summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--35560-0.txt13303
-rw-r--r--35560-0.zipbin0 -> 286996 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
5 files changed, 13319 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/35560-0.txt b/35560-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..5560c5f
--- /dev/null
+++ b/35560-0.txt
@@ -0,0 +1,13303 @@
+The Project Gutenberg EBook of Quo Vadis, by Henryk Sienkiewicz
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Quo Vadis
+ A narrative of the time of Nero
+
+Author: Henryk Sienkiewicz
+
+Release Date: March 12, 2011 [EBook #35560]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK QUO VADIS ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words
+have been included in &&. Words in italics have been included in _.
+Footnotes have been converted to endnotes.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
+Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&. Λέξεις με
+πλάγιους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε _. Οι υποσημειώσεις των
+σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΙΕΓΚΙΕΒΓΙΤΣ
+ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΩΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
+QUO VADIS?
+ΕΚΔΟΤΗΣ Ι. Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ ΑΘΗΝΑΙ 1922
+
+
+
+ΕΡΡΙΚΟΥ ΣΙΕΓΚΙΕΒΙΤΣ
+
+QUO VADIS
+(ΠΟΥ ΠΗΓΑΙΝΕΙΣ)
+ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΩΝΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
+
+ΠΛΗΡΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΜΕΤΑ ΠΟΛΛΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
+ΔΙΑΣΗΜΩΝ ΖΩΓΡΑΦΩΝ
+
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝΝΟΥ Ν. ΣΙΔΕΡΗ
+ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ 46 (Μέγαρον Αρσακείου)
+1922
+
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+Ο Πετρώνιος εξύπνησε περί την μεσημβρίαν και, κατά το σύνηθες, ήτο
+πολύ κουρασμένος. Την παραμονήν, εις τα ανάκτορα του Νέρωνος, είχε
+παρακαθήσει εις συμπόσιον . . . Από τινος χρόνου η υγεία του δεν ήτο
+τόσον καλή και αι αφυπνίσεις του ήσαν περισσότερον επίπονοι. Πάντοτε
+όμως το πρωινόν λουτρόν και μία καλή εντριβή επετάχυνον την νωθράν
+κυκλοφορίαν του αίματός του και ανεζωογόνουν τας δυνάμεις του τόσον
+πολύ, ώστε εξήρχετο από τον λουτρώνα ως ανανεωμένος με λάμποντας
+οφθαλμούς και τόσον γοητευτικός, ώστε ούτε αυτός ο Όθων θα ηδύνατο να
+συγκριθή με αυτόν. Όλη η Ρώμη τον ωνόμαζε «βασιλέα της κομψότητος».
+
+Την επομένην λοιπόν του συμποσίου εκείνου, κατά το οποίον είχε
+συζητήσει με τον Νέρωνα, τον Λουκιανόν και τον Σενέκαν περί του
+ζητήματος, εάν η γυνή έχη ψυχήν, ήτο εξηπλωμένος επί ανακλίντρου
+εντριβών σκεπασμένου με χιονόλευκον τάπητα εξ αιγυπτιακού βύσσου, δύο
+δε ρωμαλέοι υπηρέται του λουτρώνος, με χείρας βρεγμένας εις το έλαιον
+του εμάλασσον τους μυς. Με κλειστούς οφθαλμούς ανέμενεν όπως η
+θερμότης του ελαίου ομού με την θερμότητα των χειρών των εισδύση
+εντός του σώματός του και αποδιώξη την κούρασίν του.
+
+Τέλος ήνοιξε τους οφθαλμούς και του ανήγγειλαν ότι ήλθε να τον
+επισκεφθή ο Μάρκος Βινίκιος.
+
+Ο Πετρώνιος διέταξε να εισαγάγουν τον επισκέπτην εις τον θερμόν
+λουτρώνα, όπου μετ' ολίγον μετεφέρθη και αυτός. Ο Βινίκιος ήτο υιός
+της πρεσβυτέρας αδελφής του, νυμφευθείσης άλλοτε κάποιον Μάρκον
+Βινίκιον, πρόσωπον της υπατείας επί της εποχής του Τυβερίου.
+
+Ο νεαρός ανήρ υπηρέτει τώρα υπό τας διαταγάς του Κορβούλωνος,
+εκστρατεύσαντος εναντίον των Πάρθων, και, λήξαντος του πολέμου,
+επανήρχετο εις την Ρώμην. Ο Πετρώνιος ησθάνετο δι' αυτόν κάποιαν
+αγάπην, διότι ο Μάρκος ήτο νέος με ωραίαν διάπλασιν και με αθλητικόν
+σώμα, εγνώριζε δε να διατηρή κατά τας καλλιτέρας αισθητικάς την
+αβρότητα εκείνην, την οποίαν ο Πετρώνιος εθεώρει ανωτέραν του παντός.
+
+ — Χαίρε, Πετρώνιε, είπεν ο νεανίας. Είθε οι Θεοί να σου δωρήσουν
+πάσαν ευτυχίαν και ονομαστί η Ασκληπιάς και η Κύπρις!
+
+ — Καλώς ήλθες εις την Ρώμην και είθε να αναπαυθής μετά τον πόλεμον,
+απεκρίθη ο Πετρώνιος, αποσύρων την χείρα από τας πτυχάς του
+λεπτοϋφούς σκεπάσματός του. Τι νέα από την Αρμενίαν; Κατά την
+διαμονήν σου εν Ασία, επήγες διόλου μέχρι Βιθυνίας;
+
+Ο Πετρώνιος, περίφημος ήδη διά τον εκτεθηλυμένον χαρακτήρα του και
+την αγάπην του προς τας απολαύσεις, είχε χρηματίσει άλλοτε διοικητής
+της Βιθυνίας — διοικητής δραστήριος και δίκαιος. — Ανεμιμνήσκετο
+λοιπόν ευχαρίστως την εποχήν εκείνην.
+
+ — Επήγα εις την Ηράκλειαν, όπως εγείρω οχυρώματα μετά του
+Κορβούλωνος, απήντησεν ο Βινίκιος, και ήρχισε ν' ομιλή περί του
+πολέμου.
+
+ — Και ευτυχώς δεν προσεβλήθης από τα βέλη των Πάρθων, κατά τον
+πόλεμον αυτόν.
+
+ — Ναι· απήντησεν ο Βινίκιος, τα βέλη των Πάρθων δεν με επέτυχαν·
+επληγώθην όμως από εκείνα, που μου έρριψεν ο έρως όλως απροόπτως, εις
+μικράν απόστασιν από των πυλών της πόλεως.
+
+ — Μα τας λευκωλένους Χάριτας, θα μου διηγηθής την υπόθεσιν αυτήν!
+είπεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Ηρχόμην ακριβώς διά να σε συμβουλευθώ.
+
+Την ιδίαν στιγμήν εισήλθον θεράποντες και περιεστοίχισαν τον
+Πετρώνιον, έτοιμοι, να του προσφέρουν τας υπηρεσίας των διά το
+λουτρόν.
+
+Ο Βινίκιος, αφού ευρέθη εις τον λουτρώνα, έλαβε και αυτός θερμόν
+λουτρόν.
+
+Μετά το λουτρόν επέρασαν εις το βαλανείον (1) αλλ' εκεί η προσοχή
+του Βινικίου προσειλκύσθη από τας θαυμασίας δούλας. Δύο εξ αυτών,
+μαύραι, ήρχισαν να αλείφουν με ανατολικά αρώματα το σώμα του
+Πετρωνίου· άλλαι, Φρυγιαναί, επιτήδειαι εις την τέχνην της κωμμώσεως,
+εκράτουν εις τα εύστροφα χέρια των κάτοπτρον εκ χάλυβος και κτένια·
+δύο άλλαι, Ελληνίδες κόραι από την Κω, ανέμενον την στιγμήν, καθ' ην
+θα επτύχωναν εις αγαλματώδεις γραμμάς τας τηβέννους των κυρίων των.
+
+ — Μα τον νεφεληγερέτην Δία, είπεν ο Βινίκιος, τι εκλεκτή συλλογή!
+
+ — Προτιμώ την ποιότητα από την ποσότητα, απήντησεν ο Πετρώνιος.
+Ωραιότερα σώματα δεν θα εύρισκε κανείς ούτε εις του Χαλκοπώγωνος!
+
+Εις ταύτα ο Πετρώνιος προσέθεσε.
+
+Δεν είμαι τόσον εγωιστής, φίλε μου, ως ο Βάρσος, ούτε και τόσον
+αυστηρός, όσον ο Άουλος Πλαύτιος.
+
+Ο Βινίκιος εγείρων ζωηρώς την κεφαλήν ηρώτησε:
+
+ — Πώς ενεθυμήθης τον Άουλον Πλαύτιον; Εξεύρεις, ότι διά να κτυπήσω
+την χείρα εις τας πύλας της πόλεως, έμεινα εις την οικίαν του δέκα
+πέντε ημέρας; Εκεί, ένας εκ των δούλων του, ιατρός, ο Μερίων, με
+εθεράπευσε. Περί τούτου ακριβώς ήθελα να σου ομιλήσω.
+
+ — Αληθώς; Μη τυχόν ερωτεύθης την Πομπωνίαν;, . . . Σε οικτείρω. Ούτε
+νέα είνε ούτε ενάρετος! . . .
+
+ — Όχι την Πομπωνίαν, δυστυχώς!
+
+ — Ποίαν λοιπόν;
+
+ — Αν την εγνώριζον! . . . Αλλά δεν γνωρίζω καν ακριβώς το όνομά της:
+Λίγεια ή Γαλλίνα; Την ονομάζουν Λίγειαν διότι κατάγεται εκ της χώρας
+των Λιγείων, αλλά το βαρβαρικόν της όνομα είναι Γαλλίνα. Τι παράδοξος
+οικία αυτή του Πλαυτίου . . . Είναι πλήρης κόσμου και όμως έχει σιγήν
+ως τα άλση του Σουβιάκου. Επί δέκα ημέρας ηγνόουν ότι κατώκει εκεί
+μία θεά. Αλλά μίαν πρωίαν την διέκρινα εις τον κήπον, την είδον να
+λούεται εις μικράν δεξαμενήν, υπό τα δένδρα. Εσκέφθην ότι ο ανατέλλων
+ήλιος θα την διέλυεν έμπροσθέν μου όπως διαλύεται το λυκαυγές. Και
+σου το ορκίζομαι εις τον αφρόν, οπόθεν εγεννήθη η Αφροδίτη, ότι αι
+ακτίνες της αυγής έπαιζαν ανάμεσα εις το σώμα της. Την είδον πάλιν
+δύο φοράς, και από τότε δεν γνωρίζω πλέον την ησυχίαν. Δεν με
+ενδιαφέρει πλέον τι δύναται να μου δώση η πόλις. Δεν θέλω πλέον ούτε
+γυναίκας, ούτε χρυσόν, ούτε οίνον, ούτε συμπόσια . . . θέλω την
+Λίγειαν και μόνον. Πετρώνιε, η ψυχή μου φέρεται προς εκείνην, όπως
+επί του μωσαϊκού του λουτρώνος σου, το όνειρον πετά προς την
+Παϊζιτέιαν· Νύκτα και ημέραν, την επιθυμώ.
+
+ — Εάν είναι δούλη, αγόρασέ την.
+
+ — Δεν είναι δούλη.
+
+ — Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου;
+
+ — Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα.
+
+ — Τότε;
+
+ — Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα . . .
+
+ — Με εκπλήσσεις, Βινίκιε.
+
+ — Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά. Ίσως εγνώρισες τον Βάννιον,
+τον βασιλέα των Σουαβών, όστις εκδιωχθείς εκ της χώρας του, κατώκησεν
+επί μακρόν χρόνον εις την Ρώμην, όπου διεκρίθη διά την τύχην του εις
+το παιγνίδιον των αστραγάλων και την επιτηδειότητά του εις την
+αρματοδρομίαν. Ο Δρούσος τον αντικατέστησεν εις τον θρόνον. Ο Βάννιος
+εκυβέρνησε κατ' αρχάς αρκετά εντίμως και επεχείρησεν επιτυχή πόλεμον,
+βραδύτερον όμως ήρχισε να χρηματίζεται υπέρ το μέτρον, όχι μόνον από
+τους γείτονάς του, αλλά και από τους υπηκόους του, ούτως ώστε οι
+ανεψιοί του Βάγκιος και Σίδων, υιοί του Βαβιλίου, βασιλέως των
+Ερμαδούρων συνώμοσαν όπως τον εκθρονίσουν . . . και να δοκιμάσουν την
+τύχην εις τους αστραγάλους.
+
+ — Ενθυμούμαι· ήτο επί της εποχής του Κλαυδίου. Δεν απέχει πολύ η
+εποχή εκείνη.
+
+ — Μάλιστα. Ο πόλεμος εξερράγη. Ο Βάννιος εζήτησε βοήθειαν από τους
+Ιαζύγους, ενώ οι ανεψιοί του εξήγειραν τους Λίγειας. Ο Κλαύδιος δεν
+ηρέσκετο να αναμιγνύεται εις τας έριδας των βαρβάρων, έγραψεν όμως
+εις τον Ατήλιον Χίστερ, αρχηγόν της λεγεώνος του Δουνάβεως, να
+επιβλέπη προσεκτικώς τας διαφόρους φάσεις του πολέμου και να μη
+επιτρέψη την διατάραξιν της ειρήνης της χώρας μας. Ο Χίστερ απήτησε
+τότε από τους Λίγειας την υπόσχεσιν ότι δεν θα διαβώσι τα σύνορα. Οι
+Λίγειες όχι μόνον υπεσχέθησαν τούτο, αλλ' έδωσαν και ομήρους, μεταξύ
+των οποίων την σύζυγον και την θυγατέρα του αρχηγού των. Δεν αγνοείς
+ότι κατά τον πόλεμον οι βάρβαροι σύρουν μαζί των γυναίκας και παιδία.
+. . . Η Λίγειά μου λοιπόν είνε η κόρη του αρχηγού των Λιγείων.
+
+ — Πόθεν γνωρίζεις πάντα ταύτα;
+
+ — Ο ίδιος Άουλος Πλαύτιος μου τα αφηγήθη. Οι Λίγυες αληθώς δεν
+διήλθον τότε τα σύνορα. Ενίκησαν τους Σουαβούς του Βαννίου και τους
+Ιαζύγους, αλλ' ο βασιλεύς απωλέσθη. Και απεσύρθησαν με την λείαν των,
+αφήσαντες και τους ομήρους των, την Λίγειαν δηλ. και την μητέρα της,
+Η μήτηρ μετ' ολίγον απέθανε. Διά να απαλλαγή του τέκνου ο Χίστερ,
+έπεμψεν αυτό προς τον διοικητήν της Γερμανίας Πομπώνιον. Ούτος μετά
+την λήξιν του πολέμου κατά των Γάττων επέστρεψεν εις Ρώμην, έφερε δε
+μαζί του και την Λίγειαν, την οποίαν ενεπιστεύθη εις την αδελφήν του
+Πομπωνίαν Γραικίναν, την σύζυγον του Πλαυτίου. Εις τον οίκον αυτόν
+όπου τα πάντα είναι ενάρετα, από των οικοδεσποτών μέχρι των
+πουλερικών, η Λίγεια ανεπτύχθη και αυτή τόσον ενάρετος, όσον η
+Γραικίνα, και τόσον ωραία, ώστε πλησίον της η Ποππέα φαίνεται σαν
+φθινοπωρινόν σύκον πλησίον ενός μήλου των Εσπερίδων,
+
+ — Λοιπόν;
+
+ — Σου το επαναλαμβάνω, αφ' ης στιγμής είδον το φως να παίζη ανάμεσα
+εις το σώμα της, την ηγάπησα.
+
+ — Είναι λοιπόν τόσον διαφανής;
+
+ — Μη αστειεύεσαι, Πετρώνιε, σε παρακαλώ, υποφέρω διά την Λίγειαν.
+Θέλω οι βραχίονές μου να την σφίξουν. Θέλω να αναπνέω την αναπνοήν
+της. Εάν ήτο δούλη, θα έδιδον δι' αυτήν εις τον Άουλον εκατόν
+νεανίδας.
+
+ — Δεν είναι δούλη, αλλ' αποτελεί μέλος της οικογενείας του Πλαυτίου·
+και επειδή είναι κόρη έρημος, δικαιούται κανείς να την θεωρήση ως
+αδέσποτον, και ο Πλαύτιος δύναται να σου την παραχωρήση αν θέλη.
+
+ — Φαίνεται ως να μη γνωρίζης την Πομπωνίαν Γραικίναν. Αμφότεροι
+άλλως τε την αγαπούν ως να ήτο τέκνον των.
+
+ — Γνωρίζω τον Άουλον Πλαύτιον, όστις, αν και μέμφεται τον τρόπον της
+ζωής μου, έχει συμπάθειαν προς εμέ. Γνωρίζει ότι δεν υπήρξα ποτέ
+καταδότης, όπως παραδείγματος χάριν ο Δομίτιος Άτερ, ο Τιγελλίνος,
+όλη η συμμορία των φίλων του Αενοβάρβου. Εάν νομίζης ότι είμαι
+κατάλληλος να επιτύχω τι από τον Άουλον, σου προσφέρω τας
+εκδουλεύσεις μου.
+
+ — Έχεις επιρροήν επ' αυτού· επί πλέον το πνεύμα σου είνε
+ανεξάντλητον εις σχέδια . . . Ναι . . . εάν έκαμες λόγον εις τον
+Πλαύτιον;. .
+
+ — Μεγαλοποιείς την επιρροήν μου και την ευφυίαν μου, αλλ' έστω, θα
+υπάγω να ομιλήσω εις τον Πλαύτιον ευθύς ως επιστρέψη εις Ρώμην.
+
+ — Επανήλθε προ δύο ημερών. .
+
+ — Εν τοιαύτη περιπτώσει ας μεταβώμεν εις το τρίκλινον (τραπεζαρίαν)
+όπου μας περιμένει το πρόγευμα, και αφού αναλάβωμεν δυνάμεις, θα
+μεταβώμεν εις του Πλαυτίου.
+
+ — Πάντοτε μου ήσο προσφιλέστατος, Πετρώνιε, τώρα όμως θα τοποθετήσω
+εν τω μέσω των εφεστίων θεών μου το άγαλμά σου, άγαλμα τόσον ωραίον
+όσον αυτά εδώ, και θα του προσφέρω θυσίας, είπεν ο Βινίκιος, δεικνύων
+ένα Ερμήν με το κηρύκειον, όστις είχε την σωματικήν διάπλασιν του
+Πετρωνίου.
+
+Και εν τη επιφωνήσει ταύτη υπήρχε τόση ειλικρίνεια, όση και κολακεία.
+Τω όντι ο Πετρώνιος, αν και μεγαλείτερος την ηλικίαν και ολιγώτερον
+αθλητικός το σώμα, ήτο ωραιότερος του Βινικίου.
+
+Η Ρώμη εθαύμαζε τον «βασιλέα της κομψότητος» όχι μόνον διά το λεπτόν
+πνεύμα του, αλλά και διά το αρμονικόν σώμα του. Ο θαυμασμός ούτος
+απεικονίζετο και επί των χαρακτηριστικών των δύο εκ Κω νεανίδων,
+αίτινες διηυθέτουν την στιγμήν εκείνην τας πτυχάς της τηβέννου του
+και εκ των οποίων η μία, η Ευνίκη, τον εκύτταζεν εις τους οφθαλμούς
+ταπεινή και γοητευμένη. Αλλ' αυτός δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την
+συγκίνησιν ταύτην.
+
+Και θέσας τον βραχίονα επί του ώμου του Βινικίου ο Πετρώνιος έσυρεν
+αυτόν εις το τρίκλινον.
+
+Μετ' ολίγον εις το βαλανείον έμεινε μόνη η Ευνίκη. Εις μίαν στιγμήν,
+με την κεφαλήν σκυμμένην, η Ευνίκη ήκουσε τας απομακρυνομένας φωνάς,
+έπειτα έλαβε το εξ αμβάρεως ελεφαντόδοντος κάθισμα, εφ' ού εκάθητο
+προηγουμένως ο Πετρώνιος, και το έφερε προ του αγάλματος του κυρίου
+της. Ορθία επί του καθίσματος, με την χρυσίζουσαν κόμην της πίπτουσαν
+κυματοειδώς επί των ώμων της περιεπτύχθη με τους βραχίονάς της τον
+λαιμόν του αγάλματος και συγχρόνως τα πυρέσσοντα χείλη της ηνώθησαν
+με τα κατάψυχρα χείλη του μαρμαρίνου ομοιώματος του Πετρωνίου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+Οι δύο φίλοι ανέβησαν εις το φορείον και διέταξαν να τους φέρωσιν εις
+την Κώμην Πατρίκιος, εις την οικίαν του Αούλου.
+
+Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να
+περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως.
+
+Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν,
+προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την
+οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.
+
+ — Σκέπτομαι, είπεν, εάν η νύμφη σου δεν είναι αργυρώνητος ποίος την
+εμποδίζει να καταλίπη την στέγην του Πλαυτίου και να έλθη μαζί σου;
+Θα την χορτάσης με έρωτα και με πλούτη καθώς έκαμα εγώ διά την
+θεσπεσίαν μου Χρυσόθεμιν.
+
+Ο Βινίκιος έσεισε την κεφαλήν.
+
+ — Όχι; . . . ηρώτησεν ο Πετρώνιος. Το κάτω κάτω, η υπόθεσις δυνατόν
+να υποβληθή εις τον αυτοκράτορα, και διά της επιρροής μου ο
+Χαλκοπώγων μας θα σου φανή χρήσιμος.
+
+ — Δεν γνωρίζεις την Λίγειαν, απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Της ωμίλησες ποτέ σου, Βινίκιε; Της εξωμολογήθης τον έρωτά σου;
+
+ — Την είδα να λούεται, καθώς σου είπα· έπειτα την συνήντησα άλλας
+δύο φοράς. Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον
+θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον
+καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν
+τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την
+Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον.
+Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της
+δεξαμενής. Επότιζε τους ανθώνας. Και τα γόνατά μου, μα την ασπίδα του
+Ηρακλέους, σου λέγω, δεν έτρεμον όταν στίφη Πάρθων ολολύζοντα μας
+περιεκύκλουν, έτρεμον όμως πλησίον της δεξαμενής εκείνης.
+Τεταραγμένος ως παιδίον, επί πολλήν ώραν δεν ηδυνήθην να προφέρω
+λέξιν μόνον οι οφθαλμοί μου την εκύτταζον ικετευτικώς.
+
+Ο Πετρώνιος τον παρετήρει με κάποιον φθόνον.
+
+ — Έκαμες λόγον εις την δασόβιον νύμφην σου; Της ωμολόγησες τον έρωτά
+σου;
+
+
+ — Ναι! Την στιγμήν, καθ' ην έμελλον να καταλίπω την φιλόξενον ταύτην
+οικίαν, της είπον ότι εκεί ο πόνος ήτο ηδύτερος παρ' όσον αι ηδοναί
+εις οιονδήποτε άλλο μέρος, η νόσος ήτο γλυκυτέρα εκεί παρ' όσον η
+υγεία αλλού. Εκείνη ήκουε τους λόγους μου τεταραγμένη και με την
+κεφαλήν προς τα κάτω, χαράττουσα συγχρόνως μερικάς γραμμάς διά
+καλάμου επί της άμμου. Έπειτα ύψωσε τους οφθαλμούς, τους εχαμήλωσε
+πάλιν επί των σημείων, τα οποία είχε χαράξει, τους επανέφερεν επ'
+εμού ως εάν ήθελε να μου απευθύνη ερώτησιν και έφυγεν αιφνηδίως ως
+μία Αμαδρυάς νύμφη τρεπομένη εις φυγήν επί τη θέα αγροίκου Φαύνου
+(2).
+
+ — Τι άραγε εχάραξεν επί της άμμου; Μη τυχόν το όνομα του έρωτος;
+Μήπως μίαν καρδίαν διάτρητον από βέλος; Δεν αγνοώ ότι εν Ρώμη, ως εν
+Ελλάδι, αι νεάνιδες χαράττουσιν επί της άμμου ομολογίας, τας οποίας
+το στόμα των διστάζει να εκφέρη. Μάντευσε τι είχε χαράξει.
+
+ — Ένα ιχθύν.
+
+ — Τι είπες;
+
+ — Είπα: ένα ιχθύν. Τούτο μήπως εσήμαινεν ότι παγωμένον αίμα ρέει
+ακόμη εις τας φλέβας της; Δεν ηξεύρω τίποτε. Αλλά συ, Πετρώνιέ μου,
+εξήγησε το σημείον τούτο.
+
+ — Φίλτατε, πρέπει να ερωτήσωμεν τον Πλίνιον. Είναι εντριβής περί
+τους ιχθύς.
+
+Η συνδιάλεξις διεκόπη εδώ, διότι το φορείον διήρχετο τώρα τας
+θορυβώδεις οδούς, και μετ' ολίγον διά της οδού Απόλλωνος έφθασαν εις
+την αγοράν.
+
+Πλήθη λαού περιεπάτουν υπό τας αψίδας της Βασιλικής του Ιουλίου
+Καίσαρος, πλήθη εκάθηντο επί των βαθμίδων του ναού του Κάστορος και
+Πολυδεύκους ή περιήρχοντο το μικρόν ιερόν της Εστίας, ομοιάζοντα με
+τον διάκοσμον των μαρμάρων, με πολύχρωμα σμήνη πεταλουδών και
+κανθάρων. Εκ του επάνω μέρους, διά των τεραστίων βαθμίδων του ναού
+του αφιερωμένου εις τον Δία — _Jovi optimo maximo_ συνέρρεον νέα
+πλήθη. Έμποροι επώλουν μεγαλοφώνως οπώρας, οίνον και ύδωρ
+αναμεμιγμένον με χυμόν σύκων. Αγύρται διελάλουν την αξίαν των
+φαρμάκων των· μάντεις, ανευρεταί κεκρυμμένων θησαυρών και
+ονειροκρίται εξεθείαζον την τέχνην των. Οι όμιλοι παρεμέριζον προ των
+φορείων· ωραία πρόσωπα γυναικών διεκρίνοντο εντός αυτών ή και
+ηλλοιωμένα εκ της ζωής, προσωπίδες ιπποτών και γερουσιαστών. Ενίοτε
+ουλαμοί στρατιωτών ή νυχτοφυλάκων διεσχιζον με βήμα ρυθμικόν τας υπέρ
+το δέον θορυβώδεις συγκεντρώσεις. Η Ελληνική γλώσσα αντήχει
+πανταχόθεν συχνή, όσον και η Λατινική.
+
+Ο Βινίκιος, όστις δεν είχεν επανίδει την πόλιν από μακρού χρόνου
+παρετήρει μετά περιεργείας την Ρωμαϊκήν αγοράν, ήτις εξείχε του
+κύματος των λαών και την οποίαν το κύμα τούτο κατέκλυζεν.
+
+ — Η κοιτίς των Ρωμαίων χωρίς Ρωμαίους, είπεν ο Πετρώνιος, όστις είχε
+μαντεύσει την σκέψιν του συντρόφου του. Πράγματι, το ρωμαϊκόν
+στοιχείον σχεδόν εξηφανίζετο εις τον συρφετόν εκείνον.
+
+Υπήρχον εκεί Έλληνες από την Ελλάδα, επικρατούντες εν τη πόλει εξ
+ίσου με τους Ρωμαίους, λόγω της τέχνης, της επιστήμης και της
+πανουργίας της ελληνικής, και Έλληνες των νήσων και της Μικράς Ασίας
+και της Αιγύπτου και της Ιταλίας.
+
+Ο Πετρώνιος ήτο γνωστός εις όλον το πλήθος το όποιον τον ηγάπα και
+τον επευφήμει.
+
+Προ του βιβλιοπωλείου του Αβιβανού το φορείον εστάθη. Ο Πετρώνιος
+κατέβη και ηγόρασε κομψόν χειρόγραφον και το ενεχείρισεν εις τον
+Βινίκιον.
+
+ — Σου το δωρίζω τω είπεν.
+
+Ευχαριστώ, απήντησεν ο Βινίκιος παρατηρών τον τίτλον: Το «Σατυρικόν»;
+Είναι νέον; Τίνος είναι;
+
+ — Ιδικόν μου. Αλλά κανείς δεν το γνωρίζει και συ μη λέγης εις κανένα
+τίποτε περί αυτού.
+
+ — Μου έλεγες ότι δεν κάμνεις στίχους, είπεν ο Βινίκιος, και βλέπω
+εδώ πλείστους στίχους εναλλασομένους με πεζόν λόγον.
+
+ — Όταν το αναγνώσης, σου συνιστώ να επιστήσης την προσοχήν σου εις
+το συμπόσιον του Τριμαλκίωνος. Όσον διά τους στίχους τους αηδίασα,
+αφ' ότου ο Νέρων ήρχισε να διαπράττη ποιήματα.
+
+Το φορείον εστάθη προ της οικίας του χρυσοχοείου του Ιδομενέως, όπου
+ο Πετρώνιος κατήλθεν επ' ολίγον, ανήλθε δε πάλιν και διηυθύνθησαν
+προς την οικίαν του Αούλου.
+
+Είς νεαρός και στιβαρός θυρωρός τους ήνοιξε την θύραν, την άγουσαν
+εις το όστιον (δεύτερον πρόδομον), ενώ μία κίσσα εκ του κλωβού της
+τους υπεδέχετο θορυβωδώς διά της κραυγής: Salve (χαίρε).
+
+Ενώ μετέβαινον από το Όστιον εις το Άτριον (αντιθάλαμον), ο Βινίκιος
+ηρώτησε:
+
+ — Παρετήρησες ότι ο θυρωρός δεν φέρει αλύσεις;
+
+ — Είναι περίεργος οικία, απήντησε χαμηλή τη φωνή ο Πετρώνιος.
+Βεβαίως θα ήκουσες να λέγουν ότι η Πομπονία Γραικίνα ήγειρεν υπονοίας
+ότι είνε μύστις ανατολικών δοξασιών βασιζομένων επί της λατρείας
+κάποιου _Χριστού_.
+
+ — Βραδύτερον θα σου είπω τι έχω ακούσει και ιδή εδώ μέσα.
+
+Ευρίσκοντο εις το άτριον. Ο δούλος ο τεταγμένος εις την φύλαξιν αυτού
+έστειλε τον ονοματοκλήτορα ν' αναγγείλη τους επισκέπτας, συγχρόνως δε
+άλλοι δούλοι τους παρουσίασαν καθίσματα και ετοποθέτησαν μικρά
+σκαμνία υπό τους πόδας των.
+
+Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν
+επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει
+λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα,
+φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως.
+
+Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το
+άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.
+
+Ήτο ανήρ κλίνων ήδη προς το γήρας, αλλ' εύρωστος και του οποίου το
+ζωηρόν πρόσωπον, καίτοι ολίγον μικρόν, ήτο μάλλον σιμόν. Την στιγμήν
+εκείνην η όψις του εξέφραζεν έκπληξη και κάποιαν ανησυχίαν διά την
+ασυνήθη παρουσίαν του φίλου του συντρόφου και του εμπίστου του
+Νέρωνος.
+
+Ο Πετρώνιος εγνώριζε πολύ καλά τον κόσμον και ήτο αρκετά έξυπνος,
+ώστε να αντιληφθή τούτο· δι' ό μετά τους πρώτους χαιρετισμούς εξήγησε
+την παρουσίαν του με όλην την ετυμότητα και όλην την προθυμίαν του,
+είπεν ότι ήρχετο να ευχαριστήση τον Πλαύτιον διά τας περιποιήσεις,
+τας οποίας ο ανεψιός του είχε λάβει εις την οικίαν ταύτην και ότι
+ήλθε εξ ευγνωμοσύνης και μόνον, ενθαρρυνθείς εκ των παλαιών των
+σχέσεων.
+
+ — Καλώς ήλθες, είπεν ο Πλαύτιος. Αλλ' εγώ μάλλον σου οφείλω πιθανώς
+ευγνωμοσύνην, αν και δεν υποπτεύεις το αίτιον.
+
+Ο Πετρώνιος μάτην ύψωσε τους λεπτοκαρυόχρους οφθαλμούς του και
+προσεπάθει να ενθυμηθή. Δεν εμάντευε τίποτε.
+
+ — Αγαπώ, επανέλαβεν ο Άουλος, και εκτιμώ πολύ τον Βεσπασιανόν, του
+οποίου έσωσες την ζωήν, την ημέραν καθ' ην είχε το ατύχημα ν'
+αποκοιμηθή ακούων τους στίχους του Καίσαρος.
+
+ — Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους
+ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να
+τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός
+εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του.
+
+ — Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα;
+
+ — Καθόλου· του παρέστησα ότι, αν ο Ορφεύς ηδύνατο με το άσμα του ν'
+αποκοιμίζη τα άγρια θηρία, ο θρίαμβος θα ήτο μεγαλείτερος δι' αυτόν,
+εάν κατορθώνη να αποκοιμήση τον Βεσπασιανόν.
+
+Έπειτα ο Πετρώνιος ήλλαξεν ομιλίαν· επεδόθη εις το να εκθειάζη την
+κατοικίαν του Πλαυτίου και την καλαισθησίαν, ήτις επεκράτει εις
+αυτήν.
+
+ — Είνε παλαιά οικία, υπέλαβεν ο Πλαύτιος, δεν ήλλαξα τίποτε αφ' ότου
+την εκληρονόμησα.
+
+Αφού απεσύρθη το παραπέτασμα, το χωρίζον το άτριον από το
+γραμματοφυλάκιον, η οικία έμεινεν ανοικτή από το έν άκρον έως το άλλο
+και διά μέσου του γραμματοφυλακίου, διά μέσου του τελευταίου
+περιστύλου της παρακειμένης αιθούσης, το βλέμμα εισέδυε μέχρι του
+κήπου, ο οποίος εφαίνετο ως φωτεινή εικών εντός σκιερού πλαισίου. Οι
+φαιδροί γέλωτες ενός παιδίου ηκούοντο εκείθεν μέχρι του μεγάρου.
+
+ — Α! άρχων, είπεν ο Πετρώνιος επίτρεψόν μας ν' ακούσωμεν εγγύτερον
+τον ειλικρινή τούτον γέλωτα, τον γέλωτα τον τόσον σπάνιον σήμερον.
+
+ — Ευχαρίστως, απήντησεν εγειρόμενος ο Πλαύτιος· είναι ο μικρός μου
+Άουλος και η Λίγεια παίζοντες την σφαίραν. Αλλά νομίζω, Πετρώνιε, ότι
+αι ημέραι σου παρέρχονται με διαρκή γέλωτα.
+
+ — Ο βίος είναι γελοίος, και εγώ γελώ, επεκρίθη ο Πετρώνιος, αλλ' εδώ
+ο γέλως έχει άλλον ήχον.
+
+Ούτω συνδιαλεγόμενοι ηγέρθησαν και διέτρεξαν την οικίαν καθ' όλον το
+μήκος της και έφθασαν εις τον κήπον.
+
+Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα γοργόν επί της Λιγείας. Ο μικρός Άουλος
+έτρεξε να χαιρετίση τον Βινίκιον, όστις προχωρήσας υπεκλίθη προ της
+περικαλλούς κόρης, ήτις εστάθη ακίνητος, κρατούσα την σφαίραν εις την
+χείρα, με την μαύρην της κόμην ολίγον άτακτον, πνευστιώσα ολίγον και
+με ροδαλάς παρειάς.
+
+Αλλ' εις τον κήπον, εις το τρίκλινον το σύσκιον εκ κισσού, εξ
+αναδενδράδων και αιγοκλήματος εκάθητο η Πομπονία Γραικίνα. Προσήλθον
+να την χαιρετήσωσιν. Ο Πετρώνιος την ανεγνώρισε, διότι την είχεν ίδη
+εις την οικίαν της Αντιστίας, θυγατρός του Ρουβιλλίου Πλαύτου, ως και
+εις τας οικίας του Σενέκα και του Πολλιώνος.
+
+Μετά τους χαιρετισμούς και τας ευχαριστίας εξέφρασε λύπην ότι η
+Πομπονία τόσον σπανίως εφαίνετο, ότι δεν την συνήντα τις ούτε εις το
+ιπποδρόμιον, ούτε εις το αμφιθέατρον, εις ταύτα δε εκείνη απήντησεν
+ήρεμος και θέτουσα την χείρα επί της χειρός του συζύγου της:
+«Γηράσκομεν και οι δύο, αγαπώμεν επί μάλλον την οικιακήν εστίαν».
+
+Ο μικρός Άουλος, όστις κατά την ξενίαν του Βινικίου είχε συνάψει
+φιλίαν μαζύ του, τον εκάλεσε να παίξουν την σφαίραν. Κατόπιν του
+παιδίου, η Λίγεια είχεν εισέλθη εις το τρίκλινον. Υπό το φύλλωμα του
+κισσού με μικράς αναλαμπάς εις το πρόσωπον, η Λίγεια εφάνη εις τον
+Πετρώνιον ωραιοτέρα ή εις το πρώτον βλέμμα, και ως πραγματική νύμφη.
+Και επειδή δεν της είχεν απευθύνει ακόμη τον λόγον, ηγέρθη και
+υπεκλίθη ενώπιόν της και είπε τα έπη με τα οποία ο Οδυσσεύς
+εχαιρέτησε την Ναυσικάν, _«Γονούμαί σε . . . θεά ή θνηνή . . . Ει δε συ
+έσει θνητών επιχθονίων, τρισμάκαρές τοι πατήρ και πότνια μήτηρ,
+τρισμάκαρες δε και κασίγνητοι . . .»_
+
+Και αυτή η Πομπονία ησθάνθη την ευφυά φιλοφροσύνην του ματαιοδόξου
+εκείνου. Όσον αφορά την Λίγειαν, αύτη ήκουε εντρεπομένη και ροδαλή,
+ταπεινούσα τους οφθαλμούς. Αλλά μετ' ολίγον πονηρόν μειδίαμα εφάνη
+εις την γωνίαν των χειλέων της. Κάποιος δισταγμός έκαμε να πάλλωσιν
+ηρέμα τα θελκτικά χαρακτηριστικά του προσώπου της· και απήντησε διά
+των λόγων της Ναυσικάς, προφέρουσα αυτούς απνευστί και σχεδόν ως
+μάθημα το όποιον είχεν αποστηθίσει: _«Ξένε, ου συ δοκείς αβληχρού
+γένους ανήρ ουδέ νόου . . .»_
+
+Έπειτα έφυγεν ως πτηνόν εξαφνισμένον και περίφοβον.
+
+Τώρα ήλθεν η σειρά του Πετρωνίου να εκπλαγή· δεν επερίμενε ποτέ να
+ακούση στίχον του Ομήρου εξερχόμενον από το στόμα κόρης, της οποίας ο
+Βινίκιος του είχε διηγηθή την εκ βαρβάρων καταγωγήν.
+
+Παρετήρησε λοιπόν την Πομπονίαν με ύφος ερωτηματικόν, αλλ' αυτή
+εμειδία βλέπουσα την υπερηφάνειαν, ήτις έλαμπεν εις το πρόσωπον του
+συζύγου της.
+
+Με όλας τας προλήψεις του ως αρχαίου Ρωμαίου, αίτινες τον υπεχρέουν
+να κεραυνοβολή την Ελληνικήν γλώσσαν και την διάδοσίν της, ο Άουλος
+εσεμνύνετο, διότι ο άνθρωπος εκείνος, ο τόσον ανεπτυγμένος, ο τόσον
+λόγιος, εύρεν εις την οικίαν του κάποιον ικανόν να του απαντήση εις
+την αυτήν γλώσσαν και με στίχους του Ομήρου.
+
+ — Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον
+Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια
+παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα.
+
+Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του
+αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός
+αυτού.
+
+Ο Βινίκιος με απλούν χιτώνα έρριπτε την σφαίραν την οποίαν ηγωνίζετο
+να συλλάβη, ελαφρώς κυρτήν, η Λίγεια. Η νεάνις κατ' αρχάς εφάνη
+ολίγον αδύνατος εις τον Πετρώνιον, αλλά θεωμένη εις την στάσιν αυτήν,
+μέσα εις την λαμπρότητα του κήπου, εφαίνετο ως η ζωντανή εικών της
+Αυγής, Ω! το ροδαλόν εκείνο και διαφανές πρόσωπον, οι γαλανοί
+οφθαλμοί, η λευκότης του αλαβαστρίνου μετώπου και τα κατάμαυρα μαλλιά
+με τας αμβαροειδείς και χαλκόχροας αναλαμπάς, και όλον το εύκαμπτον,
+το ευκίνητον εκείνο σώμα, το νεανικόν με μίαν νεότητα νέου Μαΐου και
+άνθους προσφάτως ανοιγέντος!
+
+Έπειτα στραφείς προς την Πομπονίαν Γραικίναν, είπε:
+
+ — Εννοώ τώρα, Δέσποινα, διατί ενώπιον των δύο τούτων πλασμάτων
+προτιμάς από τας εορτάς του ιπποδρομίου και του Παλατίνου την οικίαν
+σας.
+
+ — Ναι, απήντησεν εκείνη, έχουσα τους οφθαλμούς εστραμμένους προς τον
+μικρόν Άουλον και την Λίγειαν.
+
+Εν τω μεταξύ ετελείωσαν το παιγνίδιον της σφαίρας, και αφού
+περιεπάτησαν ολίγον, εκάθησαν επί τινος βάθρου παρά το μικρόν
+ιχθυοτροφείον.
+
+Αλλά μετ' ολίγον ηγέρθη το παιδίον διά να υπάγη προς αλιείαν.
+
+Και ο Βινίκιος ήρχισε συνδιάλεξιν με την Λίγειαν.
+
+ — Ναι, έλεγε με χαμηλήν φωνήν και τρομώδη, μόλις είχον αποβάλει την
+παιδικήν εσθήτα, με έστειλαν εις τας λεγεώνας της Ασίας. Δεν ηδυνήθην
+να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων
+εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία
+συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι
+υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν
+εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την
+δώση. Την ταύτην οι θεοί οι ίδιοι την ζητούν· και εγώ, Λίγεια, όστις
+μέχρι τούδε δεν εγνώρισα τον έρωτα, θέλω να βαδίσω εις τα ίχνη του
+και ζητώ ομοίως εκείνην, ήτις θα δυνηθή να μου δώση την ευτυχίαν . . .
+
+Εκείνη, ήκουεν, όπως θα ήκουε τον ήχον αυλού ελληνικού ή κιθάρας,
+μουσικήν αλλόκοτον ήτις εισεχώρει εις τα ώτα της, έφλεγε το αίμα της
+και επλήρου την καρδίαν της με αδυναμίαν, με φόβον ως και με υπερφυά
+χαράν.
+
+Η Λίγεια ύψωσε προς τον Βινίκιον τα βλέμματά της ως να εξύπνα εξ
+ονείρου.
+
+Και ως τον είδε κύπτοντα προς αυτήν, με το βλέμμα πλήρες ικεσίας, της
+εφάνη ωραιότερος όλων των ανδρών και όλων των θεών, των οποίων τα
+αγάλματα έβλεπεν εις τας μετώπας των ναών.
+
+Εκείνος έλαβεν ηρέμα την χείρα της άνωθεν του καρπού και ηρώτησε:
+
+ — Δεν μαντεύεις, Λίγεια, διατί ομιλώ ούτω προς σε;
+
+ — Όχι, εψιθύρισεν εκείνη τόσον χαμηλά, ώστε ο Βινίκιος μόλις την
+ήκουσεν.
+
+Αλλά δεν την επίστευσε και σφίγγων σφοδρότερον τον βραχίονά της, θα
+την έσυρε προς την καρδίαν του, αν εις την ατραπόν την μυρτοφύτευτον
+δεν ενεφανίζετο ο γέρων Άουλος, όστις πλησιάσας τοις είπεν:
+
+ — Ο ήλιος χαμηλώνει, φυλαχθήτε από την δρόσον την εσπερινήν και μη
+το παρακάμνετε.
+
+ — Έρριψα επί των ώμων μου την τήβεννόν μου, απήντησεν ο Βινίκιος,
+και δεν κρυόνω.
+
+Ο Πετρώνιος, καθήμενος πλησίον της Πομπονίας, ευχαριστείτο εις το
+θέαμα του δύοντος ηλίου, του κήπου και των ανθρωπίνων μορφών, των
+χρυσιζομένων από την λάμψιν του μεγάλου φωστήρος. Η γαλήνη της
+εσπέρας περιέβαλλε τους ανθρώπους, τα δένδρα, όλον τον κήπον.
+
+Ο Πετρώνιος εξεπλάγη εκ της γαλήνης ταύτης. Επί του προσώπου της
+Πομπονίας, του γηραιού Αούλου, του υιού των και της Λιγείας,
+παρετήρησε κάτι το οποίον δεν ήτο συνειθισμένος να βλέπη εις τα
+πρόσωπα, μεθ' ων συνανεστρέφετο κατά τας νύκτας· ησθάνθη ότι μία
+φαεινή αιθρία εκπηγάζουσα εκ της καθημερινής ζωής των περιέβαλλε τους
+ενοίκους της οικίας εκείνης και ότι ήτο δυνατόν να υπήρχε καλλονή και
+θέλγητρον, τα οποία αυτός ο αείποτε θηρεύων θέλγητρα και καλλονήν
+ποτέ δε είχε γνωρίση. Δεν ηδυνήθη να κρατήση διά τον εαυτόν του τη
+εντύπωσιν ταύτην και στραφείς προς την Πομπονίαν είπε:
+
+ — Πόσον ο κόσμος εις σας είναι διαφορετικός από εκείνον το οποίον
+κυβερνά ο ιδικός μας Νέρων!
+
+ — Εκείνη ύψωσε το λεπτοφυές πρόσωπόν της προς την λάμψιν του
+λυκόφωτος και απήντησε με απλότητα:
+
+ — Δεν κυβερνά τον κόσμον ο Νέρων, αλλ' ο Θεός.
+
+Επήλθε μικρά σιγή.
+
+Ηκούσθησαν εις τον διάδρομον τα βήματα του γέροντος Αούλου, του
+Βινικίου, της Λιγείας και του μικρού Αούλου· αλλά πριν φθάση εκεί η
+ομάς, ο Πετρώνιος ηρώτησε πάλιν:
+
+ — Πιστεύεις λοιπόν εις τους θεούς, Πομπονία;
+
+ — Πιστεύω εις τον Θεόν, όστις είναι είς, Δίκαιος και Παντοδύναμος!
+απήντησεν αύτη.
+
+ — Πιστεύει εις ένα Θεόν, όστις είναι δίκαιος και παντοδύναμος,
+επανέλαβεν ο Πετρώνιος, όταν ευρέθησαν και πάλιν επί το φορείου,
+αυτός και ο Βινίκιος· εάν ο Θεός της είνε παντοδύναμος, είναι κύριος
+της ζωής και του θανάτου, και εάν είναι δίκαιος, πέμπει τον θάνατον
+δικαίως. Μα την ιεράν γαστέρα της Ίσιδος της Αιγυπτίας! Εάν έλεγα εις
+αυτούς ευθύς εξ αρχής διατί ήλθομεν, υποθέτω ότι η αρετή των θα
+αντήχει ως ασπίς χαλκίνη υπό κτύπημα ροπάλου. Και δεν ετόλμησα!
+
+Ο Βινίκιος, κύπτων την κεφαλήν, έμεινε προς στιγμήν σιωπηλός· κατόπιν
+είπε:
+
+ — Την επόθουν· τώρα την ποθώ περισσότερον. Πρέπει να γείνη ιδική
+μου. Πρέπει να την αποκτήσω. Ήλθα να σου ζητήσω συμβουλήν. Αλλ' εάν
+δεν εύρισκες τίποτε, θα εύρω εγώ . . . Ο Άουλος θεωρεί την Λίγειαν ως
+θυγατέρα του· διατί εγώ να την θεωρήσω ως δούλην; Αφού δεν υπάρχει
+άλλο μέσον να την αποκτήσω, ας έλθη να καθίση ως σύζυγος εις την
+εστίαν μου.
+
+ — Καθησύχασε. Μη ωθής τα πράγματα εις τα άκρα. Και δι' εμέ η
+Χρυσόθεμις ήτο θυγάτηρ του Διός, και όμως δεν την ενυμφεύθην· ομοίως
+και ο Νέρων δεν ενυμφεύθη την Ακτήν, καίτοι παρίστατο αύτη ως θυγάτηρ
+του βασιλέως Αττάλου . . . Καταπραΰνθητι . . . Σκέψου ότι, εάν θέλη να
+αφήση την στέγην του Αούλου χάριν σού, δεν έχει ούτος δικαίωμα να την
+κρατήση. Σου υπόσχομαι, ότι αύριον θα σκεφθώ πάλιν διά τα κατά σε και
+να μη με λέγουν πλέον Πετρώνιον, αν δεν εύρω κάποιο τέχνασμα.
+
+ — Σε ευχαριστώ και είθε η Τύχη να σε υπερπληρώση δώρων.
+
+ — Έχε υπομονήν.
+
+ — Πού πηγαίνεις;
+
+ — Εις της Χρυσοθέμιδος, συνόδευσέ με έως εκεί.
+
+ — Είσαι ευτυχής· έχεις εκείνην την οποίαν αγαπάς.
+
+ — Εγώ; Ηξεύρεις τι με διασκεδάζει ακόμη με την Χρυσόθεμιν; Το ότι με
+απατά με τον ίδιον απελεύθερόν μου, τον Θεοκλή, πιστεύουσα ότι δεν το
+ηξεύρω.
+
+Και με το φορείον των έφθασαν εις την οικίαν της Χρυσοθέμιδος.
+
+Αλλ' εις τον δρόμον ο Πετρώνιος θέσας την χείρα εις τον ώμον του
+Βινικίου είπε:
+
+ — Περίμενε . . . Μου φαίνεται ότι εύρον έν μέσον.
+
+ — Είθε όλοι οι θεοί να σε ανταμείψουν δι' αυτό.
+
+ — Ναι! Πιστεύω το μέσον αλάνθαστον . . .
+
+ — Σε ακούω.
+
+ — Λοιπόν εντός ολίγων ημερών η θεσπεσία Λίγεια θα γεύεται εις την
+οικίαν σου τον καρπόν της Δήμητρος.
+
+ — Είσαι μεγαλείτερος από τον Καίσαρα! ανέκραξεν ο Βινίκιος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+Τω όντι ο Πετρώνιος ετήρησε την υπόσχεσίν του.
+
+Την επαύριον, μετά την επίσκεψίν του εις της Χρυσοθέμιδος, εκοιμήθη
+σχεδόν καθ' όλην την ημέραν· αλλά την εσπέραν μετέβη εις το Παλατίνον
+και έλαβεν ιδιαιτέραν συνέντευξιν με τον Νέρωνα· την τρίτην ημέραν
+ενεφανίσθη έμπροσθεν της οικίας του Πλαυτίου είς εκατόνταρχος επί
+κεφαλής δεκαπεντάδος πραιτωριανών.
+
+Κατά τους χρόνους εκείνους της αβεβαιότητος και της τρομοκρατίας, οι
+απεσταλμένοι του είδους τούτου ήσαν πολλάκις άγγελοι θανάτου. Όταν ο
+εκατόνταρχος έκρουσε διά του ρόπτρου την θύραν του Αούλου, και ο
+επιστάτης του ατρίου ανήγγειλε την παρουσίαν στρατιωτών, φόβος
+κατέλαβε την οικίαν.
+
+Όλη η οικογένεια περιεκύκλωσε τον γέροντα στρατηγόν, διότι όλοι είχον
+πεποίθησιν, ότι αυτός κυρίως ηπειλείτο. Η Πομπονία περιπτυχθείσα διά
+των βραχιόνων της τον τράχηλον του συζύγου της συνεθλίβετο επάνω του
+και τα μελανιασμένα χείλη της εψιθύριζον μυστηριώδεις λέξεις. Η Λίγεια,
+ωχρά ως σινδόνη, του ησπάζετο τας χείρας. Ο μικρός Άουλος εκρεμάτο
+από την τήβεννόν του. Εξ όλων των μερών της οικίας εξήρχοντο σμήνη
+δούλων αμφοτέρων των φύλων. Αι γυναίκες έκλαιον και ολόλυζον.
+
+Ο Άουλος αφού κατεπράυνε τας κραυγάς και διέταξε τους περικυκλούντας
+να διαλυθώσι, μετέβη εις το μέλαθρον, όπου τον επερίμενεν ο
+εκατόνταρχος.
+
+Ήτο ο γηραιός Γάιος Άστας, άλλοτε υπηρετήσας υπό τας διαταγάς του εις
+τους πολέμους της Βρεττάνης.
+
+Χαίρε, αρχηγέ, είπεν ο απεσταλμένος. Σου φέρω εκ μέρους του Καίσαρος
+μίαν προσταγήν και ένα χαιρετισμόν. Ιδού αι πινακίδες και η σφραγίς
+αίτινες δεικνύουσιν, ότι έρχομαι εξ ονόματός του.
+
+ — Είμαι ευγνώμων εις τον Καίσαρα διά τον χαιρετισμόν του και θα
+εκτελέσω την προσταγήν του. Χαίρε, Άστα. Ποία η εντολή του;
+
+ — Άουλε Πλαύτιε, ήρχισεν ο Άστας, ο Καίσαρ έμαθεν, ότι εις την
+οικίαν σου διαμένει η θυγάτηρ του βασιλέως των Λιγειέων, παραδοθείσα
+υπό του βασιλέως τούτου ως όμηρος εις τους Ρωμαίους. Ο θείος Νέρων σ'
+ευχαριστεί, ω αρχηγέ, διότι εφιλοξένησες την κόρην ταύτην, αλλά μη
+θέλων να σου επιβάλη το βάρος τούτο επί περισσότερον χρόνον και
+φρονών προσέτι ότι εν τη ιδιότητι του ομήρου η Λίγεια πρέπει να τεθή
+υπό την προστασίαν αυτού του Καίσαρος και της Συγκλήτου, σε διατάσσει
+να την παραδώσης εις τας χείρας μου.
+
+Ο Άουλος ήτο ανήρ στρατιωτικός και δραστηριώτατος ώστε δεν ηθέλησε να
+προφέρη εις απάντησιν διαταγής ματαίους λόγους λύπης ή παραπόνων. Εν
+τούτοις μία ρυτίς οργής και λύπης ηυλάκωσε το μέτωπόν του, και αφού
+εξήτασε τας πινακίδας και την σφραγίδα, υψώσας έπειτα τους οφθαλμούς
+του προς τον γέροντα εκατόνταρχον είπεν ηρέμα:
+
+ — Περίμενε εις το Άτριον, Άστα· θα σου παραδοθή η όμηρος.
+
+Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον
+καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος.
+
+ — Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας
+νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος
+δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια.
+
+ — Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία.
+
+ — Ναι.
+
+Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν:
+
+ — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία
+και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία
+σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί.
+
+ — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι'
+αυτήν.
+
+Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε:
+
+ — Μητέρα μου! μητέρα μου!
+
+Το πρόσωπον του Αούλου εξέφρασε και πάλιν οργήν και λύπην.
+
+ — Εάν ήμην μόνος, εις τον κόσμον, είπε με υπόκωφον φωνήν, δεν θα την
+παρέδιδον ζώσαν και οι συγγενείς μου θα ηδύναντο να φέρουν σήμερον
+αναθήματα εις τον Δία τον ελευθερωτήν. Θα υπάγω εις τον Καίσαρα και
+θα τον ικετεύσω να αναθεωρήση την απόφασίν του. Θα με ακούση; Δεν
+γνωρίζω. Εν τω μεταξύ, υγίαινε, Λίγεια, και ήξευρε καλώς ότι
+ηυλογήσαμεν την ημέραν όταν εκάθισες παρά την εστίαν μας. Υγίαινε,
+χαρά μας και φως των οφθαλμών μας!
+
+Και επέστρεψε ζωηρώς εις το άτριον διά να μη αφήση να κυριευθή από
+συγκίνησιν αναξίαν ενός Ρωμαίου στρατηγού.
+
+Εν τω μεταξύ η Πομπονία, οδηγήσασα την Λίγειαν εις τον Κοιτώνα, της
+έλεγε λόγους, οίτινες αντήχουν παραδόξως εις την οικίαν ταύτην, όπου
+ο Άουλος Πλαύτιος τακτικώς εις το ιερόν των Λαρήτων δεν έπαυε να
+προσφέρη θυσίας εις τους εφεστίους θεούς. «Ο καιρός της δοκιμασίας
+ήλθεν», έλεγεν η Πομπονία. Άλλοτε ο Βιργίνιος διετρύπησε το στήθος
+της ιδίας του θυγατρός να την απαλλάξη από το Άππιον και η Λουκρητία
+εκουσίως διετίμησε την ατιμίαν της διά της ζωής της. Τα ανάκτορα του
+Καίσαρος είναι οίκος της ατιμίας. Αλλ' εάν ο νόμος ο αγιώτερος, υπό
+τον οποίον ζώμεν και αι δύο, απαγορεύη να βλάπτη τις την ιδίαν ζωήν
+του, επιτρέπει και επιτάσσει να υπερασπίζεται τις κατά του αίσχους,
+ακόμη και με θυσίαν της ζωής».
+
+Η νεάνις έπεσεν εις τα γόνατα και κρύπτουσα το πρόσωπόν της εις τον
+πέπλον της Πομπονίας, έμεινεν επί μακρόν σιωπηλή όταν δε ανηγέρθη, το
+πρόσωπόν της ήτο γαληνιώτερον:
+
+ — Πονώ να σε αφήσω, μητέρα μου, να αφήσω τον πατέρα μου και τον
+αδελφόν μου, αλλ' ηξεύρω ότι η αντίστασις δεν θα ωφελήση εις τίποτε
+και θα σας κατέστρεφεν όλους, εις την οικίαν όμως του Καίσαρος δεν θα
+λησμονήσω ποτέ τους λόγους σου.
+
+Έπειτα απεχαιρέτισε τον νεαρόν Πλαύτιον, τον γέροντα Έλληνα, όστις
+εχρησίμευεν ως διδάσκαλος και εις τους δύο, την σκευοφύλακα, ήτις την
+είχεν αναθρέψει, και όλους τους δούλους.
+
+Είς εξ αυτών μεγαλόσωμος εκ Λιγείας με ηρακλείους ώμους, τον οποίον
+εκάλουν εις την οικίαν Ούρσον (Αρκούδαν), και ο οποίος είχεν έλθη εις
+το στρατόπεδον των Ρωμαίων συγχρόνως με την Λίγειαν και την μητέρα
+της, έπεσεν εις τους πόδας της Πομπονίας λέγων:
+
+ — Ω δέσποινα, επίτρεψέ μου ν' ακολουθήσω την κυρίαν μου, διά να την
+υπηρετώ και διά να επαγρυπνώ επ' αυτής εις την οικίαν του Καίσαρος.
+
+ — Δεν είσαι ιδικός μας δούλος συ, είσαι της Λιγείας, απήντησεν η
+Πομπονία Γραικίνα, αλλά θα σε αφήσουν να υπερβής το κατώφλιον του
+Καίσαρος; . . . Και με ποίον μέσον θα κατορθώσης να επαγρυπνής επ'
+αυτής;
+
+ — Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως
+ξύλον . . . .
+
+Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου,
+είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής
+υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.
+
+Εκτός του Ούρσου, η Πομπονία παρεχώρησεν εις την Λίγειαν την γραίαν
+τροφόν της, δύο Κυπρίας κομμωτρίας, και δύο νεάνιδας εκ Γερμανίας,
+αίτινες υπηρέτουν εις τα λουτρά. Η εκλογή της έπεσεν επί των οπαδών
+της νέας διδασκαλίας, την οποίαν και ο Ούρσος επρέσβευεν από πολλών
+ετών. Έγραψε προς τούτοις λέξεις τινάς συνιστώσα την Λίγειαν εις την
+προστασίαν της Ακτής, της απελευθέρας του Νέρωνος. Η Πομπονία δεν την
+συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να
+λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους
+χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς _Παύλου_ του
+Ταρσέως.
+
+Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν. Ο
+Άουλος έθεσε τελευταίαν φοράν την χείρα επί της κεφαλής της κόρης και
+οι στρατιώται προπεμπόμενοι υπό των κραυγών του μικρού Αούλου, όστις
+ήθελε να υπερασπισθή την αδελφήν του και ηπείλει τον εκατόνταρχον με
+τας ασθενείς πυγμάς του, απήγαγον την Λίγειαν εις την οικίαν του
+Καίσαρος.
+
+Ο γηραιός στρατηγός διέταξε να του ετοιμάσουν έν φορείον και μέχρις
+ότου ετοιμασθή τούτο, εκλείσθη μετά της Πομπονίας εις την
+πινακοθήκην.
+
+ — Άκουσέ με, Πομπονία, είπεν ούτος· πηγαίνω εις του Καίσαρος, αν και
+πιστεύω ότι το διάβημα τούτο είναι μάταιον. Ο Καίσαρ ουδέποτε ήκουσεν
+εις την ζωήν του να ομιλούν περί της Λιγείας· εάν απήτησε να του
+παραδώσουν αυτήν, τούτο εγένετο διότι κάποιος τον ώθησεν· είναι
+εύκολον να μαντεύση τις ποίος.
+
+ — Ο Πετρώνιος;
+
+ — Αυτός. Ιδού πώς ανταμειβόμεθα, διότι ηνοίξαμεν την θύραν μας εις
+ανθρώπους άνευ τιμής.
+
+ — Ο Πετρώνιος δεν μας την ήρπασε διά τον Καίσαρα, εξηκολούθησεν ο
+γηραιός στρατηγός με την συρίζουσαν φωνήν του διότι θα εφοβείτο να
+κάμη εχθράν την Ποππέαν· το έκαμεν άρα διά τον εαυτόν του ή και διά
+τον Βινίκιον..... εντός της σήμερον θα το μάθω.
+
+Μετ' ολίγον το φορείον τον έφερε προς το Παλατίνον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+Ο Άουλος εσκέπτετο ότι δεν θα τον άφιναν να εισδύση μέχρι του
+Νέρωνος.
+
+Του απήντησαν τω όντι ότι ο Καίσαρ ησχολείτο εις το να ψάλη μαζί με
+τον βαρβιτιστήν Τέρπνον, και ότι άλλως τε δεν εδέχετο παρά μόνον
+όσους προσεκάλει.
+
+Απ' εναντίας ο Σενέκας, καίτοι πάσχων εκ πυρετού, εδέχθη τον γηραιόν
+στρατηγόν.
+
+ — Δεν δύναμαι να σου προσφέρω ειμή μίαν εκδούλευσιν, γενναίε
+Πλαύτιε, είπε με πικρόν μειδίαμα· να μη δείξω ποτέ εις τον Καίσαρα,
+ότι η καρδία μου συμπαθεί εις τον πόνον σου.
+
+Δεν τον συνεβούλευσε να υπάγη προς τον Τιγελλίνον, τον Βατίνιον και
+τον Βιτέλλιον, εμπίστους του Νέρωνος, οίτινες ίσως διά να βλάψουν τον
+Πετρώνιον, του οποίου υπέσκαπτον την επιρροήν, κάτι θα κατώρθωναν.
+
+Το πιθανώτερον όμως ήτο μήπως ο Νέρων μανθάνων πόσον η Λίγεια ήτο
+προσφιλής εις τους Πλαυτίους την εκράτει πλέον ζηλοτύπως πλησίον του.
+
+Ο στρατηγός τον διέκοψε:
+
+ — Γενναιόφρον Ανναίε, είπεν, εκείνος όστις έκαμε να αρπάσουν το
+τέκνον μας είνε ο Πετρώνιος. Ειπέ μου ποία μέσα να μεταχειρισθώ,
+τίνες έχουν επιρροήν πλησίον του, τέλος, κάμε χρήσιν πλησίον του της
+ευγλωττίας την οποίαν η παλαιά προς εμέ φιλία σου θα δυνηθή να σου
+εμπνεύση.
+
+ — Ο Πετρώνιος και εγώ, απήντησεν ο Σενέκας, είμεθα εις δύο αντίπαλα
+στρατόπεδα. Μέσον αποτελεσματικόν δεν γνωρίζω κανέν και επιρροήν
+κανείς επ' αυτού δεν έχει. Πιθανόν ο Πετρώνιος να έχη μεγαλειτέραν
+αξίαν από τους αχρείους, υπό των οποίων περιστοιχίζεται ο Νέρων. Αλλά
+να θέλη τις να του αποδείξη, ότι έκαμε κακήν πράξιν, χάνει τον καιρόν
+του. Δεν έχει πλέον γνώσιν του καλού και του κακού. Απόδειξέ του ότι
+το διάβημά του είναι αντιαισθητικόν και θα εντραπή. Όταν τον ιδώ, θα
+του είπω: «Η διαγωγή σου είναι αξία απελευθέρου». Εάν τούτο δεν
+επιτύχη, ουδέν θα επιτύχη.
+
+ — Ευχαριστώ μ' όλα ταύτα, απήντησεν ο στρατηγός.
+
+Κατόπιν μετέβη εις του Βινικίου, τον οποίον εύρεν ασχολούμενον εις
+την οπλασκίαν μετά του γυμναστού του. Ευθύς ως έμειναν μόνοι, η οργή
+του Αούλου εξέσπασεν εις χείμαρρον επιτιμήσεων και λειδωριών. Αλλ' ο
+Βινίκιος ακούων την αρπαγήν της Λιγείας ωχρίασε και εθυμώθη κατά
+τρόπον τόσω φρικώδη ώστε πάσα υποψία περί της συνενοχής του εξέλιπεν
+από το πνεύμα του Αούλου. Το μέτωπον του νέου εκαλύφθη με σταγόνας
+ιδρώτος. Οι οφθαλμοί του εξήστραπτον, τα χείλη του επρόφεραν
+ασυναρτήτους ερωτήσεις. Ζηλοτυπία και λύσσα τον κατέτρυχον. Του
+εφαίνετο ότι η Λίγεια αφού άπαξ υπερέβη το κατώφλιον της οικίας του
+Καίσαρος, ήτο οριστικώς χαμένη δι' αυτόν. Αλλ' όταν ο Άουλος επρόφερε
+το όνομα του Πετρωνίου, μία υποψία διέσχισεν, ως αστραπή, το πνεύμα
+του νεαρού στρατιώτου . . .
+
+Ο Πετρώνιος τον είχεν εμπαίξη.
+
+Ήθελε να επισύρη νέας ευνοίας προσφέρων την Λίγειαν εις τον Καίσαρα ή
+άλλως θα διεξεδίκει αυτήν ως ιδικήν του.
+
+Η βιαιότης είνε κληρονομική εις την οικογένειαν του Βινικίου.
+
+ — Άρχων, είπε με διακοπτομένην φωνήν, μάθε ότι ο Πετρώνιος όταν θα
+είνε πατήρ μου θα μου δώση λόγον διά την ύβριν την γενομένην εις την
+Λίγειαν. Επάνελθε εις τον οίκον σου και περίμενέ με. Ούτε ο
+Πετρώνιος, ούτε ο Καίσαρ δεν θα την έχουν ποτέ. Θα την φονεύσω μάλλον
+και μαζί με αυτήν και τον εαυτόν μου!
+
+Και έτρεξε εις του Πετρωνίου.
+
+Ο Άουλος επανήλθεν εις τον οίκον του με μικράν ελπίδα. Καθησύχασε την
+Πομπονίαν και αμφότεροι ανέμενον νέα από τον Βινίκιον.
+
+Παρήλθον ώραι. Περί την εσπέραν ήκουσαν να κρούεται η θύρα.
+
+Είς δούλος εισήλθε και ενεχείρισεν επιστολήν εις τον Άουλον.
+
+Η επιστολή έλεγε τα εξής:
+
+«Μάρκος Βινίκιος Αούλω Πλαυτίω, Χαίρειν. Ό,τι συνέβη, συνέβη διά της
+θελήσεως του Καίσαρος, προ της οποίας οφείλετε να υποκλιθήτε, καθώς
+κλίνομεν και ημείς, ο Πετρώνιος και εγώ».
+
+Μετά την αναχώρησιν του Πλαυτίου ο Βινίκιος μετέβη κατ' ευθείαν εις
+του Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν εντός της Βιβλιοθήκης του.
+
+Ο Πετρώνιος έγραφεν, ο Βινίκιος του απέσπασεν από την χείρα τον
+κάλαμον, τον έθραυσεν, ενέπηξε τους δακτύλους του εις τον βραχίονα
+του θείου και με βραχνήν φωνήν, είπε:
+
+ — Τι την έκαμες, πού είνε; Μα όλους τους καταχθονίους θεούς, ομνύω
+ότι εάν με επρόδωσες, θα σου βυθίσω την μάχαιραν εις τον λαιμόν, και
+υπό τα όμματα του Καίσαρος μάλιστα.
+
+ — Ας ομιλήσωμεν ήσυχα, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λυπούμαι διά την
+βαναυσότητά σου, και αν η ανθρωπίνη αχαριστία ηδύνατο ακόμη να με
+εκπλήξη, θα εξεπληττόμην από την ιδικήν σου.
+
+ — Πού είναι η Λίγεια;
+
+ — Εις την λυκοφωληάν, δηλαδή εις του Νέρωνος. Ησύχασε και κάθησε.
+Εζήτησα από τον Καίσαρα δύο υποσχέσεις. Πρώτον ν' αποσύρη την
+Λίγειαν από την οικίαν του Αούλου και έπειτα να σου την
+παραδώση.
+
+Ο Βινίκιος παρετήρησε τον Πετρώνιον με εμβρόντητον ύφος και έπειτα,
+είπε:
+
+ — Συγχώρησέ με, την αγαπώ, και ο έρως μου ταράσσει το πνεύμα.
+
+Θαύμασέ με, Μάρκε. Προχθές ιδού τι είπα εις τον Καίσαρα: «Ο ανεψιός
+μου Βινίκιος είναι ερωτευμένος με μίαν αδύνατον κόρην διαμένουσαν εις
+του Αούλου. Συ, Καίσαρ, και εγώ, οίτινες αγαπώμεν το αληθές κάλλος,
+δεν θα εδίδομεν δι' αυτήν ούτε χίλια «σεστέρτια», αλλ' ο μωρός
+νεανίας εκείνος υπήρξε πάντοτε μωρός».
+
+ — Πετρώνιε!
+
+ — Εάν δε εννοής ότι ωμίλουν ούτω διά να προφυλάξω την Λίγειαν, είμαι
+έτοιμος να πιστεύσω ότι είπα την αλήθειαν. Έπεισα λοιπόν Χαλκοπώγωνα,
+ότι ένας αισθητικός, όπως αυτός, δεν δύναται να θεωρήση μίαν τοιαύτην
+κόρην ως καλλονήν. Ήτο ανάγκη να προφυλαχθώμεν από τον πίθηκον αυτόν.
+Εξηκολούθησα να λέγω νωχελώς εις τον Χαλκοπώγωνα: «Λάβε την Λίγειαν
+και χάρισέ την εις τον Βινίκιον, έχεις το δικαίωμα, διότι είναι
+όμηρος και συνάμα θα παίξης καλόν παιγνίδι εις τον Άουλον». Ο Καίσαρ
+συνήνεσε και θα γίνης συ ο επίσημος φύλαξ της ομήρου, διότι θα
+παραδώσουν εις τας χείρας σου τον λιγειακόν τούτον θησαυρόν.
+
+ — Και λέγεις λοιπόν ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνον η Λίγεια εις
+του Νέρωνος; Επίτρεψον να σου απευθύνω ακόμη μίαν ερώτησιν:
+
+ — Διατί δεν έστειλες την Λίγειαν εις εμέ κατ' ευθείαν;
+
+ — Διότι ο Καίσαρ θέλει να τηρή τα προσχήματα· το επεισόδιον θα κάμη
+κρότον εις την Ρώμην, θα γείνη πολύς λόγος, αλλ' επειδή παίρνομεν την
+Λίγειαν ως όμηρον, ενόσω ομιλεί ο κόσμος περί τούτου, θα μείνη εις το
+παλάτιον του Καίσαρος. Ακολούθως θα σου την στείλουν χωρίς θόρυβον.
+
+ — Λοιπόν την Λίγειαν θα την έχω εις την οικίαν μου όλας τας ημέρας
+ακαταπαύστως και μέχρι του θανάτου μου . . . .
+
+ — Συ θα έχης την Λίγειαν και εγώ θα έχω τον Άουλον εις την ράχιν
+μου. Αυτός θα με αφιερώση εις όλους τους καταχθονίους θεούς.
+
+ — Ο Άουλος ήλθε να με ίδη. Του υπεσχέθην να του δώσω ειδήσεις περί
+της Λιγείας.
+
+ — Γράψε του ότι η θέλησις του θείου Καίσαρος είναι ο υπέρτατος
+νόμος, και ότι ο πρώτος υιός σου θα ονομασθή Άουλος. Πρέπει εξ
+άπαντος να λάβη μικράν παραμυθίαν ο γέρων. Εάν εζήτουν από τον
+Χαλκοπώγωνα να τον προσκαλέσω αύριον εις τον συμπόσιόν του, θα σε
+έβλεπεν εις το τρίκλινον παραπλεύρως της Λιγείας.
+
+ — Όχι, όχι τούτο, είπεν ο Βινίκιος. Μου προξενούν λύπην και μάλιστα
+η Πομπωνία.
+
+Επί τούτου έγραψε την επιστολήν ήτις έμελλε να αφαιρέση από τον
+Άουλον πάσαν ελπίδα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'
+
+
+
+Αι κεφαλαί αι μάλλον υψηλόφρονες είχον κλίνει το πάλαι προ της Ακτής,
+της ευνοούμενης τότε του Νέρωνος.
+
+Είχε φανή αξία της ευγνωμοσύνης πολλών και δεν είχε δημιουργήσει
+εχθρούς. Η Ποππέα αυτή δεν είχε κατορθώση να την μισή. Τώρα την
+εθεώρουν ως ασημοτάτην και ανίκανον να προκαλέση φθόνον. Εξηκολούθει
+ν' αγαπά τον Νέρωνα, με έρωτα χωρίς ελπίδα, τρεφόμενον διά μόνης της
+αναμνήσεως των ωρών, αίτινες εξέλιπον διά παντός, και η Ποππέα δεν
+εζήτησε την αποπομπήν της Ακτής εκ των ανακτόρων.
+
+Προσεκάλουν από καιρού εις καιρόν την Ακτήν εις την τράπεζαν του
+Καίσαρος· το κάλλος της εστόλιζε τα αριστοκρατικά συμπόσια.
+
+Άλλως ο Καίσαρ από πολλού είχε παύσει να λεπτολογή όσον αφορά την
+εκλογήν των συνδαιτυμόνων.
+
+Παρεκάθηντο εις την τράπεζάν του συγκλητικοί εξ εκείνων οίτινες
+συγκατετίθεντο να παίζωσι πρόσωπον γελωτοποιού, πατρίκιοι και
+γέροντες, φιλήδονοι και ακόλαστοι, γυναίκες φέρουσαι μεγάλα ονόματα,
+αίτινες την εσπέραν εφόρουν φενάκας διά να τρέξουν εις τους δρόμους
+προς θήραν συγκινήσεων και ηδονών, αρχιερείς, οίτινες υψηλά αίροντες
+την κύλικα, έσκωπτον τους θεούς. Προσέτι ολόκληρος συρφετός από
+αοιδούς, μώμους, μουσικούς, χορευτάς και χορευτρίας, ποιηταί, οι
+οποίοι απαγγέλοντες τους στίχους των εσυλλογίζοντο πώς να κερδίσουν
+το ημερομίσθιόν των.
+
+Την ημέραν εκείνην η Λίγεια έμελλε να συμμετάσχη του συμποσίου. Το
+παν εκλονίζετο μέσα της. Εφοβείτο τον Καίσαρα, εφοβείτο τους
+ανθρώπους, εφοβείτο τον κυκεώνα εκείνον του παλατίου, εφοβείτο τας
+εορτάς, των οποίων η ατιμία της ήτο γνωστή εκ των συνομιλιών του
+Αούλου, της Πομπωνίας και των φίλων της.
+
+Εγώριζεν ότι εις το παλάτιον εκείνο θα εχάλκευον τον όλεθρον της.
+Αλλ' εις την ψυχήν την ενθουσιώδη εκ διδασκαλίας υψηλής ώμνυε να μη
+εξασθενήση και ηττηθή.
+
+Επειδή ούτε ο Άουλος ούτε η Πομπωνία δεν ηδύναντο πλέον να καταστώσιν
+υπεύθυνοι διά τας πράξεις της, ηρώτα εαυτήν τώρα αν δεν ήτο
+προτιμότερον ν' αντισταθή εις την θέλησιν και του Καίσαρος και να μη
+εμφανισθή ποσώς εις το συμπόσιον. Εγεννάτο εντός της η επιθυμία να
+αποδείξη το θάρρος της, εκτιθεμένη εις τα βασανιστήρια και τον
+θάνατον. Ο θείος διδάσκαλος δεν είχε δώση το παράδειγμα; Και η
+Πομπωνία δεν έλεγεν ότι οι θερμότεροι εκ των μεμυημένων εις τον
+χριστιανισμόν ηύχοντο την δοκιμασίαν αυτήν, ότι την εζήτουν εις τας
+προσευχάς των;
+
+Αλλ' η Ακτή, εις την οποίαν ενεπιστεύετο τους δισταγμούς της, την
+παρετήρησε κατάπληκτος. Να αντισταθή εις την θέλησιν του Καίσαρος και
+από της πρώτης ημέρας να εκτεθή εις την οργήν του; Διά να φερθή ούτω,
+έπρεπε να είναι ανόητος μη αντιλαμβανομένη την σημασίαν των πράξεών
+της . . .
+
+ — Ναι, εξηκολούθησεν αύτη, και εγώ ανέγνωσα τας επιστολάς του Παύλου
+του Ταρσέως και ηξεύρω ότι υπεράνω της γης υπάρχει ο Θεός και ο Υιός
+του Θεού, ο αναστάς εκ νεκρών. Αλλ' επί της γης δεν υπάρχει ειμή ο
+Καίσαρ. Ηξεύρω προσέτι ότι η διδασκαλία του Παύλου απαγορεύει να
+είσαι ό,τι ήμην εγώ και ότι μεταξύ ατιμίας και θανάτου πρέπει να
+προτιμάται ο θάνατος.
+
+Η Λίγεια έθεσε τους βραχίονας περί τον λαιμόν της Ακτής.
+
+ — Είσαι τόσον καλή, Ακτή!
+
+ — Η ευτυχία μου παρήλθε και η χαρά μου επίσης.
+
+Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σου. Θα ήτο μωρία να πολεμής την θέλησιν του
+Καίσαρος. Και άλλως οι φόβοι σου είναι μάταιοι· γνωρίζω καλώς την
+οικίαν ταύτην και από μέρους του Καίσαρος κανείς κίνδυνος, νομίζω,
+δεν σε απειλεί! Εάν σε ήρπαζε δι' ίδιον λογαριασμόν του, δεν θα σε
+έφερεν εις το Παλατίνον. Εδώ βασιλεύει η Ποππέα και ο Νέρων· αφ' ότου
+αύτη τω έτεκε θυγάτριον, είναι μάλλον παρά ποτε υπό την επιρροήν της.
+Ο Πετρώνιος με παρακαλεί να σε αναλάβω υπό την προστασίαν μου· επειδή
+δε και η Πομπωνία μου έγραψεν, είναι πιθανόν ότι έχουν συνεννοηθή και
+ίσως ο Μετρώνιος συνηγορήση εις τον Νέρωνα να σε στείλη και πάλιν εις
+τον Άουλον. Δεν εγνώρισες κανένα εις του Αούλου εκ των οικείων του
+Καίσαρος;
+
+ — Είδα τον Βεσπασιανόν, τον Τίτον και τον Σενέκαν.
+
+ — Αυτούς δεν τους αγαπά ο Καίσαρ.
+
+ — Είδα και τον Βινίκιον.
+
+ — Δεν τον γνωρίζω.
+
+ — Είναι συγγενής του Πετρωνίου. Επανήλθε προσφάτως εξ Αρμενίας.
+
+ — Ο Νέρων τον βλέπει με βλέμμα ευνοϊκόν;
+
+ — Τον Βινίκιον; . . . Όλοι αγαπούν τον Βινίκιον.
+
+ — Και θα θελήση να μεσολαβήση υπέρ σου;
+
+ — Ναι.
+
+ — Η Ακτή εμειδίασε τρυφερώς.
+
+ — Τότε πιθανώς θα τον ίδης εις το συμπόσιον. Πρέπει να παρευρεθής . . .
+Και πρώτον εάν θέλης να επανέλθης εις την οικίαν του Αούλου, το
+συμπόσιον τούτο θα σου δώση την ευκαιρίαν να ζητήσης, από τον
+Πετρώνιον και τον Βινίκιον, αν ευαρεστούνται, να παρέμβωσι προς
+τούτο. Ελθέ, Λίγεια. Ακούεις τον θόρυβον, τούτον των φωνών εις το
+ανάκτορον; Ήδη ο ήλιος κατέρχεται εις τον ορίζοντα, οι προσκεκλημένοι
+θα έλθωσι μετ' ολίγον.
+
+ — Έχεις δίκαιον, Ακτή, απεκρίθη η Λίγεια· θα ακολουθήσω την
+συμβουλήν σου.
+
+Η Ακτή την ωδήγησε τότε εις το ιδιαίτερον κομμωτήριόν της διά να την
+χρίση με αρώματα και να την ενδύση διά το συμπόσιον· και μ' όλον ότι
+η οικία του Καίσαρος δεν είχεν έλλειψιν από θεραπαινίδας, η ιδία η
+Ακτή ανέλαβεν εκ συμπαθείας προς την Λίγειαν να την ενδύση με τας
+ιδίας της χείρας.
+
+Αφού εξέδυσε την Λίγειαν δεν ηδυνήθη να συγκρατήση κραυγήν θαυμασμού
+εις την θέαν των μελών της των χαριεστάτων άμα και μεστών, των
+ζυμωμένων με γάλα και με ρόδα· έαρ απαράμιλλον εις τα βλέμματά της
+ηνοίγετο.
+
+ — Λίγεια, ανέκραξεν, είσαι εκατοντάκις ωραιοτέρα της Ποππέας!
+
+Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο
+ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του
+τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην.
+
+Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας
+καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της
+την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.
+
+Η Ακτή έψαυσε την ωραίαν καστανήν κόμην.
+
+ — Ω! είναι περιττόν να σου την ράνω με χρυσόν αι τρίχες της έχουν
+χρυσάς ανταυγείας . . . Πρέπει να είναι θαυμασία η χώρα των Λιγείων,
+όπου γεννώνται τοιαύται νεάνιδες.
+
+ — Δεν την ενθυμούμαι, υπέλαβεν η Λίγεια. Ο Ούρσος μου είπεν, ότι εις
+τον τόπον μας υπάρχουν δάση και δάση . . .
+
+Η Ακτή της έτριψεν ελαφρώς το σώμα με ευώδη έλαια και την ενέδυσε
+χιτώνα επίχρυσον, μαλακόν και άνευ χειρίδων, επάνω του οποίου έμελλε
+να τεθή ο χιονώδης πέπλος.
+
+Μετ' ολίγον ήτο έτοιμη. Όταν τα πρώτα φορεία εφάνησαν προ της κυρίας
+πύλης, αμφότεραι έφθασαν εις έν περιστύλιον, οπόθεν είχον θέαν προς
+την είσοδον, προς τας στοάς και την επίσημον αυλήν.
+
+Ήτο η ώρα της δύσεως του ηλίου. Αι τελευταίαι ακτίνες αυτού εφίλουν
+το κίτρινον μάρμαρον των στύλων, θερμαίνουσαι αυτό με ροδίνους
+μαρμαρυγάς.
+
+Μεταξύ των στύλων, πλησίον των λευκών αγαλμάτων των Λαναΐδων, πλησίον
+των αγαλμάτων των θεών και των ηρώων, έρρεεν αδιάκοπον το ρεύμα των
+ανδρών και των γυναικών, ομοίων με αγάλματα και περιτετυλιγμένων με
+τηβέννους, πέπλους και στολάς, αίτινες εκρέμαντο μέχρι της γης εις
+ελαφράς πτυχάς.
+
+Η Ακτή εδείκνυεν εις την Λίγειαν τας πλατυγύρους τηβέννους των
+συγκλητικών, τους χρωματιστούς χιτώνας των, τα σανδάλιά των τα
+στολισμένα με ημισελήνους, της εδείκνυε τους ιππότας, τους περιφήμους
+καλλιτέχνας και τας γυναίκας, τας ενδεδυμένας κατά τον ρωμαϊκόν ή τον
+ελληνικόν συρμόν ή φερούσας φανταστικά στολίδια της ανατολής, με
+κομώσεις αίτινες ωμοίαζον προς οφιοειδείς κόμβους, προς πυραμίδας, ή
+απλώς κατά μίμησιν των κομώσεων των αγαλμάτων των θεαινών χαμηλών εις
+το μέτωπον και ανασηκωμένων όπισθεν δι' ανθέων.
+
+Φευ! Η Ακτή χαμηλή τη φωνή της απεκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον όλα τα
+πολυδαίδαλα μυστικά τα αφορώντα το ανάκτορον και ένα έκαστον των
+προσερχομένων.
+
+Εκεί κάτω ευρίσκεται η σκεπαστή στοά, της οποίας οι στύλοι και αι
+πλάκες είναι ακόμη κόκκινοι από το αίμα, με το οποίον εκηλιδώθη η
+λευκότης των, όταν ο Γάιος Καλιγούλας έπεσεν υπό την μάχαιραν του
+Κασσίου· εκεί επνίγη η σύζυγος του και το τέκνον του συνετρίβη επάνω
+εις το λιθόστρωτον . . . Εκεί, υπό την πτέρυγα εκείνην των ανακτόρων,
+υπάρχει μία υπόγειος φυλακή, όπου ο νεώτατος Δρούσος, κατατρυχόμενος
+υπό της πείνης, έτρωγε τους καρπούς των χειρών του· εκεί ο Κλαύδιος
+εστρεβλώθη σπαράσσων· εκεί εθρήνει ο Γερμανικός.
+
+Η Ακτή εσιώπησε.
+
+Η Λίγεια παρετήρει πάντοτε το πλήθος, ως να εζήτει τινά.
+
+Αίφνης το πρόσωπόν της έλαβε την χροιάν ρόδου· από την σειράν των
+κιόνων μόλις είχον εξέλθη ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος και εβάδιζον με
+θείον παράστημα προς το μέγα δειπνητήριον.
+
+Η Λίγεια ησθάνθη την καρδίαν της ανακουφιζομένην. Η επιθυμία να ίδη
+τον Βινίκιον, να του ομιλήση, κατεσίγασε πάντα άλλον πόθον της. Και
+τότε ανεπόλησε τους λόγους της Ακτής και τας συμβουλάς της Πομπωνίας.
+Αντελήφθη, ότι όχι μόνον έπρεπε να παρακαθήση εις το συμπόσιον, αλλ'
+ότι επεθύμει να παραστή εις αυτό. Η Ακτή λαβούσα την χείρα αυτής την
+ωδήγησε προς το τρίκλινον. Η Λίγεια επροχώρει με τους οφθαλμούς
+σκοτισμένους, με βομβούντα τα ώτα. Ως εν ονείρω είδεν επί των
+τραπεζών και των τοίχων μυριάδας φεγγοβολουσών λυχνιών· ως εν ονείρω
+ήκουε την κραυγήν, δι' ης εχαιρέτιζον τον Καίσαρα· ως διά μέσου
+ομίχλης πυκνής διέκρινεν αυτόν τον Καίσαρα. Μόλις ησθάνθη, ότι η
+Ακτή, αφού την έβαλε να καθίση παρά την τράπεζαν, έλαβε θέσιν εις τα
+δεξιά της.
+
+Αριστερά της, μία φωνή μυστική, φωνή γνωστή ωμίλησε:
+
+ — Χαίρε, η ωραιοτέρα των παρθένων επί της γης, το ωραιότερον των
+άστρων εν ουρανοίς· χαίρε, ω θεσπεσία Γαλλίνα!
+
+Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον
+βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί
+βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον
+τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την
+ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.
+
+Με τας οφρύς του, τας ηνωμένας ως τόξον, με τους οφθαλμούς του τους
+λαμπυρίζοντας και την ηλιοκαή επιδερμίδα εσυμβόλιζε την νεότητα και
+την ρώμην. Εφάνη τόσον ωραίος εις την Λίγειαν, ώστε αύτη μόλις
+ηδυνήθη να αρθρώση:
+
+ — Χαίρε, ω Μάρκε . . .
+
+Εκείνος είπεν:
+
+ — Ευτυχείς οι οφθαλμοί μου οίτινες σε θεωρούν! ευτυχή τα ώτα μου, τα
+οποία ακούουν την φωνήν σου, την γλυκυτέραν κιθάρας και αυλού. Μεταξύ
+της Αφροδίτης και σου, Λίγεια, σε, ω θεσπεσία, θα εξέλεγον. Ήξευρα,
+ότι θα σ' επανίδω εδώ. Εν τούτοις, επί τη αφίξει σου όλη η ψυχή μου
+έπαλλεν εκ νέας χαράς.
+
+Οι οφθαλμοί του ηκτινοβόλουν από απεριόριστον χαράν. Την παρετήρει ως
+να επεθύμει να εμποτισθή όλος από την θέαν της. Η Λίγεια ησθάνθη ότι,
+εν μέσω του πλήθους και εντός του παλατίου εκείνου ήτο ο μόνος
+άνθρωπος όστις ήτο γνωστότερος προς αυτήν και ήρχισε να τον ερωτά δι'
+όλα εκείνα τα πράγματα, τα οποία δι' αυτήν ήσαν ακατάληπτα και
+φοβερά. Πόθεν ήξευρεν ότι θα την εύρισκεν εις την οικίαν του
+Καίσαρος; Διατί αύτη ευρίσκετο εδώ; Διατί ο Καίσαρ την είχεν αρπάσει
+από την Πομπωνίαν; Εδώ όλα την ετρόμαζον. Ήθελε να επιστρέψη πλησίον
+της μητρός της. Θα είχεν αποθάνει εκ λύπης και αγωνίας αν έλειπεν η
+ελπίς να ίδη τον Πετρώνιον και τον Βινίκιον μεσολαβούντας προς χάριν
+της πλησίον του Καίσαρος. Ο Βινίκιος τη είπεν ότι είχε μάθει την
+αρπαγήν της εκ στόματος αυτού του Αούλου.
+
+Διατί ευρίσκετο εδώ, αυτός το ηγνόει, επειδή ο Καίσαρ δεν εσυνήθιζε
+να δίδη λόγον των αποφάσεών του εις κανένα. Εν τοσούτω, ας μη είχε
+φόβον· αυτός, ο Βινίκιος, ήτο πλησίον της και θα έμενε πλησίον της. Η
+Λίγεια ήτο η ψυχή του όλη και θα επηγρύπνει επ' αυτής όπως επί της
+ψυχής του.
+
+Επειδή η οικία του Καίσαρος της επροξένει φόβον, εκείνος της ωρκίζετο
+ότι δεν θα την άφινεν εις την οικίαν αυτήν.
+
+Αν και ωμίλει δι' υπεκφυγών, και ενίοτε εψεύδετο, η φωνή του διετήρει
+τον τόνον της αληθείας, διότι τα αισθήματά του ήσαν αληθή.
+
+Ειλικρινής συμπάθεια τον κατελάμβανε, και οι λόγοι της Λιγείας
+εισέδυον εις την καρδίαν του. Και όταν ήρχισε να τον ευχαριστή και να
+του υπόσχεται ότι η Πομπωνία θα τον αγαπά διά την καλωσύνην του, και
+ότι αύτη η ίδια θα του ήτο ευγνώμων μέχρι τελευταίας πνοής, δεν
+εκράτησε πλέον την συγκίνησίν του. Η καρδία του ετήκετο εξ ευτυχίας.
+Η καλλονή της Λιγείας του εμέθυσκε τας αισθήσεις, και ησθάνθη ότι την
+επόθει μέχρι τρέλλας. Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν,
+εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και
+γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και
+μεθυστικάς ως ο οίνος.
+
+Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική,
+τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την
+ζαλίζουν. Ο Βινίκιος ανεκλίνετο πλησίον αυτής, πλήρης νεότητος,
+ρώμης, έρωτος. Και έπινε διαρκώς οίνον. Αλλά περισσότερον από τον
+οίνον, το θαυμάσιον εκείνο πρόσωπον, οι βραχίονες οι γυμνοί, το
+παρθενικόν της Λιγείας στήθος, και το σώμα εκείνο, το οποίον άφιναν
+να μαντεύη τις αι πτυχαί του χιονώδους πέπλου, τον εμέθυσκον
+περισσότερον.
+
+Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα:
+
+ — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . .
+
+ — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια.
+
+Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας:
+
+ — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με!
+
+ — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή.
+
+Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της
+Ακτής. Διά τον νέον, οι λόγοι ούτοι εν τοιαύτη στιγμή και υπό φωνής
+αγαπητής ακόμη προφερόμενοι θα εφαίνοντο οχληροί. Εφαντάσθη ότι
+σκοπίμως η Ακτή είχε διακόψει την θελκτικήν συνδιάλεξίν των.
+
+Υψώσας τότε την κεφαλήν και παρατηρών την νέαν απελευθέραν υπεράνω
+των ώμων της Λιγείας:
+
+ — Παρήλθον, Ακτή, είπεν, οι χρόνοι οπότε ανεκλίνεσο παρά το πλευρόν
+του Καίσαρος εις τα συμπόσια· λέγουν δε ότι κινδυνεύεις να τυφλωθής·
+πώς ημπόρεσες λοιπόν να αναγνώσης τόσον καλά εις το πρόσωπον του
+Καίσαρος;
+
+Εκείνη όμως με έκφρασιν ηρέμου λύπης απεκρίθη:
+
+ — Και όμως ηδυνήθην να ιδώ . . . . . . . Και εκείνος είναι μύωψ, σας
+βλέπει όμως διά μέσου του εκ σμαράγδου μονυέλου του.
+
+Η Λίγεια ήτις εις την αρχήν του συμποσίου αμυδρώς είχε παρατηρήση τον
+Καίσαρα, ακολούθως δε αφωσιωμένη εις τους λόγους του Βινικίου, είχε
+λησμονήσει να τον παρατηρή, έστρεψε προς εκείνον περίεργα και έντρομα
+βλέμματα.
+
+Η Ακτή είχεν ειπεί την αλήθειαν. Ο Καίσαρ, κύπτων επί της τραπέζης,
+με τον ένα οφθαλμόν ημίκλειστον, είχε πλησιάσει εις το άλλο τον εκ
+σμαράγδου μονύελόν του. Τους παρετήρει:
+
+Το βλέμμα του συνήντησε το βλέμμα της Λιγείας και η καρδία της
+παρθένου επάγωσεν. Όταν ήτο ακόμη παιδίον εις την εξοχήν του Αούλου,
+εν Σικελία, παρεκάλει μίαν γραίαν δούλην εξ Αιγύπτου να της διηγήται
+ιστορίας με δράκοντας κατοικούντας εις σπήλαια. Της εφάνη ότι ο
+γλαυκός οφθαλμός ενός εκ των τεράτων εκείνων την παρετήρει
+ασκαδραμυκτί.
+
+Ως παιδίον περίφοβον έδραξε την χείρα του Βινικίου, και εις την
+κεφαλήν της επήλθον αλλεπάλληλοι ραγδαίαι και συγκεχυμέναι
+εντυπώσεις . . . . Λοιπόν ήτο αυτός; Αυτός . . . ο τρομερός, ο
+παντοδύναμος; . . . Ποτέ δεν τον είχεν ίδη ακόμη και τον εφαντάζετο με
+όψιν φρικώδη, με χαρακτηριστικά, εφ' ων θα ήτο εγκεχαραγμένη διαρκώς
+η μανία . . . Έβλεπε κεφαλήν τεραστίαν, χωμένην εις τεράστιον
+τράχηλον, κεφαλήν τρομακτικήν, αλλ' αγροίκον, ομοιάζουσαν μακρόθεν με
+κεφαλήν ανηλίκου παιδός. Χιτών εξ αμεθύστου, απηγορευμένος εις τους
+απλούς θνητούς, απέδιδε κυανήν ανταύγειαν εις το μικρόν και πλατύ
+πρόσωπόν του. Δεν είχε γενειάδα· προσφάτως την είχε θυσιάσει εις τον
+Δία. Και η Ρώμη ολόκληρος του είχεν απονείμη ευχαριστίας διά την
+θυσίαν αυτήν. Εν τοσούτω εις το μέτωπόν του, υπεράνω των οφρύων, είχε
+τι το ολύμπιον, και αι οφρύς του αι συνεσπασμέναι τον εδείκνυον ως
+έχοντα συνείδησιν της παντοδυναμίας του. Αλλ' υπό το μέτωπόν του,
+μέτωπον ημιθέου, διεγράφετο πρόσωπον πιθήκου έμπλεων επιθυμιών και
+παθών, πρόσωπον μεθύσου και αιμοχαρούς ανισορρόπου.
+
+Εις την Λίγειαν εφάνη απαίσιος και φρικτός.
+
+Αίφνης απέθεσε τον μονύελον και στραφείς προς τον Πετρώνιον ηρώτησεν:
+
+ — Είναι η όμηρος, την οποίαν ερωτεύεται ο Βινίκιος;
+
+ — Ναι.
+
+ — Εκ τίνος λαού κατάγεται;
+
+ — Εκ των Λιγείων.
+
+ — Ο Βινίκιος την ευρίσκει ωραίαν;
+
+ — Ναι, αλλ' επί του προσώπου σου, ω αλάνθαστε κριτά, αναγινώσκω ήδη
+την απόφασίν σου. Έχει γόμφους πολύ στενούς.
+
+ — Ναι, πολύ στενούς, επανέλαβεν ο Νέρων, ημικλείων τους οφθαλμούς.
+
+Ο Πετρώνιος εμειδίασεν. Εν τω μεταξύ οι συνδαιτυμόνες θορυβωδώς
+συνεζήτουν περί διαφόρων ζητημάτων.
+
+Τα συμπόσιον εγίνετο ζωηρότερον. Εις πάσαν στιγμήν εξήγον κρατήρας
+οίνου από μεγάλα αγγεία πλήρη χιόνος και στεφανωμένα με κισσόν.
+
+Από τον θόλον έπιπτον ρόδα.
+
+Ο Πετρώνιος παρεκάλεσε τον Νέρωνα να ευαρεστηθή, πριν όλοι οι
+συνδαιτυμόνες εντελώς μεθυσθώσι, να λαμπρύνη το συμπόσιον διά του
+άσματός του. Όλοι εν χορώ υπεστήριξαν τους λόγους τούτους.
+
+Ο Νέρων κατ' αρχάς ηρνείτο, είχε πράγματι κρυολογήσει.
+
+Αλλ' ο Λουκιανός τον εξώρκισεν εν ονόματι της τέχνης και της
+ανθρωπότητος. Όλος ο κόσμος εγνώριζε πλέον ότι ο θείος ποιητής,
+απαράμιλος αοιδός, είχε συνθέσει νέον ύμνον προς την Αφροδίτην, προς
+τον οποίον συγκρινόμενος ο ύμνος του Λουκριτίου ήτο κλαυθμηρισμός
+λυκιδέος. Ας εγίνετο λοιπόν το συμπόσιον εκείνο πραγματικόν
+συμπόσιον! Πατρικός άρχων δεν έπρεπε ποσώς να επιβάλλη εις τους
+υπηκόους του το βασανιστήριον της σιωπής του.
+
+ — Μη είσαι αδυσώπητος! επανέλαβεν εν χορώ η ομήγυρις.
+
+Ο Νέρων εξέτεινε τας χείρας, μαρτυρών ότι τον εβίαζον και ότι
+υπεχώρει. Τα πρόσωπα πάντων έλαβον έκφρασιν ευγνωμοσύνης και όλων οι
+οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν. Αλλ' έδωκε διαταγήν να αναγγείλουν
+εις την Ποππέαν, ότι έμελλε να ψάλη. Μία αδιαθεσία είχεν εμποδίσει
+την Αυγούσταν να έλθη εις το συμπόσιον και τίποτε δεν θα ήτο τόσον
+τελεσφόρον φάρμακον όσον το άσμα του Καίσαρος . . . .
+
+Η Ποππέα ήλθε πάραυτα. Εβασίλευεν αμερίστως εις την καρδίαν του
+Νέρωνος· αλλά θα ήτο επικίνδυνον να ερεθίση τον Καίσαρα, όταν
+επρόκειτο περί του εγωισμού του ως αοιδού, αρματηλάτου ή ποιητού.
+Εισήλθε ξανθή και ενδεδυμένη επίσης χιτώνα εξ αμεθύστου, με τον
+λαιμόν απαστράπτοντα εκ μεγάλων μαργαριτών, οίτινες απετέλουν μέρος
+των λειψάνων του Μασινίσσα. Επευφημίαι την υπεδέχθησαν και ηκούετο
+απαύστως το όνομα «θεία Αυγούστα».
+
+Η Λίγεια δεν είχεν ιδή παρομοίαν καλλονήν Δεν ηδύνατο να πιστεύση
+τους οφθαλμούς της.
+
+Ώστε ευρίσκετο εκεί η άτιμος Ποππέα, ήτις είχε παρορμήσει τον Καίσαρα
+να δολοφονήση την μητέρα του και την σύζυγόν του, η Ποππέα, της
+οποίας ανέτρεπον τα αγάλματα την νύκτα εις όλην την Ρώμην, και την
+οποίαν ύβριζον εις όλους τους τοίχους δι' επιγραφών. Η Λίγεια
+ουδέποτε είχε φαντασθή ότι τα ουράνια πνεύματα θα είχον προικισθή με
+γλυκυτέραν καλλονήν,
+
+Ο Νέρων έψαλε, συνοδευόμενος από τας βαρβίτους, τον ύμνον του εις την
+Αφροδίτην. Η φωνή του και οι στίχοι του, αληθώς ειπείν, δεν ήσαν άνευ
+θελγήτρου.
+
+Θόρυβος επευφημιών εσημείωσε το τέλος του ύμνου. «Ω θεσπεσία φωνή!»
+έκραζον πανταχόθεν. Μεταξύ των γυναικών, τινές υψώσασαι τους
+βραχίονας τους εκράτουν εν εκτάσει, καίτοι το άσμα είχε τελειώσει.
+Άλλοι εσφόγγιζον τους δακρυσμένους των οφθαλμούς. Η Ποππέα κλίνουσα
+την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος,
+και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Ο νέος
+Πυθαγόρας, Έλλην θαυμασίας καλλονής, (τον οποίον αργότερα ημιπαράφρων
+ο Καίσαρ έμελλεν εν μεγάλη πομπή να νυμφευθή), εγονυπέτησε παρά τους
+πόδας του Νέρωνος.
+
+Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις
+τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν. Ο Πετρώνιος ανέκραξεν:
+
+ — Η γνώμη μου περί της μουσικής του ύμνου τούτου είναι ότι ο Ορφεύς
+πρέπει να ωχριά και αυτός από φθόνον, όπως και ο παρευρισκόμενος
+Λούκανος· όσον διά τους στίχους, θα τους επροτίμων ολιγώτερον ακόμη
+καλούς, θα εύρισκον δε τότε έπαινον όστις να μη είναι ανάξιος αυτών.
+
+Ο Νέρων ήτο ενθουσιασμένος, συνεζήτησε μετά του Πετρωνίου και
+υπέδειξεν ούτος τους στίχους, τους οποίους εθεώρει ως τους αρίστους.
+
+Έπειτα ηγέρθη διά να προπέμψη την Ποππέαν, ήτις ασθενούσα αληθώς,
+επεθύμει να απέλθη.
+
+Μετά τινας στιγμάς επέστρεψε, περίεργος διά τα θέαμα το οποίον είχε
+προετοιμάσει μετά του Πετρωνίου και Τιγελλίνου. Επηκολούθησαν
+διάλογοι και ο περίφημος μίμος Πάρις παρέστησε μιμικώς τας
+περιπετείας της Ηούς.
+
+Ακολούθως εισήλθον χορεύτριαι και εξετέλεσαν με ήχους κιθαρών και
+κυμβάλων βακχικήν όρχησιν συνοδευομένην υπό αγρίων κραυγών και
+ασέμνων κινήσεων.
+
+Εις την Λίγειαν, εφαίνετο ότι ο θόλος έμελλε να σχισθή και να πέση
+εις τας κεφαλάς των συνδαιτυμόνων. Αλλ' από τον θόλον έπιπτον ρόδα,
+και μόνον ρόδα. Και πλησίον της ο Βινίκιος μεθυσμένος, της έλεγεν:
+«Ευθύς ως σε είδα εις την οικίαν του Αούλου πλησίον της κρήνης,
+πάραυτα σε ηγάπησα. Ήτο πρωία, επίστευες ότι κανείς δεν σε έβλεπε και
+σε έβλεπα εγώ! . . . Και όπως σε είδα, ούτω σε βλέπω πάντοτε, με όλον
+τον πέπλον τούτον, όστις σε κρύπτει. Ιδέ! θεοί και άνθρωποι διψώσιν
+έρωτα. Δεν υπάρχει τίποτε, τίποτε, ειμή ο έρως εις τον κόσμον!»
+
+Εν τούτοις το τέλος των οργίων δεν ήτο εγγύς ακόμη. Οι δούλοι
+εξηκολούθουν να φέρουν νέα φαγητά και να γεμίζουν με οίνον τας
+κύλικας, τας στολισμένας με χλόην. Έμπροσθεν του ημικυκλοειδούς
+εφάνησαν δύο αθληταί. Αμέσως συνεπλάκησαν. Οι κορμοί των οι
+στίλβοντες εξ ελαίου απετέλεσαν ένα μόνον όγκον, ενώ τα οστά των
+έτριζον υπό την περίσφιξιν των ευρώστων βραχιόνων των. Οι Ρωμαίοι
+παρηκολούθουν ηδυπαθώς τας κινήσεις των ράχεων, των βραχιόνων και
+πήχεων, αλλ' η πάλη δεν θα διηωνίζετο. Ο Κρότων ο αρχηγός της σχολής
+των Θηριομάχων εθεωρείτο δικαίως ως ο ρωμαλεώτερος ανήρ της
+αυτοκρατορίας. Μετ' ολίγον η αναπνοή του αντιπάλου του επεταχύνθη,
+ήρχισε να ρογχάζη, έπτυσεν άφθονον αίμα και κατέπεσεν. Επευφημίαι
+εχαιρέτισαν το τέλος της πάλης . . .
+
+Ο νικητής με τον ένα πόδα επί των νώτων του ηττημένου, με τους
+πελωρίους βραχίονας εσταυρωμένους παρετήρησε την ομήγυριν με βλέμμα
+θριαμβευτικόν.
+
+Εισήλθον ακολούθως εγγαστρίμυθοι και γελωτοποιοί, αλλά δεν
+συνεκίνησαν, επειδή ο οίνος είχε ταράξει όλων τας φρένας.
+
+Ο ανήρ, από το άρωμα των ελαίων, διά των οποίων θαυμασίας καλλονής
+έφηβοι έβρεχον τους πόδας των συμποτών, κατέστη δύσπνευστος.
+
+Οι πλείστοι εκ των συνδαιτυμόνων δεν ηδύναντο να σταθούν εις τους
+πόδας των. Ο Πετρώνιος δεν ήτο μεθυσμένος, αλλ' όστις εν αρχή,
+κηδόμενος της ουρανίας φωνής του, απέφευγε να πίνη είχεν εκκενώσει
+κατόπιν κύλικα επί κύλικος και εμεθύσθη. Ήθελε μάλιστα να ψάλη ακόμη
+στίχους του, στίχους ελληνικούς την φοράν αυτήν, αλλά δεν κατώρθωνε
+να τους ενθυμηθή, και κατά λάθος έψαλεν άσμα του Ανακρέοντος.
+
+Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν
+του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα
+του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν
+μεγαλοφώνως:
+
+ — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά
+επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη
+δώρον εις εμέ, Με εννοείς! Αύριον όταν νυκτώση, οι δούλοι μου θα
+έλθουν να σε πάρουν, με εννοείς! . . Ο Καίσαρ πριν σε ίδη, σε
+υπεσχέθη εις εμέ . . . Οφείλεις να μου παραδοθής! Τα χείλη σου, δος
+μου τα χείλη σου!
+
+Την περιεπτύχθη. Εκείνη επάλαιεν απηλπισμένη. Εις μάτην με τας δύο
+χείρας προσεπάθει να διαρρήξη τον εναγκαλισμόν των βραχιόνων εκείνων·
+μάτην διά φωνής πλήρους τρόμου και πικρίας τον ικέτευε να μη φέρεται
+ούτω. Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής
+εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός.
+
+Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα
+φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε
+την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να
+εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.
+
+Αλλά την στιγμήν εκείνην τρομερά δύναμις παρέλυσε τους βραχίονας του
+αναισχύντου, ως βραχίονας παιδός και τον απώθησεν ως άχυρον ή ξηρόν
+φύλλον. Ο Βινίκιος έτριψε τους οφθαλμούς του εμβρόντητος και είδεν
+υπεράνω του το γιγάντιον ανάστημα του Λιγείου Ούρσου· ούτος έμεινεν
+ακίνητος και ησυχώτατος, αλλ' οι οφθαλμοί του εξακοντίζοντες βλέμματα
+επί του Βινικίου, είχον έκφρασιν τόσον παράδοξον, ώστε ο νέος ησθάνθη
+το αίμα του να παγώνη. Έπειτα ο γίγας έλαβε την δέσποινάν του εις τας
+αγκάλας του και με βήμα κανονικόν εξήλθε του τρικλίνου. Η Ακτή τους
+ηκολούθησεν.
+
+Ο Βινίκιος έμεινεν επί τινας στιγμάς ως απολιθωμένος. Έπειτα
+ανεπήδησε και ώρμησε προς την έξοδον.
+
+Λίγεια! Λίγεια!
+
+Αλλ' η κατάπληξις, η μανία του και η μέθη του εξησθένισαν τας κνήμας,
+εκλονίσθη, εσκόνταψε και εσωριάσθη εις το πλακόστρωτον. Οι
+περισσότεροι των συνδαιτυμόνων είχον κυλισθή υπό τας τραπέζας. Τινές
+παρέπαιον εις την αίθουσαν προσκρούοντες εις τους τοίχους, άλλοι
+εκοιμώντο πλησίον της τραπέζης ρογχαλίζοντες ή αποπτύοντες κατά τον
+ύπνον των το πλεόνασμα των καταβροχθισθέντων φαγητών.
+
+Και επάνω εις τους μεθυσμένους υπάτους, επάνω εις τους συγκλητικούς,
+τους ιππότας, τους ποιητάς, τους φιλοσόφους, επάνω εις τας χορευτρίας
+και τας πατρικίας, επάνω εις όλον εκείνον τον πανίσχυρον ακόμη, αλλά
+χωρίς ψυχήν κόσμον, ο οποίος εφέρετο προς την άβυσσον, εκ του χρυσού
+δικτύου του τεταμένου υπό τον θόλον, έπιπτεν αδιακόπως βροχή ρόδων.
+
+Έξω ανέτελλεν η αυγή.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'
+
+
+
+Κανείς δεν εσταμάτησε τον Ούρσον, κανείς δεν τον ηρώτησέ τι. Όσοι δε
+των συνδαιτυμόνων δεν ήσαν ακόμη υπό την τράπεζαν, είχον εγκαταλείψει
+τας θέσεις των.
+
+Οι θεράποντες, βλέποντες μίαν των κεκλημένων εις τους βραχίονας του
+γίγαντος ενόμισαν ότι κάποιος δούλος απήγε την μεθυσμένην εταίραν του
+δεσπότου του. Άλλως η Ακτή ευρίσκετο πλησίον των και η παρουσία της
+θα διέλυε πάσαν υποψίαν.
+
+Μετέβησαν εκ του τρικλίνου εις θάλαμον παρακείμενον, και εκείθεν εις
+την στοάν την άγουσαν εις τα δωμάτια της Ακτής.
+
+Αι δυνάμεις της Λιγείας την είχον εγκαταλείψει τόσον, ώστε εβάρυνεν
+ως νεκρά εις τους βραχίονας του Ούρσου.
+
+Έφθασαν ούτω εις τα διαμερίσματα της Ακτής.
+
+Το μέρος τούτο του παλατίου ήτο ερημικόν· η μουσική και ο θόρυβος του
+συμποσίου έφθανον συγκεχυμένοι.
+
+Ο Ούρσος απέθηκε την Λίγειαν επί μαρμαρίνου βάθρου. Η δε Ακτή ήρχισε
+να συμβουλεύη την κόρην, όπως ησυχάση και αναπαυθή, βεβαιούσα αυτήν
+ότι ουδείς κίνδυνος την ηπείλει, επειδή οι συνδαιτυμόνες θα εκοιμώντο
+μέχρι της εσπέρας. Επί πολύ η Λίγεια δεν ηδυνήθη να καταπραϋνθή.
+Έθλιβε τους κροτάφους με τας χείρας της και επανελάμβανεν ως παιδίον:
+
+ — Στο σπίτι! Στο σπίτι! Στου Αούλου.
+
+Ο Ούρσος ήτο έτοιμος να υπακούση. Εις τας πύλας εφύλαττον πράγματι
+δύο δορυφόροι, αλλ' οι στρατιώται δεν εμπόδισαν τους απερχομένους.
+Προ της θριαμβευτικής αψίδος υπήρχεν ακόμη θόρυβος φορείων και μετ'
+ολίγον οι άνθρωποι έμελλον να εξέλθωσι κατά πυκνάς ομάδας. Και αυτοί
+θα ανεμιγνύοντο εις το πλήθος και θα διηυθύνοντο εις την οικίαν των.
+
+Η Λίγεια επανελάμβανε:
+
+ — Ναι, Ούρσε, ας φύγωμεν.
+
+Αλλ' η Ακτή ηναγκάσθη να φανή λογική δι' αυτούς. Θα απήρχοντο! Πολύ
+καλά! Κανείς δεν θα παρημπόδιζε την απέλευσίν των. Αλλά να δραπετεύση
+τις από του οίκου του Καίσαρος ήτο έγκλημα καθοσιώσεως. Θα απήρχοντο . . .
+Και την εσπέραν είς κεντηρίων μετά των στρατιωτών του θα έφερε
+την εις θάνατον καταδίκην του Αούλου και της Πομπωνίας Γραικίνας και
+θα επανέφερε την Λίγειαν εις το Παλάτιον. Τότε αύτη θα εχάνετο
+οριστικώς. Εάν οι Άουλοι την εδέχοντο, ο θάνατός των ήτο βέβαιος.
+Έπρεπε να εκλέξη μεταξύ του ολέθρου των Πλαυτίων και του ολέθρου
+εαυτής.
+
+ — Ακτή, είπεν εν απελπισία η κόρη, ήκουσες τι έλεγεν ο Βινίκιος; Ότι
+ο Καίσαρ με έκαμε δώρον εις αυτόν και ότι απόψε θα στείλη τους
+δούλους του να με ζητήσουν και να με φέρουν εις την οικίαν του.
+
+ — Ήκουσα, είπεν η Ακτή.
+
+ — Ποτέ! Δεν θα μείνω ούτε εδώ, ούτε εις του Βινικίου· ποτέ!
+
+Η Ακτή εξεπλάγη από την αντίστασιν ταύτην.
+
+ — Ώστε, ηρώτησε, τον αποστρέφεσαι τόσον, τον μισείς;
+
+Αλλ' η Λίγεια δεν ηδυνήθη ν' απαντήση καταληφθείσα και πάλιν υπό
+λυγμών. Η Ακτή την είλκυσε προς το στήθος της και προσεπάθησε να την
+καταπραΰνη. Ο Ούρσος ανέπνεε θορυβωδώς και έσφιγγε τας πυγμάς.
+
+ — Όχι, είπεν η Λίγεια· μου απαγορεύεται να μισώ· είμαι χριστιανή.
+
+ — Ηξεύρω, Λίγεια· γνωρίζω προσέτι από τας επιστολάς Παύλου του
+Ταρσέως, ότι σας είναι απηγορευμένον να υποβάλλεσθε εις την ατιμίαν
+και να την φοβήσθε υπέρ την τιμωρίαν του θανάτου. Αλλ' ειπέ μου, το
+δόγμα σου επιτρέπει να προκαλή τις τον θάνατον του άλλου;
+
+ — Όχι.
+
+ — Τότε πώς θα τολμήσης να επισύρης την εκδίκησιν του Καίσαρος επί
+των Αούλων;
+
+Σιγή επηκολούθησε. Και πάλιν άβυσσος ηνοίγετο προ των ποδών της
+Λιγείας.
+
+ — Σου κάμνω αυτήν την ερώτησιν, επανέλαβεν η Ακτή, διότι λυπούμαι σε
+και την καλήν Πομπωνίαν και τον Άουλον και το τέκνον των. Μένω από
+πολλού χρόνου εις την οικίαν αυτήν και ηξεύρω τι σημαίνει η οργή του
+Καίσαρος. Όχι, δεν δύνασθε να φύγετε απ' εδώ. Έν μόνον πράγμα έχεις
+να κάμης. Ικέτευσον τον Βινίκιον να σε αποδώση εις την Πομπωνίαν.
+
+Αλλ' η Λίγεια έπεσεν εις τα γόνατα διά να ικετεύση άλλον τινά, τον . . .
+Χριστόν. Ο Ούρσος εγονάτισε και αυτός, αμφότεροι δε εδέοντο εις την
+οικίαν του Καίσαρος.
+
+Η Ακτή δεν ηδύνατο ν' αποσπάση τους οφθαλμούς από της Λιγείας, ήτις
+εστραμμένη εκ πλαγίου ανέτεινε την κεφαλήν και τας χείρας προς τον
+ουρανόν, ως να επερίμενεν εκείθεν να έλθη η σωτηρία.
+
+Τέλος ηγέρθη με το πρόσωπον αίθριον.
+
+Ο Ούρσος ηγέρθη επίσης, και εστάθη πλησίον του βάθρου, προσβλέπων την
+κυρίαν του και αναμένων να ακούση την απόφασίν της.
+
+Οι οφθαλμοί της Λιγείας εσκοτίσθησαν. Δύο χονδρά δάκρυα κατήλθον
+βραδέως εις τας παρειάς της.
+
+ — Ο Θεός να ευλογήση την Πομπωνίαν και τον Άουλον! είπε. Δεν έχω
+ποσώς το δικαίωμα να προξενήσω τον όλεθρόν των και δεν θα τους
+επανίδω πλέον ποτέ.
+
+Είτα στραφείσα προς τον Ούρσον, είπεν, ότι αυτός μόνον της απέμενεν
+εις τον κόσμον και ότι του λοιπού αυτός έπρεπε να είναι προστάτης και
+πατήρ της. Εάν δεν ηδύναντο να καταφύγωσιν εις την οικίαν των Αούλων,
+δεν ηδύναντο ουχ ήττον να μείνωσιν εις του Καίσαρος ούτε εις του
+Βινικίου. Όθεν ο Ούρσος θα την ελάμβανε, θα την ωδήγει έξω της
+πόλεως, θα την έκρυπτε εις κανέν μέρος, όπου δεν θα την ανεκάλυπτον
+ούτε ο Βινίκιος ούτε οι άνθρωποί του.
+
+Ο Λιγειεύς ήτο έτοιμος. Ησπάσθη τους πόδας της εις σημείον υποταγής.
+Αλλ' η Ακτή είχε παραμείνει έκπληκτος. Το πρόσωπόν της εδείκνυε την
+απογοήτευσιν.
+
+Αυτό λοιπόν ήτο όλον το αποτέλεσμα της προσευχής;
+
+Το να φύγωσιν εκ του παλατίου ήτο ως να διαπράξωσιν έγκλημα
+καθοσιώσεως, το οποίον θα ετιμωρείτο· και αν ακόμη η Λίγεια κατώρθωνε
+να κρυφθή, ο Καίσαρ θα ελάμβανεν αντίποινα από τους Αούλους! Έπρεπε
+να φύγη από την οικίαν του Βινικίου. Τοιουτοτρόπως ο Καίσαρ, όστις
+δεν ηγάπα ν' αναμιγνύεται εις τα αλλότρια, δεν θα συγκατένευεν ίσως
+να βοηθήση τον Βινίκιον εις τας έρευνάς του. Εν τη μέθη του ούτος
+είχε την απερισκεψίαν να τη είπη ότι την εσπέραν θα έπεμπε τους
+δούλους του να την παραλάβουν.
+
+Αλλ' ο Ούρσος θα την έσωζε. Θα ήρχετο, θα την ήρπαζε, καθώς την είχεν
+αρπάσει από το τρίκλινον και θα έφευγον ταχείς. Κανείς δεν ηδύνατο ν'
+αντιμετωπίση τον Ούρσον.
+
+Αλλ' επειδή ο Βινίκιος θα είχεν ίσως την φαντασίαν να την συνοδεύση
+διά πολλών δούλων, ο Ούρσος θα επήγαινεν αμέσως προς τον επίσκοπον
+Λίνον να του ζητήση βοήθειαν και συμβουλήν. Ο επίσκοπος θα διέτασσε
+τους χριστιανούς να τρέξουν εις βοήθειαν και θα την απηλευθέρωνον διά
+της βίας.
+
+Αύτη ήτο η γνώμη της Ακτής.
+
+Το πρόσωπόν της Λιγείας έγινε ροδαλόν και εμειδία. Ερρίφθη εις τον
+τράχηλον της απελευθέρας και έθεσεν επί της παρειάς της το αδρόν της
+στόμα ψιθυρίζουσα:
+
+ — Δεν θα μας προδώσης, Ακτή! Όχι!
+
+ — Μα την σκιάν της μητρός μου, δεν θα σας προδώσω. Παρακάλεσε τον
+Θεόν σου όπως ο Ούρσος κατορθώση να σε ελευθερώση.
+
+Ο Ούρσος εσχεδίαζε πώς θα την προστατεύση, όταν θα ήρχοντο να την
+αρπάσουν. Δεν εσυμβούλευε κανένα να εκτεθή εις τους γρόνθους του,
+έστω και αν έφερε σιδηράν περικεφαλαίαν! Άλλως έν κανονικόν
+γρονθοκόπημα . . θα συνέτριβε την κεφαλήν, την οποίαν η περικεφαλαία
+θα εκάλυπτεν.
+
+Η Λίγεια ύψωσε τον δάκτυλον και μετ' αξιοπρεπείας αυστηράς και
+παιδικής:
+
+ — Ούρσε! «Ου φονεύσης», είπεν.
+
+Ο Λιγειεύς έφερεν όπισθεν της κεφαλής του τον βραχίονα τον ροπαλοειδή
+και ήρχισε να μουρμουρίζη, τρίβων τον τράχηλόν του εν αμηχανία. Όσον
+ήτο δυνατόν, θα προσεπάθει να . . . Αλλ' εάν δεν είναι δυνατόν; . . .
+Ανάγκη εν τοσούτω να την αρπάση! Τέλος, εάν συνέβαινε δυστύχημά τι,
+θα εδείκνυε τόσην μετάνοιαν, θα παρεκάλει τόσον πολύ τον Αμνόν τον
+άκακον . . ώστε ο Αμνός ο εσταυρωμένος θα ηλέει ένα δυστυχή . . . Δεν
+ήθελε να παραβή τας εντολάς του . . . Τέλος θα προσεπάθει να
+συμμορφωθή με τας διαταγάς της κυρίας του.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'
+
+
+
+Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον,
+η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός.
+Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα,
+κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων.
+
+Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια
+εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την
+επίβλεψιν της Πομπωνίας. Μόνον περί την μεσημβρίαν ήνοιξε τους
+οφθαλμούς και περιεσκόπησε τον κοιτώνα με έκπληκτον βλέμμα. Δεν
+ευρίσκετο λοιπόν εις την οικίαν των Αούλων;
+
+ — Είσαι συ, Ακτή; είπε τέλος διακρίνουσα εις την σκιάν το πρόσωπον
+της νέας γυναικός.
+
+ — Εγώ είμαι, Λίγεια.
+
+ — Είναι βράδυ τώρα;
+
+ — Όχι, κόρη μου, απόγευμα.
+
+ — Ο Ούρσος επέστρεψε;
+
+ — Ο Ούρσος δεν είπεν ότι θα επιστρέψη· είπεν ότι θα παραμονεύση το
+φορείον απόψε.
+
+ — Είναι αληθές!
+
+Εξήλθον του κοιτώνος και μετέβησαν εις το λουτρόν. Μετά το λουτρόν
+και το πρόγευμα, η Ακτή ωδήγησε την Λίγειαν εις τους κήπους του
+παλατίου, όπου δεν είχον να φοβηθούν καμμίαν συνάντησιν, διότι ο
+Καίσαρ και οι φίλοι του εκοιμώντο ακόμη. Αφού περιεπάτησαν, εκάθησαν
+εις άλσος κυπαρίσσων και ήρχισαν να ομιλούν περί της φυγής της
+Λιγείας.
+
+Ελαφρός κρότος βημάτων τας διέκοψε και πριν η Ακτή δυνηθή να ίδη
+ποίος επλησίαζε, προ του εδωλίου εφάνη η Ποππέα, περιστοιχιζομένη από
+τινας θεραπαινίδας. Δύο γυναίκες εκίνουν ελαφρώς υπεράνω της κεφαλής
+της ριπίδια από πτερά στρουθοκαμήλου. Μία αιθιοπίς με μαστούς πλήρης
+γάλακτος εκράτει εις τας αγκάλας της βρέφος περιτετυλιγμένον διά
+πορφυρών σπαργάνων.
+
+Η Ποππέα εστάθη παρατηρούσα την Λίγειαν.
+
+ — Ποία είναι η δούλη αύτη; ηρώτησε πλησιάζουσα.
+
+ — Δεν είναι δούλη, ω θεία Αυγούστα, είπεν η Ακτή, είναι θετή θυγάτηρ
+της Πομπωνίας Γραικίνας, και κόρη του βασιλέως των Λιγείων, όστις την
+έδωκεν ως όμηρον εις την Ρώμην.
+
+ — Ήλθε διά να σου κάμη επίσκεψιν;
+
+ — Όχι, Αυγούστα. Από της προχθές κατοικεί εις το παλάτιον.
+
+ — Τη διαταγή τίνος;
+
+ — Του Καίσαρος!
+
+Η Ποππέα παρετήρησε με περισσοτέραν προσοχήν την νεάνιδα και μία
+ρυτίς εχαράχθη μεταξύ των οφρύων της. Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της,
+έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος
+ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την
+Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της
+Λιγείας.
+
+«Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και
+νεωτέρα μου».
+
+Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην
+αστραπήν. Αλλά στραφείσα προς την Λίγειαν και λίαν ατάραχος κατά το
+φαινόμενον:
+
+ — Ωμίλησες εις τον Καίσαρα;
+
+ — Όχι, Αυγούστα.
+
+ — Διατί προτιμάς να είσαι εδώ μάλλον παρά εις την οικίαν των Αούλων;
+
+ — Δεν προτιμώ. Ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να με αναλάβη από
+της Πομπωνίας; Είμαι εδώ παρά την θέλησίν μου . . .
+
+ — Και επιθυμείς να επιστρέψης πλησίον της Πομπωνίας;
+
+Η ερώτησις αύτη έγεινε με φωνήν μάλλον ευπροσήγορον, και η Λίγεια
+εσκίρτησεν εξ ελπίδος.
+
+ — Αυγούστα, είπε, τείνουσα τας χείρας, ο Καίσαρ θέλει να με δώση ως
+δούλην εις τον Βινίκιον. Αλλά θα μεσολαβήσης δι' εμέ και θα με
+αποδώσης εις την Πομπωνίαν . . .
+
+ — Λοιπόν ο Πετρώνιος παρεκίνησε τον Καίσαρα να σε αναλάβη από τον
+Άουλον δια να σε παραδώση εις τον Βινίκιον;
+
+ — Μάλιστα, ο Βινίκιος είπεν ότι θα στείλη να με ζητήση, σήμερον
+μάλιστα. Αλλά είσαι αγαθή, και θα με ευσπλαχνισθής.
+
+Κύψασα έψαυσε το κράσπεδον της εσθήτος της Ποππέας, και επερίμενε με
+πάλλουσαν καρδίαν.
+
+Η Ποππέα την παρετήρησε με κακόβουλον μειδίαμα και είπεν:
+
+ — Τότε, σου υπόσχομαι ότι σήμερον μάλιστα θα είσαι δούλη του
+Βινικίου.
+
+Και απεμακρύνθη ως οπτασία, γόησσα και κακοποιός. Εις τα ώτα της
+Λιγείας και της Ακτής έφθασαν αι κραυγαί του παιδίου, το οποίον
+ήρχισε να κλαίη. Οι οφθαλμοί της Λιγείας ήσαν πλήρεις δακρύων. Έλαβε
+την Ακτήν από της χειρός.
+
+ — Ας επιστρέψωμεν, είπε. Δεν πρέπει να ελπίζη τις ειμή μόνον απ'
+εκεί, οπόθεν δύναται να προέλθη η βοήθεια.
+
+Εισήλθον εις τον πρόδομον, τον οποίον δεν εγκατέλειψαν πλέον.
+Ανήσυχοι έτεινον το ους εις τον κρότον των βημάτων. Η συνδιάλεξις
+διεκόπτετο ανά πάσαν στιγμήν και η σιγή επλανάτο βαθεία και πλήρης
+παρακρούσεων.
+
+Άμα ενύκτωσεν, η θύρα του προθαλάμου ήνοιξε και άνθρωπος με πρόσωπον
+μελαψόν και ισχνόν εφάνη.
+
+Η Λίγεια ανεγνώρισεν, επειδή τον είχεν ιδεί εις της Πομπωνίας, τον
+Ατακίνον, ένα απελεύθερον του Βινικίου. Η Ακτή εξέβαλε κραυγήν.
+
+Ο Ατακίνος εχαιρέτισε λίαν υποκλινώς και είπε:
+
+ — Χαίρειν τη θεία Λιγεία εκ μέρους του Μάρκου Βινικίου, όστις την
+περιμένει εις την τράπεζαν ητοιμασμένην εις την οικίαν του, την
+στολισμένην με χλόην.
+
+ — Είμαι έτοιμη, είπεν εκείνη, με χείλη λευκά.
+
+Και περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν της Ακτής, διά να την
+αποχαιρετίση.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'
+
+
+
+Η οικία του Βινικίου εκοσμείτο πράγματι με χλόην. Οι τοίχοι και αι
+θύραι ήσαν φορτωμέναι από περιπλοκάς κισσών και μύρτων· εις τους
+κίονας ανήρχοντο οφιοειδείς γιρλάνται κλημάτων.
+
+Έργα περιφήμων τεχνιτών, λύχνοι εξ αλαβάστρων εκ μαρμάρου και εξ
+ορειχάλκου κορινθιακού, παρίστανον μορφάς θηρίων, φυτών και γυναικών·
+αρωματικά έλαια έκαιον.
+
+Αι λυχνίαι εμετρίαζον την λάμψιν των υπό υαλίνας σφαίρας της
+Αλεξανδρείας, ή εποίκιλλον το φως των διά μέσου λεπτοϋφών οθονών εις
+ακτίνας χρώματος ροδίνου, κιτρίνου, ιόχρου ή γλαυκού.
+
+Ο αήρ ήτο μεστός νάρδου, αρώματος, το οποίον είχε συνειθίσει εν Ασία
+ο Βινίκιος. Εις το τρίκλινον η τράπεζα ήτο παρεσκευασμένη διά
+τέσσαρας συνδαιτημόνας, διότι ο Πετρώνιος και η φίλη του, η ωραία
+Χρυσόθεμις, έμελλον να συμμετάσχωσιν επίσης του συμποσίου.
+
+Καθ' όλα ο Βινίκιος είχεν ακολουθήσει τας συμβουλάς του Πετρωνίου,
+όστις τον είχε νουθετήσει να μη υπάγη ο ίδιος να ζητήση την Λίγειαν,
+αλλά να στείλη προς τούτο τον Ατακίνον, φέροντα την εντολήν του
+Καίσαρος.
+
+Εν τω μεταξύ αι θεράπαιναι έφεραν τρίποδας και έρριψαν επί των
+ανθράκων κλαδίσκους νάρδου.
+
+ — Ευρίσκονται τώρα εις την καμπήν των Καρίνων, είπεν ο Βινίκιος με
+χαμηλήν φωνήν.
+
+Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
+
+ — Μη φιλοσοφής δι' έν σεστέρσιον, εψιθύρισεν ούτος.
+
+Ο Βινίκιος δεν ήκουσεν.
+
+ — Ευρίσκονται ήδη . . . .
+
+Πράγματι εκείνοι έκαμπτον προς τας Καρίνας.
+
+Το φορείον επροχώρει, προπορευομένων δαδούχων, ήτο δε περικυκλωμένον
+από ακολούθους πεζούς. Ο Ατακίνος επέβλεπε την πορείαν της συνοδείας.
+
+Επροχώρει βραδέως, επειδή οι φανοί εις την μη φωτιζομένην πόλιν ήσαν
+ανεπαρκείς. Εκτός τούτου αι οδοί αι ερημικαί πλησίον του παλατίου,
+όπου εδώ και εκεί μόνον διωλίσθαινε κανείς διαβάτης κρατών την
+λυχνίαν του, επληρούντο λαού κατά τρόπον ασυνήθη.
+
+Εξ εκάστου δρομίσκου εξήρχοντο ομάδες εκ δύο ή τριών ανθρώπων, χωρίς
+δάδας, και φερόντων χλαίνας μακράς. Άλλοι εβάδιζον μετά της συνοδείας
+αναμιγνυόμενοι με τους δούλους, άλλοι δε εις συμπλέγματα πυκνότερα
+ήρχοντα κατ' αντίθετον διεύθυνσιν. Μερικοί εκλονίζοντο μεθυσμένοι.
+Ενίοτε η δυσχέρεια του να προχωρώσιν ήτο τόση, ώστε οι λαμπαδάριοι
+ηναγκάζοντο να φωνάζουν:
+
+ — Τόπον εις τον ευγενή Μάρκον Βινίκιον!
+
+Δια μέσου των ημιανοίκτων παραπετασμάτων, η Λίγεια διέκρινε τας
+ομάδας εκείνας τας σκοτεινάς και ανεσκίρτα άλλοτε εξ ελπίδος και
+άλλοτε εκ φόβου.
+
+«Είναι αυτός· είναι ο Ούρσος με τους χριστιανούς! εψιθύριζον τα
+τρέμοντα χείλη της. Χριστέ, βοήθησέ μας! Χριστέ, σώσον μας!»
+
+Ο Ατακίνος, όστις κατ' αρχάς δεν έδιδε καμμίαν προσοχήν εις την
+έκτακτον ταύτην κίνησιν, κατελήφθη υπό ανησυχίας. Οι δαδούχοι
+ηναγκάζοντο να επαναλαμβάνουν συχνότερον εκάστοτε την κραυγήν των:
+«Τόπον διά το φορείον του ευγενούς τριβούνου!» Οι άγνωστοι
+εστενοχώρουν το φορείον τόσον πλησίον, ώστε ο Ατακίνος έδωκε διαταγήν
+να τους διώξωσι με ραβδισμούς. Αίφνης θόρυβος εγένετο έμπροσθεν της
+πομπής. Διά μιας όλα τα φώτα εσβέσθησαν.
+
+Τότε ο Ατακίνος ενόησεν. Ήτο επίθεσις! Ο σταθμός των νυχτοφυλάκων,
+των οποίων έργον ήτο η διατήρησις της ησυχίας, δεν απείχε πολύ. Αλλ'
+εις τοιαύτας περιστάσεις οι φρουροί ήσαν κωφοί και τυφλοί.
+
+Εν τούτοις πέριξ του φορείου εγίνετο φοβερά πάλη. Επάλαιον,
+ανετρέποντο, εποδοπατούντο.
+
+Ο Ατακίνος συνέλαβε μίαν φαεινήν ιδέαν· προ παντός έπρεπε να πάρη
+πίσω την Λίγειαν και να φύγη αφίνων τους άλλους εις την τύχην των.
+
+Την έσυρεν από το φορείον, την έδραξε με τους δύο βραχίονας και
+προσεπάθησε να φύγη βοηθούμενος από το σκότος.
+
+Αλλ' η Λίγεια εφώναξε:
+
+ — Ούρσε! Ούρσε! Ενδεδυμένη λευκά ήτο εύκολον να διακρίνεται. Με
+τον ένα βραχίονα ο Ατακίνος την εσκέπαζε με τον ίδιον μανδύαν του,
+οπότε τρομεροί δάκτυλοι, ως λαβίδες, τον ήρπασαν από τον τράχηλον επί
+του κρανίου του ηκούσθη κτύπημα ροπάλου και κατέπεσε νεκρός.
+
+Οι δούλοι έκειντο οι πλείστοι κατά γης ή έφευγον προσκρούοντες εις
+τας γωνίας των τοίχων. Το φορείον θραυσθέν εις την συμπλοκήν, έγεινε
+συντρίμματα. Ο Ούρσος μετέφερε την Λίγειαν εις την Συβούρην· οι
+σύντροφοί του είχον σκορπισθή.
+
+Οι δούλοι συνηθροίσθησαν προ της οικίας του Βινικίου και
+συνεσκέπτοντο. Δεν ετόλμων να εισέλθουν.
+
+Μετά βραχείαν σύσκεψιν επανήλθον εις τον τόπον της συμπλοκής. Εύρον
+εκεί νεκρούς τινας, ως και το πτώμα του Ατακίνου το οποίον ήσπαιρεν
+ακόμη. Εσήκωσαν το πτώμα και εστάθησαν έξω της θύρας.
+
+Έπρεπεν εν τούτοις να αναγγείλωσιν εις τον κύριόν των το συμβάν.
+
+ — Ας το αναγγείλη ο Γύλων, εψιθύρισαν φωναί τινες· έχει καθημαγμένον
+το πρόσωπον, όπως και ημείς και ο κύριος τον αγαπά πολύ. Αυτός θα
+κινδυνεύση ολιγώτερον από τους άλλους.
+
+Ο Γερμανός Γύλων, γηραιός δούλος, όστις είχε χρησιμεύσει ως βοηθός
+τροφού εις τον Βινίκιον, και τον οποίον ούτος είχε κληρονομήσει από
+την μητέρα του, τοις είπε:
+
+ — Θα αναγγείλω το πράγμα, ναι· αλλά θα υπάγωμεν όλοι μαζύ, ώστε η
+οργή του να μη πέση επ' εμού και μόνου.
+
+Εν τω μεταξύ ο Βινίκιος έχανε την υπομονήν του. Ο Πετρώνιος και η
+Χρυσόθεμις τον ειρωνεύοντο, εκείνος εβάδιζε ζωηρώς εις τον θάλαμον,
+επαναλαμβάνων:
+
+ — Έπρεπε να είνε τώρα εδώ! . . . Έπρεπε να είναι εδώ!. .
+
+Ηθέλησε να εξέλθη, αλλ' εκείνοι τον εκράτησαν.
+
+Αίφνης εις τον προθάλαμον ήχησαν βήματα και στίφη δούλων εισήλθον εις
+το μέλαθρον και τοποθετηθέντες υπό τον τοίχον, ύψωσαν τας χείρας και
+ήρχισαν να οιμώζουν.
+
+ — Άαχ! . . . Άαααχ!
+
+Ο Βινίκιος ώρμησε προς αυτούς:
+
+ — Πού είναι η Λίγεια; έκραξε με τρομεράν φωνήν.
+
+ — Άααχ!
+
+Ο Γύλων επροχώρησε και εσπευσμένως με φωνήν πλήρη άλγους:
+
+ — Ιδέ το αίμα, κύριε! Την υπερησπίσθημεν! Ιδέ το αίμα, κύριε! Ιδέ
+το αίμα!
+
+Δεν επρόφθασε να τελειώση. Ο Βινίκιος με μίαν ορειχάλκινον λυχνίαν
+είχε κατασυντρίψη το κρανίον του δούλου.
+
+Έπειτα με τας δύο χείρας έλαβε την κεφαλήν του και εβύθισε τους
+δακτύλους εις την κόμην βρυχόμενος:
+
+ — Δυστυχία μου! . .,
+
+Το πρόσωπόν του έγινε κυανούν, οι οφθαλμοί του ανεστράφησαν, το στόμα
+του άφρισε:
+
+ — Τας ράβδους, εφώναξε τέλος με απάνθρωπον φωνήν.
+
+ — Αυθέντα! Άααχ! Έλεος! ωλόλυζον οι δούλοι.
+
+Ο Πετρώνιος ηγέρθη με μορφασμόν βδελυγμίας.
+
+ — Ελθέ, Χρυσόθεμις, είπεν. Εάν θέλης να ίδης κρέας, θα διατάξω να
+καταλάβουν δι' εφόδου την τράπεζαν ενός κρεοπώλου εις τας Καρίνας.
+
+Και εξήλθον του ατρίου.
+
+Εις την οικίαν την περιβεβλημένην με χλόην και ετοίμην διά το
+συμπόσιον, αι οιμωγαί των δούλων και ο συριγμός των ράβδων
+εξηκολούθησαν μέχρι πρωίας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'
+
+
+
+Ο Βινίκιος την νύκτα εκείνην δεν κατεκλίθη ποσώς. Επειδή αι οιμωγαί
+των μαστιγουμένων δούλων δεν κατεπράυνον ούτε τον πόνον ούτε την
+οργήν του, έλαβεν άλλο στίφος ανδρών και επί κεφαλής των, πολύ αργά
+την νύκτα, ώρμησεν εις αναζήτησιν της Λιγείας. Εξηρεύνησε την
+συνοικίαν Εσκουιλίνου, Ζουβούρου και τας πλησίον οδούς. Έπειτα, αφού
+έκαμε τον γύρον του Καπιτωλίου, διέβη την γέφυραν του Φαβρικίου,
+διέτρεξε την μεμονωμένην συνοικίαν και έφθασε πέραν του ποταμού
+Τιβέρεως.
+
+Επανήλθε περί το λυκαυγές και εξαπλωθείς επί τινος ανακλίντρου εις το
+άτριον ήρχισε να σκέπτεται συγκεχυμένως με ποία μέσα θα ηδύνατο να
+ανεύρη και να συλλάβη την Λίγειαν.
+
+Να παραιτηθή αυτής, να την χάση οριστικώς, του εφαίνετο αδύνατον, και
+εις μόνην την σκέψιν ταύτην η λύσσα έπνιγε την καρδίαν του. Τέλος του
+επήλθε μία ιδέα ως αστραπή· ουδείς άλλος ειμή ο Άουλος θα ήξευρε πού
+εκείνη εκρύπτετο. Εάν δεν του την απέδιδε, θα επήγαινε προς τον
+Καίσαρα, θα κατηγόρει επί απειθεία τον γηραιόν πολέμαρχον, και θα
+επετύγχανε κατ' αυτού απόφασιν θανάτου.
+
+Αίφνης η καρδία του έπαυσε να πάλλη εις μίαν υπόνοιαν τρομεράν, ήτις
+του επήλθεν.
+
+ — Αν ήτο αυτός ο Καίσαρ όστις ήρπασε την Λίγειαν;
+
+Όλος ο κόσμος εγνώριζεν, ότι ο Καίσαρ συχνά εζήτει διά νυκτερινών
+επιθέσεων να ποικίλλη την μονοτονίαν του. Αυτός ο Πετρώνιος ελάμβανε
+μέρος εις τα παιγνίδια ταύτα. Ο σκοπός ήτο κυρίως να συλλαμβάνωσιν
+ωραίας νεανίδας, τας οποίας να αναγκάζωσι κατόπιν να πηδώσιν επί
+χλαμύδος στρατιώτου μέχρι λιποθυμίας. Ο Νέρων ωνόμαζε τας εκδρομάς
+ταύτας «η αλιεία των μαργαριτών», διότι συνέβαινε να αλιεύωσιν αληθή
+τινα μαργαρίτην χάριτος και νεότητος.
+
+Τότε έστελλε τον μαργαρίτην εις το Παλατίνον ή εις μίαν των
+αναριθμήτων επαύλεων του Καίσαρος, ή την παρεχώρει εις ένα των
+εταίρων. Το τοιούτον δυνατόν να συνέβη εις την Λίγειαν.
+
+Εάν ούτως είχε το πράγμα, η Λίγεια ήτο χαμένη διά παντός. Ηδύνατό τις
+να την αποσπάση από άλλας χείρας, αλλ' όχι από τας χείρας εκείνας.
+Τώρα ενόει μέχρι ποίου βαθμού ήτο προσφιλής. Καθώς ο άνθρωπος ο
+πνιγόμενος αναπολεί αστραπιαίως όλον το παρελθόν του, ο Βινίκιος
+ανεπόλησε την Λίγειαν. Την έβλεπεν, ήκουεν έκαστον των λόγων της. Την
+έβλεπε παρά το χείλος της κρήνης και εις την οικίαν των Αούλων και
+εις το συμπόσιον. Την ησθάνετο πλησίον του, ησθάνετο το άρωμα της
+κόμης της, ενεθυμείτο το ηδυπαθές των ασπασμών του, με τους οποίους
+εις το συμπόσιον εκείνο είχε κατακαλύψει τα αθώα χείλη της. Και όταν
+ανελογίζετο ότι θα την απήλαυεν ο Νέρων, επνίγετο από λύσσαν τόσον
+τρομεράν, ώστε επεθύμει να κτυπήση την κεφαλήν του εις τον τοίχον.
+
+Μόνη η σκέψις της εκδικήσεως του παρείχον ανακούφισίν τινα.
+
+«Θα είμαι ο Κάσσιος Χαιρέας σου», επανελάμβανεν. Έλαβεν ολίγον χώμα
+από τα ανθοδοχεία, και έκαμε φοβερόν όρκον εις την Εκάτην, τον Έρεβον
+και τους Εφεστίους θεούς, ότι θα ελάμβανεν εκδίκησιν κατά του
+Νέρωνος. Τουλάχιστον τώρα είχε λόγους να ζήση.
+
+Μετέβη εις το Παλατίνον, όπου κατ' αρχάς θα έβλεπε την Ακτήν· ίσως από
+αυτήν θα εμάνθανε κάτι.
+
+Εις την είσοδον ο φρουρός εκατόνταρχος προσεμειδίασεν αυτώ φιλικώς.
+
+ — Χαίρε, ευγενή τριβούνε! είπε: Εάν η επιθυμία σου είναι να
+υποβάλης τα σέβη σου εις τον Καίσαρα, ακαίρως έρχεσαι, και δεν ηξεύρω
+μάλιστα αν θα δυνηθής να τον ίδης.
+
+ — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Η μικρά Αυγούστα ησθένησεν αιφνιδίως. Ο Καίσαρ και η Αυγούστα
+ευρίσκονται πλησίον της μετά ιατρών. Όταν εγεννήθη η κόρη αύτη, ο
+Καίσαρ είχε τρελλαθή από την χαράν του. Και εις την Ποππέαν ακόμη το
+παιδίον ήτο προσφιλές, διότι είχεν ισχυροποιήσει την θέσιν της και
+είχε καταστήσει την επιρροήν της ακαταμάχητον. Αυτό ήτο γεγονός
+σημαντικόν, διότι ο Νέρων υπερηγάπα το θυγάτριόν του.
+
+Εκ της υγείας και της ζωής της μικράς Αυγούστας ηδύνατο να εξαρτηθή η
+τύχη της Αυτοκρατορίας. Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την
+απάντησιν του στρατιώτου.
+
+ — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε.
+
+Και διήλθεν.
+
+Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος
+ηναγκάσθη να αναμείνη.
+
+Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν.
+
+Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον
+του θαλάμου ανέκραξεν:
+
+ — Ακτή, πού είναι η Λίγεια;
+
+ — Και εγώ ήθελα να σε ερωτήσω, απήντησεν εκείνη με κάποιαν απορίαν.
+
+Ο Βινίκιος, καίτοι είχεν αποφασίσει να την ερωτήση αταράχως, με
+πρόσωπον συσπώμενον εκ λύσσης και οργής, ανέκραξεν:
+
+ — Δεν την έχω. Μου την ήρπασαν καθ' οδόν.
+
+Έπειτα πλησιάζων την Ακτήν και σφίγγων τους οδόντας:
+
+ — Ακτή, εάν αγαπάς την ζωήν σου, εάν δεν θέλης να γίνης παραίτιος
+δυστυχιών, ειπέ την αλήθειαν· ο Καίσαρ την ήρπασε; Εις την σκιάν της
+μητρός σου και μα όλους τους θεούς, δεν είναι εις το παλάτιον;
+
+ — Εις την σκιάν της μητρός μου, Μάρκε, δεν την επήρεν ο Καίσαρ. Η
+μικρά Αυγούστα είναι ασθενής από χθες και ο Νέρων δεν απεμακρύνθη από
+το λίκνον της.
+
+Ο Βινίκιος ανέπνευσε.
+
+ — Τότε, είπε, σφίγγων τας πυγμάς, οι Άουλοι είναι . . . . και
+δυστυχία εις αυτούς!
+
+ — Ό,τι συνέβη, συνέβη με την θέλησιν της Λιγείας. Ο Άουλος Πλαύτιος
+ήλθεν εδώ σήμερον το πρωί, είπεν η Ακτή. Δεν ημπόρεσε να με ίδη,
+επειδή ήμην πλησίον του ασθενούς παιδίου και μοι έγραψε λέξεις τινάς
+επί πινακίδος. Γνωρίζει ότι η Λίγεια του είχεν αφαιρεθή κατ'
+επιθυμίαν σου και του Πετρωνίου και εγνώριζεν ότι θα εστέλλετο αύτη
+πλησίον σου και σήμερον το πρωί επήγεν εις την οικίαν σου, όπου οι
+άνθρωποί σου του είπον τι συνέβη.
+
+Και τω έδειξε την πινακίδα, την οποίαν είχεν αφήσει ο Άουλος.
+
+Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας
+στιγμάς. Και μετ' ολίγον:
+
+ — Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να
+γίνη παλλακίς σου.
+
+ — Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου;
+
+ — Εγώ ήμην δούλη.
+
+Ο Βινίκιος ελύσσα εξ οργής· ο Καίσαρ του είχε προσφέρει δώρον την
+Λίγειαν· θα την ανεκάλυπτε· και αν ακόμη εκρύπτετο υπό την γην. Ναι!
+θα εγίνετο παλλακίς του.
+
+Ανυπομονούσα η Ακτή υπέλαβε:
+
+ — Πρόσεξε μη την χάσης διά παντός, την ημέραν καθ' ην την ανεύρη ο
+Καίσαρ.
+
+ — Τι λέγεις! . . .
+
+ — Άκουσε, Μάρκε! Χθες, εις τους κήπους η Λίγεια και εγώ συνηντήσαμεν
+την Ποππέαν και την μικράν Αυγούσταν, την οποίαν εβάσταζεν η Λίλιθ, η
+αιθιοπίς. Την εσπέραν, το παιδίον ησθένησε, και η Λίλιθ ισχυρίζεται
+ότι η ξένη θα το εμάγευσεν ή θα το εβάσκανεν. Εάν η μικρά αναρρώση,
+θα λησμονήσουν· αν όχι, η Ποππέα πρώτη θα κατηγορήση την Λίγειαν επί
+μαγεία, και τότε, όταν την ανεύρουν, δεν θα υπάρχη πλέον σωτηρία δι'
+αυτήν.
+
+Επηκολούθησε μικρά σιγή· είτα ο Βινίκιος είπε:
+
+ — Πιθανόν να εμάγευσε την μικράν . . . όπως και εμέ επίσης.
+
+ — Η Λίλιθ επαναλαμβάνει, ότι το παιδίον ήρχισε να κλαίη άμα η Λίγεια
+μας αντιπαρήλθεν. Αυτό είναι το αληθές! θα ήτο βεβαίως ασθενές από
+πριν· Ζήτησέ την, Μάρκε· έστω! Αλλά προ της θεραπείας του παιδίου,
+μη κάμης λόγον περί της Λιγείας. Οι οφθαλμοί της αρκετά έκλαυσαν εξ
+αιτίας σου.
+
+ — Την αγαπάς, Ακτή; ηρώτησεν ο Βινίκιος με μελαγχολικήν φωνήν.
+
+Μάλιστα! έμαθα να την αγαπώ, διότι την συνεπάθησα.
+
+ — Την αγαπάς· δεν σου απέδωκε μίσος αντί αγάπης καθώς εις εμέ!
+
+ — Άνθρωπε παράφορε και τυφλέ· εκείνη σε ηγάπα.
+
+Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν.
+
+ — Δεν είναι αληθές!
+
+Η Ακτή, η τόσον προσηνής συνήθως, ηγανάκτησε και αυτή και του είπε να
+σκεφθή, πώς είχε δοκιμάσει να την προσελκύση; Αντί να υποκλιθή
+ενώπιον της Πομπωνίας και του Αούλου, και να την ζητήση από αυτούς,
+την είχεν αρπάσει εξαπίνης από τους γονείς της τους θετούς. Ήθελε να
+την κάμη όχι σύζυγον, αλλά παλλακίδα, αυτήν, θυγατέρα βασιλέως. Είχε
+πλήξει τους αθώους οφθαλμούς της εις το θέαμα των οργίων. Είχε
+λησμονήσει τι ήτο ο οίκος των Αούλων, ποία ήτο η Πομπωνία, η θετή
+μήτηρ της Λιγείας; Δεν είχεν εννοήσει ότι η αθώα εκείνη κόρη θα
+προετίμα τον θάνατον παρά την ατίμωσιν! Λοιπόν, όχι! Η Λίγεια δεν της
+είχε κάμη εξομολογήσεις, αλλά τη είχεν ειπεί ότι επερίμενε την
+σωτηρίαν απ' αυτόν τον Βινίκιον. Και όταν ωμίλει δι' αυτόν ηρυθρία. Η
+καρδία της έπαλλε δι' αυτόν, αλλ' αυτός την ετρόμαξε, την εξηυτέλισε,
+την προσέβαλεν.
+
+ — Είναι πολύ αργά! εγόγγυσεν εκείνος.
+
+Μία άβυσσος έχαινεν έμπροσθέν του. Δεν ήξευρε τι να πράξη, τι να
+επιχειρήση και πού να αποταθή. Ως μία ηχώ η Ακτή επανέλαβε: «Πολύ
+αργά!» και οι λόγοι ούτοι, προφερόμενοι από άλλο στόμα αντήχησαν δι'
+αυτόν ως θανατική απόφασις.
+
+Και ητοιμάζετο να απομακρυνθή χωρίς μάλιστα να αποχαιρετήση την
+Ακτήν, οπότε αίφνης το παραπέτασμα της θύρας του ατρίου ανεσύρθη.
+
+Ο Βινίκιος είχεν ενώπιόν του την πενθηφορούσαν Πομπωνίαν Γραικίναν.
+Και αυτή είχε μάθη την εξαφάνισιν της Λιγείας, και σκεφθείσα ότι ήτο
+ευκολώτερον εις αυτήν παρά εις τον Άουλον να μεταβή πλησίον της
+Ακτής, ήρχετο να ζητήση πληροφορίας. Ιδούσα τον Βινίκιον, έστρεψε
+προς αυτόν το ασθενές και ωχρόν πρόσωπόν της.
+
+ — Μάρκε, ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον, το οποίον μας έκαμες,
+εις ημάς και εις την Λίγειαν.
+
+Εκείνος ίστατο εκεί με σκυμμένην την κεφαλήν έχων συναίσθησιν της
+συμφοράς και της ευθύνης, ανίκανος να εννοήση ποίος Θεός έμελλε και
+ηδύνατο να τον συγχωρήση, και διατί η Πομπωνία ωμίλει περί συγγνώμης,
+ενώ έπρεπε να ομιλή περί εκδικήσεως.
+
+Τέλος εξήλθε, χωρίς ελπίδας και εν πλήρει απογνώσει.
+
+Αίφνης τον εσταμάτησεν ο Πετρώνιος. Ο Βινίκιος τον απώθησεν, αλλ'
+εκείνος τον έλαβεν από του βραχίονος και τον έσυρε προς εαυτόν.
+
+ — Εάν θέλης να μάθης κάτι διά την Λίγειαν, έλα μαζή μου, είπε, θα
+σου ανακοινώσω τας σκέψεις μου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι'.
+
+
+
+Εισήλθον εις το εσωτερικόν περιστύλιον και εκάθησαν επί μαρμαρίνου
+καθίσματος διά να συνομιλήσουν.
+
+ — Η αρπαγή, είπεν ο Πετρώνιος, έγινε με τρόπον μυστηριώδη· δεν είναι
+έργον ούτε του Καίσαρος, ούτε του Αούλου. Ο γίγας Λιγειεύς θα την
+απήγαγεν, αλλά δεν ήτο δυνατόν μόνος του να επαρκέση εις την πράξιν
+αυτήν, θα είχε λοιπόν βοηθούς . . . . . .
+
+ — Ποίους;
+
+ — Τους ομοθρήσκους της Λιγείας,
+
+ — Ποίοι ομόθρησκοι; Ποίοι θεοί είναι ιδικοί των; Έπρεπεν εν τούτοις
+να μάθω τούτο καλλίτερον από σε.
+
+ — Δεν υπάρχει σχεδόν γυνή εν Ρώμη, ήτις να μη έχη τους θεούς της.
+Προφανώς η Πομπωνία την ανέθρεψεν εις την λατρείαν της θεότητος, την
+οποίαν αυτή πρεσβεύει. Την κατηγόρησαν ότι είναι χριστιανή. Ποία
+είναι η λατρεία αύτη; Δεν γνωρίζω. Έν πράγμα είνε βέβαιον ότι ποτέ
+δεν την είδαν εις κανένα ναόν να θυσιάζη εις τους θεούς μας.
+
+ — Η θρησκεία των είναι θρησκεία παραγγέλλουσα την συγγνώμην, είπεν ο
+Βινίκιος. Συνήντησα την Πομπωνίαν εις την οικίαν της Ακτής και μου
+είπεν: «Ο Θεός να σου συγχωρήση το άδικον που μας έκαμες!».
+
+ — Πρέπει να πιστεύσωμεν ότι ο Θεός των είναι ένας δικαστής πολύ
+επιεικής. Λοιπόν ας σε συγχωρήση, και ως σημείον συγχωρήσεως, ας
+αποδώση την κόρην.
+
+ — Θα του προσφέρω μίαν εκατόμβην αύριον, εάν μου έδιδε την Λίγειαν.
+Δεν θέλω ούτε να φάγω, ούτε να λουσθώ, ούτε να κοιμηθώ, θα γυρίσω ανά
+την πόλιν. Ίσως την εύρω. Είμαι ασθενής.
+
+ — Ο πυρετός σε κατατρώγει, είπεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Τω όντι.
+
+ — Άκουσε . . . Δεν ηξεύρω τι θα σου παρήγγελλεν ένας ιατρός, αλλ'
+ηξεύρω πώς θα έκαμνα εγώ εις την θέσιν σου. Λοιπόν πριν ανευρεθή η
+μία, θα εζήτουν πλησίον μιας άλλης εκείνο το οποίον μου λείπει προς
+στιγμήν. Ναι, γνωρίζω καλά τι είναι ο έρως, και ότι, εάν επιθυμή τις
+μίαν γυναίκα, μία άλλη αδύνατον να την αναπληρώση. Αλλά δύναται
+κανείς πλησίον ωραίας δούλης να ζητήση παροδικήν διασκέδασιν.
+
+ — Δεν θέλω, είπεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ίσως αι ιδικαί σου δεν σου αρέσουν, είπε μετά τινα σκέψιν. Αλλά . . .
+(και παρετήρησε την Ελληνίδα Ευνίκην), κύτταξε ολίγον αυτήν την
+Χάριτα. Πρό τινων ημερών ο νέος Φοντέιος μου προσέφερεν αντ' αυτής
+τρεις θαυμαστούς εφήβους εκ Κλαζομενών, τελειοτέρας των οποίων μορφάς
+δεν έπλασεν ο Θεός. Δεν εννοώ πώς μέχρι τούδε έμεινα αναίσθητος εις
+τα θέλγητρά της και όμως δεν είναι η ιδέα της Χρυσοθέμιδος, ήτις με
+ημπόδισε! Λοιπόν! σου την δίδω· λάβε την!
+
+Η Ευνίκη ωχρίασε και προσηλώσασα προς τον Βινίκιον περιδεείς
+οφθαλμούς επερίμενε την απόφασίν του.
+
+Εκείνος θλίβων τους κροτάφους με τας χείρας του, ήρχισε να ομιλή πολύ
+ταχέως ως άνθρωπος, τον οποίον βασανίζουν.
+
+ — Όχι! όχι . . . Δεν την θέλω· δεν θέλω καμμίαν. Σε ευχαριστώ, αλλά
+δεν θέλω! θα υπάγω να ζητήσω την άλλην ανά την πόλιν. Ειπέ να μου
+δώσουν ένα μανδύαν γαλατικόν με κουκούλαν.
+
+Ώρμησεν εις την θύραν και εξήλθεν.
+
+Ο Πετρώνιος δεν εδοκίμασε να τον κρατήση. Αλλά μη πεισθείς εις την
+άρνησιν πάσης γυναικός, ήτις δεν ήτο η Λίγεια, και μη θέλων ίνα η
+μεγαλοψυχία του παρελθη εις μάτην, εστράφη προς την θεραπαινίδα:
+
+ — Ευνίκη, είπε, θα λουσθής, θα χρίσης το σώμα σου με μύρα και θα
+υπάγης εις τον Βινίκιον.
+
+Εκείνη έπεσε γονυκλινής και συνάψασα τας χείρας ικέτευε να μη την
+απομακρύνουν από την οικίαν. «Δεν θα υπάγη, έλεγεν, εις του Βινικίου
+και προτιμά να μαστιγωθή. Δεν ήθελε! Δεν ηδύνατο! Και τον ικέτευε
+να την ευσπλαγχνισθή».
+
+Ο Πετρώνιος ήκουε κατάπληκτος μίαν δούλην, ήτις ετόλμα να αντιτείνη
+εις διαταγήν, και έλεγε: «Δεν δύναμαι· δεν θέλω». Ήτο πράγμα τόσον
+ανήκουστον εν Ρώμη, ώστε κατ' αρχάς ενόμισεν ότι παρήκουσε. Τέλος
+συνέσπασε τας οφρύς.
+
+Εις την οικίαν του οι δούλοι διήγον καλλίτερον ή αλλαχού, αλλ' υπό
+τον όρον να εκτελούν την υπηρεσίαν των με τρόπον άμεμπτον και να
+σέβωνται την θέλησιν του δεσπότου, όσον και την των θεών. Προσέβλεψε
+προς στιγμήν την γονυπετή και κλαίουσαν δούλην, και έπειτα είπεν:
+
+ — Ύπαγε να ζητήσης τον Τειρεσίαν.
+
+Ολίγας στιγμάς κατόπιν η δούλη επέστρεφεν ακολουθουμένη από τον Κρήτα
+Τειρεσίαν, τον φύλακα του προθαλάμου.
+
+ — Λάβε την Ευνίκην, και δώσε της εικοσιπέντε μαστιγώσεις, αλλά χωρίς
+να βλάψης το δέρμα της, είπεν ο Πετρώνιος.
+
+Και εγερθείς μετέβη εις την βιβλιοθήκην, εκάθησε πλησίον τραπέζης εκ
+φαιού μαρμάρου, και ήρχισε να εργάζηται εις το σύγγραμμά του «το
+Συμπόσιον του Τρικλίωνος». Η φυγή της Λιγείας και η ασθένεια της
+μικράς Αυγούστας συνεκράτουν τόσον πολύ την σκέψιν του, ώστε δεν
+ηδυνήθη να γράψη επί πολλήν ώραν. Η ασθένεια εκείνη ιδίως ήτο
+σημαντικόν γεγονός. Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας
+εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον
+θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το
+παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της
+Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει. Έσεισε τους ώμους όπως
+αποδιώξη τους φόβους του, ηγέρθη, και απεφάσισε να μεταβή εις το
+ανάκτορον, και εκείθεν εις της Χρυσοθέμιδος.
+
+Διερχόμενος του υπηρετικού προθαλάμου, παρετήρησε μεταξύ των άλλων
+υπηρετών και την Ευνίκην.
+
+ — Εμαστιγώθης; ηρώτησεν.
+
+Εκείνη και πάλιν ερρίφθη εις τους πόδας του και εφίλησε το κράσπεδον
+της τηβέννου του.
+
+ — Ναι, αυθέντα! εμαστιγώθην, απήντησε. Ναι, αυθέντα! . . . .
+
+Εις την φωνήν της εφαίνετο να πάλλη χαρά και ευγνωμοσύνη, διότι μετά
+τας μαστιγώσεις θα έμενε και πάλιν εις την οικίαν και δεν θα
+εστέλλετο εις του Βινικίου. Ο Πετρώνιος, εννοήσας τούτο, εξεπλάγη.
+Πλην ήτο τόσον καλός γνώστης της ανθρωπίνης ψυχής, ώστε εμάντευσεν,
+ότι μόνος ο έρως ηδύνατο να είναι η αιτία τοιαύτης ισχυρογνωμοσύνης.
+
+ — Έχεις λοιπόν εραστήν εδώ; ηρώτησεν.
+
+Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους γαλανούς οφθαλμούς της, πλήρεις δακρύων,
+και απήντησε με φωνήν δυσδιάκριτον:
+
+ — Ναι, ναι αυθέντα!
+
+Οι οφθαλμοί της, η χρυσή λυτή κόμη της και το τεταραγμένον πρόσωπόν
+της ήσαν τόσον ωραία, ώστε ο Πετρώνιος ησθάνθη συμπάθειάν τινα προς
+αυτήν.
+
+ — Ποίος είνε ο εραστής σου; ηρώτησε δεικνύων τους δούλους.
+
+Η νεάνις έκλινε το πρόσωπόν της μέχρι των ποδών του κυρίου της και
+έμεινεν ακίνητος. Ο Πετρώνιος έρριψε βλέμμα εις τους άνδρας.
+Παρετήρησε την Ευνίκην κειμένην παρά τους πόδας του και μετέβη εις το
+τρίκλινον χωρίς πλέον να ομιλήση.
+
+Μετά το γεύμα του μετέβη εις το παλάτιον, κατόπιν εις την οικίαν της
+Χρυσοθέμιδος, όπου έμεινε πολύ αργά.
+
+Όταν επέστρεψεν εις την οικίαν:
+
+ — Η Ευνίκη έλαβε τας μαστιγώσεις; ηρώτησε τον Τειρεσίαν.
+
+ — Ναι, αυθέντα. Αλλ' είχες διατάξει να μη της βλάψω το δέρμα.
+
+ — Καλά! Ποίος από τους δούλους είναι εραστής της;
+
+ — Κανείς δεν είναι εραστής της, αυθέντα.
+
+ — Τι γνωρίζεις περί της διαγωγής της;
+
+ — Η Ευνίκη δεν εξέρχεται ποτέ την νύκτα από τον κοιτώνα, όπου
+κοιμάται ομού με την γραίαν Ακρισιώνην. Μετά το λουτρόν, αυθέντα, δεν
+μένει ποτέ εις τας θέρμας . . . Αι άλλαι γυναίκες την εμπαίζουν και
+την ονομάζουν σκωπτικώς Άρτεμιν.
+
+ — Αρκεί, είπεν ο Πετρώνιος, ο συγγενής μου Βινίκιος, εις τον οποίον
+είχα δωρήσει την Ευνίκην σήμερον το πρωί, δεν την εδέχθη· θα μείνη
+εις την οικίαν. Ύπαγε.
+
+ — Αυθέντα, δύναμαι να σας είπω κάτι τι;
+
+ — Λέγε.
+
+ — Όλη η οικία μας, αυθέντα, ομιλεί περί της φυγής της κόρης εκείνης,
+ήτις ώφειλε να κατοικήση πλησίον του ευγενούς Βινικίου. Μετά την
+αναχώρησίν σου, η Ευνίκη ήλθεν εις εμέ και μου είπεν, ότι γνωρίζει
+ένα άνθρωπον, όστις θα ήτο ικανός να την ανεύρη.
+
+ — Καλά. Αύριον ο άνθρωπος αυτός πρέπει να ευρίσκεται εδώ, θα υπάγης
+επίσης να παρακαλέσης εξ ονόματός μου τον Βινίκιον να έλθη το πρωί
+διά να συναντηθή με αυτόν.
+
+Μόλις ο Πετρώνιος συνεπλήρωνε τον στολισμόν του εις το ουγκτώριον,
+ότε εισήλθεν ο Βινίκιος, τον οποίον είχε προσκαλέσει ο Τειρεσίας.
+Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός
+να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου
+και ήρχισε τας ερωτήσεις.
+
+ — Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή
+χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον
+άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα
+μας δώση πληροφορίας.
+
+ — Η Ευνίκη εκείνη, την οποίαν ήθελες να μου δώσης χθες;
+
+ — Εκείνη την οποίαν απεποιήθης, δι' ό άλλως τε σε ευχαριστώ, επειδή
+είναι η καλλιτέρα πτυχήτρια, ήτις υπάρχει εν Ρώμη.
+
+Τω όντι η Ευνίκη εισήλθε πάραυτα.
+
+ — Ευνίκη, είπεν ο Βινίκιος, ο άνθρωπος περί του οποίου ωμίλησες χθες
+εις τον Τειρεσίαν είναι εδώ;
+
+ — Μάλιστα, αυθέντα, περιμένει εις το άτριον.
+
+ — Πώς ονομάζεται;
+
+ — Χίλων Χιλωνίδης.
+
+ — Τι επάγγελμα έχει;
+
+ — Είναι ιατροφιλόσοφος και χρησμολόγος, γνωρίζει δε να αναγινώσκη
+την μοίραν των ανθρώπων και να προλέγη.
+
+Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος εισήλθον εις το άτριον, όπου επερίμενεν ο
+Χίλων Χιλωνίδης, όστις τους εχαιρέτησεν υποκλινέστατα.
+
+Ο άνθρωπος όστις ίστατο όρθιος ενώπιόν των είχε κάτι το ποταπόν
+συνάμα και γελοίον. Δεν ήτο γέρων· εις την ακάθαρτον γενειάδα του και
+εις την ούλην κόμην του μόλις εφαίνοντο εδώ και εκεί ολίγαι τρίχες
+πολιαί. Η κοιλία του ήτο κοίλη, οι ώμοι του κυρτοί εις τρόπον ώστε εκ
+πρώτης όψεως εφαίνετο κυφός. Η τεραστίων διαστάσεων κεφαλή του με το
+διαπεραστικόν βλέμμα του ωμοίαζε με το ρύγχος του πιθήκου και της
+αλώπεκος. Μικραί φλύκταιναι εστιγμάτιζον το υποκίτρινον δέρμα του και
+μετεβάλλοντο εις οιδήματα επί μιας ρινός, την οποίαν η οινοποσία είχε
+καταστήσει ιόχρουν.
+
+Η αμαυρά ενδυμασία του, και ο εκ τριχών αιγός χιτών και μανδύας του
+εμαρτύρει πενίαν αληθή ή προσποιητήν.
+
+Επί τη θέα του, ο ομηρικός Θερσίτης ήλθεν εις τον νουν του Πετρωνίου,
+και απαντήσας διά σημείου εις τον χαιρετισμόν του είπεν:
+
+ — Χαίρε Θερσίτα. Πώς πηγαίνουν τα οιδήματα τα οποία σου επροξένησεν
+ο θείος Οδυσσεύς υπό τα τείχη της Τροίας, και τι κάμνει ο ίδιος εις
+τα Ηλύσια πεδία;
+
+ — Ευγενή αυθέντα, απήντησεν ο Χίλων Χιλωνίδης, ο σοφώτατος των
+νεκρών, ο Οδυσσεύς πέμπει δι' εμού εις τον Πετρώνιον, τον σοφώτατον
+μεταξύ των ζώντων, ένα χαιρετισμόν και την παράκλησιν όπως καλυφθώσιν
+αι ουλαί των κτυπημάτων μου διά καινουργούς μανδύου.
+
+ — Μα την τριπλήν Εκάτην! ανέκραξεν ο Πετρώνιος, η απάντησις είναι
+αξία ενός μανδύου. . .
+
+Αλλ' η συνδιάλεξις διεκόπη υπό του Βινικίου, όστις ηρώτησεν αμέσως:
+
+ — Ηξεύρεις ακριβώς με τι θα επιφορτισθής;
+
+ — Την νύκτα της προχθές, απεκρίθη ο Χίλων, ήρπασαν μίαν νέαν,
+καλουμένην Λίγειαν, ή μάλλον Γαλλίναν, θετήν θυγατέρα του Αούλου
+Πλαυτίου. Οι δούλοι σου, αυθέντα, την μετέφερον από το ανάκτορον του
+Καίσαρος εις την οικίαν σου. Αισθάνομαι την δύναμιν να την ανακαλύψω
+εις την πόλιν, ή, αν κατέλιπε την πόλιν, όπερ απίθανον, να σου
+υποδείξω, ευγενή τριβούνε, πού εύρε καταφύγιον.
+
+ — Καλά, είπεν ο Βινίκιος, εις τον οποίον ήρεσεν η σαφήνεια της
+απαντήσεως. Και ποια μέσα έχεις;
+
+Ο Χίλων εμειδίασε πανούργως.
+
+ — Τα μέσα είνε εις την δύναμίν σου, αυθέντα· εγώ έχω μόνον το
+πνεύμα.
+
+Ο Πετρώνιος εμειδίασεν ωσαύτως, διότι ήτο λίαν ευχαριστημένος από τον
+ξένον του.
+
+ — Ο άνθρωπος ούτος θα δυνηθή να την ανεύρη, είπε καθ' εαυτόν.
+
+ — Πόθεν γνωρίζεις την Ευνίκην; είπε μεγαλοφώνως.
+
+ — Ήλθε να μου ζητήση συμβουλήν, επειδή η φήμη μου είχε φθάσει μέχρις
+αυτής.
+
+ — Ποίαν συμβουλήν;
+
+ — Μίαν συμβουλήν περί έρωτος, αυθέντα. Ήθελε να θεραπευθή από έρωτα
+ασυμβίβαστον.
+
+ — Και την εθεράπευσες;
+
+ — Έκαμα κάτι καλλίτερον, αυθέντα, της έδωκα έν φάρμακον, το οποίον
+γεννά τον έρωτα αμοιβαίον. Εις την Πάφον της Κύπρου υπάρχει ναός όπου
+ευρίσκεται η ζώνη της Αφροδίτης. Της έδωσα δύο κλωστές από την ζώνην
+αυτήν.
+
+ — Και επληρώθης ακριβά δι' αυτό;
+
+ — Τοιαύτη εκδούλευσις αξίζει όσον και αν ζητήση κανείς.
+
+ — Ποία είνε η πατρίς σου, Χίλων;
+
+ — Κατάγομαι από τας δυτικάς χώρας του Ευξείνου πόντου, αυθέντα.
+
+ — Είσαι μέγας, Χίλων!
+
+ — Είμαι φιλόσοφος, αλλ' η αρετή και η σοφία τόσον ολίγον εκτιμώνται
+σήμερον ώστε και ο φιλόσοφος αναγκάζεται να ζητήση άλλους πόρους
+ζωής.
+
+ — Ποίοι είναι οι πόροι σου;
+
+ — Να μανθάνω όλα τα συμβαίνοντα και να παρέχω τας πληροφορίας μου
+εις τους έχοντας ανάγκην αυτών. Όταν δραπετεύση είς δούλος με αξίαν,
+ποίος άλλος τον ανευρίσκει από εμέ; Όταν εις τους τοίχους
+εμφανίζονται επιγραφαί προσβλητικαί δια την θείαν Ποππέαν, τις
+υποδεικνύει τους ενόχους; Ποίος ανακαλύπτει εις τα βιβλιοπωλεία
+στίχους κατά του Καίσαρος; Ποίος αναφέρει τα λεγόμενα εις τας οικίας
+των συγκλητικών και των ιππέων; Και ποίος φέρει τας επιστολάς, τας
+οποίας δεν θέλουν να εμπιστευθώσιν εις δούλον; Ποίος μαντεύει τα
+συμβαίνοντα εις οικίαν τινά από του ατρίου μέχρι του κήπου; Ποίος
+γνωρίζει όλας τας οδούς, όλα τα αδιέξοδα, όλας τας κρύπτας; Ποίος
+ηξεύρει ότι λέγεται εις τας θέρμας, εις τον ιππόδρομον, εις τας
+αγοράς, εις τα σχολεία των θηριομάχων, εις τα παραπήγματα των
+δουλεμπόρων, ακόμη και εις τα αμφιθέατρα; Ποίος άλλος από τον Χίλωνα;
+
+ — Μα όλους τούς θεούς! Αρκεί, κλεινέ σοφέ . . . Ηξεύρομεν τώρα τι
+είσαι . . .
+
+Και αυτός ο Βινίκιος ήτο ευχαριστημένος, διότι έλεγε καθ' εαυτόν, ότι
+είς τοιούτος άνθρωπος, ως κύων κυνηγετικός, όταν άπαξ ετίθετο επί τα
+ίχνη, δεν θα εσταμάτα πριν ή εύρη το κρησφύγετον.
+
+ — Καλά, είπεν έχεις ανάγκην οδηγιών;
+
+ — Έχω ανάγκην όπλων.
+
+ — Ποίων όπλων; ηρώτησεν ο Βινίκιος έκπληκτος.
+
+Ο Έλλην ήνοιξε την παλάμην και έκαμε με την άλλην χείρα χειρονομίαν
+σημαίνουσαν ότι ήθελε να του μετρήση χρήματα.
+
+ — Οι καιροί το επιβάλλουν αυθέντα, είπε μετά στεναγμού.
+
+ — Τότε, θα είσαι ο πείσμων άνθρωπος, ο οποίος καταλαμβάνει το
+φρούριον εξ εφόδου λαμβάνων σάκκους χρυσού.
+
+ — Είμαι απλούστατα πτωχός φιλόσοφος, απεκρίθη εκείνος με ταπεινόν
+ύφος. Τον χρυσόν τον φέρετε σεις.
+
+Ο Βινίκιος του έρριψεν έν βαλάντιον.
+
+Εκείνος το ήρπασε πριν πέση κατά γης.
+
+ — Έπειτα ήγειρε την κεφαλήν και είπε:
+
+ — Αυθέντα, γνωρίζω περί της υποθέσεως περισσότερα από όσα υποθέτεις.
+Δεν ήλθον εδώ με κενάς τας χείρας, είπεν, ενθυλακώνων το βαλάντιον.
+Ηξεύρω ότι η παρθένος δεν απήχθη από τους Αούλους, διότι ωμίλησα ήδη
+με τους δούλους των. Ηξεύρω ότι δεν είναι ούτε εις το Παλατίνον, όπου
+όλοι ασχολούνται με την μικράν Αυγούσταν. Ηξεύρω, ότι η φυγή της
+προητοιμάσθη παρ' ενός δούλου προερχομένου εκ της αυτής με εκείνην
+χώρας. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν από τους δούλους, διότι οι δούλοι
+συνδέονται μεταξύ των και δεν θα την εβοήθουν εναντίον δούλων ιδικών
+σου. Δεν ηδυνήθη να εύρη βοήθειαν παρά μόνον από τους ομοθρήσκους
+της.
+
+ — Ακούεις, Βινίκιε! διέκοψεν ο Πετρώνιος, δεν το είπα εγώ;
+
+ — Είνε μεγάλη τιμή δι' εμέ, είπεν ο Χίλων. Η παρθένος, αυθέντα,
+εξηκολούθησεν, απευθυνόμενος προς τον Βινίκιον, λατρεύει ασφαλώς την
+αυτήν θεότητα την οποίαν και η πλέον ενάρετος Ρωμαία, η Πομπωνία,
+αλλά δεν ηδυνήθην να μάθω από τους ανθρώπους της ποίος Θεός είνε ο
+παρ' αυτής λατρευόμενος και πώς εκαλούντο οι πιστοί του. Εάν ηδυνάμην
+να το μάθω θα επήγαινα πλησίον των, θα εγινόμην ο ευσεβέστερος των
+προσηλύτων και θα είλκυον την εμπιστοσύνην των. Αλλά συ κύριε, συ
+όστις, καθώς γνωρίζω, διήλθες δεκαπέντε ημέρας εις την οικίαν του
+ευγενούς Αούλου, θα δύνασαι να μου δώσης πληροφορίαν τινά περί της
+θρησκείας ταύτης;
+
+ — Όχι . . . είπεν ο Βινίκιος.
+
+ — Δεν παρετήρησες, ένδοξε Τριβούνε, ιεροτελεστίαν τινά ή
+αντικείμενόν τι λατρείας . . . κανέν αγαλμάτιον ή ανάθημα ή φυλακτά;
+Δεν τας είδες να χαράττωσι σημεία τα οποία η Πομπωνία και η νεαρά
+ξένη μόναι ηδύναντο να εννοήσωσιν;
+
+ — Σημεία; . . . Στάσου! . . . Ναι! Μίαν ημέραν είδα την Λίγειαν να
+χαράττη ένα ιχθύν εις την άμμον.
+
+ — Ένα ιχθύν; Άαα! Ω! Άπαξ ή πολλάκις;
+
+ — Άπαξ.
+
+ — Και είσαι βέβαιος, αυθέντα, ότι εχάραξεν ένα . . . ιχθύν; Ω!
+
+ — Ναι! είπεν ο Βινίκιος, καταστάς περίεργος. Μαντεύεις τι σημαίνει
+τούτο;
+
+ — Ναι μαντεύω! ανέκραξεν ο Χίλων.
+
+Και ποιήσας υπόκλισιν, προσέθηκεν:
+
+ — Είθε η Τύχη να σας πληροί πάντοτε με τα δώρα της, αυθένται
+εκλαμπρότατοι.
+
+ — Ειπέ να σου δώσουν ένα μανδύαν! είπεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Ο Οδυσσεύς σου διαβιβάζει τας ευχαριστίας του διά τον Θερσίτην,
+απήντησεν ο Έλλην.
+
+Εχαιρέτισε πάλιν και εξήλθε.
+
+ — Τι φρονείς περί του εντίμου τούτου σοφού; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Φρονώ ότι θα ανεύρη την Λίγειαν, ανέκραξεν ο Βινίκιος περιχαρής,
+αλλά φρονώ προσέτι ότι εάν υπήρχε κάπου βασίλειον των αγυρτών, θα
+ηδύνατο να βασιλεύση εκεί.
+
+ — Χωρίς άλλο, φίλε μου. Πρέπει να κάμω καλλιτέραν γνωριμίαν με αυτόν
+τον στωικόν, αλλ' εν τω μεταξύ θα διατάξω να απολυμάνουν το άτριον.
+
+Ο Χίλων Χιλωνίδης έπαιζεν εις την χείρα του υπό τας πτυχάς του
+μανδύου του το βαλάντιον το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον,
+εθαύμαζε δε το βάρος του και ευαρέστως ήκουε τον ήχον του. Εβάδιζε
+βραδέως και έστρεφε προς τα οπίσω διά να ίδη μήπως τον κατεσκόπευε
+κανείς από τον οίκον του Πετρωνίου. Διέβη την στοάν της Λιβίας και
+φθάσας εις την γωνίαν του Κλίβου Βιμπρίου, διηυθύνθη προς την
+Σουββούρην.
+
+«Πρέπει να υπάγω εις του Σπόρου, έλεγε καθ' εαυτόν, να πιώ ολίγο
+κρασάκι προς τιμήν της τύχης. Είναι εύρημα δι' εμέ ο Βινίκιος, είναι
+άνθρωπος τον οποίον ζητούσα από πολλού, εκμεταλλεύσιμος όσον παίρνει.
+. . . Α! Εχάραξε, λέγει, επί της άμμου ένα ιχθύν; Τι να σημαίνη άρα
+γε αυτό; Θα το μάθω! Ακόμη ένα βαλάντιον ως αυτό και θα δυνηθώ να
+αφήσω την βακτηρίαν μου την επαιτικήν και να αγοράσω ένα δούλον . . .
+Ε! Αλλά τι θα έλεγες, Χίλων, εάν σε εσυμβούλευα να αγοράσης όχι
+δούλον, αλλά δούλην; Σε γνωρίζω ότι δεν θα έλεγες όχι! Εάν ηδύνατο
+να είνε τόσον ευειδής, όσον η Ευνίκη, επί παραδείγματι, θα ανενεούσο
+πλησίον της και μάλιστα θα είχες αυτήν ως πηγήν κέρδους έντιμον και
+ακίνδυνον. Επώλησα εις την δυστυχισμένην Ευνίκην δύο κλωστές από τον
+παλαιόν μανδύαν μου. Είναι εύμορφη, και εάν μου την επρόσφερεν ο
+Πετρώνιος . . . Ναι, ναι, Χίλων Χιλωνίδη, είσαι ξένος και ορφανός,
+λάβε όπως ημπορέσης μίαν δούλην τουλάχιστον διά να σε παρηγορή. Αλλ'
+ιδού έφθασα εις του Σπόρου αυτού του κλέπτου. Το καπηλείον του είνε ο
+τόπος πού πληροφορείται κανείς ευκολώτερα».
+
+Εισήλθεν εις το καπηλείον και παρήγγειλε να του φέρουν δοχείον πλήρες
+μαύρου οίνου. Επειδή ο κάπηλος έρριψε βλέμμα δυσπιστίας, εκείνος
+εβύθισε την χείρα εις το δισάκκιόν του, εξήγαγε νόμισμα χρυσούν και
+το απέθεσεν επί της τραπέζης.
+
+ — Σπόρε, είπε, σήμερον ειργάσθην με τον Σενέκαν από τα εξημερώματα
+έως το μεσημέρι, και ιδού τι μου έδωκεν ο φίλος μου ως εφόδιον.
+
+Οι στρογγύλοι οφθαλμοί του Σπόρου έγιναν ακόμη στρογγυλώτεροι, και ο
+οίνος ευρέθη ενώπιον του Χίλωνος. Ούτος έβρεξε τον δάκτυλόν του εντός
+αυτού, εχάραξεν ένα ιχθύν επί της τραπέζης, και είπεν:
+
+ — Ειξεύρεις τι σημαίνει τούτο;
+
+ — Ψάρι! Μεγάλο πράγμα! . . . είναι ψάρι . . .
+
+ — Και συ είσαι ένας ηλίθιος, αν και βάζεις αρκετό νερό στο κρασί,
+που μας δίνεις, και ημπορεί κανείς να ευρίσκη μέσα σ' αυτό ψάρια.
+Μάθε λοιπόν ότι αυτό είναι σύμβολον, το οποίον εις την γλώσσαν των
+φιλοσόφων σημαίνει «Μειδίαμα της τύχης». Εάν εμάντευες, ίσως θα
+έκαμνες περιουσίαν. Τίμα τους φιλοσόφους, σου λέγω, άλλως δε θα
+αλλάξω ταβέρναν, όπως με συμβουλεύει προ πολλού ο αρχαίος φίλος
+Πετρώνιος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+Επί τινας ημέρας μετά ταύτα ο Χίλων ουδαμού εφαίνετο. Ο Βινίκιος,
+όστις από της στιγμής καθ' ην τα αισθήματα της Λιγείας του έγιναν
+γνωστά, επεθύμει μανιωδέστερον ακόμη να την επανεύρη, ήρχισε να κάμη
+ερεύνας προσωπικώς, διότι δεν ήθελεν ούτε ηδύνατο να ζητήση συνδρομήν
+από τον Καίσαρα, τον οποίον κατέτρυχεν η κατάστασις της υγείας της
+μικράς Αυγούστας.
+
+Ούτε αι θωπείαι, ούτε αι προσευχαί, αι ευχαί και η ιατρική επιστήμη,
+ούτε όλα τα είδη της μαγγανείας, των οποίων έκαμον χρήσιν μέχρι
+τέλους, ηδυνήθησαν να αποτρέψουν το δυστύχημα. Μετά οκτώ ημέρας η
+παιδίσκη απέθανεν.
+
+Η αυλή και η πόλις επένθησαν. Ο Καίσαρ, όστις εις την γέννησιν της
+παιδίσκης είχε γίνει τρελλός από χαράν, τώρα κατέστη τρελλός από
+απελπισίαν.
+
+Ο Πετρώνιος ήτο λίαν ανήσυχος. Όλη η πόλις εγνώριζεν ήδη ότι η Ποππέα
+απέδιδε τον θάνατον εις μαγείας. Οι ιατροί επανελάμβανον τούτο
+μεριμνώντες να κολάσουν την αποτυχίαν της τέχνης των, και μετ' αυτών
+οι ιερείς, των οποίων αι θυσίαι απεδείχθησαν ανίσχυροι, και οι μάγοι,
+οίτινες έτρεμον διά την ζωήν των, και ο λαός. Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ
+δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη
+συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των,
+εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα.
+
+Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια.
+Αλλ' επειδή δεν ήθελε να γίνη κακόν εις τους Αούλους, ούτε εις τον
+εαυτόν του, καθώς και εις τον Βινίκιον, ευθύς ως ήρθη η κυπάρισσος,
+ήτις είχε τοποθετηθή έμπροσθεν του Παλατινού εις ένδειξιν πένθους,
+μετέβη εις την υποδοχήν, ήτις θα εγίνετο διά τους συγκλητικούς και
+τους πατρικίους. Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να
+μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το
+πνεύμα του Νέρωνος.
+
+Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο
+Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους
+αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται. Ήτο προφανές ότι,
+καίτοι έπασχεν, ανελογίζετο προ πάντων το αποτέλεσμα, το οποίον η
+οδύνη του επέφερεν επί τους παρεστώτας. Ιδών τον Πετρώνιον εσκίρτησε
+και με τραγικήν φωνήν:
+
+ — Ουαί! . . . Και συ είσαι αίτιος του θανάτου! Εξ αιτίας σου εισήλθεν
+εις τα τείχη ταύτα το κακόν πνεύμα, το οποίον δι' ενός βλέμματος
+απεμύζησε την ζωήν από την καρδίαν της . . . . Συμφορά μου! Ήθελα οι
+οφθαλμοί μου να μη έβλεπον ποτέ το φως του ηλίου! . . Δυστυχία μου! . .
+Ουαί! Ουαί!
+
+Υψώσας την φωνήν εξέπεμπε σπαρακτικάς κραυγάς. Αλλ' ο Πετρώνιος
+αιφνιδίως απεφάσισε να ρίψη τον κύβον και να παίξη την τύχην του διά
+μιας. Τείνας την χείρα, απέσπασε ταχέως το μανδήλιον, το οποίον ο
+Νέρων είχε περί τον λαιμόν του, και το έθεσεν επί του στόματός του.
+
+ — Δέσποτα, είπε με βαθείαν κατάνυξιν, βάλε πυρ εις την Ρώμην και εις
+το σύμπαν, εν τη λύπη σου, αλλά διατήρησον δι' ημάς την φωνήν σου!
+
+Οι παρεστώτες έμειναν εμβρόντητοι. Και ο ίδιος ο Νέρων εξεπλάγη.
+Μόνος ο Πετρώνιος έμεινεν απαθής. Εγνώριζε καλώς τι έπραττεν,
+εγνώριζεν ότι ο Τέρπνος και ο Διόδωρος είχον ρητήν διαταγήν να
+κλείσωσι το στόμα του Καίσαρος, μόλις ούτος εκβάλλων άμετρον φωνήν,
+εξέθετε τον λαιμόν του εις κίνδυνον.
+
+ — Καίσαρ, εξηκολούθησε μετά της αυτής θλιβεράς αξιοπρεπείας,
+υπέστημεν μεγάλην απώλειαν. Ας μας μείνη τουλάχιστον ως παρηγορία ο
+θησαυρός ούτος της φωνής σου!
+
+Το πρόσωπον του Νέρωνος έτρεμε, και μετά μίαν στιγμήν, άφθονα δάκρυα
+έρρεον από των οφθαλμών του. Εστηρίχθη με τας δύο χείρας επί των
+βραχιόνων του Πετρωνίου, έθεσε την κεφαλήν επί του στήθους του και
+επανέλαβε μετά λυγμών:
+
+ — Είσαι ο μόνος, ο μόνος όστις εσκέφθης αυτό. Συ μόνος, Πετρώτριε·
+συ μόνος!
+
+Ο Τιγελλίνος ωχρίασεν εκ πείσματος. Ο Πετρώνιος εξηκολούθησε:
+
+ — Αναχώρησον εις το Άντιον! Εκεί η μακαρίτις είδε το φως, εκεί
+εγνώρισες την χαράν, εκεί θα σου έλθη η γαλήνη. Ο αήρ της θαλάσσης θα
+δροσίση τον λάρυγγά σου τον θείον, οι πνεύμονές σου θα εισπνεύσωσι
+την άλμην την υγράν. Ημείς, οι πιστοί σου, θα σε ακολουθώμεν παντού
+και ενώ θα προσπαθώμεν να μετριάζωμεν την λύπην σου διά της φιλίας,
+συ θα μας παρηγορής διά του άσματός σου.
+
+ — Ναι, είπεν ο Νέρων με περίλυπον φωνήν, θα κάμω ύμνον προς τιμήν
+της, και θα συνθέσω την μουσικήν.
+
+ — Και έπειτα θα υπάγης να ζητήσης τον ήλιον εις τας Βαΐας.
+
+ — Και έπειτα θα ζητήσω την λήθην εις την Ελλάδα.
+
+ — Εις την χώραν της ποιήσεως και του άσματος!
+
+Όταν απήλθε του Παλατιού ο Πετρώνιος μετέβη εις του Βινικίου και του
+διηγήθη το συμβάν.
+
+ — Όχι μόνον απέτρεψα τον κίνδυνον από τον Πλαύτιον και την
+Πομπωνίαν, αλλά τον απεσόβησα και από ημάς τους δύο και από την
+Λίγειαν αυτήν, την οποίαν δεν θα καταδιώξουν· υπέβαλα την ιδέαν εις
+αυτόν τον ξανθοπώγωνα πίθηκον να αναχωρήση διά το Άντιον και εκείθεν
+διά την Νεάπολιν και τας Βαΐας. Ονειροπολεί να απέλθη εις την Ελλάδα,
+όπου επιθυμεί να ψάλη εις όλας τας πόλεις τας οπωσούν σημαντικάς, και
+ύστερον, με τους στεφάνους τους οποίους θα του προσφέρουν οι
+«Γραικοί», θα κάμη θριαμβευτικήν είσοδον εις την Ρώμην. Εν τω μεταξύ
+θα δυνηθώμεν να αναζητήσωμεν την Λίγειαν εν πάση ελευθερία, και να
+την θέσωμεν εις τόπον ασφαλή. Ό,τι και αν ανακαλύψης να μου το
+αναγγείλης εις το Άντιον, όπου θα μεταβώ με τον Καίσαρα.
+
+ — Καλά!
+
+Ητοιμάζοντο να αποχαιρετίσουν αλλήλους, όταν είς δούλος ανήγγειλεν
+ότι ο Χίλων Χιλωνίδης ανέμενεν εις τον προθάλαμον και εζήτει να
+εισαχθή πλησίον του οικοδεσπότου.
+
+Ο Βινίκιος διέταξε να τον εισαγάγωσιν αμέσως.
+
+ — Χαρά και ευδαιμονία εις τον ευγενή χιλίαρχον και εις σε, δέσποτα,
+είπεν εισερχόμενος ο Χίλων.
+
+ — Χαίρε, νομοθέτα της αρετής και της σοφίας, απήντησεν ο Πετρώνιος.
+
+Ο Βινίκιος ηρώτησε με προσποιητήν αταραξίαν:
+
+ — Τι νέα φέρεις;
+
+ — Την πρώτην φοράν, αυθέντα, σου έφερα την ελπίδα· τώρα κομίζω την
+βεβαιότητα, ότι η κόρη θα ανευρεθή.
+
+ — Όπερ σημαίνει ότι δεν την ανεύρες μέχρι τούδε;
+
+ — Ναι, αυθέντα, αλλ' ανεκάλυψα την έννοιαν του σημείου το οποίον
+είχε χαράξει έμπροσθέν σου· γνωρίζω τίνες είναι οι άνθρωποι, οίτινες
+την ήρπασαν και γνωρίζω ποίαν θεότητα λατρεύουσιν.
+
+Ο Βινίκιος ηθέλησε να αναπηδήση από του σκίμποδος, εφ' ου εκάθητο,
+αλλ' ο Πετρώνιος του έθεσε την χείρα επί του ώμου και είπεν:
+
+ — Εξακολούθει.
+
+ — Είσαι απολύτως βέβαιος, κύριε, ότι η κόρη εχάραξεν ιχθύν επί της
+άμμου;
+
+ — Μάλιστα.
+
+ — Τότε η Λίγεια είναι χριστιανή. Και εκείνοι που την ήρπασαν είναι
+οι χριστιανοί.
+
+Επηκολούθησε κατάπληξις και σιωπή.
+
+ — Άκουσε, Χίλων, είπε τέλος ο Πετρώνιος. Ο ανεψιός μου σου υπεσχέθη
+γενναίον χρηματικόν ποσόν, εάν ανεύρισκες την κόρην, αλλ' όχι
+ολιγώτερον ποσόν μαστιγώσεων εάν ζητής να τον απατήσης.
+
+Η κόρη είνε Χριστιανή, αυθέντα, ανέκραξεν ο Έλλην.
+
+ — Σκέψου, Χίλων, δεν είσαι ανόητος.
+
+ — Ειξεύρομεν ότι κατηγόρησαν την Πομπωνίαν, ότι είναι προσήλυτος των
+χριστιανικών δεισιδαιμονιών, αλλ' ηξεύρομεν προσέτι, ότι το
+οικογενειακόν δικαστήριον την απέπλυνεν από της κατηγορίας ταύτης,
+την οποίαν συ επαναλαμβάνεις τώρα, ως φαίνεται. Μήπως θέλεις να μας
+πείσης, ότι η Πομπωνία, και μετ' αυτής η Λίγεια ανήκουσιν εις την
+αίρεσιν των εχθρών του ανθρωπίνου γένους, των φαρμακευτών των κρηνών
+και φρεάτων, των λατρευόντων μίαν κεφαλήν όνου, των ανθρώπων, οίτινες
+σφάζουσι τα παιδία και παραδίδονται εις τα ατιμότερα όργια; Σκέψου,
+Χίλων· η θέσις αύτη, την οποίαν υποστηρίζεις ενώπιόν μας, μήπως είνε
+κίνδυνος να αντηχήση ως αντίθεσις επί της ράχεώς σου;
+
+Ο Χίλων εξέτεινε τας χείρας του, θέλων να είπη ότι τούτο δεν ήτο
+σφάλμα του. Και έπειτα προσέθηκε:
+
+ — _Γιέζους Χρίστους, Ντέι Φίλιους, Σαλβάτωρ_. Πρόφερε, αυθέντα,
+ελληνιστί την φράσιν αυτήν.
+
+ — Καλά!.,. _Ιησούς Χριστός, Θεού Υιός, Σωτήρ_. Και έπειτα;
+
+ — Τώρα, λάβε το αρχικόν γράμμα εκάστης των λέξεων τούτων και ένωσον
+τα γράμματα ταύτα διά να σχηματίσουν μίαν νέαν λέξιν.
+
+ — ΙΧΘΥΣ! είπε μετ' εκπλήξεως ο Πετρώνιος.
+
+ — Ιδού διατί ο ιχθύς έγεινε το σύμβολον των χριστιανών, απήντησεν
+υπερηφάνως ο Χίλων.
+
+Εσιώπησαν. Εις τον συλλογισμόν του Έλληνος ενυπήρχε τι το
+αναντίρρητον· οι δύο φίλοι δεν ηδύναντο να κρύψωσι την έκπληξίν των.
+
+ — Όπερ σημαίνει, είπεν ο Πετρώνιος, ότι η Πομπωνία και η Λίγεια
+φαρμακώνονν τα φρέατα, σφάζουν τα παιδία τα αρπαζόμενα από τους
+δρόμους, και παραδίδονται εις την ακολασίαν, όπως όλοι οι χριστιανοί.
+
+ — Είναι βλακεία! Συ, Βινίκιε, διέτριψες επί περισσότερον χρόνον εις
+την οικίαν των. Εγώ γνωρίζω αρκετά τον Άουλον και την Πομπωνίαν, και
+την Λίγειαν αυτήν, ώστε να ημπορώ να είπω: Είναι συκοφαντία και μωρία!
+
+Βινίκιε, ηρώτησεν έπειτα ο Πετρώνιος, μήπως απατάσαι; Η Λίγεια
+πράγματι εχάραξεν ιχθύν;
+
+ — Μα όλους τους καταχθόνιους θεούς είναι να τρελλαθώ, ανέκραξεν ο
+νεανίας με μανίαν· εάν μου εχάρασσε πτηνόν, θα έλεγα ότι ήτο πτηνόν.
+
+ — Λοιπόν είναι χριστιανή, επανέλαβεν ο Χίλων.
+
+ — Εάν ο ιχθύς είναι το χριστιανικόν σύμβολον, όπερ μου φαίνεται
+αναντίρρητον, και αν αυταί είναι χριστιαναί, τότε, μα την Περσεφόνην,
+οι χριστιανοί δεν είναι οποίοι τους φανταζόμεθα.
+
+ — Ομιλείς όπως ο Σωκράτης, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Και ποίος
+ηρώτησεν ένα χριστιανόν; Τις γνωρίζει το δόγμα των; Προ τριών ετών
+κατά το ταξείδιόν μου από Νεαπόλεως εις Ρώμην (διατί να μη μείνω εκεί!)
+είχα συνοδοιπόρον ένα ιατρόν, ονόματι Γλαύκον, τον οποίον έλεγαν
+χριστιανόν, και όστις με όλον τούτο, έχω πεποίθησιν, ότι ήτο ανήρ
+χρηστός και ενάρετος.
+
+ — Μήπως από τον ενάρετον εκείνον άνδρα έμαθες τι σημαίνει ιχθύς;
+
+ — Φευ! όχι, αυθέντα! Κατά το ταξείδιόν εκείνο εις έν ξενοδοχείον ο
+ενάρετος γέρων επληγώθη διά μαχαίρας, η δε σύζυγός του και το τέκνον
+του απήχθησαν ως δούλοι υπό εμπόρων. Εγώ υποστηρίζων αυτούς έχασα τα
+δύο δάκτυλά μου, αλλ' επειδή οι χριστιανοί, ως λέγουσιν ευνοούνται
+από τα θαύματα, ελπίζω ότι τα δάκτυλά μου θα γίνουν.
+
+ — Πώς; Έγινες χριστιανός;
+
+ — Από χθες, κύριε, από χθες! Αυτός ο ιχθύς είναι η αιτία. Ακούσατέ
+με, μεγάλοι αυθένται. Η ανακάλυψις την οποίαν έκαμα είναι
+σπουδαιοτάτη· δεν ευρήκα ακόμη την νεαράν κόρην, αλλά γνωρίζω την
+οδόν επί της οποίας πρέπει να την ζητήσω. Εστείλατε τους δούλους σας
+εις όλην την πόλιν. Σας έφεραν την ελαχίστην ένδειξιν; Όχι! Εγώ
+μόνος σας έδωσα μίαν. Επί πλέον θα είπω τα εξής: Μεταξύ των δούλων
+σας δυνατόν να υπάρχουν, εν αγνοία σας, χριστιανοί, επειδή η θρησκεία
+αύτη εξηπλώθη ήδη πανταχού. Εκείνοι αντί να σας υπηρετούν θα σας
+προδίδουν. Έχετε μικράν υπομονήν. Τας ημέρας αυτάς δεν έπαυσα να
+εισέρχωμαι εις τα καπηλεία, όπου η γλώσσα των ανθρώπων λύεται, ούτε
+εις τα αρτοπωλεία. Διέτρεξα όλας τας οδούς και τα αδιέξοδα.
+Επεσκέφθην τας κρύπτας των φυγάδων δούλων, έχασα εκατόν περίπου
+ασσάρια εις αυτό το διάστημα, εισήλθα εις τα πλυντήρια, τα
+στεγνωτήρια και τα μαγειρεία, είδα ημιονηλάτας και γλύπτας· είδα
+επίσης ανθρώπους οίτινες θεραπεύουν τας ασθενείας της κύστεως και
+εξάγουν τους οδόντας· ωμίλησα με εμπόρους ξηρών σύκων, επεσκέφθην τα
+νεκροταφεία· και ηξεύρετε διατί; Διά να χαράξω παντού τον ιχθύν
+τούτον, να παρατηρήσω τους ανθρώπους κατάματα και να ίδω τι θα
+απεκρίνοντο εις το σημείον αυτό. Επί πολύ δεν παρετήρησα τίποτε, μίαν
+ημέραν όμως πλησίον κρήνης, είδα ένα δούλον, όστις ήντλει ύδωρ και
+έκλαιεν. Επλησίασα και τον ηρώτησα διατί κλαίει. Εκαθήσαμεν εις τας
+βαθμίδας της κρήνης εκείνης και μου απήντησεν, ότι εις όλην του την
+ζωήν είχε συνάξει ολίγον κατ' ολίγον τα απαιτούμενα χρήματα διά να
+εξαγοράση τον αγαπητόν του υιόν, όστις ήτο δούλος, αλλ' ότι ο
+αυθέντης του, καλούμενος Πάνσας, του αφήρεσε τα χρήματα ταύτα,
+κρατήσας πάλιν τον υιόν του ως όμηρον. «Και κλαίω ούτω, είπεν ο
+γέρων, διότι ματαιοπονώ, λέγων καθ' εαυτόν: ας γίνη το θέλημα του
+Θεού! δεν δύναμαι, πτωχός αλιεύς, όπου, είμαι να κρατήσω τα δάκρυά
+μου». Τότε, καταληφθείς υπό τινος προαισθήματος έβρεξα τον δάχτυλόν
+μου εις τον κάδον και εχάραξα τον ιχθύν· ο χρηστός γέρων, άμα είδε
+τούτον, είπε: «Και η ιδική μου ελπίς εις τον Χριστόν». Τον ηρώτησα:
+
+«Με ανεγνώρισες από το σημείον τούτο; Ναι· μοι απεκρίθη, «η ειρήνη
+μετά σου!» Ήρχισα να μανθάνω το μυστικόν και ο αγαθός γέρων μοι
+διηγήθη τα πάντα. Ο Πάνσας είναι και αυτός απελεύθερος του ενδόξου
+Πάνσα και μεταφέρει εις την Ρώμην διά του Τιβέρεως τους λίθους τους
+οποίους δούλοι και εργάται εκφορτώνουν από τας σχεδίας και φέρουν την
+νύκτα εις τας νεοκατασκευαζομένας οικίας. Μεταξύ αυτών υπάρχουν
+πολλοί χριστιανοί, εν οις και ο υιός του. Επειδή η εργασία αύτη
+υπερβαίνει τας δυνάμεις του νεανίου, ο πατήρ του ήθελε να τον
+εξαγοράση. Ο Πάνσας όμως επροτίμησε να κρατήση και τα χρήματα και τον
+δούλον. Ανέμιξα τα δάκρυά μου με τα ιδικά του, πράγμα εύκολον, λόγω
+της αγαθότητος της καρδίας μου και των πόνων τους οποίους μοι
+προυξένει η υπερβολική οδοιπορία. Παρεπονέθην, διότι φθάσας εκ
+Νεαπόλεως πρό τινων ημερών, δεν εγνώριζα κανένα από τους αδελφούς μας
+και δεν ήξευρα πού συνήρχοντο διά να προσευχηθούν. Ηπόρησε, διατί οι
+εν Νεαπόλει χριστιανοί δεν μου είχον δώσει επιστολάς προς τους εν
+Ρώμη αδελφούς των, εγώ δε απήντησα, ότι μου τας έκλεψαν καθ' οδόν,
+Μου είπε τότε να έλθω την νύκτα παρά τον ποταμόν· θα με παρουσίαζεν
+εις τους αδελφούς, οίτινες θα με ωδήγουν εις τους οίκους της
+προσευχής και εις τους πρεσβυτέρους τους διευθύνοντας την
+χριστιανικήν κοινότητα. Εις τους λόγους τούτους εχάρην τόσον πολύ,
+ώστε του έδωκα τα αναγκαία χρήματα προς απολύτρωσιν του υιού του,
+ελπίζων ότι ο γενναιόδωρος Βινίκιος θα μου τα αποδώση διπλάσια.
+
+ — Χίλων, διέκοψεν ο Πετρώνιος, εις την διήγησίν σου το ψεύδος, καθώς
+το έλαιον, επιπλέει εις την επιφάνειαν της αληθείας. Είμαι βέβαιος
+ότι κατά το στάδιον των ερευνών σου έκαμες αποφασιστικόν βήμα, αλλ'
+είνε περιττόν να περιβάλλης τας ειδήσεις σου με στρώμα δολοπλοκιών.
+Πώς ονομάζεται ο γέρων, από τον οποίον έμαθες ότι οι χριστιανοί
+αναγνωρίζονται διά του σημείου του ιχθύος;
+
+ — Ευρίκιος, αυθέντα. Ο πτωχός, ο δυστυχής γέρων!
+
+ — Πιστεύω ότι πράγματι εγνώρισες αυτόν και ότι θα δυνηθής να
+επωφεληθής από την συνάντησιν ταύτην, αλλά δεν του έδωκες χρήματα.
+Δεν του έδωκες ούτε οβολόν, με εννοείς; Δεν του έδωσες τίποτε.
+
+ — Αλλά τον εβοήθησα να αντλήση ύδωρ με τους κάδους και ωμίλησα περί
+του υιού του μετά της μεγαλειτέρας συμπαθείας. Είνε αληθές, κύριε,
+ότι τίποτε δεν ημπορεί να διαφύγη την οξυδέρκειάν σου. Δεν του έδωσα
+χρήματα ή μάλλον του έδωσα κατά διάνοιαν και με όλην την ενδόμυχον
+καλήν θέλησιν, και τούτο έπρεπε να είνε αρκετόν, εάν ήτο αληθής
+φιλόσοφος.
+
+Ο Πετρώνιος εστράφη προς τον Βινίκιον:
+
+ — Μέτρησέ του πέντε χιλιάδες σεστέρτια, αλλά κατά διάνοιαν και
+ενδομύχως.
+
+Ο Βινίκιος είπε:
+
+ — Θα σου δώσω ένα υπηρέτην, όστις θα φέρη μαζή του το απαιτούμενον
+ποσόν συ θα είπης εις τον Ευρίκιον, ότι είναι δούλος σου, και θα
+εγχειρίσης εις τον γέροντα τα χρήματα επί παρουσία του υπηρέτου. Εν
+τοσούτω, επειδή μου έφερες μίαν είδησιν αξιόλογον, θα λάβης ίσον
+ποσόν και διά τον εαυτόν σου. Ελθέ να ζητήσης απόψε τον υπηρέτην και
+τα χρήματα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΛΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+&«Μάρκος Βινίκιος Πετρωνίω χαίρειν»,&
+
+_«Ουδαμού Λίγεια έως τώρα. Η νέα αύτη είναι ανεύρετος. Ηθέλησα να
+εξακριβώσω αν ο Χίλων με ηπάτα, και την νύκτα, καθ' ην ήλθε να ζητήση
+τα χρήματα διά τον Ευρίκιον, ετυλίχθην χλαμύδα στρατιωτικήν και τον
+ηκολούθησα, εν αγνοία, αυτού και του νέου θεράποντος, τον οποίον του
+είχα δώση. Όταν έφθασαν εις το υποδειχθέν μέρος, τους κατεσκόπευσα
+μακρόθεν και επείσθην ότι ο Ευρίκιος δεν ήτο μύθος.
+
+«Προς τα κάτω, παρά τον ποταμόν, περί τα πεντήκοντα άτομα εξεφόρτωναν
+λίθους από μίαν μακράν σχεδίαν. Είδα τον Χίλωνα να πλησιάζη εις
+αυτούς και να αρχίζη σννδιάλεξιν με ένα γέροντα· ούτος ερρίφθη εις να
+γόνατά του· οι άλλοι τους περιεκύκλωναν, εκπέμποντες κραυγάς
+εκπλήξεως. Προ των οφαλμών μου, ο νέος θεράπων μου ενεχείρισε τον
+σάκκον των χρημάτων εις τον Ευρίκιον, όστις ήρχισε να προσεύχηται
+ανατείνων εις τον ουρανόν τας χείρας· πλησίον αυτού εγονυπέτησεν είς
+νέος, ο υιός τον ίσως.
+
+«Ο Χίλων επρόφερεν ακόμη λέξεις τινάς και ηυλόγησε τους δύο
+γονυπετείς ανθρώπους, ως και τους άλλους, ποιών σημεία σταυρού· όλοι
+έκλιναν τα γόνατα.
+
+«Εάν ο Χίλων δεν κατώρθωσε να εύρη την Λίγειαν, ο λόγος είναι ότι
+υπάρχει ήδη αναρίθμητον πλήθος χριστιανών εν Ρώμη και επομένως δεν
+γνωρίζουσιν αλλήλους όλοι και δεν δύνανται να ηξεύρουν παν ό,τι
+γίνεται εις την κοινότητα. Αλλά με βεβαιοί ότι άμα φθάση μέχρι των
+ιερέων, τους οποίους καλούσι πρεσβυτέρους, θα κατορθώση να αποσπάση
+απ' αυτών όλα τα μυστικά. Έμαθε προσέτι ότι, δια τας κοινάς προσευχάς
+των, έχουσι τόπους συνελεύσεων, πολλάκις έξω των πυλών της πόλεως ή
+εις οικίας ερήμους ή και εις τα στάδια. Εκεί λατρεύουσι τον Χριστόν,
+ψάλλουσιν ύμνους και κάμνουν συμπόσια.
+
+«Όταν ο Χίλων μάθη έν των μερών τούτων θα υπάγω μαζή του, και αν
+θελήσωσιν οι θεοί να ίδω την Λίγειαν, σου ομνύω εις τον Δία, ότι την
+φοράν αυτήν δεν θα διαφύγη των χειρών μου. Λέγεις ότι πρέπει να
+ηξεύρη τις να αγαπά· και εγώ ήξευρα να ομιλήσω περί έρωτος εις την
+Λίγειαν, αλλά τώρα αποθνήσκω εκ λύπης. Περιμένω ανυπομόνως τον Χίλωνα
+και η οικία μου είναι ανυπόφορος. Υγίαινε»._
+
+Ο Χίλων επί πολύν χρόνον δεν εφάνη, ούτως ώστε ο Βινίκιος δεν ήξευρε
+πλέον τι να υποθέση. Τέλος μίαν ημέραν έφθασε με πρόσωπον τόσον
+σκυθρωπόν, ώστε ο πτωχός Βινίκιος ωχρίασεν ως τον είδε και έσπευσε
+προς αυτόν μόλις έχων την δύναμιν να ερωτήση:
+
+ — Η Λίγεια δεν ευρίσκεται μεταξύ των Χριστιανών;
+
+ — Ναι, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων· αλλά εύρον μεταξύ αυτών και τον
+Γλαύκον, τον ιατρόν.
+
+ — Τι λέγεις; ποίος είναι αυτός;
+
+ — Ελησμόνησες λοιπόν, αυθέντα, την ιστορίαν του γέροντος, μετά του
+οποίου ωδοιπόρησα από Νεαπόλεως μέχρι Ρώμης, και των δύο δακτύλων,
+τους οποίους έχασα υπερασπίζων εκείνον; Οι λησταί, οίτινες τον
+εκτύπησαν δια μαχαίρας, τον είχον αφήσει εκπνέοντα και τον έκλαυσα
+επί πολύ, Φευ! επείσθην ότι ζη ακόμη και ότι αποτελεί μέρος της
+χριστιανικής κοινότητος εν Ρώμη.
+
+ — Αφού τον υπερησπίσθης πρέπει να σε ευγνωμονή και να σε βοηθήση!
+
+ — Α! ευγενή Τριβούνε! και οι θεοί αυτοί δεν είναι πάντοτε
+ευγνώμονες, πόσω μάλλον οι άνθρωποι! Ναι έπρεπε να είναι ευγνώμων.
+Δυστυχώς, είναι γέρων του οποίου το πνεύμα εξησθένησε και εσκοτίσθη
+από την ηλικίαν και τας δυστυχίας, και δι' αυτό όχι μόνον δεν με
+ευγνωμονεί, αλλά με κατηγορεί, όπως έμαθα από τους ομοθρήσκους του,
+ότι είχα συνενοηθή με τους ληστάς και έγεινα ο αίτιος των δυστυχιών
+του. Ιδού πώς με ανταμείβει διά τους δύο κομμένους δακτύλους μου.
+
+ — Είμαι βέβαιος ότι τω όντι αυτό συνέβη όπως το διηγείσαι, είπεν ο
+Βινίκιος.
+
+ — Τότε συ ηξεύρεις περισσότερα από εκείνον, απήντησε μετά
+αξιοπρεπείας ο Χίλων, διότι εκείνος υποθέτει μόνον, ότι ούτω συνέβη
+πράγμα, το οποίον δεν θα τον ημπόδιζε να επικαλεσθή εις βοήθειαν τους
+χριστιανούς και να εκδικηθή σκληρώς.
+
+ — Τι με μέλλει δι' όλα αυτά! Ειπέ μου τι είδες εις τον οίκον
+εκείνον των προσευχών;
+
+ — Αυτό πράγματι ολίγον σε ενδιαφέρει, αυθέντα· αλλά επειδή πρόκειται
+περί εμού, προτιμώ μάλλον να παραιτηθώ από την υποσχεθείσαν αμοιβήν
+παρά να ριψοκινδυνεύσω την ζωήν μου. Ως αληθής φιλόσοφος δύναμαι να
+ζήσω και να αναζητήσω την θείαν αλήθειαν.
+
+Αλλ' ο Βινίκιος επλησίασεν εις αυτόν με πρόσωπον απειλητικόν και με
+φωνήν πνιγμένην είπε:
+
+ — Τις σου λέγει ότι θα αποθάνης εκ της χειρός του Γλαύκου μάλλον ή
+εκ της ιδικής μου;
+
+Ο θρασύδειλος Χίλων, εν ριπή οφθαλμού, αντιληφθείς ότι, φερόμενος
+ούτως απερισκέπτως, δεν θα εσώζετο από τας χείρας του Βινικίου,
+ανέκραξεν εν σπουδή:
+
+ — Θα την ζητήσω, δέσποτα, και θα την εύρω, δεν είπα ότι παραιτούμαι
+από του να ζητήσω την κόρην· ήθελα μόνον να σου αποδείξω ότι τα
+διαβήματά μου ταύτα συνεπιφέρουσι σήμερον μέγαν κίνδυνον δι' εμέ. Ο
+Γλαύκος ζη, αυθέντα, και αν άπαξ με ίδη, συ δεν θα με ίδης πλέον ποτέ!
+Και τότε ποίος θα σου ανεύρη την κόρην;
+
+ — Τι να κάμωμεν; ποίον μέσον θεραπείας υπάρχει; τι θέλεις να
+επιχειρήσωμεν; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ο Αριστοτέλης μας διδάσκει ότι πρέπει να θυσιάζωμεν τα μικρά διά
+τα μεγάλα. Λοιπόν το φορτίον του γήρατος και των δυστυχιών καταβάλλει
+τον Γλαύκον από πολλού, εις βαθμόν ώστε ο θάνατος θα ήτο ευεργεσία
+δι' αυτόν. Τι είναι ο θάνατος κατά τον Σενέκαν, ειμή απελευθέρωσις;
+Προτείνω, αυθέντα, να απομακρύνωμεν τον Γλαύκον.
+
+ — Μίσθωσον ανθρώπους, οι οποίοι θα τον φονεύσουν διά ροπάλων. Θα
+τους πληρώσω. Πόσα σου χρειάζονται;
+
+ — Μου χρειάζονται χίλια σεστέρτια· μη λησμονής, κύριε, ότι πρέπει να
+εύρω αλήτας εντίμους, οίτινες, αφού ενθυλακώσουν το τίμημα, δεν θα
+γείνουν άφαντοι χωρίς να δώσουν ειδήσεις. Διά καλόν έργον χρειάζεται
+καλός μισθός, θα χρειασθή επίσης κάτι τι δι' εμέ, διά να σπογγίσω τα
+δάκρυα, τα οποία θα χύσω διά τον Γλαύκον. Θα λάβω τους άνδρας εντός
+της ημέρας και θα τους ειδοποιήσω ότι από το εσπέρας της αύριον δι'
+εκάστην ημέραν κατά την οποίαν θα ζη ακόμη ο Γλαύκος, θα ελαττώνω τα
+σεστέρτιά των. Ο Βινίκιος υπεσχέθη ακόμη μίαν φοράν εις τον Χίλωνα το
+ζητηθέν ποσόν, έπειτα δε τον ηρώτησε ποίας ειδήσεις φέρει, πού επήγεν
+εν τω μεταξύ, και τι ανεκάλυψεν.
+
+Ο Χίλων όμως δεν ηδύνατο να τω αναγγείλη πολλά πράγματα άξια λόγου.
+Του είπε μόνον ότι έμαθε παρά των χριστιανών ότι είς μέγας νομοθέτης,
+κάποιος Παύλος Ταρσεύς, ευρίσκεται εις Ρώμην, φυλακισμένος συνεπεία
+καταγγελίας γενομένης υπό των Ιουδαίων, και απεφάσισε να τον γνωρίση.
+Αλλά και άλλη είδησις μεγάλως τον ηυχαρίστησεν, ότι ο έχων τα πρωτεία
+της τιμής και της αρχαιότητος μεταξύ των μαθητών του Χριστού, ο
+ισότιμος και οιονεί πρεσβύτερος αδελφός του Παύλου Πέτρος, εις τον
+οποίον ο διδάσκαλός των έδωκεν εντολήν να αλιεύη ανθρώπους και να
+ποιμαίνη τα λογικά του πρόβατα, μέλλει από ημέρας εις ημέραν να έλθη
+εις Ρώμην.
+
+Βεβαίως όλοι οι χριστιανοί θα θελήσουν να τον ιδούν και να ακούσουν
+την διδασκαλίαν του. θα γείνουν μεγάλαι συναθροίσεις εις τας οποίας
+και αυτός θα παρευρεθή και περιπλέον, επειδή είνε εύκολον να κρυβή
+κανείς μεταξύ του πλήθους, θα παρεισάξη και τον Βινίκιον. Τότε
+ασφαλώς εκεί θα ανεύρουν την Λίγειαν. «Ευθύς ως γείνη εκποδών ο
+Γλαύκος δεν θα συναντήσωμεν πλέον εμπόδια», είπε:
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'.
+
+
+
+Ενδιέφερε πράγματι τον Χίλωνα να θέση εκποδών τον Γλαύκον, όστις,
+καίτοι ηλικιωμένος, δεν ήτο ποσώς γέρων παρηκμακώς. Η αφήγησις, την
+οποίαν ο Χίλων είχε κάμει εις τον Βινίκιον, εμπεριείχε μέγα μέρος
+αληθείας. Ο Έλλην είχεν ήδη γνωρίσει τον Γλαύκον, τον οποίον
+επρόδωσε, παρέδωσεν εις κακοποιούς, απέσπασεν από της οικογενείας
+του, έκλεψε, και του οποίου την δολοφονίαν αυτός προεκάλεσεν.
+
+Η ανάμνησις των συμβάντων τούτων τω ήτο αμυδρά, διότι ο άθλιος είχεν
+εγκαταλείψει τον Γλαύκον αγωνιώντα, όχι εις πανδοχείον, αλλ' εις
+αγρόν, παρά τας Μεντούρνας. Είχε προΐδει τα πάντα, εκτός του ότι ο
+Γλαύκος θα εθεραπεύετο από τας πληγάς και θα έφθανεν εις την Ρώμην.
+
+Σήμερον επρόκειτο να απαλλαγή απ' αυτόν, και προς τούτο έπρεπε να
+εκλέξη ανθρώπους καταλλήλους.
+
+Με τοιαύτην πρόθεσιν μετέβη το εσπέρας εις τον Ευρίκιον. Ο γέρων
+Ευρίκιος, αφού απελύτρωσε τον υιόν του, είχεν ενοικιάσει έν από τα
+μικρά εκείνα παραπήγματα, τα οποία επλήρουν τον πέριξ του Μεγάλου
+ιπποδρομίου χώρον, διά να πωλή ελαίας, κουκιά, άρτον και υδρόμελι εις
+τους θεατάς των αγώνων. Ο Χίλων τον εύρεν εκεί τακτοποιούντα τα
+εμπορεύματά του· τον εχαιρέτισε με το όνομα του Χριστού και ήρχισε να
+του ομιλή περί της υποθέσεως, διά την οποίαν ήρχετο· είπεν εις αυτόν,
+ότι επειδή τοις είχε παράσχει εκδούλευσιν, βασίζεται επί της
+ευγνωμοσύνης των, διότι έχει ανάγκην δύο ή τριών ανδρών ρωμαλέων και
+ανδρείων, διά να αποσοβήση κίνδυνον απειλούντα και αυτόν και όλους
+τους χριστιανούς.
+
+ — Είπεν εις τον Ευρίκιον ότι είνε πτωχός πράγματι· εν τούτοις θα
+πληρώση την υπηρεσίαν ταύτην, υπό τον όρον ότι οι άνθρωποι θα έχουν
+εμπιστοσύνην εις αυτόν και θα εκτελέσουν πιστώς ό,τι τους διατάξη.
+
+Ο Ευρίκιος και ο υιός του Κουάρτος εδήλωσαν ότι αυτοί οι ίδιοι είνε
+έτοιμοι να εκτελέσωσιν ό,τι τους προστάξη, βέβαιοι όντες, ότι άγιος
+άνθρωπος, όπως αυτός, δεν ηδύνατο να απαιτήση πράξεις, αίτινες δεν θα
+ήσαν σύμφωνοι προς τας εντολάς του Χριστού.
+
+Ο Ευρίκιος ήτο γέρων όχι τόσον καταβεβλημένος από την ηλικίαν, όσον
+εξηντλημένος από τας λύπας και τας νόσους. Ο υιός του ήτο
+δεκαεξαετής. Πλην αυτός είχεν ανάγκην ανθρώπων ταχέων εις την
+εκτέλεσιν και προ πάντων στιβαρών.
+
+ — Κύριε, είπε τότε ο Κουάρτος, γνωρίζω τον αρτοποιόν Δημάν, εις τον
+μύλον του οποίου εργάζονται δούλοι και έμμισθοι. Ο είς εκ των
+μισθωτών τούτων είνε τόσον δυνατός, ώστε θα ηδύνατο να αναπληρώση όχι
+δύο, αλλά τέσσαρας. Τον είδα εγώ να σηκώνη λίθους τους οποίους δεν
+ηδύναντο να κινήσουν τέσσαρες ομού.
+
+ — Εάν είνε πιστός, φοβούμενος τον Θεόν, και ικανός να θυσιασθή διά
+τους αδελφούς του, γνώρισέ μου τον, είπεν ο Χίλων.
+
+ — Είναι χριστιανός, κύριε, απεκρίθη ο Κουάρτος, διότι εκείνοι
+οίτινες εργάζονται εις του Δημά, είνε ως επί το πλείστον χριστιανοί.
+Υπάρχουν εργάται της ημέρας και εργάται της νυκτός. Εάν επηγαίνομεν
+τώρα, θα τους ευρίσκομεν εις το εσπερινόν δείπνον των, και θα ηδύνασο
+να ομιλήσης μετ' αυτού. Ο Δημάς κατοικεί πλησίον του Εμπορίου.
+
+ — Ο Χίλων συνήνεσε και απήλθον αμέσως. Το Εμπόριον ευρίσκετο παρά
+τους πρόποδας του όρους Αβεντίνου και συνεπώς όχι πολύ μακράν του
+Μεγάλου Ιπποδρομίου. Ηδύνατο κανείς, χωρίς να κάμη τον γύρον των
+λόφων, να ακολουθήση τον ποταμόν κατά μήκος, να διέλθη την στοάν
+Αιμιλίων, πράγμα το οποίον καθίστα τον δρόμον συντομώτερον.
+
+ — Είμαι γέρων, είπεν ο Χίλων καθ' οδόν, και ενίοτε πάσχω διασάλευσιν
+της μνήμης. Ο Χριστός μας παρεδόθη από ένα των μαθητών του, πλην την
+στιγμήν ταύτην δεν δύναμαι να ενθυμηθώ του προδότου το όνομα.
+
+ — Κύριε, αυτός ήτο ο Ιούδας, όστις και εκρεμάσθη μόνος του,
+απήντησεν ο νέος, εκπλαγείς διότι ο γέρων ηγνόει το όνομα του Ιούδα.
+
+ — Α! ναι, ο Ιούδας! είπεν ο Χίλων. Έπειτα εβάδισαν σιωπηλοί.
+Εσταμάτησαν έμπροσθεν ενός ξυλίνου καταστήματος, εκ του οποίου
+έφθανεν ο κρότος του συντριβομένου σίτου εντός των μυλοπετρών. Ο
+Κουάρτος εισήλθεν, ενώ ο συνετός Χίλων έμεινεν έξω.
+
+ — Είμαι περίεργος να ιδώ αυτόν τον μυλωθρόν Ηρακλή, είπε καθ'
+εαυτόν. Εάν είναι κανείς φαύλος και πονηρός, θα μου κοστίση ακριβά·
+εάν τουναντίον είναι ενάρετος χριστιανός και ηλίθιος, θα κάμη δωρεάν
+ό,τι του ζητήσω.
+
+Ο Χίλων διεκόπη εις τας σκέψεις του από τον Κουάρτον, όστις επέστρεψε
+μετ' ολίγον συνοδευόμενος από άνθρωπον, φέροντα μόνον ένα από τους
+χιτώνας εκείνους των εργατών, οίτινες άφιναν γυμνόν τον δεξιόν
+βραχίονα καθώς και την δεξιάν πλευράν του στήθους. Εις την θέαν του
+νεωστί ελθόντος ο Χίλων εστέναξεν εξ ευχαριστήσεως. Ποτέ δεν είχεν
+ιδή τοιούτον βραχίονα ούτε τοιούτο στήθος.
+
+ — Ιδού, κύριε, είπεν ο Κουάρτος, είναι ο αδελφός, τον οποίον
+επιθυμείς να ίδης.
+
+ — Η ειρήνη του Χριστού ας είναι μαζή του, είπεν ο Χίλων· και συ,
+Κουάρτε, ειπέ εις αυτόν τον αδελφόν, αν είμαι άξιος πίστεως, και
+έπειτα επίστρεψον εις την οικίαν σου διά την αγάπην του Θεού, διότι
+δεν πρέπει να αφίνης ολομόναχον τον γέροντα πατέρα σου.
+
+ — Είναι άγιος άνθρωπος, είπεν ο Κουάρτος. Εθυσίασεν όλην την
+περιουσίαν του διά να με λυτρώση εκ της δουλείας, χωρίς να με
+γνωρίζη. Είθε ο Κύριος ημών ο Λυτρωτής να του παρασκευάση εις
+αντάλλαγμα ουρανίαν αμοιβήν!
+
+Ο γιγαντόσωμος εργάτης ακούσας τας λέξεις ταύτας, υπεκλίθη και
+ησπάσθη την χείρα του Χίλωνος.
+
+ — Πώς ονομάζεσαι, αδελφέ μου; ηρώτησεν ο Έλλην.
+
+ — Πάτερ, εις το άγιον βάπτισμα έλαβον το όνομα Ουρβανός.
+
+ — Ουρβανέ, αδελφέ μου, έχεις καιρόν να ομιλήσης μετ' εμού ελευθέρως;
+
+ — Το έργον μας αρχίζει το μεσονύκτιον.
+
+ — Έχομεν λοιπόν όλον τον απαιτούμενον χρόνον. Υπάγωμεν παρά την
+όχθην του ποταμού και εκεί θα ακούσης ό,τι έχω να σου είπω.
+
+Απήλθον και εκάθησαν επί τινος λίθου της όχθης, εν μέσω ησυχίας
+διακοπτομένης μόνον από τον μεμακρυσμένον κρότον των μυλοπετρών και
+από τον φλοίσβον του ποταμού. Ο Χίλων εξήτασε το πρόσωπον του
+εργάτου, το οποίον με όλην την έκφρασιν την ολίγον σκληράν και
+μελαγχολικήν, την συχνά απαντώσαν παρά τοις βαρβάροις, όσοι κατώκουν
+εν Ρώμη, τω εφάνη ότι αντηνάκλα την αγαθότητα και την ειλικρίνειαν.
+
+ — Ναι! εσκέφθη, είναι άνθρωπος αγαθός και ευήθης, όστις θα φονεύση
+τον Γλαύκον δωρεάν, και υψώσας τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν ήρχισε
+να τω ομιλή περί του θανάτου του Χριστού.
+
+Ο εργάτης έκλαιε, και, όταν ο Χίλων ήρχισε να θρηνή, διότι κατά την
+στιγμήν του θανάτου του Σωτήρος, δεν ευρέθη κανείς διά να τον
+υπερασπίση κατά των ύβρεων των στρατιωτών και των Ιουδαίων, αι
+πελώριαι πυγμαί του βαρβάρου συνεσφίγχθησαν εκ λύσσης και οργής.
+
+Ο Χίλων αποτόμως τον ηρώτησεν:
+
+ — Ουρβανέ, ηξεύρεις τις ήτο ο Ιούδας;
+
+ — Το ηξεύρω! Το ηξεύρω! εκρεμάσθη όμως! και η φωνή του επρόδιδε
+λύπην, διότι ο προδότης εφήρμοσε δικαιοσύνην μόνος του εις τον εαυτόν
+του.
+
+Ο Χίλων εξηκολούθησεν:
+
+ — Εάν όμως δεν είχε κρεμασθή, και αν χριστιανός τις τον συνήντα,
+είτε εις την ξηράν είτε εις την θάλασσαν, δεν έπρεπε να εκδικηθή τας
+βασάνους, το αίμα και τον θάνατον του Σωτήρος;
+
+ — Και ποίος δεν θα τα εξεδίκει, πάτερ μου!
+
+ — Η ειρήνη ας είνε μαζή σου, πιστέ δούλε του Αμνού! Ναι! Δύναται
+κανείς να συγχωρή τα ιδικά του αδικήματα, αλλά ποίος έχει το δικαίωμα
+να συγχωρήση τας ύβρεις τας γενομένας εις τον Θεόν; Όπως ο όφις γεννά
+τον όφιν, όπως η κακία γεννά την κακίαν, και η προδοσία την
+προδοσίαν, ούτω εκ του δηλητηρίου του Ιούδα εγεννήθη άλλος προδότης·
+όπως ο είς παρέδωσε τον Σωτήρα εις τους Ιουδαίους και εις τους
+Ρωμαίους στρατιώτας, ο άλλος, όστις ζη εν τω μέσω ημών θέλει να
+παραδώση εις τους λύκους τα πρόβατα του Κυρίου! και αν κανείς δεν
+προλάβη την προδοσίαν ταύτην, εάν κανείς δεν συντρίψη εγκαίρως την
+κεφαλήν του όφεως, όλοι μας θα χαθώμεν, και μαζή μας θα χαθή η δόξα
+του αμνού του Θεού.
+
+Ο εργάτης τον παρετήρει με μεγάλην ανησυχίαν, ως να μη ελάμβανεν υπ'
+όψιν όσα ήκουεν.
+
+Ο Έλλην, καλύψας την κεφαλήν με την άκραν του μανδύου του επανέλαβε
+με λαρυγγώδη φωνήν.
+
+«Δυστυχία σας, Χριστιανοί και Χριστιαναί! Δυστυχία σας, δούλοι του
+αληθινού Θεού!»
+
+Επηκολούθησε σιωπή και δεν ηκούετο ειμή ο τριγμός των μυλοπετρών, το
+υπόκωφον άσμα των μυλωθρών και ο φλοίσβος του ποταμού.
+
+ — Πάτερ μου, ηρώτησε τέλος ο εργάτης, ποίος είναι αυτός ο προδότης;
+
+Ο Χίλων εχαμήλωσε την κεφαλήν.
+
+«Ποίος ήτο εκείνος ο προδότης! Γιος του Ιούδα γεννηθείς εκ του
+δηλητηρίου εκείνου, όστις προσεποιείτο τον χριστιανόν και εσύχναζεν
+εις τους οίκους των προσευχών προς μόνον τον σκοπόν, ίνα κατηγορήση
+τους αδελφούς εις τον Καίσαρα, λέγων, ότι ούτοι δεν τον αναγνωρίζουν
+ως Θεόν, ότι φαρμακεύουν τας κρήνας, ότι σφάζουν τα παιδία και ότι
+θέλουν να καταστρέψουν αυτήν την πόλιν, ώστε να μη μείνη λίθος επί
+λίθου. Εντός ολίγων ημερών θα δώσουν εις τους πραιτωριανούς την
+διαταγήν να αλυσοδέσουν τους γέροντας, τας γυναίκας και τα παιδία και
+να τους οδηγήσουν εις τον θάνατον.
+
+Αυτό ήτο το έργον του δευτέρου τούτου Ιούδα. Αλλ' εάν κανείς δεν
+ετιμώρησε τον πρώτον, εάν κανείς δεν ανέλαβε την υπεράσπισιν του
+Χριστού κατά την ώραν του πάθους του, ποίος λοιπόν θα θελήση να
+τιμωρήση τούτον εδώ, ποίος λοιπόν θα συντρίψη την κεφαλήν του όφεως
+τούτου, ποίος θα τον εξαφανίση πριν ομιλήση εις τον Καίσαρα;
+
+Ο Ουρβανός, όστις μέχρι της στιγμής ταύτης εκάθητο επί του λίθου,
+ηγέρθη αιφνιδίως και είπεν:
+
+ — Εγώ, πάτερ μου!
+
+ — Τότε ύπαγε μεταξύ των χριστιανών, ύπαγε εις τους οίκους της
+προσευχής και ερώτησον τους αδελφούς μας πού είνε ο Γλαύκος ο ιατρός,
+και όταν σου τον δείξουν, εν ονόματι του Χριστού, φόνευσέ τον!
+
+ — Γλαύκος; . . . επανέλαβεν ο εργάτης, ως να ήθελε να εγχαράξη το
+όνομα τούτο εις την μνήμην του.
+
+ — Τον γνωρίζεις;
+
+ — Όχι δεν τον γνωρίζω. Υπάρχουν χιλιάδες χριστιανών εις Ρώμην και
+δεν γνωρίζονται όλοι μεταξύ των. Αλλ' αύριον την νύκτα, όλοι μέχρι
+του τελευταίου, αδελφοί και αδελφαί θα συνέλθωσιν εις το Οστριανόν,
+διότι ο μέγας Απόστολος του Χριστού αφίκετο και θα κηρύξη εκεί· οι
+αδελφοί μας θα μου δείξουν εκεί τον Γλαύκον.
+
+ — Εις το Οστριανόν; ηρώτησεν ο Χίλων· αλλ' αυτό είναι έξω των πυλών.
+Όλοι οι αδελφοί και όλαι αι αδελφαί; Την νύκτα εκτός της πόλεως εις
+το Οστριανόν;
+
+ — Ναι, πάτερ μου! είναι το νεκροταφείον μας μεταξύ των οδών
+Σαλαρίας και Νομεντάνης. Δεν ηξεύρεις ότι ο μέγας Απόστολος θα κηρύξη
+εκεί:
+
+ — Απουσίαζον δύο ημέρας εκ της οικίας μου και διά τούτο δεν έλαβον
+επιστολήν, δεν ηξεύρω δε που είναι το Οστριανόν, διότι έφθασα προ
+ολίγου εκ Κορίνθου, όπου διευθύνω την χριστιανικήν κοινότητα. Αφού ο
+Χριστός σου έπεμψεν αυτήν την έμπνευσιν, ύπαγε εις το Οστριανόν,
+παιδί μου, θα εύρης εκεί τον Γλαύκον, εν μέσω των αδελφών μας, θα τον
+φονεύσης κατά την επιστροφήν του εις την πόλιν, και εις ανταμοιβήν,
+όλα τα αμαρτήματά σου θα συγχωρηθούν. Τώρα, ύπαγε εις την ειρήνην.
+
+ — Θα τον φονεύσω ενώπιον όλων των αδελφών, όσοι θα είναι αύριον εις
+το Οστριανόν. Το να φονεύση κανείς ένα προδότην είναι ευχαρίστησις,
+αλλ' εάν ο Γλαύκος δεν ήτο ένοχος; Δεν θα ήτο καλλίτερον αν
+κατεδικάζετο εις θάνατον υπό των αρχηγών μας, δηλαδή του επισκόπου
+μας και του Αποστόλου;
+
+ — Δεν έχομεν καιρόν διά να γείνη κρίσις και απόφασις, αδελφέ μου,
+απήντησεν ο Χίλων, διότι από το Οστριανόν ο προδότης θα υπάγη κατ'
+ευθείαν πλησίον του Καίσαρος εις το Άντιον, ή θα καταφύγη εις την
+οικίαν ενός πατρικίου, του οποίου διατελεί θεράπων.
+
+ — Πάτερ, είπεν ο εργάτης με φωνήν κάπως ικετευτικήν, λαμβάνεις την
+πράξιν ταύτην εις την συνείδησίν σου; Ήκουσες με τα αυτιά σου τον
+Γλαύκον να προδίδη τους αδελφούς μας;
+
+Ο Χίλων ενόησεν ότι έπρεπε να δώση μερικάς αποδείξεις και να αναφέρη
+ονόματα.
+
+ — Άκουσον, Ουρβανέ. Διαμένω εν Κορίνθω, αλλά κατάγομαι εκ της Κω,
+και εδώ εις την Ρώμην διδάσκω το δόγμα του Χριστού εις μίαν
+συμπατριώτισσάν μου νεαράν υπηρέτριαν καλουμένην Ευνίκην, ήτις
+υπηρετεί ως ιματιοφύλαξ εις την οικίαν Πετρωνίου τινός, φίλου του
+Καίσαρος. Λοιπόν! Εις την οικίαν αυτήν ήκουσα τον Γλαύκον να
+αναλαμβάνη να παραδώση όλους τους χριστιανούς και να υπόσχεται, επί
+πλέον, εις ένα άλλον έμπιστον του Καίσαρος, Βινίκιον, να κατορθώση
+όπως ανεύρη μεταξύ των χριστιανών μίαν νέαν παρθένον . . .
+
+Εσταμάτησε και παρετήρησε με έκπληξιν τον δούλον, του οποίου τα
+βλέμματα είχον σπινθηροβολήσει αιφνιδίως, ως οι οφθαλμοί αγρίου
+θηρίου.
+
+ — Τι έχεις; ηρώτησε σχεδόν έντρομος.
+
+ — Τίποτε, Πάτερ. Αύριον θα φονεύσω τον Γλαύκον.
+
+***
+
+Πετρώνιος Βινικίω. Χαίρειν.
+
+«Κακώς βαίνεις, φίλτατε! Είναι φανερόν ότι η Αφροδίτη σου ετάραξε το
+πνεύμα, σε έκαμε να χάσης το λογικόν, την μνήμην, την δύναμιν του να
+εννοής ό,τι δήποτε άλλο εκτός του έρωτος. Εάν αναγνώσης ποτέ την
+επιστολήν μου, θα αναγνωρίσης πόσον το πνεύμά σου έγεινεν αδιάφορον
+προς παν ό,τι δεν είναι η Λίγεια, μέχρι τίνος βαθμού περί αυτής και
+μόνης μεριμνάς, πώς αυτήν μόνην σκέπτεσαι αδιαλείπτως, πώς ο νους σου
+περιίπταται περί αυτήν, όπως ο ιέραξ περί την λείαν, την οποίαν
+εποφθαλμιά.
+
+»Ναι. Την εσπέραν περιέτρεχε την πόλιν μετημφιεσμένος, σύχναζε
+μάλιστα εις τους ευκτήριους οίκους των χριστιανών μετά του φιλοσόφου
+σου.
+
+»Παν ό,τι γεννά ελπίδα και παρέλκει τον χρόνον είνε επαινετόν. Αλλά,
+διά την αγάπην μου, ακολούθησε την εξής συμβουλήν μου: Επειδή ο
+Ούρσος εκείνος, ο δούλος της Λιγείας, είναι άνθρωπος με ρώμην
+ηράκλειον, λάβε εις την υπηρεσίαν σου τον Κρότωνα τον παλαιστήν, όπως
+επιχειρήσετε την εκδρομήν οι τρεις σας.
+
+»Θα είνε ολιγώτερον επικίνδυνον και περισσότερον λογικόν. Αφού η
+Πομπωνία Γραικίνα και η Λίγεια είνε χριστιαναί, σημαίνει ότι οι
+χριστιανοί δεν είνε κακοποιοί, εν τούτοις απέδειξαν διά της αρπαγής
+της Λιγείας, ότι δεν παίζουν, όταν πρόκειται περί μικράς τίνος
+αμνάδος εκ της ποίμνης των. Όταν ίδης την αγαπητήν σου, ηξεύρω ότι θα
+θελήσης να την αρπάσης εν ακαρεί. Πώς θα το κατορθώσης με τον
+Χιλωνίδην και μόνον; Ενώ ο Κρότων θα φέρη αποτέλεσμα, και αν εκείνη
+υπερασπίζεται υπό δέκα Λιγείων, ως ο Ούρσος.
+
+»Όταν ο Χίλων παύση να σου είναι χρήσιμος, στείλε τον προς εμέ, όπου
+και αν είμαι. Ίσως θα τον αναδείξω δεύτερον Βατίνιον, και ίσως οι
+υπατικοί άνδρες και οι συγκλητικοί θα τρέμωσιν ενώπιόν του.
+
+»Όταν ανακτήσης την Λίγειαν, γράψε μου το: Είδα εν ονείρω την Λίγειαν
+επί των γονάτων σου, επιζητούσαν τους ασπασμούς σου. Κατόρθωσον όπως
+τούτο αποδειχθή πραγματικόν όνειρον. Είθε να μη υπάρχουν νέφη εις τον
+ουρανόν σου, και αν υπάρχουν, ας έχουν τα χρώμα και το άρωμα των
+ρόδων!»
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+
+
+Την επομένην πρωίαν, μόλις ο Βινίκιος είχε συμπληρώσει την ανάγνωσιν
+της επιστολής του Πετρωνίου, ο Χίλων εισήγετο εις την βιβλιοθήκην του
+Βινικίου χωρίς να αναγγελθή, διότι οι υπηρέται είχον διαταχθή να τον
+αφήσουν να εισέλθη εις οιανδήποτε ώραν της ημέρας ή της νυκτός.
+
+Είθε η θεία μήτηρ του Αινείου, του μεγαλοψύχου προγόνου σου να σοι
+είνε τόσον ευμενής όσον υπήρξε δι' εμέ ο θείος υιός της Μαίας!
+
+ — Τι σημαίνει τούτο;
+
+ — Εύρηκα! αυθέντα, εύρηκα!
+
+ — Την είδες; . . .
+
+ — Είδα τον Ούρσον, αυθέντα, και του ωμίλησα.
+
+ — Και ηξεύρεις πού είνε κρυμμένοι;
+
+ — Όχι, αυθέντα, αλλ' είνε εύκολον τώρα. Εις εμέ δέσποτα, αρκεί να
+γνωρίζω ότι ο Ούρσος, υπό το όνομα Ουρβανός, εργάζεται παρά το
+Εμπόριον, πλησίον ενός μυλωθρού, όστις καλείται Δημάς, ακριβώς όπως ο
+απελεύθερός σου· και αυτό με αρκεί, διότι δεν με ενδιαφέρει το ζήτημα
+περί του ποίος εκ των εμπίστων δύναται να τον ακολουθήση την πρωίαν
+και να ανακαλύψη το κρησφύγετον. Σου φέρω μόνον την βεβαιότητα, ότι
+και ο Ούρσος ευρίσκεται εδώ, και η θεσπεσία Λίγεια ευρίσκεται επίσης
+εν Ρώμη, προσέτι δε την είδησιν, ότι την νύκτα ταύτην θα είνε και
+αυτή κατά πάσαν πιθανότητα εις το Οστριανόν . . .
+
+ — Εις το Οστριανόν; Πού ευρίσκεται τούτο;
+
+ — Είνε αρχαίον υπόγειον μεταξύ της οδού Σαλαρίας και της οδού
+Νομεντάνης. Ο μέγας χριστιανός ποντίφηξ, περί του οποίου σας ωμίλησα,
+κύριε, τον οποίον επερίμενον πολύ αργότερα, αφίκετο ήδη, απόψε θα
+βαπτίση και θα κηρύξη εις το νεκροταφείον τούτο.
+
+ — Η γενναιοδωρία μου δεν θα διαψεύση τας προσδοκίας σου· εν τοσούτω
+θα έλθης απόψε μετ' εμού εις το Οστριανόν.
+
+ — Εις το Οστριανόν! επανέλαβεν ο Χίλων, όστις δεν είχε την
+ελαχίστην επιθυμίαν να υπάγη. Ευγενή τριβούνε, υπεσχέθην να σου
+υποδείξω πού είναι η Λίγεια, αλλά δεν υπεσχέθην να την αρπάσω.
+Αναλογίσθητι, κύριε, τι θα μου συνέβαινεν, αν εκείνη η Λιγειανή
+αρκούδα, ο Ούρσος, αφού κάμη κομμάτια τον Γλαύκον, ανακαλύψη τυχόν
+την πλάνην του.
+
+Ο Βινίκιος έλαβεν έκ τινος κιβωτίου βαλάντιον και το έρριψεν εις τον
+Χίλωνα:
+
+ — Όταν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, θα λάβης έν βαλάντιον
+ακόμη.
+
+ — Ω, αληθής Ζευς! ανέκραξεν ο Χίλων.
+
+ — Θα σου δώσουν να φάγης εδώ· κατόπιν θα δυνηθής να αναπαυθής. Μέχρι
+της εσπέρας δεν θα εξέλθης και, όταν νυκτώση, θα με συνοδεύσης εις το
+Οστριανόν.
+
+Επί στιγμήν φόβος τις και δισταγμός εζωγραφήθησαν επί του προσώπου
+του φιλοσόφου.
+
+ — Τις δύναται να αντισταθή εις σε, ω δέσποτα; Όσον αφορά εμέ, διά το
+βαλάντιον τούτο αφ' ενός και χωριστά διά την τιμήν, την οποίαν θα έχω
+εις την συναναστροφήν σου, θα σε ακολουθήσω.
+
+Ο Βινίκιος τον διέκοψε μετ' ανυπομονησίας και τον εξήτασε διά μακρών
+περί της συνομιλίας του με τον Ούρσον.
+
+Προέκυπτε δε ότι την νύκτα εκείνην θα ανεκάλυπτε το άσυλον της
+νεανίδος, και θα την ήρπαζον καθ' οδόν, όταν θα επέστρεφον από το
+Οστριανόν.
+
+Ο Βινίκιος, ακολουθών τας συμβουλάς του Πετρωνίου, διέταξε τους
+δούλους του να υπάγουν να του φέρουν τον Κρότωτα. Ο Χίλων, όστις
+εγνώριζε τους πάντας εν Ρώμη, μεγάλως καθυσήχασεν, όταν ήκουσε το
+όνομα του περιφήμου παλαιστού.
+
+Με όρεξιν λοιπόν παρεκάθησεν εις την τράπεζαν, όταν ήλθε να τον
+καλέση ο επιστάτης του ατρίου.
+
+Αφού ετελείωσε το δείπνον του, εξηπλώθη επί του ανακλίντρου,
+ετοποθέτησε τον μανδύαν του υπό την κεφαλήν του και απεκοιμήθη. Δεν
+αφυπνίσθη ή μάλλον δεν τον εξύπνισαν παρά όταν έφθασεν ο Κρότων, Τότε
+μετέβη εις το άτριον. Ο Κρότων είχεν ήδη συζητήσει διά την αμοιβήν
+της εκστρατείας και έλεγεν εις τον Βινίκιον:
+
+ — Αναλαμβάνω, ευγενή κύριε, να αρπάσω με αυτήν εδώ την χείρα όποιον
+μου υποδείξης και με αυτήν την άλλην να υπερασπισθώ κατά επτά
+Λιγείων, ως αυτός ο Ούρσος, και τέλος να φέρω την κόρην εις την
+οικίαν σου, ακόμη και αν όλοι οι χριστιανοί της Ρώμης επρόκειτο να με
+καταδιώξουν ως λύκοι της Καλαβρίας. Εάν δεν πράξω ούτω ας με
+μαστιγώσουν εις αυτό εδώ το μέσαυλον.
+
+ — Ας μη γίνη αυτό, αυθέντα, ανέκραξεν ο Χίλων, διότι θα μας
+λιθοβολήσουν και τότε εις τι θα μας χρησιμεύση η δύναμίς του; Δεν
+είναι καλλίτερον να συλλάβη την κόρην, όταν θα επιστρέψη εις την
+οικίαν της και να μη εκθέση μήτε αυτήν μήτε ημάς;
+
+ — Ούτω να γίνη Κρότων, είπεν ο Βινίκιος.
+
+ — Συ πληρώνεις, συ προστάζεις· απήντησεν ο Κρότων.
+
+ — Αυθέντα, είπεν ο Χίλων, σκέπτομαι ότι οι χριστιανοί έχουν ως
+σημεία τινα αναγνωρίσεως τέσσαρας λέξεις, άνευ των οποίων κανείς δεν
+θα δυνηθή να εισχωρήση εις το Οστριανόν.
+
+Εις τους ευκτηρίους οίκους των ούτω γίνεται και επέτυχα μίαν φοράν
+από τον Ευρίκιον έν σημείον του είδους τούτου. Επίστρεψόν μου λοιπόν,
+αυθέντα, να υπάγω να τον εύρω, να τον ερωτήσω δι' όλα τα καθέκαστα
+και να μάθω τας λέξεις ταύτας.
+
+ — Καλά, ευγενή φιλόσοφε, απήντηοεν ο Βινίκιος· ομιλείς ως συνετός
+άνθρωπος. Πήγαινε λοιπόν εις τον Ευρίκιον, αλλά χάριν μεγαλειτέρας
+ασφαλείας άφησε εδώ το βαλάντιον, το οποίον σου έδωσα.
+
+Ο Χίλων εμόρφασεν ολίγον, αφήκε το βαλάντιον και εξήλθεν.
+
+Επέστρεψε πολύ προ της εσπέρας.
+
+ — Όταν ήρχισε να νυκτώνη, ετυλίχθησαν με γαλατικούς μανδύας φέροντας
+κουκούλας και ωπλίσθησαν με φανούς και μαχαίρας. Ο Χίλων εφόρεσε μίαν
+περρούκαν, την οποίαν είχε προμηθευθή, όταν επέστρεφεν από του
+Ευρικίου, και εξήλθον επιταχύνοντες το βήμα, όπως φθάσουν εις την
+Νομεντανήν Πύλην, πριν αύτη κλεισθή.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'
+
+
+
+Εβάδισαν τοιουτοτρόπως προς την κώμην «Πατρίκιος» κατά μήκος του
+Ουιμεναλίου λόφου. Διήλθον τα ερείπια του τείχους Σερείου Τουλλίου
+και δι' ερημικών οδών έφθασαν εις την οδόν Νομεντάνης. Τότε κάμψαντες
+αριστερά προς την Σαλαρίαν ευρέθησαν εν μέσω λόφων γεμάτων από
+αμμωρυχεία με κοιμητήρια εδώ και εκεί. Ήτο ήδη νυξ, η σελήνη δεν
+είχεν ανατείλει ακόμη, δυσκόλως θα εύρισκον τον δρόμον των, εάν καθώς
+είχε προΐδει ο Χίλων, αυτοί οι χριστιανοί δεν τους τον εδείκνυον.
+Πράγματι δεξιά, αριστερά και εμπρός, παντού έβλεπέ τις διαγραφομένας
+μαύρας μορφάς, διευθυνομένας μετά προφυλάξεως προς τας αμμώδεις
+χαράδρας. Διαβάται τινές και οι χωρικοί, οι επιστρέφοντες εκ της
+πόλεως, εξελάμβανον τους οδοιπόρους εκείνους ως εργάτας πορευομένους
+προς τα αμμόστρωτα στάδια ή ως μέλη επικινδύνου τινός εταιρείας
+μεταβαίνοντα εις νυκτερινά διαβούλια.
+
+Μερικοί έψαλλον χαμηλοφώνως ύμνους, οίτινες εφαίνοντο εις τον
+Βινίκιον μελαγχολικοί. Ενίοτε τα ώτα του ήκουον μέρη φράσεων, εν αις
+επανελαμβάνετο το όνομα του Χριστού συχνάκις.
+
+Εβάδισαν επ' ολίγον εν σιγή, είτα δε ο Χίλων, του οποίου ο τρόμος
+ηύξανε, καθ' όσον απεμακρύνοντο των πυλών, είπε:
+
+ — Με την περρούκαν μου δεν θα δυνηθούν να με αναγνωρίσουν. Δεν είναι
+κακοί άνθρωποι! Είναι μάλιστα λίαν χρηστοί άνθρωποι, τους οποίους
+αγαπώ και εκτιμώ, ώστε και αν με αναγνωρίσουν δεν θα με φονεύσουν.
+
+ — Μη δοκιμάζης να τους δελεάσης διά κολακειών προώρων, απήντησεν ο
+Βινίκιος.
+
+Η οδός τω εφαίνετο μακρά. Τέλος κάτι ήρχισε να λάμπη μακρόθεν, ως
+πυραί καταυλισμού ή δάδες. Ο Βινίκιος έσκυψε προς τον Χίλωνα και τον
+ηρώτησεν, εάν εκεί ήτο το Οστριανόν.
+
+Ο Χίλων, τον οποίον η νυξ, η απομάκρυνσις εκ της πόλεως και αι
+φαντασματοειδείς μορφαί εφόβιζον αρκετά, απήντησε με τρέμουσαν φωνήν:
+
+ — Δεν ηξεύρω, αυθέντα, δεν επήγα ποτέ εις το Οστριανόν, Αλλ' έπρεπε
+να υμνούν τον Θεόν πλησιέστερον προς την πόλιν.
+
+Είχον εισέλθει εις στενήν χαράδραν, ύπερθεν της οποίας διήρχετο
+υδραγωγείον τι. Η σελήνη είχεν εξέλθει εκ των νεφών.
+
+Παρετήρησαν εις το άκρον της κλεισωρείας ένα τοίχον καλυπτόμενον από
+άφθονον κισσόν. Ήσαν εις το Οστριανόν.
+
+Εις την θύραν δύο θυρωροί εδείκυον τα σημεία της εισόδου. Μετ' ολίγον
+ο Βινίκιος και οι σύντροφοι του ευρέθησαν εις χώρον ευρύν,
+περιβαλλόμενον από τοίχους. Προ της θύρας κρύπτης τινός, ήτις
+ευρίσκετο εις το μέσον, επάφλαζον τα ύδατα μιας κρήνης.
+
+Εδώ κ' εκεί ηγείροντο μνημεία νεκρικά και πανταχού εις τον περίβολον
+όμιλοι ανθρώπων κατέκλυζον τον χώρον υπό το αμυδρόν φως της σελήνης
+και των φανών. Είτε διότι εφοβούντο το ψύχος, είτε διά να φυλαχθούν
+από τους προδότας, όλοι σχεδόν εφόρουν κουκούλας εις την κεφαλήν, και
+ο νεαρός πατρίκιος εσκέπτετο μετά φρίκης ότι εάν δεν απεκαλύπτοντο,
+δεν θα του ήτο δυνατόν να αναγνωρίση την Λίγειαν.
+
+Πλησίον του υπογείου, του κατέχοντος το κέντρον του περιβόλου, ήναψαν
+δάδας τινας, τας οποίας ήνωσαν εις μικράν πυράν. Μετ' ολίγον το
+πλήθος ήρχισε να ψάλλη κατ' αρχάς με χαμηλήν φωνήν, είτα επί μάλλον
+και μάλλον μεγαλοφώνως, ένα ύμνον παράδοξον.
+
+Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ήτις διέχυσεν εις όλον
+το κοιμητήριον ερυθράν λάμψιν, η οποία κατέστησεν ωχρόν το φως των
+φανών. Την ιδίαν στιγμήν από το υπόγειον εξήλθε γέρων τις ενδεδυμένος
+μανδύαν με κουκούλαν, αλλά με την κεφαλήν ασκεπή και ανήλθεν επί
+τινος λίθου ευρισκομένου πλησίον της πυράς.
+
+Παρετηρήθη κάποια κίνησις εις το πλήθος, φωναί τινες πλησίον του
+Βινικίου εψιθύρισαν. Ο Πέτρος! ο Πέτρος! Μερικοί εγονάτισαν· άλλοι
+έτειναν τας χείρας προς αυτόν. Έπειτα επεκράτησε σιγή τόσον βαθεία,
+ώστε ηδύνατό τις να ακούη το τρίξιμον των δαδών και τον θόρυβον των
+αμαξών εις την οδόν Νομεντάνης και τον ψίθυμον του ανέμου εις τας
+γειτονικάς πίτυας του κοιμητηρίου.
+
+Ο Χίλων έσκυψε προς τον Βινίκιον και εψιθύρισε:
+
+ — Αυτός είνε ο πρώτος μαθητής του Χριστού, είνε ο αλιεύς.
+
+Ο γέρων ύψωσε την χείρα και διά του σημείου του σταυρού ηυλόγησε τους
+παρεστώτας, οίτινες την φοράν αυτήν εγονάτισαν. Ο Βινίκιος και οι
+σύντροφοί του, εκ φόβου μη προδοθώσιν, εμιμήθησαν το παράδειγμα των
+άλλων.
+
+Εφάνη εις τον νέον τριβούνον ότι η μορφή αύτη, την οποίαν είχεν
+ενώπιόν του, ήτο συνάμα αρκετά κοινή, αλλά και έκτακτος, και ότι το
+έκτακτον, το οποίον υπήρχεν εν αυτή, προήρχετο από την απλότητά της.
+Ο γέρων δεν είχεν ούτε μίτραν επί της κεφαλής του, ούτε τιάραν ούτε
+φοίνικα εις τας χείρας, ούτε χρυσόν περιστήθιον ούτε ενδύματα λευκά ή
+αστερόεντα ουδέν εκ των συμβόλων όσα έφερον οι ιερείς της Ανατολής,
+της Αιγύπτου, της Ελλάδος ή οι ιεροφάνται της Ρώμης.
+
+ — Είδεν εις το πρόσωπον του αλιέως εκείνου όχι αρχιερέα, επιτήδειον
+εις τας τελετάς των τύπων, αλλ' απλούν μάρτυρα, πρεσβύτην λίαν
+αξιοσέβαστον, όστις ήρχετο μακρόθεν διά να κηρύξη μίαν αλήθειαν. Ο
+Βινίκιος ησθάνθη πυρετώδη περιέργειαν ν' ακούση ό,τι θα εξήρχετο από
+το στόμα του συντρόφου εκείνου του μυστηριώδους Χριστού και να
+γνωρίση το δόγμα, το οποίον επρέσβευον η Λίγεια και η Πομπωνία
+Γραικίνα.
+
+Ο Πέτρος ωμίλησε κατ' αρχάς ως πατήρ, όστις δίδει συμβουλάς εις τα
+τέκνα του και τα διδάσκει πως πρέπει να ζώσιν. Αι κεφαλαί υψωμέναι
+προς τον ουρανόν ως να βλέπουν κάποιον εκεί επάνω, πολύ υψηλά, και οι
+βραχίονες οι ανακινούμενοι εφαίνοντο ως να επεκαλούντο την βοήθειάν
+του. Συνίστα εις αυτούς να αποφεύγουν τας καταχρήσεις και τας ηδονάς,
+να αγαπώσι την πτωχείαν, την χρηστότητα των ηθών και την αλήθειαν, να
+υποφέρωσιν υπομονητικώς τας αδικίας, τους διωγμούς, να υπακούωσιν εις
+τους ανωτέρους των και εις τας αρχάς, να αποφεύγωσι το έγκλημα της
+προδοσίας, την υποκρισίαν, την κακολογίαν, τέλος να δίδουν το καλόν
+παράδειγμα και εις αυτούς τους εθνικούς.
+
+Ο Βινίκιος, διά τον οποίον δεν υπήρχεν αγαθόν, ειμή, ό,τι ηδύνατο να
+του αποδώση την Λίγειαν, ωργίσθη εναντίον τινών εκ των συμβουλών
+τούτων.
+
+Εξαίρων την αγνότητα και την αποχήν από των σαρκικών επιθυμιών ο
+γέρων δεν κατεδίκαζε τον έρωτά του; Δεν παρώξυνε την Λίγειαν εναντίον
+του; Ο θυμός κατέλαβε τον τριβούνον.
+
+«Τι το κακόν υπάρχει εις τούτο; διενοήθη. Αυτή λοιπόν είνε η
+διδασκαλία η άγνωστος;»
+
+Εκτός της οργής ησθάνετο και απογοήτευσιν. Επερίμενε να του
+αποκαλύψουν τρομακτικά μυστήρια· ήλπιζε τουλάχιστον να ακούση
+έντεχνον ρητορικήν· πλην δεν ήκουεν ειμή λόγους απλούς, και ηπόρει
+διά την ευλαβή προσοχήν, με την οποίαν το πλήθος τον ήκουεν.
+
+Ο γέρων έλεγε τώρα εις τους παρισταμένους ότι ώφειλον να είναι
+αγαθοί, ειρηνικοί, ευθείς την καρδίαν, αγνοί και να περιφρονώσι τον
+πλούτον, όχι διά να έχουν ησυχίαν εις αυτόν τον κόσμον, αλλά διά να
+ζήσωσι μετά θάνατον ενδόξως και αιωνίως εν Χριστώ.
+
+Όσον προκατειλημμένος και αν ήτο ο Βινίκιος, δεν ηδυνήθη να μη
+παρατηρήση μίαν διαφοράν μεταξύ της διδασκαλίας του γέροντος και της
+των κυνικών, των στωικών και άλλων φιλοσόφων. Εμάνθανε τώρα ότι ο
+Θεός ούτος είνε η αλήθεια· και εσκέφθη ακουσίως ότι ενώπιον ενός
+τοιούτου δημιουργού ο Ζευς, ο Απόλλων, ο Κρόνος, η Ήρα, η Εστία και η
+Αφροδίτη εφαίνοντο ως συμμορία γελωτοποιών.
+
+Ήκουσε προσέτι τον γέροντα να λέγη, ότι ο Θεός είναι η αιωνία αγάπη
+και επομένως, όστις αγαπά τους ανθρώπους εκτελεί την υψηλοτέραν των
+εντολών του. Και δεν αρκεί να αγαπά τις τους ανθρώπους, αλλά και να
+τους συγχωρή, διότι ο Χριστός εσυγχώρησε τους Εβραίους, οίτινες τον
+εκάρφωσαν επί του σταυρού, πρέπει δε όχι μόνον να συγχωρώμεν τους
+αδικούντας ημάς, αλλά και να τους αγαπώμεν και να αποδίδωμεν αυτοίς
+καλόν αντί κακού.
+
+Ακούσας την διδασκαλίαν ταύτην ο Χίλων ενόμισεν ότι ο Ούρσος δεν θα
+απεφάσιζε να φονεύση τον Γλαύκον. Αφ' ετέρου όμως παρηγορήθη εκ του
+ότι και ο Γλαύκος δεν θα τον εφόνευε, και αν τον ανεγνώριζεν ακόμη,
+κατόπιν της διδασκαλίας αυτής.
+
+Ο Βινίκιος δεν προσηλούτο πλέον εις την διδασκαλίαν του γέροντος,
+ήτις δεν περιείχε καινόν τι· αλλά διηπόρει εν εαυτώ έκθαμβος: «Ποίος
+Θεός είναι λοιπόν αυτός; Ποίον το δόγμα και ποίος ο λαός ούτος; Το
+κοιμητήριον εκείνο του εφάνη άσυλον τρελλών και το σύνολον
+μυστηριώδους τόπου. Είχεν έναυλον εις τα ώτα παν ό,τι ο γέρων είχεν
+ειπεί περί της ζωής, της αληθείας και της αγάπης του Θεού.
+
+Ο γέρων είπεν ακόμη ότι πρέπει να αγαπώσι την αρετήν και την αλήθειαν
+δι' αυτάς και μόνον, διότι το κύριον αγαθόν και η αιωνία αλήθεια είνε
+ο Θεός, όθεν όστις αγαπά αυτάς αγαπά τον Θεόν και καθίσταται τέκνον
+αυτού.
+
+Είχον ρίψει ακόμη δάδας τινας εις την πυράν, ο συριγμός του ανέμου
+εσίγησεν εις τας πίτυας, ο φλοξ ανήρχετο κατ' ευθείαν προς τα άστρα,
+τα οποία εσπινθηροβόλουν, και ο γέρων, υπομνήσας τον θάνατον επί του
+Γολγοθά, ωμίλει πλέον μόνον περί του Χριστού.
+
+Ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτόπτης! Έλεγε πώς, αφού απεμακρύνθη από του
+σταυρού, είχε διέλθει δύο ημέρας και δύο νύκτας μετά του Ιωάννου,
+χωρίς να κοιμηθή, χωρίς να φάγη, καταπεπονημένος, τεθλιμμένος εν φόβω
+και αμφιβολία, επαναλαμβάνων ότι εκείνος απέθανεν! Ανέτειλεν η τρίτη
+ημέρα και εθρήνουν ακόμη, οπότε η Μαρία η Μαγδαληνή έτρεξε
+πνευστιώσα, με την κόμην άτακτον, κράζουσα. «Ήραν τον Κύριον!»
+
+«Εκείνοι, ακούσαντες τας λέξεις ταύτας, έτρεξαν προς τον τόπον της
+ταφής. Ο Ιωάννης, ων νεώτερος, έφθασε πρώτος· ο τάφος ήτο κενός και
+δεν ετόλμησε να εισέλθη. Όταν ηνώθησαν και οι τρεις, αυτός, όστις
+τους ωμίλει εκεί, εισήλθεν εις τον τάφον και επί του λίθου είδε τα
+σουδάριον και τα οθόνια· αλλά δεν εύρε το σώμα . . . Υπέθεσαν ότι οι
+ιερείς είχον αρπάσει τον Χριστόν και επέστρεψαν εις την οικίαν, ακόμη
+αθυμότεροι. Έπειτα έφθασαν άλλοι μαθηταί και εθρήνησαν, άλλοτε μεν
+όλοι ομού, όπως ο Θεός των ουρανίων στρατιών τους ακούση ευκολώτερον,
+άλλοτε δε οι μεν μετά τους δε.
+
+Η ανάμνησις των φρικαλέων εκείνων στιγμών απέσπα ακόμη δάκρυα από
+τους οφθαλμούς του γέροντος.
+
+Ο Βινίκιος διενοήθη: «Ο άνθρωπος ούτος λέγει την αλήθειαν.»
+
+Οι πιστοί είχον ακούσει ήδη πολλάκις την αφήγησιν του πάθους του
+Χριστού, αλλά δεν εχόρταινον να την ακούσουν και πάλιν. Ήξευραν, ότι
+η χαρά έμελλε να διαδεχθή την λύπην, αλλ' επειδή ο λαλών ήτο
+Απόστολος αυτόπτης, ησθάνοντο βαθυτέραν την εντύπωσιν.
+
+Ο γέρων έκλεισε τους οφθαλμούς, ως διά να διίδη καλλίτερον εν τη ψυχή
+του το μεμακρυσμένον παρελθόν, και έπειτα εξηκολούθησεν:
+
+«Ενώ εθρήνουν ούτω, Μαρία η Μαγδαληνή προσέδραμεν εκ νέου κραυγάζουσα
+ότι είδε τον Κύριον. Επειδή δεν ηδύνατο να τον διακρίνη εις το
+άπλετον φως, είχεν υποθέσει ότι ήτο κηπουρός· πλην εκείνος είπε:
+«Μαρία!» Τότε αύτη εφώναξε: «Ραββουνί!» και έπεσεν εις τους πόδας
+του. Εκείνος της παρήγγειλε να υπάγη να είπη εις τους «αδελφούς του»,
+ότι αναβαίνει προς τον Πατέρα του και ιδικόν των Πατέρα και Θεόν
+του και ιδικόν των Θεόν. Είτα έγινεν άφαντος. Οι «αδελφοί του», οι
+μαθηταί, δεν επίστευον τους λόγους της γυναικός και επειδή εκείνη
+έκλαιεν εκ χαράς, άλλοι μεν την επέπληττον, άλλοι δε εσκέπτοντο ότι η
+θλίψις είχε ταράξει τας αισθήσεις της, διότι έλεγε προς τούτοις ότι
+είχεν ιδεί τους αγγέλους, εκείνοι δε προσελθόντες εις τον τάφον εύρον
+αυτόν κενόν. Έπειτα προς την εσπέραν ήλθεν ο Κλεόπας, όστις είχε
+μεταβή μετά τινος άλλου εις Εμμαούς, οπόθεν επέστρεψαν εν σπουδή
+λέγοντες: «Πράγματι ανέστη ο Κύριος!» Και όλοι ήρχισαν να
+λογομαχούν, αφού προηγουμένως έκλεισαν την θύραν διά τον φόβον των
+Ιουδαίων.
+
+Αίφνης εκείνος ενεφανίσθη εις το μέσον, χωρίς η θύρα να τρίξη, και
+είπεν αυτοίς: «Ειρήνη υμίν!» Είδα Εκείνον όπως όλοι τον είδαν, και
+αι καρδίαι μας επλήσθησαν φωτός, διότι επιστεύσαμεν ότι ανέστη και η
+δόξα του θα είναι αιωνία. Οκτώ ημέρας ύστερον Θωμάς ο Δίδυμος έβαλε
+τους δακτύλους του εις τα τραύματα του Κυρίου, εψηλάφησε την πλευράν
+του και είτα έπεσεν εις τους πόδας του λέγων: «Ο Κύριός μου και ο
+Θεός μου!» Και εκείνος απεκρίθη: «Ότι με είδες, Θωμά, και
+επίστευσας; Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες».
+
+Ο Βινίκιος ήκουε. Δεν απεφάσιζε να πιστεύση ό,τι είχεν ειπεί ο γέρων,
+και όμως ησθάνετο ότι έπρεπε να είνε τις τυφλός ή να αρνηθή το ίδιον
+λογικόν του διά να υποθέση ότι ο άνθρωπος εκείνος εψεύδετο, όταν
+έλεγεν «Είδα». Κατά τινας στιγμάς ο Βινίκιος ενόμιζεν ότι ωνειρεύετο.
+Αλλ' έβλεπε πέριξ αυτού το πλήθος σιωπηλόν. Ο καπνός των φανών έφθανε
+μέχρι των ρωθώνων του, ολίγον απωτέρω έκαιον αι δάδες, και πλησίον
+εκεί, όρθιος επί μιας πέτρας ίστατο ανήρ γηραιός, προσεγγίζων εις τον
+θάνατον, με την κεφαλήν ολίγον τρέμουσαν, όστις εμαρτύρει και έλεγεν:
+«Είδα». Και ο Απόστολος εξηκολούθησε την αφήγησίν του μέχρι της
+Αναλήψεως.
+
+Εκείνοι, οίτινες τον ήκουαν, εμεθύσκοντο εκ των λόγων του,
+εφαντάζοντο ότι υπεράνθρωπος δύναμις τους μετέφερεν εις την
+Γαλιλαίαν. Εις τα πρόσωπα πάντων ανεγινώσκοντο άρρητος έκστασις και
+γοητεία, η λήθη του κόσμου τούτου, μακαριότης και αγάπη άμετρος. Και
+όταν ο Πέτρος ήρχισε να διηγήται ότι κατά την Ανάληψιν αι νεφέλαι
+υπεστρώθησαν ακουσίως υπό τους πόδας του Κυρίου κρύπτουσαι αυτόν από
+τους οφθαλμούς των Αποστόλων, όλων αι κεφαλαί υψώθησαν ακουσίως προς
+τον ουρανόν και επήλθε στιγμή προσδοκίας. Δι' όλον εκείνο το πλήθος
+δεν υπήρχε πλέον Ρώμη, δεν υπήρχε Καίσαρ παραφρονών, δεν υπήρχον
+πλέον ναοί των ειδώλων των εθνικών υπήρχε μόνον ο Χριστός, ο πληρών
+την γην, την θάλασσαν, τον ουρανόν, την κτίσιν σύμπασαν.
+
+Εις τας μεμακρυσμένας οικίας τας εγκατεσπαρμένας κατά μήκος της οδού
+Νομεντάνης οι αλέκτορες ήρχισαν ήδη να λαλώσιν αγγέλλοντες το
+μεσονύκτιον. Την στιγμήν εκείνην ο Χίλων έσυρε τον Βινίκιον από το
+κράσπεδον του μανδύου και εψιθύρισεν:
+
+ — Αυθέντα, εκεί, όχι μακράν του γέροντος, βλέπω τον Ούρσον και
+πλησίον του μίαν νεάνιδα.
+
+Ο Βινίκιος ανεσκίρτησεν ως να αφυπνίσθη αιφνιδίως και εστράφη προς το
+μέρος, το οποίον τω εδείκνυεν ο Χίλων, και είδε την Λίγειαν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.
+
+
+
+Είδε την Λίγειαν και δεν είδεν ειμή αυτήν και μόνην. Τέλος πάντων!
+μεθ' όλας τας προσπαθείας του, μετά τόσας ημέρας ανησυχίας, πάλης,
+λύπης, την επανεύρεν! Ηθέλησε κατ' αρχάς να βεβαιωθή, ότι δεν
+ονειρεύεται. Αλλ' όχι· έβλεπε την Λίγειαν και δεν απείχεν αυτής ειμή
+δεκαπέντε βήματα.
+
+Εκείνη ίστατο εν πλήρει φωτί. Η κουκούλα της ολισθήσασα είχε φέρει
+εις αταξίαν την κόμην της· είχε το στόμα ημιάνοικτον, τα βλέμματα
+προς τον Απόστολον, όλον το πρόσωπόν της ήτο προσηλωμένον εις αυτόν
+εν εκστάσει.
+
+Ήτο ενδεδυμένη με μανδύαν εξ αμαυρού ερίου, ως κόρη του λαού· αλλ'
+όμως ο Βινίκιος δεν την είχεν ιδεί ποτέ ωραιοτέραν, και παρ' όλην την
+ταραχήν του αντελήφθη την αντίθεσιν, την οποίαν παρουσίαζε το ένδυμα
+εκείνο το σχεδόν δουλικόν με την ευγένειαν της πατρικίας εκείνης
+κεφαλής.
+
+Όλον το σώμα του εσκίρτησεν εξ έρωτος. Παραπλεύρως της Λιγείας ο
+κολοσσός Ούρσος του εφάνη μικρότερος, σχεδόν παιδίον. Παρετήρησε
+προσέτι, ότι η Λίγεια είχε γίνει ισχνή. Ησθάνετο ότι δι' αυτήν θα
+εθυσίαζεν όλας τας γυναίκας και την Ρώμην ολόκληρον. Θα έμενεν
+αφωσιωμένος εις την θέαν εκείνην.
+
+Αλλ' ο Χίλων τον έσυρεν από το κράσπεδον του μανδύου του εκ φόβου
+μήπως υποπέση είς τινα απερισκεψίαν. Εν τοσούτω οι χριστιανοί είχον
+αρχίσει να προσεύχονται και να ψάλλωσιν.
+
+Εψάλη είς ύμνος, έπειτα δε ο μέγας Απόστολος εβάπτισε με το ύδωρ της
+κρήνης εκείνους, τους οποίους οι πρεσβύτεροι του παρουσίασαν ως
+προητοιμασμένους διά το βάπτισμα. Εφαίνετο είς τον Βινίκιον ότι η νυξ
+εκείνη δεν θα είχε τέλος. Ήτο ανυπόμονος ν' ακολουθήση την Λίγειαν,
+να την απαγάγη . . . .
+
+Τέλος τινές των χριστιανών εξήλθον του κοιμητηρίου. Ο Χίλων
+εψιθύρισεν.
+
+ — Ας εξέλθωμεν και ας σταθώμεν έμπροσθεν της θύρας, αυθέντα, επειδή
+δεν έχομεν ανασηκώσει τας κουκούλας μας και μας παρατηρούν.
+
+Και ούτως έπραξαν.
+
+Από το μέρος, όπου ετοποθετήθησαν, θα ηδύναντο να εξετάζουν όλους
+τους εξερχομένους και δεν ήτο δύσκολον να αναγνωρίσουν τον Ούρσον από
+το ανάστημά του.
+
+ — Θα τους ακολουθήσωμεν, είπεν ο Χίλων, θα ίδωμεν πού εισέρχονται
+και αύριον ή καλλίτερα σήμερον, αυθέντα με τους δούλους σου θα
+καταλάβης όλας τας εξόδους της οικίας και θα την αρπάσης.
+
+ — Όχι, είπεν ο Βινίκιος.
+
+ — Τι θέλεις να κάμης, αυθέντα;
+
+ — Θα εισέλθωμεν κατόπιν της εις την οικίαν και θα την αρπάσωμεν
+πάραυτα. Ειξεύρεις τι θα κάμης, Κρότων, ή όχι;
+
+ — Ναι· και δέχομαι να γίνω δούλος σου, αν δεν του σπάσω τα πλευρά
+αυτού του βουβάλου, ο οποίος την φυλάττει.
+
+Ο Χίλων τον απέτρεψε να πράξη τούτο. Τον Κρότωνα τον είχον φέρει
+μόνον διά να τους υπερασπίση, εν περιπτώσει καθ' ην θα ανεγνωρίζοντο,
+και όχι διά να αρπάση την κόρην.
+
+Εάν απεπειρώντο να απαγάγωσιν αυτήν οι δύο των εξετίθεντο εις τον
+θάνατον, και εκτός τούτου, εκείνη ηδύνατο να τους διαφύγη· τότε θα
+εκρύπτετο αλλού ή θα έφευγεν εκ Ρώμης. Τι θα έκαμνον τότε; Διατί να
+μη ενεργήσουν με τρόπον ασφαλή; Διατί να εκτεθώσιν εκθέτοντες συνάμα
+και την τύχην της επιχειρήσεως;
+
+ — Ο Λιγειεύς ούτος, εγόγγυσεν ο Χίλων, μου φαίνεται τρομερά δυνατός.
+
+ — Σε δεν σε επιφορτίζουν να του κρατήσης τας χείρας, απήντησεν ο
+Κρότων.
+
+Εδέησε να περιμένουν ακόμη επί πολύ, και οι αλέκτορες είχον λαλήσει
+ήδη αγγέλλοντες την χαραυγήν, όταν εξήλθον ο Ούρσος και η Λίγεια.
+Άλλοι τινές τους συνώδευον.
+
+Ο Χίλων ενόμισεν ότι ανεγνώρισε μεταξύ αυτών τον μέγαν Απόστολον,
+πλησίον του οποίου εβάδιζεν είς άλλος γέρων αναστήματος πολύ
+βραχυτέρου, δύο ηλικιωμέναι γυναίκες και είς νέος, όστις τους εφώτιζε
+με φανόν. Όπισθεν της μικράς ταύτης ομάδος εβάδιζε πλήθος διακοσίων
+περίπου χριστιανών, μετά των οποίων ανεμίχθησαν ο Βινίκιος, ο Κρότων
+και ο Χίλων.
+
+ — Αυθέντα, είπεν ο Χίλων η κόρη ευρίσκεται υπό ισχυράν προστασίαν.
+Είναι αυτή, και ο μέγας Απόστολος μαζή της!
+
+Ήρχιζε να εξημερώνη. Το λυκαυγές εχρωμάτιζε δι' ωχρού χρώματος τας
+επάλξεις των τειχών.
+
+Ο Βινίκιος δεν έπαυε να παρακολουθή διά των οφθαλμών το εύκαμπτον
+ανάστημα της Λιγείας.
+
+ — Αυθέντα, έλεγεν ο Χίλων, σε συμβουλεύω και πάλιν άμα μάθης πού
+κατοικεί η Λίγεια να προσλάβης τους δούλους σου και να μη ακούσης τον
+Κρότωνα, μήπως αποτύχωμεν του σκοπού μας.
+
+Εν τοσούτω επλησίαζον εις την πόλιν. Εκεί παράδοξον θέαμα εξετυλίχθη
+προ των οφθαλμών του. Διότι στρατιώται εγονάτισαν παρά τους πόδας του
+Αποστόλου· εκείνος επέθηκε τας χείρας εις τας σιδηράς περικεφαλαίας
+των και έπειτα έκαμε το σημείον του σταυρού. Ποτέ άλλοτε δεν είχεν
+επέλθει εις τον νουν του νεαρού πατρικίου, ότι ηδύναντο να υπάρχωσι
+χριστιανοί μεταξύ των στρατιωτών. Ανελογίσθη την καταπληκτικήν
+δύναμιν της εξαπλώσεως του δόγματος τούτου.
+
+Αφού διήλθον τα ακαλλιέργητα εδάφη τα συνεχόμενα μετά των τειχών της
+πόλεως, αι μικραί ομάδες των χριστιανών ήρχισαν να διασκορπίζωνται.
+Τώρα έπρεπε να ακολουθήσουν την Λίγειαν από μακράν και με
+περισσοτέρας προφυλάξεις. Εβάδισαν τοιουτοτρόπως μέχρι της
+Τρανστιβέρης και ο ήλιος επλησίαζε να ανατείλη, οπότε η ομάς, εν τη
+οποία ευρίσκετο η Λίγεια διεσπάσθη. Ο Απόστολος, η γραία και ο
+νεανίσκος επορεύθησαν κατά μήκος του ποταμού, ενώ ο μικρόσωμος γέρων,
+ο Ούρσος και η Λίγεια εισήρχοντο εις στενόν δρομίσκον, εισήρχοντο εις
+το προαύλιον οικίας, της οποίας το ισόγειον κατείχετο από τα
+καταστήματα ενός ελαιοπώλου και ενός ορνιθοπώλου.
+
+Ο Χίλων, όστις ηκολούθει τον Βινίκιον και τον Κρότωνα από πεντήκοντα
+βημάτων, εστάθη ευθύς· εστηρίχθη εις ένα τοίχον, και τους εκάλεσε να
+επανέλθωσι προς αυτόν. Ωπισθοχώρησαν, διότι επρόκειτο να συσκεφθώσιν.
+
+ — Ύπαγε να ίδης, διέταξεν ο Βινίκιος, αν αυτή η οικία δεν έχει
+δευτέραν έξοδον προς άλλην οδόν.
+
+Ο Χίλων, ο οποίος παρεπονείτο ότι είχε τραυματισθή εις τους πόδας,
+έτρεξε τόσον ταχέως, ως εάν είχε λάβει πτέρυγας Ερμού και μετ' ολίγον
+επέστρεψεν.
+
+ — Όχι, είπεν, η θύρα αυτή είνε η μόνη. Είτα συνάψας τας χείρας: Εις
+το όνομα του Διός και όλων των θεών, σε εξορκίζω, είπεν, αυθέντα,
+άφες το σχέδιον τούτο . . . . Άκουσέ με . . . . Αλλ' ιδών τους
+οφθαλμούς του Βινικίου σπινθηρίζοντας ως οφθαλμούς λύκου ενόησεν ότι
+τίποτε δεν τον ανέκοπτεν από την απόφασίν του.
+
+Ο Κρότων ήρχισε να αναπνέη αέρα εις το ηράκλειον στήθος του και να
+κινή δεξιά και αριστερά το περιωρισμένον κρανίον του, όπως κάμνουν αι
+άρκτοι αι κλεισμέναι εις κλωβόν. Εις τα χαρακτηριστικά του όμως
+ουδεμία ανησυχία διεκρίνετο.
+
+ — Θα εισέλθω πρώτος! είπεν.
+
+ — θα με ακολουθήσης, απήντησεν ο Βινίκιος με προστακτικόν τόνον.
+
+Και εξηφανίσθησαν εις τον σκοτεινόν διάδρομον.
+
+Ο Χίλων επήδησε μέχρι της καμπής του πλησιεστέρου δρομίσκου· εκείθεν
+έκυπτε παραμονεύων και ανήσυχος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'
+
+
+
+Αφού εισήλθον εις τον διάδρομον της εισόδου, ο Βινίκιος ενόησεν όλην
+την δυσκολίαν της επιχειρήσεως. Η οικία ήτο πολυώροφος, κακοκτισμένη,
+κακοδιηρημένη, πολύ υψηλή, και στενή, πλήρης κελλίων και τρωγλών,
+όπου κατώκουν πτωχοί άνθρωποι.
+
+Ακολουθούντες τον διάδρομον ο Βινίκιος και ο Κρότων έφθασαν εις
+στενήν αυλήν, περιβαλλομένην από κτίρια. Η αυλή, αύτη απετέλει είδος
+ατρίου κοινού εις όλην την οικίαν, έχοντος εις το κέντρον μίαν
+κρήνην, της οποίας το ύδωρ έπιπτεν εις μίαν χονδροκαμωμένην λεκάνην.
+Κατά μήκος των τειχών ανήρχοντο εξωτερικαί κλίμακες, εν μέρει ξύλιναι
+και εν μέρει λίθιναι, άγουσαι εις διαδρόμους, από τους οποίους
+εισήρχετό τις εις τα διαμερίσματα. Κάτω υπήρχον πάλιν διαμερίσματα,
+τινά εκ των οποίων είχον θύρας εκ ξύλου, τα άλλα εχωρίζοντο της αυλής
+μόνον διά μαλλίνων παραπετασμάτων, ως επί το πλείστον ξεφτισμένων,
+σχισμένων ή εμβαλωμένων.
+
+Ήτο πρωΐα και εις την αυλήν δεν υπήρχε ψυχή ζώσα. Προφανώς όλοι
+εκοιμώντο ακόμη εκτός εκείνων, οίτινες είχον επανέλθει από το
+Οστριανόν.
+
+ — Τι θα κάμωμεν, αυθέντα; ηρώτησε σταθείς ο Κρότων.
+
+ — Ας περιμένωμεν εδώ, απήντησεν ο Βινίκιος. Κάποιος θα φανή ίσως.
+Δεν πρέπει να μας ίδωσιν εις την αυλήν.
+
+Εάν είχον εις την διάθεσίν των πεντήκοντα δούλους περίπου, θα
+ηδύναντο να φρουρήσουν την θύραν, ήτις εφαίνετο ότι ήτο η μοναδική
+έξοδος, και να ερευνήσουν όλα τα δωμάτια· αλλά τώρα έπρεπε να
+διευθυνθώσι κατ' ευθείαν εις το δωμάτιον της Λιγείας, εκτός εάν οι
+Χριστιανοί, οίτινες δεν θα έλειπον εκ της οικίας εκείνης, έδιδον το
+σύνθημα της εξεγέρσεως. Και υπό την έποψιν ταύτην ήτο επικίνδυνον να
+ερωτήσουν ξένους. Ο Βινίκιος εσκέπτετο, εάν ήτο ορθότερον να
+αναζητήση δούλους, όποτε όπισθεν ενός εκ των παραπετασμάτων, τα οποία
+έκλειον τα μάλλον μεμακρυσμένα δωμάτια, εξήλθεν είς άνθρωπος, όστις
+κρατών στραγγιστήριον εις την χείρα επλησίασεν εις την κρήνην.
+
+ — Είνε ο Λιγειεύς! εμουρμούρισεν ο Βινίκιος.
+
+ — Πρέπει να του σπάσω τα κόκκαλα ευθύς; είπεν ο Κρότων.
+
+ — Περίμενε.
+
+Ο Ούρσος δεν τους είδε, διότι ίσταντο εις την σκιάν του διαδρόμου,
+και ήρχισεν ησύχως να πλύνη τα λάχανα, τα οποία υπήρχον εις το
+στραγγιστήριον. Αφού ετελείωσε το έργον του, απήλθε και το
+παραπέτασμα έκλεισεν όπισθεν του. Ο Κρότων και ο Βινίκιος τον
+ηκολούθησαν σκεπτόμενοι ότι θα εύρισκον αμέσως το οίκημα της Λιγείας.
+
+Η έκπληξίς των υπήρξε μεγάλη, όταν παρετήρησαν ότι το παραπέτασμα δεν
+εχώριζεν από της αυλής αυτό το οίκημα, αλλά δεύτερον διάδρομον
+σκοτεινόν, εις τα άκρον του οποίου εφαίνετο κήπος μέ τινας
+κυπαρίσσους, πλεκτούς θάμνους μυρσίνης και μικρόν οικίσκον
+στηριζόμενον εις τον τοίχον του βάθους. Ουδεμία απέμενεν αμφιβολία.
+
+Ενόησαν ότι δι' αυτούς ήτο η περίστασις ευνοϊκή. Εις την αυλήν
+δυνατόν να ελάμβανε χώραν συγκέντρωσις όλων των ενοίκων, αλλά εν τη
+παρούση περιστάσει, η απομόνωσις του οικίσκου διηυκόλυνε την
+επιχείρησιν.
+
+Ο Ούρσος επρόκειτο να επιστρέψη εις τον οικίσκον, οπότε ο κρότος των
+βημάτων επέσυρε την προσοχήν του· εστάθη και, μόλις είδε τους δύο
+άνδρας, απέθεσε τα στραγγιστήριόν του επί του κιγκλιδώματος και
+εστράφη προς αυτούς.
+
+ — Τι ζητείτε; ηρώτησε.
+
+ — Σε! απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+Έπειτα στραφείς προς τον Κρότωνα:
+
+ — Φόνευσε.
+
+Ο Κρότων ώρμησεν ως τίγρις και εις μίαν στιγμήν, χωρίς να δώση εις
+τον Λιγειέα τον καιρόν να φυλαχθή ή να αναγνωρίση τους εχθρούς του,
+τον έδραξε με τους χαλύβδινους βραχίονάς του. Ο Βινίκιος ήτο
+βεβαιότατος περί της υπερανθρώπου δυνάμεως του Κρότωνος, ώστε δεν
+επερίμενε το τέλος της πάλης· τους αφήκε λοιπόν και ώρμησε προς την
+μικράν οικίαν, ώθησε την θύραν και ευρέθη εις θάλαμον ολίγον
+σκοτεινόν, αλλά φωτιζόμενον από το πυρ, το οποίον έκαιεν επί εστίας.
+Η λάμψις της φλογός έπιπτεν όλη επί του προσώπου της Λιγείας. Έν άλλο
+πρόσωπον εκάθητο πλησίον της εστίας· ήτο ο γέρων, όστις είχε
+συνοδεύσει την κόρην και τον Ούρσον επιστρέφοντας από το Οστριανόν.
+
+Ήδη ο Βινίκιος είχεν αρπάσει την Λίγειαν από το μέσον του σώματος και
+έτρεχε προς την θύραν. Σφίγγων με τον ένα βραχίονα την νεάνιδα επί
+του στήθους του, διά της άλλης χειρός απώθησε βιαίως τον γέροντα,
+όστις του έφραττε τον δρόμον· αλλ' εις το κίνημα τούτο η κουκούλα του
+κατέπεσε και η Λίγεια εις την θέαν της μορφής ταύτης, την οποίαν
+εγνώριζε καλά και ήτις την στιγμήν εκείνην ήτο τρομερά, ησθάνθη το
+αίμα της να παγώνη. Ηθέλησε να φωνάξη βοήθειαν και δεν ηδυνήθη.
+Ηθέλησε να προσκολληθή εις την θύραν, οι δάκτυλοί της ωλίσθησαν επί
+του λίθου και θα ελιποθύμει, εάν φρικώδες θέαμα δεν ετάρασσε τα νεύρα
+της, όταν ο Βινίκιος ώρμησε μετ' αυτής εις τον κήπον.
+
+Ο Ούρσος εκράτει εις τους βραχίονας του ένα άνθρωπον εντελώς
+κυρτωμένον προς τα οπίσω, με την κεφαλήν κρεμασμένην, με το στόμα
+αιματωμένον. Άμα τους είδεν εκείνος κατέφερε τελευταίον γρονθοκόπημα
+κατά της κεφαλής εκείνης και εν ριπή οφθαλμού επέπεσε κατά του
+Βινικίου ως άγριον θηρίον.
+
+ — Εχάθηκα! εσκέφθη ο νεαρός Πατρίκιος.
+
+Κατόπιν ήκουσεν ως εν ονείρω την κραυγήν της Λιγείας:
+
+«Ου φονεύσεις!» Και ησθάνθη ότι κάτι τι ως κεραυνός είχεν αποσπάσει
+από τα χέρια του το σώμα της κόρης· το παν περιεστρέφετο εμπρός του
+και το φως της ημέρας έσβυνεν.
+
+Εν τοσούτω ο Χίλων, κρυμμένος όπισθεν της γωνίας του τοίχου, ανέμενε
+τα συμβησόμενα· η περιέργεια επάλαιεν εντός του με τον φόβον. Αλλ' ο
+χρόνος του εφαίνεται μακρός· ανησύχει από την σιωπήν εκείνην και δεν
+απέσπα τους οφθαλμούς του από τον διάδρομον. Αίφνης μία κεφαλή είχε
+προκύψει κατά το ήμισυ και εξήταζεν όλα τα πέριξ.
+
+ — Είναι ο Βινίκιος ή ο Κρότων; διενοήθη ο Χίλων. Αλλ' εάν συνέλαβον
+την κόρην, διατί αύτη την φωνάζει; Και διατί επιθεωρούν την οδόν;
+Πάντοτε θα συναντήσουν κόσμον πριν φθάσουν. Τι είνε λοιπόν;
+
+Και αίφνης αι τρίχες του ανεσηκώθησαν.
+
+Εις το άνοιγμα της θύρας εφάνη ο Ούρσος, φέρων επί του ώμου του το
+αδρανές σώμα του Κρότωνος· έπειτα αφού παρατήρησε προς όλα τα μέρη,
+έτρεξε προς τον ποταμόν.
+
+Ο Χίλων εκόλλησεν εις τον τοίχον ως πηλός. «Εάν με ίδη, είμαι
+χαμένος», διενοήθη.
+
+Αλλ' ο Ούρσος επροσπέρασε και έγεινεν άφαντος όπισθεν της
+παρακειμένης οικίας. Ο Χίλων χωρίς να χρονοτριβήση πλέον, εβάδισε
+ταχέως μέχρι του βάθους μιας εγκαρσίας οδού με ευκινησίαν, ήτις θα
+εξέπληττεν, εάν συνηντάτο εις νεανίαν ακόμη.
+
+Ο Λιγειεύς εκείνος, όστις είχε φονεύσει τον Κρότωνα, τω εφαίνετο ως
+υπερφυσικόν όν· ήτο βεβαίως Θεός υπό την μορφήν βαρβάρου. Τώρα
+επίστευεν εις όλας τας θεότητας του κόσμου. Εσκέπτετο προς τούτοις
+ότι ο Κρότων δυνατόν να εφονεύθη από τον Θεόν των χριστιανών και
+αμέσως ετράπη εις φυγήν.
+
+Αφού διήλθε πολλούς δρομίσκους και είδεν εργάτας, βαδίζοντας προς την
+ιδίαν διεύθυνσιν καθησύχασεν ολίγον. Δεν ανέπνεεν.
+
+Εκάθησεν επί του κατωφλίου οικίας τινός και εσπόγγισε το κάθιδρον
+μέτωπόν του. Αφού ανεπαύθη ολίγον, ηγέρθη και βεβαιωθείς ότι δεν
+έχασε το μαρσίπιον, το οποίον είχε λάβει από τον Βινίκιον, διηυθύνθη
+με βήμα βραδύτερον προς τον ποταμόν. Εσκέπτετο τι απέγεινεν ο
+Βινίκιος. Είχεν ιδεί τον Λιγειέα να φέρη προς τον ποταμόν το σώμα του
+Κρότωνος· αλλά τίποτε περισσότερον. Ο Βινίκιος δυνατόν να εφονεύθη,
+αλλά αδύνατο να είνε μόνον πληγωμένος ή αιχμάλωτος. «Αναμφιβόλως»,
+εσκέφθη, «οι χριστιανοί δεν θα ετόλμων να φονεύσουν άνθρωπον τόσον
+ισχυρόν, καθότι το έγκλημα θα ηδύνατο να προκαλέση κατ' αυτών γενικόν
+διωγμόν. Ήτο πιθανώτερον ότι θα τον εκράτησαν διά της βίας διά να
+δώσουν εις τον Λιγεία καιρόν να κρυφθή εις άλλο μέρος. Εάν ο τρομερός
+Λιγειεύς δεν τον κατεκερμάτισεν εις την πρώτην ορμήν του, ζη, και εάν
+ζη, θα μαρτυρήση μόνος του ότι δεν τον επρόδωσα και τότε όχι μόνον
+δεν έχω τίποτε να φοβηθώ, αλλά . . . νέον στάδιον ανοίγεται προ εμού.
+θα γνωστοποιήσω εις ένα των απελεύθερων που είνε ο κύριός του και ας
+υπάγη να τον ζητήση· αυτό είνε υπόθεσις ιδική του . . . Δύναμαι ομοίως
+να υπάγω προς τον Πετρώνιον και να του πάρω νέαν αμοιβήν . . .
+Ανεζήτησα την Λίγειαν· θα αναζητήσω τον Βινίκιον· ακολούθως θ'
+αναζητήσω και πάλιν την Λίγειαν . . . . Αλλά προ πάντων, πρέπει να
+μάθω, αν είνε ζων ή νεκρός.
+
+Εν τω μεταξύ είχεν ανάγκην να φάγη και να αναπαυθή. Η νυξ εκείνη της
+αϋπνίας, η οδοιπορία εις το Οστριανόν, η ταχεία φυγή του τον είχε
+καταβάλει. Είχε προ πάντων ανάγκην ύπνου και η αγρυπνία τον είχεν
+εξασθενίσει. Η πόλις εκοιμάτο ακόμη. Ο Χίλων ησθάνθη μετ' ολίγον την
+δρόσον να τον διαπερά· ύστερον ηγέρθη και διηυθύνθη με βήμα
+βραδύτερον προς την κατοικίαν του, εις την Σουβούρην, όπου τον
+ανέμενεν η δούλη, η αγορασθείσα διά των χρημάτων του Βινικίου.
+
+Εκεί συρθείς μέχρι του κοιτώνος του, ερρίφθη επί της στρωμνής και
+εκοιμήθη.
+
+Εξύπνησε μόλις την εσπέραν ή μάλλον αφυπνίσθη υπό της δούλης του,
+ήτις τον προέτρεπε να εγερθή, επειδή κάποιος τον εζήτει διά
+κατεπείγουσαν υπόθεσιν.
+
+Ο άγρυπνος Χίλων εζαλίσθη αμέσως, έρριψε ταχέως μανδύαν με κουκούλαν
+επί των ώμων του έπειτα παρετήρησε διά της θύρας του κοιτώνος με
+βλέμμα ύποπτον και διέκρινε την γιγάντιον κατατομήν του Ούρσου.
+
+Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί,
+ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις
+διεχύθη εις την ράχιν του.
+
+ — Σύρα! εχάθηκα . . . δεν γνωρίζω . . . αυτόν . . . αυτόν τον ανδρείον
+άνθρωπον.
+
+ — Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η
+νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω . . .
+
+ — Ω! Θεοί! . . . . Θα σου κάμω! . . . .
+
+Αλλ' ο Ούρσος ανυπομονών βεβαίως με όλας αυτάς τας βραδύτητας
+επλησίασεν εις την θύραν του κοιτώνος και σκύψας προέβαλε την κεφαλήν
+του εις το εσωτερικόν.
+
+ — Χίλων Χιλωνίδη! είπεν.
+
+ — Ειρήνη σοι! ειρήνη! ειρήνη! απήντησεν ο Χίλων, Ω άριστε των
+χριστιανών! Ναι! είμαι ο Χίλων, αλλά κάμνεις λάθος . . . Δεν σε
+γνωρίζω!
+
+ — Χίλων Χιλωνίδη, επανέλαβεν ο Ούρσος, ο αυθέντης σου Βινίκιος σε
+ζητεί, και θέλει να σε οδηγήσω πλησίον του.
+
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'
+
+
+
+Ο Βινίκιος εξύπνησεν από πόνον δριμύτατον. Τρεις άνθρωποι έσκυπτον
+επάνω του. Ανεγνώρισε τους δύο εξ αυτών, τον Ούρσον και τον γέροντα,
+τον οποίον είχεν ανατρέψει, όταν μετέφερε την Λίγειαν. Ευρίσκετο εις
+τας χείρας τρίτου, όστις του έτριβε τον αριστερόν βραχίονα. Ο πόνος
+ήτο τόσον δυνατός, ώστε ο Βινίκιος νομίζων ότι εξετέλουν επ' αυτού
+εκδίκησιν, είπε με σφιγμένους οδόντας:
+
+ — Φονεύσατέ με . . .
+
+Αλλ' εκείνοι δεν εφαίνοντο ότι έδιδον καμμίαν προσοχήν εις τους
+λόγους του, αλλ' εξηκολούθουν να τον περιποιούνται. Ο τρομερός
+Ούρσος, το βαρβαρικόν πρόσωπον, εξέφραζε θλίψιν την στιγμήν εκείνην,
+εκράτει επιδέσμους, ενώ ο γέρων έλεγεν εις τον άνθρωπον, όστις έτριβε
+τον βραχίονα του Βινικίου:
+
+ — Γλαύκε, είσαι βέβαιος ότι το τραύμα τούτο της κεφαλής δεν είναι
+θανάσιμον;
+
+ — Ναι, άξιε Κρίσπε.
+
+Ο γίγας — και εδείκνυε τον Ούρσον — διά να ελευθερώση την κόρην έρριψε
+τον επιδρομέα κατά του τοίχου· πίπτων ο άνθρωπος αυτός επροφυλάχθη
+διά του βραχίονός του· ο βραχίων εθραύσθη, αλλά το τραύμα της κεφαλής
+είναι ελαφρόν.
+
+ — Επεμελήθης τόσους και τόσας εκ των αδελφών μας, είπεν ο Κρίσπος,
+έχεις φήμην επιτηδείου ιατρού . . . Διά τούτο έστειλα τον Ούρσον να σε
+ζητήση.
+
+ — Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση.
+
+ — Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και
+ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο
+προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να
+τον ωθήση εις τον φόνον.
+
+ — Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε
+στενάζων ο Ούρσος.
+
+ — Θα μου διηγηθής τούτο άλλοτε, είπεν ο Γλαύκος, προς το παρόν
+πρέπει να φροντίσωμεν διά τον τραυματίαν μας.
+
+Μετά την επίδεσιν των τραυμάτων του ο Βινίκιος, όστις είχε πάλιν
+λιποθυμήσει, συνήλθεν.
+
+Η Λίγεια ευρίσκετο παρά την κλίνην του και εκράτει με τας δύο χείρας
+μίαν λεκάνην, όπου από καιρού εις καιρόν ο Γλαύκος έβρεχε τον
+σπόγγον, διά του οποίου εδρόσιζε την κεφαλήν του τραυματίου.
+
+ — Λίγεια, εψιθύριζεν ο Βινίκιος.
+
+Η λεκάνη έτρεμεν εις τας χείρας της κόρης, ήτις έστρεψε προς αυτόν
+μελαγχολικά βλέμματα.
+
+ — Ειρήνη σοι! είπεν αύτη χαμηλή φωνή.
+
+ — Λίγεια συ τους εμπόδισες να με φονεύσουν; . . .
+
+ — Εκείνη απήντησε μετά πραότητος:
+
+ — Ο Θεός να σοι αποδώση την υγείαν.
+
+Έν είδος απείρου και γλυκείας εξαντλήσεως τον κατέλαβεν.
+
+Ησθάνετο ότι έπιπτεν εις μίαν άβυσσον, αλλά συγχρόνως εδοκίμαζε
+μεγάλην ευεξίαν και ενόμιζεν εαυτόν ευτυχή. Τω εφαίνετο ότι κάποια
+θεότης επλανάτο επ' αυτού.
+
+Εν τούτοις ο Γλαύκος είχε τελειώσει το πλύσιμον του επί της κεφαλής
+τραύματος και επέθετεν επ' αυτού αλοιφήν. Η Λίγεια προσήγγισεν εις τα
+χείλη του τραυματίου κύπελλον ύδατος και οίνου. Εκείνος έπιεν
+απλήστως. Αφού ετελείωσεν η επίδεσις του τραύματος, ο πόνος είχε
+σχεδόν εντελώς εξαλειφθή.
+
+ — Δος μοι ακόμη να πιώ, ικέτευσεν εκείνος.
+
+Η Λίγεια μετέβη εις το δεύτερον δωμάτιον διά να γεμίση και πάλιν το
+κύπελλον και ο Κρίσπος, αφού αντήλλαξε λέξεις τινάς μετά του Γλαύκου,
+επλησίασεν εις την κλίνην.
+
+ — Βινίκιε, είπεν, ο Θεός δεν επέτρεψε να εκτελέσης κακήν πράξιν. Σε
+διατηρεί εις την ζωήν διά να μετανοήσης και φρονηματισθής. Εκείνος,
+ενώπιον του οποίου ο άνθρωπος δεν είναι παρά κόνις, σε παρέδωκεν
+ανυπεράσπιστον εις τας χείρας μας· αλλ' ο Χριστός, εις ον πιστεύομεν,
+μας παραγγέλλει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας. Επεδέσαμεν λοιπόν τας
+πληγάς σου και θα σου αποδώσωμεν την υγείαν· αλλά δεν ειμπορούμεν να
+επαγρυπνώμεν επί σου περισσότερον χρόνον. Όταν θα είσαι μόνος,
+σκέφθητι, εάν θα εξακολουθήσης να καταδιώκης την Λίγειαν, στερηθείσαν
+εξ αιτίας σου των προστατών της και της στέγης της, και ημάς τους
+ιδίους, οι οποίοι σοι απεδώσαμεν το καλόν αντί του κακού.
+
+ — Θέλετε να με εγκαταλείψετε; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Θέλομεν να καταλίπωμεν την οικίαν ταύτην, όπου ο διωγμός δύναται
+να μας φθάση εκ μέρους του διοικητού της πόλεως. Ο σύντροφός σου
+εφονεύθη και συ επληγώθης. Ημείς δεν πταίομεν, αλλά θα μας πατάξουν
+οι νόμοι με την αυστηρότητά των.
+
+ — Μη φοβείσθε διωγμούς, απήντησεν ο Βινίκιος. Εγώ θα σας
+προστατεύσω.
+
+Ο Κρίσπος δεν ήθελε να του είπη ότι εδυσπίστει προς αυτόν.
+
+ — Αυθέντα, εξηκολούθησεν ο Κρίσπος, η δεξιά σου χειρ είναι υγιής.
+Ιδού πινακίδες και κάλαμος! Γράψον εις τους υπηρέτας σου να έλθουν
+απόψε με έν φορείον διά να σε μεταφέρουν εις την οικίαν σου. Εδώ
+ευρίσκεσαι εις τον οίκον πτωχής χήρας, ήτις δεν θα βραδύνη να
+επανέλθη με τον υιόν της. Αυτός θα φέρη την επιστολήν σου· ημείς
+πρέπει να ζητήσωμεν άλλο καταφύγιον. Ο Βινίκιος ωχρίασεν. Εάν έχανεν
+εκ νέου την Λίγειαν, δεν θα την επανέβλεπε πλέον ποτέ. Επεθύμει
+απεγνωσμένως να συμφιλιωθή μαζί της, αλλά του εχρειάζετο καιρός.
+
+ — Ακούσατέ με, Χριστιανοί, είπε. Χθες ήμην μαζί σας εις το Οστριανόν
+και ήκουσα την διδασκαλίαν του Αποστόλου, και αν δεν την εγνώριζα, αι
+πράξεις σας μόνον θα με έπειθον, ότι είσθε έντιμοι και χρηστοί.
+«Μείνατε εδώ σεις, επιτρέψατε δε και εις εμέ να μείνω.
+
+«Ο άνθρωπος ούτος, όστις είναι ιατρός ή γνωρίζει να επιδένη πληγάς
+τουλάχιστον, ας είπη, αν είμαι εις θέσιν να μεταφερθώ. Ο σπασμένος
+βραχίων μου πρέπει να διατηρηθή ακίνητος επί τινας ημέρας
+τουλάχιστον· σας δηλώ λοιπόν ότι δεν θα κινηθώ απ' εδώ, εκτός αν με
+ρίψετε έξω.
+
+ — Κανείς, κύριε, δεν θα μετέλθη βίαν κατά σου, είπεν ο Κρίσπος.
+Ημείς μόνοι θα φύγωμεν διά να σώσωμεν τας κεφαλάς μας.
+
+Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν,
+όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν
+έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να
+σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι
+απέρχομαι εις Βενεβέντον. Εν περιπτώσει, καθ' ήν ο διοικητής της
+πόλεως επληροφορήθη ήδη υπό του Έλληνος τα διατρέξαντα, θα δηλώσω ότι
+εγώ εφόνευσα τον Κρότωνα διότι εκείνος μου έθραυσε τον βραχίονα. Ώστε
+δεν διατρέχετε κανένα κίνδυνον, και δύνασθε να μείνετε εδώ εν
+ασφαλεία. Φέρετέ μου ταχέως τον Έλληνα, όστις ονομάζεται Χίλων ο
+Χιλωνίδης».
+
+Τότε, κύριε, ο Γλαύκος θα μείνη πλησίον σου, είπεν ο Κρίσπος, και θα
+σε νοσηλεύση.
+
+ — Γέρον, είπεν ο Βινίκιος, άκουσον καλώς τους λόγους μου. Σου οφείλω
+ευγνωμοσύνην και έχω εμπιστοσύνην εις σε· πλην δεν μου λέγεις τι
+σκέπτεσαι περί εμού κατά βάθος. Φοβείσαι, μήπως καλέσω τους δούλους
+μου και τους διατάξω να αρπάσουν την Λίγειαν.
+
+ — Μάλιστα, απήντησε σοβαρώς ο Κρίσπος.
+
+ — Πρόσεξε λοιπόν εις τούτο· θα ομιλήσω εις τον Χίλωνα ενώπιόν σας·
+ενώπιόν σας θα γράψω την επιστολήν, δι' ης θα αναγγέλλω εις τους
+οικείους μου, ότι αναχωρώ . . . . . Σκέψου καλά και μη με παροργίζης
+περισότερον.
+
+Εδώ κατελήφθη υπό αδημονίας και με συνεσπασμένον υπό της οργής
+πρόσωπον είπεν: Εφαντάζεσο ότι έμελλα να αρνηθώ την επιθυμίαν μου διά
+να μένω εδώ και να την βλέπω; Αλλά δεν θέλω πλέον να την λάβω διά της
+βίας . . . Αν αύτη με εγκαταλείψη, με την χείρα αυτήν την υγιά θα
+αποσπάσω τους επιδέσμους από τον βραχίονά μου . . . Δεν θα λάβω
+τροφήν, διά να αποθάνω εκ της πείνης. Και ο θάνατός μου ας πέση επί
+σε και τους αδελφούς σου!».
+
+Την στιγμήν εκείνην η Λίγεια εισήλθεν, επλησίασε προς τον Κρίσπον με
+πρόσωπον εμπνευσμένον, και ως ηχώ άλλης τινός φωνής, είπεν:
+
+ — Κρίσπε! ας τον φυλάξωμεν μεταξύ μας και ας μη τον αφήσωμεν,
+μέχρις ότου ο Χριστός του αποδώση την υγείαν.
+
+ — Ας γίνη, όπως επιθυμείς.
+
+Εις τον Βινίκιον η ταχεία αύτη υποταγή του Κρίσπου έκαμε βαθείαν
+εντύπωσιν. Του εφάνη ότι μεταξύ των χριστιανών η Λίγεια ήτο είδος
+Συβίλλης ή ιερείας, εις την οποίαν υπακούουν και την οποίαν σέβονται.
+
+Όταν μετ' ολίγον εκείνη του έφερε νερό, ούτος ηθέλησε να της λάβη την
+χείρα, αλλά δεν ετόλμησε . . . Δεν ετόλμησεν αυτός ο Βινίκιος, όστιν
+εις τα ανάκτορα του Νέρωνος την είχε φιλήσει διά της βίας, αυτός,
+όστις διενοήθη άλλοτε να διατάξη να την μαστιγώσουν.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+Ο Βινίκιος υπέδειξεν ακριβώς εις την Λίγειαν την κατοικίαν του
+Χίλωνος, και αφού εχάραξεν ολίγας λέξεις επί της πινακίδος, είπε
+στραφείς προς τον Κρίσπον:
+
+ — Σας δίδω την πινακίδα ταύτην, επειδή ο Χίλων εκείνος είνε άνθρωπος
+πανούργος και δύσπιστος.
+
+ — Αρκεί να τον εύρω, θα τον οδηγήσω εκόντα άκοντα, απεκρίθη ο
+Ούρσος.
+
+ — Και λαβών τον μανδύαν του, εξήλθε δρομαίως. Όταν ο Λιγειεύς ευρέθη
+ενώπιον του Χίλωνος, δεν τον ανεγνώρισε. Δεν τον είχεν ιδεί, ειμή
+άπαξ και μάλιστα νύκτα. Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν
+εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε
+πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον·
+εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της
+κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος
+ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις
+το φως.
+
+ — Πού θα με οδηγήσης; ηρώτησε καθ' οδόν.
+
+ — Εις Τρανστιβέρην.
+
+ — Δεν είναι πολύς καιρός που είμαι εις την Ρώμην και δεν επήγα ποτέ
+εκεί, βεβαίως θα ευρίσκονται και εκεί φίλοι ενάρετοι . . . . .
+
+ — Ο Ούρσος, άνθρωπος απλοϊκός, όστις ήξευρεν ότι ο Έλλην είχε
+συνοδεύση τον Βινίκιον εις το Οστριανόν και είχεν εισδύσει μετά του
+Κρότωνος εις την οικίαν όπου κατώκει η Λίγεια, τον διέκοψεν αμέσως:
+
+ — Γέρον, μη ψεύδεσαι. Σήμερον ακόμη ήσο μετά του Βινικίου εις το
+Οστριανόν και μάλιστα εις την θύραν μας.
+
+ — Α! Τότε το σπίτι σας είναι εις Τρανστιβέρην; . . . . Ολίγον
+χρόνον είμαι εις Ρώμην και συγχέω τας ονομασίας των διαφόρων
+συνοικιών. Μάλιστα, φίλε μου, ήλθα μέχρι της θύρας σας, και εκεί, εν
+ονόματι της αρετής, εξώρκισα τον Βινίκιον να μη εισέλθη. Επήγα επίσης
+εις το Οστριανόν, και ειξεύρεις διατί; Διότι από τινος χρόνου
+εργάζομαι διά την μετάνοιαν του Βινικίου, ήθελα να ακούση τον
+πρεσβύτερον των Αποστόλων. Ο Βινίκιος είνε ισχυρός άρχων και φίλος
+του Καίσαρος. Συχνά υπακούει εις τας εισηγήσεις του πονηρού
+πνεύματος, αλλ' εάν έπιπτε τρίχα εκ της κεφαλής του, ο Καίσαρ θα
+εξεδικείτο καθ' όλων των χριστιανών. Είθε το φως να εισέλθη εις την
+ψυχήν του και εις την ιδικήν σου. Δεν είσαι χριστιανός και δεν
+επιθυμώ η αλήθεια να θριαμβεύση του ψεύδους!
+
+ — Ναι, απεκρίθη ταπεινώς ο Ούρσος.
+
+Ο Χίλων ανέλαβεν εντελώς το θάρρος του.
+
+Επιθυμών να μάθη πώς συνέβησαν τα γεγονότα μετά την απαγωγήν της
+Λιγείας, εξηκολούθησε με αυστηράν φωνήν ως δικαστής:
+
+ — Τι εκάματε τον Κρότωνα; Λέγε και μη ψεύδεσαι.
+
+Ο Ούρσος ανεστέναξε δις.
+
+ — Ο Βινίκιος θα σου το είπη.
+
+ — Δηλαδή τον εκτύπησες με μαχαίρι ή τον εφόνευσες με ράβδον;
+
+ — Ήμην άοπλος.
+
+Ο Έλλην δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον θαυμασμόν του διά την
+υπεράνθρωπον δύναμιν του βαρβάρου.
+
+ — Είθε ο Πλούτων . . . ήθελα να ειπώ . . . Είθε ο Χριστός να σε
+συγχωρήση.
+
+Εβάδισαν επί τινα χρόνον σιωπηλοί, μεθ' ό ο Χίλων είπεν:
+
+ — Εγώ δεν θα προδώσω τίποτε, αλλά πρόσεχε τους διανυκτερεύοντας
+φρουρούς.
+
+ — Τον Χριστόν φοβούμαι και όχι τους διανυκτερεύοντας, απεκρίθη ο
+Ούρσος.
+
+Ο Χίλων, όστις ήθελε να εξασφαλισθή κατά πάσης λυπηράς συνεπείας, δεν
+έπαυσε να παριστά εις τον Ούρσον ότι ο φόνος είνε απαισία πράξις.
+
+Συνομιλούντες τοιουτοτρόπως έφθασαν προ της οικίας. Η καρδία του
+Χίλωνος ήρχισε να πάλλη από ανησυχίαν. Εις το δωμάτιον επεκράτει
+σχεδόν σκότος, ήτο εσπέρα χειμώνος λίαν νεφελώδης, και η φλοξ των
+λυχνιών ατελώς διασκέδαζε το σκότος. Ο Χίλων, αφού διέκρινεν εις την
+γωνίαν του θαλάμου κλίνην, και επί της κλίνης ταύτης τον Βινίκιον,
+διηυθύνθη προς τον τριβούνον, χωρίς να παρατηρήση κανένα, πεπεισμένος
+ότι πλησίον εκείνου ήτο περισσότερον ασφαλής ή πλησίον άλλου.
+
+ — Ω! αυθέντα, διατί δεν ηκολούθησες τας συμβουλάς μου; ανέκραξε
+σταυρώσας τας χείρας.
+
+ — Σιώπα, είπεν ο Βινίκιος, και άκουσον.
+
+Με τα διαπεραστικά βλέμματά του, προσηλωμένα επί του Χίλωνος, ήρχισε
+να ομιλή βραδέως τονίζων τας λέξεις, όπως εκάστη εξ αυτών κατανοηθή
+ως διαταγή και παραμείνη διά παντός εγκεχαραγμένη εις την μνήμην του
+Έλληνος. Ο Κρότων ερρίφθη επάνω, μου ήθελε να με δολοφονήση και να με
+ληστεύση. Εννοείς! Λοιπόν εγώ τον εφόνευσα, και αυτοί εδώ οι
+άνθρωποι επέδεσαν τας πληγάς, τας οποίας έλαβα εις την πάλην.
+
+Ο Χίλων εμάντευσεν ευθύς, ότι ο Βινίκιος ωμίλει τοιουτοτρόπως, διότι
+θα είχε συνεννοηθή με τους χριστιανούς και επομένως ήθελε να τον
+πιστεύσουν.
+
+Το είδε επίσης εις την φυσιογνωμίαν του Βινικίου· πάραυτα χωρίς να
+δείξη την ελαχίστην αμφιβολίαν ή την παραμικράν έκπληξιν ανέκραξεν:
+
+ — Α! ήτο διάσημος παληάνθρωπος! Αυθέντα, σε είχα μάλιστα
+συμβουλεύσει να μη εμπιστεύεσαι εις αυτόν· οι συχνοί εξορκισμοί μου
+δεν εχρησίμευσαν εις τίποτε.
+
+ — Εάν δεν είχα την μάχαιραν μαζή μου, θα με είχε φονεύσει,
+εξηκολούθησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ευλογώ την στιγμήν, καθ' ην σου εσύστησα να εφοδιασθής τουλάχιστον
+με μάχαιραν.
+
+Αλλ' ο Βινίκιος έστρεψε προς αυτόν εταστικόν το βλέμμα και ηρώτησε:
+
+ — Τι έκαμες σήμερον;
+
+ — Πώς; Δεν σου είπα, αυθέντα, ότι έκαμα δεήσεις διά την υγείαν σου;
+
+ — Και τίποτε περισσότερον;
+
+ — Ητοιμαζόμην ευλόγως να έλθω εις επίσκεψίν σου, όταν ο καλός αυτός
+άνθρωπος ήλθε να με ζητήση εκ μέρους σου.
+
+Ιδού, λάβε την πινακίδα αυτήν, θα υπάγης εις την οικίαν μου και θα
+την εγχειρίσης εις τον απελεύθερόν μου. Εν αυτή έχει γραφή ότι
+αναχωρώ εις Βενεβέντον. θα προσθέσης ότι ανεχώρησα σήμερον το πρωί,
+προσκληθείς δι' επειγούσης επιστολής του Πετρωνίου.
+
+Και επανέλαβεν επιμόνως:
+
+ — Ανεχώρησα διά Βενεβέντον. Εννοείς;
+
+ — Ανεχώρησες, αυθέντα, και σε απεχαιρέτισα μάλιστα σήμερον το πρωί
+εις την Καπηνήν Πύλην, και μετά την αναχώρησίν σου τόση θλίψις με
+κατέλαβεν, ώστε, εάν η γενναιοδωρία σου δεν προνοήση, θα αποθάνω εκ
+των στεναγμών, όπως εστέναξεν η δυστυχής σύζυγος του Ζήθου μετά τον
+θάνατον του Ιτύλου.
+
+ — Καίτοι ασθενής ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να συγκρατήση τον γέλωτα.
+Ευχαριστηθείς άλλως τε, διότι ο Χίλων τον είχεν εννοήσει με ολίγας
+λέξεις, είπε:
+
+ — Λοιπόν! θα προσθέσω ολίγας γραμμάς διά να σφογγίσουν τα δάκρυά
+σου. Φέρε μου την λυχνίαν.
+
+Ο Χίλων καθησυχάσας ήδη εντελώς, ηγέρθη και εξεκρέμασεν από τον
+τοίχον μίαν από τας ανημμένας λυχνίας.
+
+Αλλ' η κίνησις αύτη έκαμε να πέση εις τα οπίσω η κουκούλα, ήτις
+εκάλυπτε την κεφαλήν του, και όλον το φως έπεσεν επί του προσώπου
+του. Ο Γλαύκος, όστις εκάθητο εκεί πλησίον, ιδών την μορφήν του
+Χίλωνος, ανεπήδησεν από το κάθισμά του και εστάθη έμπροσθεν αυτού.
+
+ — Δεν με αναγνωρίζεις, Κήφισσε; ηρώτησεν.
+
+Η φωνή του είχε τι τόσω το τρομερόν, ώστε ρίγος διέτρεξεν όλους τους
+παρεστώτας . . .
+
+Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα
+έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . .
+
+ — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος!
+
+ — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις
+κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!
+
+Ο Βινίκιος ενόησε τότε, ότι ο ιατρός, όστις του είχεν επιδέσει τα
+τραύματα, ήτο ο Γλαύκος, του οποίου και αυτός εγνώριζε την ιστορίαν.
+
+Όσον αφορά τον Ούρσον, αι ολίγαι αυταί στιγμαί και οι λόγοι του
+Γλαύκου ήσαν ως αστραπή εν σκότει· ανεγνώρισε τον Χίλωνα. Αρπάσας
+τους δύο βραχίονάς του τους έφερεν οπίσω.
+
+ — Είνε αυτός, ανέκραξεν, όστις με έπεισε να φονεύσω τον Γλαύκον.
+
+ — Έλεος! οίμωζεν ο Χίλων . . . Αυθέντα, έκραξε στρεφόμενος προς τον
+Βινίκιον, σώσε με! Ενεπιστεύθην εις σε . . . . . Μεσίτευσον δι' εμέ.
+. . Την επιστολήν σου . . . θα την εγχειρίσω . . . . Αυθέντα! Αυθέντα!
+
+Αλλ' ο Βινίκιος ήτο αδιάφορος εις όσα συνέβαινον, πρώτον διότι όλα τα
+τεχνάσματα του Χίλωνος τω ήσαν γνωστά, και έπειτα, διότι η καρδία του
+δεν ησθάνετο ποτέ οίκτον. Και είπε:
+
+ — Θάψατέ τον εις τον κήπον. Άλλος ας φέρη την επιστολήν μου εις τον
+οίκον μου.
+
+Εφάνη εις τον Χίλωνα, ότι οι λόγοι ούτοι ήσαν η εσχάτη απόφασις. Υπό
+το φοβερόν σφίξιμον του Ούρσου τα οστά του ήρχισαν να τρίζουν, οι
+οφθαλμοί του ήσαν πλήρεις δακρύων.
+
+ — Δι' όνομα του Θεού σας, έλεος! εφώναξεν. Είμαι χριστιανός! . . .
+Ειρήνη υμίν! Είμαι χριστιανός, και αν δεν πιστεύετε, βαπτίσατέ με
+ακόμη μίαν φοράν, δύο φοράς, δέκα φοράς. Γλαύκε, κάμνεις λάθος.
+Αφήσατέ με να εξηγηθώ! Κάμετέ με δούλον σας! . . . Μη με φονεύετε!
+έλεος!
+
+Και η φωνή του πνιγομένη από τον πόνον εξησθένει περισσότερον, οπότε
+από το άλλο μέρος της τραπέζης ο Απόστολος Πέτρος ηγέρθη και είπεν εν
+μέσω σιγής:
+
+ — Ο Σωτήρ μας παρήγγειλεν: «Ει ο αδελφός σου ήμαρτε προς σε,
+τιμώρησέ τον· αλλ' εάν μετανοήση, συγχώρησέ τον. Και εάν επτάκις
+ήμαρτε προς σε εντός της ημέρας και επτάκις επιστραφή προς σε λέγων
+σοι: «Μετανοώ», άφες αυτώ.
+
+Η σιωπή έγεινε βαθυτέρα ακόμη.
+
+Ο Γλαύκος έμεινεν επί τινα ώραν έχων το πρόσωπον κρυμμένον εντός των
+χειρών του. Τέλος είπε:
+
+ — Κήφισσε, ο Θεός να σε συγχωρήση δι' όσα κακά έπραξες προς εμέ,
+καθώς εγώ σε συγχωρώ εις το όνομα του Χριστού!
+
+Και ο Ούρσος, αφήσας τους βραχίονας του Χίλωνος, είπε:
+
+ — Ο Σωτήρ να με συγχωρήση, όπως εγώ σε συγχωρώ!
+
+Ο Χίλων είχεν εξαπλωθή κατά γης. Στηριζόμενος επί των χειρών του,
+έστρεφε την κεφαλήν ως ζώον το οποίον έχει συλληφθή εις τα δίκτυα,
+και έρριπτε παράφρονα βλέμματα ζητών να ίδη πόθεν θα επήρχετο ο
+θάνατος·
+
+Δεν επίστευεν ακόμη ούτε τους οφθαλμούς του ούτε τα ώτα του, και δεν
+ετόλμα να ελπίση ότι θα του έδιδον χάριν.
+
+Ολίγον κατ' ολίγον συνήλθεν εις εαυτόν. Τα χείλη του μελανιασμένα
+έτρεμον ακόμη από φόβον. Ο Απόστολος τω είπεν:
+
+ — Υπάγε εν ειρήνη.
+
+Ο Χίλων ηγέρθη, αλλ' ήτο ανίκανος να ομιλήση. Ως εξ ενστίκτου
+επλησίασε την κλίνην του Βινικίου, διά να ζητήση την βοήθειαν του
+χιλιάρχου. Μόλις αντελήφθη επί τέλους ότι τον άφινον ελεύθερον να
+αποσυρθή σώος και αβλαβής εκ των χειρών των ακατανοήτων εκείνων
+ανθρώπων, των οποίων η αγαθότης τον εξέπληττεν, όπως τον είχε
+τρομάξει η δύναμις των.
+
+ — Δος μου την επιστολήν! Αυθέντα. Δος μου την επιστολήν! Έλαβε την
+πινακίδα, την οποίαν τω έτεινεν ο Βινίκιος απηύθυνε χαιρετισμόν προς
+τους χριστιανούς και άλλον προς τον ασθενή, και κυρτωμένος ωλίσθησε
+κατά μήκος του τοίχου μέχρι της θύρας· μεθ' ο ώρμησε έξω. Εξερχόμενος
+εφοβείτο μήπως τον ακολουθήση ο Ούρσος και τον φονεύση και ηθέλησε να
+τρέξη, αλλ' οι πόδες του είχον παραλύση.
+
+Ο Ούρσος ήτο τωόντι πλησίον του.
+
+Ο Χίλων έπεσε πρηνής και ήρχισε να οιμώζη: «Ούρσε! . . . Διά το όνομα
+του Χριστού! . . .
+
+ — Μη φοβείσαι τίποτε, τω είπεν. Ο Απόστολος με διέταξε να σε
+προπέμψω έως την θύραν.
+
+Ο Χίλων ανεσήκωσε την κεφαλήν. «Τι λέγεις; Πώς; Δεν θα με φονεύσης;»
+
+ — Όχι· δεν θα σε φονεύσω, και αν σε έπιασα πολύ βιαίως και σου
+έβλαψα τα κόκκαλα, συγχώρησέ με!
+
+ — Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά;
+Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος.
+
+Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την
+έξοδον.
+
+Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά
+του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.
+
+Όταν είχεν απομακρυνθή πεντήκοντα βήματα εσταμάτησε λέγων: Αλλά διατί
+δεν με εφόνευσαν άρα γε;
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+Ούτε ο Βινίκιος ηδύνατο να κατανοήση το συμβάν, δεν ήτο ολιγώτερον
+κατάπληκτος από τον Χίλωνα. Το ότι οι άνθρωποι εκείνοι, αντί να
+εκδικηθώσι κατά της επιδρομής του επεμελήθησαν φιλανθρώπως τας πληγάς
+του, το απέδιδεν εν μέρει εις το δόγμα, το οποίον επρέσβευον, κατά
+μέγα δε μέρος εις την Λίγειαν και έπειτα εις την αξίαν του ιδίου του
+ατόμου. Αλλ' η συμπεριφορά των προς τον Χίλωνα υπερέβαινε πάσαν
+σκέψιν, και χωρίς να θέλη διηρωτάτο μόνος του.
+
+ — Διατί δεν εφόνευσαν τον Έλληνα; «Διατί ο Απόστολος διδάσκει ότι
+εάν τις αμαρτάνει επτάκις, πρέπει να τον συγχωρούν επτά φοράς, και
+διατί ο Γλαύκος είπεν εις τον Χίλωνα: Ο Θεός να σε συγχωρήση, όπως
+εγώ σε συγχωρώ!»
+
+Ναι μεν είχεν ακούσει εις το Οστριανόν, ότι οφείλει τις να αγαπά και
+τους εχθρούς του, πλην τούτο ήτο δι' αυτόν θεωρία ανεφάρμοστος εις
+τον πρακτικόν βίον.
+
+Ούτως εκτός του θάμβους και της απορίας ενυπήρχεν οίκτος και μικρά
+δόσις περιφρονήσεως εις παν ότι εσκέπτετο περί των χριστιανών.
+Έβλεπεν αυτούς ως πρόβατα πραωρισμένα θάττον ή βράδιον να γίνουν βορά
+των λύκων και ο ρωμαϊκός χαρακτήρ του δεν παρεδέχετο να ανέχεται να
+καταφαγωθή. Εν τοσούτω έν πράγμα τον εξέπληξεν, το ότι μετά την
+αναχώρησιν του Χίλωνος μία χαρά βαθεία ηκτινοβόλει εις όλων τα
+πρόσωπα. Ο απόστολος επλησίασε τον Γλαύκον, επέθηκεν επ' αυτού τας
+χείρας και είπεν:
+
+ — Ο Χριστός να σε ευνοήση!
+
+Ο Κρίσπος εκήρυξεν ότι η ημέρα αύτη ήτο ημέρα μεγάλης νίκης.
+
+Εις την λέξιν ταύτην «νίκη», ο Βινίκιος έχασεν εξ ολοκλήρου το νήμα
+των σκέψεών του.
+
+Αλλ' ότε η Λίγεια του παρουσίασε πάλιν έν δροσιστικόν ποτόν, της
+εκράτησε προς στιγμήν την χείρα και εψιθύρισε:
+
+ — Τότε και συ με εσυγχώρησες;
+
+ — Είμεθα χριστιανοί· μας είναι απηγορευμένον να διατηρώμεν
+μνησικακίαν εις τας καρδίας μας.
+
+ — Λίγεια, είπε τότε ο Βινίκιος, οποιοςδήποτε και αν είνε ο Θεός σου,
+θα του προσφέρω εκατόν βους θυσίαν, μόνον διότι είναι Θεός σου.
+
+Εκείνη υπέλαβε:
+
+ — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς.
+
+ — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην
+φωνήν.
+
+Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό
+ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε
+διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο. Ο Βινίκιος αισθανθείς αυτήν
+πλησίον του ήνοιξε τους οφθαλμούς και εμειδίασεν· εκείνη του
+εχαμήλωσεν ελαφρώς τα βλέφαρα διά της χειρός της, ως εάν ήθελε να τον
+υποχρεώση να κοιμηθή. Τότε ησθάνθη ότι κατελαμβάνετο από μεγάλην
+ευχαρίστησιν, ενώ συγχρόνως η αδυναμία του ηύξανεν. Όταν ενύκτωσε
+πλέον εντελώς, ο Βινίκιος κατελήφθη υπό ισχυρού πυρετού και
+ωνειρεύθη. Του εφαίνετο ότι ηγείρετο ναός εν σχήματι πύργου· η Λίγεια
+ήτο ιέρεια του ναού αυτού. Την έβλεπεν επί της κορυφής του πύργου,
+κρατούσαν βάρβιτον εις την χείρα, εντός αφθόνου φωτός, ομοίαν με τας
+ιερείας εκείνας, αίτινες την νύκτα ψάλλουν ύμνους προς τιμήν της
+σελήνης. Όπισθέν του ήτο ο Χίλων κροτών τους οδόντας εκ τρόμου, και
+επαναλαμβάνων:
+
+«Μη κάμης τούτο, αυθέντα, είναι ιέρεια και Εκείνος θα την εκδικήση . .
+Ο Βινίκιος ηγνόει τις ήτο αυτός ο Εκείνος, πλην ενόει ότι ήθελε
+πράξη ιεροσυλίαν και ησθάνετο άμετρον τρόμον.
+
+Του εφαίνετο ότι έβλεπε τον Απόστολον με την αργυρότριχα γενειάδα
+του, όστις έλεγε: «Μη βάλης χείρα επ' αυτής, διότι μου ανήκει». Και ο
+απόστολος παρέσυρε την Λίγειαν επί των ακτίνων της σελήνης, ως επί
+οδού αγούσης εις τον ουρανόν, ενώ ο Βινίκιος έτεινε προς αυτούς τους
+βραχίονας, ικετεύων να τον λάβωσι μεθ' εαυτών.
+
+Εξύπνησε και εκύτταξεν έμπροσθέν του. Εκάθηντο όλοι προ του πυρός και
+εθερμαίνοντο, επειδή η νυξ ήτο παγερά και εντός του θαλάμου έκαμνε
+ψύχος.
+
+Εν μέσω του συμπλέγματος ήτο ο Απόστολος και παρά τους πόδας του η
+Λίγεια. Η Λίγεια ήκουε, ύψωνε τους οφθαλμούς προς τον Απόστολον· όλων
+τα πρόσωπα ήσαν προς εκείνον εστραμμένα.
+
+Ούτος ωμίλει με ταπεινήν φωνήν.
+
+Ο Βινίκιος ήρχισε να τον εξετάζη διά του βλέμματος, με είδος τι
+δυσειδαίμονος φόβου, ομοίου σχεδόν με εκείνον, τον οποίον ειχεν
+αισθανθή εις το όνειρόν του.
+
+Ηκροάσθη τι έλεγεν ο Πέτρος.
+
+Ο απόστολος επρόφερε το όνομα του Χριστού. Μόνον με αυτό το όνομα ζη,
+διενοήθη ο Βινίκιος.
+
+Ο γέρων διηγείτο την σύλληψιν του διδασκάλου.
+
+Μετά την διήγησιν ταύτην απεκοιμήθησαν σχεδόν όλοι και μόνον η Λίγεια
+ηγρύπνει πλησίον του.
+
+Ο Βινίκιος την παρετήρει μέσα στα μάτια ως αφηρημένος.
+
+ — Είμαι κοντά σου, του είπεν εκείνη.
+
+ — Είδα την ψυχήν σου εις το όνειρόν μου, απεκρίθη ο Βινίκιος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+Την επιούσαν εξύπνησε πολύ αδύνατος ακόμη, αλλά χωρίς πυρετόν. Του
+εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν
+ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του.
+
+Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών
+ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των
+πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος.
+
+Ο Βινίκιος του εφώναξεν:
+
+ — Ε, δούλε!
+
+Ο Ούρσος απέστρεψε την κεφαλήν εκ της εστίας και απήντησε μειδιών,
+σχεδόν φιλικώς:
+
+ — Ο Θεός να σου δώση, κύριε, καλήν ημέραν και καλήν υγείαν· αλλ'
+είμαι άνθρωπος ελεύθερος και όχι δούλος.
+
+ — Δεν είσαι λοιπόν εκ των ανθρώπων του Αούλου; ηρώτησεν.
+
+ — Όχι, αυθέντα· υπηρετώ την Γαλλίναν, όπως υπηρέτησα και την μητέρα
+της, αλλ' οικειοθελώς. Εις την πατρίδα μας δούλοι δεν υπάρχουν.
+
+Εισήγαγε πάλιν την κεφαλήν του εις την εστίαν διά να υποδαυλίση τους
+άνθρακας, επί των οποίων είχε ρίψει προηγουμένως ξύλα, έπειτα
+εξήγαγεν αυτήν και είπε:
+
+Μεταξύ μας δεν υπάρχουν δούλοι.
+
+Ο Βινίκιος ηρώτησε:
+
+ — Πού είνε η Λίγεια;
+
+ — Μόλις εξήλθεν· εγώ θα βράσω το πρόγευμά σου. Εκείνη ηγρύπνησεν
+όλην την νύκτα πλησίον του.
+
+ — Διατί δεν την αντικατέστησες συ;
+
+ — Διότι ούτως ηθέλησεν· ώφειλα να υπακούσω.
+
+Οι οφθαλμοί του εσκυθρώπασαν ολίγον και μετά τινας στιγμάς προσέθηκε:
+
+ — Εάν δεν υπήκουον εις αυτήν, δεν θα εζούσες τώρα.
+
+ — Μεταμελείσαι λοιπόν, διότι δεν με εφόνευσες;
+
+ — Όχι, αυθέντα· ο Χριστός διέταξε να μη φονεύωμεν.
+
+ — Και τον Ατακίνον; Και τον Κρότωνα;
+
+ — Δεν ηδυνήθην να πράξω άλλως! εμουρμούρισεν ο Ούρσος.
+
+Έπειτα έθεσε χύτραν εις την πυράν και εκάθισε παρά την εστίαν
+σκεπτικός.
+
+ — Είνε σφάλμα σου, αυθέντα, είπε τέλος· διατί να βάλης χείρα επ'
+αυτής, θυγατρός βασιλέως;
+
+ — Προς στιγμήν ο Βινίκιος έφριξεν, ακούων ένα βάρβαρον να του ομιλή
+μετά τόσης οικειότητος και να τολμά να τον ψέγη. Αλλ' η επιθυμία του
+να μάθη λεπτομερείας τινάς περί του βίου της Λιγείας του κατεπράυνε
+τον θυμόν.
+
+Ο Βινίκιος ήρχισε να απευθύνη προς τον γίγαντα ερωτήσεις περί του
+πολέμου των Λιγειέων κατά του Βινικίου και των Σουήβων. Ο Ούρσος
+ενέδωσε χωρίς παρακλήσεις.
+
+ — Όταν ο Καίσαρ έστειλε να αρπάσουν την Γαλλίναν, είπεν ο Ούρσος,
+ηθέλησα να επιστρέψω εις τα δάση μας, να καλέσω τους Λιγειείς εις
+βοήθειαν της θυγατρός του βασιλέως. Και οι Λιγειείς θα εβάδιζον προς
+τον Δούναβειν, διότι είναι αγαθός λαός, καίτοι εθνικός. Προς δε θα
+έφερα προς αυτούς το Ευαγγέλιον. Αλλά τούτο θα το κάμω αργότερα· όταν
+η Γαλλίνα επανέλθη πλησίον της Πομπωνίας, θα την παρακαλέσω να μου
+επιτρέψη να υπάγω να τους εύρω, επειδή ο Χριστός εγεννήθη πολύ μακράν
+και ούτε καν ήκουσα να γίνεται λόγος περί αυτού.
+
+Επλησίασεν εις το πυρ την χύτραν, εν τη οποία έβραζεν ο ζωμός, ο
+προωρισμένος διά τον Βινίκιον, και εσιώπησεν.
+
+Οι λογισμοί του επλανώντο εν μέσω των δρυμώνων της πατρίδος του.
+
+Όταν ο ζωμός χυθείς εις μίαν βαθείαν λοπάδα εκρύωσεν αρκετά, ο γίγας
+επανέλαβεν:
+
+ — Ο Γλαύκος είπεν, ότι δεν πρέπει να κινήσαι όσον είνε δυνατόν, ότι
+πρέπει μάλιστα να αποφεύγης να κινής και τον υγιά βραχίονά σου και η
+Γαλλίνα με διέταξε να σου δώσω να φάγης.
+
+Καθίσας πλησίον της κλίνης ο Ούρσος ελάμβανεν εκ της λοπάδος ζωμόν με
+μικρόν κύπελλον, το οποίον παρουσίαζεν εις τα χείλη του ασθενούς. Και
+εδείκνυε τόσην επιμέλειαν εις το έργον τούτο, τόσω δε αγαθόν μειδίαμα
+υπήρχεν εις τους γλαυκούς οφθαλμούς του, ώστε ο Βινίκιος δεν ηδύνατο
+να πιστεύση ότι αυτός ήτο ο τρομερός άνθρωπος της προτεραίας. Διά
+πρώτην φοράν εις την ζωήν του ο νεαρός πατρίκιος ήρχισε να σκέπτεται
+τι να συνέβαινε τάχα εις το στήθος ενός αγροίκου, ενός θεράποντος και
+βαρβάρου.
+
+Εν τούτοις ο Ούρσος εφαίνετο τροφός τόσον ανεπιτήδιος, όσον και
+πλήρης περιποιήσεων. Το κύπελλον εχάνετο μέσα εις τα ηράκλεια δάκτυλά
+του, εις βαθμόν ώστε δεν έμενε πλέον τόπος διά τα χείλη του Βινικίου.
+Μετά τινας ματαίας δοκιμάς, ο γίγας λίαν αμήχανος είπε:
+
+ — Θα μου ήτο ευκολώτερον να σύρω ένα βόνασον εκτός της φωλεάς του.
+
+Παρουσίασε και πάλιν τον ζωμόν εις τον Βινίκιον.
+
+ — Πρέπει να προσκαλέσω την Μαριάμ ή τον Ναζάριον.
+
+Μία ωχρά κεφαλή ανοίγουσα το παραπέτασμα εφάνη. Ήτο η Λίγεια.
+
+ — Έρχομαι να σας βοηθήσω, είπεν.
+
+Και η κόρη εξήλθεν επί μίαν στιγμήν εκ του κοιτώνος, όπου προφανώς
+ητοιμάζετο να κοιμηθή, διότι η κόμη της ήτο λυτή και ως μόνον ένδυμα
+είχεν, ένα στηθόδεσμον.
+
+Ο Βινίκιος του οποίου η καρδία ήρχισε να πάλλη ταχύτερον, ευθύς ως
+την είδε, την επέπληξε, διότι δεν εφρόντισεν ακόμη να αναπαυθή, αλλ'
+εκείνη απήντησε φαιδρά:
+
+ — Ήθελα ακριβώς να κοιμηθώ, αλλ' έρχομαι να αντικαταστήσω τον
+Ούρσον.
+
+Έλαβε το κύπελον, εκάθησεν εις την άκραν της κλίνης και ήρχισε να
+δίδη τροφήν εις τον Βινίκιον, όστις ήτο συγκεχυμένος και ευτυχής
+συνάμα. Καθώς έκυπτε προς αυτόν, ούτος ησθάνθη την θερμότητα του
+σώματός της, τα κύματα της κόμης της του έκαυσαν το στήθος και
+εκείνος ωχρίασεν εκ συγκινήσεως· αλλ' εν τη ταραχή και τη παραφορά
+του πάθους ενόει επίσης ότι ουδεμία κεφαλή εις τον κόσμον τω ήτο
+τόσον προσφιλής και ότι όλος ο κόσμος ήτο μηδέν δι' αυτόν. Άλλοτε
+ωρέγετο την Λίγειαν, τώρα την ηγάπα εξ όλης της καρδίας του.
+
+Άλλοτε, εις τας συνηθείας της ζωής του και εις τα αισθήματά του,
+εδεικνύετο τυφλός και αυστηρός εγωιστής, σήμερον εσκέπτετο και αυτήν.
+
+Έπαυσε μετ' ολίγον να τρώγη και μ' όλον ότι ησθάνετο χαράν μεγίστην
+να την βλέπη και να την αισθάνεται πλησίον του, είπεν.
+
+ — Αρκεί· ύπαγε να κοιμηθής, θεσπεσία μου.
+
+ — Μη με ονομάζης ούτω, απήντησεν εκείνη· δεν είναι πρέπον να σε
+ακούω να μου ομιλής τοιουτοτρόπως.
+
+Εν τούτοις τω εμειδίασεν, έπειτα επροφασίσθη, ότι δεν ενύσταζεν, ότι
+δεν ησθάνετο πλέον κούρασιν και ότι δεν θα επήγαινε να αναπαυθή, ειμή
+αφού ήρχετο ο Γλαύκος. Εκείνος ήκουε τους λόγους της ως μουσικήν, με
+την καρδίαν γεμάτην από συγκίνησιν, ευγνωμοσύνην και αυξάνοντα
+θαυμασμόν, και εβασάνιζε τον νουν του διά να εύρη μέσον όπως της
+εκδηλώση την ευγνωμοσύνην του.
+
+ — Λίγεια είπε μετά βραχείαν σιωπήν, δεν σε εγνώριζα πρότερον. Τώρα
+ηξεύρω, ότι έλαβα κακόν δρόμον διά να φθάσω μέχρι σου. Σου λέγω
+λοιπόν: Επίστρεψον εις της Πομπωνίας Γραικίνας και έσο πεπεισμένη ότι
+εις το μέλλον κανείς δεν θα σηκώση χείρα εναντίον σου.
+
+Το πρόσωπον της Λιγείας εσκυθρώπασεν αίφνης.
+
+ — Θα ήμην ευτυχής, απήντησε, να την ίδω και μακρόθεν ακόμη, αλλά δεν
+δύναμαι πλέον να επιστρέψω πλησίον της.
+
+ — Διατί; ηρώτησε μετ' εκπλήξεως ο Βινίκιος.
+
+ — Ημείς οι χριστιανοί, μανθάνομεν διά της Ακτής τι γίνεται εις το
+Παλατίνον. Ολίγας ημέρας μετά την φυγήν μου, ο Καίσαρ είχε καλέσει
+τον Άουλον και την Πομπωνίαν και τους ηπείλησε νομίζων ότι ούτοι με
+είχον βοηθήσει να φύγω. Ευτυχώς ο Άουλος του απεκρίθη: «Γνωρίζεις,
+δέσποτα, ότι ουδέποτε ψεύδος εξήλθε του στόματός μου· σου ομνύω ότι
+ημείς δεν την εβοηθήσαμεν να φύγη και ότι, όπως και συ, αγνοούμεν τι
+απέγινε».
+
+Ο Καίσαρ τον επίστευσεν, έπειτα ελησμόνησε τα πάντα· και εγώ δεν
+έγραψα ποτέ προς αυτήν, διά να ημπορή να λέγη πάντοτε ότι δεν
+γνωρίζει περί εμού τίποτε.
+
+Εις την ανάμνησιν της Πομπωνίας οι οφθαλμοί της εγέμισαν από δάκρυα·
+αλλά μετ' ολίγον καθησύχασε και είπεν:
+
+ — Ειξεύρω ότι η Πομπωνία λυπείται πολύ διά την απουσίαν μου, αλλ'
+έχομεν παραμυθίας αγνώστους ημείς οι χριστιανοί.
+
+ — Ναι, απήντησεν ο Βινίκιος· η παρηγορία σας είνε ο Χριστός. Και
+τώρα καθημένη εδώ κοντά, Εκείνον σκέπτεσαι. Δι' εμέ η μόνη θεότης
+είσαι συ· Ήθελα να περιπτυχθώ τους πόδας σου, να σου δώσω όλην την
+λατρείαν μου . . . Εις σε, ω τρις θεσπεσία! δεν ηξεύρεις, δεν
+δύνασαι να ηξεύρης μέχρι ποίου βαθμού σε αγαπώ . . .
+
+Οι λόγοι ούτοι εφάνησαν εις την Λίγειαν ως βλασφημία και όμως δεν
+ηδύνατο να μη έχη οίκτον προς αυτόν και τους πόνους του. Ησθάνετο,
+ότι ηγαπάτο και ελατρεύετο αμέτρως, ότι ο άνθρωπος ούτος ο άκαμπτος
+ανήκεν εις αυτήν ως δούλος, και βλέπουσα αυτόν τόσω ταπεινόν, ήτο
+ευτυχής διά την δύναμιν, την οποίαν εξήσκει επ' αυτού.
+
+Εν μια στιγμή ανέζησεν όλον το παρελθόν. Επανέβλεπε τον λαμπρόν
+εκείνον Βινίκιον, ωραίον ως ημίθεον των εθνικών, όστις της είχεν
+ομιλήσει περί έρωτος εις την οικίαν των Αούλων και όστις είχεν
+εξεγείρει την καρδίαν της. Εφοβείτο ότι ηδύνατο να έλθη στιγμή, καθ'
+ην ο έρως του ανδρός τούτου θα την εκυρίευε και θα την συνήρπαζεν ως
+λαίλαψ. Η Λίγεια εφαντάζετο ότι μόνη η ιδέα άλλου έρωτος εκτός του
+Χριστού ήτο αμάρτημα κατ' Εκείνου και της διδασκαλίας Του.
+
+Ενώ έκαμεν αυτάς τας σκέψεις, έβλεπεν ότι ο Βινίκιος την παρηκολούθει
+με το βλέμμα πλήρες ικεσιών.
+
+Τότε η καρδία της επλημμύρει εξ οίκτου, όταν τον επλησίαζε και τον
+έβλεπεν, όλα ηκτινοβόλουν εις την θέαν του, και ησθάνετο την καρδίαν
+της πλημμυρούσαν από χαράν.
+
+Μίαν ημέραν παρετήρησεν ίχνη δακρύων εις τας βλεφαρίδας του, και διά
+πρώτην φοράν της ήλθεν εις τον νουν, ότι αυτή θα ηδύνατο να τα
+στεγνώση διά των ασπασμών της. Πλήρης περιφρονήσεως προς εαυτήν
+διήλθε την επομένην νύκτα κλαίουσα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+Ο Βινίκιος τώρα εδείκνυε πολύ ολιγωτέραν υπερηφάνειαν εις τας
+συνδιαλέξεις του με τον Γλαύκον. Του ήρχετο συχνά εις τον νουν ότι
+αυτός ο πτωχός δούλος ιατρός και η γραία Μαριάμ και ο Κρίσπος ήσαν
+και αυτοί ανθρώπινα πλάσματα. Επί τέλους κατέληξεν εις το να αγαπήση
+τον Ούρσον. Εφ' όσον ο Βινίκιος κατενίκα τα ελαττώματά του, επί
+τοσούτον η Λίγεια προσεκολλάτο εις αυτόν. Εν τοσούτω, όσον αφορά το
+να υποτάξη την βιαιότητά του εις την χριστιανικήν πειθαρχίαν, ο
+νεαρός τριβούνος ηδύνατο να το πράξη χωρίς μεγάλας προσπαθείας. Αλλά
+να κλίνη το πνεύμα του εις το να συμπαθήση αυτό το δόγμα, ήτο πολύ
+δύσκολον πράγμα. Δεν ετόλμα να θέση εν αμφιβόλω την υπερφυσικήν
+καταγωγήν του Χριστού, ούτε την ανάστασίν του, ούτε όλα τα άλλα
+θαύματα. Αλλ' η νέα θρησκεία θα κατέστρεφε πάσαν τάξιν, πάσαν
+υπεροχήν και θα εξηφάνιζεν όλας τας κοινωνικάς διαφοράς. Τι θα
+εγίνετο τότε η ρωμαϊκή κυριαρχία και δύναμις;
+
+Ηδύναντο οι Ρωμαίοι να παραιτήσωσι την αυτοκρατορίαν του κόσμου, να
+αναγνωρίσουν ως ίσας των όλας τας αγέλας εκείνας των ηττημένων λαών;
+
+Όχι· τούτο δεν ηδύνατο να χωρέση εις κεφαλήν πατρικίου.
+
+Η Λίγεια εμάντευσε ποίαι σκέψεις διήρχοντο του νου του. Έβλεπε και
+τους αγώνας του και την αποστροφήν του χαρακτήρος του προς το δόγμα
+εκείνο το Χριστιανικόν και εθλίβετο θανασίμως. Αλλά το σιωπηλόν
+σέβας, το οποίον εκείνος εδείκνυε διά τον Χριστόν, ήγειρε την
+συμπάθειάν της, τον οίκτον της και την ευγνωμοσύνην της και την
+είλκυε προς τον νεανίαν.
+
+Μίαν ημέραν, οπότε καθημένη πλησίον του έλεγεν ότι, εκτός της
+χριστιανικής διδασκαλίας ζωή δεν υπάρχει, εκείνος, αρχίζων να
+αναλαμβάνη τας δυνάμεις του, ανεσηκώθη επί του υγιούς βραχίονός του,
+έπειτα αποτόμως έθεσε την κεφαλήν του επί των γονάτων της κόρης και
+είπε:
+
+ — Η ζωή είσαι συ!
+
+Τότε η αναπνοή εκόπη εις το στήθος της Λιγείας, το λογικόν την
+εγκατέλειψε και εσκίρτησεν όλη εξ ηδονής. Με τας χείρας της τον
+έλαβεν από τους κροτάφους, προσεπάθησε να τον ανασηκώση, αλλ' εις την
+προσπάθειαν ταύτην έκυψε προς αυτόν, ώστε τα χείλη της έψαυσαν την
+κόμην του Βινικίου. Προς στιγμήν επάλαισαν καθ' εαυτών και κατά του
+έρωτος, όστις τους ώθει τον ένα προς τον άλλον. Τέλος η Λίγεια
+εσηκώθη και έφυγεν.
+
+Ο Βινίκιος δεν εφαντάζετο αντί ποίου τιμήματος θα ηδύνατο να πληρώση
+την ευχάριστον εκείνην ευτυχίαν, Η Λίγεια είχεν εννοήσει ότι και αυτή
+τώρα είχεν ανάγκην βοηθείας. Την επιούσαν εξήλθε λίαν πρωί του
+κοιτώνος, εκάλεσε τον Κρίσπον εις τον κήπον και υπό την σκιάδα του
+κισσού και της ξηράς κληματίδος του ήνοιξεν όλην την καρδίαν της και
+τον παρεκάλεσε να τη επιτρέψη όπως απέλθη εκ της οικίας της Μαριάμ
+διότι δεν είχε πλέον εμπιστοσύνην εις εαυτήν και δεν ηδύνατο εν τη
+καρδία της να κατανικήση τον έρωτά της προς τον Βινίκιον.
+
+Ο Κρίσπος ενέκρινε το σχέδιον της αναχωρήσεως, αλλά δεν εύρε λέξιν
+συγγνώμης διά τον έρωτα τούτον, τον οποίον εθεώρει ως αμάρτημα.
+
+Η καρδία του εξεχείλισεν εξ αγανακτήσεως εις μόνην την ιδέαν ότι αυτή
+η Λίγεια, η πρόσφυξ, την οποίαν είχεν αναλάβει υπό την προστασίαν
+του, την οποίαν ηγάπα και την οποίαν είχε στερεώσει εις την πίστιν
+της χριστιανικής διδασκαλίας, ηδυνήθη να εύρη εις την ψυχήν της χώρον
+δι' έρωτα άλλον παρά τον προς τον Χριστόν έρωτα.
+
+Η απογοήτευσις αύτη τον εξέπληττε και τον ελύπει.
+
+ — Ύπαγε και ζήτησον παρά του Θεού συγχώρησιν των πταισμάτων σου, της
+είπε με ύφος σκυθρωπόν, φύγε πριν το πονηρόν πνεύμα, το οποίον σε
+εμάγευσε, σε οδηγήση εις τελείαν κατάπτωσιν και πριν αρνηθής τον
+Σωτήρα. Είθε να αποθάνης . . .
+
+Διέκοψεν αποτόμως τον λόγον του παρατηρήσας ότι δεν ήσαν μόνοι.
+
+Διά μέσου των απεξηραμένων φύλλων της κληματίδος και του χλοερού
+κισσού είδε δύο άνδρας, εκ των οποίων ο είς ήτο ο απόστολος Πέτρος.
+Δεν ηδυνήθη ευθύς να αναγνωρίση τον δεύτερον, του οποίου το πρόσωπον
+ήτο εν μέρει κεκρυμμένον υπό μανδύαν και του εφάνη προς στιγμήν ότι
+ήτο ο Έλλην.
+
+Ακούσαντες τας φωνάς του Κρίσπου είχον εισέλθει υπό το λίκνον εκείνο
+και είχον καθίσει επί βάθρου. Όταν ο σύντροφος του Αποστόλου άφησε να
+φαίνεται η ασκητική μορφή του και το φαλακρόν κρανίον του, μόλις είδε
+την εμπνευσμένην εκείνην κεφαλήν με τα κόκκινα βλέφαρα και την γαμψήν
+ρίνα, ο Κρίσπος ανεγνώρισε τον Παύλον τον Ταρσέα.
+
+Η Λίγεια έπεσε γονυκλινής παρά τους πόδας των δύο αποστόλων και
+έκρυπτε το μικρόν δακρυσμένον πρόσωπόν της εις τας πτυχάς του μανδύου
+του Αποστόλου σιωπώσα. Και ο Πέτρος είπεν:
+
+ — Ειρήνη εις τας ψυχάς υμών! Και επέθεσε την ερρυτιδωμένην χείρα
+του επί της κεφαλής της Λιγείας, έπειτα επάρας τους οφθαλμούς προς
+τον γηραιόν ιερέα:
+
+ — Κρίσπε, δεν ήκουσες να λέγεται ότι ο Κύριος ημών, εις τον γάμον
+της Κανά, ηυλόγησε τον έρωτα της νύμφης και του νυμφίου; Κρίσπε,
+νομίζεις ότι ο Χριστός, όστις επέτρεψεν εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν
+να προσπέση εις τους πόδας του, και όστις εσυγχώρησε τας αμαρτίας
+της, θα απέστρεφε το πρόσωπον από της κόρης ταύτης, της αγνής ως το
+κρίνον των αγρών; Συ Λίγεια, εν όσω οι οφθαλμοί εκείνου, τον οποίον
+αγαπάς, δεν θα ανοιχθούν εις το φως της αληθείας, απόφευγέ τον, διά
+να μη σε ελκύση εις αμαρτίαν, αλλά δέου υπέρ αυτού, και μάθε ότι ο
+έρως σου δεν είναι ένοχος.
+
+Επέθηκε τας δύο του χείρας επί της κόμης της Λιγείας και την
+ηυλόγησε. Το πρόσωπόν του ήστραπτεν εκ θείας αγαθότητος.
+
+&Βινίκιος Πετρωνίω, Χαίρειν.&
+
+_«Σου έγραψα και προηγουμένως περί της διατριβής μου μεταξύ
+χριστιανών, περί της προς τους εχθρούς συμπεριφοράς των, εις τον
+κατάλογον των οποίων είχον το δικαίωμα να μας συγκαταταριθμώσιν, εμέ
+και τον Χίλωνα, τέλος περί της αγαθότητος, μεθ' ης με επεριποιήθησαν
+και περί της εξαφανίσεως της Λιγείας.
+
+«Η Λίγεια εάν ήτο και αδελφή μου ή σύζυγός μου, δεν θα ηδύνατο να με
+περιποιηθή τρυφερώτερον ή όσον με επεμελήθη. Πολλάκις εσκέφθην ότι
+μόνον ο έρως θα ηδύνατο να εμπνεύση τόσην μέριμναν.
+
+»Πολλάκις ανέγνωσα τον έρωτα τούτον εις το πρόσωπον και εις τους
+οφθαλμούς της. Και λοιπόν θα το πιστεύσης; εν μέσω των απλών εκείνων
+ανθρώπων, εντός τον πενιχρού εκείνου θαλάμου, ησθάνθην τον εαυτόν μου
+αφάτως ευδαίμονα. Όχι! δεν ήμην αδιάφορος.
+
+»Και όμως αύτη η Λίγεια έφυγε κρυφίως, χωρίς να το ηξεύρω, από την
+οικίαν εκείνην.
+
+»Τώρα διέρχομαι ολοκλήρους ημέρας κρατών την κεφαλήν μου με τας δύο
+χείρας, σκεπτόμενος εκείνην.
+
+»Σοι έγραψα ότι της είχον προτείνει να την αποδώσω εις τους Αούλους;
+Αλλά δεν ήτο πλέον δυνατόν· οι Άουλοι είχον αναχωρήση εις Σικελίαν.
+
+»Εν πάση περιπτώσει αύτη ήξευρεν ότι εγώ δεν θα την κατεδίωκον πλέον,
+ότι έπαυον την βίαν και ότι επειδή δεν ηδυνάμην ούτε να παύσω να την
+αγαπώ, ούτε να ζήσω χωρίς αυτήν, η ευτυχία μου θα ήτο να την λάβω
+σύζυγον. Και όμως έφυγε! Διατί; Δεν διέτρεχε πλέον κίνδυνον.
+
+»Εάν δεν με ηγάπα, ηδύνατο να με απωθήση. Αλλ' αν με ηγάπα και
+εκείνη; Εάν ούτω έχη, έφευγε προ του έρωτος. Δεν θα ηρνούμην να
+πιστεύσω εις τον Χριστόν της. Τι μου στοιχίζει ένας Θεός περισσότερον
+και διατί δεν θα επίστευα εις αυτόν, εγώ όστις δεν πολυπιστεύω εις
+τους άλλους;
+
+»Αλλά φαίνεται ότι τούτο δεν αρκεί εις τους χριστιανούς. Δεν αρκεί να
+σέβεταί τις και να τιμά τον Χριστόν· πρέπει να εφαρμόζη και την
+διδασκαλίαν του. Και αν τους υπεσχόμην να εφαρμόσω την διδασκαλίαν
+ταύτην δεν θα επείθοντο. Γνωρίζω ότι εν τη διδασκαλία των δεν υπάρχει
+διαφορά μεταξύ πλουσίου και πτωχού, μεταξύ δεσπότου και δούλου.
+
+»Σου ομολογώ ότι η Λίγεια με ενδιαφέρει περισσότερον ή όσον η Ρώμη
+ολόκληρος και η κυριαρχία της· και ο κόσμος ας ανατραπή, αρκεί να έχω
+αυτήν εις την οικίαν μου.
+
+»Αλλά δεν πρόκειται περί τούτον. Εις τους χριστιανούς δεν αρκεί να
+συμφωνή τις προς αυτούς με λόγους. Σου έγραψα, αλήθεια, ότι η Λίγεια
+ανεχώρησεν εν αγνοία μου. Αλλ' αναχωρούσα μου αφήκεν ένα σταυρόν, τον
+οποίον μόνη της κατεσκεύασεν εκ μικρών κλάδων. Εξυπνήσας εύρον τον
+σταυρόν τούτον παρά την κλίνην μου. Τον φυλάττω μεταξύ των θεών μου
+και χωρίς να δύναμαι να εννοήσω διατί, τον πλησιάζω μετά φόβου και
+σεβασμού, ως να είναι θείον τι πράγμα. Τον σταυρόν τούτον τον αγαπώ,
+επειδή με τας χείρας της συνέδεσε τους κλάδους, αλλά και τον μισώ
+συγχρόνως, επειδή ο σταυρός αυτός μας χωρίζει»._
+
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'
+
+
+
+Ο Βινίκιος θεραπευθείς τελείως επανήλθεν εις τον οίκον του, όπου και
+έζη κλεισμένος χωρίς να εξέρχεται διόλου, έγραψε δε την ανωτέρω
+επιστολήν προς τον Πετρώνιον. Δεν έβλεπε κανένα, ειμή από καιρού εις
+καιρόν τον ιατρόν Γλαύκον. Αι επισκέψεις του αύται ήσαν προσφιλείς,
+διότι τότε ηδύνατο να ομιλή περί της Λιγείας. Ο Γλαύκος δεν ήξευρε
+πού εκείνη είχε καταφύγει, αλλ' εβεβαίωνε τον Βινίκιον ότι η μέριμνα
+των πρεσβυτέρων επέβλεπεν αυτήν.
+
+Μιαν ημέραν, συγκινηθείς από την λύπην του Βινικίου, τω είπεν ότι ο
+απόστολος Πέτρος είχε μεμφθή τον Κρίσπον, διότι ούτος επέπληξε την
+Λίγειαν διά τον επίγειον έρωτά της. Ο νεαρός πατρίκιος ωχρίασεν εκ
+συγκινήσεως. Πολλάκις είχε πιστεύσει ότι δεν ήτο αδιάφορος προς αυτόν
+η Λίγεια, αλλ' επανέπιπτε πάντοτε εις αμφιβολίαν και αβεβαιότητα!
+Τώρα διά πρώτην φοράν ήκουε την επιβεβαίωσιν των πόθων και των
+ελπίδων του από το στόμα ενός ξένου, και ο ξένος ούτος ήτο
+χριστιανός!
+
+Του εφαίνετο προσέτι ότι, εάν η Λίγεια τον ηγάπα, όλα τα προσκόμματα
+θα παρεκάμπτοντο, διότι αυτός ήτο πρόθυμος να πιστεύση εις τον
+Χριστόν.
+
+Διά τούτο εζήτει να ίδη τον Παύλον τον Ταρσέα, του οποίου ο λόγος τον
+συνεκίνει. Αλλ' ο Παύλος είχεν αναχωρήσει δι' Αριαίαν, και επειδή αι
+επισκέψεις του Γλαύκου έγιναν αραιότεραι, ο Βινίκιος ευρέθη εις
+εντελή μοναξίαν και εκυριεύθη υπό ανυπομονησίας.
+
+Τέλος ήλθε στιγμή, οπότε η αρχαία φύσις του επεκράτησε και πάλιν. Του
+εφάνη ότι ήτο πολύ μωρός να γεμίζη την κεφαλήν του από πράγματα, τα
+οποία λύπην μόνον του είχον προξενήσει. Απεφάσισε να λησμονήση την
+Λίγειαν και ερρίφθη εις τον ανεμοστρόβιλον και εις τας ηδονάς του
+ελαφρού βίου, με την συνήθη ορμητικότητά του.
+
+Μίαν ημέραν εις τους αγώνας, εν μέσω των πολυτελών αρμάτων, ο
+Βινίκιος παρετήρησε το υπερήφανον τέθριππον της Χρυσοθέμιδος, της
+παλλακίδος του Πετρωνίου, του οποίου επροπορεύοντο δύο μολοσσοί, και
+όπερ περιεκυκλούτο με σύμπλεγμα, εις το οποίον ανεμιγνύοντο με τους
+νέους και γέροντας συγκλητικοί.
+
+Η Χρυσόθεμις οδηγούσα μόνη της το όχημα συρόμενον από τέσσαρας
+μικρούς ίππους της Κύρνου, εσκόρπιζε παντού μειδιάματα. Ότε
+παρετήρησε τον Βινίκιον, εσταμάτησε τους ίππους της και τον έβαλε εις
+το τέθριππόν της να καθίση πλησίον της, είτα τον ωδήγησεν εις την
+οικίαν της και τον εκράτησεν εις το δείπνον το οποίον διήρκεσεν όλην
+την νύκτα. Ο Βινίκιος εμεθύσθη εις βαθμόν ώστε να μη ενθυμήται ούτε
+την στιγμήν, καθ' ήν τον επανέφερον εις την οικίαν του.
+
+Ενεθυμείτο εν τούτοις ότι η Χρυσόθεμις τον είχεν ερωτήση περί της
+Λιγείας τι γίνεται, ότι αυτός προσεβλήθη εκ της ερωτήσεως ταύτης και
+ότι, ως ήτο μεθυσμένη, είχε περιχύση την κεφαλήν της με ποτήριον
+οίνου.
+
+Όταν το εσκέπτετο, ακόμη ησθάνετο εξεγειρομένην την οργήν του. Αλλά
+την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον
+ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της.
+
+Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού
+είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα.
+
+Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο
+ότι έμελλον να είναι διαρκείς. Καίτοι από το συμβάν της περιχύσεως
+οίνου, το όνομα της Λιγείας δεν επροφέρθη ποτέ από αυτήν, ο Βινίκιος
+δεν κατώρθωνε να την αποβάλη από τον νουν του. Πάντοτε αυτήν
+εσυλλογίζετο.
+
+Εις την πρώτην σκηνήν ζηλοτυπίας την οποίαν του έκαμεν η Χρυσόθεμις,
+εξ αφορμής δύο νεανίδων της Συρίας, τας οποίας είχεν αγοράση, την
+εξεδίωξεν ανευλαβώς.
+
+Ο τρόπος της ζωής του δεν ήλλαξεν εκ τούτου. Μάλιστα εχειροτέρευσεν,
+ως διά να απολαύση την τυραννικήν ανάμνησιν της Λιγείας.
+
+Η επάνοδος του Καίσαρος δεν τον εξήγαγεν εκ του μαρασμού του και
+μόνον τότε μετέβη εις του Πετρωνίου, όταν ούτος έστειλε να τον ζητήση
+με το ίδιον φορείον του. Εκείνος τον υπεδέχθη μετά χαράς, πλην ο
+Βινίκιος δεν απήντησε κατ' αρχάς ειμή ακουσίως και μετ' αποστροφής
+εις τας ερωτήσεις του. Εις το τέλος όμως τα αισθήματά του και αι
+σκέψεις του, συγκρατηθέντα προς στιγμήν, εξέσπασαν εις χείμαρρον
+λόγων.
+
+Επανέλαβε με περισσοτέρας λεπτομερείας την διήγησιν των συμβάντων,
+και παρεπονέθη ότι ενέπεσεν εις χάος, όπου έχασεν, εκτός της ησυχίας
+του, το χάρισμά του να διακρίνη τα πράγματα και να τα εκτιμά κατ'
+αξίαν. Τίποτε δεν τον ελκύει, δεν ευρίσκει τέρψιν εις τίποτε, δεν
+ηξεύρει ούτε τι να αποφασίση ούτε ποίαν μέθοδον να μεταχειρισθή.
+
+Ο Πετρώνιος παρετήρει τα ηλλοιωμένα χαρακτηριστικά του Βινικίου, τας
+χείρας του τεινομένας ψηλαφητεί ως να εζήτει οδόν εν τω σκότει, και
+εσκέπτετο.
+
+Αίφνης, ως να του ήλθε νέα ιδέα εις τον νουν του, είπε:
+
+ — Εδοκίμασες τουλάχιστον να αποσβέσης όλας τας λύπας ταύτας και να
+ζήσης εις το εξής ζωήν υποφερτήν;
+
+ — Εδοκίμασα, απήντησεν ο Βινίκιος· ο Πετρώνιος εγέλα. Α! Προδότα!
+Μανθάνομεν ταχέως τα νέα από τους δούλους· μου πήρες την Χρυσόθεμιν!
+
+Ο Βινίκιος ωμολόγησε τα πάντα.
+
+ — Όπως και αν έχη, σε ευχαριστώ, εξηκολούθησεν ο Πετρώνιος. Θέλω να
+την αφήσω όλως διόλου. Σου είμαι διττώς ευγνώμων πρώτον διότι δεν
+εδέχθης την Ευνίκην και δεύτερον διότι με απήλλαξες της Χρυσοθέμιδος.
+Άκουσέ με καλά, βλέπεις ενώπιον σου ένα άνθρωπον, όστις ηγείρετο λίαν
+πρωί, ελούετο, είχε την Χρυσόθεμιν, έγραφε σατύρας, αλλ' όμως
+υπέφερεν από αυτήν, όπως ο Καίσαρ, και πολλάκις δεν ήξευρε πώς να
+αποδιώξη τας θλιβεράς ιδέας του. Και ηξεύρεις διατί; Διότι επήγαινα
+να ζητήσω μακράν εκείνο το οποίον είχα προχειρότατον . . . Μία ωραία
+γυνή αξίζει πάντοτε όσον το βάρος της εις χρυσόν, αλλά μία γυνή, ήτις
+περιπλέον σε αγαπά, είναι πράγματι ανεκτίμητος. Ιδού λοιπόν τι λέγω
+τώρα: Πληρώ την ζωήν μου ευτυχίας, καθώς θα επλήρουν εκλεκτού οίνου
+έν ποτήριον, και πίνω έως ότου η χειρ μου καταστή αδρανής και πελιδνά
+τα χείλη μου, ας γείνη ό,τι γείνη· ιδού η νέα φιλοσοφία μου.
+
+Αφού είπε ταύτα, έκραξε την Ευνίκην. Εκείνη εισήλθε λευκοφορούσα,
+μειδιώσα, χρυσόκομος.
+
+Ο Πετρώνιος ήνοιξε τας αγκάλας του λέγων:
+
+ — Ελθέ.
+
+Εκείνη έτρεξε και εκάθισεν επί των γονάτων του, έθεσε την κεφαλήν της
+επί του στήθους του.
+
+Ο Πετρώνιος εξέτεινε την χείρα εις ένα δίσκον, έλαβε μίαν φούχταν
+βιολέττες και έρρανε την κεφαλήν, το στήθος και την εσθήτα της
+Ευνίκης· κατόπιν της απεγύμνωσε τους ώμους.
+
+Τα χείλη του επλανώντο επί των ώμων και του λαιμού της Ευνίκης.
+Εκείνη εφρικίασε· τα βλέφαρά της ήρχισαν να ανοιγοκλείουν.
+
+ — Και τώρα, σκέψου τι αξίζουν οι σκυθρωποί χριστιανοί σου και
+σύγκρινε! Εάν δεν βλέπης την διαφοράν, τότε ύπαγε να την εύρης!
+Αλλά το θέαμα τούτο θα σε θεραπεύση, είπεν ο Πετρώνιος, Ευνίκη,
+θεσπεσία μου, ειπέ να μας ετοιμάσουν το γεύμα και ας μας φέρουν
+τριαντάφυλλα.
+
+Εκείνη ηγέρθη και περιεπάτει εντός της αιθούσης. Αυτός ήλθεν
+έμπροσθεν του Βινικίου και τω είπε:
+
+ — Λέγεις ότι η Λίγεια σε αγαπά· δυνατόν, αλλά τι ωφελεί έρως εν
+αποχή; Τούτο δεν σημαίνει ότι υπάρχει κάτι τι ισχυρότερον τούτου;
+Όχι, αγαπητέ μου, η Λίγεια δεν είνε Ευνίκη.
+
+ — Όλα είναι μία βάσανος, απήντησεν ο Βινίκιος. Σε είδα να καλύπτης
+με φιλιά τους ώμους της Ευνίκης και εσκέφθην ότι εάν η Λίγεια μου
+είχεν αποκαλύψει ομοίως τους ώμους της, θα εθυσίαζα την ζωήν μου.
+Αλλ' εις την ιδέαν ταύτην κατελήφθην υπό τινος φόβου, ως να
+προσέβαλλα ή ως να ήθελα να μολύνω μίαν θεότητα . . . Η Λίγεια δεν
+είνε Ευνίκη. Αλλ' εγώ εννοώ την διαφοράν των άλλως ή όπως συ. Και με
+όλην την ταλαιπωρίαν και τον πόνον μου προτιμώ η Λίγεια να μη ομοιάζη
+με τας άλλας γυναίκας.
+
+Ο Πετρώνιας έσεισε τους ώμους.
+
+ — Τότε δεν χάνεις τίποτε διά της αποχής σου. Αλλ' εγώ δεν εννοώ.
+
+ — Ναι! ναι! Δεν δυνάμεθα πλέον να εννοώμεθα, απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ο Άδης να καταπίη όλους τους χριστιανούς! ανέκραξεν ο Πετρώνιος.
+Σε ενέπλησαν ανησυχιών και σου κατέστρεψαν την έννοιαν της ζωής.
+Λέγεις ότι η διδασκαλία των είναι αγαθοποιός; εκείνο μόνον είναι
+αγαθοποιόν, το οποίον μας δίδει την ευτυχίαν, τουτέστι το κάλλος, τον
+έρωτα και την ρώμην, και τα πράγματα ταύτα εκείνοι τα ονομάζουν
+μάταια. Πλανάσαι πιστεύων ότι είναι δίκαιοι· εάν αποδίδωμεν καλόν
+αντί κακού, τι θα αποδώσωμεν αντί του αγαθού; Και αν διά το έν και
+διά το άλλο η αμοιβή είναι η αυτή, διατί οι άνθρωποι να είναι αγαθοί;
+
+ — Όχι· η αμοιβή δεν είναι η αυτή, αλλά κατά την διδασκαλίαν των,
+αρχίζει εις την ζωήν την μέλλουσαν, ήτις είνε αιωνία.
+
+ — Δεν εισέρχομαι εις τας θεωρίας ταύτας.
+
+ — Η ζωή κατ' αυτούς αρχίζει την επιούσαν του θανάτου.
+
+ — Τέλος πάντων . . . είσαι ικανός να λησμονήσης την Λίγειαν;
+
+ — Όχι.
+
+ — Τότε αναχώρησε μακράν, κάμε ταξείδια.
+
+Την στιγμήν εκείνην οι θεράποντες ανήγγειλαν, ότι το πρόγευμα ήτο
+έτοιμον και ο Πετρώνιος, ενώ μετέβαινεν εις το τρίκλινον
+εξηκολούθησε:
+
+ — Διέτρεξες επί της γης πολλά μέρη, πλην ως στρατιώτης, όστις
+σπεύδει προς το τέρμα της πορείας του και δεν ίσταται καθ' οδόν.
+Επεσκέφθης τους ελληνικούς ναούς, όπως έκαμα εγώ επί δύο έτη; Επήγες
+εις την Ρόδον, όπου εγείρεται ο Κολοσσός; ή εις τας Αθήνας; Είδες την
+Άλεξάνδρειαν, την Μέμφιδα, τας Πυραμίδας; Ο κόσμος είναι ευρύς, θα
+συνοδεύσω τον Καίσαρα και, κατά την επιστροφήν, θα τον αφήσω και θα
+αναχωρήσω διά την Κύπρον. Θέλεις, ξανθή μου και θεσπεσία Ευνίκη, να
+πάμε εις την Πάφον της Κύπρου διά να προσφέρωμεν θυσίας εις την
+Παφίαν Αφροδίτην; Πρέπει να ηξεύρης πώς ό,τι επιθυμείς θα γίνεται
+αμέσως.
+
+ — Είμαι δούλη σου, υπέλαβεν η Ευνίκη.
+
+ — Τότε είμαι δούλος μιας δούλης, απεκρίθη ο Πετρώνιος.
+
+Έπειτα απευθυνθείς προς τον Βινίκιον:
+
+ — Ελθέ μαζί μας εις την Κύπρον και άφησε κατά μέρος τους
+Χριστιανούς. Σου είπα και άλλοτε ότι είναι μωροί άνθρωποι, αυτό άλλως
+τε το αισθάνεσαι και συ καλλίτερον εμού και προ παντός ο χαρακτήρ σου
+δεν είναι δυνατόν να συμμορφωθή με την διδασκαλίαν των.
+
+Ο Βινίκιος επανήλθεν εις τον οίκον του και ήρχισε να σκέπτεται ότι
+πράγματι η χρηστότης εκείνη και η ευσπλαγχνία είνε ίσως μόνον
+απόδειξις της ασθενείας των ψυχών των.
+
+Του εφάνη ότι άνθρωποι ισχυροί και καλώς πεπλασμένοι δεν θα ηδύναντο
+να συγχωρώσι κατ' αυτόν τον τρόπον.
+
+Εντεύθεν η αντιπάθεια της ρωμαϊκής ψυχής του προς το δόγμα των.
+
+«Ημείς θα ηξεύρωμεν να ζώμεν και θα ηξεύρωμεν να αποθνήσκωμεν»,
+είχεν ειπή ο Πετρώνιος.
+
+Και αυτοί;
+
+Δεν ηξεύρουν ειμή να συγχωρούν, αλλά, δεν εννοούν ούτε τον αληθή
+έρωτα, ούτε το πραγματικόν μίσος.
+
+Ο Καίσαρ δεν ήτο ευχαριστημένος, ότε επέστρεψεν από το Άντιον εις
+Ρώμην· διά τούτο μετά τινας ημέρας ήρχισε να διακαίεται υπό της
+επιθυμίας να αναχωρήση δι' Αχαΐαν. Αλλ' εις μίαν επίσκεψίν του εις το
+ιερόν της Εστίας, επήλθε συμβεβηκός τι, όπερ ανέτρεψε τα σχέδιά του.
+
+Ο Νέρων δεν επίστευεν εις τους θεούς, αλλά τους εφοβείτο.
+
+Η μυστηριώδης Εστία προ πάντων τον εφόβιζε με κάποιον ιδιαίτερον
+τρόπον.
+
+Εις την θέαν του ειδώλου της και του ιερού πυρός, αι τρίχες του
+ανωρθώθησαν αιφνιδίως, όλα τα μέλη του παρέλυσαν και κατέπεσεν εις
+τους βραχίονας του Βινικίου, όστις κατά τύχην ίστατο όπισθέν του. Τον
+μετέφερον αμέσως έξω του ναού, και επανήλθεν εις το Παλατίνον, όπου
+έμεινε κλινήρης δι' όλης της ημέρας. Προς μεγάλην έκπληξιν όλων των
+παρεστώτων ανήγγειλεν ότι αναβάλλει οριστικώς το ταξείδιόν του,
+καθότι οι θεοί τον ενουθέτησαν μυστικώς να φυλάττεται από πάσης
+σπουδής.
+
+Μίαν ώραν ύστερον, εκηρύσσετο δημοσία ανά την Ρώμην, ότι ο Καίσαρ
+βλέπων τας τεθλιμμένας όψεις των πολιτών και αγόμενος υπό πατρικής
+φιλοστοργίας, θα μείνη εν Ρώμη, διά να συμμετέχη πάσης χαράς και
+πάσης λύπης των.
+
+Ο λαός, περιχαρής εκ της αποφάσεως ταύτης, η οποία ήτο σημείον αγώνων
+και διανομών σίτου, συνηθροίσθη όλος έμπροσθεν του Παλατίνου,
+ζητωκραυγάζων υπέρ του θείου Καίσαρος, όστις έπαιζε την στιγμήν
+εκείνην τους κύβους με τους αυλικούς του.
+
+ — Ναι, εδέησε να αναβάλω το ταξείδιόν μου, έλεγεν. Οι οφθαλμοί σας
+οι θνητοί ουδέν είδον, επειδή το θείον μένει αόρατον εις βεβήλους
+οφθαλμούς. Μάθετε όμως ότι εν τω ναώ η Εστία αυτή ηνωρθώθη πλησίον
+ρου και μου είπε μυστικώς: «Ανάβαλε την αποδημίαν σου».
+
+Τούτο συνέβη τόσον έξαφνα, ώστε ετρόμαξα προς στιγμήν αλλά τώρα
+ευγνωμονώ τους θεούς διά την τόσον καταφανή προστασίαν των. Γνωρίζετε
+διατί οι άνθρωποι φοβούνται την Εστίαν περισσότερον από τας άλλας
+θεότητας; Εκυριεύθην από φόβον, εγώ ο ύπατος άρχιερεύς, ενθυμούμαι δε
+μόνον ότι ελιποψύχησα και θα έπιπτον κατά γης, εάν δε με υπεβάσταζε
+κάποιος. Ποίος ήτο;
+
+ — Εγώ, απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Α, συ; Διατί δεν ήλθες εις Βενεβέντον; Μοι είπον ότι ήσο ασθενής,
+και πράγματι είσαι καταβεβλημένος! Ήκουσα ότι ο Κρότων ήθελε να σε
+δολοφονήση. Είναι αληθές;
+
+ — Ναι, και μου έθραυσε τον ένα βραχίονα, αλλ' ημύνθην.
+
+ — Με τον βραχίονά σου τον θραυσμένον;
+
+ — Έτυχον βοηθείας παρά τίνος βαρβάρου ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα.
+
+Ο Νέρων εφάνη έκπληκτος εις το άκουσμα τούτο.
+
+ — Ρωμαλαιοτέρου από τον Κρότωνα; Αστεΐζεσαι ίσως; Ο Κρότων ήτο ο
+ισχυρότερος πάντων και τώρα είναι ο Στύφαξ ο Αιθίοψ.
+
+Σου λέγω, Καίσαρ, ότι τον είδα με τα μάτια μου.
+
+ — Πού άρα γε ευρίσκεται ο εξαίρετος ούτος άνθρωπος;
+
+ — Δεν ηξεύρω, Καίσαρ· τον έχασα.
+
+ — Αγνοείς και ποίας εθνικότητος είναι;
+
+ — Είχα τον βραχίονα σπασμένον και δεν εσκέφθην να τον ερωτήσω.
+
+ — Ζήτησέ μου τον.
+
+ — Θα φροντίσω εγώ περί αυτού, είπεν ο Τιγγελίνος.
+
+Αλλ' ο Νέρων εξηκολούθει να ομιλή προς τον Βινίκιον:
+
+ — Σε ευχαριστώ που με υπεβάστασες· άνευ σου θα έπιπτον και θα
+εκτύπων άσχημα. Άλλοτε ήσο καλός εταίρος, αλλ' από του πολέμου, αφ'
+ότου υπηρέτησες υπό τον Κορβύλωνα, έγινες άγριος και σπανίως σε βλέπω
+πλέον.
+
+Μετά βραχείαν σιωπήν επανέλαβε:
+
+ — Τι γίνεται εκείνη η κόρη . . . εκείνη η λιγνή . . . την οποίαν
+ηρωτεύεσο, και εγώ την αφήρεσα από τους Αούλους διά σε;
+
+Ο Βινίκιος εταράχθη, αλλ' ο Πετρώνιος ευθύς τον εβοήθησε.
+
+ — Στοιχηματίζω, είπεν, άναξ, ότι την ελησμόνησε. Βλέπεις την ταραχήν
+του; Ερώτησέ τον πόσας άλλας είχεν έκτοτε και αμφιβάλλω αν θα δυνηθή
+να απαντήση εις την ερώτησίν σου. Οι Βινίκιοι είναι καλοί στρατιώται,
+αλλά ακόμη καλλίτεροι . . . . πετεινοί.
+
+ — Αχ, τι στενοχώρια! είπεν ο Νέρων. Η θέλησις της θεάς με έκαμε να
+μείνω εις Ρώμην, και δεν υποφέρω διόλου την Ρώμην μας. Θα αναχωρήσω
+εις Άντιον. Πνίγομαι εις τας στενάς αυτάς συνοικίας, εν μέσω των
+ετοιμορρόπων οικιών, εις τους δρομίσκους τους ρυπαρούς. Βρωμερός
+αέρας έρχεται έως εδώ και εις τους κήπους μου. Α! εάν σεισμός
+κατέστρεφε την Ρώμην, εάν Θεός τις εν τη οργή του την κατέρριπτεν εις
+κόνιν, θα σας εδείκνυον τότε πώς πρέπει να κτισθή μία πόλις, κεφαλή
+του κόσμου και καθέδρα μου.
+
+ — Καίσαρ, υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, λέγεις: «Εάν Θεός τις εν τη οργή
+του κατέστρεφε την πόλιν», αυτό δεν είπες;
+
+ — Ναι. . Και έπειτα;
+
+ — Δεν είσαι Συ λοιπόν Θεός;
+
+Ο Νέρων έσεισε τους ώμους με ύφος βεβαρυμένον, έπειτα εχασμουρήθη
+θέλων να δείξη ότι είχεν ανάγκην αναπαύσεως· οι αυλικοί τον
+απεχαιρέτισαν, ο είς μετά τον άλλον, και ο Πετρώνιος εξήλθε μετά του
+Βινικίου.
+
+ — Ιδού προσεκλήθης και συ εις την εορτήν, του είπεν. Ημείς, φίλε
+μου, αφού υπετάξαμεν τον κόσμον δικαιούμεθα και να διασκεδάζωμεν.
+
+ — Απορώ δι' έν μόνον πράγμα, ότι όλα αυτά δεν σε κουράζουν ακόμη,
+απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ειξεύρεις πόθεν προέρχεται τούτο; Είμαι κουρασμένος από πολλού,
+αλλά δεν έχω την ηλικίαν σου. Άλλως τε έχω άλλας κλίσεις, αι οποίαι
+λείπουν από σε. Αγαπώ τα βιβλία, τα οποία συ δεν αγαπάς· αγαπώ την
+ποίησιν, την σκηνήν, τα αγγεία, τους τιμίους λίθους, έχω πόνους των
+νεφρών, τους οποίους συ δεν έχεις και τέλος έχω την Ευνίκην και συ
+ουδέν τοιούτον έχεις, θέλω να ζήσω μέχρι τελευτής του βίου μου
+φαιδρός και διασκεδάζων. Ενώ συ φαίνεται πώς θέλεις να αποστραφής από
+αυτά και . . .
+
+ — Θα έλεγε κανείς ότι φοβείσαι μη γίνω χριστιανός;
+
+ — Τέλος άφησέ τα τώρα αυτά και καλήν αντάμωσιν, χαίρε.
+
+Ο Τιγγελίνος διά να αποζημιώση τον Νέρωνα διά το αναβληθέν ταξείδιόν
+του και να υπερισχύση όλων εκείνων, οίτινες μέχρι τούδε είχον
+οργανώση πανηγύρεις προς τιμήν του Καίσαρος, κατέβαλεν εξαιρετικάς
+προσπαθείας και φροντίδας όπως μεγαλοπρεπέστερον και πολυτελέστερον
+εορτασθώσιν αι διοργανωθησόμεναι εορταί.
+
+Προς τον σκοπόν τούτον είχε πέμψει διαταγάς ίνα εκ των περάτων του
+κόσμου κομισθώσι ζώα, ιχθύες σπάνιοι, πτηνά και φυτά. Αι πρόσοδοι
+ολοκλήρων επαρχιών κατετρώγοντο εις τας προετοιμασίας ταύτας, αλλ'
+όσον δι' αυτό ολίγον τον έμελε.
+
+Ο Τιγγελίνος δεν ηγαπάτο ίσως υπό του Νέρωνος τόσον όσον οι άλλοι
+αυλικοί, αλλά καθίστατο ημέρα τη ημέρα πλέον απαραίτητος.
+
+Ο Τιγγελίνος βλέπων ότι δεν ηδύνατο να αμιλλάται ούτε με τον
+Πετρώνιον ούτε με τον Λουκιανόν ούτε με εκείνους, οίτινες διέπρεπον
+κατά την καταγωγήν των, ήθελε να τους υπερακοντίζη διά της
+δουλοπρεπείας και της αναπτύξεως μυθώδους πολυτελείας. Είχε στήση τας
+τραπέζας του συμποσίου εντός της λίμνης, επί σχεδίων γιγαντιαίων,
+κατασκευασμένων με επιχρύσους δοκούς. Ήτο ως μία φαντασμαγορική
+νησίς. Αι άκραι ήσαν κεκοσμημέναι με κογχύλας μεγαλοπρεπείς,
+ηλιευμένας εις την Ερυθράν θάλασσαν και εις τον Ινδικόν Ωκεανόν, με
+λόχμας εκ φοινίκων, λωτών και ρόδων, μεταξύ των οποίων είχον
+τοποθετήση αγάλματα θεών, κλωβούς χρυσούς ή αργυρούς πλήρεις πτηνών
+λαμπροτάτων και κρήνας εξ ων ανέβλυζον αρώματα.
+
+Εις το κέντρον ηγείρετο σκηνή εκ πορφύρας, υποβασταζομένη υπό
+κιονίσκων αργυρών· υπό την σκιάδα ταύτην αι τράπεζαι αι ητοιμασμέναι
+διά τους συνδαιτυμόνας απέστιλβον εξ υαλικών της Αλεξανδρείας, εκ
+κρυστάλων και αγγείων, προϊόντων διαρπαγέντων εν Ιταλία, εν Ελλάδι
+και εν Μικρά Ασία. Η τεχνητή νήσος κατάμεστος από άνθη ήτο
+συνδεδεμένη διά πλεγμάτων χρυσών και πορφυρών, με ακάτια εν σχήματι
+ιχθύων και κύκνων εις τα οποία εκάθηντο ημίγυμνοι κωπηλάτριαι με
+σώματα εύγραμμα και μετέφερον εις την σχεδίαν τους κεκλημένους.
+
+Όταν ο Νέρων μετά της Ποππέας και των Αυγουστιανών επέβη εις την
+κυρίως σχεδίαν και εκάθησεν υπό την σκιάδα την πορφυράν, τα ακάτια
+διωλίσθησαν, αι κώπαι έπληξαν το ύδωρ, και η σχεδία φέρουσα το
+συμπόσιον και τους κεκλημένους έπλευσε περιγράψασα κύκλον εις την
+επιφάνειαν της λίμνης. Μικρότεραι σχεδίαι την συνώδευον φέρουσαι
+κιθαρωδούς και αυλητρίας.
+
+Ο Καίσαρ έχων εκ δεξιών την Ποππέαν, αριστερά δε τον Πυθαγόραν,
+εθαύμαζε και, όταν μεταξύ των ακατίων εκολύμβησαν φανταστικαί
+Σειρήνες, τότε εδαψίλευσεν επαίνους εις τον Τιγγελίνον.
+
+Τέλος ήρχισαν να παραθέτωνται τα φαγητά και οι οίνοι εν αμυθήτω
+αφθονία.
+
+Η ωραιότης του Βινικίου διεκρίνετο μεταξύ όλων των συνδαιτυμόνων. Αν
+και οι πόλεμοι και τελευταίως αι λύπαι και αι θλίψεις, με τας οποίας
+εποτίσθη εξ αφορμής του προς την Λίγειαν έρωτός του, τον κατέβαλον
+ολίγον, ήτο εν τούτοις συμπαθέστατος και όλων των γυναικών τα
+βλέμματα, μηδέ της Ποππέας εξαιρουμένης, προσηλούντο επάνω του.
+
+Τα παγωμένα κρασιά πολύ γρήγορα εζέσταναν τας κεφαλάς των
+συνδαιτυμόνων. Η ημέρα εκείνη του Μαΐου ήτο εκτάκτως θερμή, καυστική
+μάλιστα.
+
+Η λίμνη εκυμάτιζεν υπό την ρυθμικήν κίνησιν των κωπών. Ουδέ πνοή
+ανέμου ηκούετο, τα φύλλα ήσαν ακίνητα.
+
+Η σχεδία έπλεε πάντοτε με το φορτίον της το αποτελούμενον εκ των
+συμποτών, οίτινες επί μάλλον και μάλλον εμεθύοντο και εθορύβουν.
+
+Ήδη δεν διετηρείτο πλέον η τάξις, μεθ' ης είχον παρακαθήσει εις την
+τράπεζαν. Το παράδειγμα είχε δώσει αυτός ο Καίσαρ, όστις εγερθείς
+έλαβε την θέσιν του Βινικίου, ενώ ο Βινίκιος ευρέθη παραπλεύρως της
+Ποππέας, ήτις μετ' ολίγον έτεινε τον βραχίονα, παρακαλούσα αυτόν να
+τακτοποιήση τον πέπλον της. Η χειρ του τριβούνου έτρεμεν ολίγον· η
+Ποππέα έρριψε προς αυτόν βλέμμα ημιεντροπαλόν και ανέσεισε την κόμην
+την χρυσήν ως σημείον αρνήσεως.
+
+Εν τω μεταξύ ο ήλιος ερυθρός κατήρχετο όπισθεν των τόξων των δένδρων
+και έδυεν. Οι πλείστοι των συνδαιτυμόνων ήσαν πλέον ζαλισμένοι.
+Όμιλοι ανθρώπων μετημφιεσμένων εις σατύρους έπαιζον εις την όχθην
+αυλούς Πανός, νεάνιδες δε προέκυπταν ενδεδυμέναι ως νύμφαι. Η εσπέρα
+εχαιρετίσθη με κραυγάς προς τιμήν της Σελήνης και αποτόμως χιλιάδες
+λύχνοι εφώτισαν τα άλση. Από τους γυναικωνίτας τους υψουμένους κατά
+μήκος της όχθης εξήλθε σμήνος φώτων, και αι σύζυγοι και αι θυγατέρες
+των πρώτων οικογενειών της Ρώμης περιέφεραν εν θριάμβω την γυμνότητά
+των. Διά φωνών και χειρονομιών εκάλουν τους συμπότας.
+
+Η σχεδία επλησίασε τέλος εις την ξηράν. Ο Καίσαρ και οι αυγουστιανοί
+ώρμησαν εις τα άλση, κατέλαβαν τα νυμφεία, και επηκολούθησε
+παραφροσύνη γενική!
+
+Κανείς δεν ήξευρε πλέον τι είχε γίνει ο Καίσαρ· κανείς δεν ήξευρε τις
+ήτο ο συγκλητικός, ο πολεμιστής, ο σχοινοβάτης ή ο μουσικός, όλοι
+εξισώθησαν. Οι σάτυροι κατεδίωκον μετά κραυγών τας νύμφας και
+έπληττον τας λυχνίας διά να τας σβύσουν. Μέρη τινά των αλσών
+εβυθίσθησαν εις το σκότος. Αλλ' ηκούοντο παντού κραυγαί
+διαπεραστικαί, γέλωτες· εδώ ψιθυρισμοί, εκεί πνοαί ασθματικαί και
+έκφυλοι.
+
+Μόνος ο Βινίκιος δεν εμεθύσθη αρκετά, αλλά παν ό,τι συνέβαινε τον
+είχε θαμβώση. Ο πυρετός της ηδονής τον έκαιεν.
+
+Ώρμησεν εις το δάσος, και έτρεξε μετά των άλλων, διά να εκλέξη μεταξύ
+των νυμφών, ότε παρετήρησε πομπήν τινα παρθένων οδηγουμένην υπό μιας
+Αρτέμιδος· έτρεξε προς το μέρος των διά να ίδη πλησιέστερον την θεάν,
+αλλ' η καρδία του έπαυσεν αποτόμως να πάλλη. Του εφάνη ότι εγνώρισε
+την Λίγειαν εις την μορφήν της θεάς εκείνης της εικονιζούσης την
+Αρτέμιδα.
+
+Εκείναι τον περιεκύκλωσαν χοροπηδούσαι, έπειτα δε έφυγον, ως αγέλη
+αιγών.
+
+Και μ' όλον ότι η Άρτεμις εκείνη δεν ήτο η Λίγεια, ούτε καν της
+ωμοίαζεν, αυτός έμεινεν εκεί, πνιγόμενος υπό της συγκινήσεως. Ησθάνθη
+αιφνιδίως άπειρον θλίψιν διότι ευρίσκετο μακράν της Λιγείας. Ησθάνετο
+προς τα όργια εκείνα αποστροφήν και αηδίαν. Η αισχύνη τον έπνιγεν·
+εχρειάζετο αήρ εις το στήθος του.
+
+Εδοκίμασε να προχωρήση ολίγα βήματα και είδε να ορθούται ενώπιόν του
+γυναικεία βαθύπεπλος μορφή. Δύο χείρες έψαυσαν τους ώμους του και
+διάπυρος φωνή εψιθύρισε:
+
+ — Σε αγαπώ!. . Έλα! Κανείς δεν θα μας ιδή· σπεύσε.
+
+Ο Βινίκιος εξύπνησεν ως εξ ονείρου.
+
+ — Ποία είσαι;
+
+Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε:
+
+ — Μάντευσε.
+
+Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου
+του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ
+έρωτος! Νυξ τρέλλας!» είπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται·
+είμαι ιδική σου».
+
+Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.
+
+Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο
+δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια.
+
+Την απώθησε και της είπε:
+
+ — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω.
+
+Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε:
+
+ — Σήκωσε τον πέπλον μου . . .
+
+Την ιδίαν στιγμήν ηκούσθη θόρυβος πλησιάζοντος ανθρώπου η πεπλοφόρος
+έφυγεν, αλλ' ηκούσθη μεμακρυσμένος ο γέλως της, ο αλλόκοτος και
+μοχθηρός.
+
+Ο Πετρώνιος εφάνη.
+
+ — Ήκουσα και είδα, είπεν.
+
+ — Ας φύγωμεν απ' εδώ, του είπεν ο Βινίκιος.
+
+Υπερέβησαν τα νυμφεία τα περίλαμπρα, το άλσος, την ζώνην των εφίππων
+πραιτοριανών και έφθασαν εις τα φορεία των.
+
+ — Θα σε συνοδεύσω εις την οικίαν σου, είπεν ο Πετρώνιος.
+
+Ανέβησαν εις το φορείον και εσιώπων καθ' οδόν μέχρις ότου έφθασαν εις
+τον οίκον του Βινικίου.
+
+ — Εξεύρεις ποία ήτο; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Η Ρουβρία;
+
+ — Όχι.
+
+ — Τότε ποία;
+
+Ο Πετρώνιος χαμηλοφώνως είπε:
+
+ — Το πυρ της Εστίας εβεβηλώθη· η Ρουβρία ήτο μετά του Καίσαρος.
+
+ — Αλλ' εκείνη που μου εφορτώθη ποία ήτο;
+
+ — Ήτο η θεία Αυγούστα.
+
+Βραχεία σιωπή επηκολούθησεν.
+
+ — Ο Καίσαρ, είπεν ο Πετρώνιος, δεν ηδυνήθη να κρύψη ενώπιόν της την
+σφοδράν επιθυμίαν του να λάβη την Ρουβρίαν και ίσως αύτη ηθέλησε να
+εκδικηθή. Ευτυχώς δεν την ανεγνώρισες την Αυγούσταν, διότι αν
+αναγνωρίζων αυτήν την απώθεις, θα εχάνεσο αφεύκτως και συ και η
+Λίγεια και εγώ ίσως.
+
+Ο Βινίκιος εξέσπασεν:
+
+ — Εβαρύνθην πλέον την Ρώμην, τον Καίσαρα, τας εορτάς, την Αυγούσταν,
+τον Τιγγελίνον και σας όλους! Πνίγομαι!
+
+ — Χάνεις τον νουν σου· χάνεις πάσαν κρίσιν και παν μέτρον, Βινίκιε!
+
+ — Μόνον την Λίγειαν αγαπώ εις τον κόσμον, δεν θέλω άλλην αγάπην· δεν
+θέλω τον ιδικόν σας τρόπον του ζην, τα συμπόσιά σας, τα όργιά σας και
+τας κακουργίας σας!
+
+ — Τι έχεις τέλος; Είσαι λοιπόν χριστιανός;
+
+ — Όχι ακόμη, φευ! Όχι δεν είμαι άξιος ακόμη.
+
+Ο Πετρώνιος επέστρεψεν εις την οικίαν του, υψών τους ώμους και λίαν
+δύσθυμος, συλλογιζόμενος τα του Βινικίου. Ο πεπειραμένος αυτός
+σκεπτικιστής είδεν ότι είχε χάση την κλείδα της ψυχής εκείνης του
+ανεψιού του. Εσκέπτετο ότι εάν επετύγχανε παρά του Καίσαρος διάταγμα
+απελαύνον εκ Ρώμης τους χριστιανούς, η Λίγεια θα έφευγεν από την
+πόλιν μαζί με τους άλλους λάτρεις του Χριστού και ο Βινίκιος θα
+εσώζετο. Ήτο δυνατόν όμως το πράγμα τούτο;
+
+Τέλος, τρείς ημέρας μετά το συμπόσιον ο Νέρων απεφάσισε να αναχωρήση
+εις το Άντιον και ο Πετρώνιος έπρεπε να τον ακολουθήση. Έσπευσεν
+αμέσως να πληροφορήση τον Βινίκιον περί τούτου, του έδειξε δε και τον
+κατάλογον των κεκλημένων εις Άντιον, τον οποίον απελεύθερός τις του
+Καίσαρος τω είχε κομίση την πρωίαν.
+
+ — Το όνομά μου είνε εδώ μέσα γραμμένον, είπε· και το ιδικόν σου
+επίσης.
+
+ — Εάν δεν ήμην μεταξύ των κεκλημένων, απήντησεν ο Πετρώνιος, έπρεπε
+να περιμένω την θανατικήν καταδίκην μου και δεν την περιμένω προ της
+αποδημίας εις την Αχαΐαν. Θα είμαι εκεί πάρα πολύ ωφέλιμος εις τον
+Νέρωνα. Η πρόσκλησις αύτη είναι διαταγή.
+
+ — Και αν κανείς παρήκουε;
+
+ — Θα ελάμβανε πρόσκλησιν άλλου είδους, να εκκινήση εις δρόμον πολύ
+μακρότερον, διά ταξείδιον από το οποίον δεν επιστρέφουν ποτέ· ιδού
+λοιπόν, είσαι ηναγκασμένος να έλθης εις Άντιον.
+
+ — Είμαι ηναγκασμένος να υπάγω εις Άντιον . . . Βλέπεις εις ποίους
+καιρούς ζώμεν . . . είμεθα αγενείς δούλοι!
+
+ — Αργά το ενόησες, Βινίκιε.
+
+ — Όχι, αλλά, βλέπεις, εζήτησες να μου αποδείξης ότι η διδασκαλία η
+χριστιανική ήτο εχθρά της ζωής, ότι εδέσμευε τους ανθρώπους. Δύνανται
+να υπάρχουν βαρύτεραι αλύσεις από αυτάς, τας οποίας ημείς φέρομεν;
+Αλλ' ας ομιλήσωμεν περί σοβαρωτέρων πραγμάτων. Διηγήθην εις το
+Παλατίνον ότι ήσο ασθενής· εν τοσούτω το όνομά σου ευρίσκεται εις τον
+κατάλογον, όπερ αποδεικνύει ότι υπάρχει τις όστις δεν με επίστευε και
+όστις εχρησιμοποίησε την επιρροήν του διά να σε εγγράψη. Διά τον
+Νέρωνα δεν είσαι ειμή στρατιωτικός, με τον οποίον δύναταί τις να
+ομιλή περί ιπποδρομιών το πολύ και όστις δεν έχει καμμίαν ιδέαν περί
+ποιήσεως και μουσικής. Εάν το όνομά σου είναι γραμμένον εις τον
+κατάλογον, εις την Ποππέαν οφείλεις αυτήν την τιμήν και τούτο
+σημαίνει ότι το πάθος της δεν είναι ιδιοτροπία παροδική· θέλει να σε
+κατακτήση.
+
+ — Είναι τολμηρά η Αυγούστα!
+
+ — Τολμηρά βεβαίως. Είθε η Αφροδίτη να της εμπνεύση άλλον έρωτα το
+ταχύτερον! Αλλ' εν όσω σε ποθεί, οφείλεις να είσαι συνετός. Ο
+Χαλκοπώγων αρχίζει να βαρύνεται την Ποππέαν, αλλά και μόνον αν
+υπωπτεύετό τι και συ και εκείνη είσθε χαμένοι.
+
+ — Εις το άλσος δεν ήξευρα ότι ήτο αυτή· ήκουσες δε τι της απεκρίθην,
+ότι άλλην αγαπώ και δεν ήθελα αυτήν.
+
+ — Τι θα χάσης πάλιν συ; Θα σε εμποδίση τούτο να αγαπάς την Λίγειάν
+σου; Ενθυμήσου επί πλέον ότι η Ποππέα την είχεν ιδεί εις το Παλατίνον
+και ότι δεν θα της είναι δύσκολον να υποπτεύση προς χάριν τίνος
+περιφρονείς τόσον ανεκτίμητον εύνοιαν. Και τότε διά να εκδικηθή θα
+την ανεύρη όπου και αν είναι κρυμμένη και θα προξενήσης όχι μόνον τον
+όλεθρόν σου, αλλά και της Λιγείας τον όλεθρον· καταλαμβάνεις;
+
+Ο Βινίκιος ήκουεν ως να ήτο αλλού ο νους του. Τέλος είπεν:
+
+ — Ανάγκη να την ίδω.
+
+ — Ποίαν; Την Λίγειαν: Ηξεύρεις πού είναι;
+
+ — Όχι.
+
+ — Τότε θα ξαναρχίσης να την ζητής εις τα παλαιά νεκροταφεία και εις
+την Τραντισβέρην;
+
+ — Δεν ηξεύρω, αλλά πρέπει να την ίδω.
+
+ — Καίτοι χριστιανή, θα φανή ίσως λογικωτέρα από σε και μάλιστα εάν
+δεν θέλη να σου προξενήση κακόν.
+
+ — Εκείνη δεν με έσωσεν από τα χέρια του Ούρσου;
+
+ — Εάν ούτως έχη, σπεύσον· διότι ο Χαλκοπώγων δεν θα βραδύνη να
+αναχωρήση. Από το Άντιον δύναταί τις να εκδώση αποφάσεις εις θάνατον,
+όπως και απ' εδώ.
+
+Ο Βινίκιος εσκέπτετο με τι μέσον θα ίδη την Λίγειαν.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω, ο Χίλων έφθασεν όλως απροόπτως. Ενεφανίσθη άθλιος
+και ρακένδυτος, αλλ' επειδή οι δούλοι είχον άλλοτε διαταχθή να τον
+αφίνουν να εισέρχεται εις πάσαν ώραν της ημέρας και της νυκτός, δεν
+ετόλμησαν να του εμποδίσουν την δίοδον. Εκείνος εισήλθε κατ' ευθείαν
+εις το άτριον και σταθείς ενώπιον του Βινικίου είπε:
+
+ — Οι θεοί να σου δώσουν την αθανασίαν και να μοιράσουν μαζί σου την
+κυριαρχίαν του κόσμου!
+
+Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην
+εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την
+αηδίαν.
+
+ — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο
+Βινίκιος.
+
+ — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου
+έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία. Έπειτα με έκλεψαν, με
+κατέστρεψαν, η γυνή ήτις αντέγραψε τα μαθήματά μου έφυγεν
+αποκομίζουσα και τα χρήματα τα οποία μου είχαν μείνει. Είμαι
+δυστυχής, αυθέντα, και εις ποίον να καταφύγω ειμή εις σε, τον οποίον
+αγαπώ και λατρεύω και διά τον οποίον εκινδύνευσα την ζωήν μου!
+
+ — Τι ήλθες να ζητήσης και τι φέρεις;
+
+ — Επικαλούμαι την βοήθειάν σου, Βάαλ, και σου φέρω την αθλιότητά
+μου, τα δάκρυά μου, την αγάπην μου, — επίσης φέρω και νέα τα οποία
+περισυνέλεξα προς χάριν σου. Γνωρίζω πού μένει η θεία Λίγεια, θα σου
+δείξω, αυθέντα, τον δρομίσκον και την οικίαν . . . .
+
+ — Πού;
+
+ — Εις του Λίνου, του πρεσβυτέρου των χριστιανών ιερέως. Εκεί
+ευρίσκεται μαζί με τον Ούρσον, όστις πηγαίνει, όπως και άλλοτε, εις
+ενός μυλωθρού, Δημά . . . ναι, του Δημά! . . . Ο Ούρσος εργάζεται την
+νύκτα· επομένως εάν πολιορκήσωμεν την οικίαν εν καιρώ νυκτός, δεν θα
+τον συναντήσωμεν εκεί . . . . Ο Λίνος είναι γέρων . . . Και εκτός
+αυτού δεν υπάρχουν ειμή δύο γραίαι εις την οικίαν. Ω κύριε! κύριε!
+από σε και μόνον εξαρτάται ίνα την νύκτα ταύτην ευρίσκεται εδώ μία
+μεγαλόψυχος βασίλισσα.
+
+Το αίμα ανέβη εις την κεφαλήν του Βινικίου, και ο πειρασμός τον
+συνεκλόνιζεν ολόκληρον. Η επιθυμία του να την αποκτήση εκορυφώθη και
+εσκέπτετο: «Αν η Λίγεια έλθη εις την οικίαν μου, τις θα μου την
+αρπάση; Αν η Λίγεια εγίνετο παλλακίς μου, τι άλλο θα πράξη, ειμή να
+μείνη διά πάντοτε; Ας χαθούν όλα τα δόγματα! Τι με μέλλει διά τους
+χριστιανούς με την ευσπλαγχνίαν των και με την πίστιν των; Δεν είναι
+καιρός να ξαναρχίσω να ζω όπως όλος ο κόσμος; Όσον αφορά το τι θα
+πράξη κατόπιν η Λίγεια, πώς θα συμβιβάση την νέαν τύχην της με το
+δόγμα της, είναι πράγμα δευτερεύον και άνευ σημασίας. Προ παντός θα
+γίνη ιδική μου, και σήμερον μάλιστα. Τι υπήρξεν η ζωή μου; μία
+αλγηδών, έν πάθος ακόρεστον και μία συνήχεια ζητημάτων άλυτων. Όταν
+αποκτήσω την Λίγειαν, όλα θα διακοπούν και όλα θα τελειώσουν».
+
+Αλλά κατόπιν ενεθυμήθη ότι της ωρκίσθη πώς δεν θα κινήση πλέον την
+χείρα κατ' αυτής.
+
+Αλλ' εις τι είχεν ορκισθή; Άλλως τε εάν εκείνη ησθάνετο
+προσβεβλημένην εαυτήν, θα την ενυμφεύετο και εξήλειφεν ούτω το
+αδίκημά του.
+
+Ναι, ησθάνετο ότι είχεν υποχρέωσιν εις τούτο, επειδή εις εκείνην
+ώφειλε την ζωήν του! Και τότε ενεθυμήθη την ημέραν όποτε, μετά του
+Κρότωνος, είχεν εισχωρήσει εις το άσυλον εκείνο, ανεπόλησε την πυγμήν
+του Ούρσου την υψωθείσαν κατά της κεφαλής του και παν ότι
+επηκολούθησεν. Την είδε κύπτουσαν επί της κλίνης του, ενδεδυμένην ως
+δούλην ωραίαν, ως θεάν επουράνιον: Οι οφθαλμοί του εστράφησαν
+ακουσίως προς το λάβαρον και προς τον μικρόν εκείνον σταυρόν, τον
+οποίον του είχε δώσει όταν τον εγκατέλιπε. Θα ανταμείψη λοιπόν πάντα
+ταύτα διά νέας αρπαγής; Και ησθάνθη αιφνιδίως ότι δεν ήρκει να την
+έχη πλησίον του. Ευλογημένη θα είνε η κατοικία εκείνη εάν η Λίγεια
+εισέλθη εις αυτήν εκουσίως. Ευλογημένη η στιγμή εκείνη, ευλογημένη η
+ζωή; Αλλά να την αρπάση διά της βίας θα ήτο το ίδιον ως να την
+εφόνευε διά παντός την ευτυχίαν εκείνην και συγχρόνως ως να
+κατέστρεφε και καθίστα μισητόν παν ό,τι πολύτιμον και προσφιλέστερον
+υπάρχει εις την ζωήν.
+
+Επί μόνη τη σκέψει ταύτη είχεν ήδη καταληφθή υπό φρίκης. Προσέβλεψε
+τον Χίλωνα, όστις, εξετάζων αυτόν διά του βλέμματος, είχε περάσει την
+χείρα υπό τα ράκη του και εξύετο ανησύχως.
+
+Ησθάνθη ακατανίκητον αηδίαν και την επιθυμίαν να καταπατήση τον πάλαι
+συνένοχόν του, όπως καταπατεί τις όφιν φαρμακερόν. Και επειδή δεν
+ηδύνατο να συγκρατηθή, ηκολούθησε την ώθησιν της τρομεράς ρωμαϊκής
+του φύσεως και στραφείς προς τον Χίλωνα:
+
+ — Δεν θα πράξω εκείνο, το οποίον με συμβουλεύεις, αλλά διά να μη
+φύγης χωρίς να λάβης την αμοιβήν, της οποίας είσαι άξιος, θα διατάξω
+να σου δώσουν τριακόσιους ραβδισμούς εις τα εργαστήρια των δούλων
+μου.
+
+Ο Χίλων είχε γίνη πελιδνός. Εις τα ωραία χαρακτηριστικά του Βινικίου
+είχεν αποτυπωθή μία ψυχρά οργή. Ο Έλλην έπεσε γονυκλινής και
+κυρτωθείς ήρχισε να οιμώζη με φωνήν διάκοπτομένην:
+
+ — Πώς; Διατί; . . . Αυθέντα! Διατί! . . . Πυραμίς χάριτος! Κολοσσέ
+ελέους! διατί; . . . Είμαι γέρων πειναλέος, άθλιος . . . Σε υπηρέτησα . . .
+Ούτως ευγνωμονείς προς εμέ;
+
+ — Όπως συ προς τους χριστιανούς, απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+Και εκάλεσε τον επιστάτην.
+
+Ο Χίλων έδραξε σπασμωδικώς τα γόνατα του Βινικίου και με το πρόσωπον
+κάτωχρον.
+
+ — Δέσποτα! δέσποτα! .. Είμαι γέρων . . . Πεντήκοντα ραβδισμοί αρκούν
+. . . Εκατόν, όχι τριακοσίους! Έλεος! Έλεος!
+
+Ο Βινίκιος τον απώθησε και έδωκε την διαταγήν. Εν ριπή οφθαλμού δύο
+ρωμαλέοι δούλοι ήρπασαν τον Χίλωνα από τα μαλλιά, τα οποία του
+απέμεναν, του περιεκάλυψαν την κεφαλήν με τα ίδια ράκη του και τον
+έσυραν εις το εργαστήριον.
+
+ — Δι' όνομα του Χριστού! εκραύγασεν ο Χίλων εκ της θύρας του
+διαδρόμου.
+
+Ο Βινίκιος έμεινε μόνος. Η διαταγή, την οποίαν είχε δώσει, τον είχεν
+ερεθίσει και εμψυχώσει. Προσεπάθει τώρα να συνενώση και ταξινομήση
+τας συγκεχυμένας ιδέας του. Ησθάνετο ανακούφισιν και η νίκη, την
+οποίαν είχε καταγάγει καθ' εαυτού, τον επλήρου θάρρος. Του εφαίνετο
+ότι είχε κάμη μέγα βήμα διά να προσεγγίση εις την Λίγειαν και ότι θα
+αντημείβετο ούτως ή άλλως.
+
+ — Όχι δεν θα του αποδώσω κακόν αντί καλού και αργότερα, όταν μάθη
+πώς εφέρθην προς εκείνον, όστις με παρώτρυνε να φέρω χείρα εναντίον
+της, θα με ευγνωμονή.
+
+Εν τούτοις εσκέπτετο, εάν η Λίγεια επεδοκίμαζε την προς τον Χίλωνα
+διαγωγήν του. Το δόγμα, το οποίον επρέσβευεν εκείνη, δεν διέτασσε την
+συγγνώμην; Οι χριστιανοί είχον συγχωρήση τον άθλιον, και είχον πολύ
+σοβαρωτέρας αφορμάς διά να τον εκδικηθούν. Η κραυγή του Χίλωνος, «δι'
+όνομα του Χριστού!» αντήχησεν εις την ψυχήν του.
+
+Ενεθυμήθη ότι δι' ομοίας κραυγής ο Χίλων είχεν απαλλαγή από τας
+χείρας του Λιγειέως, και απεφάσισε να του χαρίση το υπόλοιπον της
+ποινής.
+
+Με την σκέψιν ταύτην ητοιμάζετο να καλέση τον επιστάτην, οπότε ούτος
+παρουσιάσθη μόνος λέγων:
+
+ — Αυθέντα, ο γέρων ελιποθύμησε και ίσως είναι νεκρός. Πρέπει να
+εξακολουθήσω την μαστίγωσιν;
+
+ — Ας τον επαναφέρουν εις τας αισθήσεις του και ας τον φέρουν εδώ.
+
+Ο Αρχιτρίκλινος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος της θύρας, αλλά
+θα ήτο πολύ δύσκολον να εμψυχωθή ο Έλλην, και ο Βινίκιος ήρχισε να
+αδημονή, οπότε οι δούλοι εισήγαγον τον Χίλωνα, και εις έν νεύμα
+απεσύρθησαν.
+
+Ο Χίλων ήτο λευκός ως πανίον, και κατά μήκος των κνημών του ρανίδες
+αίματος έρρεον μέχρι του μωσαϊκού του ατρίου. Και πεσών εις τα
+γόνατα:
+
+ — Σε ευχαριστώ, αυθέντα! είσαι ελεήμων και μέγας.
+
+ — Σκύλλε, είπεν ο Βινίκιος, μάθε ότι σε εσυγχώρησα χάριν του
+Χριστού, εις τον οποίον και εγώ οφείλω την ζωήν.
+
+ — Αυθέντα! θα τον υπερετήσω, Εκείνον και σε.
+
+ — Σιώπα και άκουσον. Σήκω! θα έλθης μαζί μου και θα μου δείξης την
+οικίαν όπου μένει η Λίγεια.
+
+ — Αυθέντα, πεινώ πολύ, θα έλθω! Αυθέντα, αι δυνάμεις μου λείπουν.
+Διάταξε να μου δώσουν τουλάχιστον τα υπολείμματα του πιάτου του
+σκύλλου σου και θα έλθω! . . .
+
+Ο Βινίκιος διέταξε να του δώσουν να φάγη και του εδώρησε χρυσούν
+νόμισμα, και μανδύαν. Αλλ' ο Χίλων, τον οποίον οι ραβδισμοί και η
+πείνα είχον εξασθενίσει, δεν ηδυνήθη να βαδίση και μετά το γεύμα
+εκείνο, αν και εφοβείτο μήπως ο Βινίκιος εξελάμβανε την αδυναμίαν του
+ως αντίστασιν.
+
+ — Μόνον ο οίνος ας με αναθερμάνη, επανελάμβανε κροτών τους οδόντας,
+και πάραυτα θα δυνηθώ να βαδίσω, θα υπάγω μάλιστα μέχρι του κέντρου
+της Ελλάδος.
+
+Ότε ανέλαβε τας δυνάμεις του, εξήλθεν.
+
+Η οδός ήτο μακρά.
+
+Ο Λίνος κατώκει, όπως οι πλείστοι των χριστιανών, εις την
+Τρανστιβέρην, όχι μακράν της οικίας της Μαριάμ. Ο Χίλων έδειξε τέλος
+εις τον Βινίκιον μικράν μεμονομένην οικίαν, περιβαλομένην υπό τοίχου
+κισσοφυούς.
+
+ — Εκεί, αυθέντα.
+
+ — Καλά, είπεν ο Βινίκιος. Τώρα πήγαινε, αλλά πρώτον άκουσον του·
+λησμόνησε ότι με υπηρέτησες· λησμόνησε πού κατοικούν η Μαριάμ ο
+Πέτρος και ο Γλαύκος· λησμόνησε επίσης την οικίαν αυτήν και όλους
+τους χριστιανούς, θα έρχεσαι κάθε μήνα να βλέπης τον απελεύθερόν μου
+Δημάν, ο οποίος θα σου δίδη δύο χρυσά νομίσματα. Αλλ' εάν
+εξακολουθήσης να κατασκοπεύης τους χριστιανούς, θα διατάξω να σε
+μαστιγώσουν μέχρι θανάτου ή θα σε παραδώσω εις τον πραίτωρα της
+πόλεως.
+
+Ο Χίλων υπεκλίθη και είπε:
+
+ — Θα λησμονήσω.
+
+Αλλά ότε ο Βινίκιος έγεινεν άφαντος εις την καμπήν της μικράς οδού,
+εκείνος έτεινε τον γρόνθον προς το μέρος εκείνο και ανέκραξε:
+
+ — Μα την Άτην και όλας τας Εριννύας! δεν θα λησμονήσω!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ Ζ'.
+
+
+
+Κατ' ευθείαν ο Βινίκιος μετέβη εις την οικίαν όπου κατώκει η Μαριάμ.
+Ο Τριβούνος την εχαιρέτησε μετ' ευπροσηγορίας.
+
+Εν τη οικία, εκτός της Μαριάμ και του υιού της Ναζαρίου, εύρε τον
+Πέτρον, τον Γλαύκιον, τον Κρίσπον, καθώς και τον Παύλον τον Ταρσέα,
+προσφάτως επανελθόντα εκ Φριγγέλης.
+
+Εις την θέαν του Βινικίου, η έκπληξις εζωγραφίσθη εις τα πρόσωπα όλων
+
+ — Σας χαιρετώ εις το όνομα του Χριστού, τον οποίον τιμάτε.
+
+ — Ας είναι δοξασμένον το όνομά του εις πάντας τους αιώνας!
+
+ — Εγνώρισα τας αρετάς σας και εδοκίμασα την καλωσύνην σας· διά τούτο
+έρχομαι ως φίλος.
+
+ — Και ημείς θα σε δεχθώμεν ως φίλον, απεκρίθη ο Πέτρος. Κάθησε,
+άρχων, και λάβε μέρος εις το δείπνόν μας· είσαι ξένος μας.
+
+ — Θα μετάσχω του δείπνου σας· αλλά προηγουμένως ακούσατέ με. Συ,
+Πέτρε, και συ Παύλε Ταρσεύ, θέλω να έχετε απόδειξιν της ειλικρινείας
+μου. Ειξεύρω πού είναι η Λίγεια· ήμην προ ολίγου έμπροσθεν της οικίας
+του Λίνου, εδώ πλησίον. Έχω επ' αυτής τα δικαιώματα τα οποία μου
+απένειμεν ο Καίσαρ, και έχω εις τας διαφόρους οικίας μου πεντακοσίους
+περίπου δούλους· θα ηδυνάμην λοιπόν να περικυκλώσω το άσυλόν της και
+να την αρπάσω, και όμως δεν το έπραξα ούτε θα πράξω τούτο.
+
+ — Και διά τούτο η ευλογία του Κυρίου θα απλωθή επί σου, και η καρδία
+σου θα καθαρισθή είπεν ο Πέτρος.
+
+ — Άλλοτε, πριν ευρεθώ μεταξύ υμών βεβαίως, θα την άρπαζα και θα την
+εκράτουν διά της βίας, αλλ' αι αρεταί σας, η διδασκαλία σας, αν και
+δεν την πρεσβεύω, ήλλαξαν κάτι εν τη ψυχή και δεν τολμώ πλέον να
+καταφύγω εις την βίαν. Αποτείνομαι λοιπόν προς σας, οίτινες
+αναπληρούτε τον πατέρα και την μητέρα της Λιγείας και σας λέγω:
+«Δώσατέ μου αυτήν ως σύζυγον και σας ορκίζομαι ότι όχι μόνον δεν θα
+της απαγορεύσω να πρεσβεύη τον Χριστόν, αλλ' ότι θα αρχίσω και εγώ να
+μελετώ το δόγμα της.
+
+Ωμίλει με την κεφαλήν υψηλά και με φωνήν αποφασιστικήν.
+
+Εν τούτοις ήτο συγκεκινημένος και αι κνήμαι του έτρεμον υπό τον
+μανδύαν του τον σφιγκτόν εις την οσφύν. Σιγή υπεδέχθη τους λόγους
+του· κατόπιν, ως διά να προλάβη απάντησιν δυσμενή, εξηκολούθησεν:
+
+ — Ηξεύρω ποία είναι τα εμπόδια, αλλά την αγαπώ ως την κόρην των
+οφθαλμών μου και μολονότι δεν είμαι ακόμη Χριστιανός, δεν είμαι
+εχθρός σας, ούτε εχθρός του Χριστού. Άλλος τις θα σας έλεγεν ίσως:
+«Βαπτίσατέ με!» Εγώ σας επαναλαμβάνω: «Διαφωτίσατέ με!» Πιστεύω ότι
+ο Χριστός ηγέρθη εκ νεκρών, διότι εκείνοι οίτινες βεβαιούν τούτο
+είναι άνθρωποι ζώντες εν αληθεία και οίτινες τον είδον ζώντα μετά
+θάνατον. Πιστεύω, επειδή το εδοκίμασα μόνος, ότι το κήρυγμά σας γεννά
+την αρετήν, την δικαιοσύνην, την ευσπλαγχνίαν και όχι τας κακουργίας,
+δι' ας σας κατηγορούν. Η διδασκαλία σας μετέβαλε κάτι τι εντός μου.
+
+Αι οφρύς του συνεσπάσθησαν και ερύθημα ανήλθεν εις τας παρειάς του·
+έπειτα εξηκολούθησε ταχύτερον ομιλών μετ' αυξανούσης συγκινήσεως.
+
+ — Το βλέπετε! Βασανίζομαι και από τον έρωτά μου και από την
+αμφιβολίαν. Όταν σκέπτομαι ότι η Λίγεια είναι καθαρά ως η χιών των
+ορέων, την αγαπώ περισσότερον, και όταν σκέπτομαι ότι υπάρχει τοιαύτη
+χάρις εις την διδασκαλίαν σας, αγαπώ την διδασκαλίαν ταύτην και θέλω
+να την γνωρίσω! Μου είπαν ότι η θρησκεία σας εις ουδέν λογίζεται την
+ζωήν, ούτε τας ανθρωπίνους ηδονάς, ούτε την ευτυχίαν, ούτε τους
+νόμους ούτε την ρωμαϊκήν ισχύν. Είναι αληθές τούτο; Μου είπαν μάλιστα
+ότι είσθε μωροί . . .Ειπέτε μου τι κηρύττετε; Είνε αμαρτία να αγαπά
+κανείς ή να δοκιμάζη την χαράν ή να θέλη την ευτυχίαν; Είσθε εχθροί
+της ζωής; Πρέπει να παραιτηθώ της Λιγείας; Ποία είναι η αλήθειά σας;
+Αι πράξεις σας και οι λόγοι σας είναι καθαροί ως διαυγές ύδωρ, αλλά
+τι είναι εις το βάθος του ύδατος τούτου; Μου είπαν ακόμη ότι η Ελλάς
+εγέννησε την σοφίαν και το κάλλος, η Ρώμη παρήγαγε την ισχύν, αλλ'
+αυτοί τι κύπτουν; τότε, ειπέτε μοι, τι κηρύττετε; Εάν όπισθεν της
+θύρας σας ευρίσκεται το φως, ανοίξατέ μου!
+
+Ο Πέτρος είπεν:
+
+ — Ημείς φέρομεν την αγάπην.
+
+Και ο Παύλος ο Ταρσεύς προσέθηκεν:
+
+ — Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη
+έχω γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον.
+
+Η καρδία του γηραιού Πέτρου είχε συγκινηθή υπό της ψυχής ταύτης της
+βασανιζομένης, ήτις, ως πτηνόν κλεισμένον εν κλωβώ, εξώρμα προς τον
+ήλιον. Έτεινε τας χείρας προς τον Βινίκιον και είπεν:
+
+ — Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Η χάρις του Κυρίου είναι μετά σου·
+σε ευλογώ λοιπόν, σε και την ψυχήν σου και την αγάπην σου, εν ονόματι
+του Λυτρωτού!
+
+Ο Βινίκιος ακούσας τας λέξεις ταύτας της ευλογίας ώρμησε προς τον
+Πέτρον, και ο απόγονος αυτός των Κυριτών, όστις προσφάτως ακόμη δεν
+ήθελε να αναγνωρίζη πάντα ξένον ως άνθρωπον, έλαβε τας χείρας του
+γέροντος Γαλιλαίου και τας έθλιψεν ευγνωμόνως εις τα χείλη του.
+
+Ο Πέτρος εχάρη, εννοήσας ότι το αλιευτικόν του δίκτυον είχε συλλάβη
+μίαν ψυχήν επί πλέον, και οι παρεστώτες ανέκραξαν μια φωνή:
+
+ — Δόξα εν Υψίστοις Θεώ!
+
+Ο Βινίκιος ύψωσεν ακτινοβόλον το πρόσωπον.
+
+Βλέπω, είπεν, ότι η ευτυχία δύναται να παραμένη μεταξύ σας, επειδή
+αισθάνομαι εμαυτόν ευτυχή, και υποθέτω ότι θα με πείσετε να δεχθώ την
+διδασκαλίαν σας. Αλλ' ο Καίσαρ απέρχεται εις Άντιον, και οφείλω να
+τον ακολουθήσω. Ειξεύρετε ότι, αν παρακούση τις, κρίνεται άξιος
+θανάτου. Αλλ' εάν θέλετε, έλθετε μετ' εμού ίνα μου διδάξετε την
+αλήθειαν ταύτην. Εκεί θα είσθε εν ασφαλεία και θα δυνηθήτε να
+διαδώσετε την αλήθειαν και εις την αυλήν του Καίσαρος. Έχω μίαν
+έπαυλην εις Άντιον, όπου θα συνερχώμεθα μακράν του Καίσαρος διά να
+ακροώμεθα την διδασκαλίαν σας.
+
+Εκείνοι ανελογίζοντο μετά χαράς την νίκην του κηρύγματός των και την
+απήχησιν, την οποίαν θα είχεν ανά τον εθνικόν κόσμον ο
+εκχριστιανισμός ενός άρχοντος, απογόνου μιας των αρχαιοτέρων
+οικογενειών της Ρώμης. Ο Πέτρος είχε μέγα στάδιον διά το κήρυγμά του
+εν Ρώμη, και δεν είχε καιρόν διά να αναχωρήση· διά τούτο ο Παύλος
+συγκατένευσε να συνοδεύση τον νεαρόν τριβούνον εις Άντιον.
+
+Καίτοι ο Βινίκιος εθλίβη, διότι ο Πέτρος, προς τον οποίον ησθάνετο
+τόσην ευγνωμοσύνην, δεν ηδύνατο να έλθη μετ' αυτού, ηυχαρίστησεν
+εγκαρδίως, έπειτα δε εστράφη προς τον γηραιόν απόστολον διά να τω
+απευθύνη μίαν τελευταίαν αίτησιν.
+
+ — Αφού γνωρίζω την κατοικίαν της Λιγείας, είπε, θα ηδυνάμην να υπάγω
+μόνος μου να την εύρω και να την ερωτήσω, αν θα με δεχθή ως σύζυγον,
+όταν η ψυχή μου γίνη χριστιανή· αλλά προτιμώ να παρακαλέσω σε,
+απόστολε, να μου επιτρέψης να την ίδω, να με οδηγήσης συ αυτός προς
+εκείνην. Ας την ίδω πριν αναχωρήσω, ας μάθω από το στόμα της αν θα
+λησμονήση το κακόν, το οποίον της έκαμα, και αν θα θελήση να γίνη
+σύντροφος της ζωής μου.
+
+Ο Πέτρος εμειδίασε μετ' αγαθότητος:
+
+ — Και ποίος θα σου αρνηθή την λογικήν αυτήν ευχαρίστησιν, τέκνον
+μου;
+
+Έπειτα έστειλε την Μαριάμ να ζητήση την Λίγειαν, συστήσας εις αυτήν
+να μη είπη ποίος ευρίσκετο μεταξύ των.
+
+Η απόστασις ήτο μικρά.
+
+Μετ' ολίγον οι παριστάμενοι είδον εν μέσω των μυρσινών του μικρού
+κήπου την Μαριάμ, ήτις ωδήγει την Λίγειαν εκ της χειρός.
+
+Ο Βινίκιος ηθέλησε να τρέξη εις προϋπάντησίν της, αλλ' εις την θέαν
+της μορφής εκείνης της τόσον αγαπητής, η ευτυχία παρέλυσε τας
+δυνάμεις του και έμεινεν ακίνητος με καρδίαν πάλλουσαν μέχρι
+διαρρήξεως και συγκεκινημένος πολύ περισσότερον Ή όσον ήτο όταν
+ήκουσε δια πρώτην φοράν τα βέλη των Πάρθων να συρίζουν εις τα ώτα
+του.
+
+Τώρα εκείνη ήτο εκεί, ερυθριώσα, ωχριώσα, με έκπληξιν και φόβον εις
+τους οφθαλμούς οίτινες διηρώτων τι συμβαίνει.
+
+Εκείνη δεν είδε παρά βλέμματα φωτεινά και πλήρη αγαθότητος.
+
+ — Ο απόστολος Πέτρος την επλησίασε και είπε:
+
+ — Λίγεια, τον αγαπάς ακόμη;
+
+Επηκολούθησε στιγμή σιωπής. Τα χείλη της έτρεμον ως τα χείλη παιδίου,
+το οποίον μέλλει να κλαύση και το οποίον αισθανόμενον εαυτό ένοχον,
+αναγκάζεται να ομολογήση το σφάλμα του.
+
+ — Αποκρίθητι, είπεν ο απόστολος επιμένων.
+
+Τότε με φωνήν χαμηλήν και φοβισμένην εκείνη εψιθύρισε γονατίσασα εις
+τους πόδας του Πέτρου.
+
+ — Μάλιστα.
+
+Ήδη ο Βινίκιος ήτο γονυπετής εις το πλευρόν της. Ο Πέτρος έθηκε τας
+χείρας επί των κεφαλών των λέγων:
+
+ — Αγαπάσθε εν Κυρίω και διά την δόξαν Αυτού, διότι δεν υπάρχει
+αμάρτημα εις την αγάπην σας.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+Εις τον μικρόν κήπον ο Βινίκιος διηγείτο εις την νεάνιδα, με λέξεις
+προερχομένας από την καρδίαν, εκείνο το οποίον προ μιας στιγμής είχεν
+ομολογήσει εις τους Αποστόλους, την ταραχήν της ψυχής του, τας
+μεταμορφώσεις, τας οποίας αύτη είχεν υποστή και τέλος την άμετρον
+εκείνην θλίψιν, ήτις είχεν επισκιάσει την ζωήν του, αφ' ότου είχε
+καταλίπει την οικίαν της Μαριάμ. Την ηγάπα εις την οικίαν των Αούλων
+και εις το Παλατίνον, την ηγάπα όταν την είδεν εις το Οστριανόν,
+ακροωμένην τους λόγους του Πέτρου και ότε ηγρύπνει πλησίον της κλίνης
+του και ότε τον είχε καταλίπει. Τη είπε προσέτι ότι ο Χίλων είχεν
+ανακαλύψει την κατοικίαν της και τον είχε συμβουλεύσει να την αρπάση,
+αλλ' ούτος ετιμώρησε τον πανούργον, προτιμήσας να ζητήση από τους
+αποστόλους τον λόγον της αληθείας και αυτήν ως σύζυγον . . .
+Ευλογημένη να είναι η στιγμή οπότε του ήλθεν η έμπνευσις αύτη, αφού
+ευρίσκεται τώρα πλησίον της και αυτή δεν θα τον αποφύγη πλέον.
+
+ — Δεν απέφευγα σε, είπεν η Λίγεια.
+
+ — Αλλά διατί έφυγες;
+
+Εκείνη ύψωσε προς αυτόν τους ωχρούς οφθαλμούς της, έπειτα χαμηλώσασα
+την κεφαλήν, απήντησε:
+
+ — Το ηξεύρεις . . .
+
+Πνιγόμενος από την υπερχειλίζονταν ευτυχίαν ο Βινίκιος δεν κατώρθωνε
+να της εκφράση σαφώς τι ησθάνετο.
+
+Αλλ' ούτε και αυτός ενόει τι ησθάνετο. Ησθάνετο όμως ότι μαζί με
+αυτήν ενεφανίζετο εις τον κόσμον μία νέα καλλονή, όχι μόνον έν
+άγαλμα, αλλά μία ψυχή.
+
+Έπειτα την έλαβεν από την χείρα σιωπηλώς, την παρετήρει με θαυμασμόν
+και επανελάμβανε το όνομά της ως να ήθελε να βεβαιώση εαυτόν ότι την
+είχεν επανεύρει, ότι ευρίσκετο πλησίον της.
+
+ — Ω Λίγεια! Λίγεια!
+
+Τέλος την ηρώτησε τι συνέβαινεν εις την ψυχήν της και εκείνη
+ωμολόγησεν ότι τον ηγάπα ήδη από την οικίαν των Αούλων ακόμη, και ότι
+εάν ο Βινίκιος από το Παλατίνον την έφερε πάλιν πλησίον αυτών, αυτή
+θα του εγνώριζε τον έρωτά της και θα προσεπάθει να καταπραΰνη την
+οργήν των.
+
+ — Αναχωρώ με τον Καίσαρα εις το Άντιον, είπεν ο Βινίκιος, όπου θα
+έλθη και ο Παύλος ο Ταρσεύς. Όταν ούτος μου διδάξη την αλήθειάν σας,
+τότε θα βαπτισθώ και θα επιστρέψω εις την Ρώμην Χριστιανός πλέον, θα
+ανακτήσω την φιλίαν των Αούλων, οι οποίοι επανέρχονται εις την πόλιν
+μίαν των ημερών αυτών και δεν θα υπάρχουν πλέον εμπόδια. Τότε θα έλθω
+να σε λάβω και θα σε εγκαταστήσω εις τον οίκον μου. Ω! φιλτάτη!
+φιλτάτη!
+
+Η Λίγεια ύψωσε προς αυτόν τους ακτινοβολούντας οφθαλμούς και
+απεκρίθη:
+
+Τότε θα σοι είπω: «Όπου θα είσαι, Γάιε, θα είμαι και εγώ η Γαία».
+
+Εστάθησαν υπό μίαν κυπάρισσον, εις την είσοδον του δωματίου, η Λίγεια
+εστηρίχθη εις τον κορμόν του δένδρου, ενώ ο Βινίκιος με φωνήν
+τρέμουσαν έλεγε προς αυτήν:
+
+ — Πρόσταξε τον Ούρσον να υπάγη εις των Αούλων να ζητήση τα έπιπλά
+σου και τα παιδικά σου αθύρματα και να τα μεταφέρη εις την οικίαν
+μου.
+
+Και εκείνη, ερυθριώσα ως ρόδον ή ως αυγή, απεκρίθη:
+
+ — Η συνήθεια άλλως απαιτεί να γίνη . . .
+
+ — Ηξεύρω, η παράνυμφος συνήθως τα φέρει όπισθεν της μνηστής, αλλά
+κάμε τούτο προς χάριν μου. Θα τα πάρω μαζί μου εις την εν Αντίω
+έπαυλίν μου και θα ομιλούν διά σε.
+
+Και με τας χείρας ηνωμένας επανελάμβανε:
+
+Η Πομπωνία θα επανέλθη μίαν των ημερών αυτών. Κάμε τούτο προς χάριν
+μου, θεσπεσία, κάμε το, προσφιλεστάτη.
+
+ — Ας κάμη η Πομπωνία ό,τι θελήση, απεκρίθη η Λίγεια επί μάλλον
+ερυθριώσα, μόλις εσκέπτετο την παράνυμφον.
+
+Αλλ' η Μαριάμ εφάνη εις την θύραν και τους προσεκάλεσε να έλθωσι να
+συγγευματίσωσιν. Εκείνοι εκάθησαν μεταξύ των αποστόλων, οίτινες τους
+παρετήρουν μετά θαυμασμού, βλέποντες εν αυτοίς την νέαν γενεάν, ήτις
+μετά τον θάνατον εκείνων θα εξηκολούθει να σπείρη τον σπόρον της
+διδασκαλίας των.
+
+Ο Πέτρος έκοψε και ηυλόγησε τον άρτον· εις τα πρόσωπα πάντων
+εζωγραφίζετο η ψυχική ηρεμία· άπειρος ευδαιμονία επλήρου το δωμάτιον.
+
+Επηκολούθησε σιγή και δεν ηκούοντο παρά οι ρυθμικοί παλμοί των
+καρδιών των. Ήσαν ενηγκαλισμένοι, ως μεθυσμένοι από άφατον χαράν.
+
+Την στιγμήν εκείνην εφάνη ο Παύλος, όστις ιδών αυτούς ούτω
+συνηνωμένους και στραφείς προς τον Βινίκιον είπεν:
+
+ — Ιδέ λοιπόν, Βινίκιε, αν ημείς είμεθα εχθροί της ζωής και της
+χαράς . . .
+
+Ο Βινίκιος απεκρίθη:
+
+ — Ουδέποτε υπήρξα τόσον ευτυχής, όσον μεταξύ σας.
+
+Την αυτήν εσπέραν ο Βινίκιος επιστρέφων εις την οικίαν του,
+παρετήρησε καθ' οδόν το επίχρυσον φορείον του Πετρωνίου, βασταζόμενον
+υπό οκτώ Βιθυνών. Διά νεύματος τους εσταμάτησε και επλησίασεν εις τα
+παραπετάσματα.
+
+ — Σου εύχομαι όνειρον γλυκύ και αίσιον! ανέκραξε γελών, εις την
+θέαν του Πετρωνίου κοιμωμένου.
+
+ — Α! είσαι συ! είπεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Ναι! Ενύσταζα· διήλθον την νύκτα εις το Παλατίνον.
+
+ — Τι νέα;
+
+ — Συ ήσο εις το Παλατίνον, εγώ λοιπόν θα σε ερωτήσω τι νέα; Ή μάλλον
+στείλε το φορείον σου και ελθέ πλησίον μου! θα ομιλήσωμεν περί του
+Αντίου και περί άλλων ακόμη.
+
+ — Καλά, απήντησεν ο Πετρώνιος, εξερχόμενος του φορείου. Μεθαύριον
+φεύγομεν διά το Άντιον. Έσο έτοιμος.
+
+Συνομιλούντες έφθασαν τέλος εις του Βινικίου, όστις εζήτησεν εύθυμος
+το εσπερινόν δείπνον.
+
+ — Ναι, αγαπητέ μου, είπεν ο Βινίκιος, ο κόσμος μέλλει να αναπλασθή,
+να αναγεννηθή.
+
+ — Θα μοι επιτρέψης, είπεν ο Πετρώνιος, να στείλω τους δούλους σου με
+έν φορείον να φέρουν εδώ την Ευνίκην; ξενύσταξα πλέον και θέλω να
+διασκεδάσωμεν απόψε. Προσκάλεσε και τον κιθαρωδόν σου και κατόπιν
+ομιλούμεν διά το Άντιον.
+
+Ο Βινίκιος παρήγγειλε να υπάγουν να ζητήσουν την Ευνίκην, αλλ'
+εδήλωσεν ότι δεν είχε διάθεσιν να κουράζη τον νουν του με το Άντιον.
+«Ο κόσμος, είπε, δεν περιορίζεται εις το Παλατίνον δι' εκείνους
+μάλιστα, οίτινες έχουν άλλο τι εις την καρδίαν και την ψυχήν. Άκουσε
+με τώρα, ενθυμείσαι την ημέραν οπού επήγαμεν μαζί εις του Αούλου
+Πλαυτίου; Εκεί είδες διά πρώτην φοράν μίαν θεάν κόρην, την οποίαν
+ωνόμαζες συ αυτός Ηώ και Έαρ. Ενθυμείσαι την ψυχήν εκείνην, την
+απαράμιλλον, την ωραιοτέραν των παρθένων και όλων των θεαινών σας;
+
+ — Τι λέγεις; Βεβαίως ενθυμούμαι την Λίγειαν.
+
+ — Η Λίγεια είναι μνηστή μου.
+
+ — Ε;
+
+Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον.
+
+ — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί.
+
+ — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος.
+
+Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από
+δούλους.
+
+Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Δημάν, τον απελεύθερον, και είπεν: «Όσοι
+έχουν υπηρετήσει εις την οικίαν μου επί είκοσιν έτη, ας
+παρουσιασθώσιν αύριον εις τον Πραίτορα, θα λάβουν την απελευθέρωσίν
+των. Οι άλλοι θα λάβουν έκαστος τρεις χρυσούς και διπλήν μερίδα
+τροφής επί μίαν εβδομάδα. Η ημέρα αύτη είναι ημέρα ευτυχίας δι' εμέ
+και θέλω η χαρά να βασιλεύση εις την οικίαν μου.
+
+Εκείνοι έμειναν προς στιγμήν σιωπηλοί, ως να μη ηδύναντο να
+πιστεύσωσι τα ώτα των, έπειτα αι χείρες όλων υψώθησαν συνάμα και όλα
+τα στόματα ανέκραξαν:
+
+ — Ζήθι! ζήθι, αυθέντα! Ζήθι!
+
+Ο Βινίκιος τους απέπεμψε διά νεύματος. Εκείνοι δε εξήλθον εν σπουδή
+ψάλλοντες φαιδρά άσματα.
+
+ — Αύριον, είπεν ο Βινίκιος εις τον οικονόμον του, θα τους
+συναθροίσης εις τον κήπον και θα τους προστάξης να χαράξουν εμπρός
+των ό,τι σημείον θελήσουν. Όσοι χαράξουν ιχθύν, θα απελευθερωθούν υπό
+της Λιγείας.
+
+Αλλ' ο Πετρώνιος, όστις επί μακρόν δεν εξεπλήσσετο διά τίποτε, είχεν
+ανακτήσει ήδη την ψυχραιμίαν του.
+
+ — Ιχθύν; . . . είπεν. Α! ενθυμούμαι τι έλεγεν ο Χίλων· είναι σημείον
+των χριστιανών. Η ευδαιμονία είναι πάντοτε εκεί όπου έκαστος την
+βλέπει. Είθε επί μακρά έτη να είναι γεμάτος από τριαντάφυλλα ο δρόμος
+σας. Σου εύχομαι παν ό,τι επιθυμείς!
+
+ — Σε ευχαριστώ· ενόμιζα ότι θα με εμέμφεσο, και βλέπεις ότι θα ήτο
+ματαιοπονία.
+
+ — Εγώ να σε μεμφθώ; Τουναντίον σου λέγω ότι καλώς πράττεις, θα σου
+κάμω και μίαν ερώτησιν· είσαι χριστιανός;
+
+ — Όχι ακόμη, αλλ' ο απόστολος Παύλος έρχεται μαζί μου διά να μου
+διδάξη την διδασκαλίαν του Χριστού. Ακολούθως θα δεχθώ το βάπτισμα . . .
+Διότι είναι ψεύδος, ότι εκείνοι είναι εχθροί της ζωής και της
+χαράς, όπως έλεγες.
+
+ — Τόσον το καλλίτερον διά σε και διά την Λίγειαν!
+
+Έπειτα σείων τους ώμους, είπεν:
+
+ — Η ικανότης των ανθρώπων τούτων εις το να ελκύωσι προσηλύτους είναι
+μοναδική. Και πόσον διαδίδεται η αίρεσις αύτη! Ναι! είναι χιλιάδες
+και μυριάδες εν Ρώμη, εις τας πόλεις της Ιταλίας, ανά την Ελλάδα και
+την Ασίαν. Υπάρχουν χριστιανοί και μεταξύ των πραιτωριανών, υπάρχουν
+και εις αυτό το Παλάτιον του Καίσαρος. Δούλοι και πολίται, πτωχοί και
+πλούσιοι, όχλος καθώς και πατρίκιοι ασπάζονται το θρήσκευμα.
+
+ — Μη κινής τους ώμους, διότι ποίος ηξεύρει εάν μετά ένα μήνα ή μετά
+έν έτος το πολύ δεν θα γίνης και συ ο ίδιος . . . χριστιανός;
+
+ — Εγώ; είπεν ο Πετρώνιος. Όχι δεν θα ασπασθώ το θρήσκευμα αυτό και
+αν εγκλείη την αλήθειαν και την σοφίαν, την ανθρωπίνην άμα και την
+θείαν . . . Τούτο θα απήτει κόπον και εγώ δεν αγαπώ να κοπιάζω.
+
+Και εκάγχασε θορυβωδώς εις μόνην την σκέψιν, ότι θα ήτο δυνατόν να
+ασπασθή το κήρυγμα των αλιέων της Γαλιλαίας.
+
+Ο θεράπων ανήγγειλε την Ευνίκην και ευθύς παρετέθη το δείπνον.
+
+Ο Βινίκιος εις την τράπεζαν διηγήθη εις τον Πετρώνιον την επίσκεψιν
+του Χίλωνος.
+
+ — Η ιδέα ήτο καλή, είπεν ο Πετρώνιος, κρινομένη εκ των υστέρων. Όσον
+αφορά τον Χίλωνα, εγώ θα του έδιδα πέντε χρυσά· πλην αφού άπαξ
+διέταξες να τον μαστιγώσουν, έπρεπε να τον θανατώσουν διά της
+μάστιγος, διότι τις οίδεν αν μίαν ημέραν δεν γίνη και αυτός επίφοβος,
+αλλά νυστάζω και καλόν είναι να φεύγωμεν «καλήν νύκτα λοιπόν».
+
+Ο Πετρώνιος και η Ευνίκη απήλθον.
+
+Μετά την αναχώρησίν των ο Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην του και
+έγραψε προς την Λίγειαν την εξής επιστολήν:
+
+«Θέλω, ανοίγουσα τους ωραίους σου οφθαλμούς, θεσπεσία μου, να εύρης
+μίαν καλημέραν εις την επιστολήν ταύτην. Διά τούτο σου γράφω απόψε,
+πριν κοιμηθώ, αν και θα σε ίδω αύριον. Ο Καίσαρ αναχωρεί εντός δύο
+ημερών εις Άντιον, και εγώ, φευ! είμαι ηναγκασμένος να τον συνοδεύσω.
+Ως σοι είπον ήδη, εάν δεν υπακούσω, θα εκθέσω την ζωήν μου και δεν θα
+είχον το θάρρος να αποθάνω.
+
+»Εν τούτοις, εάν δεν θέλης να αναχωρήσω, απάντησον με μίαν λέξιν, και
+μένω· ας φροντίση τότε ο Πετρώνιος να αποτρέψη τον κίνδυνον απ' εμού.
+Την ημέραν ταύτην της χαράς έδωσα αμοιβάς εις όλους τους δούλους μου
+και όσοι υπηρέτησαν παρ' εμοί επί είκοσιν έτη θα μεταβώσιν αύριον εις
+τον πραίτωρα διά να απελευθερωθώσι. Συ, πολυαγαπημένη μου, θα με
+συγχαρής δι' αυτό, διότι νομίζω, ότι τούτο είναι σύμφωνον με το δόγμα
+το οποίον πρεσβεύεις· το έπραξα προς χάριν σου: θα τους είπω ότι εις
+σε οφείλουν την ελευθερίαν των διά να δοξάζουν το όνομά σου.
+
+»Εγώ όμως, απ' εναντίας, θέλω να γίνω ο δούλος της ευτυχίας και
+δούλος ιδικός σου, και εύχομαι να μη ελευθερωθώ ποτέ. Κατηραμένον να
+είναι το Άντιον, το οποίον θα μας χωρίση προσωρινώς, κατηραμένα τα
+ταξείδια του Αενοβάρβου! Τρισμακάριστος διότι δεν είμαι τόσον
+πολυμαθής όσον ο Πετρώνιος, διότι τότε θα ήμην ίσως υποχρεωμένος να
+υπάγω εις την Ελλάδα. Αλλ' η ανάμνησίς σου θα γλυκάνη δι' εμέ τας
+ώρας του χωρισμού. Οσάκις θα δύναμαι να είμαι ελεύθερος, θα ιππεύω
+και θα έρχωμαι μέχρι της Ρώμης, διά να καταθέλγω τους οφθαλμούς μου
+με το να σε βλέπουν και τα ώτα μου με την γλυκύτητα της φωνής σου.
+Όταν θα μου είναι δυνατόν να έλθω, θα στέλλω ένα δούλον με επιστολήν
+να πληροφορήται περί σου.
+
+» Σε ασπάζομαι, θεσπεσία μου, και πίπτω εις τους πόδας σου. Μη
+οργίζου, αν σε αποκαλώ θεσπεσίαν μου: εάν μου το απαγορεύσης, θα
+υπακούσω εις σε, αλλά σήμερον δεν ηξεύρω ακόμη να σε αποκαλέσω άλλως.
+Σε ασπάζομαι από το κατώφλιον της μελλούσης κατοικίας σου.
+
+» Σε ασπάζομαι εξ όλης της ψυχής μου.»
+ Βινίκιος
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+Ήτο γνωστόν εις την Ρώμην ότι ο Καίσαρ θα επεσκέπτετο κατά την
+διέλευσίν του την Ώστιαν, όπου είχε καταπλεύσει εξ Αλεξανδρείας το
+μέγιστον πλοίον του κόσμου με φορτίον σίτου και ότι εκείθεν διά της
+παραλιακής οδού θα μετέβαινεν εις το Άντιον. Ολίγας ημέρας πρότερον
+είχον δοθή διαταγαί· επίσης από πρωίας πλησίον της πύλης της Ωστίας,
+είχε συναθροισθή πλήθος περιέργων, εν τω οποίω ο ρωμαϊκός όχλος
+ανεμιγνύετο με αντιπροσώπους όλων των εθνών του κόσμου.
+
+Ο Καίσαρ εσυνήθιζε να συναποκομίζη εις το ταξίδιον όλα τα
+αντικείμενα, μεταξύ των οποίων ηρέσκετο να ζη, και εις τον παραμικρόν
+σταθμόν ηδύνατο να παραγγείλη να του εγκαθιστούν ένα προσφιλή
+διάκοσμον από αγάλματα και μωσαϊκά. Κατά τας μετατοπίσεις του ο
+Καίσαρ συνωδεύετο από ολόκληρον στρατόν υπηρετών, εκτός των ταγμάτων
+των πραιτωριανών, εκτός των αυγουστιανών και των συνοδειών του.
+
+Από της αυγής, οι βοσκοί της Καμπανίας είχον οδηγήσει πεντακοσίους
+όνους, όπως την επιούσαν, άμα τη αφίξει της εις Άντιον, η Ποππέα λάβη
+το καθημερινόν εξ ονείου γάλακτος λουτρόν της. Το πλήθος ηυχαριστείτο
+να βλέπη εις την στροβιλιζομένην σκόνην κινουμένους τους
+απειραρίθμους μεγιστάνας, να ακούη τον κρότον των μαστιγίων και τας
+αγρίας κραυγάς των βοσκών. Μετά την διέλευσιν των όνων, μία ομάς
+νεαρών δούλων ετέρπετο εις την οδόν, την οποίαν εσκούπιζον και
+έστρωνον με άνθη και κλάδους πεύκης. Η πρωία επροχώρει και το πλήθος
+εγένετο πυκνότερον.
+
+Διήλθον οι Νουμηδοί ιππείς της πρωταιριανής φρουράς. Το μαύρον
+πρόσωπόν των εχρυσίζετο από την λάμψιν των κρανών, αι αιχμαί των
+δοράτων των έλαμπον ως σπινθήρες . . . Και η παρέλασις ήρχισεν.
+
+Ο κόσμος παρηκολούθει την παρέλασιν της συνοδείας.
+
+Πρώτον προέβαινον οχήματα με σκηνάς ερυθράς, κυανάς και λευκάς, με
+τάπητας της Ανατολής, έπιπλα και μαγειρικά σκεύη, κλωβία με παντοειδή
+πτηνά, των οποίων οι μυελοί και τα εντόσθια θα παρετίθεντο εις την
+αυτοκρατορικήν τράπεζαν, αμφορείς οίνου και κάνιστρα οπωρικών. Αλλά
+τα αντικείμενα, τα οποία εκινδύνευον να υποστώσι βλάβην επάνω εις τα
+αμάξια, εφέροντο πεζή: υπήρχον όμιλοι αχθοφόρων διά τα εκ κορινθιακού
+ορειχάλκου αγαλμάτια, έτερος όμιλος διά τα τυρηννικά, άλλος διά τα
+ελληνικά αγγεία, άλλος διά τα χρυσά, τα αργυρά δοχεία και τα
+κατεσκευασμένα από ύελον της Αλεξανδρείας. Μικρά αποσπάσματα
+πραιτοριανών, πεζών ή ιππέων, εχώριζον τους ομίλους των αχθοφόρων και
+έκαστον όμιλον επέβλεπον φύλακες με μαστίγια φέροντα εις το άκρον
+μόλυβδον ή σίδηρον. Η συνοδεία εκείνη των δούλων, φερόντων μετ'
+επισημότητος τα πολύτιμα αντικείμενα, ωμοίαζε με πάνδημόν τινα
+θρησκευτικήν λιτανείαν και η αναλογία κατέστη ακόμη πλέον αισθητή,
+όταν εφάνησαν τα μουσικά όργανα, άρπαι, βάρειτοι ελληνικαί, βάρειτοι
+εβραϊκαί ή αιγυπτιακαί, λύραι, φόρμιγγες, κιθάραι, αυλοί, σύριγγες,
+κύμβαλα.
+
+Έπειτα ήρχοντο επί λαμπρών αρμάτων οι σχοινοβάται, οι ορχησταί και αι
+ορχηστρίδες. Κατόπιν επί αρμάτων ηκολούθουν οι δούλοι, οι
+προωρισμένοι διά τους αγώνας, νεανίσκοι και νεάνιδες συλλεχθέντες εν
+Ελλάδι και Μικρά Ασία με μακράς βοστρυχώδεις κόμας αναδεδεμένας με
+ταινίας χρυσάς.
+
+Λέοντες και τίγρεις τιθασσευμένοι από επιτηδείους δαμαστάς και
+χρησιμεύοντες εις τον Νέρωνα ως υποζύγια κτήνη, όταν όμως ήθελε να
+μιμηθή τον Διόνυσον, ηκολούθουν επί των επομένων αρμάτων.
+
+Ινδοί και Άραβες εκράτουν το ζώα ταύτα διά χαλυβδίνων κρίκων
+καλυπτομένων εντελώς υπό τα άνθη. Και τα θηρία με τα άτονα γλαυκά
+βλέμματά των παρετήρουν εγείροντα ενίοτε τας κολοσσιαίας κεφαλάς των
+και ωσφραίνοντο την οσμήν του λαού.
+
+Και πάλιν αυτοκρατορικά οχήματα, φορεία, μία σπείρα πραιτωριανών
+αποτελουμένη από εθελοντάς εξ Ιταλίας, πολυπληθές άθροισμα
+κομψοπρεπών δούλων και νεανίσκων και κατόπιν ο Καίσαρ.
+
+Ο Απόστολος Πέτρος, θέλων να ίδη τον Νέρωνα, ήτο μεταξύ του πλήθους
+μετά της Λιγείας, καλυπτούσης το πρόσωπον διά πέπλου πυκνού, και του
+Ούρσου, του οποίου η ρωμαλαιότης παρείχεν εις την νεάνιδα προστασίαν
+ασφαλή.
+
+Ο Λιγειεύς έλαβεν ογκώδη λίθον, προωρισμένον διά την κατασκευήν του
+ιερού της Δήμητρας, και τον έφερε προς τον Απόστολον, όστις ανέβη επ'
+αυτού διά να ίδη καλλίτερον την παρέλασιν.
+
+Το πλήθος εψιθύριζε κατ' αρχάς εναντίον του Ούρσου, όστις, διέσχιζε
+τα κύματα εκείνα του λαού ως πλοίον, αλλ' όταν μόνος ανήγειρε τον
+λίθον, τον οποίον τέσσαρες εκ των ισχυροτέρων μεταξύ των ανδρών
+εκείνων δεν θα ηδύναντο να μετακινήσουν, τον επευφήμησαν.
+
+Και ιδού επί άρματος ανοικτού, συρομένου υπό τεσσάρων ίππων της
+Ιουδαίας και άνευ ουδενός άλλου, ειμή δύο τερατωδών πυγμαίων παρά
+τους πόδας του, ο Καίσαρ.
+
+Εφόρει λευκόν χιτώνα και τήβεννον χρώματος αμεθύστου, όστις καθίστα
+το πρόσωπόν του υποκύανον. Από της αναχωρήσεώς του εκ Νεαπόλεως είχε
+παχυνθή απαισθητώς. Ο διπλούς πώγων του καθίστα το πρόσωπόν του
+πλατύτερον, ούτως ώστε τα χείλη του, ήδη πολύ πλησίον της ρινός,
+εφαίνοντο ότι ηνοίγοντο υπό τους ρώθωνας. Ο μέγας λαιμός του ήτο
+περιτετυλιγμένος εις μεταξωτόν μανδύλιον, το οποίον ανά πάσαν στιγμήν
+διηυθέτει με χείρα ευτραφή, της οποίας το ερυθρόχρουν τρίχωμα
+εσχημάτιζεν υπό τας παλάμας είδος αιματοβαφούς παρδαλώματος· δεν
+απεψίλωνε τας χείρας του, διότι τω είχον ειπή ότι τούτο δυνατόν να
+είχεν ως συνέπειαν τρόμον των δακτύλων, όστις θα τον ημπόδιζεν από
+του να παίζη βάρειτον.
+
+Άπειρος κενοδοξία εικονίζετο επί του προσώπου του μετά κοπώσεως και
+ανίας. Το όλον του προσώπου του ήτο φρικώδες και βάναυσον.
+
+Ο όχλος εκραύγαζε: Χαίρε, θεσπέσιε! χαίρε, νικηφόρε! χαίρε,
+ασύγκριτε! υιέ του Απόλλωνος! Άπολλον, χαίρε!
+
+Εκείνος εμειδία. Πλην ενίοτε άνθρωποι οίτινες δεν εγνώριζον την
+προφητικήν αυτών αστειότητα, κρυμμένοι όπισθεν σωρών λίθων και
+όπισθεν των θεμελίων του ναού, ωρύοντο: Μητροκτόνε! Ορέστα!
+Αλκμαίων! Άλλοι πάλιν εφώναζον: Τέρας, θηρίον! Πού είναι η Οκταβία;
+Δος τον πορφυρούν μανδύαν σου!
+
+Το οξύ ους του Νέρωνος αντελαμβάνετο τας ύβρεις ταύτας, και τότε
+επλησίαζεν εις το όμμα του τον κατειργασμένον σμάραγδόν του, ως διά
+να αναζητήση και να σημειώση τους υβριστάς. Ούτως είδε τον απόστολον
+μεταξύ του πλήθους, ιστάμενον επί του ογκώδους λίθου.
+
+Τα βλέμματα των δύο εκείνων ανδρών διεσταυρώθησαν.
+
+Κατά την ζοφεράν εκείνην στιγμήν ευρέθησαν αντιμέτωποι οι δύο κύριοι
+του σύμπαντος· ο είς αντιπρόσωπος του σκοτεινού παρελθόντος, όστις
+έμελλε να εκλίπη ως όνειρον αιματηρόν, και ο έτερος αντιπρόσωπος του
+φαεινού μέλλοντος, ο γέρων εκείνος, ο φέρων ταπεινόν χιτώνα, όστις
+διά της διδασκαλίας την οποίαν εκήρυττεν, έμελλε να υποτάξη
+πνευματικώς τον κόσμον ολόκληρον και την πόλιν εκείνην εις τους
+αιώνας των αιώνων.
+
+Ο Καίσαρ είχε διέλθει. Αμέσως όπισθέν του εφάνησαν οκτώ Αφρικανοί
+φέροντες φορείον μεγαλοπρεπές, όπου εκάθητο η Ποππέα, εκείνη την
+οποίαν απηχθάνετο ο λαός, ενδεδυμένη ως ο Νέρων, εις χρώμα αμεθύστου,
+εψιμμυθιωμένη, σκεπτική και ακίνητος.
+
+Ο ήλιος είχε προ πολλού αρχίσει να κλίνη, όταν ήρχισεν η παρέλασις
+των πιστών φίλων του Καίσαρος, των αυγουστιανών, πομπή εκτυλισσομένη
+ως μαρμαίρων όφις. Το πλήθος εμειδία μετ' ευμενείας εις την διέλευσιν
+του Πετρωνίου, καθημένου εν τω φορείω μετά της ευνοουμένης δούλης
+του. Ο Τιγγελίνος από καιρού εις καιρόν ανεσηκώνετο επάνω εις το άρμα
+του και ετέντωνε τον λαιμόν του διά να ίδη αν ο Καίσαρ τον εκάλει διά
+νεύματος. Το πλήθος εχαιρέτα τον Μηνιόν Πιπίνα δι' επευφημιών, τον
+Βιτέλλιον διά γελώτων, και τον Βατίνον διά συριγμών. Δεν έλειπον
+μεταξύ του πλήθους άνθρωποι άθλιοι με κενάς γαστέρας, και όμως το
+θέαμα εκείνο υπεδαύλιζε την επιθυμίαν των, παρέσχεν εις αυτούς
+αγέρωχον αίσθημα της ρωμαϊκής ισχύος και ατρωσίας, ως επρέσβευε το
+σύμπαν.
+
+Ο Βινίκιος ήτο μετά των τελευταίων της πομπής. Εις την θέαν του
+Αποστόλου και της Λιγείας, την οποίαν δεν ήλπιζε να συναντήση,
+επήδησεν από το άρμα του.
+
+ — Ήλθες; Δεν ηξεύρω πώς να σε ευχαριστήσω, ω Λίγεια! Ο Θεός δεν
+ηδύνατο να μου στείλη καλλίτερον οιωνόν. Έσο ευλογημένη. Σε
+αποχαιρετώ, αλλά δι' ολίγον χρόνον. Εις τον δρόμον μου θα εγκαταστήσω
+σταθμούς παρθικών ίππων και θα διέρχωμαι πλησίον σου πάσαν ημέραν,
+κατά την οποίαν θα είμαι ελεύθερος, μέχρις ότου επιτύχω άδειαν διά να
+επανέλθω. Καλήν αντάμωσιν!
+
+ — Καλήν αντάμωσιν, Μάρκε, απήντησεν η Λίγεια. Είθε ο Χριστός να σε
+οδηγή και είθε να ανοίξη την ψυχήν σου εις τους λόγους του αποστόλου
+Παύλου!
+
+ — Θησαυρέ μου, ας γίνη ως λέγεις! Ο Παύλος προτιμά να συμπορεύεται
+μεταξύ των ανθρώπων μου, και να είναι μαζί μου και να είναι
+διδάσκαλός μου και σύντροφός μου. Χαίρε. Αφαίρεσε αυτόν τον πέπλον,
+συ, η μόνη μου χαρά, διά να σε θαυμάσω ακόμη προ της αναχωρήσεώς μου.
+Διατί είσαι κατ' αυτόν τον τρόπον κρυμμένη;
+
+Εκείνη ανεσήκωσε τον πέπλον της, και' αφού έδειξε το ακτινοβολούν
+πρόσωπόν της και την λάμψιν των θαυμασίων οφθαλμών της, ηρώτησε:
+
+ — Είναι άσχημον;
+
+Το μειδίαμά της ενείχε μικράν δόσιν νεανικής πονηρίας· ο Βινίκιος την
+παρετήρησε με θαυμασμόν και απεκρίθη:
+
+ — Είναι άσχημον διά τους οφθαλμούς μου, οι όποιοι θα ήθελον να
+βλέπουν μόνον σε μέχρι θανάτου.
+
+Και προς μεγάλην έκπληξιν του όχλου, ο ευγενής Αυγουστιανός έθεσε τα
+χείλη του επί των χειρών της ταπεινής νεάνιδος:
+
+ — Χαίρε . . . .
+
+Ανεχώρησε ταχέως, επειδή η αυτοκρατορική πομπή είχε προχωρήσει ήδη. Ο
+Απόστολος Παύλος τον ηυλόγησε δι' αοράτου σημείου του Σταυρού και
+κατόπιν μετά της Λιγείας διηυθύνθη προς την Τρανστιβέρην.
+
+Καθ' οδόν έκαμε μυρίας σκέψεις: Η πόλις αύτη, διενοείτο, η
+διεφθαρμένη μέχρι μυελού οστέων και όμως αδιάσειστος· ο Καίσαρ
+εκείνος, ο φονεύς του αδελφού του, όπισθεν του οποίου συνέρρεε
+πολυάριθμος συνοδεία φασμάτων, όπως και η αυλή του· ο ακόλαστος,
+εκείνος και γελωτοποιός δεσπότης τριάκοντα λεγεωνών και δι' αυτών της
+οικουμένης όλης!
+
+Και η αφελής καρδία του εξεπλάγη ότι ο Θεός είχεν εμπιστευθή την γην
+εις το τέρας εκείνο. «Ραβδί, είπεν εν τη ψυχή του, τι θα κάμω εντός
+της πόλεως ταύτης, εις την οποίαν με έστειλες; Εις αυτήν ανήκουν
+ήπειροι και θάλασσαι, εις αυτήν όλα τα βασίλεια και αι πόλεις. Ραββί,
+είμαι αλιεύς λίμνης και βυθίζομαι. Τι θα κάμω; Και πώς θα δυνηθώ να
+νικήσω το κακόν;»
+
+Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.
+
+_«Σου γράφω εκ Λαυρέντου, όπου εσταθμεύσαμεν ένεκα του καύσωνος. Ο
+Καίσαρ ξενίζεται ενταύθα υπό της Ποππέας, ήτις είχε προετοιμάσει
+κρυφίως μεγαλοπρεπή δεξίωσιν. Μεταξύ των συνδαιτυμόνων ευρίσκονται
+ολίγοι αυλικοί, αλλ' ο Πετρώνιος και εγώ είμεθα προσκεκλημένοι. Μετά
+το δείπνον περιεπλεύσαμεν εντός επιχρύσων ακατίων επί της θαλάσσης
+της κυανής, ως οι οφθαλμοί σου, θεσπεσία μου! Εκωπηλατούμεν ημείς οι
+ίδιοι.
+
+»Ο Καίσαρ, ιστάμενος παρά το πηδάλιον, έψαλλε προς τιμήν της θαλάσσης
+ύμνον συντεθέντα και τονισθέντα υπ' αυτού και του Διοδώρου. Και εγώ,
+δεν ηξεύρεις τι έκαμα; Εσκεπτόμην σε, εστέναζα διά σε και θα ήθελα να
+λάβω την θάλασσαν εκείνην, και όλα και να τα δώσω εις σε. Θέλεις μίαν
+ημέραν να υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις ακροθαλασσιάν, αγάπη μου,
+μακράν της Ρώμης; Έχω εις την Σικελίαν έν κτήμα μετά δάσους
+αμυγδαλεών, αι οποίαι την άνοιξιν καλύπτονται από ασπροκόκκινα άνθη.
+Εκεί θα σε αγαπώ, εκεί θα πρεσβεύω την θρησκείαν εκείνην, την οποίαν
+ο Παύλος θα με διδάξη.
+
+» Γνωρίζω ήδη ότι δεν εναντιούται εις τον έρωτα και εις την ευτυχίαν.
+Θέλεις; Αλλά πριν ακούσω την απάντησίν σου από τα χείλη σου τα
+λατρευτά, εξακολουθώ να σου διηγούμαι ό,τι συνέβη εντός των ακατίων.
+Ηγέρθη συζήτησις περί έρωτος και η Ποππέα με ηρώτησεν αν ηγάπων και
+εγώ καμμίαν και ποίαν; Εγώ απήντησα αρνητικώς, αλλ' αυτή επρόφερε το
+όνομά σου, θέλουσα να μοι δείξη ότι γνωρίζει τον έρωτά μας. Ο
+Πετρώνιος μου είπεν επανειλημμένως να μη ερεθίσω την φιλαυτίαν της
+Αυγούστας. Αλλ' αυτός δεν καταλαμβάνει και δεν ηξεύρει ότι εκτός της
+Λιγείας μου δεν υπάρχει δι' εμέ ούτε ευχαρίστησις ούτε καλλονή ούτε
+έρως και ότι η Ποππέα δεν μου εμπνέει ειμή αποστροφήν και
+περιφρόνησιν. Πλην μη φοβήσαι δι' εμέ. Η Ποππέα δεν με αγαπά· είναι
+ανίκανος να αγαπήση τινά και αι ιδιοτροπίαι της προέρχονται μόνον από
+την οργήν της κατά του Καίσαρος.
+
+»Την στιγμήν της αναχωρήσεώς μου, ο Πέτρος μου είχεν είπη να μη
+φοβούμαι τον Καίσαρα, διότι ούτε μία τρίχα εκ της κεφαλής μου δεν θα
+πέση, και έχω πίστιν εις αυτόν. Αφού αυτός ηυλόγησε τον έρωτά μας,
+ούτε ο Καίσαρ, ούτε όλαι αι δυνάμεις του Άδου δεν είναι ικαναί να σε
+αποσπάσουν απ' εμού, ω Λίγειά μου! Αλλ' ιδού ότι τα άστρα
+τρεμοσβύνουν ήδη, Λίγειά μου, και ο Εωσφόρος λάμπει περισσότερον.
+Μετ' ολίγον η ηώς θα βάψη με ρόδα τα κύματα της θαλάσσης. Όλα
+κοιμώνται γύρω μου· μόνος εγώ αγρυπνώ· σε συλλογίζομαι και σε αγαπώ.
+Σε χαιρετίζω συγχρόνως, ενώ χαιρετίζω την αυγήν, ω μνηστή μου.»
+
+
+ Βινίκιος.
+
+Βινίκιος Λιγεία, χαίρειν.
+
+«Αγαπητή μου, επήγες ποτέ εις Άντιον με τους Αούλους; Εάν όχι, θα
+είμαι, ευτυχής να σου δείξω αργότερα την πόλιν ταύτην. Ήδη από του
+Λαυρέντου κατά μήκος της ακτής υπάρχουν επαύλεις. Το Άντιον είναι μία
+αδιάκοπος σειρά μεγάρων και προπυλαίων. Έχω μίαν οικίαν εις την
+ακρογιαλιάν μετά ελαιών και δάσους κυπαρίσσων, εκτεινομένων όπισθεν
+της επαύλεως, και όταν συλλογίζωμαι ότι η κατοικία αύτη θα είναι μίαν
+ημέραν εδική σου, τα μάρμαρα της μου φαίνονται λευκότερα, οι κήποι
+της δροσερώτεροι και η θάλασσα κυανωτέρα· ω Λίγεια, πόσον είναι καλόν
+να ζη τις και να αγαπά! Από της αφίξεώς μας συνομιλούμεν πάντοτε ο
+Παύλος και εγώ. Ωμιλούσαμεν πρώτον περί σου, έπειτα ήρχισε να με
+κατηχή, και αν ακόμη ήξευρα να γράφω όπως ο Πετρώνιος, δεν θα
+ηδυνάμην να σου εκφράσω ό,τι εσκέπτετο το πνεύμά μου ή ό,τι ησθάνετο
+η καρδία μου.
+
+» Ειπέ μου, πώς δύναται ο κόσμος να περικλείη συνάμα τον Παύλον
+Ταρσέα και τον Καίσαρα; Σε ερωτώ τούτο, διότι αφού ήκουσα την
+διδασκαλίαν του Παύλου και διήλθον την εσπέραν εις του Νέρωνος, κατ'
+αρχάς μας ανέγνωσε το ποίημά του «η Πυρπόλησις της Τροίας» και
+παρεπονέθη διατί να μη ίδη ποτέ πόλιν καιομένην. Τότε ο Τίγγελίνος
+είπεν εις αυτόν:
+
+» — Ειπέ μίαν λέξιν, δαιμόνιε, και προ του τέλους της νυκτός θα ίδης
+το Άντιον εις τας φλόγας.
+
+» Ο Καίσαρ τον απεκάλεσεν ηλίθιον και προσέθεσε:
+
+» — Πού θα πηγαίνω να αναπνέω την αύραν της θαλάσσης και να
+επιμελούμαι την φωνήν ταύτην, την οποίαν οι θεοί μου εχάρισαν διά την
+ευδαιμονίαν της ανθρωπότητος; Και η Ρώμη εις τας φλόγας δεν θα
+παρείχε θέαμα οπωσούν μεγαλοπρεπέστερον και τραγικώτερον από το
+Άντιον;
+
+»Όλοι ήκουσαν εν εκστάσει την δικαιολογίαν ταύτην και μεθυσμένοι
+εφώναζαν:
+
+»— Κάμε το! Κάμε το!
+
+»Εκείνος απήντησε:
+
+»— Θα μου εχρειάζοντο φίλοι πιστότεροι και πλέον αφοσιωμένοι.
+
+»Ανησύχησα κατ' αρχάς ακούων τους λόγους τούτους, επειδή
+είσαι εις την Ρώμην, συ, φιλτάτη μου. Τώρα γελώ με τον φόβον μου
+εκείνον. Ο Καίσαρ και οι Αυγουστιανοί, όσον άφρονες και αν είναι, δεν
+θα πράξουν ποτέ τοιαύτην μωρίαν. Αλλ' ελπίζω ότι πριν η Ρώμη επανίδη
+τον Καίσαρα, συ, θεσπεσία μου, θα κατοικής εις την ιδίαν οικίαν μου
+εν Καρίναις.
+
+»Ευλογημένη να είναι η ημέρα, η ώρα, η στιγμή, οπότε θα έλθης εις τον
+οίκον μου, και αν ο Χριστός, τον οποίον μανθάνω να γνωρίζω, με
+εισακούση, ευλογημένον το όνομά του! Σε αγαπώ και σε ασπάζομαι εξ
+όλης της ψυχής μου.»_
+
+ Βινίκιος
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
+
+
+
+Ο Ούρσος ήντλει ύδωρ από την στέρναν και ενώ έσυρε τους διπλούς
+αμφορείς τους προσδεδεμένους εις το σχοινίον, έψαλλε χαμηλή τη φωνή
+ένα τραγούδι της πατρίδος του. Οι οφθαλμοί του ακτινοβολούντες εκ
+χαράς εθεώρουν τας σιλουέτας της Λιγείας και του Βινικίου μεταξύ των
+κυπαρίσσων του κήπου του Λίνου. Μία λάμψις χρυσή και κρινόχρους
+εκάλυπτεν ολίγον κατ' ολίγον τον ουρανόν. Ο Ούρσος ήτο ευτυχής βλέπων
+τους δύο αρραβωνιασμένους.
+
+Εις την γαλήνην της εσπέρας εκείνης συνωμίλουν κρατούμενοι εκ της
+χειρός.
+
+ — Δεν δύναται να σου συμβή τίποτε το δυσάρεστον, Μάρκε, αφού
+ανεχώρησες από το Άντιον εν αγνοία του Καίσαρος; ηρώτησεν η Λίγεια.
+
+ — Τίποτε, αγάπη μου, απήντησεν ο Βινίκιος. Ο Καίσαρ ανήγγειλεν ότι
+θα μείνη κλεισμένος δύο ημέρας μετά του Τέρπνου διά να συνθέση νέας
+ωδάς. Άλλως τε τι με ενδιαφέρει ο Καίσαρ, όταν ευρίσκωμαι πλησίον σου
+και όταν σε θεωρώ, λατρευτή μου, θησαυρέ μου;
+
+ — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Δύο φοράς ο Ούρσος τη παρακλήσει μου έδραμεν
+εις τας Καρίνας διά να ζητήση πληροφορίας περί σου. Ο Λίνος με
+εχλεύασε, και αυτός ο Ούρσος.
+
+Πράγματι, ήτο φανερόν ότι η Λίγεια τον ανέμενε, διότι, αντί φαιού
+ενδύματος, το οποίον έφερε συνήθως, είχε φορέσει λευκήν εσθήτα εκ
+λεπτού υφάσματος, εκ του οποίου οι ωμοί της και η κεφαλή της
+ανεδύοντο ως ηράνθεμα εκ της χιόνος. Ολίγαι ροδόχροες ανεμώναι
+εστόλιζον την κόμην της.
+
+Ο Βινίκιος έθλιψεν εις τα χείλη του την χείρα της λατρευτής του.
+
+Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών.
+
+ — Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο
+Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην
+καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη
+έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο;
+
+ — Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.
+
+Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου.
+
+ — Μάρκε, αγαπητέ μου!
+
+Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η
+βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει
+δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του.
+
+Εκείνη είπε χαμηλοφώνως:
+
+ — Σε αγαπώ, Μάρκε.
+
+Έμειναν πάλιν σιωπηλοί. Ο κήπος ήρχισε να επαργυρούται με τας ακτίνας
+της ανατελλούσης σελήνης. Τέλος ο Βινίκιος ωμίλησεν:
+
+ — Ειξεύρω . . . μόλις εισήλθον, μόλις ησπάσθην τας αγαπητάς χείρας
+σου, ανέγνωσα εις τους οφθαλμούς σου την εξής ερώτησιν· «Εισέδυσες
+εις το θείον δόγμα, το οποίον πρεσβεύω, εβαπτίσθης;» Όχι· δεν
+εβαπτίσθην ακόμη και ιδού διατί, άνθος μου! ο Παύλος μου είπε· «Σε
+έπεισα ότι ο Θεός ήλθεν εις τον κόσμον και εκουσίως εσταυρώθη διά την
+σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, αλλά μάλλον εις τον Πέτρον αρμόζει να
+σε καθαρίση εις την πηγήν της χάριτος, διότι αυτός πρώτος σε
+ηυλόγησε». Και έπειτα, θέλω, συ, ω θησαυρέ μου, να παραστής εις την
+βάπτισίν μου, και η Πομπωνία να μου χρησιμεύση ως ανάδοχος. Διά τούτο
+δεν εβαπτίσθην ακόμη, καίτοι πιστεύω εις τον Σωτήρα μας και εις την
+γλυκείαν διδασκαλίαν του.
+
+Η Λίγεια είχε βυθίσει εις τους ιδικούς του τους γαλανούς οφθαλμούς
+της, οίτινες υπό τας ακτίνας της σελήνης ωμοίαζον με μυστικά άνθη, με
+άνθη υγρά από την δρόσον.
+
+ — Ναι, Μάρκε! Είναι αληθές!
+
+Και μετά τινας στιγμάς σιωπής:
+
+ — Θα είσαι η ψυχή της ψυχής μου, θα είσαι το πολυτιμότερόν μου
+αγαθόν, είπεν ο Βινίκιος με φωνήν πνιγμένην και τρέμουσαν. Αι καρδίαι
+μας θα πάλλουν ηνωμέναι, θα ζώμεν ομού, θα λατρεύωμεν ομού τον
+Ιησούν. Ειπέ λέξιν και θα εγκαταλείπωμεν την Ρώμην διά να
+κατοικήσωμεν μακράν.
+
+Και εκείνη, στηρίζουσα την κεφαλήν επί του ώμου του μνηστήρος της,
+απεκρίθη:
+
+ — Καλά, Μάρκε. Μου ωμίλησες περί της Σικελίας. Εις την Σικελίαν
+θέλουν και οι Άουλοι να διέλθουν το γήρας των.
+
+ — Ναι, αγαπητή μου. Τα κτήματά μας είναι πλησίον. Είναι μία θαυμασία
+παραλία, όπου το κλίμα είναι ηπιώτερον και αι νύκτες γαληνιώτεραι
+παρά εις την Ρώμην . . . Εκεί η ζωή και η ευτυχία είναι ηνωμέναι.
+
+Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί προβλέποντες το μέλλον. Εκείνος την
+έθλιψεν επί του στήθους του. Εις την συνοικίαν, κατοικουμένην υπό
+πτωχών εργατών, το παν εκοιμάτο ήδη.
+
+ — Και θα βλέπω την Πομπωνίαν; επανέλαβεν η Λίγεια.
+
+ — Ναι, αγαπητή μου. Θα τους προσκαλέσωμεν να έλθουν εις την έπαυλίν
+μας ή ημείς θα υπάγωμεν εις την οικίαν των. Θέλεις να πάρωμεν μαζί
+μας τον Απόστολον Πέτρον; Τον βαρύνει η ηλικία και είναι κατάκοπος,
+θα έρχεται και ο Παύλος να μας βλέπη. Θα εκχριστιανίση και τον
+Άουλον Πλαύτιον, και ως στρατιώται θα ιδρύσωμεν μίαν αποικίαν,
+αποικίαν χριστιανικήν.
+
+ — Σε αγαπώ, έλεγεν η Λίγεια.
+
+Εκείνος είχε στηρίξει τα χείλη του επί των χειρών της νεάνιδος. Προς
+στιγμήν δεν ήκουον ειμή τους παλμούς της καρδίας των. Ουδ' ο
+παραμικρός άνεμος ηκούετο, και αι κυπάρισσοι ήσαν ακίνητοι. Αίφνης η
+σιγή αύτη διεκόπη από βαρείαν βροντήν, ως να εξήρχετο εκ των
+υποχθονίων. Η Λίγεια εφρικίασεν.
+
+ — Είναι λέοντες βρυχώμενοι εις τα θηριοτροφεία, είπεν ο Βινίκιος.
+
+Ενέτειναν την προσοχήν των. τον πρώτον βρυχηθμόν επηκολούθησε
+δεύτερος, είτα τρίτος, δέκατος . . . . Υπήρχον ενίοτε εις την πόλιν
+πολλαί χιλιάδες λεόντων εις τα δεσμωτήρια των διαφόρων παλαιστρών και
+συχνά ήρχοντο να στηρίζουν τα μελαγχολικά ρύγχη των εις τας
+κιγκλίδας. Την στιγμήν εκείνην κατελαμβάνοντο από την νοσταλγίαν της
+ερήμου και της ελευθερίας και αι φωναί των επαναλαμβανόμεναι εν μέσω
+της σιωπηλής νυκτός επλήρουν διά βρυχηθμών την πόλιν.
+
+Η Λίγεια ήκουε τας φωνάς ταύτας με την καρδίαν περισφιγγομένην υπό
+παραλόγου τρόμου.
+
+Ο Βινίκιος την περιέβαλε με τους βραχίονάς του.
+
+ — Μη φοβήσαι τίποτε, αγαπητή. Οι αγώνες των θηριομαχιών εγγίζουν και
+διά τούτο όλα τα θηριοτροφεία είναι πλήρη.
+
+Εισήλθον πάλιν εις την μικράν οικίαν του Λίνου, συνοδευόμενοι ακόμη
+από τους βρυχηθμούς των θηρίων, οίτινες καθίσταντο φοβερώτεροι.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+Εις το Άντιον ο Πετρώνιος κατήγε νίκας σχεδόν καθημερινώς κατά των
+Αυγουστιανών, οι οποίοι επεδίωκον διά ραδιουργιών την εύνοιαν του
+Καίσαρος. Η επιρροή του Τιγγελίνου είχεν εκπέσει εντελώς. Εν Ρώμη,
+όταν έπρεπε να υποτάξη όσους εφαίνοντο επικίνδυνοι, να λεηλατήση τας
+περιουσίας των, να διαπραγματευθή πολιτικάς υποθέσεις, να μηχανευθή
+επιδείξεις ή να ικανοποιήση τας τερατώδεις ιδιοτροπίας του Καίσαρος,
+ο Τιγγελίνος ήτο ο απαραίτητος άνθρωπος.
+
+Αλλ' εις το Άντιον ο Καίσαρ έζη βίον ελληνικόν. Από πρωίας μέχρις
+εσπέρας απήγγελλον στίχους και συνεζήτουν περί της κατασκευής των,
+ησχολούντο περί μουσικής, περί θεάτρου, περί παντός ό,τι εφεύρε το
+ελληνικόν πνεύμα προς εξωραϊσμόν της υπάρξεως.
+
+Υπό τους όρους τούτους, ο Πετρώνιος, ασυγκρίτως μάλλον πεπαιδευμένος
+ή ο Τιγγελίνος και όλοι οι άλλοι Αυγουστιανοί, πνευματώδης,
+εύγλωττος, γόνιμος την φαντασίαν εις πανουργίας, ώφειλε να υπερισχύη.
+Ο Καίσαρ επεζήτει την συντροφίαν του, ανησυχεί διά τας γνώμας του,
+εζήτει την συμβουλήν του και τω εδείκνυε θερμήν φιλίαν. Εις όλους
+τους περιστοιχίζοντας αυτόν εφαίνετο ότι η υπεροχή του ήτο
+αναμφισβήτητος. Ο Πετρώνιος, με την συνήθη αδιαφορίαν του, εφαίνετο
+ότι δεν έδιδε καμμίαν σημασίαν εις την θέσιν του· έμενε πνευματώδης
+και σκεπτικός. Συνήθως εφαίνετο εις τους ανθρώπους ότι εχλεύαζεν
+αυτούς, τον εαυτόν του, τον Καίσαρα και όλον τον κόσμον.
+
+Ενίοτε ετόλμα να επικρίνη τον Καίσαρα κατά πρόσωπον και ενώ τον
+εθεώρουν ήδη χαμένον, αίφνης εποίκιλλε την κριτικήν του με τοιούτον
+τρόπον, ώστε αύτη εστρέφετο προς όφελός του και εστερέωνε την θέσιν
+του.
+
+Ο Καίσαρ ανεγίνωσκεν εις τους οικείους του απόσπασμα του ποιήματός
+του «Η πυρπόλησις της Τροίας». Όταν ετελείωσε και αντήχουν αι κραυγαί
+του ενθουσιασμού των ακροατών, ο Πετρώνιος ερωτηθείς διά του
+βλέμματος υπό του Καίσαρος είπε:
+
+ — Αυτοί οι στίχοι είναι καλοί διά την φωτιάν . . .
+
+Οι ακροαταί έμειναν εμβρόντητοι. Έκαστος ησθάνθη την καρδίαν του
+περισφιγγομένην υπό τρόμου. Ο Νέρων πράγματι ποτέ δεν είχεν ακούσει
+τοιαύτην κρίσιν από το στόμα κανενός.
+
+Ο Τιγγελίνος έχαιρεν, ο Βινίκιος ωχρίασε νομίσας ότι ο Πετρώνιος,
+όστις ουδέποτε εμεθύσκετο, είχε παραπίει την φοράν αυτήν.
+
+Με φωνήν γλυκείαν, εις την οποίαν έπαλλεν η μνησικακία της τρωθείσης
+φιλαυτίας του, ο Καίσαρ ηρώτησε:
+
+ — Και τι άσχημον ευρίσκεις εις αυτούς;
+
+Ο Πετρώνιος τότε:
+
+ — Μη τους πιστεύης αυτούς, είπε δεικνύων τους περιστοιχίζοντας
+αυτόν, δεν εννοούν τίποτε. Με ερωτάς τι άσχημον υπάρχει εις τους
+στίχους τούτους; Εάν θέλης την αλήθειαν, ιδού: οι στίχοι αυτοί είναι
+καλοί διά τον Βιργίλιον, καλοί διά τον Οβίδιον, καλοί επίσης διά τον
+Όμηρον όχι διά Σε. Δεν εδικαιούσο να τους γράψης. Η πυρκαϊά αυτή, την
+οποίαν περιγράφεις, δεν φλέγει αρκετά, το πυρ σου δεν καίει μετά
+σφοδρότητος. Μη ακούης τας κολακείας του Λουκιανού. Διά τοιούτους
+στίχους θα ανεγνώριζα εις αυτόν πνεύμα, όχι εις σε, διότι συ είσαι
+μεγαλείτερος από αυτούς. Δικαιούται κανείς να απαιτή περισσότερα από
+Σε, όστις έλαβες το παν από τους θεούς. Αλλά υπείκεις εις την
+οκνηρίαν. Λαμβάνεις τον μεταμεσημβρινόν ύπνον σου ευθύς μετά το
+πρόγευμα, ενώ έπρεπε να εργάζεσαι αδιακόπως. Εις Σε, όστις δύνασαι να
+παραγάγης έργον προ του οποίου όλα να αμαυρωθώσιν, απαντώ λοιπόν κατά
+πρόσωπον: «Κάμε καλλίτερους στίχους».
+
+Ωμίλει χωρίς να φαίνεται ότι έδιδε σπουδαιότητα εις τους λόγους του,
+ειρωνευόμενος και επιπλήττων συγχρόνως, αλλ' οι οφθαλμοί του Καίσαρος
+ήσαν υγροί εκ χαράς.
+
+ — Οι θεοί μου έδωκαν μικρόν τάλαντον, αλλά μου έδωκαν κάτι
+περισσότερον, ένα αληθινόν γνώστην και ένα φίλον, όστις μόνος ηξεύρει
+να λέγη την αλήθειαν κατά πρόσωπον.
+
+Ειπών ταύτα ο Καίσαρ έτεινε την πυρότριχα χείρα του προς χρυσήν τινα
+λυχνίαν, λείψανον της λεηλασίας των Δελφών, διά να καύση τους στίχους
+του.
+
+Αλλ' ο Πετρώνιος τους απέσπασεν από των χειρών του πριν ή η φλοξ θίξη
+τον πάπυρον.
+
+ — Όχι, όχι, είπε· αν και είναι ανάξιοι σου οι στίχοι ούτοι,
+ανήκουσιν εις την ανθρωπότητα. Άφες τους εις εμέ.
+
+ — Επίτρεψόν μοι να σου τους αποστείλω εντός κυτίου της ιδίας μου
+κατασκευής, απεκρίθη ο Καίσαρ, θλίβων τον Πετρώνιον επί του στήθους
+του.
+
+Και προσέθηκε:
+
+ — Ναι, έχεις δίκαιον. Η Τροία μου καίει με πυρ φειδωλόν. Είχα
+πιστεύσει εν τοσούτω ότι εάν εξισούμην με τον Όμηρον, τούτο θα ήρκει.
+Αλλά μου ήνοιξες τους οφθαλμούς. Και ηξεύρεις πόθεν προέρχεται
+εκείνο, διά το οποίον με κατηγορείς; Είς γλύπτης, όταν θέλη να πλάση
+άγαλμα Θεού τινος, ζητεί και ευρίσκει υπόδειγμα, και εγώ υπόδειγμα
+δεν είχον· δεν είδα ποτέ πόλιν πυρπολουμένην. Μάκαρες οι Αχαιοί
+οίτινες επρομήθευσαν εις τον Όμηρον την υπόθεσιν της Ιλιάδος. Και
+εγώ; Εγώ δεν είδα πόλιν πυρπολουμένην!
+
+Έγινε σιωπή, την οποίαν διέκοψε τέλος ο Τιγγελίνος διά των λέξεων
+τούτων:
+
+ — Σοι το είπον ήδη, Καίσαρ, διάταξε το και καίω το Άντιον. Ή, εάν
+τυχόν λυπήσαι τας επαύλεις ταύτας και τα μέγαρα ταύτα, θα πυρπολήσω
+τα πλοία εις την Όστιαν, ή πάλιν, θα διατάξω να κατασκευάσουν επί των
+Αλβανικών ορέων μίαν ξυλίνην πόλιν, εις την οποίαν συ θα θέσης το
+πυρ. Θέλεις;
+
+Ο Νέρων έρριψε προς αυτόν βλέμμα πλήρες περιφρονήσεως.
+
+ — Εγώ να γίνω θεατής ξυλίνων παραπηγμάτων καιομένων! Ο εγκέφαλος σου
+εσκληρύνθη, Τιγγελίνε. Εκτός τούτου, βλέπω ότι δεν εκτιμάς ποσώς το
+τάλαντόν μου και την Τροίαν μου, επειδή κρίνεις αυτά ανάξια
+μεγαλειτέρας θυσίας.
+
+Ο Τιγγελίνος ωχρίασεν. Ο Νέρων, ως εάν ήθελε να αλλάξη ομιλίαν,
+προσέθηκεν:
+
+ — Έρχεται το θέρος. Πώς θα πληρωθή δυσωδίας η Ρώμη! . . . Και όμως θα
+είναι ανάγκη να επανέλθω διά τους αγώνας τους θέρους.
+
+Αποτόμως ο Τιγγελίνος είπε:
+
+ — Καίσαρ, όταν αποπέμψης τους Αυγουστιανούς, επίτρεψόν μοι να μείνω
+μόνος μίαν στιγμήν μετά σου.
+
+Μετά μίαν ώραν, ο Βινίκιος επέστρεφεν εκ της αυτοκρατορικής επαύλεως
+μετά του Πετρωνίου.
+
+ — Μου επροξένησες στιγμήν τρόμου, είπε. Σε ενόμισα μεθυσμένον και
+χαμένον χωρίς ελπίδα. Μη λησμονής, ότι παίζεις με τον θάνατον.
+
+ — Εκεί είναι η κονίστρα μου, απήντησε νωχελώς ο Πετρώνιος, και
+τέρπομαι παρατηρών ότι είμαι καλός θηριομάχος. Η επιρροή μου ηύξησε
+περισσότερον απόψε. Εάν επέμενον απολύτως, θα ηδυνάμην να εξολοθρεύσω
+τον Τιγγελίνον και να καταλάβω την θέσιν του ως αρχηγού των
+πραιτωριανών. Τότε θα είχα εις τας χείρας μου και αυτόν τον
+Αενόβαρβον· αλλ' αυτό θα ήτο δι' εμέ μεγάλη φροντίς και προτιμώ ακόμη
+την ζωήν, την οποίαν διάγω, μάλιστα και με τους στίχους του Καίσαρος.
+
+ — Οποία επιδεξιότης να μεταβάλης τον ψόγον εις κολακείαν!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+Ο Νέρων μετά δύο ημέρας επαιάνιζε και έψαλλεν ένα ύμνον, τον οποίον
+είχε συνθέσει και τονίσει ο ίδιος προς τιμήν της Κύπριδος
+(Αφροδίτης). Έχων πολύ ανοικτήν την φωνήν του την ημέραν εκείνην
+ησθάνετο ότι η μουσική του εγοήτευε τους ακροατάς. Η πεποίθησις αύτη
+προσέδιδε τόσην έντασιν εις το όνομά του και ελίκνιζε τόσον
+ευχαρίστως την ψυχήν του, ώστε εφαίνετο εμπνευσμένος. Εις το τέλος,
+ωχρίασεν εξ ειλικρινούς συγκινήσεως. Διά πρώτην φοράν βεβαίως δεν
+ηθέλησε να ακούση τους επαίνους των ακροατών. Εις μίαν στιγμήν έμεινε
+καθήμενος, με τας χείρας στηριγμένας επί της κιθάρας και με την
+κεφαλήν σκυμμένην, έπειτα ηγέρθη αποτόμως και είπε:
+
+ — Εκουράσθην και έχω ανάγκην αέρος. Ας χορδίσουν την κιθάραν.
+
+Και ετύλιξε τον λαιμόν του με μεταξωτόν μανδήλιον.
+
+ — Έλθετε μετ' εμού, είπε στραφείς προς τον Πετρώνιον και τον
+Βινίκιον, καθημένους εις τινα γωνίαν της αιθούσης. Συ, Βινίκιε, δος
+μου τον βραχίονά σου, διότι αι δυνάμεις μου λείπουν, ο δε Πετρώνιος
+θα μου ομιλήση περί μουσικής.
+
+Ευρίσκοντο τώρα επί του δώματος του παλατιού του πλακοστρωμένου με
+αλάβαστρον και εστρωμένου με σαφράν.
+
+ — Εδώ αναπνέει τις καλλίτερα, είπεν ο Νέρων. Η ψυχή μου είναι
+τεταραγμένη και μελαγχολική, καίτοι αισθάνομαι ότι με εκείνο το
+οποίον έψαλα ως δοκίμιον, δύναμαι να εμφανισθώ εις το κοινόν και ότι
+θα καταγάγω θρίαμβον, οποίον ουδέποτε κατήγαγε Ρωμαίος.
+
+ — Δύνασαι να εμφανισθής εδώ, εις την Ρώμην και ανά την Αχαΐαν. Σε
+εθαύμασα με όλην την ψυχήν μου, θεσπέσιε, απήντησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Το ηξεύρω. Είσαι πολύ οκνηρός εις το να εκφράσης τον έπαινον. Αλλ'
+είσαι ειλικρινής, όπως ο Τούλλιος Σενεκίων αλλά συ είσαι ειδικώτερος
+αυτού. Διετύπωσες αυτήν την ιδέαν μου και διά τούτο λέγω πάντοτε ότι
+εις όλην την Ρώμην συ μόνος ηξεύρεις να με εννοής.
+
+Εσιώπησαν, και, εις μίαν στιγμήν, η σιγή του περιπάτου των εταράχθη
+μόνον από τον ελαφρόν κρότον του σαφρά υπό τα βήματά των.
+
+ — Εγώ, ως βλέπεις, είπε τέλος ο Νέρων, είμαι καθ' όλα καλλιτέχνης,
+και επειδή η μουσική μου ανοίγει εις το άπειρον αρρήτους προσδοκίας,
+οφείλω εις τους θεούς το ότι εξερευνώ το άπειρον τούτο. Λοιπόν, διά
+να επιτραπή να πατήσω την χώραν της Ολυμπίας, δεν πρέπει να εκτελέσω
+θαυμασίαν πράξιν εξιλασμού; Απόψε είναι νυξ των εκμυστηρεύσεων· σου
+ανοίγω λοιπόν την ψυχήν μου, φίλε . . . Νομίζεις, πώς αγνοώ ότι εν
+Ρώμη αι επιγραφαί των τοίχων με υβρίζουσιν, ότι με αποκαλούσι
+μητροκτόνον, συζυγοκτόνον, ότι με παριστώσιν ως τέρας και δήμιον,
+επειδή ο Τιγγελίνος επέτυχε παρ' εμού αποφάσεις τινάς θανάτου κατά
+των εχθρών μου; Ναι, αγαπητέ μου, με θεωρούσιν ως τέρας και το
+ηξεύρω. .
+
+ — Πρέπει να σε γνωρίση τις τόσον εγγύθεν όσον εγώ, είπεν ο
+Πετρώνιος. Η Ρώμη δεν ηδυνήθη ποτέ να σε εκτιμήση.
+
+Ο Καίσαρ εστηρίχθη ισχυρότερον εις τον βραχίονα του Βινικίου, ως εάν
+εκάμπτετο υπό το βάρος της αδικίας, και εξηκολούθησε:
+
+ — Με κατηγορούν ότι είμαι τρελλός. Όχι, δεν είμαι τρελλός, ζητώ . . .
+. .
+
+Επλησίασε τα χείλη του εις το ους του Πετρωνίου, και χαμηλοφώνως, διά
+να μη δυνηθή να ακούση ο Βινίκιος:
+
+ — Εις τας πύλας του κόσμου του αγνώστου, ηθέλησα να κάμω την
+μεγίστην θυσίαν, την οποίαν ποτέ δεν ηδύνατο να κάμη άνθρωπος . . . . Η
+μήτηρ μου, η σύζυγός μου . . . δι' αυτό απωλέσθησαν . . . Αλλ' η θυσία
+μου δεν ήτο αρκετή. Διά να ανοιχθώσιν ολίγον αι πύλαι της κατοικίας
+των θεών, χρειάζεται μάλλον πανηγυρική θυσία. Ας πληρωθή η θέλησις
+των χρησμών!
+
+ — Ποίον είναι το σχέδιόν σου;
+
+ — Θα ίδης· θα ίδης και ταχύτερον ή όσον σκέπτεσαι. Εν τούτοις μάθε
+ότι υπάρχουσι δυο Νέρωνες· εκείνος ον γνωρίζουσιν οι άνθρωποι· ο
+άλλος, ο καλλιτέχνης, τον οποίον μόνον συ γνωρίζεις.
+
+ — Συμπαθώ εξ όλης καρδίας προς τους πόνους σου, ω Καίσαρ, και μετ'
+εμού συμπονούσι και η γη και αι θάλασσαι, χωρίς να συμπεριλάβω τον
+Βινίκιον, όστις έχει λατρείαν διά σε εις το βάθος της ψυχής του.
+
+ — Μου ήτο πάντοτε προσφιλής και ούτος, είπεν ο Νέρων, αν και υπηρετή
+τον Άρην και όχι τας Μούσας . . .
+
+ — Είναι κυρίως θεράπων της Αφροδίτης, υπέλαβεν ο Πετρώνιος:
+
+Και αίφνης απεφάσισε να κανονίση την υπόθεσιν του ανεψιού του.
+
+ — Είναι ερωτευμένος όσον ερωτευμένος υπήρξεν ο Τρωίλος με την
+Κασσάνδραν. Επίτρεψον αυτώ, δέσποτα, να επιστρέψη εις Ρώμην· άλλως θα
+ετήκετο εδώ προ των οφθαλμών σου. Ηξεύρεις ότι η όμηρος Λίγεια, την
+οποίαν του είχες δώσει, ανευρέθη, και ότι ο Βινίκιος, αναχωρών εις
+Άντιον, την αφήκεν υπό την προστασίαν ενός Λίνου ονόματι. Δεν σου
+ωμίλησα περί αυτής, διότι συνέθετες τον ύμνον σου, όπερ ήτο το
+σπουδαιότερον όλων. Ο Βινίκιος εμαγεύθη με την αρετήν της και θέλει
+να νυμφευθή την ωραίαν κόρην. Αλλ' ως πιστός στρατιώτης, στενάζει,
+τήκεται, οιμώζει και περιμένει την έγκρισιν του αυτοκράτορός του.
+
+ — Ο αυτοκράτωρ δεν εκλέγει τας συζύγους των στρατιωτών του. Ποίαν
+ανάγκην έχει της εγκρίσεώς μου;
+
+ — Σου το είπον, αυθέντα, έχει λατρείαν προς σε.
+
+ — Λοιπόν, το εγκρίνω! Είναι ωραία κόρη, αλλά πολύ στενή εις τα
+ισχία. Η Αυγούστα Ποππέα μου έκαμε παράπονα, κατηγορούσα αυτήν ότι
+έκαμε μαγείαν κατά του θυγατρίου μας εις τους κήπους του Παλατινού.
+
+ — Αλλ' εγώ παρετήρησα εις τον Τιγγελίνον, ότι οι θεοί δεν υπόκεινται
+εις μαγείαν. Ενθυμείσαι, ω θείε άναξ, ότι εταράχθης, και συ αυτός
+έκραξες ότι είχον δίκαιον;
+
+ — Ενθυμούμαι.
+
+Είτα στραφείς ο Καίσαρ προς τον Βινίκιον είπε:
+
+ — Την αγαπάς όσον λέγει ο Πετρώνιος;
+
+ — Ναι, την αγαπώ, άναξ.
+
+ — Λοιπόν! σε προστάττω να αναχωρήσης ευθύς αύριον εις Ρώμην, να την
+νυμφευθής και να μη εμφανισθής εκ νέου ενώπιόν μου, ειμή με τον
+δακτύλιον του γάμου.
+
+ — Ευχαριστώ, άναξ, εκ βάθους της καρδίας και της ψυχής μου,
+ευχαριστώ!
+
+ — Πόσον ευχάριστον είναι να κάμη τις άλλους ευτυχείς! είπεν ο
+Καίσαρ, θα ήθελα να μη έχω άλλο έργον.
+
+Δαψίλευσόν μας ακόμη μίαν χάριν, θεσπέσιε, είπεν ο Πετρώνιος, και
+εκδήλωσον την θέλησίν σου ενώπιόν της Αυγούστας. Ο Βινίκιος δεν θα
+ετόλμα να νυμφευθή μίαν γυναίκα, κατά της οποίας η Αυγούστα θα είχε
+παράπονα. Αλλά συ, ω άναξ, θα διαλύσης με μίαν λέξιν πάσαν
+προκατάληψιν, διακηρύττων ότι ούτω διέταξες Συ.
+
+ — Δεν δύναμαι τίποτε να σας αρνηθώ, ούτε εις σε ούτε εις τον
+Βινίκιον, είπεν ο Καίσαρ.
+
+Μεθ' ό εισήλθεν εις την έπαυλιν και εκείνοι τον ηκολούθησαν με την
+καρδίαν χαίρουσαν εκ της επιτυχίας.
+
+Εις το Άτριον, ο νεαρός Νέρβας και ο Τούλιος Σενεκίων έτερπον την
+Αυγούσταν με τας φλυαρίας των. Ο Τέρπνος και ο Διόδωρος εχόρδιζον τας
+κιθάρας. Ο Καίσαρ, μόλις εισήλθεν, εκάθισεν επί έδρας κογχυλοκολλήτου
+και αφού εψιθύρισε λέξεις τινάς εις το ους νεαρού τινος ακολούθου
+Έλληνος, επερίμενεν.
+
+Ο ακόλουθος επανήλθε μετ' ολίγον φέρων χρυσούν κάνιστρον. Ο Νέρων
+έλαβεν εκ του κανίστρου λαμπρόν περιδέραιον εκ χονδρών λίθων, το
+περιέφερεν επί τινα λεπτά εντός της χειρός του·
+
+ — Ιδού κοσμήματα άξια της εσπέρας ταύτης, είπε.
+
+ — Λάμπουν σαν την αυγήν, είπεν η Ποππέα, ούσα βεβαία ότι το
+περιδέραιον εκείνο προωρίζετο δι' αυτήν. Αλλ' ο Καίσαρ έπαιξεν ολίγον
+με τας ιριδώδεις πέτρας και έπειτα καλέσας πλησίον του τον Βινίκιον
+τω είπε:
+
+ — Λάβε αυτό, νεαρέ τριβούνε, είναι το γαμήλιον δώρον μου· με το
+περιδέραιον αυτό θα περιβάλης τον λαιμόν της μικράς Λιγειανής
+πριγκηπίσσης, της ομήρου μου, την οποίαν σε διατάσσω να νυμφευθής.
+
+Η Ποππέα έμεινεν ως κεραυνόπληκτος εις το άκουσμα τούτο και εξεμάνη
+δάκνουσα εξ οργής και μίσους τα χείλη της, έρριπτε δε βλέμματα πλήρη
+αγανακτήσεως πότε προς τον Βινίκιον και πότε προς τον Πετρώνιον. Αλλ'
+ούτος, σκυμμένος νωχελώς έφερε την χείρα του επί του ξύλου μίας
+άρπης, ως εάν ήθελε να μελετήση προσεκτικώς την κυρτότητα αυτής.
+
+Ο Βινίκιος, αφού ηυχαρίστησε διά το περιδέραιον, επλησίασε τον
+Πετρώνιον.
+
+ — Πώς να σου αποδείξω την ευγνωμοσύνην μου δι' ό,τι έπραξες προς
+χάριν μου σήμερον;
+
+ — Είθε η τύχη να σε ευνοή! Αλλ' άκουσον: ιδού ότι ο Καίσαρ
+αναλαμβάνει την φόρμιγγα του. Κράτησε την αναπνοήν σου, άκουσε και
+χύσε δάκρυα.
+
+Πράγματι, ο Νέρων είχεν εγερθή με την φόρμιγγα ανά χείρας και με τους
+οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Εις την αίθουσαν αι συνομιλίαι είχον
+παύσει, όλοι οι ακροαταί ίσταντο ακίνητοι, ως απολιθωμένοι. Μόνον ο
+Τέρπνος και ο Διόδωρος, οίτινες έμελλον να συνοδεύσουν τον Καίσαρα
+εις το άσμα, έστρεφον την κεφαλήν οτέ μεν προς αλλήλους, οτέ δε προς
+τον Καίσαρα αναμένοντες τους πρώτους φθόγγους του άσματος.
+
+Αίφνης εις το προαύλιον ηκούσθη θόρυβος ασυνήθης, φωναί και θόρυβος
+ανθρώπων, οίτινες έτρεχον. Το παραπέτασμα της θύρας ηνοίχθη αποτόμως
+και εφάνησαν ο απελεύθερος του αυτοκράτορος Φάων και όπισθεν αυτού ο
+ύπατος Λικίνιος.
+
+Ο Νέρων συνωφρυώθη.
+
+ — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ανυπομονών.
+
+ — Συγγνώμην, θείε αυτοκράτωρ, είπεν ο Φάων με ασθμαίνουσαν φωνήν. Η
+Ρώμη καίεται. Το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως ευρίσκεται εντός των
+φλογών.
+
+Όλοι οι παρεστώτες έγιναν κάτωχροι και ηγέρθησαν αποτόμως. Ο Νέρων
+απέθεσε την φόρμιγγα και υψώσας τας χείρας προς τον ουρανόν με φωνήν
+ενθουσιώδη ανεφώνησε:
+
+ — Δίκαιοι θεοί! Σας ευχαριστώ διότι με ηξιώσατε να ίδω πόλιν
+καιομένην. Τώρα το ποιητικόν μου έργον «Η πυρπόλησις της Τροίας» θα
+γίνη αριστούργημα· έπειτα στραφείς προς τον ύπατον ηρώτησεν:
+
+ — Εάν αναχωρήσω αμέσως, διά να φθάσω το ταχύτερον διά να ίδω την
+Ρώμην καιομένην και να την απολαύσω εντός των φλογών;
+
+ — Καίσαρ, απήντησεν ο ύπατος κάτωχρος ως πανίον, η πόλις ολόκληρος
+είναι ωκεανός φλογών. Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν
+ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ!
+
+Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το
+μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε:
+
+ — Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον!
+
+Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης.
+
+Ο Νέρων ύψωσε τους βραχίονας εις τον ουρανόν και ανέκραξε:
+
+ — Δυστυχία σου, αγιωτάτη πόλις του Πριάμου! . . .
+
+
+
+
+ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ
+
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'.
+
+
+
+Ο Βινίκιος μόλις επρόφθασε να διατάξη δούλους τινάς να τον
+ακολουθήσουν, και πηδήσας επί του ίππου, ώρμησεν εν μέσω του σκότους
+διά των ερημικών οδών του Αντίου διευθυνόμενος εις Λαυρέντον. Η
+τρομερά είδησις τον είχε ρίψει εις είδος τι τρέλλας. Με την ασκεπή
+κεφαλήν του σκυμμένην επί του αυχένος του ίππου του, επήγαινε φορών
+μόνον τον χιτώνα του, χωρίς να παρατηρή έμπροσθεν του, χωρίς να
+προσέχη εις τα εμπόδια.
+
+Ο επιβήτωρ Ιδουμαίος έτρεχεν ως βέλος. Ο κρότος των πελμάτων του επί
+του πλακοστρώτου αφύπνιζεν εδώ και εκεί τους σκύλλους, οίτινες
+συνώδευον με τας υλακάς των την φαντασματώδη εμφάνισιν και κατόπιν
+ωρύοντο εις την σελήνην. Οι δούλοι, οίτινες εκάλπαζον όπισθεν του
+Βινικίου επί ίππων ολιγώτερον ταχέων είχον μείνει εις ικανήν
+απόστασιν. Διήλθε μόνος το Λαυρέντον, το οποίον εκοιμάτο, έστρεψε
+προς το μέρος της Αρδείας, όπου είχεν αφήσει εις τους σταθμούς
+ίππους, καθώς και εις την Αρίκειαν, την Μποβίλλαν και το Ούστρινον.
+
+Πέραν της Αρδείας του εφάνη ότι ο ορίζων από βορρά ήτο ερυθρός. Ίσως
+ήτο το λυκαυγές της πρωίας, διότι η νυξ επλησίαζεν εις το τέρμα της,
+ήτο Ιούλιος μην. Αλλ' ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να κρατήση κραυγήν
+απελπισίας και λύσσης, διότι εσκέφθη ότι ήτο η λάμψις της πυρκαϊάς.
+Ενεθυμήθη τους λόγους του Λικινίου «Η πόλις είναι ωκεανός φλογών»,
+και προς στιγμήν ησθάνθη ότι η παραφροσύνη τον ηπείλει, διότι απώλεσε
+πάσαν ελπίδα να σώση την Λίγειαν, και μάλιστα να φθάση εις τας πύλας
+πριν η Ρώμη μεταβληθή εις τέφραν. Αι σκέψεις του ίπταντο έμπροσθέν
+του, ως νέφος μαύρων κακοποιών ορνέων. Δεν ήξευρεν εις ποίαν
+συνοικίαν της πόλεως είχεν εκραγή το πυρ, αλλ' υπέθετεν ότι η
+Τρανστιβέρη με τας πυκνάς της οικίας, τας ξυλίνας αποθήκας της και τα
+εύθραυστα παραπήγματα, όπου επωλούντο δούλοι, θα είχε γίνει κατ'
+αρχάς παρανάλωμα των φλογών.
+
+Ως αστραπή διήλθε της κεφαλής του Βινικίου η σκέψις του Ούρσου και
+της κολοσσιαίας δυνάμεως του. Αλλά τι ηδύνατο να πράξη είς άνθρωπος
+εναντίον της καταστρεπτικής δυνάμεως του πυρός; Από ετών, διηγούντο
+ότι κατά εκατοντάδας χιλιάδων οι δούλοι ωνειροπόλουν τους χρόνους του
+Σπαρτάκου και ανέμενον την ευκαιρίαν διά να λάβουν τα όπλα κατά των
+καταπιεστών των και της πόλεως. Και ιδού ότι η ευκαιρία αύτη
+παρουσιάζετο. Αι λάμψεις της πυρκαϊάς εφώτιζον ίσως την σφαγήν και
+τον εμφύλιον πόλεμον.
+
+Ο Βινίκιος ανεπόλει τας προσφάτους συνδιαλέξεις, τας οποίας ο Καίσαρ
+μετ' αλλοκότου επιμονής έκαμνε να περιστρέφωνται εις τας
+πυρποληθείσας πόλεις.
+
+Ναι! Αυτός ο Καίσαρ πρέπει να είχε διατάξει όπως καύσωσι την πόλιν.
+Και αν η Ρώμη εκαίετο κατά την διαταγήν του, τις άρα γε ηδύνατο να
+εγγυηθή ότι η αυτή διαταγή δεν θα εξαπέλυε και τους πραιτωριανούς
+εναντίον του πλήθους;
+
+Ο ίππος ήσθμαινεν απελπιστικώς επί της ελικοειδούς οδού της αγούσης
+εις την Αρικίαν.
+
+Την στιγμήν εκείνην είς ιππεύς ερχόμενος εκ Ρώμης και τρέχων και
+εκείνος ως λαίλαψ έκραξε συναντών τον Βινίκιον:
+
+ — Η Ρώμη εχάθη! Οι θεοί . . . και διήλθε.
+
+Η λέξις θεοί τον έκαμε να συνέλθη ολίγον εκ της ταραχής και ανυψώσας
+τας χείρας εις τον ουρανόν ανεφώνησε:
+
+ — Δεν επικαλούμαι σας, των οποίων τα ιερά καταρρέουν εις τας φλόγας,
+αλλά Σε! . . . . Συ είσαι ο μόνος εύσπλαγχνος. Συ ήλθες επί της γης
+ίνα διδάξης τους ανθρώπους το έλεος. Ευσπλαγχνίσθητι! Σώσον την
+Λίγειάν μου.
+
+Διερχόμενος διά μέσου της Αρικίας, ήτις έκειτο εις το μέσον της εις
+Ρώμην αγούσης οδού, συνήντησε πλήθος δούλων, οίτινες μετέβαινον εις
+το Άντιον, κομίζοντες ειδήσεις και τους ηρώτησε:
+
+ — Ποίον μέρος της πόλεως καίεται;
+
+ — Η πυρκαϊά, αυθέντα, ήρχισε μεταξύ των οικίσκων, πλησίον του
+μεγάλου Κίρκου.
+
+ — Και η Τρανστιβέρη;
+
+ — Μέχρι τούδε δεν την έφθασεν· αλλά μεταδίδεται αδιακόπως εις νέας
+συνοικίας με δύναμιν ακαταμάχητον.
+
+Ο Βινίκιος εκέντησε δυνατώτερα τον ίππον του. Τα λευκά τείχη της
+Αρικίας έλαμπον όπισθέν του υπό τας ακτίνας της σελήνης.
+
+Η μετά την Αρικίαν οδός ανήρχετο ανηφορικώς και αποτόμως. Αλλ ο
+Βινίκιος εγνώριζεν ότι, όταν έφθανεν εις την κορυφήν, όπισθεν της
+οποίας εκρύπτετο το Άλβανον, θα έβλεπεν όχι μόνον την Μποβίλλαν και
+το Ούστρινον, όπου τον ανέμενον ίπποι, αλλά και την Ρώμην· εκείθεν
+του Αλβάνου ήρχιζεν εκατέρωθεν της Αππιανής οδού η επίπεδος Καμπανία.
+
+ — Από εκεί επάνω θα διακρίνω τας φλόγας, διενοείτο, και εκ νέου
+εκέντριζε τον ίππον του.
+
+ — Η πυρκαϊά! διενοήθη ο Βινίκιος. Ήτο τρομερόν εκείνο το θέαμα της
+καιομένης βασιλίδος των πόλεων. Μακρόθεν η πυρκαϊά δεν ελάμβανε το
+σχήμα μιας πυρίνης στήλης, ως συμβαίνει, οσάκις καίεται μεμονωμένως
+έν κτίριον. Ήτο μάλλον μία μακρά και πλατεία ταινία. Δεν εφαίνετο
+άλλο τι ειμή φλόγες, φλόγες και καπνοί, απαίσιον εν ταυτώ και
+μεγαλοπρεπέστατον θέαμα.
+
+Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις
+κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι
+τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του
+καπνού.
+
+Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον
+λόφων.
+
+Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και
+εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον. Έβλεπε την
+καιομένην πόλιν, εις την οποίαν δεν εφαίνετο να εγλύτωσε πλέον
+τίποτε. Ήρχισε να προσεύχεται και να επικαλήται τον Χριστόν.
+
+Αφού υπερέβη το Άλβανον, του οποίου σχεδόν όλος ο πληθυσμός ίστατο
+επί των στεγών και επί των δένδρων, διά να βλέπη καλλίτερον την
+καιομένην Ρώμην, ανέλαβε την ψυχραιμίαν του. Εκτός του Ούρσου και του
+Λίνου, ο απόστολος Πέτρος θα επέβλεπεν επί της Λιγείας. Αφ' ης
+στιγμής ο Πέτρος είχεν ευλογήσει τον έρωτά του και του είχεν υποσχεθή
+την Λίγειαν, αύτη δεν ήτο δυνατόν να απολεσθή εις τας φλόγας.
+
+Πριν φθάση εις το Οστριανόν ηναγκάσθη να βραδύνη τον δρόμον του ένεκα
+του συνωστισμού και των προσκομμάτων της οδού. Πλησίον ανθρώπων
+πεζών, φερόντων τα σκεύη των επί της ράχεως, έβλεπεν ίππους και
+ημιόνους φορτωμένους αποσκευάς, οχήματα και φορεία. Εις την
+οχλαγωγίαν εκείνην ήτο δύσκολον να λάβη τις πληροφορίαν. Εκείνοι εις
+τους οποίους απηυθύνετο ο Βινίκιος, δεν τω απήντων τίποτε, ή μάλλον,
+υψώνοντες επ' αυτού βλέμματα περίτρομα, έλεγον ότι η πόλις έμελλε να
+απολεσθή και ο κόσμος μετ' αυτής. Από την Ρώμην συνέρρεον από στιγμής
+εις στιγμήν νέαι μάζαι ανδρών, γυναικών και παιδίων, αίτινες ηύξανον
+την σύγχυσιν και τον θόρυβον.
+
+Ήδη δούλοι πάσης φυλής και θηριομάχοι ήρχιζον να λεηλατώσι τας οικίας
+και να συμπλέκωνται με τους στρατιώτας, οίτινες ανελάμβανον την
+υπεράσπισιν των κατοίκων.
+
+Ο συγκλητικός Ιουλιανός, τον οποίον παρετήρησεν ο Βινίκιος πλησίον
+πανδοχείου τινός, υπήρξεν ο πρώτος, όστις του έδωκε σαφείς τινας
+λεπτομερείας περί της πυρκαϊάς.
+
+Το πυρ είχεν εκραγή, τω είπε, πλησίον του μεγάλου Κίρκου, εις μέρος
+γειτνιάζον με το Παλατίνον και με το Καίλιον όρος, αλλ' είχε διαδοθή
+με πρωτοφανή ταχύτητα, ώστε κατέλαβεν όλον το κέντρον.
+
+Ποτέ, από της εποχής του Βρέννου, τόσον φοβερά καταστροφή δεν είχε
+πλήξει την πόλιν.
+
+ — Η Τρανστιβέρη άρα γε εκάη;
+
+ — Τι σε ενδιαφέρει η πέραν του Τιβέρεως συνοικία;
+
+ — Αυτή με μέλει πολύ περισσότερον! ανέκραξεν ο Βινίκιος μετά
+παραφοράς.
+
+ — Τότε δεν θα δυνηθής να φθάσης εκεί ειμή διά της λιμενικής οδού,
+διότι παρά το Αδεντίνον το πυρ θα σε έπνιγε . . . Μετά τινα δισταγμόν,
+ταπεινώσας την φωνήν, ο Ιουλιανός εξηκολούθησεν:
+
+ — Ηξεύρω ότι δεν θα με προδώσης· θα σου είπω λοιπόν ότι δεν είναι
+πυρκαϊά συνήθης. Δεν άφησαν να δοθή βοήθεια εις τον Κίρκον. Όταν αι
+οικίαι ήρχισαν να καίωνται, ήκουσα με τα ίδια ώτα μου χιλιάδας φωνών
+να ορύωνται: «Θάνατος εις τους σβύνοντας την πυρκαϊάν».
+
+»Άνθρωποι διατρέχουν την πόλιν ρίπτοντες εις τας οικίας αναμμένας
+δάδας . . . Αφ' ετέρου ο λαός στασιάζει, φωνάζει ότι καίουν την πόλιν
+κατά διαταγήν. Περισσότερα δεν λέγω. Δυστυχία εις όλους μας! . . .
+Είναι το τέλος της Ρώμης . . . .
+
+Αλλ' ήδη ο Βινίκιος διηύθυνε τον ίππον του προς την Τρανστιβέρην.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'.
+
+
+
+Το Οστριανόν, με όλην την αταξίαν του, παρείχεν αμυδράν ιδέαν του τι
+συνέβαινεν υπό τα τείχη αυτής της πόλεως.
+
+Τίποτε δεν ελαμβάνετο πλέον υπ' όψιν ούτε το μεγαλείον του νομού,
+ούτε το γόητρον των δημοσίων λειτουργιών, ούτε οι οικογενειακοί
+δεσμοί, ούτε η διάκρισις των τάξεων.
+
+Δούλοι ερράβδιζον πολίτας· συμμορίαι θηριοπαλαιστών μεθυσμένων με
+οίνον κλεμμένον από τα καπηλεία ετρομοκράτουν τας τριόδους,
+ανατρέποντες τους Κιρίτας, ποδοπατούντες και ληστεύοντες αυτούς. Μετ'
+αυτών είχεν ενωθή μία μάζα αθλίων εχόντων αντί παντός ενδύματος ράκη
+περί την οσφύν. Πλήθος βαρβάρων, οίτινες έμελλον να πωληθώσιν,
+εδραπέτευσαν εκ των παραπηγμάτων των. Δι' αυτούς η πυρκαϊά της πόλεως
+εσήμαινε το τέλος της δουλείας και την ώραν της εκδικήσεως· και ενώ ο
+λαός ακίνητος έτεινε με απελπισίαν τους βραχίονας προς τους θεούς,
+εκείνοι ερρίπτοντο κατ' αυτού ληστεύοντες τους άνδρας και βιάζοντες
+τας θυγατέρας των πατρικίων. Το πλήθος τούτο, αποτελούμενον από
+Ασιάτας, Αφρικανούς, Έλληνας, Θράκας, Γερμανούς και Βρεττανούς
+εξεδικείτο διά την δουλείαν τόσων ετών και εξεδήλου την μανίαν του
+διά φωνών εις όλας τας γλώσσας του κόσμου.
+
+Ο Βινίκιος έφθασε τέλος μέχρι της Ωστίας πύλης. Αλλ' ενόησεν ότι
+έπρεπε να επανέλθη εις την διεύθυνσιν του Ουστρίνου, να διαβή τον
+ποταμόν και να φθάση εις την Λιμενίαν οδόν, την άγουσαν κατ' ευθείαν
+εις Τρανστιβέρην. Δεν ήτο εύκολον και τούτο, ένεκα του συνωστισμού.
+Θα εχρειάζετο να ανοίξη δρόμον με το ξίφος εις την χείρα· αλλά δεν
+είχεν όπλον.
+
+Πλησίον της κρήνης του Ερμού διέκρινεν ένα εκατόνταρχον, όστις επί
+κεφαλής δεκάδων τινών πραιτωριανών, υπερήσπιζε την είσοδον του
+περιβόλου του ναού. Ο Βινίκιος τον διέταξε να τον ακολουθήση και ο
+εκατόνταρχος, αναγνωρίσας τον τριβούνον και τον αυγουστιανόν, δεν
+ετόλμησε να αρνηθή.
+
+Κατά τινας στιγμάς, το πλήθος ελάμβανεν εχθρικήν στάσιν. Δημόσιοι
+αγορηταί και φωνασκοί κατηγόρουν ως εμπρηστήν τον Νέρωνα, ηπόρουν με
+την υπομονήν των Ρωμαίων, έλεγον ότι εβαρύνθησαν πλέον και υπέσχοντο
+ως θύματα εις τον Τίβεριν τον Αυτοκράτορα και την Αυγούσταν.
+
+Πανταχόθεν αντήχουν κραυγαί:
+
+ — Κωμωδός! Φρενόπληκτος! Μητροκτόνος!
+
+Μετά πολλάς συγκρούσεις και υπερδιασκελίζοντες οδοφράγματα εκ
+κιβωτίων, βαρελλίων, πολυτίμων σκευών, μαγειρικών τοιούτων, φορείων,
+αμαξών, ο Βινίκιος και οι πραιτωριανοί του κατώρθωσαν να εκφύγουν της
+οχλοβοής. Από τους φυγάδας έμαθεν ότι μόνον μικραί τινες οδοί της
+Τρανστιβέρης είχον καταληφθή υπό του πυρός, αλλ' ότι όμως τίποτε δεν
+θα διέφευγε την ορμήν της πυρκαϊάς, διότι άνθρωποι την μετέδιδον
+επίτηδες, λέγοντες ότι είχον διαταγήν προς τούτο. Ο νεαρός τριβούνος
+δεν είχε πλέον την ελαχίστην αμφιβολίαν ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να
+πυρπολήσουν την Ρώμην. Εν τούτοις είχεν ακολουθήσει την Λιμενίαν
+οδόν, ήτις οδηγεί κατ' ευθείαν εις την Τρανστιβέρην.
+
+Η Τρανστιβέρη ήτο πλήρης καπνού και πλήθους, εν μέσω του οποίου ήτο
+δυσκολώτατον να διανοιχθή δίοδος, διότι έχοντες περισσότερον χρόνον
+εις την διάθεσίν των οι άνθρωποι απήγαγον και έσωζον περισσότερα
+πράγματα. Οι πραιτωριανοί, οίτινες ηκολούθουν τον Βινίκιον, είχον
+μείνει όπισθεν. Εις την συμπλοκήν εκείνην, ο ίππος του, τραυματισθείς
+εις την κεφαλήν διά σφύρας ανωρθούτο επί των ποδών του, αρνούμενος να
+υπακούση.
+
+Έφθασε τέλος εις την συνοικίαν Αλεξάνδρου. Ο συνωστισμός ήτο
+ολιγώτερος και ο καπνός αραιότερος. Αλλ' οι σπινθήρες έπιπταν άφθονοι
+επί της κεφαλής του, έτρεχεν, έτρεχε, μη σκεπτόμενος άλλο τι ειμή πώς
+να σώση την Λίγειάν του.
+
+Το πλήθος ανεγνώρισε τον Αυγουστιανόν εκ του πλουσίου χιτώνας του και
+πάραυτα κραυγαί αντήχησαν: «Θάνατος εις τον Νέρωνα και εις τους
+εμπρηστάς του!»
+
+Εκατοντάδες βραχιόνων ετείνοντο απειλητικαί κατά του Βινικίου. Αλλ' ο
+ίππος του φοβισμένος έτρεχε μακρύτερα, ποδοπατών τους εφορμώντας και
+νέον κύμα καπνού εβύθισε την οδόν εις το σκότος. Ο Βινίκιος,
+βεβαιωθείς ότι δεν ηδύνατο να διέλθη έφιππος, κατήλθε του ίππου του
+αψηφών τους κινδύνους. Έτρεξεν. Ωλίσθαινε κατά μήκος των τειχών και
+ενίοτε ανέμενεν ίνα το πλήθος των φυγάδων τον αντιπαρέλθη. Εσκέπτετο
+ότι αι προσπάθειαί του ήσαν φανταστικαί. Η Λίγεια ίσως δεν ήτο πλέον
+εις την πόλιν, δυνατόν να είχε φύγει. Εν τούτοις ήθελε και με θυσίαν
+της ζωής του να φθάση εις την οικίαν του Λίνου. Από καιρού εις καιρόν
+ίστατο και έτριβε τους οφθαλμούς του. Αποσπάσας μίαν άκραν εκ του
+χιτώνος του εκάλυψε δι' αυτής την ρίνα και το στόμα και επανέλαβε τον
+δρόμον του. Ενώ επλησίαζε τον ποταμόν, η θερμότης καθίστατο
+τρομερωτέρα.
+
+Κάμπτων προς την οδόν των Ιουδαίων, όπου ευρίσκετο η οικία του Λίνου,
+ο Βινίκιος παρετήρησε τας φλόγας εν τω μέσω νέφους καπνού· και η
+Τρανστιβέρη, εκεί όπου κατώκει η Λίγεια, εκαίετο.
+
+Ο Βινίκιος ενεθυμήθη ότι η οικία του Λίνου ήτο περιβεβλημένη με
+κήπον, όπισθεν του οποίου, προς το μέρος του Τιβέρεως, ευρίσκετο
+μικρός αγρός χωρίς οικίαν. Η σκέψις αύτη του έδωσε θάρρος.
+
+Αι φλόγες θα ανεκόπησαν ίσως προ του κενού διαστήματος.
+
+Με την ελπίδα ταύτην ήρχισε να τρέχη, καίτοι εκάστη πνοή ανέμου
+έφερεν όχι μόνον καπνόν, αλλά χιλιάδας σπινθήρων, οι οποίοι ηδύναντο
+να φέρουν το πυρ εις το άλλο άκρον της ατραπού και να του αποκόψουν
+την υποχώρησιν.
+
+Διέκρινε τέλος διά μέσου πέπλου εκ καπνού τας κυπαρίσσους του κήπου
+του Λίνου. Αι οικίαι αι κείμεναι όπισθεν του ανοικτού γηπέδου
+εφλέγοντο ήδη ως σωροί ξύλων, αλλ' η μικρά περιοχή του Λίνου ήτο
+ακόμη άθικτος.
+
+Ο Βινίκιος ύψωσε προς τον ουρανόν βλέμμα ευγνωμοσύνης και ώρμησε προς
+την θύραν, αν και ο αήρ ήρχισε να τον καίη. Ήτο μισοανοιγμένη· την
+ώθησε και ώρμησεν εντός.
+
+Εις τον μικρόν κήπον ουδεμία ψυχή ζώσα, και η οικία εφαίνετο εντελώς
+έρημος.
+
+ — Λίγεια, Λίγεια.
+
+Άκρα σιγή! Εν τη ερημία εκείνη δεν ηκούετο παρά μόνον ο μακρυνός
+θόρυβος της πυρκαϊάς.
+
+ — Λίγεια!
+
+Αίφνης ήλθεν εις τα ώτα του η πένθιμος εκείνη φωνή, την οποίαν είχεν
+ακούσει άλλοτε εις τον κήπον τούτον.
+
+Εις την γειτονικήν συνοικίαν το πυρ είχε μεταδοθή εις το
+θηριοτροφείον το εγγύς του ναού του Ασκληπιού και τα θηρία ήρχισαν να
+βρυχώνται.
+
+Ο Βινίκιος εφρικίασεν από κεφαλής μέχρι ποδών.
+
+Δευτέραν ήδη φοράν, καθ' όν χρόνον όλοι οι συλλογισμοί του ήσαν
+συγκεντρωμένοι περί την Λίγειαν, αντήχουν αι φοβεραί αύται φωναί των
+λεόντων, ως οιωνός συμφοράς.
+
+Ο Βινίκιος ώρμησεν εις το εσωτερικόν της οικίας. Το μικρόν άτριον ήτο
+έρημον. Ζητών διά των χειρών την θύραν την άγουσαν εις τους κοιτώνας
+διέκρινε το τρεμοσβύνον φως μιας λυχνίας, και πλησιάσας, είδε το
+ιερόν των εφεστείων, όπου αντί των θεών υπήρχε σταυρός· υπό τον
+σταυρόν εκείνον έκαιε κηρίον. Μία σκέψις διήλθεν αστραπιαίως διά του
+πνεύματος του νέου κατηχουμένου: ο σταυρός τω έστελλε το φως εκείνο,
+το οποίον θα τον εβοήθει εις την ανεύρεσιν της Λιγείας. Έλαβε λοιπόν
+το κηρίον και έτρεξεν εις τους κοιτώνας. Εις τον πρώτον ήνοιξε το
+παραπέτασμα της θύρας και φωτιζόμενος υπό του κηρίου παρετήρησε.
+
+Και εκεί ουδείς ήτο. Εν τούτοις ο Βινίκιος ήτο βέβαιος ότι είχεν
+ανεύρει τον κοιτώνα της Λιγείας, διότι από ήλους καρφωμένους εις τον
+τοίχον εκρέμαντο τα ενδύματά της, και επί της κλίνης εκείτο η
+στηθοδεσμίς, ήτοι η στενή εσθής, την οποίαν αι γυναίκες φορούσιν
+εσωτερικώς. Ο Βινίκιος την ήρπασεν, επέθηκεν επ' αυτής τα χείλη του
+και ρίψας αυτήν επί του ώμου του εξηκολούθησε τας ερεύνας του. Η
+οικία ήτο μικρά· ταχέως επεσκέφθη όλα τα δωμάτια και μάλιστα τα
+υπόγεια.
+
+Κανείς ούτ' εκεί. Η Λίγεια, ο Λίνος και ο Ούρσος με άλλους κατοίκους
+της συνοικίας θα εζήτησαν να σωθώσι διά της φυγής.
+
+«Πρέπει να τους ζητήσω εις το πλήθος έξω της πόλεως», εσκέφθη ο
+Βινίκιος. Όπως και αν είχε, θα ήσαν έξω των φλογών.
+
+Είχε φθάσει η κρισιμωτάτη στιγμή, καθ' ην ήτο υποχρεωμένος να σκεφθή
+περί της σωτηρίας του, διότι το κύμα των φλογών επλησίαζε και οι
+στρόβιλοι του καπνού απέκλειον σχεδόν εξ ολοκλήρου την ατραπόν. Ρεύμα
+αέρος έσβυσε το κηρίον, το οποίον είχε μεταχειρισθή εις την οικίαν. Ο
+Βινίκιος ώρμησεν εις την οδόν και ήρχισε να τρέχη με όλας του τας
+δυνάμεις προς την Λιμενίαν οδόν, προς το μέρος, εκ του οποίου είχεν
+έλθει. Αι φλόγες εφαίνοντο να τον καταδιώκουν, άλλοτε περικυκλούσαι
+αυτόν με νέφη καπνού, άλλοτε καλύπτουσαι αυτόν με σπινθήρας, αίτινες
+έπιπτον επί της κεφαλής, του λαιμού και των ενδυμάτων του.
+
+Ο χιτών του ήρχισε να καίεται εις πολλά μέρη, αλλά δεν επρόσεχεν εις
+τούτο και εξηκολούθει τον δρόμον του. Εις το στόμα ησθάνετο γεύσιν
+καπνού και αιθάλης, ο λαιμός του και οι πνεύμονες του κατεκαίοντο. Το
+αίμα συνέρρεεν εις την κεφαλήν του και από στιγμής εις στιγμήν τα
+πάντα τω εφαίνοντο κόκκινα, και αυτός μάλιστα ο καπνός. Τότε
+εσκέπτετο: «είναι πυρ ρέον, είναι καλλίτερον να πέσω και να απολεσθώ
+εντός αυτού!» Ο δρόμος τον είχεν εξαντλήσει. Η κεφαλή του, ο λαιμός
+του και οι ώμοι του είχον πλημμυρήσει από ιδρώτα, ο οποίος τον
+κατέκαιεν ως ζέον ύδωρ. Εάν δεν επρόφερε κατά διάνοιαν το όνομα της
+Λιγείας και δεν εκάλυπτε το στόμα του με την εσθήτά της, θα είχε
+πέσει. Δεν ηδύνατο να αναγνωρίση την ατραπόν, εις την οποίαν
+ευρίσκετο.
+
+Έτρεχεν ως άνθρωπος μεθυσμένος, παραπαίων από την μίαν πλευράν της
+οδού εις την άλλην . . . .
+
+Νέφος εκάλυπτε την έξοδον της οδού. «Εάν είναι καπνός, εσκέφθη, δεν
+θα δυνηθώ να περάσω». Μετεχειρίσθη όλας τας δυνάμεις, αίτινες τω
+απέμειναν.
+
+Καθ' οδόν απέρριψε τον χιτώνα του, όστις ήρχιζε να τον καίη και
+έτρεχε γυμνός σχεδόν, φέρων μόνον επί της κεφαλής και του στόματος
+την στηθοδεσμίδα της Λιγείας. Όταν επλησίασε περισσότερον,
+ανεγνώρισεν ότι εκείνο το οποίον είχεν εκλάβει ως καπνόν ήτο νέφος
+κονιορτού, εκ του οποίου εξήρχοντο φωναί και κραυγαί ανθρώπων.
+
+Εν τούτοις έτρεξεν ακόμη προς την διεύθυνσιν των φωνών εκείνων.
+Υπήρχον όμως και άνθρωποι, οι οποίοι θα ηδύναντο να τω παράσχωσι
+βοήθειαν.
+
+Με την ελπίδα ταύτην, ήρχισε να κραυγάζη δι' όλων των δυνάμεων, αλλ'
+αυτή ήτο η εσχάτη προσπάθειά του. Ο κόκκινος πέπλος έγινεν
+ερυθρότερος ακόμη προ των οφθαλμών του, οι πνεύμονες του εστερούντο
+αέρος. Έπεσε.
+
+Εν τούτοις τον ήκουσαν, ή μάλλον τον διέκριναν, και δύο άνθρωποι
+προσέτρεξαν με φλασκιά ύδατος. Ο Βινίκιος ήρπασε έν εξ αυτών και έπιε
+το ήμισυ του περιεχομένου.
+
+ — Ευχαριστώ, είπε· σηκώσατέ με εις τους πόδας μου· θα υπάγω
+μακρύτερα μόνος μου.
+
+Ο είς εκ των εργατών τω επέχυσεν ύδωρ επί της κεφαλής και αι δύο τον
+έφερον προς τους συντρόφους των.
+
+Τον περιεστοίχισαν ερωτώντες αυτόν αν ήτο τραυματισμένος σοβαρώτερον.
+
+Η προθυμία αύτη εξέπληξε τον Βινίκιον.
+
+ — Τίνες είσθε; ηρώτησε.
+
+ — Κατεδαφίζομεν τας οικίας διά να μη φθάση η πυρκαϊά εις την
+Λιμενίαν οδόν, απεκρίθη είς εκ των εργατών.
+
+ — Με εβοηθήσατε. Σας ευχαριστώ.
+
+ — Οφείλει τις να βοηθή τον πλησίον του, απήντησαν φωναί.
+
+Τότε ο Βινίκιος, όστις από πρωίας έβλεπε μόνον όχλους αγρίους, ρήξεις
+και διαρπαγάς, παρετήρησε προσεκτικώς τα πρόσωπα, τα οποία τον
+περιεστοίχιζον και είπε:
+
+ — Να σας ανταμείψη . . . ο Χριστός!
+
+ — Δόξα εις το όνομά του! έκραξε χορός φωνών.
+
+ — Ο Λίνος;
+
+Αλλά δεν ήκουσε την απάντησιν, διότι ελιποθύμησεν εξηντλημένος εκ των
+αγώνων. Όταν συνήλθεν, ευρίσκετο εις ένα κήπον του Κοδετάνου,
+περιστοιχούμενος υπό γυναικών και ανδρών, και αι πρώται λέξεις, τας
+όποιας ηδυνήθη να προφέρη υπήρξαν:
+
+ — Πού είναι ο Λίνος;
+
+Κατ' αρχάς ουδεμία απάντησις· έπειτα μία φωνή, την οποίαν ο Βινίκιος
+ανεγνώρισεν, είπε:
+
+ — Είναι έξω της Νομεντιανής Πύλης, ανεχώρησε διά το Οστριανόν . . .
+Ειρήνη σοι, βασιλεύ των Περσών.
+
+Ο Βινίκιος ανεσηκώθη, έπειτα επανεκάθησεν, εκπλαγείς ιδών τον Χίλωνα,
+όστις τω είπε:
+
+Η οικία σου, δέσποτα, ίσως είνε αποτεφρωμένη, αλλά συ θα είσαι
+πάντοτε πλούσιος, ως Κροίσος. Οποία συμφορά. Οι χριστιανοί προέλεγον
+από πολλού, ότι το πυρ θα κατέστρεφε την πόλιν ταύτην . . . Και ο
+Λίνος είνε εις το Οστριανόν μετά της θυγατρός του Διός . . . Οποία
+συμφορά έπληξε την πόλιν ταύτην!. .
+
+ — Τους είδες; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Τους είδα, αυθέντα! . . . Δόξα εις τον Χριστόν και εις όλους τους
+θεούς, εάν ηδυνήθην να ανταμείψω τας ευεργεσίας σου με μίαν καλήν
+είδησιν. Αλλά θείε Όσιρι, θα τοις ανταποδώσω τα ίσα, σου το
+ορκίζομαι, μα τας φλόγας, αι οποίαι κατατρώγουν την πόλιν.
+
+Έξω είχε νυκτώσει. Ο φωτοστέφανος της φλεγομένης πόλεως είχε
+πορφυρώσει τους ουρανούς μέχρι του άκρου του ορίζοντος. Παμμεγίστη
+ανέτειλεν η πανσέληνος. Η καιομένη Ρώμη εφώτιζεν όλην την Καμπανίαν.
+
+Από των λόφων, επί των οποίων είχεν οικοδομηθή η πόλις, αι φλόγες, ως
+κύματα θαλάσσης, διεσπείροντο ανά τα κοιλώματα, όπου ήσαν πολυάριθμοι
+αι πολυώροφοι οικίαι, τα εμπορεία και εργαστήρια, τα παραπήγματα, τα
+αμφιθέατρα, τα οθονοπωλεία, ξυλοπωλεία, ελαιοπωλεία, σιτεμπορεία,
+καρυοπωλεία και οινοπωλεία.
+
+Η πυρκαϊά, αφθόνως τρεφομένη δι' ευφλέκτων υλικών, προέβαινε τώρα διά
+σειράς εκρήξεων. Πάσα βοήθεια εφαίνετο αδύνατος.
+
+Αι τερατωδέστεραι φήμαι εκυκλοφόρουν εις τον λαόν. Άλλοι έλεγον ότι η
+Εστία ετιμώρει την ύβριν την γενομένην εις την Ρουβρίαν. Κατ' άλλους,
+ο Καίσαρ είχε διατάξει να θέσωσι πυρ εις την πόλιν, διά να ανοίξη
+ελεύθερον χώρον προς ίδρυσιν νέας πόλεως, ήτις θα εκαλείτο Νερωνία.
+
+Άλλοι πάλιν εκήρυττον, ότι ο Καίσαρ είχε τρελλαθή, ότι εκάλεσε τους
+πραιτωριανούς και τους θηριομάχους να κτυπήσουν τον λαόν και ότι
+επέκειτο η γενική σφαγή.
+
+Εδώ και εκεί ηκούοντο ψαλμοί αδόμενοι υπό ανδρών νέων, γερόντων,
+γυναικών και παιδίων· ύμνοι των οποίων η έννοια έμενε σκοτεινή και εν
+οις επανελαμβάνοντο πάντοτε αι λέξεις: «Ιδού έρχεται, ο κρίνων την
+γην, εν ημέρα οργής και θλίψεως».
+
+Το κακόν ολοέν ηύξανεν, ήτο κάτι τρομερόν, και αυτός ακόμη ο Τίβερις
+έρρεεν ως νάματα πυρός.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'.
+
+
+
+Τον Βινίκιον οι Χριστιανοί τον μετέφερον εις την οικίαν του
+υφαντουργού Μακρίνου. Εκεί ούτος τον έλουσε, του έδωσεν ενδύματα και
+του παρέθηκε και τροφήν. Αφού ανέλαβε τας δυνάμεις του, ο νέος
+τριβούνος εδήλωσεν ότι αμέσως θα ήρχιζε πάλιν τας ερεύνας του προς
+ανεύρεσιν του Λίνου. Ο Μακρίνος, όστις ήτο χριστιανός, επεβεβαίωσε
+τους λόγους του Χίλωνος, λέγων ότι ο Λίνος και ο Κλήμης, ο πρώτος των
+πρεσβυτέρων, είχον μεταβή εις το Οστριανόν, όπου ο Πέτρος έμελλε να
+βαπτίση πλήθος προσηλύτων. Οι Χριστιανοί της συνοικίας εγνώριζον ότι
+από δυο ημερών ο Λίνος είχεν εμπιστευθή την φύλαξιν της οικίας του
+εις κάποιον Γάιον.
+
+Ο Χίλων επρότεινε να ακολουθήσουν τον Βατικανόν αγρόν μέχρι της
+Φλαμινιανής πόλης, όπου θα διήρχοντο τον ποταμόν και θα επροχώρουν
+έξω των τειχών, όπισθεν των κήπων του Ακιλίου προς την Σαλαρίαν
+πύλην. Μετά μικρόν δισταγμόν ο Βινίκιος εδέχθη το δρομολόγιον αυτό.
+
+«Αναμφιβόλως, έλεγεν εν εαυτώ ο Βινίκιος, και ο Ούρσος θα ευρίσκεται
+εκεί.»
+
+Εσκέπτετο ότι εις το Οστριανόν θα ανεύρισκε τον Λίνον και τον Πέτρον,
+θα τους έφερε μακράν, πολύ μακράν, εις έν εκ των κτημάτων του, εν
+Σικελία ίσως.
+
+Εκεί κάτω, μεταξύ θεραπόντων πιστών, εις την γαλήνην την αγροτικήν,
+θα έζων ειρηνικώς υπό την σκέπην του Χριστού, με την ευλογίαν του
+Πέτρου.
+
+Α! εάν τους εύρισκεν, εάν τους εύρισκε!
+
+Τέλος, αφού έλαβε μεθ' εαυτού τον Χίλωνα, αμφότεροι επέβησαν ημιόνων,
+τους οποίους επρομήθευσεν εις αυτούς ο Μακρίνος και έφυγον διά της
+συντομωτέρας οδού, ίνα φθάσουν το ταχύτερον εκεί.
+
+Ο Βινίκιος επτέρνιζε τον ημίονόν του λέγων:
+
+ — Φλέγεται, φλέγεται η πόλις! και μετ' ολίγον το τελευταίον λείψανόν
+της θα εκλίπη από προσώπου της γης.
+
+Ο Χίλων τον ηκολούθει κατά πόδας μονολογών.
+
+ — Προχώρει λοιπόν! του έλεγεν ο Βινίκιος. Τι κάμνεις εκεί;
+
+ — Κλαίω την Ρώμην, αυθέντα, απεκρίθη ο Χίλων. Μίαν πόλιν τόσον
+θεσπεσίαν.
+
+ — Πού ήσο, όταν ήρχισεν η πυρκαϊά;
+
+ — Επήγαινα εις του φίλου μου Ευρικίου, δέσποτα, ο οποίος είχε
+κατάστημα εις τα περίχωρα του Μεγάλου Κίρκου, και ησχολούμην ακριβώς
+μελετών την διδασκαλίαν του Χριστού, όταν ήρχισαν να φωνάζουν αίφνης
+πυρ, πυρ! Όταν αι φλόγες κατέλαβον ολόκληρον τον Κίρκον και ήρχισαν
+να εκτείνωνται, έπρεπε να σκεφθώ να σώσω το τομάρι μου.
+
+ — Είδες ανθρώπους να ρίπτουν πυρσούς εις τας οικίας;
+
+ — Και τι δεν είδα, απόγονε του Αινείου; Είδα ανθρώπους να ανοίγουν
+διά της ρομφαίας δίοδον εν μέσω του συρφετού· είδα μάχας και
+ανθρώπινα εντόσθια καταπατούμενα διά των ποδών επί των λιθοστρώτων.
+Εάν έβλεπες όλα αυτά, θα εσκέπτεσο ότι οι βάρβαροι κατέλαβον την
+πόλιν εξ εφόδου και έσφαζον. Περί εμέ άνθρωποι ωρύοντο εξ απελπισίας.
+Αλλ' είδον και άλλους αλαλάζοντας εκ χαράς, διότι υπάρχουσι πολλοί
+κακοί άνθρωποι εις τον κόσμον, αυθέντα, οίτινες δεν δύνανται να
+εκτιμήσουν τας ευεργεσίας της επιεικούς κυριαρχίας σας και των
+δικαίων τούτων νόμων, δυνάμει των οποίων φροντίζετε να την
+εφαρμόσετε. Οι άνθρωποι δεν ηξεύρουν ποσώς να υποταχθώσιν εις την
+θέλησιν των θεών!
+
+Ο Βινίκιος ήτο πολύ βυθισμένος εις τας σκέψεις ταύτας, ώστε δεν
+ηδύνατο να εννοήση την ειρωνείαν των λόγων τούτων. Καίτοι είχεν
+ερωτήσει τον Χίλωνα περί όλων όσα ούτος ηδύνατο να γνωρίζη, εστράφη
+και πάλιν προς αυτόν:
+
+ — Και είδες εις το Οστριανόν την Λίγειαν και τον Ούρσον με τους
+ιδίους οφθαλμούς σου;
+
+ — Τους είδα. υιέ της Αφροδίτης· είδα την παρθένον, τον αγαθόν
+Λιγειέα, τον άγιον Λίνον και τον απόστολον Πέτρον.
+
+ — Προ της πυρκαϊάς;
+
+ — Προ της πυρκαϊάς, ναι!
+
+Αλλ' εν τη ψυχή του Βινικίου εγεννήθη μία υποψία.
+
+Ο Χίλων ίσως εψεύδετο. Σταματήσας τον ημίονον ετόξευσε κατά του
+γηραιού Έλληνος βλέμμα απειλητικόν.
+
+ — Τι έκαμες εκεί;
+
+Ο Χίλων εταράχθη.
+
+ — Αυθέντα, είπε, διατί δεν θέλεις να πιστεύσης ότι τους αγαπώ; Και
+όμως αυτό είνε η αλήθεια. Επήγα εις το Οστριανόν, επειδή είμαι ήδη
+κατά το ήμισυ χριστιανός.
+
+ — Και δεν ηξεύρεις πού κατέλυσεν ο Λίνος τας ημέρας ταύτας;
+
+ — Αυθέντα, επανέλαβεν ο Χίλων, χωρίς εμέ δεν θα ανεύρισκες την
+κόρην. Εάν την επανεύρης δεν θα λησμονήσης ένα σοφόν πενόμενον!
+
+ — Θα σου δώσω μίαν οικίαν με άμπελον πλησίον της Αμηριόλης.
+απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Α! ευχαριστώ, Ηράκλεις! με περιοχήν αμπελώνος; Ευχαριστώ!
+
+Υπερέβαινον ήδη τους λόφους του Βατικανού, πάντας ερυθρούς από τας
+λάμψεις της πυρκαϊάς, και επλησίαζον εις τον ποταμόν διά να διαβώσιν.
+Όπισθεν της Ναυμαχίας, εστράφησαν δεξιά, διότι ήθελαν, μετά τον αγρόν
+του Βατικανού, να πλησιάσουν τον ποταμόν, να τον διαβώσι και να
+διευθυνθώσι προς την Φλαμινιανήν Πύλην. Αίφνης ο Χίλων εσταμάτησε τον
+ημίονόν του.
+
+ — Αυθέντα! Μου ήλθε μία ιδέα!
+
+ — Λέγε, είπεν ο Βινίκιος.
+
+Δεν υπάρχει διάταγμα κατά των Χριστιανών, αλλ' οι Ιουδαίοι τους
+κατηγορούσιν εις τον πραίφεκτον της Πόλεως ότι σφάζουσι τα παιδία,
+ότι διαδίδουν θρήσκευμα μη ανεγνωρισμένον υπό της Συγκλήτου. Τους
+φονεύουν και λιθοβολούν τας οικίας των τόσον εμμανώς, ώστε οι
+χριστιανοί κρύπτονται προ αυτών.
+
+ — Λοιπόν, τι θέλεις να είπης;
+
+ — Λοιπόν, αι συναγωγαί υπάρχουν φανερά εις την Τρανστιβέρην, αλλ' οι
+χριστιανοί είνε ηναγκασμένοι να προσεύχωνται μυστικώς· συνέρχονται
+εις κατηρειπωμένα υπόστεγα εκτός της πόλεως ή εις κονίστρας. Λοιπόν,
+ακριβώς οι της Τρανστιβέρης εξέλεξαν τας κρύπτας, των οποίων τα υλικά
+εχρησίμευσαν διά την ανοικοδόμησιν του Κίρκου του Νέρωνος και των
+κατά μήκος του ποταμού οικιών. Η πόλις φλέγεται και οι πιστοί του
+Χριστού βεβαίως ασχολούνται εις προσευχάς. Θα εύρωμεν πολλούς εξ
+αυτών εις τα υπόγεια. Σε συμβουλεύω λοιπόν να εισέλθης εις αυτά
+τοσούτω μάλλον καθ' όσον ευρίσκονται εις τον δρόμον μας.
+
+ — Αλλά μου είχες είπη ότι ο Λίνος μετέβη εις το Οστριανόν! ανέκραξεν
+ανυπομόνως ο Βινίκιος.
+
+ — Αλλά συ μου υπεσχέθης οικίαν με άμπελον εις την Αμηριόλην,
+υπέλαβεν ο Χίλων. Θα αναζητήσω την κόρην παντού όπου υπάρχει
+πιθανότης να την εύρω. Θα τους εύρωμεν εις το υπόγειον
+προσευχομένους· και εις πάσαν μη ευνοϊκήν περίστασιν, θα μας δώσουν
+πληροφορίας περί αυτών.
+
+ — Ωδήγησέ με, διέταξεν ο Τριβούνος.
+
+Επί μίαν στιγμήν η κλιτύς του λόφου τους έκρυψε την πυρκαϊάν και
+εβάδισαν εν τη σκιά, καίτοι τα περιβάλλοντα υψώματα εφωτίζοντο
+απλέτως.
+
+Όταν υπερέβησαν τον Κίρκον, ετράπησαν προς τα αριστερά και πάλιν και
+εισήλθον εις στενήν πάροδον, όπου το σκότος ήτο ψηλαφητόν. Αλλ' εις
+το σκότος εκείνο ο Βινίκιος διέκρινε σμήνος φαναριών
+σπινθηροβολούντων.
+
+ — Ιδού αυτοί! είπεν ο Χίλων.
+
+ — Αλήθεια! Ακούω να ψάλλουν, είπεν ο Βινίκιος.
+
+Τω όντι, ήχοι ψαλμωδίας ανεδίδοντο εκ σκοτεινής τίνος χαράδρας και τα
+φανάρια εξηφανίζοντο το έν μετά το άλλο. Αλλ' εκ πλαγίων παρόδων
+εξήρχοντο συνεχώς νέαι σκοτειναί μορφαί, ο Βινίκιος δε και ο Χίλων
+περιεκυκλώθησαν μετ' ολίγον από ολόκληρον ομάδα. Ο Χίλων κατήλθεν εκ
+του ημιόνου του και εκάλεσε διά νεύματος νεανίσκον τινά βαδίζοντα
+πλησίον των.
+
+ — Είμαι ιερεύς του Χριστού, επίσκοπος μάλιστα. Επιμελήθητι των
+ημιόνων μας, θα έχης την ευλογίαν μου, και αι αμαρτίαι σου θα σου
+αφεθώσι.
+
+Μετά μίαν στιγμήν ευρέθησαν εις το υπόγειον και επροχώρουν δι' ενός
+διαδρόμου, υπό την αμυδράν λάμψιν των φαναρίων μέχρις ενός ευρυχώρου
+ορύγματος. Εκεί ήτο περισσότερον φως από τον διάδρομον, διότι, εκτός
+των φανών και των λυχνιών, έκαιον και δάδες. Ο Βινίκιος είδε πλήθος
+ανθρώπων γονυπετούντων εις προσευχήν, αλλά δεν είδεν ούτε την
+Λίγειαν, ούτε τον Απόστολον Πέτρον, ούτε τον Λίνον. Τα πρόσωπα των
+αντικατώπτριζον την προσδοκίαν, την φρίκην και την ελπίδα. Το φως
+αντενακλάτο εντός του λευκού των οφθαλμών, οίτινες είχον υψωθή προς
+τον ουρανόν.
+
+Επί των ωχρών μετώπων των έρρεεν ο ιδρώς. Οι μεν έψαλλον ύμνους, οι
+δε επανελάμβανον πυρετωδώς το όνομα του Ιησού, άλλοι δε έτυπτον τα
+στήθη. Πάντες ανέμενον κάτι το άμεσον και υπερφυσικόν.
+
+Αίφνης τα άσματα έπαυσαν και υπεράνω της ομηγύρεως εντός κόγχης
+τινός, σχηματισθείσης διά της εξαγωγής υπερμεγέθους λίθου, εφάνη ο
+Κρίσπος.
+
+Το πρόσωπόν του ήτο πελιδνόν. Όλων οι οφθαλμοί εστράφησαν προς αυτόν,
+επί τη προσδοκία λόγων παραμυθίας και ελπίδος.
+
+Αλλ' εκείνος ποιών επί της ομηγύρεως το σημείον του σταυρού, ήρχισε
+να ομιλή μετά παραφοράς, κραυγάζων:
+
+ — Μετανοήσατε από των αμαρτιών σας, διότι η ώρα ήγγικε, το τέλος
+επήλθεν. Επί την πόλιν της κακίας και της ακολασίας, επί την νέαν
+Βαβυλώνα, ο Κύριος απέλυσε την φλόγα την αδηφάγον. Εσήμανεν η ώρα της
+κρίσεως, της οργής και της καταστροφής. Ο Κύριος υπεσχέθη ότι θα
+έλθη, και άρτι όψεσθε αυτόν. Αλλά δεν θα είναι πλέον ο Αμνός ο
+προσενεγκών το αίμα του προς εξαγοράν ημών εκ της κατάρας . . . Θα
+είναι κριτής φοβερός, όστις εν τη δικαιοσύνη του θα ρίψη εις την
+άβυσσον τους αμαρτωλούς και τους απίστους. Ουαί του κόσμω και ουαί
+τοις αμαρτωλοίς, ότι ουκ έσται επ' αυτούς έλεος . . . Χριστέ! σε
+βλέπω . . . Αστέρες πίπτουσιν, ο ήλιος σκοτίζεται, η γη ανοίγεται εις
+κρημνούς και οι νεκροί εγείρονται . . . Και συ έρχεσαι εν φωνή
+αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού μετά δυνάμεως και δόξης των αγγέλων
+σου, εν λαίλαπι και αστραπή! Χριστέ! σε βλέπω, σε ακούω».
+
+Αίφνης το άντρον αντήχησεν εξ υποκώφου βροντής, την οποίαν ηκολούθησε
+μετ' ολίγον δευτέρα και τρίτη . . . Εις την φλεγομένην πόλιν σειραί
+ολόκληροι οικιών αποτεφρωμέναι κατέρρεον.
+
+Διά τους πλείστους χριστιανούς, αι βρονταί εκείναι εφαίνοντο το
+οριστικόν σημείον της φοβεράς κρίσεως. Τότε ο θείος τρόμος εκυρίευσε
+την ομήγυριν, πολυάριθμοι φωναί επανέλαβον: «Η ημέρα της κρίσεως!
+αληθώς, ιδού ήλθεν!»
+
+ — Ευσπλαγχνίσθητι, Λυτρωτά! έκραζον.
+
+Μερικοί εξωμολογούντο μεγαλοφώνως τας αμαρτίας των. Άλλοι ερρίπτοντο
+εις τας αγκάλας των οικείων των, όπως αισθανθώσι κατά την τρομεράν
+στιγμήν καρδίαν φίλων πάλλουσαν πλησίον της ιδικής των.
+
+Έπειτα ηκούσθη και πάλιν η φωνή του Κρίσπου, όστις εκραύγαζε:
+
+ — Παραιτήσατε τα εγκόσμια αγαθά, διότι η γη θα εκλίπη υπό τους πόδας
+σας! Παραιτήσατε τους έρωτας τους γηίνους! Ουαί εις τον προκρίνοντα
+την κτίσιν υπέρ τον Κτίσαντα! Ουαί εις τους πλουσίους! Ουαί εις τους
+ακολάστους!
+
+Μία βροντή ακόμη ισχυροτέρα εκλόνισε τας κατακόμβας· όλοι έπεσαν
+πρηνείς εις την γην με εσταυρωμένους βραχίονας, όπως αμυνθώσι διά του
+σημείου τούτου κατά των κακοποιών πνευμάτων.
+
+Εν τη σιγή δεν ηκούοντο, ειμή εκφράσεις ασθματικαί και τρομασμέναι:
+«Ιησού γλυκύτατε! Ιησού μακρόθυμε!» Εδώ και εκεί μικρά παιδία
+έκλαιον. Αίφνης γαλήνιος φωνή ηκούσθη λέγουσα:
+
+ — Ειρήνη υμίν!
+
+Ήτο ο απόστολος Πέτρος, όστις εκείνην την στιγμήν ήλθεν εις το
+Άντρον.
+
+Εις τους λόγους τούτους ο τρόμος διελύθη, όπως διαλύεται ο τρόμος του
+ποιμνίου, όταν εμφανίζεται ο ποιμήν. Ηγέρθησαν πάντες. Οι
+πλησιέστεροι προς αυτόν κατεφίλουν τα γόνατά του, ως εάν εζήτουν
+καταφύγιον υπό τας προστατευτικάς πτέρυγας.
+
+Εκείνος έτεινε τας χείρας επί του αγωνιώντος πλήθους:
+
+ — Διατί ταράττεσθε εν ταις καρδίαις υμών; Τις εξ υμών θα μαντεύση τι
+το συμβησόμενον επ' αυτώ πριν έλθη η ώρα; Ο Κύριος ετιμώρησεν εν πυρί
+την Βαβυλώνα, ήτις εμέθυσε τον κόσμον με τον οίνον της εμμανούς
+πορνείας της, αλλ' εφ' υμάς, τους καθαρισθέντας διά του βαπτίσματος,
+ων αι αμαρτίαι εξηγοράσθησαν υπό του αμνού του αμώμου και ασπίλου, το
+έλεός Του θα εξαπλωθή. Και θα αποθάνετε με το όνομά Του εις τα χείλη
+σας. Ειρήνη υμίν!
+
+Μετά τας απειλάς του Κρίσπου οι λόγοι του Πέτρου υπήρξαν βάλσαμον διά
+το πλήθος. Ο θείος έρως ανεπλήρωσε τον θείον τρόμον και εκυρίευσε τας
+ψυχάς. Πανταχόθεν εκραύγαζον: «Είμεθα τα πρόβατά σου». Πολλοί
+εγονυπέτουν εις τους πόδας του λέγοντες: «Μη εγκαταλίπης ημάς κατά
+την ημέραν της καταστροφής».
+
+Ο Βινίκιος έψαυσε το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου και
+χαμηλώσας την κεφαλήν παρεκάλεσεν ως εξής:
+
+ — Σώσον με, αυθέντα. Εζήτησα την Λίγειαν εν τω μέσω της πυρκαϊάς και
+του θορύβου. Ουδαμού την εύρον· αλλά πιστεύω ακραδάντως ότι συ
+δύνασαι να μου αποδώσης αυτήν.
+
+Ο Πέτρος έθεσε την χείρα επί της κεφαλής του Βινικίου και είπεν:
+
+ — Έχε πίστιν! και ακολούθει με.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'.
+
+
+
+Η πόλις εξηκολούθει να καίηται. Ο άνεμος είχε τραπή και έπνεε τώρα
+από της θαλάσσης μετά δαιμονιώδους σφοδρότητος. Ο λαός είχε λάβει
+απειλητικήν στάσιν.
+
+ — Άρτον και στέγην, εκραύγαζεν.
+
+Εις μάτην οι πραιτωριανοί προσεπάθουν να συγκρατήσωσι την τάξιν. Εδώ
+ανθίσταντο φανερά με τα όπλα εις τας χείρας· απωτέρω άνθρωποι άοπλοι
+ανέκραζον:
+
+ — Τολμήσατε να μας σφάξετε έμπροσθεν της πυρκαϊάς ταύτης!
+
+Κατηρώντο τον Καίσαρα, κατηρώντο τους ευνοουμένους πατρικίους.
+
+Όταν την νύκτα ο πρώτος επισιτισμός έφθασεν, ο όχλος κατηδάφισε την
+κυρίαν πύλην του Εμπορίου και διήρπασε τα τρόφιμα. Εις το φως της
+πυρκαϊάς εμάχοντο διά τους άρτους, των οποίων μεγάλη ποσότης
+κατεπατήθη υπό τους πόδας· το άλευρον των σχισθέντων σάκκων
+κατελεύκανε το έδαφος. Το σκάνδαλον έπαυσεν, όταν οι στρατιώται
+περικυκλώσαντες τας αποθήκας, ήρχισαν να κατατοξεύωσι το πλήθος.
+
+Διηγούντο ότι, κατά προσταγήν του Καίσαρος, αι επαρχίαι της Ασίας και
+Αφρικής θα εγυμνούντο από όλα τα πλούτη των, τα οποία θα διενέμοντο
+μεταξύ των κατοίκων της Ρώμης, εις τρόπον ώστε να δύναται πάς τις να
+ανακτίση την οικίαν του.
+
+Αλλά συγχρόνως διέσπειρον την είδησιν ότι το ύδωρ των υδραγωγείων
+είχε δηλητηριασθή και ότι ο Νέρων ήθελε να καταστρέψη την πόλιν και
+να εξολοθρεύση τους κάτοικους μέχρι του τελευταίου, διά να μεταβή εις
+την Ελλάδα και την Αίγυπτον, και εκείθεν να βασιλεύη της οικουμένης.
+Ερεθισμός σφοδρός επεκράτει.
+
+Η πυρκαϊά επλησίαζε το Παλατίνον. Ο Τιγγελίνος συγκεντρώσας όλας τας
+δυνάμεις των Πραιτωριανών, έστελλε προς τον Καίσαρα ταχυδρόμους, τον
+ένα μετά τον άλλον, ικετεύων αυτόν να επανέλθη, όπως μη χάση τίποτε
+εκ του μεγαλείου του θεάματος, διότι η πυρκαϊά είχεν επεκταθή ακόμη.
+Αλλ' ο Νέρων, όστις είχεν εκκινήσει, ήθελε να φθάση την νύκτα, οπότε
+η πυρκαϊά θα έφθανεν εις τον κολοφώνα της καταστρεπτικής δυνάμεώς
+της.
+
+Τέλος περί το μεσονύκτιον έφθασαν αντικρύ των τειχών αυτός και η
+πολυάριθμος ακολουθία του εκ συγκλητικών, ιπποτών απελευθέρων,
+δούλων, γυναικών και παιδίων. Δεκαέξ χιλιάδες πραιτωριανοί,
+κλιμακηδόν τεταγμένοι εις γραμμάς μάχης καθ' όλην την οδόν,
+επηγρύπνουν διά την ασφάλειαν της εισόδου του. Και ο λαός ετόξευε
+βλασφημίας, ωρύετο και εσύριζεν εις την θέαν της πομπής, αλλά καμμίαν
+βιαιοπραγίαν δεν ετόλμα. Από θέσεως εις θέσιν εξερρήγνυντο αι
+επευφημίαι εκείνων, οίτινες μη έχοντες περιουσίαν, ουδέν είχον
+απολέσει, και οίτινες προέβλεπον μίαν διανομήν σίτου, ελαίου,
+ενδυμάτων και χρημάτων πλέον γενναιόδωρον της συνήθους. Αλλ' αι
+κατακραυγαί και οι συριγμοί, ως και αι επευφημίαι, εκαλύφθησαν αίφνης
+υπό της θορυβώδους συναυλίας των κεράτων και των σαλπίγγων, την
+οποίαν διωργάνωσεν ο Τιγγελίνος. Ο Νέρων, αφού υπερέβη την Ωστίαν
+Πύλην, εστάθη προς στιγμήν και εφώναξε:
+
+«Μονάρχης χωρίς κατοικίαν λαού αστέγων, πού λοιπόν θα κλίνω την νύκτα
+την κεφαλήν μου την τάλαιναν;» Έπειτα υπερβάς την Δελφινίαν Πέτραν,
+ανήλθε διά κλίμακος επίτηδες παρασκευασθείσης εις το Αππιανόν
+υδραγωγείον, ανήλθον δε επίσης οι αυγουστιανοί και ο χορός των ψαλτών
+μετά κιθαρών και βαρβίτων.
+
+Εις τα στήθη πάντων η πνοή εκρατείτο επί τη προσδοκία των σεπτών
+λόγων, τους οποίους θα επρόφερεν ο Νέρων. Αλλ' εκείνος ίστατο εκεί
+επίσημος και άφωνος με πορφυράν χλαμύδα επί των ώμων, με το βλέμμα
+προσηλωμένον εις την λύσσαν της πυρκαϊάς. Όταν ο Τέρπνος τω
+παρουσίασε την βάρβιτον, ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον καιόμενον
+ουρανόν, αναμένων την έμπνευσίν του.
+
+Μακρόθεν ο λαός εδείκνυε τον αυτοκράτορά του, τον οποίον περιέλουεν η
+αιματόχυτος λάμψις. Εις το βάθος εσύριζον και εκρότουν αι οφιοειδείς
+φλόγες και εκαίοντο τα προαιώνια και ιερά λείψανα. Διά μέσου των
+φλογίνων χαιτών διεφαίνετο ενίοτε το Καπιτώλιον. Το παρελθόν της
+Ρώμης εφλέγετο . . . .
+
+Και εκείνος, ο Καίσαρ, έμενεν εκεί με βάρβιτον εις την χείρα, με το
+προσωπείον τραγικού υποκριτού. Η σκέψις του δεν εφέρετο προς την
+πατρίδα την καταρρέουσαν. Ανελογίζετο την στάσιν και τας απαγγελίας,
+δι' ων θα παρίστατο το μέγεθος της καταστροφής. Εμίσει την πόλιν
+ταύτην, εμίσει τον λαόν, δεν ηγάπα ειμή μόνον το άσμα το ιδικόν του,
+και τους στίχους του! Και εν τη καρδία του ευφραίνετο, διότι έβλεπε
+τέλος μίαν τραγωδίαν αυτούσιον. Τι να επιθυμήση περισσότερον; Η Ρώμη,
+η Πόλις, η κυρίαρχος Ρώμη καίεται εν πυρί!
+
+Και αυτός, ο Καίσαρ, υψούται επί των αψίδων του υδραγωγείου, με
+χρυσήν βάρβιτον ανά χείρας, ορατός εξ όλων των περάτων του ορίζοντος,
+λουόμενος εκ πορφύρας, περιπαθής. Κάτω εις την σκιάν, τόσω μακράν,
+γογγύζει και συνταράσσεται ο λαός. Ας γογγύζη! Γενεαί θα παρέλθωσι,
+χιλιάδες ετών θα διαρρεύσωσιν εις την άβυσσον του χρόνου και οι
+αιώνες οι νέοι θα δοξάσωσιν ακόμη τον ποιητήν, όστις κατά την νύκτα
+ταύτην την θεσπεσίαν έψαλλε την πτώσιν και την πυρπόλησιν της Τροίας.
+Τι ήτο ο Όμηρος εν συγκρίσει προς τον Καίσαρα;
+
+Ο Καίσαρ ύψωσε τας χείρας, και πλήξας τας χορδάς απήγγειλε τους
+λόγους του Πριάμου:
+
+_«Κοιτίς των πατέρων μου, λίκνον τόσον προσφιλές εις την ψυχήν μου. .
+.»_
+
+Εις το ύπαιθρον, εν μέσω των εκρήξεων της πυρκαϊάς, του γογγυσμού του
+πλήθους, η φωνή του εφαίνετο παραδόξως ισχνή, και αι χορδαί των
+βαρβίτων υπήχουν ως βόμβοι εντόμων. Αλλ' οι συγκλητικοί, οι δημόσιοι
+υπάλληλοι και οι αυγουστιανοί είχον ταπεινώσει την κεφαλήν και ήκουον
+εν αφώνω εκστάσει. Επί πολύ έψαλε και η φωνή του ολίγον κατ' ολίγον
+επληρώθη πικρίας. Όταν εσταμάτα όπως αναπνεύση, οι ψάλται
+επανελάμβανον εν χορώ τους τελευταίους στίχους· έπειτα ο Νέρων με
+μίαν κίνησιν ανέρριψεν επί των ώμων του την τραγικήν ποδήρη εσθήτά
+του, εχόρδισε μίαν συμφωνίαν και έψαλλεν. Όταν ετελείωσεν ο ύμνος,
+ήρχισε να αυτοσχεδιάζη, αναζητών μεγάλας μεταφοράς εις την εικόνα την
+ανελισσομένην ενώπιόν του. Και το πρόσωπόν του ολίγον κατ' ολίγον
+ήλλαξαν έκφρασιν. Η καταστροφή της γενεθλίου του πόλεως δεν τον είχε
+ποσώς συγκινήσει· αλλ' εμεθύσθη εις τοιούτον βαθμόν εκ του πάθους των
+ιδίων λόγων του, ώστε οι οφθαλμοί του επληρώθησαν δακρύων. Τότε αφήκε
+την βάρβιτον, ήτις εβόμβησεν εις τους πόδας του, και τυλιχθείς με την
+ποδήρη εσθήτά του έμεινεν ως απολιθωμένος, όμοιος με μίαν των
+Νιοβίδων, αι οποίαι εστόλιζον την αυλήν του Παλατινού.
+
+Θύελλα επευφημιών διέκοψε την σιγήν. Αλλά μακρόθεν απήντησεν εις
+αυτόν η αγρία ωρυγή του πλήθους. Εκεί κάτω ουδείς πλέον αμφέβαλλεν,
+ότι ο Καίσαρ είχε διατάξει να καύσωσι την πόλιν, διά να απολαύση έν
+θέαμα και να ψάλλη ύμνους.
+
+Εις την κραυγήν εκείνην, την εξερχομένην από εκατοντάδας χιλιάδων
+στηθών, ο Νέρων εστράφη προς τους αυγουστιανούς, με το μελαγχολικόν
+και καρτερικόν μειδίαμα ανθρώπου, διά τον οποίον οι άλλοι είνε άδικοι
+και κακοί.
+
+ — Ιδέτε, είπε, τον τρόπον κατά τον οποίον με εκτιμούν οι Κύρητες,
+εμέ, και πώς απολαμβάνουσι την ποίησιν!
+
+ — Τα καθάρματα! απήντησεν ο Βατίνιος. Πρόσταξον, κύριε, την φρουράν
+των πραιτωριανών να επιτεθή εναντίον των.
+
+Ο Νέρων εστράφη προς τον Τιγγελίνον.
+
+ — Δύναμαι να βασίζωμαι εις την πίστιν των στρατιωτών:
+
+ — Ναι, θεσπέσιε, απήντησεν ο αρχηγός.
+
+Αλλ' ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους.
+
+ — Εις την πίστιν των, αλλ' όχι εις τον αριθμόν των. Μείνε εκεί όπου
+είσαι, διότι αυτό είναι ασφαλέστερον· αλλά πρέπει εξ άπαντος να
+πραϋνθή ο λαός ούτος.
+
+Ο Σενέκας ετάχθη με την γνώμην ταύτην καθώς και ο ύπατος Λικίνιος.
+
+Εν τούτοις ο αναβρασμός κάτω εγίνετο ορμητικώτερος. Ο λαός ωπλίζετο
+με λίθους, με πασσάλους σκηνών, με σανίδας αποσπωμένας από τα αμάξια
+και με παν σιδηρούν αντικείμενον. Αρχηγοί τινες λόχων ήλθον να
+δηλώσουν ότι οι πραιτωριανοί, υπό την πίεσιν του πλήθους, ησθάνοντο
+μεγίστην δυσκολίαν να παραμείνουν εις την γραμμήν της μάχης. Μη
+έχοντες διαταγήν να επιτεθώσι δεν ήξευρον τι να πράξωσι.
+
+ — Θεοί αθάνατοι! είπεν ο Νέρων, οποία νυξ! Από το έν μέρος η
+πυρκαϊά· από το άλλο τα απολελυμένα κύματα του όχλου!
+
+Και εξηκολούθησε να ζητή λέξεις διά να εκφράση λαμπρώς όλον τον
+κίνδυνον της παρούσης ώρας. Αλλά βλέπων πέριξ του ωχρά πρόσωπα και
+ανησύχους οφθαλμούς εφοβήθη και αυτός επίσης.
+
+ — Δώσατέ μου τον αμαυρόν μανδύαν μου, με μίαν κουκούλαν! διέταξεν
+ούτος. Άρα γε θα απολήξη το πράγμα εις μάχην;
+
+ — Κύριε, είπεν ο Τιγγελίνος με φωνήν διστακτικήν, έπραξα ό,τι
+εξηρτάτο από εμέ, αλλ' ο κίνδυνος απειλεί . . . Ομίλησε εις αυτούς,
+αυθέντα, ομίλησε προς τον λαόν σου, και δος αυτώ υποσχέσεις!
+
+ — Ο Καίσαρ να ομιλήση προς τον όχλον; ας ομιλήση άλλος εξ ονόματός
+μου. Ποίος αναλαμβάνει;
+
+ — Εγώ, απήντησεν ο Πετρώνιος λίαν ατάραχος.
+
+ — Εμπρός, φίλε μου! είσαι ο πιστότερος εις όλας τας δυσχερείας . . .
+Εμπρός και μη φείδου υποσχέσεων.
+
+Ο Πετρώνιος έστρεψε προς την συνοδείαν πρόσωπον αμέριμνον και
+ειρηνικόν.
+
+ — Οι παρόντες συγκλητικοί, είπε, θα με ακολουθήσουν . . . . καθώς και
+ο Πίσων, ο Σενεκίων και ο Νέρβας.
+
+ — Κατήλθε βραδέως την κλίμακα του υδραγωγείου. Εκείνοι, τους οποίους
+είχεν ονομάσει, εδίστασαν, κατόπιν τον ηκολούθησαν εμψυχωθέντες εκ
+της αταραξίας του.
+
+Σταθείς παρά τας αψίδας ο Πετρώνιος εζήτησε να του δώσουν ίππον
+λευκόν, ανήλθεν επ' αυτού και ακολουθούμενος υπό των συντρόφων του
+διηυθύνθη διά μέσου των βαθέων στοίχων των πραιτωριανών, προς το
+μαύρον πλήθος, το ωρυόμενον· ήτο άοπλος, έχων μόνον εις χείρας το
+λεπτόν ελεφάντινον ραβδίον του, το οποίον έφερε συνήθως, και όταν
+έφθασεν, εισήλθε με τον ίππον του εντός του πλήθους.
+
+Αι κραυγαί εγίνοντο ακόμη εντονώτεραι και συνεχωνεύθησαν εις ένα
+απάνθρωπον βρυχηθμόν. Οι πάσσαλοι, αι ράβδοι, αι μάχαιραι
+διεσταυρώθησαν υπέρ την κεφαλήν του Πετρωνίου. Βίαιαι χείρες
+εξετάθησαν προς τους χαλινούς του ίππου του και προς αυτόν. Αλλ'
+εκείνος εξηκολούθει να προχωρή πράος και αγέρωχος.
+
+Ενίοτε έπληττε διά της ράβδου τους τολμηροτέρους, ως εάν επρόκειτο να
+διανοίξη δίοδον διά μέσου ειρηνικού πλήθους· και η ψυχραιμία του
+έκαμεν εντύπωσιν εις τον όχλον.
+
+Τέλος τον ανεγνώρισαν και πλήθος φωνών ανέκραξαν:
+
+ — Ο Πετρώνιος! Ο Κριτής της φιλοκαλίας!
+
+ — Ο Πετρώνιος! επανέλαβον πανταχόθεν.
+
+Και καθόσον το όνομά του διεδίδετο, τα πρόσωπά των εγίνοντο
+ολιγώτερον αγριωπά, αι ωρυγαί των ολιγώτερον θηριώδεις.
+
+Ο Πετρώνιος αφήρεσε την λευκήν τήβεννόν του την ερυθροϋφή, την
+εσήκωσεν εις τον αέρα και την περιέστρεψε, σημαίνων ότι ήθελε να
+ομιλήση.
+
+ — Σιωπή! Σιωπή! εφώναξαν εις το πλήθος.
+
+Αμέσως έγινε σιγή. Τότε εγερθείς επί του ίππου του ωμίλησε με
+βροντώδη φωνήν:
+
+ — Πολίται! Όσοι με ακούσωσιν, ας επαναλάβωσι τους λόγους μου προς
+τους γείτονάς των και όλοι ας φερθώσιν ως άνθρωποι, όχι ως θηρία εις
+την κονίστραν.
+
+ — Μάλιστα! Μάλιστα! απήντησαν αι φωναί.
+
+ — Ακούσατε! Η πόλις θα ανακτισθή. Οι κήποι του Λουκούλλου, του
+Μαικήνα, του Καίσαρος και της Αγριππίνης θα σας ανοιχθώσιν. Αύριον θα
+αρχίση η διανομή σίτου, οίνου και ελαίου, ώστε έκαστος να δυνηθή να
+γεμίση την κοιλίαν του μέχρι του φάρυγγος. Κατόπιν ο Καίσαρ θα σας
+δώση αγώνας, ομοίους των οποίων ουδέποτε θα έχετε ιδή· κατά τους
+αγώνας θα σας παραθέση συμπόσια και θα σας κάμη γενναιοδωρίας. Θα
+είσθε πλουσιώτεροι ή προ της πυρκαϊάς!
+
+Είς ψίθυρος απήντησεν εις τον Πετρώνιον. Οι πλησιέστεροι μετέδιδον
+τους λόγους του εις εκείνους οίτινες ευρίσκοντο απωτέρω. Και αι
+κραυγαί της οργής ή της επιδοκιμασίας, αίτινες ηγείροντο εδώ και
+εκεί, συνεχωνεύθησαν μετ' ολίγον εις την άπειρον ομόθυμον κραυγήν:
+
+ — Άρτον και ιπποδρομίας!
+
+Και αφού επέβαλε σιγήν διά της χειρός, πάλιν με φωνήν ηχηράν
+επανέλαβεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Σας υπόσχομαι άρτον και αγώνας. Και τώρα ανευφημήσατε τον Καίσαρα,
+όστις σας τρέφει και σας ενδύει . . . Κατόπιν, ύπαγε να κοιμηθής,
+αγαπητέ λαέ, επειδή πλησιάζει να εξημερώση.
+
+Ταύτα ειπών, έστρεψε τον ίππον, και πλήττων ελαφρώς εις την κεφαλήν ή
+το πρόσωπον εκείνους οίτινες τω απέκλειον την οδόν, επέστρεψε βραδέως
+εις τας τάξεις των πραιτοριανών. Εκ του ύψους των υδραγωγείων δεν
+είχον εννοήσει την κραυγήν: «Άρτον και ιπποδρομίας!» και ενόμιζον ότι
+επρόκειτο περί νέας εκρήξεως μανίας. Δεν ανέμενον μάλιστα να ίδωσι
+τον Πετρώνιον επανερχόμενον ποτέ πλέον.
+
+Ο Νέρων, όταν τον είδεν επιστρέφοντα, έτρεξε μέχρι των βαθμίδων.
+
+ — Πώς; τι συμβαίνει εκεί κάτω; Μάχονται;
+
+Ο Πετρώνιος ανέπνευσε βαθέως.
+
+ — Μα τον Πολυδεύκην! είπε, το ένα βρωμά και το άλλο μυρίζει: Ας μου
+δώση κάποιος ολίγον αναψυκτικόν! θα λιποθυμήσω!
+
+Έπειτα, στραφείς προς τον Καίσαρα:
+
+ — Τους υπεσχέθην σίτον, έλαιον, αγώνας και ελευθέραν είσοδον εις
+τους κήπους. Σε λατρεύουν και πάλιν και αλαλάζουν προς τιμήν σου με
+τα σκασμένα χείλη των. Αθάνατοι θεοί, πόσον δυσάρεστον οσμήν έχει ο
+όχλος αυτός!
+
+ — Οι πραιτωριανοί ήσαν έτοιμοι, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος και οι
+φωνασκοί, εάν δεν τους κατεπράυνες, θα εσιώπων διά παντός. Τι κρίμα,
+Καίσαρ, να μη επιτρέψης να γίνη χρήσις της βίας!
+
+Ο Πετρώνιος τον παρετήρησε προς στιγμήν, ύψωσε τους ώμους και είπε:
+
+ — Τίποτε δεν εχάθη. Θα λάβης ίσως την ευκαιρίαν να μεταχειρισθής
+βίαν αύριον.
+
+ — Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους
+διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον
+αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία.
+
+Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα
+σιγήν, ηρώτησεν
+
+ — Έσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη;
+
+ — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο
+Πετρώνιος. Έπειτα στραφείς προς την πυρκαϊάν:
+
+ — Ας την θεωρήσωμεν ακόμη μίαν φοράν και ας είπωμεν το χαίρε εις την
+αρχαίαν Ρώμην.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε'.
+
+
+
+Οι λόγοι του Αποστόλου είχον επαναφέρει την εμπιστοσύνην εις τας
+ψυχάς των χριστιανών. Κατέλιπον ο είς μετά τον άλλον τας κατακόμβας
+και επανήλθον εις τας προσωρινάς κατοικίας των. Τινές μάλιστα
+εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι
+επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν
+εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος,
+εξήλθε και αυτός του υπογείου. Άνθρωποι ήρχοντο να ασπασθούν τας
+χείρας και το κράσπεδον του ιματίου του Αποστόλου· μητέρες έτεινον
+προς αυτόν τα τέκνα των· άλλοι εγονάτιζον εις τον σκοτεινόν δρόμον
+και, υψούντες προς αυτόν τους φανούς των, επεκαλούντο την ευλογίαν
+του· άλλοι τον ηκολούθουν ψάλλοντες. Όταν έφθασαν εις ελεύθερον
+χώρον, οπόθεν εφαίνετο ήδη η φλεγομένη πόλις, ο Απόστολος, αφού έκαμε
+τρις το σημείον του σταυρού επί της Ρώμης, εστράφη προς τον Βινίκιον
+και είπε:
+
+ — Μη φοβού. Η καλύβη του λατόμου είναι πλησίον εδώ. Θα εύρωμεν εκεί
+την Λίγειαν μετά του Λίνου και του πιστού υπηρέτου της. Ο Χριστός,
+όστις σου την προώρισε, την έσωσε προς χάριν σου.
+
+Ο Βινίκιος κατελήφθη υπό τοιούτης αδυναμίας, ώστε έπεσεν εις τους
+πόδας του Αποστόλου και, ασπαζόμενος τα γόνατά του, έμεινεν εις την
+θέσιν εκείνην αδρανής, ανίκανος να προφέρη λεξιν.
+
+Ο Απόστολος, προφυλασσόμενος από την ευγνωμοσύνην και τα εγκώμια
+εκείνα έλεγεν:
+
+ — Όχι εις εμέ· εις τον Χριστόν!
+
+ — Οποία λαμπρά θεότης! ανέκραξεν όπισθεν των ο Χίλων.
+
+Έγειρε και ακολούθει μοι, είπεν ο Πέτρος, λαμβάνων διά της χειρός τον
+νέον τριβούνον, και εξηκολούθησαν τον δρόμον των.
+
+Καθ' οδόν ο Βινίκιος ικέτευσε τον Πέτρον:
+
+ — Διδάσκαλε, πλύνον με εις το ύδωρ του βαπτίσματος, διά να δύναμαι
+να λέγωμαι αληθής λάτρης του Χριστού, διότι τον αγαπώ με όλην την
+δύναμιν της ψυχής μου. Βάπτισόν με τάχιστα, καθότι είμαι ήδη έτοιμος
+εν τη καρδία μου. Πάν ό,τι με διατάξης θα το πράξω: συ δε ειπέ μοι,
+τι δύναμαι να πράξω ακόμη.
+
+ — Να αγαπάς τους ανθρώπους ως αδελφούς, απήντησεν ο Απόστολος, διότι
+διά της αγάπης δύνασαι να τον υπηρετήσης, εκείνος δε θα σε ευλογή, σε
+και τον οίκον σου.
+
+Η καλύβη του λατόμου ήτο είδος άντρου ωρυγμένου εις το κοίλωμα του
+βράχου του κλεισμένου εκ του ενός μέρους διά τοίχου από χώματα και
+σχοίνους. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλά διά του ανοίγματος, όπερ
+εχρησίμευεν ως παράθυρον, διέκρινέ τις το εσωτερικόν, φωτιζόμενον υπό
+της εστίας. Γιγαντιαία μορφή ηγέρθη εις προϋπάντησιν των νεοερχομένων
+και ηρώτησε:
+
+ — Τίνες είσθε;
+
+ — Δούλοι του Χριστού! απήντησεν ο Πέτρος. Ειρήνη σοι, Ουρβανέ!
+
+Ο Ούρσος έκλινε μέχρι των ποδών του Αποστόλου, έπειτα αναγνωρίσας τον
+Βινίκιον, έλαβε την χείρα του και την έφερεν εις τα χείλη του.
+
+ — Ήλθες, αυθέντα! Ευλογητόν το όνομα του Χριστού διά την χαράν, την
+οποίαν θα λάβη η Γαλλίνα!
+
+Ήνοιξε την θύραν και εισήλθον. Ο Λίνος ασθενών έκειτο επί αχυρίνης
+στρωμνής με το πρόσωπον κάτισχνον και το μέτωπον κάτωχρον. Πλησίον
+της εστίας εκάθητο η Λίγεια, κρατούσα εις τας χείρας βούρλον μικρών
+ιχθύων προωρισμένων διά το δείπνον. Αφωσιωμένη εις το να εξαγάγη τους
+ιχθύς εκ του βούρλου και με την βεβαιότητα ότι θα ήτο ο Ούρσος δεν
+εκινήθη ποσώς. Ο Βινίκιος επλησίασε και καλέσας αυτήν έτεινε τους
+βραχίονας. Εκείνη ηγέρθη ζωηρά, λάμψις εκπλήξεως και χαράς διήλθε διά
+του μετώπου της και χωρίς να είπη λέξιν ερρίφθη εις τας αγκάλας του
+Βινικίου. Εκείνος την έθλιψεν επί του στήθους του μετά ζέσεως, έπειτα
+έλαβε τους κροτάφους της διά των δύο χειρών και την κατεφίλει εις το
+μέτωπον και τους οφθαλμούς· τέλος της διηγήθη την αναχώρησίν του, την
+άφιξη του, και πώς την είχε ζητήσει εντός των τειχών και εις την
+οικίαν του Λίνου, και πόσον είχεν υποφέρει, έως ότου ο Απόστολος του
+υπέδειξε το άσυλόν της.
+
+ — Αλλά τώρα, έλεγε, τώρα, αφού σε επανεύρον, δεν θα σε αφήσω εδώ. Θα
+σε σώσω, θα σας σώσω όλους, φιλτάτη μου! Θέλετε να έλθετε μαζί μου
+εις το Άντιον; Απ' εκεί θα επιβιβασθώμεν πλοίου διά Σικελίαν. Τα
+κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου είναι οικίαι σας. Εις
+την Σικελίαν θα ανεύρωμεν τους Αούλους, θα σε αποδώσω εις την
+Πομπωνίαν και θα σε παραλάβω κατόπιν από των χειρών της. Δεν είναι
+αληθές, παμφιλτάτη μου, ότι δεν έχεις πλέον φόβον από εμέ; Δεν
+ελούσθην ακόμη εις το ύδωρ του βαπτίσματος, αλλά δύνασαι να ερωτήσης
+τον Πέτρον αν δεν τον παρεκάλεσα να με βαπτίση. Έχε εμπιστοσύνην εις
+εμέ. Σεις όλοι, έχετε εμπιστοσύνην.
+
+Η Λίγεια ήκουε με το πρόσωπον ακτινοβόλον. Η αναχώρησις διά την
+ειρηνικήν Σικελίαν θα ήνοιγε νέαν εποχήν ευτυχίας εις την ζωήν των.
+Εάν ο Βινίκιος δεν επρότεινε να παραλάβη ειμή μόνον αυτήν, εκείνη
+πιθανώς θα ανθίστατο εις τον πειρασμόν, μη θέλουσα ποσώς να καταλίπη
+τον Απόστολον και τον Λίνον. Αλλ' ο Βινίκιος είπεν:
+
+«Έλθετε μαζί μου, τα κτήματά μου είναι κτήματά σας, αι οικίαι μου,
+οικίαι σας!»
+
+Και η Λίγεια έκυψε διά να ασπασθή την χείρα του και εψιθύρισεν:
+
+ — Η εστία σου θα είναι εστία μου.
+
+Έπειτα, συσταλείσα διότι επρόφερε την φράσιν των νεονύμφων,
+ηρυθρίασεν υπερβολικά και έμεινεν ακίνητος εις το φέγγος της εστίας.
+
+Ο Βινίκιος εστράφη προς τον Πέτρον:
+
+ — Η Ρώμη καίεται κατά προσταγήν του Καίσαρος, είπε. Τις είδεν αν δεν
+διατάξη να σφάξη όλους τους κατοίκους διά του στρατού του; Τις οίδεν
+εάν, μετά την πυρκαϊάν, δεν έλθουν άλλαι πληγαί, — ο εμφύλιος
+πόλεμος, ο λιμός, αι προγραφαί, αι δολοφονίαι; Λοιπόν κρυφθήτε, και
+ας κρύψωμεν την Λίγειαν. Εν Σικελία θα περιμείνετε εν ειρήνη το τέλος
+της λαίλαπος και θα επανέλθετε κατόπιν διά να σπείρετε τον καλόν
+σπόρον.
+
+Την ιδίαν στιγμήν, είς εργάτης, ο φύλαξ του σταδίου, εισήλθεν
+ασθμαίνων και έκραξε κλείων την θύραν:
+
+ — Σφάζουν γύρω εις τον Κίρκον του Νέρωνος. Οι δούλοι και οι
+θηριομάχοι ώρμησαν κατά των πολιτών.
+
+ — Ακούετε! είπεν ο Βινίκιος.
+
+ — Το ποτήριον επλήσθη, είπεν ο Απόστολος, και αι καταστροφαί θα
+είναι, ως η θάλασσα, απύθμενος, χωρίς όρια . . . .
+
+Έπειτα στραφείς προς τον Βινίκιον και δεικνύων αυτώ την Λίγειαν:
+
+ — Λάβε την παιδίσκην ταύτην, την οποίαν ο Θεός σου προώρισε, και
+σώσε την. Ο Λίνος, όστις ασθενεί, και ο Ούρσος θα σας ακολουθήσουν.
+
+Αλλ' ο Βινίκιος, όστις είχεν αρχίσει να αγαπά τον Απόστολον με όλην
+την δύναμιν της ορμητικής ψυχής του, ανέκραξε:
+
+ — Σου ορκίζομαι, διδάσκαλε, ότι δεν θα σε αφήσω εδώ διά να
+απολεσθής!
+
+ — Και ο Κύριος θα σε ευλογήση διά την προαίρεσίν σου, απεκρίθη ο
+Πέτρος· αλλά δεν ηξεύρεις ότι ο Χριστός μου είπε τρις παρά την λίμνην
+της Τιβεριάδος: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!» Λοιπόν, εάν συ, εις τον
+οποίον ουδείς με ενεπιστεύθη, λέγεις ότι δεν θα με αφήσης εδώ διά να
+απολεσθώ, πώς θέλεις ίνα εγώ εγκαταλίπω το ποίμνιόν μου κατά την
+ημέραν του κινδύνου; Όταν τρικυμία ετάραττε την λίμνην και ημείς
+ετρομάξαμεν, εκείνος δεν μας εγκατέλειψε. Και εγώ, ο δούλος, πώς να
+μη ακολουθήσω το παράδειγμα του Κυρίου μου;
+
+Ο Λίνος ήγειρε το ισχνόν πρόσωπόν του.
+
+ — Εφημέριε του Κυρίου, πώς να μη ακολουθήσω και εγώ το παράδειγμά
+σου;
+
+Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον, παλαίων με τους ιδίους
+λογισμούς του· αίφνης έδραξε την χείρα της Λιγείας, και με φωνήν, εν
+τη οποία έπαλλεν η δραστηριότης του Ρωμαίου στρατιώτου, είπεν:
+
+ — Ακούσατέ με, Πέτρε, Λίνε και συ Λίγεια! Εγώ έλεγον ό,τι με
+συνεβούλευε το λογικόν των ανθρώπων. Το λογικόν, το οποίον κατοικεί
+εις την ψυχήν την ιδικήν σας, εκπηγάζει από τας εντολάς του Σωτήρος.
+Ναι! δεν ενόησα· ναι! επλανήθην, διότι από τους οφθαλμούς μου τα
+λέπυρα δεν έπεσαν και ο παλαιός χαρακτήρ μου δεν απέθανεν εντελώς
+παρ' εμοί. Αλλ' αγαπώ τον Χριστόν και θέλω να είμαι θεράπων του, και
+επειδή εδώ πρόκειται περί πράγματος πολυτιμοτέρου από την ζωήν μου,
+γονυπετώ ενώπιόν σας και ομνύω ότι και εγώ θα εκτελέσω την εντολήν
+της αγάπης και δεν θα εγκαταλείψω ποσώς τους αδελφούς μου κατά την
+ημέραν της συμφοράς!
+
+Ταύτα ειπών, εγονυπέτησεν, έτεινε τους βραχίονας και με οίστρον
+ενθουσιασμού:
+
+ — Ω Χριστέ! σε ενόησα τέλος; Είμαι άξιος σου;
+
+Αι χείρες του έτρεμον· οι οφθαλμοί του έλαμπον εκ δακρύων, το σώμα
+του έφρισσεν εξ αγάπης και πίστεως . . . Ο Πέτρος ένευσεν εις τον
+Ούρσον να γεμίση την κολυμβήθραν ύδατος. Εν ακαρεί ο Ούρσος εξετέλεσε
+την διαταγήν του Αποστόλου.
+
+Ο Πέτρος έλαβεν από του ώμου και της μασχάλης τον Βινίκιον και του
+υπέδειξε να κατέλθη εις την κολυμβήθραν, λέγων:
+
+ — Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Μάρκος, εις το όνομα του Πατρός, και
+του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν!
+
+Τότε η θρησκευτική έκστασις κατέλαβε πάντας. Η καλύβη δι' αυτούς
+έλαμψεν εκ θαυμασίας αίγλης· ήκουσαν θείας μελωδίας· οι βράχοι του
+σπηλαίου ηνοίχθησαν υπεράνω των κεφαλών των· εξ ουρανού κατήλθον προς
+αυτούς πτερυγισμοί αγγέλων. Και εκεί υψηλά, εις το αχανές, είδον ένα
+σταυρόν και δύο διατρήτους χείρας ευλογούσας.
+
+Έξω, αντήχει ο θόρυβος απηλπισμένων κραυγών και καταρρεουσών οικιών
+εν μέσω των φλογών.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ'.
+
+
+
+Ο λαός κατηυλίζετο εις τους λαμπρούς κήπους της Δομιτίας και της
+Αγριππίνης, εις το πεδίον του Άρεως και εις τους κήπους του Πομπηίου,
+του Σαλουστίου και του Μαικήνα. Είχε ζητήσει καταφύγιον εις τας
+επαύλεις, εις τα παραπήγματα και τα άντρα τα προωρισμένα διά τα
+θηρία. Οι ταώνες, οι κύκνοι, αι στρουθοκάμηλοι, αι έλαφοι και
+δορκάδες, οι αίγαγροι, οίτινες απετέλουν τον στολισμόν των κήπων,
+είχον θυσιασθή υπό την μάχαιραν του όχλου. Από την Όστιαν τα τρόφιμα
+έφθανον τόσον άφθονα, ώστε ηδύνατό τις να περιπατή επί των σχεδίων
+και των λέμβων, όπως θα περιεπάτει επί γεφύρας, από της μιας όχθης
+του Τιβέρεως εις την άλλην. Είχον επιταχθή μεγάλαι παρακαταθήκαι
+οίνου, ελαίου και καστάνων. Από του όρους έφθανον καθ' εκάστην
+ποίμνια βοών και προβάτων.
+
+Η γενναιοδωρία του Καίσαρος δεν εσταμάτησε τας μομφάς. Μόνη η τάξις
+των νυκτοκλεπτών, των λωποδυτών και αλητών ήτο ευχαριστημένη· οι
+άλλοι, όσοι είχον προσφιλείς υπάρξεις, εκείνοι, των οποίων η
+περιουσία είχε καταστραφή, δεν εκολακεύθησαν, ούτε εκ της διανομής
+του σίτου, ούτε εκ της προσδοκίας αγώνων και γενναιοδωριών.
+
+Πλησίον της Μυγιανής Πύλης εγίνοντο συμπλοκαί, όπου εχάνοντο κατά
+εκατοντάδας οι άνθρωποι. Αι όχθαι του Τιβέρεως ήσαν πλήρεις ανθρώπων
+πνιγμένων, τους οποίους κανείς δεν έθαπτε και οίτινες επλήρουν τον
+αέρα λοιμωδών αναθυμιάσεων.
+
+Περί την έκτην ημέραν η πυρκαϊά φθάσασα εις ανοικτούς τόπους
+εξησθένισε. Πολλοί πλανώμενοι με θλιμμένην την όψιν παρεμέριζον
+περίλυποι τα καπνίζοντα ερείπια, αναζητούντες εντός αυτών αντικείμενα
+προσφιλή ή τα οστά αγαπητών υπάρξεων.
+
+Ο Καίσαρ, παρ' όλην την ελευθεριότητά του, παρ' όλα τα δωρεάν
+διανεμηθέντα υπ' αυτού τρόφιμα, με τρόμον ανελογίζετο τας συνεπείας
+της καταστροφής και της οργής του λαού. Και αυτοί οι Αυγουστιανοί δεν
+ήσαν ολιγώτερον ανήσυχοι. Ο Τιγγελίνος εσκέπτετο να μετακαλέση
+λεγεώνας τινας εκ της Μικράς Ασίας. Ο Βατίνιος, όστις μέχρι τούδε
+εγέλα όταν ερραπίζετο, είχε χάσει την ευθυμίαν του. Ο Βιτέλλιος δεν
+είχε πλέον όρεξιν.
+
+Ο Τιγγελίνος συνεβουλεύθη τον Δομίτιον Άφερ και αυτόν τον Σενέκαν,
+τον οποίον εμίσει. Η Ποππέα, ήτις ενόει πολύ καλά, ότι η καταστροφή
+του Νέρωνος θα ήτο απόφασις θανάτου δι' αυτήν, συνεβουλεύθη τους
+οικείους της και τους Ιουδαίους ιερείς (ήτο γενικώς γνωστόν ότι από
+τινων ετών αύτη επρέσβευε την θρησκείαν του Ιεχωβά). Ο Νέρων αφ'
+ετέρου επρότεινε μέσα της εμπνεύσεώς του τα οποία ήσαν πολλάκις
+φρικαλέα και ως επί το πλείστον παράλογα.
+
+Έκαμαν συμβούλιον εν τη οικία του Τιβερίου. Ο Πετρώνιος ήτο της
+γνώμης να αφήσωσι τας φροντίδας οπίσω των και να μεταβώσιν εις την
+Ελλάδα, έπειτα εις την Αίγυπτον και εις την Μικράν Ασίαν. Το
+ταξείδιον είχε προταθή προ πολλού· διατί λοιπόν να αναβληθή ακόμη;
+
+Η πρότασις αύτη ενεθουσίασεν αμέσως τον Καίσαρα. Αλλ' ο Σενέκας
+αντέτεινε ειπών:
+
+ — Είνε εύκολον να αναχωρήση κανείς. Αλλά να επιστρέψη θα είναι
+δυσκολώτατον.
+
+ — Μα τον Ηρακλή! απήντησεν ο Πετρώνιος, θα επιστρέψωμεν, εάν είναι
+ανάγκη, επί κεφαλής των λεγεώνων της Ασίας.
+
+ — Ούτω θα πράξω! ανεφώνησεν ο Νέρων.
+
+Ο Πετρώνιος θα ήτο και πάλιν ο άνθρωπος των περιστάσεων.
+
+ — Άκουσόν με, Καίσαρ! υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, η συμβουλή είνε
+κινδυνώδης. Πριν φθάσης εις Όστιαν θα εκραγή ο εμφύλιος πόλεμος και
+τις ηξεύρει αν κανείς μακρυνός απόγονος του θείου Αυγούστου δεν
+αναγορευθή αυτοκράτωρ;
+
+ — Λοιπόν! εφώνησεν ο Νέρων, θα προσποιηθώμεν ότι οι απόγονοι του
+Αυγούστου δεν υπάρχουν εις την αγοράν. Οι ολίγοι ζώντες ακόμη είνε
+εύκολον να παραιτηθώσι.
+
+ — Πράγματι είνε ευκολώτατον, αλλά και άλλοι ακόμη δύνανται να είνε
+επικίνδυνοι. Χθες οι στρατιώται μου ήκουον να λέγεται μεταξύ του
+πλήθους, ότι πρέπει να αναγορευθή αυτοκράτωρ είς άνθρωπος ως ο
+Θραπεύς.
+
+Ο Νέρων εδάγκασε τα χείλη του.
+
+ — Λαός ακόρεστος και αγνώμων! Έχουν αρκετόν σίτον και αρκετήν θερμήν
+τέφραν διά να ψήσουν τους πλακούντας των τι τους χρειάζεται ακόμη;
+
+ — Η εκδίκησις!! απήντησεν ο Τιγγελίνος.
+
+Πάντες εσιώπησαν. Αίφνης ο Καίσαρ ωρθώθη, ανέτεινε την χείρα και
+απήγγειλεν:
+
+_«Εκδίκησιν διψώσιν αι καρδίαι, θύματα δε η εκδίκησις διψά» . . . ._
+
+Έπειτα λησμονήσας το παν ανέκραξε, με ακτινοβόλον όψιν:
+
+ — Δόσατέ μου τας πινακίδας μου και κάλαμον, ίνα σημειώσω τους
+στίχους τούτους! Ποτέ ο Λουκιανός δεν έγραψε παρομοίους. Παρατηρήσατε
+ότι τους εύρον εν ριπή οφθαλμού.
+
+ — Ω ποιητά απαράμιλλε! ηκούσθησαν φωναί.
+
+Ο Νέρων εσημείωσε τους στίχους και περιφέρων το βλέμμα του επί τους
+παρεστώτας:
+
+ — Ναι, η εκδίκησις θέλει θύματα! Εάν εσφενδονίζομεν την είδησιν, ότι
+ο Βατίνιος επυρπόλησε την πόλιν ή άλλος τις σημαντικώτερος, και αν
+τον εθυσιάζομεν διά να δυνηθώμεν να κορέσωμεν την μανίαν του λαού;
+
+ — Τι είμαι λοιπόν εγώ, ω θεότης; ανέκραξεν ο Βατίνιος.
+
+ — Είνε αληθές: είς από τους σπουδαιοτέρους . . . και ο Βιτέλλιος;
+
+Ο Βιτέλλιος ωχρίασεν, αλλ' ήρχισε να γελά.
+
+ — Το πάχος μου, είπε, θα επροκάλει νέαν πυρκαϊάν.
+
+Εν τούτοις ο Νέρων εζήτει έν θύμα, το οποίον θα ηδύνατο αληθώς να
+κορέση την οργήν του λαού, και το εύρε:
+
+ — Τιγγελίνε, είπε, συ έκαυσες την Ρώμην!
+
+Οι παρεστώτες εφρικίασαν. Ενόουν ότι ο Καίσαρ έπαυσε να αστεΐζεται
+και ότι η στιγμή ήτο πλήρης γεγονότων.
+
+Το πρόσωπον του Τιγγελίνου συνεσπάσθη ως το ρύγχος κυνός, ο οποίος
+είνε έτοιμος να δαγκάση.
+
+ — Έκαυσα την Ρώμην . . . τη προσταγή σου, απήντησε.
+
+Και έμειναν προσβλέποντες αλλήλους ασκαρδαμυκτί. Ηκούετο ο βόμβος των
+μυιών εκ του ατρίου.
+
+ — Τιγγελίνε, ηρώτησεν ο Νέρων, με αγαπάς;
+
+ — Το ηξεύρεις, αυθέντα.
+
+ — Θυσιάσθητι προς χάριν μου!
+
+ — Θείε Καίσαρ, απήντησεν ο Τιγγελίνος, διατί να δίδης εις εμέ το
+γλυκύ ποτόν, όταν μου είνε απηγορευμένον να το φέρω εις τα χείλη μου;
+ο λαός γογγύζει και στασιάζει· θέλεις να επαναστατήσουν και οι
+πραιτωριανοί;
+
+Ο Τιγγελίνος ήτο στρατηγός των πραιτωριανών και οι λόγοι του
+περιείχον έννοιαν απειλής. Ο Νέρων το ενόησε και το πρόσωπόν του
+έγινε κάτωχρον.
+
+Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν ο Επαφρόδιτος, απελεύθερος του Καίσαρος.
+Ήρχετο να αναγγείλη εις τον Τιγγελίνον ότι η θεία Αυγούστα επεθύμει
+να τον ίδη: αύτη είχε πλησίον της ανθρώπους, τους οποίους ο στρατηγός
+έπρεπε να ακούση.
+
+Ο Τιγγελίνος υπεκλίθη προ του Καίσαρος και εξήλθεν αναθαρρήσας.
+
+Ο Νέρων κατ' αρχάς έμεινε σιωπηλός. Έπειτα, βλέπων ότι οι παρεστώτες
+ανέμενον, είπεν:
+
+ — Εθέρμανα όφιν εις τους κόλπους μου.
+
+Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους, διά να δείξη ότι δεν ήτο πολύ δύσκολον
+να κόψη τις την κεφαλήν του όφεως εκείνου.
+
+ — Λοιπόν ομίλει! δος συμβουλήν! το απαιτεί ο Νέρων. Εις σε μόνον έχω
+εμπιστοσύνην, επειδή έχεις περισσότερον νουν από όλους αυτούς εδώ και
+με αγαπάς.
+
+Ο Πετρώνιος απεκρίθη:
+
+ — Σε συμβουλεύω να αναχωρήσης διά την Ελλάδα.
+
+ — Πετρώνιε, ο λαός γογγύζει· αλλ' εάν ελάμβανον την βάρβιτόν μου και
+μετέβαινον εις το Πεδίον του Άρεως, εάν του έψαλλα επάνω εις την
+πυρκαϊάν . . . δεν νομίζεις ότι θα κατώρθωνα να τον θέλξω με το άσμα
+μου, όπως ο Ορφεύς το πάλαι κατέθελγε τα θηρία;
+
+ — Αναμφιβόλως, Καίσαρ . . . αρκεί μόνον . . . να σε άφηναν να αρχίσης.
+. . .
+
+ — Α! ανέκραξεν ο Νέρων απογοητευθείς, επερίμενα καλλίτερα από σε.
+Εάν αναχωρήσω, ποίος ημπορεί να μου εγγυηθή ότι η Σύγκλητος, ήτις με
+μισεί, δεν θα ανακηρύξη άλλον αυτοκράτορα; Ο λαός ήτο πιστός εις εμέ·
+σήμερον είναι εναντίον μου . . . Μα τον Άδην, εάν η Σύγκλητος αύτη και
+ο λαός είχον μόνον μίαν κεφαλήν . . . .
+
+ — Επίτρεψόν μοι να σοι είπω, ω θεσπέσιε, ότι εάν επιθυμής να
+διατηρήσης την Ρώμην, πρέπει να διατηρήσης Ρωμαίους τινάς, είπε
+μειδιών ο Πετρώνιος.
+
+Αλλ' ο Νέρων εμεμψιμοίρει.
+
+ — Η Ρώμη και οι Ρωμαίοι τι με ενδιαφέρουν! θα με ήκουον όταν
+ευρισκόμην εν Ελλάδι; Εδώ όλοι είναι προδόται γύρω μου! Όλοι με
+εγκαταλείπουν και σεις ο ίδιος είσθε έτοιμος να με προδώσετε! Ειξεύρω
+τούτο . . . . Δεν σκέπτεσθε μάλιστα ποία μομφή θα στραφή εναντίον σας
+εις το μέλλον;
+
+Την ιδίαν στιγμήν εισήλθεν η Ποππέα μετά του Τιγγελίνου. Ούτος
+ακτινοβολών εκ χαράς και θριάμβου εστάθη έμπροσθεν του Καίσαρος και
+ωμίλησε με φωνήν βραδείαν και ευκρινή, εν τη οποία έτριζεν ο σίδηρος.
+
+ — Άκουσόν με, Καίσαρ, ευρήκα! . . . Ο λαός θέλει εκδίκησιν και θύμα.
+Τι λέγω, θύμα; Εκατοντάδας, χιλιάδας θυμάτων . . . Ήκουσες ποτέ να
+λέγουν, ω άναξ, ποίος ήτο ο Χριστός, εκείνος τον οποίον εσταύρωσεν ο
+Πόντιος Πιλάτος; Ειξεύρεις τίνες είνε οι Χριστιανοί; Δεν σου ωμίλησαν
+περί των εγκλημάτων των και των ατίμων τελετών των! περί των
+προφητειών των, κατά τας οποίας ο κόσμος θα απολεσθή διά πυρός; Ο
+λαός τους μισεί και τους υποπτεύεται ήδη. Ουδείς τους είδε ποτέ εις
+τους ναούς, διότι ισχυρίζονται ότι οι θεοί μας είναι πονηρά πνεύματα·
+δεν τους βλέπει τις εις το Στάδιον, διότι περιφρονούν τας
+ιπποδρομίας. Ουδέποτε ουδείς εξ αυτών ανεγνώρισε την θείαν καταγωγήν
+σου. Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους, εχθροί της πόλεως, εχθροί
+ιδικοί σου! Ο λαός γογγύζει κατά σου· αλλά δεν με διέταξες συ,
+Καίσαρ, να καύσω την Ρώμην, ούτε εγώ την έκαυσα. Ο λαός διψά
+εκδίκησιν. Θα πίη. Ο λαός θέλει αγώνας και αίμα· θα τα λάβη! Ο λαός
+σε υποπτεύεται. Αι υποψίαι του θα παρεκκλίνωσιν.
+
+Ενώ ωμίλει ο Τιγγελίνος, το πρόσωπον του αυτοκράτορος ήλλαζεν
+έκφρασιν κατοπτρίζον πότε μανίαν και πότε λύπην, πότε οίκτον και πότε
+επιδοκιμασίαν. Και ορθωθείς αίφνης ο Καίσαρ απέρριψε την τήβεννόν
+του, ύψωσε τας χείρας προς τον ουρανόν και έμενεν ούτω σιωπηλός.
+Τέλος με φωνήν τραγωδού προφέρων ελληνιστί τα ονόματά των, είπε:
+
+ — Ζευ, Απόλλων, Ήρα, Αθηνά, Περσεφόνη και σεις πάντες θεοί αθάνατοι!
+Διατί δεν μας εβοηθήσατε; Τι έπραξεν εις τους κακοδαίμονας αυτούς
+χριστιανούς η δύστηνος αύτη πόλις και την επυρπόλησαν;
+
+ — Είνε εχθροί του ανθρωπίνου γένους και εχθροί σου! είπεν η Ποππέα.
+
+Τότε όλοι ομού:
+
+ — Απόδος δικαιοσύνην! Τιμώρησον τους εμπρηστάς! Και αυτοί οι θεοί
+φωνάζουν εκδίκησιν.
+
+Ο Νέρων εκάθησεν, εχαμήλωσε την κεφαλήν και έμεινεν άφωνος, ως να
+είχε καταστή εμβρόντητος από θέαμα βδελυρόν· είτα εκίνησε τας χείρας
+και ανέκραξε:
+
+ — Ποίαι ποιναί και ποίαι βάσανοι είνε άξιαι του εγκλήματος τούτου;
+Αλλ' οι θεοί θα με εμπνεύσουν, και με την βοήθειαν των δυνάμεων του
+Ταρτάρου θα δώσω εις τον δυστυχή λαόν μου τοιούτον θέαμα, ώστε επί
+αιώνας οι Ρωμαίοι θα ομιλούν περί εμού μετ' ευγνωμοσύνης . . .
+
+Ο Πετρώνιος ανελογίσθη τους κινδύνους, τους οποίους έμελλον να
+διατρέξωσιν η Λίγεια και ο Βινίκιος, τους όποιους ηγάπα, και όλοι
+εκείνοι των οποίων το δόγμα μεν απέρριπτε, τους οποίους όμως
+εγνώριζεν ως αθώους. Ανελογίσθη προσέτι ότι έμελλε να αρχίση εποχή
+αιματηρών οργίων και εσκέφθη: «Πρέπει να σώσω προ παντός τον
+Βινίκιον, όστις θα τρελλαθή αν χαθή η κόρη εκείνη.» Και η σκέψις αύτη
+ενίκησεν όλας τας άλλας, αν και ο Πετρώνιος κατενόει ότι έμελλε να
+αποδυθή εις αγώνα εξαιρέτως επικίνδυνον.
+
+Και ωμίλησε μετά παρρησίας όπως εσυνήθιζε να πράττη, οσάκις επέκρινεν
+ή επήνει τας μωράς εμπνεύσεις του Καίσαρος ή των Αυγουστιανών.
+
+ — Λοιπόν εύρετε θύματα! είπε προς τον Καίσαρα. Πολύ καλά! Δύνασθε να
+τα στείλετε εις την κονίστραν και να τα θυσιάσετε! Πλην ακούσατέ με:
+Έχετε την εξουσίαν· έχετε την βίαν! Παραδώσατε τους χριστιανούς εις
+τον λαόν, βασανίσατέ τους, αλλ' έχετε το θάρρος να ειπήτε εις εαυτούς
+ότι αυτοί δεν έκαυσαν την Ρώμην! . . . Μα την θείαν Κλειώ! Σας δηλώ
+ότι δεν υποφέρω αυτάς τας αθλίας κωμωδίας. Συ, Καίσαρ, μας έλεγες
+περί υστεροφημίας· πλην αναλογίσθητι καλώς, οποίον θα είνε το δόγμα
+της υστεροφημίας περί σου. Ο Νέρων, δεσπότης του κόσμου, ο Νέρων-θεός,
+έκαυσε την Ρώμην, διότι ήτο τόσον φοβερός επί της γης όσον και ο Ζευς
+εις τον Όλυμπον. Ο Νέρων ποιητής ηγάπα τόσον πολύ την ποίησιν, ώστε
+εθυσίασεν εις αυτήν την πατρίδα του! Από καταβολής κόσμου ουδείς
+έπραξεν, ουδείς ετόλμησε να ονειροπολήση παρόμοιον πράγμα! Αδιάφορον
+αν η πυρπόλησις της Ρώμης είναι καλόν ή κακόν: Είνε μέγα πράγμα και
+ασύνηθες! Και έπειτα, σε βεβαιώ ότι ο λαός δεν θα εγείρη χείρα επί
+σου! έχε θάρρος! Άπεχε από πράξεις αναξίας σου, διότι δεν έχεις να
+φοβηθής ειμή την υστεροφημίαν, ήτις μόνη θα ηδύνατο να είπη: «Ο Νέρων
+έκαυσε την Ρώμην. Αλλ' ο Καίσαρ, ο τόσον μικρόψυχος, όσον και
+μικρόψυχος ποιητής, απεκήρυξε [?]κώτερος, και αν τον θυσιάσωμεν διά
+να δυνηθώμεν να κορέσωμεν αθώους!»
+
+Ο Πετρώνιος δεν ηπατάτο ως προς τας συνεπείας, τας οποίας θα επέφερε
+δι' αυτόν η αποτυχία του απελπιστικού μέσου, εις το οποίον είχε
+προσφύγει. Αλλά το παιγνίδιον της Τύχης και της συμπτώσεως πάντοτε
+τον έτερπε.
+
+Επήλθε σιγή.
+
+Ο Νέρων είχεν ανυψώσει τα χείλη, πλησιάζων αυτά εις τους ρώθωνας,
+πράγμα το οποίον ήτο σημείον δισταγμού.
+
+ — Άναξ, ανέκραξεν ο Τιγγελίνος, επίτρεψόν μοι να εξέλθω. Σε
+παροτρύνουν να ριψοκινδυνεύσης το ίδιον πρόσωπόν σου εις τους
+μεγαλειτέρους κινδύνους, και επί πλέον, σε χαρακτηρίζουν ως Καίσαρα
+μικρόψυχον ποιητήν, ως εμπρηστήν και ως κωμωδόν· τα ώτα μου δεν
+δύνανται να ακούωσι περισσότερα.
+
+ — Έχασα, εσκέφθη ο Πετρώνιος.
+
+Αλλά στραφείς προς τον Τιγγελίνον και καταμετρών αυτόν με βλέμμα
+προδίδον πάσαν περιφρόνησιν προς τον πανούργον:
+
+ — Τιγγελίνε, είπε, σε εχαρακτήρισα ως κωμωδόν, διότι τοιούτος είσαι,
+και μάλιστα την στιγμήν αυτήν.
+
+ — Διότι δεν θέλω να ακούω τας ύβρεις σου;
+
+ — Διότι υποκρίνεσαι απεριόριστον αγάπην προς τον Καίσαρα, ενώ προ
+μιας στιγμής τον ηπείλεις με τους πραιτωριανούς, πράγμα το οποίον
+πάντες ενοήσαμεν και αυτός σε ενόησεν επίσης.
+
+Ο Τιγγελίνος, όστις δεν εφαντάζετο ότι ο Πετρώνιος θα ετόλμα να ρίψη
+τον κύβον επί της τραπέζης με τοιαύτην αποφασιστικότητα, έγινε
+κάτωχρος και έμεινε βωβός. Αλλ' αυτή θα ήτο η τελευταία νίκη του
+«Βασιλέως της κομψότητος» κατά του αντιπάλου του, διότι αυτοστιγμεί η
+Ποππέα εγερθείσα ανέκραξεν:
+
+ — Άναξ, πώς δύνασαι να επιτρέπης τοιαύτην ιδέαν να την εκφράζη
+οιοσδήποτε ή τουλάχιστον να τολμούν να την εκφράζουν ενώπιόν σου;
+
+ — Τιμώρησον τον υβριστήν, είπεν ο Βιτέλλιος.
+
+Εκ νέου ο Νέρων ηνώρθωσε τα χείλη του και στραφείς προς τον Πετρώνιον
+με στίλβοντας οφθαλμούς:
+
+ — Τοιουτοτρόπως λοιπόν, είπεν, ανταποδίδεις την φιλίαν, την οποίαν
+είχον πάντοτε προς σε;
+
+ — Εάν ηπατήθην, απόδειξόν μου την πλάνην μου, απήντησεν ο Πετρώνιος·
+αλλά μάθε ότι ουδέν άλλο είπα, ειμή ό,τι μου υπηγόρευεν η αγάπη την
+οποίαν έχω διά σε.
+
+ — Τιμώρησον τον υβριστήν! επανέλαβεν ο Βιτέλλιος.
+
+Και έπειτα όλοι:
+
+ — Ναι! Τιμώρησον αυτόν!
+
+Πάντες απεμακρύνοντο από τον Πετρώνιον. Και αυτός ο Τούλιος Σενεκίων,
+ο παλαιός σύντροφός του εις την αυλήν, και ο νεαρός Νέρβας, όστις,
+έως τότε, είχε δείξει προς αυτόν ζωηροτάτην φιλίαν, απεμακρύνθησαν. Ο
+«βασιλεύς της κομψότητος» είχε μείνει μόνος εις το αριστερόν του
+ατρίου. Με το μειδίαμα εις τα χείλη και διευθετών με νωχελή χείρα τας
+πτυχάς της τηβέννου του, επερίμενε τι θα έλεγεν ή θα έπραττεν ο
+Καίσαρ.
+
+Ο Καίσαρ είπε:
+
+ — Θέλετε να τον τιμωρήσω, αλλ' είναι εταίρος και φίλος μου. Και μ'
+όλον ότι μου επλήγωσε την καρδίαν, θέλω να μάθη ότι η καρδία αύτη
+μόνον την συγγνώμην έχει διά τους φίλους της.
+
+ — Έχασα . . . και εχάθην, εσκέφθη ο Πετρώνιος.
+
+Εν τοσούτω ο Καίσαρ ηγέρθη. Το συμβούλιον έληξε.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ'.
+
+
+
+Ο Πετρώνιος επανήλθεν εις την οικίαν του, ενώ ο Νέρων και ο
+Τιγγελίνος μετέβαινον εις το άτριον της Ποππέας, όπου τους ανέμενον
+οι άνθρωποι, μετά των οποίων προηγουμένως είχε συνομιλήσει ο
+Τιγγελίνος.
+
+Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς
+επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος
+γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον
+τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας
+χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας.
+
+«Χαίρε, μονάρχα των μοναρχών και βασιλεύ των βασιλευόντων! είπεν ο
+πρεσβύτερος. Χαίρε, δέσποτα του κόσμου, προστάτα του λαού εκλεκτέ!
+Χαίρε, Καίσαρ, λέων εις τους ανθρώπους, ω συ, του οποίου η βασιλεία
+είναι ομοία με το φως του ηλίου και με τας κέδρους του Λιβάνου και με
+πηγήν ζώντος ύδατος και με βάλσαμον της Ιεριχούς! Χαίρε.»
+
+ — Κατηγορείτε τους χριστιανούς ότι έκαυσαν την Ρώμην; είπεν ο
+Καίσαρ.
+
+ — Ημείς, δέσποτα, δεν τους κατηγορούμεν, ειμή ότι είναι οι εχθροί
+του ανθρωπίνου γένους, οι εχθροί της Ρώμης και ιδικοί σου εχθροί, και
+ότι από πολλού ηπείλησαν με πυρ την Πόλιν και τον κόσμον. Τα λοιπά θα
+σου εξηγηθώσιν υπό του ανδρός τούτου, του οποίου τα χείλη δεν θα
+μολυνθώσι ποσώς διά ψεύδους, επειδή εις τας φλέβας της μητρός του
+έρρεε το αίμα του εκλεκτού λαού.
+
+Ο Νέρων εστράφη προς τον Χίλωνα:
+
+ — Ποίος είσαι συ;
+
+ — Πιστός σου, θείε Όσιρι, και δυστυχής στωικός.
+
+ — Απεχθάνομαι τους στωικούς, είπεν ο Νέρων. Η γλώσσα των και η
+περιφρόνησίς των προς την τέχνην μού προκαλούν αηδίαν, ως και η
+εκουσία αθλιότης των και η ακαθαρσία των.
+
+ — Αυθέντα, είμαι στωικός εξ ανάγκης. Κάλυψε μόνον τον στωικισμόν
+μου, ω Ακτινοβόλε, κάλυψέ τον με στέφανον ρόδων και θες έμπροσθέν του
+ένα αμφορέα οίνου — και αυτός θα ψάλη τον Ανακρέοντα ώστε να κάμη να
+σιγήσουν οι Επικούριοι.
+
+Ο Νέρων ευχαριστηθείς από τον τίτλον «ακτινοβόλος» εμειδίασε και
+είπε:
+
+ — Μου είσαι αρεστός.
+
+ — Αυτός ο άνθρωπος είναι τέλειος; ανέκραξεν ο Τιγγελίνος.
+
+ — Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος,
+υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα.
+
+ — Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ.
+
+ — Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον.
+
+ — Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον.
+
+ — Αθάνατε! ο Νόμος μου είσαι συ· οι χριστιανοί βλασφημούσι τον νόμον
+τούτον και δι' αυτό τους μισώ.
+
+ — Λέγε, τι γνωρίζεις περί των χριστιανών;
+
+ — Θα μου επιτρέψης να κλαύσω πρώτον, θεσπέσιε;
+
+ — Όχι, είπεν ο Νέρων· τα δάκρυα με ενοχλούν.
+
+ — Και έχεις πολύ δίκαιον, ω θείε Καίσαρ!
+
+ — Ωμίλει περί των χριστιανών, είπεν ανυπομονούσα η Ποππέα.
+
+ — Θα γίνη, όπως διατάττεις, Ίσις, απήντησεν ο Χίλων. Ιδού. Από της
+νεότητός μου αφιερώθην εις την φιλοσοφίαν και ανεζήτησα την αλήθειαν.
+Την εζήτησα εις τους αρχαίους σοφούς και εις την Ακαδημίαν των Αθηνών
+και εις το Σεράπειον της Αλεξανδρείας. Ακούσας να γίνεται λόγος περί
+των χριστιανών, ενόμισα ότι ήτο νέα τις σχολή, όπου θα εύρισκον ίσως
+μόρια τινα αληθείας. Και ήλθα εις σχέσεις προς αυτούς, κατά δυστυχίαν
+μου! Ο πρώτος χριστιανός εις τον οποίον με επλησίασεν η κακή μου
+μοίρα, ήτο είς ιατρός εν Νεαπόλει, ονόματι Γλαύκος. Δι' αυτού έμαθον
+ολίγον κατ' ολίγον, ότι ούτοι ελάτρευον κάποιον Χριστόν, όστις τους
+είχεν υποσχεθή την εξόντωσιν όλων των ανθρώπων και τον όλεθρον όλων
+των πόλεων επί της γης, και ότι αυτούς μόνον θα αφήση να ζώσιν, υπό
+τον όρον όπως ούτοι τον βοηθήσουν εις το έργον της καταστροφής. Διά
+τούτο, άναξ, μισούσιν όλους τους ανθρώπους, δηλητηριάζουσι τας κρήνας
+και βλασφημούν την Ρώμην και όλους τους ναούς, όπου λατρεύονται οι
+θεοί μας. Ο Χριστός εσταυρώθη, αλλά τους υπεσχέθη ότι την ημέραν καθ'
+ήν θα κατεστρέφετο η Ρώμη, θα επανέλθη επί της γης και θα δώση εις
+αυτούς την βασιλείαν του κόσμου.
+
+ — Τώρα ο λαός θα εννοήση διατί εκάη η Ρώμη! διέκοψεν ο Τιγγελίνος.
+
+ — Πολλοί άνθρωποι το εννοούσιν ήδη, αυθέντα, υπέλαβεν ο Χίλων διότι
+περιτρέχω τους κήπους και το Πεδίον του Άρεως και διδάσκω. Αλλ' εάν
+καταδεχθήτε να με ακούσετε μέχρι τέλους, θα μάθετε ποίους λόγους έχω
+διά να τους εκδικηθώ. Ο ιατρός Γλαύκος δεν μου έλεγε ποσώς κατ' αρχάς
+ότι το δόγμα των παρήγγελλεν εις αυτούς το μίσος των ανθρώπων. Απ'
+εναντίας μου επανελάμβανεν ότι ο Χριστός ήτο Θεός αγαθός και ότι
+βάσις της διδασκαλίας του ήτο η αγάπη. Η ευαίσθητος ψυχή μου δεν
+ηδυνήθη να αντιστή εις τοιαύτην διδασκαλίαν. Ηγάπησα τον Γλαύκον και
+έδωσα πίστιν εις αυτόν. Εμοίραζα μαζί του κάθε ξηρόν τεμάχιον άρτου
+και κάθε νόμισμα. Και ηξεύρεις, αυθέντα, πώς επληρώθην εις
+αντάλλαγμα; Μεταξύ Νεαπόλεως και Ρώμης μου έδωσε μίαν μαχαιριάν και
+επώλησε την σύζυγόν μου, την Βερενίκην μου, την τόσον νέαν και
+ωραίαν, εις ένα έμπορον δούλων. Εάν ο Σοφοκλής εμάνθανε την ιστορίαν
+μου . . . Αλλά τι λέγω; Ο ακούων με είναι μεγαλείτερος του Σοφοκλέους.
+
+ — Δυστυχισμένε άνθρωπε! είπεν η Ποππέα.
+
+ — Όταν έφθασα εις Ρώμην, προσεπάθησα να εισχωρήσω πλησίον των
+πρεσβυτέρων των διά να τύχω δικαιοσύνης κατά του Γλαύκου. Ενόμιζον
+ότι θα τον υπεχρέουν να μου αποδώση την σύζυγόν μου. Τοιουτοτρόπως
+εγνώρισα τον αρχιερέα των· εγνώρισα Παύλον τινα, όστις ήτο δεσμώτης
+εδώ, και τον απέλυσαν· εγνώρισα τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Λίνον
+και τον Κρίσπον και πολλούς άλλους. Ειξεύρω πού αυτοί κατώκουν προ
+της πυρκαϊάς· ειξεύρω πού συναθροίζονται· δύναμαι να δείξω έν
+υπόγειον του Βατικανού λόφου και έν κοιμητήριον όπισθεν της
+Νουμεντιανής πύλης, όπου κάμνουν τας τελετάς των τας ανοσίους. Εκεί
+είδα τον Απόστολον Πέτρον, εκεί είδα τον Γλαύκον να σφάζη παιδιά,
+όπως ο Απόστολος ραντίζη διά του αίματός των τας κεφαλάς των
+προσηλύτων, και ήκουσα την Λίγειαν, την θετήν θυγατέρα της Πομπωνίας
+Γραικίνας, ήτις, επειδή δεν ηδυνήθη να προσκομίση αίμα βρέφους,
+εκαυχάτο ότι εμάγευσε τουλάχιστον την μικράν Αυγούσταν, το θυγάτριόν
+σου, θείε Όσιρι, και το ιδικόν σου, ω Ίσις!
+
+ — Καίσαρ, ακούεις! είπεν η Ποππέα.
+
+ — Αυτό είναι δυνατόν, ανέκραξεν ο Νέρων.
+
+ — Θα συνεχώρουν τας ιδίας μου ύβρεις, εξηκολούθησεν ο Χίλων, αλλ'
+ακούσας τούτο ηθέλησα να την μαχαιρώσω. Δυστυχώς ημποδίσθην υπό του
+ευγενούς Βινικίου, ο οποίος την ερωτεύεται.
+
+ — Ο Βινίκιος; Αλλ' εκείνη τον αφήκε και έφυγε, παρά να . . .
+
+ — Έφυγε, αλλ' εκείνος ήρχισε να την αναζητή, μη δυνάμενος να ζήση
+άνευ αυτής. Αντί αθλίου μισθού, εγώ τον εβοήθησα εις τας ερεύνας του
+και του υπέδειξα την οικίαν, όπου κατώκει εκείνη μεταξύ των
+χριστιανών, κατά την Τρανστιβέρην. απήλθομεν ομού, λαβόντες μεθ' ημών
+τον παλαιστήν Κρότωνα, τον οποίον ο ευγενής Βινίκιος είχε μισθώσει
+χάριν μείζονος ασφαλείας. Αλλ' ο Ούρσος, ο δούλος της Λιγείας, έπνιξε
+τον Κρότωνα. Είναι άνθρωπος φοβεράς ρώμης, άναξ, άνθρωπος όστις
+συστρέφει τον λαιμόν των ταύρων τόσον ευκόλως, όπως συστρέφει άλλος
+ένα μανιτάρι.
+
+ — Μα τον Ηρακλέα! ανέκραξεν ο Νέρων, του θνητού, όστις έπνιξε τον
+Κρότωνα αξίζει να στηθή ο ανδριάς. Αλλά πλανάσαι ή πλάττεις μύθους,
+γέρον, καθότι ο Κρότων εφονεύθη διά τραύματος μαχαίρας υπό του
+Βινικίου.
+
+ — Άναξ, είδα με τους ιδίους οφθαλμούς μου τας πλευράς του Κρότωνος
+να κατασυντρίβωνται μεταξύ των χειρών του Ούρσου, όστις κατόπιν
+κατέβαλε τον Βινίκιον. Θα τον εφόνευεν, αν δεν παρενέβαινεν η Λίγεια.
+Ο Βινίκιος έμεινεν άρρωστος επί μακρόν, αλλά τον επεμελήθησαν με την
+ελπίδα, ότι θα εγίνετο χριστιανός χάριν του έρωτος, και τωόντι έγινε.
+
+ — Ο Βινίκιος; ηρώτησεν απορών ο Καίσαρ.
+
+ — Και ο Πετρώνιος ομοίως; ηρώτησεν εν σπουδή ο Τιγγελίνος.
+
+ — Θαυμάζω την οξυδέρκειάν σου, άρχον, είπεν ο Χίλων . . . ίσως πολύ
+ενδεχόμενον!
+
+ — Τώρα εννοώ την μανίαν του εις το να υπερασπίζεται τους
+χριστιανούς.
+
+Αλλ' ο Νέρων ήρχισε να γελά.
+
+ — Ο Πετρώνιος χριστιανός! . . . Ο Πετρώνιος να γίνη εχθρός της ζωής
+και της ηδονής! Μη είσθε ανόητοι και μη ζητήτε να το πιστεύσω.
+
+ — Εν τούτοις ο ευγενής Βινίκιος έγινε χριστιανός, όπως είνε
+χριστιανοί και η Πομπωνία, ο μικρός Άουλος και η Λίγεια. Εγώ τον
+υπηρέτησα πιστώς· εις ανταμοιβήν εκείνος με εμαστίγωσε, κατ'
+απαίτησιν του ιατρού Γλαύκου, αν και είμαι γέρων, και τότε ήμην
+ασθενής και πειναλέος. Και ωρκίσθην εις τον Άδην ότι δεν θα το
+ελησμόνουν. Άναξ, εκδικήθητι αυτούς διά το αδίκημα, το οποίον μου
+έκαμαν και θα σου παραδώσω τον Πέτρον τον Απόστολον και τον Λίνον και
+τον Κλίτον, και τον Γλαύκον και τον Κρίσπον, τους πρεσβυτέρους των
+και την Λίγειαν και τον Ούρσον. Θα σας υποδείξω εκατοντάδας και
+χιλιάδας εξ αυτών θα σας δείξω τους ευκτηρίους οίκους των, τα
+νεκροταφεία των . . . Αι φυλακαί σας θα είνε ανεπαρκείς διά να τους
+χωρέσουν . . . Μέχρι τούδε εις τας δυστυχίας μου εζήτησα παρηγορίαν
+εις μόνην την φιλοσοφίαν. Δος μου αυτήν διά των ευνοιών σου . . .
+Είμαι γέρων, δεν εγνώρισα ακόμη την ζωήν. Δος μου την ανάπαυσιν.
+
+Η Ποππέα, ήτις είχε κατανοήσει ότι εις όλην την Ρώμην μόνη η Λίγεια
+ηδύνατο να γίνη αντίζηλός της, μάλιστα δε να νικήση, από καιρού
+εζήτει να εύρη μέσον εξοντώσεως αυτής και μετεχειρίσθη προς τούτο τον
+Χίλωνα.
+
+Άναξ, είπε, εκδικήθητι το τέκνον μας!
+
+ — Σπεύσατε! ανέκραξεν ο Χίλων. Σπεύσατε! Άλλως ο Βινίκιος θα λάβη
+καιρόν να την κρύψη. Θα σας δείξω την οικίαν, όπου εγκατεστάθη μετά
+την πυρκαϊάν.
+
+ — Θα σου δώσω δέκα άνδρας. Ύπαγε αμέσως, είπεν ο Τιγγελίνος.
+
+ — Άρχον, δεν γνωρίζεις τον Ούρσον! και πεντήκοντα άνδρας αν μου
+δώσης, μόνον μακρόθεν θα δείξω την οικίαν. Περιπλέον, εάν δεν
+φυλακίσετε συγχρόνως τον Βινίκιον, είμαι χαμένος.
+
+Ο Τιγγελίνος προσέβλεψε τον Νέρωνα.
+
+ — Δεν θα ήτο καλόν, ω θείε, να απαλλαγώμεν ταυτοχρόνως και του θείου
+και του ανεψιού;
+
+Ο Νέρων εσκέφθη.
+
+ — Όχι, όχι τώ [?] Ποτέ δεν θα θελήσουν να πιστεύσουν ότι ο
+Πετρώνιος, ο Βινίκιος ή η Πομπωνία Γραικίνα έκαυσαν την Ρώμην. Αι
+οικίαι των ήσαν τόσον ωραίαι! . . . Σήμερον χρειάζονται άλλα θύματα.
+Θα έλθη και η σειρά των.
+
+ — Άναξ, δος μοι στρατιώτας διά να με φυλάττουν, είπεν ικετευτικώς ο
+Χίλων.
+
+ — Ο Τιγγελίνος θα φροντίση δι' αυτό.
+
+ — Θα κατοικήσης πλησίον μου, είπεν ο αρχηγός.
+
+Το πρόσωπον του Χίλωνος έλαμπεν εκ χαράς.
+
+ — Θα σας τους παραδώσω όλους! Μόνον σπεύσατε! έκραξε με
+βραχνιασμένην φωνήν. Σπεύσατε!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η'.
+
+
+
+Καταλιπών την οικίαν του Καίσαρος, ο Πετρώνιος μετέβη εις την εν
+Καρίναις οικίαν του, ήτις, χάρις εις τον κήπον τον περικυκλούντα τους
+τοίχους εκ των τριών πλευρών και χάρις εις την απέναντι αυτής
+Καικιλιανήν Αγοράν είχε διαφύγει την πυρκαϊάν.
+
+Έλαβεν αμέσως λουτρόν και κατόπιν ανεπαύθη συλλογιζόμενος τα συμβάντα
+μεταξύ Καίσαρος, Τιγγελίνου και αυτού. Εσκέπτετο να αντιμετωπίση με
+θάρρος πάσαν ραδιουργίαν και πάσαν κατ' αυτού προσβολήν. Εσκέπτετο
+προσέτι ότι αν ήτο αρχηγός των πραιτοριανών αυτός, θα παρέδιδεν εις
+τον όχλον τον Τιγγελίνον τον αχρείον και θα υπεστήριζε τον Βινίκιον
+και την Λίγειαν, και μετ' αυτών όλους τους χριστιανούς. Αλλά τώρα να
+μη δύναται ούτε καν να υπερασπίση τον εαυτόν του;
+
+Οξυδερκής, ως ήτο, αντελαμβάνετο ότι ο κίνδυνος δεν ήτο άμεσος, διότι
+ο Νέρων έχων ακόμη ανάγκην των γνωμών του, προ παντός διά τους
+αγώνας, τους οποίους θα έδιδε και κατά τους οποίους θα μετεχειρίζετο
+ως θύματα τους Χριστιανούς, θα τον άφηνε προς το παρόν ήσυχον. Ο
+Νέρων δεν είχεν αφήσει την ευκαιρίαν να διατυπώση μερικά ωραία και
+υψηλά αξιώματα περί της φιλίας και της συγγνώμης, ούτως ώστε ο
+Πετρώνιος είχε προς στιγμήν δεμένας τας χείρας. Έπρεπε να ζητήση
+προφάσεις, και πριν ή εφεύρη τοιαύτας, παρήρχετο καιρός.
+
+Από τότε ο Πετρώνιος μόνον τον Βινίκιον εσκέπτετο, τον οποίον
+απεφάσισε να σώση. Ο Βινίκιος, του οποίου η συνοικία είχε καή,
+διέμενε πλησίον του θείου του και ευρίσκετο κατ' ευτυχή σύμπτωσιν εις
+την οικίαν.
+
+ — Ήσο εις της Λιγείας σήμερον; τον ηρώτησε κατ' αρχάς ο Πετρώνιος.
+
+ — Τώρα μόλις την άφησα, απεκρίθη εκείνος.
+
+ — Άκουσε τι θα σου είπω και λάβε αμέσως τα μέτρα σου. Σήμερον εις
+του Καίσαρος απεφάσισαν να αποδώσουν εις τους Χριστιανούς την
+πυρπόλησιν της Ρώμης, θα αρχίσουν διωγμόν και βασανιστήρια. Η
+καταδίωξις δύναται να αρχίση εις κάθε στιγμήν. Λάβε την Λίγειαν και
+φύγετε αμέσως πέραν των Άλπεων ή εις την Αφρικήν. Σπεύσον, διότι το
+Παλατίνον ευρίσκεται πλησιέστερον προς την Τρανστιβέρην παρά προς την
+οικίαν μου.
+
+Ο Βινίκιος ήτο άριστος πολεμιστής, ώστε να μη χάση καιρόν εις
+περιττάς ερωτήσεις. Ήκουσε συνωφρυωμένος, αλλά χωρίς να τρομάξη. Εις
+τον χαρακτήρα του η πρώτη φροντίς ήτο η επιθυμία να πολεμήση.
+
+ — Πηγαίνω, είπε.
+
+ — Ακόμη μίαν λέξιν· λάβε έν βαλάντιον πλήρες χρυσού, λάβε όπλα και
+μίαν δράκα εκ των χριστιανών σου. Εν ανάγκη απάγαγέ την διά της βίας!
+
+Ο Βινίκιος ευρίσκετο ήδη εις το κατώφλιον του ατρίου.
+
+ — Στείλε μου ειδήσεις διά τινος δούλου, έκραξεν ακόμη ο Πετρώνιος.
+
+Μείνας μόνος ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του ατρίου,
+σκεπτόμενος τι έμελλε να απογίνη.
+
+Τας σκέψεις του διέκοψεν η εισελθούσα την στιγμήν εκείνην Ευνίκη.
+
+Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την
+δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον
+και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους
+τους Χριστιανούς.
+
+ — Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη.
+
+ — Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου . . . Με αγαπάς;
+
+ — Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον
+εφίλησεν εις τα χείλη.
+
+Μετ' ολίγον, στεφανωμένοι με ρόδα αμφότεροι, παρεκάθηντο εις την
+τράπεζαν, όπου πίνοντες από κυλίκων κισσοστεφών ηκροώντο τους
+κιθαριστάς και τα άσματά των.
+
+Την στιγμήν εκείνην εισήλθεν εις την αίθουσαν είς θεράπων και με
+φοβισμένον ύφος είπεν:
+
+ — Αυθέντα, προ της θύρας ίσταται είς κεντυρίων μετά συνοδείας
+στρατιωτών και επιθυμεί να σου ομιλήση κατά διαταγήν του Καίσαρος.
+
+Τα άσματα εσίγησαν, ως και ο ήχος των αρπών. Ανησυχία κατέλαβε τους
+παρισταμένους. Μόνος ο Πετρώνιος δεν έδειξε την ελαχίστην συγκίνησιν
+και είπεν ως άνθρωπος ενοχλούμενος από συνεχείς προσκλήσεις:
+
+ — Θα ηδύναντο να με αφήσουν να δειπνήσω ησύχως. Επί τέλους ας
+εισέλθη.
+
+Ο δούλος εξηφανίσθη όπισθεν του παραπετάσματος.
+
+Μετά μίαν στιγμήν ηκούσθη βήμα βαρύ και ρυθμικόν, και εις την
+αίθουσαν εισήλθεν ο εκατόνταρχος Άπερ, τον οποίον εγνώριζεν ο
+Πετρώνιος, φέρων σιδηρά όπλα και κράνος.
+
+ — Ευγενή άρχον, είπεν, ιδού μία επιστολή του Καίσαρος.
+
+Ο Πετρώνιος ήπλωσε νωχελώς την λευκήν χείρα του, έλαβε την πινακίδα
+και ρίψας βλέμμα εις αυτήν, την ενεχείρισεν ατάραχος εις την Ευνίκην.
+
+ — Θέλει να μας αναγνώση απόψε μίαν νέαν ραψωδίαν της Τρωάδος, είπε,
+και με προσκαλεί να υπάγω.
+
+ — Έχω μόνον διαταγήν να εγχειρίσω την επιστολήν, είπεν ο
+εκατόνταρχος.
+
+ — Βεβαίως, δεν χρειάζεται απάντησις. Αλλά κάθησε ολίγον να πιής
+κάτι.
+
+ — Σε ευχαριστώ, ευγενή άρχον· θα πίω εις την υγείαν σου· αλλά δεν
+δύναμαι να καθήσω, διότι είμαι εν υπηρεσία.
+
+ — Ειξεύρω, είπεν ο Πετρώνιος κατά των χριστιανών.
+
+ — Ναι, άρχον.
+
+ — Η καταδίωξις ήρχισε προ πολλού;
+
+ — Σπείραι τινες ανεχώρησαν διά την Τρανστιβέρην προ μεσημβρίας,
+είπεν ο εκατόνταρχος απερχόμενος.
+
+ — Ο Καίσαρ σου γράφει, αυθέντα, «ελθέ εάν επιθυμής», είπεν η Ευνίκη.
+Θα υπάγης;
+
+ — Έχω πολλήν διάθεσιν και αισθάνομαι την επιθυμίαν να ακούσω τους
+στίχους εκείνους, απήντησεν ο Πετρώνιος. Λοιπόν θα υπάγω, αφού
+μάλιστα ο Βινίκιος δεν θα δυνηθή να υπάγη.
+
+Αφού ετελείωσε το γεύμα, παρεδόθη εις τας χείρας των κομωτών και των
+πτυχητριών, και μετά μίαν ώραν, ωραίος ως Θεός, μετεφέρετο εις το
+Παλατίνον.
+
+Οι φίλοι της χθες, αν και εξεπλάγησαν, διότι τον έβλεπον
+προσκεκλημένον, παρεμέρισαν, και εκείνος επροχώρησεν εν μέσω αυτών
+υπερηφάνως και αμέριμνος.
+
+Ο Τιγγελίνος εδάγκασε τα χείλη, ιδών προσερχόμενον τον Πετρώνιον όπως
+παραστή εις την ανάγνωσιν της «Τρωάδος» του Καίσαρος, καθότι εγνώριζε
+καλά, ότι νέον στάδιον ηνοίγετο εις τον Πετρώνιον διά του ποιήματος
+τούτου.
+
+Τω όντι, κατά την ανάγνωσιν, ο Νέρων εκ συνήθειας έστρεφε τους
+οφθαλμούς προς τον Πετρώνιον, ζητών να διακρίνη επί του προσώπου του
+τας εντυπώσεις. Ούτος ήκουε προσεκτικώς, επιδοκιμάζων ενίοτε και
+συγκεντρών την προσοχήν του. Ακολούθως επήνει ή επέκρινεν, απαιτών
+διορθώσεις, ή ζητών όπως μερικοί στίχοι περισσότερον φιλοτεχνηθώσιν.
+
+Ο Νέρων ησθάνετο ότι ο Πετρώνιος ήτο ο μόνος, όστις ησχολείτο με την
+ποίησιν χάριν αυτής ταύτης και ότι ήτο ο μόνος ικανός να κρίνη.
+Συνεζήτει με τον Πετρώνιον περί των στίχων της «Τρωάδος» και, επειδή
+ο Πετρώνιος ημφισβήτει την ακρίβειαν λέξεων τινων, ο Νέρων του είπε:
+
+ — Θα ίδης εις την τελευταίαν ραψωδίαν διατί έκαμα χρήσιν της
+εκφράσεως ταύτης.
+
+ — Α! εσκέφθη ο Πετρώνιος. Έχω ακόμη να ζήσω μέχρι της τελευταίας
+ραψωδίας.
+
+Δύο ή τρεις εκ των αυλικών ακούσαντες τους λόγους του Νέρωνος, είπον
+καθ' εαυτούς: «Δυστυχία μας, ο Πετρώνιος έχει μέλλον ενώπιόν του·
+δύναται να ανακτήση εύνοιαν και μάλιστα να λάβη την θέσιν του
+Τιγγελίνου». Και εκ νέου ήρχισαν να είνε φιλόφρονες προς αυτόν. Αφού
+ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον
+ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς:
+
+ — Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε;
+
+Ο Πετρώνιος, αν ήτο βέβαιος ότι ο Βινίκιος και η Λίγεια θα ήσαν ήδη
+έξω της πόλεως, θα απεκρίνετο: «Ενυμφεύθη με την άδειάν σου και
+ανεχώρησεν». Αλλ' ενώπιον του αλλοκότου μειδιάματος του Νέρωνος,
+είπε:
+
+ — Η πρόσκλησίς σου, Καίσαρ, δεν τον εύρεν εις τον οίκον του.
+
+ — Ειπέ εις τον Βινίκιον, ότι θα χαρώ να τον ίδω, υπέλαβεν ο Νέρων,
+και σύστησέ του εξ ονόματός μου, να μη λείψη από τους αγώνας, εις
+τους οποίους θα μετάσχωσιν όλοι οι χριστιανοί.
+
+Ο Πετρώνιος ανησύχησεν από τους λόγους τούτους, οίτινες, κατ' αυτόν,
+αφεώρων αμέσως την Λίγειαν. Ανέβη εις το φορείον του, διατάξας να
+ταχύνωσι το βήμα και να τον οδηγήσουν εις τον οίκον του Βινικίου.
+
+Μακράν αντήχουν κραυγαί, τας οποίας ο Πετρώνιος κατ' αρχάς δεν
+ενόησεν. Ολίγον κατ' ολίγον αι κραυγαί εκείναι εγίνοντο ισχυρότεραι
+και εξερράγησαν εις μίαν αγρίαν βοήν:
+
+«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»
+
+Εκ του βάθους των πυρπολουμένων οδών προσέτρεχον νέαι σπείραι. Από
+στόματος εις στόμα διεδόθη η είδησις ότι είχον αρχίσει αι καταδιώξεις
+προ μεσημβρίας, ότι είχον ήδη αιχμαλωτισθή αρκετοί εκ των εμπρηστών
+εκείνων. Και εις όλην την πόλιν αι κραυγαί αντήχουν και εκυλίοντο —
+επί των λόφων και εις τους κήπους — επί μάλλον και μάλλον λυσσώδεις.
+
+«Εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!»
+
+ — Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν
+εις τον οίκον του.
+
+ — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος.
+
+ — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος.
+
+Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον.
+
+Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών,
+στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν. Ακούσας τον κρότον
+των βημάτων του Πετρωνίου επί του λιθοστρώτου, ήγειρε το πρόσωπον,
+εις το οποίον μόνον οι οφθαλμοί έζων.
+
+ — Ήλθον πολύ αργά; η Λίγεια είναι φυλακισμένη; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Ναι, την απήγαγον προ μεσημβρίας.
+
+Επηκολούθησε σιγή.
+
+ — Την είδες;
+
+ — Ναι.
+
+ — Πού είνε;
+
+ — Εις την φυλακήν της Μαμερτίνης.
+
+Ο Πετρώνιος εφρικίασε και έρριψε προς τον Βινίκιον βλέμμα
+εξερευνητικόν. Ο άλλος ενόησε.
+
+Όχι! είπε. Δεν την έκλεισαν εις το ενδόμυχον μέρος της φυλακής, ούτε
+εις το κυρίως δεσμωτήριον. Αντί γενναίου ποσού, ο δεσμοφύλαξ της
+παρεχώρησε το δωμάτιόν του. Ο Ούρσος κατεκλίθη πλησίον της θύρας της
+και αγρυπνεί επ' αυτής.
+
+ — Διατί ο Ούρσος δεν την υπερησπίσθη;
+
+ — Είχαν στείλη πεντήκοντα πραιτωριανούς. Άλλως τε ο Λίνος τον
+απέτρεψε.
+
+ — Και ο Λίνος;
+
+ — Ο Λίνος ψυχορραγεί. Δεν τον απήγαγον μετά των άλλων.
+
+ — Τι σκέπτεσαι να κάμης;
+
+ — Να την σώσω ή να αποθάνω μετ' αυτής. Και εγώ είμαι χριστιανός.
+
+Ο Βινίκιος εφαίνετο ότι ωμίλει με αταραξίαν, αλλ' εις την φωνήν του
+έπαλλεν οδύνη τόσον σπαρακτική, ώστε η καρδία του Πετρωνίου εθλίβη.
+
+ — Σε εννοώ, είπεν· αλλά πώς θα την σώσης;
+
+ — Επλήρωσα αδρότατα τους δεσμοφύλακας, πρώτον διά να την φυλάττουν
+από τας ύβρεις των, έπειτα διά να μη αντιταχθώσιν εις την φυγήν της.
+
+ — Και πότε θα γίνη η φυγή;
+
+ — Μου απήντησαν ότι δεν ηδύναντο να μου αποδώσουν την Λίγειαν
+αμέσως, φοβούμενοι την ευθύνην. Αλλ' όταν αι φυλακαί θα υπερπληρωθούν
+κόσμου, και όταν χάσουν τον λογαριασμόν των φυλακισμένων, θα μου την
+παραδώσουν. Αυτό είνε το έσχατον μέσον, Αλλ' εν τω μεταξύ συ θα σώσης
+αμφοτέρους. Είσαι φίλος του Καίσαρος. Εκείνος μου την έδωκεν. Ύπαγε
+και σώσον με!
+
+Νωρίς να απαντήση ο Πετρώνιος εκάλεσεν ένα δούλον και τον έστειλε να
+φέρη δύο αμαυρούς μανδύας και δύο ρομφαίας.
+
+ — Πηγαίνομεν τώρα, είπεν έπειτα ο Πετρώνιος, θα σου τα είπω όλα καθ'
+οδόν.
+
+Μετά μίαν στιγμήν ευρίσκοντο εις την οδόν.
+
+ — Τώρα, άκουσε, είπεν ο Πετρώνιος. Από σήμερον είμαι υπό δυσμένειαν.
+Και αύτη η ζωή μου κρέμαται από μίαν κλωστήν. Δεν ισχύω τίποτε
+πλησίον του Καίσαρος. Και ακόμη χειρότερα. Είμαι πεπεισμένος ότι θα
+πράξη εναντίον των παρακλήσεών μου. Θα σε εσυμβούλευα να φύγης μετά
+της Λιγείας ή να την λυτρώσης διά της βίας. Εννοείς ότι εάν
+κατώρθωνες να φύγης, η οργή του Καίσαρος θα εστρέφετο εναντίον μου.
+Σήμερον θα έκαμνε κάτι τι μάλλον προς χάριν σου παρά προς χάριν μου.
+Αλλά μη δίδης πίστιν εις αυτά είνε ανωφελές! Εξάγαγέ την εκ της
+φυλακής και φύγετε. Εάν δεν επιτύχης τούτο, θα υπάρχη ακόμη καιρός να
+δοκιμάσης άλλα μέσα. Μάθε εν τούτοις ότι η Λίγεια δεν είναι εις την
+φυλακήν μόνον διά την πίστιν της. Αμφότεροι είσθε θύματα της οργής
+της Ποππέας. Αλλά ποίος επρόδωσε την κατοικίαν της;
+
+Αλλ' αίφνης η συνδιάλεξίς των διεκόπη από ένα θηριομάχον μεθυσμένον,
+όστις ωρύετο με βραχνήν φωνήν «εις τους λέοντας, τους χριστιανούς!
+εις τα θηρία!»
+
+Απεμακρύνθησαν απ' αυτόν και μετ' ολίγον έφθασαν εις τας Καρίνας,
+διότι η Αγορά δεν απείχε πολύ. Η νυξ ήρχιζεν ήδη να τελειώνη και ο
+περίβολος του πύργου διεγράφετο εξερχόμενος εκ της σκιάς. Αίφνης ο
+Πετρώνιος σταθείς είπεν:
+
+ — Οι πραιτωριανοί! Πολλοί αργά εφθάσαμεν!
+
+Η φυλακή της Μαμερτίνης είχε περικυκλωθή από διπλήν ζώνην στρατιωτών.
+Αι πρώται ακτίνες του φωτός επηργύρουν τα κράνη και τον σίδηρον των
+δοράτων.
+
+ — Ας προχωρήσωμεν, είπεν ο Βινίκιος, και έφθασαν προ των γραμμών των
+στρατιωτών.
+
+Ο Πετρώνιος, έχων εξαίρετον μνήμην και γνωρίζων όχι μόνον τους
+αξιωματικούς, αλλά και όλους σχεδόν τους στρατιώτας της πραιτοριανής
+φρουράς, έκαμε νεύμα εις ένα αρχηγόν.
+
+ — Τι συμβαίνει, Νίγερ; Σας υποχρεούσι να φρουρήτε πέριξ της φυλακής!
+
+ — Τω όντι, ευγενή Πετρώνιε. Ο πραίφεκτος εφοβείτο μήπως απεπειρώντο
+να ελευθερώσουν τους εμπρηστάς.
+
+ — Έχετε διαταγήν να μη αφήσετε κανένα να εισέλθη; ηρώτησεν ο
+Βινίκιος.
+
+ — Όχι, άρχον. Οι φίλοι των θα έρχωνται να τους βλέπουν και ούτω πως
+θα συλλάβωμεν και άλλους ακόμη χριστιανούς εις την παγίδα.
+
+των θυμάτων, οι εωθινοί αγώνες ώφειλον να διαρκέσουν επί ημέρας, ??
+
+ — Τότε, άφησε με να εισέλθω, είπεν ο Βινίκιος.
+
+Την ιδίαν στιγμήν, εκ του βάθους των παχέων τοίχων και από το
+εσωτερικόν των υπογείων ηκούσθησαν ψαλμωδίαι και ύμνοι. Κατ' αρχάς
+υπόκωφος, η ψαλμωδία ολίγον κατ' ολίγον καθίστατο ζωηροτέρα. Φωναί
+ανδρών, γυναικών και παιδίων απετέλουν χορόν αρμονικόν. Εν τη σιγή
+της αναφαινομένης αυγής, ολόκληρος η φυλακή ήρχισε να ψάλλη ως μία
+άρπα.
+
+Δεν ήσαν φωναί θλίψεως και απελπισίας, εις αυτάς έπαλλεν η χαρά και ο
+θρίαμβος . . . Οι στρατιώται εκύτταζον ο είς τον άλλον, εμβρόντητοι.
+
+Η αυγή εχρωμάτιζεν ήδη τον ουρανόν με τας ροδαλάς και χρυσάς ακτίνας
+της.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ'.
+
+
+
+Αι κραυγαί: «Εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» αντήχουν αδιαλείπτως
+εις όλας τας οδούς της πόλεως. Κανείς δεν αμφέβαλλε πλέον ότι ούτοι
+ήσαν οι αυτουργοί της πυρκαϊάς και έχαιρεν ο λαός, επειδή η τιμωρία
+των έμελλε να είναι θέαμα λαμπρόν.
+
+Εις την πόλιν, μεταξύ των ερειπίων, εχάρασσον νέας οδούς πλατυτάτας.
+Εδώ και εκεί έβαλλον θεμέλια οικιών, μεγάρων και ναών. Αλλά προ
+παντός άλλου ήγειρον εν μεγάλη σπουδή τα αχανή ξύλινα αμφιθέατρα,
+όπου έμελλον να αποθάνωσιν οι χριστιανοί.
+
+Ευθύς μετά το συμβούλιον, το συγκροτηθέν εν τη οικία του Τιβερίου, οι
+ανθύπατοι είχον λάβει διαταγήν να στείλωσιν εις Ρώμην άγρια θηρία. Η
+Ασία έδωκεν ελέφαντας και τίγρεις· ο Νείλος κροκοδείλους και
+ιπποποτάμους· ο Άτλας λέοντας· τα Πυρηναία λύκους και άρκτους· η
+Ιγερνία αγρίους κύνας· η Ήπειρος μολοσσούς· η Γερμανία βουβάλους και
+ταύρους. Ο Καίσαρ ήθελε να πνιγή πάσαν ανάμνησιν της πυρκαϊάς εις
+χειμάρρους αίματος· ήθελε να μεθύση δι' ανθρωποθυσιών τον λαόν. Αι
+φυλακαί είχον παραγεμίσει από χριστιανούς, και καθ' εκάστην τα
+καθάρματα του όχλου και οι πραιτωριανοί εισήγον νέα θύματα.
+
+«Εις τους λέοντας!, εις τους λέοντας τους χριστιανούς!» εφώναζεν ο
+λαός εις τας οδούς.
+
+Ο Πετρώνιος προσεπάθει με κάθε τρόπον να εύρη μέσον να σώση την
+Λίγειαν, και προς τούτο εσκέφθη τον Σενέκαν, τον Δομίτιον Άφερ, την
+Κρισπινέλλαν, δι' ης ήθελε να φθάση μέχρι της Ποππέας, τον Τέρπνον,
+τον Διόδωρον, τον Πυθαγόραν, εις τους οποίους ο Καίσαρ δεν ηρνείτο
+τίποτε· πλην και ούτοι ουδέν κατώρθωσαν και έλαβον την εξής απάντησιν
+από τον Νέρωνα:
+
+ — Πιστεύετε ότι έχω ασθενεστέραν την ψυχήν από τον Βρούτον, όστις
+διά την σωτηρίαν της Ρώμης δεν εφείσθη ούτε των ιδίων τέκνων του!
+
+Ο Πετρώνιος, όταν του ανέφεραν τους λόγους τούτους, ανέκραξεν: «Αφού
+ήρχισε τώρα να συγκρίνη τον εαυτόν του και με τον Βρούτον, όλα
+εχάθησαν!»
+
+Εν τοσούτω αι ημέραι διεδέχοντο τας ημέρας. Τα αμφιθέατρα ήσαν
+έτοιμα. Ήρχισαν να διανέμουν τα εισιτήρια διά τους εωθινούς αγώνας.
+Αλλά την φοράν αυτήν, λόγω της ανηκούστου αφθονίας, επί εβδομάδας και
+μήνας. Ήδη δεν εγνώριζον πού να κλείσουν τους χριστιανούς. Αι φυλακαί
+είχον υπερπληρωθή και αι κολλητικαί ασθένειαι εμαίνοντο εν αυταίς.
+
+Φοβούμενοι την διάδοσιν των νόσων ανά την πόλιν, απεφάσισαν να
+αρχίσωσι τους αγώνας.
+
+Όλαι αι ειδήσεις αύται ήρχοντο εις τον Βινίκιον, αφαιρούσαι απ' αυτού
+τας τελευταίας λάμψεις της ελπίδος. Εις τα χαρακτηριστικά του είχεν
+αποκρυσταλλωθή ο τρόμος, το πρόσωπόν του είχε γίνει μαύρον και
+ωμοίαζε προς τα εκ κηρού ομοιώματα των εφεστίων θεών. Όταν τις του
+ωμίλει, εκείνος έστρεφε μηχανικώς την κεφαλήν του και παρετήρει τον
+συνομιλητήν του με χαύνους οφθαλμούς. Τας νύκτας του τας διήρχετο με
+τον Ούρσον εις την θύραν του κελλίου της Λιγείας. Όταν επέστρεφεν εις
+του Πετρωνίου εβάδιζεν άνω και κάτω εις το άτριον μέχρι πρωίας. Οι
+δούλοι τον εύρισκον συχνά γονυπετή, με τας χείρας τεταμένας προς τα
+άνω ή προς τα κάτω και με το πρόσωπον εστραμμένον προς την γην.
+Επεκαλείτο τον Χριστόν, διότι ο Χριστός ήτο η υστάτη ελπίς του. Είχεν
+ακόμη αρκετήν διαύγειαν νου διά να εννοήση ότι η προσευχή του Πέτρου
+θα ήτο μάλλον αποτελεσματική από την ιδικήν του.
+
+Ο Πέτρος του είχεν υποσχεθή την Λίγειαν, ο Πέτρος τον είχε βαπτίσει.
+Ο Πέτρος έκαμνε θαύματα. Ο Πέτρος ας έσπευδεν εις βοήθειάν του!
+
+Μετέβη εις την οικίαν του λατόμου και έμαθε παρ' αυτού ότι εις τας
+αμπέλους του Κορνηλίου Πουδέντου, όπισθεν της Σαλαρίας πύλης,
+επρόκειτο να γίνη συνάθροισις χριστιανών. Εξήλθον λοιπόν μόλις
+ενύκτωσεν, υπερέβησαν τα τείχη, και αφού διήλθον χαράδρας σχοινοφυείς
+έφθασαν εις τον περίβολον του Πουδέντου.
+
+Όσοι χριστιανοί είχον διαφύγει τον διωγμόν ήσαν εκεί συνηγμένοι και
+προσηύχοντο κραυγάζοντες:
+
+«Κύριε, ελέησον ημάς!»
+
+Ο Πέτρος είχε γονυπετήσει μεταξύ αυτών υπό τινα σταυρόν καρφωμένον
+εις τον τοίχον. Προσηύχετο. Ο Βινίκιος διέκρινε μακρόθεν την λευκήν
+κόμην του και τας ανατεταμένας χείρας του. Έμελλε να διασχίση τα
+πλήθη, να ριφθή εις τους πόδας του Αποστόλου και να κράξη:
+«Βοήθειαν!» Αλλ' η επισημότης της προσευχής και η κατάπτωσις των
+δυνάμεών του τον έκαμαν να κάμψη και αυτός τα γόνατα: «Χριστέ,
+ευσπλαγχνίσθητί με!»
+
+Πάντες πέριξ του ωνειροπόλουν εν τη ψυχή των ότι ο Χριστός έμελλε να
+εκδηλώση την δύναμίν του, ότι θα συνέτριβε την αδικίαν, ότι θα
+κατέρριπτε τον Νέρωνα εις την άβυσσον και θα εβασίλευεν επί της
+Οικουμένης.
+
+Ο Βινίκιος εκάλυψε το πρόσωπον με τας χείρας του και εκάμφθη.
+
+Η σιγή τον περιέβαλεν αιφνηδίως, ως εάν ο τρόμος είχε διακόψει τας
+παρακλήσεις εις τα στήθη πάντων.
+
+Ο Πέτρος ηνωρθώθη και στραφείς προς την ομήγυριν:
+
+ — Αδελφοί μου, είπεν, άνω έχετε τας καρδίας προς τον Σωτήρα, και
+προσφέρετε αυτώ τα δάκρυά σας, αυτός θα έλθη να σας σώση και θα
+τιμωρήση τους απαισίους διώκτας μας. Ύψωσε την χείρα, ως να έδιδε
+διαταγήν. Εκείνοι ησθάνθησαν νέον αίμα εις τας φλέβας των και
+φρικίασιν εις τους μυελούς των οστέων των. Διότι έμπροσθέν των δεν
+ευρίσκετο πλέον γέρων προβεβηκώς, αλλ' άνθρωπος φοβερός, όστις απέσπα
+τας ψυχάς από τον κονιορτόν και τον φόβον διά να τας μεταφέρη μακράν.
+
+Και επανέλαβε:
+
+ — Σπείρατε εν τοις δακρύοις, ίνα θερίσητε εν τη χαρά. Διατί να
+φρικιάτε προ της δυνάμεως του Κακού; «Παιδιά μου, εις τον Γολγοθάν
+είδα τον Θεόν να τον καρφώνουν επί σταυρού. Και είδα τους Ιουδαίους
+να κεντούν την πλευράν του και είδα αυτόν νεκρόν. Ήτο Θεός και
+ηδύνατο να μη υποφέρη όλα αυτά, αλλ' αγογγύστως διά την σωτηρίαν του
+κόσμου τα υπέφερε. Και ημείς διατί να μη υποφέρωμεν ολίγον προς χάριν
+του; Σας διακηρύττω εν ονόματι του Χριστού. Όχι! Αυτό το οποίον
+είναι έμπροσθέν σας δεν είναι θάνατος, αλλά ζωή· δεν είναι λύπη, αλλά
+χαρά αναλλοίωτος. Εις σας όλους, οίτινες θα ίδετε τον θάνατον
+εκείνων, τους οποίους αγαπάτε, εις σας τους κοπιώντας, τους
+πάσχοντας, και εις σας, όσοι μέλλετε να αποθάνετε, εν ονόματι του
+Χριστού, λέγω, «ειρήνη υμίν.»
+
+Ο Απόστολος έτεινε τας χείρας, ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν
+και έμεινεν ακίνητος. Το πρόσωπόν του έλαμψε. Παρετήρησεν εν
+εκστάσει. Κατόπιν είπε:
+
+«Σας ευλογώ, τέκνα μου, διά τας βασάνους, διά τον θάνατον και διά την
+αιωνιότητα!»
+
+Πάντες τον περιεστοίχισαν ικετεύοντες:
+
+ — Είμεθα έτοιμοι, διδάσκαλε· αλλά συ, σώσον την ιεράν κεφαλήν σου,
+όπως και άλλους διδάξης εν Χριστώ. Συ είσαι ο ιερεύς του Κυρίου.
+
+Ο Απόστολος απεμακρύνθη εκείθεν υπό του Νηρέως, δούλου του Πουδέντου,
+όστις τον ωδήγησε διά μέσου της αμπέλου, από μίαν μυστικήν ατραπόν,
+εις την κατοικίαν του. Εις την νυκτερινήν λάμψιν, ο Βινίκιος τους
+ηκολούθει, και, όταν έφθασαν εις την καλύβην του Νηρέως, προσέπεσεν
+εις τους πόδας του Αποστόλου.
+
+Αναγνωρίσας τον Βινίκιον ο Πέτρος τον ηρώτησε:
+
+ — Τι ζητείς, υιέ μου;
+
+Αλλ' ο Βινίκιος, μεθ' όσα είχεν ακούσει εις την συνάθροισιν, δεν
+ετόλμα πλέον τίποτε να ζητήση. Κατεφίλει τους πόδας του Αποστόλου,
+εστήριξεν επ' αυτών το μέτωπον κλαίων και εζήτει οίκτον διά της
+σιωπής του.
+
+ — Ειξεύρω. Απήγαγον την παρθένον, την οποίαν αγαπάς. Δεήθητι δι'
+αυτήν, είπεν ο Απόστολος.
+
+ — Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του
+Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο
+αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν.
+
+Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου.
+
+Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού
+εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την
+απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.
+
+Εις την σιγήν, όρτυγες ετρύλλιζον διά μέσου της αμπέλου και ηκούετο ο
+υπόκωφος κρότος των μύλων της οδού Σαλαρίας.
+
+ — Βινίκιε, είπεν ο Πέτρος, έχεις πίστιν;
+
+ — Διδάσκαλε, εάν δεν είχον πίστιν θα ηρχόμην εδώ;
+
+ — Τότε, έχε πίστιν μέχρι τέλους, διότι η πίστις μετατοπίζει όρη. Και
+αν ακόμη έβλεπες την παιδίσκην εκείνην υπό την μάχαιραν του δημίου, ή
+εις το στόμα του λέοντος, έχε πίστιν ακόμη, διότι ο Χριστός δύναται
+να την σώση. Έχε πίστιν και ικέτευε αυτόν, και εγώ θα τον ικετεύσω
+μαζί σου.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ.
+
+
+
+Ο Βινίκιος αφήκε τον Απόστολον και επέστρεψεν εις την Μαμερτίνην
+ειρκτήν.
+
+Εκεί, οι πραιτωριανοί, οι οποίοι αντικαθίστων αλλήλους εις την
+φρούρησιν, τον εγνώριζον όλοι και συνήθως τον άφινον να εισέρχεται
+άνευ δυσκολίας τινός. Αλλά την φοράν αυτήν αι τάξεις των φρουρών δεν
+παρεμέρισαν προ αυτού και είς εκατόνταρχος τον επλησίασε και είπε:
+
+ — Συγγνώμην, ευγενή τριβούνε, σήμερον έχομεν διαταγήν να μη
+επιτρέπωμεν εις κανένα την δίοδον.
+
+ — Διαταγήν; επανέλαβεν ο Βινίκιος ωχριάσας.
+
+Ο στρατιώτης τον παρετήρησε με συμπαθές ύφος και είπε:
+
+ — Ναι, του Καίσαρος, άρχον. Υπάρχουν πολλοί άρρωστοι εις την φυλακήν
+και ίσως φοβούνται μήπως οι επισκέπται μεταδώσωσι την επιδημίαν εις
+την πόλιν.
+
+— Αλλά δεν είπες ότι η διαταγή ήτο διά σήμερον μόνον!
+
+ — Μας αντικαθιστούν την μεσημβρίαν.
+
+Ο Βινίκιος εσιώπησε και απεκαλύφθη, διότι του εφαίνετο ότι ο μικρός
+πίλος, τον οποίον έφερεν επί της κεφαλής, τον επίεζεν ως να ήτο εκ
+μολύβδου.
+
+Αλλ' ο εκατόνταρχος τον επλησίασε και του είπε χαμηλοφώνως:
+
+ — Μη φοβήσαι, άρχον. Οι δεσμοφύλακες και ο Ούρσος είνε πλησίον της.
+
+Τούτο λέγων έκυψε και με το μακρόν γαλατικόν ξίφος του εχάραξε ταχέως
+επί πέτρας το σχήμα ιχθύος.
+
+Ο Βινίκιος τω έρριψε βλέμμα περίεργον.
+
+ — . . . Και είσαι πραιτωριανός;
+
+ — Μέχρι της ημέρας, καθ' ην θα ευρίσκομαι εκεί — και ο στρατιώτης
+εδείκνυε την φυλακήν.
+
+ — Και εγώ λατρεύω τον Χριστόν!
+
+ — Ευλογητόν το όνομά του! Ναι, αυθέντα· ηξεύρω . . . Δεν δύναμαι να
+σε αφήσω να εισέλθης· αλλ' εάν μου δώσης επιστολήν, θα την στείλω εις
+τον προς όν όρον με τους φρουρούς.
+
+ — Σε ευχαριστώ, αδελφέ.
+
+Έσφιγξε την χείρα του εκατοντάρχου και απήλθε μεταβαίνων εις του
+Πετρωνίου, τον οποίον εύρεν οίκαδε. Ούτος πιστός εις την συνήθειαν να
+διανυκτερεύη, μόλις προ ολίγου είχεν επιστρέψει, αλλ' είχε λάβει εν
+τω μεταξύ τον καιρόν να κάμη το λουτρόν του και να τον τρίψουν δι'
+ελαίου πριν κατακλιθή.
+
+ — Έχω νεώτερα, είπε προς τον νέον. Ήμην σήμερον εις του Τουλίου
+Σενεκίωνος, ήτο δε εκεί και ο Καίσαρ. Η Αυγούστα είχε φέρει μαζί της
+τον μικρόν Ρούφιον, όστις νυστάξας απεκοιμήθη, ενώ διήρκει η
+ανάγνωσις ενός ποιήματος του Καίσαρος. Θυμωθείς ο Καίσαρ εσφενδόνισε
+κρατήρα κατά της κεφαλής του και τον επλήγωσεν επικινδύνως. Η Ποππέα
+ελιποθύμησε και όλοι ήκουσαν τον Καίσαρα να λέγη: «Εβαρύνθην πλέον
+αυτό το έκτρωμα, το καταδικασμένον εις θάνατον». Και ούτω μεριμνώσα
+περί της ιδίας της δυστυχίας, θα εγκαταλείψη ίσως την κατά σου και
+της Λιγείας εκδίκησιν. Θα την ίδω απόψε και θα της ομιλήσω.
+
+Ο Βινίκιος ηρώτησε:
+
+ — Έκαμαν λόγον περί της ημέρας των θηριομαχιών;
+
+ — Θα γίνουν εντός δέκα ημερών. Εις τον κατάλογον των θυμάτων δεν
+περιλαμβάνονται οι εν τη φυλακή της Μαμερτίνης εγκάθειρκτοι και
+συνεπώς έχε ελπίδας. Με τον Χαλκοπώγωνα μία λέξις λεγομένη επικαίρως
+δύναται να σώση ή να απολέση οιονδήποτε. Σήμερον θα ειπώ εις την
+Ποππέαν: «Σώσον την Λίγειαν και εγώ θα σώσω τον Ρούφιον.» Και έτσι
+τουλάχιστον θα κερδίσωμεν καιρόν, αν δεν επιτύχωμεν τίποτε άλλο.
+
+ — Ευχαριστώ, είπεν ο Βινίκιος και οι δύο συνομιληταί εχωρίσθησαν. Ο
+Βινίκιος μετέβη εις την βιβλιοθήκην και έγραψε προς την Λίγειαν.
+
+Έφερε μόνος του την επιστολήν προς τον χριστιανόν εκατόνταρχον. Ούτος
+εισήλθεν εις την φυλακήν και μετ' ολίγον ενεφανίζετο προ του
+Βινικίου.
+
+ — Η Λίγεια, τω είπε, σε χαιρετά. Την απάντησιν θα σου την φέρω εντός
+της ημέρας.
+
+Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί
+τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ
+υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού
+Λόφου.
+
+Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο
+Τριβούνος. Την στιγμήν εκείνην εφάνη διερχόμενον εκείθεν λαμπρόν
+φορείον, το οποίον εβάσταζον τέσσαρες γιγαντόσωμοι άραβες. Δύο
+δρομείς προηγούμενοι του φορείου παρεμέριζον το πλήθος με τας ράβδους
+των κραυγάζοντες και ανοίγοντες χώρον εις αυτό.
+
+Εντός του φορείου ευρίσκετο είς λευκοενδεδυμένος άνθρωπος, του οποίου
+την μορφήν δεν ηδύνατό τις να διακρίνη, διότι είχε τους οφθαλμούς
+προσηλωμένους επί ενός παπυρίνου κυλίνδρου και εφαίνετο ότι
+ανεγίνωσκε κάτι μετά προσοχής.
+
+ — Τόπον εις τον ευγενή Αυγουστιανόν! έκραζον οι δρομείς.
+
+Αλλ' η οδός ήτο τόσον κοσμοβριθής, ώστε εις μίαν στιγμήν το φορείον
+ηναγκάσθη να σταματήση. Τότε ο Αυγουστιανός αφήκε να πέση μετ'
+ανυπομονησίας ο κύλινδρός του και έκυψε την κεφαλήν.
+
+ — Διώξατε αυτούς τους αθλίους! Και προχωρείτε ταχύτερον.
+
+Αίφνης διέκρινε τον Βινίκιον και ύψωσε ταχέως τον κύλινδρον μέχρι των
+οφθαλμών του.
+
+Ο Βινίκιος έφερε την χείρα εις το μέτωπον νομίζων ότι ονειρεύεται. Εν
+τω φορείω εκαμάρωνεν ο γνωστός Χίλων Χιλωνίδης.
+
+Οι δρομείς είχον καθαρίσει τον δρόμον, και οι Αιγύπτιοι έμελλον να
+εξακολουθήσουν την πορείαν των, οπότε ο νεαρός τριβούνος, όστις εν
+ριπή οφθαλμού είχε κατανοήσει τόσα πράγματα, μέχρι της χθες ακόμη
+ακατάληπτα δι' αυτόν, επλησίασε το φορείον και είπε «χαίρειν σοι, ω
+Χίλων».
+
+ — Νεανία, υπέλαβεν ο Έλλην με αξιοπρέπειαν και υπερηφάνειαν,
+προσπαθών να δώση εις το πρόσωπόν του έκφρασιν γαλήνης, η οποία δεν
+υπήρχεν εις την ψυχήν του, νεανία, σε χαιρετώ, αλλά μη με κρατής,
+επειδή σπεύδω να φθάσω το ταχύτερον εις του φίλου μου του ευγενούς
+Τιγγελίνου, όστις με περιμένει.
+
+Ο Βινίκιος εστηρίχθη εις το άκρον του φορείου, έσκυψε προς τον Χίλωνα
+και προσβλέψας αυτόν εις τους οφθαλμούς, είπε με τρέμουσαν την φωνήν:
+
+ — Συ επίλυσες την Λίγειαν.
+
+ — Κολοσσέ του Μέμνονος! διεμαρτυρήθη ο άλλος έντρομος . . . .
+
+Αλλ' εις τους οφθαλμούς του Βινικίου δεν υπήρχε τι το απειλητικόν,
+και ο φόβος του γηραιού Έλληνος διελύθη αμέσως. Εσκέφθη ότι ήτο υπό
+την προστασίαν του Τιγγελίνου και αυτού του Καίσαρος, δηλαδή των δύο
+δυνάμεων, προ των οποίων τα πάντα έτρεμον, ότι περιεστοιχίζετο από
+αθλητικούς δούλους και ότι ο Βινίκιος ευρίσκετο εκεί άοπλος, με
+πρόσωπον ισχνόν και με σώμα κυρτόν εκ της αγωνίας.
+
+Με την σκέψιν ταύτην ανέκτησε την αυθάδειάν του. Προσήλωσεν επί του
+Βινικίου τους αιματοβαφείς οφθαλμούς του και εις απάντησιν
+εψιθύρισεν:
+
+ — Αλλά συ, ενώ απέθνησκον της πείνης, με εμαστίγωσες.
+
+Επί μίαν στιγμήν και οι δύο εσιώπησαν, έπειτα με πνιγομένην φωνήν ο
+Βινίκιος απήντησε:
+
+ — Υπήρξα άδικος, Χίλων . . .
+
+Ο Έλλην ύψωσε την κεφαλήν και τρίζων τους οδόντας κακεντρεχώς
+απήντησε μεγαλοφώνως, ίνα ακούση όλος ο κόσμος:
+
+ — Φίλε, εάν έχης τι να μου ζητήσης, ελθέ εις την έπαυλίν μου, εις
+Εσκλίνον, την πρωίαν, διότι μετά το λουτρόν μου δέχομαι τους πελάτας
+μου.
+
+Έκαμε νεύμα και οι Αιγύπτιοι εσήκωσαν το φορείον, ενώ οι δρομείς
+έκραζον, συστρέφοντες τας ράβδους των:
+
+ — Τόπον εις το φορείον του ευγενούς Χίλωνος Χιλωνίδου! Τόπον! Τόπον!
+
+Η Λίγεια, διά μακροσκελούς επιστολής, γραφείσης εν σπουδή, έλεγε διά
+παντός το «χαίρε» εις τον Βινίκιον. Ήξευρεν ότι ουδείς πλέον είχε
+δικαίωμα να έλθη εις την φυλακήν, και ότι δεν θα έβλεπε τον Βινίκιον,
+ειμή εις τους αγώνας, και τον παρεκάλει να παρευρεθή διά να τον ίδη
+ακόμη μίαν φοράν.
+
+«Είτε ο Χριστός με ελευθερώση, έγραφεν, είτε ο θάνατός μου, είναι το
+ίδιον διά σε· αυτό μου υπεσχέθη διά του στόματος του Αποστόλου, άρα
+είμαι ιδική του». Και τον εξώρκισε να μη λυπήται.
+
+Όλη η επιστολή απέπνεε χαράν και ελπίδα. Δεν περιείχεν ειμή μίαν
+μόνην επιθυμίαν, ίνα ο Βινίκιος αποκομίση το σώμα της από του
+αμφιθεάτρου και την θάψη ως γυναίκα του εις τον τάφον, όπου αυτός
+έμελλε μίαν ημέραν να αναπαυθή.
+
+Την επομένην, όταν ο Βινίκιος ήλθεν εις την φυλακήν, ο εκατόνταρχος
+του είπεν:
+
+ — Ο Χριστός σου επεδαψίλευσε σήμερον την χαράν του. Την νύκτα ταύτην
+ήλθον οι απελεύθεροι του Καίσαρος να εκλέξωσι μερικάς χριστιανάς
+παρθένους· εζήτησαν και την μνηστήν σου, αλλ' ο Κύριος της έστειλε
+πυρετόν, εκ του οποίου αποθνήσκουν οι δεσμώται της ειρκτής, και δεν
+την έλαβον. Η ασθένειά της την έσωσεν από την ατιμίαν. Είχον συλλάβει
+και τον Λίνον, αλλά βλέποντες ότι εψυχορράγει τον αφήκαν. Ίσως και
+εκείνην να σου την αποδώσουν τώρα. Και ο Χριστός θα της χαρίση την
+υγείαν της.
+
+Ο Βινίκιος έμεινε μέχρι της εσπέρας υπό τα τείχη της ειρκτής,
+επανήλθεν έπειτα εις τον οίκον του και είπεν εις τους ανθρώπους του
+να υπάγωσι να ζητήσωσι τον Λίνον και να τον φέρωσιν εις μίαν των
+επαύλεων του εις τα περίχωρα.
+
+Ο Πετρώνιος εξ άλλου δεν έχανε τον καιρόν του αδίκως. Έσπευσε να ίδη
+την Αυγούσταν. Την εύρε παρά το προσκεφάλαιον του μικρού Ρουφίου. Το
+παιδίον είχε πυρετόν και παρελήρει, με το κρανίον σπασμένον.
+
+Η Ποππέα, αφωσιωμένη εις τον πόνον της, ουδέ να ακούση ήθελε περί της
+Λιγείας. Αλλ' ο Πετρώνιος την εφόβισεν ειπών:
+
+ — Συ, Αυγούστα, λατρεύεις, ως φαίνεται, τον Ιεχωβά· αλλ' οι
+χριστιανοί διατείνονται ότι ο Χριστός είναι υιός Εκείνου. Εννοείς να
+μη σε καταδιώξη με την οργήν του ο Πατήρ; Μη τυχόν η αγανάκτησίς του
+σε τιμωρεί και η ζωή του Ρουφίου μη εξαρτάται από τας μελλούσας
+πράξεις σου;
+
+ — Τι θέλεις να κάμω;
+
+ — Να εξιλεώσης τας εξωργισμένας θεότητας.
+
+ — Πώς;
+
+ — Η Λίγεια είναι ασθενής. Μεσολάβησον λοιπόν πλησίον του Καίσαρος
+και του Τιγγελίνου διά να την αποδώσουν εις τον Βινίκιον.
+
+ — Πιστεύεις λοιπόν ότι δύναμαι να κατορθώσω τούτο; ηρώτησεν εν
+απελπισία.
+
+ — Οι χριστιανοί βεβαιούν ότι ο Χριστός είναι εκδικητής, αλλά
+δίκαιος.
+
+ — Θα υπάγω, είπεν η Ποππέα, με συντετριμμένην φωνήν.
+
+Η Ποππέα, ήτις διά να σώση τον Ρούφιον, ήτο προθυμοτάτη να προσφέρη
+εκατόμβας εις όλους τους θεούς, μετέβη την εσπέραν προς τας Εστιάδας,
+αφού ενεπιστεύθη την φύλαξιν του παιδίου εις την πιστήν Συλβίαν.
+
+Αλλ' εις το Παλατίνον η τύχη του παιδίου είχεν αποφασισθή ήδη.
+
+Μόλις το φορείον της αυτοκράτειρας είχεν υπερβή την μεγάλην θύραν,
+δύο απελεύθεροι του Καίσαρος εισήλθον εις τον θάλαμον, όπου έκειτο ο
+μικρός Ρούφιος και εφόνευσαν την γραίαν Συλβίαν και τον μικρόν, του
+οποίου το σώμα το έρριψαν εις τον ποταμόν.
+
+Όταν η Ποππέα επέστρεψεν εις το Παλατίνον και είδε το λίκνον κενόν,
+και το πτώμα της Συλβίας, ελιποθύμησε.
+
+Συνελθούσα εις εαυτήν, ήρχισε να κραυγάζη και να οιμώζη.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ'.
+
+
+
+Καθ' ην ημέραν έμελλον να αρχίσωσιν οι αγώνες των θηριομαχιών, πλήθη
+αέργων περιέμενον από της αυγής το άνοιγμα των πυλών, ακούοντες μετά
+βαθείας χαράς τους βρυχηθμούς των λεόντων, τον βραχνόν ρογχασμόν των
+πανθήρων και το ούρλιασμα των υαινών, των τίγρεων και των κυνών.
+
+Τα θηρία είχον μείνει νηστικά επί δύο ημέρας. Προ των κλωβών των
+επεδεικνύοντο υπό των φυλάκων ολόκληρα τεμάχια αιμοσταγούς κρέατος
+όπως εξάπτεται εν αυτοίς η μανία και η πείνα. Από καιρού εις καιρόν,
+αι κραυγαί των θηρίων εξερρήγνυντο εις μίαν θύελλαν τόσον
+τρομακτικήν, ώστε οι άνθρωποι, οι οποίοι ίσταντο προ του ιπποδρομίου,
+δεν ηκούοντο πλέον όταν ωμίλουν.
+
+Άμα τη ανατολή του ηλίου ηκούοντο εν αυτώ τω περιβόλω του ιπποδρόμου
+βαρύτονοι και ήπιοι ύμνοι: πάντες ήκουον μετά καταπλήξεως
+επαναλαμβάνοντες: «Οι χριστιανοί! Οι χριστιανοί!»
+
+Πράγματι οι χριστιανοί είχον μετακομισθή εις το αμφιθέατρον εις
+μεγάλας ομάδας, κατά την νύκτα, παραληφθέντες εξ όλων των φυλακών. Αι
+φωναί των ανδρών, γυναικών και παιδίων, έψαλλον τον εωθινόν ύμνον, οι
+ειδήμονες ισχυρίζοντο ότι τα θηρία θα εκουράζοντο, θα εχόρταινον και
+δεν θα ηδύναντο να κατακερματίσωσιν όλον εκείνο το πλήθος. Την
+πρωίαν, αποσπάσματα θηριομάχων οδηγουμένων υπό των κυρίων των και οι
+γυμνασταί ήρχισαν να συρρέουν εις το αμφιθέατρον.
+
+Μη θέλοντες να κουρασθώσι προ της ώρας εβάδιζον άοπλοι, συνήθως
+μάλιστα ολόγυμνοι, στεφανωμένοι με άνθη και κρατούντες χλοερούς
+κλάδους, νέοι, ωραίοι ως το φως της πρωίας, πλήρεις ζωής. Τα σώματά
+των, στίλβοντα εξ ελαίου, φοβερά και όμοια με γρανιτώδη πέτραν
+κατεγοήτευον τον λαόν, πρόθυμον θαυμαστήν της σωματικής καλλονής.
+
+Τα ονόματά των είνε γνωστά εις το πλήθος. Χαίρε, Φούρνιε! εκραύγαζον,
+χαίρε Λέων! χαίρε Μάξιμε! χαίρε Διομήδη! Έπειτα εξηφανίζοντο όπισθεν
+των πυλών, οπόθεν πλέον δεν έμελλον να εξέλθωσι.
+
+Κατά πάσαν στιγμήν, νέα θεάματα προσείλκυον την προσοχήν του πλήθους.
+Όπισθεν των θηριομάχων προέβαινον οι μαστιγοφόροι, των οποίων έργον
+ήτο να μαστιγώνωσι και να παροξύνωσι τους αντιπάλους.
+
+Κατόπιν διήλθον ημίονοι σύροντες προς το σκυλευτήριον (3) σειράς
+αμαξίων, επί των οποίων ήσαν συσωρευμένα φέρετρα. Ο λαός έχαιρεν επί
+τη θέα όλων εκείνων των προετοιμασιών, συμπεραίνων εκ του αριθμού των
+φερέτρων περί του μεγέθους του θεάματος, Έπειτα ήρχοντο ενδεδυμένοι
+ως ηθοποιοί, παριστάνοντες τον Χάρωνα ή τον Ερμήν, οι άνδρες, οι
+οποίοι απετελείωναν τους τραυματίας, και τέλος οι πραιτωριανοί, τους
+οποίους έκαστος αυτοκράτωρ είχε πάντοτε εις την διάθεσίν του εν τω
+αμφιθεάτρω.
+
+Ήνοιξαν τας εισόδους και ο λαός εισέρρευσεν. Αλλά το πλήθος ήτο τόσον
+μέγα, ώστε συνέρρεεν ανεξάντλητον επί ώρας ολοκλήρους. Οι βρυχηθμοί
+των θηρίων, τα οποία ωσφραίνοντο την απόπνοιαν των ανθρωπίνων
+σωμάτων, ηύξανον ακόμη εις την είσοδον των πυλών, Ο λαός λαμβάνων
+θέσιν εις το εσωτερικόν του ιπποδρόμου, εμυκάτο όπως τα κύματα κατά
+την τρικυμίαν.
+
+Τέλος έφθασεν ο πραίφεκτος της Ρώμης μετά των φρουρών του· έπειτα τα
+φορεία των συγκλητικών, των υπάτων, των πραιτόρων, των αγορανόμων,
+των ανακτορικών υπαλλήλων, των αρχηγών της πραιτωριανής φρουράς, των
+πατρικίων και των κομψοπρεπών γυναίων.
+
+Διά να αρχίσουν τα θεάματα δεν ανεμένετο πλέον παρά μόνον ο Καίσαρ,
+Και ο Νέρων, μη θέλων να καταχρασθή της υπομονής του λαού και
+επιθυμών να κατακτήση την εύνοιάν του διά της προθυμίας του, εφάνη
+μετ' ολίγον συνοδευόμενος υπό της Ποππέας και των Αυγουστιανών,
+μεταξύ των οποίων, εντός του αυτού φορείου, ήσαν ο Πετρώνιος και ο
+Βινίκιος.
+
+Οι φύλακες του αμφιθεάτρου και όλον το υπηρετικόν προσωπικόν ήσαν
+μισθοφόροι του Βινικίου και είχε συμφωνηθή ότι οι θηριομάχοι θα
+έκρυπτον την Λίγειαν εις σκοτεινήν γωνίαν των υπονόμων μέχρι της
+νυκτός, και έπειτα θα την παρέδιδον εις ένα άνθρωπον του τριβούνου,
+όστις θα ανεχώρει αμέσως μετ' αυτής εις το Αλβανόν όρος. Ο Πετρώνιος,
+εις τον οποίον είχον εμπιστευθή το μυστικόν, εσυμβούλευσε τον
+Βινίκιον να μεταβή φανερά εις το αμφιθέατρον μετ' αυτού, κατόπιν δε
+να φύγη εν μέσω της οχλοβοής: θα κατήρχετο εσπευσμένως εις τα
+υπόγεια, όπου, διά να αποφύγη ενδεχόμενον λάθος, θα εδείκνυεν αυτός
+την Λίγειαν εις τους φύλακας.
+
+Οι φύλακες τον εισήγαγον διά μικράς θύρας της υπηρεσίας και είς εξ
+αυτών, ονόματι Σύρος, τον ωδήγησεν αμέσως πλησίον των χριστιανών.
+
+Καθ' οδόν ο φύλαξ έλεγεν:
+
+ — Αυθέντα, εζητήσαμεν μίαν κόρην καλουμένην Λίγειαν, αλλά κανείς δεν
+μας απεκρίθη. Εν τούτοις δυνατόν να δυσπιστώσιν εις ημάς.
+
+Ο Σύρος ήνοιξε θύραν τινά και εισήλθον εις μεγάλην αίθουσαν
+σκοτεινονάτην, διότι το φως εισήρχετο διά κιγκλιδωτών παραθύρων, τα
+οποία έκειντο προς το μέρος της κονίστρας. Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ουδέ
+ηδυνήθη να διακρίνη· ήκουσε μόνον τον συγκεχυμένον ψίθυρον των φωνών
+εν αύτη τη αιθούση και τας κραυγάς του λαού τας εξερχομένας από το
+αμφιθέατρον. Μετά τινα στιγμήν, οι οφθαλμοί του, εξοικειωθέντες εις
+το σκότος, είδον συμπλέγματα αλλοκότων όντων ομοίων με λύκους και
+άρκτους . . . Ήσαν οι χριστιανοί, τους οποίους είχον ράψει εις δέρματα
+θηρίων. Άλλοι ήσαν όρθιοι, άλλοι προσηύχοντο γονυπετείς.
+
+Ο Βινίκιος εβάδιζε παρά το πλευρόν του Σύρου, παρετήρει τα πρόσωπα,
+ανηρεύνα, ηρώτα· ενίοτε προσέκρουεν επί των σωμάτων εκείνων, οίτινες
+είχον λιποθυμήσει εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιραν. Σκεπτόμενος ότι
+πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να
+κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν
+απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο.
+
+Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την
+τήβεννον και του είπεν;
+
+ — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν. Με εξήγαγον τελευταίον και την
+είδα ασθενή εις την στρωμνήν της.
+
+ — Ποίος είσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος.
+
+ — Ο λατόμος, εις την καλύβην του οποίου ο απόστολος Πέτρος σε
+εβάπτισεν, αυθέντα. Με εφυλάκισαν προ τριών ημερών και θα αποθάνω
+σήμερον.
+
+Ο Βινίκιος εξήλθεν εκ του υπογείου και επέστρεψεν εις το αμφιθέατρον
+καθήσας παραπλεύρως του Πετρωνίου, μεταξύ των Αυγουστιανών.
+
+ — Είναι εκεί; ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Όχι Έμεινεν εις την φυλακήν.
+
+ — Άκουσον τι μου ήλθεν εις τον νουν: αλλ' ακούων παρατήρει,
+παραδείγματος χάριν, προς το μέρος της Νιγιδίας διά να νομίση ο
+κόσμος ότι ομιλούμεν διά την κόμωσίν της . . . Ο Τιγγελίνος και ο
+Χίλων μας παρατηρούν . . . Ειπέ να θέσουν την Λίγειαν εις φέρετρον,
+την νύκτα, και να την μεταφέρουν από την φυλακήν ως νεκράν.
+Συμπεραίνεις τα λοιπά.
+
+ — Ναι απήντησεν ο Βινίκιος.
+
+Ο λαός εποδοκρότει και εθορύβει διά να επισπευθή το θέαμα. Τότε ο
+διοικητής της πόλεως έδωκε διά του μανδηλίου του έν σημείον, εις το
+οποίον απήντησεν ο λαός δι' ενός «Ααά»!
+
+Το θέαμα ήρχιζε συνήθως διά καταδιώξεως αγρίων ζώων, εις ην διέπρεπον
+διάφοροι βάρβαροι εκ των βορείων και μεσημβρινών χωρών. Αλλά την
+φοράν αυτήν ήρχισαν διά τυφλομάχων, οίτινες ήσαν παλαισταί, φέροντες
+περικεφαλαίας κλειστάς, μέλλοντες να πολεμήσωσιν εις τα τυφλά.
+
+Μία δωδεκάς εκ των τυφλομάχων τούτων εφάνησαν συγχρόνως εις την
+κονίστραν, ήρχισαν να κτυπώσι με τα ξίφη των το κενόν, ενώ οι
+μαστιγοφόροι τους ώθουν κατ' αλλήλων δι' υπερμεγεθών δικράνων.
+
+Το κομψευόμενον κοινόν εθεάτο αταράχως το θέαμα εκείνο το πράγματι
+αξιοκαταφρόνητον. Άνθρωποι τινες είχον συμπλακή και η πάλη ήρχισε να
+γίνεται αιματηρά. Οι λυσσωδέστεροι εκ των παλαιστών απέρριπτον τας
+ασπίδας των και σφίγγοντες τους αντιπάλους των διά της αριστερής
+χειρός, εμάχοντο μέχρι θανάτου με την δεξιάν. Όσοι έπιπτον, ύψωναν
+τους δακτύλους διά να ζητήσουν τον οίκτον, αλλ' εις την αρχήν του
+θεάματος ο λαός απήτει συνήθως τον θάνατον των τραυματιών, κυρίως
+όταν επρόκετο περί των τυφλομάχων, οίτινες, έχοντες το πρόσωπον
+εντελώς σκεπασμένον, παρέμενον διά τους θεατάς άγνωστοι.
+
+Τώρα εγένετο μάχη σοβαρωτέρα, ήτις διήγειρε το ενδιαφέρον των ευγενών
+και όχι μόνον του όχλου — μάχη κατά την οποίαν οι νεαροί πατρίκιοι
+συχνά έθετον μεγάλα στοιχήματα και έχανον και το τελευταίον
+σεστέρτιον.
+
+Ολίγον κατ' ολίγον ο αριθμός των μαχομένων ηλαττούτο· τέλος έμειναν
+δύο· τους ώθησαν τον ένα προς τον άλλον· έπεσαν επί της άμμου και
+αμοιβαίως εμαχαιρώθησαν. Τότε οι θεράποντες εσήκωσαν τα πτώματα,
+έπλυναν την παλαίστραν και διέσπειραν επί της άμμου φύλλα αρωματικών
+φυτών.
+
+Όταν ήρχισεν ο διαπεραστικός ήχος των σαλπίγγων, βαθεία σιγή αγωνίας
+διεχύθη εις το αμφιθέατρον. Χιλιάδες οφθαλμών προσηλώθησαν εις την
+μεγάλην πόλην· άνθρωπός τις επλησίασεν ενδεδυμένος ως Χάρων και εν
+μέσω της γενικής σιγής έκρουσε την θύραν τρις διά σφύρας, ως διά να
+συγκαλέση εις τον θάνατον τους ανθρώπους τους κρυπτομένους όπισθεν.
+Έπειτα τα δύο θυρόφυλλα ηνοίχθησαν βραδέως, αποκαλύψαντα έν σκοτεινόν
+στόμιον οπόθεν μετ' ολίγον οι μαχηταί κατά σμήνη συνέρρευσαν εις την
+φωτεινήν κονίστραν, ήσαν δε ούτοι πάνοπλοι.
+
+Επευφημίαι εξερράγησαν από τινων εδωλίων.
+
+Οι παλαισταί περιήλθον κύκλω την κονίστραν με βήμα κανονικόν και
+ελαστικόν και εστάθησαν ενώπιον του αυτοκράτορος. Έπειτα έτειναν την
+δεξιάν χείρα και υψώσαντες την κεφαλήν και τα βλέμματα προς τον
+Καίσαρα, έψαλαν με φωνήν ηχηράν:
+
+«Χαίρε, Καίσαρ αυτοκράτωρ·
+
+Οι μελλοθάνατοι σε προσαγορεύουν!»
+
+Έπειτα διεσκορπίσθησαν εν ριπή οφθαλμού και ετοποθετήθησαν χωριστά
+επί του περιβόλου της κονίστρας.
+
+Έμελλον να επιτεθώσι κατ' αποσπάσματα ολόκληρα. Εις τας μάχας
+εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους
+οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε
+τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς. Εις την παλαίστραν, οι
+μονομάχοι εις δύο ομάδας επάλαιον με λύσσαν θηρίων: οι θώρακες
+προσέκρουον επί των θωράκων, τα σώματα συνεπλέκοντο εις θανάσιμα
+σφιγξίματα, τα φοβερά μέλη έτριζον εις τας αρθρώσεις των, αι μάχαιραι
+εβυθίζοντο εις τα στήθη και τας κοιλίας, τα κάτωχρα χείλη εξετόξευον
+χειμάρρους αίματος. Αρχάριοί τινες κατελήφθησαν περί το τέλος από
+φόβον τόσον ζωηρόν, ώστε αποσπασθέντες του κυκεώνος εκείνου ετράπησαν
+εις φυγήν, αλλ' οι μαστιγοφόροι με τα μαστίγιά των τα καταλήγοντα εις
+μόλυβδον τους κατεδίωκον άκοντας εις το αγριώτερον σημείον της πάλης.
+Η άμμος εποικίλλετο ανά πάσαν στιγμήν, σώματα γυμνά και με θώρακας
+ορειχαλκίνους ήρχοντο να αυξήσουν τους σωρούς, εξηπλωμένους ως δέσμας
+χόρτου.
+
+Αφού και ούτοι αλληλοεσπαράχθησαν, μετεφέρθησαν έξω της κονίστρας υπό
+τας επευφημίας του πλήθους.
+
+Τέλος, οι ηττηθέντες έκειντο σχεδόν πάντες νεκροί· μόνον μερικοί
+τραυματίαι εγονυπέτησαν κλονιζόμενοι εν μέσω της κονίστρας και
+έτειναν προς τους θεατάς χείρας ζητούσας χάριν. Εις τους νικητάς
+διένειμον βραβεία, στρέμματα, κλάδους ελαίας. Έπειτα επικολούθησε
+στιγμή ανακωχής, ήτις τη διαταγή του παντοδυνάμου Καίσαρος μετεβλήθη
+εις συμπόσιον. Ήναψαν τα πύραυνα των αρωμάτων. Οι ψεκαστήρες έρριπτον
+επί του πλήθους λεπτήν βροχήν σαφρά και ίων.
+
+Προσέφεραν αναψυκτικά, οπτά κρέατα, γλυκέα πλακούντια, ελαίας και
+οπώρας. Ο όχλος κατεβίβρωσκεν, εφλυάρει και ανευφήμει τον Καίσαρα,
+διά να τον ελκύση εις μεγαλυτέραν ακόμη γενναιοδωρίαν.
+
+Το πρώτον μέρος του θεάματος είχε λήξει. Οι θεαταί εγκατέλειπον τας
+θέσεις και μετέβαινον εις τας διόδους, όπως απαλλαχθώσι της νάρκης
+των ποδών και συνομιλήσωσι.
+
+Οι Αυγουστιανοί ετέρποντο εις το θέαμα του Χίλωνος και έσκωπτον τας
+ανωφελείς προσπαθείας του θέλοντος να αποδείξη ότι ήτο ικανός να
+βλέπη το αίμα, αν και δεν υπέφερε τοιαύτα θεάματα η ελληνική καρδία
+του. Οι Αυγουστιανοί όμως εξηκολούθουν να τον πειράζουν. Τούτο
+ηυχαρίστει τον Καίσαρα, όστις τους παρώτρυνε προς τούτο.
+
+Ο γέρων τους παρετήρει με τους ερυθρούς οφθαλμούς του, αλλ' εσιώπα,
+μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη κατ' αυτών.
+
+Ο ήχος των σαλπίγγων ανήγγειλε το τέλος του διαλείμματος. Εις την
+κονίστραν εφάνησαν θεράποντες, οίτινες εκαθάριζαν και επιπέδωναν εδώ
+και εκεί τους μικρούς σωρούς της άμμου, τους συγκεκολλημένους ακόμη
+με το αίμα.
+
+Τώρα ήτο η σειρά των χριστιανών.
+
+Το θέαμα ήτο καινοφανές διά το πλήθος. Ήλπιζον εκτάκτους σκηνάς. Εις
+το μίσος του λαού και αι φρικωδέστεραι τιμωρίαι εφαίνοντο ανεπαρκείς.
+
+Ο πραίφεκτος έκαμε νεύμα και ο ίδιος γέρων, ο ενδεδυμένος ως Χάρων,
+ενεφανίσθη επί της κονίστρας, διέτρεξεν αυτήν βραδέως και, εν μέσω
+βαθείας σιγής, έκρουσε την θύραν τρις με την σφύραν του.
+
+Εις το αμφιθέατρον μία βοή ηγέρθη:
+
+ — Οι χριστιανοί! . . . οι χριστιανοί! . . . .
+
+Αι σιδηραί κιγκλίδες έτριξαν, ανά τους διαδρόμους τους σκοτεινούς
+ήχησεν η συνήθης κραυγή των μαστιγοφόρων: «Εις την άμμον!» και εν
+ριπή οφθαλμού η κονίστρα εγέμισεν από χριστιανούς, οι οποίοι έτρεχον
+με πυρετώδη ταχύτητα και φθάσαντες εις το κέντρον εγονάτισαν πλησίον
+αλλήλων ανατείνοντες τας χείρας εις τον ουρανόν.
+
+Ο όχλος νομίσας ότι επεκαλούντο το έλεος του Καίσαρος, κατελήφθη υπό
+μανίας εις το θέαμα τόσης ανανδρίας· ήρχισαν να ποδοκροτώσι, να
+συρίζωσι, να ρίπτουν εις την κονίστραν κενά δοχεία, οστά περιφαγωμένα
+και να ανακράζωσι: «Τα θηρία! Απολύσατε τα θηρία!. .»
+
+Αλλ' αίφνης ανήκουστον πράγμα, συνέβη. Εκ του κέντρου του πλήθους των
+θυμάτων ανήλθον φωναί, αίτινες έψαλλον, και αντήχησεν ο ύμνος, τον
+οποίον διά πρώτην φοράν ήκουον εις τον ρωμαϊκόν ιππόδρομον.
+
+_«Κρίστους Ρέγνατ! . . .»_ (=ο Χριστός βασιλεύει).
+
+Ο λαός έμεινε κατάπληκτος. Οι κατάδικοι έψαλλον με τους οφθαλμούς
+εστραμμένους προς το καταπέτασμα. Τα πρόσωπά των ήσαν ωχρά, αλλ'
+εφαίνοντο εμπνευσμένα.
+
+Όλοι ενόησαν ότι οι άνθρωποι εκείνοι δεν εζήτησαν ποσώς χάριν και ότι
+δεν έβλεπον ούτε το θέατρον, ούτε τον λαόν, ούτε την Σύγκλητον, ούτε
+τον Καίσαρα, αλλά προσηύχοντο. Ο ύμνος των: _«Ο Χριστός βασιλεύει
+εις τους αιώνας!»_ αντήχει επί μάλλον εύηχος.
+
+Αλλ' ηνοίχθη άλλη κιγκλίς· και εις την κονίστραν εχύθησαν εν αγρία
+ορμή αγέλαι ολόκληροι κυνών αγρίων, γιγάντιοι κοκκινότριχες μολοσσοί
+της Πελοποννήσου, ραβδωτοί κύνες των Πυρρηναίων και αρπακτικοί της
+Ιβερνίας, όμοιοι προς λύκους, όλοι πειναλέοι με πλευρά κοίλα και
+αιμοδιψείς οφθαλμούς. Οι ωρυγμοί και αι υλακαί ενέπλησαν όλον το
+αμφιθέατρον οι χριστιανοί, αφού ετελείωσαν τον ύμνον των, έμειναν
+γονυπετείς, ακίνητοι και ως απολιθωμένοι, στενάζοντες μια φωνή:
+
+«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!» (υπέρ Χριστού!).
+
+Οσφρανθέντες ανθρώπους υπό τας δοράς θηρίων και εκπεπληγμένοι εκ της
+ακινησίας των, οι κύνες δεν ετόλμησαν να ριφθώσιν αμέσως κατ' αυτών.
+Οι μεν εζήτουν να αναρριχηθώσιν εις τους φραγμούς των θεωρείων, άλλοι
+έτρεχον πέριξ της κονίστρας υλακτούντες ως εάν κατεδίωκον αόρατον
+θήραμα. Ο λαός δυσηρεστήθη. Χιλιάδες φωνών προεκάλουν θόρυβον, θεαταί
+τινες εμιμούντο τους βρυχηθμούς των θηρίων, άλλοι εγαύγιζον ως κύνες,
+άλλοι τέλος εξηρέθιζον τα κτήνη εις όλας τας γλώσσας. Το αμφιθέατρον
+εδονείτο εκ των κραυγών. Οι κύνες ερεθισθέντες ώρμων προς τους
+ανθρώπους τους γονυπετείς, και έπειτα ωπισθοχώρουν πάλιν κροτούντες
+τας σιαγόνας των. Τέλος είς μολοσσός εβύθισε τους οδόντας εις τον
+ώμον γυναικός τινος γονυπετούς και την συνέτριψε διά του όγκου του.
+
+Τότε δεκάδες κυνών εφώρμησαν κατά του σωρού. Το πλήθος έπαυσε να
+ωρύεται διά να παρατηρή μετά περισσοτέρας προσοχής· μεταξύ των ωρυγών
+και των ψυχορραγημάτων ηγείροντο ακόμη θρηνώδεις φωναί ανδρών και
+γυναικών: _«Προ Κρίστο! Προ Κρίστο!»_
+
+Το αίμα έρρεεν ως χείμαρρος από τα διαμελιζόμενα σώματα. Οι κύνες
+εξέσχιζον μεταξύ των αιμοσταγή μέλη. Η οσμή του αίματος και των
+τεμαχισμένων εντοσθίων είχε καλύψει τα αρώματα της Αραβίας και
+επλήρου όλον τον ιππόδρομον.
+
+Τέλος, δεν εφαίνοντο πλέον ειμή εδώ και εκεί άνθρωποι γονυπετείς.
+
+Μετ' ολίγον και αυτοί κατεσπαράχθησαν εν κρότω αδηφάγων σιαγόνων και
+εν μέσω ολολυγμών.
+
+Την στιγμήν, καθ' ην οι χριστιανοί εισήρχοντο εις την κονίστριαν, ο
+Βινίκιος είχεν εγερθή διά να διευθυνθή, καθώς είχεν υποσχεθή εις τον
+σταδιοφύλακα, προς το μέρος όπου μεταξύ των δούλων του Πετρωνίου
+εκρύπτετο ο Απόστολος.
+
+Την πρώτην στιγμήν, η σκέψις ότι ίσως ο σταδιοφύλαξ να ηπατήθη, ότι η
+Λίγεια πιθανόν να ευρίσκετο μεταξύ των θυμάτων, τον είχε παραλύσει
+εντελώς.
+
+Αλλ' όταν ήκουσε τας φωνάς: «Προ Κρίστο!» όταν είδε την βάσανον
+απειραρίθμων θυμάτων, άτινα θνήσκοντα ωμολόγουν την πίστιν και
+εδόξαζον τον Θεόν, κατενόησεν ότι ήτο αμάρτημα και να ζητή τις χάριν!
+
+Εν τοσούτω παρεκάλει ακόμη, προσηύχετο με τα χείλη στεγνά: »Χριστέ!
+Χριστέ! λυπήσου την και ο Απόστολός σου δέεται δι' εκείνην! » Έπειτα
+έχασε τας αισθήσεις του και ελησμόνησε πού ευρίσκετο. Του εφάνη μόνον
+ότι το αίμα εφούσκωνεν ως πλήμμυρα ανερχομένη, και έμελλε να
+εκχειλίση από τον περίβολον του φονικού θεάτρου και να καταπλημμυρήση
+την Ρώμην ολόκληρον.
+
+Δεν ήκουε πλέον ούτε τας ωρυγάς των κυνών, ούτε τας φωνάς των
+αυγουστιανών, οίτινες αίφνης έκραξαν:
+
+ — Ο Χίλων ελιποθύμησε!
+
+Ούτος τω όντι, λευκός ως σινδών, εκάθητο με υπτίαν την κεφαλήν, με το
+στόμα χάσκον και εφαίνετο ως νεκρός.
+
+Την στιγμήν εκείνην ώθησαν εις το στάδιον νέα πλήθη θυμάτων,
+περιβεβλημένα δοράς θηρίων. Όπως και τα προηγούμενα, εγονυπέτησαν και
+αυτά αμέσως. Αλλ' οι κύνες, εξαντληθέντες, ηρνούντο να τα ξεσχίσουν.
+
+Ολίγα μόνον θηρία ερρίφθησαν κατά των πλησιεστέρων θυμάτων, τα άλλα
+κατεκλίθησαν, ύψωσαν τα ρύγχη, εξ ων εστάλαζε το αίμα και ήρχισαν να
+ασθμαίνωσι βαρέως με σπασμούς των φουσκωμένων πλευρών.
+
+Τότε ο λαός ανήσυχος μέχρι βάθους ψυχής, αλλά και μεθυσμένος εκ της
+αιματοχυσίας και παραφερόμενος υπό φρενοβλαβούς μανίας, έρριψε
+διατόρους κραυγάς:
+
+ — Τους λέοντας! τους λέοντας! Απολύσατε τους λέοντας.
+
+Οι λέοντες ήσαν εφεδρεία διά την επομένην ημέραν. Αλλ' εις τα
+αμφιθέατρα ο λαός επέβαλλε την θέλησίν του εις πάντας και εις αυτόν
+τον Καίσαρα!
+
+Ο Νέρων έκαμε νεύμα να ανοίξωσι το υπόγειον θηριοτροφείον, όπερ ιδών
+ο λαός κατεπραΰνθη αμέσως. Ήκουσαν τον τριγμόν των κιγκλίδων, όπισθεν
+των οποίων ευρίσκοντο οι λέοντες. Εις την θέαν των οι σκύλλοι
+εμαζεύθησαν εις το απέναντι μέρος με υλακάς πνιγμένας. Εκείνοι
+εξώρμησαν ανά είς επί της κονίστρας πυρροχαίται και τεράστιοι, με
+μεγάλας κεφαλάς βαθυτρίχους. Και αυτός ο Καίσαρ έστρεψε προς αυτούς
+τα λυπημένον πρόσωπόν του και επλησίασε τον σμάραγδον εις τον
+οφθαλμόν του να τους ίδη καλλίτερον. Οι Αυγουστιανοί εχαιρέτισαν τους
+λέοντας διά χειροκροτημάτων, το πλήθος τους ηρίθμει με τα δάκτυλα,
+κατασκοπεύον με άπληστον όμμα την εντύπωσιν, την οποίαν επροξένουν
+εις τους χριστιανούς τους γονυπετείς εις το κέντρον, οι οποίοι πάλιν
+επανελάμβανον την κραυγήν των: &υπέρ Χριστού! υπέρ Χριστού!& κενήν
+εννοίας διά πολλούς και ενοχλητικήν διά πάντας.
+
+Οι λέοντες, καίτοι πειναλέοι, δεν έσπευσαν ποσώς προς τα θύματα. Αι
+υπέρυθροι αντανακλάσεις, αίτινες επλημμύριζον την άμμον, ετάρασσον
+την όρασίν των και εκείνοι υπέκλειον τα βλέφαρα θαμβωμένοι. Τινές
+εξέτεινον οκνηρώς τα υποκίτρινα μέλη των, άλλοι ήνοιγον το ρύγχος και
+εχασμώντο, ως να ήθελον να δείξουν τους οδόντας των, αλλ' ολίγον κατ'
+ολίγον η οσμή του αίματος των διαμελισμένων σωμάτων, τα οποία έκειντο
+εις σωρούς επί της κονίστρας, επενήργησαν επ' αυτών. Μετ' ολίγον αι
+κινήσεις των έγιναν ανήσυχοι, αι χαίται των ωρθώθησαν, οι μυκτήρες
+των εκρότησαν θορυβωδώς· είς λέων εφώρμησεν αίφνης κατά του πτώματος
+γυναικός εχούσης το πρόσωπον κατεσπαρμένον και, θέσας επί του σώματος
+τους εμπροσθίους πόδας, ήρχισε με την αρπακτικήν του γλώσσαν να λείχη
+το αίμα το πηκτόν. Είς άλλος επλησίασεν ένα χριστιανόν, όστις εκράτει
+εις τας αγκάλας του παιδίον ραμμένον εντός δέρματος δορκάδος. Το
+παιδίον έντρομον με θρήνους και με κραυγάς προσεκολλάτο σπασμωδικώς
+εις τον πατέρα του, όστις θέλων να διατηρήση την ζωήν του τέκνου του,
+εις μίαν στιγμήν, προσεπάθησε να το αποσπάση από του τραχήλου του διά
+να το δώση είς τους όπισθεν ευρισκομένους. Αλλ' αι κραυγαί και αι
+προσπάθειαι εξώργισαν τον λέοντα· ούτος εξέβαλε βραχνόν και σύντομον
+βρυχηθμόν, συνέτριψε το παιδίον δι' ενός κτυπήματος του ποδός και
+ήρπασε διά του στόματός του το κρανίον του πατρός, το οποίον
+συνέτριψε.
+
+Τότε όλα τα θηρία εξεχύθησαν κατά των χριστιανών. Γυναίκες τινες δεν
+ηδυνήθησαν να κρατήσωσι κραυγάς τρόμου, τας οποίας έπνιξαν αι
+επευφημίαι του λαού, παύσασαι και αυταί μετ' ολίγον χάριν της
+επιθυμίας των θεατών όπως ίδωσι τα πάντα. Και είδον πράγματα
+φρικιαστικά· κεφαλάς καταπινομένας εις στόματα χαίνοντα ως βάραθρα,
+στήθη σπαρασσόμενα δι' ενός μόνου κτύπου οδόντος, καρδίας και
+πνεύμονας αποσπωμένους και ήκουον τα οστά τρίζοντα μετά κρότου υπό
+τας σιαγόνας. Λέοντες αρπάζοντες τα θύματά των από τα πλευρά ή από
+την ράχιν έτρεχον με μανιώδη άλματα διά της κονίστρας ως να εζήτουν
+όπως τα καταβροχθίσουν εις σκοτεινόν μέρος· άλλοι εμάχοντο προς
+αλλήλους ανορθούμενοι και περισφίγγοντες ο είς τον άλλον, ως
+παλαισταί, και επλήρουν το αμφιθέατρον με βροντώδεις κραυγάς. Οι
+θεαταί ηγείροντο από τας θέσεις των, τινές άφινον τα καθίσματά των
+και κατήρχοντο εις τας κατωτέρας σειράς διά να ίδωσι καλλίτερον και
+συνωθούντο και συνεθλίβοντο μέχρι θανάτου.
+
+Από καιρού εις καιρόν ηκούοντο απάνθρωποι φωναί· άλλοτε ανευφημίαι·
+άλλοτε βρυχηθμαί, γρυλλισμοί και κρότοι σιαγόνων και ουρλιάσματα
+κυνών· ενίοτε πάλιν ηκούοντο οιμωγαί και θρήνοι . . . .
+
+Ο Καίσαρ με τον σμάραγδον εις το ύψος του οφθαλμού του παρετήρει μετά
+προσοχής. Το πρόσωπον του Πετρωνίου εξέφραζεν αηδίαν και
+περιφρόνησιν.
+
+Ο Χίλων, λιπόθυμος, είχεν ήδη αποκομισθή εκείθεν, αλλά το υπόγειον
+εξήμει πάντοτε νέα θύματα εις την κονίστραν.
+
+Ιστάμενος όρθιος εις την τελευταίαν σειράν του αμφιθεάτρου, ο
+απόστολος Πέτρος εθεώρει τους αγωνιώντας. Κανείς δεν τον έβλεπε,
+διότι όλαι αι κεφαλαί ήσαν εστραμμέναι προς την παλαίστραν. Ηγέρθη,
+και, όπως πριν είχεν ευλογήσει εντός της αμπέλου του Κορνηλίου, διά
+τον θάνατον και την αιωνιότητα, εκείνους οι οποίοι επρόκειτο να
+φυλακισθώσιν, ούτω και τώρα ο Πέτρος ηυλόγει διά του Σταυρού τα
+λογικά σφάγια τα ψυχορραγούντα υπό τους οδόντας των θηρίων, — ηυλόγει
+το αίμα των και την βάσανόν των, — ηυλόγει τους νεκρούς, τους
+μεταβεβλημένους εις όγκους αμόρφους, και τας ψυχάς τας αφιπταμένας
+μακράν της αιματοβαφούς άμμου και της πόλεως των αιματηρών οργίων και
+με σπαραγμόν ψυχής προσηύχετο:
+
+Κύριε! έλεγε, γεννηθήτω το θέλημά Σου! Διά την δόξαν σου, ως
+μαρτύριον της αληθείας, θανατούνται τα πρόβατα ταύτα της ποίμνης Σου.
+Συ μοι είπας: «Ποίμαινε τα πρόβατά μου!». Και τώρα Σου τα αποδίδω,
+Κύριε και Συ ο Θεός μου, παράλαβέ τα πλησίον σου, ίασαι τας πληγάς
+των, πράυνον τους πόνους των και απόδος εις αυτούς εκατονταπλασίονα
+την αμοιβήν των βασάνων, όσας υπέστησαν διά το όνομά Σου. Και οι
+μάρτυρες ύψωνον προς αυτόν τους οφθαλμούς. Τότε τα πρόσωπά των
+ηκτινοβόλουν, προσεμειδίων βλέποντα υπεράνω των κεφαλών των, εκεί
+υψηλά, το σημείον του Σταυρού.
+
+Αίφνης ο Καίσαρ, εκ λύσσης ή και εκ της επιθυμίας να υπερβάλη παν
+ό,τι η Ρώμη είχεν ιδή έως τότε, εψιθύρισε λέξεις τινάς εις τον
+πραίφεκτον. Ούτος κατήλθε της εξέδρας και μετέβη εν σπουδή εις τα
+υπόγεια. Και αυτό το πλήθος έμεινε κατάπληκτον, όταν είδε τας
+κιγκλίδας να ανοίγωνται εκ νέου. Τότε ερρίφθησαν θηρία ποικιλώτατα·
+τίγρεις του Ευφράτου, πάνθηρες της Νουμηδίας, άρκτοι, λύκοι, ύαιναι
+και θώες. Το στάδιον ολόκληρον κατεπλημμύρησεν από αεικίνητον κύμα
+δερμάτων ποικιλοχρώμων ή ξανθοχρόων. Εδημιουργήθη κυκεών, όπου
+οφθαλμός δεν διέκρινε πλέον παρά μίαν φοβεράν και αεικίνητον δίνην
+ράχεων θηρίων. Το θέαμα απώλεσε την εντύπωσιν της πραγματικότητος.
+Ήτο υπερβολικόν!
+
+Εν τω μέσω των βρυχηθμών, των ωρυγών, των γρυλλισμών, ανήρχετο εδώ
+και εκεί από των βάθρων των θεατών, ο οξύς και σπασμωδικός γέλως των
+γυναικών, των οποίων αι δυνάμεις πλέον εξηντλήθησαν. Πολλοί
+εφοβήθησαν. Τα πρόσωπα εσκυθρώπασαν.
+
+Πλείσται φωναί έκραξαν:
+
+«Αρκεί! Αρκεί!».
+
+Αλλ' ήτο ευκολώτερον να απολύσωσι τα θηρία παρά να τα διώξωσι από την
+κονίστραν. Ο Καίσαρ εν τούτοις εύρε, διά να καθαρίση τον στίβον,
+μέσον το οποίον ήτο συγχρόνως νέα διασκέδασις διά τον λαόν. Εις όλας
+τας παρόδους, μεταξύ των βάθρων, εφάνησαν με τόξα εις τας χείρας
+ομάδες αιθιόπων της Νουμηδίας με ενώτια και με πτερά εις τας κόμας. Ο
+λαός εμάντευσε τι έμελλε να επακολουθήση και τους εχαιρέτισε διά
+κραυγών ευχαριστήσεως. Οι Νουμήδαι επλησίασαν εις τον γύρον της
+κονίστρας και ήρχισαν να κατατοξεύωσι τα θηρία. Ήτο πράγματι θέαμα
+νέον. Τα εβενώδη σώματα με τα ευλύγιστα μέλη έκλινον προς τα οπίσω
+και τα βέλη έπιπτον ως βροχή επί των θηρίων. Η βοή των χορδών και ο
+συριγμός των πτερωτών βελών ηνούντο με τα ουρλιάσματα των ζώων και
+τας κραυγάς του θαυμασμού των θεατών. Οι λύκοι, οι πάνθηρες, αι
+άρκτοι εξηπλούντο νεκραί παρά τα πτώματα των κατεσπαραγμένων
+χριστιανών. Εδώ και εκεί είς λέων, αισθανόμενος εις την πλευράν του
+νυγμόν βέλους, έστρεφε με απότομον κίνημα το ρύγχος το ερρυτιδωμένον
+από λύσσαν, διά να αρπάση και κατασυντρίψη το ξύλον. Άλλοι οίμωζον εκ
+του πόνου. Τα μικρά κτήνη εν φοβερώ πανικώ διέτρεχον τυφλώς την
+κονίστραν ή εκτύπων τας κεφαλάς των κατά των κιγκλιδωμάτων.
+
+Εν τοσούτω τα βέλη εσύριζον αδιακόπως και μετ' ολίγον παν ό,τι έζη
+κατέπεσε με τους τελευταίους σφαδασμούς της αγωνίας.
+
+Τότε εις το στάδιον ώρμησαν εκατοντάδες δούλων ωπλισμένων με αξίνας,
+με πτυάρια, με σάρωθρα, με χειραμάξια με κάνιστρα διά να συλλέξουν
+και αποκομίσουν τα πτώματα και σπλάγχνα. Έφερον δε και σάκκους
+πλήρεις άμμου. Εντός ολίγου ολόκληρος ο στίβος εσείετο από την
+πυρετώδη εργασίαν των. Εν ριπή οφθαλμού μετέφεραν τα πτώματα,
+εκαθάρισαν το αίμα και τας ακαθαρσίας, ηυλάκωσαν, ισοπέδωσαν και
+εκάλυψαν την κονίστραν με άφθονον στρώμα ξηράς άμμου. Τούτου
+γενομένου, ερωτιδείς έτρεξαν και εσκόρπισαν πέταλα ρόδων και κρίνων,
+Ήναψαν και πάλιν τα θυμιατήρια και αφήρεσαν το καταπέτασμα, διότι ο
+ήλιος είχεν ήδη κατέλθει αρκετά.
+
+Το πλήθος των θεατών παρετήρουν αλλήλους εν εκπλήξει, σκεπτόμενοι
+καθ' εαυτούς ποίον θέαμα τους επερίμενεν ακόμη την ημέραν εκείνην.
+Τους ανέμενε θέαμα, εις το οποίον κανείς δεν είχε προπαρασκευασθή.
+Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη
+αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν
+και με χρυσούν στέφανον.
+
+Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με
+αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον
+μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους
+οφθαλμούς προς τον ουρανόν. Επί μίαν στιγμήν έμεινεν ακίνητος, ως να
+ανέμενε να εμπνευσθή, έπειτα πλήξας τας χορδάς ήρχισε:
+
+_«Με την φωνήν της θείας λύρας, εκάλυψες τας προσευχάς, τας κραυγάς,
+τους στεναγμούς, αναίσθητε Σμινθεύ! (4) Αλλά και σήμερον ακόμη ο
+οφθαλμός, ως άνθος, το οποίον εκάλυψαν σταγόνες δρόσου, πληρούται
+δακρύων· ω θλίψις!
+
+Ότε, εις την απήχησιν του ύμνου μου, ανέτειλεν αίφνης εκ του πενθίμου
+σαβάνου των αρχαίων ερειπίων της η ημέρα του τρόμου, η ημέρα της
+πυρκαϊάς . . .
+
+»Σμινθεύ! — πού ήσο, Σμινθεύ την ημέραν εκείνην;»_
+
+Η φωνή του Νέρωνος διερράγη και οι οφθαλμοί του υγράνθησαν. Εις τα
+βλέφαρα των Εστιάδων ελαμπύριζαν δάκρυα. Ο λαός, ο οποίος ήκουεν
+άφωνος, εξερράγη αίφνης εις ατελεύτητον λαίλαπα επευφημιών:
+
+Και ο Απόστολος Πέτρος έψαυσε με τας δύο χείρας την κεφαλήν του την
+πολιάν και τρέμουσαν και έκραξεν εν τη ψυχή του:
+
+ — Κύριε! Κύριε! Εις ποίον άνθρωπον παρέδωκες την αυτοκρατορίαν του
+κόσμου! . . . Και ανάγκη να νικήσωμεν εν τω ονόματί Σου, ημείς, οι
+άοπλοι!
+
+Εν τοσούτω, έξωθεν, από τας εξόδους τας ανοικτάς διά τον αερισμόν του
+αμφιθεάτρου, ήρχετο ο κρότος των κάρρων, εις τα οποία απέθετον τα
+αιματωμένα λείψανα των χριστιανών, ανδρών, γυναικών και παιδίων, όπως
+τα μεταφέρωσιν εις τους φοβερούς Δυσώδεις Λάκκους.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ'.
+
+
+
+Ο ήλιος είχε χαμηλώσει προς την δύσιν. Το θέαμα είχε λήξει. Το πλήθος
+κατέλιπε το αμφιθέατρον συρρέον διά των εξόδων προς την Πόλιν. Οι
+αυλικοί ακολουθούντες τον Νέρωνα ανεχώρησαν και αυτοί
+
+Ο Πετρώνιος και ο Βινίκιος διέτρεξαν το διάστημα σιωπηλοί, φοβούμενοι
+διά την τύχην της Λιγείας. Το φορείον εσταμάτησεν έμπροσθεν της
+επαύλεως. Κατήλθον. Αμέσως τους επλησίασε μία σκοτεινή μορφή.
+
+Ο ευγενής τριβούνος Βινίκιος είνε εδώ;
+
+ — Εγώ είμαι απήντησεν ο τριβούνος. Τι με θέλετε;
+
+ — Είμαι ο Ναζάριος, ο υιός της Μαριάμ. Έρχομαι από την φυλακήν και
+σου φέρω ασπασμούς από την Λίγειαν.
+
+Ο Βινίκιος εστηρίχθη επί του βραχίονός του και ήρχισε να τον παρατηρή
+εις τους οφθαλμούς υπό το φως των δάδων, μη δυνάμενος να προφέρη
+λέξιν. Αλλ' ο Ναζάριος εμάντευσε την ερώτησιν, ήτις εχάνετο εις τα
+χείλη του.
+
+ — Ζη. Ο Ούρσος με στέλλει προς σε, αυθέντα, διά να σου είπω ότι με
+όλον τον πυρετόν του ικετεύει τον Ύψιστον και επαναλαμβάνει το όνομά
+σου.
+
+ — Δόξα εις τον Χριστόν! απήντησεν ο Βινίκιος. Εκείνος έχει την
+δύναμιν να μου την αποδώση. Λοιπόν, ας μη χάνωμεν καιρόν. Και ωδήγησε
+τον Ναζάριον εις την βιβλιοθήκην, όπου ο Πετρώνιος μετ' ολίγον τους
+υπεδέχθη.
+
+Ο Βινίκιος έλαβε τον λόγον:
+
+ — Ειπέ εις τους δεσμοφύλακας τους ανήκοντας εις την μερίδα μας να
+την θέσουν εντός φερέτρου, ως νεκράν. Ευρέ ανθρώπους διά να την
+απαγάγουν μαζί με σε την νύκτα. Πλησίον των Δυσωδών Λάκκων θα
+υπάρχουν άνθρωποι με φορείον· εις αυτούς θα παραδώσετε το φέρετρον.
+Θα υποσχεθής εκ μέρους μου εις τους δεσμοφύλακας όσον χρυσόν δύναται
+να σηκώση έκαστος εξ αυτών εις τον μανδύαν του.
+
+Ενώ ωμίλει το πρόσωπόν του είχεν αποβάλει την έκφρασιν της νάρκης,
+ήτις τω ήτο συνήθης· εντός του εξηγείρετο ο στρατιώτης και η ελπίς
+του απέδιδε την παλαιάν ενεργητικότητά του.
+
+Ο Ναζάριος ύψωσε τας χείρας κραυγάζων:
+
+ — Είθε ο Χριστός να της αποδώση την υγείαν, διότι θα ελευθερωθή!
+
+ — Πιστεύεις ότι οι φύλακες θα συναινέσουν: ηρώτησεν ο Πετρώνιος.
+
+ — Ναι! είπεν ο Βινίκιος· οι φύλακες συνήνεσαν ήδη εις την φυγήν της·
+θα συγκατεθώσιν επίσης ευκολώτερον να την αποκομίσωμεν ως λείψανον.
+
+ — Υπάρχει άνθρωπος, όστις με σίδηρον πεπυρακτωμένον εξελέγχει αν τα
+σώματα, τα οποία αποκομίζομεν, είνε πράγματι νεκρά, είπεν ο Ναζάριος.
+Αλλ' αρκούσιν ολίγα σεστέρτια διά να μη ψαύση με τον σίδηρον το
+πρόσωπόν της. Αντί ενός χρυσού νομίσματος θα ψαύση το φέρετρον και
+όχι το σώμα.
+
+ — Είθε ο Χριστός να σας βοηθήση, είπεν ο Βινίκιος.
+
+Ο Πετρώνιος εσκέπτετο:
+
+Πρέπει όλος ο κόσμος να πεισθή ότι εκείνη απέθανεν, είπεν ούτος. Δεν
+έχεις κάπου εις τα βουνά κανένα αγρονόμον, εις τον οποίον να ημπορής
+να τρέφης εμπιστοσύνην;
+
+ — Ναι, έχω ένα, απήντησεν ο Βινίκιος. Εις τα όρη, παρά την Καριόλαν,
+έχω ένα άνθρωπον ασφαλή, όστις με εβάστασεν εις τους βραχίονάς του
+όταν ήμην παιδίον, και όστις μου είναι πάντοτε αφωσιωμένος.
+
+Ο Πετρώνιος του έτεινε τας πινακίδας.
+
+ — Γράψε του να έλθη αύριον. Θα στείλω αμέσως ταχυδρόμον, είπε, και
+απήλθε μετά του Ναζαρίου.
+
+Την επομένην ο Νίγηρ, ο αγρονόμος του Βινικίου, παρουσιάσθη εις τον
+κύριόν του. Χάριν προφυλάξεως είχεν αφήσει εις έν πανδοχείον της
+Σιδούρρης, μετά των ημιόνων και του φορείου, τους τέσσαρας εμπίστους
+δούλους του, τους οποίους είχεν εκλέξει μεταξύ των Βρεττανών.
+
+Η Βινίκιος τον ωδήγησεν εις τον κοιτώνα του και εκεί του ενεπιστεύθη
+το μυστικόν.
+
+ — Είναι λοιπόν χριστιανή; ανέκραξεν ο Νίγηρ, με βλέμμα εκστατικόν
+προς τον Βινίκιον.
+
+Και εγώ χριστιανός είμαι, απήντησεν ο Τριβούνος.
+
+Δάκρυα ανέβλυσαν από τους οφθαλμούς του Νίγηρος.
+
+ — Δόξα σοι, Κύριε Ιησού, ότι αφήρεσας τον πέπλον από τους
+προσφιλεστέρους μου οφθαλμούς εις τον κόσμον!
+
+Μετ' ολίγον εισήλθεν ο Πετρώνιος φέρων μαζί του και τον Ναζάριον.
+
+ — Καλά νέα! είπε μακρόθεν.
+
+Πράγματι τα νέα ήσαν καλά. Εν πρώτοις ο Γλαύκος, ο ιατρός, εγγυάτο
+διά την ζωήν της Λιγείας, αν και αύτη είχε τον πυρετόν των φυλακών,
+εκ του οποίου απέθνησκον καθ' εκάστην εκατοντάδες ανθρώπων εις το
+ενδόμυχον του δεσμωτηρίου και αλλαχού. Όσον αφορά τους δεσμοφύλακας
+και τον άνθρωπον, όστις εξήλεγχε τον θάνατον με τον πεπυρακτωμένον
+σίδηρον, τους είχον εξαγοράσει, όπως και ένα άλλον βοηθόν, καλούμενον
+Άττιν.
+
+ — Έχομεν ανοίξη οπάς εις το φέρετρον έλεγεν ο Ναζάριος. Ο μόνος
+κίνδυνος είναι μήπως η Λίγεια εκπέμψη στεναγμόν ή είπη λέξιν, όταν θα
+περάσωμεν πλησίον των πραιτωριανών. Άλλως τε ο Γλαύκος θα της δώση
+υπνωτικόν. Το κάλυμμα του φερέτρου δεν θα είναι καρφωμένον. θα το
+σηκώσετε ευκόλως και θα μεταφέρετε την ασθενή εις το φορείον μας, ενώ
+ημείς θα θέσωμεν εις το φέρετρον σάκκον άμμου.
+
+ — Θα μεταφέρετε και άλλους νεκρούς από την φυλακήν; ηρώτησεν ο
+Πετρώνιος.
+
+ — Απέθανον αυτήν την νύκτα περί τους είκοσι και προ της εσπέρας θα
+αποθάνουν και άλλοι, απήντητεν ο Ναζάριος. Είμεθα υποχρεωμένοι να
+ακολουθήσωμεν την εκφοράν, αλλά θα αργοπορώμεν, διά να μείνωμεν
+οπίσω. Σεις περιμένετε εις τα πρόθυρα του μικρού ναού της Λιβιτίνης
+(5). Ο Θεός να δώση να είναι σκοτεινή η νυξ.
+
+Η συνδιάλεξις έληξεν. Αφού έμειναν σύμφωνοι δι' όλα, ο Νίγηρ μετέβη
+εις το πανδοχείον πλησίον των ανθρώπων του, ακολουθούμενος υπό του
+Πετρωνίου και του Βινικίου. Ο Ναζάριος επέστρεψεν εις την φυλακήν
+φέρων σάκκον χρυσού υπό τον χιτώνα του.
+
+Όταν ενύκτωνεν, έπεσε ραγδαία βροχή, ήτις εξητμίσθη επί των πετρών
+των πυριφλεγών υπό του καύσωσος όλης της ημέρας και επλήρωσε δι'
+ομίχλης τας οδούς. Έπειτα επηκολούθησαν διαλείμματα νηνεμίας και
+ραγδαίας βροχής. Ο Βινίκιος και ο Πετρώνιος έλαβον γαλατικούς μανδύας
+με κουκούλαν. Η καταιγίς είχεν ερημώσει τας οδούς. Από καιρού εις
+καιρόν αστραπή εφώτιζε με ζωηράν λάμψιν τους τοίχους των νεωστί
+οικοδομηθεισών οικιών ή των κτιζομένων εισέτι. Εις μίαν λάμψιν
+διέκριναν τέλος, τον λοφίσκον τον υπερκείμενον του μικροσκοπικού ναού
+της Λιβιτίνης και κάτωθεν αυτού, αριθμόν τινα ημιόνων και ίππων.
+
+ — Νίγηρ! εφώνησε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος.
+
+ — Εδώ είμαι, αυθέντα, απεκρίθη μία φωνή εν μέσω της βροχής.
+
+ — Όλα είναι έτοιμα;
+
+ — Όλα είναι έτοιμα, αγαπητέ κύριε. Αλλά προφυλαχθήτε υπό το επίχωμα,
+διότι θα μουσκευθήτε. Τι καταιγίς! Νομίζω ότι θα πέση χάλαζα.
+
+Πράγματι έπεσαν χόνδροι χαλάζης. Αμέσως η θερμοκρασία κατήλθε.
+
+Επερίμεναν με τα ώτα άγρυπνα.
+
+Η χάλαζα έπαυσεν, αλλά πάραυτα ήρχισε να πίπτη ορμητική βροχή. Είς
+τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την
+φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον
+σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο
+αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες. Αλλ' οι
+φορείς εσταμάτησαν μόνον διά να καλύψουν το πρόσωπόν των και το στόμα
+διά πανιού και να προφυλαχθώσιν ούτω από την δυσωδίαν, ήτις πέριξ της
+οστεοθήκης του κοιμητηρίου, ήτο ανυπόφορος· μετ' ολίγον ανέλαβον τα
+φορεία και εξηκολούθησαν τον δρόμον των. Έν μόνον φέρετρον εστάθη
+απέναντι του μικρού ναού.
+
+Ο Νίγηρ είπεν αίφνης:
+
+ — Βλέπω μίαν λάμψιν διά μέσου της ομίχλης . . . . . . και άλλην
+. . . . . . και άλλην . . . . . . είναι δάδες.
+
+Εστράφη προς τους υπ' αυτόν άνδρας:
+
+ — Προσέχετε τας ημιόνους σας. Προσοχή!
+
+ — Έρχονται, είπεν ο Πετρώνιος.
+
+Τα φώτα εφαίνοντο καθαρώτερα. Ηδυνήθησαν να διακρίνωσι τας φλόγας των
+δάδων, αίτινες ετρεμόσβυνον εις την πνοήν του ανέμου, ο Νίγηρ έκαμε
+το σημείον του σταυρού και ήρχισε να προσεύχεται. Όταν η πένθιμος
+πομπή έφθασε μέχρι του ναΐσκου, εσταμάτησεν.
+
+Ο Βινίκιος έτρεξεν ακολουθούμενος υπό του Πετρωνίου, του Νίγηρος και
+των δύο Βρεττανών δούλων με το φορείον.
+
+Πλην οδυνηρά η φωνή του Ναζαρίου ηκούσθη εις το σκότος:
+
+ — Αυθέντα, την μετέφεραν μετά του Ούρσου εις την Εσκιλίνην φυλακήν . .
+Φέρομεν άλλο σώμα! Την επήραν προ του μεσονυκτίου, αλλοίμονον!
+
+Ο Βινίκιος δεν ηδυνήθη να προφέρη ουδέ λέξιν, έμεινε κεραυνόπληκτος
+και μόνον με τας περιποιήσεις του Πετρωνίου συνήλθεν. Αλλοίμονον,
+έλεγε, το παν κατεστράφη, μόνον Εκείνος δύναται να μου την αποδώση.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ'
+
+
+
+Βροχή τριήμερος και χαλαζοθύελλαι είχον διακόψει τα θεάματα, ο λαός
+ανησύχει. Το πλήθος απήτει να επαναληφθούν οι αγώνες και τέλος, μετά
+τρεις ημέρας, το αμφιθέατρον εγέμισεν από χιλιάδας θεατάς. Ο Καίσαρ
+αυτός έφθασεν ενωρίς, όπως και αι Εστιάδες και η αυλή.
+
+Την ημέραν εκείνην το θέαμα έμελλε να αρχίση διά μάχης μεταξύ
+χριστιανών. Προς τον σκοπόν τούτον τους είχον ενδύσει ως μονομάχους
+και τους είχον οπλίση με όπλα επιθετικά και αμυντικά, ως εξ
+επαγγέλματος ξιφομάχους. Αλλά διεψεύσθησαν αι ελπίδες των. Οι
+χριστιανοί εγκατέλιπον επί της άμμου τα δίκρανα, τας λόγχας και τα
+μαχαίρια και ήρχισαν να ασπάζωνται αλλήλους ενθαρρυνόμενοι αμοιβαίως
+εις την εγκαρτέρησιν.
+
+Ο Καίσαρ έδωκεν διαταγήν και αληθείς θηριομάχοι εξαπελύθησον εναντίον
+των, και κατέσφαξαν εν ριπή οφθαλμού το γονατισμένον ποίμνιον.
+
+Αφού απεκόμισαν τους νεκρούς, ήρχισε σειρά εικόνων μυθολογικών κατ'
+επίνοιαν του Καίσαρος. Είδον λοιπόν τον Ηρακλέα θνήσκοντα επί του
+όρους Οίτης με φλόγας αληθινάς.
+
+Ο Καίσαρ απήτησεν όπως παρίσταται εις το αμφιθέατρον και ο Χίλων,
+διότι ηυχαριστείτο βλέπων αυτόν λιποψυχούντα από τα θεάματα. Αλλ' αι
+εικόνες διεδέχοντο ραγδαίως αλλήλας. Τα ανόσια βασανιστήρια παρθένων,
+τας οποίας εμόλυνον θηριομάχοι ενδεδυμένοι δοράς θηρίων, κατηύφραινον
+την καρδίαν του λαού. Τέλος κορασίδες χριστιαναί διεμελίσθησαν υπό
+αγρίων ίππων. Ο λαός επευφήμει τον Καίσαρα.
+
+Εν τω μεταξύ είχον καθαρίσει την κονίστραν και έσκαπτον οπάς, των
+οποίων η τελευταία σειρά απείχεν ολίγα μόνον βήματα από της
+αυτοκρατορικής εξέδρας. Τα υπόγεια ηνοίχθησαν αίφνης και όλαι αι
+θύραι των εξεκένωσαν εις την κονίστραν πλήθη χριστιανών εντελώς
+γυμνών και φερόντων σταυρούς επί των ώμων των.
+
+Η άμμος έβριθε κόσμου. Γερόντια επροχώρουν τρέχοντα και κύπτοντα υπό
+το βάρος των δοκών· παρά το πλευρόν αυτών ήρχοντο άνδρες εις την
+ακμήν της ηλικίας των, γυναίκες με λυτήν κόμην, με την οποίαν
+προσεπάθουν να καλύψουν την γυμνότητά των, έφηβοι και μικρά παιδία.
+
+Τα θύματα και οι σταυροί ήσαν ως επί το πλείστον εστεμμένα με άνθη.
+Οι υπηρέται του ιπποδρόμου κατεμωλώπιζον τους δυστυχείς διά
+μαστιγώσεων αναγκάζοντες αυτούς να αποθέσωσι τους σταυρούς των προ
+των ήδη ανοιγμένων λάκων και να ίστανται παραπλεύρως αυτών. Όσοι κατά
+την πρώτην ημέραν των αγώνων δεν είχον προφθάσει να ριφθώσιν εις τους
+κύνας και τα θηρία, επρόκειτο να θανατωθώσιν.
+
+Οι μελανόδερμοι δούλοι ήρπαζον τους χριστιανούς και τους εξήπλωνον
+επί των σταυρών, έπειτα εκάρφωνον τας χείρας αυτών επί των δοκών.
+Ολόκληρον το αμφιθέατρον αντήχει από τους κτύπους των σφυρίων.
+
+Αίφνης από τα εδώλια, τα ευρισκόμενα πλησίον της κονίστρας μία φωνή
+ηγέρθη, φωνή ήρεμος και εμφαντική, ήτις, έλεγεν:
+
+ — . . . Η ημέρα της ευσπλαγχνίας ήλθεν, η ημέρα της σωτηρίας και της
+ευτυχίας· σας το είπον, ο Χριστός, θα σας ενώση γύρω του, θα σας
+παρηγορήση και θα σας τάξη εκ δεξιών του. Έχετε πίστιν, διότι ο
+ουρανός ανοίγεται δι' υμάς.
+
+Εις τους λόγους τούτους, πάντες έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα
+εδώλια· όσοι ευρίσκοντο ήδη επί του σταυρού ύψωσαν τας ωχράς και
+ταλαιπωρημένας κεφαλάς και προσέβλεψαν τον ομιλούντα.
+
+Εκείνος επροχώρησε μέχρι του φραγμού, όστις περιέκλειε το στάδιον και
+ήρχισε να τους ευλογή διά του σημείου του σταυρού.
+
+Ήτο ο απόστολος Παύλος.
+
+Προς μεγάλην έκπληξιν των υπηρετών, πάντες εκείνοι, τους οποίους
+ακόμη δεν επρόφθασαν να σταυρώσουν, εγονυπέτησαν.
+
+Ο Παύλος ο Ταρσεύς ηυλόγει τους μάρτυρας.
+
+Είς φρουρός επλησίασε τον απόστολον και ηρώτησε:
+
+ — Ποίος είσαι συ, ο οποίος ομιλείς προς τους καταδίκους;
+
+ — Ρωμαίος πολίτης, απεκρίθη ο Παύλος ηρέμως.
+
+Έπειτα στραφείς προς τα θύματα:
+
+ — Έχετε πεποίθησιν, διότι η ημέρα αύτη είνε ημέρα της ευσπλαγχνίας
+και θα αποθάνετε εν ειρήνη, ω δούλοι του Θεού!
+
+Ο ιππόδρομος τώρα εφαίνετο ότι είχε μεταβληθή εις δάσος όπου, επί
+εκάστου δένδρου, εκρέματο ανά είς άνθρωπος εσταυρωμένος. Τα εγκάρσια
+ξύλα των σταυρών και αι κεφαλαί των μαρτύρων εφωτίζοντο υπό του
+ηλίου, η κονίστρα είχε καλυφθή από πυκνάς σκιάς περιπεπλεγμένας εις
+υπομέλαν πλέγμα, εις ό, εδώ και εκεί, εσημειούντο ρομβοειδή σχήματα
+χρυσής άμμου. Όλη η ευχαρίστησις των θεατών συνίστατο εις το να
+βλέπουν το βραδύ ψυχορράγημα των θυμάτων. Το εκ σταυρών δάσος ήτο
+τόσον πυκνόν, ώστε οι υπηρέται μετά δυσκολίας διήρχοντο μεταξύ των
+δένδρων τούτων. Ο πέριξ γύρος είχε πληρωθή κυρίως από γυναίκας.
+
+Ουδείς ακόμη εκ των μαρτύρων είχεν εκπνεύσει, αλλά τινές εξ εκείνων
+οίτινες, είχον σταυρωθή πρώτοι, ήσαν λιπόθυμοι. Ουδείς εγόγγυζεν,
+ουδείς εζήτει οίκτον. Οι μεν είχον κλίνει την κεφαλήν επί του ώμου ή
+χαμηλότερον επί του στήθους, ως εάν είχον καταληφθή από ύπνον, άλλοι
+εφαίνοντο σκεπτικοί, άλλοι τέλος, με τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν,
+εκίνουν ελαφρώς τα χείλη.
+
+Μεταξύ των εσταυρωμένων ήτο και ο Κρίσπος, του οποίου ο σταυρός
+υψούτο απέναντι του αυτοκρατορικού θώκου.
+
+Οι οφθαλμοί του έλαμπον πάντοτε εκ της αυτής ασβέστου ζωηρότατος και
+υπό τα άνθη εφαίνετο αυτό το πρόσωπον το αυστηρόν και αδυσώπητον.
+
+Δύο αιθίοπες επλησίασαν τον Κρίσπον διά να τον εξαπλώσουν επί του
+σταυρού.
+
+Αδελφοί, δέεσθε υπέρ εμού! ανέκραξεν εκείνος.
+
+Το πρόσωπόν του δεν ήτο πλέον αμάλακτον· τα χαρακτηριστικά του τα
+ψυχρά εξέφραξον τώρα γαλήνην και πραότητα.
+
+Διηυκόλυνεν εις τους δημίους το έργον των, εκτείνας ο ίδιος τους
+βραχίονας επί του σταυρού και τους οφθαλμούς ανατείνων εις τον
+ουρανόν, ήρχισε να προσεύχεται διαπύρως. Έβλεπε πέριξ του όλους επί
+των σταυρών.
+
+Προ του φρικιαστικού εκείνου δάσους των σταυρών, τα εξηπλωμένα
+σώματα, η σιγή εκείνη η νεκρική, αι φαιδραί κραυγαί του λαού εσίγησαν
+αιφνιδίως.
+
+Την στιγμήν εκείνην ο Κρίσπος ήνοιξε τους οφθαλμούς και είδε τον
+Νέρωνα. Το πρόσωπόν του έλαβεν έκφρασιν τόσον αδιάλλακτον, το βλέμμα
+του εσπινθηροβόλησε τόσον φοβερά, ώστε οι Αυγουστιανοί ήρχισαν να
+ψιθυρίζουν μεταξύ των δεικνύοντες αυτόν διά του δακτύλου, και τέλος ο
+Καίσαρ έστρεψε την προσοχήν του προς αυτόν και επλησίασε νωχελώς τον
+σμάραγδον εις τον οφθαλμόν του. Έγινεν απόλυτος σιγή.
+
+Όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα επί του Κρίσπου, όστις εφαίνετο ότι
+προσεπάθει να αποσπάση από του σταυρού την δεξιάν του χείρα.
+
+Έπειτα το στήθος του εσταυρωμένου εκολπώθη, τα πλευρά εφούσκωσαν και
+έκραξεν:
+
+ — Ουαί σοι! Μητραλοία! Δολοφόνε!
+
+Εις την ύβριν ταύτην, ήτις ελέχθη εις επήκοον όλου του λαού, ο Καίσαρ
+ερρίγησε και αφήκε τον σμάραγδον να πέση. Η φωνή του Κρίσπου, πάντοτε
+φοβερωτέρα, αντήχει εις όλον το αμφιθέατρον:
+
+ — Ουαί σοι, δολοφόνε της μητρός και του αδελφού σου!
+
+Ουαί σοι, Αντίχριστε! Η άβυσσος ανοίγεται υπό τους πόδας σου! Ο
+θάνατος τείνει προς σε τους βραχίονάς του διά να σε αρπάση, και ο
+τάφος σε παραμονεύει! Ουαί σοι, πτώμα ζων, διότι θα αποθάνης με τον
+τρόμον και θα τιμωρηθής εις τον αιώνα . . .
+
+Φρικτώς ηπλωμένος επί του σταυρού, όμοιος προς ζωντανόν σκελετόν,
+εκίνει το λευκόν του γένειον άνωθεν της αυτοκρατορικής εξέδρας,
+σκορπίζων τα πέταλα των ρόδων, τα οποία τον εστεφάνωνον.
+
+ — Ουαί σοι, δολοφόνε! Η ώρα σου ήγγικε.
+
+Κατέβαλε τελευταίον αγώνα· προς στιγμήν εφάνη ότι έμελλε να απαλλάξη
+την χείρα του την καρφωμένην και να την επισείση προς τον Καίσαρα.
+Αλλ' αίφνης οι βραχίονές του εξετάθησαν περισσότερον, όλον το σώμα
+του κατέπεσεν, η κεφαλή του έκλινεν επί του στήθους και απέθανεν.
+
+Εις το δάσος των σταυρών, οι μάρτυρες, οι ασθενέστεροι, απεκοιμώντο ο
+είς μετά τον άλλον τον ύπνον της αιωνιότητος.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΔ'.
+
+
+
+Από τινος καιρού ο Βινίκιος διήρχετο τας νύκτας του εκτός της οικίας
+του και δεν εσκέπτετο πλέον ειμή πώς να ίδη την Λίγειαν και εν τη
+φυλακή ακόμη. Είξευρεν ότι ο Ναζάριος, παρ' όλα τα εμπόδια, είχε
+κατορθώσει να εισέλθη εις το δεσμωτήριον, ως νεκροπομπός. Απεφάσισε
+και αυτός να καταφύγη εις την ιδίαν μέθοδον. Αντί αδροτάτης αμοιβής,
+ο φύλαξ των Δυσωδών Λάκκων τον προσέλαβε τέλος εις τον αριθμόν των
+υπηρετών, τους οποίους έστελλε την νύκτα να μεταφέρωσι τους νεκρούς
+από τας φυλακάς. Το σκότος της νυκτός, τα δουλικά ενδύματά του, το
+πανί το βρεγμένον με έλαιον τερεβενθίνης, όπερ εκάλυπτε την κεφαλήν
+του, ο άθλιος φωτισμός των φυλακών, πάντα ταύτα συνετέλεσαν εις το να
+μη αναγνωρισθή ούτος.
+
+Ότε ο κεντηρίων εξήτασε τα σήματά των, ως νεκροθαπτών, η μεγάλη
+σιδηρά πύλη της Εσκιλίνης φυλακής ηνοίχθη προ αυτών και ο Βινίκιος
+είδεν ευρύχωρον υπόγειον, εκ του οποίου εισήρχοντο εις μέγαν αριθμόν
+άλλων υπογείων. Λυχνίαι εφώτιζον το υπόγειον, το οποίον ήτο πλήρες
+φυλακισμένων. Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . .
+ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης
+ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι
+εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την
+κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο
+περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.
+
+Ηκούοντο γογγυσμοί ασθενών, λυγμοί, ψιθυρισμοί προσευχών, ύμνοι
+βομβούντες χαμηλή τη φωνή και αι βλησφημίαι των δεσμοφυλάκων. Αι
+κνήμαι του Βινικίου εκλονίζοντο.
+
+Επί τη σκέψει ότι η Λίγεια ευρίσκετο εις την κόλασιν εκείνην, αι
+τρίχες της κεφαλής του ηνωρθώθησον και ο λαιμός του επνίγη. Το
+αμφιθέατρον, οι οδόντες των θηρίων, οι σταυροί, — όλα ήσαν
+προτιμότερα από τα φρικώδη εκείνα υπόγεια, τα όζοντα εκ των πτωμάτων.
+
+ — Πόσοι είνε οι νεκροί σήμερον: ηρώτησε τον φύλακα των Λάκκων.
+
+ — Δώδεκα και πλέον, απήντησεν ο επιστάτης της φυλακής, αλλ' από τώρα
+μέχρι πρωίας θα είναι περισσότεροι: ήδη μερικοί ψυχορραγούν εκεί κάτω
+παρά τους τοίχους.
+
+Εν τοσούτω ο Βινίκιος ανεζήτει εις μάτην την Λίγειαν και τω επήλθεν η
+ιδέα ότι δεν θα την έβλεπε πλέον ζωντανήν.
+
+Ευτυχώς ο φύλαξ των Λάκκων ήλθεν εις βοήθειάν του.
+
+ — Πρέπει να μεταφέρετε τους νεκρούς αμέσως, είπεν ούτος, εάν δεν
+θέλετε να αποθάνετε σεις και οι φυλακισμένοι.
+
+ — Είμεθα δέκα δι' όλα τα υπόγεια, παρετήρησεν ο δεσμοφύλαξ, και όμως
+πρέπει να κοιμηθώμεν.
+
+ — Τότε θα σου αφήσω τέσσαρας από τους ανθρώπους μου: αυτοί θα
+περιηγηθούν τα υπόγεια διά να ίδωσιν εάν υπάρχουν νεκροί.
+
+ — Αύριον θα σε κεράσω, εάν κάμης αυτό. Αλλά ας φέρουν έκαστον πτώμα
+προς έλεγχον: ήλθε διαταγή να τους διατρυπώμεν εις τον λαιμόν, και
+έπειτα εις τον Λάκκον!
+
+ — Καλά! αλλά θα μου δώσης να πιω . . .
+
+Ο φύλαξ των λάκκων διώρισε τέσσαρας άνδρας, και μεταξύ αυτών τον
+Βινίκιον· αυτός δε μετά των άλλων ήρχισε να συσσωρεύη τα πτώματα επί
+των κάρρων.
+
+Ο Βινίκιος ανέπνευσε. Τώρα τουλάχιστον είχε την βεβαιότητα ότι θα
+επανεύρη την Λίγειαν. Ήρχισεν ερευνών λεπτομερώς το πρώτον υπόγειον
+και δεν ανεκάλυψε τίποτε. Εις το δεύτερον και το τρίτον αι έρευναί
+του απέβησαν επίσης άκαρποι.
+
+Ο Βινίκιος εισήλθεν εις τέταρτον υπόγειον, μικρότερον των
+προηγουμένων, και ύψωσε το φανάριόν του.
+
+Αίφνης ερρίγησε. Του εφάνη ότι έβλεπεν υπό τας σιδηράς ράβδους
+φεγγίτου, την γιγαντιαίαν μορφήν του Ούρσου. Έσβεσεν αμέσως την
+λυχνίαν του και επλησίασε:
+
+ — Συ είσαι, Ούρσε;
+
+Ο γίγας ύψωσε την κεφαλήν.
+
+ — Τις ει;
+
+ — Δεν με αναγνωρίζεις;
+
+ — Έσβυσες το φως, πώς θέλεις να σε αναγνωρίσω;
+
+Αλλ' ο Βινίκιος διέκρινε την Λίγειαν πλαγιασμένην παρά τον τοίχον επί
+τινος μανδύου και χωρίς να είπη λέξιν, εγονάτισε πλησίον της.
+
+Ο Ούρσος τον ανεγνώρισε τότε και είπε:
+
+ — Ευλογημένον το όνομα του Χριστού! Αλλά μη την εξυπνάς, αυθέντα.
+
+Ο Βινίκιος την εθεώρει δακρύων και συγκεκινημένος.
+
+Εις την θέαν ταύτην, κατελήφθη από έρωτα ομοιάζοντα με τον δριμύτατον
+πόνον, απά έρωτα πλήρη οίκτου, ευλαβείας και σεβασμού. Έπεσε πρηνής
+και εστήριξε τα χείλη του εις το άκρον του μανδύου. εφ' ου ανεπαύετο
+η νεάνις.
+
+«Ο Χριστός θα την σώση . . . Ούρσε, μη φοβείσαι», είπεν.
+
+Αίφνης, η Λίγεια ήνοιξε τους οφθαλμούς και έθεσε τας καιούσας χείρας
+της επί των χειρών του γονυπετούς Βινικίου.
+
+ — Σε βλέπω, είπεν αύτη. Είσαι συ: Α! ήξευρα ότι θα ήρχεσο.
+
+ — Ήλθα, φιλτάτη. Ο Χριστός να σε λάβη από την προστασίαν του και να
+σε σώση, Λίγεια, αγαπητή μου . . .
+
+Δεν ηδύνατο να είπη περισσότερα, δεν ήθελε ποσώς να προδώση την
+θλίψιν του έμπροσθέν της.
+
+ — Είμαι ασθενής, Μάρκε, και είτε εις το αμφιθέατρον είτε εδώ, πρέπει
+να αποθάνω . . . Είχα παρακαλέσει εις τας προσευχάς μου να σε ίδω προ
+του θανάτου· ήλθες: ο Χριστός με εισήκουσε,
+
+Και ενώ εκείνος δεν ηδύνατο να προφέρη άλλην τινά λέξιν και την
+έθλιβεν απλώς επί του στήθους του, εκείνη προσέθηκε:
+
+ — Ήξευρα ότι θα ήρχεσο. Και σήμερον ο Σωτήρ μας επέτρεψε να είπωμεν
+το χαίρε προς αλλήλους. Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε
+αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε.
+
+Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του
+Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της.
+
+Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με
+φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την
+παρηγορήση:
+
+ — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης. Ο Απόστολος με προέτρεψε να έχω
+πίστιν, και μου υποσχέθη να δεηθή διά σε. Ο Χριστός όστις τον
+ηγάπησε, δεν θα του αρνηθή τίποτε . . . . Όχι, Λίγεια! Ο Χριστός θα
+με ελεήση . . . . Δεν θα αποθάνης . . .
+
+ — Μάρκε!
+
+ — Λέγε, αγαπητή μου.
+
+ — Δεν πρέπει να με κλαύσης. Ενθυμού, ότι θα έλθης πλησίον μου, εκεί
+επάνω. Η ζωή μου δεν θα είνε μακρά, αλλ' ο Θεός θα μου χαρίση την
+ψυχήν σου. Και θέλω να δύναμαι να είπω εις τον Χριστόν ότι, μολονότι
+απέθανα, μολονότι με είδες θνήσκουσαν και μολονότι συ έμενες εν τη
+απελπισία, δεν κατηράσθης το θέλημά Του. Εκείνος θα μας ενώση· σε
+αγαπώ και θέλω να είμαι μαζί σου . . . .
+
+Και πάλιν είχεν ανάγκην αέρος, και με φωνήν μόλις καταληπτήν είπε:
+
+ — Υποσχέθητί μοι τούτο, Μάρκε!
+
+ — Επί της ιεράς κεφαλής σου, υπόσχομαι!
+
+Τότε, εν μέσω του αμυδρού φωτός, είδε το πρόσωπόν της Λιγείας να
+ακτινοβολή. Εκείνη έφερεν ακόμη μίαν φοράν την χείρα του Βινικίου εις
+τα χείλη της και εψιθύρισε:
+
+ — Η σύζυγός σου . . . . είμαι σύζυγός σου . . .
+
+Όπισθεν του τοίχου, οι πραιτωριανοί, οίτινες έπαιζον τους πεσσούς,
+εξέβαλον φωνάς φιλονεικίας.
+
+Ο Βινίκιος και η Λίγεια είχον λησμονήσει την φυλακήν, όλον τον
+κόσμον, και ενούντες τας ουρανίους ψυχάς των, ήρχισαν να
+προσεύχωνται.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΕ'.
+
+
+
+Μόλις εξημέρωνε, τα πρώτα κύματα του πλήθους είχον αρχίσει να
+συρρέουν προς τους κήπους του Καίσαρος.
+
+Ο λαός εν εορτασίμω περιβολή, στεφανωμένος με άνθη, επήγαινε ψάλλων
+ενθουσιωδώς εις το αμφιθέατρον, διά να απολαύση, θέαμα νέον και
+λαμπρόν, το οποίον ο Καίσαρ ηθέλησε να δώση τελευταίον διά να
+ευχαριστήση περισσότερον τον λυσσασμένον όχλον. Σχεδόν πάντες ήσαν
+μεθυσμένοι.
+
+Δαδούχοι και λαμπαδηφόροι ήσαν παρατεταγμένοι και εφώναζον
+θριαμβευτικώς καθ' όλην την οδόν Τέκταν επί της γεφύρας Αιμιλιανού
+και εκ της ετέρας πλευράς του Τιβέρεως, εις τα πέριξ του ιπποδρομίου
+του Νέρωνος, και μάλιστα επί του Λόφου του Βατικανού. Συνέρρεον τα
+πλήθη χειμαρρωδώς, διότι το θέαμα ανθρώπων καιομένων επί πασσάλων ήτο
+εκ των απολαυστικωτέρων. Την φοράν μάλιστα ταύτην, επειδή ήτο πληθώρα
+καταδίκων, το θέαμα επρομηνύετο μεγαλοπρεπέστερον. Θέλοντες να
+αποτελειώσουν τους χριστιανούς και να περιστείλουν την επιδημίαν,
+ήτις εκ των φυλακών εξετείνετο επί μάλλον και μάλλον ανά την πόλιν, ο
+Καίσαρ και ο Τιγγελίνος είχον κενώσει όλα τα υπόγεια, εις τρόπον ώστε
+δεν έμενον πλέον ειμή δεκάδες τινές ατόμων, φυλαττομένων διά το τέλος
+των αγώνων.
+
+Και το πλήθος, αφού διέβη τας κιγκλίδας του κήπου, κατέστη άφωνον εκ
+της καταπλήξεως. Αι κυριώτεραι λεωφόροι αι εισχωρούσαι εις τας
+λόχμας, αι εκτεινόμεναι κατά μήκος των λειμώνων, αι συστάδες των
+δένδρων, αι λίμναι, τα ιχθυοτροφεία και αι ανθόσπαρτοι πρασιαί είχον
+πληρωθή από πασσάλους αλειμμένους με ρητίνην, επί των οποίων είχον
+δεθή χριστιανοί. Εκ του ύψους των γηλόφων, όπου το βλέμμα δεν εισέδυε
+παρά διά μέσου των δένδρων, ηδύνατό τις να παρατηρήση ολοκλήρους
+σειράς πασσαλίσκων και σώματα στολισμένα δι' ανθέων κισσού και φύλλων
+μυρσίνης. Εν τούτοις το σκότος επήρχετο και οι πρώτοι αστέρες είχον
+ανατείλει. Πλησίον εκάστου καταδίκου ήλθον και ετάχθησαν δούλοι
+ωπλισμένοι με δάδας, και όταν το κέρας εσήμανε την έναρξιν του
+θεάματος, ούτοι έθεσαν το πυρ εις την βάσιν των πασσάλων.
+
+Το χόρτον το βρεγμένον με πίσσαν και κρυμμένον υπό τα άνθη, έλαμψεν
+αμέσως με μίαν φλόγα καθαράν, η οποία, διαρκώς αυξάνουσα, ήρχισε να
+εκτυλίσση τους στεφάνους του κισσού και να λείχη τους πόδας των
+θυμάτων.
+
+Ο λαός εσιώπησεν, οι κήποι αντήχησαν εκ μιας και μόνης απείρου
+οιμωγής, αποτελουμένης εκ χιλιάδων κραυγών οδύνης. Εν τούτοις τινές
+των μαρτύρων, εγείροντες τους οφθαλμούς προς τον αστερόεντα ουρανόν,
+έψαλλον την δόξαν του Χριστού. Ο λαός ήκουεν. Αλλά και αι σκληρότεραι
+καρδίαι κατελήφθησαν υπό τρόμου, όταν, εκ του ύψους των μικρών
+πασσάλων, σπαρακτικαί κραυγαί παιδίων ήρχισαν να φωνάζουν: Μητέρα!
+Μητέρα! Και αυτοί οι μεθυσμένοι συνεταράχθησαν από φρικίασιν εις την
+θέαν των μικρών κεφαλών των αθώων εκείνων προσώπων, συσπωμένων εκ του
+πόνου ή καλυπτομένων υπό του καπνού, όστις ήρχιζεν ήδη να πνίγη τα
+θύματα.
+
+Αι φλόγες εξηκολούθουν να ανέρχωνται και κατεβίβρωσκον έν προς έν τα
+θύματα. Αι κύριαι δίοδοι επλήσθησαν φλογών· αι συστάδες των δένδρων
+εφωταγωγήθησαν· τα φύλλα των εφάνησαν ρόδινα και ήρχισαν να
+κιτρινίζουν από τας φλόγας.
+
+Και εφώτισεν ως εν μέση ημέρα.
+
+Η οσμή της ψηνομένης σαρκός επλήρωσε τους κήπους, αλλ' αμέσως επί των
+θυμιατηρίων των τοποθετημένων μεταξύ των πασσάλων, οι δούλοι έρριψαν
+μύρτον και αλόην . . .
+
+Ήδη από της αρχής του θεάματος, ο Καίσαρ είχε φανή εις το μέσον του
+λαού, επί λαμπρού τεθρίππου με λευκούς ίππους. Έφερεν ένδυμα
+αμαξηλάτου με πράσινον χρώμα, ως εσυνηθίζετο εν τη αυλή του. Άλλα
+άρματα ηκολούθουν πλήρη αυλικών με ενδύματα μεγαλοπρεπή. Συγκλητικοί,
+ιερείς, μουσικοί μετημφιεσμένοι εις ζώα και εις σατύρους έπαιζον
+κιθάρας, άρπας, οξυαύλους και κέρατα. Ο Καίσαρ, έχων δεξιόθεν τον
+Τιγγελίνον και αριστερόθεν τον Χίλωνα, του οποίου ο τρόμος τον
+έτερπεν, ωδήγει τους ίππους του βραδέως, θεωρών τα καιόμενα σώματα
+και ακούων τας αναφωνήσεις του λαού. Οι υπερμεγέθεις βραχίονές του,
+τεταμένοι επί των νεφρών, εφαίνοντο ότι έκαμνον το σημείον της
+ευλογίας προς τον λαόν του. Το πρόσωπόν του και οι ημίκλειστοι
+οφθαλμοί του εμειδίων, και, στεφανωμένος με χρυσόν, έλαμπε μεταξύ
+όλων των ανθρώπων ως ο ήλιος ή ως Θεός.
+
+Εστάθη πλησίον της μεγάλης κρήνης, εις την διασταύρωσιν δύο λεωφόρων,
+κατήλθεν εκ του τεθρίππου, έκαμε νεύμα εις τους συνοδούς του και
+ανεμίχθη εις το πλήθος διά να παρατηρήση τα θύματα ή διά να αστειευθή
+με τον Χίλωνα, του οποίου το πρόσωπον απεκάλυπτε βαθείαν απελπισίαν.
+Την στιγμήν εκείνην παρετήρει μίαν παρθένον, της οποίας ο κόλπος
+ήρχισε να σπινθηρίζη εις την φλόγα. Περιήλθον και τους άλλους
+πασσάλους, απολαμβάνοντες του απαισίου θεάματος της αγωνίας των
+καιομένων θυμάτων.
+
+Τέλος έφθασαν προ ενός υψηλοτάτου ιστού στολισμένου με μύρτα και
+στεφανωμένου με κισσόν. Οι υπέρυθροι σπινθήρες έλειχον ακόμη τα
+γόνατα του θύματος, αλλά δεν ηδύνατο κανείς να διακρίνη το πρόσωπόν
+του, το οποίον εκάλυπτον με καπνόν οι χλωροί κλαδίσκοι αναφλεγόμενοι.
+
+Αίφνης η νυκτερινή αύρα απεμάκρυνε τον καπνόν, απεκάλυψε κεφαλήν
+γέροντος με ψαρόν γένειον. Εις την θέαν ταύτην, ο Χίλων συνεταράχθη
+και συνεσφίχθη ως όφις πληγείς, και από το στόμα του έφυγε κραυγή
+ομοία μάλλον προς κρωγμόν κόρακος ή με φωνήν ανθρωπίνην.
+
+ — Ο Γλαύκος! ο Γλαύκος!
+
+Από του ύψους του καιομένου πασσάλου, ο ιατρός Γλαύκος προσέβλεπε. Με
+θλιβερόν πρόσωπον κεκλιμένον προς τα κάτω, εθεώρει τον άνθρωπον όστις
+τον είχε προδώσει, όστις του είχεν αφαιρέσει την σύζυγον και το
+τέκνον του, τον είχε προσελκύσει εις ενέδραν δολοφόνων, και όστις,
+αφού όλα τα εγκλήματα τω είχον συγχωρηθή εν ονόματι του Χριστού, τον
+είχε και πάλιν παραδώσει εις τους δημίους. Οι οφθαλμοί του Γλαύκου
+ήσαν προσηλωμένοι επί του προσώπου του Έλληνος.
+
+Πάντες ενόησαν ότι μεταξύ των δύο εκείνων ανθρώπων κάτι συνέβαινεν,
+αλλ' ο γέλως διέστειλε τα χείλη των θεατών, διότι το πρόσωπον του
+Χίλωνος ήτο φρικτόν. θα έλεγε τις ότι αι γλώσσαι του πυρός έκαιον το
+ιδικόν του σώμα.
+
+Αίφνης ο Χίλων ηγέρθη, έτεινε τους βραχίονας και έκραξε με φωνήν
+φρικώδη και σπαρακτικήν:
+
+ — Γλαύκε! εν ονόματι του Χριστού! συγχώρησέ με.
+
+Όλοι εσίγησαν γύρω· ρίγος διέδραμε τους παρεστώτας και πάντες ύψωσαν
+τους οφθαλμούς προς τον πάσσαλον.
+
+Η κεφαλή του μάρτυρος εκινήθη ηρέμα και ήκουσαν φωνήν οιμώζουσαν
+κατερχομένην από του ύψους του ιστού:
+
+ — Συγχωρώ . . .
+
+Ο Χίλων έπεσε πρηνής ολολύζων ως θηρίον και με τας δύο χείρας ήρχισε
+να σωρεύη χώμα επί της κεφαλής του. Αι φλόγες ανεπήδησαν αιφνιδίως,
+περιέβαλον το στήθος και το πρόσωπον του Γλαύκου, εξηπλώθησαν εις τον
+μύρτινον στέφανον επί της κεφαλής του και κατέφαγον τας ταινίας εις
+το ύψος του ιστού, όστις ανεφλέγη ολόκληρος, αναδίδων μεγάλην λάμψιν.
+
+Αλλ' ο Χίλων ηνωρθώθη με πρόσωπον τόσον ηλλοιωμένον, ώστε οι
+αυγουστιανοί ενόμισαν ότι έβλεπον προ αυτών άλλον άνθρωπον. Οι
+οφθαλμοί του έλαμπον με ισχυρότατον φως, το ερρυτιδωμένον μέτωπόν του
+εφανέρωνε την έκστασιν. Ο Έλλην ούτος, χαύνος και δειλός ακόμη,
+εφαίνετο ως ιερεύς εμπνευσμένος υπό του Θεού του, μέλλων ν' αποκαλύψη
+φοβεράς αληθείας.
+
+ — Τι συμβαίνει; Παρεφρόνησεν! . . . ηκούοντο ψίθυροι.
+
+Εκείνος εστράφη προς το πλήθος, ύψωσε την δεξιάν χείρα και ήρχισε να
+λέγη, ή μάλλον, να φωνάζη με στεντορίαν φωνήν, όπως όχι μόνον οι
+Αυγουστιανοί, αλλά και ο συρφετός όλος τον ακούση:
+
+ — Λαέ της Ρώμης! εις τον θάνατόν μου ομνύω, ότι θανατούνται αθώοι! Ο
+εμπρηστής είναι αυτός:
+
+Και έδειξε τον Νέρωνα.
+
+Επήλθε στιγμή σιωπής. Οι αυλικοί έμειναν ως απολιθωμένοι. Ο Χίλων
+ίστατο ακίνητος με χείρα τρέμουσαν και δεικνύων διά του δακτύλου τον
+Καίσαρα. Θόρυβος ηγέρθη.
+
+Ως κύματα συνταρασσόμενα και αιφνιδίως ωθούμενα υπό της τρικυμίας, ο
+λαός όρμησε προς τον γέροντα διά να τον ίδη εγγύτερον. Φωναί
+εκραύγαζον: «Κρατήστε τον», άλλαι: «Αλλοίμονον εις ημάς!»
+
+Θύελλα συριγμών και ωρυγμών εξέσπασεν: «Αινόβαρδε! Δολοφόνε!
+Μητροκτόνε! Εμπρηστά! Ο κυκεών ηύξανεν. Αίφνης ιστοί τινες
+καταναλωθέντες υπό του πυρός, κατέπεσαν ως βροχή σπινθήρων.
+
+Τυφλόν κύμα του όχλου παρέσυρε τον Χίλωνα προς το βάθος του κήπου.
+
+Παντού οι πάσσαλοι πυρίκαυστοι ήρχιζον να πίπτουν επί της οδού,
+πληρούντες τας λόχμας καπνού, σπινθήρων, οσμής κεκαυμένου ξύλου και
+κνίσσης ανθρωπίνου κρέατος. Τα φώτα εσβύνοντο πανταχού. Οι κήποι
+εβυθίζοντο εις τα σκότη.
+
+Ο Χίλων επλανάτο, μη γνωρίζων προς ποίον μέρος να στρέψη τα βήματά
+του. Προσέκρουεν επί ημικαύστων πτωμάτων, παρέσυρε δαυλούς, οίτινες
+τον περιεκάλυπτον με απειλητικόν νέφος σπινθήρων και ενίοτε εκάθητο
+και παρετήρει γύρω του με χαύνα βλέμματα. Τέλος εξήλθεν εκ της σκιάς
+και ωθούμενος υπό ακαταμαχήτου δυνάμεως, εβάδισε προς την κρήνην,
+όπου ο Γλαύκος είχεν εκπνεύσει.
+
+Μία χειρ έψαυσε τον ώμον του.
+
+Ο γέρων εστράφη, και ιδών έμπροσθέν του ένα άγνωστον, ανέκραξε:
+
+ — Τι; Ποίος είσαι;
+
+ — Απόστολος Παύλος, ο Ταρσεύς.
+
+ — Είμαι κατηραμένος . . . Τι θέλεις;
+
+Ο Απόστολος απεκρίθη:
+
+ — Θέλω να σε σώσω.
+
+Ο Χίλων εστηρίχθη επί δένδρου.
+
+ — Δι' εμέ δεν υπάρχει πλέον σωτηρία! είπε με ασθενή φωνήν.
+
+ — Δεν ηξεύρεις λοιπόν ότι ο Θεός εσυγχώρησε τον μετανοήσαντα ληστήν;
+ηρώτησεν ο Παύλος.
+
+ — Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ;
+
+ — Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας.
+
+ — Ω, κύριε!
+
+Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να
+ησθάνετο ότι παρεφρόνει.
+
+ — Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . .
+
+ — Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε.
+
+ — Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.
+
+ — Στηρίξου επί του βραχίονός μου και ακολούθει με, είπεν ο
+Απόστολος. Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους και σωτήρ ημών. Ήλγησας και
+ενώπιον του πασσάλου του Γλαύκου και ο Χριστός είδε το άλγος σου.
+Είπες δε αφόβως προς τον Νέρωνα ότι «ο εμπρηστής είναι εκείνος». Και
+ο Χριστός δεν ελησμόνησε την μετάνοιάν σου.
+
+Ο Χίλων έπεσε γονυκλινής, έκρυψε το πρόσωπον εις τας χείρας του και
+έμεινεν ακίνητος. Ο Παύλος ανέβλεψε προς τον ουρανόν και προσηυχήθη:
+
+ — Κύριε, έλεγεν, επίβλεψον επί του ταλαιπώρου τούτου.
+
+Αλλ' εις τους πόδας του αίφνης μία οιμώζουσα επίκλησις ηκούσθη:
+
+ — Ναι, Κύριε Ιησού Χριστέ! . . . συγχώρησέ με!
+
+Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της
+κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων:
+«Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του
+Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!»
+
+Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε
+με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν
+πρόσωπόν του. Αι στιγμαί διεδέχοντο αλλήλας εντός της νυκτός· εκ των
+μεγάλων ορνιθοτροφείων των κήπων της Δομιτίας έφθασε μέχρις αυτών το
+άσμα του αλέκτορος. Εκείνος έμεινε γονυπετής, ακινητών ως άγαλμα.
+
+Τέλος ηρώτησε:
+
+ — Τι οφείλω να πράξω πριν αποθάνω, δέσποτα;
+
+Ο Παύλος αφυπνίσθη εκ της σκέψεως της αμέτρου εκείνης δυνάμεως, από
+την οποίαν αι ψυχαί ως η του Έλληνος εκείνου δεν ηδύναντο να
+διαφύγωσι, και απεκρίθη:
+
+ — Έχε πίστιν και μαρτύρει περί της Αληθείας!
+
+Εξήλθον ομού εις την έξοδον του κήπου. Ο απόστολος ηυλόγησε και πάλιν
+τον γέροντα και εχωρίσθησαν κατ' απαίτησιν αυτού του Χίλωνος,
+προβλέποντος ότι ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος θα τον κατεδίωκον.
+
+Δεν ηπατάτο ποσώς. Επανελθών οίκαδε, εύρε την οικίαν του
+περικυκλωμένην υπό πραιτωριανών, οίτινες τον συνέλαβον και τον
+ωδήγησαν εις το παλατίνον.
+
+Ο Καίσαρ ανεπαύετο ήδη, αλλ' ο Τιγγελίνος ηγρύπνει και τον ανέμενεν.
+Εχαιρέτισε τον δυστυχή Έλληνα με πρόσωπον ατάραχον, αλλ' απαίσιον.
+
+ — Διέπραξες έγκλημα καθοσιώσεως, του είπε, και δεν θα αποφύγης την
+τιμωρίαν. Αλλ' εάν αύριον, εν μέσω του αμφιθεάτρου δηλώσης ότι ήσο
+μεθυσμένος και παρελογίζεσο και ότι οι χριστιανοί είναι πράγματι οι
+αυτουργοί της πυρκαϊάς, η τιμωρία σου θα περιορισθή μόνον εις
+μαστίγωσιν και εξορίαν.
+
+ — Δεν δύναμαι, άρχον, εψιθύρισε πράως ο Χίλων.
+
+Ο Τιγγελίνος τον επλησίασε με βήματα βραδέα και με πνιγομένην, αλλά
+φοβεράν, φωνήν ηρώτησε:
+
+ — Πώς; δεν δύνασαι, σκυλλογραικέ; Δεν ήσο λοιπόν μεθυσμένος; Δεν
+εννοείς τι σε περιμένει λοιπόν; Παρατήρησε απ' εκεί.
+
+Και του έδειξε μίαν γωνίαν του μελάθρου, όπου ίσταντο όρθιοι εις την
+σκιάν, πλησίον ενός μεγάλου ξυλίνου εδωλίου, τέσσαρες δούλοι εκ
+Θράκης, κρατούντες σχοινία και λαβίδας εις τας χείρας.
+
+Ο Χίλων απεκρίθη:
+
+ — Δεν δύναμαι, αυθέντα!
+
+Η μανία εκόχλαζεν εις την ψυχήν του Τιγγελίνου, αλλ' ούτος
+συνεκρατήθη ακόμη.
+
+ — Είδες πώς αποθνήσκουν οι χριστιανοί; θέλεις να αποθάνης και συ
+όπως και εκείνοι;
+
+Ο γέρων ύψωσε προς στιγμήν το ωχρόν πρόσωπόν του· προς στιγμήν τα
+χείλη του εκινήθησαν εν σιωπή, έπειτα δε είπε:
+
+ — Και εγώ πιστεύω εις τον Χριστόν! . . .
+
+Ο Τιγγελίνος τον παρετήρησεν εμβρόντητος.
+
+ — Σκύλλε! Αληθώς παρεφρόνησες!
+
+Ώρμησε κατά του Χίλωνος, του έδραξε τον πώγωνα με τας δύο χείρας, τον
+εκύλισε κατά γης και τον εποδοπάτησεν, επαναλαμβάνων με αφρίζοντα
+χείλη:
+
+ — Θα αναιρέσης! Θα αναιρέσης τους λόγους σου!
+
+ — Δεν δύναμαι, ώμοζεν ο Έλλην, υπό την πτέρναν του Τιγγελίνου.
+
+ — Εις την βάσανον τον άνθρωπον τούτον!
+
+Οι Θράκες δούλοι ήρπασαν τον γέροντα, τον εξήπλωσαν επί οκρίβαντος,
+τον έδεσαν με τα σχοινία και ήρχισαν με τας λαβίδας των να τσιμπούν
+τα κατεσκληκότα προκνήμια. Αλλ' εκείνος, ενώ τον έδενον, ησπάζετο
+ταπεινώς τας χείρας των, έπειτα έκλεισε τους οφθαλμούς και έμεινεν
+ακίνητος, ως νεκρός.
+
+Έζη ακόμη, και, όταν ο Τιγγελίνος έκυψε προς αυτόν και πάλιν, και τον
+ηρώτησε:
+
+ — Θα αναιρέσης;
+
+Τα ωχρά του χείλη εκινήθησαν ελαφρώς και εξ αυτών διέφυγε ψίθυρος
+μόλις ακουόμενος:
+
+ — Δεν . . . . δύναμαι! . . .
+
+Ο Τιγγελίνος διέταξε να διακοπή η βάσανος και διηυθύνθη προς το
+άτριον. Τέλος, εφάνη ότι του επήλθε νέα ιδέα, και στραφείς προς τους
+Θράκας:
+
+ — Αποσπάσατέ του την γλώσσαν!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΣΤ'.
+
+
+
+Διά την παράστασιν του δράματος «Αυρέολος», τα θέατρα και τα
+αμφιθέατρα είχον διευθετηθή ούτως, ώστε να δύνανται ν' ανοίγωνται και
+να σχηματίζουν δύο χωριστάς σκηνάς. Αλλά, μετά το θέαμα των κήπων του
+Καίσαρος, παρημελήθησαν αι συνήθεις διατυπώσεις, διότι επρόκειτο να
+επιτραπή εις όλους τους θεατάς να ίδωσι τον θάνατον του εσταυρωμένου
+δούλου, όστις, εις το δράμα, κατεβροχθίζετο υπό μιας άρκτου. Εις το
+θέατρον το πρόσωπον της άρκτου επαίζετο υπό τινος ηθοποιού εραμμένου
+εντός μηλωτής· αλλά την φοράν ταύτην η αναπαράστασις έμελλε να είναι
+πραγματική. Ήτο μία νέα έμπνευσις του Τιγγελίνου.
+
+Εις το λυκόφως, ολόκληρος ο ιππόδρομος είχεν υπερεκχειλισθή. Οι
+Αυγουστιανοί, παριστάμενοι εν σώματι με τον Τιγγελίνον επί κεφαλής,
+είχον έλθει όχι τόσον διά το θέαμα, όσον διά να δώσουν εις τον
+Καίσαρα δείγμα υπακοής μετά το τελευταίον επεισόδιον, και διά να
+συζητήσουν περί του Χίλωνος, περί του οποίου ωμίλει όλη η πόλις.
+
+Τέλος η προσδοκωμένη στιγμή έφθασεν. Οι υπηρέται του ιπποδρόμου
+έφερον κατ' αρχάς ξύλινον σταυρόν, αρκετά χαμηλόν, όπως η άρκτος
+ανορθουμένη επί των οπισθίων ποδών, δύναται να φθάνη το στήθος του
+βασανιζομένου καταδίκου· κατόπιν δύο άνδρες ωδήγησαν ή μάλλον έσυραν
+επί της κονίστρας τον Χίλωνα, όστις, έχων συντετριμμένας τας κνήμας,
+δεν ηδύνατο να βαδίση. Εκαρφώθη επί του ξύλου τόσον ταχέως, ώστε οι
+αυγουστιανοί δεν ηδυνήθησαν να τον παρατηρήσωσιν ανέτως. Μόνον, αφού
+ηνώρθωσαν τον σταυρόν, όλων τα βλέμματα εστράφησαν προς εκείνον.
+Ελάχιστοι όμως ηδύναντο ν' αναγνωρίσωσι τον τέως Χίλωνα εις το
+πρόσωπον του γέροντος και γυμνού εκείνου ανθρώπου.
+
+Μετά τας βασάνους, τας επιβληθείσας υπό του Τιγγελίνου, το πρόσωπόν
+του δεν είχε πλέον ούτε σταγόνα αίματος. Η λευκή γενειάς του
+εχωρίζετο από μίαν ερυθράν γραμμήν, ήτις εμαρτύρει ότι του είχον
+κόψει την γλώσσαν. Διά μέσου του διαφανούς δέρματος διεκρίνοντο τα
+οστά.
+
+Το πρόσωπόν του ήτο επώδυνον, αλλά πράον και ειρηνικόν, ως το
+πρόσωπον ανθρώπου κοιμωμένου. Η ειρήνη εφαίνετο ότι μαζί με την
+μετάνοιαν είχε κατέλθει εις την εσκληραγωγημένην εκείνην ψυχήν.
+
+Κανείς δεν εγέλα, διότι εις τον γέροντα εκείνον ενυπήρχε τι τόσον
+ειρηνικόν· εκείνος εφαίνετο τόσον γέρων, τόσον ασθενής, τόσον άξιος
+ελέους, ώστε έκαστος εσκέπτετο διατί εβασάνιζον και εσταύρωνον ένα
+άνθρωπον ψυχορραγούντα ήδη.
+
+Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα
+δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα
+προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι.
+
+Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη,
+ωσφράνθη. Αλλά μετά μίαν στιγμήν, ανέπεσεν επί των ποδών της,
+συνεστάλη υπό τον σταυρόν και ήρχισε να γρυλλίζη, ως εάν η καρδία της
+η θηριώδης είχεν οίκτον προς το ανθρώπινον εκείνο ερείπιον.
+
+Οι υπηρέται του ιπποδρόμου ηρέθιζον την άρκτον διά των κραυγών των. Ο
+λαός έμενεν άφωνος.
+
+Εν τούτοις ο Χίλων ύψωσε βραδέως την κεφαλήν και περιέφερε τα
+βλέμματά του επί των θεατών. Οι οφθαλμοί του εσταμάτησαν πολύ υψηλά
+εις τα τελευταία βάθρα του αμφιθεάτρου. Τότε το στήθος του ανέπνευσε
+ζωηρότερον, και, προς κατάπληξιν του πλήθους, το πρόσωπόν του
+εφαιδρύνθη διά μειδιάματος, το μέτωπόν του εφωτίσθη, οι οφθαλμοί του
+υψώθησαν εις τον ουρανόν και εκ των βεβαρημένων βλεφάρων του δύο
+δάκρυα κατήλθον βραδέως εις το πρόσωπόν του. Και απέθανεν.
+
+Αίφνης, πλησίον του καταπετάσματος, μία ηχηρά φωνή εκραύγασεν:
+
+ — Ειρήνη εις τους μάρτυρας!
+
+Βαθεία σιγή επεκράτει εις το αμφιθέατρον.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ'.
+
+
+
+Κατά την εποχήν του Νέρωνος, πολύ επροτιμώντο αι εσπεριναί
+παραστάσεις εις τους ιπποδρόμους και τα αμφιθέατρα. Αν και ο λαός ήτο
+ήδη χορτασμένος από αίμα, η είδησις ότι το τέλος των αγώνων ήγγιζε
+και ότι οι τελευταίοι χριστιανοί έμελλον να αποθάνωσιν εις το θέαμα
+της εσπέρας εκείνης, συνετέλεσεν εις το να συρρεύση επί των εδωλίων
+πλήθος αναρίθμητον. Οι αυγουστιανοί ήλθον μέχρις ενός, μαντεύοντες
+ότι ο Καίσαρ είχεν αποφασίσει να απολαύση το δράμα της θλίψεως του
+Βινικίου. Ο Τιγγελίνος είχε τηρήσει σιωπήν ως προς το είδος της
+βασάνου της επιφυλαχθείσης διά την μνηστήν του νεαρού τριβούνου· αλλ'
+η σιωπή αύτη υπεδαύλιζε την γενικήν περιέργειαν.
+
+Ο Καίσαρ είχεν έλθει ενωρίτερον του συνήθους. Πλην του Τιγγελίνου και
+του Βατινίου, είχεν οδηγήσει εκεί τον Κάσσιον, ένα κεντηρίονα
+υπερβολικά ευρύνωτον και ρωμαλεώτατον. Η πραιτωριανή φρουρά ήτο
+πολυπληθεστέρα και εκυβερνάτο όχι υπό κεντηρίονος, αλλ' υπό του
+τριβούνου Σουμπρίου Φλαβίου, γνωστού διά την τυφλήν αφοσίωσίν του εις
+το πρόσωπον του αυτοκράτορος. Κατενόησαν ότι ο Καίσαρ ήθελεν, εν
+περιπτώσει αποτυχίας, να είναι εκ των προτέρων εφωδιασμένος εναντίον
+απελπιστικού πλήγματος εκ μέρους του Βινικίου: η περιέργεια ηυξήθη.
+
+Όλων τα βλέμματα εστρέφοντο μετ' απλήστου επιμονής προς την θέσιν την
+οποίαν κατείχεν ο δύστηνος μνηστήρ. Εκείνος ήτο ωχρότατος, και ιδρώς
+έβρεχε το μέτωπόν του. Από πρωίας είχε προσπαθήσει να εισχωρήση εις
+τα υπόγεια, όπως πληροφορηθή αν εκείνη ευρίσκετο εκεί. Αλλ' οι
+πραιτωριανοί επετήρουν όλας τας διεξόδους, και ήτο αδύνατον να
+εισέλθη.
+
+Δεν ήξευρεν εάν έζη ή, και αν έζη, οποία τύχη την ανέμενε και
+εστενοχωρείτο, διότι δεν ηδύνατο να της παράσχη βοήθειαν και καθώς ο
+άνθρωπος ο κυλιόμενος έκ τινος κρημνού, προσπαθεί να προσκολληθή εις
+παν το πρόστυχον, ούτω και ο Βινίκιος προσεκολλάτο εις κάθε σκέψιν
+και εις κάθε ιδέαν, ήτις όμως μετ' ολίγον του εφαίνετο
+απραγματοποίητος. Εις το βάθος της καρδίας του έπαλλεν ακόμη μικρά
+ελπίς: ίσως η Λίγεια δεν ευρίσκετο μεταξύ των καταδίκων, ίσως όλοι οι
+φόβοι του ήσαν μάταιοι . . .
+
+Και απερροφήθη ολόκληρος εις την ελπίδα ταύτην, κατέρριψε την
+αμφιβολίαν και περιέκλεισεν ολόκληρον την ύπαρξίν του εις τας δύο
+ταύτας λέξεις: «Έχε πίστιν». Και ανέμενε μόνον θαύμα, δι' ου θα
+εσώζετο η Λίγεια.
+
+Η ψυχή του ήτο συντετριμμένη υπό το βάρος των σκέψεων τούτων, νεκρική
+ωχρότης ηπλούτο εις το πρόσωπόν του και το σώμα του επάγωνε. Του
+εφαίνετο ότι η Λίγεια ήτο ήδη νεκρά και ότι ο Χριστός τους
+παρελάμβανεν ήδη αμφοτέρους πλησίον του.
+
+Τέλος ο πραίφεκτος έρριψεν επί της άμμου μανδήλιον ερυθρόν.
+
+Η θύρα η αντικρύζουσα εις την αυτοκρατορικήν εξέδραν έτριξεν επί των
+στροφέων της και εκ του στομίου του σκοτεινού εξήλθεν εις την
+κονίστραν ο Λιγειεύς Ούρσος. Ο γίγας εκάμμυε τους οφθαλμούς
+θαμβωμένος. Επροχώρησε μέχρι του κέντρου και τα περιστρεφόμενα
+βλέμματά του εζήτουν να ίδουν ποίον θα είχεν αντιπαλαιστήν. Οι
+αυγουστιανοί και το πλείστον των θεατών ήξευραν, ότι ο άνθρωπος
+εκείνος είχε πνίξει τον Κρότωνα και ψίθυρος ηγέρθη από βαθμίδος εις
+βαθμίδα.
+
+Οι θηριομάχοι, οι υπερβαίνοντες κατά πολύ το μέτριον ανάστημα, δεν
+ήσαν ποσώς σπάνιοι εν Ρώμη, αλλ' ουδέποτε μέχρι τούδε οι οφθαλμοί των
+Κουιριτών είχον ιδή γίγαντα τοιούτου αναστήματος.
+
+Ο Ούρσος έμενεν ακίνητος εις το μέσον της κονίστρας, όμοιος εν τη
+γυμνότητί του με κολοσσόν εκ γρανίτου, με έκφρασιν αναμονής και
+θλίψεως εις το βάρβαρον πρόσωπόν του. Και βλέπων κενήν την κονίστραν,
+περιέφερε την έκπληξιν των γαλανών και παιδικών οφθαλμών του προς
+τους θεατάς, τον Καίσαρα και έπειτα εις τας κιγλίδας των υπογείων,
+οπόθεν ανέμενε τους δημίους.
+
+Καθ' ην στιγμήν εισήλθεν εις την κονίστραν, η καρδία του είχε και
+πάλιν σκιρτήσει εκ της ελπίδος, ότι ίσως θα απέθνησκεν επί του
+σταυρού. Αλλά μη βλέπων ούτε σταυρόν, ούτε οπήν διά τον σταυρόν,
+εσκέφθη ότι ήτο ανάξιος τοιαύτης ευνοίας και ότι ώφειλε να αποθάνη
+κατ' άλλον τρόπον και πιθανώς υπό τους οδόντας των θηρίων. Ήτο άοπλος
+και είχεν αποφασίσει ν' αποθάνη υπομονητικός, ως πιστός του Χριστού.
+
+Και επειδή ήθελε και πάλιν να απευθύνη την προσευχήν του προς τον
+Λυτρωτήν, εγονυπέτησεν, εσταύρωσε τας χείρας και ύψωσε τους οφθαλμούς
+προς τους αστέρας, οίτινες επάλλοντο εκεί υψηλά, εις το άνοιγμα του
+καταπετάσματος.
+
+Η στάσις αύτη δεν ήρεσεν εις το πλήθος. Οι θεαταί είχον κουρασθή να
+βλέπουν εκπνέοντα πρόβατα. Εάν ο γίγας ηρνείτο να αμυνθή, το θέαμα θα
+απετύγχανεν.
+
+Εδώ και εκεί συριγμοί ηκούσθησαν. Μετ' αυτών ηνώθησαν φωναί καλούσαι
+τους μαστιγοφόρους. Αλλ' ολίγον κατ' ολίγον αποκατεστάθη η σιγή,
+διότι ουδείς εγνώριζε τι θα αντιμετώπιζε τον γίγαντα, ούτε εάν κατά
+την κρίσιμον στιγμήν εκείνος θα ηρνείτο την πάλην.
+
+Η αναμονή δεν διήρκεσεν επί πολύ. Αίφνης ήχησεν ο οξύς τριγμός των
+χαλκίνων οργάνων.
+
+Η κιγκλίς η απέναντι της αυτοκρατορικής εξέδρας ηνοίχθη και, εις τον
+στίβον, εν μέσω των κραυγών των θηριοφυλάκων, ώρμησε τεράστιος άγριος
+ταύρος της Γερμανίας με μίαν γυναίκα γυμνήν επί της κεφαλής
+δεδεμένην.
+
+ — Λίγεια! Λίγεια! ανέκραξεν ο Βινίκιος. Και αρπάσας διά των δύο
+χειρών του τας τρίχας των κροτάφων του, περιεμαζεύθη, ως άνθρωπος
+αισθανόμενος εις τα εντόσθιά του διαπερώντα τον σίδηρον δόρατος και
+με φωνήν βραχνήν και τραχείαν ερρόγχασε: «Χριστέ μου, έχω πίστιν! Έχω
+πίστιν! . . . Χριστέ . . . κάμε το θαύμα Σου».
+
+Και δεν ησθάνθη ότι την ιδίαν στιγμήν ο Πετρώνιος του εκάλυψε την
+κεφαλήν με την τήβεννόν του. Ενόμισεν ότι ο θάνατος ή η θλίψις του
+εσκότιζε τους οφθαλμούς. Η εντύπωσις τον είχε βυθίσει εις φοβερόν
+χάος. Ουδεμία ιδέα εσώζετο εν αυτώ και μόνα τα χείλη του
+επανελάμβανον εν παραληρήματι:
+
+«Έχω πίστιν! έχω πίστιν! έχω πίστιν!»
+
+Αίφνης, το αμφιθέατρον έγινεν άφωνον. Οι αυγουστιανοί ηγέρθησαν εκ
+των καθισμάτων των ως είς άνθρωπος. Επί της κονίστρας εξετυλίσσετο
+κάτι τι ανήκουστον.
+
+Εις την θέαν της βασιλόπαιδός του δεδεμένης εις τα κέρατα του αγρίου
+ταύρου, ο Λιγειεύς, ο προ μικρού ταπεινός και έτοιμος εις τον
+θάνατον, ετινάχθη ως να τον έκαυσέ τις με σίδηρον πεπυρακτωμένον και
+με την ράχιν κυρτήν ώρμησε λοξοδρομικώς κατά του μαινομένου θηρίου.
+Από όλα τα στήθη εξήλθε βραχεία κραυγή εξάλλου καταπλήξεως και έπειτα
+επηκολούθησε βαθεία σιγή.
+
+Με έν πήδημα ο Λιγιεύς έφθασε το ζώον και το συνέλαβεν από τα κέρατα.
+
+ — Κύτταξε, έκραξεν ο Πετρώνιος, αφαιρέσας την τήβεννον από την
+κεφαλήν του Βινικίου.
+
+Ούτος ηγέρθη, εσήκωσε το πελιδνόν πρόσωπόν του και ήρχισε να παρατηρή
+την κονίστραν με τους υελώδεις και απλανείς οφθαλμούς του.
+
+Όλων τα στήθη δεν είχον πλέον πνοήν. Εις το αμφιθέατρον και το
+πτερύγισμα μυίας θα ήτο ακουστόν.
+
+Αφ' ότου η Ρώμη είχε καταστή πόλις περίλαμπρος, ουδέποτε είχεν
+εκτυλιχθή τοιούτον θέαμα.
+
+Ο Ούρσος εκράτει το θηρίον εκ των κεράτων. Οι πόδες του είχον χωθή
+εις την άμμον άνωθεν του αστραγγάλου, η ράχις του είχε κυρτωθή ως
+τόξον τεταμένον η κεφαλή του είχε κρυφθή μεταξύ των ώμων του, οι
+μυώνες των βραχιόνων του είχον τεντωθή τόσον, ώστε ενόμιζε κανείς ότι
+η επιδερμίς θα διερρηγνύετο υπό το κύρτωμά των. Είχε σταματήσει καλώς
+τον ταύρον. Και άνθρωπος και κτήνος είχον καρφωθή εις μίαν ακινησίαν
+τόσον απόλυτον, ώστε οι θεαταί ενόμιζον ότι είχον ενώπιον των
+ανάγλυφον των άθλων του Θησέως ή του Ηρακλέους. Αλλ' εκ της
+φαινομενικής ταύτης ακινησίας ανεδεικνύετο η φοβερά έντασις των δύο
+αφηνιασμένων δυνάμεων. Οι τέσσαρες πόδες του ταύρου ήσαν χωμένοι εις
+την άμμον και ο όγκος του σώματός του ο κατάμαυρος και τριχωτός, είχε
+συσταλή ως γιγαντιαία σφαίρα. Το ποίος εκ των δύο, εξαντλούμενος, θα
+έπιπτε πρώτος, διά τους φανατικούς θεατάς της πάλης είχε την στιγμήν
+εκείνην μεγαλειτέραν σπουδαιότητα από την ιδίαν των τύχην, από την
+τύχην ολοκλήρου της Ρώμης και της κοσμοκρατορίας αυτής. Ο Λιγειεύς
+ούτος, ήτο τώρα ημίθεος. Και αυτός ο Καίσαρ ήτο όρθιος. Αυτός και ο
+Τιγγελίνος, γνωρίζοντες την δύναμιν του ανθρώπου, είχον επίτηδες
+διοργανώσει το θέαμα εκείνο, λέγοντες καθ' εαυτούς ειρωνικώς: «Ας
+καταβάλη λοιπόν αυτόν, τον νικητήν του Κρότωνος, ο ταύρος, τον οποίον
+θα εκλέξωμεν δι' αυτόν».
+
+Εις το αμφιθέατρον άνθρωποι είχον υψώσει τους βραχίονας και έμενον
+ακίνητοι εις την στάσιν αυτήν. Άλλων τα μέτωπα ήσαν περίρρυτα εξ
+ιδρώτος, ως εάν οι ίδιοι είχον παλαίσει κατά του θηρίου. Εις το
+ημικύκλιον ηκούετο μόνον ο τριγμός των λυχνιών και ο κρότος των
+φεψάλων, τα οποία έπιπτον εκ των πυρσών. Ο λόγος είχεν εκπνεύσει εις
+τα χείλη. Αι καρδίαι έπαλλον μέχρι διαρρήξεως των στηθών. Εις όλους
+τους θεατάς η πάλη εφαίνετο ότι θα παρετείνετο επί πολύ.
+
+Και ο άνθρωπος και το θηρίον, ακίνητοι εις την αγρίαν των πάλην,
+έμενον ως καρφωμένοι επί του εδάφους.
+
+Αίφνης, μυκηθμός υπόκωφος και θρηνώδης ανήλθεν από της κονίστρας.
+
+Όλων τα στήθη αφήκαν κραυγήν και πάλιν επήλθε σιγή άκρα. Ενόμιζον ότι
+ωνειρεύοντο· εις τους σιδηρούς βραχίονας του βαρβάρου η τεραστία
+κεφαλή του ταύρου συνεστρέφετο ολίγον κατ' ολίγον.
+
+Το πρόσωπον του Λιγειέως, ο τράχηλός του και οι βραχίονες του είχον
+καταστή πορφυροί· το τόξον της ράχεώς του είχε κυρτωθή ακόμη
+περισσότερον. Έβλεπον ότι ούτος συνέλεγε το υπόλοιπον των
+υπεράνθρωπων δυνάμεών του και ότι μετ' ολίγον αύται θα εξηντλούντο.
+
+Επί μάλλον και μάλλον πνιγμένος, επί μάλλον και μάλλον βραχνός και
+αλγεινότερος ο μυκηθμός του ταύρου ανεμιγνύετο με το οξύ φύσημα του
+βαρβάρου. Η κεφαλή του ζώου συνεστρέφετο πάντοτε περισσότερον και
+αίφνης, εκ του ρύγχους του, εκρεμάσθη μία υπερμεγέθης σιελώδης
+γλώσσα. Μετά τινα στιγμήν οι θεαταί οι πλησίον του στίβου ήκουσαν τον
+υπόκωφον δούπον θραυομένων οστών έπειτα το ζώον εκυλίσθη ως όγκος με
+στραγγαλισμένον τον τράχηλον, νεκρόν πλέον.
+
+Εν ριπή οφθαλμού ο γίγας έλυσε την κόρην από των κεράτων του ταύρου
+και την έλαβεν εις τους βραχίονάς του, έπειτα ήρχισε να πνευστιά
+ταχέως. Η όψις του ήτο ωχρά, αι τρίχες της κεφαλής του είχον κολλήσει
+από τον ιδρώτα, οι ώμοι του και οι βραχίονες του ήσαν περίρρυτοι.
+
+Προς στιγμήν έμεινεν ακίνητος και ως ενεός· έπειτα ύψωσε τα βλέμματα
+και προσέβλεπε τους θεατάς.
+
+Το αμφιθέατρον εμαίνετο.
+
+Οι τοίχοι του τεραστίου κτιρίου έτρεμον υπό τας κραυγάς μυριάδων
+στηθών. Οι θεαταί των υψηλών θεωρείων είχον εγκαταλείψει τας θέσεις
+των, συνέρρεον προς την κονίστραν και εποδοπατούντο εις τους
+διαδρόμους, όπως καλλίτερον ίδωσι τον νέον Ηρακλέα.
+
+Πανταχόθεν ηγέρθησαν φωναί εκλιπαρούσαι την χάριν του, φωναί
+περιπαθείς, επίμονοι, αίτινες μετ' ολίγον συνησπίσθησαν εις μίαν
+άπειρον βοήν. Ο γίγας καθίστατο προσφιλής εις το πλήθος εκείνο το
+εξαιρετικώς έκθαμβον εκ της φυσικής σωματικής ρώμης, καθίστατο το
+πρώτον πρόσωπον εις την Ρώμην.
+
+Ο Ούρσος ενόησεν ότι ο λαός εζήτει δι' αυτόν την ζωήν και την
+ελευθερίαν. Αλλά διά τούτο δεν εφρόντιζε. Προς στιγμήν περιέφερε τα
+βλέμματά του περί εαυτόν, έπειτα επλησίασεν εις την αυτοκρατορικήν
+εξέδραν, ταλαντεύων το σώμα της νεανίδος εις τους τεταμένους
+βραχίονάς του, και ύψωσε βλέμματα ικετευτικά ως διά να είπη: «Την
+χάριν της ζητώ! Αυτήν πρέπει να σώσετε! Δι' αυτήν το έκαμα!»
+
+Εις την θέαν της λιποθύμου κόρης, ήτις προ του πελωρίου σώματος του
+Λιγειέως εφαίνετο ως μικρά παιδίσκη, η συγκίνησις κατέλαβε το πλήθος,
+τους ιππότας και τους συγκλητικούς. Το πλήθος ενόμιζεν ότι ήτο πατήρ
+ζητών χάριν διά το τέκνον του. Ο οίκτος εξέσπασεν ως φλοξ. Ο λαός ως
+μαινόμενος εζήτει χάριν και έκραζεν: «αρκεί το αίμα πλέον, αρκούν
+τόσοι νεκροί, τόσα βασανιστήρια». Φωναί πνιγόμεναι από λυγμούς
+εζήτησαν χάριν και διά τους δύο. Αίφνης ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της
+έδρας του, υπερέβη τον φραγμόν του γύρου, ώρμησε προς την Λίγειαν και
+εκάλυψε διά της τηβέννου του το γυμνόν σώμα της μνηστής του.
+
+Έπειτα έσχισε τον χιτώνα του επί του στήθους του, αποκαλύψας τας
+ουλάς των τραυμάτων, όσα είχε λάβει εν Αρμενία, και έτεινε τους
+βραχίονας προς τον λαόν.
+
+Τότε η φρενίτις υπερέβη τα όρια παντός ό,τι είχεν ιδεί ποτέ το
+αμφιθέατρον.
+
+Ο όχλος ήρχισε να ποδοκροτή και να ωρύεται. Αι φωναί αι ζητούσαι την
+χάριν κατέστησαν απειλητικαί. Χιλιάδες θεατών έστρεψε προς τον
+Καίσαρα εσφιγμένας πυγμάς, όλων τα βλέμματα εξήστραπτον από μανίαν. Ο
+Νέρων τα έχασε.
+
+Δεν ησθάνετο κανέν μίσος προς τον Βινίκιον και ο θάνατος της Λιγείας
+δεν τον ενδιέφερε πολύ. Αλλ' η φιλαυτία του δεν τω επέτρεπε να
+υποκύψη εις την θέλησιν του πλήθους· συγχρόνως εκ δειλίας εμφύτου,
+εδίσταζε να αντιτάξη άρνησιν.
+
+Και ήρχισε να ζητή διά των οφθαλμών εάν τουλάχιστον εις κανένα εκ των
+αυγουστιανών διέκρινεν αντίχειρα εστραμμένον προς την γην, ως σημείον
+θανάτου. Αλλ' ο Πετρώνιος έτεινε την παλάμην του υψηλά και τον
+παρετήρει κατάμματα με μίαν έκφρασιν αποτροπής. Ομοίως ο συγκλητικός
+Σκαιβίνος, επίσης ο Νέρβας, ωσαύτως ο Τούλιος Σενεκίων, καθώς και ο
+γηραιός και ένδοξος αρχηγός Οστόριος Σκάπουλας και ο Ωστίτιος και ο
+Πίσων και ο Βέτος και ο Κρίσπινος, και ο Μινούτιος Θέρμος και ο
+Πόντιος Τελεσίνος, — επίσης και ο αυστηρότερος πάντων Θρασεύς, τον
+οποίον εσέβετο ο λαός. Εις την θέαν εκείνων, ο Καίσαρ απεμάκρυνε τον
+σμάραγδον εκ του οφθαλμού του με έκφρασιν περιφρονήσεως και
+μνησικακίας, αλλ' ο Τιγγελίνος, όστις ήθελεν αντί πάσης θυσίας να
+νικήση τον Πετρώνιον, έκυψε και είπε:
+
+ — Μη υποκύψης, θεσπέσιε· έχομεν τους πραιτωριανούς.
+
+Ο Νέρων εστράφη προς το μέρος, όπου, επί κεφαλής της φρουράς του,
+ίστατο ο άγριος Σούβριος Φλάβιος, όστις, μέχρι τούδε, ήτο αφωσιωμένος
+εις αυτόν ψυχή τε και σώματι. Και είδε πράγμα ανήκουστον. Το
+σκυθρωπόν πρόσωπον του γηραιού χιλιάρχου είχε πληρωθή δακρύων, και με
+την υψωμένην χείρα του έκαμε το σημείον της χάριτος.
+
+Εν τούτοις η λύσσα εκυρίευσε το πλήθος. Υπό τα ακατάπαστα
+ποδοκροτήματα στρόβιλος κονιορτού είχε περικαλύψει το αμφιθέατρον.
+Μεταξύ των κραυγών αντήχουν αραί: «Δολοφόνε! Μητροκτόνε! Εμπρηστά!» Ο
+Νέρων εφοβήθη. Ως κωμικός και ως αοιδός, είχεν ανάγκην της ευνοίας
+του λαού· έπειτα ήθελεν εν τη πάλη του κατά της Συγκλήτου και των
+πατρικίων, να έχη υπέρ αυτού τον λαόν, τέλος, από της πυρπολήσεως της
+Ρώμης, είχε προσπαθήσει να εξαπατήση τον όχλον δι' όλων των μέσων και
+να διευθύνη την οργήν του κατά των χριστιανών. Ενόησεν ότι θα ήτο
+επικίνδυνον να αντισταθή περισσότερον· μία στάσις δημιουργουμένη εις
+τον ιππόδρομον ηδύνατο να εξαπλωθή εις όλην την πόλιν και να έχη
+ανυπολογίστους συνεπείας.
+
+Έρριψε βλέμμα προς τον Σούβριον Φλάβιον, προς τον εκατόνταρχον
+Σκαιβίνον, συγγενή του συγκλητικού, προς τους στρατιώτας, και μη
+βλέπων πανταχού ειμή συνεσταλμένας οφρύς, συγκεκινημένα τα πρόσωπα
+και βλέμματα τοξευόμενα εναντίον του, έκαμε το σημείον της χάριτος.
+
+Βροντή επευφημιών εξερράγη από άνωθεν έως κάτω του ημικυκλίου. Ο λαός
+ήτο βέβαιος περί της ζωής των καταδίκων· από της στιγμής ταύτης,
+ούτοι ευρίσκοντο υπό την προστασίαν του, και κανείς, ουδ' αυτός ο
+Καίσαρ, δεν θα ετόλμα να τους καταδιώξη διά του μίσους του.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΗ'.
+
+
+
+Τέσσαρες Βιθυνοί έφερον μετά προφυλάξεως την Λίγειαν προς την οικίαν
+του Πετρωνίου. Ο Βινίκιος και ο Ούρσος, παρά το πλευρόν του φορείου,
+εβάδιζον σιωπηλοί, διότι μετά τας συγκινήσεις της ημέρας, δεν είχον
+την δύναμιν να ομιλήσωσιν. Ο Βινίκιος ήτο ακόμη ημιενεός.
+Επανελάμβανε καθ' εαυτόν ότι η Λίγεια ήτο σώα, ότι ούτε η φυλακή,
+ούτε ο θάνατος εις την κονίστραν την ηπείλουν πλέον, ότι τα δεινά της
+είχον τελειώσει και ότι θα την ωδήγει εις τον οίκον του διά να μη
+χωρισθή πλέον αυτής. Τω εφαίνετο ότι εκεί ανέτειλε μία νέα ζωή μάλλον
+παρά η πραγματικότης. Από καιρού εις καιρόν έκυπτεν επί του ανοικτού
+φορείου διά να παρατηρήση, εις την λάμψιν της σελήνης, το προσφιλές
+εκείνο πρόσωπον, ως βυθισμένον εις νάρκην, και επανελάμβανεν:
+
+«Είναι αύτη! Ο Χριστός την έσωσε!»
+
+Επροχώρουν με βήμα ταχύ εν μέσω των νεωστί εκτισμένων οικιών, των
+οποίων η λευκότης έλαμπεν υπό το σεληνιακόν φως. Η πόλις ήτο έρημος.
+Εδώ και εκεί μόνον όμιλοι ανθρώπων στεφανωμένοι με κισσόν έψαλλον και
+εχόρευον προ των στοών υπό τους ήχους του αυλού, απολαμβάνοντες την
+περίοδον των εορτών, ήτις παρετείνετο μέχρι πέρατος των αγώνων, και
+την έξοχον εκείνην νύκτα.
+
+Εν τοσούτω έφθασαν εις την οικίαν οι υπηρέται προειδοποιηθέντες υπό
+τινος δούλου, είχον εξέλθει εν σώματι προς συνάντησίν των. Ήδη εις το
+Άντιον, ο Παύλος ο Ταρσεύς είχε προσηλυτίσει τους πλείστους εξ αυτών.
+Τα δεινά του Βινικίου ήσαν τελείως γνωστά εις αυτούς και η χαρά των
+υπήρξε μεγίστη επί τη θέα των θυμάτων των αποσπασθέντων εκ της
+αγριότητος του Νέρωνος. Το πλήθος εκείνο ηυξήθη περισσότερον, όταν ο
+Θεοκλής, ιατρός, εδήλωσεν ότι η Λίγεια δεν είχε καμμίαν σοβαράν
+βλάβην, ο πυρετός των φυλακών την είχεν εξασθενίσει, αλλ' ότι μετ'
+ολίγον θα ανελάμβανε τας δυνάμεις της.
+
+Επανήλθεν εις τας αισθήσεις της την ιδίαν νύκτα. Εξυπνήσασα εις
+λαμπρόν κοιτώνα, φωτισμένον διά λυχνιών κορινθιακών και ευωδιάζοντα
+από την ιεροβοτάνην, δεν ηδυνήθη να εννοήση πού ευρίσκετο ούτε τι της
+είχε συμβή. Είχε διατηρήσει την ανάμνησιν των προ ολίγου συμβάντων,
+οπότε οι δήμιοι την προσέδεναν εις τα κέρατα του πεδικλωμένου ζώου.
+Βλέπουσα κύπτον επ' αυτήν εις το γλυκύ φως το πρόσωπον του Βινικίου,
+εφαντάσθη ότι δεν ευρίσκετο πλέον εις τον κόσμον τον εδώ. Αφού δεν
+ησθάνετο κανένα πόνον, εμειδίασεν εις τον Βινίκιον και ηθέλησε να
+ζητήση πληροφορίας, αλλά τα χείλη της εξέφεραν ψίθυρον σχεδόν
+ακατάληπτον, εις το οποίον ο Βινίκιος διέκρινε μόνον το όνομά του.
+
+Εγονυπέτησε πλησίον της και θέσας ελαφράν την χείρα επί του λατρευτού
+μετώπου της, είπεν:
+
+ — «Ο Χριστός σε έσωσε και σε απέδωκεν εις εμέ! Λίγειά μου».
+
+Τα χείλη της Λιγείας εκινήθησαν εκ νέου εις ένα ακατανόητον ψίθυρον.
+
+Τα βλέφαρά της εκλείσθησαν και εβυθίσθη εις βαθύν ύπνον, τον οποίον
+ανέμενεν ο Θεοκλής και τον οποίον εθεώρει ως εξαίρετον σημείον.
+
+Ο Βινίκιος έμεινε γονυπετής πλησίον της κλίνης, εν προσευχή. Η ψυχή
+του ετήκετο εις απεριόριστον έρωτα. Ελιποθύμησεν. Ο Θεοκλής εισήλθεν
+επανειλημμένως εις τον κοιτώνα. Πολλάκις ανασηκώνουσα το παραπέτασμα
+της θύρας, η Ευνίκη επρόβαλλε με την κατάχρυσον κεφαλήν της. Τέλος οι
+γερανοί, τους οποίους είχον ανεγείρει εις τους κήπους, ήρχισαν να
+κροτώσιν, αγγέλλοντες την αυγήν. Ο Βινίκιος εγονυπέτει ακόμη εις τους
+πόδας του Χριστού, χωρίς ουδέν να βλέπη, χωρίς να ακούη τίποτε, —
+διότι η καρδία του είχε μεταβληθή εις μίαν μόνον φλόγα ως ολοκαύτωμα.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΘ'.
+
+
+
+Εντός ολίγων ημέρων είχεν αποκατασταθή τελείως η υγεία της Λιγείας. Ο
+Πετρώνιος εκόμισε μετ' ολίγας ημέρας εκ του Παλατινού ανησυχητικάς
+ειδήσεις.
+
+Είχον ανακαλύψει ότι είς των απελεύθερων του Καίσαρος ήτο χριστιανός
+και κατέσχον παρ' αυτώ επιστολάς των αποστόλων Παύλου του Ταρσέως και
+του Πέτρου και επιστολάς Ιούδα και Ιωάννου. Ο Τιγγελίνος είχε
+φαντασθή ότι ο Απόστολος είχε θανατωθή, όπως τόσαι χιλιάδες άλλων
+χριστιανών. Και τώρα εμάνθανον, ότι οι δύο κορυφαίοι της νέας
+Θρησκείας έζων ακόμη και ευρίσκοντο εν Ρώμη! Όθεν απεφάσισαν να τους
+συλλάβωσιν αντί πάσης θυσίας· θα εξηφάνιζον μετ' αυτών τα τελευταία
+λείψανα της επαράτου αιρέσεως! Προς τούτο έπεμψαν ολόκληρα
+αποσπάσματα στρατιωτών, διά να εξερευνήσωσιν όλας τας οικίας της
+Τρανστιβέρης.
+
+Ο Βινίκιος απεφάσισε πάραυτα να υπάγη να ειδοποιήση τον Απόστολον.
+Την αυτήν εσπέραν, αυτός και ο Ούρσος μετέβησαν εις την οικίαν της
+Μαριάμ όπου εύρον τον Πέτρον περιστοιχούμενον από δράκα πιστών.
+
+Ο Τιμόθεος, ο σύντροφος του Παύλου, και ο Αίνος ήσαν επίσης παρά το
+πλευρόν του Αποστόλου.
+
+ — Κύριε, τω είπεν ο Βινίκιος, ύπαγε προς το μέρος των Αλβανών ορέων,
+θα σε επανεύρωμεν εκεί και θα σε οδηγήσωμεν εις το Άντιον, όπου μένει
+το πλοίον με το οποίον θα υπάγωμεν εις Νεάπολιν, και έπειτα εις την
+Σικελίαν.
+
+Οι άλλοι επίεζον τον Απόστολον να δεχθή.
+
+Πολλάκις ήδη ο αλιεύς του Κυρίου είχεν εν τη ερημία ανατείνει τους
+βραχίονας προς τον ουρανόν λέγων: «Κύριε! τι πρέπει να κάμω;»
+
+Από τριακονταετίας, από του θανάτου του Διδασκάλου, δεν είχε γνωρίσει
+την ησυχίαν.
+
+Με το βάκτρον του οδοιπόρου εις την χείρα, είχε διατρέξει τον κόσμον
+και είχεν αναγγείλει την «καλήν είδησιν». Αι δυνάμεις του είχον
+εξαντληθή εις τα ταξείδια και τους κόπους, και όταν τέλος, εις την
+πόλιν ταύτην, ήτις ήτο η κεφαλή του κόσμου, είχεν ιδρύσει το έργον
+του Διδασκάλου, μία μόνη πυριφλεγής απόπνοια της Μανίας είχε
+κατακαύσει το έργον τούτο. Και τώρα έπρεπε και πάλιν να επαναλάβη τον
+αγώνα. Και ποίον αγώνα! Εξ ενός μέρους ο Νέρων, η Σύγκλητος, ο λαός,
+οι λεγεώνες σφίγγοντες διά σιδηρού κλοιού τον κόσμον ολόκληρον,
+αναριθμήτους πόλεις, αναριθμήτους εκτάσεις γης, — μία δύναμις, ομοίαν
+της οποίας ουδέποτε είχεν ιδεί οφθαλμός ανθρώπου, — και αφ' ετέρου,
+αυτός, τόσον κυρτωμένος εκ της ηλικίας και του έργου του, ώστε αι
+τρέμουσαι χείρες του μόλις ηδύναντο να σηκώσουν την οδοιπορικήν
+ράβδον του.
+
+Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να
+μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο
+Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση . . .
+
+Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον,
+επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν:
+
+ — Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου! Τέλος, ο
+Λίνος έκυψε προ αυτού την ταλαιπωρημένην κεφαλήν του:
+
+ — Κύριε! είπεν, ο Σωτήρ σου είπε: «Ποίμανε τα πρόβατά μου.» Αλλά τα
+πρόβατα δεν υπάρχουν πλέον, ή θα εξοντωθούν αύριον. Επίστρεψον εκεί
+όπου δύνασαι να τα επανεύρης. Ο θείος λόγος ζη ακόμη εις την Έφεσον
+και εις την Ιερουσαλήμ και εις την Αντιόχειαν και εις τας άλλας
+πόλεις. Διατί να μείνης εις την Ρώμην; Εάν απολεσθής, θα καταστήσης
+ακόμη μεγαλείτερον τον θρίαμβον του θηρίου. Εις τον Ιωάννην, ο Κύριος
+δεν προσδιώρισε ποσώς το τέρμα της ζωής. Ο Παύλος είναι Ρωμαίος
+πολίτης και δεν δύνανται να τον φονεύσωσι πριν τον δικάσουν. Αλλ' εάν
+η καταχθόνιος δύναμις επιπέση επί σου, διδάσκαλέ μας, τότε εκείνοι,
+των οποίων η καρδία εκλονίσθη, θα είπουν: «Ποίος λοιπόν είναι
+ανώτερος του Νέρωνος;» Συ είσαι η πέτρα, επί της οποίας ανωκοδομήθη η
+Εκκλησία του Θεού. Άφησέ μας να αποθάνωμεν, αλλά μη επιτρέπης όπως ο
+Αντίχριστος κατανικήση τον ιεράρχην του Θεού, και μη επανέλθης πριν ο
+Θεός καταστρέψη εκείνον, ο οποίος έχυσε το αίμα των αθώων.
+
+ — Ιδού τα δάκρυά μας, επανέλαβον οι άλλοι.
+
+Τα δάκρυα έβρεχον επίσης το πρόσωπον του Πέτρου. Ούτος ηγέρθη, έτεινε
+τας χείρας υπεράνω των γονυπετών τούτων πιστών και είπε:
+
+ — Δοξασμένον το όνομα του Κυρίου, και γεννηθήτω το θέλημά του!
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ'.
+
+
+
+Περί την χαραυγήν της επιούσης, δύο σκοτειναί μορφαί επροχώρουν διά
+της Ασπίας οδού προς τας πεδιάδας της Καμπανίας.
+
+Η μία εξ αυτών ήτο ο Ναζάριος, και η άλλη ήτο ο Πέτρος. Ο Απόστολος
+κατέλιπε την Ρώμην, εγκατέλιπε τα τέκνα του, τα οποία υφίσταντο τόσα
+μαρτύρια.
+
+Εις την Ανατολήν, ο ουρανός περιεβάλλετο ήδη από ωραίας αποχρώσεις,
+αίτινες ολίγον κατ' ολίγον περιελίσσοντο χαμηλότατα εις τον ορίζοντα.
+
+Η οδός ήτο έρημος. Οι αγρόται, οίτινες έφερον τα λαχανικά των εις την
+πόλιν, δεν είχον ακόμη ζεύξει τα αμάξιά των. Επί του πλακοστρώτου, εξ
+ου συνέκειτο η οδός, μέχρι των ορέων αντήχει ασθενώς μόνον το ξύλον
+των οδοιπορικών σανδάλων των δύο συνοδοιπόρων.
+
+Ο ήλιος ανέδυσεν όπισθεν οροσειράς τινος, και παράδοξον θέαμα έπληξε
+τους οφθαλμούς του αποστόλου. Του εφάνη ότι η ξανθή σφαίρα του ηλίου,
+αντί να υψωθή εις τους ουρανούς, είχε χαμηλώσει από του ύψους των
+ορέων και ηκολούθει την διεύθυνσιν της οδού.
+
+Ο Πέτρος εστάθη και είπε προς τον Ναζάριον:
+
+ — Βλέπεις αυτήν την λάμψιν, ήτις προχωρεί προς ημάς;
+
+ — Δεν βλέπω τίποτε, είπεν ο Ναζάριος.
+
+Αλλ' ο Πέτρος εκάλυψε τότε τους οφθαλμούς με την χείρα του και μετά
+μίαν στιγμήν είπεν:
+
+ — Είς άνθρωπος έρχεται προς ημάς εν τη μαρμαρυγή του ηλίου.
+
+Εν τούτοις ο κρότος των βημάτων δεν έφθανε ποσώς εις τα ώτα των.
+Πέριξ επεκράτει βαθεία σιγή.
+
+Ο Ναζάριος έβλεπε μόνον ότι από μακράν τα φύλλα των δένδρων εσείοντο,
+αν και δεν εφύσα άνεμος, ως να εταράσσοντο υπό αοράτου χειρός, και
+ότι ανά την πεδιάδα εξετείνετο πάντοτε ευρυτέρα η λάμψις.
+
+Και εστράφη προς τον Απόστολον με έκπληξιν.
+
+ — Ραββί! Τι έχεις λοιπόν; ηρώτησε με εναγώνιον φωνήν.
+
+Από των χειρών του Πέτρου η οδοιπορική ράβδος είχε πέσει εις την γην,
+οι οφθαλμοί του έμειναν ατενείς προ αυτού, το στόμα του ήτο
+ημιανοικτόν και το πρόσωπόν του αντικατώπτριζε το θάμβος, την χαράν,
+την γοητείαν.
+
+Έπεσε γονυκλινής με τας χείρας ανατεταμένας. Και εκ του στόματός του
+εξήλθεν η φωνή:
+
+ — Χριστέ! Χριστέ!
+
+Και έπεσε πρηνής εις την γην, ως να εφίλει αοράτους πόδας. Επί μακρόν
+επεκράτησε σιγή. Έπειτα η φωνή του γέροντος συγκοπτομένη από λυγμούς:
+
+«Quo vadis Domine? . . .»
+
+ — Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;
+
+Την απάντησιν δεν την ήκουσεν ο Ναζάριος. Αλλ' εις τα ώτα του
+Αποστόλου έφθασε μία φωνή θλιβερά και γλυκεία λέγουσα:
+
+«Επειδή συ εγκαταλείπεις τον λαόν μου, πηγαίνω εις Ρώμην . . . . ίνα
+σταυρωθώ και πάλιν».
+
+Ο Απόστολος έμεινε πρηνής επί της οδού με το πρόσωπον εις την σκόνην,
+χωρίς να κινήται, χωρίς να προφέρη λέξιν. Ο Ναζάριος εσκέπτετο ήδη
+ότι ο Απόστολος είχε χάσει τας αισθήσεις του ή ότι είχεν αποθάνει.
+Αλλ' εκείνος ηγέρθη τέλος, ανέλαβεν εις τας τρεμούσας χείρας του την
+ράβδον του την οδοιπορικήν και χωρίς να ομιλήση εστράφη οπίσω και
+προσέβλεψε τους επτά λόφους της κοσμοκρατείρας.
+
+Ο νεαρός συνοδός του επανέλαβε τότε ως ηχώ:
+
+ — Π ο ύ π η γ α ί ν ε ι ς, Κ ύ ρ ι ε;
+
+ — Εις Ρώμην, είπεν ησύχως ο Απόστολος.
+
+Και επανήλθεν εις την Ρώμην.
+
+Ο Παύλος, ο Ιωάννης, ο Τιμόθεος, ο Λίνος και όλοι οι πιστοί τον
+εδέχθησαν μετ' εκπλήξεως και ανησυχίας. Κατά την αναχώρησίν του, οι
+πραιτοριανοί είχον περικυκλώσει την οικίαν της Μαριάμ ζητούντες τον
+Απόστολον. Εις όλας δε τας ερωτήσεις των πιστών, ο Πέτρος απεκρίνετο
+με ήρεμον χαράν:
+
+ — Είδον τον Κύριον. Τον είδον . . .
+
+Την αυτήν εσπέραν μετέβη εις το κοιμητήριον του Οστριανού, όπως
+διδάξη τον λόγον του Θεού και βαπτίση εκείνους, οίτινες ήθελον να
+λουσθώσιν εις το ύδωρ της ζωής. Έκτοτε ήρχετο εκεί καθ' εκάστην, και
+πλήθη οσημέραι πολυαριθμότερα τον ηκολούθουν. Εφαίνετο ότι έκαστον
+δάκρυον μάρτυρος εγέννα νέους πιστούς και πάσα οιμωγή εις το
+αμφιθέατρον απήχει εις μυριάδας στηθών. Ο Καίσαρ έπλεεν εις το αίμα·
+η Ρώμη και όλη η ειδωλολάτρις οικουμένη εμαίνετο. Αλλ' όσοι είχον
+κουρασθή από το έγκλημα και την παραφροσύνην, όσοι κατεπατούντο,
+εκείνοι, ων η ζωή ήτο ζωή δυστυχίας και φόνου — πάντες οι
+καταπιεζόμενοι, πάντες οι τεθλιμμένοι, πάντες οι απόκληροι . . .
+ήρχοντο διά να ακούσωσι την έκπαγλον διήγησιν περί του Θεού εκείνου,
+όστις δι' αγάπην προς τους ανθρώπους κατεδέχθη να σταυρωθή και
+εξηγόρασε τας αμαρτίας των. Και ανευρίσκοντες Θεόν, τον οποίον
+ηδύναντο να αγαπώσιν, επανεύρισκον ό,τι ο κόσμος δεν ηδυνήθη να τοις
+δώση μέχρι τούδε: — την ευτυχίαν διά της αγάπης.
+
+Ο Πέτρος ενόησεν ότι του λοιπού ο Καίσαρ με όλους τους λεγεώνας του
+δεν θα ηδύνατο να συντρίψη την ζώσαν αλήθειαν.
+
+Ενόησε διατί ο Κύριος τον είχεν υποχρεώσει να επιστρέφη οπίσω. Ιδού
+ήδη η πόλις της υπερηφανείας, της κακίας, της ακολασίας και της
+κοσμοκρατορίας εγίνετο πόλις του Χριστού.
+
+Αλλ' ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και διά τον Πέτρον και τον Παύλον.
+Συνελήφθησαν αμφότεροι και ωδηγήθησαν εις την φυλακήν. Ο Καίσαρ
+απουσίαζε τότε εκ Ρώμης, η δε εξουσία ήτο ανατεθειμένη εις δύο
+απελευθέρους του. Ο σεβάσμιος Απόστολος Πέτρος υπέστη πρώτος την
+μαστίγωσιν, την θεσπιζομένην υπό του νόμου.
+
+Την επομένην έμελλον να τον οδηγήσωσιν έξω των τειχών, προς τους
+Βατικανούς λόφους, όπου τον ανέμενεν η ταχθείσα ποινή.
+
+Λόγω της προβεβηκυίας ηλικίας του ο Πέτρος δεν εβιάσθη να φέρη τον
+Σταυρόν επ' ώμων. Ήτο άνευ δεσμών, και οι πιστοί, οίτινες συνέρρευσαν
+αθρόοι, τον έβλεπον γαλήνιον, με το πρόσωπόν του ακτινοβολούν εκ
+χαράς. Και όλοι ενόησαν ότι δεν ήτο θύμα βαδίζον προς τον θάνατον,
+αλλά νικητής προβαίνων εν θριάμβω. Ουδέποτε εις το παράστημά του
+είχεν ιδή τις τόσον μεγαλείον. Προέβαινεν ως μονάρχης,
+περιστοιχιζόμενος υπό του λαού και της σωματοφυλακής του.
+
+Ο ήλιος κατερχόμενος προς την δύσιν του ήτο παμμέγιστος και
+αιματόχρους.
+
+Οι στρατιώται επλησίασαν εις τον Πέτρον διά να τον εκδύσωσιν. Εκείνος
+κινών τα χείλη ένευσε χωρίς να ακούεται η φωνή του, ηνωρθώθη αίφνης
+και ύψωσεν άνω την δεξιάν χείρα.
+
+Άκρα σιγή επεκράτησεν.
+
+Ο Πέτρος, με χείρα τεταμένην, έκαμε διά των δακτύλων το σημείον του
+Σταυρού και ηυλόγησε τους πιστούς εν τη ώρα του θανάτου του.
+
+_«Urbi et Orbi» επί την πόλιν και την οικουμένην._
+
+Την ιδίαν ακριβώς εσπέραν, άλλη σπείρα στρατιωτών απήγαγε διά της
+οδού των Ασπίων τον Απόστολον Παύλον.
+
+Όπισθέν του ήρχετο μέγα πλήθος πιστών, τους οποίους είχε
+προσηλυτίσει.
+
+Ο Παύλος βλέπων το τέλος του επικείμενον, συνεβούλευε τους πιστούς να
+μένουν ακλόνητοι εις την πίστιν των, ανεμνήσθη το παρελθόν του και
+επανέλαβε τους λόγους, τους οποίους άλλοτε είχε γράψει: «Τον αγώνα
+τον καλόν ηγώνισμαι, την πίστιν τετήρηκα, τον δρόμον τετέλεκα· λοιπόν
+απόκειταί μου ο της δικαιοσύνης στέφανος, όν αποδώσει μοι ο Κύριος,
+εν εκείνη τη ημέρα, ο δίκαιος Κριτής».
+
+Τέλος η στιγμή ήγγικεν, ο θάνατος του αφήρεσε την πνοήν και επί του
+προσώπου του εζωγραφήθη θεία γαλήνη.
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΑ'.
+
+
+
+&«Βινίκιος Πετρωνίω, χαίρειν·&
+
+_»Αν και ευρίσκομαι εδώ, φίλτατέ μου, μανθάνω από καιρού εις καιρόν
+τα συμβαίνοντα εν Ρώμη, και διά να πληροφορώμεθα καλλίτερον, έχομεν
+τας επιστολάς σου . . . Με ερωτάς εάν είμεθα εν ασφαλεία· θα σου
+απαντήσω απλώς: μας ε λ η σ μ ό ν η σ αν. Τούτο ας σοι αρκέση.
+
+»Από το περιστύλιον, όπου εγκατεστάθην διά να σου γράψω, βλέπω τον
+γαλήνιον κόλπον μας και τον Ούρσον εις μίαν λέμβον, έτοιμον να ρίψη
+το δίκτυόν του εις το φωτεινόν κύμα. Πλησίον μου έχω την Λίγειαν, την
+γυναίκα μου, η οποία εκτυλίσσει ένα κουβάρι ερυθρού νήματος, και εις
+τους κήπους, υπό την σκιάν των αμυγδαλεών, ακούω τα άσματα των δούλων
+μας.
+
+» Εδώ είνε η προσφιλεστάτη γαλήνη και η λήθη των παλαιών φόβων και
+βασάνων.
+
+» Γνωρίζομεν την λύπην και τα δάκρυα, διότι η ειλικρίνειά μας μάς
+επιτάσσει να κλαύσωμεν επί τη δυστυχία των άλλων. Αλλά, και εις αυτά
+ακόμη τα δάκρυα, ενυπάρχει μία παρηγορία, την οποίαν αγνοείτε σεις οι
+άλλοι. Μίαν ημέραν, όταν θα έχη παρέλθει ο προσδιορισμένος χρόνος, θα
+επανεύρωμεν πάσας τας προσφιλείς υπάρξεις, αίτινες απωλέσθησαν, και
+εκείνας, αι οποίαι χάριν του θείου δόγματος μέλλουν να απολεσθούν
+ακόμη. Ούτω εν τη γαλήνη των καρδιών μας διέρχονται αι ημέραι μας και
+οι μήνες.
+
+» Οι υπηρέται μας και οι δούλοι μας πιστεύουν όλοι εις τον Χριστόν
+και όπως εκείνος μας διέταξεν, αγαπώμεν αλλήλους. Συνεπώς, όταν δύη ο
+ήλιος, ή όταν το κύμα αρχίζη να επαργυρούται εκ του φωτός της
+σελήνης, συνομιλούμεν, η Λίγεια και εγώ, περί των παλαιών χρόνων,
+οίτινες μας φαίνονται σήμερον ως όνειρον. Και όταν συλλογίζομαι πόσον
+η αγαπητή αύτη κεφαλή επλησίασε προς την βάσανον και τον όλεθρον,
+λατρεύω εξ όλης ψυχής τον Κύριον. Εκείνος μόνος ηδύνατο να την σώση
+από τα θηρία και να μοι την αποδώση διά παντός.
+
+» Πετρώνιε, έλα εδώ πλησίον μας· θα ίδης ποίας ευτυχίας θα απολαύσης.
+Έλα πλησίον μας να απολαύσης και συ τον ήρεμον και χριστιανικόν βίον.
+
+» Μοι έλεγες πολλάκις, ότι η χριστιανική θρησκεία ήτο εχθρά της ζωής.
+Αλλά δύναμαι να σοι απαντήσω ότι η θεία αύτη διδασκαλία με έκαμε να
+αισθάνωμαι την αξίαν της ζωής καλλίτερον. Θα μοι είπης ότι η ευτυχία
+μου είνε η Λίγεια! Ναι, φίλτατε! Επειδή αγαπώ την αθάνατον ψυχήν της
+και αμφότεροι αγαπώμεθα εν Χριστώ.
+
+» Ο Χριστός είναι αιώνιος πηγή ευτυχίας και γαλήνης. Σύγκρινον τας
+ηδονάς σας, τας κραιπάλας σας τας Ρωμαϊκάς με τον βίον των
+χριστιανών.
+
+» Αλλά, διά να κάμης καλλίτερον τας συγκρίσεις, ελθέ πλησίον μας, εις
+τα όρη μας τα ευωδιάζοντα από θυμάρι, εις τους ελαιώνας μας τους
+συσκίους, εις τας παραλίας μας τας κισσοστεφείς. Δύο καρδίαι σε
+περιμένουν, αίτινες σε αγαπώσιν ειλικρινώς. Είσαι ευγενής και καλός,
+πρέπει να γίνης και ευτυχής. Το πνεύμα σου θα μάθη να διακρίνη την
+αλήθειαν και εις το τέλος θα την αγαπήσης, διότι δύναταί τις να είνε
+εχθρός της, όπως ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος, αλλά δεν θα ηδύνατο να
+μείνη αδιάφορος προς αυτήν.
+
+» Η Λίγεια και εγώ, αγαπητέ μου Πετρώνιε, ευφραινόμεθα με την ελπίδα
+να σε ίδωμεν τάχιστα. Έρρωσο, ευτύχει και ελθέ το γρηγορώτερον.»_
+
+Ο Πετρώνιος έλαβε την επιστολήν ταύτην εν Κύμη, όπου είχε συνοδεύσει
+τον Καίσαρα. Ούτος εξηυτελίζετο οσημέραι περισσότερον εις τους ρόλους
+του κωμωδού, του γελωτοποιού και του αμαξηλάτου οσημέραι εβυθίζετο
+περισσότερον εις ακολασίαν νοσώδη, χαμερπή και βάναυσον. Ο «βασιλεύς
+της κομψότητος» ήτο πλέον δι' αυτόν φορτίον.
+
+Όταν ο Πετρώνιος εσιώπα, ο Νέρων διέβλεπε μομφήν εις την σιωπήν του,
+όταν επεδοκίμαζεν, ο Νέρων ενόμιζεν ότι διέκρινεν ειρωνείαν εις τους
+επαίνους του. Ο μέγας Πατρίκιος εξηρέθιζε την φυλαυτίαν του και
+εξήπτε το μίσος του.
+
+Τα πλούτη και τα λαμπρά έργα της τύχης του Πετρωνίου είχον διεγείρει
+την όρεξιν του κυρίου και του παντοδυνάμου υπουργού του. Ο Τιγγελίνος
+μετήρχετο παντοίους τρόπους όπως τον εξολοθρεύση. Τον είχον φεισθή
+έως τότε, επειδή εσκόπευον να ταξειδεύσουν εις Αχαΐαν, όπου η
+καλαισθησία του και η πείρα του περί τα ελληνικά πράγματα ηδύναντο να
+είνε ωφέλιμα. Αλλά και πάλιν ο Τιγγελίνος είχε βάλη τα δυνατά του διά
+να αποδείξη εις τον Καίσαρα, ότι ο Καρίνας υπερηκόντιζε τον Πετρώνιον
+κατά την καλαισθησίαν και τας γνώσεις, και καλλίτερον αυτού θα
+εγνώριζε να διοργανώνη εν Ελλάδι αγώνας, υποδοχάς και θριάμβους.
+
+Έκτοτε ο Πετρώνιος ήτο χαμένος.
+
+Ο Καίσαρ και ο Τιγγελίνος εγνώριζον ότι εν Ρώμη ο Πετρώνιος ηγαπάτο
+από τους πραιτοριανούς και διά τούτο εθεώρησαν φρόνιμον να τον
+απομακρύνωσιν εκ της πόλεως, υπό πρόσχημά τι και να τον πλήξωσιν εν
+τη επαρχία.
+
+Τον προσεκάλεσαν λοιπόν να μεταβή εις Κύμην μετά των άλλων
+αυγουστιανών. Εκείνος ανεχώρησεν, αν και υπωπτεύετο στρατήγημα. Ίσως
+ήθελε να αποφύγη φανεράν αντίστασιν, ίσως επεθύμει να δείξη ακόμη
+μίαν φοράν εις τον Καίσαρα και τους Αυγουστιανούς πρόσωπον φαιδρόν
+και ελεύθερον πάσης μερίμνης και να καταγάγη την τελευταίαν του νίκην
+κατά του Τιγγελίνου.
+
+Μόλις κατέλιπε την Ρώμην, ο Τιγγελίνος τον κατηγόρησεν ότι ήτο
+συνένοχος του συγκλητικού Σκαιβίνου, πρωτεργάτου της αποτυχούσης
+συνωμοσίας. Οι άνθρωποι του, οι απομείναντες εν Ρώμη, εφυλακίσθησαν,
+η οικία του περιεκυκλώθη.
+
+Ο Πετρώνιος, όταν το έμαθε, χωρίς να πτοηθή, δεν έδειξε καμμίαν
+αμηχανίαν, και μειδιών είπεν εις τους αυγουστιανούς, τους οποίους
+εδέχετο εις την λαμπράν εν Κύμη έπαυλίν του:
+
+ — Ο χαλκοπώγων δεν αγαπά τας κατ' ευθείαν ερωτήσεις και θα ιδήτε την
+όψιν του, όταν θα τον ερωτήσω, αν αυτός διέταξε να βάλουν εις την
+φυλακήν τους οικείους μου.
+
+Και ανήγγειλεν εις αυτούς, ότι πριν αναχωρήση διά το ταξείδιον, θα
+τους παρέθετε γεύμα.
+
+Ενώ παρεσκευάζοντο τα του γεύματος, έλαβε την επιστολήν του Βινικίου.
+
+Η επιστολή αύτη τον έρριψεν εις ρέμβην επί τινα στιγμήν. Πλην πάραυτα
+το πρόσωπόν του ηθρίασε και την αυτήν εσπέραν απήντησεν εις τον
+Βινίκιον τα εξής:
+
+_«Ευφραίνομαι διά την ευτυχίαν σας, προσφιλέστατε, και θαυμάζω την
+μεγάλην σας καρδίαν· δεν εφανταζόμην ότι δύο ερωμένοι θα ηδύναντο να
+ενθυμηθώσιν οιονδήποτε πράγμα, και μάλιστα φίλον μεμακρυσμένον. Όχι
+μόνον δεν με λησμονείτε, αλλά θέλετε και να με ελκύσητε εις την
+Σικελίαν, όπως μου προσφέρετε μερίδα εκ του επιουσίου άρτου σας και
+του Χριστού σας, όστις τόσον γενναιοδώρως, ως λέγεις, σας πληροί
+ευτυχίας.
+
+» Εάν ούτως έχη, λατρεύετέ τον. Εν πάση περιπτώσει, δεν θα σου
+αποκρύψω ότι, κατά την ιδέαν μου, ο Ούρσος έπαιξε ρόλον εις την
+διάσωσιν της Λιγείας, και ότι ο ρωμαϊκός λαός δεν αγνοεί τούτο. Αλλ'
+αφ' ότου νομίζεις, ότι ο Χριστός την έσωσε, δεν θα αντείπω. Μη
+φείδεσθε προσφορών προς αυτόν. Και ο Προμηθεύς εθυσιάσθη χάριν των
+ανθρώπων.
+
+» Αλλ' ο Προμηθεύς, ως φαίνεται, ήτο φαντασία των ποιητών, ενώ
+άνθρωποι αξιόπιστοι με εβεβαίωσαν ότι είδον τον Χριστόν με τους
+οφθαλμούς των. Όπως και σεις, φρονώ ότι από όλους τους θεούς Εκείνος
+είνε ο εντιμώτερος.
+
+»Η αλήθεια φοιτά εις χώρας τόσον απροσίτους, ώστε και αυτοί οι θεοί
+δεν κατορθώνουν να την βλέπουν από των κορυφών του Ολύμπου. Ο Όλυμπός
+σας φαίνεται ακόμη υψηλότερος· όρθιος επί της κορυφής κραυγάζεις προς
+εμέ: «Ανάβηθι, και θα ίδης απόψεις, τας οποίας ουδέποτε εμάντευσες!»
+Πιθανόν! Και όμως, επαναλαμβάνω: «Φίλε, δεν έχω πλέον κνήμας
+ισχυράς!». Και όταν θα αναγνώσης μέχρι βάθους, νομίζω ό,τι θα με
+δικαιολογήσης.
+
+»Λοιπόν, όχι ευτυχή σύζυγε της πριγκηπίσσης Αυγής· η διδασκαλία σας
+δεν είνε πρόσφορος δι' εμέ. Ούτω, θα ώφειλον να αγαπώ τους Βιθυνούς
+φορείς μου, τους Αιγυπτίους βαλανείς μου, — θα ώφειλον να αγαπώ τον
+Χαλκοπώγωνα και τον Τιγγελίνον. Μα τας λευκογονάτους Χάριτας, σου
+ορκίζομαι ότι, και εάν το ήθελα, δεν θα ηδυνάμην να πράξω τούτο.
+Υπάρχουσιν εις την Ρώμην τουλάχιστον εκατόν χιλιάδες άτομα με
+στρεβλάς ωμοπλάτας, με γόνατα εξωγκωμένα, με κνήμας ισχνάς, με
+οφθαλμούς ολοστρογγύλους ή με κεφαλήν πολύ μεγάλην. Μου παραγγέλλεις
+να αγαπώ και αυτούς ωσαύτως; Πού λοιπόν θα εύρω την αγάπην αυτήν, η
+οποία δεν υπάρχει ποσώς εις την καρδίαν μου; Και εάν ο Θεός σου
+ισχυρίζεται ότι θα με κάμη να τους αγαπήσω όλους, διατί, εν τη
+παντοδυναμία του, δεν τους επροίκισε με εξωτερικόν καλλίτερον,
+δημιουργών αυτούς, παραδείγματος χάριν, κατ' εικόνα των Νιοβιδών,
+τους οποίους είδες εις το Παλατίνον;
+
+» Η ευτυχία σας δεν είνε δι' εμέ. Και έπειτα εφύλαξα διά το τέλος την
+σκέψιν την τόσον αποφασιστικήν: Ο θάνατος με καλεί! Διά σας, μόλις
+αρχίζει η αυγή της ζωής.
+
+»Δι' εμέ ο ήλιος έκλινε, κα ήδη με περιβάλλει το λυκόφως. Με άλλας
+λέξεις, φίλτατε, είνε ανάγκη να αποθάνω.
+
+» Δεν αξίζει τον κόπον να μακρηγορώ. Ούτως έπρεπε να τελειώση το
+πράγμα.
+
+»Γνωρίζεις τον Αινόβαρβον, και θα εννοήσης ευκόλως. Ο Τιγγελίνος με
+ενίκησεν . . . ή μάλλον όχι! Απλώς αι νίκαι μου εγγίζουν εις το τέλος
+των. Έζησα όπως ήθελον. Θα αποθάνω, όπως μου αρέσκει. Μην το πάρετε
+κατάκαρδα.
+
+» Κανείς Θεός δεν μου υπεσχέθη την αθανασίαν, και ό,τι μου συμβαίνει,
+δεν είναι απροσδόκητον. Συ, Βινίκιε, πλανάσαι βεβαιών ότι μόνος ο
+Θεός σας διδάσκει να αποθνήσκωμεν εν γαλήνη. Όχι! Ο κόσμος μας
+εγνώριζε προ υμών, ότι, όταν το τελευταίον ποτήριον εκενούτο, ήτο
+καιρός να εξαφανισθή τις, να επανέλθη εις το σκότος, και ο κόσμος μας
+γνωρίζει ακόμη να πράττη τούτο με πρόσωπον ήρεμον. Ο Πλάτων βεβαιοί
+ότι η αρετή είνε μουσική, και η ζωή του σοφού είνε αρμονία. Ούτω
+λοιπόν θα ζήσω και θα αποθάνω ενάρετος.
+
+» Και, διά να τελειώσω, φίλοι μου, — εάν εκ της ψυχής μας, παρ' όλα
+όσα διδάσκει ο Πύρρων, απομένει τι μετά θάνατον, — η ιδική μου ψυχή,
+εις την οδόν της προς τας ακτάς του ωκεανού, θα έλθη να τοποθετηθή
+όχι μακράν του οίκου σας, υπό την μορφήν μιας πεταλούδας, ή ίσως, εάν
+πρέπει να πιστεύσωμεν τους Αιγυπτίους, υπό την μορφήν ερωδιού.
+
+» Διά να συμβή άλλως αδύνατον . . .
+
+» Εν τοσούτω, είθε δι' υμάς η Σικελία να μεταμορφωθή εις κήπον των
+Εσπερίδων, είθε αι νύμφαι των αγρών, των δασών και των πηγών να
+σπείρωσιν άνθη υπό τα βήματά σας· και εις όλας τας ακάνθας των
+περιστυλίων σας είθε κρινόλευκοι περιστέραι να φωλεύωσι.!»_
+
+
+
+ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΚΒ'.
+
+
+
+Δύο ημέρας βραδύτερον, ο νεαρός Νέρβας, όστις ήτο αφωσιωμένος εις τον
+Πετρώνιον, έστειλε προς αυτόν δι' ενός απελευθέρου τας τελευταίας
+ειδήσεις της αυλής του Καίσαρος.
+
+Ο όλεθρος του Πετρωνίου ήτο αποφασισμένος. Κατά την εσπέραν της
+επιούσης, είς εκατόνταρχος έμελλε να τω μεταβιβάση την διαταγήν να μη
+καταλίπη την Κύμην, και να περιμένη εκεί τας διαταγάς, τας οποίας
+ύστερον θα τω διεβίβαζον. Μετά τινας ημέρας νέον άγγελμα θα έφερεν
+εις αυτόν την απόφασιν του θανάτου. Ο Πετρώνιος ήκουσε την είδησιν
+απαθής και γαλήνιος. Έπειτα είπε:
+
+ — Θα φέρης εις τον κύριόν σου έν πολύτιμα» δοχείον, το οποίον θα σου
+δοθή κατά την αναχώρησίν σου. Ειπέ εις αυτόν, ότι τον ευχαριστώ
+ολοψύχως, διότι κατ' αυτόν τον τρόπον θα δυνηθώ να προλάβω την
+απόφασιν. Και εξερράγη εις γέλωτα. Εγέλασεν ως άνθρωπος, εις ον
+επήλθεν ιδέα λαμπρά και όστις εκ των προτέρων χαίρει, ότι θα την θέση
+εις ενέργειαν.
+
+Την αυτήν εσπέραν οι δούλοι του Πετρωνίου διεσπάρησαν ανά την πόλιν,
+διά να καλέσουν όλους τους αυγουστιανούς και τους συγκλητικούς του
+διατρίβοντας εν Κύμη, και όλας τας κυρίας, να έλθωσι να μετάσχωσι
+συμποσίου, το οποίον θα παρετίθετο εις την πολυτελή έπαυλιν του
+«κριτού της φιλοκαλίας». Εκείνος διήλθε το απόγευμα του γράφων εις
+την βιβλιοθήκην του. Κατόπιν έλαβε λουτρόν και τον ενέδυσαν οι
+ιματιοφύλακες.
+
+Μεγαλοπρεπής και γοητευτικός εισήλθεν εις το τρίκλινον διά να ρίψη έν
+βλέμμα εις τας προετοιμασίας της εορτής και εκείθεν εις τους κήπους,
+όπου έφηβοι και νεάνιδες των Νήσων έπλεκον στέφανα εκ ρόδων διά την
+εσπερίδα: Το πρόσωπόν του δεν απεκάλυπτε ουδέ την ελαχίστην μέριμναν.
+Οι άνθρωποί του ενόησαν ότι το συμπόσιον θα ήτο εξαιρετικής
+λαμπρότητος, διότι ο Πετρώνιος έδωσεν ασυνήθη φιλοδωρήματα εις όλους
+εκείνους, οίτινες τον είχον ευχαριστήσει. Συνέστησε να πληρωθούν εκ
+των προτέρων και πολύ γενναιοδώρως οι κιθαρισταί και οι χοροί των
+αοιδών. Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα
+φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή
+σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην.
+
+Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία
+ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του.
+
+ — Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το
+ειξεύρεις;
+
+Εκείνη ύψωσεν επ' αυτού τους γαλανούς οφθαλμούς της και εκίνησεν
+ηρέμα την κεφαλήν της.
+
+ — Είμαι πάντοτε δούλη σου, αυθέντα.
+
+ — Αλλ' ίσως αγνοείς, εξηκολούθησεν εκείνος, ότι οι δούλοι εκείνοι,
+οίτινες εκεί κάτω πλέκουσι στεφάνους, ότι η έπαυλις αύτη και όλα τα
+εν αυτή και οι αγροί και τα ποίμνια, ότι όλα αυτά σου ανήκουν από
+σήμερον.
+
+Η Ευνίκη απεμακρύνθη απ' αυτού, και, με φωνήν δονουμένην εκ της
+ανησυχίας:
+
+ — Αλλά διατί, ω! διατί μου λέγεις αυτά;
+
+Έπειτα επλησίασε πάλιν και ήρχισε να τον παρατηρή με τους οφθαλμούς
+καρφωμένους επ' αυτού εκ του φόβου. Εκείνος εμειδία πάντοτε. Έπειτα
+επρόφερε μίαν μόνον λέξιν:
+
+ — Ναι!
+
+Και επηκολούθησε σιγή. Μόνον ελαφρά πνοή έσειε το φύλλωμα της οξυάς.
+
+Ο Πετρώνιος δυνατόν να ενόμιζεν ότι είχεν έμπροσθέν του άγαλμα εκ
+μαρμάρου.
+
+ — Ευνίκη, είπε, θέλω να αποθάνω εν γαλήνη.
+
+Εκείνη εμειδίασε σκωπτικώς.
+
+ — Εννοώ, αυθέντα.
+
+Την εσπέραν οι κεκλημένοι συνέρρευσαν αθρόως. Ήξευρον ότι εν
+συγκρίσει προς τα συμπόσια του Πετρωνίου, τα του Νέρωνος ήσαν ανιαρά
+και βάρβαρα. Αλλ' ότι τούτο έμελλε να είνε το τελευταίον του
+συμπόσιον, δεν το εφαντάζετο κανείς.
+
+Η αίθουσα είχε πληρωθή εκ του αρώματος των ίων. Αι υέλινοι σφαίραι
+της Αλεξανδρείας διέχεον πολύχρωμον φως. Πλησίον των ανακλίντρων
+ίσταντο νεάνιδες, αίτινες ώφειλον να χύσουν αρώματα εις τους πόδας
+των προσκεκλημένων. Στηριζόμενοι επί του τοίχου οι κιθαρισταί και οι
+χορωδοί ανέμενον το σύνθημα του αρχηγού των.
+
+Ο Πετρώνιος συνωμίλει. Αι τελευταίαι ειδήσεις, οι αγώνες, είς
+θηριομάχος, καταστάς εσχάτως περίφημος διά τας ανδραγαθίας του, και
+τα τελευταία βιβλία του Ατράκτου και του Σωσίου απετέλουν το θέμα της
+συνδιαλέξεως. Χέων τον οίνον επί του λιθοστρώτου ανήγγειλεν ότι η
+σπονδή εγένετο διά την βασίλισσαν της Κύπρου, την αρχαιοτέραν και
+μεγαλειτέραν από όλας τας θεότητας — την μόνην αιωνίαν, διαρκή και
+κυρίαρχον.
+
+Έκαμε νεύμα, και αι κιθάραι εστέναξαν εν χαμηλώ ήχω, ενώ διαυγείς
+φωναί ηκολούθουν εν αρμονία. Έπειτα, χορεύτριαι της Κω, της πατρίδος
+της Ευνίκης, επεδείκνυαν τα ροδαλά μέλη των τα καλυπτόμενα με διαφανή
+μουσελίνην. Έπειτα, είς μάντις εξ Αιγύπτου έλαβεν εις την χείρα
+δοχείον κρυστάλλινον, επί του οποίου απεικονίζοντο χρυσόψαρα με
+ποικίλα ζωηρά χρώματα, παίζοντα, και έκαμε τας προφητείας του εις
+τους συνδαιτυμόνας.
+
+Όταν ετελείωσαν τα θεάματα, ο Πετρώνιος ηγέρθη ολίγον επί του
+συριακού προσκεφαλαίου του και είπε νωχελώς:
+
+ — Φίλοι! επιτρέψατέ μοι να σας απευθύνω μίαν παράκλησιν, ενώ διαρκεί
+το συμπόσιον τούτο. Επεθύμουν ίνα έκαστος εξ υμών καταδεχθή να λάβη
+την κύλικα, ήτις εχρησίμευεν εις τας σπονδάς του διά τους θεούς και
+την ιδίαν μου ευδαιμονίαν.
+
+Ύψωσε το μύρρινον σκεύος του, — κύλικα άνευ αξίας, επί της οποίας
+ηκτινοβόλουν όλα τα χρώματα του ουρανίου τόξου, και είπεν εις τους
+συνδαιτυμόνας:
+
+ — Ιδού η κύλιξ της προσφοράς μας προς την βασίλισσαν της Κύπρου.
+Ουδενός τα χείλη εις το εξής μη την ψαύσουν και ουδεμία χειρ ας μη
+την μεταχειρισθή προς τιμήν άλλης θεότητος!
+
+Και η κύλιξ εθραύσθη επί του λιθοστρώτου του σκεπασμένου με ελαφρόν
+στρώμα σαφρά.
+
+Αλλά, βλέπων την έκπληξιν των βλεμμάτων:
+
+ — Φίλοι, υπέλαβεν ο Πετρώνιος, χαρείτε. Το γήρας και η αδυναμία είνε
+θλιβεροί σύντροφοι των τελευταίων ετών μας. Σας δίδω καλόν παράδειγμα
+και καλήν συμβουλήν· βλέπετε ότι δύναταί τις να μη τα φθάση, και να
+απέλθη, πριν εκείνα έλθωσιν οικειοθελώς.
+
+ — Τι θέλεις να κάμης; ηρώτησαν πάντες.
+
+ — Θέλω να χαρώ, να πίω οίνον, να ακούσω την μουσικήν, να θεωρήσω τα
+θεσπέσια μέλη, τα οποία αναπαύονται παρά το πλευρόν μου, και έπειτα
+ν' αποκοιμηθώ στεφανωμένος με ρόδα. Ήδη απεχαιρέτισα τον Καίσαρα.
+Ιδέτε τι τω γράφω εν είδει αποχαιρετισμού:
+
+Έλαβεν υποκάτω ενός πορφυρού προσκεφαλαίου μίαν επιστολήν και
+ανέγνωσε:
+
+_«Γνωρίζω, θεσπέσιε Καίσαρ, ότι με περιμένεις με ανυπομονησίαν και
+ότι εν τη ειλικρινεία της καρδίας σου με ενθυμείσαι νύκτα και ημέραν.
+Γνωρίζω ότι ήθελες να με εμπλήσης με τας ευνοίας σου, να μοι
+προτείνης να γείνω πραίφεκτος της φρουράς σου, και ότι θα διώριζες
+τον Τιγγελίνον φύλακα των ημιόνων εις τα κτήματα, τα οποία
+εκληρονόμησες μετά την δηλητηρίασιν της Δομιτίας, — υπηρεσία, διά την
+οποίαν φαίνεται ότι επλάσθη εκείνος υπό των θεών.
+
+» Αλλά φευ! ανάγκη να με συγχωρήσης. Μα τον Άδην, και ιδίως μα τας
+σκιάς της μητρός σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου και του
+Σενέκα, σου ομνύω ότι μου είνε αδύνατον να έλθω πλησίον σου.
+
+»Μη πιστεύσης, σε εξορκίζω, ότι με ετάραξεν η δολοφονία της μητρός
+σου, της γυναικός σου, του αδελφού σου, ότι ηγανάκτησα διά την
+πυρκαϊάν της Ρώμης, ότι εσκανδαλίσθην από την συνήθειαν, την οποίαν
+έχεις να εξαποστέλλης εις το Έρεβος όλους τους τιμίους ανθρώπους της
+αυτοκρατορίας σου . . .
+
+» Έ λοιπόν! Όχι, προσφιλέστατε έγγονε του Κρόνου! Ο θάνατος είναι το
+κοινόν άσυλον των υπό την σελήνην όντων, και άλλως τε δεν ηδύνατο
+κανείς να αναμένη από σε να πράξης άλλως.
+
+» Αλλ' επί μακρούς ενιαυτούς ακόμη να ανέχωμαι να μου εκδέρη τα ώτα
+το άσμα σου, να βλέπω τας δομιτίους κνήμας σου, — ως δύο στύλους — να
+ταράσσονται εις τον πυρρίχιον χορόν, να σε ακούω να κιθαρίζης, να σε
+ακούω να φωνάζης, να απαγγέλλης ποιήματα ως άθλιος ποιητής των
+περιχώρων! . . . Α! μα την αλήθειαν, το θέαμα ήτο υπέρτερον των
+δυνάμεών μου και ησθάνθην εν εμαυτώ ακράτητον την ανάγκην να απέλθω
+εις συνάντησιν των προγόνων μου.
+
+» Η Ρώμη βύει τα ώτα· η οικουμένη σε περιγελά. Και εγώ δεν θέλω πλέον
+να ερυθριώ διά σε. Δεν θέλω πλέον, δεν ημπορώ πλέον!
+
+» Ο κρωγμός του Κερβέρου, όμοιος προς το άσμα του, φίλε μου, δεν θα
+ήτο ολιγώτερον ενοχλητικός δι' εμέ, διότι ουδέποτε υπήρξα φίλος του
+λεγομένου Κερβέρου και δεν έχω την υποχρέωσιν να εντρέπωμαι με την
+φωνήν σου.
+
+»Έρρωσο, αλλ' άφες την ωδήν φόνευε αλλά μη κάμνης πλέον στίχους·
+δηλητηρίαζε, αλλά παύσον να χορεύης· καίε πόλεις, αλλ' εγκατάλιπε την
+κιθάραν.
+
+» Τοιαύτη είνε η τελευταία ευχή και η φιλικωτάτη συμβουλή, την οποίαν
+σοι πέμπει ο «κ ρ ι τ ή ς τ η ς φ ι λ ο κ α λ ί α ς»._
+
+Οι συμπόται έμειναν ως απολιθωμένοι. Εγνώριζον ότι η απώλεια της
+αυτοκρατορίας δεν θα ήτο τόσον σκληρά διά τον Νέρωνα. Ο γράψας την
+επιστολήν εκείνην έμελλε να αποθάνη. Και πελιδνός τρόμος τους
+κατέλαβεν όλους, διότι ήκουσαν την επιστολήν ταύτην.
+
+Αλλ' ο Πετρώνιος εγέλασε γέλωτα ειλικρινή και φαιδρόν, ως να
+επρόκειτο περί θείου αστεϊσμού και περιαγαγών το βλέμμα του εις όλους
+τους συνδαιτυμόνας είπε:
+
+«Φίλοι, αποβάλετε πάντα φόβον. Ουδείς εξ υμών θα σπεύση να καυχηθή
+ότι ήκουσε την επιστολήν ταύτην. Όσον δι' εμέ, θα μοι χρησιμεύση αύτη
+ως καλόν συστατικόν πλησίον του Χάρωνος του πορθμέως».
+
+Ταύτα ειπών, έκαμε νεύμα εις τον ιατρόν και τω έτεινε τον βραχίονα.
+Εν ριπή οφθαλμού, ο επιδέξιος Έλλην ιατρός περιέβαλε διά χρυσού
+σύρματος και ήνοιξε την αρτηρίαν παρά τον καρπόν. Το αίμα ανέβλυσεν
+επί του προσκεφαλαίου και κατεπλημμύρησε την Ευνίκην, ήτις υπεβάσταζε
+την κεφαλήν του Πετρωνίου. Εκείνη έκυψε προς αυτόν:
+
+ — Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί
+μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την
+αυτοκρατορίαν, — πάλιν θα σε ηκολούθουν!
+
+Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της.
+
+ — Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου! . . .
+
+Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της. Μετά μίαν
+στιγμήν, το αίμα αμφοτέρων ηνούτο και συνεχωνεύετο εν τω αυτώ.
+
+Εκείνος έκαμε νεύμα εις τους μουσικούς, και πάλιν αι κιθάραι
+εδόνησαν, και ήρχισαν αι φωναί. Έψαλαν τον Αρμόδιον.
+
+Υποβασταζόμενοι αμοιβαίως, θεσπεσίως ωραίοι, ήκουον αμφότεροι
+μειδιώντες και ωχριώντες.
+
+Λήξαντος του ύμνου, ο Πετρώνιος διέταξε να παραθέσωσι και πάλιν οίνον
+και φαγητά. Έπειτα ήρχισε να συνομιλή μετά των παρακαθημένων περί
+πλείστων παιδαρωδιών πραγμάτων και περί των ωραίων εθίμων κατά τα
+γεύματα. Τέλος εκάλεσε τον Έλληνα ιατρόν και τον διέταξε να του δέση
+την αρτηρίαν, λέγων ότι ησθάνετο νυσταγμόν και ήθελεν ακόμη να
+παραδοθή εις τον ύπνον, πριν τον αποκοίμιση διά παντός ο θάνατος.
+
+Απεναρκώθη.
+
+Όταν μετ' ολίγον εξύπνησεν, η κεφαλή της Ευνίκης ανεπαύετο ως λευκόν
+άνθος επί του στήθους του.
+
+Την εστήριξεν επί του προσκεφαλαίου διά να την θεωρήση ακόμη. Και
+διέταξεν εκ νέου να του ανοίξουν τας φλέβας.
+
+Οι αοιδοί έμελψαν νέον ύμνον του Ανακρέοντος και αι βάρβιτοι υπήχουν
+βαρέως διά να μη πνίγουν τους λόγους. Ο Πετρώνιος ωχρία βαθμηδόν
+περισσότερον.
+
+Όταν εσβέσθη και η τελευταία αρμονία, εστράφη προς τους κεκλημένους:
+
+ — Φίλοι, είπεν, ομολογήσατε, ότι τελειώνω.
+
+Δεν ηδυνήθη να τελειώση την φράσιν του. Με υπερτάτην χειρονομίαν, ο
+βραχίων του περιέβαλε την Ευνίκην και η κεφαλή του ανέπεσεν. Αλλ' οι
+συμπόται βλέποντες τας δυο εκείνας λευκάς μορφάς ομοίας προς δυο
+θαυμάσια αγάλματα, ησθάνθησαν ότι εχάνετο εν τω προσώπω αυτών ο
+τελευταίος στολισμός της Ρωμαϊκής κοινωνίας, το κάλλος και η ποίησίς
+της.
+
+
+
+ΕΠΙΛΟΓΟΣ
+
+
+
+Αλλά και η βασιλεία του Νέρωνος δεν ήτο πεπρωμένον να διαρκέση επί
+πολύ. Αν και ο κόσμος δεν ήλπιζε ταχείαν απελευθέρωσιν από τον
+τριακοντούτην μόλις τερατώδη Καίσαρα, ουχ' ήττον όμως ήρχισαν πού και
+πού κρούσματα ανταρσίας και εκ των πρώτων επανεστάτησεν ο Βίνδιξ μετά
+των γαλατικών λεγεωνών.
+
+Η επανάστασις αύτη δεν εφάνη κατ' αρχάς σπουδαία. Αυτός ο Καίσαρ, εις
+τον οποίον η επανάστασις θα εχρησίμευεν ως πρόφασις διά νέας αρπαγάς,
+πολύ ολίγον ελάμβανεν υπ' όψιν τον Βίνδικα και μάλιστα εξεδήλωσε
+χαράν διά το κίνημα· όταν όμως έμαθεν ότι ο Βίνδιξ τον είχεν ονομάσει
+καλλιτέχνην άξιον οίκτου, ο Καίσαρ έσπευσε να επιστρέψη εξ Ελλάδος,
+όπου εθριάμβευεν. Εις Ρώμην του παρεσκευάσθη μεγαλοπρεπής υποδοχή.
+
+Η είσοδός του εις την πόλιν υπερέβαλε παν ό,τι είχον ιδή οι άνθρωποι
+έως τότε. Έκαμε χρήσιν του άσματος, το οποίον είχε χρησιμεύσει εις
+τον θρίαμβον του Αυγούστου. Κατηδάφισαν έν τόξον του αμφιθεάτρου διά
+ν' ανοίξωσι δίοδον εις την πομπήν.
+
+Η Σύγκλητος, οι ιππείς και πλήθος αναρίθμητον ήλθον εις προϋπάντησίν
+του.
+
+«Χαίρε Αύγουστε! Χαίρε Ηράκλεις! Χαίρε Ζευ, Ολύμπιε, αθάνατε!»
+έκραζον.
+
+Όπισθέν του εφέροντο οι στέφανοι και τα ονόματα των πόλεων, εν αις
+είχε θριαμβεύσει, και πλάκες, εφ' ων ανεγράφοντο οι πρωταγωνισταί οι
+νικηθέντες παρ' αυτού.
+
+Άμα τη αφίξει του εις Ρώμην, ηθέλησε, διά να ευχαριστήση τον λαόν, να
+προαγγείλη σειράς παραστάσεων και θεαμάτων μελλόντων να αποτρέψουν
+τον επικείμενον κίνδυνον. Εν τούτοις, προς δυσμάς, τα νέφη
+συνεσωρεύοντο και καθίσταντο οσημέραι πυκνότερα. Το ποτήριον είχεν
+υπερεκχειλίσει. Η κωμωδία ήγγιζεν εις το τέλος της.
+
+Άλλοτε εφαντάζετο ότι θα κατέστελλε την επανάστασιν των Γαλατών, όχι
+διά των στρατιωτών του, αλλά διά του άσματος και ήλπιζεν ότι θα
+προλάβη κάθε κίνημα επαναστατικόν.
+
+Αλλ' όταν έμαθε την εξέγερσιν του Γάλβα και την προσχώρησιν της
+Ισπανίας, ο Νέρων εκυριεύθη από παροξυσμόν εμμανούς λύσσης. Έθραυσε
+τα ποτήρια, ανέτρεψε την τράπεζαν του συμποσίου και έδωκε διαταγάς,
+τας οποίας ούτε ο Ήλιος, ούτε αυτός ο Τιγγελίνος ετόλμησαν να
+εκτελέσουν: Το να σφάξουν τους Γαλάτας, τους κατοικούντας εν Ρώμη, να
+καύσουν και πάλιν την Πόλιν, να απολύσουν τα θηρία και να μεταφέρουν
+την πρωτεύουσαν εις Αλεξάνδρειαν, τω εφάνη έργον μεγαλοπρεπές,
+καταπληκτικόν και εύκολον. Αλλ' αι ημέραι της παντοδυναμίας του είχον
+παρέλθει και οι συνένοχοι αυτοί των εγκλημάτων του τον εθεώρουν ήδη
+φρενοβλαβή.
+
+Ο εν τω μεταξύ επισυμβάς θάνατος του Βίνδικος και αι διχόνοιαι των
+επαναστατημένων στρατιών, εφάνησαν και πάλιν ότι έκαμνον την
+πλάστιγγα να κλίνη προς το μέρος του. Ήδη νέα συμπόσια, νέοι θρίαμβοι
+και νέαι καταδίκαι ανηγγέλλοντο. Αλλά μίαν νύκτα, εκ του στρατοπέδου
+των πραιτωριανών έφθασεν επί λευκού θυμοειδούς ίππου είς ταχυδρόμος
+κομίζων την είδησιν, ότι όλοι οι στρατιώται και εν αυτή τη Πόλει
+ακόμη ύψωσαν την σημαίαν της αποστασίας και ανηγόρευσαν τον Γάλβαν
+αυτοκράτορα.
+
+Ο Καίσαρ εκοιμάτο. Αφυπνισθείς έντρομος από τας φωνάς των γυναικών
+του, εκάλεσε τους άνδρας της σωματοφυλακής, αλλά κανείς δεν απεκρίθη.
+Το παλάτιον ήτο έρημον.
+
+Εις τας αποκέντρους γωνίας δούλοι ήρπαζον εν σπουδή ό,τι έπιπτεν εις
+τας χείρας των. Εις την θέαν του ετράπησαν εις φυγήν. Εκείνος
+επλανάτο έρημος ανά το παλάτιον, πληρών την νύκτα διά κραυγών τρόμου
+και απελπισίας.
+
+Τέλος οι απελεύθεροί του Φάων, Σπείρος και Επαφρόδιτος ήλθον εις
+βοήθειάν του. Ήθελον να τον αναγκάσωσι να φύγη λέγοντες ότι δεν
+έπρεπε ουδέ στιγμήν πλέον να χάση. Εκείνος εβαυκαλίζετο ακόμη με
+ελπίδας. Εάν, πενθηφορών, προσεφώνει την σύγκλητον, οι πατέρες θα
+ηδύναντο να αντισταθώσιν εις την ευγλωττίαν του και εις τα δάκρυά
+του; Εάν έκαμε χρήσιν όλης της τέχνης του, όλης της επιτηδειότητός
+του ως ηθοποιού, δεν ήτο βέβαιος ότι θα τους έπειθε; Δεν θα του
+έδιδον τουλάχιστον την εξαρχίαν της Αιγύπτου;
+
+Συνηθισμένοι να τον κολακεύουν, δεν ετόλμησαν να αρνηθώσι φανερά.
+Αλλά τον ειδοποίησαν ότι πριν φθάση εις την Αγοράν, θα εξεσχίζετο υπό
+του λαού, και τον ηπείλησαν ότι θα τον εγκατέλιπον, εάν δεν ίππευεν
+αμέσως.
+
+Ο Φάων τω προσέφερεν άσυλον εις την έπαυλίν του, την κειμένην έξω της
+Νομεντιανής Πύλης. Με τας κεφαλάς σκεπασμένας με τους μανδύας των
+απήλθον έφιπποι προς τα σύνορα της Ρώμης. Η νυξ ωχριάτο. Εις τας
+οδούς μία ασυνήθης κίνησις εδείκνυε την ταραχήν την επικρατούσαν την
+ώραν εκείνην. Προχωρούντες πλησίον του στρατοπέδου ήκουσαν βροντήν
+επευφημιών υπέρ του Γάλβα.
+
+Ο Νέρων ενόησε τέλος ότι η ώρα του ήτο εγγύς· Εκυριεύθη υπό τρόμον
+και τύψιν συνειδήσεως.
+
+Εύρον την Νομεντιανήν πύλην ημιανοικτήν. Περαιτέρω, υπερέβησαν το
+Οστριανόν, όπου είχε διδάξει και βαπτίσει ο Απόστολος. Περί την αυγήν
+έφθασαν εις την έπαυλιν του Φάονος.
+
+Εκεί οι απελεύθεροι δεν τω απέκρυψαν πλέον ότι ήτο καιρός να αποθάνη.
+Εκείνος παρήγγειλε να σκάψουν τον λάκκον και εξηπλώθη επί της γης διά
+να δυνηθούν να λάβουν το ακριβές μέτρον του σώματός του. Το
+φουσκωμένον πρόσωπόν του έγινε πελιδνόν και επί του μετώπου του
+ανεφάνησαν σταγόνες ιδρώτος όμοιαι προς τας σταγόνας δρόσου.
+Εβαυκαλίσθη και πάλιν. Με συντετριμμένην φωνήν, την οποίαν προσεπάθει
+να καταστήση τραγικήν, εδήλωσεν ότι δεν ήτο ακόμη καιρός να αποθάνη.
+Έπειτα ήρχισε τας απαγγελίας του. Τέλος εζήτησε να καή το πτώμα του.
+«Οποίος καλλιτέχνης χάνεται!» επανελάμβανε μετά τρόμου.
+
+Αίφνης ταχυδρόμος του Φάονος ήλθε να αναγγείλη ότι η Σύγκλητος είχε
+θεσπίσει ήδη και ο μητροκτόνος θα ετιμωρείτο κατά το έθος.
+
+ — Ποίον είνε το έθος τούτο; ηρώτησεν ο Νέρων, με λευκά τα χείλη.
+
+ — Θα σου βάλουν την φούρκαν εις τον λαιμόν, θα σε μαστιγώσουν μέχρι
+θανάτου και θα ρίψουν το πτώμα σου εις τον Τίβεριν! είπεν ο
+Επαφρόδιτος, απαθής.
+
+Ο Καίσαρ ήνοιξε την χλαμύδα του.
+
+ — Είναι καιρός πλέον! ούτως έδοξε τοις θεοίς.
+
+Και ανατείνας τους οφθαλμούς και τας χείρας προς τον ουρανόν
+ανεφώνησεν:
+
+ — Οποίος καλλιτέχνης χάνεται!
+
+Την στιγμήν εκείνην καλπασμός ίππου ηκούσθη. Ο εκατόνταρχος μετά των
+στρατιωτών του ήρχετο βεβαίως να ζητήση την κεφαλήν του Αινοβάρδου.
+
+ — Εμπρός λοιπόν! έκραξαν οι απελεύθεροι.
+
+Ο Νέρων εστήριξε την μάχαιραν εις τον λαιμόν του. Αλλ' ώθει αυτήν με
+χείρα δειλήν και έβλεπέ τις, ότι δεν θα ετόλμα ποτέ να βυθίση την
+λεπίδα. Αίφνης ο Επαφρόδιτος του εβίασε την χείρα και η μάχαιρα
+εισήλθε μέχρι της λαβής. Οι οφθαλμοί του εξήλθον των κογχών,
+φρικώδεις, παμμέγιστοι, πλήρεις τρόμου.
+
+ — Σου φέρω την χάριν, σου χαρίζουν την ζωήν! έκραξεν ο εκατόνταρχος.
+
+ — Πολύ αργά! ερρόγχασεν εκείνος.
+
+Και προσέθηκεν:
+
+ — Α! πίστις! . . . .
+
+Εν ακαρεί ο θάνατος εσκότισε την κεφαλήν του. Από τον βαρύν τράχηλόν
+του το υπομέλαν αίμα, παφλάζον, εξηκοντίζετο επί των ανθέων του
+κήπου. Οι πόδες του εσπαράχθησαν επί του εδάφους και εξέπνευσε.
+
+Την επαύριον η πιστή Ακτή εκάλυψε το σώμα του με πολυτίμους οθόνας
+και το έκαυσεν επί πυράς αρωμάτων.
+
+Ούτω παρήλθεν ο Νέρων, καθώς παρέρχεται η πλήμμυρα, η τρικυμία, το
+πυρ, ο πόλεμος ή ο λοιμός . . . Και ούτω, μετά την εξαφάνισιν του
+φρενοβλαβούς αυτού κακούργου, έκτοτε επί των υψωμάτων του Βατικανού
+βασιλεύει της πόλεως και του δυτικού κόσμου ο ναός του Πέτρου.
+
+Όχι μακράν της αρχαίας Καπικινής Πύλης, υψούται σήμερον μικροσκοπικός
+ναΐσκος μετά της ημισβέστου ταύτης επιγραφής: QUO VADIS DOMINE!
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+Τυπογραφείον "Νομικής,, Π. Α. Βεργιανίτου Αθήναι, Πραξιτέλους 8
+
+
+
+ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΙ ΧΑΡΤΑΙ
+
+
+
+Οι Γεωγραφικοί χάρται του ημετέρου Καταστήματος τυπωθέντες εις νέας
+Εκδόσεις, διορθωμένας επί τη βάσει του περιφήμου Άτλαντος
+Vidal-Lablache διακρίνονται διά την επιμεμελημένην χάραξιν, την
+μεγάλην των ακρίβειαν και την καλήν ποιότητα του χάρτου.
+
+ΝΕΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ υπό Ιωάν. Σαρρή. Νέος περιλαμβάνων τα νέα σύνορα του
+Βασιλείου και όλην την στρατιωτικώς κατεχομένην ζώνην. Διηρημένος εις
+νομούς και διοικήσεις. Σχ. μέγα. Έκδοσις 1921 εις δύο φύλλα επί
+χάρτου αρίστης ποιότητος λιθογραφημένας εις 7 χρώματα. Δρ. 5. —
+
+ΕΛΛΗΝ. ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ. Νέος 1921 περιλαμβάνων τα νέα σύνορα των κρατών
+Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Τουρκίας, Ελλάδος και Αλβανίας 3. —
+
+ΕΥΡΩΠΗΣ. Εγκριθείς υπό τον Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία
+των μαθητών Σχ. 70 Χ 98, έκδ. νέα 1922 3. —
+
+ΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ. Σχεδιασθείς υπό Ιω. Σαρρή μετά των ονομασιών των
+αρχαίων χωρών και πόλεων. Διηρημένος εις νομούς. Σχήμα 70Χ100 3. —
+
+ΑΣΙΑΣ. Εγκριθείς υπό του Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία των
+μαθητών. Σχ. 64Χ85, έκδοσις νεωτάτη. 3. —
+
+ΑΦΡΙΚΗΣ Εγκριθείς υπό του Υπουργείου της Παιδείας προς χρήσιν ιδία
+των μαθητών. Σχήμα 60Χ81, έκδ. νέα 3. —
+
+ΑΜΕΡΙΚΗΣ. Εγκριθείς προς χρήσιν των μαθητών. Έκδοσις νέα με την
+Βόρειον Αμερικήν διηρημένην εις τας αποτελούσας αυτήν πολιτείας 3. —
+
+ΑΥΣΤΡΑΛΙΑΣ. Εγκριθείς υπό του Υπουρ. της Παιδείας προς χρήσιν των
+μαθητών. Σχήμα 60Χ86, έκδ. νεωτάτη 3. —
+
+ΗΜΙΣΦΑΙΡΙΩΝ. Ανατολικού και Δυτικού εις σχήμα 61X86 επί καλού χάρτου
+εις νέαν έκδοσιν....... 3. —
+
+ΚΡΗΤΗΣ. Λεπτομερέστατος περιλαμβάνων εις μέγα σ. 57Χ86 την ελληνικήν
+μεγαλόνησον μετά σχεδιαγράμματος του Λαβυρίνθου και των κυριωτέρων
+πόλεων 3. —
+
+ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. Περιλαμβάνων πλην της Μακεδονίας την Ήπειρον και
+Ιλλυρίαν. Σχήμα 69Χ96 3. —
+
+ΙΤΑΛΙΑΣ. Αρχαίας και νέας μετά σχεδιαγράμματος της Αρχαίας Ρώμης υπό
+Ιωάν. Σαρρή. Σχήμα 55Χ55 3. —
+
+ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ΝΕΑ ΣΕΙΡΑ (ΠΡΑΣΙΝΑ ΒΙΒΛΙΑ)
+
+ 1. Η Ζωή μου Δ. ΒΙΚΕΛΑ Δρ. 5. —
+ 2. Οι Μέλλοντες Στρατιώται Μ. ΠΑΟΥΕΛ » 2. —
+ 3. Η Αγωγή Ε. ΣΠΕΝΣΕΡ » 1.50
+ 4. Τα Χημικά Λιπάσματα Ρ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ » 1.75
+ 5. Χώραι και Λαοί της Ευρώπης Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ » 2. —
+ 6. Επιστολαί προς Πρωτοψάλτην Α. ΚΟΡΑΗ » 1.65
+ 7. Εικόνες Αρχ.Έλλην.Ιστορίας (μετά κειμένου) » 1.75 \
+ 8-10. Βυζάντιον και Βυζαντινός
+ 11. πολιτισμός τεύχη τρία ΕΣΣΕΛΙΓΓ » 2.20
+ 12.Εγκόλπιον των Νέων τεύχ. Α' Α. ΒΕΝΕΔΕΤΉ » 0.80
+ 13.Εγκόλπιον των Νέων » Β' Α. ΒΕΝΕΔΕΤΉ » 0.60
+ 14. Γνώμαι ΑΔ. ΚΟΡΑΗ » 0.50
+ 15. Στρατιωτικά Διηγήματα Ε. ΔΕ-ΑΜΙΤΣΗ » 0.80
+ Τα πρώτα Βήματα της Ανθρωπότητος Α.
+ ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ » 2.00
+ 16. Πολεμικά Διηγήματα (βραβευθέντα) » 1.40
+ 17. Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη Α. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ » 1.00
+ 18. Δύο εχθροί του Ανθρώπου
+ (Κώνωπες-Μυίαι) Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ » 0.60
+ 19. Η Αρχαία Ελληνική Ποίησις Σ. Κ. Σ. » 0.60
+ 20. Εκ των ποιητικών βιβλίων
+ της Παλαιάς Διαθήκης. Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ » 0.60
+ 21. Σύντομος Ιστορία της Ελληνικής γλώσσης Γ.
+ Ν. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ » 0.90
+ 22. Το Άγιον Όρος Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ » 2.75
+ 23. Ανέκδοτα του Πλουτάρχου Α' Χ. ΑΝΝΙΝΟΥ » 0.90
+ 24. Μαργαριτάρια και Γουναρικά Ν. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΟΥ » 0.70
+ 25. Η Αγία Σοφία Γ. ΣΩΤΗΡΙΟΥ » 2.25
+ 26. Η Μ. Εβδομάς και το Πάσχα Δ. Σ. ΜΠΑΛΑΝΟΥ » 0.75
+ 27. Αστέρες Δ. ΑΙΓΙΝΗΤΟΥ » 1.65
+ 28. Αξιώσεις Εργασίας Κεφαλαίου Κ. ΔΟΣΙΟΥ » 2.00
+ 29. Μετέωρα Δ. ΑΙΓΙΝΗΤΟΥ » 3.40
+ 3Ο. Ανέκδοτα του Πλουτάρχου Β' Χ. ΑΝΝΙΝΟΥ » 1.90
+ 31. Αι Γυναίκες εις την Λαογραφίαν Σ.
+ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ » 2.50
+
+Αποστέλλονται ελεύθερα ταχυδρομικών εξόδων. Δια το εξωτερικόν
+προστίθενται 30 — επί της τιμής εκάστου.
+
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΙΩΑΝ. Ν. ΣΙΔΕΡΗ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+Εξεδόθησαν:
+
+ Αθάνα Γ. Πρωινό Ξεκίνημα 5. —
+ » Αγάπη στον Έπαχτο 4. —
+ Αννίνου Χ. Αττικαί Ημέραι 5. —
+ » Εδώ κ' Εκεί 4. —
+ Βιζυηνού Γ. Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου 5. —
+ Γρυπάρη Ν. Σκαραβαίοι και Τερρακόττες 5. —
+ Δάφνη Στ. Το Ανοιχτό Παράθυρο (ποιήματα) 5. —
+ Δροσίνη Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα) 5. —
+ » Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα) 5. —
+ » Αγροτικαί Επιστολαί 5. —
+ » Διηγήματα (των αγρών και της πόλεως) 5. —
+ » Το Βοτάνι της Αγάπης (διήγημα 5. —
+ Δημητρακοπούλου Π. Η Σιδηρά Διαθήκη (κοινωνική Φυσιολογία 6. —
+ Δουμά υιού Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα) 5. —
+ Λυκούδη Εμ Διηγήματα (1920) 5. —
+ » Το Σπιτάκι του Γιαλού 5. —
+ Μπάρετ Ο. Αι ημέραι του Νέρωνος 10. —
+ Μωραϊτίδου Α. Διηγήματα τόμοι 5, έκαστος 6. —
+ Παλαμά Κ. Διηγήματα (πεζά) 5. —
+ Παπαντωνίου Ζ. Τα Χελιδόνια (ποιήμ. για παιδιά τονισμένα)10. —
+ Πολέμη Ι. Σπασμένα Μάρμαρα (ποιήματα) 6. —
+ » Βασιληάς Ανήλιαγος 5. —
+ » Παληό Βιολί 5. —
+ Προβελεγγίου Α. Ο Φάουστ του Γκαίτε (εικονογραφημένον) 6. —
+ Σιδέρη Ι. Δάφνης. Γρατσιέλλα Λαμαρτίνου 5. —
+ Τανάγρα Αγγέλ. Οι Σπογγαλιείς του Αιγαίου (διήγημα) ?. —
+ » Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμικά διηγήματα)
+ » Μεγαλόχαρη (διήγημα) 5. —
+ » Μαύρες Πεταλούδες (διηγήματα) 4. —
+ Τσοκοπούλου Γ. Γυναίκες του Βυζαντίου 5. —
+ » Ξανθές! Μελαχροινές! 4. —
+ Φεγιέ Οκταβίου Ιστορία ενός πτωχού νέου 5. —
+
+Εξώφυλλον: Τύποις Ταρουσοπούλου
+
+***
+
+1) Βαλανείον (ungtorium) ήτο θάλαμος εντός του οποίου οι λουόμενοι
+ηλείφοντο μύρα μετά το λουτρόν.
+
+2) Ο Φαύνος ήτο θεός των αγρών.
+
+3) Σκυλευτήριον (=spoliarium) ήτο μέρος του αμφιθεάτρου, όπου
+εσκύλευον τους πεσόντας μονομάχους ή απέσφαζον τους ημιθανείς.
+
+4) Σμινθεύς ελέγετο ο Απόλλων.
+
+5) (Επιτυμβίας Αφροδίτης).
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Quo Vadis, by Henryk Sienkiewicz
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK QUO VADIS ***
+
+***** This file should be named 35560-0.txt or 35560-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ https://www.gutenberg.org/3/5/5/6/35560/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+https://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at https://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+https://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at https://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit https://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: https://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ https://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/35560-0.zip b/35560-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..7e3a3c7
--- /dev/null
+++ b/35560-0.zip
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..9af4139
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #35560 (https://www.gutenberg.org/ebooks/35560)