα εκρατήθηκαν. + + — Μωρέ σκυλιά, τι κάνουμε! είπαν αναμεταξύ τους. Τούτο είνε +θεϊκή κατάρα!... Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί +μας εδώ στον έρμο βράχο!... + +Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται. + + — Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη +χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε +γυναίκες και παιδιά· έλεος! + +Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας +εσυνήρθε το πλήρωμα. Σαν να μην ήξευραν τι έκαναν ως τόρα, είδαν +με φρίκη τον σκοτωμό και τα αίματα εμπρός τους. Έρριξαν στη +θάλασσα τα θανατοφόρα όργανα, που πριν έσφιγγαν στα δάχτυλα με +τόσο πείσμα και άρχισαν να κλαίνε απαρηγόρητα τους συντρόφους που +εσκότωσαν με τα ίδια τους χέρια. + +Οι καπετάνοι επήραν τότε το ναυτόπουλο να τους δείξη τη σπηλιά +για να εύρουν το αθάνατο νερό. Άμα το εύρουν, εσκέφθηκαν, +ανασταίνουν εύκολα τους σκοτωμένους. Πάνε μέσα στη σπηλιά, +ψάχνουν αποδώ, γυρεύουν αποκεί· σταλιά νερό. Ο μισητός φόνος +εμόλυνε το αθάνατο κ' έφυγε να κρυφθή από τα μάτι του ανθρώπου· +μαζί εχάθη και το ψαράκι. Φαρμακωμένοι τόρα εβγήκαν έξω οι +καπετάνοι. Αλλ' ως που να έβγουν ακούνε που εφρεσκάριζεν ο +καιρός. Ευθύς ζωντανά τα κύματα άρχισαν να δέρνωνται στα ριζιμιά +σπηλάδια. + + — Τις βάρκες, μωρέ παιδιά! φωνάζουν δυνατά. + +Ώστε να το ειπούν, οι βάρκες βρίσκονται καρφωμένες στα δόντια του +βράχου και ροκανίζονται αργά και άσφαλτα με τον αφρό και την ορμή +του κυμάτου. Απελπισμένοι πηδάνε στ' ορθολίθι ν' αγναντέψουν τις +φρεγάδες. Μα πού φρεγάδες; Το κύμα που ερχόταν δυναμωμένο από του +Τσιρίγου το στενό και ο άνεμος, άξιοι και οι δυο ναυτικοί, +επόδισαν σύνωρα τα καμαρωτά πλεούμενα και τους έδωσαν δρόμο στο +ανοιχτό πέλαγο. + +Τότε οι καπετάνοι έπεσαν στα γόνατα. Φως φανερά έβλεπαν τόρα πως +ήταν θέλημα θεού ν' απομείνουν πάνω στο έρημο και φοβερό +ακρωτήρι. Ένα με το άλλο έχτισαν εκεί με τον καιρό τα +εικοσιτέσσερα μοναστήρια. Μα το αθάνατο νερό από τότε δεν +εξαναφάνηκε. Μόνον δύο φορές τον χρόνο, στην πρώτη Ανάστασι και +του Σωτήρος, την ώρα που ανοίγουν τα Επουράνια, ο βράχος ρίχνει, +δώρον ακριβό από μία στάλα στη γη. Αλλά κανείς δεν την βλέπει. +Πολλοί πηγαίνουν και ξενυχτούν μέσα στη σπηλιά, καλόγηροι και +λαϊκοί, άντρες και γυναίκες, με τα μαντήλια στο χέρι και τα μάτια +κολλημένα στου βράχου το μακαριστό μαστάρι. Όμως άδικα ξενυχτούν. +Ο βράχος το βγάζει και η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται +νομίζεις το αχόρταγο τέρας μη το αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και +γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Και οι ξενυχτισμένοι +φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ειδούν +εικόνα της αθανασίας άλλη παρά τα κάτασπρα κόκκαλα των +σκοτωμένων, που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς. + +Εγώ είδα τα κόκκαλα κ' εγώ άκουσα για τις φρεγάδες τις βασιλικές. +Από τα τόσα τέρατα μόνον εκείνες ηύραν την αθανασία! Αφού +παράδειραν για χρόνια στ' ανοιχτά εκατέβηκαν σύγξυλες στους +ξανθούς άμμους του βυθού. Η μία βρίσκεται στης Κρήτης τα νερά· η +άλλη κάπου στη Ρόδο και οι άλλες δύο ανάμεσα στα Δωδεκάνησα. Είνε +ακόμα ίδιες και απαράλλαχτες, όπως την ημέρα που επρωτοφάνηκαν +στα νερά του Καβομαλιά. Είνε χυτές πρύμη — πλώρη· κ' έχουν τις +αρματωσές τους βασιλικές κ' εκείνες. Τα κατάρτια τους ατόφια +προύτζινα από κάτω στη σκάτσα ως απάνω στη γαλέτα. Τις αντένες +όλες ατσαλένιες· σχοινιά και ξάρτια από καμηλότριχα και τα πανιά +τους ολομέταξα. Αν ερωτήσης για τις κουπαστές και τις μπαταρίες +τους στο σύρμα είνε ντυμένες. Κ' έχουν στην πλώρη για θαλασσομάχο +ένα διαμαντοκόλλητο σταυρό, τρόμο των στοιχειών και φρίκη του +κυμάτου. Στην πρύμη, απάνω στο τιμόνι έχουν το Άγιο Ευαγγέλιο και +στο μεσανό κατάρτι ψηλά σ' ένα δικέφαλον αητό την Παναγιά, που +λάμπει — προσκυνώ τη χάρι της — σαν αυγερινός. Κάθε αυγή με το +πρώτο ανάβλεμμα του ήλιου, οι φρεγάδες αστραποβολούν, άγγελοι +ασπροφόροι ανάμεσα στα γαλανά νερά. Τόρα ψυχή δεν έχουν· έρημες +είνε από ναύτες και καπετάνιους. Όμως θα έρθη ώρα που ψυχή θα +πάρουν και γοργόνες καστρορίχτισες θα σμίξουν και θα σύρουν πάλι +στον δρόμο τους. Και θα γυρίσουν νικηφόρες πίσω στα πατρογονικά +μας τα Λιμάνια, στον δοξασμένο θρόνο του αναστημένου μας του +Βασιλιά. + +Ωιμέ η πίστις και τα όνειρα! Από τα τόσα τέρατα ναι, μόνον +εκείνες ηύραν την αθανασία. + + + +Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΤΗΣ + + + +Τον Μπάρμπα — Καληώρα τον υποναύκληρο, συχνά θέλουν να τον +πειράζουν οι σύντροφοί του. Και για να τον πειράξουν δεν +χρειάζονται παρά να του ειπούν το στερεότυπο εκείνο: + + — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές εναυάγησες; + +Στο άκακο ερώτημα ο γεροναυτικός ανάβει άξαφνα σαν δαδί. Το +σκευρωμένο από τα χρόνια και το ψήλωμα κορμί του ορθώνεται: +Ποσειδώνιο και αλύγιστο· το γελαστό και άδολο πρόσωπό του +συγνεφιάζει σαν μαρτιάτικος ουρανός· τα μάτια του σπιθοβολούν από +θυμούς και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του, +κομματιαστή και βαρειά και συρμένη, γυρίζει και τους λέγει: + +Μωρέ άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα να' +ρθήτε να μιλήστε μεταμένα. Αμή!.. τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα +πέλαγα, εσείς δεν ήσαστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα +σας!.. + +Το πλήρωμα, τότε γελά, σκαστά και τρανταχτά γέλοια και γελά μαζί +του ο Μπάρμπα — Καληώρας ο υποναύκληρος. Έτσι κ' ένα μεσημέρι ενώ +η πρώτη βάρδια χορτασμένη έρραφτε κάποιο πανί και η δεύτερη, +ολόγυρα στις καραβάνες εγευμάτιζε με σκύλινη όρεξι, ηθέλησαν πάλι +να πειράξουν τον υποναύκληρο. Τόρα όμως δεν εθύμωσε. Ούτε το +σκευρωμένο κορμί του ορθώθηκε Ποσειδώνιο και αλύγιστο, ούτε το +πρόσωπό του εσυγνέφιασε σαν μαρτιάτικος ουρανός, ούτε τα μάτια +του εσπιθοβόλησαν από θυμούς και φοβερίσματα. Έμεινεν ήσυχος εκεί +που εκαθόταν και μόνον τη σακκορράφα επαραίτησε μισοπερασμένη στο +πανί κ' εστύλωσε τα μάτια στη θάλασσα, με αόριστο χαμόγελο στα +χείλη. Έβλεπε τάχα το κύμα που άπλωνε ήμερο εμπρός ή τον ίσκιο +του πλοίου που με τη σκάφη ψηλή πρύμη — πλώρη, τ' αγέρωχα +κατάρτια, την καμαρωτή κοντραγέφυρα και τον ψηλό καπνοδόχο και το +μπαστούνι φοβερό, εγλυστρούσε σαν πολεμικός κριός απάνω στα νερά; +Ποιος το ξεύρει! Αλλ' αφού για κάμποσην ώρα έμεινεν έτσι, εγύρισε +αργά τα μάτια περίγυρα και βλέποντας κοντά τον ναύκληρο που +έστριφε τα έμπολα μιας γούμενας, είπε με τόνο προφητικό: + + — Να ξεύρης καλά, Μπαρμπαγιώργη, που η θάλασσα έχει τη +δικαιοσύνη της όπως και η στεριά. Και την έχει καλήτερη από τη +στεριά. Εδώ δεν έχει λόγια· έκαμες — έλαβες· σου το εκρέμασε ώστε +να ειπής απίδι· σου το ετίναξε απάνω σαν αστραπόβολο!... Μα το +κακό που είδα σ' εκείνο το καταραμένο καράβι! Δεν επολυκαίρισε +ούτε μήνα. Τι λέγω ούτε μήνα; Ούτε δεκαπέντε ημέρες· μωρέ ούτε +δέκα! Μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε. Και έτσι είνε το σωστό. Ό,τι +γίνει στη θάλασσα γρήγορα λησμονιέται. Ο ναυτικός δεν κάθεται να +ψιλοκοσκινίζη το καθετί όπως ο στεριανός· δεν έχη καιρό για +μυρολόγια. Έγινε — πέρασε· πάει με το αγέρι, με το κύμα, με τον +αφρό, με την τρικυμία, με του καιρού τα διάβατα. Για τούτο πρέπει +εκείνο που θα έρθη να έρθη σύγκαιρα. Μόνον τότε σταματάει τον +νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται +κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. + +Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και +αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα +να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο. Από +τον Σιφνέικο καφενέ στη Σαντορινιά ταβέρνα· από τη Σαντορινιά +ταβέρνα στο Κεμεραλτί. Χαρτιά, κρασί, γυναίκες νυχτόημερα! Σε +δεκαπέντε ημέρες έβαλα και χρέος τρία τάληρα στον καφενέ και +δεκατρία φράγκα στην ταβέρνα. Όσο για το Κεμεραλτί μην ερωτάς. +Λίγο έλειψε να μου φορέσουν το φεσάκι και να με βάλουν να παίζω +τη λατέρνα στην πόρτα. + +Μα τον δουλευτή που είνε γερός μη τον φοβερίζης. Εκείνες τις +ημέρες εβγήκε λόγος στην Κρασόσκαλα πως ένας Σπετσώτης καπετάνιος +ναυτολογεί για τη Μαύρη Θάλασσα. Η αλήθεια είνε πως εγώ το άκουσα +τελευταίος. Ο ταβερνάρης που μ' επίστωνε ήρθε ένα βράδυ και μου +λέγει στο αυτί: + + — Πάρε το καρτάκι για χαρτζιλίκι και τράβα στο Μπουγιούκδερε. +Γύρεψε το μπαρκομπέστια του καπετάν Μπισμάνη κ' έμπα μέσα. Αυγή +χαράματα σαλπάρετε για τη Μαύρη Θάλασσα. + +Ήπιαμε το καρτάκι στο πόδι με τον καλοθελητή μου, επήρα τα ρούχα +στον ώμο και γραμμή για το Μπουγιούκδερε. Αυγή χαράματα επήραμε +την άγκυρα. Μα ο καπετάνιος ξεκολλημό δεν είχε από τις κουμπάρες. +Ξεύρεις τι σου είνε· ζωντανό στολίδι του Βόσπορου! Τέλος εβγήκαμε +από τα Μπουγάζια. Ηύραμε νοτιά τον καιρό· σε τέσσερες ημέρες +επεράσαμε στο Κέρτζι, στην εμπατή της Αζοφικής. Αρχές Νοέμβρη +έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάση — +πιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο +καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα +σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο +διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά +σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο. Για να μην πληρώση τελωνείο τα +δίνει μία νύχτα σε φίλους του να τα βγάλουν λαθραία. Αλλά την +αυγή μαθαίνει από τον έμπορο πως την κάσσα την έπιασαν οι +τελωνοφυλάκοι. Ακούοντας έτσι τρέχει στο καράβι. Οι Ρούσοι δεν +χωρατεύουν. Δεν τους εκόστιζε τίποτα να πάρουν το πράγμα, να +κατασχέσουν το καράβι και όλους να μας στείλουν αλυσοδεμένους στη +Σιβηρία. Ούτε καιρό εκύταξε ούτε τίποτα, μόνον πάρσιμο την άγκυρα +κ' εμπρός. Και να ιδής που συνεπήρε και άλλους το κίνημά του. +Πολλά καράβια ήσαν έτοιμα να φύγουν μα έμεναν βλέποντας +συλλογισμένον τον καιρό. Τόρα όμως εβγήκαν κ' εκείνα στα πανιά. +Μα η Πεντέχτη έδειχνε πως δεν θα παίξη. Γύρω τα ουρανοθέμελα ήσαν +κατάσκουρα· ο ήλιος εβασίλεψε συλλογισμένος. Άσπρος και λερωμένος +σαν άπλυτο καραβόπανο εστριφογύριζε γοργά, λέγεις κ' εβιαζόταν να +κρυφθή στα κύματα, πριν τον προφθάση η αναστάτωσι των στοιχείων. +Τα δελφίνια έτρεχαν κοπαδιαστά επάνω στον καιρό κ' επηδούσαν έξω +από τα νερά, σαν να τα εκυνηγούσε καμμία φάλαινα. Οι γλάροι με +τον λαιμό στους ώμους, χαμωπετώντας και σκούζοντας έφευγαν κατά +τις στεριές. Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον +έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια. + + — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· +μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα +ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!... + +Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό +στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα. Τ' αμπάρια, η +πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό εκαρφώθηκαν όλα που +δεν επέρναγε τρίχα. Επλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί επλάκωσεν η +ανυπομονησία μας. Όσο επλησίαζαν τα μεσάνυχτα τόσο εμεγάλωνε το +ψυχοβάσανο. + + — Ε και να μας τον έφερνε τρεμουντάνα! + + — Ας τον πάρη πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε. + + — Σιγά, παιδιά, και πλακώνει το πουνεντεμαΐστρο· στη βόλτα +βρίσκονται σιγόντοι καιροί. Σωπάτε και άβρεχοι θα πάμε στα +Μπουγάζια. + +Εξελαιμιαστήκαμε κυτάζοντας περίγυρα. Και ο σκύλος ακόμη ο +Καψάλης, στην άκρη του μπαστουνιού καθισμένος, ετέντωνε τον λαιμό +κ' έρριχνε μακριά τη μούρη του, σαν να εμυριζόταν τον άνεμο. Η +σκοτεινιά της νύχτας, του κυμάτου το φούσκωμα, η φωνή και ο +αφρός· των αρμένων το τρίξιμο, του καραβιού το κύλιμα, το +σχοινάκι που παραλυμένο εχτυπούσε δίπλα στον θαλασσομάχο και η +αλυσίδα που έσκουζε κουλουριασμένη στον μπαμπά, όλα είχαν φωνή +και μας έδειχναν πως κακή γκαστριά έκανεν η Φύσις. Μόνον ο +καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του, ετραβούσε την πίπα χωρίς +κίνημα κανένα του προσώπου, λέγεις και ήταν από μάρμαρο. + +Απάνω στα μεσάνυχτα ήρθε το πρώτο φύλλο παγωμένο. Δεύτερο φύλλο +κ' εξέσπασε φοβερός ο γρεγολεβάντες. Εκείνο που υποψιαζόμαστε +όλοι χωρίς να το ξεστομίζομε έγινε· ο χειρότερος καιρός της +Μαύρης Θάλασσας μας άρπαξε στα φτερά του. Αλλοίμονο στο +σιταρόσπειρο που πέφτη, στου μύλου τα δόντια! + +Εφτά ήμαστε στο μπαρκομπέστια και ο καπετάνιος οχτώ. Και οι οχτώ +μάτι δεν εκλείσαμε, τσιγάρο δεν εστρίψαμε όλη νύχτα. Ντυμένοι με +τους μουσαμάδες, άλλος εδώ και άλλος εκεί, κάτω από τις βάρκες, +πίσω από το μαγεριό, στη ρίζα του καταρτιού, όπου επρόφτανε +καθένας εγύρευε μέρος να σταθή. Αλλά μόλις εμαζωνόταν ένα κύμα +έφθανε και τον έλουζε από πάνω ως κάτω. Ζωντανή θάλασσα έμπαινε +απ' όλες τις μέρες κ' επελάγωνε. Τα μπούνια ορθάνοιχτα και δεν +ημπορούσαν να την κεφαλώσουν. Ένα κύμα έφευγε δύο ερχόνταν. +Τυχερό που το καράβι ήταν καλοθάλασσο και ο καπετάνιος σωστό +θαλασσοπούλι. Με το ρέκασμα που έκανε το κύμα μακριά εγύριζε την +πλώρη και το εδεχόταν στα πλάγια· αλλοιώς θα επαθαίναμε μεγάλη +ζημία. Κ' έτσι όμως η ζημία δεν έλειψε. Διπλή ζημία, φοβερώτερη +και τρομερώτερη η μια από την άλλη. Ένα κύμα ήρθε και μας άρπαξε +τη μικρή βάρκα από τους μούρσους και την εχόρευε στο κατάστρωμα +σαν καρυδόφλουδο. Ερρίχτηκαν δύο — τρία παιδιά να την αρπάξουν. +Μα πώς να κρατήσουν αρκούδα λυσσασμένη; χέρια είνε, δεν είνε +ατσαλοσίδερο! Την ώρα που άπλωναν κατά την πλώρη, εκείνη στην +πρύμη ευρισκόταν. Και την ώρα που άπλωναν στην πρύμη, στην πλώρη +έφτανε. Αν την έβλεπες πώς επηδούσε, αν την άκουες πώς εμούγκριζε +και αγκομάχα, πώς εσυνέπαιρνε ό,τι εύρισκεν εμπρός της, πώς έκοβε +τα σχοινιά, πώς έσπαζε τα σίδερα χωρίς να παθαίνη τίποτε, θα +επίστευες πως ήταν ο διάβολος σωστός. + + — Το 'κόνισμα παιδιά· το 'κόνισμα! φωνάζει ο ναύκληρος +υποψιασμένος. + +Καθώς άκουσε το εικόνισμα, ελύσσαξεν ο τρισκατάρατος. Έκανε +ολάκερο ξύλο να τρέμη σαν το φυλλοκάλαμο. Και στην ώρα που το +έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το +Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον +είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται +απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και +μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να +μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα. Ρίχνομαι να τον αρπάξω· αλλά +σύγκαιρα πισωπατώ ανατριχιασμένος. Ο δύστυχος εκρεμόταν στην +κουπαστή με το κεφάλι ανοιγμένο και σκόρπια τα μυαλά, με τους +αρμούς τριμμένους, τα κρέατα λυωμένα, τσακισμένα όλα του τα +κόκκαλα. Δεν επρόφτασα να συνέρθω από τη φρίκη και το κύμα, το +ίδιο κύμα που μας τον έρριξε πριν, ήρθε πάλι και τον άρπαξε +λυσσάρικο. Κακόμοιρο παιδί! ήταν ο καλήτερος της συντροφιάς μας! + +Ήρθε τέλος η αυγή. Καλήτερα όμως να μην ερχόταν αφού ήταν να μας +δείξη τέτοιο θέαμα! Είδες το καλοκαίρι που βάνουν φωτιά στις +καλαμιές οι τσοπάνιδες για το χορτάρι, πώς σηκώνονται κολώνες οι +καπνοί και κλείουν τον ορίζοντα; Έτσι κολώνες ανέβαιναν +κλωθογύριστοι από τη θάλασσα στον ουρανό. Και τι ουρανό; πυκνό +και βρώμικο σαν από ξαντό κουρελιών, χαμηλώτερον από την +αμπασογάμπια των καταρτιών μας. Η γαλέτα, ο κοντραπαπαφίγγος και +ο παπαφίγγος εχώνευαν μέσα του. Μου εφάνηκε πως ευρέθηκα έξαφνα +στην αρχή της δημιουργίας, όταν ο ουρανός ήταν τόσο χαμηλά που +τον έγλειφαν τα βωδάκια· πως οι καπνοί δεν ήσαν παρά της μεγάλης +φωτιάς που άναψε το φίδι για να τον κάψη. Και απ' ώρα σε ώρα +επερίμενα, να ιδώ την καλόγνωμη σαύρα να φέρνη το νερό στο στόμα +της για να σβύση την φωτιά, ο ουρανός να ψηλώση γαλανός, ο ήλιος +παντοδύναμος να διώξη τους καπνούς, να φανή η γη πλουτοδότρα και +χιλιόκαλλη, να λάμψη η θάλασσα ήμερη και γελαστή και τα πετούμενα +επάνω στ' ανθισμένα κλαδιά να ψάλουν μυριόστομον ύμνο στον +Δημιουργό, για την ταχτοποίησι των στοιχείων. + +Όνειρο ήταν η ελπίδα μου. Οι καπνοί όλο και πυκνότεροι εγινόνταν· +ψηλά, χαμηλά μας έζωναν περίγυρα και δεν εξεχώριζα παρά καμμία +φορά άσπρον τον αφρό θεόρατου κυμάτου, πράσινου σαν αλογόπετρα. +Κατά το μεσημέρι κάπως αραιώθηκαν οι καπνοί και είδα μακριά, τον +ίσκιο ενός μπάρκου, που εκαταίβαινε με τα πανιά του τρίγγου και +της αμπασογάμπιας. Επιάσαμε κ' εμείς τραβέρσο απάνω στον καιρό με +τα κάτω πανιά. Μα ώστε να το καλοϊδώ το έχασα πάλι από τα μάτια +μου. Οι κολώνες άρχισαν πάλι ν' ανεβαίνουν σιγά σιγά +κλωθογυρίζοντας τις άπιαστες τουλούπες τους κ' επυκνώθηκαν +ολόγυρά μας άλλες χαμηλές, άλλες ψηλότερες, άλλες συμμαζεμένες, +άλλες φυτεμένες στη γραμμή, άλλες κλαδεμένες απότομα, στις +κορφές, εδώ αδερφωμένες εκεί αριοφύτευτες. Κ' εμείς εκεί μέσα +θαμμένοι, καταμόναχοι, μισοπαγωμένοι και θεονήστικοι, έλεγα πως +είμαστε σε κανένα δάσος από εκείνα των παραμυθιών τα μαγεμένα, +που έχουν δέντρα και πατουλιές, κρεβατωσές και καμάρες +αεροΰφαντες· που άνθρωπος δεν διαβαίνει, και πουλί πετούμενο δεν +λαλεί και θηρία δεν μονιάζουν παρά βασιλεύει ερημία και σκοτάδι +κυβερνά και η παγωνιά καταλεί, αργά και άσφαλτα τους δύστυχους +που επλάνεψεν η τύχη στ' ανήλιαστα μονοπάτια τους! + +Και όμως ούτε τ' αγριεμένα κύματα που έχασκαν να μας καταπιούν, +ούτε οι ατμοί που μας εστράβωναν, ούτε η παγωνιά που έπηζε το +αίμα στις φλέβες, μας εβασάνιζε τόσο, όσο η λάμια που είχαμε +ζωντανή μέσα μας και αλυχτούσε κ' έσχιζε με τα νύχια ίδια τα +κρέατά της. Θεόστραβη, μωρέ, η πείνα εθέριζε τα σωθηκά! Ήρθε ώρα +που αφίσαμε κάθε δουλειά κ' ερρίξαμε όλοι φωνή αγριεμένη, που τα +θηρία της θάλασσας ετρόμαξαν ακούοντάς την. Είπαμε να ξυλώσουμε +τ' αμπάρια, να σπάσουμε την πλώρη και ας ήταν ο θάνατός μας. Ο +καπετάνιος είδε τη στιγμή κ' έβγαλε από την κάμαρή του ένα κουτί +γαλέτες κ' ένα μποτηλάκι με ρούμι. Γαλέτα με βούτυρο και ρούμι +ζαμάικα! Εθεριέψαμε όλοι. Επλάκωσε η νύχτα θεοσκότεινη και άγρια. +Άγριοι κ' εμείς σαν δράκοι ετοιμαστήκαμε να παλαίψουμε στήθος +προς στήθος με τον Χάρο. + +Άξαφν' ακούω στην πλώρη στριγγιά τη φωνή του σκοπού και την +καμπάνα που εχτύπαε διαβολεμένα. Την ίδια ώρα άλλη παρόμοια φωνή +και άλλος καμπάνας ήχος ακούστηκε να βγαίνη από το τρισκότιδο. +Όποιος δεν άκουσε στη ζωή του τέτοια φωνή και τέτοια καμπάνα, +χίλιες φορές καλότυχος και καλόμοιρος! Ο κίνδυνος της θάλασσας +δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την +θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλά — καλά δεν +προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν +τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον +αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις. +Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες! Γιατί +πίσω του ακολουθάει πάντα, όπως πίσω από την πατρική κατάρα το +ξεθεμέλιωμα της γενεάς, ένας χτύπος κρύος που θυμίζει αμέσως το +χώμα και το νεκροκρέβατο. Και νάτος! αντήχησεν ο αναθεματισμένος +χτύπος κ' αισθάνθηκα το καράβι να σπαράζη σύσκαρο, σαν να το +έπιασαν σπασμοί. Πηδάω στην πλώρη. Ένα θεόρατο μπάρκο με τα πανιά +του τρίγγου και της αμπασογάμπιας ήταν κολλημένο μάσκα με μάσκα +στο δικό μας. Ήταν εκείνο που είδα μια στιγμή το μεσημέρι και το +έχασα πάλι. Τραβέρσο εμείς τραβέρσο εκείνο ετρακάραμε στη βόλτα. +Εκεί ν' ακούσης φωνές και κακό! Ο καπετάνιος του μπάρκου έβριζε +τον δικό μας και τον έλεγε τσοπάνο· ο δικός μας έβριζε και τον +έλεγε παπλωματά! Οι σκοποί στην άκρη της πλώρης, έτοιμοι ήσαν να +πιαστούν μαλλιά με μαλλιά. Οι ναύτες τρέχαν από πρύμη σε πλώρη μη +ξεύροντας τι γυρεύουν, βλαστημώντας χωρίς να ξεύρουν ποιόν και +γιατί. Άλλοι εγύρευαν τις βάρκες να ρίξουν στη θάλασσα και για +βάρκες έπιαναν τις κουπαστές. Ο Κράπας εγύριζε σαν το άλογο στο +αλώνι, σέρνοντας πίσω του μία γούμενα με την ελπίδα πως ήταν το +σεντούκι του. Ο Κουτρούφης ο Σιφνιός ετραβούσε τα μακριά του τα +γένεια, πιστεύοντας πως ετραβούσε τη σκότα του παπαφίγγου. Ο +Μπαρμπατρίγγας ο Μυκονιάτης ελούφαξε πίσω από τον αργάτη +λυσοδένοντας τα βρακιά του. Ούτε οι σκύλοι δεν έμεναν ήσυχοι. Ο +Καψάλης και ο άλλος του μπάρκου με την τρίχα σηκωμένη, τα μάτια +κατακόκκινα, σκαρφαλωμένοι στα παραπέτα άφριζαν δαγκάνοντας ξύλα +και σχοινιά και αλυχτούσαν, νομίζεις πως έβριζεν ο ένας +«τσοπάνο!» και του απαντούσεν ο άλλος «παπλωματά!» Έβριζαν οι +καπετάνοι, εφώναζαν οι ναύτες, αλυχτούσαν τα σκυλιά, η θάλασσα +ερέκαζε, τα καράβια ανεβοκατέβαιναν κ' ετριζοκοπούσαν αχώριστα, +σαν δύο θηρία που αρπαγμένα στόμα με στόμα πάσχουν να γονατίση το +ένα τάλλο· και ο άνεμος εβογγούσε στα σχοινιά! Και από ψηλά τα +φανάρια της γραμμής έχυναν το χρωματιστό φως τους σιωπηλά, +έκπληκτα θαρρείς για το πικρό δράμα. + +Μέσα στη σύγχισι εγώ δεν ξεύρω πώς ευρέθηκα στην πλώρη. Σκύφτω, +τι να ιδώ; Όλη η δεξιά μάσκα φαγωμένη και το κύμα άγριο εχυνόταν +στο αμπάρι κ' αισθάνομαι το κατάστρωμα να φεύγη από τα πόδια μου. +Δεν χάνω καιρό, πηδάω στο μπάρκο. + + — Παιδιά, εδώ! φωνάζω. + +Γιατί επήδησα στο μπάρκο; γιατί εφώναξα «παιδιά εδώ»; Κ' εγώ δεν +ξεύρω. Είδα πως ήταν γερό εκείνο; έλπισα πως θα εσωνόμαστε με +αυτό; Τίποτα δεν είδα, τίποτα δεν έλπισα. Στη φωνή μου επήδησαν +και οι άλλοι στο μπάρκο και ο καπετάνιος υστερνός. Και απάνω στην +ώρα· πέντε λεφτά αργότερα όλοι θα επηγαίναμε στον πάτο. Γιατί από +το αδιάκοπο τίναγμα ήρθε μία στιγμή κ' εχωρίστηκαν τα καράβια. Το +μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο +δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η +θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι +Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το +μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα +σίδερα. Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω +και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε +το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από +βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο +ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά. + + — Άλα παιδιά, στις τρόμπες! φωνάζει αμέσως ο καπετάνιος· μονάχα +οι τρόμπες είνε η σωτηρία μας! + +Ριχνόμαστε πρόθυμα άλλοι εδώ άλλοι εκεί για τις τρόμπες. Μα το +μπάρκο τόρα ήταν έμπρυμο· η πλώρη και η μισή καρίνα ήταν στήθος +ελεύθερο εμπρός ώστε με το σκαμπανέβασμα το κατάστρωμα +εκαταντούσε κάθετο σαν νεροσυρμή. Ήταν όμως αυτό και η σωτηρία +μας. Γιατί και του μπάρκου η μάσκα ήταν φαγωμένη· αλλά το άνοιγμα +ψηλότερο τόρα έπαιρνε λιγώτερο νερό. Ως τόσο ηύραμε τις τρόμπες +και αρχίσαμε το τρομπάρισμα. + +Εξημέρωσε τέλος ο θεός την ημέρα. Μα τι ημέρα; Ουρανός και +θάλασσα είχαν μία θολωμάρα που έσφιγγε την καρδιά. Πλέον συχαμένη +αυγή δεν θυμούμαι ν' απάντησα στη ζωή μου! Νομίζεις πως την +έστειλεν επίτηδες ο Θεός για να μας συνηθίση στη νύχτα του τάφου. +Άξαφνα εκεί που ετρομπάριζα ακούω τον ναύκληρο κάτι να σφυρίζη +στο αυτί του καπετάνιου. Αυτιάζομαι. Οι παλαιοί ναύτες του +καραβιού έλειπαν όλοι. Ακόμη έμαθα πως το μπάρκο ήταν Ιταλικό κ' +ευθύς μου ήρθαν της νύχτας οι φωνές, που μέσα στον αναβρασμό τους +έδινε την έννοια που ήθελε η ζαλισμένη φαντασία μου! Ανατρίχιασα +όλος. Οι ναύτες εκείνοι επήδησαν, βέβαια στο καράβι μας όπως +εμείς στο δικό τους και μαζί τους ερούφηξε η θάλασσα. Έλειπεν +όμως η μεγάλη βάρκα και ίσως σ' εκείνη εζήτησαν τη σωτηρία τους. +Κυτάζω γύρω· τίποτα. Τους εσυχώρεσα και τους εξέχασα. Ηύρε ως +τόσο τον κόχυλα κ' εφύσηξε ο ναύκληρος δύο — τρεις φορές. Αλλά +μόνον η φωνή του ακούστηκε βαρειά και στριμμένη, σαν ανάμπαιγμα +που έστελνε το άσπλαχνο το πέλαγο. + +Κατά το μεσημέρι ο ήλιος έσχισε τον πυκνόν αιθέρα κ' έρριξε μιαν +αχτίνα του μακριά. Τα βουνά της Θεοδοσίας ψηλά, χιονισμένα, +έβγαιναν σαν κρυσταλλένια παλάτια μέσ' από τα θολά νερά και τον +σκούρον ορίζοντα. Είμαστε κάτου από την Κριμαία. Αν ήταν τρόπος +να πλησιάζαμ' εκεί θα είχαμ' ελπίδα σωτηρίας. Αλλά το μπάρκο στην +κατάστασι που ευρισκόταν έμοιαζε σώμα νεκρό και ανεμόφερτο. Και +μήπως είχε σκοπό να λιγοστέψη η χιονιά; Όσο επήγαινε Τούρκος +εγινόταν. Φύλλο στο φύλλο έρχονταν οι άνεμοι και άρπαζαν την +παγωμένη άχνη στα φτερά τους και την εστριφογύριζαν σύγνεφα εδώ +κ' εκεί σαν κουρνιαχτό στα τρίστρατα. Ήταν Σαραντάημερο, βλέπεις +και όλα τα συντάγματα, των διαβόλων ήσαν πεσμένα στο γιαλό. Και ο +βασιλιάς τους ακόμη, που έχει παντοτεινό θρόνο του τη Σαντορίνη, +μέσα ήταν κ' εκείνος και οδηγούσε τα φοβερά φουσάτα του στον +πόλεμο και χαλασμό του κόσμου. Η θάλασσα αφροκοπούσε από άκρη σε +άκρη κ' εκυνηγούσαν ένα το άλλο τα κύματα κ' εψήλωναν κ' +εδέρνονταν κ’ εβαρυβογγούσαν, γκαστρωμένα τον όλεθρο και τον +χαμό. Δεν επίστευες πως ήσαν νερό εκείνα παρά θηρία ανήμερα, +λύκοι και λέοντες και τίγρεις και ύαινες, αρκούδες ασπρομάλλες, +που κοπάδια πεινασμένα έβγαιναν από τα σκοτεινά ουρανοθέμελα και +ωρμούσαν, κατάρα του πελάγου και πικρή χολή στο άμοιρο καράβι +μας. Ένα κύμα εδώ επλάκωνε πύρινο, με το στήθος πλατύ εμπρός, +τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σηκώνοντας ψηλά +Μεδούσιο κεφάλι, σαν να εζητούσε μέρος κατάλληλο να ριχθή για να +δώση το τελειωτικό χτύπημα. Άλλο εκεί εγλυστρούσε ταπεινό, σαν +την τίγρι που σέρνεται της κοιλιάς να πλακώση κοιμάμενο τον εχθρό +της και καθώς έφθανε κοντά, εψήλωνε για μιας θεόρατο, εκαβάλαε το +κατάστρωμα, εσάρωνε ό,τι εύρισκεν εμπρός, ξύλα και σχοινιά και +σίδερα κ επερνούσεν αντίπερα, γρούζοντας ακόμη και αλυχτώντας με +πείσμα που δεν ημπόρεσε να φέρη περισσότερη καταστροφή. Παρέκει +άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό, φουσκωμένο, ακράτητο, +ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με τη φαρέτρα του γεμάτη από φαρμακερά +βέλη, με την ψυχή μεστωμένη από πύρινο θυμό, ανυπόμονος να κάμη +και να δείξη, θέλοντας να σκορπίση σκόνη τον εχθρό του. Αυτή του +όμως η ανυπομονησία και ο θυμός έκαναν να σκάη πριν φθάση στον +σκοπό του και μανισμένο για τούτο, έστελνε τους αφρούς ολέθρια +της λύσσας του δείγματα. Και άλλα μύρια εσπρόχνονταν ολόγυρα +βιαστικά ποιο να χτυπήση πρώτο, ποιο να καταφέρη τη δυνατώτερη +πληγή, διαλέγοντας το μέρος που θα σκαλώσουν απάνω, σαν ασκέρι +άγριο πολιορκητών γύρω σε αντρειωμένο και άπαρτο κάστρο. Ένα εδώ +ελάγκευε και άρπαζε με αφρισμένα δόντια την κουπαστή· άλλο εκεί +με το παίξιμο της ουράς του έκανε τρίμματα τη σκάλα· άλλο με +προβοσκίδα φοβερή εσούβλιζε πέρα — πέρα τα παραπέτα και άλλο +έπιανε από την πρύμη κ' ετάραζε σύγξυλο το πλεούμενο, σαν +κουρέλι. Και άλλα, κοπάδι ολόκληρο, εγονάτιζαν κ' εγλυστρούσαν +φίδια κάτω από την καρίνα και για μιας επηδούσαν ολόρθα, να τ' +αναποδογυρίσουν πασχίζοντας. Κ' εκείνο έγερνε αποδώ, εδιπλάρωνεν +αποκεί, εβούτα με την πρύμη στα τάρταρα, εσηκωνόταν με την πλώρη +μεσουρανίς, εδερνόταν κ' εβογγούσε κ' εστέναζε αργά και πονετικά, +σαν αισθαντικό πράγμα μέσα σ' αυτά τα τέρατα. Ήρθε στιγμή που το +εσυμπόνεσα. Εξέχασα τον δικό μου κίνδυνο κ' εγύρισα σ' εκείνο την +προσοχή μου, μην ημπορώντας να φαντασθώ τι τάχα τους έφταιξε και +ήσαν τόσον οργισμένα εναντίον του τα κύματα; + +Το μπάρκο είχε δύο τρόμπες· μία στην πρύμη και μία στην πλώρη. +Για να κινηθούν ήθελαν από τρεις ανθρώπους καθεμία. Στην αρχή δεν +ήθελαν ν' αφήσουν τον καπετάνιο να καταπιαστή με τις τρόμπες. Μα +έπειτα έγινε ο μοναχός αλλαχτής μας. Επήγαινε πότε στη μία, πότε +στην άλλη κ' έτσι έβγαινε ο ναύτης κ' έπαιρνε λίγη ανάσα. Από την +ώρα που έγινε το τράκο ως την αυγή εδουλέψαμε καλά. Αν δεν +ολιγόστεψε το νερό, δεν ημπόρεσε όμως και να μας κεφαλώση. + +Δεν ξεύρω γιατί η νύχτα και ο κίνδυνος αγριεύουν τόσο τον +άνθρωπο, θηρίο γίνεται· χωρίς να θέλη αφρίζει· χωρίς να σκεφθή +δίνει σώμα στον κίνδυνο. Τον φαντάζεται άνθρωπο, δράκο πελώριο, +Γολιάθ σωστόν και αυτός, μικρός Δαυίδ γυρεύει να παλαίψη μαζί +του, να τον καταβάλη, έχοντας πεποίθησι στο πείσμα που τον κάνει +εφτάψυχον. Νομίζει πως τον έχει εμπρός του· πως τον αρπάζει από +τη μέση και τον βροντά χάμου, σαν καρπούζι. Τον βρίζει· και +καταλαβαίνει τη βρισιά να του κάθεται μυλόπετρα στην ψυχή και να +τον πνίγη. Τον φτει· και βλέπει το ρόχαλό του κακή παρασαρκίδα να +του ντροπιάζη το πρόσωπο. Δίνει γροθιά στη γροθιά, κλωτσιά στην +κλωτσιά, δάγκωμα στο δάγκωμα. Παλαίβει με τα χέρια, με τα πόδια, +με τα γόνατα, με το κεφάλι, με τα δόντια, με τα νύχια. Γύρω στο +σώμα του αισθάνεται να φυτρώνουν τόσα μέσα αμύνης απροσμάχητα, +που απορεί πώς δεν τα ήξευρε από πριν. Πιστεύει πως είνε ο +Εκατόγχειρας. Λέγει πως και τον ανασασμό του ακόμη αν θελήση να +μεταχειρισθή θ' αποσβολώση τον εχθρό του. Τον σπρώχνει αποδώ, +αποκεί τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγκαλίζει. Αισθάνεται να τον +περιχύνη το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμωνται στα δάχτυλα του +σπαρταριστά κ' εκείνος όλο φυσά και όλο θυμώνει και αντρειεύεται, +όπως ο Ιακώβ όταν επάλαιψε νύχτα με το Είδος του Θεού. + +Σε τέτοια θέσι τόρα ήμουν κ' εγώ. Όλη νύχτα επάλαιβα με τις +τρόμπες και ούτε κόπο εκατάλαβα, ούτε κρύο, ούτε νύστα, ούτε +τίποτα. Πείσμα μόνον φοβερό, που έλεγα πως ήμουν ικανός να +καταπιώ τα πέλαγα. Επατούσα την τρόμπα κ' ενόμιζα πως έβγαινεν +άμπουλος το νερό. Μόλις όμως επλάκωσε η ημέρα εκόπηκαν τα ήπατά +μου. Ο καπετάν Πήλιουρης που λέγουν οι Κρανιδιώτες πως εβγήκε από +τον τάφο και γυρίζει περιπλανώμενος στον κόσμο, δεν έχει ποτέ τη +δική μας κατάστασι. Εφουσκώσαμε τόσο κ' εμαυρίσαμε που δεν +εγνώριζεν ένας τον άλλον! Τα μαλλιά του κεφαλιού μας, τα +μουστάκια, τα γένεια εσκλήρυναν σαν αγκάθια· ο ανασασμός +δροσόπαγο εκαθόταν απάνω μας. Τα μάτια χωμένα μέσα στα πυκνά +ματόφρυδα, έχασκαν άσπρα και άφωτα σαν σαλιγκάρια. Όσο για το +μπάρκο το μισό είχεν απομείνει. Ούτε παραπέτα, ούτε κουπαστές, +ούτε ξάρτια, ούτε πανιά είχεν ακέρια. Και το άνοιγμα κάτω από το +όκιο έχασκε πάντα σαν διψασμένος Τάνταλος! Στο θέαμα εκείνο +είπαμε όλοι να παραιτήσουμε τον ανώφελον αγώνα. Μα η φιλοτιμία +μάς εσυγκρατούσε. Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος +και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της +τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο +κατάστρωμα. + + — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις; + + — Δεν μπορώ πια. + + — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας. + + — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα· +κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα. Ελύθηκα... + +Και αλήθεια έλεγε. Όλοι είμαστε λυμένοι. Τα γόνατά μου έτρεμαν τα +δάχτυλά μου, όπως ήσαν κλεισμένα στο σίδερο της τρόμπας έτσι +έμεναν. Ούτε ν' ανοίξουν ούτε να κλείσουν περισσότερο +ειμπορούσαν. Τα μπράτσα έμεναν σκληρά και αλύγιστα σαν ατσάλι. +Είχα έναν πόνο στα νεφρά· καθώς έσκυφτα να πατήσω την τρόμπα +ήθελα βοήθεια για να σηκωθώ από πίσω. Έτοιμος ήμουν να την +παραιτήσω και να ξαπλωθώ, προσμένοντας ήσυχα τον θάνατο. Αλλά +στην ώρα που έκανα τη σκέψι ακούω τον ναύκληρο να φωνάζη από την +πλώρη: + + — Πανί, παιδιά! ένα πανί!... + + — Ένα πανί! φωνάζω κ' εγώ χωρίς να ιδώ τίποτα. + +Είδαμε τέλος όλοι μακριά ένα μικρό χαμηλό πανάκι που αρμένιζε τον +μαΐστρο. Δεν ήταν μεγαλήτερο από φούσκα και όμως εφάνηκε θεόρατο. +Με μιας εζωντάνεψα. Όχι εγώ· όλοι μας. Και ο Σκοπελίτης ακόμα +επήδησεν ορθός κ' ερρίχτηκε στην τρόμπα που έκαμε να τρίξουν όλα +της τα χάρβαλα. Αγαλλίασις εκυρίεψεν όλους· ενομίζαμε πως ήρθε η +ώρα να πηδήσουμε στη στεριά. Δένουμε αμέσως τη σημαία κόμπο στο +χαϊμαλί ψηλά και αρχίζουμε να φωνάζουμε, να φυσάμε τον κόχυλα και +να κινούμε τις σκούφιες μας. Μόλις σαν χελιδονάκι που σιγοπετά +προμηνώντας την άνοιξι εφαινόταν το καράβι ασώματο μακριά, λέγεις +και ήταν της διψασμένης φαντασίας μας δημιούργημα. Και όμως +επίστεψα πως μας είδε, πως άκουσε τις φωνές, εγνώρισε τον κίνδυνο +κ' ερχόταν βόλι καταπάνω μας. Ήρθε μάλιστα στιγμή που αφήσαμε +μάρμαρο τις τρόμπες έτρεξε καθένας στην πλώρη για να εύρη τίποτα +χρειαζούμενο να πάρη μαζί του. + + — Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του +καπετάνιου. + +Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας εκεφάλωσε. Ερριχθήκαμε +πάλι ν' αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τόρα δεν μας εφαινόταν βαρύς. +Το καράβι όλο κ' επλάκωνε απάνω μας. Σε λιγάκι εφάνηκε ολόκληρο +το σκαφίδι. Βέβαια είδε τη σημαία μας κ' ερχόταν να μας σώση. +Αλλά δεν ξεύρω γιατί άξαφνα εκρύωσε η καρδιά μου. Κάτι ελάλησε +μέσα μου. Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι +εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο +εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι +άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα. + + — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου +λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα; + + — Δεν πειράζει· είπα εγώ. + +Δεν ήθελα να ξεστομίσω την υποψία μου γιατί ήξευρα πως θα μ' +έπαιρναν όλοι για παλαβό. Το μπάρκο επλησίαζε. Εδιάβαζα μάλιστα +και τ' όνομά του στις κουλούρες· το έλεγαν «Σωτήρα». + + — Α! α! α!... έβαλαν όλοι χαρούμενες φωνές. + +Από εκείνους ούτ' εκινήθηκε, ούτ' εφώναξε κανείς. Είδα καλά τον +τιμονιέρη στο τιμόνι, τον καπετάνιο εμπρός στην κάμαρή του, τον +ναύκληρο και πεντέξη ναύτες με τις σκότες στα χέρια. Όλοι έστεκαν +και μας εκύταζαν περίεργα μα ούτε σχοινιά ετοίμαζαν ούτε τίποτα. +Μόνον ο σκύλος τους, ένας σκύλος μαλλιαρός, κατάμαυρος μ' ένα +κεφάλι χοντρό, ολοστρόγγυλο σαν μπόμπα κανονιού, μας έστελνε +αλλεπάλληλο το άγριό του αλύχτιμα. + + — Τους άτιμους! εψιθύρισα. + + — Για ποιους λες; μ' ερώτησεν ο καπετάνιος. + + — Για τους σκύλους. + +Κ' ερρίχτηκα πάλι με τα δυνατά μου στην τρόμπα. + + — Όρεξι που την έχει ο Καληώρας· είπεν ο καπετάνιος γελώντας· +θαρρείς και θέλει να την ξαραθυμίση. + +Ως τόσο το μπάρκο ήρθε μία βόλτα κ' έπεσε δίπλα μας, δεκαπέντε +οργυιές μακριά. Μα βλέπω άξαφνα τον καπετάνιο να γυρίζη στον +τιμονιέρη. Μια τιμονιά και το παίρνει σοταβέντο. Τότε βάνουμε +όλοι τις φωνές. + + — Μωρ' αδέρφια, πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε; σωτηρία!... +Αδέρφια, πνιγόμαστε!... σωτηρία! . + +Ακούστηκε κάποια φωνή κ' επάψαμε βουλώνοντας ένας του άλλου το +στόμα. Και μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και το ανεμοφύσημα, +ακούστηκε χαρόσταλτο ανάμπαιγμα η φωνή: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... + +Δεν το επίστευαν τ' αυτιά μου· δεν ήθελε η ψυχή μου να το ακούση! +Είπα πως ο καπετάνιος ήθελε να παίξη την αξιοθρήνητη θέσι μας, να +γελάση με τον φόβο μας· και άρχισα να πεισμώνω περισσότερο για τα +άνοστα χωρατά παρά για τη σκληρή του πράξι. Ο «Σωτήρας» όμως +πάντα εμάκραινε. Βάνουμε πάλι τις άγριες φωνές: + + — Μωρ' αδέρφια πνιγόμαστε! πού μας αφίνετε! σωτηρία! πνιγόμαστε, +σωτηρία! .... + +Εβουλώσαμε πάλι το στόμα· εκρατήσαμε τον ανασασμό. Και η φωνή από +το μπάρκο, συντροφιασμένη το ρέκασμα του κυμάτου και το +ανεμοβόγγισμα, πλέον δυνατή και αναμπαίχτρα εξαναδευτέρωσε: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... + +Τότε δεν ξεύρω κ' εγώ τι μας έπιασε· δεν θυμούμαι πώς μας ήρθε. Ο +«Σωτήρας» άξαφνα μου εφάνηκε κακότροπο τέρας και τα πανιά του σαν +χείλη πλατύτατα που έχασκαν κ' επεριγελούσαν τη θλιβερή μας +μοίρα. Και το κύμα το μανισμένο και το αέρι το τρελλό επίστεψα +πως εξανάλεγε με διαβολική χαρά και ειρωνεία: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή. + +Έμεινε όπως ευρέθηκε καθένας για πολλή ώρα. + +Και άξαφνα, εσκορπίσαμε τρελλοί, εσκαλώσαμε στα κατάρτια και +μονόγνωμοι αρχίσαμε να φασκελώνουμε τον προδότη και να του +φωνάζουμε: + + — Της μάνας σου το κέρατο!... Της μάνας σου το κέρατο!... + +* + +Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν +έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα, +που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου +άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να +επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη +ακόμη. Έγερνε να βασιλέψη ο ήλιος και η θάλασσα κρασοκόκκιννη +έδινε ζωηρήν εικόνα μιας ναυμαχίας, που χίλια πλεούμενα +ανακάτωσαν τον βυθό της και μύριοι νεκροί έβαψαν με το αίμα τα +νερά της. Το κύμα καθώς έσκαζε ψηλά, εσπιθοβολούσε πολύχρωμο και +βροντερό, σαν να εκυλούσε θρίμματα λογχών και γυμνά σπαθιά, +κομμάτια οβουζίων και κάνες ντουφεκιών, δίκοπους μπαλντάδες και +μαχαίρια και κράνη χάλκινα και θώρακες και ασπίδες, σπρώχνοντας +να τα ρίξη πέρα στην ακρογιαλιά μαζί με τα σκοτεινά κορμιά, για +να ιδούν οι άνθρωποι τα ολέθριά τους έργα και να φρίξουν. Και +μέσα στην υγρή άχνη που ανεμόφτερη έτρεχε κατά τη νοτιά ως ψηλά +στον πυκνόν ουρανό, το Τόξο με τ' αρμονικά χρώματά του έλαμπε +ζωνάρι ανεχτίμητο, υφασμένο από νεράιδας χέρι απάνω σε αεροκάμωτο +διασίδι. Μα τι κατάρα που την επήραμε κ' εμείς! Το θεόσταλτο +σημάδι που προλέγει πάντα την ησυχία των στοιχείων, στους +ναυτικούς εγράφηκε να προλέγη θαλασσοταραχές και αγριοκαίρια. + + Είδες Τόξο την αυγή; + καλοσύνη το βραδύ. + Είδες Τόξο το βραδύ; + κακοσύνη την αυγή! + +Σύγνεφα μεγάλα, σταχτιά σαν βουνά αθάλης με χοντρά ισκιόφωτα, με +λαγκαδιές πυκνοντυμένες, μ' εξογκώματα εδώ που άστραφτε το αφράτο +μάρμαρο, με κορυφές εκεί ψιλοπελεκημένες που έλαμπε το +χρυσοβαμμένο κρύσταλλο, εδώ με ποτάμια πλατιά και κόκκινα, εκεί +με καταρράχτες ψηλούς, ασημόχυτους, έφραζαν από άκρη σε άκρη της +δύσις τα ουρανοθέμελα. Και απάνω στις ομάλιες είτε στις πλαγιές, +χωριά έβλεπες με τ' άσπρα τους σπιτάκια να κρέμωνται στην άβυσσο +και παληκάρια με βιολιά και λαβούτα να μεθοκοπούν στους δρόμους +και παρθένες βεργολυγερές να χορεύουν στις αυλές ανεμοπόδαρες. +Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ' +ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα +κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν' +ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους +να γλυκολαλή. Στο ένα διάσελο εδώ ταιριαστό αντρόγυνο εφιλιώταν +με πόθο και στο άλλο εκεί, γέροντας ξαπλωμένος στο ηλιοπύρι +ερρουφούσεν ευτυχισμένος μακρύ τσιμπούκι και παρέκει δουλεύτρα +λυγερή εμασούριζε στην ανέμη της· στο 'δώθε βουνό ανέβαινε γάμου +συμπεθεριό λαμπροντυμένο με τα στεφάνια και τα φλάμπουρα· και στο +'κείθε ερροβόλα νεκροπομπή με τους σταυρούς και τα ξεφτέρια της. +Παρακάτω χρυσόφτερο δελφίνι αργοκυλιόταν σε κροκκοβαμμένη +θάλασσα· και παραπάνω το σκυλόψαρο επαραμόνευε τον σφουγγαρά, που +ξερριζώνει το σφουγγάρι από τον άμμο του βυθού, ενώ δίπλα η +γυναίκα του ανάβει το καντήλι του Αγίου Νικόλα και γονατιστή +παρακαλεί και λέγει, να φυλάη από την ορφάνια τα παιδιά της κ' +εκείνην από την πικρή χηριά! Πλατειά και μεγάλη απλονόταν η +αεροΰφαντη ζωγραφιά, που την βλέπει καθένας και αλλοιώτικη, +σύμφωνα με του νου τα καμώματα και της ψυχής τους πόθους. Πόσες +φορές κ' εγώ στην πλώρη ξαπλωμένος, είδα εμπρός μου ολοζώντανα τ' +άπιαστα της φαντασίας μου πλανέματα κ' επλημμύρισε μια στιγμή από +χαρά η καρδιά μου! Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα +σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα +μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά! Μα τόρα δεν έβλεπα εκεί παρά +του καταποντισμού μας την εικόνα, τη θλίψι και την απελπισία των +συγγενών μας και ανεμοκλωσμένη την απάνθρωπη φωνή του καπετάνιου, +που με το ρέκασμα του κυμάτου και το μούγκρισμα του ανέμου +αδερφωμένη μας ευχόταν: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... + +Άρχισα να πιστεύω πως εξεγραφτήκαμε από του κόσμου το βιβλίο· πως +επαραδοθήκαμε βορρά στα κύματα· πως οι άνθρωποι ετράβηξαν χέρι +μήπως συνεπάρη κ' εκείνους του θεού η κατάρα. Και άλλοι, αν μας +απαντήσουν έλεγα, έτσι βέβαια θα μας φερθούν. Όμως από τις πολλές +φωνές του καπετάνιου που δεν έχανε το θάρρος του, επιάσαμε πάλι +τις τρόμπες. Μα με τι χέρια και με τι ψυχή; Ετρομπάραμε καμμιά +ώρα κ' έπειτα ένας — ένας τις αφήσαμε μάρμαρο κ' εξαπλωθήκαμε στο +κατάστρωμα. Επλάκωσεν ως τόσο η νύχτα. Και τι νύχτα; χειρότερη +και τρομερώτερη από τις άλλες. Μαυρίλα — πίσσα. Κόλαση σωστή. +Ούτε άστρα στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα κανένας! Τα +σημάδια της καλοσύνης έσβυσαν ένα με το άλλο. Είπε μία στιγμή να +φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα. +Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως +εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως +ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί +και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της +σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια. + + — Μωρέ ναύτες που τους διάλεξα! εμουρμούριζεν εκείνος· ένας κ' +ένας· Να χαθούν δε βρίσκονται σ' όλη τη γη!... Αμ δεν πάτε, +καϋμένοι μου να φορέσετε φουστάνια! + + — Μα τι θες να κάνουμε; του λέγει ο Κράπας. + + — Τι να κάνετε; να παλαίψετε, μωρέ· να παλαίψετε! Σ' άρπαξε από +τα πόδια ο Χάρος; πιάσε τον από το λαιμό... Θα σε πάρη — να σε +πάρη παληκαρίσα. Όχι να σταυρώσης τα χέρια και να παραδοθής! + + — Μα δε βλέπεις που χάσκει το κύμα να μας καταπιή! + + — Ως που να με καταπιή εκείνο το ρουφάω εγώ!... + +Ο καπετάν Μπισμάνης εγύρευε να μας κεντήση στο φιλότιμο. Αλλά και +ποιος ημπορούσε να κινηθή! Το χιόνι επλάκωνε μία πήχη το +κατάστρωμα. Στα σχοινιά, στα κατάρτια, στα σίδερα, στα κουρέλια +των πανιών απλονόταν και ασπρογάλιαζε στο σκοτάδι, σαν +κουλουριασμένα φίδια. Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και +μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και +όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα +κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' +εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα. Έλεγα πως ήμουν +πρισμένος ταβούλι· πως το κεφάλι μου ήταν όμοιο μ' ένα +ρουμοβάρελο· πως τα πόδια μου εζύγιζαν καθένα και πεντακόσια +καντάρια! Άξαφνα, λέγει, τα θηρία της θάλασσας, τα σκυλόψαρα και +οι φάλαινες, οι ξιφιοί και τα δελφίνια ετριγύρισαν λαίμαργα το +κουφάρι μου κ’ έπιασαν διαβολικόν καυγά με τα όρνια τ' ουρανού +για τα κοψίδια μου. Εγώ αδιάφορος τα εκύταζα κ' εγελούσα, σκαστά +και τρανταχτά γέλοια, βλέποντάς τα να κοπιάζουν τόσο και να +λαχταρούν για τ' αρρωστημένα κρέατά μου. Κ' έπειτα, λέγει, το +κεφάλι μου αργοκυλώντας, πάντα μαύρο και παρόμοιο μ' ένα +ρουμοβάρελο, ευρέθηκε στο λιμάνι της Ύδρας. Ήταν ανήμερα Λαμπρή +και η χώρα όλη έλαμπε κάτασπρη στου ήλιου τις αχτίνες, σαν +μαρμαρόχτιστο αμφιθέατρο κ' εμοσχοβολούσε σαν εκκλησιά. Τρομπόνια +εβροντούσαν κ' εβαρούσαν παιγνίδια κ' έπαιζε ρουμπίνι στο ποτήρι +το κρασί κ' έλαμπαν στα χέρια κατακόκκινα τ' αυγά κ' έτρεμε το +«Χριστός Ανέστη» σε κοραλλένια χείλη. Το κεφάλι μου αργοκυλώντας +μέσ' από τα σημαιοστόλιστα πλεούμενα, ήρθε και άρραξε στην +ακρογιαλιά κ' εβγήκαν οι νιές περδικοστήθες, με τα κίτρινα +φακιόλια και τα λαμπρά γκόλφια τους, και ήρθαν τα λεβεντόπαιδα με +τα τσόχινα βρακιά και τα πλατειά ζωνάρια τους, μ' εκύταζαν κ' +έλεγαν με απορία: Τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Ήρθαν μαζί οι φίλοι +και οι συγγενείς, μ' έβλεπαν κ' εκείνοι κ' ερωτούσαν κ έλεγαν: +Τάχα τίνος είνε τούτο το κεφάλι; Εγώ τους άκουα κ' +εστενοχωριόμουν που δεν μ' εγνώριζαν κ' ήθελα να τους φωνάξω: — +Δικό μου είνε, του Καληώρα, του βλάμη σας· και πώς δεν το +γνωρίζετε; Εμένα με γνωρίζουν οι στράτες και τα διάβατα, με +τρέμουν τα βαγένια και τα καπηλειά. Ο Μπαταριάς σαν αρχίσω τους +σκοπούς μου, σπάει τις κόρδες του λαβούτου του και ο Σουλεϊμάνης +απαραιτεί το νάι του στη φωνή μου. Εγώ αν σηκώσω μάτι στα ψηλά τα +παραθύρια θ' αρνηθή κάθε γυναίκα τον άντρα της· και αν σύρω το +χέρι στη μέση μου το αίμα κατουρεί κάθε μάνας γέννα. Εγώ εψάρεψα +πρώτος το μελάτι στους βυθούς της Μπαρμπαριάς κ' εξερρίζωσα το +στοιχειωμένο Γιούσουρι μ' ένα μου τίναγμα. Οι Καλυμνιώτες είδαν +το βούτημά μου κ' εθαύμασαν. Με είδε το σκυλόψαρο — αιμοβόρικο +ψάρι! — και ήρθε ταπεινό εμπρός στο γιαλί της περικεφαλαίας μου, +θέλοντας να γνωρίση το νέο θεριό που εσυνεμπήκε στα νερά του. Με +είδαν οι αράπηδες της Βεγγάζης και μ' ετίμησαν ως βασιλέα· μου +άφησαν ελεύθερο το πηγάδι που θα παίρνω νερό και το κοπάδι που θα +προμηθεύωμαι το κρέας. Eμένα μ' έμαθαν από μικρό παιδί όλ' οι +άνεμοι από λεβάντε σε πονέντε και από βοριά σε όστρια· κ' +εσυντρόφεψαν το νυχτοπερπάτημά μου όλα τ' αστέρια τ' ουρανού. Εγώ +είμαι ο Καληώρας ο βλάμης σας, που με γνωρίζουν τα πόρτα της +Μαύρης, και της Άσπρης τα λιμάνια απ' άκρη σ' άκρη, και πώς εσείς +δεν με γνωρίζετε; + +Αυτά και άλλα ήθελα να τους ειπώ· αλλά δεν ημπορούσα να βγάλω +λέξι από το στόμα μου. Ως που με άρπαξαν τα παληκάρια και οι +λυγερές κ' εβγήκαν στο Βληχό να παίξουν κλωτσοσκούφι. Εδώ μ' +έρριχναν εκεί μ' επετούσαν ολημερίς. Κ' εγώ ολημερίς, με τα μάτια +ορθάνοιχτα, έβλεπα γύρω τη Φύσι να σκορπίζη άφθονους τους +τροφαντούς χυμούς της, κάτω από τα ζεστά του μαγιάπριλου +αγκαλιάσματα. Η δροσολουσμένη χλωροσιά άπλονε τάπητας μακρύς +μαργαριτοκέντητος και απάνω της χιλιάδες εχαμοπετούσαν έντομα κ' +εβούιζαν. Ο γαλανός αιθέρας επεντοβολούσε από χίλιων λογιών +μελωμένα αρώματα και ηχολογούσεν από χίλιων πουλιών γλυκόφωνα +κελαδήματα. Έπεφτε το ηλιοπύρι ζωντανό παντού σε στεριά και +θάλασσα, στους σχισμένους τοίχους των ερημοκλησίων πέρα κ' εδώθε +μέσα στα σαρακωφαγωμένα ξύλα των τάφων, κάτω στους υγρούς βυθούς +και απάνω στον ξηρόν αιθέρα κ' εζωντάνευε κάθε οργανική σπορά και +ανάσταινε από μία νεκρή χιλιάδες άλλες υπάρξεις· εχάριζε στον +γέροντα νιάτα και τον νέον εγέμιζε συναισθήματα. Εγελούσαν οι +λυγερές δυνατά και στο τρεμουλιαστό γέλοιο εμάντευα της καρδιάς +τη φωτιά και τη λαχτάρα. Ετραγουδούσαν τα παληκάρια κ' έλεγαν με +το τραγούδι και με το παίξιμο των ματιών, τον πόθο και τον καϋμό +τους. Κ' εγώ που έβλεπα εκείνο το γοργοπαίξιμο, που άκουα εκείνα +τ' ασημένια γέλοια σε κόλαση ήμουν από τη ζήλεια γιατί δεν +ημπορούσα να είμαι σ' εκείνη την Παράδεισο! Αισθανόμουν την ψυχή +ν' αλυχτά ζηλιάρα όλα εκείνα τα παληκάρια και δάκρυα ήθελα να +χύσω πύρινα για την καταδίκη της σκληρής μου μοίρας. Μα οι βρύσες +των ματιών μου ήσαν σφαλιστές και το δάκρυ επισοδρομούσε κ' +εχυνόταν μέσα στο μυαλό, καυτερό και βαρύ σαν αναλυωμένο μολύβι. +Το μυαλό δεν ήθελε να δεχθή το δάκρυ μου κ' εκλωτσούσε πάσχοντας +να σπάση το καύκαλο και να χυθή ακράτητο. Το βάσανό μου αυτό +εβάσταξε, λέγει, ως το ηλιοβασίλεμα, και τότε όλοι μαζί έφεραν το +κεφάλι μου και το έθαψαν πίσω από της Παπαντής το Άγιο Βήμα· και +θάφτοντας ετραγουδούσαν και μου έλεγαν: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!.... + +Μέσα στο καταφώνιασμα εκείνο ακούω μια φωνή να μου φέρνη το αέρι: + + — Ε από το μπάρκο!...ε!... + + ― Αλλά τόσο ήμουν απελπισμένος, που δεν ήθελα να πιστέψω τα ίδια +μου τ' αυτιά. Και όταν πάλι δυνατώτερη και πλέον κοντά +εξαναδευτέρωσε, είπα πως ήταν κάποιος από τους συντρόφους μου που +αγγελοκρουόταν. Αλλά, δόξα να έχη ο Θεός, δεν ήταν από τους +συντρόφους μου· ήταν από μία γολέτα που έπεσε κοντά και μας +έσωσε. + +Λίγο έλειψε, ακούς, να φάμε και δεύτερο τράκο από τη γολέτα. +Φανάρια εμείς δεν είχαμε καθόλου. Αλλά φως ακοίμητο το φως των +καντηλιών μας, που δεν είχε σωθή το λάδι τους στου Χάρου τα +παλάτια, εσυνάχτηκε νομίζεις ήλιος λαμπρός στα μάτια του σκύλου +μας, και στην αγριοφωνάρα του, που δεν έπαυε αντηχώντας +δυνατώτερη από το ρέκασμα του κυμάτου και του ανέμου τον βόγγο. +Εκείνο το ζωντανό σήμαντρο ακούοντας η θεόσταλτη γολέτα οδηγήθηκε +να έρθη κοντήτερα και να μας σώση. + +Όλοι εσωθήκαμε· ένας μόνον απόμεινε, ο σκύλος μας. Ένας με τον +άλλον όλοι εδοκίμασαν να τον πάρουν αλλά κανένα δεν άφινε να τον +πλησιάση. Του καπετάνιου που ετόλμησε να τον πιάση του έκαμε +κουρέλια τον μουσαμά. Aναγκασθήκαμε να τον αφήσουμε. Και όταν +κατά τα χαράματα, βολτατζάροντας να εύρουμε τον καιρό επεράσαμε +πάλι αποκεί, είδα το μπάρκο να κατεβαίνη στα νερά ήσυχο, σαν +καλόγνωμη ψυχή που έκαμε στον κόσμο την αποστολή της· και άκουσα +για ύστερη φορά τη φωνή του σκύλου, να γαργαρίζη και να σβύνη +μέσα στο ρέκασμα του κυμάτου και του άνεμου τον βόγγο, σαν να μας +έλεγε κ' εκείνος με παράπονο: + + — Στην άλλη ζωή!... στην άλλη ζωή!... + +Δεν ξεύρω πόσον καιρό εκοιμήθηκα μέσα στη γολέτα. Μόλις επατήσαμ' +εκεί, μας έγδυσαν οι ναύτες από τα ρούχα, που κολλημένα έβγαιναν +μαζί με το δέρμα, μας επότισαν τσάι με το ρούμι και μας εξάπλωσαν +στα ζεστά κρεβατοστρώσια. Όταν άνοιξα τα μάτια μου είμαστε ομπρός +στα Μπουγάζια. Ο ουρανός χρυσογάλανος και η θάλασσα στρωτό +κρυστάλλι. Οι μύριες της γλώσσες εφιλούσεν απαλά τις στεριές. +Ανατολή και Ρούμελη, κάτασπρες από το χιόνι αστραποβολούσαν στο +ηλιοπύρι κ' εκαθρεφτίζονταν στα νερά. Ψαρόβαρκες με τ' άσπρα και +τα κόκκινα πανάκια τους, αρμένιζαν εδώ κ' εκεί στις χαρούμενες +ακρογιαλιές, σαν θαλασσοπούλια που σκύφτουν να παιγνιδίσουν με το +κύμα. Καράβια κάθε λογίς εκατέβαιναν με ολοφούσκωτα πανιά +βαρυφορτωμένα· ανέβαιναν άλλα αδειανά από τα Μπουγάζια· και +βαπόρια με τον μαύρο τους καπνό και τις βροντερές σφυριγματιές +ανεβοκατέβαιναν. Απάνω από το κεφάλι μας επετούσαν σύγνεφα +πουλιά, του ανέμου ταξειδιώτες πλέον ευτυχισμένοι και ανάσταιναν +τον αέρα με χαρούμενο κελάδημα. Γύρω στα κάστρα ανέμιζαν σημαίες, +πορφύρα βασιλική και ατίμητη και άστραφτε στον ήλιο των κανονιών +το ατσάλι κ' εγελούσαν ειρηνικά οι οβίδες στημένες πυραμίδα και +ηχολογούσαν οι σάλπιγγες κ' εκοκκίνιζαν δασοφυτρωμένες παπαρούνες +τα φέσια των στρατιωτών και οι λόγχες τους εσπιθοβόλουν, κρίνα +δροσολουσμένα πέρα στο βουνό. Χαρά και αγαλλίασι και θρίαμβο +δόξας ετραγουδούσεν η γη και το στερέωμα. Ύμνο μεγαλόστομο έψελνε +η πλάσις όλη στη ζωή, την αθάνατη και την πανώρια. Κ' εγώ αθέλητα +έπεσα στα γόνατα και μ' επήραν τα δάκρυα. Αχ ναι· δεν φαίνεται +όμορφος ο κόσμος στον άνθρωπο παρά όταν κινδυνέψη να τον χάση! +Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η +θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και +μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να +γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που +έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για +θλιβερό μας σάββανο! + +Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη. Ερχόταν από τον +Σουλινά φορτωμένη σιτάρι για την Πάτρα. Ήταν όμως χολέρα στον +Ποταμό και θα επήγαινε πρώτα να κάμη κάθαρσι στις Δήλες. Ο +καπετάν Καρέλης μας ερώτησε αν ήθελε κανείς να έβγη στην Πόλη· Μα +όλοι μονόγνωμοι εζητήσαμε να μας πάρη στην Ελλάδα. Δεν ξεύρω +γιατί όταν κανείς κινδυνέψη, επιθυμάει τόσο την πατρίδα και τους +συγγενείς του. Πολλές φορές μου έτυχε να κινδυνέψω στη θάλασσα. +Μία φορά επήγα να ψωφήσω από πλευρίτη στο Γερμανικό νοσοκομείο +της Πόλης. Άλλη μία φορά στην κάθαρσι της Σινώπης έκαμα δύο μήνες +από χολέρα. Στο Ταϊγάνι ένα χειμώνα έπεσα από το κατάρτι +κατακέφαλα κ' έκαμα εφτά μήνες στο στρώμα. Μα πάντα μόλις έπαιρνα +την καλήτερη, μονοφύσημα ετραβούσα για την πατρίδα. Και, στη +θάλασσα που αρμενίζω, γλυκύτερες ώρες από εκείνες δεν εγνώρισεν +ακόμα η ψυχή μου. Με τα δάκρυα στα μάτια έτρεχα και αγκάλιαζα όχι +μόνον τους συγγενείς αλλά και κάθε συντοπίτη μου. Όλοι εφαίνονταν +άγγελοι στα μάτια μου. Και οι πέτρες ακόμη επίστευα πως μ' +εχαιρετούσαν και μου έλεγαν: Καλώς ώρισες, καλώς ώρισες! + +Οι άλλοι βέβαια είχαν περισσότερο δίκηο να ζητήσουν την πατρίδα. +Καθένας είχε τους γονέους, τους συγγενείς, τους φίλους του. Μέσα +στη φρίκη και τα δάκρυα εκείνων, όταν θ' ακούνε τα φοβερά μας +μαρτύρια, μέσα στα χάδια και τις περιποίησες που θα τους κάνουν, +θα ξεχάση καθένας τα βάσανα του· θα πλακώσουν έπειτα τα βιολιά +και το κρασί των φίλων και πάει πλέον, ούτε ήταν ούτ' εφάνηκε ο +κίνδυνος. + +Όμως εγώ τίποτε από αυτά δεν επερίμενα. Ούτε γονέους, ούτε +στενούς συγγενείς, ούτε φίλους εγκαρδιακούς είχα εκεί. Από μικρός +ορφάνεψα και από μικρός εξενητεύθηκα με τα καράβια. Πεντέξη μήνες +πριν μ' εκατάφεραν και αρραβωνιάστηκα με μία φτωχούλα. Δεν την +εσυλλογιζόμουν όμως παρά σαν έβλεπα τον αρραβώνα στο δάχτυλό μου. +Μα τόρα από τη στιγμή που ευρέθηκα στη γολέτα, εκείνη πρώτη +έλαμψεν εμπρός μου με τη φτωχή της φορεσιά και το σεμνό της ήθος, +δακρυσμένη να δέρνεται και να στενάζη απάνω στο εύκαιρο μνήμα +μου. Δεν ξεύρω γιατί ανάτειλε στον νου μου άξαφνα μια ιδέα πως η +τύχη εκείνης ήταν να σωθώ εγώ· πως ο θεός ηθέλησε να μη μαραθούν +παράωρα τα νιάτα της τα δροσερά, να μη δακρύσουν τα μάτια της τα +ζαφειρένια, να μη μαυρίση η καρδούλα της πριν ανοίξη σαν +τριαντάφυλλο στου γάμου τη δροσιά· να μη γίνη χήρα πριν νύφη γίνη +η αρφανούλα! Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ' +ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε +χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους +του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα. +Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή +της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν. Δεν +έβλεπα την ώρα να φτάσω στην Ελλάδα· Άμα φτάσω, έλεγα, είχα δεν +είχα παράδες θα την έπαιρνα. Θα εχρέωνα το παλιόσπιτο! +Ευγνωμοσύνη άμετρη αισθανόμουν για τη σωτηρία μου κ' έλεγα τον +εαυτό μου χρεοφελέτη και ήθελα να την βαρυπληρώσω. Έστειλα γράμμα +της θείας της από την Πόλη και της έλεγα να ετοιμασθούν για τον +γάμο και πλακώνω. Εφανταζόμουν τη χαρά που θα πάρη, πώς θα +λογαριάζη μία — μία ανυπόμονα τις ημέρες. Το σπιτάκι μου, που +εσφάλισε αφότου επέθαναν τα γονικά μου κ' εσκούριασαν οι +κλειδωνιές του κ' εχορτάριασαν οι πόρτες κ' έπνιξε η αγριαγγαθιά +και το μαμούδι την αυλή του, θα το στολίση έλεγα, εκείνη σαν +νεράιδα· θα φυτέψη μηλιά στην πόρτα και κλήμα στην αυλή του· θα +κρεμάση μοσχομύριστ' αφροκύδωνα απάνω από το κρεβάτι και ρόιδα +πολύκλωνα ψηλά στη σκεπή! + +Οι σύντροφοί μου, που γρήγορα εσυνήρθαν με το φαγί και την +καλοπέραση, άρχισαν τόρα να διηγώνται τον κίνδυνό μας με +περιφρόνησι και να παιζογελά ένας τον άλλον για τη δειλία του. +Έπλαθε καθένας ό,τι του εκατέβαινε κ' επαρουσίαζε τον εαυτό του +για ήρωα. Σ' εμένα μάλιστα που παραδομένος στο νεογέννητο αίσθημά +μου ήμουν σαν αφαιρεμένος, ερρίχτηκαν όλοι και μ' επείραζαν στα +γερά. Ο καπετάν Μπισμάνης δεν ήταν ώρα να φανώ εμπρός του και να +μη μου φωνάξη γελώντας: + + — Ε, Καληώρα· δεν πας λίγο να δουλέψης την τρόμπα; + +Τέλος εκατεβήκαμε στις Δήλες. Ο Θεός να το κάμη λιμάνι! Όσο τον +έχει στο σορόκο καλά· άμα όμως τον πάρη τρεμουντάνα και κατεβάση +ο Τσικνιάς ουδέ βάρκα δεν μένει μέσα. Γυρεύουμε τόπο ν' +αρράξουμε· πού ν' αρράξουμε; Εβδομήντα κομμάτια καράβια, μικρά — +μεγάλα ήσαν αρραγμένα εκεί· χωριστά πεντέξη βαπόρια. Από τα +κατάρτια και τα σχοινιά επίστεψα πως έμπαινα σε πυκνοντυμένο +δάσος χειμώνα καιρό. Ως τόσο ήρθεν ο πιλότος και μας άρραξε σε +μία άκρη, κατά τα Κοκκινάδια. Δεν αρράξαμε ακόμη και βλέπω άξαφνα +τον καπετάν Μπισμάνη κατακόκκινον, ξεσκούφωτον, αναμαλλιασμένο να +τρέχη στην πλώρη, να καβαλάη το μπαστούνι, ν' αρπάζη τον έξω +φλόκο και χτυπώντας το στήθος του να βρίζη και να καταριέται και +να θεορρίχνη. Κυτάζω καλά· το καταραμένο μπάρκο έστεκε δίπλα μας! + + — Παλιοτσόπανε!... παπλωματά! καραβανά!... αλυχτούσεν ο +καπετάνιος μας. Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! τη θάλασσα δεν +εφοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου!... Θάλασσα, μωρέ, αν είνε θαν +το δείξη, αργά — γλήγορα!... + +Είδα κ' έπαθα ώστε να τον ησυχάσω. Τέλος επήρε να νυχτώνη και +κακά σημάδια άρχισε να δείχνη ο καιρός. Ο ήλιος εβασίλεψε +μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα εσκούραναν και οι +χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία. Της Τήνου το βουνό +έβαλε τη σκούφια του και ο Τσικνιάς εσκοτείνιασε. Ασυνείθιστη +κίνησις άρχισε στις Δήλες σαν σε μερμηγκοφωλιά κατά τα +πρωτοβρόχια. Στο πόδι θαλασσινοί! Άλλοι στα σχοινιά, άλλοι στις +άγκυρες, άλλοι στις βάρκες, άλλοι στα κατάρτια! Χέρια, πόδια, +νύχια, δόντια σε κίνησι! Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα· +παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις +σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν. +Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να +τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα. + +Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός. Μαύρος, θεοσκότεινος, +επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και +φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιά — κουβάρια. Εκεί ν' +ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα +ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος +έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες. +Εδώ ετριζοβόλουν οξυές θεόρατες, εκεί εβροντούσαν χιλιόχρονες +βελανιδιές, δεξιά εχούγιαζαν πεύκα φουντωτά, αριστερά εστέναζαν +λυγερά κυπαρίσσα! Ένα Μυκωνιάτικο καράβι φορτωμένο ξυλεία και +αρραγμένο κατάμπροστα, επετούσε τα σανίδια σαν πούπουλα κ' +εσκέπασε τη θάλασσα ως πέρα στο νησί! Ένα τσερνίκι Σμυρνέικο +κάρβουνα φορτωμένο, το άδειασε τέλεια. Μία σφουγγαράδικη μηχανή +την έγδυσε σαν να την επάτησαν κουρσάροι. Τα βαπόρια επήραν τις +άγκυρές τους και αγριοσφυρίζοντας ερρίχθηκαν στραβά επάνω στα +πλεούμενα σαν πληγωμένο λεοντάρι, που με βρυχισμούς ρίχνεται να +σπάση τη γραμμή των κυνηγών του και κατασυντρίβει ό,τι εύρη στον +δρόμο του. Εμείς τυχερό και είμαστε στην άκρη κ’ εύκολα αμολώντας +την άγκυρα εβγήκαμε πέρα, κάτω από τις Μικρές Δήλες. + +Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το +κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από +ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως +μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο +στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι. Δεν ξεύρω πώς επήγα +στην πρύμη και βλέπω τον καπετάν Μπισμάνη γονατιστόν πίσω στο +τιμόνι να κλαίη και να μύρεται σαν γυναίκα. + + — Τ' έχεις, καπετάνιε, τ' έπαθες; τον ρωτάω. + + — Αχ, μωρέ παιδί! λέγει στενάζοντας· μ' οργίστηκε ο Θεός!... Ο +κακομοίρης εχάθηκε, φτωχός άνθρωπος!... + +Γυρίζω κατά τα Κοκκινάδια. Ο «Σωτήρας» μαδέρια ευρισκόταν απάνω +στις πέτρες και κοντά οι ναύτες του, βρεμένοι ως το κόκκαλο, +ετουρτούριζαν γύρω στη φωτιά. Και ακόμη κοντά ο καπετάνιος του, +αναμαλλιασμένος και αγριομάτης εκύταζε τα ναυάγια σαν να εκύταζε +των παιδιών του τα σκέλεθρα. Μωρέ μονοβδόμαδα έκαμε — έλαβε! Το +ετίναξε απάνω του σαν αστραπόβολο! Αλήθεια ελυπήθηκα κ' εγώ το +μπάρκο. Μα η θάλασσα έδειξε τη δικαιοσύνη της!...» + +Ο Μπάρμπα — Καληώρας εσιώπησε τέλος. Αλλά το πλήρωμα έμεινεν εκεί +άφωνο για πολλή ώρα. Δεν εσυλλογιζόταν κανείς τον κίνδυνο του +Σπετσιώτικου μπάρκου, ούτε το φριχτό δράμα της Μαύρης θάλασσας +και τη λύσσα των στοιχείων, ούτε τις παληκαριές κ' +αισθηματολογίες του γεροναυτικού. Ποιος ολίγο ποιος πολύ τα έχουν +όλοι περάσει, όλοι τα έχουν αισθανθή. Η ζωή των ναυτικών είνε +ίδια και απαράλλαχτη: Κίνδυνοι στη θάλασσα, παλικαριές και αγάπες +στη στεριά. Ό,τι τους έκαμεν εντύπωσι ήταν το πάθημα του +«Σωτήρα». Καθένας είχεν εμπρός του ολοφάνερο το εκδικητικό κύμα, +που καταπιασμένο ψιλά στα ομιχλωμένα και άξενα μέρη της Μαύρης +θάλασσας, εκατέβαινεν όλο φουσκώνοντας και όλο βογγώντας ως τα +ήμερα ακρογιάλια της Ελλάδας για να τιμωρήση την προδοσία. +Καθένας εφανταζόταν τη θεϊκή κατάρα, μαύρο πουλί ν' ακολουθή από +ψηλά το καράβι και τέλος να του ρίχνεται, να το μαδά και να το +πετσοκόβη με φριχτή ασπλαχνιά. Κ' έλεγε καθένας τη θάλασσα, που +τόσους και τόσους θάφτει καθημερινά στα κύματά της, άγρυπνη να +επιβλέπη τους νόμους των ναυτικών. Τρόμος και φρίκη τους είχε +κυριέψει, σαν να την αισθάνονταν έτοιμη να ξεσπάση και εναντίον +τους, αν ποτέ εφέρνονταν όπως ο καπετάνιος εκείνος. Και όταν +ακούστηκε η καμπάνα της βάρκας, εσηκώθηκε καθένας κ' επήγε να +πιάση τη δουλειά του, δίχως χωρατά και πειράγματα όπως άλλοτε. +Μόνον ο Κώστας ο θερμαστής, πάντα ίδιος, ηθέλησε πάλι να κεντήση +τον γέροντα: + + — Έλα, πες μας Μπάρμπα — Καληώρα, πόσες φορές ναυάγησες; + +Μα ο υποναύκληρος τόρα με την παλαιά του συνήθεια, εσηκώθηκε +Ποσειδώνιος και αλύγιστος, τα μάτια του εσπιθοβόλησαν από θυμούς +και φοβερίσματα και με την αρβανίτικη προφορά του κομματιαστή και +βαρειά και συρμένη εγύρισε και είπε: + + — Μωρέ, άιντε πορ!.. Εσείς να πάτε να βυζάχτε γάλα κ' ύστερα +ναρθήτε να μιλήστε μεταμένα. Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα +τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα +σας!... + + + +ΤΟ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟ + + + +Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για +τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν +στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι +βρέχει στον Όλυμπο! Άσπρα κάτασπρα τα μαλλιά του κεφαλιού, +τρεμάμενα τα πόδια, στείρα ταφόπλακα η καρδιά. Η νέα ζωή +πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω του, +φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω από ρουπάκι +κατάξερο. Πώς να την αισθανθή και πού να την ακολουθήση; +Αδύνατον! Κράζει τον γιο του μονάκριβο βλαστό, παρακαλεί και +λέγει του με σβυσμένη φωνή, με θολωμένα μάτια: + + — Καλέ μου και χρυσέ μου έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το +σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το +Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου, δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν +πατέρας και σαν βασιλιάς. + +Το βασιλόπουλο πεισματικά του απαντά: + + — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ. Δεν θέλω τίποτα· +δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο +δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι. + +Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, +βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει +και τη γνώσι το βασιλόπουλο. Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, +δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώσι +και πόσι για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέατα — βόδια ολάκερα· παίρνει +ψωμιά — φούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιά — βαρέλια +χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα κατά το νησί. + + — Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι· λέγει αποφασιστικά. + +Γοργόνα την λέγουν οι ναύτες αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα. +Σαλαμάντρα κυματιστή, ολογάλαζη, πέτρινο ξερονήσι ανάμεσα στα +διάφανα νερά του Λιβόρνου. Εκεί απάνω έμεναν οι αράπηδες, +τέσσεροι αράπηδες αιμοβόροι και απάνθρωποι, στοιχειά του κόσμου, +τρόμος των θαλασσινών. Ένας πατέρας ήταν, δύο του παιδιά κ' ένας +ανεψιός. Σκληρός ο πατέρας, άκαρδα τα παιδιά, ο ανεψιός +θεριόψυχος. Ούτε νόμο είχαν ούτε θεό. Μόνον μία τράτα +καλαρματωμένη και γοργοκίνητη. Εκάθονταν εκεί κ' επαραμόνευαν +νυχτόημερα τα πέλαγα. Και μόλις έβλεπαν κακότυχο πλεούμενο ν' +αρμενίζη κοντά τους, όλοι μέσα στην τράτα και απάνω του. Ποιος +ημπορούσε να γλυτώση; Ποιος ετολμούσε ν' αντισταθή; Εκούρσευαν το +πράγμα, έτρωγαν τους ανθρώπους, εβύθιζαν τα πλεούμενα. Λάμιες της +θαλάσσης κακόγνωμες. + +Πολλά παληκάρια εκίνησαν κ' επήγαν να τους πολεμήσουν πολλά +βασιλόπουλα ηθέλησαν να δοξασθούν με τον θάνατό τους. Μα όσοι και +αν επήγαν κανείς δεν επρόφθασε να μετανοήση για το κίνημά του. Το +άχαρο νησί σαν να ήταν δασοφυτρωμένο με το λησμοβότανο, τους +εκοίμιζε παντοτεινά στα στέρνα του, έδειχνε στο ηλιοπύρι βωμούς +τα κόκκαλα. Και οι αράπηδες θεριακομένοι, πάντα πικροί και +αδάμαστοι εκάθονταν εκεί πνεύματα του απείρου, ανθρώπων όλεθροι. + +Μα του Λιβόρνου το βασιλόπουλο δεν τα κυτάζει αυτά. Της νέας ζωής +του έθνους του σαρκωμένος πόθος αυτό, τρέχει γοργά εμπρός του +ελπιδοφορτωμένο και πολυκάτεχο. Οι ευχές του λαού δροσάτο +γίνονται αέρι και φουσκώνουν το κόκκινο πανί· των θαλασσινών τα +ευγνώμονα δάκρυα σμίγουν με το γαλάζιο κύμα και λαχτίζουν εμπρός +ακόμη το σκαφίδι του. Έφτασε νύχτα στων θηρίων τη μονιά· έβγαλεν +έξω τις προμήθιες όλες. Βγάζει τα κρέατα — βόδια ολάκερα· βγάζει +τα καρβέλια — φούρνους αδαπάνητους — βγάζει το κρασί — βαρέλια +χιλιοστέφανα. Βγάζει και τ' απλώνει όλα στην ακρογιαλιά κ' εκείνο +κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι. Τάχα θα +χορτάσουν τ' αχόρταγα στοιχειά με τις ασυνήθιστες προμήθειες; + +Την αυγή με το σύθαμπο κατεβαίνουν οι αράπηδες στην ακρογιαλιά, +βλέπουν τα κρέατα και τα ψωμιά. Τα βλέπουν κ' ερωτούν ποιος τάχα +να τα έστειλε; Βέβαια κάποιος που τρομάζει τ' όνομά τους, τρέμει +στον ίσκιο τους. Μα αισθάνονται μεγαλείτερη όρεξι παρά την +απορία. Κάθονται, τρώγουν και παραχορταίνουν. Βλέπουν και το +κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερη έχουν δίψα παρά έκπληξι. +Ρίχνονται και ρουφούν πάσχουν να ξεδιψάσουν. + + — Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα και δεν ξέρουμε το τι μας +βρίσκει· λέγει μία στιγμή ο ανεψιός φρόνημα στον θείο του. + +Χασονούσης θυμώνει εκείνος δίνει του μια μπάτσα και στραβώνει τη +σαγώνα του. Και ρίχνεται πάλι στο κρασί ο γέρος· ρίχνονται τα δυο +παιδιά· ρίχνεται και ο ανεψιός για να ξεχάση τον πόνο του. Ρούφα +— ρούφα τ' αδειάζουν τα βαγένια. Αδειάζουν τα βαγένια, τυλώνουν +τα στομάχια τους, σκοτίζουν τον νου τους. Αρχίζουν τα τραγούδια· +πιάνουν τον χορό. Χορεύουν και χορεύουν ως που ξαπλώνονται στον +άμμο αναίσθητα κορμιά. Πάγανα τόρα οι μαύροι δαίμονες! + +Τότε αφίνει τον κρυψώνα του το βασιλόπουλο· κυτάζει άφοβα τους +αράπηδες, χαμογελά και οικτείρει την κατάστασί τους. Δεν χάνει +καιρό, δένει τους καλά, με βαρυές αλυσίδες τους φορτώνει, σαβούρα +ρίχνει στη μπρατσέρα· φθάνει γοργά στο Λιβόρνο. + + — Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι. + +Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος +κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και +πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα +λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα +άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του. Εμπρός το άψεγο +κρύσταλλο του παραθυριού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· +πανιά και άρμενο πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργόνεται από +σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι' αυτόν· οι +βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέγει, του +εκράτησε τον ακρυβογιό· έρημος θα μείνη και άβλαστος ο δοξασμένος +θρόνος του στον αιώνα! + +Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει +μέσα το βασιλόπουλο. + + — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας +εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι +τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· +παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και +σαν βασιλιάς. + +Δεν επρόφτασε ν' αγκαλιάση το παιδί του ο γέροντας κ' έξω +αντήχησε φωνή τρανολάλητη, άγρια και κακή, λέγεις και το ξερονήσι +κοσμοχαλαστής εχύθη κ' εκύκλωσε το παλάτι. + + — Εκδίκησι!... εκδίκησι!... διπλοτριπλώνει στα μεσούρανα η φωνή. + +Και ο λαός συφάμελος ξαρματώνει τους φρουρούς, ανοίγει με τα +τσεκούρια τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες, +σχίζει κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα, +φθάνει αγριόθυμος εμπρός στον βασιλιά. + + — Να σε ρωτήσω πατέρα μου δικαιοκρίτη· του λέγει. Με τι πληρώνει +εκείνος που πατάει την καραντίνα; + + — Με θάνατο. + + — Υπόγραψε. + +Πατάει πρόθυμα τη χρυσή βούλα του ο βασιλιάς στη θανατική +απόφασι. Τότε του διηγήται ο λαός το κάμωμα του βασιλόπουλου. +Κακή χολέρα εθέριζε τα περίχωρα και είχε κάθαρσι η πόλις. Όμως το +βασιλόπουλο, τυφλό στον θρίαμβό του δεν επρόσμεινε πρώτα να +καθαρισθή μα ήρθε γραμμή στο παλάτι. Ίσως έφερε την αρρώστια και +μέσα στα σπίτια του. + + — Ευχαριστώ! λέγει ο βασιλιάς δακρύζοντας. Παιδί μου το +βασιλόπουλο· παιδί μου και ο νόμος. Το βασιλόπουλο αδίκησε το +νόμο· εκείνος θα χάση το βασιλόπουλο. + +Επήραν τον μονάκριβο βλαστό, στ’ άνθη τον έντυσαν και το άσπλαχνο +λεπίδι του λαού έκοψε το βασιλικό δεντρί από τη ρίζα του. Τόρα +καταμεσίς του Λιβόρνου οι αράπηδες στέκουν μαρμαρωμένοι, με τις +αλυσίδες στο λαιμό βαριές, αιώνιο βάσανο της μαύρης ψυχής τους. Ο +γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη +του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη +τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα +μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο +ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να +αισθάνεται ακόμη τον πόνο του. Κ' επάνω απ' όλους ολόρθο το +βασιλόπουλο, ο νικητής και μάρτυρας, δείχνει τον θρίαμβο της +χαράς και του θανάτου τη λύπη στο αγένειο πρόσωπό του. + +Το τρισεύγενο θύμα έχει κακούργους για παντοτεινό θρόνο του. Η +νέα ζωή πολυθόρυβη, μεγαλοφάνταστη, αντρειωμένη σκορπά τριγύρω +του ακόμη, φεύγει και χάνεται σαν γάργαρο νερό που τρέχει κάτω +από ρουπάκι κατάξερο. Και κάπου — κάπου φωνή τρεμάμενη, του λαού +ίσως, ίσως του γεροντομπασμένου βασιλιά, θρήνος γίνεται και +κράζει βοήθεια το βασιλόπουλο: + + — Καλέ μου και χρυσέ μου, έλα και πάρε τα. Ντύσου χλαμύδα το +σιδεροπουκάμισο· βάλε το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· κράτει το +Σκήπτρο κεντρί του έθνους σου· δέσποζε και κυβέρνα. Κυβέρνα σαν +πατέρας και σαν βασιλιάς!... + + + +ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΗΣ + + + + — Να σου ειπώ, καπετάν Σταμάτη· εκείν' η γάμπια δε μου φαίνεται +γερή. + + — Δίκηο έχεις, καπετάν Βασίλη· και ο τρίγγος θέλει άλλαγμα. +Μαράζι τώχω να περάσω τον Καβοντόρο και να μην πάθω από μια +ζημιά. Πότε φλόκο θα μου σχίση, πότε κορζέτο θα μου κόψη σαν +πράσο· πότε θα μου σηκώση μπαλόνι το φλις. Στο τελευταίο +καβατζάρισμα μου 'σπασε τον τρίγγο στη βόλτα. + + — Χοντρός κάβος π' ανάθεμά τον!... + +Οι δύο μας στο κάσαρο του «Αϊνικόλα» εκουτσοπίναμε χιώτικη +μαστίχα κ' ερρουφούσαμε το τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το +φαγί. Τρεις ημέρες τόρα μας έδενεν εκεί, τον «Ταξιάρχη» το μπρίκι +μου και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κουραστική γαλήνη. +Αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια, +τρεχαντήρια, νάβες έστεκαν σκόρπια εμπρός στην Τρωάδα. Κάπου +τριάντα κομμάτια ολάρμενα. Και καθένα με τον δρόμο του. Μα τι +δρόμο! ούτε τρίχα, δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Όλα με το +τσιμπούκι στη δύσι έβλεπαν, λέγεις, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερό +φάντασμα να προβάλη από τα ουρανοθέμελα. + +Κάτω η θάλασσα στρωτή έμοιαζε λαπά χρυσογάλαζον. Εδώ κ' εκεί +εμολύβιζεν από τον ίσκιο διαβατάρικου σύγνεφου. Αλωνάκια +κροσσωτά, μακρυλαρίκια κρυσταλλόστρωτα, ριγωτά οργώματα, σχήματα +λεπιδωτά έδειχναν απάνω — κάτω τον δρόμο των ρευμάτων και των +ανέμων την άψυχη ορμή. Και παντού ολόγυρα οι αρμενιστάδες πλήθος, +με το μικροσκοπικό πανάκι και τον μικροσκοπικώτερον κυβερνήτη +τους, αρμένιζαν και αρμένιζαν της γαλήνης αλάθευτα σημάδια. + +Ο ουρανός ψηλά σταχτογάλαζος άχνιζεν από το ηλιοπύρι. Ο +Τρωαδίτικος κάμπος κυματιστός εχαμηλόγερνεν από της Ίδης τα ριζά +ως τη θάλασσα. Χωριδάκια δενδροφυτευμένα επρόβαιναν εδώ κ' εκεί +στα ψηλώματα· εκοκκίνιζαν οργωμένες οι πλαγιές και τα λακκώματα· +γαλαζοπράσινη ομίχλη καθισμένη πέρα τα λιοστάσια και τις +πουρναριές εσημάδευε. Η ζωή έπλεκε τον πλοκό της τόρα παντού +ήμερον και ποθητόν, δίχως σάλαγον πολέμου και αρμάτων +λαμποκοπήματα. Δίπλα η Τένεδος εφύτρωνεν από το κύμα κατάξερη, +κοκκινόμαυρη, με τις φτερωτές των μύλων χασκισμένες σαν να +εζητούσαν ελεημοσύνη τον άνεμο· με τα κλήματα πρόθυμα στην ώρα ν' +αναδώσουν τον ψυχόδροσο χυμό. Και κάτω στο μελαψό ακρωτήρι του +Καραμπαμπά εμαύριζεν ίσκιος πελώριος, σαν να ήταν του Αχιλλέα ο +ίσκιος κ' εζητούσε βασιλοπούλας αίμα στον τάφο του. + +Αν δεν εδούλευε το πανάκι εδούλευαν όμως τα κουπιά. Οι πλέον +ανυπόμονοι καπετάνιοι έβαλαν τις βάρκες να σύρουν ρυμούλκιο. Οι +άλλοι έκαναν βίζιτες. Ποιος είχε να χαιρετήση αδερφό, ποιος +πατέρα, ποιος συγγενείς, φίλους, πατριώτες. Πολλοί να +ξεκαθαρίσουν παλαιούς λογαριασμούς· άλλοι να τελειώσουν +συμπεθεριά· άλλοι να μιλήσουν για τα οικογενειακά τους. Τα έχει +αυτά η θάλασσα. Χωρίζει για χρόνια και σμίγει στη στιγμή. Δεν +έχεις πάντα στο χέρι τον καιρό και όταν τον εύρης τρέχεις μαζί +του θέλοντας και μη. Το άτομό σου στην άκρη· δεν έχει θέλησι. Ως +που να τον εύρης πάλι ναρκωμένον και τότε κάθου και κομπόδενε. + +Έκαμα κ' εγώ κάμποσες βίζιτες. Είχα τα δικά μου, τις λειψοδοσίες +μου. Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω +έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν +τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου. +Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη +με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη +χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για +λογαριασμό του. Είχε σπίτια, μαγαζιά, ταβέρνες, αποθήκες· +χοντροκαραβοκύρης σωστός. + +Πηδάω στη σκάλα, σκαρφαλώνω απάνω. Μπρε καλός τον! μπρε καλός +των! Ματσ — μουτσ! Μας παίρνουν τα δάκρυα. Από τα δάκρυα επέσαμε +στο τσιμπούκι και τη μαστίχα ώστε να γίνη το φαγί. + + — Ξέρεις, μου λέγει ο καπετάν Τραγούδας· έχω μέσα και τον ανεψιό +μου το Μανωλιό, το παιδί της Ζαφειρένιας!... + + — Μπα! πού νε το; + +Εγνώριζα καλά τον Μανωλιό. Ήταν παιδί μάλαμα, κάστρο καρδιά· +δουλευτής τίμιος. Έκαμε χρόνο στο μπρίκι μου και λόγο δεν άλλαξα +μαζί του. Η ματιά μου προσταγή· ο λόγος μου δουλειά του. Ήταν κ' +εκείνος από τ' αποπαίδια της τύχης. Μόλις εγεννήθηκε ηύρε τα +βάσανα εμπρός του. Λάμια τον εκαρτέραγεν η δουλειά, σίδερα η +ανάγκη, θολό ποτάμι του γονιού το αμάρτημα. Ο πατέρας του ήταν +καλός καραβοκύρης στο νησί μας· αλλά κάποια Κοντοσκαλιώτισα του +εσήκωσε τα μυαλά. Και αν ήταν τα μυαλά, μικρό το κακό· του +εσήκωσε όμως και το ψωμί των παιδιών του. Άφησε τέσσερα κορίτσα, +τη γυναίκα του και τον Μανωλιό μικρόν κ' εκόλλησε μαζί της. Ούτε +γράμμα, ούτε λεφτά έστελνε σπίτι του. Πού να χόρταση ο ρούφουλας! +Τον εμάδησε καλά, του έφαγε και το καράβι κ' έπειτα μια κλωτσιά +κ' έξω ο καπετάν Μαθιός. Έξω φτωχός και σακατεμένος. Γυρίζει στο +νησί, βρίσκει το σπίτι πουλημένο, τις κόρες του ξενοδουλεύτρες, +τον Μανωλιό ναυτόπουλο. Ηθέλησε να πιάση δουλειά, να πληρώση τις +ανοησίες του, το κακό που έκαμε στη φαμελιά του· μα ήταν αργά. +Θέλεις από το πιοτό, θέλεις από κατάχρησες δεν ήταν ικανός ούτε +φύλλο να σήκωση. Τον εμάζωξαν τα κορίτσια του και τον εδιατήρησαν +ως που έκλεισε τα μάτια. + +Ο Μανωλιός όμως δεν εμιμήθηκε τον πατέρα του. Ερρίχτηκε σύψυχος +στη δουλειά και την οικονομία. Γυναίκες δεν ήσαν γι' αυτόν, +ταβέρνες, παιγνίδια, καυγάδες τίποτα. Ίσα τον δρόμο του. Έτσι +εκατάφερε να παντρέψη ως τόρα τις τρεις αδερφές του, να συγγενέψη +με τα καλήτερα σπίτια. + + — Ε, του λέγω Μανωλιό, μόλις τον είδα. Τόρα που έβγαλες αποπάνω +σου το βάρος να κυτάξουμε να παντρεφτής κ' εσύ. + + — Εγώ; λέγει μ' ένα πικρό χαμόγελο. Εγώ παντρεύτηκα. Πήρα +τέσσερες γυναίκες. + + — Τις αδερφάδες σου λες; Εκείνες με τη δόξα του θεού τις +ξέκαμες. Μένει ακόμα η Ρούσα· μα κ' εκείνη, καθώς άκουσα, την +έχεις αρραβωνιασμένη. Θα μάσης κ' εκείνης τα λίγα — πολλά της· κ' +έπειτα να σκεφθής για λόγου σου. + + — Τα μάζεψα κ' εκείνης· τα μάζεψα και τα 'δωκα. Προψές στην Πόλη +έλαβα γράμμα και μου 'λεγε πως έκαμαν το γάμο στις δεκαπέντε του +Μαρτίου. Ήπιαν λέγει και στις χαρές μου. Τις δικές μου χαρές!... + +Επρόφερε τα τελευταία λόγια του με τέτοιο ανάμπαιγμα που +ανατρίχιασα. Νομίζεις πως του ευχήθηκαν να πιάση τον ουρανό με τα +χέρια. + + — Γιατί όχι; του είπα· ήρθε η αράδα σου. + + — Η αράδα μου για ταξείδι· αποκρίθηκε με το ίδιο χαμόγελο. + + — Για ταξείδι! Α, το φιλαράκο! γυρίζω και λέγω του καπετάν +Τραγούδα. Την έχει βλέπω και σημαδεμένη. Δεν μου λες κατά πού; +Απάνω ή κάτω; + +Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα. + + — Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή. + +Δεν υποψιάστηκα τίποτα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μου +εκέντησε φοβερά την όρεξι κ' εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα +του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν +ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις; +Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό. Ζωή του είνε η +τρικυμία, το πέλαγο· θάνατός του η γαλήνη. Μην τον αφίνεις να +συλλογίζεται τον εαυτό του γιατί τον έχασες. Τους έβλεπα όλους +τόρα νευρικούς, ανήσυχους, με κατεβασμένα μούτρα να τριγυρίζουν +το μαγεριό. Ήθελαν να εύρουν δουλειά με το φαγί. Μερικοί +καθισμένοι στην κουπαστή έπαιζαν πέρα — δώθε τα γυμνά ποδάρια +τους με τόση δύναμι, λέγεις και ήθελαν να τα ξεκλειδώσουν. Άλλοι +αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος +τους. Δύο — τρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ' +εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας +ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την +ξετινάξη. Ο υποναύκληρος με άλλους δύο, εμπάλωναν στην πλώρη ένα +πανί· και οι λοιποί ορθοστεκάμενοι με τα χέρια σταυρωμένα, την +πίπα στο στόμα εσήκωναν τα μάτια στα πανιά με απελπιστικήν +αγωνία. Τι τα εκύταζαν; Ψώφια έστεκαν στη θέσι τους, αφούσκωτα, +νυσταγμένα και τους ίσκιους έρριχναν συγχισμένους με τους ίσκιους +των καταρτιών, των μακαράδων, των σχοινιών, έναν απάνω στον άλλον +ως κάτω στο πενταπάστρικο κατάστρωμα. + +Για μένα, για την πείνα μου ηύρεμα ήταν η κουβέντα του Μανωλιού +κ' εξακολουθούσα να τον πειράζω αλύπητα. + + — Έχει γρόσα; + + — Ου! άμετρα. + + — Έχει γλώσσα; + + — Κατά τον καιρό. Τόρα είνε άλαλη· μα σαν θυμώση κουφένεσαι να +την ακούς. + +Και όλο εχαμογέλαε. Εγώ επίμενα. + + — Ξέρει τραγούδια; + + — Θάλασσα. + + — Είνε άσπρη, μαύρη, γαλανή, μελαχροινή; + + — Γαλανή. + +Και το είπε με τόση πεποίθησι· εστύλωσε τα μάτια του στο κουφό +κύμα με τόση τρυφεράδα που επάγωσα. Δεν κυτάζει αγαπητικός με +τόσον πόθο την αγαπητική του. Αλλά κ' εκείνο ανάθεμά το — ναι το +νερό, που ήταν πήχτρα εμπρός μας — έκαμεν άξαφνα κάτι σούφρες +κρυσταλλορρόδινες κ' επάφλασεν εδεκεί, τινάζοντας διαμαντένιο +αφρόδροσο, σαν ν' ανατρίχιαζε στο βλέμμα του, σαν να του έδινε +αρραβώνα αιώνιον. + + — Μπρε! + +Με το πόδι εκούνησα κρυφά τον καπετάν Τραγούδα. Αλλ' εκείνος +ερρουφούσε μακάριος το τσιμπούκι με τον κεχριμπαρένιο λουλά, με +τη φέσα ορθή στο κεφάλι, με την βράκα χυμένη λόξες περίγυρα στο +κεντητό πεύκι, λέγεις και αναπαυόταν απάνω στα πλούτη του. Δεν +έδινε πεντάρα για τις κουβέντες των φτωχών και των δυστυχισμένων +αυτός. Ήθελε να είνε σκληρός και άπονος. Μόνον το εγώ του +εγνώριζε. Όταν έμαθε την κακομυαλιά του γαμπρού του, τη δυστυχία +της αδερφής του, των ανεψιών του τη δύσκολη ζωή δεν άπλωσε χέρι +να τους βοηθήση. Επήγαν πολλοί να του παραστήσουν την ανάγκη +τους, να του ζητήσουν συντρομή. Αλλ' εκείνος τον κουφό. + + — Καθένας, έλεγε, κάνει την τύχη μοναχός του. Αλοί σ' εκείνον +που περιμένει από ξένο χέρι! Αλοί στον κούκκο που γεννά σε ξένη +φωλιά! Εγώ ναι εγώ — και δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκος +— μόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την +έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν +να τους δώσω τίποτα! + +Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο +Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν +αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή. Και τότε όχι σαν +συγγενής αλλά ναύτης. Και ο καπετάν Τραγούδας τον είχε όπως και +τους άλλους ναύτες του. Τίποτα περισσότερο. Αν θέλης μάλιστα και +κάτι λιγότερο από τους άλλους. + + — Δεν κάνει, εσυλλογίσθηκε, να του δώσω θάρρος γιατί +τεμπελιάζει. Κ' η τεμπελιά 'μπορεί να τον φέρη ίσα στο δρόμο του +πατέρα του. + +Εγύρισα πάλι στον Μανωλιό. + + — Βρε παιδί μου, του λέγω· τι κουβέντες είν' αυτές; + + — Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου +ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί +στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν +σαν πατέρα μου· νέτα — σκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω +γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου +χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και +να δουλέψω. Όχι να ζήσω μα και τρομάρα είχα μήπως χάσω άξαφνα τη +ζωή και τ' αφήσω έρημα στο έλεος και την καταφρόνια του κόσμου. +Έκανα τη νύχτα ημέρα. Όσο στέκει τ' αλόγου η ουρά κ' εγώ +εστάθηκα. Σε πολλά η τύχη μου ήρθε κόντρα· κόντρα της εβγήκα κ' +εγώ με τα όλα μου. Δεν είχα σκοπό να πισωπατήσω μηδέ τρίχα. +Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα +λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ +άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το +τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της +Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου. Θέλεις ήταν ανέλπιστη +χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και +κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω +αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για +ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω +πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου. Έσωσα πες +το κάρβουνό μου, έσβυσαν οι φωτιές, εκρύωσαν τα λεβέτια κ' +εστάθηκα. Και καλά που έφτασα ως εδώ! Φαντάσου αν έμενα καταμεσίς +του δρόμου ν' αφήσω την αδερφούλα μου παραπονεμένη!... Τόρα — ώρα +μου· δεν δίνω μια πεντάρα. Άσπρος άγγελος μονάχα και ας έρθη το +γρηγορώτερο. + +Κ' εστύλωσε τα μάτια του πάλι στο κύμα με κάποια έκφρασι σιγαλού +πόθου, λέγεις κ' επερίμενεν απεκεί την απολύτρωσι. Κ' έλεγε τα +λόγια του τόσο μετρημένα, τόσο απαλά και με αρμονία τόση, που +επίστεψα πως ήθελε να γλυκονανουρίση και να πείση όχι εμένα αλλά +τον ίδιον εαυτό του. Το μελαχροινό πρόσωπο, τα μεγάλα θαλασσά +μάτια του, τα γενάκια του τα καστανά και τα σγουρά μαλλιά του +έδιναν τόση σοβαρότητα και ειλικρίνεια στα λόγια του που μ' +έπιανε σεβασμός. Δεν ετολμούσα να τον αντισκόψω. Τίποτε απάνω του +δεν έδειχνε την απελπισία, πιστόν καθρέφτη βασανισμένης ψυχής. +Όλα του ήρεμα σαν τη θάλασσα που μας εκρυφάκουε. Μόνον τα χείλη +του μια — δυο φορές εσπαρτάρισαν άξαφνα, λέγεις και φλόγα ο λόγος +έβγαινεν από τα φυλλοκάρδιά του. + +Ετόλμησα τέλος κάτι να του ειπώ, να του αλλάξω τον νου. + + — Μα παιδί μου!... + +Αλλά μόλις άρχισα και βλέπω τον καπετάν Τραγούδα να πηδάη +ξαφνισμένος απάνω. + + — Στα πόστα σας! προστάζει με άγρια φωνή. Βάλε το τιμόνι στη +μπάντα! — Άλα, μόλα γάμπια!... Μπούκα τουρκέτο!... + +Τρέχουν οι ναύτες θεότρελοι απάνω — κάτω· χαρά λάμπει στα μάτια +τους! αστραπή τα χέρια εκτελούν τα προστάγματα. Άλλοι στα +μπράτσα, άλλοι στις σκότες, άλλοι στα στράλια. Το βάρυπνο ξύλο +εξύπνησεν ευθύς ψυχωμένη και αράθυμη Γοργόνα. + + — Στη βάρκα σου, καπετάν Βασίλη, γυρίζει σε μένα· στη βάρκα σου +και μας σήκωσε. Το φαγί το φυλάω γι' άλλη φορά, σαν +ξανανταμωθούμε με το καλό. + +Άνεμον ξαφνικά μας έβγαλε ο Καράμπαμπας. Εσφύριζεν άγριος και +ανατάραζε από άκρη σε άκρη τη θάλασσα. Τα ξύλα, τόσες ημέρες +ξένοιαστα, τ' άρπαξε στην τρελή του δύναμι και τα εσκόρπισε φτερά +σε όλο το πέλαγο. Άλλα έρριξε στην άμμο της Τρωάδας, άλλα έχωσε +στο λιμάνι της Τένεδος, άλλα εδιπλάρωσε στο Σίγκρι· άλλα εξώρισε +κάτω για το κανάλι της Μάλτας. Άλλο δρόμο είχαν αλλού τα έστειλε. +Έγινε, λέγεις η θυσία της Πολυξένης και ο ήρωας άφινε τα πλοία +στη διάκρισι της Αθηνάς, να τιμωρήση κ' εκείνη τον ιερόσυλον +Αίαντα. + +Πηδάω στη βάρκα και τρέχω στο μπρίκι. Ο γραμματικός μου +εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα +στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή +μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες +έρριχναν στη θάλασσα, φωνές — κακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το +πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, +κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν +φτερωτές. + +Ορθοπλωρίζω δύσκολα και ρωτάω. + + — Τ' είνε μωρέ; τι πάθατε; βοήθεια θέλτε; + + — Ο Μανωλιός μας πνίγηκε!... ο Μανωλιός μας χάθηκε!... +θρηνολογεί ο καπετάν Τραγούδας. + +Η καταστροφή έλυωσεν ευθύς το χιόνι της καρδιάς του... Κακόμοιρο +παιδί! Νερό επήγε να σύρη με τον κουβά, επαραπάτησε στο ξύλο, +έπεσε — πάει. Όσο και αν εγύρεψαν οι βάρκες πουθενά δεν τον +ηύραν. Το κύμα ζηλιάρικο τον εσφιχτόδεσε στην αγκαλιά του, για +πάντα τον εκράτησε. Τάχα έκαμε την υπόσχεσί του; Ποιος ξεύρει. + +Ο βιοπαλαιστής όμως αναπαύθηκε. + + + +Ο ΕΚΔΙΚΗΤΗΣ + + + +Είμαστε άντρες εμείς· ό,τι και να ειπής, είμαστε άντρες! είπεν ο +υποναύκληρος, με τρανήν επισημότητα καθησμένος ανάμεσα στο +πλήρωμα. Έλληνας! σου λέγει ο άλλος· δεν είνε παίξε — γέλασε. +Έχουμε τα κακά μας — δεν λέγω τ' όχι· επήραμε δρόμο στραβό σαν το +κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε και για πέταμα. Και να +είμαστε για πέταμα δεν θα χαθούμε. Θέλουμε δεν θέλουμε θα +ζήσουμε. Θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε όπως και +πρώτα. Το σιδερόξυλο — σιδερόξυλο είνε όσο και αν το +κουτσουρέψης· όσο και αν του μαδήσης την κορφή, αν του ζεματίσης +τα φύλλα, αν του πριονίσης τα κλαδιά. Ο λέοντας — λέοντας λέγεται +όσο και αν του ψαλλιδίσης τη χαίτη, αν του κόψης την ουρά, αν του +βγάλης τα νύχια, αν του ξεριζώσης τα δόντια. Φτάνει το βρύχημά +του να σε ρίξη στα Τάρταρα. Το έχει το σκαρί μας ναι· το θέλει η +φύσις μας να είμαστε πάντα μεγάλοι. Όπου και αν γυρίσης σε +στεριές και θάλασσες, σε νότον και βοριά, σε ανατολή και δύσι θα +το ιδής γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι αλλά με +το ίδιο χέρι, το αόρατο και παντοδύναμο του Δημιουργού. Είμαστε +άντρες σου λέγω! + +Να, κύταξ' εκεί· εκεί κάτω στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος· +ήλιος λαμπρός και ζωοπάροχος, ανέσπερος και αΐδιος — ο ήλιος του +Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια εκείνος δεν βλέπει τη χαραυγή· +εθνική χαραυγή, πόθος και καϋμός αιώνων όλων — όχι κουραφέξαλα. + +Κύταξε γύρω μας: Θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, +στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι — +πένθος άλυτον. Θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και +χολή μας πολεμά. Το νερό ανήμερο δέρνει τη στεριά, την τρώγει, +την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμη τα πάντα θάλασσα +και ν' απλωθή αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομον κόσμο. + +Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια, στον υγρόν κάμπον ανάμεσα. Καιρός +διαμάντι· ήλιος κατάργυρος· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί +έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτής. Έχεις πονόματον; +άλειψε τα ματόφυλλά σου ν' αγναντέψης κόσμους. Είσαι κουφός; θ' +ακούσης αρμονίες· βερέμης είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπίθρα του +Σιλωάμ εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπίθρα σωματική, κολυμπίθρα +ψυχική, εθνική πρώτ' απ' όλα. Είνε η Αγιατράπεζα, η Τράπεζα της +Άγιας Σοφίας, το προσκυνητάρι του Γένους μας. + +* + +Την άπαρτη Πόλη μας καταχτητού ποδάρι την επάτησε· — ποδάρι +Βενετσάνου. Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου επιθυμία, έκλεισε +στην άσαρκη αγκαλιά την άσπιλη παρθένα μας· εμάρανε τα ρόδα του +προσώπου της με το βδελυρό του χνώτο· ερρούφηξε το τρισάγιο αίμα +της με τα σαλιαριστά φιλήματά του. Εννιακοσίων χρόνων ένδοξη ζωή +την έσβυσεν αυτός μ' ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης, +φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του +έθνους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά που θα γυρίση πάλι μιαν +ημέρα θεριεμένος εκδικητής· Και ο καταχτητής, Φράγκοι και +Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι που +τσαλαπατεί αναίσθητο με τα πέταλά του τ' αβρά λούλουδα, χύνονται +απάνω της βίας και αδικίας και φόνου αχόρταγοι. Με τον σταυρό +τους συντρίβουν τον σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη +θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησιές, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα, +μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και +σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πατούν αρχόντων μέγαρα, +ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους, +ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά. Στενάζει η Βασιλεύουσα· μυρολογά η +Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων δεν λησμονεί την τέχνη +των πατέρων του. Κουρσεύει τα βαρειά μας κειμήλια, και θέλει με +ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίση τη λιμνογέννητη πατρίδα +του. + +Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλούτο μας τον +αδαπάνητο, τη δόξα μας την αβασίλευτη, τη λάμψι, τη σοφία, τα +ιερά μας. Η Βενετιά τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και καμαρώνει +σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώνεται το σπαθί του +Κωνσταντίνου μας το ευλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον +ουρανό με τ' άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα +της· — ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας. Παίρνει την +κολυμπίθρα την ιερή, που τόσοι εβαφτίσθηκαν πορφυρογέννητοι +γίγαντες και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις +χρυσόπορτες του Ναού μας στολίζει τον Άγιον Πέτρο της· στήνει +στους πύργους της το Ρωλόγι, θαύμα του κόσμου, με τους Μάγους που +χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννησι· στήνει στις +πλατείες της τ' άλογα τ' ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική +παράστασις. + +Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλούτη μας τη +δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε στη Δύσι την τρισβάρβαρη, να +ημερώσουν κ' εκείνης τους λαούς, να δοξάσουν κ' εκείνης τα +χώματα. + +Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την +έστησεν ο Ιουστινιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη +χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια κ' +εθυσίασαν απάνω της τα πάναγνα χέρια του Φωτίου, δεν πάει να +κλεισθή σκλάβα στα επίβουλα τείχη, κάτω από τ' αρπαχτικά χέρια +του Ινοκεντίου. Όχι· δεν πάει. Εκεί θα μείνη στους τόπους της +τους ιερούς, κοντά στη σεβαστή κοιτίδα της. Άνοιξεν η καρίνα στα +δυο κ' εγλύστρισεν η Αγιατράπεζα μέσα στα νερά του Μαρμαρά. Ο +βούλκος έφυγεν από κοντά της όπως φεύγει η αμαρτία τον Σταυρό και +ο χρυσός άμμος εστρώθηκε κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του Θεού +το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, εστάθηκε απάνω της +προστατευτικό και άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του +μονάκρυβου παιδιού της. + +* + +Και από τότε είν' εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό +τρισάγιο. Μύρον ανεβαίνει από τον βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο +της θάλασσας περίγυρα και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό, +εθνικό πρώτ' απ' όλα. Όπως από το άγιο Δισκοπότηρο βγαίνει αόρατη +η σωτηρία του χριστιανού, αόρατη θα βγη από μέσα εκεί και η δική +μας απολύτρωσις. Η χαραυγή του Γένους μας εκεί θ' ανατείλη. Ναι, +εκεί θ' ανατείλη. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να +πιάση τη στεριά. Αργά ή γρήγορα θα την πιάση τη στεριά. Και τότε +σε όλη την ελληνική γη από άκρη σε άκρη, από νότον και βοριά, από +ανατολή και δύσι, ζείδωρος ήλιος θα πυρώση τους δούλους, καμπάνα +θα σημάνη σε κάθε μιναρέ και τα τζαμιά θα ηχολογήσουν τη +χριστιανική, την εθνική μας λειτουργία. Και τότε πάλιν η +Χρυσόπορτα θα στολίση ελλήνων βασιλέων θριάμβους και τρόπαια. + +Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες, +τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντίνου και την +κολυμπίθρα του πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Ναού μας, το +Ρωλόγι των Μάγων, τ' άλογα τ' αράθυμα. Και θα μείνη πάλι φτωχή +και ταπεινή ψαρούδισα η Βενετιά και η Πόλη μας θα γίνη αιώνων +καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως πριν την μαράνη του +Βενετσάνου το προδοτικό αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του +Τούρκου. + +Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξασθούμε πάλι. Είμαστε +άντρες εμείς· είμαστ' Έλληνες!...» + +Και ορθός τόρα έρριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, +σαν προφήτης του Ισραήλ υμνώντας την γη της Επαγγελίας ο +υποναύκληρος. Και δεν ήταν όχι ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο +Ελληνισμός ολόκορμος, με την ακλόνητη πίστι των παραδόσεων και +των θρύλων του. + + + +ΟΙ ΣΦΟΥΓΓΑΡΑΔΕΣ + + + +Ποτέ δεν την εζήλεψα την τέχνη του σφουγγαρά· ποτέ στη ζωή μου! +Αγάπησα το πρόσωπο της θάλασσας, τους κόρφους, τα νησιά, τους +θυμούς και τη γαλήνη της, μα τους θησαυρούς του βυθού της όχι· +ποτέ! Από μικρός αισθανόμουν ανίκητη αηδία και τρόμο παράξενο +εμπρός σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου εφαινόταν, δεν θυμούμαι +πώς την επαρόμοιαζα, όχι όμως ποτέ με πλεούμενο, ευχή του θεού +και καμάρι της θάλασσας. Κάτι επίβουλο και κάτι βδελυρό, του +Σατανά χειροτέχνημα εφάνταζε πάντα στα μάτια μου. Όταν κάθε +χρόνο, την εβδομάδα του Θωμά το νησί μας εβούρκωνε από το δειλό +καρδιοχτύπι μανάδων και στεφανωτικών, αντήχαε από το επικούρειο +γλέντι των βουτηχτάδων, εγώ δεν έβλεπα εμπρός μου παρά Λάμια τη +Μπαρμπαριά, να στρώνη τα κρυσταλλένια κρεβάτια της για να +πλαγιάση αξύπνητα εκείνους που ζηλεύουν τα πλούτη της. Και όταν +πάλι το φθινόπωρο έβγαιναν όλοι στο ακρωτήρι να χαιρετήσουν την +επιστροφή τους, εγώ με πικρή περιέργεια έτρεχα να μετρήσω πόσοι +εγύριζαν παράλυτοι, κουρέλια πλέον άχρηστα της ζωής και πόσοι +απόμειναν στο Ασπρονήσι των αράπηδων βρώσι και μπαίγνιο. + +Μια χρονιά όμως λίγο έλειψε να τους ακολουθήσω κ' εγώ. Οι +συνομήλικοί μου επήγαν όλοι κ' επήραν προκαταβολή από τον γέρο +Μορφονιό τον μεγαλέμπορο. Επήραν τα λεφτά και με ρητή συμφωνία να +τους κατεβάση με τα παιγνίδια στο καράβι όταν θα έφευγαν. Μ' +εμέθυσεν η κακή παρακίνησι κ' επήγα μαζί τους. Ο μεγαλέμπορος μου +εμέτρησε δύο «άγκουρες» κ' έναν «παπού»· μου έδωκε ακόμη και «νι +φεούκ» για τρατάρισμα. Όλα μαζί χίλιες εκατόν εικοσιπέντε +δραχμές. Δεν επήγα όμως να τα ξοδέψω στην ταβέρνα. + + — Να μάνα, της λέγω· σου φερα τα πλάτικα. Μεθαύριο μισεύω με +τους σφουγγαράδες. + + — Φεύγεις με τους σφουγγαράδες! λέγει εκείνη αποσβολωμένη. Δεν +πας καλήτερα να πέσης στο Μαντράκι! Γλήγορα να δώσης πίσω τα +λεφτά. Ευκή και κατάρα μου άφηκεν ο συχωρεμένος ο πατέρας σου, +σφουγγαράς να μη γένη κανείς από τη γενιά του. + + — Ευκή και κατάρα! + + — Ναι· τρέξε γλήγορα να δώσης πίσω τα πλάτικα. + + — Μωρέ μάνα, δε βλέπεις που δε βρίσω δουλειά. Πώς θα ζήσουμε +όλον τον καιρό; Τι θα φάμε; + + — Τίποτα να μη φάμε· τίποτα! Να ψωφήσουμε στην ψάθα! Ο πατέρας +σου το είπε ρητά: Κάλλιο ζητιάνος παρά σφουγγαράς! + +Την άκουσα τη μάνα μου· έδωκα πίσω την προκαταβολή. Όχι τάχα πως +ήμουν και τόσον υπάκουος. Αλλά η φυσική αντιπάθεια που έτρεφα +στην τέχνη εξύπνησε πάλι μέσα μου μεγαλοδύναμη με τον πρώτο λόγο +της γριάς μου. Δεν ημπορούσα όμως και να εξηγήσω τη σύμπτωσι που +έδενε το θέλημα του πατέρα μου τόσο σφιχτά με το αίσθημά μου. Τι +διάβολο! κληρονομιά το είχαμε πάππου προς πάππου. Εγώ εγνώριζα +πως ο πάππος μου ήταν ο καλήτερος βουτηχτής του καιρού του και +συχνά έβγαινε στην άμιλλα με τους Καλιμνιώτες. Και ο πατέρας μου +ήξευρα πως έκανε την ίδια τέχνη ως τη χρονιά που εχάθηκεν ο +αδερφός του. + + — Δε μου λες μάνα· της λέγω το βράδυ που εγύρισα πίσω στο σπίτι, +θυμωμένος από τα πειράγματα των συντρόφων μου. Γιατί ο πατέρας +μου άφησε τέτοια εντολή στα παιδιά του; + + — Να σου ειπώ, απάντησεν η γριά πρόθυμη· να σου ειπώ αμέσως. Και +τήραξε να το φυλάξης κληρονομιά πολύτιμη στον νου σου. Εγώ δεν θα +είμαι πάντα δίπλα σου όπως σήμερα να σ' εμποδίζω. Μα τη χειρότερη +δυστυχία να βρης σφουγγαράς να μη γένης. Εσύ δεν τους επρόφτασες +τους Ραφαλιάδες, της Ύδρας δυο στοιχεία, και δυο λαχτάρες της +θάλασσας. Και όμως ο μικρότερος από αυτούς, ο Πέτρος Ραφαλιάς +ήταν πατέρας σου· και ο μεγαλείτερος ο Νικολός, ήταν +αρραβωνιαστικός μου. Θα ειπής πώς γίνεται; Να που έγινε. Οι δύο +μαζί μεγαλόκορμοι, χεροδύναμοι, άτρομοι, ελέγονταν οι καλήτεροι +βουτυχτάδες του νησιού μας. Καθένας έμπορος διπλή — τριπλή τους +έδινε την προκαταβολή για να τους πάρη στη δούλεψή του. Αυτοί +όμως είχαν πάντα τον Καλέμη και δεν τον άλλαζαν ποτέ. Μα εκείνη +τη χρονιά η αμαρτία το έφερε να χωρίσουν. Ο πατέρας σου εμπήκε σε +μια Αιγινήτικη μηχανή. Ο αρραβωνιαστικός μου έμεινε με τον +Καλέμη. Μόλις επήρε την προκαταβολή έτρεξε κοντά μου. + + — Πάρτα, Χρυσούλα, μου λέγει και φύλαξέ τα κόμπο. Αν γυρίσω πίσω +να κάνουμε το γάμο και ν' ανοίξουμε το σπίτι. Αν με κρατήση άντρα +της η Μπαρμπαριά, κάμε τα προικιά να τα χαρής με άλλον +τυχερώτερον και καλήτερό μου. + +Είδες τι γίνεται όταν μισεύουν τα σφουγγαράδικα. Έτσι και +καλήτερα εγινόταν στον καιρό μας. Όλο το νησί έτρεχε στο ακρωτήρι +να τους κατευοδώση. Τρομπόνια, καμπάνες, βιολιά, τραγούδια +επλάνταζαν τον άστατον αέρα περίγυρα. Γλέντι μαζί και σύγκρυο. +Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται +χαιράμενη ενώ λυώνει από το φαρμάκι της. Πού να τολμήσης να +κλάψης! + +Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκα — +είκοσι πλεούμενα, παντοπωλεία τα ντεπόζιτα. Έφτασαν κ' έρριξαν +κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα. Η +έρμη θάλασσα της Αφρικής αντήχησε πάλιν από γέλοια και τραγούδια· +οι κόρφοι της θερμοί ανοίχτηκαν ν' αγκαλιάσουν πάλι τη λεβεντιά +της Ύδρας, της Αίγινας, του Πόρου και της Κάλυμνος. Πάσα ημέρα με +την κονταυγή τα πανάκια κρίνα εφύτρωναν στη γαλανή απλωσιά +τριάντα μίλια, σαράντα, πέρα στο πέλαγο και άρχιζε το κινδυνεμένο +έργο του σφουγγαρά. Ένας ανέβαινεν, άλλος εκατέβαινε. Εκατέβαινε +φτωχός και ανέβαινε πλούσιος. Ο πατέρας σου όμως το ίδιο. Ήταν ο +ατυχώτερος εκείνη τη χρονιά. Μόλις έφτανε κάτω, έφευγε νομίζεις +το σφουγγάρι από τα μάτια του. Εκαθόταν ώρες, έφερνε γύρα παντού, +εψαχούλευε και τα θαλάμια ακόμη ως που τον ανέβαζαν με τη βία. Με +όλη του όμως την επιμονή δεν εκατόρθωνε να ρίξη στο δίχτυ παρά +καμμιά κιμούχα, κανένα σφόγγο. Πού και πού ν' ανεβάση και κανένα +μελάτι. Επείσμωνε τότε ο μηχανικός και άρχιζε το βρισολούσι: + + — Αμ και στον Περαία να βούταγες, καϋμένε, κάτι περσότερο θα +έβγαζες. Ή μήπως είδες το ψάρι κ' εβιάστηκες ν' ανεβής. Μωρέ το +παληκάρι της φακής! + +Ο Ραφαλιάς εφουρκιζόταν στα λόγια του· αλλά και τι να κάμη; Οι +μηχανικοί όλοι τους είνε μια πάστα. Όταν θέλουν να ναυτολογήσουν +τάζουν λαγούς με πετραχήλια· γλυκομιλούν, περιποιούνται, δίνουν +παράδες, κεράσματα· Όσο να τους ξεγελάσουν. Μια και τους έβαλαν +στο καΐκι αλλάζουν αμέσως πρόσωπο και κουβέντα. Είνε αφέντες κι' +είσαι δούλος τους. Ο Πέτρος Πίπιζας όμως, ο μηχανικός του πατέρα +σου είχε και δίκηο περισσότερο. Δυο του βουτηχτάδες είχαν πάθει +στο βούτημα. Τρεις λαμνοκώποι ήσαν άχρηστοι πλέον από τις πληγές +των αράπηδων. Η φύσις είτε η τύχη, λέγεις για ισοζύγισμα έφερεν +έτσι τα πράγματα ώστε την εποχή που κατεβαίνουν οι ναύτες μας +εκεί, να κατεβαίνουν και οι αράπηδες από τα χειμαδιά τους. Η +θάλασσα γεμίζει άρμενα · γεμίζει και η στεριά κουδούνια, +γκλίτσες, πρόβατα και καλύβες. Ναύτες ηλιοκαμένοι εδώ· +τσοπαναρέοι εκεί χαλκοπρόσωποι. Ο πατριάρχης τους ασπροφλόκατος, +αρματοζωσμένος, με το καριοφύλλι στον ώμο και το τσιμπούκι στο +χέρι, κάθεται σταυροπόδι στον άμμο και δεν αφίνει να γεμίση +νεροβάρελο αν δεν πληρωθή πρώτα. + + — Μπισμάτ!.. μπισμάτ!.. φωνάζει αγριόθυμος, ζητώντας με +λιμασμένα μάτια ψωμί από τους ναύτες μας. + +Πόσα και πόσα δεν γίνονται για το νερό εκεί κάτω! Πολλές φορές +άνοιξε πόλεμος για τη στάλα κ' έρχονται οι καπετάνοι με τις +βάρκες να κυριέψουν την πηγή και τρέχουν από τη στεριά οι +ασπροφλόκατοι, παίζοντας τα γιαταγάνια και χτυπώντας τα +σκουροντούφεκα για να τους ρίξουν πάλι στη θάλασσα. Όχι μια όχι +δυο μα δεκαείκοσι φορές τον χρόνο, βλέπεις το αγνό νερό να +στολίζεται με το αίμα των παιδιών μας και την πύρινη αμμουδιά να +δαγκώνεται από τα κεφάλια των αράπηδων και το ακρογιάλι +αναστατωμένο από πατήματα και άρματα σπασμένα και νεκρά κορμιά, +σαν να επάλαιψαν γίγαντες εκεί. Έτσι έγινε και φέτος και πολλοί +καπετάνοι έκλαιαν τους ναύτες τους. Τους ναύτες όχι· μήπως +εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους +αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους +έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου +δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους +αρκετούς να κάμη τη δουλειά του. Πού να τους εύρη εκεί κάτω; +Εφρόντιζε με το συχνοβούτημα των ζωντανών ν' αναπληρώση τους +νεκρούς. Δος του λοιπόν βουτιά στη βουτιά. Ατμός η μηχανή. Κ' +έτσι όμως δεν έμενεν ευχαριστημένος· όλο γρίνια και φωνές: + + — Διαβολόσπορε!... Δούλευε το σταυρό σου! . . . + +Μέσα το θεό σου κεραταΐμ — κερατά! Αμή!... τις άγκουρες ήξερες να +τις πετάς σαν χαλίκια, στους βιολιτζήδες! + +Ο πατέρας σου έρριχνε το κεφάλι κάτω και δεν έβγαζε μιλιά. Ήρθε +κ' εγάτιασε από το κακό του. Ούτε τραγούδι πλέον ούτε γέλοιο. +Σκέψι μόνον και θυμό. Πρώτη φορά ο Ραφαλιάς άκουε στ' όνομά του +τέτοια γλώσσα. + + — Τ' έχεις μωρέ αδερφέ κ' έγινες έτσι; τον ερωτά μια Κυριακή που +έσμιξαν ο δικός μου Μπα κ' έμαθες κακό χαμπέρι από το σπίτι; Μην +πέθανε η μάνα μας; μην αρρώστησε η Χρυσούλα; + + — Τι να σου ειπώ, του απάντησε πικραμένος εκείνος· δεν μπορείς +να φαντασθής το κακό μου. Διάργυρος γίνεται το σφουγγάρι μπροστά +μου. Άσε τα λόγια του μηχανικού άσε και τη ζημία. Μα τώχω για +προσβολή. Ακούς ο Γρίτης ψεσινό παιδί και να βγαίνη με το δίχτυ +γεμάτο πάσα φορά. Και τι; όλο μελάτι. Κ' εγώ που γέρασα στην +τέχνη να μη μπορώ να πιάσω εκατό δράμια! Μα το σταυρό· θα κατεβώ +καμμιά ώρα κ' εκεί θα μείνω από το κακό μου! + + — Σώπα, καϋμένε· του είπεν ο άφτουρος γελώντας. Έτσι είνε το +σφουγγάρι· θέλει τύχη. + + — Μα τι τύχη και ξετύχη! Βλέπεις πολλές φορές γυρίζω απάνου — +κάτου και δεν βρίσκω τίποτα. Και άξαφνα εκεί που ξεχωρίζω κανένα, +και ρίχνομαι σαν πεινασμένος σκύλος να τ' αδράξω χαπ! και άλλος +μου τ' αρπάζει. + + — Τ' αρπάζει άλλος! + + — Ναι· ώστε να σκύψω άλλος φανερώνεται, λες και τον ξερνά το +κύμα και το παίρνει από τα χέρια μου. + + — Και τον αφίνεις; + + — Τον αφίνω. Μα τι να κάμω; Αφού το χουφτώνει πρώτος! + + — Ωχ αδερφέ! δε μου λες έτσι παρακάθεσαι και μου κλαις την τύχη +σου!... Τι σου φταί' η τύχη σαν δεν είσαι άξιος να ζήσης; + + — Μα τι, καυγά να πιάσω; + + — Καυγά βέβαια! Ναρθή άλλος να πάρη το δικό μου το ηύραμε και δε +θα πιάσω καυγά! Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί +κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι; + + — Μα πώς θα μαλώσης· επίμενε δειλά ο πατέρας σου· η θάλασσα είνε +για όλους. + + — Δεν ξέρω 'γω για όλους για ξόλους· Είμ' εγώ εδώ· είνε δικό μου +το λειβάδι. Άμα φύγω, ας έρθη άλλος να κάμη ό,τι θέλει. + + — Μα πώς; + + — Πάψε πια! τον έκοψεν ανυπόμονος ο Νικολός· δεν έχεις δίκηο· +δεν σου φταίει η τύχη, μόνος σου φταις. Θα πάρης στο λαιμό σου +τον κακομοίρη τον Πίπιζα!... + +Έφυγε ξαναμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη τη νύχτα δεν +ημπόρεσε να κλείση μάτι. Τα λόγια του αδερφού ηύραν χωράφι γόνιμο +την αράθυμη ψυχή του κ' εβλάστησαν κλαδιά και παρακλάδια επίφοβα. +Δεν έβλεπε την ώρα να βάλη σε πράξι τις συμβουλές του. Μέσα στον +ανήσυχον ύπνο του είδε πολλές φορές πως ήταν κάτω στον βυθό κ' +επάλαιβε κ' εκονταροχτυπιόταν για ένα ψύχαλο σφουγγαριού. +Ετσάκιζε πλευρά, κεφάλια έσπανε, ζεστά και αχνισμένα σωθικά +εξέσχιζε λουρίδες με τα δόντια του· αίμα έπινε κ' εμάσα σηκότια +ανθρώπινα σαν δράκος. Και όλα για το τιποτένιο ψύχουλο. Το +άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και +το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του +κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' +αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη +του παρά χολή το βρισίδι: + + — Κεραταΐμ — κερατά! + +Κ' εκείνος απελπισμένος ερριχνόταν πάλι στον βυθό και άρχιζε νέο +ψαχούλεμα, έπιανε αγώνα νέον, έβλεπε πάλιν αίματα και κρεάτων +ξεσκλήδια και πτώματα γύρω του. + +Τέλος έφεξεν η αυγή και τα επρύμισε πάλι για το πέλαγο, η μηχανή +του Πίπιζα. Ο Γρίτης από τα χθες είχεν ιδεί μια θέσι γεμάτη από +μελάτι· καθαρό μελάτι· λειβάδι ατρύγητο. Το είπε κρυφά του +μηχανικού κ' εκείνος εδιάταξε να τραβήξουν ανοιχτά, για να +πλανέψουν τις άλλες που ερχόνταν κατόπιν τους. Ανοίχθηκαν κάπου +εξήντα μίλια. Οι άλλοι που τους έβλεπαν άρχισαν να υποψιάζονται. +Μωρέ κάτι σχοινί θα μας πλέξη το Αιγινήτικο κουρούπι· έλεγαν. Ως +τόσο έρριξαν μια με την άλλη τους βουτηχτάδες τους οι μηχανές και +άρχισε στα γεμάτα το ψάρεμα. Παρατιμονιά τότε ο μηχανικός κ' +ευρέθηκε πάλι το καΐκι στα νερά του. + + — Έλα Ραφαλιά, ετοιμάσου· λέγει του πατέρα σου στα σοβαρά. Σε +φέρνω σε βλισίδι. Αν δεν βγάλης και τόρα το δίχτυ γεμάτο, καλά θα +κάμης να ταχτής καλόγηρος. Μη ντροπιάζεις άδικα τ' όνομά σου. + +Εκείνη την ώρα επέρασε δίπλα και η μηχανή του Καλέμη με τον δικό +μου. Κ' εκείνος εκαθόταν στην κουπαστή λαστιχοντυμένος κ' +εσφόγγιζε με το μαντήλι το πρόσωπό του για να φορέση την +περικεφαλαία. + + — Τον νου σου Πέτρο! εφώναξε γελώντας καθώς είδε τον πατέρα σου. +Άσε την τύχη να κάνη τη ρόκα της και θυμού τα λόγια μου. Σφυρί +στ' αμώνι! σφυρί στ' αμώνι!... + +Εκείνος δεν είπε τίποτα. Δεν ήθελε πλέον συμβουλές. Το επήρε +απόφασι. Όχι μόνον σφυρί στ' αμώνι αλλά και μαχαίρι στην καρδιά! +Έπαψαν τόρα οι δισταγμοί. Δεν θα καταντήση αυτός ανάμπαιγμα μέσα +στους σφουγγαράδες! + +Ως τόσο τον έντυναν οι άλλοι σαν γαμπρό. Σαν γαμπρό και μαζί σαν +λείψανο. Ζωντανός έμπαινε· μα ποιος ξεύρει αν θα έβγαινε και +ζωντανός; Ο βουτηχτής παίζει πασέτα τη ζωή του. Το γνωρίζουν +όλοι· το καλογνωρίζει και πρώτος αυτός. Για τούτο μεταλαβαίνουν +πριν φύγουν από το νησί· για τούτο οι καπετάνοι παίρνουν σάββανα, +κεριά και λιβάνι μαζί με τη γαλέτα και τ' άλλα χρειαζούμενα. Τον +ανθρώπινο φόρο θα τον πληρώσουν κάθε χρόνο στη θάλασσα όπως +πληρώνουν στη Βεγγάζη τα ναυτιλιακά τους έγγραφα. Λίρες εδώ· εκεί +ανθρώπους. Θέλει και το δικό του νόμισμα κάθε αρχή. Τέλος τον +έντυσαν το λάστιχο, εφόρεσαν την ατσαλένια περικεφαλαία, του +έζωσαν τη ζώνη με τα γατζούδια στη μέση, του εκρέμασαν τα μολύβια +στην τραχηλιά, λαστιχένια βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια +μολυβοπάτωτα στα πόδια. Μόλις εκατόρθωνε να κινηθή από το βάρος. +Επάτησε τέλος στη σκάλα, έκλεισαν καλά τον φεγγίτη και ο Πέτρος +Ραφαλιάς αγνώριστος, ασούσουμος, ξένος από τον αέρα και τον κόσμο +των ανθρώπων, άπλωσεν απάνω στα νερά σαν ν' άπλωνε στα βαμπάκια. +Μια επάφλασεν η θάλασσα, βάραθρον άνοιξε και ο βουτηχτής ευρέθηκε +μολύβι στον πάτο. Και αμέσως φούσκες πρασινόγλαυκες επήδησαν +απάνω, μια κατόπιν της άλλης γοργότατα, λέγεις και νύφη κάτω +έπαιζε κρυσταλλένια πεντόβολα. Τέλος δεντρί εψήλωσε σαν κυπαρίσσι +λυγερό, συμμαζωχτό, με συντεφένιες χάντρες κινούμενες από τη ρίζα +ως την κορφή κεφαλόβρυσου πήδακας. Μα ο πατέρας σου αδιάφορος, +εστάθηκε στον πάτο σαν να εμπήκε σπίτι του. Εγύρισε τα μάτια +ζερβόδεξα και εναγάλλιασε. Ο γεωργός έτσι δεν χαίρεται που βλέπει +πολύκαρπο το χωράφι του· δεν φαντάζεται τόσο απολαυστικά τα κέρδη +του. Τόρα, συλλογίζεται, θα ψαρέψω για καλά. Όχι το δίχτυ μου μα +και απόχη θα γεμίσω. Και αρχίζει το θέρισμα. Απάνω εκρεμόταν +μαύρο σύγνεφο του καϊκιού η καρίνα. Ολόγυρα το νερό πηχτό, +σταχτοπράσινο σαν θαμπό κρύσταλλο τον εψηλαφούσε από παντού, τον +έδενε σε μεταξένια βρόχια και σύγκαιρα του έδειχνε τον +χιλιόμορφον κόσμο που τρέφει και συντηρεί στο φοβερό κράτος του. +Αναγέλες τα ψάρια χρυσόφτερα, ασημωμένα, εδιάβαιναν ολόγυρά του +με φουσκωμένα τα λαιμά, τα σπάραχνα κατακόκκινα, ψιλό μαργαριτάρι +τα δόντια στις δυνατές σαγωνίτσες τους, αεικίνητο τιμόνι την +ψαλιδωτή ουρά τους. Πολλά έπεφταν απάνω του τυφλά, επροσόχθιζαν +σαν ακυβέρνητα ξύλα στην περικεφαλαία του· άλλα εδιάβαιναν +σαγίτες αργυρές από τα σκέλια του. + +Κάτω φυκοστρωμένος ο βυθός άνοιγε πλατύς και μαλθακός στο βλέμμα +του. Εδώ ακαλύφες βαθυγάλαζες έβγαιναν από την αμμουδιά σαν +ολόκλειστα άνθη πορτοκαλιάς· άλλες ανοιχτές σαν κούπες και σαν +αρχαία κύπελα· μερικές σαν κρίνα μεγάλα και άλλες έφευγαν +ανεξάρτητες ψηλά, κρεμώντας κάτω μυριόχρωμο κομπολόγι τα +γεννητικά τους μόρια. Παρέκει τερηδώνες σαν κοκκινόμαυροι +σκώληκες, ντυμένοι στο καστανό χνούδι τους, ανάδευαν ανυπόμονες +να κολλήσουν στο πλεούμενο και να κάμουν κόσκινο το ξύλο του. +Αλλού της Αφροδίτης ο Κεστός μακρύς, κλωθογύριστος, ολομέταξος +άπλωνε τις απαλές κορδέλες του σαν να εζητούσε κάτω εκεί το +αιθέριο κορμί της θεάς του. Και παντού περίγυρα ξανθοπράσινα +μαρούλια, τρανά χρυσόμηλα, χαμόκλαδα τριχοφορτωμένα, μούσκλια +σγουρά, φυτά χιλιόπλουμα κ' αισθαντικά στο παραμικρό άγγιγμα +έκαναν το μέρος κήπον ονειροφάνταστον. Και κόσμος μυστικός, +κρυφός στα έθιμά του, στη γλώσσα, τους συλλογισμούς, οστρακοφόρος +και λεπιδοντυμένος και αγκαθόφραχτος εγύριζεν απάνω — κάτω μέγας +και αρειμάνιος σαν Γολιάθ ο ένας και άλλος ταπεινός, φοβιτσάρης, +πάντα θύμα ο ένας τ' αλλουνού, τροφή του και συντήρησις. Κάπου +εδώ άνοιγε σαν αντένες τα πόδια του κ’ έτρεχε να συλλάβη τη +σουπιά ο αστακός πνιγμένος μέσα στο μελάνι της. Κάπου εκεί +φιλόστοργη καβουρομάνα έπαιζε λόγχες τα πόδια της, ανασκελομένη +για να προφυλάξη τ' αυγά της. Παραπέρα η φώκια έρριχνε το βρωμερό +αέρι του πισινού της δόλωμα για να σκάση το χταπόδι στο θαλάμι +του· μα έξαφνα της άρπαζεν ο φοβερός αποκλαμός το μουσούδι κ' +έσκαε θύμα της επιβουλής και της λαιμαργίας της. Και πέρα — δώθε +βράχοι και άβυσσοι, λαγκαδιές και όρη με κάλλη και χρώματα μύρια, +με θησαυρούς αμάλαγους, με κατοίκους και πετρώματα φύσεως +αγνώστου και ζωής. Αλλά για εκείνα δεν εφρόντιζεν ο πατέρας σου. +Ο σπόγγος ήταν εμπρός του και δεν έφευγε πλέον. Έρριχνεν αδιάκοπα +στο δίχτυ του. Τόρα τάχα σε τι θα παραπονεθή ο Πίπιζας; + +Άξαφνα σηκώνει γύρω τα μάτια του και βλέπει οργυιές δυο μακριά +του ένα βράχο ψηλόν, απόκρημνον με δύο δεντράκια μονόκλαδα στην +κορφή. Εφάνταζε μέσα στο νερό σαν γίγαντας με ανοιχτά χέρια. Και +κοντά στη ρίζα του, απάνω στην ξανθή αμμουδιά είδε μία τούφα +μελάτι διαλεχτό. Εμαύριζε πέρα σαν κατακαίνουργος κατηφές. Δεν +χάνει καιρό και τρέχει να το αδράξη. Δεν ήθελε παρά δυο +δρασκελιές ακόμη. Άξαφνο όμως από την κόχη του βράχου επρόβαλεν +άλλος βουτηχτής. Έτρεχε κ' εκείνος ίσα στο μελάτι. Δρασκελιά ο +ένας δρασκελιά ο άλλος έσμιξαν και οι δυο. Ο πατέρας σου όμως +επρόφτασε κ' έβαλε το πόδι απάνω του. + + — Τι θες εδώ; ρωτάει τον άλλον με νοήματα· είνε δικό μου· εγώ το +πρωτόειδα. + + — Μπα· κάνει ο άλλος· είνε δικό μου· τα φύλαγα από προχτές. Κάμε +πέρα. + + — Δεν με κουνάς αποδώ ούτε με φουρνέλο. Τράβα δρόμο σου. + +Εκείνος ηθέλησε να τον σπρώξη. Ο πατέρας σου άναψε. Τα λόγια του +Νικολού ήρθαν ευθύς διάβολοι και του εσήκωσαν τα μυαλά. Δεν το +παίρνεις, συλλογίζεται που να χαλάση ο κόσμος. Ή θ' ανεβώ με το +μελάτι απάνω ή αφίνω τα κόκκαλά μου εδώ! Καθώς έκαμε να σπρώξη +δεύτερη ο βουτηχτής, σηκώνει γροθιά ο πατέρας σου και του δίνει +στο στομάχι. Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του +από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και +χύνεται ξιφιός απάνω του. + + — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! + + — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε. + +Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει +σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα. Η θάλασσα επάνω +άρχισε να σιγοτρέμη και να κυματίζη σκοτεινογάλαζη τόρα, κάπου με +αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Ούτε βουτηχτής ούτε ο +ανασασμός του εξεχώριζε πουθενά. Ένα ήταν το κύμα και μια η άρμη +του. Σείσμα και τάραχον έβγαζε το μεγαθήριο, λέγεις κ' ήθελε να +κρύψη επίβουλα το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του. Το +σκαφίδι ελαφρό με την αντένα ορθόγυρτη στο κατάρτι εσάλευε +ζερβόδεξα κ' εκοντυλόγραφεν αόριστα ξώρκια ψηλά στο άπειρο. Και +οι επιβάτες όλοι ο κολαουζέρης με το σχοινάκι του βουτηχτή στα +δάχτυλα, ο μαρκουτσέρης στο μαρκούτσι, οι ροδάδες από δυο στη +μηχανή, οι λαμνοκώποι στα κουπιά γυμνοτράχηλοι, δύο βουτηχτάδες +ξαπλωμένοι καταηλιακού με χαλκοπράσινη όψι και μάτια βουρκωμένα, +ακολουθούσαν του ξύλου το κύλημα μοιρολάτρες αδιάφοροι. Και στην +πλώρη καθησμένος ο μηχανικός με το τσιμπούκι αναμμένο +εκουβέντιαζε ράθυμα και αναπαυτικά με τον Καλέμη σαν να ήσαν στο +τραπέζι κάποιας ταβέρνας. + +Ο Αιγινήτης επήγε μακριά κ' έρριξε τον βουτηχτή του. Όμως δεν +εύρισκε τίποτα εκεί και τραβώντας εμπρός έσυρε το καΐκι πάλι +δίπλα στο καΐκι του Πίπιζα. Και άλλα όμως πεντέξη εψάρευαν +ολόγυρα κ' εκουβέντιαζαν από μηχανή σε μηχανή, εμετρούσαν οι +καπετάνοι τις ζημίες τους, έκριναν τον καιρό, ελογάριαζαν τους +μήνες, έλεγαν για την εσοδεία της χρονιάς, για την ποιότητα του +σφουγγαριού και για την τιμή που θα πωληθή στην αγορά της Αγγλίας +και της Αμερικής. + + — Τι τα θες; μ' έφαγαν τα πλάτικα εφέτος· είπεν απαρηγόρητα +στενάζοντας ο Πίπιζας. Κοντεύει να μας πάρη ο Σεπτέμβρης κ' εγώ +δεν έχω ούτε χίλιες οκάδες στο τεπόζιτο. + + — Μα κ' εγώ έχω κάτι χαραμήδες! είπεν ο Καλέμης· άλλη χρονιά δεν +μου έτυχαν τέτοιοι. Φοβούνται από τον ίσκιο τους. Δέκα — δώδεκα +οργυιές δεν βουτούν παρακάτω. + + — Στις τριάντα βρίσκεται, καπετάνιε· είπεν ο μαρκουτσέρης εκείνη +τη στιγμή, βλέποντας καλά το μανόμετρο. + +Εκείνος έκαμε πως δεν άκουσε κ' εξακολούθησε την κουβέντα του με +τον Αιγινήτη. Είπαν για το κόντρα τεπόζιτο που μένει αρραγμένο +στη Βεγγάζη· για το ξελιμπάρισμα του σπόγγου και για το σκυλόψαρο +που άρχισε να φαίνεται στη θάλασσα. Ψηλά στον κατάγλαυκον αιθέρα +ο ήλιος κόκκινος και γοργογύριστος εσκάλωνε στα μεσούρανα, +χύνοντας λαύρα και νάρκη παντού. Κάτω μακριά γραμμή κάτασπρη σαν +κιμωλίας χάραγμα, μόλις επρόβαινε η αμμουδιά της Αφρικής +αχνοσκέπαστη και ακόμη μακρίτερα το Χαψίνι, έδειχνε την πυρωμένη +χαίτη του κραταιός δεσπότης και φύλακας της ερήμου. Απέραντο +εδώθε, μαυριδερό εχώνευε στα διάφανα ουρανοθέμελα το πέλαγο με +κάποιο τρέμουλο, λέγεις και ανάσαινε δύσκολα. Πού και πού, από +την απόστασι μικρά, σαν φελοί παραγαδιού εμαύριζαν τα +σφουγγαράδικα δύο και τρία μαζί, άλλα μοναχικά και ίδρωναν τα +δύστυχα κορμιά, νεύρα αδυνάτιζαν, νιάτα εγέραζαν, εκινδύνευαν +ζωές για το άκαρπο χάρισμα της θάλασσας. Και κοντά στου Πίπιζα το +καΐκι ένας με τον άλλον οι δουλευτές, γνώριμοι και φίλοι +εδούλευαν μεστά και σύγκαιρα εφρόντιζαν να μάθουν τα νέα της +πατρίδας κ' επειράζονταν πολλές φορές συναμεταξύ τους για την +τραυλή προφορά του ενός, την ανισόρροπη κορμοστασιά του άλλου, τ' +αδέξια κινήματα και την περπατησιά του τρίτου. Του ενός έλεγαν +πως επαντρεύτηκε η αρραβωνιαστική του· άλλου πως τον αγαπούσε το +Μαριωρή, ασχημομούρα και αλαφρόμυαλη στριγγλόγρια· τρίτου πως τον +αποπαΐδισεν ο πατέρας του. Δυο παιδιά τέλος από το Αιγινήτικο +καΐκι άρχισαν ν' αναμπαίζουν τους Υδραίους για τον εγωισμό και τη +βάρβαρη προφορά τους. Απαντήθηκαν έλεγε, δυο καπετάνοι στο πέλαγο +κ' ερώτησεν ο ένας τον άλλον πούθε ερχόταν. — Από το Ύδρ' από το +Σπέτσ' απ' το χοντρό το θάλασσα· του αποκρίθηκεν ο ένας. — Και τι +χαμπάρια; — Τι χαμπάρια; καλά. Απάν' από τον Αγιολιά έπεσε μια +φυλλάδα· και το φυλλάδα έγραφεν: Όλος ο κόσμος να χαθή το Ύδρα +Σπέτσα γιο. — Μαγάρι, Παναγία μου, να μείνουμε σπορήτες!... Κ' +εσύριξε το ρο τόσον ατελείωτο που έσκασαν όλοι τα γέλοια και οι +καπετάνοι έκοψαν τη σοβαρή κουβέντα τους. Αλλά του Ξακουστή που +εγύριζε τη ρόδα δεν του άρεσε καθόλου η προσβολή κ' ερρίχθηκε +στην πρύμη, έτοιμος να πηδήση στην Αιγινήτικη, να δείξη αυτός πώς +αναμπαίζουν τους Υδραίους. Ο αναμπαίχτης έτοιμος κ' εκείνος +εστάθηκε ολόρθος και τον επερίμενε, να τον σφινώση στα δυνατά +μπράτσα του και να τον ρίξη στη θάλασσα. + + — Ε μωρέ! φωνάζει στην ώρα ο Πίπιζας· τσιμπάει ο βουτηχτής· στη +θέσι σου! + +Άδραξε τη λάμα ο Αιγινήτης υπάκουος στη φωνή και το λάστιχο έχυσε +ανέμου κύμα μέσα στην περικεφαλαία του πατέρα σου. Ανάσανεν +εκείνος βαθειά, επήρε δύναμι και βαστώντας ψηλά τον λάζο +ερρίχτηκε να ξετοπίση τον αντίπαλο. Μα ο άλλος τον επερίμενεν +άφοβα· τρίχα δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Και καθώς τον είδε να +πλησιάση αρκετά μια έδωκε με το κεφάλι του στη βαλβίδα κ' +εσφεντόνισε σύφουνα νερού στον φεγγίτη απάνω. Ο Ραφαλιάς τα +έχασε. Το κλωθογύριστο κύμα εκάθησεν απάνω του σαν σύγνεφο και +τον έκλεισε στα σκοτεινά. Ούτε βουτυχτή έβλεπε πλέον ούτε τίποτα. +«Πάει, εσκέφθηκε, τόρα θα με φάη!» Αλλά για να μη χαθή άδικα +εχαμήλωσε γοργά κ' έδοσε με τον λάζο του μπηχτή στα τυφλά. Στα +τυφλά μα δεν έσφαλε. Ο λάζος εχώνεψε μέσα στο αριστερό πλευρό του +εχθρού. Πορφυρή φούσκα επήδησεν άξαφνα μέσα στο ξανθοπράσινο νερό +σαν πορτοκάλι. Μα εκείνος άρπαξε σφιχτά την τρύπα, έκλεισε καλά +την βαλβίδα και ο αέρας φουσκώνοντας το λάστιχο τον έβγαλε απάνω +μπαλόνι. + + — Ά! συχτίρ! είπεν ο πατέρας σου· έλα τόρα να μου πάρης το +μελάτι. + +Έσκυψε σύνταχα και άρχισε να ξεριζώνη το σφουγγάρι. Δεν ήταν και +μικρό πράγμα. Όλο το γάλα του να έστυβες, να έβγαζες όλη του την +πέτσα πάλι θα εζύγιζε τις δύο οκάδες. Δεν επρόφτασεν όμως να το +ξεριζώση ολόκληρο κ' εσηκώθηκεν ορθός, σαν να τον εκέντησε +δράκενα. Γιατί απόμακρα είδε να έρχεται όγκος θεότρομος, μαύρος +και γιαλιστερός. Το φοβερό σκυλόψαρο εμυρίστηκε το αίμα κ' +ερχόταν κατ' απάνω του. Σαν πλώρη καραβιού αναποδογυρισμένη +εσφίνωνε στο νερό η σαγώνα του και αποκάτω έχασκε κατακόκκινο +βάραθρο ο φάρυγγάς του και τα τριγωνικά δόντια του τετράδιπλοι +στίχοι άσπριζαν επίφοβα. Στα πλάγια του λαιμού πέντε γραμμές +μεγάλες, κατάμαυρες εχόχλαζαν το νερό που έπαιρνε το στόμα του +σαν σιφούνοι αδιάκοπα. Και πίσω το κορμί γιγάντιο, μελαψό, με τα +φτερούγια του ανοιχτά πέρα — δώθε, με την ουρά γοργογύριστη σαν +έλικας βαποριού έφευγεν εμπρός και αφροκοπούσαν τα νερά δαρτά και +σκοτωμένα στο διάβα του. Τα ψάρια έτρεχαν κοπάδι, έφευγαν με +τρελά πηδήματα αισθαντικά στον κίνδυνο και τον χαμό. Αλλ' όσα +ετύχαιναν κοντά του το νερό αντί να τα φευγατίση, προδότης τα +επαράδινε στο κύμα κ' έπεφταν αλύτρωτα μαζί στο αχόρταγο στομάχι +του. + +Όταν το κήτος είδε τον πατέρα σου η παράξενη φορεσιά του φαίνεται +πως το ετρόμαξε κ' εστάθηκε δίβουλο και περίεργο. Ποιος ξεύρει +γιατί τον επήρε; Τα μάτια του φωτεινοί γλόμποι εστυλώθηκαν +ακίνητα επάνω του με κάποια έκφρασι κουτή και ξιπασμένη. Έπειτα +άρχισε να φέρνη βόλτες τριγύρω του, να θέλη μια να πλησιάση και +πάλι να πισοδρομή αναποφάσιστο. Ο δικός μας σκυφτός στα νύχια με +το σταλίκι στον άμμο ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, εγύριζε +σαν ξόανο στη θέσι του, απάνω στο μελάτι κ' εκύταζε τον εχθρό του +κατάματα. + +Από απάνω του ετσιμπούσαν το σχοινί κάθε λίγο. + + — Έλα! τι κάνεις τόσην ώρα; καιρός να βγης· έτοιμος! + + — Περιμένετε! τους ετσιμπούσεν εκείνος. + +Πού να έβγη; Μόλις έκανε να τραβήξη απάνω το ψάρι θα ωρμούσε +λάβρακας και θα τον έκοβε στα δυο. Τέλος σαν να εκουράσθηκε αργά +— αργά επήγε, επλάγιασε στον βράχο και άρχισε να ξύεται. Έξυε την +κοιλιά για να κοιμήση τη βουλιμία του. Ο βράχος με τα δεντράκια +έτρεμε συθέμελα, σαν να τον έπιασε σύγκρυο. + + — Τόρα κακά τα μπλέξαμε! εσκέφθηκεν ο πατέρας σου. Εδώ θα μας +πάρη η νύχτα. + +Αλλά με το σκοτάδι θα εκινδύνευε περισσότερο. Επήρε θάρρος και +αποφάσισε με κάθε τρόπο να το διώξη από κοντά του. + + — Το ψάρι κοντά μου· τσιμπάει απάνω· έτοιμοι! + + — Έτοιμοι. + +Τραβά τότε καταπάνω του με το καμάκι ψηλά, με την ξανθοκόκκινη +περικεφαλαία θυσσανοσκέπαστη από το χοχλαστό νερό της βαλβίδας, +με το μολυβοφορτωμένο στήθος αστραφτερό, με τα γατζούδια της +πλατειάς ζώνης τρεμόλαμπα, με το σκοτεινό του λάστιχο θαλασσινός +Άρης μέγας και άτρομος. Το θηρίο εσάστισε στην άγρια εικόνα, +εδείλιασε με την τόσην ορμή του. Μωρέ τ' είνε τούτο! +εκουτοσυλλογίσθηκε. Έκαμε δυο — τρεις φορές να σταθή και ν’ +αντικρύση ψυχωμένα τον εχθρό του· είπε πως θα κινήση κ' εκείνο να +τον απαντήση στηθάτα. Μα τέλος ενίκησεν ο φόβος του. Μία έδωσε με +την ουρά αφροκοπώντας τα νερά κ' εχάθηκε πίσω τους φάσμα πελώριο. +Ο δικός μας έμεινε στην ίδια θέσι ως που εκαθάρισαν καλά. Τότε +περίγυρα εψαχούλεψε τον βράχο· είδε πέρα — δώθε μήπως ελούφαζε +πουθενά ο εχθρός. Τίποτα. Τ' απονέρια του μόνον έδειχναν ακόμη το +γοργό διάβα του. + + — Πάει στον άνεμο το κουτόπραμα· εσυλλογίσθηκε γελώντας με τον +φόβο του. + +Άδραξεν ευθύς το μελάτι, μια στο σχοινί κ' έφτασεν απάνω. +Βρόντοι, φωνές, χτύποι, σφυρίγματα, πέτρες και ξύλα πλαταγιστά +στη θάλασσα υποδέχθηκαν τον βουτηχτή, σαν να τον εχαιρετούσαν για +το σφουγγάρι που έφερνε. Δεν ήταν για το σφουγγάρι. Ήθελαν να +τρομάξουν τον καρχαρία, για να φτάση στο καΐκι άβλαβος ο πατέρας +σου. Τέλος τον άρπαξαν τα παιδιά, του έβγαλαν την περικεφαλαία, +τον εξάπλωσαν στο κατάστρωμα και άρχισαν να του γδύνουν το +λάστιχο. Νόημα δίνει ο Πίπιζας και το καΐκι έβαλε πλώρη για το +Ασπρονήσι. + + — Μη φεύγεις, καπετάνιε· εψιθύρισεν αδύνατα ο Ραφαλιάς· έχει +κάτω πολύ σφουγγάρι. + + — Δεν πειράζει· μας φτάνει σήμερα· απάντησε κυτάζοντας αλλού +εκείνος. + +Υποψιάστηκε ο δικός μας κ' εσήκωσε το κεφάλι του. Βλέπει μία με +την άλλη τις μηχανές να τραβούν όλες κατά τη στεριά. + + — Μην έπαθε κανένας; ρωτάει τον μαρκουτσέρη. + + — Ναι· κάποιος έπαθε. + + — Από ποια; + + — Δεν ξέρω· μακριά ίδαμε τη σημαία του μετζάστρα. + +Έφτασαν όλες στο Ασπρονήσι· επήδησαν έξω τα πληρώματα. Καθένας +είχε το καρδιοχτύπι του ώστε να ιδή τον νεκρό μήπως ήταν παιδί, +αδερφός, συγγενής, φίλος. Όλοι έτρεμαν από την αβεβαιότητα. Τέλος +έφτασε και η μηχανή του Πίπιζα και πρώτος επήδησε στην αμμουδιά ο +πατέρας σου. Ωιμέ το φριχτό θέαμα! Ο Νικόλας Ραφαλιάς ήταν νεκρός +στον άμμο με μια πληγή ορθάνοιχτη στο αριστερό πλευρό κάτω από +την αμασχάλη. + +Για το μελάτι ο πατέρας σου εσκότωσε τον αδερφό του. Τον έθαψεν +εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν +και πανέρμους και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε μ' ένα κάρβουνο: +«Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς 1876!». Από τότε δεν εβούτηξε πλέον +στη θάλασσα, δεν επάτησε μηχανή. Εκεί εκάθησε στο άκαρπο νησί, +διώχτης των γλάρων και φύλακας των νεκρών. Τέλος με το πρώτο +ντεπόζιτο που ήρθε να πάρη τρόφιμα ήρθε κ' εκείνος. Ετράβηξε ίσα +στο σπίτι μου. + + — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την +πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. +Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας +σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. + +Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν +έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' +επέθανε μονοχρονίς. Αλλά την ώρα που εξεψύχαε δεν είχεν άλλη +κληρονομιά να κάμη παρά τον ίδιο λόγο: Να μη σ' αφήσω και γίνης +σφουγγαράς!» + +Εφύλαξα την εντολή του πατέρα μου και δεν έγινα σφουγγαράς. Μα +και τόρα που εγέρασα στ' άρμενα την ίδια αισθάνομαι αηδία εμπρός +σε μια μηχανή. Δεν ξεύρω πώς μου φαίνεται όχι όμως ποτέ σαν +πλεούμενο, ευχή του Θεού και καμάρι της θάλασσας. Κάτι επίβουλο +και βδελυρό, του Σατανά χειροτέχνημα φαντάζει ακόμη στα μάτια +μου. + + + +ΚΑΒΟΜΑΛΙΑΣ + + + + — Τι βοριάς και θρακιάς μου λέτ' εμένα!... τι βοριάς και +θρακιάς!... είπεν ο Χούρχουλας κινώντας σοβαρά το κεφάλι. Άκου +που σας το λέω. Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν +ανέμοι. + + — Αμ ποιοι τις κάνουν; + + — Ποιοι τις κάνουν; Εγώ να σας πω. Όχι, σου λέγει, είνε χοντρός +κάβος και χύνει το βουνό κ' έρχεται ο Θρακιάς από πάνω και +βγάζουν αψάδα οι Βελανιδιώτισες! Κολοκύθια! Μωρέ τις φουρτούνες +του Καβομαλιά δεν τις κάνουν άνεμοι... + + — Μα ποιοι τις κάνουν, διάολε, πες μας λοιπόν! εφώναξεν +ανυπόμονα ο Αλέξης Σκιαθίτης αράθυμος πάντα. + + — Τις φουρτούνες του Καβομαλιά; Εγώ να σας πω· εγώ το ξέρω... +Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι εγώ να σάς +'πω... + + — Όχι να μη μας 'πης! τον έκοψεν άξαφνα ο Κώστας ο θερμαστής. +Διάολε! κοντεύεις να μας βγάλης την ψυχή με τον Καβομαλιά σου! +Για κάβο τάχα θα τον περάσης κι' αυτόν που τον κατάντησαν πουτάνα +οι ψαρόβαρκες!... Δεν θέλουμε να μας πης τίποτα! + +Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να +ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να +του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο +Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις +φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην +ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα. + + — Γιατί ρε παιδί; ετόλμησε μόλις να ρωτήση τον θερμαστή. + +Ο Γιαννιός ο Χούρχουλας είχε τη μανία να διηγήται. Μόλις +επαρουσιαζόταν η παραμικρή ευκαιρία να καθήση το πλήρωμα, έτοιμος +αυτός ν' αρχίση τη διήγησι. Ποια διήγησι; Οποιαδήποτε. Δεν τον +έμελλε ούτε για την υπόθεσι, ούτε για το μάκρος της. Ούτε αν ήταν +αστεία, ούτε αν ήταν τραγική. Ούτε αν έβγαινεν από τα ξάστερα +νερά της πραγματικότητος ή από την ελεφαντένια πύλη των ονείρων +και το χρυσόθρονον αίσθημα. Ούτε και αν ήταν επίκαιρη εφρόντιζε. +Είχε πεποίθησι στον εαυτό του κ' είχε την δύναμι να βαμπακοστρώνη +τον δρόμο και να σέρνη σιγά και ανάλαφρα τα πλέον περασμένα στα +μάτια των ακροατών του για τορινά, είτε και να μεταφέρνη τους +ακροατές του στις μουχλιασμένες θήκες των περασμένων. Και είχε +την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή +σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα +την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας +ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό +και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο. Κ' εύρισκε πάντα τον τρόπο, κατά την +περίστασι να μικραίνη είτε να πλαταίνη την υπόθεσί του, χωρίς +ποτέ να την αφίνη τέρας των άλλων και σύχαμα. Όλα τα ήθελε +ισόμετρα, ξάστερα και αρμονικά. Και ήθελε μόνον να τον ακούη το +πλήρωμα. + +Οι ναύτες τον ήξευραν καλά κ' εδιασκέδαζαν με τις αδυναμίες του. +Πότε τον έδιωχναν τάχα από κοντά τους· πότε στην ώρα που +εδιηγόταν άρχιζαν όλοι ομόφωνοι τον βήχα· πότε έπιαναν φιλονεικία +και τον εσύγχιζαν και κάποτε έφευγεν ένας — ένας σιγά και τον +άφιναν ολομόναχον να λέγη και ν' ακούη. Ο Γιαννιός εφουρκιζόταν +κ' έβανε όρκο στις μάνας του τα κόκκαλα, στη θάλασσα που +αρμενίζει, να μη διηγηθή πλέον τίποτα. Όχι μόνον να μη τους +διηγηθή αλλ' ούτε και να τους μιλήση· ούτε να τους κάμη συντροφιά +ποτέ. Και ήταν βέβαιος πως άμα χάσουν τη συντροφιά του, τα +διηγήματά του μάλιστα άμα υστερηθούν θα σκάσουν όλοι από το κακό +και την πλήξι τους. Δεν ήταν όχι καταλαχάρης άνθρωπος ο Γιαννιός +ούτε έλεγε λόγια του ανέμου!... + +Ίσως αυτή του η αυτοπεποίθησις δεν ήταν και καθόλου άδικη. Γιατί +το πλήρωμα μόλις τον έφερνε σ' εκείνη τη θέσι έπεφτε πάλι και τον +επροσκαλούσε κοντά του και τον επαρακάλει να ξαναρχίση, δίνοντάς +του υπόσχεσι πως θα τον ακούση με προσοχή. Και ο Γιαννιός +ασυνέριστος εξέχανεν τους όρκους και άρχιζε τη διήγησι δίχως +χρονοτριβή. Εσυνείθιζεν όμως πρώτα με λόγια μισοκομμένα, με ύφος +πολυκάτεχου ανθρώπου να συσταίνη στους ακροατές του εκείνο που θα +διηγηθή. Τόρα με την πρώτη διαμαρτύρησι του θερμαστή και το +παγερό ύφος των συντρόφων ο Γιαννιός έχασε το θάρρος του. Οι +συμβιβασμοί άργησαν να έρθουν και αυτό τον απέλπιζε. Αλλ' άξαφνα +επλησίασεν ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, είδε την ψεύτικη έκφρασι +των ναυτών, τη στενοχώρια του κ' εμάντεψε όλα: + + — Σώπα ρε συ· είπε στον Κώστα με αυστηρή φωνή. Άσε τον Γιαννιό +να μας διηγηθή τίποτα. + + — Ναι, έλα Γιαννιέ, πες μας! είπαν παρακαλεστικά και οι άλλοι +ναύτες. + + — Εγώ να σας πω, ναι· άρχισεν ευθύς εκείνος ξαναβρίσκοντας την +ευθυμία του· κι' αν δεν σας λέγω αλήθεια, να τον έχω αντίδικο. +Τις φουρτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν ανέμοι· τις κάνουν τα +στοιχειά. + + — Τα στοιχειά! μωρέ λόγο που μας είπες! εφώναξεν αναμπαιχτικά ο +θερμαστής. Κ' οι ανέμοι τάχα δεν είνε στοιχειά; Ο Βοριάς δεν είνε +στοιχειό ανήμερο που καταλεί πέντε στο φαγί και δέκα στην καθησιά +του και αν δεν γεράση δεν ταξειδεύεται! Η Νοτιά δεν είνε +χειρώτερη από πουτάνα που όσο γεράζει τόσο και ζετσιπώνεται! Ο +Σορόκος, ο Γαρμπής, ο Γρέγος, ο Πουνέντες όλοι τι άλλο είνε παρά +στοιχειά, που αναταράζουν τη θάλασσα και καταντούν για μιας +άχρηστα σανίδια τα καμαρωτά πλεούμενα; Μωρέ λόγο που μας τον είπε +κι' ο Γιαννιός! + +Εκείνος εγύρισε και τον είδε με βλέμμα παθητικό και αδύνατο. + + — Μα τι πειραχτήριο είσαι συ δε μου λες; του είπε παραπονεμένα. +Ποιος διάολος σ' έφερ' εδώ μέσα για τις αμαρτίες μου. Άσε ν' +ακούσης πρώτα, μωρέ παλιόγυφτα! Τα στοιχειά του Καβομαλιά είνε +ξωτικά. Όποιον ερωτήσης στα Βάτικα την ίδια ιστορία θα σου ειπή. +Είνε χρόνια τόρα· πάππου προς πάππου! Είδες σαν φτάνουμε ανάμεσα +Τσιρίγου και Αλαφονησιού που φαίνονται κρεμασμένα στο βουνά +τέσσερα — πέντε χωριά; Είνε τα χωριά των Βατίκων. Και από αυτά το +Φαρακλό είνε το μεγαλείτερο. Εκείνα τα χρόνια ο πλουσιότερος και +δυνατότερος μπέης των Βατίκων ήταν ο μπέης του Φαρακλού. Ο κάμπος +κάτω ως την Πεζούλα — τη Νεάπολι να ειπούμε — ήταν δικός του. Το +Καστράκι στο ρίζωμα εκείνος το ώριζε· Ακόμη και τα εικοσιτέσσερα +μοναστήρια του Καβομαλιά επλήρωναν φόρο σ' εκείνον. Οι πύργοι του +ακόμη σώζονται σπαρμένοι εδώ κ' εκεί σε όλα τα κορφοβούνια, από +τον Αρχάγγελο ως τη Μονοβάσια, δόξα στ' όνομά του και ντροπή +στους δούλους του. Μα καμμιά φορά τα πλούτη και η δύναμις δεν +φέρνουν τη χαρά και την ανάπαυσι. Ο Μπέης και η Μπέησα είχαν +ακοίμητη οχιά τη λύπη που δεν αποχτούσαν ένα παιδί. Όσο εμετρούσε +το βιός εκείνος και το έβλεπεν αμέτρητο, τόσο εθλιβόταν που δεν +ήξευρε τον κληρονόμο του. Όσο έβλεπεν εκείνη τα ρούχα της, +σαμούρια και λαχούρια, τα ολόχρυσα στολίδια της, τόσο εστέναζε +που δεν είχε μια κόρη να τα χαρή και να τα ξανανιώση. Και όταν +βράδυ έσμιγαν οι δυο τους στην κρεβάτα πόσοι πόθοι και τι καϋμοί +σεμνοφτέρωτοι εγοργοπετούσαν γύρω στο πικραμένο το αντρόγυνο! + +Τέλος θέλεις από τον θεό, θέλεις από τα μαγικά της Μπέησας +απόχτησαν ένα παιδί· — μια μπεοπούλα παρόμοια της Ηλιογέννητης. +Οι γονέοι της δεν είχαν πλέον πού να κρύψουν τη χαρά τους, πώς να +προφυλάξουν από κάθε κακό το ακριβό τους απόχτημα. Δεν επρόφτασε +να γίνη δέκα χρονών και άρχισαν τα προξενιά. Από τον Μωριά, από +τη Ρούμελη, την Έγριπο και την Αθήνα οι πλουσιώτεροι και +αντρειώτεροι μπέηδες και αγάδες, έστειλαν πλούσια κανίσκια ν' +αρραβωνιάσουν τη Γκιουλχανούμ. Αλλά ο Μπέης όταν αποφάσισε να την +παντρέψη δεν εύρεν άλλον καλήτερον από τον Μωσά Μπαρδούνια, τον +ξακουσμένον Μπέη των Μπαρδουνοχωριών. Μ' εκείνον την αρραβώνιασε. + +Αχ! κακό μάτι επαράστεκε στη χαρά της άμοιρης. Δεν επέρασαν τρεις +ημέρες κ' έπεσε στο κρεβάτι χτυπημένη από κρυφή και άσχημη +αρρώστια. Τρέχουν αμέσως οι διαλαλητάδες ολούθε, σε Μωριά και +Ρούμελη, στα Δωδεκάνησα και τα Φραγγονήσα, στην Πόλη και τη +Βενετία διαλαλούν και λένε: — Όποιος γιατρός βρεθή και γιατρέψη +τη Μπεοπούλα του Φαρακλού να τον ντύση στο μάλαμα ο Μπέης ο +αφέντης της και στ' ασημάρματα ο Μωσά Μπαρδούνιας ο άντρας +της!... + +Το ακούν και τρέχουν οι γιατροί με τα γιατροσόφια, οι γιάτρισες +με τα βότανα, οι δερβισάδες με τα ξώρκια και τους ψαλμούς, οι +παπάδες με τα τετραβάγγελα και τα θαυματουργά εικονίσματα. Μα όλα +τίποτα δεν ημπορούν να κάμουν στην πικρή αρρώστια της +πεντάμορφης. Λυώνει και σβύνει σαν τον ανθό στο ανθογιάλι του. +Πάνε τα κάλλη, πάνε και τ' αρώματα. Μέσα στο απόμερο δωμάτιο του +πύργου, το στρωμένο με χνουδωτούς τάπητες, στο απαλό +κρεβατοστρώσι απάνω, δράκοι παλαίβουν δυνατά η ψυχή και το σώμα +της. Τρομάζει εκείνο τη φθορά, τη μοναξιά του τάφου, των κοκκάλων +την ασχημιά και πάσχει να κρατήση τον θεόσταλτον εγγυητή. Μα +εκείνος βαργομισμένος από την ταπεινή φυλακή του ψηλώνει μάτια +στον γαλανόν αιθέρα και τ' άπλερα φτερά κουνεί και λαχτίζει το +σκεύος να το ρίξη από πάνω του. Κ' είνε μεγάλος ο αγώνας και +βαρύς ο κάματος! Κουφό κονταροχτύπημα πέφτει τετράδιπλο και +συγκλονεί την πλάσι και τρομάζει τη ζωή. Πώς έγιναν άξαφνα εχθροί +και μισητά βαρούν κ' εγωιστικά σπρώχνονται οι χθεσινοί σύντροφοι, +τα δύδιμα και τ' αχώριστα; Λέγει το σώμα τους άσβυστους καϋμούς, +τους πόθους τους απλήρωτους, την αδοκίμαστη χαρά· λέγει και +αναρρίχνεται στο στρώμα, ψηλαφά τα σεντόνια, σφίγγει με κερένια +δάχτυλα τα προσκέφαλα, πάσχοντας να σφίξη τον δραπέτη άγγελο. +Απάνω της σκυμμένοι, αχνοί και άλαλοι παραστέκουν οι γονέοι, +ανίκανοι να συνδράμουν την κόρη στο χαροπάλαιμα. Και δεν ακούεται +άλλο τίποτα, άλλο δεν κινείται και δεν κροτεί μέσα στο θλιμμένο +δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγγομαχητό της μπεοπούλας, σαν να είνε +το φτεροκόπημα της ψυχής. + +Εκείνη την ώρα μπαίνει ένας και κράζει τον μπέη παράμερα: + + — Ένας γέροντας λέγει, εφάνηκε στην Πεζούλα ερχάμενος από τη +θάλασσα. Έρχεται να γιατρέψη τη μπεοπούλα. + +Καθώς τ' ακούει εκείνος ευθύς αναγάλλιασε. + + — Τρέξετε γλήγορα, λέγει στους ανθρώπους του· γλήγορα να μου +φέρετε τον γέροντα. + +Τρέχουν εκείνοι αστραπή, βρίσκουν ένα κοντό και κακοτράχαλο +γεροντάκι καβάλα σε μια κασσέλα. Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν +χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, +κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. + + — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. + + — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη +φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να +φύγης γλήγορα από τον πύργο. Και να διαλαλήσης στο χωριό πως με +το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να κλειώνται στα σπίτια τους συφάμελοι +για τρεις ημέρες. + +Ο Μπέης και η Μπέησα στην αρχή δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να +φύγουν και ν' αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους. Μα ο γέροντας +επίμενε ακλόνητος στον λόγο του. + + — Αν δεν θέλτε είπε· αφήστε την να πεθάνη. + +Τέλος έφυγαν οι γονέοι και ο γέροντας έμεινε ολομόναχος με την +ομορφονιά. Ο γέροντας ήταν μάγος, από εκείνους τους μάγους που με +τον λόγο ημπορούν να μαρμαρώσουν τη θάλασσα και να θαλασσώσουν +τις στεριές. Η δύναμίς του όλη και η μαγεία του ήταν σ' εκείνη +την κασσέλα που την έκανε όπως ήθελε: γοργοπόδαρο άλογο στη +στεριά, τρεχαντήρι άφταστο στη θάλασσα και πουλί πετούμενο στον +αέρα. Είχε κλεισμένα μέσα της εφτά φουσάτα ζωτικών το ένα φουσάτο +φοβερώτερο και τρομερώτερο από το άλλο. Και μ' εκείνα έλεγε να +γιατρέψη την Γκιουλχονούμ. Πιάνει γοργά και ανοίγει την κασσέλα· +χύνει έξω όλα τα ξωτικά. Καθώς τα έχυσεν έξω κάποιο βαθύ βόγγισμα +αντήχησε και τα όρη γύρω άρχισαν ν' αλληλοχτυπώνται σαν +δαιμονισμένα. + +Επέρασαν τέλος τα τρία ημερονύχτια, έγινε καλά η μπεοπούλα. Όχι +μόνον έγινε καλά μα και πλέον όμορφη και γλυκειά και δροσερή από +πρωτήτερα. Οι δύστυχοι γονέοι εκατάντησαν τρελοί από τη χαρά +τους· δεν ήξευραν με τι τρόπο ν' αντιπληρώσουν τον γέροντα. Μα +εκείνος δεν εφρόντιζε για τέτοια. Έτσι ήρθε· ήθελεν έτσι και να +φύγη. Τάχα τι λόγο έχει κ' έρχεται η άνοιξι στη γη και +πρασινίζουν οι κάμποι και λουλουδίζουν τα δέντρα και μεστώνουν οι +καρποί και γίνονται τα ξερά χλωρά και τα ψώφια ξαναζούν; Ποια +θέλει ανταμοιβή από τη γη, από τους ανθρώπους, τα δέντρα και τα +ζωντανά; Καμμία. Έρχεται και περνά· έτσι ήρθε και θα περάση τόρα +και ο Μάγος. Άρχισε να μαυλίζει τα φουσάτα για να τα κλείση πάλι +στην κασσέλα. Μα εκείνα δεν θέλουν να τον ακούσουν. Μαυλίζει +ξαναμαυλίζει· τίποτα! Κάπως εθύμωσαν με τα λόγια του κ' +ερρίχθηκαν λυσσαμένα, κάνοντας άνω — κάτω τον τόπο περίγυρα. +Άκουες φωνές, κλάματα, μοιρολόγια, βρισές, βλαστήμιες, +δοντοτριξήματα, μουγκρίσματα, τραγούδια, τούμπανα, βιολιά και +λαγούτα, συγκρατητά σφυρίγματα. Ο αέρας εγέμισεν από γλώσσες +αόρατες, που καθεμιά είχε και τον σκοπό της. Έκανες εδώ, άκουες +τ' όνομά σου· έκανες εκεί έχανες τη σκούφια σου. Έσκυφτες χάμω κ' +αισθανόσουν άξαφνα φοβερή σφίνα να σου χωρίζη τα μηριά. Ευρέθηκαν +άνθρωποι που εγύρισαν ημέρα — μεσημέρι θεόγυμνοι στα σπίτια τους. +Τα χωριά ερήμαξαν· οι κάτοικοι εσφιχτομανταλώθηκαν μέσα· τα +ζωντανά δεν έτρωγαν το χόρτο τους· Τ' αγρίμια περίφοβα +εκλείσθηκαν στις μονιές τους· άδειασαν τα βουκολιά και τα +βαλμαδιά· και τα γιδοπρόβατα του Σαρίγκαλου, του πλούσιου +αρχιτσέλιγκα του Καβομαλιά εσυνεπήραν τα μαντριά κ' +εγκρεμοτσακίσθηκαν στη θάλασσα. + +Ο γέροντας επήγε να σκάση από τον θυμό του. Όλα τα ξώρκια είπε, +μα κανένα δεν επιτύχαινε. Τα ξωτικά που άλλοτε έτρεχαν συμμαζωχτά +στα πόδια του, τόρα εγύριζαν κοντά και τον επεριγελούσαν, του +ετραβούσαν τα γένεια κ' έπλεκαν πλεξίδες άλυτες τα μακριά του +μαλλιά. Κ' εκείνος δεν ημπορούσε να καταλάβη τι έτρεχε, τάχα +γιατί τα μάγια του έχασαν τόσο τη δύναμί τους. Έπεσε στη σκέψι +και άρχισε ν' ανασκαλίζη με τον νου τα περασμένα. + + — Μπρε! είπεν άξαφνα χτυπώντας το μέτωπό του. Τόρα μόλις +εφωτίσθηκε. Ναι τόρα εθυμήθηκε πως μια στιγμή, όταν η μπεοπούλα +έμενεν ακίνητη εμπρός του, βλέποντας το χυτό κορμί έκραξεν +αστόχαστα: + + — Μωρέ μήλο για δάγκωμα! + +Κ' έσυρε το τρεμάμενο χέρι γλυκά και ανάλαφρα επάνω της. Με τούτο +όμως ο γέροντας εμολήνθηκε και μολυσμένου άνθρωπου δεν πιάνουν τα +μάγια ποτέ! Άρχισε τόρα να κλαίη και να μύρεται απαρηγόρητα. +Τέλος εδεήθηκε του Θεού, ακόμη μια φορά να πιάσουν τα μάγια του, +για να σώση τον τόπο από τα ξωτικά. Ο Θεός τον εισάκουσε και μ' +ένα λόγο συνάζει τα φουσάτα και οργισμένος, σαν να έρριχνε +θανάσιμους εχθρούς τα διασκορπίζει περίγυρα. Τρία ρίχνει στις +Νεραϊδοσπηλιές, κάτι σταχτιές πέτρες που κρέμονται απάνω από τη +χούνη του Λαχιού· άλλα τρία ρίχνει στον Κούνο ψηλά στο Παραδείσι +και το φοβερότερο με βρισές και αναθέματα γυρίζει και το ρίχνει +στον πάτο της θάλασσας αντίκρυ στο Τσιρίγο. + +Για τούτο σας λέγω πως τις φορτούνες του Καβομαλιά δεν τις κάνουν +ανέμοι! Ακούτ' εμένα· τις κάνουν τα στοιχειά!...» + +Γιαννιός ο Χούρχουλας τελειώνοντας εγύρισε υπερήφανο βλέμμα, να +ιδή και να χαρή με την έκπληξι των συντρόφων του. Πριν +αφαιρεμένος στη διήγησί του, με τα μάτια ψηλά σαν ν' ακολουθούσε +στον αέρα τα πράγματα που εδιηγόταν και τα φουσάτα που +επερίγραφε, δεν είδεν ούτε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματα των +ακροατών του. Μα τόρα τους βλέπει όλους γύρω να κοιμώνται και να +ροχαλίζουν. Δρόλαπας τον επλάκωσεν ο θυμός. Με τους ίσκιους +λοιπόν εμιλούσε τόσην ώρα! Αναψοκοκκίνησεν, ετινάχθηκεν ορθός και +αρπάζοντας τη σκάλα ηθέλησε ν’ ανεβή, βρίζοντας θεούς και +ανθρώπους. Αλλά οι ναύτες εξύπνησαν τότε, έσκασαν δυνατά γέλοια +και ο θερμαστής το πειραχτήριο του Γιανιού, τον ακολούθησε +φωνάζοντάς του: + + — Άλλο ένα Γιαννιέ!... άλλο ένα και σώνει σου!... + + + +Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΑ + + + +Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη +γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο +νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον +καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο +καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι +νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα +του καπετάν Παλούμπα. Ήταν φημισμένος σε όλα τα Δωδεκάνησα αυτός +και το έχει του. + + — Τήρα καλά, κακομοίρη· την καπετάνισα και τα μάτια σου! μου +είπε όταν την έφερε στη γολέτα. Δεν ξέρεις, καλό παιδί, πόσο την +αγαπώ!... Τρέμω να την αφήσω μονάχη και να φύγω. + +Ε, καλά! και ποιος δεν το ήξευρε; Απάνω στα εξήντα χρόνια του ο +καπετάν Παλούμπας αποφάσισε να παντρευτή. Το αποφάσισε όχι· +ψέμματα είπα. Η τύχη το έφερε. Εκεί που εγύριζε σε κάποιο νησί +είδεν άξαφνα τη Λενιώ να κολυμπά και ανατρίχιασε σύψυχος. Μια +πάνα εσηκώθηκε από τα μάτια του και είδε τη ζωή καθόλου +διαφορετική. Το βλέμμα της κόρης ράβδος έγινε μαγική του Μωϋσή +και άνοιξε την πέτρινη καρδιά του ναυτικού κ' επήδησεν εκείθε +κεφαλόβρυσο το αίσθημα. Το λυγερό κορμί που έφευγε λαυράκι στα +νερά εξάφνισε στον οργασμό τα νεύρα του και το γέλοιο που +απέμεινεν οκνό στον αιθέρα ετύλιξε τον απαλά σε πόθους και +όνειρα. + +Δεν χασομερίζει καθόλου. Πλένεται λιγάκι, βάνει τα γιορτινά ρούχα +του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά +παπούτσια· ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι· περνά το κεντητό +γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και +τρέχει στο σπίτι της Λενιώς. Πριν όμως πατήση στη βάρκα +πισογυρίζει και κρεμά στην αριστερή μασχάλη χρωματιστό +μεταξομάντηλο και παίρνει στο χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι. Το +ένα γάμου κάλεσμα, το άλλο συμπεθεριάς σημάδι. + + — Γεια σας κ' ήρθα, λέγει της γριάς. Είμαι ο καπετάνιος της +«Κυραδέσποινας» που άρραξε προχτές στο νησί σας. Τ' όμορφο καράβι +ταιριάζει με όμορφη καπετάνισα. Ήρθα να πάρω το Λενιώ γυναίκα +μου. Αν είνε με το θέλημα του Θεού και την ευχή σου, αύριο τη +στεφανώνω. + + — Καλώς ήρθατε και καλώς κοπιάσατε σαν τον καλόν το χρόνο· +απάντησεν η γριά γλυκομίλητη. Ο λόγος απ' το στόμα σου και στου +Θεού τ' αυτί. + +Ήταν έξυπνη η μάνα της Λενιώς, ψημένη στη ζωή, από τα μικρά της +χρόνια χήρα. Ο άντρας της βουτηχτής, έγινε του σκυλόψαρου τροφή +στης Μπαρμπαριάς τα νερά και άφησε πεντάρφανο το κορίτσι. Εκείνη +επάλαιψε με τον κόσμο, ανάθρεψε γαρυφαλίτσα πρόσχαρη τη Λενιώ. +Δεν έλεγεν όμως ποτέ να της δώση άντρα γέροντα. Ούτε καν +εδιάβαινε στον νου της τέτοιο κακό. Όταν συχνά — πυκνά +εσυλλογιζόταν τον γαμπρό, έβλεπε πάντα ένα μεστωμένο και γερό +παληκάρι χρόνων είκοσι με κατσαρά μαλλιά, μουστάκι μαύρο, βλέμμα +ζωηρό, δυνατά μπράτσα και στήθος πλατύ ν' αντιστέκη άφοβα στου +πελάγου τη μανία και ν' αλλάζη άκοπα της τύχης τον κατατρεγμό. +Αλλά τόρα μόλις είδε τον καπετάν Παλούμπα καλοδέματον αληθινά, +πάντα όμως ψαρομάλλην, ταμπακορρούφην, σαλιάρην και τέλος +γέροντα, δεν εδίστασε να δώση αμέσως τον λόγο της. Γέροντας, σου +λέγει, αλλά καπετάνιος· και καπετάνοι δεν βρίσκονται κάθε ημέρα +στο νησί! + +Ο καπετάν Παλούμπας εστεφανώθηκε τη Λενιώ και μόλις έφτασε στη +Σύρα ολάκερο βιος εξώδεψε για τα στολίδια της. + + — Γυναίκα μου, κυρά μου, αφέντρα μου! να τα φορής να χαίρεσαι· +της είπε δακρύζοντας από χαρά και περηφάνεια όταν την είδε +λαμπροστολισμένη σαν την Ηλιογέννητη. Αν δεν σου φτάνουν αυτά, +σου παίρνω κι' άλλα. Κι' αν δεν αρκούν κ' εκείνα, πουλώ και τη +γολέτα μου να σε χρυσοντύσω σαν την Τηνιακιά. + +Εκείνη δεν είπε τίποτα, μόνον απόμεινε κυτάζοντας λαίμαργα τα +φανταχτερά ρούχα της. Καθρέφτης ο ίσκιος της. Και όταν αργά +εσήκωσε τα μάτια επάνω του, το πικρό χαμόγελό της δεν ήθελε να +ειπή αν έβγαινεν απρόθυμη από το νησί είτε αν της έδωσαν άντρα +γέροντα. + +Μέσα στη γολέτα είμαστε όλοι και όλοι έξη νομάτοι. Ο καπετάνιος +με τον γραμματικό του δυο· εγώ και το ναυτόπουλο άλλοι δυο και +δυο ναύτες Μυκωνιάτες. Άλλος κανείς. Μα ο γραμματικός, ο Πέτρος +Ζούμπερος ήταν ο ναύτης μας, ο κυβερνήτης, ψυχή, και στόλος της +όμορφης γολέτας μας. Μόλις ίδρωνε το μουστάκι του. Τα μαύρα του +μαλλιά έφευγαν από το πλατύ μέτωπο, ανέβαιναν στην κορφή, +εκατέβαιναν κατσαρά στα λαιμοτράχηλα, σαν πολυτρίχι που ζη +δροσερό — μεταξωτό απάνω σε μελαχροινό κεφαλοκόλωνο. Είχε τα +μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα, άστρο νομίζεις +αυγινό που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να σύρη σε ανατολή και +δύσι λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν η γριά μάνα της Λενιώς, +βέβαια θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε +όμως η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν ευθύς για φαντασιά της +μάνας της, ίσως και για στοχασμόν δικό της. Έβγαλεν αμέσως τα +μεταξωτά φουστάνια, έκλεισε τα χρυσαφικά σ' ένα κοχυλοστόλιστο +κουτάκι κ' έλαμψε στο κατάστρωμα, με το κόκκινο μεσοφόρι και τον +άσπρο σάκκο της όλη αρμονία και χάρις. Ωιμέ τ' ήταν εκείνο! τι +πλάσμα ήταν εκείνο που έπεσε δώρον τ' ουρανού ή του κυμάτου +γέλασμα στο σκυθρωπό σκαφίδι μας! Άλλαξεν ευθύς η έρμη ζωή του +ναύτη. Το καράβι έγινε σπίτι της. Από την αυγή ως το βράδυ το +εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. +Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα +φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο +τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους. Τ' ήθελες και δεν έκανε +του καθενός; Ποιος είχε ράψιμο να του ράψη· ποιος είχε μπάλωμα να +τον μπαλώση· ποιος είχε λύπη στην καρδιά να την σηκώση με το +δροσάτο γέλοιο της, με τον γλυκόλογό της. Πουλάκι, νομίζεις, +αγαπησάρικο και ομορφόπλουμο, επέταξεν από τα δέντρα της +Παράδεισος στη σκοτεινή την κούρνια μας και με το απαλό +φτερούγισμα, με τον κελαϊδισμό, με το είνε του, άπλωσε βάλσαμο +στις τυρανισμένες ψυχές, ανάδωσε γιγαντωμένη τη χαρά, πλανεύτρα +την ελπίδα, τον πόνο και τον μόχθον άβλαβα και ποθητά. Έφευγεν η +μαρτιάτικη ημέρα γοργή σαν γυρευτό διάνεμα. Ερχόταν η αυγή κ' +ελέγαμε: ποτέ να μη νυχτώση! Ενύχτωνε κ' ελέγαμε: πότε θα +ξημερώση; Την ημέρα όλοι μαζί· χαρά, τραγούδι, γέλοια. Τη νύχτα +μοναχός καθένας, συλλογισμένος, μισάνθρωπος! Ένας του άλλου +απόφευγε το συναπάντημα, παρεξηγούσε το βλέμα, με τον παραμικρό +λόγο άπλωνε το χέρι στον λάζο σαν να είχε αντίδικο. Κάθε χαραυγή +το μάτι ανυπόμονο εγύριζε στου καπετάνιου την κάμαρη, λέγεις κ' +ήταν σημάδι τ' ουρανού να δείξη της ημέρας τον άνεμο. Και όταν +τέλος εχάραζε στο κεφαλόσκαλο το κόκκινο μεσοφόρι κ' έχυνε στο +κατάστρωμα ψυχάρπαστους του κρεβατιού τη ζεστασά, της γυναικός το +άρωμα και της νυχτός τα μυστικά, αλοί στους ταύρους και τα +κόκκινα μεσοφόρια! + +Άξαφνα ο ουρανός εσυγνέφιασεν. Όχι ο ουρανός ψηλά, ο πλατύχωρος +θόλος που έγινε μια φορά σκάλα του Ιακώβ για ν' ανεβή στον θεό +του. Εκείνος εξακολουθούσεν ολογάλαζος και ηλιολουσμένος την +ημέρα, τη νύχτα κοσμοστόλιστος να σκέπη το τρυφερό θαύμα που +έπεσε στη γολέτα μας. Ερωτευμένος, λέγεις, ήταν κ' εκείνος μαζί +του κ' έβλεπε και αναγάλλιαζεν. Άλλος ουρανός εσυγνέφιασε· το +μέτωπο του καπετάν Παλούμπα. Η καλόγνωμη σπατάλη της Λενιώς δεν +του άρεσε. Την ήθελε τη γυναίκα του· μα την ήθελε για τον εαυτό +του. Ούτε από τον αέρα της δεν εχάριζε κουρέλι στους άλλους. Στην +αρχή έκαμε παράπονα· έπειτα την επεριόρισε. + + — Από την άκρη του κάσαρου δεν έχεις να κάμης βήμα· της είπεν +ορθά — κοφτά. + +Και για να χαράξη διακριτικό σύνορο, άπλωσε στο ξύλο που κρατά +τους κουβάδες ένα σταχτόμαυρο καραβόπανο. Εχωρίστηκεν έτσι σε δυο +η γολέτα. Εδώ η Κόλαση· εκεί Παράδεισος. Εκείνη εθύμωσε. + + — Παλιόγερε! του εψιθύρισε πεισματικά· παλιόγερε! Με πήρες +περιστέρι από τον κόρφο της μάνας μου και κοντέβεις να με κάμης +κουρούνα με τις γρίνιες σου. + +Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μα δεν εβάσταξε πολύ. Σε λίγω πάλι τα +γέλοια και τα χάχανα. Σβούρα πάλι από άκρη σε άκρη στο +κατάστρωμα. Το μεσοτοίχι που επίστεψεν ακλόνητο εκείνος, έγινε +μαγνάδι αέρινο στην ανίκητη θέλησι της γυναίκας. Την κονταυγή +όταν ο καπετάνιος ξενυχτισμένος εβαρυροχάλιζε κάτω στην κάμαρη, +εξέφευγεν αχτίνα εκείνη από το πλευρό του κ' ερχόταν να πλύνη +μαζί μας το κατάστρωμα. + +Ωχρόδροση σαν αυγινή μοσκιά με τα χρυσόμαλλα κυματιστά στον +άνεμο, με τον άσπρο σάκκο αφρόντιστα κουμπωμένον και το κόκκινο +μεσοφόρι σφιχτοσηκωμένο στα γόνατα, ετσαλαβουτούσε στα νερά κ' +έτριβε τα σανίδια ξαναμένη, τρελλή. Μέσα στα σμιχτά φορέματα το +λυγερό κορμί παράμεστο, λαχταριστό, ολότρεμο, ελάχτιζε σαν +αρμονία μουσικής αγρίας την ψυχή μας. Κάτω από τα χυτά +μαρμαροτράχηλα ανέτελεν αυγερινός το στήθος της· και κάτω από το +μεσοφούστανο — π’ ανάθεμά το! — οι κνήμες τορνευτές, τα σφυρά, τα +ρόδιν' ακροδάχτυλα, ξέφευγαν ανεμόφτερα με τη χάρι της Αυγής. +Εκείνη όμως αδιάφορη στον πειρασμό μας, έτριβε με πάθος τα +σανίδια και κάθε τόσο αργυρογελώντας έλεγε στον Πέτρο Ζούμπερο. + + — Ε, καλό γραμματικούδι· δεν με παίρνετε μούτσο σας; + +Κ' εξεχνιόταν κυτάζοντάς τον με τα μάτια γλαρά, με τέτοιο ανάδεμα +των χειλιών, που έλεγες ήταν μέλισσα κ' έτρεχε να κολλήση σε +γλυκόχυμον ανθό. Αλλ' αμέσως ξαφνισμένη από το κάμωμά της. — +Σουτ! εσφύριζε βάζοντας το ροδοδάχτυλο στα διψασμένα χειλάκια της +και βλέποντας ολόγυρα — σουτ! μη μας ακούση ο γέρος!... + +Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, +κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε +λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ +έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ' +έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι +εξώριστοι δαίμονες. + +Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα. Γέλοια εκεί, τραγούδια και +μπουζούκια· βάσανα εδώ, δουλειά και καταφρόνια. Εγωιστής ο +μπούφος σφυχτοκρατεί στα νύχια την άδολη τριγόνα, ελεύθερος +αναγυρίζει τα φτερά της, ψηλαφά τους κόρφους, μαδά λυσσάρης τα +μεταξένια πούπουλα, σφίγγει την και πνίγει στα νεκρά στήθη του. +Δεν φτάνει πλέον σ' εμάς παρά το σβυσμένο γέλοιο της. Το γέλοιο +που φορτώνει μολίβι την καρδιά, σφίγγει μάγγανο τη συνείδησι, το +αίμα φέρνει πλημμύρα στο κεφάλι μας. Έτσι την εσυνειθίσαμε πάντα +μαζί, που επίστεψε καθένας πως η γυναίκα εκείνη ήρθε να σκορπίση +σε όλους την άμετρη χάρι της και ποτέ σ' ένα μοναχά· ποτέ! Έτσι +φαίνεται το εσυνήθισε κ' εκείνη· έτσι το επίστεψε και το ήθελε. +Γιατί άξαφνα, εκεί που ετριβόταν μικρή κ' ελάχιστη σαν χαϊδεμένη +γάτα κοντά στον καπετάνιο, επεταγόταν απάνω κ' εμέριαζε το +καραβόπανο φωνάζοντας τρομαχτικά: + + — Παναγία βόηθα!... Παναγία βόηθα!... + +Κ' ευθύς που εδροσόλουζε το καράβι με το βλέμμα της εγύριζε πίσω, +γελαστά ψιθυρίζοντας στον τρομαγμένον δεσπότη της: + + — Τίποτα, καλέ! τίποτα... Έλεγα πως ήταν βαπόρι να μας κόψη... + +Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια +εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο +αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε +θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, +μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο +σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί +ψεύτικο! Χρυσό ετρεμόφεγγε το μισοφέγγαρο του μιναρέ· έσβυνε κ' +εθάμπωνε, έλαμπε κ' έσβυνε. Το σπιτάκι παραφουσκωμένο +επισωπατούσε, μουλωχτά έφευγε. Οι φτερωτές του μύλου ακίνητες, +πείσμα έδειχναν και την απλή έκπληξι ενός γίγαντα. Σύντροφοι όμως +ήσαν και τους εκύταζα με ψυχοπόνια. Μα ζηλιάρα η ομίχλη έσυρε κ' +εκεί την υγρή σκέπη της, μας απομόνωσε στη γολέτα· έκλεισε τα +πάντα στο μυστήριο. Καθένας έπιασε τόρα τη θέσι του. Ο καπετάν +Παλούμπας κοντά στο τιμόνι· ο γραμματικός ορθός στο τσιμπούκι σαν +να ήταν φυγούρα· οι άλλοι ναύτες κρεμασμένοι ζερβόδεξα στις +κουπαστές· το ναυτόπουλο στο κορζέτο ψηλά· εγώ με τον κόχυλα και +το γλωσσίδι της καμπάνας στα χέρια. + + — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... Νταγκ — νταγκ!.. + +Εσφύριζα μια και δεκαείκοσι απαντούσαν ευθύς στο θλιβερό σύνθημά +μου. Μπουρούδες εμπρός, καμπάνες πίσω, δεξιά σφυρίχτρες, αριστερά +μας σήμαντρα. Κάθε λογίς φωνή· εκφράσεως κάθε ήχος. Και μόνον +σύμφωνες όλες στο κυρίαρχον αίσθημα του τρόμου και της +καταστροφής. Κέρατα, όστρακα, ξύλα, μέταλλα και ανθρώπινα +λαρύγγια δεν εβροντοφωνούσαν άλλο με κάθε τρόπο, βραχνά, πένθιμα, +παραπονιάρικα είτε απειλητικά, παρά την τρομερή προσταγή: — +Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... Όλοι το έλεγαν και +το αισθάνονταν όλοι να πέφτη χιονοβολή στην ψυχή τους. Και μόνον +η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς +κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν +περίτρομα στους κόρφους της. + +Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι +θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν +γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν +μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά. Και ζερβόδεξα +φαντάσματα να κατεβαίνουν απάνω μας, με τον όγκο τους να μας +πνίγουν, πανιά και ξάρτια καραβιών άλλων που έτρεχαν +αιθεροπλανημένα νομίζεις να εύρουν τον πόρο τους. Οι ναύτες +τυλιγμένοι στην ομίχλη μόλις εξεχώριζαν, ψυχές ανεμοκίνητες που +ταξειδεύουν στο χάος. Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν +ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει +κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' +εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... +μη και τρακάραμε!... + + — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!... + +Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας +ξετρελαμένος. Σαν να εφύσηξαν Τρίτωνες στ' όργανό μου η ομίχλη +εσηκώθηκεν ευθύς Λευκοθέας πέπλος από τη Ρούμελη. Εφάνηκαν τόρα +οι πλαγιές καταπράσινες, τα χτίρια ροδισμένα, τ' ακρογάλια +γελαστά, κατάγλαυκη η θάλασσα. Ο ήλιος χρυσόθρονος ανέβαινε στον +αιθέρα, σπέρνοντας παντού στο χόρτο και το λιθάρι, στον άμμο και +τα νερά σωρό τις διαμαντόπετρες. Τα ελευθερωμένα πλεούμενα με +κατάβροχα πανιά εφρόντιζαν να πιάσουν τη γραμμή τους. Και κάτω +εκεί από το στενό της Μάδητος επρόβαλλε τρεχάτο σαν να έκοψε τις +αλυσίδες του, σύγνεφο μαύρο το Αράπικο βαπόρι ερχάμενο καταπάνω +μας. + +Αλλά η «Κυραδέσποινα» αρμένιζεν ακόμη στο σύθαμπο. Γύρω μας και +γύρω στ' άλλα τέρατα που δεν έπαυαν να βρυχώνται και να βογγούν +με απελπιστικήν επιμονή και στην Ανατολή αντίκρυ έστεκεν η ομίχλη +βαρυθεμέλιωτη, κρύα, σκοταδερή, αέρινος Καύκασος σαν να μας είχε +πείσμα. Μόνον δυο τρεις φορές οι αχτίνες του ήλιου ελόγχισαν με +δύναμι τ' αδυνατώτερα μέρη κ' έδειξαν ολόγυρα τη φυλακή μας +ασημοχρύσωτο κρύσταλλο. Κάτω στα νερά μονοπάτι φιδωτό έδενε τ' +αντίθετ' ακρογιάλια, σαν να εμαρμάρωσε πλοίο παραμυθιού τη γραμμή +του πίσω, είτε θαλασσινοί Θεοί εχάραξαν εκεί σύνορο στα υγρά +κράτη τους. Μα εγώ ούτε το σύνορο ούτε τα ρέματα έβλεπα. +Εξακολουθούσα πάντα να προσθέτω με τον κόχυλα και την καμπάνα μου +βουή και κλάγγασμα στον αλλαλαγμόν εκείνον και τον θρήνο. + + — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!... + +Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα. +Βάνω τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό, κομματιασμένο, +γνώριμο γέλοιο έρχεται να μου παγώση την καρδιά. Και μια φωνίτσα +μασημένη, κελαϊδιστή ακούω να λέγη: + + — Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα!... έτσι πάντα!... +αιώνια έτσι!... + +Ήταν η φωνή της καπετάνισας. + + — Γιατί έτσι πάντα; ρωτάει του γραμματικού η φωνή, τρυφερή κ' +εκείνη. + + — Για να είμαστε οι δυο μόνοι, οι δυο μας σ’ όλον τον κόσμο!... +Και γύρω μας μεταξοσέντονα όπως τόρα· μεταξοσέντονα με χρυσές +ούγιες, με δαντελένιες άκρες, με στιμόνι από δροσιά. Γύρω και +απάνω και κάτω μας μεταξοσέντονα σαν αυτά που δεν τα γνώρισεν +αργαλιός, που δεν τα ύφανεν υφάντρα. Μεταξοσέντονα σαν αυτά που +δεν τα πέρασε σαγίτα και δεν τα μάλαξε ξυλόχτενο· που υφάνθηκαν +ψηλά στον ουρανό και τ' άπλωσε στη θάλασσα νεράιδας χέρι, να +κρύψουν στις χάρες τους εσέ καλέ μου κ' εμέ τη σκλάβα σου!... + +Άνοιξα τα μάτια μου διπλά· τίποτα δεν έβλεπα. Η ομίχλη επύκνωσε +πάλι τόρα κ' εθάμπωσε κ' εσκέπασεν όλα με φοβερό μυστήριο. +Εχάθηκεν η Ρούμελη, έσβυσεν η θάλασσα, πάνε τα καράβια που +εγύρευαν τη γραμμή τους· έσβυσε και το Αράπικο που έτρεχε πριν +σύγνεφο μαύρο απάνω μας. Και μέσα στον σταχτόμαυρον πλοκό τον +άπιαστον, πύρινα φίδια οι σαγίτες έφευγαν ψηλά με βραχνό +σφύριγμα, με τρελή γοργάδα, εκουφοβρόντουν στο άπειρο διάστημα, +έβρεχαν καντήλια περαδώθε, λέγεις κ' ήθελαν να ιστορίσουν στ' +αστέρια την καταδίκη μας. Όχι στην πλώρη· μήτε δίπλα μου δεν +εξεχώριζα τίποτα. Τον κελαϊδισμό τους μόνον άκουα κ' εκείνον όμως +κοματιαστόν, βουβόν, πνιγμένον σαν να ερχόταν από μακριά, από +πηγάδι μέσα. + +Δαίμονας μ' έπιασε να πάω κοντά. Έλα όμως που δεν ημπορούσα ν' +αφήσω τη θέσι μου. Έπρεπε ν' απαντάω κ' εγώ κάθε δυο λεφτά στον +αλλαλαγμό. Ήμουν εκείνη την ώρα εγώ η φωνή της γολέτας· η ψυχή +της ήμουν. Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' +εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας +το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. + + — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκ — νταγκ!... + +Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη +κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο. Απελπίστηκε να περιμένη του ανέμου +το θέλημα κ' εσκέφθηκε να το βιάση με του Επιτάφιου το κερί. Σ' +εκείνο δεν αντιστέκεται η ομίχλη ούτε στιγμή. Το ναυτόπουλο ήταν +ο μικρότερος και ο αγνότερος μέσα στη γολέτα. Ενίφτηκε αμέσως, +εφόρεσε τα γιορτινά του ρούχα, έβαλε το κερί μ' ευλάβεια σ' ένα +κουτάκι, το άναψε και το απίθωσε με μια κλωστή κάτω στα νερά. + + — Λύτρωσές μας Χριστέ, όπως ελύτρωσες τον κόσμο· εδεήθηκεν +εγκαρδιακά. + +Στη στιγμή — τ' ορκίζομαι — στη στιγμή έρχετ' ένα φύλλο και +σαρώνει από τη γολέτα την ομίχλη. Την εκουρέλιασε, την έσπρωξε, +την συνεπήρε, μέσα την έκλεισε στις σκοτεινές σπηλιές σαν +κατάδικο. Ο ήλιος εχρύσωσε τόρα τα σίδερα, εδιαμαντοστόλισε τα +σχοινιά, εβερνίκωσε το μπαστούνι, τα κατάρτια, τις σταύρωσες· +έδειξε νοτισμένα ξύλα και πανιά. Έδειξεν όμως σύγκαιρα κ' ένα +ταιριαστό αντρόγυνο να γλυκοφιλιέται σφυχταγκαλιασμένο δίπλα στον +αργάτη. + +Δεν επρόφτασα να καλοκυτάξω και ακούω πίσω μου τέτοιο βόγγο, που +ενόμισα πως τέρας εχύθηκε να μας καταπιή. Δεν ήταν τέρας. Ήταν ο +καπετάν Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο κακό δρολάπι απάνω +τους. Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν πως τα +μεταξοσέντονα προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από πάνω τους. +Ετινάχθηκαν και οι δυο ντροπιασμένοι. + + — Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου! + +Και με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να τον ακολουθήση το +Λενιώ. Αλλά μόλις αντίκρυσε το κρύο κύμα επισοπάτησε δισταχτική +και ολότρεμη. Επλάκωσε τότε ο καπετάν Παλούμπας και άπλωσε τα +χοντρόχερά του ν' αρπάξη τα χρυσά μαλλιά. Δεν επρόφτασε. Αντήχησε +πάταγος κ' ετινάχθηκαν ξύλα και ανθρώποι στη θάλασσα, σαν να +εξέσπασεν ηφαίστειο. Το Αράπικο τρέχοντας να κερδίση τον δρόμο +του, ήρθε σωτήρας άγγελος της λυγερής κ' εσκόρπισε πανιά — +μαδέρια την «Κυραδέσποινα». Τι απόγινεν ο γραμματικός; πώς +εσώθηκεν η ερωταριά; Δεν ξεύρω τίποτα. Ίσως κρατούνε κάτω της +Έλλης συντροφιά· ίσως απάνω χαίρονται τη ζωή όπως την +ονειρεύθηκεν ο καπετάν Παλούμπας. Εκείνον όμως τον είδα +σακατεμένον, άγριον, μελαγχολικόν στο περιγιάλι. Τίποτα πλέον δεν +εύρισκε κανείς να του παινέψη. + +Πάει και η καλή καρδιά, πάει και η γρήγορη γολέτα, πάει και η +όμορφη γυναίκα του. + + + +ΘΕΙΟΝ ΟΡΑΜΑ + + + + — Δε λέτε, παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε; + +Και με τον λόγο εφάνηκε μαύρος όγκος στην ανοικτή θυρίδα, +εκύλισεν από τη σκάλα κάτω στην πλώρη Κώστας ο θερμαστής, +βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς +εξύριζε τα πέλαγα, επάγωνε τ' ακρογιάλια, εκρυστάλλιαζε τα +στοιβαγμένα χιόνια των βουνών. Και το πλήρωμα, ναύτες και +θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στην ψυχρή θερμάστρα, εφρόντιζαν να +ζεσταθούν ρουφώντας φασκομηλιά και τρώγοντας μαχαιροκοφτό +ψωμοτύρι. Ο λύχνος καρφωμένος στη μέση ενός στύλου έρριχνε λάμψι +και καπνό μαζί στα περίγυρα εσωθέματα, με θλιμμένο και μονότονο +ενατίναγμα. Διπλά — τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στις πλευρές, με +τα μαύρα τους στρωσίδια εθύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη +της γης ταφιασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου ανοιχτόπορτη +έδειχνεν άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο — τρεις φωτογραφίες παλιές, +μια χρωμολιθογραφία χανούμισας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης +ράθυμα σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και παντού κρεμασμένα τα ρούχα +στο λάδι και το κάρβουνο βουτηγμένα, οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι +και μυριομπαλωμένοι, τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι +χρωματιστοί σκούφοι έδιναν στο χώρισμα εκείνο την ηρεμία +καλογερικού κελιού. Αλλά το λάχτισμα του νερού που αντήχαε στα +πλευρά αδιάκοπο, η βαρειά οσμή του κατραμιού, των σχοινιών, του +κάρβουνου και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή +εδώ αγωνίζεται τον τελευταίον αγώνα της. Για τούτο και κανένας +δεν επρόσεξε τόρα στο κωμικό κατρακύλημα του θερμαστή. + + — Δε λέτε, παιδιά και τίποτα να ζεσταθούμε; είπε πάλιν εκείνος +αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα με δύσκολο μορφασμό. + + — Τι να ειπούμε; μελαγχολικός ερώτησε ο Κώστας Αξιώτης. Τέτοια +νυχτιά σαν την αποψινή δεν θέλει παραμύθια· όχι δεν θέλει +παραμύθια. Εδώ στον άγριον κόρφο που είμαστε κλεισμένοι, +τριγυρισμένοι από το πικρό μούγκρισμα της Μαύρης θάλασσας, +σαβανωμένοι από τον άσπρο θυμό τ' ουρανού ας πούμε κατιτί θεϊκό +και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την +καταδίκη που έχουμ' εμείς τόρα. Επερνούσαν τις καλές ημέρες κάτω +από την ατράνταχτη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη +φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής το αμπέλι του ετρυγούσαν κ' +εκείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα κ' εχαίρονταν τον χειμώνα τους +καρπούς της άφοβα. Ήξευραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν +καιρό να γνωρίσουν τη χαρά και να πενθήσουν τη θλίψι τους. Εμείς +δεν έχουμε τίποτε απ' αυτά. Χειμώνα — καλοκαίρι οργώνουμε +ακατάπαυστα το κύμα· κύμα άβουλο, άκαρπο, αχάριστο σ' εμάς σαν το +στειρολίθαρο. Βώδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης υποταχτικά +θ' αυλακώνουμε το αρμυρό χωράφι μόνον τη φάκνα μας έχοντας +ανταμοιβή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο +τον κάματο. Δεν λέγω πως θα μείνουμε και τόρα ήσυχοι. Ο αφέντης +θέλει δουλειά από τον δουλευτή γιατί φοβάται μήπως οκνέψη με την +ακαμοσιά. Φαντάσου όμως αν ήταν καλοσύνη τι δρόμο θα επαίρναμε +τόρα και πώς θα ετρόμαζεν άξαφνα την ονειροπλανεμένη σου +συνείδησι η αυστηρή φωνή της καμπάνας για την αλλαγή. Τόρα +τουλάχιστον έχω ελεύθερο τον νου να τον προσηλώσω στο σπίτι μου. + +Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παράπονο και κοντεύω να δακρύσω σαν +το άπραγο παιδί. Μα δεν φταίω εγώ. Φταίει αυτή η νύχτα που +εστάλαξεν από τα μικρά χρόνια μέσα μας, που εζύμωσε με το αίμα +μας τόσα μόρια φαμελίτικης ευτυχίας και αν εθάφτηκαν από τις +ανάγκες της ζωής δεν ενεκρώθηκαν όμως και ολότελα. Φταίει το +αποψινό αποσπέρισμα, το μελαγχολικό σύθαμπο, τ' αστέρι το λαμπρό +που έτρεμε βασιλεύοντας στον κιτρινόγλαυκον αιθέρα, πίσω από τα +χιονισμένα βουνά και μου ετάραξε τη συνείδησι, όπως αναταράζει ο +βοριάς τη θάλασσα και δείχνει στον βυθό το θεριεμένο κοράλλι. +Όπως τους Μάγους οδήγησε κ' εμένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα +στην Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, στο ταπεινό μα +ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ· παραμπρός, παραμπρός ακόμη. +Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν +πατήσω στη θάλασσα. + +Εκαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, +ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας που τα έρραψε της μάνας η +φροντίδα και της αδερφής μας της Ομορφούλας τα επιδέξια χέρια. Ο +πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, εκαθόταν +στις προσκεφαλάδες ψηλά κ' ερρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι +του. Ήταν από τους παλαιούς θαλασσόλυκους, αψύς δουλευτής, +άτρομος παληκαράς και ακούραστος χαροκόπος. Στο πενηντάχρονο +στάδιό του πολλά εκέρδισε με τον ίδρωτα, πολλά εσπατάλησε με τους +φίλους και τα λιγώτερα εφύλαξε για τα παιδιά του. Εναυάγησε τέλος +στο Μπουγάζι, εσώθηκε με το πουκάμισο, ήρθε στο νησί κ' +εβδομηντάρης άφησε κληρονομιά σε μένα ν' ακολουθήσω την τέχνη του +και να προκόψω το σπίτι μας. + +Όταν μας έβλεπεν έτσι συναγμένους τριγύρω του άρεσε να διηγήται +παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, +της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά +κατορθώματα της επαναστάσεως εδιάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα +στην παιδιάτικη φαντασία μας με τα λόγια του. Μα εκείνη τη νύχτα +δεν ηθέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξείδια του. +Μόλις εβάλαμε τον λύχνο στον λυχνοστάτη κ' εφάγαμε τη λειψόπητα +μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και +τα ιερά βιβλία δεν τ' άφινεν από κοντά του. Αλήθεια όταν +εταξείδευε είχε πρόχειρα πότε τα τροπάρια και πότε τις +βλαστήμιες. Μα τόρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής εφρόντιζε μόνον +για τη σωτηρία της ψυχής του. + + — Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου τον μικρότερο, τι δράμα είδεν +η Παναγία τη νύχτα που εγέννησε τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν; +Α, δεν το ξέρτε! επρόσθεσε με ήμερη φωνή. Μα δεν φταίτ' εσείς· +φταίω εγώ που δεν σας το έμαθ' ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, +τον τόπο τον παράδοξο. Ποιον χρόνο δεν σας λέγω. Φτάνει να +μετρήσετε τον φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια +καλοδέματη γυναίκα συντροφιασμένη από τον τέκτονα τον άντρα της, +εστάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά κ' εγέννησεν ένα πεντάμορφο +παιδί. Φτωχά ήσαν τα ρούχα της, η όψις της πικραμένη· μα είχε +κατιτί τόσο λαμπρό στο βλέμμα, που έλεγες πως θ' αναστήση και την +πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι το +κορμί εφάνταζε λυγερό, πελεκητό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη +ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη ο θαυμαστός τύπος της +φυλής, τ' αμυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το ελεφαντένιο +μέτωπο λαμπρότερο και από τα χρυσά στολίδια του, επρόδιναν την +αισθαντική πηγή που θα σαρκώση την Αγάπη και την Καλοσύνη. + +Εγέννησε το παιδί, το εβύζασε, το ετύλιξε με το σάλι και το +απίθωσε στη φάτνη απάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός +έβγαινεν από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός ενός +βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα +πλαγιασμένα τα ζωντανά, βώδια και πρόβατα και άλογα μαζί, +αισθάνονταν κάποια ιερή φρίκη να χαμοπετά επάνω τους, σύγκρυο +ναρκωτικό να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, +ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσεν εκεί. Η φάκνα μόνον +έτριζε κάποτε, αλλά κ' εκείνη έμενεν ακατάλυτη, ξερομασημένη στο +απρόθυμο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της +νεροστάλαχτον, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, +πράσινα από τα πολυτρίχια και τη χνουδωτή αμάκα, κουφαλιασμένα +από τα νύχια του όρνιου που είχεν εκεί τη φωλιά του, κόσκινο από +του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τον πλοκό της αράχνης, +ξεθεμελιωμένα από του ποντικού την ακούραστη μύτη, εψήλωνε βουβή, +ατάραχη, σαν ναός απλώνοντας εμπιστευτικά τ' αετώματά του σ' +εκείνους που ζητούν καταφύγιο. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το +φως αστροστόλιστης νυχτιάς εχυνόταν σεντόνι ολομέταξο στις +πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί εψήλωναν λαμπάδες, με +τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα στην κορφή. Εκεί τ' αμπέλια +έδειχναν τα κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο +πρώτο φύσημα της ανοίξεως. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές +ελαγάριζαν από τόρα τον χυμό που θα καή θυσία στον νεογέννητον. +Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα επάνω +και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λέγεις κ' +εστολίσθηκαν να υποδεχθούν εκείνον που θα τους χαρίση αθανασία +και δόξα. Πέρα βαθειά ο Ιορδάνης εστέναζε μέσα στη χαλικοστρωμένη +κοίτη κ' ετάραζε προσμένοντας με ανυπομονησία και τρόμο το ένθεο +κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη που την εσκέπαζε +σκοτεινιά και φρίκη, σαν κατάρατο πνεύμα εβρυχόταν η Νεκρή +Θάλασσα, λέγεις και είχεν ακόμη στοιχειά μέσα τις κακές βουλές +και τ' ανόσια καμώματα εκείνων που εκατοικούσαν άλλοτε τα Σόδομα +και τα Γόμορα. Αριστερά σε μακρινό διάστημα, επάνω από τους +ζυγούς, εκεί που δεν έφτανε τα ανθρώπινο μάτι ήταν όμως ασήκωτος +ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και την ακολασία παραδομένα +ούρλιαζαν τα Ιεροσόλυμα, τα άσμα των Προφητών και η λατρεία λαού +μεγάλου. Απάνω εμοσχοβολούσεν ακόμη ο απέραντος αγρός από τους +πόθους του Βοόζ και της Ρουθ την παρθενιά και κάτω έχασκεν η +κοιλάδα στη χάρι τ' ουρανού αχόρταστη. Ψηλά διαμάντι ετρεμόφεγγεν +η δροσιά και γαλάζια ομίχλη έκλωθε τα πάντα στο μυστήριο. + +Ο Ιωσήφ μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί εκατέβηκε στο χωριό να +φροντίση για τροφή της λεχώνας. Κ' εκείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη +από τη γέννα και τις κακοπάθειες, ξεπαγιασμένη, με τη μητρική +λαχτάρα στα στήθη, με τις ελπίδες και τους φόβους στο κεφάλι, +εσταύρωσε τα χέρια σφιχτά, ορθό ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο +κ' έκλεισε τα ματόφυλλα στον ύπνο. Αλλ' αδύνατον εστάθηκε να +κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου αβέβαιη επλάκωσε να της τυρανήση +την ψυχή. Τι θ' απογίνη μέσα στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός +της Κρίνος, εκείνος που εδόθηκε μιαν ημέρα με το χέρι +ασπροντυμένου Χερουβείμ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος +του; Θα περάση τον δρόμο πορφυρόστρωτο για να γυρίση στην πρώτη +του πηγή ή θα βάψη με το αίμα του τ' αγκάθια και τις +στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πλέον στα +λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμμα των +Φαρισσαίων και των Ρωμαίων τον βαρύ ζυγό. Δεν κιθαρίζει πλέον ο +Δαυίδ ούτε η θαυμαστή Δεβόρρα κρίνει τον λαό κάτω από τους +κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν· απιστίας σύγνεφο +σκοτίζει την Ιερή Κιβωτό και του Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το +αίμα των Μακκαβαίων η γη χωρίς ν' αποδώση ελευθερία και +δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας εχάθηκε χωρίς ν' ανορθώση τον +Νόμο και να προφυλάξη από τη μάταιη σπατάλη των ανθρώπων τους +αναφαίρετους τίτλους του Ιεχωβά. Της Επαγγελίας η γη, χωρισμένη +σε βασίλεια και τοπαρχίες, κατατρώγεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, +ματώνεται από τα μίση των τέκνων της, σαν να την βαραίνει ακόμα η +απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σιν. Κόλαση έγεινεν ο ποτέ +Παράδεισος. Εγωιστής κ' εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός +του Κυρίου. Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της; + +Αλλ' άξαφνα η μητρική συνείδησις θαυματουργή έσχισε για μιας το +μυστήριο και λύχνος ηλιοστάλαχτος εκρεμάσθηκ' εμπρός της, έτοιμος +να δείξη το μέλλον του νεογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξεν άλλοτε +τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο +λεβεντονιόν να ταράζη και να μαγνητίζη τις ψυχές του πλήθους. +Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με +τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα +γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια εμιλούσε στον λαό, τον +εσυμβούλευε και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι +τον άκουαν· ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. +Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται +λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που +επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του +Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη +αναδροσίζεται· τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα +πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη +από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της +κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί· +τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους +ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως +καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο +φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον +αρνείται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα εκείνος ανώτερος από τα τέκνα +των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνησι και την προδοσία, διαβαίνει +πράος μέσα από τους εμπαιγμούς και τα φτυσήματα, πίνει το ξύδι +και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική +χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο. + + — Γυναίκα, να ο γυιος σου· λέγει την τελευταία στιγμή. + +Και αποχαιρετά μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό αλλά ήρεμο τη μάνα που +τον εγέννησε, τους φίλους που τον επίστεψαν, τον λαό που τον +ετυράνησε· τη γη που είδε τα φαρμάκια και τον Ουρανό που άνοιξε +φιλόστοργη αγκαλιά να δεχθή το σώμα του. + +Η μάνα ήταν εκεί και τα έβλεπεν όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη +για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων, αλλά δεν ημπορούσε να +βγάλη φωνή από τον λάρυγγά της. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους +πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον, +έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον +γλωσσοδέτη: + + — Μη!... εφώναξε με όλη της τη δύναμι. + +Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το +φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη +φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το +σκοτάδι όπως πριν. Αγγελική αρμονία εκατέβαινεν από τα αιθέρια +και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά κ' +έλουζεν όλα με το θαύμα. Κ' εμπρός στα πόδια της, κάτω από την +κοιτίδα του, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα, και +τον μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν τον γυιο της Βασιλέα και Θεόν. + +Εκείνη την ώρα εφάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ. + + — Να φύγουμε· λέγει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το +παιδί κ' οι άνθρωποί του γυρίζουν στη χώρα. Γλήγορα να +φύγουμε!... + +Εκείνη άρπαξεν αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της κ' +επήραν τον δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα έκρυψε τα βήματά τους +από το άγρυπνο μάτι των κατασκόπων. Αλλά τα αίματα των παιδιών +και η φωνή των μανάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας +πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου. + + — Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη· εψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. +Πόσα αίματα!...» + +Ετελείωσεν ο Αξιώτης το διήγημά του και οι σύντροφοι έμειναν +ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί εσταυροκοπήθηκαν +άλλοι εστέναξαν βαθειά σαν να εξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. +Αλλ' ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ' αστεία και τα σοβαρά ερώτησε +πονηρά τον σύντροφό του: + + — Δε μου λες, βλάμη· είδεν η Παναγιά στ' όνειρό της και τον +πατριώτη σου το Βαραββά; + +Εκείνος εχολοταράχθηκε· φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. +Την εκατάπιεν όμως. Δεν ήταν καιρός τόρα να κολασθή κανείς! +Εχαμογέλασε, έκαμε τον σταυρό του κ' εξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι +του. + + — Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε. + + — Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα. + + + +ΚΑΚΟΤΥΧΟΣ + + + +Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, +σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του +Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του. Χθες μόλις επήρε τη +σαβούρα του, εσύναξε όλες τις προμήθιες: ψωμί, τυρί, ελιές, παστά +κρέατα, νερό, καφέ και ζάχαρη και με το χάραμα έλυσε τα +πρυμόσχοινα. Οι συντοπίτες όλοι άντρες, γυναίκες και παιδιά +χυμένοι έξω στο ακρωτήρι εκύταζαν, το εκαμάρωναν και το +κατευόδωναν με την ψυχή τρεμάμενη. Εμείς από μέσα δέκα ναύτες, ο +γραμματικός έντεκα και ο καπετάν Δρακόσπιλος δώδεκα μια ερρίχναμε +στ' άρμενα και μια στη στεριά. + + — Καλό ταξείδι· και καλή αντάμωση!... + + — Ναι· καλή αντάμωση!... + +Ο Μπουρίνας ο σκύλος μας ετριπόδιζεν απάνω κάτω χαρούμενος κ' +εκείνος. Εμπλεκόταν στα πόδια μας, εκατέβαινε στην πλώρη, έμπαινε +στου καπετάνιου την κάμαρη, εγύριζε στο μαγεριό, επηδούσε στο +τσιμπούκι και γαυ! γαυ! αλύχταγε κατά τις στεριές σαν να τους +έλεγε κ' εκείνος: — Καλές αντάμωσες! + +Ο ουρανός κατάγλαυκος απάνω· τα νησιά, τ' ακρογιάλια γύρω ήμερα +και γελαστά· η θάλασσα χρυσάχτινη. Πρύμος άνεμος εφούσκωνε τα +πανιά κ' έσπρωχνε το καράβι γοργό στον δρόμο του. Μα τι τα +θέλεις! Με όλη τη χαρούμενη έκφρασι που είχαν ψυχωμένα και άψυχα +γύρω, κάτι εκρεμόταν αόρατο ψηλά κ' εκάθιζε μυλόπετρα στην ψυχή +μας. Ανεξήγητη ανησυχία εκυρίευε όλων τα νεύρα. Ήταν η πίκρα του +χωρισμού; ήταν ο φόβος του κινδύνου; Όχι· δεν το πιστεύω. Αν ήταν +η «Παντάνασα» πρωτοτάξειδη εμείς όμως είμαστε παλιοί +θαλασσομάχοι. Ο Βάραγγας εδιάλεξε τον αθέρα για να βάλη μέσα. +Χρόνια, ταξείδια και θαλασσοδαρμούς δεν ήξευρε ποιος είχε τα +περισσότερα. Και οι απέξω που μας κατευόδωναν δεν ήσαν καθόλου +άμαθοι. Χίλιες φορές είδαν τον μισεμό και τον γυρισμό μας. Τα +δάκρυα και οι χαρές έχασαν το σύνορό τους σε κάθε ναυτικό μέρος. +Τραγούδια και μυρολόγια βρίσκονται αδερφωμένα πάντα όπως το +κυπαρίσσι θλιμμένο και η ολόδροση τριανταφυλλιά μέσα στο +νεκροταφείο. + +Δεν ήταν λοιπόν ο μισεμός· ήταν η τύχη του πρώτου μας. Θαλασσινό +σαν τον καπετάν Δρακόσπιλο δεν εγέννησε δεύτερον η φύσις. Ζωντανή +χάρτα ήταν το κεφάλι του. Πού τα ρέματα, πού ξέρες, πού πάγκοι τα +ήξευρε με τον διαβήτη σε Άσπρη και Μαύρη θάλασσα. Τα λιμάνια, τ' +ακρωτήρια, τις λένες, τα ρίχη· τα πόρτα ημπορούσε να τα ειπή ένα +κ' ένα με τα μίλια τους. Αν ρωτάς για τους ανέμους, αισθανόταν το +φύσημά τους τρεις ώρες πριν κινήσει το πρώτο φύλλο. Θάλασσα, +ουρανός, στεριές, άστρα, σύγνεφα, του ήλιου ανατολή και βασίλεμα +δεν είχαν γι' αυτόν κανένα μυστικό. Εμιλούσαν στην ψυχή του μέσα. + +Και δεν τον έφταναν μόνον αυτά· ήθελε περισσότερα. Ήθελε πάντα να +μαθαίνη τα μακρινά. Όπου δεν έφτανε το μάτι επετούσε περίεργη η +φαντασία του. Άμα εύρισκε κανένα κοσμοπερπατημένον τον ερωτούσε +για όλα. Για τους Ωκεανούς, για την Αμερική, για τους Πόλους, για +τους πάγους που κατεβαίνουν όγκοι πελώριοι ως στ' ακρογιάλια της +Αγγλίας και τα ρέματα που έρχονται Δούναβης από το Μεξικό στη +Νορβηγία κ' έχουν το νερό ζεστό και φέρνουν βανάνες, καφέδες, των +τροπικών καρπούς στα παγωμένα κλίματα. Όνειρο είχε να κλείση στο +κεφάλι του όλη την Υδρόγειο. + +Και όμως — θα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν +είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον +ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η +λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο +το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο. Του πεθερού του +μια γολέτα που εκαπιτάνευε μισθωτός την έφαγεν ο άμμος του +Αλαφονησιού. Με κανένα ξύλο δεν ημπόρεσε να τελειώση ταξείδι. Αν +εγλύτωνε στο πρώτο την επάθαινε στο δεύτερο. Αν εγλύτωνε και στο +δεύτερο στο τρίτο ήταν εξωφλημένος. Εκατάντησε ούτε τ' όνομά του +να μη θέλουν ν' ακούσουν οι ναυτικοί. Κανείς καραβοκύρης δεν του +έδινε καράβι να κυβερνήση· κανείς ναύτης δεν εμπιστευόταν τη ζωή +του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγες καπετάν +Δρακόσπιλο και ανατρίχιαζεν όλο το Γαλαξείδι, σαν να επλάκωνε ο +Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνοι που θα εταξείδευαν +εφρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στον δρόμο τους. Το είχαν +κακοσημαδιά. + +Εκείνος τα έβλεπε κ' εστέναζε κατάκαρδα. Δεν επαραπονιόταν όμως +γιατί αναγνώριζε το δίκαιό τους. Ήξευρε πως ο ναύτης έχει νόμο +την πρόληψη. Ό,τι τον εφούρκιζε και τον απέλπιζε ήταν η τύχη του. +Μ' εκείνη επάλαιβε νυχτόημερα στον ύπνο και τον ξύπνο του. Και ο +ίδιος επίστεψε πως κάτι κακό εγεννήθηκε στην πλάσι μαζί με τη +γέννησί του και τον ακολουθούσε τόρα θαλασσινό στοιχειό, +εκδικητικό και παντοδύναμο στα ταξείδια του. Αναγνώριζε ότι δεν +είχε πλέον δικαίωμα να συνεπαίρνη στην κακοτυχιά του ξένη +περιουσία, με βάσανα και ίδρωτα αποχτημένη και ξένη ζωή +πολυάκριβη. + +Όμως αυτό ήταν η μεγαλήτερη δυστυχία του. Ήρθε κ' εψυχομαράθηκε· +εσούρωσε σαν τον Άρειο. Άρχισε ν' αποφεύγη όχι πλέον τους ξένους +αλλά και τους δικούς του. Επήγαινε πάντα μοναχός, εμιλούσεν, +εχειρονομούσε πότε δυνατά και ωργισμένα, πότε κουφά και φοβισμένα +σαν να ήταν συνωμότης του εαυτού του. Και κάθε ηλιοβασίλεμα +εξεκινούσεν από το σπίτι του που ήταν στη Χηρόλακκα ψηλά, +εγλύστραγεν αμίλητος στην αγορά, εκατέβαινε στο λιμάνι, έστεκε +κατάνακρα στ' ορθολίθι, εκύταζε τη θάλασσα. Εκύταζε κάπου μισή +ώρα. Έκανε φτου! φτου!... τρεις φορές· άλλες τρεις την έδερνε με +τις πέτρες. Έπειτα πάλιν έπαιρνε τον ανήφορο, εδιάβαινε στην +αγορά, έφτανε σπίτι του. + +Η γυναίκα του η όμορφη Χρυσούλα, ο γυναικάδερφός του ο Βάραγγας +και ο γεροπεθερός του απόμαχος θαλασολύκος, έβλεπαν την κατάστασί +του και ήσαν απαρηγόρητοι. Δεν ήξευραν τι να κάμουν πώς να τον +σώσουν. Νέος άνθρωπος, βλέπεις, χεροδύναμος, πολυκάτεχος, +άτρομος, για τον κίνδυνο και τον αγώνα γεννημένος, πώς ημπορεί να +κάθεται άδουλος, περιφρονημένος σαν το άκαρπο δεντρί. Και όχι +μόνον οι συγγενείς αλλά και οι ξένοι έπασχαν για την κατάστασί +του. Ο ναυτόκοσμος, βλέπεις, καταντά όλος μια οικογένεια. Η τέχνη +του, η τύχη του, το σκαφίδι που τον κρατεί και το στοιχειό που +τον μάχεται, σμίγει και σφιχτοδένει όλους μαζί μικρούς — μεγάλους +στα βρόχια του κινδύνου και των θλίψεων. Ήθελαν πολλοί να τον +βγάλουν από τη νέκρα του — να του δώσουν δουλειά — έλα όμως που +ετρόμαζαν την τύχη του! Δεν ήταν πράγμα τιποτένιο. Καλά πίσω αν +εγύριζε το πλεούμενο. Αν το εκάρφωνε όμως για πάντα σε καμμιά +ξέρα; + +Εκείνη την εποχή έχτιζε την «Παντάνασσα» ο γυναικάδερφός του στα +Καταλονία. Ο πρωτομάστορης έβαλε κάτω όλα του τα σχέδια να το +κάμη γερό, κομψό, τέλειο· τα δάση έδωκαν τα καλήτερα ξύλα τους· +οι μαστόροι και οι καλαφάτες όλη την τέχνη τους. Ο Βάραγγας +εξόδεψεν αλύπητα το έχη του. Επούλησε και κάτι χωράφια που είχε +προίκα στη Γλύφα. Ή του ύψους ή του βάθους· — εσυλλογίσθηκε. + +Η Χρυσούλα ερρίχθηκε στον αδερφό της κολλιτσίδα: + + — Λυπήσου τον, λυπήσου τα παιδιά μου· βάλε τον μέσα γρεντή. + + — Μωρέ, αδερφή, τον λυπούμαι μα τι να του κάμω· έλεγεν εκείνος +στενοχωρημένος. Βλέπεις που εξόδεψα τα μαλλοκέφαλά μου σ’ αυτό. +Θέλεις να μην το ξαναϊδώ; Έχει κακοτυχιά ο άνθρωπος· μάλαμα +πιάνει στάχτη γένεται. Δεν τον θέλει η θάλασσα. Ας πιάση στη +στεριά δουλειά να τον βοηθήσω όσο μπορώ. + + — Τι δουλειά να πιάση; επίμενεν εκείνη κλαίοντας. Μπορεί να κάμη +άλλη δουλειά ο ναύτης; Ζη το ψάρι όξω απ’ το νερό; + +Θέλοντας και μη τον έβαλε καπετάνιο στην «Παντάνασα» τον +Δρακόσπιλο. + + — Τήραξε, μωρέ Θύμιο, του είπε πικρογελώντας όταν τον +αποχαιρετούσε στην ανεμόσκαλα· τήραξε να μη το κάμης μαδέρια και +τούτο. + + — Αν δεν έρθη το μπάρκο δεν θα 'ρθώ κ' εγώ· απάντησεν εκείνος. + + — Όχι· καλήτερα να 'ρθήτε κ' οι δυο. + +Τόρα η «Παντάνασα» έτρεχεν ολάρμενη στον Καβομαλιά. Επηγαίναμε +ίσα στον Ποταμό για φορτίο. Το κύμα έτρεχε πίσω της +παιγνιδιάρικο, εδροσόλουζε τα σμαλτωμένα πλευρά της, αρμονικά την +ελίκνιζε. Ρίζι εσκόρπιζε το νερό η πλώρη της. Ο άνεμος εφούσκωνε +τα ολοκαίνουρια πανιά, εκαμάρωνε τα σχοινιά, εσφύριζε στους +μακαράδες, στις στραλιέρες, στις μούδες. Δίπλα επισοδρομούσαν οι +στεριές καταπράσινες, έφευγαν τρεχάτες, έσβυναν στην απόστασι την +ώρα που άλλες έβγαιναν εμπρός για να χαθούν κ' εκείνες και άλλες +να φανερωθούν. Δέκα κόμπους έπαιρνε στην ώρα. Έβλεπα τα γερά της +δεσίματα, το κομψό σκαφίδι, λαμπάδα τα κατάρτια, το γοργό +τρέξιμο, τ' ορθοπλώρισμά της και την εκαμάρωνα. Δεν ήταν καλήτερο +μπάρκο σε όλη τη σφαίρα! Τα βουνά έλεγα πως επρόβαιναν να το +καμαρώσουν· τα κύματα πώς έτρεχαν υποταχτικά να στρωθούν στην +καρίνα του. Και από τόρα με τη φαντασία ετελειώναμε το ταξείδι. + + — Την τάδε ώρα στον Καβογρόσο· έλεγεν ο γραμματικός +λογαριάζοντας. Αύριο πρωί στον Καβομαλιά· αύριο βράδυ στον +Καβοντόρο· αντιμεθαύριο στα Δαρδανέλια· σε οχτώ ημέρες στον +Ποταμό. + + — Και αν τύχη καμμιά φορτούνα· αν μας κλείση ο τρελοβοριάς; +ετολμούσε να ψιθυρίση κανείς ναύτης. + +Όλοι εγύριζαν και τον εκύταζαν με αγριεμένα μάτια: Μπα που να +δαγκώση τη γλωσσά του! Κοτάει, μωρέ, ο βοριάς να φανή σε τέτοιο +ομορφοκάραβο! + +Πίσω της όμως η «Παντάνασα» έβαλε όλους σε μεγάλη αγωνία. Τόσα +καράβια ντόπια ήσαν παραδομένα στο κύμα και κανένα δεν +εσυλλογιζόταν κανείς. Εφαινόταν φυσικό. Αλλά το μπάρκο του +καπετάν Δρακόσπιλου εφαινόταν αφύσικο. Εκείνοι που ήσαν συγγενείς +του κ' εκείνοι που δεν είχαν κανένα έπασχαν από το ίδιο αίσθημα. +Του Γαλαξειδιού ο αέρας έχασε λέγεις τα ζωντανά του μόρια και +φτωχός έφερνε σε όλους την ασφυξία. + + — Πού να είνε τάχα η «Παντάνασα»; ερωτούσε στο συναπάντημά του +ένας τον άλλον. + +Στα καφενεία, στα κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες η ίδια κουβέντα. +Ο Βάραγγας απελπίσθηκε. Δεν έφτανε η δική του στενοχώρια· είχε +και τον κόσμο. Όποιος τον έβλεπε πρώτο λόγο είχε να τον ερώτηση: + + — Ε, τι μαντάτα; Είχες κάνα χαμπέρι από τον γαμπρό σου; + +Άρχισε να θυμώνη. + + — Θα με κάμουν να μη βγω πια στο δρόμο! εσυλλογίσθηκε. + +Όταν όμως ελάβαινε γράμμα έτρεχε να το διάβαση στον καφενέ, στα +κρασοπουλειά, στους ταρσανάδες να το ακούσουν όλοι. Και γράμματα +ελάβαινε συχνά. Σαν να εμαντεύαμε την αγωνία που εβασίλευε στην +πατρίδα για την τύχη μας όλοι εγράφαμε. Τόσο οι ναύτες όσο και ο +καπετάνιος. Κ' εγώ που δεν ήξευρα να πιάσω την πένα, έβαλα τον +γραμματικό κ' έγραψε τρία γράμματα στη μάνα μου. Από κάθε πόρτο +κ' ένα γράμμα: «Σήμερα εφτάσαμε στο τάδε μέρος· σήμερα φεύγουμε +από το τάδε μέρος. Τέτοιον καιρό είχαμε ως τον Καβομαλιά· με +τέτοιον καιρό επεράσαμε τον Καβομαλιά.» Σωστό ημερολόγιο. + +Ο καπετάν Δρακόσπιλος τα μάτια του τέσσερα. Το είχεν απόφασι. Ή +να γυρίση πίσω το καράβι στον κύρη του ή να μη γυρίση ούτε αυτός. +Απόφασι και μαζί πείσμα. Πείσμα ν' αλλάξη την τύχη του. Αρκετά +τον επαίδεψε, τον εντρόπιασε, τον έδεσε στο μαρτύριο. Τόρα θα την +παιδέψη, θα την ντροπιάση κ' εκείνος. Θα την νικήση! Τις πρώτες +ημέρες δεν είχε ύπνο στα βλέφαρα· δεν είχε σε κανένα εμπιστοσύνη. +Ατού! το χέρι στο τιμόνι· τα μάτια στα ουρανοθέμελα. + +Οι άλλοι άρχισαν να μουρμουρίζουν. Τους επείραζε στο φιλότιμο. + + — Τι διάβολο, καπετάν Θύμιο, τσοπάνιδες είμαστε! ετόλμησε να του +παραπονεθή μιαν ημέρα ο γραμματικός. Δεν πιάσαμε κ' εμείς τιμόνι, +δεν ίδαμε μπούσουλα!... + +Εκείνος το αισθάνθηκε. Τον εκύταζε κατάματα και δακρυσμένος +γυρίζει και του λέγει: + + — Συχώρα με τ' αδέρφι· δε φταίω 'γω. Σε γνωρίζω καλήτερό μου. Δε +φταίω 'γω· φταίει η τύχη μου. Συλλογίσου καλά να σπάσω και +τούτο!... + +Δεν εκατέβηκε να πλαγιάση παρά όταν εβγήκαμε από τα Μπουγάζια κ' +έβαλε γραμμή για την Καληάκρια. Ανοιχτή θάλασσα τόρα ας +σκαμπανεβάζει όσο θέλει. Μακριά από ξέρες! Με το φούντο στο +λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με +τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... + +* + +Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν +Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: + + — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. + + — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό +έχουμε; διαμάντι. + +Διαμάντι, ναι. Αλλά έτσι τον είχε πάντα πριν αφήσει το λιμάνι ο +καπετάνιος μας. Η θάλασσα παμπόνηρη εγνώριζε, νομίζεις, την αξία +του κ' επάσχιζε με χίλια δολερά καμώματα να τον ξεγελά ως που να +τον αρπάξη στα φτερά της. Μια τον άρπαζε, τον άλεθε και τον άλεθε +ώστε να τον κάμη πασπάλη. Εφιλοτιμήθηκε όμως στα λόγια του +γραμματικού κ' έδωκε ρότα με καρδιά. Γραμμή θα εκατεβαίναμε στην +Πόλη. Είχαμε πρύμο τον καιρό· τα σημάδια καλά. Η «Παντάνασα» +φορτωμένη ως τα μπούνια με τ' αμπάρια σφιχτοσφαλισμένα, τα πανιά +γιομάτα έφευγεν ίσκιος απάνω στο πρασινόγλαυκο κύμα. Τα δελφίνια +έτρεχαν κ' εκείνα μαζί μας. Οι γλάροι σύγνεφο έσκουζαν ολόγυρα. + + — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισεν ο καπετάνιος ένα πρωί. + +Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι +σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε +προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο +πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, +ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: +δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. + + — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι. Αχ, τα Μπουγάζια! + +Και ηθέλησε να ορθοπλωρίση στον άνεμο. Ο γραμματικός όμως τον +εμπόδισε. + + — Κουράγιο, καπετάνιε! Τα Μπουγάζια δεν είνε θεριά να μας +χάψουν. Δεν είμαστε Μαυροθαλασσίτες να πάμε την άκρη — άκρη. +Γαλαξειδιώτες μας λεν. + + — Ο χιονιάς πλακώνει! είπεν ο καπετάνιος δείχνοντας πίσω του. + + — Σαν πλακώνει και τι; Σαράντα μίλια θέλουμε ακόμα. Η 'μέρα +μόλις άρχισε. Ως που να πλακώση το χιόνι φουντάρομε στα Καβάκια. + +Κ' εσυμπέρανε πάλι με την αυστηρή φωνή του: + + — Ντροπή μας! + +Αλήθεια ήταν ντροπή μας· το αναγνώριζε και ίδιος ο καπετάν +Θύμιος. Γαλαζειδιώτες εμείς και να δειλιάσουμε στο πρώτο φύσημα! +Μήπως είμαστε τάχα μοναχοί μας. Κάπου δέκα ξύλα μικρά — μεγάλα +έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' +εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού +στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν +ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς! + + — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον +γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το +τίποτα. Συλλογιέμαι το μπάρκο και τον Βάραγγα. Φαντάσου να τον +καταντήσω ζητιάνο από καραβοκύρη!... + +Δεν επρόφτασε να τελείωση τη φράσι του και το πλοίο ελάγκεψε +μεσούρανα ξαφνισμένο. Δούναβης το κύμα ερρίχθηκε μέσα κ' +εξεχείλισε στις κουπαστές. Ο χιονιάς εξέσπασε καραβοπνίχτης, +ακράτητος, φριχτός. Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο +κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη +κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, +έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα +μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας. Όλοι τα αισθανόμαστε +κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή +και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς +προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. + + — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. + + — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν +Δρακόσπιλος. + +Άλλαξε αμέσως πρόσωπο. Εμυρίστηκε τον κίνδυνο κ' έδραμε να του +αντιταχθή στηθάτα όπως ο ταύρος στον ταυρομάχο. Άστραψε το βλέμμα +του κ' εφρύαξεν η ψυχή του. Ξεφέσωττος, με τα μαλλιά πίσω +ριγμένα, τη βράκα ζωσμένη στη μέση, άρπαζε με στιβαρή χούφτα το +δοιάκι από το χέρι του γραμματικού κ' εφάνηκε στο κάσαρο θεός +θαλασσοδαμαστής. + + — Κάτω τους κούντρους!... Στίγγα τη μπούμα!... προστάζει +αγριόθυμος. + +Έπεσαν κάτω οι κούντροι άψυχοι και περιττοί· εσφιχτοδέθηκεν η +μπούμα στα κέρκια της σαν επίφοβο θηρίο. Ο χιονιάς όμως όλο κ' +εδυνάμωνε. Φύλλο στο φύλλο επλάκωνεν αποπίσω, έρριχνε την άπιαστη +δύναμί του στα υπόλοιπα πανιά, τα εφούσκωνε και τα ετέντωνε με +πείσμα να τα ξεσχίση. Και το κύμα κάτω πελώριο, θολό και +αφρισμένο, έπεφτε στην πρύμη της «Παντάνασας», ελάχτιζε και την +εκλόνιζεν από αρμό σε αρμό, με θανάσιμο βρύχημα σαν να τις +έκραζε: τρέχα! Κ' εκείνη ξετρελαμένη, ολότρεμη έφευγεν εμπρός, +εδρασκέλαε θεόρατα κορφοβούνια, έπεφτε σε σκοτεινές λαγκαδιές, +εδυσκολοσκάλωνε σε απόκρημνα πλάγια κ' εστέναζεν ανίσχυρη στο +τόσο τρέξιμο. + + — Στίγγα τους παπαφίγγους!... Στίγγα μαΐστρα!... Κάτω τον +κοντραφλόκο! + +Ο καπετάνιος έχυνε από το στόρια του τρανταχτά σαν καδένες τα +προστάγματα. Και οι ναύτες σαν πίθηκοι έτρεχαν εδώ κ' εκεί, +εσκαρφάλωναν στα κατάρτια κ' εμπρούλιαραν τα πανιά στο ταλάντευμα +του ξύλου αδιάφοροι, ξένοι στων στοιχειών τη λύσσα και του +κινδύνου το πικρό φοβέρισμα. Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το +σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή +αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του +σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον +τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά +για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο +στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε. Η σκοτεινιά διπλή +— τριπλή εκάθιζε γύρω μας. Πού ήταν οι ξέρες; πού το Μπουγάζι; +πού μας έσπρωχνεν ο άνεμος και πού μας έσερναν τα ρέματα; τίποτα! +Εχάθηκαν για 'μας τα γαλόμετρα. + + — Τραβέρσο· λέγει τόρα σκεφτικός ο καπετάν Δρακόσπιλος. + +Δεν μας έμενε άλλο παρά να ορθοπλωρίση το μπάρκο. Επρόσταξε γοργά +τους ναύτες να χύσουν και να κατσάρουν τη μαΐστρα, να κάμουν τη +μπούμα, να μολάρουν τους φλόκους. + + — Βάλε κάτω σιγά — σιγά το δοιάκι· λέγει στον τιμονιέρη κάπως με +δισταγμό. + +Τρέχω να τραβήξω τη σκότα της μπούμας· ναι! Η σκότα κοκκαλιασμένη +από τον χιονιά καθόλου δεν έσερνε. Πάει ο υποναύκληρος να κάμη τη +μαΐστρα και — φτου σου διάβολε! — η σταβεντοσκότα ξεκοτσάρεται +και η μαΐστρα ελεύθερη ανεμίζει και πλαταγεί σαν παντιέρα. Πού να +ορθοπλωρίσουμε! Το ξύλο δεν μας ακούει πλέον. Τα πανιά της πλώρης +γεμίζουν και παραφουσκώνουν σαν μάγουλα Τρίτωνος. Το κύμα και ο +άνεμος ανίκητα το σπρώχνουν εμπρός στον μοιραίο του δρόμο χωρίς +θέλησι, χωρίς δύναμι, χωρίς κυβέρνια. Ο καπετάνιος βλέποντας την +αδυναμία του ελύσσαξε. Τον έπιασε το αράπικο. + + — Δυο κεριά στον Αϊνικόλα· προστάζει ευθύς το ναυτόπουλο. + +Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο +ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. + + — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο +γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. + +Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! +Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού +δεν εξεχώριζα. Όλα θαμπά γύρω μου, όλα χαμένα στο πυκνό +χιονόβολο. Και η «Παντάνασα» έτρεχεν ακόμη ακράτητη, γοργή, +θεότρελη σαν να την έσερναν μαγνήτες οι αόρατες στεριές.& + + — Τίποτα! φωνάζω. + +Και ο λόγος μου κρυώτερος από τον πάγο, σκληρότερος από τον +τρελοχιονιά εκύλαε στο κατάστρωμα, επλάνταζε τα στήθη των +συντρόφων μου. + + — Τίποτα! εφώναζα σε κάθε λεφτό. + + — Άλλα δυο κεριά μωρέ! επρόσταξε πάλι ο καπετάνιος. Άναψε και το +καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του. + +Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον +άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. +Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα +εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο +απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα +ή από τον ουρανό. Επίμενα όμως πάντα να ρίχνω κάτω κατά την +προσταγή κρύον, σκληρόν, απελπιστικόν τον λόγο μου: + + — Τίποτα! + + — Έτσι; είπε· καλά· φέρε απάνω το 'κόνισμα. + +Κ' ετίναξε σύγκαιρα τέτοια αγριοβλαστήμια που και το ξύλο &ακόμη +ανατρίχιασε. Δεν ήταν άθεος ο καπετάν Δρακόσπιλος ήταν όμως +θαλασσινός. Οι βλαστήμιες σ' εμάς είν' ένα από τα προστάγματα που +κυβερνιέται το πλεούμενο. Ο θαλασσινός μάχεται με δυο στοιχεία +φοβερά, μεγαλοδύναμα και ασώματα μαζί: τον αέρα και το νερό. Τι +να τους κάμης; με τι να τα πολεμήσης; Μόνον με τις βλαστήμιες +σου. Σε παρόμοια θέσι ευρέθηκε, νομίζω, και ο Ξέρξης όταν ηθέλησε +ν' αλυσοδέση τον Ελλήσποντο. Οι βλαστήμιες είνε οι δικές μας +αλυσίδες. + +Τόρα το ναυτόπουλο έφερε τρέμοντας τον Άγιο Νικόλα εμπρός στον +καπετάνιο. Ο άγιος με τη σεβαστή γενειάδα του, μέσα στα αργυρό +φαιλόνι τυλιγμένος, με την κορώνα λιθοκόσμητη έμενε στο ξύλο +ήρεμος, ασυγκίνητος σαν να ήσαν όλα καλά και ήσυχα τριγύρω του. +Ούτε φουρτούνες, ούτε αγριοκαίρια εχαμπέριζεν αυτός. Και ο +καπετάν Δρακόσπιλος αναμένος από πριν άναψε περισσότερο με την +τόση απάθεια του προστάτη μας. + + — Έτσι ε; του είπε αναμπαιχτικά, στεκάμενος αντίκρυ του· δεν +δίνεις, χέρι και συ! Τρως το λάδι μου, καταλείς τα κεριά μου, +δέχεσαι το θυμίαμα και τα γονατίσματα του φτωχόκοσμου και την ώρα +που σε χρειάζεται δεν λες και συ να τον βοηθήσης. Σύντροφος +λοιπόν με την τύχη μου και συ· κόντρα και συ! Μα πώς θα χαθούν +τόσες ψυχές, πώς θα κλείσουν τόσα σπίτια, πώς θα πεινάσουν τόσα +στόματα, πώς θα καταντήση ένας χοντρονοικοκύρης φτωχός, πώς θα +χαθή ένα όμορφο πλεούμενο δε σε μέλει. Καρφί δε σου καίγεται! +Καλά το λοιπόν κάμε ό,τι δύνασαι· θα κάμω κ' εγώ ό,τι μπορώ. + +Και αγριομάτης, σκληρόψυχος, περιφρονητής όλων μαζί των δυνάμεων +της φύσεως και της θρησκείας, ανώτερος από την πρόληψι και την +παράδοσι, άρπαξε το εικόνισμα από τα χέρια του παιδιού, το έδεσε +σφιχτά στο κατάρτι και με το βρωμερό παπάζι που σφογγίζουν το +κατάστρωμα, άρχισε να δέρνη και να ραπίζη τον άγιο με μίσος και +περιφρόνησι. + + — Κάμε λοιπόν το θάμα σου· κάμε το, τι κάθεσαι; εβρυχόταν +τρέμοντας ολόκορμος. + +Εγώ από ψηλά έβλεπα κάτω κ' ετρόμαζα περισσότερο του καπετάνιου +το κάμωμα παρά των στοιχείων τη λύσσα. Τόρα δεν ήταν έξω αλλά +μέσα στο καράβι ο δαίμονας. Δαίμονας ο θυμός που έσπρωχνε τον +Δρακόσπιλο να κριματίση, να κηρύξη πόλεμο στον δυνατόν προστάτη +του ναυτόκοσμου. Εκείνος πάντα εστάθηκεν αόρατος κυβερνήτης του +ξύλου, άγρυπνος φύλακας του θαλασσινού. Εκείνος εύρε πρώτος το +τιμόνι κ' έσωσε το μυθικό πλεούμενο με το ανθρώπινο φορτίο του +από του διαβόλου την επιβουλή. Και όμως εμείς τόρα τον εκάναμε +θανάσιμον εχθρόν. Ποια η τύχη μας; Να τριγύρω τα σκότη και η +άβυσσος! + + — Τίποτα! ετοιμάσθηκα να ρίξω πάλι κάτω τρανολάλητο. + +Μα έξαφνα μέσ' από τα σύθαμπα είδα να προβάλη σαν ξωτικού κεφάλι +κατάμαυρη μια κοτρώνα. Επρόβαλε αργοκίνητη και μουλωχτή, λέγεις +κ' ετοιμαζόταν να ριχθή ασπίδα επάνω μας. + + — Ξέρα μπροστά!.. φωνάζω με όλη μου τη δύναμι. + + — Το τιμόνι στην πάντα! προστάζει ο καπετάν Δρακόσπιλος, +παραιτώντας καταθριμματισμένο το εικόνισμα. + +Ως που να το ειπή όμως η πλώρη της «Παντάνασας» εκαρφώθηκε στου +βράχου τ' αγριόδοντα. Εκαρφώθη κ' εσταμάτησε ξύλο νεκρό. Το νερό +περίγυρα άφριζε κ' εμάνιζε, λέγεις κ' ήθελε να ξεριζώση τα +πορολίθαρα. Ο άνεμος εσφύριζε στα ξάρτια βλαστήμιες και +μοιρολόγια. Κανόνι εβροντούσε πέρα το κύμα. Και μας έδερνε και +μας έσπρωχνε και μας επελάγωνε, πάθος και λύσσα ολόμεστο, σαν να +μας είχεν αντίδικους. Το ξύλο έτριζεν άγρια επάνω στον βράχο, +εστέναζεν, ένας — ένας του έφευγαν οι αρμοί, άνοιγεν η καρίνα, +εσκορπούσαν τα δεσίματα. Ένα κύμα έκοψε τις στραλιέρες του. Άλλο +κύμα εξερρίζωσε το πρυμιό κατάρτι με όλα τα ξάρτια. Τρίτο κύμα +άνοιξε το λυγερό σκαφίδι του. Σχοινιά — μαδέρια στα κύματα· +ναυαγοί στους βράχους. Σε μια ώρα μέσα κουρέλι έγινεν η όμορφη +«Παντάνασα». + +Το χιόνι έπεφτε πάντα πυκνό κ' εσκέπαζεν όλα με κρύο σάββανο. +Εσκέπαζε ναυαγούς και ναυάγια· βράχους, πέτρες, χάλαρα. +Κατατσακισμένος, ολόβρεχος, επιάστηκα σε μια σπηλάδα, εσκαρφάλωσα +επάνω, εξέφυγα του κυμάτου. Τόρα δρόμο για καμμιά καλύβα, λίγη +φωτιά. Πού ήμουν δεν ήξευρα. Φωνάζω· ματαφωνάζω: + + — Κώστα! Βασίλη! ... Τάραρη!... + +Τίποτα! ο βόγγος του πελάγου έπνιγε τη φωνή μου. Κάνω έτσι τα +πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. + + — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. + +Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι +δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που +έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. + + — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το +σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. + +Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα. + + — Δεν πάω πουθενά, μωρέ· δεν πάω πουθενά! Το είπα ξάστερα του +συγγενή μου. Ή με τo καράβι ή ποτέ. Δεν θα πάω λοιπόν ποτέ. Εδώ +θα μείνω ναυάγιο κ' εγώ της τύχης μέσα στου πελάγου τα ναυάγια. + +Κ' ελύθηκε στα δάκρυα. Μ' επήρε κ' εμένα το παράπονο καθώς είδα +εκείνον τον θαλασσόλυκο να κλαίη σαν μωρό παιδί. + + — Ας τα τόρα καπετάνιε· του λέγω. Τι φταις του λόγου σου; Ό,τι +ήταν να κάμης το έκαμες. Επάλαιψες από την αυγή ως το βράδυ. +Περσότερο δεν ημπορούσες· ήταν θέλημα Θεού· τι να γίνη; +Συλλογίσου πως έχεις γυναίκα πίσω, παιδιά... + + — Γυναίκα, παιδιά!... εψιθύρισε, σαν να το άκουε πρώτη φορά. Η +τύχη τους ήταν κι' εκεινών. Εφτώχηνα τρία σπίτια· τι θέλω να ζήσω +περισσότερο... Να ρημάξω κι' άλλα; + +Ως τόσο εσηκώθηκεν ορθός. + + — Τράβα, μου λέγει, και θα έρθω. + +Εγώ ετράβηξα· δεν ήταν να χασομερίζω περισσότερο. Επέρασα +βράχους, επήδησα λιθάρια, έπεσα εσηκώθηκα· πάλι έπεσα, πάλι +εσηκώθηκα· έφτασα κάποτε σε μια καλύβα. Ηύρα εκεί όλους τους +άλλους γύρω στη φωτιά. Βρεγμένους, ξεσκλισμένους, ματωμένους, +γερούς όμως όλους. + +Όλους όχι. Ο καπετάν Δρακόσπιλος έμεινε στ' ορθολίθι ως που τον +έθαψε ζωντανόν το χιόνι. Δεν εγύρισεν η «Παντάνασα» δεν εγύρισε +κ' εκείνος ποτέ στο Γαλαξείδι. + + + +ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ + + + +Άγνωστος μένει ο ναύτης που μας έκαμε το μεγάλο ευεργέτημα. +Άγνωστος και αδοξολόγητος όπως γίνεται και στους φτωχούς αγίους. +Παντού η τύχη π' ανάθεμα την! παντού η τύχη! Μα εγώ αν ήξευρα τ' +όνομά του θ' άναβα περισσότερα κεριά απ' όσα ανάβω κάθε χρόνο +στην εικόνα του Αγίου Νικόλα. Τούτος μας σώζει — όχι και τόσο +συχνά — από τις άγριες φουρτούνες. Εκείνος όμως με μια του +μαστοριά μας απάλλαξε σύγκαιρα από τους διαβόλους της Κόλασης και +από τους αγίους της Παράδεισος, που νομίζω δεν έχει και μεγάλη +διαφορά. Δεν λέγω πως μου αρέσει να βλέπω τους διαβόλους με τα +στριμμένα κέρατα, τις μακριές ουρές και τα σπαθωτά νυχοπόδαρά +τους. Ούτε τα λυσσασμένα ουρλιάσματα θέλω ν' ακούω σαν καμακίζουν +άγρια καμμιά ψυχή, ούτε τον χόχλο του κατραμιού που βράζει στα +Εφτά Καζάνια, ούτε τους δαρμούς και τους θρήνους των κολασμένων. +Μα και η συντροφιά των πατέρων με τα κομπολόγια και τα λιβάνια +καθώς και η ασύγκριτη ξαστεριά της Παράδεισος δεν μου πολυαρέσει. +Τι θέλεις — τι γυρεύεις; Καλήτερα όπως τα εκατάφερε ο μακαρίτης. +Έστησε χωριστά το τσαντήρι του κ' έτσι έχουμε το μυαλό μας ήσυχο +— αν έχουν μυαλό και οι πεθαμένοι! + +Μόλις άρραξε το καΐκι στο νησί — στη Σέρφο ας ειπούμε — ο +ναύκληρος επήρε το μισοκοίλι κ' ετράβηξε στο χωριό για να μετρήση +το σιτάρι. Ελιανοψιχάλιζε κάπως όταν εκίνησε, μα δεν εμποδίσθηκε. +Πρωτοβρόχια, σου λέγει, θα περάση. Μόλις όμως έφτασε τον ανήφορο +πιάνει μια δυνατή βροχή· νεροποντή σωστή! Πού να πάη τόρα να +χωθή; Ούτε δέντρο, ούτε καλύβα, ούτε σπηλιά βλέπει γύρω. Να τρέξη +για να έμπη στο χωριό έλειπεν ο μισός δρόμος ακόμη· να κατέβη +πάλι στο καΐκι, το ίδιο. Στέκει και συλλογίζεται δίβουλος και +άξαφνα τον παίρνουν τα γέλοια. Κυτάζει μήπως τον βλέπει κανένας +στρατολάτης· — ψυχή! Πιάνει γοργά και γδύνεται σαν τον Αδάμ. +Ομορφοδιπλώνει τα ρούχα του, χώνει τα στο μισοκοίλι, φορεί το +μισοκοίλι στο κεφάλι και παίρνει δρόμο. Να βραχή δεν τον έμελλε. +Τα δικό μας τομάρι βροχές και μπόρες δεν φοβάται· είνε αργασμένο. +Τον έμελλε για τα ρούχα που τα είχε πρωτόβαλει ο φουκαράς. + +Έπειτ' από κάποια ώρα εστάθηκε η βροχή. Βγάνει τότε τα ρούχα του, +ντύνεται καλά, παίρνει και το μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο. +Πριν φτάση έξω από τα χωριά τον απαντάει ο διάβολος· + + — Γεια σου, πατριώτη. + + — Γεια της αφεντιάς σου, κυρ διάολε. + + — Πούθεν έρχεσαι; + + — Από το γιαλό. + + — Και η βροχή πού σ' απάντησε ; + + — Στο δρόμο. + + — Έλα δα!... + + — Μα τα κέρατά σου στο δρόμο. + + — Και δε βράχηκες; Εγώ έγινα μουσκίδι. + +Ο ναύκληρος εγέλασε. + + — Α, λέγει, πονηρά! Εγώ ξέρω μια τέχνη και δε βρέχουμε. + + — Μωρέ τι λες! κάνει ο διάβολος με απορία μεγάλη· σαν τι τέχνη +ξέρεις ; + + — Ξέρω μια. + + — Για ν' ακούσω. + + — Δε στη λέω. + + — Μωρέ αμάν, πες τη μου και ό,τι θέλεις, θες καράβια, θες +χρυσάφι, καλούδια· τι θες να σου δώσω. Πες τη μου... + +Ο ναύκληρος έρριξε κάτω το κεφάλι, τάχα πως εσυλλογιζόταν τι να +ζήτηση για πληρωμή. + + — Να σε βουλώσω θέλω· του λέγει άξαφνα. Άμα σταθής και σε +βουλώσω σου τη λέγω. + +Τόρα ο διάβολος άρχισε να ξυή το αυτί του. Μωρέ, λέγει, και άλλο +μασκαραλίκι να πάθω! Γιατί ναι πειράζει τους ανθρώπους συχνά· μα +κ' εκείνοι κάποτε του σκαρώνουν δουλειές που κλειέται για μήνες +καταντροπιασμένος στη φωλιά του. Μια φορά έρριξαν στον δρόμο μια +σκούφια Κεφαλλωνίτικη κ' έσπασε το κεφάλι του για να καταλάβη τι +είνε. Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, +ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, +τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την +νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη +γυναίκα. Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός +του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε +τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα. Και +μήπως δεν το γράφουν τα χαρτιά πως ο Σολομώντας με τη βούλα του +ανάγκασε όλα τους τα τάγματα να πετροκουβαλούν για να χτίσουν τον +Ναό στα Ιεροσόλυμα; Άφησε την άλλη φορά που επήγε μεταμορφωμένος +σε γάιδαρο να πειράζη τα σχολειταρούδια κ' εκείνα του έπεσαν +απάνω που είδε κ' έπαθε να ξεφύγη από τα χέρια τους. Για τούτο +εστεκόταν τόρα δίβουλος και τρίβουλος. Μα πάλι που δεν εύρισκεν +ησυχία ως που να μάθη το μυστικό. + + — Έλα, λέγει τέλος αποφασισμένος· βούλωσέ με και πες μου. + +Άμα τον εβούλωσε καλά ο ναύκληρος του είπε την απλή τέχνη: Έβγαλα +τα ρούχα μου, τα έχωσα στο μισοκοίλι, έβαλα το μισοκοίλι στο +κεφάλι και δρόμο. Έπαψε η βροχή, εφόρεσα τα ρούχα μου, επήρα το +μισοκοίλι στο χέρι και πάλι δρόμο. + + — Μωρέ αυτό ήταν όλο! λέγει ο διάβολος τραβώντας τα γένεια του +με αγανάχτησι. + +* + +Επέρασε κάμποσος καιρός κ' επέθανεν ο ναύκληρος. Βέβαια πού αλλού +θα επήγαινε παρά στην Κόλαση. Από τον καιρό που έγινε ο κόσμος ως +τα σήμερα ναύτης δεν είδεν ακόμη την πόρτα της Παράδεισος. + +Η Κόλαση λέγουν πως είνε φοβερός και τρομερός ξερότοπος. Εκεί +ποτέ δεν βρέχει, χλόη δεν φυτρώνει, πουλί πετάμενο δεν διαβαίνει. +Είνε τοιχογυρισμένη με ψηλούς και μεγάλους τοίχους κ' έχει μόνον +μιαν εμπατή, μια μεγάλη σιδερόπορτα. Όταν επρωτόγινε κόσμος η +πόρτα ήταν μικρή γιατί οι άνθρωποι, φρόνιμοι και θεοφοβούμενοι, +επήγαιναν γραμμή στην Παράδεισο. Μα λίγο — λίγο επλήθυναν στον +κόσμο τα κακά· οι άνθρωποι έγιναν πονηροί κ' επίβουλοι κ' έτρεχαν +καραβιές στην Κόλαση. Για να έμπουν όμως μέσα τους έβγαινεν ο +θεός ανάποδα. Οι φύλακες καλόβουλοι εγκρέμισαν τον τοίχο και +άνοιξαν μια πόρτα που χιλιάδες ημπορούν να περάσουν μαζί. Αλλά +τόσος είνε ο λαός που πηγαίνει ώστε πάντα στριμωμένοι και με +καυγάδες κατορθώνουν να έμπουν. Οι γροθιές, οι κλωτσιές και τα +μαλλοτραβήματα πηγαίνουν καπνός. Αν δεν ήταν οι διάβολοι να τους +χωρίζουν, δεκαφτά φορές θα ξαναπέθαινε καθένας. + +Ο μαυροναύκληρος όταν έφτασε κυτάζει προσεχτικά· τι να ιδή; Ο +καλήτερος κόσμος επήγαινεν εκεί. Οι άρχοντες με τις ολόχρυσες +στολές και τα σοβαρά τους πρόσωπα. Οι παπάδες και οι δεσποτάδες +με τα φαρδομάνικα και τα ιερά τους εγκόλφια· οι καλογριές και +ηγουμένισες· οι ευσεβείς και οι νηστευτές· οι μπακάλιδες που +εξικοζύγιζαν και οι κρασοπουλητάδες που έδιναν τριακόσια την οκά +και οι έμποροι που επερνούσαν για μέτρο την πήχη και για πήχη το +ρούπι· οι βαρυτοκιστάδες οι άκαρδοι και οι σπαήδες οι αχόρταστοι· +οι αντρογυνοχωρίστρες και οι προξενήτρες· όλοι τέλος εκείνοι που +στον κόσμο περνούν για κατιτί και τους σέβεται είτε τους φοβάται +ο χοντρός λαός, επήγαιναν εκεί κλαίοντας τον Κόσμο που άφησαν και +κλωθογυρίζοντας ακόμη στον νου τις άδικες και παράνομες υποθέσεις +τους. Ο ναύκληρος ανακατώθηκε με τον λαό και σπρώχνοντας +ζερβόδεξα έφτασε τέλος στην πόρτα. Μα για κακή του τύχη να βρεθή +φύλακας ο βουλωμένος. Καθώς τον βλέπει βάνει τις φωνές. Τρέχουν +οι άλλοι διάβολοι· + + — Τ' είνε μωρέ; τι τρέχει; τον ρωτούν. + + — Έτσι κ' έτσι· τους λέγει. Μην τον αφήσουμε αυτόν τον άνθρωπο +εδώ γιατί θα μας φέρη άνω κάτω. + +Το ακούν εκείνοι, τον αρχίζουν στις κλωτσιές· τον πετούν έξω από +την Κόλαση. + + — Αμ τόρα τι να κάμω; συλλογίζεται. + +Άξαφνα δεξιά βλέπει την Παράδεισο, ένα περιβόλι ωραιότατο, με +δέντρα ευωδέστατα και βρύση κατά πολλά όμορφη, όπως λέγουν τα +Συναξάρια. Μα βλέπει την πόρτα κατακλειδωμένη κ' έρημη. Κανένας +δεν εζύγωνεν εκεί. Πίσω από τα κάγκελα της πόρτας βλέπει τον +Άγιον Πέτρο με τα κλειδιά κρεμασμένα στο ζωνάρι του, με τα μάτια +μισοκλεισμένα, τη μύτη μακρουλή και κόκκινη σαν πιπεριόνος. Ο +Άγιος Πέτρος, ακούς, είν' ένας μεθύστακας που βάνει κάτω τον +καλήτερο κρασοπατέρα του Απάνω Κόσμου. Εκείνη την ώρα ήταν στουπί +στο μεθύσι. Ένας κουτσοκουλόστραβος κουρελιάρης και ψειριάρης — +Κραβαρίτης θα ήταν — δυο ώρες τόρα εχτυπούσε την πόρτα και ο +άγιος κλειδοχράτορας δεν είχε είδησι. Τέλος άκουσε, +αγριοβλαστήμησε δυο — τρεις φορές που του εχαλούσαν την ησυχία, +εσηκώθηκε τρέκλα — δίπλα και άνοιξε να μπάση τον κουρελιάρη. Ο +ναύκληρος δεν χάνει καιρό, χώνεται μέσα. Ξυστά — ξυστά πάει σε +μιαν άκρη και βλέπει ψηλά τον Παντοκράτορα να κάθεται στον θρόνο +του. Έλαμπεν ο ήλιος, έλαμπε και ο θρόνος στο χρυσάφι και τις +διαμαντόπετρες. Δεξιά μεριά του Παντοκράτορα εκαθόταν ο Χριστός +και γύρω η Δωδεκάδα, οι Απόστολοι σε θρόνους μαλαματένιους. +Παρακάτω απλωμένοι στην παχειά χλωρασιά εκάθονταν κοπάδια κοπάδια +οι άγιοι και οι όσιοι και οι μάρτυρες. Έκαναν γλέντι· εκείνη την +ώρα! Είχαν φαγιά· μα τι φαγιά; επεντοβολούσε η Παράδεισος από τη +μυρουδιά τους. Κ' έπιναν ένα κρασί — ρουμπίνι! Ο Δαυίδ — ο +Προφήτης ντε! — έπαιζε την κιθάρα κ' ετραγουδούσαν οι άγγελοι +κάτι παιδιά· ψυχή μου! Να τα έβλεπεν ο Μπίρας θα εσηκωνόταν το +πετσί του μια πιθαμή. Κ' έκαναν τέτοια σαλαλοή που ετράνταζεν ο +Κάτω Κόσμος. + +Ο ναύκληρος τα έβλεπε, κ' εστενοχωριόταν που δεν είχε κανένα για +να μιλήση. Άρχισε να βλαστημάη τους διαβόλους που δεν τον άφησαν +στην Κόλαση να γλωσσοκοπανάη νυχτόημερα, παρά τον έστειλαν, εδώ +που δεν τον εχαιρετούσε κανείς. Τέλος δεν εκρατήθηκε. + +Πλησιάζει ένα γηραλέον άγιο και του λέγει με σέβας: + + — Δε μου λες, πάτερ Αγιαντώνη, ποιος είν' εκείνος που κάθεται +κοντά στο Χριστό; + + — Ου, παιδί μου! έκαμεν ο άγιος· εκείνος είνε ο πάτερ +Χαράλαμπος, που στον καιρό του μισόκαλου Σεβήρου είδε κ' έπαθε +για τον αφέντη το Χριστό μας! + + — Μπα! είπε με αμφιβολία ο ναύκληρος· περισσότερα έκαμες του +λόγου σου. Εκείνος αν επάλαιψε, επάλαιψε με τους ανθρώπους· αμ' +εσύ που τάβαλες με τους διαβόλους; Το ξέρω εγώ· ερχόντουσαν τη +νύχτα στο κελί σου σαν πεντάμορφες παρθένες κ' εσύ τις έδιωχνες +κ' εκοιμόσουν ολόγυμνος στα χιόνια για ν' αποφύγης τον πειρασμό. +Δεν λέγω, νοικοκύρης είσαι· μα τόση περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου +άξιζε. + +Ο Αγιαντώνης έρριξε το κεφάλι κάτω, εσούφρωσε τα φρύδια κ' έφυγε +χωρίς να ειπή λέξι. + + — Καλά σ' έχω· εσυλλογίσθηκε ο ναύκληρος. + +Και με την ίδια επιβουλή πλησιάζει τον Αγιάννη τον Καλυβίτη, που +ήταν ξαπλωμένος κάτω από μια μηλιά κ' έβλεπεν από μακριά τη +διασκέδασι. + + — Δε μου λες; του λέγει· γιατί εσύ τέτοιο αρχοντόπουλο +μοσχαναθρεμμένο, που άφησες τιμές και δόξες για την αγάπη του +Χριστού, να κάθεσαι παραμελημένος και άλλοι που τίποτα δεν έκαμαν +να τρωγοπίνουν στο τραπέζι του Παντοκράτορα; Δεν ξέρω· νοικοκύρης +είσαι· μα τέτοια περιφρόνησι, θαρρώ, δεν σου άξιζε. + +Ο Aγιάννης εσήκωσε τα μάτια, εκύταξε καλά τον ναύτη· έπειτα με +μιας τα εχαμήλωσε, εγύρισε το άλλο πλευρό και άρχισε να κλαίη. + + — Καλά σ' έχω κ' εσένα· εσκέφθηκε ο δικός μας. + +Και τραβώντας τον δρόμο του απάντησε τον άγιο Τρύφωνα και τον +ερεθίζει κ' εκείνον. Έπειτα πηγαίνει στον άγιο Λευτέρη. Έτσι +εκέντρισε δόλια πεντέξη αγίους, αρχίζουν εκείνοι τις φωνές, +πιάνονται στα χέρια. Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' +εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· +επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, +εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. +Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να +σου!» του ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους. + + — Δε φταίμ' εμείς, αφεντικό! φωνάζουν οι άγιοι· να, αυτός μας +έβαλε σκάνταλα. + +Πιάνουν τον ναύκληρο· τον πηγαίνουν εμπρός του. + + — Μωρέ πού βρέθηκες εδώ μέσα! του λέγει Εκείνος θυμωμένος· +μπάρκο την κάναμε την Παράδεισο; + +Μια κλωτσιά του δίνει και τον ρίχνει μίλια έξω. + + — Τόρα πού να πάω; λέγει συλλογισμένος. Να ήταν εύκολο +τουλάχιστον να γυρίσω πάλι στον κόσμο. + +Κάπως του εκαλοφάνηκε αυτή η σκέψις. Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα +γλέντια και τα ταξείδια του! + +Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός +που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με +το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε +στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος. Ο Χάρος +μόλις πάρη τον πεθαμένο τον περνάει πρώτα από της Άρνης το βουνό· +ένα βουνό θεόρατο και δασωμένο. Στη ρίζα του βουνού είνε της +Αρνησιάς η βρύση που τρέχει νερό κρύσταλλο. Του δίνει και πίνει +νερό και αρνιέται για μιας τους δικούς του. Έπειτα τον περνάει +από την Αλησμονιά, ένα λειβάδι που είνε δασοφυτρωμένο το +λησμοβότανο: Άμα περάση και από εκεί ο μαύρος άνθρωπος, λησμονάει +τον κόσμο και τις στράτες και τα διάβατά του. Για τούτο και ο +ναύκληρος τόρα όσο και αν επάσχιζε, τίποτα δεν έκανε. Εγύριζε +αριστερά, ευρισκόταν άξαφνα στην πόρτα της Κόλασης κ' έβλεπεν +εμπρός αγριεμένο τον διάβολο μ' ένα δυκριάνι σιδερένιο στα χέρια +να τον φοβερίζη. Εγύριζε δεξιά, έβλεπε την Παράδεισο και τον +άγιον Πέτρο κρατώντας για ραβδί μια θεόρατη κλείδα κ' έτοιμον να +του σπάση τα κόκκαλα. + + — Μωρέ διάβολε! λέγει, σαν σκούρα τα πράμματα! + +Αντί όμως ν' απελπισθή εθύμωσε· και ο ναυτικός άμα θυμώση +αναποδογυρίζει τις θάλασσες. + + — Έτσι είστε; λέγει· να σας 'μπω κ' εγώ στο ρουθούνι! + +Πιάνει αμέσως και μαδάει όση τρίχα είχεν απάνω του και την πλέκει +πανί. Έπειτα πάει κρυφά και κόβει μια κλάρα· την πελεκάει καλά +και στένει ανάμεσα Παράδεισος και Κόλασης δικό του τσαντήρι. Δικό +του και ανεξάρτητο. Ούτε θεό φοβάται, ούτε διάβολο πλέον. Χώρια +οι λύκοι από τα πρόβατα· χώρια και οι στεριανοί από τους +ναυτικούς. Άλλη ζωή στον Απάνω, άλλη στον Κάτω Κόσμο. Για τούτο +σας λέγω πως αν τον ήξευρα θα του άναβα περισσότερα κεριά από όσα +ανάβω στον Άγιο Νικόλα. Επέθανα; δεν σκοτίζομαι για Κόλασες και +για Παράδεισους. Πάω γραμμή στο τσαντήρι μου!... + + + +ΠΕΙΡΑΓΜΑΤΑ + + + + — Είδες τονε, είδες τονε; — Είδα τονε. — Κ' ίντα φορούσε; — +Άσπρη βράκα, άσπρη βράκα. — Κι' ακόμα δεν την έβαψε;!... + +Ο Πέτρος Σαντορινιός ο θερμαστής, περνώντας καταϊδρωμένος από τη +μηχανή στην πλώρη, έρριξεν αδιάφορα τάχα τα λόγια του σε μερικούς +ναύτες που έρραφταν καθισμένοι κατάχαμα ένα πανί. Με τούτα θέλουν +να ειπούν οι ναυτικοί πως οι Καστελορριζίτες, αφίνοντας το νησί +τους για να ζητήσουν στα ξένα τύχη φορούν άσπρη φουφουλόβρακα και +την βάφουν μόλις καλητερέψουν τα οικονομικά τους. Γι' αυτό +κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν +στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την +προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό +χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους +προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια +του. Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του +αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα +σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο +Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη +χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο. Και +λυγίζωντας τη φωνή του σύμφωνα με την προφορά των γυναικών της +Σαντορίνης ανταπόδωκεν αμέσως το πείραγμα: + + — Κα μπρε τα πουλί μου... Τσ' αν πας στο Ταϊγάνι τσ' ερθής με το +καλό, να μου φέρης ένα φλουσκί ταμπάκο, να σε γλυκοφιλώ!... + +Ο θερμαστής είχε τα ένα πόδι στη σκάλα κ' ετοιμαζόταν να βάλη και +το άλλο. Επήγαινε ν' αλλάξη τα βρεγμένα ρούχα του. Ακούοντας όμως +του ναύτη τα λόγια επισωπάτησεν αλαφιασμένος, σαν να είδε το φίδι +εμπρός του. Α! μα αυτό ήταν πάρα πολύ!... Τ' ήθελε ν' ανακατέψη +τις γυναίκες στα πειράγματά του ο Στελόγιωργας; Ναι, αληθινά· και +η μάνα του έβαζε ταμπάκο και η αδερφή του. Μπορεί να είνε +συνήθεια του τόπου. Με τούτο όμως δεν θα ειπή πως η γυναίκα εκεί +άλλαξεν όλως — διόλου τη φύσι της· πως από τα στολίδια και τα +ρούχα και τα συγύρια του σπιτιού της προτιμά ένα φλουσκί ταμπάκο +κ' εκείνο μόνον ζητά για πολυτιμότερο αγαθό να φέρη ο άντρας της +από το ταξείδι!... Ο θερμαστής εκύταξε κατάματα τον ναύτη, σαν να +ήθελε να φτάση στην ψυχή του, να γνωρίση αν τα είπε με κακό σκοπό +τα λόγια του, να τον προσβάλη στ' αληθινά. Ξεύρουν όλοι μέσα στο +καράβι πως αυτός δεν τις δέχετ' εύκολα τις προσβολές. Είδεν όμως +το πρόσωπό του να λάμπη από ειλικρίνεια· εγνώρισε στα μάτια του +άδολη τη χαρά. που εκατόρθωσε να τον θυμώση τόσον εύκολα. Έφτισε +δυο — τρεις φορές στα πόδια του, έσκασε τα γέλοια και άρχισε ν' +αναζητά στη μνήμη του τόσα άλλα ανέκδοτα που έχουν για τους +Καστελαρριζίτες οι ναυτικοί. Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα +του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το +βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π' +ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως +συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις +πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι. Εθυμήθηκε τον +ενθουσιασμό του πεθερού όταν είδε τον γαμπρό του ολόγδυμνο· +εξεχώρισε τη μονάκριβη συκιά που έχει το νησί και μνημονεύεται +στα προικοσύμφωνα όλων των γάμων, αλλά δεν είχε πρόχειρα και τα +λόγια τους: — Γράψε, γράψε! — Γράψε και τι να γράψω; — Γράψ' ένα +κλωνί συκιά περ πονέντε!... + +Μα ενώ έμενεν έτσι αφαιρεμένος και φουρκισμένος που δεν τον +εβοηθούσε η γλώσσα, είδεν άλλον ναύτη, ένα γέροντα +χοντροκαμωμένον και κακοτράχαλον, πίσω καθισμένον να γελά πονηρά +και κάτι να ψιθυρίζη μυστικά στον Καστελορριζίτη. Βέβαια του +εθύμιζε κάποιο νέο ανέκδοτο της Σαντορίνης αυτή η φάλαινα. Μα τι +θέλουν οι άλλοι και ανακατώνονται στις κουβέντες τους! Και +παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την +περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους +ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των + + — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη +φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να +φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι. + + — Αχ! στα χαμένα νερά! Και πότε θ' ακούσω τις χαλκαδένιες σου να +κάνουν γράντα — γράντα;... + +Εσχημάτιζε τις χαλκαδένιες του, τις άγκυρες πως βυθίζονται στα +νερά και κάνουν γράντα — γράντα· έδειχνε πως το Μπαλτζίκι απέχει +ώρα μόλις από τη Βάρνα· έπαιρνε στο πρόσωπο την τρομασμένη +έκφρασι της γυναίκας για το μακρύ και αβέβαιο ταξείδι του +αγαπημένου της και σύγκαιρα την απελπισία εκείνου για τον χωρισμό +και την υπερηφάνεια για το κινδυνεμένο κατόρθωμα. Ο θερμαστής +έδινε στον ήχο της φωνής, στη στάσι, στις χερονομίες του τόση +κωμική μεγαλοπρέπεια που έσκασαν όλοι, ναύτες και θερμαστές τα +γέλοια κ' εκύταξαν τον Βαρνιώτη, σαν κάτι παράξενο και +περιφρονημένο πράγμα. Έτοιμοι ήσαν να του ριχθούν όλοι με +σαρκασμούς. Εκείνος εχαμογέλασε στην αρχή, αναψοκοκκίνησεν +έπειτα, έρριξε το κεφάλι κάτω κ' ετράβηξε να φύγη. Ήταν ήσυχος +ανθρωπάκος αυτός, φευγάτος από την πατρίδα του, πολιτογραφημένος +στην Ελλάδα, από τη δουλειά και την κακοπάθεια αφανισμένος. Είχεν +ολόκληρη λυκοφαμελιά στη ράχη του κ' εκαταλάβαινε πως δεν του +έμενε καιρός για μαλώματα και καυγάδες. Αλλ' ενώ εδιάβαινε κοντά +στον Κώστα τον θερμαστή, εκείνος άπλωσεν επίβουλα την αρίδα του, +επεδικλώθηκεν ο ναύτης κ' εκύλισε χάμω σαν ασκί. Τόρα τα γέλοια +αντήχησαν στο καράβι από άκρη σε άκρη και στις στεριές δίπλα, +σκαστά και τρανταχτά, που έπνιξαν κάθε άλλη φωνή. Αλλ' ο Μίμης ο +Γαλαξειδιώτης ήρθε τότε σύντροφος στον γέροντα και ηθέλησε να τον +βοηθήση στην γλωσσοφαγιά. + + — Μωρέ δεν τους μιλάς! είπε προστατευτικά. Όποιος δε μιλεί εδώ +μέσα ζωντανόν τον θάφτουνε. Τι ρίχνεις το κεφάλι κάτου και +φεύγεις; Να κι' ο Κρητικομηλιός τόρα που βγήκε στο μεϊντάνι. Δεν +πάει ν' αλειφτή νέφτι σαν τον πατριώτη του. Ακούς είχε μιαν οκνή +γαϊδάρα και κάποιος τον εσυμβούλεψε να την αλείψη νέφτι. Τόκαμε ο +μπουρμάς κι' αλήθεια δεν είχε στασιό από τότε· έφευγε βαπόρι. Μα +τόρα ο φίλος εξεποδαριάστηκε γυρεύοντάς την. Έτρεχε· πού να την +φτάση! σαν έξυπνος τέλος αλείβεται κ' εκείνος νέφτι. Τόρα την +φτάνει και την περνάει. Διαβαίνει από το σπίτι του και βάνει τις +φωνές: — Γυναίκα, έβγα να πιάσης το χτήμα κ' εγώ έχω δρόμο +ακόμη!... + + — Ο Κώστας ατάραχος εδέχθηκε του Γαλαξειδιώτη το πείραγμα και +τους σαρκασμούς των συντρόφων του. Εσούφρωσε μόνον τα χείλη, +αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη +γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κ' έβγαλεν ένα πουφ! +περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος ετέντωσε την άλλη του +αρίδα, ανακλαδίσθηκε χάσχοντας πιθαμή το στόμα, λέγεις και ήθελε +να χάψη τον ήλιον ακέριο και είπε με φωνή σύγκαιρα σαρκαστική και +ράθυμη στον ναύκληρο· + + — Και σου λένε, Μπαρμπαγιώργη, πως δεν είν' έξυπν' οι +Γαλαξειδιώτες. Αφού και στη στεριά παίρνουν οδηγό τη μπούσουλα!.. +Αφού μετρούν τα χωράφια τους από άρμπουρο σ' άρμπουρο κι' απ' +ασφάκα σ' ασφάκα... Και δεν είνε παληκάρια γιατί 'πήραν το +τιτίβισμα των περιστεριών για ληστάδες κ' έφυγαν αφίνοντας τις +γυναίκες στους νταυλοκαλογέρους!... + +Ο Γαλαξειδιώτης όμως άναψεν αμέσως. Το χαμόγελο έσβυσε στα χείλη +του κ' εχαλκοπρασίνισε σαν την οχιά. Α, δεν τα σηκώνει ο Μίμης +αυτά! Ό,τι κάνουν οι άλλοι, καλά καμωμένα. Μα αυτόν δεν θέλει να +τον πειράζει κανείς. Αψύς εσηκώθηκεν απάνω και ήρθε κατάμπροστα +στον θερμαστή, βάζοντας τα χέρια στη μέση του, σαν να τον +επροσκαλούσε στο πάλαιμα. + + — Α, στο διάβολο, είπε, σαλιάρη, που δεν ξέρεις τι λες. + + — Να χαθής, βλάχο! απάντησεν ο Κώστας θυμωμένος. + +Κ' ευθύς ετινάχθηκεν ολόρθος, εζύγωσε κοντά με τα χέρια και αυτός +στη μέση, τον εκύταξε κατάματα, έσμιξε σχεδόν την κίτρινη μύτη +του στη μύτη του αντίπαλου κ' εσφύριξε πάλι: + + — Να χαθής, παλιόβλαχε! + +Εχόχλαζε τόρα και στους δυο ο θυμός. Ετοιμάσθηκαν να ορμήσουν +ένας στον άλλον, να γροθοκοπηθούν, να ξεμαλλιασθούν, να +ξεσχισθούν το κατάστρωμα να στρώσουν με τα κρέατα τους, να βάψουν +τη θάλασσα με το αίμα τους. Αλλ' ο Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος +έτρεξε στη μέση, έσπρωξε τον έναν αποδώ, έρριξε τον άλλον αποκεί +και ορθός ανάμεσά τους, με την θαυμαστή απάθεια στο πρόσωπο, τη +γιγάντια κορμοστασιά, το αυστηρό βλέμμα του εδέσποσεν εκεί, σαν +θαλασσογέννητος θεός που κατασιγάζει των ανθρώπων τα πάθη όπως +και τις τρικυμίες. + + — Ε, ντραπήτε και μια στάλα, ρε παιδιά· είπε με την τρανταχτή +φωνή του. Αμή!... σαν δεν θέλετε να σας πειράζουν μην πειράζετε +και σεις. Καμμιά φορά ένα πείραγμα φέρνει χίλια κακά. Είδα τόσα +και τόσα στη ζωή μου! Από τέτοια αθώα πειράγματα εχάθηκε το παιδί +ο Ανέστης, αλαφρό το χώμα του. Μωρέ παίδαρος μια φορά! δράκος +μονάχος· σωστός ρούφουλας. Κ' εχάθηκε από ποιον; Από μια μύξα! +...Α! εκείνη τη φρίκη δεν θα μου τη βγάλη μήτε η πλάκα. + +Είμαστε θυμούμαι στη Νοβοροσίσκη μ' ένα Γαλαξειδιώτικο +μπαρκομπέστια. Εγώ εκείνο το ταξείδι ναυτολογήθηκα στην Πόλη. +Εκείνους τους δυο τους ηύρα μέσα. Ήσαν από πριν. Είχαν πολλά +ταξείδια μαζί και ήσαν θαρρεμένοι. Αλλά με όλα τα θάρρη που +είχαν, με όλες τις συντροφιές που έκαναν, άμα άκουε κανένα λόγο +για τους πατριώτες του ο Γεράσιμος ανατρίχιαζε σαν το λυσσασμένο +σκυλί στον καθρέφτη. + +Ο Ανέστης ήταν Σπετσιώτης, αρβανίτικο κεφάλι — μπίντα σωστή. +Είχεν όμως αγαθή ψυχή· όση κορμοστασιά τόση και καρδιά. Του +άρεσαν τα γέλοια και τα ξεφαντώματα. Μια δραχμή να έκρυβε στην +τσέπη, την εθυσίαζε για τους φίλους· τα ρούχα του επουλούσε για +τον σύντροφο. Εγνώρισα την καρδιά του μόλις επάτησα στο καράβι. Ο +καπετάνιος δεν ήθελε τον Γεράσιμο γιατ' ήταν βλάστημος και +σπιούνος. Στην Πόλη αποφάσισε να τον βγάλη και γι' αυτό +εναυτολόγησε εμένα. Ο Ανέστης όμως ήξευρε πως είχε φαμελιά επάνω +του και ηθέλησε να τον σώση. Είπε στον καπετάνιο πως ηύρε δουλειά +έξω και θ' άφινε το καράβι. Τον επαρακάλεσε στη θέσι του να +κρατήση τον Κεφαλλωνίτη. Εκείνος εκατάλαβε τη θυσία, αγαπούσε και +το παιδί γιατ' ήταν σωστός δουλευτής· εμετανόησε. Εκράτησε τους +δυο, εκράτησε κ' εμένα. + +Όμως εγώ εννόησα τη διαφορά τους αμέσως. Μίλια ήταν μακριά ένας +από τον άλλον. Ο Γεράσιμος φαρμακομύτης, σιωπηλός, αγέλαστος, +κρυφονούσης — βρασμένη ψυχή. Ο Ανέστης το ενάντιο. Βροντοκράχτης +κεραυνός ο ένας· θάλασσα κρυφογκάστρωτη ο άλλος. Ό,τι έλεγε η +καρδιά το έδειχνε στα χείλη ο Σπετσιώτης. Ό,τι έλεγαν τα χείλη το +ετάφιαζε στ' απόκρυφα της ψυχής ο Κεφαλλωνίτης. Και μέσα εκεί σαν +σε λεβέτι αγάνωτο έβραζε και το ανακάτωνε για χρόνια ως που το +έρριχνεν έξω φαρμάκι και χολή. + +Ο Ανέστης όμως δεν έδινε προσοχή σ' αυτόν τον χαραχτήρα του +συντρόφου του. Όταν ήθελε να γελάση — και το ήθελε τόσο συχνά ο +αγιοχώματος! — έλεγε τον λόγο του, αδιάφορο και αν επλήγωνε +κανένα. Είχε να ειπή για τους Κεφαλλωνίτες όπως και για κάθε τόπο +της Ελλάδας. Εμείς οι Ρωμιοί τα έχουμε αυτά. Τ' άφηκαν +αφιλονείκητη κληρονομιά οι παλαιοί μας. Έλεγε λοιπόν πως οι +Κεφαλλωνίτες στην επανάστασι εβγήκαν να πολεμήσουν στου Λάλα +ξαρμάτωτοι. Και όταν τους ερώτησαν οι χωριάτες γιατί πηγαίνουν +έτσι στον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν με την παιδιάτικη προφορά +τους: — Α δα και άρματα θέλουμε; Βγάνε βρούλα δένε τρούκους!... +Κ' έπειτα που τους ελιάνιζε με το γιαταγάνι ο εχθρός εφρόντιζαν +να μη χαλάσουν τα ρούχα τους! — Κάτσε, καλέ αγά και μη μου χαλάς +το γαμπά μου!... + +Ο Γεράσιμος τ' άκουεν αυτά μα δεν έλεγε τίποτα. Τι να ειπή που +έτρεμε του Ανέστη τον γρόθο. Άσπριζε μόνον ως τ' αυτιά· έδειχνε +στο χαμόγελό του γουλιά κατακίτρινα σαν να είχαν φαρμακόφιδο μέσα +τους κ' εκινούσε το κεφάλι ρίχνοντας σουβλερές ματιές στον +ξεφαντωτή. Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το παιγνίδι. Όπως στη +θάλασσα και στην ψυχή του ανθρώπου η πάρα πολλή γαλήνη άφευκτα θα +γεννήση τρικυμία. Ηθέλησα να πείσω το παιδί να μετριάση τ' αστεία +του. + + — Μη τον κάνεις έτσι, μωρέ· πειράζεται φοβερά ο Κεφαλλωνίτης. + + — Μπα· είπεν εκείνος σηκώνοντας τις πλάτες. Εγώ δεν τα κάνω να +τον πειράξω. Έτσι τα λέγω, χωρατά. + + — Χωρατά μα εκείνος τα παίρνει στ' αλήθεια. + + — Δε βαριέσαι!.. + +Κ' έφυγε από κοντά μου αντιπατώντας τις πατούσες του στα σανίδια, +σαν να έλεγε πως έτσι άσπλαχνα ημπορεί να πατήση καθένα που θα +θελήση ν' αντισταθή στη χαρά του. Εγώ δεν απελπίστηκα. Εμίλησα +στον Ανέστη, ηθέλησα να μιλήσω και στον Γεράσιμο. + + — Σε πειράζει, πείραξέ τον και συ· του είπα. Μιλεί για τους +συντοπίτες σου· μίλησε για τους δικούς του. Μήπως έχουν και λίγα +οι Σπετσιώτες. Να, πες του για το αρνοκέφαλο. Κάποιος εψώνησε από +την αγορά έν' αρνοκέφαλο. Μα στο δρόμο του εγλύστρησε κ' έπεσε +στη θάλσσα. Κάνει να το πιάση, αδύνατον· το κεφάλι όλο κ' +εμάκραινε από την ακρογιαλιά. Ο έξυπνος τότε τι σοφίζεται; +Παίρνει μια τούφα χορτάρι και την δείχνει στα σβυσμένα μάτια του +ελπίζοντας να το πλανέση. — Ψου!... ψου!... το εμαύλιζε... + +Δεν μ' άφησε να τελειώσω. Επήδησεν ορθός, με άρπαξε από τον ώμο. + + — Δεν τα ξέρω 'γω αυτά! δεν τα ξέρω 'γω αυτά!... ερέκαξε +τρέμοντας ολόκορμος. Ή θα πάψη ή μα τον Άγιο!... + +Κ' εστύλωσε μάτια θυμωμένα στον φοβερό μπαλντά που ήταν δίπλα +στον αργάτη με τέτοια έκφρασι, που επίστεψα πως το κατάρατο +σύνεργο εσερνόταν άθελα να πέση στα χέρια του. Από την ώρα εκείνη +έδιωξα κάθε δισταγμό. Ο Κεφαλλωνίτης ήταν αδύνατο να μη μας κάμη +δουλειές στο καράβι. Και τις έκαμε αλήθεια. Τις έκαμε γρηγορώτερα +και φοβερώτερα απ' ό,τι εφανταζόμουν. + +Είχαμε κοντόγεμο το πλεούμενο που μας επλάκωσε η Λαμπρή. Ο +καπετάνιος εφρόντιζε να πάρη το φορτίο του και να φύγη πριν +έρθουν οι άγιες ημέρες· μα εστάθηκε αδύνατο. Έφτασε η Μεγάλη +Πέφτη, έπαψε το φόρτωμα. Είδες τι θρήσκοι που είνε στη Ρωσσία! +Θεός και Τσάρος· τίποτ' άλλο. Έπαψε κάθε τι κ' ερρίχθηκεν ο +κόσμος στην εκκλησιά και τις προσευχές. Θέλοντας μη θέλοντας +εκάναμε κ' εμείς το ίδιο. Ήρθεν η Κυριακή· άρχισε το Χριστός +βοσκρέσια. Χριστός ανέστη κ' εμείς. Ο καπετάνιος έψησε το αρνί, +μας εμοίρασε από έν' αυγό, μας έδωκε λίγο κρασί. Ήταν ημέρα +ομιχλωμένη και ζεστή από εκείνες που βλέπουν συχνά τ' άγρια +λιμάνια. Δεξιά οι τελευταίες ποδιές του Καυκάσου, ένα βουνό που +χύνει στους θυμούς του φοβερόν ανεμοστρόβιλο, τόρα επλάγιαζε +ήμερο, σαν λέοντας προστατευτικά κυτάζοντας τα πέλαγα. Αριστερά η +πόλις φτωχική, ακάμωτη, με λίγα σπίτια και περισσότερες καλύβες, +με πλατείς δρόμους πελαγωμένους στη λάσπη και μια εκκλησούλα +πρασινοθόλωτη στη μέση, έμοιαζε ψαροχώρι έτοιμο να φιλοξενήση +μέγαρα στους περιφραγμένους σπιτότοπους. Και ανάμεσα, βαθειά, το +δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό +λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να +χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και +θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το +βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων. Άλλοι έτρεχαν αποκαρωμένοι +απάνω στ' αμάξια· άλλοι αρπάζονταν από τη μποτίλια της βότκας· +άλλοι εχόρευαν μισοστρατίς και άλλοι εγκρεμίζονταν αναίσθητοι, +γυναίκες και άντρες μαζί, στα χαλίκια του γιαλού και τους τράφους +του δρόμου. + +Οι ναύτες όλοι στην πλώρη συναγμένοι είχαν εμπλεχθή χεροπόδαρα +και άλλος ετριβόταν στη ράχη του ενός, άλλος έβανε στα σκέλια του +άλλου το κεφάλι, άλλοι επάλαιβαν, άλλοι εκυνηγούνταν. Το σώμα +τους μαθημένο στην ενέργεια δεν ημπορούσε να μείνη τόρα στην +ακινησία. Είδα πως ο Ανέστης είχε διάθεσι και ηθέλησα να τον +σηκώσω αποκεί. + + — Έλα, του λέγω, ν' ανοίξουμε τα πανιά να λιαστούν σήμερα. Τάφαγεν η νοτιά τόσες 'μέρες. + + — Τράβα κ' έφτασα· είπε πρόθυμος. + +Στη δουλειά δεν έλεγεν όχι ποτέ του. Ετράβηξα εμπρός, εσκάλωσα +στο πινό και άρχισα να λύνω τα σχοινιά. Μα δεν επρόφτασα να πάω +στο τρίτο και άκουσα φωνές πίσω μου. Ο Ανέστης παίρνοντας αφορμή +από το μπλέξιμο των συντρόφων του εθυμήθηκε να ειπή για τους +σαράντα Κεφαλλωνίτες. Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα +θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν +αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. +Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που +ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να +πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό. Μα ο +Γεράσιμος — ίσως ήταν και πιομένος λιγάκι — άρχισε τις +βλαστήμιες. Φρίξον ήλιε! Ο Ανέστης ακούοντάς τον έτσι εξαπλώθηκε +χάμω ξεκαρδισμένος στα γέλοια. Και όσον εγελούσε τόσο εκείνος +άφριζε κ' εμάνιζε. Κατεβαίνω να ιδώ τι γίνεται· συναντώ εμπρός +μου τον Γεράσιμο πρασινοκίτρινο σαν τη μπακρίλα. + + — Τι πάθατε, μωρέ παιδί ; + + — Θαν του πιω το αίμα, μα τον Άγιο· θαν του πιω το αίμα!... +λέγει άγρια. + +Και φεύγει κατά την πρύμη βιαστικός, με τα μαλλιά σηκωμένα, μ' +ένα βήμα άταχτο, σαν να του έδοσαν τσεκουριά στο κεφάλι. + + — Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια! ... γροικώ εκείνη την +ώρα φωνές και γέλοια. + +Τρέχω στην κουπαστή· τι να ιδώ; Του διαβόλου πεντέξη Ρούσες, +εκολυμπούσαν νεράιδες ολόγυρα στην πλώρη μας. Είδαν την ημέρα +ζεστή, έπιαν και καμμιά βότκα παραπάνω κ' ερρίχθηκαν να +παιγνιδίσουν με το κύμα. Εβουτούσαν το κεφάλι κ' έπειτα +ετινάζονταν ολόρθες, με τα ξανθά μαλλιά τους κολλημένα στα +ζηλευτά μαρμαροτράχηλα, με τα στήθη ολόμεστα με τα χιονάτα κορμιά +στο κύμα σαν διαμαντόπετρες κλεισμένες στα ζαφείρι. Έπαιρναν νερό +με τις τριανταφυλλένιες χούφτες τους, το έρριχναν απάνω μας +χρωματιστά μπιρλάντια και ανοιγοσφαλώντας τα χειλάκια τους που +ήσαν μικρότερ' από μίδι εφώναζαν ολόχαρες: + + — Γόσποδιν, Χριστός βοσκρέσια!... Χριστός βοσκρέσια +σαλιότκοι!... + + — Ναι, Χριστός ανέστη! ... Χριστός ανέστη! ποιος λέγει τ' +όχι!... + +Είμαστε όλοι κρεμασμένοι στην κουπαστή με χείλη διψασμένα, τα +χέρια τεντωμένα οργυιές, παραδομένο το κορμί στην άβυσσο. Το μάτι +μας γαρίδα! Έβλεπες μέσα στο θαμπό νερό τα κορμιά τους κίτρινα +σαν ελεφαντοκόκκαλο ν' αργοκινούνται και σ' έπιανε ανατριχίλα και +πείσμα. Πείσμα και ζήλεια. Μας άπλωναν τα χέρια· τους εδίναμε την +ψυχή. Οι ραντίδες που έφταναν απάνω μας, στο πρόσωπό μας, +επίστευες πως ήσαν κάτι από το κορμί τους και τις εσφίγγαμε στον +κόρφο, τις εφέρναμε στα χείλη με φλογερή αχορταγιά. Τα φτερά του +πόθου επετούσαν ολόγυρά μας κ' ερράπιζαν τη συνείδησι. Ερρίχναμε +πορτοκάλια· επετούσαμε μεταξομάντηλα. Κ' εκείνες θεότρελες +ετσαλαβουτούσαν εδώ κ' εκεί, άρπαζαν τα χαρίσματα κ' εγύριζαν +πίσω με τα λάφυρά τους στα χέρια. Έπιαναν την καρίνα, αρπάζονταν +στα σχοινιά ν' ανεβούν απάνω τάχα κ' εφώναζαν ολογέλαστες: + + — Για βας λιουμπλιού!... για βας λιουμπλιού!... + + — Ναι· σ' αγαπώ! κ' εγώ σ' αγαπώ! ... + +Άξαφν' ακούω πίσω μου μια φοβερή βροντή. Είπα πως εκόπηκε η +άγκυρα, πως έσπασε κανένα κατάρτι. Γυρίζω τρομαγμένος· ωχ, +αλλοίμονο! Ο άθεος Κεφαλλωνίτης έκαμε τον λόγο του. Καθώς +εκοιμόταν στο ηλιοπύρι ο Ανέστης, μια του έδωσε με τον μπαλντά κ' +εχώρισε το κεφάλι από το κορμί. Τόσο πάθος έδωκε στο φοβερό +σύνεργο που έμεινε καρφωμένο πιθαμή στη σανίδα. Δεν επρόφτασα να +κινηθώ από τη θέσι μου, να καλοϊδώ το σώμα που εσπάραζε στο αίμα +του και βλέπω τον φονιά να πηδάη στο τσιμπούκι και να ρίχνεται +στη θάλασσα, σκούζοντας σαν τον ρύσο. + + — Πιάστε τον!... εφώναζα. + +Μα δεν είδα στα γελαστά νερά παρά τις Ρούσες, που έφευγαν με +φωνές στο ακρογιάλι αφροκοπώντας τη θάλασσα, σαν κοπάδι δελφινιών +εμπρός στον θεότρομον όγκο της φάλαινας!...» + +Και με τον λόγο ένωσε τη βελόνα δυνατώτερα στο πανί ο +Μπαρμπαγιώργης ο ναύκληρος, σαν να εσούβλιζε τα φυλλοκάρδια του +Κεφαλλωνίτη. Κάποια ανατριχίλα εφάνηκε να κυριεύη όλους, ναύτες +και θερμαστές. Εκύταζε ο ένας τον άλλον με σοβαρότητα +μελαγχολική, σαν να συνεννοούνταν πως αληθινά πρέπει ν' αφήσουν +τα πειράγματα. Έπειτα όμως χαμόγελο άνθισε στα χείλη τους. Μπα, +όσα πειράγματα και αν ειπούν δεν θα φτάσουν ποτέ σε τέτοιο +κακούργημα... Και άξαφνα Κώστας ο θερμαστής άρχισε με φωνή +παραπονιάρα βλέποντας τον Κιμωλιάτη τον μάγερα: + + — Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον κούντρο, μην το πιστέψης μάτια +μου... Κι' αν μάθης πως έπεσ' από τον παπαφίγγο, μην το πιστέψης +μάτια μου... Μ' αν ακούσης πως έπεσ' η καζάνα και μ' επλάκωσε, +πίστεψέ το!... πίστεψέ το!... + + + +ΓΕΡΑΚΑΣ + + + +Τρελοβοριάς εχύθηκε στο πέλαγο, εσήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί +κάτασπροι απλώνονται στην έκτασι, βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν +άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου άνεμου το θέλημα +παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει +απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με άλματα γίγαντος. Οι στεριές +γύρω, τ' ακρωτήρια, οι κόρφοι στέκουν αφροζωσμένοι και +αχνομέτωποι, δίχως έκφρασι και ζωή απάνω στην ακλόνητη βάσι τους. +Ψηλά δεν έχει σύγνεφα ο ουρανός· τα εσάρωσεν ο άνεμος. Κάτω δεν +έχει πλεούμενα η θάλασσα· τα έκλεισεν ο φόβος στα λιμάνια. Ο +ήλιος μόνος γοργογυρίζει στον αιθέρα κυρίαρχος άτρομος και κάτω +αρμενίζει το τρεχαντήρι του Βαλμά, της λύσσας και της φρίκης +μοναχικό ανάμπαιγμα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, δεν το ψηφά το +κύμα. Έχει πισαλειμμένο το σκαφίδι του· έχει σκαρμούς από +πρινάρι, κατάρτια ελάτινα· πανιά και άρμενα γερά. Κ' έχει για +καπετάνιο δράκο της θάλασσας· έχει για ναύτη του δράκου τον υγιό· +έχει ναυτόπουλο ένα κλαψάρικο παιδί. Κλαίει και μύρεται το +ναυτόπουλο· θυμώνει — ξεθυμώνει ο ναύτης· βλαστημά και μάχεται ο +καπετάνιος μεγαλόψυχος. Και το ξύλο λυγερό, λεβέντικο φεύγει και +χάνεται απάνω στο νερό, που σηκώνεται πύργος να του φράζη τον +δρόμο, που απλώνει πλοκάμια να το σύρη στους βυθούς. + + — Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· +λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να +κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάς + + — Καλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. + +Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με +άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το +ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο. Τι +έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το +παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το +παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε +κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη +ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν +αόριστα και μυστικά: + + — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα. + +Μα η Άσπρη θάλασσα είνε απέραντη. Αρχίζει από το Γιβραλτάρι, και +φτάνει στη Συρία. Σε ποιο μέρος της Άσπρης ήταν αυτός; Άρχισαν οι +νησιώτες άντρες και γυναίκες, θαλασσινοί απόμαχοι και γυναίκες +γλωσσοκοπάνες να δαιμονίζονται. Με τη φαντασία εψαχούλεψαν κάθε +νησί της, κάθε χωριό, κάθε συνοικία· έπιαναν κάθε ξενοπάτη και +τον εξέταζαν: — Μπρε καλέ μου, μπρε άρχοντα! Ένας ψηλός, ένας +λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί +σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην +απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχι — όχι· δεν τον ίδαμε, +δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και +βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε. Τέλος γυρεύοντας εδώ κ' εκεί· +πες ο ένας το κοντό του και ο άλλος το μακρύ του έπλεξαν την +ιστορία του. Ναι· ο καπετάν Βαλμάς λέγει πως επήγε στην Άσπρη +θάλασσα· μα δεν εστάθηκε στην Άσπρη θάλασσα. Επήγε στην Αμέρικα. +Εκεί επαντρεύτηκε με μιαν Αμερικάνα ιδιότροπη, ξεμυαλισμένη που +εγέννησε το παιδί. Έπειτα η Αμερικάνα επέθανε ή του έφυγεν ή και +την εσκότωσε. — Είχε δα και στο βλέμμα κατιτί άγριο σαν του +φονιά. — Λοιπόν την εσκότωσε. Αγόρασε το ξύλο. Μπα! αυτός ν' +αγοράσει; αυτός να δουλέψη; Να, σε κάποιον κόρφο το ευρήκεν +αρραγμένο, επήδησε μέσα τη νύχτα, εσκότωσε τον καραβοκύρη με τον +λάζο του — είχε δα κ' ένα φοβερό λάζο! — έβαλε μέσα το παιδί του +κ' εγύρισε στο νησί. Τ' όνομα του τρεχαντηριού δεν ήταν άλλο παρά +τ' όνομα που είχεν η Αμερικάνα. Παράξενη γυναίκα παράξενο και τ' +όνομά της. Έτσι τα εκομπόδεσαν και ησύχασαν όλοι τους. + +Ο καπετάν Βαλμάς έφερε και μετρητά στην πατρίδα. Ευρήκε το +πατρικό του χαλασμένο· τον κήπο χέρσο· την οικογένειά του +ξεκληρισμένη. Μόνον το σπίτι εδιόρθωσε για να ξεχειμάζη. Ούτε +κήπο εφρόντισεν ούτε άλλο τίποτα. Ερρίχθηκε στη δουλειά. +Εταξείδευε σερμαγιά· καπετάνιος και φορτωτής μαζί. Από το νησί +στον Πειραιά· από τον Πειραιά στα Δαρδανέλλια· από τα Δαρδανέλλια +στα Ροδονήσια· και πάλι πίσω στον Πειραιά· πίσω πάλι στο νησί +του. Και δεν είχε άλλον μέσα στο τρεχαντήρι. Αυτός και ο γιος του και ο Ρουφογάλης ένας σκύλος μαλλιαρός, αγριομούτσουνος, μικρός στο ανάστημα, κεραυνός στη φωνή. Είχε και το ναυτόπουλο για να τους κάνει τις δουλειές. Τίποτ' άλλο. + +Μα ούτε και αγάπη είχεν άλλη ο Βαλμάς από τις δυο, τις πρώτες +του: το τρεχαντήρι και το παιδί του. Ένα σχοινάκι να εκοβόταν από +το ξύλο ήταν ικανός να χαλάση κόσμο. Κεφάλι να έλεγε το παιδί πως +του πονεί, έκλαιγε σαν γυναίκα. Το τρεχαντήρι σε κάθε λιμάνι το +έβαφε, το εστόλιζε, το επάστρευε, το εγλυκοκύταζε σαν καλός +καβαλάρης το άλογο του· πολλές φορές άνοιγε κουβέντα μαζί του. Το +παιδί κάθε βράδυ στα γόνατα το έπαιρνε, το εκύλαε, το εψηλαφούσε +στα ξανθόσγουρα μαλλιά, το εφιλούσε παθητικά σαν ερωμένη. + + — Παιδί μου — Μπιούτη μου! ετρυφεροψιθύριζε. + +Τόσο τα είχε σμιχτά στην αγάπη του που δεν ήξευρε καλά — καλά +ποιο ήταν το παιδί και ποιο το ξύλο του. + +Τόρα όμως ξένοιαστος ερροχάλιζε στο κρεβάτι του ο καπετάν Βαλμάς. +Είχε μαζί και τα δύο. Το παιδί εκαθόταν στοιχειό στο τιμόνι· το +τρεχαντήρι έφευγε γοργό στα κύματα. Δεν τον τρομάζει τον βοριά, +δεν το ψηφά το κύμα. Αλλά κ' εκείνα δεν το ψηφούν το +καρυδόφλουδο. Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και +αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο +άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια +σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα +του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο +άπειρο διάστημα. Και κάτω το νερό δέρνεται και φουσκώνει, αφρίζει +και μανίζει έχθρας του εαυτού του, μίσος και χλεύη του. Ο ναύτης +μάταια προσπαθεί να κρατήση γραμμή στη σκάφη του. Ξεσχίζονται τ' +απάνω πανιά και φεύγουν ανεμοπαρμένα πούπουλα περαδώθε. Πλάνο το +κύμα αντί να σπρώξη δεξιά το τρεχαντήρι αριστερά το πλαγιάζει, το +παραδίνει στ' ανοιχτά. + +Το ναυτόπουλο αρχίζει πάλι τα κλάυματα. + + — Μωρέ Γιώργη που πάμε; χαθήκαμε! Άσε να ξυπνήσω τον καπετάνιο. + + — Σκασμός, πούστη! Μη βγάλης άχνα γιατί σ' έφαγα! + +Ο ναύτης φιλότιμος δεν θέλει να κράξη βοήθεια τον πατέρα του. +Ναι, είνε καλός δουλευτής· δεν είνε όμως κ' επιδέξιος κυβερνήτης. +Η ώρα θέλει χέρι δυνατό, μάτι και τέχνη. Αν εξύπναεν ο καπετάν +Βαλμάς εύκολα θα έβαζε τη σκάφη στον δρόμο της. Μα ο Γιώργης δεν +θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω +ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το +ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια +σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. + +Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει +καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς. Ο πέτρινος +ελέφαντας στη θάλασσα προυμυτισμένος ετίναζε νεροστροβύλους στ' +αστέρια. Μηδέ Τσιρίγο μηδέ Ηλοί εξεχώριζαν πουθενά. Άχνα το νερό +τα εσκέπαζεν από άκρη σ' άκρη. Ευθύς το πρόσωπό του εκιτρίνισε +σαν λεμόνι· τα μάτια του έσταξαν αίμα και χολή. Ασυλλόγιστα έφερε +το χέρι στο στυλέτο. + + — Βρε άθεε αγριομίλησε· πού πας εδώ να μας πνίξης! + + — Μ' επήρε στο φτερό· δεν το κατάλαβα· εψιθύρισεν άτολμα. + + — Γιατί μωρέ δεν μ' εξύπναες ; + +Ρίχνεται απάνω στο δοιάκι θέλοντας να ορτσάρη· μα που να ερτσάρη; +Δεν είχε πλέον καιρό. Τ' όμορφο τρεχαντήρι έτρεχε δαιμονισμένο +απάνω στη στεριά. Κ' εκείνη, πέτρα μοναχή στην έκφρασι και τη +σύστασί της, όρος επύργωνεν αντίκρυ περιφρονώντας τα κύματα που +εβρυχόνταν στα πόδια της και την ψυχή του καπετάνιου που +ελάχτιζεν οργισμένη τα δασά στέρνα του. Τρικυμία στο γιαλό, +τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο +καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με +μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· +εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο +λαγουδάκι. Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· +γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα +κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· +πάλι το έρριξε κάτω νεκρό. + + — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω. + +Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο +τιμόνι με όλη του τη δύναμι. Κάποια ελπίδα μέσα του ανάτειλε· +στον νου του κάποιο λιμάνι ήσυχο και φιλόξενο εζωγραφίθηκεν +αυτόματα. Στην άγρια πέτρα επάνω η ψυχή μόνη της εμάντεψεν +αγκαλιά μητρική και καλόγνωμη. Το τρεχαντήρι εδιάβηκεν από την +Καβοκαμήλα, ελόξεψε στον άνεμο κ' έπειτα έσυρε γραμμή καταπάνω +στη στεριά. + + — Τι κάνεις αυτού μωρέ! αγριοφώναξεν ο καπετάνιος. + + — Στο λιμάνι πατέρα μου· εκεί είνε πόρτο. + + — Τι πόρτο άτιμε! τι λιμάνι μου λες; Νομίζεις πως θα με γελάσης. + + — Όχι, σου λέγω πατέρα· είνε πόρτο μπροστά μας. + +Ο Βαλμάς δεν ήθελε να πιστέψη καθόλου. Απελπισμένος όμως έδραμε +στο δοιάκι, έβαλεν όλη του τη δύναμι με φριχτό καρδιοχτύπι στα +στήθη, με την ψυχή κουρασμένη από την προσδοκία και την +αβεβαιότητα. Μα τίποτα δεν ξεχωρίζει πουθενά. Η στεριά ψηλώνει +ακόμη πέτρα μονοκόματη, τραχύτατη και άγρια σαν οστρακοντυμένος +κολοσσός αντίκρυ του. Ούτε σχισμάδα δείχνει ούτε λάκκωμα στις +πλαγιές. Και το νερό ακούραστο αφροκοπανίζει τα πόδια της, πλένει +τα και λευκαίνει πέρα ως πέρα, δούλος ταπεινός και μαζί εχθρός +της θανάσιμος. Και το «Μπιούτη» ακράτητο φεύγει εμπρός, σαν να το +καλή ποθητό φάντασμα. Δυο τρεις οργυιές ακόμη και θα κουντρήση +απάνω στο μάρμαρο. Και τον καπετάνιο φριχτή τον δέρνει τόρα +υποψία. Νομίζει πως το παιδί του δεν έχει άλλον σκοπό παρά να +αναμπαίξη την τελευταία του ώρα. Τραγικό βλέπει εμπρός του όραμα: +ξύλαμαδέρια το τρεχαντήρι στον βράχο και τ' όνομά του οικτρό +ανάμπαιγμα στα χείλη των θαλασσινών. Δεν εκρατήθηκε περισσότερο. +Έσυρεν από τη ζώνη το στυλέτο κ' εχύθηκεν απάνω στην αγάπη του +την ώρα που το τσιμπούκι λίγο ήθελε να χωθή στην πέτρα. Άρπαξε +τον Γιώργη από τα μαλλιά, πίσω εγύρισε το κεφάλι του και το +στυλέτο άστραψε φιδόγλωσσα στο φως της ημέρας. Μα την ίδια στιγμή +κύμα θεόρατο εκαβαλίκεψε την πρύμη, κεραυνός έσπασεν απάνω στον +ανίερο βωμό κ' έρριξε μακριά τον θύτη από το θύμα του. Και το +γοργό τρεχαντήρι μ' ένα τρέμουλο σπασμωδικό, σαν να ήταν ίδιο το +σφαχτάρι εστάθηκεν άξαφνα μαρμαρωμένο, ακίνητο. Ούτε κύμα το +δέρνει, ούτε άνεμος πλέον. Λιμανάκι ολοστρόγγυλο με καταπράσινες +πλαγιές, με σπιτάκια πασίχαρα στο βάθος, με κάστρου χαλάσματα +ζερβόδεξα ανοίγει τόρα φιλόξενο εμπρός στο θαλασσόδαρτο ξύλο. Ο +ήλιος βασιλεύοντας κατάρραχα πορφυροβάφει με τις αχτίνες του +στρωτό γυαλί τα νερά και καθρεφτίζει παράμορφα τα κουρέλια των +πανιών, των άρμενων τα ξεσκλήδια, δίνει χαρά και θρίαμβο σε +ψυχωμένα και άψυχα. Ο Ρουφογάλης χαιρετά με τρανταχτά γαυγίσματα +το περιγιάλι· το ναυτόπουλο τραγουδά σκαρφαλώνοντας στο κατάρτι· +και πίσω από το κάσαρο ταπεινός και περίλυπος ο καπετάν Βαλμάς +κρύβει το πρόσωπό του απάνω στο πανιασμένο στήθος του μοναχογιού. + +Μα το υπεράκριβο αίμα δρόμο παίρνει στα πέλαγα, φάρος γίνεται +στους παντοπλάνητους και δείχνει μητρική αγκαλιά το λιμάνι του +Γέρακα. + + + +ΚΑΚΟΣΗΜΑΔΙΑ + + + +Μας εύρε το ηλιοβασίλεμα ανάμεσα Σίφνου — Σέρφου, διόμισυ μίλια +κάτω από την κόκκινη Χερρόνησο. Ως εκεί εβοήθησεν ο γρεγολεβάντες +και με πρωτοδεύτερα πανιά εκατεβήκαμε από της Μύκονος τον Γούρλο +για πέντε ώρες. Ήταν γρήγορη η γολέτα του καπετάν Κρεμύδα και δεν +είχε δυσκολία σε καλόν καιρό να πάρη και οχτώ και δέκα μίλια την +ώρα. Όμως αποδώ κ' εμπρός δεν έπαιρνε ουδέ τρία στη βόλτα. Γιατί +άξαφνα εχύθηκεν από το βουνό της Μήλου μ' έναν ξερό και αδιάκοπο +πάταγο σαν να εδιάβαινε από απέραντον καλαμιώνα το +πουνεντογάρμπι, εκεφάλωσε τον Γρέγο και μας εξώρισεν ευθύς κάτω +από την Κίμωλο. Ο καπετάν Κρεμύδας μόλις εσυνήρθε στον πάταγο κ' +επρόσταξε να κατεβάσουμε τα πανιά. Μα ώστε να το ειπή εξεθύμανεν +ο καιρός και σε λίγο έπηξε η θάλασσα κ' έγινε λιμνοστάσι. + + — Όρσε, διάολε! είπε φαρμακωμένος· μια φέρνει να μας πνίξη μια +μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε!... + +Ο καπετάν Κρεμύδας ήταν πενηντάρης, κοντόχοντρος, στιβαρός, με +κεφάλι ολοστρόγγυλο, με πρόσωπο κρεμεζοβαμμένο και μαλλιά +κατάσπρα· με μάτια μικρά, φρύδια και μουστάκια βλάγκα· με φωνή +βραχνή και βαρειά σαν ρέκασμα κυμάτου που σκάει στης ακρογιαλιάς +τα χάλαρα και με καρδιά απονήρευτη. Από ναύτης ήταν δουλευτής +ακούραστος και οικονόμος. Λίγο — λίγο απόχτησε μερικά λεφτά, +επήρε μισακό ένα σαπιοκάικο κ' εδούλεψε σερμαγιά εδώ τριγύρω. +Έπειτα το σαπιοκάικο έγινεν όλο δικό του και άνοιξε δουλειές ως +την Αττάλεια. Τέλος έχτισε τη γολέτα και άπλωσε τα ταξείδια του +πέρα στον Ποταμό. Μα τόρα ήταν όλος θυμό. Όταν εκατεβαίναμε από +τη Μαύρη θάλασσα, οι ναύτες που ήσαν συντοπίτες του εφρόντιζαν +κάθε ώρα να του θυμίζουν με τρόπο την πατρίδα και τα σπίτια τους. + + — Ε, καπετάνιε και να ήταν κανένας σαββατογεννημένος εδώ μέσα, +και να 'πιανε ένας δυνατός γρεγολεβάντες στα Μπουγάζα και να +βρίσκαμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικο και να διπλάρωνε η γολέτα μας +κάτω από τον Τσικνιά! έλεγεν ο ένας. + + — Εκεί που θα ειπής τον Τσικνιά δε λες καλήτερα τση Μύκονος τον +Τούρλο; επρόσθετεν άλλος, κυτάζοντάς τον κατάματα. + +Εκείνος εγύριζεν αλλού, τάχα πως δεν άκουε κ' έπιανε κουβέντα με +τον Μπαρμπατρίμη για τον καιρό. Και όταν τον εστενοχωρούσαν με τα +λόγια τους και με τα βλέμματά τους που ήσαν πλέον παρακαλεστικά +από τα λόγια τους, έσκαε την κόκκινη σκούφια του χάμω και +μελανιάζοντας έλεγε: + + — Ανάθεμα στον καπετάνιο που τσουρμάρει συντοπίτες του! Να με +ιδής στο πίκι κρεμασμένον Μπαρμπατρίμη, αν βάλω άλλη φορά στη +γολέτα μου Μυκονιάτη!... + +Οι ναύτες έσκυφταν αμέσως το κεφάλι κ' εσκορπούσαν κατακόκκινοι +από ντροπή, σαν παρθένες άβγαλτες, με λυπητερό χαμόγελο στα χείλη +και μ' ένα δάκρυ, ψιλό — ψιλό και αόρατο στην τριανταφυλλένια +βρύση των ματιών τους. Και ο καπετάνιος πικραμένος γιατί τους +επίκρανε και οργισμένος γιατί του εξύπνησαν αναγκαστικά +βαρυκοιμισμένους πόθους, έφευγε σέρνοντας στο κατάστρωμα τα +ποδήματά του επίτηδες, για να φανή φοβερός και τρομερός κ' +εκλειόταν στην κάμαρη του. Όμως κ' εκείνου η καρδιά ελαχτάριζε +για τη Μύκονο. Είχεν εκεί τη γυναίκα του, την ψιλομελάχροινη +Ελεφάντω μ' ένα παιδί στην κούνια και άλλο στην κοιλιά. Μα οι +καιροί ενάντιοι μας άργησαν και αντί να φτάσουμε στη Μαρσίλια, +δεν είχαμε ούτε τον μισό δρόμο παρμένον. Όμως να που ήταν κάποιος +σαββατογεννημένος στη γολέτα κ' έπιασε δυνατός γρεγολεβάντες στα +Μπουγάζια και ηύραμε τον Καβοντόρο χειμωνιάτικον κ' εδιπλάρωσεν η +«Βαγγελίστρα» μας κάτω από τον Τσικνιά. Επήδησεν ο καπετάνιος +πρώτος· έτρεξε σπίτι του. Μα στον γυρισμό ούτε παιγνίδια ούτε +φίλους έφερε. Και στο ταξείδι τόρα αν και είνε την πλώρη κατά τον +Γαρμπή τα μάτια του ήσαν στυλωμένα στον Γρέγο κ' έβλεπε πάντα +εμπρός του, από τα χιονάτα σπίτια και τις όμορφες εκκλησιές του +νησιού ένα μόνον σπιτάκι και μέσα τη γυναίκα του, κλιναρομένη να +χαροπαλαίβη! Την έβλεπε να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και υγρά +μάτια της και ν' αργολέγη με αδύνατη φωνή: — Πού είσαι, Μανωλιέ +και μαυροκαπετάνιε!... πού είσαι, Μανωλιέ και μαυροκαπετάνιε! ... +Και πού να ζητήοη, πού να εύρη ησυχία. Εδρασκέλαεν από πρύμη σε +πλώρη το κατάστρωμα, σαν το λεοντάρι μέσα στο κλουβί· πότε εμίλαε +μόνος του δυνατά· πότε εχειρονομούσε χωρίς αιτία· πότε ετραβούσε +τα μαλλιά κ' εχτυπούσε το κεφάλι του στα ξύλα και όλο +εβλαστημούσε την τύχη του και την τέχνη του. + +Στη γολέτα ήσαν απλωμένα όλα τα πανιά. Τέσσεροι φλόκοι εμπρός και +πέντε πανιά στο πλωριό κατάρτι· τρεις στραλιέρες στη μέση και +μπούμα και φλις στο πρυμιό κατάρτι. Μα το ξύλο έμενε ακίνητο σαν +βάρυπνο. Ρίζες έρριξε, νομίζεις, στον βυθό κ' έμελλε να +βλαστοβολήση. Αποκαρωμάρα εβασίλευε περίγυρα, από άνθρωπο σε +ξύλο, από θάλασσα σε ουρανό. Κουρελιασμένα σύγνεφα καφετιά, σαν +γιγάντιες αράχνες εκρέμονταν εδώ κ' εκεί και σταχτοκόκκινη σκόνη +εκαθόταν ανάλαφρα στις στεριές και τη θάλασσα. Εκινούνταν κάποτε, +έβγαζαν καμμιά σπηλιάδα, έπαιρναν μπουρίνα τα πανιά και +αυλακώναμε τη θάλασσα ζερβόδεξα μ' ένα γλυκομουρμούρισμα, +αποκαρωτικό κ' εκείνο. Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά +εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο +κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν +Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του. + +Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα +κάνουμε! ... + +Σώπα, καπετάνιε και γλήγορα δυναμώνει ο Νότος· είπεν ο +Μπαρμπατρίμης· ιδές τι τέμπλο έκανε στο Τσιρίγο! + +Αληθινά κάτω στη νοτιά μαυροκόκκινα σύγνεφα εσωριάζονταν +τετραπανωτά. Και πίσω βασιλεύοντας ο ήλιος ετόξευε ανάμεσ' από +κρωσσοτές σχισμάδες, από σκοτεινόξανθες είτ' αιματένιες σπηλιές, +δεμάτια αχτίνες έλουζε την χτίσι με φως και χρώματα. Η θάλασσα +ασπρογάλαζη, εκαθρέφτιζε τους ίσκιους των νησιών και αυλακωνόταν +από τα ρέματα, σαν πλατύς κάμπος κιμωλίας, ζωσμένος από δρόμους +και μονοπάτια. Και τα νησιά, η Μήλος και η Ερημόμηλος που τρέφει +τ' αγριόγιδα· πίσω η Σίφνος και η Σέρφος με τα παρδαλά γαϊδούρια +της· η Νάξος παραπάνω με τους Βαραβάδες και η Πάρος με τα +μάρμαρα· η Πόλυβος η καμπουρωτή και η Κίμωλος η σαλαμάντρα· η +Σίκινος και η Φολέγαντρος εδώθε και κάτω τα Γερακούνια χωριστά, +σαν κοτρώνα κυματοπλανημένη έπαιρναν ένα χρώμα κ' έδιναν μύρια, +έπεφτε μιαν αχτίνα στο χαλίκι του γιαλού και του βουνού την +πέτρα, στο γυαλί του δρόμου και το χορτάρι της πλαγιάς κ' +επηδούσε χρυσορρόδινη θαμπερή φλόγα. Έστεκε το ένα με κάποιο +συγνεφάκι στην κορφή· το άλλο με ζωνάρι ομίχλης στη μέση· το +εδώθε με κροκκοβαμμένο μέτωπο· το εκείθε καστροστεφανωμένο· το +παρακεί με κάτασπρο χωριδάκι, σαν απλοχεριά χιονιού που +ελησμονήθηκε στη λακκούλα του. Και πέρα στη θάλασσα, σε μεταξωτό +παραπέτασμα τα καράβια κοντυλογραμμένα επήγαιναν οκνά και ο +μαύρος καπνός των βαποριών εψήλωνε κ' έσβυνε σε χρυσόξανθες +τουλούπες. Ανάερα πουλάκια επετούσαν κυματιστά κ' έλαμπαν τα +χιονάτα στήθη τους, σαν αργυρά φύλα που άρπαξεν ο άνεμος από +εργαστήρι χρυσικού· και κάτω από τα κοντινά μας ακρογιάλια, της +στεριανής ζωής η βουή έφτανε τραγούδι Σειρήνων, γεμάτο από χαρές +και γέλοια, δίχως πίκρες και δάκρυα. Χώρια από τον καπετάνιο, οι +άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, +με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και +άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά +μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που +αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε +στην ορμητική πλημμύρα της. Και άρχισα το τραγούδι: + +Του ναύτ' η μάνα ζύμωνε του γιου της παξιμάδι!... + + — Σκάσε, βρε, μη σου σπάσω το δοιάκι στο κεφάλι! μ' έκοψε του +καπετάνιου η φωνή. + +Εξέχασα ευθύς το τραγούδι και τα αισθήματα κ' ελούφαξα σε μια +κώχη. Σηκώνω τα μάτια και βλέπω στο πλωριό κατάρτι μια +κουκουβάγια. Τα μαύρα νυχοπόδαρά της εγύριζαν δαχτυλίδια στα +χείλη της κόφας κ' εστήριζαν ακίνητο το κορμί σαν να ήταν +ψεύτικη. Και αληθινά έμοιαζε για ψεύτικη. Ήταν η ομορφώτερη που +είδα στη ζωή μου! Το πούπουλο της με γραμμές ρεβιθιές, λιγότερες +στο πεταχτό στήθος, πυκνώτερες στα φτερά και τη ράχη, εγυάλιζε +σαν καθαρό μετάξι κ' εκατέβαινε άψεγο, χιονάτο στα ψαλιδωτά +ακροφτέρια, που έσμιγαν με την ουρά κ' έπεφταν πλατομαντήλα, στα +δασωμένα καλαμοπόδαρά της. Και ήταν αληθινά φεγγαροπρόσωπη! Τ' +ολοστρόγγυλο κεφάλι της πεταχτό πίσω σαν καρύδι, ίσα πλάκα εμπρός +ήταν χωμένο στους ώμους σαν ολοφέγγαρο ανάμεσα σε δυο +κοντορραχούλες. Στο κέντρο τρίγωνη επρόβαινεν η μύτη, με την +κορφή απάνω και κάτω τη βάσι και αποκεί κοφτερό και γυριστό σαν +δρεπάνι εφύτρωνε το ράμφος από μαύρο τροχισμένο κόκκαλο. Δεξιά +και αριστερά της μύτης, μέσα σε λακκούλες στεφανωμένες από ψιλά +πούπουλα, εγυάλιζαν τα μάτια δίχως ματόφυλλα, θρασύτατα, +ολοστρόγγυλα, με τη μεμβράνη τους τσιτωμένη από ανθοκίτρινο υγρό +και με τη μαύρη κόρη ακίνητη, σαν πέτρα δαχτυλιδιού καλοδεμένη +στη σφεντόνα του. Και ολόγυρα πούπουλα καφετιά ανέβαιναν σγουρά +κ' εσχημάτιζαν στεφάνι. Και όπως εκαθόταν συμμαζωμένη, με τα +μάτια στυλωμένα πέρα, δεν έκανε τη μισητή εντύπωσι που ταιριάζει +στο είδος της. Έμοιαζε καλονοικοκυρά βγαλμένη στην πόρτα να +προσμείνη τον άντρα της. Μου ήρθε όρεξις να παίξω με το πουλί και +άρχισα να το προγγάω, κινώντας χέρια και πόδια: + + — Ξιξιξί!... ξιξιξί!... + + — Τι κάνεις αυτού, μωρέ! μου φωνάζει ο καπετάνιος. + + — Μια κουκουβάγια κάθεται στην κόφα. + + — Κουκουβάγια!... + +Εσηκώθηκεν από τη θέσι του και ήρθε να την ιδή από κοντά. Μα +εκείνη καθώς εψήλωσα το χέρι μου να δείξω φρου!... έκαμε κ' +επέταξε πέρα. Ο καπετάν Κρεμύδας ακολούθησε για κάμποση ώρα το +τρεμουλιαστό πέταγμά της κ' έπειτα, σαν να μην είχε δύναμι να +γυρίση στη θέσι του, εκάθησε σωρός απάνω στο αμπάρι. Έμεινεν εκεί +με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: + + — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο +να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα +τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... + +Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια +λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή. Η μάνα +της την είχε πολύτιμη παρακαταθήκη του αντρός της· + + Στα σκοτεινά την έλουζε στ' άφεγγα την έπλεκε. + στ' άστρι και τον αυγερινό έφτιανε τα σγουρά της. + +Όταν έγινε δώδεκα χρονών ήρθαν προξενητάδες και την εζητούσαν +νύφη στη Βαβυλώνα. Η μάνα και τα οχτώ αδέρφια δεν ήθελαν να την +δώσουν τόσο μακριά· δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τον αποχωρισμό +της. Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς +του: + + Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα + Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, + Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι. + +Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' +ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά: + + Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης. + Κι' αν μώρθη γιε μου θάνατος κι' αν μώρθη γιε μ' αρρώστια + Κι' αν τύχη πίκρα ή χαρά ποιος θα μου τηνε φέρει; + +Εγώ! απαντάει εκείνος με άσκοπη προθυμία βάζοντας όρκο φριχτό. Κ' +έτσι εκατάφερε να χωρίση την Αρετή από τη φαμελιά της. Δεν +επέρασεν όμως πολύς καιρός και οι φόβοι της μάνας αλήθεψαν. +Φριχτό θανατικό έπεσε στη χώρα! Εσάρωσε κόσμο και κοσμάκη, +εσάρωσε και της δόλιας μάνας τα εννιά παιδιά! Έρμη εκείνη, +καταμόναχη τόρα, κλαίει και μύρεται στα κρύα μνήματα των οχτώ +παιδιών αλλά στο μνήμα του πραγματευτή, κλωτσά τις πλάκες και +βρυχέται και αναθεματίζει: + + Ασήκω, σήκω Κωσταντή, την Αρετή μου θέλω! + Το Θεό μου βαλες εγγυτή και τους αγίους μαρτύρους + αν τύχη πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρης! + +Η κατάρα των γονέων ακούεται όπως και η ευχή. Τινάζεται ο +Κωσταντής μισολυωμένος από το μνήμα· + + Κάνει το σύγνεφο άλογο και τ' άστρι σαλεβάρι + και το φεγγάρι συντροφιά και πάει και την φέρνει... + +Η μάνα βλέποντας την άξαφνα δεν ημπορεί να πιστέψη τα μάτια της. +Και όταν τέλος την αναγνωρίζει και μαθαίνει τον ανέλπιστο γερανό +της, σωριάζεται το γεροντικό κουφάρι ελεεινό από το μαρτύριο. Και +η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, +απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, +ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του: + + Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, + να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου! + +Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν +όμως και την ψυχή. Ο ξεκληρισμός ακολουθεί ακόμη, σαν θεϊκή +κατάρα το πέταγμά της και όπου πάει και καθήση, φέρνει κ' εκεί τη +νέκρα και την ερήμωσι. Αφού τόρα ήρθε κ' έκατσε στο καράβι μας, +βέβαια για καλό δεν ήταν. Μα για να παρηγορήσω τον καπετάνιο +έκαμα τον αδιάφορο. + + — Μπα, δε βαριέσαι που πιστεύεις, καπετάνιε! του λέγω· ο Θεός +καλός όλα καλά. + +Εκείνος δεν είπε τίποτα και κουνώντας θλιβερά το κεφάλι εκατέβηκε +στην κάμαρή του. + + — Πάει ν' ανάψη κι' άλλο κερί· εψιθύρισεν ο Μπαρμπατρίμης. Οι +μετάνοιες και τα κεριά δεν έπαψαν αφόντας φύγαμε από τη Μύκονο. + +Μα δεν ήταν τόρα η πρώτη κακοσημαδιά που έτυχε του καπετάν +Κρεμύδα. Πριν ακόμη ξεκινήση από το σπίτι όλα τα σημάδια του +ήρθαν ανάποδα. Εζήτησε να βάλη μισθωτόν καπετάνιο στη γολέτα και +δεν εύρε κανένα. Όταν είδε πως παίρνει βοηθητικός καιρός και +αποφάσισε να φύγη ευρέθηκε Τρίτη και ανάβαλε. Κινάει την Τετράδη +να κατεβή στο γιαλό και πρώτο πράγμα που αντίκρυσε ήταν μια γίδα. +Τι να κάμη; Γυρίζει πίσω. Τέλος την Πέφτη, αφού πρώτα εβγήκαν οι +συγγενείς του να ψάξουν τους δρόμους και οι γυναίκες ετράβηξαν +εμπρός να διώξουν κάθε κακό συναπάντημα, εκατόρθωσε να φτάση στη +γολέτα. Και τόρα η κουκουβάγια δεν είχε σκοπό να ξεκολλήση από το +καράβι! Ήρθε πάλι κ' εκάθησε στο κατάρτι. Ήταν γυρισμένη στον +καπετάνιο κ' εστύλωνε τα μεγάλα μάτια της καταπάνω του. Μόλις την +είδα, εφρόντισα με χειρονομίες να την προγγίξω. Αλλά χίλια και αν +έκανα δεν εξεκολλούσεν ο πειρασμός. Έβλεπε τις χειρονομίες μου +μια στιγμή κ' έπειτα εγύριζε αλλού το κεφάλι με αδιαφορία, μ' ένα +ήθος περιφρονητικό σαν να μου έλεγε: Μωρέ άει χάσου!... + +Τέλος ο καπετάνιος την είδε: Πίσω μου σατανά! είπε κάνοντας τον +σταυρό του. Εσήκωσε τα μάτια και την εκύταξε μ' επιμονή κατάματα. +Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και +ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο +καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε +χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα +μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια +του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, +όλος άρχισε να τρέμη. Εκύταζε το πουλί και δεν έπαυε να +μουρμουρίζη σαν αδικοτυρανισμένη και πολύπαθη ψυχή: + + — Φτου! σε ξορκίζω με τον απήγανο. πειρασμέ! Τι θες μωρέ από +μένα, άθεε!... Φεύγα αποπάνω μου και μη με κολάζεις. Άσε με, +φαμελίτη άνθρωπο να βγάλω το ψωμί μου!... + +Μα εκείνη δεν εκαταλάβαινε από τέτοια· έμενε στη θέσι της, θεότης +αιγυπτιακή ακούοντας από τον στυλοβάτη ασυγκίνητη τα δάκρυα και +τις παράκλησες του πιστού της. Από λεφτό σε λεφτό εχαμηλοπλάγιαζε +το κεφάλι ζερβόδεξα, σαν ν' αυτιαζόταν ήχους μαντικούς, που +έφερνεν από μακριά, πολύ μακριά ο αιματοβαμμένος αιθέρας. Έπειτα +το εψήλωνε απότομα με τα μάτια κάπου γιαλιστά, στον αιθέρα +στυλωμένα δίχως έκφρασι και ζωή, σαν να είχεν αφαιρεθή από τα +κοσμικά για να εξηγήση τους ήχους. Και άξαφνα έδειχνεν έκφρασι +ικανοποιητική του εγωισμού της και φοβεριστική σύγκαιρα σαν να +έλεγε: Κύταξε καλά· αν θελήσω αλλοίμονο και τρισαλλοίμονο εσένα +και το σπίτι σου!... Και σκύβοντας έχωνε το ράμφος στα στήθη της, +εσήκωνε τα λιανοπούπουλα του προσώπου σαν αγκυστρωτά λεπίδια, +εγούρλωνε τα μάτια κ' έπαιρνε θηρίου μανισμένου στάσι, λέγεις και +ήθελε να κάμη φοβερό κακό και αδύνατη εξέσχιζε τα κρέατά της να +ξεθυμάνη. Και ο μαυροκαπετάνιος βλέποντάς την έτσι, εχαμήλωνε τα +μάτια του κ' έφευγε να μην τη θυμώση περισσότερο. Αλλ' +ανυπόμονος, νευρικός, αναμένος όλος, αφού εβημάτιζε λίγο στο +κατάστρωμα εστεκόταν απότομα κάτω από το πινό και σταυρώνοντας τα +χέρια στο στήθος εσήκωνε το κεφάλι με φόβο και θράσος μαζί και +της έλεγε: + + — Μωρή φεύγα! πήγαινε στο καλό· πήγαινε στην ευχή του Θεού και +των γονέωνέ μου· άσε με να πάω στο δρόμο μου και μη με κολάζης... +Φεύγα μωρή άτιμη, σκύλα, συχαμένη, βρωμιάρα!... Πήγαινε στο καλό, +πήγαινε στο διάολο! ... + +Και η φωνή του από μαλακή και παρακαλεστική που ήταν ανέβαινε +σιγά — σιγά κ' εξέσπαε τέλος βρισάρα, σαν το κύμα που πιάνεται +μαλακό, παιγνιδιάρικο στο ένα ακρογιάλι και καταντά στο αντικρυνό +φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής. Αλλά το πουλί σαν να +ευχαριστιόταν με την παραφορά του εκείνη, άνοιγε το στόμα του, +έδειχνε γλώσσα μικρή και σουβλερή κ' εχαυνιζόταν πλατειά με +χαμώγελο και περιφρόνησι. Κ' εκείνος βλέποντάς έτσι όλο και +άναβε· εβλαστημούσε κ' έβριζε κ' εχειρονομούσε κ' εδάγκωνε +πεισματικά ως που αιμάτωνε τα δάχτυλά του. + + — Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! εφώναξεν άξαφνα· φέρε μου την +τσάγκρα να του πιώ το αίμα! + +Εκίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Με πλατειά +βήματα δρασκελώντας το κατάστρωμα έφτασε πρώτος στην κάμαρη, +άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα, χωρίς να σημαδέψη την +άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε μα τίποτ' άλλο. Ο +κόκορας έπεσε αλλά δεν έπιασε το καψούλι. Επαγώσαμε. Κακοσημαδιά +στην κακοσημαδιά· όλα ανάποδα επήγαιναν σήμερα! Καλά το είπε ο +καπετάν Κρεμύδας: Τι στο καράβι ή στο σπίτι μεγάλο κακό θε να +γένη!... + +Στον ξερό χτύπο η κουκουβάγια επέταξε τόρα. Αλλά δεν επέταξε +μακριά να φύγη, να χαθή από εμπρός μας· εχαμοπετούσε πεισματικά +περίγυρα σχίζοντας τον αέρα με τα ψαλιδωτά φτερά της, εκαθόταν +στο ξάρτι και στυλώνοντας το κορμί, με το στήθος ολοφούσκωτο και +τον λαιμό χωμένον στους ώμους έρριχνε ξαφνικά μία στριγγιά φωνή +που επάγωνε το αίμα. + + — Κουκουβάου!... κουκουβάου — βάου!... + +Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά +σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν +αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο +χρώμα τ' ουρανού. Πέρα στο Τσιρίγο ο Νότος καλός πρωτομάστορης, +έχτισε το τέμπλο σωριάζοντας σύγνεφα θεοσκότεινα και ανώμαλα σαν +χάλαρα στη βάσι, στη μέση ανοιχτώτερα, στην κορφή καταγάλαζα· και +απάνω στα κυματιστά χείλη, στους πύργους και τις πολεμίστρες, +έχυσε πλατύ χρυσογάιτανο και άλλο αποπάνω κατάργυρο και ψηλά +φλάμπουρο εσήκωσε τον Αποσπερίτη να λαμπρύνη τη δόξα του. Και +πίσω από το αεροκάμωτο τείχος ετόξευε σπηλιάδα σε σπηλιάδα τον +άνεμο, καρτερώντας τη στιγμή να χυθή συφάμελος και να ταράξη τα +σύμπαντα. Μα κ' εκείνες άρχισε να τις αισθάνεται η θάλασσα, τα +πανιά μας να φουσκώνουν, να παίρνει δρόμο το πλεούμενο. Ο +Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του +τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που +μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου: + + — Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω +λίγα πανιά. + +Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος: + + — Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει... + +Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος. Μακριά όμως να μη τον θυμώσης. +Τον εθύμωσες; φεύγα από κοντά του. Ίδιος βοριάς στις πρώτες του +ημέρες γίνεται. Τρέχα να εμπής στο λιμνοστάσι γιατί φίδι που σ' +έφαγε! Τόρα εθύμωσε με το πουλί. + + — Αν δεν σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα· είπε +σκάζοντας χάμω τον κόκκινο σκούφο του. + +Άλλαξε αμέσως το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη και δίνοντας το +τιμόνι στον γέροντα· + + — Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ' απάνου στ' άτιμο. Τήρα +καλά να μην το χάσης από τα μάτια σου! + + — Λέω καπετάνιε, να μαϊνάρουμε λίγα πανιά. Θα βγάλη αέρα ο +Νότος· εξανάειπε σιγά εκείνος. + + — Μωρέ δος του να παίρνη, γεροξεκουτιάρη! εφώναξε ο καπετάν +Κρεμύδας. Κυβέρνα καλά κι' απάνω του σου λέω!... + +Ο Μπαρμπατρίμης μουρμουρίζοντας έκατσε στο τιμόνι κ' επήρε στα +χέρι το δοιάκι. Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε. Οι σπηλιάδες έρχονταν +συννώτερες και τα πανιά ένα με το άλλο άρχισαν να γεμίζουν, να +γουβώνουν σαν μεγάλες αχιβάδες, τα ξάρτια και οι μακαράδες να +τριζοβολούν. Ο γέρος έδινε τόρα τα προστάγματα γοργά· οι ναύτες +έτρεχαν από σκότα σε σκότα· η γολέτα επηδούσε στα κύματα σαν +γοργάλογο στον απλωτό κάμπο και η πλώρη της ελίχνιζε το νερό. Μα +και καπετάνιος και ναύτες δεν είχαν τον νου στο ξύλο ούτε στον +καιρό, παρά στην κουκουβάγια που δεν έπαυε να κλωθογυρίζη +πετώντας πάντα ζερβόδεξα. + +Στην αρχή έβλεπε καθένας παράξενη την επιμονή του καπετάνιου να +τα βάλη μ' ένα πουλί. Έξω από τον Μπαρμπατρίμη, που είχε τις +παλιές ιδέες, οι άλλοι είμαστε δίβουλοι. Μα σιγά ένας με τον +άλλον, εξεχαστήκαμε ακολουθώντας το πέταγμά του. Πείσμα και +πρόληψες επάλαιβαν τόρα και μας εδαιμόνιζαν. Ηθέλαμε να πιτύχη ο +καπετάνιος τον σκοπό του. Εκαρδιοχτυπούσαμε μήπως πετάξη μακριά +το πουλί και γλυτώση στον θαμπόν αιθέρα. Ναι· ή σ' εκείνον ή σ' +εμάς έπρεπε να ξεσπάση η κακοσημαδιά. Αν το εσκότωνε εσωνόμαστε +κ' εμείς και το καράβι και τα σπίτια μας. Τα σπίτια και οι +συγγενείς και οι φίλοι μας. Γιατί ποιος ξεύρει αν ήταν για τον +καπετάνιο η κουκουβάγια και όχι για κανένα άλλον. Αληθινά ήταν ο +καραβοκύρης· αυτός ώριζε, αυτός στο σπίτι του άφησεν άρρωστο· μα +ποιος ήταν βέβαιος; Ο καπετάνιος, νομίζεις, εμετάδωσε τη μανία +του και ειμπορώ να ειπώ πως αν μας έβλεπες, θα επίστευες πως +εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν είχε τα λογικά του. + + — Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια +και πόδια στον καπετάνιο. + +Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα +μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη +βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, +λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. + +Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια. Δεν επετούσε τόσο μακριά να +το χάνουν τα μάτια μας· αλλ' ούτε και κοντά να το φτάνη η +τσάγκρα. Εφανερωνόταν δεξιά μας και η γολέττα έτρεχε βόλι απάνω +του. Εκείνο επετούσε κατάμπροστα στην πλώρη, κρατώντας πάντα την +ίδια απόστασι, σαν κακόγνωμο πνεύμα που έσερνε με αόρατα βρόχια +το πλεούμενο. Έφτανεν έτσι κάτω στη Μήλο, είτε απάνω από τα +Γερακούνια, είτε κατά την Ερημόμηλο. Τότε για να προφυλαχθή από +τις δόλιες ξέρες επόδιζε η γολέτα. Μα ενώ λυσσασμένοι +εβλαστημούσαμε που το εχάναμε, εκείνο εφαινόταν πίσω στο πίκι, να +στυλώνη τα κρασάτα μάτια του κατά τον καπετάνιο με μίσος. Και +μόλις εκείνος εξάμωνε το ντουφέκι, έρριχνε τη φωνή του βρυσιά και +περιγέλασμα, κ' επετούσε κλωθογυρίζοντας εδώ κ' εκεί, μ' ένα +πέταγμα τρεμουλιαστό και βαρύ και άταχτο σαν μεθυσμένο. Και η +γολέτα, λέγεις πλέον μεθυσμένη, έτρεχε καταπάνω του με τα πανιά +γεμάτα· ο καπετάνιος με την τσάγκρα στο χέρι· κ' εμείς όλοι με τα +μαλλιά ορθά, τα μάτια γουρλωμένα, τα πρόσωπα κατακόκκινα, +χερονομώντας και παραμιλώντας που αν μας έβλεπες, βέβαια θα +επίστευες πως εφάγαμε όλοι τρελομανίταρα και κανείς δεν ήταν στα +λογικά του!... + +Τόρα το φεγγάρι εψήλωνε ολοστρόγγυλο από το βουνό της Νάξου και +το ζωντανό και ολόπυρο φως του ήλιου εδιαδέχθηκεν ένα φως ήμερο +και γλυκό, που έδειχνε την πλάσι όλη κοιμισμένη σε όνερο. Τα +μακρινά νησιά και περιγιάλια σκοτεινιασμένα, ενόμιζες πως έπλεκαν +όγκοι πελώριοι στον θαμπόν αιθέρα κ' έδιναν να μαντεύης παρά να +ξεχωρίζης τα σχήματά τους. Τα κοντινά η Κίμωλος και η Πόλυβος, η +Μήλος και η ερημόμηλος και τα Γερακούνια εξεχώριζαν καθαρά +τυλιγμένα σε ασπρογάλαζη ομίχλη, με τις σχισμάδες και τις σπηλιές +τους σκοτεινόμαυρες, τ' ακρωτήρια και τις ραχούλες φωτεινώτερες, +τις πλαγιές τους ήμερες, στρωτές, δίχως λάκκους και αγριαγκάθια, +τις ρεματιές τους και τ' ακρογιάλια δίχως λιθάρια και χάλαρα. Όλα +μέσα στο μαγικό φως λουσμένα είχαν μια πλάνα έκφρασι, σαν να ήσαν +τα νησιά των Μακάρων. Το πουλί μας είχε ρίξει κάτω από την +Ερημόμηλο κ' εβλέπαμε φώτα στο Κάστρο της Μήλου και άλλα κάτω στα +Κρητικά να παιγνιδίζουν στο νερό σαν χρυσόφιδα και δυο φωτιές +μεγάλες να χύνωνται ποτάμια πύρινα και να φτάνουν στο καράβι που +έλεγες τόρα θ' ανάψη κ' εκείνο. Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε +του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το +κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις +σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους +μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και +τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα +και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα +εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον +γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον. + +Ο αέρας όλο κ' εδυνάμωνε· εσφύριζε μέσα στ' άρμενα κ' έβγαζε +χίλιων λογιών ήχους, από το άγριο ούρλιασμα κοπαδιού τσακαλιών +και λύκων ως το γλυκοφωνότερο τραγούδι και το πεταχτό λάλημα +φλογέρας. Ο Μπαρμπατρίμης συλλογισμένος αυτιαζόταν το σφύριγμα +και την ώρα που ο καπετάνιος τον επλησίαζε του ξανάειπε ανήσυχος: + + — Καπετάν Κρεμύδα, ο Νότος δυναμώνει· να μαϊνάρουμε, λέω, λίγα +πανιά, γιατί θα μας τα φάη. + + — Κάμε ό,τι θες· απάντησεν εκείνος. + +Και αποκαμωμένος, καταϊδρωμένος, ακούμπησεν αγκομαχώντας στην +κουπαστή και απαράτησε χάμω την τσάγκρα. Μα την ίδια στιγμή +αντήχησε σπαραχτική σαν κινδύνου ανάκρασμα η φωνή της +κουκουβάγιας απάνω από το κεφάλι του: + + — Κουκουβάου!... κουκουβάου, βάου!... + +Το αναθεματισμένο πουλί τόσην ώρα ήταν χωμένο στο ξάρτι κ' εμείς +είδησι δεν είχαμε. Ευθύς ετινάχθηκεν ορθός, άδραξε την τσάγκρα +και αγριοφώναξε: + + — Στο τιμόνι, Μπαρμπατρίμη! στο τιμόνι κι' απάνω του!... + +Αφήσαμε όλοι το πανιά κ' επήρε καθένας τη θέσι του. Ο +Μπαρμπατρίμης εγύρισε τη γολέτα από την Ερημόμηλο κατά τα +Γερακούνια. Ήταν επικίνδυνο το μέρος γιατί έχει ρέματα ορμητικά +κ' εύκολα ημπορεί να σε ξεπέση. «Ερημόμηλο ξεπέσης Γερακούνια +καταντάς», έλεγαν οι παλαιοί. Μα ο γέροντας είχε στιβαρό κ' +επιδέξιο χέρι. Όταν εχούφτωνε το τιμόνι λαχτάρα το έπιανε. Είχε +και μάτι δυνατό που ημπορούσε τριών ημερών πούλια να διακρίνη. +Ώστε δεν είχαμε φόβο και αρχίσαμε πάλι τον τρελόν αγώνα. + +Μα το πουλί το πλάνο δεν είχε σκοπό να πάψη το παιγνίδι του. +Μαύρο σαν χούφτα χώμα, επετούσε στον ωχρόν αιθέρα αργά — αργά, +λέγεις κ' εφρόντιζε να μη χαθή από τα μάτια μας και πότε +εστριφογύριζε στη γολέτα, πότε εδιάβαινε σαΐτα ανάμεσ' από τα +πανιά κ' εχώνευε στις στραλιέρες κ' εκαβαλίκευε τον τρίγκο κ' +εδιάβαινε κάτω από τα κουρταλατσίνια κ' εκαθόταν στον έξω φλόκο· +και άξαφνα με φωνές και φτεροκοπήματα επηδούσε πάλι μέσα, +εκατέβαινε στο φλις, ερροβολούσε στη μπούμα· και αποκεί ρίχνοντας +άλλη φωνή, εξανάρχιζε το παράδοξο κλωθογύρισμά του. + + — Πίσω μου, διάολε!... έλεγε ο μαυροκαπετάνιος. + + — Μωρέ το κεφάλι μου κόβω, πως δεν είνε πουλί αυτός ο πειρασμός· +είπε μια στιγμή ο Μπαρμπατρίμης· πιάσε, λέω, την τσάγκρα με το +ζερβί να μη στην πάρη... Δεν ακούς μια ώρα τόρα το σκυλί πώς +γρινιάζει! + +Αληθινά ο Πιστός ο σκύλος μας, πεσμένος στην πλώρη, συμμαζωμένος +λέγεις κ' εφρόντιζε να γίνη όσο το δυνατόν ελάχιστος, με την ουρά +κρυμμένη στα σκέλια, το κεφάλι ριγμένο απάνω στα μπροστινά του +πόδια τ' αυτιά κρεμασμένα, ανοιγοσφαλούσε τα μάτια κ' εγρίνιαζε +μη τολμώντας ν' αλυχτήση από την παρουσία κακού φαντάσματος. Μας +έπιασε κ' εμάς τρομάρα και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα. Άλλος +εφιλούσε το φυλαχτό του, άλλος έπαιρνε στην τσέπη κερί του +Επιταφίου και άλλος εψιθύριζε θρησκευτικά τροπάρια. Ο καπετάνιος +καθώς είδε το σκυλί εσταυροκοπήθηκε, έπιασε με το ζερβί του χέρι +το σκαντάλι. + +Τέλος ήρθε μια στιγμή που είπαμε πως ετελείωσαν τα βάσανα. Η +κουκουβάγια κουρασμένη, φαίνεται, άρχισε ν' αργοπετά τόρα, να +χαμηλώνη και άξαφνα εβρόντησε χάμου στο κατάστρωμα. + + — Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι. + +Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός +μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα +την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και +αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο +σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί. + + — Βάρ' της! + +Μπαμ! αντήχησε στον ήσυχον αιθέρα και καπνός με σκάγια και +στουπιά έπεσε στα πανιά, σαν να τα έδερνεν αδρύ χαλάζι. Αλλά με +την ντουφέκια ένας άλλος χτύπος συγκρατητός αντήχησεν, όπως όταν +γκρεμίζεται δέντρο συγκλαδοκορμόρριζο κ' επέσαμε όλοι προύμυτα. + +Ο διάβολος έκαμε τον σκοπό του! Μια στιγμή που απαράτησεν ο γέρος +το τιμόνι, μας άρπαξε το ρέμα στα κλωθογυρίσματά του, μας έσπρωξε +απάνω στα Γερακούνια και η δόλια γολέτα άνοιξε σαν καρύδι. Και +από τη θαμπή ερημία του νησιού, ανέβηκε για τελευταία φορά, πλέον +άγρια κ' αιματοπήχτρα η φωνή της κουκουβάγιας, κραυγή νικητήριος +συφοράς και δακρύων: + + — Κουκουβάου!... κουκουβάου — βάου!... + + — Αχ, μ’ έχασες πειρασμέ!... εστέναξεν ο καπετάνιος τραβώντας τα +μαλλιά του. + +Μα ο Μπαρμπατρίμης έτρεξε χαρούμενος και του εβούλωσε το στόμα. + + — Φτύσ' στον κόρφο σου και μη βαργομάς το θεό!... Να που +ξεδιάλυνε η κακοσημαδιά· κάλλιο στο καράβι παρά στο σπίτι σου! + +Ο καπετάν Κρεμύδας εγύρισε και τον εκύταξε άφωνος. Ήρθεν ευθύς +εμπρός του η θλιβερή εικόνα του σπιτιού με τη γυναίκα του +κλιναρομένη να χαροπαλαίβη, να γυρίζη εδώ κ' εκεί τα φωτεινά και +υγρά μάτια της και κάτω τα παιδιά να σέρνονται και να κλαίνε μόνα +κ' έρημα. Και πέφτοντας με λυγμούς και δάκρυα στην αγκαλιά του +Μπαρμπατρίμη· + + — Ναι· είπε με φωνή μισοσβυσμένη, λέγεις και δεν ήθελε να την +ακούση ο ίδιος. Δόξα νάχη ο Θεός! Κάλλιο στο καράβι παρά στο +σπίτι μου!... + + + +Η ΓΟΡΓΟΝΑ + + + +Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη +νύχτα. Σπάνια νύχτα· πρώτη και τελευταία θαρρώ στη ζωή μου. Τι +είχαμε φορτωμένο; Τι άλλο από σιτάρι. Πού επηγαίναμε; Πού αλλού +από τον Πειραιά. Πράγματα και τα δυο που τα έκαμα το λιγότερο +είκοσι φορείς. Μα εκείνη τη βραδιά αισθανόμουν τέτοιο πλάκωμα +στην ψυχή που εκινδύνευα να λιποθυμήσω. Δεν ξεύρω τι μου έφταιγε· +θέλεις η γαληνεμένη θάλασσα, θέλεις ο ξάστερος ουρανός, θέλεις το +διαπεραστικό ηλιοπήρι· δεν ειμπορώ να ειπώ. Μα είχα τόσο βαρειά +την ψυχή, εύρισκα τόσο σαχλοπλημμυρισμένη τη ζωή, που αν με +άρπαζε κανείς να με ρίξη στο νερό δεν θα έλεγα «όχι!» + +Ο ήλιος ήταν ώρα βασιλεμένος. Τα χρυσοπόρφυρα συγνεφάκια που +εσυντρόφευαν το κατέβασμα του εσκόρπισαν στον πλατύν ορίζοντα, +εσκάλωσαν κάπου μαύρα σαν γιγάντιες καπνιές. Ο Αποσπερίτης έλαμψε +κρυσταλλόχιονο μέσα στα σκούρα. Εφάνηκαν ψηλά οι αστερισμοί ένας +κ' ένας. Τα νερά κάτω επήραν εκείνο το λευκοσκότεινο χρώμα το +κρύο και λαχταριστό του ατσαλιού. Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια +στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης +έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη +ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ +ημπορούσα. Ούτε ύπνο — ούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με +τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά +αναμμένη με χλωρόξυλα. Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ +εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και +βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω +την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα +προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας +να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγο — +λίγο σχεδόν το εκατόρθωσα. Κάτι ελάχιστο σαν θαμπό καντηλάκι +έβλεπα να ζη στο κέντρο της υπάρξεως μου και γύρω κρύα στάχτη να +σκορπούνε τ' άκρα, να σμίγουν και να χωνεύουν μέσα στ' αναίσθητα +σανίδια του καταστρώματος. + +Πόσο έμεινα έτσι δεν ηξεύρω. Τι μαύρες ιδέες έκλωσα στο πνεύμα +μου ή και αν έκλωσα καθόλου δεν θυμούμαι. Άξαφνα όμως άρχισα ν' +ανατριχιάζω· κάποια μαγνητική ενέργεια να ερεθίζη τα νεύρα μου +όπως η υγρασία ερεθίζει τα πουλιά στο φλυάρισμα. Κ' ευθύς πορφυρό +κύμα εχύθη απάνω μου, έδραμε απ' όλους τους πόρους της σαρκός, +επέρασε στα αισθητήρια κ' επλημμύρισε το εγώ μου ολάκερο. +Επίστεψα πως εκολύμπουν στα αίματα. Και όπως ο κοιμάμενος σε +σκοτεινό δωμάτιο, αυτόματα ξυπνά στο λαμπρόλευκο φως της ημέρας +κ' εγώ αισθάνθηκα τη ζωή από άκρη σε άκρη να κουφοδρομή και +άνοιξα τα μάτια μου. Τ' άνοιξα ή τα έκλεισα δεν θυμούμαι, +θυμούμαι μόνον πως έμεινα ακίνητος, μαρμαρωμένος όπως οι αρχαίοι +εμπρός στο κεφάλι της Μέδουσας, Πρώτη μου σκέψις ήταν πως +εξύπνησα μέσα στον φάρυγγα κάποιου ψαριού, που γίγαντας ερρούφηξε +το καράβι μας. Και όμως δεν ήτο φάρυγγας ψαριού. Ήταν ο ουρανός +ψηλά και κάτω η θάλασσα. Μα όλα ψηλά και χαμηλά στρωμένα ήσαν με +ρούχο κατακόκκινο, κυματιστό, που έβαφε με αβρό φεγγοβόλημα ως +και το σωτρόπι της σκάφης μας. Κάπου στα πέρατα της γης πυρκαγιά +ετίναζε τη λαμπάδα της ψηλά κ' έρριχνε φοβερούς αποκλαμούς +περαδώθε, άπληστη να χάψη τα σύμπαντα. Μα πού το κάμα και πού η +αθάλη της; Και τα δυο έλειπαν. Ο αέρας ήταν ίδιος όπως και πριν +λίγο δροσερός, υγρός περισσότερο και τα ξύλα, τα σίδερα, τ' +άρμενα του καραβιού δεν είχαν κανένα σημάδι. + +Κάτω στα βάθη του βοριά κάποιο μενεξεδένιο σύγνεφο άπλωσε κ' +ετύλιξε μέσα γαλαζόχρωμα τ' αστέρια και τέλος τα έκρυψε κάτω από +το πυκνό μαγνάδι του. Και παραπάνω τόξο απλώθηκε λευκοκίτρινο κ' +έχυσε μεσούρανα ποτάμια σκοτεινά και ποτάμια πράσινα, +χρυσορρόδινα και γλαυκά, λέγεις και ήθελε να βάψη το στερέωμα. +Και το τόξο κινητό σαν ανεμόδαρτο παραπέτασμα έσειε τα κρώσσα +εμπρός, άπλωνε τις αραχνοΰφαντες δαντέλες του κ' επρόβαινε +καταχτητής του αιθέρα, Όπως η πλημμύρα προβαίνει και σκεπάζει με +αφρούς και γλώσσες την αμμουδιά. Τ' αέρινα ποτάμια έτρεχαν γοργά +κ' εφούσκωναν κ' εκυλούσαν πάντα σκοτεινά είτε πράσινα, +χρυσορρόδινα είτε γλαυκά κ' εσκόρπιζαν αντιφεγγίσματα παντού, σαν +ηλεκτρικού προβολές χοντρές και αδαπάνητες. Η θάλασσα ακίνητη +αντανακλούσε τα τόσα χρώματα κ' εφαίνονταν όλα εκστατικά εμπρός +στη θαυμαστή σπατάλη του τόσου σέλαος. Μα περισσότερο εκστατικός +ήμουν εγώ. Δεν ήξευρα τι να κάμω και τι να συλλογισθώ. Έφτασε, +είπα, του κόσμου η συντέλεια. Τέτοια όμως συντέλεια ημπορούσε να +ευχαριστήση τον καθένα. Ηλιογάβαλος η γη βούλεται να πεθάνη μέσα +στα ροδοκύματα. + +Άξαφνα όμως ανατρόμαξα. Κάτω βαθειά, μέσ' από το μενεξεδένιο +σύγνεφο είδα να προβαίνη ίσκιος πελώριος. Η χοντρή κορμοστασιά, +το πυργογύριστο κεφάλι του εφάνταζαν στο βάθος τ’ ουρανού σαν +Αγιονόρος. Τα δυο του μάτια μεγάλα και λαμπρά, εγύριζαν φωτεινούς +κύκλους την ίριδα κ' έβλεπαν υπερήφανα τον Κόσμο πριν τον +λαχτίσουν στην ανυπαρξία. Νάτος! είπα ο θεόσταλτος άγγελος, ο +χαλαστής και σωτήρας. Τον έβλεπα με μάτια ορθάνοιχτα και είχα +σύγκρυο στην ψυχή. Από στιγμή σε στιγμή επρόσμενα σφυρί να πέση +απάνω μου το φριχτό χτύπημα. Πάει τόρα η γη με τους καρπούς, πάει +και η θάλασσα με τα ξύλα της! Ούτε τραγούδια πλέον, ούτε +ταξείδια, ούτε φιλιά. Η μήτρα της γεννήσεως και της θανής θα πέση +τέλος στης ανυπαρξίας το βάραθρο, χωρίς καθόλου να συγκινήση τους +κόσμους. + +Αλλά δεν άκουσα ακόμη το χτύπημα. Ο ίσκιος επρόβαινε στα νερά με +άλματα πύρινα. Και όσο γρηγορώτερα επρόβαινε τόσο εμίκραινε η +κορμοστασιά του. Και άξαφνα ο θεότρομος όγκος αγλαόμορφη κόρη +εστάθηκεν αντίκρυ μου. Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο +κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες +ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη +της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και +κάποια υπερηφάνεια βασιλική. Από τα γλαφυρά λαιμοτράχηλα +εκατέβαινε κ' έσφιγγε το κορμί ολόχρυσος θώρακας λεπιδωτός κ' +επρόβαλε στο αριστερό την ασπίδα κ' έπαλλε στο δεξί τη Μακεδονική +σάρισσα. + +Δεν είχα συνέρθη από την απορία και φωνή γλυκειά ήμερη και +μαλακή, σαν το μονότονο ψιθύρισμα προαιώνιας βρύσης άκουσα να μου +λέγη: + + — Ναύτη — καλεναύτη. Ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; + +Ο βασιλιάς Αλέξανδρος! εψιθύρισα με περισσότερη απορία. Πώς είνε +δυνατόν να ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; Δεν ήξευρα τι ερώτησις ήταν +εκείνη και τι να της αποκριθώ· όταν η φωνή ξαναδευτέρωσε· + + — Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος; + + — Τόρα, κυρά μου! απάντησα χωρίς να σκεφθώ τι κάνω. Τόρα +βασιλιάς Αλέξαντρος! ούτε το χώμα του δεν βρίσκεται στη γη. + +Ωιμέ! κακό που το έπαθα! Η αγλαόμορφη κόρη έγινεν ευθύς βδελυρό +τέρας. Πελώρια εβγήκεν από το κύμα κ' έδειξε στέλεχος +λεπιδοντυμένο το μισό κορμί. Ζωντανά φίδια τα μεταξώμαλλα +εσηκώθηκαν περαδώθε, έβγαλαν γλώσσα και κεντριά φαρμακερά κ' +έχυσαν φοβεριστικό ανεμοφύσημα. Το θωρακωτό στήθος και το +παρθενικό πρόσωπο άλλαξαν τη σύστασί τους αμέσως σαν να ήταν η +Μονοβύζω του παραμυθιού, Στρίγγλα μαζί και Μέγαιρα. Τόρα +εκαλογνώρισα με ποιον είχα να κάμω! Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης, +ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η +αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και +παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ' +αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό +έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της +πορφύρας το χρώμα. Δεν ερωτούσε βέβαια για το φθαρτό σώμα αλλά +για την μνήμη του αφέντη της. Και τόρα στην άκριτή μου απόκρισι +μανισμένη έρριξε το χέρι, ένα δασοτριχωμένο και βαρύ χέρι στην +κουπαστή, έπαιξε ζερβόδεξα την ουρά της κ' έδειξε άγριον Ωκεανό +τον μαλακό Πόντο. + + — Όχι. κυρά, ψέματα είπα· ψέματα!... ετρανοφώναξα με λυμένα τα +γόνατα. + +Εκείνη μ' εκύταξε αυστηρά, εστάθηκε κολοσσός εμπρός μου και με +φωνή τρεμάμενη εξαναρώτησε: + + — Ναύτη — καλεναύτη· ζη ο βασιλιάς Αλέξαντρος ; + + — Ζη και βασιλεύει· απάντησα ευθύς· ζη και βασιλεύει και τον +κόσμο κυριεύει. + +Άκουσε τα λόγια μου καλά. Σαν να εχύθηκε αθάνατο ρευστό η φωνή +μου στις φλέβες της άλλαξεν αμέσως το τέρας κ' έλαμψε παρθένα +πάλι αγλαόμορφη. Εσήκωσε το κρινάτο χέρι της από την κουπαστή, +εχαμογέλασε ροδόφυλλα σκορπώντας από τα χείλη της. Και άξαφνα +στον ολοπόρφυρον αέρα εχύθηκεν αύρα μυστική, τραγούδι πολεμικό, +παιάνες νικητήριοι, λέγεις κ' εγύριζε τόρα η Μακεδόνικη φάλαγξ +από τις χώρες του Γάγγη και του Ευφράτη. + +Εσήκωσα τα μάτια ψηλά και είδα τα αιθέρια ποτάμια, τα σκοτεινά +και τα πράσινα, τα χρυσορρόδινα και τα γλαυκά να σμίγουν στο +ζενίθ και να κάνουν Στέμμα γιγάντιο. Ήταν κάμωμα του καιρού ή +μήπως συμβολική απόκρισις τ' ουρανού στο ερώτημα της αθάνατης; +Ποιος ξεύρει. Μα σιγά — σιγά οι φωτεινές αχτίνες άρχισαν να +ωχραίνουν, να συγχίζονται και τέλος να σβύνουν μια με την άλλη, +λέγεις κ' έπαιρνε τα κάλλη μαζί της η Γοργόνα στην άβυσσο. Τόρα +ούτε Στέμμα ούτε τόξο εφαινόταν πουθενά. Μόνον κάπου κάπου +σκόρπια σύγνεφα έμεναν σταχτιά και κάτωχρα στον ουρανό· και μέσα +στην ψυχή μου έτσι ωχρή και συγχισμένη έμεινεν η λαμπρή πορφύρα +της πατρίδας μου. + +Με το μπρίκι του καπετάν Φαράση αρμένιζα μεσοκάναλα εκείνη τη +νύχτα. + + + +ΝΑΥΑΓΙΑ + + + +Μόλις αρράξαμε στη Στένη ο καπετάν Ξυρίχης επήρε τη βάρκα κ' +έτρεξε στο τηλεγραφείο. Δύο ημέρες τόρα φριχτή τον ετυρανούσε +αμφιβολία. Τριάντα μίλια έξω από το Μπουγάζι αντάμωσε τον +«Αρχάγγελο» δεύτερο μπάρκο του, που ήσαν μέσα κυβερνήτης και +γραμματικός τα δύο αδέρφια του. Δεν επρόφτασαν να +καλοχαιρετηθούν, να ειπούν για το φορτίο και τον ναύλο τους και +ζηλότυπος τους εχώρισεν ο χιονιάς. Εκατόρθωσε τέλος να +ορθοπλωρίση το δικό μας και ολόκληρο ημερονύχτι εθαλασσοδαρθήκαμε +στ' ανοιχτά. Μα όταν εμπήκε στον Βόσπορο έψαξε όλα τα λιμάνια, +εγύρισε τους κόρφους, ερώτησε όλους τους βαρκάρηδες, τους +πιλότους, ακόμη τους κουμπάρους και τις κουμπάρες, αλλά τίποτα +δεν είπαν για τον «Αρχάγγελο». Τι να έγινε; Εφυλάχθηκε πουθενά; +επρόφτασε να ορθοπλωρίση κ' εκείνος ή έπεσε απάνω στους βράχους; +Και αν ετσακίσθηκε το μπάρκο εσώθηκαν τουλάχιστον τ' αδέρφια του; +Όλο τέτοια συλλογίζεται κ' έχει συγνεφωμένο το μέτωπο, τρέμουλο +έχει στην καρδιά. + +Όταν έφτασε στο τηλεγραφείο εξέχασε μια στιγμή τον πόνο του +εμπρός στην εικόνα που είδεν ολόγυρα του. Κάτω στη στενόχωρη +αυλή, απάνω στις σαρακωμένες σκάλες και παραπάνω στ' ασάρωτα +πατώματα κόσμος σαν αυτόν ανήσυχος, γυναίκες, άντρες, παιδιά, +επρόσμεναν να μάθουν από το σύρμα την τύχη των δικών τους· ποιος +του φίλου, ποιος του συγγενή, ποιος του προστάτη του. Κ' εκείνο +κρύο, ασυγκίνητο εσώριαζε με τη φλύαρη γλωσσά του ακατάπαυστα +πένθος και θλίψι περίγυρα. Ωνόμαζε πνιγμούς, εμετρούσε σκληρούς +θανάτους, έλεγε ναυάγια, περιουσίας χαμούς, ονείρων σβύσιμο, +εσυνέπαιρνε χαρές κ' ελπίδες με την ορμή αγρίου και +καταστρεφτικού δρόλαπα. Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις +σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, +λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το +δάκρυ. + +Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την +αμφιβολία του. Εβιαζόταν να μάθη και τη δική του μοίρα, ν' ακούση +του συρμάτου τη φωνή, αν θα λαλήση κλάγγασμα χαράς ή +νεκροσήμασμα; Αλύπητα έσπρωξε τον κόσμο ζερβόδεξα, ανέβηκε δυο — +δυο τα σκαλιά, έφτασε με κόπο εμπρός στη θυρίδα κ' ερώτησε με +ολότρεμη φωνή: + + — Για τον Αρχάγγελο... το μπάρκο... μην ακούσατε τίποτα ; + + — Τίποτα· του άπαντα ξερά ο τηλεγραφητής. Τίποτα! πώς είνε +δυνατόν; Ξαναρωτάει: + + — Αρχάγγελο το λεν έχει φιγούρα δέλφινα... έχει στα μεσανό +κατάρτι κόφα· Σπετσιώτικο χτίσιμο. + +Και κολλά περίεργα τα μάτια στου υπαλλήλου το πρόσωπο, αφτιάζεται +προσεχτικά τους κρότους που βγάζει ξερούς, συγκρατητούς σαν +οδοντοχτύπημα κρυομένου η μηχανή. Τα σωθικά του λαχταρούν, +φεύγουν τα σανίδια από τα πόδια του· λιποθυμίας αύρα τον +περιζώνει παντού. Μα δεν την παραιτά καθόλου τη θέσι του· δεν +αφίνει στιγμή από τα μάτια τον ζωντανόν καθρέφτη του. Τέλος +σηκώνει εκείνος τα μάτια, τον καλοκυτάζει μια στιγμή και λέγει με +φωνή αδιάφορη: + + — Ναι... Αρχάγγελος. Εχάθηκε στο τάδε μέρος της Ρούμελης· +εκόπηκε στα δυο· Η πρύμη του ερρίχθηκε στους βράχους με δυο +παιδιά μέσα... Τα παιδιά είνε ζωντανά. + +Ζωντανά! Αναστηλώνεται ο καπετάνιος στα πόδια του· διώχνει το +βάρος από τα στήθη του· χαρά γλυκοδροσίζει την ψυχή του. + + — Τα ονόματα; λέγει στον υπάλληλο με τρυφερή φωνή σαν χάδι· δεν +μπορούμε τάχα να μάθουμε τα ονόματά τους; + + — Πέτρος και Γιάννης· του απαντά σε λίγο με πλάνα έκφρασι ο +υπάλληλος. + +Δόξα σοι ο θεός! Πέτρος και Γιάννης, είνε τα ονόματα των αδερφιών +του. Ζωντανά λοιπόν και τα δυο. Ζωντανά εκείνα· θρίμματα τ' +ολοκαίνουργο σκαφίδι! Δεν πειράζει· πάλι δόξα σοι ο Θεός! Ας +ζήσουν και φτιάνουν άλλο μεγαλείτερο και ομαρφώτερο. Φιλεύει +ανοιχτόκαρδος πέντε πούρα τον υπάλληλο· δίνει ένα μετζήτι κέρασμα +στον υπηρέτη· παρηγορεί γλυκομίλητος τα θλιμμένα πρόσωπα: — Δεν +είνε τίποτα· όλοι καλά είνε· όλοι καλά.! Μα το ποτήρι της χαράς +αμέσως θέλει να το κενώση ολάκερο. Δεν θέλει να βλέπη τίποτα +σκοτεινό στην πρόσχαρη εικόνα της ζωής του. + + — Ποιας ηλικίας τάχα να είνε τα παιδιά; ρωτά πάλι. + +Εκείνος σκυθρωπάζει: Μα τον παρασκότισε! Γύρω του ακούονται φωνές +ανυπόμονες· σπρώχνει ο ένας τον άλλον· θέλουν να τον βγάλουν από +τη θυρίδα. Έμαθε πως ζουν τ' αδέρφια του· δεν τον φτάνει; Είνε +και άλλοι που λαχταρούν για τους δικούς των, που δεν ξεύρουν +καθόλου τι γίνονται. Ας μάθουν κ' εκείνοι κάτι τι! Αλλά εκείνος +εγωιστής δεν παραιτεί καθόλου τη θέσι του. Άνοιξε μια τη +χρυσελεφαντένια πύλη της ζωής, θέλει και ν’ απολαύση το μάτι του. + + — Ποιας ηλικίας τάχα; ξαναρωτά λογέλαστος. + + — Δέκα — δώδεκα χρονών του απαντά εκείνος σκυμένος στη μηχανή +του. + +Πάλι τον πλακώνει απελπισία. Τ' αδέρφια του δεν είνε τόσο μικρά. +Είνε από εικοσιπέντε και απάνω. Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει +τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει +το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει +στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· +κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε +ζαφειρένιον ουρανό. Δίπλα η θάλασσα λίμνη ακύμαντη απλώνεται ως +τα ουρανοθέμελα· εμπρός η γη ανθοσπαρμένη μοσχοβολά. Και όμως η +ακρογιαλιά του δείχνεται πλατύ νεκροταφείο από άκρη σε άκρη. Κάθε +της βράχος κ' ένα νεκροκρέββατο. Τριγύρω φθορά και μούχλα. +Καράβια κομματιασμένα, βαρκούλες μισοσπασμένες, σχοινιά, +κατάρτια, φιγούρες, πανιά, εικονίσματα, παδέλες, πιάτα, +λιβανιστήρια, πυξίδες, χρυσόξυλα. Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά +δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες +στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις +επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα +του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα +τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και +ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα. Και όμως ήταν πεταγμένο στην +κορφή ενός βράχου και ήσαν τ' ακανόνιστα δόντια των πετρών +επίβουλα χωμένα μέσα στα ξύλα της καρίνας του· και ήσαν τα ξύλα +της καρίνας του απελπιστικά σφιλιασμένα μέσα στα λακκώματα και +τις σχισμάδες της πέτρας. Ούτε νερό ούτε άνεμος ημπορούσε να +περάση αποκεί. Κ' ένα σκυλί στην πρύμη δεμένο εγύριζε μάτια +κατακόκκινα, εδάγκωνε τα ξύλα, έτρωγε την αλυσίδα του, άρπαζε κ' +ετράβα με πάθος την ουρά και το νερό κυτάζοντας αλύχταγε και +αλύχταγε, σαν να το έβριζε που τ' άφησεν ακόμη ζωντανό, αφού τ' +αφεντικά του τ' άρπαξεν ο ρούφαλας. + +Έκαμε ακόμη μερικά βήματα ο καπετάν Ξυρίχης και άξαφνα ευρέθηκεν +εμπρός στο μπάρκο του. Έπρεπε να είνε δικό του ξύλο, να του +μιλήση στην ψυχή για να το γνωρίσουν τα μάτια του στην κατάστασι +που ήταν. Ούτε κατάρτια, ούτε πανιά, ούτε σκαφίδι απόμενε πλέον. +Μόνον η πρύμη του κ' εκείνη ξεσκλισμένη, εκρατιόταν απελπιστικά +σε δυο χάλαρα. Και γύρωθέ της πικρή νεκροπομπή άλλα ξύλα +σκορπισμένα, κουπιά και άρμενα· άλλες καρίνες φαγωμένες· άλλα +ποδόσταμα και σωτρόπια και σταύρωσες. Και ακόμη γύρωθέ της άλλη +πικρότερη συνοδεία! Βλέπει τον ναύκληρο νεκρό στο πλάγι· βλέπει +τους ναύτες πέρα — δώθε σκορπισμένους, άλλους κολλιτσίδα επάνω +στα χάλαρα, άλλους μισοσκεπασμένους με τον άμμο, άλλους παιγνίδι +του νερού, δαρμός και φτύμα του. Και απάνω στα τουμπανιασμένα +πτώματα, στα πρόσωπα τα χασκογέλαστα και αναμπαιχτικά, τα όρνια +καλοκαθισμένα εβύθιζαν το ράμφος στη νεκρή σάρκα, έτρωγαν κ' +εμασούσαν λαίμαργα και μόλις στον κρότο του επέταξαν κράζοντας, +σαν να διαμαρτύρονταν που τα ενόχλησε στο πλούσιο φαγοπότι. + +Αρχίζει τόρα φριχτότερο του καπετάνιου το βάσανο. Τα ξένα εκείνα +πτώματα δείχνουν ολοφάνερα πως κοντά βρίσκονται και τα δικά του. +Θέλει να δράμη, να ερευνήση παντού και όμως δεν τολμά. Κάτι τι +μέσα τον κρατεί, τα πόδια του καρφώνει εκεί στ' αχνάρια του. Ο +πόθος όμως ισχυρότερος τον σπρώχνει εμπρός, πάει και ψαχουλεύει +ένα με το άλλο και τέλος βρίσκει ασούσουμα και τ' αδέρφια του. Το +ένα κείτεται με το κεφάλι συψαλιασμένο· το άλλο έχει και τα δυο +πόδια κομμένα στα γόνατα. Αν δεν του το έλεγεν η ψυχή, βέβαια δεν +θα τ' αναγνώριζαν τα μάτια του, όπως και το μπάρκο. Αλλά του το +είπε και τα καλογνώρισεν ευθύς. Και τότε τα μάτια του εστείρεψαν· +ούτε δάκρυα βγάζουν ούτε σπαρταρούν. Τη θάλασσα μόνον κυτάζουν +αυστηρά, πεισμωμένα και άξαφνα ο γρόθος σηκώνεται και πέφτει με +ορμή, που λέγεις ανατρόμαξε κ' επισωπάτησεν εκείνη φοβισμένη. + +Έπειτα, σκύφτει και γλυκοφιλεί τ' αδέρφια του· χαϊδεύει τους τα +χτυπημένα κορμιά ανάλαφρα, σαν να φοβάται μην τα ξυπνήση· κάτι +τους ψιθυρίζει μυστικά στο αυτί, θέλεις παρηγοριά, θέλεις +μακρυνήν υπόσχεσι. Έπειτα με τον λάζο αρχίζει και σκάφτει τον +τάφο τους. Επαιδεύτηκε κάπου μιαν ώρα στον άμμο. Τον άνοιξε καλά· +απίθωσε πρώτα τ' αδέρφια, έπειτα τον ναύκληρο, κατόπιν τους +ναύτες, εκύλισεν απάνω πέτρες και χάλαρα. Έπειτα έπιασε πάλι τη +στράτα του κ' έφτασε στα Θεραπειά· βρίσκει το βαπόρι, έφτασε πάλι +στο μπάρκο. + + — Έτοιμα; ρωτά τον γραμματικό. + + — Έτοιμα. + + — Φόρα την άγκυρα. + +Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο +κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι. + + + +ΟΙ ΚΟΥΡΣΑΡΟΙ + + + +«Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και +πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει +στου δάσους τα πυκνόκλαδα. Κάτω από το τρεμόφεγγο των άστρων, το +πισαλειμμένο σκαφίδι του με τα παραπέτα φελοντυμένα, την πρύμη +και την πλώρη χαλκόφραχτη, μόλις ξεχωρίζει από τα σκοτεινά νερά +και της ακρογιαλιάς τα χάλαρα. Τα τέσσερα κανονάκια τα +ορειχάλκινα που κάνουν το βρύχημά του τρόμο των θαλασσινών οι +μπαλντάδες που συχνοβάφονται στο αίμα τους· τα τρομπόνια, τα +τσεκούρια, οι γάντζοι που πιάνουν αητονύχια στα πλευρά των +καραβιών, όλα είνε θαμμένα στο σκότος και την ασάφεια. Μόνον πού +και πού, όταν οι φωτιές ψηλώνουν περισσότερο και χρυσαλείφουν +πέτρες και νερά δείχνουν και στο κατάστρωμα φίδια κουλουριασμένα +τα σχοινιά, πεινασμένη την κόψη των αρμάτων, αιμάτου λίθρους εδώ +κ' εκεί. Άλλο τίποτα. Περίγυρα ψηλώνουν τραχείς και απόκρημνοι +του Καβομαλιά οι βράχοι, πέτρες ατόφιες, σκυθρωποί γίγαντες και +ορθοσκύβουν απάνω του, λέγεις και θέλουν να το προφυλάξουν από +μάτι κακότροπο. Κ' εκεί ξαπλωμένοι στο σκότος είτε συμμαζωμένοι +στις φωτιές μαυρίζουν οι κουρσάροι, ίσκοι και φάσματα: Είνε κάπου +σαράντα· και όλοι ένας κ' ένας διαλεχτοί. Πατρίδα τους το κάθε +νησί της Άσπρης θάλασσας· το κάθε πόρτο του Μωριά και της +Ρούμελης, θρησκεία τους το κούρσεμα· λατρεία το μυστικό· αρχηγός +ο καπετάν Λαχτάρας, φοβερός στη δύναμι, μέγας στην τόλμη, +θαυμαστός στα σχέδια, δράκος αχόρταγος στην κλεψιά και το αίμα. +Ξαπλωμένος κατάνακρα στ' ορθολίθι, τα πλατειά νώτα στηρίζοντας +στη χορταριασμένη πλαγιά, ψηλαφά τα ψαρά γένεια του και ατενίζει +κάτω σαν θαλασσινός θεός που θέλει να γνωρίση το απέραντο κράτος +του. Δίπλα η φωτιά πολύγλωσση ψηλώνει και στοιχειώνει +ροκανίζοντας την τροφή της και σκορπά χρώματα ίριδος στα +μαλαμοκαπνισμένα τ' άρματα, στα διαμαντοκόλλητα αλυσίδια, στα +μεταξωτά βρακιά, τ' άσπρα ποδήματα, τα ρουμπινοστόλιστα +δαχτυλίδια του. Και ανάμεσα στα πόδια του λουφασμένος ο +Καρακαχπές, μαυρομάλλης και φουντοουραδάτος, κυτάζει κατάματα σαν +να τον ερωτά την αιτία των συλλογισμών, σαν να του υπόσχεται πως +όλοι αν τον αρνηθούν αυτός θα μείνη πάντα πιστός του υποταχτικός +και φύλακας ως τον τάφο του. + +Έτσι το συνηθίζει να κάθεται μόνος εκεί στη μαύρη πέτρα, με τη +φωτιά δίπλα και στα πόδια τον σκύλο του κάθε νύχτα ο καπετάν +Λαχτάρας. Να κάθεται, να τσιμπουκίζη και να συλλογίζεται. Τι +συλλογίζεται; Όχι βέβαια τη γυναίκα και το μοναχοπαίδι που τα +έχει σφαλισμένα στον Πύργο του Φονιά. Ούτε τα τόσα αίματα και τα +λόγια που, παρακαλώντας τον θερμά λέγουν τα θύματά του, πριν +σκύψουν το κεφάλι στον άσπλαχνο λάζο του. Μα τόρα ούτε και τα +πολλά πλούτη: βαρέλια τα φλωριά, αρμάθες τα κολλονάτα, στέρνες +αστείρευτες τα δουβλόνια τ' ασημοκάντηλα, τα λιθοκόσμητα +πουκάμισα των αγίων άρματα τ' ανεχτίμητα· στοίβες απάτητες τα +γουναρικά, οι τσόχες, οι σελτέδες, τα τουλουπάνια, τα μεταξωτά, +τα σαμούρια και τα λαχούρια. Κ' εκείνα καλά κάθουνται κλεισμένα +στις άφωνες σπηλιές και δεν έχουν άλλον μάρτυρα παρά τον Θεό και +τα χέρια του. Μιαν εβδομάδα τόρα κάτι άλλο τον δαιμονίζει και τον +κρατεί ανήσυχον. Ο Τρακάδας ο βλάμης του. Τον είχε βλάμη, +κουμπάρο στο παιδί του, δεξί χέρι στο κούρσο, αρχηγό στο πλήρωμα, +δήμιο στους σκλάβους του. Πέντε χρόνια κλειστά. Και ακόμη τον +είχε σύντροφο στα προσωπικά του κακουργήματα. Εκείνος κάθε φορά +τον απάλλαττε με μια του μαχαιριά είτε και μια πέτρα στον λαιμό +από κάθε ανυπόταχτο είτε δύστροπο σύντροφο. Πόσοι και πόσοι δεν +επλάγιασαν έτσι αξύπνητα! Πόσα μερίδια χοντρά δεν άρραξαν έτσι +στις αποθήκες του καπετάν Λαχτάρα, αντί να φτάσουν στα σπίτια +εκείνων και να στολίσουν τις γυναίκες τους! Τόρα ήρθε και η δική +του σειρά. Τον εξεπάστρεψε με μια ψύχα φαρμάκι. Μα τι να γίνη; +Ποιος του είπε να μάθη όλα του τα μυστικά; Ποιος του είπε να +ξεύρη όλες τις κρυψώνες του: Έπρεπε να το έχη πάντα στον νου. Η +φτελιά που πάει και ριζώνει στην όχθη του ποταμού καλά δροσίζει +τις ρίζες στο νερό, μεστώνει και θεριεύει και με τη γειτονιά του +υπερηφανεύεται. Μα γρήγορα — αργά θα λυώσουν μιαν ημέρα τα χιόνια +στα βουνά, θα κατεβάση το ρέμα κλωθογύριστο και θα συνεπάρη στον +θυμό του και τη φτελιά τη γειτόνισσα. Τι σου φταίη ο πόταμος; + +Έτσι φροντίζει να δικαιολογηθή στην ταραγμένη συνείδησί του ο +καπετάν Λαχτάρας. Μα δεν την ησυχάζει καθόλου. Δεν την ησυχάζει +γιατί και ο Τρακάδας δεν ησυχάζει στον τάφο του. Οι φόνοι και τα +κρίματα έπλεξαν τρίχινον πλοκό και δεν αφίνουν την ψυχή να διαβή +στον κόσμο της αναπαύσεως. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες σκλάβα +σέρνεται στους τόπους που εκριμάτισε, θρηνολογή και δέρνεται +βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο +χέρι το ραβδί γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα φάσμα σκυθρωπό και +αμίλητο. Πολλοί γνώριμοί του ηθέλησαν να μιλήσουν μαζί, τον +έκραξαν να τον κεράσουν στο κρασοπουλιό, επάσχισαν να τον μπάσουν +στην εκκλησιά. Μα εκείνος φεύγει μακριά, σβύνει από κοντά τους +σύγνεφο βαρύ, σκούσμα και θλίψι αφίνοντας γύρω του. Και κάθε +νύχτα, τέτοια ώρα, έρχεται πάντα στον βλάμη του με το γιαταγάνι +γυμνό στο δασοτριχωμένο χέρι, με ραντίδες αιμάτου νωπού στο μαύρο +πρόσωπο και την σκούφια του απλώνει ζητώντας μερίδιο λαφύρων, +όπως έκανε και ζωντανός. Και ο άτρομος καπετάνιος νευρικός, +ανήσυχος ψηλαφά τα γένεια, τινάζει τον καπνό του τσιμπουκιού +σύγνεφο εμπρός, ελπίζοντας να κρύψη το ενοχλητικό φάντασμα. + + — Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην +ώρα της προσβολής. + +Μα ο λάρυγγάς του νομίζεις αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη +βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχά, το σκότος +σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή, και χαλκόστομη σαν να σαλαχά +κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας +κρότος κουφός και συνεχής σαν να επήραν ζωή τα πορολίθαρα. Και +μέσα στη σαλαλοή φωνή αργιόχρωμη σαν κουκοβάγιας ανάκρασμα +ακούεται να λέγη: + + Τάω — τω + και πίσω δεν κυτώ! + τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά + κ' εγώ γυρίζω πίσω. + Έλα βλάμη σήκω, + σήκω να μοιράσουμε!.. + +Ο καπετάν Λαχτάρας πνίγεται τόρα στον ίδρωτα. Γνώριμη του είνε η +φωνή, γνώριμη η οφυριγματιά και η σαλαλοή. Δεν είνε άλλος από τον +Τρακάδα τον βλάμη του. Έρχεται απόψε με περισότερη μάνιτα, με +φριχτώτερη συνωδεία. Δεν κρατεί στο χέρι γυμνό το γιαταγάνι του· +δεν έχει νωπού αιμάτου σπίλους στο πρόσωπο. Το φτωχικό βουργιάλι +του φορεί και κρατεί στο χέρι το θριμματισμένο ραβδί του. Μα έχει +τόσο στεγνό το πρόσωπο· το βλέμμα τόσο αδάμαστο· τόσο +καμπουριασμένο, μικρό κ' ελάχιστο το κορμί που ημπορεί να +τρομάξει και γίγαντα. Παράλυτος κάθεται ο καπετάνιος στον βράχο +του· θέλει να σύρη το χέρι στ' άρματα και το χέρι στέκει ακίνητο +σαν αλισοδεμένο στην πέτρα. Θέλει να βγάλη φωνή· μα του είνε +αδύνατον. Γυρίζει το βλέμμα ζερβόδεξα να ιδή τους συντρόφους και +ξεχωρίζει μαύρους ίσκιους που τρέχουν και πηδούν αναμαλλιασμένοι, +θεότρελοι από τον φόβο τους. Άλλοι γκρεμίζονται στη θάλασσα· +άλλοι τσακίζονται στις σπηλιές· άλλοι παίρνουν τα πλάγια· άλλοι +ανεβαίνουν κατάρραχα και ακόμη τρέχουν να φύγουν αόρατον εχθρό. +Ρίχνει βλέμμα στον σκύλο του, θέλει να του θυμήση την παλιά +υπόσχεσι. Μα κ' εκείνος αναμαλλιάρης, ολότρεμος γρούζει μόνον και +πάσχει να χαθή κάτω από τα πόδια του αφέντη του. Και όμως κοντά +του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, +που να πέφτη Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του στέκεται +μικρομέγας ο Τρακάδας και με γέλοιο τον κυτάζει κατάματα, τον +περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του: + + Τάω — τω! + και πίσω δεν κυτώ! + τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά + κ' εγώ γυρίζω πίσω. + Έλα βλάμη σήκω, + σήκω να μοιράσουμε!.. + + + — Να μοιράσουμε τι; ρωτά το αδέσμευτο πνεύμα μέσα στο κεφάλι του +καπετάνιου. Θέλεις τα ρούχα μου, θέλεις τ' άρματα και τα +χρυσαφικά μου; Δικά σου είνε· δικός σου είμαι κ' εγώ. Μπροστά σου +μ' έχεις άβουλον και ακυβέρνητον. Μη ζητάς όμως τα πλούτη τα +κρυμένα. Τα ξέρεις και τα ξέρω. Μην τα ζητάς! + +Το είπε — δεν το είπε, το άκουσεν ο βρυκόλακας. Ανάβρισε το +γέλοιο τρανταχτό, βαρύ, σαρκαστικό από τα φτωχά στήθη του. Και +είδεν ο Λαχτάρας σκελετωμένο χέρι ν' απλώνη απάνω του, να τον +σηκώνει πούπουλο στον ώμο. Αισθάνθηκε παλμόν· είδε τ' αστέρια +κινούμενα επάνω του σαν γοργοκάραβα με τα πανιά γεμάτα. Πού πάνε +τ' αστροκάραβα με τα πανιά γεμάτα; Στο κούρσο πάνε. Στο κούρσο +και το αίμα τρέχει και αυτός. + + — Ε παιδιά, ορθοί! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της +προσβολής. + +Μα τίποτα δεν βλέπει γύρω του· τίποτα ζωντανό μέσα στο μυστικό. +Όλα κοίτονται λουφασμένα: τα κανονάκια τα ορειχάλκινα, οι +αιματοβαμμένοι μπαλντάδες, τα τρομπόνια, τα τσεκούρια, οι +γάντζοι. Κοίτονται λουφασμένα σαν να τα έχη σύγκρυο. Φαίνονται +τρομαγμένα, δισταχτικά κ' εκείνα σαν τους κουρσάρους πριν και σαν +τον Καρακαχπέ. Κανείς δεν έρχεται να τον προστατέψη· κανείς δεν +τολμά να κράξη στον αμείλικτο βλάμη του: φτάνει! Κ' εκείνος +παντοδύναμος αφέντης εκεί μέσα, τρέχει αψύς από πρύμη σε πλώρη, +δένει τον σφιχτά στον αργάτη με τα σχοινιά, σηκώνει στη μέση το +κατάρτι, απλώνει το πανί, λύνει πρυμόσχοινα. Και πάλι τον κυτάζει +κατάματα, ρίχνει πάλι την αγριόχρωμη λαλιά του: + + Τάω — τω + και πίσω δεν κυτώ! + τ' αχνάρια μου πίνε μπροστά + κ' εγώ γυρίζω πίσω! + Έλα, βλάμη, σήκω, + σήκω να μοιράσουμε! .. + +Ασκί του Αιόλου έγινε τόρα το σκελετωμένο σώμα του Τρακάδα και +αμόλυσε δυνατόν άνεμο. Εφούσκωσεν ευθύς το ράθυμο πανί, +αναταράχθηκε η θάλασσα και το μυστικό επέταξε βέλος από το αυλάκι +στ' ανοιχτά. Ο καπετάν Λαχτάρας βλέπει γύρω τις στεριές να +πισωδρομούν σκοτεινά σύγνεφα στη βία του βοριά· βλέπει το κύμα να +τον καβαλά· βλέπει απάνω σπαθί ακονισμένο τ' ολοφούσκωτο πανί, +πνίγεται και μανίζει από την απελπισία και τον εφιάλτη. Τι θα +γίνη; πού τον στέλνει σφιχτοδεμένον έτσι ο μισητός σύντροφος; +Πάσχει να λύση τα σχοινιά, θέλει να φωνάξη· μα είνε ανίκανος. +Φυσά και βράζει μέσα του η κόλασις. Φυσά και βράζει μα δεν +εξατμίζει να ελαφρωθή. Βούλεται — πασχίζει και τέλος βγάνει +βρύχημα την κατάρα: + + — Σύρε στο σαββατιανό λύκο! σύρε!.. + +Με τη φωνή κάπως έσπασαν τα δεσίματα όλα επήδησεν ορθός ο +καπετάνιος και τρέχει αναμαλλιάρης να φύγη τον βρυκόλακα. Πηδά +φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει +σάρες, πηδά και φεύγει σαν ζάρκαδος. Πίσω του ο Καρακαχπές +αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει +με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός +έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι +ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, +γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. +Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή. Πηδά +φαράγγια, σέρνεται σε ρεματιές, πλαγιές ανεβαίνει, κατεβαίνει +σάρες. Διπλό μπλουμ! ακούσθηκεν άξαφνα στη ρίζα ενός βράχου και η +θάλασσα έκλεισε για πάντα τα μάτια των φυγάδων. Μα σύγκαιρα άλλα +μάτια αγνώτερα και λαμπρώτερα η ανατολή άνοιξεν αντίκρυ και η +πλάσις αναγάλλισε. Τρέμουν ρουμπίνια στα νερά· παίζουν σμαράγδια +στους κάμπους. Το σώμα του Λαχτάρα ποντοπλάνητο, αδερφωμένο με +τον Καρακαχπέ τρομάζει τόρα τους θαλασσινούς. Και κάτω στον κάμπο +του Λαχιού αναπαύεται γυμνό και φτωχικό το σκέλεθρο του Τρακάδα. + + + +ΤΕΛΩΝΙΑ + + + +Απάνω στα λυχνανάματα είδα φανό εμπρός μου τη φωτιά του +Στρόμπολι. Ο Νότος παληκάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη +Μαρσίλια ως εδώ με δέκα — δώδεκα κόμπους την ώρα. Επέρασα καλά +τον Καβακάρσο — Μάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της· άφησα +βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα +δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τόρα +όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνη τα φρύδια του. Ο +Συρόκος έβγαζε στοιχειά τα κύματα· ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, +θεοσκότεινος εχαμήλωσεν ως τα ξάρτια, έπνιξεν όλα στην υγρασία +και τους ατμούς. Το κατάστρωμα εγλύστραε κατάβροχο σαν να ήταν +πλυμένο, με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το +δοιάκι επλημμύρισαν στον ίδρωτα· εμούσκεψαν τα πανιά, τα σχοινιά +εφούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια. + + — Μπρε! + +Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να σφαλήσουν καλά τ' +αμπάρια και να καθήση άγρυπνος ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη +ο φανός του Στρόμπολι. + + — Καλό πνίξιμο! ακούω πίσω μου στριγγιά φωνή. + +Σπασμοί μ' έπιασαν. Την εγνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. +Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και +συντρόφου τόρα στη σκούνα μου. Μαζί του εβύζαξα το γάλα της μάνας +μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν +οι τρίχες στα μουστάκια μας. Η μάνα του αρρωστιάρα επέθανε πριν +τον αποκόψη. Ο πατέρας του επνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της +Καλαβρίας πριν τον χαρή παληκάρι. Απόμεινε ορφανός και +πεντάφτωχος. Ό δικός μου τον επήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί +στο σχολείο, μαζί στα παιγνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο· +ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί +μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας. + +Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια +Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα +πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα +μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη. Να βάνη μέσα χίλια κοιλά· +πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κοιλά. Και να έχη πολλά πανιά· δάσος +κατάρτια, σχοινιά — σύρματα. Και να ταξειδεύουμε μακριά, πολύ +μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, +καπετάνιος εκείνος να σμίγουμε στον δρόμο και να χαιρετιώμαστε: + + — Ε, από το μπάρκο! ... ποιος καπετάνιος ; + + — Ο Μήτρος του Τράχηλα! + + — Ε, από τη νάβα! ... ποιος ; + + — Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας! + + — Και για πού με το καλό ; + + — Για την Αμέρικα... Και σεις; + + — Για την Αυστραλία. + + — Τι φόρτωμα ; + + — Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο.. Και σεις ; + + — Διαμαντόπετρες, μπιρλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι! + +Και όταν ετελείωνε το φανταστικό ταξείδι εγύριζε καθένας στο νησί +φορτωμένος κολωνάτα. + + — Και σαν γυρίσης πίσω; ερώταεν ένας τον άλλον. + + — Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου. + +Τέλος όταν επέθανεν ο καπετάν Τραχήλης έγινε σύντροφος στη σκούνα +ο Κάργας. Αλλά μόλις εκλείσαμε τα συμβόλαια εμπήκε μέσα +διαφορετικός. + + — Το δοιάκι, λέγει, δε μ' αρέσει. + + — Μα γιατί ; + + — Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκύλινο. + + — Μα τι σε πειράζει φίδι — σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει. + + — Δεν την κάνει. + +Και φραπ! στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε σκύλινο. Έπειτα άρχισε για +όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα +πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε. + + — Να βάλουμε, λέγει, δέλφινα. + +Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη. + + — Όχι σταυρό, λέγει· λουλούδι θα βάλω. + + — Μα τι σε πειράζει σταυρός — λουλούδι; Ίδιο είνε. + + — Όχι· καλήτερα λουλούδι. + +Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον εργάτη τον +έβαψε πράσινον, την κάμαρή μας κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα +κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψη και το σκαφίδι. Ήταν +γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο. + + — Όχι γαλάζιο, λέγει· κάτασπρο είνε ομορφώτερο. + + — Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα. + + — Έχει — δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο +χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται. + +Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδια +πυξίδα· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέσι του. Από τ' άψυχα ερρίχτηκε +σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλον, +έβριζε τον τρίτον. Έπειτα ερρίχτηκε στον καραβόσκυλο τον Ζέπο +μας, που τον είχεν ο μακαρίτης ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον +εκλωτσούσε, τον άφινε νηστικόν τέλος μια νύχτα τον έπνιξε +μεσοκάναλα κ' έφερεν από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που εβαριόταν +και ν' αλυχτήση. + + — Μωρέ γιατί βλάμη; τον ρωτώ. + + — Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου. + +Στο καράβι του! Δεν εκρατήθηκα περισσότερο. + + — Άκουσε, Λάμπρο· του λέγω. Εγώ δεν σ' έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ' +έβαλα σύντροφο. + + — Σύντροφο, μου απαντά με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια. + +Τόρα εκατάλαβα! Δεν είχε μόνον μανία στο άλλαγμα παρά κάτι +περισσότερο. Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. +Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο εξιπάσθηκε με το καπετανλίκι ο +χοντροναύτης που επίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξευρε +και όλα τα ώριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα όλα δικά του. +Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός +άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες +πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος +του, μοναδικός στην τέχνη του. + +Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν +και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ' +έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης και πονόψυχος. +Ήξευρα ποιος μου εψαλίδισε τα φτερά και όμως ελυπόμουν να τον +διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Επάθαμε ζημιές στα ταξείδια. +Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά δεν θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το +απόθεμα. Ας πάει να χαθή! εσκέφθηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε +άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω. + + — Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτώ τόρα. + + — Έτσι, τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη +φοβάσαι!... + + — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να +ειπής τον κακό σου λόγο; + + — Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου; + +Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί, +εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ, +παιδί μου, δεν είνε για σένα. Η Μαριώ του Καπετάν Τραχήλη την +αρραβώνιασε με τον γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη +δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δεν φτάνεις. +Τι έχεις να κάμης εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανώργιου; Εκείνο +είνε καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρη καραβοκύρη». + + — Τ' ακούς! μου λέγει· δεν είνε ψέμα ε; + + — Όχι βέβαια· δεν είνε ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το +Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. + + — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα +και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω +εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ +καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, +καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή. +Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ; + +Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του +ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν +καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω +λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του. + + — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' +αγαπά. + + — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!. + +Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε +τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή +τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος +μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα +στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα. Έρωτας ο διπρόσωπος +που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή +με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα +Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του +φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το +Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο +νησί μας. Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε +να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον +χαμό του και την πλάσι ολόκληρη. + +Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα +αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω +να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα +μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα. Πάλι τα +εσήκωσα επάνω. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, συχαμερή +μύξα, ελάχιστο στον όγκο του, τρίσμεγα στη δύναμι και τη σημασία +του. Αλλά ο σύντροφος με το χασκογέλαστο πρόσωπο του, μάτια του +τα πύρινα, με τα σκελετωμένα χέρια μου εφάνηκε φοβερώτερο +Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από εκείνους που τελωνίζουν τις ψυχές +ψηλά στο άπειρο. Άφηκε, είπα, τον σκοτεινό του θρόνο και ήρθε +κάτω να τελωνίση και τη δική μου ψυχή, να την βασανίση και να την +ξεσχίση με τ' αρπάγια του, στις φλόγες να την παραδώση πριν ακόμη +γδυθή τη σάρκα της. + + — Καλό πνίξιμο! εσφύριξε πάλι στ' αυτιά μου. + +Και πριν κουνηθώ από τη θέσι μου έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο +κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν ξωτικό. + + — Τα φώτα!... Σβύστε τα φώτα!... εβροντοφώναξα ευθύς. + +Μα οι ναύτες είχαν ιδή τα Τελώνια κ' επρόβαλαν στο κατάστρωμα με +όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, +καπάκια έπαιζαν τόρα στα χέρια τους κ' εβρόντουν σωστό δρολάπι +ήχων και φωνών. Νευρικό το μέταλλο άστραφτεν, ούρλιαζε, τα στέρνα +του εξέσχιζεν άπονα, ετρανολάλει με πάταγον, έκραζε με ρυθμόν, +έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας, να κουρελιάση το στερέωμα. +Κλαγγή, δουπός, στρίγγλισμα, κραυγή, θρήνος σμιχτά όλα, +περιπλεχτά, ωρμούσαν εδωθεκείθε, ετάραζαν το σκαφίδι, εκλόνιζαν +τ' άρμενα, ελάμπαζαν την άβυσσο. Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα +στη θέσι τους, περιφρονώντας την ταραχή και τον θόρυβο. Τόρα δεν +ήσαν δυο, δεν ήσαν τρία μόνον ήσαν εκατό — χίλια. Τ' ωχροκίτρινο +φως τους έφευγε περαδώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους +φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, άπλωνε κ' έσβυνε κινούμενο +σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθειά, στο σκοτάδι +μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός +εχύθη χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσεν ο δαίμονας +στον ψώφιον αλλαλαγμό μας. Απελπίστηκα. + + — Το γουρούνι μωρέ! τι το φυλάτε το γουρούνι! εφώναξα. + + — Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέγει ο Μπίρκος. + +Τρέχω κοντά το κλωτσάω, το σπρόχνω, τραβώ τις τρίχες, του +ξεριζώνω τ' αυτιά. Τίποτα. Το θρεφτό μας συμμαζωμένο στην πλώρη, +κλινάφτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενεν +ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από τον φόβο του. +Και το αστροπέλεκο άστραφτε κ' εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, +δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό και αλλεπάλληλο, λέγεις κ' +εβιαζόταν να κατακάψη τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη, +ανεμοπαρμένη εσπαρτάριζε σύγξυλη, ελάγκευε τρελή κ' έτρεχεν +εμπρός να ξεφύγη τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι αόρατο μέσα +στο σκότος, ετίναζε κάθε λεφτό φλόγες θεόψηλες από τον ανήσυχον +κρατήρα του, εξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα που ερροβολούσε +ποτάμι πύρινο κάτω κ' έβαφεν αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί +του συντρόφου, το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τόρα από +τους κλώτσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο +τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον +κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίση. Μα το ψωμάκι εσάστισα. +Πρώτη φορά που εσάστισα στη ζωή μου. + + — Βόηθα τύχη της Σμαρώς· είπα μέσα μου. + +Αλλά βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση τον στοχασμό μου. Βρώμα και +θειάφι και λαμπρό φως ετύφλωσαν ευθύς τα μάτια μου, έπνιξαν τον +ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στέρνα μου. Το αστραπόβολο έπεσε +σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! + +Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό +πνίξιμο! Πάει τόρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο +καψογαμπρός στον πάτο. + + — Να το ήξερες, καϋμένη μάνα και ν' άναβες ένα κερί στον +Αϊνικόλα! εσκέφθηκα. + +Τρέχω να εύρω τον δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στα κατάστρωμα, +πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτα δεν βλέπω. Οι ναύτες +ολόγυρά μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά τόρα στα χέρια τους, +πανιασμένοι εγύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, +εψηλαφούσαν τις κουπαστές με αγωνία θανάσιμη. Όμως η «Άγια Μαύρα» +σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της ελάγκευε ακόμη στα κύματα, +έφευγε φάλαινα επάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους +φλόκους, στα πινά, στις στραλιέρες, τα Τελώνια βρωμερά, συχαμένα +έπαιζαν τ' ωχροκίτρινο φως τους διαπεραστικό κάτω, λέγεις κ' +ήθελαν να λογχίσουν την ψυχή μας. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες +έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στην +πορεία μας. + + — Βαράτε, μωρέ και μας έπνιξαν! φωνάζω. + +Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως +στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, +με κερί του Επιταφίου στο χέρι να κυνηγά από τα στράλια τα +Τελώνια. Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι +εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· +βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε. + + — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ. + + — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να +ξεκουρασθής λιγάκι. + + — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος. + +Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω +ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του αμέσως. Μια παρατιμονιά +και η «Άγια Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στον βράχο· +τι να ιδώ: Το ηφαίστειο σαν πληγωμένος γίγαντας έχυνε από τα +πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με φριχτόν πάταγο στους +στεναγμούς της σκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί +αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι επρόβαλαν μέσ' από τις πέτρες, +εκλείσθηκαν ολόγυρα στο ξύλο και ίσως η Χάρυβδις έσυρε κάτω την +«Άγια Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. + +Όμως μαζί τους ήταν και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος. + + + +ΓΙΟΥΣΟΥΡΙ + + + +Όταν το πρωτάκουσα ήμουν παιδί στα σπάργανα. Και όταν έφτασα +εικοσάχρονο παληκάρι έλεγαν ακόμη για εκείνο με τον ίδιο θαυμασμό +και περισσότερη φρίκη. Το γιούσουρι, το αντρειωμένο γιούσουρι που +βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου! Το γιούσουρι που ώρες ψηλώνει και +θεριεύει ως το πρόσωπο της θάλασσας και ώρες χαμηλώνει και +χοντραίνει και γίνεται κάστρο αγύριστο με τους ρόζους και τα +κλαδιά, με τις ρίζες και τ' Αντιρίμματα! Κάτω στο νησί μας το +έχουν μόλογο. Γενιά σε γενιά το παραδίνουν οι ναύτες και πάει από +πατέρα σε παιδί, από παιδί σε αγγόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό +πάντα, σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και +αθάνατο σαν στοιχειό. + +Εκείνοι που το πρωτόειδαν έσβυσαν από τη μνήμη των ανθρώπων τόρα. +Εκείνοι που ονειρεύθηκαν να το κόψουν, κοιμούνται αξύπνητα στη γη +των πατέρων τους είτε στα βάθη της θάλασσας. Εκείνοι που επήγαν +γυρεύοντάς το δεν εδευτέρωσαν τον σκοπό τους. Έχει, σου λέγουν, +κατιτί πλάνο κ' επίβουλο και αλλάζει χρώματα και αλλάζει σχήματα +και γλυστρά σαν χέλι και θεμελιώνεται σαν πύργος και φωσφορίζει +σαν ωκεανόψαρο, που παραλεί το σώμα με το πρώτο αντίκρυσμα. Το +ξανθό βασιλόπουλο μάταια ζητεί ν' αγκαλιάση την ποθητή του! + +Εγώ από μικρός που το άκουα μ' έπιανε κάποιο αίσθημα παράξενο. +Φόβος και μαζί πείσμα. Καλά, έλεγα, ο διπίθαμος Αράπης που ρουφά +τα πέλαγα και φράζει τα ποτάμια μόνον με τα γένεια του. Καλά η +αθάνατη Γοργόνα, του Αλεξάντρου η αδερφή που γυρίζει σβούρα τη +θάλασσα και στο πικρό χαμπέρι βουλιάζει τα πλεούμενα σύψυχα με +την ουρά της. Καλά και ο Άριστος που σκοτώνει τα θεριά και τα +βουνά γκρεμίζει και ξεριζώνει ρουπάκια με το κοντάρι του. Μα ένα +δέντρο εκεί του νερού πλάσμα, θρέμα του άμμου και να κάνη τόσα +θαύματα! Μπα, ντροπή μας! Έβλεπα τους άντρες όλους +λεβεντοθρεμένους και όμως να μιλούν γι' αυτό με τόση ευλάβεια σαν +να εμιλούσαν για το Τρισυπόστατο. Τι διάβολο! Εκείνοι μια φορά +έβαλαν τα στήθη τους γυμνά εμπρός στο κανόνι του Τούρκου, +επήδησαν με το δαυλί στο χέρι μέσα στις μπαρουταποθήκες του· +είδαν τον θάνατο κατάματα χίλιες φορές και δεν ετόλμησαν να +ξεριζώσουν ένα δεντρί! Δεν ημπορούσα να το χωνέψω. + + — Δε μου λες, πατέρα κάνω κάποτε του γέροντα μου· τι 'νε αυτό το +γιούσουρι; + + — Ξύλο παιδί μου σαν και τ' άλλα· θαλασσόξυλο. Αν θέλης να το +μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. + +Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια +πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρη — κατάμαυρη +όπως ο έβενος. + + — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; + + — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν +ήμουν σφουγγαράς. + + — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου; + +Επέτρωσεν ευθύς το χαμόγελο στα χείλη· εσοβαρεύθηκε το πρόσωπό +του. Εγύρισε και μ' εκύταξεν αφαιρεμένα, σαν να έλειπεν ο νους +μίλια από το σώμα του. + + — Α! είπε κινώντας το κεφάλι. Το γιούσουρι του Βόλου δεν είνε το +ίδιο. Επήγα μια φορά κ' εγώ, μα λίγο έλειψε ν' αφήσω δίχως άντρα +τη μάνα σου. + + — Αφού κόβεται!... + + — Κόβεται όταν είνε μικρό. Κάτω στη Μπαρμπαριά είνε δάση +ολάκερα. Εκεί που ψαρεύουν το σφουγγάρι αρπάζουν και κάνα κλαρί. +Έτσι κλεφτά, στην ώρα που κοιμάται. Άμα όμως ξυπνήση δεν το κόβει +ούτε η ρομφαία του Αρχάγγελου. + + — Το γιούσουρι του Βόλου δεν κοιμάται ; + + — Κοιμάται· μπορεί να κάμη δίχως ύπνο; Μα εκείνο εστοίχειωσε +πια· ζη με τους αιώνες· ποιος ξέρει από πότε: Να ιδής των παλαβών +τα κόκκαλα πώς κρέμονται σαν πολυέλαιοι απάνω του! ... + +Και το βλέμμα του έγινε πάλιν αόριστο, κάπως δειλό εστυλώθηκεν +απάνω σε μια στάμνα που έστεκε σπασμένη στην αυλή, το μέτωπο +εσούφρωσε κ' εκέρωσε, λέγεις κ' έβλεπε ασπίδα να προβάλη αποκεί. + + — Εσύ πατέρα πώς επήγες; Με τη μηχανή; τον ερώτησα. + + — Όχι, με την πέτρα σαν τους Καλυμνιώτες. Πού μηχανές στον καιρό +μας! + + — Εγώ σαν μεγαλώσω θα πάω να το κόψω· είπα πεισματικά. + +Ενόμιζα πως θα έλεγεν όχι· πως θα εφρόντιζε με χίλια — δυο να μ' +εμποδίση· πως θα μου εδιηγώταν ιστορίες τρόμου και φρίκης για ν' +απελπισθώ. Τίποτα όμως. Μια στιγμή μ' εκύταζε συλλογισμένος από +τα πόδια ως την κορφή σαν να εμετρούσε το ανάστημά μου, +εχαμογέλασε· + + — Καλά· σα μεγαλώσης να πας· είπε με την πρώτη του απάθεια. Τόρα +που είσαι μικρός σύρε να μάθης τη θάλασσα. + +Επήγα κ' έμαθα τη θάλασσα. Ναυτόπουλο έγινα, έπειτα ναύτης· είδα +φουρτούνες, χιονιές, αγριοκαίρια· επήγα και με τα σφουγγαράδικα +στη Μπαρμπαριά. Μα και ναυτόπουλο και ναύτης και σφουγγαράς δεν +εξέχασα το στοιχειωμένο γιούσουρι και τον λόγο που έδωκα του +πατέρα μου. Το εναντίον μαζί με το κορμί εμεγάλωνε και ο πόθος +μέσα μου, σαν να τον είχα προγονική σπορά στο αίμα. Εγώ ήθελα να +κόψω το γιούσουρι, στην ανάγκη να το ξεριζώσω και να το σύρω +σκλάβο πίσω από το καΐκι στο νησί μας. Θα το εξάπλωνα στην +αμμουδιά θρασίμι και θα έβανα διαλαλητή να διαλάληση σε όλη τη +χώρα: — Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε το μέγα θαύμα! Το στοιχειό της +θάλασσας ενικήθηκεν από του νησιού μας το στοιχειό, τον Γιάννο +Γκάμαρο. Τρέμουν — τρίζουν τα βουνά! Εβγάτε χωριανοί να ιδήτε και +να ειπήτε!...». Θα έτρεχεν αμέσως μελίσσι ο λαός· θα έβλεπαν οι +θαλασσογέννητοι και θα εσταυροκοπούνταν θα έβλεπαν οι γυναίκες +και θα ετρόμαζαν τα παληκάρια και θα εζηλοφθονούσαν, οι λυγερές +και θα έλεγαν: — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! Δεύτερος +Άγιος Γιώργης θα εδοξαζόμουν στο νησί. Κ' ένας τρόμος μυστικός, +μια λαχτάρα εβασάνιζε κάθε τόσο την ψυχή μου, μήπως προλάβη άλλος +και αρπάξη τη δάφνη μου. Γυρεύεις τι γίνεται; Αλλά πάλιν ησύχαζα +στην ιδέα πως άλλος αξιώτερός μου δεν ήταν δυνατόν να γεννηθή. +Και ακόμη επίστεψα πώς το δεντρί εκείνο δεν εκαθόταν τόσους +αιώνες εκεί στον ανήλιαστο θρόνο του παρά να γίνη μιαν ημέρα άθλο +δικό μου και έπαινος. Κ' έτσι έκλεισα τα είκοσι χρόνια μου. +Εψάρευα το σφουγγάρι με τη μηχανή του καπετάν Στραπάστου στην +Έγριπο. Δώσε απάνω — δώσε κάτω εφτάσαμε και στον κόρφο του Βόλου. +Άρπαξα την περίστασι. + + — Τι λες καπετάνιε; κάνουμε την απόπειρα; + + — Ποια; + + — Πάμε να κόψουμε το γιούσουρι; + +Εγέλασε ο καπετάν Στραπάτσος· εγέλασαν και οι άλλοι· εγέλασα +τέλος κ' εγώ. Δεν ετολμούσα να κάνω τον σοβαρό. + + — Ρε τι λες; μου κάνει· είσαι στα συγκαλά σου ή να στείλω για +τον παπά; Αμή!.. επήγαν τόσοι και τόσοι και δεν έκαμαν τίποτα και +θα κάνουμ' εμείς; + + — Γιατί όχι; είμαστ' αδέξοι εμείς! Έπειτα — άκου να σου ειπώ — +εκείνοι επήγαν με την πέτρα. Μια βουτιά κι' απάνου. Τι θες να +κάμουν με μια βουτιά; + + — Μωρέ κύτα να βγάλουμε το καρβέλι και άφησε τα όνειρα! μου +λέγει τέλος ο καπετάνιος. + +Δεν απελπίστηκα. Θα τον καταφέρω στο ύστερο· εσκέφθηκα. Και +αλήθεια έδωκα — πήρα τον εκατάφερα μια Κυριακή που δεν εψαρεύαμε. + + — Τι λες, πάμε; του κάνω. + + — Μωρέ που να πάμε ; + + — Για το γιούσουρι. + + — Και ποιος θα βουτήξη ; + + — Εγώ βουτάω· γι' αυτό ρωτάς! + +Επήγαμε τέλος. Κυτάζω με το γυαλί στον βυθό· πουθενά το +γιούσουρι! Φέρνω μια βόλτα, δυο, τρεις· τίποτα! Άρχισε να με +πιάνη απελπισία. Μιαν απελπισία παράξενη. Τόσα χρόνια το ανάστενα +στη φαντασία μου, το έβλεπα γιγαντωμένο εμπρός μου, επάλαιβα μαζί +του, εθριάμβευα και τόρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν ημπορούσα να +το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχη, κάπου να το συναντήσω, θέλεις +κάτω στους βυθούς, θέλεις πέρα στο ακρογιάλι, θέλεις απάνω στα +σύγνεφα· έστω! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με +καταλύση. Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό +απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω +ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα +εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους +βυθούς; Μόνον για το καρβέλι! + + — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο +καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια. + +Κρύος ίδρωτας μ' επήρε. Άρχισαν να θολώνουν τα μάτια μου. + + — Στο Θεό σου. καπετάνιε, του λέγω· έχε υπομονή. Να φέρουμε μια +βόλτα πάλι. + +Ούτ' εκείνος όμως, ούτε οι λαμνοκώποι με άκουαν. Το καΐκι εγύρισε +κ' έφευγε για το λιμάνι βαριεστισμένο κ' εκείνο. Εγώ κρεμασμένος +από την κουπαστή δεν έπαυα να κυτάζω ζερβόδεξα, με καρδιοχτύπι +μεγάλο, σαν να εζητούσα της μάνας μου τα κόκκαλα. Μάταια όμως! Το +νερό πρασινογάλαζος αιθέρας έφτανε ως κάτω στον πυθμένα και μου +έδειχνε ξερά τα φύκια, όχθους εδώ απόκρημνους, εκεί αμμόστρωτες +απλωσές σουφρωμένες, ζεστές, των νεράιδων κρεβάτια μαλθακά και +απάρθενα. Το γιούσουρι όμως όχι· κανένα σημάδι για τ' ονειρεμένο +μου δεντρί. Έλεγα ν' αφήσω το γυαλί και να ξαπλωθώ στο +κατάστρωμα. Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός +μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. + + — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! + +Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι +πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. +Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω +τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω. Μα +καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι +γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! +Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες +έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, +εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις +ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη. Απάνω +ορθοκάθεδρος ο κορμός, αρκουδοντυμένος, με ρόζους εδώ κ' εκεί +κλειστούς στο πολυτρίχι μέσα, οργυιές εψήλωνε με προαιώνιο θράσος +και έπαρσι. Και αποκεί κλαδιά και αντικλάδια πολύκαμπα, +μυριόροζα, καμαρωτά και ολόισα έφευγαν περαδώθε, ψηλά και χαμηλά, +λέγεις κ' έπασχαν ν' αποκλείσουν όλον τον πλατύχωρο κόρφο με το +δίχτυ τους. Ολόγυρα το νερό διάφανο, ακίνητο σαν γυάλα το έσκεπε +και το έλουζε τροφός μαζί και ταίρι, πνοή του και κλίνη του. Και +κάτω από το μαρμαρένιο βάθρο σκοτεινή έχασκεν η άβυσσος, κρύα και +άπατη σαν κάποιος κύκλος μαγικός αλύτων μυστηρίων και σιγής +ατάραχης. + +Εύρα το δέντρο στον ύπνο του. Μα και στον ξύπνο να το εύρισκα +ίδιο έκανε. Αν ήταν ν' αρπάξω ένα κλαδί και να εβγώ απάνω, καλά. +Μα εγώ ήθελα να το κόψω σύρριζα. Για τούτο εκατέβηκα εκεί. Έκαμα +τον σταυρό μου, εξάμωσα το τσεκούρι και γκοπ! του εκατάφερα την +πρώτη. Εξύπνησεν Όφις. Και αρχίζει αμέσως ένας σίφουνας, ένας +χτύπος, ένα κακό, λέγεις κ' εχύθηκαν όλα τα ρέματα επάνω μου. Το +στεκάμενο νερό εχόχλασεν, εδάρθηκε κλωθογύριστο, σκότος επήδησεν +από την άβυσσο κ' έχασα τα πάντα. Έκατσα χαμηλά και αρπάχθηκα σ' +ένα ρίζωμα μήπως με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους +κλειστούς να γλαυκοπαίζουν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης +η φλόγα επάνω μου. Και στα κλαδιά τα λευκοπράσινα είδα σωρούς να +κρέμονται τα σκέλεθρα κάτασπρα, ετοιμόρροπα, πομπή και γάνα όλων +των παλαβών εκείνων που εστηρίχθηκαν στης φαντασίας την ορμή και +όχι στου νεύρου τη δύναμι και της σάρκας την αλύγιστη επιρροή. +Μέσα στο βρύχημά του άκουσα χτύπο ξεχωριστό, έναν κουφό χτύπο· +και δεν ήταν άλλος παρά τα κόκκαλα που εδέρνονταν συναμεταξύ τους +και τα γυμνά ποδάρια ελάχτιζαν με πείσμα τ' άσαρκα μέτωπα, σαν να +ελάχτιζαν ίδια τη σκέψι τους, σαν να τους έλεγαν: — Γιατί μας +έφερες εδώ! + +Από απάνω μου ετσίμπαε ο καπετάνιος. + + — Έλα, τόρα. Έλα και δεν θα κατορθώσης τίποτα. + +Δεν θα κατορθώσω τίποτα! Κ' εγώ το εκατάλαβα. Μα και με τι μούτρα +ν' ανεβώ απάνω; Πού το στοιχειό του νησιού μας πλέον; πού ο Άγιος +Γιώργης! Α, όχι· αν δεν εκατέβαινα καλά· μα τόρα πάει! Μόλις +έπεσε ο σίφουνας σηκώνω το τσεκούρι και του καταφέρνω δεύτερη με +όλη μου τη δύναμι. Πέτρα να εχτύπαγα το λιγότερο θα ερράγιζε· +εκείνο τίποτα. Ούτε σκλήθρα δεν άνοιξε. Αντί να πάη μέσα το +τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να +εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα. +Τσιμπάω απάνω· + + — Ρίχτε μου το λοστό. + +Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον +λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες +έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι. Μόνον +εστεκόμουν κάποτε να πάρω την αναπνοή μου είτε να ρίξω γύρω +καμμιά ματιά, μήπως ιδώ το σκυλόψαρο να ριχθή απάνω μου. Τέλος +τσιμπάω πάλι· + + — Ρίχτε μου τη γούμενα. + + — Μωρ' έλ' απάνω· τσιμπάει ο καπετάνιος ανυπόμονος. Για σένα τη +θες τη γούμενα; Έχουμε και ψιλώτερο σχοινί. Έλα 'πάνω· θα σου +κόψω τον αέρα + + — Κόβεις τον αέρα μα σχίζω το λάστιχο· του απαντώ θυμωμένα. Ή +ξέχασες πως έχω το λάζο μαζί μου. + +Τα εχρειάσθηκεν ο καπετάν Στραπάτσος· μου έρριξε τη γούμενα. +Πιάνω από μακριά και θηλυκόνω καλά τον κορμό. Έπειτα πηγαίνω στο +άλλο πλευρό και αρχίζω πάλι με τον λοστό τις ρίζες. Εκείνο δος +του κ' εγλαυκόπαιζε τα μάτια του σαν να ήθελε να με μαγνητίση. +Εσειόταν κ' ετάραζε σαν ψάρι· τα κλαδιά του, χταποδιού αποκλαμοί +ελάγκευαν εδώθε — κείθε, εκουλουριάζονταν, ετίναζαν βέλη καταπάνω +μου τ' ακροδάχτυλά τους να με συλλάβουν. Μα πού να με συλλάβουν! +Και αν δεν ήξευρα καθόλου τα δολερά παιγνίδια του, ποτέ αν δεν +είχα ακούσει τα καμώματα του, εκείνα τα σκέλεθρα που έβλεπα +σφινομένα ψηλά ήσαν αρκετά να μου διδάξουν τον κίνδυνο. Σε κάθε +του στοιχείου ανακλάδισμα εμαζευόμουν ελάχιστος, στρείδι +εκολλούσα στα πλευρά του μάρμαρου. Δεν είχα μόνον σύντροφο τη +δύναμι αλλά και τη γνώσι ακέρια. Πόδια, χέρια, μάτια όλα +εδούλευαν σύγκαιρα. Και ο λοστός ανίκητος, αψύς, εξεκόλωνεν ένα +με το άλλο τ' αντιρίμματα, τα έβγαζεν από τα θαλάμια τους, τα +εχώριζεν από την πέτρα ξεφλουδισμένα πολλές φορές και άλλες +πολλές με σκλήθρες χάλαρων, με κοχύλων φόρτωμα, λέγεις και τον +εδούλευαν όχι ανθρώπου χέρια παρά ατμομηχανή. + +Τέλος εκατάλαβα πως άρχισε να κλονίζεται. Έχανε το στήριγμά του. + + — Απάνω! τσιμπάω. + +Με ανεβάζουν απάνω. Γδύνομαι αμέσως, παίρνω την πρώτη ανάσα. +Μπρε! Πήρε κ' εσούρπωνε. Αντίκρυ το Πήλιο εψήλωνε βαθυγάλαζο σαν +από λουλάκι. Τα χωριά του άσπριζαν στις πλαγιές σκόρπια μάρμαρα. +Κάτω στον Βώλο άναβαν τα φώτα και ψηλά ο ουρανός ολοπόρφυρος από +το ηλιοβασίλεμα, έβγαζεν ένα — ένα τρεμόφεγγα τ' αστέρια του. Μου +εφάνηκε πως εξανάζησα όταν είδα εμπρός μου γνώριμα πρόσωπα και +γνωστότερα πράγματα. Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και +τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. + + — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. + + — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά +σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. + + — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό! + +Και ρίχνονται όλοι απάνω μου, με ψηλαφούν, σφίγγουν τα κρέατά +μου, κινούν τα μπράτσα μου και ακόμη δεν πιστεύουν πως είμαι +γερός. + + — Μα τραβάτε, παιδιά· λέγω στενοχωρημένος· το δέντρο εκόπηκε. + +Ρίχνονται στα κουπιά· τραβούν με δύναμι. Ναι! Αντί να σύρη εμπρός +πίσω πηγαίνει το καΐκι μας. + + — Μωρέ μας γελάς· λέγει ο καπετάνιος αγαναχτισμένος· τι μολογάς +πως έκοψες το γιούσουρι; + + — Μα τον Αϊνικόλα τόκοψα — του κάνω· τράβα! Τ' ήθελες να τ' +αποκόψω για να με πλάκωση από κάτω. Δυο τραβήγματα θέλει και θα +'ρθη με τις ρίζες του. + +Αρχίζουμε πάλι το τράβηγμα. Κάπου μια ώρα έτσι αγωνισθήκαμε. +Άκουες τους σκαρμούς κ' ετριζοβόλουν σαν οξιές ανεμόδαρτες. +Πείσμα έπιασε τους ναύτες τόρα και αντρειεύονταν σαν ξωτικά. Ο +καπετάν Στραπάτσος ξετρελαμένος από χαρά και υπερηφάνεια, ψυχή +έδινε σε όλους με τις παρακινητικές φωνές του: + + — Ω — ω! ... ω — ω! ... Γεια σας παληκάρια! ... Ίσα λιοντάρια +μου! ... Ντροπή μας! Μωρέ ίσα τίγριδες! ... + +Και τα παληκάρια, τα λιοντάρια, οι τίγριδες έθαφταν βαθειά το +κουπί και το έπαιρναν πίσω με τόση δύναμι, που έλεγες τόρα θα +γίνη σύψαλα. Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η +θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε +γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από +άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι. + + — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!... + +Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν +σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι. + + — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο. Να το βγάλουμε όξω τόρα +που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. + +Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η +Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. +Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό +αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, +θαμπό και άχαρο περίγυρα. Τι άλογα και τι άτια! τι φώκες και τι +φάλαινες! τι Σειρήνες και τι Μέδουσες εκλωθογύριζαν κοπαδιαστά, +εβρυχώνταν και αλλάλαζαν με χίλιων λογιών σφυρίγματα, χτύπους, +κραυγές, δοντοκοπήματα στο σύσκοτον εκείνο χάος και την ασάφεια. +Ν' ανησυχώ άρχισα. Ο Ποσειδώνας βέβαια έλειπε κάπου και τα +στοιχειά ελεύθερα εβγήκαν εμπρός μου πίσω να πάρουν το λατρευτό +δεντρί τους, ίσως στολίδι κ' ίσως αβρός σύντροφος στα παιγνίδια +τους. Δεν ήταν θάλασσα εκείνη· ήταν θυμός και σείσμα, κατάρα και +χολή, φαρμάκι της άβυσσος. Τη δόξα του θνητού επρόβαινε ζηλότυπο +να την φιλονεικήση το αθάνατο. Κ' έφερνε συντροφιά όλες τις +δυνάμεις της φύσεως, άπιαστες, αόριστες και ανυπόταχτες ακόμα στο +αδύνατο πλάσμα. + +Όμως τίποτα. Το γιούσουρι σφιχτοδεμένο ακολουθούσε τ' απονέρια +που έστρωνε δρόμο, νομίζεις η πρύμη της σκάφης μας. Το άκουα να +δέρνεται κάποτε και να ρουχνίζη, σαν ζωντανό που παίρνει ανήφορο. +Ντροπή το είχε πως ενικήθη κ' επάσχιζε με κάθε τρόπο ν' απαλλαγή. +Μα ποίος το άφινε; Τ' όνειρο της ζωής μου εκατόρθωσα να το κρατώ +πράγμα τόρα στα χέρια μου και δεν τα απαρατούσα αν δεν με άφινε +πρώτα η ψυχή. Έβλεπα να με ακολουθή ταπεινό το ανυπόταχτο κ' +ελάγκευε μέσα η καρδιά μου, θρόνος εγινόταν το σαπιοκάικο και +αρματοδρομούσα στα δαφνόφυλλα θριαμβευτής αυτοκράτορας. Μέσα στα +άγριο πέλαγο μια εξεχώριζα ταρναριστή φωνή, τη φωνή του +διαλαλητή· ένα εγνώριζα αίσθημα τον θαυμασμό των γερόντων μας· +έναν πόθο την ευχή των · + + — Να λεβεντονιός για να γίνη άντρας μας! + +Με το χάραμα είδα κατάπλωρα συγνεφοσκεπασμένο το νησί μας. Τρία +μίλια ηθέλαμε ακόμη. Μα τρία μίλια γερά. Τα μπράτσα ελύθηκαν όλη +νύχτα επάνω στο κουπί, τα πρόσωπα εσούρωσαν τα μάτια εθόλωσαν. +Ζάρες έκαμε το πλατύ μέτωπο· άσπρισαν τα κατάμαυρα μαλλιά, σαν να +εκύλισαν στογός τα χρόνια επάνω μας. Ο καπετάνιος ξαπλωμένος τ' +ανάσκελα στον πάγκο έμοιαζε πτώμα. Οι άλλοι λαμνοκώποι σκυθρωποί +και αμίλητοι εκινούσαν ράθυμα τα κουπιά, σαν μηχανές που κάνουν +αναίσθητα τα έργον τους. Μόνος εγώ εξακολουθούσα ν' αγωνίζωμαι +σωστά. Ήρθε μάλιστα πολλές φορές που τους επήρα. Μα τι να κάμω κ' +εγώ; Περισσότερος ήταν ο πόθος παρά η δύναμίς μου. Το κύμα +επίμενε να ψηλώνη ακόμα, να λιχνίζη το καΐκι, να μας βρέχη και να +μας κλυδωνίζη επίφοβα. + +Τέλος ερόδισεν η ανατολή, έφεξεν ο ήλιος, διώχτης αμείλιχτος των +μυστικών της φύσεως και των ονείρων του ανθρώπου. Εφάνηκαν +βουρκωμένες οι στεριές, θολό το πέλαγο, φιλόξενο το νησί μας +αντίκρυ. + + — Άλα, παιδιά κ' εφθάσαμε· ολόχαρος εφώναξα. + +Και πηδώ στην πλώρη ν' αγναντέψω καλά το λιμάνι, να ιδώ την +αμμουδιά που θα δεχθή ακλόνητο βάθρο το λαμπρό μου κατόρθωμα. +Ανάλαφρα το καΐκι επίταξε μέσα, εγλύστρησε στα νερά, δυο χάλαρα +επήδησε, άρραξεν απάνω στον άμμο. Τρέχω στην πρύμη και αδράζω τη +γούμενα. Ωιμέ το πλάνο τ' όνειρο! Σχοινί κομματιασμένο κρατώ +μόνον στα χέρια μου! + +Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται +στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις +λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια +του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του. +Ακόμη το παραδίνουν γενιά σε γενιά οι ναύτες και πάει από πατέρα +σε παιδί, από παιδί σε αγκόνι πάντα μεγάλο, θαυμαστό πάντα, +σκληρό σαν σίδερο, δυνατό σαν λέοντας, ψυχωμένο και αθάνατο σαν +στοιχειό. + +Κ' εγώ Γιάννος ο Γκάμαρος, νέος Άγιος Γιώργης του νησιού, +εβδομηντάρης κ' ετοιμόρροπος τόρα δεν θαλασσοδέρνομαι παρά για το +καρβέλι! + + + +ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ + + + + Σελ. +Θάλασσα..................7 +Οι φρεγάδες.............38 +Η δικαιοσύνη της........49 +Το βασιλόπουλο..........95 +Βιοπαλαιστής...........103 +Ο εκδικητής............116 +Οι σφουγγαράδες........123 +Καβομαλιάς.............149 +Η καπετάνισα...........162 +Θείον όραμα............179 +Κακότυχος .............192 +Κάτω Κόσμος............214 +Πειράγματα.............226 +Γέρακας................243 +Κακοσημαδιά............253 +Η Γοργόνα..............278 +Ναυάγια................286 +Οι Κουρσάροι ..........294 +Τελώνια................304 +Γιούσουρι..............317 + +ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ +Διηγήματα.......... Δρ. 2.50 +Λυγερή................» 2. — +Ο Ζητιάνος............» 2.50 + + + + + + +End of Project Gutenberg's Words from the Prow, by Andreas Karkavitsas + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK WORDS FROM THE PROW *** + +***** This file should be named 31865-0.txt or 31865-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + https://www.gutenberg.org/3/1/8/6/31865/ + +Produced by Sophia Canoni. First two corrections by George Canonis + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +https://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at https://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at https://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit https://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including including checks, online payments and credit card +donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + https://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/31865-0.zip b/31865-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..d536975 --- /dev/null +++ b/31865-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..e31e4a1 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #31865 (https://www.gutenberg.org/ebooks/31865) |
