diff options
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 35560-0.txt | 13303 | ||||
| -rw-r--r-- | 35560-0.zip | bin | 0 -> 286996 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 |
5 files changed, 13319 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/35560-0.txt b/35560-0.txt new file mode 100644 index 0000000..5560c5f --- /dev/null +++ b/35560-0.txt @@ -0,0 +1,13303 @@ +The Project Gutenberg EBook of Quo Vadis, by Henryk Sienkiewicz + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Quo Vadis + A narrative of the time of Nero + +Author: Henryk Sienkiewicz + +Release Date: March 12, 2011 [EBook #35560] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK QUO VADIS *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. +The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words +have been included in &&. Words in italics have been included in _. +Footnotes have been converted to endnotes. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. +Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Λέξεις με +πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Οι υποσημειώσεις των +σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + +ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΙΕΓΚΙΕΒΓΙΤΣ +ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΩΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ +QUO VADIS? +ΕΚΔΟΤΗΣ Ι. Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ ΑΘΗΝΑΙ 1922 + + + +ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΙΕΓΚΙΕΒΙΤΣ + +QUO VADIS +(ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ) +ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΩΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ + +ΠΛΗΡΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ +ΔΙΑΣΗΜΩΝ ΖΩΓΡΑΦΩΝ + +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΣΙΔΕΡΗ +ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ 46 (Μέγαρον Αρσακείου) +1922 + + + + +ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο +πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε +παρακαθήσει εις συμπόσιον . . . Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο +τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι. Πάντοτε +όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν +κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον +πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας +οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να +συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος». + +Την επομένην λοιπόν του συμποσίου εκείνου, κατά το οποίον είχε +συζητήσει με τον Νέρωνα, τον Λουκιανόν και τον Σενέκαν περί του +ζητήματος, εάν η γυνή έχη ψυχήν, ήτο εξηπλωμένος επί ανακλίντρου +εντριβών σκεπασμένου με χιονόλευκον τάπητα εξ αιγυπτιακού βύσσου, δύο +δε ρωμαλέοι υπηρέται του λουτρώνος, με χείρας βρεγμένας εις το έλαιον +του εμάλασσον τους μυς. Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η +θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση +εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του. + +Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον +επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος. + +Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν +λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός. Ο Βινίκιος ήτο υιός +της πρεσβυτέρας αδελφής του, νυμφευθείσης άλλοτε κάποιον Μάρκον +Βινίκιον, πρόσωπον της υπατείας επί της εποχής του Τυβερίου. + +Ο νεαρός ανήρ υπηρέτει τώρα υπό τας διαταγάς του Κορβούλωνος, +εκστρατεύσαντος εναντίον των Πάρθων, και, λήξαντος του πολέμου, +επανήρχετο εις την Ρώμην. Ο Πετρώνιος ησθάνετο δι' αυτόν κάποιαν +αγάπην, διότι ο Μάρκος ήτο νέος με ωραίαν διάπλασιν και με αθλητικόν +σώμα, εγνώριζε δε να διατηρή κατά τας καλλιτέρας αισθητικάς την +αβρότητα εκείνην, την οποίαν ο Πετρώνιος εθεώρει ανωτέραν του παντός. + + — Χαίρε, Πετρώνιε, είπεν ο νεανίας. Είθε οι Θεοί να σου δωρήσουν +πάσαν ευτυχίαν και ονομαστί η Ασκληπιάς και η Κύπρις! + + — Καλώς ήλθες εις την Ρώμην και είθε να αναπαυθής μετά τον πόλεμον, +απεκρίθη ο Πετρώνιος, αποσύρων την χείρα από τας πτυχάς του +λεπτοϋφούς σκεπάσματός του. Τι νέα από την Αρμενίαν; Κατά την +διαμονήν σου εν Ασία, επήγες διόλου μέχρι Βιθυνίας; + +Ο Πετρώνιος, περίφημος ήδη διά τον εκτεθηλυμένον χαρακτήρα του και +την αγάπην του προς τας απολαύσεις, είχε χρηματίσει άλλοτε διοικητής +της Βιθυνίας — διοικητής δραστήριος και δίκαιος. — Ανεμιμνήσκετο +λοιπόν ευχαρίστως την εποχήν εκείνην. + + — Επήγα εις την Ηράκλειαν, όπως εγείρω οχυρώματα μετά του +Κορβούλωνος, απήντησεν ο Βινίκιος, και ήρχισε ν' ομιλή περί του +πολέμου. + + — Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον +πόλεμον αυτόν. + + — Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν· +επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις +μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως. + + — Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν! +είπεν ο Πετρώνιος. + + — Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ. + +Την ιδίαν στιγμήν εισήλθον θεράποντες και περιεστοίχισαν τον +Πετρώνιον, έτοιμοι, να του προσφέρουν τας υπηρεσίας των διά το +λουτρόν. + +Ο Βινίκιος, αφού ευρέθη εις τον λουτρώνα, έλαβε και αυτός θερμόν +λουτρόν. + +Μετά το λουτρόν επέρασαν εις το βαλανείον (1) αλλ' εκεί η προσοχή +του Βινικίου προσειλκύσθη από τας θαυμασίας δούλας. Δύο εξ αυτών, +μαύραι, ήρχισαν να αλείφουν με ανατολικά αρώματα το σώμα του +Πετρωνίου· άλλαι, Φρυγιαναί, επιτήδειαι εις την τέχνην της κωμμώσεως, +εκράτουν εις τα εύστροφα χέρια των κάτοπτρον εκ χάλυβος και κτένια· +δύο άλλαι, Ελληνίδες κόραι από την Κω, ανέμενον την στιγμήν, καθ' ην +θα επτύχωναν εις αγαλματώδεις γραμμάς τας τηβέννους των κυρίων των. + + — Μα τον νεφεληγερέτην Δία, είπεν ο Βινίκιος, τι εκλεκτή συλλογή! + + — Προτιμώ την ποιότητα από την ποσότητα, απήντησεν ο Πετρώνιος. +Ωραιότερα σώματα δεν θα εύρισκε κανείς ούτε εις του Χαλκοπώγωνος! + +Εις ταύτα ο Πετρώνιος προσέθεσε. + +Δεν είμαι τόσον εγωιστής, φίλε μου, ως ο Βάρσος, ούτε και τόσον +αυστηρός, όσον ο Άουλος Πλαύτιος. + +Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε: + + — Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω +την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα +πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με +εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω. + + — Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;, . . . Σε οικτείρω. Ούτε +νέα είνε ούτε ενάρετος! . . . + + — Όχι την Πομπωνίαν, δυστυχώς! + + — Ποίαν λοιπόν; + + — Αν την εγνώριζον! . . . Αλλά δεν γνωρίζω καν ακριβώς το όνομά της: +Λίγεια ή Γαλλίνα; Την ονομάζουν Λίγειαν διότι κατάγεται εκ της χώρας +των Λιγείων, αλλά το βαρβαρικόν της όνομα είναι Γαλλίνα. Τι παράδοξος +οικία αυτή του Πλαυτίου . . . Είναι πλήρης κόσμου και όμως έχει σιγήν +ως τα άλση του Σουβιάκου. Επί δέκα ημέρας ηγνόουν ότι κατώκει εκεί +μία θεά. Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να +λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων +ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και +σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι +ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν +δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν. Δεν με +ενδιαφέρει πλέον τι δύναται να μου δώση η πόλις. Δεν θέλω πλέον ούτε +γυναίκας, ούτε χρυσόν, ούτε οίνον, ούτε συμπόσια . . . θέλω την +Λίγειαν και μόνον. Πετρώνιε, η ψυχή μου φέρεται προς εκείνην, όπως +επί του μωσαϊκού του λουτρώνος σου, το όνειρον πετά προς την +Παϊζιτέιαν· Νύκτα και ημέραν, την επιθυμώ. + + — Εάν είναι δούλη, αγόρασέ την. + + — Δεν είναι δούλη. + + — Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου; + + — Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα. + + — Τότε; + + — Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα . . . + + — Με εκπλήσσεις, Βινίκιε. + + — Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά. Ίσως εγνώρισες τον Βάννιον, +τον βασιλέα των Σουαβών, όστις εκδιωχθείς εκ της χώρας του, κατώκησεν +επί μακρόν χρόνον εις την Ρώμην, όπου διεκρίθη διά την τύχην του εις +το παιγνίδιον των αστραγάλων και την επιτηδειότητά του εις την +αρματοδρομίαν. Ο Δρούσος τον αντικατέστησεν εις τον θρόνον. Ο Βάννιος +εκυβέρνησε κατ' αρχάς αρκετά εντίμως και επεχείρησεν επιτυχή πόλεμον, +βραδύτερον όμως ήρχισε να χρηματίζεται υπέρ το μέτρον, όχι μόνον από +τους γείτονάς του, αλλά και από τους υπηκόους του, ούτως ώστε οι +ανεψιοί του Βάγκιος και Σίδων, υιοί του Βαβιλίου, βασιλέως των +Ερμαδούρων συνώμοσαν όπως τον εκθρονίσουν . . . και να δοκιμάσουν την +τύχην εις τους αστραγάλους. + + — Ενθυμούμαι· ήτο επί της εποχής του Κλαυδίου. Δεν απέχει πολύ η +εποχή εκείνη. + + — Μάλιστα. Ο πόλεμος εξερράγη. Ο Βάννιος εζήτησε βοήθειαν από τους +Ιαζύγους, ενώ οι ανεψιοί του εξήγειραν τους Λίγειας. Ο Κλαύδιος δεν +ηρέσκετο να αναμιγνύεται εις τας έριδας των βαρβάρων, έγραψεν όμως +εις τον Ατήλιον Χίστερ, αρχηγόν της λεγεώνος του Δουνάβεως, να +επιβλέπη προσεκτικώς τας διαφόρους φάσεις του πολέμου και να μη +επιτρέψη την διατάραξιν της ειρήνης της χώρας μας. Ο Χίστερ απήτησε +τότε από τους Λίγειας την υπόσχεσιν ότι δεν θα διαβώσι τα σύνορα. Οι +Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ +των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς +ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία. +. . . Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων. + + — Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα; + + — Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν +διήλθον τότε τα σύνορα. Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους +Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των, +αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της, +Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ, +έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον. Ούτος μετά +την λήξιν του πολέμου κατά των Γάττων επέστρεψεν εις Ρώμην, έφερε δε +μαζί του και την Λίγειαν, την οποίαν ενεπιστεύθη εις την αδελφήν του +Πομπωνίαν Γραικίναν, την σύζυγον του Πλαυτίου. Εις τον οίκον αυτόν +όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των +πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η +Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν +φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων, + + — Λοιπόν; + + — Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα +εις το σώμα της, την ηγάπησα. + + — Είναι λοιπόν τόσον διαφανής; + + — Μη αστειεύεσαι, Πετρώνιε, σε παρακαλώ, υποφέρω διά την Λίγειαν. +Θέλω οι βραχίονές μου να την σφίξουν. Θέλω να αναπνέω την αναπνοήν +της. Εάν ήτο δούλη, θα έδιδον δι' αυτήν εις τον Άουλον εκατόν +νεανίδας. + + — Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου· +και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως +αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη. + + — Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι +άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των. + + — Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της +ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ +καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος, +όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι +κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας +εκδουλεύσεις μου. + + — Έχεις επιρροήν επ' αυτού· επί πλέον το πνεύμα σου είνε +ανεξάντλητον εις σχέδια . . . Ναι . . . εάν έκαμες λόγον εις τον +Πλαύτιον;. . + + — Μεγαλοποιείς την επιρροήν μου και την ευφυίαν μου, αλλ' έστω, θα +υπάγω να ομιλήσω εις τον Πλαύτιον ευθύς ως επιστρέψη εις Ρώμην. + + — Επανήλθε προ δύο ημερών. . + + — Εν τοιαύτη περιπτώσει ας μεταβώμεν εις το τρίκλινον (τραπεζαρίαν) +όπου μας περιμένει το πρόγευμα, και αφού αναλάβωμεν δυνάμεις, θα +μεταβώμεν εις του Πλαυτίου. + + — Πάντοτε μου ήσο προσφιλέστατος, Πετρώνιε, τώρα όμως θα τοποθετήσω +εν τω μέσω των εφεστίων θεών μου το άγαλμά σου, άγαλμα τόσον ωραίον +όσον αυτά εδώ, και θα του προσφέρω θυσίας, είπεν ο Βινίκιος, δεικνύων +ένα Ερμήν με το κηρύκειον, όστις είχε την σωματικήν διάπλασιν του +Πετρωνίου. + +Και εν τη επιφωνήσει ταύτη υπήρχε τόση ειλικρίνεια, όση και κολακεία. +Τω όντι ο Πετρώνιος, αν και μεγαλείτερος την ηλικίαν και ολιγώτερον +αθλητικός το σώμα, ήτο ωραιότερος του Βινικίου. + +Η Ρώμη εθαύμαζε τον «βασιλέα της κομψότητος» όχι μόνον διά το λεπτόν +πνεύμα του, αλλά και διά το αρμονικόν σώμα του. Ο θαυμασμός ούτος +απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων, +αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του +και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς +ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την +συγκίνησιν ταύτην. + +Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν +αυτόν εις το τρίκλινον. + +Μετ' ολίγον εις το βαλανείον έμεινε μόνη η Ευνίκη. Εις μίαν στιγμήν, +με την κεφαλήν σκυμμένην, η Ευνίκη ήκουσε τας απομακρυνομένας φωνάς, +έπειτα έλαβε το εξ αμβάρεως ελεφαντόδοντος κάθισμα, εφ' ού εκάθητο +προηγουμένως ο Πετρώνιος, και το έφερε προ του αγάλματος του κυρίου +της. Ορθία επί του καθίσματος, με την χρυσίζουσαν κόμην της πίπτουσαν +κυματοειδώς επί των ώμων της περιεπτύχθη με τους βραχίονάς της τον +λαιμόν του αγάλματος και συγχρόνως τα πυρέσσοντα χείλη της ηνώθησαν +με τα κατάψυχρα χείλη του μαρμαρίνου ομοιώματος του Πετρωνίου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις +την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου. + +Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να +περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως. + +Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, +προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την +οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός. + + — Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την +εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου; +Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την +θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν. + +Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν. + + — Όχι; . . . ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν +να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο +Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος. + + — Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος. + + — Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου; + + — Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας +δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον +θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον +καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν +τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την +Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. +Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της +δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του +Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας +περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης. +Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω +λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς. + +Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον. + + — Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά +σου; + + + — Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην +οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί +εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η +υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την +κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά +καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε +πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ' +εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως +μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου +(2). + + — Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος; +Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν +Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας +το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει. + + — Ένα ιχθύν. + + — Τι είπες; + + — Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει +ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε. Αλλά συ, Πετρώνιέ μου, +εξήγησε το σημείον τούτο. + + — Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί +τους ιχθύς. + +Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας +θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις +την αγοράν. + +Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου +Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και +Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με +τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και +κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού +του αφιερωμένου εις τον Δία — _Jovi optimo maximo_ συνέρρεον νέα +πλήθη. Έμποροι επώλουν μεγαλοφώνως οπώρας, οίνον και ύδωρ +αναμεμιγμένον με χυμόν σύκων. Αγύρται διελάλουν την αξίαν των +φαρμάκων των· μάντεις, ανευρεταί κεκρυμμένων θησαυρών και +ονειροκρίται εξεθείαζον την τέχνην των. Οι όμιλοι παρεμέριζον προ των +φορείων· ωραία πρόσωπα γυναικών διεκρίνοντο εντός αυτών ή και +ηλλοιωμένα εκ της ζωής, προσωπίδες ιπποτών και γερουσιαστών. Ενίοτε +ουλαμοί στρατιωτών ή νυχτοφυλάκων διεσχιζον με βήμα ρυθμικόν τας υπέρ +το δέον θορυβώδεις συγκεντρώσεις. Η Ελληνική γλώσσα αντήχει +πανταχόθεν συχνή, όσον και η Λατινική. + +Ο Βινίκιος, όστις δεν είχεν επανίδει την πόλιν από μακρού χρόνου +παρετήρει μετά περιεργείας την Ρωμαϊκήν αγοράν, ήτις εξείχε του +κύματος των λαών και την οποίαν το κύμα τούτο κατέκλυζεν. + + — Η κοιτίς των Ρωμαίων χωρίς Ρωμαίους, είπεν ο Πετρώνιος, όστις είχε +μαντεύσει την σκέψιν του συντρόφου του. Πράγματι, το ρωμαϊκόν +στοιχείον σχεδόν εξηφανίζετο εις τον συρφετόν εκείνον. + +Υπήρχον εκεί Έλληνες από την Ελλάδα, επικρατούντες εν τη πόλει εξ +ίσου με τους Ρωμαίους, λόγω της τέχνης, της επιστήμης και της +πανουργίας της ελληνικής, και Έλληνες των νήσων και της Μικράς Ασίας +και της Αιγύπτου και της Ιταλίας. + +Ο Πετρώνιος ήτο γνωστός εις όλον το πλήθος το όποιον τον ηγάπα και +τον επευφήμει. + +Προ του βιβλιοπωλείου του Αβιβανού το φορείον εστάθη. Ο Πετρώνιος +κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον +Βινίκιον. + + — Σου το δωρίζω τω είπεν. + +Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»; +Είναι νέον; Τίνος είναι; + + — Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα +τίποτε περί αυτού. + + — Μου έλεγες ότι δεν κάμνεις στίχους, είπεν ο Βινίκιος, και βλέπω +εδώ πλείστους στίχους εναλλασομένους με πεζόν λόγον. + + — Όταν το αναγνώσης, σου συνιστώ να επιστήσης την προσοχήν σου εις +το συμπόσιον του Τριμαλκίωνος. Όσον διά τους στίχους τους αηδίασα, +αφ' ότου ο Νέρων ήρχισε να διαπράττη ποιήματα. + +Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου +ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν +προς την οικίαν του Αούλου. + +Είς νεαρός και στιβαρός θυρωρός τους ήνοιξε την θύραν, την άγουσαν +εις το όστιον (δεύτερον πρόδομον), ενώ μία κίσσα εκ του κλωβού της +τους υπεδέχετο θορυβωδώς διά της κραυγής: Salve (χαίρε). + +Ενώ μετέβαινον από το Όστιον εις το Άτριον (αντιθάλαμον), ο Βινίκιος +ηρώτησε: + + — Παρετήρησες ότι ο θυρωρός δεν φέρει αλύσεις; + + — Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος. +Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας +ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας +κάποιου _Χριστού_. + + — Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα. + +Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού +έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε +άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά +σκαμνία υπό τους πόδας των. + +Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν +επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει +λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, +φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως. + +Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το +άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος. + +Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το +ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν +εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την +ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του +Νέρωνος. + +Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος, +ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε +την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του, +είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις, +τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι +ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των +σχέσεων. + + — Καλώς ήλθες, είπεν ο Πλαύτιος. Αλλ' εγώ μάλλον σου οφείλω πιθανώς +ευγνωμοσύνην, αν και δεν υποπτεύεις το αίτιον. + +Ο Πετρώνιος μάτην ύψωσε τους λεπτοκαρυόχρους οφθαλμούς του και +προσεπάθει να ενθυμηθή. Δεν εμάντευε τίποτε. + + — Αγαπώ, επανέλαβεν ο Άουλος, και εκτιμώ πολύ τον Βεσπασιανόν, του +οποίου έσωσες την ζωήν, την ημέραν καθ' ην είχε το ατύχημα ν' +αποκοιμηθή ακούων τους στίχους του Καίσαρος. + + — Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους +ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να +τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός +εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του. + + — Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα; + + — Καθόλου· του παρέστησα ότι, αν ο Ορφεύς ηδύνατο με το άσμα του ν' +αποκοιμίζη τα άγρια θηρία, ο θρίαμβος θα ήτο μεγαλείτερος δι' αυτόν, +εάν κατορθώνη να αποκοιμήση τον Βεσπασιανόν. + +Έπειτα ο Πετρώνιος ήλλαξεν ομιλίαν· επεδόθη εις το να εκθειάζη την +κατοικίαν του Πλαυτίου και την καλαισθησίαν, ήτις επεκράτει εις +αυτήν. + + — Είνε παλαιά οικία, υπέλαβεν ο Πλαύτιος, δεν ήλλαξα τίποτε αφ' ότου +την εκληρονόμησα. + +Αφού απεσύρθη το παραπέτασμα, το χωρίζον το άτριον από το +γραμματοφυλάκιον, η οικία έμεινεν ανοικτή από το έν άκρον έως το άλλο +και διά μέσου του γραμματοφυλακίου, διά μέσου του τελευταίου +περιστύλου της παρακειμένης αιθούσης, το βλέμμα εισέδυε μέχρι του +κήπου, ο οποίος εφαίνετο ως φωτεινή εικών εντός σκιερού πλαισίου. Οι +φαιδροί γέλωτες ενός παιδίου ηκούοντο εκείθεν μέχρι του μεγάρου. + + — Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον +τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον. + + — Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου +Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι +αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα. + + — Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ +ο γέλως έχει άλλον ήχον. + +Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το +μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον. + +Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας. Ο μικρός Άουλος +έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της +περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την +χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και +με ροδαλάς παρειάς. + +Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ +αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον +να την χαιρετήσωσιν. Ο Πετρώνιος την ανεγνώρισε, διότι την είχεν ίδη +εις την οικίαν της Αντιστίας, θυγατρός του Ρουβιλλίου Πλαύτου, ως και +εις τας οικίας του Σενέκα και του Πολλιώνος. + +Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η +Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το +ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν +ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της: +«Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν». + +Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει +φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του +παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του +κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον +Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη. +Και επειδή δεν της είχεν απευθύνει ακόμη τον λόγον, ηγέρθη και +υπεκλίθη ενώπιόν της και είπε τα έπη με τα οποία ο Οδυσσεύς +εχαιρέτησε την Ναυσικάν, _«Γονούμαί σε . . . θεά ή θνηνή . . . Ει δε συ +έσει θνητών επιχθονίων, τρισμάκαρές τοι πατήρ και πότνια μήτηρ, +τρισμάκαρες δε και κασίγνητοι . . .»_ + +Και αυτή η Πομπονία ησθάνθη την ευφυά φιλοφροσύνην του ματαιοδόξου +εκείνου. Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή, +ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη +εις την γωνίαν των χειλέων της. Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν +ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά +των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως +μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: _«Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού +γένους ανήρ ουδέ νόου . . .»_ + +Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον. + +Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να +ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο +Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν. + +Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή +εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του +συζύγου της. + +Με όλας τας προλήψεις του ως αρχαίου Ρωμαίου, αίτινες τον υπεχρέουν +να κεραυνοβολή την Ελληνικήν γλώσσαν και την διάδοσίν της, ο Άουλος +εσεμνύνετο, διότι ο άνθρωπος εκείνος, ο τόσον ανεπτυγμένος, ο τόσον +λόγιος, εύρεν εις την οικίαν του κάποιον ικανόν να του απαντήση εις +την αυτήν γλώσσαν και με στίχους του Ομήρου. + + — Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον +Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια +παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα. + +Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του +αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός +αυτού. + +Ο Βινίκιος με απλούν χιτώνα έρριπτε την σφαίραν την οποίαν ηγωνίζετο +να συλλάβη, ελαφρώς κυρτήν, η Λίγεια. Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη +ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν, +μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της +Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί +οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά +με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον, +το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και +άνθους προσφάτως ανοιγέντος! + +Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε: + + — Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων +προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν +σας. + + — Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον +μικρόν Άουλον και την Λίγειαν. + +Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού +περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν +ιχθυοτροφείον. + +Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν. + +Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν. + + — Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την +παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην +να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων +εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία +συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι +υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν +εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την +δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις +μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του +και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν . . . + +Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας, +μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της +και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά +χαράν. + +Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ +ονείρου. + +Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της +εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα +αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών. + +Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε: + + — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε; + + — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την +ήκουσεν. + +Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα +την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον +δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν: + + — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη +το παρακάμνετε. + + — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος, +και δεν κρυόνω. + +Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το +θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των +χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της +εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον. + +Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της +Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας, +παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα +πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία +φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους +ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και +θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν +ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη +εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε: + + — Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον +κυβερνά ο ιδικός μας Νέρων! + + — Εκείνη ύψωσε το λεπτοφυές πρόσωπόν της προς την λάμψιν του +λυκόφωτος και απήντησε με απλότητα: + + — Δεν κυβερνά τον κόσμον ο Νέρων, αλλ' ο Θεός. + +Επήλθε μικρά σιγή. + +Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του +Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η +ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν: + + — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία; + + — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος! +απήντησεν αύτη. + + — Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος, +επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου, +αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος +της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον +δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας! Εάν έλεγα εις +αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα +αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα! + +Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν +είπε: + + — Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική +μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν. Αλλ' εάν +δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ . . . Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως +θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει +άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την +εστίαν μου. + + — Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα. Και δι' εμέ η +Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως +και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ +του βασιλέως Αττάλου . . . Καταπραΰνθητι . . . Σκέψου ότι, εάν θέλη να +αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την +κρατήση. Σου υπόσχομαι, ότι αύριον θα σκεφθώ πάλιν διά τα κατά σε και +να μη με λέγουν πλέον Πετρώνιον, αν δεν εύρω κάποιο τέχνασμα. + + — Σε ευχαριστώ και είθε η Τύχη να σε υπερπληρώση δώρων. + + — Έχε υπομονήν. + + — Πού πηγαίνεις; + + — Εις της Χρυσοθέμιδος, συνόδευσέ με έως εκεί. + + — Είσαι ευτυχής· έχεις εκείνην την οποίαν αγαπάς. + + — Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με +απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το +ηξεύρω. + +Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος. + +Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του +Βινικίου είπε: + + — Περίμενε . . . Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον. + + — Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό. + + — Ναι! Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον . . . + + — Σε ακούω. + + — Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την +οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος. + + — Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του. + +Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη +σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον +και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν +ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί +κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών. + +Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι +απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο +εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο +επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος +κατέλαβε την οικίαν. + +Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον +πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά +των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του +και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια, +ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο +από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη +δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον. + +Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας +να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο +εκατόνταρχος. + +Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις +τους πολέμους της Βρεττάνης. + +Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος +μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς +αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του. + + — Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα +εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του; + + — Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την +οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα +υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ' +ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη +θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και +φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή +υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει +να την παραδώσης εις τας χείρας μου. + +Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να +προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν +τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού +εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς +του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα: + + — Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος. + +Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον +καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος. + + — Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας +νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος +δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια. + + — Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία. + + — Ναι. + +Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν: + + — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία +και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία +σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί. + + — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' +αυτήν. + +Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε: + + — Μητέρα μου! μητέρα μου! + +Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην. + + — Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την +παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον +αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και +θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν +γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι +ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε, +χαρά μας και φως των οφθαλμών μας! + +Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από +συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού. + +Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της +έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου +ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να +προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας +ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος +της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία +εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του +Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό +τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν +του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους, +ακόμη και με θυσίαν της ζωής». + +Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον +πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το +πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον: + + — Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον +αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε +και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα +λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου. + +Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις +εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την +είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους. + +Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον +εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις +το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα +της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων: + + — Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την +υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος. + + — Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η +Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του +Καίσαρος; . . . Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ' +αυτής; + + — Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως +ξύλον . . . . + +Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, +είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής +υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος. + +Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν +τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας, +αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών +της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών +ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την +προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την +συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να +λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους +χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς _Παύλου_ του +Ταρσέως. + +Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο +Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και +οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις +ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με +τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του +Καίσαρος. + +Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις +ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την +πινακοθήκην. + + — Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και +πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν +εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του +παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι +εύκολον να μαντεύση τις ποίος. + + — Ο Πετρώνιος; + + — Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις +ανθρώπους άνευ τιμής. + + — Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο +γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να +κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά +τον Βινίκιον..... εντός της σήμερον θα το μάθω. + +Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του +Νέρωνος. + +Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με +τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον +όσους προσεκάλει. + +Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν +στρατηγόν. + + — Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε +Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα, +ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου. + +Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και +τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον +Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν. + +Το πιθανώτερον όμως ήτο μήπως ο Νέρων μανθάνων πόσον η Λίγεια ήτο +προσφιλής εις τους Πλαυτίους την εκράτει πλέον ζηλοτύπως πλησίον του. + +Ο στρατηγός τον διέκοψε: + + — Γενναιόφρον Ανναίε, είπεν, εκείνος όστις έκαμε να αρπάσουν το +τέκνον μας είνε ο Πετρώνιος. Ειπέ μου ποία μέσα να μεταχειρισθώ, +τίνες έχουν επιρροήν πλησίον του, τέλος, κάμε χρήσιν πλησίον του της +ευγλωττίας την οποίαν η παλαιά προς εμέ φιλία σου θα δυνηθή να σου +εμπνεύση. + + — Ο Πετρώνιος και εγώ, απήντησεν ο Σενέκας, είμεθα εις δύο αντίπαλα +στρατόπεδα. Μέσον αποτελεσματικόν δεν γνωρίζω κανέν και επιρροήν +κανείς επ' αυτού δεν έχει. Πιθανόν ο Πετρώνιος να έχη μεγαλειτέραν +αξίαν από τους αχρείους, υπό των οποίων περιστοιχίζεται ο Νέρων. Αλλά +να θέλη τις να του αποδείξη, ότι έκαμε κακήν πράξιν, χάνει τον καιρόν +του. Δεν έχει πλέον γνώσιν του καλού και του κακού. Απόδειξέ του ότι +το διάβημά του είναι αντιαισθητικόν και θα εντραπή. Όταν τον ιδώ, θα +του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν +επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη. + + — Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός. + +Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις +την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή +του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών. Αλλ' ο +Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά +τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν +από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας +ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν +ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον. Του +εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του +Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε +το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα +του νεαρού στρατιώτου . . . + +Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη. + +Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή +άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του. + +Η βιαιότης είνε κληρονομική εις την οικογένειαν του Βινικίου. + + — Άρχων, είπε με διακοπτομένην φωνήν, μάθε ότι ο Πετρώνιος όταν θα +είνε πατήρ μου θα μου δώση λόγον διά την ύβριν την γενομένην εις την +Λίγειαν. Επάνελθε εις τον οίκον σου και περίμενέ με. Ούτε ο +Πετρώνιος, ούτε ο Καίσαρ δεν θα την έχουν ποτέ. Θα την φονεύσω μάλλον +και μαζί με αυτήν και τον εαυτόν μου! + +Και έτρεξε εις του Πετρωνίου. + +Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την +Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον. + +Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα. + +Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον. + +Η επιστολή έλεγε τα εξής: + +«Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν. Ό,τι συνέβη, συνέβη διά της +θελήσεως του Καίσαρος, προ της οποίας οφείλετε να υποκλιθήτε, καθώς +κλίνομεν και ημείς, ο Πετρώνιος και εγώ». + +Μετά την αναχώρησιν του Πλαυτίου ο Βινίκιος μετέβη κατ' ευθείαν εις +του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν εντός της Βιβλιοθήκης του. + +Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον +κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα +του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε: + + — Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω +ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και +υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα. + + — Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λυπούμαι διά την +βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με +εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου. + + — Πού είναι η Λίγεια; + + — Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε. +Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την +Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την +παραδώση. + +Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα, +είπε: + + — Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα. + +Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός +μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις +του Αούλου. Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος, +δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός +νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός». + + — Πετρώνιε! + + — Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι +έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα, +ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην +κόρην ως καλλονήν. Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν. +Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν +και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι +όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ +συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα +παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν. + + — Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις +του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν: + + — Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν; + + — Διότι ο Καίσαρ θέλει να τηρή τα προσχήματα· το επεισόδιον θα κάμη +κρότον εις την Ρώμην, θα γείνη πολύς λόγος, αλλ' επειδή παίρνομεν την +Λίγειαν ως όμηρον, ενόσω ομιλεί ο κόσμος περί τούτου, θα μείνη εις το +παλάτιον του Καίσαρος. Ακολούθως θα σου την στείλουν χωρίς θόρυβον. + + — Λοιπόν την Λίγειαν θα την έχω εις την οικίαν μου όλας τας ημέρας +ακαταπαύστως και μέχρι του θανάτου μου . . . . + + — Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν +μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς. + + — Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί +της Λιγείας. + + — Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος +νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ +άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων. Εάν εζήτουν από τον +Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε +έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας. + + — Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα +η Πομπωνία. + +Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον +Άουλον πάσαν ελπίδα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε' + + + +Αι κεφαλαί αι μάλλον υψηλόφρονες είχον κλίνει το πάλαι προ της Ακτής, +της ευνοούμενης τότε του Νέρωνος. + +Είχε φανή αξία της ευγνωμοσύνης πολλών και δεν είχε δημιουργήσει +εχθρούς. Η Ποππέα αυτή δεν είχε κατορθώση να την μισή. Τώρα την +εθεώρουν ως ασημοτάτην και ανίκανον να προκαλέση φθόνον. Εξηκολούθει +ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της +αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν +εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων. + +Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του +Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια. + +Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την +εκλογήν των συνδαιτυμόνων. + +Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες +συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και +γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα, +αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους +προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες +την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από +αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι +οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν +το ημερομίσθιόν των. + +Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το +παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους +ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας +εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του +Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της. + +Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της. +Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη +εξασθενήση και ηττηθή. + +Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν +υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο +προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη +εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να +αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον +θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η +Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον +χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας +προσευχάς των; + +Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την +παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και +από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω, +έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών +της . . . + + — Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου +του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός +του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο +Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να +είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να +προτιμάται ο θάνατος. + +Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής. + + — Είσαι τόσον καλή, Ακτή! + + — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης. + +Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του +Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την +οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω, +δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε +έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου +αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της. +Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή +δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και +ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις +τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του +Καίσαρος; + + — Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν. + + — Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ. + + — Είδα και τον Βινίκιον. + + — Δεν τον γνωρίζω. + + — Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας. + + — Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν; + + — Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον. + + — Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου; + + — Ναι. + + — Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς. + + — Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον. Πρέπει να παρευρεθής . . . +Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το +συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον +Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς +τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το +ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι +θα έλθωσι μετ' ολίγον. + + — Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την +συμβουλήν σου. + +Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την +χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι +η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η +Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας +ιδίας της χείρας. + +Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού +εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των +ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της +ηνοίγετο. + + — Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας! + +Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο +ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του +τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην. + +Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας +καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της +την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος. + +Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην. + + — Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν +χρυσάς ανταυγείας . . . Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων, +όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες. + + — Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις +τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση . . . + +Η Ακτή της έτριψεν ελαφρώς το σώμα με ευώδη έλαια και την ενέδυσε +χιτώνα επίχρυσον, μαλακόν και άνευ χειρίδων, επάνω του οποίου έμελλε +να τεθή ο χιονώδης πέπλος. + +Μετ' ολίγον ήτο έτοιμη. Όταν τα πρώτα φορεία εφάνησαν προ της κυρίας +πύλης, αμφότεραι έφθασαν εις έν περιστύλιον, οπόθεν είχον θέαν προς +την είσοδον, προς τας στοάς και την επίσημον αυλήν. + +Ήτο η ώρα της δύσεως του ηλίου. Αι τελευταίαι ακτίνες αυτού εφίλουν +το κίτρινον μάρμαρον των στύλων, θερμαίνουσαι αυτό με ροδίνους +μαρμαρυγάς. + +Μεταξύ των στύλων, πλησίον των λευκών αγαλμάτων των Λαναΐδων, πλησίον +των αγαλμάτων των θεών και των ηρώων, έρρεεν αδιάκοπον το ρεύμα των +ανδρών και των γυναικών, ομοίων με αγάλματα και περιτετυλιγμένων με +τηβέννους, πέπλους και στολάς, αίτινες εκρέμαντο μέχρι της γης εις +ελαφράς πτυχάς. + +Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των +συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα +στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους +καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον +ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με +κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή +απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις +το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων. + +Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα +πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των +προσερχομένων. + +Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι +πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η +λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του +Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω +εις το λιθόστρωτον . . . Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων, +υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος +υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος +εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός. + +Η Ακτή εσιώπησε. + +Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά. + +Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των +κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με +θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον. + +Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη +τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και +τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας. +Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ' +ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την +ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς +σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των +τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω +ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου +ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η +Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα +δεξιά της. + +Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε: + + — Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των +άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα! + +Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον +βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί +βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον +τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την +ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων. + +Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους +λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και +την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις +ηδυνήθη να αρθρώση: + + — Χαίρε, ω Μάρκε . . . + +Εκείνος είπεν: + + — Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα +οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού. Μεταξύ +της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα, +ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου +έπαλλεν εκ νέας χαράς. + +Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως +να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της. Η Λίγεια ησθάνθη ότι, +εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος +άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι' +όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και +φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του +Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει +από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον. Ήθελε να επιστρέψη πλησίον +της μητρός της. Θα είχεν αποθάνει εκ λύπης και αγωνίας αν έλειπεν η +ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν +της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την +αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου. + +Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε +να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε +φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η +Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της +ψυχής του. + +Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο +ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν. + +Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει +τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή. + +Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας +εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να +του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και +ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν +εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας. +Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την +επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, +εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και +γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και +μεθυστικάς ως ο οίνος. + +Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, +τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την +ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος, +ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον +οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το +παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν +να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον +περισσότερον. + +Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: + + — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . + + — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. + +Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: + + — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! + + — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. + +Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της +Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής +αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι +σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των. + +Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω +των ώμων της Λιγείας: + + — Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν +του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής· +πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του +Καίσαρος; + +Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη: + + — Και όμως ηδυνήθην να ιδώ . . . . . . . Και εκείνος είναι μύωψ, σας +βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του. + +Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον +Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε +λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα +βλέμματα. + +Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης, +με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ +σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει: + +Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της +παρθένου επάγωσεν. Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου, +εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται +ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο +γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει +ασκαδραμυκτί. + +Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την +κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι +εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο +παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με +όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς +η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον +τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με +κεφαλήν ανηλίκου παιδός. Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους +απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ +πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον +Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την +θυσίαν αυτήν. Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε +τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως +έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του, +μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και +παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου. + +Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός. + +Αίφνης απέθεσε τον μονύελον και στραφείς προς τον Πετρώνιον ηρώτησεν: + + — Είναι η όμηρος, την οποίαν ερωτεύεται ο Βινίκιος; + + — Ναι. + + — Εκ τίνος λαού κατάγεται; + + — Εκ των Λιγείων. + + — Ο Βινίκιος την ευρίσκει ωραίαν; + + — Ναι, αλλ' επί του προσώπου σου, ω αλάνθαστε κριτά, αναγινώσκω ήδη +την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς. + + — Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς. + +Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς +συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων. + +Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας +οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν. + +Από τον θόλον έπιπτον ρόδα. + +Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι +συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του +άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους. + +Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει. + +Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της +ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής, +απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς +τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός +λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν +συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους +υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του. + + — Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις. + +Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι +υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι +οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν +εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει +την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον +τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος . . . . + +Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του +Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν +επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού. +Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον +λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος +των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο +απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα». + +Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση +τους οφθαλμούς της. + +Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα +να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της +οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την +οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια +ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με +γλυκυτέραν καλλονήν, + +Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την +Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ +θελγήτρου. + +Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!» +έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους +βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει. +Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα +την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, +και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος +Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον αργότερα ημιπαράφρων +ο Καίσαρ έμελλεν εν μεγάλη πομπή να νυμφευθή), εγονυπέτησε παρά τους +πόδας του Νέρωνος. + +Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις +τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν. Ο Πετρώνιος ανέκραξεν: + + — Η γνώμη μου περί της μουσικής του ύμνου τούτου είναι ότι ο Ορφεύς +πρέπει να ωχριά και αυτός από φθόνον, όπως και ο παρευρισκόμενος +Λούκανος· όσον διά τους στίχους, θα τους επροτίμων ολιγώτερον ακόμη +καλούς, θα εύρισκον δε τότε έπαινον όστις να μη είναι ανάξιος αυτών. + +Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και +υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους. + +Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς, +επεθύμει να απέλθη. + +Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε +προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου. Επηκολούθησαν +διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας +περιπετείας της Ηούς. + +Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και +κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και +ασέμνων κινήσεων. + +Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση +εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα, +και μόνον ρόδα. Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν: +«Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης, +πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και +σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον +τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν +έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!» + +Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι +εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας +κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς +εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι +στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των +έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των. Οι Ρωμαίοι +παρηκολούθουν ηδυπαθώς τας κινήσεις των ράχεων, των βραχιόνων και +πήχεων, αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής +των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της +αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη, +ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι +εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης . . . + +Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους +πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα +θριαμβευτικόν. + +Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν +συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας. + +Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής +έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος. + +Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους +πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή, +κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει +κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη +στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε +να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος. + +Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν +του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα +του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν +μεγαλοφώνως: + + — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά +επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη +δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα +έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε +υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος +μου τα χείλη σου! + +Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο +χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων· +μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται +ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής +εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός. + +Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα +φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε +την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να +εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη. + +Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του +αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν +φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν +υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν +ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα +επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη +το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας +αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους +ηκολούθησεν. + +Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα +ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον. + +Λίγεια! Λίγεια! + +Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας, +εκλονίσθη, εσκόνταψε και εσωριάσθη εις το πλακόστρωτον. Οι +περισσότεροι των συνδαιτυμόνων είχον κυλισθή υπό τας τραπέζας. Τινές +παρέπαιον εις την αίθουσαν προσκρούοντες εις τους τοίχους, άλλοι +εκοιμώντο πλησίον της τραπέζης ρογχαλίζοντες ή αποπτύοντες κατά τον +ύπνον των το πλεόνασμα των καταβροχθισθέντων φαγητών. + +Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς, +τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας +και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά +χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού +δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων. + +Έξω ανέτελλεν η αυγή. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' + + + +Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε +των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει +τας θέσεις των. + +Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του +γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του +δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της +θα διέλυε πάσαν υποψίαν. + +Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις +την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής. + +Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν +ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου. + +Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής. + +Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του +συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι. + +Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε +να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν +ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο +μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή. +Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον: + + — Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου. + +Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι +δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους. +Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ' +ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί +θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των. + +Η Λίγεια επανελάμβανε: + + — Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν. + +Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ +καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση +τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο . . . +Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε +την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και +θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο +οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος. +Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου +εαυτής. + + — Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι +ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους +δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του. + + — Ήκουσα, είπεν η Ακτή. + + — Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ! + +Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην. + + — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς; + +Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό +λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την +καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς. + + — Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή. + + — Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του +Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν +και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το +δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου; + + — Όχι. + + — Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί +των Αούλων; + +Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της +Λιγείας. + + — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε +και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από +πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του +Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις +να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν. + +Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον . . . +Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την +οικίαν του Καίσαρος. + +Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις +εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον +ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία. + +Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον. + +Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την +κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της. + +Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν. Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον +βραδέως εις τας παρειάς της. + + — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω +ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους +επανίδω πλέον ποτέ. + +Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν +εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και +πατήρ της. Εάν δεν ηδύναντο να καταφύγωσιν εις την οικίαν των Αούλων, +δεν ηδύναντο ουχ ήττον να μείνωσιν εις του Καίσαρος ούτε εις του +Βινικίου. Όθεν ο Ούρσος θα την ελάμβανε, θα την ωδήγει έξω της +πόλεως, θα την έκρυπτε εις κανέν μέρος, όπου δεν θα την ανεκάλυπτον +ούτε ο Βινίκιος ούτε οι άνθρωποί του. + +Ο Λιγειεύς ήτο έτοιμος. Ησπάσθη τους πόδας της εις σημείον υποταγής. +Αλλ' η Ακτή είχε παραμείνει έκπληκτος. Το πρόσωπόν της εδείκνυε την +απογοήτευσιν. + +Αυτό λοιπόν ήτο όλον το αποτέλεσμα της προσευχής; + +Το να φύγωσιν εκ του παλατίου ήτο ως να διαπράξωσιν έγκλημα +καθοσιώσεως, το οποίον θα ετιμωρείτο· και αν ακόμη η Λίγεια κατώρθωνε +να κρυφθή, ο Καίσαρ θα ελάμβανεν αντίποινα από τους Αούλους! Έπρεπε +να φύγη από την οικίαν του Βινικίου. Τοιουτοτρόπως ο Καίσαρ, όστις +δεν ηγάπα ν' αναμιγνύεται εις τα αλλότρια, δεν θα συγκατένευεν ίσως +να βοηθήση τον Βινίκιον εις τας έρευνάς του. Εν τη μέθη του ούτος +είχε την απερισκεψίαν να τη είπη ότι την εσπέραν θα έπεμπε τους +δούλους του να την παραλάβουν. + +Αλλ' ο Ούρσος θα την έσωζε. Θα ήρχετο, θα την ήρπαζε, καθώς την είχεν +αρπάσει από το τρίκλινον και θα έφευγον ταχείς. Κανείς δεν ηδύνατο ν' +αντιμετωπίση τον Ούρσον. + +Αλλ' επειδή ο Βινίκιος θα είχεν ίσως την φαντασίαν να την συνοδεύση +διά πολλών δούλων, ο Ούρσος θα επήγαινεν αμέσως προς τον επίσκοπον +Λίνον να του ζητήση βοήθειαν και συμβουλήν. Ο επίσκοπος θα διέτασσε +τους χριστιανούς να τρέξουν εις βοήθειαν και θα την απηλευθέρωνον διά +της βίας. + +Αύτη ήτο η γνώμη της Ακτής. + +Το πρόσωπόν της Λιγείας έγινε ροδαλόν και εμειδία. Ερρίφθη εις τον +τράχηλον της απελευθέρας και έθεσεν επί της παρειάς της το αδρόν της +στόμα ψιθυρίζουσα: + + — Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι! + + — Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον +Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση. + +Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την +αρπάσουν. Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του, +έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν +γρονθοκόπημα . . θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία +θα εκάλυπτεν. + +Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και +παιδικής: + + — Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν. + +Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή +και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον +ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . . +Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση! Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι, +θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον +άκακον . . ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή . . . Δεν +ήθελε να παραβή τας εντολάς του . . . Τέλος θα προσεπάθει να +συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ' + + + +Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, +η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. +Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, +κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων. + +Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια +εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την +επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους +οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν +ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων; + + — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον +της νέας γυναικός. + + — Εγώ είμαι, Λίγεια. + + — Είναι βράδυ τώρα; + + — Όχι, κόρη μου, απόγευμα. + + — Ο Ούρσος επέστρεψε; + + — Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το +φορείον απόψε. + + — Είναι αληθές! + +Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν +και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του +παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο +Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν +εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της +Λιγείας. + +Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη +ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από +τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής +της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης +γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά +πορφυρών σπαργάνων. + +Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν. + + — Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα. + + — Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ +της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την +έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην. + + — Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν; + + — Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον. + + — Τη διαταγή τίνος; + + — Του Καίσαρος! + +Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία +ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της. Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της, +έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος +ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την +Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της +Λιγείας. + +«Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και +νεωτέρα μου». + +Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην +αστραπήν. Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το +φαινόμενον: + + — Ωμίλησες εις τον Καίσαρα; + + — Όχι, Αυγούστα. + + — Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων; + + — Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από +της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου . . . + + — Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας; + +Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια +εσκίρτησεν εξ ελπίδος. + + — Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως +δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με +αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . . + + — Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον +Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον; + + — Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον +μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής. + +Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με +πάλλουσαν καρδίαν. + +Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν: + + — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του +Βινικίου. + +Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της +Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον +ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε +την Ακτήν από της χειρός. + + — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ' +εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια. + +Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον. +Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις +διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης +παρακρούσεων. + +Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον +μελαψόν και ισχνόν εφάνη. + +Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον +Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν. + +Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε: + + — Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την +περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την +στολισμένην με χλόην. + + — Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά. + +Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την +αποχαιρετίση. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η' + + + +Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι +θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους +κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων. + +Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ +ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών· +αρωματικά έλαια έκαιον. + +Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της +Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις +ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού. + +Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία +ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά +τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία +Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου. + +Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου, +όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν, +αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του +Καίσαρος. + +Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των +ανθράκων κλαδίσκους νάρδου. + + — Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με +χαμηλήν φωνήν. + +Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. + + — Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος. + +Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν. + + — Ευρίσκονται ήδη . . . . + +Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας. + +Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον +από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας. + +Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν +ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου, +όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την +λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη. + +Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς +δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας +αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα +ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι. +Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι +ηναγκάζοντο να φωνάζουν: + + — Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον! + +Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας +ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και +άλλοτε εκ φόβου. + +«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα +τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!» + +Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την +έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι +ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των: +«Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι +εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν +να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της +πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν. + +Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων, +των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ' +εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί. + +Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον, +ανετρέποντο, εποδοπατούντο. + +Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη +πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των. + +Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και +προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος. + +Αλλ' η Λίγεια εφώναξε: + + — Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με +τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του, +οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί +του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός. + +Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις +τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε +συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι +σύντροφοί του είχον σκορπισθή. + +Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και +συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν. + +Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον +εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν +ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας. + +Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν. + + — Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον +το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα +κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους. + +Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός +τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από +την μητέρα του, τοις είπε: + + — Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η +οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου. + +Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η +Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον, +επαναλαμβάνων: + + — Έπρεπε να είνε τώρα εδώ! . . . Έπρεπε να είναι εδώ!. . + +Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν. + +Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις +το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και +ήρχισαν να οιμώζουν. + + — Άαχ! . . . Άαααχ! + +Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς: + + — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν. + + — Άααχ! + +Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους: + + — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ +το αίμα! + +Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν +είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου. + +Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους +δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος: + + — Δυστυχία μου! . ., + +Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα +του άφρισε: + + — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν. + + — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι. + +Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας. + + — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν. Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να +καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας. + +Και εξήλθον του ατρίου. + +Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το +συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων +εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ' + + + +Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς. Επειδή αι οιμωγαί +των μαστιγουμένων δούλων δεν κατεπράυνον ούτε τον πόνον ούτε την +οργήν του, έλαβεν άλλο στίφος ανδρών και επί κεφαλής των, πολύ αργά +την νύκτα, ώρμησεν εις αναζήτησιν της Λιγείας. Εξηρεύνησε την +συνοικίαν Εσκουιλίνου, Ζουβούρου και τας πλησίον οδούς. Έπειτα, αφού +έκαμε τον γύρον του Καπιτωλίου, διέβη την γέφυραν του Φαβρικίου, +διέτρεξε την μεμονωμένην συνοικίαν και έφθασε πέραν του ποταμού +Τιβέρεως. + +Επανήλθε περί το λυκαυγές και εξαπλωθείς επί τινος ανακλίντρου εις το +άτριον ήρχισε να σκέπτεται συγκεχυμένως με ποία μέσα θα ηδύνατο να +ανεύρη και να συλλάβη την Λίγειαν. + +Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και +εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του +επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού +εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον +Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα +επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου. + +Αίφνης η καρδία του έπαυσε να πάλλη εις μίαν υπόνοιαν τρομεράν, ήτις +του επήλθεν. + + — Αν ήτο αυτός ο Καίσαρ όστις ήρπασε την Λίγειαν; + +Όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ο Καίσαρ συχνά εζήτει διά νυκτερινών +επιθέσεων να ποικίλλη την μονοτονίαν του. Αυτός ο Πετρώνιος ελάμβανε +μέρος εις τα παιγνίδια ταύτα. Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν +ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί +χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς +ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή +τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος. + +Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των +αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των +εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν. + +Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις +να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας. +Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής. Καθώς ο άνθρωπος ο +πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος +ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την +έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και +εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της +κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους +εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν +ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον +τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον. + +Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα. + +«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα +από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον +και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του +Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση. + +Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από +αυτήν θα εμάνθανε κάτι. + +Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς. + + — Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να +υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω +μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης. + + — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος. + + — Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα +ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο +Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το +παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και +είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός +σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του. + +Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η +τύχη της Αυτοκρατορίας. Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την +απάντησιν του στρατιώτου. + + — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε. + +Και διήλθεν. + +Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος +ηναγκάσθη να αναμείνη. + +Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν. + +Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον +του θαλάμου ανέκραξεν: + + — Ακτή, πού είναι η Λίγεια; + + — Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν. + +Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με +πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν: + + — Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν. + +Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας: + + — Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος +δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της +μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον; + + — Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ. Η +μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από +το λίκνον της. + +Ο Βινίκιος ανέπνευσε. + + — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και +δυστυχία εις αυτούς! + + — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος +ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή. Δεν ημπόρεσε να με ίδη, +επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς +επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ' +επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη +πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι +άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη. + +Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος. + +Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας +στιγμάς. Και μετ' ολίγον: + + — Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος. + + — Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να +γίνη παλλακίς σου. + + — Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου; + + — Εγώ ήμην δούλη. + +Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την +Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι! +θα εγίνετο παλλακίς του. + +Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε: + + — Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο +Καίσαρ. + + — Τι λέγεις! . . . + + — Άκουσε, Μάρκε! Χθες, εις τους κήπους η Λίγεια και εγώ συνηντήσαμεν +την Ποππέαν και την μικράν Αυγούσταν, την οποίαν εβάσταζεν η Λίλιθ, η +αιθιοπίς. Την εσπέραν, το παιδίον ησθένησε, και η Λίλιθ ισχυρίζεται +ότι η ξένη θα το εμάγευσεν ή θα το εβάσκανεν. Εάν η μικρά αναρρώση, +θα λησμονήσουν· αν όχι, η Ποππέα πρώτη θα κατηγορήση την Λίγειαν επί +μαγεία, και τότε, όταν την ανεύρουν, δεν θα υπάρχη πλέον σωτηρία δι' +αυτήν. + +Επηκολούθησε μικρά σιγή· είτα ο Βινίκιος είπε: + + — Πιθανόν να εμάγευσε την μικράν . . . όπως και εμέ επίσης. + + — Η Λίλιθ επαναλαμβάνει, ότι το παιδίον ήρχισε να κλαίη άμα η Λίγεια +μας αντιπαρήλθεν. Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από +πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου, +μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ +αιτίας σου. + + — Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν. + +Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα. + + — Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ! + + — Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα. + +Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν. + + — Δεν είναι αληθές! + +Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να +σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή +ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς, +την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να +την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε +πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε +λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή +μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα +προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι! Η Λίγεια δεν της +είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την +σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η +καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε, +την προσέβαλεν. + + — Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος. + +Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να +επιχειρήση και πού να αποταθή. Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ +αργά!» και οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι' +αυτόν ως θανατική απόφασις. + +Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την +Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη. + +Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν. +Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο +ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της +Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε +προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της. + + — Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες, +εις ημάς και εις την Λίγειαν. + +Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της +συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και +ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης, +ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως. + +Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει. + +Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ' +εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν. + + — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα +σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'. + + + +Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου +καθίσματος διά να συνομιλήσουν. + + — Η αρπαγή, είπεν ο Πετρώνιος, έγινε με τρόπον μυστηριώδη· δεν είναι +έργον ούτε του Καίσαρος, ούτε του Αούλου. Ο γίγας Λιγειεύς θα την +απήγαγεν, αλλά δεν ήτο δυνατόν μόνος του να επαρκέση εις την πράξιν +αυτήν, θα είχε λοιπόν βοηθούς . . . . . . + + — Ποίους; + + — Τους ομοθρήσκους της Λιγείας, + + — Ποίοι ομόθρησκοι; Ποίοι θεοί είναι ιδικοί των; Έπρεπεν εν τούτοις +να μάθω τούτο καλλίτερον από σε. + + — Δεν υπάρχει σχεδόν γυνή εν Ρώμη, ήτις να μη έχη τους θεούς της. +Προφανώς η Πομπωνία την ανέθρεψεν εις την λατρείαν της θεότητος, την +οποίαν αυτή πρεσβεύει. Την κατηγόρησαν ότι είναι χριστιανή. Ποία +είναι η λατρεία αύτη; Δεν γνωρίζω. Έν πράγμα είνε βέβαιον ότι ποτέ +δεν την είδαν εις κανένα ναόν να θυσιάζη εις τους θεούς μας. + + — Η θρησκεία των είναι θρησκεία παραγγέλλουσα την συγγνώμην, είπεν ο +Βινίκιος. Συνήντησα την Πομπωνίαν εις την οικίαν της Ακτής και μου +είπεν: «Ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον που μας έκαμες!». + + — Πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Θεός των είναι ένας δικαστής πολύ +επιεικής. Λοιπόν ας σε συγχωρήση, και ως σημείον συγχωρήσεως, ας +αποδώση την κόρην. + + — Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν. +Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά +την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής. + + — Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος. + + — Τω όντι. + + — Άκουσε . . . Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ' +ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου. Λοιπόν πριν ανευρεθή η +μία, θα εζήτουν πλησίον μιας άλλης εκείνο το οποίον μου λείπει προς +στιγμήν. Ναι, γνωρίζω καλά τι είναι ο έρως, και ότι, εάν επιθυμή τις +μίαν γυναίκα, μία άλλη αδύνατον να την αναπληρώση. Αλλά δύναται +κανείς πλησίον ωραίας δούλης να ζητήση παροδικήν διασκέδασιν. + + — Δεν θέλω, είπεν ο Βινίκιος. + + — Ίσως αι ιδικαί σου δεν σου αρέσουν, είπε μετά τινα σκέψιν. Αλλά . . . +(και παρετήρησε την Ελληνίδα Ευνίκην), κύτταξε ολίγον αυτήν την +Χάριτα. Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής +τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς +δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις +τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με +ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την! + +Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς +οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του. + +Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ +ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν. + + — Όχι! όχι . . . Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά +δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου +δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν. + +Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν. + +Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την +άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η +μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα: + + — Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα +υπάγης εις τον Βινίκιον. + +Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την +απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου +και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε +να την ευσπλαγχνισθή». + +Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη +εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον +ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος +συνέσπασε τας οφρύς. + +Εις την οικίαν του οι δούλοι διήγον καλλίτερον ή αλλαχού, αλλ' υπό +τον όρον να εκτελούν την υπηρεσίαν των με τρόπον άμεμπτον και να +σέβωνται την θέλησιν του δεσπότου, όσον και την των θεών. Προσέβλεψε +προς στιγμήν την γονυπετή και κλαίουσαν δούλην, και έπειτα είπεν: + + — Ύπαγε να ζητήσης τον Τειρεσίαν. + +Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα +Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου. + + — Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς +να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος. + +Και εγερθείς μετέβη εις την βιβλιοθήκην, εκάθησε πλησίον τραπέζης εκ +φαιού μαρμάρου, και ήρχισε να εργάζηται εις το σύγγραμμά του «το +Συμπόσιον του Τρικλίωνος». Η φυγή της Λιγείας και η ασθένεια της +μικράς Αυγούστας συνεκράτουν τόσον πολύ την σκέψιν του, ώστε δεν +ηδυνήθη να γράψη επί πολλήν ώραν. Η ασθένεια εκείνη ιδίως ήτο +σημαντικόν γεγονός. Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας +εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον +θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το +παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της +Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει. Έσεισε τους ώμους όπως +αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το +ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος. + +Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων +υπηρετών και την Ευνίκην. + + — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν. + +Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον +της τηβέννου του. + + — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . . + +Εις την φωνήν της εφαίνετο να πάλλη χαρά και ευγνωμοσύνη, διότι μετά +τας μαστιγώσεις θα έμενε και πάλιν εις την οικίαν και δεν θα +εστέλλετο εις του Βινικίου. Ο Πετρώνιος, εννοήσας τούτο, εξεπλάγη. +Πλην ήτο τόσον καλός γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής, ώστε εμάντευσεν, +ότι μόνος ο έρως ηδύνατο να είναι η αιτία τοιαύτης ισχυρογνωμοσύνης. + + — Έχεις λοιπόν εραστήν εδώ; ηρώτησεν. + +Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων, +και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον: + + — Ναι, ναι αυθέντα! + +Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν +της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς +αυτήν. + + — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους. + +Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και +έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας. +Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το +τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση. + +Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της +Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά. + +Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν: + + — Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν. + + — Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα. + + — Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της; + + — Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα. + + — Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της; + + — Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου +κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην. Μετά το λουτρόν, αυθέντα, δεν +μένει ποτέ εις τας θέρμας . . . Αι άλλαι γυναίκες την εμπαίζουν και +την ονομάζουν σκωπτικώς Άρτεμιν. + + — Αρκεί, είπεν ο Πετρώνιος, ο συγγενής μου Βινίκιος, εις τον οποίον +είχα δωρήσει την Ευνίκην σήμερον το πρωί, δεν την εδέχθη· θα μείνη +εις την οικίαν. Ύπαγε. + + — Αυθέντα, δύναμαι να σας είπω κάτι τι; + + — Λέγε. + + — Όλη η οικία μας, αυθέντα, ομιλεί περί της φυγής της κόρης εκείνης, +ήτις ώφειλε να κατοικήση πλησίον του ευγενούς Βινικίου. Μετά την +αναχώρησίν σου, η Ευνίκη ήλθεν εις εμέ και μου είπεν, ότι γνωρίζει +ένα άνθρωπον, όστις θα ήτο ικανός να την ανεύρη. + + — Καλά. Αύριον ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ευρίσκεται εδώ, θα υπάγης +επίσης να παρακαλέσης εξ ονόματός μου τον Βινίκιον να έλθη το πρωί +διά να συναντηθή με αυτόν. + +Μόλις ο Πετρώνιος συνεπλήρωνε τον στολισμόν του εις το ουγκτώριον, +ότε εισήλθεν ο Βινίκιος, τον οποίον είχε προσκαλέσει ο Τειρεσίας. +Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός +να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου +και ήρχισε τας ερωτήσεις. + + — Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή +χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον +άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα +μας δώση πληροφορίας. + + — Η Ευνίκη εκείνη, την οποίαν ήθελες να μου δώσης χθες; + + — Εκείνη την οποίαν απεποιήθης, δι' ό άλλως τε σε ευχαριστώ, επειδή +είναι η καλλιτέρα πτυχήτρια, ήτις υπάρχει εν Ρώμη. + +Τω όντι η Ευνίκη εισήλθε πάραυτα. + + — Ευνίκη, είπεν ο Βινίκιος, ο άνθρωπος περί του οποίου ωμίλησες χθες +εις τον Τειρεσίαν είναι εδώ; + + — Μάλιστα, αυθέντα, περιμένει εις το άτριον. + + — Πώς ονομάζεται; + + — Χίλων Χιλωνίδης. + + — Τι επάγγελμα έχει; + + — Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη +την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη. + +Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο +Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα. + +Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν +συνάμα και γελοίον. Δεν ήτο γέρων· εις την ακάθαρτον γενειάδα του και +εις την ούλην κόμην του μόλις εφαίνοντο εδώ και εκεί ολίγαι τρίχες +πολιαί. Η κοιλία του ήτο κοίλη, οι ώμοι του κυρτοί εις τρόπον ώστε εκ +πρώτης όψεως εφαίνετο κυφός. Η τεραστίων διαστάσεων κεφαλή του με το +διαπεραστικόν βλέμμα του ωμοίαζε με το ρύγχος του πιθήκου και της +αλώπεκος. Μικραί φλύκταιναι εστιγμάτιζον το υποκίτρινον δέρμα του και +μετεβάλλοντο εις οιδήματα επί μιας ρινός, την οποίαν η οινοποσία είχε +καταστήσει ιόχρουν. + +Η αμαυρά ενδυμασία του, και ο εκ τριχών αιγός χιτών και μανδύας του +εμαρτύρει πενίαν αληθή ή προσποιητήν. + +Επί τη θέα του, ο ομηρικός Θερσίτης ήλθεν εις τον νουν του Πετρωνίου, +και απαντήσας διά σημείου εις τον χαιρετισμόν του είπεν: + + — Χαίρε Θερσίτα. Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν +ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις +τα Ηλύσια πεδία; + + — Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των +νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον +μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν +αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου. + + — Μα την τριπλήν Εκάτην! ανέκραξεν ο Πετρώνιος, η απάντησις είναι +αξία ενός μανδύου. . . + +Αλλ' η συνδιάλεξις διεκόπη υπό του Βινικίου, όστις ηρώτησεν αμέσως: + + — Ηξεύρεις ακριβώς με τι θα επιφορτισθής; + + — Την νύκτα της προχθές, απεκρίθη ο Χίλων, ήρπασαν μίαν νέαν, +καλουμένην Λίγειαν, ή μάλλον Γαλλίναν, θετήν θυγατέρα του Αούλου +Πλαυτίου. Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του +Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω +εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου +υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον. + + — Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της +απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις; + +Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως. + + — Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το +πνεύμα. + +Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον +ξένον του. + + — Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν. + + — Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως. + + — Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις +αυτής. + + — Ποίαν συμβουλήν; + + — Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα. Ήθελε να θεραπευθή από έρωτα +ασυμβίβαστον. + + — Και την εθεράπευσες; + + — Έκαμα κάτι καλλίτερον, αυθέντα, της έδωκα έν φάρμακον, το οποίον +γεννά τον έρωτα αμοιβαίον. Εις την Πάφον της Κύπρου υπάρχει ναός όπου +ευρίσκεται η ζώνη της Αφροδίτης. Της έδωσα δύο κλωστές από την ζώνην +αυτήν. + + — Και επληρώθης ακριβά δι' αυτό; + + — Τοιαύτη εκδούλευσις αξίζει όσον και αν ζητήση κανείς. + + — Ποία είνε η πατρίς σου, Χίλων; + + — Κατάγομαι από τας δυτικάς χώρας του Ευξείνου πόντου, αυθέντα. + + — Είσαι μέγας, Χίλων! + + — Είμαι φιλόσοφος, αλλ' η αρετή και η σοφία τόσον ολίγον εκτιμώνται +σήμερον ώστε και ο φιλόσοφος αναγκάζεται να ζητήση άλλους πόρους +ζωής. + + — Ποίοι είναι οι πόροι σου; + + — Να μανθάνω όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου +εις τους έχοντας ανάγκην αυτών. Όταν δραπετεύση είς δούλος με αξίαν, +ποίος άλλος τον ανευρίσκει από εμέ; Όταν εις τους τοίχους +εμφανίζονται επιγραφαί προσβλητικαί δια την θείαν Ποππέαν, τις +υποδεικνύει τους ενόχους; Ποίος ανακαλύπτει εις τα βιβλιοπωλεία +στίχους κατά του Καίσαρος; Ποίος αναφέρει τα λεγόμενα εις τας οικίας +των συγκλητικών και των ιππέων; Και ποίος φέρει τας επιστολάς, τας +οποίας δεν θέλουν να εμπιστευθώσιν εις δούλον; Ποίος μαντεύει τα +συμβαίνοντα εις οικίαν τινά από του ατρίου μέχρι του κήπου; Ποίος +γνωρίζει όλας τας οδούς, όλα τα αδιέξοδα, όλας τας κρύπτας; Ποίος +ηξεύρει ότι λέγεται εις τας θέρμας, εις τον ιππόδρομον, εις τας +αγοράς, εις τα σχολεία των θηριομάχων, εις τα παραπήγματα των +δουλεμπόρων, ακόμη και εις τα αμφιθέατρα; Ποίος άλλος από τον Χίλωνα; + + — Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ . . . Ηξεύρομεν τώρα τι +είσαι . . . + +Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι +είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα +ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον. + + — Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών; + + — Έχω ανάγκην όπλων. + + — Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος. + +Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν +σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα. + + — Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού. + + — Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το +φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού. + + — Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν +ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις. + +Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον. + +Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης. + + — Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε: + + — Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις. +Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον. +Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη +με τους δούλους των. Ηξεύρω ότι δεν είναι ούτε εις το Παλατίνον, όπου +όλοι ασχολούνται με την μικράν Αυγούσταν. Ηξεύρω, ότι η φυγή της +προητοιμάσθη παρ' ενός δούλου προερχομένου εκ της αυτής με εκείνην +χώρας. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν από τους δούλους, διότι οι δούλοι +συνδέονται μεταξύ των και δεν θα την εβοήθουν εναντίον δούλων ιδικών +σου. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν παρά μόνον από τους ομοθρήσκους +της. + + — Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ; + + — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα, +εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την +αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία, +αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο +παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του. Εάν ηδυνάμην +να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των +προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ +όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του +ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της +θρησκείας ταύτης; + + — Όχι . . . είπεν ο Βινίκιος. + + — Δεν παρετήρησες, ένδοξε Τριβούνε, ιεροτελεστίαν τινά ή +αντικείμενόν τι λατρείας . . . κανέν αγαλμάτιον ή ανάθημα ή φυλακτά; +Δεν τας είδες να χαράττωσι σημεία τα οποία η Πομπωνία και η νεαρά +ξένη μόναι ηδύναντο να εννοήσωσιν; + + — Σημεία; . . . Στάσου! . . . Ναι! Μίαν ημέραν είδα την Λίγειαν να +χαράττη ένα ιχθύν εις την άμμον. + + — Ένα ιχθύν; Άαα! Ω! Άπαξ ή πολλάκις; + + — Άπαξ. + + — Και είσαι βέβαιος, αυθέντα, ότι εχάραξεν ένα . . . ιχθύν; Ω! + + — Ναι! είπεν ο Βινίκιος, καταστάς περίεργος. Μαντεύεις τι σημαίνει +τούτο; + + — Ναι μαντεύω! ανέκραξεν ο Χίλων. + +Και ποιήσας υπόκλισιν, προσέθηκεν: + + — Είθε η Τύχη να σας πληροί πάντοτε με τα δώρα της, αυθένται +εκλαμπρότατοι. + + — Ειπέ να σου δώσουν ένα μανδύαν! είπεν ο Πετρώνιος. + + — Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην, +απήντησεν ο Έλλην. + +Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε. + + — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. + + — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής, +αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα +ηδύνατο να βασιλεύση εκεί. + + — Χωρίς άλλο, φίλε μου. Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν +τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον. + +Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του +μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, +εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του. Εβάδιζε +βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε +κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και +φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την +Σουββούρην. + +«Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο +κρασάκι προς τιμήν της τύχης. Είναι εύρημα δι' εμέ ο Βινίκιος, είναι +άνθρωπος τον οποίον ζητούσα από πολλού, εκμεταλλεύσιμος όσον παίρνει. +. . . Α! Εχάραξε, λέγει, επί της άμμου ένα ιχθύν; Τι να σημαίνη άρα +γε αυτό; Θα το μάθω! Ακόμη ένα βαλάντιον ως αυτό και θα δυνηθώ να +αφήσω την βακτηρίαν μου την επαιτικήν και να αγοράσω ένα δούλον . . . +Ε! Αλλά τι θα έλεγες, Χίλων, εάν σε εσυμβούλευα να αγοράσης όχι +δούλον, αλλά δούλην; Σε γνωρίζω ότι δεν θα έλεγες όχι! Εάν ηδύνατο +να είνε τόσον ευειδής, όσον η Ευνίκη, επί παραδείγματι, θα ανενεούσο +πλησίον της και μάλιστα θα είχες αυτήν ως πηγήν κέρδους έντιμον και +ακίνδυνον. Επώλησα εις την δυστυχισμένην Ευνίκην δύο κλωστές από τον +παλαιόν μανδύαν μου. Είναι εύμορφη, και εάν μου την επρόσφερεν ο +Πετρώνιος . . . Ναι, ναι, Χίλων Χιλωνίδη, είσαι ξένος και ορφανός, +λάβε όπως ημπορέσης μίαν δούλην τουλάχιστον διά να σε παρηγορή. Αλλ' +ιδού έφθασα εις του Σπόρου αυτού του κλέπτου. Το καπηλείον του είνε ο +τόπος πού πληροφορείται κανείς ευκολώτερα». + +Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες +μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος +εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και +το απέθεσεν επί της τραπέζης. + + — Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα +έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον. + +Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο +οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός +αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν: + + — Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο; + + — Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . . + + — Και συ είσαι ένας ηλίθιος, αν και βάζεις αρκετό νερό στο κρασί, +που μας δίνεις, και ημπορεί κανείς να ευρίσκη μέσα σ' αυτό ψάρια. +Μάθε λοιπόν ότι αυτό είναι σύμβολον, το οποίον εις την γλώσσαν των +φιλοσόφων σημαίνει «Μειδίαμα της τύχης». Εάν εμάντευες, ίσως θα +έκαμνες περιουσίαν. Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα +αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος +Πετρώνιος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + +Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο. Ο Βινίκιος, +όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν +γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη +ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν +από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της +μικράς Αυγούστας. + +Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη, +ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι +τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η +παιδίσκη απέθανεν. + +Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της +παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από +απελπισίαν. + +Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος. Όλη η πόλις εγνώριζεν ήδη ότι η Ποππέα +απέδιδε τον θάνατον εις μαγείας. Οι ιατροί επανελάμβανον τούτο +μεριμνώντες να κολάσουν την αποτυχίαν της τέχνης των, και μετ' αυτών +οι ιερείς, των οποίων αι θυσίαι απεδείχθησαν ανίσχυροι, και οι μάγοι, +οίτινες έτρεμον διά την ζωήν των, και ο λαός. Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ +δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη +συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, +εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα. + +Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια. +Αλλ' επειδή δεν ήθελε να γίνη κακόν εις τους Αούλους, ούτε εις τον +εαυτόν του, καθώς και εις τον Βινίκιον, ευθύς ως ήρθη η κυπάρισσος, +ήτις είχε τοποθετηθή έμπροσθεν του Παλατινού εις ένδειξιν πένθους, +μετέβη εις την υποδοχήν, ήτις θα εγίνετο διά τους συγκλητικούς και +τους πατρικίους. Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να +μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το +πνεύμα του Νέρωνος. + +Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο +Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους +αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται. Ήτο προφανές ότι, +καίτοι έπασχεν, ανελογίζετο προ πάντων το αποτέλεσμα, το οποίον η +οδύνη του επέφερεν επί τους παρεστώτας. Ιδών τον Πετρώνιον εσκίρτησε +και με τραγικήν φωνήν: + + — Ουαί! . . . Και συ είσαι αίτιος του θανάτου! Εξ αιτίας σου εισήλθεν +εις τα τείχη ταύτα το κακόν πνεύμα, το οποίον δι' ενός βλέμματος +απεμύζησε την ζωήν από την καρδίαν της . . . . Συμφορά μου! Ήθελα οι +οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . . +Ουαί! Ουαί! + +Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος +αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά +μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο +Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του. + + — Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις +το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου! + +Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη. +Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής. Εγνώριζε καλώς τι έπραττεν, +εγνώριζεν ότι ο Τέρπνος και ο Διόδωρος είχον ρητήν διαταγήν να +κλείσωσι το στόμα του Καίσαρος, μόλις ούτος εκβάλλων άμετρον φωνήν, +εξέθετε τον λαιμόν του εις κίνδυνον. + + — Καίσαρ, εξηκολούθησε μετά της αυτής θλιβεράς αξιοπρεπείας, +υπέστημεν μεγάλην απώλειαν. Ας μας μείνη τουλάχιστον ως παρηγορία ο +θησαυρός ούτος της φωνής σου! + +Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα +έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των +βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και +επανέλαβε μετά λυγμών: + + — Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε· +συ μόνος! + +Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε: + + — Αναχώρησον εις το Άντιον! Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί +εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα +δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι +την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού +και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας, +συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου. + + — Ναι, είπεν ο Νέρων με περίλυπον φωνήν, θα κάμω ύμνον προς τιμήν +της, και θα συνθέσω την μουσικήν. + + — Και έπειτα θα υπάγης να ζητήσης τον ήλιον εις τας Βαΐας. + + — Και έπειτα θα ζητήσω την λήθην εις την Ελλάδα. + + — Εις την χώραν της ποιήσεως και του άσματος! + +Όταν απήλθε του Παλατιού ο Πετρώνιος μετέβη εις του Βινικίου και του +διηγήθη το συμβάν. + + — Όχι μόνον απέτρεψα τον κίνδυνον από τον Πλαύτιον και την +Πομπωνίαν, αλλά τον απεσόβησα και από ημάς τους δύο και από την +Λίγειαν αυτήν, την οποίαν δεν θα καταδιώξουν· υπέβαλα την ιδέαν εις +αυτόν τον ξανθοπώγωνα πίθηκον να αναχωρήση διά το Άντιον και εκείθεν +διά την Νεάπολιν και τας Βαΐας. Ονειροπολεί να απέλθη εις την Ελλάδα, +όπου επιθυμεί να ψάλη εις όλας τας πόλεις τας οπωσούν σημαντικάς, και +ύστερον, με τους στεφάνους τους οποίους θα του προσφέρουν οι +«Γραικοί», θα κάμη θριαμβευτικήν είσοδον εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ +θα δυνηθώμεν να αναζητήσωμεν την Λίγειαν εν πάση ελευθερία, και να +την θέσωμεν εις τόπον ασφαλή. Ό,τι και αν ανακαλύψης να μου το +αναγγείλης εις το Άντιον, όπου θα μεταβώ με τον Καίσαρα. + + — Καλά! + +Ητοιμάζοντο να αποχαιρετίσουν αλλήλους, όταν είς δούλος ανήγγειλεν +ότι ο Χίλων Χιλωνίδης ανέμενεν εις τον προθάλαμον και εζήτει να +εισαχθή πλησίον του οικοδεσπότου. + +Ο Βινίκιος διέταξε να τον εισαγάγωσιν αμέσως. + + — Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα, +είπεν εισερχόμενος ο Χίλων. + + — Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος. + +Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν: + + — Τι νέα φέρεις; + + — Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την +βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή. + + — Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε; + + — Ναι, αυθέντα, αλλ' ανεκάλυψα την έννοιαν του σημείου το οποίον +είχε χαράξει έμπροσθέν σου· γνωρίζω τίνες είναι οι άνθρωποι, οίτινες +την ήρπασαν και γνωρίζω ποίαν θεότητα λατρεύουσιν. + +Ο Βινίκιος ηθέλησε να αναπηδήση από του σκίμποδος, εφ' ου εκάθητο, +αλλ' ο Πετρώνιος του έθεσε την χείρα επί του ώμου και είπεν: + + — Εξακολούθει. + + — Είσαι απολύτως βέβαιος, κύριε, ότι η κόρη εχάραξεν ιχθύν επί της +άμμου; + + — Μάλιστα. + + — Τότε η Λίγεια είναι χριστιανή. Και εκείνοι που την ήρπασαν είναι +οι χριστιανοί. + +Επηκολούθησε κατάπληξις και σιωπή. + + — Άκουσε, Χίλων, είπε τέλος ο Πετρώνιος. Ο ανεψιός μου σου υπεσχέθη +γενναίον χρηματικόν ποσόν, εάν ανεύρισκες την κόρην, αλλ' όχι +ολιγώτερον ποσόν μαστιγώσεων εάν ζητής να τον απατήσης. + +Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην. + + — Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος. + + — Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των +χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το +οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης, +την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται. Μήπως θέλεις να μας +πείσης, ότι η Πομπωνία, και μετ' αυτής η Λίγεια ανήκουσιν εις την +αίρεσιν των εχθρών του ανθρωπίνου γένους, των φαρμακευτών των κρηνών +και φρεάτων, των λατρευόντων μίαν κεφαλήν όνου, των ανθρώπων, οίτινες +σφάζουσι τα παιδία και παραδίδονται εις τα ατιμότερα όργια; Σκέψου, +Χίλων· η θέσις αύτη, την οποίαν υποστηρίζεις ενώπιόν μας, μήπως είνε +κίνδυνος να αντηχήση ως αντίθεσις επί της ράχεώς σου; + +Ο Χίλων εξέτεινε τας χείρας του, θέλων να είπη ότι τούτο δεν ήτο +σφάλμα του. Και έπειτα προσέθηκε: + + — _Γιέζους Χρίστους, Ντέι Φίλιους, Σαλβάτωρ_. Πρόφερε, αυθέντα, +ελληνιστί την φράσιν αυτήν. + + — Καλά!.,. _Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ_. Και έπειτα; + + — Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον +τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν. + + — ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος. + + — Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν +υπερηφάνως ο Χίλων. + +Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το +αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των. + + — Όπερ σημαίνει, είπεν ο Πετρώνιος, ότι η Πομπωνία και η Λίγεια +φαρμακώνονν τα φρέατα, σφάζουν τα παιδία τα αρπαζόμενα από τους +δρόμους, και παραδίδονται εις την ακολασίαν, όπως όλοι οι χριστιανοί. + + — Είναι βλακεία! Συ, Βινίκιε, διέτριψες επί περισσότερον χρόνον εις +την οικίαν των. Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και +την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία! + +Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια +πράγματι εχάραξεν ιχθύν; + + — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο +νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν. + + — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων. + + — Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται +αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην, +οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα. + + — Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Και ποίος +ηρώτησεν ένα χριστιανόν; Τις γνωρίζει το δόγμα των; Προ τριών ετών +κατά το ταξείδιόν μου από Νεαπόλεως εις Ρώμην (διατί να μη μείνω εκεί!) +είχα συνοδοιπόρον ένα ιατρόν, ονόματι Γλαύκον, τον οποίον έλεγαν +χριστιανόν, και όστις με όλον τούτο, έχω πεποίθησιν, ότι ήτο ανήρ +χρηστός και ενάρετος. + + — Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς; + + — Φευ! όχι, αυθέντα! Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο +ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον +του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα +δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται +από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν. + + — Πώς; Έγινες χριστιανός; + + — Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία. Ακούσατέ +με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι +σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την +οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας +εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ +μόνος σας έδωσα μίαν. Επί πλέον θα είπω τα εξής: Μεταξύ των δούλων +σας δυνατόν να υπάρχουν, εν αγνοία σας, χριστιανοί, επειδή η θρησκεία +αύτη εξηπλώθη ήδη πανταχού. Εκείνοι αντί να σας υπηρετούν θα σας +προδίδουν. Έχετε μικράν υπομονήν. Τας ημέρας αυτάς δεν έπαυσα να +εισέρχωμαι εις τα καπηλεία, όπου η γλώσσα των ανθρώπων λύεται, ούτε +εις τα αρτοπωλεία. Διέτρεξα όλας τας οδούς και τα αδιέξοδα. +Επεσκέφθην τας κρύπτας των φυγάδων δούλων, έχασα εκατόν περίπου +ασσάρια εις αυτό το διάστημα, εισήλθα εις τα πλυντήρια, τα +στεγνωτήρια και τα μαγειρεία, είδα ημιονηλάτας και γλύπτας· είδα +επίσης ανθρώπους οίτινες θεραπεύουν τας ασθενείας της κύστεως και +εξάγουν τους οδόντας· ωμίλησα με εμπόρους ξηρών σύκων, επεσκέφθην τα +νεκροταφεία· και ηξεύρετε διατί; Διά να χαράξω παντού τον ιχθύν +τούτον, να παρατηρήσω τους ανθρώπους κατάματα και να ίδω τι θα +απεκρίνοντο εις το σημείον αυτό. Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν +ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και +έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει. Εκαθήσαμεν εις τας +βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την +ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να +εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο +αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα, +κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο +γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του +Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά +μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν +μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε +τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα: + +«Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη +μετά σου!» Ήρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι +διηγήθη τα πάντα. Ο Πάνσας είναι και αυτός απελεύθερος του ενδόξου +Πάνσα και μεταφέρει εις την Ρώμην διά του Τιβέρεως τους λίθους τους +οποίους δούλοι και εργάται εκφορτώνουν από τας σχεδίας και φέρουν την +νύκτα εις τας νεοκατασκευαζομένας οικίας. Μεταξύ αυτών υπάρχουν +πολλοί χριστιανοί, εν οις και ο υιός του. Επειδή η εργασία αύτη +υπερβαίνει τας δυνάμεις του νεανίου, ο πατήρ του ήθελε να τον +εξαγοράση. Ο Πάνσας όμως επροτίμησε να κρατήση και τα χρήματα και τον +δούλον. Ανέμιξα τα δάκρυά μου με τα ιδικά του, πράγμα εύκολον, λόγω +της αγαθότητος της καρδίας μου και των πόνων τους οποίους μοι +προυξένει η υπερβολική οδοιπορία. Παρεπονέθην, διότι φθάσας εκ +Νεαπόλεως πρό τινων ημερών, δεν εγνώριζα κανένα από τους αδελφούς μας +και δεν ήξευρα πού συνήρχοντο διά να προσευχηθούν. Ηπόρησε, διατί οι +εν Νεαπόλει χριστιανοί δεν μου είχον δώσει επιστολάς προς τους εν +Ρώμη αδελφούς των, εγώ δε απήντησα, ότι μου τας έκλεψαν καθ' οδόν, +Μου είπε τότε να έλθω την νύκτα παρά τον ποταμόν· θα με παρουσίαζεν +εις τους αδελφούς, οίτινες θα με ωδήγουν εις τους οίκους της +προσευχής και εις τους πρεσβυτέρους τους διευθύνοντας την +χριστιανικήν κοινότητα. Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ, +ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του, +ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια. + + — Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς +το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας. Είμαι βέβαιος +ότι κατά το στάδιον των ερευνών σου έκαμες αποφασιστικόν βήμα, αλλ' +είνε περιττόν να περιβάλλης τας ειδήσεις σου με στρώμα δολοπλοκιών. +Πώς ονομάζεται ο γέρων, από τον οποίον έμαθες ότι οι χριστιανοί +αναγνωρίζονται διά του σημείου του ιχθύος; + + — Ευρίκιος, αυθέντα. Ο πτωχός, ο δυστυχής γέρων! + + — Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να +επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα. +Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε. + + — Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί +του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε, +ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου. Δεν του έδωσα +χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον +καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής +φιλόσοφος. + +Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον: + + — Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και +ενδομύχως. + +Ο Βινίκιος είπε: + + — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον +ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα +εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν +τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον +ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και +τα χρήματα. + + + +ΚΕΦΑΛΛΙΟΝ ΙΒ'. + + + +&«Μάρκος Βινίκιος Πετρωνίω χαίρειν»,& + +_«Ουδαμού Λίγεια έως τώρα. Η νέα αύτη είναι ανεύρετος. Ηθέλησα να +εξακριβώσω αν ο Χίλων με ηπάτα, και την νύκτα, καθ' ην ήλθε να ζητήση +τα χρήματα διά τον Ευρίκιον, ετυλίχθην χλαμύδα στρατιωτικήν και τον +ηκολούθησα, εν αγνοία, αυτού και του νέου θεράποντος, τον οποίον του +είχα δώση. Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα +μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος. + +«Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν +λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις +αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να +γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς +εκπλήξεως. Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον +σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται +ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς +νέος, ο υιός τον ίσως. + +«Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο +γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι +έκλιναν τα γόνατα. + +«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι +υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν +γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι +γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των +ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση +απ' αυτών όλα τα μυστικά. Έμαθε προσέτι ότι, δια τας κοινάς προσευχάς +των, έχουσι τόπους συνελεύσεων, πολλάκις έξω των πυλών της πόλεως ή +εις οικίας ερήμους ή και εις τα στάδια. Εκεί λατρεύουσι τον Χριστόν, +ψάλλουσιν ύμνους και κάμνουν συμπόσια. + +«Όταν ο Χίλων μάθη έν των μερών τούτων θα υπάγω μαζή του, και αν +θελήσωσιν οι θεοί να ίδω την Λίγειαν, σου ομνύω εις τον Δία, ότι την +φοράν αυτήν δεν θα διαφύγη των χειρών μου. Λέγεις ότι πρέπει να +ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την +Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα +και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε»._ + +Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε +πλέον τι να υποθέση. Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον +σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε +προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση: + + — Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών; + + — Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον +Γλαύκον, τον ιατρόν. + + — Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός; + + — Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του +οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων, +τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον +εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα +επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της +χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη. + + — Αφού τον υπερησπίσθης πρέπει να σε ευγνωμονή και να σε βοηθήση! + + — Α! ευγενή Τριβούνε! και οι θεοί αυτοί δεν είναι πάντοτε +ευγνώμονες, πόσω μάλλον οι άνθρωποι! Ναι έπρεπε να είναι ευγνώμων. +Δυστυχώς, είναι γέρων του οποίου το πνεύμα εξησθένησε και εσκοτίσθη +από την ηλικίαν και τας δυστυχίας, και δι' αυτό όχι μόνον δεν με +ευγνωμονεί, αλλά με κατηγορεί, όπως έμαθα από τους ομοθρήσκους του, +ότι είχα συνενοηθή με τους ληστάς και έγεινα ο αίτιος των δυστυχιών +του. Ιδού πώς με ανταμείβει διά τους δύο κομμένους δακτύλους μου. + + — Είμαι βέβαιος ότι τω όντι αυτό συνέβη όπως το διηγείσαι, είπεν ο +Βινίκιος. + + — Τότε συ ηξεύρεις περισσότερα από εκείνον, απήντησε μετά +αξιοπρεπείας ο Χίλων, διότι εκείνος υποθέτει μόνον, ότι ούτω συνέβη +πράγμα, το οποίον δεν θα τον ημπόδιζε να επικαλεσθή εις βοήθειαν τους +χριστιανούς και να εκδικηθή σκληρώς. + + — Τι με μέλλει δι' όλα αυτά! Ειπέ μου τι είδες εις τον οίκον +εκείνον των προσευχών; + + — Αυτό πράγματι ολίγον σε ενδιαφέρει, αυθέντα· αλλά επειδή πρόκειται +περί εμού, προτιμώ μάλλον να παραιτηθώ από την υποσχεθείσαν αμοιβήν +παρά να ριψοκινδυνεύσω την ζωήν μου. Ως αληθής φιλόσοφος δύναμαι να +ζήσω και να αναζητήσω την θείαν αλήθειαν. + +Αλλ' ο Βινίκιος επλησίασεν εις αυτόν με πρόσωπον απειλητικόν και με +φωνήν πνιγμένην είπε: + + — Τις σου λέγει ότι θα αποθάνης εκ της χειρός του Γλαύκου μάλλον ή +εκ της ιδικής μου; + +Ο θρασύδειλος Χίλων, εν ριπή οφθαλμού, αντιληφθείς ότι, φερόμενος +ούτως απερισκέπτως, δεν θα εσώζετο από τας χείρας του Βινικίου, +ανέκραξεν εν σπουδή: + + — Θα την ζητήσω, δέσποτα, και θα την εύρω, δεν είπα ότι παραιτούμαι +από του να ζητήσω την κόρην· ήθελα μόνον να σου αποδείξω ότι τα +διαβήματά μου ταύτα συνεπιφέρουσι σήμερον μέγαν κίνδυνον δι' εμέ. Ο +Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ! +Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην; + + — Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να +επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος. + + — Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά +τα μεγάλα. Λοιπόν το φορτίον του γήρατος και των δυστυχιών καταβάλλει +τον Γλαύκον από πολλού, εις βαθμόν ώστε ο θάνατος θα ήτο ευεργεσία +δι' αυτόν. Τι είναι ο θάνατος κατά τον Σενέκαν, ειμή απελευθέρωσις; +Προτείνω, αυθέντα, να απομακρύνωμεν τον Γλαύκον. + + — Μίσθωσον ανθρώπους, οι οποίοι θα τον φονεύσουν διά ροπάλων. Θα +τους πληρώσω. Πόσα σου χρειάζονται; + + — Μου χρειάζονται χίλια σεστέρτια· μη λησμονής, κύριε, ότι πρέπει να +εύρω αλήτας εντίμους, οίτινες, αφού ενθυλακώσουν το τίμημα, δεν θα +γείνουν άφαντοι χωρίς να δώσουν ειδήσεις. Διά καλόν έργον χρειάζεται +καλός μισθός, θα χρειασθή επίσης κάτι τι δι' εμέ, διά να σπογγίσω τα +δάκρυα, τα οποία θα χύσω διά τον Γλαύκον. Θα λάβω τους άνδρας εντός +της ημέρας και θα τους ειδοποιήσω ότι από το εσπέρας της αύριον δι' +εκάστην ημέραν κατά την οποίαν θα ζη ακόμη ο Γλαύκος, θα ελαττώνω τα +σεστέρτιά των. Ο Βινίκιος υπεσχέθη ακόμη μίαν φοράν εις τον Χίλωνα το +ζητηθέν ποσόν, έπειτα δε τον ηρώτησε ποίας ειδήσεις φέρει, πού επήγεν +εν τω μεταξύ, και τι ανεκάλυψεν. + +Ο Χίλων όμως δεν ηδύνατο να τω αναγγείλη πολλά πράγματα άξια λόγου. +Του είπε μόνον ότι έμαθε παρά των χριστιανών ότι είς μέγας νομοθέτης, +κάποιος Παύλος Ταρσεύς, ευρίσκεται εις Ρώμην, φυλακισμένος συνεπεία +καταγγελίας γενομένης υπό των Ιουδαίων, και απεφάσισε να τον γνωρίση. +Αλλά και άλλη είδησις μεγάλως τον ηυχαρίστησεν, ότι ο έχων τα πρωτεία +της τιμής και της αρχαιότητος μεταξύ των μαθητών του Χριστού, ο +ισότιμος και οιονεί πρεσβύτερος αδελφός του Παύλου Πέτρος, εις τον +οποίον ο διδάσκαλός των έδωκεν εντολήν να αλιεύη ανθρώπους και να +ποιμαίνη τα λογικά του πρόβατα, μέλλει από ημέρας εις ημέραν να έλθη +εις Ρώμην. + +Βεβαίως όλοι οι χριστιανοί θα θελήσουν να τον ιδούν και να ακούσουν +την διδασκαλίαν του. θα γείνουν μεγάλαι συναθροίσεις εις τας οποίας +και αυτός θα παρευρεθή και περιπλέον, επειδή είνε εύκολον να κρυβή +κανείς μεταξύ του πλήθους, θα παρεισάξη και τον Βινίκιον. Τότε +ασφαλώς εκεί θα ανεύρουν την Λίγειαν. «Ευθύς ως γείνη εκποδών ο +Γλαύκος δεν θα συναντήσωμεν πλέον εμπόδια», είπε: + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'. + + + +Ενδιέφερε πράγματι τον Χίλωνα να θέση εκποδών τον Γλαύκον, όστις, +καίτοι ηλικιωμένος, δεν ήτο ποσώς γέρων παρηκμακώς. Η αφήγησις, την +οποίαν ο Χίλων είχε κάμει εις τον Βινίκιον, εμπεριείχε μέγα μέρος +αληθείας. Ο Έλλην είχεν ήδη γνωρίσει τον Γλαύκον, τον οποίον +επρόδωσε, παρέδωσεν εις κακοποιούς, απέσπασεν από της οικογενείας +του, έκλεψε, και του οποίου την δολοφονίαν αυτός προεκάλεσεν. + +Η ανάμνησις των συμβάντων τούτων τω ήτο αμυδρά, διότι ο άθλιος είχεν +εγκαταλείψει τον Γλαύκον αγωνιώντα, όχι εις πανδοχείον, αλλ' εις +αγρόν, παρά τας Μεντούρνας. Είχε προΐδει τα πάντα, εκτός του ότι ο +Γλαύκος θα εθεραπεύετο από τας πληγάς και θα έφθανεν εις την Ρώμην. + +Σήμερον επρόκειτο να απαλλαγή απ' αυτόν, και προς τούτο έπρεπε να +εκλέξη ανθρώπους καταλλήλους. + +Με τοιαύτην πρόθεσιν μετέβη το εσπέρας εις τον Ευρίκιον. Ο γέρων +Ευρίκιος, αφού απελύτρωσε τον υιόν του, είχεν ενοικιάσει έν από τα +μικρά εκείνα παραπήγματα, τα οποία επλήρουν τον πέριξ του Μεγάλου +ιπποδρομίου χώρον, διά να πωλή ελαίας, κουκιά, άρτον και υδρόμελι εις +τους θεατάς των αγώνων. Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα +εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να +του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν, +ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της +ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και +ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους +τους χριστιανούς. + + — Είπεν εις τον Ευρίκιον ότι είνε πτωχός πράγματι· εν τούτοις θα +πληρώση την υπηρεσίαν ταύτην, υπό τον όρον ότι οι άνθρωποι θα έχουν +εμπιστοσύνην εις αυτόν και θα εκτελέσουν πιστώς ό,τι τους διατάξη. + +Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε +έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος +άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα +ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού. + +Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον +εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο +δεκαεξαετής. Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την +εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών. + + — Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον +μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των +μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι +δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν +ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού. + + — Εάν είνε πιστός, φοβούμενος τον Θεόν, και ικανός να θυσιασθή διά +τους αδελφούς του, γνώρισέ μου τον, είπεν ο Χίλων. + + — Είναι χριστιανός, κύριε, απεκρίθη ο Κουάρτος, διότι εκείνοι +οίτινες εργάζονται εις του Δημά, είνε ως επί το πλείστον χριστιανοί. +Υπάρχουν εργάται της ημέρας και εργάται της νυκτός. Εάν επηγαίνομεν +τώρα, θα τους ευρίσκομεν εις το εσπερινόν δείπνον των, και θα ηδύνασο +να ομιλήσης μετ' αυτού. Ο Δημάς κατοικεί πλησίον του Εμπορίου. + + — Ο Χίλων συνήνεσε και απήλθον αμέσως. Το Εμπόριον ευρίσκετο παρά +τους πρόποδας του όρους Αβεντίνου και συνεπώς όχι πολύ μακράν του +Μεγάλου Ιπποδρομίου. Ηδύνατο κανείς, χωρίς να κάμη τον γύρον των +λόφων, να ακολουθήση τον ποταμόν κατά μήκος, να διέλθη την στοάν +Αιμιλίων, πράγμα το οποίον καθίστα τον δρόμον συντομώτερον. + + — Είμαι γέρων, είπεν ο Χίλων καθ' οδόν, και ενίοτε πάσχω διασάλευσιν +της μνήμης. Ο Χριστός μας παρεδόθη από ένα των μαθητών του, πλην την +στιγμήν ταύτην δεν δύναμαι να ενθυμηθώ του προδότου το όνομα. + + — Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του, +απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα. + + — Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί. +Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου +έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο +Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω. + + — Είμαι περίεργος να ιδώ αυτόν τον μυλωθρόν Ηρακλή, είπε καθ' +εαυτόν. Εάν είναι κανείς φαύλος και πονηρός, θα μου κοστίση ακριβά· +εάν τουναντίον είναι ενάρετος χριστιανός και ηλίθιος, θα κάμη δωρεάν +ό,τι του ζητήσω. + +Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε +μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους +χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν +βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του +νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν +ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος. + + — Ιδού, κύριε, είπεν ο Κουάρτος, είναι ο αδελφός, τον οποίον +επιθυμείς να ίδης. + + — Η ειρήνη του Χριστού ας είναι μαζή του, είπεν ο Χίλων· και συ, +Κουάρτε, ειπέ εις αυτόν τον αδελφόν, αν είμαι άξιος πίστεως, και +έπειτα επίστρεψον εις την οικίαν σου διά την αγάπην του Θεού, διότι +δεν πρέπει να αφίνης ολομόναχον τον γέροντα πατέρα σου. + + — Είναι άγιος άνθρωπος, είπεν ο Κουάρτος. Εθυσίασεν όλην την +περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με +γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις +αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν! + +Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και +ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος. + + — Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην. + + — Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός. + + — Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως; + + — Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον. + + — Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την +όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω. + +Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας +διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και +από τον φλοίσβον του ποταμού. Ο Χίλων εξήτασε το πρόσωπον του +εργάτου, το οποίον με όλην την έκφρασιν την ολίγον σκληράν και +μελαγχολικήν, την συχνά απαντώσαν παρά τοις βαρβάροις, όσοι κατώκουν +εν Ρώμη, τω εφάνη ότι αντηνάκλα την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν. + + — Ναι! εσκέφθη, είναι άνθρωπος αγαθός και ευήθης, όστις θα φονεύση +τον Γλαύκον δωρεάν, και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν ήρχισε +να τω ομιλή περί του θανάτου του Χριστού. + +Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την +στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον +υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι +πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής. + +Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν: + + — Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας; + + — Το ηξεύρω! Το ηξεύρω! εκρεμάσθη όμως! και η φωνή του επρόδιδε +λύπην, διότι ο προδότης εφήρμοσε δικαιοσύνην μόνος του εις τον εαυτόν +του. + +Ο Χίλων εξηκολούθησεν: + + — Εάν όμως δεν είχε κρεμασθή, και αν χριστιανός τις τον συνήντα, +είτε εις την ξηράν είτε εις την θάλασσαν, δεν έπρεπε να εκδικηθή τας +βασάνους, το αίμα και τον θάνατον του Σωτήρος; + + — Και ποίος δεν θα τα εξεδίκει, πάτερ μου! + + — Η ειρήνη ας είνε μαζή σου, πιστέ δούλε του Αμνού! Ναι! Δύναται +κανείς να συγχωρή τα ιδικά του αδικήματα, αλλά ποίος έχει το δικαίωμα +να συγχωρήση τας ύβρεις τας γενομένας εις τον Θεόν; Όπως ο όφις γεννά +τον όφιν, όπως η κακία γεννά την κακίαν, και η προδοσία την +προδοσίαν, ούτω εκ του δηλητηρίου του Ιούδα εγεννήθη άλλος προδότης· +όπως ο είς παρέδωσε τον Σωτήρα εις τους Ιουδαίους και εις τους +Ρωμαίους στρατιώτας, ο άλλος, όστις ζη εν τω μέσω ημών θέλει να +παραδώση εις τους λύκους τα πρόβατα του Κυρίου! και αν κανείς δεν +προλάβη την προδοσίαν ταύτην, εάν κανείς δεν συντρίψη εγκαίρως την +κεφαλήν του όφεως, όλοι μας θα χαθώμεν, και μαζή μας θα χαθή η δόξα +του αμνού του Θεού. + +Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ' +όψιν όσα ήκουεν. + +Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε +με λαρυγγώδη φωνήν. + +«Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του +αληθινού Θεού!» + +Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το +υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού. + + — Πάτερ μου, ηρώτησε τέλος ο εργάτης, ποίος είναι αυτός ο προδότης; + +Ο Χίλων εχαμήλωσε την κεφαλήν. + +«Ποίος ήτο εκείνος ο προδότης! Γιος του Ιούδα γεννηθείς εκ του +δηλητηρίου εκείνου, όστις προσεποιείτο τον χριστιανόν και εσύχναζεν +εις τους οίκους των προσευχών προς μόνον τον σκοπόν, ίνα κατηγορήση +τους αδελφούς εις τον Καίσαρα, λέγων, ότι ούτοι δεν τον αναγνωρίζουν +ως Θεόν, ότι φαρμακεύουν τας κρήνας, ότι σφάζουν τα παιδία και ότι +θέλουν να καταστρέψουν αυτήν την πόλιν, ώστε να μη μείνη λίθος επί +λίθου. Εντός ολίγων ημερών θα δώσουν εις τους πραιτωριανούς την +διαταγήν να αλυσοδέσουν τους γέροντας, τας γυναίκας και τα παιδία και +να τους οδηγήσουν εις τον θάνατον. + +Αυτό ήτο το έργον του δευτέρου τούτου Ιούδα. Αλλ' εάν κανείς δεν +ετιμώρησε τον πρώτον, εάν κανείς δεν ανέλαβε την υπεράσπισιν του +Χριστού κατά την ώραν του πάθους του, ποίος λοιπόν θα θελήση να +τιμωρήση τούτον εδώ, ποίος λοιπόν θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως +τούτου, ποίος θα τον εξαφανίση πριν ομιλήση εις τον Καίσαρα; + +Ο Ουρβανός, όστις μέχρι της στιγμής ταύτης εκάθητο επί του λίθου, +ηγέρθη αιφνιδίως και είπεν: + + — Εγώ, πάτερ μου! + + — Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της +προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός, +και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον! + + — Γλαύκος; . . . επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το +όνομα τούτο εις την μνήμην του. + + — Τον γνωρίζεις; + + — Όχι δεν τον γνωρίζω. Υπάρχουν χιλιάδες χριστιανών εις Ρώμην και +δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ των. Αλλ' αύριον την νύκτα, όλοι μέχρι +του τελευταίου, αδελφοί και αδελφαί θα συνέλθωσιν εις το Οστριανόν, +διότι ο μέγας Απόστολος του Χριστού αφίκετο και θα κηρύξη εκεί· οι +αδελφοί μας θα μου δείξουν εκεί τον Γλαύκον. + + — Εις το Οστριανόν; ηρώτησεν ο Χίλων· αλλ' αυτό είναι έξω των πυλών. +Όλοι οι αδελφοί και όλαι αι αδελφαί; Την νύκτα εκτός της πόλεως εις +το Οστριανόν; + + — Ναι, πάτερ μου! είναι το νεκροταφείον μας μεταξύ των οδών +Σαλαρίας και Νομεντάνης. Δεν ηξεύρεις ότι ο μέγας Απόστολος θα κηρύξη +εκεί: + + — Απουσίαζον δύο ημέρας εκ της οικίας μου και διά τούτο δεν έλαβον +επιστολήν, δεν ηξεύρω δε που είναι το Οστριανόν, διότι έφθασα προ +ολίγου εκ Κορίνθου, όπου διευθύνω την χριστιανικήν κοινότητα. Αφού ο +Χριστός σου έπεμψεν αυτήν την έμπνευσιν, ύπαγε εις το Οστριανόν, +παιδί μου, θα εύρης εκεί τον Γλαύκον, εν μέσω των αδελφών μας, θα τον +φονεύσης κατά την επιστροφήν του εις την πόλιν, και εις ανταμοιβήν, +όλα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθούν. Τώρα, ύπαγε εις την ειρήνην. + + — Θα τον φονεύσω ενώπιον όλων των αδελφών, όσοι θα είναι αύριον εις +το Οστριανόν. Το να φονεύση κανείς ένα προδότην είναι ευχαρίστησις, +αλλ' εάν ο Γλαύκος δεν ήτο ένοχος; Δεν θα ήτο καλλίτερον αν +κατεδικάζετο εις θάνατον υπό των αρχηγών μας, δηλαδή του επισκόπου +μας και του Αποστόλου; + + — Δεν έχομεν καιρόν διά να γείνη κρίσις και απόφασις, αδελφέ μου, +απήντησεν ο Χίλων, διότι από το Οστριανόν ο προδότης θα υπάγη κατ' +ευθείαν πλησίον του Καίσαρος εις το Άντιον, ή θα καταφύγη εις την +οικίαν ενός πατρικίου, του οποίου διατελεί θεράπων. + + — Πάτερ, είπεν ο εργάτης με φωνήν κάπως ικετευτικήν, λαμβάνεις την +πράξιν ταύτην εις την συνείδησίν σου; Ήκουσες με τα αυτιά σου τον +Γλαύκον να προδίδη τους αδελφούς μας; + +Ο Χίλων ενόησεν ότι έπρεπε να δώση μερικάς αποδείξεις και να αναφέρη +ονόματα. + + — Άκουσον, Ουρβανέ. Διαμένω εν Κορίνθω, αλλά κατάγομαι εκ της Κω, +και εδώ εις την Ρώμην διδάσκω το δόγμα του Χριστού εις μίαν +συμπατριώτισσάν μου νεαράν υπηρέτριαν καλουμένην Ευνίκην, ήτις +υπηρετεί ως ιματιοφύλαξ εις την οικίαν Πετρωνίου τινός, φίλου του +Καίσαρος. Λοιπόν! Εις την οικίαν αυτήν ήκουσα τον Γλαύκον να +αναλαμβάνη να παραδώση όλους τους χριστιανούς και να υπόσχεται, επί +πλέον, εις ένα άλλον έμπιστον του Καίσαρος, Βινίκιον, να κατορθώση +όπως ανεύρη μεταξύ των χριστιανών μίαν νέαν παρθένον . . . + +Εσταμάτησε και παρετήρησε με έκπληξιν τον δούλον, του οποίου τα +βλέμματα είχον σπινθηροβολήσει αιφνιδίως, ως οι οφθαλμοί αγρίου +θηρίου. + + — Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος. + + — Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον. + +*** + +Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν. + +«Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το +πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να +εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος. Εάν αναγνώσης ποτέ την +επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον +προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και +μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου +περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν +εποφθαλμιά. + +»Ναι. Την εσπέραν περιέτρεχε την πόλιν μετημφιεσμένος, σύχναζε +μάλιστα εις τους ευκτήριους οίκους των χριστιανών μετά του φιλοσόφου +σου. + +»Παν ό,τι γεννά ελπίδα και παρέλκει τον χρόνον είνε επαινετόν. Αλλά, +διά την αγάπην μου, ακολούθησε την εξής συμβουλήν μου: Επειδή ο +Ούρσος εκείνος, ο δούλος της Λιγείας, είναι άνθρωπος με ρώμην +ηράκλειον, λάβε εις την υπηρεσίαν σου τον Κρότωνα τον παλαιστήν, όπως +επιχειρήσετε την εκδρομήν οι τρεις σας. + +»Θα είνε ολιγώτερον επικίνδυνον και περισσότερον λογικόν. Αφού η +Πομπωνία Γραικίνα και η Λίγεια είνε χριστιαναί, σημαίνει ότι οι +χριστιανοί δεν είνε κακοποιοί, εν τούτοις απέδειξαν διά της αρπαγής +της Λιγείας, ότι δεν παίζουν, όταν πρόκειται περί μικράς τίνος +αμνάδος εκ της ποίμνης των. Όταν ίδης την αγαπητήν σου, ηξεύρω ότι θα +θελήσης να την αρπάσης εν ακαρεί. Πώς θα το κατορθώσης με τον +Χιλωνίδην και μόνον; Ενώ ο Κρότων θα φέρη αποτέλεσμα, και αν εκείνη +υπερασπίζεται υπό δέκα Λιγείων, ως ο Ούρσος. + +»Όταν ο Χίλων παύση να σου είναι χρήσιμος, στείλε τον προς εμέ, όπου +και αν είμαι. Ίσως θα τον αναδείξω δεύτερον Βατίνιον, και ίσως οι +υπατικοί άνδρες και οι συγκλητικοί θα τρέμωσιν ενώπιόν του. + +»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν +επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως +τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον +ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των +ρόδων!» + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. + + + +Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν +της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του +Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον +αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός. + +Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι +είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας! + + — Τι σημαίνει τούτο; + + — Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα! + + — Την είδες; . . . + + — Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα. + + — Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι; + + — Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα. Εις εμέ δέσποτα, αρκεί να +γνωρίζω ότι ο Ούρσος, υπό το όνομα Ουρβανός, εργάζεται παρά το +Εμπόριον, πλησίον ενός μυλωθρού, όστις καλείται Δημάς, ακριβώς όπως ο +απελεύθερός σου· και αυτό με αρκεί, διότι δεν με ενδιαφέρει το ζήτημα +περί του ποίος εκ των εμπίστων δύναται να τον ακολουθήση την πρωίαν +και να ανακαλύψη το κρησφύγετον. Σου φέρω μόνον την βεβαιότητα, ότι +και ο Ούρσος ευρίσκεται εδώ, και η θεσπεσία Λίγεια ευρίσκεται επίσης +εν Ρώμη, προσέτι δε την είδησιν, ότι την νύκτα ταύτην θα είνε και +αυτή κατά πάσαν πιθανότητα εις το Οστριανόν . . . + + — Εις το Οστριανόν; Πού ευρίσκεται τούτο; + + — Είνε αρχαίον υπόγειον μεταξύ της οδού Σαλαρίας και της οδού +Νομεντάνης. Ο μέγας χριστιανός ποντίφηξ, περί του οποίου σας ωμίλησα, +κύριε, τον οποίον επερίμενον πολύ αργότερα, αφίκετο ήδη, απόψε θα +βαπτίση και θα κηρύξη εις το νεκροταφείον τούτο. + + — Η γενναιοδωρία μου δεν θα διαψεύση τας προσδοκίας σου· εν τοσούτω +θα έλθης απόψε μετ' εμού εις το Οστριανόν. + + — Εις το Οστριανόν! επανέλαβεν ο Χίλων, όστις δεν είχε την +ελαχίστην επιθυμίαν να υπάγη. Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου +υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω. +Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή +αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν +την πλάνην του. + +Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον +Χίλωνα: + + — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον +ακόμη. + + — Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων. + + — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι +της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το +Οστριανόν. + +Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου +του φιλοσόφου. + + — Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το +βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω +εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω. + +Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών +περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον. + +Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της +νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το +Οστριανόν. + +Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους +δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις +εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το +όνομα του περιφήμου παλαιστού. + +Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον +καλέση ο επιστάτης του ατρίου. + +Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου, +ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν +αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε +μετέβη εις το άτριον. Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν +της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον: + + — Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον +μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά +Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την +οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με +καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας. Εάν δεν πράξω ούτω ας με +μαστιγώσουν εις αυτό εδώ το μέσαυλον. + + — Ας μη γίνη αυτό, αυθέντα, ανέκραξεν ο Χίλων, διότι θα μας +λιθοβολήσουν και τότε εις τι θα μας χρησιμεύση η δύναμίς του; Δεν +είναι καλλίτερον να συλλάβη την κόρην, όταν θα επιστρέψη εις την +οικίαν της και να μη εκθέση μήτε αυτήν μήτε ημάς; + + — Ούτω να γίνη Κρότων, είπεν ο Βινίκιος. + + — Συ πληρώνεις, συ προστάζεις· απήντησεν ο Κρότων. + + — Αυθέντα, είπεν ο Χίλων, σκέπτομαι ότι οι χριστιανοί έχουν ως +σημεία τινα αναγνωρίσεως τέσσαρας λέξεις, άνευ των οποίων κανείς δεν +θα δυνηθή να εισχωρήση εις το Οστριανόν. + +Εις τους ευκτηρίους οίκους των ούτω γίνεται και επέτυχα μίαν φοράν +από τον Ευρίκιον έν σημείον του είδους τούτου. Επίστρεψόν μου λοιπόν, +αυθέντα, να υπάγω να τον εύρω, να τον ερωτήσω δι' όλα τα καθέκαστα +και να μάθω τας λέξεις ταύτας. + + — Καλά, ευγενή φιλόσοφε, απήντηοεν ο Βινίκιος· ομιλείς ως συνετός +άνθρωπος. Πήγαινε λοιπόν εις τον Ευρίκιον, αλλά χάριν μεγαλειτέρας +ασφαλείας άφησε εδώ το βαλάντιον, το οποίον σου έδωσα. + +Ο Χίλων εμόρφασεν ολίγον, αφήκε το βαλάντιον και εξήλθεν. + +Επέστρεψε πολύ προ της εσπέρας. + + — Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας +κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν +περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του +Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την +Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ' + + + +Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του +Ουιμεναλίου λόφου. Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου +και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες +αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από +αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν +είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς +είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον. +Πράγματι δεξιά, αριστερά και εμπρός, παντού έβλεπέ τις διαγραφομένας +μαύρας μορφάς, διευθυνομένας μετά προφυλάξεως προς τας αμμώδεις +χαράδρας. Διαβάται τινές και οι χωρικοί, οι επιστρέφοντες εκ της +πόλεως, εξελάμβανον τους οδοιπόρους εκείνους ως εργάτας πορευομένους +προς τα αμμόστρωτα στάδια ή ως μέλη επικινδύνου τινός εταιρείας +μεταβαίνοντα εις νυκτερινά διαβούλια. + +Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον +Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις +επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις. + +Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος +ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε: + + — Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι +κακοί άνθρωποι! Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους +αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν. + + — Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο +Βινίκιος. + +Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως +πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον +ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν. + +Ο Χίλων, τον οποίον η νυξ, η απομάκρυνσις εκ της πόλεως και αι +φαντασματοειδείς μορφαί εφόβιζον αρκετά, απήντησε με τρέμουσαν φωνήν: + + — Δεν ηξεύρω, αυθέντα, δεν επήγα ποτέ εις το Οστριανόν, Αλλ' έπρεπε +να υμνούν τον Θεόν πλησιέστερον προς την πόλιν. + +Είχον εισέλθει εις στενήν χαράδραν, ύπερθεν της οποίας διήρχετο +υδραγωγείον τι. Η σελήνη είχεν εξέλθει εκ των νεφών. + +Παρετήρησαν εις το άκρον της κλεισωρείας ένα τοίχον καλυπτόμενον από +άφθονον κισσόν. Ήσαν εις το Οστριανόν. + +Εις την θύραν δύο θυρωροί εδείκυον τα σημεία της εισόδου. Μετ' ολίγον +ο Βινίκιος και οι σύντροφοι του ευρέθησαν εις χώρον ευρύν, +περιβαλλόμενον από τοίχους. Προ της θύρας κρύπτης τινός, ήτις +ευρίσκετο εις το μέσον, επάφλαζον τα ύδατα μιας κρήνης. + +Εδώ κ' εκεί ηγείροντο μνημεία νεκρικά και πανταχού εις τον περίβολον +όμιλοι ανθρώπων κατέκλυζον τον χώρον υπό το αμυδρόν φως της σελήνης +και των φανών. Είτε διότι εφοβούντο το ψύχος, είτε διά να φυλαχθούν +από τους προδότας, όλοι σχεδόν εφόρουν κουκούλας εις την κεφαλήν, και +ο νεαρός πατρίκιος εσκέπτετο μετά φρίκης ότι εάν δεν απεκαλύπτοντο, +δεν θα του ήτο δυνατόν να αναγνωρίση την Λίγειαν. + +Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν +δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το +πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον +και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον. + +Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον +το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των +φανών. Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος +μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί +τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς. + +Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του +Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι +έτειναν τας χείρας προς αυτόν. Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία, +ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των +αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας +γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου. + +Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε: + + — Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς. + +Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους +παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι +σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των +άλλων. + +Εφάνη εις τον νέον τριβούνον ότι η μορφή αύτη, την οποίαν είχεν +ενώπιόν του, ήτο συνάμα αρκετά κοινή, αλλά και έκτακτος, και ότι το +έκτακτον, το οποίον υπήρχεν εν αυτή, προήρχετο από την απλότητά της. +Ο γέρων δεν είχεν ούτε μίτραν επί της κεφαλής του, ούτε τιάραν ούτε +φοίνικα εις τας χείρας, ούτε χρυσόν περιστήθιον ούτε ενδύματα λευκά ή +αστερόεντα ουδέν εκ των συμβόλων όσα έφερον οι ιερείς της Ανατολής, +της Αιγύπτου, της Ελλάδος ή οι ιεροφάνται της Ρώμης. + + — Είδεν εις το πρόσωπον του αλιέως εκείνου όχι αρχιερέα, επιτήδειον +εις τας τελετάς των τύπων, αλλ' απλούν μάρτυρα, πρεσβύτην λίαν +αξιοσέβαστον, όστις ήρχετο μακρόθεν διά να κηρύξη μίαν αλήθειαν. Ο +Βινίκιος ησθάνθη πυρετώδη περιέργειαν ν' ακούση ό,τι θα εξήρχετο από +το στόμα του συντρόφου εκείνου του μυστηριώδους Χριστού και να +γνωρίση το δόγμα, το οποίον επρέσβευον η Λίγεια και η Πομπωνία +Γραικίνα. + +Ο Πέτρος ωμίλησε κατ' αρχάς ως πατήρ, όστις δίδει συμβουλάς εις τα +τέκνα του και τα διδάσκει πως πρέπει να ζώσιν. Αι κεφαλαί υψωμέναι +προς τον ουρανόν ως να βλέπουν κάποιον εκεί επάνω, πολύ υψηλά, και οι +βραχίονες οι ανακινούμενοι εφαίνοντο ως να επεκαλούντο την βοήθειάν +του. Συνίστα εις αυτούς να αποφεύγουν τας καταχρήσεις και τας ηδονάς, +να αγαπώσι την πτωχείαν, την χρηστότητα των ηθών και την αλήθειαν, να +υποφέρωσιν υπομονητικώς τας αδικίας, τους διωγμούς, να υπακούωσιν εις +τους ανωτέρους των και εις τας αρχάς, να αποφεύγωσι το έγκλημα της +προδοσίας, την υποκρισίαν, την κακολογίαν, τέλος να δίδουν το καλόν +παράδειγμα και εις αυτούς τους εθνικούς. + +Ο Βινίκιος, διά τον οποίον δεν υπήρχεν αγαθόν, ειμή, ό,τι ηδύνατο να +του αποδώση την Λίγειαν, ωργίσθη εναντίον τινών εκ των συμβουλών +τούτων. + +Εξαίρων την αγνότητα και την αποχήν από των σαρκικών επιθυμιών ο +γέρων δεν κατεδίκαζε τον έρωτά του; Δεν παρώξυνε την Λίγειαν εναντίον +του; Ο θυμός κατέλαβε τον τριβούνον. + +«Τι το κακόν υπάρχει εις τούτο; διενοήθη. Αυτή λοιπόν είνε η +διδασκαλία η άγνωστος;» + +Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του +αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση +έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει +διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν. + +Ο γέρων έλεγε τώρα εις τους παρισταμένους ότι ώφειλον να είναι +αγαθοί, ειρηνικοί, ευθείς την καρδίαν, αγνοί και να περιφρονώσι τον +πλούτον, όχι διά να έχουν ησυχίαν εις αυτόν τον κόσμον, αλλά διά να +ζήσωσι μετά θάνατον ενδόξως και αιωνίως εν Χριστώ. + +Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη +παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της +των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο +Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός +τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η +Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών. + +Ήκουσε προσέτι τον γέροντα να λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιωνία αγάπη +και επομένως, όστις αγαπά τους ανθρώπους εκτελεί την υψηλοτέραν των +εντολών του. Και δεν αρκεί να αγαπά τις τους ανθρώπους, αλλά και να +τους συγχωρή, διότι ο Χριστός εσυγχώρησε τους Εβραίους, οίτινες τον +εκάρφωσαν επί του σταυρού, πρέπει δε όχι μόνον να συγχωρώμεν τους +αδικούντας ημάς, αλλά και να τους αγαπώμεν και να αποδίδωμεν αυτοίς +καλόν αντί κακού. + +Ακούσας την διδασκαλίαν ταύτην ο Χίλων ενόμισεν ότι ο Ούρσος δεν θα +απεφάσιζε να φονεύση τον Γλαύκον. Αφ' ετέρου όμως παρηγορήθη εκ του +ότι και ο Γλαύκος δεν θα τον εφόνευε, και αν τον ανεγνώριζεν ακόμη, +κατόπιν της διδασκαλίας αυτής. + +Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος, +ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος +Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το +κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον +μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν +ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού. + +Ο γέρων είπεν ακόμη ότι πρέπει να αγαπώσι την αρετήν και την αλήθειαν +δι' αυτάς και μόνον, διότι το κύριον αγαθόν και η αιωνία αλήθεια είνε +ο Θεός, όθεν όστις αγαπά αυτάς αγαπά τον Θεόν και καθίσταται τέκνον +αυτού. + +Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου +εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα, +τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του +Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού. + +Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης! Έλεγε πώς, αφού απεμακρύνθη από του +σταυρού, είχε διέλθει δύο ημέρας και δύο νύκτας μετά του Ιωάννου, +χωρίς να κοιμηθή, χωρίς να φάγη, καταπεπονημένος, τεθλιμμένος εν φόβω +και αμφιβολία, επαναλαμβάνων ότι εκείνος απέθανεν! Ανέτειλεν η τρίτη +ημέρα και εθρήνουν ακόμη, οπότε η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε +πνευστιώσα, με την κόμην άτακτον, κράζουσα. «Ήραν τον Κύριον!» + +«Εκείνοι, ακούσαντες τας λέξεις ταύτας, έτρεξαν προς τον τόπον της +ταφής. Ο Ιωάννης, ων νεώτερος, έφθασε πρώτος· ο τάφος ήτο κενός και +δεν ετόλμησε να εισέλθη. Όταν ηνώθησαν και οι τρεις, αυτός, όστις +τους ωμίλει εκεί, εισήλθεν εις τον τάφον και επί του λίθου είδε τα +σουδάριον και τα οθόνια· αλλά δεν εύρε το σώμα . . . Υπέθεσαν ότι οι +ιερείς είχον αρπάσει τον Χριστόν και επέστρεψαν εις την οικίαν, ακόμη +αθυμότεροι. Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν +όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον, +άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε. + +Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από +τους οφθαλμούς του γέροντος. + +Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν.» + +Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του +Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι +η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο +Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν. + +Ο γέρων έκλεισε τους οφθαλμούς, ως διά να διίδη καλλίτερον εν τη ψυχή +του το μεμακρυσμένον παρελθόν, και έπειτα εξηκολούθησεν: + +«Ενώ εθρήνουν ούτω, Μαρία η Μαγδαληνή προσέδραμεν εκ νέου κραυγάζουσα +ότι είδε τον Κύριον. Επειδή δεν ηδύνατο να τον διακρίνη εις το +άπλετον φως, είχεν υποθέσει ότι ήτο κηπουρός· πλην εκείνος είπε: +«Μαρία!» Τότε αύτη εφώναξε: «Ραββουνί!» και έπεσεν εις τους πόδας +του. Εκείνος της παρήγγειλε να υπάγη να είπη εις τους «αδελφούς του», +ότι αναβαίνει προς τον Πατέρα του και ιδικόν των Πατέρα και Θεόν +του και ιδικόν των Θεόν. Είτα έγινεν άφαντος. Οι «αδελφοί του», οι +μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη +έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η +θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι +είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον +αυτόν κενόν. Έπειτα προς την εσπέραν ήλθεν ο Κλεόπας, όστις είχε +μεταβή μετά τινος άλλου εις Εμμαούς, οπόθεν επέστρεψαν εν σπουδή +λέγοντες: «Πράγματι ανέστη ο Κύριος!» Και όλοι ήρχισαν να +λογομαχούν, αφού προηγουμένως έκλεισαν την θύραν διά τον φόβον των +Ιουδαίων. + +Αίφνης εκείνος ενεφανίσθη εις το μέσον, χωρίς η θύρα να τρίξη, και +είπεν αυτοίς: «Ειρήνη υμίν!» Είδα Εκείνον όπως όλοι τον είδαν, και +αι καρδίαι μας επλήσθησαν φωτός, διότι επιστεύσαμεν ότι ανέστη και η +δόξα του θα είναι αιωνία. Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε +τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν +του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο +Θεός μου!» Και εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και +επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». + +Ο Βινίκιος ήκουε. Δεν απεφάσιζε να πιστεύση ό,τι είχεν ειπεί ο γέρων, +και όμως ησθάνετο ότι έπρεπε να είνε τις τυφλός ή να αρνηθή το ίδιον +λογικόν του διά να υποθέση ότι ο άνθρωπος εκείνος εψεύδετο, όταν +έλεγεν «Είδα». Κατά τινας στιγμάς ο Βινίκιος ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο. +Αλλ' έβλεπε πέριξ αυτού το πλήθος σιωπηλόν. Ο καπνός των φανών έφθανε +μέχρι των ρωθώνων του, ολίγον απωτέρω έκαιον αι δάδες, και πλησίον +εκεί, όρθιος επί μιας πέτρας ίστατο ανήρ γηραιός, προσεγγίζων εις τον +θάνατον, με την κεφαλήν ολίγον τρέμουσαν, όστις εμαρτύρει και έλεγεν: +«Είδα». Και ο Απόστολος εξηκολούθησε την αφήγησίν του μέχρι της +Αναλήψεως. + +Εκείνοι, οίτινες τον ήκουαν, εμεθύσκοντο εκ των λόγων του, +εφαντάζοντο ότι υπεράνθρωπος δύναμις τους μετέφερεν εις την +Γαλιλαίαν. Εις τα πρόσωπα πάντων ανεγινώσκοντο άρρητος έκστασις και +γοητεία, η λήθη του κόσμου τούτου, μακαριότης και αγάπη άμετρος. Και +όταν ο Πέτρος ήρχισε να διηγήται ότι κατά την Ανάληψιν αι νεφέλαι +υπεστρώθησαν ακουσίως υπό τους πόδας του Κυρίου κρύπτουσαι αυτόν από +τους οφθαλμούς των Αποστόλων, όλων αι κεφαλαί υψώθησαν ακουσίως προς +τον ουρανόν και επήλθε στιγμή προσδοκίας. Δι' όλον εκείνο το πλήθος +δεν υπήρχε πλέον Ρώμη, δεν υπήρχε Καίσαρ παραφρονών, δεν υπήρχον +πλέον ναοί των ειδώλων των εθνικών υπήρχε μόνον ο Χριστός, ο πληρών +την γην, την θάλασσαν, τον ουρανόν, την κτίσιν σύμπασαν. + +Εις τας μεμακρυσμένας οικίας τας εγκατεσπαρμένας κατά μήκος της οδού +Νομεντάνης οι αλέκτορες ήρχισαν ήδη να λαλώσιν αγγέλλοντες το +μεσονύκτιον. Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το +κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν: + + — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και +πλησίον του μίαν νεάνιδα. + +Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το +μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. + + + +Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην. Τέλος πάντων! +μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης, +λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν +ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή +δεκαπέντε βήματα. + +Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί. Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει +εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα +προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν +εν εκστάσει. + +Ήτο ενδεδυμένη με μανδύαν εξ αμαυρού ερίου, ως κόρη του λαού· αλλ' +όμως ο Βινίκιος δεν την είχεν ιδεί ποτέ ωραιοτέραν, και παρ' όλην την +ταραχήν του αντελήφθη την αντίθεσιν, την οποίαν παρουσίαζε το ένδυμα +εκείνο το σχεδόν δουλικόν με την ευγένειαν της πατρικίας εκείνης +κεφαλής. + +Όλον το σώμα του εσκίρτησεν εξ έρωτος. Παραπλεύρως της Λιγείας ο +κολοσσός Ούρσος του εφάνη μικρότερος, σχεδόν παιδίον. Παρετήρησε +προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα +εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν +αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην. + +Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου +μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον +αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν. + +Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της +κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως +προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ +εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν, +να την απαγάγη . . . . + +Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων +εψιθύρισεν. + + — Ας εξέλθωμεν και ας σταθώμεν έμπροσθεν της θύρας, αυθέντα, επειδή +δεν έχομεν ανασηκώσει τας κουκούλας μας και μας παρατηρούν. + +Και ούτως έπραξαν. + +Από το μέρος, όπου ετοποθετήθησαν, θα ηδύναντο να εξετάζουν όλους +τους εξερχομένους και δεν ήτο δύσκολον να αναγνωρίσουν τον Ούρσον από +το ανάστημά του. + + — Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται +και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα +καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης. + + — Όχι, είπεν ο Βινίκιος. + + — Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα; + + — Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν +πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι; + + — Ναι· και δέχομαι να γίνω δούλος σου, αν δεν του σπάσω τα πλευρά +αυτού του βουβάλου, ο οποίος την φυλάττει. + +Ο Χίλων τον απέτρεψε να πράξη τούτο. Τον Κρότωνα τον είχον φέρει +μόνον διά να τους υπερασπίση, εν περιπτώσει καθ' ην θα ανεγνωρίζοντο, +και όχι διά να αρπάση την κόρην. + +Εάν απεπειρώντο να απαγάγωσιν αυτήν οι δύο των εξετίθεντο εις τον +θάνατον, και εκτός τούτου, εκείνη ηδύνατο να τους διαφύγη· τότε θα +εκρύπτετο αλλού ή θα έφευγεν εκ Ρώμης. Τι θα έκαμνον τότε; Διατί να +μη ενεργήσουν με τρόπον ασφαλή; Διατί να εκτεθώσιν εκθέτοντες συνάμα +και την τύχην της επιχειρήσεως; + + — Ο Λιγειεύς ούτος, εγόγγυσεν ο Χίλων, μου φαίνεται τρομερά δυνατός. + + — Σε δεν σε επιφορτίζουν να του κρατήσης τας χείρας, απήντησεν ο +Κρότων. + +Εδέησε να περιμένουν ακόμη επί πολύ, και οι αλέκτορες είχον λαλήσει +ήδη αγγέλλοντες την χαραυγήν, όταν εξήλθον ο Ούρσος και η Λίγεια. +Άλλοι τινές τους συνώδευον. + +Ο Χίλων ενόμισεν ότι ανεγνώρισε μεταξύ αυτών τον μέγαν Απόστολον, +πλησίον του οποίου εβάδιζεν είς άλλος γέρων αναστήματος πολύ +βραχυτέρου, δύο ηλικιωμέναι γυναίκες και είς νέος, όστις τους εφώτιζε +με φανόν. Όπισθεν της μικράς ταύτης ομάδος εβάδιζε πλήθος διακοσίων +περίπου χριστιανών, μετά των οποίων ανεμίχθησαν ο Βινίκιος, ο Κρότων +και ο Χίλων. + + — Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν. +Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της! + +Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας +επάλξεις των τειχών. + +Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον +ανάστημα της Λιγείας. + + — Αυθέντα, έλεγεν ο Χίλων, σε συμβουλεύω και πάλιν άμα μάθης πού +κατοικεί η Λίγεια να προσλάβης τους δούλους σου και να μη ακούσης τον +Κρότωνα, μήπως αποτύχωμεν του σκοπού μας. + +Εν τοσούτω επλησίαζον εις την πόλιν. Εκεί παράδοξον θέαμα εξετυλίχθη +προ των οφθαλμών του. Διότι στρατιώται εγονάτισαν παρά τους πόδας του +Αποστόλου· εκείνος επέθηκε τας χείρας εις τας σιδηράς περικεφαλαίας +των και έπειτα έκαμε το σημείον του σταυρού. Ποτέ άλλοτε δεν είχεν +επέλθει εις τον νουν του νεαρού πατρικίου, ότι ηδύναντο να υπάρχωσι +χριστιανοί μεταξύ των στρατιωτών. Ανελογίσθη την καταπληκτικήν +δύναμιν της εξαπλώσεως του δόγματος τούτου. + +Αφού διήλθον τα ακαλλιέργητα εδάφη τα συνεχόμενα μετά των τειχών της +πόλεως, αι μικραί ομάδες των χριστιανών ήρχισαν να διασκορπίζωνται. +Τώρα έπρεπε να ακολουθήσουν την Λίγειαν από μακράν και με +περισσοτέρας προφυλάξεις. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως μέχρι της +Τρανστιβέρης και ο ήλιος επλησίαζε να ανατείλη, οπότε η ομάς, εν τη +οποία ευρίσκετο η Λίγεια διεσπάσθη. Ο Απόστολος, η γραία και ο +νεανίσκος επορεύθησαν κατά μήκος του ποταμού, ενώ ο μικρόσωμος γέρων, +ο Ούρσος και η Λίγεια εισήρχοντο εις στενόν δρομίσκον, εισήρχοντο εις +το προαύλιον οικίας, της οποίας το ισόγειον κατείχετο από τα +καταστήματα ενός ελαιοπώλου και ενός ορνιθοπώλου. + +Ο Χίλων, όστις ηκολούθει τον Βινίκιον και τον Κρότωνα από πεντήκοντα +βημάτων, εστάθη ευθύς· εστηρίχθη εις ένα τοίχον, και τους εκάλεσε να +επανέλθωσι προς αυτόν. Ωπισθοχώρησαν, διότι επρόκειτο να συσκεφθώσιν. + + — Ύπαγε να ίδης, διέταξεν ο Βινίκιος, αν αυτή η οικία δεν έχει +δευτέραν έξοδον προς άλλην οδόν. + +Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας, +έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον +επέστρεψεν. + + — Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη. Είτα συνάψας τας χείρας: Εις +το όνομα του Διός και όλων των θεών, σε εξορκίζω, είπεν, αυθέντα, +άφες το σχέδιον τούτο . . . . Άκουσέ με . . . . Αλλ' ιδών τους +οφθαλμούς του Βινικίου σπινθηρίζοντας ως οφθαλμούς λύκου ενόησεν ότι +τίποτε δεν τον ανέκοπτεν από την απόφασίν του. + +Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να +κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι +άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως +ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο. + + — Θα εισέλθω πρώτος! είπεν. + + — θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον. + +Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον. + +Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν +έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ' + + + +Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην +την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη, +κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών, +όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι. + +Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις +στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος +ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν +κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην. +Κατά μήκος των τειχών ανήρχοντο εξωτερικαί κλίμακες, εν μέρει ξύλιναι +και εν μέρει λίθιναι, άγουσαι εις διαδρόμους, από τους οποίους +εισήρχετό τις εις τα διαμερίσματα. Κάτω υπήρχον πάλιν διαμερίσματα, +τινά εκ των οποίων είχον θύρας εκ ξύλου, τα άλλα εχωρίζοντο της αυλής +μόνον διά μαλλίνων παραπετασμάτων, ως επί το πλείστον ξεφτισμένων, +σχισμένων ή εμβαλωμένων. + +Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι +εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το +Οστριανόν. + + — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων. + + — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως. +Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν. + +Εάν είχον εις την διάθεσίν των πεντήκοντα δούλους περίπου, θα +ηδύναντο να φρουρήσουν την θύραν, ήτις εφαίνετο ότι ήτο η μοναδική +έξοδος, και να ερευνήσουν όλα τα δωμάτια· αλλά τώρα έπρεπε να +διευθυνθώσι κατ' ευθείαν εις το δωμάτιον της Λιγείας, εκτός εάν οι +Χριστιανοί, οίτινες δεν θα έλειπον εκ της οικίας εκείνης, έδιδον το +σύνθημα της εξεγέρσεως. Και υπό την έποψιν ταύτην ήτο επικίνδυνον να +ερωτήσουν ξένους. Ο Βινίκιος εσκέπτετο, εάν ήτο ορθότερον να +αναζητήση δούλους, όποτε όπισθεν ενός εκ των παραπετασμάτων, τα οποία +έκλειον τα μάλλον μεμακρυσμένα δωμάτια, εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις +κρατών στραγγιστήριον εις την χείρα επλησίασεν εις την κρήνην. + + — Είνε ο Λιγειεύς! εμουρμούρισεν ο Βινίκιος. + + — Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων. + + — Περίμενε. + +Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου, +και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το +στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το +παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον +ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας. + +Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν +εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον +σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας +κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον +στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία. + +Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή. Εις την αυλήν +δυνατόν να ελάμβανε χώραν συγκέντρωσις όλων των ενοίκων, αλλά εν τη +παρούση περιστάσει, η απομόνωσις του οικίσκου διηυκόλυνε την +επιχείρησιν. + +Ο Ούρσος επρόκειτο να επιστρέψη εις τον οικίσκον, οπότε ο κρότος των +βημάτων επέσυρε την προσοχήν του· εστάθη και, μόλις είδε τους δύο +άνδρας, απέθεσε τα στραγγιστήριόν του επί του κιγκλιδώματος και +εστράφη προς αυτούς. + + — Τι ζητείτε; ηρώτησε. + + — Σε! απήντησεν ο Βινίκιος. + +Έπειτα στραφείς προς τον Κρότωνα: + + — Φόνευσε. + +Ο Κρότων ώρμησεν ως τίγρις και εις μίαν στιγμήν, χωρίς να δώση εις +τον Λιγειέα τον καιρόν να φυλαχθή ή να αναγνωρίση τους εχθρούς του, +τον έδραξε με τους χαλύβδινους βραχίονάς του. Ο Βινίκιος ήτο +βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν +επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την +μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον +σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας. +Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας. Έν άλλο +πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε +συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν. + +Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και +έτρεχε προς την θύραν. Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί +του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα, +όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του +κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν +εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το +αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη. +Ηθέλησε να προσκολληθή εις την θύραν, οι δάκτυλοί της ωλίσθησαν επί +του λίθου και θα ελιποθύμει, εάν φρικώδες θέαμα δεν ετάρασσε τα νεύρα +της, όταν ο Βινίκιος ώρμησε μετ' αυτής εις τον κήπον. + +Ο Ούρσος εκράτει εις τους βραχίονας του ένα άνθρωπον εντελώς +κυρτωμένον προς τα οπίσω, με την κεφαλήν κρεμασμένην, με το στόμα +αιματωμένον. Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα +κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του +Βινικίου ως άγριον θηρίον. + + — Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος. + +Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας: + +«Ου φονεύσεις!» Και ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει +από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του +και το φως της ημέρας έσβυνεν. + +Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε +τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον. Αλλ' ο +χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν +απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε +προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ. + + — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον +την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν; +Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν; + +Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν. + +Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το +αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη, +έτρεξε προς τον ποταμόν. + +Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι +χαμένος», διενοήθη. + +Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της +παρακειμένης οικίας. Ο Χίλων χωρίς να χρονοτριβήση πλέον, εβάδισε +ταχέως μέχρι του βάθους μιας εγκαρσίας οδού με ευκινησίαν, ήτις θα +εξέπληττεν, εάν συνηντάτο εις νεανίαν ακόμη. + +Ο Λιγειεύς εκείνος, όστις είχε φονεύσει τον Κρότωνα, τω εφαίνετο ως +υπερφυσικόν όν· ήτο βεβαίως Θεός υπό την μορφήν βαρβάρου. Τώρα +επίστευεν εις όλας τας θεότητας του κόσμου. Εσκέπτετο προς τούτοις +ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και +αμέσως ετράπη εις φυγήν. + +Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την +ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν. + +Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον +μέτωπόν του. Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν +έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη +με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο +Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του +Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον. Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη, +αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως», +εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον +ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν +διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να +δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος. Εάν ο τρομερός +Λιγειεύς δεν τον κατεκερμάτισεν εις την πρώτην ορμήν του, ζη, και εάν +ζη, θα μαρτυρήση μόνος του ότι δεν τον επρόδωσα και τότε όχι μόνον +δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αλλά . . . νέον στάδιον ανοίγεται προ εμού. +θα γνωστοποιήσω εις ένα των απελεύθερων που είνε ο κύριός του και ας +υπάγη να τον ζητήση· αυτό είνε υπόθεσις ιδική του . . . Δύναμαι ομοίως +να υπάγω προς τον Πετρώνιον και να του πάρω νέαν αμοιβήν . . . +Ανεζήτησα την Λίγειαν· θα αναζητήσω τον Βινίκιον· ακολούθως θ' +αναζητήσω και πάλιν την Λίγειαν . . . . Αλλά προ πάντων, πρέπει να +μάθω, αν είνε ζων ή νεκρός. + +Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της +αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε +καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν +εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη. Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την +δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα +βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον +ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου. + +Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και +εκοιμήθη. + +Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του, +ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά +κατεπείγουσαν υπόθεσιν. + +Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν +επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με +βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου. + +Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί, +ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις +διεχύθη εις την ράχιν του. + + — Σύρα! εχάθηκα . . . δεν γνωρίζω . . . αυτόν . . . αυτόν τον ανδρείον +άνθρωπον. + + — Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η +νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω . . . + + — Ω! Θεοί! . . . . Θα σου κάμω! . . . . + +Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας +επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν +του εις το εσωτερικόν. + + — Χίλων Χιλωνίδη! είπεν. + + — Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των +χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος . . . Δεν σε +γνωρίζω! + + — Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε +ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του. + + + + +ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α' + + + +Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον +επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα, +τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις +τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα. Ο πόνος +ήτο τόσον δυνατός, ώστε ο Βινίκιος νομίζων ότι εξετέλουν επ' αυτού +εκδίκησιν, είπε με σφιγμένους οδόντας: + + — Φονεύσατέ με . . . + +Αλλ' εκείνοι δεν εφαίνοντο ότι έδιδον καμμίαν προσοχήν εις τους +λόγους του, αλλ' εξηκολούθουν να τον περιποιούνται. Ο τρομερός +Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην, +εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε +τον βραχίονα του Βινικίου: + + — Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι +θανάσιμον; + + — Ναι, άξιε Κρίσπε. + +Ο γίγας — και εδείκνυε τον Ούρσον — διά να ελευθερώση την κόρην έρριψε +τον επιδρομέα κατά του τοίχου· πίπτων ο άνθρωπος αυτός επροφυλάχθη +διά του βραχίονός του· ο βραχίων εθραύσθη, αλλά το τραύμα της κεφαλής +είναι ελαφρόν. + + — Επεμελήθης τόσους και τόσας εκ των αδελφών μας, είπεν ο Κρίσπος, +έχεις φήμην επιτηδείου ιατρού . . . Διά τούτο έστειλα τον Ούρσον να σε +ζητήση. + + — Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση. + + — Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και +ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο +προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να +τον ωθήση εις τον φόνον. + + — Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε +στενάζων ο Ούρσος. + + — Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν +πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας. + +Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν +λιποθυμήσει, συνήλθεν. + +Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας +μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον +σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου. + + — Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος. + +Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν +μελαγχολικά βλέμματα. + + — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή. + + — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . . + + — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος: + + — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν. + +Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν. + +Ησθάνετο ότι έπιπτεν εις μίαν άβυσσον, αλλά συγχρόνως εδοκίμαζε +μεγάλην ευεξίαν και ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή. Τω εφαίνετο ότι κάποια +θεότης επλανάτο επ' αυτού. + +Εν τούτοις ο Γλαύκος είχε τελειώσει το πλύσιμον του επί της κεφαλής +τραύματος και επέθετεν επ' αυτού αλοιφήν. Η Λίγεια προσήγγισεν εις τα +χείλη του τραυματίου κύπελλον ύδατος και οίνου. Εκείνος έπιεν +απλήστως. Αφού ετελείωσεν η επίδεσις του τραύματος, ο πόνος είχε +σχεδόν εντελώς εξαλειφθή. + + — Δος μοι ακόμη να πιώ, ικέτευσεν εκείνος. + +Η Λίγεια μετέβη εις το δεύτερον δωμάτιον διά να γεμίση και πάλιν το +κύπελλον και ο Κρίσπος, αφού αντήλλαξε λέξεις τινάς μετά του Γλαύκου, +επλησίασεν εις την κλίνην. + + — Βινίκιε, είπεν, ο Θεός δεν επέτρεψε να εκτελέσης κακήν πράξιν. Σε +διατηρεί εις την ζωήν διά να μετανοήσης και φρονηματισθής. Εκείνος, +ενώπιον του οποίου ο άνθρωπος δεν είναι παρά κόνις, σε παρέδωκεν +ανυπεράσπιστον εις τας χείρας μας· αλλ' ο Χριστός, εις ον πιστεύομεν, +μας παραγγέλλει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας. Επεδέσαμεν λοιπόν τας +πληγάς σου και θα σου αποδώσωμεν την υγείαν· αλλά δεν ειμπορούμεν να +επαγρυπνώμεν επί σου περισσότερον χρόνον. Όταν θα είσαι μόνος, +σκέφθητι, εάν θα εξακολουθήσης να καταδιώκης την Λίγειαν, στερηθείσαν +εξ αιτίας σου των προστατών της και της στέγης της, και ημάς τους +ιδίους, οι οποίοι σοι απεδώσαμεν το καλόν αντί του κακού. + + — Θέλετε να με εγκαταλείψετε; ηρώτησεν ο Βινίκιος. + + — Θέλομεν να καταλίπωμεν την οικίαν ταύτην, όπου ο διωγμός δύναται +να μας φθάση εκ μέρους του διοικητού της πόλεως. Ο σύντροφός σου +εφονεύθη και συ επληγώθης. Ημείς δεν πταίομεν, αλλά θα μας πατάξουν +οι νόμοι με την αυστηρότητά των. + + — Μη φοβείσθε διωγμούς, απήντησεν ο Βινίκιος. Εγώ θα σας +προστατεύσω. + +Ο Κρίσπος δεν ήθελε να του είπη ότι εδυσπίστει προς αυτόν. + + — Αυθέντα, εξηκολούθησεν ο Κρίσπος, η δεξιά σου χειρ είναι υγιής. +Ιδού πινακίδες και κάλαμος! Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν +απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ +ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να +επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς +πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν +εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ. Επεθύμει +απεγνωσμένως να συμφιλιωθή μαζί της, αλλά του εχρειάζετο καιρός. + + — Ακούσατέ με, Χριστιανοί, είπε. Χθες ήμην μαζί σας εις το Οστριανόν +και ήκουσα την διδασκαλίαν του Αποστόλου, και αν δεν την εγνώριζα, αι +πράξεις σας μόνον θα με έπειθον, ότι είσθε έντιμοι και χρηστοί. +«Μείνατε εδώ σεις, επιτρέψατε δε και εις εμέ να μείνω. + +«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς +τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος +βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας +τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με +ρίψετε έξω. + + — Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος. +Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας. + +Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν, +όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν +έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να +σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι +απέρχομαι εις Βενεβέντον. Εν περιπτώσει, καθ' ήν ο διοικητής της +πόλεως επληροφορήθη ήδη υπό του Έλληνος τα διατρέξαντα, θα δηλώσω ότι +εγώ εφόνευσα τον Κρότωνα διότι εκείνος μου έθραυσε τον βραχίονα. Ώστε +δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνον, και δύνασθε να μείνετε εδώ εν +ασφαλεία. Φέρετέ μου ταχέως τον Έλληνα, όστις ονομάζεται Χίλων ο +Χιλωνίδης». + +Τότε, κύριε, ο Γλαύκος θα μείνη πλησίον σου, είπεν ο Κρίσπος, και θα +σε νοσηλεύση. + + — Γέρον, είπεν ο Βινίκιος, άκουσον καλώς τους λόγους μου. Σου οφείλω +ευγνωμοσύνην και έχω εμπιστοσύνην εις σε· πλην δεν μου λέγεις τι +σκέπτεσαι περί εμού κατά βάθος. Φοβείσαι, μήπως καλέσω τους δούλους +μου και τους διατάξω να αρπάσουν την Λίγειαν. + + — Μάλιστα, απήντησε σοβαρώς ο Κρίσπος. + + — Πρόσεξε λοιπόν εις τούτο· θα ομιλήσω εις τον Χίλωνα ενώπιόν σας· +ενώπιόν σας θα γράψω την επιστολήν, δι' ης θα αναγγέλλω εις τους +οικείους μου, ότι αναχωρώ . . . . . Σκέψου καλά και μη με παροργίζης +περισότερον. + +Εδώ κατελήφθη υπό αδημονίας και με συνεσπασμένον υπό της οργής +πρόσωπον είπεν: Εφαντάζεσο ότι έμελλα να αρνηθώ την επιθυμίαν μου διά +να μένω εδώ και να την βλέπω; Αλλά δεν θέλω πλέον να την λάβω διά της +βίας . . . Αν αύτη με εγκαταλείψη, με την χείρα αυτήν την υγιά θα +αποσπάσω τους επιδέσμους από τον βραχίονά μου . . . Δεν θα λάβω +τροφήν, διά να αποθάνω εκ της πείνης. Και ο θάνατός μου ας πέση επί +σε και τους αδελφούς σου!». + +Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με +πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν: + + — Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν, +μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν. + + — Ας γίνη, όπως επιθυμείς. + +Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν +εντύπωσιν. Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος +Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται. + +Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την +χείρα, αλλά δεν ετόλμησε . . . Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν +εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός, +όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +Ο Βινίκιος υπέδειξεν ακριβώς εις την Λίγειαν την κατοικίαν του +Χίλωνος, και αφού εχάραξεν ολίγας λέξεις επί της πινακίδος, είπε +στραφείς προς τον Κρίσπον: + + — Σας δίδω την πινακίδα ταύτην, επειδή ο Χίλων εκείνος είνε άνθρωπος +πανούργος και δύσπιστος. + + — Αρκεί να τον εύρω, θα τον οδηγήσω εκόντα άκοντα, απεκρίθη ο +Ούρσος. + + — Και λαβών τον μανδύαν του, εξήλθε δρομαίως. Όταν ο Λιγειεύς ευρέθη +ενώπιον του Χίλωνος, δεν τον ανεγνώρισε. Δεν τον είχεν ιδεί, ειμή +άπαξ και μάλιστα νύκτα. Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν +εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε +πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· +εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της +κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος +ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις +το φως. + + — Πού θα με οδηγήσης; ηρώτησε καθ' οδόν. + + — Εις Τρανστιβέρην. + + — Δεν είναι πολύς καιρός που είμαι εις την Ρώμην και δεν επήγα ποτέ +εκεί, βεβαίως θα ευρίσκονται και εκεί φίλοι ενάρετοι . . . . . + + — Ο Ούρσος, άνθρωπος απλοϊκός, όστις ήξευρεν ότι ο Έλλην είχε +συνοδεύση τον Βινίκιον εις το Οστριανόν και είχεν εισδύσει μετά του +Κρότωνος εις την οικίαν όπου κατώκει η Λίγεια, τον διέκοψεν αμέσως: + + — Γέρον, μη ψεύδεσαι. Σήμερον ακόμη ήσο μετά του Βινικίου εις το +Οστριανόν και μάλιστα εις την θύραν μας. + + — Α! Τότε το σπίτι σας είναι εις Τρανστιβέρην; . . . . Ολίγον +χρόνον είμαι εις Ρώμην και συγχέω τας ονομασίας των διαφόρων +συνοικιών. Μάλιστα, φίλε μου, ήλθα μέχρι της θύρας σας, και εκεί, εν +ονόματι της αρετής, εξώρκισα τον Βινίκιον να μη εισέλθη. Επήγα επίσης +εις το Οστριανόν, και ειξεύρεις διατί; Διότι από τινος χρόνου +εργάζομαι διά την μετάνοιαν του Βινικίου, ήθελα να ακούση τον +πρεσβύτερον των Αποστόλων. Ο Βινίκιος είνε ισχυρός άρχων και φίλος +του Καίσαρος. Συχνά υπακούει εις τας εισηγήσεις του πονηρού +πνεύματος, αλλ' εάν έπιπτε τρίχα εκ της κεφαλής του, ο Καίσαρ θα +εξεδικείτο καθ' όλων των χριστιανών. Είθε το φως να εισέλθη εις την +ψυχήν του και εις την ιδικήν σου. Δεν είσαι χριστιανός και δεν +επιθυμώ η αλήθεια να θριαμβεύση του ψεύδους! + + — Ναι, απεκρίθη ταπεινώς ο Ούρσος. + +Ο Χίλων ανέλαβεν εντελώς το θάρρος του. + +Επιθυμών να μάθη πώς συνέβησαν τα γεγονότα μετά την απαγωγήν της +Λιγείας, εξηκολούθησε με αυστηράν φωνήν ως δικαστής: + + — Τι εκάματε τον Κρότωνα; Λέγε και μη ψεύδεσαι. + +Ο Ούρσος ανεστέναξε δις. + + — Ο Βινίκιος θα σου το είπη. + + — Δηλαδή τον εκτύπησες με μαχαίρι ή τον εφόνευσες με ράβδον; + + — Ήμην άοπλος. + +Ο Έλλην δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον θαυμασμόν του διά την +υπεράνθρωπον δύναμιν του βαρβάρου. + + — Είθε ο Πλούτων . . . ήθελα να ειπώ . . . Είθε ο Χριστός να σε +συγχωρήση. + +Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν: + + — Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας +φρουρούς. + + — Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο +Ούρσος. + +Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν +έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις. + +Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας. Η καρδία του +Χίλωνος ήρχισε να πάλλη από ανησυχίαν. Εις το δωμάτιον επεκράτει +σχεδόν σκότος, ήτο εσπέρα χειμώνος λίαν νεφελώδης, και η φλοξ των +λυχνιών ατελώς διασκέδαζε το σκότος. Ο Χίλων, αφού διέκρινεν εις την +γωνίαν του θαλάμου κλίνην, και επί της κλίνης ταύτης τον Βινίκιον, +διηυθύνθη προς τον τριβούνον, χωρίς να παρατηρήση κανένα, πεπεισμένος +ότι πλησίον εκείνου ήτο περισσότερον ασφαλής ή πλησίον άλλου. + + — Ω! αυθέντα, διατί δεν ηκολούθησες τας συμβουλάς μου; ανέκραξε +σταυρώσας τας χείρας. + + — Σιώπα, είπεν ο Βινίκιος, και άκουσον. + +Με τα διαπεραστικά βλέμματά του, προσηλωμένα επί του Χίλωνος, ήρχισε +να ομιλή βραδέως τονίζων τας λέξεις, όπως εκάστη εξ αυτών κατανοηθή +ως διαταγή και παραμείνη διά παντός εγκεχαραγμένη εις την μνήμην του +Έλληνος. Ο Κρότων ερρίφθη επάνω, μου ήθελε να με δολοφονήση και να με +ληστεύση. Εννοείς! Λοιπόν εγώ τον εφόνευσα, και αυτοί εδώ οι +άνθρωποι επέδεσαν τας πληγάς, τας οποίας έλαβα εις την πάλην. + +Ο Χίλων εμάντευσεν ευθύς, ότι ο Βινίκιος ωμίλει τοιουτοτρόπως, διότι +θα είχε συνεννοηθή με τους χριστιανούς και επομένως ήθελε να τον +πιστεύσουν. + +Το είδε επίσης εις την φυσιογνωμίαν του Βινικίου· πάραυτα χωρίς να +δείξη την ελαχίστην αμφιβολίαν ή την παραμικράν έκπληξιν ανέκραξεν: + + — Α! ήτο διάσημος παληάνθρωπος! Αυθέντα, σε είχα μάλιστα +συμβουλεύσει να μη εμπιστεύεσαι εις αυτόν· οι συχνοί εξορκισμοί μου +δεν εχρησίμευσαν εις τίποτε. + + — Εάν δεν είχα την μάχαιραν μαζή μου, θα με είχε φονεύσει, +εξηκολούθησεν ο Βινίκιος. + + — Ευλογώ την στιγμήν, καθ' ην σου εσύστησα να εφοδιασθής τουλάχιστον +με μάχαιραν. + +Αλλ' ο Βινίκιος έστρεψε προς αυτόν εταστικόν το βλέμμα και ηρώτησε: + + — Τι έκαμες σήμερον; + + — Πώς; Δεν σου είπα, αυθέντα, ότι έκαμα δεήσεις διά την υγείαν σου; + + — Και τίποτε περισσότερον; + + — Ητοιμαζόμην ευλόγως να έλθω εις επίσκεψίν σου, όταν ο καλός αυτός +άνθρωπος ήλθε να με ζητήση εκ μέρους σου. + +Ιδού, λάβε την πινακίδα αυτήν, θα υπάγης εις την οικίαν μου και θα +την εγχειρίσης εις τον απελεύθερόν μου. Εν αυτή έχει γραφή ότι +αναχωρώ εις Βενεβέντον. θα προσθέσης ότι ανεχώρησα σήμερον το πρωί, +προσκληθείς δι' επειγούσης επιστολής του Πετρωνίου. + +Και επανέλαβεν επιμόνως: + + — Ανεχώρησα διά Βενεβέντον. Εννοείς; + + — Ανεχώρησες, αυθέντα, και σε απεχαιρέτισα μάλιστα σήμερον το πρωί +εις την Καπηνήν Πύλην, και μετά την αναχώρησίν σου τόση θλίψις με +κατέλαβεν, ώστε, εάν η γενναιοδωρία σου δεν προνοήση, θα αποθάνω εκ +των στεναγμών, όπως εστέναξεν η δυστυχής σύζυγος του Ζήθου μετά τον +θάνατον του Ιτύλου. + + — Καίτοι ασθενής ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον γέλωτα. +Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας +λέξεις, είπε: + + — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά +σου. Φέρε μου την λυχνίαν. + +Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον +τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας. + +Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις +εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου +του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του +Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού. + + — Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν. + +Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους +παρεστώτας . . . + +Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα +έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . + + — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! + + — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις +κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου! + +Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα +τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν. + +Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του +Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας +τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω. + + — Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον. + + — Έλεος! οίμωζεν ο Χίλων . . . Αυθέντα, έκραξε στρεφόμενος προς τον +Βινίκιον, σώσε με! Ενεπιστεύθην εις σε . . . . . Μεσίτευσον δι' εμέ. +. . Την επιστολήν σου . . . θα την εγχειρίσω . . . . Αυθέντα! Αυθέντα! + +Αλλ' ο Βινίκιος ήτο αδιάφορος εις όσα συνέβαινον, πρώτον διότι όλα τα +τεχνάσματα του Χίλωνος τω ήσαν γνωστά, και έπειτα, διότι η καρδία του +δεν ησθάνετο ποτέ οίκτον. Και είπε: + + — Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον +οίκον μου. + +Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό +το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι +οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων. + + — Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . . +Ειρήνη υμίν! Είμαι χριστιανός, και αν δεν πιστεύετε, βαπτίσατέ με +ακόμη μίαν φοράν, δύο φοράς, δέκα φοράς. Γλαύκε, κάμνεις λάθος. +Αφήσατέ με να εξηγηθώ! Κάμετέ με δούλον σας! . . . Μη με φονεύετε! +έλεος! + +Και η φωνή του πνιγομένη από τον πόνον εξησθένει περισσότερον, οπότε +από το άλλο μέρος της τραπέζης ο Απόστολος Πέτρος ηγέρθη και είπεν εν +μέσω σιγής: + + — Ο Σωτήρ μας παρήγγειλεν: «Ει ο αδελφός σου ήμαρτε προς σε, +τιμώρησέ τον· αλλ' εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτάκις +ήμαρτε προς σε εντός της ημέρας και επτάκις επιστραφή προς σε λέγων +σοι: «Μετανοώ», άφες αυτώ. + +Η σιωπή έγεινε βαθυτέρα ακόμη. + +Ο Γλαύκος έμεινεν επί τινα ώραν έχων το πρόσωπον κρυμμένον εντός των +χειρών του. Τέλος είπε: + + — Κήφισσε, ο Θεός να σε συγχωρήση δι' όσα κακά έπραξες προς εμέ, +καθώς εγώ σε συγχωρώ εις το όνομα του Χριστού! + +Και ο Ούρσος, αφήσας τους βραχίονας του Χίλωνος, είπε: + + — Ο Σωτήρ να με συγχωρήση, όπως εγώ σε συγχωρώ! + +Ο Χίλων είχεν εξαπλωθή κατά γης. Στηριζόμενος επί των χειρών του, +έστρεφε την κεφαλήν ως ζώον το οποίον έχει συλληφθή εις τα δίκτυα, +και έρριπτε παράφρονα βλέμματα ζητών να ίδη πόθεν θα επήρχετο ο +θάνατος· + +Δεν επίστευεν ακόμη ούτε τους οφθαλμούς του ούτε τα ώτα του, και δεν +ετόλμα να ελπίση ότι θα του έδιδον χάριν. + +Ολίγον κατ' ολίγον συνήλθεν εις εαυτόν. Τα χείλη του μελανιασμένα +έτρεμον ακόμη από φόβον. Ο Απόστολος τω είπεν: + + — Υπάγε εν ειρήνη. + +Ο Χίλων ηγέρθη, αλλ' ήτο ανίκανος να ομιλήση. Ως εξ ενστίκτου +επλησίασε την κλίνην του Βινικίου, διά να ζητήση την βοήθειαν του +χιλιάρχου. Μόλις αντελήφθη επί τέλους ότι τον άφινον ελεύθερον να +αποσυρθή σώος και αβλαβής εκ των χειρών των ακατανοήτων εκείνων +ανθρώπων, των οποίων η αγαθότης τον εξέπληττεν, όπως τον είχε +τρομάξει η δύναμις των. + + — Δος μου την επιστολήν! Αυθέντα. Δος μου την επιστολήν! Έλαβε την +πινακίδα, την οποίαν τω έτεινεν ο Βινίκιος απηύθυνε χαιρετισμόν προς +τους χριστιανούς και άλλον προς τον ασθενή, και κυρτωμένος ωλίσθησε +κατά μήκος του τοίχου μέχρι της θύρας· μεθ' ο ώρμησε έξω. Εξερχόμενος +εφοβείτο μήπως τον ακολουθήση ο Ούρσος και τον φονεύση και ηθέλησε να +τρέξη, αλλ' οι πόδες του είχον παραλύση. + +Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του. + +Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα +του Χριστού! . . . + + — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε +προπέμψω έως την θύραν. + +Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;» + + — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου +έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με! + + — Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; +Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. + +Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την +έξοδον. + +Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά +του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη. + +Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί +δεν με εφόνευσαν άρα γε; + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον +κατάπληκτος από τον Χίλωνα. Το ότι οι άνθρωποι εκείνοι, αντί να +εκδικηθώσι κατά της επιδρομής του επεμελήθησαν φιλανθρώπως τας πληγάς +του, το απέδιδεν εν μέρει εις το δόγμα, το οποίον επρέσβευον, κατά +μέγα δε μέρος εις την Λίγειαν και έπειτα εις την αξίαν του ιδίου του +ατόμου. Αλλ' η συμπεριφορά των προς τον Χίλωνα υπερέβαινε πάσαν +σκέψιν, και χωρίς να θέλη διηρωτάτο μόνος του. + + — Διατί δεν εφόνευσαν τον Έλληνα; «Διατί ο Απόστολος διδάσκει ότι +εάν τις αμαρτάνει επτάκις, πρέπει να τον συγχωρούν επτά φοράς, και +διατί ο Γλαύκος είπεν εις τον Χίλωνα: Ο Θεός να σε συγχωρήση, όπως +εγώ σε συγχωρώ!» + +Ναι μεν είχεν ακούσει εις το Οστριανόν, ότι οφείλει τις να αγαπά και +τους εχθρούς του, πλην τούτο ήτο δι' αυτόν θεωρία ανεφάρμοστος εις +τον πρακτικόν βίον. + +Ούτως εκτός του θάμβους και της απορίας ενυπήρχεν οίκτος και μικρά +δόσις περιφρονήσεως εις παν ότι εσκέπτετο περί των χριστιανών. +Έβλεπεν αυτούς ως πρόβατα πραωρισμένα θάττον ή βράδιον να γίνουν βορά +των λύκων και ο ρωμαϊκός χαρακτήρ του δεν παρεδέχετο να ανέχεται να +καταφαγωθή. Εν τοσούτω έν πράγμα τον εξέπληξεν, το ότι μετά την +αναχώρησιν του Χίλωνος μία χαρά βαθεία ηκτινοβόλει εις όλων τα +πρόσωπα. Ο απόστολος επλησίασε τον Γλαύκον, επέθηκεν επ' αυτού τας +χείρας και είπεν: + + — Ο Χριστός να σε ευνοήση! + +Ο Κρίσπος εκήρυξεν ότι η ημέρα αύτη ήτο ημέρα μεγάλης νίκης. + +Εις την λέξιν ταύτην «νίκη», ο Βινίκιος έχασεν εξ ολοκλήρου το νήμα +των σκέψεών του. + +Αλλ' ότε η Λίγεια του παρουσίασε πάλιν έν δροσιστικόν ποτόν, της +εκράτησε προς στιγμήν την χείρα και εψιθύρισε: + + — Τότε και συ με εσυγχώρησες; + + — Είμεθα χριστιανοί· μας είναι απηγορευμένον να διατηρώμεν +μνησικακίαν εις τας καρδίας μας. + + — Λίγεια, είπε τότε ο Βινίκιος, οποιοςδήποτε και αν είνε ο Θεός σου, +θα του προσφέρω εκατόν βους θυσίαν, μόνον διότι είναι Θεός σου. + +Εκείνη υπέλαβε: + + — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς. + + — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην +φωνήν. + +Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό +ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε +διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο. Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν +πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του +εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον +υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην +ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε +πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και +ωνειρεύθη. Του εφαίνετο ότι ηγείρετο ναός εν σχήματι πύργου· η Λίγεια +ήτο ιέρεια του ναού αυτού. Την έβλεπεν επί της κορυφής του πύργου, +κρατούσαν βάρβιτον εις την χείρα, εντός αφθόνου φωτός, ομοίαν με τας +ιερείας εκείνας, αίτινες την νύκτα ψάλλουν ύμνους προς τιμήν της +σελήνης. Όπισθέν του ήτο ο Χίλων κροτών τους οδόντας εκ τρόμου, και +επαναλαμβάνων: + +«Μη κάμης τούτο, αυθέντα, είναι ιέρεια και Εκείνος θα την εκδικήση . . +Ο Βινίκιος ηγνόει τις ήτο αυτός ο Εκείνος, πλην ενόει ότι ήθελε +πράξη ιεροσυλίαν και ησθάνετο άμετρον τρόμον. + +Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα +του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο +απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί +οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους +βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών. + +Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του. Εκάθηντο όλοι προ του πυρός και +εθερμαίνοντο, επειδή η νυξ ήτο παγερά και εντός του θαλάμου έκαμνε +ψύχος. + +Εν μέσω του συμπλέγματος ήτο ο Απόστολος και παρά τους πόδας του η +Λίγεια. Η Λίγεια ήκουε, ύψωνε τους οφθαλμούς προς τον Απόστολον· όλων +τα πρόσωπα ήσαν προς εκείνον εστραμμένα. + +Ούτος ωμίλει με ταπεινήν φωνήν. + +Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι +δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν +αισθανθή εις το όνειρόν του. + +Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος. + +Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη, +διενοήθη ο Βινίκιος. + +Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου. + +Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια +ηγρύπνει πλησίον του. + +Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος. + + — Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη. + + — Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν. Του +εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν +ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. + +Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών +ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των +πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. + +Ο Βινίκιος του εφώναξεν: + + — Ε, δούλε! + +Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών, +σχεδόν φιλικώς: + + — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ' +είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος. + + — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν. + + — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα +της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν. + +Εισήγαγε πάλιν την κεφαλήν του εις την εστίαν διά να υποδαυλίση τους +άνθρακας, επί των οποίων είχε ρίψει προηγουμένως ξύλα, έπειτα +εξήγαγεν αυτήν και είπε: + +Μεταξύ μας δεν υπάρχουν δούλοι. + +Ο Βινίκιος ηρώτησε: + + — Πού είνε η Λίγεια; + + — Μόλις εξήλθεν· εγώ θα βράσω το πρόγευμά σου. Εκείνη ηγρύπνησεν +όλην την νύκτα πλησίον του. + + — Διατί δεν την αντικατέστησες συ; + + — Διότι ούτως ηθέλησεν· ώφειλα να υπακούσω. + +Οι οφθαλμοί του εσκυθρώπασαν ολίγον και μετά τινας στιγμάς προσέθηκε: + + — Εάν δεν υπήκουον εις αυτήν, δεν θα εζούσες τώρα. + + — Μεταμελείσαι λοιπόν, διότι δεν με εφόνευσες; + + — Όχι, αυθέντα· ο Χριστός διέταξε να μη φονεύωμεν. + + — Και τον Ατακίνον; Και τον Κρότωνα; + + — Δεν ηδυνήθην να πράξω άλλως! εμουρμούρισεν ο Ούρσος. + +Έπειτα έθεσε χύτραν εις την πυράν και εκάθισε παρά την εστίαν +σκεπτικός. + + — Είνε σφάλμα σου, αυθέντα, είπε τέλος· διατί να βάλης χείρα επ' +αυτής, θυγατρός βασιλέως; + + — Προς στιγμήν ο Βινίκιος έφριξεν, ακούων ένα βάρβαρον να του ομιλή +μετά τόσης οικειότητος και να τολμά να τον ψέγη. Αλλ' η επιθυμία του +να μάθη λεπτομερείας τινάς περί του βίου της Λιγείας του κατεπράυνε +τον θυμόν. + +Ο Βινίκιος ήρχισε να απευθύνη προς τον γίγαντα ερωτήσεις περί του +πολέμου των Λιγειέων κατά του Βινικίου και των Σουήβων. Ο Ούρσος +ενέδωσε χωρίς παρακλήσεις. + + — Όταν ο Καίσαρ έστειλε να αρπάσουν την Γαλλίναν, είπεν ο Ούρσος, +ηθέλησα να επιστρέψω εις τα δάση μας, να καλέσω τους Λιγειείς εις +βοήθειαν της θυγατρός του βασιλέως. Και οι Λιγειείς θα εβάδιζον προς +τον Δούναβειν, διότι είναι αγαθός λαός, καίτοι εθνικός. Προς δε θα +έφερα προς αυτούς το Ευαγγέλιον. Αλλά τούτο θα το κάμω αργότερα· όταν +η Γαλλίνα επανέλθη πλησίον της Πομπωνίας, θα την παρακαλέσω να μου +επιτρέψη να υπάγω να τους εύρω, επειδή ο Χριστός εγεννήθη πολύ μακράν +και ούτε καν ήκουσα να γίνεται λόγος περί αυτού. + +Επλησίασεν εις το πυρ την χύτραν, εν τη οποία έβραζεν ο ζωμός, ο +προωρισμένος διά τον Βινίκιον, και εσιώπησεν. + +Οι λογισμοί του επλανώντο εν μέσω των δρυμώνων της πατρίδος του. + +Όταν ο ζωμός χυθείς εις μίαν βαθείαν λοπάδα εκρύωσεν αρκετά, ο γίγας +επανέλαβεν: + + — Ο Γλαύκος είπεν, ότι δεν πρέπει να κινήσαι όσον είνε δυνατόν, ότι +πρέπει μάλιστα να αποφεύγης να κινής και τον υγιά βραχίονά σου και η +Γαλλίνα με διέταξε να σου δώσω να φάγης. + +Καθίσας πλησίον της κλίνης ο Ούρσος ελάμβανεν εκ της λοπάδος ζωμόν με +μικρόν κύπελλον, το οποίον παρουσίαζεν εις τα χείλη του ασθενούς. Και +εδείκνυε τόσην επιμέλειαν εις το έργον τούτο, τόσω δε αγαθόν μειδίαμα +υπήρχεν εις τους γλαυκούς οφθαλμούς του, ώστε ο Βινίκιος δεν ηδύνατο +να πιστεύση ότι αυτός ήτο ο τρομερός άνθρωπος της προτεραίας. Διά +πρώτην φοράν εις την ζωήν του ο νεαρός πατρίκιος ήρχισε να σκέπτεται +τι να συνέβαινε τάχα εις το στήθος ενός αγροίκου, ενός θεράποντος και +βαρβάρου. + +Εν τούτοις ο Ούρσος εφαίνετο τροφός τόσον ανεπιτήδιος, όσον και +πλήρης περιποιήσεων. Το κύπελλον εχάνετο μέσα εις τα ηράκλεια δάκτυλά +του, εις βαθμόν ώστε δεν έμενε πλέον τόπος διά τα χείλη του Βινικίου. +Μετά τινας ματαίας δοκιμάς, ο γίγας λίαν αμήχανος είπε: + + — Θα μου ήτο ευκολώτερον να σύρω ένα βόνασον εκτός της φωλεάς του. + +Παρουσίασε και πάλιν τον ζωμόν εις τον Βινίκιον. + + — Πρέπει να προσκαλέσω την Μαριάμ ή τον Ναζάριον. + +Μία ωχρά κεφαλή ανοίγουσα το παραπέτασμα εφάνη. Ήτο η Λίγεια. + + — Έρχομαι να σας βοηθήσω, είπεν. + +Και η κόρη εξήλθεν επί μίαν στιγμήν εκ του κοιτώνος, όπου προφανώς +ητοιμάζετο να κοιμηθή, διότι η κόμη της ήτο λυτή και ως μόνον ένδυμα +είχεν, ένα στηθόδεσμον. + +Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως +την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ' +εκείνη απήντησε φαιδρά: + + — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον +Ούρσον. + +Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να +δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής +συνάμα. Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του +σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και +εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά +του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο +τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε +ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του. + +Άλλοτε, εις τας συνηθείας της ζωής του και εις τα αισθήματά του, +εδεικνύετο τυφλός και αυστηρός εγωιστής, σήμερον εσκέπτετο και αυτήν. + +Έπαυσε μετ' ολίγον να τρώγη και μ' όλον ότι ησθάνετο χαράν μεγίστην +να την βλέπη και να την αισθάνεται πλησίον του, είπεν. + + — Αρκεί· ύπαγε να κοιμηθής, θεσπεσία μου. + + — Μη με ονομάζης ούτω, απήντησεν εκείνη· δεν είναι πρέπον να σε +ακούω να μου ομιλής τοιουτοτρόπως. + +Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι +δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή +αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με +την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα +θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της +εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του. + + — Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα +ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω +λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι +εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου. + +Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης. + + — Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν +δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της. + + — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος. + + — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το +Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει +τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με +είχον βοηθήσει να φύγω. Ευτυχώς ο Άουλος του απεκρίθη: «Γνωρίζεις, +δέσποτα, ότι ουδέποτε ψεύδος εξήλθε του στόματός μου· σου ομνύω ότι +ημείς δεν την εβοηθήσαμεν να φύγη και ότι, όπως και συ, αγνοούμεν τι +απέγινε». + +Ο Καίσαρ τον επίστευσεν, έπειτα ελησμόνησε τα πάντα· και εγώ δεν +έγραψα ποτέ προς αυτήν, διά να ημπορή να λέγη πάντοτε ότι δεν +γνωρίζει περί εμού τίποτε. + +Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα· +αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν: + + — Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ' +έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί. + + — Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και +τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι. Δι' εμέ η μόνη θεότης +είσαι συ· Ήθελα να περιπτυχθώ τους πόδας σου, να σου δώσω όλην την +λατρείαν μου . . . Εις σε, ω τρις θεσπεσία! δεν ηξεύρεις, δεν +δύνασαι να ηξεύρης μέχρι ποίου βαθμού σε αγαπώ . . . + +Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις την Λίγειαν ως βλασφημία και όμως δεν +ηδύνατο να μη έχη οίκτον προς αυτόν και τους πόνους του. Ησθάνετο, +ότι ηγαπάτο και ελατρεύετο αμέτρως, ότι ο άνθρωπος ούτος ο άκαμπτος +ανήκεν εις αυτήν ως δούλος, και βλέπουσα αυτόν τόσω ταπεινόν, ήτο +ευτυχής διά την δύναμιν, την οποίαν εξήσκει επ' αυτού. + +Εν μια στιγμή ανέζησεν όλον το παρελθόν. Επανέβλεπε τον λαμπρόν +εκείνον Βινίκιον, ωραίον ως ημίθεον των εθνικών, όστις της είχεν +ομιλήσει περί έρωτος εις την οικίαν των Αούλων και όστις είχεν +εξεγείρει την καρδίαν της. Εφοβείτο ότι ηδύνατο να έλθη στιγμή, καθ' +ην ο έρως του ανδρός τούτου θα την εκυρίευε και θα την συνήρπαζεν ως +λαίλαψ. Η Λίγεια εφαντάζετο ότι μόνη η ιδέα άλλου έρωτος εκτός του +Χριστού ήτο αμάρτημα κατ' Εκείνου και της διδασκαλίας Του. + +Ενώ έκαμεν αυτάς τας σκέψεις, έβλεπεν ότι ο Βινίκιος την παρηκολούθει +με το βλέμμα πλήρες ικεσιών. + +Τότε η καρδία της επλημμύρει εξ οίκτου, όταν τον επλησίαζε και τον +έβλεπεν, όλα ηκτινοβόλουν εις την θέαν του, και ησθάνετο την καρδίαν +της πλημμυρούσαν από χαράν. + +Μίαν ημέραν παρετήρησεν ίχνη δακρύων εις τας βλεφαρίδας του, και διά +πρώτην φοράν της ήλθεν εις τον νουν, ότι αυτή θα ηδύνατο να τα +στεγνώση διά των ασπασμών της. Πλήρης περιφρονήσεως προς εαυτήν +διήλθε την επομένην νύκτα κλαίουσα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +Ο Βινίκιος τώρα εδείκνυε πολύ ολιγωτέραν υπερηφάνειαν εις τας +συνδιαλέξεις του με τον Γλαύκον. Του ήρχετο συχνά εις τον νουν ότι +αυτός ο πτωχός δούλος ιατρός και η γραία Μαριάμ και ο Κρίσπος ήσαν +και αυτοί ανθρώπινα πλάσματα. Επί τέλους κατέληξεν εις το να αγαπήση +τον Ούρσον. Εφ' όσον ο Βινίκιος κατενίκα τα ελαττώματά του, επί +τοσούτον η Λίγεια προσεκολλάτο εις αυτόν. Εν τοσούτω, όσον αφορά το +να υποτάξη την βιαιότητά του εις την χριστιανικήν πειθαρχίαν, ο +νεαρός τριβούνος ηδύνατο να το πράξη χωρίς μεγάλας προσπαθείας. Αλλά +να κλίνη το πνεύμα του εις το να συμπαθήση αυτό το δόγμα, ήτο πολύ +δύσκολον πράγμα. Δεν ετόλμα να θέση εν αμφιβόλω την υπερφυσικήν +καταγωγήν του Χριστού, ούτε την ανάστασίν του, ούτε όλα τα άλλα +θαύματα. Αλλ' η νέα θρησκεία θα κατέστρεφε πάσαν τάξιν, πάσαν +υπεροχήν και θα εξηφάνιζεν όλας τας κοινωνικάς διαφοράς. Τι θα +εγίνετο τότε η ρωμαϊκή κυριαρχία και δύναμις; + +Ηδύναντο οι Ρωμαίοι να παραιτήσωσι την αυτοκρατορίαν του κόσμου, να +αναγνωρίσουν ως ίσας των όλας τας αγέλας εκείνας των ηττημένων λαών; + +Όχι· τούτο δεν ηδύνατο να χωρέση εις κεφαλήν πατρικίου. + +Η Λίγεια εμάντευσε ποίαι σκέψεις διήρχοντο του νου του. Έβλεπε και +τους αγώνας του και την αποστροφήν του χαρακτήρος του προς το δόγμα +εκείνο το Χριστιανικόν και εθλίβετο θανασίμως. Αλλά το σιωπηλόν +σέβας, το οποίον εκείνος εδείκνυε διά τον Χριστόν, ήγειρε την +συμπάθειάν της, τον οίκτον της και την ευγνωμοσύνην της και την +είλκυε προς τον νεανίαν. + +Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της +χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να +αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του, +έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και +είπε: + + — Η ζωή είσαι συ! + +Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την +εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής. Με τας χείρας της τον +έλαβεν από τους κροτάφους, προσεπάθησε να τον ανασηκώση, αλλ' εις την +προσπάθειαν ταύτην έκυψε προς αυτόν, ώστε τα χείλη της έψαυσαν την +κόμην του Βινικίου. Προς στιγμήν επάλαισαν καθ' εαυτών και κατά του +έρωτος, όστις τους ώθει τον ένα προς τον άλλον. Τέλος η Λίγεια +εσηκώθη και έφυγεν. + +Ο Βινίκιος δεν εφαντάζετο αντί ποίου τιμήματος θα ηδύνατο να πληρώση +την ευχάριστον εκείνην ευτυχίαν, Η Λίγεια είχεν εννοήσει ότι και αυτή +τώρα είχεν ανάγκην βοηθείας. Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του +κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του +κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και +τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ +διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη +καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον. + +Ο Κρίσπος ενέκρινε το σχέδιον της αναχωρήσεως, αλλά δεν εύρε λέξιν +συγγνώμης διά τον έρωτα τούτον, τον οποίον εθεώρει ως αμάρτημα. + +Η καρδία του εξεχείλισεν εξ αγανακτήσεως εις μόνην την ιδέαν ότι αυτή +η Λίγεια, η πρόσφυξ, την οποίαν είχεν αναλάβει υπό την προστασίαν +του, την οποίαν ηγάπα και την οποίαν είχε στερεώσει εις την πίστιν +της χριστιανικής διδασκαλίας, ηδυνήθη να εύρη εις την ψυχήν της χώρον +δι' έρωτα άλλον παρά τον προς τον Χριστόν έρωτα. + +Η απογοήτευσις αύτη τον εξέπληττε και τον ελύπει. + + — Ύπαγε και ζήτησον παρά του Θεού συγχώρησιν των πταισμάτων σου, της +είπε με ύφος σκυθρωπόν, φύγε πριν το πονηρόν πνεύμα, το οποίον σε +εμάγευσε, σε οδηγήση εις τελείαν κατάπτωσιν και πριν αρνηθής τον +Σωτήρα. Είθε να αποθάνης . . . + +Διέκοψεν αποτόμως τον λόγον του παρατηρήσας ότι δεν ήσαν μόνοι. + +Διά μέσου των απεξηραμένων φύλλων της κληματίδος και του χλοερού +κισσού είδε δύο άνδρας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο απόστολος Πέτρος. +Δεν ηδυνήθη ευθύς να αναγνωρίση τον δεύτερον, του οποίου το πρόσωπον +ήτο εν μέρει κεκρυμμένον υπό μανδύαν και του εφάνη προς στιγμήν ότι +ήτο ο Έλλην. + +Ακούσαντες τας φωνάς του Κρίσπου είχον εισέλθει υπό το λίκνον εκείνο +και είχον καθίσει επί βάθρου. Όταν ο σύντροφος του Αποστόλου άφησε να +φαίνεται η ασκητική μορφή του και το φαλακρόν κρανίον του, μόλις είδε +την εμπνευσμένην εκείνην κεφαλήν με τα κόκκινα βλέφαρα και την γαμψήν +ρίνα, ο Κρίσπος ανεγνώρισε τον Παύλον τον Ταρσέα. + +Η Λίγεια έπεσε γονυκλινής παρά τους πόδας των δύο αποστόλων και +έκρυπτε το μικρόν δακρυσμένον πρόσωπόν της εις τας πτυχάς του μανδύου +του Αποστόλου σιωπώσα. Και ο Πέτρος είπεν: + + — Ειρήνη εις τας ψυχάς υμών! Και επέθεσε την ερρυτιδωμένην χείρα +του επί της κεφαλής της Λιγείας, έπειτα επάρας τους οφθαλμούς προς +τον γηραιόν ιερέα: + + — Κρίσπε, δεν ήκουσες να λέγεται ότι ο Κύριος ημών, εις τον γάμον +της Κανά, ηυλόγησε τον έρωτα της νύμφης και του νυμφίου; Κρίσπε, +νομίζεις ότι ο Χριστός, όστις επέτρεψεν εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν +να προσπέση εις τους πόδας του, και όστις εσυγχώρησε τας αμαρτίας +της, θα απέστρεφε το πρόσωπον από της κόρης ταύτης, της αγνής ως το +κρίνον των αγρών; Συ Λίγεια, εν όσω οι οφθαλμοί εκείνου, τον οποίον +αγαπάς, δεν θα ανοιχθούν εις το φως της αληθείας, απόφευγέ τον, διά +να μη σε ελκύση εις αμαρτίαν, αλλά δέου υπέρ αυτού, και μάθε ότι ο +έρως σου δεν είναι ένοχος. + +Επέθηκε τας δύο του χείρας επί της κόμης της Λιγείας και την +ηυλόγησε. Το πρόσωπόν του ήστραπτεν εκ θείας αγαθότητος. + +&Βινίκιος Πετρωνίω, Χαίρειν.& + +_«Σου έγραψα και προηγουμένως περί της διατριβής μου μεταξύ +χριστιανών, περί της προς τους εχθρούς συμπεριφοράς των, εις τον +κατάλογον των οποίων είχον το δικαίωμα να μας συγκαταταριθμώσιν, εμέ +και τον Χίλωνα, τέλος περί της αγαθότητος, μεθ' ης με επεριποιήθησαν +και περί της εξαφανίσεως της Λιγείας. + +«Η Λίγεια εάν ήτο και αδελφή μου ή σύζυγός μου, δεν θα ηδύνατο να με +περιποιηθή τρυφερώτερον ή όσον με επεμελήθη. Πολλάκις εσκέφθην ότι +μόνον ο έρως θα ηδύνατο να εμπνεύση τόσην μέριμναν. + +»Πολλάκις ανέγνωσα τον έρωτα τούτον εις το πρόσωπον και εις τους +οφθαλμούς της. Και λοιπόν θα το πιστεύσης; εν μέσω των απλών εκείνων +ανθρώπων, εντός τον πενιχρού εκείνου θαλάμου, ησθάνθην τον εαυτόν μου +αφάτως ευδαίμονα. Όχι! δεν ήμην αδιάφορος. + +»Και όμως αύτη η Λίγεια έφυγε κρυφίως, χωρίς να το ηξεύρω, από την +οικίαν εκείνην. + +»Τώρα διέρχομαι ολοκλήρους ημέρας κρατών την κεφαλήν μου με τας δύο +χείρας, σκεπτόμενος εκείνην. + +»Σοι έγραψα ότι της είχον προτείνει να την αποδώσω εις τους Αούλους; +Αλλά δεν ήτο πλέον δυνατόν· οι Άουλοι είχον αναχωρήση εις Σικελίαν. + +»Εν πάση περιπτώσει αύτη ήξευρεν ότι εγώ δεν θα την κατεδίωκον πλέον, +ότι έπαυον την βίαν και ότι επειδή δεν ηδυνάμην ούτε να παύσω να την +αγαπώ, ούτε να ζήσω χωρίς αυτήν, η ευτυχία μου θα ήτο να την λάβω +σύζυγον. Και όμως έφυγε! Διατί; Δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνον. + +»Εάν δεν με ηγάπα, ηδύνατο να με απωθήση. Αλλ' αν με ηγάπα και +εκείνη; Εάν ούτω έχη, έφευγε προ του έρωτος. Δεν θα ηρνούμην να +πιστεύσω εις τον Χριστόν της. Τι μου στοιχίζει ένας Θεός περισσότερον +και διατί δεν θα επίστευα εις αυτόν, εγώ όστις δεν πολυπιστεύω εις +τους άλλους; + +»Αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν αρκεί εις τους χριστιανούς. Δεν αρκεί να +σέβεταί τις και να τιμά τον Χριστόν· πρέπει να εφαρμόζη και την +διδασκαλίαν του. Και αν τους υπεσχόμην να εφαρμόσω την διδασκαλίαν +ταύτην δεν θα επείθοντο. Γνωρίζω ότι εν τη διδασκαλία των δεν υπάρχει +διαφορά μεταξύ πλουσίου και πτωχού, μεταξύ δεσπότου και δούλου. + +»Σου ομολογώ ότι η Λίγεια με ενδιαφέρει περισσότερον ή όσον η Ρώμη +ολόκληρος και η κυριαρχία της· και ο κόσμος ας ανατραπή, αρκεί να έχω +αυτήν εις την οικίαν μου. + +»Αλλά δεν πρόκειται περί τούτον. Εις τους χριστιανούς δεν αρκεί να +συμφωνή τις προς αυτούς με λόγους. Σου έγραψα, αλήθεια, ότι η Λίγεια +ανεχώρησεν εν αγνοία μου. Αλλ' αναχωρούσα μου αφήκεν ένα σταυρόν, τον +οποίον μόνη της κατεσκεύασεν εκ μικρών κλάδων. Εξυπνήσας εύρον τον +σταυρόν τούτον παρά την κλίνην μου. Τον φυλάττω μεταξύ των θεών μου +και χωρίς να δύναμαι να εννοήσω διατί, τον πλησιάζω μετά φόβου και +σεβασμού, ως να είναι θείον τι πράγμα. Τον σταυρόν τούτον τον αγαπώ, +επειδή με τας χείρας της συνέδεσε τους κλάδους, αλλά και τον μισώ +συγχρόνως, επειδή ο σταυρός αυτός μας χωρίζει»._ + + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ' + + + +Ο Βινίκιος θεραπευθείς τελείως επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου και +έζη κλεισμένος χωρίς να εξέρχεται διόλου, έγραψε δε την ανωτέρω +επιστολήν προς τον Πετρώνιον. Δεν έβλεπε κανένα, ειμή από καιρού εις +καιρόν τον ιατρόν Γλαύκον. Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς, +διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε +πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα +των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν. + +Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο +απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την +Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της. Ο νεαρός πατρίκιος ωχρίασεν εκ +συγκινήσεως. Πολλάκις είχε πιστεύσει ότι δεν ήτο αδιάφορος προς αυτόν +η Λίγεια, αλλ' επανέπιπτε πάντοτε εις αμφιβολίαν και αβεβαιότητα! +Τώρα διά πρώτην φοράν ήκουε την επιβεβαίωσιν των πόθων και των +ελπίδων του από το στόμα ενός ξένου, και ο ξένος ούτος ήτο +χριστιανός! + +Του εφαίνετο προσέτι ότι, εάν η Λίγεια τον ηγάπα, όλα τα προσκόμματα +θα παρεκάμπτοντο, διότι αυτός ήτο πρόθυμος να πιστεύση εις τον +Χριστόν. + +Διά τούτο εζήτει να ίδη τον Παύλον τον Ταρσέα, του οποίου ο λόγος τον +συνεκίνει. Αλλ' ο Παύλος είχεν αναχωρήσει δι' Αριαίαν, και επειδή αι +επισκέψεις του Γλαύκου έγιναν αραιότεραι, ο Βινίκιος ευρέθη εις +εντελή μοναξίαν και εκυριεύθη υπό ανυπομονησίας. + +Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του +εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα +οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την +Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του +ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του. + +Μίαν ημέραν εις τους αγώνας, εν μέσω των πολυτελών αρμάτων, ο +Βινίκιος παρετήρησε το υπερήφανον τέθριππον της Χρυσοθέμιδος, της +παλλακίδος του Πετρωνίου, του οποίου επροπορεύοντο δύο μολοσσοί, και +όπερ περιεκυκλούτο με σύμπλεγμα, εις το οποίον ανεμιγνύοντο με τους +νέους και γέροντας συγκλητικοί. + +Η Χρυσόθεμις οδηγούσα μόνη της το όχημα συρόμενον από τέσσαρας +μικρούς ίππους της Κύρνου, εσκόρπιζε παντού μειδιάματα. Ότε +παρετήρησε τον Βινίκιον, εσταμάτησε τους ίππους της και τον έβαλε εις +το τέθριππόν της να καθίση πλησίον της, είτα τον ωδήγησεν εις την +οικίαν της και τον εκράτησεν εις το δείπνον το οποίον διήρκεσεν όλην +την νύκτα. Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε +την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του. + +Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της +Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και +ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον +οίνου. + +Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του. Αλλά +την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον +ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της. + +Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού +είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα. + +Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο +ότι έμελλον να είναι διαρκείς. Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως +οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος +δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν +εσυλλογίζετο. + +Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις, +εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την +εξεδίωξεν ανευλαβώς. + +Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου. Μάλιστα εχειροτέρευσεν, +ως διά να απολαύση την τυραννικήν ανάμνησιν της Λιγείας. + +Η επάνοδος του Καίσαρος δεν τον εξήγαγεν εκ του μαρασμού του και +μόνον τότε μετέβη εις του Πετρωνίου, όταν ούτος έστειλε να τον ζητήση +με το ίδιον φορείον του. Εκείνος τον υπεδέχθη μετά χαράς, πλην ο +Βινίκιος δεν απήντησε κατ' αρχάς ειμή ακουσίως και μετ' αποστροφής +εις τας ερωτήσεις του. Εις το τέλος όμως τα αισθήματά του και αι +σκέψεις του, συγκρατηθέντα προς στιγμήν, εξέσπασαν εις χείμαρρον +λόγων. + +Επανέλαβε με περισσοτέρας λεπτομερείας την διήγησιν των συμβάντων, +και παρεπονέθη ότι ενέπεσεν εις χάος, όπου έχασεν, εκτός της ησυχίας +του, το χάρισμά του να διακρίνη τα πράγματα και να τα εκτιμά κατ' +αξίαν. Τίποτε δεν τον ελκύει, δεν ευρίσκει τέρψιν εις τίποτε, δεν +ηξεύρει ούτε τι να αποφασίση ούτε ποίαν μέθοδον να μεταχειρισθή. + +Ο Πετρώνιος παρετήρει τα ηλλοιωμένα χαρακτηριστικά του Βινικίου, τας +χείρας του τεινομένας ψηλαφητεί ως να εζήτει οδόν εν τω σκότει, και +εσκέπτετο. + +Αίφνης, ως να του ήλθε νέα ιδέα εις τον νουν του, είπε: + + — Εδοκίμασες τουλάχιστον να αποσβέσης όλας τας λύπας ταύτας και να +ζήσης εις το εξής ζωήν υποφερτήν; + + — Εδοκίμασα, απήντησεν ο Βινίκιος· ο Πετρώνιος εγέλα. Α! Προδότα! +Μανθάνομεν ταχέως τα νέα από τους δούλους· μου πήρες την Χρυσόθεμιν! + +Ο Βινίκιος ωμολόγησε τα πάντα. + + — Όπως και αν έχη, σε ευχαριστώ, εξηκολούθησεν ο Πετρώνιος. Θέλω να +την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν +εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος. +Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν +πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως +υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να +αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του. Και ηξεύρεις διατί; Διότι επήγαινα +να ζητήσω μακράν εκείνο το οποίον είχα προχειρότατον . . . Μία ωραία +γυνή αξίζει πάντοτε όσον το βάρος της εις χρυσόν, αλλά μία γυνή, ήτις +περιπλέον σε αγαπά, είναι πράγματι ανεκτίμητος. Ιδού λοιπόν τι λέγω +τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου +έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά +τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου. + +Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα, +μειδιώσα, χρυσόκομος. + +Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων: + + — Ελθέ. + +Εκείνη έτρεξε και εκάθισεν επί των γονάτων του, έθεσε την κεφαλήν της +επί του στήθους του. + +Ο Πετρώνιος εξέτεινε την χείρα εις ένα δίσκον, έλαβε μίαν φούχταν +βιολέττες και έρρανε την κεφαλήν, το στήθος και την εσθήτα της +Ευνίκης· κατόπιν της απεγύμνωσε τους ώμους. + +Τα χείλη του επλανώντο επί των ώμων και του λαιμού της Ευνίκης. +Εκείνη εφρικίασε· τα βλέφαρά της ήρχισαν να ανοιγοκλείουν. + + — Και τώρα, σκέψου τι αξίζουν οι σκυθρωποί χριστιανοί σου και +σύγκρινε! Εάν δεν βλέπης την διαφοράν, τότε ύπαγε να την εύρης! +Αλλά το θέαμα τούτο θα σε θεραπεύση, είπεν ο Πετρώνιος, Ευνίκη, +θεσπεσία μου, ειπέ να μας ετοιμάσουν το γεύμα και ας μας φέρουν +τριαντάφυλλα. + +Εκείνη ηγέρθη και περιεπάτει εντός της αιθούσης. Αυτός ήλθεν +έμπροσθεν του Βινικίου και τω είπε: + + — Λέγεις ότι η Λίγεια σε αγαπά· δυνατόν, αλλά τι ωφελεί έρως εν +αποχή; Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι τι ισχυρότερον τούτου; +Όχι, αγαπητέ μου, η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη. + + — Όλα είναι μία βάσανος, απήντησεν ο Βινίκιος. Σε είδα να καλύπτης +με φιλιά τους ώμους της Ευνίκης και εσκέφθην ότι εάν η Λίγεια μου +είχεν αποκαλύψει ομοίως τους ώμους της, θα εθυσίαζα την ζωήν μου. +Αλλ' εις την ιδέαν ταύτην κατελήφθην υπό τινος φόβου, ως να +προσέβαλλα ή ως να ήθελα να μολύνω μίαν θεότητα . . . Η Λίγεια δεν +είνε Ευνίκη. Αλλ' εγώ εννοώ την διαφοράν των άλλως ή όπως συ. Και με +όλην την ταλαιπωρίαν και τον πόνον μου προτιμώ η Λίγεια να μη ομοιάζη +με τας άλλας γυναίκας. + +Ο Πετρώνιας έσεισε τους ώμους. + + — Τότε δεν χάνεις τίποτε διά της αποχής σου. Αλλ' εγώ δεν εννοώ. + + — Ναι! ναι! Δεν δυνάμεθα πλέον να εννοώμεθα, απήντησεν ο Βινίκιος. + + — Ο Άδης να καταπίη όλους τους χριστιανούς! ανέκραξεν ο Πετρώνιος. +Σε ενέπλησαν ανησυχιών και σου κατέστρεψαν την έννοιαν της ζωής. +Λέγεις ότι η διδασκαλία των είναι αγαθοποιός; εκείνο μόνον είναι +αγαθοποιόν, το οποίον μας δίδει την ευτυχίαν, τουτέστι το κάλλος, τον +έρωτα και την ρώμην, και τα πράγματα ταύτα εκείνοι τα ονομάζουν +μάταια. Πλανάσαι πιστεύων ότι είναι δίκαιοι· εάν αποδίδωμεν καλόν +αντί κακού, τι θα αποδώσωμεν αντί του αγαθού; Και αν διά το έν και +διά το άλλο η αμοιβή είναι η αυτή, διατί οι άνθρωποι να είναι αγαθοί; + + — Όχι· η αμοιβή δεν είναι η αυτή, αλλά κατά την διδασκαλίαν των, +αρχίζει εις την ζωήν την μέλλουσαν, ήτις είνε αιωνία. + + — Δεν εισέρχομαι εις τας θεωρίας ταύτας. + + — Η ζωή κατ' αυτούς αρχίζει την επιούσαν του θανάτου. + + — Τέλος πάντων . . . είσαι ικανός να λησμονήσης την Λίγειαν; + + — Όχι. + + — Τότε αναχώρησε μακράν, κάμε ταξείδια. + +Την στιγμήν εκείνην οι θεράποντες ανήγγειλαν, ότι το πρόγευμα ήτο +έτοιμον και ο Πετρώνιος, ενώ μετέβαινεν εις το τρίκλινον +εξηκολούθησε: + + — Διέτρεξες επί της γης πολλά μέρη, πλην ως στρατιώτης, όστις +σπεύδει προς το τέρμα της πορείας του και δεν ίσταται καθ' οδόν. +Επεσκέφθης τους ελληνικούς ναούς, όπως έκαμα εγώ επί δύο έτη; Επήγες +εις την Ρόδον, όπου εγείρεται ο Κολοσσός; ή εις τας Αθήνας; Είδες την +Άλεξάνδρειαν, την Μέμφιδα, τας Πυραμίδας; Ο κόσμος είναι ευρύς, θα +συνοδεύσω τον Καίσαρα και, κατά την επιστροφήν, θα τον αφήσω και θα +αναχωρήσω διά την Κύπρον. Θέλεις, ξανθή μου και θεσπεσία Ευνίκη, να +πάμε εις την Πάφον της Κύπρου διά να προσφέρωμεν θυσίας εις την +Παφίαν Αφροδίτην; Πρέπει να ηξεύρης πώς ό,τι επιθυμείς θα γίνεται +αμέσως. + + — Είμαι δούλη σου, υπέλαβεν η Ευνίκη. + + — Τότε είμαι δούλος μιας δούλης, απεκρίθη ο Πετρώνιος. + +Έπειτα απευθυνθείς προς τον Βινίκιον: + + — Ελθέ μαζί μας εις την Κύπρον και άφησε κατά μέρος τους +Χριστιανούς. Σου είπα και άλλοτε ότι είναι μωροί άνθρωποι, αυτό άλλως +τε το αισθάνεσαι και συ καλλίτερον εμού και προ παντός ο χαρακτήρ σου +δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθή με την διδασκαλίαν των. + +Ο Βινίκιος επανήλθεν εις τον οίκον του και ήρχισε να σκέπτεται ότι +πράγματι η χρηστότης εκείνη και η ευσπλαγχνία είνε ίσως μόνον +απόδειξις της ασθενείας των ψυχών των. + +Του εφάνη ότι άνθρωποι ισχυροί και καλώς πεπλασμένοι δεν θα ηδύναντο +να συγχωρώσι κατ' αυτόν τον τρόπον. + +Εντεύθεν η αντιπάθεια της ρωμαϊκής ψυχής του προς το δόγμα των. + +«Ημείς θα ηξεύρωμεν να ζώμεν και θα ηξεύρωμεν να αποθνήσκωμεν», +είχεν ειπή ο Πετρώνιος. + +Και αυτοί; + +Δεν ηξεύρουν ειμή να συγχωρούν, αλλά, δεν εννοούν ούτε τον αληθή +έρωτα, ούτε το πραγματικόν μίσος. + +Ο Καίσαρ δεν ήτο ευχαριστημένος, ότε επέστρεψεν από το Άντιον εις +Ρώμην· διά τούτο μετά τινας ημέρας ήρχισε να διακαίεται υπό της +επιθυμίας να αναχωρήση δι' Αχαΐαν. Αλλ' εις μίαν επίσκεψίν του εις το +ιερόν της Εστίας, επήλθε συμβεβηκός τι, όπερ ανέτρεψε τα σχέδιά του. + +Ο Νέρων δεν επίστευεν εις τους θεούς, αλλά τους εφοβείτο. + +Η μυστηριώδης Εστία προ πάντων τον εφόβιζε με κάποιον ιδιαίτερον +τρόπον. + +Εις την θέαν του ειδώλου της και του ιερού πυρός, αι τρίχες του +ανωρθώθησαν αιφνιδίως, όλα τα μέλη του παρέλυσαν και κατέπεσεν εις +τους βραχίονας του Βινικίου, όστις κατά τύχην ίστατο όπισθέν του. Τον +μετέφερον αμέσως έξω του ναού, και επανήλθεν εις το Παλατίνον, όπου +έμεινε κλινήρης δι' όλης της ημέρας. Προς μεγάλην έκπληξιν όλων των +παρεστώτων ανήγγειλεν ότι αναβάλλει οριστικώς το ταξείδιόν του, +καθότι οι θεοί τον ενουθέτησαν μυστικώς να φυλάττεται από πάσης +σπουδής. + +Μίαν ώραν ύστερον, εκηρύσσετο δημοσία ανά την Ρώμην, ότι ο Καίσαρ +βλέπων τας τεθλιμμένας όψεις των πολιτών και αγόμενος υπό πατρικής +φιλοστοργίας, θα μείνη εν Ρώμη, διά να συμμετέχη πάσης χαράς και +πάσης λύπης των. + +Ο λαός, περιχαρής εκ της αποφάσεως ταύτης, η οποία ήτο σημείον αγώνων +και διανομών σίτου, συνηθροίσθη όλος έμπροσθεν του Παλατίνου, +ζητωκραυγάζων υπέρ του θείου Καίσαρος, όστις έπαιζε την στιγμήν +εκείνην τους κύβους με τους αυλικούς του. + + — Ναι, εδέησε να αναβάλω το ταξείδιόν μου, έλεγεν. Οι οφθαλμοί σας +οι θνητοί ουδέν είδον, επειδή το θείον μένει αόρατον εις βεβήλους +οφθαλμούς. Μάθετε όμως ότι εν τω ναώ η Εστία αυτή ηνωρθώθη πλησίον +ρου και μου είπε μυστικώς: «Ανάβαλε την αποδημίαν σου». + +Τούτο συνέβη τόσον έξαφνα, ώστε ετρόμαξα προς στιγμήν αλλά τώρα +ευγνωμονώ τους θεούς διά την τόσον καταφανή προστασίαν των. Γνωρίζετε +διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας +θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε +μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε +κάποιος. Ποίος ήτο; + + — Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος. + + — Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής, +και πράγματι είσαι καταβεβλημένος! Ήκουσα ότι ο Κρότων ήθελε να σε +δολοφονήση. Είναι αληθές; + + — Ναι, και μου έθραυσε τον ένα βραχίονα, αλλ' ημύνθην. + + — Με τον βραχίονά σου τον θραυσμένον; + + — Έτυχον βοηθείας παρά τίνος βαρβάρου ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα. + +Ο Νέρων εφάνη έκπληκτος εις το άκουσμα τούτο. + + — Ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα; Αστεΐζεσαι ίσως; Ο Κρότων ήτο ο +ισχυρότερος πάντων και τώρα είναι ο Στύφαξ ο Αιθίοψ. + +Σου λέγω, Καίσαρ, ότι τον είδα με τα μάτια μου. + + — Πού άρα γε ευρίσκεται ο εξαίρετος ούτος άνθρωπος; + + — Δεν ηξεύρω, Καίσαρ· τον έχασα. + + — Αγνοείς και ποίας εθνικότητος είναι; + + — Είχα τον βραχίονα σπασμένον και δεν εσκέφθην να τον ερωτήσω. + + — Ζήτησέ μου τον. + + — Θα φροντίσω εγώ περί αυτού, είπεν ο Τιγγελίνος. + +Αλλ' ο Νέρων εξηκολούθει να ομιλή προς τον Βινίκιον: + + — Σε ευχαριστώ που με υπεβάστασες· άνευ σου θα έπιπτον και θα +εκτύπων άσχημα. Άλλοτε ήσο καλός εταίρος, αλλ' από του πολέμου, αφ' +ότου υπηρέτησες υπό τον Κορβύλωνα, έγινες άγριος και σπανίως σε βλέπω +πλέον. + +Μετά βραχείαν σιωπήν επανέλαβε: + + — Τι γίνεται εκείνη η κόρη . . . εκείνη η λιγνή . . . την οποίαν +ηρωτεύεσο, και εγώ την αφήρεσα από τους Αούλους διά σε; + +Ο Βινίκιος εταράχθη, αλλ' ο Πετρώνιος ευθύς τον εβοήθησε. + + — Στοιχηματίζω, είπεν, άναξ, ότι την ελησμόνησε. Βλέπεις την ταραχήν +του; Ερώτησέ τον πόσας άλλας είχεν έκτοτε και αμφιβάλλω αν θα δυνηθή +να απαντήση εις την ερώτησίν σου. Οι Βινίκιοι είναι καλοί στρατιώται, +αλλά ακόμη καλλίτεροι . . . . πετεινοί. + + — Αχ, τι στενοχώρια! είπεν ο Νέρων. Η θέλησις της θεάς με έκαμε να +μείνω εις Ρώμην, και δεν υποφέρω διόλου την Ρώμην μας. Θα αναχωρήσω +εις Άντιον. Πνίγομαι εις τας στενάς αυτάς συνοικίας, εν μέσω των +ετοιμορρόπων οικιών, εις τους δρομίσκους τους ρυπαρούς. Βρωμερός +αέρας έρχεται έως εδώ και εις τους κήπους μου. Α! εάν σεισμός +κατέστρεφε την Ρώμην, εάν Θεός τις εν τη οργή του την κατέρριπτεν εις +κόνιν, θα σας εδείκνυον τότε πώς πρέπει να κτισθή μία πόλις, κεφαλή +του κόσμου και καθέδρα μου. + + — Καίσαρ, υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, λέγεις: «Εάν Θεός τις εν τη οργή +του κατέστρεφε την πόλιν», αυτό δεν είπες; + + — Ναι. . Και έπειτα; + + — Δεν είσαι Συ λοιπόν Θεός; + +Ο Νέρων έσεισε τους ώμους με ύφος βεβαρυμένον, έπειτα εχασμουρήθη +θέλων να δείξη ότι είχεν ανάγκην αναπαύσεως· οι αυλικοί τον +απεχαιρέτισαν, ο είς μετά τον άλλον, και ο Πετρώνιος εξήλθε μετά του +Βινικίου. + + — Ιδού προσεκλήθης και συ εις την εορτήν, του είπεν. Ημείς, φίλε +μου, αφού υπετάξαμεν τον κόσμον δικαιούμεθα και να διασκεδάζωμεν. + + — Απορώ δι' έν μόνον πράγμα, ότι όλα αυτά δεν σε κουράζουν ακόμη, +απήντησεν ο Βινίκιος. + + — Ειξεύρεις πόθεν προέρχεται τούτο; Είμαι κουρασμένος από πολλού, +αλλά δεν έχω την ηλικίαν σου. Άλλως τε έχω άλλας κλίσεις, αι οποίαι +λείπουν από σε. Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την +ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των +νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ +ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου +φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από +αυτά και . . . + + — Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός; + + — Τέλος άφησέ τα τώρα αυτά και καλήν αντάμωσιν, χαίρε. + +Ο Τιγγελίνος διά να αποζημιώση τον Νέρωνα διά το αναβληθέν ταξείδιόν +του και να υπερισχύση όλων εκείνων, οίτινες μέχρι τούδε είχον +οργανώση πανηγύρεις προς τιμήν του Καίσαρος, κατέβαλεν εξαιρετικάς +προσπαθείας και φροντίδας όπως μεγαλοπρεπέστερον και πολυτελέστερον +εορτασθώσιν αι διοργανωθησόμεναι εορταί. + +Προς τον σκοπόν τούτον είχε πέμψει διαταγάς ίνα εκ των περάτων του +κόσμου κομισθώσι ζώα, ιχθύες σπάνιοι, πτηνά και φυτά. Αι πρόσοδοι +ολοκλήρων επαρχιών κατετρώγοντο εις τας προετοιμασίας ταύτας, αλλ' +όσον δι' αυτό ολίγον τον έμελε. + +Ο Τιγγελίνος δεν ηγαπάτο ίσως υπό του Νέρωνος τόσον όσον οι άλλοι +αυλικοί, αλλά καθίστατο ημέρα τη ημέρα πλέον απαραίτητος. + +Ο Τιγγελίνος βλέπων ότι δεν ηδύνατο να αμιλλάται ούτε με τον +Πετρώνιον ούτε με τον Λουκιανόν ούτε με εκείνους, οίτινες διέπρεπον +κατά την καταγωγήν των, ήθελε να τους υπερακοντίζη διά της +δουλοπρεπείας και της αναπτύξεως μυθώδους πολυτελείας. Είχε στήση τας +τραπέζας του συμποσίου εντός της λίμνης, επί σχεδίων γιγαντιαίων, +κατασκευασμένων με επιχρύσους δοκούς. Ήτο ως μία φαντασμαγορική +νησίς. Αι άκραι ήσαν κεκοσμημέναι με κογχύλας μεγαλοπρεπείς, +ηλιευμένας εις την Ερυθράν θάλασσαν και εις τον Ινδικόν Ωκεανόν, με +λόχμας εκ φοινίκων, λωτών και ρόδων, μεταξύ των οποίων είχον +τοποθετήση αγάλματα θεών, κλωβούς χρυσούς ή αργυρούς πλήρεις πτηνών +λαμπροτάτων και κρήνας εξ ων ανέβλυζον αρώματα. + +Εις το κέντρον ηγείρετο σκηνή εκ πορφύρας, υποβασταζομένη υπό +κιονίσκων αργυρών· υπό την σκιάδα ταύτην αι τράπεζαι αι ητοιμασμέναι +διά τους συνδαιτυμόνας απέστιλβον εξ υαλικών της Αλεξανδρείας, εκ +κρυστάλων και αγγείων, προϊόντων διαρπαγέντων εν Ιταλία, εν Ελλάδι +και εν Μικρά Ασία. Η τεχνητή νήσος κατάμεστος από άνθη ήτο +συνδεδεμένη διά πλεγμάτων χρυσών και πορφυρών, με ακάτια εν σχήματι +ιχθύων και κύκνων εις τα οποία εκάθηντο ημίγυμνοι κωπηλάτριαι με +σώματα εύγραμμα και μετέφερον εις την σχεδίαν τους κεκλημένους. + +Όταν ο Νέρων μετά της Ποππέας και των Αυγουστιανών επέβη εις την +κυρίως σχεδίαν και εκάθησεν υπό την σκιάδα την πορφυράν, τα ακάτια +διωλίσθησαν, αι κώπαι έπληξαν το ύδωρ, και η σχεδία φέρουσα το +συμπόσιον και τους κεκλημένους έπλευσε περιγράψασα κύκλον εις την +επιφάνειαν της λίμνης. Μικρότεραι σχεδίαι την συνώδευον φέρουσαι +κιθαρωδούς και αυλητρίας. + +Ο Καίσαρ έχων εκ δεξιών την Ποππέαν, αριστερά δε τον Πυθαγόραν, +εθαύμαζε και, όταν μεταξύ των ακατίων εκολύμβησαν φανταστικαί +Σειρήνες, τότε εδαψίλευσεν επαίνους εις τον Τιγγελίνον. + +Τέλος ήρχισαν να παραθέτωνται τα φαγητά και οι οίνοι εν αμυθήτω +αφθονία. + +Η ωραιότης του Βινικίου διεκρίνετο μεταξύ όλων των συνδαιτυμόνων. Αν +και οι πόλεμοι και τελευταίως αι λύπαι και αι θλίψεις, με τας οποίας +εποτίσθη εξ αφορμής του προς την Λίγειαν έρωτός του, τον κατέβαλον +ολίγον, ήτο εν τούτοις συμπαθέστατος και όλων των γυναικών τα +βλέμματα, μηδέ της Ποππέας εξαιρουμένης, προσηλούντο επάνω του. + +Τα παγωμένα κρασιά πολύ γρήγορα εζέσταναν τας κεφαλάς των +συνδαιτυμόνων. Η ημέρα εκείνη του Μαΐου ήτο εκτάκτως θερμή, καυστική +μάλιστα. + +Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή +ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα. + +Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των +συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν. + +Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την +τράπεζαν. Το παράδειγμα είχε δώσει αυτός ο Καίσαρ, όστις εγερθείς +έλαβε την θέσιν του Βινικίου, ενώ ο Βινίκιος ευρέθη παραπλεύρως της +Ποππέας, ήτις μετ' ολίγον έτεινε τον βραχίονα, παρακαλούσα αυτόν να +τακτοποιήση τον πέπλον της. Η χειρ του τριβούνου έτρεμεν ολίγον· η +Ποππέα έρριψε προς αυτόν βλέμμα ημιεντροπαλόν και ανέσεισε την κόμην +την χρυσήν ως σημείον αρνήσεως. + +Εν τω μεταξύ ο ήλιος ερυθρός κατήρχετο όπισθεν των τόξων των δένδρων +και έδυεν. Οι πλείστοι των συνδαιτυμόνων ήσαν πλέον ζαλισμένοι. +Όμιλοι ανθρώπων μετημφιεσμένων εις σατύρους έπαιζον εις την όχθην +αυλούς Πανός, νεάνιδες δε προέκυπταν ενδεδυμέναι ως νύμφαι. Η εσπέρα +εχαιρετίσθη με κραυγάς προς τιμήν της Σελήνης και αποτόμως χιλιάδες +λύχνοι εφώτισαν τα άλση. Από τους γυναικωνίτας τους υψουμένους κατά +μήκος της όχθης εξήλθε σμήνος φώτων, και αι σύζυγοι και αι θυγατέρες +των πρώτων οικογενειών της Ρώμης περιέφεραν εν θριάμβω την γυμνότητά +των. Διά φωνών και χειρονομιών εκάλουν τους συμπότας. + +Η σχεδία επλησίασε τέλος εις την ξηράν. Ο Καίσαρ και οι αυγουστιανοί +ώρμησαν εις τα άλση, κατέλαβαν τα νυμφεία, και επηκολούθησε +παραφροσύνη γενική! + +Κανείς δεν ήξευρε πλέον τι είχε γίνει ο Καίσαρ· κανείς δεν ήξευρε τις +ήτο ο συγκλητικός, ο πολεμιστής, ο σχοινοβάτης ή ο μουσικός, όλοι +εξισώθησαν. Οι σάτυροι κατεδίωκον μετά κραυγών τας νύμφας και +έπληττον τας λυχνίας διά να τας σβύσουν. Μέρη τινά των αλσών +εβυθίσθησαν εις το σκότος. Αλλ' ηκούοντο παντού κραυγαί +διαπεραστικαί, γέλωτες· εδώ ψιθυρισμοί, εκεί πνοαί ασθματικαί και +έκφυλοι. + +Μόνος ο Βινίκιος δεν εμεθύσθη αρκετά, αλλά παν ό,τι συνέβαινε τον +είχε θαμβώση. Ο πυρετός της ηδονής τον έκαιεν. + +Ώρμησεν εις το δάσος, και έτρεξε μετά των άλλων, διά να εκλέξη μεταξύ +των νυμφών, ότε παρετήρησε πομπήν τινα παρθένων οδηγουμένην υπό μιας +Αρτέμιδος· έτρεξε προς το μέρος των διά να ίδη πλησιέστερον την θεάν, +αλλ' η καρδία του έπαυσεν αποτόμως να πάλλη. Του εφάνη ότι εγνώρισε +την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την +Αρτέμιδα. + +Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη +αιγών. + +Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της +ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη +αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας. Ησθάνετο +προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν· +εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του. + +Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του +γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και +διάπυρος φωνή εψιθύρισε: + + — Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε. + +Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου. + + — Ποία είσαι; + +Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: + + — Μάντευσε. + +Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου +του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ +έρωτος! Νυξ τρέλλας!» είπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· +είμαι ιδική σου». + +Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία. + +Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο +δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια. + +Την απώθησε και της είπε: + + — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω. + +Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε: + + — Σήκωσε τον πέπλον μου . . . + +Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη θόρυβος πλησιάζοντος ανθρώπου η πεπλοφόρος +έφυγεν, αλλ' ηκούσθη μεμακρυσμένος ο γέλως της, ο αλλόκοτος και +μοχθηρός. + +Ο Πετρώνιος εφάνη. + + — Ήκουσα και είδα, είπεν. + + — Ας φύγωμεν απ' εδώ, του είπεν ο Βινίκιος. + +Υπερέβησαν τα νυμφεία τα περίλαμπρα, το άλσος, την ζώνην των εφίππων +πραιτοριανών και έφθασαν εις τα φορεία των. + + — Θα σε συνοδεύσω εις την οικίαν σου, είπεν ο Πετρώνιος. + +Ανέβησαν εις το φορείον και εσιώπων καθ' οδόν μέχρις ότου έφθασαν εις +τον οίκον του Βινικίου. + + — Εξεύρεις ποία ήτο; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. + + — Η Ρουβρία; + + — Όχι. + + — Τότε ποία; + +Ο Πετρώνιος χαμηλοφώνως είπε: + + — Το πυρ της Εστίας εβεβηλώθη· η Ρουβρία ήτο μετά του Καίσαρος. + + — Αλλ' εκείνη που μου εφορτώθη ποία ήτο; + + — Ήτο η θεία Αυγούστα. + +Βραχεία σιωπή επηκολούθησεν. + + — Ο Καίσαρ, είπεν ο Πετρώνιος, δεν ηδυνήθη να κρύψη ενώπιόν της την +σφοδράν επιθυμίαν του να λάβη την Ρουβρίαν και ίσως αύτη ηθέλησε να +εκδικηθή. Ευτυχώς δεν την ανεγνώρισες την Αυγούσταν, διότι αν +αναγνωρίζων αυτήν την απώθεις, θα εχάνεσο αφεύκτως και συ και η +Λίγεια και εγώ ίσως. + +Ο Βινίκιος εξέσπασεν: + + — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν, +τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι! + + — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε! + + — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν +θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και +τας κακουργίας σας! + + — Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός; + + — Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη. + +Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν +δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός +σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του +ανεψιού του. Εσκέπτετο ότι εάν επετύγχανε παρά του Καίσαρος διάταγμα +απελαύνον εκ Ρώμης τους χριστιανούς, η Λίγεια θα έφευγεν από την +πόλιν μαζί με τους άλλους λάτρεις του Χριστού και ο Βινίκιος θα +εσώζετο. Ήτο δυνατόν όμως το πράγμα τούτο; + +Τέλος, τρείς ημέρας μετά το συμπόσιον ο Νέρων απεφάσισε να αναχωρήση +εις το Άντιον και ο Πετρώνιος έπρεπε να τον ακολουθήση. Έσπευσεν +αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον +κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του +Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν. + + — Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου +επίσης. + + — Εάν δεν ήμην μεταξύ των κεκλημένων, απήντησεν ο Πετρώνιος, έπρεπε +να περιμένω την θανατικήν καταδίκην μου και δεν την περιμένω προ της +αποδημίας εις την Αχαΐαν. Θα είμαι εκεί πάρα πολύ ωφέλιμος εις τον +Νέρωνα. Η πρόσκλησις αύτη είναι διαταγή. + + — Και αν κανείς παρήκουε; + + — Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ +μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού +λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον. + + — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους +καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι! + + — Αργά το ενόησες, Βινίκιε. + + — Όχι, αλλά, βλέπεις, εζήτησες να μου αποδείξης ότι η διδασκαλία η +χριστιανική ήτο εχθρά της ζωής, ότι εδέσμευε τους ανθρώπους. Δύνανται +να υπάρχουν βαρύτεραι αλύσεις από αυτάς, τας οποίας ημείς φέρομεν; +Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σοβαρωτέρων πραγμάτων. Διηγήθην εις το +Παλατίνον ότι ήσο ασθενής· εν τοσούτω το όνομά σου ευρίσκεται εις τον +κατάλογον, όπερ αποδεικνύει ότι υπάρχει τις όστις δεν με επίστευε και +όστις εχρησιμοποίησε την επιρροήν του διά να σε εγγράψη. Διά τον +Νέρωνα δεν είσαι ειμή στρατιωτικός, με τον οποίον δύναταί τις να +ομιλή περί ιπποδρομιών το πολύ και όστις δεν έχει καμμίαν ιδέαν περί +ποιήσεως και μουσικής. Εάν το όνομά σου είναι γραμμένον εις τον +κατάλογον, εις την Ποππέαν οφείλεις αυτήν την τιμήν και τούτο +σημαίνει ότι το πάθος της δεν είναι ιδιοτροπία παροδική· θέλει να σε +κατακτήση. + + — Είναι τολμηρά η Αυγούστα! + + — Τολμηρά βεβαίως. Είθε η Αφροδίτη να της εμπνεύση άλλον έρωτα το +ταχύτερον! Αλλ' εν όσω σε ποθεί, οφείλεις να είσαι συνετός. Ο +Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν +υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι. + + — Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην, +ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν. + + — Τι θα χάσης πάλιν συ; Θα σε εμποδίση τούτο να αγαπάς την Λίγειάν +σου; Ενθυμήσου επί πλέον ότι η Ποππέα την είχεν ιδεί εις το Παλατίνον +και ότι δεν θα της είναι δύσκολον να υποπτεύση προς χάριν τίνος +περιφρονείς τόσον ανεκτίμητον εύνοιαν. Και τότε διά να εκδικηθή θα +την ανεύρη όπου και αν είναι κρυμμένη και θα προξενήσης όχι μόνον τον +όλεθρόν σου, αλλά και της Λιγείας τον όλεθρον· καταλαμβάνεις; + +Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν: + + — Ανάγκη να την ίδω. + + — Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι; + + — Όχι. + + — Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις +την Τραντισβέρην; + + — Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω. + + — Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν +δεν θέλη να σου προξενήση κακόν. + + — Εκείνη δεν με έσωσεν από τα χέρια του Ούρσου; + + — Εάν ούτως έχη, σπεύσον· διότι ο Χαλκοπώγων δεν θα βραδύνη να +αναχωρήση. Από το Άντιον δύναταί τις να εκδώση αποφάσεις εις θάνατον, +όπως και απ' εδώ. + +Ο Βινίκιος εσκέπτετο με τι μέσον θα ίδη την Λίγειαν. + +Εν τω μεταξύ τούτω, ο Χίλων έφθασεν όλως απροόπτως. Ενεφανίσθη άθλιος +και ρακένδυτος, αλλ' επειδή οι δούλοι είχον άλλοτε διαταχθή να τον +αφίνουν να εισέρχεται εις πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός, δεν +ετόλμησαν να του εμποδίσουν την δίοδον. Εκείνος εισήλθε κατ' ευθείαν +εις το άτριον και σταθείς ενώπιον του Βινικίου είπε: + + — Οι θεοί να σου δώσουν την αθανασίαν και να μοιράσουν μαζί σου την +κυριαρχίαν του κόσμου! + +Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην +εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την +αηδίαν. + + — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο +Βινίκιος. + + — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου +έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία. Έπειτα με έκλεψαν, με +κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν +αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι +δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον +αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου! + + — Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις; + + — Επικαλούμαι την βοήθειάν σου, Βάαλ, και σου φέρω την αθλιότητά +μου, τα δάκρυά μου, την αγάπην μου, — επίσης φέρω και νέα τα οποία +περισυνέλεξα προς χάριν σου. Γνωρίζω πού μένει η θεία Λίγεια, θα σου +δείξω, αυθέντα, τον δρομίσκον και την οικίαν . . . . + + — Πού; + + — Εις του Λίνου, του πρεσβυτέρου των χριστιανών ιερέως. Εκεί +ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις +ενός μυλωθρού, Δημά . . . ναι, του Δημά! . . . Ο Ούρσος εργάζεται την +νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα +τον συναντήσωμεν εκεί . . . . Ο Λίνος είναι γέρων . . . Και εκτός +αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν. Ω κύριε! κύριε! +από σε και μόνον εξαρτάται ίνα την νύκτα ταύτην ευρίσκεται εδώ μία +μεγαλόψυχος βασίλισσα. + +Το αίμα ανέβη εις την κεφαλήν του Βινικίου, και ο πειρασμός τον +συνεκλόνιζεν ολόκληρον. Η επιθυμία του να την αποκτήση εκορυφώθη και +εσκέπτετο: «Αν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, τις θα μου την +αρπάση; Αν η Λίγεια εγίνετο παλλακίς μου, τι άλλο θα πράξη, ειμή να +μείνη διά πάντοτε; Ας χαθούν όλα τα δόγματα! Τι με μέλλει διά τους +χριστιανούς με την ευσπλαγχνίαν των και με την πίστιν των; Δεν είναι +καιρός να ξαναρχίσω να ζω όπως όλος ο κόσμος; Όσον αφορά το τι θα +πράξη κατόπιν η Λίγεια, πώς θα συμβιβάση την νέαν τύχην της με το +δόγμα της, είναι πράγμα δευτερεύον και άνευ σημασίας. Προ παντός θα +γίνη ιδική μου, και σήμερον μάλιστα. Τι υπήρξεν η ζωή μου; μία +αλγηδών, έν πάθος ακόρεστον και μία συνήχεια ζητημάτων άλυτων. Όταν +αποκτήσω την Λίγειαν, όλα θα διακοπούν και όλα θα τελειώσουν». + +Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη ότι της ωρκίσθη πώς δεν θα κινήση πλέον την +χείρα κατ' αυτής. + +Αλλ' εις τι είχεν ορκισθή; Άλλως τε εάν εκείνη ησθάνετο +προσβεβλημένην εαυτήν, θα την ενυμφεύετο και εξήλειφεν ούτω το +αδίκημά του. + +Ναι, ησθάνετο ότι είχεν υποχρέωσιν εις τούτο, επειδή εις εκείνην +ώφειλε την ζωήν του! Και τότε ενεθυμήθη την ημέραν όποτε, μετά του +Κρότωνος, είχεν εισχωρήσει εις το άσυλον εκείνο, ανεπόλησε την πυγμήν +του Ούρσου την υψωθείσαν κατά της κεφαλής του και παν ότι +επηκολούθησεν. Την είδε κύπτουσαν επί της κλίνης του, ενδεδυμένην ως +δούλην ωραίαν, ως θεάν επουράνιον: Οι οφθαλμοί του εστράφησαν +ακουσίως προς το λάβαρον και προς τον μικρόν εκείνον σταυρόν, τον +οποίον του είχε δώσει όταν τον εγκατέλιπε. Θα ανταμείψη λοιπόν πάντα +ταύτα διά νέας αρπαγής; Και ησθάνθη αιφνιδίως ότι δεν ήρκει να την +έχη πλησίον του. Ευλογημένη θα είνε η κατοικία εκείνη εάν η Λίγεια +εισέλθη εις αυτήν εκουσίως. Ευλογημένη η στιγμή εκείνη, ευλογημένη η +ζωή; Αλλά να την αρπάση διά της βίας θα ήτο το ίδιον ως να την +εφόνευε διά παντός την ευτυχίαν εκείνην και συγχρόνως ως να +κατέστρεφε και καθίστα μισητόν παν ό,τι πολύτιμον και προσφιλέστερον +υπάρχει εις την ζωήν. + +Επί μόνη τη σκέψει ταύτη είχεν ήδη καταληφθή υπό φρίκης. Προσέβλεψε +τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την +χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως. + +Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι +συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν. Και επειδή δεν +ηδύνατο να συγκρατηθή, ηκολούθησε την ώθησιν της τρομεράς ρωμαϊκής +του φύσεως και στραφείς προς τον Χίλωνα: + + — Δεν θα πράξω εκείνο, το οποίον με συμβουλεύεις, αλλά διά να μη +φύγης χωρίς να λάβης την αμοιβήν, της οποίας είσαι άξιος, θα διατάξω +να σου δώσουν τριακόσιους ραβδισμούς εις τα εργαστήρια των δούλων +μου. + +Ο Χίλων είχε γίνη πελιδνός. Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου +είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και +κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην: + + — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ +ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . . +Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ; + + — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος. + +Και εκάλεσε τον επιστάτην. + +Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον +κάτωχρον. + + — Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν +. . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος! + +Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν. Εν ριπή οφθαλμού δύο +ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του +απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον +έσυραν εις το εργαστήριον. + + — Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του +διαδρόμου. + +Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν +ερεθίσει και εμψυχώσει. Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση +τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την +οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο +ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα +αντημείβετο ούτως ή άλλως. + + — Όχι δεν θα του αποδώσω κακόν αντί καλού και αργότερα, όταν μάθη +πώς εφέρθην προς εκείνον, όστις με παρώτρυνε να φέρω χείρα εναντίον +της, θα με ευγνωμονή. + +Εν τούτοις εσκέπτετο, εάν η Λίγεια επεδοκίμαζε την προς τον Χίλωνα +διαγωγήν του. Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την +συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ +σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι' +όνομα του Χριστού!» αντήχησεν εις την ψυχήν του. + +Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας +χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της +ποινής. + +Με την σκέψιν ταύτην ητοιμάζετο να καλέση τον επιστάτην, οπότε ούτος +παρουσιάσθη μόνος λέγων: + + — Αυθέντα, ο γέρων ελιποθύμησε και ίσως είναι νεκρός. Πρέπει να +εξακολουθήσω την μαστίγωσιν; + + — Ας τον επαναφέρουν εις τας αισθήσεις του και ας τον φέρουν εδώ. + +Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά +θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να +αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα +απεσύρθησαν. + +Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες +αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου. Και πεσών εις τα +γόνατα: + + — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας. + + — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του +Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν. + + — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε. + + — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την +οικίαν όπου μένει η Λίγεια. + + — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν. +Διάταξε να μου δώσουν τουλάχιστον τα υπολείμματα του πιάτου του +σκύλλου σου και θα έλθω! . . . + +Ο Βινίκιος διέταξε να του δώσουν να φάγη και του εδώρησε χρυσούν +νόμισμα, και μανδύαν. Αλλ' ο Χίλων, τον οποίον οι ραβδισμοί και η +πείνα είχον εξασθενίσει, δεν ηδυνήθη να βαδίση και μετά το γεύμα +εκείνο, αν και εφοβείτο μήπως ο Βινίκιος εξελάμβανε την αδυναμίαν του +ως αντίστασιν. + + — Μόνον ο οίνος ας με αναθερμάνη, επανελάμβανε κροτών τους οδόντας, +και πάραυτα θα δυνηθώ να βαδίσω, θα υπάγω μάλιστα μέχρι του κέντρου +της Ελλάδος. + +Ότε ανέλαβε τας δυνάμεις του, εξήλθεν. + +Η οδός ήτο μακρά. + +Ο Λίνος κατώκει, όπως οι πλείστοι των χριστιανών, εις την +Τρανστιβέρην, όχι μακράν της οικίας της Μαριάμ. Ο Χίλων έδειξε τέλος +εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου +κισσοφυούς. + + — Εκεί, αυθέντα. + + — Καλά, είπεν ο Βινίκιος. Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του· +λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο +Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους +τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου +Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα. Αλλ' εάν +εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε +μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της +πόλεως. + +Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε: + + — Θα λησμονήσω. + +Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού, +εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε: + + — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω! + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Ζ'. + + + +Κατ' ευθείαν ο Βινίκιος μετέβη εις την οικίαν όπου κατώκει η Μαριάμ. +Ο Τριβούνος την εχαιρέτησε μετ' ευπροσηγορίας. + +Εν τη οικία, εκτός της Μαριάμ και του υιού της Ναζαρίου, εύρε τον +Πέτρον, τον Γλαύκιον, τον Κρίσπον, καθώς και τον Παύλον τον Ταρσέα, +προσφάτως επανελθόντα εκ Φριγγέλης. + +Εις την θέαν του Βινικίου, η έκπληξις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπα όλων + + — Σας χαιρετώ εις το όνομα του Χριστού, τον οποίον τιμάτε. + + — Ας είναι δοξασμένον το όνομά του εις πάντας τους αιώνας! + + — Εγνώρισα τας αρετάς σας και εδοκίμασα την καλωσύνην σας· διά τούτο +έρχομαι ως φίλος. + + — Και ημείς θα σε δεχθώμεν ως φίλον, απεκρίθη ο Πέτρος. Κάθησε, +άρχων, και λάβε μέρος εις το δείπνόν μας· είσαι ξένος μας. + + — Θα μετάσχω του δείπνου σας· αλλά προηγουμένως ακούσατέ με. Συ, +Πέτρε, και συ Παύλε Ταρσεύ, θέλω να έχετε απόδειξιν της ειλικρινείας +μου. Ειξεύρω πού είναι η Λίγεια· ήμην προ ολίγου έμπροσθεν της οικίας +του Λίνου, εδώ πλησίον. Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου +απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους +περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και +να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο. + + — Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία +σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος. + + — Άλλοτε, πριν ευρεθώ μεταξύ υμών βεβαίως, θα την άρπαζα και θα την +εκράτουν διά της βίας, αλλ' αι αρεταί σας, η διδασκαλία σας, αν και +δεν την πρεσβεύω, ήλλαξαν κάτι εν τη ψυχή και δεν τολμώ πλέον να +καταφύγω εις την βίαν. Αποτείνομαι λοιπόν προς σας, οίτινες +αναπληρούτε τον πατέρα και την μητέρα της Λιγείας και σας λέγω: +«Δώσατέ μου αυτήν ως σύζυγον και σας ορκίζομαι ότι όχι μόνον δεν θα +της απαγορεύσω να πρεσβεύη τον Χριστόν, αλλ' ότι θα αρχίσω και εγώ να +μελετώ το δόγμα της. + +Ωμίλει με την κεφαλήν υψηλά και με φωνήν αποφασιστικήν. + +Εν τούτοις ήτο συγκεκινημένος και αι κνήμαι του έτρεμον υπό τον +μανδύαν του τον σφιγκτόν εις την οσφύν. Σιγή υπεδέχθη τους λόγους +του· κατόπιν, ως διά να προλάβη απάντησιν δυσμενή, εξηκολούθησεν: + + — Ηξεύρω ποία είναι τα εμπόδια, αλλά την αγαπώ ως την κόρην των +οφθαλμών μου και μολονότι δεν είμαι ακόμη Χριστιανός, δεν είμαι +εχθρός σας, ούτε εχθρός του Χριστού. Άλλος τις θα σας έλεγεν ίσως: +«Βαπτίσατέ με!» Εγώ σας επαναλαμβάνω: «Διαφωτίσατέ με!» Πιστεύω ότι +ο Χριστός ηγέρθη εκ νεκρών, διότι εκείνοι οίτινες βεβαιούν τούτο +είναι άνθρωποι ζώντες εν αληθεία και οίτινες τον είδον ζώντα μετά +θάνατον. Πιστεύω, επειδή το εδοκίμασα μόνος, ότι το κήρυγμά σας γεννά +την αρετήν, την δικαιοσύνην, την ευσπλαγχνίαν και όχι τας κακουργίας, +δι' ας σας κατηγορούν. Η διδασκαλία σας μετέβαλε κάτι τι εντός μου. + +Αι οφρύς του συνεσπάσθησαν και ερύθημα ανήλθεν εις τας παρειάς του· +έπειτα εξηκολούθησε ταχύτερον ομιλών μετ' αυξανούσης συγκινήσεως. + + — Το βλέπετε! Βασανίζομαι και από τον έρωτά μου και από την +αμφιβολίαν. Όταν σκέπτομαι ότι η Λίγεια είναι καθαρά ως η χιών των +ορέων, την αγαπώ περισσότερον, και όταν σκέπτομαι ότι υπάρχει τοιαύτη +χάρις εις την διδασκαλίαν σας, αγαπώ την διδασκαλίαν ταύτην και θέλω +να την γνωρίσω! Μου είπαν ότι η θρησκεία σας εις ουδέν λογίζεται την +ζωήν, ούτε τας ανθρωπίνους ηδονάς, ούτε την ευτυχίαν, ούτε τους +νόμους ούτε την ρωμαϊκήν ισχύν. Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα +ότι είσθε μωροί . . .Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά +κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί +της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας; +Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά +τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς +εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ' +αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της +θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου! + +Ο Πέτρος είπεν: + + — Ημείς φέρομεν την αγάπην. + +Και ο Παύλος ο Ταρσεύς προσέθηκεν: + + — Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη +έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον. + +Η καρδία του γηραιού Πέτρου είχε συγκινηθή υπό της ψυχής ταύτης της +βασανιζομένης, ήτις, ως πτηνόν κλεισμένον εν κλωβώ, εξώρμα προς τον +ήλιον. Έτεινε τας χείρας προς τον Βινίκιον και είπεν: + + — Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Η χάρις του Κυρίου είναι μετά σου· +σε ευλογώ λοιπόν, σε και την ψυχήν σου και την αγάπην σου, εν ονόματι +του Λυτρωτού! + +Ο Βινίκιος ακούσας τας λέξεις ταύτας της ευλογίας ώρμησε προς τον +Πέτρον, και ο απόγονος αυτός των Κυριτών, όστις προσφάτως ακόμη δεν +ήθελε να αναγνωρίζη πάντα ξένον ως άνθρωπον, έλαβε τας χείρας του +γέροντος Γαλιλαίου και τας έθλιψεν ευγνωμόνως εις τα χείλη του. + +Ο Πέτρος εχάρη, εννοήσας ότι το αλιευτικόν του δίκτυον είχε συλλάβη +μίαν ψυχήν επί πλέον, και οι παρεστώτες ανέκραξαν μια φωνή: + + — Δόξα εν Υψίστοις Θεώ! + +Ο Βινίκιος ύψωσεν ακτινοβόλον το πρόσωπον. + +Βλέπω, είπεν, ότι η ευτυχία δύναται να παραμένη μεταξύ σας, επειδή +αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, και υποθέτω ότι θα με πείσετε να δεχθώ την +διδασκαλίαν σας. Αλλ' ο Καίσαρ απέρχεται εις Άντιον, και οφείλω να +τον ακολουθήσω. Ειξεύρετε ότι, αν παρακούση τις, κρίνεται άξιος +θανάτου. Αλλ' εάν θέλετε, έλθετε μετ' εμού ίνα μου διδάξετε την +αλήθειαν ταύτην. Εκεί θα είσθε εν ασφαλεία και θα δυνηθήτε να +διαδώσετε την αλήθειαν και εις την αυλήν του Καίσαρος. Έχω μίαν +έπαυλην εις Άντιον, όπου θα συνερχώμεθα μακράν του Καίσαρος διά να +ακροώμεθα την διδασκαλίαν σας. + +Εκείνοι ανελογίζοντο μετά χαράς την νίκην του κηρύγματός των και την +απήχησιν, την οποίαν θα είχεν ανά τον εθνικόν κόσμον ο +εκχριστιανισμός ενός άρχοντος, απογόνου μιας των αρχαιοτέρων +οικογενειών της Ρώμης. Ο Πέτρος είχε μέγα στάδιον διά το κήρυγμά του +εν Ρώμη, και δεν είχε καιρόν διά να αναχωρήση· διά τούτο ο Παύλος +συγκατένευσε να συνοδεύση τον νεαρόν τριβούνον εις Άντιον. + +Καίτοι ο Βινίκιος εθλίβη, διότι ο Πέτρος, προς τον οποίον ησθάνετο +τόσην ευγνωμοσύνην, δεν ηδύνατο να έλθη μετ' αυτού, ηυχαρίστησεν +εγκαρδίως, έπειτα δε εστράφη προς τον γηραιόν απόστολον διά να τω +απευθύνη μίαν τελευταίαν αίτησιν. + + — Αφού γνωρίζω την κατοικίαν της Λιγείας, είπε, θα ηδυνάμην να υπάγω +μόνος μου να την εύρω και να την ερωτήσω, αν θα με δεχθή ως σύζυγον, +όταν η ψυχή μου γίνη χριστιανή· αλλά προτιμώ να παρακαλέσω σε, +απόστολε, να μου επιτρέψης να την ίδω, να με οδηγήσης συ αυτός προς +εκείνην. Ας την ίδω πριν αναχωρήσω, ας μάθω από το στόμα της αν θα +λησμονήση το κακόν, το οποίον της έκαμα, και αν θα θελήση να γίνη +σύντροφος της ζωής μου. + +Ο Πέτρος εμειδίασε μετ' αγαθότητος: + + — Και ποίος θα σου αρνηθή την λογικήν αυτήν ευχαρίστησιν, τέκνον +μου; + +Έπειτα έστειλε την Μαριάμ να ζητήση την Λίγειαν, συστήσας εις αυτήν +να μη είπη ποίος ευρίσκετο μεταξύ των. + +Η απόστασις ήτο μικρά. + +Μετ' ολίγον οι παριστάμενοι είδον εν μέσω των μυρσινών του μικρού +κήπου την Μαριάμ, ήτις ωδήγει την Λίγειαν εκ της χειρός. + +Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν +της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας +δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι +διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν +ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα +του. + +Τώρα εκείνη ήτο εκεί, ερυθριώσα, ωχριώσα, με έκπληξιν και φόβον εις +τους οφθαλμούς οίτινες διηρώτων τι συμβαίνει. + +Εκείνη δεν είδε παρά βλέμματα φωτεινά και πλήρη αγαθότητος. + + — Ο απόστολος Πέτρος την επλησίασε και είπε: + + — Λίγεια, τον αγαπάς ακόμη; + +Επηκολούθησε στιγμή σιωπής. Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου, +το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον, +αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του. + + — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων. + +Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις +τους πόδας του Πέτρου. + + — Μάλιστα. + +Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της. Ο Πέτρος έθηκε τας +χείρας επί των κεφαλών των λέγων: + + — Αγαπάσθε εν Κυρίω και διά την δόξαν Αυτού, διότι δεν υπάρχει +αμάρτημα εις την αγάπην σας. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +Εις τον μικρόν κήπον ο Βινίκιος διηγείτο εις την νεάνιδα, με λέξεις +προερχομένας από την καρδίαν, εκείνο το οποίον προ μιας στιγμής είχεν +ομολογήσει εις τους Αποστόλους, την ταραχήν της ψυχής του, τας +μεταμορφώσεις, τας οποίας αύτη είχεν υποστή και τέλος την άμετρον +εκείνην θλίψιν, ήτις είχεν επισκιάσει την ζωήν του, αφ' ότου είχε +καταλίπει την οικίαν της Μαριάμ. Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων +και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν, +ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης +του και ότε τον είχε καταλίπει. Τη είπε προσέτι ότι ο Χίλων είχεν +ανακαλύψει την κατοικίαν της και τον είχε συμβουλεύσει να την αρπάση, +αλλ' ούτος ετιμώρησε τον πανούργον, προτιμήσας να ζητήση από τους +αποστόλους τον λόγον της αληθείας και αυτήν ως σύζυγον . . . +Ευλογημένη να είναι η στιγμή οπότε του ήλθεν η έμπνευσις αύτη, αφού +ευρίσκεται τώρα πλησίον της και αυτή δεν θα τον αποφύγη πλέον. + + — Δεν απέφευγα σε, είπεν η Λίγεια. + + — Αλλά διατί έφυγες; + +Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα +την κεφαλήν, απήντησε: + + — Το ηξεύρεις . . . + +Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε +να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο. + +Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με +αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν +άγαλμα, αλλά μία ψυχή. + +Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν +και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την +είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της. + + — Ω Λίγεια! Λίγεια! + +Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη +ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι +εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή +θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την +οργήν των. + + — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα +έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς. Όταν ούτος μου διδάξη την αλήθειάν σας, +τότε θα βαπτισθώ και θα επιστρέψω εις την Ρώμην Χριστιανός πλέον, θα +ανακτήσω την φιλίαν των Αούλων, οι οποίοι επανέρχονται εις την πόλιν +μίαν των ημερών αυτών και δεν θα υπάρχουν πλέον εμπόδια. Τότε θα έλθω +να σε λάβω και θα σε εγκαταστήσω εις τον οίκον μου. Ω! φιλτάτη! +φιλτάτη! + +Η Λίγεια ύψωσε προς αυτόν τους ακτινοβολούντας οφθαλμούς και +απεκρίθη: + +Τότε θα σοι είπω: «Όπου θα είσαι, Γάιε, θα είμαι και εγώ η Γαία». + +Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια +εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν +τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν: + + — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά +σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν +μου. + +Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη: + + — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . . + + — Ηξεύρω, η παράνυμφος συνήθως τα φέρει όπισθεν της μνηστής, αλλά +κάμε τούτο προς χάριν μου. Θα τα πάρω μαζί μου εις την εν Αντίω +έπαυλίν μου και θα ομιλούν διά σε. + +Και με τας χείρας ηνωμένας επανελάμβανε: + +Η Πομπωνία θα επανέλθη μίαν των ημερών αυτών. Κάμε τούτο προς χάριν +μου, θεσπεσία, κάμε το, προσφιλεστάτη. + + — Ας κάμη η Πομπωνία ό,τι θελήση, απεκρίθη η Λίγεια επί μάλλον +ερυθριώσα, μόλις εσκέπτετο την παράνυμφον. + +Αλλ' η Μαριάμ εφάνη εις την θύραν και τους προσεκάλεσε να έλθωσι να +συγγευματίσωσιν. Εκείνοι εκάθησαν μεταξύ των αποστόλων, οίτινες τους +παρετήρουν μετά θαυμασμού, βλέποντες εν αυτοίς την νέαν γενεάν, ήτις +μετά τον θάνατον εκείνων θα εξηκολούθει να σπείρη τον σπόρον της +διδασκαλίας των. + +Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων +εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον. + +Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των +καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν. + +Την στιγμήν εκείνην εφάνη ο Παύλος, όστις ιδών αυτούς ούτω +συνηνωμένους και στραφείς προς τον Βινίκιον είπεν: + + — Ιδέ λοιπόν, Βινίκιε, αν ημείς είμεθα εχθροί της ζωής και της +χαράς . . . + +Ο Βινίκιος απεκρίθη: + + — Ουδέποτε υπήρξα τόσον ευτυχής, όσον μεταξύ σας. + +Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του, +παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον +υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα +παραπετάσματα. + + — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την +θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου. + + — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος. + + — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον. + + — Τι νέα; + + — Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον +στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του +Αντίου και περί άλλων ακόμη. + + — Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον +φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος. + +Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος +το εσπερινόν δείπνον. + + — Ναι, αγαπητέ μου, είπεν ο Βινίκιος, ο κόσμος μέλλει να αναπλασθή, +να αναγεννηθή. + + — Θα μοι επιτρέψης, είπεν ο Πετρώνιος, να στείλω τους δούλους σου με +έν φορείον να φέρουν εδώ την Ευνίκην; ξενύσταξα πλέον και θέλω να +διασκεδάσωμεν απόψε. Προσκάλεσε και τον κιθαρωδόν σου και κατόπιν +ομιλούμεν διά το Άντιον. + +Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ' +εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον. +«Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους +μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν. Άκουσε +με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου +Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν +ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την +απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας; + + — Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν. + + — Η Λίγεια είναι μνηστή μου. + + — Ε; + +Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. + + — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. + + — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. + +Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από +δούλους. + +Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Δημάν, τον απελεύθερον, και είπεν: «Όσοι +έχουν υπηρετήσει εις την οικίαν μου επί είκοσιν έτη, ας +παρουσιασθώσιν αύριον εις τον Πραίτορα, θα λάβουν την απελευθέρωσίν +των. Οι άλλοι θα λάβουν έκαστος τρεις χρυσούς και διπλήν μερίδα +τροφής επί μίαν εβδομάδα. Η ημέρα αύτη είναι ημέρα ευτυχίας δι' εμέ +και θέλω η χαρά να βασιλεύση εις την οικίαν μου. + +Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να +πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα +τα στόματα ανέκραξαν: + + — Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι! + +Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή +ψάλλοντες φαιδρά άσματα. + + — Αύριον, είπεν ο Βινίκιος εις τον οικονόμον του, θα τους +συναθροίσης εις τον κήπον και θα τους προστάξης να χαράξουν εμπρός +των ό,τι σημείον θελήσουν. Όσοι χαράξουν ιχθύν, θα απελευθερωθούν υπό +της Λιγείας. + +Αλλ' ο Πετρώνιος, όστις επί μακρόν δεν εξεπλήσσετο διά τίποτε, είχεν +ανακτήσει ήδη την ψυχραιμίαν του. + + — Ιχθύν; . . . είπεν. Α! ενθυμούμαι τι έλεγεν ο Χίλων· είναι σημείον +των χριστιανών. Η ευδαιμονία είναι πάντοτε εκεί όπου έκαστος την +βλέπει. Είθε επί μακρά έτη να είναι γεμάτος από τριαντάφυλλα ο δρόμος +σας. Σου εύχομαι παν ό,τι επιθυμείς! + + — Σε ευχαριστώ· ενόμιζα ότι θα με εμέμφεσο, και βλέπεις ότι θα ήτο +ματαιοπονία. + + — Εγώ να σε μεμφθώ; Τουναντίον σου λέγω ότι καλώς πράττεις, θα σου +κάμω και μίαν ερώτησιν· είσαι χριστιανός; + + — Όχι ακόμη, αλλ' ο απόστολος Παύλος έρχεται μαζί μου διά να μου +διδάξη την διδασκαλίαν του Χριστού. Ακολούθως θα δεχθώ το βάπτισμα . . . +Διότι είναι ψεύδος, ότι εκείνοι είναι εχθροί της ζωής και της +χαράς, όπως έλεγες. + + — Τόσον το καλλίτερον διά σε και διά την Λίγειαν! + +Έπειτα σείων τους ώμους, είπεν: + + — Η ικανότης των ανθρώπων τούτων εις το να ελκύωσι προσηλύτους είναι +μοναδική. Και πόσον διαδίδεται η αίρεσις αύτη! Ναι! είναι χιλιάδες +και μυριάδες εν Ρώμη, εις τας πόλεις της Ιταλίας, ανά την Ελλάδα και +την Ασίαν. Υπάρχουν χριστιανοί και μεταξύ των πραιτωριανών, υπάρχουν +και εις αυτό το Παλάτιον του Καίσαρος. Δούλοι και πολίται, πτωχοί και +πλούσιοι, όχλος καθώς και πατρίκιοι ασπάζονται το θρήσκευμα. + + — Μη κινής τους ώμους, διότι ποίος ηξεύρει εάν μετά ένα μήνα ή μετά +έν έτος το πολύ δεν θα γίνης και συ ο ίδιος . . . χριστιανός; + + — Εγώ; είπεν ο Πετρώνιος. Όχι δεν θα ασπασθώ το θρήσκευμα αυτό και +αν εγκλείη την αλήθειαν και την σοφίαν, την ανθρωπίνην άμα και την +θείαν . . . Τούτο θα απήτει κόπον και εγώ δεν αγαπώ να κοπιάζω. + +Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να +ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας. + +Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον. + +Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν +του Χίλωνος. + + — Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων. Όσον +αφορά τον Χίλωνα, εγώ θα του έδιδα πέντε χρυσά· πλην αφού άπαξ +διέταξες να τον μαστιγώσουν, έπρεπε να τον θανατώσουν διά της +μάστιγος, διότι τις οίδεν αν μίαν ημέραν δεν γίνη και αυτός επίφοβος, +αλλά νυστάζω και καλόν είναι να φεύγωμεν «καλήν νύκτα λοιπόν». + +Ο Πετρώνιος και η Ευνίκη απήλθον. + +Μετά την αναχώρησίν των ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην του και +έγραψε προς την Λίγειαν την εξής επιστολήν: + +«Θέλω, ανοίγουσα τους ωραίους σου οφθαλμούς, θεσπεσία μου, να εύρης +μίαν καλημέραν εις την επιστολήν ταύτην. Διά τούτο σου γράφω απόψε, +πριν κοιμηθώ, αν και θα σε ίδω αύριον. Ο Καίσαρ αναχωρεί εντός δύο +ημερών εις Άντιον, και εγώ, φευ! είμαι ηναγκασμένος να τον συνοδεύσω. +Ως σοι είπον ήδη, εάν δεν υπακούσω, θα εκθέσω την ζωήν μου και δεν θα +είχον το θάρρος να αποθάνω. + +»Εν τούτοις, εάν δεν θέλης να αναχωρήσω, απάντησον με μίαν λέξιν, και +μένω· ας φροντίση τότε ο Πετρώνιος να αποτρέψη τον κίνδυνον απ' εμού. +Την ημέραν ταύτην της χαράς έδωσα αμοιβάς εις όλους τους δούλους μου +και όσοι υπηρέτησαν παρ' εμοί επί είκοσιν έτη θα μεταβώσιν αύριον εις +τον πραίτωρα διά να απελευθερωθώσι. Συ, πολυαγαπημένη μου, θα με +συγχαρής δι' αυτό, διότι νομίζω, ότι τούτο είναι σύμφωνον με το δόγμα +το οποίον πρεσβεύεις· το έπραξα προς χάριν σου: θα τους είπω ότι εις +σε οφείλουν την ελευθερίαν των διά να δοξάζουν το όνομά σου. + +»Εγώ όμως, απ' εναντίας, θέλω να γίνω ο δούλος της ευτυχίας και +δούλος ιδικός σου, και εύχομαι να μη ελευθερωθώ ποτέ. Κατηραμένον να +είναι το Άντιον, το οποίον θα μας χωρίση προσωρινώς, κατηραμένα τα +ταξείδια του Αενοβάρβου! Τρισμακάριστος διότι δεν είμαι τόσον +πολυμαθής όσον ο Πετρώνιος, διότι τότε θα ήμην ίσως υποχρεωμένος να +υπάγω εις την Ελλάδα. Αλλ' η ανάμνησίς σου θα γλυκάνη δι' εμέ τας +ώρας του χωρισμού. Οσάκις θα δύναμαι να είμαι ελεύθερος, θα ιππεύω +και θα έρχωμαι μέχρι της Ρώμης, διά να καταθέλγω τους οφθαλμούς μου +με το να σε βλέπουν και τα ώτα μου με την γλυκύτητα της φωνής σου. +Όταν θα μου είναι δυνατόν να έλθω, θα στέλλω ένα δούλον με επιστολήν +να πληροφορήται περί σου. + +» Σε ασπάζομαι, θεσπεσία μου, και πίπτω εις τους πόδας σου. Μη +οργίζου, αν σε αποκαλώ θεσπεσίαν μου: εάν μου το απαγορεύσης, θα +υπακούσω εις σε, αλλά σήμερον δεν ηξεύρω ακόμη να σε αποκαλέσω άλλως. +Σε ασπάζομαι από το κατώφλιον της μελλούσης κατοικίας σου. + +» Σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.» + Βινίκιος + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +Ήτο γνωστόν εις την Ρώμην ότι ο Καίσαρ θα επεσκέπτετο κατά την +διέλευσίν του την Ώστιαν, όπου είχε καταπλεύσει εξ Αλεξανδρείας το +μέγιστον πλοίον του κόσμου με φορτίον σίτου και ότι εκείθεν διά της +παραλιακής οδού θα μετέβαινεν εις το Άντιον. Ολίγας ημέρας πρότερον +είχον δοθή διαταγαί· επίσης από πρωίας πλησίον της πύλης της Ωστίας, +είχε συναθροισθή πλήθος περιέργων, εν τω οποίω ο ρωμαϊκός όχλος +ανεμιγνύετο με αντιπροσώπους όλων των εθνών του κόσμου. + +Ο Καίσαρ εσυνήθιζε να συναποκομίζη εις το ταξίδιον όλα τα +αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηρέσκετο να ζη, και εις τον παραμικρόν +σταθμόν ηδύνατο να παραγγείλη να του εγκαθιστούν ένα προσφιλή +διάκοσμον από αγάλματα και μωσαϊκά. Κατά τας μετατοπίσεις του ο +Καίσαρ συνωδεύετο από ολόκληρον στρατόν υπηρετών, εκτός των ταγμάτων +των πραιτωριανών, εκτός των αυγουστιανών και των συνοδειών του. + +Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους +όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη +το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο +να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους +απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας +αγρίας κραυγάς των βοσκών. Μετά την διέλευσιν των όνων, μία ομάς +νεαρών δούλων ετέρπετο εις την οδόν, την οποίαν εσκούπιζον και +έστρωνον με άνθη και κλάδους πεύκης. Η πρωία επροχώρει και το πλήθος +εγένετο πυκνότερον. + +Διήλθον οι Νουμηδοί ιππείς της πρωταιριανής φρουράς. Το μαύρον +πρόσωπόν των εχρυσίζετο από την λάμψιν των κρανών, αι αιχμαί των +δοράτων των έλαμπον ως σπινθήρες . . . Και η παρέλασις ήρχισεν. + +Ο κόσμος παρηκολούθει την παρέλασιν της συνοδείας. + +Πρώτον προέβαινον οχήματα με σκηνάς ερυθράς, κυανάς και λευκάς, με +τάπητας της Ανατολής, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, κλωβία με παντοειδή +πτηνά, των οποίων οι μυελοί και τα εντόσθια θα παρετίθεντο εις την +αυτοκρατορικήν τράπεζαν, αμφορείς οίνου και κάνιστρα οπωρικών. Αλλά +τα αντικείμενα, τα οποία εκινδύνευον να υποστώσι βλάβην επάνω εις τα +αμάξια, εφέροντο πεζή: υπήρχον όμιλοι αχθοφόρων διά τα εκ κορινθιακού +ορειχάλκου αγαλμάτια, έτερος όμιλος διά τα τυρηννικά, άλλος διά τα +ελληνικά αγγεία, άλλος διά τα χρυσά, τα αργυρά δοχεία και τα +κατεσκευασμένα από ύελον της Αλεξανδρείας. Μικρά αποσπάσματα +πραιτοριανών, πεζών ή ιππέων, εχώριζον τους ομίλους των αχθοφόρων και +έκαστον όμιλον επέβλεπον φύλακες με μαστίγια φέροντα εις το άκρον +μόλυβδον ή σίδηρον. Η συνοδεία εκείνη των δούλων, φερόντων μετ' +επισημότητος τα πολύτιμα αντικείμενα, ωμοίαζε με πάνδημόν τινα +θρησκευτικήν λιτανείαν και η αναλογία κατέστη ακόμη πλέον αισθητή, +όταν εφάνησαν τα μουσικά όργανα, άρπαι, βάρειτοι ελληνικαί, βάρειτοι +εβραϊκαί ή αιγυπτιακαί, λύραι, φόρμιγγες, κιθάραι, αυλοί, σύριγγες, +κύμβαλα. + +Έπειτα ήρχοντο επί λαμπρών αρμάτων οι σχοινοβάται, οι ορχησταί και αι +ορχηστρίδες. Κατόπιν επί αρμάτων ηκολούθουν οι δούλοι, οι +προωρισμένοι διά τους αγώνας, νεανίσκοι και νεάνιδες συλλεχθέντες εν +Ελλάδι και Μικρά Ασία με μακράς βοστρυχώδεις κόμας αναδεδεμένας με +ταινίας χρυσάς. + +Λέοντες και τίγρεις τιθασσευμένοι από επιτηδείους δαμαστάς και +χρησιμεύοντες εις τον Νέρωνα ως υποζύγια κτήνη, όταν όμως ήθελε να +μιμηθή τον Διόνυσον, ηκολούθουν επί των επομένων αρμάτων. + +Ινδοί και Άραβες εκράτουν το ζώα ταύτα διά χαλυβδίνων κρίκων +καλυπτομένων εντελώς υπό τα άνθη. Και τα θηρία με τα άτονα γλαυκά +βλέμματά των παρετήρουν εγείροντα ενίοτε τας κολοσσιαίας κεφαλάς των +και ωσφραίνοντο την οσμήν του λαού. + +Και πάλιν αυτοκρατορικά οχήματα, φορεία, μία σπείρα πραιτωριανών +αποτελουμένη από εθελοντάς εξ Ιταλίας, πολυπληθές άθροισμα +κομψοπρεπών δούλων και νεανίσκων και κατόπιν ο Καίσαρ. + +Ο Απόστολος Πέτρος, θέλων να ίδη τον Νέρωνα, ήτο μεταξύ του πλήθους +μετά της Λιγείας, καλυπτούσης το πρόσωπον διά πέπλου πυκνού, και του +Ούρσου, του οποίου η ρωμαλαιότης παρείχεν εις την νεάνιδα προστασίαν +ασφαλή. + +Ο Λιγειεύς έλαβεν ογκώδη λίθον, προωρισμένον διά την κατασκευήν του +ιερού της Δήμητρας, και τον έφερε προς τον Απόστολον, όστις ανέβη επ' +αυτού διά να ίδη καλλίτερον την παρέλασιν. + +Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε +τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον +λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών +εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν. + +Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της +Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά +τους πόδας του, ο Καίσαρ. + +Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα +το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε +παχυνθή απαισθητώς. Ο διπλούς πώγων του καθίστα το πρόσωπόν του +πλατύτερον, ούτως ώστε τα χείλη του, ήδη πολύ πλησίον της ρινός, +εφαίνοντο ότι ηνοίγοντο υπό τους ρώθωνας. Ο μέγας λαιμός του ήτο +περιτετυλιγμένος εις μεταξωτόν μανδύλιον, το οποίον ανά πάσαν στιγμήν +διηυθέτει με χείρα ευτραφή, της οποίας το ερυθρόχρουν τρίχωμα +εσχημάτιζεν υπό τας παλάμας είδος αιματοβαφούς παρδαλώματος· δεν +απεψίλωνε τας χείρας του, διότι τω είχον ειπή ότι τούτο δυνατόν να +είχεν ως συνέπειαν τρόμον των δακτύλων, όστις θα τον ημπόδιζεν από +του να παίζη βάρειτον. + +Άπειρος κενοδοξία εικονίζετο επί του προσώπου του μετά κοπώσεως και +ανίας. Το όλον του προσώπου του ήτο φρικώδες και βάναυσον. + +Ο όχλος εκραύγαζε: Χαίρε, θεσπέσιε! χαίρε, νικηφόρε! χαίρε, +ασύγκριτε! υιέ του Απόλλωνος! Άπολλον, χαίρε! + +Εκείνος εμειδία. Πλην ενίοτε άνθρωποι οίτινες δεν εγνώριζον την +προφητικήν αυτών αστειότητα, κρυμμένοι όπισθεν σωρών λίθων και +όπισθεν των θεμελίων του ναού, ωρύοντο: Μητροκτόνε! Ορέστα! +Αλκμαίων! Άλλοι πάλιν εφώναζον: Τέρας, θηρίον! Πού είναι η Οκταβία; +Δος τον πορφυρούν μανδύαν σου! + +Το οξύ ους του Νέρωνος αντελαμβάνετο τας ύβρεις ταύτας, και τότε +επλησίαζεν εις το όμμα του τον κατειργασμένον σμάραγδόν του, ως διά +να αναζητήση και να σημειώση τους υβριστάς. Ούτως είδε τον απόστολον +μεταξύ του πλήθους, ιστάμενον επί του ογκώδους λίθου. + +Τα βλέμματα των δύο εκείνων ανδρών διεσταυρώθησαν. + +Κατά την ζοφεράν εκείνην στιγμήν ευρέθησαν αντιμέτωποι οι δύο κύριοι +του σύμπαντος· ο είς αντιπρόσωπος του σκοτεινού παρελθόντος, όστις +έμελλε να εκλίπη ως όνειρον αιματηρόν, και ο έτερος αντιπρόσωπος του +φαεινού μέλλοντος, ο γέρων εκείνος, ο φέρων ταπεινόν χιτώνα, όστις +διά της διδασκαλίας την οποίαν εκήρυττεν, έμελλε να υποτάξη +πνευματικώς τον κόσμον ολόκληρον και την πόλιν εκείνην εις τους +αιώνας των αιώνων. + +Ο Καίσαρ είχε διέλθει. Αμέσως όπισθέν του εφάνησαν οκτώ Αφρικανοί +φέροντες φορείον μεγαλοπρεπές, όπου εκάθητο η Ποππέα, εκείνη την +οποίαν απηχθάνετο ο λαός, ενδεδυμένη ως ο Νέρων, εις χρώμα αμεθύστου, +εψιμμυθιωμένη, σκεπτική και ακίνητος. + +Ο ήλιος είχε προ πολλού αρχίσει να κλίνη, όταν ήρχισεν η παρέλασις +των πιστών φίλων του Καίσαρος, των αυγουστιανών, πομπή εκτυλισσομένη +ως μαρμαίρων όφις. Το πλήθος εμειδία μετ' ευμενείας εις την διέλευσιν +του Πετρωνίου, καθημένου εν τω φορείω μετά της ευνοουμένης δούλης +του. Ο Τιγγελίνος από καιρού εις καιρόν ανεσηκώνετο επάνω εις το άρμα +του και ετέντωνε τον λαιμόν του διά να ίδη αν ο Καίσαρ τον εκάλει διά +νεύματος. Το πλήθος εχαιρέτα τον Μηνιόν Πιπίνα δι' επευφημιών, τον +Βιτέλλιον διά γελώτων, και τον Βατίνον διά συριγμών. Δεν έλειπον +μεταξύ του πλήθους άνθρωποι άθλιοι με κενάς γαστέρας, και όμως το +θέαμα εκείνο υπεδαύλιζε την επιθυμίαν των, παρέσχεν εις αυτούς +αγέρωχον αίσθημα της ρωμαϊκής ισχύος και ατρωσίας, ως επρέσβευε το +σύμπαν. + +Ο Βινίκιος ήτο μετά των τελευταίων της πομπής. Εις την θέαν του +Αποστόλου και της Λιγείας, την οποίαν δεν ήλπιζε να συναντήση, +επήδησεν από το άρμα του. + + — Ήλθες; Δεν ηξεύρω πώς να σε ευχαριστήσω, ω Λίγεια! Ο Θεός δεν +ηδύνατο να μου στείλη καλλίτερον οιωνόν. Έσο ευλογημένη. Σε +αποχαιρετώ, αλλά δι' ολίγον χρόνον. Εις τον δρόμον μου θα εγκαταστήσω +σταθμούς παρθικών ίππων και θα διέρχωμαι πλησίον σου πάσαν ημέραν, +κατά την οποίαν θα είμαι ελεύθερος, μέχρις ότου επιτύχω άδειαν διά να +επανέλθω. Καλήν αντάμωσιν! + + — Καλήν αντάμωσιν, Μάρκε, απήντησεν η Λίγεια. Είθε ο Χριστός να σε +οδηγή και είθε να ανοίξη την ψυχήν σου εις τους λόγους του αποστόλου +Παύλου! + + — Θησαυρέ μου, ας γίνη ως λέγεις! Ο Παύλος προτιμά να συμπορεύεται +μεταξύ των ανθρώπων μου, και να είναι μαζί μου και να είναι +διδάσκαλός μου και σύντροφός μου. Χαίρε. Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον, +συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου. +Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη; + +Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν +πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε: + + — Είναι άσχημον; + +Το μειδίαμά της ενείχε μικράν δόσιν νεανικής πονηρίας· ο Βινίκιος την +παρετήρησε με θαυμασμόν και απεκρίθη: + + — Είναι άσχημον διά τους οφθαλμούς μου, οι όποιοι θα ήθελον να +βλέπουν μόνον σε μέχρι θανάτου. + +Και προς μεγάλην έκπληξιν του όχλου, ο ευγενής Αυγουστιανός έθεσε τα +χείλη του επί των χειρών της ταπεινής νεάνιδος: + + — Χαίρε . . . . + +Ανεχώρησε ταχέως, επειδή η αυτοκρατορική πομπή είχε προχωρήσει ήδη. Ο +Απόστολος Παύλος τον ηυλόγησε δι' αοράτου σημείου του Σταυρού και +κατόπιν μετά της Λιγείας διηυθύνθη προς την Τρανστιβέρην. + +Καθ' οδόν έκαμε μυρίας σκέψεις: Η πόλις αύτη, διενοείτο, η +διεφθαρμένη μέχρι μυελού οστέων και όμως αδιάσειστος· ο Καίσαρ +εκείνος, ο φονεύς του αδελφού του, όπισθεν του οποίου συνέρρεε +πολυάριθμος συνοδεία φασμάτων, όπως και η αυλή του· ο ακόλαστος, +εκείνος και γελωτοποιός δεσπότης τριάκοντα λεγεωνών και δι' αυτών της +οικουμένης όλης! + +Και η αφελής καρδία του εξεπλάγη ότι ο Θεός είχεν εμπιστευθή την γην +εις το τέρας εκείνο. «Ραβδί, είπεν εν τη ψυχή του, τι θα κάμω εντός +της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν με έστειλες; Εις αυτήν ανήκουν +ήπειροι και θάλασσαι, εις αυτήν όλα τα βασίλεια και αι πόλεις. Ραββί, +είμαι αλιεύς λίμνης και βυθίζομαι. Τι θα κάμω; Και πώς θα δυνηθώ να +νικήσω το κακόν;» + +Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν. + +_«Σου γράφω εκ Λαυρέντου, όπου εσταθμεύσαμεν ένεκα του καύσωνος. Ο +Καίσαρ ξενίζεται ενταύθα υπό της Ποππέας, ήτις είχε προετοιμάσει +κρυφίως μεγαλοπρεπή δεξίωσιν. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ευρίσκονται +ολίγοι αυλικοί, αλλ' ο Πετρώνιος και εγώ είμεθα προσκεκλημένοι. Μετά +το δείπνον περιεπλεύσαμεν εντός επιχρύσων ακατίων επί της θαλάσσης +της κυανής, ως οι οφθαλμοί σου, θεσπεσία μου! Εκωπηλατούμεν ημείς οι +ίδιοι. + +»Ο Καίσαρ, ιστάμενος παρά το πηδάλιον, έψαλλε προς τιμήν της θαλάσσης +ύμνον συντεθέντα και τονισθέντα υπ' αυτού και του Διοδώρου. Και εγώ, +δεν ηξεύρεις τι έκαμα; Εσκεπτόμην σε, εστέναζα διά σε και θα ήθελα να +λάβω την θάλασσαν εκείνην, και όλα και να τα δώσω εις σε. Θέλεις μίαν +ημέραν να υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις ακροθαλασσιάν, αγάπη μου, +μακράν της Ρώμης; Έχω εις την Σικελίαν έν κτήμα μετά δάσους +αμυγδαλεών, αι οποίαι την άνοιξιν καλύπτονται από ασπροκόκκινα άνθη. +Εκεί θα σε αγαπώ, εκεί θα πρεσβεύω την θρησκείαν εκείνην, την οποίαν +ο Παύλος θα με διδάξη. + +» Γνωρίζω ήδη ότι δεν εναντιούται εις τον έρωτα και εις την ευτυχίαν. +Θέλεις; Αλλά πριν ακούσω την απάντησίν σου από τα χείλη σου τα +λατρευτά, εξακολουθώ να σου διηγούμαι ό,τι συνέβη εντός των ακατίων. +Ηγέρθη συζήτησις περί έρωτος και η Ποππέα με ηρώτησεν αν ηγάπων και +εγώ καμμίαν και ποίαν; Εγώ απήντησα αρνητικώς, αλλ' αυτή επρόφερε το +όνομά σου, θέλουσα να μοι δείξη ότι γνωρίζει τον έρωτά μας. Ο +Πετρώνιος μου είπεν επανειλημμένως να μη ερεθίσω την φιλαυτίαν της +Αυγούστας. Αλλ' αυτός δεν καταλαμβάνει και δεν ηξεύρει ότι εκτός της +Λιγείας μου δεν υπάρχει δι' εμέ ούτε ευχαρίστησις ούτε καλλονή ούτε +έρως και ότι η Ποππέα δεν μου εμπνέει ειμή αποστροφήν και +περιφρόνησιν. Πλην μη φοβήσαι δι' εμέ. Η Ποππέα δεν με αγαπά· είναι +ανίκανος να αγαπήση τινά και αι ιδιοτροπίαι της προέρχονται μόνον από +την οργήν της κατά του Καίσαρος. + +»Την στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, ο Πέτρος μου είχεν είπη να μη +φοβούμαι τον Καίσαρα, διότι ούτε μία τρίχα εκ της κεφαλής μου δεν θα +πέση, και έχω πίστιν εις αυτόν. Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας, +ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε +αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα +τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον. +Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα +κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ. +Σε χαιρετίζω συγχρόνως, ενώ χαιρετίζω την αυγήν, ω μνηστή μου.» + + + Βινίκιος. + +Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν. + +«Αγαπητή μου, επήγες ποτέ εις Άντιον με τους Αούλους; Εάν όχι, θα +είμαι, ευτυχής να σου δείξω αργότερα την πόλιν ταύτην. Ήδη από του +Λαυρέντου κατά μήκος της ακτής υπάρχουν επαύλεις. Το Άντιον είναι μία +αδιάκοπος σειρά μεγάρων και προπυλαίων. Έχω μίαν οικίαν εις την +ακρογιαλιάν μετά ελαιών και δάσους κυπαρίσσων, εκτεινομένων όπισθεν +της επαύλεως, και όταν συλλογίζωμαι ότι η κατοικία αύτη θα είναι μίαν +ημέραν εδική σου, τα μάρμαρα της μου φαίνονται λευκότερα, οι κήποι +της δροσερώτεροι και η θάλασσα κυανωτέρα· ω Λίγεια, πόσον είναι καλόν +να ζη τις και να αγαπά! Από της αφίξεώς μας συνομιλούμεν πάντοτε ο +Παύλος και εγώ. Ωμιλούσαμεν πρώτον περί σου, έπειτα ήρχισε να με +κατηχή, και αν ακόμη ήξευρα να γράφω όπως ο Πετρώνιος, δεν θα +ηδυνάμην να σου εκφράσω ό,τι εσκέπτετο το πνεύμά μου ή ό,τι ησθάνετο +η καρδία μου. + +» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον +Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την +διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ' +αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και +παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην. Τότε ο Τίγγελίνος +είπεν εις αυτόν: + +» — Ειπέ μίαν λέξιν, δαιμόνιε, και προ του τέλους της νυκτός θα ίδης +το Άντιον εις τας φλόγας. + +» Ο Καίσαρ τον απεκάλεσεν ηλίθιον και προσέθεσε: + +» — Πού θα πηγαίνω να αναπνέω την αύραν της θαλάσσης και να +επιμελούμαι την φωνήν ταύτην, την οποίαν οι θεοί μου εχάρισαν διά την +ευδαιμονίαν της ανθρωπότητος; Και η Ρώμη εις τας φλόγας δεν θα +παρείχε θέαμα οπωσούν μεγαλοπρεπέστερον και τραγικώτερον από το +Άντιον; + +»Όλοι ήκουσαν εν εκστάσει την δικαιολογίαν ταύτην και μεθυσμένοι +εφώναζαν: + +»— Κάμε το! Κάμε το! + +»Εκείνος απήντησε: + +»— Θα μου εχρειάζοντο φίλοι πιστότεροι και πλέον αφοσιωμένοι. + +»Ανησύχησα κατ' αρχάς ακούων τους λόγους τούτους, επειδή +είσαι εις την Ρώμην, συ, φιλτάτη μου. Τώρα γελώ με τον φόβον μου +εκείνον. Ο Καίσαρ και οι Αυγουστιανοί, όσον άφρονες και αν είναι, δεν +θα πράξουν ποτέ τοιαύτην μωρίαν. Αλλ' ελπίζω ότι πριν η Ρώμη επανίδη +τον Καίσαρα, συ, θεσπεσία μου, θα κατοικής εις την ιδίαν οικίαν μου +εν Καρίναις. + +»Ευλογημένη να είναι η ημέρα, η ώρα, η στιγμή, οπότε θα έλθης εις τον +οίκον μου, και αν ο Χριστός, τον οποίον μανθάνω να γνωρίζω, με +εισακούση, ευλογημένον το όνομά του! Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ +όλης της ψυχής μου.»_ + + Βινίκιος + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ. + + + +Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς +αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή +ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ +χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των +κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου. Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους +εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων +τους δύο αρραβωνιασμένους. + +Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της +χειρός. + + — Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού +ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια. + + — Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος. Ο Καίσαρ ανήγγειλεν ότι +θα μείνη κλεισμένος δύο ημέρας μετά του Τέρπνου διά να συνθέση νέας +ωδάς. Άλλως τε τι με ενδιαφέρει ο Καίσαρ, όταν ευρίσκωμαι πλησίον σου +και όταν σε θεωρώ, λατρευτή μου, θησαυρέ μου; + + — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Δύο φοράς ο Ούρσος τη παρακλήσει μου έδραμεν +εις τας Καρίνας διά να ζητήση πληροφορίας περί σου. Ο Λίνος με +εχλεύασε, και αυτός ο Ούρσος. + +Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού +ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ +λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της +ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι +εστόλιζον την κόμην της. + +Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του. + +Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών. + + — Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο +Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην +καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη +έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο; + + — Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού. + +Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου. + + — Μάρκε, αγαπητέ μου! + +Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η +βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει +δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του. + +Εκείνη είπε χαμηλοφώνως: + + — Σε αγαπώ, Μάρκε. + +Έμειναν πάλιν σιωπηλοί. Ο κήπος ήρχισε να επαργυρούται με τας ακτίνας +της ανατελλούσης σελήνης. Τέλος ο Βινίκιος ωμίλησεν: + + — Ειξεύρω . . . μόλις εισήλθον, μόλις ησπάσθην τας αγαπητάς χείρας +σου, ανέγνωσα εις τους οφθαλμούς σου την εξής ερώτησιν· «Εισέδυσες +εις το θείον δόγμα, το οποίον πρεσβεύω, εβαπτίσθης;» Όχι· δεν +εβαπτίσθην ακόμη και ιδού διατί, άνθος μου! ο Παύλος μου είπε· «Σε +έπεισα ότι ο Θεός ήλθεν εις τον κόσμον και εκουσίως εσταυρώθη διά την +σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, αλλά μάλλον εις τον Πέτρον αρμόζει να +σε καθαρίση εις την πηγήν της χάριτος, διότι αυτός πρώτος σε +ηυλόγησε». Και έπειτα, θέλω, συ, ω θησαυρέ μου, να παραστής εις την +βάπτισίν μου, και η Πομπωνία να μου χρησιμεύση ως ανάδοχος. Διά τούτο +δεν εβαπτίσθην ακόμη, καίτοι πιστεύω εις τον Σωτήρα μας και εις την +γλυκείαν διδασκαλίαν του. + +Η Λίγεια είχε βυθίσει εις τους ιδικούς του τους γαλανούς οφθαλμούς +της, οίτινες υπό τας ακτίνας της σελήνης ωμοίαζον με μυστικά άνθη, με +άνθη υγρά από την δρόσον. + + — Ναι, Μάρκε! Είναι αληθές! + +Και μετά τινας στιγμάς σιωπής: + + — Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου +αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι +μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον +Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να +κατοικήσωμεν μακράν. + +Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της, +απεκρίθη: + + — Καλά, Μάρκε. Μου ωμίλησες περί της Σικελίας. Εις την Σικελίαν +θέλουν και οι Άουλοι να διέλθουν το γήρας των. + + — Ναι, αγαπητή μου. Τα κτήματά μας είναι πλησίον. Είναι μία θαυμασία +παραλία, όπου το κλίμα είναι ηπιώτερον και αι νύκτες γαληνιώτεραι +παρά εις την Ρώμην . . . Εκεί η ζωή και η ευτυχία είναι ηνωμέναι. + +Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί προβλέποντες το μέλλον. Εκείνος την +έθλιψεν επί του στήθους του. Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό +πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη. + + — Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια. + + — Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν +μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί +μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος, +θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη. Θα εκχριστιανίση και τον +Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν, +αποικίαν χριστιανικήν. + + — Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια. + +Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς +στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο +παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι. Αίφνης η +σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των +υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν. + + — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος. + +Ενέτειναν την προσοχήν των. τον πρώτον βρυχηθμόν επηκολούθησε +δεύτερος, είτα τρίτος, δέκατος . . . . Υπήρχον ενίοτε εις την πόλιν +πολλαί χιλιάδες λεόντων εις τα δεσμωτήρια των διαφόρων παλαιστρών και +συχνά ήρχοντο να στηρίζουν τα μελαγχολικά ρύγχη των εις τας +κιγκλίδας. Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της +ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω +της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν. + +Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό +παραλόγου τρόμου. + +Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του. + + — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή. Οι αγώνες των θηριομαχιών εγγίζουν και +διά τούτο όλα τα θηριοτροφεία είναι πλήρη. + +Εισήλθον πάλιν εις την μικράν οικίαν του Λίνου, συνοδευόμενοι ακόμη +από τους βρυχηθμούς των θηρίων, οίτινες καθίσταντο φοβερώτεροι. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + +Εις το Άντιον ο Πετρώνιος κατήγε νίκας σχεδόν καθημερινώς κατά των +Αυγουστιανών, οι οποίοι επεδίωκον διά ραδιουργιών την εύνοιαν του +Καίσαρος. Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη, +όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας +περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή +επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος, +ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος. + +Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν. Από πρωίας μέχρις +εσπέρας απήγγελλον στίχους και συνεζήτουν περί της κατασκευής των, +ησχολούντο περί μουσικής, περί θεάτρου, περί παντός ό,τι εφεύρε το +ελληνικόν πνεύμα προς εξωραϊσμόν της υπάρξεως. + +Υπό τους όρους τούτους, ο Πετρώνιος, ασυγκρίτως μάλλον πεπαιδευμένος +ή ο Τιγγελίνος και όλοι οι άλλοι Αυγουστιανοί, πνευματώδης, +εύγλωττος, γόνιμος την φαντασίαν εις πανουργίας, ώφειλε να υπερισχύη. +Ο Καίσαρ επεζήτει την συντροφίαν του, ανησυχεί διά τας γνώμας του, +εζήτει την συμβουλήν του και τω εδείκνυε θερμήν φιλίαν. Εις όλους +τους περιστοιχίζοντας αυτόν εφαίνετο ότι η υπεροχή του ήτο +αναμφισβήτητος. Ο Πετρώνιος, με την συνήθη αδιαφορίαν του, εφαίνετο +ότι δεν έδιδε καμμίαν σημασίαν εις την θέσιν του· έμενε πνευματώδης +και σκεπτικός. Συνήθως εφαίνετο εις τους ανθρώπους ότι εχλεύαζεν +αυτούς, τον εαυτόν του, τον Καίσαρα και όλον τον κόσμον. + +Ενίοτε ετόλμα να επικρίνη τον Καίσαρα κατά πρόσωπον και ενώ τον +εθεώρουν ήδη χαμένον, αίφνης εποίκιλλε την κριτικήν του με τοιούτον +τρόπον, ώστε αύτη εστρέφετο προς όφελός του και εστερέωνε την θέσιν +του. + +Ο Καίσαρ ανεγίνωσκεν εις τους οικείους του απόσπασμα του ποιήματός +του «Η πυρπόλησις της Τροίας». Όταν ετελείωσε και αντήχουν αι κραυγαί +του ενθουσιασμού των ακροατών, ο Πετρώνιος ερωτηθείς διά του +βλέμματος υπό του Καίσαρος είπε: + + — Αυτοί οι στίχοι είναι καλοί διά την φωτιάν . . . + +Οι ακροαταί έμειναν εμβρόντητοι. Έκαστος ησθάνθη την καρδίαν του +περισφιγγομένην υπό τρόμου. Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει +τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός. + +Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος, +όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν. + +Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης +φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε: + + — Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς; + +Ο Πετρώνιος τότε: + + — Μη τους πιστεύης αυτούς, είπε δεικνύων τους περιστοιχίζοντας +αυτόν, δεν εννοούν τίποτε. Με ερωτάς τι άσχημον υπάρχει εις τους +στίχους τούτους; Εάν θέλης την αλήθειαν, ιδού: οι στίχοι αυτοί είναι +καλοί διά τον Βιργίλιον, καλοί διά τον Οβίδιον, καλοί επίσης διά τον +Όμηρον όχι διά Σε. Δεν εδικαιούσο να τους γράψης. Η πυρκαϊά αυτή, την +οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά +σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους +στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι +μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από +Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την +οκνηρίαν. Λαμβάνεις τον μεταμεσημβρινόν ύπνον σου ευθύς μετά το +πρόγευμα, ενώ έπρεπε να εργάζεσαι αδιακόπως. Εις Σε, όστις δύνασαι να +παραγάγης έργον προ του οποίου όλα να αμαυρωθώσιν, απαντώ λοιπόν κατά +πρόσωπον: «Κάμε καλλίτερους στίχους». + +Ωμίλει χωρίς να φαίνεται ότι έδιδε σπουδαιότητα εις τους λόγους του, +ειρωνευόμενος και επιπλήττων συγχρόνως, αλλ' οι οφθαλμοί του Καίσαρος +ήσαν υγροί εκ χαράς. + + — Οι θεοί μου έδωκαν μικρόν τάλαντον, αλλά μου έδωκαν κάτι +περισσότερον, ένα αληθινόν γνώστην και ένα φίλον, όστις μόνος ηξεύρει +να λέγη την αλήθειαν κατά πρόσωπον. + +Ειπών ταύτα ο Καίσαρ έτεινε την πυρότριχα χείρα του προς χρυσήν τινα +λυχνίαν, λείψανον της λεηλασίας των Δελφών, διά να καύση τους στίχους +του. + +Αλλ' ο Πετρώνιος τους απέσπασεν από των χειρών του πριν ή η φλοξ θίξη +τον πάπυρον. + + — Όχι, όχι, είπε· αν και είναι ανάξιοι σου οι στίχοι ούτοι, +ανήκουσιν εις την ανθρωπότητα. Άφες τους εις εμέ. + + — Επίτρεψόν μοι να σου τους αποστείλω εντός κυτίου της ιδίας μου +κατασκευής, απεκρίθη ο Καίσαρ, θλίβων τον Πετρώνιον επί του στήθους +του. + +Και προσέθηκε: + + — Ναι, έχεις δίκαιον. Η Τροία μου καίει με πυρ φειδωλόν. Είχα +πιστεύσει εν τοσούτω ότι εάν εξισούμην με τον Όμηρον, τούτο θα ήρκει. +Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται +εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση +άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα +δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί +οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και +εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην! + +Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων +τούτων: + + — Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν +τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω +τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των +Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το +πυρ. Θέλεις; + +Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως. + + — Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου +εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το +τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια +μεγαλειτέρας θυσίας. + +Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν, +προσέθηκεν: + + — Έρχεται το θέρος. Πώς θα πληρωθή δυσωδίας η Ρώμη! . . . Και όμως θα +είναι ανάγκη να επανέλθω διά τους αγώνας τους θέρους. + +Αποτόμως ο Τιγγελίνος είπε: + + — Καίσαρ, όταν αποπέμψης τους Αυγουστιανούς, επίτρεψόν μοι να μείνω +μόνος μίαν στιγμήν μετά σου. + +Μετά μίαν ώραν, ο Βινίκιος επέστρεφεν εκ της αυτοκρατορικής επαύλεως +μετά του Πετρωνίου. + + — Μου επροξένησες στιγμήν τρόμου, είπε. Σε ενόμισα μεθυσμένον και +χαμένον χωρίς ελπίδα. Μη λησμονής, ότι παίζεις με τον θάνατον. + + — Εκεί είναι η κονίστρα μου, απήντησε νωχελώς ο Πετρώνιος, και +τέρπομαι παρατηρών ότι είμαι καλός θηριομάχος. Η επιρροή μου ηύξησε +περισσότερον απόψε. Εάν επέμενον απολύτως, θα ηδυνάμην να εξολοθρεύσω +τον Τιγγελίνον και να καταλάβω την θέσιν του ως αρχηγού των +πραιτωριανών. Τότε θα είχα εις τας χείρας μου και αυτόν τον +Αενόβαρβον· αλλ' αυτό θα ήτο δι' εμέ μεγάλη φροντίς και προτιμώ ακόμη +την ζωήν, την οποίαν διάγω, μάλιστα και με τους στίχους του Καίσαρος. + + — Οποία επιδεξιότης να μεταβάλης τον ψόγον εις κολακείαν! + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + + +Ο Νέρων μετά δύο ημέρας επαιάνιζε και έψαλλεν ένα ύμνον, τον οποίον +είχε συνθέσει και τονίσει ο ίδιος προς τιμήν της Κύπριδος +(Αφροδίτης). Έχων πολύ ανοικτήν την φωνήν του την ημέραν εκείνην +ησθάνετο ότι η μουσική του εγοήτευε τους ακροατάς. Η πεποίθησις αύτη +προσέδιδε τόσην έντασιν εις το όνομά του και ελίκνιζε τόσον +ευχαρίστως την ψυχήν του, ώστε εφαίνετο εμπνευσμένος. Εις το τέλος, +ωχρίασεν εξ ειλικρινούς συγκινήσεως. Διά πρώτην φοράν βεβαίως δεν +ηθέλησε να ακούση τους επαίνους των ακροατών. Εις μίαν στιγμήν έμεινε +καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την +κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε: + + — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν. + +Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον. + + — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον +Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης. Συ, Βινίκιε, δος +μου τον βραχίονά σου, διότι αι δυνάμεις μου λείπουν, ο δε Πετρώνιος +θα μου ομιλήση περί μουσικής. + +Ευρίσκοντο τώρα επί του δώματος του παλατιού του πλακοστρωμένου με +αλάβαστρον και εστρωμένου με σαφράν. + + — Εδώ αναπνέει τις καλλίτερα, είπεν ο Νέρων. Η ψυχή μου είναι +τεταραγμένη και μελαγχολική, καίτοι αισθάνομαι ότι με εκείνο το +οποίον έψαλα ως δοκίμιον, δύναμαι να εμφανισθώ εις το κοινόν και ότι +θα καταγάγω θρίαμβον, οποίον ουδέποτε κατήγαγε Ρωμαίος. + + — Δύνασαι να εμφανισθής εδώ, εις την Ρώμην και ανά την Αχαΐαν. Σε +εθαύμασα με όλην την ψυχήν μου, θεσπέσιε, απήντησεν ο Πετρώνιος. + + — Το ηξεύρω. Είσαι πολύ οκνηρός εις το να εκφράσης τον έπαινον. Αλλ' +είσαι ειλικρινής, όπως ο Τούλλιος Σενεκίων αλλά συ είσαι ειδικώτερος +αυτού. Διετύπωσες αυτήν την ιδέαν μου και διά τούτο λέγω πάντοτε ότι +εις όλην την Ρώμην συ μόνος ηξεύρεις να με εννοής. + +Εσιώπησαν, και, εις μίαν στιγμήν, η σιγή του περιπάτου των εταράχθη +μόνον από τον ελαφρόν κρότον του σαφρά υπό τα βήματά των. + + — Εγώ, ως βλέπεις, είπε τέλος ο Νέρων, είμαι καθ' όλα καλλιτέχνης, +και επειδή η μουσική μου ανοίγει εις το άπειρον αρρήτους προσδοκίας, +οφείλω εις τους θεούς το ότι εξερευνώ το άπειρον τούτο. Λοιπόν, διά +να επιτραπή να πατήσω την χώραν της Ολυμπίας, δεν πρέπει να εκτελέσω +θαυμασίαν πράξιν εξιλασμού; Απόψε είναι νυξ των εκμυστηρεύσεων· σου +ανοίγω λοιπόν την ψυχήν μου, φίλε . . . Νομίζεις, πώς αγνοώ ότι εν +Ρώμη αι επιγραφαί των τοίχων με υβρίζουσιν, ότι με αποκαλούσι +μητροκτόνον, συζυγοκτόνον, ότι με παριστώσιν ως τέρας και δήμιον, +επειδή ο Τιγγελίνος επέτυχε παρ' εμού αποφάσεις τινάς θανάτου κατά +των εχθρών μου; Ναι, αγαπητέ μου, με θεωρούσιν ως τέρας και το +ηξεύρω. . + + — Πρέπει να σε γνωρίση τις τόσον εγγύθεν όσον εγώ, είπεν ο +Πετρώνιος. Η Ρώμη δεν ηδυνήθη ποτέ να σε εκτιμήση. + +Ο Καίσαρ εστηρίχθη ισχυρότερον εις τον βραχίονα του Βινικίου, ως εάν +εκάμπτετο υπό το βάρος της αδικίας, και εξηκολούθησε: + + — Με κατηγορούν ότι είμαι τρελλός. Όχι, δεν είμαι τρελλός, ζητώ . . . +. . + +Επλησίασε τα χείλη του εις το ους του Πετρωνίου, και χαμηλοφώνως, διά +να μη δυνηθή να ακούση ο Βινίκιος: + + — Εις τας πύλας του κόσμου του αγνώστου, ηθέλησα να κάμω την +μεγίστην θυσίαν, την οποίαν ποτέ δεν ηδύνατο να κάμη άνθρωπος . . . . Η +μήτηρ μου, η σύζυγός μου . . . δι' αυτό απωλέσθησαν . . . Αλλ' η θυσία +μου δεν ήτο αρκετή. Διά να ανοιχθώσιν ολίγον αι πύλαι της κατοικίας +των θεών, χρειάζεται μάλλον πανηγυρική θυσία. Ας πληρωθή η θέλησις +των χρησμών! + + — Ποίον είναι το σχέδιόν σου; + + — Θα ίδης· θα ίδης και ταχύτερον ή όσον σκέπτεσαι. Εν τούτοις μάθε +ότι υπάρχουσι δυο Νέρωνες· εκείνος ον γνωρίζουσιν οι άνθρωποι· ο +άλλος, ο καλλιτέχνης, τον οποίον μόνον συ γνωρίζεις. + + — Συμπαθώ εξ όλης καρδίας προς τους πόνους σου, ω Καίσαρ, και μετ' +εμού συμπονούσι και η γη και αι θάλασσαι, χωρίς να συμπεριλάβω τον +Βινίκιον, όστις έχει λατρείαν διά σε εις το βάθος της ψυχής του. + + — Μου ήτο πάντοτε προσφιλής και ούτος, είπεν ο Νέρων, αν και υπηρετή +τον Άρην και όχι τας Μούσας . . . + + — Είναι κυρίως θεράπων της Αφροδίτης, υπέλαβεν ο Πετρώνιος: + +Και αίφνης απεφάσισε να κανονίση την υπόθεσιν του ανεψιού του. + + — Είναι ερωτευμένος όσον ερωτευμένος υπήρξεν ο Τρωίλος με την +Κασσάνδραν. Επίτρεψον αυτώ, δέσποτα, να επιστρέψη εις Ρώμην· άλλως θα +ετήκετο εδώ προ των οφθαλμών σου. Ηξεύρεις ότι η όμηρος Λίγεια, την +οποίαν του είχες δώσει, ανευρέθη, και ότι ο Βινίκιος, αναχωρών εις +Άντιον, την αφήκεν υπό την προστασίαν ενός Λίνου ονόματι. Δεν σου +ωμίλησα περί αυτής, διότι συνέθετες τον ύμνον σου, όπερ ήτο το +σπουδαιότερον όλων. Ο Βινίκιος εμαγεύθη με την αρετήν της και θέλει +να νυμφευθή την ωραίαν κόρην. Αλλ' ως πιστός στρατιώτης, στενάζει, +τήκεται, οιμώζει και περιμένει την έγκρισιν του αυτοκράτορός του. + + — Ο αυτοκράτωρ δεν εκλέγει τας συζύγους των στρατιωτών του. Ποίαν +ανάγκην έχει της εγκρίσεώς μου; + + — Σου το είπον, αυθέντα, έχει λατρείαν προς σε. + + — Λοιπόν, το εγκρίνω! Είναι ωραία κόρη, αλλά πολύ στενή εις τα +ισχία. Η Αυγούστα Ποππέα μου έκαμε παράπονα, κατηγορούσα αυτήν ότι +έκαμε μαγείαν κατά του θυγατρίου μας εις τους κήπους του Παλατινού. + + — Αλλ' εγώ παρετήρησα εις τον Τιγγελίνον, ότι οι θεοί δεν υπόκεινται +εις μαγείαν. Ενθυμείσαι, ω θείε άναξ, ότι εταράχθης, και συ αυτός +έκραξες ότι είχον δίκαιον; + + — Ενθυμούμαι. + +Είτα στραφείς ο Καίσαρ προς τον Βινίκιον είπε: + + — Την αγαπάς όσον λέγει ο Πετρώνιος; + + — Ναι, την αγαπώ, άναξ. + + — Λοιπόν! σε προστάττω να αναχωρήσης ευθύς αύριον εις Ρώμην, να την +νυμφευθής και να μη εμφανισθής εκ νέου ενώπιόν μου, ειμή με τον +δακτύλιον του γάμου. + + — Ευχαριστώ, άναξ, εκ βάθους της καρδίας και της ψυχής μου, +ευχαριστώ! + + — Πόσον ευχάριστον είναι να κάμη τις άλλους ευτυχείς! είπεν ο +Καίσαρ, θα ήθελα να μη έχω άλλο έργον. + +Δαψίλευσόν μας ακόμη μίαν χάριν, θεσπέσιε, είπεν ο Πετρώνιος, και +εκδήλωσον την θέλησίν σου ενώπιόν της Αυγούστας. Ο Βινίκιος δεν θα +ετόλμα να νυμφευθή μίαν γυναίκα, κατά της οποίας η Αυγούστα θα είχε +παράπονα. Αλλά συ, ω άναξ, θα διαλύσης με μίαν λέξιν πάσαν +προκατάληψιν, διακηρύττων ότι ούτω διέταξες Συ. + + — Δεν δύναμαι τίποτε να σας αρνηθώ, ούτε εις σε ούτε εις τον +Βινίκιον, είπεν ο Καίσαρ. + +Μεθ' ό εισήλθεν εις την έπαυλιν και εκείνοι τον ηκολούθησαν με την +καρδίαν χαίρουσαν εκ της επιτυχίας. + +Εις το Άτριον, ο νεαρός Νέρβας και ο Τούλιος Σενεκίων έτερπον την +Αυγούσταν με τας φλυαρίας των. Ο Τέρπνος και ο Διόδωρος εχόρδιζον τας +κιθάρας. Ο Καίσαρ, μόλις εισήλθεν, εκάθισεν επί έδρας κογχυλοκολλήτου +και αφού εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους νεαρού τινος ακολούθου +Έλληνος, επερίμενεν. + +Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων +έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το +περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του· + + — Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε. + + — Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το +περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν. Αλλ' ο Καίσαρ έπαιξεν ολίγον +με τας ιριδώδεις πέτρας και έπειτα καλέσας πλησίον του τον Βινίκιον +τω είπε: + + — Λάβε αυτό, νεαρέ τριβούνε, είναι το γαμήλιον δώρον μου· με το +περιδέραιον αυτό θα περιβάλης τον λαιμόν της μικράς Λιγειανής +πριγκηπίσσης, της ομήρου μου, την οποίαν σε διατάσσω να νυμφευθής. + +Η Ποππέα έμεινεν ως κεραυνόπληκτος εις το άκουσμα τούτο και εξεμάνη +δάκνουσα εξ οργής και μίσους τα χείλη της, έρριπτε δε βλέμματα πλήρη +αγανακτήσεως πότε προς τον Βινίκιον και πότε προς τον Πετρώνιον. Αλλ' +ούτος, σκυμμένος νωχελώς έφερε την χείρα του επί του ξύλου μίας +άρπης, ως εάν ήθελε να μελετήση προσεκτικώς την κυρτότητα αυτής. + +Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον +Πετρώνιον. + + — Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς +χάριν μου σήμερον; + + — Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ +αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και +χύσε δάκρυα. + +Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους +οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Εις την αίθουσαν αι συνομιλίαι είχον +παύσει, όλοι οι ακροαταί ίσταντο ακίνητοι, ως απολιθωμένοι. Μόνον ο +Τέρπνος και ο Διόδωρος, οίτινες έμελλον να συνοδεύσουν τον Καίσαρα +εις το άσμα, έστρεφον την κεφαλήν οτέ μεν προς αλλήλους, οτέ δε προς +τον Καίσαρα αναμένοντες τους πρώτους φθόγγους του άσματος. + +Αίφνης εις το προαύλιον ηκούσθη θόρυβος ασυνήθης, φωναί και θόρυβος +ανθρώπων, οίτινες έτρεχον. Το παραπέτασμα της θύρας ηνοίχθη αποτόμως +και εφάνησαν ο απελεύθερος του αυτοκράτορος Φάων και όπισθεν αυτού ο +ύπατος Λικίνιος. + +Ο Νέρων συνωφρυώθη. + + — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ανυπομονών. + + — Συγγνώμην, θείε αυτοκράτωρ, είπεν ο Φάων με ασθμαίνουσαν φωνήν. Η +Ρώμη καίεται. Το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως ευρίσκεται εντός των +φλογών. + +Όλοι οι παρεστώτες έγιναν κάτωχροι και ηγέρθησαν αποτόμως. Ο Νέρων +απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν +ενθουσιώδη ανεφώνησε: + + — Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν +καιομένην. Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα +γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν: + + — Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την +Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών; + + — Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος +είναι ωκεανός φλογών. Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν +ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ! + +Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το +μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε: + + — Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον! + +Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης. + +Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε: + + — Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου! . . . + + + + +ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ + + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'. + + + +Ο Βινίκιος μόλις επρόφθασε να διατάξη δούλους τινάς να τον +ακολουθήσουν, και πηδήσας επί του ίππου, ώρμησεν εν μέσω του σκότους +διά των ερημικών οδών του Αντίου διευθυνόμενος εις Λαυρέντον. Η +τρομερά είδησις τον είχε ρίψει εις είδος τι τρέλλας. Με την ασκεπή +κεφαλήν του σκυμμένην επί του αυχένος του ίππου του, επήγαινε φορών +μόνον τον χιτώνα του, χωρίς να παρατηρή έμπροσθεν του, χωρίς να +προσέχη εις τα εμπόδια. + +Ο επιβήτωρ Ιδουμαίος έτρεχεν ως βέλος. Ο κρότος των πελμάτων του επί +του πλακοστρώτου αφύπνιζεν εδώ και εκεί τους σκύλλους, οίτινες +συνώδευον με τας υλακάς των την φαντασματώδη εμφάνισιν και κατόπιν +ωρύοντο εις την σελήνην. Οι δούλοι, οίτινες εκάλπαζον όπισθεν του +Βινικίου επί ίππων ολιγώτερον ταχέων είχον μείνει εις ικανήν +απόστασιν. Διήλθε μόνος το Λαυρέντον, το οποίον εκοιμάτο, έστρεψε +προς το μέρος της Αρδείας, όπου είχεν αφήσει εις τους σταθμούς +ίππους, καθώς και εις την Αρίκειαν, την Μποβίλλαν και το Ούστρινον. + +Πέραν της Αρδείας του εφάνη ότι ο ορίζων από βορρά ήτο ερυθρός. Ίσως +ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της, +ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν +απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς. +Ενεθυμήθη τους λόγους του Λικινίου «Η πόλις είναι ωκεανός φλογών», +και προς στιγμήν ησθάνθη ότι η παραφροσύνη τον ηπείλει, διότι απώλεσε +πάσαν ελπίδα να σώση την Λίγειαν, και μάλιστα να φθάση εις τας πύλας +πριν η Ρώμη μεταβληθή εις τέφραν. Αι σκέψεις του ίπταντο έμπροσθέν +του, ως νέφος μαύρων κακοποιών ορνέων. Δεν ήξευρεν εις ποίαν +συνοικίαν της πόλεως είχεν εκραγή το πυρ, αλλ' υπέθετεν ότι η +Τρανστιβέρη με τας πυκνάς της οικίας, τας ξυλίνας αποθήκας της και τα +εύθραυστα παραπήγματα, όπου επωλούντο δούλοι, θα είχε γίνει κατ' +αρχάς παρανάλωμα των φλογών. + +Ως αστραπή διήλθε της κεφαλής του Βινικίου η σκέψις του Ούρσου και +της κολοσσιαίας δυνάμεως του. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη είς άνθρωπος +εναντίον της καταστρεπτικής δυνάμεως του πυρός; Από ετών, διηγούντο +ότι κατά εκατοντάδας χιλιάδων οι δούλοι ωνειροπόλουν τους χρόνους του +Σπαρτάκου και ανέμενον την ευκαιρίαν διά να λάβουν τα όπλα κατά των +καταπιεστών των και της πόλεως. Και ιδού ότι η ευκαιρία αύτη +παρουσιάζετο. Αι λάμψεις της πυρκαϊάς εφώτιζον ίσως την σφαγήν και +τον εμφύλιον πόλεμον. + +Ο Βινίκιος ανεπόλει τας προσφάτους συνδιαλέξεις, τας οποίας ο Καίσαρ +μετ' αλλοκότου επιμονής έκαμνε να περιστρέφωνται εις τας +πυρποληθείσας πόλεις. + +Ναι! Αυτός ο Καίσαρ πρέπει να είχε διατάξει όπως καύσωσι την πόλιν. +Και αν η Ρώμη εκαίετο κατά την διαταγήν του, τις άρα γε ηδύνατο να +εγγυηθή ότι η αυτή διαταγή δεν θα εξαπέλυε και τους πραιτωριανούς +εναντίον του πλήθους; + +Ο ίππος ήσθμαινεν απελπιστικώς επί της ελικοειδούς οδού της αγούσης +εις την Αρικίαν. + +Την στιγμήν εκείνην είς ιππεύς ερχόμενος εκ Ρώμης και τρέχων και +εκείνος ως λαίλαψ έκραξε συναντών τον Βινίκιον: + + — Η Ρώμη εχάθη! Οι θεοί . . . και διήλθε. + +Η λέξις θεοί τον έκαμε να συνέλθη ολίγον εκ της ταραχής και ανυψώσας +τας χείρας εις τον ουρανόν ανεφώνησε: + + — Δεν επικαλούμαι σας, των οποίων τα ιερά καταρρέουν εις τας φλόγας, +αλλά Σε! . . . . Συ είσαι ο μόνος εύσπλαγχνος. Συ ήλθες επί της γης +ίνα διδάξης τους ανθρώπους το έλεος. Ευσπλαγχνίσθητι! Σώσον την +Λίγειάν μου. + +Διερχόμενος διά μέσου της Αρικίας, ήτις έκειτο εις το μέσον της εις +Ρώμην αγούσης οδού, συνήντησε πλήθος δούλων, οίτινες μετέβαινον εις +το Άντιον, κομίζοντες ειδήσεις και τους ηρώτησε: + + — Ποίον μέρος της πόλεως καίεται; + + — Η πυρκαϊά, αυθέντα, ήρχισε μεταξύ των οικίσκων, πλησίον του +μεγάλου Κίρκου. + + — Και η Τρανστιβέρη; + + — Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας +συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον. + +Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της +Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης. + +Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως. Αλλ ο +Βινίκιος εγνώριζεν ότι, όταν έφθανεν εις την κορυφήν, όπισθεν της +οποίας εκρύπτετο το Άλβανον, θα έβλεπεν όχι μόνον την Μποβίλλαν και +το Ούστρινον, όπου τον ανέμενον ίπποι, αλλά και την Ρώμην· εκείθεν +του Αλβάνου ήρχιζεν εκατέρωθεν της Αππιανής οδού η επίπεδος Καμπανία. + + — Από εκεί επάνω θα διακρίνω τας φλόγας, διενοείτο, και εκ νέου +εκέντριζε τον ίππον του. + + — Η πυρκαϊά! διενοήθη ο Βινίκιος. Ήτο τρομερόν εκείνο το θέαμα της +καιομένης βασιλίδος των πόλεων. Μακρόθεν η πυρκαϊά δεν ελάμβανε το +σχήμα μιας πυρίνης στήλης, ως συμβαίνει, οσάκις καίεται μεμονωμένως +έν κτίριον. Ήτο μάλλον μία μακρά και πλατεία ταινία. Δεν εφαίνετο +άλλο τι ειμή φλόγες, φλόγες και καπνοί, απαίσιον εν ταυτώ και +μεγαλοπρεπέστατον θέαμα. + +Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις +κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι +τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του +καπνού. + +Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον +λόφων. + +Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και +εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον. Έβλεπε την +καιομένην πόλιν, εις την οποίαν δεν εφαίνετο να εγλύτωσε πλέον +τίποτε. Ήρχισε να προσεύχεται και να επικαλήται τον Χριστόν. + +Αφού υπερέβη το Άλβανον, του οποίου σχεδόν όλος ο πληθυσμός ίστατο +επί των στεγών και επί των δένδρων, διά να βλέπη καλλίτερον την +καιομένην Ρώμην, ανέλαβε την ψυχραιμίαν του. Εκτός του Ούρσου και του +Λίνου, ο απόστολος Πέτρος θα επέβλεπεν επί της Λιγείας. Αφ' ης +στιγμής ο Πέτρος είχεν ευλογήσει τον έρωτά του και του είχεν υποσχεθή +την Λίγειαν, αύτη δεν ήτο δυνατόν να απολεσθή εις τας φλόγας. + +Πριν φθάση εις το Οστριανόν ηναγκάσθη να βραδύνη τον δρόμον του ένεκα +του συνωστισμού και των προσκομμάτων της οδού. Πλησίον ανθρώπων +πεζών, φερόντων τα σκεύη των επί της ράχεως, έβλεπεν ίππους και +ημιόνους φορτωμένους αποσκευάς, οχήματα και φορεία. Εις την +οχλαγωγίαν εκείνην ήτο δύσκολον να λάβη τις πληροφορίαν. Εκείνοι εις +τους οποίους απηυθύνετο ο Βινίκιος, δεν τω απήντων τίποτε, ή μάλλον, +υψώνοντες επ' αυτού βλέμματα περίτρομα, έλεγον ότι η πόλις έμελλε να +απολεσθή και ο κόσμος μετ' αυτής. Από την Ρώμην συνέρρεον από στιγμής +εις στιγμήν νέαι μάζαι ανδρών, γυναικών και παιδίων, αίτινες ηύξανον +την σύγχυσιν και τον θόρυβον. + +Ήδη δούλοι πάσης φυλής και θηριομάχοι ήρχιζον να λεηλατώσι τας οικίας +και να συμπλέκωνται με τους στρατιώτας, οίτινες ανελάμβανον την +υπεράσπισιν των κατοίκων. + +Ο συγκλητικός Ιουλιανός, τον οποίον παρετήρησεν ο Βινίκιος πλησίον +πανδοχείου τινός, υπήρξεν ο πρώτος, όστις του έδωκε σαφείς τινας +λεπτομερείας περί της πυρκαϊάς. + +Το πυρ είχεν εκραγή, τω είπε, πλησίον του μεγάλου Κίρκου, εις μέρος +γειτνιάζον με το Παλατίνον και με το Καίλιον όρος, αλλ' είχε διαδοθή +με πρωτοφανή ταχύτητα, ώστε κατέλαβεν όλον το κέντρον. + +Ποτέ, από της εποχής του Βρέννου, τόσον φοβερά καταστροφή δεν είχε +πλήξει την πόλιν. + + — Η Τρανστιβέρη άρα γε εκάη; + + — Τι σε ενδιαφέρει η πέραν του Τιβέρεως συνοικία; + + — Αυτή με μέλει πολύ περισσότερον! ανέκραξεν ο Βινίκιος μετά +παραφοράς. + + — Τότε δεν θα δυνηθής να φθάσης εκεί ειμή διά της λιμενικής οδού, +διότι παρά το Αδεντίνον το πυρ θα σε έπνιγε . . . Μετά τινα δισταγμόν, +ταπεινώσας την φωνήν, ο Ιουλιανός εξηκολούθησεν: + + — Ηξεύρω ότι δεν θα με προδώσης· θα σου είπω λοιπόν ότι δεν είναι +πυρκαϊά συνήθης. Δεν άφησαν να δοθή βοήθεια εις τον Κίρκον. Όταν αι +οικίαι ήρχισαν να καίωνται, ήκουσα με τα ίδια ώτα μου χιλιάδας φωνών +να ορύωνται: «Θάνατος εις τους σβύνοντας την πυρκαϊάν». + +»Άνθρωποι διατρέχουν την πόλιν ρίπτοντες εις τας οικίας αναμμένας +δάδας . . . Αφ' ετέρου ο λαός στασιάζει, φωνάζει ότι καίουν την πόλιν +κατά διαταγήν. Περισσότερα δεν λέγω. Δυστυχία εις όλους μας! . . . +Είναι το τέλος της Ρώμης . . . . + +Αλλ' ήδη ο Βινίκιος διηύθυνε τον ίππον του προς την Τρανστιβέρην. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'. + + + +Το Οστριανόν, με όλην την αταξίαν του, παρείχεν αμυδράν ιδέαν του τι +συνέβαινεν υπό τα τείχη αυτής της πόλεως. + +Τίποτε δεν ελαμβάνετο πλέον υπ' όψιν ούτε το μεγαλείον του νομού, +ούτε το γόητρον των δημοσίων λειτουργιών, ούτε οι οικογενειακοί +δεσμοί, ούτε η διάκρισις των τάξεων. + +Δούλοι ερράβδιζον πολίτας· συμμορίαι θηριοπαλαιστών μεθυσμένων με +οίνον κλεμμένον από τα καπηλεία ετρομοκράτουν τας τριόδους, +ανατρέποντες τους Κιρίτας, ποδοπατούντες και ληστεύοντες αυτούς. Μετ' +αυτών είχεν ενωθή μία μάζα αθλίων εχόντων αντί παντός ενδύματος ράκη +περί την οσφύν. Πλήθος βαρβάρων, οίτινες έμελλον να πωληθώσιν, +εδραπέτευσαν εκ των παραπηγμάτων των. Δι' αυτούς η πυρκαϊά της πόλεως +εσήμαινε το τέλος της δουλείας και την ώραν της εκδικήσεως· και ενώ ο +λαός ακίνητος έτεινε με απελπισίαν τους βραχίονας προς τους θεούς, +εκείνοι ερρίπτοντο κατ' αυτού ληστεύοντες τους άνδρας και βιάζοντες +τας θυγατέρας των πατρικίων. Το πλήθος τούτο, αποτελούμενον από +Ασιάτας, Αφρικανούς, Έλληνας, Θράκας, Γερμανούς και Βρεττανούς +εξεδικείτο διά την δουλείαν τόσων ετών και εξεδήλου την μανίαν του +διά φωνών εις όλας τας γλώσσας του κόσμου. + +Ο Βινίκιος έφθασε τέλος μέχρι της Ωστίας πύλης. Αλλ' ενόησεν ότι +έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον +ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν +εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού. +Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν +είχεν όπλον. + +Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί +κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του +περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο +εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν +ετόλμησε να αρνηθή. + +Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν. Δημόσιοι +αγορηταί και φωνασκοί κατηγόρουν ως εμπρηστήν τον Νέρωνα, ηπόρουν με +την υπομονήν των Ρωμαίων, έλεγον ότι εβαρύνθησαν πλέον και υπέσχοντο +ως θύματα εις τον Τίβεριν τον Αυτοκράτορα και την Αυγούσταν. + +Πανταχόθεν αντήχουν κραυγαί: + + — Κωμωδός! Φρενόπληκτος! Μητροκτόνος! + +Μετά πολλάς συγκρούσεις και υπερδιασκελίζοντες οδοφράγματα εκ +κιβωτίων, βαρελλίων, πολυτίμων σκευών, μαγειρικών τοιούτων, φορείων, +αμαξών, ο Βινίκιος και οι πραιτωριανοί του κατώρθωσαν να εκφύγουν της +οχλοβοής. Από τους φυγάδας έμαθεν ότι μόνον μικραί τινες οδοί της +Τρανστιβέρης είχον καταληφθή υπό του πυρός, αλλ' ότι όμως τίποτε δεν +θα διέφευγε την ορμήν της πυρκαϊάς, διότι άνθρωποι την μετέδιδον +επίτηδες, λέγοντες ότι είχον διαταγήν προς τούτο. Ο νεαρός τριβούνος +δεν είχε πλέον την ελαχίστην αμφιβολίαν ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να +πυρπολήσουν την Ρώμην. Εν τούτοις είχεν ακολουθήσει την Λιμενίαν +οδόν, ήτις οδηγεί κατ' ευθείαν εις την Τρανστιβέρην. + +Η Τρανστιβέρη ήτο πλήρης καπνού και πλήθους, εν μέσω του οποίου ήτο +δυσκολώτατον να διανοιχθή δίοδος, διότι έχοντες περισσότερον χρόνον +εις την διάθεσίν των οι άνθρωποι απήγαγον και έσωζον περισσότερα +πράγματα. Οι πραιτωριανοί, οίτινες ηκολούθουν τον Βινίκιον, είχον +μείνει όπισθεν. Εις την συμπλοκήν εκείνην, ο ίππος του, τραυματισθείς +εις την κεφαλήν διά σφύρας ανωρθούτο επί των ποδών του, αρνούμενος να +υπακούση. + +Έφθασε τέλος εις την συνοικίαν Αλεξάνδρου. Ο συνωστισμός ήτο +ολιγώτερος και ο καπνός αραιότερος. Αλλ' οι σπινθήρες έπιπταν άφθονοι +επί της κεφαλής του, έτρεχεν, έτρεχε, μη σκεπτόμενος άλλο τι ειμή πώς +να σώση την Λίγειάν του. + +Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και +πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους +εμπρηστάς του!» + +Εκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο +ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και +νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος. Ο Βινίκιος, +βεβαιωθείς ότι δεν ηδύνατο να διέλθη έφιππος, κατήλθε του ίππου του +αψηφών τους κινδύνους. Έτρεξεν. Ωλίσθαινε κατά μήκος των τειχών και +ενίοτε ανέμενεν ίνα το πλήθος των φυγάδων τον αντιπαρέλθη. Εσκέπτετο +ότι αι προσπάθειαί του ήσαν φανταστικαί. Η Λίγεια ίσως δεν ήτο πλέον +εις την πόλιν, δυνατόν να είχε φύγει. Εν τούτοις ήθελε και με θυσίαν +της ζωής του να φθάση εις την οικίαν του Λίνου. Από καιρού εις καιρόν +ίστατο και έτριβε τους οφθαλμούς του. Αποσπάσας μίαν άκραν εκ του +χιτώνος του εκάλυψε δι' αυτής την ρίνα και το στόμα και επανέλαβε τον +δρόμον του. Ενώ επλησίαζε τον ποταμόν, η θερμότης καθίστατο +τρομερωτέρα. + +Κάμπτων προς την οδόν των Ιουδαίων, όπου ευρίσκετο η οικία του Λίνου, +ο Βινίκιος παρετήρησε τας φλόγας εν τω μέσω νέφους καπνού· και η +Τρανστιβέρη, εκεί όπου κατώκει η Λίγεια, εκαίετο. + +Ο Βινίκιος ενεθυμήθη ότι η οικία του Λίνου ήτο περιβεβλημένη με +κήπον, όπισθεν του οποίου, προς το μέρος του Τιβέρεως, ευρίσκετο +μικρός αγρός χωρίς οικίαν. Η σκέψις αύτη του έδωσε θάρρος. + +Αι φλόγες θα ανεκόπησαν ίσως προ του κενού διαστήματος. + +Με την ελπίδα ταύτην ήρχισε να τρέχη, καίτοι εκάστη πνοή ανέμου +έφερεν όχι μόνον καπνόν, αλλά χιλιάδας σπινθήρων, οι οποίοι ηδύναντο +να φέρουν το πυρ εις το άλλο άκρον της ατραπού και να του αποκόψουν +την υποχώρησιν. + +Διέκρινε τέλος διά μέσου πέπλου εκ καπνού τας κυπαρίσσους του κήπου +του Λίνου. Αι οικίαι αι κείμεναι όπισθεν του ανοικτού γηπέδου +εφλέγοντο ήδη ως σωροί ξύλων, αλλ' η μικρά περιοχή του Λίνου ήτο +ακόμη άθικτος. + +Ο Βινίκιος ύψωσε προς τον ουρανόν βλέμμα ευγνωμοσύνης και ώρμησε προς +την θύραν, αν και ο αήρ ήρχισε να τον καίη. Ήτο μισοανοιγμένη· την +ώθησε και ώρμησεν εντός. + +Εις τον μικρόν κήπον ουδεμία ψυχή ζώσα, και η οικία εφαίνετο εντελώς +έρημος. + + — Λίγεια, Λίγεια. + +Άκρα σιγή! Εν τη ερημία εκείνη δεν ηκούετο παρά μόνον ο μακρυνός +θόρυβος της πυρκαϊάς. + + — Λίγεια! + +Αίφνης ήλθεν εις τα ώτα του η πένθιμος εκείνη φωνή, την οποίαν είχεν +ακούσει άλλοτε εις τον κήπον τούτον. + +Εις την γειτονικήν συνοικίαν το πυρ είχε μεταδοθή εις το +θηριοτροφείον το εγγύς του ναού του Ασκληπιού και τα θηρία ήρχισαν να +βρυχώνται. + +Ο Βινίκιος εφρικίασεν από κεφαλής μέχρι ποδών. + +Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν +συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των +λεόντων, ως οιωνός συμφοράς. + +Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο +έρημον. Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας +διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το +ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον +σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του +πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο, +το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας. Έλαβε λοιπόν +το κηρίον και έτρεξεν εις τους κοιτώνας. Εις τον πρώτον ήνοιξε το +παραπέτασμα της θύρας και φωτιζόμενος υπό του κηρίου παρετήρησε. + +Και εκεί ουδείς ήτο. Εν τούτοις ο Βινίκιος ήτο βέβαιος ότι είχεν +ανεύρει τον κοιτώνα της Λιγείας, διότι από ήλους καρφωμένους εις τον +τοίχον εκρέμαντο τα ενδύματά της, και επί της κλίνης εκείτο η +στηθοδεσμίς, ήτοι η στενή εσθής, την οποίαν αι γυναίκες φορούσιν +εσωτερικώς. Ο Βινίκιος την ήρπασεν, επέθηκεν επ' αυτής τα χείλη του +και ρίψας αυτήν επί του ώμου του εξηκολούθησε τας ερεύνας του. Η +οικία ήτο μικρά· ταχέως επεσκέφθη όλα τα δωμάτια και μάλιστα τα +υπόγεια. + +Κανείς ούτ' εκεί. Η Λίγεια, ο Λίνος και ο Ούρσος με άλλους κατοίκους +της συνοικίας θα εζήτησαν να σωθώσι διά της φυγής. + +«Πρέπει να τους ζητήσω εις το πλήθος έξω της πόλεως», εσκέφθη ο +Βινίκιος. Όπως και αν είχε, θα ήσαν έξω των φλογών. + +Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή +περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι +στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα +αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν. Ο +Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας +δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν +έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι +αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες +έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του. + +Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις +τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν +καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το +αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα +πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός. Τότε +εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ +εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός +του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον +κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της +Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε +πέσει. Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν +ευρίσκετο. + +Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της +οδού εις την άλλην . . . . + +Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν +θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω +απέμειναν. + +Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και +έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος +την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον, +ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος +κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων. + +Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων. +Υπήρχον όμως και άνθρωποι, οι οποίοι θα ηδύναντο να τω παράσχωσι +βοήθειαν. + +Με την ελπίδα ταύτην, ήρχισε να κραυγάζη δι' όλων των δυνάμεων, αλλ' +αυτή ήτο η εσχάτη προσπάθειά του. Ο κόκκινος πέπλος έγινεν +ερυθρότερος ακόμη προ των οφθαλμών του, οι πνεύμονες του εστερούντο +αέρος. Έπεσε. + +Εν τούτοις τον ήκουσαν, ή μάλλον τον διέκριναν, και δύο άνθρωποι +προσέτρεξαν με φλασκιά ύδατος. Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε +το ήμισυ του περιεχομένου. + + — Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω +μακρύτερα μόνος μου. + +Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον +έφερον προς τους συντρόφους των. + +Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον. + +Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον. + + — Τίνες είσθε; ηρώτησε. + + — Κατεδαφίζομεν τας οικίας διά να μη φθάση η πυρκαϊά εις την +Λιμενίαν οδόν, απεκρίθη είς εκ των εργατών. + + — Με εβοηθήσατε. Σας ευχαριστώ. + + — Οφείλει τις να βοηθή τον πλησίον του, απήντησαν φωναί. + +Τότε ο Βινίκιος, όστις από πρωίας έβλεπε μόνον όχλους αγρίους, ρήξεις +και διαρπαγάς, παρετήρησε προσεκτικώς τα πρόσωπα, τα οποία τον +περιεστοίχιζον και είπε: + + — Να σας ανταμείψη . . . ο Χριστός! + + — Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών. + + — Ο Λίνος; + +Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των +αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου, +περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας +όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν: + + — Πού είναι ο Λίνος; + +Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος +ανεγνώρισεν, είπε: + + — Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . . +Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών. + +Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα, +όστις τω είπε: + +Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι +πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά. Οι χριστιανοί προέλεγον +από πολλού, ότι το πυρ θα κατέστρεφε την πόλιν ταύτην . . . Και ο +Λίνος είνε εις το Οστριανόν μετά της θυγατρός του Διός . . . Οποία +συμφορά έπληξε την πόλιν ταύτην!. . + + — Τους είδες; ηρώτησεν ο Βινίκιος. + + — Τους είδα, αυθέντα! . . . Δόξα εις τον Χριστόν και εις όλους τους +θεούς, εάν ηδυνήθην να ανταμείψω τας ευεργεσίας σου με μίαν καλήν +είδησιν. Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το +ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν. + +Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε +πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη +ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν. + +Από των λόφων, επί των οποίων είχεν οικοδομηθή η πόλις, αι φλόγες, ως +κύματα θαλάσσης, διεσπείροντο ανά τα κοιλώματα, όπου ήσαν πολυάριθμοι +αι πολυώροφοι οικίαι, τα εμπορεία και εργαστήρια, τα παραπήγματα, τα +αμφιθέατρα, τα οθονοπωλεία, ξυλοπωλεία, ελαιοπωλεία, σιτεμπορεία, +καρυοπωλεία και οινοπωλεία. + +Η πυρκαϊά, αφθόνως τρεφομένη δι' ευφλέκτων υλικών, προέβαινε τώρα διά +σειράς εκρήξεων. Πάσα βοήθεια εφαίνετο αδύνατος. + +Αι τερατωδέστεραι φήμαι εκυκλοφόρουν εις τον λαόν. Άλλοι έλεγον ότι η +Εστία ετιμώρει την ύβριν την γενομένην εις την Ρουβρίαν. Κατ' άλλους, +ο Καίσαρ είχε διατάξει να θέσωσι πυρ εις την πόλιν, διά να ανοίξη +ελεύθερον χώρον προς ίδρυσιν νέας πόλεως, ήτις θα εκαλείτο Νερωνία. + +Άλλοι πάλιν εκήρυττον, ότι ο Καίσαρ είχε τρελλαθή, ότι εκάλεσε τους +πραιτωριανούς και τους θηριομάχους να κτυπήσουν τον λαόν και ότι +επέκειτο η γενική σφαγή. + +Εδώ και εκεί ηκούοντο ψαλμοί αδόμενοι υπό ανδρών νέων, γερόντων, +γυναικών και παιδίων· ύμνοι των οποίων η έννοια έμενε σκοτεινή και εν +οις επανελαμβάνοντο πάντοτε αι λέξεις: «Ιδού έρχεται, ο κρίνων την +γην, εν ημέρα οργής και θλίψεως». + +Το κακόν ολοέν ηύξανεν, ήτο κάτι τρομερόν, και αυτός ακόμη ο Τίβερις +έρρεεν ως νάματα πυρός. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'. + + + +Τον Βινίκιον οι Χριστιανοί τον μετέφερον εις την οικίαν του +υφαντουργού Μακρίνου. Εκεί ούτος τον έλουσε, του έδωσεν ενδύματα και +του παρέθηκε και τροφήν. Αφού ανέλαβε τας δυνάμεις του, ο νέος +τριβούνος εδήλωσεν ότι αμέσως θα ήρχιζε πάλιν τας ερεύνας του προς +ανεύρεσιν του Λίνου. Ο Μακρίνος, όστις ήτο χριστιανός, επεβεβαίωσε +τους λόγους του Χίλωνος, λέγων ότι ο Λίνος και ο Κλήμης, ο πρώτος των +πρεσβυτέρων, είχον μεταβή εις το Οστριανόν, όπου ο Πέτρος έμελλε να +βαπτίση πλήθος προσηλύτων. Οι Χριστιανοί της συνοικίας εγνώριζον ότι +από δυο ημερών ο Λίνος είχεν εμπιστευθή την φύλαξιν της οικίας του +εις κάποιον Γάιον. + +Ο Χίλων επρότεινε να ακολουθήσουν τον Βατικανόν αγρόν μέχρι της +Φλαμινιανής πόλης, όπου θα διήρχοντο τον ποταμόν και θα επροχώρουν +έξω των τειχών, όπισθεν των κήπων του Ακιλίου προς την Σαλαρίαν +πύλην. Μετά μικρόν δισταγμόν ο Βινίκιος εδέχθη το δρομολόγιον αυτό. + +«Αναμφιβόλως, έλεγεν εν εαυτώ ο Βινίκιος, και ο Ούρσος θα ευρίσκεται +εκεί.» + +Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον, +θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν +Σικελία ίσως. + +Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν, +θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του +Πέτρου. + +Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε! + +Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων, +τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της +συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί. + +Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων: + + — Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν +της θα εκλίπη από προσώπου της γης. + +Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών. + + — Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί; + + — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον +θεσπεσίαν. + + — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά; + + — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε +κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς +μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης +πυρ, πυρ! Όταν αι φλόγες κατέλαβον ολόκληρον τον Κίρκον και ήρχισαν +να εκτείνωνται, έπρεπε να σκεφθώ να σώσω το τομάρι μου. + + — Είδες ανθρώπους να ρίπτουν πυρσούς εις τας οικίας; + + — Και τι δεν είδα, απόγονε του Αινείου; Είδα ανθρώπους να ανοίγουν +διά της ρομφαίας δίοδον εν μέσω του συρφετού· είδα μάχας και +ανθρώπινα εντόσθια καταπατούμενα διά των ποδών επί των λιθοστρώτων. +Εάν έβλεπες όλα αυτά, θα εσκέπτεσο ότι οι βάρβαροι κατέλαβον την +πόλιν εξ εφόδου και έσφαζον. Περί εμέ άνθρωποι ωρύοντο εξ απελπισίας. +Αλλ' είδον και άλλους αλαλάζοντας εκ χαράς, διότι υπάρχουσι πολλοί +κακοί άνθρωποι εις τον κόσμον, αυθέντα, οίτινες δεν δύνανται να +εκτιμήσουν τας ευεργεσίας της επιεικούς κυριαρχίας σας και των +δικαίων τούτων νόμων, δυνάμει των οποίων φροντίζετε να την +εφαρμόσετε. Οι άνθρωποι δεν ηξεύρουν ποσώς να υποταχθώσιν εις την +θέλησιν των θεών! + +Ο Βινίκιος ήτο πολύ βυθισμένος εις τας σκέψεις ταύτας, ώστε δεν +ηδύνατο να εννοήση την ειρωνείαν των λόγων τούτων. Καίτοι είχεν +ερωτήσει τον Χίλωνα περί όλων όσα ούτος ηδύνατο να γνωρίζη, εστράφη +και πάλιν προς αυτόν: + + — Και είδες εις το Οστριανόν την Λίγειαν και τον Ούρσον με τους +ιδίους οφθαλμούς σου; + + — Τους είδα. υιέ της Αφροδίτης· είδα την παρθένον, τον αγαθόν +Λιγειέα, τον άγιον Λίνον και τον απόστολον Πέτρον. + + — Προ της πυρκαϊάς; + + — Προ της πυρκαϊάς, ναι! + +Αλλ' εν τη ψυχή του Βινικίου εγεννήθη μία υποψία. + +Ο Χίλων ίσως εψεύδετο. Σταματήσας τον ημίονον ετόξευσε κατά του +γηραιού Έλληνος βλέμμα απειλητικόν. + + — Τι έκαμες εκεί; + +Ο Χίλων εταράχθη. + + — Αυθέντα, είπε, διατί δεν θέλεις να πιστεύσης ότι τους αγαπώ; Και +όμως αυτό είνε η αλήθεια. Επήγα εις το Οστριανόν, επειδή είμαι ήδη +κατά το ήμισυ χριστιανός. + + — Και δεν ηξεύρεις πού κατέλυσεν ο Λίνος τας ημέρας ταύτας; + + — Αυθέντα, επανέλαβεν ο Χίλων, χωρίς εμέ δεν θα ανεύρισκες την +κόρην. Εάν την επανεύρης δεν θα λησμονήσης ένα σοφόν πενόμενον! + + — Θα σου δώσω μίαν οικίαν με άμπελον πλησίον της Αμηριόλης. +απήντησεν ο Βινίκιος. + + — Α! ευχαριστώ, Ηράκλεις! με περιοχήν αμπελώνος; Ευχαριστώ! + +Υπερέβαινον ήδη τους λόφους του Βατικανού, πάντας ερυθρούς από τας +λάμψεις της πυρκαϊάς, και επλησίαζον εις τον ποταμόν διά να διαβώσιν. +Όπισθεν της Ναυμαχίας, εστράφησαν δεξιά, διότι ήθελαν, μετά τον αγρόν +του Βατικανού, να πλησιάσουν τον ποταμόν, να τον διαβώσι και να +διευθυνθώσι προς την Φλαμινιανήν Πύλην. Αίφνης ο Χίλων εσταμάτησε τον +ημίονόν του. + + — Αυθέντα! Μου ήλθε μία ιδέα! + + — Λέγε, είπεν ο Βινίκιος. + +Δεν υπάρχει διάταγμα κατά των Χριστιανών, αλλ' οι Ιουδαίοι τους +κατηγορούσιν εις τον πραίφεκτον της Πόλεως ότι σφάζουσι τα παιδία, +ότι διαδίδουν θρήσκευμα μη ανεγνωρισμένον υπό της Συγκλήτου. Τους +φονεύουν και λιθοβολούν τας οικίας των τόσον εμμανώς, ώστε οι +χριστιανοί κρύπτονται προ αυτών. + + — Λοιπόν, τι θέλεις να είπης; + + — Λοιπόν, αι συναγωγαί υπάρχουν φανερά εις την Τρανστιβέρην, αλλ' οι +χριστιανοί είνε ηναγκασμένοι να προσεύχωνται μυστικώς· συνέρχονται +εις κατηρειπωμένα υπόστεγα εκτός της πόλεως ή εις κονίστρας. Λοιπόν, +ακριβώς οι της Τρανστιβέρης εξέλεξαν τας κρύπτας, των οποίων τα υλικά +εχρησίμευσαν διά την ανοικοδόμησιν του Κίρκου του Νέρωνος και των +κατά μήκος του ποταμού οικιών. Η πόλις φλέγεται και οι πιστοί του +Χριστού βεβαίως ασχολούνται εις προσευχάς. Θα εύρωμεν πολλούς εξ +αυτών εις τα υπόγεια. Σε συμβουλεύω λοιπόν να εισέλθης εις αυτά +τοσούτω μάλλον καθ' όσον ευρίσκονται εις τον δρόμον μας. + + — Αλλά μου είχες είπη ότι ο Λίνος μετέβη εις το Οστριανόν! ανέκραξεν +ανυπομόνως ο Βινίκιος. + + — Αλλά συ μου υπεσχέθης οικίαν με άμπελον εις την Αμηριόλην, +υπέλαβεν ο Χίλων. Θα αναζητήσω την κόρην παντού όπου υπάρχει +πιθανότης να την εύρω. Θα τους εύρωμεν εις το υπόγειον +προσευχομένους· και εις πάσαν μη ευνοϊκήν περίστασιν, θα μας δώσουν +πληροφορίας περί αυτών. + + — Ωδήγησέ με, διέταξεν ο Τριβούνος. + +Επί μίαν στιγμήν η κλιτύς του λόφου τους έκρυψε την πυρκαϊάν και +εβάδισαν εν τη σκιά, καίτοι τα περιβάλλοντα υψώματα εφωτίζοντο +απλέτως. + +Όταν υπερέβησαν τον Κίρκον, ετράπησαν προς τα αριστερά και πάλιν και +εισήλθον εις στενήν πάροδον, όπου το σκότος ήτο ψηλαφητόν. Αλλ' εις +το σκότος εκείνο ο Βινίκιος διέκρινε σμήνος φαναριών +σπινθηροβολούντων. + + — Ιδού αυτοί! είπεν ο Χίλων. + + — Αλήθεια! Ακούω να ψάλλουν, είπεν ο Βινίκιος. + +Τω όντι, ήχοι ψαλμωδίας ανεδίδοντο εκ σκοτεινής τίνος χαράδρας και τα +φανάρια εξηφανίζοντο το έν μετά το άλλο. Αλλ' εκ πλαγίων παρόδων +εξήρχοντο συνεχώς νέαι σκοτειναί μορφαί, ο Βινίκιος δε και ο Χίλων +περιεκυκλώθησαν μετ' ολίγον από ολόκληρον ομάδα. Ο Χίλων κατήλθεν εκ +του ημιόνου του και εκάλεσε διά νεύματος νεανίσκον τινά βαδίζοντα +πλησίον των. + + — Είμαι ιερεύς του Χριστού, επίσκοπος μάλιστα. Επιμελήθητι των +ημιόνων μας, θα έχης την ευλογίαν μου, και αι αμαρτίαι σου θα σου +αφεθώσι. + +Μετά μίαν στιγμήν ευρέθησαν εις το υπόγειον και επροχώρουν δι' ενός +διαδρόμου, υπό την αμυδράν λάμψιν των φαναρίων μέχρις ενός ευρυχώρου +ορύγματος. Εκεί ήτο περισσότερον φως από τον διάδρομον, διότι, εκτός +των φανών και των λυχνιών, έκαιον και δάδες. Ο Βινίκιος είδε πλήθος +ανθρώπων γονυπετούντων εις προσευχήν, αλλά δεν είδεν ούτε την +Λίγειαν, ούτε τον Απόστολον Πέτρον, ούτε τον Λίνον. Τα πρόσωπα των +αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως +αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς +τον ουρανόν. + +Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι +δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα +στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν. + +Αίφνης τα άσματα έπαυσαν και υπεράνω της ομηγύρεως εντός κόγχης +τινός, σχηματισθείσης διά της εξαγωγής υπερμεγέθους λίθου, εφάνη ο +Κρίσπος. + +Το πρόσωπόν του ήτο πελιδνόν. Όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν, +επί τη προσδοκία λόγων παραμυθίας και ελπίδος. + +Αλλ' εκείνος ποιών επί της ομηγύρεως το σημείον του σταυρού, ήρχισε +να ομιλή μετά παραφοράς, κραυγάζων: + + — Μετανοήσατε από των αμαρτιών σας, διότι η ώρα ήγγικε, το τέλος +επήλθεν. Επί την πόλιν της κακίας και της ακολασίας, επί την νέαν +Βαβυλώνα, ο Κύριος απέλυσε την φλόγα την αδηφάγον. Εσήμανεν η ώρα της +κρίσεως, της οργής και της καταστροφής. Ο Κύριος υπεσχέθη ότι θα +έλθη, και άρτι όψεσθε αυτόν. Αλλά δεν θα είναι πλέον ο Αμνός ο +προσενεγκών το αίμα του προς εξαγοράν ημών εκ της κατάρας . . . Θα +είναι κριτής φοβερός, όστις εν τη δικαιοσύνη του θα ρίψη εις την +άβυσσον τους αμαρτωλούς και τους απίστους. Ουαί του κόσμω και ουαί +τοις αμαρτωλοίς, ότι ουκ έσται επ' αυτούς έλεος . . . Χριστέ! σε +βλέπω . . . Αστέρες πίπτουσιν, ο ήλιος σκοτίζεται, η γη ανοίγεται εις +κρημνούς και οι νεκροί εγείρονται . . . Και συ έρχεσαι εν φωνή +αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού μετά δυνάμεως και δόξης των αγγέλων +σου, εν λαίλαπι και αστραπή! Χριστέ! σε βλέπω, σε ακούω». + +Αίφνης το άντρον αντήχησεν εξ υποκώφου βροντής, την οποίαν ηκολούθησε +μετ' ολίγον δευτέρα και τρίτη . . . Εις την φλεγομένην πόλιν σειραί +ολόκληροι οικιών αποτεφρωμέναι κατέρρεον. + +Διά τους πλείστους χριστιανούς, αι βρονταί εκείναι εφαίνοντο το +οριστικόν σημείον της φοβεράς κρίσεως. Τότε ο θείος τρόμος εκυρίευσε +την ομήγυριν, πολυάριθμοι φωναί επανέλαβον: «Η ημέρα της κρίσεως! +αληθώς, ιδού ήλθεν!» + + — Ευσπλαγχνίσθητι, Λυτρωτά! έκραζον. + +Μερικοί εξωμολογούντο μεγαλοφώνως τας αμαρτίας των. Άλλοι ερρίπτοντο +εις τας αγκάλας των οικείων των, όπως αισθανθώσι κατά την τρομεράν +στιγμήν καρδίαν φίλων πάλλουσαν πλησίον της ιδικής των. + +Έπειτα ηκούσθη και πάλιν η φωνή του Κρίσπου, όστις εκραύγαζε: + + — Παραιτήσατε τα εγκόσμια αγαθά, διότι η γη θα εκλίπη υπό τους πόδας +σας! Παραιτήσατε τους έρωτας τους γηίνους! Ουαί εις τον προκρίνοντα +την κτίσιν υπέρ τον Κτίσαντα! Ουαί εις τους πλουσίους! Ουαί εις τους +ακολάστους! + +Μία βροντή ακόμη ισχυροτέρα εκλόνισε τας κατακόμβας· όλοι έπεσαν +πρηνείς εις την γην με εσταυρωμένους βραχίονας, όπως αμυνθώσι διά του +σημείου τούτου κατά των κακοποιών πνευμάτων. + +Εν τη σιγή δεν ηκούοντο, ειμή εκφράσεις ασθματικαί και τρομασμέναι: +«Ιησού γλυκύτατε! Ιησού μακρόθυμε!» Εδώ και εκεί μικρά παιδία +έκλαιον. Αίφνης γαλήνιος φωνή ηκούσθη λέγουσα: + + — Ειρήνη υμίν! + +Ήτο ο απόστολος Πέτρος, όστις εκείνην την στιγμήν ήλθεν εις το +Άντρον. + +Εις τους λόγους τούτους ο τρόμος διελύθη, όπως διαλύεται ο τρόμος του +ποιμνίου, όταν εμφανίζεται ο ποιμήν. Ηγέρθησαν πάντες. Οι +πλησιέστεροι προς αυτόν κατεφίλουν τα γόνατά του, ως εάν εζήτουν +καταφύγιον υπό τας προστατευτικάς πτέρυγας. + +Εκείνος έτεινε τας χείρας επί του αγωνιώντος πλήθους: + + — Διατί ταράττεσθε εν ταις καρδίαις υμών; Τις εξ υμών θα μαντεύση τι +το συμβησόμενον επ' αυτώ πριν έλθη η ώρα; Ο Κύριος ετιμώρησεν εν πυρί +την Βαβυλώνα, ήτις εμέθυσε τον κόσμον με τον οίνον της εμμανούς +πορνείας της, αλλ' εφ' υμάς, τους καθαρισθέντας διά του βαπτίσματος, +ων αι αμαρτίαι εξηγοράσθησαν υπό του αμνού του αμώμου και ασπίλου, το +έλεός Του θα εξαπλωθή. Και θα αποθάνετε με το όνομά Του εις τα χείλη +σας. Ειρήνη υμίν! + +Μετά τας απειλάς του Κρίσπου οι λόγοι του Πέτρου υπήρξαν βάλσαμον διά +το πλήθος. Ο θείος έρως ανεπλήρωσε τον θείον τρόμον και εκυρίευσε τας +ψυχάς. Πανταχόθεν εκραύγαζον: «Είμεθα τα πρόβατά σου». Πολλοί +εγονυπέτουν εις τους πόδας του λέγοντες: «Μη εγκαταλίπης ημάς κατά +την ημέραν της καταστροφής». + +Ο Βινίκιος έψαυσε το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου και +χαμηλώσας την κεφαλήν παρεκάλεσεν ως εξής: + + — Σώσον με, αυθέντα. Εζήτησα την Λίγειαν εν τω μέσω της πυρκαϊάς και +του θορύβου. Ουδαμού την εύρον· αλλά πιστεύω ακραδάντως ότι συ +δύνασαι να μου αποδώσης αυτήν. + +Ο Πέτρος έθεσε την χείρα επί της κεφαλής του Βινικίου και είπεν: + + — Έχε πίστιν! και ακολούθει με. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'. + + + +Η πόλις εξηκολούθει να καίηται. Ο άνεμος είχε τραπή και έπνεε τώρα +από της θαλάσσης μετά δαιμονιώδους σφοδρότητος. Ο λαός είχε λάβει +απειλητικήν στάσιν. + + — Άρτον και στέγην, εκραύγαζεν. + +Εις μάτην οι πραιτωριανοί προσεπάθουν να συγκρατήσωσι την τάξιν. Εδώ +ανθίσταντο φανερά με τα όπλα εις τας χείρας· απωτέρω άνθρωποι άοπλοι +ανέκραζον: + + — Τολμήσατε να μας σφάξετε έμπροσθεν της πυρκαϊάς ταύτης! + +Κατηρώντο τον Καίσαρα, κατηρώντο τους ευνοουμένους πατρικίους. + +Όταν την νύκτα ο πρώτος επισιτισμός έφθασεν, ο όχλος κατηδάφισε την +κυρίαν πύλην του Εμπορίου και διήρπασε τα τρόφιμα. Εις το φως της +πυρκαϊάς εμάχοντο διά τους άρτους, των οποίων μεγάλη ποσότης +κατεπατήθη υπό τους πόδας· το άλευρον των σχισθέντων σάκκων +κατελεύκανε το έδαφος. Το σκάνδαλον έπαυσεν, όταν οι στρατιώται +περικυκλώσαντες τας αποθήκας, ήρχισαν να κατατοξεύωσι το πλήθος. + +Διηγούντο ότι, κατά προσταγήν του Καίσαρος, αι επαρχίαι της Ασίας και +Αφρικής θα εγυμνούντο από όλα τα πλούτη των, τα οποία θα διενέμοντο +μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης, εις τρόπον ώστε να δύναται πάς τις να +ανακτίση την οικίαν του. + +Αλλά συγχρόνως διέσπειρον την είδησιν ότι το ύδωρ των υδραγωγείων +είχε δηλητηριασθή και ότι ο Νέρων ήθελε να καταστρέψη την πόλιν και +να εξολοθρεύση τους κάτοικους μέχρι του τελευταίου, διά να μεταβή εις +την Ελλάδα και την Αίγυπτον, και εκείθεν να βασιλεύη της οικουμένης. +Ερεθισμός σφοδρός επεκράτει. + +Η πυρκαϊά επλησίαζε το Παλατίνον. Ο Τιγγελίνος συγκεντρώσας όλας τας +δυνάμεις των Πραιτωριανών, έστελλε προς τον Καίσαρα ταχυδρόμους, τον +ένα μετά τον άλλον, ικετεύων αυτόν να επανέλθη, όπως μη χάση τίποτε +εκ του μεγαλείου του θεάματος, διότι η πυρκαϊά είχεν επεκταθή ακόμη. +Αλλ' ο Νέρων, όστις είχεν εκκινήσει, ήθελε να φθάση την νύκτα, οπότε +η πυρκαϊά θα έφθανεν εις τον κολοφώνα της καταστρεπτικής δυνάμεώς +της. + +Τέλος περί το μεσονύκτιον έφθασαν αντικρύ των τειχών αυτός και η +πολυάριθμος ακολουθία του εκ συγκλητικών, ιπποτών απελευθέρων, +δούλων, γυναικών και παιδίων. Δεκαέξ χιλιάδες πραιτωριανοί, +κλιμακηδόν τεταγμένοι εις γραμμάς μάχης καθ' όλην την οδόν, +επηγρύπνουν διά την ασφάλειαν της εισόδου του. Και ο λαός ετόξευε +βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν +βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι +επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον +απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου, +ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους. Αλλ' αι +κατακραυγαί και οι συριγμοί, ως και αι επευφημίαι, εκαλύφθησαν αίφνης +υπό της θορυβώδους συναυλίας των κεράτων και των σαλπίγγων, την +οποίαν διωργάνωσεν ο Τιγγελίνος. Ο Νέρων, αφού υπερέβη την Ωστίαν +Πύλην, εστάθη προς στιγμήν και εφώναξε: + +«Μονάρχης χωρίς κατοικίαν λαού αστέγων, πού λοιπόν θα κλίνω την νύκτα +την κεφαλήν μου την τάλαιναν;» Έπειτα υπερβάς την Δελφινίαν Πέτραν, +ανήλθε διά κλίμακος επίτηδες παρασκευασθείσης εις το Αππιανόν +υδραγωγείον, ανήλθον δε επίσης οι αυγουστιανοί και ο χορός των ψαλτών +μετά κιθαρών και βαρβίτων. + +Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών +λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί +επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα +προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω +παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον +ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του. + +Μακρόθεν ο λαός εδείκνυε τον αυτοκράτορά του, τον οποίον περιέλουεν η +αιματόχυτος λάμψις. Εις το βάθος εσύριζον και εκρότουν αι οφιοειδείς +φλόγες και εκαίοντο τα προαιώνια και ιερά λείψανα. Διά μέσου των +φλογίνων χαιτών διεφαίνετο ενίοτε το Καπιτώλιον. Το παρελθόν της +Ρώμης εφλέγετο . . . . + +Και εκείνος, ο Καίσαρ, έμενεν εκεί με βάρβιτον εις την χείρα, με το +προσωπείον τραγικού υποκριτού. Η σκέψις του δεν εφέρετο προς την +πατρίδα την καταρρέουσαν. Ανελογίζετο την στάσιν και τας απαγγελίας, +δι' ων θα παρίστατο το μέγεθος της καταστροφής. Εμίσει την πόλιν +ταύτην, εμίσει τον λαόν, δεν ηγάπα ειμή μόνον το άσμα το ιδικόν του, +και τους στίχους του! Και εν τη καρδία του ευφραίνετο, διότι έβλεπε +τέλος μίαν τραγωδίαν αυτούσιον. Τι να επιθυμήση περισσότερον; Η Ρώμη, +η Πόλις, η κυρίαρχος Ρώμη καίεται εν πυρί! + +Και αυτός, ο Καίσαρ, υψούται επί των αψίδων του υδραγωγείου, με +χρυσήν βάρβιτον ανά χείρας, ορατός εξ όλων των περάτων του ορίζοντος, +λουόμενος εκ πορφύρας, περιπαθής. Κάτω εις την σκιάν, τόσω μακράν, +γογγύζει και συνταράσσεται ο λαός. Ας γογγύζη! Γενεαί θα παρέλθωσι, +χιλιάδες ετών θα διαρρεύσωσιν εις την άβυσσον του χρόνου και οι +αιώνες οι νέοι θα δοξάσωσιν ακόμη τον ποιητήν, όστις κατά την νύκτα +ταύτην την θεσπεσίαν έψαλλε την πτώσιν και την πυρπόλησιν της Τροίας. +Τι ήτο ο Όμηρος εν συγκρίσει προς τον Καίσαρα; + +Ο Καίσαρ ύψωσε τας χείρας, και πλήξας τας χορδάς απήγγειλε τους +λόγους του Πριάμου: + +_«Κοιτίς των πατέρων μου, λίκνον τόσον προσφιλές εις την ψυχήν μου. . +.»_ + +Εις το ύπαιθρον, εν μέσω των εκρήξεων της πυρκαϊάς, του γογγυσμού του +πλήθους, η φωνή του εφαίνετο παραδόξως ισχνή, και αι χορδαί των +βαρβίτων υπήχουν ως βόμβοι εντόμων. Αλλ' οι συγκλητικοί, οι δημόσιοι +υπάλληλοι και οι αυγουστιανοί είχον ταπεινώσει την κεφαλήν και ήκουον +εν αφώνω εκστάσει. Επί πολύ έψαλε και η φωνή του ολίγον κατ' ολίγον +επληρώθη πικρίας. Όταν εσταμάτα όπως αναπνεύση, οι ψάλται +επανελάμβανον εν χορώ τους τελευταίους στίχους· έπειτα ο Νέρων με +μίαν κίνησιν ανέρριψεν επί των ώμων του την τραγικήν ποδήρη εσθήτά +του, εχόρδισε μίαν συμφωνίαν και έψαλλεν. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος, +ήρχισε να αυτοσχεδιάζη, αναζητών μεγάλας μεταφοράς εις την εικόνα την +ανελισσομένην ενώπιόν του. Και το πρόσωπόν του ολίγον κατ' ολίγον +ήλλαξαν έκφρασιν. Η καταστροφή της γενεθλίου του πόλεως δεν τον είχε +ποσώς συγκινήσει· αλλ' εμεθύσθη εις τοιούτον βαθμόν εκ του πάθους των +ιδίων λόγων του, ώστε οι οφθαλμοί του επληρώθησαν δακρύων. Τότε αφήκε +την βάρβιτον, ήτις εβόμβησεν εις τους πόδας του, και τυλιχθείς με την +ποδήρη εσθήτά του έμεινεν ως απολιθωμένος, όμοιος με μίαν των +Νιοβίδων, αι οποίαι εστόλιζον την αυλήν του Παλατινού. + +Θύελλα επευφημιών διέκοψε την σιγήν. Αλλά μακρόθεν απήντησεν εις +αυτόν η αγρία ωρυγή του πλήθους. Εκεί κάτω ουδείς πλέον αμφέβαλλεν, +ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να καύσωσι την πόλιν, διά να απολαύση έν +θέαμα και να ψάλλη ύμνους. + +Εις την κραυγήν εκείνην, την εξερχομένην από εκατοντάδας χιλιάδων +στηθών, ο Νέρων εστράφη προς τους αυγουστιανούς, με το μελαγχολικόν +και καρτερικόν μειδίαμα ανθρώπου, διά τον οποίον οι άλλοι είνε άδικοι +και κακοί. + + — Ιδέτε, είπε, τον τρόπον κατά τον οποίον με εκτιμούν οι Κύρητες, +εμέ, και πώς απολαμβάνουσι την ποίησιν! + + — Τα καθάρματα! απήντησεν ο Βατίνιος. Πρόσταξον, κύριε, την φρουράν +των πραιτωριανών να επιτεθή εναντίον των. + +Ο Νέρων εστράφη προς τον Τιγγελίνον. + + — Δύναμαι να βασίζωμαι εις την πίστιν των στρατιωτών: + + — Ναι, θεσπέσιε, απήντησεν ο αρχηγός. + +Αλλ' ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους. + + — Εις την πίστιν των, αλλ' όχι εις τον αριθμόν των. Μείνε εκεί όπου +είσαι, διότι αυτό είναι ασφαλέστερον· αλλά πρέπει εξ άπαντος να +πραϋνθή ο λαός ούτος. + +Ο Σενέκας ετάχθη με την γνώμην ταύτην καθώς και ο ύπατος Λικίνιος. + +Εν τούτοις ο αναβρασμός κάτω εγίνετο ορμητικώτερος. Ο λαός ωπλίζετο +με λίθους, με πασσάλους σκηνών, με σανίδας αποσπωμένας από τα αμάξια +και με παν σιδηρούν αντικείμενον. Αρχηγοί τινες λόχων ήλθον να +δηλώσουν ότι οι πραιτωριανοί, υπό την πίεσιν του πλήθους, ησθάνοντο +μεγίστην δυσκολίαν να παραμείνουν εις την γραμμήν της μάχης. Μη +έχοντες διαταγήν να επιτεθώσι δεν ήξευρον τι να πράξωσι. + + — Θεοί αθάνατοι! είπεν ο Νέρων, οποία νυξ! Από το έν μέρος η +πυρκαϊά· από το άλλο τα απολελυμένα κύματα του όχλου! + +Και εξηκολούθησε να ζητή λέξεις διά να εκφράση λαμπρώς όλον τον +κίνδυνον της παρούσης ώρας. Αλλά βλέπων πέριξ του ωχρά πρόσωπα και +ανησύχους οφθαλμούς εφοβήθη και αυτός επίσης. + + — Δώσατέ μου τον αμαυρόν μανδύαν μου, με μίαν κουκούλαν! διέταξεν +ούτος. Άρα γε θα απολήξη το πράγμα εις μάχην; + + — Κύριε, είπεν ο Τιγγελίνος με φωνήν διστακτικήν, έπραξα ό,τι +εξηρτάτο από εμέ, αλλ' ο κίνδυνος απειλεί . . . Ομίλησε εις αυτούς, +αυθέντα, ομίλησε προς τον λαόν σου, και δος αυτώ υποσχέσεις! + + — Ο Καίσαρ να ομιλήση προς τον όχλον; ας ομιλήση άλλος εξ ονόματός +μου. Ποίος αναλαμβάνει; + + — Εγώ, απήντησεν ο Πετρώνιος λίαν ατάραχος. + + — Εμπρός, φίλε μου! είσαι ο πιστότερος εις όλας τας δυσχερείας . . . +Εμπρός και μη φείδου υποσχέσεων. + +Ο Πετρώνιος έστρεψε προς την συνοδείαν πρόσωπον αμέριμνον και +ειρηνικόν. + + — Οι παρόντες συγκλητικοί, είπε, θα με ακολουθήσουν . . . . καθώς και +ο Πίσων, ο Σενεκίων και ο Νέρβας. + + — Κατήλθε βραδέως την κλίμακα του υδραγωγείου. Εκείνοι, τους οποίους +είχεν ονομάσει, εδίστασαν, κατόπιν τον ηκολούθησαν εμψυχωθέντες εκ +της αταραξίας του. + +Σταθείς παρά τας αψίδας ο Πετρώνιος εζήτησε να του δώσουν ίππον +λευκόν, ανήλθεν επ' αυτού και ακολουθούμενος υπό των συντρόφων του +διηυθύνθη διά μέσου των βαθέων στοίχων των πραιτωριανών, προς το +μαύρον πλήθος, το ωρυόμενον· ήτο άοπλος, έχων μόνον εις χείρας το +λεπτόν ελεφάντινον ραβδίον του, το οποίον έφερε συνήθως, και όταν +έφθασεν, εισήλθε με τον ίππον του εντός του πλήθους. + +Αι κραυγαί εγίνοντο ακόμη εντονώτεραι και συνεχωνεύθησαν εις ένα +απάνθρωπον βρυχηθμόν. Οι πάσσαλοι, αι ράβδοι, αι μάχαιραι +διεσταυρώθησαν υπέρ την κεφαλήν του Πετρωνίου. Βίαιαι χείρες +εξετάθησαν προς τους χαλινούς του ίππου του και προς αυτόν. Αλλ' +εκείνος εξηκολούθει να προχωρή πράος και αγέρωχος. + +Ενίοτε έπληττε διά της ράβδου τους τολμηροτέρους, ως εάν επρόκειτο να +διανοίξη δίοδον διά μέσου ειρηνικού πλήθους· και η ψυχραιμία του +έκαμεν εντύπωσιν εις τον όχλον. + +Τέλος τον ανεγνώρισαν και πλήθος φωνών ανέκραξαν: + + — Ο Πετρώνιος! Ο Κριτής της φιλοκαλίας! + + — Ο Πετρώνιος! επανέλαβον πανταχόθεν. + +Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο +ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις. + +Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την +εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να +ομιλήση. + + — Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος. + +Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με +βροντώδη φωνήν: + + — Πολίται! Όσοι με ακούσωσιν, ας επαναλάβωσι τους λόγους μου προς +τους γείτονάς των και όλοι ας φερθώσιν ως άνθρωποι, όχι ως θηρία εις +την κονίστραν. + + — Μάλιστα! Μάλιστα! απήντησαν αι φωναί. + + — Ακούσατε! Η πόλις θα ανακτισθή. Οι κήποι του Λουκούλλου, του +Μαικήνα, του Καίσαρος και της Αγριππίνης θα σας ανοιχθώσιν. Αύριον θα +αρχίση η διανομή σίτου, οίνου και ελαίου, ώστε έκαστος να δυνηθή να +γεμίση την κοιλίαν του μέχρι του φάρυγγος. Κατόπιν ο Καίσαρ θα σας +δώση αγώνας, ομοίους των οποίων ουδέποτε θα έχετε ιδή· κατά τους +αγώνας θα σας παραθέση συμπόσια και θα σας κάμη γενναιοδωρίας. Θα +είσθε πλουσιώτεροι ή προ της πυρκαϊάς! + +Είς ψίθυρος απήντησεν εις τον Πετρώνιον. Οι πλησιέστεροι μετέδιδον +τους λόγους του εις εκείνους οίτινες ευρίσκοντο απωτέρω. Και αι +κραυγαί της οργής ή της επιδοκιμασίας, αίτινες ηγείροντο εδώ και +εκεί, συνεχωνεύθησαν μετ' ολίγον εις την άπειρον ομόθυμον κραυγήν: + + — Άρτον και ιπποδρομίας! + +Και αφού επέβαλε σιγήν διά της χειρός, πάλιν με φωνήν ηχηράν +επανέλαβεν ο Πετρώνιος. + + — Σας υπόσχομαι άρτον και αγώνας. Και τώρα ανευφημήσατε τον Καίσαρα, +όστις σας τρέφει και σας ενδύει . . . Κατόπιν, ύπαγε να κοιμηθής, +αγαπητέ λαέ, επειδή πλησιάζει να εξημερώση. + +Ταύτα ειπών, έστρεψε τον ίππον, και πλήττων ελαφρώς εις την κεφαλήν ή +το πρόσωπον εκείνους οίτινες τω απέκλειον την οδόν, επέστρεψε βραδέως +εις τας τάξεις των πραιτοριανών. Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν +είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίας!» και ενόμιζον ότι +επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι +τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον. + +Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων. + + — Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται; + +Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως. + + — Μα τον Πολυδεύκην! είπε, το ένα βρωμά και το άλλο μυρίζει: Ας μου +δώση κάποιος ολίγον αναψυκτικόν! θα λιποθυμήσω! + +Έπειτα, στραφείς προς τον Καίσαρα: + + — Τους υπεσχέθην σίτον, έλαιον, αγώνας και ελευθέραν είσοδον εις +τους κήπους. Σε λατρεύουν και πάλιν και αλαλάζουν προς τιμήν σου με +τα σκασμένα χείλη των. Αθάνατοι θεοί, πόσον δυσάρεστον οσμήν έχει ο +όχλος αυτός! + + — Οι πραιτωριανοί ήσαν έτοιμοι, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος και οι +φωνασκοί, εάν δεν τους κατεπράυνες, θα εσιώπων διά παντός. Τι κρίμα, +Καίσαρ, να μη επιτρέψης να γίνη χρήσις της βίας! + +Ο Πετρώνιος τον παρετήρησε προς στιγμήν, ύψωσε τους ώμους και είπε: + + — Τίποτε δεν εχάθη. Θα λάβης ίσως την ευκαιρίαν να μεταχειρισθής +βίαν αύριον. + + — Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους +διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον +αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. + +Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα +σιγήν, ηρώτησεν + + — Έσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; + + — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο +Πετρώνιος. Έπειτα στραφείς προς την πυρκαϊάν: + + — Ας την θεωρήσωμεν ακόμη μίαν φοράν και ας είπωμεν το χαίρε εις την +αρχαίαν Ρώμην. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'. + + + +Οι λόγοι του Αποστόλου είχον επαναφέρει την εμπιστοσύνην εις τας +ψυχάς των χριστιανών. Κατέλιπον ο είς μετά τον άλλον τας κατακόμβας +και επανήλθον εις τας προσωρινάς κατοικίας των. Τινές μάλιστα +εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι +επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν +εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος, +εξήλθε και αυτός του υπογείου. Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας +χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον +προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον +και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν +του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες. Όταν έφθασαν εις ελεύθερον +χώρον, οπόθεν εφαίνετο ήδη η φλεγομένη πόλις, ο Απόστολος, αφού έκαμε +τρις το σημείον του σταυρού επί της Ρώμης, εστράφη προς τον Βινίκιον +και είπε: + + — Μη φοβού. Η καλύβη του λατόμου είναι πλησίον εδώ. Θα εύρωμεν εκεί +την Λίγειαν μετά του Λίνου και του πιστού υπηρέτου της. Ο Χριστός, +όστις σου την προώρισε, την έσωσε προς χάριν σου. + +Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους +πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την +θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν. + +Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια +εκείνα έλεγεν: + + — Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν! + + — Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων. + +Έγειρε και ακολούθει μοι, είπεν ο Πέτρος, λαμβάνων διά της χειρός τον +νέον τριβούνον, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. + +Καθ' οδόν ο Βινίκιος ικέτευσε τον Πέτρον: + + — Διδάσκαλε, πλύνον με εις το ύδωρ του βαπτίσματος, διά να δύναμαι +να λέγωμαι αληθής λάτρης του Χριστού, διότι τον αγαπώ με όλην την +δύναμιν της ψυχής μου. Βάπτισόν με τάχιστα, καθότι είμαι ήδη έτοιμος +εν τη καρδία μου. Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι, +τι δύναμαι να πράξω ακόμη. + + — Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι +διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε +και τον οίκον σου. + +Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του +βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και +σχοίνους. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλά διά του ανοίγματος, όπερ +εχρησίμευεν ως παράθυρον, διέκρινέ τις το εσωτερικόν, φωτιζόμενον υπό +της εστίας. Γιγαντιαία μορφή ηγέρθη εις προϋπάντησιν των νεοερχομένων +και ηρώτησε: + + — Τίνες είσθε; + + — Δούλοι του Χριστού! απήντησεν ο Πέτρος. Ειρήνη σοι, Ουρβανέ! + +Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον +Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του. + + — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την +οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα! + +Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης +στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον. Πλησίον +της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών +ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους +ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν +εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους +βραχίονας. Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά +του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του +Βινικίου. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του μετά ζέσεως, έπειτα +έλαβε τους κροτάφους της διά των δύο χειρών και την κατεφίλει εις το +μέτωπον και τους οφθαλμούς· τέλος της διηγήθη την αναχώρησίν του, την +άφιξη του, και πώς την είχε ζητήσει εντός των τειχών και εις την +οικίαν του Λίνου, και πόσον είχεν υποφέρει, έως ότου ο Απόστολος του +υπέδειξε το άσυλόν της. + + — Αλλά τώρα, έλεγε, τώρα, αφού σε επανεύρον, δεν θα σε αφήσω εδώ. Θα +σε σώσω, θα σας σώσω όλους, φιλτάτη μου! Θέλετε να έλθετε μαζί μου +εις το Άντιον; Απ' εκεί θα επιβιβασθώμεν πλοίου διά Σικελίαν. Τα +κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου είναι οικίαι σας. Εις +την Σικελίαν θα ανεύρωμεν τους Αούλους, θα σε αποδώσω εις την +Πομπωνίαν και θα σε παραλάβω κατόπιν από των χειρών της. Δεν είναι +αληθές, παμφιλτάτη μου, ότι δεν έχεις πλέον φόβον από εμέ; Δεν +ελούσθην ακόμη εις το ύδωρ του βαπτίσματος, αλλά δύνασαι να ερωτήσης +τον Πέτρον αν δεν τον παρεκάλεσα να με βαπτίση. Έχε εμπιστοσύνην εις +εμέ. Σεις όλοι, έχετε εμπιστοσύνην. + +Η Λίγεια ήκουε με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Η αναχώρησις διά την +ειρηνικήν Σικελίαν θα ήνοιγε νέαν εποχήν ευτυχίας εις την ζωήν των. +Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη +πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη +τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν: + +«Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου, +οικίαι σας!» + +Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν: + + — Η εστία σου θα είναι εστία μου. + +Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων, +ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας. + +Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον: + + — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε. Τις είδεν αν δεν +διατάξη να σφάξη όλους τους κατοίκους διά του στρατού του; Τις οίδεν +εάν, μετά την πυρκαϊάν, δεν έλθουν άλλαι πληγαί, — ο εμφύλιος +πόλεμος, ο λιμός, αι προγραφαί, αι δολοφονίαι; Λοιπόν κρυφθήτε, και +ας κρύψωμεν την Λίγειαν. Εν Σικελία θα περιμείνετε εν ειρήνη το τέλος +της λαίλαπος και θα επανέλθετε κατόπιν διά να σπείρετε τον καλόν +σπόρον. + +Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν +ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν: + + — Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι +θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών. + + — Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος. + + — Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα +είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια . . . . + +Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν: + + — Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και +σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν. + +Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην +την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε: + + — Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να +απολεσθής! + + — Και ο Κύριος θα σε ευλογήση διά την προαίρεσίν σου, απεκρίθη ο +Πέτρος· αλλά δεν ηξεύρεις ότι ο Χριστός μου είπε τρις παρά την λίμνην +της Τιβεριάδος: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!» Λοιπόν, εάν συ, εις τον +οποίον ουδείς με ενεπιστεύθη, λέγεις ότι δεν θα με αφήσης εδώ διά να +απολεσθώ, πώς θέλεις ίνα εγώ εγκαταλίπω το ποίμνιόν μου κατά την +ημέραν του κινδύνου; Όταν τρικυμία ετάραττε την λίμνην και ημείς +ετρομάξαμεν, εκείνος δεν μας εγκατέλειψε. Και εγώ, ο δούλος, πώς να +μη ακολουθήσω το παράδειγμα του Κυρίου μου; + +Ο Λίνος ήγειρε το ισχνόν πρόσωπόν του. + + — Εφημέριε του Κυρίου, πώς να μη ακολουθήσω και εγώ το παράδειγμά +σου; + +Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους +λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν +τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν: + + — Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με +συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί +εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος. +Ναι! δεν ενόησα· ναι! επλανήθην, διότι από τους οφθαλμούς μου τα +λέπυρα δεν έπεσαν και ο παλαιός χαρακτήρ μου δεν απέθανεν εντελώς +παρ' εμοί. Αλλ' αγαπώ τον Χριστόν και θέλω να είμαι θεράπων του, και +επειδή εδώ πρόκειται περί πράγματος πολυτιμοτέρου από την ζωήν μου, +γονυπετώ ενώπιόν σας και ομνύω ότι και εγώ θα εκτελέσω την εντολήν +της αγάπης και δεν θα εγκαταλείψω ποσώς τους αδελφούς μου κατά την +ημέραν της συμφοράς! + +Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον +ενθουσιασμού: + + — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου; + +Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα +του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον +Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε +την διαταγήν του Αποστόλου. + +Ο Πέτρος έλαβεν από του ώμου και της μασχάλης τον Βινίκιον και του +υπέδειξε να κατέλθη εις την κολυμβήθραν, λέγων: + + — Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος, εις το όνομα του Πατρός, και +του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν! + +Τότε η θρησκευτική έκστασις κατέλαβε πάντας. Η καλύβη δι' αυτούς +έλαμψεν εκ θαυμασίας αίγλης· ήκουσαν θείας μελωδίας· οι βράχοι του +σπηλαίου ηνοίχθησαν υπεράνω των κεφαλών των· εξ ουρανού κατήλθον προς +αυτούς πτερυγισμοί αγγέλων. Και εκεί υψηλά, εις το αχανές, είδον ένα +σταυρόν και δύο διατρήτους χείρας ευλογούσας. + +Έξω, αντήχει ο θόρυβος απηλπισμένων κραυγών και καταρρεουσών οικιών +εν μέσω των φλογών. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'. + + + +Ο λαός κατηυλίζετο εις τους λαμπρούς κήπους της Δομιτίας και της +Αγριππίνης, εις το πεδίον του Άρεως και εις τους κήπους του Πομπηίου, +του Σαλουστίου και του Μαικήνα. Είχε ζητήσει καταφύγιον εις τας +επαύλεις, εις τα παραπήγματα και τα άντρα τα προωρισμένα διά τα +θηρία. Οι ταώνες, οι κύκνοι, αι στρουθοκάμηλοι, αι έλαφοι και +δορκάδες, οι αίγαγροι, οίτινες απετέλουν τον στολισμόν των κήπων, +είχον θυσιασθή υπό την μάχαιραν του όχλου. Από την Όστιαν τα τρόφιμα +έφθανον τόσον άφθονα, ώστε ηδύνατό τις να περιπατή επί των σχεδίων +και των λέμβων, όπως θα περιεπάτει επί γεφύρας, από της μιας όχθης +του Τιβέρεως εις την άλλην. Είχον επιταχθή μεγάλαι παρακαταθήκαι +οίνου, ελαίου και καστάνων. Από του όρους έφθανον καθ' εκάστην +ποίμνια βοών και προβάτων. + +Η γενναιοδωρία του Καίσαρος δεν εσταμάτησε τας μομφάς. Μόνη η τάξις +των νυκτοκλεπτών, των λωποδυτών και αλητών ήτο ευχαριστημένη· οι +άλλοι, όσοι είχον προσφιλείς υπάρξεις, εκείνοι, των οποίων η +περιουσία είχε καταστραφή, δεν εκολακεύθησαν, ούτε εκ της διανομής +του σίτου, ούτε εκ της προσδοκίας αγώνων και γενναιοδωριών. + +Πλησίον της Μυγιανής Πύλης εγίνοντο συμπλοκαί, όπου εχάνοντο κατά +εκατοντάδας οι άνθρωποι. Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων +πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον +αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων. + +Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους +εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον +περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα +προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων. + +Ο Καίσαρ, παρ' όλην την ελευθεριότητά του, παρ' όλα τα δωρεάν +διανεμηθέντα υπ' αυτού τρόφιμα, με τρόμον ανελογίζετο τας συνεπείας +της καταστροφής και της οργής του λαού. Και αυτοί οι Αυγουστιανοί δεν +ήσαν ολιγώτερον ανήσυχοι. Ο Τιγγελίνος εσκέπτετο να μετακαλέση +λεγεώνας τινας εκ της Μικράς Ασίας. Ο Βατίνιος, όστις μέχρι τούδε +εγέλα όταν ερραπίζετο, είχε χάσει την ευθυμίαν του. Ο Βιτέλλιος δεν +είχε πλέον όρεξιν. + +Ο Τιγγελίνος συνεβουλεύθη τον Δομίτιον Άφερ και αυτόν τον Σενέκαν, +τον οποίον εμίσει. Η Ποππέα, ήτις ενόει πολύ καλά, ότι η καταστροφή +του Νέρωνος θα ήτο απόφασις θανάτου δι' αυτήν, συνεβουλεύθη τους +οικείους της και τους Ιουδαίους ιερείς (ήτο γενικώς γνωστόν ότι από +τινων ετών αύτη επρέσβευε την θρησκείαν του Ιεχωβά). Ο Νέρων αφ' +ετέρου επρότεινε μέσα της εμπνεύσεώς του τα οποία ήσαν πολλάκις +φρικαλέα και ως επί το πλείστον παράλογα. + +Έκαμαν συμβούλιον εν τη οικία του Τιβερίου. Ο Πετρώνιος ήτο της +γνώμης να αφήσωσι τας φροντίδας οπίσω των και να μεταβώσιν εις την +Ελλάδα, έπειτα εις την Αίγυπτον και εις την Μικράν Ασίαν. Το +ταξείδιον είχε προταθή προ πολλού· διατί λοιπόν να αναβληθή ακόμη; + +Η πρότασις αύτη ενεθουσίασεν αμέσως τον Καίσαρα. Αλλ' ο Σενέκας +αντέτεινε ειπών: + + — Είνε εύκολον να αναχωρήση κανείς. Αλλά να επιστρέψη θα είναι +δυσκολώτατον. + + — Μα τον Ηρακλή! απήντησεν ο Πετρώνιος, θα επιστρέψωμεν, εάν είναι +ανάγκη, επί κεφαλής των λεγεώνων της Ασίας. + + — Ούτω θα πράξω! ανεφώνησεν ο Νέρων. + +Ο Πετρώνιος θα ήτο και πάλιν ο άνθρωπος των περιστάσεων. + + — Άκουσόν με, Καίσαρ! υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, η συμβουλή είνε +κινδυνώδης. Πριν φθάσης εις Όστιαν θα εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος και +τις ηξεύρει αν κανείς μακρυνός απόγονος του θείου Αυγούστου δεν +αναγορευθή αυτοκράτωρ; + + — Λοιπόν! εφώνησεν ο Νέρων, θα προσποιηθώμεν ότι οι απόγονοι του +Αυγούστου δεν υπάρχουν εις την αγοράν. Οι ολίγοι ζώντες ακόμη είνε +εύκολον να παραιτηθώσι. + + — Πράγματι είνε ευκολώτατον, αλλά και άλλοι ακόμη δύνανται να είνε +επικίνδυνοι. Χθες οι στρατιώται μου ήκουον να λέγεται μεταξύ του +πλήθους, ότι πρέπει να αναγορευθή αυτοκράτωρ είς άνθρωπος ως ο +Θραπεύς. + +Ο Νέρων εδάγκασε τα χείλη του. + + — Λαός ακόρεστος και αγνώμων! Έχουν αρκετόν σίτον και αρκετήν θερμήν +τέφραν διά να ψήσουν τους πλακούντας των τι τους χρειάζεται ακόμη; + + — Η εκδίκησις!! απήντησεν ο Τιγγελίνος. + +Πάντες εσιώπησαν. Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και +απήγγειλεν: + +_«Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . ._ + +Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν: + + — Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους +στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε +ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού. + + — Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί. + +Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους +παρεστώτας: + + — Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι +ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν +τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού; + + — Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος. + + — Είνε αληθές: είς από τους σπουδαιοτέρους . . . και ο Βιτέλλιος; + +Ο Βιτέλλιος ωχρίασεν, αλλ' ήρχισε να γελά. + + — Το πάχος μου, είπε, θα επροκάλει νέαν πυρκαϊάν. + +Εν τούτοις ο Νέρων εζήτει έν θύμα, το οποίον θα ηδύνατο αληθώς να +κορέση την οργήν του λαού, και το εύρε: + + — Τιγγελίνε, είπε, συ έκαυσες την Ρώμην! + +Οι παρεστώτες εφρικίασαν. Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται +και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων. + +Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος +είνε έτοιμος να δαγκάση. + + — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε. + +Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των +μυιών εκ του ατρίου. + + — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς; + + — Το ηξεύρεις, αυθέντα. + + — Θυσιάσθητι προς χάριν μου! + + — Θείε Καίσαρ, απήντησεν ο Τιγγελίνος, διατί να δίδης εις εμέ το +γλυκύ ποτόν, όταν μου είνε απηγορευμένον να το φέρω εις τα χείλη μου; +ο λαός γογγύζει και στασιάζει· θέλεις να επαναστατήσουν και οι +πραιτωριανοί; + +Ο Τιγγελίνος ήτο στρατηγός των πραιτωριανών και οι λόγοι του +περιείχον έννοιαν απειλής. Ο Νέρων το ενόησε και το πρόσωπόν του +έγινε κάτωχρον. + +Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Επαφρόδιτος, απελεύθερος του Καίσαρος. +Ήρχετο να αναγγείλη εις τον Τιγγελίνον ότι η θεία Αυγούστα επεθύμει +να τον ίδη: αύτη είχε πλησίον της ανθρώπους, τους οποίους ο στρατηγός +έπρεπε να ακούση. + +Ο Τιγγελίνος υπεκλίθη προ του Καίσαρος και εξήλθεν αναθαρρήσας. + +Ο Νέρων κατ' αρχάς έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, βλέπων ότι οι παρεστώτες +ανέμενον, είπεν: + + — Εθέρμανα όφιν εις τους κόλπους μου. + +Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους, διά να δείξη ότι δεν ήτο πολύ δύσκολον +να κόψη τις την κεφαλήν του όφεως εκείνου. + + — Λοιπόν ομίλει! δος συμβουλήν! το απαιτεί ο Νέρων. Εις σε μόνον έχω +εμπιστοσύνην, επειδή έχεις περισσότερον νουν από όλους αυτούς εδώ και +με αγαπάς. + +Ο Πετρώνιος απεκρίθη: + + — Σε συμβουλεύω να αναχωρήσης διά την Ελλάδα. + + — Πετρώνιε, ο λαός γογγύζει· αλλ' εάν ελάμβανον την βάρβιτόν μου και +μετέβαινον εις το Πεδίον του Άρεως, εάν του έψαλλα επάνω εις την +πυρκαϊάν . . . δεν νομίζεις ότι θα κατώρθωνα να τον θέλξω με το άσμα +μου, όπως ο Ορφεύς το πάλαι κατέθελγε τα θηρία; + + — Αναμφιβόλως, Καίσαρ . . . αρκεί μόνον . . . να σε άφηναν να αρχίσης. +. . . + + — Α! ανέκραξεν ο Νέρων απογοητευθείς, επερίμενα καλλίτερα από σε. +Εάν αναχωρήσω, ποίος ημπορεί να μου εγγυηθή ότι η Σύγκλητος, ήτις με +μισεί, δεν θα ανακηρύξη άλλον αυτοκράτορα; Ο λαός ήτο πιστός εις εμέ· +σήμερον είναι εναντίον μου . . . Μα τον Άδην, εάν η Σύγκλητος αύτη και +ο λαός είχον μόνον μίαν κεφαλήν . . . . + + — Επίτρεψόν μοι να σοι είπω, ω θεσπέσιε, ότι εάν επιθυμής να +διατηρήσης την Ρώμην, πρέπει να διατηρήσης Ρωμαίους τινάς, είπε +μειδιών ο Πετρώνιος. + +Αλλ' ο Νέρων εμεμψιμοίρει. + + — Η Ρώμη και οι Ρωμαίοι τι με ενδιαφέρουν! θα με ήκουον όταν +ευρισκόμην εν Ελλάδι; Εδώ όλοι είναι προδόται γύρω μου! Όλοι με +εγκαταλείπουν και σεις ο ίδιος είσθε έτοιμος να με προδώσετε! Ειξεύρω +τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας +εις το μέλλον; + +Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος +ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και +ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος. + + — Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα. +Τι λέγω, θύμα; Εκατοντάδας, χιλιάδας θυμάτων . . . Ήκουσες ποτέ να +λέγουν, ω άναξ, ποίος ήτο ο Χριστός, εκείνος τον οποίον εσταύρωσεν ο +Πόντιος Πιλάτος; Ειξεύρεις τίνες είνε οι Χριστιανοί; Δεν σου ωμίλησαν +περί των εγκλημάτων των και των ατίμων τελετών των! περί των +προφητειών των, κατά τας οποίας ο κόσμος θα απολεσθή διά πυρός; Ο +λαός τους μισεί και τους υποπτεύεται ήδη. Ουδείς τους είδε ποτέ εις +τους ναούς, διότι ισχυρίζονται ότι οι θεοί μας είναι πονηρά πνεύματα· +δεν τους βλέπει τις εις το Στάδιον, διότι περιφρονούν τας +ιπποδρομίας. Ουδέποτε ουδείς εξ αυτών ανεγνώρισε την θείαν καταγωγήν +σου. Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους, εχθροί της πόλεως, εχθροί +ιδικοί σου! Ο λαός γογγύζει κατά σου· αλλά δεν με διέταξες συ, +Καίσαρ, να καύσω την Ρώμην, ούτε εγώ την έκαυσα. Ο λαός διψά +εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός +σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν. + +Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν +έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε +επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν +του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός. +Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε: + + — Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι! +Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς +χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν; + + — Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα. + +Τότε όλοι ομού: + + — Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς! Και αυτοί οι θεοί +φωνάζουν εκδίκησιν. + +Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να +είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας +και ανέκραξε: + + — Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου; +Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του +Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί +αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης . . . + +Ο Πετρώνιος ανελογίσθη τους κινδύνους, τους οποίους έμελλον να +διατρέξωσιν η Λίγεια και ο Βινίκιος, τους όποιους ηγάπα, και όλοι +εκείνοι των οποίων το δόγμα μεν απέρριπτε, τους οποίους όμως +εγνώριζεν ως αθώους. Ανελογίσθη προσέτι ότι έμελλε να αρχίση εποχή +αιματηρών οργίων και εσκέφθη: «Πρέπει να σώσω προ παντός τον +Βινίκιον, όστις θα τρελλαθή αν χαθή η κόρη εκείνη.» Και η σκέψις αύτη +ενίκησεν όλας τας άλλας, αν και ο Πετρώνιος κατενόει ότι έμελλε να +αποδυθή εις αγώνα εξαιρέτως επικίνδυνον. + +Και ωμίλησε μετά παρρησίας όπως εσυνήθιζε να πράττη, οσάκις επέκρινεν +ή επήνει τας μωράς εμπνεύσεις του Καίσαρος ή των Αυγουστιανών. + + — Λοιπόν εύρετε θύματα! είπε προς τον Καίσαρα. Πολύ καλά! Δύνασθε να +τα στείλετε εις την κονίστραν και να τα θυσιάσετε! Πλην ακούσατέ με: +Έχετε την εξουσίαν· έχετε την βίαν! Παραδώσατε τους χριστιανούς εις +τον λαόν, βασανίσατέ τους, αλλ' έχετε το θάρρος να ειπήτε εις εαυτούς +ότι αυτοί δεν έκαυσαν την Ρώμην! . . . Μα την θείαν Κλειώ! Σας δηλώ +ότι δεν υποφέρω αυτάς τας αθλίας κωμωδίας. Συ, Καίσαρ, μας έλεγες +περί υστεροφημίας· πλην αναλογίσθητι καλώς, οποίον θα είνε το δόγμα +της υστεροφημίας περί σου. Ο Νέρων, δεσπότης του κόσμου, ο Νέρων-θεός, +έκαυσε την Ρώμην, διότι ήτο τόσον φοβερός επί της γης όσον και ο Ζευς +εις τον Όλυμπον. Ο Νέρων ποιητής ηγάπα τόσον πολύ την ποίησιν, ώστε +εθυσίασεν εις αυτήν την πατρίδα του! Από καταβολής κόσμου ουδείς +έπραξεν, ουδείς ετόλμησε να ονειροπολήση παρόμοιον πράγμα! Αδιάφορον +αν η πυρπόλησις της Ρώμης είναι καλόν ή κακόν: Είνε μέγα πράγμα και +ασύνηθες! Και έπειτα, σε βεβαιώ ότι ο λαός δεν θα εγείρη χείρα επί +σου! έχε θάρρος! Άπεχε από πράξεις αναξίας σου, διότι δεν έχεις να +φοβηθής ειμή την υστεροφημίαν, ήτις μόνη θα ηδύνατο να είπη: «Ο Νέρων +έκαυσε την Ρώμην. Αλλ' ο Καίσαρ, ο τόσον μικρόψυχος, όσον και +μικρόψυχος ποιητής, απεκήρυξε [?]κώτερος, και αν τον θυσιάσωμεν διά +να δυνηθώμεν να κορέσωμεν αθώους!» + +Ο Πετρώνιος δεν ηπατάτο ως προς τας συνεπείας, τας οποίας θα επέφερε +δι' αυτόν η αποτυχία του απελπιστικού μέσου, εις το οποίον είχε +προσφύγει. Αλλά το παιγνίδιον της Τύχης και της συμπτώσεως πάντοτε +τον έτερπε. + +Επήλθε σιγή. + +Ο Νέρων είχεν ανυψώσει τα χείλη, πλησιάζων αυτά εις τους ρώθωνας, +πράγμα το οποίον ήτο σημείον δισταγμού. + + — Άναξ, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος, επίτρεψόν μοι να εξέλθω. Σε +παροτρύνουν να ριψοκινδυνεύσης το ίδιον πρόσωπόν σου εις τους +μεγαλειτέρους κινδύνους, και επί πλέον, σε χαρακτηρίζουν ως Καίσαρα +μικρόψυχον ποιητήν, ως εμπρηστήν και ως κωμωδόν· τα ώτα μου δεν +δύνανται να ακούωσι περισσότερα. + + — Έχασα, εσκέφθη ο Πετρώνιος. + +Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα +προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον: + + — Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι, +και μάλιστα την στιγμήν αυτήν. + + — Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου; + + — Διότι υποκρίνεσαι απεριόριστον αγάπην προς τον Καίσαρα, ενώ προ +μιας στιγμής τον ηπείλεις με τους πραιτωριανούς, πράγμα το οποίον +πάντες ενοήσαμεν και αυτός σε ενόησεν επίσης. + +Ο Τιγγελίνος, όστις δεν εφαντάζετο ότι ο Πετρώνιος θα ετόλμα να ρίψη +τον κύβον επί της τραπέζης με τοιαύτην αποφασιστικότητα, έγινε +κάτωχρος και έμεινε βωβός. Αλλ' αυτή θα ήτο η τελευταία νίκη του +«Βασιλέως της κομψότητος» κατά του αντιπάλου του, διότι αυτοστιγμεί η +Ποππέα εγερθείσα ανέκραξεν: + + — Άναξ, πώς δύνασαι να επιτρέπης τοιαύτην ιδέαν να την εκφράζη +οιοσδήποτε ή τουλάχιστον να τολμούν να την εκφράζουν ενώπιόν σου; + + — Τιμώρησον τον υβριστήν, είπεν ο Βιτέλλιος. + +Εκ νέου ο Νέρων ηνώρθωσε τα χείλη του και στραφείς προς τον Πετρώνιον +με στίλβοντας οφθαλμούς: + + — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, είπεν, ανταποδίδεις την φιλίαν, την οποίαν +είχον πάντοτε προς σε; + + — Εάν ηπατήθην, απόδειξόν μου την πλάνην μου, απήντησεν ο Πετρώνιος· +αλλά μάθε ότι ουδέν άλλο είπα, ειμή ό,τι μου υπηγόρευεν η αγάπη την +οποίαν έχω διά σε. + + — Τιμώρησον τον υβριστήν! επανέλαβεν ο Βιτέλλιος. + +Και έπειτα όλοι: + + — Ναι! Τιμώρησον αυτόν! + +Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων, +ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις, +έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο +«βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του +ατρίου. Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας +πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο +Καίσαρ. + +Ο Καίσαρ είπε: + + — Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ' +όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη +μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της. + + — Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος. + +Εν τοσούτω ο Καίσαρ ηγέρθη. Το συμβούλιον έληξε. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'. + + + +Ο Πετρώνιος επανήλθεν εις την οικίαν του, ενώ ο Νέρων και ο +Τιγγελίνος μετέβαινον εις το άτριον της Ποππέας, όπου τους ανέμενον +οι άνθρωποι, μετά των οποίων προηγουμένως είχε συνομιλήσει ο +Τιγγελίνος. + +Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς +επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος +γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον +τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας +χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας. + +«Χαίρε, μονάρχα των μοναρχών και βασιλεύ των βασιλευόντων! είπεν ο +πρεσβύτερος. Χαίρε, δέσποτα του κόσμου, προστάτα του λαού εκλεκτέ! +Χαίρε, Καίσαρ, λέων εις τους ανθρώπους, ω συ, του οποίου η βασιλεία +είναι ομοία με το φως του ηλίου και με τας κέδρους του Λιβάνου και με +πηγήν ζώντος ύδατος και με βάλσαμον της Ιεριχούς! Χαίρε.» + + — Κατηγορείτε τους χριστιανούς ότι έκαυσαν την Ρώμην; είπεν ο +Καίσαρ. + + — Ημείς, δέσποτα, δεν τους κατηγορούμεν, ειμή ότι είναι οι εχθροί +του ανθρωπίνου γένους, οι εχθροί της Ρώμης και ιδικοί σου εχθροί, και +ότι από πολλού ηπείλησαν με πυρ την Πόλιν και τον κόσμον. Τα λοιπά θα +σου εξηγηθώσιν υπό του ανδρός τούτου, του οποίου τα χείλη δεν θα +μολυνθώσι ποσώς διά ψεύδους, επειδή εις τας φλέβας της μητρός του +έρρεε το αίμα του εκλεκτού λαού. + +Ο Νέρων εστράφη προς τον Χίλωνα: + + — Ποίος είσαι συ; + + — Πιστός σου, θείε Όσιρι, και δυστυχής στωικός. + + — Απεχθάνομαι τους στωικούς, είπεν ο Νέρων. Η γλώσσα των και η +περιφρόνησίς των προς την τέχνην μού προκαλούν αηδίαν, ως και η +εκουσία αθλιότης των και η ακαθαρσία των. + + — Αυθέντα, είμαι στωικός εξ ανάγκης. Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν +μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του +ένα αμφορέα οίνου — και αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να +σιγήσουν οι Επικούριοι. + +Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και +είπε: + + — Μου είσαι αρεστός. + + — Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος. + + — Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος, +υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα. + + — Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ. + + — Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον. + + — Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον. + + — Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον +τούτον και δι' αυτό τους μισώ. + + — Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών; + + — Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε; + + — Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν. + + — Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ! + + — Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα. + + — Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού. Από της +νεότητός μου αφιερώθην εις την φιλοσοφίαν και ανεζήτησα την αλήθειαν. +Την εζήτησα εις τους αρχαίους σοφούς και εις την Ακαδημίαν των Αθηνών +και εις το Σεράπειον της Αλεξανδρείας. Ακούσας να γίνεται λόγος περί +των χριστιανών, ενόμισα ότι ήτο νέα τις σχολή, όπου θα εύρισκον ίσως +μόρια τινα αληθείας. Και ήλθα εις σχέσεις προς αυτούς, κατά δυστυχίαν +μου! Ο πρώτος χριστιανός εις τον οποίον με επλησίασεν η κακή μου +μοίρα, ήτο είς ιατρός εν Νεαπόλει, ονόματι Γλαύκος. Δι' αυτού έμαθον +ολίγον κατ' ολίγον, ότι ούτοι ελάτρευον κάποιον Χριστόν, όστις τους +είχεν υποσχεθή την εξόντωσιν όλων των ανθρώπων και τον όλεθρον όλων +των πόλεων επί της γης, και ότι αυτούς μόνον θα αφήση να ζώσιν, υπό +τον όρον όπως ούτοι τον βοηθήσουν εις το έργον της καταστροφής. Διά +τούτο, άναξ, μισούσιν όλους τους ανθρώπους, δηλητηριάζουσι τας κρήνας +και βλασφημούν την Ρώμην και όλους τους ναούς, όπου λατρεύονται οι +θεοί μας. Ο Χριστός εσταυρώθη, αλλά τους υπεσχέθη ότι την ημέραν καθ' +ήν θα κατεστρέφετο η Ρώμη, θα επανέλθη επί της γης και θα δώση εις +αυτούς την βασιλείαν του κόσμου. + + — Τώρα ο λαός θα εννοήση διατί εκάη η Ρώμη! διέκοψεν ο Τιγγελίνος. + + — Πολλοί άνθρωποι το εννοούσιν ήδη, αυθέντα, υπέλαβεν ο Χίλων διότι +περιτρέχω τους κήπους και το Πεδίον του Άρεως και διδάσκω. Αλλ' εάν +καταδεχθήτε να με ακούσετε μέχρι τέλους, θα μάθετε ποίους λόγους έχω +διά να τους εκδικηθώ. Ο ιατρός Γλαύκος δεν μου έλεγε ποσώς κατ' αρχάς +ότι το δόγμα των παρήγγελλεν εις αυτούς το μίσος των ανθρώπων. Απ' +εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι +βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν +ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και +έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου +και κάθε νόμισμα. Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις +αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και +επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και +ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν +μου . . . Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους. + + — Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα. + + — Όταν έφθασα εις Ρώμην, προσεπάθησα να εισχωρήσω πλησίον των +πρεσβυτέρων των διά να τύχω δικαιοσύνης κατά του Γλαύκου. Ενόμιζον +ότι θα τον υπεχρέουν να μου αποδώση την σύζυγόν μου. Τοιουτοτρόπως +εγνώρισα τον αρχιερέα των· εγνώρισα Παύλον τινα, όστις ήτο δεσμώτης +εδώ, και τον απέλυσαν· εγνώρισα τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Λίνον +και τον Κρίσπον και πολλούς άλλους. Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ +της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν +υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της +Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους. Εκεί +είδα τον Απόστολον Πέτρον, εκεί είδα τον Γλαύκον να σφάζη παιδιά, +όπως ο Απόστολος ραντίζη διά του αίματός των τας κεφαλάς των +προσηλύτων, και ήκουσα την Λίγειαν, την θετήν θυγατέρα της Πομπωνίας +Γραικίνας, ήτις, επειδή δεν ηδυνήθη να προσκομίση αίμα βρέφους, +εκαυχάτο ότι εμάγευσε τουλάχιστον την μικράν Αυγούσταν, το θυγάτριόν +σου, θείε Όσιρι, και το ιδικόν σου, ω Ίσις! + + — Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα. + + — Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων. + + — Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ' +ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του +ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται. + + — Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να . . . + + — Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση +άνευ αυτής. Αντί αθλίου μισθού, εγώ τον εβοήθησα εις τας ερεύνας του +και του υπέδειξα την οικίαν, όπου κατώκει εκείνη μεταξύ των +χριστιανών, κατά την Τρανστιβέρην. απήλθομεν ομού, λαβόντες μεθ' ημών +τον παλαιστήν Κρότωνα, τον οποίον ο ευγενής Βινίκιος είχε μισθώσει +χάριν μείζονος ασφαλείας. Αλλ' ο Ούρσος, ο δούλος της Λιγείας, έπνιξε +τον Κρότωνα. Είναι άνθρωπος φοβεράς ρώμης, άναξ, άνθρωπος όστις +συστρέφει τον λαιμόν των ταύρων τόσον ευκόλως, όπως συστρέφει άλλος +ένα μανιτάρι. + + — Μα τον Ηρακλέα! ανέκραξεν ο Νέρων, του θνητού, όστις έπνιξε τον +Κρότωνα αξίζει να στηθή ο ανδριάς. Αλλά πλανάσαι ή πλάττεις μύθους, +γέρον, καθότι ο Κρότων εφονεύθη διά τραύματος μαχαίρας υπό του +Βινικίου. + + — Άναξ, είδα με τους ιδίους οφθαλμούς μου τας πλευράς του Κρότωνος +να κατασυντρίβωνται μεταξύ των χειρών του Ούρσου, όστις κατόπιν +κατέβαλε τον Βινίκιον. Θα τον εφόνευεν, αν δεν παρενέβαινεν η Λίγεια. +Ο Βινίκιος έμεινεν άρρωστος επί μακρόν, αλλά τον επεμελήθησαν με την +ελπίδα, ότι θα εγίνετο χριστιανός χάριν του έρωτος, και τωόντι έγινε. + + — Ο Βινίκιος; ηρώτησεν απορών ο Καίσαρ. + + — Και ο Πετρώνιος ομοίως; ηρώτησεν εν σπουδή ο Τιγγελίνος. + + — Θαυμάζω την οξυδέρκειάν σου, άρχον, είπεν ο Χίλων . . . ίσως πολύ +ενδεχόμενον! + + — Τώρα εννοώ την μανίαν του εις το να υπερασπίζεται τους +χριστιανούς. + +Αλλ' ο Νέρων ήρχισε να γελά. + + — Ο Πετρώνιος χριστιανός! . . . Ο Πετρώνιος να γίνη εχθρός της ζωής +και της ηδονής! Μη είσθε ανόητοι και μη ζητήτε να το πιστεύσω. + + — Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε +χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον +υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ' +απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην +ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το +ελησμόνουν. Άναξ, εκδικήθητι αυτούς διά το αδίκημα, το οποίον μου +έκαμαν και θα σου παραδώσω τον Πέτρον τον Απόστολον και τον Λίνον και +τον Κλίτον, και τον Γλαύκον και τον Κρίσπον, τους πρεσβυτέρους των +και την Λίγειαν και τον Ούρσον. Θα σας υποδείξω εκατοντάδας και +χιλιάδας εξ αυτών θα σας δείξω τους ευκτηρίους οίκους των, τα +νεκροταφεία των . . . Αι φυλακαί σας θα είνε ανεπαρκείς διά να τους +χωρέσουν . . . Μέχρι τούδε εις τας δυστυχίας μου εζήτησα παρηγορίαν +εις μόνην την φιλοσοφίαν. Δος μου αυτήν διά των ευνοιών σου . . . +Είμαι γέρων, δεν εγνώρισα ακόμη την ζωήν. Δος μου την ανάπαυσιν. + +Η Ποππέα, ήτις είχε κατανοήσει ότι εις όλην την Ρώμην μόνη η Λίγεια +ηδύνατο να γίνη αντίζηλός της, μάλιστα δε να νικήση, από καιρού +εζήτει να εύρη μέσον εξοντώσεως αυτής και μετεχειρίσθη προς τούτο τον +Χίλωνα. + +Άναξ, είπε, εκδικήθητι το τέκνον μας! + + — Σπεύσατε! ανέκραξεν ο Χίλων. Σπεύσατε! Άλλως ο Βινίκιος θα λάβη +καιρόν να την κρύψη. Θα σας δείξω την οικίαν, όπου εγκατεστάθη μετά +την πυρκαϊάν. + + — Θα σου δώσω δέκα άνδρας. Ύπαγε αμέσως, είπεν ο Τιγγελίνος. + + — Άρχον, δεν γνωρίζεις τον Ούρσον! και πεντήκοντα άνδρας αν μου +δώσης, μόνον μακρόθεν θα δείξω την οικίαν. Περιπλέον, εάν δεν +φυλακίσετε συγχρόνως τον Βινίκιον, είμαι χαμένος. + +Ο Τιγγελίνος προσέβλεψε τον Νέρωνα. + + — Δεν θα ήτο καλόν, ω θείε, να απαλλαγώμεν ταυτοχρόνως και του θείου +και του ανεψιού; + +Ο Νέρων εσκέφθη. + + — Όχι, όχι τώ [?] Ποτέ δεν θα θελήσουν να πιστεύσουν ότι ο +Πετρώνιος, ο Βινίκιος ή η Πομπωνία Γραικίνα έκαυσαν την Ρώμην. Αι +οικίαι των ήσαν τόσον ωραίαι! . . . Σήμερον χρειάζονται άλλα θύματα. +Θα έλθη και η σειρά των. + + — Άναξ, δος μοι στρατιώτας διά να με φυλάττουν, είπεν ικετευτικώς ο +Χίλων. + + — Ο Τιγγελίνος θα φροντίση δι' αυτό. + + — Θα κατοικήσης πλησίον μου, είπεν ο αρχηγός. + +Το πρόσωπον του Χίλωνος έλαμπεν εκ χαράς. + + — Θα σας τους παραδώσω όλους! Μόνον σπεύσατε! έκραξε με +βραχνιασμένην φωνήν. Σπεύσατε! + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'. + + + +Καταλιπών την οικίαν του Καίσαρος, ο Πετρώνιος μετέβη εις την εν +Καρίναις οικίαν του, ήτις, χάρις εις τον κήπον τον περικυκλούντα τους +τοίχους εκ των τριών πλευρών και χάρις εις την απέναντι αυτής +Καικιλιανήν Αγοράν είχε διαφύγει την πυρκαϊάν. + +Έλαβεν αμέσως λουτρόν και κατόπιν ανεπαύθη συλλογιζόμενος τα συμβάντα +μεταξύ Καίσαρος, Τιγγελίνου και αυτού. Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με +θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο +προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις +τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον +και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να +μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του; + +Οξυδερκής, ως ήτο, αντελαμβάνετο ότι ο κίνδυνος δεν ήτο άμεσος, διότι +ο Νέρων έχων ακόμη ανάγκην των γνωμών του, προ παντός διά τους +αγώνας, τους οποίους θα έδιδε και κατά τους οποίους θα μετεχειρίζετο +ως θύματα τους Χριστιανούς, θα τον άφηνε προς το παρόν ήσυχον. Ο +Νέρων δεν είχεν αφήσει την ευκαιρίαν να διατυπώση μερικά ωραία και +υψηλά αξιώματα περί της φιλίας και της συγγνώμης, ούτως ώστε ο +Πετρώνιος είχε προς στιγμήν δεμένας τας χείρας. Έπρεπε να ζητήση +προφάσεις, και πριν ή εφεύρη τοιαύτας, παρήρχετο καιρός. + +Από τότε ο Πετρώνιος μόνον τον Βινίκιον εσκέπτετο, τον οποίον +απεφάσισε να σώση. Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή, +διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις +την οικίαν. + + — Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος. + + — Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος. + + — Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου. Σήμερον εις +του Καίσαρος απεφάσισαν να αποδώσουν εις τους Χριστιανούς την +πυρπόλησιν της Ρώμης, θα αρχίσουν διωγμόν και βασανιστήρια. Η +καταδίωξις δύναται να αρχίση εις κάθε στιγμήν. Λάβε την Λίγειαν και +φύγετε αμέσως πέραν των Άλπεων ή εις την Αφρικήν. Σπεύσον, διότι το +Παλατίνον ευρίσκεται πλησιέστερον προς την Τρανστιβέρην παρά προς την +οικίαν μου. + +Ο Βινίκιος ήτο άριστος πολεμιστής, ώστε να μη χάση καιρόν εις +περιττάς ερωτήσεις. Ήκουσε συνωφρυωμένος, αλλά χωρίς να τρομάξη. Εις +τον χαρακτήρα του η πρώτη φροντίς ήτο η επιθυμία να πολεμήση. + + — Πηγαίνω, είπε. + + — Ακόμη μίαν λέξιν· λάβε έν βαλάντιον πλήρες χρυσού, λάβε όπλα και +μίαν δράκα εκ των χριστιανών σου. Εν ανάγκη απάγαγέ την διά της βίας! + +Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου. + + — Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος. + +Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου, +σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη. + +Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη. + +Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την +δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον +και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους +τους Χριστιανούς. + + — Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη. + + — Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου . . . Με αγαπάς; + + — Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον +εφίλησεν εις τα χείλη. + +Μετ' ολίγον, στεφανωμένοι με ρόδα αμφότεροι, παρεκάθηντο εις την +τράπεζαν, όπου πίνοντες από κυλίκων κισσοστεφών ηκροώντο τους +κιθαριστάς και τα άσματά των. + +Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν εις την αίθουσαν είς θεράπων και με +φοβισμένον ύφος είπεν: + + — Αυθέντα, προ της θύρας ίσταται είς κεντυρίων μετά συνοδείας +στρατιωτών και επιθυμεί να σου ομιλήση κατά διαταγήν του Καίσαρος. + +Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους +παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν +και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις: + + — Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας +εισέλθη. + +Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος. + +Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την +αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο +Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος. + + — Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος. + +Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα +και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην. + + — Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε, +και με προσκαλεί να υπάγω. + + — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο +εκατόνταρχος. + + — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής +κάτι. + + — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν +δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία. + + — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών. + + — Ναι, άρχον. + + — Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού; + + — Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας, +είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος. + + — Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη. +Θα υπάγης; + + — Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους +στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού +μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη. + +Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των +πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το +Παλατίνον. + +Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον +προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών +υπερηφάνως και αμέριμνος. + +Ο Τιγγελίνος εδάγκασε τα χείλη, ιδών προσερχόμενον τον Πετρώνιον όπως +παραστή εις την ανάγνωσιν της «Τρωάδος» του Καίσαρος, καθότι εγνώριζε +καλά, ότι νέον στάδιον ηνοίγετο εις τον Πετρώνιον διά του ποιήματος +τούτου. + +Τω όντι, κατά την ανάγνωσιν, ο Νέρων εκ συνήθειας έστρεφε τους +οφθαλμούς προς τον Πετρώνιον, ζητών να διακρίνη επί του προσώπου του +τας εντυπώσεις. Ούτος ήκουε προσεκτικώς, επιδοκιμάζων ενίοτε και +συγκεντρών την προσοχήν του. Ακολούθως επήνει ή επέκρινεν, απαιτών +διορθώσεις, ή ζητών όπως μερικοί στίχοι περισσότερον φιλοτεχνηθώσιν. + +Ο Νέρων ησθάνετο ότι ο Πετρώνιος ήτο ο μόνος, όστις ησχολείτο με την +ποίησιν χάριν αυτής ταύτης και ότι ήτο ο μόνος ικανός να κρίνη. +Συνεζήτει με τον Πετρώνιον περί των στίχων της «Τρωάδος» και, επειδή +ο Πετρώνιος ημφισβήτει την ακρίβειαν λέξεων τινων, ο Νέρων του είπε: + + — Θα ίδης εις την τελευταίαν ραψωδίαν διατί έκαμα χρήσιν της +εκφράσεως ταύτης. + + — Α! εσκέφθη ο Πετρώνιος. Έχω ακόμη να ζήσω μέχρι της τελευταίας +ραψωδίας. + +Δύο ή τρεις εκ των αυλικών ακούσαντες τους λόγους του Νέρωνος, είπον +καθ' εαυτούς: «Δυστυχία μας, ο Πετρώνιος έχει μέλλον ενώπιόν του· +δύναται να ανακτήση εύνοιαν και μάλιστα να λάβη την θέσιν του +Τιγγελίνου». Και εκ νέου ήρχισαν να είνε φιλόφρονες προς αυτόν. Αφού +ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον +ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς: + + — Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε; + +Ο Πετρώνιος, αν ήτο βέβαιος ότι ο Βινίκιος και η Λίγεια θα ήσαν ήδη +έξω της πόλεως, θα απεκρίνετο: «Ενυμφεύθη με την άδειάν σου και +ανεχώρησεν». Αλλ' ενώπιον του αλλοκότου μειδιάματος του Νέρωνος, +είπε: + + — Η πρόσκλησίς σου, Καίσαρ, δεν τον εύρεν εις τον οίκον του. + + — Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων, +και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις +τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί. + +Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν, +αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να +ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου. + +Μακράν αντήχουν κραυγαί, τας οποίας ο Πετρώνιος κατ' αρχάς δεν +ενόησεν. Ολίγον κατ' ολίγον αι κραυγαί εκείναι εγίνοντο ισχυρότεραι +και εξερράγησαν εις μίαν αγρίαν βοήν: + +«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!» + +Εκ του βάθους των πυρπολουμένων οδών προσέτρεχον νέαι σπείραι. Από +στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις +προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών +εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντο — +επί των λόφων και εις τους κήπους — επί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις. + +«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!» + + — Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν +εις τον οίκον του. + + — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. + + — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. + +Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. + +Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, +στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν. Ακούσας τον κρότον +των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον, +εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων. + + — Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. + + — Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας. + +Επηκολούθησε σιγή. + + — Την είδες; + + — Ναι. + + — Πού είνε; + + — Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης. + +Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα +εξερευνητικόν. Ο άλλος ενόησε. + +Όχι! είπε. Δεν την έκλεισαν εις το ενδόμυχον μέρος της φυλακής, ούτε +εις το κυρίως δεσμωτήριον. Αντί γενναίου ποσού, ο δεσμοφύλαξ της +παρεχώρησε το δωμάτιόν του. Ο Ούρσος κατεκλίθη πλησίον της θύρας της +και αγρυπνεί επ' αυτής. + + — Διατί ο Ούρσος δεν την υπερησπίσθη; + + — Είχαν στείλη πεντήκοντα πραιτωριανούς. Άλλως τε ο Λίνος τον +απέτρεψε. + + — Και ο Λίνος; + + — Ο Λίνος ψυχορραγεί. Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων. + + — Τι σκέπτεσαι να κάμης; + + — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός. + +Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του +έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη. + + — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης; + + — Επλήρωσα αδρότατα τους δεσμοφύλακας, πρώτον διά να την φυλάττουν +από τας ύβρεις των, έπειτα διά να μη αντιταχθώσιν εις την φυγήν της. + + — Και πότε θα γίνη η φυγή; + + — Μου απήντησαν ότι δεν ηδύναντο να μου αποδώσουν την Λίγειαν +αμέσως, φοβούμενοι την ευθύνην. Αλλ' όταν αι φυλακαί θα υπερπληρωθούν +κόσμου, και όταν χάσουν τον λογαριασμόν των φυλακισμένων, θα μου την +παραδώσουν. Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης +αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε +και σώσον με! + +Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να +φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας. + + — Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ' +οδόν. + +Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν. + + — Τώρα, άκουσε, είπεν ο Πετρώνιος. Από σήμερον είμαι υπό δυσμένειαν. +Και αύτη η ζωή μου κρέμαται από μίαν κλωστήν. Δεν ισχύω τίποτε +πλησίον του Καίσαρος. Και ακόμη χειρότερα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα +πράξη εναντίον των παρακλήσεών μου. Θα σε εσυμβούλευα να φύγης μετά +της Λιγείας ή να την λυτρώσης διά της βίας. Εννοείς ότι εάν +κατώρθωνες να φύγης, η οργή του Καίσαρος θα εστρέφετο εναντίον μου. +Σήμερον θα έκαμνε κάτι τι μάλλον προς χάριν σου παρά προς χάριν μου. +Αλλά μη δίδης πίστιν εις αυτά είνε ανωφελές! Εξάγαγέ την εκ της +φυλακής και φύγετε. Εάν δεν επιτύχης τούτο, θα υπάρχη ακόμη καιρός να +δοκιμάσης άλλα μέσα. Μάθε εν τούτοις ότι η Λίγεια δεν είναι εις την +φυλακήν μόνον διά την πίστιν της. Αμφότεροι είσθε θύματα της οργής +της Ποππέας. Αλλά ποίος επρόδωσε την κατοικίαν της; + +Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον, +όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς! +εις τα θηρία!» + +Απεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας, +διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο +περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο +Πετρώνιος σταθείς είπεν: + + — Οι πραιτωριανοί! Πολλοί αργά εφθάσαμεν! + +Η φυλακή της Μαμερτίνης είχε περικυκλωθή από διπλήν ζώνην στρατιωτών. +Αι πρώται ακτίνες του φωτός επηργύρουν τα κράνη και τον σίδηρον των +δοράτων. + + — Ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Βινίκιος, και έφθασαν προ των γραμμών των +στρατιωτών. + +Ο Πετρώνιος, έχων εξαίρετον μνήμην και γνωρίζων όχι μόνον τους +αξιωματικούς, αλλά και όλους σχεδόν τους στρατιώτας της πραιτοριανής +φρουράς, έκαμε νεύμα εις ένα αρχηγόν. + + — Τι συμβαίνει, Νίγερ; Σας υποχρεούσι να φρουρήτε πέριξ της φυλακής! + + — Τω όντι, ευγενή Πετρώνιε. Ο πραίφεκτος εφοβείτο μήπως απεπειρώντο +να ελευθερώσουν τους εμπρηστάς. + + — Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο +Βινίκιος. + + — Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως +θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα. + +των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ?? + + — Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος. + +Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το +εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς +υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί +ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή +της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία +άρπα. + +Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο +θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι. + +Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας +της. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'. + + + +Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» αντήχουν αδιαλείπτως +εις όλας τας οδούς της πόλεως. Κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ούτοι +ήσαν οι αυτουργοί της πυρκαϊάς και έχαιρεν ο λαός, επειδή η τιμωρία +των έμελλε να είναι θέαμα λαμπρόν. + +Εις την πόλιν, μεταξύ των ερειπίων, εχάρασσον νέας οδούς πλατυτάτας. +Εδώ και εκεί έβαλλον θεμέλια οικιών, μεγάρων και ναών. Αλλά προ +παντός άλλου ήγειρον εν μεγάλη σπουδή τα αχανή ξύλινα αμφιθέατρα, +όπου έμελλον να αποθάνωσιν οι χριστιανοί. + +Ευθύς μετά το συμβούλιον, το συγκροτηθέν εν τη οικία του Τιβερίου, οι +ανθύπατοι είχον λάβει διαταγήν να στείλωσιν εις Ρώμην άγρια θηρία. Η +Ασία έδωκεν ελέφαντας και τίγρεις· ο Νείλος κροκοδείλους και +ιπποποτάμους· ο Άτλας λέοντας· τα Πυρηναία λύκους και άρκτους· η +Ιγερνία αγρίους κύνας· η Ήπειρος μολοσσούς· η Γερμανία βουβάλους και +ταύρους. Ο Καίσαρ ήθελε να πνιγή πάσαν ανάμνησιν της πυρκαϊάς εις +χειμάρρους αίματος· ήθελε να μεθύση δι' ανθρωποθυσιών τον λαόν. Αι +φυλακαί είχον παραγεμίσει από χριστιανούς, και καθ' εκάστην τα +καθάρματα του όχλου και οι πραιτωριανοί εισήγον νέα θύματα. + +«Εις τους λέοντας!, εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» εφώναζεν ο +λαός εις τας οδούς. + +Ο Πετρώνιος προσεπάθει με κάθε τρόπον να εύρη μέσον να σώση την +Λίγειαν, και προς τούτο εσκέφθη τον Σενέκαν, τον Δομίτιον Άφερ, την +Κρισπινέλλαν, δι' ης ήθελε να φθάση μέχρι της Ποππέας, τον Τέρπνον, +τον Διόδωρον, τον Πυθαγόραν, εις τους οποίους ο Καίσαρ δεν ηρνείτο +τίποτε· πλην και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν και έλαβον την εξής απάντησιν +από τον Νέρωνα: + + — Πιστεύετε ότι έχω ασθενεστέραν την ψυχήν από τον Βρούτον, όστις +διά την σωτηρίαν της Ρώμης δεν εφείσθη ούτε των ιδίων τέκνων του! + +Ο Πετρώνιος, όταν του ανέφεραν τους λόγους τούτους, ανέκραξεν: «Αφού +ήρχισε τώρα να συγκρίνη τον εαυτόν του και με τον Βρούτον, όλα +εχάθησαν!» + +Εν τοσούτω αι ημέραι διεδέχοντο τας ημέρας. Τα αμφιθέατρα ήσαν +έτοιμα. Ήρχισαν να διανέμουν τα εισιτήρια διά τους εωθινούς αγώνας. +Αλλά την φοράν αυτήν, λόγω της ανηκούστου αφθονίας, επί εβδομάδας και +μήνας. Ήδη δεν εγνώριζον πού να κλείσουν τους χριστιανούς. Αι φυλακαί +είχον υπερπληρωθή και αι κολλητικαί ασθένειαι εμαίνοντο εν αυταίς. + +Φοβούμενοι την διάδοσιν των νόσων ανά την πόλιν, απεφάσισαν να +αρχίσωσι τους αγώνας. + +Όλαι αι ειδήσεις αύται ήρχοντο εις τον Βινίκιον, αφαιρούσαι απ' αυτού +τας τελευταίας λάμψεις της ελπίδος. Εις τα χαρακτηριστικά του είχεν +αποκρυσταλλωθή ο τρόμος, το πρόσωπόν του είχε γίνει μαύρον και +ωμοίαζε προς τα εκ κηρού ομοιώματα των εφεστίων θεών. Όταν τις του +ωμίλει, εκείνος έστρεφε μηχανικώς την κεφαλήν του και παρετήρει τον +συνομιλητήν του με χαύνους οφθαλμούς. Τας νύκτας του τας διήρχετο με +τον Ούρσον εις την θύραν του κελλίου της Λιγείας. Όταν επέστρεφεν εις +του Πετρωνίου εβάδιζεν άνω και κάτω εις το άτριον μέχρι πρωίας. Οι +δούλοι τον εύρισκον συχνά γονυπετή, με τας χείρας τεταμένας προς τα +άνω ή προς τα κάτω και με το πρόσωπον εστραμμένον προς την γην. +Επεκαλείτο τον Χριστόν, διότι ο Χριστός ήτο η υστάτη ελπίς του. Είχεν +ακόμη αρκετήν διαύγειαν νου διά να εννοήση ότι η προσευχή του Πέτρου +θα ήτο μάλλον αποτελεσματική από την ιδικήν του. + +Ο Πέτρος του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, ο Πέτρος τον είχε βαπτίσει. +Ο Πέτρος έκαμνε θαύματα. Ο Πέτρος ας έσπευδεν εις βοήθειάν του! + +Μετέβη εις την οικίαν του λατόμου και έμαθε παρ' αυτού ότι εις τας +αμπέλους του Κορνηλίου Πουδέντου, όπισθεν της Σαλαρίας πύλης, +επρόκειτο να γίνη συνάθροισις χριστιανών. Εξήλθον λοιπόν μόλις +ενύκτωσεν, υπερέβησαν τα τείχη, και αφού διήλθον χαράδρας σχοινοφυείς +έφθασαν εις τον περίβολον του Πουδέντου. + +Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και +προσηύχοντο κραυγάζοντες: + +«Κύριε, ελέησον ημάς!» + +Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον +εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν +κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του. Έμελλε να διασχίση τα +πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη: +«Βοήθειαν!» Αλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των +δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ, +ευσπλαγχνίσθητί με!» + +Πάντες πέριξ του ωνειροπόλουν εν τη ψυχή των ότι ο Χριστός έμελλε να +εκδηλώση την δύναμίν του, ότι θα συνέτριβε την αδικίαν, ότι θα +κατέρριπτε τον Νέρωνα εις την άβυσσον και θα εβασίλευεν επί της +Οικουμένης. + +Ο Βινίκιος εκάλυψε το πρόσωπον με τας χείρας του και εκάμφθη. + +Η σιγή τον περιέβαλεν αιφνηδίως, ως εάν ο τρόμος είχε διακόψει τας +παρακλήσεις εις τα στήθη πάντων. + +Ο Πέτρος ηνωρθώθη και στραφείς προς την ομήγυριν: + + — Αδελφοί μου, είπεν, άνω έχετε τας καρδίας προς τον Σωτήρα, και +προσφέρετε αυτώ τα δάκρυά σας, αυτός θα έλθη να σας σώση και θα +τιμωρήση τους απαισίους διώκτας μας. Ύψωσε την χείρα, ως να έδιδε +διαταγήν. Εκείνοι ησθάνθησαν νέον αίμα εις τας φλέβας των και +φρικίασιν εις τους μυελούς των οστέων των. Διότι έμπροσθέν των δεν +ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα +τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν. + +Και επανέλαβε: + + — Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να +φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν +είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού. Και είδα τους Ιουδαίους +να κεντούν την πλευράν του και είδα αυτόν νεκρόν. Ήτο Θεός και +ηδύνατο να μη υποφέρη όλα αυτά, αλλ' αγογγύστως διά την σωτηρίαν του +κόσμου τα υπέφερε. Και ημείς διατί να μη υποφέρωμεν ολίγον προς χάριν +του; Σας διακηρύττω εν ονόματι του Χριστού. Όχι! Αυτό το οποίον +είναι έμπροσθέν σας δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή· δεν είναι λύπη, αλλά +χαρά αναλλοίωτος. Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον +εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους +πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του +Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.» + +Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν +και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν +εκστάσει. Κατόπιν είπε: + +«Σας ευλογώ, τέκνα μου, διά τας βασάνους, διά τον θάνατον και διά την +αιωνιότητα!» + +Πάντες τον περιεστοίχισαν ικετεύοντες: + + — Είμεθα έτοιμοι, διδάσκαλε· αλλά συ, σώσον την ιεράν κεφαλήν σου, +όπως και άλλους διδάξης εν Χριστώ. Συ είσαι ο ιερεύς του Κυρίου. + +Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου, +όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν, +εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους +ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν +εις τους πόδας του Αποστόλου. + +Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε: + + — Τι ζητείς, υιέ μου; + +Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν +ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου, +εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της +σιωπής του. + + — Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι' +αυτήν, είπεν ο Απόστολος. + + — Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του +Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο +αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν. + +Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου. + +Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού +εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την +απόφασιν της ζωής ή του θανάτου. + +Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο +υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας. + + — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν; + + — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ; + + — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη. Και +αν ακόμη έβλεπες την παιδίσκην εκείνην υπό την μάχαιραν του δημίου, ή +εις το στόμα του λέοντος, έχε πίστιν ακόμη, διότι ο Χριστός δύναται +να την σώση. Έχε πίστιν και ικέτευε αυτόν, και εγώ θα τον ικετεύσω +μαζί σου. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ. + + + +Ο Βινίκιος αφήκε τον Απόστολον και επέστρεψεν εις την Μαμερτίνην +ειρκτήν. + +Εκεί, οι πραιτωριανοί, οι οποίοι αντικαθίστων αλλήλους εις την +φρούρησιν, τον εγνώριζον όλοι και συνήθως τον άφινον να εισέρχεται +άνευ δυσκολίας τινός. Αλλά την φοράν αυτήν αι τάξεις των φρουρών δεν +παρεμέρισαν προ αυτού και είς εκατόνταρχος τον επλησίασε και είπε: + + — Συγγνώμην, ευγενή τριβούνε, σήμερον έχομεν διαταγήν να μη +επιτρέπωμεν εις κανένα την δίοδον. + + — Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας. + +Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε: + + — Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν +και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις +την πόλιν. + +— Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον! + + — Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν. + +Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός +πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ +μολύβδου. + +Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως: + + — Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της. + +Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως +επί πέτρας το σχήμα ιχθύος. + +Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον. + + — . . . Και είσαι πραιτωριανός; + + — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκεί — και ο στρατιώτης +εδείκνυε την φυλακήν. + + — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν! + + — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να +σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις +τον προς όν όρον με τους φρουρούς. + + — Σε ευχαριστώ, αδελφέ. + +Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του +Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να +διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν +τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι' +ελαίου πριν κατακλιθή. + + — Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου +Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ. Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της +τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η +ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε +κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως. Η Ποππέα +ελιποθύμησε και όλοι ήκουσαν τον Καίσαρα να λέγη: «Εβαρύνθην πλέον +αυτό το έκτρωμα, το καταδικασμένον εις θάνατον». Και ούτω μεριμνώσα +περί της ιδίας της δυστυχίας, θα εγκαταλείψη ίσως την κατά σου και +της Λιγείας εκδίκησιν. Θα την ίδω απόψε και θα της ομιλήσω. + +Ο Βινίκιος ηρώτησε: + + — Έκαμαν λόγον περί της ημέρας των θηριομαχιών; + + — Θα γίνουν εντός δέκα ημερών. Εις τον κατάλογον των θυμάτων δεν +περιλαμβάνονται οι εν τη φυλακή της Μαμερτίνης εγκάθειρκτοι και +συνεπώς έχε ελπίδας. Με τον Χαλκοπώγωνα μία λέξις λεγομένη επικαίρως +δύναται να σώση ή να απολέση οιονδήποτε. Σήμερον θα ειπώ εις την +Ποππέαν: «Σώσον την Λίγειαν και εγώ θα σώσω τον Ρούφιον.» Και έτσι +τουλάχιστον θα κερδίσωμεν καιρόν, αν δεν επιτύχωμεν τίποτε άλλο. + + — Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο +Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν. + +Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος +εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του +Βινικίου. + + — Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός +της ημέρας. + +Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί +τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ +υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού +Λόφου. + +Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο +Τριβούνος. Την στιγμήν εκείνην εφάνη διερχόμενον εκείθεν λαμπρόν +φορείον, το οποίον εβάσταζον τέσσαρες γιγαντόσωμοι άραβες. Δύο +δρομείς προηγούμενοι του φορείου παρεμέριζον το πλήθος με τας ράβδους +των κραυγάζοντες και ανοίγοντες χώρον εις αυτό. + +Εντός του φορείου ευρίσκετο είς λευκοενδεδυμένος άνθρωπος, του οποίου +την μορφήν δεν ηδύνατό τις να διακρίνη, διότι είχε τους οφθαλμούς +προσηλωμένους επί ενός παπυρίνου κυλίνδρου και εφαίνετο ότι +ανεγίνωσκε κάτι μετά προσοχής. + + — Τόπον εις τον ευγενή Αυγουστιανόν! έκραζον οι δρομείς. + +Αλλ' η οδός ήτο τόσον κοσμοβριθής, ώστε εις μίαν στιγμήν το φορείον +ηναγκάσθη να σταματήση. Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ' +ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν. + + — Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον. + +Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των +οφθαλμών του. + +Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν +τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης. + +Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να +εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν +ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη +ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω +Χίλων». + + — Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν, +προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν +υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής, +επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς +Τιγγελίνου, όστις με περιμένει. + +Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα +και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν: + + — Συ επίλυσες την Λίγειαν. + + — Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . . + +Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν, +και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως. Εσκέφθη ότι ήτο υπό +την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο +δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από +αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με +πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας. + +Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του. Προσήλωσεν επί του +Βινικίου τους αιματοβαφείς οφθαλμούς του και εις απάντησιν +εψιθύρισεν: + + — Αλλά συ, ενώ απέθνησκον της πείνης, με εμαστίγωσες. + +Επί μίαν στιγμήν και οι δύο εσιώπησαν, έπειτα με πνιγομένην φωνήν ο +Βινίκιος απήντησε: + + — Υπήρξα άδικος, Χίλων . . . + +Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς +απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος: + + — Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις +Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας +μου. + +Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς +έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των: + + — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον! + +Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά +παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον. Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε +δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον, +ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη +ακόμη μίαν φοράν. + +«Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το +ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα +είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται. + +Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν +μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του +αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός +έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή. + +Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος +του είπεν: + + — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του. Την νύκτα ταύτην +ήλθον οι απελεύθεροι του Καίσαρος να εκλέξωσι μερικάς χριστιανάς +παρθένους· εζήτησαν και την μνηστήν σου, αλλ' ο Κύριος της έστειλε +πυρετόν, εκ του οποίου αποθνήσκουν οι δεσμώται της ειρκτής, και δεν +την έλαβον. Η ασθένειά της την έσωσεν από την ατιμίαν. Είχον συλλάβει +και τον Λίνον, αλλά βλέποντες ότι εψυχορράγει τον αφήκαν. Ίσως και +εκείνην να σου την αποδώσουν τώρα. Και ο Χριστός θα της χαρίση την +υγείαν της. + +Ο Βινίκιος έμεινε μέχρι της εσπέρας υπό τα τείχη της ειρκτής, +επανήλθεν έπειτα εις τον οίκον του και είπεν εις τους ανθρώπους του +να υπάγωσι να ζητήσωσι τον Λίνον και να τον φέρωσιν εις μίαν των +επαύλεων του εις τα περίχωρα. + +Ο Πετρώνιος εξ άλλου δεν έχανε τον καιρόν του αδίκως. Έσπευσε να ίδη +την Αυγούσταν. Την εύρε παρά το προσκεφάλαιον του μικρού Ρουφίου. Το +παιδίον είχε πυρετόν και παρελήρει, με το κρανίον σπασμένον. + +Η Ποππέα, αφωσιωμένη εις τον πόνον της, ουδέ να ακούση ήθελε περί της +Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος την εφόβισεν ειπών: + + — Συ, Αυγούστα, λατρεύεις, ως φαίνεται, τον Ιεχωβά· αλλ' οι +χριστιανοί διατείνονται ότι ο Χριστός είναι υιός Εκείνου. Εννοείς να +μη σε καταδιώξη με την οργήν του ο Πατήρ; Μη τυχόν η αγανάκτησίς του +σε τιμωρεί και η ζωή του Ρουφίου μη εξαρτάται από τας μελλούσας +πράξεις σου; + + — Τι θέλεις να κάμω; + + — Να εξιλεώσης τας εξωργισμένας θεότητας. + + — Πώς; + + — Η Λίγεια είναι ασθενής. Μεσολάβησον λοιπόν πλησίον του Καίσαρος +και του Τιγγελίνου διά να την αποδώσουν εις τον Βινίκιον. + + — Πιστεύεις λοιπόν ότι δύναμαι να κατορθώσω τούτο; ηρώτησεν εν +απελπισία. + + — Οι χριστιανοί βεβαιούν ότι ο Χριστός είναι εκδικητής, αλλά +δίκαιος. + + — Θα υπάγω, είπεν η Ποππέα, με συντετριμμένην φωνήν. + +Η Ποππέα, ήτις διά να σώση τον Ρούφιον, ήτο προθυμοτάτη να προσφέρη +εκατόμβας εις όλους τους θεούς, μετέβη την εσπέραν προς τας Εστιάδας, +αφού ενεπιστεύθη την φύλαξιν του παιδίου εις την πιστήν Συλβίαν. + +Αλλ' εις το Παλατίνον η τύχη του παιδίου είχεν αποφασισθή ήδη. + +Μόλις το φορείον της αυτοκράτειρας είχεν υπερβή την μεγάλην θύραν, +δύο απελεύθεροι του Καίσαρος εισήλθον εις τον θάλαμον, όπου έκειτο ο +μικρός Ρούφιος και εφόνευσαν την γραίαν Συλβίαν και τον μικρόν, του +οποίου το σώμα το έρριψαν εις τον ποταμόν. + +Όταν η Ποππέα επέστρεψεν εις το Παλατίνον και είδε το λίκνον κενόν, +και το πτώμα της Συλβίας, ελιποθύμησε. + +Συνελθούσα εις εαυτήν, ήρχισε να κραυγάζη και να οιμώζη. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'. + + + +Καθ' ην ημέραν έμελλον να αρχίσωσιν οι αγώνες των θηριομαχιών, πλήθη +αέργων περιέμενον από της αυγής το άνοιγμα των πυλών, ακούοντες μετά +βαθείας χαράς τους βρυχηθμούς των λεόντων, τον βραχνόν ρογχασμόν των +πανθήρων και το ούρλιασμα των υαινών, των τίγρεων και των κυνών. + +Τα θηρία είχον μείνει νηστικά επί δύο ημέρας. Προ των κλωβών των +επεδεικνύοντο υπό των φυλάκων ολόκληρα τεμάχια αιμοσταγούς κρέατος +όπως εξάπτεται εν αυτοίς η μανία και η πείνα. Από καιρού εις καιρόν, +αι κραυγαί των θηρίων εξερρήγνυντο εις μίαν θύελλαν τόσον +τρομακτικήν, ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι ίσταντο προ του ιπποδρομίου, +δεν ηκούοντο πλέον όταν ωμίλουν. + +Άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούοντο εν αυτώ τω περιβόλω του ιπποδρόμου +βαρύτονοι και ήπιοι ύμνοι: πάντες ήκουον μετά καταπλήξεως +επαναλαμβάνοντες: «Οι χριστιανοί! Οι χριστιανοί!» + +Πράγματι οι χριστιανοί είχον μετακομισθή εις το αμφιθέατρον εις +μεγάλας ομάδας, κατά την νύκτα, παραληφθέντες εξ όλων των φυλακών. Αι +φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι +ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και +δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την +πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι +γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον. + +Μη θέλοντες να κουρασθώσι προ της ώρας εβάδιζον άοπλοι, συνήθως +μάλιστα ολόγυμνοι, στεφανωμένοι με άνθη και κρατούντες χλοερούς +κλάδους, νέοι, ωραίοι ως το φως της πρωίας, πλήρεις ζωής. Τα σώματά +των, στίλβοντα εξ ελαίου, φοβερά και όμοια με γρανιτώδη πέτραν +κατεγοήτευον τον λαόν, πρόθυμον θαυμαστήν της σωματικής καλλονής. + +Τα ονόματά των είνε γνωστά εις το πλήθος. Χαίρε, Φούρνιε! εκραύγαζον, +χαίρε Λέων! χαίρε Μάξιμε! χαίρε Διομήδη! Έπειτα εξηφανίζοντο όπισθεν +των πυλών, οπόθεν πλέον δεν έμελλον να εξέλθωσι. + +Κατά πάσαν στιγμήν, νέα θεάματα προσείλκυον την προσοχήν του πλήθους. +Όπισθεν των θηριομάχων προέβαινον οι μαστιγοφόροι, των οποίων έργον +ήτο να μαστιγώνωσι και να παροξύνωσι τους αντιπάλους. + +Κατόπιν διήλθον ημίονοι σύροντες προς το σκυλευτήριον (3) σειράς +αμαξίων, επί των οποίων ήσαν συσωρευμένα φέρετρα. Ο λαός έχαιρεν επί +τη θέα όλων εκείνων των προετοιμασιών, συμπεραίνων εκ του αριθμού των +φερέτρων περί του μεγέθους του θεάματος, Έπειτα ήρχοντο ενδεδυμένοι +ως ηθοποιοί, παριστάνοντες τον Χάρωνα ή τον Ερμήν, οι άνδρες, οι +οποίοι απετελείωναν τους τραυματίας, και τέλος οι πραιτωριανοί, τους +οποίους έκαστος αυτοκράτωρ είχε πάντοτε εις την διάθεσίν του εν τω +αμφιθεάτρω. + +Ήνοιξαν τας εισόδους και ο λαός εισέρρευσεν. Αλλά το πλήθος ήτο τόσον +μέγα, ώστε συνέρρεεν ανεξάντλητον επί ώρας ολοκλήρους. Οι βρυχηθμοί +των θηρίων, τα οποία ωσφραίνοντο την απόπνοιαν των ανθρωπίνων +σωμάτων, ηύξανον ακόμη εις την είσοδον των πυλών, Ο λαός λαμβάνων +θέσιν εις το εσωτερικόν του ιπποδρόμου, εμυκάτο όπως τα κύματα κατά +την τρικυμίαν. + +Τέλος έφθασεν ο πραίφεκτος της Ρώμης μετά των φρουρών του· έπειτα τα +φορεία των συγκλητικών, των υπάτων, των πραιτόρων, των αγορανόμων, +των ανακτορικών υπαλλήλων, των αρχηγών της πραιτωριανής φρουράς, των +πατρικίων και των κομψοπρεπών γυναίων. + +Διά να αρχίσουν τα θεάματα δεν ανεμένετο πλέον παρά μόνον ο Καίσαρ, +Και ο Νέρων, μη θέλων να καταχρασθή της υπομονής του λαού και +επιθυμών να κατακτήση την εύνοιάν του διά της προθυμίας του, εφάνη +μετ' ολίγον συνοδευόμενος υπό της Ποππέας και των Αυγουστιανών, +μεταξύ των οποίων, εντός του αυτού φορείου, ήσαν ο Πετρώνιος και ο +Βινίκιος. + +Οι φύλακες του αμφιθεάτρου και όλον το υπηρετικόν προσωπικόν ήσαν +μισθοφόροι του Βινικίου και είχε συμφωνηθή ότι οι θηριομάχοι θα +έκρυπτον την Λίγειαν εις σκοτεινήν γωνίαν των υπονόμων μέχρι της +νυκτός, και έπειτα θα την παρέδιδον εις ένα άνθρωπον του τριβούνου, +όστις θα ανεχώρει αμέσως μετ' αυτής εις το Αλβανόν όρος. Ο Πετρώνιος, +εις τον οποίον είχον εμπιστευθή το μυστικόν, εσυμβούλευσε τον +Βινίκιον να μεταβή φανερά εις το αμφιθέατρον μετ' αυτού, κατόπιν δε +να φύγη εν μέσω της οχλοβοής: θα κατήρχετο εσπευσμένως εις τα +υπόγεια, όπου, διά να αποφύγη ενδεχόμενον λάθος, θα εδείκνυεν αυτός +την Λίγειαν εις τους φύλακας. + +Οι φύλακες τον εισήγαγον διά μικράς θύρας της υπηρεσίας και είς εξ +αυτών, ονόματι Σύρος, τον ωδήγησεν αμέσως πλησίον των χριστιανών. + +Καθ' οδόν ο φύλαξ έλεγεν: + + — Αυθέντα, εζητήσαμεν μίαν κόρην καλουμένην Λίγειαν, αλλά κανείς δεν +μας απεκρίθη. Εν τούτοις δυνατόν να δυσπιστώσιν εις ημάς. + +Ο Σύρος ήνοιξε θύραν τινά και εισήλθον εις μεγάλην αίθουσαν +σκοτεινονάτην, διότι το φως εισήρχετο διά κιγκλιδωτών παραθύρων, τα +οποία έκειντο προς το μέρος της κονίστρας. Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ουδέ +ηδυνήθη να διακρίνη· ήκουσε μόνον τον συγκεχυμένον ψίθυρον των φωνών +εν αύτη τη αιθούση και τας κραυγάς του λαού τας εξερχομένας από το +αμφιθέατρον. Μετά τινα στιγμήν, οι οφθαλμοί του, εξοικειωθέντες εις +το σκότος, είδον συμπλέγματα αλλοκότων όντων ομοίων με λύκους και +άρκτους . . . Ήσαν οι χριστιανοί, τους οποίους είχον ράψει εις δέρματα +θηρίων. Άλλοι ήσαν όρθιοι, άλλοι προσηύχοντο γονυπετείς. + +Ο Βινίκιος εβάδιζε παρά το πλευρόν του Σύρου, παρετήρει τα πρόσωπα, +ανηρεύνα, ηρώτα· ενίοτε προσέκρουεν επί των σωμάτων εκείνων, οίτινες +είχον λιποθυμήσει εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιραν. Σκεπτόμενος ότι +πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να +κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν +απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. + +Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την +τήβεννον και του είπεν; + + — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν. Με εξήγαγον τελευταίον και την +είδα ασθενή εις την στρωμνήν της. + + — Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. + + — Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε +εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω +σήμερον. + +Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον +καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών. + + — Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος. + + — Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν. + + — Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει, +παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο +κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο +Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον, +την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν. +Συμπεραίνεις τα λοιπά. + + — Ναι απήντησεν ο Βινίκιος. + +Ο λαός εποδοκρότει και εθορύβει διά να επισπευθή το θέαμα. Τότε ο +διοικητής της πόλεως έδωκε διά του μανδηλίου του έν σημείον, εις το +οποίον απήντησεν ο λαός δι' ενός «Ααά»! + +Το θέαμα ήρχιζε συνήθως διά καταδιώξεως αγρίων ζώων, εις ην διέπρεπον +διάφοροι βάρβαροι εκ των βορείων και μεσημβρινών χωρών. Αλλά την +φοράν αυτήν ήρχισαν διά τυφλομάχων, οίτινες ήσαν παλαισταί, φέροντες +περικεφαλαίας κλειστάς, μέλλοντες να πολεμήσωσιν εις τα τυφλά. + +Μία δωδεκάς εκ των τυφλομάχων τούτων εφάνησαν συγχρόνως εις την +κονίστραν, ήρχισαν να κτυπώσι με τα ξίφη των το κενόν, ενώ οι +μαστιγοφόροι τους ώθουν κατ' αλλήλων δι' υπερμεγεθών δικράνων. + +Το κομψευόμενον κοινόν εθεάτο αταράχως το θέαμα εκείνο το πράγματι +αξιοκαταφρόνητον. Άνθρωποι τινες είχον συμπλακή και η πάλη ήρχισε να +γίνεται αιματηρά. Οι λυσσωδέστεροι εκ των παλαιστών απέρριπτον τας +ασπίδας των και σφίγγοντες τους αντιπάλους των διά της αριστερής +χειρός, εμάχοντο μέχρι θανάτου με την δεξιάν. Όσοι έπιπτον, ύψωναν +τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του +θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως +όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον +εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι. + +Τώρα εγένετο μάχη σοβαρωτέρα, ήτις διήγειρε το ενδιαφέρον των ευγενών +και όχι μόνον του όχλου — μάχη κατά την οποίαν οι νεαροί πατρίκιοι +συχνά έθετον μεγάλα στοιχήματα και έχανον και το τελευταίον +σεστέρτιον. + +Ολίγον κατ' ολίγον ο αριθμός των μαχομένων ηλαττούτο· τέλος έμειναν +δύο· τους ώθησαν τον ένα προς τον άλλον· έπεσαν επί της άμμου και +αμοιβαίως εμαχαιρώθησαν. Τότε οι θεράποντες εσήκωσαν τα πτώματα, +έπλυναν την παλαίστραν και διέσπειραν επί της άμμου φύλλα αρωματικών +φυτών. + +Όταν ήρχισεν ο διαπεραστικός ήχος των σαλπίγγων, βαθεία σιγή αγωνίας +διεχύθη εις το αμφιθέατρον. Χιλιάδες οφθαλμών προσηλώθησαν εις την +μεγάλην πόλην· άνθρωπός τις επλησίασεν ενδεδυμένος ως Χάρων και εν +μέσω της γενικής σιγής έκρουσε την θύραν τρις διά σφύρας, ως διά να +συγκαλέση εις τον θάνατον τους ανθρώπους τους κρυπτομένους όπισθεν. +Έπειτα τα δύο θυρόφυλλα ηνοίχθησαν βραδέως, αποκαλύψαντα έν σκοτεινόν +στόμιον οπόθεν μετ' ολίγον οι μαχηταί κατά σμήνη συνέρρευσαν εις την +φωτεινήν κονίστραν, ήσαν δε ούτοι πάνοπλοι. + +Επευφημίαι εξερράγησαν από τινων εδωλίων. + +Οι παλαισταί περιήλθον κύκλω την κονίστραν με βήμα κανονικόν και +ελαστικόν και εστάθησαν ενώπιον του αυτοκράτορος. Έπειτα έτειναν την +δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον +Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν: + +«Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ· + +Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουν!» + +Έπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά +επί του περιβόλου της κονίστρας. + +Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα. Εις τας μάχας +εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους +οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε +τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς. Εις την παλαίστραν, οι +μονομάχοι εις δύο ομάδας επάλαιον με λύσσαν θηρίων: οι θώρακες +προσέκρουον επί των θωράκων, τα σώματα συνεπλέκοντο εις θανάσιμα +σφιγξίματα, τα φοβερά μέλη έτριζον εις τας αρθρώσεις των, αι μάχαιραι +εβυθίζοντο εις τα στήθη και τας κοιλίας, τα κάτωχρα χείλη εξετόξευον +χειμάρρους αίματος. Αρχάριοί τινες κατελήφθησαν περί το τέλος από +φόβον τόσον ζωηρόν, ώστε αποσπασθέντες του κυκεώνος εκείνου ετράπησαν +εις φυγήν, αλλ' οι μαστιγοφόροι με τα μαστίγιά των τα καταλήγοντα εις +μόλυβδον τους κατεδίωκον άκοντας εις το αγριώτερον σημείον της πάλης. +Η άμμος εποικίλλετο ανά πάσαν στιγμήν, σώματα γυμνά και με θώρακας +ορειχαλκίνους ήρχοντο να αυξήσουν τους σωρούς, εξηπλωμένους ως δέσμας +χόρτου. + +Αφού και ούτοι αλληλοεσπαράχθησαν, μετεφέρθησαν έξω της κονίστρας υπό +τας επευφημίας του πλήθους. + +Τέλος, οι ηττηθέντες έκειντο σχεδόν πάντες νεκροί· μόνον μερικοί +τραυματίαι εγονυπέτησαν κλονιζόμενοι εν μέσω της κονίστρας και +έτειναν προς τους θεατάς χείρας ζητούσας χάριν. Εις τους νικητάς +διένειμον βραβεία, στρέμματα, κλάδους ελαίας. Έπειτα επικολούθησε +στιγμή ανακωχής, ήτις τη διαταγή του παντοδυνάμου Καίσαρος μετεβλήθη +εις συμπόσιον. Ήναψαν τα πύραυνα των αρωμάτων. Οι ψεκαστήρες έρριπτον +επί του πλήθους λεπτήν βροχήν σαφρά και ίων. + +Προσέφεραν αναψυκτικά, οπτά κρέατα, γλυκέα πλακούντια, ελαίας και +οπώρας. Ο όχλος κατεβίβρωσκεν, εφλυάρει και ανευφήμει τον Καίσαρα, +διά να τον ελκύση εις μεγαλυτέραν ακόμη γενναιοδωρίαν. + +Το πρώτον μέρος του θεάματος είχε λήξει. Οι θεαταί εγκατέλειπον τας +θέσεις και μετέβαινον εις τας διόδους, όπως απαλλαχθώσι της νάρκης +των ποδών και συνομιλήσωσι. + +Οι Αυγουστιανοί ετέρποντο εις το θέαμα του Χίλωνος και έσκωπτον τας +ανωφελείς προσπαθείας του θέλοντος να αποδείξη ότι ήτο ικανός να +βλέπη το αίμα, αν και δεν υπέφερε τοιαύτα θεάματα η ελληνική καρδία +του. Οι Αυγουστιανοί όμως εξηκολούθουν να τον πειράζουν. Τούτο +ηυχαρίστει τον Καίσαρα, όστις τους παρώτρυνε προς τούτο. + +Ο γέρων τους παρετήρει με τους ερυθρούς οφθαλμούς του, αλλ' εσιώπα, +μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη κατ' αυτών. + +Ο ήχος των σαλπίγγων ανήγγειλε το τέλος του διαλείμματος. Εις την +κονίστραν εφάνησαν θεράποντες, οίτινες εκαθάριζαν και επιπέδωναν εδώ +και εκεί τους μικρούς σωρούς της άμμου, τους συγκεκολλημένους ακόμη +με το αίμα. + +Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών. + +Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις +το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς. + +Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων, +ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω +βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του. + +Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη: + + — Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . . + +Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς +ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμον!» και εν +ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον +με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον +αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν. + +Ο όχλος νομίσας ότι επεκαλούντο το έλεος του Καίσαρος, κατελήφθη υπό +μανίας εις το θέαμα τόσης ανανδρίας· ήρχισαν να ποδοκροτώσι, να +συρίζωσι, να ρίπτουν εις την κονίστραν κενά δοχεία, οστά περιφαγωμένα +και να ανακράζωσι: «Τα θηρία! Απολύσατε τα θηρία!. .» + +Αλλ' αίφνης ανήκουστον πράγμα, συνέβη. Εκ του κέντρου του πλήθους των +θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον +οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον. + +_«Κρίστους Ρέγνατ! . . .»_ (=ο Χριστός βασιλεύει). + +Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς +εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ' +εφαίνοντο εμπνευσμένα. + +Όλοι ενόησαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν εζήτησαν ποσώς χάριν και ότι +δεν έβλεπον ούτε το θέατρον, ούτε τον λαόν, ούτε την Σύγκλητον, ούτε +τον Καίσαρα, αλλά προσηύχοντο. Ο ύμνος των: _«Ο Χριστός βασιλεύει +εις τους αιώνας!»_ αντήχει επί μάλλον εύηχος. + +Αλλ' ηνοίχθη άλλη κιγκλίς· και εις την κονίστραν εχύθησαν εν αγρία +ορμή αγέλαι ολόκληροι κυνών αγρίων, γιγάντιοι κοκκινότριχες μολοσσοί +της Πελοποννήσου, ραβδωτοί κύνες των Πυρρηναίων και αρπακτικοί της +Ιβερνίας, όμοιοι προς λύκους, όλοι πειναλέοι με πλευρά κοίλα και +αιμοδιψείς οφθαλμούς. Οι ωρυγμοί και αι υλακαί ενέπλησαν όλον το +αμφιθέατρον οι χριστιανοί, αφού ετελείωσαν τον ύμνον των, έμειναν +γονυπετείς, ακίνητοι και ως απολιθωμένοι, στενάζοντες μια φωνή: + +«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!» (υπέρ Χριστού!). + +Οσφρανθέντες ανθρώπους υπό τας δοράς θηρίων και εκπεπληγμένοι εκ της +ακινησίας των, οι κύνες δεν ετόλμησαν να ριφθώσιν αμέσως κατ' αυτών. +Οι μεν εζήτουν να αναρριχηθώσιν εις τους φραγμούς των θεωρείων, άλλοι +έτρεχον πέριξ της κονίστρας υλακτούντες ως εάν κατεδίωκον αόρατον +θήραμα. Ο λαός δυσηρεστήθη. Χιλιάδες φωνών προεκάλουν θόρυβον, θεαταί +τινες εμιμούντο τους βρυχηθμούς των θηρίων, άλλοι εγαύγιζον ως κύνες, +άλλοι τέλος εξηρέθιζον τα κτήνη εις όλας τας γλώσσας. Το αμφιθέατρον +εδονείτο εκ των κραυγών. Οι κύνες ερεθισθέντες ώρμων προς τους +ανθρώπους τους γονυπετείς, και έπειτα ωπισθοχώρουν πάλιν κροτούντες +τας σιαγόνας των. Τέλος είς μολοσσός εβύθισε τους οδόντας εις τον +ώμον γυναικός τινος γονυπετούς και την συνέτριψε διά του όγκου του. + +Τότε δεκάδες κυνών εφώρμησαν κατά του σωρού. Το πλήθος έπαυσε να +ωρύεται διά να παρατηρή μετά περισσοτέρας προσοχής· μεταξύ των ωρυγών +και των ψυχορραγημάτων ηγείροντο ακόμη θρηνώδεις φωναί ανδρών και +γυναικών: _«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!»_ + +Το αίμα έρρεεν ως χείμαρρος από τα διαμελιζόμενα σώματα. Οι κύνες +εξέσχιζον μεταξύ των αιμοσταγή μέλη. Η οσμή του αίματος και των +τεμαχισμένων εντοσθίων είχε καλύψει τα αρώματα της Αραβίας και +επλήρου όλον τον ιππόδρομον. + +Τέλος, δεν εφαίνοντο πλέον ειμή εδώ και εκεί άνθρωποι γονυπετείς. + +Μετ' ολίγον και αυτοί κατεσπαράχθησαν εν κρότω αδηφάγων σιαγόνων και +εν μέσω ολολυγμών. + +Την στιγμήν, καθ' ην οι χριστιανοί εισήρχοντο εις την κονίστριαν, ο +Βινίκιος είχεν εγερθή διά να διευθυνθή, καθώς είχεν υποσχεθή εις τον +σταδιοφύλακα, προς το μέρος όπου μεταξύ των δούλων του Πετρωνίου +εκρύπτετο ο Απόστολος. + +Την πρώτην στιγμήν, η σκέψις ότι ίσως ο σταδιοφύλαξ να ηπατήθη, ότι η +Λίγεια πιθανόν να ευρίσκετο μεταξύ των θυμάτων, τον είχε παραλύσει +εντελώς. + +Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον +απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και +εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν! + +Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ! +Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα +έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο. Του εφάνη μόνον +ότι το αίμα εφούσκωνεν ως πλήμμυρα ανερχομένη, και έμελλε να +εκχειλίση από τον περίβολον του φονικού θεάτρου και να καταπλημμυρήση +την Ρώμην ολόκληρον. + +Δεν ήκουε πλέον ούτε τας ωρυγάς των κυνών, ούτε τας φωνάς των +αυγουστιανών, οίτινες αίφνης έκραξαν: + + — Ο Χίλων ελιποθύμησε! + +Ούτος τω όντι, λευκός ως σινδών, εκάθητο με υπτίαν την κεφαλήν, με το +στόμα χάσκον και εφαίνετο ως νεκρός. + +Την στιγμήν εκείνην ώθησαν εις το στάδιον νέα πλήθη θυμάτων, +περιβεβλημένα δοράς θηρίων. Όπως και τα προηγούμενα, εγονυπέτησαν και +αυτά αμέσως. Αλλ' οι κύνες, εξαντληθέντες, ηρνούντο να τα ξεσχίσουν. + +Ολίγα μόνον θηρία ερρίφθησαν κατά των πλησιεστέρων θυμάτων, τα άλλα +κατεκλίθησαν, ύψωσαν τα ρύγχη, εξ ων εστάλαζε το αίμα και ήρχισαν να +ασθμαίνωσι βαρέως με σπασμούς των φουσκωμένων πλευρών. + +Τότε ο λαός ανήσυχος μέχρι βάθους ψυχής, αλλά και μεθυσμένος εκ της +αιματοχυσίας και παραφερόμενος υπό φρενοβλαβούς μανίας, έρριψε +διατόρους κραυγάς: + + — Τους λέοντας! τους λέοντας! Απολύσατε τους λέοντας. + +Οι λέοντες ήσαν εφεδρεία διά την επομένην ημέραν. Αλλ' εις τα +αμφιθέατρα ο λαός επέβαλλε την θέλησίν του εις πάντας και εις αυτόν +τον Καίσαρα! + +Ο Νέρων έκαμε νεύμα να ανοίξωσι το υπόγειον θηριοτροφείον, όπερ ιδών +ο λαός κατεπραΰνθη αμέσως. Ήκουσαν τον τριγμόν των κιγκλίδων, όπισθεν +των οποίων ευρίσκοντο οι λέοντες. Εις την θέαν των οι σκύλλοι +εμαζεύθησαν εις το απέναντι μέρος με υλακάς πνιγμένας. Εκείνοι +εξώρμησαν ανά είς επί της κονίστρας πυρροχαίται και τεράστιοι, με +μεγάλας κεφαλάς βαθυτρίχους. Και αυτός ο Καίσαρ έστρεψε προς αυτούς +τα λυπημένον πρόσωπόν του και επλησίασε τον σμάραγδον εις τον +οφθαλμόν του να τους ίδη καλλίτερον. Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους +λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα, +κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν +εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν +επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν +εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας. + +Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι +υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον +την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι. Τινές +εξέτεινον οκνηρώς τα υποκίτρινα μέλη των, άλλοι ήνοιγον το ρύγχος και +εχασμώντο, ως να ήθελον να δείξουν τους οδόντας των, αλλ' ολίγον κατ' +ολίγον η οσμή του αίματος των διαμελισμένων σωμάτων, τα οποία έκειντο +εις σωρούς επί της κονίστρας, επενήργησαν επ' αυτών. Μετ' ολίγον αι +κινήσεις των έγιναν ανήσυχοι, αι χαίται των ωρθώθησαν, οι μυκτήρες +των εκρότησαν θορυβωδώς· είς λέων εφώρμησεν αίφνης κατά του πτώματος +γυναικός εχούσης το πρόσωπον κατεσπαρμένον και, θέσας επί του σώματος +τους εμπροσθίους πόδας, ήρχισε με την αρπακτικήν του γλώσσαν να λείχη +το αίμα το πηκτόν. Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει +εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το +παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς +εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του, +εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά +να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους. Αλλ' αι κραυγαί και αι +προσπάθειαι εξώργισαν τον λέοντα· ούτος εξέβαλε βραχνόν και σύντομον +βρυχηθμόν, συνέτριψε το παιδίον δι' ενός κτυπήματος του ποδός και +ήρπασε διά του στόματός του το κρανίον του πατρός, το οποίον +συνέτριψε. + +Τότε όλα τα θηρία εξεχύθησαν κατά των χριστιανών. Γυναίκες τινες δεν +ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι +επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της +επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα. Και είδον πράγματα +φρικιαστικά· κεφαλάς καταπινομένας εις στόματα χαίνοντα ως βάραθρα, +στήθη σπαρασσόμενα δι' ενός μόνου κτύπου οδόντος, καρδίας και +πνεύμονας αποσπωμένους και ήκουον τα οστά τρίζοντα μετά κρότου υπό +τας σιαγόνας. Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από +την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν +όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς +αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως +παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς. Οι +θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των +και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και +συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου. + +Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι· +άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα +κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . . + +Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά +προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και +περιφρόνησιν. + +Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον +εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν. + +Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο +απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας. Κανείς δεν τον έβλεπε, +διότι όλαι αι κεφαλαί ήσαν εστραμμέναι προς την παλαίστραν. Ηγέρθη, +και, όπως πριν είχεν ευλογήσει εντός της αμπέλου του Κορνηλίου, διά +τον θάνατον και την αιωνιότητα, εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να +φυλακισθώσιν, ούτω και τώρα ο Πέτρος ηυλόγει διά του Σταυρού τα +λογικά σφάγια τα ψυχορραγούντα υπό τους οδόντας των θηρίων, — ηυλόγει +το αίμα των και την βάσανόν των, — ηυλόγει τους νεκρούς, τους +μεταβεβλημένους εις όγκους αμόρφους, και τας ψυχάς τας αφιπταμένας +μακράν της αιματοβαφούς άμμου και της πόλεως των αιματηρών οργίων και +με σπαραγμόν ψυχής προσηύχετο: + +Κύριε! έλεγε, γεννηθήτω το θέλημά Σου! Διά την δόξαν σου, ως +μαρτύριον της αληθείας, θανατούνται τα πρόβατα ταύτα της ποίμνης Σου. +Συ μοι είπας: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!». Και τώρα Σου τα αποδίδω, +Κύριε και Συ ο Θεός μου, παράλαβέ τα πλησίον σου, ίασαι τας πληγάς +των, πράυνον τους πόνους των και απόδος εις αυτούς εκατονταπλασίονα +την αμοιβήν των βασάνων, όσας υπέστησαν διά το όνομά Σου. Και οι +μάρτυρες ύψωνον προς αυτόν τους οφθαλμούς. Τότε τα πρόσωπά των +ηκτινοβόλουν, προσεμειδίων βλέποντα υπεράνω των κεφαλών των, εκεί +υψηλά, το σημείον του Σταυρού. + +Αίφνης ο Καίσαρ, εκ λύσσης ή και εκ της επιθυμίας να υπερβάλη παν +ό,τι η Ρώμη είχεν ιδή έως τότε, εψιθύρισε λέξεις τινάς εις τον +πραίφεκτον. Ούτος κατήλθε της εξέδρας και μετέβη εν σπουδή εις τα +υπόγεια. Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας +κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα· +τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι +και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα +δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου +οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην +ράχεων θηρίων. Το θέαμα απώλεσε την εντύπωσιν της πραγματικότητος. +Ήτο υπερβολικόν! + +Εν τω μέσω των βρυχηθμών, των ωρυγών, των γρυλλισμών, ανήρχετο εδώ +και εκεί από των βάθρων των θεατών, ο οξύς και σπασμωδικός γέλως των +γυναικών, των οποίων αι δυνάμεις πλέον εξηντλήθησαν. Πολλοί +εφοβήθησαν. Τα πρόσωπα εσκυθρώπασαν. + +Πλείσται φωναί έκραξαν: + +«Αρκεί! Αρκεί!». + +Αλλ' ήτο ευκολώτερον να απολύσωσι τα θηρία παρά να τα διώξωσι από την +κονίστραν. Ο Καίσαρ εν τούτοις εύρε, διά να καθαρίση τον στίβον, +μέσον το οποίον ήτο συγχρόνως νέα διασκέδασις διά τον λαόν. Εις όλας +τας παρόδους, μεταξύ των βάθρων, εφάνησαν με τόξα εις τας χείρας +ομάδες αιθιόπων της Νουμηδίας με ενώτια και με πτερά εις τας κόμας. Ο +λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά +κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της +κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα +νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω +και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων. Η βοή των χορδών και ο +συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και +τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι +άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων +χριστιανών. Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του +νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον +από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ +του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την +κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων. + +Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη +κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας. + +Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας, +με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν +και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους +πλήρεις άμμου. Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την +πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα, +εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και +εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου. Τούτου +γενομένου, ερωτιδείς έτρεξαν και εσκόρπισαν πέταλα ρόδων και κρίνων, +Ήναψαν και πάλιν τα θυμιατήρια και αφήρεσαν το καταπέτασμα, διότι ο +ήλιος είχεν ήδη κατέλθει αρκετά. + +Το πλήθος των θεατών παρετήρουν αλλήλους εν εκπλήξει, σκεπτόμενοι +καθ' εαυτούς ποίον θέαμα τους επερίμενεν ακόμη την ημέραν εκείνην. +Τους ανέμενε θέαμα, εις το οποίον κανείς δεν είχε προπαρασκευασθή. +Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη +αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν +και με χρυσούν στέφανον. + +Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με +αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον +μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους +οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να +ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε: + +_«Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς, +τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ! (4) Αλλά και σήμερον ακόμη ο +οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται +δακρύων· ω θλίψις! + +Ότε, εις την απήχησιν του ύμνου μου, ανέτειλεν αίφνης εκ του πενθίμου +σαβάνου των αρχαίων ερειπίων της η ημέρα του τρόμου, η ημέρα της +πυρκαϊάς . . . + +»Σμινθεύ! — πού ήσο, Σμινθεύ την ημέραν εκείνην;»_ + +Η φωνή του Νέρωνος διερράγη και οι οφθαλμοί του υγράνθησαν. Εις τα +βλέφαρα των Εστιάδων ελαμπύριζαν δάκρυα. Ο λαός, ο οποίος ήκουεν +άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών: + +Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την +πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του: + + — Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του +κόσμου! . . . Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι +άοπλοι! + +Εν τοσούτω, έξωθεν, από τας εξόδους τας ανοικτάς διά τον αερισμόν του +αμφιθεάτρου, ήρχετο ο κρότος των κάρρων, εις τα οποία απέθετον τα +αιματωμένα λείψανα των χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδίων, όπως +τα μεταφέρωσιν εις τους φοβερούς Δυσώδεις Λάκκους. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'. + + + +Ο ήλιος είχε χαμηλώσει προς την δύσιν. Το θέαμα είχε λήξει. Το πλήθος +κατέλιπε το αμφιθέατρον συρρέον διά των εξόδων προς την Πόλιν. Οι +αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί + +Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι +διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της +επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή. + +Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ; + + — Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε; + + — Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ. Έρχομαι από την φυλακήν και +σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν. + +Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή +εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη +λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα +χείλη του. + + — Ζη. Ο Ούρσος με στέλλει προς σε, αυθέντα, διά να σου είπω ότι με +όλον τον πυρετόν του ικετεύει τον Ύψιστον και επαναλαμβάνει το όνομά +σου. + + — Δόξα εις τον Χριστόν! απήντησεν ο Βινίκιος. Εκείνος έχει την +δύναμιν να μου την αποδώση. Λοιπόν, ας μη χάνωμεν καιρόν. Και ωδήγησε +τον Ναζάριον εις την βιβλιοθήκην, όπου ο Πετρώνιος μετ' ολίγον τους +υπεδέχθη. + +Ο Βινίκιος έλαβε τον λόγον: + + — Ειπέ εις τους δεσμοφύλακας τους ανήκοντας εις την μερίδα μας να +την θέσουν εντός φερέτρου, ως νεκράν. Ευρέ ανθρώπους διά να την +απαγάγουν μαζί με σε την νύκτα. Πλησίον των Δυσωδών Λάκκων θα +υπάρχουν άνθρωποι με φορείον· εις αυτούς θα παραδώσετε το φέρετρον. +Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται +να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του. + +Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης, +ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς +του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του. + +Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων: + + — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή! + + — Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος. + + — Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της· +θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον. + + — Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα +σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος. +Αλλ' αρκούσιν ολίγα σεστέρτια διά να μη ψαύση με τον σίδηρον το +πρόσωπόν της. Αντί ενός χρυσού νομίσματος θα ψαύση το φέρετρον και +όχι το σώμα. + + — Είθε ο Χριστός να σας βοηθήση, είπεν ο Βινίκιος. + +Ο Πετρώνιος εσκέπτετο: + +Πρέπει όλος ο κόσμος να πεισθή ότι εκείνη απέθανεν, είπεν ούτος. Δεν +έχεις κάπου εις τα βουνά κανένα αγρονόμον, εις τον οποίον να ημπορής +να τρέφης εμπιστοσύνην; + + — Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν, +έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του +όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος. + +Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας. + + — Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και +απήλθε μετά του Ναζαρίου. + +Την επομένην ο Νίγηρ, ο αγρονόμος του Βινικίου, παρουσιάσθη εις τον +κύριόν του. Χάριν προφυλάξεως είχεν αφήσει εις έν πανδοχείον της +Σιδούρρης, μετά των ημιόνων και του φορείου, τους τέσσαρας εμπίστους +δούλους του, τους οποίους είχεν εκλέξει μεταξύ των Βρεττανών. + +Η Βινίκιος τον ωδήγησεν εις τον κοιτώνα του και εκεί του ενεπιστεύθη +το μυστικόν. + + — Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν +προς τον Βινίκιον. + +Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος. + +Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος. + + — Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους +προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον! + +Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον. + + — Καλά νέα! είπε μακρόθεν. + +Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο +διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών, +εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το +ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού. Όσον αφορά τους δεσμοφύλακας +και τον άνθρωπον, όστις εξήλεγχε τον θάνατον με τον πεπυρακτωμένον +σίδηρον, τους είχον εξαγοράσει, όπως και ένα άλλον βοηθόν, καλούμενον +Άττιν. + + — Έχομεν ανοίξη οπάς εις το φέρετρον έλεγεν ο Ναζάριος. Ο μόνος +κίνδυνος είναι μήπως η Λίγεια εκπέμψη στεναγμόν ή είπη λέξιν, όταν θα +περάσωμεν πλησίον των πραιτωριανών. Άλλως τε ο Γλαύκος θα της δώση +υπνωτικόν. Το κάλυμμα του φερέτρου δεν θα είναι καρφωμένον. θα το +σηκώσετε ευκόλως και θα μεταφέρετε την ασθενή εις το φορείον μας, ενώ +ημείς θα θέσωμεν εις το φέρετρον σάκκον άμμου. + + — Θα μεταφέρετε και άλλους νεκρούς από την φυλακήν; ηρώτησεν ο +Πετρώνιος. + + — Απέθανον αυτήν την νύκτα περί τους είκοσι και προ της εσπέρας θα +αποθάνουν και άλλοι, απήντητεν ο Ναζάριος. Είμεθα υποχρεωμένοι να +ακολουθήσωμεν την εκφοράν, αλλά θα αργοπορώμεν, διά να μείνωμεν +οπίσω. Σεις περιμένετε εις τα πρόθυρα του μικρού ναού της Λιβιτίνης +(5). Ο Θεός να δώση να είναι σκοτεινή η νυξ. + +Η συνδιάλεξις έληξεν. Αφού έμειναν σύμφωνοι δι' όλα, ο Νίγηρ μετέβη +εις το πανδοχείον πλησίον των ανθρώπων του, ακολουθούμενος υπό του +Πετρωνίου και του Βινικίου. Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν +φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του. + +Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών +των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι' +ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και +ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας +με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς. Από καιρού εις +καιρόν αστραπή εφώτιζε με ζωηράν λάμψιν τους τοίχους των νεωστί +οικοδομηθεισών οικιών ή των κτιζομένων εισέτι. Εις μίαν λάμψιν +διέκριναν τέλος, τον λοφίσκον τον υπερκείμενον του μικροσκοπικού ναού +της Λιβιτίνης και κάτωθεν αυτού, αριθμόν τινα ημιόνων και ίππων. + + — Νίγηρ! εφώνησε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. + + — Εδώ είμαι, αυθέντα, απεκρίθη μία φωνή εν μέσω της βροχής. + + — Όλα είναι έτοιμα; + + — Όλα είναι έτοιμα, αγαπητέ κύριε. Αλλά προφυλαχθήτε υπό το επίχωμα, +διότι θα μουσκευθήτε. Τι καταιγίς! Νομίζω ότι θα πέση χάλαζα. + +Πράγματι έπεσαν χόνδροι χαλάζης. Αμέσως η θερμοκρασία κατήλθε. + +Επερίμεναν με τα ώτα άγρυπνα. + +Η χάλαζα έπαυσεν, αλλά πάραυτα ήρχισε να πίπτη ορμητική βροχή. Είς +τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την +φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον +σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο +αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες. Αλλ' οι +φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα +διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της +οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα +φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη +απέναντι του μικρού ναού. + +Ο Νίγηρ είπεν αίφνης: + + — Βλέπω μίαν λάμψιν διά μέσου της ομίχλης . . . . . . και άλλην +. . . . . . και άλλην . . . . . . είναι δάδες. + +Εστράφη προς τους υπ' αυτόν άνδρας: + + — Προσέχετε τας ημιόνους σας. Προσοχή! + + — Έρχονται, είπεν ο Πετρώνιος. + +Τα φώτα εφαίνοντο καθαρώτερα. Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των +δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε +το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος +πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν. + +Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και +των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον. + +Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος: + + — Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν . . +Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον! + +Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος +και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον, +έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ' + + + +Βροχή τριήμερος και χαλαζοθύελλαι είχον διακόψει τα θεάματα, ο λαός +ανησύχει. Το πλήθος απήτει να επαναληφθούν οι αγώνες και τέλος, μετά +τρεις ημέρας, το αμφιθέατρον εγέμισεν από χιλιάδας θεατάς. Ο Καίσαρ +αυτός έφθασεν ενωρίς, όπως και αι Εστιάδες και η αυλή. + +Την ημέραν εκείνην το θέαμα έμελλε να αρχίση διά μάχης μεταξύ +χριστιανών. Προς τον σκοπόν τούτον τους είχον ενδύσει ως μονομάχους +και τους είχον οπλίση με όπλα επιθετικά και αμυντικά, ως εξ +επαγγέλματος ξιφομάχους. Αλλά διεψεύσθησαν αι ελπίδες των. Οι +χριστιανοί εγκατέλιπον επί της άμμου τα δίκρανα, τας λόγχας και τα +μαχαίρια και ήρχισαν να ασπάζωνται αλλήλους ενθαρρυνόμενοι αμοιβαίως +εις την εγκαρτέρησιν. + +Ο Καίσαρ έδωκεν διαταγήν και αληθείς θηριομάχοι εξαπελύθησον εναντίον +των, και κατέσφαξαν εν ριπή οφθαλμού το γονατισμένον ποίμνιον. + +Αφού απεκόμισαν τους νεκρούς, ήρχισε σειρά εικόνων μυθολογικών κατ' +επίνοιαν του Καίσαρος. Είδον λοιπόν τον Ηρακλέα θνήσκοντα επί του +όρους Οίτης με φλόγας αληθινάς. + +Ο Καίσαρ απήτησεν όπως παρίσταται εις το αμφιθέατρον και ο Χίλων, +διότι ηυχαριστείτο βλέπων αυτόν λιποψυχούντα από τα θεάματα. Αλλ' αι +εικόνες διεδέχοντο ραγδαίως αλλήλας. Τα ανόσια βασανιστήρια παρθένων, +τας οποίας εμόλυνον θηριομάχοι ενδεδυμένοι δοράς θηρίων, κατηύφραινον +την καρδίαν του λαού. Τέλος κορασίδες χριστιαναί διεμελίσθησαν υπό +αγρίων ίππων. Ο λαός επευφήμει τον Καίσαρα. + +Εν τω μεταξύ είχον καθαρίσει την κονίστραν και έσκαπτον οπάς, των +οποίων η τελευταία σειρά απείχεν ολίγα μόνον βήματα από της +αυτοκρατορικής εξέδρας. Τα υπόγεια ηνοίχθησαν αίφνης και όλαι αι +θύραι των εξεκένωσαν εις την κονίστραν πλήθη χριστιανών εντελώς +γυμνών και φερόντων σταυρούς επί των ώμων των. + +Η άμμος έβριθε κόσμου. Γερόντια επροχώρουν τρέχοντα και κύπτοντα υπό +το βάρος των δοκών· παρά το πλευρόν αυτών ήρχοντο άνδρες εις την +ακμήν της ηλικίας των, γυναίκες με λυτήν κόμην, με την οποίαν +προσεπάθουν να καλύψουν την γυμνότητά των, έφηβοι και μικρά παιδία. + +Τα θύματα και οι σταυροί ήσαν ως επί το πλείστον εστεμμένα με άνθη. +Οι υπηρέται του ιπποδρόμου κατεμωλώπιζον τους δυστυχείς διά +μαστιγώσεων αναγκάζοντες αυτούς να αποθέσωσι τους σταυρούς των προ +των ήδη ανοιγμένων λάκων και να ίστανται παραπλεύρως αυτών. Όσοι κατά +την πρώτην ημέραν των αγώνων δεν είχον προφθάσει να ριφθώσιν εις τους +κύνας και τα θηρία, επρόκειτο να θανατωθώσιν. + +Οι μελανόδερμοι δούλοι ήρπαζον τους χριστιανούς και τους εξήπλωνον +επί των σταυρών, έπειτα εκάρφωνον τας χείρας αυτών επί των δοκών. +Ολόκληρον το αμφιθέατρον αντήχει από τους κτύπους των σφυρίων. + +Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή +ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν: + + — . . . Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της +ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας +παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο +ουρανός ανοίγεται δι' υμάς. + +Εις τους λόγους τούτους, πάντες έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα +εδώλια· όσοι ευρίσκοντο ήδη επί του σταυρού ύψωσαν τας ωχράς και +ταλαιπωρημένας κεφαλάς και προσέβλεψαν τον ομιλούντα. + +Εκείνος επροχώρησε μέχρι του φραγμού, όστις περιέκλειε το στάδιον και +ήρχισε να τους ευλογή διά του σημείου του σταυρού. + +Ήτο ο απόστολος Παύλος. + +Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους +ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν. + +Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας. + +Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε: + + — Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους; + + — Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως. + +Έπειτα στραφείς προς τα θύματα: + + — Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας +και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού! + +Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί +εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος. Τα εγκάρσια +ξύλα των σταυρών και αι κεφαλαί των μαρτύρων εφωτίζοντο υπό του +ηλίου, η κονίστρα είχε καλυφθή από πυκνάς σκιάς περιπεπλεγμένας εις +υπομέλαν πλέγμα, εις ό, εδώ και εκεί, εσημειούντο ρομβοειδή σχήματα +χρυσής άμμου. Όλη η ευχαρίστησις των θεατών συνίστατο εις το να +βλέπουν το βραδύ ψυχορράγημα των θυμάτων. Το εκ σταυρών δάσος ήτο +τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των +δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας. + +Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων +οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν, +ουδείς εζήτει οίκτον. Οι μεν είχον κλίνει την κεφαλήν επί του ώμου ή +χαμηλότερον επί του στήθους, ως εάν είχον καταληφθή από ύπνον, άλλοι +εφαίνοντο σκεπτικοί, άλλοι τέλος, με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν, +εκίνουν ελαφρώς τα χείλη. + +Μεταξύ των εσταυρωμένων ήτο και ο Κρίσπος, του οποίου ο σταυρός +υψούτο απέναντι του αυτοκρατορικού θώκου. + +Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και +υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον. + +Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του +σταυρού. + +Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος. + +Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα +ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα. + +Διηυκόλυνεν εις τους δημίους το έργον των, εκτείνας ο ίδιος τους +βραχίονας επί του σταυρού και τους οφθαλμούς ανατείνων εις τον +ουρανόν, ήρχισε να προσεύχεται διαπύρως. Έβλεπε πέριξ του όλους επί +των σταυρών. + +Προ του φρικιαστικού εκείνου δάσους των σταυρών, τα εξηπλωμένα +σώματα, η σιγή εκείνη η νεκρική, αι φαιδραί κραυγαί του λαού εσίγησαν +αιφνιδίως. + +Την στιγμήν εκείνην ο Κρίσπος ήνοιξε τους οφθαλμούς και είδε τον +Νέρωνα. Το πρόσωπόν του έλαβεν έκφρασιν τόσον αδιάλλακτον, το βλέμμα +του εσπινθηροβόλησε τόσον φοβερά, ώστε οι Αυγουστιανοί ήρχισαν να +ψιθυρίζουν μεταξύ των δεικνύοντες αυτόν διά του δακτύλου, και τέλος ο +Καίσαρ έστρεψε την προσοχήν του προς αυτόν και επλησίασε νωχελώς τον +σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του. Έγινεν απόλυτος σιγή. + +Όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα επί του Κρίσπου, όστις εφαίνετο ότι +προσεπάθει να αποσπάση από του σταυρού την δεξιάν του χείρα. + +Έπειτα το στήθος του εσταυρωμένου εκολπώθη, τα πλευρά εφούσκωσαν και +έκραξεν: + + — Ουαί σοι! Μητραλοία! Δολοφόνε! + +Εις την ύβριν ταύτην, ήτις ελέχθη εις επήκοον όλου του λαού, ο Καίσαρ +ερρίγησε και αφήκε τον σμάραγδον να πέση. Η φωνή του Κρίσπου, πάντοτε +φοβερωτέρα, αντήχει εις όλον το αμφιθέατρον: + + — Ουαί σοι, δολοφόνε της μητρός και του αδελφού σου! + +Ουαί σοι, Αντίχριστε! Η άβυσσος ανοίγεται υπό τους πόδας σου! Ο +θάνατος τείνει προς σε τους βραχίονάς του διά να σε αρπάση, και ο +τάφος σε παραμονεύει! Ουαί σοι, πτώμα ζων, διότι θα αποθάνης με τον +τρόμον και θα τιμωρηθής εις τον αιώνα . . . + +Φρικτώς ηπλωμένος επί του σταυρού, όμοιος προς ζωντανόν σκελετόν, +εκίνει το λευκόν του γένειον άνωθεν της αυτοκρατορικής εξέδρας, +σκορπίζων τα πέταλα των ρόδων, τα οποία τον εστεφάνωνον. + + — Ουαί σοι, δολοφόνε! Η ώρα σου ήγγικε. + +Κατέβαλε τελευταίον αγώνα· προς στιγμήν εφάνη ότι έμελλε να απαλλάξη +την χείρα του την καρφωμένην και να την επισείση προς τον Καίσαρα. +Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα +του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν. + +Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο +είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'. + + + +Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας +του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη +φυλακή ακόμη. Είξευρεν ότι ο Ναζάριος, παρ' όλα τα εμπόδια, είχε +κατορθώσει να εισέλθη εις το δεσμωτήριον, ως νεκροπομπός. Απεφάσισε +και αυτός να καταφύγη εις την ιδίαν μέθοδον. Αντί αδροτάτης αμοιβής, +ο φύλαξ των Δυσωδών Λάκκων τον προσέλαβε τέλος εις τον αριθμόν των +υπηρετών, τους οποίους έστελλε την νύκτα να μεταφέρωσι τους νεκρούς +από τας φυλακάς. Το σκότος της νυκτός, τα δουλικά ενδύματά του, το +πανί το βρεγμένον με έλαιον τερεβενθίνης, όπερ εκάλυπτε την κεφαλήν +του, ο άθλιος φωτισμός των φυλακών, πάντα ταύτα συνετέλεσαν εις το να +μη αναγνωρισθή ούτος. + +Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη +σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος +είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν +άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες +φυλακισμένων. Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . . +ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης +ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι +εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την +κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο +περιμαζευόμενα επί των μητέρων των. + +Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι +βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι +κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο. + +Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι +τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη. Το +αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, — όλα ήσαν +προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων. + + — Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων. + + — Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα +μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω +παρά τους τοίχους. + +Εν τοσούτω ο Βινίκιος ανεζήτει εις μάτην την Λίγειαν και τω επήλθεν η +ιδέα ότι δεν θα την έβλεπε πλέον ζωντανήν. + +Ευτυχώς ο φύλαξ των Λάκκων ήλθεν εις βοήθειάν του. + + — Πρέπει να μεταφέρετε τους νεκρούς αμέσως, είπεν ούτος, εάν δεν +θέλετε να αποθάνετε σεις και οι φυλακισμένοι. + + — Είμεθα δέκα δι' όλα τα υπόγεια, παρετήρησεν ο δεσμοφύλαξ, και όμως +πρέπει να κοιμηθώμεν. + + — Τότε θα σου αφήσω τέσσαρας από τους ανθρώπους μου: αυτοί θα +περιηγηθούν τα υπόγεια διά να ίδωσιν εάν υπάρχουν νεκροί. + + — Αύριον θα σε κεράσω, εάν κάμης αυτό. Αλλά ας φέρουν έκαστον πτώμα +προς έλεγχον: ήλθε διαταγή να τους διατρυπώμεν εις τον λαιμόν, και +έπειτα εις τον Λάκκον! + + — Καλά! αλλά θα μου δώσης να πιω . . . + +Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον +Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί +των κάρρων. + +Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα +επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον +και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί +του απέβησαν επίσης άκαρποι. + +Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των +προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του. + +Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους +φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την +λυχνίαν του και επλησίασε: + + — Συ είσαι, Ούρσε; + +Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν. + + — Τις ει; + + — Δεν με αναγνωρίζεις; + + — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω; + +Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί +τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της. + +Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε: + + — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα. + +Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος. + +Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον +πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής +και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο +η νεάνις. + +«Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν. + +Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας +της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου. + + — Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο. + + — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να +σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . . + +Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την +θλίψιν του έμπροσθέν της. + + — Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει +να αποθάνω . . . Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ +του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε, + +Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την +έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε: + + — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν +το χαίρε προς αλλήλους. Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε +αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. + +Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του +Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. + +Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με +φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την +παρηγορήση: + + — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης. Ο Απόστολος με προέτρεψε να έχω +πίστιν, και μου υποσχέθη να δεηθή διά σε. Ο Χριστός όστις τον +ηγάπησε, δεν θα του αρνηθή τίποτε . . . . Όχι, Λίγεια! Ο Χριστός θα +με ελεήση . . . . Δεν θα αποθάνης . . . + + — Μάρκε! + + — Λέγε, αγαπητή μου. + + — Δεν πρέπει να με κλαύσης. Ενθυμού, ότι θα έλθης πλησίον μου, εκεί +επάνω. Η ζωή μου δεν θα είνε μακρά, αλλ' ο Θεός θα μου χαρίση την +ψυχήν σου. Και θέλω να δύναμαι να είπω εις τον Χριστόν ότι, μολονότι +απέθανα, μολονότι με είδες θνήσκουσαν και μολονότι συ έμενες εν τη +απελπισία, δεν κατηράσθης το θέλημά Του. Εκείνος θα μας ενώση· σε +αγαπώ και θέλω να είμαι μαζί σου . . . . + +Και πάλιν είχεν ανάγκην αέρος, και με φωνήν μόλις καταληπτήν είπε: + + — Υποσχέθητί μοι τούτο, Μάρκε! + + — Επί της ιεράς κεφαλής σου, υπόσχομαι! + +Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να +ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις +τα χείλη της και εψιθύρισε: + + — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . . + +Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς, +εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας. + +Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον +κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να +προσεύχωνται. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'. + + + +Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να +συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος. + +Ο λαός εν εορτασίμω περιβολή, στεφανωμένος με άνθη, επήγαινε ψάλλων +ενθουσιωδώς εις το αμφιθέατρον, διά να απολαύση, θέαμα νέον και +λαμπρόν, το οποίον ο Καίσαρ ηθέλησε να δώση τελευταίον διά να +ευχαριστήση περισσότερον τον λυσσασμένον όχλον. Σχεδόν πάντες ήσαν +μεθυσμένοι. + +Δαδούχοι και λαμπαδηφόροι ήσαν παρατεταγμένοι και εφώναζον +θριαμβευτικώς καθ' όλην την οδόν Τέκταν επί της γεφύρας Αιμιλιανού +και εκ της ετέρας πλευράς του Τιβέρεως, εις τα πέριξ του ιπποδρομίου +του Νέρωνος, και μάλιστα επί του Λόφου του Βατικανού. Συνέρρεον τα +πλήθη χειμαρρωδώς, διότι το θέαμα ανθρώπων καιομένων επί πασσάλων ήτο +εκ των απολαυστικωτέρων. Την φοράν μάλιστα ταύτην, επειδή ήτο πληθώρα +καταδίκων, το θέαμα επρομηνύετο μεγαλοπρεπέστερον. Θέλοντες να +αποτελειώσουν τους χριστιανούς και να περιστείλουν την επιδημίαν, +ήτις εκ των φυλακών εξετείνετο επί μάλλον και μάλλον ανά την πόλιν, ο +Καίσαρ και ο Τιγγελίνος είχον κενώσει όλα τα υπόγεια, εις τρόπον ώστε +δεν έμενον πλέον ειμή δεκάδες τινές ατόμων, φυλαττομένων διά το τέλος +των αγώνων. + +Και το πλήθος, αφού διέβη τας κιγκλίδας του κήπου, κατέστη άφωνον εκ +της καταπλήξεως. Αι κυριώτεραι λεωφόροι αι εισχωρούσαι εις τας +λόχμας, αι εκτεινόμεναι κατά μήκος των λειμώνων, αι συστάδες των +δένδρων, αι λίμναι, τα ιχθυοτροφεία και αι ανθόσπαρτοι πρασιαί είχον +πληρωθή από πασσάλους αλειμμένους με ρητίνην, επί των οποίων είχον +δεθή χριστιανοί. Εκ του ύψους των γηλόφων, όπου το βλέμμα δεν εισέδυε +παρά διά μέσου των δένδρων, ηδύνατό τις να παρατηρήση ολοκλήρους +σειράς πασσαλίσκων και σώματα στολισμένα δι' ανθέων κισσού και φύλλων +μυρσίνης. Εν τούτοις το σκότος επήρχετο και οι πρώτοι αστέρες είχον +ανατείλει. Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι +ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του +θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων. + +Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν +αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να +εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των +θυμάτων. + +Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου +οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές +των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν, +έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι +καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών +πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα! +Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την +θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του +πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα +θύματα. + +Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα +θύματα. Αι κύριαι δίοδοι επλήσθησαν φλογών· αι συστάδες των δένδρων +εφωταγωγήθησαν· τα φύλλα των εφάνησαν ρόδινα και ήρχισαν να +κιτρινίζουν από τας φλόγας. + +Και εφώτισεν ως εν μέση ημέρα. + +Η οσμή της ψηνομένης σαρκός επλήρωσε τους κήπους, αλλ' αμέσως επί των +θυμιατηρίων των τοποθετημένων μεταξύ των πασσάλων, οι δούλοι έρριψαν +μύρτον και αλόην . . . + +Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του +λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα +αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα +άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί, +ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον +κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα. Ο Καίσαρ, έχων δεξιόθεν τον +Τιγγελίνον και αριστερόθεν τον Χίλωνα, του οποίου ο τρόμος τον +έτερπεν, ωδήγει τους ίππους του βραδέως, θεωρών τα καιόμενα σώματα +και ακούων τας αναφωνήσεις του λαού. Οι υπερμεγέθεις βραχίονές του, +τεταμένοι επί των νεφρών, εφαίνοντο ότι έκαμνον το σημείον της +ευλογίας προς τον λαόν του. Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι +οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ +όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός. + +Εστάθη πλησίον της μεγάλης κρήνης, εις την διασταύρωσιν δύο λεωφόρων, +κατήλθεν εκ του τεθρίππου, έκαμε νεύμα εις τους συνοδούς του και +ανεμίχθη εις το πλήθος διά να παρατηρήση τα θύματα ή διά να αστειευθή +με τον Χίλωνα, του οποίου το πρόσωπον απεκάλυπτε βαθείαν απελπισίαν. +Την στιγμήν εκείνην παρετήρει μίαν παρθένον, της οποίας ο κόλπος +ήρχισε να σπινθηρίζη εις την φλόγα. Περιήλθον και τους άλλους +πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των +καιομένων θυμάτων. + +Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και +στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα +γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν +του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι. + +Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν +γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη +και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή +ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην. + + — Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος! + +Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε. Με +θλιβερόν πρόσωπον κεκλιμένον προς τα κάτω, εθεώρει τον άνθρωπον όστις +τον είχε προδώσει, όστις του είχεν αφαιρέσει την σύζυγον και το +τέκνον του, τον είχε προσελκύσει εις ενέδραν δολοφόνων, και όστις, +αφού όλα τα εγκλήματα τω είχον συγχωρηθή εν ονόματι του Χριστού, τον +είχε και πάλιν παραδώσει εις τους δημίους. Οι οφθαλμοί του Γλαύκου +ήσαν προσηλωμένοι επί του προσώπου του Έλληνος. + +Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν, +αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του +Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το +ιδικόν του σώμα. + +Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν +φρικώδη και σπαρακτικήν: + + — Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με. + +Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν +τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον. + +Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν +κατερχομένην από του ύψους του ιστού: + + — Συγχωρώ . . . + +Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε +να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του. Αι φλόγες ανεπήδησαν αιφνιδίως, +περιέβαλον το στήθος και το πρόσωπον του Γλαύκου, εξηπλώθησαν εις τον +μύρτινον στέφανον επί της κεφαλής του και κατέφαγον τας ταινίας εις +το ύψος του ιστού, όστις ανεφλέγη ολόκληρος, αναδίδων μεγάλην λάμψιν. + +Αλλ' ο Χίλων ηνωρθώθη με πρόσωπον τόσον ηλλοιωμένον, ώστε οι +αυγουστιανοί ενόμισαν ότι έβλεπον προ αυτών άλλον άνθρωπον. Οι +οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του +εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη, +εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη +φοβεράς αληθείας. + + — Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν! . . . ηκούοντο ψίθυροι. + +Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να +λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι +Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση: + + — Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο +εμπρηστής είναι αυτός: + +Και έδειξε τον Νέρωνα. + +Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι. Ο Χίλων +ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον +Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη. + +Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο +λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί +εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάς!» + +Θύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε! +Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν. Αίφνης ιστοί τινες +καταναλωθέντες υπό του πυρός, κατέπεσαν ως βροχή σπινθήρων. + +Τυφλόν κύμα του όχλου παρέσυρε τον Χίλωνα προς το βάθος του κήπου. + +Παντού οι πάσσαλοι πυρίκαυστοι ήρχιζον να πίπτουν επί της οδού, +πληρούντες τας λόχμας καπνού, σπινθήρων, οσμής κεκαυμένου ξύλου και +κνίσσης ανθρωπίνου κρέατος. Τα φώτα εσβύνοντο πανταχού. Οι κήποι +εβυθίζοντο εις τα σκότη. + +Ο Χίλων επλανάτο, μη γνωρίζων προς ποίον μέρος να στρέψη τα βήματά +του. Προσέκρουεν επί ημικαύστων πτωμάτων, παρέσυρε δαυλούς, οίτινες +τον περιεκάλυπτον με απειλητικόν νέφος σπινθήρων και ενίοτε εκάθητο +και παρετήρει γύρω του με χαύνα βλέμματα. Τέλος εξήλθεν εκ της σκιάς +και ωθούμενος υπό ακαταμαχήτου δυνάμεως, εβάδισε προς την κρήνην, +όπου ο Γλαύκος είχεν εκπνεύσει. + +Μία χειρ έψαυσε τον ώμον του. + +Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε: + + — Τι; Ποίος είσαι; + + — Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς. + + — Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις; + +Ο Απόστολος απεκρίθη: + + — Θέλω να σε σώσω. + +Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου. + + — Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν. + + — Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν; +ηρώτησεν ο Παύλος. + + — Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ; + + — Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας. + + — Ω, κύριε! + +Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να +ησθάνετο ότι παρεφρόνει. + + — Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . . + + — Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε. + + — Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων. + + — Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο +Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και +ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου. +Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και +ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου. + +Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και +έμεινεν ακίνητος. Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη: + + — Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου. + +Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη: + + — Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . συγχώρησέ με! + +Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της +κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων: +«Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του +Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!» + +Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε +με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν +πρόσωπόν του. Αι στιγμαί διεδέχοντο αλλήλας εντός της νυκτός· εκ των +μεγάλων ορνιθοτροφείων των κήπων της Δομιτίας έφθασε μέχρις αυτών το +άσμα του αλέκτορος. Εκείνος έμεινε γονυπετής, ακινητών ως άγαλμα. + +Τέλος ηρώτησε: + + — Τι οφείλω να πράξω πριν αποθάνω, δέσποτα; + +Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από +την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να +διαφύγωσι, και απεκρίθη: + + — Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας! + +Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν +τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος, +προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον. + +Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του +περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον +ωδήγησαν εις το παλατίνον. + +Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν. +Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον. + + — Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την +τιμωρίαν. Αλλ' εάν αύριον, εν μέσω του αμφιθεάτρου δηλώσης ότι ήσο +μεθυσμένος και παρελογίζεσο και ότι οι χριστιανοί είναι πράγματι οι +αυτουργοί της πυρκαϊάς, η τιμωρία σου θα περιορισθή μόνον εις +μαστίγωσιν και εξορίαν. + + — Δεν δύναμαι, άρχον, εψιθύρισε πράως ο Χίλων. + +Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά +φοβεράν, φωνήν ηρώτησε: + + — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν +εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί. + +Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την +σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ +Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας. + +Ο Χίλων απεκρίθη: + + — Δεν δύναμαι, αυθέντα! + +Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος +συνεκρατήθη ακόμη. + + — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ +όπως και εκείνοι; + +Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα +χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε: + + — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . . + +Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος. + + — Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες! + +Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον +εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα +χείλη: + + — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου! + + — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου. + + — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον! + +Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος, +τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν +τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο +ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν +ακίνητος, ως νεκρός. + +Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον +ηρώτησε: + + — Θα αναιρέσης; + +Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος +μόλις ακουόμενος: + + — Δεν . . . . δύναμαι! . . . + +Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το +άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους +Θράκας: + + — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν! + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'. + + + +Διά την παράστασιν του δράματος «Αυρέολος», τα θέατρα και τα +αμφιθέατρα είχον διευθετηθή ούτως, ώστε να δύνανται ν' ανοίγωνται και +να σχηματίζουν δύο χωριστάς σκηνάς. Αλλά, μετά το θέαμα των κήπων του +Καίσαρος, παρημελήθησαν αι συνήθεις διατυπώσεις, διότι επρόκειτο να +επιτραπή εις όλους τους θεατάς να ίδωσι τον θάνατον του εσταυρωμένου +δούλου, όστις, εις το δράμα, κατεβροχθίζετο υπό μιας άρκτου. Εις το +θέατρον το πρόσωπον της άρκτου επαίζετο υπό τινος ηθοποιού εραμμένου +εντός μηλωτής· αλλά την φοράν ταύτην η αναπαράστασις έμελλε να είναι +πραγματική. Ήτο μία νέα έμπνευσις του Τιγγελίνου. + +Εις το λυκόφως, ολόκληρος ο ιππόδρομος είχεν υπερεκχειλισθή. Οι +Αυγουστιανοί, παριστάμενοι εν σώματι με τον Τιγγελίνον επί κεφαλής, +είχον έλθει όχι τόσον διά το θέαμα, όσον διά να δώσουν εις τον +Καίσαρα δείγμα υπακοής μετά το τελευταίον επεισόδιον, και διά να +συζητήσουν περί του Χίλωνος, περί του οποίου ωμίλει όλη η πόλις. + +Τέλος η προσδοκωμένη στιγμή έφθασεν. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου +έφερον κατ' αρχάς ξύλινον σταυρόν, αρκετά χαμηλόν, όπως η άρκτος +ανορθουμένη επί των οπισθίων ποδών, δύναται να φθάνη το στήθος του +βασανιζομένου καταδίκου· κατόπιν δύο άνδρες ωδήγησαν ή μάλλον έσυραν +επί της κονίστρας τον Χίλωνα, όστις, έχων συντετριμμένας τας κνήμας, +δεν ηδύνατο να βαδίση. Εκαρφώθη επί του ξύλου τόσον ταχέως, ώστε οι +αυγουστιανοί δεν ηδυνήθησαν να τον παρατηρήσωσιν ανέτως. Μόνον, αφού +ηνώρθωσαν τον σταυρόν, όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς εκείνον. +Ελάχιστοι όμως ηδύναντο ν' αναγνωρίσωσι τον τέως Χίλωνα εις το +πρόσωπον του γέροντος και γυμνού εκείνου ανθρώπου. + +Μετά τας βασάνους, τας επιβληθείσας υπό του Τιγγελίνου, το πρόσωπόν +του δεν είχε πλέον ούτε σταγόνα αίματος. Η λευκή γενειάς του +εχωρίζετο από μίαν ερυθράν γραμμήν, ήτις εμαρτύρει ότι του είχον +κόψει την γλώσσαν. Διά μέσου του διαφανούς δέρματος διεκρίνοντο τα +οστά. + +Το πρόσωπόν του ήτο επώδυνον, αλλά πράον και ειρηνικόν, ως το +πρόσωπον ανθρώπου κοιμωμένου. Η ειρήνη εφαίνετο ότι μαζί με την +μετάνοιαν είχε κατέλθει εις την εσκληραγωγημένην εκείνην ψυχήν. + +Κανείς δεν εγέλα, διότι εις τον γέροντα εκείνον ενυπήρχε τι τόσον +ειρηνικόν· εκείνος εφαίνετο τόσον γέρων, τόσον ασθενής, τόσον άξιος +ελέους, ώστε έκαστος εσκέπτετο διατί εβασάνιζον και εσταύρωνον ένα +άνθρωπον ψυχορραγούντα ήδη. + +Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα +δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα +προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι. + +Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, +ωσφράνθη. Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της, +συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της +η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον. + +Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο +λαός έμενεν άφωνος. + +Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα +βλέμματά του επί των θεατών. Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά +εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε +ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του +εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του +υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο +δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν. + +Αίφνης, πλησίον του καταπετάσματος, μία ηχηρά φωνή εκραύγασεν: + + — Ειρήνη εις τους μάρτυρας! + +Βαθεία σιγή επεκράτει εις το αμφιθέατρον. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'. + + + +Κατά την εποχήν του Νέρωνος, πολύ επροτιμώντο αι εσπεριναί +παραστάσεις εις τους ιπποδρόμους και τα αμφιθέατρα. Αν και ο λαός ήτο +ήδη χορτασμένος από αίμα, η είδησις ότι το τέλος των αγώνων ήγγιζε +και ότι οι τελευταίοι χριστιανοί έμελλον να αποθάνωσιν εις το θέαμα +της εσπέρας εκείνης, συνετέλεσεν εις το να συρρεύση επί των εδωλίων +πλήθος αναρίθμητον. Οι αυγουστιανοί ήλθον μέχρις ενός, μαντεύοντες +ότι ο Καίσαρ είχεν αποφασίσει να απολαύση το δράμα της θλίψεως του +Βινικίου. Ο Τιγγελίνος είχε τηρήσει σιωπήν ως προς το είδος της +βασάνου της επιφυλαχθείσης διά την μνηστήν του νεαρού τριβούνου· αλλ' +η σιωπή αύτη υπεδαύλιζε την γενικήν περιέργειαν. + +Ο Καίσαρ είχεν έλθει ενωρίτερον του συνήθους. Πλην του Τιγγελίνου και +του Βατινίου, είχεν οδηγήσει εκεί τον Κάσσιον, ένα κεντηρίονα +υπερβολικά ευρύνωτον και ρωμαλεώτατον. Η πραιτωριανή φρουρά ήτο +πολυπληθεστέρα και εκυβερνάτο όχι υπό κεντηρίονος, αλλ' υπό του +τριβούνου Σουμπρίου Φλαβίου, γνωστού διά την τυφλήν αφοσίωσίν του εις +το πρόσωπον του αυτοκράτορος. Κατενόησαν ότι ο Καίσαρ ήθελεν, εν +περιπτώσει αποτυχίας, να είναι εκ των προτέρων εφωδιασμένος εναντίον +απελπιστικού πλήγματος εκ μέρους του Βινικίου: η περιέργεια ηυξήθη. + +Όλων τα βλέμματα εστρέφοντο μετ' απλήστου επιμονής προς την θέσιν την +οποίαν κατείχεν ο δύστηνος μνηστήρ. Εκείνος ήτο ωχρότατος, και ιδρώς +έβρεχε το μέτωπόν του. Από πρωίας είχε προσπαθήσει να εισχωρήση εις +τα υπόγεια, όπως πληροφορηθή αν εκείνη ευρίσκετο εκεί. Αλλ' οι +πραιτωριανοί επετήρουν όλας τας διεξόδους, και ήτο αδύνατον να +εισέλθη. + +Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και +εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο +άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις +παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν +και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο +απραγματοποίητος. Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά +ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι +φόβοι του ήσαν μάταιοι . . . + +Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την +αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο +ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα +εσώζετο η Λίγεια. + +Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική +ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του +εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους +παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του. + +Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν. + +Η θύρα η αντικρύζουσα εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν έτριξεν επί των +στροφέων της και εκ του στομίου του σκοτεινού εξήλθεν εις την +κονίστραν ο Λιγειεύς Ούρσος. Ο γίγας εκάμμυε τους οφθαλμούς +θαμβωμένος. Επροχώρησε μέχρι του κέντρου και τα περιστρεφόμενα +βλέμματά του εζήτουν να ίδουν ποίον θα είχεν αντιπαλαιστήν. Οι +αυγουστιανοί και το πλείστον των θεατών ήξευραν, ότι ο άνθρωπος +εκείνος είχε πνίξει τον Κρότωνα και ψίθυρος ηγέρθη από βαθμίδος εις +βαθμίδα. + +Οι θηριομάχοι, οι υπερβαίνοντες κατά πολύ το μέτριον ανάστημα, δεν +ήσαν ποσώς σπάνιοι εν Ρώμη, αλλ' ουδέποτε μέχρι τούδε οι οφθαλμοί των +Κουιριτών είχον ιδή γίγαντα τοιούτου αναστήματος. + +Ο Ούρσος έμενεν ακίνητος εις το μέσον της κονίστρας, όμοιος εν τη +γυμνότητί του με κολοσσόν εκ γρανίτου, με έκφρασιν αναμονής και +θλίψεως εις το βάρβαρον πρόσωπόν του. Και βλέπων κενήν την κονίστραν, +περιέφερε την έκπληξιν των γαλανών και παιδικών οφθαλμών του προς +τους θεατάς, τον Καίσαρα και έπειτα εις τας κιγλίδας των υπογείων, +οπόθεν ανέμενε τους δημίους. + +Καθ' ην στιγμήν εισήλθεν εις την κονίστραν, η καρδία του είχε και +πάλιν σκιρτήσει εκ της ελπίδος, ότι ίσως θα απέθνησκεν επί του +σταυρού. Αλλά μη βλέπων ούτε σταυρόν, ούτε οπήν διά τον σταυρόν, +εσκέφθη ότι ήτο ανάξιος τοιαύτης ευνοίας και ότι ώφειλε να αποθάνη +κατ' άλλον τρόπον και πιθανώς υπό τους οδόντας των θηρίων. Ήτο άοπλος +και είχεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπομονητικός, ως πιστός του Χριστού. + +Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον +Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς +προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του +καταπετάσματος. + +Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να +βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα +απετύγχανεν. + +Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι +τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή, +διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά +την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην. + +Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των +χαλκίνων οργάνων. + +Η κιγκλίς η απέναντι της αυτοκρατορικής εξέδρας ηνοίχθη και, εις τον +στίβον, εν μέσω των κραυγών των θηριοφυλάκων, ώρμησε τεράστιος άγριος +ταύρος της Γερμανίας με μίαν γυναίκα γυμνήν επί της κεφαλής +δεδεμένην. + + — Λίγεια! Λίγεια! ανέκραξεν ο Βινίκιος. Και αρπάσας διά των δύο +χειρών του τας τρίχας των κροτάφων του, περιεμαζεύθη, ως άνθρωπος +αισθανόμενος εις τα εντόσθιά του διαπερώντα τον σίδηρον δόρατος και +με φωνήν βραχνήν και τραχείαν ερρόγχασε: «Χριστέ μου, έχω πίστιν! Έχω +πίστιν! . . . Χριστέ . . . κάμε το θαύμα Σου». + +Και δεν ησθάνθη ότι την ιδίαν στιγμήν ο Πετρώνιος του εκάλυψε την +κεφαλήν με την τήβεννόν του. Ενόμισεν ότι ο θάνατος ή η θλίψις του +εσκότιζε τους οφθαλμούς. Η εντύπωσις τον είχε βυθίσει εις φοβερόν +χάος. Ουδεμία ιδέα εσώζετο εν αυτώ και μόνα τα χείλη του +επανελάμβανον εν παραληρήματι: + +«Έχω πίστιν! έχω πίστιν! έχω πίστιν!» + +Αίφνης, το αμφιθέατρον έγινεν άφωνον. Οι αυγουστιανοί ηγέρθησαν εκ +των καθισμάτων των ως είς άνθρωπος. Επί της κονίστρας εξετυλίσσετο +κάτι τι ανήκουστον. + +Εις την θέαν της βασιλόπαιδός του δεδεμένης εις τα κέρατα του αγρίου +ταύρου, ο Λιγειεύς, ο προ μικρού ταπεινός και έτοιμος εις τον +θάνατον, ετινάχθη ως να τον έκαυσέ τις με σίδηρον πεπυρακτωμένον και +με την ράχιν κυρτήν ώρμησε λοξοδρομικώς κατά του μαινομένου θηρίου. +Από όλα τα στήθη εξήλθε βραχεία κραυγή εξάλλου καταπλήξεως και έπειτα +επηκολούθησε βαθεία σιγή. + +Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα. + + — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την +κεφαλήν του Βινικίου. + +Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή +την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του. + +Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το +πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν. + +Αφ' ότου η Ρώμη είχε καταστή πόλις περίλαμπρος, ουδέποτε είχεν +εκτυλιχθή τοιούτον θέαμα. + +Ο Ούρσος εκράτει το θηρίον εκ των κεράτων. Οι πόδες του είχον χωθή +εις την άμμον άνωθεν του αστραγγάλου, η ράχις του είχε κυρτωθή ως +τόξον τεταμένον η κεφαλή του είχε κρυφθή μεταξύ των ώμων του, οι +μυώνες των βραχιόνων του είχον τεντωθή τόσον, ώστε ενόμιζε κανείς ότι +η επιδερμίς θα διερρηγνύετο υπό το κύρτωμά των. Είχε σταματήσει καλώς +τον ταύρον. Και άνθρωπος και κτήνος είχον καρφωθή εις μίαν ακινησίαν +τόσον απόλυτον, ώστε οι θεαταί ενόμιζον ότι είχον ενώπιον των +ανάγλυφον των άθλων του Θησέως ή του Ηρακλέους. Αλλ' εκ της +φαινομενικής ταύτης ακινησίας ανεδεικνύετο η φοβερά έντασις των δύο +αφηνιασμένων δυνάμεων. Οι τέσσαρες πόδες του ταύρου ήσαν χωμένοι εις +την άμμον και ο όγκος του σώματός του ο κατάμαυρος και τριχωτός, είχε +συσταλή ως γιγαντιαία σφαίρα. Το ποίος εκ των δύο, εξαντλούμενος, θα +έπιπτε πρώτος, διά τους φανατικούς θεατάς της πάλης είχε την στιγμήν +εκείνην μεγαλειτέραν σπουδαιότητα από την ιδίαν των τύχην, από την +τύχην ολοκλήρου της Ρώμης και της κοσμοκρατορίας αυτής. Ο Λιγειεύς +ούτος, ήτο τώρα ημίθεος. Και αυτός ο Καίσαρ ήτο όρθιος. Αυτός και ο +Τιγγελίνος, γνωρίζοντες την δύναμιν του ανθρώπου, είχον επίτηδες +διοργανώσει το θέαμα εκείνο, λέγοντες καθ' εαυτούς ειρωνικώς: «Ας +καταβάλη λοιπόν αυτόν, τον νικητήν του Κρότωνος, ο ταύρος, τον οποίον +θα εκλέξωμεν δι' αυτόν». + +Εις το αμφιθέατρον άνθρωποι είχον υψώσει τους βραχίονας και έμενον +ακίνητοι εις την στάσιν αυτήν. Άλλων τα μέτωπα ήσαν περίρρυτα εξ +ιδρώτος, ως εάν οι ίδιοι είχον παλαίσει κατά του θηρίου. Εις το +ημικύκλιον ηκούετο μόνον ο τριγμός των λυχνιών και ο κρότος των +φεψάλων, τα οποία έπιπτον εκ των πυρσών. Ο λόγος είχεν εκπνεύσει εις +τα χείλη. Αι καρδίαι έπαλλον μέχρι διαρρήξεως των στηθών. Εις όλους +τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ. + +Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην, +έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους. + +Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας. + +Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα. Ενόμιζον ότι +ωνειρεύοντο· εις τους σιδηρούς βραχίονας του βαρβάρου η τεραστία +κεφαλή του ταύρου συνεστρέφετο ολίγον κατ' ολίγον. + +Το πρόσωπον του Λιγειέως, ο τράχηλός του και οι βραχίονες του είχον +καταστή πορφυροί· το τόξον της ράχεώς του είχε κυρτωθή ακόμη +περισσότερον. Έβλεπον ότι ούτος συνέλεγε το υπόλοιπον των +υπεράνθρωπων δυνάμεών του και ότι μετ' ολίγον αύται θα εξηντλούντο. + +Επί μάλλον και μάλλον πνιγμένος, επί μάλλον και μάλλον βραχνός και +αλγεινότερος ο μυκηθμός του ταύρου ανεμιγνύετο με το οξύ φύσημα του +βαρβάρου. Η κεφαλή του ζώου συνεστρέφετο πάντοτε περισσότερον και +αίφνης, εκ του ρύγχους του, εκρεμάσθη μία υπερμεγέθης σιελώδης +γλώσσα. Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον +υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με +στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον. + +Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου +και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά +ταχέως. Η όψις του ήτο ωχρά, αι τρίχες της κεφαλής του είχον κολλήσει +από τον ιδρώτα, οι ώμοι του και οι βραχίονες του ήσαν περίρρυτοι. + +Προς στιγμήν έμεινεν ακίνητος και ως ενεός· έπειτα ύψωσε τα βλέμματα +και προσέβλεπε τους θεατάς. + +Το αμφιθέατρον εμαίνετο. + +Οι τοίχοι του τεραστίου κτιρίου έτρεμον υπό τας κραυγάς μυριάδων +στηθών. Οι θεαταί των υψηλών θεωρείων είχον εγκαταλείψει τας θέσεις +των, συνέρρεον προς την κονίστραν και εποδοπατούντο εις τους +διαδρόμους, όπως καλλίτερον ίδωσι τον νέον Ηρακλέα. + +Πανταχόθεν ηγέρθησαν φωναί εκλιπαρούσαι την χάριν του, φωναί +περιπαθείς, επίμονοι, αίτινες μετ' ολίγον συνησπίσθησαν εις μίαν +άπειρον βοήν. Ο γίγας καθίστατο προσφιλής εις το πλήθος εκείνο το +εξαιρετικώς έκθαμβον εκ της φυσικής σωματικής ρώμης, καθίστατο το +πρώτον πρόσωπον εις την Ρώμην. + +Ο Ούρσος ενόησεν ότι ο λαός εζήτει δι' αυτόν την ζωήν και την +ελευθερίαν. Αλλά διά τούτο δεν εφρόντιζε. Προς στιγμήν περιέφερε τα +βλέμματά του περί εαυτόν, έπειτα επλησίασεν εις την αυτοκρατορικήν +εξέδραν, ταλαντεύων το σώμα της νεανίδος εις τους τεταμένους +βραχίονάς του, και ύψωσε βλέμματα ικετευτικά ως διά να είπη: «Την +χάριν της ζητώ! Αυτήν πρέπει να σώσετε! Δι' αυτήν το έκαμα!» + +Εις την θέαν της λιποθύμου κόρης, ήτις προ του πελωρίου σώματος του +Λιγειέως εφαίνετο ως μικρά παιδίσκη, η συγκίνησις κατέλαβε το πλήθος, +τους ιππότας και τους συγκλητικούς. Το πλήθος ενόμιζεν ότι ήτο πατήρ +ζητών χάριν διά το τέκνον του. Ο οίκτος εξέσπασεν ως φλοξ. Ο λαός ως +μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν +τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς +εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της +έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και +εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του. + +Έπειτα έσχισε τον χιτώνα του επί του στήθους του, αποκαλύψας τας +ουλάς των τραυμάτων, όσα είχε λάβει εν Αρμενία, και έτεινε τους +βραχίονας προς τον λαόν. + +Τότε η φρενίτις υπερέβη τα όρια παντός ό,τι είχεν ιδεί ποτέ το +αμφιθέατρον. + +Ο όχλος ήρχισε να ποδοκροτή και να ωρύεται. Αι φωναί αι ζητούσαι την +χάριν κατέστησαν απειλητικαί. Χιλιάδες θεατών έστρεψε προς τον +Καίσαρα εσφιγμένας πυγμάς, όλων τα βλέμματα εξήστραπτον από μανίαν. Ο +Νέρων τα έχασε. + +Δεν ησθάνετο κανέν μίσος προς τον Βινίκιον και ο θάνατος της Λιγείας +δεν τον ενδιέφερε πολύ. Αλλ' η φιλαυτία του δεν τω επέτρεπε να +υποκύψη εις την θέλησιν του πλήθους· συγχρόνως εκ δειλίας εμφύτου, +εδίσταζε να αντιτάξη άρνησιν. + +Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των +αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον +θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον +παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής. Ομοίως ο συγκλητικός +Σκαιβίνος, επίσης ο Νέρβας, ωσαύτως ο Τούλιος Σενεκίων, καθώς και ο +γηραιός και ένδοξος αρχηγός Οστόριος Σκάπουλας και ο Ωστίτιος και ο +Πίσων και ο Βέτος και ο Κρίσπινος, και ο Μινούτιος Θέρμος και ο +Πόντιος Τελεσίνος, — επίσης και ο αυστηρότερος πάντων Θρασεύς, τον +οποίον εσέβετο ο λαός. Εις την θέαν εκείνων, ο Καίσαρ απεμάκρυνε τον +σμάραγδον εκ του οφθαλμού του με έκφρασιν περιφρονήσεως και +μνησικακίας, αλλ' ο Τιγγελίνος, όστις ήθελεν αντί πάσης θυσίας να +νικήση τον Πετρώνιον, έκυψε και είπε: + + — Μη υποκύψης, θεσπέσιε· έχομεν τους πραιτωριανούς. + +Ο Νέρων εστράφη προς το μέρος, όπου, επί κεφαλής της φρουράς του, +ίστατο ο άγριος Σούβριος Φλάβιος, όστις, μέχρι τούδε, ήτο αφωσιωμένος +εις αυτόν ψυχή τε και σώματι. Και είδε πράγμα ανήκουστον. Το +σκυθρωπόν πρόσωπον του γηραιού χιλιάρχου είχε πληρωθή δακρύων, και με +την υψωμένην χείρα του έκαμε το σημείον της χάριτος. + +Εν τούτοις η λύσσα εκυρίευσε το πλήθος. Υπό τα ακατάπαστα +ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον. +Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο +Νέρων εφοβήθη. Ως κωμικός και ως αοιδός, είχεν ανάγκην της ευνοίας +του λαού· έπειτα ήθελεν εν τη πάλη του κατά της Συγκλήτου και των +πατρικίων, να έχη υπέρ αυτού τον λαόν, τέλος, από της πυρπολήσεως της +Ρώμης, είχε προσπαθήσει να εξαπατήση τον όχλον δι' όλων των μέσων και +να διευθύνη την οργήν του κατά των χριστιανών. Ενόησεν ότι θα ήτο +επικίνδυνον να αντισταθή περισσότερον· μία στάσις δημιουργουμένη εις +τον ιππόδρομον ηδύνατο να εξαπλωθή εις όλην την πόλιν και να έχη +ανυπολογίστους συνεπείας. + +Έρριψε βλέμμα προς τον Σούβριον Φλάβιον, προς τον εκατόνταρχον +Σκαιβίνον, συγγενή του συγκλητικού, προς τους στρατιώτας, και μη +βλέπων πανταχού ειμή συνεσταλμένας οφρύς, συγκεκινημένα τα πρόσωπα +και βλέμματα τοξευόμενα εναντίον του, έκαμε το σημείον της χάριτος. + +Βροντή επευφημιών εξερράγη από άνωθεν έως κάτω του ημικυκλίου. Ο λαός +ήτο βέβαιος περί της ζωής των καταδίκων· από της στιγμής ταύτης, +ούτοι ευρίσκοντο υπό την προστασίαν του, και κανείς, ουδ' αυτός ο +Καίσαρ, δεν θα ετόλμα να τους καταδιώξη διά του μίσους του. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'. + + + +Τέσσαρες Βιθυνοί έφερον μετά προφυλάξεως την Λίγειαν προς την οικίαν +του Πετρωνίου. Ο Βινίκιος και ο Ούρσος, παρά το πλευρόν του φορείου, +εβάδιζον σιωπηλοί, διότι μετά τας συγκινήσεις της ημέρας, δεν είχον +την δύναμιν να ομιλήσωσιν. Ο Βινίκιος ήτο ακόμη ημιενεός. +Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή, +ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της +είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη +χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον +παρά η πραγματικότης. Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού +φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές +εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν: + +«Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσε!» + +Επροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των +οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος. +Εδώ και εκεί μόνον όμιλοι ανθρώπων στεφανωμένοι με κισσόν έψαλλον και +εχόρευον προ των στοών υπό τους ήχους του αυλού, απολαμβάνοντες την +περίοδον των εορτών, ήτις παρετείνετο μέχρι πέρατος των αγώνων, και +την έξοχον εκείνην νύκτα. + +Εν τοσούτω έφθασαν εις την οικίαν οι υπηρέται προειδοποιηθέντες υπό +τινος δούλου, είχον εξέλθει εν σώματι προς συνάντησίν των. Ήδη εις το +Άντιον, ο Παύλος ο Ταρσεύς είχε προσηλυτίσει τους πλείστους εξ αυτών. +Τα δεινά του Βινικίου ήσαν τελείως γνωστά εις αυτούς και η χαρά των +υπήρξε μεγίστη επί τη θέα των θυμάτων των αποσπασθέντων εκ της +αγριότητος του Νέρωνος. Το πλήθος εκείνο ηυξήθη περισσότερον, όταν ο +Θεοκλής, ιατρός, εδήλωσεν ότι η Λίγεια δεν είχε καμμίαν σοβαράν +βλάβην, ο πυρετός των φυλακών την είχεν εξασθενίσει, αλλ' ότι μετ' +ολίγον θα ανελάμβανε τας δυνάμεις της. + +Επανήλθεν εις τας αισθήσεις της την ιδίαν νύκτα. Εξυπνήσασα εις +λαμπρόν κοιτώνα, φωτισμένον διά λυχνιών κορινθιακών και ευωδιάζοντα +από την ιεροβοτάνην, δεν ηδυνήθη να εννοήση πού ευρίσκετο ούτε τι της +είχε συμβή. Είχε διατηρήσει την ανάμνησιν των προ ολίγου συμβάντων, +οπότε οι δήμιοι την προσέδεναν εις τα κέρατα του πεδικλωμένου ζώου. +Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου, +εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν +ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να +ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν +ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του. + +Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού +μετώπου της, είπεν: + + — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου». + +Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον. + +Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον +ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον. + +Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή +του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν +επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα +της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι +γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να +κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν. Ο Βινίκιος εγονυπέτει ακόμη εις τους +πόδας του Χριστού, χωρίς ουδέν να βλέπη, χωρίς να ακούη τίποτε, — +διότι η καρδία του είχε μεταβληθή εις μίαν μόνον φλόγα ως ολοκαύτωμα. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'. + + + +Εντός ολίγων ημέρων είχεν αποκατασταθή τελείως η υγεία της Λιγείας. Ο +Πετρώνιος εκόμισε μετ' ολίγας ημέρας εκ του Παλατινού ανησυχητικάς +ειδήσεις. + +Είχον ανακαλύψει ότι είς των απελεύθερων του Καίσαρος ήτο χριστιανός +και κατέσχον παρ' αυτώ επιστολάς των αποστόλων Παύλου του Ταρσέως και +του Πέτρου και επιστολάς Ιούδα και Ιωάννου. Ο Τιγγελίνος είχε +φαντασθή ότι ο Απόστολος είχε θανατωθή, όπως τόσαι χιλιάδες άλλων +χριστιανών. Και τώρα εμάνθανον, ότι οι δύο κορυφαίοι της νέας +Θρησκείας έζων ακόμη και ευρίσκοντο εν Ρώμη! Όθεν απεφάσισαν να τους +συλλάβωσιν αντί πάσης θυσίας· θα εξηφάνιζον μετ' αυτών τα τελευταία +λείψανα της επαράτου αιρέσεως! Προς τούτο έπεμψαν ολόκληρα +αποσπάσματα στρατιωτών, διά να εξερευνήσωσιν όλας τας οικίας της +Τρανστιβέρης. + +Ο Βινίκιος απεφάσισε πάραυτα να υπάγη να ειδοποιήση τον Απόστολον. +Την αυτήν εσπέραν, αυτός και ο Ούρσος μετέβησαν εις την οικίαν της +Μαριάμ όπου εύρον τον Πέτρον περιστοιχούμενον από δράκα πιστών. + +Ο Τιμόθεος, ο σύντροφος του Παύλου, και ο Αίνος ήσαν επίσης παρά το +πλευρόν του Αποστόλου. + + — Κύριε, τω είπεν ο Βινίκιος, ύπαγε προς το μέρος των Αλβανών ορέων, +θα σε επανεύρωμεν εκεί και θα σε οδηγήσωμεν εις το Άντιον, όπου μένει +το πλοίον με το οποίον θα υπάγωμεν εις Νεάπολιν, και έπειτα εις την +Σικελίαν. + +Οι άλλοι επίεζον τον Απόστολον να δεχθή. + +Πολλάκις ήδη ο αλιεύς του Κυρίου είχεν εν τη ερημία ανατείνει τους +βραχίονας προς τον ουρανόν λέγων: «Κύριε! τι πρέπει να κάμω;» + +Από τριακονταετίας, από του θανάτου του Διδασκάλου, δεν είχε γνωρίσει +την ησυχίαν. + +Με το βάκτρον του οδοιπόρου εις την χείρα, είχε διατρέξει τον κόσμον +και είχεν αναγγείλει την «καλήν είδησιν». Αι δυνάμεις του είχον +εξαντληθή εις τα ταξείδια και τους κόπους, και όταν τέλος, εις την +πόλιν ταύτην, ήτις ήτο η κεφαλή του κόσμου, είχεν ιδρύσει το έργον +του Διδασκάλου, μία μόνη πυριφλεγής απόπνοια της Μανίας είχε +κατακαύσει το έργον τούτο. Και τώρα έπρεπε και πάλιν να επαναλάβη τον +αγώνα. Και ποίον αγώνα! Εξ ενός μέρους ο Νέρων, η Σύγκλητος, ο λαός, +οι λεγεώνες σφίγγοντες διά σιδηρού κλοιού τον κόσμον ολόκληρον, +αναριθμήτους πόλεις, αναριθμήτους εκτάσεις γης, — μία δύναμις, ομοίαν +της οποίας ουδέποτε είχεν ιδεί οφθαλμός ανθρώπου, — και αφ' ετέρου, +αυτός, τόσον κυρτωμένος εκ της ηλικίας και του έργου του, ώστε αι +τρέμουσαι χείρες του μόλις ηδύναντο να σηκώσουν την οδοιπορικήν +ράβδον του. + +Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να +μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο +Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση . . . + +Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον, +επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν: + + — Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου! Τέλος, ο +Λίνος έκυψε προ αυτού την ταλαιπωρημένην κεφαλήν του: + + — Κύριε! είπεν, ο Σωτήρ σου είπε: «Ποίμανε τα πρόβατά μου.» Αλλά τα +πρόβατα δεν υπάρχουν πλέον, ή θα εξοντωθούν αύριον. Επίστρεψον εκεί +όπου δύνασαι να τα επανεύρης. Ο θείος λόγος ζη ακόμη εις την Έφεσον +και εις την Ιερουσαλήμ και εις την Αντιόχειαν και εις τας άλλας +πόλεις. Διατί να μείνης εις την Ρώμην; Εάν απολεσθής, θα καταστήσης +ακόμη μεγαλείτερον τον θρίαμβον του θηρίου. Εις τον Ιωάννην, ο Κύριος +δεν προσδιώρισε ποσώς το τέρμα της ζωής. Ο Παύλος είναι Ρωμαίος +πολίτης και δεν δύνανται να τον φονεύσωσι πριν τον δικάσουν. Αλλ' εάν +η καταχθόνιος δύναμις επιπέση επί σου, διδάσκαλέ μας, τότε εκείνοι, +των οποίων η καρδία εκλονίσθη, θα είπουν: «Ποίος λοιπόν είναι +ανώτερος του Νέρωνος;» Συ είσαι η πέτρα, επί της οποίας ανωκοδομήθη η +Εκκλησία του Θεού. Άφησέ μας να αποθάνωμεν, αλλά μη επιτρέπης όπως ο +Αντίχριστος κατανικήση τον ιεράρχην του Θεού, και μη επανέλθης πριν ο +Θεός καταστρέψη εκείνον, ο οποίος έχυσε το αίμα των αθώων. + + — Ιδού τα δάκρυά μας, επανέλαβον οι άλλοι. + +Τα δάκρυα έβρεχον επίσης το πρόσωπον του Πέτρου. Ούτος ηγέρθη, έτεινε +τας χείρας υπεράνω των γονυπετών τούτων πιστών και είπε: + + — Δοξασμένον το όνομα του Κυρίου, και γεννηθήτω το θέλημά του! + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'. + + + +Περί την χαραυγήν της επιούσης, δύο σκοτειναί μορφαί επροχώρουν διά +της Ασπίας οδού προς τας πεδιάδας της Καμπανίας. + +Η μία εξ αυτών ήτο ο Ναζάριος, και η άλλη ήτο ο Πέτρος. Ο Απόστολος +κατέλιπε την Ρώμην, εγκατέλιπε τα τέκνα του, τα οποία υφίσταντο τόσα +μαρτύρια. + +Εις την Ανατολήν, ο ουρανός περιεβάλλετο ήδη από ωραίας αποχρώσεις, +αίτινες ολίγον κατ' ολίγον περιελίσσοντο χαμηλότατα εις τον ορίζοντα. + +Η οδός ήτο έρημος. Οι αγρόται, οίτινες έφερον τα λαχανικά των εις την +πόλιν, δεν είχον ακόμη ζεύξει τα αμάξιά των. Επί του πλακοστρώτου, εξ +ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον +των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων. + +Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε +τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου, +αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των +ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού. + +Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον: + + — Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς; + + — Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος. + +Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά +μίαν στιγμήν είπεν: + + — Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου. + +Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των. +Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή. + +Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο, +αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και +ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις. + +Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν. + + — Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν. + +Από των χειρών του Πέτρου η οδοιπορική ράβδος είχε πέσει εις την γην, +οι οφθαλμοί του έμειναν ατενείς προ αυτού, το στόμα του ήτο +ημιανοικτόν και το πρόσωπόν του αντικατώπτριζε το θάμβος, την χαράν, +την γοητείαν. + +Έπεσε γονυκλινής με τας χείρας ανατεταμένας. Και εκ του στόματός του +εξήλθεν η φωνή: + + — Χριστέ! Χριστέ! + +Και έπεσε πρηνής εις την γην, ως να εφίλει αοράτους πόδας. Επί μακρόν +επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς: + +«Quo vadis Domine? . . .» + + — Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε; + +Την απάντησιν δεν την ήκουσεν ο Ναζάριος. Αλλ' εις τα ώτα του +Αποστόλου έφθασε μία φωνή θλιβερά και γλυκεία λέγουσα: + +«Επειδή συ εγκαταλείπεις τον λαόν μου, πηγαίνω εις Ρώμην . . . . ίνα +σταυρωθώ και πάλιν». + +Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην, +χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη +ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει. +Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την +ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και +προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας. + +Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ: + + — Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε; + + — Εις Ρώμην, είπεν ησύχως ο Απόστολος. + +Και επανήλθεν εις την Ρώμην. + +Ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Τιμόθεος, ο Λίνος και όλοι οι πιστοί τον +εδέχθησαν μετ' εκπλήξεως και ανησυχίας. Κατά την αναχώρησίν του, οι +πραιτοριανοί είχον περικυκλώσει την οικίαν της Μαριάμ ζητούντες τον +Απόστολον. Εις όλας δε τας ερωτήσεις των πιστών, ο Πέτρος απεκρίνετο +με ήρεμον χαράν: + + — Είδον τον Κύριον. Τον είδον . . . + +Την αυτήν εσπέραν μετέβη εις το κοιμητήριον του Οστριανού, όπως +διδάξη τον λόγον του Θεού και βαπτίση εκείνους, οίτινες ήθελον να +λουσθώσιν εις το ύδωρ της ζωής. Έκτοτε ήρχετο εκεί καθ' εκάστην, και +πλήθη οσημέραι πολυαριθμότερα τον ηκολούθουν. Εφαίνετο ότι έκαστον +δάκρυον μάρτυρος εγέννα νέους πιστούς και πάσα οιμωγή εις το +αμφιθέατρον απήχει εις μυριάδας στηθών. Ο Καίσαρ έπλεεν εις το αίμα· +η Ρώμη και όλη η ειδωλολάτρις οικουμένη εμαίνετο. Αλλ' όσοι είχον +κουρασθή από το έγκλημα και την παραφροσύνην, όσοι κατεπατούντο, +εκείνοι, ων η ζωή ήτο ζωή δυστυχίας και φόνου — πάντες οι +καταπιεζόμενοι, πάντες οι τεθλιμμένοι, πάντες οι απόκληροι . . . +ήρχοντο διά να ακούσωσι την έκπαγλον διήγησιν περί του Θεού εκείνου, +όστις δι' αγάπην προς τους ανθρώπους κατεδέχθη να σταυρωθή και +εξηγόρασε τας αμαρτίας των. Και ανευρίσκοντες Θεόν, τον οποίον +ηδύναντο να αγαπώσιν, επανεύρισκον ό,τι ο κόσμος δεν ηδυνήθη να τοις +δώση μέχρι τούδε: — την ευτυχίαν διά της αγάπης. + +Ο Πέτρος ενόησεν ότι του λοιπού ο Καίσαρ με όλους τους λεγεώνας του +δεν θα ηδύνατο να συντρίψη την ζώσαν αλήθειαν. + +Ενόησε διατί ο Κύριος τον είχεν υποχρεώσει να επιστρέφη οπίσω. Ιδού +ήδη η πόλις της υπερηφανείας, της κακίας, της ακολασίας και της +κοσμοκρατορίας εγίνετο πόλις του Χριστού. + +Αλλ' ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και διά τον Πέτρον και τον Παύλον. +Συνελήφθησαν αμφότεροι και ωδηγήθησαν εις την φυλακήν. Ο Καίσαρ +απουσίαζε τότε εκ Ρώμης, η δε εξουσία ήτο ανατεθειμένη εις δύο +απελευθέρους του. Ο σεβάσμιος Απόστολος Πέτρος υπέστη πρώτος την +μαστίγωσιν, την θεσπιζομένην υπό του νόμου. + +Την επομένην έμελλον να τον οδηγήσωσιν έξω των τειχών, προς τους +Βατικανούς λόφους, όπου τον ανέμενεν η ταχθείσα ποινή. + +Λόγω της προβεβηκυίας ηλικίας του ο Πέτρος δεν εβιάσθη να φέρη τον +Σταυρόν επ' ώμων. Ήτο άνευ δεσμών, και οι πιστοί, οίτινες συνέρρευσαν +αθρόοι, τον έβλεπον γαλήνιον, με το πρόσωπόν του ακτινοβολούν εκ +χαράς. Και όλοι ενόησαν ότι δεν ήτο θύμα βαδίζον προς τον θάνατον, +αλλά νικητής προβαίνων εν θριάμβω. Ουδέποτε εις το παράστημά του +είχεν ιδή τις τόσον μεγαλείον. Προέβαινεν ως μονάρχης, +περιστοιχιζόμενος υπό του λαού και της σωματοφυλακής του. + +Ο ήλιος κατερχόμενος προς την δύσιν του ήτο παμμέγιστος και +αιματόχρους. + +Οι στρατιώται επλησίασαν εις τον Πέτρον διά να τον εκδύσωσιν. Εκείνος +κινών τα χείλη ένευσε χωρίς να ακούεται η φωνή του, ηνωρθώθη αίφνης +και ύψωσεν άνω την δεξιάν χείρα. + +Άκρα σιγή επεκράτησεν. + +Ο Πέτρος, με χείρα τεταμένην, έκαμε διά των δακτύλων το σημείον του +Σταυρού και ηυλόγησε τους πιστούς εν τη ώρα του θανάτου του. + +_«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην._ + +Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της +οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον. + +Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε +προσηλυτίσει. + +Ο Παύλος βλέπων το τέλος του επικείμενον, συνεβούλευε τους πιστούς να +μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των, ανεμνήσθη το παρελθόν του και +επανέλαβε τους λόγους, τους οποίους άλλοτε είχε γράψει: «Τον αγώνα +τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα· λοιπόν +απόκειταί μου ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ο Κύριος, +εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος Κριτής». + +Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του +προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη. + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'. + + + +&«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·& + +_»Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν +τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν +τας επιστολάς σου . . . Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου +απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση. + +»Από το περιστύλιον, όπου εγκατεστάθην διά να σου γράψω, βλέπω τον +γαλήνιον κόλπον μας και τον Ούρσον εις μίαν λέμβον, έτοιμον να ρίψη +το δίκτυόν του εις το φωτεινόν κύμα. Πλησίον μου έχω την Λίγειαν, την +γυναίκα μου, η οποία εκτυλίσσει ένα κουβάρι ερυθρού νήματος, και εις +τους κήπους, υπό την σκιάν των αμυγδαλεών, ακούω τα άσματα των δούλων +μας. + +» Εδώ είνε η προσφιλεστάτη γαλήνη και η λήθη των παλαιών φόβων και +βασάνων. + +» Γνωρίζομεν την λύπην και τα δάκρυα, διότι η ειλικρίνειά μας μάς +επιτάσσει να κλαύσωμεν επί τη δυστυχία των άλλων. Αλλά, και εις αυτά +ακόμη τα δάκρυα, ενυπάρχει μία παρηγορία, την οποίαν αγνοείτε σεις οι +άλλοι. Μίαν ημέραν, όταν θα έχη παρέλθει ο προσδιορισμένος χρόνος, θα +επανεύρωμεν πάσας τας προσφιλείς υπάρξεις, αίτινες απωλέσθησαν, και +εκείνας, αι οποίαι χάριν του θείου δόγματος μέλλουν να απολεσθούν +ακόμη. Ούτω εν τη γαλήνη των καρδιών μας διέρχονται αι ημέραι μας και +οι μήνες. + +» Οι υπηρέται μας και οι δούλοι μας πιστεύουν όλοι εις τον Χριστόν +και όπως εκείνος μας διέταξεν, αγαπώμεν αλλήλους. Συνεπώς, όταν δύη ο +ήλιος, ή όταν το κύμα αρχίζη να επαργυρούται εκ του φωτός της +σελήνης, συνομιλούμεν, η Λίγεια και εγώ, περί των παλαιών χρόνων, +οίτινες μας φαίνονται σήμερον ως όνειρον. Και όταν συλλογίζομαι πόσον +η αγαπητή αύτη κεφαλή επλησίασε προς την βάσανον και τον όλεθρον, +λατρεύω εξ όλης ψυχής τον Κύριον. Εκείνος μόνος ηδύνατο να την σώση +από τα θηρία και να μοι την αποδώση διά παντός. + +» Πετρώνιε, έλα εδώ πλησίον μας· θα ίδης ποίας ευτυχίας θα απολαύσης. +Έλα πλησίον μας να απολαύσης και συ τον ήρεμον και χριστιανικόν βίον. + +» Μοι έλεγες πολλάκις, ότι η χριστιανική θρησκεία ήτο εχθρά της ζωής. +Αλλά δύναμαι να σοι απαντήσω ότι η θεία αύτη διδασκαλία με έκαμε να +αισθάνωμαι την αξίαν της ζωής καλλίτερον. Θα μοι είπης ότι η ευτυχία +μου είνε η Λίγεια! Ναι, φίλτατε! Επειδή αγαπώ την αθάνατον ψυχήν της +και αμφότεροι αγαπώμεθα εν Χριστώ. + +» Ο Χριστός είναι αιώνιος πηγή ευτυχίας και γαλήνης. Σύγκρινον τας +ηδονάς σας, τας κραιπάλας σας τας Ρωμαϊκάς με τον βίον των +χριστιανών. + +» Αλλά, διά να κάμης καλλίτερον τας συγκρίσεις, ελθέ πλησίον μας, εις +τα όρη μας τα ευωδιάζοντα από θυμάρι, εις τους ελαιώνας μας τους +συσκίους, εις τας παραλίας μας τας κισσοστεφείς. Δύο καρδίαι σε +περιμένουν, αίτινες σε αγαπώσιν ειλικρινώς. Είσαι ευγενής και καλός, +πρέπει να γίνης και ευτυχής. Το πνεύμα σου θα μάθη να διακρίνη την +αλήθειαν και εις το τέλος θα την αγαπήσης, διότι δύναταί τις να είνε +εχθρός της, όπως ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος, αλλά δεν θα ηδύνατο να +μείνη αδιάφορος προς αυτήν. + +» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα +να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.»_ + +Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει +τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους +του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο +περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον. Ο «βασιλεύς +της κομψότητος» ήτο πλέον δι' αυτόν φορτίον. + +Όταν ο Πετρώνιος εσιώπα, ο Νέρων διέβλεπε μομφήν εις την σιωπήν του, +όταν επεδοκίμαζεν, ο Νέρων ενόμιζεν ότι διέκρινεν ειρωνείαν εις τους +επαίνους του. Ο μέγας Πατρίκιος εξηρέθιζε την φυλαυτίαν του και +εξήπτε το μίσος του. + +Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει +την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος +μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή +έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η +καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να +είνε ωφέλιμα. Αλλά και πάλιν ο Τιγγελίνος είχε βάλη τα δυνατά του διά +να αποδείξη εις τον Καίσαρα, ότι ο Καρίνας υπερηκόντιζε τον Πετρώνιον +κατά την καλαισθησίαν και τας γνώσεις, και καλλίτερον αυτού θα +εγνώριζε να διοργανώνη εν Ελλάδι αγώνας, υποδοχάς και θριάμβους. + +Έκτοτε ο Πετρώνιος ήτο χαμένος. + +Ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος εγνώριζον ότι εν Ρώμη ο Πετρώνιος ηγαπάτο +από τους πραιτοριανούς και διά τούτο εθεώρησαν φρόνιμον να τον +απομακρύνωσιν εκ της πόλεως, υπό πρόσχημά τι και να τον πλήξωσιν εν +τη επαρχία. + +Τον προσεκάλεσαν λοιπόν να μεταβή εις Κύμην μετά των άλλων +αυγουστιανών. Εκείνος ανεχώρησεν, αν και υπωπτεύετο στρατήγημα. Ίσως +ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη +μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν +και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην +κατά του Τιγγελίνου. + +Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο +συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης +συνωμοσίας. Οι άνθρωποι του, οι απομείναντες εν Ρώμη, εφυλακίσθησαν, +η οικία του περιεκυκλώθη. + +Ο Πετρώνιος, όταν το έμαθε, χωρίς να πτοηθή, δεν έδειξε καμμίαν +αμηχανίαν, και μειδιών είπεν εις τους αυγουστιανούς, τους οποίους +εδέχετο εις την λαμπράν εν Κύμη έπαυλίν του: + + — Ο χαλκοπώγων δεν αγαπά τας κατ' ευθείαν ερωτήσεις και θα ιδήτε την +όψιν του, όταν θα τον ερωτήσω, αν αυτός διέταξε να βάλουν εις την +φυλακήν τους οικείους μου. + +Και ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι πριν αναχωρήση διά το ταξείδιον, θα +τους παρέθετε γεύμα. + +Ενώ παρεσκευάζοντο τα του γεύματος, έλαβε την επιστολήν του Βινικίου. + +Η επιστολή αύτη τον έρριψεν εις ρέμβην επί τινα στιγμήν. Πλην πάραυτα +το πρόσωπόν του ηθρίασε και την αυτήν εσπέραν απήντησεν εις τον +Βινίκιον τα εξής: + +_«Ευφραίνομαι διά την ευτυχίαν σας, προσφιλέστατε, και θαυμάζω την +μεγάλην σας καρδίαν· δεν εφανταζόμην ότι δύο ερωμένοι θα ηδύναντο να +ενθυμηθώσιν οιονδήποτε πράγμα, και μάλιστα φίλον μεμακρυσμένον. Όχι +μόνον δεν με λησμονείτε, αλλά θέλετε και να με ελκύσητε εις την +Σικελίαν, όπως μου προσφέρετε μερίδα εκ του επιουσίου άρτου σας και +του Χριστού σας, όστις τόσον γενναιοδώρως, ως λέγεις, σας πληροί +ευτυχίας. + +» Εάν ούτως έχη, λατρεύετέ τον. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα σου +αποκρύψω ότι, κατά την ιδέαν μου, ο Ούρσος έπαιξε ρόλον εις την +διάσωσιν της Λιγείας, και ότι ο ρωμαϊκός λαός δεν αγνοεί τούτο. Αλλ' +αφ' ότου νομίζεις, ότι ο Χριστός την έσωσε, δεν θα αντείπω. Μη +φείδεσθε προσφορών προς αυτόν. Και ο Προμηθεύς εθυσιάσθη χάριν των +ανθρώπων. + +» Αλλ' ο Προμηθεύς, ως φαίνεται, ήτο φαντασία των ποιητών, ενώ +άνθρωποι αξιόπιστοι με εβεβαίωσαν ότι είδον τον Χριστόν με τους +οφθαλμούς των. Όπως και σεις, φρονώ ότι από όλους τους θεούς Εκείνος +είνε ο εντιμώτερος. + +»Η αλήθεια φοιτά εις χώρας τόσον απροσίτους, ώστε και αυτοί οι θεοί +δεν κατορθώνουν να την βλέπουν από των κορυφών του Ολύμπου. Ο Όλυμπός +σας φαίνεται ακόμη υψηλότερος· όρθιος επί της κορυφής κραυγάζεις προς +εμέ: «Ανάβηθι, και θα ίδης απόψεις, τας οποίας ουδέποτε εμάντευσες!» +Πιθανόν! Και όμως, επαναλαμβάνω: «Φίλε, δεν έχω πλέον κνήμας +ισχυράς!». Και όταν θα αναγνώσης μέχρι βάθους, νομίζω ό,τι θα με +δικαιολογήσης. + +»Λοιπόν, όχι ευτυχή σύζυγε της πριγκηπίσσης Αυγής· η διδασκαλία σας +δεν είνε πρόσφορος δι' εμέ. Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς +φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, — θα ώφειλον να αγαπώ τον +Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου +ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο. +Υπάρχουσιν εις την Ρώμην τουλάχιστον εκατόν χιλιάδες άτομα με +στρεβλάς ωμοπλάτας, με γόνατα εξωγκωμένα, με κνήμας ισχνάς, με +οφθαλμούς ολοστρογγύλους ή με κεφαλήν πολύ μεγάλην. Μου παραγγέλλεις +να αγαπώ και αυτούς ωσαύτως; Πού λοιπόν θα εύρω την αγάπην αυτήν, η +οποία δεν υπάρχει ποσώς εις την καρδίαν μου; Και εάν ο Θεός σου +ισχυρίζεται ότι θα με κάμη να τους αγαπήσω όλους, διατί, εν τη +παντοδυναμία του, δεν τους επροίκισε με εξωτερικόν καλλίτερον, +δημιουργών αυτούς, παραδείγματος χάριν, κατ' εικόνα των Νιοβιδών, +τους οποίους είδες εις το Παλατίνον; + +» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την +σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις +αρχίζει η αυγή της ζωής. + +»Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας +λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω. + +» Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το +πράγμα. + +»Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως. Ο Τιγγελίνος με +ενίκησεν . . . ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος +των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε +κατάκαρδα. + +» Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει, +δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο +Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι! Ο κόσμος μας +εγνώριζε προ υμών, ότι, όταν το τελευταίον ποτήριον εκενούτο, ήτο +καιρός να εξαφανισθή τις, να επανέλθη εις το σκότος, και ο κόσμος μας +γνωρίζει ακόμη να πράττη τούτο με πρόσωπον ήρεμον. Ο Πλάτων βεβαιοί +ότι η αρετή είνε μουσική, και η ζωή του σοφού είνε αρμονία. Ούτω +λοιπόν θα ζήσω και θα αποθάνω ενάρετος. + +» Και, διά να τελειώσω, φίλοι μου, — εάν εκ της ψυχής μας, παρ' όλα +όσα διδάσκει ο Πύρρων, απομένει τι μετά θάνατον, — η ιδική μου ψυχή, +εις την οδόν της προς τας ακτάς του ωκεανού, θα έλθη να τοποθετηθή +όχι μακράν του οίκου σας, υπό την μορφήν μιας πεταλούδας, ή ίσως, εάν +πρέπει να πιστεύσωμεν τους Αιγυπτίους, υπό την μορφήν ερωδιού. + +» Διά να συμβή άλλως αδύνατον . . . + +» Εν τοσούτω, είθε δι' υμάς η Σικελία να μεταμορφωθή εις κήπον των +Εσπερίδων, είθε αι νύμφαι των αγρών, των δασών και των πηγών να +σπείρωσιν άνθη υπό τα βήματά σας· και εις όλας τας ακάνθας των +περιστυλίων σας είθε κρινόλευκοι περιστέραι να φωλεύωσι.!»_ + + + +ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'. + + + +Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον +Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας +ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος. + +Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της +επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη +καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας +ύστερον θα τω διεβίβαζον. Μετά τινας ημέρας νέον άγγελμα θα έφερεν +εις αυτόν την απόφασιν του θανάτου. Ο Πετρώνιος ήκουσε την είδησιν +απαθής και γαλήνιος. Έπειτα είπε: + + — Θα φέρης εις τον κύριόν σου έν πολύτιμα» δοχείον, το οποίον θα σου +δοθή κατά την αναχώρησίν σου. Ειπέ εις αυτόν, ότι τον ευχαριστώ +ολοψύχως, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα δυνηθώ να προλάβω την +απόφασιν. Και εξερράγη εις γέλωτα. Εγέλασεν ως άνθρωπος, εις ον +επήλθεν ιδέα λαμπρά και όστις εκ των προτέρων χαίρει, ότι θα την θέση +εις ενέργειαν. + +Την αυτήν εσπέραν οι δούλοι του Πετρωνίου διεσπάρησαν ανά την πόλιν, +διά να καλέσουν όλους τους αυγουστιανούς και τους συγκλητικούς του +διατρίβοντας εν Κύμη, και όλας τας κυρίας, να έλθωσι να μετάσχωσι +συμποσίου, το οποίον θα παρετίθετο εις την πολυτελή έπαυλιν του +«κριτού της φιλοκαλίας». Εκείνος διήλθε το απόγευμα του γράφων εις +την βιβλιοθήκην του. Κατόπιν έλαβε λουτρόν και τον ενέδυσαν οι +ιματιοφύλακες. + +Μεγαλοπρεπής και γοητευτικός εισήλθεν εις το τρίκλινον διά να ρίψη έν +βλέμμα εις τας προετοιμασίας της εορτής και εκείθεν εις τους κήπους, +όπου έφηβοι και νεάνιδες των Νήσων έπλεκον στέφανα εκ ρόδων διά την +εσπερίδα: Το πρόσωπόν του δεν απεκάλυπτε ουδέ την ελαχίστην μέριμναν. +Οι άνθρωποί του ενόησαν ότι το συμπόσιον θα ήτο εξαιρετικής +λαμπρότητος, διότι ο Πετρώνιος έδωσεν ασυνήθη φιλοδωρήματα εις όλους +εκείνους, οίτινες τον είχον ευχαριστήσει. Συνέστησε να πληρωθούν εκ +των προτέρων και πολύ γενναιοδώρως οι κιθαρισταί και οι χοροί των +αοιδών. Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα +φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή +σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην. + +Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία +ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του. + + — Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το +ειξεύρεις; + +Εκείνη ύψωσεν επ' αυτού τους γαλανούς οφθαλμούς της και εκίνησεν +ηρέμα την κεφαλήν της. + + — Είμαι πάντοτε δούλη σου, αυθέντα. + + — Αλλ' ίσως αγνοείς, εξηκολούθησεν εκείνος, ότι οι δούλοι εκείνοι, +οίτινες εκεί κάτω πλέκουσι στεφάνους, ότι η έπαυλις αύτη και όλα τα +εν αυτή και οι αγροί και τα ποίμνια, ότι όλα αυτά σου ανήκουν από +σήμερον. + +Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της +ανησυχίας: + + — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά; + +Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς +καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα +επρόφερε μίαν μόνον λέξιν: + + — Ναι! + +Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς. + +Ο Πετρώνιος δυνατόν να ενόμιζεν ότι είχεν έμπροσθέν του άγαλμα εκ +μαρμάρου. + + — Ευνίκη, είπε, θέλω να αποθάνω εν γαλήνη. + +Εκείνη εμειδίασε σκωπτικώς. + + — Εννοώ, αυθέντα. + +Την εσπέραν οι κεκλημένοι συνέρρευσαν αθρόως. Ήξευρον ότι εν +συγκρίσει προς τα συμπόσια του Πετρωνίου, τα του Νέρωνος ήσαν ανιαρά +και βάρβαρα. Αλλ' ότι τούτο έμελλε να είνε το τελευταίον του +συμπόσιον, δεν το εφαντάζετο κανείς. + +Η αίθουσα είχε πληρωθή εκ του αρώματος των ίων. Αι υέλινοι σφαίραι +της Αλεξανδρείας διέχεον πολύχρωμον φως. Πλησίον των ανακλίντρων +ίσταντο νεάνιδες, αίτινες ώφειλον να χύσουν αρώματα εις τους πόδας +των προσκεκλημένων. Στηριζόμενοι επί του τοίχου οι κιθαρισταί και οι +χορωδοί ανέμενον το σύνθημα του αρχηγού των. + +Ο Πετρώνιος συνωμίλει. Αι τελευταίαι ειδήσεις, οι αγώνες, είς +θηριομάχος, καταστάς εσχάτως περίφημος διά τας ανδραγαθίας του, και +τα τελευταία βιβλία του Ατράκτου και του Σωσίου απετέλουν το θέμα της +συνδιαλέξεως. Χέων τον οίνον επί του λιθοστρώτου ανήγγειλεν ότι η +σπονδή εγένετο διά την βασίλισσαν της Κύπρου, την αρχαιοτέραν και +μεγαλειτέραν από όλας τας θεότητας — την μόνην αιωνίαν, διαρκή και +κυρίαρχον. + +Έκαμε νεύμα, και αι κιθάραι εστέναξαν εν χαμηλώ ήχω, ενώ διαυγείς +φωναί ηκολούθουν εν αρμονία. Έπειτα, χορεύτριαι της Κω, της πατρίδος +της Ευνίκης, επεδείκνυαν τα ροδαλά μέλη των τα καλυπτόμενα με διαφανή +μουσελίνην. Έπειτα, είς μάντις εξ Αιγύπτου έλαβεν εις την χείρα +δοχείον κρυστάλλινον, επί του οποίου απεικονίζοντο χρυσόψαρα με +ποικίλα ζωηρά χρώματα, παίζοντα, και έκαμε τας προφητείας του εις +τους συνδαιτυμόνας. + +Όταν ετελείωσαν τα θεάματα, ο Πετρώνιος ηγέρθη ολίγον επί του +συριακού προσκεφαλαίου του και είπε νωχελώς: + + — Φίλοι! επιτρέψατέ μοι να σας απευθύνω μίαν παράκλησιν, ενώ διαρκεί +το συμπόσιον τούτο. Επεθύμουν ίνα έκαστος εξ υμών καταδεχθή να λάβη +την κύλικα, ήτις εχρησίμευεν εις τας σπονδάς του διά τους θεούς και +την ιδίαν μου ευδαιμονίαν. + +Ύψωσε το μύρρινον σκεύος του, — κύλικα άνευ αξίας, επί της οποίας +ηκτινοβόλουν όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, και είπεν εις τους +συνδαιτυμόνας: + + — Ιδού η κύλιξ της προσφοράς μας προς την βασίλισσαν της Κύπρου. +Ουδενός τα χείλη εις το εξής μη την ψαύσουν και ουδεμία χειρ ας μη +την μεταχειρισθή προς τιμήν άλλης θεότητος! + +Και η κύλιξ εθραύσθη επί του λιθοστρώτου του σκεπασμένου με ελαφρόν +στρώμα σαφρά. + +Αλλά, βλέπων την έκπληξιν των βλεμμάτων: + + — Φίλοι, υπέλαβεν ο Πετρώνιος, χαρείτε. Το γήρας και η αδυναμία είνε +θλιβεροί σύντροφοι των τελευταίων ετών μας. Σας δίδω καλόν παράδειγμα +και καλήν συμβουλήν· βλέπετε ότι δύναταί τις να μη τα φθάση, και να +απέλθη, πριν εκείνα έλθωσιν οικειοθελώς. + + — Τι θέλεις να κάμης; ηρώτησαν πάντες. + + — Θέλω να χαρώ, να πίω οίνον, να ακούσω την μουσικήν, να θεωρήσω τα +θεσπέσια μέλη, τα οποία αναπαύονται παρά το πλευρόν μου, και έπειτα +ν' αποκοιμηθώ στεφανωμένος με ρόδα. Ήδη απεχαιρέτισα τον Καίσαρα. +Ιδέτε τι τω γράφω εν είδει αποχαιρετισμού: + +Έλαβεν υποκάτω ενός πορφυρού προσκεφαλαίου μίαν επιστολήν και +ανέγνωσε: + +_«Γνωρίζω, θεσπέσιε Καίσαρ, ότι με περιμένεις με ανυπομονησίαν και +ότι εν τη ειλικρινεία της καρδίας σου με ενθυμείσαι νύκτα και ημέραν. +Γνωρίζω ότι ήθελες να με εμπλήσης με τας ευνοίας σου, να μοι +προτείνης να γείνω πραίφεκτος της φρουράς σου, και ότι θα διώριζες +τον Τιγγελίνον φύλακα των ημιόνων εις τα κτήματα, τα οποία +εκληρονόμησες μετά την δηλητηρίασιν της Δομιτίας, — υπηρεσία, διά την +οποίαν φαίνεται ότι επλάσθη εκείνος υπό των θεών. + +» Αλλά φευ! ανάγκη να με συγχωρήσης. Μα τον Άδην, και ιδίως μα τας +σκιάς της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου και του +Σενέκα, σου ομνύω ότι μου είνε αδύνατον να έλθω πλησίον σου. + +»Μη πιστεύσης, σε εξορκίζω, ότι με ετάραξεν η δολοφονία της μητρός +σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου, ότι ηγανάκτησα διά την +πυρκαϊάν της Ρώμης, ότι εσκανδαλίσθην από την συνήθειαν, την οποίαν +έχεις να εξαποστέλλης εις το Έρεβος όλους τους τιμίους ανθρώπους της +αυτοκρατορίας σου . . . + +» Έ λοιπόν! Όχι, προσφιλέστατε έγγονε του Κρόνου! Ο θάνατος είναι το +κοινόν άσυλον των υπό την σελήνην όντων, και άλλως τε δεν ηδύνατο +κανείς να αναμένη από σε να πράξης άλλως. + +» Αλλ' επί μακρούς ενιαυτούς ακόμη να ανέχωμαι να μου εκδέρη τα ώτα +το άσμα σου, να βλέπω τας δομιτίους κνήμας σου, — ως δύο στύλους — να +ταράσσονται εις τον πυρρίχιον χορόν, να σε ακούω να κιθαρίζης, να σε +ακούω να φωνάζης, να απαγγέλλης ποιήματα ως άθλιος ποιητής των +περιχώρων! . . . Α! μα την αλήθειαν, το θέαμα ήτο υπέρτερον των +δυνάμεών μου και ησθάνθην εν εμαυτώ ακράτητον την ανάγκην να απέλθω +εις συνάντησιν των προγόνων μου. + +» Η Ρώμη βύει τα ώτα· η οικουμένη σε περιγελά. Και εγώ δεν θέλω πλέον +να ερυθριώ διά σε. Δεν θέλω πλέον, δεν ημπορώ πλέον! + +» Ο κρωγμός του Κερβέρου, όμοιος προς το άσμα του, φίλε μου, δεν θα +ήτο ολιγώτερον ενοχλητικός δι' εμέ, διότι ουδέποτε υπήρξα φίλος του +λεγομένου Κερβέρου και δεν έχω την υποχρέωσιν να εντρέπωμαι με την +φωνήν σου. + +»Έρρωσο, αλλ' άφες την ωδήν φόνευε αλλά μη κάμνης πλέον στίχους· +δηλητηρίαζε, αλλά παύσον να χορεύης· καίε πόλεις, αλλ' εγκατάλιπε την +κιθάραν. + +» Τοιαύτη είνε η τελευταία ευχή και η φιλικωτάτη συμβουλή, την οποίαν +σοι πέμπει ο «κ ρ ι τ ή ς τ η ς φ ι λ ο κ α λ ί α ς»._ + +Οι συμπόται έμειναν ως απολιθωμένοι. Εγνώριζον ότι η απώλεια της +αυτοκρατορίας δεν θα ήτο τόσον σκληρά διά τον Νέρωνα. Ο γράψας την +επιστολήν εκείνην έμελλε να αποθάνη. Και πελιδνός τρόμος τους +κατέλαβεν όλους, διότι ήκουσαν την επιστολήν ταύτην. + +Αλλ' ο Πετρώνιος εγέλασε γέλωτα ειλικρινή και φαιδρόν, ως να +επρόκειτο περί θείου αστεϊσμού και περιαγαγών το βλέμμα του εις όλους +τους συνδαιτυμόνας είπε: + +«Φίλοι, αποβάλετε πάντα φόβον. Ουδείς εξ υμών θα σπεύση να καυχηθή +ότι ήκουσε την επιστολήν ταύτην. Όσον δι' εμέ, θα μοι χρησιμεύση αύτη +ως καλόν συστατικόν πλησίον του Χάρωνος του πορθμέως». + +Ταύτα ειπών, έκαμε νεύμα εις τον ιατρόν και τω έτεινε τον βραχίονα. +Εν ριπή οφθαλμού, ο επιδέξιος Έλλην ιατρός περιέβαλε διά χρυσού +σύρματος και ήνοιξε την αρτηρίαν παρά τον καρπόν. Το αίμα ανέβλυσεν +επί του προσκεφαλαίου και κατεπλημμύρησε την Ευνίκην, ήτις υπεβάσταζε +την κεφαλήν του Πετρωνίου. Εκείνη έκυψε προς αυτόν: + + — Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί +μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την +αυτοκρατορίαν, — πάλιν θα σε ηκολούθουν! + +Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της. + + — Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου! . . . + +Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της. Μετά μίαν +στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ. + +Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι +εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον. + +Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι +μειδιώντες και ωχριώντες. + +Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον +και φαγητά. Έπειτα ήρχισε να συνομιλή μετά των παρακαθημένων περί +πλείστων παιδαρωδιών πραγμάτων και περί των ωραίων εθίμων κατά τα +γεύματα. Τέλος εκάλεσε τον Έλληνα ιατρόν και τον διέταξε να του δέση +την αρτηρίαν, λέγων ότι ησθάνετο νυσταγμόν και ήθελεν ακόμη να +παραδοθή εις τον ύπνον, πριν τον αποκοίμιση διά παντός ο θάνατος. + +Απεναρκώθη. + +Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν +άνθος επί του στήθους του. + +Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και +διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας. + +Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν +βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν +περισσότερον. + +Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους: + + — Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω. + +Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο +βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν. Αλλ' οι +συμπόται βλέποντες τας δυο εκείνας λευκάς μορφάς ομοίας προς δυο +θαυμάσια αγάλματα, ησθάνθησαν ότι εχάνετο εν τω προσώπω αυτών ο +τελευταίος στολισμός της Ρωμαϊκής κοινωνίας, το κάλλος και η ποίησίς +της. + + + +ΕΠΙΛΟΓΟΣ + + + +Αλλά και η βασιλεία του Νέρωνος δεν ήτο πεπρωμένον να διαρκέση επί +πολύ. Αν και ο κόσμος δεν ήλπιζε ταχείαν απελευθέρωσιν από τον +τριακοντούτην μόλις τερατώδη Καίσαρα, ουχ' ήττον όμως ήρχισαν πού και +πού κρούσματα ανταρσίας και εκ των πρώτων επανεστάτησεν ο Βίνδιξ μετά +των γαλατικών λεγεωνών. + +Η επανάστασις αύτη δεν εφάνη κατ' αρχάς σπουδαία. Αυτός ο Καίσαρ, εις +τον οποίον η επανάστασις θα εχρησίμευεν ως πρόφασις διά νέας αρπαγάς, +πολύ ολίγον ελάμβανεν υπ' όψιν τον Βίνδικα και μάλιστα εξεδήλωσε +χαράν διά το κίνημα· όταν όμως έμαθεν ότι ο Βίνδιξ τον είχεν ονομάσει +καλλιτέχνην άξιον οίκτου, ο Καίσαρ έσπευσε να επιστρέψη εξ Ελλάδος, +όπου εθριάμβευεν. Εις Ρώμην του παρεσκευάσθη μεγαλοπρεπής υποδοχή. + +Η είσοδός του εις την πόλιν υπερέβαλε παν ό,τι είχον ιδή οι άνθρωποι +έως τότε. Έκαμε χρήσιν του άσματος, το οποίον είχε χρησιμεύσει εις +τον θρίαμβον του Αυγούστου. Κατηδάφισαν έν τόξον του αμφιθεάτρου διά +ν' ανοίξωσι δίοδον εις την πομπήν. + +Η Σύγκλητος, οι ιππείς και πλήθος αναρίθμητον ήλθον εις προϋπάντησίν +του. + +«Χαίρε Αύγουστε! Χαίρε Ηράκλεις! Χαίρε Ζευ, Ολύμπιε, αθάνατε!» +έκραζον. + +Όπισθέν του εφέροντο οι στέφανοι και τα ονόματα των πόλεων, εν αις +είχε θριαμβεύσει, και πλάκες, εφ' ων ανεγράφοντο οι πρωταγωνισταί οι +νικηθέντες παρ' αυτού. + +Άμα τη αφίξει του εις Ρώμην, ηθέλησε, διά να ευχαριστήση τον λαόν, να +προαγγείλη σειράς παραστάσεων και θεαμάτων μελλόντων να αποτρέψουν +τον επικείμενον κίνδυνον. Εν τούτοις, προς δυσμάς, τα νέφη +συνεσωρεύοντο και καθίσταντο οσημέραι πυκνότερα. Το ποτήριον είχεν +υπερεκχειλίσει. Η κωμωδία ήγγιζεν εις το τέλος της. + +Άλλοτε εφαντάζετο ότι θα κατέστελλε την επανάστασιν των Γαλατών, όχι +διά των στρατιωτών του, αλλά διά του άσματος και ήλπιζεν ότι θα +προλάβη κάθε κίνημα επαναστατικόν. + +Αλλ' όταν έμαθε την εξέγερσιν του Γάλβα και την προσχώρησιν της +Ισπανίας, ο Νέρων εκυριεύθη από παροξυσμόν εμμανούς λύσσης. Έθραυσε +τα ποτήρια, ανέτρεψε την τράπεζαν του συμποσίου και έδωκε διαταγάς, +τας οποίας ούτε ο Ήλιος, ούτε αυτός ο Τιγγελίνος ετόλμησαν να +εκτελέσουν: Το να σφάξουν τους Γαλάτας, τους κατοικούντας εν Ρώμη, να +καύσουν και πάλιν την Πόλιν, να απολύσουν τα θηρία και να μεταφέρουν +την πρωτεύουσαν εις Αλεξάνδρειαν, τω εφάνη έργον μεγαλοπρεπές, +καταπληκτικόν και εύκολον. Αλλ' αι ημέραι της παντοδυναμίας του είχον +παρέλθει και οι συνένοχοι αυτοί των εγκλημάτων του τον εθεώρουν ήδη +φρενοβλαβή. + +Ο εν τω μεταξύ επισυμβάς θάνατος του Βίνδικος και αι διχόνοιαι των +επαναστατημένων στρατιών, εφάνησαν και πάλιν ότι έκαμνον την +πλάστιγγα να κλίνη προς το μέρος του. Ήδη νέα συμπόσια, νέοι θρίαμβοι +και νέαι καταδίκαι ανηγγέλλοντο. Αλλά μίαν νύκτα, εκ του στρατοπέδου +των πραιτωριανών έφθασεν επί λευκού θυμοειδούς ίππου είς ταχυδρόμος +κομίζων την είδησιν, ότι όλοι οι στρατιώται και εν αυτή τη Πόλει +ακόμη ύψωσαν την σημαίαν της αποστασίας και ανηγόρευσαν τον Γάλβαν +αυτοκράτορα. + +Ο Καίσαρ εκοιμάτο. Αφυπνισθείς έντρομος από τας φωνάς των γυναικών +του, εκάλεσε τους άνδρας της σωματοφυλακής, αλλά κανείς δεν απεκρίθη. +Το παλάτιον ήτο έρημον. + +Εις τας αποκέντρους γωνίας δούλοι ήρπαζον εν σπουδή ό,τι έπιπτεν εις +τας χείρας των. Εις την θέαν του ετράπησαν εις φυγήν. Εκείνος +επλανάτο έρημος ανά το παλάτιον, πληρών την νύκτα διά κραυγών τρόμου +και απελπισίας. + +Τέλος οι απελεύθεροί του Φάων, Σπείρος και Επαφρόδιτος ήλθον εις +βοήθειάν του. Ήθελον να τον αναγκάσωσι να φύγη λέγοντες ότι δεν +έπρεπε ουδέ στιγμήν πλέον να χάση. Εκείνος εβαυκαλίζετο ακόμη με +ελπίδας. Εάν, πενθηφορών, προσεφώνει την σύγκλητον, οι πατέρες θα +ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την ευγλωττίαν του και εις τα δάκρυά +του; Εάν έκαμε χρήσιν όλης της τέχνης του, όλης της επιτηδειότητός +του ως ηθοποιού, δεν ήτο βέβαιος ότι θα τους έπειθε; Δεν θα του +έδιδον τουλάχιστον την εξαρχίαν της Αιγύπτου; + +Συνηθισμένοι να τον κολακεύουν, δεν ετόλμησαν να αρνηθώσι φανερά. +Αλλά τον ειδοποίησαν ότι πριν φθάση εις την Αγοράν, θα εξεσχίζετο υπό +του λαού, και τον ηπείλησαν ότι θα τον εγκατέλιπον, εάν δεν ίππευεν +αμέσως. + +Ο Φάων τω προσέφερεν άσυλον εις την έπαυλίν του, την κειμένην έξω της +Νομεντιανής Πύλης. Με τας κεφαλάς σκεπασμένας με τους μανδύας των +απήλθον έφιπποι προς τα σύνορα της Ρώμης. Η νυξ ωχριάτο. Εις τας +οδούς μία ασυνήθης κίνησις εδείκνυε την ταραχήν την επικρατούσαν την +ώραν εκείνην. Προχωρούντες πλησίον του στρατοπέδου ήκουσαν βροντήν +επευφημιών υπέρ του Γάλβα. + +Ο Νέρων ενόησε τέλος ότι η ώρα του ήτο εγγύς· Εκυριεύθη υπό τρόμον +και τύψιν συνειδήσεως. + +Εύρον την Νομεντιανήν πύλην ημιανοικτήν. Περαιτέρω, υπερέβησαν το +Οστριανόν, όπου είχε διδάξει και βαπτίσει ο Απόστολος. Περί την αυγήν +έφθασαν εις την έπαυλιν του Φάονος. + +Εκεί οι απελεύθεροι δεν τω απέκρυψαν πλέον ότι ήτο καιρός να αποθάνη. +Εκείνος παρήγγειλε να σκάψουν τον λάκκον και εξηπλώθη επί της γης διά +να δυνηθούν να λάβουν το ακριβές μέτρον του σώματός του. Το +φουσκωμένον πρόσωπόν του έγινε πελιδνόν και επί του μετώπου του +ανεφάνησαν σταγόνες ιδρώτος όμοιαι προς τας σταγόνας δρόσου. +Εβαυκαλίσθη και πάλιν. Με συντετριμμένην φωνήν, την οποίαν προσεπάθει +να καταστήση τραγικήν, εδήλωσεν ότι δεν ήτο ακόμη καιρός να αποθάνη. +Έπειτα ήρχισε τας απαγγελίας του. Τέλος εζήτησε να καή το πτώμα του. +«Οποίος καλλιτέχνης χάνεται!» επανελάμβανε μετά τρόμου. + +Αίφνης ταχυδρόμος του Φάονος ήλθε να αναγγείλη ότι η Σύγκλητος είχε +θεσπίσει ήδη και ο μητροκτόνος θα ετιμωρείτο κατά το έθος. + + — Ποίον είνε το έθος τούτο; ηρώτησεν ο Νέρων, με λευκά τα χείλη. + + — Θα σου βάλουν την φούρκαν εις τον λαιμόν, θα σε μαστιγώσουν μέχρι +θανάτου και θα ρίψουν το πτώμα σου εις τον Τίβεριν! είπεν ο +Επαφρόδιτος, απαθής. + +Ο Καίσαρ ήνοιξε την χλαμύδα του. + + — Είναι καιρός πλέον! ούτως έδοξε τοις θεοίς. + +Και ανατείνας τους οφθαλμούς και τας χείρας προς τον ουρανόν +ανεφώνησεν: + + — Οποίος καλλιτέχνης χάνεται! + +Την στιγμήν εκείνην καλπασμός ίππου ηκούσθη. Ο εκατόνταρχος μετά των +στρατιωτών του ήρχετο βεβαίως να ζητήση την κεφαλήν του Αινοβάρδου. + + — Εμπρός λοιπόν! έκραξαν οι απελεύθεροι. + +Ο Νέρων εστήριξε την μάχαιραν εις τον λαιμόν του. Αλλ' ώθει αυτήν με +χείρα δειλήν και έβλεπέ τις, ότι δεν θα ετόλμα ποτέ να βυθίση την +λεπίδα. Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα +εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών, +φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου. + + — Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος. + + — Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος. + +Και προσέθηκεν: + + — Α! πίστις! . . . . + +Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του. Από τον βαρύν τράχηλόν +του το υπομέλαν αίμα, παφλάζον, εξηκοντίζετο επί των ανθέων του +κήπου. Οι πόδες του εσπαράχθησαν επί του εδάφους και εξέπνευσε. + +Την επαύριον η πιστή Ακτή εκάλυψε το σώμα του με πολυτίμους οθόνας +και το έκαυσεν επί πυράς αρωμάτων. + +Ούτω παρήλθεν ο Νέρων, καθώς παρέρχεται η πλήμμυρα, η τρικυμία, το +πυρ, ο πόλεμος ή ο λοιμός . . . Και ούτω, μετά την εξαφάνισιν του +φρενοβλαβούς αυτού κακούργου, έκτοτε επί των υψωμάτων του Βατικανού +βασιλεύει της πόλεως και του δυτικού κόσμου ο ναός του Πέτρου. + +Όχι μακράν της αρχαίας Καπικινής Πύλης, υψούται σήμερον μικροσκοπικός +ναΐσκος μετά της ημισβέστου ταύτης επιγραφής: QUO VADIS DOMINE! + + + +ΤΕΛΟΣ + + + +Τυπογραφείον "Νομικής,, Π. Α. Βεργιανίτου Αθήναι, Πραξιτέλους 8 + + + +ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΑΙ + + + +Οι Γεωγραφικοί χάρται του ημετέρου Καταστήματος τυπωθέντες εις νέας +Εκδόσεις, διορθωμένας επί τη βάσει του περιφήμου Άτλαντος +Vidal-Lablache διακρίνονται διά την επιμεμελημένην χάραξιν, την +μεγάλην των ακρίβειαν και την καλήν ποιότητα του χάρτου. + +ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ υπό Ιωάν. Σαρρή. Νέος περιλαμβάνων τα νέα σύνορα του +Βασιλείου και όλην την στρατιωτικώς κατεχομένην ζώνην. Διηρημένος εις +νομούς και διοικήσεις. Σχ. μέγα. Έκδοσις 1921 εις δύο φύλλα επί +χάρτου αρίστης ποιότητος λιθογραφημένας εις 7 χρώματα. Δρ. 5. — + +ΕΛΛΗΝ. ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ. Νέος 1921 περιλαμβάνων τα νέα σύνορα των κρατών +Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Τουρκίας, Ελλάδος και Αλβανίας 3. — + +ΕΥΡΩΠΗΣ. Εγκριθείς υπό τον Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία +των μαθητών Σχ. 70 Χ 98, έκδ. νέα 1922 3. — + +ΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ. Σχεδιασθείς υπό Ιω. Σαρρή μετά των ονομασιών των +αρχαίων χωρών και πόλεων. Διηρημένος εις νομούς. Σχήμα 70Χ100 3. — + +ΑΣΙΑΣ. Εγκριθείς υπό του Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία των +μαθητών. Σχ. 64Χ85, έκδοσις νεωτάτη. 3. — + +ΑΦΡΙΚΗΣ Εγκριθείς υπό του Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία +των μαθητών. Σχήμα 60Χ81, έκδ. νέα 3. — + +ΑΜΕΡΙΚΗΣ. Εγκριθείς προς χρήσιν των μαθητών. Έκδοσις νέα με την +Βόρειον Αμερικήν διηρημένην εις τας αποτελούσας αυτήν πολιτείας 3. — + +ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ. Εγκριθείς υπό του Υπουρ. της Παιδείας προς χρήσιν των +μαθητών. Σχήμα 60Χ86, έκδ. νεωτάτη 3. — + +ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΩΝ. Ανατολικού και Δυτικού εις σχήμα 61X86 επί καλού χάρτου +εις νέαν έκδοσιν....... 3. — + +ΚΡΗΤΗΣ. Λεπτομερέστατος περιλαμβάνων εις μέγα σ. 57Χ86 την ελληνικήν +μεγαλόνησον μετά σχεδιαγράμματος του Λαβυρίνθου και των κυριωτέρων +πόλεων 3. — + +ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Περιλαμβάνων πλην της Μακεδονίας την Ήπειρον και +Ιλλυρίαν. Σχήμα 69Χ96 3. — + +ΙΤΑΛΙΑΣ. Αρχαίας και νέας μετά σχεδιαγράμματος της Αρχαίας Ρώμης υπό +Ιωάν. Σαρρή. Σχήμα 55Χ55 3. — + +ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΝΕΑ ΣΕΙΡΑ (ΠΡΑΣΙΝΑ ΒΙΒΛΙΑ) + + 1. Η Ζωή μου Δ. ΒΙΚΕΛΑ Δρ. 5. — + 2. Οι Μέλλοντες Στρατιώται Μ. ΠΑΟΥΕΛ » 2. — + 3. Η Αγωγή Ε. ΣΠΕΝΣΕΡ » 1.50 + 4. Τα Χημικά Λιπάσματα Ρ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ » 1.75 + 5. Χώραι και Λαοί της Ευρώπης Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ » 2. — + 6. Επιστολαί προς Πρωτοψάλτην Α. ΚΟΡΑΗ » 1.65 + 7. Εικόνες Αρχ.Έλλην.Ιστορίας (μετά κειμένου) » 1.75 \ + 8-10. Βυζάντιον και Βυζαντινός + 11. πολιτισμός τεύχη τρία ΕΣΣΕΛΙΓΓ » 2.20 + 12.Εγκόλπιον των Νέων τεύχ. Α' Α. ΒΕΝΕΔΕΤΉ » 0.80 + 13.Εγκόλπιον των Νέων » Β' Α. ΒΕΝΕΔΕΤΉ » 0.60 + 14. Γνώμαι ΑΔ. ΚΟΡΑΗ » 0.50 + 15. Στρατιωτικά Διηγήματα Ε. ΔΕ-ΑΜΙΤΣΗ » 0.80 + Τα πρώτα Βήματα της Ανθρωπότητος Α. + ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ » 2.00 + 16. Πολεμικά Διηγήματα (βραβευθέντα) » 1.40 + 17. Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη Α. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ » 1.00 + 18. Δύο εχθροί του Ανθρώπου + (Κώνωπες-Μυίαι) Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ » 0.60 + 19. Η Αρχαία Ελληνική Ποίησις Σ. Κ. Σ. » 0.60 + 20. Εκ των ποιητικών βιβλίων + της Παλαιάς Διαθήκης. Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ » 0.60 + 21. Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής γλώσσης Γ. + Ν. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ » 0.90 + 22. Το Άγιον Όρος Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ » 2.75 + 23. Ανέκδοτα του Πλουτάρχου Α' Χ. ΑΝΝΙΝΟΥ » 0.90 + 24. Μαργαριτάρια και Γουναρικά Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ » 0.70 + 25. Η Αγία Σοφία Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ » 2.25 + 26. Η Μ. Εβδομάς και το Πάσχα Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ » 0.75 + 27. Αστέρες Δ. ΑΙΓΙΝΗΤΟΥ » 1.65 + 28. Αξιώσεις Εργασίας Κεφαλαίου Κ. ΔΟΣΙΟΥ » 2.00 + 29. Μετέωρα Δ. ΑΙΓΙΝΗΤΟΥ » 3.40 + 3Ο. Ανέκδοτα του Πλουτάρχου Β' Χ. ΑΝΝΙΝΟΥ » 1.90 + 31. Αι Γυναίκες εις την Λαογραφίαν Σ. + ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ » 2.50 + +Αποστέλλονται ελεύθερα ταχυδρομικών εξόδων. Δια το εξωτερικόν +προστίθενται 30 — επί της τιμής εκάστου. + +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝ. Ν. ΣΙΔΕΡΗ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ + +Εξεδόθησαν: + + Αθάνα Γ. Πρωινό Ξεκίνημα 5. — + » Αγάπη στον Έπαχτο 4. — + Αννίνου Χ. Αττικαί Ημέραι 5. — + » Εδώ κ' Εκεί 4. — + Βιζυηνού Γ. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου 5. — + Γρυπάρη Ν. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες 5. — + Δάφνη Στ. Το Ανοιχτό Παράθυρο (ποιήματα) 5. — + Δροσίνη Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα) 5. — + » Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα) 5. — + » Αγροτικαί Επιστολαί 5. — + » Διηγήματα (των αγρών και της πόλεως) 5. — + » Το Βοτάνι της Αγάπης (διήγημα 5. — + Δημητρακοπούλου Π. Η Σιδηρά Διαθήκη (κοινωνική Φυσιολογία 6. — + Δουμά υιού Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα) 5. — + Λυκούδη Εμ Διηγήματα (1920) 5. — + » Το Σπιτάκι του Γιαλού 5. — + Μπάρετ Ο. Αι ημέραι του Νέρωνος 10. — + Μωραϊτίδου Α. Διηγήματα τόμοι 5, έκαστος 6. — + Παλαμά Κ. Διηγήματα (πεζά) 5. — + Παπαντωνίου Ζ. Τα Χελιδόνια (ποιήμ. για παιδιά τονισμένα)10. — + Πολέμη Ι. Σπασμένα Μάρμαρα (ποιήματα) 6. — + » Βασιληάς Ανήλιαγος 5. — + » Παληό Βιολί 5. — + Προβελεγγίου Α. Ο Φάουστ του Γκαίτε (εικονογραφημένον) 6. — + Σιδέρη Ι. Δάφνης. Γρατσιέλλα Λαμαρτίνου 5. — + Τανάγρα Αγγέλ. Οι Σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα) ?. — + » Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμικά διηγήματα) + » Μεγαλόχαρη (διήγημα) 5. — + » Μαύρες Πεταλούδες (διηγήματα) 4. — + Τσοκοπούλου Γ. Γυναίκες του Βυζαντίου 5. — + » Ξανθές! Μελαχροινές! 4. — + Φεγιέ Οκταβίου Ιστορία ενός πτωχού νέου 5. — + +Εξώφυλλον: Τύποις Ταρουσοπούλου + +*** + +1) Βαλανείον (ungtorium) ήτο θάλαμος εντός του οποίου οι λουόμενοι +ηλείφοντο μύρα μετά το λουτρόν. + +2) Ο Φαύνος ήτο θεός των αγρών. + +3) Σκυλευτήριον (=spoliarium) ήτο μέρος του αμφιθεάτρου, όπου +εσκύλευον τους πεσόντας μονομάχους ή απέσφαζον τους ημιθανείς. + +4) Σμινθεύς ελέγετο ο Απόλλων. + +5) (Επιτυμβίας Αφροδίτης). + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of Quo Vadis, by Henryk Sienkiewicz + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK QUO VADIS *** + +***** This file should be named 35560-0.txt or 35560-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + https://www.gutenberg.org/3/5/5/6/35560/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +https://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at https://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at https://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit https://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including including checks, online payments and credit card +donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + https://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/35560-0.zip b/35560-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7e3a3c7 --- /dev/null +++ b/35560-0.zip diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..9af4139 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #35560 (https://www.gutenberg.org/ebooks/35560) |
