diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:06:20 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:06:20 -0700 |
| commit | 75bcfc6dab0ba3840b17fba0f0b7b6ba8164d044 (patch) | |
| tree | 7c98cd4f1d932b743f338c6b51cd38cacfb67161 | |
| -rw-r--r-- | .gitattributes | 3 | ||||
| -rw-r--r-- | 36688-0.txt | 8137 | ||||
| -rw-r--r-- | 36688-0.zip | bin | 0 -> 212973 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h.zip | bin | 0 -> 830359 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/36688-h.htm | 8021 | ||||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/1.jpg | bin | 0 -> 64910 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/2.jpg | bin | 0 -> 64033 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/3.jpg | bin | 0 -> 65984 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/4.jpg | bin | 0 -> 68802 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/5.jpg | bin | 0 -> 61422 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/6.jpg | bin | 0 -> 57489 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/7.jpg | bin | 0 -> 53793 bytes | |||
| -rw-r--r-- | 36688-h/images/page1.jpg | bin | 0 -> 173566 bytes | |||
| -rw-r--r-- | LICENSE.txt | 11 | ||||
| -rw-r--r-- | README.md | 2 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20110710-36688-0.txt | 8126 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20110710-36688-0.zip | bin | 0 -> 212878 bytes |
17 files changed, 24300 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes new file mode 100644 index 0000000..6833f05 --- /dev/null +++ b/.gitattributes @@ -0,0 +1,3 @@ +* text=auto +*.txt text +*.md text diff --git a/36688-0.txt b/36688-0.txt new file mode 100644 index 0000000..154da09 --- /dev/null +++ b/36688-0.txt @@ -0,0 +1,8137 @@ +The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Arabian Nights, Volume 3 + that is very strange and nice tales and happenings written + in Arabic by Dervish Abu Bekr as per the Venice edition + +Author: Dervish Abu Bekr + +Posting Date: March 19, 2012 [EBook #36688] +First Posted: July 10, 2011 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + + + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed +otherwise. Bold words are included in &. Footnotes have been placed at +the end of the book. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως +έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι +υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + +Χ Α Λ I Μ Α + + +ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ + + + +ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ + + + +&Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του +βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.& + + + +Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων +του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον, +Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν +αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν, +έχεις άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις +όλους τους ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως +ευχαριστημένος, εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και +χωρίς να σου φέρω άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς +θλίψιν, είμαι βέβαιος ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο +αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω +τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που +αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, +ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, +εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω +ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, +και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ +Μολτούχ προς αυτόν. + +Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον +βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την +χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή +όχι. Αχ, βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας +σου ημπορεί να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας +υποκάτω εις το σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε +διαμοιράζεις εις του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά +πολλά ευχαριστημένος εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι +βέβαιος, απεκρίθη ο βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής, +αν κανένα πράγμα σου συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου +λέγει, πως κανείς εις τον κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν +θλίψιν, που να συγχίζη την ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε +μίλησε με καθαρότητα και φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη. +Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ Μολτούχ, επειδή και το ύψος της +βασιλείας σου με προστάζει να ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου, +ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες χάρες που λαμβάνω από την +βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, και τες απόλαυσες, που +έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά ανακατώνει την +ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την τρυπά +ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το κακόν +μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά +θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο +αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη +καμμιά βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν +χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη +να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να +διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της +Αλγεμάλ.& + + + +Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της +βασιλείας σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της +Αιγύπτου, ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που +εις την Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός +μου έλαβε τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ +χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου +ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν +τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα +εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα +πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν +μου το ανοίγω, και μέσα εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας +ωραιότητος, και ένα κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια +εικόνα γυναικός. Την θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια +ζωγραφιά πολλά τελεία και εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν +ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που +έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου δεν εξεκολλούσαν από εκείνην +την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν έρωτα. Εστοχάσθην ότι +εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που θα εζούσε, και +εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. Έκλεισα το +κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το δαχτυλίδι που +μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό. + +Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός +μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο +συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου +εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως +και είχε κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει +που ολόγυρα εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια +εις χαρακτήρα Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ». +Ετούτη η είδησις με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ +διά να εξετάση εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το +βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν +ημπόρεσε να του ειπή· εις τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και +να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις +την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν +ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα +να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα +θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και +ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα +από την Αίγυπτον. + +Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν +έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την +ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε +εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να +μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον +Καχβάλ· μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από +έναν που μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να +υπάγω εις την Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και +αυτός ημπορεί να μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το +Μπαγδάτι, και ήλθα εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον +γέροντα και ερωτώντας τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι +ακουστά έχω πως αυτό το βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα +εις τες Ινδίες τες βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως +και είνε αλήθεια ή όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε +κάποιαν είδησιν δι' αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον +εύρωμεν επήγαμεν εις το παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και +εκεί ευρίσκοντες ένα καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες +Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από +εκείνον τον λιμένα. Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά +ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν +ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν +μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την +ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την +διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν +εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν +την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες. + +Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν +ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν +ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε +την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι +που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, +που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους. Ο +Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε, +και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις +το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να +μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η +πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν +εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον της +νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι +οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας +έφεραν εις τες κατοικίες τους. + +Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν +μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους. +Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον +θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και +εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς +ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και +εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η +θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, +και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο +βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού +έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον +βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από +ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον +υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που +εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και +άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν. + +Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από +τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την +άλλην ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον +ακολούθησε κάθε ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και +τον Σαέδ. Ημείς δεν αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των +συντρόφων μας· και ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα +παράπονα διά να πάρουν ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν. +Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, +και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ +νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του +δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν. Ημείς εμείναμεν και οι δύο +άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το +παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα +σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας. + +Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν +ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη +έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου +λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η +βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ +δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την +καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να +σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν +σε καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με +εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το +χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία +εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα +οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το +πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την +μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και +κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της +ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της +είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον +γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων +χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την +εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας. + +Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να καθήσης κοντά μου, έχω να +σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε χαροποιήσουν, διά το άντεμα που +έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως πατρός μου· Εγώ αφού και την +επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά της. Τότε αυτή ακολουθώντας +την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην +ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε +συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν +ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και +σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν, +αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από +τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε +συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου. + +Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν +αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν +εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με +θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή +ότι εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος, +μου είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη, +που σε κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης +λόγον και μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω +διά αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή +σου προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον +έχω περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει +με τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των +λόγων μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της +ευχαριστήσεως που μου εφύλαγεν. + +Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που +δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα +λόγια της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου +λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά +σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα +δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το +λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να +σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· +επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή +πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου +νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του +συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την +αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και +ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των +συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου. + +Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες +της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να +κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, +με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι +λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε +ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν +αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα +ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε +είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να +μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω +Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω +και να αποθάνω. Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ +να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; +πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις. +Εγώ τίποτε δεν σου λέγω που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα· +μα δεν ηξεύρεις με ποίαν τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και +οπόταν θέλεις μάθει τα πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή +και στοχάζομαι πως θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και +αν ήθελα χάσει την ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της +θυγατρός του βασιλέως των Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα +ακόλουθα. + +Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία +μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας +τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον +εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν +σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από +κάθε τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν +που ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον +μου βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον +θάνατον. Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή +που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ +αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους +άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ +παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη +της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά +της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον +άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να +ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την +νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα; + +Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ, +εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της +βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με +θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ +εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι +είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον +σκλάβαν. Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την +θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει +να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με +ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω +πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε +καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην +δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι +δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, +εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους +δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· +καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας +θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι. + +Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και +μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της +μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες +επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου +λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την +Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα +κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί, +μας λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην +σας ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε +άδειαν διά να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην +σας που προς ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να +υποφέρωμεν, με ολίγα λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν +τον καιρόν τους άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την +θέλησίν τους. Τα λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους· +και βλέπομεν τες κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν +στιγμήν. Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους +από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με +τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν +ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; +αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον +ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι +ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση +εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη +να με μισήσης; + +Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά θυμωμένη, +και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον τούτων +των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν μας και +την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω, +ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι +αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους +υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν +αυτοί δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε +ότι ένας ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων· +ας ζήσουν και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να +σταλούν διά να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να +στέκωνται ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον +κοπιαστική με θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις +ετούτα τα λόγια αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας +υπάγουν εις τους χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν +ώραν ανάπαυσιν, αλλά να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και +έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να +αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα +οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, +μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν +λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν +είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους. + +Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην +ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του +όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί +αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν +ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί +λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το +συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον, +μήπως και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον +τον κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν +ριχθή εις την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ +να χαθούμεν εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν. +Αυτή η γνώμη ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το +παραθαλάσσιον. Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά +Μώρου, δεμένον εις ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν, +και εμβαίνοντας μέσα εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με +δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί +από τα μάτια μας πριν έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που +μας ελευθέρωσε, και ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα +ασφαλή λιμένα, με όλον που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης +χωρίς καμμιάς λογής φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον +που μας έφερεν ήτον εις κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας +αναποδογυρίση. + +Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που +πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν +εις την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν +πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ +περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν +ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά +να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι +χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής +οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια. + +Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το +νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι +ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και +εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη +μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε +ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει +κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν +ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά +την αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις +χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα +εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια +και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά +γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να +ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το +να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον +που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον +ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν +ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την +ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον +ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από +τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, +πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες +να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με +ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή +διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις +από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου +ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω +μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου. + +Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου +Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν +ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν +μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το +νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να +εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν +εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την +μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και +περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από +νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις +μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα +προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον +καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή με διάφορα είδη ζώων και +πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος σύρτης ήτον απερασμένος +εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς κλεισμένην· τα κλειδιά της +ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς +που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ +να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την +βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα. Εμβαίνοντας +μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την +οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με +πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ +πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν +εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το +κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια +φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον +δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα +ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν. + +Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά +νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν +ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν +να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία +κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν +εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα +που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την +ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω +ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με +μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα +μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· +εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να +με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που +επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και +επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα +την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να +υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν +κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα +ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι +σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή +καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα +κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και +εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις +μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, +μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και +ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα +εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν. + +Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν +τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το +να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα +εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το +καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν +ηξεύρω αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία +μου, της είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε +βεβαιώσω πως ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του +Καστελλιού άνοιξεν ευθύς που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως +εδώ χωρίς κανείς να μου εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά +να σε εξυπνήσω. + +Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η +κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από +τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό +που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να +είμαι κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και +είμαι υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα, +ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες +την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το +νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με +όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, +θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν +εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, +ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου +συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν +μου την παρεκάλεσα και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν +της. Αυτή άρχισε να την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ, βασιλέως +της Ινδίας.& + + + +Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της +Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το +περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν +λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του +περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με +γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά +να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος +πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη +εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου +βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, +και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με +έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς +εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα, +τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους +εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το +νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά +εσένα. Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν +είναι μέγα κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού, +ετούτη δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει +χρεία να την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που, +ω βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη +στοχάζεσαι άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν +θέλει σου λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην +την επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει +χρεία. + +Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα +δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα. +Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν +δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον +πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν +ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά +τον χαμόν μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο +εξωτικός, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου· +και εκείνο που απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής +εις την υπόθεσιν της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην +ζωήν αμοιβαίως. Μην ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την +ματαίαν ελπίδα σου, να κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω +φυλάξει εις όλον τον καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά +την αρπαγήν μου. Εσύ θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος, +και θέλεις συνηθίσει εις την θεωρίαν μου, και εις την +συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα. +Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, του απεκρίθηκα με +καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ περισσότερον το +μίσος που αγροικώ διά εσένα. + +Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, εχαμογελούσε, +και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του δεν έλειπε +που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα χαρίσματα και +περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και +που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου +έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να +ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν +επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις +ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην +την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη +εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη +δύο μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το +καστέλλι, και η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και +ούτω με άφησεν υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν +από εμένα. Αυτός κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν +αποφάσισα να κλίνω εις την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την +ίδιαν γνώμην, με βυθίζει πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός +εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν +αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του +καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον +να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας άνθρωπος, και το περισσότερον που +με θαυμάζει είναι που είσαι ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από +το στόμα του εξωτικού, ότι τα ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει +όλους εκείνους, που ήθελαν πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά +ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη ακατοίκητον. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν, +ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να +γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και +παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι· +ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι +αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την +οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον, +που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα +των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την +βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον +θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον +πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον +θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και +είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα +αντίς να με κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου +μιλήση με θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν +εις τους πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ +του βασιλέως, εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που +περισσότερον σου αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω. +Η ομιλία αυτουνού με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα +να καταλάβω διά ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός +έμπροσθέν μου και μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη +ο θαυμασμός μου οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω +λέγοντας· το δαχτυλίδι που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η +Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος (1) και όποιος το φορεί δεν +ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα εις τες δυστυχίες· του λόγου +σου ημπορείς να πλεύσης εις την θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον +χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή τα κύματα· τα ζώα τα πλέον +θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις μίαν μεγάλην εξουσίαν +εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα μαγικά χαλούνται από +ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον. + +Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το +δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και +τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε +εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του +εξαναείπα, αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου +εφαγώθη εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των +μυρμηγγιών, τον καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να +γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα +ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του +Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν +ακόμη. Αυθέντη μου, απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται +εις ετούτην την θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την +θυγατέρα του Αλγεμάλ μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα +εκείνο που ημπορώ να ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του +Σολομώντος. Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν +ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον +μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου. + +Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν +αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην +ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα +που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το +φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την +υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο +που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς +την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· +ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον +επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα +πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με +τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω την καλήν τύχην, του είπα, εις +το να είμαι κληρονόμος του Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να +με φέρης εις ετούτην την στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν +εις το βασίλειον Σερενδίβ. Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο +εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την +αγαπημένην μου Μάλκαν. + +Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους +δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του +Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη +τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας. + +Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού +αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την +είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος +το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό +ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα +από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην +πέτραν. Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, +γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως +έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με +επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν +εις τον βασιλέα. + +Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία +υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με +είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον +πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη +μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα +σου, που την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς +να μου δώσης δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της; +εσύ χωρίς αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους +της, που τώρα είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την +εστερήθηκα, χωρίς να ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες +που έκαμα. Όχι, όχι, του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην +την ημέραν θέλεις την ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν +ο βασιλεύς; εις ποίον τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε +παρακαλώ, και μην αργής εις το να μου το φανερώσης. + +Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα +την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την +θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν, +ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου +λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά +τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ +δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε +ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά +να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος +από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου. +Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, +και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας +της επιταυτού το έστειλε. + +Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, +που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την +θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της, και +τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες +ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε +να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να +γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του +Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός +έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν. +Ο βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που +με έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν +ημέραν μου λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την +γνώμην που αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου, +και έκαμες να χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ +να σου κάμω την αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις +γυναίκα, και να σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου. + +Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου επρόσφερνε, +και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του δέχομαι +την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα δικαιολογήματα +που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη προσηλωμένη +εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα τρόπον να +λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε λογής +χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς το +λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την +γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις +της βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα +την θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει, +είνε διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ +από την βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το +οποίον να ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην +έκαμε καθώς επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς +το από τα αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα, +και ανθρώπους διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το +θέλημα από τον βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι +με μεγάλην τους θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το +ταξείδι μεγαλωτάτους κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του +Σολομώντος, αναμφιβόλως ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα +μακρυνόν πλεύσιμον, εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί +ανταμωνόμενος με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την +Αίγυπτον. + +Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν +εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος +Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά +ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες +ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον +θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε +κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, +και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από +την θλίψιν του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού +μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα +μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με +εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε +μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε +διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα +πονηρίαν. Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με +έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην +βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα +εκείνος ο καλός οφφικιάλος έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου +εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού μου, πως έχοντας φόβον διά να μη +του πάρω τον θρόνον με καμίαν αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με +θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα +του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά να φύγω. Εγώ αφού και +ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την γενναιότητα του +οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις την πρόνοιαν +του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού μου, έλαβα +την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα μου, και +να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του +Βεζύρη του& + + + +Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των +συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο +είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· +στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι +διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν +που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς +αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω +ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα +η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, +που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή +βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις +κάθε ηδονήν. Ο Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον +παράξενην, το να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα +διά να την ιδή. Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα +Βεδρεδίν, η βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν +του Σεήφ Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και +δεν εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ +δεν ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη +ο βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν, +και είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε +από θλίψιν συγχισμένη. + +Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως +είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του +αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους +τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου +φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από +μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου, +απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που +έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις +αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος +εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να +μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον +είναι το ιδίωμά μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η +μελαγχολία· εξέταξα τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός +είναι τέτοιου χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από +το πρωί έως το βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με +τον έναν και με τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και +τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν +ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει +ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν. + +Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος +εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον +επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην +την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον +ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω +ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· +και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που +ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, +ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να +κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την +αλήθειαν. Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός, +σε παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν +πολλά μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από +το να τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου· +ημπορώ μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου +μου· ότι με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον +δυστυχής των ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην +την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες +μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο +βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε +προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να +εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής +του με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Μαλέχ και της βασιλοπούλας Σχυρίνας& + + + +Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ, +ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το +περισσότερον της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου. +Και μίαν ημέραν έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν +με τους συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η +ομιλία μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία +αγαλλίασις να ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας +έλεγε την γνώμην του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας +εδιηγούντο τα όσα θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ +ακούοντας αυτούς που εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν +επιθυμία διά να ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι +συναπαντούν μου αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί +ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν +ημπορούσα να υπάγω από την μίαν άκραν της γης έως την άλλην χωρίς +κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις +τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η συντροφία· μα ο ξένος που ήτον +εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν επιθυμάς να περιδιαβάσης τον +κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου δείξει, οπόταν θέλης, ένα +τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις βασίλειον, χωρίς να +συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός θα εμετωρίζετο. +Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος και μου λέγει, +ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το σπήτι μου, και +θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και περίεργον. + +Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· +θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν +θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και +εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να +τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν +επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες +ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο +σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν +κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις +ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν +έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να +βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, +Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο +ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να +βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη +τέλειον το έργον του. + +Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την +εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν +εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους +διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί +εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις +τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με +μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα +εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις +ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις +εσύ, μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν +καλήν τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα +εναντίον, και κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον +που ήθελα να σε ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ +σου κάνω ένα δώρον ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την +μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης να ιδής κανένα τόπον. + +Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του +έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου +δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ +εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, +έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου +έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον +αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις +ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα +με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι +μου. Και ευθύς έκαμα να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις +ένα μου μαγαζί, και την εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα +λοιπόν να χαίρωμαι με τους φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου +την περιουσίαν. Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις +τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· +έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με +επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να +τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα. Βλέποντάς με εις +κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να +μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την +κασσέλαν μου. + +Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, +παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου +ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική +κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το +Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· +έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου +εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα +ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι +τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν +φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν +ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω +εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και +την άλλην ημέραν ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και +πλησίον αυτουνού μία ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον +κάμπον. + +Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα +μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου +του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν +με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα +χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και +αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον +ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου +νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και +άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος +κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην +του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση +κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της +οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι +μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο +Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή +αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το +περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από +τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά, +στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να +εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν +την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις +την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν +κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες. + +Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές +τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και +φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και +με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την +θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και +είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την +αγαπημένην μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το +φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός +απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να +κοιμηθώ αναπαυμένος. Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, +στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την +βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με +τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία +του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα +που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα +αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις +τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η +πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά +να δοκιμάσω την τύχην μου με το μέσον της μηχανής μου. Κάνει +χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της Σχυρίνας, και να πασχίσω +να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να δοκιμάσω να ιδώ μήπως και +ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος που οι Αστρολόγοι +προείπαν πως θέλει την απατήσει. + +Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου +έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, +εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου +επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα +τόπον, που είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου +και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις +τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις +ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν +τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου +ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που +εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν +ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα +το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα. Αυτή εις τον ίδιον καιρόν +εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον πλησίον της, εδόθη εις ένα +μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την κυβερνήτριάν της, που +εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να τρέξη με ταχύτητα εις +βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με +βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον +έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ +μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν +να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες +ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί +τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να +εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον +τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να +έμβη τινάς εδώ. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν, +εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν +εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης +Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον +θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ +εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι +ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν +διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω +τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου +και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· +εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω +ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες +ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά +να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν +οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν +πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το +γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις +ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς +που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, +όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες +οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν. + +Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να +συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το +ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που +είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι +γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η +Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με +επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον +πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την +βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με +τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και +εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα +ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον +λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις +την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια +φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με +λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα +ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια +που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να +στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να +μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός. + +Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον +της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ +καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα +εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω +εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της +βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου +έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω +μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες +λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή +βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα +τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν +έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ +μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν; +επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι, +της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με +στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα +γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα +εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν, +παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με +βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις +ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε +υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα. + +Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον +να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα +πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν +πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής +αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον +εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν. + +Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της +συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της +βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα +κλειδιά, που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί +που η Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και +ανακατωμένη από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε, +και ηθέλησε να μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την +αντράλωσιν της Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον +υπόχρεη να τον ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν. + +Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής +εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός +ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, +είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα +καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα +εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι +τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την +απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον +χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά +να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος +θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη +εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να +καταλάβω. + +Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη +μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και +βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του +εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του +και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο +βεζύρης ωμίλησε πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία +ημπορούσε να είνε αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και +ο προφήτης ημπορεί να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να +ευχαριστήσουν τον βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του +τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω +πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και +φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να +πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη +γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς +είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του +παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που +πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται. Και αν ο βασιλεύς θέλει να +δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν διήγησιν τόσον γελοιώδη, +σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την +υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει έλθει πολλά ογλήγορα εις +γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις ένα ιερόν όνομα έλαβε +την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν. + +Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης +του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η +υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και +απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να +ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς +να είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον +τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν, +δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός +μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί +αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη +ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως +δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον +επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα +ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η +νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του +βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· +έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το +μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα +μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν +με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω. + +Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά +ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του +βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του +ερχομού μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η +Σχυρίνα του είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς +φλόγας από τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα +έπαιρνε διά προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην +εστοχάσθη, ότι εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά +πως οι πόρτες του ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να +κατέβη εις την γην· + +Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα, +ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον +εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα +εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας +και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και +πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε +προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να +μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια +εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της +θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον +δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να +τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με +κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα +κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από +την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ, +εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς τους Μουσουλμάνους ο πλέον +τηρητής των προσταγμάτων μου και της θρησκείας μου και διά την +καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω· εσύ καλά ηξεύρεις από +τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω εις τες πλάκες του +γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι απατημένη από έναν +άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την ελευθερώση από +τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες παρακάλεσές μου μού +το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα θα ήθελεν είναι +μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα διά να σου κάμω +την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που καθημερινώς κάνεις. + +Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που +του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν +διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ +δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του +ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς +τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός +στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την +θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα +όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και +ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον. + +Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν +εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν +έμεινε βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο +βασιλεύς, έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν +προφήτην, και με αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της +θυγατρός μου· και δεν είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις +τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που +εναντιώνονταν επάνω εις αυτό και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν +του. Αυτός όντας σταθερός εις την γνώμην του, έπασχε με κάθε +τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε αδύνατον ο προφήτης να +υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό είναι ένα μέγα ψεύμα. +Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον εκείνου του απίστου, +ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον όλης της αυλής. + +Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να +στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το +γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους +του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον +που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και +φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος +του κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του +τζοχαντάρη που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και +τον έρριξε κατά γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το +συμβεβηκός ενομίσθη ως μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν +του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το +άλογον, ετούτος είναι ο καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας +σου, εσύ δεν ηθέλησες να δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε +επαίδευσε· και ύστερον κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το +σπήτι του σακατεμένον. Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να +σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα αυτήν την είδησιν, ομοίως και το +συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να +διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος ο λαός ήτον ευκολόπιστος και +δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που ακούονταν παντού να φωνάζουν. +Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν του Προφήτου. + +Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την +βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ +της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· +ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του +Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να σηκωθή μία +φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον +έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις +παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. +Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και +ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της +νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα. + +Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την +ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο +προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που +εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω +μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να +φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες +κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται, +επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ +μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και +χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της +αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με +συμφέρουν οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει +ότι με το χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει +είνε η μοναχή προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα +διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα +ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα +επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το +μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν +του Μωάμεθ. + +Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και +ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας +Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του +Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν +απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον +υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος +εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα +ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα +του, και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς +εθυμώθη κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να +υπάγη καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με +αυτήν εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς, +ονομαζόμενος Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος +από το μέρος του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή +εις τον εχθρόν του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν· +τόσον που με πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της +Γάζνας. Ως τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την +ανδρείαν των στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του, +και να εμβαίνη εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή +συμβούλιον διά να ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο +τζοχαντάρης, που ετσάκισε το ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον +τρόπον. + +Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον +τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον +Κασέμ, μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού +εναντίον του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της +βασιλείας σου δεν ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον +προφήτην ωσάν γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει +συγχίσει τους εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε +βοηθήση, επειδή και από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον +πόλεμον ο Κασέμ. + +Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική, δεν +έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις +δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον +προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον +εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη. +Έτσι λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν +ογληγορότητα, και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον +προφήτην διά να τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του +έταξε πως δεν θέλει είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του +κάμη την θέλησιν ο μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με +μεγάλην ανυπομονησίαν διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν. +Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την +Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν, +επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα +αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν +έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως +δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν. Ερχομένη η +συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις +έργον το τάξιμόν μου. + +Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα +υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του +στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον +οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον +πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και +εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην +την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι +φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την +κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας +που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην +δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την +λαβωματιάν εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και +τους οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και +βλέποντές τον γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να +φωνάζουν και να οδύρωνται. + +Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή +πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν +αυτό εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το +αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις +τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την +τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να +τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι +σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν +του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το +στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις +φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ. +Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον το στράτευμα κακώς έχοντας, +και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και τα αναγκαία του πολέμου +εις τον κάμπον της Γάζνας. + +Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός, +οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς +εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον +φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον +το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση +καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες +χαρές εις τον λαόν και όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις +ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους +απεδίωξεν από το βασίλειόν του, και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο +Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος από κανένα εις το παλάτι +της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να +ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης +διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον +είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις +το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν +ευχαρίστησιν. + +Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν· +εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον +οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις +τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· +εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· +ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την +βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου +ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να +κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την +βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν +πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να +σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην +διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το +στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους +στάκτην. + +Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου, +και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του +Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν· +η οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και +μου το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα +όλως αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που +ήτον σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον. +Ήτον όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο +Μωάμεθ, αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν +αυτός ο ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας +υστερώτερα από αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να +γίνουν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον +χαλασμόν των εχθρών του, αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην +παράταξιν οι γάμοι της βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ. +Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον +μίαν εορτήν που εγίνονταν εις τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν, +επήγα εις την Γάζναν, και αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον, +καμφορά, κα άλλα αναγκαία και εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον +λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και +ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες +εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά +εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις +τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και +άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού +αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου +τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την χώραν διά να +λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός εις εκείνο +που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο λαός +έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας +έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν +πως είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε +να φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα +εις εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν +σεβασμίαν, και άλλα διάφορα. + +Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου έδωσαν· +μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν την +χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των θαυμαστών +μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως φαίνεται +καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που έκανα, θα +έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από αυτήν· ώστε +που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας πατέρας, ο +οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή του υιόν +σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον εις το +ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον από +έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον +βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου, +εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν +μου εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της +μηχανικής μου κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και +έπρεπεν εγώ να κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού +εις συναπάντησιν νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης +Μωάμεθ, αφίνοντάς τον Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν, +εξεμάκρυνεν από την χώραν της Γάζνας. + +Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από +πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος +με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να +μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον +καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την +τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά +ευχαριστημένος της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη, +δεν ημπορώ να βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας +μου, εις την οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις +τους οφθαλμούς μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου +εξαλειφθή αυτός ο στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την +απολησμονήσω, και αυτό με κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η +ιστορία μου, ω βασιλέα, που με εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω +καλώτατα που δεν ευρίσκεται εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως +της Γάζνας έκαμα, και της βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την +ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει· +επειδή και η βασιλεία σου εστάθης η αιτία, και με εβίασες διά να +φανερώσω με κάθε καθαρότητα το ανόμημα που έκαμα. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη του.& + + + +Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν +του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του +Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από +των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς +πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να +κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν +ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους +μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας +κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. + +Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους +οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα +και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν +τους απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και +εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και +ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι +ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη +κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους +λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν +την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και +αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν +ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος +από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν +είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους. + +Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν +άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του +βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να +μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το +ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου. +Εγώ δεν είμαι με όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και +μου έρχεται εις τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο +που επιθυμώ. Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις +όλην την χώραν, πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν +του, εις διορίαν τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να +τον κάμη ότι δώρον θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη +κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι +πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως +κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά +θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην +την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας +ευχαριστημένος. Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες +εξετάξει όλον τον κόσμον, θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν +είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω, +εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της +δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν να περιπατήσω τον κόσμον και +να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται εις την γνώμην του, και +δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ +αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την +επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να +είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του. + +Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του +θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν +άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις +έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ +Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος +του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις +ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς +ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν +από βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά +ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως +ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι +είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την +αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε +προς αυτούς με τούτον τον τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον +αναίσθητοι είσθε εις το να κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε +πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη διά να σας σηκώση από τούτην την +ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν τον πλούτον να αποφύγητε τον +θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε οπίσω σας και στανικώς σας· με +όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως η κυρίευσις του πλούτου σας, +σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε +να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η επιμέλεια που παίρνετε διά να +τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην· +εγώ όντας γυμνός από πλούτη, υστερημένος από τες ανάπαυσές σας, +χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με πολλήν ευχαρίστησιν.» + +Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του· +Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το +οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που +εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος. +Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά +να συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν +ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε +αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς· +μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο +βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω +ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί +ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε +να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και +ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν. + +Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν +διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και +έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε +ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το +χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με +συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου. +Ημείς είμασθεν τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει +με γνώμην βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι +άνθρωπος τελείως ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι +εναντίας γνώμης· και δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι +περνάς μίαν τελείαν ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ, +αν είνε έτσι, ότι πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις +μας κάμει μίαν μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν +ευχαριστώντας τον Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και +επιθυμάτε να μάθετε την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να +σας ειπώ την κάθε αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι +ευχαριστημένος και αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την +ευτυχίαν μου εις τον λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι +ευχαριστημένος εις την κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του +πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να +παρακινήσω εις την ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι +διδαχτάδες τραβούμεν μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να +ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την +οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος +παρομοίως με τους συντρόφους σου, πως κανείς δεν ευρίσκεται +ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. Κανέν πράγμα δεν +ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην καρδίαν. Ευθύς που ο +άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της επιθυμίας, που έχει +στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η οποία να συγχίζη +την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην είνε ποτέ +ευχαριστημένος. + +Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να +ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη +εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να +βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν +ευρίσκονταν εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του +βεζύρη και του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της +ημέρας εις ένα μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο +ευγενείς άνδρες, που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες, +που είνε υποκειμένη η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την +σήμερον μίαν ζωήν ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν, +που βεβαίως καμμία πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των +ευτυχισμένων ημερών του· και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας +άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ' +εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν. + +Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το +πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην, +εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το +Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν +επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και +είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι +ανταμώθηκαν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το +Αστραχάν, εκεί που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς +χωρίς θλίψιν. Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι, +και ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί +έμειναν έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες +χαρές και εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια +και άλλα χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά +ποίαν αιτίαν εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής +του εδιηγήθη πως τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν +νίκην, που έκαμαν εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο +ευτυχισμένον συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν +χαράν· και τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του +βασιλέως, ο οποίος έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον +καλλιτέρου χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του +εδόθη δι' αυτήν την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν. +Ακούοντας από τον Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει +προς τον βεζύρην του. Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής +μου εφανέρωσε διά τον βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως +του λόγου σου είσαι πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς +θλίψιν. Μη γένοιτο, απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος, +πως και αυτός θα είνε ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να +βεβαιωθής από τον ίδιον βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε +χωρίς καμμίαν θλίψιν, που να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο +Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω +με αυτόν και αν είνε και αυτός καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην +υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν +μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς +θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το +λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ, +και ας τον ιδούμεν από σιμά, και ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα +έσωθεν της καρδίας του, διά να έβγωμεν από την περιέργειάν μας. + +Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν +ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από +μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, +και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον +βασιλέα. Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες +που επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να +ομιλήσουν με αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν. +Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του +έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα +εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά +τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή +ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το +οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη +και να του επαινή την ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που +του άρεσεν αυτό το καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις +το να βλέπωμεν πως έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου· +διά το οποίον ταπεινώς την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα +δώρον, συμπαθώντάς μας την ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το +προσφέρωμεν. + +Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι +ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν +να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί +και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές +στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως +διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς +ωσάν τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν +από βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη +κάθε λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους +υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της +μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους +εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα· +και ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν +ξεφάντωσιν. Και με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους +έκανεν, αυτοί δεν ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν +μάθει καταλεπτώς από τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς +ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον +τρόπον διά να μάθουν από τον ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν +θα του ήθελε φανερωθή, ποίος ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν +ημπορέσει να επιτύχουν πού να τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ +με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν να καταλάβουν την αλήθειαν· και +ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν. + +Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν ξεχωριστά, +το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που του +ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω Βασιλέα +είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να μάθωμεν +κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας +ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν +είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι +βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν +της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά +συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης +μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν, +και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την +αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη +πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει. +Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην +είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της +Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την +αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν +άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να +εύρω κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι +ανθρώπους που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους, +και με όλον τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν +ματαίαν ζήτησιν απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν +ήκουσα διά να ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς +χωρίς φροντίδα και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν +περιέργειαν να σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες +χαροποίησες που καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς +ευχαριστημένος, και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη, +να μου φανερώσης αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που +κάνεις, και αν και χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν +θλίψις καμμία δεν συγχίζει την ανάπαυσίν σου. + +Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες +εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της +Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον +κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν +είνε πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ +να μου φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου. +Επειδή και μου ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο +Ορμώζ, και καθώς πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου +λέγω, πως ο βεζύρης σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με +την γνώμην του. Όσον δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι +άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι· το επίθετον του βασιλέως χωρίς +θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με το να είμαι ο πλέον δυστυχής +βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου +είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές που με κάνουν να μη στοχάζωμαι +ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με θλίβει. Ο βασιλεύς της +Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα του Αστραχάν να +ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την περιέργειαν +εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον, που ο +Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν +αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το +τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με +ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το +έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον. + +Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε +δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε +είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το +τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας +είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας +επήρε από το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους +έκαμε να περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν +του τρίτου, εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και +να θεωρήσουν. Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον +οντά, και είδεν επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας +η ωραιότης τον έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι· +οι οφθαλμοί της ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το +πρόσωπον γελούμενον, και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες +ομιλίες, που μία γραία σκλάβα της έκανε. + +Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις +εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον +ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση +εις τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη +η ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε +εκείνη που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω +αυθέντη; είπεν ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό +δεν παραπονούμαι· αν εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο +ανταποκριμένος. Μα πώς το λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί +αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο +βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε και οι τρεις εις την πόρταν, και +θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που θέλει συμβή. + +Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και +επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε +προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα +μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς +εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· +αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια +εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ +πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους +οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της +είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, +τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η +κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η +βασίλισσα τότε δεν του αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον +πως τον είχεν ακούσει, και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν +αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον +εκείνο το αξιοδάκρυτον θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση +προς τον Βεδρεδίν και καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή +εξανάρχονταν εις την πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της +εξανάλαβε την λαμπρότητα που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που +ναξαναγεννηθούν όλες της οι νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις +τους θεωρούντας τον θαυμασμόν, που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή +κανένας. + +Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του, +εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και +δεν ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την +ταλαιπωρίαν μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά +το παρόν, αν εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον +πηγαίνετε χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά +πολλά βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το +απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει +πολλά καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν +πλησιάζης προς αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν +της, και οπόταν από αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν +της και τα πνεύματά της; αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε +την περιέργειάν μου. + +Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ, +επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να +θαυμάσητε εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που +επιθυμάτε, διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν +μακρυνήν ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο +Βεδρεδίν και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως +μεγαλυτέραν χάριν από αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο +Ορμώζ άρχισε να κάνη την διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Βασιλέως Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς θλίψιν, +και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.& + + + +Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να +περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την +ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν· +εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν +μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα +αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις +καμμίαν αυλήν βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους +ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που +με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και +ωνομάζετο Χασάν. Ήτον αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και +πεπαιδευμένος εις τα πάντα, και το περισσότερον που μου άρεσεν εις +αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν, +αλλά έκανε κάθε τρόπον που να ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με +τούτον τον τρόπον που με εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος +μου, και κάθε μου απόκρυφον εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην. + +Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους τόπους +και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου και +τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν +ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι +βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που +παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν +απολαμβάνω εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί +χαίρονται οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που +δεν τα βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα +βλέπω· και δεν ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου. +Επιθυμούσα να ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να +ιδώ κάθε ταπεινόν πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει +μου είνε και διά περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την +γνώμην μου, και δεν έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου. +Και εκείνην την ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας +εσυντρόφευαν οπίσω εις τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον +οι δύο και παίρνοντας πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ' +εκεί, και ύστερα από μίαν μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν +της Καρίσμου, εις την οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν. + +Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να +σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην. +Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας +εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν +από τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας, +περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον +πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά +να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις +αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους +πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και +ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι +εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία +εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου είχαν τους τρελλούς +κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον +έτσι, με το να ηκούσαμεν που να επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια +χωρίς στόχασιν, και ολονών οι τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον +περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε +προξενηθή από αγάπην και διά τούτο τους εβάλαμεν εις εκείνους τους +πύργους. + +Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά +τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του +τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι +τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, +ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν +προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, +και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με +το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την +Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε +είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την +διηγηθώ. + +Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει +κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες +έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα +αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά +εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος· +κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να +μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από +την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους +τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους +επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση +την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να +λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν +προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα +τόσον ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε, +βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με +πολλές φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους +βάλλουν εις τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους +τρελλούς που τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η +βασιλοπούλα Ρετζία κατά πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι. + +Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. +Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο +ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή +θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου +ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη. +Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην +παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον +σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και +ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει +αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, +να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από +αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται +από αιτίαν της κλεισμένοι. + +Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον +του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις +λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη; +στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω +το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός +μου είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε +να σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις +μίαν στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης +λογής αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν +μου, και μη σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη +κακόν αποτέλεσμα. + +Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις +την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και +περιπατώντας καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν, +τον οποίον ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί +που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός +απεκρίθη, βλέπω που εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν +σου εδιηγήθη κανείς ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της +Ρετζίας; αν το ηξεύρης, είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής +μίαν ωραιότητα τόσον φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες +νουθεσίες διά να με εμποδίση αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν +έκανε τίποτε, μου έδειξε την στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου +είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν +θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα +αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η +Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη +να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν +που θέλει του τύχει. + +Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον +λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν +εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, +διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές +όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως +και διά τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από +τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και +αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την +βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην +απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και +κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της +φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν +κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να +γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την +στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη, +ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου +εφάνη μεγαλοπρεπέστατον. + +Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα +με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν. +Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον +ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία +δεν ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν +ακόμη να χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον, +πρώτην φοράν που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω +την θεωρήσει με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου +προξενήσει την μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής. + +Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την δε +ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε +παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή +αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος +έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού +του, διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη +η προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα +μου, ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου +είπεν. Αχ, κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η +βασιλοπούλα δεν θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της, +και η ωραιότης της δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων, +και δεν ημπορώ αρκετώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το +αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν, ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ +θα παραιτηθώ, που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον +που κατά το παρόν είναι δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν, +δεν θέλω λείψει όμως που να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το +μέσον. + +Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα +εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, +και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· +τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα +χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που +είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης +μίαν χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε +γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την +σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το +δώρον είνε πλούσιον, μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε +παρακαλέσω του είπα, διά να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον, +διά να με εμβάσης εις το παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την +βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν +εβγαίνει πλέον εις την χώραν να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης +ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας. +Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα +αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να +χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν +σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ +θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης +ολόχρυσον. + +Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του +εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι +την συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν, +δεν ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν +δεν με υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα +δεν ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και +ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον +άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον +εβάλθη να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως +ακόμη αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά +να τον παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα +οποία, ωσάν τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του. +Παιδί μου, μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά +διά να με παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα +αγροίκησα προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε +δουλεύσω, και εις ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου +ένα μέσον διά να σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον +εσένα ωσάν και εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα +που μου έδωσε, και τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που +εστοχάσθη. Κάνει χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου +και να βάλλης πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου· +μα έχοντας αυτά τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι +εις υποψίαν, και να σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου +σκεπάσω το κεφάλι με μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν +σε στοχασθή δι' ένα κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει +καθόλου. + +Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του +περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που +ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, +που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς +καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και +εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν +εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος +εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την +έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα +την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να +μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με +επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι, +και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω, +και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι +ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και +νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε +καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που +είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν +χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα. + +Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε +διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά +κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον +επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν. +Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που +έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις +τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον +κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε +αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου +έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· +λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως +το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την +πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον +με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν +έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση. + +Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με +ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος +κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν +μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον +εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε, +διατί θέλεις να μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν +είμαι άξιος να σταθώ έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε, +μου εξαναείπε, και πες μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν +αντραλωμένον, απεκρίθη διά εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι +δούλος μου, και είναι πολλά έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι +ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και +άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με +ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον +έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του +βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά +που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως +ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά +τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και την ακόλουθον ημέραν λέγει του +Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει πως έχεις εις το περιβόλι +σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν του διηγήθη τα πάντα +διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν του βεζύρη του +επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει, σήμερον εις το +περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι καθώς μου το +παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς θέλημα να +συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το +περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν· +και ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι. + +Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ +επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· +έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας +ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα +ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, +τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη +πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως +ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το +εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο +βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε +αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με +πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν +φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να +τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να +κάμη. + +Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να +προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι +και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί +που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που +αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον +γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο +ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν +ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο +Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου +έκαμαν χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το +λαλήσω· το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου +εφέρθηκαν και άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και +αυτά με τον όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους +ήχους, που επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις +τους περιεστώτας. + +Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν +σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα +εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο +το κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και +είνε αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον +θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα +εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από +πλούτη, έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας +του και να δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά +ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και +άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της +αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός +με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες +δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα +την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν. +Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, +μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη +εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και +έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς +να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που +ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι +έτοιμος διά να την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ +εμπρός της με τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου +απεκρίθη εκείνη· επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το +περισσότερον ακούσαμεν να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και +διά τούτο μην λαμβάνης καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις +την Ρετζίαν. + +Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς +επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα +λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν +υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία +ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από +τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά +αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά +να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς +αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και +ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν +και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που +έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· +εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που +ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η +κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα +αναίσθητον. Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι +ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της +βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις +τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το +κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι +κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν +επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την επήκουσα και τότε όλες οι +γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα εις το κεφάλι, εδόθηκαν +εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν τόσον, που με έκαμαν να +καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία +έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω +με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου +πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά +πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με +έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την +μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα +νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την +καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία +εξανάλαβα εκ νέου επαίνους. + +Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά να +χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον +νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν +από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, +έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν +η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους +πλέον θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν +αυτούς τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να +ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από +τον θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν, +είνε, ότι αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα +λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, +πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. + +Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του +περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει +να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους +εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην +την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, +και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το +λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, +και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας +ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον +καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις +εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να +πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της +Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να +με αντικόψουν από αυτήν την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου +φθάνει τόσον διά να μη μου συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα +παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον εμπόδισα που να με αντικόψη +πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με νέα δώρα διά να με αφήση +να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα. + +Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ, +επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά +δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά +περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί +ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν +επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος +από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· +επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την +άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και +αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν +γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που +αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε +τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν +τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι +παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι +μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν +φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να +της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα +να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν +να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με +έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση +εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου· +θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως +μην κάμης. + +Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί +προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου +τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα +εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν +να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν +ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον +ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το +χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα +κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή +επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες +γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν +να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης +που έρχεται να μας περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες +μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους +χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον +ίδιον καιρόν μου εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα, +τραγουδώντας καλύτερα από την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε +διά να χορέψω· εγώ διά να δείξω την μάθησιν που είχα εις τους +χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα χορόν, ο οποίος είχε πολλά +πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που ερριχνόμουν με +σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας καλά +βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και ευθύς +τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου. + +Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως, +και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με +τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου +πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που +μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας +έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν +ως άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η +ημέρα. Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα· +έπειτα με επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν +αυτός, διά ποίαν αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του +περιβολάρη; ποίος ήτον ο στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς +αμφιβολίαν να ατιμάσης το παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος +ο ουρανός, που ο δόλος σου εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε +αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την στιγμήν να σε δέσουν από τα +ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις όλην την χώραν, ως να γένης +κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον +ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον θέλω να γίνη και εις τον +περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε συμφώνως· τον οποίον +εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, +έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να +ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν +θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε +τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως +επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου +μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε +που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που +διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν +και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα +οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και +εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας. Και +περιπατώντας με μεγάλην βίαν όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ +εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου της Καρίσμου και εκεί +ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου. + +Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά +τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την +κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία +του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την +αγάπην μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα +τον παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα +σύνορα της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη +εις το βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά +τον κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς +μου πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που +εγεννήθηκεν, ο οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί +να κάμη κάθε τρόπο διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το +επίλοιπον της ζωής του εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως +και οι φύλακες, παίρνοντες άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και +ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το +Αστραχάν εις το βασίλειον του πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ +μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα τα έξοδα της στράτας και πριν +φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι, +που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον μου έδινε την είδησιν πως +ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή +πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και +άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, +που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον +πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα +έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου, +που να μην προφθάσω μίαν ώραν εμπροσθήτερα διά να τον εύρω +ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε, και πρέπει υπομονή. + +Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές +που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν +διά να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι +ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα, +και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να +χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι· +και καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί +δεν στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να +εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου +έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να +φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την +ευτυχίαν τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε +σπουδήν μου διά να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον· +είμαι βέβαιος, ότι αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς +δείχνομαι εις τους οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από +ζωντανόν πόνον που με θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να +προξενηθή μία βαθεία θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την +χώραν. + +Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις +καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με +κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης +Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα +τρόπον. Και ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν +Αμπασατόρον προς τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την +θυγατέρα του Ρετζίαν εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον +από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, +πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της +Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν +του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά +δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και +είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν. + +Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω +τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα +εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να +ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις +μίαν κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου· +και με όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η +καρδιά μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν +Ρετζίαν, την εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του +ευτυχισμένου ανδρός της, και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να +λάβω άνεσιν. + +Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου +φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες +ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται +μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και +θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους +από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να +τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους, +όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν +ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν +διήγησιν και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους +οφθαλμούς μου ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο +παράξενον. Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους +λουτρούς, και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν +τους και την μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά +ευγενικόν, και καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν +την επιστασίαν εις το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί +επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν +θαυμασμόν, και το περισσότερον που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον +ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν από τον άλλον. Ο αυθέντης των +λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας +μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να +κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους, +που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν +διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν +πολλά ευχαριστημένοι. + +Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα, +απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω +με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς +αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον +έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου +και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν. +Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν που του +έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες τόσον +εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των προεστών +του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη, και τόσον +χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον ακούη. Και +αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή +και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος, +έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε +μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς, +χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ +εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι +και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την +δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν +παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι +βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους +ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα, +επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση· +ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης +καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς. + +Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν, +έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς +εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο +φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που +ήθελε μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να +μείνουν μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης +του. Οι άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να +τους το ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται +του. Και αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους +επρόσταξα να κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς +που έκαμα αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από +ολίγην ώραν εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και +άλλα αναγκαία διά να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία, +άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν +απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον +τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του +δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και +εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων +τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον. + +Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του +φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα +ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει +αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου +ειπώ, πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού +εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την +ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από +ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και +Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, +είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει +μου κάμει καλύτερην χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την +ιστορίαν του. + + + +&Ιστορία του σοφού Αβικένα.& + + + +Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις +μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την +κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον +της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα +τόσον επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα +τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την +Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και +την Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις +ολίγον καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις +ηλικίαν είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες +Ινδίες. + +Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την +Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να +ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι +οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι +έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος +επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά +ευχαριστημένος από την συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με +κρατήση μαζί του· και εις τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν +έκανε χωρίς να με συμβουλευθή πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε +πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον +του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε και αυτός κατά πολλά· και με +όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το βάρος ενός βεζύρη έχει, μου +έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να σπουδάζω. Μα η επιθυμία η +μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η ολίγη ώρα που μου +επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και απεφάσισα να αφεθώ +από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την σπουδήν μου. Ο +βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του κακοφανή, +τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα με όλον +τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην ξεμακρύνω +από την αυλήν του. + +Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά +ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα, +επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με +αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα +εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή +και με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και +περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν +την τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα +σπουδαστήρια, έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα +της Κασγάρ ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και +τον Φατζέλ, άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να +μας ιδή, με το να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά +γραμματισμένος. Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας +εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ +διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις +τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της +θελήσεώς μας. + +Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν, +έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον +έστειλεν εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι +μετά ολίγες ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι +φιλόσοφοι. Ο Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και +κατά αλήθειαν είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο +βασιλέας της Κασγάρ είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την +ελόγιαζε. Εκείνος λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν +μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη, και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα, +επειδή και με το να μας στοχάζεται ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους +φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι +λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν κανένα πράγμα εξαίρετον· +θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως Κασγάρ, χωρίς να φάμε και +να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι ένα πράγμα δύσκολον να το +προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου σου, με το να είναι το +ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν δεν θέλομεν πάρει άλλο +παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους σκλάβους μας θέλει κάμει, +οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς νηστείας, που θέλομεν +κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει που να μην το +φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν. + +Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε +το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά +έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που +παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν +εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με +αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι +εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας +τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν +χωρίς να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και +εγώ ένα κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα +χάπια του· ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν +εμισεύσαμεν από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ. + +Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά +τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας +ενεργούσαν θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την +βεβαιότητα. Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν +έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις +εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να +γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, +επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος +και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που +με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε +το συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με +υπομονήν το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να +φθείρεται· βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που +έκανε σπλάγχνος, του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το +εδέχθη· και αγάπησε καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη +πως έχει χρείαν από την βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον +θάνατον του Φατζέλ· εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και +τον έθαψα εις ένα βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και +τους εδικούς του. Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα +τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα +είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα +των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, +διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το +βουνόν. + +Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να +κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου +του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν +του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα +ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να +ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, +και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί +εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα +εις την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω +αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον +λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της +συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την +χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι +είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει +το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό. + +Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να +τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της +ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, +τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το +σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να +έμπουν. Ο Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ' +έξω από την πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης +ευρυχωρότητος, εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία +ανοίγει με μίαν δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της +ξανακλεί· και τούτο γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι +εμπαίνουν προς τα ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην +ποσότητα από βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με +ογληγορότητα τα παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα +του σπηλαίου κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που +ανοίξη· και αν διά κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν +στιγμήν περισσότερον από τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα, +και μένει εκεί εις το σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς +συμβαίνει πολλάκις· επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις +έναν χρόνον. Λέγουν ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ +Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα +θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και +εκείνα που απ' όλον τον κόσμον εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία +είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο αριθμός των οποίων είναι +είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την πέτραν την φιλοσοφικήν, +τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και άλλα παρόμοια· +ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν τέρατα, να +μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα άψυχα· +εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα εις +πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος +εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει +εκείνο το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το +σπήλαιον, ευθύς αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα +τα βιβλία του σώα, χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το +παραμικρόν. + +Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον +ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και +έλαβα χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να +υπάγω την αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν +εστοχάσθηκα μόνον να έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον +από τους άλλους, να παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή. +Και με το να ήμουν πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα +φόβον από τα πονηρά πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το +λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του +βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που +ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την +νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα +διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον. Πλησιάζοντας τέλος πάντων η +αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να +έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς +την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να +έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον +οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας, +ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον. + +Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον +ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες +βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα +τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον +γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε +κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι +γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον +χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν +τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της +πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος +κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας +άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν +ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ +βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς +την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που +είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν +με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα +επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την +επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν. + +Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας +άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με +τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που +ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· +εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα +κερία της χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον +ωραιοτέρα από εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου +εις εκείνο το σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες· +έβαλαν τα κηρία ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά +περισσοτέραν μου ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν +διαφόρων βιβλίων πολλά περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα +της χημικής, και των αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα. +Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα +κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα +αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου +σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που +μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με +κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου. Και κάθε +ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν +ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το +απολαμβάνω εν τω άμα. + +Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου +εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να +κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από +τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα +της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη +διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· +μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν +εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα +που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να +έβγω την ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί +έναν χρόνον κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα +μαλλιά μου, εις τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος· +ώστε που η μορφή μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον +εκείνου του λαού, ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος +Μοούκ εβγήκεν από το σπήλαιον. + +Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός +άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις +την χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να +βλάψη το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο +Σουλτάνος της Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά +να τον πιάση και να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν· +επειδή και αυτός ο μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του +εσταίνονταν, με την μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με +ωνόμαζαν ένα μάγον εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την +υποψίαν· αδελφοί μου, εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι +εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν +και εσείς· αυτοί, ακούοντας με να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και +χωρίς να με αφήσουν διά να τους βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με +επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, και με έπιασαν διά να με φέρουν +εις τον Σουλτάνον να με θανατώση. Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να +τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα +ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την +ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά +διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν +εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με +είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω +παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά +μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις +σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την +στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν +εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο αναΐππης αφού με +επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των ανθρώπων του, διά να +με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν εις τον Σουλτάνον +διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου δώσουν. Ο +Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ επήγεν +εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν του, +και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν μου +με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει +την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην +επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· +τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα +γενόμενον εις στάκτην. + +Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς +που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και +ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα +ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· +επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις +τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε +τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον. +Έπειτα κάνοντας να σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς +τον βασιλέα και του είπα: + +Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν +τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που +στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω +πράγματα ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί +σου είναι μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, +και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν +έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον +δέκα χρόνους. Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την +Περσίαν, και εις όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την +καλήν τύχην όλων εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην· +περιδιαβάζοντας τέλος πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν, +εις το οποίον εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα. +Και δι' αυτήν την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και +πηγαινάμενος εις ένα πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα +παρόμοια και με την δύναμιν κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την +ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα +λουτρά, που φαίνονται εις τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι +σαράντα μου σκλάβοι, ω βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με +υπηρετούν, και που έκτισαν τους λουτρούς, που είδες, και που σου +έφτειασαν και το κιόσκι εις το παλάτι σου. + + + +&Ακολούθησις και τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ, +επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.& + + + +Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά +τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου +τύχη σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης +πιστεύω ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι +δούλοι σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ +είσαι εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν +τους προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την +βασιλοπούλα της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το +κάμουν. Χωρίς αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν +ευθύς να υπάγουν εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την +μέσην των γυναικών της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν +επιθυμής εδώ. Αυτό πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε +μου, μεγαλυτέραν χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης. +Θέλεις μένει ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και +έχω πόθον να εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να +με καύση. + +Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε +τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον +επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν +άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν +Ρετζίαν. + +Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την +χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον +επιθυμητού και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η +έκστασίς μου, και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με +τον οποίον μου εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω +έμπροσθεν της την μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον +αυτή κανένα φάντασμα, και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το +πιστεύσουν· παρακαλώ σε, λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία +που προσφέρετε εις τους οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή, +ομίλησε τι πρέπει να στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου, +λέγει εκείνος, αυτή είνε η ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά +της, και χαίρου χωρίς υποψίαν εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να +σου προξενήση. + +Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, +χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το +λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν +ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την +αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με +έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· +γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου +εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα +να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην +έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες +πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον +σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και +με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ. +Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα δικαιολογήματά μου, ημπορείς +να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, ο οποίος επρόστρεξεν εις +την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα στοχάσου, σε παρακαλώ +πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο βασιλεύς του Αστραχάν, +ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του βασιλέως πατρός σου διά +γυναίκα του, και δεν εισακούσθη. + +Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας +ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον, +ευρισκομένη εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ +εκαρτερούσα (και δεν ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από +ονειδισμούς οπόταν αυτή η βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη +ολίγον εις τον εαυτόν της από την έκστασίν της, μου ωμίλησε με +τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις +άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου, μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο, +παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την ακμήν να στεφανωθώ έναν +βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω, και ούτε να τον ιδώ, +τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ διά μίαν δυναστείαν +που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον μισητός, και έμελλα +να του είμαι ως γυναίκα. + +Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του +βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα +εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος +σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που +εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά +τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον +μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου +αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν +στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις. + +Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον +υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου, +δεν ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν +να σε απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω +την ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια +λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου. +Και διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου +είπεν, ότι αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον +να ημπορέσης να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως. +Εσυμβουλεύθηκα επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε +στείλε, ω Αυθέντη, έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του +Σουλτάνου διά την κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις +γυναίκα σου, και διά τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες +να κάμω εγώ. Έκαμα κατά την συμβουλήν του φιλοσόφου, και +εξανάστειλα τον Χασάν διά απεσταλμένο προς τον βασιλέα της +Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, και την έβαλα εις το χαρέμι +μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός +της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν +την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα εις την αυλήν μου, και του +έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας βασιλεύς ημπορούσε να κάμη +προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την ευτυχίαν του. Και διά +περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου συμβουλάτορα και τον +είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι μου και +ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που έκαμα. + +Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν +εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς +που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως +της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του +διά να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά +επιτήδειος εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι +μου, και πως εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το +θεμέλιον έστειλε μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς +του την είδησιν πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς +να ετοιμάση όλα τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να +έλθουν ομού εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την +ατιμίαν που τους έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν +φθάνοντας επάνω εις αυτές τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον +Σουλτάνον κατά την συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν, +διά την οποίαν επήγεν. + +Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον. +Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ +έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου +αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου +εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα +διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού +μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον +τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά +μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την +θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι +λέγοντας επρόσταξε τον τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν +εις το μέσον της αυλής του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς, +έχοντας από τον τζελάτην εις την μέσην της αυλής, που ήτον +συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν τον θάνατόν του. Και τον +καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί διά να του κόψη το +κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν άφαντος από τους +οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε τόσον εις τον +Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν και φόβον. + +Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν, +που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον, +διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς +επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του +απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα +πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν +και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που +αρπάχθη και ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που +ευθύς εφανερώθη έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου +εφανέρωσε περιπλέον τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος +της Καρίσμου ομού με εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω +μου, να αφανίσουν το βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο +Αβικένας οπόταν ο Χασάν μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε +μεγάλως. Έπειτα με εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και +αυτός θέλει έχει όλην την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα +κατά την γνώμην του. Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν +και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες +των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα +μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας +μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα. + +Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς +αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο +Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον +στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ +έκαμα καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα, +εβαλθήκαμεν με τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου, +και εκινήσαμεν και ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου. +Τότε ο φιλόσοφός μου με την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες +ασυμφωνίες και διαφορές ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της +Γάζνας, και τόσον επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον +ο ένας του άλλου. Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν +τους, ο βασιλεύς της Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το +στράτευμα, και ο Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του +κάμπου και του πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή +τελείως την νίκην του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα +εβγήκαμεν έμπροσθέν του με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να +τον κτυπώμεν, τόσον που ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις +τας χείρας μου, και τον έφερα εις το Αστραχάν. + +Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον +επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που +να ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να +τον καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις +γυναίκα, το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης +καρδίας ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον +λόγον του Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι +οποίες έγιναν πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου· +και ο λαός του παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες +χαρές και αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ +καλύτερον ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον. + +Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος +διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ +ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν +μου και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας +ομοίως και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να +ευρίσκεται με εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των +δύο μας η ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με +μίαν τελείαν ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που +εστάθη ο αίτιος της ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες +ηδονές, και εκατάντησε την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν +δακρύων και ευσπλαχνίας, ως θέλετε τον ακούσει. + +Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του +επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον +αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά +να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις +αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται +με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους +ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον +κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά +συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη +ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν +άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με +ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις +τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους +στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας +που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά +ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· +όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε +το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν +ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες. + +Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η +Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον +τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, +και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος +πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον +ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με +πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους +ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις +τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν +εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα +βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη +στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον +τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με +μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε +παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον +αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι λέγοντας εφύσησε +εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε κάποια λόγια +μυστικά, έγινεν άφαντος. + +Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην +αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο +Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού +είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ +εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν +την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της +έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την +ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ +ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την +Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι +καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε +την μεταλλαγήν που κάνει. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και +του Μυστικού του.& + + + +Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο +Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την +περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε +μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· +έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο +βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά +να υπάγουν εις άλλο βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν +την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την +στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ +λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν +ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον +ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε +χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν +βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά +λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ +κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις +την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το θαυμάσης, που παρομοίως +δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της Τζελίκας, που διά +παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με κάνει αναίσθητον +εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που το λοιπόν μας +προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης του βασιλέως +αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος εις αγάπην +καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της Ρετζίας. + +Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να +πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό +προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας +εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ +παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει +να είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να +βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής +καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την +ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον +απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω +πασίδηλον. + + + +&Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.& + + + +Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την +Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός +ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, +και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που +εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο +Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με +πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα, +εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν, +εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον +ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν· +έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον +κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και +έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη. + +Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην, +επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν +έλαβε καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς +ευεργεσίας. Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του +εχρεωστούσαν θα ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε +δανείσει· μα ποίος του τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν +δια να τον πληρώση, και όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις +τον Βανάην, και από τον πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε +που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα +Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της +λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να +απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα +Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα +επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η Αροούγια ευθύς +εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη +με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την +αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια +σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα +του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να +του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε +δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν. + +Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του +ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την +ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά +πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που +του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες +την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με +κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης +ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, +και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια +φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου +είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά +να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις +την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον +άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να +μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της +Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και +δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου. Δος μου το λοιπόν +τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και μη χάνης τον καιρόν +σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις την επιθυμίαν +σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους ονειδισμούς, που η +Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής διαθέσεως, ευθύς +εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' εδώ, ω τολμηρά +γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς αυτός ο +άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, έτσι +έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι +λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον +έλειψε που να την δείρη. + +Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα +μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και +αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν +φθάνει αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι +αχάριστος που είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να +με αφήση να χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα +το εδικόν μου, και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται; +ετούτο δεν ημπορώ να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την +δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν· +εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός και εχθρός της αδικίας, και +ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, και να μου κάμη δικαιοσύνην. + +Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και +επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο +Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν +από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος +από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και +την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την +υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· +μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος +παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον +τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν +ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με +προστάξης. Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και +την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, +και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα +πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον +κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα +βγάλω από τα σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά +μιλώντας) στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου +ευρίσκεται φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου, +υποσχέσου εκείνο που αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν +θέλω σου χαρίσει τέσσαρες χιλιάδες φλωριά. + +Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω +ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους +ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; +εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους +κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες +παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα +μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε +τίποτε ουδέ με τον Κατή. Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν +εύρηκε κανέναν να του κάμη δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε +προς την γυναίκα του. Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς +δεν είνε, παρά να προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός +να μας κάμη δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν +είμεθα πλέον διά τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια +μπουλωμένη επήγεν εις τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον +μοναχόν του ανήγγειλε την υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη +προς αυτόν. Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες +γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με +ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα +και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω, +πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου +παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν υποκείμενον, που εις τους +οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία μίαν τέτοιαν ωραιότητα +να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη +νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να +επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει +διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις +τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου +τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από +λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις +την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά +από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες +φλωριά. + +Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να +ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι +εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. +Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να +ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει +δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν +τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη +χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να +τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να +καταράσαι τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις +που να θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε +καλύτερον να στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να +βγάλωμεν το εδικόν μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την +στιγμήν ο Προφήτης με εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου +ζητάς ποίον είνε· στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις +ιδεί μίαν ογλήγορον εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του +Κατή και του Βεζύρη, η οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την +χώραν και με τούτον τον τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας, +και θέλομεν επαινεθή και από τον κόσμον. + +Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε +τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον +μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα +πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που +είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να +τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον +ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να +καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε +πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον +τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά +να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή +και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το +κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου. +Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν +γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου +κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι +με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, +και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε +ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· +θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά +να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς +επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας +από την χαράν του έτρεξε διά να την αγκαλιάση και αυτή με +επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του χωρίς να την εγγίξη· +και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα δίκτυά της, και +αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν από εκεί και +επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν και του +Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν την ώραν +διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· των +οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν υστερώτερα +ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις ένα +καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της. + +Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς +αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε +να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους +φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν +σκλάβαν πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της, +και τα όσα ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να +φερθή, οπόταν οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα +πράγματά της εις την τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση +τον σκοπόν της. Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της +νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα +ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις +την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και +τους αγροικήση. Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην +υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα +χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση +εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από +αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο +χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του +παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις +αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η Αροούγια εχαμογέλασεν +επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον +επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή +με ελευθερίαν. + +Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και +έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς +σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το +τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν +που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη +προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη +και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης +ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης. Τότε η +Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον +Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το +γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με +εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε παίρνοντάς τον Χόντζα από +το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον έφερεν εις ένα άλλον οντά, +και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια που είχε πάρει· και +κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον που να μισεύση ο +άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να μείνωμεν το +επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν. + +Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και +τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο +ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι +άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους +λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον +από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η +σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και +αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της +Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη +και τον Χόντζα. Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε +και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος +γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και +εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν +αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν. +Τότε η Αροούγια διά να δείξη την προθυμίαν και αυτή προς αυτόν, +του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε εις ετούτο το κρεββάτι που +βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν κοιμάται ο άνδρας μου, +και ευθύς γυρίζω. + +Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το υποκείμενον +εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το κρεβάτι. Και +την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και +θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη +λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας +σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του +ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι +αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν +ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους +εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν +σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν. +Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, +ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον +ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να +σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει +γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον +δεύτερον εις τα δίκτυά της. Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, +ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η +σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη +με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους +άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και +αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες +δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον +ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους. + +Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που +έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά +που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον +άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν +διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά +του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, +ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν +τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την +υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών. + +Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν +της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν, +καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου, +και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που είδα +την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως ήτο +μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον μου +την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν· +ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και +ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με +ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει. +Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε +ακούσω. + +Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της +βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά +του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα +γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να +μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την +επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν +εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου +κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο +που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν +χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις +τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα +δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και +δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την +επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην. + +Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια μου +εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον +αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να +αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου +κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα, +τον καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα +υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να +πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού +είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου +απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους +σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ. + +Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν, +και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια +έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια +ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι +λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια +έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της. + +Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης +της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον +Βεζύρην, γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά +εντροπιασμένους διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα +εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους +εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και +ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους +έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο +χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους +έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους. +Κάνοντας υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου, +επρόσταξα την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν +της λέγοντάς της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες +κινδυνώδεις, που επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε +αγαπήσουν. + +Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας +έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι +εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ +δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· +εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του +θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο +Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα +εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης +ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν +αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους +οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την +θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη +με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον +απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν +και τιμημένην. + +Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε +διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της· +μα αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς +μου, έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου, +και δεν ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν +μου. Και τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την +ανάπαυσιν έστειλα κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις +τον οντά μου, και με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω +Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία +σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από +αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον +απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και +κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες +είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ +να λάβω. Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την +γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την +θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω +από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να +διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι +πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου. + +Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου +τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να +με πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν +φορές ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο +στοχάσου ω βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω, +επειδή και γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες +όλου του κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της. +Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την +καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την +χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου +προξενήση ο χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα +με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση +τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης +της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις +έναν καιρόν να κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα +διορίαν διά να στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου +δώσουν την απόκρισιν και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα. + +Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα, +εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν +ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς, +απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την +στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν +εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν +την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον +εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και +επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα +εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και +αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα +λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα +της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους +φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα +τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα +που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν. + +Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από +εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να +νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά +δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την +αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η +ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν +μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει +αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, +και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου +φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας +Αροούγιας. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του +μυστικού του.& + + + +Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο +βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το +τι έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και +ότι δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από +την Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ +χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο +Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός +πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα +είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν +της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα +που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως. +Μα εγώ πλανώμαι, εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον +συμπαθώ, επειδή και έχει χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή +εξ όλης καρδίας τον ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι' +αυτό με δίκαιον τρόπον φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν. + +Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω +εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν +έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα +κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες +οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας +πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να +εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες +τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες +άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν +άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα +ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το +σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα, +έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι +έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν +την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του. + +Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από +τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού +επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα +πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και +πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν +ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του +αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη +ο τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται +μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται +Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν +ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν +δέχεται εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν, +και κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και +είναι πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και +ξεχωριστά από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον +κράζη εις την συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα +συμβεβηκότα του. Κάνει χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα +του έτυχαν πολλά εξαίσια συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του +έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και +αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε μείνει εκστατικοί. + +Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν +να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν, +επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους +του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και +ήλθαν εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς, +και με πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν +εις το τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά, +εδόθηκαν εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά +του. Ο Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ +πνεύμα, και πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι +σύντροφοί του έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν +πολλήν ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις +το οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά +να υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά +πάσης χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με +όλους τους ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των +διακοσίων ανθρώπων και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν +με μεγάλην ευφροσύνην. + +Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του +πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην +ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα +ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα +εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα +παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα +εξαίσια, που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου +έτυχαν είναι τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα +εδιηγήθηκα, δεν ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν +διά έναν άνθρωπον εχθρόν του ψεύδους. + +Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες +διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως +από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον +διά να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε. +Ναι, ω αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και +δείχνετε τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να +ενθυμηθήτε το ό,τι σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα +όσα θέλω σας διηγηθή επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια +πράγματα παράξενα, που έχω να σας διηγηθώ. + + + +&Ιστορία των εξαισίων συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου +περιηγητού. Ταξείδιον Α'.& + + + +Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι +Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα +ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που +εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά +που περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά +πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των +πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους +πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους +λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με +έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί +προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι +πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά +Σουράτ και Σερενδίβ. + +Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς +χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. +Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις +τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και +κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη. +Ήτον αυτός ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας +και πολλά τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, +που περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του. +Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε +κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά +να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το +οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον +από πέντε ή έξ εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι +διά να μισεύση από εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ +να μισεύσω με αυτό. + + + +&Συμβεβηκός πρώτον του Αμπουλβάρη.& + + + +Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα +εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να +διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με +πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον +που ήταν μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς +την ωραιότητά της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το +μεγαλοπρεπέστατον φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω, +και ο στοχασμός μου ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω +ωραιότατον υποκείμενον που βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε +χωρίς άλλο η αγαπημένη του βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και +γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα +ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση +να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι τα όσα είπα. + +Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα +δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις +την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα +αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με +σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που +εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου +είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν +τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό +προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος +αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με +όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου, +απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της +ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το +πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. + +Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω +την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα +ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν. +Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα +εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες· +τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες· +εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το +κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την +εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα +πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά +ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα +φτιασίδια. Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το +εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια +άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα +ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε +συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε +αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας +ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες +χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την +έταξα. + +Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν +νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ +Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή +είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον +αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή +τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ +μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία +υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα +με προθυμίαν την περιέργειάν της μα οπόταν της είπα πως έχω να +μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα μου, αυτή με αντέκοψε +δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις τούτο. Πώς το λοιπόν, ω +Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με +απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά +να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν +μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο +παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης +χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της +απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά +μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου +αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά +ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες +απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε. + +Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα +κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή +ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο +οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί +ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και +ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν +απόφασιν. Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν +την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με +εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά +τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις +διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με +τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που +εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και +αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα +γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν +η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον +ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν +διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν +εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από +αγάπην. + +Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και +τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με +τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν +διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το +βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την +Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο +κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με +παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που +εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα. +Τότε εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά +να μη κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να +υποπτεύση διά εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως +το ταχύ θέλω επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε +να με υπακούση διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην +υποπτεύση διά εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να +μη με καρτερή εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με +κάποιους φίλους μου, χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας +αυτήν την επιστολήν μου την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με +ένα της σκλάβον. Έπειτα από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου +εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον +οποίον επρόσταξε διαφόρους σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με +δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν χρείαν. + +Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι +επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν +τελειώσει ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον +συναπάντημά μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε +ετοιμασμένα διά εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως +ογλήγορα θα απολαύνω μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην +ελπίζεις εις μίαν τύχην τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε +διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που να την ελπίζης τοιούτης λογής, +επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι υπερβολικής ημπορεί το τέλος της +να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με +αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω +καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με +εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν +εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την +νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την +στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε +λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την +σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη +μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές +περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον +έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος +ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν, +την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί +αγαπητικοί. + +Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι +της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω +εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς +σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου +έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί, +πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της Γαντζάδας με +εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο πράγμα +ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας αυτή +από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν, +και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο +στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά +των θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν +τέτοιαν απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου +εφανέρωσε τον στοχασμόν της. + +Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω +εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν +επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον +πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι +θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ +έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με +λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς +το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την +αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν +μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα +εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να +καταλάβης τον κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν +αυτή, το εμπόδιον αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου, +της απεκρίθηκα· εγώ δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με +εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους +του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω +εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή +ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα +να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα +σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα +σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον +ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που +διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την +εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν, +καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν +σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου. + +Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα +τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις +την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και +πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με +έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με +πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που +εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος +αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· +ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να +θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν +ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον +πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον +τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον +αυτής, ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη +κάποιαν ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον. +Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ +ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν +διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν +ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι +ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός +καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της. + +Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα +πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν +μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα +εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, +χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου +ήτον πολλά μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα +επρόκρινα να προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας +μου συνέβαινε ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν +έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το +παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά +προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και +χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν +της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, +και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· +υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί +περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν +περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής· + +Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν· +Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον +στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά +μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα +του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, +ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να +καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του +Προφήτου. Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, +βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά +σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν +είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ +είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την +αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, +ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, +ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα +το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον. + +Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις +τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν +μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από +εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ. + +Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με +στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα +διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. +Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν +είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν +από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το +μάθεις εις τον καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά +την ώραν δεν έχεις να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους +ανθρώπους χωρίς να μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι +και ευθύς που με έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον +λιμένα. Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο +καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της +Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, +προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· +και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον +επρόσταξε. + +Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά +γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την +εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί +πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα +μου και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά +σκληροτέρα από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας +ημέρας· μα ύστερα κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν, +εδόθηκα όλος εις το να δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε +εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του +έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη +τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να +προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και να κάνω χωρίς να με ήθελε +προστάζει και με τούτον τον τρόπον απόκτησα κατά πολλά την αγάπην +του. + +Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, και +είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της Μπεγκάλας, +ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που είνε τα +βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος τόσον +σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες θάλασσες· +μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να ημπορέσωμεν +κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν +ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το +καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν +τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να +απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του +αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος +δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε +με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν +τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους +αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος +πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας +επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν +καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει +δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. + + + +&Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.& + + + +Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και +σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας +βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας +αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε +αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη +καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον +συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να +ρίξωμεν τον σκύφον εις την θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται +διά να τον ελευθερώσουν. Αν η ευσπλαχνία είναι ένα έργον +αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι αύτη εστάθη πολλά +κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει. + +Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον +έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς +εφαίνονταν έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά +θηριώδη· χοντρό το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το +στόμα του κατά πολλά μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των +σκύλλων, τα χέριά του ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με +νύχια μακρά και μυτερά, οι οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της +τίγριδος, και είχε μίαν μύτην πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά +ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας άρεσεν, επειδή είχε μίαν +θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν, +που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον +θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του +καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την +ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες. +Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα +ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε +μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν απεκρίθη ο +άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να σταθώ +εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που +πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη +ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν +άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα +ημπορέσης διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να +υποφέρω μίαν νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης +φαγητά εξαίρετα, ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό +στομάχι. + +Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα +εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι +ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη +τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, +επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη +ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν. +Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το +να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι +δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! +ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με +συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες +υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος +διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους +πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους +οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων +βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη +επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και με όλον που +το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν +στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του +έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν +και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει. + +Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση +αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν +την πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα +άλλα, με το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι +αυτός θα εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του +φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη +υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς +επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον +επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με +τους όνυχάς του. Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού +με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη +επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση +την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας +είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά +μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον +να τον λαβώσωμεν. Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις +λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν +με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με +μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς +μας. + +Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς, +και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή +ερριχθήκαμεν επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την +θάλασσαν, μα δεν ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και +μας εγλυστρούσεν από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό +έχωσε τα νύχια του εις το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί +εκρατείτο με τρόπον, που εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν +ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς να φανή φοβισμένος από τον θυμόν +μας, μας είπε με πικρόν χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς +στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει +καλύτερα εις το να με υπακούσετε· εγώ εκαταδάμασα πλέον +δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν ακολουθήσετε να μου +αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας μεταχειρισθή με τρόπον, +που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας. + +Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να +μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν +πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν +εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η +πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά +να του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας +εφανέρωσεν, ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν +αιτίαν διά να μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας +είπε πως μας αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την +θάλασσαν, εις την οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως +διά το καλόν μας, επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο +καράβι, που να είναι πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις +εκείνο, και ημάς να μας αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες +μας τες έκανεν εις τον καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός +εγελούσε·, εμετωρίζονταν καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς +ηθέλαμεν τον εύρει πολλά νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να +λάβωμεν ηδονήν από τα μετωρίσματά του, και να χαρούμεν. + +Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς +του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη +δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα +μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον +άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας. +Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το +στομάχι, θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να +αποκοιμηθή· αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον +κυριεύση· και εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός +εκοιμούνταν, με ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις +την θάλασσαν, διά να γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις +ολίγον διάστημα την ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν. +Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και +εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι +ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε +χωρίς να λάβη ύπνον. + +Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν +επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη +παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν +απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν +ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· +οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση +επάνωθέν μας. Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν +ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και +είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, +παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και +οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά +να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον +άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή +και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν, +ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις +εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα πουλί θηριώδες το οποίον +ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το +θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι +μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και +τον έφερεν εις τον αέρα. + +Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος +άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια +του ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα +σουβλερά εις το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του +με όλα τα φτερά που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον +έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο +αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του +εχθρού του. Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι +του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος +συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον +εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν +αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς. + +Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η +ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και +ευθύς που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις +μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο +θάνατος του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας. +Ακολουθήσαμεν ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν +μερικές ημέρες με την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν +ημπορούσαμεν να καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις +τούτον τον κόσμον μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα +τον αέρα πολλά αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον +εξανοίξαμεν ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν +χαράν. Και καθώς επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την +δυτικήν κόγχην του νησιού της Γάας. + +Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και +εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν +ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν +ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο +καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το +καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον +εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με +πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους +έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του +ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε +να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον +καιρόν επάνω εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν +της ορέξεώς τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν +σχεδόν ωσάν να ήμουν ένας από την οικογένειάν τους. + + + +&Συμβεβηκός Γ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου) +εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από +την αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα +του εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας +άλλο παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε +πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με +το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, +ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με +το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης +άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· +επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, +ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω +βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν +απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ +μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου. + +Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν +άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του +εζήτησα τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά +χαράς μου την έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον +διά να συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν +θάρρος, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά +ευχαριστημένη που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα +καταλαμβάνω πως δεν έχεις καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής· +όθεν επάνω εις τούτο το θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η +οποία θέλει είνε διά καλόν σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω +διά τιμημένον, και γενναίον άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το +θάρρος σου μιλώ· όμως να μου τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης. +Εγώ τότε της έταξα, και της ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν +αντίστασιν το ό,τι ήθελε με προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου +είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού +τον υιόν, και αυτός κατά πολλά μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές +φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο οποίος πάντα του το αρνήθη, με +το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία +να με στεφανωθής· και ύστερον από δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης +ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να καμωθής πως θέλεις διά να με +ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον αγαπητικόν μου διά να γένη +σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· +μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν +σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι +θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει; +Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, +και θέλεις μένει αναπαυμένος. + +Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, την +ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη αυτή +εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να τελειώση +αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας υστερώτερα, +κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να δεχθούν +εκείνην του Μωάμεθ. + +Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την +χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον +τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε +διατί την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν +αγάπην εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός +εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, +και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το +λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον +φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον +αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την +ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν +μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα και ηύρα τον αγαπητικόν της +Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα μου) και έμπροσθέν μου +εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί την νύκτα κατά πως +επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν ήθελε να χωρίση την +γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον πεθερόν μου με πλαστόν +πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του ανήγγειλα την +υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την +χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και εις +αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει, πως +ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ +πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση, +προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την +αρνήθης, και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν +θέλει να την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με +τούτο το μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του, +που από τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε +σκάνδαλον. + +Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το +συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν +ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε +εις τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον, +λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς +τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα +διά να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το +θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά +έναν αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να +επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα. +Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από +την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, +εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο +καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. + + + +&Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω +κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα +έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι +να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα +πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον +πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που +εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος +απερασμένος εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα +συντριβάνι· ο οποίος με πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του +ανταποκρίθηκα και εγώ τον χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν +και εσεργιανίζαμε μαζί. Και ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες +που μου έκαμε, μου εφανέρωσε πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο +του Σουράτ είχεν ένα καράβι εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον +έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να +του ανταποκριθώ εις το θάρρος που μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως +έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και +εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα +όλα μου τα συμβεβηκότα. + +Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με έκαμε +να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν· +βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής +θλιμμένον και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου +έτυχαν· μα έξω από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής +εις τας δυστυχίας των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής· +σου ομολογώ πως εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν +μεγαλωτάτην αγάπην, με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου· +είμαι διαπερασμένος εις την καρδίαν και τετρωμένος διά τες +δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες οποίες οπόταν τες διηγηθής του +πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν θέλει συντριβή η καρδία του +περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον ευχαρίστησα μεγάλως διά +την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον +πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε αυτός πάλιν μου είπε με +θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου, διά την συναπάντησίν +σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά ακριβή· κάθε +στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα με εμένα +σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων +πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν +μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με +τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός. + +Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές +ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι +του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον +με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να +λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον +πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν. +Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με +πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή +χοντζερέ, εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν +γεμάτην από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από +φαρφουρί φίνο της Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα +της Ναγκασάρ, και η κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον +που εφάγαμεν όσον μας άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον, +και εχαρήκαμεν αρκετήν ώραν. + +Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου +ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη +που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ +και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, +εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ +θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον +από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται +περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν +μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει +κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν +πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου +έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, +με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν. Και ο +τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το +καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η +θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια +θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα +μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον. + +Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην +ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις +τούτην την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο +που έχω συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης +υπέρμετρος, τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν +μου· Και διά να με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην +είνε αληθινόν, με φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες +σιδερένιες διπλές, και εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους +σωρούς βέργες από χρυσόν, ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα +ωσάν αυγά περιστεράς, που έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου +φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν +επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να +ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με +προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο γέρων) με αγκάλιασε και +με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με τούτο εβγήκαμεν από +εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. + +Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και +εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν +ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων +επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού +μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με +πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με +τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον. +Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο +το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, +και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. +Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα +δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να +μην πέσω. Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα +εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα +μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα +σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου +εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές. + +Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του +έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες +πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω +υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω +πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις +τούτο το πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου +επάνω εις τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον +εις θυσίαν ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να +προστρέξης εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά +να κάνη θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας +άνθρωπος ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια +ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να +κλαίω όσον εδυνόμουν. + +Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει! +τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα +διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την +εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον +ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, +και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα +έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν +εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις +αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; +ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ +ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις +που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση. + +Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις +απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το +οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις +κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις +αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με +εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με +βοηθήση. Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν +εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή. +Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα +πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα +από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος +ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις +εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να +τελειώσω από τα βάσανά μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με +πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με +ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν +βουνού. + +Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον +οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην +συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· +και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον +εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί +χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι +του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα +να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, +φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα +ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν +το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα. +Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις +ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν +από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις +την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, +και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το +καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν ήτον η χαρά μου οπόταν +εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος φίλος του πατρός μου, +ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, που ήτον από την +Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το συμβεβηκός που μου +έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί. + +Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα +διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα +τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά +όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν +διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω +εις τον επίβουλον γέροντα. + +Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το +νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· +και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να +ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι +τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν +αυτά τα θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα +πηγάδια χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις +τα πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην +ποσότητα. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των +οστρειδίων που εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να +τα ανοίξωμεν, και διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που +καθένας έμεινεν ευχαριστημένος διά το μερτικόν του. + + + +&Συμβεβηκός Ε'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να +υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο +καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με +μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που +μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς +να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών. Την εβδόμην +ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο +καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι +μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να +στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον +τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το +καράβι ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος +πάντων το εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και +εφαίνονταν υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο +που μας εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από +τζελίκι· τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης +έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα +χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το +βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα +καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή +και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν +από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να +ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται. + +Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά +εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας, +επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον +παραμικρήν ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την +θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους +απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που +οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας +ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν +καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που +ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω +κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει +δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν +ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις +την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν +του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το +κακόν μας. + +Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους, +μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και +ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο +Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να +ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την +κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν +και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας +στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου +εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον +που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία +σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας +γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν +τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει +πλέον να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον +ακόλουθον τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την +συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον +εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα +σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του +βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου +θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει +θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν». + +Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν +μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των +λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν +μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο +πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας +είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να +μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με +κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και +ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον +εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον +τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ +αγκάλιασα όλους της συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον +άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το +ύψος του βουνού· επλησίασα εις την περιοχήν και παίρνων το ξύλον +εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από +το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον το έχασα από την όρασιν· και +εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· ύστερον από αυτό έμεινα εις +την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να πληρώσω την θυσίαν που μου +ήταν γραμμένη. + +Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν +ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν +του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα +πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή +ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν +σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον +εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα +καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην +βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και +ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την +δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν +την στράταν των; + +Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του +με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς +το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την +δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον +δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω +αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και +ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος +από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό. +Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην +ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από +τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που +ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον +ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν +εκείνο το χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός +μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως +θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά +ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν +είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον +δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον +γεροντότερος από τους άλλους δύο. + +Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ' +εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του +χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το +ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να +μου το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· +και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και +οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον +το αίτιον. Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν +έχει άλλο παρά πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και +υπέργηρος είνε το αίτιον που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά, +και η θλίψις τον έφερεν εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει +εβδομήντα πέντε χρόνους, και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και +δυνατώτερος από τον άλλον και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν +γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά. Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον +γέρος, και φαίνομαι πλέον νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον +που απερνώ τους εκατόν χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα +ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που +επιθυμείς να γνωρίζης τον αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την +νεότητά μου, ότι το εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και +άλλο περισσότερον δεν ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία +χώρα πλησίον κατοικημένη. Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την +στράταν, και πολλά ογλήνορα θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν +παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί +αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον, +εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το +να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν συνήθειαν να ρίχνουν εις τα +καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που από κακήν τους τύχην +ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν αυτοί, το σαπούνι +τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον ευρίσκεται εις τον κόσμον +με το να είνε καμωμένον από το πάχος των ανθρώπων. + +Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα +την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά +μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά +εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα +ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους +πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και +μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον +να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα +καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου +από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές. +Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον +Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, +χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να +χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε +ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; + +Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα +λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός +διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις +το Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του +είπα το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν +πολλά αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν +διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ +την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν +ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον +αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του +Αμπίμπη. + + + +&Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη& + + + +Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά +την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν +είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου +επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, +με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' +αυτήν. Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, +μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται +κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου +απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα +την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας +ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον. + +Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον. +Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον +πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία +πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται +αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, +απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο +μήνες. Ο βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά +του παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη +αλλέως παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται +υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την +υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα +ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και +αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε +αποφύγει τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον +μισευμόν σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να +αποθάνη. Τότε εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα +μεγάλως εις την καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την +χάριν να της ειπή πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος +διά την υστέρησίν της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον +ευχαριστημένη εις την κατάστασίν της. + +Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· +μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος +πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε +τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά +λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει +εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε +τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η +μεταλλαγή του γραπτού της Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν, +αγροικούσα από το άλλο κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να +στοχάζωμαι, ότι αυτή ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ +κρυφίως, και ότι θα ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν +εις ελπίδα τόσον χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα +έλθη να μου δώση την απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς +τον διέταξα. Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να +επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την +Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν +ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν +άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. +Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους +ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα +δι' αυτήν. + +Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας +με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και +ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν +ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού +μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω +πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με +καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους +ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς +γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο +διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν +τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον +δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του +βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε +ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και +πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που +έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και +με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως +θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ +διά να την ιδώ. + +Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι +εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά +να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν +την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ +τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι +οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν +να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία. + +Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα επάνω +εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή +στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από +λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που +έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα +στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα +ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την +εσυντρόφευαν· και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα +όργανα τες ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι +φίλοι της χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την +χαράν που είχαν, εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των, +και μέρος διά φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που +εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον, +και την έφεραν από το χέρι εις την άκρην του ποταμού, εκεί που +ήτον το κορμί του ανδρός της φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το +έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα +χέρια των ιερέων οι οποίοι το έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η +πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε και αυτή εις την ετοιμασμένην +πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές φορές θεωρώντας την +ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν έπειτα αγκάλιασεν +όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς ανεχώρησαν διά +να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες σκλάβες της, οι +οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την ελευθερίαν +των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα +εδιαμοίρασεν. + +Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την +θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, +και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν +με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά. +Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι +εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα +ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ +τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην +ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το +πιστεύσω. Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά +τον θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με +συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα +χέρια των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να +αξιωθή με την σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε +την έκαμαν να έμβη εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν +λαμπάδα κατά την συνήθειαν εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν +εις την καλύβαν, και να καή μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ +μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, +ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα +τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον +περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου +εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της +θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν +την καρδίαν. + +Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με +είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που +έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός +φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς +του εκείνην την διήγησιν. + +Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά +να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, +που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον +υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην +αγάπην προς αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά +κενοδοξίαν, και να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο +χωρίς άλλο, που την επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο +στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή +και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε +είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον +ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον +γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά +τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει. Και ούτως επήγα εις +τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη +διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας +να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα +τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του +μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να +πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα +ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας. + +Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και +έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε +μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου +φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου +δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην +σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των +ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να +καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και +πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας +έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά +πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, +επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και +τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με +έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την +χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με +υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του +οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και +έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες +παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το +υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά +περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο +οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν +απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να +φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και +ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την +οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον +η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε +στάκτη. + +Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά +της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή +βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην +ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν +επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της +Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν +είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να +θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε +πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω +κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, +διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες. + +Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ, +έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν +ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ. +Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα +υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα +αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις +ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και +όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας +να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε +στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι +ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από +την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει +πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το +αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. + +Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν +εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου +αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την +θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με +κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα +τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με +θερμότητα. Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν +ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν +είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και +εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα +των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά +διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την ομιλίαν της και της είπα, πως +τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε τα στοχάζομαι διά το ουδέν +έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και ευχαρίστησις ήτον διά +την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την αντάμωσίν της, παρά διά +τον πλούτον όλου του κόσμου. + +Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν, απεφασίσαμεν +διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που θα ήτον· +το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας λοιπόν το +καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και +παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι +ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και +εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον +από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν +καθώς επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο +πατέρας μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα +που μου έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως +ήτον γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την +είδε τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην, +οπόταν του εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα +συμβεβηκότα μου, και έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε +τα όσα μαργαριτάρια με τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και +ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και +την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον +να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους +γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα +χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του. + +Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε +πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να +σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και +θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα +τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα. + +Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι +μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον. +Το καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ +ήλθαν και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν +εκείνην την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι +τους. Και ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του, +την εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του +Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.& + +&Ταξείδιον δεύτερον& + + + +Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι +δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και +δεν ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την +χάριν του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να +χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι +οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την +ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει +κάθε εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και +ευχαρίστησις, μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά +ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο +πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου +που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να +αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, +και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και +έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος +πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του +σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το +κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου +επροξένησε συμπάθειαν και λύπην. + +Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση +νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε +πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη. +Και ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου +φανερώση εις την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη. + +Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα +δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω +που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το +λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί +μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις +ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από +ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς +τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο +μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της +Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν· +αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου +δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας +φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος +πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου +περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις +δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως +αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ +εις το βασίλειον της Γολκόνδας. + +Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω +ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα +δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος +από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει +με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα +λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και +αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το +Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η +ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και +είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την +επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά +την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου +Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το +αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς +σου το άφησα. + +Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν +του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω +καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην. +Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου +ήσυχον. Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν +πολλά αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με +πολλά κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις +οποίες εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα. +Και αφού ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να +γυρίσωμεν εις την Μπάσραν. + + + +&Συμβεβηκός Ζ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι +θα φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα +μας. Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που +ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η +σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι +μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι +άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου +μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με +τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις +εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν, +και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην, +και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται +ένας μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον +πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν, +που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη +εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον +καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν +μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, +έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του +θηρίου. + +Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις +μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο +ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν +νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα +που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· +εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με +τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν +ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον +που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος +τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με +καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ +εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. + +Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα +δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις +αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον +από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον +ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και +φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του +οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα +κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε +το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν +χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν +εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το +επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του. + +Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ, +είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την +θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν +ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα +και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να +θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν +διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο +δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν +άφαντος από τα μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα +θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά +να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και +εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος +έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν +πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που +ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· +επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι +του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια +παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· +«Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ +που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, +εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί +υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου +γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις ετούτο το νησί από +κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν μεταγυρίσει εις +τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν να βαλθούν +εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν τίποτε δεν +τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, και θέλουν +φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν εύρει μίαν +μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις αυτήν, και +ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις ένα μέγα +λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο το +μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους». + +Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες +ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά +πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους +κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και +εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα +προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του +βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν +της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από +το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του +Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και +επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα +βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον +κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν +να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι +έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα +τελώνια της γης. Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη, +και εξαναθεώρησα το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά +πάντα. Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον +από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και +δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά +τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα +χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον +ύπνον. Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα +και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν +μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του +μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν +σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα +διηγηθώ· + +Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι +ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα +συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να +κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και +οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν +θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής. +Δεν έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν. +Έκαμες καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και +στανικώς, ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς +με επήραν και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω +από πάνω από διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά +να φθάσωμεν εις τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά +ένα αναρίθμητον πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά· +και εις κάθε ένα από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον. + +Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι +εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων +οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους +λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα +τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν +από όλον τον κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το +περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι +Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και +τα έτρωγαν με πολύν πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα +τα κατηραμμένα τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των +μου επροξενούσαν μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον +εδιαπερνούσε το πνεύμα μου από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η +καταφρόνεσις που έκαναν του Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με +εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και από το να παίρνη αμπτέστι και +να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια +πως ήθελα να κακοπάθω αν τους επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον +τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον +εκείνο που μου εμπόδιζαν. + +Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα, +επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το +αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να +αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν +του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς +από το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης +μεταβολής· είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα +και τόσον εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές +των τελωνίων επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα +άσχημα εώρταζαν με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου +την νίκην τους. Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το +θέαμα, και ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών, +εφώναξα με όλην μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας, +και ο Μωάμεθ είνε προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια +ακούοντάς με να ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν. +Ποίος είσαι εσύ, ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου +δείξη παρόμοια λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον +τόπον να ευρίσκεται ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν +είσαι; και πώς ημπόρεσες να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον +επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως +βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και +με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα, έπειτα μου εζήτησε το όνομά +μου και φανερώνοντάς το μου είπεν, Αμπουλβάρη, είμαι πολλά +ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας χείρας των απίστων +τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν να σε +θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι, επειδή +και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού του +Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου. + +Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην +προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις +τα δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε +που εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την +προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν +εγώ ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους +εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με +εσέβονταν πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά +τους, εις τρόπον που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με +συμβουλευθούν, και έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου· +Εσυνέβη ότι μία νύκτα ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν +κήπον της Μέκκας, εκεί που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα +να εμβαίνη η Γαντζάδα εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά +θλιμμένον και εισερχομένη εις το μνημείον του Προφήτου, +επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον «Ω Μωάμεθ, που εις εσέ +εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε έλεος εις μίαν γυναίκα, +η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους νόμους σου· κάμε να έλθη ο +άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση +εις την Μπάσραν, διά να διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την +εχάρισα και να με ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με +απατήση». + +Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να +την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το +όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου +ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου +αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον +οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε +μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των +τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος +θλίψις φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ +μου τι είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα +σκληρόν όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την +ησυχίαν μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά +τούτο είμαι έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με +επρόσταξε να του διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το +εδιηγήθηκα μου είπεν. + +Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και +επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που +επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα· +μα πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν, +ηκολούθησεν αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης +εβδομήντα χρόνους διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα +διάστημα, εγώ θέλω σε κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να +απολαύσης την Γαντζάδα, που την είδες εις το όνειρόν σου. Και +λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν +παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί. Βλέπεις εσύ μου +είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η +κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του +απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο +οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν +εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις +ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή +του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, +που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και +εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα +αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που +τους ήμουν σκλάβος. + +Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ' +υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με +χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την +ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας +προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου +είσαι υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν +παραβλέπω το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον +σκληρά βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την +καλωσύνην και με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς, +εσύ ηξεύρεις πως ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ, +απεκρίθη ο Αφρικός ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό +δεν μου είνε νέον. Σου την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς, +μα με συμφωνίαν, ότι εσύ θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την +Μπάσραν, και θέλω ότι εις ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το +ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις ώρες του είπε, διά το θέλημά σου +που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· +ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον +πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις +τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη +θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το +διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και +με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη. Και +εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και την έμαθα να +την λέγω. + +Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με +έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην +ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν, +Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις +την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή +Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι +είνε μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του +Μωάμεθ, που ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και +παίρνουν αμπτέστι, και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων, +και που πολεμούν ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν +τελωνίων, που είνε αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ. + +Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον εβγήκα +από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον. +Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες +την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο +Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το +επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν, +επειδή και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν +στιγμήν χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς +φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την +προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με +εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, +και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με +φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και +εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του. + +Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω +εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν +ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου +εις ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την +αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι +ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν +εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που +επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να +λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν +αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που +επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά +να πολεμήση. Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, +και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν +χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την +ελευθερίαν μου. Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα +κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το +άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα +διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. + + + +&Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη& + + + +Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την +οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα +μικρόν πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον +πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το +στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και +γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην +ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να +δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου +επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν +ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις +τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την +χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του +προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την +θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται +εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε +που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε +ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την +πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον +μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με +να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι παντελώς να μου συμβή τίποτε +εναντίον. + +Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το +θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα +ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι +που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την +πείναν και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός +βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν +είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις +αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο +πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, +ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ +έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα +ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και +είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά +μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν +και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος· +τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν +γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην +φοβάσαι τίποτε. + +Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον +τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και +επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω +νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του +είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον +άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, +το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την +βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι +αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη +υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, +και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με +προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε +κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι +απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το κεφάλι του προφήτου σου, πως +θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης +άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω να κάμω, και θέλω το +ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν. + +Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον +διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, +άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός +έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια +και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης +αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να +μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ' +όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την +πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι. +Ο Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία +έρριξεν ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία +ευθύς άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον +δίασπρον, εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα +οποία ευθύς που μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου +τα εκτύπησεν από μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν +εις μίαν δευτέραν προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην +ασημένιον. Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα +ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν +σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με +μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον +δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας +άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους +άπειρες φοβερές φλόγες πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια +και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και +διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν αυλήν, της οποίας τα τείχη +εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και το έδαφος ήτον +εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο ένας πύργος +υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη κολώνες από +τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας μεγάλος θρόνος +από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος, +συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου +εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν +εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου, +ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα +τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον +που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος εις το +πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος που +κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα υποκείμενα +της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που εις τα +μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον +πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω +εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός +άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, +και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και +φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον. +Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και +ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου +είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· +ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και +ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το +δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την +γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω +Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον +χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον +πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την +Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, +και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα +διατί του είπα, δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης +αυτόν τον όφιν ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω +εναντίον του, μου απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν +από άλλον. Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν +και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του +προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το +ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να +του ρίξω το βόλι και τον καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις +έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το +καταραμένον τελώνιον· ετούτο είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία +αποστάτησαν εναντίον του Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα +έκλεισεν εις το κέντρον της γης, διά να παιδεύση την αυθάδειάν +τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του +οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις +την ρίζαν του βουνού εκεί που τον εσυναπάντησες, διά να διαβή +κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση διά να κάμη αυτό το +απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά να την αποκτήση +ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις την φύλαξίν +μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του Σολομώντος +και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον Αφρικόν +και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν, +ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή +αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον +από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου +του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το +πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ». + +Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα +οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να +βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν +που τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με +έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην +να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν +μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν +σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και +ουρλιάσματα φοβερώτατα. + +Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του +οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα +ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά +πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές +αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που +επαρομοίαζε την βροντήν. + +Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι, και +ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος, +και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες +προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί +κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε +πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το +χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε; +Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με +αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα +θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον +ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και +θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και +θέλουν ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε +μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα +ανομήματα. + +Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ +του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι +Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου +φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά +να παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε +να λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους +Μωαμεθανούς) που έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους +θυμούς μου. Έτσι λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και +επάσχισε με δυνάμεις τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους +δεσμούς· μα δεν έλαβε το ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια +ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν ευθύς, και τον εκαταδάμασαν, +ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο τον έδερνε με ράβδον +σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού, κατηραμένε, πολλά +ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να σου δοθή το +θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν +επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα, +εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν +κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην +από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός +κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα +τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν +το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν +διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από +σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον +ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα +έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα +με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα +έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν +ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος +Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός +παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός +παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». + +Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς +άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να +σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα. +Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον +ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε· +και ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με +εκείνο που επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι +κτισμένον από ένα μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον +αγνώριστον. Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη +υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε +καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι +ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια +χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που +έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την +θρησκείαν του. Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να +συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ' +υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν +γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια +τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που +μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω. + +Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών +διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί +που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, +ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι +του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης +επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που +επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον +ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους +αστέρας. + +Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του, +ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να +φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του. +Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε, +δεν είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς +ήλθες, αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να +έλθης εσύ εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα +θαυμάσια ετούτα του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ +ευρίσκονται; Εγώ είδα και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα +από τα φαγητά σας δεν ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν +την οδόν σου μου είπεν εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν +κάποιον, ο οποίος θέλει σε συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος +πάντων θέλει σε κάμει να φθάσης εκεί που επιθυμείς. + +Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα +μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να +στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος +πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου +έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο +Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας +άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που +ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ +και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε +Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του +Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον +τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η +διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία +ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, +και θέλω σε κάμει να τους ιδής. Τότε αυτός με έφερεν εις έναν +τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο +δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από μέλι, και έτρεχαν σιγαλά +ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των οποίων έστεκαν πλήθος +λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα από διάφορα φαγητά· +εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του Μωάμεθ, και +σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι οποίοι +βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον. Έπειτα +από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο +οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν +μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν +διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον +ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων +ολίγον έλειψε να τρελλανθώ. + +Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι +ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι +άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης +κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος +του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς +μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από +εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην +του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την +κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το +άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν +του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ +εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· +ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει +τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· +εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας +πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις +βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που +μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη. + +Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την +συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες +ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· +η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν +ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου +εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των +κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο +Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω +πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην +είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν +πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, +εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν +σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει. +Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα +εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· +έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να +καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του +απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε +την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα. + +Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ +παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις +την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του +απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον +τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την +πόρταν του σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, +υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον +Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με +ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την +Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου. + + + +&Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.& + + + +Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού +μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το +να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος +βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν +θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι +εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον +επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν +μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία +διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, +που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη +μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου +σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ +να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον +αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο +αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα νέον εις εμένα αγνώριστον· ο +αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού με εθεώρησε με πολλήν +επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο Αμπουλβάρης +ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν σημάδι, εκείνος +είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι ασχημότατος, εκείνος +είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα σκέλεθρον· παύσε το +λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να καταλάβωμεν πως +εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι που δεν τον +είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την φυσιογνωμίαν +του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που καθώς εμάθαμεν, +αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν. + +Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά +καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω +πώς ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα, +είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του +Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! +πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα +ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον +κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε +ξαναϊδώ. Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του +Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν +καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με +ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον +διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την +Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν +εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν; + +Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου +εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω, +ο νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ +είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο, +παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα +γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης +να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, +την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, +που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα +μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που +ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα +όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον +άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε +να ειπώ άλλο. + +Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον +περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον +εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας +πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν +και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων +φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη, +του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η +υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις +ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να +ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο +Αμπουλβάρης. + +Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον +Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· +έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι +στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; +Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι +οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο +που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων, +είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην +κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου +το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το +κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν. + +Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας +άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης; +Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά +να σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο +νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως +αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή +πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο +Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως +θέλω κάμει δικαιοσύνην. + +Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με +όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής +εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η +υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν +ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται, +δεν ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο +άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός +λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά +να υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν +του Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει +μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν +να το κρίνουν. + +Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και οι +τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις +το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου +μού είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να +σε πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί +που ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί +εκείνο που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν +διήγημα που ήκουσα. + +Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον +ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω +μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν +άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν +ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, +προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· +τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν +χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη, +ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να +πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος +δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από +πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν +ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και +αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο +Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την +διήγησιν του. Τότε εγώ του εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα, +και έφερα τον λόγον μου απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων +Μουσούλμα, διά τα όσα μου επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του +γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους +εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο +πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και +είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και +φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν. + +Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν +τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να +εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου +τα έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα +εις την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με +την ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την +ανυπομονησίαν που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως +αυτή έδειξε πολλήν θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την +εσυμπάθησα. Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε +κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον +ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, +όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς +από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω +καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του +Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την +καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά +πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω +με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω. + + + +&Τέλος της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων του.& + + + +Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο +Βεδρεδίν, και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την +ζωήν τους πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν +ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος +πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν +ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν +άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, +που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες +ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να +λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που +να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη +καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το +εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην +τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν +ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος. + +Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν +αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως +ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την +διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα +αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην +εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με +αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η +γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά +πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω +από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από +αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον +εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν +δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την ομιλίαν η οποία τον έκαμε να +στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο μυστικός του δεν είχαν κατά +αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, πως ήτον αδύνατον εις τον +κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν. + +Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο +Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την +χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις +την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που +είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ +και καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος +να μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα +είναι εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας +σταθούμεν απ' εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν +είμεθα τελείως ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον +δυστυχέστεροι από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, +ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν +χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες +δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την +Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως +πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές +ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την +ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας +είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας +υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη, +στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν. + +Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά +ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού +μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου +Χαλιμά, αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως +τώρα μου εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται +σταθερός εις την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από +αυτές αμέτοχος, καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις +τα όσα επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου +Χαλιμά με αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου +είναι διά παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον +όστις την ήθελεν ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις +του με το μέσον αυτής διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που +δοκιμάζει θλίψεις, παρά είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ +περισσότερες και δεινότερες, και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από +αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την +ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την +οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου +αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την +εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά +σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο Αϊδήν, θέλω την ακούσει +και αυτήν με την συνηθισμένην μου ευχαρίστησιν, και αύριον ας +είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής. Και ερχομένη η ακόλουθος +ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε να διηγήται με τον +ακόλουθον τρόπον· + + + +&Ιστορία των δύο αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ& + + + +Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της +Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά +ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η +μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η +οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, +και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν +υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία +αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να +τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε +αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν εις το χέρι, της οποίας το +φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την ίδιαν ημέραν· και προτού +να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες της, και τες είπε· βλέπω +τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και πρέπει να αποθάνω· +εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν θέλει με ονειδίσει +κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον Ουρανόν, που σας +αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα καθαρά καθώς σας +εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα παραγγέλματα +του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας εργόχειρον +καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο ουρανός θέλει +σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε πάντα ενωμένες +χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή και η ευτυχία +σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας +προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη, +πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή +δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ +θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. + +Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες +αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να +περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι +δύο πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες +αγκάλες των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν +και την έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον +τάφον της με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους, +εσύμμασαν εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα +εις κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν +εις το Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που +απαρθένευαν· δεν έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και +συναπαντούν ένα μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως +ενδυμένον· ο οποίος βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με +πολλήν επιμέλειαν, ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός +εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον +τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος +βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· +που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του +απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας +κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν +σας χρείαν; + +Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο +πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που +την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με +τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον +μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το +οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από +την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε +να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που +θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας. + +Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι +γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην· +ευθύς που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν, +που ποτέ μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με, +και σας τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά +ευτυχισμένην· και θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας, +η οποία σας έκαμε να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν. + +Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν +την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να +είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες +προς όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να +αποφασίσουν μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον +τούτο η Φατμέ που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις +την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα +πράγμα διά να το καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του +δώση απόκρισιν. Ο γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να +αποφασίσουν, είπεν· αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον +κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις +μίαν καλύβαν, και την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν +θέλετε αποστραφή τα όσα σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε +καθόλου από εμένα· η ηλικία μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να +σας βεβαιώση· εσείς θέλετε αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν +τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να ζήσετε· εσείς από εμένα όχι +μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά την ζωοτροφίαν σας, αλλά +ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και ευτυχίαν, που να σας +ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά ακολουθήσετε την συμβουλήν +μου διά το καλόν σας. + +Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του +άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη. +Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με +παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την +αγάπην, που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το +εξετάξει αν το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ, +ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι +πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να +τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν +πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες +επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή +μου απεκρίθη κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας, +και πολλά άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της +Κατηγές, της οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου +δεν είνε αρκετή να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο +αποκρίνεσαι με τόσην αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει +ετούτος ο σεβάσμιος γέρων. Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, +κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, +εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή +και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω +πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει +να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως, +απεκρίθη η Κατηγέ, και αν είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω, +διατί δε τον υπακούεις εσύ, και να τον πάρης άνδρα πού είσαι +μεγαλήτερη και ευμορφότερη από εμένα; + +Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα. Στοχασθήτε +την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του +κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με +νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν +τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω +τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί +διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, +είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά +εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και +γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν +σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη +αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει +της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε +πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η +επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και +συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε +ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν +αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου +τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο +γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, +και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της +ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το +περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω +πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να +παραπονεθής απ' εμένα. + +Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως +συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας +αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα +έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με +υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην +αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με +κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και +άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να +γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω +καθώς ορίζεις. Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να +σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, +δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της +λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά +γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από +αυτόν τίποτε. Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν +ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα +και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ +παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα +αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το +επίλοιπον της ημέρας. + +Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της +Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις +μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι +εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και +αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την +αδελφήν μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά +τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη +την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον +εναντίον του. + +Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την καταπραΰνη, +τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το μίσος προς +αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με όλον που +ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το έκανεν +αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, αλλά +και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την έτσι +αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη, +λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και +στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να +γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ +δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν +ολούθεν. + +Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ +εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του +γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με +μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν +έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας +αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ +ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το +Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη +γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν +καμμίαν είδησιν. Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές +τους έφερεν εις το άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην +ημπορώντας να μάθουν το τι έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την +εγύρεψαν εις όλην εκείνην την πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν +και εις όλα τα περίχωρα και εις όλες τες στράτες, που επήγαιναν +εις άλλες πολιτείες. + +Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την +γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους +τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο +γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την +Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με +το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η +Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον +ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο +γέρων εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις +ημέρες στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι +ωνομάζετο ο γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν +σπήτι. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, +και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον. + +Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της +έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και +ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν +ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από +πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην +ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη +του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την +καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο +οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με +τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να +μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με +κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την +θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να +μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο +εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς. + +Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν +διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες +που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από +τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να +ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν +αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της +εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν +έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η +ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες +πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον +εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; +αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα +εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από +το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι +δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης +εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον, +που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας +έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη. Εστοχάζονταν +εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη +με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν, +επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς +του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση, +έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν +ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί, +και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί. Και +απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν σκλάβαν +και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η νέα +αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον +της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε +τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και +τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της +στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά +εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά +να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να +την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη +εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον +τρόπον. + +Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος, +ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς +άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς +την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα, +διατί θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με +βλέπεις υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά +αρκετήν διά να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με +μισούν. Τα λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται +έμπροσθέν μου· με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της +μορφής μου, είνε αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της +μίαν υπερβολικήν αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η +Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν +και ωραίαν; εσύ κατά πως είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο, +παρά καταφρόνησιν. + +Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι μου +και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν +θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου +φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και +πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ. +Δεν στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω +αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να +πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την +ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης +πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου. + +Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς +με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ +είμαι το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα +και ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με +όλην την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να +μην είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον +Μπρακμάνον· αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον +αδελφόν μου, και διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις +ημάς είχε, μας επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν +μίαν αγαπητικήν του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε +τόσον. Εις αυτήν την επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον +εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα συντροφιασμένη ή από εμένα ή από +τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν διά πολλούς χρόνους, χωρίς +ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή +προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν ακολουθήση πάντα με αυτόν +τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις το κεφάλι αυτής της +γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την κατάστασιν. + +Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν +σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν +χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη +αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα +πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες +πλάτες μας· + +Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν +της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, +και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την +υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να +τον ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη, +εκαταλάβαμεν από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν +αγάπης· αλλά δεν ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της· +όθεν απεφασίσαμεν με τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον +να την κάμωμεν να μας δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε +καθώς ημείς εστοχαζόμασθε να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την +εβγάλωμεν από τέτοιες φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας +εκαλούσε διά να την υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε +μαζί με αυτήν, και που ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις +ένα συμβούλιον των Εξωτικών συνηθροισμένων, άρχισε να την +κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους τρόπους, και να την δοκιμάζη +ανίσως και ήτον καθώς αυτός την ενόμιζεν. + +Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά +ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που +εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν +εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα +μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την +νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι +της τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν +είσθαι αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που +είχαμεν προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν +ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, +ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη +να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την +υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες +στερεοί εις την γνώμην μας μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν, +την αφήσαμεν, και εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας. + +Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και +με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να +συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά +να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την +επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις +δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα +θελήματά της και εις την αγάπην της. + +Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη +χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν +τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε +να προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν +μας δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν +ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που +δεν ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον +φόβον. Μα εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην +της, εύρισκε τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη +από αυτόν τον φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να +μη βλέπωμεν το σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με +θάρρος· μα αυτό το πολύ θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που +κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις. + +Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον +Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη +τα μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα +οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος +αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την +κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην +αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν +αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς +ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο +άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες +νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε +πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον +καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη. + +Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές +κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του. +Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας, +ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα +πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ +καμωμένος ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν +αυτός να λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν +μου, εγώ στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και +εσένα εις τον αριθμόν των αποκτημάτων μου. + +Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το +μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον +τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους +στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το +έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον +κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της +εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την +αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της +προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και +να μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον. + +Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά +του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον +υβρίζη καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το +κρατήσει κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να +τον παιδεύση κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της +μιλήση με τέτοιον τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο +Μπρακμάνος σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν +ηθέλησε να εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός +ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας +γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν +του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία +και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και +κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που +αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας +ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας +κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. +Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ +περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη +περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση. + +Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και ηθέλησε +μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε την +πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και +διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον +καιρόν διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι +τρεις ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά +φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η +γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του +διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να +σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά +ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η +Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, +και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα +περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς +τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της +εκδικήσεώς του. + +Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά ελαφρή +διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος θάνατος· +μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον θάνατον, +θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν φορές +σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς την +Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου δεν +ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή +διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να +ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη +τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις +μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν +που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε +στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και +αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη. + +Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος, +αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό +ο αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το +φως της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί +να είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις +έναν άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και +κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι, +εκεί μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της +ανομίας σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των +εξωτικών σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας +αχρήζουν πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να +μείνετε γυμνοί από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε +είσται εις το κοινόν ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να +εγινήκατε, και έτσι θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω +μόνον από το να είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου. + +Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος εκήρυξεν, +ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός μας. Ημείς +πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που μας +επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας +αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες +φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις +την θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά +μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό +εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί +έχει προς εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός +τότε, μου κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά +δυνατός· και είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να +ξαναλάβετε την πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να +κάμω παρά να σας γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε +ξαναλάβει την φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που +έχετε, οπόταν καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν, +ολιγώτερον από είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση. + +Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι +απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να +αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν +είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την +ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε +διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν. +Πηγαίνετε το λοιπόν διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να +χωρισθήτε, και να πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος +σας. Μας έδειξεν ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν +να κατοικήσωμεν και ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια +μίλια· έπειτα μας έδωσε του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ. +φλωρία, διά έξοδά μας, και διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας +τιμημένα έως που να λάβη τέλος η δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα +αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς +μας. + +Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και +ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν +διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως +η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του +ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την +ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος +ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας +διώρισεν. Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη +ξαναϊδούμεν ο ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην +μας μορφήν, η οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς +αιώνας. + +Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να +κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά +μου στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα +τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της +μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε +έξ χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με +γενναιότητα χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να +ημπορέσω να πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν +νέαν κόρην, που να κλίνη διά να με αγαπήση. + +Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και +τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες +συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με +καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν +και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως +τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω +καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν +εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί +κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά +να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον +καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον. + +Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά +διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι +εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν +ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις +τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την +αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας +έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν +μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών +τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε +πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και +έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον +είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον +και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα. + +Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά +να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση· +και όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν +εις το Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα +μαζή με την αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία +μου Κατηγέ, αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου +σε αγάπησα· μα αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης +το όμοιον εις εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου +εφάνη πολλά μισητή και παράξενη. + +Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε να +την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν των +απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το +μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας +να λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά +εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με +κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες +δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες +ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου +κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες +ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ +σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν +μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία +Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; +αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την +ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να +υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την +μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ, +εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε +φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην +μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην +ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του. + +Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα, +και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες +μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα +τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν +ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να +χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει +εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς +πολλές φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες +οποίες εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις +το καράβι τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους +και τα μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους +εφαίνονταν πολλά παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον +παράξενα· εφορούσαν αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την +οποίαν εφαίνονταν ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και +δράκοντες, και άλλα φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το +κεφάλι τους εφορούσαν κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από +χαρτί, και ζωγραφισμένες με διάφορα χρώματα. + +Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι +εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που +ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην +επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και +έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους +αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα +μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες +ζαρωματιές του προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον +μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· +το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι +εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και +εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν. +Με οπόταν αυτοί είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν +σκλάβαν, που είχαν μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν +τους· και μάλιστα ο αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού, +ο οποίος ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν, +και στοχάζοντάς την που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου +του επήγε και έπεσεν εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το +πάθος, και την κλίσιν που εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά +να την βάλη εις το σαλόνι του, και να την έχη ως αγαπητικήν του, +διά το οποίον αυτή έκλινε μετά πάσης χαράς. + +Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν, +ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν +είναι γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς +αγάπην τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του. +Τέτοιος στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της +οποίας η ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα +αποτελέσματα· αλλά ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε +και είδε μετά την πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που +να παρακινήση την όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο +αρχιστράτηγος κατά τύχην έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν +την νέαν, την οποίαν βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην +εξέστη· και άρχισε να της λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα +είσαι έτσι πλουσίως ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους +δούλους του, και φέρετέ την εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις +τας αισχρότερες δούλευσες διά να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες +υπηρεσίες. + +Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της +υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με +αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν +να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· +και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους +βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με +σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και +τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να +υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και +αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την +υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και +τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις +αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν +ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν +πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που +εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις +αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους +εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις +δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως +έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, +και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν. + +Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις +το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του +Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε +άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου +επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον +διά εμένα σου ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και +ωραιότητα εκείνης της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα +να την φέρουν εις το παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης +με έκαμε εκστατικόν δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να +μη υπερβαίνη κατά πολλά εκείνης την ευμορφίαν. + +Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της +βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη +εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη +τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το +παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου. +Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που +τον εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας· +αντί να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους +επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης +εκείνην την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην +την βδελυράν και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά, +αλλά στοχάσου να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την +οποίαν θέλομεν σε φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους +του, και επήραν τον Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν +εις το παλάτι της βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το +πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις +περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα +του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, +ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το +περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον +βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα. + +Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον +βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και +χωρίς να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω +θαυμασιώτατε γέρων, εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις +ετούτο το νησί μου και τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον +ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία, +και να μας παρουσιασθή εις τους οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων, +που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε +τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν +με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε +καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος +ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο +οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ +πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες, +ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του +από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος +εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε +προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε: + +Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης +καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην +ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι +του λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά +πάντα : αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου +εις την αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον. +Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον +τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι +ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν +την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το +ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, +και να μας εμποδίσης από την στράταν μας. + +Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με +αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν +τόσον αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι +αρκετές να σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις +εσένα έχω; Αυτά και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω, +λέγοντάς του η βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την +γνώμην του Δαλήκ, και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το +οποίον η βασίλισσα βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη +υπερβολικώς εναντίον του, και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και +τους είπεν. Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον +σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη +συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του +ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την +αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι +δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των. Και έτσι +λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον +σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. + +Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες +ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την +φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή +γέροντα διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, +οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά +σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι +δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την +χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να +του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και +την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα +έκαμε διά να την αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος +εδιηγήθη τα εδικά του, πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως +επροσθήτερα είδεν εις τον ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που +του είπε πως εις μάτην κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε +αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης εις το νησί της Σουμάτρας, εις το +οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου· +και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα διά να πηγαίνω εκεί· και εις την +στράταν μας έπιασε φουρτούνα παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας +έρριξεν εις τούτο το νησί, και μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα +ίδια, που εσυνέβησαν και σ' εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν, +του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν +τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η παράξενες κλίσις ετούτου του +λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως θα λάβωμεν την πρώτην μας +μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες έστεκαν ήσυχοι εις +εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες. + +Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού +που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε. +Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας +και ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την +αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που +δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας +συμπαθήση, αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και +ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη +εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν +ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές. + +Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς εις +την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι εφορούσαν +μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω εις το +κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα χρώματα, +ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε ύμνον +που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και +επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους +έκαμαν διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου +του λαού επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα +εις αυτόν τον ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι' +αυτούς· και υποκάτω εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον, +που επάνω εις αυτό έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι. + +Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή +και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις +τες παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα +τα θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και +μάλιστα την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με +όλους του παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και +αλαλαγμούς, διά την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων, +εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος +θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα +έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο +θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν +έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των +και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι +γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον +και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι +χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε +μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς. + +Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν +αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την +φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την +ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν. +Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν +μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, +εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η +χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη +έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν +έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που +εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την +χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά +κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς +αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως +εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο +Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που +ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη +πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς +την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο +ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι +εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου. +Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη θεωρώντας τους δύο +εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας κατάστασιν, εις την +οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το να σας βλέπω έτσι +τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας ελευθερώσω· εγώ +εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα διά να +υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η φουρτούνα +διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα εκείνο, +που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να εύρης την +Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της. + +Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το +μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις +τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην. +Η Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η +Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και +νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το +όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την +ευτυχίαν του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς· +ιδού που σας αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την +εξουσίαν μου· σας δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές +τες δύο νέες όπου σας αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με +καλήν ομόνοιαν. Και ούτω λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο +αδελφοί επήγαν με τες αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα +νησί, που εκατοικούσαν εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι. + +Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν +αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών, +είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με +υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να +μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και +την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την +ζωήν μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο +Εξωτικών μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα +συμβεβηκότα απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον +που τα ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα +ανεκδιήγητα συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά +σου θέλω σου διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και +θέλουν σε κάμνει ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο +Αϊδήν και της λέγει· θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και +ωσάν τελειώσης και αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις, +την οποίαν εγώ μελετώ να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας +είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις +γνωρίσει την γενναιότητά μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά +την συνήθειαν. Και την ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από +την αδελφήν της Μεδινά εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον +τρόπον. + + + +&Ιστορία των φρικτών συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.& + + + +Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η +Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά +πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα +πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας +με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την +ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο +επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και +νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά +ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του +Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους +οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα +του κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη +της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του +πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους +αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που +ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές +φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον +ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν +που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο +πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν +άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως. +Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα +πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος +δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα προσπαθούσε με κάθε τι να +την ευχαριστήση· και ήτο τόσο ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε +μία τέτοια φρόνιμη και ωραία γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο +πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η +ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον, +ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε να είστε εις το άκρον της +ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που πρέπει να μεταβληθή εις +θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν. + +Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να +κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν +αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της +πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την +γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε +της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην +την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· +και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις +αυτήν την βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες +Ινδίες διά τες υποθέσεις του. + +Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην του +την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την +προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά +να την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον +ευχαρίστησε με πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο +Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις +αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον +καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της +τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην +του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον +επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, +παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του +αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς +τους μιαρούς του στοχασμούς. + +Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον +ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν +γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν +ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, +άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την +αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η +αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω +από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω +εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν +πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε +φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν +στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης +εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος +βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να +ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον +χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου. Ένας +άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό +του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την +Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που +δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν +και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε. + +Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη +εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την +κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από +τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της +φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος +εδώ; έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις +μάρτυρας διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου· +παράνομη, έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και +κρυφίως κάμνεις πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην +ταραχήν, που εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την +εντροπήν της νύμφης του. + +Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά +μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον +Κατή με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους +μάρτυρας, και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την +θάψουν ζωντανήν. Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην +του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την +έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να +την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από +την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το +λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν +κατάστασιν. Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας +κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που +απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με +ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το +όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης +επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν +από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και +καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, +που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία +δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή φυλαγμένη και η +γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε περιποιηθή με +αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς τέντας, που +εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και εξεπέζευσαν εις +την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την Ρεσπίναν, την +επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι τρόπον την +εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά ευσπλαγχνική την +εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της διηγηθή την +ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση αναστενάζοντας, και την +εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, που εκίνησεν εις +συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η οποία άρχισε να +την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την εύνοιαν και την +αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα βλέποντας την καλήν +της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ διά τες γενναίες +χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με απαρατήση να +χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον ευσπλαγχνικούς· όθεν +παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το σπήτι σου, δος μου +ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες ημέρες μου +προσευχομένη δι' εσάς. + +Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της +είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει +κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό +εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον +καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα +αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά +έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και +κυβερνήτης των αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω +πόσον είνε αυτή εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον +ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ +(έτσι ωνομάζετο αυτός ο σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος +και ο πλέον κακοκαμωμένος από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός +όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της +Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που +απεφάσισε να την φανερώση εις αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν +αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης του, εμβήκεν εις την κατοικίαν +της Ρεσπίνας, και άρχισε να της φανερώνη τον έρωτά του, και να την +παρακινή διά να συγκλίνη εις την θέλησίν του. + +Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να +φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν +ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω +εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής +έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει +παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα +λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί +δεν ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός +ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που +εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την +εκδίκησιν με ένα τρόπον πολλά σκληρόν. + +Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το +οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά. +Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, +και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το +στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό +έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως +εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το +βάρος πως το έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η +γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν +φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και +τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες +φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το +αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον +εις τα αίματα. Εις ταύτην την θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως +εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα φορέματά του, βρυχά, αδημονεί +και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία! +διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά να τον ξεσχίσω με τα +χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, ότι θα τον +ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές πού +υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον φονέα. + +Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες +σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν +της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα +της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον, +ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου· +κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες +ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν +έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, +ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα. + +Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους +νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού +μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν; +απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη +μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της +άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την +ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το +οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου +σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς +της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να +το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από +τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω +της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να +δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του +εκράτησε το χέρι ο Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις +να με εμποδίσης από το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να +παστρέψω την γην από μίαν θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να +κάμη και άλλα μεγαλύτερα ανομήματα. + +Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το +διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την +Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και +διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή +έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν +εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται +πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε +να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. +Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν +με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε +να την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον +Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί. + +Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου· +δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα +εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν. + +Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν +πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η +Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν +επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την +διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον +υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή +έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις +το σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις +συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου +ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με +άσπρα, με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής. + +Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο +Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να +γνωρίσης τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι' +όσας ευεργεσία της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν +σακκούλαν με εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και +άφησέ με εις την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ +την φροντίδα. Όχι όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής +ετούτα τα φλωριά, τα οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον +σου. Αυτή τα έλαβε διά να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε +να μη φυλάττουν μίσος προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη, +εμίσευσεν από το σπήτι του με δάκρυα εις τα μάτια. + +Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το +βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα +παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, +εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την +πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η +Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις +ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος +να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της +έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η +Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε +μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. + +Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την +οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που +επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν, +που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον +εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον +έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος +και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να +κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι +το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, +απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον +ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας +χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά +να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν +αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε +τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, +και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την +γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να +ιδούν ποία ήτον αυτή. Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη +εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την +χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. + +Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον +ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η +οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν +που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις +το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την +εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν +διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην +του. Όχι, εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν +να ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου +είσαι καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι' +αγάπην σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ +που αυτή έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά +επάνω της, και τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της +εφανέρωσεν ευθύς την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε +καιρόν αρμοδιώτερον διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του +έπεσεν εις τους πόδας της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια +την εξώρκιζε διά να του ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός +αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με +ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον +του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη. Ω +ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν +ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να +βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου +μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν. + +Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω, +οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η +θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν +αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με +έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη +στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε +υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις +να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα. + +Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και +χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν +που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι +πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και +αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν +πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με +αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· +αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο +καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να +την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ. +Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα +και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και +ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς +τα εμίσευσε προς την χώραν. + +Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και +της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου +διατί σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν +μου, μα σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την +ωραιότητα· τα μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι +νοστιμάδες σου είνε απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την +ομιλίαν έμεινεν εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν +ο καπετάνιος την έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά +μου, εις το καράβι και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του +καραβιού που να είνε, διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και +οπόταν φθάσαμεν εις τον τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε +ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί μου έως που ζω και θέλω έχει +εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που να είνε το δυνατόν· και αν +δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι +να μη κάμης το όμοιον εις εμένα. + +Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, +αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, +εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και +δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον +τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά +οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή +του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, +ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; +εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το +κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις +τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι +του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος +την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας +πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την +υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να +κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με +κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να +υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· +όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε +τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση. Και εκεί που αυτός +εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα +της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και +ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού. + +Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να +κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των +κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον +αέρα τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις +αυτό, έξω από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν +κάθε ένας επάνω εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο +Καπετάνιος εις ένα τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από +τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε +μία γυναίκα. Έλαχαν τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του +νησιού πολλοί εγκάτοικοι· ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς +εγλύτωσεν από την θάλασσαν και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα +θαύμα και την επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός +της. Αφού επλήρωσε την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα +διά να της δώσουν ένα καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση +να ζήση ήσυχα· αυτοί όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την +ωραιότητά της και το πνεύμα της τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την +οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν ησυχία. + +Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την +στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να +μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα +οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού +συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε +διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η +οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η +Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα +ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν +να μετανοήσουν. Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και +φρόνιμα, που τους έκαμεν όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι' +αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το +περισσότερον μέρος της ημέρας το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον +λαόν της, και εις το να κάνη τα όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε +υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία +είχε πνεύμα μεγάλον και φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα +τα μυστικά, και εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα +του βασιλείου της. + +Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να +διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται +την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας +Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του +έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· +όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να +λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και +αφού της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά +θαυμασμένη και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην +ηξεύροντας τι να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν +εις τους πόνους της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν +της, έτσι άρχισε να της λέγη. + +Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου +πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου +παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν +μου. Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και +το θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά +αίτια, που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου +το λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι +ο ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν, +αυτός θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά +σου, και παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες +παρανομίες δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο +Ουρανός δεν αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια +ησυχίαν μου εάν ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να +έλθη εις φως δια την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την +παράνομον σκληροκαρδίαν του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη +είναι η μεγαλύτερη χάρις, που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου +την κάμη, και ύστερον είμαι ευχαριστημένη να αποθάνω. + +Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι +βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω, +διά το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και +μέσον που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω +ένα απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με +ευκολίαν· αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε +ευχαριστήσω και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες +ιατρείες που θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν +πολλοί ξένοι απ' όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά +πράγματα, εις τούτο το νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που +μέλλουν να έλθουν, ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον +Ραβά και οι άλλοι που σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το +ποθούμενον. Πολλά εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η +αγαπημένη της, και πολλά της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα +τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε +αρρώστιαν και κακόν. Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία +και νοσοκομεία διάφορα διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει +εις αυτό το νησί. Έπειτα έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι +όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί +και θέλουν ιατρευθή χωρίς κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις +όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να +έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της +βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των, +και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι. Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν +τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι +εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας +παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς +επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με +τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι +έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της. + +Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι +της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε +σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις +τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να +σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από +αυτούς άρχισε να ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω +μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας +ημέρας σου ημείς είμεθα δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να +ιατρευθώμεν από την βασιλείαν σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε +πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη +καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν +αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν +αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά +το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας +πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα υπανδρευθή με μίαν +ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε παρομοίαν· πηγαινόμενος +εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν του αδελφού μου, που +είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου +είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την +τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά +παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός +εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από +τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη είνε +η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης διά +να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη της +χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου. + +Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να +την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν +της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή +εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· +αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό +αληθινόν, ότι η γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν; +Όσον διά εμέ, απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω, +στοχαζόμενος τες χάρες και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις +εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και +αυτό με κάνει να αμφιβάλλω εις την αθωότητάς της. + +Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε· +τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα +σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν +ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν +ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω +έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα +αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός +δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του +προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου +ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα +αφού και ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της +ωμίλησεν ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε +οικονεύσει, και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που +την εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα +καταλεπτώς την υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν +την ομολογίαν, και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ, +ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι +υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω +ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου +προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία +σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα +παραθαλλάσιον μου την επούλησε. + +Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και +εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως +δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά +να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι +το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε +μία δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ' +εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου +ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε +μία παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα +εκείνην την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της +την έμπασες εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από +εσένα επειδή εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν +ήμουν υπόχρεως της ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε +σου την επούλησα με δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η +βασίλισσα, ότι αυτός που ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον +εγλύτωσεν από τον θάνατον πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή +είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά χαράς επιχειρισθή με κάθε μου +επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες ασθενείας σας, ως τόσον +πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας και αύριον ετούτην την +ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο παραλυτικός, αν θέλουν να +ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά τα πταίσματα, που αυτοί +έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα εσυνέβηκαν, μα θέλω να +ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να προσθέσουν καμμιάν +ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί να με κάμουν να +τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα. + +Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και +οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του +Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν +καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που +ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν +των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν +το σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην +την νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν. + +Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και +ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή +επάνω εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους +ασθενείς. Δεν σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο +Ουρανός θέλει επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι +εκείνοι που σε έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να +δικαιώσουν την αθωότητά σου και την ακακίαν σου, και να +ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται και προδόται; τώρα είνε εις +την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να τους παιδεύσης. Εγώ έχω +μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα, απεκρίθη η Ρεσπίνα +και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον Ουρανόν, διά την +χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον άνδρα μου θέλει +γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που με έβλαψαν· +θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να τους +παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με +μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ +απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του +καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να +τους τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις +λάβει από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου. + +Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ, +και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις +την βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς +που τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο +παραλυτικός να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν +να κάμουν; μα αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την +αλήθειαν. Ο Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον, +γνωρίζοντας πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και +ό,τι πάθη ας πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα +συνέβηκαν εις το σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της +Ρεσπίνας. Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, +χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του +αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. + +Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το +πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α +επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, +παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και +έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη +βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω +την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον +ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις +τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης +την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον +συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την +Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ +που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες +έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους +επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους +άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον +τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν. + +Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη +το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να +μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και +εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός +την ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή +σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα. + +Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή +την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το +στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον +της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του +αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα, +και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με +μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν. + +Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και +καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και +την αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε +λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς +τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν +εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου +ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον +το παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ +πλέον την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον +φέρω ο ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη +ζωντανή, και εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου +ότι το πταίσιμόν του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά +να ημπορέσω να το συμπαθήσω. + +Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το +σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον +διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο +άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· +Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' +αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα +επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του +κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε +καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να +μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ +απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με +προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το +δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να +κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου +γυναικός. + +Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την +Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο +Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι +περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον +απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους· +μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας +κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την +ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η +βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της +επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. + +Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους. Εγώ +συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους +πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου +όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την +αυλήν μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας +αυθέντης. Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη +εις ένα πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία +σου με υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά +αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της +δέχομαι την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με +μίαν από τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την +Ρεσπίναν δεν θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου +Ρεσπίνα είνε πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι +διά τον χαμόν της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το +επίλοιπον της ζωής μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη +ζωντανή. + +Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα +της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν +(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες +αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει +θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει; +Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο +Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις +το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν +και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του +Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που +εκατάτρεξαν. Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη +τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και +τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα +να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα +χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις +αυτήν έκαμαν. Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν, +ότι να εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς +πράξη καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και +επήρε τον Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της +και όντας εκεί του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν +άδειαν εις το να παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να +κυβερνάς διά τούτο δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί +μου θέλεις είσαι συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την +γλυκύτητα μιας ζωής τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του +διορίσει μίαν επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε +ευχαριστημένος, καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν +έγινε πρώτος κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το +χρέος της επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας +όλων των εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι +ευχαριστημένοι, με αγάπην ανεκδιήγητον. + +Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του +βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον +θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες +που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες +διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες +ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και +πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον +από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην +των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους +άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και +γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη +γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη +καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος +πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του +επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και +αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου +Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες +σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με +εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά +ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την +αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με +αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που +αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου +επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου +εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν +μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες +τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα +ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον +σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η +Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με +τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που +ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον +θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν. + +Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε +τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την +χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους +πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και +ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, +που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά +τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας +του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το +ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του +το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και +όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν +που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον +θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν +οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με +μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που +εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν. + + + +ΤΕΛΟΣ + + + +ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 — Οδός Σταδίου — 12 + + + + +ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ +ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ + + + + +Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού +ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και +γοητεύουν τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς +συγκινήσεως εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών +εικονογραφημένων εξωφύλλων. + +Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50 + +Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95 + +Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών +χορών σχ. 8ον + +Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4 + +Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον + +Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον + +Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8 + +Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον + +Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον + +Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και +χορών + +Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις + +Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 + +ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 + +ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά +καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον + + + +Νέα Μυθιστορήματα + + + +ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. — + +ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ κατά +μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. — + +ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ +Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. — + +Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς. +Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. — + +Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού +υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. — + +Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ' +εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. — + +Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· — + +Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ +Αλαίν — Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν. +Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. — + +Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του +Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ. +5 — + +Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις εκ +του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 — + +Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν +και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. — + +ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ +Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη +από περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών +καλιτεχνικών εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. — + +ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών +εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. — + +Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν +Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι, +Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ. +10. — + + + +1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος έχει + + + + + + + + + +End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + +***** This file should be named 36688-0.txt or 36688-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/36688-0.zip b/36688-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7fa25bf --- /dev/null +++ b/36688-0.zip diff --git a/36688-h.zip b/36688-h.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..10aab19 --- /dev/null +++ b/36688-h.zip diff --git a/36688-h/36688-h.htm b/36688-h/36688-h.htm new file mode 100644 index 0000000..ebdc2cf --- /dev/null +++ b/36688-h/36688-h.htm @@ -0,0 +1,8021 @@ +<?xml version="1.0"?> +<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" +"http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd"> +<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml"> +<head> +<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" /> +<meta name="keywords" + content="Παραμύθια της Χαλιμάς, Δερβίς Αμπού Μπεκίρ, Έκδοση +Βενετίας" /> +<title>Παραμύθια της Χαλιμάς 3</title> +</head> +<body> + + +<pre> + +The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Arabian Nights, Volume 3 + that is very strange and nice tales and happenings written + in Arabic by Dervish Abu Bekr as per the Venice edition + +Author: Dervish Abu Bekr + +Posting Date: March 19, 2012 [EBook #36688] +First Posted: July 10, 2011 + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + + +</pre> + + +<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. +Bold words are included in &. Footnotes have been placed at the +end of the book. </p> + +<p>Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει. +Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι +υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. </p> + +<p style='text-align:center;'><img src ="images/page1.jpg" +width="418" height="600" +alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /></p> + +<h1 style="text-align: center; margin-top: 3em">Χ Α Λ I Μ Α <br /> +ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ </h1> + +<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ +ΙΣΤΟΡΙΩΝ </h2> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em"> +Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του +βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.</h4> + +<p> +<br /> +Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων +του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον, +Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν +αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν, έχεις +άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις όλους τους +ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως ευχαριστημένος, +εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και χωρίς να σου φέρω +άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς θλίψιν, είμαι βέβαιος +ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν +τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο +βεζύρης, μα με όλον τούτο που αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν +ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω +να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την +αλήθειαν, και να σε βγάλω ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, +έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη +το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ προς αυτόν. </p> + +<p>Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον +βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την χάριν +να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή όχι. Αχ, +βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας σου ημπορεί +να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας υποκάτω εις το +σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε διαμοιράζεις εις +του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά πολλά ευχαριστημένος +εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι βέβαιος, απεκρίθη ο +βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής, αν κανένα πράγμα σου +συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου λέγει, πως κανείς εις τον +κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν θλίψιν, που να συγχίζη την +ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε μίλησε με καθαρότητα και +φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη. Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ +Μολτούχ, επειδή και το ύψος της βασιλείας σου με προστάζει να +ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου, ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες +χάρες που λαμβάνω από την βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, +και τες απόλαυσες, που έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά +ανακατώνει την ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την +τρυπά ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το +κακόν μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά +θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο +αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη καμμιά +βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν χωρίς +άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη να +ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να διηγηθή +με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em"> +Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της +Αλγεμάλ.</h4> + +<p> +<br /> +Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της βασιλείας +σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της Αιγύπτου, +ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που εις την +Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός μου έλαβε +τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ χρόνων ηύρα κατά +τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου ανοικτόν και +εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν τα όσα πολύτιμα +και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα εις τα άλλα βλέπω +μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα πετράδια απ' έξω, και +είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν μου το ανοίγω, και μέσα +εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας ωραιότητος, και ένα +κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια εικόνα γυναικός. Την +θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια ζωγραφιά πολλά τελεία και +εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν +ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου +δεν εξεκολλούσαν από εκείνην την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν +έρωτα. Εστοχάσθην ότι εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που +θα εζούσε, και εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. +Έκλεισα το κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το +δαχτυλίδι που μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό. +</p> + +<p>Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός +μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο +συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου εζήτησε +την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως και είχε +κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει που ολόγυρα +εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια εις χαρακτήρα +Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ». Ετούτη η είδησις +με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ διά να εξετάση εις +ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με +όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν ημπόρεσε να του ειπή· εις +τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν +έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα +εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον +πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να +ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός +έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο +σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. </p> + +<p>Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν +έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την +ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε +εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να +μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον Καχβάλ· +μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από έναν που +μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να υπάγω εις την +Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και αυτός ημπορεί να +μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το Μπαγδάτι, και ήλθα +εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον γέροντα και ερωτώντας +τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι ακουστά έχω πως αυτό το +βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα εις τες Ινδίες τες +βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως και είνε αλήθεια ή +όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε κάποιαν είδησιν δι' +αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον εύρωμεν επήγαμεν εις το +παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και εκεί ευρίσκοντες ένα +καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις +αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από εκείνον τον λιμένα. Την +πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν +πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε +τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που +οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να +υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα +που δεν εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με +αυτήν την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες. </p> + +<p>Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να +βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να +κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας +έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες +ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη +όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας +τους. Ο Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το +επίστευσε, και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να +σταθούμεν εις το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να +ξημερώση να μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η +απόφασις ήτον η πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς +και αν εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον +της νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι +οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας +έφεραν εις τες κατοικίες τους. </p> + +<p>Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν +τένταν μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας +τους. Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε +τον θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και +εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς +ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και +εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η +θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, και +σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο βασιλεύς +Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού έδωσε +μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον βεζύρην του +διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από ημάς εις φαγί +του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον υπήκουσε, και +μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που εχρησίμευε διά φυλακή, +και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και άλλα φαγητά διά να γενούμε +παχύτεροι διά την θυσίαν. </p> + +<p>Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από +τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την άλλην +ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον ακολούθησε κάθε +ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και τον Σαέδ. Ημείς δεν +αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των συντρόφων μας· και +ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα παράπονα διά να πάρουν +ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν. Έφθασαν το λοιπόν το +ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, και μου κάνουν νεύμα διά +να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και +γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν. +Ημείς εμείναμεν και οι δύο άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, +ούτε ο άλλος, από το παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το +στόμα μας, παρά από τα σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον +πόνον του χωρισμού μας. </p> + +<p>Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την +οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη +έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου +λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η +βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν +σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου +τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω +εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε +καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με +εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το +χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία +εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα +οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το +πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την +μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και +κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της +ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε +μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και +εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το +φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις +πλάτες έως τους πόδας. Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να +καθήσης κοντά μου, έχω να σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε +χαροποιήσουν, διά το άντεμα που έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως +πατρός μου· Εγώ αφού και την επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά +της. Τότε αυτή ακολουθώντας την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, +στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο +που έχω να σου μιλήσω, και σε συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα +χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην +κλίσιν διά εσένα και σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου +φυλάξω την ζωήν, αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και +σε προτιμώ από τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, +που είνε συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου. </p> + +<p>Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν +αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν +εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με +θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή ότι +εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος, μου +είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη, που σε +κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης λόγον και +μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω διά +αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή σου +προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον έχω +περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει με +τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των λόγων +μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της ευχαριστήσεως +που μου εφύλαγεν. </p> + +<p>Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που +δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα λόγια +της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου λέγει ότι +λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά σε προσφέρω, +δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα δώσω τελείωσιν +της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το λοιπόν διά να εύρω +τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να σου χαρίση την ζωήν, +τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· επειδή και η Μυρόφια η +εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή πολλήν κλίσιν αγάπης προς +αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου νέε, εις την τένταν σου να +ησυχάσης, και να φέρης και του συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, +που μέλλει να πάρη την αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε +ανάμεσόν σας και ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε +την συμφοράν των συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν +ευτυχίαν του κόσμου. </p> + +<p>Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες +της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να +κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, με +εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι λογής +ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω, +ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος +πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε +είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση· +είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα +δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου +ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω. Αχ +αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ να πιστεύσω βεβαίως, +ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; πόσην ευχαρίστησιν μου +προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις. Εγώ τίποτε δεν σου λέγω +που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα· μα δεν ηξεύρεις με ποίαν +τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και οπόταν θέλεις μάθει τα +πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή και στοχάζομαι πως +θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και αν ήθελα χάσει την +ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της θυγατρός του βασιλέως των +Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα ακόλουθα. </p> + +<p>Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία +μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας +τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον +εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν +σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από κάθε +τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν που +ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον μου +βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον θάνατον. Ω +Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή που μου +δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ αυτό; ας +ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους άλλους +παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ παρομοίως +είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη της +βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά της εις +εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον άσχημη +από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να ανταποκριθής εις τα +χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε +αντάμα; </p> + +<p>Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ, +εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της +βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με +θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ εις +την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι είσαι +ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον σκλάβαν. +Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την θέλησιν της +βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει να κυττάζη +κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με ερμηνεύεις; +Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω πως έσφαλα +εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε καλύτερον να +χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην δύο υποκειμένων +τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι δύο ν' αποθάνωμεν +καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, εκαρτερούσαμεν να +έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους δώσωμεν να καταλάβουν το +μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· καλύτερον ποθούμεν να +αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας θελήσεις τους· τόσον είμεθα +απελπισμένοι. </p> + +<p>Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και +μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της +μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες +επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου +λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την +Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα +κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί, μας +λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην σας +ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε άδειαν διά +να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην σας που προς +ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να υποφέρωμεν, με ολίγα +λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν τον καιρόν τους +άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την θέλησίν τους. Τα +λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους· και βλέπομεν τες +κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν στιγμήν. Αυτές δεν μας +εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους από θυμόν· Αχ, +τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με τέτοιον τρόπον +ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν ηξεύρετε πόσην ζημίαν +ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; αχάριστε, μου λέγει εμένα, +έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον ολίγον σέβας εις τα σημεία της +αγάπης που σου εφανέρωσα; τι ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή +να σου προξενήση εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, +που να σε κάμη να με μισήσης; </p> + +<p>Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά +θυμωμένη, και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον +τούτων των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν +μας και την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω, +ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι +αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους +υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν αυτοί +δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε ότι ένας +ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων· ας ζήσουν +και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να σταλούν διά +να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να στέκωνται +ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον κοπιαστική με +θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις ετούτα τα λόγια +αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας υπάγουν εις τους +χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν ώραν ανάπαυσιν, αλλά +να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το +λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να αλέθωμεν το κεχρί· και δεν +έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα οι άνομοι Μώροι ωσάν μας +έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές +που πολλές φορές εμέναμεν λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά +σκληρή διά ημάς, επειδή δεν είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους. +</p> + +<p>Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην +ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του +όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί +αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν +ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί +λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το +συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον, μήπως +και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον τον +κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν ριχθή εις +την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ να χαθούμεν +εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν. Αυτή η γνώμη +ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το παραθαλάσσιον. +Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά Μώρου, δεμένον εις +ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν, και εμβαίνοντας μέσα +εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν +εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί από τα μάτια μας πριν +έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που μας ελευθέρωσε, και +ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα ασφαλή λιμένα, με όλον +που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης χωρίς καμμιάς λογής +φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον που μας έφερεν ήτον εις +κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας αναποδογυρίση. </p> + +<p>Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που +πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν εις +την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν πολλά +δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ περισσότερον +οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν ολίγον, εδέσαμεν το +πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά να περιπατήσωμεν το +νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε +ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα +λουλούδια. </p> + +<p>Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το +νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι +ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και εκεί +που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη μου, εγώ +στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε ένα +σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει κανένα +πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν ο +δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά την +αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις χαροποίησιν, και +εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα εκαθήσαμεν επάνω εις τα +χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια και εκεί αποφασίσαμεν να +ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά γλυκύτατον ύπνον· μα +οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να ευρεθώ μονάχος· έκραξα +πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το να μη μου αποκρίνετο, +εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον που επερπάτησα ζητώντάς +τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον ίδιον τόπον που είμασθε +κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον +εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· +τότε απελπιζόμενος διά να τον ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί +από τα παράπονά μου και από τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου +Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα +συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας +μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά +ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν +μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας +απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, +παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου. </p> + +<p>Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου +Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν +ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν +μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το +νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω +τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν εις ένα +λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την μέσην του +είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και περιτριγυρισμένον από +πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από νερόν, του οποίου η γέφυρα η +σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από +μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου +παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή +με διάφορα είδη ζώων και πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος +σύρτης ήτον απερασμένος εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς +κλεισμένην· τα κλειδιά της ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον +σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης +ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε +μοναχή της χωρίς να την βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον +θαύμασμα. Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από +μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν +μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από +εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω +μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι +ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, +ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία +ταύλα από μάρμαρον δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και +στοχαζόμενος ότι θα ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα +ότι ανέπνεεν. </p> + +<p>Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά +νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν ήμουν +όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν να μάθω +διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία κυρία νέα +μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν εφαίνετο· +επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα που +εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την +ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω +ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με +μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα +μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· +εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με +εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που +επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και +επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα την +νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις +την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να +εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην +εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις +τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν +ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία +την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και εκεί που +εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα +κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις +εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να +την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα +εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν. </p> + +<p>Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν +τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το +να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα +εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το +καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν ηξεύρω +αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία μου, της +είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε βεβαιώσω πως +ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του Καστελλιού άνοιξεν ευθύς +που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως εδώ χωρίς κανείς να μου +εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά να σε εξυπνήσω. </p> + +<p>Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η +κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από +τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό +που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να είμαι +κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και είμαι +υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα, ειπέ +μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες την +αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το νησί; τότε +εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με όλην την +καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, θυγατρός του +βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν εικόνα, την +οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, ομού με το +δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου συμβεβηκότα ως +εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου την παρεκάλεσα +και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν της. Αυτή άρχισε να +την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em"> +Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ, +βασιλέως της Ινδίας.</h4> + +<p> +<br /> +Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της +Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το +περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν +λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του +περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με +γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να +με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος +πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη +εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου +βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, +και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με +έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς +εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα, +τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους +εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το νησί +Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά εσένα. +Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν είναι μέγα +κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού, ετούτη +δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει χρεία να +την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που, ω +βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη στοχάζεσαι +άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν θέλει σου +λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην την +επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει χρεία. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/1.jpg" +width="381" height="311" +alt="Το Τελώνιον παίρνει την βασιλοπούλαν Μάλκαν" +border="2" /><br /></p> + + +<p>Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα +δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα. +Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν δεν +με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον πόνον +του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν ηξεύρει +το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά τον χαμόν +μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο εξωτικός, ότι ο +πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου· και εκείνο που +απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής εις την υπόθεσιν +της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην ζωήν αμοιβαίως. Μην +ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την ματαίαν ελπίδα σου, να +κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω φυλάξει εις όλον τον +καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά την αρπαγήν μου. Εσύ +θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος, και θέλεις συνηθίσει εις +την θεωρίαν μου, και εις την συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει +προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα. Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, +του απεκρίθηκα με καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ +περισσότερον το μίσος που αγροικώ διά εσένα. </p> + +<p>Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, +εχαμογελούσε, και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του +δεν έλειπε που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα +χαρίσματα και περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την +γνώμην μου, και που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες +που μου έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά +να ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν +επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις +ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην την +πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη εις ένα +βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη δύο +μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το καστέλλι, και +η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και ούτω με άφησεν +υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν από εμένα. Αυτός +κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν αποφάσισα να κλίνω εις +την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την ίδιαν γνώμην, με βυθίζει +πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως +τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με +εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν +εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας +άνθρωπος, και το περισσότερον που με θαυμάζει είναι που είσαι +ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από το στόμα του εξωτικού, ότι τα +ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει όλους εκείνους, που ήθελαν +πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη +ακατοίκητον. </p> + +<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν, +ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να +γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και +παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι· +ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι +αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την +οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον, +που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα +των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την +βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον +θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον πλέον +γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον θυμώδη, +εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και είχε το κορμί +του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα αντίς να με +κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου μιλήση με +θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν εις τους +πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ του βασιλέως, +εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που περισσότερον σου +αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω. Η ομιλία αυτουνού +με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα να καταλάβω διά +ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός έμπροσθέν μου και +μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη ο θαυμασμός μου +οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω λέγοντας· το δαχτυλίδι +που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος +(<sup><a href="#fn1" id="ref1">1</a></sup>) και όποιος το φορεί δεν +ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα +εις τες δυστυχίες· του λόγου σου ημπορείς να πλεύσης εις την +θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή +τα κύματα· τα ζώα τα πλέον θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις +μίαν μεγάλην εξουσίαν εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα +μαγικά χαλούνται από ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον. </p> + +<p>Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το +δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και +τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε +εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του εξαναείπα, +αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου εφαγώθη +εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των μυρμηγγιών, τον +καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να γροικήσω την +δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα ακόμη το +εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του Καχβάλ, και αν +η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν ακόμη. Αυθέντη μου, +απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται εις ετούτην την +θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την θυγατέρα του Αλγεμάλ +μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα εκείνο που ημπορώ να +ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του Σολομώντος. Και πώς, του +ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν ζωντανή; Όχι χωρίς +αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον μία αγαπητική εκείνου +του μεγάλου Προφήτου. </p> + +<p>Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν +αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην +ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που +ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και +εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν +ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο που με παρηγορεί, ω +ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς την Μάλκαν, είναι εις +το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· ετούτο το χρέος το γνωρίζω +από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε +ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν +ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω +την καλήν τύχην, του είπα, εις το να είμαι κληρονόμος του +Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να με φέρης εις ετούτην την +στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν εις το βασίλειον Σερενδίβ. +Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο εξωτικός, με όλον που μου +κακοφαίνεται που με υστερείς από την αγαπημένην μου Μάλκαν. </p> + +<p>Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους +δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του +Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη +τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας. </p> + +<p>Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού +αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την +είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος το +λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό ήτον +κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα από +μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην πέτραν. +Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, γνωρίζοντάς +με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω +του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με επήρε και με έφερεν +εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν εις τον βασιλέα. </p> + +<p>Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία +υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με +είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον +πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη μου +με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα σου, που +την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς να μου δώσης +δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της; εσύ χωρίς +αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους της, που τώρα +είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την εστερήθηκα, χωρίς να +ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες που έκαμα. Όχι, όχι, +του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην την ημέραν θέλεις την +ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν ο βασιλεύς; εις ποίον +τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε παρακαλώ, και μην αργής εις το +να μου το φανερώσης. </p> + +<p>Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα +την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την +θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν, +ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου +λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά τα +όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ δεν +ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε ανταμείψω; αχ, +ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά να την ιδώ· φέρε +μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος από μίαν μεγάλην +επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου. Εγώ τότε του εζήτησα +θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και +την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το +έστειλε. </p> + +<p>Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και +ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με +την θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της, +και τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες +ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε +να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να +γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του +Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός +έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν. Ο +βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που με +έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν ημέραν μου +λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την γνώμην που +αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου, και έκαμες να +χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ να σου κάμω την +αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις γυναίκα, και να +σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου. </p> + +<p>Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου +επρόσφερνε, και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του +δέχομαι την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα +δικαιολογήματα που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη +προσηλωμένη εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα +τρόπον να λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε +λογής χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς +το λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την +γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις της +βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα την +θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει, είνε +διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ από την +βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το οποίον να +ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην έκαμε καθώς +επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς το από τα +αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα, και ανθρώπους +διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το θέλημα από τον +βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι με μεγάλην τους +θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το ταξείδι μεγαλωτάτους +κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του Σολομώντος, αναμφιβόλως +ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα μακρυνόν πλεύσιμον, +εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί ανταμωνόμενος με ένα +καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την Αίγυπτον. </p> + +<p>Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν +εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος +Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά ευχαριστημένος +που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες ύστερα από τον +μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον θησαυρόν του, +άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε κλεισμένον το +δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, και μην +βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από την θλίψιν +του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού μου, και του +επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα μου. Εφαίνονταν +πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με εσυμπαθούσε· και +αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε μου ελάφρωνε τους +πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε διά τα συμβεβηκότα +μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα πονηρίαν. Επειδή και την +ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον, +εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με +διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα εκείνος ο καλός οφφικιάλος +έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού +μου, πως έχοντας φόβον διά να μη του πάρω τον θρόνον με καμίαν +αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος +αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά +να φύγω. Εγώ αφού και ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την +γενναιότητα του οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις +την πρόνοιαν του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού +μου, έλαβα την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα +μου, και να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου. </p> + + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της +ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του +Βεζύρη του</h4> + +<p> +<br /> +Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των +συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο είναι, +ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· στοχάσου +κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι διά +παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν που +δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς αυτήν +δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω ποτέ +ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα η +φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, που +εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή βασιλεύει +πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις κάθε ηδονήν. Ο +Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον παράξενην, το +να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα διά να την ιδή. +Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα Βεδρεδίν, η +βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν του Σεήφ +Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και δεν +εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ δεν +ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη ο +βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν, και +είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε από +θλίψιν συγχισμένη. </p> + +<p>Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως +είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του +αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους +τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου +φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από +μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου, +απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που έστεκαν +πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις αυτούς +επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος εγελούσε +ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να μιλήσω· φίλε, +του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον είναι το ιδίωμά +μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η μελαγχολία· εξέταξα +τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός είναι τέτοιου +χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από το πρωί έως το +βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με τον έναν και με +τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και τον έφερα εδώ εις +το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν ορίζης, θέλω τον κάμει +να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει ο βασιλεύς, κάνει χρεία +διά να του εξετάξω την ζωήν. </p> + +<p>Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος +εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον +επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην +την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον +ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω ότι +δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· και +νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που +ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, ή +όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να κρατήσης +τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την αλήθειαν. +Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός, σε +παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν πολλά +μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από το να +τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου· ημπορώ +μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου μου· ότι +με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον δυστυχής των +ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην την ομολογίαν που +κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες μου, επειδή +απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο βασιλεύς, εσύ μου +κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε προστάζω να την +ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να εναντιωθή εις ετούτα τα +λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής του με τον ακόλουθον τρόπον. +</p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του Μαλέχ +και της βασιλοπούλας Σχυρίνας</h4> + +<p> +<br /> +Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ, +ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το περισσότερον +της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου. Και μίαν ημέραν +έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν με τους +συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η ομιλία +μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία αγαλλίασις να +ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας έλεγε την γνώμην +του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας εδιηγούντο τα όσα +θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ ακούοντας αυτούς που +εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν επιθυμία διά να +ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι συναπαντούν μου +αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν +την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν ημπορούσα να υπάγω από την μίαν +άκραν της γης έως την άλλην χωρίς κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά +πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η +συντροφία· μα ο ξένος που ήτον εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν +επιθυμάς να περιδιαβάσης τον κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου +δείξει, οπόταν θέλης, ένα τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις +βασίλειον, χωρίς να συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός +θα εμετωρίζετο. Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος +και μου λέγει, ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το +σπήτι μου, και θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και +περίεργον. </p> + +<p>Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· +θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν +θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και +εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να +τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν +επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες +ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο σκλάβος, +ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν κασσέλαν έξη +ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις ολίγην ώραν +την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν έστεκεν αργός, αλλ' +εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να βάλλη εις την κασσέλαν· +δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, Και ωσάν απέρασεν εκείνη +η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο ξένος έμεινε μοναχός, και +επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να βάλλη εις τάξιν τες +μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη τέλειον το έργον του. +</p> + +<p>Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την +εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν +εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους διά +να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο +ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον +καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν +μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα +εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις +ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις εσύ, +μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν καλήν +τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα εναντίον, και +κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον που ήθελα να σε +ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ σου κάνω ένα δώρον +ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης +να ιδής κανένα τόπον. </p> + +<p>Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και +του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου +δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις +τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε +και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι +τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να +τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε +χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας +εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου. Και ευθύς έκαμα +να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις ένα μου μαγαζί, και την +εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα λοιπόν να χαίρωμαι με τους +φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου την περιουσίαν. Έπειτα +άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις τρόπον που χωρίς να απεικάσω +ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· έχασα το καλόν μου όνομα εις το +Σουράτ· κανείς πλέον δεν με επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου +ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε +δεν είχα. Βλέποντάς με εις κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να +υποφέρω, και φοβούμενος να μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα +χρέη, επρόστρεξα εις την κασσέλαν μου. </p> + +<p>Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, +παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο· +έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα +εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους +χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η +κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να +απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα ξημερώματα εθεώρησα +από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι τόπον ευρίσκομαι, και +δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν φοβεράν έρημον· εις +κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν ημπόρεσα να ξανοίξω +καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω εις τον αέρα όλην +εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και την άλλην ημέραν +ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και πλησίον αυτουνού μία +ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον κάμπον. </p> + +<p>Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα +μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου +του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν με +τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα χωράφι +ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και αφίνοντας +εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον ερώτησα πώς +ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου νέε, μου +απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και άξιος βασιλεύς +Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος κατοικεί του είπα εις +εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην του κάμπου; Ο βασιλεύς +το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση κλεισμένην εκεί την +βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της οποίας την γέννησιν οι +Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι μέλλει να απατηθή από έναν +άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο Βαχμάν διά να κάμη μάταιον +αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή αυτό το παλάτι, το οποίον είνε +από μάρμαρον, και να το περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· +η πόρτα είνε από τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα +κλειδιά, στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά +να εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν +την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις +την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν +κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες. </p> + +<p>Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές +τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και +φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με +ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα +του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα +πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην +μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το φαγί που εις +αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός απεφάσισα να +ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να κοιμηθώ αναπαυμένος. +Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, στοχαζόμενος ακαταπαύστως +εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή +η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη +τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία του Βαχμάν πατρός της να την +φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα που είνε γραμμένα εις τον +ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς +τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, +που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, +και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά να δοκιμάσω την τύχην μου με το +μέσον της μηχανής μου. Κάνει χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της +Σχυρίνας, και να πασχίσω να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να +δοκιμάσω να ιδώ μήπως και ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος +άνθρωπος που οι Αστρολόγοι προείπαν πως θέλει την απατήσει. </p> + +<p>Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου +έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, +εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου επάνω +εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα τόπον, που +είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι +εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που +η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο +κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες +αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα +πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν +διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες +νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα. +Αυτή εις τον ίδιον καιρόν εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον +πλησίον της, εδόθη εις ένα μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την +κυβερνήτριάν της, που εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να +τρέξη με ταχύτητα εις βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η +βασιλοπούλα, τρέξε να με βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς +εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η +Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης +τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον +τρόπον που οι φύλακες ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που +μόνον ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον +εκστατική από εσένα εις το να εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν +ημπορώ να καταλάβω με ποίον τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες +δυσκολίες που είνε εις το να έμβη τινάς εδώ. </p> + +<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν, +εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν +εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης +Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον +θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ +εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι +ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν διά +να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω τέτοιαν +επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου και εις την +τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· εγώ είμαι ο +προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ +καταδικασμένην εις το να απεράσης τες ημέρες της νεότητός σου εις +μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη +από το προγνωστικόν που σου έκαμαν οι αστρολόγοι, διά το οποίον +έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το +πνεύμα σου εις ειρήνην διά το γραπτόν σου, το οποίον θέλει +μεταστραφή εις δόξαν σου και εις ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις +είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς που η είδησις της υπανδρείας σου +θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον +πενθερόν του Προφήτου, και όλες οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την +μεγάλην σου ευτυχίαν. </p> + +<p>Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά +να συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το +ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που +είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι +γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η +Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με +επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον +πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την +βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με +τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και +εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα +ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον λόγγον, +εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις την οποίαν +αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια φορέματα· ομοίως και +ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με λουλούδια χρυσά, και ένα +χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα +και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα +εις τέτοια πράγματα χωρίς να στοχασθώ το ερχόμενον, και μου +εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να μου λείψη ύστερον από ένα +τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/2.jpg" +width="379" height="311" +alt="Και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός μου με την βασιλοπούλαν της Γάζνας" +border="2" /><br /></p> + + +<p>Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον +της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ +καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα +εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω +εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της +βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε +να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε +προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει +την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της +απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις +καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα +σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις +την μορφήν σου έτσι νέαν; επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας +σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι, της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία +είνε και έτσι πρέπει να με στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, +εσύ με ήθελες ιδεί με τα γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι +φαλακρόν· μα το έκρινα εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν +είμαι με μορφήν νέαν, παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην +την μορφήν καθώς με βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση +πίστιν και εις ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της +εσήκωσα κάθε υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την +νύκτα. </p> + +<p>Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον +να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα +πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν +πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής +αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον +εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν. </p> + +<p>Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της +συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της +βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα κλειδιά, +που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί που η +Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και ανακατωμένη +από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε, και ηθέλησε να +μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την αντράλωσιν της +Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον υπόχρεη να τον +ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν. </p> + +<p>Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής +εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός +ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, +είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα +καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα +εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι +τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την +απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον +χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά να +με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος +θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη εις +τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να καταλάβω. +</p> + +<p>Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη +μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και +βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη. +Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους +ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο βεζύρης ωμίλησε +πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία ημπορούσε να είνε +αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και ο προφήτης ημπορεί +να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να ευχαριστήσουν τον +βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του τζοχαντάρης, όντας +εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω πολλά θαυμασμένος +εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και φρονίμους να πιστεύουν +εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης +μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη γυναίκα επάνω εις την γην, εις +καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς είνε περιτριγυρισμένος από τα +πλέον ωραιότατα κορίτσια του παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους +δεκαπέντε χρόνους, και που πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται. +Και αν ο βασιλεύς θέλει να δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν +διήγησιν τόσον γελοιώδη, σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με +φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει +έλθει πολλά ογλήγορα εις γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις +ένα ιερόν όνομα έλαβε την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν. </p> + +<p>Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης +του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η +υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και +απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να +ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς να +είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον +τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν, +δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός +μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί +αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη +ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως δεν +εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον +επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα ήκουε +με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο +Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν +δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το +σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν +του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την +ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με +ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω. </p> + +<p>Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά +ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του +βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του ερχομού +μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η Σχυρίνα του +είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς φλόγας από +τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα έπαιρνε διά +προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην εστοχάσθη, ότι +εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά πως οι πόρτες του +ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να κατέβη εις την γην· +</p> + +<p>Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα, +ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον +εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα +εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας και +τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και πέφτοντας +εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε προφήτα, +ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να μου κάμης +την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια εκατάλαβα +εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της θυγατρός του· +και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον δύσκολον να γελασθή +από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να τον γνωρίσω τέτοιον και +μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που +να κάμη τον προφήτην να χάση τα κατάστιχά του υποκάτω εις τες +εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από την αδυναμίαν του βασιλέως τον +εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ, εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς +τους Μουσουλμάνους ο πλέον τηρητής των προσταγμάτων μου και της +θρησκείας μου και διά την καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω· +εσύ καλά ηξεύρεις από τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω +εις τες πλάκες του γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι +απατημένη από έναν άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την +ελευθερώση από τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες +παρακάλεσές μου μού το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα +θα ήθελεν είναι μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα +διά να σου κάμω την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που +καθημερινώς κάνεις. </p> + +<p>Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που +του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν +διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ δευτέρου +εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του ευχαριστήσεως. Εγώ +τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς τον ότι πάντα θα +είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός στοχαζόμενος ότι +ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την θυγατέρα του, +ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα όλην την νύκτα +με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και ήλθα με την +κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον. </p> + +<p>Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν +εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν έμεινε +βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο βασιλεύς, +έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν προφήτην, και με +αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της θυγατρός μου· και δεν +είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης +και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που εναντιώνονταν επάνω εις αυτό +και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν του. Αυτός όντας σταθερός εις την +γνώμην του, έπασχε με κάθε τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε +αδύνατον ο προφήτης να υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό +είναι ένα μέγα ψεύμα. Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον +εκείνου του απίστου, ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον +όλης της αυλής. </p> + +<p>Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να +στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το +γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους του, +τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον που +έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και φοβερές +βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος του +κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του τζοχαντάρη +που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και τον έρριξε κατά +γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το συμβεβηκός ενομίσθη ως +μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο +βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το άλογον, ετούτος είναι ο +καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας σου, εσύ δεν ηθέλησες να +δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε επαίδευσε· και ύστερον +κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το σπήτι του σακατεμένον. +Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα +αυτήν την είδησιν, ομοίως και το συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που +έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος +ο λαός ήτον ευκολόπιστος και δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που +ακούονταν παντού να φωνάζουν. Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν +του Προφήτου. Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν +εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας +εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον +εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι +γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να +σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον +που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα +εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν +μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και +ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός, +και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα. </p> + +<p>Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την +ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο +προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που +εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω +μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να +φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες +κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται, +επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ +μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και +χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της +αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με συμφέρουν +οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει ότι με το +χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει είνε η μοναχή +προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα διαμαντικά της διά +να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον +δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα επούλησα την ερχομένην ημέραν εις +ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να +ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν του Μωάμεθ. </p> + +<p>Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και +ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας +Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του +Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν +απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον +υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος +εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα +ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα του, +και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς εθυμώθη +κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να υπάγη +καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με αυτήν +εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς, ονομαζόμενος +Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος από το μέρος +του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή εις τον εχθρόν +του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν· τόσον που με +πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της Γάζνας. Ως +τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την ανδρείαν των +στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του, και να εμβαίνη +εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή συμβούλιον διά να +ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο τζοχαντάρης, που ετσάκισε το +ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<p>Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον +τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον Κασέμ, +μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού εναντίον +του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της βασιλείας σου δεν +ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον προφήτην ωσάν +γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει συγχίσει τους +εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε βοηθήση, επειδή και +από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον πόλεμον ο Κασέμ. </p> + +<p>Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική, +δεν έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις +δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον +προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον +εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη. Έτσι +λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν ογληγορότητα, +και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον προφήτην διά να +τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του έταξε πως δεν θέλει +είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του κάμη την θέλησιν ο +μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με μεγάλην ανυπομονησίαν +διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν. Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα +επήγα κατά την συνήθειαν εις την Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και +αυτή ευθύς που με είδαν, επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες +μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου +έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να +σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω +την ζήτησιν. Ερχομένη η συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της +Σχυρίνας ότι θα βάλω εις έργον το τάξιμόν μου. </p> + +<p>Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις +ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του +στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον +οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον +πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα +όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια +νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες +εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν +μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ +εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις +το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την λαβωματιάν +εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και τους +οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και βλέποντές τον +γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να φωνάζουν και να +οδύρωνται. </p> + +<p>Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή +πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν αυτό +εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το αναμεταξύ που +αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα +μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν +και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί +στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή +πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η +είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας +εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον +θυμωμένος εναντίον του Κασέμ. Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον +το στράτευμα κακώς έχοντας, και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και +τα αναγκαία του πολέμου εις τον κάμπον της Γάζνας. </p> + +<p>Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά +εκστατικός, οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και +ευθύς εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον +φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον το +στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση καταφωρτωμένοι εις +την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες χαρές εις τον λαόν και +όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που +εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους απεδίωξεν από το βασίλειόν του, +και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος +από κανένα εις το παλάτι της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν, +ιδού που ήλθα διά να ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, +που είμαι χρεώστης διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· +διά το οποίον είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την +ανυπομονησίαν εις το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την +πρέπουσαν ευχαρίστησιν. </p> + +<p>Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν· +εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον +οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις τους +πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· εγώ τον +εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· ημπορούσες ποτέ +να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την βοήθειάν μου εις την +ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου ήσουν; επαίδευσα τον +αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να κυριεύση το βασίλειόν σου, +και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την βάλη εις τον αριθμόν από τες +σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία +δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν +κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω +κάμει να πέση επάνω εις το στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που +να τους κάμη όλους στάκτην. </p> + +<p>Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου, +και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του +Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν· η +οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και μου +το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα όλως +αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που ήτον +σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον. Ήτον +όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο Μωάμεθ, +αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν αυτός ο +ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας υστερώτερα από +αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να γίνουν μεγάλες +χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον χαλασμόν των εχθρών του, +αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην παράταξιν οι γάμοι της +βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ. Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία +να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον μίαν εορτήν που εγίνονταν εις +τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν, επήγα εις την Γάζναν, και +αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον, καμφορά, κα άλλα αναγκαία και +εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν +φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο +λαός εις τες στράτες εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και +σηκωνόμενος πολλά εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα +να φανούν εις τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες +φωτεινοί, και άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· +και αφού αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον +συνειθισμένον μου τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την +χώραν διά να λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός +εις εκείνο που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο +λαός έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας +έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν πως +είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε να +φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα εις +εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν +σεβασμίαν, και άλλα διάφορα. </p> + +<p>Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου +έδωσαν· μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν +την χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των +θαυμαστών μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως +φαίνεται καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που +έκανα, θα έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από +αυτήν· ώστε που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας +πατέρας, ο οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή +του υιόν σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον +εις το ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον +από έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον +βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου, +εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν μου +εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της μηχανικής μου +κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και έπρεπεν εγώ να +κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού εις συναπάντησιν +νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης Μωάμεθ, αφίνοντάς τον +Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν, εξεμάκρυνεν από την +χώραν της Γάζνας. </p> + +<p>Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από +πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος με +αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να μάθω +τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον +καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την +τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά ευχαριστημένος +της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη, δεν ημπορώ να +βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας μου, εις την +οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις τους οφθαλμούς +μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου εξαλειφθή αυτός ο +στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την απολησμονήσω, και αυτό με +κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η ιστορία μου, ω βασιλέα, που με +εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω καλώτατα που δεν ευρίσκεται +εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως της Γάζνας έκαμα, και της +βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η +υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει· επειδή και η βασιλεία σου εστάθης +η αιτία, και με εβίασες διά να φανερώσω με κάθε καθαρότητα το +ανόμημα που έκαμα. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της +ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη +του.</h4> + +<p> +<br /> +Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν +του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του +Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από +των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς +πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να +κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν +ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους +μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας +κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. </p> + +<p>Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους +οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα και +ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν τους +απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και +εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και +ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι +ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη +κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους λοιπούς +του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν την υπομονήν +εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και αυτοί την +απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν ήτον χωρίς +βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος από τα παιδιά +του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν είχε την υγείαν +του, και όλοι είχαν τον πόνον τους. </p> + +<p>Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν +άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του +βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να μην +είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το ξαναβεβαιώνω· +και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου. Εγώ δεν είμαι με +όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και μου έρχεται εις +τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο που επιθυμώ. +Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις όλην την χώραν, +πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν του, εις διορίαν +τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να τον κάμη ότι δώρον +θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη κανείς που να +παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι πως απερνούσαν +συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως κανείς άνθρωπος +δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά θαυμασμένος. Δεν +ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην την Δαμασκόν +τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας ευχαριστημένος. Βασιλέα +μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες εξετάξει όλον τον κόσμον, +θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε +εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω, εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής +θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν +να περιπατήσω τον κόσμον και να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται +εις την γνώμην του, και δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το +ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις +να ακολουθής αυτήν την επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις +συναπαντήσει κανένα που να είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης +του. </p> + +<p>Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης +του θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν +άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις +έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ +Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος +του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις +ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς +ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν από +βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά ντζοβαϊρικά +από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως ήτον τέτοιοι. Και +μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι είδαν ένα διδαχτήν που +εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την αγοράν, και που ήτον πολύς +λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε προς αυτούς με τούτον τον +τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον αναίσθητοι είσθε εις το να +κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη +διά να σας σηκώση από τούτην την ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν +τον πλούτον να αποφύγητε τον θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε +οπίσω σας και στανικώς σας· με όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως +η κυρίευσις του πλούτου σας, σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· +εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η +επιμέλεια που παίρνετε διά να τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να +τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην· εγώ όντας γυμνός από πλούτη, +υστερημένος από τες ανάπαυσές σας, χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με +πολλήν ευχαρίστησιν.» </p> + +<p>Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του· +Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το +οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που +εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος. +Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά να +συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν +ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε +αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς· +μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο +βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω +ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί +ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε +να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και +ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν. </p> + +<p>Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν +διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και +έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε ο +Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το χέρι +του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με συμφωνίαν +όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου. Ημείς είμασθεν +τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει με γνώμην +βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι άνθρωπος τελείως +ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι εναντίας γνώμης· και +δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι περνάς μίαν τελείαν +ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ, αν είνε έτσι, ότι +πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις μας κάμει μίαν +μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν ευχαριστώντας τον +Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και επιθυμάτε να μάθετε +την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να σας ειπώ την κάθε +αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι ευχαριστημένος και +αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την ευτυχίαν μου εις τον +λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι ευχαριστημένος εις την +κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι +άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να παρακινήσω εις την +ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι διδαχτάδες τραβούμεν +μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν +τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως +την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος παρομοίως με τους συντρόφους σου, +πως κανείς δεν ευρίσκεται ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. +Κανέν πράγμα δεν ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην +καρδίαν. Ευθύς που ο άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της +επιθυμίας, που έχει στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η +οποία να συγχίζη την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην +είνε ποτέ ευχαριστημένος. </p> + +<p>Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να +ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη +εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να +βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν ευρίσκονταν +εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του βεζύρη και +του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της ημέρας εις ένα +μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο ευγενείς άνδρες, +που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες, που είνε υποκειμένη +η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την σήμερον μίαν ζωήν +ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν, που βεβαίως καμμία +πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των ευτυχισμένων ημερών του· +και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με +δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ' εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν. +</p> + +<p>Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το +πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην, +εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το +Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν +επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και +είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι ανταμώθηκαν +με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το Αστραχάν, εκεί +που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν. +Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι, και +ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί έμειναν +έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες χαρές και +εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια και άλλα +χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά ποίαν αιτίαν +εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής του εδιηγήθη πως +τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν νίκην, που έκαμαν +εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο ευτυχισμένον +συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν χαράν· και +τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του βασιλέως, ο οποίος +έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον καλλιτέρου +χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του εδόθη δι' αυτήν +την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν. Ακούοντας από τον +Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει προς τον βεζύρην του. +Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής μου εφανέρωσε διά τον +βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως του λόγου σου είσαι +πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς θλίψιν. Μη γένοιτο, +απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος, πως και αυτός θα είνε +ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να βεβαιωθής από τον ίδιον +βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε χωρίς καμμίαν θλίψιν, που +να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει +να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω με αυτόν και αν είνε και αυτός +καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά +ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως +κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, +απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά +να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ, και ας τον ιδούμεν από σιμά, και +ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα έσωθεν της καρδίας του, διά να +έβγωμεν από την περιέργειάν μας. </p> + +<p>Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν +ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από +μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, και +ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον βασιλέα. +Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες που +επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να ομιλήσουν με +αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν. Ερχόμενοι δε προς +αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του έδειξαν διάφορα +διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα εστοχάσθη με +πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά τους, και επάνω +εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή ένα καρβούνι πολλά +θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το οποίον παίρνοντάς το +εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη και να του επαινή την +ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που του άρεσεν αυτό το +καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις το να βλέπωμεν πως +έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου· διά το οποίον ταπεινώς +την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα δώρον, συμπαθώντάς μας την +ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το προσφέρωμεν. </p> + +<p>Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι +ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν να +μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί και +κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές +στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως +διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς ωσάν +τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν από +βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη κάθε +λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους +υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της +μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους +εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα· και +ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν ξεφάντωσιν. Και +με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους έκανεν, αυτοί δεν +ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν μάθει καταλεπτώς από +τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς +έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον τρόπον διά να μάθουν από τον +ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν θα του ήθελε φανερωθή, ποίος +ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν ημπορέσει να επιτύχουν πού να +τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν +να καταλάβουν την αλήθειαν· και ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν. </p> + +<p>Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν +ξεχωριστά, το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που +του ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω +Βασιλέα είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να +μάθωμεν κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας +ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν +είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι +βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν +της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά +συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης +μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν, +και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την +αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη +πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει. +Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην +είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της +Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την +αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν +άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να εύρω +κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι ανθρώπους +που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους, και με όλον +τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν ματαίαν ζήτησιν +απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν ήκουσα διά να +ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς χωρίς φροντίδα +και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν περιέργειαν να +σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες χαροποίησες που +καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς ευχαριστημένος, +και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη, να μου φανερώσης +αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που κάνεις, και αν και +χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν θλίψις καμμία δεν +συγχίζει την ανάπαυσίν σου. </p> + +<p>Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες +εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της +Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον +κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν είνε +πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ να μου +φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου. Επειδή και μου +ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο Ορμώζ, και καθώς +πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου λέγω, πως ο βεζύρης +σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με την γνώμην του. Όσον +δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι· +το επίθετον του βασιλέως χωρίς θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με +το να είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που +φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές +που με κάνουν να μη στοχάζωμαι ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με +θλίβει. Ο βασιλεύς της Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα +του Αστραχάν να ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την +περιέργειαν εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον, +που ο Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν +αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το +τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με +ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το +έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<p>Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε +δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε +είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το τάξιμόν +μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας είπα πως +είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας επήρε από +το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους έκαμε να +περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν του τρίτου, +εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και να θεωρήσουν. +Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον οντά, και είδεν +επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας η ωραιότης τον +έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι· οι οφθαλμοί της +ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το πρόσωπον γελούμενον, +και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες ομιλίες, που μία γραία +σκλάβα της έκανε. </p> + +<p>Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις +εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον +ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση εις +τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη η +ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε εκείνη +που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω αυθέντη; είπεν +ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό δεν παραπονούμαι· αν +εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο ανταποκριμένος. Μα πώς το +λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, +τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε +και οι τρεις εις την πόρταν, και θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που +θέλει συμβή. </p> + +<p>Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και +επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε προς +αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα μάγουλά +της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς εμεταβάλθηχαν εις +αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· αφανίσθη το +χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια εκλείσθηκαν, +ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ πλησίον της +εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους οφθαλμούς του +επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της είπε· Βασίλισσα μου +αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, τους οφθαλμούς σου, και +θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η κατάστασις, εις την οποίαν +ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η βασίλισσα τότε δεν του +αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον πως τον είχεν ακούσει, +και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν +ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον εκείνο το αξιοδάκρυτον +θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση προς τον Βεδρεδίν και +καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή εξανάρχονταν εις την +πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της εξανάλαβε την λαμπρότητα +που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που ναξαναγεννηθούν όλες της οι +νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις τους θεωρούντας τον θαυμασμόν, +που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή κανένας. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/3.jpg" +width="376" height="291" +alt="Και όσον ο βασιλεύς Ορμώζ επλησίαζε προς την Βασίλισσαν τόσον αυτή έχανε την όψιν της" +border="2" /><br /></p> + + +<p>Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του, +εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και δεν +ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την ταλαιπωρίαν +μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά το παρόν, αν +εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον πηγαίνετε +χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά πολλά +βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το +απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει πολλά +καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν πλησιάζης προς +αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν της, και οπόταν από +αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν της και τα πνεύματά της; +αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε την περιέργειάν μου. </p> + +<p>Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ, +επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να θαυμάσητε +εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που επιθυμάτε, +διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν μακρυνήν +ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο Βεδρεδίν +και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως μεγαλυτέραν χάριν από +αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο Ορμώζ άρχισε να κάνη την +διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του Βασιλέως +Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς +θλίψιν, και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.</h4> + +<p> +<br /> +Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να +περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την +ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν· +εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν μου +και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα αργύρια, +διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις καμμίαν αυλήν +βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους ανθρώπους που μου +εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που με εδούλευε διά +λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και ωνομάζετο Χασάν. Ήτον +αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και πεπαιδευμένος εις τα πάντα, +και το περισσότερον που μου άρεσεν εις αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, +και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν, αλλά έκανε κάθε τρόπον που να +ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με τούτον τον τρόπον που με +εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος μου, και κάθε μου απόκρυφον +εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην. </p> + +<p>Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους +τόπους και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου +και τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν +ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι +βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που +παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν απολαμβάνω +εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί χαίρονται +οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που δεν τα +βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα βλέπω· και δεν +ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου. Επιθυμούσα να +ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να ιδώ κάθε ταπεινόν +πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει μου είνε και διά +περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την γνώμην μου, και δεν +έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου. Και εκείνην την +ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας εσυντρόφευαν οπίσω εις +τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον οι δύο και παίρνοντας +πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ' εκεί, και ύστερα από μίαν +μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν της Καρίσμου, εις την +οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν. </p> + +<p>Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να +σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην. +Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας +εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν από +τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας, +περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον +πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά να +υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις αυτό +ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους πύργους, εις +τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και ωμιλούσαν με φωνές +πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι εγελούσαν, και άλλοι +έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου +είχαν τους τρελλούς κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός +εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον έτσι, με το να ηκούσαμεν που να +επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια χωρίς στόχασιν, και ολονών οι +τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν +ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε προξενηθή από αγάπην και διά τούτο +τους εβάλαμεν εις εκείνους τους πύργους. </p> + +<p>Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά +τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του τόπου, +και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι τρελλοί μιλούν +όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, ότι αυτοί οι +τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν προέρχεται το κακόν +τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, και βεβαίως δεν είχετε +πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με το να μην ηξεύρετε που +αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου +μας· μα επειδή και δεν έχετε είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να +σας ευχαριστήσω να σας την διηγηθώ. </p> + +<p>Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει +κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες +έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα +αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά +εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος· +κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να +μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από +την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους +τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους +επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση την +θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να +λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν +προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα τόσον +ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε, +βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με πολλές +φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους βάλλουν εις +τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους τρελλούς που +τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η βασιλοπούλα Ρετζία κατά +πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι. </p> + +<p>Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. +Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο +ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή +θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου +ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη. +Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην +παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον σου +την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και ακούομεν +με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει αυτή η +θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, να μη +βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από αυτούς τους +δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται από αιτίαν της +κλεισμένοι. </p> + +<p>Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον +του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις +λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη; +στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω +το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός μου +είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε να +σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις μίαν +στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης λογής +αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν μου, και μη +σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη κακόν +αποτέλεσμα. </p> + +<p>Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις +την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και περιπατώντας +καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν, τον οποίον +ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί που παίζει το +κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός απεκρίθη, βλέπω που +εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν σου εδιηγήθη κανείς +ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της Ρετζίας; αν το ηξεύρης, +είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής μίαν ωραιότητα τόσον +φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες νουθεσίες διά να με εμποδίση +αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν έκανε τίποτε, μου έδειξε την +στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε +εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν θέλεις να ακολουθήσης τες +νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα αφού και άφησα τον ιμάμην, +ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η Ρετζία παίζει το κοντάρι, και +πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη να την ιδή, και το φταίξιμον +θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν που θέλει του τύχει. </p> + +<p>Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον +λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν +εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, διά +να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές όλες τες +προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως και διά +τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από τον τόπον +του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και αυτοί είχαν +αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την βασιλοπούλαν· και με όλα +τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην απεράσουν το επίλοιπον της ζωής +τους εις τους πύργους, και κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν +το πλέον ωραίον της φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς +να ακούσω την φωνήν κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και +αυτοί μου έλεγαν να γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή +και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια +ανεχώρησε μπουλωμένη, ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν +της το οποίον μου εφάνη μεγαλοπρεπέστατον. </p> + +<p>Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα +με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν. +Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον +ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία δεν +ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν ακόμη να +χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον, πρώτην φοράν +που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω την θεωρήσει +με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου προξενήσει την +μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής. </p> + +<p>Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την +δε ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε +παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή +αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος +έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού του, +διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη η +προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα μου, +ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου είπεν. Αχ, +κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η βασιλοπούλα δεν +θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της, και η ωραιότης της +δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων, και δεν ημπορώ αρκετώς +να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν, +ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ θα παραιτηθώ, που να μην +πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον που κατά το παρόν είναι +δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν, δεν θέλω λείψει όμως που +να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το μέσον. </p> + +<p>Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα +εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, +και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· τον +οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα χέρια· +λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που είνε 500 +φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης μίαν +χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε γυναίκα +μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την σακκούλαν με τα +φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το δώρον είνε πλούσιον, +μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε παρακαλέσω του είπα, διά +να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον, διά να με εμβάσης εις το +παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή +και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν εβγαίνει πλέον εις την χώραν +να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου +επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας. Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή +δεν στοχάζεσαι τα αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις +εις κίνδυνον να χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις +κίνδυνον την ζωήν σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην +ελπίζης ότι εγώ θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως +θα με κάμης ολόχρυσον. </p> + +<p>Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του +εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι την +συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν, δεν +ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν δεν με +υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα δεν +ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και +ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον +άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον εβάλθη +να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως ακόμη +αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά να τον +παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα οποία, ωσάν +τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του. Παιδί μου, +μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά διά να με +παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα αγροίκησα +προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε δουλεύσω, και εις +ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου ένα μέσον διά να +σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον εσένα ωσάν και +εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα που μου έδωσε, και +τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που εστοχάσθη. Κάνει +χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου και να βάλλης +πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου· μα έχοντας αυτά +τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι εις υποψίαν, και να +σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου σκεπάσω το κεφάλι με +μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν σε στοχασθή δι' ένα +κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει καθόλου. </p> + +<p>Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του +περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που +ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, που +οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς +καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και +εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν +εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος +εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την +έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα +την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να +μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με +επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι, +και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω, +και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι ευνούχοι +που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και νομίζοντάς με αληθή +κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε καινούριος δούλος του +περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που είνε· έπειτα ηκολούθησαν +την στράταν τους, και με άφησαν χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν +υποψίαν δι' εμένα. </p> + +<p>Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε +διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά +κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον +επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν. +Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που +έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις τρόπον +που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον κολακεύσω, +τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε αυτός +λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου έπαυσε, και +μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· λάβε, ω υιέ +μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως το εξεύρεις· +Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την πράξιν εις αυτό, +άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον με την φωνήν μου, +που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν έλειψε που κατά +πολλά να με επαινέση. </p> + +<p>Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με +ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος κατά +τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν μου και +το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον εσηκώθηκα διά +να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε, διατί θέλεις να +μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν είμαι άξιος να σταθώ +έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε, μου εξαναείπε, και πες +μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν αντραλωμένον, απεκρίθη διά +εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι δούλος μου, και είναι πολλά +έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν +απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν +να ξανατραγουδήσω διά να με ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με +τέτοιον τρόπον που τον έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι +οι μουσικοί του βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου +κακοφαίνεται κατά πολλά που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν +θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την +κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και +την ακόλουθον ημέραν λέγει του Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει +πως έχεις εις το περιβόλι σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν +του διηγήθη τα πάντα διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν +του βεζύρη του επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει, +σήμερον εις το περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι +καθώς μου το παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς +θέλημα να συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το +περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν· και +ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι. </p> + +<p>Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ +επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· +έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας +ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα +ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, τι +κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη πάλιν +διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως ήξευρα +την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το εβεβαίωσε με +τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο βασιλεύς +θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι +αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν +νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που +λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω, +απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη. </p> + +<p>Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να +προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι +και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί +που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που +αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον +γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο +ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν +ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο +Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου έκαμαν +χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το λαλήσω· +το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου εφέρθηκαν και +άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και αυτά με τον +όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους ήχους, που +επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις τους +περιεστώτας. </p> + +<p>Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν +σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα +εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο το +κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και είνε +αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον +θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα +εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από πλούτη, +έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας του και να +δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά ευχαριστημένος διά +την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και άλλες περιδιάβασες που +έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της αυλής του και +ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός με τον γέροντα, +με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες δι' εκείνα που +απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα την +ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν. Ήτον +καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, μα σαν η +επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη εδώ. Και +ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και έρχεται +μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς να μάσης +λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που ευρίσκεται +εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι έτοιμος διά να +την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ εμπρός της με +τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου απεκρίθη εκείνη· +επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το περισσότερον ακούσαμεν +να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και διά τούτο μην λαμβάνης +καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις την Ρετζίαν. </p> + +<p>Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς +επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα +λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν υποκάτω +εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία ήτον +καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από τριάντα +σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά αλήθειαν δεν +ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά να συντροφεύσουν +της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς αυτήν και +βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και ακίνητος εις +την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν και με το +στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που έλαβα, εις το +να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· εφαινόμουν τόσον +έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που ημπορούσαν να +στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η κατάστασις εις την +οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα αναίσθητον. Πλησίασε, +μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· +σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από +το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον +θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του +θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· +σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την +επήκουσα και τότε όλες οι γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα +εις το κεφάλι, εδόθηκαν εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν +τόσον, που με έκαμαν να καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά +περιδιάβασιν, η Ρετζία έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με +επρόσταξε να το συντροφεύσω με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον +άρεσες πολλά του Σουλτάνου πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να +ιδώ αν είναι αλήθεια κατά πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, +και το εσυντρόφευσα με έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να +θαυμάσουν διά την μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα +μου έδωσαν ένα νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα +έλαβα την καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα +οποία εξανάλαβα εκ νέου επαίνους. </p> + +<p>Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά +να χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον +νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από +το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν +η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη· +αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον +θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν αυτούς +τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να ειπή +τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από τον +θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν, είνε, ότι +αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα λόγια, οι +γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, πόσον μας +κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. </p> + +<p>Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του +περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει +να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους +εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην +την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, +και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το +λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, και +τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας ομολογώ +πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον καιρόν +τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις εκείνους +τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να πηγαίνω εις +εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς +μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να με αντικόψουν από αυτήν +την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου φθάνει τόσον διά να μη μου +συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον +εμπόδισα που να με αντικόψη πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με +νέα δώρα διά να με αφήση να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα. </p> + +<p>Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ, +επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά +δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά +περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί +ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν +επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος +από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· επειδή +και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την άσχημον +μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και αναστενάζοντας από +καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν γραπτόν εκαταντήθηκα +να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που αγαπώ με τούτην την +συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε τούτος που έκαμε; ημπορώ +εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω +προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, +εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να +επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να +ελπίσω την αγάπην της, και όχι να της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί +που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι +μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, +μου λέγει, η κυρία μου με έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την +νύκτα θέλει να σε εμβάση εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με +τα τραγούδια σου· θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της +νυκτός, και αλλέως μην κάμης. </p> + +<p>Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί +προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου +τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα +εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν +να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν ευνούχον +να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον ακολουθήσω· εγώ +ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το χαρέμι από μίαν +κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα κλειδιά, και με έφερεν +εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή επάνω εις χρυσές +μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες γυναίκες που εις το +περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν να φανερωθώ εκεί, +εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης που έρχεται να μας +περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες μου επροξένησες +πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους χορούς σου· διά τα +οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον ίδιον καιρόν μου +εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα, τραγουδώντας καλύτερα από +την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε διά να χορέψω· εγώ διά να +δείξω την μάθησιν που είχα εις τους χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα +χορόν, ο οποίος είχε πολλά πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που +ερριχνόμουν με σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας +καλά βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και +ευθύς τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου. </p> + +<p>Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν +μεγάλως, και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου +λέγει, με τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά +σου πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που +μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας +έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν ως +άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η ημέρα. +Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα· έπειτα με +επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν αυτός, διά ποίαν +αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του περιβολάρη; ποίος ήτον ο +στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς αμφιβολίαν να ατιμάσης το +παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος ο ουρανός, που ο δόλος σου +εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την +στιγμήν να σε δέσουν από τα ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις +όλην την χώραν, ως να γένης κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη +έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον +θέλω να γίνη και εις τον περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε +συμφώνως· τον οποίον εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί. </p> + +<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, +έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να +ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν +θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε τον +βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως +επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου μαθαίνοντας +το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε που να αποθάνη +από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που διά νυκτός να +πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν και να τα φέρη +μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα οποία εκέρδισε τους +φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και εφύγαμεν ομού με τον γέροντα +και με τους ίδιους τους φύλακας. Και περιπατώντας με μεγάλην βίαν +όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου +της Καρίσμου και εκεί ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου. +</p> + +<p>Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά +τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την +κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία +του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την αγάπην +μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα τον +παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα σύνορα +της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη εις το +βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά τον +κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς μου +πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που εγεννήθηκεν, ο +οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί να κάμη κάθε τρόπο +διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το επίλοιπον της ζωής του +εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως και οι φύλακες, παίρνοντες +άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί +απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το Αστραχάν εις το βασίλειον του +πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα +τα έξοδα της στράτας και πριν φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν +εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι, που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον +μου έδινε την είδησιν πως ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε +μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου +επροξένησε μεγάλην θλίψιν και άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις +Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, που με όλην την βίαν που έλαβα να +φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και +εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου +διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου, που να μην προφθάσω μίαν ώραν +εμπροσθήτερα διά να τον εύρω ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε, +και πρέπει υπομονή. </p> + +<p>Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές +που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν διά +να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι +ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα, +και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να +χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι· και +καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί δεν +στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να +εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου +έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να +φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την ευτυχίαν +τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε σπουδήν μου διά +να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον· είμαι βέβαιος, ότι +αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς δείχνομαι εις τους +οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από ζωντανόν πόνον που με +θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να προξενηθή μία βαθεία +θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την χώραν. </p> + +<p>Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις +καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με κάμη +τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης Ρετζίας, +της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα τρόπον. Και +ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν Αμπασατόρον προς +τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την θυγατέρα του Ρετζίαν +εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον από μερικές ημέρες +επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, πως ο Σουλτάνος της +Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της Γάζνας, ο οποίος είχε +σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν του την έταζε δεν έπαυεν ο +πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά δύο ημέρες ύστερα από τον +μισευμόν μου να του την στείλουν, και είδα τες ετοιμασίες που έκαναν +διά να την συντροφεύσουν. </p> + +<p>Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω +τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα +εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να +ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις μίαν +κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου· και με +όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η καρδιά +μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν Ρετζίαν, την +εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του ευτυχισμένου ανδρός της, +και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να λάβω άνεσιν. </p> + +<p>Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου +φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες +ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται +μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και +θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους +από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να +τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους, +όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν +ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν διήγησιν +και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους οφθαλμούς μου +ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο παράξενον. +Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους λουτρούς, +και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν τους και την +μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά ευγενικόν, και +καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν την επιστασίαν εις +το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι +και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν θαυμασμόν, και το περισσότερον +που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν +από τον άλλον. Ο αυθέντης των λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών +πενήντα, εφαίνονταν ένας μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με +μεγάλην επιμέλειαν, διά να κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν +προσοχήν τους ανθρώπους, που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν +έβγαιναν και έπιναν διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· +και όλοι εμίσευαν πολλά ευχαριστημένοι. </p> + +<p>Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα +είδα, απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον +εξετάσω με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς +λουτρούς αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου +τον έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας +μου και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην +δεξίωσιν. Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν +που του έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες +τόσον εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των +προεστών του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη, +και τόσον χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον +ακούη. Και αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, +επειδή και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας +άνθρωπος, έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και +τίποτε μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον +θαυμαστούς, χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος +απεκρίθη, κρατώ εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι +τόσον έμπειροι και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· +ημπορώ με την δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν +ημέραν παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται +είναι βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να +τους ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα, +επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση· +ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης καμμίαν +προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς. </p> + +<p>Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν, +έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς +εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο +φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που ήθελε +μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να μείνουν +μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης του. Οι +άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να τους το +ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται του. Και +αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους επρόσταξα να +κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς που έκαμα +αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από ολίγην ώραν +εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και άλλα αναγκαία διά +να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία, άρχισαν με μίαν +ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν απέρασαν ολίγες +ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον τόσον ωραίον, που +επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του δώδεκα στύλους από +δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και εβλέπονταν εις κάθε του +πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων τα νερά έπεφταν με ορμήν +εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον. </p> + +<p>Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του +φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα +ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει +αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου ειπώ, +πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού εβγάτισε +την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την ιστορίαν του· +του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από ποίον τόπον +ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και Αβικένα με κράζουν, +και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, είμαι έτοιμος διά να +σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει μου κάμει καλύτερην +χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την ιστορίαν του. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του σοφού +Αβικένα.</h4> + +<p> +<br /> +Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις +μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την +κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον +της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα τόσον +επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα +τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την +Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και την +Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις ολίγον +καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις ηλικίαν +είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες Ινδίες. </p> + +<p>Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την +Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να ιδώ +την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι οποίοι δεν +έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι έπαινοι που μου +έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος επεθύμησε διά να +συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά ευχαριστημένος από την +συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με κρατήση μαζί του· και εις +τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν έκανε χωρίς να με συμβουλευθή +πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο +βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε +και αυτός κατά πολλά· και με όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το +βάρος ενός βεζύρη έχει, μου έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να +σπουδάζω. Μα η επιθυμία η μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η +ολίγη ώρα που μου επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και +απεφάσισα να αφεθώ από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την +σπουδήν μου. Ο βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του +κακοφανή, τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα +με όλον τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην +ξεμακρύνω από την αυλήν του. </p> + +<p>Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά +ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα, +επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με +αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα +εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή και +με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και +περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν την +τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα σπουδαστήρια, +έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα της Κασγάρ +ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και τον Φατζέλ, +άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να μας ιδή, με το +να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά γραμματισμένος. Ο +βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας εφανέρωσε την ζήτησιν +του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ διά να μη παρακούσωμεν το +πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις τον ορισμόν του, με όλον +που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της θελήσεώς μας. </p> + +<p>Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν, +έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον έστειλεν +εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι μετά ολίγες +ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι φιλόσοφοι. Ο +Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και κατά αλήθειαν +είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο βασιλέας της Κασγάρ +είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την ελόγιαζε. Εκείνος +λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη, +και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα, επειδή και με το να μας στοχάζεται +ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να +μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν +κανένα πράγμα εξαίρετον· θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως +Κασγάρ, χωρίς να φάμε και να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι +ένα πράγμα δύσκολον να το προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου +σου, με το να είναι το ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν +δεν θέλομεν πάρει άλλο παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους +σκλάβους μας θέλει κάμει, οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς +νηστείας, που θέλομεν κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει +που να μην το φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν. </p> + +<p>Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε +το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά +έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που +παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν +εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με αυτό +να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι εγώ θα +δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας τον +στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν χωρίς +να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και εγώ ένα +κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα χάπια του· +ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν εμισεύσαμεν +από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ. </p> + +<p>Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά +τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας ενεργούσαν +θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την βεβαιότητα. Εγώ +εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν έκανε καμμίαν +μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις εμένα· εγώ αντί να +αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να γένωμαι πλέον +δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, επειδή και +χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος και +σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που με +έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε το +συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με υπομονήν +το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να φθείρεται· +βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που έκανε σπλάγχνος, +του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το εδέχθη· και αγάπησε +καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη πως έχει χρείαν από την +βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον θάνατον του Φατζέλ· +εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και τον έθαψα εις ένα +βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και τους εδικούς του. Και +αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα τα όσα αργύρια +ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα είχε δώσει ο +βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα των σκλάβων, που +μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, διά να υπάγουν όπου +θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το βουνόν. </p> + +<p>Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να +κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου +του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν +του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα +ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να +ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, +και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί εις +την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα εις +την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω +αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον λαόν, +που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της συγχίσεως +επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την χώραν, και +κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι είσθε που +αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει το φοβερόν +σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό. </p> + +<p>Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να +τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της ημέρας, +που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, τον +επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το σπήλαιον, +που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να έμπουν. Ο +Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ' έξω από την +πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης ευρυχωρότητος, +εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία ανοίγει με μίαν +δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της ξανακλεί· και τούτο +γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι εμπαίνουν προς τα +ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην ποσότητα από +βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με ογληγορότητα τα +παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα του σπηλαίου +κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που ανοίξη· και αν διά +κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν στιγμήν περισσότερον από +τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα, και μένει εκεί εις το +σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς συμβαίνει πολλάκις· +επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις έναν χρόνον. Λέγουν +ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν +αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα +ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και εκείνα που απ' όλον τον κόσμον +εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο +αριθμός των οποίων είναι είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την +πέτραν την φιλοσοφικήν, τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και +άλλα παρόμοια· ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν +τέρατα, να μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα +άψυχα· εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα +εις πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος +εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει εκείνο +το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το σπήλαιον, ευθύς +αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα τα βιβλία του σώα, +χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το παραμικρόν. </p> + +<p>Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον +ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και έλαβα +χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να υπάγω την +αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν εστοχάσθηκα μόνον να +έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον από τους άλλους, να +παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή. Και με το να ήμουν +πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα φόβον από τα πονηρά +πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν +στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις +κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα +διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που +έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον. +Πλησιάζοντας τέλος πάντων η αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν +όλοι οι περίεργοι, και να έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς +εσηκώθηκα, και έτρεξα προς την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από +τους ύστερους εις το να έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται +από ολίγον κατ' ολίγον οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον +από ξύλον της Ινδίας, ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον. +</p> + +<p>Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον +ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες +βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα +τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον γραμμένα +εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε κάθε +βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι +γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον +χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω +άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της +πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος +κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας +άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν +ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ βλέποντάς +με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς την τέχνην της +λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που είχαν την +επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν με την +δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα επρόσταξα +να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την επιμέλειαν να το +κρατήσουν πάντα φωτεινόν. </p> + +<p>Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας +άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με +τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν +με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω +ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της +χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον ωραιοτέρα από +εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου εις εκείνο το +σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες· έβαλαν τα κηρία +ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά περισσοτέραν μου +ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν διαφόρων βιβλίων πολλά +περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα της χημικής, και των +αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα. Και επειδή ήθελα να +αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα κεφάλαιον, ή άλλο που μου +έκανε χρεία, και μην έχοντας τα αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα +πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν +χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν +επιμέλειαν διά να με κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το +μαντζούνι μου. Και κάθε ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, +πιοτά, και απερνούσα ωσάν ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να +επιθυμήσω, και να μην το απολαμβάνω εν τω άμα. </p> + +<p>Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου +εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να +κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από +τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα +της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη +διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· μα +καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν εις +μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα που +επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να έβγω την +ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί έναν χρόνον +κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα μαλλιά μου, εις +τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος· ώστε που η μορφή +μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον εκείνου του λαού, +ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος Μοούκ εβγήκεν από το +σπήλαιον. </p> + +<p>Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός +άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις την +χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να βλάψη +το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο Σουλτάνος της +Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά να τον πιάση και +να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν· επειδή και αυτός ο +μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του εσταίνονταν, με την +μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με ωνόμαζαν ένα μάγον +εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την υποψίαν· αδελφοί μου, +εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, +που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν και εσείς· αυτοί, ακούοντας με +να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και χωρίς να με αφήσουν διά να τους +βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, +και με έπιασαν διά να με φέρουν εις τον Σουλτάνον να με θανατώση. +Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να +ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου +κάμουν και να τους αφήσω εις την ελπίδα τους πως έχουν να με +παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά διά να μη τους φύγω, μετά +μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει +εκείνος ο κριτής, ευθύς που με είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την +εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που +σου τυχαίνει· είνε πολλά μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με +τες παράνομες πράξεις σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν +μάγον ετούτην την στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην +του, να με φέρουν εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο +αναΐππης αφού με επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των +ανθρώπων του, διά να με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν +εις τον Σουλτάνον διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου +δώσουν. Ο Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ +επήγεν εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν +του, και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν +μου με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει +την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην +επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· τόση +ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα γενόμενον +εις στάκτην. </p> + +<p>Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς +που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και +ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα ξύλον +χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· επάνω +εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις τον αέρα, +εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε τόσην χαράν να +με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον. Έπειτα κάνοντας να +σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς τον βασιλέα και του +είπα: </p> + +<p>Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν +τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που +στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω πράγματα +ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί σου είναι +μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, και ο +βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν έκστασιν. +Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον δέκα χρόνους. +Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την Περσίαν, και εις +όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την καλήν τύχην όλων +εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην· περιδιαβάζοντας τέλος +πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν, εις το οποίον +εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα. Και δι' αυτήν +την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και πηγαινάμενος εις ένα +πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα παρόμοια και με την δύναμιν +κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις +μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα λουτρά, που φαίνονται εις +τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι σαράντα μου σκλάβοι, ω +βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με υπηρετούν, και που έκτισαν +τους λουτρούς, που είδες, και που σου έφτειασαν και το κιόσκι εις το +παλάτι σου. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις και +τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ, +επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.</h4> + +<p> +<br /> +Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά +τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου τύχη +σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης πιστεύω +ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι δούλοι +σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ είσαι +εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν τους +προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την βασιλοπούλα +της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το κάμουν. Χωρίς +αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν ευθύς να υπάγουν +εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την μέσην των γυναικών +της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν επιθυμής εδώ. Αυτό +πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε μου, μεγαλυτέραν +χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης. Θέλεις μένει +ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και έχω πόθον να +εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να με καύση. </p> + +<p>Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε +τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον +επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν +άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν +Ρετζίαν. </p> + +<p>Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την +χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον επιθυμητού +και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η έκστασίς μου, +και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με τον οποίον μου +εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω έμπροσθεν της την +μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον αυτή κανένα φάντασμα, +και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το πιστεύσουν· παρακαλώ σε, +λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία που προσφέρετε εις τους +οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή, ομίλησε τι πρέπει να +στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου, λέγει εκείνος, αυτή είνε η +ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά της, και χαίρου χωρίς υποψίαν +εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να σου προξενήση. </p> + +<p>Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, +χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το +λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα +να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην +ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να +ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ +εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του +περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά +κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από +το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και +με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου +μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα +που να σε αγαπώ. Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα +δικαιολογήματά μου, ημπορείς να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, +ο οποίος επρόστρεξεν εις την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα +στοχάσου, σε παρακαλώ πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο +βασιλεύς του Αστραχάν, ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του +βασιλέως πατρός σου διά γυναίκα του, και δεν εισακούσθη. </p> + +<p>Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας +ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον, ευρισκομένη +εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ εκαρτερούσα (και δεν +ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από ονειδισμούς οπόταν αυτή η +βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη ολίγον εις τον εαυτόν της από +την έκστασίν της, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι +χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου, +μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την +ακμήν να στεφανωθώ έναν βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω, +και ούτε να τον ιδώ, τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ +διά μίαν δυναστείαν που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον +μισητός, και έμελλα να του είμαι ως γυναίκα. </p> + +<p>Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του +βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα εγώ +ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος σου +από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που εμπόδισαν +την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά τρεις ημέρες, +που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον μου νυμφίον, και +εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου αρπάχθηκα αιφνιδίως +από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν στιγμήν εφέρθηκα εδώ που +με βλέπεις. </p> + +<p>Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον +υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου, δεν +ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν να σε +απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω την +ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια +λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου. Και +διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου είπεν, ότι +αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον να ημπορέσης +να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως. Εσυμβουλεύθηκα +επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε στείλε, ω Αυθέντη, +έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του Σουλτάνου διά την +κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις γυναίκα σου, και διά +τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες να κάμω εγώ. Έκαμα κατά +την συμβουλήν του φιλοσόφου, και εξανάστειλα τον Χασάν διά +απεσταλμένο προς τον βασιλέα της Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, +και την έβαλα εις το χαρέμι μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και +αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως +τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα +εις την αυλήν μου, και του έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας +βασιλεύς ημπορούσε να κάμη προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την +ευτυχίαν του. Και διά περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου +συμβουλάτορα και τον είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι +μου και ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που +έκαμα. </p> + +<p>Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν +εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς +που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως +της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του διά +να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά επιτήδειος +εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι μου, και πως +εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το θεμέλιον έστειλε +μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς του την είδησιν +πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς να ετοιμάση όλα +τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να έλθουν ομού +εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την ατιμίαν που τους +έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν φθάνοντας επάνω εις αυτές +τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον Σουλτάνον κατά την +συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν, διά την οποίαν επήγεν. +</p> + +<p>Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον. +Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι +εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως +αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε +δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν +που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου +κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα +μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής +τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε +αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι λέγοντας επρόσταξε τον +τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν εις το μέσον της αυλής +του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς, έχοντας από τον τζελάτην εις +την μέσην της αυλής, που ήτον συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν +τον θάνατόν του. Και τον καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί +διά να του κόψη το κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν +άφαντος από τους οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε +τόσον εις τον Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν +και φόβον. </p> + +<p>Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν +δύναμιν, που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον +θάνατον, διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και +ευθύς επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του +απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα +πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν και +αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που αρπάχθη και +ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που ευθύς εφανερώθη +έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου εφανέρωσε περιπλέον +τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος της Καρίσμου ομού με +εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω μου, να αφανίσουν το +βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο Αβικένας οπόταν ο Χασάν +μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε μεγάλως. Έπειτα με +εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και αυτός θέλει έχει όλην +την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα κατά την γνώμην του. +Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν και αγάπην που προς εμέ +έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες των εχθρών μου δεν έβλεπα +την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα μου· επειδή και ήμουν βέβαιος +πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας μαζύ μου τον αγαπημένον μου +Αβικένα. </p> + +<p>Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς +αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο +Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον +στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ έκαμα +καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα, εβαλθήκαμεν με +τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου, και εκινήσαμεν και +ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου. Τότε ο φιλόσοφός μου με +την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες ασυμφωνίες και διαφορές +ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της Γάζνας, και τόσον +επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον ο ένας του άλλου. +Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν τους, ο βασιλεύς της +Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το στράτευμα, και ο +Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του κάμπου και του +πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή τελείως την νίκην +του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα εβγήκαμεν έμπροσθέν του +με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να τον κτυπώμεν, τόσον που +ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις τας χείρας μου, και τον +έφερα εις το Αστραχάν. </p> + +<p>Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον +επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που να +ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να τον +καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις γυναίκα, +το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης καρδίας +ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον λόγον του +Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι οποίες έγιναν +πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου· και ο λαός του +παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες χαρές και +αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ καλύτερον +ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον. </p> + +<p>Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος +διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ +ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν μου +και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας ομοίως +και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να ευρίσκεται με +εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των δύο μας η +ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με μίαν τελείαν +ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που εστάθη ο αίτιος της +ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες ηδονές, και εκατάντησε +την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν δακρύων και ευσπλαχνίας, ως +θέλετε τον ακούσει. </p> + +<p>Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του +επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον +αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά να +δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις +αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται με +την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους +ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον κρύψη· +όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά συγχισμένη +από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη ωσάν φρόνιμη, +ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν άνθρωπον, του +οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με ιλαρόν πρόσωπον +με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις τον εαυτόν σου, σε +παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους στοχασμούς που μου φανερώνεις· +στοχάσου την αγάπην, και το σέβας που ο βασιλεύς εις εσένα +προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά ηξεύρεις πως με λατρεύει, +ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· όθεν είναι αδύνατον εγώ να +αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις +το να θελήσης να συγχίσης μίαν ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την +εστερέωσες. </p> + +<p>Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η +Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον +τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, +και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος +πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον ονομάζη +αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με πρόσωπον πολλά +άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους ονειδισμούς από +την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις τόσον μίσος, και +από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν εχθρός θηριώδης και +ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα βλέμμα φοβεριστικόν και +άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε +αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον τρόπον την αγάπην μου; εσύ +θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν +που μου έκαμες· θέλω να σε παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου +είναι περισσότερον αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι +λέγοντας εφύσησε εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε +κάποια λόγια μυστικά, έγινεν άφαντος. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/4.jpg" +width="368" height="330" +alt="Η Ρετζία ωνείδησε την τόλμην του Αβικένα με πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον" +border="2" /><br /></p> + +<p>Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην +αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο +Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού +είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ +εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν την +ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της +έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την +ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ +ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την +Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι +καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε την +μεταλλαγήν που κάνει. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της +ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και +του Μυστικού του.</h4> + +<p> +<br /> +Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο +Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την +περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε μέγαν +πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· έπειτα από +αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο βασιλεύς Βεδρεδίν +ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά να υπάγουν εις άλλο +βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν την βασίλισσαν Ρετζίαν, +εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την στράταν. Και μίαν ημέραν που +εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη, +κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν ότι δεν είναι ωραιότης πλέον +τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα +με όλον τούτο, ακολούθησε χαμογελώντας, που και ημείς την +εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να +έχασε το λογικόν του· και διά λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της +εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ +είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το +θαυμάσης, που παρομοίως δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της +Τζελίκας, που διά παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με +κάνει αναίσθητον εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που +το λοιπόν μας προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης +του βασιλέως αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος +εις αγάπην καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της +Ρετζίας. </p> + +<p>Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να +πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό +προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας +εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ +παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει να +είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να βασιλεύη +εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής καταστάσεως που +με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορίαν· δεν είχα +γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον απόκρυφον, μα με το να +μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω πασίδηλον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία της ωραίας +Αροούγιας.</h4> + +<p> +<br /> +Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την +Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός ένα +ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, και +άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που εις +την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο +Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με +πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα, +εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν, +εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον +ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν· +έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον +κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και +έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη. </p> + +<p>Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην, +επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν έλαβε +καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς ευεργεσίας. +Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του εχρεωστούσαν θα +ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε δανείσει· μα ποίος του +τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν δια να τον πληρώση, και +όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις τον Βανάην, και από τον +πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη +κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω +κράζει την γυναίκα του και της λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν +κάνει χρεία με όλον τούτο να απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα +χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως +τον περικαλώ να μας τα επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η +Αροούγια ευθύς εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο +οποίος την εδέχθη με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της +ερώτησε την αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η +Αροούγια σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι +γυναίκα του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω +να του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε +είχε δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν. </p> + +<p>Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του +ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την ευμορφάδα +της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά πάσης χαράς +θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που του χρεωστώ του +ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες την τιμήν να έλθης +εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με κάνει να έβγω από τον +εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης ευτυχισμένον ανταποκρινομένη +εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, και αν θελήσης να με υπακούσης, +σου τάσσω πως αντίς διά χίλια φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, +και σε βεβαιώνω ότι θα σου είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο +καλός Χόντζας, και διά να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ +καρδίας, επλησίασεν εις την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· +μα αυτή θυμωμένη τον άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και +αυθάδη, και παύσε που να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου +δώσης όλον τον βίον της Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την +παράνομόν σου ζήτησιν, και δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός +μου. Δος μου το λοιπόν τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και +μη χάνης τον καιρόν σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις +την επιθυμίαν σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους +ονειδισμούς, που η Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής +διαθέσεως, ευθύς εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' +εδώ, ω τολμηρά γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς +αυτός ο άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, +έτσι έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι +λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε +που να την δείρη. </p> + +<p>Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα +μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και +αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν φθάνει +αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι αχάριστος που +είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να με αφήση να +χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα το εδικόν μου, +και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται; ετούτο δεν ημπορώ +να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή +και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν· εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός +και εχθρός της αδικίας, και ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, +και να μου κάμη δικαιοσύνην. </p> + +<p>Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και +επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο +Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν από +το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος από +εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και την +έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την +υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· μα +ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος παρομοίως +ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον τριαντάφυλλον +εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν ήλθες; και +στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με προστάξης. Αυτή +τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και την άρνησιν που +έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, και τον +επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα πληρώση. +Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον κάμει να +πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα βγάλω από τα +σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά μιλώντας) +στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου ευρίσκεται +φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου, υποσχέσου εκείνο που +αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν θέλω σου χαρίσει τέσσαρες +χιλιάδες φλωριά. </p> + +<p>Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω +ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους; +δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι +ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν +αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας +αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα +της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή. +Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν εύρηκε κανέναν να του κάμη +δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε προς την γυναίκα του. +Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς δεν είνε, παρά να +προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός να μας κάμη +δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν είμεθα πλέον διά +τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια μπουλωμένη επήγεν εις +τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον μοναχόν του ανήγγειλε την +υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη προς αυτόν. Ο βεζύρης που και +αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες γυναίκες, αφού και την έκαμε να +ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν +ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα και από τον Κατή· και όλος +γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω, πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας +βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν +υποκείμενον, που εις τους οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία +μίαν τέτοιαν ωραιότητα να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην +αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να +κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την +επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον +στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα +χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην +ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου +κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου +εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και +εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά. </p> + +<p>Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να +ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι +εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. +Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να +ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει +δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν +τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες +κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες +ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να καταράσαι +τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις που να +θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε καλύτερον να +στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να βγάλωμεν το εδικόν +μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την στιγμήν ο Προφήτης με +εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου ζητάς ποίον είνε· +στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις ιδεί μίαν ογλήγορον +εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του Κατή και του Βεζύρη, η +οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την χώραν και με τούτον τον +τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας, και θέλομεν επαινεθή και από +τον κόσμον. </p> + +<p>Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε +τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον +μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα +πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που είχε +και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να τον +βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον ευρίσκοντάς +τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να καρτερέση να της το +ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε πλέον λαβωμένος από την +πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη +Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά να μου δώσης τα χίλια φλωριά +που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή και ευρισκόμαστε εις μεγάλην +ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα +ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου. Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, +εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες +φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω +καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι με την ίδιαν γνώμην, και +καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, και διά τούτο με όλην μου +την καρδιάν αποφασίζω διά να σε ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν +απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία +πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει +ετούτην την νύκτα καθώς επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα +φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας από την χαράν του έτρεξε διά να την +αγκαλιάση και αυτή με επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του +χωρίς να την εγγίξη· και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα +δίκτυά της, και αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν +από εκεί και επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν +και του Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν +την ώραν διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· +των οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν +υστερώτερα ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις +ένα καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της. </p> + +<p>Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς +αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε να +ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους φίλους +της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν σκλάβαν +πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της, και τα όσα +ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να φερθή, οπόταν +οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα πράγματά της εις την +τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση τον σκοπόν της. Και +ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της νυκτός έρχεται ο Χόντζας, +και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα ανοίγοντάς του τον έφερεν εις +την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι +διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και τους αγροικήση. Η Αροούγια +βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν +αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες +πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να +δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από αγαλλίασιν έβγαλε μίαν +σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο χιλιάδες φλωριά, και της +λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το +οποίον είνε το ουδέν εις αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η +Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον +από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά +του, και να σταθή με ελευθερίαν. </p> + +<p>Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και +έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν +εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και +άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την +μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει· +Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να +ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την +αδικίαν που του κάνης. Τότε η Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε +να τρέμη και να λέγη προς τον Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, +είμασθε χαϊμένοι· σήκω το γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή +ο άνδρας μου εδώ μαζί με εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε +παίρνοντάς τον Χόντζα από το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον +έφερεν εις ένα άλλον οντά, και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια +που είχε πάρει· και κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον +που να μισεύση ο άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να +μείνωμεν το επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν. </p> + +<p>Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και +τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο +ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι +δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς +διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό, +και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν +ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με +σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον +εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα. Και αφού +εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε και της έδωσε τες τέσσαρες +χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να +της κάνη χίλιους επαίνους και εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν +του ευχαρίστησιν, που ήθελεν αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον +τόσον επιθυμητόν προς αυτόν. Τότε η Αροούγια διά να δείξη την +προθυμίαν και αυτή προς αυτόν, του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε +εις ετούτο το κρεββάτι που βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν +κοιμάται ο άνδρας μου, και ευθύς γυρίζω. </p> + +<p>Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το +υποκείμενον εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το +κρεβάτι. Και την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή +και θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη +λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας σε +είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του ανδρός +μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι αλήθεια· +Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν ημπόρεσα να τον +καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους εδικούς του και +έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν σήκω το λοιπόν +ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν. Τότε ο Κατής +εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, ήλθε με την +Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον ντουλάπι που είχε +πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να σταθή εκεί ήσυχος, και +οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει γυρίσει να του ανοίξη, +και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον δεύτερον εις τα δίκτυά της. +Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, ο οποίος ερχόμενος και αυτός +προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους +δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με +περισσότερην τιμήν από τους άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον +μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους +άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε +και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που +έκλεισε και τους άλλους. </p> + +<p>Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που +έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά +που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον άνδρα +της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν διά την +μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά του Χόντζα, +και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, ομοίως και τες +δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν τους, απέρασαν +όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την υγείαν των +ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών. </p> + +<p>Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον +στοχασμόν της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την +χώραν, καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι +μου, και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που +είδα την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως +ήτο μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον +μου την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου +είπεν· ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί +και ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με +ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει. +Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε +ακούσω. </p> + +<p>Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος +της βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά +του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα γυρέψω, +μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να μου χαρίση +δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την επιθυμίαν· +έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν εμπιστοσύνην του Χόντζα· +ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, +και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο που αρνήθηκα του Χόντζα· +αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από +εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι +από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον +διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να +επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη +δικαιοσύνην. </p> + +<p>Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια +μου εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον +αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να +αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου +κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα, τον +καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα +υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να πιστεύσης +τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού είναι αυτοί +οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου απεκρίθη, +ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους σου να έλθουν +μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ. </p> + +<p>Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την +Αραούγιαν, και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία +ντουλάπια έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα +ντουλάπια ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και +έτσι λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα +ντουλάπια έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της. +</p> + +<p>Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης +της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον Βεζύρην, +γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά εντροπιασμένους +διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα εις εκείνην την +θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους εις εκείνην την +κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και ωνείδισα τους +αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους έλεγξα εις τα +φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο χιλιάδες φλωρία +ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους έβγαλα από τα +αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους. Κάνοντας +υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου, επρόσταξα +την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της λέγοντάς +της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες κινδυνώδεις, που +επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε αγαπήσουν. </p> + +<p>Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και +μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι +εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν +είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· +εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του +θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο +Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα εγώ +εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης +ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν +αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους +οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την +θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη με +όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον απόδειχναν +πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν και τιμημένην. +</p> + +<p>Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε +διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της· μα +αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς μου, +έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου, και δεν +ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν μου. Και +τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν έστειλα +κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις τον οντά μου, και +με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε +γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε +έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την +δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης +χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε +γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου +κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω. Ελαβώθη η +καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την γυναίκα σου· χώρισέ την και +στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά +την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω από τα πλούτη, που σου τάσσω να +δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από +το παλάτι μου, που είναι πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον +τόπον της γυναικός σου. </p> + +<p>Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου +τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να με +πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν φορές +ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο στοχάσου ω +βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω, επειδή και +γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες όλου του +κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της. Και διά να +σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την καταπείσης +να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την χωρίσω, και +θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου προξενήση ο +χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον, +και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα +όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας +ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις έναν καιρόν να +κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα διορίαν διά να +στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου δώσουν την απόκρισιν +και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα. </p> + +<p>Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα, +εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν +ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς, +απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την +στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν +εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν +την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον +εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και +επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα +εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και αν +δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα λάβη +πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα της· +επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους φθάσουν, +και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα τόσον άδικον +να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα που ποτέ δεν +αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν. </p> + +<p>Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από +εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να +νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά +δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την αποξενώσω +από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η ευμορφάδα της +και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν μου· και ύστερον +από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει αναίσθητον εις τες +νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, και οι πλέον ευγενικές +γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου φαίνονται το ουδέν +έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας Αροούγιας. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της +ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του +μυστικού του.</h4> + +<p> +<br /> +Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο +βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το τι +έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και ότι +δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από την +Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ χαμογελώντας, +ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο Βασιλεύς +παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός πραγματευτού, +που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα είκοσι χρόνων, +και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν της Αροούγιας, +χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα που εζούσεν εις +τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως. Μα εγώ πλανώμαι, +εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον συμπαθώ, επειδή και έχει +χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή εξ όλης καρδίας τον +ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι' αυτό με δίκαιον τρόπον +φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν. </p> + +<p>Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση +επάνω εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν +είδεν έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις +ένα κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες +οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας +πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να +εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες +τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες +άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν +άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα +ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το +σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα, +έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι +έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν +την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του. </p> + +<p>Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από +τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού +επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα +πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και +πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν +ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του αυθέντος +σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη ο +τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται +μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται +Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν +ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν δέχεται +εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν, και +κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και είναι +πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και ξεχωριστά +από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον κράζη εις την +συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα συμβεβηκότα του. Κάνει +χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα του έτυχαν πολλά εξαίσια +συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο +τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε +μείνει εκστατικοί. </p> + +<p>Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν +να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν, +επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους +του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και ήλθαν +εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς, και με +πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν εις το +τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά, εδόθηκαν +εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά του. Ο +Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ πνεύμα, και +πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι σύντροφοί του +έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν πολλήν +ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις το +οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά να +υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά πάσης +χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με όλους τους +ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των διακοσίων ανθρώπων +και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν με μεγάλην +ευφροσύνην. </p> + +<p>Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του +πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην +ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα +ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα +εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα +παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα εξαίσια, +που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου έτυχαν είναι +τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα εδιηγήθηκα, δεν +ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν διά έναν άνθρωπον +εχθρόν του ψεύδους. </p> + +<p>Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες +διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως +από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον διά +να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε. Ναι, ω +αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και δείχνετε +τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να ενθυμηθήτε το ό,τι +σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα όσα θέλω σας διηγηθή +επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια πράγματα παράξενα, που +έχω να σας διηγηθώ. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των εξαισίων +συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου +περιηγητού.</h4> + +<h5 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ταξείδιον Α'.</h5> + +<p> +<br /> +Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι +Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα +ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που εις +ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά που +περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά +πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των +πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους +πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους +λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με +έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί +προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι +πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά Σουράτ +και Σερενδίβ. </p> + +<p>Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς +χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. +Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις +τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα +εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη. Ήτον αυτός +ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας και πολλά +τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, που +περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του. Δεν +απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε +λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω +κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα +επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον από πέντε ή έξ +εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι διά να μισεύση από +εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ να μισεύσω με αυτό. +</p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός πρώτον +του Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> +<br /> +Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα εις +το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να διαβαίνη από +σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με πλούσια +φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον που ήταν +μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς την ωραιότητά +της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το μεγαλοπρεπέστατον +φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω, και ο στοχασμός μου +ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω ωραιότατον υποκείμενον που +βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε χωρίς άλλο η αγαπημένη του +βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν +επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να +ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι +τα όσα είπα. </p> + +<p>Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα +δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις την +ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα +αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με +σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που +εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου είπεν, +επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν τόπον, εις +τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό προέρχεται +από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος αντραλωμένος, είμαι +έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με όλον που θα ήξευρα πως θα +μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου, απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε +να σου ειπή τίποτε οπόταν της ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την +παρακάλεσίν της, δεν το πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. +</p> + +<p>Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω +την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα +ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν. +Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα +εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες· +τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες· +εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το κεφάλι +μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την εστοχαζόμουν +οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα πλούσια φορέματα +που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά ωραίαν, χωρίς να έχη +χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα φτιασίδια. Έμεινα +εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το εκατάλαβε και +εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια άλλη και αν +ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα ωμίλησες εις την +στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε συμπαθώ· σου λέγω όμως +ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους +στοχασμούς μου διά μέσον μιας ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει +να ημπορέσης να απολαύσης τες χάρες μου και την αγάπην μου, που έως +τώρα εις κανένα δεν την έταξα. </p> + +<p>Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν +νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ +Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή είμαι +έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον αγνώριστον, ο +οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή τέτοιας λογής χάρες; +Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ μου με θάρρος από ποίον +μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ +εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα με προθυμίαν την περιέργειάν της +μα οπόταν της είπα πως έχω να μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα +μου, αυτή με αντέκοψε δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις +τούτο. Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν +έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία +μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά +μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να +εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να +μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της +απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά μου, +δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου αρέσει, +και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά ευχαριστημένη +αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες απόδειξες την +αγάπην, που προς εμένα έφερνε. </p> + +<p>Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα +κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή +ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο οποίος +αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί ευγενικοί +και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και ολωνών τους το +αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν απόφασιν. Μου ωμολόγησε +περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν την είδα εις την στράταν της +εδιαπέρασαν την καρδίαν και με εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η +θεωρία μου της άρεσε, και διά τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα +πλούτη, που ο πατέρας της εις διάστημα σαράντα χρόνων είχεν +αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν +της καλωσύνην, και αγάπην που εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την +μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής +αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος +ωσάν και από το άλλο, με επήρεν η Γαντζάδα από το χέρι, και με +έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον ετοιμασμένη διά να φάμε· +εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις +το αναμεταξύ που ετρώγαμεν εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά +ηδονικές και γεμάτες από αγάπην. </p> + +<p>Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και +τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με +τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν +διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το +βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την +Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο +κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με +παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που +εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα. Τότε +εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά να μη +κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να υποπτεύση διά +εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως το ταχύ θέλω +επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε να με υπακούση +διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην υποπτεύση διά +εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να μη με καρτερή +εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με κάποιους φίλους μου, +χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας αυτήν την επιστολήν μου +την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με ένα της σκλάβον. Έπειτα +από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά +διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον οποίον επρόσταξε διαφόρους +σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν +χρείαν. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/5.jpg" +width="375" height="270" +alt="Με έκαμε διά να γράψω μίαν επιστολήν του Αμπίπη" +border="2" /><br /></p> + +<p>Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι +επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν τελειώσει +ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον συναπάντημά +μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε ετοιμασμένα διά +εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως ογλήγορα θα απολαύνω +μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην ελπίζεις εις μίαν τύχην +τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που +να την ελπίζης τοιούτης λογής, επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι +υπερβολικής ημπορεί το τέλος της να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή +ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην +την νύκτα χωρίς να λάβω καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα +ήλθεν η Γαντζάδα νε με εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν +πρόσωπον με ηρώτησε αν εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της +απεκρίθηκα, ότι απέρασα την νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να +ήθελεν αναγκάση την στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια +μου αυτή εχαμογέλασε λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή +καλώς διά την σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και +ύστερον να κάμη μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε +πολλές περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον +τρόπον έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος +ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν, +την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί +αγαπητικοί. </p> + +<p>Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το +περιβόλι της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και +επάνω εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, +παραδίδοντάς σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της +υπανδρείας μου έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον +θέλεις ειπεί, πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της +Γαντζάδας με εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο +πράγμα ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας +αυτή από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν, +και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο +στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά των +θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν τέτοιαν +απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου εφανέρωσε +τον στοχασμόν της. </p> + +<p>Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω +εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν +επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον +πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι θα +δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ έτσι +συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με λάβης +γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς το +στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την αγάπην που +σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν μας, εγώ το +επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα εμπόδιον πολλά +ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να καταλάβης τον +κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν αυτή, το εμπόδιον +αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου, της απεκρίθηκα· εγώ +δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν +γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω +ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω εις την θρησκείαν μου, +απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή ποτέ να υπανδρευθώ με +ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα να γίνω βασίλισσα· +εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα σε κάμω πρώτον να +αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα σε υποχρεώσω να λάβης +εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον ήλιον και την φωτιάν, +καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που διστάζεις να αρνηθής την +θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την εδικήν μου, διά να μη μου δώσης +αυτήν την ευχαρίστησιν, καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και +αρνούμενος μου την δεξιάν σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον +άνθρωπον του κόσμου. </p> + +<p>Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα +τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις την +υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και πως η +ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με έβλεπεν +εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με πολλές +άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που +εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος αυτής +που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· ολίγον +έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να θυσιασθώ +όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν ήθελε με +κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον πολλά +θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον τόσον +στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον αυτής, +ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη κάποιαν +ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον. Ύπάγε, +αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ ημέρας διά +να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν διά να με +κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν ύστερον από +αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι ζητώ από εσένα, +καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός καταφρονημένης, +που ημπορεί να κάμη ο θυμός της. </p> + +<p>Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα +πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου +απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την +πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα +να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου ήτον πολλά +μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα επρόκρινα να +προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας μου συνέβαινε +ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να +πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα +εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της +Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και +αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να +πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, και η Γαντζάδα +έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· υπήγα εις τον +χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί περιτριγυρισμένην +από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν περισσότερην ενός κριτού +αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής· </p> + +<p>Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν· +Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον +στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά +μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα +του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, ανίσως +και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να καταπατήσω +την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του Προφήτου. Σιώπα ω +ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, βλέπω την αχαριστίαν +σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά σου· ύπαγε, εσύ είσαι +ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν είσται εντροπή μου να +παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ είσαι· εγώ χωρίς πλέον να +σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια, +τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ +μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν +του θυμού της, και επιθυμούσα το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και +αν ήθελεν ήτον. </p> + +<p>Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις +τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν μαζή +τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από εκείνο +που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ. </p> + +<p>Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με +στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντας +την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. Εγώ τον +επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν είμεθα εις την +πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν από εκείνους, +πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το μάθεις εις τον +καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά την ώραν δεν έχεις +να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους ανθρώπους χωρίς να +μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι και ευθύς που με +έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον λιμένα. Οπόταν δε +εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς +αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με +έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να +υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη +καθώς αυτή τον επρόσταξε. </p> + +<p>Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά +γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την +εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί +πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα μου +και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά σκληροτέρα +από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας ημέρας· μα ύστερα +κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν, εδόθηκα όλος εις το να +δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας +τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. +Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με +επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και +να κάνω χωρίς να με ήθελε προστάζει και με τούτον τον τρόπον +απόκτησα κατά πολλά την αγάπην του. </p> + +<p>Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, +και είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της +Μπεγκάλας, ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που +είνε τα βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος +τόσον σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες +θάλασσες· μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να +ημπορέσωμεν κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν +ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το +καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν +τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να +απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του +αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος δεκαπέντε +ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε με τόσην +ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν τρεις +χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους αγνωρίστους εις +τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος πάντων τότε ο +άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας επροξένησε μεγάλην +χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν καιρόν, με το να +ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει δυσκολίαν να το +πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Β' του +Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> +<br /> +Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και +σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας βλέπομεν +έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας αντιπολεμούσε με +τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε αυτός πολλά σφιχτά +μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη καταποντισθή, και μας έκανε +σημείον διά να υπάγωμεν να τον συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η +ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να ρίξωμεν τον σκύφον εις την +θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται διά να τον ελευθερώσουν. Αν η +ευσπλαχνία είναι ένα έργον αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν +ότι αύτη εστάθη πολλά κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/6.jpg" +width="364" height="263" +alt="Ο οποίος εκρατούσε σφιγκτά μίαν σανίδα" border="2" /><br /></p> + +<p>Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον +έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς εφαίνονταν +έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά θηριώδη· χοντρό +το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το στόμα του κατά πολλά +μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των σκύλλων, τα χέριά του +ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με νύχια μακρά και μυτερά, οι +οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της τίγριδος, και είχε μίαν μύτην +πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας +άρεσεν, επειδή είχε μίαν θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις +μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν, που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν +εκείνος ο άνθρωπος, τόσον θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, +επαρουσιάσθη έμπροσθεν του καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου +είμαι χρεώστης διά την ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, +αν δεν με εσύντρεχες. Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, +ευρίσκεσο εις τα ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη +σου δεν ήθελε μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν +απεκρίθη ο άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να +σταθώ εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που +πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη +ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν +άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα ημπορέσης +διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να υποφέρω μίαν +νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης φαγητά εξαίρετα, +ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό στομάχι. </p> + +<p>Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα +εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι ο +κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη τι +ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, επρόσταξε +διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη ανθρώπους +πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν. Όσον διά τα +φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το να στέκω πάντα +γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι δεν είνε τιμημένον +πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! ω! απεκρίθη εκείνος +με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης +απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν +από την πείναν, και ανυπόμονος διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς +εποθούσεν, εκτυπούσε τους πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια +του γυρίζοντας τους οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους +φόβον. Τέλος πάντων βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, +ευθύς ερρίχθη επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και +με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός +εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, +που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του +φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει. </p> + +<p>Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση +αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν την +πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα άλλα, με +το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι αυτός θα +εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα +διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την +αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον +διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και +πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του. +Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού με τα σπαθιά εις τα +χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη επίβουλον· κάθε ένας +εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση την βαρβαρότητά του, +οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας είχε το πετσί του +τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά μας ετσακίζονταν, +και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον να τον λαβώσωμεν. +Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις λαβωματιές, δεν τες +έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν με θυμόν εγύρισε, και +έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με μίαν άκραν δύναμιν τον +έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας. </p> + +<p>Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς, +και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή ερριχθήκαμεν +επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την θάλασσαν, μα δεν +ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και μας εγλυστρούσεν +από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό έχωσε τα νύχια του εις +το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί εκρατείτο με τρόπον, που +εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς +να φανή φοβισμένος από τον θυμόν μας, μας είπε με πικρόν +χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν +κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει καλύτερα εις το να με υπακούσετε· +εγώ εκαταδάμασα πλέον δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν +ακολουθήσετε να μου αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας +μεταχειρισθή με τρόπον, που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας. </p> + +<p>Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να +μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν +πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν +εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η +πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά να +του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας εφανέρωσεν, +ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν αιτίαν διά να +μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας είπε πως μας +αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την θάλασσαν, εις την +οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως διά το καλόν μας, +επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο καράβι, που να είναι +πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις εκείνο, και ημάς να μας +αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες μας τες έκανεν εις τον +καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός εγελούσε·, εμετωρίζονταν +καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς ηθέλαμεν τον εύρει πολλά +νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να λάβωμεν ηδονήν από τα +μετωρίσματά του, και να χαρούμεν. </p> + +<p>Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς +του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη δύο +ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα μας +ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον άλλον +διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας. +Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το στομάχι, +θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να αποκοιμηθή· +αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον κυριεύση· και +εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός εκοιμούνταν, με +ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις την θάλασσαν, διά να +γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις ολίγον διάστημα την +ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν. Μα εγελασθήκαμεν εις +μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και εκείνος, καταλαμβάνοντας τους +στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την +χώνεψιν των φαγητών την έκαμε χωρίς να λάβη ύπνον. </p> + +<p>Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν +επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη +παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν +διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με +τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως +μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας. Ο πρώτος +μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν ήτον μία νέα φουρτούνα, +διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα +να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον +τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την +ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας +φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον +καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα +πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν, ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους +Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα +πουλί θηριώδες το οποίον ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα +μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με +πολλήν βίαν εις το καράβι μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που +έστεκεν εις την πρύμην, και τον έφερεν εις τον αέρα. </p> + +<p>Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος +άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια του +ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα σουβλερά εις +το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του με όλα τα φτερά +που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον έκαμε να δοθή εις +ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο αέρας, και διά να +ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του εχθρού του. Ετούτος με +όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι του, και ετελείωσε που να +φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του +τες επίλοιπές του δύναμες, τον εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην +του, και αμφότεροι έπεσαν αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι +μακράν από ημάς. </p> + +<p>Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η +ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και ευθύς +που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις +μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο θάνατος +του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας. Ακολουθήσαμεν +ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν μερικές ημέρες με +την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν ημπορούσαμεν να +καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις τούτον τον κόσμον +μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα τον αέρα πολλά +αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον εξανοίξαμεν +ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν χαράν. Και καθώς +επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την δυτικήν κόγχην του +νησιού της Γάας. </p> + +<p>Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και +εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν +ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν +ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο +καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το καράβι +ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον εδέχθη η +γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με πολλήν +αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους έκαμαν, +με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του ωσάν ένα +σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε να δεχθούν +με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον καιρόν επάνω +εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν της ορέξεώς +τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν σχεδόν ωσάν να +ήμουν ένας από την οικογένειάν τους. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Γ'. του +Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> +<br /> +Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου) +εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από την +αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα του +εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας άλλο +παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε πολύ, +επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με το να μη +μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, ηύρα την +πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με το να +ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης άλλην +αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και +εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη +μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και +αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να +γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς +χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου. </p> + +<p>Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν +άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του εζήτησα +τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά χαράς μου την +έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον διά να +συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν θάρρος, μου +ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά ευχαριστημένη +που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα καταλαμβάνω πως δεν έχεις +καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής· όθεν επάνω εις τούτο το +θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η οποία θέλει είνε διά καλόν +σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω διά τιμημένον, και γενναίον +άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το θάρρος σου μιλώ· όμως να μου +τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης. Εγώ τότε της έταξα, και της +ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν αντίστασιν το ό,τι ήθελε με +προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου +κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού τον υιόν, και αυτός κατά πολλά +μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο +οποίος πάντα του το αρνήθη, με το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν +παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία να με στεφανωθής· και ύστερον από +δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να +καμωθής πως θέλεις διά να με ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον +αγαπητικόν μου διά να γένη σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε +καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να +σε δώσω εις τον αγαπητικόν σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα +γίνη καθώς επιθυμάς μα τι θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το +χώρισμα που θέλω σου κάμει; Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη +εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, και θέλεις μένει αναπαυμένος. </p> + +<p>Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, +την ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη +αυτή εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να +τελειώση αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας +υστερώτερα, κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να +δεχθούν εκείνην του Μωάμεθ. </p> + +<p>Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την +χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον +τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε διατί +την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν αγάπην +εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός εγέλασε διά την +αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, και εκαμώθηκα πως +θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το λοιπόν, του είπα, διά +να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον φέρει ετούτην την νύκτα +χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον αναΐπην του Κατή· και το ταχύ +ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν +ευχαριστημένος εις την απόφασίν μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα +και ηύρα τον αγαπητικόν της Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα +μου) και έμπροσθέν μου εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί +την νύκτα κατά πως επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν +ήθελε να χωρίση την γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον +πεθερόν μου με πλαστόν πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του +ανήγγειλα την υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει +να την χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και +εις αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει, +πως ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ +πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση, +προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την αρνήθης, +και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν θέλει να +την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με τούτο το +μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του, που από +τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε σκάνδαλον. +</p> + +<p>Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το +συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν +ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε εις +τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον, +λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς +τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα διά +να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το +θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά έναν +αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να +επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα. +Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από +την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, +εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο +καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Δ'. του +Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> +<br /> +Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω +κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα +έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι +να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα +πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον +πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που +εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος απερασμένος +εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα συντριβάνι· ο οποίος με +πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του ανταποκρίθηκα και εγώ τον +χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν και εσεργιανίζαμε μαζί. Και +ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες που μου έκαμε, μου εφανέρωσε +πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο του Σουράτ είχεν ένα καράβι +εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά +θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να του ανταποκριθώ εις το θάρρος που +μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος +καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν +Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα. </p> + +<p>Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με +έκαμε να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν· +βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής θλιμμένον +και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου έτυχαν· μα έξω +από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής εις τας δυστυχίας +των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής· σου ομολογώ πως +εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν μεγαλωτάτην αγάπην, +με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου· είμαι διαπερασμένος εις +την καρδίαν και τετρωμένος διά τες δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες +οποίες οπόταν τες διηγηθής του πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν +θέλει συντριβή η καρδία του περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον +ευχαρίστησα μεγάλως διά την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ +έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε +αυτός πάλιν μου είπε με θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου, +διά την συναπάντησίν σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά +ακριβή· κάθε στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα +με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι +γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και +υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε +με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός. </p> + +<p>Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές +ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι του, +το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον με +μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να +λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον +πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν. +Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με +πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή χοντζερέ, +εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν γεμάτην από +διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από φαρφουρί φίνο της +Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα της Ναγκασάρ, και η +κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον που εφάγαμεν όσον μας +άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον, και εχαρήκαμεν αρκετήν +ώραν. </p> + +<p>Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου +ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη +που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και +δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το +οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη +μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές +παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια +πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το +χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας +καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους +τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω +εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με +βλάψουν. Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν +εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια +αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα +άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα +μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον. </p> + +<p>Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην +ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις τούτην +την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο που έχω +συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης υπέρμετρος, +τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν μου· Και διά να +με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην είνε αληθινόν, με +φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες σιδερένιες διπλές, και +εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους σωρούς βέργες από χρυσόν, +ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα ωσάν αυγά περιστεράς, που +έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι +ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; +αγροικάς εναντίωσιν διά να ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι +έτοιμος να έλθω όπου με προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο +γέρων) με αγκάλιασε και με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με +τούτο εβγήκαμεν από εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. </p> + +<p>Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και +εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν +ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων +επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού +μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με +πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με +τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον. Τότε +ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το +πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και +αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς +εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα +σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω. Φθάνοντας +λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα εις τα ποδάρια μου πολλά +στρείδια, που μέσα τους έχουν τα μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον +καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο +γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα +εγέμισα πολλές φορές. </p> + +<p>Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του +έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες +πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω +υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω πατέρα +μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις τούτο το +πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου επάνω εις +τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον εις θυσίαν +ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να προστρέξης +εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά να κάνη +θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας άνθρωπος +ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια ανεχώρησεν +από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να κλαίω όσον +εδυνόμουν. </p> + +<p>Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει! +τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα +διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την εσυναπάντησα; +δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον ειδωλολάτρην, που +με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, και με τα μεγάλα του +χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα έχει ολίγην διάκρισιν ή +λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν εις την θέλησίν μου· ω +ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις αυτήν την κατάστασιν να +αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω +ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ ανάγκης έπρεπε να πέσω εις +τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις που με έρριξεν εδώ, ημπορεί +και να με ελευθερώση. </p> + +<p>Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις +απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το +οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις +κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις +αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με +εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με βοηθήση. +Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν εκείνου του +χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή. Εστάθηκα διά να +ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας +καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη +έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν +και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή +να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά +μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες +αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το +παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού. </p> + +<p>Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από +τον οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην +συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· και +αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον εαυτόν +μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί χωρίς να +ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι του +επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα να +στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, +φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα ο +φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν το +οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα. Τότε +εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις ένα +ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν από το +καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις την πρύμνην +του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, και ήλθαν και +μ' επήραν, και με έφεραν εις το καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν +ήτον η χαρά μου οπόταν εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος +φίλος του πατρός μου, ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, +που ήτον από την Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το +συμβεβηκός που μου έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί. </p> + +<p>Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα +διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα +τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά +όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν +διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω +εις τον επίβουλον γέροντα. </p> + +<p>Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το +νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· +και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να ήμασθεν +όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι τίγρεις, +επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν αυτά τα +θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα πηγάδια +χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις τα +πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην ποσότητα. Δεν +ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των οστρειδίων που +εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να τα ανοίξωμεν, και +διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που καθένας έμεινεν +ευχαριστημένος διά το μερτικόν του. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Ε'. του +Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> + Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά +διά να υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που +είχεν ο καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το +λοιπόν με μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά +φουρτούνα, που μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να +πλεύσωμεν χωρίς να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών. +Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε +ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι +μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να +στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον +τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το καράβι +ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος πάντων το +εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και εφαίνονταν +υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο που μας +εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από τζελίκι· +τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης έβγαλε τότε +ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα χαμένοι· +ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το βουνόν, +και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα καράβια, που από +κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή και ωσάν έλθουν +υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν από μίαν μαγείαν, +και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί +χάνονται. </p> + +<p>Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά +εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας, +επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον παραμικρήν +ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την θλίψιν, εις την +οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους απελπισμένους παρά από τον +κίνδυνον μου τον ίδιον, που οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του +καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την +απελπισίαν; ας γυρέψωμεν καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από +τον κίνδυνον που ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή +πως φυσικά έχω κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την +στιγμήν μου δίδει δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την +οποίαν ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν +εις την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν +του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το κακόν +μας. </p> + +<p>Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους, +μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και +ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο +Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να +ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την +κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν +και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας +στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου +εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον +που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία +σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας +γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν +τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει πλέον +να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον ακόλουθον +τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την συντροφιάν να κτυπήση +τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον εις το πρώτον κτύπημα +το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα σαΐτας, εις το δεύτερον +θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του βουνού· και εις το τρίτον +θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει +χτυπήσει το τύμπανον πρέπει θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι +να μισεύσουν». </p> + +<p>Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν +μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των +λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν μέσον +να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο πλέον +χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας είνε, +τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το +λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον +μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος +έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι +είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον, +παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ αγκάλιασα όλους της +συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας +από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το ύψος του βουνού· επλησίασα εις +την περιοχήν και παίρνων το ξύλον εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και +το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον +το έχασα από την όρασιν· και εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· +ύστερον από αυτό έμεινα εις την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να +πληρώσω την θυσίαν που μου ήταν γραμμένη. </p> + +<p>Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν +ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν +του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά +γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής· +εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι, +και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον εχαιρέτησα όντας +πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα καράβια που +απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην βίαν εναντίον +εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και ποίος ήτον ο +αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την δύναμιν τα έκανε να +ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν την στράταν των; </p> + +<p>Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του +με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς +το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την +δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον δεν +ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω αυτό το +μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και ήθελα +συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος από αυτόν, +και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό. Ακούοντας έτσι +ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην ώραν, ηύρα τον +δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από τον άλλον, και +τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που ημπορούσε να +νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον ερώτησα και +αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν εκείνο το +χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός μου ο πλέον +γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως θέλει σου το +φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά ογλήγορα και τον +τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν είχε μίαν τρίχα +άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον δυνατός, που δεν +ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον γεροντότερος από τους άλλους +δύο. </p> + +<p>Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ' +εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του +χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το +ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να μου +το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· και +μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και οι δύο +είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον το αίτιον. +Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν έχει άλλο παρά +πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και υπέργηρος είνε το αίτιον +που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά, και η θλίψις τον έφερεν +εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει εβδομήντα πέντε χρόνους, +και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και δυνατώτερος από τον άλλον +και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά. +Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον γέρος, και φαίνομαι πλέον +νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον που απερνώ τους εκατόν +χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε +το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που επιθυμείς να γνωρίζης τον +αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την νεότητά μου, ότι το +εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και άλλο περισσότερον δεν +ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία χώρα πλησίον κατοικημένη. +Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την στράταν, και πολλά ογλήνορα +θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην +έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά +θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον, εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι +κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν +συνήθειαν να ρίχνουν εις τα καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που +από κακήν τους τύχην ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν +αυτοί, το σαπούνι τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον +ευρίσκεται εις τον κόσμον με το να είνε καμωμένον από το πάχος των +ανθρώπων. </p> + +<p>Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα +την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά +μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά +εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα +ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους +πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και +μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον να +με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα +καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου +από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές. Ποίος +το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον Αμπουλβάρην, +διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, χωρίς να μου +δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να χαιρετισθούμεν, και διά +ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; </p> + +<p>Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα +λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός +διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις το +Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του είπα +το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν πολλά +αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν διά να +ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ την +αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον +από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον αέρα πολλά +αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του Αμπίμπη. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός ΣΤ' του +Αμπουλβάρη</h4> + +<p> +<br /> +Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά +την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα +αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την +ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά +να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. Και εκεί που +επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, μου λέγει, με +γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται κάπου να σε είδα +όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου απεκρίθη εκείνος, +εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα την τιμήν να σε +δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας ήμουν και είμαι +σκλάβος έως την σήμερον. </p> + +<p>Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον +σκλάβον. Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον +πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία πάντα +μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται αυτή εις +την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, απεκρίθη ο +σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο μήνες. Ο +βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά του +παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη αλλέως +παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται +υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την +υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα +ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και +αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε αποφύγει +τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον μισευμόν +σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να αποθάνη. Τότε +εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα μεγάλως εις την +καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την χάριν να της ειπή +πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος διά την υστέρησίν +της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον ευχαριστημένη εις την +κατάστασίν της. </p> + +<p>Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· +μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος +πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε τρόπον +διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά λόγου μου να +είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει εις την θλίψιν +μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε τάζοντάς μου ότι θα μου +φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η μεταλλαγή του γραπτού της +Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν, αγροικούσα από το άλλο +κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να στοχάζωμαι, ότι αυτή +ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ κρυφίως, και ότι θα +ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν εις ελπίδα τόσον +χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα έλθη να μου δώση την +απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς τον διέταξα. Αλλ' +εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να επέρασεν ένας μήνας +χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι +η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν ακόμη κακιωμένη, που δεν την +υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου +φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. Βυθισμένος εις αυτούς τους +υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν +μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν. </p> + +<p>Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας +με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και +ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν +ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού +μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω +πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με +καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους +ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς +γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο +διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα +κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν· +τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του +βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες +με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή +γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να +φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και με το να +μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως θα +εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ διά να +την ιδώ. </p> + +<p>Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι +εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά +να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν +την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα +πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι +εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να +προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία. </p> + +<p>Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα +επάνω εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή +στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από +λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που +έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα +στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα +ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την εσυντρόφευαν· +και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα όργανα τες +ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι φίλοι της +χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την χαράν που είχαν, +εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των, και μέρος διά +φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς +την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον, και την έφεραν από το χέρι +εις την άκρην του ποταμού, εκεί που ήτον το κορμί του ανδρός της +φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους +πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα χέρια των ιερέων οι οποίοι το +έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε +και αυτή εις την ετοιμασμένην πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές +φορές θεωρώντας την ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν +έπειτα αγκάλιασεν όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς +ανεχώρησαν διά να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες +σκλάβες της, οι οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την +ελευθερίαν των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα +εδιαμοίρασεν. </p> + +<p>Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την +θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, +και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν +με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά. +Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι +εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα +ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ +τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην +ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω. +Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά τον +θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με +συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα χέρια +των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να αξιωθή με την +σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε την έκαμαν να έμβη +εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν λαμπάδα κατά την συνήθειαν +εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν εις την καλύβαν, και να καή +μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις +το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την +οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να +σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που +δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου +προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον +αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν. </p> + +<p>Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με +είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που +έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός +φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς +του εκείνην την διήγησιν. </p> + +<p>Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά +να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, που +ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον υπόχρεη +να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην αγάπην προς +αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά κενοδοξίαν, και +να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο χωρίς άλλο, που την +επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο στοχασμός του Αμπίμπη με +ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή και με έκαμνε να στοχασθώ πως +αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε είνε τόσον πρόθυμη να καή με +όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον ερχομόν μου εκεί· μα με όλον +τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον γάμον της χωρίς να αγροικήσω να +ανανεώνεται ο πόνος μου και διά τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω +από κει. Και ούτως επήγα εις τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο +κανένα καράβι διά να μισεύη διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που +έμελλε εις ολίγας ημέρας να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την +συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην +θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν +έλειπε με κάθε τρόπον που να πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η +θλίψις· μα εστάθηκαν όλα ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν +της ωραίας Γαντζάδας. </p> + +<p>Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και +έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου +είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω +την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν +είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου +μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των +ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή· +δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να +την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το +αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και +ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή +και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την +Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να +έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και +δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα +μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ +καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος +μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να +υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το +περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον +σκλάβον, ο οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν +εις έναν απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι +υπάγει να φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που +εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν +μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι +εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι +θα έγινε στάκτη. </p> + +<p>Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η +σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή +βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην +ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν +επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της +Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν είνε +με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να θεωρήση +χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε +πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω κάθε +σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, διά να +μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες. </p> + +<p>Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ, +έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν +ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ. +Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα +υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα αβλαβής· +Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις ετούτο το +σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και όλον ετούτο +που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας να αφήσω την +ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε στεφανωθώ, και να +πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι ηθέλησα να κάμω αυτό, διά +να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από την πατρίδα μου με ένα +Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει πολλήν αισχύνην εις όλην μου +την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που +σε έκαμε να μείνης εκστατικός. </p> + +<p>Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν +εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες +να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου; +ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον +ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα τούτα τα λόγια, +έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με θερμότητα. Σηκώσου, +Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν ημπορής να επαινεθής τόσον +διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν είναι πλέον μία απόκτησις τόσον +πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα +πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα των ιερέων και των εδικών μου που +τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την +ομιλίαν της και της είπα, πως τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε +τα στοχάζομαι διά το ουδέν έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και +ευχαρίστησις ήτον διά την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την +αντάμωσίν της, παρά διά τον πλούτον όλου του κόσμου. </p> + +<p>Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν, +απεφασίσαμεν διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που +θα ήτον· το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας +λοιπόν το καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, +και παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι +ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και +εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από +ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν καθώς +επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο πατέρας +μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα που μου +έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως ήτον +γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την είδε +τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην, οπόταν του +εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα συμβεβηκότα μου, και +έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε τα όσα μαργαριτάρια με +τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και ύστερον από αυτά ο πατέρας μου +και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και την εφέραμεν εις τον Κατή και μας +εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον να αρνηθή την ειδωλολατρικήν +θρησκείαν και διά να εορτάση τους γάμους μας, και ο πατέρας μου +έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις +όλους τους φίλους του. </p> + +<p>Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε +πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να +σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και +θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα +τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα. </p> + +<p>Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι +μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον. Το +καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ ήλθαν +και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν εκείνην +την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι τους. Και +ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του, την +εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της +ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του +Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.</h4> + +<h5 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ταξείδιον +δεύτερον</h5> + +<p> +<br /> +Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι +δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και δεν +ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την χάριν +του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να +χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι +οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την +ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει κάθε +εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και ευχαρίστησις, +μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά ολίγους μήνας το +λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο πατέρας μου και +διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου που είχα. Ετούτος +ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να αυξήση το έχειν του με +την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, και το εφόρτωσε +πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και έβαλεν όλον του το +κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος πάντων εμίσευσε, μα +δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του σιμά εις ένα +παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το κορμί του. Τον +είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου επροξένησε +συμπάθειαν και λύπην. </p> + +<p>Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση +νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε +πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη. Και +ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου φανερώση εις +την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη. </p> + +<p>Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα +δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω +που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το +λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί +μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις +ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από +ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς τας +ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο μέρος +δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της +Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν· +αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου +δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας +φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος πάντων +εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου περιουσία +ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις δυστυχίαν με +έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως αποφάσισα μη κάμω +καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ εις το βασίλειον της +Γολκόνδας. </p> + +<p>Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να +κάνω ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα +δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος +από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει με +αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα +λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και +αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το Σουράτ, +και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η ημέρα του +μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα +αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του +σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και +πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την +αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου +αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα. </p> + +<p>Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν +του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω +καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην. +Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου ήσυχον. +Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν πολλά +αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με πολλά +κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις οποίες +εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα. Και αφού +ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να γυρίσωμεν εις +την Μπάσραν. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Ζ'. του +Αμπουλβάρη.</h4> + +<p> +<br /> +Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι θα +φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα μας. +Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που +ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η +σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι +μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι +άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου +μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με +τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις +εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν, +και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην, +και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται ένας +μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον +πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν, +που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη +εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον +καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου· +και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα +την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου. +</p> + +<p>Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά +εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο +ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν +νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που +εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· +εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα +διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα +τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν +εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος τα άγρια +ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με καταφάγουν, μου +εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ εκεί διά πολλήν +καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. </p> + +<p>Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα +δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις +αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον +από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον +ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και +φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του +οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα +κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε +το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν, +και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το +στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το +επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του. </p> + +<p>Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις +εμέ, είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την +θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν +ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα +και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να θεωρήσω +τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν διάστημα +εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο δράκων, +και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν άφαντος από τα +μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και +γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι +άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις +αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως +εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη +ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος· +εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την +κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον, +και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία +έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας +βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας +πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά +να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς +ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις +ετούτο το νησί από κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν +μεταγυρίσει εις τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν +να βαλθούν εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν +τίποτε δεν τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, +και θέλουν φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν +εύρει μίαν μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις +αυτήν, και ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις +ένα μέγα λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο +το μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους». +</p> + +<p>Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες +ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά +πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους +κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και +εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα +προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του +βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της +οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να +έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν +εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα +τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος· +αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και +περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ, +ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως +εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης. +Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη, και εξαναθεώρησα +το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά πάντα. Εφανερώθη +ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον από διαφόρων λογιών +λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και δένδρα φορτωμένα από +ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά τα δένδρα, και έφαγα από +τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα χόρτα διά να αναπαυθώ +ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον ύπνον. Και οπόταν +εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα και ξερακιανά, τα +οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν μορφήν ανθρωπίνην, +και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του μετώπου τους από ένα +κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν σκύλου, και άλλα είχαν +σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα διηγηθώ· </p> + +<p>Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι +ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα +συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να +κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και +οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν +θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής. Δεν +έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν. Έκαμες +καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και στανικώς, +ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς με επήραν +και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω από πάνω από +διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά να φθάσωμεν εις +τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά ένα αναρίθμητον +πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά· και εις κάθε ένα +από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον. </p> + +<p>Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι +εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων οι +άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους λείψη +αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα τελώνια, που +επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν από όλον τον +κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το περισσότερον +μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι Ταρτάροι, τα οποία +τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και τα έτρωγαν με πολύν +πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα τα κατηραμμένα +τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των μου επροξενούσαν +μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον εδιαπερνούσε το πνεύμα μου +από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η καταφρόνεσις που έκαναν του +Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και +από το να παίρνη αμπτέστι και να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα +εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια πως ήθελα να κακοπάθω αν τους +επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να +κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον εκείνο που μου εμπόδιζαν. </p> + +<p>Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που +εδούλευα, επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και +εις το αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να +αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν +του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς από +το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης μεταβολής· +είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα και τόσον +εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές των τελωνίων +επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα άσχημα εώρταζαν +με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου την νίκην τους. +Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το θέαμα, και +ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών, εφώναξα με όλην +μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας, και ο Μωάμεθ είνε +προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια ακούοντάς με να +ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν. Ποίος είσαι εσύ, +ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου δείξη παρόμοια +λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον τόπον να ευρίσκεται +ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν είσαι; και πώς ημπόρεσες +να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις +το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε +παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα, +έπειτα μου εζήτησε το όνομά μου και φανερώνοντάς το μου είπεν, +Αμπουλβάρη, είμαι πολλά ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας +χείρας των απίστων τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν +να σε θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι, +επειδή και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού +του Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου. </p> + +<p>Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην +προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις τα +δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε που +εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την +προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν εγώ +ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους +εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με εσέβονταν +πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά τους, εις τρόπον +που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με συμβουλευθούν, και +έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου· Εσυνέβη ότι μία νύκτα +ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν κήπον της Μέκκας, εκεί +που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα να εμβαίνη η Γαντζάδα +εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά θλιμμένον και εισερχομένη +εις το μνημείον του Προφήτου, επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον +«Ω Μωάμεθ, που εις εσέ εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε +έλεος εις μίαν γυναίκα, η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους +νόμους σου· κάμε να έλθη ο άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού +ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση εις την Μπάσραν, διά να +διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την εχάρισα και να με +ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με απατήση». </p> + +<p>Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να +την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το +όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου +ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη +την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν +ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν +βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των +τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος θλίψις +φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ μου τι +είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα σκληρόν +όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την ησυχίαν +μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά τούτο είμαι +έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με επρόσταξε να του +διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το εδιηγήθηκα μου είπεν. </p> + +<p>Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και +επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που +επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα· μα +πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν, ηκολούθησεν +αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης εβδομήντα χρόνους +διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα διάστημα, εγώ θέλω σε +κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να απολαύσης την Γαντζάδα, που την +είδες εις το όνειρόν σου. Και λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, +και με έφερεν εις μίαν παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα +νησί. Βλέπεις εσύ μου είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται +ένας πύργος που η κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, +του απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, +ο οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν +εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις +ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή +του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, που +ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και +εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα +αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που τους +ήμουν σκλάβος. </p> + +<p>Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ' +υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με +χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την +ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας +προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου είσαι +υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν παραβλέπω +το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον σκληρά +βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την καλωσύνην και +με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσύ ηξεύρεις πως +ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ, απεκρίθη ο Αφρικός +ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό δεν μου είνε νέον. Σου +την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς, μα με συμφωνίαν, ότι εσύ +θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και θέλω ότι εις +ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις +ώρες του είπε, διά το θέλημά σου που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε +εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός +είνε ένα κακοποιόν τελώνιον πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν +ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με +γελά, μα διά να μη σε βλάψη θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την +λέγης εις όλον το διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες +πλάτες του, και με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να +σε βλάψη. Και εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και +την έμαθα να την λέγω. </p> + +<p>Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με +έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην +ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν, +Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις +την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή +Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι είνε +μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του Μωάμεθ, που +ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και παίρνουν αμπτέστι, +και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων, και που πολεμούν +ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν τελωνίων, που είνε +αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ. </p> + +<p>Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον +εβγήκα από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον. +Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες +την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο +Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το +επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν, επειδή +και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν στιγμήν +χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς φοβερωτάτους, οι +οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την προσευχήν· τώρα +αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με εχαμήλωνε, κάποιες φορές +έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, και άλλες φουρτούνες, +πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με φοβίση και να με κάμη να +πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω +εις τες πλάτες του. </p> + +<p>Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω +εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν +ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου εις +ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την +αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι +ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν +εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που επολεμούσαν, +με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να λέγω την προσευχήν +μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον που δεν +επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που επάνωθέν της +είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά να πολεμήση. +Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, και ηξεύροντας +καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν χίλιες φορές την +εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου. +Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης +και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος, +στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ +την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Η'. του +Αμπουλβάρη</h4> + +<p> +<br /> +Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την +οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα μικρόν +πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον πουλί, +το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το στόμα +μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και +γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην +ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να +δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου επειδή +και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν ωφεληθή +κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις τα όσα +μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την χάριν να +μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του προφήτου +Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την θάλασσαν, διά να +βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται εις ετούτους τους +τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε που αντί να θλίβεσαι, +χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα +βάσανα που υποφέρουν εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου +ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να +ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι +παντελώς να μου συμβή τίποτε εναντίον. </p> + +<p>Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το +θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα +ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι +που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν +και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που +ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι +ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν +εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο πατήματα +μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, ήκουσα αιφνιδίως +μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ έφθασες εδώ εις καλόν +καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα ευθύς εις εκείνο το μέρος +που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον +ξαπλωμένον κατά γης, πολλά μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε +ρίξει εις την θάλασσαν και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν +ωσάν του ελέφαντος· τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και +τον δεξιόν γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, +και μην φοβάσαι τίποτε. </p> + +<p>Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον +τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και +επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω νέε, +μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του είπα· +τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον άνθρωπον +εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, το οποίον +μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την βοήθειάν σου να +λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι αν λάβω εκείνο +που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη υπέρμετρα, επειδή και +με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, και εις ανταμοιβήν θέλω +σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του +είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να +με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το +κεφάλι του προφήτου σου, πως θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ +εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω +να κάμω, και θέλω το ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν. </p> + +<p>Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον +διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, +άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός +έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια +και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης +αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να +μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ' +όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την +πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι. Ο +Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία έρριξεν +ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία ευθύς +άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον δίασπρον, +εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα οποία ευθύς που +μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου τα εκτύπησεν από +μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν εις μίαν δευτέραν +προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην ασημένιον. Δεν +εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα ευθύς άνοιξε, και +εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν σπήλαιον πολλά +ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με μεγάλην ορμήν εις +την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον δύο δράκοντες μεγάλοι +και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας άνοιξαν τας πτέρυγάς των, +και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους άπειρες φοβερές φλόγες +πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια και εις αυτούς και ευθύς +έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν +αυλήν, της οποίας τα τείχη εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και +το έδαφος ήτον εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο +ένας πύργος υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη +κολώνες από τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας +μεγάλος θρόνος από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον +ένας θόλος, συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, +που μου εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να +πλησιάσωμεν εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα +του πύργου, ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς +τους· μα τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν +εκείνον που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος +εις το πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος +που κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα +υποκείμενα της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που +εις τα μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα +δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά +μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του +Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, +διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας +μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης +αναίσθητον. Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα +βόλι, και ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες +μου είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· +ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και +ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το +δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την +γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω Μουσουλμάνε +φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον χρέος· ήξευρε ότι +ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον πύργον, είναι ο +προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την Βούλλαν, διατί με +αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, και εσένα ύστερα +θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα διατί του είπα, +δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης αυτόν τον όφιν +ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω εναντίον του, μου +απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν από άλλον. Έπειτα από +αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν και ετράβηξε το δακτυλίδι +έως εις την μέσην του δακτύλου του προφήτου· μα ο ίδιος όφις +εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το ίδιον σύστημα και την +τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να του ρίξω το βόλι και τον +καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω +Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το καταραμένον τελώνιον· ετούτο +είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία αποστάτησαν εναντίον του +Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα έκλεισεν εις το κέντρον της γης, +διά να παιδεύση την αυθάδειάν τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να +κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από +πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις την ρίζαν του βουνού εκεί που τον +εσυναπάντησες, διά να διαβή κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση +διά να κάμη αυτό το απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά +να την αποκτήση ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις +την φύλαξίν μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του +Σολομώντος και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον +Αφρικόν και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν, +ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή +αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον από +τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου του +προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το πρώτον, +αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ». </p> + +<p>Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα +οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να +βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν που +τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με +έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να +περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν +μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων, +που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα +φοβερώτατα. </p> + +<p>Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, +του οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· +εστοχάσθηκα ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και +επαρομοίαζε κατά πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον +με χοντρές αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που +επαρομοίαζε την βροντήν. </p> + +<p>Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι, +και ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος, +και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες +προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί +κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε +πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το +χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε; +Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με +αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα +θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον +ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και +θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και θέλουν +ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε μακρυά του +είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα ανομήματα. </p> + +<p>Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ +του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι +Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου +φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά να +παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε να +λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους Μωαμεθανούς) που +έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους θυμούς μου. Έτσι +λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και επάσχισε με δυνάμεις +τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους δεσμούς· μα δεν έλαβε το +ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν +ευθύς, και τον εκαταδάμασαν, ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο +τον έδερνε με ράβδον σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού, +κατηραμένε, πολλά ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να +σου δοθή το θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν +επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα, +εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν +κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην +από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός +κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα +τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν +το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν +διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από +σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον +ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα +έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα +με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα +έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν +ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος Θεός, +παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο +Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο +Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». </p> + +<p>Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς +άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να σας +περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα. +Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον +ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε· και +ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με εκείνο που +επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι κτισμένον από ένα +μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον αγνώριστον. Μα όσον +πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη υπέρβαινε κατά πολλά, η +κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε καθόλου με τες ιδικές μας, και +δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι +οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν +πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που έδειχναν τους πολέμους του +Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την θρησκείαν του. Και οπόταν +εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα +περιβόλι μεγάλον καθ' υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα +θαυμάσια δένδρα του ήταν γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και +λουλούδια, τα συντριβάνια τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και +άλλα διάφορα πράγματα, που μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να +περιγράψω. </p> + +<p>Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών +διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί που +επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, +ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι +του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης +επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που +επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον +ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους αστέρας. +</p> + +<p>Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του, +ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να +φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του. +Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε, δεν +είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς ήλθες, +αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να έλθης εσύ +εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα θαυμάσια ετούτα +του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ ευρίσκονται; Εγώ είδα +και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα από τα φαγητά σας δεν +ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν την οδόν σου μου είπεν +εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν κάποιον, ο οποίος θέλει σε +συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος πάντων θέλει σε κάμει να +φθάσης εκεί που επιθυμείς. </p> + +<p>Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα +μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να +στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος πάντων +εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου έστεκαν +γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο Θεός, ο +Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας άνθρωπος +γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που ετελείωσε +να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ και αυτός +αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε Μουσουλμάνε· +κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του Μωάμεθ που +ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον τόπον ευρίσκεσαι; +ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η διωρισμένη κατοικία των +φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, +και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, και θέλω σε κάμει να τους ιδής. +Τότε αυτός με έφερεν εις έναν τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις +ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από +μέλι, και έτρεχαν σιγαλά ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των +οποίων έστεκαν πλήθος λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα +από διάφορα φαγητά· εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του +Μωάμεθ, και σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι +οποίοι βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον. +Έπειτα από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά +χαρμόσυνον ο οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που +εσύγχισαν τον νουν μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· +άλλα ελαλούσαν διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· +και τόσον ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος +πάντων ολίγον έλειψε να τρελλανθώ. </p> + +<p>Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι +ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι +άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης +κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος του +θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς μου +τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από εκείνα +και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην του +περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την +κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το +άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν +του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ εδώ +καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· ημείς +μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει τες +τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· εμείς +εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας πάντοτε +τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις βασιλεύει η +νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που μας φωτίζει +είναι πάντα καθαρή και ξάστερη. </p> + +<p>Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την +συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες +ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· η +ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν ακόμη +κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου εσύγχιζε +την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των κορασίων δεν +ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο Χεδέρ +καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά +καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι +αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον, +αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους +οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον +επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει. Το σύννεφον, +ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα εις αυτό, +απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· έχεις κανένα +πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να καλοποιήσης; είπεν ο +Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν +είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε την στράταν σου, με το να μην +έχω χρείαν από εσένα. </p> + +<p>Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ +παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις +την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του +απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον τον +Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την πόρταν του +σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, υπήκουσε, και με +επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον Χεδέρ διά τες +χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με ενθυμάται· εις +διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την Μπάσραν, και με +απέθεσεν εις την πόρταν μου. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Θ'. του +Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του +</h4> + +<p> +<br /> +Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού +μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το +να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς +την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος· +έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα +πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου +ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση +την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία διά να μου ανοίξη· μα +αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, που έπρεπε να της +προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη μεγάλως ευθύς που με +είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου σου προξενεί φόβον· οι +οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ να εμεταβάλθηκα τόσον, που +να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον αδελφόν μου διά να μιλήσω με +αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα +νέον εις εμένα αγνώριστον· ο αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού +με εθεώρησε με πολλήν επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο +Αμπουλβάρης ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν +σημάδι, εκείνος είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι +ασχημότατος, εκείνος είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα +σκέλεθρον· παύσε το λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να +καταλάβωμεν πως εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι +που δεν τον είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την +φυσιογνωμίαν του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που +καθώς εμάθαμεν, αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν. +</p> + +<p>Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά +καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω πώς +ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα +της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του +Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον +με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να +με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου +ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ. Εσύ +έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του Αμπουλβάρη, μα η μορφή +σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν καθόλου με εκείνου· και εις +τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι +αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον διαφορετικός από εκείνο που +ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου +συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν; +</p> + +<p>Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου +εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω, ο +νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ +είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο, +παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα +γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης +να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, +την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, που +με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα μου, +και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που ακούω, +εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα όμοιαν με +την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον άνδρα; Ήθελα +να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε να ειπώ άλλο. +</p> + +<p>Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον +περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον +εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας +πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν και +εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων +φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη, +του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η +υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις +ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να ειπή +ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο +Αμπουλβάρης. </p> + +<p>Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον +Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· +έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι +στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; +Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι +οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο +που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων, +είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην +κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου +το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το +κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν. </p> + +<p>Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας +άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης; +Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά να +σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο νέος, +και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως αυτός έχει +προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή πράγματα +παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο Κατής, θέλω να +τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως θέλω κάμει +δικαιοσύνην. </p> + +<p>Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον +με όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής +εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η +υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν +ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται, δεν +ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο +άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός +λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά να +υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν του +Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει +μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν +να το κρίνουν. </p> + +<p>Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και +οι τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις +το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου μού +είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να σε +πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί που +ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί εκείνο +που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν διήγημα που +ήκουσα. </p> + +<p>Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον +ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω +μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν +άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν +ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, +προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· +τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν +χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη, +ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να +πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος δεν +είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από πολύν +καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν ημέραν εις +τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και αληθινά· +ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο Αμπουλβάρης πρέπει +να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την διήγησιν του. Τότε εγώ του +εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα, και έφερα τον λόγον μου +απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων Μουσούλμα, διά τα όσα μου +επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί +έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με +αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που +θα ήτον εις την γην, επειδή και είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην +κατοίκησιν των δικαίων, και φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην +την θνητήν ζωήν. </p> + +<p>Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν +τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να +εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου τα +έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα εις +την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με την +ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την ανυπομονησίαν +που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως αυτή έδειξε πολλήν +θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την εσυμπάθησα. Ο αδελφός +μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε κακώς τα υπάρχοντά μου, και +σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον ίδιον καιρόν έκαμε και την +Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, όντας φίλος του· δεν +εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς από την γυναίκα μου· +και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω καθώς και το πρώτον με +μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν +διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την καλήν τύχην διά να εύρω ένα +θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα +πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω με όλην ετούτην την πολυέξοδον +ζωήν που κάνω. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Τέλος της ιστορίας +του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων +του.</h4> + +<p> +<br /> +Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο Βεδρεδίν, +και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την ζωήν τους +πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν ο Βεδρεδίν +ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος πάντων +αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν ευτυχίαν; +είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν άνθρωπον +ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, που ηύρα +εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες ελπίδες μου +που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να λέγη, θέλουν να +πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην του λείψη +κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη καθολικά +ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το εναντίον και +ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην τους, επειδή +και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν ήθελαν αμφιβάλλουν, +ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος. </p> + +<p>Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν +αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως +ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την διήγησίν +μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα αγαπά πολλά +εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην εις το γύρισμά +μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με αυτόν· αυτό το +εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η γνωριμία μου επλήγωσε +την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά πολλά και με όλον που δεν +αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω από αυτήν την φιλίαν μου +εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από αυτό στοχασθήτε την θλίψιν +που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον εκείνη, που μου επροξενούσε την +ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την +ομιλίαν η οποία τον έκαμε να στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο +μυστικός του δεν είχαν κατά αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, +πως ήτον αδύνατον εις τον κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν. </p> + +<p>Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο +Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την +χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις +την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που +είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ και +καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος να +μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα είναι +εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας σταθούμεν απ' +εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν είμεθα τελείως +ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον δυστυχέστεροι +από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, ευρίσκονται κατά +αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν χρειαζόμεθα ημείς μίαν +μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα +θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, +ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως πρέπει να παρηγορηθήτε, +που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές ζουν ακόμη, η θεωρία τους +δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την ισχύν, που είχε πρώτον και διά +τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που +ευρισκόμεθα, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που +ημπορεί να μας έλθη, στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς +θλίψιν. </p> + +<p>Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά +ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού +μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου Χαλιμά, +αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως τώρα μου +εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται σταθερός εις +την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από αυτές αμέτοχος, +καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις τα όσα +επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου Χαλιμά με +αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου είναι διά +παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον όστις την ήθελεν +ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις του με το μέσον αυτής +διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που δοκιμάζει θλίψεις, παρά +είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ περισσότερες και δεινότερες, +και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην +άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η +Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, +ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο +εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, +και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο +Αϊδήν, θέλω την ακούσει και αυτήν με την συνηθισμένην μου +ευχαρίστησιν, και αύριον ας είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής. +Και ερχομένη η ακόλουθος ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε +να διηγήται με τον ακόλουθον τρόπον· </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των δύο +αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ</h4> + +<p> +<br /> +Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της +Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά ωραίας· +η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η μικρότερη που +ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η οικογένεια εκατοικούσεν +εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, και εκυβερνούνταν με το +εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν υποκάμισα και άλλα, που από το +Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να +τους βάνουν κάποια άνθη διά να τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η +χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν +εις το χέρι, της οποίας το φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την +ίδιαν ημέραν· και προτού να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες +της, και τες είπε· βλέπω τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και +πρέπει να αποθάνω· εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν +θέλει με ονειδίσει κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον +Ουρανόν, που σας αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα +καθαρά καθώς σας εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα +παραγγέλματα του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας +εργόχειρον καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο +ουρανός θέλει σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε +πάντα ενωμένες χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή +και η ευτυχία σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε +γυρίζοντας προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι +μικρή ακόμη, πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή +και αυτή δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ +Φατμέ θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. </p> + +<p>Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες +αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να +περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι δύο +πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες αγκάλες +των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν και την +έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον τάφον της +με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους, εσύμμασαν +εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα εις +κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν εις το +Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που απαρθένευαν· δεν +έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και συναπαντούν ένα +μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως ενδυμένον· ο οποίος +βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με πολλήν επιμέλειαν, +ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός εφαίνετο πως θα είχε +περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον τούτο που ήτον τέτοιος, +επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος βλέποντάς τες που ήτον +κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· που πηγαίνετε εσείς ω +εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του απεκρίθη η τρανή, εις το +Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να +λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν σας χρείαν; </p> + +<p>Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο +πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την +εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το +εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον μου +κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το οποίον +ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από την θλίψιν +σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε να έχετε +αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που θέλω έχει +διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας. </p> + +<p>Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι +γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην· ευθύς +που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν, που ποτέ +μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με, και σας +τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά ευτυχισμένην· και +θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας, η οποία σας έκαμε +να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν. </p> + +<p>Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν +την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να +είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες προς +όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να αποφασίσουν +μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον τούτο η Φατμέ +που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις την κατάστασιν, +εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα πράγμα διά να το +καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του δώση απόκρισιν. Ο +γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να αποφασίσουν, είπεν· +αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον κίνδυνον, εις τον +οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις μίαν καλύβαν, και +την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν θέλετε αποστραφή τα όσα +σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε καθόλου από εμένα· η ηλικία +μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να σας βεβαιώση· εσείς θέλετε +αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να +ζήσετε· εσείς από εμένα όχι μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά +την ζωοτροφίαν σας, αλλά ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και +ευτυχίαν, που να σας ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά +ακολουθήσετε την συμβουλήν μου διά το καλόν σας. </p> + +<p>Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του +άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη. +Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με +παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την αγάπην, +που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το εξετάξει αν +το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν +αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να +ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης +άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα +ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν +βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή μου απεκρίθη +κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας, και πολλά +άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της Κατηγές, της +οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου δεν είνε αρκετή +να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο αποκρίνεσαι με τόσην +αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει ετούτος ο σεβάσμιος γέρων. +Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι +νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο +δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν +θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου +έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η +αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως, απεκρίθη η Κατηγέ, και αν +είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω, διατί δε τον υπακούεις εσύ, +και να τον πάρης άνδρα πού είσαι μεγαλήτερη και ευμορφότερη από +εμένα; </p> + +<p>Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα. +Στοχασθήτε την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες +του κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με +νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν +τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω +τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί διά +να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, είχε +τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά εις την +θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και γυρίζοντας +προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν σου δεν είνε +χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη αδελφής μου η οποία +δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει της μεταβάλλει την +βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε πιστεύω ότι είσαι +ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η επιμέλεια σου θέλουν την +κάμει τέλος πάντων απαλήν και συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε +υπακούσει, και θέλομεν σε ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου +ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν αυτός με ήθελε βιάση και με +υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου τάσσω πως δεν θέλω το +υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε +βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, και εις κανένα πράγμα δε θέλω +σου αντισταθή, που να μην είνε της ορέξεώς σου και θέλεις είσαι +νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η +θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά +να μην έχεις αιτίαν να παραπονεθής απ' εμένα. </p> + +<p>Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται +πως συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να +μας αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα +έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με +υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην +αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με +κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και +άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης. +Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις. +Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι, +όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω +μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν +θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο +γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε. Η +Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της +αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί +εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα +σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση +ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας. +</p> + +<p>Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της +Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις μεγάλην +αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι εκείνος +του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και αν δεν +ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την αδελφήν +μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά τον γέροντα· +δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη την αγριώση +περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον εναντίον του. +</p> + +<p>Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την +καταπραΰνη, τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το +μίσος προς αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με +όλον που ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το +έκανεν αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, +αλλά και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την +έτσι αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη, +λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και στοχαστική, +να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να γυρίση εις την +καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ δεν φανή να έλθη +τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν ολούθεν. </p> + +<p>Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ +εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του +γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με +μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν έκανεν +άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας αγαπητικός της +δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ ευθύς που έφεξεν +εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το Μουσουλπατάν· εις το +οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη γυρεύσουν την Φατμέ +και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν καμμίαν είδησιν. +Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές τους έφερεν εις το +άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην ημπορώντας να μάθουν το τι +έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την εγύρεψαν εις όλην εκείνην την +πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν και εις όλα τα περίχωρα και εις +όλες τες στράτες, που επήγαιναν εις άλλες πολιτείες. </p> + +<p>Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την +γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους τους. +Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο γέρων με +πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την Κατηγιέ διά να +την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με το να μην ήτον +πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η Κατηγιέ με +πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον ακολουθήση +εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο γέρων +εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις ημέρες +στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι ωνομάζετο ο +γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν σπήτι. Και αφού +εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, και αυτός επήγεν +εις άλλον να κάμη το όμοιον. </p> + +<p>Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της +έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και +ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν +ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από +πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην +ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη +του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την +καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο οποίος, +με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με τόσα +λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να μην +φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με κανένα +τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την θέλησίν της +κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να μη δείχνη +κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο εις την αγάπην +του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς. </p> + +<p>Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν +διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες που +είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από τον +νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να ευρίσκεται +πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν αυτή μίαν +νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της εδιαπέρασε την +καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν έμπροσθέν της ένας νέος +μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η ευγενής θεωρία και τα +ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες πλάτες του την εξέπληξαν +και εν τω μεταξύ που αυτή τον εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ +Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; +πιστεύεις τάχα ότι τα εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο +Δαλήκ, σε εβγάζουν από το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς +αμφιβολίαν· και μάθε ότι δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν +πηγαίνης να την εύρης εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και +θέλεις ιδεί εκείνον, που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και +ούτω λέγοντας έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη. +Εστοχάζονταν εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και +σηκωνώμενη με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον +είδεν, επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον +λέγοντάς του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την +παρακούση, έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, +και ηύρεν ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό +το νησί, και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί. +Και απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν +σκλάβαν και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η +νέα αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον +της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε τρόπον +διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και τώρα την +εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της στολίση το +πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά εστοχάσθη να μη της +κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά να της το φανερώση, +διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να την χαροποιήση, και να +την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη εκστατική οπόταν αυτός άρχισε +την ιστορίαν με τον ακόλουθον τρόπον. </p> + +<p>Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος, +ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς +άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς +την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα, διατί +θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με βλέπεις +υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά αρκετήν διά +να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με μισούν. Τα +λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται έμπροσθέν μου· +με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της μορφής μου, είνε +αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της μίαν υπερβολικήν +αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις +αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν και ωραίαν; εσύ κατά πως +είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο, παρά καταφρόνησιν. </p> + +<p>Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι +μου και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν +θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου +φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και +πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ. Δεν +στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω +αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να +πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την +ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης +πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου. </p> + +<p>Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς +με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ είμαι +το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα και +ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με όλην +την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να μην +είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον Μπρακμάνον· +αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον αδελφόν μου, και +διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις ημάς είχε, μας +επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν μίαν αγαπητικήν +του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε τόσον. Εις αυτήν την +επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα +συντροφιασμένη ή από εμένα ή από τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν +διά πολλούς χρόνους, χωρίς ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης +προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν +ακολουθήση πάντα με αυτόν τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις +το κεφάλι αυτής της γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την +κατάστασιν. </p> + +<p>Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν +σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν χωρίς +να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη αλλέως, που να +μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα πολλά μας ξανθά και +εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες μας· </p> + +<p>Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν +της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και +αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την +υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον +ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη, εκαταλάβαμεν +από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν αγάπης· αλλά δεν +ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της· όθεν απεφασίσαμεν με +τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον να την κάμωμεν να μας +δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε καθώς ημείς εστοχαζόμασθε +να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την εβγάλωμεν από τέτοιες +φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας εκαλούσε διά να την +υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε μαζί με αυτήν, και που +ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις ένα συμβούλιον των Εξωτικών +συνηθροισμένων, άρχισε να την κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους +τρόπους, και να την δοκιμάζη ανίσως και ήτον καθώς αυτός την +ενόμιζεν. </p> + +<p>Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά +ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που +εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν +εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα +μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την +νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι της +τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν είσθαι +αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που είχαμεν +προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν ενάντιοι εις την +επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, ονειδίζοντας την +σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη να χαθή, και να +αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την υπακούσει, και να +κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες στερεοί εις την γνώμην μας +μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν, την αφήσαμεν, και +εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας. </p> + +<p>Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και +με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να συγκλίνωμεν +εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά να μας απατήση +και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την επιτηδειότητα που ο +έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε +και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα θελήματά της και εις την αγάπην +της. </p> + +<p>Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη +χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν +τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε να +προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν μας +δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν +ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που δεν +ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον φόβον. Μα +εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην της, εύρισκε +τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη από αυτόν τον +φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να μη βλέπωμεν το +σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με θάρρος· μα αυτό το πολύ +θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις. +</p> + +<p>Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον +Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη τα +μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα +οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος +αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την +κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην +αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν +αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς +ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο +άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες +νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε +πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον +καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη. </p> + +<p>Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές +κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του. +Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας, +ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα +πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ καμωμένος +ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν αυτός να +λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν μου, εγώ +στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και εσένα εις τον +αριθμόν των αποκτημάτων μου. </p> + +<p>Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το +μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον +τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους +στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το +έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον +κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της +εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την +αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της +προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και να +μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον. </p> + +<p>Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά +του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον υβρίζη +καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το κρατήσει +κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να τον παιδεύση +κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της μιλήση με τέτοιον +τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο Μπρακμάνος +σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν ηθέλησε να +εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός ο πονηρός και +πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο +επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη +να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και +απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση +με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε +πως δεν ήτον αδύνατον να μας ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με +αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας κάμη να χαθούμε και οι τρεις +προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε +και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ περισσότερον από εκείνο που +εκατάλαβε, διά να του ανάψη περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση. +</p> + +<p>Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και +ηθέλησε μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε +την πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και +διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον καιρόν +διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι τρεις +ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά +φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η +γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του διά +να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να σκεπάσωμεν +την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά ήθελαν σκεπάση +το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η Φαραζάνα πλέον +ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, και με λόγια +προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα περισσότερον άναψαν τον +θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς τρεις ματιές, που μας έδωσε +να καταλάβωμεν την αρχήν της εκδικήσεώς του. </p> + +<p>Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά +ελαφρή διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος +θάνατος· μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον +θάνατον, θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν +φορές σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς +την Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου +δεν ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή +διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να +ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη +τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις +μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν +που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε +στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και +αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη. </p> + +<p>Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος, +αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό ο +αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το φως +της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί να +είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις έναν +άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και +κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι, εκεί +μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της ανομίας +σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των εξωτικών +σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας αχρήζουν +πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να μείνετε γυμνοί +από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε είσται εις το κοινόν +ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να εγινήκατε, και έτσι +θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω μόνον από το να είστε +υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου. </p> + +<p>Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος +εκήρυξεν, ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός +μας. Ημείς πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που +μας επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας +αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες +φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις την +θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά μας +εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό εστάθη +περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί έχει προς +εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός τότε, μου +κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά δυνατός· και +είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να ξαναλάβετε την +πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να κάμω παρά να σας +γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε ξαναλάβει την +φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που έχετε, οπόταν +καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν, ολιγώτερον από +είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση. </p> + +<p>Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι +απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να +αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν +είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την ελπίδα, +και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε διά μέσον +αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν. Πηγαίνετε το λοιπόν +διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να χωρισθήτε, και να +πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος σας. Μας έδειξεν +ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν να κατοικήσωμεν και +ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια μίλια· έπειτα μας έδωσε +του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ. φλωρία, διά έξοδά μας, και +διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας τιμημένα έως που να λάβη τέλος η +δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας +ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς μας. </p> + +<p>Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και +ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν διά +πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως η +προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του +ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την +ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος +ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας διώρισεν. +Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη ξαναϊδούμεν ο +ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην μας μορφήν, η +οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς αιώνας. </p> + +<p>Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να +κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά μου +στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα +τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της +μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε έξ +χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με γενναιότητα +χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να ημπορέσω να +πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν νέαν κόρην, +που να κλίνη διά να με αγαπήση. </p> + +<p>Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και +τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες +συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με +καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν +και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως +τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω +καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν +εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί +κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά να +ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον +καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον. </p> + +<p>Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον +παρά διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι +εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν +ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις τον +τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την αρχήν, +ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας έλεγε· τι +άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν μεταβολήν, +οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών τους +λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε πως τον +είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και έχομεν +παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον είδον και +αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον και οι +γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα. </p> + +<p>Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά +να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση· και +όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν εις το +Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα μαζή με την +αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία μου Κατηγέ, +αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου σε αγάπησα· μα +αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης το όμοιον εις +εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου εφάνη πολλά μισητή +και παράξενη. </p> + +<p>Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε +να την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν +των απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το +μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας να +λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά εις +τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με κάποιον +τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες δυστυχίες +σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες ήθελες +διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου κακοφαίνεται όμως +που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες ελαφρώσω, και να σου +τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ σε, στοχάσου, αν +ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν μου να κλίνη προς του +λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· +είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; αυτή πληγώνει περισσότερον την +δυστυχίαν μου, παρά να την ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η +Κατηγέ, που δεν ημπορώ να υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που +εσυνέλαβα δι' αυτήν την μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να +παραπονεθής εις εμέ, εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· +αυτή η μορφή μου έγινε φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να +λάβω ποτέ την πρώτην μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν +του γέροντος, μην ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν +του. </p> + +<p>Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα, +και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες +μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα +τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν +ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να +χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει +εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς πολλές +φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες οποίες +εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις το καράβι +τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους και τα +μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους εφαίνονταν πολλά +παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον παράξενα· εφορούσαν +αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την οποίαν εφαίνονταν +ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και δράκοντες, και άλλα +φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το κεφάλι τους εφορούσαν +κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από χαρτί, και ζωγραφισμένες με +διάφορα χρώματα. </p> + +<p>Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι +εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που ευρίσκονταν +εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην επιμέλειαν, τους +εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και έκαναν καθώς +εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους αγοράσουν· +έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα μαλλιά, και +είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες ζαρωματιές του +προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον μη ηξεύροντας που +έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· το τέλος εστάθη +διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι εξεταχτάδες έβαλαν +ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και εφαίνονταν πως θα +τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν. Με οπόταν αυτοί +είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν σκλάβαν, που είχαν +μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν τους· και μάλιστα ο +αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού, ο οποίος ρίχνοντας +τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν, και στοχάζοντάς την +που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου του επήγε και έπεσεν +εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το πάθος, και την κλίσιν που +εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά να την βάλη εις το σαλόνι +του, και να την έχη ως αγαπητικήν του, διά το οποίον αυτή έκλινε +μετά πάσης χαράς. </p> + +<p>Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν, +ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν είναι +γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς αγάπην +τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του. Τέτοιος +στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της οποίας η +ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα αποτελέσματα· αλλά +ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε και είδε μετά την +πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που να παρακινήση την +όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο αρχιστράτηγος κατά τύχην +έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν την νέαν, την οποίαν +βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην εξέστη· και άρχισε να της +λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα είσαι έτσι πλουσίως +ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους δούλους του, και φέρετέ την +εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις τας αισχρότερες δούλευσες διά +να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες υπηρεσίες. </p> + +<p>Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της +υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με +αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν να +του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· και +έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους +βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με +σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και +τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να +υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και +αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την +υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και τον +εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις αυτόν +έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν ράχιν του, +τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν πρόσωπον και +γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που εδούλευσεν εις +συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις αυτούς το αίτιον +της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους εκράτησεν αρκετήν ώραν +εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις δεν τους αφήκεν ευθύς να +φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως έλυσαν την σιωπήν και +άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, και να τον επαινούν και +να τον εγκωμιάζουν. </p> + +<p>Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις +το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του +Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε +άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου επροσφέραμεν +εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον διά εμένα σου +ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και ωραιότητα εκείνης +της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα να την φέρουν εις το +παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης με έκαμε εκστατικόν +δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να μη υπερβαίνη κατά +πολλά εκείνης την ευμορφίαν. </p> + +<p>Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της +βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη +εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη +τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το +παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου. +Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που τον +εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας· αντί +να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους +επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης εκείνην +την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην την βδελυράν +και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά, αλλά στοχάσου +να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την οποίαν θέλομεν σε +φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους του, και επήραν τον +Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν εις το παλάτι της +βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το πράγμα και την +δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις περιγέλοιον και διά να +περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα του· και εις τον εαυτόν +του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, ότι ένας Εξωτικός θα έλθη +εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το περίγελο των απογόνων του +Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον βάσανον από τα όσα έως τώρα +επέρασα. Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον +βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και χωρίς +να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω θαυμασιώτατε γέρων, +εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις ετούτο το νησί μου και +τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα +ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία, και να μας παρουσιασθή εις τους +οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων, που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν +ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε τους ηγεμόνας της διά να +πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν με μεγάλον σέβας. Μετ' +αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε καθόλου του γέροντος, η +βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος ευνούχος της εις τον ωραιότερον +χοντζερέ του παλατιού της, ο οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα +πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος +εις αυτές τες δεξίωσες, ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, +στοχαζόμενος τον χωρισμόν του από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις +το αναμεταξύ που ούτος εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού +του, η βασίλισσα ήλθε προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας +είπε: </p> + +<p>Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης +καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην +ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι του +λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά πάντα : +αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου εις την +αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον. Τα γλυκά +λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον τον θυμόν του +Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι ποτέ θα συγκλίνω +εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν την αγαπημένην μου +Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το ταξείδι μας· ημείς δεν +είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, και να μας εμποδίσης από +την στράταν μας. </p> + +<p>Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με +αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν τόσον +αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι αρκετές να +σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις εσένα έχω; Αυτά +και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω, λέγοντάς του η +βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την γνώμην του Δαλήκ, +και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το οποίον η βασίλισσα +βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη υπερβολικώς εναντίον του, +και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και τους είπεν. Επάρετε τούτον τον +σκληρογνώμονα γέροντα εις τον σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε +τον μέσα, διά να κάμη συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που +είνε εκεί, και που του ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, +καταφρονώντας και ούτος την αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί +θέλουν το μετανοήσει και οι δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της +ανυποταγής των. Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν +διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. +</p> + +<p>Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες +ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την +φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα +διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, οπόταν τον +έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά σύντροφον της +δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι δυο αδελφοί +αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την χαράν τους, που +ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα +βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που +ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την +αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος εδιηγήθη τα εδικά του, +πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως επροσθήτερα είδεν εις τον +ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που του είπε πως εις μάτην +κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης +εις το νησί της Σουμάτρας, εις το οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και +θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου· και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα +διά να πηγαίνω εκεί· και εις την στράταν μας έπιασε φουρτούνα +παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας έρριξεν εις τούτο το νησί, και +μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα ίδια, που εσυνέβησαν και σ' +εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν, του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω +ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η +παράξενες κλίσις ετούτου του λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως +θα λάβωμεν την πρώτην μας μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες +έστεκαν ήσυχοι εις εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες. </p> + +<p>Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού +που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε. +Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας και +ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την +αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που +δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας συμπαθήση, +αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και ούτω λέγοντας +αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη εις ναόν· οι +οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν ευχαρίστησιν δεν +τους έδιναν αυτές αι τιμές. </p> + +<p>Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς +εις την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι +εφορούσαν μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω +εις το κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα +χρώματα, ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε +ύμνον που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και +επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους έκαμαν +διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου του λαού +επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα εις αυτόν τον +ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι' αυτούς· και υποκάτω +εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον, που επάνω εις αυτό +έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι. </p> + +<p>Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή +και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις τες +παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα τα +θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και μάλιστα +την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με όλους του +παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και αλαλαγμούς, διά +την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα, +και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με +φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που +ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας +αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από +τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα +διήρκεσε τούτο οι γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις +το θυσιαστήριον και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα +αιφνιδίως έπαυσαν οι χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός +που επροξένησε μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς. </p> + +<p>Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν +αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την +φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την +ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν. Οι +ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν +έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, εκατατσακίζονταν +ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η χαρά της εστράφη +εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη έντρομος· και εις μίαν +στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν έμειναν άλλοι, παρά οι δύο +εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, +ήσαν πολλά εκστατικοί εις την χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό +θα εσυνέβη δια κάποια τινά κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον +γέροντας, θα έκλιναν προς αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το +αναμεταξύ που αυτοί ούτως εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή +εις τον ναόν ο Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν +ωραίαν κόρην, που ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο +Αδήλ την εστοχάσθη πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον +του, και βλέποντάς την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη +χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. +Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω +την ευτυχίαν σου. Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη +θεωρώντας τους δύο εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας +κατάστασιν, εις την οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το +να σας βλέπω έτσι τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας +ελευθερώσω· εγώ εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα +διά να υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η +φουρτούνα διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα +εκείνο, που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να +εύρης την Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της. </p> + +<p>Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το +μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις τον +ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην. Η +Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η +Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και +νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το +όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την ευτυχίαν +του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς· ιδού που σας +αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν μου· σας +δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές τες δύο νέες όπου σας +αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με καλήν ομόνοιαν. Και ούτω +λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο αδελφοί επήγαν με τες +αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα νησί, που εκατοικούσαν +εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι. </p> + +<p>Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν +αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών, +είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με +υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να +μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και +την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την ζωήν +μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο Εξωτικών +μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα συμβεβηκότα +απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον που τα +ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα ανεκδιήγητα +συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά σου θέλω σου +διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και θέλουν σε κάμνει +ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο Αϊδήν και της λέγει· +θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και ωσάν τελειώσης και +αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις, την οποίαν εγώ μελετώ +να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας είσαι έτοιμη διά να μου +την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις γνωρίσει την γενναιότητά +μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά την συνήθειαν. Και την +ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από την αδελφήν της Μεδινά +εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον τρόπον. </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των φρικτών +συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.</h4> + +<p> +<br /> +Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η +Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά +πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα +πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας +με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την +ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο +επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και +νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά +ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του +Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους +οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα του +κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη της +ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του πατρός του +διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους αγαπητικούς που +να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που ήτον παρόμοια με την +καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές φορές διά να κλίνη να +υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον ακούση, προφασιζομένη, +ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν που άρχισε ανύπανδρη. +Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο πατέρας της, ευρισκομένη +μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν άνδρα ένα νέον πραγματευτήν +ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως. Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν +αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και +στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα +προσπαθούσε με κάθε τι να την ευχαριστήση· και ήτο τόσο +ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε μία τέτοια φρόνιμη και ωραία +γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του +κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν +καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον, ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε +να είστε εις το άκρον της ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που +πρέπει να μεταβληθή εις θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν. </p> + +<p>Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να +κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν αδελφόν +ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της πραγματείας +του και του σπητιού του, και το περισσότερον την γυναίκα του· και +τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε της χρείαν ωσάν να +ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην την έννοιαν και +φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· και εις αυτό ας +σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις αυτήν την +βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες Ινδίες διά τες +υποθέσεις του. </p> + +<p>Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην +του την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την +προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά να +την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον ευχαρίστησε με +πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο Ραβά διά κακήν τύχην +πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν +έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη +εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα +μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του +ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον +μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και +αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που +ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς. </p> + +<p>Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον +ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν +γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες +μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον +καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου +προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή, +και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.» +Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας +πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την +ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην +ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον +την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την +παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της +καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει +τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το +παράνομον πάθος σου. Ένας άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης +ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή +περισσότερον την Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος +βλέποντας, που δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή +προς αυτήν και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε. </p> + +<p>Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη +εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την +κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από +τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της +φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος εδώ; +έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις μάρτυρας +διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου· παράνομη, +έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και κρυφίως κάμνεις +πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην ταραχήν, που +εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την εντροπήν της νύμφης +του. </p> + +<p>Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά +μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον Κατή +με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους μάρτυρας, +και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την θάψουν ζωντανήν. +Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και +επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την +χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον +λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την +άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον +τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν. Και αυτού εις τα +μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις +ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που απερνά του είπεν· όποιος και αν +είσαι, σε εξορκίζω να με ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν +αδίκως ζωντανήν· δια το όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης +με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας +έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το +άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του +λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη +αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή +φυλαγμένη και η γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε +περιποιηθή με αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς +τέντας, που εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και +εξεπέζευσαν εις την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την +Ρεσπίναν, την επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι +τρόπον την εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά +ευσπλαγχνική την εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της +διηγηθή την ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση +αναστενάζοντας, και την εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, +που εκίνησεν εις συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η +οποία άρχισε να την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την +εύνοιαν και την αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα +βλέποντας την καλήν της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ +διά τες γενναίες χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με +απαρατήση να χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον +ευσπλαγχνικούς· όθεν παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το +σπήτι σου, δος μου ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες +ημέρες μου προσευχομένη δι' εσάς. </p> + +<p>Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της +είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει +κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό εχαροποίησε +μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον καταφύγιον, διά το +οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα αλλοί εις αυτή! έως +αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά έτυχαν άλλα πλέον +μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και κυβερνήτης των +αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω πόσον είνε αυτή +εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν +την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ (έτσι ωνομάζετο αυτός ο +σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος και ο πλέον κακοκαμωμένος +από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε +να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες +αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που απεφάσισε να την φανερώση εις +αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης +του, εμβήκεν εις την κατοικίαν της Ρεσπίνας, και άρχισε να της +φανερώνη τον έρωτά του, και να την παρακινή διά να συγκλίνη εις την +θέλησίν του. </p> + +<p>Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να +φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν ο +πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω εις +την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής +έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει +παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα +λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί δεν +ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός +ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που +εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την εκδίκησιν +με ένα τρόπον πολλά σκληρόν. </p> + +<p>Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, +το οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά. +Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και +έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα +της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και +σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το +κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το +έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και +είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα +και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας +της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως +δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν +το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα. Εις ταύτην την +θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα +φορέματά του, βρυχά, αδημονεί και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! +ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία! διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά +να τον ξεσχίσω με τα χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, +ότι θα τον ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές +πού υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον +φονέα. </p> + +<p>Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες +σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν +της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα +της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον, +ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου· +κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες +ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν +έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, ότι +η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα. </p> + +<p>Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους +νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού μου; +τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν; +απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη +μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της +άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την +ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το +οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου +σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς +της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να το +χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από τον +εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω της, +ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να δικαιολογηθή· +και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του εκράτησε το χέρι ο +Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις να με εμποδίσης από +το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να παστρέψω την γην από μίαν +θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να κάμη και άλλα μεγαλύτερα +ανομήματα. </p> + +<p>Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το +διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την +Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και +διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή +έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν +εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται +πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε να +κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. Ο +σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν με +όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε να +την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον +Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί. </p> + +<p>Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου· +δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα +εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν. </p> + +<p>Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν +πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η +Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν +επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την +διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον +υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή +έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις το +σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις +συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου +ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με άσπρα, +με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής. </p> + +<p>Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο +Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να γνωρίσης +τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι' όσας ευεργεσία +της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν σακκούλαν με +εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και άφησέ με εις +την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ την φροντίδα. Όχι +όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής ετούτα τα φλωριά, τα +οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον σου. Αυτή τα έλαβε διά +να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε να μη φυλάττουν μίσος +προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη, εμίσευσεν από το σπήτι του με +δάκρυα εις τα μάτια. </p> + +<p>Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το +βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα +παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, +εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την +πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η +Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις ετούτην +την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος να με +δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της έδωκεν +ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η Ρεσπίνα +εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε μεγάλως +θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. </p> + +<p>Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, +την οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που +επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν, +που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον +εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον έφερναν +να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος και δεν +το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να κρεμούν +εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι το χρέος +του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, απεκρίθη +εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον ελευθερώνεις +από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας χέρι εις την +σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά να γλυτώση; +Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν αυτός, ο οποίος +είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε τον χρεωφειλέτην, +και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, και ελευθερώθη ευθύς +εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την γενναιότητα της ξένης +έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να ιδούν ποία ήτον αυτή. Και +δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη εις τα λουτρά, επήρε θέλημα +από την γραίαν, κα εβγήκεν από την χώραν διά να αναμερίση από την +πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. </p> + +<p>Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον +ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η +οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν που +επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις το +χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την +εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν διά +να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην του. Όχι, +εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν να +ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου είσαι +καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι' αγάπην +σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ που αυτή +έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά επάνω της, και +τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της εφανέρωσεν ευθύς +την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε καιρόν αρμοδιώτερον +διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του έπεσεν εις τους πόδας +της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια την εξώρκιζε διά να του +ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα +του Ταμίμ αντί να θεωρήση με ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν +αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον του και τον ύβρισε χειρότερα από τον +σκλάβον του Αράπη. Ω ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, +ότι χωρίς εμένα δεν ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις +τόσην τόλμην διά να βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά +αυθάδης εις το να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου +επιθυμίαν. </p> + +<p>Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την +ατιμάσω, οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου +και η θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά +μίαν αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με +έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη +στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε +υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις να +μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα. </p> + +<p>Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και +χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν +που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι +πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και +αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν +πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με +αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή +είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του +είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις +αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ. Έτσι λέγοντας +εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που +την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα +εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την +χώραν. </p> + +<p>Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και +της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου διατί +σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν μου, μα +σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την ωραιότητα· τα +μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι νοστιμάδες σου είνε +απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την ομιλίαν έμεινεν +εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν ο καπετάνιος την +έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά μου, εις το καράβι +και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του καραβιού που να είνε, +διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και οπόταν φθάσαμεν εις τον +τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί +μου έως που ζω και θέλω έχει εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που +να είνε το δυνατόν· και αν δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε +επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι να μη κάμης το όμοιον εις εμένα. </p> + +<p>Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, +αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, +εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν +είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον +τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά +οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή του +έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, ουτιδανό +πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; εγώ σε +αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το κακόν θέλω να +σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του, +και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την +μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος την άφησεν εις +ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας πως αυτή δεν +έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την υπομονήν του και +ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να κλίνη αυτή εις την +αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με κανέναν τρόπον δεν ήθελε +να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, +παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας +την εναντίωσίν της, ηθέλησε τέλος πάντων με δυναστείαν να την +καταπείση. Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται +αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα +έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού. </p> + +<p>Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να +κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των +κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον αέρα +τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις αυτό, έξω +από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν κάθε ένας επάνω +εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο Καπετάνιος εις ένα +τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από τα κύματα εις ένα +νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε μία γυναίκα. Έλαχαν +τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του νησιού πολλοί εγκάτοικοι· +ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς εγλύτωσεν από την θάλασσαν +και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα θαύμα και την +επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός της. Αφού επλήρωσε +την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα διά να της δώσουν ένα +καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση να ζήση ήσυχα· αυτοί +όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την ωραιότητά της και το πνεύμα της +τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν +ησυχία. </p> + +<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/7.jpg" +width="326" height="281" +alt="Η Ρεσπίνα εφέρθη από τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον" +border="2" /><br /></p> + + +<p>Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την +στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να +μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα +οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού +συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε +διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η οποία +με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η Ρεσπίνα έδειξε +κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα ο λαός την εβίασε +και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν να μετανοήσουν. +Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και φρόνιμα, που τους έκαμεν +όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι' αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή +αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το περισσότερον μέρος της ημέρας +το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον λαόν της, και εις το να κάνη τα +όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν +σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία είχε πνεύμα μεγάλον και +φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα τα μυστικά, και +εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα του βασιλείου +της. </p> + +<p>Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να +διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται την +απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας Ταμίμ, +νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του έδωσαν να +καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· όθεν +απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να λάβη +από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και αφού +της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά θαυμασμένη +και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην ηξεύροντας τι +να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν εις τους πόνους +της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν της, έτσι άρχισε να +της λέγη. </p> + +<p>Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου +πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου +παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν μου. +Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και το +θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά αίτια, +που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου το +λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι ο +ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν, αυτός +θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά σου, και +παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες παρανομίες +δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο Ουρανός δεν +αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια ησυχίαν μου εάν +ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να έλθη εις φως δια +την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την παράνομον σκληροκαρδίαν +του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη είναι η μεγαλύτερη χάρις, +που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου την κάμη, και ύστερον είμαι +ευχαριστημένη να αποθάνω. </p> + +<p>Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι +βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω, διά +το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και μέσον +που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω ένα +απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με ευκολίαν· +αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε ευχαριστήσω +και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες ιατρείες που +θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν πολλοί ξένοι απ' +όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά πράγματα, εις τούτο το +νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που μέλλουν να έλθουν, +ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον Ραβά και οι άλλοι που +σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το ποθούμενον. Πολλά +εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η αγαπημένη της, και πολλά +της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, +με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε αρρώστιαν και κακόν. +Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία και νοσοκομεία διάφορα +διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει εις αυτό το νησί. Έπειτα +έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν +ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί και θέλουν ιατρευθή χωρίς +κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις όλον τον κόσμον και εις +ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να έλθουν άρρωστοι πολύ +πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν +θεραπεία εις τες αρρώστειες των, και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι. +Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν +εκεί έξ ξένοι οι οποίοι εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους +ένας ήτον τυφλός, ένας παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος +τρελλός. Αυτή ευθύς επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή +και αυτή η ιδία με τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, +και διά τούτο όλοι έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της. </p> + +<p>Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι +της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε σκεπασμένον +το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις τους πόδας +της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να σηκωθούν τους +ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από αυτούς άρχισε να +ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο +Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας ημέρας σου ημείς είμεθα +δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να ιατρευθώμεν από την βασιλείαν +σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε πλέον ξάστερα, τους είπεν η +βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ +να σας κάμω, αν πρώτον δεν αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το +αίτια, που σας επροξένησαν αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν +ένας από αυτούς να λέη· κατά το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να +υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα +υπανδρευθή με μίαν ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε +παρομοίαν· πηγαινόμενος εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν +του αδελφού μου, που είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το +ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε +ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν +ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός +αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που +από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη +είνε η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης +διά να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη +της χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου. </p> + +<p>Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να +την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν +της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή εκείνον +τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· αλλά αφού +συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό αληθινόν, ότι η +γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν; Όσον διά εμέ, +απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω, στοχαζόμενος τες χάρες +και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν +τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και αυτό με κάνει να αμφιβάλλω +εις την αθωότητάς της. </p> + +<p>Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε· +τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα +σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν ο +αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν ένας +από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω έναν +σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα αυτός +έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός δεν +εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του +προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου ελπίζοντας +να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα αφού και +ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της ωμίλησεν +ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε οικονεύσει, +και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που την +εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα καταλεπτώς την +υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν την ομολογίαν, +και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ, ακολούθησεν αυτή να +λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι υδρωπικιασμένος; Ω +βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω ούτε εγώ από ποίαν +αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου προήλθεν ετούτη από το +να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία σκλάβαν, που είχα αγοράσει +από έναν νέον, ο οποίος εις ένα παραθαλλάσιον μου την επούλησε. </p> + +<p>Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και +εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως δεν +τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά να +ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι το +λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε μία +δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ' +εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου +ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε μία +παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα εκείνην +την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της την έμπασες +εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από εσένα επειδή +εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν ήμουν υπόχρεως της +ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε σου την επούλησα με +δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η βασίλισσα, ότι αυτός που +ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον εγλύτωσεν από τον θάνατον +πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά +χαράς επιχειρισθή με κάθε μου επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες +ασθενείας σας, ως τόσον πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας +και αύριον ετούτην την ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο +παραλυτικός, αν θέλουν να ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά +τα πταίσματα, που αυτοί έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα +εσυνέβηκαν, μα θέλω να ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να +προσθέσουν καμμιάν ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί +να με κάμουν να τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα. </p> + +<p>Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και +οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του +Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν +καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που +ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν +των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν το +σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην την +νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν. </p> + +<p>Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και +ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή επάνω +εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους ασθενείς. Δεν +σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο Ουρανός θέλει +επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι εκείνοι που σε +έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να δικαιώσουν την αθωότητά +σου και την ακακίαν σου, και να ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται +και προδόται; τώρα είνε εις την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να +τους παιδεύσης. Εγώ έχω μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα, +απεκρίθη η Ρεσπίνα και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον +Ουρανόν, διά την χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον +άνδρα μου θέλει γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που +με έβλαψαν· θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να +τους παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με +μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ +απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του +καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να τους +τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις λάβει +από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου. </p> + +<p>Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ, +και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις την +βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς που +τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο παραλυτικός +να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν να κάμουν; μα +αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την αλήθειαν. Ο +Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον, γνωρίζοντας +πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και ό,τι πάθη ας +πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα συνέβηκαν εις το +σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της Ρεσπίνας. +Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, χωρίς να +κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του αυθέντος του, και +τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. </p> + +<p>Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε +το πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α +επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, +παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και +έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη +βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω +την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον +ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις +τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης +την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον +συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την +Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ +που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες +έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους +επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους +άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον +τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν. </p> + +<p>Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη +το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να +μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και +εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός την +ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή +σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα. </p> + +<p>Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή +την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το +στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον +της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του +αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα, +και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με +μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν. </p> + +<p>Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και +καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και την +αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε +λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς +τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν +εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου +ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον το +παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ πλέον +την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον φέρω ο +ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη ζωντανή, και +εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου ότι το πταίσιμόν +του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά να ημπορέσω να το +συμπαθήσω. </p> + +<p>Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις +το σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον +διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο +άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· Εγώ +σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' αγάπην +μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα επειδή και +το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του κατατυρανείται, πρέπει να +τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, +και διά τούτο είνε χρεία να μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα +λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν +σου στέκεται να με προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το +φταίξιμόν του· το δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις +την Μπάσραν να κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της +αγαπημένης μου γυναικός. </p> + +<p>Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την +Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο +Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι +περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον +απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους· +μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας +κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την +ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η βασίλισσα +τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της επάνω εις +ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. </p> + +<p>Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους. +Εγώ συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους +πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου +όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την αυλήν +μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας αυθέντης. +Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη εις ένα +πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία σου με +υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά +αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της δέχομαι +την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με μίαν από +τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την Ρεσπίναν δεν +θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου Ρεσπίνα είνε +πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι διά τον χαμόν +της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το επίλοιπον της ζωής +μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη ζωντανή. </p> + +<p>Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα +της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν +(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες +αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει +θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει; +Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο +Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις το +να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν και +σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του Νέου, +θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που εκατάτρεξαν. +Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη τα συμβεβηκότα +της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και τους περιεστώτας, +οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα να δώσουν του +Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα χρυσόν διά την +γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις αυτήν έκαμαν. +Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν, ότι να +εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς πράξη +καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και επήρε τον +Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της και όντας εκεί +του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν άδειαν εις το να +παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να κυβερνάς διά τούτο +δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί μου θέλεις είσαι +συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την γλυκύτητα μιας ζωής +τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του διορίσει μίαν +επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε ευχαριστημένος, +καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν έγινε πρώτος +κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το χρέος της +επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας όλων των +εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι ευχαριστημένοι, +με αγάπην ανεκδιήγητον. </p> + +<p>Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του +βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον +θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες +που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες +διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες +ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και +πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον από +το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην των +γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους άνδρας +τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και γενναιότητα της +αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη γυναίκα του χωρίς +ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη καθώς τον έλαβαν και +άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος πάντων να της χαρίση την +ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του επί ζωής του· όθεν +σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω +γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, +νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, +που από πολύν καιρόν με εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του +λόγου σου πολλά ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν +την αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας +με αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που +αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου +επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου +εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν +μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες +τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα +ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον +σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η +Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με +τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που +ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον +θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν. </p> + +<p>Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε +τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την +χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους +πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και ευχαρίστησε, +διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, που την είδεν +ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά τον ανεβασμόν +της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας του βασιλέως, +έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το ντιβάνι, και από +εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του το βασίλειον, και +διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και όλος ο λαός +καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν που αυτή με +την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον θάνατον τόσες +ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν οι χαρές, έζησαν +ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με μιαν παντοτεινή αγάπη +και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που εις ετούτην την πρόσκαιρον +και φθαρτήν ζωήν έζησαν. </p> + +<h3 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΤΕΛΟΣ </h3> + +<p> +<br /> +ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /> +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 - Οδός +Σταδίου - 12 </p> + +<p> +</p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ +ΠΟΙΗΤΙΚΗ +ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ<br /> +ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ</h4> + +<p> +</p> + +<p>Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού +ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και γοητεύουν +τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς συγκινήσεως +εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών εικονογραφημένων εξωφύλλων. +</p> + +<p>Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50 </p> + +<p>Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95 +</p> + +<p>Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών +χορών σχ. 8ον </p> + +<p>Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4 </p> + +<p>Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον </p> + +<p>Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον </p> + +<p>Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8 </p> + +<p>Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον </p> + +<p>Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον </p> + +<p>Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων +και χορών </p> + +<p>Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις </p> + +<p>Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 </p> + +<p>ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 </p> + +<p>ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά +καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον </p> + +<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em"> +Νέα Μυθιστορήματα </h4> + +<p> +<br /> +ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. - </p> + +<p>ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ +κατά μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. - </p> + +<p>ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ +Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. - </p> + +<p>Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς. +Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. - </p> + +<p>Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού +υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. - </p> + +<p>Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ' +εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. - </p> + +<p>Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· - </p> + +<p>Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ +Αλαίν - Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν. +Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. - </p> + +<p>Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του +Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ. 5 - + </p> + +<p>Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις +εκ του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 - </p> + +<p>Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν +και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. - </p> + +<p>ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ +Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη από +περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών καλιτεχνικών +εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. - </p> + +<p>ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών +εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. - </p> + +<p>Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν +Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι, +Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ. +10. - </p> + +<hr></hr> + +<p id="fn1">1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος +έχει +διάφορες χάρες επάνω του.<a href="#ref1" title="Πίσω">↩</a></p> + + + + + + + + + +<pre> + + + + + +End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + +***** This file should be named 36688-h.htm or 36688-h.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + + +</pre> + +</body> +</html> + + diff --git a/36688-h/images/1.jpg b/36688-h/images/1.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..acc8e04 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/1.jpg diff --git a/36688-h/images/2.jpg b/36688-h/images/2.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..2e76b27 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/2.jpg diff --git a/36688-h/images/3.jpg b/36688-h/images/3.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..7abf5db --- /dev/null +++ b/36688-h/images/3.jpg diff --git a/36688-h/images/4.jpg b/36688-h/images/4.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..39b2f74 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/4.jpg diff --git a/36688-h/images/5.jpg b/36688-h/images/5.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..f4fa1f9 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/5.jpg diff --git a/36688-h/images/6.jpg b/36688-h/images/6.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..ddd7e29 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/6.jpg diff --git a/36688-h/images/7.jpg b/36688-h/images/7.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..fde9ab8 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/7.jpg diff --git a/36688-h/images/page1.jpg b/36688-h/images/page1.jpg Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..b617e50 --- /dev/null +++ b/36688-h/images/page1.jpg diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt new file mode 100644 index 0000000..6312041 --- /dev/null +++ b/LICENSE.txt @@ -0,0 +1,11 @@ +This eBook, including all associated images, markup, improvements, +metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be +in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES. + +Procedures for determining public domain status are described in +the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org. + +No investigation has been made concerning possible copyrights in +jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize +this eBook outside of the United States should confirm copyright +status under the laws that apply to them. diff --git a/README.md b/README.md new file mode 100644 index 0000000..0c98728 --- /dev/null +++ b/README.md @@ -0,0 +1,2 @@ +Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for +eBook #36688 (https://www.gutenberg.org/ebooks/36688) diff --git a/old/20110710-36688-0.txt b/old/20110710-36688-0.txt new file mode 100644 index 0000000..bfb7b0b --- /dev/null +++ b/old/20110710-36688-0.txt @@ -0,0 +1,8126 @@ +The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: Arabian Nights, Volume 3 + Continuation of the stories + +Author: Dervish Abu Bekr + +Release Date: July 10, 2011 [EBook #36688] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + + + + +Produced by Sophia Canoni + + + + +Note: The tonic system has been changed from polytonic to +monotonic. The spelling of the book has not been changed +otherwise. Bold words are included in &. Footnotes have been placed at +the end of the book. + +Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε +μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως +έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι +υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. + + + +Χ Α Λ I Μ Α + + +ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ + + + +ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ + + + +&Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του +βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.& + + + +Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων +του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον, +Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν +αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν, +έχεις άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις +όλους τους ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως +ευχαριστημένος, εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και +χωρίς να σου φέρω άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς +θλίψιν, είμαι βέβαιος ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο +αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω +τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που +αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, +ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, +εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω +ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, +και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ +Μολτούχ προς αυτόν. + +Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον +βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την +χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή +όχι. Αχ, βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας +σου ημπορεί να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας +υποκάτω εις το σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε +διαμοιράζεις εις του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά +πολλά ευχαριστημένος εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι +βέβαιος, απεκρίθη ο βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής, +αν κανένα πράγμα σου συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου +λέγει, πως κανείς εις τον κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν +θλίψιν, που να συγχίζη την ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε +μίλησε με καθαρότητα και φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη. +Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ Μολτούχ, επειδή και το ύψος της +βασιλείας σου με προστάζει να ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου, +ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες χάρες που λαμβάνω από την +βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, και τες απόλαυσες, που +έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά ανακατώνει την +ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την τρυπά +ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το κακόν +μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά +θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο +αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη +καμμιά βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν +χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη +να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να +διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της +Αλγεμάλ.& + + + +Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της +βασιλείας σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της +Αιγύπτου, ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που +εις την Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός +μου έλαβε τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ +χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου +ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν +τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα +εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα +πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν +μου το ανοίγω, και μέσα εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας +ωραιότητος, και ένα κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια +εικόνα γυναικός. Την θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια +ζωγραφιά πολλά τελεία και εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν +ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που +έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου δεν εξεκολλούσαν από εκείνην +την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν έρωτα. Εστοχάσθην ότι +εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που θα εζούσε, και +εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. Έκλεισα το +κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το δαχτυλίδι που +μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό. + +Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός +μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο +συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου +εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως +και είχε κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει +που ολόγυρα εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια +εις χαρακτήρα Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ». +Ετούτη η είδησις με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ +διά να εξετάση εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το +βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν +ημπόρεσε να του ειπή· εις τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και +να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις +την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν +ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα +να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα +θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και +ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα +από την Αίγυπτον. + +Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν +έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την +ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε +εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να +μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον +Καχβάλ· μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από +έναν που μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να +υπάγω εις την Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και +αυτός ημπορεί να μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το +Μπαγδάτι, και ήλθα εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον +γέροντα και ερωτώντας τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι +ακουστά έχω πως αυτό το βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα +εις τες Ινδίες τες βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως +και είνε αλήθεια ή όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε +κάποιαν είδησιν δι' αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον +εύρωμεν επήγαμεν εις το παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και +εκεί ευρίσκοντες ένα καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες +Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από +εκείνον τον λιμένα. Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά +ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν +ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν +μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την +ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την +διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν +εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν +την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες. + +Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν +ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν +ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε +την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι +που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους, +που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους. Ο +Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε, +και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις +το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να +μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η +πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν +εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον της +νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι +οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας +έφεραν εις τες κατοικίες τους. + +Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν +μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους. +Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον +θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και +εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς +ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και +εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η +θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, +και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο +βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού +έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον +βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από +ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον +υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που +εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και +άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν. + +Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από +τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την +άλλην ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον +ακολούθησε κάθε ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και +τον Σαέδ. Ημείς δεν αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των +συντρόφων μας· και ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα +παράπονα διά να πάρουν ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν. +Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, +και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ +νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του +δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν. Ημείς εμείναμεν και οι δύο +άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το +παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα +σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας. + +Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν +ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη +έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου +λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η +βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ +δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την +καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να +σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν +σε καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με +εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το +χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία +εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα +οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το +πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την +μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και +κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της +ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της +είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον +γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων +χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την +εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας. + +Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να καθήσης κοντά μου, έχω να +σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε χαροποιήσουν, διά το άντεμα που +έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως πατρός μου· Εγώ αφού και την +επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά της. Τότε αυτή ακολουθώντας +την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην +ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε +συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν +ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και +σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν, +αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από +τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε +συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου. + +Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν +αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν +εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με +θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή +ότι εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος, +μου είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη, +που σε κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης +λόγον και μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω +διά αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή +σου προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον +έχω περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει +με τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των +λόγων μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της +ευχαριστήσεως που μου εφύλαγεν. + +Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που +δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα +λόγια της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου +λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά +σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα +δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το +λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να +σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· +επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή +πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου +νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του +συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την +αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και +ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των +συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου. + +Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες +της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να +κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, +με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι +λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε +ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν +αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα +ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε +είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να +μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω +Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω +και να αποθάνω. Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ +να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; +πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις. +Εγώ τίποτε δεν σου λέγω που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα· +μα δεν ηξεύρεις με ποίαν τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και +οπόταν θέλεις μάθει τα πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή +και στοχάζομαι πως θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και +αν ήθελα χάσει την ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της +θυγατρός του βασιλέως των Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα +ακόλουθα. + +Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία +μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας +τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον +εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν +σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από +κάθε τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν +που ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον +μου βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον +θάνατον. Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή +που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ +αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους +άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ +παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη +της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά +της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον +άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να +ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την +νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα; + +Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ, +εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της +βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με +θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ +εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι +είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον +σκλάβαν. Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την +θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει +να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με +ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω +πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε +καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην +δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι +δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, +εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους +δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· +καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας +θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι. + +Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και +μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της +μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες +επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου +λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την +Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα +κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί, +μας λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην +σας ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε +άδειαν διά να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην +σας που προς ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να +υποφέρωμεν, με ολίγα λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν +τον καιρόν τους άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την +θέλησίν τους. Τα λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους· +και βλέπομεν τες κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν +στιγμήν. Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους +από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με +τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν +ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; +αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον +ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι +ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση +εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη +να με μισήσης; + +Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά θυμωμένη, +και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον τούτων +των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν μας και +την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω, +ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι +αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους +υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν +αυτοί δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε +ότι ένας ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων· +ας ζήσουν και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να +σταλούν διά να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να +στέκωνται ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον +κοπιαστική με θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις +ετούτα τα λόγια αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας +υπάγουν εις τους χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν +ώραν ανάπαυσιν, αλλά να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και +έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να +αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα +οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, +μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν +λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν +είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους. + +Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην +ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του +όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί +αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν +ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί +λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το +συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον, +μήπως και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον +τον κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν +ριχθή εις την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ +να χαθούμεν εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν. +Αυτή η γνώμη ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το +παραθαλάσσιον. Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά +Μώρου, δεμένον εις ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν, +και εμβαίνοντας μέσα εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με +δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί +από τα μάτια μας πριν έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που +μας ελευθέρωσε, και ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα +ασφαλή λιμένα, με όλον που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης +χωρίς καμμιάς λογής φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον +που μας έφερεν ήτον εις κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας +αναποδογυρίση. + +Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που +πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν +εις την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν +πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ +περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν +ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά +να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι +χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής +οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια. + +Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το +νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι +ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και +εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη +μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε +ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει +κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν +ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά +την αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις +χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα +εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια +και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά +γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να +ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το +να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον +που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον +ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν +ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την +ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον +ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από +τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, +πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες +να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με +ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή +διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις +από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου +ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω +μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου. + +Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου +Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν +ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν +μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το +νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να +εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν +εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την +μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και +περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από +νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις +μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα +προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον +καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή με διάφορα είδη ζώων και +πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος σύρτης ήτον απερασμένος +εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς κλεισμένην· τα κλειδιά της +ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς +που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ +να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την +βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα. Εμβαίνοντας +μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την +οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με +πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ +πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν +εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το +κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια +φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον +δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα +ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν. + +Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά +νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν +ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν +να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία +κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν +εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα +που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την +ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω +ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με +μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα +μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν· +εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να +με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που +επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και +επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα +την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να +υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν +κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα +ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι +σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή +καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα +κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και +εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις +μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, +μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και +ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα +εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν. + +Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν +τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το +να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα +εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το +καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν +ηξεύρω αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία +μου, της είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε +βεβαιώσω πως ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του +Καστελλιού άνοιξεν ευθύς που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως +εδώ χωρίς κανείς να μου εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά +να σε εξυπνήσω. + +Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η +κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από +τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό +που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να +είμαι κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και +είμαι υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα, +ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες +την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το +νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με +όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, +θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν +εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, +ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου +συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν +μου την παρεκάλεσα και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν +της. Αυτή άρχισε να την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ, βασιλέως +της Ινδίας.& + + + +Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της +Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το +περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν +λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του +περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με +γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά +να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος +πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη +εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου +βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου, +και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με +έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς +εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα, +τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους +εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το +νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά +εσένα. Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν +είναι μέγα κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού, +ετούτη δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει +χρεία να την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που, +ω βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη +στοχάζεσαι άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν +θέλει σου λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην +την επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει +χρεία. + +Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα +δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα. +Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν +δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον +πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν +ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά +τον χαμόν μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο +εξωτικός, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου· +και εκείνο που απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής +εις την υπόθεσιν της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην +ζωήν αμοιβαίως. Μην ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την +ματαίαν ελπίδα σου, να κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω +φυλάξει εις όλον τον καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά +την αρπαγήν μου. Εσύ θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος, +και θέλεις συνηθίσει εις την θεωρίαν μου, και εις την +συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα. +Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, του απεκρίθηκα με +καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ περισσότερον το +μίσος που αγροικώ διά εσένα. + +Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, εχαμογελούσε, +και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του δεν έλειπε +που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα χαρίσματα και +περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και +που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου +έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να +ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν +επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις +ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην +την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη +εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη +δύο μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το +καστέλλι, και η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και +ούτω με άφησεν υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν +από εμένα. Αυτός κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν +αποφάσισα να κλίνω εις την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την +ίδιαν γνώμην, με βυθίζει πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός +εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν +αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του +καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον +να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας άνθρωπος, και το περισσότερον που +με θαυμάζει είναι που είσαι ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από +το στόμα του εξωτικού, ότι τα ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει +όλους εκείνους, που ήθελαν πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά +ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη ακατοίκητον. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν, +ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να +γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και +παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι· +ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι +αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την +οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον, +που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα +των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την +βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον +θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον +πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον +θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και +είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα +αντίς να με κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου +μιλήση με θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν +εις τους πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ +του βασιλέως, εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που +περισσότερον σου αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω. +Η ομιλία αυτουνού με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα +να καταλάβω διά ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός +έμπροσθέν μου και μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη +ο θαυμασμός μου οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω +λέγοντας· το δαχτυλίδι που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η +Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος (1) και όποιος το φορεί δεν +ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα εις τες δυστυχίες· του λόγου +σου ημπορείς να πλεύσης εις την θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον +χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή τα κύματα· τα ζώα τα πλέον +θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις μίαν μεγάλην εξουσίαν +εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα μαγικά χαλούνται από +ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον. + +Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το +δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και +τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε +εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του +εξαναείπα, αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου +εφαγώθη εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των +μυρμηγγιών, τον καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να +γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα +ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του +Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν +ακόμη. Αυθέντη μου, απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται +εις ετούτην την θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την +θυγατέρα του Αλγεμάλ μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα +εκείνο που ημπορώ να ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του +Σολομώντος. Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν +ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον +μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου. + +Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν +αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην +ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα +που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το +φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την +υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο +που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς +την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· +ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον +επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα +πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με +τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω την καλήν τύχην, του είπα, εις +το να είμαι κληρονόμος του Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να +με φέρης εις ετούτην την στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν +εις το βασίλειον Σερενδίβ. Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο +εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την +αγαπημένην μου Μάλκαν. + +Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους +δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του +Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη +τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας. + +Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού +αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την +είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος +το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό +ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα +από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην +πέτραν. Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, +γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως +έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με +επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν +εις τον βασιλέα. + +Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία +υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με +είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον +πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη +μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα +σου, που την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς +να μου δώσης δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της; +εσύ χωρίς αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους +της, που τώρα είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την +εστερήθηκα, χωρίς να ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες +που έκαμα. Όχι, όχι, του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην +την ημέραν θέλεις την ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν +ο βασιλεύς; εις ποίον τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε +παρακαλώ, και μην αργής εις το να μου το φανερώσης. + +Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα +την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την +θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν, +ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου +λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά +τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ +δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε +ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά +να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος +από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου. +Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, +και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας +της επιταυτού το έστειλε. + +Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην, +που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την +θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της, και +τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες +ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε +να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να +γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του +Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός +έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν. +Ο βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που +με έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν +ημέραν μου λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την +γνώμην που αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου, +και έκαμες να χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ +να σου κάμω την αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις +γυναίκα, και να σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου. + +Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου επρόσφερνε, +και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του δέχομαι +την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα δικαιολογήματα +που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη προσηλωμένη +εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα τρόπον να +λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε λογής +χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς το +λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την +γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις +της βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα +την θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει, +είνε διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ +από την βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το +οποίον να ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην +έκαμε καθώς επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς +το από τα αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα, +και ανθρώπους διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το +θέλημα από τον βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι +με μεγάλην τους θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το +ταξείδι μεγαλωτάτους κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του +Σολομώντος, αναμφιβόλως ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα +μακρυνόν πλεύσιμον, εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί +ανταμωνόμενος με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την +Αίγυπτον. + +Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν +εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος +Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά +ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες +ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον +θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε +κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, +και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από +την θλίψιν του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού +μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα +μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με +εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε +μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε +διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα +πονηρίαν. Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με +έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην +βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα +εκείνος ο καλός οφφικιάλος έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου +εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού μου, πως έχοντας φόβον διά να μη +του πάρω τον θρόνον με καμίαν αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με +θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα +του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά να φύγω. Εγώ αφού και +ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την γενναιότητα του +οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις την πρόνοιαν +του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού μου, έλαβα +την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα μου, και +να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του +Βεζύρη του& + + + +Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των +συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο +είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· +στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι +διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν +που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς +αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω +ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα +η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, +που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή +βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις +κάθε ηδονήν. Ο Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον +παράξενην, το να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα +διά να την ιδή. Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα +Βεδρεδίν, η βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν +του Σεήφ Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και +δεν εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ +δεν ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη +ο βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν, +και είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε +από θλίψιν συγχισμένη. + +Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως +είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του +αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους +τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου +φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από +μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου, +απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που +έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις +αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος +εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να +μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον +είναι το ιδίωμά μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η +μελαγχολία· εξέταξα τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός +είναι τέτοιου χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από +το πρωί έως το βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με +τον έναν και με τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και +τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν +ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει +ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν. + +Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος +εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον +επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην +την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον +ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω +ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· +και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που +ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, +ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να +κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την +αλήθειαν. Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός, +σε παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν +πολλά μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από +το να τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου· +ημπορώ μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου +μου· ότι με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον +δυστυχής των ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην +την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες +μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο +βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε +προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να +εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής +του με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Μαλέχ και της βασιλοπούλας Σχυρίνας& + + + +Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ, +ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το +περισσότερον της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου. +Και μίαν ημέραν έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν +με τους συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η +ομιλία μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία +αγαλλίασις να ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας +έλεγε την γνώμην του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας +εδιηγούντο τα όσα θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ +ακούοντας αυτούς που εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν +επιθυμία διά να ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι +συναπαντούν μου αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί +ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν +ημπορούσα να υπάγω από την μίαν άκραν της γης έως την άλλην χωρίς +κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις +τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η συντροφία· μα ο ξένος που ήτον +εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν επιθυμάς να περιδιαβάσης τον +κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου δείξει, οπόταν θέλης, ένα +τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις βασίλειον, χωρίς να +συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός θα εμετωρίζετο. +Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος και μου λέγει, +ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το σπήτι μου, και +θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και περίεργον. + +Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε· +θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν +θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και +εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να +τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν +επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες +ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο +σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν +κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις +ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν +έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να +βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, +Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο +ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να +βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη +τέλειον το έργον του. + +Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την +εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν +εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους +διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί +εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις +τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με +μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα +εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις +ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις +εσύ, μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν +καλήν τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα +εναντίον, και κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον +που ήθελα να σε ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ +σου κάνω ένα δώρον ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την +μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης να ιδής κανένα τόπον. + +Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του +έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου +δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ +εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, +έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου +έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον +αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις +ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα +με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι +μου. Και ευθύς έκαμα να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις +ένα μου μαγαζί, και την εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα +λοιπόν να χαίρωμαι με τους φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου +την περιουσίαν. Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις +τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· +έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με +επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να +τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα. Βλέποντάς με εις +κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να +μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την +κασσέλαν μου. + +Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα, +παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου +ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική +κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το +Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· +έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου +εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα +ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι +τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν +φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν +ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω +εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και +την άλλην ημέραν ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και +πλησίον αυτουνού μία ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον +κάμπον. + +Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα +μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου +του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν +με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα +χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και +αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον +ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου +νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και +άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος +κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην +του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση +κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της +οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι +μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο +Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή +αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το +περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από +τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά, +στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να +εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν +την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις +την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν +κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες. + +Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές +τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και +φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και +με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την +θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και +είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την +αγαπημένην μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το +φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός +απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να +κοιμηθώ αναπαυμένος. Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, +στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την +βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με +τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία +του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα +που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα +αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις +τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η +πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά +να δοκιμάσω την τύχην μου με το μέσον της μηχανής μου. Κάνει +χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της Σχυρίνας, και να πασχίσω +να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να δοκιμάσω να ιδώ μήπως και +ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος που οι Αστρολόγοι +προείπαν πως θέλει την απατήσει. + +Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου +έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν, +εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου +επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα +τόπον, που είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου +και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις +τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις +ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν +τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου +ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που +εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν +ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα +το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα. Αυτή εις τον ίδιον καιρόν +εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον πλησίον της, εδόθη εις ένα +μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την κυβερνήτριάν της, που +εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να τρέξη με ταχύτητα εις +βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με +βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον +έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ +μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν +να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες +ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί +τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να +εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον +τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να +έμβη τινάς εδώ. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν, +εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν +εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης +Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον +θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ +εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι +ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν +διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω +τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου +και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· +εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω +ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες +ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά +να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν +οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν +πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το +γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις +ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς +που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, +όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες +οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν. + +Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να +συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το +ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που +είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι +γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η +Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με +επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον +πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την +βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με +τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και +εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα +ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον +λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις +την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια +φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με +λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα +ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια +που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να +στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να +μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός. + +Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον +της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ +καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα +εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω +εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της +βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου +έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω +μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες +λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή +βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα +τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν +έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ +μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν; +επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι, +της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με +στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα +γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα +εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν, +παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με +βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις +ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε +υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα. + +Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον +να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα +πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν +πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής +αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον +εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν. + +Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της +συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της +βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα +κλειδιά, που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί +που η Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και +ανακατωμένη από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε, +και ηθέλησε να μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την +αντράλωσιν της Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον +υπόχρεη να τον ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν. + +Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής +εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός +ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, +είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα +καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα +εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι +τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την +απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον +χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά +να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος +θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη +εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να +καταλάβω. + +Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη +μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και +βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του +εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του +και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο +βεζύρης ωμίλησε πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία +ημπορούσε να είνε αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και +ο προφήτης ημπορεί να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να +ευχαριστήσουν τον βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του +τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω +πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και +φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να +πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη +γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς +είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του +παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που +πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται. Και αν ο βασιλεύς θέλει να +δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν διήγησιν τόσον γελοιώδη, +σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την +υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει έλθει πολλά ογλήγορα εις +γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις ένα ιερόν όνομα έλαβε +την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν. + +Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης +του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η +υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και +απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να +ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς +να είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον +τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν, +δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός +μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί +αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη +ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως +δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον +επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα +ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η +νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του +βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· +έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το +μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα +μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν +με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω. + +Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά +ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του +βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του +ερχομού μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η +Σχυρίνα του είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς +φλόγας από τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα +έπαιρνε διά προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην +εστοχάσθη, ότι εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά +πως οι πόρτες του ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να +κατέβη εις την γην· + +Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα, +ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον +εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα +εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας +και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και +πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε +προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να +μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια +εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της +θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον +δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να +τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με +κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα +κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από +την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ, +εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς τους Μουσουλμάνους ο πλέον +τηρητής των προσταγμάτων μου και της θρησκείας μου και διά την +καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω· εσύ καλά ηξεύρεις από +τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω εις τες πλάκες του +γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι απατημένη από έναν +άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την ελευθερώση από +τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες παρακάλεσές μου μού +το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα θα ήθελεν είναι +μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα διά να σου κάμω +την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που καθημερινώς κάνεις. + +Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που +του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν +διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ +δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του +ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς +τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός +στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την +θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα +όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και +ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον. + +Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν +εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν +έμεινε βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο +βασιλεύς, έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν +προφήτην, και με αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της +θυγατρός μου· και δεν είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις +τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που +εναντιώνονταν επάνω εις αυτό και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν +του. Αυτός όντας σταθερός εις την γνώμην του, έπασχε με κάθε +τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε αδύνατον ο προφήτης να +υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό είναι ένα μέγα ψεύμα. +Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον εκείνου του απίστου, +ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον όλης της αυλής. + +Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να +στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το +γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους +του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον +που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και +φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος +του κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του +τζοχαντάρη που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και +τον έρριξε κατά γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το +συμβεβηκός ενομίσθη ως μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν +του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το +άλογον, ετούτος είναι ο καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας +σου, εσύ δεν ηθέλησες να δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε +επαίδευσε· και ύστερον κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το +σπήτι του σακατεμένον. Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να +σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα αυτήν την είδησιν, ομοίως και το +συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να +διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος ο λαός ήτον ευκολόπιστος και +δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που ακούονταν παντού να φωνάζουν. +Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν του Προφήτου. + +Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την +βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ +της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον· +ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του +Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να σηκωθή μία +φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον +έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις +παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου. +Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και +ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της +νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα. + +Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την +ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο +προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που +εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω +μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να +φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες +κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται, +επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ +μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και +χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της +αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με +συμφέρουν οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει +ότι με το χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει +είνε η μοναχή προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα +διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα +ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα +επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το +μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν +του Μωάμεθ. + +Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και +ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας +Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του +Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν +απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον +υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος +εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα +ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα +του, και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς +εθυμώθη κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να +υπάγη καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με +αυτήν εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς, +ονομαζόμενος Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος +από το μέρος του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή +εις τον εχθρόν του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν· +τόσον που με πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της +Γάζνας. Ως τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την +ανδρείαν των στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του, +και να εμβαίνη εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή +συμβούλιον διά να ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο +τζοχαντάρης, που ετσάκισε το ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον +τρόπον. + +Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον +τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον +Κασέμ, μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού +εναντίον του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της +βασιλείας σου δεν ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον +προφήτην ωσάν γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει +συγχίσει τους εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε +βοηθήση, επειδή και από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον +πόλεμον ο Κασέμ. + +Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική, δεν +έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις +δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον +προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον +εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη. +Έτσι λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν +ογληγορότητα, και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον +προφήτην διά να τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του +έταξε πως δεν θέλει είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του +κάμη την θέλησιν ο μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με +μεγάλην ανυπομονησίαν διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν. +Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την +Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν, +επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα +αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν +έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως +δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν. Ερχομένη η +συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις +έργον το τάξιμόν μου. + +Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα +υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του +στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον +οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον +πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και +εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην +την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι +φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την +κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας +που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην +δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την +λαβωματιάν εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και +τους οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και +βλέποντές τον γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να +φωνάζουν και να οδύρωνται. + +Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή +πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν +αυτό εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το +αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις +τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την +τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να +τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι +σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν +του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το +στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις +φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ. +Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον το στράτευμα κακώς έχοντας, +και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και τα αναγκαία του πολέμου +εις τον κάμπον της Γάζνας. + +Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός, +οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς +εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον +φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον +το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση +καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες +χαρές εις τον λαόν και όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις +ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους +απεδίωξεν από το βασίλειόν του, και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο +Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος από κανένα εις το παλάτι +της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να +ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης +διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον +είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις +το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν +ευχαρίστησιν. + +Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν· +εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον +οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις +τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· +εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· +ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την +βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου +ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να +κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την +βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν +πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να +σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην +διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το +στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους +στάκτην. + +Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου, +και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του +Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν· +η οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και +μου το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα +όλως αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που +ήτον σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον. +Ήτον όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο +Μωάμεθ, αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν +αυτός ο ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας +υστερώτερα από αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να +γίνουν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον +χαλασμόν των εχθρών του, αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην +παράταξιν οι γάμοι της βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ. +Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον +μίαν εορτήν που εγίνονταν εις τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν, +επήγα εις την Γάζναν, και αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον, +καμφορά, κα άλλα αναγκαία και εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον +λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και +ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες +εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά +εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις +τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και +άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού +αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου +τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την χώραν διά να +λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός εις εκείνο +που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο λαός +έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας +έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν +πως είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε +να φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα +εις εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν +σεβασμίαν, και άλλα διάφορα. + +Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου έδωσαν· +μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν την +χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των θαυμαστών +μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως φαίνεται +καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που έκανα, θα +έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από αυτήν· ώστε +που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας πατέρας, ο +οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή του υιόν +σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον εις το +ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον από +έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον +βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου, +εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν +μου εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της +μηχανικής μου κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και +έπρεπεν εγώ να κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού +εις συναπάντησιν νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης +Μωάμεθ, αφίνοντάς τον Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν, +εξεμάκρυνεν από την χώραν της Γάζνας. + +Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από +πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος +με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να +μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον +καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την +τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά +ευχαριστημένος της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη, +δεν ημπορώ να βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας +μου, εις την οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις +τους οφθαλμούς μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου +εξαλειφθή αυτός ο στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την +απολησμονήσω, και αυτό με κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η +ιστορία μου, ω βασιλέα, που με εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω +καλώτατα που δεν ευρίσκεται εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως +της Γάζνας έκαμα, και της βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την +ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει· +επειδή και η βασιλεία σου εστάθης η αιτία, και με εβίασες διά να +φανερώσω με κάθε καθαρότητα το ανόμημα που έκαμα. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη του.& + + + +Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν +του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του +Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από +των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς +πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να +κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν +ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους +μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας +κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. + +Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους +οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα +και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν +τους απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και +εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και +ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι +ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη +κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους +λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν +την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και +αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν +ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος +από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν +είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους. + +Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν +άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του +βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να +μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το +ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου. +Εγώ δεν είμαι με όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και +μου έρχεται εις τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο +που επιθυμώ. Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις +όλην την χώραν, πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν +του, εις διορίαν τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να +τον κάμη ότι δώρον θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη +κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι +πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως +κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά +θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην +την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας +ευχαριστημένος. Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες +εξετάξει όλον τον κόσμον, θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν +είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω, +εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της +δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν να περιπατήσω τον κόσμον και +να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται εις την γνώμην του, και +δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ +αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την +επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να +είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του. + +Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του +θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν +άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις +έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ +Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος +του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις +ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς +ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν +από βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά +ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως +ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι +είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την +αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε +προς αυτούς με τούτον τον τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον +αναίσθητοι είσθε εις το να κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε +πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη διά να σας σηκώση από τούτην την +ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν τον πλούτον να αποφύγητε τον +θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε οπίσω σας και στανικώς σας· με +όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως η κυρίευσις του πλούτου σας, +σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε +να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η επιμέλεια που παίρνετε διά να +τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην· +εγώ όντας γυμνός από πλούτη, υστερημένος από τες ανάπαυσές σας, +χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με πολλήν ευχαρίστησιν.» + +Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του· +Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το +οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που +εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος. +Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά +να συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν +ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε +αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς· +μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο +βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω +ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί +ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε +να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και +ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν. + +Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν +διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και +έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε +ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το +χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με +συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου. +Ημείς είμασθεν τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει +με γνώμην βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι +άνθρωπος τελείως ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι +εναντίας γνώμης· και δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι +περνάς μίαν τελείαν ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ, +αν είνε έτσι, ότι πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις +μας κάμει μίαν μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν +ευχαριστώντας τον Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και +επιθυμάτε να μάθετε την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να +σας ειπώ την κάθε αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι +ευχαριστημένος και αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την +ευτυχίαν μου εις τον λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι +ευχαριστημένος εις την κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του +πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να +παρακινήσω εις την ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι +διδαχτάδες τραβούμεν μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να +ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την +οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος +παρομοίως με τους συντρόφους σου, πως κανείς δεν ευρίσκεται +ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. Κανέν πράγμα δεν +ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην καρδίαν. Ευθύς που ο +άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της επιθυμίας, που έχει +στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η οποία να συγχίζη +την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην είνε ποτέ +ευχαριστημένος. + +Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να +ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη +εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να +βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν +ευρίσκονταν εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του +βεζύρη και του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της +ημέρας εις ένα μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο +ευγενείς άνδρες, που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες, +που είνε υποκειμένη η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την +σήμερον μίαν ζωήν ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν, +που βεβαίως καμμία πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των +ευτυχισμένων ημερών του· και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας +άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ' +εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν. + +Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το +πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην, +εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το +Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν +επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και +είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι +ανταμώθηκαν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το +Αστραχάν, εκεί που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς +χωρίς θλίψιν. Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι, +και ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί +έμειναν έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες +χαρές και εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια +και άλλα χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά +ποίαν αιτίαν εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής +του εδιηγήθη πως τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν +νίκην, που έκαμαν εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο +ευτυχισμένον συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν +χαράν· και τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του +βασιλέως, ο οποίος έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον +καλλιτέρου χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του +εδόθη δι' αυτήν την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν. +Ακούοντας από τον Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει +προς τον βεζύρην του. Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής +μου εφανέρωσε διά τον βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως +του λόγου σου είσαι πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς +θλίψιν. Μη γένοιτο, απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος, +πως και αυτός θα είνε ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να +βεβαιωθής από τον ίδιον βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε +χωρίς καμμίαν θλίψιν, που να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο +Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω +με αυτόν και αν είνε και αυτός καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην +υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν +μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς +θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το +λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ, +και ας τον ιδούμεν από σιμά, και ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα +έσωθεν της καρδίας του, διά να έβγωμεν από την περιέργειάν μας. + +Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν +ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από +μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, +και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον +βασιλέα. Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες +που επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να +ομιλήσουν με αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν. +Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του +έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα +εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά +τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή +ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το +οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη +και να του επαινή την ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που +του άρεσεν αυτό το καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις +το να βλέπωμεν πως έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου· +διά το οποίον ταπεινώς την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα +δώρον, συμπαθώντάς μας την ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το +προσφέρωμεν. + +Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι +ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν +να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί +και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές +στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως +διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς +ωσάν τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν +από βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη +κάθε λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους +υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της +μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους +εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα· +και ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν +ξεφάντωσιν. Και με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους +έκανεν, αυτοί δεν ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν +μάθει καταλεπτώς από τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς +ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον +τρόπον διά να μάθουν από τον ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν +θα του ήθελε φανερωθή, ποίος ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν +ημπορέσει να επιτύχουν πού να τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ +με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν να καταλάβουν την αλήθειαν· και +ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν. + +Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν ξεχωριστά, +το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που του +ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω Βασιλέα +είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να μάθωμεν +κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας +ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν +είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι +βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν +της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά +συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης +μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν, +και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την +αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη +πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει. +Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην +είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της +Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την +αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν +άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να +εύρω κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι +ανθρώπους που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους, +και με όλον τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν +ματαίαν ζήτησιν απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν +ήκουσα διά να ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς +χωρίς φροντίδα και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν +περιέργειαν να σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες +χαροποίησες που καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς +ευχαριστημένος, και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη, +να μου φανερώσης αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που +κάνεις, και αν και χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν +θλίψις καμμία δεν συγχίζει την ανάπαυσίν σου. + +Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες +εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της +Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον +κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν +είνε πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ +να μου φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου. +Επειδή και μου ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο +Ορμώζ, και καθώς πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου +λέγω, πως ο βεζύρης σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με +την γνώμην του. Όσον δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι +άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι· το επίθετον του βασιλέως χωρίς +θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με το να είμαι ο πλέον δυστυχής +βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου +είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές που με κάνουν να μη στοχάζωμαι +ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με θλίβει. Ο βασιλεύς της +Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα του Αστραχάν να +ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την περιέργειαν +εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον, που ο +Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν +αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το +τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με +ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το +έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον. + +Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε +δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε +είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το +τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας +είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας +επήρε από το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους +έκαμε να περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν +του τρίτου, εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και +να θεωρήσουν. Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον +οντά, και είδεν επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας +η ωραιότης τον έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι· +οι οφθαλμοί της ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το +πρόσωπον γελούμενον, και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες +ομιλίες, που μία γραία σκλάβα της έκανε. + +Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις +εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον +ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση +εις τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη +η ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε +εκείνη που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω +αυθέντη; είπεν ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό +δεν παραπονούμαι· αν εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο +ανταποκριμένος. Μα πώς το λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί +αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο +βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε και οι τρεις εις την πόρταν, και +θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που θέλει συμβή. + +Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και +επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε +προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα +μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς +εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· +αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια +εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ +πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους +οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της +είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, +τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η +κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η +βασίλισσα τότε δεν του αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον +πως τον είχεν ακούσει, και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν +αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον +εκείνο το αξιοδάκρυτον θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση +προς τον Βεδρεδίν και καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή +εξανάρχονταν εις την πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της +εξανάλαβε την λαμπρότητα που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που +ναξαναγεννηθούν όλες της οι νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις +τους θεωρούντας τον θαυμασμόν, που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή +κανένας. + +Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του, +εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και +δεν ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την +ταλαιπωρίαν μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά +το παρόν, αν εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον +πηγαίνετε χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά +πολλά βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το +απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει +πολλά καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν +πλησιάζης προς αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν +της, και οπόταν από αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν +της και τα πνεύματά της; αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε +την περιέργειάν μου. + +Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ, +επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να +θαυμάσητε εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που +επιθυμάτε, διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν +μακρυνήν ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο +Βεδρεδίν και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως +μεγαλυτέραν χάριν από αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο +Ορμώζ άρχισε να κάνη την διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ιστορία του Βασιλέως Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς θλίψιν, +και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.& + + + +Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να +περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την +ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν· +εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν +μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα +αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις +καμμίαν αυλήν βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους +ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που +με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και +ωνομάζετο Χασάν. Ήτον αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και +πεπαιδευμένος εις τα πάντα, και το περισσότερον που μου άρεσεν εις +αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν, +αλλά έκανε κάθε τρόπον που να ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με +τούτον τον τρόπον που με εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος +μου, και κάθε μου απόκρυφον εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην. + +Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους τόπους +και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου και +τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν +ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι +βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που +παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν +απολαμβάνω εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί +χαίρονται οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που +δεν τα βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα +βλέπω· και δεν ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου. +Επιθυμούσα να ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να +ιδώ κάθε ταπεινόν πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει +μου είνε και διά περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την +γνώμην μου, και δεν έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου. +Και εκείνην την ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας +εσυντρόφευαν οπίσω εις τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον +οι δύο και παίρνοντας πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ' +εκεί, και ύστερα από μίαν μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν +της Καρίσμου, εις την οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν. + +Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να +σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην. +Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας +εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν +από τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας, +περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον +πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά +να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις +αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους +πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και +ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι +εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία +εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου είχαν τους τρελλούς +κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον +έτσι, με το να ηκούσαμεν που να επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια +χωρίς στόχασιν, και ολονών οι τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον +περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε +προξενηθή από αγάπην και διά τούτο τους εβάλαμεν εις εκείνους τους +πύργους. + +Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά +τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του +τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι +τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, +ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν +προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, +και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με +το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την +Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε +είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την +διηγηθώ. + +Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει +κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες +έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα +αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά +εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος· +κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να +μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από +την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους +τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους +επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση +την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να +λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν +προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα +τόσον ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε, +βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με +πολλές φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους +βάλλουν εις τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους +τρελλούς που τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η +βασιλοπούλα Ρετζία κατά πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι. + +Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ. +Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο +ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή +θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου +ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη. +Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην +παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον +σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και +ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει +αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, +να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από +αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται +από αιτίαν της κλεισμένοι. + +Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον +του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις +λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη; +στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω +το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός +μου είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε +να σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις +μίαν στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης +λογής αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν +μου, και μη σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη +κακόν αποτέλεσμα. + +Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις +την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και +περιπατώντας καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν, +τον οποίον ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί +που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός +απεκρίθη, βλέπω που εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν +σου εδιηγήθη κανείς ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της +Ρετζίας; αν το ηξεύρης, είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής +μίαν ωραιότητα τόσον φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες +νουθεσίες διά να με εμποδίση αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν +έκανε τίποτε, μου έδειξε την στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου +είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν +θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα +αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η +Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη +να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν +που θέλει του τύχει. + +Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον +λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν +εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, +διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές +όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως +και διά τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από +τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και +αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την +βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην +απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και +κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της +φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν +κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να +γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την +στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη, +ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου +εφάνη μεγαλοπρεπέστατον. + +Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα +με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν. +Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον +ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία +δεν ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν +ακόμη να χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον, +πρώτην φοράν που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω +την θεωρήσει με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου +προξενήσει την μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής. + +Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την δε +ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε +παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή +αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος +έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού +του, διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη +η προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα +μου, ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου +είπεν. Αχ, κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η +βασιλοπούλα δεν θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της, +και η ωραιότης της δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων, +και δεν ημπορώ αρκετώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το +αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν, ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ +θα παραιτηθώ, που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον +που κατά το παρόν είναι δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν, +δεν θέλω λείψει όμως που να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το +μέσον. + +Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα +εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον, +και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· +τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα +χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που +είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης +μίαν χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε +γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την +σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το +δώρον είνε πλούσιον, μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε +παρακαλέσω του είπα, διά να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον, +διά να με εμβάσης εις το παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την +βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν +εβγαίνει πλέον εις την χώραν να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης +ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας. +Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα +αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να +χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν +σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ +θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης +ολόχρυσον. + +Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του +εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι +την συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν, +δεν ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν +δεν με υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα +δεν ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και +ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον +άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον +εβάλθη να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως +ακόμη αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά +να τον παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα +οποία, ωσάν τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του. +Παιδί μου, μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά +διά να με παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα +αγροίκησα προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε +δουλεύσω, και εις ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου +ένα μέσον διά να σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον +εσένα ωσάν και εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα +που μου έδωσε, και τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που +εστοχάσθη. Κάνει χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου +και να βάλλης πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου· +μα έχοντας αυτά τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι +εις υποψίαν, και να σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου +σκεπάσω το κεφάλι με μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν +σε στοχασθή δι' ένα κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει +καθόλου. + +Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του +περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που +ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, +που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς +καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και +εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν +εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος +εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την +έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα +την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να +μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με +επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι, +και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω, +και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι +ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και +νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε +καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που +είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν +χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα. + +Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε +διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά +κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον +επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν. +Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που +έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις +τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον +κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε +αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου +έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· +λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως +το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την +πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον +με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν +έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση. + +Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με +ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος +κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν +μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον +εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε, +διατί θέλεις να μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν +είμαι άξιος να σταθώ έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε, +μου εξαναείπε, και πες μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν +αντραλωμένον, απεκρίθη διά εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι +δούλος μου, και είναι πολλά έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι +ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και +άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με +ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον +έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του +βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά +που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως +ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά +τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και την ακόλουθον ημέραν λέγει του +Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει πως έχεις εις το περιβόλι +σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν του διηγήθη τα πάντα +διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν του βεζύρη του +επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει, σήμερον εις το +περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι καθώς μου το +παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς θέλημα να +συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το +περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν· +και ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι. + +Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ +επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· +έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας +ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα +ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, +τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη +πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως +ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το +εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο +βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε +αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με +πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν +φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να +τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να +κάμη. + +Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να +προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι +και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί +που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που +αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον +γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο +ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν +ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο +Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου +έκαμαν χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το +λαλήσω· το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου +εφέρθηκαν και άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και +αυτά με τον όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους +ήχους, που επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις +τους περιεστώτας. + +Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν +σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα +εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο +το κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και +είνε αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον +θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα +εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από +πλούτη, έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας +του και να δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά +ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και +άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της +αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός +με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες +δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα +την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν. +Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, +μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη +εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και +έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς +να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που +ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι +έτοιμος διά να την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ +εμπρός της με τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου +απεκρίθη εκείνη· επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το +περισσότερον ακούσαμεν να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και +διά τούτο μην λαμβάνης καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις +την Ρετζίαν. + +Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς +επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα +λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν +υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία +ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από +τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά +αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά +να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς +αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και +ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν +και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που +έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· +εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που +ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η +κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα +αναίσθητον. Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι +ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της +βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις +τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το +κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι +κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν +επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την επήκουσα και τότε όλες οι +γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα εις το κεφάλι, εδόθηκαν +εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν τόσον, που με έκαμαν να +καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία +έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω +με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου +πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά +πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με +έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την +μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα +νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την +καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία +εξανάλαβα εκ νέου επαίνους. + +Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά να +χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον +νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν +από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, +έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν +η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους +πλέον θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν +αυτούς τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να +ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από +τον θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν, +είνε, ότι αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα +λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, +πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. + +Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του +περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει +να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους +εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην +την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, +και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το +λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, +και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας +ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον +καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις +εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να +πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της +Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να +με αντικόψουν από αυτήν την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου +φθάνει τόσον διά να μη μου συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα +παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον εμπόδισα που να με αντικόψη +πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με νέα δώρα διά να με αφήση +να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα. + +Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ, +επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά +δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά +περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί +ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν +επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος +από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· +επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την +άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και +αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν +γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που +αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε +τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν +τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι +παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι +μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν +φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να +της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα +να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν +να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με +έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση +εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου· +θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως +μην κάμης. + +Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί +προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου +τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα +εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν +να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν +ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον +ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το +χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα +κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή +επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες +γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν +να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης +που έρχεται να μας περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες +μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους +χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον +ίδιον καιρόν μου εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα, +τραγουδώντας καλύτερα από την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε +διά να χορέψω· εγώ διά να δείξω την μάθησιν που είχα εις τους +χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα χορόν, ο οποίος είχε πολλά +πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που ερριχνόμουν με +σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας καλά +βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και ευθύς +τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου. + +Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως, +και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με +τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου +πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που +μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας +έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν +ως άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η +ημέρα. Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα· +έπειτα με επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν +αυτός, διά ποίαν αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του +περιβολάρη; ποίος ήτον ο στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς +αμφιβολίαν να ατιμάσης το παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος +ο ουρανός, που ο δόλος σου εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε +αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την στιγμήν να σε δέσουν από τα +ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις όλην την χώραν, ως να γένης +κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον +ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον θέλω να γίνη και εις τον +περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε συμφώνως· τον οποίον +εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί. + +Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν, +έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να +ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν +θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε +τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως +επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου +μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε +που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που +διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν +και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα +οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και +εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας. Και +περιπατώντας με μεγάλην βίαν όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ +εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου της Καρίσμου και εκεί +ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου. + +Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά +τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την +κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία +του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την +αγάπην μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα +τον παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα +σύνορα της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη +εις το βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά +τον κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς +μου πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που +εγεννήθηκεν, ο οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί +να κάμη κάθε τρόπο διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το +επίλοιπον της ζωής του εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως +και οι φύλακες, παίρνοντες άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και +ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το +Αστραχάν εις το βασίλειον του πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ +μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα τα έξοδα της στράτας και πριν +φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι, +που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον μου έδινε την είδησιν πως +ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή +πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και +άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, +που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον +πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα +έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου, +που να μην προφθάσω μίαν ώραν εμπροσθήτερα διά να τον εύρω +ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε, και πρέπει υπομονή. + +Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές +που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν +διά να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι +ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα, +και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να +χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι· +και καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί +δεν στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να +εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου +έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να +φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την +ευτυχίαν τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε +σπουδήν μου διά να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον· +είμαι βέβαιος, ότι αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς +δείχνομαι εις τους οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από +ζωντανόν πόνον που με θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να +προξενηθή μία βαθεία θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την +χώραν. + +Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις +καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με +κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης +Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα +τρόπον. Και ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν +Αμπασατόρον προς τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την +θυγατέρα του Ρετζίαν εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον +από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, +πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της +Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν +του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά +δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και +είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν. + +Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω +τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα +εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να +ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις +μίαν κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου· +και με όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η +καρδιά μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν +Ρετζίαν, την εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του +ευτυχισμένου ανδρός της, και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να +λάβω άνεσιν. + +Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου +φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες +ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται +μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και +θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους +από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να +τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους, +όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν +ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν +διήγησιν και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους +οφθαλμούς μου ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο +παράξενον. Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους +λουτρούς, και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν +τους και την μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά +ευγενικόν, και καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν +την επιστασίαν εις το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί +επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν +θαυμασμόν, και το περισσότερον που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον +ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν από τον άλλον. Ο αυθέντης των +λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας +μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να +κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους, +που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν +διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν +πολλά ευχαριστημένοι. + +Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα, +απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω +με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς +αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον +έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου +και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν. +Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν που του +έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες τόσον +εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των προεστών +του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη, και τόσον +χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον ακούη. Και +αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή +και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος, +έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε +μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς, +χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ +εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι +και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την +δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν +παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι +βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους +ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα, +επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση· +ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης +καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς. + +Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν, +έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς +εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο +φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που +ήθελε μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να +μείνουν μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης +του. Οι άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να +τους το ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται +του. Και αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους +επρόσταξα να κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς +που έκαμα αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από +ολίγην ώραν εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και +άλλα αναγκαία διά να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία, +άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν +απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον +τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του +δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και +εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων +τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον. + +Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του +φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα +ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει +αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου +ειπώ, πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού +εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την +ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από +ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και +Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, +είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει +μου κάμει καλύτερην χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την +ιστορίαν του. + + + +&Ιστορία του σοφού Αβικένα.& + + + +Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις +μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την +κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον +της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα +τόσον επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα +τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την +Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και +την Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις +ολίγον καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις +ηλικίαν είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες +Ινδίες. + +Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την +Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να +ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι +οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι +έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος +επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά +ευχαριστημένος από την συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με +κρατήση μαζί του· και εις τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν +έκανε χωρίς να με συμβουλευθή πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε +πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον +του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε και αυτός κατά πολλά· και με +όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το βάρος ενός βεζύρη έχει, μου +έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να σπουδάζω. Μα η επιθυμία η +μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η ολίγη ώρα που μου +επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και απεφάσισα να αφεθώ +από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την σπουδήν μου. Ο +βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του κακοφανή, +τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα με όλον +τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην ξεμακρύνω +από την αυλήν του. + +Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά +ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα, +επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με +αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα +εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή +και με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και +περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν +την τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα +σπουδαστήρια, έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα +της Κασγάρ ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και +τον Φατζέλ, άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να +μας ιδή, με το να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά +γραμματισμένος. Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας +εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ +διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις +τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της +θελήσεώς μας. + +Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν, +έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον +έστειλεν εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι +μετά ολίγες ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι +φιλόσοφοι. Ο Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και +κατά αλήθειαν είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο +βασιλέας της Κασγάρ είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την +ελόγιαζε. Εκείνος λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν +μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη, και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα, +επειδή και με το να μας στοχάζεται ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους +φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι +λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν κανένα πράγμα εξαίρετον· +θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως Κασγάρ, χωρίς να φάμε και +να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι ένα πράγμα δύσκολον να το +προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου σου, με το να είναι το +ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν δεν θέλομεν πάρει άλλο +παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους σκλάβους μας θέλει κάμει, +οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς νηστείας, που θέλομεν +κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει που να μην το +φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν. + +Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε +το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά +έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που +παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν +εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με +αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι +εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας +τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν +χωρίς να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και +εγώ ένα κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα +χάπια του· ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν +εμισεύσαμεν από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ. + +Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά +τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας +ενεργούσαν θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την +βεβαιότητα. Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν +έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις +εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να +γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, +επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος +και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που +με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε +το συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με +υπομονήν το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να +φθείρεται· βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που +έκανε σπλάγχνος, του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το +εδέχθη· και αγάπησε καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη +πως έχει χρείαν από την βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον +θάνατον του Φατζέλ· εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και +τον έθαψα εις ένα βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και +τους εδικούς του. Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα +τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα +είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα +των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, +διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το +βουνόν. + +Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να +κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου +του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν +του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα +ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να +ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός, +και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί +εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα +εις την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω +αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον +λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της +συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την +χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι +είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει +το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό. + +Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να +τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της +ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, +τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το +σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να +έμπουν. Ο Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ' +έξω από την πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης +ευρυχωρότητος, εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία +ανοίγει με μίαν δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της +ξανακλεί· και τούτο γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι +εμπαίνουν προς τα ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην +ποσότητα από βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με +ογληγορότητα τα παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα +του σπηλαίου κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που +ανοίξη· και αν διά κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν +στιγμήν περισσότερον από τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα, +και μένει εκεί εις το σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς +συμβαίνει πολλάκις· επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις +έναν χρόνον. Λέγουν ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ +Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα +θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και +εκείνα που απ' όλον τον κόσμον εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία +είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο αριθμός των οποίων είναι +είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την πέτραν την φιλοσοφικήν, +τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και άλλα παρόμοια· +ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν τέρατα, να +μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα άψυχα· +εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα εις +πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος +εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει +εκείνο το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το +σπήλαιον, ευθύς αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα +τα βιβλία του σώα, χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το +παραμικρόν. + +Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον +ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και +έλαβα χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να +υπάγω την αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν +εστοχάσθηκα μόνον να έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον +από τους άλλους, να παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή. +Και με το να ήμουν πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα +φόβον από τα πονηρά πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το +λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του +βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που +ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την +νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα +διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον. Πλησιάζοντας τέλος πάντων η +αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να +έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς +την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να +έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον +οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας, +ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον. + +Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον +ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες +βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα +τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον +γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε +κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι +γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον +χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν +τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της +πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος +κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας +άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν +ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ +βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς +την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που +είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν +με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα +επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την +επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν. + +Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας +άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με +τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που +ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· +εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα +κερία της χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον +ωραιοτέρα από εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου +εις εκείνο το σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες· +έβαλαν τα κηρία ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά +περισσοτέραν μου ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν +διαφόρων βιβλίων πολλά περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα +της χημικής, και των αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα. +Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα +κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα +αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου +σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που +μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με +κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου. Και κάθε +ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν +ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το +απολαμβάνω εν τω άμα. + +Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου +εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να +κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από +τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα +της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη +διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· +μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν +εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα +που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να +έβγω την ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί +έναν χρόνον κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα +μαλλιά μου, εις τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος· +ώστε που η μορφή μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον +εκείνου του λαού, ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος +Μοούκ εβγήκεν από το σπήλαιον. + +Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός +άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις +την χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να +βλάψη το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο +Σουλτάνος της Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά +να τον πιάση και να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν· +επειδή και αυτός ο μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του +εσταίνονταν, με την μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με +ωνόμαζαν ένα μάγον εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την +υποψίαν· αδελφοί μου, εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι +εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν +και εσείς· αυτοί, ακούοντας με να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και +χωρίς να με αφήσουν διά να τους βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με +επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, και με έπιασαν διά να με φέρουν +εις τον Σουλτάνον να με θανατώση. Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να +τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα +ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την +ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά +διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν +εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με +είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω +παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά +μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις +σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την +στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν +εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο αναΐππης αφού με +επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των ανθρώπων του, διά να +με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν εις τον Σουλτάνον +διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου δώσουν. Ο +Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ επήγεν +εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν του, +και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν μου +με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει +την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην +επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· +τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα +γενόμενον εις στάκτην. + +Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς +που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και +ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα +ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· +επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις +τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε +τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον. +Έπειτα κάνοντας να σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς +τον βασιλέα και του είπα: + +Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν +τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που +στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω +πράγματα ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί +σου είναι μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, +και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν +έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον +δέκα χρόνους. Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την +Περσίαν, και εις όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την +καλήν τύχην όλων εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην· +περιδιαβάζοντας τέλος πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν, +εις το οποίον εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα. +Και δι' αυτήν την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και +πηγαινάμενος εις ένα πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα +παρόμοια και με την δύναμιν κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την +ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα +λουτρά, που φαίνονται εις τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι +σαράντα μου σκλάβοι, ω βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με +υπηρετούν, και που έκτισαν τους λουτρούς, που είδες, και που σου +έφτειασαν και το κιόσκι εις το παλάτι σου. + + + +&Ακολούθησις και τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ, +επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.& + + + +Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά +τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου +τύχη σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης +πιστεύω ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι +δούλοι σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ +είσαι εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν +τους προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την +βασιλοπούλα της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το +κάμουν. Χωρίς αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν +ευθύς να υπάγουν εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την +μέσην των γυναικών της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν +επιθυμής εδώ. Αυτό πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε +μου, μεγαλυτέραν χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης. +Θέλεις μένει ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και +έχω πόθον να εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να +με καύση. + +Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε +τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον +επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν +άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν +Ρετζίαν. + +Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την +χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον +επιθυμητού και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η +έκστασίς μου, και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με +τον οποίον μου εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω +έμπροσθεν της την μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον +αυτή κανένα φάντασμα, και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το +πιστεύσουν· παρακαλώ σε, λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία +που προσφέρετε εις τους οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή, +ομίλησε τι πρέπει να στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου, +λέγει εκείνος, αυτή είνε η ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά +της, και χαίρου χωρίς υποψίαν εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να +σου προξενήση. + +Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, +χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το +λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν +ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την +αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με +έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· +γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου +εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα +να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην +έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες +πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον +σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και +με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ. +Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα δικαιολογήματά μου, ημπορείς +να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, ο οποίος επρόστρεξεν εις +την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα στοχάσου, σε παρακαλώ +πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο βασιλεύς του Αστραχάν, +ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του βασιλέως πατρός σου διά +γυναίκα του, και δεν εισακούσθη. + +Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας +ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον, +ευρισκομένη εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ +εκαρτερούσα (και δεν ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από +ονειδισμούς οπόταν αυτή η βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη +ολίγον εις τον εαυτόν της από την έκστασίν της, μου ωμίλησε με +τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις +άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου, μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο, +παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την ακμήν να στεφανωθώ έναν +βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω, και ούτε να τον ιδώ, +τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ διά μίαν δυναστείαν +που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον μισητός, και έμελλα +να του είμαι ως γυναίκα. + +Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του +βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα +εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος +σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που +εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά +τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον +μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου +αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν +στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις. + +Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον +υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου, +δεν ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν +να σε απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω +την ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια +λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου. +Και διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου +είπεν, ότι αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον +να ημπορέσης να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως. +Εσυμβουλεύθηκα επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε +στείλε, ω Αυθέντη, έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του +Σουλτάνου διά την κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις +γυναίκα σου, και διά τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες +να κάμω εγώ. Έκαμα κατά την συμβουλήν του φιλοσόφου, και +εξανάστειλα τον Χασάν διά απεσταλμένο προς τον βασιλέα της +Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, και την έβαλα εις το χαρέμι +μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός +της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν +την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα εις την αυλήν μου, και του +έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας βασιλεύς ημπορούσε να κάμη +προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την ευτυχίαν του. Και διά +περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου συμβουλάτορα και τον +είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι μου και +ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που έκαμα. + +Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν +εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς +που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως +της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του +διά να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά +επιτήδειος εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι +μου, και πως εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το +θεμέλιον έστειλε μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς +του την είδησιν πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς +να ετοιμάση όλα τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να +έλθουν ομού εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την +ατιμίαν που τους έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν +φθάνοντας επάνω εις αυτές τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον +Σουλτάνον κατά την συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν, +διά την οποίαν επήγεν. + +Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον. +Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ +έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου +αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου +εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα +διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού +μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον +τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά +μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την +θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι +λέγοντας επρόσταξε τον τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν +εις το μέσον της αυλής του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς, +έχοντας από τον τζελάτην εις την μέσην της αυλής, που ήτον +συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν τον θάνατόν του. Και τον +καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί διά να του κόψη το +κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν άφαντος από τους +οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε τόσον εις τον +Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν και φόβον. + +Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν, +που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον, +διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς +επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του +απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα +πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν +και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που +αρπάχθη και ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που +ευθύς εφανερώθη έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου +εφανέρωσε περιπλέον τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος +της Καρίσμου ομού με εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω +μου, να αφανίσουν το βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο +Αβικένας οπόταν ο Χασάν μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε +μεγάλως. Έπειτα με εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και +αυτός θέλει έχει όλην την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα +κατά την γνώμην του. Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν +και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες +των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα +μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας +μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα. + +Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς +αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο +Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον +στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ +έκαμα καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα, +εβαλθήκαμεν με τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου, +και εκινήσαμεν και ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου. +Τότε ο φιλόσοφός μου με την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες +ασυμφωνίες και διαφορές ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της +Γάζνας, και τόσον επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον +ο ένας του άλλου. Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν +τους, ο βασιλεύς της Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το +στράτευμα, και ο Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του +κάμπου και του πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή +τελείως την νίκην του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα +εβγήκαμεν έμπροσθέν του με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να +τον κτυπώμεν, τόσον που ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις +τας χείρας μου, και τον έφερα εις το Αστραχάν. + +Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον +επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που +να ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να +τον καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις +γυναίκα, το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης +καρδίας ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον +λόγον του Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι +οποίες έγιναν πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου· +και ο λαός του παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες +χαρές και αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ +καλύτερον ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον. + +Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος +διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ +ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν +μου και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας +ομοίως και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να +ευρίσκεται με εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των +δύο μας η ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με +μίαν τελείαν ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που +εστάθη ο αίτιος της ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες +ηδονές, και εκατάντησε την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν +δακρύων και ευσπλαχνίας, ως θέλετε τον ακούσει. + +Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του +επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον +αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά +να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις +αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται +με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους +ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον +κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά +συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη +ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν +άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με +ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις +τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους +στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας +που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά +ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· +όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε +το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν +ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες. + +Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η +Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον +τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του, +και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος +πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον +ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με +πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους +ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις +τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν +εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα +βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη +στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον +τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με +μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε +παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον +αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι λέγοντας εφύσησε +εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε κάποια λόγια +μυστικά, έγινεν άφαντος. + +Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην +αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο +Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού +είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ +εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν +την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της +έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την +ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ +ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την +Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι +καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε +την μεταλλαγήν που κάνει. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και +του Μυστικού του.& + + + +Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο +Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την +περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε +μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· +έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο +βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά +να υπάγουν εις άλλο βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν +την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την +στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ +λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν +ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον +ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε +χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν +βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά +λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ +κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις +την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το θαυμάσης, που παρομοίως +δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της Τζελίκας, που διά +παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με κάνει αναίσθητον +εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που το λοιπόν μας +προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης του βασιλέως +αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος εις αγάπην +καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της Ρετζίας. + +Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να +πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό +προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας +εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ +παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει +να είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να +βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής +καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την +ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον +απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω +πασίδηλον. + + + +&Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.& + + + +Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την +Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός +ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, +και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που +εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο +Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με +πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα, +εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν, +εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον +ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν· +έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον +κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και +έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη. + +Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην, +επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν +έλαβε καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς +ευεργεσίας. Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του +εχρεωστούσαν θα ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε +δανείσει· μα ποίος του τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν +δια να τον πληρώση, και όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις +τον Βανάην, και από τον πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε +που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα +Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της +λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να +απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα +Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα +επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η Αροούγια ευθύς +εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη +με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την +αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια +σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα +του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να +του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε +δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν. + +Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του +ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την +ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά +πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που +του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες +την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με +κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης +ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, +και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια +φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου +είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά +να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις +την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον +άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να +μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της +Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και +δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου. Δος μου το λοιπόν +τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και μη χάνης τον καιρόν +σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις την επιθυμίαν +σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους ονειδισμούς, που η +Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής διαθέσεως, ευθύς +εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' εδώ, ω τολμηρά +γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς αυτός ο +άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, έτσι +έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι +λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον +έλειψε που να την δείρη. + +Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα +μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και +αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν +φθάνει αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι +αχάριστος που είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να +με αφήση να χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα +το εδικόν μου, και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται; +ετούτο δεν ημπορώ να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την +δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν· +εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός και εχθρός της αδικίας, και +ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, και να μου κάμη δικαιοσύνην. + +Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και +επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο +Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν +από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος +από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και +την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την +υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· +μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος +παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον +τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν +ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με +προστάξης. Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και +την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, +και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα +πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον +κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα +βγάλω από τα σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά +μιλώντας) στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου +ευρίσκεται φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου, +υποσχέσου εκείνο που αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν +θέλω σου χαρίσει τέσσαρες χιλιάδες φλωριά. + +Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω +ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους +ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; +εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους +κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες +παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα +μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε +τίποτε ουδέ με τον Κατή. Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν +εύρηκε κανέναν να του κάμη δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε +προς την γυναίκα του. Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς +δεν είνε, παρά να προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός +να μας κάμη δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν +είμεθα πλέον διά τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια +μπουλωμένη επήγεν εις τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον +μοναχόν του ανήγγειλε την υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη +προς αυτόν. Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες +γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με +ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα +και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω, +πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου +παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν υποκείμενον, που εις τους +οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία μίαν τέτοιαν ωραιότητα +να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη +νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να +επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει +διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις +τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου +τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από +λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις +την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά +από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες +φλωριά. + +Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να +ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι +εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της. +Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να +ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει +δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν +τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη +χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να +τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να +καταράσαι τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις +που να θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε +καλύτερον να στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να +βγάλωμεν το εδικόν μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την +στιγμήν ο Προφήτης με εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου +ζητάς ποίον είνε· στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις +ιδεί μίαν ογλήγορον εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του +Κατή και του Βεζύρη, η οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την +χώραν και με τούτον τον τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας, +και θέλομεν επαινεθή και από τον κόσμον. + +Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε +τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον +μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα +πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που +είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να +τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον +ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να +καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε +πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον +τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά +να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή +και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το +κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου. +Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν +γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου +κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι +με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, +και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε +ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· +θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά +να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς +επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας +από την χαράν του έτρεξε διά να την αγκαλιάση και αυτή με +επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του χωρίς να την εγγίξη· +και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα δίκτυά της, και +αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν από εκεί και +επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν και του +Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν την ώραν +διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· των +οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν υστερώτερα +ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις ένα +καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της. + +Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς +αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε +να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους +φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν +σκλάβαν πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της, +και τα όσα ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να +φερθή, οπόταν οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα +πράγματά της εις την τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση +τον σκοπόν της. Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της +νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα +ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις +την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και +τους αγροικήση. Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην +υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα +χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση +εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από +αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο +χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του +παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις +αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η Αροούγια εχαμογέλασεν +επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον +επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή +με ελευθερίαν. + +Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και +έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς +σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το +τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν +που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη +προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη +και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης +ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης. Τότε η +Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον +Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το +γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με +εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε παίρνοντάς τον Χόντζα από +το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον έφερεν εις ένα άλλον οντά, +και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια που είχε πάρει· και +κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον που να μισεύση ο +άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να μείνωμεν το +επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν. + +Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και +τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο +ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι +άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους +λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον +από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η +σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και +αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της +Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη +και τον Χόντζα. Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε +και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος +γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και +εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν +αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν. +Τότε η Αροούγια διά να δείξη την προθυμίαν και αυτή προς αυτόν, +του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε εις ετούτο το κρεββάτι που +βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν κοιμάται ο άνδρας μου, +και ευθύς γυρίζω. + +Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το υποκείμενον +εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το κρεβάτι. Και +την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και +θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη +λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας +σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του +ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι +αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν +ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους +εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν +σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν. +Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, +ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον +ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να +σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει +γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον +δεύτερον εις τα δίκτυά της. Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, +ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η +σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη +με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους +άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και +αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες +δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον +ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους. + +Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που +έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά +που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον +άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν +διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά +του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, +ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν +τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την +υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών. + +Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν +της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν, +καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου, +και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που είδα +την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως ήτο +μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον μου +την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν· +ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και +ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με +ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει. +Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε +ακούσω. + +Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της +βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά +του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα +γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να +μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την +επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν +εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου +κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο +που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν +χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις +τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα +δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και +δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την +επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην. + +Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια μου +εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον +αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να +αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου +κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα, +τον καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα +υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να +πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού +είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου +απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους +σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ. + +Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν, +και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια +έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια +ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι +λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια +έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της. + +Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης +της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον +Βεζύρην, γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά +εντροπιασμένους διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα +εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους +εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και +ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους +έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο +χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους +έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους. +Κάνοντας υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου, +επρόσταξα την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν +της λέγοντάς της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες +κινδυνώδεις, που επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε +αγαπήσουν. + +Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας +έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι +εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ +δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· +εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του +θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο +Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα +εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης +ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν +αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους +οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την +θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη +με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον +απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν +και τιμημένην. + +Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε +διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της· +μα αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς +μου, έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου, +και δεν ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν +μου. Και τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την +ανάπαυσιν έστειλα κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις +τον οντά μου, και με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω +Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία +σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από +αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον +απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και +κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες +είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ +να λάβω. Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την +γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την +θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω +από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να +διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι +πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου. + +Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου +τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να +με πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν +φορές ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο +στοχάσου ω βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω, +επειδή και γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες +όλου του κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της. +Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την +καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την +χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου +προξενήση ο χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα +με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση +τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης +της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις +έναν καιρόν να κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα +διορίαν διά να στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου +δώσουν την απόκρισιν και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα. + +Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα, +εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν +ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς, +απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την +στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν +εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν +την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον +εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και +επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα +εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και +αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα +λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα +της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους +φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα +τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα +που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν. + +Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από +εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να +νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά +δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την +αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η +ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν +μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει +αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, +και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου +φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας +Αροούγιας. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του +μυστικού του.& + + + +Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο +βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το +τι έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και +ότι δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από +την Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ +χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο +Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός +πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα +είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν +της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα +που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως. +Μα εγώ πλανώμαι, εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον +συμπαθώ, επειδή και έχει χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή +εξ όλης καρδίας τον ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι' +αυτό με δίκαιον τρόπον φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν. + +Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω +εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν +έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα +κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες +οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας +πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να +εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες +τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες +άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν +άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα +ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το +σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα, +έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι +έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν +την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του. + +Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από +τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού +επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα +πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και +πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν +ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του +αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη +ο τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται +μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται +Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν +ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν +δέχεται εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν, +και κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και +είναι πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και +ξεχωριστά από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον +κράζη εις την συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα +συμβεβηκότα του. Κάνει χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα +του έτυχαν πολλά εξαίσια συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του +έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και +αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε μείνει εκστατικοί. + +Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν +να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν, +επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους +του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και +ήλθαν εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς, +και με πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν +εις το τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά, +εδόθηκαν εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά +του. Ο Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ +πνεύμα, και πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι +σύντροφοί του έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν +πολλήν ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις +το οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά +να υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά +πάσης χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με +όλους τους ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των +διακοσίων ανθρώπων και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν +με μεγάλην ευφροσύνην. + +Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του +πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην +ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα +ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα +εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα +παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα +εξαίσια, που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου +έτυχαν είναι τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα +εδιηγήθηκα, δεν ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν +διά έναν άνθρωπον εχθρόν του ψεύδους. + +Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες +διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως +από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον +διά να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε. +Ναι, ω αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και +δείχνετε τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να +ενθυμηθήτε το ό,τι σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα +όσα θέλω σας διηγηθή επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια +πράγματα παράξενα, που έχω να σας διηγηθώ. + + + +&Ιστορία των εξαισίων συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου +περιηγητού. Ταξείδιον Α'.& + + + +Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι +Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα +ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που +εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά +που περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά +πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των +πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους +πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους +λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με +έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί +προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι +πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά +Σουράτ και Σερενδίβ. + +Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς +χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν. +Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις +τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και +κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη. +Ήτον αυτός ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας +και πολλά τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, +που περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του. +Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε +κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά +να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το +οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον +από πέντε ή έξ εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι +διά να μισεύση από εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ +να μισεύσω με αυτό. + + + +&Συμβεβηκός πρώτον του Αμπουλβάρη.& + + + +Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα +εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να +διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με +πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον +που ήταν μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς +την ωραιότητά της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το +μεγαλοπρεπέστατον φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω, +και ο στοχασμός μου ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω +ωραιότατον υποκείμενον που βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε +χωρίς άλλο η αγαπημένη του βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και +γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα +ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση +να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι τα όσα είπα. + +Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα +δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις +την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα +αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με +σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που +εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου +είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν +τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό +προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος +αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με +όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου, +απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της +ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το +πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης. + +Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω +την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα +ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν. +Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα +εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες· +τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες· +εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το +κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την +εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα +πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά +ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα +φτιασίδια. Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το +εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια +άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα +ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε +συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε +αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας +ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες +χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την +έταξα. + +Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν +νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ +Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή +είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον +αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή +τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ +μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία +υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα +με προθυμίαν την περιέργειάν της μα οπόταν της είπα πως έχω να +μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα μου, αυτή με αντέκοψε +δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις τούτο. Πώς το λοιπόν, ω +Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με +απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά +να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν +μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο +παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης +χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της +απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά +μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου +αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά +ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες +απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε. + +Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα +κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή +ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο +οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί +ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και +ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν +απόφασιν. Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν +την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με +εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά +τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις +διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με +τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που +εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και +αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα +γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν +η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον +ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν +διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν +εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από +αγάπην. + +Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και +τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με +τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν +διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το +βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την +Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο +κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με +παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που +εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα. +Τότε εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά +να μη κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να +υποπτεύση διά εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως +το ταχύ θέλω επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε +να με υπακούση διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην +υποπτεύση διά εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να +μη με καρτερή εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με +κάποιους φίλους μου, χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας +αυτήν την επιστολήν μου την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με +ένα της σκλάβον. Έπειτα από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου +εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον +οποίον επρόσταξε διαφόρους σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με +δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν χρείαν. + +Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι +επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν +τελειώσει ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον +συναπάντημά μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε +ετοιμασμένα διά εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως +ογλήγορα θα απολαύνω μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην +ελπίζεις εις μίαν τύχην τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε +διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που να την ελπίζης τοιούτης λογής, +επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι υπερβολικής ημπορεί το τέλος της +να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με +αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω +καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με +εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν +εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την +νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την +στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε +λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την +σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη +μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές +περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον +έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος +ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν, +την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί +αγαπητικοί. + +Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι +της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω +εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς +σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου +έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί, +πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της Γαντζάδας με +εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο πράγμα +ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας αυτή +από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν, +και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο +στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά +των θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν +τέτοιαν απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου +εφανέρωσε τον στοχασμόν της. + +Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω +εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν +επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον +πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι +θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ +έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με +λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς +το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την +αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν +μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα +εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να +καταλάβης τον κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν +αυτή, το εμπόδιον αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου, +της απεκρίθηκα· εγώ δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με +εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους +του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω +εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή +ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα +να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα +σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα +σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον +ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που +διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την +εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν, +καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν +σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου. + +Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα +τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις +την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και +πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με +έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με +πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που +εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος +αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· +ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να +θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν +ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον +πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον +τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον +αυτής, ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη +κάποιαν ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον. +Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ +ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν +διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν +ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι +ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός +καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της. + +Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα +πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν +μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα +εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, +χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου +ήτον πολλά μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα +επρόκρινα να προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας +μου συνέβαινε ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν +έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το +παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά +προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και +χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν +της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, +και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· +υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί +περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν +περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής· + +Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν· +Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον +στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά +μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα +του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, +ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να +καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του +Προφήτου. Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, +βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά +σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν +είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ +είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την +αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, +ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, +ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα +το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον. + +Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις +τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν +μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από +εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ. + +Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με +στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα +διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. +Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν +είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν +από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το +μάθεις εις τον καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά +την ώραν δεν έχεις να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους +ανθρώπους χωρίς να μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι +και ευθύς που με έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον +λιμένα. Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο +καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της +Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του, +προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν· +και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον +επρόσταξε. + +Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά +γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την +εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί +πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα +μου και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά +σκληροτέρα από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας +ημέρας· μα ύστερα κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν, +εδόθηκα όλος εις το να δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε +εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του +έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη +τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να +προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και να κάνω χωρίς να με ήθελε +προστάζει και με τούτον τον τρόπον απόκτησα κατά πολλά την αγάπην +του. + +Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, και +είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της Μπεγκάλας, +ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που είνε τα +βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος τόσον +σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες θάλασσες· +μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να ημπορέσωμεν +κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν +ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το +καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν +τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να +απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του +αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος +δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε +με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν +τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους +αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος +πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας +επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν +καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει +δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. + + + +&Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.& + + + +Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και +σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας +βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας +αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε +αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη +καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον +συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να +ρίξωμεν τον σκύφον εις την θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται +διά να τον ελευθερώσουν. Αν η ευσπλαχνία είναι ένα έργον +αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι αύτη εστάθη πολλά +κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει. + +Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον +έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς +εφαίνονταν έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά +θηριώδη· χοντρό το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το +στόμα του κατά πολλά μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των +σκύλλων, τα χέριά του ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με +νύχια μακρά και μυτερά, οι οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της +τίγριδος, και είχε μίαν μύτην πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά +ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας άρεσεν, επειδή είχε μίαν +θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν, +που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον +θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του +καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την +ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες. +Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα +ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε +μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν απεκρίθη ο +άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να σταθώ +εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που +πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη +ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν +άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα +ημπορέσης διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να +υποφέρω μίαν νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης +φαγητά εξαίρετα, ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό +στομάχι. + +Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα +εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι +ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη +τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, +επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη +ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν. +Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το +να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι +δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! +ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με +συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες +υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος +διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους +πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους +οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων +βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη +επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και με όλον που +το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν +στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του +έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν +και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει. + +Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση +αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν +την πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα +άλλα, με το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι +αυτός θα εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του +φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη +υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς +επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον +επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με +τους όνυχάς του. Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού +με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη +επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση +την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας +είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά +μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον +να τον λαβώσωμεν. Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις +λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν +με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με +μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς +μας. + +Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς, +και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή +ερριχθήκαμεν επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την +θάλασσαν, μα δεν ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και +μας εγλυστρούσεν από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό +έχωσε τα νύχια του εις το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί +εκρατείτο με τρόπον, που εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν +ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς να φανή φοβισμένος από τον θυμόν +μας, μας είπε με πικρόν χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς +στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει +καλύτερα εις το να με υπακούσετε· εγώ εκαταδάμασα πλέον +δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν ακολουθήσετε να μου +αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας μεταχειρισθή με τρόπον, +που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας. + +Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να +μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν +πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν +εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η +πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά +να του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας +εφανέρωσεν, ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν +αιτίαν διά να μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας +είπε πως μας αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την +θάλασσαν, εις την οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως +διά το καλόν μας, επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο +καράβι, που να είναι πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις +εκείνο, και ημάς να μας αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες +μας τες έκανεν εις τον καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός +εγελούσε·, εμετωρίζονταν καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς +ηθέλαμεν τον εύρει πολλά νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να +λάβωμεν ηδονήν από τα μετωρίσματά του, και να χαρούμεν. + +Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς +του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη +δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα +μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον +άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας. +Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το +στομάχι, θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να +αποκοιμηθή· αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον +κυριεύση· και εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός +εκοιμούνταν, με ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις +την θάλασσαν, διά να γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις +ολίγον διάστημα την ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν. +Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και +εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι +ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε +χωρίς να λάβη ύπνον. + +Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν +επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη +παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν +απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν +ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· +οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση +επάνωθέν μας. Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν +ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και +είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, +παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και +οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά +να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον +άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή +και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν, +ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις +εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα πουλί θηριώδες το οποίον +ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το +θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι +μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και +τον έφερεν εις τον αέρα. + +Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος +άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια +του ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα +σουβλερά εις το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του +με όλα τα φτερά που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον +έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο +αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του +εχθρού του. Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι +του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος +συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον +εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν +αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς. + +Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η +ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και +ευθύς που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις +μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο +θάνατος του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας. +Ακολουθήσαμεν ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν +μερικές ημέρες με την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν +ημπορούσαμεν να καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις +τούτον τον κόσμον μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα +τον αέρα πολλά αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον +εξανοίξαμεν ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν +χαράν. Και καθώς επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την +δυτικήν κόγχην του νησιού της Γάας. + +Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και +εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν +ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν +ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο +καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το +καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον +εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με +πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους +έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του +ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε +να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον +καιρόν επάνω εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν +της ορέξεώς τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν +σχεδόν ωσάν να ήμουν ένας από την οικογένειάν τους. + + + +&Συμβεβηκός Γ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου) +εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από +την αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα +του εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας +άλλο παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε +πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με +το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, +ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με +το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης +άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· +επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, +ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω +βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν +απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ +μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου. + +Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν +άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του +εζήτησα τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά +χαράς μου την έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον +διά να συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν +θάρρος, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά +ευχαριστημένη που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα +καταλαμβάνω πως δεν έχεις καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής· +όθεν επάνω εις τούτο το θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η +οποία θέλει είνε διά καλόν σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω +διά τιμημένον, και γενναίον άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το +θάρρος σου μιλώ· όμως να μου τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης. +Εγώ τότε της έταξα, και της ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν +αντίστασιν το ό,τι ήθελε με προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου +είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού +τον υιόν, και αυτός κατά πολλά μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές +φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο οποίος πάντα του το αρνήθη, με +το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία +να με στεφανωθής· και ύστερον από δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης +ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να καμωθής πως θέλεις διά να με +ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον αγαπητικόν μου διά να γένη +σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· +μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν +σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι +θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει; +Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, +και θέλεις μένει αναπαυμένος. + +Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, την +ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη αυτή +εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να τελειώση +αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας υστερώτερα, +κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να δεχθούν +εκείνην του Μωάμεθ. + +Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την +χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον +τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε +διατί την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν +αγάπην εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός +εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, +και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το +λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον +φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον +αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την +ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν +μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα και ηύρα τον αγαπητικόν της +Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα μου) και έμπροσθέν μου +εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί την νύκτα κατά πως +επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν ήθελε να χωρίση την +γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον πεθερόν μου με πλαστόν +πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του ανήγγειλα την +υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την +χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και εις +αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει, πως +ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ +πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση, +προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την +αρνήθης, και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν +θέλει να την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με +τούτο το μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του, +που από τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε +σκάνδαλον. + +Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το +συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν +ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε +εις τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον, +λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς +τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα +διά να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το +θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά +έναν αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να +επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα. +Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από +την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, +εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το +Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο +καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. + + + +&Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω +κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα +έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι +να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα +πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον +πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που +εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος +απερασμένος εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα +συντριβάνι· ο οποίος με πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του +ανταποκρίθηκα και εγώ τον χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν +και εσεργιανίζαμε μαζί. Και ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες +που μου έκαμε, μου εφανέρωσε πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο +του Σουράτ είχεν ένα καράβι εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον +έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να +του ανταποκριθώ εις το θάρρος που μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως +έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και +εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα +όλα μου τα συμβεβηκότα. + +Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με έκαμε +να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν· +βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής +θλιμμένον και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου +έτυχαν· μα έξω από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής +εις τας δυστυχίας των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής· +σου ομολογώ πως εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν +μεγαλωτάτην αγάπην, με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου· +είμαι διαπερασμένος εις την καρδίαν και τετρωμένος διά τες +δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες οποίες οπόταν τες διηγηθής του +πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν θέλει συντριβή η καρδία του +περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον ευχαρίστησα μεγάλως διά +την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον +πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε αυτός πάλιν μου είπε με +θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου, διά την συναπάντησίν +σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά ακριβή· κάθε +στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα με εμένα +σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων +πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν +μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με +τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός. + +Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές +ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι +του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον +με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να +λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον +πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν. +Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με +πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή +χοντζερέ, εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν +γεμάτην από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από +φαρφουρί φίνο της Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα +της Ναγκασάρ, και η κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον +που εφάγαμεν όσον μας άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον, +και εχαρήκαμεν αρκετήν ώραν. + +Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου +ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη +που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ +και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, +εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ +θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον +από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται +περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν +μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει +κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν +πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου +έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια, +με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν. Και ο +τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το +καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η +θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια +θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα +μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον. + +Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην +ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις +τούτην την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο +που έχω συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης +υπέρμετρος, τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν +μου· Και διά να με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην +είνε αληθινόν, με φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες +σιδερένιες διπλές, και εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους +σωρούς βέργες από χρυσόν, ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα +ωσάν αυγά περιστεράς, που έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου +φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν +επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να +ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με +προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο γέρων) με αγκάλιασε και +με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με τούτο εβγήκαμεν από +εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. + +Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και +εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν +ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων +επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού +μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με +πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με +τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον. +Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο +το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, +και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. +Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα +δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να +μην πέσω. Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα +εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα +μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα +σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου +εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές. + +Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του +έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες +πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω +υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω +πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις +τούτο το πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου +επάνω εις τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον +εις θυσίαν ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να +προστρέξης εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά +να κάνη θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας +άνθρωπος ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια +ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να +κλαίω όσον εδυνόμουν. + +Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει! +τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα +διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την +εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον +ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, +και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα +έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν +εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις +αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; +ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ +ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις +που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση. + +Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις +απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το +οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις +κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις +αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με +εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με +βοηθήση. Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν +εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή. +Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα +πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα +από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος +ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις +εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να +τελειώσω από τα βάσανά μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με +πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με +ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν +βουνού. + +Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον +οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην +συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· +και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον +εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί +χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι +του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα +να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν, +φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα +ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν +το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα. +Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις +ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν +από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις +την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, +και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το +καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν ήτον η χαρά μου οπόταν +εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος φίλος του πατρός μου, +ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, που ήτον από την +Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το συμβεβηκός που μου +έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί. + +Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα +διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα +τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά +όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν +διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω +εις τον επίβουλον γέροντα. + +Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το +νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια· +και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να +ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι +τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν +αυτά τα θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα +πηγάδια χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις +τα πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην +ποσότητα. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των +οστρειδίων που εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να +τα ανοίξωμεν, και διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που +καθένας έμεινεν ευχαριστημένος διά το μερτικόν του. + + + +&Συμβεβηκός Ε'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να +υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο +καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με +μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που +μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς +να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών. Την εβδόμην +ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο +καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι +μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να +στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον +τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το +καράβι ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος +πάντων το εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και +εφαίνονταν υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο +που μας εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από +τζελίκι· τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης +έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα +χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το +βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα +καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή +και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν +από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να +ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται. + +Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά +εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας, +επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον +παραμικρήν ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την +θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους +απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που +οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας +ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν +καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που +ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω +κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει +δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν +ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις +την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν +του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το +κακόν μας. + +Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους, +μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και +ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο +Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να +ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την +κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν +και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας +στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου +εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον +που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία +σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας +γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν +τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει +πλέον να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον +ακόλουθον τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την +συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον +εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα +σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του +βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου +θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει +θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν». + +Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν +μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των +λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν +μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο +πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας +είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να +μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με +κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και +ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον +εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον +τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ +αγκάλιασα όλους της συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον +άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το +ύψος του βουνού· επλησίασα εις την περιοχήν και παίρνων το ξύλον +εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από +το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον το έχασα από την όρασιν· και +εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· ύστερον από αυτό έμεινα εις +την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να πληρώσω την θυσίαν που μου +ήταν γραμμένη. + +Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν +ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν +του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα +πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή +ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν +σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον +εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα +καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην +βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και +ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την +δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν +την στράταν των; + +Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του +με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς +το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την +δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον +δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω +αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και +ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος +από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό. +Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην +ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από +τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που +ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον +ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν +εκείνο το χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός +μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως +θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά +ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν +είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον +δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον +γεροντότερος από τους άλλους δύο. + +Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ' +εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του +χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το +ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να +μου το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· +και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και +οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον +το αίτιον. Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν +έχει άλλο παρά πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και +υπέργηρος είνε το αίτιον που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά, +και η θλίψις τον έφερεν εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει +εβδομήντα πέντε χρόνους, και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και +δυνατώτερος από τον άλλον και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν +γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά. Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον +γέρος, και φαίνομαι πλέον νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον +που απερνώ τους εκατόν χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα +ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που +επιθυμείς να γνωρίζης τον αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την +νεότητά μου, ότι το εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και +άλλο περισσότερον δεν ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία +χώρα πλησίον κατοικημένη. Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την +στράταν, και πολλά ογλήνορα θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν +παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί +αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον, +εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το +να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν συνήθειαν να ρίχνουν εις τα +καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που από κακήν τους τύχην +ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν αυτοί, το σαπούνι +τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον ευρίσκεται εις τον κόσμον +με το να είνε καμωμένον από το πάχος των ανθρώπων. + +Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα +την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά +μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά +εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα +ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους +πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και +μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον +να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα +καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου +από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές. +Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον +Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, +χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να +χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε +ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; + +Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα +λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός +διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις +το Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του +είπα το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν +πολλά αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν +διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ +την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν +ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον +αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του +Αμπίμπη. + + + +&Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη& + + + +Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά +την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν +είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου +επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, +με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' +αυτήν. Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, +μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται +κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου +απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα +την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας +ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον. + +Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον. +Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον +πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία +πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται +αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, +απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο +μήνες. Ο βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά +του παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη +αλλέως παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται +υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την +υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα +ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και +αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε +αποφύγει τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον +μισευμόν σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να +αποθάνη. Τότε εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα +μεγάλως εις την καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την +χάριν να της ειπή πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος +διά την υστέρησίν της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον +ευχαριστημένη εις την κατάστασίν της. + +Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα· +μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος +πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε +τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά +λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει +εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε +τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η +μεταλλαγή του γραπτού της Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν, +αγροικούσα από το άλλο κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να +στοχάζωμαι, ότι αυτή ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ +κρυφίως, και ότι θα ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν +εις ελπίδα τόσον χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα +έλθη να μου δώση την απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς +τον διέταξα. Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να +επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την +Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν +ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν +άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. +Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους +ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα +δι' αυτήν. + +Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας +με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και +ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν +ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού +μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω +πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με +καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους +ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς +γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο +διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν +τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον +δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του +βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε +ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και +πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που +έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και +με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως +θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ +διά να την ιδώ. + +Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι +εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά +να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν +την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ +τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι +οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν +να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία. + +Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα επάνω +εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή +στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από +λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που +έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα +στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα +ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την +εσυντρόφευαν· και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα +όργανα τες ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι +φίλοι της χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την +χαράν που είχαν, εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των, +και μέρος διά φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που +εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον, +και την έφεραν από το χέρι εις την άκρην του ποταμού, εκεί που +ήτον το κορμί του ανδρός της φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το +έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα +χέρια των ιερέων οι οποίοι το έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η +πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε και αυτή εις την ετοιμασμένην +πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές φορές θεωρώντας την +ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν έπειτα αγκάλιασεν +όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς ανεχώρησαν διά +να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες σκλάβες της, οι +οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την ελευθερίαν +των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα +εδιαμοίρασεν. + +Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την +θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, +και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν +με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά. +Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι +εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα +ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ +τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην +ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το +πιστεύσω. Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά +τον θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με +συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα +χέρια των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να +αξιωθή με την σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε +την έκαμαν να έμβη εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν +λαμπάδα κατά την συνήθειαν εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν +εις την καλύβαν, και να καή μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ +μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος, +ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα +τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον +περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου +εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της +θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν +την καρδίαν. + +Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με +είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που +έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός +φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς +του εκείνην την διήγησιν. + +Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά +να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, +που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον +υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην +αγάπην προς αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά +κενοδοξίαν, και να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο +χωρίς άλλο, που την επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο +στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή +και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε +είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον +ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον +γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά +τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει. Και ούτως επήγα εις +τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη +διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας +να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα +τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του +μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να +πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα +ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας. + +Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και +έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε +μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου +φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου +δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην +σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των +ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να +καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και +πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας +έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά +πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, +επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και +τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με +έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την +χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με +υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του +οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και +έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες +παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το +υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά +περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο +οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν +απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να +φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και +ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την +οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον +η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε +στάκτη. + +Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά +της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή +βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην +ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν +επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της +Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν +είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να +θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε +πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω +κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, +διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες. + +Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ, +έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν +ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ. +Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα +υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα +αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις +ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και +όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας +να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε +στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι +ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από +την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει +πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το +αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός. + +Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν +εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου +αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την +θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με +κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα +τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με +θερμότητα. Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν +ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν +είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και +εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα +των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά +διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την ομιλίαν της και της είπα, πως +τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε τα στοχάζομαι διά το ουδέν +έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και ευχαρίστησις ήτον διά +την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την αντάμωσίν της, παρά διά +τον πλούτον όλου του κόσμου. + +Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν, απεφασίσαμεν +διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που θα ήτον· +το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας λοιπόν το +καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και +παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι +ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και +εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον +από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν +καθώς επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο +πατέρας μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα +που μου έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως +ήτον γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την +είδε τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην, +οπόταν του εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα +συμβεβηκότα μου, και έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε +τα όσα μαργαριτάρια με τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και +ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και +την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον +να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους +γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα +χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του. + +Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε +πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να +σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και +θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα +τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα. + +Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι +μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον. +Το καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ +ήλθαν και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν +εκείνην την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι +τους. Και ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του, +την εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον. + + + +&Ακολούθησις της ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του +Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.& + +&Ταξείδιον δεύτερον& + + + +Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι +δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και +δεν ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την +χάριν του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να +χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι +οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την +ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει +κάθε εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και +ευχαρίστησις, μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά +ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο +πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου +που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να +αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, +και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και +έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος +πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του +σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το +κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου +επροξένησε συμπάθειαν και λύπην. + +Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση +νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε +πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη. +Και ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου +φανερώση εις την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη. + +Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα +δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω +που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το +λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί +μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις +ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από +ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς +τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο +μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της +Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν· +αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου +δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας +φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος +πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου +περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις +δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως +αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ +εις το βασίλειον της Γολκόνδας. + +Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω +ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα +δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος +από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει +με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα +λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και +αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το +Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η +ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και +είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την +επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά +την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου +Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το +αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς +σου το άφησα. + +Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν +του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω +καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην. +Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου +ήσυχον. Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν +πολλά αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με +πολλά κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις +οποίες εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα. +Και αφού ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να +γυρίσωμεν εις την Μπάσραν. + + + +&Συμβεβηκός Ζ'. του Αμπουλβάρη.& + + + +Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι +θα φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα +μας. Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που +ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η +σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι +μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι +άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου +μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με +τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις +εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν, +και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην, +και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται +ένας μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον +πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν, +που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη +εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον +καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν +μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, +έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του +θηρίου. + +Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις +μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο +ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν +νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα +που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα· +εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με +τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν +ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον +που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος +τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με +καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ +εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. + +Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα +δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις +αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον +από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον +ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και +φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του +οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα +κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε +το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν +χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν +εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το +επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του. + +Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ, +είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την +θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν +ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα +και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να +θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν +διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο +δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν +άφαντος από τα μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα +θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά +να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και +εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος +έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν +πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που +ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· +επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι +του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια +παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· +«Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ +που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον, +εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί +υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου +γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις ετούτο το νησί από +κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν μεταγυρίσει εις +τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν να βαλθούν +εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν τίποτε δεν +τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, και θέλουν +φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν εύρει μίαν +μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις αυτήν, και +ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις ένα μέγα +λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο το +μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους». + +Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες +ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά +πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους +κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και +εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα +προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του +βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν +της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από +το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του +Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και +επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα +βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον +κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν +να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι +έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα +τελώνια της γης. Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη, +και εξαναθεώρησα το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά +πάντα. Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον +από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και +δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά +τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα +χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον +ύπνον. Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα +και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν +μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του +μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν +σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα +διηγηθώ· + +Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι +ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα +συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να +κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και +οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν +θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής. +Δεν έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν. +Έκαμες καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και +στανικώς, ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς +με επήραν και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω +από πάνω από διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά +να φθάσωμεν εις τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά +ένα αναρίθμητον πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά· +και εις κάθε ένα από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον. + +Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι +εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων +οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους +λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα +τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν +από όλον τον κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το +περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι +Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και +τα έτρωγαν με πολύν πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα +τα κατηραμμένα τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των +μου επροξενούσαν μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον +εδιαπερνούσε το πνεύμα μου από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η +καταφρόνεσις που έκαναν του Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με +εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και από το να παίρνη αμπτέστι και +να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια +πως ήθελα να κακοπάθω αν τους επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον +τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον +εκείνο που μου εμπόδιζαν. + +Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα, +επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το +αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να +αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν +του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς +από το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης +μεταβολής· είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα +και τόσον εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές +των τελωνίων επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα +άσχημα εώρταζαν με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου +την νίκην τους. Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το +θέαμα, και ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών, +εφώναξα με όλην μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας, +και ο Μωάμεθ είνε προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια +ακούοντάς με να ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν. +Ποίος είσαι εσύ, ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου +δείξη παρόμοια λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον +τόπον να ευρίσκεται ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν +είσαι; και πώς ημπόρεσες να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον +επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως +βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και +με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα, έπειτα μου εζήτησε το όνομά +μου και φανερώνοντάς το μου είπεν, Αμπουλβάρη, είμαι πολλά +ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας χείρας των απίστων +τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν να σε +θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι, επειδή +και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού του +Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου. + +Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην +προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις +τα δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε +που εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την +προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν +εγώ ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους +εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με +εσέβονταν πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά +τους, εις τρόπον που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με +συμβουλευθούν, και έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου· +Εσυνέβη ότι μία νύκτα ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν +κήπον της Μέκκας, εκεί που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα +να εμβαίνη η Γαντζάδα εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά +θλιμμένον και εισερχομένη εις το μνημείον του Προφήτου, +επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον «Ω Μωάμεθ, που εις εσέ +εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε έλεος εις μίαν γυναίκα, +η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους νόμους σου· κάμε να έλθη ο +άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση +εις την Μπάσραν, διά να διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την +εχάρισα και να με ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με +απατήση». + +Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να +την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το +όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου +ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου +αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον +οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε +μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των +τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος +θλίψις φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ +μου τι είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα +σκληρόν όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την +ησυχίαν μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά +τούτο είμαι έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με +επρόσταξε να του διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το +εδιηγήθηκα μου είπεν. + +Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και +επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που +επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα· +μα πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν, +ηκολούθησεν αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης +εβδομήντα χρόνους διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα +διάστημα, εγώ θέλω σε κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να +απολαύσης την Γαντζάδα, που την είδες εις το όνειρόν σου. Και +λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν +παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί. Βλέπεις εσύ μου +είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η +κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του +απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο +οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν +εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις +ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή +του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, +που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και +εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα +αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που +τους ήμουν σκλάβος. + +Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ' +υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με +χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την +ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας +προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου +είσαι υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν +παραβλέπω το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον +σκληρά βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την +καλωσύνην και με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς, +εσύ ηξεύρεις πως ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ, +απεκρίθη ο Αφρικός ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό +δεν μου είνε νέον. Σου την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς, +μα με συμφωνίαν, ότι εσύ θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την +Μπάσραν, και θέλω ότι εις ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το +ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις ώρες του είπε, διά το θέλημά σου +που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· +ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον +πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις +τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη +θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το +διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και +με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη. Και +εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και την έμαθα να +την λέγω. + +Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με +έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην +ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν, +Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις +την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή +Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι +είνε μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του +Μωάμεθ, που ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και +παίρνουν αμπτέστι, και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων, +και που πολεμούν ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν +τελωνίων, που είνε αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ. + +Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον εβγήκα +από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον. +Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες +την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο +Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το +επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν, +επειδή και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν +στιγμήν χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς +φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την +προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με +εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, +και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με +φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και +εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του. + +Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω +εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν +ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου +εις ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την +αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι +ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν +εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που +επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να +λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν +αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που +επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά +να πολεμήση. Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, +και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν +χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την +ελευθερίαν μου. Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα +κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το +άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα +διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. + + + +&Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη& + + + +Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την +οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα +μικρόν πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον +πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το +στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και +γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην +ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να +δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου +επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν +ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις +τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την +χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του +προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την +θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται +εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε +που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε +ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την +πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον +μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με +να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι παντελώς να μου συμβή τίποτε +εναντίον. + +Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το +θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα +ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι +που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την +πείναν και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός +βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν +είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις +αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο +πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, +ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ +έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα +ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και +είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά +μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν +και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος· +τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν +γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην +φοβάσαι τίποτε. + +Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον +τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και +επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω +νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του +είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον +άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, +το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την +βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι +αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη +υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, +και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με +προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε +κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι +απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το κεφάλι του προφήτου σου, πως +θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης +άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω να κάμω, και θέλω το +ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν. + +Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον +διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν, +άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός +έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια +και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης +αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να +μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ' +όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την +πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι. +Ο Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία +έρριξεν ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία +ευθύς άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον +δίασπρον, εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα +οποία ευθύς που μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου +τα εκτύπησεν από μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν +εις μίαν δευτέραν προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην +ασημένιον. Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα +ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν +σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με +μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον +δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας +άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους +άπειρες φοβερές φλόγες πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια +και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και +διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν αυλήν, της οποίας τα τείχη +εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και το έδαφος ήτον +εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο ένας πύργος +υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη κολώνες από +τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας μεγάλος θρόνος +από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος, +συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου +εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν +εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου, +ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα +τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον +που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος εις το +πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος που +κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα υποκείμενα +της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που εις τα +μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον +πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω +εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός +άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη, +και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και +φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον. +Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και +ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου +είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν· +ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και +ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το +δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την +γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω +Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον +χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον +πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την +Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, +και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα +διατί του είπα, δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης +αυτόν τον όφιν ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω +εναντίον του, μου απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν +από άλλον. Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν +και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του +προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το +ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να +του ρίξω το βόλι και τον καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις +έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το +καταραμένον τελώνιον· ετούτο είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία +αποστάτησαν εναντίον του Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα +έκλεισεν εις το κέντρον της γης, διά να παιδεύση την αυθάδειάν +τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του +οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις +την ρίζαν του βουνού εκεί που τον εσυναπάντησες, διά να διαβή +κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση διά να κάμη αυτό το +απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά να την αποκτήση +ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις την φύλαξίν +μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του Σολομώντος +και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον Αφρικόν +και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν, +ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή +αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον +από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου +του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το +πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ». + +Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα +οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να +βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν +που τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με +έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην +να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν +μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν +σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και +ουρλιάσματα φοβερώτατα. + +Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του +οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα +ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά +πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές +αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που +επαρομοίαζε την βροντήν. + +Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι, και +ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος, +και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες +προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί +κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε +πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το +χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε; +Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με +αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα +θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον +ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και +θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και +θέλουν ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε +μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα +ανομήματα. + +Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ +του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι +Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου +φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά +να παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε +να λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους +Μωαμεθανούς) που έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους +θυμούς μου. Έτσι λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και +επάσχισε με δυνάμεις τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους +δεσμούς· μα δεν έλαβε το ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια +ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν ευθύς, και τον εκαταδάμασαν, +ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο τον έδερνε με ράβδον +σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού, κατηραμένε, πολλά +ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να σου δοθή το +θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν +επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα, +εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν +κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην +από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός +κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα +τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν +το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν +διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από +σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον +ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα +έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα +με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα +έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν +ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος +Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός +παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός +παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». + +Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς +άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να +σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα. +Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον +ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε· +και ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με +εκείνο που επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι +κτισμένον από ένα μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον +αγνώριστον. Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη +υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε +καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι +ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια +χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που +έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την +θρησκείαν του. Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να +συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ' +υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν +γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια +τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που +μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω. + +Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών +διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί +που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια, +ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι +του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης +επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που +επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον +ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους +αστέρας. + +Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του, +ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να +φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του. +Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε, +δεν είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς +ήλθες, αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να +έλθης εσύ εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα +θαυμάσια ετούτα του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ +ευρίσκονται; Εγώ είδα και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα +από τα φαγητά σας δεν ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν +την οδόν σου μου είπεν εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν +κάποιον, ο οποίος θέλει σε συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος +πάντων θέλει σε κάμει να φθάσης εκεί που επιθυμείς. + +Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα +μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να +στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος +πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου +έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο +Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας +άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που +ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ +και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε +Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του +Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον +τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η +διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία +ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, +και θέλω σε κάμει να τους ιδής. Τότε αυτός με έφερεν εις έναν +τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο +δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από μέλι, και έτρεχαν σιγαλά +ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των οποίων έστεκαν πλήθος +λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα από διάφορα φαγητά· +εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του Μωάμεθ, και +σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι οποίοι +βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον. Έπειτα +από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο +οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν +μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν +διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον +ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων +ολίγον έλειψε να τρελλανθώ. + +Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι +ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι +άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης +κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος +του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς +μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από +εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην +του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την +κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το +άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν +του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ +εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· +ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει +τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· +εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας +πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις +βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που +μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη. + +Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την +συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες +ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· +η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν +ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου +εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των +κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο +Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω +πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην +είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν +πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, +εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν +σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει. +Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα +εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· +έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να +καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του +απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε +την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα. + +Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ +παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις +την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του +απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον +τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την +πόρταν του σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, +υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον +Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με +ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την +Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου. + + + +&Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.& + + + +Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού +μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το +να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος +βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν +θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι +εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον +επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν +μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία +διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, +που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη +μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου +σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ +να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον +αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο +αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα νέον εις εμένα αγνώριστον· ο +αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού με εθεώρησε με πολλήν +επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο Αμπουλβάρης +ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν σημάδι, εκείνος +είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι ασχημότατος, εκείνος +είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα σκέλεθρον· παύσε το +λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να καταλάβωμεν πως +εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι που δεν τον +είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την φυσιογνωμίαν +του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που καθώς εμάθαμεν, +αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν. + +Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά +καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω +πώς ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα, +είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του +Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! +πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα +ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον +κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε +ξαναϊδώ. Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του +Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν +καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με +ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον +διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την +Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν +εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν; + +Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου +εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω, +ο νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ +είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο, +παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα +γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης +να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα, +την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, +που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα +μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που +ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα +όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον +άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε +να ειπώ άλλο. + +Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον +περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον +εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας +πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν +και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων +φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη, +του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η +υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις +ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να +ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο +Αμπουλβάρης. + +Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον +Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα· +έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι +στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου; +Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι +οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο +που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων, +είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην +κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου +το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το +κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν. + +Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας +άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης; +Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά +να σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο +νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως +αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή +πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο +Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως +θέλω κάμει δικαιοσύνην. + +Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με +όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής +εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η +υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν +ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται, +δεν ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο +άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός +λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά +να υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν +του Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει +μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν +να το κρίνουν. + +Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και οι +τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις +το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου +μού είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να +σε πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί +που ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί +εκείνο που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν +διήγημα που ήκουσα. + +Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον +ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω +μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν +άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν +ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα, +προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν· +τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν +χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη, +ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να +πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος +δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από +πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν +ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και +αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο +Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την +διήγησιν του. Τότε εγώ του εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα, +και έφερα τον λόγον μου απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων +Μουσούλμα, διά τα όσα μου επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του +γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους +εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο +πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και +είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και +φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν. + +Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν +τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να +εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου +τα έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα +εις την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με +την ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την +ανυπομονησίαν που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως +αυτή έδειξε πολλήν θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την +εσυμπάθησα. Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε +κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον +ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, +όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς +από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω +καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του +Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την +καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά +πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω +με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω. + + + +&Τέλος της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων του.& + + + +Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο +Βεδρεδίν, και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την +ζωήν τους πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν +ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος +πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν +ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν +άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, +που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες +ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να +λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που +να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη +καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το +εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην +τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν +ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος. + +Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν +αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως +ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την +διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα +αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην +εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με +αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η +γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά +πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω +από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από +αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον +εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν +δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την ομιλίαν η οποία τον έκαμε να +στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο μυστικός του δεν είχαν κατά +αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, πως ήτον αδύνατον εις τον +κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν. + +Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο +Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την +χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις +την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που +είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ +και καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος +να μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα +είναι εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας +σταθούμεν απ' εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν +είμεθα τελείως ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον +δυστυχέστεροι από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, +ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν +χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες +δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την +Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως +πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές +ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την +ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας +είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας +υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη, +στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν. + +Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά +ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού +μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου +Χαλιμά, αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως +τώρα μου εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται +σταθερός εις την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από +αυτές αμέτοχος, καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις +τα όσα επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου +Χαλιμά με αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου +είναι διά παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον +όστις την ήθελεν ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις +του με το μέσον αυτής διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που +δοκιμάζει θλίψεις, παρά είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ +περισσότερες και δεινότερες, και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από +αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την +ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την +οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου +αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την +εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά +σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο Αϊδήν, θέλω την ακούσει +και αυτήν με την συνηθισμένην μου ευχαρίστησιν, και αύριον ας +είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής. Και ερχομένη η ακόλουθος +ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε να διηγήται με τον +ακόλουθον τρόπον· + + + +&Ιστορία των δύο αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ& + + + +Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της +Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά +ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η +μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η +οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, +και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν +υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία +αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να +τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε +αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν εις το χέρι, της οποίας το +φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την ίδιαν ημέραν· και προτού +να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες της, και τες είπε· βλέπω +τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και πρέπει να αποθάνω· +εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν θέλει με ονειδίσει +κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον Ουρανόν, που σας +αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα καθαρά καθώς σας +εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα παραγγέλματα +του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας εργόχειρον +καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο ουρανός θέλει +σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε πάντα ενωμένες +χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή και η ευτυχία +σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας +προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη, +πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή +δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ +θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. + +Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες +αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να +περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι +δύο πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες +αγκάλες των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν +και την έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον +τάφον της με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους, +εσύμμασαν εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα +εις κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν +εις το Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που +απαρθένευαν· δεν έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και +συναπαντούν ένα μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως +ενδυμένον· ο οποίος βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με +πολλήν επιμέλειαν, ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός +εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον +τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος +βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· +που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του +απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας +κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν +σας χρείαν; + +Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο +πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που +την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με +τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον +μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το +οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από +την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε +να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που +θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας. + +Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι +γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην· +ευθύς που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν, +που ποτέ μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με, +και σας τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά +ευτυχισμένην· και θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας, +η οποία σας έκαμε να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν. + +Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν +την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να +είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες +προς όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να +αποφασίσουν μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον +τούτο η Φατμέ που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις +την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα +πράγμα διά να το καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του +δώση απόκρισιν. Ο γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να +αποφασίσουν, είπεν· αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον +κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις +μίαν καλύβαν, και την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν +θέλετε αποστραφή τα όσα σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε +καθόλου από εμένα· η ηλικία μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να +σας βεβαιώση· εσείς θέλετε αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν +τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να ζήσετε· εσείς από εμένα όχι +μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά την ζωοτροφίαν σας, αλλά +ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και ευτυχίαν, που να σας +ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά ακολουθήσετε την συμβουλήν +μου διά το καλόν σας. + +Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του +άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη. +Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με +παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την +αγάπην, που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το +εξετάξει αν το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ, +ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι +πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να +τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν +πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες +επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή +μου απεκρίθη κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας, +και πολλά άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της +Κατηγές, της οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου +δεν είνε αρκετή να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο +αποκρίνεσαι με τόσην αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει +ετούτος ο σεβάσμιος γέρων. Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, +κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, +εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή +και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω +πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει +να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως, +απεκρίθη η Κατηγέ, και αν είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω, +διατί δε τον υπακούεις εσύ, και να τον πάρης άνδρα πού είσαι +μεγαλήτερη και ευμορφότερη από εμένα; + +Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα. Στοχασθήτε +την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του +κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με +νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν +τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω +τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί +διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, +είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά +εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και +γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν +σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη +αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει +της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε +πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η +επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και +συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε +ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν +αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου +τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο +γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, +και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της +ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το +περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω +πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να +παραπονεθής απ' εμένα. + +Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως +συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας +αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα +έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με +υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην +αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με +κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και +άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να +γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω +καθώς ορίζεις. Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να +σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, +δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της +λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά +γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από +αυτόν τίποτε. Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν +ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα +και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ +παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα +αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το +επίλοιπον της ημέρας. + +Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της +Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις +μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι +εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και +αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την +αδελφήν μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά +τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη +την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον +εναντίον του. + +Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την καταπραΰνη, +τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το μίσος προς +αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με όλον που +ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το έκανεν +αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, αλλά +και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την έτσι +αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη, +λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και +στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να +γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ +δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν +ολούθεν. + +Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ +εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του +γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με +μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν +έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας +αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ +ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το +Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη +γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν +καμμίαν είδησιν. Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές +τους έφερεν εις το άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην +ημπορώντας να μάθουν το τι έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την +εγύρεψαν εις όλην εκείνην την πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν +και εις όλα τα περίχωρα και εις όλες τες στράτες, που επήγαιναν +εις άλλες πολιτείες. + +Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την +γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους +τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο +γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την +Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με +το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η +Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον +ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο +γέρων εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις +ημέρες στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι +ωνομάζετο ο γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν +σπήτι. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, +και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον. + +Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της +έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και +ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν +ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από +πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην +ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη +του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την +καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο +οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με +τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να +μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με +κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την +θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να +μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο +εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς. + +Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν +διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες +που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από +τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να +ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν +αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της +εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν +έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η +ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες +πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον +εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; +αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα +εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από +το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι +δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης +εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον, +που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας +έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη. Εστοχάζονταν +εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη +με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν, +επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς +του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση, +έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν +ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί, +και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί. Και +απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν σκλάβαν +και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η νέα +αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον +της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε +τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και +τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της +στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά +εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά +να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να +την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη +εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον +τρόπον. + +Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος, +ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς +άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς +την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα, +διατί θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με +βλέπεις υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά +αρκετήν διά να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με +μισούν. Τα λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται +έμπροσθέν μου· με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της +μορφής μου, είνε αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της +μίαν υπερβολικήν αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η +Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν +και ωραίαν; εσύ κατά πως είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο, +παρά καταφρόνησιν. + +Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι μου +και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν +θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου +φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και +πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ. +Δεν στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω +αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να +πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την +ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης +πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου. + +Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς +με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ +είμαι το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα +και ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με +όλην την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να +μην είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον +Μπρακμάνον· αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον +αδελφόν μου, και διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις +ημάς είχε, μας επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν +μίαν αγαπητικήν του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε +τόσον. Εις αυτήν την επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον +εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα συντροφιασμένη ή από εμένα ή από +τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν διά πολλούς χρόνους, χωρίς +ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή +προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν ακολουθήση πάντα με αυτόν +τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις το κεφάλι αυτής της +γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την κατάστασιν. + +Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν +σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν +χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη +αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα +πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες +πλάτες μας· + +Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν +της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, +και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την +υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να +τον ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη, +εκαταλάβαμεν από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν +αγάπης· αλλά δεν ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της· +όθεν απεφασίσαμεν με τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον +να την κάμωμεν να μας δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε +καθώς ημείς εστοχαζόμασθε να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την +εβγάλωμεν από τέτοιες φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας +εκαλούσε διά να την υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε +μαζί με αυτήν, και που ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις +ένα συμβούλιον των Εξωτικών συνηθροισμένων, άρχισε να την +κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους τρόπους, και να την δοκιμάζη +ανίσως και ήτον καθώς αυτός την ενόμιζεν. + +Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά +ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που +εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν +εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα +μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την +νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι +της τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν +είσθαι αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που +είχαμεν προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν +ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, +ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη +να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την +υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες +στερεοί εις την γνώμην μας μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν, +την αφήσαμεν, και εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας. + +Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και +με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να +συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά +να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την +επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις +δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα +θελήματά της και εις την αγάπην της. + +Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη +χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν +τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε +να προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν +μας δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν +ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που +δεν ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον +φόβον. Μα εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην +της, εύρισκε τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη +από αυτόν τον φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να +μη βλέπωμεν το σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με +θάρρος· μα αυτό το πολύ θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που +κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις. + +Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον +Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη +τα μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα +οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος +αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την +κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην +αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν +αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς +ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο +άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες +νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε +πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον +καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη. + +Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές +κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του. +Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας, +ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα +πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ +καμωμένος ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν +αυτός να λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν +μου, εγώ στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και +εσένα εις τον αριθμόν των αποκτημάτων μου. + +Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το +μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον +τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους +στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το +έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον +κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της +εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την +αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της +προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και +να μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον. + +Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά +του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον +υβρίζη καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το +κρατήσει κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να +τον παιδεύση κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της +μιλήση με τέτοιον τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο +Μπρακμάνος σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν +ηθέλησε να εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός +ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας +γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν +του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία +και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και +κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που +αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας +ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας +κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. +Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ +περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη +περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση. + +Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και ηθέλησε +μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε την +πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και +διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον +καιρόν διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι +τρεις ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά +φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η +γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του +διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να +σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά +ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η +Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, +και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα +περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς +τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της +εκδικήσεώς του. + +Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά ελαφρή +διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος θάνατος· +μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον θάνατον, +θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν φορές +σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς την +Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου δεν +ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή +διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να +ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη +τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις +μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν +που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε +στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και +αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη. + +Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος, +αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό +ο αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το +φως της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί +να είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις +έναν άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και +κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι, +εκεί μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της +ανομίας σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των +εξωτικών σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας +αχρήζουν πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να +μείνετε γυμνοί από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε +είσται εις το κοινόν ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να +εγινήκατε, και έτσι θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω +μόνον από το να είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου. + +Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος εκήρυξεν, +ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός μας. Ημείς +πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που μας +επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας +αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες +φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις +την θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά +μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό +εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί +έχει προς εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός +τότε, μου κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά +δυνατός· και είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να +ξαναλάβετε την πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να +κάμω παρά να σας γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε +ξαναλάβει την φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που +έχετε, οπόταν καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν, +ολιγώτερον από είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση. + +Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι +απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να +αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν +είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την +ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε +διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν. +Πηγαίνετε το λοιπόν διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να +χωρισθήτε, και να πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος +σας. Μας έδειξεν ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν +να κατοικήσωμεν και ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια +μίλια· έπειτα μας έδωσε του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ. +φλωρία, διά έξοδά μας, και διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας +τιμημένα έως που να λάβη τέλος η δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα +αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς +μας. + +Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και +ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν +διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως +η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του +ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την +ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος +ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας +διώρισεν. Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη +ξαναϊδούμεν ο ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην +μας μορφήν, η οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς +αιώνας. + +Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να +κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά +μου στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα +τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της +μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε +έξ χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με +γενναιότητα χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να +ημπορέσω να πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν +νέαν κόρην, που να κλίνη διά να με αγαπήση. + +Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και +τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες +συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με +καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν +και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως +τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω +καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν +εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί +κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά +να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον +καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον. + +Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά +διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι +εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν +ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις +τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την +αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας +έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν +μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών +τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε +πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και +έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον +είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον +και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα. + +Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά +να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση· +και όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν +εις το Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα +μαζή με την αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία +μου Κατηγέ, αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου +σε αγάπησα· μα αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης +το όμοιον εις εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου +εφάνη πολλά μισητή και παράξενη. + +Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε να +την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν των +απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το +μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας +να λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά +εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με +κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες +δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες +ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου +κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες +ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ +σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν +μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία +Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; +αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την +ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να +υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την +μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ, +εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε +φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην +μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην +ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του. + +Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα, +και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες +μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα +τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν +ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να +χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει +εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς +πολλές φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες +οποίες εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις +το καράβι τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους +και τα μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους +εφαίνονταν πολλά παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον +παράξενα· εφορούσαν αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την +οποίαν εφαίνονταν ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και +δράκοντες, και άλλα φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το +κεφάλι τους εφορούσαν κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από +χαρτί, και ζωγραφισμένες με διάφορα χρώματα. + +Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι +εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που +ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην +επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και +έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους +αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα +μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες +ζαρωματιές του προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον +μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· +το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι +εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και +εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν. +Με οπόταν αυτοί είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν +σκλάβαν, που είχαν μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν +τους· και μάλιστα ο αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού, +ο οποίος ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν, +και στοχάζοντάς την που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου +του επήγε και έπεσεν εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το +πάθος, και την κλίσιν που εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά +να την βάλη εις το σαλόνι του, και να την έχη ως αγαπητικήν του, +διά το οποίον αυτή έκλινε μετά πάσης χαράς. + +Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν, +ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν +είναι γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς +αγάπην τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του. +Τέτοιος στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της +οποίας η ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα +αποτελέσματα· αλλά ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε +και είδε μετά την πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που +να παρακινήση την όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο +αρχιστράτηγος κατά τύχην έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν +την νέαν, την οποίαν βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην +εξέστη· και άρχισε να της λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα +είσαι έτσι πλουσίως ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους +δούλους του, και φέρετέ την εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις +τας αισχρότερες δούλευσες διά να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες +υπηρεσίες. + +Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της +υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με +αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν +να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· +και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους +βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με +σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και +τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να +υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και +αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την +υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και +τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις +αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν +ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν +πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που +εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις +αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους +εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις +δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως +έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, +και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν. + +Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις +το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του +Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε +άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου +επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον +διά εμένα σου ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και +ωραιότητα εκείνης της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα +να την φέρουν εις το παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης +με έκαμε εκστατικόν δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να +μη υπερβαίνη κατά πολλά εκείνης την ευμορφίαν. + +Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της +βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη +εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη +τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το +παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου. +Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που +τον εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας· +αντί να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους +επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης +εκείνην την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην +την βδελυράν και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά, +αλλά στοχάσου να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την +οποίαν θέλομεν σε φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους +του, και επήραν τον Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν +εις το παλάτι της βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το +πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις +περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα +του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, +ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το +περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον +βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα. + +Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον +βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και +χωρίς να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω +θαυμασιώτατε γέρων, εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις +ετούτο το νησί μου και τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον +ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία, +και να μας παρουσιασθή εις τους οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων, +που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε +τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν +με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε +καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος +ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο +οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ +πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες, +ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του +από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος +εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε +προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε: + +Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης +καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην +ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι +του λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά +πάντα : αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου +εις την αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον. +Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον +τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι +ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν +την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το +ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, +και να μας εμποδίσης από την στράταν μας. + +Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με +αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν +τόσον αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι +αρκετές να σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις +εσένα έχω; Αυτά και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω, +λέγοντάς του η βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την +γνώμην του Δαλήκ, και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το +οποίον η βασίλισσα βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη +υπερβολικώς εναντίον του, και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και +τους είπεν. Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον +σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη +συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του +ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την +αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι +δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των. Και έτσι +λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον +σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της. + +Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες +ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την +φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή +γέροντα διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, +οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά +σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι +δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την +χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να +του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και +την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα +έκαμε διά να την αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος +εδιηγήθη τα εδικά του, πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως +επροσθήτερα είδεν εις τον ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που +του είπε πως εις μάτην κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε +αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης εις το νησί της Σουμάτρας, εις το +οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου· +και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα διά να πηγαίνω εκεί· και εις την +στράταν μας έπιασε φουρτούνα παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας +έρριξεν εις τούτο το νησί, και μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα +ίδια, που εσυνέβησαν και σ' εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν, +του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν +τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η παράξενες κλίσις ετούτου του +λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως θα λάβωμεν την πρώτην μας +μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες έστεκαν ήσυχοι εις +εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες. + +Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού +που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε. +Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας +και ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την +αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που +δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας +συμπαθήση, αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και +ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη +εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν +ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές. + +Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς εις +την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι εφορούσαν +μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω εις το +κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα χρώματα, +ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε ύμνον +που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και +επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους +έκαμαν διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου +του λαού επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα +εις αυτόν τον ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι' +αυτούς· και υποκάτω εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον, +που επάνω εις αυτό έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι. + +Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή +και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις +τες παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα +τα θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και +μάλιστα την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με +όλους του παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και +αλαλαγμούς, διά την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων, +εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος +θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα +έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο +θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν +έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των +και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι +γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον +και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι +χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε +μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς. + +Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν +αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την +φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την +ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν. +Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν +μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, +εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η +χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη +έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν +έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που +εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την +χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά +κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς +αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως +εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο +Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που +ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη +πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς +την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο +ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι +εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου. +Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη θεωρώντας τους δύο +εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας κατάστασιν, εις την +οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το να σας βλέπω έτσι +τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας ελευθερώσω· εγώ +εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα διά να +υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η φουρτούνα +διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα εκείνο, +που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να εύρης την +Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της. + +Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το +μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις +τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην. +Η Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η +Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και +νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το +όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την +ευτυχίαν του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς· +ιδού που σας αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την +εξουσίαν μου· σας δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές +τες δύο νέες όπου σας αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με +καλήν ομόνοιαν. Και ούτω λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο +αδελφοί επήγαν με τες αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα +νησί, που εκατοικούσαν εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι. + +Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν +αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών, +είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με +υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να +μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και +την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την +ζωήν μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο +Εξωτικών μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα +συμβεβηκότα απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον +που τα ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα +ανεκδιήγητα συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά +σου θέλω σου διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και +θέλουν σε κάμνει ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο +Αϊδήν και της λέγει· θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και +ωσάν τελειώσης και αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις, +την οποίαν εγώ μελετώ να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας +είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις +γνωρίσει την γενναιότητά μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά +την συνήθειαν. Και την ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από +την αδελφήν της Μεδινά εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον +τρόπον. + + + +&Ιστορία των φρικτών συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.& + + + +Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η +Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά +πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα +πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας +με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την +ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο +επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και +νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά +ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του +Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους +οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα +του κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη +της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του +πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους +αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που +ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές +φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον +ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν +που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο +πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν +άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως. +Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα +πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος +δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα προσπαθούσε με κάθε τι να +την ευχαριστήση· και ήτο τόσο ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε +μία τέτοια φρόνιμη και ωραία γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο +πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η +ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον, +ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε να είστε εις το άκρον της +ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που πρέπει να μεταβληθή εις +θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν. + +Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να +κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν +αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της +πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την +γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε +της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην +την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· +και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις +αυτήν την βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες +Ινδίες διά τες υποθέσεις του. + +Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην του +την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την +προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά +να την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον +ευχαρίστησε με πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο +Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις +αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον +καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της +τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην +του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον +επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια, +παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του +αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς +τους μιαρούς του στοχασμούς. + +Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον +ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν +γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν +ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, +άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την +αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η +αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω +από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω +εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν +πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε +φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν +στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης +εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος +βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να +ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον +χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου. Ένας +άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό +του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την +Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που +δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν +και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε. + +Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη +εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την +κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από +τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της +φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος +εδώ; έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις +μάρτυρας διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου· +παράνομη, έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και +κρυφίως κάμνεις πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην +ταραχήν, που εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την +εντροπήν της νύμφης του. + +Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά +μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον +Κατή με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους +μάρτυρας, και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την +θάψουν ζωντανήν. Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην +του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την +έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να +την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από +την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το +λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν +κατάστασιν. Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας +κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που +απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με +ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το +όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης +επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν +από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και +καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα, +που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία +δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή φυλαγμένη και η +γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε περιποιηθή με +αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς τέντας, που +εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και εξεπέζευσαν εις +την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την Ρεσπίναν, την +επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι τρόπον την +εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά ευσπλαγχνική την +εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της διηγηθή την +ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση αναστενάζοντας, και την +εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, που εκίνησεν εις +συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η οποία άρχισε να +την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την εύνοιαν και την +αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα βλέποντας την καλήν +της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ διά τες γενναίες +χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με απαρατήση να +χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον ευσπλαγχνικούς· όθεν +παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το σπήτι σου, δος μου +ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες ημέρες μου +προσευχομένη δι' εσάς. + +Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της +είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει +κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό +εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον +καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα +αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά +έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και +κυβερνήτης των αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω +πόσον είνε αυτή εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον +ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ +(έτσι ωνομάζετο αυτός ο σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος +και ο πλέον κακοκαμωμένος από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός +όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της +Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που +απεφάσισε να την φανερώση εις αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν +αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης του, εμβήκεν εις την κατοικίαν +της Ρεσπίνας, και άρχισε να της φανερώνη τον έρωτά του, και να την +παρακινή διά να συγκλίνη εις την θέλησίν του. + +Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να +φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν +ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω +εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής +έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει +παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα +λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί +δεν ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός +ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που +εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την +εκδίκησιν με ένα τρόπον πολλά σκληρόν. + +Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το +οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά. +Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, +και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το +στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό +έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως +εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το +βάρος πως το έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η +γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν +φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και +τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες +φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το +αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον +εις τα αίματα. Εις ταύτην την θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως +εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα φορέματά του, βρυχά, αδημονεί +και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία! +διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά να τον ξεσχίσω με τα +χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, ότι θα τον +ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές πού +υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον φονέα. + +Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες +σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν +της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα +της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον, +ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου· +κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες +ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν +έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, +ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα. + +Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους +νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού +μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν; +απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη +μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της +άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την +ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το +οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου +σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς +της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να +το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από +τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω +της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να +δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του +εκράτησε το χέρι ο Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις +να με εμποδίσης από το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να +παστρέψω την γην από μίαν θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να +κάμη και άλλα μεγαλύτερα ανομήματα. + +Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το +διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την +Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και +διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή +έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν +εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται +πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε +να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. +Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν +με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε +να την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον +Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί. + +Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου· +δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα +εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν. + +Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν +πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η +Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν +επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την +διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον +υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή +έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις +το σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις +συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου +ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με +άσπρα, με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής. + +Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο +Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να +γνωρίσης τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι' +όσας ευεργεσία της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν +σακκούλαν με εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και +άφησέ με εις την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ +την φροντίδα. Όχι όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής +ετούτα τα φλωριά, τα οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον +σου. Αυτή τα έλαβε διά να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε +να μη φυλάττουν μίσος προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη, +εμίσευσεν από το σπήτι του με δάκρυα εις τα μάτια. + +Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το +βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα +παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού, +εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την +πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η +Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις +ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος +να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της +έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η +Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε +μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. + +Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την +οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που +επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν, +που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον +εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον +έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος +και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να +κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι +το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, +απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον +ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας +χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά +να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν +αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε +τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, +και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την +γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να +ιδούν ποία ήτον αυτή. Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη +εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την +χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. + +Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον +ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η +οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν +που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις +το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την +εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν +διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην +του. Όχι, εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν +να ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου +είσαι καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι' +αγάπην σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ +που αυτή έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά +επάνω της, και τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της +εφανέρωσεν ευθύς την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε +καιρόν αρμοδιώτερον διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του +έπεσεν εις τους πόδας της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια +την εξώρκιζε διά να του ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός +αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με +ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον +του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη. Ω +ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν +ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να +βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου +μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν. + +Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω, +οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η +θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν +αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με +έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη +στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε +υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις +να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα. + +Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και +χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν +που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι +πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και +αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν +πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με +αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· +αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο +καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να +την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ. +Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα +και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και +ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς +τα εμίσευσε προς την χώραν. + +Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και +της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου +διατί σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν +μου, μα σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την +ωραιότητα· τα μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι +νοστιμάδες σου είνε απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την +ομιλίαν έμεινεν εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν +ο καπετάνιος την έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά +μου, εις το καράβι και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του +καραβιού που να είνε, διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και +οπόταν φθάσαμεν εις τον τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε +ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί μου έως που ζω και θέλω έχει +εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που να είνε το δυνατόν· και αν +δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι +να μη κάμης το όμοιον εις εμένα. + +Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, +αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, +εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και +δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον +τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά +οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή +του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, +ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; +εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το +κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις +τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι +του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος +την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας +πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την +υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να +κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με +κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να +υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· +όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε +τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση. Και εκεί που αυτός +εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα +της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και +ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού. + +Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να +κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των +κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον +αέρα τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις +αυτό, έξω από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν +κάθε ένας επάνω εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο +Καπετάνιος εις ένα τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από +τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε +μία γυναίκα. Έλαχαν τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του +νησιού πολλοί εγκάτοικοι· ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς +εγλύτωσεν από την θάλασσαν και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα +θαύμα και την επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός +της. Αφού επλήρωσε την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα +διά να της δώσουν ένα καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση +να ζήση ήσυχα· αυτοί όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την +ωραιότητά της και το πνεύμα της τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την +οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν ησυχία. + +Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την +στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να +μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα +οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού +συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε +διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η +οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η +Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα +ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν +να μετανοήσουν. Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και +φρόνιμα, που τους έκαμεν όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι' +αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το +περισσότερον μέρος της ημέρας το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον +λαόν της, και εις το να κάνη τα όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε +υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία +είχε πνεύμα μεγάλον και φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα +τα μυστικά, και εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα +του βασιλείου της. + +Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να +διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται +την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας +Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του +έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· +όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να +λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και +αφού της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά +θαυμασμένη και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην +ηξεύροντας τι να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν +εις τους πόνους της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν +της, έτσι άρχισε να της λέγη. + +Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου +πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου +παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν +μου. Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και +το θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά +αίτια, που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου +το λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι +ο ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν, +αυτός θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά +σου, και παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες +παρανομίες δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο +Ουρανός δεν αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια +ησυχίαν μου εάν ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να +έλθη εις φως δια την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την +παράνομον σκληροκαρδίαν του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη +είναι η μεγαλύτερη χάρις, που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου +την κάμη, και ύστερον είμαι ευχαριστημένη να αποθάνω. + +Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι +βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω, +διά το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και +μέσον που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω +ένα απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με +ευκολίαν· αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε +ευχαριστήσω και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες +ιατρείες που θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν +πολλοί ξένοι απ' όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά +πράγματα, εις τούτο το νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που +μέλλουν να έλθουν, ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον +Ραβά και οι άλλοι που σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το +ποθούμενον. Πολλά εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η +αγαπημένη της, και πολλά της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα +τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε +αρρώστιαν και κακόν. Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία +και νοσοκομεία διάφορα διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει +εις αυτό το νησί. Έπειτα έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι +όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί +και θέλουν ιατρευθή χωρίς κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις +όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να +έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της +βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των, +και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι. Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν +τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι +εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας +παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς +επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με +τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι +έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της. + +Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι +της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε +σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις +τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να +σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από +αυτούς άρχισε να ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω +μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας +ημέρας σου ημείς είμεθα δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να +ιατρευθώμεν από την βασιλείαν σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε +πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη +καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν +αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν +αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά +το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας +πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα υπανδρευθή με μίαν +ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε παρομοίαν· πηγαινόμενος +εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν του αδελφού μου, που +είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου +είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την +τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά +παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός +εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από +τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη είνε +η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης διά +να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη της +χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου. + +Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να +την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν +της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή +εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· +αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό +αληθινόν, ότι η γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν; +Όσον διά εμέ, απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω, +στοχαζόμενος τες χάρες και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις +εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και +αυτό με κάνει να αμφιβάλλω εις την αθωότητάς της. + +Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε· +τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα +σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν +ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν +ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω +έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα +αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός +δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του +προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου +ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα +αφού και ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της +ωμίλησεν ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε +οικονεύσει, και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που +την εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα +καταλεπτώς την υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν +την ομολογίαν, και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ, +ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι +υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω +ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου +προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία +σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα +παραθαλλάσιον μου την επούλησε. + +Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και +εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως +δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά +να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι +το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε +μία δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ' +εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου +ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε +μία παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα +εκείνην την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της +την έμπασες εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από +εσένα επειδή εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν +ήμουν υπόχρεως της ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε +σου την επούλησα με δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η +βασίλισσα, ότι αυτός που ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον +εγλύτωσεν από τον θάνατον πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή +είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά χαράς επιχειρισθή με κάθε μου +επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες ασθενείας σας, ως τόσον +πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας και αύριον ετούτην την +ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο παραλυτικός, αν θέλουν να +ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά τα πταίσματα, που αυτοί +έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα εσυνέβηκαν, μα θέλω να +ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να προσθέσουν καμμιάν +ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί να με κάμουν να +τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα. + +Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και +οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του +Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν +καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που +ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν +των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν +το σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην +την νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν. + +Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και +ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή +επάνω εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους +ασθενείς. Δεν σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο +Ουρανός θέλει επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι +εκείνοι που σε έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να +δικαιώσουν την αθωότητά σου και την ακακίαν σου, και να +ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται και προδόται; τώρα είνε εις +την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να τους παιδεύσης. Εγώ έχω +μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα, απεκρίθη η Ρεσπίνα +και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον Ουρανόν, διά την +χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον άνδρα μου θέλει +γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που με έβλαψαν· +θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να τους +παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με +μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ +απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του +καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να +τους τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις +λάβει από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου. + +Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ, +και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις +την βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς +που τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο +παραλυτικός να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν +να κάμουν; μα αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την +αλήθειαν. Ο Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον, +γνωρίζοντας πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και +ό,τι πάθη ας πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα +συνέβηκαν εις το σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της +Ρεσπίνας. Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, +χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του +αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. + +Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το +πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α +επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, +παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και +έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη +βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω +την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον +ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις +τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης +την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον +συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την +Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ +που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες +έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους +επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους +άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον +τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν. + +Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη +το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να +μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και +εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός +την ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή +σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα. + +Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή +την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το +στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον +της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του +αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα, +και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με +μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν. + +Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και +καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και +την αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε +λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς +τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν +εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου +ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον +το παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ +πλέον την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον +φέρω ο ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη +ζωντανή, και εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου +ότι το πταίσιμόν του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά +να ημπορέσω να το συμπαθήσω. + +Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το +σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον +διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο +άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· +Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' +αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα +επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του +κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε +καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να +μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ +απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με +προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το +δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να +κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου +γυναικός. + +Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την +Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο +Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι +περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον +απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους· +μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας +κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την +ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η +βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της +επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. + +Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους. Εγώ +συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους +πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου +όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την +αυλήν μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας +αυθέντης. Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη +εις ένα πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία +σου με υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά +αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της +δέχομαι την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με +μίαν από τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την +Ρεσπίναν δεν θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου +Ρεσπίνα είνε πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι +διά τον χαμόν της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το +επίλοιπον της ζωής μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη +ζωντανή. + +Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα +της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν +(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες +αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει +θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει; +Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο +Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις +το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν +και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του +Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που +εκατάτρεξαν. Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη +τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και +τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα +να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα +χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις +αυτήν έκαμαν. Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν, +ότι να εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς +πράξη καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και +επήρε τον Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της +και όντας εκεί του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν +άδειαν εις το να παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να +κυβερνάς διά τούτο δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί +μου θέλεις είσαι συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την +γλυκύτητα μιας ζωής τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του +διορίσει μίαν επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε +ευχαριστημένος, καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν +έγινε πρώτος κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το +χρέος της επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας +όλων των εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι +ευχαριστημένοι, με αγάπην ανεκδιήγητον. + +Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του +βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον +θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες +που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες +διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες +ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και +πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον +από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην +των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους +άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και +γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη +γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη +καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος +πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του +επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και +αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου +Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες +σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με +εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά +ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την +αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με +αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που +αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου +επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου +εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν +μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες +τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα +ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον +σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η +Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με +τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που +ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον +θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν. + +Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε +τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την +χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους +πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και +ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, +που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά +τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας +του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το +ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του +το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και +όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν +που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον +θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν +οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με +μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που +εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν. + + + +ΤΕΛΟΣ + + + +ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ +ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 — Οδός Σταδίου — 12 + + + + +ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ +ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ + + + + +Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού +ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και +γοητεύουν τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς +συγκινήσεως εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών +εικονογραφημένων εξωφύλλων. + +Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50 + +Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95 + +Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών +χορών σχ. 8ον + +Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4 + +Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον + +Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον + +Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8 + +Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον + +Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον + +Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και +χορών + +Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις + +Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 + +ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 + +ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά +καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον + + + +Νέα Μυθιστορήματα + + + +ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. — + +ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ κατά +μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. — + +ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ +Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. — + +Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς. +Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. — + +Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού +υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. — + +Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ' +εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. — + +Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία +Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· — + +Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ +Αλαίν — Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν. +Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. — + +Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του +Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ. +5 — + +Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις εκ +του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 — + +Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν +και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. — + +ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ +Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη +από περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών +καλιτεχνικών εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. — + +ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών +εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. — + +Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν +Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι, +Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ. +10. — + + + +1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος έχει + + + + + +End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 *** + +***** This file should be named 36688-0.txt or 36688-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/ + +Produced by Sophia Canoni + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. diff --git a/old/20110710-36688-0.zip b/old/20110710-36688-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..d851c5f --- /dev/null +++ b/old/20110710-36688-0.zip |
