summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:06:20 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:06:20 -0700
commit75bcfc6dab0ba3840b17fba0f0b7b6ba8164d044 (patch)
tree7c98cd4f1d932b743f338c6b51cd38cacfb67161
initial commit of ebook 36688HEADmain
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--36688-0.txt8137
-rw-r--r--36688-0.zipbin0 -> 212973 bytes
-rw-r--r--36688-h.zipbin0 -> 830359 bytes
-rw-r--r--36688-h/36688-h.htm8021
-rw-r--r--36688-h/images/1.jpgbin0 -> 64910 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/2.jpgbin0 -> 64033 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/3.jpgbin0 -> 65984 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/4.jpgbin0 -> 68802 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/5.jpgbin0 -> 61422 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/6.jpgbin0 -> 57489 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/7.jpgbin0 -> 53793 bytes
-rw-r--r--36688-h/images/page1.jpgbin0 -> 173566 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20110710-36688-0.txt8126
-rw-r--r--old/20110710-36688-0.zipbin0 -> 212878 bytes
17 files changed, 24300 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/36688-0.txt b/36688-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..154da09
--- /dev/null
+++ b/36688-0.txt
@@ -0,0 +1,8137 @@
+The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Arabian Nights, Volume 3
+ that is very strange and nice tales and happenings written
+ in Arabic by Dervish Abu Bekr as per the Venice edition
+
+Author: Dervish Abu Bekr
+
+Posting Date: March 19, 2012 [EBook #36688]
+First Posted: July 10, 2011
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed
+otherwise. Bold words are included in &. Footnotes have been placed at
+the end of the book.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως
+έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι
+υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+Χ Α Λ I Μ Α
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
+
+
+
+ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
+
+
+
+&Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του
+βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.&
+
+
+
+Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων
+του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον,
+Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν
+αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν,
+έχεις άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις
+όλους τους ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως
+ευχαριστημένος, εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και
+χωρίς να σου φέρω άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς
+θλίψιν, είμαι βέβαιος ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο
+αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω
+τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που
+αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω,
+ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο,
+εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω
+ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον,
+και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ
+Μολτούχ προς αυτόν.
+
+Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον
+βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την
+χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή
+όχι. Αχ, βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας
+σου ημπορεί να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας
+υποκάτω εις το σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε
+διαμοιράζεις εις του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά
+πολλά ευχαριστημένος εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι
+βέβαιος, απεκρίθη ο βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής,
+αν κανένα πράγμα σου συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου
+λέγει, πως κανείς εις τον κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν
+θλίψιν, που να συγχίζη την ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε
+μίλησε με καθαρότητα και φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη.
+Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ Μολτούχ, επειδή και το ύψος της
+βασιλείας σου με προστάζει να ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου,
+ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες χάρες που λαμβάνω από την
+βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, και τες απόλαυσες, που
+έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά ανακατώνει την
+ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την τρυπά
+ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το κακόν
+μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά
+θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο
+αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη
+καμμιά βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν
+χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη
+να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να
+διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της
+Αλγεμάλ.&
+
+
+
+Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της
+βασιλείας σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της
+Αιγύπτου, ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που
+εις την Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός
+μου έλαβε τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ
+χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου
+ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν
+τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα
+εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα
+πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν
+μου το ανοίγω, και μέσα εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας
+ωραιότητος, και ένα κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια
+εικόνα γυναικός. Την θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια
+ζωγραφιά πολλά τελεία και εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν
+ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που
+έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου δεν εξεκολλούσαν από εκείνην
+την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν έρωτα. Εστοχάσθην ότι
+εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που θα εζούσε, και
+εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. Έκλεισα το
+κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το δαχτυλίδι που
+μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό.
+
+Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός
+μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο
+συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου
+εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως
+και είχε κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει
+που ολόγυρα εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια
+εις χαρακτήρα Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ».
+Ετούτη η είδησις με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ
+διά να εξετάση εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το
+βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν
+ημπόρεσε να του ειπή· εις τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και
+να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις
+την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν
+ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα
+να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα
+θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και
+ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα
+από την Αίγυπτον.
+
+Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν
+έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την
+ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε
+εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να
+μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον
+Καχβάλ· μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από
+έναν που μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να
+υπάγω εις την Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και
+αυτός ημπορεί να μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το
+Μπαγδάτι, και ήλθα εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον
+γέροντα και ερωτώντας τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι
+ακουστά έχω πως αυτό το βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα
+εις τες Ινδίες τες βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως
+και είνε αλήθεια ή όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε
+κάποιαν είδησιν δι' αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον
+εύρωμεν επήγαμεν εις το παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και
+εκεί ευρίσκοντες ένα καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες
+Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από
+εκείνον τον λιμένα. Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά
+ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν
+ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν
+μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την
+ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την
+διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν
+εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν
+την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες.
+
+Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν
+ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν
+ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε
+την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι
+που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους,
+που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους. Ο
+Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε,
+και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις
+το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να
+μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η
+πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν
+εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον της
+νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι
+οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας
+έφεραν εις τες κατοικίες τους.
+
+Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν
+μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους.
+Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον
+θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και
+εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς
+ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και
+εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η
+θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα,
+και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο
+βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού
+έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον
+βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από
+ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον
+υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που
+εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και
+άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν.
+
+Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από
+τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την
+άλλην ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον
+ακολούθησε κάθε ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και
+τον Σαέδ. Ημείς δεν αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των
+συντρόφων μας· και ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα
+παράπονα διά να πάρουν ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν.
+Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι,
+και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ
+νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του
+δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν. Ημείς εμείναμεν και οι δύο
+άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το
+παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα
+σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας.
+
+Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν
+ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη
+έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου
+λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η
+βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ
+δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την
+καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να
+σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν
+σε καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με
+εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το
+χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία
+εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα
+οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το
+πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την
+μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και
+κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της
+ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της
+είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον
+γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων
+χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την
+εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.
+
+Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να καθήσης κοντά μου, έχω να
+σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε χαροποιήσουν, διά το άντεμα που
+έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως πατρός μου· Εγώ αφού και την
+επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά της. Τότε αυτή ακολουθώντας
+την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην
+ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε
+συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν
+ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και
+σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν,
+αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από
+τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε
+συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου.
+
+Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν
+αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν
+εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με
+θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή
+ότι εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος,
+μου είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη,
+που σε κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης
+λόγον και μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω
+διά αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή
+σου προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον
+έχω περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει
+με τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των
+λόγων μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της
+ευχαριστήσεως που μου εφύλαγεν.
+
+Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που
+δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα
+λόγια της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου
+λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά
+σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα
+δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το
+λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να
+σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου·
+επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή
+πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου
+νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του
+συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την
+αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και
+ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των
+συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου.
+
+Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες
+της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να
+κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη,
+με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι
+λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε
+ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν
+αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα
+ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε
+είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να
+μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω
+Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω
+και να αποθάνω. Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ
+να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον;
+πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις.
+Εγώ τίποτε δεν σου λέγω που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα·
+μα δεν ηξεύρεις με ποίαν τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και
+οπόταν θέλεις μάθει τα πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή
+και στοχάζομαι πως θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και
+αν ήθελα χάσει την ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της
+θυγατρός του βασιλέως των Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα
+ακόλουθα.
+
+Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία
+μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας
+τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον
+εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν
+σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από
+κάθε τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν
+που ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον
+μου βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον
+θάνατον. Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή
+που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ
+αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους
+άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ
+παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη
+της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά
+της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον
+άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να
+ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την
+νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα;
+
+Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ,
+εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της
+βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με
+θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ
+εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι
+είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον
+σκλάβαν. Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την
+θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει
+να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με
+ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω
+πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε
+καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην
+δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι
+δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα,
+εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους
+δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν·
+καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας
+θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι.
+
+Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και
+μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της
+μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες
+επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου
+λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την
+Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα
+κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί,
+μας λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην
+σας ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε
+άδειαν διά να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην
+σας που προς ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να
+υποφέρωμεν, με ολίγα λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν
+τον καιρόν τους άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την
+θέλησίν τους. Τα λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους·
+και βλέπομεν τες κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν
+στιγμήν. Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους
+από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με
+τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν
+ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν;
+αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον
+ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι
+ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση
+εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη
+να με μισήσης;
+
+Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά θυμωμένη,
+και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον τούτων
+των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν μας και
+την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω,
+ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι
+αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους
+υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν
+αυτοί δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε
+ότι ένας ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων·
+ας ζήσουν και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να
+σταλούν διά να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να
+στέκωνται ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον
+κοπιαστική με θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις
+ετούτα τα λόγια αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας
+υπάγουν εις τους χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν
+ώραν ανάπαυσιν, αλλά να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και
+έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να
+αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα
+οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν,
+μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν
+λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν
+είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους.
+
+Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην
+ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του
+όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί
+αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν
+ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί
+λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το
+συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον,
+μήπως και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον
+τον κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν
+ριχθή εις την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ
+να χαθούμεν εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν.
+Αυτή η γνώμη ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το
+παραθαλάσσιον. Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά
+Μώρου, δεμένον εις ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν,
+και εμβαίνοντας μέσα εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με
+δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί
+από τα μάτια μας πριν έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που
+μας ελευθέρωσε, και ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα
+ασφαλή λιμένα, με όλον που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης
+χωρίς καμμιάς λογής φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον
+που μας έφερεν ήτον εις κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας
+αναποδογυρίση.
+
+Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που
+πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν
+εις την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν
+πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ
+περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν
+ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά
+να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι
+χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής
+οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια.
+
+Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το
+νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι
+ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και
+εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη
+μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε
+ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει
+κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν
+ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά
+την αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις
+χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα
+εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια
+και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά
+γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να
+ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το
+να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον
+που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον
+ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν
+ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την
+ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον
+ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από
+τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν,
+πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες
+να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με
+ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή
+διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις
+από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου
+ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω
+μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.
+
+Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου
+Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν
+ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν
+μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το
+νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να
+εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν
+εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την
+μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και
+περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από
+νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις
+μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα
+προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον
+καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή με διάφορα είδη ζώων και
+πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος σύρτης ήτον απερασμένος
+εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς κλεισμένην· τα κλειδιά της
+ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς
+που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ
+να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την
+βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα. Εμβαίνοντας
+μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την
+οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με
+πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ
+πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν
+εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το
+κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια
+φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον
+δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα
+ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν.
+
+Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά
+νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν
+ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν
+να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία
+κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν
+εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα
+που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την
+ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω
+ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με
+μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα
+μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν·
+εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να
+με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που
+επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και
+επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα
+την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να
+υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν
+κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα
+ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι
+σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή
+καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα
+κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και
+εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις
+μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν,
+μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και
+ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα
+εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.
+
+Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν
+τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το
+να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα
+εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το
+καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν
+ηξεύρω αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία
+μου, της είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε
+βεβαιώσω πως ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του
+Καστελλιού άνοιξεν ευθύς που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως
+εδώ χωρίς κανείς να μου εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά
+να σε εξυπνήσω.
+
+Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η
+κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από
+τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό
+που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να
+είμαι κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και
+είμαι υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα,
+ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες
+την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το
+νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με
+όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ,
+θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν
+εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου,
+ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου
+συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν
+μου την παρεκάλεσα και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν
+της. Αυτή άρχισε να την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ, βασιλέως
+της Ινδίας.&
+
+
+
+Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της
+Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το
+περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν
+λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του
+περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με
+γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά
+να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος
+πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη
+εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου
+βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου,
+και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με
+έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς
+εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα,
+τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους
+εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το
+νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά
+εσένα. Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν
+είναι μέγα κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού,
+ετούτη δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει
+χρεία να την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που,
+ω βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη
+στοχάζεσαι άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν
+θέλει σου λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην
+την επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει
+χρεία.
+
+Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα
+δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα.
+Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν
+δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον
+πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν
+ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά
+τον χαμόν μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο
+εξωτικός, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου·
+και εκείνο που απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής
+εις την υπόθεσιν της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην
+ζωήν αμοιβαίως. Μην ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την
+ματαίαν ελπίδα σου, να κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω
+φυλάξει εις όλον τον καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά
+την αρπαγήν μου. Εσύ θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος,
+και θέλεις συνηθίσει εις την θεωρίαν μου, και εις την
+συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα.
+Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, του απεκρίθηκα με
+καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ περισσότερον το
+μίσος που αγροικώ διά εσένα.
+
+Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, εχαμογελούσε,
+και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του δεν έλειπε
+που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα χαρίσματα και
+περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και
+που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου
+έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να
+ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν
+επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις
+ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην
+την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη
+εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη
+δύο μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το
+καστέλλι, και η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και
+ούτω με άφησεν υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν
+από εμένα. Αυτός κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν
+αποφάσισα να κλίνω εις την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την
+ίδιαν γνώμην, με βυθίζει πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός
+εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν
+αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του
+καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον
+να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας άνθρωπος, και το περισσότερον που
+με θαυμάζει είναι που είσαι ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από
+το στόμα του εξωτικού, ότι τα ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει
+όλους εκείνους, που ήθελαν πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά
+ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη ακατοίκητον.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν,
+ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να
+γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και
+παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι·
+ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι
+αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την
+οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον,
+που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα
+των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την
+βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον
+θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον
+πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον
+θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και
+είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα
+αντίς να με κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου
+μιλήση με θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν
+εις τους πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ
+του βασιλέως, εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που
+περισσότερον σου αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω.
+Η ομιλία αυτουνού με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα
+να καταλάβω διά ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός
+έμπροσθέν μου και μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη
+ο θαυμασμός μου οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω
+λέγοντας· το δαχτυλίδι που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η
+Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος (1) και όποιος το φορεί δεν
+ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα εις τες δυστυχίες· του λόγου
+σου ημπορείς να πλεύσης εις την θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον
+χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή τα κύματα· τα ζώα τα πλέον
+θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις μίαν μεγάλην εξουσίαν
+εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα μαγικά χαλούνται από
+ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον.
+
+Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το
+δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και
+τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε
+εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του
+εξαναείπα, αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου
+εφαγώθη εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των
+μυρμηγγιών, τον καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να
+γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα
+ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του
+Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν
+ακόμη. Αυθέντη μου, απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται
+εις ετούτην την θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την
+θυγατέρα του Αλγεμάλ μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα
+εκείνο που ημπορώ να ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του
+Σολομώντος. Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν
+ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον
+μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου.
+
+Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν
+αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην
+ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα
+που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το
+φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την
+υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο
+που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς
+την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν·
+ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον
+επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα
+πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με
+τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω την καλήν τύχην, του είπα, εις
+το να είμαι κληρονόμος του Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να
+με φέρης εις ετούτην την στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν
+εις το βασίλειον Σερενδίβ. Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο
+εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την
+αγαπημένην μου Μάλκαν.
+
+Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους
+δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του
+Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη
+τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας.
+
+Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού
+αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την
+είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος
+το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό
+ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα
+από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην
+πέτραν. Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος,
+γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως
+έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με
+επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν
+εις τον βασιλέα.
+
+Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία
+υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με
+είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον
+πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη
+μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα
+σου, που την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς
+να μου δώσης δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της;
+εσύ χωρίς αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους
+της, που τώρα είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την
+εστερήθηκα, χωρίς να ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες
+που έκαμα. Όχι, όχι, του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην
+την ημέραν θέλεις την ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν
+ο βασιλεύς; εις ποίον τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε
+παρακαλώ, και μην αργής εις το να μου το φανερώσης.
+
+Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα
+την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την
+θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν,
+ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου
+λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά
+τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ
+δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε
+ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά
+να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος
+από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου.
+Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι,
+και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας
+της επιταυτού το έστειλε.
+
+Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην,
+που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την
+θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της, και
+τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες
+ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε
+να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να
+γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του
+Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός
+έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν.
+Ο βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που
+με έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν
+ημέραν μου λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την
+γνώμην που αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου,
+και έκαμες να χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ
+να σου κάμω την αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις
+γυναίκα, και να σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου.
+
+Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου επρόσφερνε,
+και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του δέχομαι
+την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα δικαιολογήματα
+που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη προσηλωμένη
+εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα τρόπον να
+λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε λογής
+χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς το
+λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την
+γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις
+της βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα
+την θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει,
+είνε διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ
+από την βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το
+οποίον να ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην
+έκαμε καθώς επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς
+το από τα αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα,
+και ανθρώπους διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το
+θέλημα από τον βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι
+με μεγάλην τους θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το
+ταξείδι μεγαλωτάτους κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του
+Σολομώντος, αναμφιβόλως ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα
+μακρυνόν πλεύσιμον, εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί
+ανταμωνόμενος με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την
+Αίγυπτον.
+
+Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν
+εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος
+Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά
+ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες
+ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον
+θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε
+κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ,
+και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από
+την θλίψιν του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού
+μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα
+μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με
+εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε
+μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε
+διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα
+πονηρίαν. Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με
+έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην
+βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα
+εκείνος ο καλός οφφικιάλος έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου
+εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού μου, πως έχοντας φόβον διά να μη
+του πάρω τον θρόνον με καμίαν αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με
+θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα
+του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά να φύγω. Εγώ αφού και
+ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την γενναιότητα του
+οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις την πρόνοιαν
+του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού μου, έλαβα
+την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα μου, και
+να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του
+Βεζύρη του&
+
+
+
+Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των
+συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο
+είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα·
+στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι
+διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν
+που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς
+αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω
+ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα
+η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα,
+που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή
+βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις
+κάθε ηδονήν. Ο Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον
+παράξενην, το να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα
+διά να την ιδή. Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα
+Βεδρεδίν, η βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν
+του Σεήφ Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και
+δεν εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ
+δεν ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη
+ο βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν,
+και είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε
+από θλίψιν συγχισμένη.
+
+Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως
+είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του
+αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους
+τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου
+φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από
+μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου,
+απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που
+έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις
+αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος
+εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να
+μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον
+είναι το ιδίωμά μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η
+μελαγχολία· εξέταξα τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός
+είναι τέτοιου χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από
+το πρωί έως το βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με
+τον έναν και με τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και
+τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν
+ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει
+ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν.
+
+Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος
+εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον
+επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην
+την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον
+ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω
+ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς·
+και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που
+ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό,
+ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να
+κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την
+αλήθειαν. Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός,
+σε παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν
+πολλά μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από
+το να τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου·
+ημπορώ μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου
+μου· ότι με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον
+δυστυχής των ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην
+την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες
+μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο
+βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε
+προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να
+εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής
+του με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Μαλέχ και της βασιλοπούλας Σχυρίνας&
+
+
+
+Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ,
+ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το
+περισσότερον της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου.
+Και μίαν ημέραν έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν
+με τους συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η
+ομιλία μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία
+αγαλλίασις να ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας
+έλεγε την γνώμην του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας
+εδιηγούντο τα όσα θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ
+ακούοντας αυτούς που εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν
+επιθυμία διά να ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι
+συναπαντούν μου αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί
+ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν
+ημπορούσα να υπάγω από την μίαν άκραν της γης έως την άλλην χωρίς
+κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις
+τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η συντροφία· μα ο ξένος που ήτον
+εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν επιθυμάς να περιδιαβάσης τον
+κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου δείξει, οπόταν θέλης, ένα
+τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις βασίλειον, χωρίς να
+συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός θα εμετωρίζετο.
+Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος και μου λέγει,
+ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το σπήτι μου, και
+θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και περίεργον.
+
+Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε·
+θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν
+θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και
+εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να
+τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν
+επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες
+ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο
+σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν
+κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις
+ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν
+έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να
+βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια,
+Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο
+ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να
+βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη
+τέλειον το έργον του.
+
+Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την
+εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν
+εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους
+διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί
+εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις
+τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με
+μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα
+εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις
+ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις
+εσύ, μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν
+καλήν τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα
+εναντίον, και κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον
+που ήθελα να σε ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ
+σου κάνω ένα δώρον ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την
+μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης να ιδής κανένα τόπον.
+
+Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του
+έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου
+δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ
+εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα,
+έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου
+έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον
+αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις
+ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα
+με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι
+μου. Και ευθύς έκαμα να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις
+ένα μου μαγαζί, και την εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα
+λοιπόν να χαίρωμαι με τους φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου
+την περιουσίαν. Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις
+τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα·
+έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με
+επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να
+τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα. Βλέποντάς με εις
+κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να
+μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την
+κασσέλαν μου.
+
+Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα,
+παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου
+ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική
+κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το
+Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον·
+έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου
+εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα
+ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι
+τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν
+φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν
+ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω
+εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και
+την άλλην ημέραν ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και
+πλησίον αυτουνού μία ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον
+κάμπον.
+
+Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα
+μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου
+του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν
+με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα
+χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και
+αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον
+ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου
+νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και
+άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος
+κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην
+του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση
+κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της
+οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι
+μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο
+Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή
+αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το
+περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από
+τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά,
+στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να
+εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν
+την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις
+την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν
+κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες.
+
+Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές
+τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και
+φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και
+με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την
+θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και
+είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την
+αγαπημένην μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το
+φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός
+απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να
+κοιμηθώ αναπαυμένος. Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι,
+στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την
+βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με
+τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία
+του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα
+που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα
+αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις
+τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η
+πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά
+να δοκιμάσω την τύχην μου με το μέσον της μηχανής μου. Κάνει
+χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της Σχυρίνας, και να πασχίσω
+να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να δοκιμάσω να ιδώ μήπως και
+ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος που οι Αστρολόγοι
+προείπαν πως θέλει την απατήσει.
+
+Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου
+έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν,
+εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου
+επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα
+τόπον, που είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου
+και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις
+τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις
+ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν
+τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου
+ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που
+εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν
+ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα
+το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα. Αυτή εις τον ίδιον καιρόν
+εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον πλησίον της, εδόθη εις ένα
+μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την κυβερνήτριάν της, που
+εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να τρέξη με ταχύτητα εις
+βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με
+βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον
+έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ
+μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν
+να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες
+ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί
+τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να
+εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον
+τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να
+έμβη τινάς εδώ.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν,
+εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν
+εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης
+Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον
+θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ
+εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι
+ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν
+διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω
+τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου
+και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός·
+εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω
+ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες
+ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά
+να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν
+οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν
+πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το
+γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις
+ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς
+που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον,
+όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες
+οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν.
+
+Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να
+συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το
+ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που
+είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι
+γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η
+Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με
+επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον
+πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την
+βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με
+τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και
+εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα
+ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον
+λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις
+την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια
+φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με
+λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα
+ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια
+που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να
+στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να
+μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός.
+
+Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον
+της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ
+καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα
+εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω
+εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της
+βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου
+έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω
+μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες
+λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή
+βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα
+τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν
+έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ
+μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν;
+επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι,
+της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με
+στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα
+γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα
+εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν,
+παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με
+βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις
+ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε
+υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα.
+
+Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον
+να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα
+πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν
+πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής
+αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον
+εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν.
+
+Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της
+συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της
+βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα
+κλειδιά, που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί
+που η Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και
+ανακατωμένη από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε,
+και ηθέλησε να μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την
+αντράλωσιν της Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον
+υπόχρεη να τον ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν.
+
+Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής
+εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός
+ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν,
+είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα
+καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα
+εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι
+τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την
+απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον
+χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά
+να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος
+θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη
+εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να
+καταλάβω.
+
+Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη
+μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και
+βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του
+εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του
+και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο
+βεζύρης ωμίλησε πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία
+ημπορούσε να είνε αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και
+ο προφήτης ημπορεί να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να
+ευχαριστήσουν τον βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του
+τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω
+πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και
+φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να
+πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη
+γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς
+είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του
+παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που
+πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται. Και αν ο βασιλεύς θέλει να
+δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν διήγησιν τόσον γελοιώδη,
+σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την
+υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει έλθει πολλά ογλήγορα εις
+γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις ένα ιερόν όνομα έλαβε
+την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν.
+
+Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης
+του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η
+υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και
+απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να
+ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς
+να είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον
+τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν,
+δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός
+μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί
+αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη
+ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως
+δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον
+επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα
+ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η
+νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του
+βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν·
+έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το
+μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα
+μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν
+με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.
+
+Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά
+ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του
+βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του
+ερχομού μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η
+Σχυρίνα του είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς
+φλόγας από τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα
+έπαιρνε διά προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην
+εστοχάσθη, ότι εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά
+πως οι πόρτες του ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να
+κατέβη εις την γην·
+
+Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα,
+ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον
+εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα
+εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας
+και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και
+πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε
+προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να
+μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια
+εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της
+θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον
+δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να
+τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με
+κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα
+κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από
+την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ,
+εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς τους Μουσουλμάνους ο πλέον
+τηρητής των προσταγμάτων μου και της θρησκείας μου και διά την
+καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω· εσύ καλά ηξεύρεις από
+τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω εις τες πλάκες του
+γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι απατημένη από έναν
+άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την ελευθερώση από
+τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες παρακάλεσές μου μού
+το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα θα ήθελεν είναι
+μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα διά να σου κάμω
+την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που καθημερινώς κάνεις.
+
+Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που
+του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν
+διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ
+δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του
+ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς
+τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός
+στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την
+θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα
+όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και
+ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον.
+
+Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν
+εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν
+έμεινε βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο
+βασιλεύς, έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν
+προφήτην, και με αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της
+θυγατρός μου· και δεν είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις
+τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που
+εναντιώνονταν επάνω εις αυτό και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν
+του. Αυτός όντας σταθερός εις την γνώμην του, έπασχε με κάθε
+τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε αδύνατον ο προφήτης να
+υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό είναι ένα μέγα ψεύμα.
+Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον εκείνου του απίστου,
+ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον όλης της αυλής.
+
+Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να
+στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το
+γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους
+του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον
+που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και
+φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος
+του κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του
+τζοχαντάρη που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και
+τον έρριξε κατά γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το
+συμβεβηκός ενομίσθη ως μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν
+του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το
+άλογον, ετούτος είναι ο καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας
+σου, εσύ δεν ηθέλησες να δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε
+επαίδευσε· και ύστερον κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το
+σπήτι του σακατεμένον. Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να
+σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα αυτήν την είδησιν, ομοίως και το
+συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να
+διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος ο λαός ήτον ευκολόπιστος και
+δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που ακούονταν παντού να φωνάζουν.
+Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν του Προφήτου.
+
+Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την
+βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ
+της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον·
+ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του
+Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να σηκωθή μία
+φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον
+έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις
+παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου.
+Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και
+ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της
+νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.
+
+Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την
+ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο
+προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που
+εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω
+μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να
+φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες
+κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται,
+επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ
+μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και
+χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της
+αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με
+συμφέρουν οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει
+ότι με το χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει
+είνε η μοναχή προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα
+διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα
+ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα
+επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το
+μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν
+του Μωάμεθ.
+
+Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και
+ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας
+Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του
+Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν
+απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον
+υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος
+εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα
+ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα
+του, και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς
+εθυμώθη κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να
+υπάγη καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με
+αυτήν εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς,
+ονομαζόμενος Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος
+από το μέρος του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή
+εις τον εχθρόν του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν·
+τόσον που με πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της
+Γάζνας. Ως τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την
+ανδρείαν των στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του,
+και να εμβαίνη εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή
+συμβούλιον διά να ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο
+τζοχαντάρης, που ετσάκισε το ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον
+τρόπον.
+
+Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον
+τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον
+Κασέμ, μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού
+εναντίον του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της
+βασιλείας σου δεν ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον
+προφήτην ωσάν γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει
+συγχίσει τους εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε
+βοηθήση, επειδή και από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον
+πόλεμον ο Κασέμ.
+
+Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική, δεν
+έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις
+δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον
+προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον
+εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη.
+Έτσι λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν
+ογληγορότητα, και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον
+προφήτην διά να τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του
+έταξε πως δεν θέλει είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του
+κάμη την θέλησιν ο μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με
+μεγάλην ανυπομονησίαν διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν.
+Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την
+Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν,
+επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα
+αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν
+έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως
+δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν. Ερχομένη η
+συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις
+έργον το τάξιμόν μου.
+
+Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα
+υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του
+στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον
+οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον
+πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και
+εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην
+την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι
+φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την
+κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας
+που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην
+δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την
+λαβωματιάν εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και
+τους οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και
+βλέποντές τον γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να
+φωνάζουν και να οδύρωνται.
+
+Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή
+πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν
+αυτό εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το
+αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις
+τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την
+τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να
+τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι
+σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν
+του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το
+στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις
+φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.
+Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον το στράτευμα κακώς έχοντας,
+και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και τα αναγκαία του πολέμου
+εις τον κάμπον της Γάζνας.
+
+Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός,
+οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς
+εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον
+φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον
+το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση
+καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες
+χαρές εις τον λαόν και όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις
+ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους
+απεδίωξεν από το βασίλειόν του, και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο
+Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος από κανένα εις το παλάτι
+της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να
+ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης
+διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον
+είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις
+το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν
+ευχαρίστησιν.
+
+Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν·
+εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον
+οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις
+τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες·
+εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα·
+ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την
+βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου
+ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να
+κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την
+βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν
+πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να
+σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην
+διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το
+στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους
+στάκτην.
+
+Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου,
+και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του
+Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν·
+η οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και
+μου το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα
+όλως αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που
+ήτον σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον.
+Ήτον όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο
+Μωάμεθ, αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν
+αυτός ο ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας
+υστερώτερα από αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να
+γίνουν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον
+χαλασμόν των εχθρών του, αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην
+παράταξιν οι γάμοι της βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ.
+Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον
+μίαν εορτήν που εγίνονταν εις τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν,
+επήγα εις την Γάζναν, και αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον,
+καμφορά, κα άλλα αναγκαία και εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον
+λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και
+ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες
+εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά
+εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις
+τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και
+άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού
+αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου
+τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την χώραν διά να
+λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός εις εκείνο
+που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο λαός
+έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας
+έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν
+πως είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε
+να φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα
+εις εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν
+σεβασμίαν, και άλλα διάφορα.
+
+Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου έδωσαν·
+μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν την
+χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των θαυμαστών
+μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως φαίνεται
+καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που έκανα, θα
+έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από αυτήν· ώστε
+που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας πατέρας, ο
+οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή του υιόν
+σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον εις το
+ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον από
+έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον
+βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου,
+εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν
+μου εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της
+μηχανικής μου κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και
+έπρεπεν εγώ να κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού
+εις συναπάντησιν νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης
+Μωάμεθ, αφίνοντάς τον Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν,
+εξεμάκρυνεν από την χώραν της Γάζνας.
+
+Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από
+πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος
+με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να
+μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον
+καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την
+τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά
+ευχαριστημένος της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη,
+δεν ημπορώ να βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας
+μου, εις την οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις
+τους οφθαλμούς μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου
+εξαλειφθή αυτός ο στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την
+απολησμονήσω, και αυτό με κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η
+ιστορία μου, ω βασιλέα, που με εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω
+καλώτατα που δεν ευρίσκεται εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως
+της Γάζνας έκαμα, και της βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την
+ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει·
+επειδή και η βασιλεία σου εστάθης η αιτία, και με εβίασες διά να
+φανερώσω με κάθε καθαρότητα το ανόμημα που έκαμα.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη του.&
+
+
+
+Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν
+του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του
+Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από
+των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς
+πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να
+κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν
+ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους
+μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας
+κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου.
+
+Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους
+οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα
+και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν
+τους απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και
+εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και
+ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι
+ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη
+κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους
+λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν
+την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και
+αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν
+ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος
+από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν
+είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους.
+
+Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν
+άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του
+βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να
+μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το
+ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου.
+Εγώ δεν είμαι με όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και
+μου έρχεται εις τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο
+που επιθυμώ. Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις
+όλην την χώραν, πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν
+του, εις διορίαν τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να
+τον κάμη ότι δώρον θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη
+κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι
+πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως
+κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά
+θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην
+την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας
+ευχαριστημένος. Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες
+εξετάξει όλον τον κόσμον, θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν
+είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω,
+εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της
+δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν να περιπατήσω τον κόσμον και
+να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται εις την γνώμην του, και
+δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ
+αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την
+επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να
+είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του.
+
+Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του
+θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν
+άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις
+έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ
+Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος
+του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις
+ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς
+ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν
+από βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά
+ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως
+ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι
+είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την
+αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε
+προς αυτούς με τούτον τον τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον
+αναίσθητοι είσθε εις το να κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε
+πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη διά να σας σηκώση από τούτην την
+ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν τον πλούτον να αποφύγητε τον
+θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε οπίσω σας και στανικώς σας· με
+όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως η κυρίευσις του πλούτου σας,
+σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε
+να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η επιμέλεια που παίρνετε διά να
+τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην·
+εγώ όντας γυμνός από πλούτη, υστερημένος από τες ανάπαυσές σας,
+χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με πολλήν ευχαρίστησιν.»
+
+Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του·
+Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το
+οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που
+εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος.
+Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά
+να συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν
+ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε
+αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς·
+μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο
+βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω
+ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί
+ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε
+να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και
+ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν.
+
+Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν
+διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και
+έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε
+ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το
+χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με
+συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου.
+Ημείς είμασθεν τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει
+με γνώμην βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι
+άνθρωπος τελείως ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι
+εναντίας γνώμης· και δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι
+περνάς μίαν τελείαν ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ,
+αν είνε έτσι, ότι πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις
+μας κάμει μίαν μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν
+ευχαριστώντας τον Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και
+επιθυμάτε να μάθετε την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να
+σας ειπώ την κάθε αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι
+ευχαριστημένος και αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την
+ευτυχίαν μου εις τον λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι
+ευχαριστημένος εις την κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του
+πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να
+παρακινήσω εις την ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι
+διδαχτάδες τραβούμεν μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να
+ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την
+οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος
+παρομοίως με τους συντρόφους σου, πως κανείς δεν ευρίσκεται
+ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. Κανέν πράγμα δεν
+ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην καρδίαν. Ευθύς που ο
+άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της επιθυμίας, που έχει
+στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η οποία να συγχίζη
+την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην είνε ποτέ
+ευχαριστημένος.
+
+Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να
+ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη
+εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να
+βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν
+ευρίσκονταν εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του
+βεζύρη και του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της
+ημέρας εις ένα μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο
+ευγενείς άνδρες, που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες,
+που είνε υποκειμένη η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την
+σήμερον μίαν ζωήν ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν,
+που βεβαίως καμμία πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των
+ευτυχισμένων ημερών του· και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας
+άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ'
+εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν.
+
+Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το
+πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην,
+εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το
+Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν
+επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και
+είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι
+ανταμώθηκαν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το
+Αστραχάν, εκεί που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς
+χωρίς θλίψιν. Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι,
+και ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί
+έμειναν έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες
+χαρές και εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια
+και άλλα χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά
+ποίαν αιτίαν εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής
+του εδιηγήθη πως τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν
+νίκην, που έκαμαν εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο
+ευτυχισμένον συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν
+χαράν· και τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του
+βασιλέως, ο οποίος έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον
+καλλιτέρου χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του
+εδόθη δι' αυτήν την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν.
+Ακούοντας από τον Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει
+προς τον βεζύρην του. Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής
+μου εφανέρωσε διά τον βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως
+του λόγου σου είσαι πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς
+θλίψιν. Μη γένοιτο, απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος,
+πως και αυτός θα είνε ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να
+βεβαιωθής από τον ίδιον βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε
+χωρίς καμμίαν θλίψιν, που να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο
+Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω
+με αυτόν και αν είνε και αυτός καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην
+υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν
+μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς
+θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το
+λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ,
+και ας τον ιδούμεν από σιμά, και ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα
+έσωθεν της καρδίας του, διά να έβγωμεν από την περιέργειάν μας.
+
+Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν
+ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από
+μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν,
+και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον
+βασιλέα. Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες
+που επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να
+ομιλήσουν με αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν.
+Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του
+έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα
+εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά
+τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή
+ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το
+οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη
+και να του επαινή την ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που
+του άρεσεν αυτό το καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις
+το να βλέπωμεν πως έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου·
+διά το οποίον ταπεινώς την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα
+δώρον, συμπαθώντάς μας την ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το
+προσφέρωμεν.
+
+Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι
+ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν
+να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί
+και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές
+στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως
+διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς
+ωσάν τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν
+από βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη
+κάθε λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους
+υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της
+μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους
+εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα·
+και ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν
+ξεφάντωσιν. Και με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους
+έκανεν, αυτοί δεν ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν
+μάθει καταλεπτώς από τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς
+ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον
+τρόπον διά να μάθουν από τον ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν
+θα του ήθελε φανερωθή, ποίος ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν
+ημπορέσει να επιτύχουν πού να τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ
+με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν να καταλάβουν την αλήθειαν· και
+ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν.
+
+Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν ξεχωριστά,
+το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που του
+ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω Βασιλέα
+είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να μάθωμεν
+κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας
+ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν
+είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι
+βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν
+της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά
+συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης
+μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν,
+και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την
+αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη
+πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει.
+Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην
+είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της
+Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την
+αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν
+άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να
+εύρω κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι
+ανθρώπους που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους,
+και με όλον τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν
+ματαίαν ζήτησιν απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν
+ήκουσα διά να ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς
+χωρίς φροντίδα και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν
+περιέργειαν να σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες
+χαροποίησες που καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς
+ευχαριστημένος, και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη,
+να μου φανερώσης αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που
+κάνεις, και αν και χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν
+θλίψις καμμία δεν συγχίζει την ανάπαυσίν σου.
+
+Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες
+εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της
+Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον
+κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν
+είνε πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ
+να μου φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου.
+Επειδή και μου ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο
+Ορμώζ, και καθώς πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου
+λέγω, πως ο βεζύρης σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με
+την γνώμην του. Όσον δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι
+άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι· το επίθετον του βασιλέως χωρίς
+θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με το να είμαι ο πλέον δυστυχής
+βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου
+είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές που με κάνουν να μη στοχάζωμαι
+ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με θλίβει. Ο βασιλεύς της
+Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα του Αστραχάν να
+ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την περιέργειαν
+εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον, που ο
+Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν
+αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το
+τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με
+ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το
+έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε
+δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε
+είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το
+τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας
+είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας
+επήρε από το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους
+έκαμε να περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν
+του τρίτου, εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και
+να θεωρήσουν. Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον
+οντά, και είδεν επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας
+η ωραιότης τον έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι·
+οι οφθαλμοί της ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το
+πρόσωπον γελούμενον, και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες
+ομιλίες, που μία γραία σκλάβα της έκανε.
+
+Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις
+εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον
+ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση
+εις τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη
+η ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε
+εκείνη που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω
+αυθέντη; είπεν ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό
+δεν παραπονούμαι· αν εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο
+ανταποκριμένος. Μα πώς το λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί
+αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο
+βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε και οι τρεις εις την πόρταν, και
+θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που θέλει συμβή.
+
+Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και
+επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε
+προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα
+μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς
+εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά·
+αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια
+εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ
+πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους
+οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της
+είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ,
+τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η
+κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η
+βασίλισσα τότε δεν του αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον
+πως τον είχεν ακούσει, και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν
+αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον
+εκείνο το αξιοδάκρυτον θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση
+προς τον Βεδρεδίν και καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή
+εξανάρχονταν εις την πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της
+εξανάλαβε την λαμπρότητα που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που
+ναξαναγεννηθούν όλες της οι νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις
+τους θεωρούντας τον θαυμασμόν, που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή
+κανένας.
+
+Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του,
+εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και
+δεν ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την
+ταλαιπωρίαν μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά
+το παρόν, αν εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον
+πηγαίνετε χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά
+πολλά βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το
+απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει
+πολλά καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν
+πλησιάζης προς αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν
+της, και οπόταν από αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν
+της και τα πνεύματά της; αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε
+την περιέργειάν μου.
+
+Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ,
+επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να
+θαυμάσητε εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που
+επιθυμάτε, διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν
+μακρυνήν ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο
+Βεδρεδίν και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως
+μεγαλυτέραν χάριν από αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο
+Ορμώζ άρχισε να κάνη την διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Βασιλέως Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς θλίψιν,
+και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.&
+
+
+
+Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να
+περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την
+ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν·
+εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν
+μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα
+αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις
+καμμίαν αυλήν βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους
+ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που
+με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και
+ωνομάζετο Χασάν. Ήτον αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και
+πεπαιδευμένος εις τα πάντα, και το περισσότερον που μου άρεσεν εις
+αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν,
+αλλά έκανε κάθε τρόπον που να ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με
+τούτον τον τρόπον που με εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος
+μου, και κάθε μου απόκρυφον εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην.
+
+Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους τόπους
+και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου και
+τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν
+ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι
+βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που
+παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν
+απολαμβάνω εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί
+χαίρονται οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που
+δεν τα βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα
+βλέπω· και δεν ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου.
+Επιθυμούσα να ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να
+ιδώ κάθε ταπεινόν πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει
+μου είνε και διά περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την
+γνώμην μου, και δεν έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου.
+Και εκείνην την ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας
+εσυντρόφευαν οπίσω εις τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον
+οι δύο και παίρνοντας πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ'
+εκεί, και ύστερα από μίαν μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν
+της Καρίσμου, εις την οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν.
+
+Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να
+σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην.
+Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας
+εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν
+από τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας,
+περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον
+πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά
+να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις
+αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους
+πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και
+ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι
+εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία
+εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου είχαν τους τρελλούς
+κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον
+έτσι, με το να ηκούσαμεν που να επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια
+χωρίς στόχασιν, και ολονών οι τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον
+περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε
+προξενηθή από αγάπην και διά τούτο τους εβάλαμεν εις εκείνους τους
+πύργους.
+
+Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά
+τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του
+τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι
+τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη,
+ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν
+προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι,
+και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με
+το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την
+Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε
+είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την
+διηγηθώ.
+
+Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει
+κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες
+έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα
+αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά
+εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος·
+κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να
+μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από
+την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους
+τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους
+επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση
+την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να
+λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν
+προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα
+τόσον ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε,
+βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με
+πολλές φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους
+βάλλουν εις τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους
+τρελλούς που τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η
+βασιλοπούλα Ρετζία κατά πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι.
+
+Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ.
+Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο
+ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή
+θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου
+ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.
+Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην
+παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον
+σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και
+ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει
+αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην,
+να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από
+αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται
+από αιτίαν της κλεισμένοι.
+
+Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον
+του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις
+λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη;
+στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω
+το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός
+μου είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε
+να σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις
+μίαν στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης
+λογής αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν
+μου, και μη σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη
+κακόν αποτέλεσμα.
+
+Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις
+την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και
+περιπατώντας καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν,
+τον οποίον ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί
+που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός
+απεκρίθη, βλέπω που εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν
+σου εδιηγήθη κανείς ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της
+Ρετζίας; αν το ηξεύρης, είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής
+μίαν ωραιότητα τόσον φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες
+νουθεσίες διά να με εμποδίση αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν
+έκανε τίποτε, μου έδειξε την στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου
+είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν
+θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα
+αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η
+Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη
+να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν
+που θέλει του τύχει.
+
+Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον
+λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν
+εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν,
+διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές
+όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως
+και διά τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από
+τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και
+αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την
+βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην
+απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και
+κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της
+φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν
+κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να
+γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την
+στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη,
+ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου
+εφάνη μεγαλοπρεπέστατον.
+
+Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα
+με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν.
+Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον
+ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία
+δεν ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν
+ακόμη να χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον,
+πρώτην φοράν που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω
+την θεωρήσει με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου
+προξενήσει την μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής.
+
+Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την δε
+ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε
+παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή
+αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος
+έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού
+του, διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη
+η προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα
+μου, ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου
+είπεν. Αχ, κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η
+βασιλοπούλα δεν θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της,
+και η ωραιότης της δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων,
+και δεν ημπορώ αρκετώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το
+αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν, ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ
+θα παραιτηθώ, που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον
+που κατά το παρόν είναι δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν,
+δεν θέλω λείψει όμως που να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το
+μέσον.
+
+Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα
+εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον,
+και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου·
+τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα
+χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που
+είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης
+μίαν χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε
+γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την
+σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το
+δώρον είνε πλούσιον, μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε
+παρακαλέσω του είπα, διά να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον,
+διά να με εμβάσης εις το παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την
+βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν
+εβγαίνει πλέον εις την χώραν να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης
+ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας.
+Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα
+αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να
+χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν
+σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ
+θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης
+ολόχρυσον.
+
+Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του
+εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι
+την συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν,
+δεν ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν
+δεν με υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα
+δεν ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και
+ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον
+άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον
+εβάλθη να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως
+ακόμη αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά
+να τον παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα
+οποία, ωσάν τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του.
+Παιδί μου, μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά
+διά να με παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα
+αγροίκησα προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε
+δουλεύσω, και εις ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου
+ένα μέσον διά να σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον
+εσένα ωσάν και εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα
+που μου έδωσε, και τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που
+εστοχάσθη. Κάνει χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου
+και να βάλλης πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου·
+μα έχοντας αυτά τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι
+εις υποψίαν, και να σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου
+σκεπάσω το κεφάλι με μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν
+σε στοχασθή δι' ένα κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει
+καθόλου.
+
+Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του
+περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που
+ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον,
+που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς
+καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και
+εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν
+εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος
+εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την
+έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα
+την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να
+μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με
+επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι,
+και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω,
+και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι
+ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και
+νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε
+καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που
+είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν
+χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα.
+
+Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε
+διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά
+κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον
+επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν.
+Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που
+έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις
+τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον
+κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε
+αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου
+έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω·
+λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως
+το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την
+πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον
+με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν
+έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση.
+
+Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με
+ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος
+κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν
+μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον
+εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε,
+διατί θέλεις να μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν
+είμαι άξιος να σταθώ έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε,
+μου εξαναείπε, και πες μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν
+αντραλωμένον, απεκρίθη διά εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι
+δούλος μου, και είναι πολλά έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι
+ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και
+άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με
+ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον
+έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του
+βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά
+που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως
+ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά
+τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και την ακόλουθον ημέραν λέγει του
+Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει πως έχεις εις το περιβόλι
+σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν του διηγήθη τα πάντα
+διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν του βεζύρη του
+επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει, σήμερον εις το
+περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι καθώς μου το
+παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς θέλημα να
+συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το
+περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν·
+και ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι.
+
+Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ
+επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη·
+έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας
+ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα
+ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε,
+τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη
+πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως
+ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το
+εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο
+βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε
+αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με
+πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν
+φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να
+τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να
+κάμη.
+
+Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να
+προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι
+και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί
+που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που
+αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον
+γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο
+ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν
+ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο
+Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου
+έκαμαν χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το
+λαλήσω· το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου
+εφέρθηκαν και άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και
+αυτά με τον όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους
+ήχους, που επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις
+τους περιεστώτας.
+
+Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν
+σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα
+εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο
+το κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και
+είνε αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον
+θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα
+εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από
+πλούτη, έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας
+του και να δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά
+ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και
+άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της
+αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός
+με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες
+δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα
+την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν.
+Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων,
+μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη
+εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και
+έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς
+να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που
+ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι
+έτοιμος διά να την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ
+εμπρός της με τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου
+απεκρίθη εκείνη· επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το
+περισσότερον ακούσαμεν να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και
+διά τούτο μην λαμβάνης καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις
+την Ρετζίαν.
+
+Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς
+επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα
+λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν
+υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία
+ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από
+τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά
+αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά
+να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς
+αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και
+ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν
+και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που
+έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες·
+εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που
+ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η
+κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα
+αναίσθητον. Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι
+ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της
+βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις
+τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το
+κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι
+κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν
+επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την επήκουσα και τότε όλες οι
+γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα εις το κεφάλι, εδόθηκαν
+εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν τόσον, που με έκαμαν να
+καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία
+έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω
+με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου
+πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά
+πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με
+έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την
+μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα
+νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την
+καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία
+εξανάλαβα εκ νέου επαίνους.
+
+Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά να
+χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον
+νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν
+από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει,
+έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν
+η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους
+πλέον θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν
+αυτούς τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να
+ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από
+τον θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν,
+είνε, ότι αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα
+λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας,
+πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης.
+
+Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του
+περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει
+να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους
+εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην
+την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν,
+και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το
+λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους,
+και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας
+ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον
+καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις
+εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να
+πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της
+Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να
+με αντικόψουν από αυτήν την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου
+φθάνει τόσον διά να μη μου συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα
+παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον εμπόδισα που να με αντικόψη
+πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με νέα δώρα διά να με αφήση
+να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα.
+
+Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ,
+επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά
+δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά
+περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί
+ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν
+επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος
+από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου·
+επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την
+άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και
+αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν
+γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που
+αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε
+τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν
+τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι
+παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι
+μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν
+φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να
+της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα
+να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν
+να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με
+έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση
+εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου·
+θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως
+μην κάμης.
+
+Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί
+προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου
+τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα
+εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν
+να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν
+ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον
+ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το
+χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα
+κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή
+επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες
+γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν
+να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης
+που έρχεται να μας περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες
+μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους
+χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον
+ίδιον καιρόν μου εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα,
+τραγουδώντας καλύτερα από την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε
+διά να χορέψω· εγώ διά να δείξω την μάθησιν που είχα εις τους
+χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα χορόν, ο οποίος είχε πολλά
+πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που ερριχνόμουν με
+σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας καλά
+βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και ευθύς
+τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου.
+
+Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως,
+και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με
+τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου
+πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που
+μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας
+έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν
+ως άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η
+ημέρα. Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα·
+έπειτα με επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν
+αυτός, διά ποίαν αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του
+περιβολάρη; ποίος ήτον ο στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς
+αμφιβολίαν να ατιμάσης το παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος
+ο ουρανός, που ο δόλος σου εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε
+αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την στιγμήν να σε δέσουν από τα
+ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις όλην την χώραν, ως να γένης
+κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον
+ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον θέλω να γίνη και εις τον
+περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε συμφώνως· τον οποίον
+εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν,
+έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να
+ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν
+θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε
+τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως
+επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου
+μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε
+που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που
+διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν
+και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα
+οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και
+εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας. Και
+περιπατώντας με μεγάλην βίαν όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ
+εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου της Καρίσμου και εκεί
+ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου.
+
+Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά
+τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την
+κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία
+του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την
+αγάπην μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα
+τον παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα
+σύνορα της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη
+εις το βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά
+τον κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς
+μου πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που
+εγεννήθηκεν, ο οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί
+να κάμη κάθε τρόπο διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το
+επίλοιπον της ζωής του εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως
+και οι φύλακες, παίρνοντες άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και
+ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το
+Αστραχάν εις το βασίλειον του πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ
+μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα τα έξοδα της στράτας και πριν
+φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι,
+που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον μου έδινε την είδησιν πως
+ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή
+πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και
+άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα,
+που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον
+πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα
+έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου,
+που να μην προφθάσω μίαν ώραν εμπροσθήτερα διά να τον εύρω
+ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε, και πρέπει υπομονή.
+
+Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές
+που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν
+διά να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι
+ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα,
+και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να
+χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι·
+και καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί
+δεν στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να
+εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου
+έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να
+φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την
+ευτυχίαν τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε
+σπουδήν μου διά να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον·
+είμαι βέβαιος, ότι αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς
+δείχνομαι εις τους οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από
+ζωντανόν πόνον που με θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να
+προξενηθή μία βαθεία θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την
+χώραν.
+
+Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις
+καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με
+κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης
+Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα
+τρόπον. Και ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν
+Αμπασατόρον προς τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την
+θυγατέρα του Ρετζίαν εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον
+από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου,
+πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της
+Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν
+του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά
+δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και
+είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν.
+
+Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω
+τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα
+εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να
+ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις
+μίαν κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου·
+και με όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η
+καρδιά μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν
+Ρετζίαν, την εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του
+ευτυχισμένου ανδρός της, και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να
+λάβω άνεσιν.
+
+Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου
+φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες
+ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται
+μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και
+θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους
+από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να
+τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους,
+όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν
+ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν
+διήγησιν και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους
+οφθαλμούς μου ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο
+παράξενον. Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους
+λουτρούς, και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν
+τους και την μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά
+ευγενικόν, και καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν
+την επιστασίαν εις το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί
+επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν
+θαυμασμόν, και το περισσότερον που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον
+ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν από τον άλλον. Ο αυθέντης των
+λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας
+μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να
+κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους,
+που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν
+διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν
+πολλά ευχαριστημένοι.
+
+Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα,
+απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω
+με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς
+αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον
+έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου
+και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν.
+Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν που του
+έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες τόσον
+εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των προεστών
+του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη, και τόσον
+χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον ακούη. Και
+αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή
+και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος,
+έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε
+μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς,
+χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ
+εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι
+και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την
+δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν
+παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι
+βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους
+ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα,
+επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση·
+ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης
+καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς.
+
+Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν,
+έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς
+εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο
+φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που
+ήθελε μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να
+μείνουν μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης
+του. Οι άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να
+τους το ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται
+του. Και αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους
+επρόσταξα να κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς
+που έκαμα αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από
+ολίγην ώραν εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και
+άλλα αναγκαία διά να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία,
+άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν
+απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον
+τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του
+δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και
+εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων
+τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον.
+
+Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του
+φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα
+ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει
+αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου
+ειπώ, πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού
+εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την
+ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από
+ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και
+Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου,
+είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει
+μου κάμει καλύτερην χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την
+ιστορίαν του.
+
+
+
+&Ιστορία του σοφού Αβικένα.&
+
+
+
+Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις
+μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την
+κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον
+της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα
+τόσον επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα
+τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την
+Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και
+την Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις
+ολίγον καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις
+ηλικίαν είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες
+Ινδίες.
+
+Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την
+Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να
+ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι
+οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι
+έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος
+επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά
+ευχαριστημένος από την συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με
+κρατήση μαζί του· και εις τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν
+έκανε χωρίς να με συμβουλευθή πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε
+πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον
+του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε και αυτός κατά πολλά· και με
+όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το βάρος ενός βεζύρη έχει, μου
+έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να σπουδάζω. Μα η επιθυμία η
+μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η ολίγη ώρα που μου
+επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και απεφάσισα να αφεθώ
+από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την σπουδήν μου. Ο
+βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του κακοφανή,
+τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα με όλον
+τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην ξεμακρύνω
+από την αυλήν του.
+
+Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά
+ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα,
+επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με
+αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα
+εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή
+και με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και
+περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν
+την τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα
+σπουδαστήρια, έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα
+της Κασγάρ ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και
+τον Φατζέλ, άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να
+μας ιδή, με το να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά
+γραμματισμένος. Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας
+εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ
+διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις
+τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της
+θελήσεώς μας.
+
+Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν,
+έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον
+έστειλεν εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι
+μετά ολίγες ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι
+φιλόσοφοι. Ο Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και
+κατά αλήθειαν είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο
+βασιλέας της Κασγάρ είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την
+ελόγιαζε. Εκείνος λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν
+μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη, και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα,
+επειδή και με το να μας στοχάζεται ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους
+φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι
+λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν κανένα πράγμα εξαίρετον·
+θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως Κασγάρ, χωρίς να φάμε και
+να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι ένα πράγμα δύσκολον να το
+προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου σου, με το να είναι το
+ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν δεν θέλομεν πάρει άλλο
+παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους σκλάβους μας θέλει κάμει,
+οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς νηστείας, που θέλομεν
+κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει που να μην το
+φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν.
+
+Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε
+το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά
+έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που
+παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν
+εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με
+αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι
+εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας
+τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν
+χωρίς να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και
+εγώ ένα κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα
+χάπια του· ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν
+εμισεύσαμεν από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ.
+
+Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά
+τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας
+ενεργούσαν θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την
+βεβαιότητα. Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν
+έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις
+εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να
+γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου,
+επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος
+και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που
+με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε
+το συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με
+υπομονήν το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να
+φθείρεται· βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που
+έκανε σπλάγχνος, του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το
+εδέχθη· και αγάπησε καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη
+πως έχει χρείαν από την βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον
+θάνατον του Φατζέλ· εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και
+τον έθαψα εις ένα βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και
+τους εδικούς του. Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα
+τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα
+είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα
+των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν,
+διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το
+βουνόν.
+
+Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να
+κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου
+του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν
+του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα
+ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να
+ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός,
+και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί
+εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα
+εις την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω
+αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον
+λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της
+συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την
+χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι
+είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει
+το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό.
+
+Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να
+τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της
+ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του,
+τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το
+σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να
+έμπουν. Ο Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ'
+έξω από την πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης
+ευρυχωρότητος, εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία
+ανοίγει με μίαν δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της
+ξανακλεί· και τούτο γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι
+εμπαίνουν προς τα ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην
+ποσότητα από βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με
+ογληγορότητα τα παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα
+του σπηλαίου κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που
+ανοίξη· και αν διά κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν
+στιγμήν περισσότερον από τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα,
+και μένει εκεί εις το σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς
+συμβαίνει πολλάκις· επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις
+έναν χρόνον. Λέγουν ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ
+Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα
+θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και
+εκείνα που απ' όλον τον κόσμον εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία
+είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο αριθμός των οποίων είναι
+είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την πέτραν την φιλοσοφικήν,
+τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και άλλα παρόμοια·
+ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν τέρατα, να
+μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα άψυχα·
+εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα εις
+πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος
+εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει
+εκείνο το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το
+σπήλαιον, ευθύς αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα
+τα βιβλία του σώα, χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το
+παραμικρόν.
+
+Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον
+ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και
+έλαβα χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να
+υπάγω την αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν
+εστοχάσθηκα μόνον να έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον
+από τους άλλους, να παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή.
+Και με το να ήμουν πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα
+φόβον από τα πονηρά πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το
+λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του
+βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που
+ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την
+νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα
+διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον. Πλησιάζοντας τέλος πάντων η
+αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να
+έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς
+την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να
+έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον
+οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας,
+ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.
+
+Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον
+ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες
+βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα
+τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον
+γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε
+κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι
+γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον
+χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν
+τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της
+πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος
+κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας
+άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν
+ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ
+βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς
+την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που
+είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν
+με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα
+επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την
+επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν.
+
+Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας
+άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με
+τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που
+ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο·
+εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα
+κερία της χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον
+ωραιοτέρα από εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου
+εις εκείνο το σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες·
+έβαλαν τα κηρία ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά
+περισσοτέραν μου ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν
+διαφόρων βιβλίων πολλά περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα
+της χημικής, και των αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα.
+Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα
+κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα
+αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου
+σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που
+μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με
+κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου. Και κάθε
+ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν
+ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το
+απολαμβάνω εν τω άμα.
+
+Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου
+εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να
+κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από
+τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα
+της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη
+διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα·
+μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν
+εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα
+που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να
+έβγω την ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί
+έναν χρόνον κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα
+μαλλιά μου, εις τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος·
+ώστε που η μορφή μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον
+εκείνου του λαού, ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος
+Μοούκ εβγήκεν από το σπήλαιον.
+
+Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός
+άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις
+την χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να
+βλάψη το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο
+Σουλτάνος της Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά
+να τον πιάση και να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν·
+επειδή και αυτός ο μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του
+εσταίνονταν, με την μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με
+ωνόμαζαν ένα μάγον εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την
+υποψίαν· αδελφοί μου, εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι
+εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν
+και εσείς· αυτοί, ακούοντας με να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και
+χωρίς να με αφήσουν διά να τους βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με
+επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, και με έπιασαν διά να με φέρουν
+εις τον Σουλτάνον να με θανατώση. Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να
+τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα
+ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την
+ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά
+διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν
+εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με
+είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω
+παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά
+μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις
+σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την
+στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν
+εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο αναΐππης αφού με
+επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των ανθρώπων του, διά να
+με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν εις τον Σουλτάνον
+διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου δώσουν. Ο
+Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ επήγεν
+εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν του,
+και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν μου
+με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει
+την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην
+επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους·
+τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα
+γενόμενον εις στάκτην.
+
+Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς
+που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και
+ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα
+ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού·
+επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις
+τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε
+τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον.
+Έπειτα κάνοντας να σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς
+τον βασιλέα και του είπα:
+
+Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν
+τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που
+στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω
+πράγματα ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί
+σου είναι μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος,
+και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν
+έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον
+δέκα χρόνους. Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την
+Περσίαν, και εις όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την
+καλήν τύχην όλων εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην·
+περιδιαβάζοντας τέλος πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν,
+εις το οποίον εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα.
+Και δι' αυτήν την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και
+πηγαινάμενος εις ένα πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα
+παρόμοια και με την δύναμιν κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την
+ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα
+λουτρά, που φαίνονται εις τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι
+σαράντα μου σκλάβοι, ω βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με
+υπηρετούν, και που έκτισαν τους λουτρούς, που είδες, και που σου
+έφτειασαν και το κιόσκι εις το παλάτι σου.
+
+
+
+&Ακολούθησις και τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ,
+επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.&
+
+
+
+Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά
+τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου
+τύχη σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης
+πιστεύω ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι
+δούλοι σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ
+είσαι εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν
+τους προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την
+βασιλοπούλα της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το
+κάμουν. Χωρίς αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν
+ευθύς να υπάγουν εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την
+μέσην των γυναικών της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν
+επιθυμής εδώ. Αυτό πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε
+μου, μεγαλυτέραν χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης.
+Θέλεις μένει ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και
+έχω πόθον να εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να
+με καύση.
+
+Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε
+τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον
+επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν
+άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν
+Ρετζίαν.
+
+Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την
+χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον
+επιθυμητού και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η
+έκστασίς μου, και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με
+τον οποίον μου εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω
+έμπροσθεν της την μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον
+αυτή κανένα φάντασμα, και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το
+πιστεύσουν· παρακαλώ σε, λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία
+που προσφέρετε εις τους οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή,
+ομίλησε τι πρέπει να στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου,
+λέγει εκείνος, αυτή είνε η ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά
+της, και χαίρου χωρίς υποψίαν εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να
+σου προξενήση.
+
+Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας,
+χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το
+λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν
+ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την
+αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με
+έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου·
+γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου
+εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα
+να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην
+έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες
+πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον
+σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και
+με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.
+Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα δικαιολογήματά μου, ημπορείς
+να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, ο οποίος επρόστρεξεν εις
+την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα στοχάσου, σε παρακαλώ
+πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο βασιλεύς του Αστραχάν,
+ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του βασιλέως πατρός σου διά
+γυναίκα του, και δεν εισακούσθη.
+
+Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας
+ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον,
+ευρισκομένη εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ
+εκαρτερούσα (και δεν ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από
+ονειδισμούς οπόταν αυτή η βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη
+ολίγον εις τον εαυτόν της από την έκστασίν της, μου ωμίλησε με
+τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις
+άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου, μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο,
+παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την ακμήν να στεφανωθώ έναν
+βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω, και ούτε να τον ιδώ,
+τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ διά μίαν δυναστείαν
+που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον μισητός, και έμελλα
+να του είμαι ως γυναίκα.
+
+Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του
+βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα
+εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος
+σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που
+εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά
+τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον
+μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου
+αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν
+στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις.
+
+Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον
+υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου,
+δεν ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν
+να σε απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω
+την ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια
+λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου.
+Και διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου
+είπεν, ότι αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον
+να ημπορέσης να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως.
+Εσυμβουλεύθηκα επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε
+στείλε, ω Αυθέντη, έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του
+Σουλτάνου διά την κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις
+γυναίκα σου, και διά τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες
+να κάμω εγώ. Έκαμα κατά την συμβουλήν του φιλοσόφου, και
+εξανάστειλα τον Χασάν διά απεσταλμένο προς τον βασιλέα της
+Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, και την έβαλα εις το χαρέμι
+μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός
+της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν
+την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα εις την αυλήν μου, και του
+έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας βασιλεύς ημπορούσε να κάμη
+προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την ευτυχίαν του. Και διά
+περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου συμβουλάτορα και τον
+είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι μου και
+ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που έκαμα.
+
+Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν
+εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς
+που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως
+της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του
+διά να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά
+επιτήδειος εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι
+μου, και πως εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το
+θεμέλιον έστειλε μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς
+του την είδησιν πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς
+να ετοιμάση όλα τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να
+έλθουν ομού εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την
+ατιμίαν που τους έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν
+φθάνοντας επάνω εις αυτές τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον
+Σουλτάνον κατά την συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν,
+διά την οποίαν επήγεν.
+
+Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον.
+Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ
+έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου
+αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου
+εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα
+διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού
+μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον
+τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά
+μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την
+θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι
+λέγοντας επρόσταξε τον τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν
+εις το μέσον της αυλής του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς,
+έχοντας από τον τζελάτην εις την μέσην της αυλής, που ήτον
+συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν τον θάνατόν του. Και τον
+καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί διά να του κόψη το
+κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν άφαντος από τους
+οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε τόσον εις τον
+Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν και φόβον.
+
+Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν,
+που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον,
+διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς
+επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του
+απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα
+πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν
+και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που
+αρπάχθη και ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που
+ευθύς εφανερώθη έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου
+εφανέρωσε περιπλέον τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος
+της Καρίσμου ομού με εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω
+μου, να αφανίσουν το βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο
+Αβικένας οπόταν ο Χασάν μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε
+μεγάλως. Έπειτα με εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και
+αυτός θέλει έχει όλην την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα
+κατά την γνώμην του. Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν
+και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες
+των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα
+μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας
+μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα.
+
+Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς
+αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο
+Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον
+στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ
+έκαμα καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα,
+εβαλθήκαμεν με τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου,
+και εκινήσαμεν και ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου.
+Τότε ο φιλόσοφός μου με την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες
+ασυμφωνίες και διαφορές ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της
+Γάζνας, και τόσον επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον
+ο ένας του άλλου. Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν
+τους, ο βασιλεύς της Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το
+στράτευμα, και ο Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του
+κάμπου και του πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή
+τελείως την νίκην του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα
+εβγήκαμεν έμπροσθέν του με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να
+τον κτυπώμεν, τόσον που ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις
+τας χείρας μου, και τον έφερα εις το Αστραχάν.
+
+Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον
+επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που
+να ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να
+τον καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις
+γυναίκα, το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης
+καρδίας ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον
+λόγον του Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι
+οποίες έγιναν πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου·
+και ο λαός του παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες
+χαρές και αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ
+καλύτερον ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον.
+
+Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος
+διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ
+ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν
+μου και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας
+ομοίως και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να
+ευρίσκεται με εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των
+δύο μας η ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με
+μίαν τελείαν ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που
+εστάθη ο αίτιος της ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες
+ηδονές, και εκατάντησε την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν
+δακρύων και ευσπλαχνίας, ως θέλετε τον ακούσει.
+
+Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του
+επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον
+αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά
+να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις
+αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται
+με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους
+ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον
+κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά
+συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη
+ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν
+άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με
+ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις
+τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους
+στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας
+που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά
+ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ·
+όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε
+το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν
+ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες.
+
+Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η
+Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον
+τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του,
+και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος
+πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον
+ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με
+πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους
+ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις
+τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν
+εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα
+βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη
+στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον
+τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με
+μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε
+παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον
+αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι λέγοντας εφύσησε
+εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε κάποια λόγια
+μυστικά, έγινεν άφαντος.
+
+Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην
+αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο
+Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού
+είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ
+εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν
+την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της
+έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την
+ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ
+ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την
+Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι
+καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε
+την μεταλλαγήν που κάνει.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και
+του Μυστικού του.&
+
+
+
+Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο
+Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την
+περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε
+μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του·
+έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο
+βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά
+να υπάγουν εις άλλο βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν
+την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την
+στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ
+λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν
+ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον
+ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε
+χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν
+βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά
+λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ
+κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις
+την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το θαυμάσης, που παρομοίως
+δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της Τζελίκας, που διά
+παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με κάνει αναίσθητον
+εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που το λοιπόν μας
+προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης του βασιλέως
+αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος εις αγάπην
+καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της Ρετζίας.
+
+Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να
+πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό
+προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας
+εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ
+παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει
+να είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να
+βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής
+καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την
+ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον
+απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω
+πασίδηλον.
+
+
+
+&Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.&
+
+
+
+Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την
+Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός
+ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας,
+και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που
+εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο
+Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με
+πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα,
+εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν,
+εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον
+ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν·
+έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον
+κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και
+έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη.
+
+Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην,
+επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν
+έλαβε καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς
+ευεργεσίας. Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του
+εχρεωστούσαν θα ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε
+δανείσει· μα ποίος του τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν
+δια να τον πληρώση, και όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις
+τον Βανάην, και από τον πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε
+που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα
+Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της
+λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να
+απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα
+Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα
+επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η Αροούγια ευθύς
+εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη
+με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την
+αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια
+σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα
+του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να
+του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε
+δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν.
+
+Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του
+ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την
+ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά
+πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που
+του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες
+την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με
+κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης
+ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς,
+και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια
+φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου
+είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά
+να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις
+την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον
+άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να
+μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της
+Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και
+δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου. Δος μου το λοιπόν
+τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και μη χάνης τον καιρόν
+σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις την επιθυμίαν
+σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους ονειδισμούς, που η
+Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής διαθέσεως, ευθύς
+εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' εδώ, ω τολμηρά
+γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς αυτός ο
+άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, έτσι
+έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι
+λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον
+έλειψε που να την δείρη.
+
+Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα
+μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και
+αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν
+φθάνει αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι
+αχάριστος που είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να
+με αφήση να χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα
+το εδικόν μου, και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται;
+ετούτο δεν ημπορώ να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την
+δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν·
+εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός και εχθρός της αδικίας, και
+ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, και να μου κάμη δικαιοσύνην.
+
+Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και
+επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο
+Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν
+από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος
+από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και
+την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την
+υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της·
+μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος
+παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον
+τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν
+ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με
+προστάξης. Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και
+την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της,
+και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα
+πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον
+κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα
+βγάλω από τα σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά
+μιλώντας) στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου
+ευρίσκεται φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου,
+υποσχέσου εκείνο που αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν
+θέλω σου χαρίσει τέσσαρες χιλιάδες φλωριά.
+
+Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω
+ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους
+ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού;
+εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους
+κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες
+παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα
+μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε
+τίποτε ουδέ με τον Κατή. Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν
+εύρηκε κανέναν να του κάμη δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε
+προς την γυναίκα του. Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς
+δεν είνε, παρά να προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός
+να μας κάμη δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν
+είμεθα πλέον διά τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια
+μπουλωμένη επήγεν εις τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον
+μοναχόν του ανήγγειλε την υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη
+προς αυτόν. Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες
+γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με
+ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα
+και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω,
+πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου
+παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν υποκείμενον, που εις τους
+οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία μίαν τέτοιαν ωραιότητα
+να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη
+νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να
+επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει
+διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις
+τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου
+τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από
+λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις
+την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά
+από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες
+φλωριά.
+
+Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να
+ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι
+εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της.
+Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να
+ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει
+δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν
+τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη
+χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να
+τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να
+καταράσαι τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις
+που να θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε
+καλύτερον να στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να
+βγάλωμεν το εδικόν μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την
+στιγμήν ο Προφήτης με εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου
+ζητάς ποίον είνε· στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις
+ιδεί μίαν ογλήγορον εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του
+Κατή και του Βεζύρη, η οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την
+χώραν και με τούτον τον τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας,
+και θέλομεν επαινεθή και από τον κόσμον.
+
+Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε
+τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον
+μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα
+πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που
+είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να
+τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον
+ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να
+καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε
+πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον
+τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά
+να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή
+και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το
+κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου.
+Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν
+γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου
+κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι
+με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις,
+και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε
+ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου·
+θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά
+να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς
+επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας
+από την χαράν του έτρεξε διά να την αγκαλιάση και αυτή με
+επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του χωρίς να την εγγίξη·
+και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα δίκτυά της, και
+αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν από εκεί και
+επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν και του
+Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν την ώραν
+διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· των
+οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν υστερώτερα
+ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις ένα
+καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της.
+
+Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς
+αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε
+να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους
+φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν
+σκλάβαν πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της,
+και τα όσα ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να
+φερθή, οπόταν οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα
+πράγματά της εις την τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση
+τον σκοπόν της. Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της
+νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα
+ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις
+την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και
+τους αγροικήση. Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην
+υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα
+χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση
+εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από
+αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο
+χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του
+παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις
+αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η Αροούγια εχαμογέλασεν
+επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον
+επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή
+με ελευθερίαν.
+
+Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και
+έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς
+σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το
+τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν
+που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη
+προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη
+και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης
+ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης. Τότε η
+Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον
+Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το
+γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με
+εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε παίρνοντάς τον Χόντζα από
+το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον έφερεν εις ένα άλλον οντά,
+και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια που είχε πάρει· και
+κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον που να μισεύση ο
+άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να μείνωμεν το
+επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν.
+
+Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και
+τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο
+ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι
+άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους
+λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον
+από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η
+σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και
+αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της
+Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη
+και τον Χόντζα. Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε
+και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος
+γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και
+εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν
+αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν.
+Τότε η Αροούγια διά να δείξη την προθυμίαν και αυτή προς αυτόν,
+του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε εις ετούτο το κρεββάτι που
+βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν κοιμάται ο άνδρας μου,
+και ευθύς γυρίζω.
+
+Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το υποκείμενον
+εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το κρεβάτι. Και
+την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και
+θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη
+λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας
+σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του
+ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι
+αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν
+ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους
+εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν
+σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν.
+Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον,
+ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον
+ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να
+σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει
+γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον
+δεύτερον εις τα δίκτυά της. Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης,
+ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η
+σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη
+με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους
+άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και
+αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες
+δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον
+ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.
+
+Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που
+έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά
+που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον
+άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν
+διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά
+του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους,
+ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν
+τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την
+υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών.
+
+Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν
+της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν,
+καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου,
+και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που είδα
+την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως ήτο
+μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον μου
+την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν·
+ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και
+ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με
+ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει.
+Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε
+ακούσω.
+
+Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της
+βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά
+του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα
+γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να
+μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την
+επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν
+εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου
+κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο
+που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν
+χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις
+τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα
+δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και
+δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την
+επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην.
+
+Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια μου
+εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον
+αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να
+αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου
+κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα,
+τον καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα
+υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να
+πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού
+είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου
+απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους
+σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ.
+
+Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν,
+και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια
+έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια
+ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι
+λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια
+έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της.
+
+Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης
+της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον
+Βεζύρην, γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά
+εντροπιασμένους διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα
+εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους
+εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και
+ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους
+έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο
+χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους
+έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους.
+Κάνοντας υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου,
+επρόσταξα την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν
+της λέγοντάς της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες
+κινδυνώδεις, που επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε
+αγαπήσουν.
+
+Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας
+έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι
+εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ
+δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν·
+εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του
+θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο
+Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα
+εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης
+ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν
+αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους
+οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την
+θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη
+με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον
+απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν
+και τιμημένην.
+
+Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε
+διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της·
+μα αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς
+μου, έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου,
+και δεν ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν
+μου. Και τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την
+ανάπαυσιν έστειλα κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις
+τον οντά μου, και με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω
+Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία
+σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από
+αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον
+απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και
+κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες
+είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ
+να λάβω. Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την
+γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την
+θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω
+από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να
+διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι
+πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου.
+
+Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου
+τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να
+με πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν
+φορές ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο
+στοχάσου ω βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω,
+επειδή και γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες
+όλου του κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της.
+Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την
+καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την
+χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου
+προξενήση ο χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα
+με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση
+τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης
+της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις
+έναν καιρόν να κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα
+διορίαν διά να στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου
+δώσουν την απόκρισιν και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα.
+
+Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα,
+εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν
+ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς,
+απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την
+στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν
+εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν
+την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον
+εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και
+επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα
+εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και
+αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα
+λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα
+της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους
+φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα
+τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα
+που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν.
+
+Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από
+εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να
+νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά
+δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την
+αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η
+ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν
+μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει
+αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες,
+και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου
+φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας
+Αροούγιας.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του
+μυστικού του.&
+
+
+
+Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο
+βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το
+τι έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και
+ότι δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από
+την Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ
+χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο
+Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός
+πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα
+είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν
+της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα
+που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως.
+Μα εγώ πλανώμαι, εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον
+συμπαθώ, επειδή και έχει χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή
+εξ όλης καρδίας τον ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι'
+αυτό με δίκαιον τρόπον φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν.
+
+Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω
+εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν
+έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα
+κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες
+οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας
+πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να
+εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες
+τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες
+άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν
+άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα
+ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το
+σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα,
+έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι
+έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν
+την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του.
+
+Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από
+τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού
+επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα
+πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και
+πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν
+ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του
+αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη
+ο τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται
+μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται
+Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν
+ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν
+δέχεται εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν,
+και κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και
+είναι πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και
+ξεχωριστά από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον
+κράζη εις την συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα
+συμβεβηκότα του. Κάνει χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα
+του έτυχαν πολλά εξαίσια συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του
+έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και
+αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε μείνει εκστατικοί.
+
+Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν
+να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν,
+επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους
+του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και
+ήλθαν εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς,
+και με πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν
+εις το τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά,
+εδόθηκαν εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά
+του. Ο Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ
+πνεύμα, και πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι
+σύντροφοί του έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν
+πολλήν ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις
+το οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά
+να υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά
+πάσης χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με
+όλους τους ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των
+διακοσίων ανθρώπων και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν
+με μεγάλην ευφροσύνην.
+
+Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του
+πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην
+ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα
+ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα
+εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα
+παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα
+εξαίσια, που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου
+έτυχαν είναι τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα
+εδιηγήθηκα, δεν ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν
+διά έναν άνθρωπον εχθρόν του ψεύδους.
+
+Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες
+διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως
+από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον
+διά να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε.
+Ναι, ω αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και
+δείχνετε τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να
+ενθυμηθήτε το ό,τι σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα
+όσα θέλω σας διηγηθή επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια
+πράγματα παράξενα, που έχω να σας διηγηθώ.
+
+
+
+&Ιστορία των εξαισίων συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου
+περιηγητού. Ταξείδιον Α'.&
+
+
+
+Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι
+Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα
+ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που
+εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά
+που περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά
+πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των
+πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους
+πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους
+λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με
+έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί
+προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι
+πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά
+Σουράτ και Σερενδίβ.
+
+Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς
+χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν.
+Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις
+τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και
+κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.
+Ήτον αυτός ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας
+και πολλά τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν,
+που περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του.
+Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε
+κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά
+να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το
+οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον
+από πέντε ή έξ εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι
+διά να μισεύση από εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ
+να μισεύσω με αυτό.
+
+
+
+&Συμβεβηκός πρώτον του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα
+εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να
+διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με
+πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον
+που ήταν μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς
+την ωραιότητά της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το
+μεγαλοπρεπέστατον φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω,
+και ο στοχασμός μου ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω
+ωραιότατον υποκείμενον που βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε
+χωρίς άλλο η αγαπημένη του βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και
+γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα
+ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση
+να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι τα όσα είπα.
+
+Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα
+δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις
+την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα
+αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με
+σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που
+εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου
+είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν
+τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό
+προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος
+αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με
+όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου,
+απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της
+ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το
+πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης.
+
+Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω
+την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα
+ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.
+Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα
+εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες·
+τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες·
+εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το
+κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την
+εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα
+πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά
+ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα
+φτιασίδια. Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το
+εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια
+άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα
+ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε
+συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε
+αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας
+ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες
+χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την
+έταξα.
+
+Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν
+νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ
+Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή
+είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον
+αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή
+τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ
+μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία
+υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα
+με προθυμίαν την περιέργειάν της μα οπόταν της είπα πως έχω να
+μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα μου, αυτή με αντέκοψε
+δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις τούτο. Πώς το λοιπόν, ω
+Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με
+απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά
+να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν
+μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο
+παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης
+χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της
+απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά
+μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου
+αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά
+ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες
+απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε.
+
+Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα
+κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή
+ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο
+οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί
+ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και
+ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν
+απόφασιν. Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν
+την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με
+εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά
+τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις
+διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με
+τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που
+εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και
+αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα
+γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν
+η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον
+ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν
+διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν
+εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από
+αγάπην.
+
+Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και
+τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με
+τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν
+διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το
+βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την
+Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο
+κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με
+παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που
+εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.
+Τότε εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά
+να μη κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να
+υποπτεύση διά εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως
+το ταχύ θέλω επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε
+να με υπακούση διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην
+υποπτεύση διά εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να
+μη με καρτερή εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με
+κάποιους φίλους μου, χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας
+αυτήν την επιστολήν μου την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με
+ένα της σκλάβον. Έπειτα από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου
+εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον
+οποίον επρόσταξε διαφόρους σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με
+δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν χρείαν.
+
+Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι
+επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν
+τελειώσει ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον
+συναπάντημά μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε
+ετοιμασμένα διά εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως
+ογλήγορα θα απολαύνω μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην
+ελπίζεις εις μίαν τύχην τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε
+διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που να την ελπίζης τοιούτης λογής,
+επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι υπερβολικής ημπορεί το τέλος της
+να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με
+αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω
+καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με
+εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν
+εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την
+νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την
+στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε
+λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την
+σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη
+μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές
+περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον
+έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος
+ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν,
+την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί
+αγαπητικοί.
+
+Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι
+της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω
+εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς
+σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου
+έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί,
+πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της Γαντζάδας με
+εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο πράγμα
+ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας αυτή
+από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν,
+και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο
+στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά
+των θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν
+τέτοιαν απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου
+εφανέρωσε τον στοχασμόν της.
+
+Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω
+εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν
+επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον
+πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι
+θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ
+έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με
+λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς
+το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την
+αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν
+μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα
+εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να
+καταλάβης τον κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν
+αυτή, το εμπόδιον αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου,
+της απεκρίθηκα· εγώ δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με
+εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους
+του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω
+εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή
+ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα
+να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα
+σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα
+σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον
+ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που
+διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την
+εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν,
+καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν
+σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου.
+
+Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα
+τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις
+την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και
+πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με
+έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με
+πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που
+εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος
+αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ·
+ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να
+θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν
+ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον
+πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον
+τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον
+αυτής, ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη
+κάποιαν ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον.
+Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ
+ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν
+διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν
+ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι
+ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός
+καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της.
+
+Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα
+πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν
+μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα
+εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον,
+χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου
+ήτον πολλά μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα
+επρόκρινα να προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας
+μου συνέβαινε ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν
+έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το
+παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά
+προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και
+χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν
+της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα,
+και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα·
+υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί
+περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν
+περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής·
+
+Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν·
+Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον
+στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά
+μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα
+του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω,
+ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να
+καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του
+Προφήτου. Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν,
+βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά
+σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν
+είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ
+είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την
+αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω,
+ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν,
+ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα
+το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον.
+
+Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις
+τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν
+μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από
+εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ.
+
+Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με
+στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα
+διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω.
+Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν
+είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν
+από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το
+μάθεις εις τον καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά
+την ώραν δεν έχεις να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους
+ανθρώπους χωρίς να μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι
+και ευθύς που με έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον
+λιμένα. Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο
+καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της
+Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του,
+προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν·
+και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον
+επρόσταξε.
+
+Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά
+γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την
+εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί
+πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα
+μου και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά
+σκληροτέρα από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας
+ημέρας· μα ύστερα κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν,
+εδόθηκα όλος εις το να δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε
+εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του
+έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη
+τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να
+προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και να κάνω χωρίς να με ήθελε
+προστάζει και με τούτον τον τρόπον απόκτησα κατά πολλά την αγάπην
+του.
+
+Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, και
+είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της Μπεγκάλας,
+ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που είνε τα
+βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος τόσον
+σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες θάλασσες·
+μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να ημπορέσωμεν
+κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν
+ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το
+καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν
+τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να
+απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του
+αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος
+δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε
+με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν
+τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους
+αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος
+πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας
+επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν
+καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει
+δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και
+σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας
+βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας
+αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε
+αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη
+καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον
+συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να
+ρίξωμεν τον σκύφον εις την θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται
+διά να τον ελευθερώσουν. Αν η ευσπλαχνία είναι ένα έργον
+αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι αύτη εστάθη πολλά
+κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει.
+
+Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον
+έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς
+εφαίνονταν έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά
+θηριώδη· χοντρό το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το
+στόμα του κατά πολλά μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των
+σκύλλων, τα χέριά του ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με
+νύχια μακρά και μυτερά, οι οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της
+τίγριδος, και είχε μίαν μύτην πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά
+ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας άρεσεν, επειδή είχε μίαν
+θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν,
+που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον
+θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του
+καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την
+ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες.
+Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα
+ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε
+μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν απεκρίθη ο
+άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να σταθώ
+εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που
+πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη
+ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν
+άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα
+ημπορέσης διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να
+υποφέρω μίαν νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης
+φαγητά εξαίρετα, ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό
+στομάχι.
+
+Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα
+εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι
+ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη
+τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν,
+επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη
+ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν.
+Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το
+να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι
+δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω!
+ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με
+συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες
+υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος
+διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους
+πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους
+οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων
+βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη
+επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και με όλον που
+το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν
+στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του
+έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν
+και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.
+
+Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση
+αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν
+την πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα
+άλλα, με το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι
+αυτός θα εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του
+φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη
+υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς
+επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον
+επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με
+τους όνυχάς του. Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού
+με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη
+επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση
+την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας
+είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά
+μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον
+να τον λαβώσωμεν. Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις
+λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν
+με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με
+μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς
+μας.
+
+Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς,
+και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή
+ερριχθήκαμεν επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την
+θάλασσαν, μα δεν ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και
+μας εγλυστρούσεν από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό
+έχωσε τα νύχια του εις το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί
+εκρατείτο με τρόπον, που εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν
+ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς να φανή φοβισμένος από τον θυμόν
+μας, μας είπε με πικρόν χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς
+στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει
+καλύτερα εις το να με υπακούσετε· εγώ εκαταδάμασα πλέον
+δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν ακολουθήσετε να μου
+αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας μεταχειρισθή με τρόπον,
+που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας.
+
+Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να
+μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν
+πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν
+εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η
+πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά
+να του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας
+εφανέρωσεν, ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν
+αιτίαν διά να μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας
+είπε πως μας αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την
+θάλασσαν, εις την οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως
+διά το καλόν μας, επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο
+καράβι, που να είναι πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις
+εκείνο, και ημάς να μας αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες
+μας τες έκανεν εις τον καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός
+εγελούσε·, εμετωρίζονταν καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς
+ηθέλαμεν τον εύρει πολλά νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να
+λάβωμεν ηδονήν από τα μετωρίσματά του, και να χαρούμεν.
+
+Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς
+του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη
+δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα
+μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον
+άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.
+Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το
+στομάχι, θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να
+αποκοιμηθή· αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον
+κυριεύση· και εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός
+εκοιμούνταν, με ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις
+την θάλασσαν, διά να γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις
+ολίγον διάστημα την ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν.
+Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και
+εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι
+ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε
+χωρίς να λάβη ύπνον.
+
+Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν
+επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη
+παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν
+απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν
+ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα·
+οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση
+επάνωθέν μας. Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν
+ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και
+είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν,
+παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και
+οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά
+να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον
+άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή
+και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν,
+ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις
+εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα πουλί θηριώδες το οποίον
+ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το
+θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι
+μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και
+τον έφερεν εις τον αέρα.
+
+Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος
+άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια
+του ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα
+σουβλερά εις το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του
+με όλα τα φτερά που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον
+έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο
+αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του
+εχθρού του. Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι
+του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος
+συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον
+εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν
+αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς.
+
+Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η
+ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και
+ευθύς που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις
+μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο
+θάνατος του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας.
+Ακολουθήσαμεν ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν
+μερικές ημέρες με την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν
+ημπορούσαμεν να καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις
+τούτον τον κόσμον μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα
+τον αέρα πολλά αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον
+εξανοίξαμεν ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν
+χαράν. Και καθώς επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την
+δυτικήν κόγχην του νησιού της Γάας.
+
+Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και
+εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν
+ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν
+ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο
+καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το
+καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον
+εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με
+πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους
+έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του
+ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε
+να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον
+καιρόν επάνω εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν
+της ορέξεώς τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν
+σχεδόν ωσάν να ήμουν ένας από την οικογένειάν τους.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Γ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου)
+εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από
+την αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα
+του εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας
+άλλο παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε
+πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με
+το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον,
+ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με
+το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης
+άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη·
+επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν,
+ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω
+βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν
+απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ
+μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.
+
+Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν
+άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του
+εζήτησα τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά
+χαράς μου την έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον
+διά να συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν
+θάρρος, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά
+ευχαριστημένη που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα
+καταλαμβάνω πως δεν έχεις καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής·
+όθεν επάνω εις τούτο το θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η
+οποία θέλει είνε διά καλόν σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω
+διά τιμημένον, και γενναίον άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το
+θάρρος σου μιλώ· όμως να μου τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης.
+Εγώ τότε της έταξα, και της ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν
+αντίστασιν το ό,τι ήθελε με προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου
+είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού
+τον υιόν, και αυτός κατά πολλά μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές
+φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο οποίος πάντα του το αρνήθη, με
+το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία
+να με στεφανωθής· και ύστερον από δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης
+ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να καμωθής πως θέλεις διά να με
+ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον αγαπητικόν μου διά να γένη
+σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα·
+μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν
+σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι
+θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει;
+Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ,
+και θέλεις μένει αναπαυμένος.
+
+Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, την
+ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη αυτή
+εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να τελειώση
+αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας υστερώτερα,
+κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να δεχθούν
+εκείνην του Μωάμεθ.
+
+Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την
+χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον
+τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε
+διατί την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν
+αγάπην εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός
+εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω,
+και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το
+λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον
+φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον
+αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την
+ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν
+μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα και ηύρα τον αγαπητικόν της
+Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα μου) και έμπροσθέν μου
+εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί την νύκτα κατά πως
+επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν ήθελε να χωρίση την
+γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον πεθερόν μου με πλαστόν
+πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του ανήγγειλα την
+υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την
+χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και εις
+αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει, πως
+ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ
+πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση,
+προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την
+αρνήθης, και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν
+θέλει να την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με
+τούτο το μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του,
+που από τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε
+σκάνδαλον.
+
+Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το
+συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν
+ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε
+εις τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον,
+λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς
+τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα
+διά να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το
+θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά
+έναν αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να
+επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα.
+Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από
+την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι,
+εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο
+καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω
+κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα
+έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι
+να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα
+πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον
+πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που
+εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος
+απερασμένος εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα
+συντριβάνι· ο οποίος με πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του
+ανταποκρίθηκα και εγώ τον χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν
+και εσεργιανίζαμε μαζί. Και ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες
+που μου έκαμε, μου εφανέρωσε πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο
+του Σουράτ είχεν ένα καράβι εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον
+έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να
+του ανταποκριθώ εις το θάρρος που μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως
+έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και
+εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα
+όλα μου τα συμβεβηκότα.
+
+Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με έκαμε
+να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν·
+βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής
+θλιμμένον και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου
+έτυχαν· μα έξω από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής
+εις τας δυστυχίας των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής·
+σου ομολογώ πως εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν
+μεγαλωτάτην αγάπην, με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου·
+είμαι διαπερασμένος εις την καρδίαν και τετρωμένος διά τες
+δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες οποίες οπόταν τες διηγηθής του
+πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν θέλει συντριβή η καρδία του
+περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον ευχαρίστησα μεγάλως διά
+την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον
+πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε αυτός πάλιν μου είπε με
+θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου, διά την συναπάντησίν
+σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά ακριβή· κάθε
+στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα με εμένα
+σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων
+πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν
+μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με
+τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.
+
+Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές
+ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι
+του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον
+με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να
+λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον
+πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν.
+Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με
+πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή
+χοντζερέ, εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν
+γεμάτην από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από
+φαρφουρί φίνο της Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα
+της Ναγκασάρ, και η κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον
+που εφάγαμεν όσον μας άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον,
+και εχαρήκαμεν αρκετήν ώραν.
+
+Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου
+ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη
+που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ
+και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί,
+εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ
+θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον
+από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται
+περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν
+μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει
+κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν
+πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου
+έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια,
+με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν. Και ο
+τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το
+καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η
+θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια
+θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα
+μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.
+
+Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην
+ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις
+τούτην την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο
+που έχω συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης
+υπέρμετρος, τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν
+μου· Και διά να με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην
+είνε αληθινόν, με φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες
+σιδερένιες διπλές, και εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους
+σωρούς βέργες από χρυσόν, ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα
+ωσάν αυγά περιστεράς, που έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου
+φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν
+επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να
+ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με
+προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο γέρων) με αγκάλιασε και
+με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με τούτο εβγήκαμεν από
+εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς.
+
+Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και
+εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν
+ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων
+επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού
+μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με
+πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με
+τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον.
+Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο
+το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια,
+και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω.
+Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα
+δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να
+μην πέσω. Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα
+εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα
+μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα
+σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου
+εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές.
+
+Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του
+έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες
+πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω
+υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω
+πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις
+τούτο το πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου
+επάνω εις τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον
+εις θυσίαν ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να
+προστρέξης εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά
+να κάνη θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας
+άνθρωπος ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια
+ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να
+κλαίω όσον εδυνόμουν.
+
+Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει!
+τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα
+διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την
+εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον
+ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα,
+και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα
+έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν
+εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις
+αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου;
+ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ
+ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις
+που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση.
+
+Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις
+απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το
+οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις
+κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις
+αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με
+εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με
+βοηθήση. Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν
+εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή.
+Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα
+πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα
+από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος
+ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις
+εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να
+τελειώσω από τα βάσανά μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με
+πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με
+ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν
+βουνού.
+
+Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον
+οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην
+συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου·
+και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον
+εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί
+χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι
+του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα
+να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν,
+φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα
+ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν
+το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα.
+Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις
+ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν
+από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις
+την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον,
+και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το
+καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν ήτον η χαρά μου οπόταν
+εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος φίλος του πατρός μου,
+ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, που ήτον από την
+Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το συμβεβηκός που μου
+έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί.
+
+Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα
+διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα
+τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά
+όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν
+διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω
+εις τον επίβουλον γέροντα.
+
+Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το
+νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια·
+και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να
+ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι
+τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν
+αυτά τα θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα
+πηγάδια χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις
+τα πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην
+ποσότητα. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των
+οστρειδίων που εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να
+τα ανοίξωμεν, και διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που
+καθένας έμεινεν ευχαριστημένος διά το μερτικόν του.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Ε'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να
+υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο
+καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με
+μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που
+μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς
+να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών. Την εβδόμην
+ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο
+καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι
+μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να
+στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον
+τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το
+καράβι ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος
+πάντων το εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και
+εφαίνονταν υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο
+που μας εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από
+τζελίκι· τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης
+έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα
+χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το
+βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα
+καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή
+και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν
+από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να
+ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται.
+
+Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά
+εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας,
+επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον
+παραμικρήν ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την
+θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους
+απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που
+οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας
+ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν
+καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που
+ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω
+κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει
+δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν
+ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις
+την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν
+του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το
+κακόν μας.
+
+Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους,
+μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και
+ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο
+Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να
+ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την
+κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν
+και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας
+στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου
+εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον
+που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία
+σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας
+γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν
+τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει
+πλέον να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον
+ακόλουθον τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την
+συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον
+εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα
+σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του
+βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου
+θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει
+θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν».
+
+Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν
+μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των
+λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν
+μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο
+πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας
+είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να
+μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με
+κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και
+ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον
+εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον
+τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ
+αγκάλιασα όλους της συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον
+άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το
+ύψος του βουνού· επλησίασα εις την περιοχήν και παίρνων το ξύλον
+εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από
+το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον το έχασα από την όρασιν· και
+εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· ύστερον από αυτό έμεινα εις
+την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να πληρώσω την θυσίαν που μου
+ήταν γραμμένη.
+
+Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν
+ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν
+του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα
+πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή
+ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν
+σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον
+εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα
+καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην
+βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και
+ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την
+δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν
+την στράταν των;
+
+Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του
+με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς
+το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την
+δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον
+δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω
+αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και
+ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος
+από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό.
+Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην
+ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από
+τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που
+ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον
+ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν
+εκείνο το χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός
+μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως
+θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά
+ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν
+είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον
+δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον
+γεροντότερος από τους άλλους δύο.
+
+Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ'
+εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του
+χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το
+ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να
+μου το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα·
+και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και
+οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον
+το αίτιον. Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν
+έχει άλλο παρά πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και
+υπέργηρος είνε το αίτιον που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά,
+και η θλίψις τον έφερεν εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει
+εβδομήντα πέντε χρόνους, και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και
+δυνατώτερος από τον άλλον και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν
+γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά. Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον
+γέρος, και φαίνομαι πλέον νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον
+που απερνώ τους εκατόν χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα
+ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που
+επιθυμείς να γνωρίζης τον αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την
+νεότητά μου, ότι το εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και
+άλλο περισσότερον δεν ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία
+χώρα πλησίον κατοικημένη. Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την
+στράταν, και πολλά ογλήνορα θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν
+παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί
+αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον,
+εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το
+να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν συνήθειαν να ρίχνουν εις τα
+καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που από κακήν τους τύχην
+ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν αυτοί, το σαπούνι
+τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον ευρίσκεται εις τον κόσμον
+με το να είνε καμωμένον από το πάχος των ανθρώπων.
+
+Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα
+την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά
+μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά
+εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα
+ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους
+πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και
+μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον
+να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα
+καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου
+από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές.
+Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον
+Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ,
+χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να
+χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε
+ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ;
+
+Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα
+λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός
+διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις
+το Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του
+είπα το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν
+πολλά αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν
+διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ
+την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν
+ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον
+αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του
+Αμπίμπη.
+
+
+
+&Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη&
+
+
+
+Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά
+την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν
+είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου
+επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη,
+με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι'
+αυτήν. Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη,
+μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται
+κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου
+απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα
+την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας
+ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον.
+
+Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον.
+Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον
+πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία
+πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται
+αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου,
+απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο
+μήνες. Ο βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά
+του παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη
+αλλέως παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται
+υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την
+υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα
+ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και
+αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε
+αποφύγει τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον
+μισευμόν σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να
+αποθάνη. Τότε εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα
+μεγάλως εις την καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την
+χάριν να της ειπή πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος
+διά την υστέρησίν της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον
+ευχαριστημένη εις την κατάστασίν της.
+
+Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα·
+μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος
+πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε
+τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά
+λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει
+εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε
+τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η
+μεταλλαγή του γραπτού της Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν,
+αγροικούσα από το άλλο κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να
+στοχάζωμαι, ότι αυτή ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ
+κρυφίως, και ότι θα ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν
+εις ελπίδα τόσον χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα
+έλθη να μου δώση την απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς
+τον διέταξα. Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να
+επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την
+Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν
+ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν
+άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.
+Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους
+ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα
+δι' αυτήν.
+
+Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας
+με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και
+ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν
+ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού
+μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω
+πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με
+καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους
+ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς
+γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο
+διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν
+τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον
+δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του
+βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε
+ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και
+πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που
+έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και
+με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως
+θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ
+διά να την ιδώ.
+
+Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι
+εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά
+να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν
+την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ
+τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι
+οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν
+να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.
+
+Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα επάνω
+εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή
+στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από
+λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που
+έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα
+στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα
+ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την
+εσυντρόφευαν· και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα
+όργανα τες ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι
+φίλοι της χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την
+χαράν που είχαν, εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των,
+και μέρος διά φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που
+εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον,
+και την έφεραν από το χέρι εις την άκρην του ποταμού, εκεί που
+ήτον το κορμί του ανδρός της φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το
+έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα
+χέρια των ιερέων οι οποίοι το έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η
+πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε και αυτή εις την ετοιμασμένην
+πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές φορές θεωρώντας την
+ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν έπειτα αγκάλιασεν
+όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς ανεχώρησαν διά
+να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες σκλάβες της, οι
+οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την ελευθερίαν
+των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα
+εδιαμοίρασεν.
+
+Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την
+θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν,
+και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν
+με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.
+Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι
+εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα
+ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ
+τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην
+ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το
+πιστεύσω. Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά
+τον θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με
+συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα
+χέρια των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να
+αξιωθή με την σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε
+την έκαμαν να έμβη εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν
+λαμπάδα κατά την συνήθειαν εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν
+εις την καλύβαν, και να καή μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ
+μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος,
+ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα
+τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον
+περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου
+εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της
+θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν
+την καρδίαν.
+
+Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με
+είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που
+έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός
+φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς
+του εκείνην την διήγησιν.
+
+Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά
+να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες,
+που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον
+υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην
+αγάπην προς αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά
+κενοδοξίαν, και να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο
+χωρίς άλλο, που την επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο
+στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή
+και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε
+είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον
+ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον
+γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά
+τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει. Και ούτως επήγα εις
+τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη
+διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας
+να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα
+τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του
+μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να
+πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα
+ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας.
+
+Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και
+έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε
+μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου
+φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου
+δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην
+σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των
+ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να
+καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και
+πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας
+έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά
+πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω,
+επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και
+τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με
+έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την
+χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με
+υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του
+οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και
+έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες
+παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το
+υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά
+περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο
+οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν
+απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να
+φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και
+ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την
+οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον
+η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε
+στάκτη.
+
+Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά
+της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή
+βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην
+ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν
+επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της
+Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν
+είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να
+θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε
+πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω
+κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα,
+διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες.
+
+Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ,
+έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν
+ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ.
+Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα
+υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα
+αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις
+ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και
+όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας
+να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε
+στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι
+ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από
+την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει
+πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το
+αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός.
+
+Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν
+εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου
+αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την
+θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με
+κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα
+τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με
+θερμότητα. Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν
+ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν
+είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και
+εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα
+των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά
+διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την ομιλίαν της και της είπα, πως
+τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε τα στοχάζομαι διά το ουδέν
+έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και ευχαρίστησις ήτον διά
+την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την αντάμωσίν της, παρά διά
+τον πλούτον όλου του κόσμου.
+
+Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν, απεφασίσαμεν
+διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που θα ήτον·
+το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας λοιπόν το
+καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και
+παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι
+ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και
+εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον
+από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν
+καθώς επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο
+πατέρας μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα
+που μου έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως
+ήτον γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την
+είδε τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην,
+οπόταν του εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα
+συμβεβηκότα μου, και έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε
+τα όσα μαργαριτάρια με τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και
+ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και
+την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον
+να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους
+γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα
+χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του.
+
+Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε
+πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να
+σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και
+θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα
+τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα.
+
+Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι
+μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον.
+Το καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ
+ήλθαν και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν
+εκείνην την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι
+τους. Και ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του,
+την εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του
+Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.&
+
+&Ταξείδιον δεύτερον&
+
+
+
+Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι
+δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και
+δεν ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την
+χάριν του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να
+χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι
+οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την
+ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει
+κάθε εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και
+ευχαρίστησις, μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά
+ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο
+πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου
+που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να
+αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι,
+και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και
+έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος
+πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του
+σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το
+κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου
+επροξένησε συμπάθειαν και λύπην.
+
+Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση
+νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε
+πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη.
+Και ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου
+φανερώση εις την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη.
+
+Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα
+δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω
+που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το
+λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί
+μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις
+ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από
+ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς
+τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο
+μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της
+Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν·
+αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου
+δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας
+φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος
+πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου
+περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις
+δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως
+αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ
+εις το βασίλειον της Γολκόνδας.
+
+Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω
+ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα
+δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος
+από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει
+με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα
+λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και
+αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το
+Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η
+ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και
+είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την
+επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά
+την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου
+Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το
+αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς
+σου το άφησα.
+
+Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν
+του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω
+καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην.
+Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου
+ήσυχον. Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν
+πολλά αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με
+πολλά κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις
+οποίες εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα.
+Και αφού ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να
+γυρίσωμεν εις την Μπάσραν.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Ζ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι
+θα φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα
+μας. Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που
+ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η
+σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι
+μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι
+άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου
+μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με
+τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις
+εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν,
+και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην,
+και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται
+ένας μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον
+πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν,
+που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη
+εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον
+καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν
+μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου,
+έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του
+θηρίου.
+
+Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις
+μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο
+ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν
+νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα
+που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα·
+εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με
+τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν
+ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον
+που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος
+τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με
+καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ
+εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν.
+
+Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα
+δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις
+αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον
+από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον
+ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και
+φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του
+οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα
+κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε
+το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν
+χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν
+εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το
+επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.
+
+Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ,
+είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την
+θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν
+ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα
+και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να
+θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν
+διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο
+δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν
+άφαντος από τα μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα
+θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά
+να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και
+εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος
+έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν
+πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που
+ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν·
+επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι
+του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια
+παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια·
+«Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ
+που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον,
+εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί
+υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου
+γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις ετούτο το νησί από
+κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν μεταγυρίσει εις
+τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν να βαλθούν
+εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν τίποτε δεν
+τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, και θέλουν
+φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν εύρει μίαν
+μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις αυτήν, και
+ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις ένα μέγα
+λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο το
+μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους».
+
+Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες
+ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά
+πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους
+κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και
+εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα
+προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του
+βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν
+της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από
+το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του
+Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και
+επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα
+βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον
+κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν
+να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι
+έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα
+τελώνια της γης. Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη,
+και εξαναθεώρησα το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά
+πάντα. Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον
+από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και
+δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά
+τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα
+χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον
+ύπνον. Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα
+και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν
+μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του
+μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν
+σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα
+διηγηθώ·
+
+Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι
+ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα
+συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να
+κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και
+οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν
+θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής.
+Δεν έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν.
+Έκαμες καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και
+στανικώς, ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς
+με επήραν και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω
+από πάνω από διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά
+να φθάσωμεν εις τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά
+ένα αναρίθμητον πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά·
+και εις κάθε ένα από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον.
+
+Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι
+εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων
+οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους
+λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα
+τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν
+από όλον τον κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το
+περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι
+Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και
+τα έτρωγαν με πολύν πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα
+τα κατηραμμένα τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των
+μου επροξενούσαν μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον
+εδιαπερνούσε το πνεύμα μου από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η
+καταφρόνεσις που έκαναν του Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με
+εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και από το να παίρνη αμπτέστι και
+να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια
+πως ήθελα να κακοπάθω αν τους επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον
+τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον
+εκείνο που μου εμπόδιζαν.
+
+Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα,
+επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το
+αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να
+αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν
+του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς
+από το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης
+μεταβολής· είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα
+και τόσον εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές
+των τελωνίων επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα
+άσχημα εώρταζαν με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου
+την νίκην τους. Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το
+θέαμα, και ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών,
+εφώναξα με όλην μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας,
+και ο Μωάμεθ είνε προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια
+ακούοντάς με να ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν.
+Ποίος είσαι εσύ, ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου
+δείξη παρόμοια λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον
+τόπον να ευρίσκεται ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν
+είσαι; και πώς ημπόρεσες να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον
+επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως
+βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και
+με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα, έπειτα μου εζήτησε το όνομά
+μου και φανερώνοντάς το μου είπεν, Αμπουλβάρη, είμαι πολλά
+ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας χείρας των απίστων
+τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν να σε
+θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι, επειδή
+και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού του
+Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου.
+
+Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην
+προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις
+τα δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε
+που εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την
+προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν
+εγώ ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους
+εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με
+εσέβονταν πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά
+τους, εις τρόπον που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με
+συμβουλευθούν, και έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου·
+Εσυνέβη ότι μία νύκτα ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν
+κήπον της Μέκκας, εκεί που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα
+να εμβαίνη η Γαντζάδα εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά
+θλιμμένον και εισερχομένη εις το μνημείον του Προφήτου,
+επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον «Ω Μωάμεθ, που εις εσέ
+εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε έλεος εις μίαν γυναίκα,
+η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους νόμους σου· κάμε να έλθη ο
+άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση
+εις την Μπάσραν, διά να διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την
+εχάρισα και να με ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με
+απατήση».
+
+Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να
+την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το
+όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου
+ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου
+αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον
+οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε
+μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των
+τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος
+θλίψις φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ
+μου τι είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα
+σκληρόν όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την
+ησυχίαν μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά
+τούτο είμαι έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με
+επρόσταξε να του διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το
+εδιηγήθηκα μου είπεν.
+
+Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και
+επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που
+επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα·
+μα πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν,
+ηκολούθησεν αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης
+εβδομήντα χρόνους διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα
+διάστημα, εγώ θέλω σε κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να
+απολαύσης την Γαντζάδα, που την είδες εις το όνειρόν σου. Και
+λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν
+παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί. Βλέπεις εσύ μου
+είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η
+κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του
+απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο
+οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν
+εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις
+ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή
+του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου,
+που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και
+εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα
+αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που
+τους ήμουν σκλάβος.
+
+Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ'
+υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με
+χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την
+ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας
+προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου
+είσαι υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν
+παραβλέπω το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον
+σκληρά βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την
+καλωσύνην και με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς,
+εσύ ηξεύρεις πως ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ,
+απεκρίθη ο Αφρικός ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό
+δεν μου είνε νέον. Σου την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς,
+μα με συμφωνίαν, ότι εσύ θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την
+Μπάσραν, και θέλω ότι εις ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το
+ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις ώρες του είπε, διά το θέλημά σου
+που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν·
+ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον
+πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις
+τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη
+θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το
+διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και
+με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη. Και
+εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και την έμαθα να
+την λέγω.
+
+Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με
+έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην
+ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν,
+Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις
+την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή
+Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι
+είνε μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του
+Μωάμεθ, που ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και
+παίρνουν αμπτέστι, και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων,
+και που πολεμούν ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν
+τελωνίων, που είνε αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ.
+
+Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον εβγήκα
+από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον.
+Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες
+την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο
+Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το
+επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν,
+επειδή και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν
+στιγμήν χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς
+φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την
+προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με
+εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες,
+και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με
+φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και
+εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του.
+
+Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω
+εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν
+ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου
+εις ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την
+αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι
+ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν
+εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που
+επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να
+λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν
+αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που
+επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά
+να πολεμήση. Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν,
+και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν
+χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την
+ελευθερίαν μου. Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα
+κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το
+άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα
+διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&
+
+
+
+Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την
+οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα
+μικρόν πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον
+πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το
+στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και
+γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην
+ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να
+δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου
+επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν
+ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις
+τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την
+χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του
+προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την
+θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται
+εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε
+που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε
+ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την
+πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον
+μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με
+να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι παντελώς να μου συμβή τίποτε
+εναντίον.
+
+Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το
+θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα
+ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι
+που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την
+πείναν και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός
+βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν
+είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις
+αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο
+πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν,
+ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ
+έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα
+ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και
+είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά
+μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν
+και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος·
+τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν
+γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην
+φοβάσαι τίποτε.
+
+Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον
+τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και
+επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω
+νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του
+είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον
+άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα,
+το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την
+βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι
+αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη
+υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου,
+και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με
+προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε
+κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι
+απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το κεφάλι του προφήτου σου, πως
+θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης
+άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω να κάμω, και θέλω το
+ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν.
+
+Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον
+διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν,
+άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός
+έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια
+και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης
+αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να
+μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ'
+όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την
+πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι.
+Ο Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία
+έρριξεν ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία
+ευθύς άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον
+δίασπρον, εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα
+οποία ευθύς που μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου
+τα εκτύπησεν από μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν
+εις μίαν δευτέραν προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην
+ασημένιον. Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα
+ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν
+σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με
+μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον
+δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας
+άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους
+άπειρες φοβερές φλόγες πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια
+και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και
+διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν αυλήν, της οποίας τα τείχη
+εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και το έδαφος ήτον
+εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο ένας πύργος
+υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη κολώνες από
+τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας μεγάλος θρόνος
+από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος,
+συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου
+εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν
+εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου,
+ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα
+τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον
+που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος εις το
+πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος που
+κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα υποκείμενα
+της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που εις τα
+μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον
+πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω
+εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός
+άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη,
+και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και
+φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.
+Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και
+ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου
+είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν·
+ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και
+ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το
+δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την
+γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω
+Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον
+χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον
+πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την
+Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου,
+και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα
+διατί του είπα, δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης
+αυτόν τον όφιν ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω
+εναντίον του, μου απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν
+από άλλον. Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν
+και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του
+προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το
+ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να
+του ρίξω το βόλι και τον καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις
+έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το
+καταραμένον τελώνιον· ετούτο είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία
+αποστάτησαν εναντίον του Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα
+έκλεισεν εις το κέντρον της γης, διά να παιδεύση την αυθάδειάν
+τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του
+οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις
+την ρίζαν του βουνού εκεί που τον εσυναπάντησες, διά να διαβή
+κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση διά να κάμη αυτό το
+απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά να την αποκτήση
+ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις την φύλαξίν
+μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του Σολομώντος
+και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον Αφρικόν
+και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν,
+ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή
+αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον
+από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου
+του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το
+πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ».
+
+Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα
+οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να
+βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν
+που τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με
+έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην
+να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν
+μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν
+σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και
+ουρλιάσματα φοβερώτατα.
+
+Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του
+οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα
+ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά
+πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές
+αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που
+επαρομοίαζε την βροντήν.
+
+Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι, και
+ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος,
+και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες
+προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί
+κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε
+πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το
+χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε;
+Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με
+αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα
+θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον
+ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και
+θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και
+θέλουν ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε
+μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα
+ανομήματα.
+
+Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ
+του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι
+Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου
+φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά
+να παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε
+να λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους
+Μωαμεθανούς) που έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους
+θυμούς μου. Έτσι λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και
+επάσχισε με δυνάμεις τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους
+δεσμούς· μα δεν έλαβε το ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια
+ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν ευθύς, και τον εκαταδάμασαν,
+ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο τον έδερνε με ράβδον
+σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού, κατηραμένε, πολλά
+ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να σου δοθή το
+θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν
+επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα,
+εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν
+κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην
+από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός
+κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα
+τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν
+το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν
+διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από
+σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον
+ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα
+έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα
+με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα
+έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν
+ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος
+Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός
+παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός
+παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού».
+
+Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς
+άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να
+σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα.
+Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον
+ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε·
+και ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με
+εκείνο που επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι
+κτισμένον από ένα μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον
+αγνώριστον. Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη
+υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε
+καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι
+ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια
+χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που
+έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την
+θρησκείαν του. Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να
+συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ'
+υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν
+γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια
+τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που
+μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω.
+
+Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών
+διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί
+που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια,
+ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι
+του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης
+επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που
+επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον
+ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους
+αστέρας.
+
+Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του,
+ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να
+φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του.
+Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε,
+δεν είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς
+ήλθες, αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να
+έλθης εσύ εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα
+θαυμάσια ετούτα του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ
+ευρίσκονται; Εγώ είδα και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα
+από τα φαγητά σας δεν ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν
+την οδόν σου μου είπεν εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν
+κάποιον, ο οποίος θέλει σε συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος
+πάντων θέλει σε κάμει να φθάσης εκεί που επιθυμείς.
+
+Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα
+μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να
+στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος
+πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου
+έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο
+Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας
+άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που
+ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ
+και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε
+Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του
+Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον
+τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η
+διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία
+ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος,
+και θέλω σε κάμει να τους ιδής. Τότε αυτός με έφερεν εις έναν
+τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο
+δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από μέλι, και έτρεχαν σιγαλά
+ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των οποίων έστεκαν πλήθος
+λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα από διάφορα φαγητά·
+εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του Μωάμεθ, και
+σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι οποίοι
+βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον. Έπειτα
+από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο
+οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν
+μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν
+διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον
+ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων
+ολίγον έλειψε να τρελλανθώ.
+
+Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι
+ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι
+άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης
+κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος
+του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς
+μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από
+εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην
+του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την
+κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το
+άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν
+του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ
+εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου·
+ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει
+τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται·
+εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας
+πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις
+βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που
+μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη.
+
+Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την
+συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες
+ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος·
+η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν
+ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου
+εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των
+κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο
+Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω
+πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην
+είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν
+πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι,
+εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν
+σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.
+Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα
+εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν·
+έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να
+καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του
+απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε
+την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα.
+
+Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ
+παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις
+την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του
+απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον
+τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την
+πόρταν του σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον,
+υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον
+Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με
+ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την
+Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.&
+
+
+
+Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού
+μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το
+να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος
+βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν
+θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι
+εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον
+επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν
+μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία
+διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν,
+που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη
+μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου
+σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ
+να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον
+αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο
+αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα νέον εις εμένα αγνώριστον· ο
+αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού με εθεώρησε με πολλήν
+επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο Αμπουλβάρης
+ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν σημάδι, εκείνος
+είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι ασχημότατος, εκείνος
+είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα σκέλεθρον· παύσε το
+λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να καταλάβωμεν πως
+εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι που δεν τον
+είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την φυσιογνωμίαν
+του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που καθώς εμάθαμεν,
+αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν.
+
+Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά
+καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω
+πώς ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα,
+είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του
+Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ!
+πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα
+ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον
+κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε
+ξαναϊδώ. Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του
+Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν
+καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με
+ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον
+διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την
+Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν
+εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν;
+
+Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου
+εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω,
+ο νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ
+είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο,
+παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα
+γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης
+να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα,
+την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια,
+που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα
+μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που
+ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα
+όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον
+άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε
+να ειπώ άλλο.
+
+Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον
+περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον
+εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας
+πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν
+και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων
+φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη,
+του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η
+υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις
+ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να
+ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο
+Αμπουλβάρης.
+
+Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον
+Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα·
+έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι
+στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου;
+Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι
+οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο
+που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων,
+είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην
+κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου
+το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το
+κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν.
+
+Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας
+άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης;
+Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά
+να σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο
+νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως
+αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή
+πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο
+Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως
+θέλω κάμει δικαιοσύνην.
+
+Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με
+όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής
+εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η
+υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν
+ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται,
+δεν ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο
+άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός
+λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά
+να υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν
+του Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει
+μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν
+να το κρίνουν.
+
+Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και οι
+τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις
+το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου
+μού είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να
+σε πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί
+που ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί
+εκείνο που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν
+διήγημα που ήκουσα.
+
+Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον
+ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω
+μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν
+άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν
+ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα,
+προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν·
+τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν
+χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη,
+ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να
+πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος
+δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από
+πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν
+ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και
+αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο
+Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την
+διήγησιν του. Τότε εγώ του εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα,
+και έφερα τον λόγον μου απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων
+Μουσούλμα, διά τα όσα μου επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του
+γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους
+εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο
+πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και
+είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και
+φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν.
+
+Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν
+τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να
+εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου
+τα έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα
+εις την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με
+την ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την
+ανυπομονησίαν που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως
+αυτή έδειξε πολλήν θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την
+εσυμπάθησα. Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε
+κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον
+ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον,
+όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς
+από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω
+καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του
+Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την
+καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά
+πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω
+με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω.
+
+
+
+&Τέλος της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων του.&
+
+
+
+Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο
+Βεδρεδίν, και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την
+ζωήν τους πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν
+ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος
+πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν
+ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν
+άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν,
+που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες
+ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να
+λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που
+να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη
+καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το
+εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην
+τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν
+ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος.
+
+Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν
+αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως
+ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την
+διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα
+αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην
+εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με
+αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η
+γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά
+πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω
+από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από
+αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον
+εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν
+δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την ομιλίαν η οποία τον έκαμε να
+στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο μυστικός του δεν είχαν κατά
+αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, πως ήτον αδύνατον εις τον
+κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν.
+
+Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο
+Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την
+χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις
+την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που
+είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ
+και καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος
+να μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα
+είναι εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας
+σταθούμεν απ' εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν
+είμεθα τελείως ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον
+δυστυχέστεροι από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ,
+ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν
+χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες
+δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την
+Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως
+πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές
+ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την
+ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας
+είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας
+υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη,
+στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν.
+
+Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά
+ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού
+μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου
+Χαλιμά, αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως
+τώρα μου εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται
+σταθερός εις την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από
+αυτές αμέτοχος, καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις
+τα όσα επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου
+Χαλιμά με αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου
+είναι διά παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον
+όστις την ήθελεν ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις
+του με το μέσον αυτής διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που
+δοκιμάζει θλίψεις, παρά είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ
+περισσότερες και δεινότερες, και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από
+αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την
+ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την
+οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου
+αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την
+εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά
+σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο Αϊδήν, θέλω την ακούσει
+και αυτήν με την συνηθισμένην μου ευχαρίστησιν, και αύριον ας
+είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής. Και ερχομένη η ακόλουθος
+ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε να διηγήται με τον
+ακόλουθον τρόπον·
+
+
+
+&Ιστορία των δύο αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ&
+
+
+
+Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της
+Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά
+ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η
+μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η
+οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον,
+και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν
+υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία
+αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να
+τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε
+αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν εις το χέρι, της οποίας το
+φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την ίδιαν ημέραν· και προτού
+να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες της, και τες είπε· βλέπω
+τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και πρέπει να αποθάνω·
+εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν θέλει με ονειδίσει
+κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον Ουρανόν, που σας
+αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα καθαρά καθώς σας
+εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα παραγγέλματα
+του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας εργόχειρον
+καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο ουρανός θέλει
+σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε πάντα ενωμένες
+χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή και η ευτυχία
+σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας
+προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη,
+πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή
+δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ
+θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι.
+
+Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες
+αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να
+περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι
+δύο πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες
+αγκάλες των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν
+και την έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον
+τάφον της με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους,
+εσύμμασαν εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα
+εις κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν
+εις το Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που
+απαρθένευαν· δεν έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και
+συναπαντούν ένα μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως
+ενδυμένον· ο οποίος βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με
+πολλήν επιμέλειαν, ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός
+εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον
+τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος
+βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος·
+που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του
+απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας
+κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν
+σας χρείαν;
+
+Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο
+πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που
+την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με
+τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον
+μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το
+οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από
+την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε
+να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που
+θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας.
+
+Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι
+γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην·
+ευθύς που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν,
+που ποτέ μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με,
+και σας τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά
+ευτυχισμένην· και θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας,
+η οποία σας έκαμε να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν.
+
+Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν
+την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να
+είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες
+προς όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να
+αποφασίσουν μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον
+τούτο η Φατμέ που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις
+την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα
+πράγμα διά να το καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του
+δώση απόκρισιν. Ο γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να
+αποφασίσουν, είπεν· αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον
+κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις
+μίαν καλύβαν, και την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν
+θέλετε αποστραφή τα όσα σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε
+καθόλου από εμένα· η ηλικία μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να
+σας βεβαιώση· εσείς θέλετε αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν
+τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να ζήσετε· εσείς από εμένα όχι
+μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά την ζωοτροφίαν σας, αλλά
+ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και ευτυχίαν, που να σας
+ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά ακολουθήσετε την συμβουλήν
+μου διά το καλόν σας.
+
+Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του
+άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη.
+Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με
+παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την
+αγάπην, που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το
+εξετάξει αν το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ,
+ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι
+πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να
+τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν
+πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες
+επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή
+μου απεκρίθη κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας,
+και πολλά άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της
+Κατηγές, της οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου
+δεν είνε αρκετή να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο
+αποκρίνεσαι με τόσην αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει
+ετούτος ο σεβάσμιος γέρων. Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ,
+κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη,
+εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή
+και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω
+πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει
+να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως,
+απεκρίθη η Κατηγέ, και αν είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω,
+διατί δε τον υπακούεις εσύ, και να τον πάρης άνδρα πού είσαι
+μεγαλήτερη και ευμορφότερη από εμένα;
+
+Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα. Στοχασθήτε
+την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του
+κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με
+νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν
+τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω
+τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί
+διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων,
+είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά
+εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και
+γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν
+σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη
+αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει
+της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε
+πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η
+επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και
+συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε
+ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν
+αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου
+τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο
+γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου,
+και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της
+ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το
+περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω
+πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να
+παραπονεθής απ' εμένα.
+
+Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως
+συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας
+αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα
+έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με
+υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην
+αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με
+κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και
+άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να
+γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω
+καθώς ορίζεις. Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να
+σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου,
+δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της
+λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά
+γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από
+αυτόν τίποτε. Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν
+ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα
+και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ
+παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα
+αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το
+επίλοιπον της ημέρας.
+
+Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της
+Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις
+μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι
+εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και
+αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την
+αδελφήν μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά
+τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη
+την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον
+εναντίον του.
+
+Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την καταπραΰνη,
+τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το μίσος προς
+αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με όλον που
+ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το έκανεν
+αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, αλλά
+και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την έτσι
+αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη,
+λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και
+στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να
+γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ
+δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν
+ολούθεν.
+
+Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ
+εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του
+γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με
+μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν
+έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας
+αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ
+ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το
+Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη
+γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν
+καμμίαν είδησιν. Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές
+τους έφερεν εις το άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην
+ημπορώντας να μάθουν το τι έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την
+εγύρεψαν εις όλην εκείνην την πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν
+και εις όλα τα περίχωρα και εις όλες τες στράτες, που επήγαιναν
+εις άλλες πολιτείες.
+
+Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την
+γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους
+τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο
+γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την
+Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με
+το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η
+Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον
+ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο
+γέρων εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις
+ημέρες στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι
+ωνομάζετο ο γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν
+σπήτι. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά,
+και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον.
+
+Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της
+έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και
+ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν
+ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από
+πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην
+ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη
+του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την
+καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο
+οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με
+τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να
+μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με
+κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την
+θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να
+μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο
+εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς.
+
+Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν
+διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες
+που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από
+τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να
+ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν
+αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της
+εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν
+έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η
+ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες
+πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον
+εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ;
+αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα
+εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από
+το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι
+δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης
+εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον,
+που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας
+έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη. Εστοχάζονταν
+εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη
+με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν,
+επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς
+του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση,
+έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν
+ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί,
+και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί. Και
+απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν σκλάβαν
+και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η νέα
+αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον
+της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε
+τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και
+τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της
+στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά
+εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά
+να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να
+την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη
+εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον
+τρόπον.
+
+Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος,
+ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς
+άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς
+την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα,
+διατί θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με
+βλέπεις υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά
+αρκετήν διά να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με
+μισούν. Τα λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται
+έμπροσθέν μου· με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της
+μορφής μου, είνε αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της
+μίαν υπερβολικήν αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η
+Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν
+και ωραίαν; εσύ κατά πως είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο,
+παρά καταφρόνησιν.
+
+Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι μου
+και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν
+θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου
+φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και
+πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ.
+Δεν στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω
+αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να
+πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την
+ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης
+πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου.
+
+Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς
+με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ
+είμαι το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα
+και ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με
+όλην την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να
+μην είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον
+Μπρακμάνον· αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον
+αδελφόν μου, και διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις
+ημάς είχε, μας επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν
+μίαν αγαπητικήν του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε
+τόσον. Εις αυτήν την επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον
+εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα συντροφιασμένη ή από εμένα ή από
+τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν διά πολλούς χρόνους, χωρίς
+ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή
+προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν ακολουθήση πάντα με αυτόν
+τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις το κεφάλι αυτής της
+γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την κατάστασιν.
+
+Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν
+σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν
+χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη
+αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα
+πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες
+πλάτες μας·
+
+Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν
+της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν,
+και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την
+υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να
+τον ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη,
+εκαταλάβαμεν από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν
+αγάπης· αλλά δεν ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της·
+όθεν απεφασίσαμεν με τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον
+να την κάμωμεν να μας δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε
+καθώς ημείς εστοχαζόμασθε να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την
+εβγάλωμεν από τέτοιες φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας
+εκαλούσε διά να την υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε
+μαζί με αυτήν, και που ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις
+ένα συμβούλιον των Εξωτικών συνηθροισμένων, άρχισε να την
+κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους τρόπους, και να την δοκιμάζη
+ανίσως και ήτον καθώς αυτός την ενόμιζεν.
+
+Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά
+ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που
+εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν
+εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα
+μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την
+νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι
+της τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν
+είσθαι αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που
+είχαμεν προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν
+ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη,
+ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη
+να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την
+υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες
+στερεοί εις την γνώμην μας μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν,
+την αφήσαμεν, και εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας.
+
+Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και
+με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να
+συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά
+να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την
+επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις
+δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα
+θελήματά της και εις την αγάπην της.
+
+Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη
+χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν
+τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε
+να προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν
+μας δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν
+ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που
+δεν ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον
+φόβον. Μα εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην
+της, εύρισκε τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη
+από αυτόν τον φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να
+μη βλέπωμεν το σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με
+θάρρος· μα αυτό το πολύ θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που
+κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις.
+
+Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον
+Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη
+τα μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα
+οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος
+αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την
+κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην
+αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν
+αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς
+ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο
+άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες
+νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε
+πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον
+καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη.
+
+Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές
+κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του.
+Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας,
+ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα
+πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ
+καμωμένος ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν
+αυτός να λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν
+μου, εγώ στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και
+εσένα εις τον αριθμόν των αποκτημάτων μου.
+
+Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το
+μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον
+τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους
+στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το
+έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον
+κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της
+εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την
+αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της
+προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και
+να μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον.
+
+Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά
+του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον
+υβρίζη καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το
+κρατήσει κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να
+τον παιδεύση κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της
+μιλήση με τέτοιον τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο
+Μπρακμάνος σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν
+ηθέλησε να εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός
+ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας
+γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν
+του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία
+και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και
+κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που
+αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας
+ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας
+κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον.
+Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ
+περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη
+περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.
+
+Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και ηθέλησε
+μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε την
+πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και
+διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον
+καιρόν διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι
+τρεις ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά
+φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η
+γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του
+διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να
+σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά
+ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η
+Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της,
+και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα
+περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς
+τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της
+εκδικήσεώς του.
+
+Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά ελαφρή
+διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος θάνατος·
+μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον θάνατον,
+θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν φορές
+σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς την
+Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου δεν
+ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή
+διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να
+ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη
+τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις
+μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν
+που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε
+στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και
+αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη.
+
+Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος,
+αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό
+ο αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το
+φως της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί
+να είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις
+έναν άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και
+κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι,
+εκεί μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της
+ανομίας σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των
+εξωτικών σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας
+αχρήζουν πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να
+μείνετε γυμνοί από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε
+είσται εις το κοινόν ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να
+εγινήκατε, και έτσι θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω
+μόνον από το να είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου.
+
+Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος εκήρυξεν,
+ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός μας. Ημείς
+πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που μας
+επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας
+αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες
+φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις
+την θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά
+μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό
+εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί
+έχει προς εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός
+τότε, μου κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά
+δυνατός· και είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να
+ξαναλάβετε την πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να
+κάμω παρά να σας γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε
+ξαναλάβει την φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που
+έχετε, οπόταν καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν,
+ολιγώτερον από είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση.
+
+Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι
+απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να
+αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν
+είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την
+ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε
+διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν.
+Πηγαίνετε το λοιπόν διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να
+χωρισθήτε, και να πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος
+σας. Μας έδειξεν ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν
+να κατοικήσωμεν και ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια
+μίλια· έπειτα μας έδωσε του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ.
+φλωρία, διά έξοδά μας, και διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας
+τιμημένα έως που να λάβη τέλος η δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα
+αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς
+μας.
+
+Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και
+ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν
+διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως
+η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του
+ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την
+ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος
+ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας
+διώρισεν. Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη
+ξαναϊδούμεν ο ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην
+μας μορφήν, η οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς
+αιώνας.
+
+Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να
+κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά
+μου στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα
+τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της
+μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε
+έξ χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με
+γενναιότητα χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να
+ημπορέσω να πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν
+νέαν κόρην, που να κλίνη διά να με αγαπήση.
+
+Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και
+τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες
+συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με
+καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν
+και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως
+τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω
+καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν
+εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί
+κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά
+να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον
+καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον.
+
+Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά
+διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι
+εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν
+ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις
+τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την
+αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας
+έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν
+μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών
+τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε
+πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και
+έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον
+είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον
+και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα.
+
+Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά
+να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση·
+και όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν
+εις το Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα
+μαζή με την αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία
+μου Κατηγέ, αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου
+σε αγάπησα· μα αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης
+το όμοιον εις εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου
+εφάνη πολλά μισητή και παράξενη.
+
+Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε να
+την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν των
+απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το
+μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας
+να λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά
+εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με
+κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες
+δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες
+ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου
+κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες
+ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ
+σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν
+μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία
+Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις;
+αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την
+ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να
+υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την
+μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ,
+εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε
+φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην
+μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην
+ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του.
+
+Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα,
+και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες
+μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα
+τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν
+ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να
+χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει
+εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς
+πολλές φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες
+οποίες εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις
+το καράβι τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους
+και τα μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους
+εφαίνονταν πολλά παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον
+παράξενα· εφορούσαν αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την
+οποίαν εφαίνονταν ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και
+δράκοντες, και άλλα φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το
+κεφάλι τους εφορούσαν κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από
+χαρτί, και ζωγραφισμένες με διάφορα χρώματα.
+
+Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι
+εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που
+ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην
+επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και
+έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους
+αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα
+μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες
+ζαρωματιές του προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον
+μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή·
+το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι
+εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και
+εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν.
+Με οπόταν αυτοί είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν
+σκλάβαν, που είχαν μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν
+τους· και μάλιστα ο αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού,
+ο οποίος ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν,
+και στοχάζοντάς την που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου
+του επήγε και έπεσεν εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το
+πάθος, και την κλίσιν που εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά
+να την βάλη εις το σαλόνι του, και να την έχη ως αγαπητικήν του,
+διά το οποίον αυτή έκλινε μετά πάσης χαράς.
+
+Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν,
+ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν
+είναι γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς
+αγάπην τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του.
+Τέτοιος στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της
+οποίας η ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα
+αποτελέσματα· αλλά ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε
+και είδε μετά την πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που
+να παρακινήση την όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο
+αρχιστράτηγος κατά τύχην έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν
+την νέαν, την οποίαν βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην
+εξέστη· και άρχισε να της λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα
+είσαι έτσι πλουσίως ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους
+δούλους του, και φέρετέ την εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις
+τας αισχρότερες δούλευσες διά να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες
+υπηρεσίες.
+
+Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της
+υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με
+αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν
+να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν·
+και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους
+βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με
+σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και
+τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να
+υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και
+αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την
+υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και
+τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις
+αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν
+ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν
+πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που
+εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις
+αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους
+εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις
+δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως
+έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές,
+και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν.
+
+Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις
+το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του
+Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε
+άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου
+επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον
+διά εμένα σου ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και
+ωραιότητα εκείνης της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα
+να την φέρουν εις το παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης
+με έκαμε εκστατικόν δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να
+μη υπερβαίνη κατά πολλά εκείνης την ευμορφίαν.
+
+Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της
+βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη
+εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη
+τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το
+παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου.
+Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που
+τον εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας·
+αντί να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους
+επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης
+εκείνην την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην
+την βδελυράν και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά,
+αλλά στοχάσου να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την
+οποίαν θέλομεν σε φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους
+του, και επήραν τον Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν
+εις το παλάτι της βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το
+πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις
+περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα
+του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση,
+ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το
+περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον
+βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα.
+
+Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον
+βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και
+χωρίς να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω
+θαυμασιώτατε γέρων, εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις
+ετούτο το νησί μου και τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον
+ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία,
+και να μας παρουσιασθή εις τους οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων,
+που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε
+τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν
+με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε
+καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος
+ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο
+οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ
+πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες,
+ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του
+από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος
+εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε
+προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε:
+
+Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης
+καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην
+ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι
+του λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά
+πάντα : αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου
+εις την αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον.
+Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον
+τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι
+ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν
+την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το
+ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης,
+και να μας εμποδίσης από την στράταν μας.
+
+Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με
+αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν
+τόσον αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι
+αρκετές να σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις
+εσένα έχω; Αυτά και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω,
+λέγοντάς του η βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την
+γνώμην του Δαλήκ, και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το
+οποίον η βασίλισσα βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη
+υπερβολικώς εναντίον του, και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και
+τους είπεν. Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον
+σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη
+συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του
+ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την
+αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι
+δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των. Και έτσι
+λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον
+σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της.
+
+Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες
+ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την
+φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή
+γέροντα διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του,
+οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά
+σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι
+δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την
+χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να
+του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και
+την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα
+έκαμε διά να την αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος
+εδιηγήθη τα εδικά του, πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως
+επροσθήτερα είδεν εις τον ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που
+του είπε πως εις μάτην κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε
+αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης εις το νησί της Σουμάτρας, εις το
+οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου·
+και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα διά να πηγαίνω εκεί· και εις την
+στράταν μας έπιασε φουρτούνα παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας
+έρριξεν εις τούτο το νησί, και μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα
+ίδια, που εσυνέβησαν και σ' εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν,
+του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν
+τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η παράξενες κλίσις ετούτου του
+λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως θα λάβωμεν την πρώτην μας
+μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες έστεκαν ήσυχοι εις
+εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες.
+
+Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού
+που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε.
+Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας
+και ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την
+αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που
+δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας
+συμπαθήση, αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και
+ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη
+εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν
+ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές.
+
+Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς εις
+την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι εφορούσαν
+μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω εις το
+κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα χρώματα,
+ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε ύμνον
+που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και
+επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους
+έκαμαν διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου
+του λαού επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα
+εις αυτόν τον ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι'
+αυτούς· και υποκάτω εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον,
+που επάνω εις αυτό έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι.
+
+Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή
+και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις
+τες παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα
+τα θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και
+μάλιστα την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με
+όλους του παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και
+αλαλαγμούς, διά την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων,
+εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος
+θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα
+έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο
+θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν
+έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των
+και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι
+γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον
+και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι
+χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε
+μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς.
+
+Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν
+αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την
+φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την
+ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν.
+Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν
+μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν,
+εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η
+χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη
+έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν
+έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που
+εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την
+χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά
+κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς
+αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως
+εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο
+Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που
+ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη
+πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς
+την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο
+ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι
+εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου.
+Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη θεωρώντας τους δύο
+εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας κατάστασιν, εις την
+οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το να σας βλέπω έτσι
+τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας ελευθερώσω· εγώ
+εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα διά να
+υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η φουρτούνα
+διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα εκείνο,
+που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να εύρης την
+Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της.
+
+Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το
+μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις
+τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην.
+Η Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η
+Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και
+νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το
+όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την
+ευτυχίαν του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς·
+ιδού που σας αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την
+εξουσίαν μου· σας δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές
+τες δύο νέες όπου σας αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με
+καλήν ομόνοιαν. Και ούτω λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο
+αδελφοί επήγαν με τες αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα
+νησί, που εκατοικούσαν εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι.
+
+Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν
+αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών,
+είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με
+υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να
+μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και
+την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την
+ζωήν μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο
+Εξωτικών μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα
+συμβεβηκότα απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον
+που τα ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα
+ανεκδιήγητα συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά
+σου θέλω σου διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και
+θέλουν σε κάμνει ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο
+Αϊδήν και της λέγει· θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και
+ωσάν τελειώσης και αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις,
+την οποίαν εγώ μελετώ να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας
+είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις
+γνωρίσει την γενναιότητά μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά
+την συνήθειαν. Και την ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από
+την αδελφήν της Μεδινά εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον
+τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία των φρικτών συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.&
+
+
+
+Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η
+Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά
+πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα
+πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας
+με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την
+ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο
+επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και
+νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά
+ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του
+Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους
+οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα
+του κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη
+της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του
+πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους
+αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που
+ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές
+φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον
+ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν
+που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο
+πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν
+άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως.
+Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα
+πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος
+δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα προσπαθούσε με κάθε τι να
+την ευχαριστήση· και ήτο τόσο ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε
+μία τέτοια φρόνιμη και ωραία γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο
+πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η
+ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον,
+ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε να είστε εις το άκρον της
+ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που πρέπει να μεταβληθή εις
+θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν.
+
+Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να
+κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν
+αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της
+πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την
+γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε
+της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην
+την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του·
+και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις
+αυτήν την βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες
+Ινδίες διά τες υποθέσεις του.
+
+Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην του
+την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την
+προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά
+να την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον
+ευχαρίστησε με πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο
+Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις
+αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον
+καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της
+τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην
+του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον
+επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια,
+παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του
+αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς
+τους μιαρούς του στοχασμούς.
+
+Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον
+ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν
+γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν
+ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές,
+άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την
+αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η
+αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω
+από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω
+εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν
+πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε
+φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν
+στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης
+εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος
+βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να
+ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον
+χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου. Ένας
+άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό
+του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την
+Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που
+δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν
+και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε.
+
+Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη
+εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την
+κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από
+τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της
+φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος
+εδώ; έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις
+μάρτυρας διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου·
+παράνομη, έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και
+κρυφίως κάμνεις πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην
+ταραχήν, που εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την
+εντροπήν της νύμφης του.
+
+Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά
+μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον
+Κατή με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους
+μάρτυρας, και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την
+θάψουν ζωντανήν. Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην
+του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την
+έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να
+την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από
+την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το
+λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν
+κατάστασιν. Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας
+κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που
+απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με
+ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το
+όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης
+επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν
+από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και
+καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα,
+που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία
+δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή φυλαγμένη και η
+γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε περιποιηθή με
+αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς τέντας, που
+εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και εξεπέζευσαν εις
+την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την Ρεσπίναν, την
+επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι τρόπον την
+εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά ευσπλαγχνική την
+εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της διηγηθή την
+ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση αναστενάζοντας, και την
+εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, που εκίνησεν εις
+συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η οποία άρχισε να
+την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την εύνοιαν και την
+αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα βλέποντας την καλήν
+της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ διά τες γενναίες
+χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με απαρατήση να
+χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον ευσπλαγχνικούς· όθεν
+παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το σπήτι σου, δος μου
+ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες ημέρες μου
+προσευχομένη δι' εσάς.
+
+Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της
+είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει
+κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό
+εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον
+καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα
+αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά
+έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και
+κυβερνήτης των αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω
+πόσον είνε αυτή εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον
+ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ
+(έτσι ωνομάζετο αυτός ο σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος
+και ο πλέον κακοκαμωμένος από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός
+όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της
+Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που
+απεφάσισε να την φανερώση εις αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν
+αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης του, εμβήκεν εις την κατοικίαν
+της Ρεσπίνας, και άρχισε να της φανερώνη τον έρωτά του, και να την
+παρακινή διά να συγκλίνη εις την θέλησίν του.
+
+Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να
+φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν
+ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω
+εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής
+έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει
+παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα
+λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί
+δεν ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός
+ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που
+εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την
+εκδίκησιν με ένα τρόπον πολλά σκληρόν.
+
+Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το
+οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά.
+Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους,
+και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το
+στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό
+έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως
+εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το
+βάρος πως το έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η
+γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν
+φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και
+τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες
+φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το
+αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον
+εις τα αίματα. Εις ταύτην την θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως
+εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα φορέματά του, βρυχά, αδημονεί
+και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία!
+διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά να τον ξεσχίσω με τα
+χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, ότι θα τον
+ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές πού
+υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον φονέα.
+
+Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες
+σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν
+της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα
+της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον,
+ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου·
+κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες
+ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν
+έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση,
+ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα.
+
+Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους
+νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού
+μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν;
+απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη
+μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της
+άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την
+ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το
+οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου
+σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς
+της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να
+το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από
+τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω
+της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να
+δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του
+εκράτησε το χέρι ο Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις
+να με εμποδίσης από το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να
+παστρέψω την γην από μίαν θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να
+κάμη και άλλα μεγαλύτερα ανομήματα.
+
+Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το
+διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την
+Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και
+διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή
+έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν
+εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται
+πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε
+να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη.
+Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν
+με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε
+να την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον
+Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί.
+
+Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου·
+δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα
+εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν.
+
+Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν
+πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η
+Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν
+επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την
+διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον
+υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή
+έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις
+το σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις
+συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου
+ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με
+άσπρα, με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής.
+
+Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο
+Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να
+γνωρίσης τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι'
+όσας ευεργεσία της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν
+σακκούλαν με εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και
+άφησέ με εις την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ
+την φροντίδα. Όχι όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής
+ετούτα τα φλωριά, τα οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον
+σου. Αυτή τα έλαβε διά να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε
+να μη φυλάττουν μίσος προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη,
+εμίσευσεν από το σπήτι του με δάκρυα εις τα μάτια.
+
+Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το
+βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα
+παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού,
+εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την
+πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η
+Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις
+ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος
+να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της
+έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η
+Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε
+μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν.
+
+Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την
+οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που
+επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν,
+που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον
+εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον
+έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος
+και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να
+κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι
+το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία,
+απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον
+ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας
+χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά
+να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν
+αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε
+τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά,
+και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την
+γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να
+ιδούν ποία ήτον αυτή. Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη
+εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την
+χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού.
+
+Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον
+ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η
+οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν
+που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις
+το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την
+εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν
+διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην
+του. Όχι, εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν
+να ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου
+είσαι καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι'
+αγάπην σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ
+που αυτή έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά
+επάνω της, και τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της
+εφανέρωσεν ευθύς την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε
+καιρόν αρμοδιώτερον διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του
+έπεσεν εις τους πόδας της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια
+την εξώρκιζε διά να του ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός
+αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με
+ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον
+του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη. Ω
+ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν
+ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να
+βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου
+μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν.
+
+Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω,
+οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η
+θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν
+αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με
+έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη
+στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε
+υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις
+να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα.
+
+Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και
+χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν
+που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι
+πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και
+αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν
+πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με
+αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά·
+αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο
+καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να
+την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.
+Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα
+και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και
+ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς
+τα εμίσευσε προς την χώραν.
+
+Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και
+της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου
+διατί σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν
+μου, μα σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την
+ωραιότητα· τα μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι
+νοστιμάδες σου είνε απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την
+ομιλίαν έμεινεν εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν
+ο καπετάνιος την έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά
+μου, εις το καράβι και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του
+καραβιού που να είνε, διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και
+οπόταν φθάσαμεν εις τον τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε
+ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί μου έως που ζω και θέλω έχει
+εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που να είνε το δυνατόν· και αν
+δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι
+να μη κάμης το όμοιον εις εμένα.
+
+Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν,
+αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω,
+εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και
+δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον
+τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά
+οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή
+του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν,
+ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου;
+εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το
+κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις
+τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι
+του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος
+την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας
+πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την
+υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να
+κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με
+κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να
+υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του·
+όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε
+τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση. Και εκεί που αυτός
+εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα
+της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και
+ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.
+
+Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να
+κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των
+κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον
+αέρα τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις
+αυτό, έξω από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν
+κάθε ένας επάνω εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο
+Καπετάνιος εις ένα τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από
+τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε
+μία γυναίκα. Έλαχαν τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του
+νησιού πολλοί εγκάτοικοι· ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς
+εγλύτωσεν από την θάλασσαν και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα
+θαύμα και την επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός
+της. Αφού επλήρωσε την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα
+διά να της δώσουν ένα καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση
+να ζήση ήσυχα· αυτοί όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την
+ωραιότητά της και το πνεύμα της τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την
+οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν ησυχία.
+
+Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την
+στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να
+μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα
+οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού
+συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε
+διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η
+οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η
+Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα
+ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν
+να μετανοήσουν. Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και
+φρόνιμα, που τους έκαμεν όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι'
+αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το
+περισσότερον μέρος της ημέρας το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον
+λαόν της, και εις το να κάνη τα όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε
+υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία
+είχε πνεύμα μεγάλον και φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα
+τα μυστικά, και εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα
+του βασιλείου της.
+
+Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να
+διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται
+την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας
+Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του
+έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή·
+όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να
+λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και
+αφού της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά
+θαυμασμένη και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην
+ηξεύροντας τι να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν
+εις τους πόνους της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν
+της, έτσι άρχισε να της λέγη.
+
+Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου
+πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου
+παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν
+μου. Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και
+το θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά
+αίτια, που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου
+το λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι
+ο ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν,
+αυτός θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά
+σου, και παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες
+παρανομίες δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο
+Ουρανός δεν αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια
+ησυχίαν μου εάν ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να
+έλθη εις φως δια την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την
+παράνομον σκληροκαρδίαν του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη
+είναι η μεγαλύτερη χάρις, που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου
+την κάμη, και ύστερον είμαι ευχαριστημένη να αποθάνω.
+
+Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι
+βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω,
+διά το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και
+μέσον που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω
+ένα απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με
+ευκολίαν· αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε
+ευχαριστήσω και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες
+ιατρείες που θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν
+πολλοί ξένοι απ' όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά
+πράγματα, εις τούτο το νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που
+μέλλουν να έλθουν, ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον
+Ραβά και οι άλλοι που σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το
+ποθούμενον. Πολλά εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η
+αγαπημένη της, και πολλά της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα
+τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε
+αρρώστιαν και κακόν. Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία
+και νοσοκομεία διάφορα διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει
+εις αυτό το νησί. Έπειτα έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι
+όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί
+και θέλουν ιατρευθή χωρίς κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις
+όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να
+έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της
+βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των,
+και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι. Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν
+τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι
+εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας
+παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς
+επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με
+τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι
+έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της.
+
+Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι
+της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε
+σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις
+τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να
+σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από
+αυτούς άρχισε να ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω
+μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας
+ημέρας σου ημείς είμεθα δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να
+ιατρευθώμεν από την βασιλείαν σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε
+πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη
+καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν
+αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν
+αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά
+το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας
+πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα υπανδρευθή με μίαν
+ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε παρομοίαν· πηγαινόμενος
+εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν του αδελφού μου, που
+είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου
+είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την
+τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά
+παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός
+εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από
+τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη είνε
+η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης διά
+να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη της
+χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου.
+
+Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να
+την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν
+της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή
+εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς·
+αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό
+αληθινόν, ότι η γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν;
+Όσον διά εμέ, απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω,
+στοχαζόμενος τες χάρες και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις
+εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και
+αυτό με κάνει να αμφιβάλλω εις την αθωότητάς της.
+
+Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε·
+τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα
+σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν
+ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν
+ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω
+έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα
+αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός
+δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του
+προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου
+ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα
+αφού και ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της
+ωμίλησεν ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε
+οικονεύσει, και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που
+την εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα
+καταλεπτώς την υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν
+την ομολογίαν, και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ,
+ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι
+υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω
+ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου
+προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία
+σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα
+παραθαλλάσιον μου την επούλησε.
+
+Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και
+εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως
+δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά
+να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι
+το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε
+μία δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ'
+εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου
+ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε
+μία παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα
+εκείνην την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της
+την έμπασες εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από
+εσένα επειδή εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν
+ήμουν υπόχρεως της ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε
+σου την επούλησα με δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η
+βασίλισσα, ότι αυτός που ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον
+εγλύτωσεν από τον θάνατον πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή
+είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά χαράς επιχειρισθή με κάθε μου
+επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες ασθενείας σας, ως τόσον
+πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας και αύριον ετούτην την
+ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο παραλυτικός, αν θέλουν να
+ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά τα πταίσματα, που αυτοί
+έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα εσυνέβηκαν, μα θέλω να
+ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να προσθέσουν καμμιάν
+ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί να με κάμουν να
+τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα.
+
+Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και
+οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του
+Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν
+καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που
+ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν
+των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν
+το σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην
+την νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν.
+
+Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και
+ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή
+επάνω εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους
+ασθενείς. Δεν σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο
+Ουρανός θέλει επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι
+εκείνοι που σε έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να
+δικαιώσουν την αθωότητά σου και την ακακίαν σου, και να
+ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται και προδόται; τώρα είνε εις
+την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να τους παιδεύσης. Εγώ έχω
+μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα, απεκρίθη η Ρεσπίνα
+και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον Ουρανόν, διά την
+χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον άνδρα μου θέλει
+γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που με έβλαψαν·
+θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να τους
+παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με
+μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ
+απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του
+καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να
+τους τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις
+λάβει από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου.
+
+Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ,
+και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις
+την βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς
+που τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο
+παραλυτικός να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν
+να κάμουν; μα αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την
+αλήθειαν. Ο Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον,
+γνωρίζοντας πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και
+ό,τι πάθη ας πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα
+συνέβηκαν εις το σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της
+Ρεσπίνας. Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας,
+χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του
+αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν.
+
+Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το
+πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α
+επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν,
+παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και
+έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη
+βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω
+την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον
+ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις
+τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης
+την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον
+συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την
+Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ
+που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες
+έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους
+επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους
+άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον
+τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν.
+
+Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη
+το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να
+μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και
+εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός
+την ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή
+σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα.
+
+Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή
+την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το
+στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον
+της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του
+αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα,
+και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με
+μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν.
+
+Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και
+καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και
+την αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε
+λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς
+τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν
+εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου
+ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον
+το παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ
+πλέον την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον
+φέρω ο ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη
+ζωντανή, και εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου
+ότι το πταίσιμόν του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά
+να ημπορέσω να το συμπαθήσω.
+
+Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το
+σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον
+διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο
+άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ·
+Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι'
+αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα
+επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του
+κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε
+καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να
+μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ
+απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με
+προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το
+δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να
+κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου
+γυναικός.
+
+Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την
+Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο
+Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι
+περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον
+απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους·
+μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας
+κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την
+ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η
+βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της
+επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν.
+
+Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους. Εγώ
+συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους
+πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου
+όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την
+αυλήν μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας
+αυθέντης. Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη
+εις ένα πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία
+σου με υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά
+αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της
+δέχομαι την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με
+μίαν από τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την
+Ρεσπίναν δεν θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου
+Ρεσπίνα είνε πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι
+διά τον χαμόν της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το
+επίλοιπον της ζωής μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη
+ζωντανή.
+
+Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα
+της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν
+(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες
+αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει
+θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει;
+Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο
+Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις
+το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν
+και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του
+Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που
+εκατάτρεξαν. Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη
+τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και
+τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα
+να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα
+χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις
+αυτήν έκαμαν. Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν,
+ότι να εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς
+πράξη καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και
+επήρε τον Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της
+και όντας εκεί του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν
+άδειαν εις το να παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να
+κυβερνάς διά τούτο δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί
+μου θέλεις είσαι συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την
+γλυκύτητα μιας ζωής τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του
+διορίσει μίαν επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε
+ευχαριστημένος, καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν
+έγινε πρώτος κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το
+χρέος της επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας
+όλων των εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι
+ευχαριστημένοι, με αγάπην ανεκδιήγητον.
+
+Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του
+βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον
+θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες
+που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες
+διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες
+ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και
+πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον
+από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην
+των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους
+άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και
+γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη
+γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη
+καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος
+πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του
+επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και
+αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου
+Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες
+σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με
+εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά
+ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την
+αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με
+αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που
+αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου
+επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου
+εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν
+μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες
+τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα
+ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον
+σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η
+Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με
+τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που
+ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον
+θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν.
+
+Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε
+τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την
+χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους
+πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και
+ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του,
+που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά
+τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας
+του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το
+ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του
+το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και
+όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν
+που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον
+θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν
+οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με
+μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που
+εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 — Οδός Σταδίου — 12
+
+
+
+
+ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
+ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ
+
+
+
+
+Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού
+ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και
+γοητεύουν τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς
+συγκινήσεως εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών
+εικονογραφημένων εξωφύλλων.
+
+Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50
+
+Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95
+
+Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών
+χορών σχ. 8ον
+
+Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4
+
+Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον
+
+Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον
+
+Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8
+
+Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον
+
+Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον
+
+Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και
+χορών
+
+Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις
+
+Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3
+
+ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3
+
+ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά
+καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον
+
+
+
+Νέα Μυθιστορήματα
+
+
+
+ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. —
+
+ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ κατά
+μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. —
+
+ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ
+Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. —
+
+Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς.
+Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. —
+
+Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού
+υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. —
+
+Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ'
+εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. —
+
+Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· —
+
+Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ
+Αλαίν — Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν.
+Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. —
+
+Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του
+Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ.
+5 —
+
+Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις εκ
+του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 —
+
+Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν
+και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. —
+
+ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ
+Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη
+από περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών
+καλιτεχνικών εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. —
+
+ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών
+εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. —
+
+Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν
+Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι,
+Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ.
+10. —
+
+
+
+1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος έχει
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+***** This file should be named 36688-0.txt or 36688-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/36688-0.zip b/36688-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..7fa25bf
--- /dev/null
+++ b/36688-0.zip
Binary files differ
diff --git a/36688-h.zip b/36688-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..10aab19
--- /dev/null
+++ b/36688-h.zip
Binary files differ
diff --git a/36688-h/36688-h.htm b/36688-h/36688-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..ebdc2cf
--- /dev/null
+++ b/36688-h/36688-h.htm
@@ -0,0 +1,8021 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN"
+"http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Παραμύθια της Χαλιμάς, Δερβίς Αμπού Μπεκίρ, Έκδοση
+Βενετίας" />
+<title>Παραμύθια της Χαλιμάς 3</title>
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Arabian Nights, Volume 3
+ that is very strange and nice tales and happenings written
+ in Arabic by Dervish Abu Bekr as per the Venice edition
+
+Author: Dervish Abu Bekr
+
+Posting Date: March 19, 2012 [EBook #36688]
+First Posted: July 10, 2011
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+<p>Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise.
+Bold words are included in &amp;. Footnotes have been placed at the
+end of the book. </p>
+
+<p>Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.
+Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &amp;. Οι
+υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><img src ="images/page1.jpg"
+width="418" height="600"
+alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /></p>
+
+<h1 style="text-align: center; margin-top: 3em">Χ Α Λ I Μ Α <br />
+ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ </h1>
+
+<h2 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ
+ΙΣΤΟΡΙΩΝ </h2>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">
+Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του
+βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων
+του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον,
+Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν
+αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν, έχεις
+άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις όλους τους
+ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως ευχαριστημένος,
+εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και χωρίς να σου φέρω
+άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς θλίψιν, είμαι βέβαιος
+ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν
+τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο
+βεζύρης, μα με όλον τούτο που αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν
+ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω
+να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την
+αλήθειαν, και να σε βγάλω ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν,
+έκραξεν ένα του Οφφικιάλον, και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη
+το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ προς αυτόν. </p>
+
+<p>Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον
+βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την χάριν
+να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή όχι. Αχ,
+βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας σου ημπορεί
+να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας υποκάτω εις το
+σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε διαμοιράζεις εις
+του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά πολλά ευχαριστημένος
+εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι βέβαιος, απεκρίθη ο
+βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής, αν κανένα πράγμα σου
+συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου λέγει, πως κανείς εις τον
+κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν θλίψιν, που να συγχίζη την
+ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε μίλησε με καθαρότητα και
+φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη. Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ
+Μολτούχ, επειδή και το ύψος της βασιλείας σου με προστάζει να
+ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου, ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες
+χάρες που λαμβάνω από την βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον,
+και τες απόλαυσες, που έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά
+ανακατώνει την ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την
+τρυπά ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το
+κακόν μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά
+θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο
+αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη καμμιά
+βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν χωρίς
+άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη να
+ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να διηγηθή
+με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">
+Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της
+Αλγεμάλ.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της βασιλείας
+σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της Αιγύπτου,
+ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που εις την
+Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός μου έλαβε
+τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ χρόνων ηύρα κατά
+τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου ανοικτόν και
+εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν τα όσα πολύτιμα
+και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα εις τα άλλα βλέπω
+μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα πετράδια απ' έξω, και
+είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν μου το ανοίγω, και μέσα
+εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας ωραιότητος, και ένα
+κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια εικόνα γυναικός. Την
+θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια ζωγραφιά πολλά τελεία και
+εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν
+ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου
+δεν εξεκολλούσαν από εκείνην την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν
+έρωτα. Εστοχάσθην ότι εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που
+θα εζούσε, και εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός.
+Έκλεισα το κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το
+δαχτυλίδι που μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό.
+</p>
+
+<p>Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός
+μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο
+συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου εζήτησε
+την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως και είχε
+κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει που ολόγυρα
+εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια εις χαρακτήρα
+Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ». Ετούτη η είδησις
+με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ διά να εξετάση εις
+ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με
+όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν ημπόρεσε να του ειπή· εις
+τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν
+έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα
+εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον
+πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να
+ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός
+έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο
+σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα από την Αίγυπτον. </p>
+
+<p>Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν
+έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την
+ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε
+εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να
+μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον Καχβάλ·
+μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από έναν που
+μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να υπάγω εις την
+Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και αυτός ημπορεί να
+μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το Μπαγδάτι, και ήλθα
+εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον γέροντα και ερωτώντας
+τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι ακουστά έχω πως αυτό το
+βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα εις τες Ινδίες τες
+βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως και είνε αλήθεια ή
+όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε κάποιαν είδησιν δι'
+αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον εύρωμεν επήγαμεν εις το
+παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και εκεί ευρίσκοντες ένα
+καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις
+αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από εκείνον τον λιμένα. Την
+πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν
+πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε
+τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που
+οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να
+υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα
+που δεν εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με
+αυτήν την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες. </p>
+
+<p>Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να
+βάλωμεν ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να
+κάμωμεν ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας
+έδωσε την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες
+ειδωλολάτραι που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη
+όσους ξένους, που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας
+τους. Ο Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το
+επίστευσε, και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να
+σταθούμεν εις το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να
+ξημερώση να μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η
+απόφασις ήτον η πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς
+και αν εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον
+της νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι
+οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας
+έφεραν εις τες κατοικίες τους. </p>
+
+<p>Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν
+τένταν μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας
+τους. Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε
+τον θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και
+εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς
+ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και
+εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η
+θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα, και
+σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο βασιλεύς
+Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού έδωσε
+μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον βεζύρην του
+διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από ημάς εις φαγί
+του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον υπήκουσε, και
+μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που εχρησίμευε διά φυλακή,
+και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και άλλα φαγητά διά να γενούμε
+παχύτεροι διά την θυσίαν. </p>
+
+<p>Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από
+τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την άλλην
+ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον ακολούθησε κάθε
+ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και τον Σαέδ. Ημείς δεν
+αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των συντρόφων μας· και
+ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα παράπονα διά να πάρουν
+ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν. Έφθασαν το λοιπόν το
+ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι, και μου κάνουν νεύμα διά
+να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και
+γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν.
+Ημείς εμείναμεν και οι δύο άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας,
+ούτε ο άλλος, από το παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το
+στόμα μας, παρά από τα σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον
+πόνον του χωρισμού μας. </p>
+
+<p>Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την
+οποίαν ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη
+έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου
+λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η
+βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ δεν
+σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την καλήν σου
+τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να σε εμβάσω
+εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν σε
+καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με
+εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το
+χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία
+εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα
+οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το
+πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την
+μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και
+κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της
+ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της είχε
+μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον γνέμα, και
+εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων χρωμάτων· το
+φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την εσκέπαζεν από τις
+πλάτες έως τους πόδας. Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να
+καθήσης κοντά μου, έχω να σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε
+χαροποιήσουν, διά το άντεμα που έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως
+πατρός μου· Εγώ αφού και την επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά
+της. Τότε αυτή ακολουθώντας την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ,
+στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο
+που έχω να σου μιλήσω, και σε συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα
+χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην
+κλίσιν διά εσένα και σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου
+φυλάξω την ζωήν, αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και
+σε προτιμώ από τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου,
+που είνε συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου. </p>
+
+<p>Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν
+αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν
+εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με
+θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή ότι
+εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος, μου
+είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη, που σε
+κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης λόγον και
+μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω διά
+αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή σου
+προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον έχω
+περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει με
+τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των λόγων
+μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της ευχαριστήσεως
+που μου εφύλαγεν. </p>
+
+<p>Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που
+δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα λόγια
+της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου λέγει ότι
+λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά σε προσφέρω,
+δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα δώσω τελείωσιν
+της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το λοιπόν διά να εύρω
+τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να σου χαρίση την ζωήν,
+τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου· επειδή και η Μυρόφια η
+εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή πολλήν κλίσιν αγάπης προς
+αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου νέε, εις την τένταν σου να
+ησυχάσης, και να φέρης και του συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν,
+που μέλλει να πάρη την αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε
+ανάμεσόν σας και ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε
+την συμφοράν των συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν
+ευτυχίαν του κόσμου. </p>
+
+<p>Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες
+της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να
+κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη, με
+εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι λογής
+ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε ξαναβλέπω,
+ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν αποφασισμένος
+πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα ότι βάρβαροι σε
+είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε είχε καταλύση·
+είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να μου σφουγγίσης τα
+δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω Σαέδ, του είπα και σου
+ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω και να αποθάνω. Αχ
+αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ να πιστεύσω βεβαίως,
+ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον; πόσην ευχαρίστησιν μου
+προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις. Εγώ τίποτε δεν σου λέγω
+που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα· μα δεν ηξεύρεις με ποίαν
+τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και οπόταν θέλεις μάθει τα
+πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή και στοχάζομαι πως
+θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και αν ήθελα χάσει την
+ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της θυγατρός του βασιλέως των
+Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα ακόλουθα. </p>
+
+<p>Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία
+μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας
+τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον
+εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν
+σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από κάθε
+τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν που
+ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον μου
+βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον θάνατον. Ω
+Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή που μου
+δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ αυτό; ας
+ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους άλλους
+παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ παρομοίως
+είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη της
+βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά της εις
+εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον άσχημη
+από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να ανταποκριθής εις τα
+χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε
+αντάμα; </p>
+
+<p>Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ,
+εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της
+βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με
+θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ εις
+την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι είσαι
+ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον σκλάβαν.
+Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την θέλησιν της
+βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει να κυττάζη
+κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με ερμηνεύεις;
+Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω πως έσφαλα
+εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε καλύτερον να
+χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην δύο υποκειμένων
+τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι δύο ν' αποθάνωμεν
+καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα, εκαρτερούσαμεν να
+έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους δώσωμεν να καταλάβουν το
+μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν· καλύτερον ποθούμεν να
+αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας θελήσεις τους· τόσον είμεθα
+απελπισμένοι. </p>
+
+<p>Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και
+μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της
+μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες
+επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου
+λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την
+Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα
+κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί, μας
+λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην σας
+ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε άδειαν διά
+να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην σας που προς
+ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να υποφέρωμεν, με ολίγα
+λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν τον καιρόν τους
+άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την θέλησίν τους. Τα
+λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους· και βλέπομεν τες
+κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν στιγμήν. Αυτές δεν μας
+εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους από θυμόν· Αχ,
+τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με τέτοιον τρόπον
+ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν ηξεύρετε πόσην ζημίαν
+ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; αχάριστε, μου λέγει εμένα,
+έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον ολίγον σέβας εις τα σημεία της
+αγάπης που σου εφανέρωσα; τι ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή
+να σου προξενήση εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου,
+που να σε κάμη να με μισήσης; </p>
+
+<p>Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά
+θυμωμένη, και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον
+τούτων των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν
+μας και την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω,
+ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι
+αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους
+υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν αυτοί
+δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε ότι ένας
+ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων· ας ζήσουν
+και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να σταλούν διά
+να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να στέκωνται
+ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον κοπιαστική με
+θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις ετούτα τα λόγια
+αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας υπάγουν εις τους
+χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν ώραν ανάπαυσιν, αλλά
+να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το
+λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να αλέθωμεν το κεχρί· και δεν
+έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα οι άνομοι Μώροι ωσάν μας
+έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν, μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές
+που πολλές φορές εμέναμεν λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά
+σκληρή διά ημάς, επειδή δεν είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους.
+</p>
+
+<p>Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην
+ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του
+όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί
+αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν
+ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί
+λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το
+συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον, μήπως
+και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον τον
+κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν ριχθή εις
+την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ να χαθούμεν
+εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν. Αυτή η γνώμη
+ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το παραθαλάσσιον.
+Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά Μώρου, δεμένον εις
+ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν, και εμβαίνοντας μέσα
+εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν
+εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί από τα μάτια μας πριν
+έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που μας ελευθέρωσε, και
+ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα ασφαλή λιμένα, με όλον
+που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης χωρίς καμμιάς λογής
+φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον που μας έφερεν ήτον εις
+κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας αναποδογυρίση. </p>
+
+<p>Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που
+πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν εις
+την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν πολλά
+δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ περισσότερον
+οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν ολίγον, εδέσαμεν το
+πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά να περιπατήσωμεν το
+νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε
+ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα
+λουλούδια. </p>
+
+<p>Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το
+νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι
+ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και εκεί
+που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη μου, εγώ
+στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε ένα
+σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει κανένα
+πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν ο
+δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά την
+αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις χαροποίησιν, και
+εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα εκαθήσαμεν επάνω εις τα
+χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια και εκεί αποφασίσαμεν να
+ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά γλυκύτατον ύπνον· μα
+οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να ευρεθώ μονάχος· έκραξα
+πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το να μη μου αποκρίνετο,
+εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον που επερπάτησα ζητώντάς
+τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον ίδιον τόπον που είμασθε
+κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον
+εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την ημέραν, και την ερχομένην νύκτα·
+τότε απελπιζόμενος διά να τον ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί
+από τα παράπονά μου και από τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου
+Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα
+συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας
+μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά
+ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν
+μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας
+απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου,
+παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου. </p>
+
+<p>Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου
+Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν
+ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν
+μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το
+νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να εύρω
+τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν εις ένα
+λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την μέσην του
+είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και περιτριγυρισμένον από
+πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από νερόν, του οποίου η γέφυρα η
+σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από
+μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου
+παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή
+με διάφορα είδη ζώων και πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος
+σύρτης ήτον απερασμένος εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς
+κλεισμένην· τα κλειδιά της ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον
+σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης
+ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε
+μοναχή της χωρίς να την βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον
+θαύμασμα. Εμβαίνοντας μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από
+μάρμαρον μαύρον, εις την οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν
+μεγάλην σάλαν στολισμένην με πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από
+εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω
+μίαν ωραιοτάτην κυρίαν εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι
+ακουμπισμένον το κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον,
+ενδυμένην με πλούσια φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία
+ταύλα από μάρμαρον δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και
+στοχαζόμενος ότι θα ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα
+ότι ανέπνεεν. </p>
+
+<p>Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά
+νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν ήμουν
+όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν να μάθω
+διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία κυρία νέα
+μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν εφαίνετο·
+επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα που
+εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την
+ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω
+ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με
+μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα
+μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν·
+εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να με
+εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που
+επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και
+επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα την
+νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να υπομείνω εις
+την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν κτύπον διά να
+εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα ταύτα μην
+εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι σφικτά εις
+τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή καθόλου δεν
+ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα κάποια μαγεία
+την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και εκεί που
+εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις μίαν πλάκα
+κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν, μήπως και εις
+εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και ηθέλησα διά να
+την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα εκείνη η νέα
+εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν. </p>
+
+<p>Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν
+τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το
+να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα
+εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το
+καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν ηξεύρω
+αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία μου, της
+είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε βεβαιώσω πως
+ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του Καστελλιού άνοιξεν ευθύς
+που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως εδώ χωρίς κανείς να μου
+εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά να σε εξυπνήσω. </p>
+
+<p>Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η
+κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από
+τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό
+που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να είμαι
+κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και είμαι
+υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα, ειπέ
+μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες την
+αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το νησί; τότε
+εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με όλην την
+καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ, θυγατρός του
+βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν εικόνα, την
+οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου, ομού με το
+δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου συμβεβηκότα ως
+εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου την παρεκάλεσα
+και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν της. Αυτή άρχισε να
+την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">
+Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ,
+βασιλέως της Ινδίας.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της
+Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το
+περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν
+λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του
+περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με
+γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά να
+με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος
+πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη
+εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου
+βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου,
+και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με
+έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς
+εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα,
+τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους
+εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το νησί
+Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά εσένα.
+Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν είναι μέγα
+κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού, ετούτη
+δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει χρεία να
+την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που, ω
+βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη στοχάζεσαι
+άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν θέλει σου
+λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην την
+επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει χρεία. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/1.jpg"
+width="381" height="311"
+alt="Το Τελώνιον παίρνει την βασιλοπούλαν Μάλκαν"
+border="2" /><br /></p>
+
+
+<p>Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα
+δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα.
+Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν δεν
+με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον πόνον
+του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν ηξεύρει
+το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά τον χαμόν
+μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο εξωτικός, ότι ο
+πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου· και εκείνο που
+απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής εις την υπόθεσιν
+της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην ζωήν αμοιβαίως. Μην
+ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την ματαίαν ελπίδα σου, να
+κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω φυλάξει εις όλον τον
+καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά την αρπαγήν μου. Εσύ
+θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος, και θέλεις συνηθίσει εις
+την θεωρίαν μου, και εις την συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει
+προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα. Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα,
+του απεκρίθηκα με καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ
+περισσότερον το μίσος που αγροικώ διά εσένα. </p>
+
+<p>Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια,
+εχαμογελούσε, και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του
+δεν έλειπε που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα
+χαρίσματα και περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την
+γνώμην μου, και που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες
+που μου έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά
+να ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν
+επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις
+ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην την
+πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη εις ένα
+βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη δύο
+μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το καστέλλι, και
+η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και ούτω με άφησεν
+υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν από εμένα. Αυτός
+κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν αποφάσισα να κλίνω εις
+την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την ίδιαν γνώμην, με βυθίζει
+πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως
+τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με
+εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν
+εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας
+άνθρωπος, και το περισσότερον που με θαυμάζει είναι που είσαι
+ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από το στόμα του εξωτικού, ότι τα
+ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει όλους εκείνους, που ήθελαν
+πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη
+ακατοίκητον. </p>
+
+<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν,
+ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να
+γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και
+παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι·
+ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι
+αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την
+οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον,
+που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα
+των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την
+βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον
+θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον πλέον
+γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον θυμώδη,
+εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και είχε το κορμί
+του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα αντίς να με
+κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου μιλήση με
+θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν εις τους
+πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ του βασιλέως,
+εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που περισσότερον σου
+αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω. Η ομιλία αυτουνού
+με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα να καταλάβω διά
+ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός έμπροσθέν μου και
+μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη ο θαυμασμός μου
+οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω λέγοντας· το δαχτυλίδι
+που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος
+(<sup><a href="#fn1" id="ref1">1</a></sup>) και όποιος το φορεί δεν
+ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα
+εις τες δυστυχίες· του λόγου σου ημπορείς να πλεύσης εις την
+θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή
+τα κύματα· τα ζώα τα πλέον θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις
+μίαν μεγάλην εξουσίαν εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα
+μαγικά χαλούνται από ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον. </p>
+
+<p>Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το
+δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και
+τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε
+εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του εξαναείπα,
+αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου εφαγώθη
+εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των μυρμηγγιών, τον
+καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να γροικήσω την
+δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα ακόμη το
+εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του Καχβάλ, και αν
+η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν ακόμη. Αυθέντη μου,
+απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται εις ετούτην την
+θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την θυγατέρα του Αλγεμάλ
+μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα εκείνο που ημπορώ να
+ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του Σολομώντος. Και πώς, του
+ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν ζωντανή; Όχι χωρίς
+αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον μία αγαπητική εκείνου
+του μεγάλου Προφήτου. </p>
+
+<p>Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν
+αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην
+ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που
+ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και
+εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν
+ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο που με παρηγορεί, ω
+ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς την Μάλκαν, είναι εις
+το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· ετούτο το χρέος το γνωρίζω
+από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε
+ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν
+ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω
+την καλήν τύχην, του είπα, εις το να είμαι κληρονόμος του
+Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να με φέρης εις ετούτην την
+στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν εις το βασίλειον Σερενδίβ.
+Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο εξωτικός, με όλον που μου
+κακοφαίνεται που με υστερείς από την αγαπημένην μου Μάλκαν. </p>
+
+<p>Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους
+δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του
+Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη
+τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας. </p>
+
+<p>Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού
+αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την
+είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος το
+λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό ήτον
+κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα από
+μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην πέτραν.
+Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος, γνωρίζοντάς
+με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως έχω να ομιλήσω
+του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με επήρε και με έφερεν
+εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν εις τον βασιλέα. </p>
+
+<p>Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία
+υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με
+είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον
+πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη μου
+με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα σου, που
+την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς να μου δώσης
+δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της; εσύ χωρίς
+αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους της, που τώρα
+είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την εστερήθηκα, χωρίς να
+ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες που έκαμα. Όχι, όχι,
+του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην την ημέραν θέλεις την
+ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν ο βασιλεύς; εις ποίον
+τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε παρακαλώ, και μην αργής εις το
+να μου το φανερώσης. </p>
+
+<p>Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα
+την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την
+θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν,
+ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου
+λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά τα
+όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ δεν
+ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε ανταμείψω; αχ,
+ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά να την ιδώ· φέρε
+μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος από μίαν μεγάλην
+επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου. Εγώ τότε του εζήτησα
+θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι, και την εσήκωσα και
+την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας της επιταυτού το
+έστειλε. </p>
+
+<p>Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και
+ευφροσύνην, που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με
+την θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της,
+και τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες
+ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε
+να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να
+γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του
+Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός
+έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν. Ο
+βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που με
+έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν ημέραν μου
+λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την γνώμην που
+αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου, και έκαμες να
+χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ να σου κάμω την
+αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις γυναίκα, και να
+σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου. </p>
+
+<p>Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου
+επρόσφερνε, και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του
+δέχομαι την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα
+δικαιολογήματα που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη
+προσηλωμένη εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα
+τρόπον να λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε
+λογής χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς
+το λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την
+γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις της
+βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα την
+θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει, είνε
+διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ από την
+βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το οποίον να
+ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην έκαμε καθώς
+επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς το από τα
+αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα, και ανθρώπους
+διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το θέλημα από τον
+βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι με μεγάλην τους
+θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το ταξείδι μεγαλωτάτους
+κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του Σολομώντος, αναμφιβόλως
+ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα μακρυνόν πλεύσιμον,
+εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί ανταμωνόμενος με ένα
+καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την Αίγυπτον. </p>
+
+<p>Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν
+εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος
+Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά ευχαριστημένος
+που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες ύστερα από τον
+μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον θησαυρόν του,
+άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε κλεισμένον το
+δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ, και μην
+βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από την θλίψιν
+του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού μου, και του
+επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα μου. Εφαίνονταν
+πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με εσυμπαθούσε· και
+αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε μου ελάφρωνε τους
+πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε διά τα συμβεβηκότα
+μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα πονηρίαν. Επειδή και την
+ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με έκλεισεν εις έναν πύργον,
+εις τον οποίον έστειλε την άλλην βραδειάν έναν οφφικιάλον με
+διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα εκείνος ο καλός οφφικιάλος
+έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού
+μου, πως έχοντας φόβον διά να μη του πάρω τον θρόνον με καμίαν
+αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος
+αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά
+να φύγω. Εγώ αφού και ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την
+γενναιότητα του οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις
+την πρόνοιαν του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού
+μου, έλαβα την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα
+μου, και να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου. </p>
+
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της
+ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του
+Βεζύρη του</h4>
+
+<p>
+<br />
+Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των
+συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο είναι,
+ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα· στοχάσου
+κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι διά
+παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν που
+δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς αυτήν
+δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω ποτέ
+ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα η
+φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα, που
+εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή βασιλεύει
+πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις κάθε ηδονήν. Ο
+Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον παράξενην, το
+να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα διά να την ιδή.
+Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα Βεδρεδίν, η
+βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν του Σεήφ
+Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και δεν
+εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ δεν
+ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη ο
+βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν, και
+είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε από
+θλίψιν συγχισμένη. </p>
+
+<p>Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως
+είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του
+αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους
+τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου
+φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από
+μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου,
+απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που έστεκαν
+πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις αυτούς
+επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος εγελούσε
+ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να μιλήσω· φίλε,
+του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον είναι το ιδίωμά
+μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η μελαγχολία· εξέταξα
+τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός είναι τέτοιου
+χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από το πρωί έως το
+βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με τον έναν και με
+τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και τον έφερα εδώ εις
+το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν ορίζης, θέλω τον κάμει
+να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει ο βασιλεύς, κάνει χρεία
+διά να του εξετάξω την ζωήν. </p>
+
+<p>Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος
+εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον
+επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην
+την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον
+ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω ότι
+δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· και
+νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που
+ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, ή
+όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να κρατήσης
+τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την αλήθειαν.
+Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός, σε
+παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν πολλά
+μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από το να
+τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου· ημπορώ
+μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου μου· ότι
+με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον δυστυχής των
+ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην την ομολογίαν που
+κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες μου, επειδή
+απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο βασιλεύς, εσύ μου
+κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε προστάζω να την
+ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να εναντιωθή εις ετούτα τα
+λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής του με τον ακόλουθον τρόπον.
+</p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του Μαλέχ
+και της βασιλοπούλας Σχυρίνας</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ,
+ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το περισσότερον
+της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου. Και μίαν ημέραν
+έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν με τους
+συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η ομιλία
+μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία αγαλλίασις να
+ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας έλεγε την γνώμην
+του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας εδιηγούντο τα όσα
+θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ ακούοντας αυτούς που
+εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν επιθυμία διά να
+ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι συναπαντούν μου
+αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν
+την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν ημπορούσα να υπάγω από την μίαν
+άκραν της γης έως την άλλην χωρίς κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά
+πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η
+συντροφία· μα ο ξένος που ήτον εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν
+επιθυμάς να περιδιαβάσης τον κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου
+δείξει, οπόταν θέλης, ένα τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις
+βασίλειον, χωρίς να συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός
+θα εμετωρίζετο. Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος
+και μου λέγει, ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το
+σπήτι μου, και θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και
+περίεργον. </p>
+
+<p>Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε·
+θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν
+θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και
+εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να
+τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν
+επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες
+ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο σκλάβος,
+ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν κασσέλαν έξη
+ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις ολίγην ώραν
+την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν έστεκεν αργός, αλλ'
+εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να βάλλη εις την κασσέλαν·
+δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια, Και ωσάν απέρασεν εκείνη
+η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο ξένος έμεινε μοναχός, και
+επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να βάλλη εις τάξιν τες
+μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη τέλειον το έργον του.
+</p>
+
+<p>Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την
+εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν
+εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους διά
+να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο
+ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον
+καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν
+μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα
+εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις
+ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις εσύ,
+μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν καλήν
+τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα εναντίον, και
+κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον που ήθελα να σε
+ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ σου κάνω ένα δώρον
+ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης
+να ιδής κανένα τόπον. </p>
+
+<p>Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και
+του έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου
+δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ εις
+τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα, έκαμε
+και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου έδειξεν τι
+τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον αέρα, το να
+τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις ό,τι άλλο έκανε
+χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα με αυτήν πετώντας
+εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι μου. Και ευθύς έκαμα
+να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις ένα μου μαγαζί, και την
+εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα λοιπόν να χαίρωμαι με τους
+φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου την περιουσίαν. Έπειτα
+άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις τρόπον που χωρίς να απεικάσω
+ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα· έχασα το καλόν μου όνομα εις το
+Σουράτ· κανείς πλέον δεν με επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου
+ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε
+δεν είχα. Βλέποντάς με εις κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να
+υποφέρω, και φοβούμενος να μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα
+χρέη, επρόστρεξα εις την κασσέλαν μου. </p>
+
+<p>Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα,
+παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου ευρίσκοντο·
+έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική κασσέλα, και ύστερα
+εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το Σουράτ και από τους
+χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον· έκαμα να πηγαίνη η
+κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου εφαίνονταν να
+απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα ξημερώματα εθεώρησα
+από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι τόπον ευρίσκομαι, και
+δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν φοβεράν έρημον· εις
+κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν ημπόρεσα να ξανοίξω
+καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω εις τον αέρα όλην
+εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και την άλλην ημέραν
+ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και πλησίον αυτουνού μία
+ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον κάμπον. </p>
+
+<p>Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα
+μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου
+του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν με
+τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα χωράφι
+ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και αφίνοντας
+εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον ερώτησα πώς
+ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου νέε, μου
+απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και άξιος βασιλεύς
+Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος κατοικεί του είπα εις
+εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην του κάμπου; Ο βασιλεύς
+το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση κλεισμένην εκεί την
+βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της οποίας την γέννησιν οι
+Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι μέλλει να απατηθή από έναν
+άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο Βαχμάν διά να κάμη μάταιον
+αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή αυτό το παλάτι, το οποίον είνε
+από μάρμαρον, και να το περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά·
+η πόρτα είνε από τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα
+κλειδιά, στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά
+να εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν
+την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις
+την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν
+κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες. </p>
+
+<p>Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές
+τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και
+φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και με
+ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την θυγατέρα
+του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και είδα τα
+πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την αγαπημένην
+μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το φαγί που εις
+αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός απεφάσισα να
+ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να κοιμηθώ αναπαυμένος.
+Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, στοχαζόμενος ακαταπαύστως
+εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή
+η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη
+τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία του Βαχμάν πατρός της να την
+φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα που είνε γραμμένα εις τον
+ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς
+τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα,
+που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου,
+και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά να δοκιμάσω την τύχην μου με το
+μέσον της μηχανής μου. Κάνει χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της
+Σχυρίνας, και να πασχίσω να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να
+δοκιμάσω να ιδώ μήπως και ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος
+άνθρωπος που οι Αστρολόγοι προείπαν πως θέλει την απατήσει. </p>
+
+<p>Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου
+έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν,
+εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου επάνω
+εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα τόπον, που
+είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου και γάλι γάλι
+εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις τον χοντζερέ, που
+η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις ένα ολόχρυσο
+κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν τέσσαρες λαμπάδες
+αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου ωραιότητος, και την ηύρα
+πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν
+διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες
+νοστιμάδες που είχε· της έπιασα το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα.
+Αυτή εις τον ίδιον καιρόν εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον
+πλησίον της, εδόθη εις ένα μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την
+κυβερνήτριάν της, που εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να
+τρέξη με ταχύτητα εις βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η
+βασιλοπούλα, τρέξε να με βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς
+εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η
+Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης
+τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον
+τρόπον που οι φύλακες ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που
+μόνον ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον
+εκστατική από εσένα εις το να εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν
+ημπορώ να καταλάβω με ποίον τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες
+δυσκολίες που είνε εις το να έμβη τινάς εδώ. </p>
+
+<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν,
+εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν
+εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης
+Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον
+θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ
+εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι
+ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν διά
+να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω τέτοιαν
+επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου και εις την
+τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός· εγώ είμαι ο
+προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ
+καταδικασμένην εις το να απεράσης τες ημέρες της νεότητός σου εις
+μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη
+από το προγνωστικόν που σου έκαμαν οι αστρολόγοι, διά το οποίον
+έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το
+πνεύμα σου εις ειρήνην διά το γραπτόν σου, το οποίον θέλει
+μεταστραφή εις δόξαν σου και εις ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις
+είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς που η είδησις της υπανδρείας σου
+θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον, όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον
+πενθερόν του Προφήτου, και όλες οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την
+μεγάλην σου ευτυχίαν. </p>
+
+<p>Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά
+να συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το
+ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που
+είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι
+γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η
+Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με
+επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον
+πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την
+βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με
+τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και
+εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα
+ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον λόγγον,
+εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις την οποίαν
+αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια φορέματα· ομοίως και
+ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με λουλούδια χρυσά, και ένα
+χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα
+και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα
+εις τέτοια πράγματα χωρίς να στοχασθώ το ερχόμενον, και μου
+εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να μου λείψη ύστερον από ένα
+τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/2.jpg"
+width="379" height="311"
+alt="Και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός μου με την βασιλοπούλαν της Γάζνας"
+border="2" /><br /></p>
+
+
+<p>Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον
+της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ
+καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα
+εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω
+εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της
+βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου έδωσε
+να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω μεγάλε
+προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες λησμονήσει
+την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή βασιλοπούλα μου, της
+απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα τέτοιον πράγμα; και εις
+καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα
+σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις
+την μορφήν σου έτσι νέαν; επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας
+σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι, της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία
+είνε και έτσι πρέπει να με στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι,
+εσύ με ήθελες ιδεί με τα γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι
+φαλακρόν· μα το έκρινα εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν
+είμαι με μορφήν νέαν, παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην
+την μορφήν καθώς με βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση
+πίστιν και εις ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της
+εσήκωσα κάθε υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την
+νύκτα. </p>
+
+<p>Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον
+να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα
+πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν
+πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής
+αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον
+εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν. </p>
+
+<p>Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της
+συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της
+βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα κλειδιά,
+που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί που η
+Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και ανακατωμένη
+από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε, και ηθέλησε να
+μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την αντράλωσιν της
+Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον υπόχρεη να τον
+ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν. </p>
+
+<p>Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής
+εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός
+ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν,
+είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα
+καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα
+εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι
+τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την
+απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον
+χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά να
+με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος
+θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη εις
+τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να καταλάβω.
+</p>
+
+<p>Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη
+μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και
+βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του εσυνέβη.
+Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του και τους
+ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο βεζύρης ωμίλησε
+πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία ημπορούσε να είνε
+αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και ο προφήτης ημπορεί
+να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να ευχαριστήσουν τον
+βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του τζοχαντάρης, όντας
+εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω πολλά θαυμασμένος
+εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και φρονίμους να πιστεύουν
+εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης
+μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη γυναίκα επάνω εις την γην, εις
+καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς είνε περιτριγυρισμένος από τα
+πλέον ωραιότατα κορίτσια του παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους
+δεκαπέντε χρόνους, και που πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται.
+Και αν ο βασιλεύς θέλει να δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν
+διήγησιν τόσον γελοιώδη, σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με
+φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει
+έλθει πολλά ογλήγορα εις γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις
+ένα ιερόν όνομα έλαβε την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν. </p>
+
+<p>Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης
+του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η
+υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και
+απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να
+ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς να
+είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον
+τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν,
+δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός
+μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί
+αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη
+ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως δεν
+εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον
+επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα ήκουε
+με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η νύκτα ο
+Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του βάλλουν
+δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν· έβγαλε το
+σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το μεταχειρισθή, αν
+του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα μου διά την
+ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν με ανάμενε με
+ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω. </p>
+
+<p>Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά
+ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του
+βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του ερχομού
+μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η Σχυρίνα του
+είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς φλόγας από
+τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα έπαιρνε διά
+προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην εστοχάσθη, ότι
+εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά πως οι πόρτες του
+ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να κατέβη εις την γην·
+</p>
+
+<p>Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα,
+ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον
+εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα
+εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας και
+τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και πέφτοντας
+εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε προφήτα,
+ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να μου κάμης
+την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια εκατάλαβα
+εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της θυγατρός του·
+και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον δύσκολον να γελασθή
+από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να τον γνωρίσω τέτοιον και
+μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που
+να κάμη τον προφήτην να χάση τα κατάστιχά του υποκάτω εις τες
+εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από την αδυναμίαν του βασιλέως τον
+εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ, εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς
+τους Μουσουλμάνους ο πλέον τηρητής των προσταγμάτων μου και της
+θρησκείας μου και διά την καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω·
+εσύ καλά ηξεύρεις από τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω
+εις τες πλάκες του γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι
+απατημένη από έναν άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την
+ελευθερώση από τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες
+παρακάλεσές μου μού το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα
+θα ήθελεν είναι μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα
+διά να σου κάμω την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που
+καθημερινώς κάνεις. </p>
+
+<p>Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που
+του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν
+διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ δευτέρου
+εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του ευχαριστήσεως. Εγώ
+τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς τον ότι πάντα θα
+είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός στοχαζόμενος ότι
+ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την θυγατέρα του,
+ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα όλην την νύκτα
+με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και ήλθα με την
+κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον. </p>
+
+<p>Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν
+εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν έμεινε
+βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο βασιλεύς,
+έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν προφήτην, και με
+αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της θυγατρός μου· και δεν
+είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης
+και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που εναντιώνονταν επάνω εις αυτό
+και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν του. Αυτός όντας σταθερός εις την
+γνώμην του, έπασχε με κάθε τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε
+αδύνατον ο προφήτης να υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό
+είναι ένα μέγα ψεύμα. Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον
+εκείνου του απίστου, ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον
+όλης της αυλής. </p>
+
+<p>Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να
+στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το
+γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους του,
+τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον που
+έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και φοβερές
+βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος του
+κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του τζοχαντάρη
+που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και τον έρριξε κατά
+γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το συμβεβηκός ενομίσθη ως
+μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο
+βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το άλογον, ετούτος είναι ο
+καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας σου, εσύ δεν ηθέλησες να
+δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε επαίδευσε· και ύστερον
+κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το σπήτι του σακατεμένον.
+Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα
+αυτήν την είδησιν, ομοίως και το συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που
+έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος
+ο λαός ήτον ευκολόπιστος και δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που
+ακούονταν παντού να φωνάζουν. Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν
+του Προφήτου. Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν
+εφέρθηκα εις την βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας
+εις τον χοντζερέ της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον
+εις τον κάμπον· ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι
+γυναίκα του Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να
+σηκωθή μία φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον
+που τον έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα
+εις παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν
+μου. Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και
+ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της νυκτός,
+και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα. </p>
+
+<p>Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την
+ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο
+προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που
+εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω
+μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να
+φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες
+κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται,
+επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ
+μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και
+χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της
+αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με συμφέρουν
+οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει ότι με το
+χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει είνε η μοναχή
+προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα διαμαντικά της διά
+να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον
+δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα επούλησα την ερχομένην ημέραν εις
+ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να
+ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν του Μωάμεθ. </p>
+
+<p>Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και
+ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας
+Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του
+Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν
+απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον
+υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος
+εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα
+ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα του,
+και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς εθυμώθη
+κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να υπάγη
+καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με αυτήν
+εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς, ονομαζόμενος
+Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος από το μέρος
+του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή εις τον εχθρόν
+του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν· τόσον που με
+πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της Γάζνας. Ως
+τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την ανδρείαν των
+στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του, και να εμβαίνη
+εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή συμβούλιον διά να
+ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο τζοχαντάρης, που ετσάκισε το
+ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<p>Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον
+τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον Κασέμ,
+μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού εναντίον
+του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της βασιλείας σου δεν
+ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον προφήτην ωσάν
+γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει συγχίσει τους
+εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε βοηθήση, επειδή και
+από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον πόλεμον ο Κασέμ. </p>
+
+<p>Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική,
+δεν έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις
+δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον
+προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον
+εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη. Έτσι
+λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν ογληγορότητα,
+και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον προφήτην διά να
+τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του έταξε πως δεν θέλει
+είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του κάμη την θέλησιν ο
+μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με μεγάλην ανυπομονησίαν
+διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν. Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα
+επήγα κατά την συνήθειαν εις την Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και
+αυτή ευθύς που με είδαν, επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες
+μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου
+έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να
+σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω
+την ζήτησιν. Ερχομένη η συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της
+Σχυρίνας ότι θα βάλω εις έργον το τάξιμόν μου. </p>
+
+<p>Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις
+ένα υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του
+στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον
+οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον
+πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και εγέμισα
+όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην την ίδια
+νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι φύλακες
+εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την κασσέλαν
+μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας που ο Κασέμ
+εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην δύναμιν εις
+το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την λαβωματιάν
+εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και τους
+οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και βλέποντές τον
+γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να φωνάζουν και να
+οδύρωνται. </p>
+
+<p>Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή
+πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν αυτό
+εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το αναμεταξύ που
+αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα
+μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν
+και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί
+στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή
+πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η
+είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας
+εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον
+θυμωμένος εναντίον του Κασέμ. Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον
+το στράτευμα κακώς έχοντας, και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και
+τα αναγκαία του πολέμου εις τον κάμπον της Γάζνας. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά
+εκστατικός, οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και
+ευθύς εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον
+φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον το
+στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση καταφωρτωμένοι εις
+την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες χαρές εις τον λαόν και
+όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που
+εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους απεδίωξεν από το βασίλειόν του,
+και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος
+από κανένα εις το παλάτι της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν,
+ιδού που ήλθα διά να ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου,
+που είμαι χρεώστης διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου·
+διά το οποίον είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την
+ανυπομονησίαν εις το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την
+πρέπουσαν ευχαρίστησιν. </p>
+
+<p>Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν·
+εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον
+οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις τους
+πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες· εγώ τον
+εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα· ημπορούσες ποτέ
+να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την βοήθειάν μου εις την
+ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου ήσουν; επαίδευσα τον
+αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να κυριεύση το βασίλειόν σου,
+και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την βάλη εις τον αριθμόν από τες
+σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία
+δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν
+κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω
+κάμει να πέση επάνω εις το στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που
+να τους κάμη όλους στάκτην. </p>
+
+<p>Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου,
+και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του
+Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν· η
+οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και μου
+το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα όλως
+αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που ήτον
+σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον. Ήτον
+όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο Μωάμεθ,
+αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν αυτός ο
+ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας υστερώτερα από
+αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να γίνουν μεγάλες
+χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον χαλασμόν των εχθρών του,
+αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην παράταξιν οι γάμοι της
+βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ. Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία
+να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον μίαν εορτήν που εγίνονταν εις
+τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν, επήγα εις την Γάζναν, και
+αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον, καμφορά, κα άλλα αναγκαία και
+εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν
+φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο
+λαός εις τες στράτες εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και
+σηκωνόμενος πολλά εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα
+να φανούν εις τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες
+φωτεινοί, και άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί·
+και αφού αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον
+συνειθισμένον μου τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την
+χώραν διά να λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός
+εις εκείνο που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο
+λαός έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας
+έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν πως
+είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε να
+φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα εις
+εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν
+σεβασμίαν, και άλλα διάφορα. </p>
+
+<p>Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου
+έδωσαν· μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν
+την χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των
+θαυμαστών μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως
+φαίνεται καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που
+έκανα, θα έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από
+αυτήν· ώστε που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας
+πατέρας, ο οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή
+του υιόν σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον
+εις το ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον
+από έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον
+βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου,
+εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν μου
+εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της μηχανικής μου
+κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και έπρεπεν εγώ να
+κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού εις συναπάντησιν
+νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης Μωάμεθ, αφίνοντάς τον
+Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν, εξεμάκρυνεν από την
+χώραν της Γάζνας. </p>
+
+<p>Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από
+πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος με
+αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να μάθω
+τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον
+καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την
+τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά ευχαριστημένος
+της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη, δεν ημπορώ να
+βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας μου, εις την
+οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις τους οφθαλμούς
+μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου εξαλειφθή αυτός ο
+στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την απολησμονήσω, και αυτό με
+κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η ιστορία μου, ω βασιλέα, που με
+εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω καλώτατα που δεν ευρίσκεται
+εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως της Γάζνας έκαμα, και της
+βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η
+υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει· επειδή και η βασιλεία σου εστάθης
+η αιτία, και με εβίασες διά να φανερώσω με κάθε καθαρότητα το
+ανόμημα που έκαμα. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της
+ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη
+του.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν
+του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του
+Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από
+των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς
+πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να
+κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν
+ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους
+μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας
+κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου. </p>
+
+<p>Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους
+οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα και
+ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν τους
+απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και
+εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και
+ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι
+ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη
+κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους λοιπούς
+του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν την υπομονήν
+εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και αυτοί την
+απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν ήτον χωρίς
+βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος από τα παιδιά
+του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν είχε την υγείαν
+του, και όλοι είχαν τον πόνον τους. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν
+άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του
+βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να μην
+είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το ξαναβεβαιώνω·
+και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου. Εγώ δεν είμαι με
+όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και μου έρχεται εις
+τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο που επιθυμώ.
+Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις όλην την χώραν,
+πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν του, εις διορίαν
+τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να τον κάμη ότι δώρον
+θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη κανείς που να
+παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι πως απερνούσαν
+συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως κανείς άνθρωπος
+δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά θαυμασμένος. Δεν
+ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην την Δαμασκόν
+τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας ευχαριστημένος. Βασιλέα
+μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες εξετάξει όλον τον κόσμον,
+θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε
+εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω, εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής
+θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν
+να περιπατήσω τον κόσμον και να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται
+εις την γνώμην του, και δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το
+ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις
+να ακολουθής αυτήν την επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις
+συναπαντήσει κανένα που να είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης
+του. </p>
+
+<p>Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης
+του θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν
+άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις
+έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ
+Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος
+του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις
+ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς
+ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν από
+βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά ντζοβαϊρικά
+από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως ήτον τέτοιοι. Και
+μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι είδαν ένα διδαχτήν που
+εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την αγοράν, και που ήτον πολύς
+λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε προς αυτούς με τούτον τον
+τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον αναίσθητοι είσθε εις το να
+κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη
+διά να σας σηκώση από τούτην την ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν
+τον πλούτον να αποφύγητε τον θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε
+οπίσω σας και στανικώς σας· με όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως
+η κυρίευσις του πλούτου σας, σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν·
+εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η
+επιμέλεια που παίρνετε διά να τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να
+τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην· εγώ όντας γυμνός από πλούτη,
+υστερημένος από τες ανάπαυσές σας, χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με
+πολλήν ευχαρίστησιν.» </p>
+
+<p>Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του·
+Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το
+οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που
+εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος.
+Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά να
+συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν
+ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε
+αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς·
+μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο
+βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω
+ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί
+ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε
+να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και
+ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν
+διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και
+έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε ο
+Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το χέρι
+του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με συμφωνίαν
+όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου. Ημείς είμασθεν
+τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει με γνώμην
+βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι άνθρωπος τελείως
+ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι εναντίας γνώμης· και
+δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι περνάς μίαν τελείαν
+ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ, αν είνε έτσι, ότι
+πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις μας κάμει μίαν
+μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν ευχαριστώντας τον
+Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και επιθυμάτε να μάθετε
+την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να σας ειπώ την κάθε
+αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι ευχαριστημένος και
+αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την ευτυχίαν μου εις τον
+λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι ευχαριστημένος εις την
+κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι
+άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να παρακινήσω εις την
+ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι διδαχτάδες τραβούμεν
+μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν
+τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως
+την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος παρομοίως με τους συντρόφους σου,
+πως κανείς δεν ευρίσκεται ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν.
+Κανέν πράγμα δεν ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην
+καρδίαν. Ευθύς που ο άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της
+επιθυμίας, που έχει στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η
+οποία να συγχίζη την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην
+είνε ποτέ ευχαριστημένος. </p>
+
+<p>Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να
+ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη
+εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να
+βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν ευρίσκονταν
+εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του βεζύρη και
+του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της ημέρας εις ένα
+μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο ευγενείς άνδρες,
+που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες, που είνε υποκειμένη
+η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την σήμερον μίαν ζωήν
+ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν, που βεβαίως καμμία
+πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των ευτυχισμένων ημερών του·
+και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με
+δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ' εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν.
+</p>
+
+<p>Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το
+πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην,
+εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το
+Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν
+επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και
+είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι ανταμώθηκαν
+με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το Αστραχάν, εκεί
+που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν.
+Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι, και
+ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί έμειναν
+έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες χαρές και
+εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια και άλλα
+χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά ποίαν αιτίαν
+εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής του εδιηγήθη πως
+τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν νίκην, που έκαμαν
+εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο ευτυχισμένον
+συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν χαράν· και
+τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του βασιλέως, ο οποίος
+έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον καλλιτέρου
+χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του εδόθη δι' αυτήν
+την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν. Ακούοντας από τον
+Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει προς τον βεζύρην του.
+Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής μου εφανέρωσε διά τον
+βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως του λόγου σου είσαι
+πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς θλίψιν. Μη γένοιτο,
+απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος, πως και αυτός θα είνε
+ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να βεβαιωθής από τον ίδιον
+βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε χωρίς καμμίαν θλίψιν, που
+να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει
+να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω με αυτόν και αν είνε και αυτός
+καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά
+ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως
+κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος,
+απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά
+να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ, και ας τον ιδούμεν από σιμά, και
+ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα έσωθεν της καρδίας του, διά να
+έβγωμεν από την περιέργειάν μας. </p>
+
+<p>Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν
+ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από
+μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν, και
+ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον βασιλέα.
+Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες που
+επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να ομιλήσουν με
+αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν. Ερχόμενοι δε προς
+αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του έδειξαν διάφορα
+διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα εστοχάσθη με
+πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά τους, και επάνω
+εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή ένα καρβούνι πολλά
+θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το οποίον παίρνοντάς το
+εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη και να του επαινή την
+ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που του άρεσεν αυτό το
+καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις το να βλέπωμεν πως
+έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου· διά το οποίον ταπεινώς
+την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα δώρον, συμπαθώντάς μας την
+ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το προσφέρωμεν. </p>
+
+<p>Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι
+ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν να
+μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί και
+κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές
+στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως
+διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς ωσάν
+τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν από
+βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη κάθε
+λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους
+υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της
+μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους
+εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα· και
+ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν ξεφάντωσιν. Και
+με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους έκανεν, αυτοί δεν
+ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν μάθει καταλεπτώς από
+τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς
+έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον τρόπον διά να μάθουν από τον
+ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν θα του ήθελε φανερωθή, ποίος
+ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν ημπορέσει να επιτύχουν πού να
+τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν
+να καταλάβουν την αλήθειαν· και ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν. </p>
+
+<p>Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν
+ξεχωριστά, το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που
+του ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω
+Βασιλέα είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να
+μάθωμεν κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας
+ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν
+είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι
+βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν
+της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά
+συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης
+μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν,
+και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την
+αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη
+πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει.
+Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην
+είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της
+Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την
+αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν
+άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να εύρω
+κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι ανθρώπους
+που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους, και με όλον
+τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν ματαίαν ζήτησιν
+απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν ήκουσα διά να
+ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς χωρίς φροντίδα
+και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν περιέργειαν να
+σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες χαροποίησες που
+καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς ευχαριστημένος,
+και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη, να μου φανερώσης
+αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που κάνεις, και αν και
+χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν θλίψις καμμία δεν
+συγχίζει την ανάπαυσίν σου. </p>
+
+<p>Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες
+εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της
+Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον
+κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν είνε
+πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ να μου
+φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου. Επειδή και μου
+ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο Ορμώζ, και καθώς
+πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου λέγω, πως ο βεζύρης
+σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με την γνώμην του. Όσον
+δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι·
+το επίθετον του βασιλέως χωρίς θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με
+το να είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που
+φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές
+που με κάνουν να μη στοχάζωμαι ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με
+θλίβει. Ο βασιλεύς της Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα
+του Αστραχάν να ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την
+περιέργειαν εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον,
+που ο Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν
+αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το
+τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με
+ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το
+έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<p>Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε
+δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε
+είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το τάξιμόν
+μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας είπα πως
+είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας επήρε από
+το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους έκαμε να
+περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν του τρίτου,
+εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και να θεωρήσουν.
+Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον οντά, και είδεν
+επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας η ωραιότης τον
+έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι· οι οφθαλμοί της
+ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το πρόσωπον γελούμενον,
+και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες ομιλίες, που μία γραία
+σκλάβα της έκανε. </p>
+
+<p>Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις
+εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον
+ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση εις
+τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη η
+ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε εκείνη
+που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω αυθέντη; είπεν
+ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό δεν παραπονούμαι· αν
+εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο ανταποκριμένος. Μα πώς το
+λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα,
+τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε
+και οι τρεις εις την πόρταν, και θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που
+θέλει συμβή. </p>
+
+<p>Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και
+επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε προς
+αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα μάγουλά
+της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς εμεταβάλθηχαν εις
+αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά· αφανίσθη το
+χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια εκλείσθηκαν,
+ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ πλησίον της
+εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους οφθαλμούς του
+επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της είπε· Βασίλισσα μου
+αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, τους οφθαλμούς σου, και
+θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η κατάστασις, εις την οποίαν
+ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η βασίλισσα τότε δεν του
+αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον πως τον είχεν ακούσει,
+και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν
+ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον εκείνο το αξιοδάκρυτον
+θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση προς τον Βεδρεδίν και
+καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή εξανάρχονταν εις την
+πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της εξανάλαβε την λαμπρότητα
+που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που ναξαναγεννηθούν όλες της οι
+νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις τους θεωρούντας τον θαυμασμόν,
+που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή κανένας. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/3.jpg"
+width="376" height="291"
+alt="Και όσον ο βασιλεύς Ορμώζ επλησίαζε προς την Βασίλισσαν τόσον αυτή έχανε την όψιν της"
+border="2" /><br /></p>
+
+
+<p>Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του,
+εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και δεν
+ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την ταλαιπωρίαν
+μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά το παρόν, αν
+εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον πηγαίνετε
+χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά πολλά
+βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το
+απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει πολλά
+καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν πλησιάζης προς
+αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν της, και οπόταν από
+αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν της και τα πνεύματά της;
+αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε την περιέργειάν μου. </p>
+
+<p>Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ,
+επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να θαυμάσητε
+εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που επιθυμάτε,
+διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν μακρυνήν
+ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο Βεδρεδίν
+και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως μεγαλυτέραν χάριν από
+αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο Ορμώζ άρχισε να κάνη την
+διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του Βασιλέως
+Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς
+θλίψιν, και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να
+περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την
+ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν·
+εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν μου
+και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα αργύρια,
+διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις καμμίαν αυλήν
+βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους ανθρώπους που μου
+εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που με εδούλευε διά
+λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και ωνομάζετο Χασάν. Ήτον
+αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και πεπαιδευμένος εις τα πάντα,
+και το περισσότερον που μου άρεσεν εις αυτόν ήτον που ότι εποθούσα,
+και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν, αλλά έκανε κάθε τρόπον που να
+ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με τούτον τον τρόπον που με
+εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος μου, και κάθε μου απόκρυφον
+εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην. </p>
+
+<p>Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους
+τόπους και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου
+και τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν
+ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι
+βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που
+παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν απολαμβάνω
+εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί χαίρονται
+οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που δεν τα
+βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα βλέπω· και δεν
+ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου. Επιθυμούσα να
+ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να ιδώ κάθε ταπεινόν
+πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει μου είνε και διά
+περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την γνώμην μου, και δεν
+έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου. Και εκείνην την
+ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας εσυντρόφευαν οπίσω εις
+τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον οι δύο και παίρνοντας
+πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ' εκεί, και ύστερα από μίαν
+μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν της Καρίσμου, εις την
+οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν. </p>
+
+<p>Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να
+σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην.
+Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας
+εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν από
+τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας,
+περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον
+πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά να
+υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις αυτό
+ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους πύργους, εις
+τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και ωμιλούσαν με φωνές
+πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι εγελούσαν, και άλλοι
+έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου
+είχαν τους τρελλούς κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός
+εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον έτσι, με το να ηκούσαμεν που να
+επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια χωρίς στόχασιν, και ολονών οι
+τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν
+ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε προξενηθή από αγάπην και διά τούτο
+τους εβάλαμεν εις εκείνους τους πύργους. </p>
+
+<p>Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά
+τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του τόπου,
+και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι τρελλοί μιλούν
+όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη, ότι αυτοί οι
+τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν προέρχεται το κακόν
+τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι, και βεβαίως δεν είχετε
+πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με το να μην ηξεύρετε που
+αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου
+μας· μα επειδή και δεν έχετε είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να
+σας ευχαριστήσω να σας την διηγηθώ. </p>
+
+<p>Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει
+κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες
+έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα
+αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά
+εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος·
+κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να
+μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από
+την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους
+τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους
+επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση την
+θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να
+λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν
+προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα τόσον
+ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε,
+βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με πολλές
+φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους βάλλουν εις
+τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους τρελλούς που
+τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η βασιλοπούλα Ρετζία κατά
+πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι. </p>
+
+<p>Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ.
+Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο
+ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή
+θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου
+ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.
+Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην
+παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον σου
+την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και ακούομεν
+με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει αυτή η
+θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην, να μη
+βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από αυτούς τους
+δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται από αιτίαν της
+κλεισμένοι. </p>
+
+<p>Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον
+του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις
+λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη;
+στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω
+το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός μου
+είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε να
+σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις μίαν
+στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης λογής
+αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν μου, και μη
+σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη κακόν
+αποτέλεσμα. </p>
+
+<p>Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις
+την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και περιπατώντας
+καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν, τον οποίον
+ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί που παίζει το
+κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός απεκρίθη, βλέπω που
+εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν σου εδιηγήθη κανείς
+ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της Ρετζίας; αν το ηξεύρης,
+είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής μίαν ωραιότητα τόσον
+φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες νουθεσίες διά να με εμποδίση
+αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν έκανε τίποτε, μου έδειξε την
+στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε
+εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν θέλεις να ακολουθήσης τες
+νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα αφού και άφησα τον ιμάμην,
+ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η Ρετζία παίζει το κοντάρι, και
+πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη να την ιδή, και το φταίξιμον
+θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν που θέλει του τύχει. </p>
+
+<p>Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον
+λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν
+εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν, διά
+να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές όλες τες
+προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως και διά
+τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από τον τόπον
+του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και αυτοί είχαν
+αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την βασιλοπούλαν· και με όλα
+τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην απεράσουν το επίλοιπον της ζωής
+τους εις τους πύργους, και κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν
+το πλέον ωραίον της φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς
+να ακούσω την φωνήν κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και
+αυτοί μου έλεγαν να γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή
+και εκείνην την στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια
+ανεχώρησε μπουλωμένη, ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν
+της το οποίον μου εφάνη μεγαλοπρεπέστατον. </p>
+
+<p>Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα
+με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν.
+Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον
+ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία δεν
+ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν ακόμη να
+χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον, πρώτην φοράν
+που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω την θεωρήσει
+με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου προξενήσει την
+μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής. </p>
+
+<p>Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την
+δε ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε
+παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή
+αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος
+έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού του,
+διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη η
+προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα μου,
+ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου είπεν. Αχ,
+κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η βασιλοπούλα δεν
+θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της, και η ωραιότης της
+δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων, και δεν ημπορώ αρκετώς
+να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν,
+ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ θα παραιτηθώ, που να μην
+πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον που κατά το παρόν είναι
+δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν, δεν θέλω λείψει όμως που
+να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το μέσον. </p>
+
+<p>Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα
+εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον,
+και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου· τον
+οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα χέρια·
+λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που είνε 500
+φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης μίαν
+χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε γυναίκα
+μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την σακκούλαν με τα
+φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το δώρον είνε πλούσιον,
+μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε παρακαλέσω του είπα, διά
+να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον, διά να με εμβάσης εις το
+παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή
+και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν εβγαίνει πλέον εις την χώραν
+να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου
+επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας. Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή
+δεν στοχάζεσαι τα αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις
+εις κίνδυνον να χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις
+κίνδυνον την ζωήν σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην
+ελπίζης ότι εγώ θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως
+θα με κάμης ολόχρυσον. </p>
+
+<p>Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του
+εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι την
+συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν, δεν
+ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν δεν με
+υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα δεν
+ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και
+ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον
+άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον εβάλθη
+να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως ακόμη
+αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά να τον
+παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα οποία, ωσάν
+τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του. Παιδί μου,
+μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά διά να με
+παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα αγροίκησα
+προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε δουλεύσω, και εις
+ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου ένα μέσον διά να
+σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον εσένα ωσάν και
+εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα που μου έδωσε, και
+τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που εστοχάσθη. Κάνει
+χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου και να βάλλης
+πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου· μα έχοντας αυτά
+τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι εις υποψίαν, και να
+σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου σκεπάσω το κεφάλι με
+μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν σε στοχασθή δι' ένα
+κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει καθόλου. </p>
+
+<p>Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του
+περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που
+ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον, που
+οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς
+καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και
+εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν
+εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος
+εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την
+έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα
+την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να
+μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με
+επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι,
+και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω,
+και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι ευνούχοι
+που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και νομίζοντάς με αληθή
+κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε καινούριος δούλος του
+περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που είνε· έπειτα ηκολούθησαν
+την στράταν τους, και με άφησαν χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν
+υποψίαν δι' εμένα. </p>
+
+<p>Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε
+διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά
+κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον
+επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν.
+Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που
+έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις τρόπον
+που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον κολακεύσω,
+τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε αυτός
+λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου έπαυσε, και
+μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω· λάβε, ω υιέ
+μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως το εξεύρεις·
+Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την πράξιν εις αυτό,
+άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον με την φωνήν μου,
+που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν έλειψε που κατά
+πολλά να με επαινέση. </p>
+
+<p>Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με
+ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος κατά
+τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν μου και
+το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον εσηκώθηκα διά
+να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε, διατί θέλεις να
+μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν είμαι άξιος να σταθώ
+έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε, μου εξαναείπε, και πες
+μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν αντραλωμένον, απεκρίθη διά
+εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι δούλος μου, και είναι πολλά
+έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν
+απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν
+να ξανατραγουδήσω διά να με ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με
+τέτοιον τρόπον που τον έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι
+οι μουσικοί του βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου
+κακοφαίνεται κατά πολλά που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν
+θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την
+κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και
+την ακόλουθον ημέραν λέγει του Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει
+πως έχεις εις το περιβόλι σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν
+του διηγήθη τα πάντα διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν
+του βεζύρη του επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει,
+σήμερον εις το περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι
+καθώς μου το παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς
+θέλημα να συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το
+περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν· και
+ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι. </p>
+
+<p>Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ
+επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη·
+έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας
+ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα
+ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε, τι
+κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη πάλιν
+διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως ήξευρα
+την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το εβεβαίωσε με
+τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο βασιλεύς
+θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε αλήθεια ότι
+αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με πολλήν
+νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν φωνήν που
+λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να τον ακούσω,
+απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να κάμη. </p>
+
+<p>Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να
+προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι
+και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί
+που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που
+αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον
+γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο
+ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν
+ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο
+Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου έκαμαν
+χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το λαλήσω·
+το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου εφέρθηκαν και
+άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και αυτά με τον
+όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους ήχους, που
+επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις τους
+περιεστώτας. </p>
+
+<p>Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν
+σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα
+εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο το
+κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και είνε
+αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον
+θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα
+εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από πλούτη,
+έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας του και να
+δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά ευχαριστημένος διά
+την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και άλλες περιδιάβασες που
+έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της αυλής του και
+ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός με τον γέροντα,
+με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες δι' εκείνα που
+απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα την
+ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν. Ήτον
+καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων, μα σαν η
+επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη εδώ. Και
+ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και έρχεται
+μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς να μάσης
+λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που ευρίσκεται
+εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι έτοιμος διά να
+την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ εμπρός της με
+τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου απεκρίθη εκείνη·
+επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το περισσότερον ακούσαμεν
+να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και διά τούτο μην λαμβάνης
+καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις την Ρετζίαν. </p>
+
+<p>Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς
+επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα
+λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν υποκάτω
+εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία ήτον
+καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από τριάντα
+σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά αλήθειαν δεν
+ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά να συντροφεύσουν
+της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς αυτήν και
+βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και ακίνητος εις
+την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν και με το
+στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που έλαβα, εις το
+να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες· εφαινόμουν τόσον
+έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που ημπορούσαν να
+στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η κατάστασις εις την
+οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα αναίσθητον. Πλησίασε,
+μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι ακίνητος ωσάν ένα ξόανον·
+σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από
+το θάμβος μου, και ερχόμενος εις τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον
+θρόνον, και αφού έβαλα το κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του
+θρόνου, έπεσα με το κεφάλι κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε·
+σηκώσου επάνω, διατί έχομεν επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την
+επήκουσα και τότε όλες οι γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα
+εις το κεφάλι, εδόθηκαν εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν
+τόσον, που με έκαμαν να καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά
+περιδιάβασιν, η Ρετζία έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με
+επρόσταξε να το συντροφεύσω με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον
+άρεσες πολλά του Σουλτάνου πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να
+ιδώ αν είναι αλήθεια κατά πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω,
+και το εσυντρόφευσα με έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να
+θαυμάσουν διά την μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα
+μου έδωσαν ένα νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα
+έλαβα την καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα
+οποία εξανάλαβα εκ νέου επαίνους. </p>
+
+<p>Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά
+να χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον
+νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν από
+το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει, έλεγεν
+η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν η άλλη·
+αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους πλέον
+θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν αυτούς
+τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να ειπή
+τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από τον
+θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν, είνε, ότι
+αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα λόγια, οι
+γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας, πόσον μας
+κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης. </p>
+
+<p>Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του
+περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει
+να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους
+εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην
+την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν,
+και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το
+λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, και
+τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας ομολογώ
+πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον καιρόν
+τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις εκείνους
+τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να πηγαίνω εις
+εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς
+μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να με αντικόψουν από αυτήν
+την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου φθάνει τόσον διά να μη μου
+συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον
+εμπόδισα που να με αντικόψη πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με
+νέα δώρα διά να με αφήση να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα. </p>
+
+<p>Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ,
+επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά
+δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά
+περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί
+ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν
+επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος
+από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου· επειδή
+και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την άσχημον
+μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και αναστενάζοντας από
+καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν γραπτόν εκαταντήθηκα
+να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που αγαπώ με τούτην την
+συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε τούτος που έκαμε; ημπορώ
+εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω
+προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι παραξενιά; αχ, ηκολούθησα,
+εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να
+επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να
+ελπίσω την αγάπην της, και όχι να της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί
+που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι
+μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη,
+μου λέγει, η κυρία μου με έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την
+νύκτα θέλει να σε εμβάση εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με
+τα τραγούδια σου· θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της
+νυκτός, και αλλέως μην κάμης. </p>
+
+<p>Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί
+προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου
+τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα
+εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν
+να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν ευνούχον
+να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον ακολουθήσω· εγώ
+ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το χαρέμι από μίαν
+κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα κλειδιά, και με έφερεν
+εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή επάνω εις χρυσές
+μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες γυναίκες που εις το
+περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν να φανερωθώ εκεί,
+εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης που έρχεται να μας
+περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες μου επροξένησες
+πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους χορούς σου· διά τα
+οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον ίδιον καιρόν μου
+εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα, τραγουδώντας καλύτερα από
+την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε διά να χορέψω· εγώ διά να
+δείξω την μάθησιν που είχα εις τους χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα
+χορόν, ο οποίος είχε πολλά πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που
+ερριχνόμουν με σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας
+καλά βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και
+ευθύς τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου. </p>
+
+<p>Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν
+μεγάλως, και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου
+λέγει, με τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά
+σου πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που
+μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας
+έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν ως
+άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η ημέρα.
+Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα· έπειτα με
+επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν αυτός, διά ποίαν
+αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του περιβολάρη; ποίος ήτον ο
+στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς αμφιβολίαν να ατιμάσης το
+παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος ο ουρανός, που ο δόλος σου
+εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την
+στιγμήν να σε δέσουν από τα ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις
+όλην την χώραν, ως να γένης κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη
+έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον
+θέλω να γίνη και εις τον περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε
+συμφώνως· τον οποίον εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί. </p>
+
+<p>Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν,
+έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να
+ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν
+θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε τον
+βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως
+επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου μαθαίνοντας
+το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε που να αποθάνη
+από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που διά νυκτός να
+πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν και να τα φέρη
+μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα οποία εκέρδισε τους
+φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και εφύγαμεν ομού με τον γέροντα
+και με τους ίδιους τους φύλακας. Και περιπατώντας με μεγάλην βίαν
+όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου
+της Καρίσμου και εκεί ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου.
+</p>
+
+<p>Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά
+τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την
+κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία
+του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την αγάπην
+μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα τον
+παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα σύνορα
+της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη εις το
+βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά τον
+κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς μου
+πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που εγεννήθηκεν, ο
+οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί να κάμη κάθε τρόπο
+διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το επίλοιπον της ζωής του
+εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως και οι φύλακες, παίρνοντες
+άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί
+απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το Αστραχάν εις το βασίλειον του
+πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα
+τα έξοδα της στράτας και πριν φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν
+εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι, που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον
+μου έδινε την είδησιν πως ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε
+μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου
+επροξένησε μεγάλην θλίψιν και άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις
+Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα, που με όλην την βίαν που έλαβα να
+φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και
+εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου
+διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου, που να μην προφθάσω μίαν ώραν
+εμπροσθήτερα διά να τον εύρω ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε,
+και πρέπει υπομονή. </p>
+
+<p>Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές
+που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν διά
+να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι
+ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα,
+και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να
+χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι· και
+καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί δεν
+στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να
+εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου
+έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να
+φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την ευτυχίαν
+τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε σπουδήν μου διά
+να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον· είμαι βέβαιος, ότι
+αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς δείχνομαι εις τους
+οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από ζωντανόν πόνον που με
+θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να προξενηθή μία βαθεία
+θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την χώραν. </p>
+
+<p>Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις
+καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με κάμη
+τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης Ρετζίας,
+της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα τρόπον. Και
+ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν Αμπασατόρον προς
+τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την θυγατέρα του Ρετζίαν
+εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον από μερικές ημέρες
+επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου, πως ο Σουλτάνος της
+Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της Γάζνας, ο οποίος είχε
+σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν του την έταζε δεν έπαυεν ο
+πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά δύο ημέρες ύστερα από τον
+μισευμόν μου να του την στείλουν, και είδα τες ετοιμασίες που έκαναν
+διά να την συντροφεύσουν. </p>
+
+<p>Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω
+τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα
+εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να
+ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις μίαν
+κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου· και με
+όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η καρδιά
+μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν Ρετζίαν, την
+εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του ευτυχισμένου ανδρός της,
+και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να λάβω άνεσιν. </p>
+
+<p>Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου
+φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες
+ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται
+μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και
+θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους
+από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να
+τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους,
+όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν
+ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν διήγησιν
+και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους οφθαλμούς μου
+ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο παράξενον.
+Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους λουτρούς,
+και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν τους και την
+μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά ευγενικόν, και
+καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν την επιστασίαν εις
+το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι
+και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν θαυμασμόν, και το περισσότερον
+που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν
+από τον άλλον. Ο αυθέντης των λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών
+πενήντα, εφαίνονταν ένας μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με
+μεγάλην επιμέλειαν, διά να κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν
+προσοχήν τους ανθρώπους, που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν
+έβγαιναν και έπιναν διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα·
+και όλοι εμίσευαν πολλά ευχαριστημένοι. </p>
+
+<p>Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα
+είδα, απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον
+εξετάσω με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς
+λουτρούς αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου
+τον έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας
+μου και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην
+δεξίωσιν. Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν
+που του έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες
+τόσον εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των
+προεστών του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη,
+και τόσον χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον
+ακούη. Και αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε,
+επειδή και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας
+άνθρωπος, έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και
+τίποτε μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον
+θαυμαστούς, χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος
+απεκρίθη, κρατώ εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι
+τόσον έμπειροι και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι·
+ημπορώ με την δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν
+ημέραν παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται
+είναι βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να
+τους ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα,
+επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση·
+ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης καμμίαν
+προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς. </p>
+
+<p>Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν,
+έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς
+εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο
+φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που ήθελε
+μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να μείνουν
+μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης του. Οι
+άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να τους το
+ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται του. Και
+αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους επρόσταξα να
+κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς που έκαμα
+αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από ολίγην ώραν
+εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και άλλα αναγκαία διά
+να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία, άρχισαν με μίαν
+ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν απέρασαν ολίγες
+ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον τόσον ωραίον, που
+επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του δώδεκα στύλους από
+δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και εβλέπονταν εις κάθε του
+πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων τα νερά έπεφταν με ορμήν
+εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον. </p>
+
+<p>Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του
+φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα
+ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει
+αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου ειπώ,
+πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού εβγάτισε
+την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την ιστορίαν του·
+του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από ποίον τόπον
+ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και Αβικένα με κράζουν,
+και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, είμαι έτοιμος διά να
+σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει μου κάμει καλύτερην
+χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την ιστορίαν του. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία του σοφού
+Αβικένα.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις
+μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την
+κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον
+της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα τόσον
+επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα
+τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την
+Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και την
+Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις ολίγον
+καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις ηλικίαν
+είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες Ινδίες. </p>
+
+<p>Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την
+Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να ιδώ
+την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι οποίοι δεν
+έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι έπαινοι που μου
+έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος επεθύμησε διά να
+συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά ευχαριστημένος από την
+συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με κρατήση μαζί του· και εις
+τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν έκανε χωρίς να με συμβουλευθή
+πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο
+βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε
+και αυτός κατά πολλά· και με όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το
+βάρος ενός βεζύρη έχει, μου έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να
+σπουδάζω. Μα η επιθυμία η μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η
+ολίγη ώρα που μου επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και
+απεφάσισα να αφεθώ από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την
+σπουδήν μου. Ο βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του
+κακοφανή, τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα
+με όλον τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην
+ξεμακρύνω από την αυλήν του. </p>
+
+<p>Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά
+ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα,
+επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με
+αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα
+εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή και
+με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και
+περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν την
+τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα σπουδαστήρια,
+έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα της Κασγάρ
+ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και τον Φατζέλ,
+άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να μας ιδή, με το
+να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά γραμματισμένος. Ο
+βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας εφανέρωσε την ζήτησιν
+του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ διά να μη παρακούσωμεν το
+πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις τον ορισμόν του, με όλον
+που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της θελήσεώς μας. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν,
+έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον έστειλεν
+εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι μετά ολίγες
+ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι φιλόσοφοι. Ο
+Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και κατά αλήθειαν
+είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο βασιλέας της Κασγάρ
+είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την ελόγιαζε. Εκείνος
+λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη,
+και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα, επειδή και με το να μας στοχάζεται
+ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να
+μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν
+κανένα πράγμα εξαίρετον· θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως
+Κασγάρ, χωρίς να φάμε και να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι
+ένα πράγμα δύσκολον να το προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου
+σου, με το να είναι το ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν
+δεν θέλομεν πάρει άλλο παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους
+σκλάβους μας θέλει κάμει, οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς
+νηστείας, που θέλομεν κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει
+που να μην το φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν. </p>
+
+<p>Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε
+το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά
+έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που
+παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν
+εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με αυτό
+να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι εγώ θα
+δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας τον
+στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν χωρίς
+να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και εγώ ένα
+κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα χάπια του·
+ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν εμισεύσαμεν
+από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ. </p>
+
+<p>Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά
+τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας ενεργούσαν
+θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την βεβαιότητα. Εγώ
+εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν έκανε καμμίαν
+μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις εμένα· εγώ αντί να
+αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να γένωμαι πλέον
+δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου, επειδή και
+χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος και
+σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που με
+έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε το
+συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με υπομονήν
+το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να φθείρεται·
+βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που έκανε σπλάγχνος,
+του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το εδέχθη· και αγάπησε
+καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη πως έχει χρείαν από την
+βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον θάνατον του Φατζέλ·
+εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και τον έθαψα εις ένα
+βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και τους εδικούς του. Και
+αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα τα όσα αργύρια
+ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα είχε δώσει ο
+βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα των σκλάβων, που
+μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν, διά να υπάγουν όπου
+θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το βουνόν. </p>
+
+<p>Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να
+κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου
+του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν
+του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα
+ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να
+ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός,
+και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί εις
+την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα εις
+την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω
+αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον λαόν,
+που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της συγχίσεως
+επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την χώραν, και
+κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι είσθε που
+αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει το φοβερόν
+σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό. </p>
+
+<p>Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να
+τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της ημέρας,
+που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του, τον
+επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το σπήλαιον,
+που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να έμπουν. Ο
+Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ' έξω από την
+πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης ευρυχωρότητος,
+εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία ανοίγει με μίαν
+δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της ξανακλεί· και τούτο
+γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι εμπαίνουν προς τα
+ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην ποσότητα από
+βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με ογληγορότητα τα
+παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα του σπηλαίου
+κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που ανοίξη· και αν διά
+κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν στιγμήν περισσότερον από
+τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα, και μένει εκεί εις το
+σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς συμβαίνει πολλάκις·
+επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις έναν χρόνον. Λέγουν
+ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν
+αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα
+ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και εκείνα που απ' όλον τον κόσμον
+εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο
+αριθμός των οποίων είναι είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την
+πέτραν την φιλοσοφικήν, τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και
+άλλα παρόμοια· ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν
+τέρατα, να μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα
+άψυχα· εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα
+εις πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος
+εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει εκείνο
+το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το σπήλαιον, ευθύς
+αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα τα βιβλία του σώα,
+χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το παραμικρόν. </p>
+
+<p>Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον
+ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και έλαβα
+χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να υπάγω την
+αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν εστοχάσθηκα μόνον να
+έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον από τους άλλους, να
+παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή. Και με το να ήμουν
+πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα φόβον από τα πονηρά
+πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το λοιπόν εκείνην την ιδίαν
+στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις
+κάποιες τριανταφυλιές που ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα
+διά να μείνω εκείνην την νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που
+έμελλε να ανοίξη η πόρτα διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον.
+Πλησιάζοντας τέλος πάντων η αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν
+όλοι οι περίεργοι, και να έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς
+εσηκώθηκα, και έτρεξα προς την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από
+τους ύστερους εις το να έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται
+από ολίγον κατ' ολίγον οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον
+από ξύλον της Ινδίας, ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.
+</p>
+
+<p>Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον
+ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες
+βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα
+τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον γραμμένα
+εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε κάθε
+βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι
+γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον
+χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω
+άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της
+πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος
+κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας
+άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν
+ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ βλέποντάς
+με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς την τέχνην της
+λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που είχαν την
+επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν με την
+δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα επρόσταξα
+να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την επιμέλειαν να το
+κρατήσουν πάντα φωτεινόν. </p>
+
+<p>Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας
+άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με
+τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που ημπορούσαν
+με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο· εγώ λογιάζω
+ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα κερία της
+χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον ωραιοτέρα από
+εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου εις εκείνο το
+σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες· έβαλαν τα κηρία
+ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά περισσοτέραν μου
+ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν διαφόρων βιβλίων πολλά
+περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα της χημικής, και των
+αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα. Και επειδή ήθελα να
+αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα κεφάλαιον, ή άλλο που μου
+έκανε χρεία, και μην έχοντας τα αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα
+πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν
+χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν
+επιμέλειαν διά να με κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το
+μαντζούνι μου. Και κάθε ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά,
+πιοτά, και απερνούσα ωσάν ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να
+επιθυμήσω, και να μην το απολαμβάνω εν τω άμα. </p>
+
+<p>Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου
+εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να
+κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από
+τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα
+της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη
+διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα· μα
+καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν εις
+μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα που
+επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να έβγω την
+ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί έναν χρόνον
+κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα μαλλιά μου, εις
+τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος· ώστε που η μορφή
+μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον εκείνου του λαού,
+ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος Μοούκ εβγήκεν από το
+σπήλαιον. </p>
+
+<p>Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός
+άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις την
+χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να βλάψη
+το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο Σουλτάνος της
+Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά να τον πιάση και
+να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν· επειδή και αυτός ο
+μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του εσταίνονταν, με την
+μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με ωνόμαζαν ένα μάγον
+εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την υποψίαν· αδελφοί μου,
+εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ,
+που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν και εσείς· αυτοί, ακούοντας με
+να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και χωρίς να με αφήσουν διά να τους
+βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν,
+και με έπιασαν διά να με φέρουν εις τον Σουλτάνον να με θανατώση.
+Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να
+ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου
+κάμουν και να τους αφήσω εις την ελπίδα τους πως έχουν να με
+παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά διά να μη τους φύγω, μετά
+μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει
+εκείνος ο κριτής, ευθύς που με είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την
+εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που
+σου τυχαίνει· είνε πολλά μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με
+τες παράνομες πράξεις σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν
+μάγον ετούτην την στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην
+του, να με φέρουν εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο
+αναΐππης αφού με επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των
+ανθρώπων του, διά να με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν
+εις τον Σουλτάνον διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου
+δώσουν. Ο Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ
+επήγεν εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν
+του, και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν
+μου με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει
+την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην
+επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους· τόση
+ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα γενόμενον
+εις στάκτην. </p>
+
+<p>Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς
+που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και
+ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα ξύλον
+χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού· επάνω
+εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις τον αέρα,
+εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε τόσην χαράν να
+με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον. Έπειτα κάνοντας να
+σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς τον βασιλέα και του
+είπα: </p>
+
+<p>Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν
+τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που
+στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω πράγματα
+ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί σου είναι
+μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος, και ο
+βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν έκστασιν.
+Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον δέκα χρόνους.
+Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την Περσίαν, και εις
+όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την καλήν τύχην όλων
+εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην· περιδιαβάζοντας τέλος
+πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν, εις το οποίον
+εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα. Και δι' αυτήν
+την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και πηγαινάμενος εις ένα
+πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα παρόμοια και με την δύναμιν
+κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις
+μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα λουτρά, που φαίνονται εις
+τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι σαράντα μου σκλάβοι, ω
+βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με υπηρετούν, και που έκτισαν
+τους λουτρούς, που είδες, και που σου έφτειασαν και το κιόσκι εις το
+παλάτι σου. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις και
+τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ,
+επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά
+τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου τύχη
+σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης πιστεύω
+ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι δούλοι
+σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ είσαι
+εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν τους
+προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την βασιλοπούλα
+της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το κάμουν. Χωρίς
+αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν ευθύς να υπάγουν
+εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την μέσην των γυναικών
+της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν επιθυμής εδώ. Αυτό
+πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε μου, μεγαλυτέραν
+χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης. Θέλεις μένει
+ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και έχω πόθον να
+εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να με καύση. </p>
+
+<p>Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε
+τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον
+επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν
+άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν
+Ρετζίαν. </p>
+
+<p>Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την
+χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον επιθυμητού
+και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η έκστασίς μου,
+και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με τον οποίον μου
+εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω έμπροσθεν της την
+μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον αυτή κανένα φάντασμα,
+και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το πιστεύσουν· παρακαλώ σε,
+λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία που προσφέρετε εις τους
+οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή, ομίλησε τι πρέπει να
+στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου, λέγει εκείνος, αυτή είνε η
+ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά της, και χαίρου χωρίς υποψίαν
+εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να σου προξενήση. </p>
+
+<p>Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας,
+χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το
+λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα
+να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην
+ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να
+ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ
+εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του
+περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά
+κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από
+το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και
+με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου
+μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα
+που να σε αγαπώ. Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα
+δικαιολογήματά μου, ημπορείς να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν,
+ο οποίος επρόστρεξεν εις την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα
+στοχάσου, σε παρακαλώ πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο
+βασιλεύς του Αστραχάν, ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του
+βασιλέως πατρός σου διά γυναίκα του, και δεν εισακούσθη. </p>
+
+<p>Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας
+ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον, ευρισκομένη
+εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ εκαρτερούσα (και δεν
+ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από ονειδισμούς οπόταν αυτή η
+βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη ολίγον εις τον εαυτόν της από
+την έκστασίν της, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι
+χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου,
+μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την
+ακμήν να στεφανωθώ έναν βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω,
+και ούτε να τον ιδώ, τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ
+διά μίαν δυναστείαν που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον
+μισητός, και έμελλα να του είμαι ως γυναίκα. </p>
+
+<p>Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του
+βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα εγώ
+ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος σου
+από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που εμπόδισαν
+την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά τρεις ημέρες,
+που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον μου νυμφίον, και
+εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου αρπάχθηκα αιφνιδίως
+από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν στιγμήν εφέρθηκα εδώ που
+με βλέπεις. </p>
+
+<p>Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον
+υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου, δεν
+ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν να σε
+απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω την
+ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια
+λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου. Και
+διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου είπεν, ότι
+αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον να ημπορέσης
+να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως. Εσυμβουλεύθηκα
+επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε στείλε, ω Αυθέντη,
+έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του Σουλτάνου διά την
+κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις γυναίκα σου, και διά
+τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες να κάμω εγώ. Έκαμα κατά
+την συμβουλήν του φιλοσόφου, και εξανάστειλα τον Χασάν διά
+απεσταλμένο προς τον βασιλέα της Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν,
+και την έβαλα εις το χαρέμι μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και
+αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως
+τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα
+εις την αυλήν μου, και του έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας
+βασιλεύς ημπορούσε να κάμη προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την
+ευτυχίαν του. Και διά περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου
+συμβουλάτορα και τον είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι
+μου και ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που
+έκαμα. </p>
+
+<p>Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν
+εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς
+που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως
+της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του διά
+να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά επιτήδειος
+εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι μου, και πως
+εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το θεμέλιον έστειλε
+μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς του την είδησιν
+πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς να ετοιμάση όλα
+τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να έλθουν ομού
+εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την ατιμίαν που τους
+έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν φθάνοντας επάνω εις αυτές
+τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον Σουλτάνον κατά την
+συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν, διά την οποίαν επήγεν.
+</p>
+
+<p>Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον.
+Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ έρχεσαι
+εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου αναγγείλης πως
+αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου εναντίον κάθε
+δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα διά την εντροπήν
+που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού μου, προστάζω να σου
+κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον τον τρόπον θα
+μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά μέσον της μαγικής
+τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την θυγατέρα, και έκαμε
+αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι λέγοντας επρόσταξε τον
+τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν εις το μέσον της αυλής
+του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς, έχοντας από τον τζελάτην εις
+την μέσην της αυλής, που ήτον συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν
+τον θάνατόν του. Και τον καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί
+διά να του κόψη το κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν
+άφαντος από τους οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε
+τόσον εις τον Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν
+και φόβον. </p>
+
+<p>Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν
+δύναμιν, που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον
+θάνατον, διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και
+ευθύς επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του
+απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα
+πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν και
+αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που αρπάχθη και
+ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που ευθύς εφανερώθη
+έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου εφανέρωσε περιπλέον
+τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος της Καρίσμου ομού με
+εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω μου, να αφανίσουν το
+βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο Αβικένας οπόταν ο Χασάν
+μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε μεγάλως. Έπειτα με
+εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και αυτός θέλει έχει όλην
+την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα κατά την γνώμην του.
+Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν και αγάπην που προς εμέ
+έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες των εχθρών μου δεν έβλεπα
+την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα μου· επειδή και ήμουν βέβαιος
+πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας μαζύ μου τον αγαπημένον μου
+Αβικένα. </p>
+
+<p>Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς
+αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο
+Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον
+στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ έκαμα
+καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα, εβαλθήκαμεν με
+τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου, και εκινήσαμεν και
+ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου. Τότε ο φιλόσοφός μου με
+την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες ασυμφωνίες και διαφορές
+ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της Γάζνας, και τόσον
+επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον ο ένας του άλλου.
+Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν τους, ο βασιλεύς της
+Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το στράτευμα, και ο
+Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του κάμπου και του
+πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή τελείως την νίκην
+του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα εβγήκαμεν έμπροσθέν του
+με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να τον κτυπώμεν, τόσον που
+ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις τας χείρας μου, και τον
+έφερα εις το Αστραχάν. </p>
+
+<p>Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον
+επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που να
+ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να τον
+καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις γυναίκα,
+το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης καρδίας
+ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον λόγον του
+Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι οποίες έγιναν
+πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου· και ο λαός του
+παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες χαρές και
+αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ καλύτερον
+ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον. </p>
+
+<p>Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος
+διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ
+ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν μου
+και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας ομοίως
+και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να ευρίσκεται με
+εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των δύο μας η
+ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με μίαν τελείαν
+ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που εστάθη ο αίτιος της
+ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες ηδονές, και εκατάντησε
+την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν δακρύων και ευσπλαχνίας, ως
+θέλετε τον ακούσει. </p>
+
+<p>Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του
+επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον
+αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά να
+δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις
+αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται με
+την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους
+ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον κρύψη·
+όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά συγχισμένη
+από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη ωσάν φρόνιμη,
+ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν άνθρωπον, του
+οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με ιλαρόν πρόσωπον
+με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις τον εαυτόν σου, σε
+παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους στοχασμούς που μου φανερώνεις·
+στοχάσου την αγάπην, και το σέβας που ο βασιλεύς εις εσένα
+προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά ηξεύρεις πως με λατρεύει,
+ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ· όθεν είναι αδύνατον εγώ να
+αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις
+το να θελήσης να συγχίσης μίαν ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την
+εστερέωσες. </p>
+
+<p>Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η
+Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον
+τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του,
+και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος
+πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον ονομάζη
+αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με πρόσωπον πολλά
+άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους ονειδισμούς από
+την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις τόσον μίσος, και
+από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν εχθρός θηριώδης και
+ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα βλέμμα φοβεριστικόν και
+άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε
+αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον τρόπον την αγάπην μου; εσύ
+θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν
+που μου έκαμες· θέλω να σε παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου
+είναι περισσότερον αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι
+λέγοντας εφύσησε εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε
+κάποια λόγια μυστικά, έγινεν άφαντος. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/4.jpg"
+width="368" height="330"
+alt="Η Ρετζία ωνείδησε την τόλμην του Αβικένα με πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον"
+border="2" /><br /></p>
+
+<p>Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην
+αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο
+Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού
+είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ
+εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν την
+ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της
+έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την
+ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ
+ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την
+Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι
+καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε την
+μεταλλαγήν που κάνει. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της
+ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και
+του Μυστικού του.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο
+Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την
+περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε μέγαν
+πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του· έπειτα από
+αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο βασιλεύς Βεδρεδίν
+ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά να υπάγουν εις άλλο
+βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν την βασίλισσαν Ρετζίαν,
+εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την στράταν. Και μίαν ημέραν που
+εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη,
+κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν ότι δεν είναι ωραιότης πλέον
+τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα
+με όλον τούτο, ακολούθησε χαμογελώντας, που και ημείς την
+εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να
+έχασε το λογικόν του· και διά λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της
+εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ
+είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το
+θαυμάσης, που παρομοίως δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της
+Τζελίκας, που διά παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με
+κάνει αναίσθητον εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που
+το λοιπόν μας προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης
+του βασιλέως αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος
+εις αγάπην καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της
+Ρετζίας. </p>
+
+<p>Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να
+πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό
+προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας
+εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ
+παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει να
+είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να βασιλεύη
+εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής καταστάσεως που
+με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την ιστορίαν· δεν είχα
+γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον απόκρυφον, μα με το να
+μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω πασίδηλον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία της ωραίας
+Αροούγιας.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την
+Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός ένα
+ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας, και
+άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που εις
+την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο
+Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με
+πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα,
+εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν,
+εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον
+ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν·
+έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον
+κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και
+έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη. </p>
+
+<p>Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην,
+επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν έλαβε
+καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς ευεργεσίας.
+Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του εχρεωστούσαν θα
+ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε δανείσει· μα ποίος του
+τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν δια να τον πληρώση, και
+όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις τον Βανάην, και από τον
+πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη
+κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω
+κράζει την γυναίκα του και της λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν
+κάνει χρεία με όλον τούτο να απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα
+χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως
+τον περικαλώ να μας τα επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η
+Αροούγια ευθύς εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο
+οποίος την εδέχθη με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της
+ερώτησε την αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η
+Αροούγια σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι
+γυναίκα του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω
+να του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε
+είχε δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν. </p>
+
+<p>Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του
+ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την ευμορφάδα
+της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά πάσης χαράς
+θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που του χρεωστώ του
+ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες την τιμήν να έλθης
+εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με κάνει να έβγω από τον
+εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης ευτυχισμένον ανταποκρινομένη
+εις την επιθυμίαν που μου προξενείς, και αν θελήσης να με υπακούσης,
+σου τάσσω πως αντίς διά χίλια φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες,
+και σε βεβαιώνω ότι θα σου είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο
+καλός Χόντζας, και διά να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ
+καρδίας, επλησίασεν εις την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση·
+μα αυτή θυμωμένη τον άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και
+αυθάδη, και παύσε που να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου
+δώσης όλον τον βίον της Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την
+παράνομόν σου ζήτησιν, και δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός
+μου. Δος μου το λοιπόν τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και
+μη χάνης τον καιρόν σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις
+την επιθυμίαν σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους
+ονειδισμούς, που η Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής
+διαθέσεως, ευθύς εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ'
+εδώ, ω τολμηρά γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς
+αυτός ο άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν,
+έτσι έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι
+λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον έλειψε
+που να την δείρη. </p>
+
+<p>Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα
+μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και
+αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν φθάνει
+αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι αχάριστος που
+είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να με αφήση να
+χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα το εδικόν μου,
+και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται; ετούτο δεν ημπορώ
+να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή
+και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν· εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός
+και εχθρός της αδικίας, και ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος,
+και να μου κάμη δικαιοσύνην. </p>
+
+<p>Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και
+επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο
+Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν από
+το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος από
+εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και την
+έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την
+υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της· μα
+ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος παρομοίως
+ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον τριαντάφυλλον
+εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν ήλθες; και
+στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με προστάξης. Αυτή
+τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και την άρνησιν που
+έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της, και τον
+επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα πληρώση.
+Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον κάμει να
+πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα βγάλω από τα
+σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά μιλώντας)
+στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου ευρίσκεται
+φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου, υποσχέσου εκείνο που
+αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν θέλω σου χαρίσει τέσσαρες
+χιλιάδες φλωριά. </p>
+
+<p>Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω
+ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους ανθρώπους;
+δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού; εκείνοι οι
+ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους κακοποιούς, δεν έχουν
+αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες παρανομίες; Και έτσι λέγοντας
+αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα
+της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε τίποτε ουδέ με τον Κατή.
+Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν εύρηκε κανέναν να του κάμη
+δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε προς την γυναίκα του.
+Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς δεν είνε, παρά να
+προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός να μας κάμη
+δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν είμεθα πλέον διά
+τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια μπουλωμένη επήγεν εις
+τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον μοναχόν του ανήγγειλε την
+υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη προς αυτόν. Ο βεζύρης που και
+αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες γυναίκες, αφού και την έκαμε να
+ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν
+ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα και από τον Κατή· και όλος
+γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω, πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας
+βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν
+υποκείμενον, που εις τους οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία
+μίαν τέτοιαν ωραιότητα να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην
+αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να
+κάμω τον Χόντζα να επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την
+επιμέλειαν θέλω βάλει διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον
+στενοχωρήσει εις τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα
+χίλια φλωριά θα σου τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην
+ανταμοιβήν δεν ζητώ από λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου
+κάμω παρά να κλίνης εις την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου
+εβγάλει τα χίλια φλωριά από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και
+εγώ άλλες δέκα χιλιάδες φλωριά. </p>
+
+<p>Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να
+ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι
+εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της.
+Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να
+ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει
+δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν
+τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη χίλιες
+κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να τες
+ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να καταράσαι
+τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις που να
+θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε καλύτερον να
+στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να βγάλωμεν το εδικόν
+μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την στιγμήν ο Προφήτης με
+εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου ζητάς ποίον είνε·
+στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις ιδεί μίαν ογλήγορον
+εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του Κατή και του Βεζύρη, η
+οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την χώραν και με τούτον τον
+τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας, και θέλομεν επαινεθή και από
+τον κόσμον. </p>
+
+<p>Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε
+τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον
+μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα
+πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που είχε
+και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να τον
+βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον ευρίσκοντάς
+τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να καρτερέση να της το
+ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε πλέον λαβωμένος από την
+πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη
+Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά να μου δώσης τα χίλια φλωριά
+που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή και ευρισκόμαστε εις μεγάλην
+ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα
+ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου. Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας,
+εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες
+φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω
+καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι με την ίδιαν γνώμην, και
+καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, και διά τούτο με όλην μου
+την καρδιάν αποφασίζω διά να σε ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν
+απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία
+πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει
+ετούτην την νύκτα καθώς επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα
+φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας από την χαράν του έτρεξε διά να την
+αγκαλιάση και αυτή με επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του
+χωρίς να την εγγίξη· και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα
+δίκτυά της, και αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν
+από εκεί και επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν
+και του Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν
+την ώραν διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν·
+των οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν
+υστερώτερα ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις
+ένα καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της. </p>
+
+<p>Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς
+αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε να
+ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους φίλους
+της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν σκλάβαν
+πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της, και τα όσα
+ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να φερθή, οπόταν
+οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα πράγματά της εις την
+τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση τον σκοπόν της. Και
+ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της νυκτός έρχεται ο Χόντζας,
+και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα ανοίγοντάς του τον έφερεν εις
+την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι
+διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και τους αγροικήση. Η Αροούγια
+βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν
+αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες
+πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να
+δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από αγαλλίασιν έβγαλε μίαν
+σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο χιλιάδες φλωριά, και της
+λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το
+οποίον είνε το ουδέν εις αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η
+Αροούγια εχαμογέλασεν επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον
+από το χέρι, τον επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά
+του, και να σταθή με ελευθερίαν. </p>
+
+<p>Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και
+έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς σκούφιαν
+εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το τραπέζι, και
+άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν που ήσαν εις την
+μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη προς αυτούς και λέγει·
+Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη και έρχεται εδώ διά να
+ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την
+αδικίαν που του κάνης. Τότε η Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε
+να τρέμη και να λέγη προς τον Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ,
+είμασθε χαϊμένοι· σήκω το γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή
+ο άνδρας μου εδώ μαζί με εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε
+παίρνοντάς τον Χόντζα από το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον
+έφερεν εις ένα άλλον οντά, και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια
+που είχε πάρει· και κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον
+που να μισεύση ο άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να
+μείνωμεν το επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν. </p>
+
+<p>Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και
+τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο
+ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι άλλοι
+δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους λοιπούς
+διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον από αυτό,
+και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η σκλάβα έτρεξεν
+ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και αυτόν να φερθή με
+σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της Αροούγιας· τον οποίον τον
+εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη και τον Χόντζα. Και αφού
+εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε και της έδωσε τες τέσσαρες
+χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να
+της κάνη χίλιους επαίνους και εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν
+του ευχαρίστησιν, που ήθελεν αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον
+τόσον επιθυμητόν προς αυτόν. Τότε η Αροούγια διά να δείξη την
+προθυμίαν και αυτή προς αυτόν, του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε
+εις ετούτο το κρεββάτι που βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν
+κοιμάται ο άνδρας μου, και ευθύς γυρίζω. </p>
+
+<p>Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το
+υποκείμενον εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το
+κρεβάτι. Και την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή
+και θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη
+λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας σε
+είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του ανδρός
+μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι αλήθεια·
+Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν ημπόρεσα να τον
+καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους εδικούς του και
+έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν σήκω το λοιπόν
+ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν. Τότε ο Κατής
+εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον, ήλθε με την
+Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον ντουλάπι που είχε
+πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να σταθή εκεί ήσυχος, και
+οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει γυρίσει να του ανοίξη,
+και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον δεύτερον εις τα δίκτυά της.
+Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης, ο οποίος ερχόμενος και αυτός
+προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους
+δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με
+περισσότερην τιμήν από τους άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον
+μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και αυτόν να γδυθή ωσάν και τους
+άλλους, και να της εγχειρίση και τες δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε
+και τον έκλεισεν εις το τρίτον ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που
+έκλεισε και τους άλλους. </p>
+
+<p>Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που
+έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά
+που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον άνδρα
+της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν διά την
+μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά του Χόντζα,
+και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους, ομοίως και τες
+δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν τους, απέρασαν
+όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την υγείαν των
+ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών. </p>
+
+<p>Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον
+στοχασμόν της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την
+χώραν, καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι
+μου, και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που
+είδα την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως
+ήτο μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον
+μου την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου
+είπεν· ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί
+και ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με
+ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει.
+Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε
+ακούσω. </p>
+
+<p>Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος
+της βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά
+του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα γυρέψω,
+μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να μου χαρίση
+δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την επιθυμίαν·
+έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν εμπιστοσύνην του Χόντζα·
+ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου κάμει δικαιοσύνην, ανίσως,
+και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο που αρνήθηκα του Χόντζα·
+αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από
+εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι
+από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον
+διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να
+επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη
+δικαιοσύνην. </p>
+
+<p>Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια
+μου εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον
+αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να
+αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου
+κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα, τον
+καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα
+υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να πιστεύσης
+τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού είναι αυτοί
+οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου απεκρίθη,
+ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους σου να έλθουν
+μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ. </p>
+
+<p>Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την
+Αραούγιαν, και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία
+ντουλάπια έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα
+ντουλάπια ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και
+έτσι λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα
+ντουλάπια έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της.
+</p>
+
+<p>Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης
+της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον Βεζύρην,
+γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά εντροπιασμένους
+διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα εις εκείνην την
+θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους εις εκείνην την
+κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και ωνείδισα τους
+αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους έλεγξα εις τα
+φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο χιλιάδες φλωρία
+ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους έβγαλα από τα
+αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους. Κάνοντας
+υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου, επρόσταξα
+την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της λέγοντάς
+της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες κινδυνώδεις, που
+επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε αγαπήσουν. </p>
+
+<p>Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και
+μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι
+εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν
+είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν·
+εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του
+θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο
+Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα εγώ
+εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης
+ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν
+αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους
+οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την
+θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη με
+όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον απόδειχναν
+πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν και τιμημένην.
+</p>
+
+<p>Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε
+διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της· μα
+αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς μου,
+έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου, και δεν
+ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν μου. Και
+τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την ανάπαυσιν έστειλα
+κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις τον οντά μου, και
+με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω Βανάη· μου είνε
+γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία σου καρδία σε
+έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από αυτήν την
+δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον απ' ότι έζης
+χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και κοντολογής θέλω σε
+γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες είσαι πρόθυμος να μου
+κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ να λάβω. Ελαβώθη η
+καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την γυναίκα σου· χώρισέ την και
+στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά
+την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω από τα πλούτη, που σου τάσσω να
+δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από
+το παλάτι μου, που είναι πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον
+τόπον της γυναικός σου. </p>
+
+<p>Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου
+τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να με
+πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν φορές
+ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο στοχάσου ω
+βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω, επειδή και
+γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες όλου του
+κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της. Και διά να
+σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την καταπείσης
+να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την χωρίσω, και
+θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου προξενήση ο
+χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα με κάθε τρόπον,
+και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση τον γέροντα, μα
+όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης της Αροούγιας
+ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις έναν καιρόν να
+κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα διορίαν διά να
+στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου δώσουν την απόκρισιν
+και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα. </p>
+
+<p>Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα,
+εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν
+ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς,
+απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την
+στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν
+εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν
+την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον
+εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και
+επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα
+εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και αν
+δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα λάβη
+πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα της·
+επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους φθάσουν,
+και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα τόσον άδικον
+να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα που ποτέ δεν
+αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν. </p>
+
+<p>Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από
+εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να
+νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά
+δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την αποξενώσω
+από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η ευμορφάδα της
+και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν μου· και ύστερον
+από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει αναίσθητον εις τες
+νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες, και οι πλέον ευγενικές
+γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου φαίνονται το ουδέν
+έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας Αροούγιας. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της
+ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του
+μυστικού του.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο
+βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το τι
+έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και ότι
+δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από την
+Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ χαμογελώντας,
+ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο Βασιλεύς
+παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός πραγματευτού,
+που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα είκοσι χρόνων,
+και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν της Αροούγιας,
+χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα που εζούσεν εις
+τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως. Μα εγώ πλανώμαι,
+εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον συμπαθώ, επειδή και έχει
+χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή εξ όλης καρδίας τον
+ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι' αυτό με δίκαιον τρόπον
+φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση
+επάνω εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν
+είδεν έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις
+ένα κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες
+οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας
+πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να
+εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες
+τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες
+άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν
+άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα
+ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το
+σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα,
+έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι
+έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν
+την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του. </p>
+
+<p>Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από
+τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού
+επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα
+πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και
+πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν
+ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του αυθέντος
+σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη ο
+τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται
+μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται
+Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν
+ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν δέχεται
+εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν, και
+κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και είναι
+πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και ξεχωριστά
+από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον κράζη εις την
+συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα συμβεβηκότα του. Κάνει
+χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα του έτυχαν πολλά εξαίσια
+συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο
+τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε
+μείνει εκστατικοί. </p>
+
+<p>Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν
+να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν,
+επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους
+του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και ήλθαν
+εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς, και με
+πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν εις το
+τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά, εδόθηκαν
+εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά του. Ο
+Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ πνεύμα, και
+πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι σύντροφοί του
+έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν πολλήν
+ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις το
+οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά να
+υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά πάσης
+χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με όλους τους
+ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των διακοσίων ανθρώπων
+και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν με μεγάλην
+ευφροσύνην. </p>
+
+<p>Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του
+πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην
+ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα
+ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα
+εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα
+παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα εξαίσια,
+που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου έτυχαν είναι
+τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα εδιηγήθηκα, δεν
+ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν διά έναν άνθρωπον
+εχθρόν του ψεύδους. </p>
+
+<p>Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες
+διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως
+από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον διά
+να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε. Ναι, ω
+αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και δείχνετε
+τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να ενθυμηθήτε το ό,τι
+σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα όσα θέλω σας διηγηθή
+επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια πράγματα παράξενα, που
+έχω να σας διηγηθώ. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των εξαισίων
+συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου
+περιηγητού.</h4>
+
+<h5 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ταξείδιον Α'.</h5>
+
+<p>
+<br />
+Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι
+Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα
+ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που εις
+ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά που
+περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά
+πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των
+πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους
+πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους
+λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με
+έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί
+προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι
+πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά Σουράτ
+και Σερενδίβ. </p>
+
+<p>Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς
+χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν.
+Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις
+τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και κατέλυσα
+εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη. Ήτον αυτός
+ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας και πολλά
+τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν, που
+περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του. Δεν
+απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε
+λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω
+κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα
+επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον από πέντε ή έξ
+εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι διά να μισεύση από
+εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ να μισεύσω με αυτό.
+</p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός πρώτον
+του Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα εις
+το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να διαβαίνη από
+σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με πλούσια
+φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον που ήταν
+μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς την ωραιότητά
+της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το μεγαλοπρεπέστατον
+φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω, και ο στοχασμός μου
+ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω ωραιότατον υποκείμενον που
+βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε χωρίς άλλο η αγαπημένη του
+βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν
+επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να
+ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι
+τα όσα είπα. </p>
+
+<p>Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα
+δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις την
+ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα
+αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με
+σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που
+εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου είπεν,
+επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν τόπον, εις
+τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό προέρχεται
+από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος αντραλωμένος, είμαι
+έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με όλον που θα ήξευρα πως θα
+μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου, απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε
+να σου ειπή τίποτε οπόταν της ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την
+παρακάλεσίν της, δεν το πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης.
+</p>
+
+<p>Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω
+την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα
+ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.
+Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα
+εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες·
+τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες·
+εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το κεφάλι
+μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την εστοχαζόμουν
+οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα πλούσια φορέματα
+που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά ωραίαν, χωρίς να έχη
+χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα φτιασίδια. Έμεινα
+εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το εκατάλαβε και
+εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια άλλη και αν
+ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα ωμίλησες εις την
+στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε συμπαθώ· σου λέγω όμως
+ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους
+στοχασμούς μου διά μέσον μιας ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει
+να ημπορέσης να απολαύσης τες χάρες μου και την αγάπην μου, που έως
+τώρα εις κανένα δεν την έταξα. </p>
+
+<p>Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν
+νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ
+Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή είμαι
+έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον αγνώριστον, ο
+οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή τέτοιας λογής χάρες;
+Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ μου με θάρρος από ποίον
+μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ
+εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα με προθυμίαν την περιέργειάν της
+μα οπόταν της είπα πως έχω να μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα
+μου, αυτή με αντέκοψε δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις
+τούτο. Πώς το λοιπόν, ω Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν
+έτσι ογλήγορα να με απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία
+μου με βιάζει διά να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά
+μίσευμα· και αν μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να
+εύρω άλλο παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να
+μισεύσης χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της
+απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά μου,
+δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου αρέσει,
+και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά ευχαριστημένη
+αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες απόδειξες την
+αγάπην, που προς εμένα έφερνε. </p>
+
+<p>Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα
+κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή
+ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο οποίος
+αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί ευγενικοί
+και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και ολωνών τους το
+αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν απόφασιν. Μου ωμολόγησε
+περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν την είδα εις την στράταν της
+εδιαπέρασαν την καρδίαν και με εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η
+θεωρία μου της άρεσε, και διά τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα
+πλούτη, που ο πατέρας της εις διάστημα σαράντα χρόνων είχεν
+αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν
+της καλωσύνην, και αγάπην που εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την
+μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής
+αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος
+ωσάν και από το άλλο, με επήρεν η Γαντζάδα από το χέρι, και με
+έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον ετοιμασμένη διά να φάμε·
+εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις
+το αναμεταξύ που ετρώγαμεν εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά
+ηδονικές και γεμάτες από αγάπην. </p>
+
+<p>Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και
+τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με
+τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν
+διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το
+βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την
+Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο
+κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με
+παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που
+εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα. Τότε
+εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά να μη
+κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να υποπτεύση διά
+εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως το ταχύ θέλω
+επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε να με υπακούση
+διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην υποπτεύση διά
+εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να μη με καρτερή
+εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με κάποιους φίλους μου,
+χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας αυτήν την επιστολήν μου
+την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με ένα της σκλάβον. Έπειτα
+από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά
+διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον οποίον επρόσταξε διαφόρους
+σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν
+χρείαν. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/5.jpg"
+width="375" height="270"
+alt="Με έκαμε διά να γράψω μίαν επιστολήν του Αμπίπη"
+border="2" /><br /></p>
+
+<p>Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι
+επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν τελειώσει
+ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον συναπάντημά
+μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε ετοιμασμένα διά
+εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως ογλήγορα θα απολαύνω
+μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην ελπίζεις εις μίαν τύχην
+τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που
+να την ελπίζης τοιούτης λογής, επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι
+υπερβολικής ημπορεί το τέλος της να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή
+ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην
+την νύκτα χωρίς να λάβω καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα
+ήλθεν η Γαντζάδα νε με εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν
+πρόσωπον με ηρώτησε αν εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της
+απεκρίθηκα, ότι απέρασα την νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να
+ήθελεν αναγκάση την στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια
+μου αυτή εχαμογέλασε λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή
+καλώς διά την σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και
+ύστερον να κάμη μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε
+πολλές περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον
+τρόπον έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος
+ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν,
+την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί
+αγαπητικοί. </p>
+
+<p>Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το
+περιβόλι της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και
+επάνω εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή,
+παραδίδοντάς σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της
+υπανδρείας μου έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον
+θέλεις ειπεί, πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της
+Γαντζάδας με εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο
+πράγμα ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας
+αυτή από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν,
+και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο
+στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά των
+θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν τέτοιαν
+απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου εφανέρωσε
+τον στοχασμόν της. </p>
+
+<p>Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω
+εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν
+επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον
+πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι θα
+δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ έτσι
+συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με λάβης
+γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς το
+στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την αγάπην που
+σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν μας, εγώ το
+επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα εμπόδιον πολλά
+ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να καταλάβης τον
+κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν αυτή, το εμπόδιον
+αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου, της απεκρίθηκα· εγώ
+δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν
+γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω
+ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω εις την θρησκείαν μου,
+απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή ποτέ να υπανδρευθώ με
+ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα να γίνω βασίλισσα·
+εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα σε κάμω πρώτον να
+αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα σε υποχρεώσω να λάβης
+εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον ήλιον και την φωτιάν,
+καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που διστάζεις να αρνηθής την
+θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την εδικήν μου, διά να μη μου δώσης
+αυτήν την ευχαρίστησιν, καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και
+αρνούμενος μου την δεξιάν σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον
+άνθρωπον του κόσμου. </p>
+
+<p>Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα
+τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις την
+υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και πως η
+ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με έβλεπεν
+εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με πολλές
+άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που
+εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος αυτής
+που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ· ολίγον
+έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να θυσιασθώ
+όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν ήθελε με
+κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον πολλά
+θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον τόσον
+στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον αυτής,
+ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη κάποιαν
+ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον. Ύπάγε,
+αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ ημέρας διά
+να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν διά να με
+κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν ύστερον από
+αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι ζητώ από εσένα,
+καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός καταφρονημένης,
+που ημπορεί να κάμη ο θυμός της. </p>
+
+<p>Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα
+πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου
+απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την
+πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα
+να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου ήτον πολλά
+μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα επρόκρινα να
+προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας μου συνέβαινε
+ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν έλειψα που να
+πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το παλάτι· μα
+εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά προσταγής της
+Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και χάνοντας και
+αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν της Γαντζάδας να
+πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα, και η Γαντζάδα
+έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα· υπήγα εις τον
+χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί περιτριγυρισμένην
+από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν περισσότερην ενός κριτού
+αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής· </p>
+
+<p>Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν·
+Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον
+στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά
+μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα
+του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω, ανίσως
+και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να καταπατήσω
+την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του Προφήτου. Σιώπα ω
+ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν, βλέπω την αχαριστίαν
+σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά σου· ύπαγε, εσύ είσαι
+ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν είσται εντροπή μου να
+παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ είσαι· εγώ χωρίς πλέον να
+σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια,
+τα οποία με έκαμαν να τρομάξω, ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ
+μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν, ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν
+του θυμού της, και επιθυμούσα το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και
+αν ήθελεν ήτον. </p>
+
+<p>Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις
+τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν μαζή
+τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από εκείνο
+που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ. </p>
+
+<p>Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με
+στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντας
+την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω. Εγώ τον
+επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν είμεθα εις την
+πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν από εκείνους,
+πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το μάθεις εις τον
+καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά την ώραν δεν έχεις
+να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους ανθρώπους χωρίς να
+μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι και ευθύς που με
+έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον λιμένα. Οπόταν δε
+εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο καραβοκύρης μου είπε, πώς
+αυτός ήτον από το βασίλειον της Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με
+έδωσε διά σκλάβον του, προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να
+υπάγω εις την Μπάσραν· και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη
+καθώς αυτή τον επρόσταξε. </p>
+
+<p>Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά
+γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την
+εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί
+πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα μου
+και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά σκληροτέρα
+από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας ημέρας· μα ύστερα
+κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν, εδόθηκα όλος εις το να
+δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας
+τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα.
+Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με
+επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και
+να κάνω χωρίς να με ήθελε προστάζει και με τούτον τον τρόπον
+απόκτησα κατά πολλά την αγάπην του. </p>
+
+<p>Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ,
+και είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της
+Μπεγκάλας, ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που
+είνε τα βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος
+τόσον σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες
+θάλασσες· μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να
+ημπορέσωμεν κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν
+ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το
+καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν
+τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να
+απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του
+αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος δεκαπέντε
+ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε με τόσην
+ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν τρεις
+χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους αγνωρίστους εις
+τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος πάντων τότε ο
+άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας επροξένησε μεγάλην
+χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν καιρόν, με το να
+ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει δυσκολίαν να το
+πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Β' του
+Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και
+σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας βλέπομεν
+έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας αντιπολεμούσε με
+τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε αυτός πολλά σφιχτά
+μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη καταποντισθή, και μας έκανε
+σημείον διά να υπάγωμεν να τον συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η
+ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να ρίξωμεν τον σκύφον εις την
+θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται διά να τον ελευθερώσουν. Αν η
+ευσπλαχνία είναι ένα έργον αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν
+ότι αύτη εστάθη πολλά κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/6.jpg"
+width="364" height="263"
+alt="Ο οποίος εκρατούσε σφιγκτά μίαν σανίδα" border="2" /><br /></p>
+
+<p>Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον
+έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς εφαίνονταν
+έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά θηριώδη· χοντρό
+το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το στόμα του κατά πολλά
+μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των σκύλλων, τα χέριά του
+ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με νύχια μακρά και μυτερά, οι
+οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της τίγριδος, και είχε μίαν μύτην
+πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας
+άρεσεν, επειδή είχε μίαν θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις
+μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν, που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν
+εκείνος ο άνθρωπος, τόσον θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα,
+επαρουσιάσθη έμπροσθεν του καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου
+είμαι χρεώστης διά την ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ,
+αν δεν με εσύντρεχες. Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης,
+ευρίσκεσο εις τα ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη
+σου δεν ήθελε μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν
+απεκρίθη ο άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να
+σταθώ εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που
+πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη
+ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν
+άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα ημπορέσης
+διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να υποφέρω μίαν
+νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης φαγητά εξαίρετα,
+ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό στομάχι. </p>
+
+<p>Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα
+εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι ο
+κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη τι
+ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν, επρόσταξε
+διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη ανθρώπους
+πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν. Όσον διά τα
+φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το να στέκω πάντα
+γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι δεν είνε τιμημένον
+πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω! ω! απεκρίθη εκείνος
+με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης
+απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν
+από την πείναν, και ανυπόμονος διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς
+εποθούσεν, εκτυπούσε τους πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια
+του γυρίζοντας τους οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους
+φόβον. Τέλος πάντων βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν,
+ευθύς ερρίχθη επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και
+με όλον που το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός
+εις μίαν στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο,
+που του έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του
+φέρωμεν και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει. </p>
+
+<p>Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση
+αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν την
+πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα άλλα, με
+το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι αυτός θα
+εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του φέρουν και άλλα
+διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη υποφέροντάς την
+αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς επήρε ένα ξύλον
+διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον επρόλαβε, και
+πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με τους όνυχάς του.
+Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού με τα σπαθιά εις τα
+χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη επίβουλον· κάθε ένας
+εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση την βαρβαρότητά του,
+οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας είχε το πετσί του
+τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά μας ετσακίζονταν,
+και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον να τον λαβώσωμεν.
+Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις λαβωματιές, δεν τες
+έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν με θυμόν εγύρισε, και
+έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με μίαν άκραν δύναμιν τον
+έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς μας. </p>
+
+<p>Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς,
+και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή ερριχθήκαμεν
+επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την θάλασσαν, μα δεν
+ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και μας εγλυστρούσεν
+από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό έχωσε τα νύχια του εις
+το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί εκρατείτο με τρόπον, που
+εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς
+να φανή φοβισμένος από τον θυμόν μας, μας είπε με πικρόν
+χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν
+κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει καλύτερα εις το να με υπακούσετε·
+εγώ εκαταδάμασα πλέον δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν
+ακολουθήσετε να μου αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας
+μεταχειρισθή με τρόπον, που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας. </p>
+
+<p>Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να
+μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν
+πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν
+εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η
+πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά να
+του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας εφανέρωσεν,
+ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν αιτίαν διά να
+μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας είπε πως μας
+αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την θάλασσαν, εις την
+οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως διά το καλόν μας,
+επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο καράβι, που να είναι
+πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις εκείνο, και ημάς να μας
+αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες μας τες έκανεν εις τον
+καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός εγελούσε·, εμετωρίζονταν
+καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς ηθέλαμεν τον εύρει πολλά
+νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να λάβωμεν ηδονήν από τα
+μετωρίσματά του, και να χαρούμεν. </p>
+
+<p>Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς
+του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη δύο
+ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα μας
+ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον άλλον
+διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.
+Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το στομάχι,
+θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να αποκοιμηθή·
+αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον κυριεύση· και
+εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός εκοιμούνταν, με
+ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις την θάλασσαν, διά να
+γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις ολίγον διάστημα την
+ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν. Μα εγελασθήκαμεν εις
+μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και εκείνος, καταλαμβάνοντας τους
+στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την
+χώνεψιν των φαγητών την έκαμε χωρίς να λάβη ύπνον. </p>
+
+<p>Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν
+επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη
+παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν απελπισίαν
+διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν ήλπιζε ποτέ με
+τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα· οπόταν αιφνιδίως
+μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση επάνωθέν μας. Ο πρώτος
+μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν ήτον μία νέα φουρτούνα,
+διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα
+να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν, παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον
+τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την
+ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας
+φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον
+καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα
+πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν, ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους
+Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα
+πουλί θηριώδες το οποίον ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα
+μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με
+πολλήν βίαν εις το καράβι μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που
+έστεκεν εις την πρύμην, και τον έφερεν εις τον αέρα. </p>
+
+<p>Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος
+άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια του
+ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα σουβλερά εις
+το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του με όλα τα φτερά
+που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον έκαμε να δοθή εις
+ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο αέρας, και διά να
+ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του εχθρού του. Ετούτος με
+όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι του, και ετελείωσε που να
+φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του
+τες επίλοιπές του δύναμες, τον εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην
+του, και αμφότεροι έπεσαν αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι
+μακράν από ημάς. </p>
+
+<p>Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η
+ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και ευθύς
+που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις
+μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο θάνατος
+του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας. Ακολουθήσαμεν
+ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν μερικές ημέρες με
+την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν ημπορούσαμεν να
+καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις τούτον τον κόσμον
+μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα τον αέρα πολλά
+αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον εξανοίξαμεν
+ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν χαράν. Και καθώς
+επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την δυτικήν κόγχην του
+νησιού της Γάας. </p>
+
+<p>Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και
+εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν
+ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν
+ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο
+καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το καράβι
+ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον εδέχθη η
+γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με πολλήν
+αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους έκαμαν,
+με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του ωσάν ένα
+σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε να δεχθούν
+με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον καιρόν επάνω
+εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν της ορέξεώς
+τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν σχεδόν ωσάν να
+ήμουν ένας από την οικογένειάν τους. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Γ'. του
+Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου)
+εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από την
+αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα του
+εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας άλλο
+παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε πολύ,
+επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με το να μη
+μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον, ηύρα την
+πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με το να
+ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης άλλην
+αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη· επειδή και
+εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν, ομοίως και όλη
+μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω βόιδια και
+αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν απεφάσισα να
+γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ μου, ημπορείς
+χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου. </p>
+
+<p>Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν
+άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του εζήτησα
+τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά χαράς μου την
+έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον διά να
+συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν θάρρος, μου
+ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά ευχαριστημένη
+που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα καταλαμβάνω πως δεν έχεις
+καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής· όθεν επάνω εις τούτο το
+θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η οποία θέλει είνε διά καλόν
+σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω διά τιμημένον, και γενναίον
+άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το θάρρος σου μιλώ· όμως να μου
+τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης. Εγώ τότε της έταξα, και της
+ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν αντίστασιν το ό,τι ήθελε με
+προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου
+κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού τον υιόν, και αυτός κατά πολλά
+μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο
+οποίος πάντα του το αρνήθη, με το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν
+παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία να με στεφανωθής· και ύστερον από
+δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να
+καμωθής πως θέλεις διά να με ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον
+αγαπητικόν μου διά να γένη σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε
+καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να
+σε δώσω εις τον αγαπητικόν σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα
+γίνη καθώς επιθυμάς μα τι θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το
+χώρισμα που θέλω σου κάμει; Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη
+εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, και θέλεις μένει αναπαυμένος. </p>
+
+<p>Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα,
+την ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη
+αυτή εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να
+τελειώση αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας
+υστερώτερα, κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να
+δεχθούν εκείνην του Μωάμεθ. </p>
+
+<p>Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την
+χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον
+τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε διατί
+την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν αγάπην
+εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός εγέλασε διά την
+αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω, και εκαμώθηκα πως
+θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το λοιπόν, του είπα, διά
+να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον φέρει ετούτην την νύκτα
+χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον αναΐπην του Κατή· και το ταχύ
+ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν
+ευχαριστημένος εις την απόφασίν μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα
+και ηύρα τον αγαπητικόν της Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα
+μου) και έμπροσθέν μου εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί
+την νύκτα κατά πως επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν
+ήθελε να χωρίση την γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον
+πεθερόν μου με πλαστόν πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του
+ανήγγειλα την υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει
+να την χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και
+εις αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει,
+πως ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ
+πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση,
+προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την αρνήθης,
+και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν θέλει να
+την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με τούτο το
+μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του, που από
+τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε σκάνδαλον.
+</p>
+
+<p>Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το
+συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν
+ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε εις
+τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον,
+λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς
+τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα διά
+να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το
+θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά έναν
+αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να
+επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα.
+Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από
+την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι,
+εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο
+καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Δ'. του
+Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω
+κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα
+έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι
+να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα
+πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον
+πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που
+εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος απερασμένος
+εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα συντριβάνι· ο οποίος με
+πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του ανταποκρίθηκα και εγώ τον
+χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν και εσεργιανίζαμε μαζί. Και
+ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες που μου έκαμε, μου εφανέρωσε
+πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο του Σουράτ είχεν ένα καράβι
+εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά
+θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να του ανταποκριθώ εις το θάρρος που
+μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος
+καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν
+Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα. </p>
+
+<p>Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με
+έκαμε να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν·
+βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής θλιμμένον
+και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου έτυχαν· μα έξω
+από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής εις τας δυστυχίας
+των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής· σου ομολογώ πως
+εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν μεγαλωτάτην αγάπην,
+με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου· είμαι διαπερασμένος εις
+την καρδίαν και τετρωμένος διά τες δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες
+οποίες οπόταν τες διηγηθής του πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν
+θέλει συντριβή η καρδία του περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον
+ευχαρίστησα μεγάλως διά την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ
+έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε
+αυτός πάλιν μου είπε με θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου,
+διά την συναπάντησίν σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά
+ακριβή· κάθε στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα
+με εμένα σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι
+γέρων πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και
+υιόν μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε
+με τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός. </p>
+
+<p>Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές
+ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι του,
+το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον με
+μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να
+λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον
+πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν.
+Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με
+πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή χοντζερέ,
+εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν γεμάτην από
+διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από φαρφουρί φίνο της
+Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα της Ναγκασάρ, και η
+κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον που εφάγαμεν όσον μας
+άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον, και εχαρήκαμεν αρκετήν
+ώραν. </p>
+
+<p>Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου
+ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη
+που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ και
+δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί, εις το
+οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ θέλεις έλθη
+μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον από τες πολλές
+παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται περισσότερον από διακόσια
+πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το
+χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας
+καραβοκύρης του οποίου ήμουν πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους
+τους θησαυρούς, και μου έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω
+εις αυτά τα πηγάδια, με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με
+βλάψουν. Και ο τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν
+εβγαίνω από το καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια
+αναμμένα· η θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα
+άγρια θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα
+μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον. </p>
+
+<p>Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην
+ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις τούτην
+την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο που έχω
+συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης υπέρμετρος,
+τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν μου· Και διά να
+με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην είνε αληθινόν, με
+φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες σιδερένιες διπλές, και
+εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους σωρούς βέργες από χρυσόν,
+ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα ωσάν αυγά περιστεράς, που
+έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι
+ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν;
+αγροικάς εναντίωσιν διά να ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι
+έτοιμος να έλθω όπου με προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο
+γέρων) με αγκάλιασε και με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με
+τούτο εβγήκαμεν από εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς. </p>
+
+<p>Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και
+εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν
+ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων
+επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού
+μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με
+πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με
+τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον. Τότε
+ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το
+πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και
+αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς
+εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα
+σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω. Φθάνοντας
+λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα εις τα ποδάρια μου πολλά
+στρείδια, που μέσα τους έχουν τα μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον
+καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο
+γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα
+εγέμισα πολλές φορές. </p>
+
+<p>Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του
+έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες
+πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω
+υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω πατέρα
+μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις τούτο το
+πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου επάνω εις
+τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον εις θυσίαν
+ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να προστρέξης
+εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά να κάνη
+θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας άνθρωπος
+ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια ανεχώρησεν
+από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να κλαίω όσον
+εδυνόμουν. </p>
+
+<p>Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει!
+τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα
+διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την εσυναπάντησα;
+δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον ειδωλολάτρην, που
+με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα, και με τα μεγάλα του
+χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα έχει ολίγην διάκρισιν ή
+λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν εις την θέλησίν μου· ω
+ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις αυτήν την κατάστασιν να
+αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου; ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω
+ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ ανάγκης έπρεπε να πέσω εις
+τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις που με έρριξεν εδώ, ημπορεί
+και να με ελευθερώση. </p>
+
+<p>Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις
+απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το
+οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις
+κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις
+αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με
+εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με βοηθήση.
+Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν εκείνου του
+χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή. Εστάθηκα διά να
+ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα πως ήτον ένας
+καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα από διάφορα μέρη
+έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος ότι αυτά έβγαιναν
+και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις εκείνην την τρύπαν ή
+να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να τελειώσω από τα βάσανά
+μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με πνίξουν, μου εσήκωσαν τες
+αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το
+παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν βουνού. </p>
+
+<p>Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από
+τον οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην
+συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου· και
+αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον εαυτόν
+μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί χωρίς να
+ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι του
+επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα να
+στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν,
+φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα ο
+φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν το
+οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα. Τότε
+εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις ένα
+ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν από το
+καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις την πρύμνην
+του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον, και ήλθαν και
+μ' επήραν, και με έφεραν εις το καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν
+ήτον η χαρά μου οπόταν εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος
+φίλος του πατρός μου, ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού,
+που ήτον από την Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το
+συμβεβηκός που μου έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί. </p>
+
+<p>Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα
+διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα
+τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά
+όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν
+διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω
+εις τον επίβουλον γέροντα. </p>
+
+<p>Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το
+νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια·
+και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να ήμασθεν
+όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι τίγρεις,
+επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν αυτά τα
+θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα πηγάδια
+χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις τα
+πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην ποσότητα. Δεν
+ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των οστρειδίων που
+εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να τα ανοίξωμεν, και
+διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που καθένας έμεινεν
+ευχαριστημένος διά το μερτικόν του. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Ε'. του
+Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+&nbsp;&nbsp;Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά
+διά να υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που
+είχεν ο καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το
+λοιπόν με μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά
+φουρτούνα, που μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να
+πλεύσωμεν χωρίς να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών.
+Την εβδόμην ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε
+ο καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι
+μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να
+στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον
+τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το καράβι
+ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος πάντων το
+εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και εφαίνονταν
+υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο που μας
+εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από τζελίκι·
+τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης έβγαλε τότε
+ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα χαμένοι·
+ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το βουνόν,
+και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα καράβια, που από
+κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή και ωσάν έλθουν
+υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν από μίαν μαγείαν,
+και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί
+χάνονται. </p>
+
+<p>Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά
+εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας,
+επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον παραμικρήν
+ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την θλίψιν, εις την
+οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους απελπισμένους παρά από τον
+κίνδυνον μου τον ίδιον, που οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του
+καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την
+απελπισίαν; ας γυρέψωμεν καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από
+τον κίνδυνον που ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή
+πως φυσικά έχω κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την
+στιγμήν μου δίδει δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την
+οποίαν ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν
+εις την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν
+του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το κακόν
+μας. </p>
+
+<p>Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους,
+μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και
+ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο
+Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να
+ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την
+κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν
+και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας
+στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου
+εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον
+που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία
+σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας
+γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν
+τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει πλέον
+να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον ακόλουθον
+τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την συντροφιάν να κτυπήση
+τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον εις το πρώτον κτύπημα
+το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα σαΐτας, εις το δεύτερον
+θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του βουνού· και εις το τρίτον
+θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει
+χτυπήσει το τύμπανον πρέπει θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι
+να μισεύσουν». </p>
+
+<p>Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν
+μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των
+λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν μέσον
+να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο πλέον
+χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας είνε,
+τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να μείνη, το
+λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με κάθε τρόπον
+μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και ο Καπετάνιος
+έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον εκατάλαβα ότι
+είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον τον κίνδυνον,
+παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ αγκάλιασα όλους της
+συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας
+από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το ύψος του βουνού· επλησίασα εις
+την περιοχήν και παίρνων το ξύλον εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και
+το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον
+το έχασα από την όρασιν· και εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε·
+ύστερον από αυτό έμεινα εις την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να
+πληρώσω την θυσίαν που μου ήταν γραμμένη. </p>
+
+<p>Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν
+ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν
+του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα πολλά
+γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή ζωής·
+εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν σπητάκι,
+και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον εχαιρέτησα όντας
+πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα καράβια που
+απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην βίαν εναντίον
+εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και ποίος ήτον ο
+αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την δύναμιν τα έκανε να
+ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν την στράταν των; </p>
+
+<p>Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του
+με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς
+το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την
+δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον δεν
+ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω αυτό το
+μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και ήθελα
+συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος από αυτόν,
+και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό. Ακούοντας έτσι
+ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην ώραν, ηύρα τον
+δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από τον άλλον, και
+τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που ημπορούσε να
+νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον ερώτησα και
+αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν εκείνο το
+χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός μου ο πλέον
+γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως θέλει σου το
+φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά ογλήγορα και τον
+τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν είχε μίαν τρίχα
+άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον δυνατός, που δεν
+ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον γεροντότερος από τους άλλους
+δύο. </p>
+
+<p>Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ'
+εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του
+χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το
+ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να μου
+το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα· και
+μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και οι δύο
+είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον το αίτιον.
+Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν έχει άλλο παρά
+πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και υπέργηρος είνε το αίτιον
+που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά, και η θλίψις τον έφερεν
+εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει εβδομήντα πέντε χρόνους,
+και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και δυνατώτερος από τον άλλον
+και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά.
+Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον γέρος, και φαίνομαι πλέον
+νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον που απερνώ τους εκατόν
+χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε
+το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που επιθυμείς να γνωρίζης τον
+αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την νεότητά μου, ότι το
+εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και άλλο περισσότερον δεν
+ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία χώρα πλησίον κατοικημένη.
+Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την στράταν, και πολλά ογλήνορα
+θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην
+έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά
+θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον, εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι
+κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν
+συνήθειαν να ρίχνουν εις τα καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που
+από κακήν τους τύχην ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν
+αυτοί, το σαπούνι τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον
+ευρίσκεται εις τον κόσμον με το να είνε καμωμένον από το πάχος των
+ανθρώπων. </p>
+
+<p>Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα
+την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά
+μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά
+εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα
+ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους
+πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και
+μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον να
+με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα
+καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου
+από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές. Ποίος
+το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον Αμπουλβάρην,
+διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ, χωρίς να μου
+δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να χαιρετισθούμεν, και διά
+ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ; </p>
+
+<p>Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα
+λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός
+διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις το
+Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του είπα
+το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν πολλά
+αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν διά να
+ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ την
+αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον
+από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον αέρα πολλά
+αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του Αμπίμπη. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός ΣΤ' του
+Αμπουλβάρη</h4>
+
+<p>
+<br />
+Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά
+την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν είχα
+αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου επιβουλευθή την
+ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη, με στοχασμόν διά
+να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. Και εκεί που
+επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη, μου λέγει, με
+γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται κάπου να σε είδα
+όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου απεκρίθη εκείνος,
+εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα την τιμήν να σε
+δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας ήμουν και είμαι
+σκλάβος έως την σήμερον. </p>
+
+<p>Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον
+σκλάβον. Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον
+πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία πάντα
+μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται αυτή εις
+την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου, απεκρίθη ο
+σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο μήνες. Ο
+βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά του
+παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη αλλέως
+παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται
+υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την
+υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα
+ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και
+αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε αποφύγει
+τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον μισευμόν
+σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να αποθάνη. Τότε
+εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα μεγάλως εις την
+καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την χάριν να της ειπή
+πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος διά την υστέρησίν
+της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον ευχαριστημένη εις την
+κατάστασίν της. </p>
+
+<p>Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα·
+μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος
+πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε τρόπον
+διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά λόγου μου να
+είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει εις την θλίψιν
+μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε τάζοντάς μου ότι θα μου
+φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η μεταλλαγή του γραπτού της
+Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν, αγροικούσα από το άλλο
+κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να στοχάζωμαι, ότι αυτή
+ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ κρυφίως, και ότι θα
+ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν εις ελπίδα τόσον
+χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα έλθη να μου δώση την
+απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς τον διέταξα. Αλλ'
+εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να επέρασεν ένας μήνας
+χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι
+η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν ακόμη κακιωμένη, που δεν την
+υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου
+φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν. Βυθισμένος εις αυτούς τους
+υστερινούς στοχασμούς, που τους ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν
+μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα δι' αυτήν. </p>
+
+<p>Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας
+με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και
+ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν
+ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού
+μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω
+πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με
+καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους
+ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς
+γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο
+διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν τα
+κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον δόξαν·
+τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του
+βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε ώρες
+με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και πιστή
+γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που έχουν να
+φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και με το να
+μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως θα
+εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ διά να
+την ιδώ. </p>
+
+<p>Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι
+εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά
+να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν
+την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ τα
+πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι οποίοι
+εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν να
+προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία. </p>
+
+<p>Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα
+επάνω εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή
+στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από
+λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που
+έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα
+στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα
+ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την εσυντρόφευαν·
+και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα όργανα τες
+ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι φίλοι της
+χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την χαράν που είχαν,
+εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των, και μέρος διά
+φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς
+την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον, και την έφεραν από το χέρι
+εις την άκρην του ποταμού, εκεί που ήτον το κορμί του ανδρός της
+φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους
+πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα χέρια των ιερέων οι οποίοι το
+έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε
+και αυτή εις την ετοιμασμένην πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές
+φορές θεωρώντας την ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν
+έπειτα αγκάλιασεν όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς
+ανεχώρησαν διά να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες
+σκλάβες της, οι οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την
+ελευθερίαν των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα
+εδιαμοίρασεν. </p>
+
+<p>Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την
+θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν,
+και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν
+με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.
+Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι
+εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα
+ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ
+τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην
+ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το πιστεύσω.
+Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά τον
+θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με
+συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα χέρια
+των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να αξιωθή με την
+σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε την έκαμαν να έμβη
+εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν λαμπάδα κατά την συνήθειαν
+εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν εις την καλύβαν, και να καή
+μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ μην έχοντας πλέον καρδίαν εις
+το να ιδώ το τέλος του θεάματος, ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την
+οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να
+σας περιγράψω· ήμουν τόσον περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που
+δεν ήξευρα το τι μου εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου
+προς τον τόπον της θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον
+αέρα μου εσύντριβαν την καρδίαν. </p>
+
+<p>Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με
+είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που
+έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός
+φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς
+του εκείνην την διήγησιν. </p>
+
+<p>Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά
+να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες, που
+ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον υπόχρεη
+να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην αγάπην προς
+αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά κενοδοξίαν, και
+να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο χωρίς άλλο, που την
+επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο στοχασμός του Αμπίμπη με
+ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή και με έκαμνε να στοχασθώ πως
+αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε είνε τόσον πρόθυμη να καή με
+όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον ερχομόν μου εκεί· μα με όλον
+τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον γάμον της χωρίς να αγροικήσω να
+ανανεώνεται ο πόνος μου και διά τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω
+από κει. Και ούτως επήγα εις τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο
+κανένα καράβι διά να μισεύη διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που
+έμελλε εις ολίγας ημέρας να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την
+συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην
+θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν
+έλειπε με κάθε τρόπον που να πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η
+θλίψις· μα εστάθηκαν όλα ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν
+της ωραίας Γαντζάδας. </p>
+
+<p>Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και
+έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε μου
+είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου φέρω
+την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου δεν
+είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην σου
+μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των
+ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να καή·
+δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και πρέπει να
+την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας έλθωμεν εις το
+αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά πολλά πλουσία και
+ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω, επιθυμά να σε ιδή· επειδή
+και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και τα όσα επέρασες με την
+Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με έστειλε διά να σε κράξω να
+έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την χάριν και έλα μαζί μου, και
+δεν θέλεις μετανοήσει που με υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα
+μου είπεν ο σκλάβος του οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ
+καμμίαν γυναίκα, επειδή και έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος
+μού εδιπλασίασε τες παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να
+υπάγω να ιδώ εκείνο το υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το
+περισσότερον διά περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον
+σκλάβον, ο οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν
+εις έναν απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι
+υπάγει να φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που
+εκαρτέρουν, και ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν
+μου, εις την οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι
+εκείνη ήτον η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι
+θα έγινε στάκτη. </p>
+
+<p>Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η
+σκιά της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή
+βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην
+ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν
+επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της
+Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν είνε
+με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να θεωρήση
+χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε
+πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω κάθε
+σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα, διά να
+μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες. </p>
+
+<p>Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ,
+έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν
+ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ.
+Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα
+υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα αβλαβής·
+Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις ετούτο το
+σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και όλον ετούτο
+που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας να αφήσω την
+ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε στεφανωθώ, και να
+πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι ηθέλησα να κάμω αυτό, διά
+να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από την πατρίδα μου με ένα
+Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει πολλήν αισχύνην εις όλην μου
+την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που
+σε έκαμε να μείνης εκστατικός. </p>
+
+<p>Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν
+εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου αποφάσισες
+να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την θρησκείαν σου;
+ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με κάνεις τον πλέον
+ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα τούτα τα λόγια,
+έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με θερμότητα. Σηκώσου,
+Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν ημπορής να επαινεθής τόσον
+διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν είναι πλέον μία απόκτησις τόσον
+πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα
+πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα των ιερέων και των εδικών μου που
+τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την
+ομιλίαν της και της είπα, πως τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε
+τα στοχάζομαι διά το ουδέν έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και
+ευχαρίστησις ήτον διά την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την
+αντάμωσίν της, παρά διά τον πλούτον όλου του κόσμου. </p>
+
+<p>Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν,
+απεφασίσαμεν διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που
+θα ήτον· το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας
+λοιπόν το καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη,
+και παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι
+ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και
+εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον από
+ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν καθώς
+επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο πατέρας
+μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα που μου
+έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως ήτον
+γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την είδε
+τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην, οπόταν του
+εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα συμβεβηκότα μου, και
+έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε τα όσα μαργαριτάρια με
+τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και ύστερον από αυτά ο πατέρας μου
+και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και την εφέραμεν εις τον Κατή και μας
+εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον να αρνηθή την ειδωλολατρικήν
+θρησκείαν και διά να εορτάση τους γάμους μας, και ο πατέρας μου
+έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις
+όλους τους φίλους του. </p>
+
+<p>Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε
+πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να
+σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και
+θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα
+τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα. </p>
+
+<p>Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι
+μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον. Το
+καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ ήλθαν
+και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν εκείνην
+την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι τους. Και
+ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του, την
+εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ακολούθησις της
+ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του
+Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.</h4>
+
+<h5 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ταξείδιον
+δεύτερον</h5>
+
+<p>
+<br />
+Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι
+δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και δεν
+ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την χάριν
+του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να
+χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι
+οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την
+ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει κάθε
+εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και ευχαρίστησις,
+μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά ολίγους μήνας το
+λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο πατέρας μου και
+διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου που είχα. Ετούτος
+ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να αυξήση το έχειν του με
+την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι, και το εφόρτωσε
+πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και έβαλεν όλον του το
+κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος πάντων εμίσευσε, μα
+δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του σιμά εις ένα
+παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το κορμί του. Τον
+είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου επροξένησε
+συμπάθειαν και λύπην. </p>
+
+<p>Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση
+νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε
+πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη. Και
+ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου φανερώση εις
+την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη. </p>
+
+<p>Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα
+δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω
+που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το
+λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί
+μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις
+ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από
+ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς τας
+ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο μέρος
+δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της
+Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν·
+αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου
+δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας
+φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος πάντων
+εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου περιουσία
+ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις δυστυχίαν με
+έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως αποφάσισα μη κάμω
+καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ εις το βασίλειον της
+Γολκόνδας. </p>
+
+<p>Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να
+κάνω ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα
+δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος
+από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει με
+αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα
+λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και
+αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το Σουράτ,
+και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η ημέρα του
+μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και είπα του Ούρμα
+αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την επιμέλειαν του
+σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά την τιμήν μου, και
+πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου Γαντζάδα, και μη την
+αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το αυτό αμανάτι που σου
+αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς σου το άφησα. </p>
+
+<p>Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν
+του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω
+καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην.
+Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου ήσυχον.
+Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν πολλά
+αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με πολλά
+κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις οποίες
+εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα. Και αφού
+ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να γυρίσωμεν εις
+την Μπάσραν. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Ζ'. του
+Αμπουλβάρη.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι θα
+φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα μας.
+Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που
+ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η
+σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι
+μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι
+άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου
+μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με
+τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις
+εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν,
+και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην,
+και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται ένας
+μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον
+πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν,
+που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη
+εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον
+καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν μου·
+και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου, έπιασα
+την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του θηρίου.
+</p>
+
+<p>Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά
+εις μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο
+ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν
+νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα που
+εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα·
+εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με τόσα
+διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν ευχαρίστησα
+τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον που δεν
+εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος τα άγρια
+ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με καταφάγουν, μου
+εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ εκεί διά πολλήν
+καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν. </p>
+
+<p>Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα
+δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις
+αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον
+από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον
+ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και
+φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του
+οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα
+κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε
+το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν χρυσήν,
+και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν εις το
+στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το
+επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του. </p>
+
+<p>Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις
+εμέ, είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την
+θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν
+ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα
+και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να θεωρήσω
+τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν διάστημα
+εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο δράκων,
+και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν άφαντος από τα
+μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα θάρρος, και
+γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά να ιδώ τι
+άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και εμβαίνοντας μέσα εις
+αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος έδειχνε πως ήτον έως
+εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν πως να ήτον ακόμη
+ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που ήτον αποθαμμένος·
+εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν· επήρα έπειτα την
+κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι του ακουμπισμένον,
+και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια παλαιά επάνω εις τα οποία
+έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια· «Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας
+βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας
+πως επλησίαζα εις τον θάνατον, εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά
+να αφήσω το θνητόν μου κορμί υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς
+ωφέλειαν του ανθρωπίνου γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις
+ετούτο το νησί από κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν
+μεταγυρίσει εις τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν
+να βαλθούν εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν
+τίποτε δεν τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη,
+και θέλουν φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν
+εύρει μίαν μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις
+αυτήν, και ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις
+ένα μέγα λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο
+το μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους».
+</p>
+
+<p>Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες
+ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά
+πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους
+κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και
+εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα
+προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του
+βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν της
+οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από το να
+έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του Ασή δεν
+εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και επεριπατούσα εις τα
+τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα βαθύτατον σκότος·
+αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον κατήφορον, και
+περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν να στοχασθώ,
+ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι έκανε χρεία πως
+εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα τελώνια της γης.
+Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη, και εξαναθεώρησα
+το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά πάντα. Εφανερώθη
+ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον από διαφόρων λογιών
+λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και δένδρα φορτωμένα από
+ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά τα δένδρα, και έφαγα από
+τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα χόρτα διά να αναπαυθώ
+ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον ύπνον. Και οπόταν
+εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα και ξερακιανά, τα
+οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν μορφήν ανθρωπίνην,
+και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του μετώπου τους από ένα
+κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν σκύλου, και άλλα είχαν
+σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα διηγηθώ· </p>
+
+<p>Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι
+ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα
+συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να
+κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και
+οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν
+θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής. Δεν
+έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν. Έκαμες
+καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και στανικώς,
+ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς με επήραν
+και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω από πάνω από
+διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά να φθάσωμεν εις
+τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά ένα αναρίθμητον
+πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά· και εις κάθε ένα
+από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον. </p>
+
+<p>Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι
+εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων οι
+άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους λείψη
+αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα τελώνια, που
+επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν από όλον τον
+κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το περισσότερον
+μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι Ταρτάροι, τα οποία
+τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και τα έτρωγαν με πολύν
+πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα τα κατηραμμένα
+τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των μου επροξενούσαν
+μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον εδιαπερνούσε το πνεύμα μου
+από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η καταφρόνεσις που έκαναν του
+Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και
+από το να παίρνη αμπτέστι και να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα
+εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια πως ήθελα να κακοπάθω αν τους
+επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να
+κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον εκείνο που μου εμπόδιζαν. </p>
+
+<p>Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που
+εδούλευα, επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και
+εις το αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να
+αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν
+του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς από
+το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης μεταβολής·
+είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα και τόσον
+εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές των τελωνίων
+επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα άσχημα εώρταζαν
+με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου την νίκην τους.
+Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το θέαμα, και
+ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών, εφώναξα με όλην
+μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας, και ο Μωάμεθ είνε
+προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια ακούοντάς με να
+ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν. Ποίος είσαι εσύ,
+ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου δείξη παρόμοια
+λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον τόπον να ευρίσκεται
+ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν είσαι; και πώς ημπόρεσες
+να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις
+το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε
+παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα,
+έπειτα μου εζήτησε το όνομά μου και φανερώνοντάς το μου είπεν,
+Αμπουλβάρη, είμαι πολλά ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας
+χείρας των απίστων τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν
+να σε θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι,
+επειδή και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού
+του Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου. </p>
+
+<p>Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην
+προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις τα
+δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε που
+εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την
+προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν εγώ
+ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους
+εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με εσέβονταν
+πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά τους, εις τρόπον
+που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με συμβουλευθούν, και
+έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου· Εσυνέβη ότι μία νύκτα
+ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν κήπον της Μέκκας, εκεί
+που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα να εμβαίνη η Γαντζάδα
+εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά θλιμμένον και εισερχομένη
+εις το μνημείον του Προφήτου, επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον
+«Ω Μωάμεθ, που εις εσέ εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε
+έλεος εις μίαν γυναίκα, η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους
+νόμους σου· κάμε να έλθη ο άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού
+ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση εις την Μπάσραν, διά να
+διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την εχάρισα και να με
+ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με απατήση». </p>
+
+<p>Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να
+την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το
+όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου
+ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου αρπάξη
+την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον οποίον δεν
+ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε μίαν
+βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των
+τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος θλίψις
+φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ μου τι
+είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα σκληρόν
+όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την ησυχίαν
+μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά τούτο είμαι
+έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με επρόσταξε να του
+διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το εδιηγήθηκα μου είπεν. </p>
+
+<p>Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και
+επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που
+επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα· μα
+πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν, ηκολούθησεν
+αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης εβδομήντα χρόνους
+διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα διάστημα, εγώ θέλω σε
+κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να απολαύσης την Γαντζάδα, που την
+είδες εις το όνειρόν σου. Και λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι,
+και με έφερεν εις μίαν παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα
+νησί. Βλέπεις εσύ μου είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται
+ένας πύργος που η κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη,
+του απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος,
+ο οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν
+εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις
+ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή
+του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου, που
+ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και
+εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα
+αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που τους
+ήμουν σκλάβος. </p>
+
+<p>Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ'
+υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με
+χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την
+ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας
+προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου είσαι
+υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν παραβλέπω
+το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον σκληρά
+βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την καλωσύνην και
+με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς, εσύ ηξεύρεις πως
+ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ, απεκρίθη ο Αφρικός
+ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό δεν μου είνε νέον. Σου
+την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς, μα με συμφωνίαν, ότι εσύ
+θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και θέλω ότι εις
+ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις
+ώρες του είπε, διά το θέλημά σου που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε
+εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν· ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός
+είνε ένα κακοποιόν τελώνιον πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν
+ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με
+γελά, μα διά να μη σε βλάψη θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την
+λέγης εις όλον το διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες
+πλάτες του, και με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να
+σε βλάψη. Και εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και
+την έμαθα να την λέγω. </p>
+
+<p>Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με
+έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην
+ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν,
+Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις
+την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή
+Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι είνε
+μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του Μωάμεθ, που
+ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και παίρνουν αμπτέστι,
+και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων, και που πολεμούν
+ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν τελωνίων, που είνε
+αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ. </p>
+
+<p>Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον
+εβγήκα από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον.
+Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες
+την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο
+Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το
+επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν, επειδή
+και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν στιγμήν
+χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς φοβερωτάτους, οι
+οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την προσευχήν· τώρα
+αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με εχαμήλωνε, κάποιες φορές
+έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες, και άλλες φουρτούνες,
+πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με φοβίση και να με κάμη να
+πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω
+εις τες πλάτες του. </p>
+
+<p>Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω
+εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν
+ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου εις
+ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την
+αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι
+ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν
+εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που επολεμούσαν,
+με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να λέγω την προσευχήν
+μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον που δεν
+επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που επάνωθέν της
+είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά να πολεμήση.
+Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν, και ηξεύροντας
+καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν χίλιες φορές την
+εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου.
+Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα κύματα της θαλάσσης
+και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το άλλο μέρος,
+στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα διά να ξαναϊδώ
+την γυναίκα μου και την πατρίδα μου. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Η'. του
+Αμπουλβάρη</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την
+οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα μικρόν
+πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον πουλί,
+το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το στόμα
+μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και
+γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην
+ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να
+δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου επειδή
+και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν ωφεληθή
+κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις τα όσα
+μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την χάριν να
+μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του προφήτου
+Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την θάλασσαν, διά να
+βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται εις ετούτους τους
+τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε που αντί να θλίβεσαι,
+χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα
+βάσανα που υποφέρουν εις την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου
+ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να
+ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι
+παντελώς να μου συμβή τίποτε εναντίον. </p>
+
+<p>Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το
+θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα
+ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι
+που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την πείναν
+και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός βουνού, που
+ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν είδα ένα παλάτι
+ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις αυτό δεν
+εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο πατήματα
+μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν, ήκουσα αιφνιδίως
+μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ έφθασες εδώ εις καλόν
+καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα ευθύς εις εκείνο το μέρος
+που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον
+ξαπλωμένον κατά γης, πολλά μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε
+ρίξει εις την θάλασσαν και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν
+ωσάν του ελέφαντος· τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και
+τον δεξιόν γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής,
+και μην φοβάσαι τίποτε. </p>
+
+<p>Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον
+τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και
+επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω νέε,
+μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του είπα·
+τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον άνθρωπον
+εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα, το οποίον
+μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την βοήθειάν σου να
+λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι αν λάβω εκείνο
+που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη υπέρμετρα, επειδή και
+με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου, και εις ανταμοιβήν θέλω
+σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του
+είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να
+με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το
+κεφάλι του προφήτου σου, πως θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ
+εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω
+να κάμω, και θέλω το ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν. </p>
+
+<p>Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον
+διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν,
+άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός
+έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια
+και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης
+αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να
+μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ'
+όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την
+πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι. Ο
+Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία έρριξεν
+ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία ευθύς
+άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον δίασπρον,
+εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα οποία ευθύς που
+μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου τα εκτύπησεν από
+μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν εις μίαν δευτέραν
+προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην ασημένιον. Δεν
+εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα ευθύς άνοιξε, και
+εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν σπήλαιον πολλά
+ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με μεγάλην ορμήν εις
+την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον δύο δράκοντες μεγάλοι
+και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας άνοιξαν τας πτέρυγάς των,
+και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους άπειρες φοβερές φλόγες
+πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια και εις αυτούς και ευθύς
+έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν
+αυλήν, της οποίας τα τείχη εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και
+το έδαφος ήτον εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο
+ένας πύργος υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη
+κολώνες από τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας
+μεγάλος θρόνος από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον
+ένας θόλος, συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές,
+που μου εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να
+πλησιάσωμεν εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα
+του πύργου, ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς
+τους· μα τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν
+εκείνον που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος
+εις το πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος
+που κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα
+υποκείμενα της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που
+εις τα μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα
+δάκτυλον πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά
+μεγάλον, επάνω εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του
+Θεού. Ο Αφρικός άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι,
+διά να το βγάλη, και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας
+μεγάλος όφις και φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης
+αναίσθητον. Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα
+βόλι, και ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες
+μου είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν·
+ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και
+ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το
+δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την
+γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω Μουσουλμάνε
+φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον χρέος· ήξευρε ότι
+ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον πύργον, είναι ο
+προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την Βούλλαν, διατί με
+αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου, και εσένα ύστερα
+θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα διατί του είπα,
+δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης αυτόν τον όφιν
+ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω εναντίον του, μου
+απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν από άλλον. Έπειτα από
+αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν και ετράβηξε το δακτυλίδι
+έως εις την μέσην του δακτύλου του προφήτου· μα ο ίδιος όφις
+εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το ίδιον σύστημα και την
+τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να του ρίξω το βόλι και τον
+καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω
+Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το καταραμένον τελώνιον· ετούτο
+είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία αποστάτησαν εναντίον του
+Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα έκλεισεν εις το κέντρον της γης,
+διά να παιδεύση την αυθάδειάν τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να
+κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από
+πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις την ρίζαν του βουνού εκεί που τον
+εσυναπάντησες, διά να διαβή κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση
+διά να κάμη αυτό το απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά
+να την αποκτήση ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις
+την φύλαξίν μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του
+Σολομώντος και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον
+Αφρικόν και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν,
+ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή
+αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον από
+τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου του
+προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το πρώτον,
+αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ». </p>
+
+<p>Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα
+οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να
+βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν που
+τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με
+έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην να
+περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν
+μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν σιδήρων,
+που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και ουρλιάσματα
+φοβερώτατα. </p>
+
+<p>Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον,
+του οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του·
+εστοχάσθηκα ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και
+επαρομοίαζε κατά πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον
+με χοντρές αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που
+επαρομοίαζε την βροντήν. </p>
+
+<p>Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι,
+και ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος,
+και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες
+προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί
+κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε
+πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το
+χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε;
+Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με
+αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα
+θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον
+ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και
+θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και θέλουν
+ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε μακρυά του
+είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα ανομήματα. </p>
+
+<p>Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ
+του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι
+Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου
+φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά να
+παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε να
+λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους Μωαμεθανούς) που
+έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους θυμούς μου. Έτσι
+λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και επάσχισε με δυνάμεις
+τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους δεσμούς· μα δεν έλαβε το
+ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν
+ευθύς, και τον εκαταδάμασαν, ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο
+τον έδερνε με ράβδον σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού,
+κατηραμένε, πολλά ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να
+σου δοθή το θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν
+επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα,
+εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν
+κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην
+από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός
+κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα
+τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν
+το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν
+διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από
+σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον
+ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα
+έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα
+με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα
+έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν
+ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος Θεός,
+παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο
+Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο
+Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού». </p>
+
+<p>Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς
+άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να σας
+περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα.
+Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον
+ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε· και
+ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με εκείνο που
+επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι κτισμένον από ένα
+μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον αγνώριστον. Μα όσον
+πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη υπέρβαινε κατά πολλά, η
+κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε καθόλου με τες ιδικές μας, και
+δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι
+οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν
+πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που έδειχναν τους πολέμους του
+Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την θρησκείαν του. Και οπόταν
+εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα
+περιβόλι μεγάλον καθ' υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα
+θαυμάσια δένδρα του ήταν γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και
+λουλούδια, τα συντριβάνια τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και
+άλλα διάφορα πράγματα, που μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να
+περιγράψω. </p>
+
+<p>Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών
+διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί που
+επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια,
+ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι
+του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης
+επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που
+επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον
+ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους αστέρας.
+</p>
+
+<p>Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του,
+ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να
+φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του.
+Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε, δεν
+είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς ήλθες,
+αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να έλθης εσύ
+εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα θαυμάσια ετούτα
+του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ ευρίσκονται; Εγώ είδα
+και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα από τα φαγητά σας δεν
+ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν την οδόν σου μου είπεν
+εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν κάποιον, ο οποίος θέλει σε
+συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος πάντων θέλει σε κάμει να
+φθάσης εκεί που επιθυμείς. </p>
+
+<p>Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα
+μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να
+στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος πάντων
+εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου έστεκαν
+γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο Θεός, ο
+Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας άνθρωπος
+γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που ετελείωσε
+να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ και αυτός
+αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε Μουσουλμάνε·
+κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του Μωάμεθ που
+ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον τόπον ευρίσκεσαι;
+ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η διωρισμένη κατοικία των
+φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί,
+και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος, και θέλω σε κάμει να τους ιδής.
+Τότε αυτός με έφερεν εις έναν τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις
+ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από
+μέλι, και έτρεχαν σιγαλά ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των
+οποίων έστεκαν πλήθος λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα
+από διάφορα φαγητά· εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του
+Μωάμεθ, και σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι
+οποίοι βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον.
+Έπειτα από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά
+χαρμόσυνον ο οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που
+εσύγχισαν τον νουν μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν·
+άλλα ελαλούσαν διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς·
+και τόσον ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος
+πάντων ολίγον έλειψε να τρελλανθώ. </p>
+
+<p>Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι
+ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι
+άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης
+κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος του
+θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς μου
+τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από εκείνα
+και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην του
+περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την
+κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το
+άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν
+του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ εδώ
+καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου· ημείς
+μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει τες
+τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται· εμείς
+εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας πάντοτε
+τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις βασιλεύει η
+νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που μας φωτίζει
+είναι πάντα καθαρή και ξάστερη. </p>
+
+<p>Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την
+συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες
+ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος· η
+ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν ακόμη
+κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου εσύγχιζε
+την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των κορασίων δεν
+ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο Χεδέρ
+καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω πολλά
+καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην είναι
+αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν πλέον,
+αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι, εσήκωσε τους
+οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν σύννεφον
+επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει. Το σύννεφον,
+ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα εις αυτό,
+απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν· έχεις κανένα
+πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να καλοποιήσης; είπεν ο
+Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν
+είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε την στράταν σου, με το να μην
+έχω χρείαν από εσένα. </p>
+
+<p>Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ
+παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις
+την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του
+απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον τον
+Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την πόρταν του
+σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον, υπήκουσε, και με
+επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον Χεδέρ διά τες
+χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με ενθυμάται· εις
+διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την Μπάσραν, και με
+απέθεσεν εις την πόρταν μου. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Συμβεβηκός Θ'. του
+Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του
+</h4>
+
+<p>
+<br />
+Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού
+μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το
+να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς
+την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος·
+έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα
+πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου
+ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση
+την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία διά να μου ανοίξη· μα
+αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν, που έπρεπε να της
+προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη μεγάλως ευθύς που με
+είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου σου προξενεί φόβον· οι
+οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ να εμεταβάλθηκα τόσον, που
+να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον αδελφόν μου διά να μιλήσω με
+αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα
+νέον εις εμένα αγνώριστον· ο αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού
+με εθεώρησε με πολλήν επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο
+Αμπουλβάρης ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν
+σημάδι, εκείνος είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι
+ασχημότατος, εκείνος είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα
+σκέλεθρον· παύσε το λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να
+καταλάβωμεν πως εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι
+που δεν τον είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την
+φυσιογνωμίαν του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που
+καθώς εμάθαμεν, αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν.
+</p>
+
+<p>Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά
+καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω πώς
+ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα, είπα
+της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του
+Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ! πόσον
+με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα ποτέ να
+με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον κακώς μου
+ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε ξαναϊδώ. Εσύ
+έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του Αμπουλβάρη, μα η μορφή
+σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν καθόλου με εκείνου· και εις
+τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι
+αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον διαφορετικός από εκείνο που
+ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου
+συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν;
+</p>
+
+<p>Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου
+εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω, ο
+νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ
+είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο,
+παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα
+γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης
+να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα,
+την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια, που
+με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα μου,
+και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που ακούω,
+εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα όμοιαν με
+την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον άνδρα; Ήθελα
+να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε να ειπώ άλλο.
+</p>
+
+<p>Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον
+περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον
+εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας
+πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν και
+εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων
+φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη,
+του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η
+υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις
+ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να ειπή
+ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο
+Αμπουλβάρης. </p>
+
+<p>Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον
+Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα·
+έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι
+στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου;
+Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι
+οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο
+που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων,
+είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην
+κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου
+το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το
+κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν. </p>
+
+<p>Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας
+άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης;
+Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά να
+σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο νέος,
+και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως αυτός έχει
+προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή πράγματα
+παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο Κατής, θέλω να
+τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως θέλω κάμει
+δικαιοσύνην. </p>
+
+<p>Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον
+με όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής
+εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η
+υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν
+ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται, δεν
+ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο
+άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός
+λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά να
+υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν του
+Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει
+μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν
+να το κρίνουν. </p>
+
+<p>Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και
+οι τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις
+το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου μού
+είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να σε
+πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί που
+ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί εκείνο
+που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν διήγημα που
+ήκουσα. </p>
+
+<p>Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον
+ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω
+μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν
+άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν
+ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα,
+προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν·
+τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν
+χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη,
+ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να
+πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος δεν
+είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από πολύν
+καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν ημέραν εις
+τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και αληθινά·
+ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο Αμπουλβάρης πρέπει
+να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την διήγησιν του. Τότε εγώ του
+εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα, και έφερα τον λόγον μου
+απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων Μουσούλμα, διά τα όσα μου
+επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί
+έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με
+αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που
+θα ήτον εις την γην, επειδή και είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην
+κατοίκησιν των δικαίων, και φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην
+την θνητήν ζωήν. </p>
+
+<p>Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν
+τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να
+εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου τα
+έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα εις
+την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με την
+ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την ανυπομονησίαν
+που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως αυτή έδειξε πολλήν
+θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την εσυμπάθησα. Ο αδελφός
+μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε κακώς τα υπάρχοντά μου, και
+σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον ίδιον καιρόν έκαμε και την
+Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον, όντας φίλος του· δεν
+εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς από την γυναίκα μου·
+και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω καθώς και το πρώτον με
+μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν
+διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την καλήν τύχην διά να εύρω ένα
+θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα
+πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω με όλην ετούτην την πολυέξοδον
+ζωήν που κάνω. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Τέλος της ιστορίας
+του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων
+του.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο Βεδρεδίν,
+και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την ζωήν τους
+πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν ο Βεδρεδίν
+ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος πάντων
+αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν ευτυχίαν;
+είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν άνθρωπον
+ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν, που ηύρα
+εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες ελπίδες μου
+που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να λέγη, θέλουν να
+πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που να μην του λείψη
+κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη καθολικά
+ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το εναντίον και
+ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην τους, επειδή
+και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν ήθελαν αμφιβάλλουν,
+ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος. </p>
+
+<p>Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν
+αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως
+ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την διήγησίν
+μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα αγαπά πολλά
+εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην εις το γύρισμά
+μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με αυτόν· αυτό το
+εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η γνωριμία μου επλήγωσε
+την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά πολλά και με όλον που δεν
+αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω από αυτήν την φιλίαν μου
+εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από αυτό στοχασθήτε την θλίψιν
+που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον εκείνη, που μου επροξενούσε την
+ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την
+ομιλίαν η οποία τον έκαμε να στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο
+μυστικός του δεν είχαν κατά αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν,
+πως ήτον αδύνατον εις τον κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν. </p>
+
+<p>Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο
+Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την
+χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις
+την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που
+είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ και
+καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος να
+μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα είναι
+εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας σταθούμεν απ'
+εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν είμεθα τελείως
+ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον δυστυχέστεροι
+από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ, ευρίσκονται κατά
+αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν χρειαζόμεθα ημείς μίαν
+μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα
+θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την Αλγεμάλ· εσείς πρέπει,
+ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως πρέπει να παρηγορηθήτε,
+που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές ζουν ακόμη, η θεωρία τους
+δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την ισχύν, που είχε πρώτον και διά
+τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που
+ευρισκόμεθα, και ας υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που
+ημπορεί να μας έλθη, στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς
+θλίψιν. </p>
+
+<p>Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά
+ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού
+μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου Χαλιμά,
+αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως τώρα μου
+εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται σταθερός εις
+την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από αυτές αμέτοχος,
+καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις τα όσα
+επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου Χαλιμά με
+αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου είναι διά
+παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον όστις την ήθελεν
+ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις του με το μέσον αυτής
+διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που δοκιμάζει θλίψεις, παρά
+είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ περισσότερες και δεινότερες,
+και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην
+άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η
+Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε,
+ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο
+εξωτικών, την οποίαν μου την εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή,
+και αν είναι με το θέλημά σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο
+Αϊδήν, θέλω την ακούσει και αυτήν με την συνηθισμένην μου
+ευχαρίστησιν, και αύριον ας είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής.
+Και ερχομένη η ακόλουθος ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε
+να διηγήται με τον ακόλουθον τρόπον· </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των δύο
+αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ</h4>
+
+<p>
+<br />
+Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της
+Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά ωραίας·
+η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η μικρότερη που
+ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η οικογένεια εκατοικούσεν
+εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον, και εκυβερνούνταν με το
+εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν υποκάμισα και άλλα, που από το
+Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να
+τους βάνουν κάποια άνθη διά να τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η
+χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν
+εις το χέρι, της οποίας το φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την
+ίδιαν ημέραν· και προτού να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες
+της, και τες είπε· βλέπω τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και
+πρέπει να αποθάνω· εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν
+θέλει με ονειδίσει κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον
+Ουρανόν, που σας αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα
+καθαρά καθώς σας εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα
+παραγγέλματα του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας
+εργόχειρον καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο
+ουρανός θέλει σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε
+πάντα ενωμένες χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή
+και η ευτυχία σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε
+γυρίζοντας προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι
+μικρή ακόμη, πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή
+και αυτή δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ
+Φατμέ θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι. </p>
+
+<p>Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες
+αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να
+περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι δύο
+πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες αγκάλες
+των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν και την
+έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον τάφον της
+με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους, εσύμμασαν
+εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα εις
+κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν εις το
+Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που απαρθένευαν· δεν
+έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και συναπαντούν ένα
+μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως ενδυμένον· ο οποίος
+βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με πολλήν επιμέλειαν,
+ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός εφαίνετο πως θα είχε
+περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον τούτο που ήτον τέτοιος,
+επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος βλέποντάς τες που ήτον
+κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος· που πηγαίνετε εσείς ω
+εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του απεκρίθη η τρανή, εις το
+Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να
+λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν σας χρείαν; </p>
+
+<p>Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο
+πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που την
+εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με τούτο το
+εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον μου
+κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το οποίον
+ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από την θλίψιν
+σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε να έχετε
+αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που θέλω έχει
+διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας. </p>
+
+<p>Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι
+γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην· ευθύς
+που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν, που ποτέ
+μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με, και σας
+τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά ευτυχισμένην· και
+θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας, η οποία σας έκαμε
+να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν. </p>
+
+<p>Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν
+την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να
+είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες προς
+όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να αποφασίσουν
+μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον τούτο η Φατμέ
+που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις την κατάστασιν,
+εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα πράγμα διά να το
+καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του δώση απόκρισιν. Ο
+γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να αποφασίσουν, είπεν·
+αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον κίνδυνον, εις τον
+οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις μίαν καλύβαν, και
+την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν θέλετε αποστραφή τα όσα
+σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε καθόλου από εμένα· η ηλικία
+μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να σας βεβαιώση· εσείς θέλετε
+αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να
+ζήσετε· εσείς από εμένα όχι μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά
+την ζωοτροφίαν σας, αλλά ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και
+ευτυχίαν, που να σας ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά
+ακολουθήσετε την συμβουλήν μου διά το καλόν σας. </p>
+
+<p>Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του
+άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη.
+Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με
+παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την αγάπην,
+που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το εξετάξει αν
+το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ, ακολούθησεν
+αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι πρόθυμη να
+ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να τον πάρης
+άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν πιστεύω πως θα
+ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες επάνω εις αυτόν
+βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή μου απεκρίθη
+κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας, και πολλά
+άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της Κατηγές, της
+οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου δεν είνε αρκετή
+να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο αποκρίνεσαι με τόσην
+αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει ετούτος ο σεβάσμιος γέρων.
+Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ, κλαίοντας, ετούτο είναι
+νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη, εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο
+δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή και ηξεύρω καλώτατα πως δεν
+θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου
+έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει να μιλής, έτσι, της είπεν η
+αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως, απεκρίθη η Κατηγέ, και αν
+είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω, διατί δε τον υπακούεις εσύ,
+και να τον πάρης άνδρα πού είσαι μεγαλήτερη και ευμορφότερη από
+εμένα; </p>
+
+<p>Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα.
+Στοχασθήτε την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες
+του κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με
+νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν
+τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω
+τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί διά
+να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων, είχε
+τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά εις την
+θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και γυρίζοντας
+προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν σου δεν είνε
+χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη αδελφής μου η οποία
+δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει της μεταβάλλει την
+βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε πιστεύω ότι είσαι
+ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η επιμέλεια σου θέλουν την
+κάμει τέλος πάντων απαλήν και συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε
+υπακούσει, και θέλομεν σε ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου
+ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν αυτός με ήθελε βιάση και με
+υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου τάσσω πως δεν θέλω το
+υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε
+βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου, και εις κανένα πράγμα δε θέλω
+σου αντισταθή, που να μην είνε της ορέξεώς σου και θέλεις είσαι
+νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η
+θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά
+να μην έχεις αιτίαν να παραπονεθής απ' εμένα. </p>
+
+<p>Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται
+πως συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να
+μας αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα
+έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με
+υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην
+αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με
+κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και
+άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να γυρίσης.
+Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω καθώς ορίζεις.
+Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να σας εύρω. Όχι,
+όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου, δεν θέλω να μείνω
+μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της λέγει η Φατμέ δεν
+θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά γλήγορα· αυτός ο
+γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από αυτόν τίποτε. Η
+Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν ετόλμησε να της
+αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα και έμεινεν εκεί
+εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ παίρνοντας όλα τα
+σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα αντί να ξαναγυρίση
+ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το επίλοιπον της ημέρας.
+</p>
+
+<p>Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της
+Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις μεγάλην
+αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι εκείνος
+του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και αν δεν
+ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την αδελφήν
+μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά τον γέροντα·
+δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη την αγριώση
+περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον εναντίον του.
+</p>
+
+<p>Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την
+καταπραΰνη, τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το
+μίσος προς αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με
+όλον που ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το
+έκανεν αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα,
+αλλά και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την
+έτσι αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη,
+λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και στοχαστική,
+να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να γυρίση εις την
+καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ δεν φανή να έλθη
+τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν ολούθεν. </p>
+
+<p>Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ
+εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του
+γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με
+μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν έκανεν
+άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας αγαπητικός της
+δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ ευθύς που έφεξεν
+εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το Μουσουλπατάν· εις το
+οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη γυρεύσουν την Φατμέ
+και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν καμμίαν είδησιν.
+Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές τους έφερεν εις το
+άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην ημπορώντας να μάθουν το τι
+έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την εγύρεψαν εις όλην εκείνην την
+πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν και εις όλα τα περίχωρα και εις
+όλες τες στράτες, που επήγαιναν εις άλλες πολιτείες. </p>
+
+<p>Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την
+γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους τους.
+Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο γέρων με
+πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την Κατηγιέ διά να
+την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με το να μην ήτον
+πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η Κατηγιέ με
+πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον ακολουθήση
+εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο γέρων
+εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις ημέρες
+στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι ωνομάζετο ο
+γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν σπήτι. Και αφού
+εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά, και αυτός επήγεν
+εις άλλον να κάμη το όμοιον. </p>
+
+<p>Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της
+έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και
+ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν
+ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από
+πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην
+ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη
+του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την
+καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο οποίος,
+με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με τόσα
+λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να μην
+φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με κανένα
+τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την θέλησίν της
+κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να μη δείχνη
+κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο εις την αγάπην
+του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς. </p>
+
+<p>Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν
+διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες που
+είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από τον
+νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να ευρίσκεται
+πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν αυτή μίαν
+νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της εδιαπέρασε την
+καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν έμπροσθέν της ένας νέος
+μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η ευγενής θεωρία και τα
+ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες πλάτες του την εξέπληξαν
+και εν τω μεταξύ που αυτή τον εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ
+Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ; αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ;
+πιστεύεις τάχα ότι τα εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο
+Δαλήκ, σε εβγάζουν από το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς
+αμφιβολίαν· και μάθε ότι δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν
+πηγαίνης να την εύρης εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και
+θέλεις ιδεί εκείνον, που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και
+ούτω λέγοντας έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη.
+Εστοχάζονταν εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και
+σηκωνώμενη με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον
+είδεν, επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον
+λέγοντάς του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την
+παρακούση, έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν,
+και ηύρεν ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό
+το νησί, και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί.
+Και απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν
+σκλάβαν και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η
+νέα αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον
+της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε τρόπον
+διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και τώρα την
+εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της στολίση το
+πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά εστοχάσθη να μη της
+κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά να της το φανερώση,
+διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να την χαροποιήση, και να
+την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη εκστατική οπόταν αυτός άρχισε
+την ιστορίαν με τον ακόλουθον τρόπον. </p>
+
+<p>Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος,
+ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς
+άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς
+την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα, διατί
+θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με βλέπεις
+υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά αρκετήν διά
+να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με μισούν. Τα
+λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται έμπροσθέν μου·
+με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της μορφής μου, είνε
+αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της μίαν υπερβολικήν
+αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις
+αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν και ωραίαν; εσύ κατά πως
+είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο, παρά καταφρόνησιν. </p>
+
+<p>Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι
+μου και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν
+θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου
+φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και
+πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ. Δεν
+στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω
+αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να
+πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την
+ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης
+πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου. </p>
+
+<p>Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς
+με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ είμαι
+το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα και
+ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με όλην
+την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να μην
+είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον Μπρακμάνον·
+αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον αδελφόν μου, και
+διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις ημάς είχε, μας
+επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν μίαν αγαπητικήν
+του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε τόσον. Εις αυτήν την
+επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα
+συντροφιασμένη ή από εμένα ή από τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν
+διά πολλούς χρόνους, χωρίς ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης
+προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν
+ακολουθήση πάντα με αυτόν τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις
+το κεφάλι αυτής της γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την
+κατάστασιν. </p>
+
+<p>Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν
+σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν χωρίς
+να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη αλλέως, που να
+μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα πολλά μας ξανθά και
+εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες πλάτες μας· </p>
+
+<p>Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν
+της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν, και
+αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την
+υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να τον
+ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη, εκαταλάβαμεν
+από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν αγάπης· αλλά δεν
+ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της· όθεν απεφασίσαμεν με
+τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον να την κάμωμεν να μας
+δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε καθώς ημείς εστοχαζόμασθε
+να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την εβγάλωμεν από τέτοιες
+φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας εκαλούσε διά να την
+υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε μαζί με αυτήν, και που
+ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις ένα συμβούλιον των Εξωτικών
+συνηθροισμένων, άρχισε να την κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους
+τρόπους, και να την δοκιμάζη ανίσως και ήτον καθώς αυτός την
+ενόμιζεν. </p>
+
+<p>Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά
+ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που
+εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν
+εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα
+μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την
+νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι της
+τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν είσθαι
+αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που είχαμεν
+προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν ενάντιοι εις την
+επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη, ονειδίζοντας την
+σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη να χαθή, και να
+αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την υπακούσει, και να
+κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες στερεοί εις την γνώμην μας
+μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν, την αφήσαμεν, και
+εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας. </p>
+
+<p>Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και
+με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να συγκλίνωμεν
+εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά να μας απατήση
+και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την επιτηδειότητα που ο
+έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε
+και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα θελήματά της και εις την αγάπην
+της. </p>
+
+<p>Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη
+χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν
+τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε να
+προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν μας
+δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν
+ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που δεν
+ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον φόβον. Μα
+εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην της, εύρισκε
+τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη από αυτόν τον
+φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να μη βλέπωμεν το
+σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με θάρρος· μα αυτό το πολύ
+θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις.
+</p>
+
+<p>Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον
+Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη τα
+μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα
+οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος
+αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την
+κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην
+αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν
+αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς
+ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο
+άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες
+νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε
+πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον
+καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη. </p>
+
+<p>Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές
+κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του.
+Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας,
+ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα
+πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ καμωμένος
+ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν αυτός να
+λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν μου, εγώ
+στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και εσένα εις τον
+αριθμόν των αποκτημάτων μου. </p>
+
+<p>Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το
+μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον
+τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους
+στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το
+έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον
+κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της
+εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την
+αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της
+προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και να
+μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον. </p>
+
+<p>Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά
+του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον υβρίζη
+καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το κρατήσει
+κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να τον παιδεύση
+κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της μιλήση με τέτοιον
+τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο Μπρακμάνος
+σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν ηθέλησε να
+εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός ο πονηρός και
+πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας γηραλέος δεν ήτον ο
+επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν του, και να την κάνη
+να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία και έξυπνη, ηθέλησε και
+απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση
+με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε
+πως δεν ήτον αδύνατον να μας ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με
+αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας κάμη να χαθούμε και οι τρεις
+προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον. Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε
+και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ περισσότερον από εκείνο που
+εκατάλαβε, διά να του ανάψη περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.
+</p>
+
+<p>Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και
+ηθέλησε μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε
+την πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και
+διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον καιρόν
+διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι τρεις
+ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά
+φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η
+γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του διά
+να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να σκεπάσωμεν
+την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά ήθελαν σκεπάση
+το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η Φαραζάνα πλέον
+ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της, και με λόγια
+προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα περισσότερον άναψαν τον
+θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς τρεις ματιές, που μας έδωσε
+να καταλάβωμεν την αρχήν της εκδικήσεώς του. </p>
+
+<p>Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά
+ελαφρή διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος
+θάνατος· μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον
+θάνατον, θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν
+φορές σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς
+την Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου
+δεν ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή
+διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να
+ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη
+τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις
+μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν
+που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε
+στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και
+αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη. </p>
+
+<p>Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος,
+αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό ο
+αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το φως
+της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί να
+είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις έναν
+άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και
+κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι, εκεί
+μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της ανομίας
+σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των εξωτικών
+σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας αχρήζουν
+πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να μείνετε γυμνοί
+από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε είσται εις το κοινόν
+ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να εγινήκατε, και έτσι
+θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω μόνον από το να είστε
+υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου. </p>
+
+<p>Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος
+εκήρυξεν, ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός
+μας. Ημείς πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που
+μας επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας
+αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες
+φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις την
+θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά μας
+εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό εστάθη
+περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί έχει προς
+εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός τότε, μου
+κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά δυνατός· και
+είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να ξαναλάβετε την
+πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να κάμω παρά να σας
+γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε ξαναλάβει την
+φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που έχετε, οπόταν
+καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν, ολιγώτερον από
+είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση. </p>
+
+<p>Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι
+απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να
+αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν
+είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την ελπίδα,
+και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε διά μέσον
+αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν. Πηγαίνετε το λοιπόν
+διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να χωρισθήτε, και να
+πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος σας. Μας έδειξεν
+ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν να κατοικήσωμεν και
+ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια μίλια· έπειτα μας έδωσε
+του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ. φλωρία, διά έξοδά μας, και
+διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας τιμημένα έως που να λάβη τέλος η
+δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας
+ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς μας. </p>
+
+<p>Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και
+ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν διά
+πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως η
+προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του
+ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την
+ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος
+ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας διώρισεν.
+Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη ξαναϊδούμεν ο
+ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην μας μορφήν, η
+οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς αιώνας. </p>
+
+<p>Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να
+κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά μου
+στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα
+τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της
+μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε έξ
+χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με γενναιότητα
+χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να ημπορέσω να
+πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν νέαν κόρην,
+που να κλίνη διά να με αγαπήση. </p>
+
+<p>Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και
+τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες
+συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με
+καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν
+και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως
+τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω
+καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν
+εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί
+κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά να
+ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον
+καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον. </p>
+
+<p>Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον
+παρά διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι
+εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν
+ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις τον
+τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την αρχήν,
+ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας έλεγε· τι
+άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν μεταβολήν,
+οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών τους
+λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε πως τον
+είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και έχομεν
+παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον είδον και
+αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον και οι
+γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα. </p>
+
+<p>Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά
+να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση· και
+όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν εις το
+Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα μαζή με την
+αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία μου Κατηγέ,
+αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου σε αγάπησα· μα
+αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης το όμοιον εις
+εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου εφάνη πολλά μισητή
+και παράξενη. </p>
+
+<p>Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε
+να την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν
+των απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το
+μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας να
+λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά εις
+τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με κάποιον
+τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες δυστυχίες
+σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες ήθελες
+διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου κακοφαίνεται όμως
+που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες ελαφρώσω, και να σου
+τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ σε, στοχάσου, αν
+ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν μου να κλίνη προς του
+λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων·
+είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις; αυτή πληγώνει περισσότερον την
+δυστυχίαν μου, παρά να την ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η
+Κατηγέ, που δεν ημπορώ να υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που
+εσυνέλαβα δι' αυτήν την μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να
+παραπονεθής εις εμέ, εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως·
+αυτή η μορφή μου έγινε φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να
+λάβω ποτέ την πρώτην μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν
+του γέροντος, μην ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν
+του. </p>
+
+<p>Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα,
+και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες
+μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα
+τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν
+ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να
+χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει
+εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς πολλές
+φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες οποίες
+εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις το καράβι
+τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους και τα
+μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους εφαίνονταν πολλά
+παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον παράξενα· εφορούσαν
+αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την οποίαν εφαίνονταν
+ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και δράκοντες, και άλλα
+φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το κεφάλι τους εφορούσαν
+κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από χαρτί, και ζωγραφισμένες με
+διάφορα χρώματα. </p>
+
+<p>Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι
+εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που ευρίσκονταν
+εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην επιμέλειαν, τους
+εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και έκαναν καθώς
+εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους αγοράσουν·
+έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα μαλλιά, και
+είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες ζαρωματιές του
+προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον μη ηξεύροντας που
+έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή· το τέλος εστάθη
+διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι εξεταχτάδες έβαλαν
+ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και εφαίνονταν πως θα
+τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν. Με οπόταν αυτοί
+είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν σκλάβαν, που είχαν
+μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν τους· και μάλιστα ο
+αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού, ο οποίος ρίχνοντας
+τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν, και στοχάζοντάς την
+που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου του επήγε και έπεσεν
+εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το πάθος, και την κλίσιν που
+εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά να την βάλη εις το σαλόνι
+του, και να την έχη ως αγαπητικήν του, διά το οποίον αυτή έκλινε
+μετά πάσης χαράς. </p>
+
+<p>Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν,
+ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν είναι
+γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς αγάπην
+τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του. Τέτοιος
+στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της οποίας η
+ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα αποτελέσματα· αλλά
+ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε και είδε μετά την
+πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που να παρακινήση την
+όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο αρχιστράτηγος κατά τύχην
+έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν την νέαν, την οποίαν
+βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην εξέστη· και άρχισε να της
+λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα είσαι έτσι πλουσίως
+ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους δούλους του, και φέρετέ την
+εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις τας αισχρότερες δούλευσες διά
+να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες υπηρεσίες. </p>
+
+<p>Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της
+υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με
+αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν να
+του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν· και
+έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους
+βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με
+σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και
+τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να
+υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και
+αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την
+υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και τον
+εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις αυτόν
+έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν ράχιν του,
+τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν πρόσωπον και
+γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που εδούλευσεν εις
+συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις αυτούς το αίτιον
+της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους εκράτησεν αρκετήν ώραν
+εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις δεν τους αφήκεν ευθύς να
+φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως έλυσαν την σιωπήν και
+άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές, και να τον επαινούν και
+να τον εγκωμιάζουν. </p>
+
+<p>Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις
+το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του
+Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε
+άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου επροσφέραμεν
+εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον διά εμένα σου
+ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και ωραιότητα εκείνης
+της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα να την φέρουν εις το
+παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης με έκαμε εκστατικόν
+δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να μη υπερβαίνη κατά
+πολλά εκείνης την ευμορφίαν. </p>
+
+<p>Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της
+βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη
+εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη
+τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το
+παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου.
+Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που τον
+εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας· αντί
+να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους
+επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης εκείνην
+την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην την βδελυράν
+και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά, αλλά στοχάσου
+να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την οποίαν θέλομεν σε
+φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους του, και επήραν τον
+Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν εις το παλάτι της
+βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το πράγμα και την
+δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις περιγέλοιον και διά να
+περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα του· και εις τον εαυτόν
+του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση, ότι ένας Εξωτικός θα έλθη
+εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το περίγελο των απογόνων του
+Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον βάσανον από τα όσα έως τώρα
+επέρασα. Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον
+βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και χωρίς
+να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω θαυμασιώτατε γέρων,
+εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις ετούτο το νησί μου και
+τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα
+ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία, και να μας παρουσιασθή εις τους
+οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων, που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν
+ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε τους ηγεμόνας της διά να
+πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν με μεγάλον σέβας. Μετ'
+αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε καθόλου του γέροντος, η
+βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος ευνούχος της εις τον ωραιότερον
+χοντζερέ του παλατιού της, ο οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα
+πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος
+εις αυτές τες δεξίωσες, ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του,
+στοχαζόμενος τον χωρισμόν του από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις
+το αναμεταξύ που ούτος εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού
+του, η βασίλισσα ήλθε προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας
+είπε: </p>
+
+<p>Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης
+καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην
+ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι του
+λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά πάντα :
+αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου εις την
+αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον. Τα γλυκά
+λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον τον θυμόν του
+Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι ποτέ θα συγκλίνω
+εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν την αγαπημένην μου
+Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το ταξείδι μας· ημείς δεν
+είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης, και να μας εμποδίσης από
+την στράταν μας. </p>
+
+<p>Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με
+αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν τόσον
+αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι αρκετές να
+σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις εσένα έχω; Αυτά
+και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω, λέγοντάς του η
+βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την γνώμην του Δαλήκ,
+και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το οποίον η βασίλισσα
+βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη υπερβολικώς εναντίον του,
+και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και τους είπεν. Επάρετε τούτον τον
+σκληρογνώμονα γέροντα εις τον σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε
+τον μέσα, διά να κάμη συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που
+είνε εκεί, και που του ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του,
+καταφρονώντας και ούτος την αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί
+θέλουν το μετανοήσει και οι δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της
+ανυποταγής των. Και έτσι λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν
+διά να τον ρίξουν εις τον σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της.
+</p>
+
+<p>Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες
+ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την
+φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή γέροντα
+διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, οπόταν τον
+έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά σύντροφον της
+δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι δυο αδελφοί
+αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την χαράν τους, που
+ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα
+βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που
+ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την
+αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος εδιηγήθη τα εδικά του,
+πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως επροσθήτερα είδεν εις τον
+ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που του είπε πως εις μάτην
+κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης
+εις το νησί της Σουμάτρας, εις το οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και
+θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου· και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα
+διά να πηγαίνω εκεί· και εις την στράταν μας έπιασε φουρτούνα
+παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας έρριξεν εις τούτο το νησί, και
+μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα ίδια, που εσυνέβησαν και σ'
+εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν, του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω
+ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η
+παράξενες κλίσις ετούτου του λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως
+θα λάβωμεν την πρώτην μας μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες
+έστεκαν ήσυχοι εις εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες. </p>
+
+<p>Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού
+που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε.
+Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας και
+ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την
+αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που
+δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας συμπαθήση,
+αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και ούτω λέγοντας
+αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη εις ναόν· οι
+οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν ευχαρίστησιν δεν
+τους έδιναν αυτές αι τιμές. </p>
+
+<p>Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς
+εις την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι
+εφορούσαν μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω
+εις το κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα
+χρώματα, ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε
+ύμνον που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και
+επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους έκαμαν
+διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου του λαού
+επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα εις αυτόν τον
+ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι' αυτούς· και υποκάτω
+εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον, που επάνω εις αυτό
+έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι. </p>
+
+<p>Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή
+και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις τες
+παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα τα
+θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και μάλιστα
+την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με όλους του
+παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και αλαλαγμούς, διά
+την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων, εθυσίασαν τα δύο ζώα,
+και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος θυμιαμάτων, με αρωματικά και με
+φτερά των πουλιών, τα οποία όλα έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που
+ήθελε πνίξη αυτός τους δύο θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας
+αυτούς ο καπνός δεν έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από
+τους οφθαλμούς των και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα
+διήρκεσε τούτο οι γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις
+το θυσιαστήριον και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα
+αιφνιδίως έπαυσαν οι χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός
+που επροξένησε μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς. </p>
+
+<p>Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν
+αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την
+φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την
+ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν. Οι
+ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν
+έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν, εκατατσακίζονταν
+ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η χαρά της εστράφη
+εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη έντρομος· και εις μίαν
+στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν έμειναν άλλοι, παρά οι δύο
+εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν,
+ήσαν πολλά εκστατικοί εις την χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό
+θα εσυνέβη δια κάποια τινά κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον
+γέροντας, θα έκλιναν προς αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το
+αναμεταξύ που αυτοί ούτως εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή
+εις τον ναόν ο Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν
+ωραίαν κόρην, που ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο
+Αδήλ την εστοχάσθη πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον
+του, και βλέποντάς την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη
+χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου.
+Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω
+την ευτυχίαν σου. Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη
+θεωρώντας τους δύο εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας
+κατάστασιν, εις την οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το
+να σας βλέπω έτσι τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας
+ελευθερώσω· εγώ εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα
+διά να υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η
+φουρτούνα διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα
+εκείνο, που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να
+εύρης την Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της. </p>
+
+<p>Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το
+μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις τον
+ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην. Η
+Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η
+Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και
+νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το
+όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την ευτυχίαν
+του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς· ιδού που σας
+αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν μου· σας
+δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές τες δύο νέες όπου σας
+αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με καλήν ομόνοιαν. Και ούτω
+λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο αδελφοί επήγαν με τες
+αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα νησί, που εκατοικούσαν
+εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι. </p>
+
+<p>Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν
+αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών,
+είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με
+υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να
+μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και
+την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την ζωήν
+μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο Εξωτικών
+μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα συμβεβηκότα
+απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον που τα
+ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα ανεκδιήγητα
+συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά σου θέλω σου
+διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και θέλουν σε κάμνει
+ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο Αϊδήν και της λέγει·
+θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και ωσάν τελειώσης και
+αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις, την οποίαν εγώ μελετώ
+να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας είσαι έτοιμη διά να μου
+την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις γνωρίσει την γενναιότητά
+μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά την συνήθειαν. Και την
+ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από την αδελφήν της Μεδινά
+εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον τρόπον. </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 2em">Ιστορία των φρικτών
+συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.</h4>
+
+<p>
+<br />
+Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η
+Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά
+πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα
+πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας
+με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την
+ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο
+επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και
+νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά
+ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του
+Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους
+οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα του
+κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη της
+ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του πατρός του
+διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους αγαπητικούς που
+να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που ήτον παρόμοια με την
+καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές φορές διά να κλίνη να
+υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον ακούση, προφασιζομένη,
+ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν που άρχισε ανύπανδρη.
+Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο πατέρας της, ευρισκομένη
+μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν άνδρα ένα νέον πραγματευτήν
+ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως. Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν
+αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και
+στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα
+προσπαθούσε με κάθε τι να την ευχαριστήση· και ήτο τόσο
+ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε μία τέτοια φρόνιμη και ωραία
+γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του
+κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν
+καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον, ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε
+να είστε εις το άκρον της ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που
+πρέπει να μεταβληθή εις θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν. </p>
+
+<p>Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να
+κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν αδελφόν
+ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της πραγματείας
+του και του σπητιού του, και το περισσότερον την γυναίκα του· και
+τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε της χρείαν ωσάν να
+ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην την έννοιαν και
+φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του· και εις αυτό ας
+σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις αυτήν την
+βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες Ινδίες διά τες
+υποθέσεις του. </p>
+
+<p>Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην
+του την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την
+προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά να
+την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον ευχαρίστησε με
+πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο Ραβά διά κακήν τύχην
+πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν
+έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη
+εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα
+μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην του ανδραδέλφου της, του
+ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον
+μιλήση τέτοια λόγια, παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και
+αισχύνην, που έκανε του αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που
+ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς τους μιαρούς του στοχασμούς. </p>
+
+<p>Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον
+ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν
+γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν ήθελες
+μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές, άκουσον
+καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την αγάπην που σου
+προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η αγάπη μας κρυφή,
+και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω από κάθε κατάκρισιν.»
+Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω εις αυτό, μη ημπορώντας
+πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν πάσχεις παρά να κρύψης την
+ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε φοβάσαι άλλο, παρά να μην
+ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον
+την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης εις τον αδελφόν σου και την
+παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος βλέπει καλώτατα το έσωθεν της
+καρδίας σου; παύσε από το να ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει
+τον θάνατον καλύτερον χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το
+παράνομον πάθος σου. Ένας άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης
+ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή
+περισσότερον την Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος
+βλέποντας, που δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή
+προς αυτήν και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε. </p>
+
+<p>Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη
+εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την
+κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από
+τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της
+φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος εδώ;
+έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις μάρτυρας
+διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου· παράνομη,
+έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και κρυφίως κάμνεις
+πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην ταραχήν, που
+εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την εντροπήν της νύμφης
+του. </p>
+
+<p>Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά
+μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον Κατή
+με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους μάρτυρας,
+και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την θάψουν ζωντανήν.
+Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην του, και επήγε και
+επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την έφεραν έξω από την
+χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να την θάψουν έως τον
+λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από την γην και εκεί την
+άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το λοιπόν έστεκεν εις εκείνον
+τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν κατάστασιν. Και αυτού εις τα
+μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις
+ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που απερνά του είπεν· όποιος και αν
+είσαι, σε εξορκίζω να με ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν
+αδίκως ζωντανήν· δια το όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης
+με όλον που ήτο κλέπτης επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας
+έβγαλε την Ρεσπίναν από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το
+άλογόν του, και καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του
+λέγει η Ρεσπίνα, που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη
+αυτός, η οποία δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή
+φυλαγμένη και η γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε
+περιποιηθή με αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς
+τέντας, που εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και
+εξεπέζευσαν εις την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την
+Ρεσπίναν, την επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι
+τρόπον την εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά
+ευσπλαγχνική την εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της
+διηγηθή την ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση
+αναστενάζοντας, και την εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν,
+που εκίνησεν εις συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η
+οποία άρχισε να την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την
+εύνοιαν και την αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα
+βλέποντας την καλήν της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ
+διά τες γενναίες χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με
+απαρατήση να χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον
+ευσπλαγχνικούς· όθεν παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το
+σπήτι σου, δος μου ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες
+ημέρες μου προσευχομένη δι' εσάς. </p>
+
+<p>Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της
+είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει
+κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό εχαροποίησε
+μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον καταφύγιον, διά το
+οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα αλλοί εις αυτή! έως
+αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά έτυχαν άλλα πλέον
+μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και κυβερνήτης των
+αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω πόσον είνε αυτή
+εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν
+την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ (έτσι ωνομάζετο αυτός ο
+σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος και ο πλέον κακοκαμωμένος
+από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε
+να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες
+αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που απεφάσισε να την φανερώση εις
+αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης
+του, εμβήκεν εις την κατοικίαν της Ρεσπίνας, και άρχισε να της
+φανερώνη τον έρωτά του, και να την παρακινή διά να συγκλίνη εις την
+θέλησίν του. </p>
+
+<p>Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να
+φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν ο
+πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω εις
+την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής
+έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει
+παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα
+λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί δεν
+ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός
+ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που
+εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την εκδίκησιν
+με ένα τρόπον πολλά σκληρόν. </p>
+
+<p>Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν,
+το οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά.
+Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους, και
+έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το στρώμα
+της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό έχυσε και
+σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως εις το
+κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το βάρος πως το
+έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η γυναίκα του, και
+είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν φοβερά κλάμματα
+και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και τραβώντας τας τρίχας
+της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες φωνές των καμωνόμενος πως
+δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν
+το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον εις τα αίματα. Εις ταύτην την
+θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα
+φορέματά του, βρυχά, αδημονεί και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη!
+ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία! διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά
+να τον ξεσχίσω με τα χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη,
+ότι θα τον ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές
+πού υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον
+φονέα. </p>
+
+<p>Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες
+σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν
+της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα
+της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον,
+ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου·
+κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες
+ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν
+έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση, ότι
+η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα. </p>
+
+<p>Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους
+νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού μου;
+τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν;
+απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη
+μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της
+άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την
+ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το
+οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου
+σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς
+της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να το
+χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από τον
+εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω της,
+ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να δικαιολογηθή·
+και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του εκράτησε το χέρι ο
+Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις να με εμποδίσης από
+το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να παστρέψω την γην από μίαν
+θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να κάμη και άλλα μεγαλύτερα
+ανομήματα. </p>
+
+<p>Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το
+διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την
+Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και
+διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή
+έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν
+εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται
+πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε να
+κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. Ο
+σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν με
+όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε να
+την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον
+Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί. </p>
+
+<p>Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου·
+δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα
+εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν. </p>
+
+<p>Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν
+πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η
+Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν
+επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την
+διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον
+υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή
+έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις το
+σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις
+συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου
+ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με άσπρα,
+με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής. </p>
+
+<p>Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο
+Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να γνωρίσης
+τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι' όσας ευεργεσία
+της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν σακκούλαν με
+εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και άφησέ με εις
+την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ την φροντίδα. Όχι
+όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής ετούτα τα φλωριά, τα
+οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον σου. Αυτή τα έλαβε διά
+να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε να μη φυλάττουν μίσος
+προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη, εμίσευσεν από το σπήτι του με
+δάκρυα εις τα μάτια. </p>
+
+<p>Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το
+βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα
+παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού,
+εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την
+πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η
+Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις ετούτην
+την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος να με
+δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της έδωκεν
+ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η Ρεσπίνα
+εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε μεγάλως
+θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν. </p>
+
+<p>Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά,
+την οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που
+επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν,
+που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον
+εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον έφερναν
+να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος και δεν
+το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να κρεμούν
+εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι το χρέος
+του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία, απεκρίθη
+εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον ελευθερώνεις
+από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας χέρι εις την
+σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά να γλυτώση;
+Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν αυτός, ο οποίος
+είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε τον χρεωφειλέτην,
+και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά, και ελευθερώθη ευθύς
+εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την γενναιότητα της ξένης
+έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να ιδούν ποία ήτον αυτή. Και
+δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη εις τα λουτρά, επήρε θέλημα
+από την γραίαν, κα εβγήκεν από την χώραν διά να αναμερίση από την
+πειρακτικήν περιέργειαν του λαού. </p>
+
+<p>Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον
+ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η
+οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν που
+επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις το
+χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την
+εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν διά
+να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην του. Όχι,
+εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν να
+ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου είσαι
+καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι' αγάπην
+σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ που αυτή
+έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά επάνω της, και
+τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της εφανέρωσεν ευθύς
+την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε καιρόν αρμοδιώτερον
+διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του έπεσεν εις τους πόδας
+της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια την εξώρκιζε διά να του
+ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα
+του Ταμίμ αντί να θεωρήση με ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν
+αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον του και τον ύβρισε χειρότερα από τον
+σκλάβον του Αράπη. Ω ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά,
+ότι χωρίς εμένα δεν ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις
+τόσην τόλμην διά να βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά
+αυθάδης εις το να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου
+επιθυμίαν. </p>
+
+<p>Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την
+ατιμάσω, οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου
+και η θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά
+μίαν αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με
+έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη
+στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε
+υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις να
+μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα. </p>
+
+<p>Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και
+χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν
+που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι
+πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και
+αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν
+πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με
+αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή
+είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του
+είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις
+αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ. Έτσι λέγοντας
+εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα και ευθύς που
+την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και ούτως εμέτρησε τα
+εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς τα εμίσευσε προς την
+χώραν. </p>
+
+<p>Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και
+της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου διατί
+σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν μου, μα
+σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την ωραιότητα· τα
+μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι νοστιμάδες σου είνε
+απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την ομιλίαν έμεινεν
+εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν ο καπετάνιος την
+έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά μου, εις το καράβι
+και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του καραβιού που να είνε,
+διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και οπόταν φθάσαμεν εις τον
+τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί
+μου έως που ζω και θέλω έχει εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που
+να είνε το δυνατόν· και αν δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε
+επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι να μη κάμης το όμοιον εις εμένα. </p>
+
+<p>Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν,
+αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω,
+εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν
+είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον
+τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά
+οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή του
+έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν, ουτιδανό
+πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου; εγώ σε
+αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το κακόν θέλω να
+σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις τες αγκάλες του,
+και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι του και βάνοντας την
+μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος την άφησεν εις
+ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας πως αυτή δεν
+έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την υπομονήν του και
+ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να κλίνη αυτή εις την
+αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με κανέναν τρόπον δεν ήθελε
+να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν,
+παρά να κλίνη εις την όρεξίν του· όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας
+την εναντίωσίν της, ηθέλησε τέλος πάντων με δυναστείαν να την
+καταπείση. Και εκεί που αυτός εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται
+αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα
+έσχισε τα πανιά όλα, και ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού. </p>
+
+<p>Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να
+κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των
+κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον αέρα
+τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις αυτό, έξω
+από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν κάθε ένας επάνω
+εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο Καπετάνιος εις ένα
+τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από τα κύματα εις ένα
+νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε μία γυναίκα. Έλαχαν
+τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του νησιού πολλοί εγκάτοικοι·
+ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς εγλύτωσεν από την θάλασσαν
+και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα θαύμα και την
+επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός της. Αφού επλήρωσε
+την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα διά να της δώσουν ένα
+καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση να ζήση ήσυχα· αυτοί
+όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την ωραιότητά της και το πνεύμα της
+τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν
+ησυχία. </p>
+
+<p style='text-align:center;'><br /><img src ="images/7.jpg"
+width="326" height="281"
+alt="Η Ρεσπίνα εφέρθη από τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον"
+border="2" /><br /></p>
+
+
+<p>Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την
+στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να
+μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα
+οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού
+συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε
+διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η οποία
+με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η Ρεσπίνα έδειξε
+κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα ο λαός την εβίασε
+και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν να μετανοήσουν.
+Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και φρόνιμα, που τους έκαμεν
+όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι' αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή
+αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το περισσότερον μέρος της ημέρας
+το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον λαόν της, και εις το να κάνη τα
+όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν
+σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία είχε πνεύμα μεγάλον και
+φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα τα μυστικά, και
+εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα του βασιλείου
+της. </p>
+
+<p>Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να
+διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται την
+απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας Ταμίμ,
+νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του έδωσαν να
+καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή· όθεν
+απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να λάβη
+από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και αφού
+της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά θαυμασμένη
+και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην ηξεύροντας τι
+να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν εις τους πόνους
+της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν της, έτσι άρχισε να
+της λέγη. </p>
+
+<p>Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου
+πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου
+παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν μου.
+Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και το
+θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά αίτια,
+που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου το
+λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι ο
+ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν, αυτός
+θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά σου, και
+παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες παρανομίες
+δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο Ουρανός δεν
+αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια ησυχίαν μου εάν
+ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να έλθη εις φως δια
+την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την παράνομον σκληροκαρδίαν
+του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη είναι η μεγαλύτερη χάρις,
+που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου την κάμη, και ύστερον είμαι
+ευχαριστημένη να αποθάνω. </p>
+
+<p>Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι
+βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω, διά
+το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και μέσον
+που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω ένα
+απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με ευκολίαν·
+αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε ευχαριστήσω
+και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες ιατρείες που
+θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν πολλοί ξένοι απ'
+όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά πράγματα, εις τούτο το
+νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που μέλλουν να έλθουν,
+ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον Ραβά και οι άλλοι που
+σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το ποθούμενον. Πολλά
+εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η αγαπημένη της, και πολλά
+της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν,
+με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε αρρώστιαν και κακόν.
+Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία και νοσοκομεία διάφορα
+διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει εις αυτό το νησί. Έπειτα
+έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν
+ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί και θέλουν ιατρευθή χωρίς
+κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις όλον τον κόσμον και εις
+ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να έλθουν άρρωστοι πολύ
+πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν
+θεραπεία εις τες αρρώστειες των, και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι.
+Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν
+εκεί έξ ξένοι οι οποίοι εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους
+ένας ήτον τυφλός, ένας παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος
+τρελλός. Αυτή ευθύς επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή
+και αυτή η ιδία με τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα,
+και διά τούτο όλοι έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της. </p>
+
+<p>Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι
+της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε σκεπασμένον
+το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις τους πόδας
+της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να σηκωθούν τους
+ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από αυτούς άρχισε να
+ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο
+Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας ημέρας σου ημείς είμεθα
+δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να ιατρευθώμεν από την βασιλείαν
+σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε πλέον ξάστερα, τους είπεν η
+βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ
+να σας κάμω, αν πρώτον δεν αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το
+αίτια, που σας επροξένησαν αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν
+ένας από αυτούς να λέη· κατά το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να
+υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα
+υπανδρευθή με μίαν ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε
+παρομοίαν· πηγαινόμενος εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν
+του αδελφού μου, που είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το
+ταξείδι αυτός μου είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε
+ατιμίαν εις την τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν
+ζωντανήν διά παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός
+αυτός εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που
+από τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη
+είνε η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης
+διά να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη
+της χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου. </p>
+
+<p>Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να
+την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν
+της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή εκείνον
+τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς· αλλά αφού
+συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό αληθινόν, ότι η
+γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν; Όσον διά εμέ,
+απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω, στοχαζόμενος τες χάρες
+και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν
+τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και αυτό με κάνει να αμφιβάλλω
+εις την αθωότητάς της. </p>
+
+<p>Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε·
+τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα
+σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν ο
+αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν ένας
+από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω έναν
+σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα αυτός
+έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός δεν
+εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του
+προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου ελπίζοντας
+να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα αφού και
+ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της ωμίλησεν
+ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε οικονεύσει,
+και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που την
+εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα καταλεπτώς την
+υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν την ομολογίαν,
+και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ, ακολούθησεν αυτή να
+λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι υδρωπικιασμένος; Ω
+βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω ούτε εγώ από ποίαν
+αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου προήλθεν ετούτη από το
+να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία σκλάβαν, που είχα αγοράσει
+από έναν νέον, ο οποίος εις ένα παραθαλλάσιον μου την επούλησε. </p>
+
+<p>Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και
+εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως δεν
+τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά να
+ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι το
+λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε μία
+δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ'
+εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου
+ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε μία
+παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα εκείνην
+την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της την έμπασες
+εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από εσένα επειδή
+εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν ήμουν υπόχρεως της
+ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε σου την επούλησα με
+δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η βασίλισσα, ότι αυτός που
+ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον εγλύτωσεν από τον θάνατον
+πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά
+χαράς επιχειρισθή με κάθε μου επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες
+ασθενείας σας, ως τόσον πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας
+και αύριον ετούτην την ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο
+παραλυτικός, αν θέλουν να ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά
+τα πταίσματα, που αυτοί έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα
+εσυνέβηκαν, μα θέλω να ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να
+προσθέσουν καμμιάν ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί
+να με κάμουν να τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα. </p>
+
+<p>Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και
+οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του
+Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν
+καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που
+ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν
+των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν το
+σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην την
+νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν. </p>
+
+<p>Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και
+ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή επάνω
+εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους ασθενείς. Δεν
+σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο Ουρανός θέλει
+επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι εκείνοι που σε
+έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να δικαιώσουν την αθωότητά
+σου και την ακακίαν σου, και να ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται
+και προδόται; τώρα είνε εις την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να
+τους παιδεύσης. Εγώ έχω μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα,
+απεκρίθη η Ρεσπίνα και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον
+Ουρανόν, διά την χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον
+άνδρα μου θέλει γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που
+με έβλαψαν· θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να
+τους παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με
+μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ
+απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του
+καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να τους
+τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις λάβει
+από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου. </p>
+
+<p>Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ,
+και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις την
+βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς που
+τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο παραλυτικός
+να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν να κάμουν; μα
+αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την αλήθειαν. Ο
+Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον, γνωρίζοντας
+πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και ό,τι πάθη ας
+πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα συνέβηκαν εις το
+σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της Ρεσπίνας.
+Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, χωρίς να
+κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του αυθέντος του, και
+τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. </p>
+
+<p>Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε
+το πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α
+επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν,
+παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και
+έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη
+βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω
+την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον
+ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις
+τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης
+την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον
+συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την
+Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ
+που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες
+έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους
+επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους
+άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον
+τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν. </p>
+
+<p>Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη
+το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να
+μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και
+εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός την
+ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή
+σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα. </p>
+
+<p>Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή
+την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το
+στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον
+της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του
+αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα,
+και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με
+μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν. </p>
+
+<p>Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και
+καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και την
+αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε
+λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς
+τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν
+εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου
+ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον το
+παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ πλέον
+την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον φέρω ο
+ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη ζωντανή, και
+εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου ότι το πταίσιμόν
+του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά να ημπορέσω να το
+συμπαθήσω. </p>
+
+<p>Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις
+το σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον
+διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο
+άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· Εγώ
+σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' αγάπην
+μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα επειδή και
+το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του κατατυρανείται, πρέπει να
+τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο,
+και διά τούτο είνε χρεία να μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα
+λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν
+σου στέκεται να με προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το
+φταίξιμόν του· το δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις
+την Μπάσραν να κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της
+αγαπημένης μου γυναικός. </p>
+
+<p>Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την
+Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο
+Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι
+περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον
+απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους·
+μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας
+κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την
+ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η βασίλισσα
+τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της επάνω εις
+ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. </p>
+
+<p>Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους.
+Εγώ συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους
+πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου
+όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την αυλήν
+μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας αυθέντης.
+Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη εις ένα
+πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία σου με
+υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά
+αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της δέχομαι
+την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με μίαν από
+τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την Ρεσπίναν δεν
+θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου Ρεσπίνα είνε
+πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι διά τον χαμόν
+της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το επίλοιπον της ζωής
+μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη ζωντανή. </p>
+
+<p>Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα
+της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν
+(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες
+αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει
+θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει;
+Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο
+Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις το
+να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν και
+σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του Νέου,
+θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που εκατάτρεξαν.
+Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη τα συμβεβηκότα
+της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και τους περιεστώτας,
+οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα να δώσουν του
+Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα χρυσόν διά την
+γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις αυτήν έκαμαν.
+Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν, ότι να
+εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς πράξη
+καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και επήρε τον
+Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της και όντας εκεί
+του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν άδειαν εις το να
+παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να κυβερνάς διά τούτο
+δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί μου θέλεις είσαι
+συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την γλυκύτητα μιας ζωής
+τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του διορίσει μίαν
+επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε ευχαριστημένος,
+καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν έγινε πρώτος
+κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το χρέος της
+επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας όλων των
+εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι ευχαριστημένοι,
+με αγάπην ανεκδιήγητον. </p>
+
+<p>Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του
+βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον
+θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες
+που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες
+διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες
+ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και
+πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον από
+το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην των
+γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους άνδρας
+τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και γενναιότητα της
+αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη γυναίκα του χωρίς
+ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη καθώς τον έλαβαν και
+άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος πάντων να της χαρίση την
+ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του επί ζωής του· όθεν
+σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω
+γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες,
+νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες σου και τα εύμορφά σου διηγήματα,
+που από πολύν καιρόν με εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του
+λόγου σου πολλά ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν
+την αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας
+με αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που
+αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου
+επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου
+εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν
+μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες
+τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα
+ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον
+σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η
+Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με
+τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που
+ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον
+θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν. </p>
+
+<p>Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε
+τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την
+χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους
+πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και ευχαρίστησε,
+διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του, που την είδεν
+ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά τον ανεβασμόν
+της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας του βασιλέως,
+έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το ντιβάνι, και από
+εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του το βασίλειον, και
+διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και όλος ο λαός
+καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν που αυτή με
+την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον θάνατον τόσες
+ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν οι χαρές, έζησαν
+ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με μιαν παντοτεινή αγάπη
+και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που εις ετούτην την πρόσκαιρον
+και φθαρτήν ζωήν έζησαν. </p>
+
+<h3 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΤΕΛΟΣ </h3>
+
+<p>
+<br />
+ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br />
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 - Οδός
+Σταδίου - 12 </p>
+
+<p>
+</p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ
+ΠΟΙΗΤΙΚΗ
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ<br />
+ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ</h4>
+
+<p>
+</p>
+
+<p>Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού
+ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και γοητεύουν
+τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς συγκινήσεως
+εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών εικονογραφημένων εξωφύλλων.
+</p>
+
+<p>Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50 </p>
+
+<p>Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95
+</p>
+
+<p>Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών
+χορών σχ. 8ον </p>
+
+<p>Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4 </p>
+
+<p>Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον </p>
+
+<p>Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον </p>
+
+<p>Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8 </p>
+
+<p>Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον </p>
+
+<p>Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον </p>
+
+<p>Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων
+και χορών </p>
+
+<p>Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις </p>
+
+<p>Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3 </p>
+
+<p>ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3 </p>
+
+<p>ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά
+καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον </p>
+
+<h4 style="text-align: center; margin-top: 3em">
+Νέα Μυθιστορήματα </h4>
+
+<p>
+<br />
+ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. - </p>
+
+<p>ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ
+κατά μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. - </p>
+
+<p>ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ
+Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. - </p>
+
+<p>Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς.
+Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. - </p>
+
+<p>Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού
+υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. - </p>
+
+<p>Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ'
+εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. - </p>
+
+<p>Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· - </p>
+
+<p>Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ
+Αλαίν - Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν.
+Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. - </p>
+
+<p>Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του
+Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ. 5 -
+ </p>
+
+<p>Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις
+εκ του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 - </p>
+
+<p>Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν
+και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. - </p>
+
+<p>ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ
+Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη από
+περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών καλιτεχνικών
+εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. - </p>
+
+<p>ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών
+εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. - </p>
+
+<p>Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν
+Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι,
+Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ.
+10. - </p>
+
+<hr></hr>
+
+<p id="fn1">1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος
+έχει
+διάφορες χάρες επάνω του.<a href="#ref1" title="Πίσω">&#8617;</a></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+***** This file should be named 36688-h.htm or 36688-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/36688-h/images/1.jpg b/36688-h/images/1.jpg
new file mode 100644
index 0000000..acc8e04
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/1.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/2.jpg b/36688-h/images/2.jpg
new file mode 100644
index 0000000..2e76b27
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/2.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/3.jpg b/36688-h/images/3.jpg
new file mode 100644
index 0000000..7abf5db
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/3.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/4.jpg b/36688-h/images/4.jpg
new file mode 100644
index 0000000..39b2f74
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/4.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/5.jpg b/36688-h/images/5.jpg
new file mode 100644
index 0000000..f4fa1f9
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/5.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/6.jpg b/36688-h/images/6.jpg
new file mode 100644
index 0000000..ddd7e29
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/6.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/7.jpg b/36688-h/images/7.jpg
new file mode 100644
index 0000000..fde9ab8
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/7.jpg
Binary files differ
diff --git a/36688-h/images/page1.jpg b/36688-h/images/page1.jpg
new file mode 100644
index 0000000..b617e50
--- /dev/null
+++ b/36688-h/images/page1.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..0c98728
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #36688 (https://www.gutenberg.org/ebooks/36688)
diff --git a/old/20110710-36688-0.txt b/old/20110710-36688-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..bfb7b0b
--- /dev/null
+++ b/old/20110710-36688-0.txt
@@ -0,0 +1,8126 @@
+The Project Gutenberg EBook of Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Arabian Nights, Volume 3
+ Continuation of the stories
+
+Author: Dervish Abu Bekr
+
+Release Date: July 10, 2011 [EBook #36688]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+
+
+
+Note: The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed
+otherwise. Bold words are included in &. Footnotes have been placed at
+the end of the book.
+
+Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε
+μονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως
+έχει. Λέξεις με έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &. Οι
+υποσημειώσεις των σελίδων έχουν τεθεί στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+Χ Α Λ I Μ Α
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
+
+
+
+ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
+
+
+
+&Εξακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βεδρεδήν Λώλου, και του
+βεζύρη του του Ταλμούχ, επονομαζομένου Μελαγχολικού.&
+
+
+
+Αφού ο βεζύρης ο Ταλμούχ ετελείωσε την διήγησιν των συμβεβηκότων
+του, ο βασιλεύς Βεδρεδήν Λώλος του είπεν· εγώ δεν θαυμάζω πλέον,
+Ταλμούχ, που εσύ είσαι έτσι μελαγχολικός, επειδή και έχεις δικαίαν
+αιτίαν· μα εις το να μου λες πως κανείς δεν είνε χωρίς θλίψιν,
+έχεις άδικον μεγάλον και μάλιστα να στοχάζεσαι ότι ανάμεσα, εις
+όλους τους ανθρώπους δεν θα ευρεθή ένας, που να είνε τελείως
+ευχαριστημένος, εις αυτό σε βλέπω πως είσαι εις μέγα σφάλμα και
+χωρίς να σου φέρω άλλους πολλούς εις παράδειγμα, που ζουν χωρίς
+θλίψιν, είμαι βέβαιος ότι το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούχ, ο
+αγαπημένος μου, να χαίρεται μίαν τελείαν ευτυχίαν. Εγώ δεν ηξεύρω
+τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που
+αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω,
+ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο,
+εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω
+ψεύτην. Και εν τω άμα πού αυτά είπεν, έκραξεν ένα του Οφφικιάλον,
+και τον επρόσταξεν, να υπάγη να του φέρη το βασιλόπουλον Σεήφ
+Μολτούχ προς αυτόν.
+
+Δεν απέρασε πολλή ώρα, και ο Μολτούχ ήλθεν έμπροσθεν εις τον
+βασιλέα, ο οποίος του είπε· Βασιλόπουλο Μολτούχ, κάμε μου την
+χάριν να μου ειπής, αν είσαι ευχαριστημένος εις την τύχην σου, ή
+όχι. Αχ, βασιλέα μου, απεκρίθη ο Μολτούχ, το ύψος της βασιλείας
+σου ημπορεί να καταλάβη αν είμαι ευχαριστημένος ή όχι. Εγώ όντας
+υποκάτω εις το σκέπος σου, και γεμάτος από τες χάρες που πάντοτε
+διαμοιράζεις εις του λόγου μου, δεν ημπορώ να είμαι αλλέως, παρά
+πολλά ευχαριστημένος εις την τοιαύτην μου τύχην. Εις ετούτο είμαι
+βέβαιος, απεκρίθη ο βασιλεύς· μα η επιθυμία μου είνε να μου ειπής,
+αν κανένα πράγμα σου συγχίζει την ευτυχίαν διατί ο βεζύρης μου
+λέγει, πως κανείς εις τον κόσμον δεν είνε, που να μην έχη κάποιαν
+θλίψιν, που να συγχίζη την ανάπαυσίν του· διά τούτο, παρακαλώ σε
+μίλησε με καθαρότητα και φανέρωσέ μου τα εσωτερικά σου πάθη.
+Αυθέντη, λέγει τότε ο Σεήφ Μολτούχ, επειδή και το ύψος της
+βασιλείας σου με προστάζει να ξεσκεπάσω τα έσω της καρδίας μου,
+ιδού που της λέγω, ότι με όλες τες χάρες που λαμβάνω από την
+βασιλείαν σου, και με όλον τον πλούτον, και τες απόλαυσες, που
+έχω, γροικώ μίαν τόσην ανησυχίαν, που πολλά ανακατώνει την
+ανάπαυσίν μου· έχω εις την καρδιά ένα σαράκι, που την τρυπά
+ακαταπαύστως, και που δι' άκραν δυστυχίαν μου, μου κάνει το κακόν
+μου χωρίς ιατρείαν· Ο βασιλεύς της Δαμασκού έμεινε πολλά
+θαυμασμένος εις το να ακούση να μιλήση με τέτοιον τρόπον ο
+αγαπημένος του, και εστοχάσθη μήπως και αυτουνού του αρπάχθη
+καμμιά βασιλοπούλα ωσάν του βεζύρη του. Διηγήσου μου το λοιπόν
+χωρίς άργητα, του λέγει, επειδή και η περιέργειά μου είναι μεγάλη
+να ακούσω την ιστορίαν σου. Ο Μολτούχ υπήκουσε, και άρχισε να
+διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Βασιλόπουλου Σεήφ Μολτούχ, και της Εικόνος της
+Αλγεμάλ.&
+
+
+
+Ηξεύρεις καλώτατα, που εγώ έλαβα την τιμή να φανερώσω της
+βασιλείας σου, ότι είμαι υιός του απεθαμμένου Σουλτάνου της
+Αιγύπτου, ονομαζομένου Μπεν Σεφοβάν, και αδελφός του Σουλτάνου που
+εις την Αίγυπτον βασιλεύει την σήμερον· επειδή ωσάν μεγαλύτερός
+μου έλαβε τον θρόνον του πατρός μου. Εγώ οπόταν ήμουν δέκα έξ
+χρόνων ηύρα κατά τύχην μίαν ημέραν τον θησαυρό του πατρός μου
+ανοικτόν και εμβαίνοντας μέσα άρχισα να στοχάζωμαι με επιμέλειαν
+τα όσα πολύτιμα και εξαίρετα πράγματα εκεί ευρίσκοντο. Και ανάμεσα
+εις τα άλλα βλέπω μίαν κασσελοπούλαν εγκοσμημένην με διάφορα
+πετράδια απ' έξω, και είχε ένα κλειδί χρυσό. Εγώ διά περιέργειάν
+μου το ανοίγω, και μέσα εις αυτό βλέπω ένα δακτυλίδι μιας εξαισίας
+ωραιότητος, και ένα κουτάκι χρυσό, εις το οποίον ήτο κλεισμένη μια
+εικόνα γυναικός. Την θεωρώ με στοχασμόν, και βλέπω που ήτο μια
+ζωγραφιά πολλά τελεία και εξαίρετος, που η φύσις εστοχαζόμουν, δεν
+ήθελε κάμει μίαν τέτοιαν ωραίαν γυναίκα, ωσάν εκείνην, που
+έδειχνεν η εικόνα· οι οφθαλμοί μου δεν εξεκολλούσαν από εκείνην
+την ζωγραφιά, τόσον που μου επροξένησεν έρωτα. Εστοχάσθην ότι
+εκείνη θα ήτον εικόνα καμμιάς βασιλοπούλας που θα εζούσε, και
+εβεβαιωνόμουν με τρόπον, που έγινα πλέον ερωτικός. Έκλεισα το
+κουτί, και το έβαλα εις τον κόρφον μου, ομού και το δαχτυλίδι που
+μου άρεσε, και τα επήρα και εβγήκα από τον θησαυρό.
+
+Είχα ένα μυστικόν μου φίλον, ονόματι Σαέδ· αυτός ήτον υιός ενός
+μεγάλου αυθέντου από την Αίγυπτον. Εγώ τον αγαπούσα επειδή και ήτο
+συνομίληκός μου· του εδιηγήθηκα εκείνο που μου εσυνέβη· μου
+εζήτησε την εικόνα και του την έδωσα. Αυτός ερευνώντας την, μήπως
+και είχε κανένα γράμμα που να φανερώνη τίνος μορφή ήτον, ευρίσκει
+που ολόγυρα εις το κουτί από μέσα ήτον γραμμένα ετούτα τα λόγια
+εις χαρακτήρα Αραβικόν «Αλγεμάλ, θυγατέρα του βασιλέως Καχβάλ».
+Ετούτη η είδησις με ευχαρίστησε μεγάλως, και έβαλα ευθύς τον Σαέδ
+διά να εξετάση εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκεται αυτό το
+βασίλειον Καχβάλ. Αυτός με όλες τες εξέτασες που έκαμε, κανείς δεν
+ημπόρεσε να του ειπή· εις τρόπον που απεφάσισα να ταξειδεύσω και
+να γυρίσω όλον τον κόσμον, αν έκανε χρεία και να μην γυρίσω εις
+την Αίγυπτον, αν πρώτον δεν ήθελα εύρει την ωραίαν Αλγεμάλ· όθεν
+ευθύς επερικάλεσα τον Σουλτάνον πατέρα μου διά να μου δώση θέλημα
+να υπάγω εις το Μπαγδάτ, διά να ιδώ την αυλήν του Καλίφ, και τα
+θαυμάσια της αυτής χώρας. Αυτός έκλινεν εις την ζήτησίν μου. Και
+ούτως επήρα τον Σαέδ και δύο σκλάβους πιστούς μου, και εμίσευσα
+από την Αίγυπτον.
+
+Έβαλα ευθύς το δακτυλίδι το θαυμαστόν εις το χέρι μου· και δεν
+έκανα άλλο εις το ταξείδι παρά να συνομιλώ με τον Σαέδ διά την
+ευμορφιά της βασιλοπούλας, που επηγαίναμεν ζητώντας. Φθάνοντας δε
+εις το Μπαγδάτι, επήγα ευθύς και ερώτησα τους εκεί σοφούς, διά να
+μου ειπούν εις ποίον μέρος της γης θα ευρίσκετο το βασίλειον
+Καχβάλ· μα κανείς δεν ημπόρεσε να ηξεύρη να μου το ειπή, έξω από
+έναν που μου είπεν, ότι αν θέλω να μάθω το πού είνε, πρέπει να
+υπάγω εις την Μπάσρα και εκεί είνε ένας γέρων πολλά σοφός, και
+αυτός ημπορεί να μου φανερώση το που είνε. Εμίσευσα ευθύς από το
+Μπαγδάτι, και ήλθα εις την Μπάσρα, επήγα ζητώντας διά αυτόν τον
+γέροντα και ερωτώντας τον δι' αυτήν την υπόθεσιν, μου είπεν, ότι
+ακουστά έχω πως αυτό το βασίλειον θα ευρίσκεται εις ένα νησί μέσα
+εις τες Ινδίες τες βαθειές, μα δεν ημπορώ να σε βεβαιώσω, ανίσως
+και είνε αλήθεια ή όχι. Ευχαρίστησα τον γέροντα, που μου έδωσε
+κάποιαν είδησιν δι' αυτόν τον τόπον και ελπίζοντες διά να τον
+εύρωμεν επήγαμεν εις το παραθαλάσσιον της αυτής χώρας Μπάσρας, και
+εκεί ευρίσκοντες ένα καράβι πραγματευτάρικον που ήτον διά τες
+Ινδίες, εμβήκαμεν μέσα εις αυτό, και μετά δύο ημέρες εμίσευσεν από
+εκείνον τον λιμένα. Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά
+ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν
+ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν
+μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την
+ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την
+διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν
+εκαταποντισθήκαμεν. Τέλος πάντων προς το βράδυ εφθάσαμεν με αυτήν
+την φουρτούνα εις ένα νησί πλησίον εις τες Μαλδίβες.
+
+Αυτό το νησί μας εφάνη ότι ήτον έρημον· εστεκόμασθε διά να βάλωμεν
+ποδάρι εις την γην, και να έμβωμεν εις τον λόγγον διά να κάμωμεν
+ξύλα οπόταν ένας ναύτης, παλαιός από αυτά τα ταξείδια μας έδωσε
+την είδησιν, ότι εις αυτό το νησί κατοικούν Άραβες ειδωλολάτραι
+που ελάτρευαν έναν όφιν, του οποίου έδιναν να τρώγη όσους ξένους,
+που η κακή τους τύχη τους ήθελε ρίξει εις τας χείρας τους. Ο
+Καπετάνιος που εγνώριζε τον ναύτην άνθρωπον πιστόν, το επίστευσε,
+και επρόσταξεν ότι κανείς να μην έβγη έξω, παρά να σταθούμεν εις
+το καράβι εκείνην την νύκτα, και το ταχύ πριν να ξημερώση να
+μισεύσωμεν από ένα τόπον τόσον κινδυνώδη. Αυτή η απόφασις ήτον η
+πλέον καλύτερη, εάν την εβάνονταν εις έργον ευθύς και αν
+εμισεύαμεν εκείνην την ίδιαν βραδυάν. Επειδή προς το μέσον της
+νυκτός επλακωθήκαμεν αιφνιδίως από έναν μέγαν αριθμόν Μαύρων, οι
+οποίοι εμβήκαν εις το καράβι μας, και φορτώνοντές μας σίδηρα μας
+έφεραν εις τες κατοικίες τους.
+
+Ερχομένης δε της ημέρας, αυτοί οι Μώροι μας έφεραν εις μίαν τένταν
+μεγάλην, εις την οποίαν είχε την κατοικίαν του ο βασιλέας τους.
+Αυτοί μας επαράστησαν έμπροσθεν του βασιλέως, ο οποίος είχε τον
+θρόνον του καμωμένον από τσόφλια στρειδιών και αχιβαδιών, και
+εφαίνονταν πως ήτον ωσάν μέσα εις ένα σπήλαιον. Αυτός ο βασιλεύς
+ήτον ένας Αράπης πολλά άσχημος, μέγας ωσάν ένας γίγαντας, και
+εφαίνετο καθολικά ωσάν ένα δαιμόνιον. Σιμά εις αυτόν εκάθητο η
+θυγατέρα του, η βασιλοπούλα, η οποία ήτον έως χρόνων τριάκοντα,
+και σχεδόν ήτον παρόμοια εις όλα ωσάν τον πατέρα της. Αυτός ο
+βασιλεύς Μώρος έλαβε πολλήν χαράν εις την απόκτησίν μας· και αφού
+έδωσε μεγάλα χαρίσματα εκείνων που μας έπιασαν, επρόσταξε τον
+βεζύρην του διά να μας φυλακώση· και κάθε ημέραν να δίδη ένα από
+ημάς εις φαγί του όφεως ειδώλου τους, που ελάτρευον. Ο βεζύρης τον
+υπήκουσε, και μας επήρε και μας έφερεν εις μίαν τένταν, που
+εχρησίμευε διά φυλακή, και έκαμε να μας δώσουν κεχρί, ρίζι, και
+άλλα φαγητά διά να γενούμε παχύτεροι διά την θυσίαν.
+
+Την ακόλουθον ημέραν έρχονται δύο Μώροι, και παίρνουν έναν από
+τους συντρόφους μας και τον έφεραν του όφεως. Εξαναγύρισαν την
+άλλην ημέραν και έκαμαν το ίδιον· και με τοιούτον τρόπον
+ακολούθησε κάθε ημέραν έως που έφθειραν όλους, έξω από εμένα και
+τον Σαέδ. Ημείς δεν αναμέναμεν άλλο, παρά την ιδίαν κατάστασιν των
+συντρόφων μας· και ακαρτερούσαμεν την ερχομένην ημέραν με μεγάλα
+παράπονα διά να πάρουν ένα από ημάς διά να μας αποτελειώσουν.
+Έφθασαν το λοιπόν το ερχόμενον ταχύ οι συνειθισμένοι δύο Μώροι,
+και μου κάνουν νεύμα διά να τους ακολουθήσω. Εγώ έμεινα ώσπερ
+νεκρός εις τέτοιαν είδησιν, και γυρίζω προς τον Σαέδ διά να του
+δώσω τον τελευταίον χαιρετισμόν. Ημείς εμείναμεν και οι δύο
+άφωνοι· και δεν ημπορούσαμεν ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, από το
+παράπονόν μας να βγάλωμεν ένα λόγον από το στόμα μας, παρά από τα
+σχήματα των οφθαλμών μας εφανερώναμεν τον πόνον του χωρισμού μας.
+
+Οι Μώροι με έφεραν υποκάτω εις μίαν μεγάλην τένταν, εις την οποίαν
+ελόγιαζα να γένω θυσία· μα μία Μώρα γυναίκα, που εφανερώθη
+έμπροσθέν μου, εδιάλυσε αυτόν τον φόβον· μη φοβάσαι, ω νέε, μου
+λέγει αυτή· εσύ δεν συναπαντάς την τύχην των συντρόφων σου· η
+βασιλοπούλα Ουσνάρα, κυρία μου, σου φυλάττει μίαν καλυτέραν· εγώ
+δεν σου μιλώ τίποτε, διατί αυτή η ίδια θέλει σου φανερώσει την
+καλήν σου τύχην· εγώ είμαι η πιστή της σκλάβα, και έχω θέλημα, να
+σε εμβάσω εις τον οντά της, εκεί που αυτή με μεγάλην ανυπομονησίαν
+σε καρτερεί. Εις αυτά τα λόγια της σκλάβας οι δύο Μώροι, που με
+εφύλαγαν με άφησαν, και αναμέρισαν, και η σκλάβα με παίρνει από το
+χέρι, και με φέρει εκεί που η κυρία της μας εκαρτερούσεν, η οποία
+εκάθονταν επάνω εις ένα σωρόν από τομάρια των αγρίων θηρίων, τα
+οποία εχρησίμευαν διά θρόνον της. Αυτή η βασιλοπούλα είχε το
+πρόσωπόν της πρασινόμαυρον, τα μάτια βαθουλωτά και μικρότατα, την
+μύτην πλακωτήν και πλατειάν, το στόμα μέγα, τα χείλη χονδρά και
+κρεμασμένα, και τα δόντια κίτρινα ωσάν το κεχριμπάρι, τα μαλιά της
+ήταν κοντά, κατσαρά και μαύρα ωσάν το μελάνι, εις το κεφάλι της
+είχε μίαν σκούφιαν από πανί κίτρινον, κεντημένην με κόκκινον
+γνέμα, και εις την κορυφήν είχεν ένα σεργούτσι από πτερά διαφόρων
+χρωμάτων· το φόρεμά της ήτον ένα τομάρι από τίγριν, και την
+εσκέπαζεν από τις πλάτες έως τους πόδας.
+
+Πλησίασε ω νέε, αυτή μου λέγει, έλα να καθήσης κοντά μου, έχω να
+σου μιλήσω πράγματα που θέλει σε χαροποιήσουν, διά το άντεμα που
+έκαμες εις τας χείρας του βασιλέως πατρός μου· Εγώ αφού και την
+επροσκύνησα, επήγα και εκάθησα κοντά της. Τότε αυτή ακολουθώντας
+την ομιλίαν της μου λέγει· Εσύ, στοχάζομαι πως έχεις μίαν μεγάλην
+ανυπομονησίαν διά να μάθης εκείνο που έχω να σου μιλήσω, και σε
+συμπαθώ· μα σαν μάθης, ελπίζω πως θα χαρής μεγάλως· ήξευρε λοιπόν
+ότι αφόντις και σε είδα, έλαβα μεγάλην κλίσιν διά εσένα και
+σπλάγχνος· και όχι μόνον αποφάσισα διά να σου φυλάξω την ζωήν,
+αλλά επιθυμώ διά να σε κάμω και αγαπητικόν μου, και σε προτιμώ από
+τους πρώτους αξιωματικούς της αυλής του πατρός μου, που είνε
+συστημένοι διά τες νοστιμάδες μου.
+
+Αυτή η φανέρωσις που αυτή μου έκαμε, μου επροξένησε μίαν
+αντράλωσιν, που δεν ήξευρα τι να αποκριθώ, επειδή και αν
+εκαταφονούσα την ζήτησίν της εφοβούμουν να μην την θυμώσω και με
+θανατώση· όθεν έστεκα χωρίς να ηξεύρω τι να είπω. Βλέποντας αυτή
+ότι εγώ δεν αποκρινόμουν, και μάλιστα που ευρισκόμουν σκοτισμένος,
+μου είπεν· αγρικώ, ω νέε, ότι η μεγάλη μου ευμορφιά είνε εκείνη,
+που σε κάνει να μείνης εκστατικός, χωρίς να ημπορής να προφέρης
+λόγον και μάλιστα που να με βλέπης να καταδεχθώ διά να σε εκλέξω
+διά αγαπητικόν μου· και χωρίς αμφιβολίαν καταλαμβάνω, ότι η σιωπή
+σου προέρχεται από το άκρον της χαροποιήσεώς σου, διά το οποίον
+έχω περισσοτέραν ευχαρίστησιν, παρά που να μου το ήθελες φανερώσει
+με τους λόγους του στόματός σου. Και εις την τελείωσιν τούτων των
+λόγων μου έδωσε το χέρι της να της το φιλήσω διά σημείον της
+ευχαριστήσεως που μου εφύλαγεν.
+
+Ήτον αυτή τόσον βεβαία, ότι εγώ θα ετρώθηκα από τα κάλλη της που
+δεν εκαταλάμβανε τον κακοφανισμόν και την αναγουλίασιν που τα
+λόγια της μου επροξενούσαν. Και ωσάν της εφίλησα το χέρι, μου
+λέγει ότι λογής και αν είνε η φαιδρότης της κλίσεώς μου, που διά
+σε προσφέρω, δεν ημπορώ να κάμω αλλέως, παρά ετούτην την νύκτα θα
+δώσω τελείωσιν της ευτυχίας σου, διά να σε στεφανωθώ· υπάγω το
+λοιπόν διά να εύρω τον βασιλέα πατέρα μου διά να τον παρακαλέσω να
+σου χαρίση την ζωήν, τόσον εσένα, ωσάν και του συντρόφου σου·
+επειδή και η Μυρόφια η εμπιστευμένη μου σκλάβα, δείχνει και αυτή
+πολλήν κλίσιν αγάπης προς αυτόν. Ως τόσον ύπαγε, ω αγαπημένε μου
+νέε, εις την τένταν σου να ησυχάσης, και να φέρης και του
+συντρόφου σου την χαροποιάν είδησιν, που μέλλει να πάρη την
+αγαπημένην μου σκλάβαν εις γυναίκα· χαρήτε ανάμεσόν σας και
+ευχαριστείτε την τύχην σας, που αντί να επιτύχετε την συμφοράν των
+συντρόφων σας, επιτυχαίνετε την μεγαλυτέραν ευτυχίαν του κόσμου.
+
+Τότε εγώ ευχαρίστησα την βασιλοπούλαν Ουσνάραν διά τες ευεργεσίες
+της, με όλον που ήμουν αποφασισμένος καλύτερον να αποθάνω, παρά να
+κλίνω εις την θέλησίν της· και ένας Μώρος, που απ' αυτήν εκράχθη,
+με εσυντρόφευσεν εις την τένταν μου. Δεν ημπορώ να διηγηθώ, τι
+λογής ήτον η χαροποίησις του Σαέδ, οπόταν με είδεν. Αχ, εγώ σε
+ξαναβλέπω, ω ακριβόν μου βασιλόπουλο εφώναξεν αυτός, εγώ ήμουν
+αποφασισμένος πως δεν ήθελα ιδεί πλέον το πρόσωπόν σου· επίστευα
+ότι βάρβαροι σε είχαν ως τώρα θυσιάσει, και ότι ο φοβερός όφις σε
+είχε καταλύση· είνε δυνατόν να μου ξαναπιστρέφης, και έρχεσαι να
+μου σφουγγίσης τα δάκρυα, που διά την αγάπην σου έχυσα; Ναι, ω
+Σαέδ, του είπα και σου ομολογώ, ότι εις το χέρι μου στέκει να ζήσω
+και να αποθάνω. Αχ αυθέντη, αντίκοψε, ο Σαέδ με θερμότητα, ημπορώ
+να πιστεύσω βεβαίως, ότι ημπορείς να γλυτώσης από τον θάνατον;
+πόσην ευχαρίστησιν μου προξενεί ετούτη η είδησις που μου δίδεις.
+Εγώ τίποτε δεν σου λέγω που να μην είνε αληθινόν, του απεκρίθηκα·
+μα δεν ηξεύρεις με ποίαν τιμήν ημπορώ να φυλάξω την ζωήν μου, και
+οπόταν θέλεις μάθει τα πάντα, δεν ηξεύρω αν θα χαρής τόσον· επειδή
+και στοχάζομαι πως θέλεις με εύρει πλέον άξιον θλίψεως, καθώς και
+αν ήθελα χάσει την ζωήν. Τότε του εδιηγήθηκα την γνώμην της
+θυγατρός του βασιλέως των Μώρων, που μου εφανέρωσε με όλα τα
+ακόλουθα.
+
+Ομολογώ, μου λέγει ο Σαέδ, αφού και με αφηκράσθη, πως είνε μία
+μεγάλη θλίψις να θεωρηθής ανάμεσα εις τες αγκάλες μιας παρομοίας
+τερατώδους αγαπητικιάς· με δίκαιον τρόπον είνε η κλίσις σου τόσον
+εναντία εις την θέλησιν αυτής, η γνώμη μου συμφωνεί με την εδικήν
+σου, μα την ζωήν σου πρέπει να την προτιμήσης περισσότερον από
+κάθε τι· στοχάσου πόσον θλιβερόν είνε να χαθής εις τέτοιαν ηλικίαν
+που ευρίσκεσαι· κάμε μίαν απόφασιν εις του λόγου σου, ω αγαπημένον
+μου βασιλόπουλο, και προτίμησε την ζωήν σου καλύτερον από τον
+θάνατον. Ω Σαέδ, εφώναξα εις τούτα τα λόγια, τι συμβουλή είνε αυτή
+που μου δίδεις; πιστεύεις εσύ ότι εγώ θα ημπορέσω να το δεχθώ
+αυτό; ας ιδούμεν αν είσαι εσύ καλός να κάμης εκείνο που τους
+άλλους παρακινείς, επειδή και σου δίδω την είδησιν, ότι και εσύ
+παρομοίως είσαι εις την ιδίαν κατάστασιν· η σκλάβα, η αγαπημένη
+της βασιλοπούλας, έχει την ίδιαν θέλησιν εις εσένα, καθώς η κυρά
+της εις εμένα, και θέλει να σε στεφανωθή· αυτή δεν είνε ολιγώτερον
+άσχημη από την κυράν της· αγροικιέσαι έτοιμος εις το να
+ανταποκριθής εις τα χάδια, που μέλλει να σου κάμη ετούτην την
+νύκτα, οπόταν κοιμηθήτε αντάμα;
+
+Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ,
+εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της
+βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με
+θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ
+εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι
+είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον
+σκλάβαν. Διατί όμως με αναγκάζεις εμένα να συγκλίνω εις την
+θέλησιν της βασιλοπούλας, και ότι εμπρός εις την ζωήν δεν πρέπει
+να κυττάζη κανείς τίποτε, διατί δεν κάμνεις τώρα εσύ εκείνο που με
+ερμηνεύεις; Σου δίδω κάθε δίκαιον, μου απεκρίθη αυτός, και γνωρίζω
+πως έσφαλα εις τα όσα σου είπα· και το ευρίσκω εύλογον, ότι είνε
+καλύτερον να χαθώμεν και οι δύο, παρά να κλίνωμεν εις την αγάπην
+δύο υποκειμένων τόσον ασχημοτάτων. Αποφασισμένοι το λοιπόν και οι
+δύο ν' αποθάνωμεν καλύτερον, παρά να ζήσωμεν με τέτοια υποκείμενα,
+εκαρτερούσαμεν να έλθη η νύκτα με ανυπομονησίαν διά να τους
+δώσωμεν να καταλάβουν το μέγα μίσος μας προς αυτές που έχομεν·
+καλύτερον ποθούμεν να αποθάνωμεν, παρά να κλίνωμεν εις τας
+θελήσεις τους· τόσον είμεθα απελπισμένοι.
+
+Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα, οι δύο Μώροι ήλθαν και μας επήραν, και
+μας έφεραν εις την τέντα της βασιλοπούλας. Αυτή με την σκλάβαν της
+μας εδέχθησαν με μεγάλην χαράν, αι οποίες εκάθονταν εξαπλωμένες
+επάνω εις τομάρια βαλμένα κατά γης. Έλα να καθήσης σιμά μου, μου
+λέγει η Ουσνάρα, και ο σύντροφός σου ας καθήση σιμά εις την
+Μυρόφιαν, την σκλάβαν μου. Εμείς εκαθήσαμεν με τα πρόσωπα
+κρεμασμένα, χωρίς να μιλήσωμε λόγον. Τι στέκεσθε έτσι σκυθρωποί,
+μας λέγει η Ουσνάρα, και δεν στέκεσθε χαροποιοί, διά την μεγάλην
+σας ευτυχία; ή έχετε εντροπήν να μιλήσετε; εγώ σας δίδω κάθε
+άδειαν διά να μιλήσετε με ελευθερίαν, και να ξηγηθήτε την αγάπην
+σας που προς ημάς φέρνετε. Ημείς τότε μην ημπορούντες να
+υποφέρωμεν, με ολίγα λόγια, τες εδώσαμεν να καταλάβουν, πως χάνουν
+τον καιρόν τους άκαιρα, αν ελπίζουν πως ημείς θα κλίνωμεν εις την
+θέλησίν τους. Τα λόγια μας ευθύς επροξένησαν το αποτέλεσμά τους·
+και βλέπομεν τες κυρές μας να αλλάξουν τες μορφές των εις μίαν
+στιγμήν. Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους
+από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με
+τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν
+ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν;
+αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον
+ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι
+ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση
+εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη
+να με μισήσης;
+
+Εις το προσφώνημα τούτων των λόγων, αυτή σηκώνεται πολλά θυμωμένη,
+και λέγει προς την σκλάβαν της· ας ξεδικηθούμεν εναντίον τούτων
+των τρισαθλίων, που ετόλμησαν να καταφρονήσουν την θέλησίν μας και
+την τιμήν που ετοιμάζομεν· αυτοί είναι από εκείνο που βλέπω,
+ανάξιοι να ζήσουν απάνω εις την γην· ας αποθάνουν λοιπόν οι
+αχάριστοι και ουτιδανοί· κράζε τους Μώρους διά να έλθουν να τους
+υπάγουν εις τον όφιν, διά να γένουν βρώμα του· μα τι λέγω; αν
+αυτοί δοθούν εις φαγί του όφεως, ο θάνατος τους θέλει φανή τίποτε
+ότι ένας ογλήγωρος θάνατος είνε μία αγαλλίασις των δυστυχεστάτων·
+ας ζήσουν και οι δύο διά να υποφέρουν μακρυνές τυραννίες, θέλω να
+σταλούν διά να αλέθουν κεχρί· εις την οποίαν δούλευσιν πρέπει να
+στέκωνται ημέραν και νύκτα χωρίς ανάπαυσιν και μία ζωή τόσον
+κοπιαστική με θέλει ξεδικήσει καλύτερον, παρά ο θάνατός τους. Εις
+ετούτα τα λόγια αυτή επρόσταξε τους δύο Μώρους διά να μας
+υπάγουν εις τους χειρομύλους, με προσταγήν να μη μας δώσουν μίαν
+ώραν ανάπαυσιν, αλλά να δουλεύωμεν ακαταπαύστως, το οποίον και
+έγινεν. Εκατασταθήκαμεν το λοιπόν να γυρίζωμεν τους μύλους διά να
+αλέθωμεν το κεχρί· και δεν έφθανεν αυτός ο κόπος που είχαμεν, μα
+οι άνομοι Μώροι ωσάν μας έβλεπαν που επαίρναμεν ολίγην αναπνοήν,
+μας εφόρτωναν τόσες ξυλιές που πολλές φορές εμέναμεν
+λιποθυμημένοι. Ετούτη η ζωή ήτον πολλά σκληρή διά ημάς, επειδή δεν
+είμεθα μαθημένοι διά παρομοίους κόπους.
+
+Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην
+ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του
+όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί
+αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει. Απομνήσκοντας το λοιπόν
+ημείς μοναχοί λέγω του Σαέδ· εις τούτο το αναμεταξύ που αυτοί
+λείπουν ας κερδίσωμεν τον καιρόν που έχωμεν, και ας φύγωμεν το
+συντομώτερον, διά να ημπορέσωμεν να φθάσωμεν το παραθαλάσσιον,
+μήπως και εκεί εβρούμεν κανένα πλοίον, να γλυτώσωμεν από τούτον
+τον κινδυνότοπον, και αν δεν επιτύχωμεν κανένα πλοίον, θέλομεν
+ριχθή εις την θάλασσαν και πιστεύω πως θέλει μας είνε πλέον γλυκύ
+να χαθούμεν εις τα κύματα, παρά να κάνωμεν αυτήν την σκληράν ζωήν.
+Αυτή η γνώμη ήρεσε του Σαέδ, και ευθύς εμισεύσαμεν εις το
+παραθαλάσσιον. Θεωρούμεν εκεί ότι ήτον ένα πλοιάριον ενός ψαρά
+Μώρου, δεμένον εις ένα παλούκι· ημείς με ογληγωρότητα το λύομεν,
+και εμβαίνοντας μέσα εξεμακρύναμεν πολλά απ' εκεί, κουπίζοντας με
+δύο ξύλα· ευρεθήκαμεν εις πλατειάν θάλασσαν, και εχάσαμεν το νησί
+από τα μάτια μας πριν έλθη η νύκτα. Ευχαριστήσαμεν τον Ουρανόν που
+μας ελευθέρωσε, και ήτον τόση η χαρά μας, ωσάν να ήμασθε εις ένα
+ασφαλή λιμένα, με όλον που ευρισκόμασθε εις την μέσην της θαλάσσης
+χωρίς καμμιάς λογής φαγητόν και πιοτόν και το αδύνατον πλοιάριον
+που μας έφερεν ήτον εις κάθε στιγμήν εις κίνδυνον διά να μας
+αναποδογυρίση.
+
+Αφού και επλεύσαμεν εκείνην όλην την νύκτα χωρίς να ηξεύρομεν που
+πηγαίνομεν, τα ξημερώματα βλέπομεν ένα μικρόν νησί και εβγήκαμεν
+εις την γην. Εμείναμεν όμως με θαυμασμόν εις το να θεωρήσωμεν
+πολλά δένδρα φορτωμένα από ωραιοτάτους καρπούς, και πολύ
+περισσότερον οπόταν τα εγευθήκαμεν· έπειτα ωσάν αναπαυθήκαμεν
+ολίγον, εδέσαμεν το πλοίον μας εις ένα παλούκι και εκινήσαμεν διά
+να περιπατήσωμεν το νησί. Εγώ δεν είδα ποτέ ένα τόπον έτσι
+χαριέστατον· εκεί εβλέπαμε ρεύματα από νερά γλυκά, και κάθε λογής
+οπωρικά, ομοίως και ωραιότατα λουλούδια.
+
+Εκείνο που μας έκανε να θαυμάζωμεν περισσότερον ήτον ότι αυτό το
+νησί δεν ήτον κατοικημένον και μας εφαίνετο πολλά παράξενον, ότι
+ένας τέτοιος καρποφόρος τόπος θα ευρίσκετο χωρίς ανθρώπους. Και
+εκεί που εστοχαζόμεθα τοιούτης λογής ο Σαέδ μου λέγει· Αυθέντη
+μου, εγώ στοχάζομαι ότι μη όντας κατοικημένον ετούτο το νησί, είνε
+ένα σημείον ότι δεν ημπορεί να σταθή κανείς εδώ· αυτό θέλει έχει
+κανένα πράγμα που το κάνει ακατοίκητον. Αλλοίμονον εις εμέ· οπόταν
+ο δυστυχής Σαέδ έτσι ωμιλούσε δεν επίστευα ότι λέγει τόσον καλά
+την αλήθειαν. Ημείς το λοιπόν απεράσαμεν την ημέραν εις
+χαροποίησιν, και εις περιδιάβασιν· και φθάνοντας η νύκτα
+εκαθήσαμεν επάνω εις τα χόρτα που είχαν χίλιων λογιών λουλούδια
+και εκεί αποφασίσαμεν να ξενυκτήσωμεν αποκοιμηθήκαμεν με ένα πολλά
+γλυκύτατον ύπνον· μα οπόταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός εις το να
+ευρεθώ μονάχος· έκραξα πλέον παρά μίαν φοράν τον Σαέδ, και με το
+να μη μου αποκρίνετο, εσηκώθηκα διά να τον γυρεύσω, και ύστερον
+που επερπάτησα ζητώντάς τον αρκετήν ώραν, εξαναγύρισα εις τον
+ίδιον τόπον που είμασθε κονευμένοι, στοχαζόμενος μήπως και ήθελεν
+ήτον εκεί. Εγώ ματαίως τον εκαρτέρεσα εκεί όλην εκείνην την
+ημέραν, και την ερχομένην νύκτα· τότε απελπιζόμενος διά να τον
+ξαναϊδώ, έκαμα να αντηχολογήση το νησί από τα παράπονά μου και από
+τα μεγάλα μου κλάματα. Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν,
+πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες
+να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με
+ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή
+διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις
+από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου
+ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω
+μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.
+
+Εγώ δεν ημπορούσα να παρηγορηθώ διά τον χαμόν του αγαπημένου μου
+Σαέδ, και εκείνο που περισσότερον με εσύγχιζεν, ήτον που δεν
+ημπορούσα να καταλάβω το τι του εσυνέβη. Εμβήκα το λοιπόν εις μίαν
+μεγαλωτάτην απελπισίαν και αποφάσισα να χαθώ και εγώ εις εκείνο το
+νησί. Εγώ υπάγω, έλεγα, να περιπατήσω όλον ετούτο το νησί ή να
+εύρω τον Σαέδ ή να συναπαντήσω τον θάνατον. Επεριπάτησα το λοιπόν
+εις ένα λόγγον, που είδα από μακρόθεν, και φθάνοντας εκεί εις την
+μέσην του είδα ένα καστέλλι πολλά καλά φτιασμένον, και
+περιτριγυρισμένον από πλατειά και βαθειά χαντάκια γεμάτα από
+νερόν, του οποίου η γέφυρα η σηκωτή ήτον χαμηλωμένη. Εμβήκα εις
+μίαν μεγάλην αυλήν εστρωμένη από μάρμαρον άσπρον, και επλησίασα
+προς την πόρταν ενός ωραιοτάτου παλατίου· αυτή η πόρτα ήτον
+καμωμένη από ξύλον της αλοής, σκαλιστή με διάφορα είδη ζώων και
+πετεινών, και ένας χοντρότατος σιδερένιος σύρτης ήτον απερασμένος
+εις αυτήν, και την εκρατούσε στερεώς κλεισμένην· τα κλειδιά της
+ήτον κοντά κρεμασμένα εις αυτόν τον σύρτην. Εγώ τα επήρα και ευθύς
+που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ
+να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την
+βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα. Εμβαίνοντας
+μέσα εις την πόρταν ηύρα μίαν σκάλαν από μάρμαρον μαύρον, εις την
+οποίαν ανεβαίνοντας εμβαίνω εις μίαν μεγάλην σάλαν στολισμένην με
+πεύκια και μαξιλάρες ολόχρυσες· από εκεί απέρασα εις ένα χοντζερέ
+πολλά ωραιότατον, και εις αυτόν βλέπω μίαν ωραιοτάτην κυρίαν
+εξαπλωμένην επάνω εις ένα ολόχρυσον κρεβάτι ακουμπισμένον το
+κεφάλι της εις ένα κεντημένον προσκέφαλον, ενδυμένην με πλούσια
+φορέματα, και εις αυτήν δίπλα ευρίσκονταν μία ταύλα από μάρμαρον
+δίασπρον. Έχοντας αυτή τα μάτια κλεισμένα, και στοχαζόμενος ότι θα
+ήτον νεκρή, επλησίασα προς αυτήν, και εκατάλαβα ότι ανέπνεεν.
+
+Εσταμάτησα καμπόσον διά να την στοχασθώ· αυτή μου εφάνη πολλά
+νοστιμοτάτη και ωραία, και ήθελα της γένει αγαπητικός, αν δεν
+ήμουν όλος αφιερωμένος διά την Αλγεμάλ· είχα μίαν άκραν επιθυμίαν
+να μάθω διά ποίαν αιτίαν ευρίσκονταν εις ένα νησί έρημον, μία
+κυρία νέα μοναχή εις το καστέλλι, που άλλος κανείς εκεί δεν
+εφαίνετο· επιθυμούσα μεγάλως να εξυπνούσεν αυτή, μα ωσάν την είδα
+που εκοιμώνταν εις ένα βαθύν ύπνον, δεν αποκότησα να συγχίσω την
+ανάπαυσίν της. Εβγήκα από το καστέλλι με γνώμην να ξαναγυρίσω
+ύστερον από καμμίαν ώραν· επεριπάτησα καμπόσον το νησί, και με
+μεγάλον μου φόβον είδα πολλά ζώα μεγάλα ωσάν τίγρεις εις σχήμα
+μυρμηγγίων, και εις τον παρουσιασμόν μου δεν ήθελαν να φύγουν·
+εσυναπάντησα ακόμη και άλλα ζώα άγρια, τα οποία εφαίνονταν πως να
+με εσέβονταν, με όλον που είχαν μίαν μορφήν πολλά θηριώδη, που
+επροξενούσε φόβον και τρόμον. Αφού δε έφαγα μερικά πωρικά, και
+επεριδιάβασα ολίγον, εξαναγύρισα εις το Καστέλλι, και εξαναηύρα
+την νέαν που ακόμη εκοιμώνταν. Εγώ μην ημπορώντας πλέον να
+υπομείνω εις την επιθυμίαν που είχα να της μιλήσω, έκαμα μέγαν
+κτύπον διά να εξυπνήση, και εκαμώθηκα πως βήχω· μα εκείνη με όλα
+ταύτα μην εξυπνώντας επλησίασα κοντά της και της έπιασα το χέρι
+σφικτά εις τρόπον που καθένας ημπορούσε να εξυπνήνη, μα αυτή
+καθόλου δεν ενοιώθονταν· ετούτο μου εφάνη ότι δεν ήτον φυσικόν· μα
+κάποια μαγεία την εκρατούσε τοιαύτης λογής αποκοιμισμένην. Και
+εκεί που εστοχαζόμουν μεν να την εξυπνήσω, βλέπω εκεί επάνω εις
+μίαν πλάκα κάποια γράμματα σκαλισμένα. Εγώ εμβήκα εις υποψίαν,
+μήπως και εις εκείνην την πλάκα στέκει κρυμμένη καμμία μαγεία, και
+ηθέλησα διά να την ανασείσω από εκεί και, ευθύς που την εσήκωσα
+εκείνη η νέα εξύπνησε με ένα μέγαν αναστεναγμόν.
+
+Αν εγώ ήμουν εκστατικός εις το να εύρω εις αυτό το καστέλλι μίαν
+τόσον ωραίαν γυναίκα, αυτή δεν εστάθη ολιγώτερον θαυμασμένη εις το
+να με ιδή. Αχ νέε, μου λέγει, πως ημπόρεσες ποτέ να υπερβής όλα τα
+εναντία που έπρεπε να σε εμποδίσουν, διά να εισέβης εις τούτο το
+καστέλλι, που είνε υπεράνω της ανθρωπίνης δυνάμεως; εγώ δεν
+ηξεύρω αν ημπορώ να πιστεύσω ότι είσαι ένας προφήτης. Όχι, ω κυρία
+μου, της είπα, εγώ είμαι ένας απλούς άνθρωπος, και ημπορώ να σε
+βεβαιώσω πως ήλθα εδώ χωρίς κανένα εμπόδιον· η πόρτα του
+Καστελλιού άνοιξεν ευθύς που της έγγιξα τα κλειδιά· ανέβηκα έως
+εδώ χωρίς κανείς να μου εναντιωθή, άλλον κόπον δεν έκαμα, παρά διά
+να σε εξυπνήσω.
+
+Δεν ημπορώ να καταπεισθώ εις αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη η
+κυρία. Είμαι τόσον βεβαία, πως εσύ είσαι κάτι τι περισσότερον από
+τους ανθρώπους, επειδή απλούς άνθρωπος είνε αδύνατον να κάμη αυτό
+που έκαμες. Κυρία, της εξαναείπα, ημπορεί να είναι, ότι εγώ να
+είμαι κάτι τι περισσότερον από τους απλούς ανθρώπους, επειδή και
+είμαι υιός ενός βασιλέως, μα τέλος πάντων είμαι ένας άνθρωπος. Μα,
+ειπέ μου, ακολούθησε να λέγη η κυρία, διά ποίαν αιτίαν επαράτησες
+την αυλήν του πατρός σου; και πως ευρίσκεσαι εδώ εις τούτο το
+νησί; τότε εγώ επλήρωσα την περιέργειάν της, και της ωμολόγησα με
+όλην την καθαρότητα, πως είχα γίνη αγαπητικός της Αλγεμάλ,
+θυγατρός του βασιλέως Καχαάλ, βλέποντάς την ζωγραφιάν της εις μίαν
+εικόνα, την οποίαν ευθύς της την έδειξα, έχοντάς την κοντά μου,
+ομού με το δακτυλίδι· έπειτα της εδιηγήθηκα και τα άλλα μου
+συμβεβηκότα ως εκείνην την ώραν. Και αφού ετελείωσα την ιστορίαν
+μου την παρεκάλεσα και εγώ διά να μου διηγηθή και αυτή την εδικήν
+της. Αυτή άρχισε να την διηγηθή με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία της βασιλοπούλας Μάλκας, θυγατρός του Σερενδίβ, βασιλέως
+της Ινδίας.&
+
+
+
+Εγώ είμαι μονογενής θυγατέρα του βασιλέως του Σερενδίβ, νησίου της
+Ινδίας. Μίαν ημέραν που ευρισκόμουν με τες σκλάβες μου εις το
+περιβόλι το βασιλικόν, μου ήλθε θέλησις διά να λουσθώ εις μίαν
+λεκάνην από άσπρον μάρμαρον, που ευρίσκετο εις την μέσην του
+περιβολιού, γεμάτην από καθαρόν νερόν· έκαμα ευθύς διά να με
+γδύσουν, και εμβήκα εις την λεκάνην ομού με μίαν μου σκλάβαν, διά
+να με λούση, και εν τω άμα εκεί που εμπήκαμεν, εσηκώθη ένας άνεμος
+πολλά σφοδρός, ο οποίος έκαμεν ένα σύννεφον από κονιορτόν, εσηκώθη
+εις τον αέρα επάνωθέν μας, και από το μέσον αυτού του συννέφου
+βγαίνει αιφνιδίως ένα μεγαλώτατον πουλί, και πίπτει επάνωθέν μου,
+και πιάνοντάς με με τα ονύχια του με εσήκωσεν από εκεί, και με
+έφερεν εις ετούτο το καστέλλι· και οπόταν με απόθεσεν εδώ, ευθύς
+εμεταβάλθη από πουλί που ήτον εις ένα νέον εξωτικόν. Βασιλοπούλα,
+τότε μου λέγει αυτός· εγώ είμαι ένας από τους πλέον περιφήμους
+εξωτικούς του κόσμου, και εις το αναμεταξύ που απερνούσα από το
+νησί Σερεδίβ, σε είδα εις την λεκάνην, και ευθύς ετρώθηκα διά
+εσένα. Ετούτη είνε μία βασιλοπούλα ωραιοτάτη, εγώ είπα, ήθελεν
+είναι μέγα κακόν, αυτή να κάμη την ευτυχίαν ενός ανθρώπου θνητού,
+ετούτη δικαίως αχρήζει να είναι ανταμωμένη με έναν εξωτικόν· κάνει
+χρεία να την αρπάξω, και να την φέρω εις ένα νησί έρημον ώστε που,
+ω βασιλοπούλα, απαλησμόνησε τον βασιλέα πατέρα σου, και μη
+στοχάζεσαι άλλο, παρά να ανταμωθής εις την αγάπην μου, τίποτε δεν
+θέλει σου λείψει εις ετούτο το καστέλλι, και εγώ θέλω έχει όλην
+την επιμέλειαν, διά να σου προμηθεύσω το ό,τι σου ήθελε κάνει
+χρεία.
+
+Εις το αναμεταξύ που ο εξωτικός έτσι μου ωμιλούσεν, εγώ έστεκα
+δοσμένη εις κλαύματα και εις παράπονα. Δυστυχισμένη Μάλκα, έλεγα.
+Ετούτη είνε η τύχη που σου εφυλάγονταν; ο πατέρας μου το λοιπόν
+δεν με ανάθρεψε με τόσην επιμέλειαν διά άλλο, παρά διά να έχη τον
+πόνον του αρπαγμού τόσον δυστυχισμένου; Αλλοί εις εμέ; αυτός δεν
+ηξεύρει το τι να έγινα, και φοβούμαι μην του προξενηθή θάνατος διά
+τον χαμόν μου. Μη θλίβεσαι αγαπημένη μου, μου λέγει τότε ο
+εξωτικός, ότι ο πατέρας σου δεν θέλει αποθάνει διά τον χαμόν σου·
+και εκείνο που απαρθενεύει εις εσένα είναι ακριβή μου, να δοθής
+εις την υπόθεσιν της αγάπης μου, διά να περάσωμεν μίαν γλυκυτάτην
+ζωήν αμοιβαίως. Μην ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την
+ματαίαν ελπίδα σου, να κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω
+φυλάξει εις όλον τον καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά
+την αρπαγήν μου. Εσύ θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος,
+και θέλεις συνηθίσει εις την θεωρίαν μου, και εις την
+συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα.
+Αυτός δε θέλει κάμει αυτό το θαύμα, του απεκρίθηκα με
+καταφρόνεσιν· μα θέλει αυξήσει εξ εναντίας πολύ περισσότερον το
+μίσος που αγροικώ διά εσένα.
+
+Ο εξωτικός αντί να του κακοφανή δι' ετούτα τα λόγια, εχαμογελούσε,
+και βεβαιωμένος πως θέλω συνηθίσει εις την αγάπην του δεν έλειπε
+που να πασχίση με κάθε τρόπον διά να μου κάμη μεγάλα χαρίσματα και
+περιποιήσες. Μα βλέποντας που ήμουν στερεά εις την γνώμην μου, και
+που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω με όλες τες χάρες που μου
+έδειχνεν, έχασε τέλος πάντων την υπομονήν, και απεφάσισε διά να
+ξεδικηθή εις τες καταφρόνεσές μου. Αυτός πεισμωμένος έχυσεν
+επάνωθέν μου ένα νερόν ενός ύπνου μαγικού, και με εξάπλωσεν εις
+ετούτο το κρεββάτι, και υστερώτερα πλησιάζοντας προς εμέ εκείνην
+την πλάκα που είνε γράμματα μαγικά, με έκαμε να σταθώ βυθισμένη
+εις ένα βαθύτατον ύπνον, έως εις το τέλος του αιώνος. Έκαμε ακόμη
+δύο μαγείας, η μία να είναι αφανές και αθεώρητον τούτο το
+καστέλλι, και η άλλη που η πόρτα να μην ημπορή να ανοιχθή, και
+ούτω με άφησεν υστερώτερα εις ετούτο το καστέλλι, και εξεμάκρυνεν
+από εμένα. Αυτός κάποτε έρχεται και εξυπνώντάς με μέ ερωτά αν
+αποφάσισα να κλίνω εις την αγάπην του, και βλέποντάς με εις την
+ίδιαν γνώμην, με βυθίζει πάλιν εις τον ίδιον ύπνον που αυτός
+εφεύρηκε διά παίδευσίν μου. Ως τόσον, ω αυθέντη μου, ακολούθησεν
+αυτή η βασιλοπούλα, εσύ με εξύπνησες, άνοιξες την πόρτα του
+καστελλιού, το οποίον εις εσένα δεν εστάθη αφανές· δεν έχω δίκαιον
+να αμφιβάλλω, αν εσύ είσαι ένας άνθρωπος, και το περισσότερον που
+με θαυμάζει είναι που είσαι ζωντανός· επειδή και είχα ακούσει από
+το στόμα του εξωτικού, ότι τα ζώα τα θανατηφόρα ήθελαν κατασχίσει
+όλους εκείνους, που ήθελαν πλησιάσει εις ετούτο το νησί· και διά
+ταύτην την αιτίαν εκαταστήθη ακατοίκητον.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που η βασιλοπούλα Μάλκα έτσι ωμιλούσεν,
+ακούμεν ένα μέγαν θόρυβον εις το καστέλλι· αυτή εσιώπησε διά να
+γροικήση καλύτερα, και ευθύς ακούμεν φοβερώτατα ουρλίσματα και
+παράπονα. Αλλοί εις ημάς, είπε τότε η Μάλχα, ημείς είμεθα χαμένοι·
+ετούτος είνε ο εξωτικός, εγώ τον γνωρίζω από την φωνήν του, είναι
+αμετάθετος ο χαμός σου· τίποτε δεν ημπορεί να σε διαφυλάξη από την
+οργήν του· αχ βασιλόπουλον δυστυχισμένον, ποία κακή σου τύχη ήτον,
+που σε έφερεν εις τούτο το καστέλλι; αν εγλύτωσες από την ωμότητα
+των Μώρων, αλλοί εις εμέ εσύ δεν ημπορείς να φύγης από την
+βαρβαρότητα του αρπακτού μου. Εγώ το λοιπόν επίστευσα βέβαιον τον
+θάνατόν μου, και δεν ημπορούσα κατά αλήθειαν να καρτερώ άλλον
+πλέον γλυκύτερον από αυτόν. Εμπήκεν ο εξωτικός με ένα πρόσωπον
+θυμώδη, εκρατούσεν εις το χέρι του ένα λωστόν από τζελίκι, και
+είχε το κορμί του πολλά γιγαντιαίον. Έμεινεν εις το να με ιδή· μα
+αντίς να με κτυπήση με εκείνο το σίδερον εις το κεφάλι, ή να μου
+μιλήση με θυμώδη φωνήν, επλησίασεν εις εμέ τρέμοντας, και έπεσεν
+εις τους πόδας μου, και μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον· ω υιέ
+του βασιλέως, εις εσένα στέκει να με προστάξης εις εκείνο που
+περισσότερον σου αρέσει και θέλω είμαι έτοιμος διά να σε υπακούσω.
+Η ομιλία αυτουνού με έκαμε να μείνω εκστατικός· εγώ δεν ημπορούσα
+να καταλάβω διά ποίαν αιτίαν αυτός ο εξωτικός εδείχνονταν ταπεινός
+έμπροσθέν μου και μου ωμιλούσεν ωσάν να ήτο σκλάβος μου. Μα ελύθη
+ο θαυμασμός μου οπόταν αυτός ακολούθησε να μου ομιλεί, ούτω
+λέγοντας· το δαχτυλίδι που εσύ φορείς εις το δάκτυλον είνε η
+Πούλλα του Προφήτου Σολομώντος (1) και όποιος το φορεί δεν
+ημπορεί να κινδυνεύση, ή να χαθή μέσα εις τες δυστυχίες· του λόγου
+σου ημπορείς να πλεύσης εις την θάλασσαν με ένα απλούν πλοιάριον
+χωρίς να σου κάμη κακόν η θάλασσα ή τα κύματα· τα ζώα τα πλέον
+θηριώδη δεν ημπορούν να σε βλάψουν· έχεις μίαν μεγάλην εξουσίαν
+εις τα εξωτικά και εις τα τελώνια· όλα τα μαγικά χαλούνται από
+ετούτο το θαυμαστόν δακτυλίδιον.
+
+Διά τούτο λοιπόν, είπα προς τον εξωτικόν, με το να έχω αυτό το
+δακτυλίδι, δεν εκινδύνευσα εις την θάλασσαν και δεν με έγγιξαν και
+τα θηρία που εσυναπάντησα; Ναι, ω αυθέντη μου, είπεν, αυτό σε
+εφύλαξε και σε φυλάγει από κάθε εναντίον. Ειπές μου, του
+εξαναείπα, αν ηξεύρης, τι έπαθεν ο σύντροφός μου; Ο σύντροφός σου
+εφαγώθη εκείνην την νύκτα από τα ζώα που είνε εις σχήμα των
+μυρμηγγιών, τον καιρόν που ευρίσκετο κοντά σου. Δεν ημπόρεσα να
+γροικήσω την δυστυχίαν χωρίς μεγάλον μου πόνον και δάκρυα· εξέταξα
+ακόμη το εξωτικόν, εις ποίον μέρος ευρίσκεται το Βασίλειον του
+Καχβάλ, και αν η βασιλοπούλα Αλγεμάλ, θυγατέρα του, εζούσσεν
+ακόμη. Αυθέντη μου, απεκρίθη αυτός, το βασίλειον αυτό ευρίσκεται
+εις ετούτην την θάλασσαν, μα διά τον βασιλέα Καχαάλ και διά την
+θυγατέρα του Αλγεμάλ μάθε πως την σήμερον δεν ευρίσκονται· μα
+εκείνο που ημπορώ να ηξεύρω, αυτοί εζούσαν εις τον καιρόν του
+Σολομώντος. Και πώς, του ξαναλέγω, η Αλγεμάλ δεν είνε το λοιπόν
+ζωντανή; Όχι χωρίς αμφιβολίαν, μου απεκρίθη ο εξωτικός, αυτή ήτον
+μία αγαπητική εκείνου του μεγάλου Προφήτου.
+
+Έμεινα πολλά εντροπιασμένος ακούοντας πως αγαπούσα μίαν που είχεν
+αιώνας αποθαμμένη. Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην
+ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα
+που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το
+φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την
+υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ. Εκείνο
+που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς
+την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν·
+ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον
+επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα
+πατέρα σου. Εις τον ίδιον καιρόν ωμίλησα και εις τον εξωτικόν με
+τούτον τον τρόπον· επειδή και έχω την καλήν τύχην, του είπα, εις
+το να είμαι κληρονόμος του Σολομώντος, έχω δύναμίν να προστάζω να
+με φέρης εις ετούτην την στιγμήν με την βασιλοπούλαν την Μάλκαν
+εις το βασίλειον Σερενδίβ. Ευθύς σε υπακούω, ω αυθέντη, απεκρίθη ο
+εξωτικός, με όλον που μου κακοφαίνεται που με υστερείς από την
+αγαπημένην μου Μάλκαν.
+
+Και έτσι λέγοντας μας επήρεν υποκάτω εις τες αγκάλες του και τους
+δύο, και εις την ίδιαν ώραν ευρεθήκαμεν εις το βασίλειον του
+Σερενδίβ, και αφίνοντάς μας εκεί έφυγεν εν τω άμα φοβούμενος να μη
+τον παιδεύσω διά την αρπαγήν που έκαμε της Μάλκας.
+
+Ημείς ευθύς επήγαμεν και κατελύσαμεν εις ένα σπητάκι, και αφού
+αναπαυθήκαμεν μερικές ώρες, απεφάσισα διά να υπάγω να δώσω εγώ την
+είδησιν του βασιλέως διά τον ερχομόν της θυγατρός του. Ερχόμενος
+το λοιπόν εις το παλάτι, το είδα που ήτον πολλά εξαίσιον· αυτό
+ήτον κτισμένον επάνω εις εξακόσιες κολώνες μαρμάρινες, και ανέβηκα
+από μίαν σκάλαν, που είχε τριακόσια σκαλίδια από ευμορφοτάτην
+πέτραν. Απέρασα ανάμεσα από μίαν φύλαξιν, και ένας οφφικιάλος,
+γνωρίζοντάς με διά ξένον, με ερώτησε τι γυρεύω· εγώ του είπα πως
+έχω να ομιλήσω του βασιλέως διά μεγάλην υπόθεσιν. Τότε αυτός με
+επήρε και με έφερεν εις τον βεζύρην, και ο βεζύρης με επαράστησεν
+εις τον βασιλέα.
+
+Εσύ, νέε, μου λέγει ο Σουλτάνος, από ποίον τόπον είσαι και ποία
+υπόθεσις σε έφερεν εδώ; Βασιλέα μου, του απεκρίθηκα, η Αίγυπτος με
+είδε να γεννηθώ· είναι τρεις χρόνοι, που ευρίσκομαι μακράν από τον
+πατέρα μου, και έπεσα εις διαφόρων λογιών δυστυχίες, και η τύχη
+μου με έφερεν εδώ διά να σου δώσω μίαν είδησιν διά την θυγατέρα
+σου, που την έχασες. Και ποίαν είδησιν, εφώναξεν αυτός, ημπορείς
+να μου δώσης δι' αυτήν; μήπως θέλεις μου φανερώσης τον θάνατόν της;
+εσύ χωρίς αμφιβολίαν εστάθης μάρτυρας του δυστυχισμένου τέλους
+της, που τώρα είναι τρεις χρόνοι· αλλοί εις εμέ που την
+εστερήθηκα, χωρίς να ηξεύρω τι έγινε, με όλες τες μεγάλες εξέτασες
+που έκαμα. Όχι, όχι, του αποκρίθηκα, αυτή ακόμη ζη, και εις τούτην
+την ημέραν θέλεις την ιδεί. Και πού την εσυναπάντησες, εξαναείπεν
+ο βασιλεύς; εις ποίον τόπον έστεκε κρυμμένη; ειπέ μου, σε
+παρακαλώ, και μην αργής εις το να μου το φανερώσης.
+
+Τότε του εδιηγήθηκα όλα μου τα συμβεβηκότα, και μάλιστα εξάπλωσα
+την διήγησίν μου επάνω διά τον εξωτικόν, που είχεν αρπάξει την
+θυγατέρα του και τα λοιπά. Και ωσάν ετελείωσα όλην την ιστορίαν,
+ευθύς εσηκώθη ο βασιλεύς και με αγκάλιασε. Βασιλόπουλο Σεήφ, μου
+λέγει με τα δάκρυα εις τα μάτια, ω, πόσον σου είμαι υπόχρεως διά
+τα όσα μου εδιηγήθης· αγαπώ πολλά τρυφερά την θυγατέρα μου· εγώ
+δεν ήλπιζα να την ξαναϊδώ· με τι τρόπον ημπορώ ποτέ να σε
+ανταμείψω; αχ, ακριβέ μου Σεήφ, μη με κάνης πλέον να καρτερώ διά
+να την ιδώ· φέρε μου την το συντομώτερον, διατί είμαι φλογισμένος
+από μίαν μεγάλην επιθυμίαν εις το να την ξαναϊδούν τα μάτια μου.
+Εγώ τότε του εζήτησα θέλημα και εμίσευσα, και υπήγα εις το κονάκι,
+και την εσήκωσα και την έφερα μέσα εις ένα κοτζί, που ο πατέρας
+της επιταυτού το έστειλε.
+
+Δεν ημπορώ να περιγράψω την μεγαλωτάτην αγαλλίασιν και ευφροσύνην,
+που αμοιβαίως έδειξαν οπόταν ανταμώθηκαν ο βασιλεύς με την
+θυγατέρα του. Και, αφού διηγήθηκε και αυτή τα συμβεβηκότα της, και
+τον ελευθερωμόν της διά μέσου μου, ο βασιλεύς μου έκαμε μεγάλες
+ευχαρίστησες διά το φέρσιμόν μου το γενναίον με αυτήν· μου διώρισε
+να σταθώ εις το παλάτι του μαζί με αυτόν· έπειτα επρόσταξε διά να
+γένουν μεγάλες δεήσεις εις όλα τα μετζίτια εις ευχαρίστησιν του
+Ουρανού διά το εύρεμα της θυγατρός του. Και ύστερον όλος ο λαός
+έκαμε μεγάλες χαρές μίαν ακέραιαν εβδομάδα δι' αυτήν την υπόθεσιν.
+Ο βασιλεύς ευρισκόμενος πολλά ευχαριστημένος από εμένα, τόσον που
+με έλαβεν εις μίαν μεγαλωτάτην υπόληψιν και αγάπην, που μίαν
+ημέραν μου λέγει· ω υιέ μου, είνε καιρός διά να σου φανερώσω την
+γνώμην που αποφάσισα· εσύ μου εξαναεπέστρεψες την θυγατέρα μου,
+και έκαμες να χαροποιήσης ένα πατέρα πολλά θλιμμένον· όθεν επιθυμώ
+να σου κάμω την αντάμειψιν δίδοντάς σου την αυτήν θυγατέρα μου εις
+γυναίκα, και να σε κηρύξω και κληρονόμον της κορώνας μου.
+
+Εγώ ευχαρίστησα τον βασιλέα διά τες χάρις του, που μου επρόσφερνε,
+και τον επερικάλεσα να μη το λάβη προς βάρος, αν δεν του δέχομαι
+την τιμήν, που ήθελε να μου κάμη φανερώνοντάς τα δικαιολογήματα
+που με εμποδούσαν, δηλαδή πως ήτον η καρδία μου όλη προσηλωμένη
+εις την εικόνα της Αλγεμάλ, και δεν ημπορούσα με κανένα τρόπον να
+λάβω αγάπην δι' άλλην, και η θυγατέρα του έχοντας κάθε λογής
+χάριν, της είνε αναγκαία μία τύχη πλέον ευτυχισμένη. Και πώς το
+λοιπόν απεκρίθη ο βασιλεύς ημπορώ να ανταμείψω αρκετώς την
+γενναιότητά σου διά την ευχαρίστησιν που μου έδωσες; Η δεξίωσις
+της βασιλείας που έδειξες, και η ευχαρίστησίς μου που ελευθέρωσα
+την θυγατέρα σου από τα χέρια του εξωτικού που την είχεν αρπάξει,
+είνε διά εμένα μία μεγαλωτάτη αντάμειψις· εκείνο όλον που επιθυμώ
+από την βασιλείαν σου, είνε να μου ετοιμάσης ένα καράβι με το
+οποίον να ημπορέσω να υπάγω εις την Μπάσραν. Ο βασιλεύς με λύπην
+έκαμε καθώς επιθυμούσα, και αρμάτωσεν ένα καλό καράβι, γεμίζοντάς
+το από τα αναγκαία της τροφής και δίδοντάς μου μεγάλα χαρίσματα,
+και ανθρώπους διά να μου είνε εις συντροφίαν και λαμβάνοντας το
+θέλημα από τον βασιλέα και από την βασιλοπούλαν Μάλκαν, οι οποίοι
+με μεγάλην τους θλίψιν με άφησαν, εμίσευσα. Υποφέραμεν εις το
+ταξείδι μεγαλωτάτους κινδύνους, και αν δεν είχα το δακτυλίδι του
+Σολομώντος, αναμφιβόλως ηθέλαμεν πνιγεί.. Και ύστερα από ένα
+μακρυνόν πλεύσιμον, εκατευωδόθήκαμεν εις την Μπάσραν· και εκεί
+ανταμωνόμενος με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες έφθασα εις την
+Αίγυπτον.
+
+Εγώ ηύρα πολλήν μεταλλαγήν εις την αυλήν· ο πατέρας μου πλέον δεν
+εζούσε, και ο αδελφός μου εκυρίευε τον θρόνον του. Αυτός ο νέος
+Σουλτάνος με εδέχθη με πολλήν αγάπην, και ήτον πολλά
+ευχαριστημένος που με εξαναείδε· και μου είπε πως ολίγες ημέρες
+ύστερα από τον μισευμόν μου, ο πατέρας μου ευρισκόμενος εις τον
+θησαυρόν του, άνοιξε κατά τύχην την κασσελοπούλαν εκεί που είχε
+κλεισμένον το δακτυλίδι του Σολομώντος και την εικόνα της Αλγεμίλ,
+και μην βλέποντάς τα εκεί υπώπτευσεν, ότι εγώ την έκλεψα, και από
+την θλίψιν του απέθανε. Τότε εγώ ωμολόγησα τα πάντα του αδελφού
+μου, και του επαράδωσα και το δακτυλίδι, ομολογώντας το σφάλμα
+μου. Εφαίνονταν πολλά λυπημένος διά τες δυστυχίες μου, και με
+εσυμπαθούσε· και αγροίκησα ότι το σπλάχνος που αυτός μου έδειχνε
+μου ελάφρωνε τους πόνους· μα όλη η λύπη και οι τρόποι που έδειχνε
+διά τα συμβεβηκότα μου δεν ήτον άλλο παρά πλαστά και γεμάτα
+πονηρίαν. Επειδή και την ίδιαν νύκτα που έφθασα εκεί, έκαμε και με
+έκλεισεν εις έναν πύργον, εις τον οποίον έστειλε την άλλην
+βραδειάν έναν οφφικιάλον με διαταγήν διά να μου πάρη το κεφάλι. Μα
+εκείνος ο καλός οφφικιάλος έλαβε σπλάγχνος προς εμένα, και μου
+εφανέρωσε την βουλήν του αδελφού μου, πως έχοντας φόβον διά να μη
+του πάρω τον θρόνον με καμίαν αποστασίαν, τον επρόσταξε διά να με
+θανατώση· και αυτός ο οφφικιάλος αντί να κάμη το σκληρόν θέλημα
+του αδελφού μου, μου έδωσε τόπον διά να φύγω. Εγώ αφού και
+ευχαρίστησα με μεγάλον μου θαυμασμόν την γενναιότητα του
+οφφικιάλου, εδόθηκα εις φυγήν, και επαραδόθηκα εις την πρόνοιαν
+του Ουρανού. Και βγαίνοντας από τα σύνορα του αδελφού μου, έλαβα
+την καλήν τύχην διά να φθάσω εις τα εδικά σου, ω βασιλέα μου, και
+να εύρω ένα ασφαλές καταφύγιον εις την αυλήν σου.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του βασιλέως Βερδεδίν Λώλου και του
+Βεζύρη του&
+
+
+
+Το βασιλόπουλον Σεήφ Μολτούκ, τελειώνοντας την διήγησιν των
+συμβεβηκότων του, είπεν εις τον βασιλέα της Δαμασκού. Ετούτο
+είναι, ω αυθέντη, εκείνο που επεθύμησες διά να μάθης από εμένα·
+στοχάσου κατά το παρόν αν εγώ χαίρωμαι μίαν τελείαν ευτυχίαν· είμαι
+διά παντός θλιμμένος, που δεν απόλαυσα εκείνο που επεθύμησα, ήγουν
+που δεν ηύρα την Αλγεμάλ· που η αγάπη την οποίαν επρόσφερα προς
+αυτήν δεν απολείπει που να με συγχίζη και να με κάνη να μην έχω
+ποτέ ανάπαυσιν και με όλον που στοχάζομαι πως είναι μία τρελλαμάδα
+η φαντασία μου εις το να φέρνω μίαν τόσην αγάπην εις μίαν γυναίκα,
+που εις τον κόσμον πλέον δεν είναι, μα με όλον τούτο αυτή
+βασιλεύει πάντα εις την καρδίαν μου και με κάνει αναίσθητον εις
+κάθε ηδονήν. Ο Βεδρεδίν δεν ημπορούσε να καταλάβη μίαν αγάπην τόσον
+παράξενην, το να αγαπά τινάς μίαν αποθαμμένην χωρίς να έχη ελπίδα
+διά να την ιδή. Τότε ο μελαγχολικός βεζύρης λέγει προς τον βασιλέα
+Βεδρεδίν, η βασιλεία σου ημπορείς να διακρίνης από την ιστορίαν
+του Σεήφ Μολτούκ, πως όλοι οι άνθρωποι έχουν τες θλίψεις τους, και
+δεν εγεννήθηκαν διά να είναι ευτυχισμένοι επάνω εις την γην. Εγώ
+δεν ημπορώ να καταπεισθώ να πιστεύσω αυτό που μου λέγεις, απεκρίθη
+ο βασιλεύς· έχω καλλιτέραν γνώσιν επάνω εις την ανθρωπίνην φύσιν,
+και είμαι βέβαιος ότι είναι άνθρωποι, που η ανάπαυσίς των δεν είνε
+από θλίψιν συγχισμένη.
+
+Θέλοντας ο βασιλεύς Βεδρεδίν να κάμη να ιδή ο βεζύρης του, πως
+είναι άνθρωποι ευχαριστημένοι πολλά εις την τύχην τους, λέγει του
+αγαπημένου του Σεήφ· σύρε να περιπατήσης την χώραν απέρνα από τους
+τεχνίτες και πραγματευτάδες, και φέρε μου εδώ εκείνον, που να σου
+φανή πλέον χαρούμενος. Ο Σεήφ Μολτούχ υπήκουσε· και ύστερον από
+μερικές ώρες εγύρισεν εις τον βασιλέα και του είπε· Βασιλέα μου,
+απέρασα από διαφόρους τόπους, και είδα πολλούς τεχνίτας που
+έστεκαν πολλά χαρούμενοι εις την τύχην τους, και ανάμεσα εις
+αυτούς επαρατήρησα έναν νέον υφαντήν, ονόματι Μαλέχ, ο οποίος
+εγελούσε ακαταπαύστως με τους γειτόνους του· εσταμάτησα διά να
+μιλήσω· φίλε, του λέγω· εσύ μου φαίνεσαι πολλά χαροποιός. Τέτοιον
+είναι το ιδίωμά μου, μου απεκρίθη, και δεν ηξεύρω τι είναι η
+μελαγχολία· εξέταξα τους γειτόνους του αν είναι αλήθεια ότι αυτός
+είναι τέτοιου χαροποιού χαρακτήρος, και όλοι με εβεβαίωσαν ότι από
+το πρωί έως το βράδυ δεν παύει που να γελά, και να μετωρίζεται με
+τον έναν και με τον άλλον. Τότε εγώ του είπα να με ακολουθήση, και
+τον έφερα εδώ εις το παλάτι, και ευρίσκεται εδώ απέξω, και, αν
+ορίζης, θέλω τον κάμει να έλθη έμπροσθέν σου. Κάμε να έμβη, λέγει
+ο βασιλεύς, κάνει χρεία διά να του εξετάξω την ζωήν.
+
+Ο Σεήφ Μολτούχ ευθύς εβγήκε και έκραζε τον νέον· ο οποίος
+εμβαίνοντας εις τον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και τον
+επροσκύνησεν. Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην
+την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον
+ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω
+ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς·
+και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που
+ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό,
+ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να
+κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την
+αλήθειαν. Υψηλότατε βασιλεύ, απεκρίθη ο υφαντής σηκωνόμενος ορθός,
+σε παρακαλώ, έτσι ο ουρανός να χαρίση της βασιλείας σου μίαν ζωήν
+πολλά μακρυνήν και χωρίς θλίψιν, να απαρατήσης ένα σκλάβον σου από
+το να τον βιάσης να δώση ευχαρίστησιν της περιέργου επιθυμίας σου·
+ημπορώ μοναχά να ειπώ, ότι είναι μία ψευδής παρρησία εις του λόγου
+μου· ότι με όλα τα γέλοια, και τα μέτωρα που κάνω, είμαι ο πλέον
+δυστυχής των ανθρώπων. Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην
+την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες
+μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο
+βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε
+προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να
+εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής
+του με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Μαλέχ και της βασιλοπούλας Σχυρίνας&
+
+
+
+Εγώ είμαι μονογενής υιός ενός πλουσίου πραγματευτού από το Σουράτ,
+ολίγον ύστερα από τον θάνατον του πατρός μου έφθειρα το
+περισσότερον της περιουσίας μου που μου άφησε με τους φίλους μου.
+Και μίαν ημέραν έτυχεν ένας ξένος εις την τράπεζάν μου που ήμουν
+με τους συνηθισμένους μου φίλους, και εκεί που ετρώγαμεν, έπεσεν η
+ομιλία μας επάνω εις τα ταξείδια· ένας έλεγε πως είνε μία
+αγαλλίασις να ταξειδεύη· άλλος πως είνε τόσα κίνδυνα· και καθένας
+έλεγε την γνώμην του. Και μερικοί που είχαν ταξειδεύσει μας
+εδιηγούντο τα όσα θαυμαστά πράγματα είδαν εις άλλους τόπους. Εγώ
+ακούοντας αυτούς που εδιηγούνταν πράγματα περίεργα, μου έρχονταν
+επιθυμία διά να ταξειδεύσω· μα οι κίνδυνοι που οι ταξειδιαρέοι
+συναπαντούν μου αντίκοπταν την βουλήν. Και εκεί που αυτοί
+ωμιλούσαν επάνω εις αυτήν την υπόθεσιν εγώ είπα γελώντας· αν
+ημπορούσα να υπάγω από την μίαν άκραν της γης έως την άλλην χωρίς
+κινδύνους, ήθελα μισεύσει μετά πάσης χαράς τούτην την ώραν. Εις
+τοιούτης λογής λόγια εγέλασεν όλη η συντροφία· μα ο ξένος που ήτον
+εκεί μου είπεν· αυθέντη Μαλέχ, αν επιθυμάς να περιδιαβάσης τον
+κόσμον χωρίς κίνδυνον, εγώ θέλω σου δείξει, οπόταν θέλης, ένα
+τρόπον, που να υπάγης από βασίλειον εις βασίλειον, χωρίς να
+συναπαντήσης κανένα εναντίον. Ελόγιασα ότι αυτός θα εμετωρίζετο.
+Μα τελειώνοντας το τραπέζι με κράζει εις ένα μέρος και μου λέγει,
+ότι το ερχόμενον ταχυνόν θέλει ξαναγυρίσει εις το σπήτι μου, και
+θέλει με κάμει να ιδώ κάποιον πράγμα ξεχωριστόν και περίεργον.
+
+Το ταχύ δε ξημερώνοντας ερχόμενος διά να με ξαναεύρη μου είπε·
+θέλω να σταθώ εις τον λόγον μου διά το ότι εχθές σου έταξα· μα δεν
+θέλεις ιδεί το έργον, παρά ύστερον από μερικές ημέρες· επειδή και
+εκείνο που έχω να σου δείξω είνε ένα έργον, που δεν δύναται να
+τελειώση ετούτην την ημέραν. Στείλε ένα σκλάβον σου να εύρη έναν
+επιτήδειον σεντουκάν, και να έλθουν με αυτόν φορτωμένοι σανίδες
+ψιλές. Το οποίον ευθύς έγινεν. Φθάνοντας ο σεντουκάς και ο
+σκλάβος, ο ξένος επρόσταξε τον σεντουκάν διά να φτειάση μίαν
+κασσέλαν έξη ποδάρια μακρυάν, και τέσσαρα πλατείαν· ο τεχνίτης εις
+ολίγην ώραν την ετελείωσε· και ο ξένος από το μέρος του δεν
+έστεκεν αργός, αλλ' εκατασκεύασε πολλά μηχανικά πράγματα, διά να
+βάλλη εις την κασσέλαν· δηλαδή τροχούς, σφαίρες και άλλα παρόμοια,
+Και ωσάν απέρασεν εκείνη η ημέρα, απέστειλε τον σεντουκάν και ο
+ξένος έμεινε μοναχός, και επαιδεύθη όλην την άλλην ημέρα, διά να
+βάλλη εις τάξιν τες μηχανικές, σφαίρες και τροχούς, διά να κάμη
+τέλειον το έργον του.
+
+Την τρίτην ημέραν τέλος πάντων, όντας τελειωμένη η κασσέλα, την
+εσκεπάσαμεν με ένα πεύκι της Περσίας, και εκάμαμεν και την έφεραν
+εις ένα κάμπον και αποθέτοντάς την εκεί επρόσταξα τους ανθρώπους
+διά να γυρίσουν εις το σπήτι τους. Και μένοντες ημείς μοναχοί
+εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις
+τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με
+μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα
+εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις
+ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα. Βλέπεις
+εσύ, μου λέγει ο ξένος, εβγαίνοντας έξω από την κασσέλαν, μίαν
+καλήν τέχνην διά να ταξειδεύσης, χωρίς να φοβηθής από κανένα
+εναντίον, και κίνδυνον κλεπτών και άλλων; ετούτο είνε το μέσον
+που ήθελα να σε ερμηνεύσω, διά να ταξειδεύσης χωρίς κίνδυνον· εγώ
+σου κάνω ένα δώρον ετούτην την κασσέλαν, και θέλεις την
+μεταχειρισθή οπόταν επιθυμήσης να ιδής κανένα τόπον.
+
+Εγώ ευχαρίστησα τον ξένον διά ένα τέτοιον θαυμαστόν δώρον, και του
+έδωσα μίαν σακκούλαν γεμάτην φλωριά· έπειτα τον ερώτησα να μου
+δείξη με τι τρόπον έχω να κινήσω τες μηχανές τόσον διά να σηκωθώ
+εις τον αέρα, ωσάν και να κατεβώ. Αυτός διά να μου δείξη καλύτερα,
+έκαμε και εμβήκαμεν και οι δύο μέσα εις την κασσέλαν και μου
+έδειξεν τι τρόπον έχω να το μεταχειρισθώ εις το να σηκωθώ εις τον
+αέρα, το να τρέξω ογλήγορα ή αργά, και εις το να κατεβώ, και εις
+ό,τι άλλο έκανε χρεία. Και αφού εκάμαμεν διάφορες δοκιμές, επήγα
+με αυτήν πετώντας εις το σπήτι μου, και εκατέβηκα εις το περιβόλι
+μου. Και ευθύς έκαμα να κλείσω αυτήν την μηχανικήν κασσέλαν εις
+ένα μου μαγαζί, και την εφύλαγα ωσάν ένα θησαυρόν. Ακολούθησα
+λοιπόν να χαίρωμαι με τους φίλους μου έως που αποτελείωσα όλην μου
+την περιουσίαν. Έπειτα άρχισα να παίρνω δηνάρια δανεικά· εις
+τρόπον που χωρίς να απεικάσω ευρέθηκα φορτωμένος από χρέη άπειρα·
+έχασα το καλόν μου όνομα εις το Σουράτ· κανείς πλέον δεν με
+επίστευε· και οι χρεοφειλέται μου ανυπόμονοι με έσφιγγαν διά να
+τους πληρώσω, εις καιρόν που τίποτε δεν είχα. Βλέποντάς με εις
+κατάστασιν που δεν ημπορούσα πλέον να υποφέρω, και φοβούμενος να
+μην αποθάνω εις καμμίαν φυλακήν από τα χρέη, επρόστρεξα εις την
+κασσέλαν μου.
+
+Μίαν νύκτα εβγάζοντάς την από το μαγαζί εκλείσθηκα μέσα,
+παίρνοντας μερικήν ζωοτροφίαν και μερικά δηνάρια που μου
+ευρίσκοντο· έγγιξα τον τροχόν που έκανε να σηκωθή η μηχανική
+κασσέλα, και ύστερα εγγίζοντας άλλον ένα τροχόν, εξεμάκρυνα από το
+Σουράτ και από τους χρεοφελέτας μου, χωρίς να τους φοβηθώ πλέον·
+έκαμα να πηγαίνη η κασσέλα όλην την νύκτα με μίαν ταχύτητα που μου
+εφαίνονταν να απερνούσε την οξύτητα των ανέμων. Και προς τα
+ξημερώματα εθεώρησα από ένα παράθυρον της κασσέλας να ιδώ εις τι
+τόπον ευρίσκομαι, και δεν είδα άλλο παρά βουνά, κρημνούς, και μίαν
+φοβεράν έρημον· εις κάθε μέρος που έρριξα τους οφθαλμούς μου, δεν
+ημπόρεσα να ξανοίξω καμμιάς λογής κατοικίαν· ακολούθησα να τρέχω
+εις τον αέρα όλην εκείνην την ημέραν και την ακόλουθον νύκτα. Και
+την άλλην ημέραν ευρέθηκα επάνω εις ένα λόγγον πολλά πυκνόν· και
+πλησίον αυτουνού μία ωραιοτάτη πόλις, κειμένη εις ένα πλατύτατον
+κάμπον.
+
+Εσταμάτησα διά να στοχασθώ όχι μόνον την χώραν, μα ακόμη ένα
+μεγαλοπρεπέστατον παλάτι, που ήτον κτισμένον εις την άκρην εκείνου
+του κάμπου· επιθυμούσα μεγάλως να μάθω πού ήμουν, και στοχαζόμουν
+με τι τρόπον να πληρώσω την περιέργειάν μου, οπόταν είδα εις ένα
+χωράφι ένα χωριάτην που εδούλευεν· ακατέβηκα εις τον λόγγον, και
+αφίνοντας εκεί την κασσέλαν, επήγα προς τον χωριάτην και τον
+ερώτησα πώς ωνομάζετο εκείνη η χώρα. Αυτή η χώρα, αγαπημένε μου
+νέε, μου απεκρίθη ο χωριάτης, ονομάζεται Γάζνα· ο δίκαιος και
+άξιος βασιλεύς Βαχμάν κρατεί εκεί τον θρόνον του. Και ποίος
+κατοικεί του είπα εις εκείνο το παλάτι, που φαίνεται εις την άκρην
+του κάμπου; Ο βασιλεύς το έχτισεν, απεκρίθη αυτός, διά να κρατήση
+κλεισμένην εκεί την βασιλοπούλαν Σχυρίναν θυγατέρα του, εις της
+οποίας την γέννησιν οι Αστρολόγοι της έκαμαν το προγνωστικόν ότι
+μέλλει να απατηθή από έναν άνθρωπον, και να χάση την τιμήν της. Ο
+Βαχμάν διά να κάμη μάταιον αυτό το προγνωστικόν, έκαμε να κτισθή
+αυτό το παλάτι, το οποίον είνε από μάρμαρον, και να το
+περιτριγυρίση από βαθύτατα χαντάκια με νερά· η πόρτα είνε από
+τζελίκι της Κίνας· και έξω που ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά,
+στέκει εκεί ένας αριθμός από στρατιώτας νύκτα και ημέρα διά να
+εμποδίσουν το έμβασμα κάθε ανθρώπου. Ο βασιλεύς υπάγει μίαν φοράν
+την εβδομάδα διά να επισκεφθή την βασιλοπούλαν, έπειτα γυρίζει εις
+την Γάζναν. Και η Σχυρίνα δεν έχει διά συντροφιάν άλλο παρά μίαν
+κυβερνήτριάν της και ολίγες σκλάβες.
+
+Εγώ ευχαριστώντας τον χωριάτην, που μου έδωσε να καταλάβω αυτές
+τες υπόθεσες, εκίνησα και επήγα εις την χώραν διά να την ιδώ. Και
+φθάνοντας εκεί εσυναπάντησα τον βασιλέα με πολλήν παράταξιν, και
+με ανθρώπους ενδυμένους λαμπρά, που επήγαινε διά να εύρη την
+θυγατέρα του εις το παλάτι. Και αφού εγύρισα όλην την χώραν, και
+είδα τα πλέον περίεργα που εκεί ήτον, εγύρισα και επήγα εις την
+αγαπημένην μου κασσέλαν. Και φθάνοντας εκεί έφαγα από εκείνο το
+φαγί που εις αυτήν μου είχεν απομείνει· και ερχομένης της νυκτός
+απεφάσισα να ξενυχτήσω εις εκείνον τον λόγγον, με ελπίδα να
+κοιμηθώ αναπαυμένος. Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι,
+στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την
+βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με
+τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία
+του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα
+που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα
+αποφύγη. Και στεκόμενος με αυτούς τους στοχασμούς εφανταζόμουν εις
+τον νουν μου πως αυτή η Σχυρίνα, που ήτον κλεισμένη έτσι θα ήτον η
+πλέον ωραιοτάτη κόρη του κόσμου, και ούτω μου ήλθεν η επιθυμία διά
+να δοκιμάσω την τύχην μου με το μέσον της μηχανής μου. Κάνει
+χρεία, είπα, να φερθώ εις το παλάτι της Σχυρίνας, και να πασχίσω
+να έμβω εις την κατοικίαν της, διά να δοκιμάσω να ιδώ μήπως και
+ήθελα είμαι εγώ εκείνος ο ευτυχισμένος άνθρωπος που οι Αστρολόγοι
+προείπαν πως θέλει την απατήσει.
+
+Η νεότης μου φυσικά με έκανε τολμηρόν και αγροικώντας που δεν μου
+έλειπε καρδιά, διά να βάλω εις πράξιν μίαν τόσον αυθάδη απόφασιν,
+εσηκώθηκα ευθύς εις τον αέρα, και εφέρθηκα με την κασσέλαν μου
+επάνω εις το σκέπος του παλατίου της βασιλοπούλας σιμά εις ένα
+τόπον, που είδα κομμάτι φως. Εβγήκα λοιπόν από την κασσέλαν μου
+και γάλι γάλι εκατέβηκα από ένα παράθυρον, και από εκεί ήλθα εις
+τον χοντζερέ, που η βασιλοπούλα ευρίσκετο· η οποία εκοιμώνταν εις
+ένα ολόχρυσο κρεβάτι, και τριγύρου εις το κρεβάτι της έστεκαν
+τέσσαρες λαμπάδες αναμμένες. Αυτή μου εφάνη μιας ασυγκρίτου
+ωραιότητος, και την ηύρα πολλά ωραιοτέραν από εκείνο που
+εφανταζόμουν· επλησίασα προς αυτήν διά να την θεωρήσω καλά, μα δεν
+ημπόρεσα χωρίς ηδονήν να ιδώ τόσες νοστιμάδες που είχε· της έπιασα
+το χέρι σιγαληνά και της το εφίλησα. Αυτή εις τον ίδιον καιρόν
+εξύπνησε· και βλέποντας έναν άνθρωπον πλησίον της, εδόθη εις ένα
+μέγα φώναγμα με το οποίον υποχρέωσε την κυβερνήτριάν της, που
+εκοιμούνταν πλησίον εις τον χοντζερέ της, να τρέξη με ταχύτητα εις
+βοήθειάν της. Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με
+βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον
+έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ
+μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν
+να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες
+ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί
+τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να
+εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον
+τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να
+έμβη τινάς εδώ.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που η κυβερνήτρια τοιαύτης λογής ωμιλούσεν,
+εγώ εστοχαζόμουν τι απόκρισιν να δώσω. Και τέλος πάντων μου ήλθεν
+εις τον νουν, να τους δώσω να καταλάβουν πως ήμουν ο προφήτης
+Μωάμεθ. Ω ωραιοτάτη μου βασιλοπούλα, λέγω της Σχυρίνας, παύσε τον
+θαυμασμόν σου και εκείνον της Μαλτούλας, αν με βλέπετε να φανερωθώ
+εδώ· εγώ δεν είμαι ένας από εκείνους τους αγαπητικούς, οι οποίοι
+ασώτως εξοδεύουν χρυσίον, και μεταχειρίζονται κάθε λογής μηχανήν
+διά να φθάσουν να πληρώσουν την επιθυμίαν τους· εγώ δεν έχω
+τέτοιαν επιΘυμίαν διά να προξενήσω φόβον εις την σωφροσύνην σου
+και εις την τιμήν σου· μακράν από εμένα κάθε πονηρός στοχασμός·
+εγώ είμαι ο προφήτης Μωάμεθ, δεν ημπόρεσα χωρίς να λάβω
+ευσπλαγχνίαν να σε ιδώ καταδικασμένην εις το να απεράσης τες
+ημέρες της νεότητός σου εις μίαν φυλακήν, και ήλθα επιταυτού διά
+να σε βεβαιώσω να σταθής άφοβη από το προγνωστικόν που σου έκαμαν
+οι αστρολόγοι, διά το οποίον έβαλαν εις τόσον φόβον τον Βαχμάν
+πατέρα σου· βάλε το λοιπόν το πνεύμα σου εις ειρήνην διά το
+γραπτόν σου, το οποίον θέλει μεταστραφή εις δόξαν σου και εις
+ευτυχίαν σου, επειδή και θέλεις είσαι γυναίκα του Μωάμεθ. Ευθύς
+που η είδησις της υπανδρείας σου θέλει κηρυχθή εις τον κόσμον,
+όλοι οι βασιλείς θέλουν φοβηθή τον πενθερόν του Προφήτου, και όλες
+οι βασίλισσες θέλουν ζηλεύσει την μεγάλην σου ευτυχίαν.
+
+Η Σχυρίνα και η Μαλτούλα εκύτταζον η μία την άλλην ωσάν πως διά να
+συμβουλευθούν τι έπρεπε να στοχασθούν διά αυτά τα λόγια. Το
+ομολογώ πως ημπορούσα με δίκαιον τρόπον να φοβηθώ, ότι εκείνο που
+είπα να μην ήθελεν εύρη πολλήν πίστιν εις το πνεύμα τους· μα οι
+γυναίκες της καλής επιθυμίας εκυριεύθησαν από τον θαυμασμόν. Η
+Μαλτούλα και η κυρά της έδωκαν πίστιν εις τον μύθον μου· αυτές με
+επίστευσαν διά Μωάμεθ, και εγώ απόλαυσα το ποθούμενον από τον
+πιστευμόν τους· και απέρασα το καλύτερον μέρος της νυκτός με την
+βασιλοπούλαν της Γάζνας. Εμίσευσα από αυτήν πριν ξημερώση, με
+τάξιμον, ότι να ξαναγυρίσω την ακόλουθον νύκτα· επήγα ευθύς και
+εμβήκα εις την μηχανικήν κασσέλαν μου, και εσηκώθηκα πολλά εις τα
+ύψη διά να μην ήθελαν με ιδούν οι φύλακες. Εκατέβηκα εις τον
+λόγγον, εκεί άφησα την κασσέλαν μου, και επήγα εις την χώραν, εις
+την οποίαν αγόρασα ζωοτροφίαν διά οκτώ ημέρες και πλούσια
+φορέματα· ομοίως και ένα φακιόλι από πανί της Ινδίας και με
+λουλούδια χρυσά, και ένα χρυσόν ζωνάρι· και περιπλέον αγόρασα
+ακόμη διάφορα μυρωδικά αρώματα και καλεμίσκια και όλα τα δηνάρια
+που μου ευρίσκονταν τα εξώδευσα εις τέτοια πράγματα χωρίς να
+στοχασθώ το ερχόμενον, και μου εφαίνονταν πως τίποτε δεν έπρεπε να
+μου λείψη ύστερον από ένα τέτοιον νόστιμον συμβεβηκός.
+
+Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον
+της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ
+καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα
+εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω
+εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της
+βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα. Αυτή η βασιλοπούλα μου
+έδωσε να καταλάβω πως με μεγάλην ανυπομονησίαν με εκαρτερούσεν· ω
+μεγάλε προφήτα, αυτή μου είπεν, άρχιζα να φοβούμαι μήπως είχες
+λησμονήσει την νύμφην σου διά την άργητά σου. Αχ, ακριβή
+βασιλοπούλα μου, της απεκρίθηκα, ημπορούσες εσύ να στοχασθής ένα
+τέτοιον πράγμα; και εις καιρόν που σου έδωσα τον λόγον μου δεν
+έπρεπε να αμφιβάλλεις πως θα σε αγαπήσω εις τον αιώνα. Μα, ειπέ
+μου, εκείνη μου είπε· διατί έχεις την μορφήν σου έτσι νέαν;
+επίστευα πως ο προφήτης ήτον ένας σεβάσμιος γέρων. Δεν γελιέσαι,
+της είπα, βέβαια η μορφή μου γηραλαία είνε και έτσι πρέπει να με
+στοχάζωνται, και αν ερχόμουν καθώς είμαι, εσύ με ήθελες ιδεί με τα
+γένεια άσπρα και μακρά, και με το κεφάλι φαλακρόν· μα το έκρινα
+εύλογον ότι θέλεις αγαπήσει καλύτερον αν είμαι με μορφήν νέαν,
+παρά γηραλέαν· και διά τούτο ήλθα εις ετούτην την μορφήν καθώς με
+βλέπεις. Η βασιλοπούλα δεν έλειψε που να δώση πίστιν και εις
+ετούτο το ψεύμα, και ούτω με την ευγλωττίαν μου της εσήκωσα κάθε
+υποψίαν, και εχαρήκαμε καθώς εποθούσα και εκείνην την νύκτα.
+
+Εβγήκα πάλιν από το παλάτι εις το τέλος της νυκτός διά τον φόβον
+να μην ξεσκεπασθώ, ότι εγώ είμαι ένας ψευδοπροφήτης. Εξαναγύρισα
+πάλιν την ερχομένην νύκτα. Και με τόσην επεδεξιότητα εφερνόμουν
+πάντα, που η Σχυρίνα και η Μαλτούλα δεν έβαλαν καμμιάς λογής
+αμφιβολίαν πως ήθελαν είναι γελασμένες· και ούτως επίστευσαν όλον
+εκείνο που τους έδιδα να καταλάβουν.
+
+Εις διάστημα το λοιπόν ολίγων ημερών ο βασιλεύς ο πατέρας της
+συντροφιασμένος από τους οφφικιάλους του, εφέρθη εις το παλάτι της
+βασιλοπούλας· Και ανοίγοντας τες πόρτες του παλατίου με τα
+κλειδιά, που ο ίδιος εβαστούσεν, εμβήκε μόνος του, και ανέβη εκεί
+που η Σχυρίνα ήτον. Αυτή βλέποντάς τον έμεινεν αντραλωμένη και
+ανακατωμένη από εντροπήν. Ο βασιλεύς την απείκασε που κάτι είχε,
+και ηθέλησε να μάθη την αιτίαν. Η περιέργειά του αβγάτισε την
+αντράλωσιν της Σχυρίνας η οποία τέλος πάντων γνωρίζοντας πως ήτον
+υπόχρεη να τον ευχαριστήση του εδιηγήθη εκείνο που ακολούθησεν.
+
+Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής
+εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός
+ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ. Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν,
+είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα
+καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα
+εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι
+τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την
+απάτησε. Και έτσι λέγοντας εβγήκε με πολλήν σύγχυσιν από τον
+χοντζερέ της Σχυρίνας, και επήγε ζητώντας εις όλον το παλάτι διά
+να με εύρη· μα εστάθηκαν μάταιες η εξέτασες που έκαμε, Και όλος
+θαυμασμένος έλεγεν· αλλά πώς εκείνος ο αυθάθης ημπόρεσε να έμπη
+εις τούτο το καστέλλι; ετούτο είναι εκείνο που δεν ημπορώ να
+καταλάβω.
+
+Τότε έκραξε τον βεζύρην του, και τους αφεντάδες που είχαν έλθη
+μαζί του, οι οποίοι έτρεξαν ευθύς εις το πρόσταγμά του. Και
+βλέποντάς τον συγχισμένον, τον ερώτησεν ο βεζύρης το τι του
+εσυνέβη. Ο βασιλεύς εδιηγήθη τα όσα ήκουσεν από την θυγατέρα του
+και τους ερώτησε τι καταλαμβάνουν διά εκείνο το συμβεβηκός. Ο
+βεζύρης ωμίλησε πρώτος και είπεν, ότι ετούτη η αμφίβολος υπανδρεία
+ημπορούσε να είνε αληθινή, αγκαλά και φαίνεται μυθώδης, επειδή και
+ο προφήτης ημπορεί να κάμη ό,τι θέλει· οι άλλοι αφεντάδες διά να
+ευχαριστήσουν τον βεζύρην, του εβεβαίωναν την γνώμην. Μα ένας του
+τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω
+πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και
+φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να
+πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη
+γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς
+είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του
+παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που
+πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται. Και αν ο βασιλεύς θέλει να
+δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν διήγησιν τόσον γελοιώδη,
+σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την
+υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει έλθει πολλά ογλήγορα εις
+γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις ένα ιερόν όνομα έλαβε
+την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν.
+
+Με όλον που ο Βαχμάν ήτο ευκολόπιστος, και μάλιστα που ο βεζύρης
+του και οι άλλοι αφεντάδες τον εβεβαίωναν, ότι δεν ήτον δύσκολον η
+υπανδρεία του Μωάμεθ με την θυγατέρα του, άρχισε να αμφιβάλλη, και
+απεφάσισε διά να βγάλη εις το φως την αλήθειαν. Ηθέλησε λοιπόν να
+ακολουθήση με φρονιμάδα και να πασχίση να ομιλήση μόνος του χωρίς
+να είνε άλλος τινάς με τον νομιζόμενον προφήτην. Και με τούτον τον
+τρόπον απέστειλε τον βεζύρην του και τους λοιπούς εις Γάζναν,
+δίδοντάς τους θέλημα να γυρίσουν την ερχομένην ημέραν. Τότε αυτός
+μένοντας μόνος με την θυγατέρα του, άρχισε να την ξαναεξετάξη περί
+αυτής της υποθέσεως έως που να έλθη η νύκτα· την ηρώτησεν ακόμη
+ανίσως και έφαγεν ο προφήτης μαζί της, και αυτή του απεκρίθη πως
+δεν εστάθη τρόπος να φάγη ούτε να πίη, με όλον που πολλά τον
+επαρακάλεσε· της έκαμε και άλλα διάφορα ζητήματα, και εις όλα
+ήκουε με πολλήν προσοχήν τες αποκρίσεις της. Φθάνοντας ως τόσον η
+νύκτα ο Βαχμάν επήγε και εκάθησεν εις ένα σκαμνί, και έκαμε να του
+βάλλουν δύο κηρία αναμμένα έμπροσθέν του επάνω εις μίαν ταύλαν·
+έβγαλε το σπαθί του από το θηκάρι, διά να το έχη έτοιμο να το
+μεταχειρισθή, αν του ήθελε κάμει χρεία, και να το βάψη εις το αίμα
+μου διά την ατιμίαν πού έκαμα της τιμής του· και εις κάθε στιγμήν
+με ανάμενε με ανυπομοσίαν διά να με ιδή να υπάγω.
+
+Εκείνην την νύκτα κατά τύχην ηθέλησε να είνε ο καιρός πολλά
+ανακατωμένος, και μια μεγάλη άστραψις εθάμπωσε τους οφθαλμούς του
+βασιλέως, και τον έκαμε να πιστεύση πως ήτον ένα σημείον του
+ερχομού μου. Και πλησιάζοντας εις το παράθυρον, από το οποίον η
+Σχυρίνα του είχεν ειπεί πως εγώ έμβαινα, είδεν εις τον αέρα πολλάς
+φλόγας από τον καιρόν που ήτον· και όλα αυτά τα φαινόμενα τα
+έπαιρνε διά προμηνύματα του ερχομού μου, και με βεβαίαν γνώμην
+εστοχάσθη, ότι εκείνες οι λάμψες και φλόγες δεν ήτον άλλο, παρά
+πως οι πόρτες του ουρανού ανοίγονταν διά να έβγη ο προφήτης και να
+κατέβη εις την γην·
+
+Εις την κατάστασιν που ευρίσκονταν του βασιλέως το πνεύμα,
+ημπορούσα χωρίς φόβον να φανερωθώ έμπροσθέν του. Και αντίς να τον
+εύρω θυμωμένον οπόταν του εφανερώθηκα εις το παράθυρον, έμεινα
+εκστατικός βλέποντάς τον από τον φόβον του να μου προσφέρη σέβας
+και τιμήν· αυτός άφησε και έπεσε το σπαθί από το χέρι του· και
+πέφτοντας εις τους πόδας μου, τους εφιλούσε λέγοντας· ω μεγαλώτατε
+προφήτα, ποίος είμαι εγώ, και τι αγαθόν έκαμα που εκαταδέχθης να
+μου κάμης την τιμήν να σου είμαι πενθερός σου; Από ετούτα τα λόγια
+εκατάλαβα εκείνο που ακολούθησεν αναμέσον του βασιλέως και της
+θυγατρός του· και εγνώρισα ότι ο καλός Βαχμάν δεν ήτον πλέον
+δύσκολον να γελασθή από την θυγατέρα του· έλαβα χαράν εις το να
+τον γνωρίσω τέτοιον και μάλιστα που δεν μου έτυχε να κάμω με
+κανέναν γεμάτον από πνεύμα, που να κάμη τον προφήτην να χάση τα
+κατάστιχά του υποκάτω εις τες εξέταξές του· και ενδυναμούμενος από
+την αδυναμίαν του βασιλέως τον εσήκωσα και του είπα. Ω βασιλεύ,
+εσύ είσαι από όλους τους βασιλείς τους Μουσουλμάνους ο πλέον
+τηρητής των προσταγμάτων μου και της θρησκείας μου και διά την
+καλήν σου πίστην ήλθα να σου το ανταμείψω· εσύ καλά ηξεύρεις από
+τους αστρολόγους πως στέκει γραμμένον επάνω εις τες πλάκες του
+γραπτού, ότι η θυγατέρα σου ήθελεν είναι απατημένη από έναν
+άνθρωπον· εγώ επαρακάλεσα τον ύψιστον διά να την ελευθερώση από
+τούτο το άτιμον αποτέλεσμα, το οποίον διά τες παρακάλεσές μου μού
+το εχάρισεν· όμως με την συμφωνίαν ότι η Σχυρίνα θα ήθελεν είναι
+μία από τες γυναίκες μου εις το οποίον εγώ έκλινα διά να σου κάμω
+την ανταμοιβήν διά τες καλές προσκύνησες που καθημερινώς κάνεις.
+
+Ο Βαχμάν όντας αδύνατος εις το πνεύμα, επίστευσεν όλον εκείνο που
+του είπα χωρίς καμμίαν αμφιβολίαν· και όλος γεμάτος από επιθυμίαν
+διά να στερεώση μίαν εδικοσύνην με τον προφήτην, έπεσεν εκ
+δευτέρου εις τους πόδας μου εις σημείον της μεγάλης του
+ευχαριστήσεως. Εγώ τον εξανασήκωσα και τον αγκάλιασα βεβαιώνοντάς
+τον ότι πάντα θα είμαι εις βοήθειάν του. Έπειτα από ετούτα, αυτός
+στοχαζόμενος ότι ήτον χρέος ευγενείας να με αφήση μόνον με την
+θυγατέρα του, ανεχώρησεν εις άλλον χοντζερέ, και εγώ επεριδιάβασα
+όλην την νύκτα με την Σχυρίναν, και πριν ξημερώση εμίσευσα, και
+ήλθα με την κασσέλαν εις τον συνηθισμένον λόγγον.
+
+Την ερχομένην ταχυνήν, ο βεζύρης και οι άλλοι αφεντάδες εφέρθηκαν
+εις το παλάτι της βασιλοπούλας· αυτοί ερώτησαν τον βασιλέα αν
+έμεινε βεβαιωμένος διά τα όσα ήθελε να μάθη. Ναι, τους είπεν ο
+βασιλεύς, έκαμα εκείνο που κάνει χρεία· είδα τον ίδιον μέγαν
+προφήτην, και με αυτόν εσυνωμίλησα· αυτός είναι νυμφίος της
+θυγατρός μου· και δεν είναι αλήθεια μεγαλυτέρα από τούτην. Εις
+τέτοιαν διήγησιν ο βεζύρης και οι λοιποί εγύρισαν προς εκείνον που
+εναντιώνονταν επάνω εις αυτό και τον ωνείδισαν διά την απιστίαν
+του. Αυτός όντας σταθερός εις την γνώμην του, έπασχε με κάθε
+τρόπον να βεβαιώση τον βασιλέα πως είνε αδύνατον ο προφήτης να
+υπανδρευθή με την θυγατέρα του, και πως αυτό είναι ένα μέγα ψεύμα.
+Ολίγον έλειψεν ο βασιλεύς να οργισθή εναντίον εκείνου του απίστου,
+ο οποίος διά την απιστίαν του έγινε το παίγνιον όλης της αυλής.
+
+Ένα νέον συμβεβηκός που εις την ιδίαν ημέραν εσυνέβη ετελείωσε να
+στερεώση τον βασιλέα και τους λοιπούς εις την γνώμην τους. Εις το
+γύρισμα που έκανεν εις την χώραν ο βασιλεύς με τους ακολούθους
+του, τους έπιασεν ένας καιρός πολλά σφοδρός εις τον κάμπον, τόσον
+που έμεναν εις κάθε ολίγον τυφλωμένοι από τες αναλαμπές και
+φοβερές βροντές που εγίνονταν, και εφαίνονταν ότι θα ήτον το τέλος
+του κόσμου. Εσυνέβη εξ απροσεξίας, και το άλογον εκείνου του
+τζοχαντάρη που εναντιώνονταν, να ξαφνισθή από μίαν βροντήν, και
+τον έρριξε κατά γης και ετσάκισεν ένα του ποδάρι· ετούτο το
+συμβεβηκός ενομίσθη ως μία παίδευσις ουράνιος διά την απιστίαν
+του. Ω κακότυχε, εφώναξεν ο βασιλεύς βλέποντάς τον πεσμένον από το
+άλογον, ετούτος είναι ο καρπός του δισταγμού σου και της απιστίας
+σου, εσύ δεν ηθέλησες να δώσης πίστιν, και ο προφήτης δικαίως σε
+επαίδευσε· και ύστερον κάνοντας να τον σηκώσουν, τον επήγαν εις το
+σπήτι του σακατεμένον. Εγώ εκείνην την ημέραν επήγα διά να
+σεργιανίσω εις την χώραν, ήκουσα αυτήν την είδησιν, ομοίως και το
+συμβεβηκός του τζοχαντάρη, που έπεσεν από το άλογον. Δεν ημπορώ να
+διηγηθώ έως ποίον βαθμόν εκείνος ο λαός ήτον ευκολόπιστος και
+δεισιδαίμων· έκαναν τόσες χαρές, που ακούονταν παντού να φωνάζουν.
+Ας είνε ζωή εις τον Βαχμάν, Πενθερόν του Προφήτου.
+
+Έφθασε και εκείνη η νύκτα, κατά την συνήθειαν εφέρθηκα εις την
+βασιλοπούλαν. Ωραία Σχυρίνα, της είπα εμβαίνοντας εις τον χοντζερέ
+της, εσύ δεν ηξεύρεις, εκείνο που εσυνέβη σήμερον εις τον κάμπον·
+ένας τζοχαντάρης ο οποίος εδίσταζεν ότι εσύ είσαι γυναίκα του
+Μωάμεθ, έλαβε την παίδευσιν της απιστίας του. Έκαμα να σηκωθή μία
+φουρτούνα, η οποία έβαλεν εις φόβον το άλογόν του, τόσον που τον
+έρριξε και ετσάκισε το ποδάρι του, και όλον ετούτο το έκαμα εις
+παράδειγμα των άλλων, που ήθελαν διστάσει εις την υπανδρείαν μου.
+Εκείνη με επίστευσεν εις όσα της είπα, κατά την συνήθειαν και
+ύστερον από αυτό εχαρήκαμεν με την Σχυρίναν το επίλοιπον της
+νυκτός, και εις την συνειθισμένην ώραν ανεχώρησα.
+
+Ως τόσον εις το αναμεταξύ αυτού του καιρού, έφαγα όλην μου την
+ζωοτροφίαν που είχα, και καθώς δεν είχα κανένα δηνάρι, έτσι ο
+προφήτης δεν ήξευρε πως να προμηθευθή από ζωοτροφίαν. Και εκεί που
+εστοχαζόμουν, μου έρχεται ένας στοχασμός. Βασίλισσά μου, της λέγω
+μίαν βραδιάν που ευρισκόμουν με αυτήν, ημείς ελησμονήσαμεν να
+φυλάξωμεν μίαν τάξιν εις την υπανδρείαν μας· εσύ δεν μου έδωσες
+κανένα πράγμα διά προίκα, και αυτό το πράγμα μου κακοφαίνεται,
+επειδή και εβγαίνομεν έξω από τα όρια των νόμων. Ας είνε, ω ακριβέ
+μου νυμφίε, μου απεκρίθη, θέλω ομιλήσει αύριον του πατρός μου, και
+χωρίς αμφιβολίαν θέλει στείλει εδώ όλα τα πλούτη του. Όχι όχι της
+αποκρίθηκα δεν είναι αναγκαίον να του ομιλήσης· ολίγον με
+συμφέρουν οι θησαυροί του με το να μου είνε άχρηστοι· μου φθάνει
+ότι με το χέρι σου να μου δώσης κανένα διαμαντικόν, αυτό θέλει
+είνε η μοναχή προίκα που σου ζητώ. Η Σχυρίνα ήθελε δώσει όλα τα
+διαμαντικά της διά να κάμη πλέον μεγάλην την προίκα της· μα
+ευχαριστήθηκα να πάρω μόνον δύο χονδρά διαμάντια, τα οποία τα
+επούλησα την ερχομένην ημέραν εις ένα ντζοβαϊριτσή, και με αυτό το
+μέσον εβάλθηκα εις στάσιν διά να ακολουθήσω να φανερώνω την μορφήν
+του Μωάμεθ.
+
+Έτρεχε σχεδόν ένας μήνας, που απερνούσα διά προφήτης, και
+ετραβούσα μίαν ζωήν πολλά ευτυχισμένην οπόταν έφθασεν ένας
+Αμπασατόρος από όνομα ενός βασιλέως σημαντικού, γυρεύοντας του
+Βαχμάν την θυγατέρα του εις γυναίκα του, του οποίου ο Βαχμάν
+απεκρίθη λέγοντας, πως του κακοφαίνεται που δεν ημπορούσε να τον
+υπακούση, με το να την υπάνδρευσε με τον Μωάμεθ. Ο Αμπασατόρος
+εστοχάσθη από αυτήν απόκρισιν ότι ο βασιλεύς της Γάζνας θα
+ετρελλάθη· και πεισμωμένος εμίσευσε, και ήλθεν εις τον βασιλέα
+του, και επρόσφερε την απόκρισιν του Βαχμάν. Αυτός ο βασιλεύς
+εθυμώθη κατά πολλά εναντίον του Βαχμάν και ευθύς επρόσταξε διά να
+υπάγη καταπάνω του, και ούτως έκαμε μίαν μεγάλην αρμάδα, και με
+αυτήν εμβήκεν εις το βασίλειον της Γάζνας. Αυτός ο βασιλεύς,
+ονομαζόμενος Κασέμ, ήτον πολλά δυνατώτερος από τον Βαχμάν ο οποίος
+από το μέρος του ετοιμάσθη όπως και αν ημπόρεσε διά να εναντιωθή
+εις τον εχθρόν του. Ο Κασέμ του εχάλασε πολύ στράτευμα του Βαχμάν·
+τόσον που με πολλήν ογλήγορότητα έφθασεν οποκάτω εις τα τείχη της
+Γάζνας. Ως τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την
+ανδρείαν των στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του,
+και να εμβαίνη εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή
+συμβούλιον διά να ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο
+τζοχαντάρης, που ετσάκισε το ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον
+τρόπον.
+
+Εγώ μένω εκστατικός που ο βασιλεύς δείχνει τόσον φόβον διά τούτον
+τον εχθρόν, εις καιρόν που δεν έπρεπε να φοβηθή όχι μόνον τον
+Κασέμ, μα ούτε όλους τους βασιλείς, που θα ήθελαν ενωθή όλοι ομού
+εναντίον του, με το να έχη γαμβρόν τον Μωάμεθ· το ύψος της
+βασιλείας σου δεν ημπορεί να κάμη άλλο, παρά να προστρέξη εις τον
+προφήτην ωσάν γαμβρός σου που είνε, και αυτός με ταχύτητα θέλει
+συγχίσει τους εχθρούς σου· πρέπει να είναι υπόχρεως διά να σε
+βοηθήση, επειδή και από αιτίαν της υπανδρείας του σου εσήκωσε τον
+πόλεμον ο Κασέμ.
+
+Με όλον που ετούτη η ομιλία του τζοχαντάρη ήτον περιγελαστική, δεν
+έλειψε που να προξενήση πολύ θάρρος εις τον Βαχμάν. Εσύ έχεις
+δίκαιον, λέγει του τζοχαντάρη· εγώ πρέπει να προστρέξω εις τον
+προφήτην· υπάγω να τον παρακαλέσω διά να εμέ βοηθήση να χαλάσω τον
+εχθρόν μου και ελπίζω ότι η παρακάλεσίς μου να μη γένη άκαιρη.
+Έτσι λέγοντας εφέρθη εις το παλάτι της Σχυρίνας με πολλήν
+ογληγορότητα, και της είπεν ότι θα ενωθούν διά να παρακαλέσουν τον
+προφήτην διά να τον βοηθήση εις αυτήν την ανάγκην. Η Σχυρίνα του
+έταξε πως δεν θέλει είνε δύσκολον διά να τον υπακούση, και να του
+κάμη την θέλησιν ο μέγας προφήτης· και ούτω με εκαρτερούσαν με
+μεγάλην ανυπομονησίαν διά να πηγαίνω εκεί διά να με παρακαλέσουν.
+Φθάνοντας λοιπόν η νύκτα επήγα κατά την συνήθειαν εις την
+Σχυρίναν. Τότε ο πατέρας της και αυτή ευθύς που με είδαν,
+επρόσπεσαν εις τους πόδας μου, ζητούντες μου βοήθειαν. Εγώ έμεινα
+αντραλωμένος διά την ζήτησιν που μου έκαμαν, μα με όλον τούτο δεν
+έχασα το πνεύμα μου· έκαμα διά να σηκωθούν, και τους εβεβαίωσα πως
+δεν θέλω λείψει διά να τους κάμω την ζήτησιν. Ερχομένη η
+συνηθισμένη ώρα εμίσευσα, τάζοντάς της Σχυρίνας ότι θα βάλω εις
+έργον το τάξιμόν μου.
+
+Την ακόλουθον ημέραν κατά πρώτον επήγα με την κασσέλαν μου εις ένα
+υψηλόν τόπον, και εθεώρησα καταλεπτώς την κατάστασιν του
+στρατεύματος του Κασέμ, ομοίως και την τένταν που αυτός ήτον
+οικονευμένος· και ωσάν είδα όλα αυτά καλώς, επήγα εις έναν τόπον
+πετρώδη, και έμασα πολλότατες πέτρες μικρές και μεγάλες, και
+εγέμισα όσον ημπόρεσα την κασσέλαν μου· έπειτα εφέρθηκα εκείνην
+την ίδια νύκτα εις την τένταν του βασιλέως, τον καιρόν πού οι
+φύλακες εκοιμώνταν, και κατεβαίνοντας εκεί εβγήκα κρυφίως από την
+κασσέλαν μου χωρίς να είμαι από κανένα θεωρημένος, και βλέποντας
+που ο Κασέμ εκοιμώνταν, τραβώ μιαν πέτραν και τον κτυπώ με μεγάλην
+δύναμιν εις το κεφάλι, και τον ελάβωσα μεγάλως. Ο Κασέμ από την
+λαβωματιάν εφώναξε μεγάλως, και ευθύς εξύπνισε τους φύλακας και
+τους οφφικιάλους του οι οποίοι έτρεξαν εις βοήθειάν του και
+βλέποντές τον γεμάτον από αίματα και μισαποθαμμένον άρχισαν να
+φωνάζουν και να οδύρωνται.
+
+Ο φόβος έγινε κοινός εις όλον το στράτευμα, και τρέχοντας η φωνή
+πως ο βασιλεύς ελαβώθη χωρίς να δυνηθή να καταλάβη πόθεν ήλθεν
+αυτό εβάλθησαν όλοι εις μεγάλην σύγχισιν. Και εις αυτό το
+αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις
+τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την
+τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να
+τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι
+σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν
+του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το
+στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις
+φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.
+Και με τούτον τον τρόπον έφυγεν όλον το στράτευμα κακώς έχοντας,
+και άφησαν όλην τους την ζωοτροφίαν, και τα αναγκαία του πολέμου
+εις τον κάμπον της Γάζνας.
+
+Ο βασιλεύς Βαχμάν έμεινε προς τα ξημερώματα κατά πολλά εκστατικός,
+οπόταν ήκουσε πως ο εχθρός έφυγε κακώς έχοντας· και ευθύς
+εβγαίνοντας από την Γάζναν με το στράτευμά του, έκαμε μεγάλον
+φθαρμόν εις τους φεύγοντας εχθρούς· έπειτα εγύρισεν εκεί που ήτον
+το στράτευμά του και όλοι εγύρισαν με διάφορα κούρση
+καταφωρτωμένοι εις την Γάζναν. Ύστερον από αυτό έγιναν μεγάλες
+χαρές εις τον λαόν και όλοι έτρεξαν εις τα μετζίτια εις
+ευχαρίστησιν του Μωάμεθ, που εκαταχάλασε τους εχθρούς, και τους
+απεδίωξεν από το βασίλειόν του, και την ιδίαν νύκτα επήγεν ο
+Βασιλεύς χωρίς να είναι συντροφιασμένος από κανένα εις το παλάτι
+της βασιλοπούλας. Θυγατέρα μου, της είπεν, ιδού που ήλθα διά να
+ανταποδώσω ευχαρίστησες του μεγάλου προφήτου, που είμαι χρεώστης
+διά την φθοράν, καθώς το έμαθες, των εχθρών μου· διά το οποίον
+είμαι τόσον κατανυκτικός, που αποθαίνω από την ανυπομονησίαν εις
+το να του φιλήσω τα ποδάρια, και να του κάμω την πρέπουσαν
+ευχαρίστησιν.
+
+Έλαβεν αυτός πολλά ογλήγορα την ευχαρίστησιν που επιθυμούσεν·
+εμβήκα κατά την συνήθειαν εις τον χοντζερέ της Σχυρίνας, εις τον
+οποίον εστοχαζόμουν πως θέλω τον εύρει. Αυτός ευθύς έπεσεν εις
+τους πόδας μου, και φιλώντας τους μου έκανε μεγάλες ευχαρίστησες·
+εγώ τον εσήκωσα και του εφίλησα το μέτωπον· έπειτα του είπα·
+ημπορούσες ποτέ να στοχασθής ότι εγώ να μη σε συντρέξω με την
+βοήθειάν μου εις την ανάγκην, εις την οποίαν διά την αγάπην μου
+ήσουν; επαίδευσα τον αυθάδη Κασέμ, ο οποίος εστοχάζονταν να
+κυριεύση το βασίλειόν σου, και να αρπάξη την Σχυρίναν διά να την
+βάλη εις τον αριθμόν από τες σκλάβες του. Μη φοβάσαι το λοιπόν
+πλέον εις το ερχόμενον, ότι καμμία δύναμις ανθρωπίνη θα τολμήση να
+σηκώση εναντίον σου πόλεμον· και αν κανείς, ήθελε λάβει την τόλμην
+διά να έλθη να σε ενοχλήση, θέλω κάμει να πέση επάνω εις το
+στράτευμά του μία βροχή από φωτιάν, που να τους κάμη όλους
+στάκτην.
+
+Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου,
+και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του
+Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν·
+η οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και
+μου το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα
+όλως αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν. Μα οπόταν εκατάλαβα που
+ήτον σιμά να ξημερώση ετραβήχθηκα εις τον συνηθισμένον μου τόπον.
+Ήτον όλοι της Γάζνας τόσον στερεά βεβαιωμένοι, πως εγώ ήμουν ο
+Μωάμεθ, αφού σχεδόν ολίγον έλειψε να το πιστεύσω και εγώ πως ήμουν
+αυτός ο ίδιος ο προφήτης διά τα όσα εκατώρθωνα. Δύο ημέρας
+υστερώτερα από αυτό το κάμωμα ο βασιλεύς της Γάζνας επρόσταξε να
+γίνουν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν, όχι μόνον διά τον
+χαλασμόν των εχθρών του, αλλά και διά να εορτασθούν με μεγάλην
+παράταξιν οι γάμοι της βασιλοπούλας Σχυρίνας με τον Μωάμεθ.
+Εστοχάσθηκα ότι θα έκανε χρεία να δοξάσω με κάποιον μέγα σημείον
+μίαν εορτήν που εγίνονταν εις τιμήν μου. Και δι' αυτήν την αιτίαν,
+επήγα εις την Γάζναν, και αγόρασα μπαρούτι, θειάφι, νίτρον,
+καμφορά, κα άλλα αναγκαία και εστάθηκα όλην την ημέραν εις τον
+λόγγον, και έκαμα μίαν μηχανικήν φωτιάν πολλά εξαίρετην. Και
+ερχομένη η νύκτα τον καιρόν που όλος ο λαός εις τες στράτες
+εχαίρουνταν, εφέρθηκα επάνω εις την χώραν και σηκωνόμενος πολλά
+εις τα ύψη, άναψα την μηχανικήν φωτιάν, και έκαμα να φανούν εις
+τον αέρα διάφορες φλόγες, ήλιος, σελήνη, αστέρες φωτεινοί, και
+άλλα παρόμοια, που τους έκαμαν να μείνουν εκστατικοί· και αφού
+αποτελείωσα τες φωτιές μου ετραβήχθηκα εις τον συνειθισμένον μου
+τόπον όλος χαρά. Ερχομένη δε η ημέρα επήγα εις την χώραν διά να
+λάβω την χαράν εις το να ακούσω το τι ωμιλούσεν ο λαός εις εκείνο
+που έκαμα· δεν έμεινα εις εκείνο που ήλπιζα γελασμένος· ο λαός
+έκαμνε διάφορες παράξενες διηγήσεις εις το κατόρθωμά μου· ένας
+έλεγεν ότι ο Μωάμεθ ήτον εκείνος, που διά να δώση να καταλάβουν
+πως είχεν ευχαρίστησιν εις τες χαρές που δι' αυτόν εγένοντο, έκανε
+να φανούν φωτιές ουράνιες. Άλλος εβεβαίωνε πως είχεν ιδή, ανάμεσα
+εις εκείνα τα νέα μετέωρα τον προφήτην με γένεια άσπρα και μορφήν
+σεβασμίαν, και άλλα διάφορα.
+
+Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου έδωσαν·
+μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν την
+χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των θαυμαστών
+μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως φαίνεται
+καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που έκανα, θα
+έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από αυτήν· ώστε
+που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην. Ένας πατέρας, ο
+οποίος εμβαίνοντας εις τον οίκον του βλέπει τον μονογενή του υιόν
+σκοτωμένον από χίλιες λαβωματιές θανατηφόρες, και πνιγμένον εις το
+ίδιον του αίμα, δεν ημπορούσε να είνε θλιμμένος περισσότερον από
+έναν πόνον ωσάν τον εδικόν μου· ο λόγγος αντηχολογούσεν από τον
+βρυγμόν μου, και από τα παράπονά μου, έσχισα τα φορέματά μου,
+εκατάκοψα τες σάρκες μου, και δεν ηξεύρω πως εσυμπάθησα την ζωήν
+μου εις την απελπισίαν που μου ήλθε, διά την υστέρησιν της
+μηχανικής μου κασσέλας. Ως τόσον το κακόν ήτον χωρίς ιατρείαν, και
+έπρεπεν εγώ να κάμω άλλην απόφασιν· και ετούτη ήτον να υπάγω αλλού
+εις συναπάντησιν νέας τύχης. Με τούτον τον τρόπον ο προφήτης
+Μωάμεθ, αφίνοντάς τον Βαχμάν και την Σχυρίναν εις μεγάλην θλίψιν,
+εξεμάκρυνεν από την χώραν της Γάζνας.
+
+Τρεις ημέρες υστερώτερα, εσυναπάντησα ένα καραβάνι από
+πραγματευτάδες που επήγαιναν εις την Αίγυπτον, και ανταμωνόμενος
+με αυτούς ήλθα εκεί· εις την οποίαν ευρέθηκα στενεμμένος διά να
+μάθω τον υφαντήν διά να ημπορέσω να ζήσω. Εκεί έμεινα διά καμπόσον
+καιρόν, έπειτα ήλθα εις την Δαμασκόν και εδώ ακόμη ακολούθησα την
+τέχνην μου εις το να υφαίνω· φαίνομαι πως είμαι πολλά
+ευχαριστημένος της στάσεώς μου, μα ετούτη είνε μία θεωρία ψεύτικη,
+δεν ημπορώ να βγάλω από τον νουν μου την ενθύμησιν της ευτυχίας
+μου, εις την οποίαν ευρισκόμουν· η Σχυρίνα είναι πάντα παρούσα εις
+τους οφθαλμούς μου, και με όλον που πάσχω διά να κάμω να μου
+εξαλειφθή αυτός ο στοχασμός, δεν είναι βολετόν ποτέ να την
+απολησμονήσω, και αυτό με κάνει δυστυχέστατον. Ετούτη είναι η
+ιστορία μου, ω βασιλέα, που με εβίασες διά να σου διηγηθώ· ηξεύρω
+καλώτατα που δεν ευρίσκεται εύλογον το γέλασμα, που του βασιλέως
+της Γάζνας έκαμα, και της βασιλοπούλας Σχυρίνας· και διά την
+ιερόσυλόν μου τόλμην που έλαβα η υψηλότης σου θέλει με συμπαθήσει·
+επειδή και η βασιλεία σου εστάθης η αιτία, και με εβίασες διά να
+φανερώσω με κάθε καθαρότητα το ανόμημα που έκαμα.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και του Βεζύρη του.&
+
+
+
+Ο βασιλεύς Βεδρεδίν απέλυσε τον Μαλέχ, αφού ήκουσε την ιστορίαν
+του· έπειτα είπε προς τον βεζύρην του και προς τον αγαπημένον του
+Σεήφ· τα συμβεβηκότα αυτουνού του υφαντή, δεν είναι ολιγώτερον από
+των εδικών σας παράξενα· μα αγκαλά και αυτός δεν είναι από εσάς
+πλέον ευτυχισμένος, μη στοχάζεσθε με όλον τούτο να με κάμετε να
+κλίνω πως να μην ευρίσκεται κανείς που να χαίρεται μετά τελείαν
+ευτυχίαν· θέλω να εξετάξω τους αξιωματικούς μου, τους οφφικιάλους
+μου, και όλους του παλατίου. Σύρε, ω βεζύρη, και κάμε να έλθη ένας
+κατόπιν από τον άλλον έμπροσθέν μου.
+
+Ο βεζύρης υπήκουσε, και ευθύς έφερε τους αξιωματικούς, τους
+οποίους εξετάζοντας τους ηύρε που να κλαίωνται, ποίος από το ένα
+και ποίος από το άλλο· και μην ευρίσκοντας κανένα χωρίς θλίψιν
+τους απέλυσε. Την άλλην ημέραν έκαμε να έλθουν οι οφφικιάλοι, και
+εξετάζοντας και αυτουνούς τους ηύρε παρομοίους με τους άλλους· και
+ανάμεσα εις τόσους, δεν εστάθη κανείς να ευρεθή να ειπή πως είναι
+ελεύθερος από πίκραν. Βλέπω, έλεγε, πως από αυτουνούς δεν ευρέθη
+κανείς κατά την γνώμην μου· θέλω να δοκιμάσω και όλους τους
+λοιπούς του παλατίου μου, μικρούς τε και μεγάλους· έλαβεν αυτήν
+την υπομονήν εις το να εξετάση ένα προς ένα, και του έδωκαν και
+αυτοί την απόκρισιν που του έδωκαν και οι πρώτοι, πως κανείς δεν
+ήτον χωρίς βάσανον· ποίος εκλαίονταν από την γυναίκα του, ποίος
+από τα παιδιά του, ποίος πως ήτον φτωχός, ποίος πλούσιος και δεν
+είχε την υγείαν του, και όλοι είχαν τον πόνον τους.
+
+Ο βασιλεύς με όλον τούτο δεν έχασε την ελπίδα να μην εύρη κανέναν
+άνθρωπον χωρίς θλίψιν. Μου φθάνει να εύρω ένα μόνον, έλεγε του
+βεζύρη, και δεν θέλω άλλον επειδή και εσύ στέκεις στερεός πως να
+μην είνε τινάς. Ναι, ω βασιλεύ, απεκρίθη ο βεζύρης σου το
+ξαναβεβαιώνω· και είναι ανωφελείς οι ζήτησες της βασιλείας σου.
+Εγώ δεν είμαι με όλον τούτο καταπεισμένος, απεκρίθη ο βασιλεύς και
+μου έρχεται εις τον νουν ένα μέσον με το οποίον θέλω εύρη εκείνο
+που επιθυμώ. Επρόσταξεν εις τον ίδιον καιρόν ότι να κηρυχθή εις
+όλην την χώραν, πως όποιος είναι ευχαριστημένος εις την κατάστασίν
+του, εις διορίαν τριών ημερών να υπάγη προς τον βασιλέα, διά να
+τον κάμη ότι δώρον θελήση. Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη
+κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι
+πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως
+κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά
+θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην
+την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας
+ευχαριστημένος. Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, αν εσύ ήθελες
+εξετάξει όλον τον κόσμον, θέλουν σου ειπεί όλοι πως κανείς δεν
+είνε χωρίς θλίψιν. Ετούτο είνε εκείνο που δεν ημπορώ να υποφέρω,
+εξαναείπεν ο βασιλεύς ότι λογής θαυμασμόν μου έδωκεν η αιτία της
+δοκιμής που έκαμα, θέλω με απόφασιν να περιπατήσω τον κόσμον και
+να ιδώ ποίος από τους δύο μας γελοιέται εις την γνώμην του, και
+δεν θέλω γυρίσει έως που να μην εύρω το ολιγώτερον ένα μόνον. Αχ
+αυθέντη, του λέγει ο βεζύρης, διατί θέλεις να ακολουθής αυτήν την
+επιθυμίαν; βεβαιώσου πως δεν θέλεις συναπαντήσει κανένα που να
+είναι τελείως ευχαριστημένος της τύχης του.
+
+Ο βεζύρης Ταλμούχ εποθούσε με πολλήν θερμότητα, ότι ο αυθέντης του
+θα ήθελεν απαρατήσει αυτήν την επιχείρησιν. Μα ο βασιλεύς δεν
+άλλαξε γνώμην, και αφού άφησε την κυβέρνησιν του βασιλείου του εις
+έναν άλλον βεζύρην, εμίσευσε με τον βεζύρην Ταλμούχ και τον Σεήφ
+Μολτούκ και με ολίγους σκλάβους· επεριπάτησαν αυτοί προς το μέρος
+του Μπαγδατιού, εις το οποίον έφθασαν, και επήγαν και εκόνεψαν εις
+ένα χάνι· και εκεί έδωκαν να καταλάβουν πως ήτον και οι τρείς
+ντζοβαϊρτζήδες πραγματευτάδες από την Αίγυπτον, που εταξείδευαν
+από βασίλειον εις βασίλειον. Αυτοί έφερναν μαζί τους πολλά
+ντζοβαϊρικά από κάθε λογής είδη, διά να δειχθούν καλύτερον πως
+ήτον τέτοιοι. Και μίαν ημέραν που εσεργιάνιζαν εις το Μπαγδάτι
+είδαν ένα διδαχτήν που εδίδαχνε με μίαν μεγάλην φωνήν εις την
+αγοράν, και που ήτον πολύς λαός διά να τον ακούσουν. Αυτός έλεγε
+προς αυτούς με τούτον τον τρόπον. Ω ακριβοί αδελφοί μου· «όσον
+αναίσθητοι είσθε εις το να κοπιάζετε τόσον διά να αποκτήσετε
+πλούτη που οπόταν ο Άγγελος έλθη διά να σας σηκώση από τούτην την
+ζωήν, δεν θέλετε δυνηθή με αυτόν τον πλούτον να αποφύγητε τον
+θάνατον, και μέλλετε να τον αφήστε οπίσω σας και στανικώς σας· με
+όλον τούτο ηξεύρω που ομολογάτε, πως η κυρίευσις του πλούτου σας,
+σας κάνει να μην έχετε ποτέ ανάπαυσιν· εσείς ακαταπαύστως φοβείσθε
+να μη σας τον αρπάξουν οι λησταί· η επιμέλεια που παίρνετε διά να
+τον φυλάξετε, δεν σας αφίνει να τραβήξετε μίαν ζωήν ευτυχισμένην·
+εγώ όντας γυμνός από πλούτη, υστερημένος από τες ανάπαυσές σας,
+χαίρομαι εις την πτωχείαν μου με πολλήν ευχαρίστησιν.»
+
+Εις ετούτα τα λόγια ο βασιλεύς Βεδρεδίν, λέγει του βεζύρη του·
+Ταλμούχ, εσύ ήκουσες ωσάν και εμένα τα λόγια του διδαχτή, διά το
+οποίον ιδού δεν έχω πλέον χρέος να ταξειδεύσω, ηύρα εκείνο που
+εζητούσα· ετούτος ο διδαχτής είνε ένας άνθρωπος ευτυχέστατος.
+Βασιλέα μου, του απεκρίθη ο βεζύρης, κάνει χρεία να πασχίσης διά
+να συνομιλήσης με τούτον τον διδαχτήν, και να τον υποχρεώσης αν
+ημπορέσης διά να σου ξεσκεπάση τα έσωθέν του, διά να ιδής αν είνε
+αληθινά εκείνα που λέγει. Έτσι θέλω ακολουθήσει, είπεν ο βασιλεύς·
+μα υστερώτερα πρέπει να μείνη ο νικημένος. Ναι, ω βασιλεύ, είπεν ο
+βεζύρης, το ευχαριστούμαι όταν ήθελεν είνε έτσι· και τότε θέλω
+ομολογήσει πως έζησα εις την πλάνην τόσον καιρόν. Απεφάσισαν αυτοί
+ως τόσον διά να ομιλήσουν με τον διδαχτήν, ο οποίος αφού ετελείωσε
+να ομιλή εσυμμάζωξεν από τον λαόν αρκετήν ελεημοσύνην, και
+ετραβήχθη εις ένα σπητάκι εις το οποίον εκατοικούσεν.
+
+Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν
+διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και
+έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε
+ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το
+χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με
+συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου.
+Ημείς είμασθεν τρεις ντζοβαϊρτζήδες σύντροφοι· ένας από ημάς θέλει
+με γνώμην βεβαίαν, ότι εις τον κόσμον δεν ημπορεί να είναι
+άνθρωπος τελείως ευτυχισμένος και να μην έχη θλίψιν· εγώ είμαι
+εναντίας γνώμης· και δεν είνε καιρός που σε ήκουσα να ειπής, ότι
+περνάς μίαν τελείαν ευτυχίαν· ειπέ μας την αλήθειαν, σε παρακαλώ,
+αν είνε έτσι, ότι πολλά μας είνε αναγκαίον να μάθωμεν, και θέλεις
+μας κάμει μίαν μεγαλωτάτην χάριν. Ο διδαχτής επήρε την σακκούλαν
+ευχαριστώντας τον Βαδρεδίν, και του είπεν. Αυθέντες, επειδή και
+επιθυμάτε να μάθετε την αλήθειαν, ιδού που είμαι έτοιμος διά να
+σας ειπώ την κάθε αλήθειαν· να ηξεύρετε πως ούτε εγώ είμαι
+ευχαριστημένος και αναπαυμένος· και αν με ακούσετε να επαινέσω την
+ευτυχίαν μου εις τον λαόν, μη στοχάζεσθε διά τούτο ότι ευρίσκομαι
+ευχαριστημένος εις την κατάστασίν μου. Αν ωμίλησα εναντίον του
+πλούτου, σας βεβαιώνω, ότι άλλος δεν ήτο ο στοχασμός μου, παρά να
+παρακινήσω εις την ελεημοσύνην εκείνους που με άκουσαν· ημείς οι
+διδαχτάδες τραβούμεν μίαν ζωήν πολλά δυστυχισμένην, διά να
+ημπορέσωμεν να εύρωμεν μίαν τελείαν ανάπαυσιν και ευτυχίαν, την
+οποίαν όλοι οι άνθρωποι ματαίως την ελπίζουν. Εγώ είμαι βέβαιος
+παρομοίως με τους συντρόφους σου, πως κανείς δεν ευρίσκεται
+ευχαριστημένος, και δεν είνε χωρίς θλίψιν. Κανέν πράγμα δεν
+ημπορεί να ευχαριστήση τελείως την ανθρωπίνην καρδίαν. Ευθύς που ο
+άνθρωπος απολαμβάνει την πλήρωσιν της επιθυμίας, που έχει
+στοχασθή, αγροικά να του γεννηθή μία επιθυμία, η οποία να συγχίζη
+την ανάπαυσίν του, και να τον κάνη πάλιν να μην είνε ποτέ
+ευχαριστημένος.
+
+Ο βεζύρης έλαβε μεγάλην ηδονήν εις το να ακούση τον διδαχτήν να
+ομιλήση καθώς επιθυμούσε, και εκαρτερούσεν ότι ο βασιλεύς θα κλίνη
+εις την γνώμην του· και κατά αλήθειαν άρχισε να κλίνη και να
+βεβαιώνεται πως ήτον έτσι, και πως έως εκείνην την ώραν
+ευρίσκονταν εις απάτην. Και αφού έφυγαν από τον διδαχτήν, είπε του
+βεζύρη και του Σεήφ· ας υπάγωμεν να απεράσωμεν το επίλοιπον της
+ημέρας εις ένα μεγάλον καφενέ, και εκάθησαν εις μέρος που ήτον δύο
+ευγενείς άνδρες, που εσυνωμιλούσαν κατά τύχην διά τες δυστυχίες,
+που είνε υποκειμένη η ανθρωπίνη φύσις· και άλλος δεν χαίρεται την
+σήμερον μίαν ζωήν ευχαριστημένην, παρά ο βασιλεύς του Αστραχάν,
+που βεβαίως καμμία πικρότης δεν του συγχίζει την γλυκύτητα των
+ευτυχισμένων ημερών του· και κοντολογής, πως εκείνος ήτον ένας
+άνθρωπος πολλά ευτυχής· και με δίκαιον τρόπον τον ωνόμαζαν κατ'
+εξοχήν, ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν.
+
+Ετούτη η συνομιλία επροξένησε το αποτέλεσμά της επάνω εις το
+πνεύμα του βασιλέως. Κάνει χρεία, αυτός λέγει προς τον βεζύρην,
+εβγαίνοντας από τον καφενέ, ότι αύριον να μισεύσωμεν διά το
+Αστραχάν. θέλω να ιδώ αυτόν τον βασιλέα χωρίς θλίψιν. Εγώ δεν
+επιθυμώ ολιγώτερον από την βασιλείαν σου, απεκρίθη ο βεζύρης, και
+είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω. Την επαύριον σηκωνόμενοι
+ανταμώθηκαν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το
+Αστραχάν, εκεί που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς
+χωρίς θλίψιν. Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι,
+και ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες. Αυτοί
+έμειναν έκθαμβοι εις το να ιδούν τον λαόν όλον δομένον εις μεγάλες
+χαρές και εις όλα τα μέρη της χώρας να γίνωνται χοροί, παιγνίδια
+και άλλα χαροποιά πράγματα. Ο βασιλεύς ερώτησε τον χαντζή διά
+ποίαν αιτίαν εγίνοντο τόσες χαρές εις αυτήν την χώραν. Ο χαντζής
+του εδιηγήθη πως τέτοιες χαρές δεν γίνονται ούτε διά καμμίαν
+νίκην, που έκαμαν εναντίον των εχθρών του, ούτε διά κανένα άλλο
+ευτυχισμένον συμβεβηκός· κάθε ημέραν ο λαός εορτάζει κάποιαν νέαν
+χαράν· και τούτο συμφώνως διά να αρέσουν εις την κλίσιν του
+βασιλέως, ο οποίος έτσι αγαπά κατά πολλά, με το να είνε του πλέον
+καλλιτέρου χαρακτήρος, που εις τον κόσμον ευρίσκεται· όθεν του
+εδόθη δι' αυτήν την αιτίαν το επίθετον του βασιλέας χωρίς θλίψιν.
+Ακούοντας από τον Χαντζήν ο Βεδρεδίν αυτήν την διήγησιν, λέγει
+προς τον βεζύρην του. Από τον ευγενικόν χαρακτήρα που ο Χαντζής
+μου εφανέρωσε διά τον βασιλέα του Αστραχάν, εγώ είμαι βέβαιος πως
+του λόγου σου είσαι πληροφορημένος πως αυτός βεβαίως είνε χωρίς
+θλίψιν. Μη γένοιτο, απεκρίθη ο βεζύρης· επειδή και είμαι βέβαιος,
+πως και αυτός θα είνε ωσάν τον διδαχτήν· και αν έχης τον τρόπον να
+βεβαιωθής από τον ίδιον βασιλέα θέλεις ιδεί πως και αυτός δεν είνε
+χωρίς καμμίαν θλίψιν, που να τον συγχίζη. Ας είνε, του απεκρίθη ο
+Βεδρεδήν· εγώ θέλω πασχίσει να εύρω τον τρόπον διά να συνομιλήσω
+με αυτόν και αν είνε και αυτός καθώς μου λέγεις, σου τάσσω να μην
+υπάγω παρεμπρός εξετάζοντας, αλλά ευθύς να γυρίσω εις το βασίλειόν
+μου, και θέλω ομολογήσει τότε, πως κανείς άνθρωπος δεν είνε χωρίς
+θλίψιν. Είμαι ευχαριστημένος, απεκρίθη ο βεζύρης. Ας πασχίσωμεν το
+λοιπόν να εύρωμεν το μέσον διά να ομιλήσωμεν με τον ίδιον Ορμώζ,
+και ας τον ιδούμεν από σιμά, και ας εξετάσωμεν με επιμέλειαν τα
+έσωθεν της καρδίας του, διά να έβγωμεν από την περιέργειάν μας.
+
+Την ερχομένην ημέραν εστοχάσθηκαν να υπάγουν εις τον βασιλέα ωσάν
+ντζοβαϊρτζήδες, και με τούτον τον τρόπον επήραν και οι τρεις από
+μίαν κασσελοπούλαν, και τες εγέμισαν από τα διαμάντια που είχαν,
+και ερχόμενοι εις το παλάτι, εζήτησαν διά να ομιλήσουν με τον
+βασιλέα. Εδόθη είδησις εις τον βασιλέα, ότι τρεις ντζοβαϊρτζήδες
+που επήγαιναν από βασίλειον εις βασίλειον, επιθυμούσαν να
+ομιλήσουν με αυτόν. Ο Ορμώζ επρόσταξε να έλθουν προς αυτόν.
+Ερχόμενοι δε προς αυτόν, άνοιξαν τες κασσελοπούλες των, και του
+έδειξαν διάφορα διαμάντια, τάχα πως τα είχαν διά πούλημα· αυτός τα
+εστοχάσθη με πολλήν ακρίβειαν και με θαυμασμόν, διά την ποιότητά
+τους, και επάνω εις όλα αυγάτισεν ο θαυμασμός του εις το να ιδή
+ένα καρβούνι πολλά θαυμάσιον, μέγα ωσάν ένα αυγό περιστεριού το
+οποίον παίρνοντάς το εις το χέρι, δεν εχόρταινε που να το κυττάζη
+και να του επαινή την ευμορφάδα. Τότε ο Βεδρεδήν βλέποντάς τον που
+του άρεσεν αυτό το καρβούνι, είπεν· Ημείς μένομεν θαυμασμένοι εις
+το να βλέπωμεν πως έχομεν πράγμα που να αρέση της βασιλείας σου·
+διά το οποίον ταπεινώς την παρακαλούμεν να το δεχθής, διά ένα
+δώρον, συμπαθώντάς μας την ελευθερίαν, που παίρνομεν διά να της το
+προσφέρωμεν.
+
+Ο Ορμώζ το εδέχθη με ευχαρίστησιν, και είπε προς αυτούς, ότι
+ήθελεν όσον καιρόν έμελλε να σταθούν εις το Αστραχάν, να υπάγουν
+να μένουν εις το παλάτι του. Αυτοί την ιδίαν ημέραν, επήγαν εκεί
+και κατέλυσαν· εις τους οποίους εδόθηκεν ένας ωραιότατος χοντζερές
+στολισμένος όλος από μεταξωτά, ομοίως και οφφικιάλοι του βασιλέως
+διά να τους υπηρετήσουν. Εκείνος ο μονάρχης στοχαζόμενος αυτούς
+ωσάν τρία υποκείμενα, που επεριδιάβαζαν τον κόσμον, και ήρχονταν
+από βασίλειον εις βασίλειον, έβαλε την επιμέλειαν διά να τους κάμη
+κάθε λογής περιποίησιν, και τιμές όσον να ήτον βολετόν διά να τους
+υποχρεώση να κηρύττουν εις τα άλλα βασίλεια την ακρίβειαν της
+μεγαλειότητός του. Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους
+εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα·
+και ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν
+ξεφάντωσιν. Και με όλες αυτές τες περιποιήσεις που ο Ορμώζ τους
+έκανεν, αυτοί δεν ευρίσκονταν αναπαυμένοι ανίσως και δεν ήθελαν
+μάθει καταλεπτώς από τον ίδιον, αν ήτο και εσωτερικώς
+ευχαριστημένος, καθώς εξωτερικώς έδειχνε, και μη ευρίσκοντας άλλον
+τρόπον διά να μάθουν από τον ίδιον, έκριναν εύλογον ότι ο Βιδρεδίν
+θα του ήθελε φανερωθή, ποίος ήτο και με αυτόν τον τρόπον θέλουν
+ημπορέσει να επιτύχουν πού να τους φανερώση την καρδιά του, ειδέ
+με άλλον τρόπον δεν ήτο βολετόν να καταλάβουν την αλήθειαν· και
+ούτως απεφάσισαν διά να κάμουν.
+
+Αυτοί μίαν ημέραν εζήτησαν θέλημα να ομιλήσουν με αυτόν ξεχωριστά,
+το οποίον και τους εδόθη. Ο Βεδρεδίν εστάθη ο πρώτος που του
+ωμίλησε, και με τούτον τον τρόπον είπε του Ορμώζ. Ημείς, ω Βασιλέα
+είμεθα εδώ φερμένοι επιταυτού από μίαν περιέργειαν διά να μάθωμεν
+κάποιόν τι που μας είναι επιθυμητόν και κάνει χρεία να σας
+ομιλήσωμεν με όλην την καθαρότητα. Ήξευρε το λοιπόν, ότι ημείς δεν
+είμεθα ντζοβαϊρτζήδες, καθώς εδώσαμεν να μας καταλάβουν· εγώ είμαι
+βασιλεύς καθώς και του λόγου σου, και βασιλεύω επάνω εις τον λαόν
+της Δαμασκού, και τούτοι οι δύο άνθρωποι, που εσείς νομίζετε διά
+συντρόφους μου, ο ένας είνε ο μυστικός μου και ο άλλος ο βεζύρης
+μου. Ο Ορμώζ έμεινεν εκστατικός εις μίαν τοιούτης λογής θάρρεψιν,
+και εθαύμασε πολλά περισσότερον οπόταν ο Βεδρεδίν του εδιηγήθη την
+αιτίαν διά την οποίαν εμίσευσαν από την Δαμασκόν. Ο Ορμώζ εκαμώθη
+πως εγέλασεν εις αυτήν την διήγησιν· έπειτα αποκρίνεται και λέγει.
+Μα πώς, ω κύριε, ο βεζύρης σου είνε τόσον ισχυρογνώμων, ότι να μην
+είναι κανείς χωρίς θλίψιν; Ναι, του απεκρίθη ο βασιλεύς της
+Δαμασκού· και αυτό είναι εκείνο, που δεν ημπορώ να καταλάβω μα την
+αλήθειαν· εγώ δεν ημπόρεσα να εύρω εις το βασίλειόν μου έναν
+άνθρωπον χωρίς να μην έχη θλίψιν· εχάλεψα εις άλλους τόπους να
+εύρω κανέναν μα ματαίως έκαμα τους κόπους· είδα εις το Μπαγδάτι
+ανθρώπους που φαίνονταν ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους,
+και με όλον τούτο δεν ήτον έτσι· αποσταμένος το λοιπόν από μίαν
+ματαίαν ζήτησιν απεφάσισα να γυρίσωμεν εις την Δαμασκόν· μα οπόταν
+ήκουσα διά να ομιλούν διά την βασιλείαν σου, πως είσαι ο βασιλεύς
+χωρίς φροντίδα και χωρίς θλίψιν, ηθέλησα παρακινημένος από τέτοιαν
+περιέργειαν να σε ιδώ, και παρετήρησα, ότι κατά αλήθειαν από τες
+χαροποίησες που καθημερινώς δείχνεις, φανερώνεις ότι είσαι αληθώς
+ευχαριστημένος, και χωρίς θλίψιν· σε ορκίζω το λοιπόν, ω αυθέντη,
+να μου φανερώσης αν είναι αληθείς, ή ψευδείς οι θεωρίες που
+κάνεις, και αν και χαίρεσαι εσύ μιαν τελείαν ευτυχίαν, και αν
+θλίψις καμμία δεν συγχίζει την ανάπαυσίν σου.
+
+Ο Ορμώζ δεν ημπόρεσε να μείνη χωρίς να ξαναγελάση εις ετούτες τες
+εξέτασες. Είνε δυνατόν, ω κύριε, λέγει αυτός του βασιλέως της
+Δαμασκού, ότι αληθώς επαράτησες το βασίλειόν σου, και τρέχεις τον
+κόσμον διά να συναντήσης ένα τελείως ευχαριστημένον; Τίποτε δεν
+είνε πλέον αληθινόν από τούτο, απεκρίθη ο Βεδρεδίν και σε παρακαλώ
+να μου φανερώσης την αλήθειαν και το έσωθεν της καρδίας σου.
+Επειδή και μου ζητάτε τούτο με τόσην παρακάλεσιν, εξαναείπεν ο
+Ορμώζ, και καθώς πολύ σε συμφέρει διά να το μάθης, ιδού που σου
+λέγω, πως ο βεζύρης σου έχει όλον το δίκαιον, και είμαι και εγώ με
+την γνώμην του. Όσον δι' εμέ είμαι μακρυά πολύ του να είμαι
+άνθρωπος καθώς με στοχάζεσαι· το επίθετον του βασιλέως χωρίς
+θλίψιν που δίδεται, είνε ψευδές, με το να είμαι ο πλέον δυστυχής
+βασιλεύς του κόσμου· η χαρά που φανερώνεται εις το πρόσωπόν μου
+είνε όλη πλαστή· πλαστές οι ηδονές που με κάνουν να μη στοχάζωμαι
+ένα τόσο βάσανον, που ακαταπαύστως με θλίβει. Ο βασιλεύς της
+Δαμασκού εξέστη εις το να ακούση τον βασιλέα του Αστραχάν να
+ομιλήση με αυτόν τον τρόπον· και ανάφτοντάς του την περιέργειαν
+εις το να μάθη το αίτιον της ανησυχίας του, έκαμε τόσον, που ο
+Ορμώζ του έταξε διά να του το φανερώση οπόταν εύρη καιρόν
+αρμόδιον. Ο Βεδρεδίν, ο βεζύρης και ο Σεήφ Μολτούχ ύστερον από το
+τάξιμον που ο Ορμώζ τους έκαμεν, ανέμεναν και οι τρεις με
+ανυπομονησίαν την πλήρωσιν του ταξίματός του, το οποίον αυτός το
+έκαμε με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+Μίαν νύκτα, τον καιρόν που εις το παλάτι του ήτον ησυχία έστειλε
+δύο ευνούχους, διά να τους φέρη προς αυτόν. Ο Ορμώζ ωσάν τους είδε
+είπεν· ιδού τέλος πάντων που είμαι έτοιμος διά να πληρώσω το
+τάξιμόν μου· εσείς θέλετε διακρίνει αν εγώ με δίκαιον τρόπον σας
+είπα πως είμαι ο πλέον δυστυχής βασιλέας του κόσμου. Έτσι λέγοντας
+επήρε από το χέρι τον βασιλέα Βεδρεδίν, και τους άλλους, και τους
+έκαμε να περάσουν από δύο οντάδες, και τους έφερεν έως την πόρταν
+του τρίτου, εις την οποίαν τους είπε να σταθούν με επιμέλειαν και
+να θεωρήσουν. Ο Βεδρεδίν έρριξε τους οφθαλμούς του εις εκείνον τον
+οντά, και είδεν επάνω εις ένα θρονί μίαν ωραίαν κυρίαν, της οποίας
+η ωραιότης τον έκαμε να μείνη· η ασπράδα της υπερέβαινε το χιόνι·
+οι οφθαλμοί της ήτον παρόμοιοι ωσάν δύο ήλιοι· είχεν αυτή το
+πρόσωπον γελούμενον, και εφαίνονταν να δίδη ακρόασιν εις κάποιες
+ομιλίες, που μία γραία σκλάβα της έκανε.
+
+Στοχασθήτε αυτήν την βασίλισσαν, η οποία στέκει καθήμενη εις
+εκείνο το θρονί, ακολούθησεν ο Ορμώζ· είδετε σεις πράγμα πλέον
+ωραίον; δεν φαίνεται ότι η φύσις έλαβε την ευχαρίστησιν να δώση
+εις τον κόσμον ένα υποκείμενον τόσον ευγενικόν; αυτή είνε εκείνη
+η ποθεινοτάτη βασίλισσα, που μου προξενεί το βάσανον· αυτή είνε
+εκείνη που με κάνει δυστυχή. Μήπως και αυτή δεν σε αγαπά, ω
+αυθέντη; είπεν ο Βεδρεδίν. Όχι, όχι απεκρίθη ο Ορμώζ· δι' αυτό
+δεν παραπονούμαι· αν εγώ την λατρεύω, είμαι με όλον τούτο
+ανταποκριμένος. Μα πώς το λοιπόν, ξαναείπεν ο Βεδρεδίν, ημπορεί
+αυτή να σε κάνη δυστυχή; Τώρα, τώρα θέλετε τα ιδεί, απεκρίθη ο
+βασιλέας του Αστραχάν· αναμείνατε και οι τρεις εις την πόρταν, και
+θεωρήσατε με προσοχήν εκείνο που θέλει συμβή.
+
+Τελειώνοντας που να ομιλή έτσι, εισήλθεν εις τον οντά, και
+επήγαινε προς την βασίλισσαν, και κατά το μέτρον που επλησίαζε
+προς αυτήν, ω θέαμα ανήκουστον, έτσι αυτή έχανε την όψιν της, τα
+μάγουλά της που ήταν κόκκινα ωσάν το τριαντάφυλλον, ευθύς
+εμεταβάλθηχαν εις αχνότητα πεθαμμένου· τα χείλη της έγιναν μελαψά·
+αφανίσθη το χαρούμενόν της πρόσωπον και τα εύμορφά της τα μάτια
+εκλείσθηκαν, ωσάν αποθαμμένης. Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ
+πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους
+οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της
+είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ,
+τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η
+κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν. Η
+βασίλισσα τότε δεν του αποκρίνονταν, ούτε του έδωσε κανένα σημείον
+πως τον είχεν ακούσει, και τέλος πάντων εφαίνονταν πως ήταν
+αποθαμμένη. Ο Ορμώζ δεν ημπορούσε πλέον να υποφέρη περισσότερον
+εκείνο το αξιοδάκρυτον θέαμα· εσηκώθη από το θρονί διά να γυρίση
+προς τον Βεδρεδίν και καθώς εξεμάκρυνεν από την γυναίκα του, αυτή
+εξανάρχονταν εις την πρώτην της όψιν και ευμορφάδα· η θεωρία της
+εξανάλαβε την λαμπρότητα που είχε, και εις ένα λόγον είδαν που
+ναξαναγεννηθούν όλες της οι νοστιμάδες, το οποίον επροξένησεν εις
+τους θεωρούντας τον θαυμασμόν, που ευκόλως ημπορεί να στοχασθή
+κανένας.
+
+Ο βασιλεύς της Δαμασκού, ο μυστικός του, και ο βεζύρης του,
+εκρατούσαν τους οφθαλμούς τους στερεούς επάνω εις τον Ορμώζ, και
+δεν ημπορούσαν να συνέλθουν από την έκστασίν των. Ίδετε την
+ταλαιπωρίαν μου, τους λέγει τότε ο Ορμώζ· ημπορείτε να ειπήτε κατά
+το παρόν, αν εγώ είμαι ο άνθρωπος εκείνος ο ευτυχής, τον οποίον
+πηγαίνετε χαλεύοντας; Όχι, απεκρίθη ο Βεδριδίν, ημείς είμασθε κατά
+πολλά βεβαιωμένοι, ότι εσύ είσαι ένας βασιλέας δυστυχέστατος· το
+απίστευτον θέαμα, εις το οποίον είμασθε μάρτυρες, μας το κάνει
+πολλά καλά να το γνωρίσωμεν. Μα ήθελα να ηξεύρω διατί όταν
+πλησιάζης προς αυτήν της έρχεται λιποθυμία, και χάνει την όψιν
+της, και οπόταν από αυτήν ξεμακραίνεις, ξαναλαμβάνει την μορφήν
+της και τα πνεύματά της; αν ημπορήτε, σας παρακαλώ, ευχαριστήσετε
+την περιέργειάν μου.
+
+Εγώ δεν θαυμάζω καθόλου διά την ζήτησίν σου, απεκρίθη ο Ορμώζ,
+επειδή και το εκαρτερούσα· έχετε βέβαια όλην την αιτίαν να
+θαυμάσητε εις ό,τι είδετε· μα διά να σας κάμω να μάθετε εκείνο που
+επιθυμάτε, διά να το ηξεύρετε, κάνει χρεία να σας διηγηθώ μίαν
+μακρυνήν ιστορίαν και αν υποφέρετε μετά χαράς, θέλω σας διηγηθή. Ο
+Βεδρεδίν και οι δύο συνακόλουθοί του τον εβεβαίωσαν πως
+μεγαλυτέραν χάριν από αυτήν δεν ήθελε τους κάμει. Και ούτως ο
+Ορμώζ άρχισε να κάνη την διήγησιν με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία του Βασιλέως Ορμώζ επονομαζομένου βασιλέως χωρίς θλίψιν,
+και της βασιλοπούλας Ρέτζιας.&
+
+
+
+Είναι από τους δώδεκα χρόνους της ηλικίας μου που εβουλήθηκα να
+περιδιαβάσω τον κόσμον· εζήτησα από τον πατέρα μου τον βασιλέα την
+ελευθερίαν δι' αυτήν την βουλήν, και μετά χαράς μου την έδωσεν·
+εδιώρισε μερικούς οφφικιάλους διά να τους έχω εις την συντροφιάν
+μου και άνοιξε τους θησαυρούς του, και μου έδωσεν αναρίθμητα
+αργύρια, διά να κάνω τιμήν εις τον εαυτόν μου οπόταν φθάνω εις
+καμμίαν αυλήν βασιλικήν. Εμίσευσα λοιπόν από το Αστραχάν με τους
+ανθρώπους που μου εδιώρισεν ο πατέρας μου· ανάμεσα εις αυτούς που
+με εδούλευε διά λαλάς· ο οποίος κατά πολλά με αγαπούσε, και
+ωνομάζετο Χασάν. Ήτον αυτός ένας άνθρωπος πολλά φρόνιμος και
+πεπαιδευμένος εις τα πάντα, και το περισσότερον που μου άρεσεν εις
+αυτόν ήτον που ότι εποθούσα, και ότι ήθελα, δεν μου εναντιώνονταν,
+αλλά έκανε κάθε τρόπον που να ευχαριστήση την κλίσιν μου· και με
+τούτον τον τρόπον που με εφέρνονταν με εμένα, απόκτησα το θάρρος
+μου, και κάθε μου απόκρυφον εις αυτόν το εξεμυστηρευόμην.
+
+Αφού εμισεύσαμεν από το Αστραχάν, εδιαβήκαμεν από διαφόρους τόπους
+και βασίλεια· και όπου και αν απερνούσα, έκανα με τα δώρα μου και
+τα μεγαλοπρεπή μου έξοδα να δειχθώ ποίος ήμουν. Και μίαν ημέραν
+ευρισκόμενος εις το Σουράτ, λέγω του λαλά μου· Χασάν, είμαι
+βαρεμένος εις το να ταξειδεύω με μορφήν βασιλοπούλου· οι τιμές που
+παντού μου κάνουν, αρχινούν να μου είνε ανυπόφερτες· δεν
+απολαμβάνω εκείνην την ηδονήν, που εις τα ταξείδια οι περιηγηταί
+χαίρονται οπόταν ταξειδεύουν αγνώριστοι· αφήνω πολλά πράγματα που
+δεν τα βλέπω· το μεγαλείον μου δεν με καλεί να πηγαίνω να τα
+βλέπω· και δεν ημπορώ να πληρώσω κατά πως θέλω την επιθυμίαν μου.
+Επιθυμούσα να ήμουν ωσάν ένας απλούς άνθρωπος, διά να ημπορώ να
+ιδώ κάθε ταπεινόν πράγμα χωρίς να έχω αντίρρησιν, το οποίον θέλει
+μου είνε και διά περισσοτέραν μου πράξιν. Ο Χασάν επαίνεσε την
+γνώμην μου, και δεν έχασε καιρόν που να πληρώση την επιθυμίαν μου.
+Και εκείνην την ημέραν έστειλαμεν όλους τους άλλους που μας
+εσυντρόφευαν οπίσω εις τον πατέρα μου, και εμείναμεν ημείς μόνον
+οι δύο και παίρνοντας πολλά διαμαντικά μαζί μας, εμισεύσαμεν απ'
+εκεί, και ύστερα από μίαν μακρυνήν στράταν εφθάσαμεν εις την πόλιν
+της Καρίσμου, εις την οποίαν εβασίλευεν ο Κηλήτζ Αρσλάν.
+
+Την δευτέραν ημέραν αφού εφθάσαμεν εκεί, εβγήκαμεν διά να
+σεργιανίσωμεν την χώραν την οποίαν εύραμεν πολλά ωραιοτάτην.
+Εσταθήκαμεν ξεχωριστά διά να στοχασθούμεν ένα παλάτι, που μας
+εφάνηκε να ήτον μία φτιάσις πολλά εξαίρετη, και ήτον ξεχωριστόν
+από τα άλλα τα σπήτια, κείμενον εις την άκρην της πολιτείας,
+περιτειχισμένον με χαμηλά τείχη, και ολοτρόγυρα του τείχους ήτον
+πολλότατοι πύργοι πολλά υψηλοί και στενοί. Μας ήλθεν επιθυμία διά
+να υπάγωμεν εις αυτό το παλάτι να το ιδούμεν· και πλησιάζοντες εις
+αυτό ακούομεν να εβγαίνουν διάφορες φωνές από εκείνους τους
+πύργους, εις τους οποίους ήτον μέσα άνθρωποι κλεισμένοι και
+ωμιλούσαν με φωνές πολλά δυνατές· άλλοι μεν ετραγουδούσαν, άλλοι
+εγελούσαν, και άλλοι έκλαιαν. Και από αυτά τα σημεία
+εστοχασθήκαμεν ότι ήτον ο τόπος όπου είχαν τους τρελλούς
+κλεισμένους· και πηγαινάμενοι παρεμπρός εβεβαιωθήκαμεν πως ήτον
+έτσι, με το να ηκούσαμεν που να επαραμιλούσαν και να έλεγαν λόγια
+χωρίς στόχασιν, και ολονών οι τρελλές κουβέντες που έκαναν ήτον
+περί αγάπης, ώστε που εκρίναμεν ότι η τρελλαμάρα τους θα είχε
+προξενηθή από αγάπην και διά τούτο τους εβάλαμεν εις εκείνους τους
+πύργους.
+
+Και εκεί που με τον λαλά μου εκάμαμεν αυτούς τους στοχασμούς διά
+τους τρελλούς, ανταμώνομεν έναν από τους φύλακας εκείνου του
+τόπου, και τον ερωτήσαμεν διά να μας ειπή, διατί εκείνοι οι
+τρελλοί μιλούν όλο δι' αγάπην; Μη θαυμάζετε, εκείνος μας απεκρίθη,
+ότι αυτοί οι τρελλοί μιλούν περί αγάπης, επειδή και από αυτήν
+προέρχεται το κακόν τους· εσείς από ότι καταλαμβάνω είσθε ξένοι,
+και βεβαίως δεν είχετε πλέον σταθή εις το μέρος της Καρίσμου, με
+το να μην ηξεύρετε που αυτοί ετρελλάθηκαν με το να είδαν την
+Ρετζίαν θυγατέρα του Σουλτάνου μας· μα επειδή και δεν έχετε
+είδησιν δι' αυτήν την υπόθεσιν, θέλω να σας ευχαριστήσω να σας την
+διηγηθώ.
+
+Αν ηξεύρετε, ότι αυτή η βασιλοπούλα, ηκολούθησεν αυτός παίζει
+κάποιες φορές το κοντάρι εις το φανερόν· η οποία εκείνες τις ώρες
+έχει ξέσκεπον το πρόσωπόν της, και καθένας ημπορεί να την ιδή· μα
+αλλοί εις εκείνους που σταματήσουν διά να την θεωρήσουν· διαπερνά
+εις τους οφθαλμούς του μία αγάπη, που τους γεννάται θανατηφόρος·
+κάποιοι πέφτουν λιγοθυμημένοι, και αποθνήσκουν απελπισμένοι διά να
+μη ημπορούν να την απολαύσουν· άλλοι σκοτώνονται μοναχοί τους από
+την απελπισίαν τους και άλλοι χάνουν το λογικόν τους, τους οποίους
+τους φέρνουν και τους κλείουν εις ετούτους τους πύργους καμωμένους
+επιταυτού από τον Σουλτάνον. Αυτός ο βασιλεύς αντίς να εμποδίση
+την θυγατέρα του εις το να βγαίνη να την βλέπη ο λαός, φαίνεται να
+λαμβάνη μίαν βάρβαρον ηδονήν από των δυστυχιών, που από αυτήν
+προξενούνται, και κενοδοξείται που έκαμε να γεννηθή ένα πλάσμα
+τόσον ζημιώδες. Εις το αναμεταξύ που αυτός ο φύλακας μας ωμιλούσε,
+βλέπομεν να φθάνη ένας μέγας αριθμός κόσμου από την χώραν με
+πολλές φύλαξες του Σουλτάνου, που έφεραν δύο νέους διά να τους
+βάλλουν εις τους πύργους. Βλέπετε, εφώναξεν, ετούτους τους νέους
+τρελλούς που τους φέρουν εδώ; βέβαια, λέγει ο φύλακας, η
+βασιλοπούλα Ρετζία κατά πως φαίνεται σήμερον παίζει το κοντάρι.
+
+Ακόμη δεν είχε τελειώσει αυτόν τον λόγον, και ευθύς τον απαρατώ.
+Υπάγω του είπα, να ιδώ που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα, θέλω ο
+ίδιος να γένω κριτής της ωραιότητός της· αμφιβάλλω πολλά, ότι αυτή
+θα είναι τόσον εξαισία, καθώς μου την περιγράφεις. Ο λαλάς μου
+ετρόμαξεν εις τούτην την απόφασιν, και άρχισε να με εμποδίζη.
+Αυθέντη, μου λέγει, με μεγάλον πόνον της καρδιάς του, μην
+παραδίνεσαι εις αυτήν την επιθυμίαν σε παρακαλώ· ποίον δαιμόνιον
+σου την εφώτισεν; ιδού που θεωρούμεν με τους οφθαλμούς μας, και
+ακούομεν με τα αφτιά μας τα θανατηφόρα αποτελέσματα, που κάνει
+αυτή η θεώρησις της Ρετζίας· σε εξορκίζω εις τον μέγαν Προφήτην,
+να μη βαλθής εις αυτόν τον κίνδυνον· και έπαρε παράδειγμα από
+αυτούς τους δυστυχείς, που εις τούτους τους πύργους ευρίσκονται
+από αιτίαν της κλεισμένοι.
+
+Δεν ημπόρεσα να κάμω αλλέως παρά να γελάσω, βλέποντας τον τρόμον
+του Χασάν που τον επλάκωσε. Κατά αλήθειαν, του είπα, εσύ δεν έχεις
+λογικόν· ημπορείς εσύ να δώσης πίστιν εις ένα φόβον τόσον γελοιώδη;
+στοχάζεσαι ότι η θεωρία μιας ωραίας θα ημπορέση να με κάμη να χάσω
+το λογικόν; εσύ ηξεύρεις καλώτατα, πως εις το παλάτι του πατρός
+μου είχε πολλές ωραιότατες σκλάβες, και ποτέ καμμία δεν με έκανε
+να σαλεύση ο νους μου προς αγάπην· μην πιστεύης λοιπόν ότι εις
+μίαν στιγμήν ημπορεί να μου προξενήση η θεωρία της ένα τοιούτης
+λογής αποτέλεσμα· στάσου χωρίς φόβον επάνω εις την περιέργειάν
+μου, και μη σε μέλλη τίποτε πως η ωραιότης της Ρετζίας θα μου κάμη
+κακόν αποτέλεσμα.
+
+Ο Λαλάς μου εδιπλασίασε τας παρακαλέσεις του, μα εγώ σταθερός εις
+την απόφασίν μου χωρίς να του ειπώ άλλο, εμίσευσα, και
+περιπατώντας καμπόσον εσυναντήσαμεν ένα ιμάμην εις την στράταν,
+τον οποίον ερώτησα διά να μου δείξη τον δρόμον, που υπάγει εκεί
+που παίζει το κοντάρι η βασιλοπούλα. Αχ δυστυχισμένε, αυτός
+απεκρίθη, βλέπω που εβαρέθης εις το να χαρής το λογικόν σου· δεν
+σου εδιηγήθη κανείς ποία αποτελέσματα προξενεί η θεωρία της
+Ρετζίας; αν το ηξεύρης, είσαι πολλά αυθάδης εις το να μη φοβηθής
+μίαν ωραιότητα τόσον φθοροποιάν. Μου έκαμεν αυτός και άλλες
+νουθεσίες διά να με εμποδίση αν ήτον βολετόν· μα βλέποντας που δεν
+έκανε τίποτε, μου έδειξε την στράταν με οργήν. Σύρε το λοιπόν, μου
+είπεν όλος θυμωμένος, τρέξε εις τον αφανισμόν σου, επειδή και δεν
+θέλεις να ακολουθήσης τες νουθεσίες μου. Μίαν στιγμήν υστερώτερα
+αφού και άφησα τον ιμάμην, ήκουσα έναν τελάλην που εφώναζε, πως η
+Ρετζία παίζει το κοντάρι, και πως όποιος είναι αστόχαστος ας υπάγη
+να την ιδή, και το φταίξιμον θέλει είναι ιδικόν του διά το κακόν
+που θέλει του τύχει.
+
+Καθώς εγώ επλησίαζα εις το παιγνίδι έβλεπα μεγάλον φόβον ες τον
+λαόν ήκουσα τους πατέρας που έκραζαν τα παιδιά τους και τα έκλειαν
+εις τα σπήτιά τους, και άλλοι με μεγάλην επιμέλειαν τα εχάλευαν,
+διά να τα εμποδίσουν, εις το να ιδούν την Ρετζίαν και διά αυτές
+όλες τες προφυλάξεις που έβλεπα εγελούσα με τον εαυτόν μου, ομοίως
+και διά τον φόβον του Λαλά μου. Οπόταν δε ήμουν ολίγον μακράν από
+τον τόπον του παιγνιδιού, δεν έβλεπα άλλο, παρά γέροντας, και
+αυτοί είχαν αντίρρησιν οι οποίοι έστεκαν μακράν από την
+βασιλοπούλαν· και με όλα τα γηρατειά τους εφοβούνταν να μην
+απεράσουν το επίλοιπον της ζωής τους εις τους πύργους, και
+κοντολογής όλοι απέφευγαν από το να ιδούν το πλέον ωραίον της
+φύσεως. Ως τόσον εγώ επλησίαζα με τόλμην χωρίς να ακούσω την φωνήν
+κάποιων καλών γερόντων, που διά σπλάχνος και αυτοί μου έλεγαν να
+γυρίσω οπίσω, μα πολλά αργά έφθασα εκεί. Επειδή και εκείνην την
+στιγμήν ετελείωσε το παιγνίδι, και η Ρέτζια ανεχώρησε μπουλωμένη,
+ώστε δεν ημπόρεσα να ιδώ άλλο παρά το φέρσιμόν της το οποίον μου
+εφάνη μεγαλοπρεπέστατον.
+
+Γυριζόμενος δε προς τον Λαλάν μου, πόσον είμαι δυστυχής, του είπα
+με θλίψιν αν ολίγον προτήτερα είχα φθάσει, ήθελα ιδεί την Ρετζίαν.
+Αυθέντη μου, απεκρίθη ο Λαλάς με μεγάλην χαράν, ευχαριστώ τον
+ουρανόν, που εσύ δεν είδες μίαν τόσον φθοροποιάν μορφήν, η οποία
+δεν ήθελε σου προξενήσει άλλο παρά ζημίαν. Εσύ δεν έχεις αιτίαν
+ακόμη να χαρής, του απεκρίθηκα· επειδή και δεν την είδα σήμερον,
+πρώτην φοράν που θα μεταβγή κατά την συνήθειαν, σου τάσσω πως θέλω
+την θεωρήσει με στοχασμόν, με όλον που θα ήξευρα πως θέλει μου
+προξενήσει την μεγαλυτέραν ζημίαν που θα στοχασθής.
+
+Απέρασα όλον το επίλοιπον της ημέρας με αυτήν την απόφασιν, την δε
+ερχομένην ημέραν εκηρύχθη εις την χώραν, ότι η Ρετζία δεν ήθελε
+παίξει το κοντάρι εις την παρουσίαν του λαού, και ούτε θέλει φανή
+αμπούλωτη εις τους οφθαλμούς των ανθρώπων, επειδή και ο Σουλτάνος
+έτσι απεφάσισεν, υποχρεωμένος από τες παρακάλεσες του Ντιβανιού
+του, διά τες ζημίες που εις τον λαόν προξενεί η θεωρία της. Ετούτη
+η προσταγή μού εστάθη θλιβερά τόσον όσον εστάθη χαροποιά του Λάλα
+μου, ο οποίος μη ημπορώντας να κρύψη την ευχαρίστησίν του μου
+είπεν. Αχ, κύριέ μου, τώρα σε βλέπω έξω από κάθε κίνδυνον η
+βασιλοπούλα δεν θέλει έβγει πλέον εις το εξής από το σεράγι της,
+και η ωραιότης της δεν θέλει βλάψει πλέον το γένος των ανθρώπων,
+και δεν ημπορώ αρκετώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν δι' αυτό το
+αίτιον. Γελάσαι, ω Χασάν, ευθύς τον αντέκοψα, αν πιστεύης ότι εγώ
+θα παραιτηθώ, που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου, και με όλον
+που κατά το παρόν είναι δύσκολον πολλά εις το να ιδώ την Ρετζίαν,
+δεν θέλω λείψει όμως που να κάμω κάθε τρόπον, διά να εύρω το
+μέσον.
+
+Εις την εκτέλεσιν της βουλής μου, μου ήλθαν εις τον νουν διάφορα
+εφευρέματα, και απεφάσισα εις τούτο· επήρα μαζί μου πολύ χρυσίον,
+και εκίνησα διά να υπάγω να εύρω τον περιβολάρην του Σουλτάνου·
+τον οποίον ευρίσκοντας του έβαλα μίαν σακκούλαν φλωριά εις τα
+χέρια· λάβε, καλέ μου πατέρα, του είπα, ετούτην την σακκούλαν, που
+είνε 500 φλωριά, και ακόμη περισσότερα θέλω σου δώσει αν μου κάμης
+μίαν χάριν. Ο περιβολάρης ήτον ένας καλός γέρων, ο οποίος είχε
+γυναίκα μίαν παρομοίαν εις την ηλικίαν του· επήρεν αυτός την
+σακκούλαν με τα φλωριά, και χαμογελώντας μου είπε. Καλέ νέε, το
+δώρον είνε πλούσιον, μα το ζήτημά σου ποίον είνε; Εγώ έχω να σε
+παρακαλέσω του είπα, διά να μου κάμης την χάριν να εύρης το μέσον,
+διά να με εμβάσης εις το παλάτι, διά να ιδώ μίαν φοράν μόνον την
+βασιλοπούλαν Ρετζίαν, επειδή και κατά τον ορισμόν του βασιλέως δεν
+εβγαίνει πλέον εις την χώραν να την ιδή κανείς. Ο περιβολάρης
+ακούοντας παρόμοια λόγια ευθύς μου επέστρεψε τα φλωριά λέγοντας.
+Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα
+αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να
+χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν
+σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ
+θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης
+ολόχρυσον.
+
+Ένα τέτοιον ομίλημα δεν με απέλπισεν· ω καλέ πατέρα μου, του
+εξαναείπα, ξαναδίδοντάς του πάλιν την σακκούλαν, μη μου αρνείσαι
+την συνέργειάν σου· έχω μεγάλην επιθυμίαν να ιδώ την βασιλοπούλαν,
+δεν ημπορώ παρά από λόγου σου να λάβω αυτήν την ευχαρίστησιν, αν
+δεν με υπακούσης, εγώ αποθαίνω από τον πόνον μου. Η περιβολάρισσα
+δεν ημπόρεσε να με ακούση χωρίς συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν και
+ανταμωμένη μετ' εμένα αρχίσαμεν να παρακινούμεν με θερμότητα τον
+άνδρα της διά να υπακούση τες παρακάλεσές μου. Αυτός ως τόσον
+εβάλθη να διαλογίζεται χωρίς να μου αποκριθή· στοχαζόμενός τον πως
+ακόμη αμφέβαλλεν, έβγαλα και του έδωσα και μερικά διαμάντια, διά
+να τον παρακινήσω περισσότερον να κλίνη εις την ζήτησίν μου, τα
+οποία, ωσάν τα είδε, τον εξύπνησαν από το βάθος των στοχασμών του.
+Παιδί μου, μου είπε, δεν είνε χρεία να χαρίζης αυτά τα διαμαντικά
+διά να με παρακινήσης να σε υπακούσω· επειδή και ευθύς που σε είδα
+αγροίκησα προς του λόγου σου αγάπην, και αποφάσισα διά να σε
+δουλεύσω, και εις ετούτην την στιγμήν μου έρχεται εις τον νουν μου
+ένα μέσον διά να σου πληρώσω την επιθυμίαν, χωρίς κίνδυνον τόσον
+εσένα ωσάν και εμένα. Αγκάλιασα τον γέροντα διά την καλήν ελπίδα
+που μου έδωσε, και τον επερικάλεσα να μου φανερώση τον τρόπον που
+εστοχάσθη. Κάνει χρεία, μου είπεν, ότι να γδυθής τα φορέματά σου
+και να βάλλης πενιχρά· θέλω κάμει να σε πιστεύσουν διά δούλον μου·
+μα έχοντας αυτά τα ξανθά μαλλιά, ημπορούν να έμβουν οι ευνούχοι
+εις υποψίαν, και να σε ξεσκεπάσουν, και διά τούτο πρέπει να σου
+σκεπάσω το κεφάλι με μίαν φούσκαν, και με αυτόν τον τρόπον θέλουν
+σε στοχασθή δι' ένα κασιδιάρην, και ούτω δεν θέλουν σε εξετάξει
+καθόλου.
+
+Μου ήρεσεν η εφεύρεσις και ευθύς ενδύθηκα ωσάν δούλος του
+περιβολάρη, έκρυψα τα μαλλιά μου με τον καλύτερον τρόπον που
+ημπόρεσα υποκάτω εις την φούσκαν, και εμεταμορφώθηκα εις τρόπον,
+που οι πλέον εντροπαλές γυναίκες ημπορούσαν να με κυττάξουν χωρίς
+καμμίαν αντίρρησιν. Εις καιρόν δε που έκανα όλα αυτά και
+εμεταμορφωνόμουν, ο Λαλάς μου αποκάνοντας που να με καρτερή ήλθεν
+εις το σπήτι του περιβολάρη διά να με ιδή το τι κάνω, ο οποίος
+εμβαίνοντας εκεί δεν ημπόρεσε να κρατηθή από τα γέλοια, από την
+έκστασίν του διά την παράξενην μορφήν μου. Και αφού του διηγήθηκα
+την απόφασίν μου, του έδωσα θέλημα κάποτε να έρχεται εκεί διά να
+μαθαίνη το τι ακολουθεί. Και ούτως αναχωρώντας ο Λαλάς μου, με
+επήρεν ο περιβολάρης ευθύς, και με έφερε μαζή του εις το περιβόλι,
+και μου έδειξεν εκεί το τι έχω να δουλεύσω και το τι έχω να κάμω,
+και έπειτα αναμέρισεν. Εις καιρόν δε που εδούλευα, κάποιοι
+ευνούχοι που απερνούσαν από σιμά μου με εστοχάσθηκαν, και
+νομίζοντάς με αληθή κασιδιάρην εγέλασαν λέγοντες· ετούτος είνε
+καινούριος δούλος του περιβολάρη, ιδέ τι νόστιμος κασιδιάρης που
+είνε· έπειτα ηκολούθησαν την στράταν τους, και με άφησαν
+χαρούμενον που δεν έλαβαν καμμίαν υποψίαν δι' εμένα.
+
+Εις το τέλος της ημέρας ο γέροντας περιβολάρης ήλθε και με έκραξε
+διά να δειπνήσωμεν και φέροντάς με εις την άκρην μιας βρύσης πολλά
+κρύας που εις το περιβόλι ήτον, ηύραμεν εκεί ένα σοφάν εξαπλωμένον
+επάνω εις τα χόρτα με διάφορα φαγητά· και εκαθήσαμεν διά να φάμεν.
+Και αφού ετελειώσαμεν, ο γέρων κάνοντας κέφι από το κρασί που
+έπιαμεν, άρχισε να λαλή ένα τζιβούρι που κοντά του είχε, εις
+τρόπον που δεν ήξευρε τι έκανε. Και με όλον τούτο εγώ διά να τον
+κολακεύσω, τον επαίνεσα πως το ελαλούσε με μεγάλην τέχνην. Τότε
+αυτός λαμβάνοντας κάποιαν ευχαρίστησιν από τους επαίνους μου
+έπαυσε, και μου το έδωσε εις το χέρι και εμένα διά να το λαλήσω·
+λάβε, ω υιέ μου, μου είπε· λάλει και εσύ καμπόσον διά να ιδώ πως
+το εξεύρεις· Εγώ τον επήκουσα και το επήρα, και έχοντας καλά την
+πράξιν εις αυτό, άρχισα να το λαλώ συντροφιάζοντάς το με έναν ήχον
+με την φωνήν μου, που τον έκαμα να μείνη εκστατικός, ο οποίος δεν
+έλειψε που κατά πολλά να με επαινέση.
+
+Εγώ επίστευσα ότι να μην έχω άλλον που να με θεωρή και να με
+ακούη, παρά τον γέροντά μου, μα εγελάσθηκα. Ο Βεζύρης, ο οποίος
+κατά τύχην εσεργιάνιζεν εις τον μπαχτζέ τότε, ακούοντάς την φωνήν
+μου και το λάλημά μου επλησίασε προς ημάς. Εγώ βλέποντάς τον
+εσηκώθηκα διά να αναμερίσω εις σημείον σεβασμού. Στάσου, μου είπε,
+διατί θέλεις να μισεύσης; Ω κύριέ μου, του απεκρίθηκα, εγώ δεν
+είμαι άξιος να σταθώ έμπροσθέν της μεγαλειότητός σου· σταμάτησε,
+μου εξαναείπε, και πες μου ποίος είσαι. Ο γέροντας που με είδεν
+αντραλωμένον, απεκρίθη διά εμένα λέγοντας· Αυθέντη, ετούτος είναι
+δούλος μου, και είναι πολλά έμπειρος διά το περιβόλι, και είμαι
+ευχαριστημένος που έκαμα τέτοιαν απόκτησιν. Ο βεζύρης αφού και
+άκουσε τον περιβολάρην, με επρόσταξεν να ξανατραγουδήσω διά να με
+ακούση· εγώ ελάλησα, και ετραγούδησα με τέτοιον τρόπον που τον
+έβαλα εις θαυμασμόν. Όχι, εφώναξε, όχι, όλοι οι μουσικοί του
+βασιλέως δεν παρομοιάζουν ετούτον· και μου κακοφαίνεται κατά πολλά
+που είναι κασιδιάρης, και κάνει κακήν θεωρίαν· μα αν ήτον αλλέως
+ήθελα να τον εβγάλω από αυτήν την κατάστασιν. Και αφού είπεν αυτά
+τα λόγια ο βεζύρης ετραβήχθη· και την ακόλουθον ημέραν λέγει του
+Σουλτάνου· η βασιλεία σου δεν ηξεύρει πως έχεις εις το περιβόλι
+σου ένα θησαυρόν· και εις τον ίδιον καιρόν του διηγήθη τα πάντα
+διά εμένα. Ο Σουλτάνος επάνω εις την διήγησιν του βεζύρη του
+επεθύμησε διά να με ακούση. Θέλω υπάγει, του λέγει, σήμερον εις το
+περιβόλι διά να ιδώ αυτόν τον κασιδιάρην, αν είναι καθώς μου το
+παρασταίνεις· και όλοι έτσι λέγοντας, έδωσεν ευθύς θέλημα να
+συναχθούν όλοι η μουσικοί του, και να υπάν με αυτόν εις το
+περιβόλι διά να κάμουν μίαν συμφωνίαν μουσικής διά περιδιάβασιν·
+και ούτως εφέρθησαν εις το περιβόλι.
+
+Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ
+επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη·
+έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας
+ετραβήχθηκα εις τα οπίσω. Ο βασιλεύς με εγνώρισεν ευθύς, ότι θα
+ήμουν εκείνος που ο βεζύρης του εδιηγήθη· Α κασιδιάρη, μου είπε,
+τι κάνεις εσύ εδώ; Ο γέροντάς μου που με εσυντρόφευεν απεκρίθη
+πάλιν διά εμένα, και είπεν· ότι εγώ ήμουν δουλευτής του, και πως
+ήξευρα την τέχνην διά να καλλωπίζω το περιβόλι· το οποίον το
+εβεβαίωσε με τόσην δύναμιν ωσάν να ήθελε του ειπή την αλήθειαν. Ο
+βασιλεύς θεωρώντάς με με προσοχήν λέγει του περιβολάρη· είνε
+αλήθεια ότι αυτός ο δούλος σου λαλεί το τζιβούρι, και τραγωδεί με
+πολλήν νοστιμάδα; Ναι, ω βασιλεύ, του απεκρίθη ο γέρων έχει μίαν
+φωνήν που λογιάζω παρόμοια να μην ηκούσθη. Εγώ είμαι περίεργος να
+τον ακούσω, απεκρίθη ο Σουλτάνος, ας ιδούμεν εκείνο που ηξεύρει να
+κάμη.
+
+Εκεί ολόγυρα ήσαν πολλοί ντζουντζέδες, και ένας από αυτούς διά να
+προξενήση γέλοιον εις τους περιεστώτας ήλθε και μου έπιασε το χέρι
+και με εβίαζε να χορέψω· μα εγελάσθη ο ταλαίπωρος, επειδή και εκεί
+που με εβίαζε του εκτύπησα ένα μπάτσον τόσον σφοδρόν που
+αντραλωμένος ήλθε κατά γης. Αυτό το κάμωμα επροξένησε περισσότερον
+γέλοιο εις τον βασιλέα και εις τους λοιπούς παρά από εκείνο που ο
+ζτουντζές εστοχάζετο να προξενήση, έπειτα από αυτό έδωκα να ιδούν
+ότι εχόρευα καλύτερον από εκείνο που αυτός εστοχάζονταν. Ο
+Σουλτάνος, ο βεζύρης και οι λοιποί που εκεί ευρίσκονταν, μου
+έκαμαν χιλίους επαίνους. Έπειτα μου έδωσαν ένα τζιβούρι διά να το
+λαλήσω· το οποίον το ελάλησα με μεγάλην επιτηδειότητα· μου
+εφέρθηκαν και άλλα διάφορα όργανα μουσικά, τα οποία τα ελάλησα και
+αυτά με τον όμοιον τρόπον, και ετραγούδησα και τόσους ωραίους
+ήχους, που επροξένησαν μεγάλον θαυμασμόν εις τον βασιλέα και εις
+τους περιεστώτας.
+
+Επρόσταξεν ευθύς ο βασιλεύς διά να μου χαρίση ο ταμίας του μίαν
+σακκούλαν με χίλια φλωριά· τα οποία λαμβάνοντάς τα, τα εδιαμοίρασα
+εις τους μουσικούς. Όλοι της αυλής έμειναν εκστατικοί εις ετούτο
+το κάμωμα· ετούτος ο νέος, έλεγαν, έχει μίαν καρδίαν γενναίαν, και
+είνε αμαρτία να είνε κασιδιάρης. Ο βασιλεύς δεν έμεινεν ολιγώτερον
+θαυμασμένος από αυτούς· ο οποίος με εξέταξε διατί δεν εκρατούσα
+εκείνα τα φλωριά. Εγώ του απεκρίθηκα ότι δεν είχα χρείαν από
+πλούτη, έχοντας την τιμήν να είμαι υπό την σκέπην της βασιλείας
+του και να δουλεύω εις το περιβόλι του. Εφάνη αυτός πολλά
+ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και
+άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της
+αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός
+με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες
+δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα
+την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν.
+Ήτον καλύτερα, παιδί μου, να μην την ιδής, μου απεκρίθη ο γέρων,
+μα σαν η επιθυμία σου είνε τέτοια, ογλήγορα θέλεις την ιδεί να έλθη
+εδώ. Και ακόμη δεν είχαμεν καλά τελειωμένα αυτά τα λόγια, ιδού και
+έρχεται μία σκλάβα μπουλωμένη προς ημάς και μου λέγει· ύπαγε ευθύς
+να μάσης λουλούδια και άνθη να τα προσφέρης της βασιλοπούλας, που
+ευρίσκεται εδώ εις το περιβόλι. Κυρία μου, της επεκρίθηκα, είμαι
+έτοιμος διά να την δουλεύσω· μα περικαλώ σε πώς έχω να παρασταθώ
+εμπρός της με τούτην την μορφήν που είμαι; Αυτό δεν βλάβει, μου
+απεκρίθη εκείνη· επειδή το έμαθε πως είσαι κασιδιάρης και το
+περισσότερον ακούσαμεν να μιλήσουν διά εσένα πολλά καλά λόγια και
+διά τούτο μην λαμβάνης καμμίαν αντίρρησιν, που να παρουσιασθής εις
+την Ρετζίαν.
+
+Καθώς εγώ δεν εζητούσα άλλο παρά ένα τέτοιον πρόσταγμα, ευθύς
+επήρα ένα κανιστράκι, και επήγα και έμασα από τα πλέον ωραιότερα
+λουλούδια και άνθη, και μαζί με εκείνην την σκλάβαν ήλθαμεν
+υποκάτω εις έναν ίσκιον διαφόρων πυκνών δένδρων, εκεί που η Ρετζία
+ήτον καθισμένη επάνω εις ένα θρονί χρυσό, περιτριγυρισμένη από
+τριάντα σκλάβες νέες, η μία ευμορφότερη από την άλλην, που κατά
+αλήθειαν δεν ημπορούσε να γένη μία εκλογή καλυτέρα από αυτήν διά
+να συντροφεύσουν της Ρετζίας την ωραιότητα. Εγώ, πλησιάζοντας προς
+αυτήν και βλέποντας την μεγάλην της ωραιότητα, έμεινα ξηρός και
+ακίνητος εις την μέσην τους, μετά μάτια στεριωμένα επάνω εις αυτήν
+και με το στόμα ανοικτόν· η σύγχυσίς μου και η εντροπή μου που
+έλαβα, εις το να ιδώ την Ρετζίαν έδωσαν αιτίαν να γελάσουν όλες·
+εφαινόμουν τόσον έξω του εαυτού μου, και τόσον αντραλωμένος, που
+ημπορούσαν να στοχασθούν ότι ετρελλάθηκα· και κατά αλήθειαν η
+κατάστασις εις την οποίαν ευρισκόμουν ολίγον εδιάφερνεν από ένα
+αναίσθητον. Πλησίασε, μου λέγει εκείνη που με ωδηγούσεν, είσαι
+ακίνητος ωσάν ένα ξόανον· σύρε να προσφέρης τα λουλούδια της
+βασιλοπούλας. Εξύπνησα τότε από το θάμβος μου, και ερχόμενος εις
+τον εαυτόν μου, επλησίασα εις τον θρόνον, και αφού έβαλα το
+κανίστρι μου επάνω εις ένα σκαλίδι του θρόνου, έπεσα με το κεφάλι
+κατά γης, έως που η Ρετζία μου είπε· σηκώσου επάνω, διατί έχομεν
+επιθυμίαν να σε ιδούμεν. Εγώ την επήκουσα και τότε όλες οι
+γυναίκες θεωρώντας την φούσκαν που είχα εις το κεφάλι, εδόθηκαν
+εις μεγαλώτατα γέλοια, και να φωνάζουν τόσον, που με έκαμαν να
+καταντροπιασθώ. Και αφού τες εδούλευσα διά περιδιάβασιν, η Ρετζία
+έκαμε να μου δοθή ένα τζιβούρι, και με επρόσταξε να το συντροφεύσω
+με την φωνήν μου λέγοντας· εσύ σήμερον άρεσες πολλά του Σουλτάνου
+πατρός μου, έχω επιθυμίαν και εγώ διά να ιδώ αν είναι αλήθεια κατά
+πως άκουσα. Άρχισα εγώ ευθύς να το λαλήσω, και το εσυντρόφευσα με
+έναν ήχον Περσιάνικον, που τες έκαμα όλες να θαυμάσουν διά την
+μελωδίαν μου· και όλες ομού με επαίνεσαν· έπειτα μου έδωσαν ένα
+νάι, ένα βιολί, και άλλα διάφορα όργανα, τα οποία όλα έλαβα την
+καλήν τύχην διά να λαλήσω με μεγαλωτάτην τέχνην, διά τα οποία
+εξανάλαβα εκ νέου επαίνους.
+
+Δεν ευχαριστήθη η Ρετζία εις τούτο, αλλ' ηθέλησεν ακόμη και διά να
+χορεύσω. Και έτσι φέροντάς μου ένα ζευγάρι ζήλια εχόρευσα τόσον
+νόστιμα διαφόρων λογιών χορούς που τες έκαμα όλες να μη παύσουν
+από το να μου κάνουν χίλιους επαίνους· αχ και τι εύμορφα χορεύει,
+έλεγεν η μία· τι φωνήν εύμορφην και διαπεραστικήν που έχει, έλεγεν
+η άλλη· αν δεν είχε την κασίδα ημπορούσε να γένη ένας από τους
+πλέον θαυμαστούς μουσικούς. Εις το αναμεταξύ, που αυτές μου έκαναν
+αυτούς τους επαίνους, η Ρετζία με επιμέλειαν με εθεωρούσε χωρίς να
+ειπή τίποτε, έπειτα διαλύοντάς την σιωπήν και κατεβαίνοντας από
+τον θρόνον να γυρίση εις το παλάτι της, τι αμαρτία, εφώναξεν,
+είνε, ότι αυτός να είνε κασιδιάρης. Και ευθύς που είπεν αυτά τα
+λόγια, οι γυναίκες της την ακολούθησαν προς το παλάτι λέγοντας,
+πόσον μας κακοφαίνεται ότι αυτός είνε έτσι κασιδιάρης.
+
+Αφού και αυτές εμίσευσαν, εφέρθηκα ευθύς εις την οικίαν του
+περιβολάρη, εις την οποίαν ηύρα και τον Λαλάν μου, που είχεν έλθει
+να λάβη καμμίαν είδησιν διά εμένα. Και ευθύς που εμβήκα, τους
+εδιηγήθηκα πως ερχόμουν από την Ρετζίαν, με την οποίαν έως εκείνην
+την ώραν ευρισκόμουν εκεί. Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν,
+και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το
+λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους,
+και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας
+ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον
+καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις
+εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να
+πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της
+Ρετζίας. Τότε ο Λαλάς μου και ο γέροντας έκαμαν κάθε τρόπον διά να
+με αντικόψουν από αυτήν την βουλήν μου, λέγοντάς μου, πως μου
+φθάνει τόσον διά να μη μου συνέβη κανένας κίνδυνος, και άλλα
+παρόμοια. Μα εγώ τον Λαλάν μου τον εμπόδισα που να με αντικόψη
+πλέον, και τον γέροντα τον εκατάστησα με νέα δώρα διά να με αφήση
+να ακολουθήσω την μορφήν που έλαβα.
+
+Την ακόλουθον ημέραν ύστερον από το γεύμα, θέλοντας να αναπαυθώ,
+επήγα σε ένα αυλακάκι από κρύον νερόν πυκνωμένον από φουντωτά
+δένδρα, εις το οποίον η Ρετζία κάποιες φορές έρχονταν εκεί διά
+περιδιάβασιν, με ελπίδα διά να την ανταμώσω εκεί. Καθήμενος εκεί
+ήμουν περικυκλωμένος από χίλιους ηδονικούς λογισμούς, που δεν
+επροσφέρονταν εις άλλον, παρά εις έναν που ήθελεν είνε τυφλωμένος
+από αγάπην. Μα δεν διήρκεσαν διά πολύ αυτοί οι στοχασμοί μου·
+επειδή και όντας εκεί πλησίον εις το νερόν, είδα μέσα εις αυτό την
+άσχημον μορφήν μου η οποία με έθλιψε κατά πολλά, και
+αναστενάζοντας από καρδίας, ω ουρανέ, εφώναξα, διά ποίον σκληρόν
+γραπτόν εκαταντήθηκα να παρουσιασθώ εις μίαν βασιλοπούλαν που
+αγαπώ με τούτην την συχαμερήν μορφήν; τι στοχασμός τάχατε είνε
+τούτος που έκαμε; ημπορώ εγώ να ελπίσω, υποκάτω εις μίαν μορφήν
+τόσον ουτιδανήν, να ελκύσω προς εμέ μίαν κλίσιν ερωτικήν; τι
+παραξενιά; αχ, ηκολούθησα, εβγάζοντάς την φούσκαν από το κεφάλι
+μου, αν ήθελεν ήτον δυνατόν να επαρουσιαζόμουν εις την Ρετζίαν
+φυσικά καθώς είμαι, ημπορούσα να ελπίσω την αγάπην της, και όχι να
+της προξενήσω συχασίαν. Και εκεί που έτσι εστοχαζόμουν, και άρχισα
+να βάνω την φούσκαν εις το κεφάλι μου, ιδού και βλέπω μίαν σκλάβαν
+να έρχεται προς εμένα. Κασιδιάρη, μου λέγει, η κυρία μου με
+έστειλε διά να σου ειπώ, ότι ετούτην την νύκτα θέλει να σε εμβάση
+εις το παλάτι της, διά να την ξεφαντώσης με τα τραγούδια σου·
+θυμήσου να ευρεθής εδώ εις την μίαν ώραν της νυκτός, και αλλέως
+μην κάμης.
+
+Εγώ μη ζητώντας άλλο από αυτό, έτρεξα αφού και ανεχώρησα απ' εκεί
+προς τον περιβολάρην διά να του δώσω την είδησιν διά την καλήν μου
+τύχην, και διά να μη με καρτερή εκείνην την νύκτα· έπειτα εγύρισα
+εκεί που ήμουν, και ανάμενα με ανυπομονησίαν μεγάλην διά να έλθουν
+να με κράξουν. Και προς την μίαν ώραν της νυκτός βλέπω έναν
+ευνούχον να έρχεται προς εμένα, ο οποίος μου είπε διά να τον
+ακολουθήσω· εγώ ακολουθώντας τον με προθυμίαν, με έμβασεν εις το
+χαρέμι από μίαν κρυφήν πόρταν, της οποίας αυτός εκρατούσε τα
+κλειδιά, και με έφερεν εις τον χοντζερέ της Ρετζίας· έστεκεν αυτή
+επάνω εις χρυσές μαξιλάρες και ολόγυρά της ήτον εκείνες οι ίδιες
+γυναίκες που εις το περιβόλι είχεν· οι οποίες ευθύς που με είδαν
+να φανερωθώ εκεί, εσηκώθησαν ευθύς φωνάζοντας ιδού ο κασιδιάρης
+που έρχεται να μας περιδιαβάση. Νέε, μου λέγει η βασιλοπούλα, χθες
+μου επροξένησες πολλήν ηδονήν με τα τραγούδια σου και με τους
+χορούς σου· διά τα οποία επεθύμησα διά να σε ξαναϊδώ. Και εις τον
+ίδιον καιρόν μου εδόθηκαν διάφορα όργανα, και τα ελάλησα,
+τραγουδώντας καλύτερα από την άλλην ημέραν· έπειτα με επρόσταξε
+διά να χορέψω· εγώ διά να δείξω την μάθησιν που είχα εις τους
+χορούς, ηθέλησα διά να κάμω ένα χορόν, ο οποίος είχε πολλά
+πηδήματα και κίνησιν σφοδράν και εκεί που ερριχνόμουν με
+σφοδρότητα, η φούσκα που είχα εις το κεφάλι, μη όντας καλά
+βαλμένη, μου επετάχθη από το κεφάλι και έπεσε κατά γης, και ευθύς
+τα μαλλιά μου εξαπλώθηκαν εις τες πλάτες μου.
+
+Οι σκλάβες καταλαμβάνοντάς τον δόλον εδόθησαν να φωνάζουν μεγάλως,
+και η Ρετζία εφάνη πολλά θυμωμένη. Αχ, τρισάθλιε, μου λέγει, με
+τόσον δόλον έρχεσαι να φανερωθής έμπροσθέν μου, η αυθάδειά σου
+πρέπει να παιδευθή σκληρώς, και μη στοχάζεσαι διά την ηδονήν που
+μου έδωσες να συμπαθήσω δι' αυτήν την απάτην. Και έτσι λέγοντας
+έκαμε να κράξη τους ευνούχους της· οι οποίοι ερχόμενοι με επήραν
+ως άρμα πύρινον, και με εφυλάκωσαν εις ένα κατώγι, έως να έλθη η
+ημέρα. Και σαν εξημέρωσεν, έδωσαν είδησιν του βασιλέως διά εμένα·
+έπειτα με επαράστησαν έμπροσθέν του. Αχ κακορίζικε, μου είπεν
+αυτός, διά ποίαν αιτίαν έτσι μεταμορφωμένος είσαι δούλος του
+περιβολάρη; ποίος ήτον ο στοχασμός σου; είχες αποφασίσει χωρίς
+αμφιβολίαν να ατιμάσης το παλάτι μου; μα ας είναι ευχαριστημένος
+ο ουρανός, που ο δόλος σου εξεσκεπάσθη, και η παιδεία σου είνε
+αναμφίβολη· θέλω εις ετούτην την στιγμήν να σε δέσουν από τα
+ποδάρια και να σε σύρη ένα άλογον εις όλην την χώραν, ως να γένης
+κομμάτια, και ένας τελάλης να πηγαίνη έμπροσθέν σου φωνάζοντας τον
+ανομίαν σου· και με τον ίδιον τρόπον θέλω να γίνη και εις τον
+περιβολάρην, ότι καταλαμβάνω πως εσταθήκατε συμφώνως· τον οποίον
+εκείνην την ώραν τον έφεραν και αυτόν εκεί.
+
+Εις αυτό το αναμεταξύ που ο βασιλεύς έκανεν αυτήν την απόφασιν,
+έφθασεν ένας αμπασατόρος από μέρος του βασιλέως της Γάζνας διά να
+ζητήση την θυγατέρα του την Ρετζίαν εις γυναίκα, ειδεμή και δεν
+θέλει τον υπακούσει, να του κηρύξη πόλεμον. Αυτή η είδησις έκαμε
+τον βασιλέα να μεταβάλλη τον θάνατόν μας έως της αύριον και ούτως
+επρόσταξε διά να μας φέρουν εις την φυλακήν. Ο Λαλάς μου
+μαθαίνοντας το συμβεβηκός μου και την δυστυχίαν μου ολίγον έλειψε
+που να αποθάνη από την θλίψιν του· μα με όλον τούτο δεν έλειψε που
+διά νυκτός να πάρη τόσον βίον και διαμαντικά που μας ευρίσκονταν
+και να τα φέρη μαζί του εις την φυλακήν που ευρισκόμουν με τα
+οποία εκέρδισε τους φυλακάτορας και άνοιξαν την φυλακήν και
+εφύγαμεν ομού με τον γέροντα και με τους ίδιους τους φύλακας. Και
+περιπατώντας με μεγάλην βίαν όλην εκείνην την νύκτα το ταχύ
+εβγήκαμεν από τα σύνορα του βασιλείου της Καρίσμου και εκεί
+ευρεθήκαμεν ελεύθεροι από κάθε φόβον κινδύνου.
+
+Ο Λαλάς μου δεν έλειπεν εις όλην την στράταν να με ονειδίζη διά
+τον κίνδυνον που εβάλθηκα, και πως αυτός αν δεν έκανεν αυτήν την
+κυβέρνησιν, ήθελα ήμην χαμένος. Και κατά αλήθειαν αυτής η προθυμία
+του Χασάν που έδειξε προς εμένα, μου αβγάτισε κατά πολλά την
+αγάπην μου προς αυτόν και του υπεσχέθηκα ότι εις το εξής δεν ήθελα
+τον παρακούσει εις κάθε του συμβουλήν. Εβγαίνοντας λοιπόν από τα
+σύνορα της Καρίσμου, είπα του γέροντος περιβολάρη, αν θέλη να έλθη
+εις το βασίλειόν μου, και εκεί θέλω του κάμει μεγάλες τιμές, διά
+τον κίνδυνον που διά λόγου μου εβάλθη. Αυτός δεν ηθέλησε, λέγοντάς
+μου πως ήτον ευχαριστημένος να υπάγη εις τον τόπον που
+εγεννήθηκεν, ο οποίος ήτον από το βασίλειον της Γάζνας, και εκεί
+να κάμη κάθε τρόπο διά να φέρη την γυναίκα του διά να περάση το
+επίλοιπον της ζωής του εν ησυχία· και ούτως ηκολούθησεν· ομοίως
+και οι φύλακες, παίρνοντες άλλην στράταν ανεχώρησαν. Τότε εγώ και
+ο Λαλάς μου μένοντες μοναχοί απεφασίσαμεν διά να γυρίσωμεν εις το
+Αστραχάν εις το βασίλειον του πατρός μου· και έχοντας ακόμη εγώ
+μαζή μου μερικά διαμαντικά έκαμα τα έξοδα της στράτας και πριν
+φθάσωμεν εις τα σύνορα του Αστραχάν εσυναντήσαμεν ένα μεντζήλι,
+που ο πατέρας μου έστελνε, με το οποίον μου έδινε την είδησιν πως
+ευρίσκονταν άρρωστος· και επιθυμούσε μεγάλως να πηγαίνω να με ιδή
+πριν αποθάνη. Αυτή η είδησις μου επροξένησε μεγάλην θλίψιν και
+άρχισα να βιάζωμαι διά να φθάσω εις Αστραχάν· μα αλλοί εις εμένα,
+που με όλην την βίαν που έλαβα να φθάσω, δεν επρόφθασα να εύρω τον
+πατέρα μου ζωντανόν, επειδή και εκείνην την ώραν που εξεπέζευσα
+έδωσε τέλος. Δεν ημπορώ να σου διηγηθώ πόση εστάθη η θλίψις μου,
+που να μην προφθάσω μίαν ώραν εμπροσθήτερα διά να τον εύρω
+ζωντανόν· μα το γραπτόν έτσι ηθέλησε, και πρέπει υπομονή.
+
+Την άλλην ημέραν αφού και έκαμα να τον θάψουν με όλες τες τιμές
+που ήτον ανέβηκα εις τον θρόνον, και έβαλα όλην μου την σπουδήν
+διά να κυβερνήσω το βασίλειόν μου με ένα τρόπον που να είνε όλοι
+ευχαριστημένοι. Έλαβα την καλήν τύχην να επιτύχω καθώς επιθυμούσα,
+και εγεύθηκα τες γλυκύτερες ηδονές, που οι βασιλείς ημπορούν να
+χαρούν· ήμην λατρευμένος από τους υπηκόους μου, και ακόμη είμαι·
+και καθώς εγώ δεν πάσχω παρά διά την ευτυχίαν τους, έτσι και αυτοί
+δεν στοχάζονται άλλο, παρά να με ευχαριστήσουν, και καθημερινώς να
+εορτάζουν νέες χαρές εις τιμήν μου· με τούτο το μέσον η αυλή μου
+έγινε μία κατοικία χαράς και αγαλλιάσεως· δεν είνε λαός που να
+φαίνεται τόσον ευτυχισμένος ωσάν ετούτον· εγώ χαίρομαι την
+ευτυχίαν τους, και φοβούμενος να τους την συγχίσω, βάνω κάθε
+σπουδήν μου διά να κρύψω την θλίψιν, που με έχει περικυκλωμένον·
+είμαι βέβαιος, ότι αν αυτοί ήθελαν ηξεύρει το πως δεν είμαι καθώς
+δείχνομαι εις τους οφθαλμούς τους, αλλά είμαι έσωθεν γεμάτος από
+ζωντανόν πόνον που με θερίζει, ηθέλετε ιδεί εις μίαν στιγμήν να
+προξενηθή μία βαθεία θλίψις και μελαγχολία εις όλην ετούτην την
+χώραν.
+
+Ολίγον καιρόν ύστερον που έβαλα τα πράγματα του βασιλείου μου εις
+καλήν τάξιν, εστοχάσθηκα ότι μου έλειπε το καλύτερον διά να με
+κάμη τελείως ευτυχισμένον, που ήτον η απόκτησις της ωραιοτάτης
+Ρετζίας, της οποίας η αγάπη με έκανε να μην έχω ησυχίαν με κανένα
+τρόπον. Και ούτως απεφάσισα να στείλω τον λαλά μου Χασάν ωσάν
+Αμπασατόρον προς τον βασιλέα της Καρίσμου, διά να του ζητήση την
+θυγατέρα του Ρετζίαν εις γυναίκα μου. Ο οποίος πηγαίνοντας ύστερον
+από μερικές ημέρες επέστρεψε χωρίς να κάμη τίποτε, λέγοντάς μου,
+πως ο Σουλτάνος της Καρίσμου την είχε τάξει του βασιλέως της
+Γάζνας, ο οποίος είχε σηκώσει τα άρματα εναντίον του και αν δεν
+του την έταζε δεν έπαυεν ο πόλεμος, και είχαν κατά νουν ότι μετά
+δύο ημέρες ύστερα από τον μισευμόν μου να του την στείλουν, και
+είδα τες ετοιμασίες που έκαναν διά να την συντροφεύσουν.
+
+Έλειψεν ολίγον μία τοιαύτης λογής είδησις που να με κάμη να χάσω
+τον νουν μου και να τρελλαθώ. Και από την μεγάλην μου θλίψιν έπεσα
+εις μεγάλην αρρώστιαν και δεν ημπορώ να καταλάβω πώς ημπόρεσα να
+ελευθερωθώ από αυτήν εις καιρόν που ευρίσκετο το πνεύμα μου εις
+μίαν κατάστασιν, που δεν ημπορούσε να ενεργήση εις ιάτρευσίν μου·
+και με όλον που η υγεία μου εμεταγύρισε, δεν ανεπαύθη δι' αυτό η
+καρδιά μου· ήτον πάντα ο νους μου βυθισμένος εις την ωραίαν
+Ρετζίαν, την εφανταζόμην διά παντός εις τας αγκάλας του
+ευτυχισμένου ανδρός της, και εκείνη η σκληρά δεν με άφινε ποτέ να
+λάβω άνεσιν.
+
+Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου
+φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες
+ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται
+μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και
+θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους
+από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να
+τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους,
+όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν
+ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι. Έμενα εκστατικός εις παρομοίαν
+διήγησιν και έλαβα την περιέργειαν διά να υπάγω να ιδώ με τους
+οφθαλμούς μου ένα τέτοιον εξαίσιον κτίριον, το οποίον μου εφαίνετο
+παράξενον. Επήγα μεταμφιεσμένος με τον βεζύρην μου εις αυτούς τους
+λουτρούς, και αύξησεν ο θαυμασμός μου στοχαζόμενος την κατασκευήν
+τους και την μεγαλοπρέπειάν τους, εκτός που το όλον ήτον πολλά
+ευγενικόν, και καλά βαλμένον, επαρατήρησα ότι οι νέοι, που είχαν
+την επιστασίαν εις το να πλύνουν τους ανθρώπους, που εκεί
+επήγαιναν, ήταν τόσον ωραίοι και καλοκαμωμένοι, που επροξενούσαν
+θαυμασμόν, και το περισσότερον που ωμοιάζονταν τόσον, που αδύνατον
+ήτον να διαχωρίση τινάς τον έναν από τον άλλον. Ο αυθέντης των
+λουτρών, ο οποίος ήτον έως χρονών πενήντα, εφαίνονταν ένας
+μεγαλοπρεπής άνδρας· αυτός έστεκε με μεγάλην επιμέλειαν, διά να
+κάμη τους νέους να δουλεύουν με πολλήν προσοχήν τους ανθρώπους,
+που ελούονταν· οι οποίοι αφού και ελούονταν έβγαιναν και έπιναν
+διάφορα ποτά, που επιταυτού είχαν ετοιμασμένα· και όλοι εμίσευαν
+πολλά ευχαριστημένοι.
+
+Γυρίζοντας εις το παλάτι μου με μεγάλον θαυμασμόν διά τα όσα είδα,
+απεφάσισα να κράξω τον οικοκύρην των λουτρών, διά να τον εξετάσω
+με ποίαν τέχνην τους έκαμε αυτουνούς τους θαυμαστούς λουτρούς
+αιφνιδίως· και στέλνοντας έναν μου υπηρέτην επήγε και μου τον
+έφερεν. Ο οποίος ερχόμενος έμπροσθέν μου έπεσεν εις τους πόδας μου
+και τους εφίλησεν· εγώ τον εσήκωσα και του έκαμα μεγάλην δεξίωσιν.
+Εκείνος ο άνθρωπος όντας υποχρεωμένος από την περιποίησιν που του
+έδειξα, μου έκαμε διαφόρους επαίνους, και εδόθη εις ομιλίες τόσον
+εύγλωττες, που μου αύξησε τον θαυμασμόν μου, ωσάν και των προεστών
+του παλατίου μου. Η συναναστροφή του ήτον τόσον νόστιμη, και τόσον
+χαριεστάτη που ο καθείς ελάμβανε μεγάλην ηδονήν να τον ακούη. Και
+αφού και ετελείωσε να ομιλή, του είπα, μεγάλε Φιλόσοφε, επειδή
+και δεν είναι δύσκολον να καταλάβω πως θάσαι ένας μέγας άνθρωπος,
+έρχομαι να σου ζητήσω μίαν χάριν· ειπέ μου καθαρώτατα, και τίποτε
+μη μου κρύψης, πώς έκαμες να κτίσης λουτρούς τόσον θαυμαστούς,
+χωρίς κάνεις να σε καταλάβη; Βασιλέα μου, εκείνος απεκρίθη, κρατώ
+εις την δούλευσίν μου σαράντα τεχνίτας, που είναι τόσον έμπειροι
+και άξιοι, που παρόμοιοι δεν ημπορούν να είναι· ημπορώ με την
+δούλευσίν τους να κατασκευάσω εις ολιγώτερον από μίαν ημέραν
+παλάτια, που να μην ευρίσκωνται παρόμοια· αυτοί οι τεχνίται είναι
+βουβοί, μα γροικούν ότι τους ειπή κανείς· δεν είναι χρεία να τους
+ομιλήση όποιος θέλει, να τους προστάξη να κάμουν κανένα πράγμα,
+επειδή και καταλαμβάνουν την γνώμην του πριν τους την φανερώση·
+ανίσως και η βασιλεία σου ορίζη να έλθουν, διά να τους δώσης
+καμμίαν προσταγήν να κάμουν, θέλω σε δουλεύσει μετά πάσης χαράς.
+
+Έχοντας πολλήν επιθυμίαν διά να δοκιμάσω εκείνο που μου έλεγεν,
+έστειλα ένα μου τζοχαντάρη και τους έφερε, τους οποίους ευθύς
+εγνώρισα ότι ήταν εκείνοι που υπηρετούσαν εις τα λουτρά. Τότε ο
+φιλόσοφος μου λέγει διά να τους προστάξω, να κάμουν εκείνο που
+ήθελε μου αρέσει, μα πρώτον να βγάλω τους ανθρώπους μου έξω διά να
+μείνουν μοναχοί, χωρίς να θεωρήσουν άλλοι τον τρόπον της τέχνης
+του. Οι άνθρωποι μου επάνω εις αυτά τα λόγια ετραβήχθησαν χωρίς να
+τους το ειπώ, και εμείναμεν ημείς οι δύο, και οι σαράντα τεχνίται
+του. Και αφού εστοχάσθηκα πολύ τι δουλειά να μου κάμουν, τους
+επρόσταξα να κτίσουν ένα κιόσκι εις την μέσην της αυλής μου· ευθύς
+που έκαμα αυτήν την νεύσιν, όλοι αντελήφθησαν και ύστερον από
+ολίγην ώραν εγύρισαν όλοι καταφορτωμένοι από ξύλα, πέτρας, και
+άλλα αναγκαία διά να το κτίσουν. Και αποθέτοντας τα αναγκαία,
+άρχισαν με μίαν ογληγορωτάτην επιτηδειότητα να το κτίσουν, που δεν
+απέρασαν ολίγες ώρες, και το κιόσκι ευρέθη τελειωμένον και ήτον
+τόσον ωραίον, που επροξενούσε μέγαν θαυμασμόν· είχεν ολόγυρά του
+δώδεκα στύλους από δίασπρον, που έφεγγαν ως καθρέπται, και
+εβλέπονταν εις κάθε του πλευρόν συντριβάνια ωραιότατα, των οποίων
+τα νερά έπεφταν με ορμήν εις λεκάνες από πορφυρόν μάρμαρον.
+
+Εκστατικός από τα πράγματα που έβλεπα, και από την επιστήμην του
+φιλοσόφου, τον επερικάλεσα να μου εξηγήση πως αυτά όλα τα πράγματα
+ημπορούσαν να γένουν. Βασιλέα μου, μου είπε, αυτή η εξήγησις θέλει
+αρκετόν καιρόν διά να την κάμω, δώσε μου άδειαν μοναχά να σου
+ειπώ, πως εγώ κυριεύω τριάντα εννέα επιστήμες. Αυτή η ομιλία μού
+εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την
+ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από
+ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και
+Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου,
+είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ. Τον εβεβαίωσα πως δεν θέλει
+μου κάμει καλύτερην χάριν από αυτήν, εις το να μου διηγηθή την
+ιστορίαν του.
+
+
+
+&Ιστορία του σοφού Αβικένα.&
+
+
+
+Εγώ είμαι (άρχισε τότε την ιστορίαν του ο Αβικένας) γεννημένος εις
+μίαν χώραν, ονομαζομένην Αβιχανά. Και ευθύς που εβγήκα από την
+κούνιαν οι γεννήτορές μου με έστειλαν να σπουδάξω εις το σχολείον
+της Μπουχαρίας. Έμαθα ευθύς εκεί το Αλκοράνι, και εγνωρίσθηκα
+τόσον επιτήδειος εις τα γράμματα, που εις ηλικίαν δέκα χρονών είχα
+τελειώσει τα μαθήματά μου. Με εδίδαξαν την Αριθμητικήν, την
+Μαθηματικήν, την Αστρολογικήν, την Φιλοσοφίαν, την Ιατρικήν και
+την Θεολογίαν· εις τες οποίες επιστήμες επρόκοψα τόσον, που εις
+ολίγον καιρόν απόκτησα μεγαλώτατον όνομα. Δεν ήμουν ακόμη εις
+ηλικίαν είκοσι χρονών, και το όνομά μου έγινεν ακουστόν έως τες
+Ινδίες.
+
+Εμίσευσα μίαν ημέραν με τον πατέρα μου διά να πηγαίνωμεν εις την
+Σαμαρκάντα διά κάποιες υπηρεσίες του· και όντας εκεί ηθέλησα να
+ιδώ την αυλήν την βασιλικήν· ηύρα πολλούς που με εγνώριζαν οι
+οποίοι δεν έλειψαν που να μιλήσουν δι' εμένα πολλά καλά· και οι
+έπαινοι που μου έκαναν έφθασαν εις τα αυτιά του βεζύρη, ο οποίος
+επεθύμησε διά να συνομιλήση μετ' εμένα. Έμεινε πολλά
+ευχαριστημένος από την συντροφιάν μου, και απεφάσισε διά να με
+κρατήση μαζί του· και εις τόσην αγάπην με επήρεν, που τίποτε δεν
+έκανε χωρίς να με συμβουλευθή πρώτον. Αυτός ο επιτηρητής δεν έζησε
+πολύ καιρόν και αποθαίνοντας, ο βασιλέας με έκλεξεν εις τον τόπον
+του διά βεζύρη επειδή με αγαπούσε και αυτός κατά πολλά· και με
+όλον που επλήρωνα όλα τα χρέη, που το βάρος ενός βεζύρη έχει, μου
+έμνεισκεν ακόμη κάποια στιγμή διά να σπουδάζω. Μα η επιθυμία η
+μεγάλη που είχα προς την σπουδήν, και η ολίγη ώρα που μου
+επερίσευε διά να την ακολουθήσω με έκαμε και απεφάσισα να αφεθώ
+από το βάρος του βεζύρη, και να ακολουθήσω την σπουδήν μου. Ο
+βασιλεύς δεν μου παρεχώρησε την ζήτησιν χωρίς να του κακοφανή,
+τόσον ήτον ευχαριστημένος από την καλήν μου κυβέρνησιν· μα με όλον
+τούτο δεν μου εναντιώθη· με συμφωνίαν όμως που να μην ξεμακρύνω
+από την αυλήν του.
+
+Εγώ τον επήκουσα, και έμεινα εις την αυλήν του εις έναν οντά
+ξεχωριστόν, και εσπούδαζα. Και τον καιρόν που δεν εσπούδαζα,
+επήγαινα εις τον βασιλέα, και απερνούσα τον καιρόν συνομιλώντας με
+αυτόν. Δεν μου έφθασε να σπουδάξω εις τα φιλοσοφικά και άλλα, μα
+εδόθηκα να μάθω και την Χημικήν επιστήμην, την απόκρυφον· επειδή
+και με αυτήν εξάνοιγα όλα τα αποτελέσματα της φύσεως· έμαθα και
+περιπλέον την λεκανομαντείαν, και έγινα πολλά τέλειος εις αυτήν
+την τέχνην. Και τον καιρόν που ήμουν δοσμένος εις αυτά τα
+σπουδαστήρια, έρχεται ένας Αμπασατόρος από τον Κουτμπεδίν βασιλέα
+της Κασγάρ ζητώντας του βασιλέως μου διά να με στείλη εμένα και
+τον Φατζέλ, άλλον φιλόσοφον, προς αυτόν επειδή επιθυμούσε διά να
+μας ιδή, με το να ήτον και εκείνος ο βασιλεύς σοφός, και πολλά
+γραμματισμένος. Ο βασιλεύς ευθύς έστειλε και μας έκραξε, και μας
+εφανέρωσε την ζήτησιν του βασιλέως της Κασγάρ. Ο Φατζέλ και εγώ
+διά να μη παρακούσωμεν το πρόσταγμα του βασιλέως μας εκλίναμεν εις
+τον ορισμόν του, με όλον που αυτό το ταξείδι ήτον εναντίον της
+θελήσεώς μας.
+
+Ο βασιλεύς μένοντας πολλά ευχαριστημένος, που τον επηκούσαμεν,
+έκαμε και ένδυσε τον Αμπασατόρον ένα χρυσόν καφτάνι και τον
+έστειλεν εις τον βασιλέα του, λέγοντάς του πως να του ειπή, ότι
+μετά ολίγες ημέρες θέλουν υπάγει να τον προσκυνήσουν αυτοί οι
+φιλόσοφοι. Ο Φατζέλ ήτον ένας άνθρωπος σχεδόν της ηλικίας μου, και
+κατά αλήθειαν είχε καλήν μάθησιν, μα η φήμη που δι' αυτόν ο
+βασιλέας της Κασγάρ είχεν αγροικήσει δεν ήτον τόσον όσον αυτός την
+ελόγιαζε. Εκείνος λοιπόν ο φιλόσοφος ολίγας ημέρας πριν
+μισεύσωμεν, ήλθε να με εύρη, και μου λέγει· θαυμαστέ Αβικένα,
+επειδή και με το να μας στοχάζεται ο κόσμος ωσάν δύο μεγάλους
+φιλοσόφους, μου φαίνεται εύλογον, ότι να μην ταξειδεύσωμεν ωσάν οι
+λοιποί άνθρωποι, μα πρέπει να κάμωμεν κανένα πράγμα εξαίρετον·
+θέλεις να κάμωμεν να υπάμεν από εδώ έως Κασγάρ, χωρίς να φάμε και
+να πιούμε; αυτό στοχάζομαι να μην είναι ένα πράγμα δύσκολον να το
+προβάλω εις ένα φιλόσοφον ωσάν και λόγου σου, με το να είναι το
+ταξείδι μας πολλά μακρυνόν. Ημείς το λοιπόν δεν θέλομεν πάρει άλλο
+παρά εκείνην την ζωοτροφίαν που διά τους σκλάβους μας θέλει κάμει,
+οι οποίοι θέλει είνε μάρτυρες της σκληράς νηστείας, που θέλομεν
+κάμει εις την στράταν, και δεν θέλουν λείψει που να μην το
+φανερώσουν εις την Κασγάρ διά περισσοτέραν τιμήν.
+
+Δεν μου έκανε αυτός ετούτο το πρόβλημα διά άλλο, παρά διατί είχε
+το σεκρέτο να κατασκευάζη κάποια χάπια, που ένα μόνον από αυτά
+έφθανε να ζωοτροφήση έναν άνθρωπον μίαν ακέραιαν ημέραν ώστε που
+παίρνοντας αυτός τόσα, όσες ήσαν οι ημέρες, που έπρεπε να κάμωμεν
+εις το ταξείδι, ήτον βέβαιος ότι να μη πεινάση· εστοχάζονταν με
+αυτό να δεχθή πλέον επιτήδειος από εμένα, και δεν το επίστευεν ότι
+εγώ θα δεχθώ αυτό το πρόβλημα που μου έκανε· μα εγώ γνωρίζοντας
+τον στοχασμόν του τού εδέχθηκα το πρόβλημα, πώς να ταξειδεύσωμεν
+χωρίς να φάμε. Και με τούτον τον τρόπον επήγα και εκατασκεύασα και
+εγώ ένα κάποιο μαντζούνι, που είχε περισσοτέραν δύναμιν από τα
+χάπια του· ώστε που χωρίς να ηξεύρη ο ένας του άλλου το μυστικόν
+εμισεύσαμεν από την Σαμαρκάντα διά την Κασγάρ.
+
+Τες πρώτες ημέρες του ταξειδίου μας τες απεράσαμεν πολλά καλά
+τόσον ο ένας, ωσάν και ο άλλος· επειδή και τα σεκρέτα μας
+ενεργούσαν θαυμασίως, και κάθε ένας εζούσαμε με όλην την
+βεβαιότητα. Εγώ εστοχαζόμουν κάθε ολίγον τον άλλον διά να ιδώ αν
+έκανε καμμίαν μεταλλαγήν, ομοίως και αυτός έκανε το ίδιον εις
+εμένα· εγώ αντί να αδυνατήσω, εφαινόμουν από ημέραν εις ημέραν να
+γένωμαι πλέον δυνατός· τούτο όμως δεν ακολουθούσε του φιλοσόφου,
+επειδή και χάνοντας τα χάπια του, καθώς είχα μάθει έγινε αδύνατος
+και σκυθρωπός, και το πρόσωπόν του επλακώθη από μίαν αχνότητα που
+με έκανε να στοχασθώ πως περνά πολλά κακά. Αυτός ως τόσον έκρυβε
+το συμβάν που του έτυχε και έχασε τα χάπια· και υποφέροντας με
+υπομονήν το κακόν του αφίνονταν από ολίγον κατ' ολίγον να
+φθείρεται· βλέποντάς τον τέλος πάντων εις μίαν κατάστασιν που
+έκανε σπλάγχνος, του επρόσφερα το μαντζούνι μου, μα αυτός δεν το
+εδέχθη· και αγάπησε καλύτερον να αφεθή να αποθάνη παρά να δείξη
+πως έχει χρείαν από την βοήθειάν μου. Έλαβα μεγάλην θλίψιν διά τον
+θάνατον του Φατζέλ· εκατάβρεξα το κορμί του από τα δάκρυά μου, και
+τον έθαψα εις ένα βουνόν βοηθούμενος από τους σκλάβους μου και
+τους εδικούς του. Και αφού τον εθάψαμεν καθώς εδυνήθημεν, έβγαλα
+τα όσα αργύρια ευρίσκονταν του Φατζέλ και εμένα, τα οποία μας τα
+είχε δώσει ο βασιλεύς διά έξοδα της στράτας, και τα εδιαμοίρασα
+των σκλάβων, που μας εσυντρόφευαν, και τους έδωκα την ελευθερίαν,
+διά να υπάγουν όπου θέλουν, και εγώ έμεινα μονάχος εις εκείνο το
+βουνόν.
+
+Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός, εσταμάτησα διά καμπόσον ακόμη, διά να
+κλαύσω επάνω εις τον τάφον του Φατζέλ την άκραν δυστυχίαν εκείνου
+του φιλοσόφου, και κατηγορώντας την αστοχασίαν του, και υπερήφανόν
+του γνώμην. Εστοχάσθηκα ύστερον το τι έπρεπε να κάμω· δεν ηθέλησα
+ούτε να ακολουθήσω το ταξείδι μου προς την Κασγάρ, ούτε να
+ξαναγυρίσω εις την Σαμαρκάντα· μα απεφάσισα να ταξειδεύσω μοναχός,
+και να περιδιαβάσω τον κόσμον. Επήγα εις την Ουζκούντ, από εκεί
+εις την Κογέντα, και τέλος πάντων ύστερα από πολλές ημέρες έφθασα
+εις την Καρίσμο. Και μίαν ημέραν που εις αυτήν εσεργιάνιζα, ακούω
+αιφνιδίως ένα αλλαλαγμόν και μίαν σύγχισιν και θλίψιν εις τον
+λαόν, που όλοι έμειναν ευθύς συγχισμένοι. Και η αιτία τούτης της
+συγχίσεως επροέρχονταν από ένα κήρυκα, που επήγαινε τριγύρου την
+χώραν, και κάθε ολίγον εφώναζε και έλεγε με μεγάλην φωνήν. Όσοι
+είσθε που αγαπάτε τες επιστήμες, θέλετε ηξεύρει ότι αύριον ανοίγει
+το φοβερόν σπήλαιον και όποιος θέλει ας πάη να έμπη εις αυτό.
+
+Ευθύς που εγώ ήκουσα τέτοια λόγια, ακολούθησα τον κήρυκα διά να
+τον εξετάξω επάνω εις αυτό το σπήλαιον και εις το τέλος της
+ημέρας, που είχε τελειώσει και έμελλε να έμπη εις το σπήτι του,
+τον επερικάλεσα με ευγένειαν να μου φανερώση τι δηλοί αυτό το
+σπήλαιον, που οι γραμματισμένοι πρέπει την ερχομένην ημέραν να
+έμπουν. Ο Τελάλης μου απεκρίθη λέγοντας· ήξευρε καλώτατα, ότι απ'
+έξω από την πόρταν της χώρας είναι ένα σπήλαιον μιας μεγαλωτάτης
+ευρυχωρότητος, εις το οποίον εμπαίνουν από μίαν πόρταν, η οποία
+ανοίγει με μίαν δύναμιν ενός χαμαϊλιού, και πάλιν μοναχή της
+ξανακλεί· και τούτο γίνεται μίαν φοράν τον χρόνον· οι περίεργοι
+εμπαίνουν προς τα ξημερώματα εις αυτό· εκεί ευρίσκουν μίαν μεγάλην
+ποσότητα από βιβλία· διαλέγουν αυτοί εκείνα που θέλουν, και με
+ογληγορότητα τα παίρνουν μαζί τους και εβγαίνουν, διατί η πόρτα
+του σπηλαίου κλείεται μισή ώρα και δεκαπέντε λεπτά ύστερα που
+ανοίξη· και αν διά κακήν τύχην κανείς ήθελε μείνει μέσα μίαν
+στιγμήν περισσότερον από τον διατεταγμένον καιρόν, κλει η πόρτα,
+και μένει εκεί εις το σπήλαιον, και αποθαίνει από την πείναν καθώς
+συμβαίνει πολλάκις· επειδή και η πόρτα δεν ανοίγει πλέον, παρά εις
+έναν χρόνον. Λέγουν ακολούθησεν αυτός, ότι εστάθη ο σοφός Κεκ
+Χααμπεδίν, ο οποίος έκαμεν αυτό το σπήλαιον διά να κλείση τα
+θαυμαστά βιβλία του, τόσον τα ιδικά του που εσύνθεσεν, ως και
+εκείνα που απ' όλον τον κόσμον εσύναξε, και αυτά όλα τα βιβλία
+είναι πολλά περίεργα και θαυμάσια ο αριθμός των οποίων είναι
+είκοσι χιλιάδες· τα οποία περιέχουν την πέτραν την φιλοσοφικήν,
+τον τρόπον διά να εβγάλουν θησαυρούς, και άλλα παρόμοια·
+ευρίσκονται ακόμη και άλλα που δείχνουν να κάνουν τέρατα, να
+μεταβάλη τον άνθρωπον εις ζώον, και να εμψυχώση πράγματα άψυχα·
+εις ένα λόγον, όλα τα απόκρυφα της φύσεως είναι φανερωμένα εις
+πολλά από αυτά τα βιβλία, και ξεχωριστά εις εκείνα που ο ίδιος
+εσύνθεσε· περιπλέον ήξευρε, ότι όποιος δεν ήθελεν επιστρέφει
+εκείνο το βιβλίον εις εκείνον τον χρόνον που ξανανοίγει το
+σπήλαιον, ευθύς αποθαίνει και με τούτον τον τρόπον φυλάγονται όλα
+τα βιβλία του σώα, χωρίς ποτέ να τολμήση τις να κρατήση το
+παραμικρόν.
+
+Μαθαίνοντας καταλεπτώς όλην την υπόθεσιν από τον κήρυκα, τον
+ευχαρίστησα και εμίσευσα. Αφίνω καθέναν να στοχασθή ανίσως και
+έλαβα χαράν να μάθω αυτήν την υπόθεσιν, και αν δεν απεφάσισα να
+υπάγω την αύριον εις το σπήλαιον με τους περιέργους. Δεν
+εστοχάσθηκα μόνον να έμπω, μα απεφάσισα να μείνω και εκεί ύστερον
+από τους άλλους, να παρουσιασθώ εις ό,τι ημπορούσε να μου συμβή.
+Και με το να ήμουν πολλά έμπειρος εις την λεκανομαντείαν δεν είχα
+φόβον από τα πονηρά πνεύματα, που εκεί ευρίσκονταν. Εβγήκα το
+λοιπόν εκείνην την ιδίαν στιγμήν και επήγα εις την ρίζαν του
+βουνού, και εκάθησα αποκάτω εις κάποιες τριανταφυλιές που
+ευωδίαζαν τον τόπον, και εκεί απεφάσισα διά να μείνω εκείνην την
+νύκτα, έως να έλθουν τα ξημερώματα, που έμελλε να ανοίξη η πόρτα
+διά να έμπω μέσα εις το σπήλαιον. Πλησιάζοντας τέλος πάντων η
+αυγή, βλέπω να τρέχουν από την χώραν όλοι οι περίεργοι, και να
+έρχωνται προς το σπήλαιον. Εγώ ευθύς εσηκώθηκα, και έτρεξα προς
+την πόρταν, διά να μην ήθελα ήμουν από τους ύστερους εις το να
+έμβω· αρχινούσαν τότε τα άστρα να χάνωνται από ολίγον κατ' ολίγον
+οπόταν εις μίαν στιγμήν, η πόρτα, που ήτον από ξύλον της Ινδίας,
+ανοίγει μοναχή της με ένα μεγαλώτατον κτύπον.
+
+Ευθύς όλοι εμπήκαν και εδιασκορπίσθησαν εις το σπήλαιον το οποίον
+ήτον πολλά ευρύχωρον· ολόγυρα του οποίου ήτον τόσες τράπεζες
+βαλμένες εις εύμορφην τάξιν, απάνω εις τες οποίες ήτον αραδιασμένα
+τα βιβλία με πολλήν ευγένειαν, και απ' έξω των οποίων ήτον
+γραμμένα εις κομμάτια χαρτιά η υπόθεσις, και εκείνο που περιείχε
+κάθε βιβλίον· εφαίνονταν ανάμεσα εις αυτά δύο τόποι άδειοι μα οι
+γραμματισμένοι ευθύς τους εγέμισαν με εκείνα, που τον απερασμένον
+χρόνον είχαν πάρει. Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν
+τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της
+πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος
+κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας
+άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν
+ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην. Τότες εγώ
+βλέποντάς με μοναχόν εις εκείνο το βαθύτατον σκότος και έχοντάς
+την τέχνην της λεκανομαντείας, άρχισα να εξορκίζω τα πνεύματα, που
+είχαν την επιστασίαν εκείνης της θαυμαστής βιβλιοθήκης, και οπόταν
+με την δύναμιν των εξορκισμών μου τα έκαμα να με υπακούσουν, τα
+επρόσταξα να δώσουν φως εις το σπήλαιον, και να λάβουν την
+επιμέλειαν να το κρατήσουν πάντα φωτεινόν.
+
+Τα πνεύματα, τα οποία είνε πάντα πολλά υπήκοα, οπόταν ένας
+άνθρωπος ηξεύρει να τα επιτιμήση, εμίσευσαν, και ευθύς εγύρισαν με
+τόσον φως, που ήτον περισσότερον από την χρείαν, και που
+ημπορούσαν με αυτό να φωτίσουν δέκα σπήλαια παρόμοια ωσάν εκείνο·
+εγώ λογιάζω ότι θα επήγαν και θα έκλεψαν όλες τες κανδήλες και τα
+κερία της χώρας της Καρισμίας. Δεν εφάνη ποτέ φωτοχυσία πλέον
+ωραιοτέρα από εκείνην, που έκαναν διά να εορτάσουν το έμπασμά μου
+εις εκείνο το σπήλαιον· εκρέμασαν εις κάθε μέρος τες κανδήλες·
+έβαλαν τα κηρία ολόγυρα εκεί που ευρίσκοντο τα βιβλία βαλμένα διά
+περισσοτέραν μου ευκολίαν. Τότες εγώ εδόθηκα εις την ανάγνωσιν
+διαφόρων βιβλίων πολλά περιέργων· ηύρα που επεριείχαν τα τέρατα
+της χημικής, και των αποκρύφων επιστημών, και τα άλλα περίεργα.
+Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα
+κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα
+αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου
+σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που
+μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με
+κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου. Και κάθε
+ημέραν μου έφερναν εκλεκτότατα φαγητά, πιοτά, και απερνούσα ωσάν
+ένας βασιλέας. Και δεν ήτον πράγμα που να επιθυμήσω, και να μην το
+απολαμβάνω εν τω άμα.
+
+Επερνούσα το λοιπόν πολλά ειρηνικά, και αναπαυμένα τον καιρόν μου
+εις εκείνο το θαυμαστόν σπήλαιον, σπουδάζοντας με ησυχίαν χωρίς να
+κουρασθώ εις το διάστημα του χρόνου, εκείνα τα θαυμαστά βιβλία από
+τα οποία εκαρποφορέθηκα μεγάλως, και μάλιστα εις τα πλέον απόκρυφα
+της φύσεως. Τελειώνοντας δε ο χρόνος, και ερχομένη η συνηθισμένη
+διορία άνοιξε πάλιν η πόρτα και εισέβηκαν οι γραμματισμένοι μέσα·
+μα καθώς δεν ήτον συνηθισμένοι να ιδούν εκεί φωτοχυσίαν εμπήκαν
+εις μεγάλον φόβον. Και ρίχνοντάς τα βιβλία με πολλήν γληγορότητα
+που επέστρεφαν, εδόθηκαν εις φυγήν, και εγώ εστοχάσθηκα διά να
+έβγω την ιδίαν στιγμήν. Κάνει χρεία να στοχασθήτε, ότι όντας εκεί
+έναν χρόνον κλεισμένος, άφησα και αύξησαν τα γένειά μου, και τα
+μαλλιά μου, εις τρόπον που εφαινόμουν πολλά φοβερός και άσχημος·
+ώστε που η μορφή μου δεν επροξένησεν άλλο παρά να αυξήση τον φόβον
+εκείνου του λαού, ο οποίος φεύγοντας έκραζε· φεύγετε, ότι ο Μάγος
+Μοούκ εβγήκεν από το σπήλαιον.
+
+Εκείνος ο μάγος, διά τον οποίον αυτοί με επήραν, ήτον ένας κακός
+άνθρωπος· ο οποίος δεν είχεν άλλην ηδονήν παρά να κάμη κακόν εις
+την χώραν. Εμεταχειρίζονταν αυτός την αναξίαν του τέχνην εις το να
+βλάψη το ανθρώπινον γένος. Κάθε ένας τον αναθεματούσε, και ο
+Σουλτάνος της Καρίσμου με όλες τες επιμέλειες που είχε βάλει διά
+να τον πιάση και να τον θανατώση, δεν του εστάθη ποτέ δυνατόν·
+επειδή και αυτός ο μάγος ήξευρε να αποφύγη κάθε παγίδα, που του
+εσταίνονταν, με την μαγικήν του τέχνην. Ευθύς που εγροίκησα πως με
+ωνόμαζαν ένα μάγον εστοχάσθηκα διά να τους βγάλω από αυτήν την
+υποψίαν· αδελφοί μου, εφώναξα, εβγάτε από την υποψίαν δεν είμαι
+εγώ εκείνος ο μάγος Μοούκ, που στοχάζεστε, αλλά είμαι ένας ωσάν
+και εσείς· αυτοί, ακούοντας με να τους ομιλώ, εσταμάτησαν, και
+χωρίς να με αφήσουν διά να τους βεβαιώσω εις τα όσα τους έλεγα με
+επερικύκλωσαν με μεγάλην ορμήν, και με έπιασαν διά να με φέρουν
+εις τον Σουλτάνον να με θανατώση. Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να
+τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα
+ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την
+ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά
+διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν
+εις τον Κατή. Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με
+είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω
+παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά
+μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις
+σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την
+στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν
+εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν. Ο αναΐππης αφού με
+επαράδωσεν εις τας χείρας του τζελάτη και των ανθρώπων του, διά να
+με φέρουν εις τον τόπον της καταδίκης, επήγεν εις τον Σουλτάνον
+διά να τον ερωτήση τι θάνατον επιθυμούσε να μου δώσουν. Ο
+Σουλτάνος μαθαίνοντας από τον αναΐππην, ότι ο μάγος Μοούκ επήγεν
+εις τον τόπον της καταδίκης, εκαβαλλίκευσεν ευθύς το άλογόν του,
+και εφέρθη εκεί που ήμουν, διά να με ιδή· και από την θεωρίαν μου
+με εκαταδίκασε διά να με καύσουν. Δεν είχεν αυτός καλά τελειώσει
+την απόφασίν του, και ευθύς ο λαός έτρεξε και έφερε με μεγάλην
+επιθυμίαν τόσα ξύλα, που ήταν αρκετά να καύσουν είκοσι μάγους·
+τόση ήτον η προθυμία που είχαν διά να με ιδούν πολλά ογλήγορα
+γενόμενον εις στάκτην.
+
+Έλαβα την υπομονήν να αφεθώ να με δέσουν εις το ξύλον, μα ευθύς
+που έβαλαν την φωτιά, είπα κάποια λόγια της λεκανομαντείας, και
+ευθύς η δύναμίς των εκαταχάλασε τα δέματά μου· τότες επήρα ένα
+ξύλον χοντρόν, και του έδωκα την μορφήν ενός αμαξίου θριαμβευτού·
+επάνω εις το οποίον αναβαίνοντας, εσεργιάνισα καμπόσον απάνω εις
+τον αέρα, εις την θεωρίαν παντός του λαού, ο οποίος δεν έλαβε
+τόσην χαράν να με ιδή εις το αμάξι όσην είχε να με ιδή καμμένον.
+Έπειτα κάνοντας να σταματήση το αμάξι εις τον αέρα, εγύρισα προς
+τον βασιλέα και του είπα:
+
+Αδικοκριτά Σουλτάνε, που ηθέλησες να με κάμης να χαθώ ωσάν έναν
+τρισάθλιον πταίστην· ήξευρε ότι εγώ δεν είμαι ο μάγος που
+στοχάζεσαι, μα είμαι ένας γραμματισμένος που ημπορώ να κάμω
+πράγματα ακόμη πλέον θαυμάσια από εκείνα των οποίων οι οφθαλμοί
+σου είναι μάρτυρες. Με τούτον τον τρόπον ομιλώντας έγινα άφαντος,
+και ο βασιλεύς ομού και ο λαός έμειναν βυθισμένοι εις μίαν άκραν
+έκστασιν. Ύστερον από αυτό το συμβεβηκός επεριπάτησα τον κόσμον
+δέκα χρόνους. Επήγα εις την Βαβυλώνα, εις την Αίγυπτον, εις την
+Περσίαν, και εις όλους τους τόπους που εστάθηκα, αστερέωσα την
+καλήν τύχην όλων εκείνων εις τους οποίους συνέλαβα αγάπην·
+περιδιαβάζοντας τέλος πάντων τον κόσμον, ήλθα εδώ εις το Αστραχάν,
+εις το οποίον εστοχάσθηκα και εδώ να κάμω να ομιλήσουν διά εμένα.
+Και δι' αυτήν την αιτίαν εβγαίνοντας από την χώραν, και
+πηγαινάμενος εις ένα πυκνόν λόγγον έκοψα σαράντα δένδρα όλα
+παρόμοια και με την δύναμιν κάποιων λόγων, των οποίων ηξεύρω την
+ενέργειαν, τα εμψύχωσα εις μορφήν ανθρωπίνην, και εκατασκεύασαν τα
+λουτρά, που φαίνονται εις τες πόρτες του Αστραχάν· ετούτοι είνε οι
+σαράντα μου σκλάβοι, ω βασιλέα μου, που σου είχα ομιλήσει πως με
+υπηρετούν, και που έκτισαν τους λουτρούς, που είδες, και που σου
+έφτειασαν και το κιόσκι εις το παλάτι σου.
+
+
+
+&Ακολούθησις και τέλος της ιστορίας του βασιλέως Ορμώζ,
+επονομαζομένου Χωρίς Θλίψιν.&
+
+
+
+Εδώ ο Αβικένας ετελείωσε την ιστορίαν του, και εγώ εκστατικός διά
+τα όσα μου εδιηγήθη, ω μεγάλε φιλόσοφε, εφώναξα· ποία καλή μου
+τύχη σε απέστειλε διά να σε γνωρίσω· και απ' ότι μου εδιηγήθης
+πιστεύω ότι εις εσέ είνε όλα δυνατά. Εγώ πλέον δεν θαυμάζω, ότι οι
+δούλοι σου ημπορούν να κατορθώσουν τέτοια τεράστια επειδή και εσύ
+είσαι εκείνος, που κάνεις να τα τελέσουν· στοχάζομαι όμως ότι αν
+τους προστάξης να μου φέρουν εδώ εις ετούτην την στιγμήν την
+βασιλοπούλα της Καρίσμου την ωραίαν Ρετζίαν, ημπορούν να το
+κάμουν. Χωρίς αμφιβολίαν μου απεκρίθη ο Αβικένας, αυτοί ημπορούν
+ευθύς να υπάγουν εις το παλάτι της, και να την αρπάξουν από την
+μέσην των γυναικών της, και εις τον ίδιον καιρόν να την φέρουν, αν
+επιθυμής εδώ. Αυτό πολλά το επιθυμώ, απεκρίθηκα με χαράν· Αχ, φίλε
+μου, μεγαλυτέραν χάριν από τούτην δεν ημπορείς να μου κάμης.
+Θέλεις μένει ευχαριστημένος, εξαναποκρίθη ο φιλόσοφος, επειδή και
+έχω πόθον να εκδικηθώ τον Σουλτάνον της Καρίσμου με το να ήθελε να
+με καύση.
+
+Δεν είχε αποτελειώσει ο φιλόσοφος ετούτους τους λόγους και έρριξε
+τους οφθαλμούς του εις ένα από τους σαράντα σκλάβους του· και τον
+επρόσταξε διά να μισεύση χωρίς να του ειπή άλλο· ο σκλάβος έγινεν
+άφαντος, και μετά ολίγες στιγμές εξαναγύρισε με την βασιλοπούλαν
+Ρετζίαν.
+
+Δεν ημπόρεσα να θεωρήσω την Ρετζίαν, χωρίς να γροικήσω όλην την
+χαροποίησιν, που προξενεί η θεωρία ενός υποκειμένου τόσον
+επιθυμητού και αγαπημένου. Με όλον τούτο ό,τι λογής και ας ήτον η
+έκστασίς μου, και η αγαλλίασίς μου εις το να την ιδώ, ο τρόπος με
+τον οποίον μου εδόθη αυτή η ευχαρίστησις με εμπόδισε να δείξω
+έμπροσθεν της την μεγάλην μου χαροποίησιν· εφοβούμην να μην ήτον
+αυτή κανένα φάντασμα, και δεν αποτολμούσαν οι οφθαλμοί μου να το
+πιστεύσουν· παρακαλώ σε, λέγω του φιλοσόφου, μη με γελάς, η Ρετζία
+που προσφέρετε εις τους οφθαλμούς μου, είναι φαντασία, ή αληθινή,
+ομίλησε τι πρέπει να στοχασθώ; Μην αμφιβάλης, ω βασιλέα μου,
+λέγει εκείνος, αυτή είνε η ίδια Ρετζία· στοχάσου την ωραιότητά
+της, και χαίρου χωρίς υποψίαν εις την ευχαρίστησιν που πρέπει να
+σου προξενήση.
+
+Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας,
+χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το
+λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν
+ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την
+αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με
+έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου·
+γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου
+εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα
+να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην
+έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες
+πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον
+σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και
+με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.
+Τώρα που ήκουσες, ω βασίλισσά μου, τα δικαιολογήματά μου, ημπορείς
+να ξεθυμάνης εναντίον εις ένα τολμηρόν, ο οποίος επρόστρεξεν εις
+την δυναστείαν διά να σε απολαύση· μα στοχάσου, σε παρακαλώ
+πρώτον, ότι ετούτος ο τολμηρός πως είναι ο βασιλεύς του Αστραχάν,
+ο οποίος δεν έλειψε που να σε γυρεύση του βασιλέως πατρός σου διά
+γυναίκα του, και δεν εισακούσθη.
+
+Αν εγώ έμεινα εκστατικός διά την αιφνίδιον φανέρωσιν της Ρετζίας
+ημπορείτε να στοχασθήτε ότι αυτή δεν έμεινεν ολιγώτερον,
+ευρισκομένη εις μίαν στιγμήν εις ένα τόπον αγνώριστον. Εγώ
+εκαρτερούσα (και δεν ήτον δίχως δίκαιον) μίαν χάλαζαν από
+ονειδισμούς οπόταν αυτή η βασιλοπούλα γνωρίζοντάς με, ερχομένη
+ολίγον εις τον εαυτόν της από την έκστασίν της, μου ωμίλησε με
+τούτον τον τρόπον· Εγώ ήθελα είμαι χωρίς αμφιβολίαν θυμωμένη εις
+άλλον καιρόν εναντίον της τόλμης σου, μα δεν ημπορώ να κάμω άλλο,
+παρά να σου την συμπαθήσω· ήμουν εις την ακμήν να στεφανωθώ έναν
+βασιλέα που δεν ημπορούσα να τον υποφέρω, και ούτε να τον ιδώ,
+τόσον μισητός μου ήτον· δεν ημπορώ να κλαυθώ διά μίαν δυναστείαν
+που με βάνει εις φύλαξιν από έναν που μου ήτον μισητός, και έμελλα
+να του είμαι ως γυναίκα.
+
+Και πώς, ω Ρετζία, την αντίκοψα, εσύ δεν είσαι γυναίκα του
+βασιλέως της Γάζνας; όχι, ω κύριέ μου, εξαναείπεν η βασιλοπούλα
+εγώ ακόμη δεν είχα γίνει· επειδή και αφού εμίσευσεν ο Αμπασατόρος
+σου από την αυλήν του πατρός μου έτυχαν τόσα συμβεβηκότα, που
+εμπόδισαν την υπανδρείαν μου έως τώρα, και δεν ήσαν άλλο παρά
+τρεις ημέρες, που είχα φθάσει εις την Γάζναν προς τον μισημένον
+μου νυμφίον, και εκεί που εγένονταν οι χαρές του στεφανώματός μου
+αρπάχθηκα αιφνιδίως από την μέσην των δούλων μου, και εις μίαν
+στιγμήν εφέρθηκα εδώ που με βλέπεις.
+
+Έλαβα τόσην αγαλλίασιν εις το να ακούσω ότι η Ρετζία δεν ήτον
+υπανδρευμένη, και από την χαράν μου εφώναξα. Αχ, βασίλισσά μου,
+δεν ηξεύρω πώς να ευχαριστήσω τον ουρανόν, που μου έδωσε την χάριν
+να σε απολαύσω, καθώς επιθυμούσα· εγώ δεν είμαι άξιος να ανταμείψω
+την ευεργεσίαν του Αβικένα, που μου έκαμεν. Αυτά και άλλα παρόμοια
+λέγοντας εκατάλαβα την Ρετζίαν, που έκλινεν εις την αγάπην μου.
+Και διά περισσοτέραν βεβαίωσίν μου μού έδειξε φανερώς και μου
+είπεν, ότι αποφάσισα να στερεώσω την καλήν σου τύχην· φθάνει μόνον
+να ημπορέσης να λάβης και τον λόγον του πατρός μου του βασιλέως.
+Εσυμβουλεύθηκα επάνω εις τούτο με τον Αβικένα, ο οποίος μου είπε
+στείλε, ω Αυθέντη, έναν Αμπασοτόρον, διά να δώση την είδησιν του
+Σουλτάνου διά την κατάστασιν της θυγατρός του, να την γυρέψη εις
+γυναίκα σου, και διά τα λοιπά που ημπορούν να ακολουθήσουν, άφες
+να κάμω εγώ. Έκαμα κατά την συμβουλήν του φιλοσόφου, και
+εξανάστειλα τον Χασάν διά απεσταλμένο προς τον βασιλέα της
+Καρίσμου, έπειτα επήρα την Ρετζίαν, και την έβαλα εις το χαρέμι
+μου, εις μέρος ξεχωριστόν, και αναμέναμεν την απόφασιν του πατρός
+της με μεγάλην ανυπομονησίαν. Ως τόσον τον Αβικένα, διά την χάριν
+την μεγάλην που έκαμε, τον εκράτησα εις την αυλήν μου, και του
+έκαμα τες μεγαλύτερες τιμές που ένας βασιλεύς ημπορούσε να κάμη
+προς έναν, από τον οποίον γνώριζε την ευτυχίαν του. Και διά
+περισσοτέραν τιμήν τον έκαμα απόκρυφόν μου συμβουλάτορα και τον
+είχα πάντα μαζί μου, και έτρωγεν εις το τραπέζι μου και
+ευρίσκονταν πολλά ευχαριστημένος διά τες ανταμοιβές που έκαμα.
+
+Κάνει χρεία να διηγηθώ κατά το παρόν εις ποίαν κατάστασιν ο Χασάν
+εύρε την αυλήν της Καρίσμου οπόταν εκεί έφθασεν. Ο Σουλτάνος ευθύς
+που έμαθε τον αρπαγμόν της θυγατρός του από την αυλήν του βασιλέως
+της Γάζνας, εσυνάθροισεν όλους τους Αστρολόγους του βασιλίου του
+διά να εξετάξουν το τι έγινεν η θυγατέρα του. Και ένας πολλά
+επιτήδειος εφανέρωσε πως η βασιλοπούλα ευρίσκονταν εις το παλάτι
+μου, και πως εγώ έκαμα και την άρπαξαν· και επάνω εις τούτο το
+θεμέλιον έστειλε μεντζίλι ευθύς εις τον βασιλέα της Γάζνας δίδοντάς
+του την είδησιν πως η θυγατέρα του αρπάχθη από εμένα· και πως ευθύς
+να ετοιμάση όλα τα στρατεύματα και να ανταμωθούν με αυτόν διά να
+έλθουν ομού εναντίον μου, να μου χαλάσουν το βασίλειον διά την
+ατιμίαν που τους έκαμα. Ως τόσον ο απεσταλμένος μου ο Χασάν
+φθάνοντας επάνω εις αυτές τες σύγχυσες επήγε να παρουσιασθή εις τον
+Σουλτάνον κατά την συνήθειαν, και να του αναγγείλη την υπόθεσιν,
+διά την οποίαν επήγεν.
+
+Ο Σουλτάνος βλέποντάς τον του είπε με αγριωμένον πρόσωπον.
+Καταλαμβάνω καλώτατα την υπόθεσιν διά την οποίαν ήλθες· εσύ
+έρχεσαι εδώ από όνομα του παρανόμου αυθέντος σου διά να μου
+αναγγείλης πως αυτός κρατεί εις το παλάτι του την θυγατέρα μου
+εναντίον κάθε δικαιοσύνης, μα θέλει το μετανοήσει πολλά ογλήγορα
+διά την εντροπήν που μου έκαμε· και διά να κάμω αρχήν του θυμού
+μου, προστάζω να σου κόψουν το κεφάλι, και ελπίζω ότι με τούτον
+τον τρόπον θα μεταχειρισθώ και τον άνομον αυθέντην σου, που διά
+μέσον της μαγικής τέχνης κανενός θανατηφόρου μάγου μου άρπαξε την
+θυγατέρα, και έκαμε αυτήν την ατιμίαν εις το παλάτι μου. Και έτσι
+λέγοντας επρόσταξε τον τζελάτην του, να κόψη την κεφαλήν του Χασάν
+εις το μέσον της αυλής του. Ο ταλαίπωρος Χασάν εφέρθη κακώς,
+έχοντας από τον τζελάτην εις την μέσην της αυλής, που ήτον
+συναγμένος άπειρος λαός, διά να ιδούν τον θάνατόν του. Και τον
+καιρόν που ο τζελάτης είχε σηκώσει το σπαθί διά να του κόψη το
+κεφάλι, αρπάχθη εις τον αέρα ο Χασάν, και έγινεν άφαντος από τους
+οφθαλμούς των περιεστώτων· το οποίον επροξένησε τόσον εις τον
+Σουλτάνον, ωσάν και εις τον λαόν, μεγάλον θαυμασμόν και φόβον.
+
+Ο Σουλτάνος εστοχάσθη με δίκαιον τρόπον, ότι με την ιδίαν δύναμιν,
+που αρπάχθη η θυγατέρα του, αρπάχθη και ο Χασάν από τον θάνατον,
+διά το οποίον αγρίεψε πολλά περισσότερον από το πρώτον και ευθύς
+επρόσταξεν ότι να υπάγουν να πιάσουν τους ανθρώπους του
+απεσταλμένου να τους θανατώσουν, διά να ξεθυμάνη την οργήν του. Μα
+πηγαινάμενοι οι φύλακες δεν ηύραν κανέναν, επειδή και αρπάχθηκαν
+και αυτοί από τους δούλους του Αβικένα τον ίδιον καιρόν, που
+αρπάχθη και ο αυθέντης τους. Αυτά όλα τα έμαθα από τον Χασάν που
+ευθύς εφανερώθη έμπροσθά μου, και μου τα εδιηγήθη όλα και μου
+εφανέρωσε περιπλέον τες μεγάλες ετοιμασίες, που έκανε ο Σουλτάνος
+της Καρίσμου ομού με εκείνον της Γάζνας, διά να έλθουν καταπάνω
+μου, να αφανίσουν το βασίλειόν μου κατά κράτος. Ήτο παρών και ο
+Αβικένας οπόταν ο Χασάν μου εδιηγούνταν αυτά, διά τα οποία εγέλασε
+μεγάλως. Έπειτα με εβεβαίωσε πως να μη φοβηθώ τίποτε, επειδή και
+αυτός θέλει έχει όλην την επιμέλειαν να γυρίση όλα τα πράγματα
+κατά την γνώμην του. Ευχαρίστησα τον φιλόσοφον διά την προθυμίαν
+και αγάπην που προς εμέ έφερνε, και αντίς να φοβηθώ τες ετοιμασίες
+των εχθρών μου δεν έβλεπα την ώραν πότε να φθάσουν εις τα σύνορα
+μου· επειδή και ήμουν βέβαιος πως δεν ήθελαν με βλάψει, έχοντας
+μαζύ μου τον αγαπημένον μου Αβικένα.
+
+Δεν επέρασαν πολλές ημέρες και εκείνοι οι δύο βασιλείς χωρίς
+αργοπορίαν επλησίαζαν εις τα σύνορα του βασιλείου μου. Τότε ο
+Αβικένας έρχεται προς εμένα και μου λέγει να συμμάσω ένα ολίγον
+στράτευμα, και να έβγωμεν εις συναπάντησιν των εχθρών μου. Εγώ
+έκαμα καθώς με επρόσταξε· και οπόταν εστάθηκαν όλα έτοιμα,
+εβαλθήκαμεν με τον Αβικένα εις την κεφαλήν του στρατεύματός μου,
+και εκινήσαμεν και ήλθαμεν ολίγον μακράν από τους εχθρούς μου.
+Τότε ο φιλόσοφός μου με την τέχνην του έκαμε να γεννηθούν κάποιες
+ασυμφωνίες και διαφορές ανάμεσα του Σουλτάνου και του βασιλέως της
+Γάζνας, και τόσον επλήθυναν, που εγύρισαν τα άρματά τους εναντίον
+ο ένας του άλλου. Και ύστερον από ένα μακρόν πόλεμον ανάμεσόν
+τους, ο βασιλεύς της Γάζνας έμεινε φονευμένος μαζή με όλον του το
+στράτευμα, και ο Σουλτάνος έμεινε νικητής και αυθέντης όλου του
+κάμπου και του πολέμου. Μα δεν έλαβε την ευχαρίστησιν διά να χαρή
+τελείως την νίκην του, επειδή και ημείς μανθάνοντες τα πάντα
+εβγήκαμεν έμπροσθέν του με το στράτευμα που είχα, και αρχίσαμεν να
+τον κτυπώμεν, τόσον που ευρισκόμενος εις στενοχωρίαν επαραδόθη εις
+τας χείρας μου, και τον έφερα εις το Αστραχάν.
+
+Έλαβε αιτίαν να ευχαριστηθή διά τον τρόπον, με τον οποίον τον
+επεριποιήθηκα· επειδή και εις την αυλήν μου έλαβε κάθε τιμήν που
+να ήτον. Τίποτε δεν εψήφισα που να κάμω διά να τον ιλαρώσω και να
+τον καταπραΰνω διά να συγκλίνη διά να λάβω την θυγατέρα του εις
+γυναίκα, το οποίον δίχως πολύν κόπον το απόλαυσα· και εξ όλης
+καρδίας ευχαριστήθη διά να του γένω γαμβρός. Λαμβάνοντας δε τον
+λόγον του Σουλτάνου δεν ωμιλούσα πλέον άλλο, παρά διά χαρές· οι
+οποίες έγιναν πολλά ένδοξες διά να εορτάσουν την υπανδρείαν μου·
+και ο λαός του παλατίου μου και της χώρας, ήτον δοσμένοι εις τες
+χαρές και αγαλλίασες διά έναν ολόκληρον χρόνον, και διά να ειπώ
+καλύτερον ακολουθούν ακόμη από εκείνον τον καιρόν έως σήμερον.
+
+Ο Σουλτάνος ύστερον από τους γάμους εμίσευσε πολλά ευχαριστημένος
+διά το βασίλειόν του, αφίνοντάς την θυγατέρα του εις πολύ
+ευτυχισμένην κατάστασιν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την ευχαρίστησίν
+μου και την ηδονήν, που είχα εις την απόκτησιν της ωραίας Ρετζίας
+ομοίως και αυτή έδειχνε πολλήν αγάπην και ευχαρίστησιν να
+ευρίσκεται με εμένα. Και καθημερινώς επήγαινεν αυξάνοντας και των
+δύο μας η ευχαρίστησις και η αγάπη, και τέλος πάντων εζούσαμεν με
+μίαν τελείαν ομόνοιαν, οπόταν αιφνιδίως εκείνος ο ίδιος, που
+εστάθη ο αίτιος της ευτυχίας μου, μας αναποδογύρισεν όλες μας τες
+ηδονές, και εκατάντησε την ευτυχίαν μας εις κατάστασιν αξίαν
+δακρύων και ευσπλαχνίας, ως θέλετε τον ακούσει.
+
+Ο Αβικένας, χωρίς να ημπορέσουν να τον εμποδίσουν οι μεγάλες του
+επιστήμες, ελκύσθη από τους οφθαλμούς της Ρετζίας μίαν θανατηφόρον
+αγάπην, η οποία εστάθη το αίτιον της δυστυχισμένης μας ζωής. Διά
+να δείξω εκείνου του φιλοσόφου την άκραν αγάπην, και σέβας που εις
+αυτόν είχα, τον άφινα να βλέπη και καθημερινώς να συναναστρέφεται
+με την Ρετζίαν· η συχνή συναναστροφή που επερνούσεν ανάμεσόν τους
+ηύξανε τον έρωτα του φιλοσόφου, και δεν ημπόρεσε πλέον να τον
+κρύψη· όθεν τον εφανέρωσε της Ρετζίας. Η βασίλισσα εδείχθη πολλά
+συγχισμένη από μίαν τέτοιαν τολμηράν ομολογίαν, μα στοχαζομένη
+ωσάν φρόνιμη, ότι έκανε χρεία να φερθή με εύμορφον τρόπον με έναν
+άνθρωπον, του οποίου την δύναμιν αυτή εφοβούνταν, του ωμίλησε με
+ιλαρόν πρόσωπον με τούτον τον τρόπον· Αβικένα, του είπεν, έλα εις
+τον εαυτόν σου, σε παρακαλώ και νίκα και θριάμβευσε τους
+στοχασμούς που μου φανερώνεις· στοχάσου την αγάπην, και το σέβας
+που ο βασιλεύς εις εσένα προσφέρει· εκείνος ο βασιλεύς εσύ καλά
+ηξεύρεις πως με λατρεύει, ομοίως και εγώ πόσον τρυφερά τον αγαπώ·
+όθεν είναι αδύνατον εγώ να αγαπήσω άλλον, παρά αυτόν μόνον· παύσε
+το λοιπόν, σε παρακαλώ, εις το να θελήσης να συγχίσης μίαν
+ομόνοιαν, που εσύ μοναχός σου την εστερέωσες.
+
+Ο εύμορφος τρόπος, και η γλυκύτης, με την οποίαν ωμίλησεν η
+Ρετζία, δεν έκαμαν άλλο του φιλοσόφου, παρά να τον κάμουν πλέον
+τολμηρόν και αυθάδη. Αυτός ακολούθησε να μιλήση διά τον έρωτά του,
+και εβίασε τόσον την Ρετζίαν διά να του ανταποκριθή, που τέλος
+πάντων την έκαμε να χάση την υπομονήν της, και άρχιζε να τον
+ονομάζη αδιάκριτον και αυθάδη, και ωνείδισε την τόλμην του με
+πρόσωπον πολλά άγριον και θυμωμένον. Ο φιλόσοφος εις αυτούς τους
+ονειδισμούς από την εντροπήν του ευθύς μετέβαλε την αγάπην του εις
+τόσον μίσος, και από γλυκύς αγαπητικός που εδείχνονταν, έγινεν
+εχθρός θηριώδης και ανήμερος· εθεώρησε την βασίλισσαν με ένα
+βλέμμα φοβεριστικόν και άγριον, έπειτα της είπεν· αχάριστη, μη
+στοχάζεσαι ότι εγώ θα σε αφήσω να μου καταφρονέσης με αυτόν τον
+τρόπον την αγάπην μου; εσύ θέλεις ενθυμηθή διά πολύν καιρόν με
+μεγάλην σου θλίψιν την παρακοήν που μου έκαμες· θέλω να σε
+παιδεύσω εις εκείνο το μέρος, που σου είναι περισσότερον
+αισθαντικόν, διά να μην έχης πλέον άνεσιν. Έτσι λέγοντας εφύσησε
+εις το πρόσωπόν της Ρετζίας και ύστερον που είπε κάποια λόγια
+μυστικά, έγινεν άφαντος.
+
+Η βασίλισσα έμεινεν έμφοβος από τέτοιους φοβερισμούς, μα μην
+αγροικώντας καμμίαν μεταλλαγήν επάνωθέν της, εστοχάσθη ότι ο
+Αβικένας ευχαριστήθη μόνον εις το να την φοβίση. Ύστερον δε αφού
+είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ
+εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν
+την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της
+έκαμεν. Ετούτο λοιπόν είνε το θλιβερόν αίτιον που συγχίζει την
+ανάπαυσιν της ζωής μου· ώστε όσον δυστυχής και αν είμαι χρεωστώ
+ακόμη να ευχαριστήσω τον Ουρανόν που ο Αβικένας δεν μου άρπαξε την
+Ρετζίαν, για να με υστερήση τελείως από αυτήν, και παρηγορούμαι
+καμμίαν φοράν, βλέποντάς την από μακρόθεν· ειδέ από σιμά είδετε
+την μεταλλαγήν που κάνει.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, του Βεζύρη του και
+του Μυστικού του.&
+
+
+
+Ο βασιλεύς του Αστραχάν Ορμώζ, ωσάν ετελείωσε την ιστορίαν του, ο
+Βεδρεδίν τον ευχαρίστησε, που εκαταδέχθη να του πληρώση την
+περιέργειαν, και τον ίδιον καιρόν τον εβεβαίωσε πως αγροικούσε
+μέγαν πόνον εις την καρδίαν του διά την ανησυχίαν της ζωής του·
+έπειτα από αυτά ετούτοι οι δύο βασιλείς εχωρίσθησαν, και ο
+βασιλεύς Βεδρεδίν ευθύς εμίσευσε με τον Ταλμούχ και τον Σεήφ, διά
+να υπάγουν εις άλλο βασίλειον. Η κατάστασις εις την οποίαν είδαν
+την βασίλισσαν Ρετζίαν, εστάθη πάντα η ομιλία τους εις την
+στράταν. Και μίαν ημέραν που εσυνομιλούσαν επάνω εις αυτήν, ο Σεήφ
+λέγει του Βεδρεδίν. Αφέντη, κάνει χρεία να ειπούμεν την αλήθειαν
+ότι δεν είναι ωραιότης πλέον τελεία, ούτε υποκείμενον πλέον
+ευγενικόν από εκείνο της Ρετζίας· μα με όλον τούτο, ακολούθησε
+χαμογελώντας, που και ημείς την εκυττάξαμεν με επιμέλειαν, δεν
+βλέπω κανέναν από ημάς τους τρεις να έχασε το λογικόν του· και διά
+λόγου μου λογιάζω, ότι η μορφή της εικόνος της Αλγεμάλ, που βαστώ
+κοντά μου, να με εδιαφύλαξεν. Και εγώ είπεν ο Ταλμούχ, είμαι εις
+την ιδίαν κατάστασιν, και δεν είναι να το θαυμάσης, που παρομοίως
+δεν ετρελλάθηκα επειδή και η ενθύμησις της Τζελίκας, που διά
+παντός στέκει εις την καρδίαν μου καρφωμένη με κάνει αναίσθητον
+εις τες άλλες ευμορφάδες των γυναικών· εκείνο που το λοιπόν μας
+προξενεί θαυμασμόν, είπεν ο Σεήφ, είναι η σταθερότης του βασιλέως
+αυθέντος μας, ο οποίος, με όλον που μη όντας δοσμένος εις αγάπην
+καμμιάς γυναικός, δεν εβλάφθη από τες νοστιμάδες της Ρετζίας.
+
+Εσείς είσθε εις μεγάλον λάθος, είπε τότε ο Βεδρεδίν, εις το να
+πιστεύετε ότι εγώ να μην είμαι τρωμένος από αγάπην, και αυτό
+προέρχεται, με το να με στοχάζεσθε χωρίς αγαπητικήν, μα διά να σας
+εβγάλω από την φαντασίαν, θέλω σας ειπεί, πως αγαπώ και εγώ
+παρομοίως ωσάν και εσάς και ότι η αυτή αγάπη μοναχά με εμποδίζει
+να είμαι τελείως ευτυχισμένος. Δεν είναι μία βασίλισσα που να
+βασιλεύη εις την καρδίαν μου, αυτή είναι μία γυναίκα ταπεινής
+καταστάσεως που με κυριεύει. Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ αυτήν την
+ιστορίαν· δεν είχα γνώμην ποτέ να σας, φανερώσω ένα παρόμοιον
+απόκρυφον, μα με το να μου δίδετε την αιτίαν θέλω να το κάμω
+πασίδηλον.
+
+
+
+&Ιστορία της ωραίας Αροούγιας.&
+
+
+
+Είναι ολίγοι χρόνοι ακολούθησεν αυτός, που ευρίσκονταν εις την
+Δαμασκόν ένας γέροντας πραγματευτής, ονόματι Βανάης· είχεν αυτός
+ένα ευμορφώτατον σπήτι με δύο μαγαζιά γεμάτα από πανιά της Ινδίας,
+και άλλα διάφορα μεταξωτά πλούσια· είχε και μίαν νέαν γυναίκα, που
+εις την εμορφιά ημπορούσε να παρομοιασθή με εκείνην της Ρετζίας. Ο
+Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με
+πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα,
+εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν,
+εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον
+ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν·
+έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον
+κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και
+έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη.
+
+Οπόταν είδε τον εαυτόν του υστερημένον από την καλήν του τύχην,
+επρόστρεξεν εις τους φίλους του, διά να τον συντρέξουν, μα δεν
+έλαβε καμμίαν βοήθειαν, με όλον που τους είχε κάμει πολλάς
+ευεργεσίας. Επίστευεν αυτός, ότι το ολιγώτερον, εκείνοι που του
+εχρεωστούσαν θα ήθελαν του επιστρέψει εκείνα, όσα τους είχε
+δανείσει· μα ποίος του τα αρνούνταν, και ποίος δεν ήτον εις στάσιν
+δια να τον πληρώση, και όλα αυτά επροξένησαν μεγάλην θλίψιν εις
+τον Βανάην, και από τον πόνον του έπεσεν άρρωστος. Τον καιρόν δε
+που ήτον άρρωστος, ενθυμήθη κατά τύχην, που είχε δανείσει ένα
+Χόντζα χίλια φλωριά, και ούτω κράζει την γυναίκα του και της
+λέγει· ω ακριβή μου Αροούγια, δεν κάνει χρεία με όλον τούτο να
+απελπισθούμεν· ενθυμούμαι που εδάνεισα χίλια φλωριά του Χόντζα
+Ισμαήλ· ύπαγε προς αυτόν, και ειπέ του πως τον περικαλώ να μας τα
+επιστρέψη, επειδή έχομεν χρείαν μεγάλην. Η Αροούγια ευθύς
+εμπουλώθη και υπήγεν εις το σπήτι του Χόντζα· ο οποίος την εδέχθη
+με ευγένειαν και αφού την έβαλε και εκάθησε, της ερώτησε την
+αιτίαν που εις αυτόν ήλθεν. Αφέντη Χόντζα, απεκρίθη η Αροούγια
+σηκώνοντας το επανωμπούλωμα από τα μάτιά της, εγώ είμαι γυναίκα
+του πραγματευτού Βανάη· ο οποίος με έστειλε να σε περικαλέσω να
+του κάμης την χάριν να του επιστρέψης τα χίλια φλωριά, που σε είχε
+δανείσει, επειδή και ευρισκόμασθε εις μεγάλην χρείαν.
+
+Ο Χόντζας βλέποντάς την Αροούγιαν τόσον ωραίαν και που να του
+ομιλή με τόσην ευγένειαν, ετρώθη εις την καρδίαν από την
+ευμορφάδα της, και της λέγει· ω ευμορφοτάτη μου κυρά, εγώ μετά
+πάσης χαράς θέλω σου δώσει αυτά που ζητείς, όχι ωσάν πράγμα που
+του χρεωστώ του ανδρός σου, μα διά το χατήρι σου που μου έκαμες
+την τιμήν να έλθης εις το σπήτι μου· αγροικώ ότι η θεωρία σου με
+κάνει να έβγω από τον εαυτόν μου, εσύ ημπορείς να με κάμης
+ευτυχισμένον ανταποκρινομένη εις την επιθυμίαν που μου προξενείς,
+και αν θελήσης να με υπακούσης, σου τάσσω πως αντίς διά χίλια
+φλωριά, θέλω σου δώσει δύο χιλιάδες, και σε βεβαιώνω ότι θα σου
+είμαι διά παντός σκλάβος. Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά
+να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις
+την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον
+άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να
+μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της
+Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και
+δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου. Δος μου το λοιπόν
+τα φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, και μη χάνης τον καιρόν
+σου να βιάζης μίαν καρδιάν, που εναντιώνεται εις την επιθυμίαν
+σου. Ο Χόντζας έμεινεν εντροπιασμένος διά τους ονειδισμούς, που η
+Αροούγια του έκαμε, και όντας άνθρωπος κακής διαθέσεως, ευθύς
+εμετάβαλε την αγάπην εις θυμόν και είπεν· Ύπαγε απ' εδώ, ω τολμηρά
+γυναίκα, τίποτε δεν χρεωστώ του ανδρός σου· και καθώς αυτός ο
+άγνωστος γέροντας εχαλάσθη από την κακήν του κυβέρνησιν, έτσι
+έχασε και τον νουν του, και δεν ηξεύρει τι ζητεί. Και έτσι
+λέγοντάς την έκαμεν ευθύς να έβγη από το σπήτι του και ολίγον
+έλειψε που να την δείρη.
+
+Η δυστυχισμένη νέα εγύρισεν εις το σπήτι της με τα δάκρυα εις τα
+μάτια· ακριβέ μου Βανάη, είπε του ανδρός της, ο Χόντζας Ισμαήλ και
+αυτός ωσάν τους άλλους αρνείται το όσον σου χρεωστεί, μα δεν
+φθάνει αυτό αλλά ηθέλησεν ακόμη να μου βιάση την τιμήν· Ω τι
+αχάριστος που είνε, εφώναξεν ο πραγματευτής· είνε δυνατόν αυτός να
+με αφήση να χαθώ, τον καιρόν που τον εμπιστεύθηκα, και του έδωκα
+το εδικόν μου, και τώρα με τόσην αδιακρισίαν να μου το αρνείται;
+ετούτο δεν ημπορώ να το υποφέρω· θέλω να τρέξω εις την
+δικαιοσύνην· ύπαγε εις τον Κατή και ανάγγειλέ του την υπόθεσιν·
+εκείνος είνε ένας κριτής αυστηρός και εχθρός της αδικίας, και
+ελπίζω ότι θα λάβη διά εμέ σπλάγχνος, και να μου κάμη δικαιοσύνην.
+
+Η νέα γυναίκα του πραγματευτού επήγεν ευθύς εις τον Κατή, και
+επαρουσιάσθη έμπροσθέν του εκεί που έδιδεν ακρόασιν του λαού. Ο
+Κατής, που φυσικά αγαπούσε τες γυναίκες, ευθύς που την εγνώρισεν
+από το φέρσιμόν της, πως θα είναι μία ωραία γυναίκα, σηκωνόμενος
+από εκεί που εκάθονταν, επλησίασεν εις αυτήν, και την επήρε και
+την έφερεν εις έναν παραοντά και αφού την έβαλε και εκάθησε την
+υποχρέωσε διά να σηκώση το απανωμπούλωμα από τους οφθαλμούς της·
+μα ο Κατής ευθύς που είδε την ωραιότητά της έμεινε τρωμένος
+παρομοίως ωσάν τον Χόντζα, και όλος γεμάτος από αγάπην· ω ωραίον
+τριαντάφυλλον εφώναξεν, ειπέ μου τι ζητάς·, και διά ποίαν υπόθεσιν
+ήλθες; και στάσου βέβαιη, ότι διά λόγου σου θέλω κάμει ότι με
+προστάξης. Αυτή τότε του εδιηγήθη την κακοτροπίαν του Χόντζα, και
+την άρνησιν που έκανεν εις τα όσα τον είχε δανείσει ο άνδρας της,
+και τον επερικαλούσεν, ότι με την εξουσίαν του να τον κάμη να τα
+πληρώση. Ετούτο είνε πολλά δίκαιον, απεκρίθη ο Κατής· εγώ θέλω τον
+κάμει να πληρώση χωρίς άλλο, και θέλω εύρει τον τρόπον να του τα
+βγάλω από τα σπλάγχνα. Μα ω ωραιοτάτη θεά, (ακολούθησεν αγαπητικά
+μιλώντας) στοχάσου σε παρακαλώ ότι το πουλί της καρδιάς μου
+ευρίσκεται φυλακωμένον εις τας παγίδας της ωραιότητός σου,
+υποσχέσου εκείνο που αρνήθης του Χόντζα, και τούτην την στιγμήν
+θέλω σου χαρίσει τέσσαρες χιλιάδες φλωριά.
+
+Εις τούτα τα λόγια η Αροούγια εδόθη εις πικρότατον κλαύσιμον. Ω
+ουρανέ, είπε, δεν ευρίσκεται σωφροσύνη το λοιπόν εις τους
+ανθρώπους; δεν ημπορώ να συναπαντήσω έναν, που να έχη φόβον Θεού;
+εκείνοι οι ίδιοι που έχουν το φορτίον να παιδεύουν τους
+κακοποιούς, δεν έχουν αντίρρησιν να κατορθώσουν μεγαλύτερες
+παρανομίες; Και έτσι λέγοντας αυτή εμίσευσε με τα δάκρυα εις τα
+μάτια, και ήλθεν εις τον άνδρα της, και του εδιηγήθη πως δεν έκανε
+τίποτε ουδέ με τον Κατή. Εκακοφάνη κατά πολλά του Βανάη που δεν
+εύρηκε κανέναν να του κάμη δικαιοσύνην, και με πόνον καρδίας είπε
+προς την γυναίκα του. Αγαπημένη μου γυναίκα, άλλη ελπίδα εις ημάς
+δεν είνε, παρά να προστρέξης εις τον βεζύρην και ελπίζω ότι αυτός
+να μας κάμη δικαιοσύνην· ειδέ και αυτός δεν μας υπακούση, δεν
+είμεθα πλέον διά τον κόσμον· Την ερχομένην ημέραν η Αροούγια
+μπουλωμένη επήγεν εις τον βεζύρην, τον οποίον ευρίσκοντάς τον
+μοναχόν του ανήγγειλε την υπόθεσιν, που την εβίαζε να προστρέξη
+προς αυτόν. Ο βεζύρης που και αυτός ήτο ένας που δεν εμισούσε τες
+γυναίκες, αφού και την έκαμε να ξεσκεπάση το πρόσωπόν της με
+ευγενικόν τρόπον, δεν έμεινεν ολιγώτερον πληγωμένος από τον Χόντζα
+και από τον Κατή· και όλος γεμάτος από θαυμασμόν εφώναξεν. Ω,
+πόσες νοστιμάδες και ωραιότητας βλέπω· ποτέ εις την ζωήν μου
+παρόμοια δεν είδα, ω τι ευγενικόν υποκείμενον, που εις τους
+οφθαλμούς μου παρασταίνεται· είνε αμαρτία μίαν τέτοιαν ωραιότητα
+να την χαίρεται ένας αδύνατος γέρων. Μην αμφιβάλλεις, ω ωραιοτάτη
+νέα, γυρίζοντας, προς αυτήν είπε, διά να κάμω τον Χόντζα να
+επιστρέψη εκείνα που χρεωστεί, όλην μου την επιμέλειαν θέλω βάλει
+διά να σε δείξω ευχαριστημένην, και θέλω τον στενοχωρήσει εις
+τρόπον, που να μην απεράσουν τρείς ώρες και τα χίλια φλωριά θα σου
+τα φέρη ο ίδιος· μα ακριβή μου νέα άλλην ανταμοιβήν δεν ζητώ από
+λόγου σου, διά την χάριν που μέλλω να σου κάμω παρά να κλίνης εις
+την επιθυμίαν μου, και έξω που θέλω σου εβγάλει τα χίλια φλωριά
+από τον αυτόν Χόντζα, θέλω σου χαρίσει και εγώ άλλες δέκα χιλιάδες
+φλωριά.
+
+Καθώς η ωραία Αροούγια δεν είχε μεγαλύτερην επιθυμίαν να
+ευχαριστήση τον βεζύρην απ' ότι ευχαρίστησε τους άλλους, έτσι
+εμίσευσε και από αυτόν πολλά θλιμμένη, και ήλθεν εις το σπήτι της.
+Ω, Βανάη, είπε, του ανδρός της, τίποτα πλέον δεν ημπορούμεν να
+ελπίσωμεν. Κανείς δεν μας συντρέχει, κανείς δεν μας κάνει
+δικαιοσύνην τι έχομεν να γένωμεν το λοιπόν; ετούτα τα λόγια έφεραν
+τον γέροντα εις την υστερινήν απελπισίαν, και άρχισε να λέγη
+χίλιες κατάρες εναντίον των ανθρώπων και τον καιρόν που ήθελε να
+τες ξαναειπή, η Αροουγία τον απόκοψε λέγοντας. Παύσε του να
+καταράσαι τους αυτουργούς της δυστυχίας μας· τι άνεσιν ευρίσκεις
+που να θλίβεσαι και να βλασφημάς με αυτόν τον τρόπον; είνε
+καλύτερον να στοχασθούμεν άλλα μέσα, διά να ημπορέσωμεν να
+βγάλωμεν το εδικόν μας· μην αδημονάς πλέον, ότι ετούτην την
+στιγμήν ο Προφήτης με εφώτισεν ένα εφεύρεμα πολλά ωφέλιμον μην μου
+ζητάς ποίον είνε· στάσου βέβαιος εις τους λόγους μου, και θέλεις
+ιδεί μίαν ογλήγορον εκδίκησιν, που μέλλω να κάμω του Χόντζα, του
+Κατή και του Βεζύρη, η οποία θέλει γίνει με όνομα εις όλην την
+χώραν και με τούτον τον τρόπον θέλομεν λάβει και το εδικόν μας,
+και θέλομεν επαινεθή και από τον κόσμον.
+
+Η γυναίκα του πραγματευτού εβγήκεν ευθύς και επήγε και αγόρασε
+τρία ντουλάπια, που ημπορούσε το καθένα να χωρέση από ένα άνθρωπον
+μέσα, και έκαμε να τα φέρουν εις το σπήτι της· έπειτα ενδύθη τα
+πλέον ευγενικά της φορέματα, και εστολίσθη με τα διαμαντικά που
+είχε και ούτω καλλωπισμένη εφέρθη εις την οικίαν του Χόντζα διά να
+τον βάλη εις τα δίκτυά της κατά πως επιθυμούσε, τον οποίον
+ευρίσκοντάς τον μοναχόν, εξεσκέπασε το πρόσωπόν της χωρίς να
+καρτερέση να της το ειπή αυτός· την οποίαν όταν την είδεν έμεινε
+πλέον λαβωμένος από την πρώτην φοράν· και αυτή με τούτον τον
+τρόπον του ωμίλησεν· εφέντη Χόντζα, είμαι εδώ να σε παρακαλέσω διά
+να μου δώσης τα χίλια φλωριά που χρεωστείς του ανδρός μου, επειδή
+και ευρισκόμαστε εις μεγάλην ανάγκην, και αν διά το χατήρι μου το
+κάμης αυτό σου τάσσω ότι θα ανταποκριθώ εις την θέλησίν σου.
+Εύμορφη κυρά, απεκρίθη ο Χόντζας, εγώ είμαι πάντοτε εις την ίδιαν
+γνώμην· έχω έτοιμα δύο χιλιάδες φλωριά διά να σου χαρίσω, αν μου
+κάμης την ευχαρίστησιν. Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι
+με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις,
+και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε
+ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου·
+θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά
+να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς
+επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου. Ο Χόντζας
+από την χαράν του έτρεξε διά να την αγκαλιάση και αυτή με
+επιδέξιον τρόπον εβγήκεν από τας χείρας του χωρίς να την εγγίξη·
+και αφού τον είδε πως ήτον φερμένος καλά εις τα δίκτυά της, και
+αποφασισμένος διά να υπάγη εις το σπήτι της, εβγήκεν από εκεί και
+επήγε και έκαμε τον ίδιον δόλον τόσον του Κατή, ωσάν και του
+Βεζύρη τους οποίους τους υπεχρέωσε τόσον, που δεν έβλεπαν την ώραν
+διά να υπάγουν να απολαύσουν την ωραιότητα που επιθυμούσαν· των
+οποίων εδιώρισε και των τριών διά να υπάγουν μίαν ώραν υστερώτερα
+ο ένας από τον άλλον, διά να μην υπάγουν και οι τρεις εις ένα
+καιρόν και ξεσκεπασθή ο δόλος της.
+
+Αφού και υπεχρέωσε με τούτον τον τρόπον και τους τρεις παθητικούς
+αγαπητικούς, εμίσευσε και ήλθεν εις το σπήτι της, και εκεί έκαμε
+να ετοιμάσουν διάφορα φαγητά, και γλυκίσματα, διά να δεχθή τους
+φίλους της, και να τους πλανέση με νόστιμον τρόπον. Αυτή είχε μίαν
+σκλάβαν πολλά πιστήν, εις την οποίαν εξεμυστηρεύθη τον δόλον της,
+και τα όσα ήθελε να κάμη, και της έδωσε κάθε είδησιν πώς έχει να
+φερθή, οπόταν οι φίλοι ήθελαν είνε με αυτήν. Βάνοντας όλα τα
+πράγματά της εις την τάξιν, δεν ανάμενεν άλλο, παρά να τελειώση
+τον σκοπόν της. Και ερχομένη η νύκτα, εις την τρίτην ώραν της
+νυκτός έρχεται ο Χόντζας, και κτυπά εις την πόρταν και η σκλάβα
+ανοίγοντάς του τον έφερεν εις την κυράν της· ερμηνεύοντάς τον εις
+την στράταν, ότι θα κάμη απογάλι διά να μην εξυπνήση ο Βανάης, και
+τους αγροικήση. Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην
+υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα
+χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση
+εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν. Τότε ο Χόντζας όλος γεμάτος από
+αγαλλίασιν έβγαλε μίαν σακκούλαν, εις την οποίαν είχε τας δύο
+χιλιάδες φλωριά, και της λέγει· ιδού, ω τριαντάφυλλον του
+παραδείσου, τα όσα σου έταξα, το οποίον είνε το ουδέν εις
+αντάμειψιν μιας τέτοιας ευτυχίας μου. Η Αροούγια εχαμογέλασεν
+επάνω εις ετούτα τα λόγια και πιάνοντάς τον από το χέρι, τον
+επερικάλεσε να βγάλη το φακιόλι και τα φορέματά του, και να σταθή
+με ελευθερίαν.
+
+Ο κακότυχος Χόντζας, μη στοχαζόμενος την γνώμην της, εγδύθη και
+έμεινε με το υποκάμισον, και με ένα γελέκι μόνον, και χωρίς
+σκούφιαν εις το κεφάλι· έπειτα τον έβαλε και εκάθησεν εις το
+τραπέζι, και άρχισαν να τρώγουν με πολλήν ηδονήν και τον καιρόν
+που ήσαν εις την μέσην του δείπνου, έρχεται η σκλάβα τρεμάμενη
+προς αυτούς και λέγει· Κυρά μου, είμασθε χαμένοι· ο Βανάης εσηκώθη
+και έρχεται εδώ διά να ιδή τι κάνεις· και αν δεν τα βολέψης
+ογλήγορα θέλει ξεσκεπάσει την αδικίαν που του κάνης. Τότε η
+Αροούγια τάχατε όλη φοβισμένη άρχισε να τρέμη και να λέγη προς τον
+Χόντζαν. Αν, αγαπημένε μου Ισμαήλ, είμασθε χαϊμένοι· σήκω το
+γληγορώτερον να σε κρύψω· διατί αν σε ιδή ο άνδρας μου εδώ μαζί με
+εμένα μας θανατώνει και τους δύο. Τότε παίρνοντάς τον Χόντζα από
+το χέρι, και σέρνοντάς τον με βίαν τον έφερεν εις ένα άλλον οντά,
+και τον έβαλεν εις ένα από τα ντουλάπια που είχε πάρει· και
+κλείοντάς τον καλά του είπε· στάσου αυτού όσον που να μισεύση ο
+άνδρας μου, και έπειτα έρχομαι και σε εβγάζω διά να μείνωμεν το
+επίλοιπον της νυκτός μαζί καθώς επιθυμούμεν.
+
+Με τούτον τον τρόπον η Αροούγια τον άφησε κλεισμένον, και
+τρέχοντας προς την σκλάβαν της είπε με χαμηλήν φωνήν· ιδού που ο
+ένας ήλθε καλά εις τα δίκτυά μας· έτσι ελπίζω να έλθουν και οι
+άλλοι δύο. Και γεμάτες από χαράν και οι δύο εκαρτερούσαν και τους
+λοιπούς διά να τους κάμουν το όμοιον. Δεν απέρασε πολύ ώρα ύστερον
+από αυτό, και ιδού έρχεται και ο Κατής, και κτυπά την πόρταν· η
+σκλάβα έτρεξεν ευθύς και του άνοιξε, και ερμηνεύοντάς τον και
+αυτόν να φερθή με σιωπήν, τον έφερεν εις τον Χοντζερέν της
+Αροούγιας· τον οποίον τον εδέχθη με τον ίδιον τρόπον, που εδέχθη
+και τον Χόντζα. Και αφού εσηκώθηκαν από το δείπνον, ο Κατής έβγαλε
+και της έδωσε τες τέσσαρες χιλιάδες φλωριά, και έπειτα όλος
+γεμάτος από αγάπην δεν έπαυε που να της κάνη χίλιους επαίνους και
+εγκώμια, αποδείχνοντάς την τήν άκραν του ευχαρίστησιν, που ήθελεν
+αξιωθή να απολαύση ένα υποκείμενον τόσον επιθυμητόν προς αυτόν.
+Τότε η Αροούγια διά να δείξη την προθυμίαν και αυτή προς αυτόν,
+του είπε· εγδύσου το λοιπόν, και πέσε εις ετούτο το κρεββάτι που
+βλέπεις· και εγώ ως τόσον υπάγω να ιδώ αν κοιμάται ο άνδρας μου,
+και ευθύς γυρίζω.
+
+Ο Κατής εις ετούτα τα λόγια στοχαζόμενος πως θα έχη το υποκείμενον
+εις τας αγκάλας του, ευθύς εγδύθη και εισέβη εις το κρεβάτι. Και
+την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και
+θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη
+λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας
+σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του
+ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι
+αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν
+ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους
+εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν
+σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν.
+Τότε ο Κατής εσηκώθη ευθύς γυμνός καθώς ήτον και με μέγαν φόβον,
+ήλθε με την Αροούγια, και τον έβαλε και αυτόν εις το δεύτερον
+ντουλάπι που είχε πάρει· και ωσάν τον έκλεισε καλά, του είπε να
+σταθή εκεί ήσυχος, και οπόταν παύση η ζήτησις του ανδρός της θέλει
+γυρίσει να του ανοίξη, και με τούτον τον τρόπον έβαλε και τον
+δεύτερον εις τα δίκτυά της. Δεν έλειπε πλέον άλλος παρά ο Βεζύρης,
+ο οποίος ερχόμενος και αυτός προς τα μεσάνυκτα τον έμβασεν η
+σκλάβα και αυτόν ωσάν τους άλλους δύο· και η Αροούγια τον εδέχθη
+με τον ίδιον τρόπον, και ακόμη με περισσότερην τιμήν από τους
+άλλους, ωσάν υποκείμενον πλέον μεγαλύτερον. Και αφού τον έκαμε και
+αυτόν να γδυθή ωσάν και τους άλλους, και να της εγχειρίση και τες
+δέκα χιλιάδες φλωριά, τον έφερε και τον έκλεισεν εις το τρίτον
+ντουλάπι με τον ίδιον τρόπον, που έκλεισε και τους άλλους.
+
+Τότε η Αροούγια βλέποντας και τους τρεις αγαπητικούς της που
+έπεσαν εις τα δίκτυά της καθώς επιθυμούσεν, έκλεισε καλά τον οντά
+που τα ντουλάπια ήτον με αυτούς, και έπειτα επήγε να εύρη τον
+άνδρα της διά να του διηγηθή τα όσα εκατώρθωσε. Και αφού εχάρηκαν
+διά την μηχανήν που τους έκαμαν, επήραν τες δύο χιλιάδες φλωριά
+του Χόντζα, και τες τέσσαρες του Κατή, που είχαν φέρει μαζή τους,
+ομοίως και τες δέκα του Βεζύρη, και βάνοντάς τα εις την κασέλλαν
+τους, απέρασαν όλην εκείνην την νύκτα με πολλήν ευφροσύνην εις την
+υγείαν των ντουλαπιών και των κακοτύχων αγαπητικών.
+
+Το ταχύ δε η Αροούγια διά να βάλη εις τελείαν πράξιν τον στοχασμόν
+της, και να κάμη μίαν εκδίκησιν να δώση όνομα εις όλην την χώραν,
+καθώς έταξε του ανδρός της, εσηκώθη και ήλθεν εις το παλάτι μου,
+και επαρουσιάσθη εκεί που έδιδα ακρόασιν του λαού. Ευθύς που είδα
+την νοστιμάδα και την ευγένειαν του κορμιού της, εκατάλαβα πως ήτο
+μία ωραιοτάτη γυναίκα, και κάνοντας να πλησιάση εις τον θρόνον μου
+την ερώτησα τι ζητά. Τότε αυτή πέφτοντας εις τα ποδάριά μου είπεν·
+ω μεγαλειώτατε βασιλεύ, έτσι να είναι οι χρόνοι σου πολλοί και
+ευτυχείς εναντίον των εχθρών σου, λάβε την καλωσύνην να με
+ακούσης· έχω να σου διηγηθώ μίαν ιστορίαν που θέλει σε εκπλήξει.
+Ειπέ την με κάθε ελευθερίαν, της απεκρίθηκα· είμαι έτοιμος να σε
+ακούσω.
+
+Εγώ είμαι γυναίκα ενός πραγματευτού ονόματι Βανάη, υποκείμενος της
+βασιλείας σου. Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά
+του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα
+γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να
+μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την
+επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν
+εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου
+κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο
+που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν
+χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις
+τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα
+δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και
+δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την
+επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην.
+
+Εγώ λαμβάνοντας δυσκολίαν εις το να πιστεύσω τα όσα η Αροούγια μου
+εδιηγήθη, της είπα· μη θαυμάζης πως εγώ δεν σε πιστεύω εις όλον
+αυτό που μου είπες, διατί γνωρίζω πως ο Χότζας είναι αδύνατον να
+αρνηθή αυτήν την ποσότητα· και ότι ο Κατής και ο Βεζύρης να μη σου
+κάνουν δικαιοσύνην και να φερθούν με αυτόν τον τρόπον με εσένα,
+τον καιρόν που τους εδιάλεξα να κάμνουν εις τον λαόν. Ω βασιλέα
+υψηλότατε, αν δεν πιστεύης εις τα όσα σου είπα, ελπίζω να
+πιστεύσης τους ίδιους μάρτυρας, που ήτον παρόν εις όλα αυτά. Πού
+είναι αυτοί οι μάρτυρες, της είπα με θαυμασμόν; Βασιλέα, αυτή μου
+απεκρίθη, ευρίσκονται εις το σπήτι μου· πρόσταξε τους ανθρώπους
+σου να έλθουν μαζή μου διά να τους φέρουν εδώ.
+
+Τότε εγώ επρόσταξα τους φύλακας, και επήγαν ομού με την Αραούγιαν,
+και μετ' ολίγον εγύρισαν φέροντες τρεις βαστάζοι τρία ντουλάπια
+έμπροσθέν μου. Τότε η Αροούγια μου είπεν· εις ετούτα τα ντουλάπια
+ευρίσκονται οι μάρτυρες μου, πρόσεχε διά να τους ιδής, και έτσι
+λέγοντας εβγάζει τρία κλειδιά, με τα οποία ανοίγοντας τα ντουλάπια
+έβγαλε εις το φως τους τρεις τρισαθλίους αγαπητικούς της.
+
+Στοχασθήτε τι λογής εστάθη η έκστασίς μου, ομοίως και εκείνη όλης
+της αυλής μου, οπόταν είδαμεν τον Χόντζα, τον Κατή, και τον
+Βεζύρην, γυμνούς και με την όψιν τους χαμένην, και κατά πολλά
+εντροπιασμένους διά την φανέρωσιν του φταίξιμού των. Δεν ημπόρεσα
+εις εκείνην την θεωρίαν να κρατηθώ από τα γέλοια, βλέποντάς τους
+εις εκείνην την κατάστασιν μα εβάλθηκα ευθύς εις σοβαρότητα, και
+ωνείδισα τους αγαπητικούς με λόγια που τους έπρεπαν. Και αφού τους
+έλεγξα εις τα φανερόν, απεφάσισα, τον Χόντζα να μετρήση άλλες δύο
+χιλιάδες φλωρία ακόμη του Βανάη· και τον Βεζύρη και τον Κατή τους
+έβγαλα από τα αξιώματά των, και έβαλα άλλους εις τον τόπον τους.
+Κάνοντας υστερώτερον να σηκώσουν τα ντουλάπια από έμπροσθέν μου,
+επρόσταξα την γυναίκα του πραγματευτού να ξεσκεπάση το πρόσωπόν
+της λέγοντάς της· κάμε να ιδούμεν αυτές τες νοστιμάδες τες
+κινδυνώδεις, που επαρακίνησαν εκείνα τα τρία υποκείμενα διά να σε
+αγαπήσουν.
+
+Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας
+έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι
+εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ
+δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν·
+εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του
+θαυμασμού εφώναξα. Αχ πόσον είνε ωραία· ο Χόντζας, ο Κατής, και ο
+Βεζύρης δεν μου φαίνονται πταίσται αν την αγάπησαν. Δεν εστάθηκα
+εγώ εκείνος, μόνον ελαβώθηκα εις την θεωρίαν της απαρομοίαστης
+ωραιότητος, αλλά όλοι της αυλής μου έμειναν έκθαμβοι, και με μέγαν
+αλαλαγμόν της έκαμαν μυρίους επαίνους. Κάθε ένας εκρατούσε τους
+οφθαλμούς του στερεούς προς αυτήν, μη αποσταίνοντας που να την
+θεωρούν, και να την επαινούν και εκείνοι που εγνώριζαν τον Βανάη
+με όλην την δυστυχισμένην κατάστασιν που ευρίσκονταν, τον
+απόδειχναν πολλά ευτυχισμένον, έχοντας μίαν γυναίκα τόσον ωραίαν
+και τιμημένην.
+
+Αφού και εκείνη μου επλήρωσε την περιέργειαν, και με ευχαρίστησε
+διά την δικαιοσύνην που της έκαμα, ετραβήχθη εις την οικίαν της·
+μα αλλοί εις εμέ αν αυτή δεν ήτον πλέον εμπρός εις τους οφθαλμούς
+μου, έστεκε με όλον τούτο πάντα έμπροσθεν εις την φαντασίαν μου,
+και δεν ημπορούσα διά μίαν στιγμήν να την αποξενώσω από τον νουν
+μου. Και τέλος πάντων βλέποντας πως αυτή μου εσύγχιζε την
+ανάπαυσιν έστειλα κρυφίως και έκραξα τον άνδρα της, τον έμβασα εις
+τον οντά μου, και με τον ακόλουθον τρόπον του ωμίλησα. Άκουσον, ω
+Βανάη· μου είνε γνωστή η κατάστασίς σου, εις την οποίαν η γενναία
+σου καρδία σε έφερε· εγώ αποφάσισα να σε βοηθήσω να έβγης από
+αυτήν την δυστυχισμένην κατάστασιν, και να ζήσης πολλά καλύτερον
+απ' ότι έζης χωρίς να φοβηθής πλέον να πέσης εις δυστυχίαν και
+κοντολογής θέλω σε γεμίσει από πλούτη, αν από μέρος σου ήθελες
+είσαι πρόθυμος να μου κάμης μίαν χάριν, που από λόγου σου επιθυμώ
+να λάβω. Ελαβώθη η καρδία μου από ένα σκληρόν έρωτα διά την
+γυναίκα σου· χώρισέ την και στείλε μου την· κάμε μου ετούτην την
+θυσίαν, σε εξορκίζω, και διά την χάριν που θέλεις μου κάμει, έξω
+από τα πλούτη, που σου τάσσω να δώσω, σε κάνω νοικοκύρην να
+διαλέξης οποίαν σκλάβαν σου αρέσει από το παλάτι μου, που είναι
+πολλά ωραίες, διά να την πάρης εις τον τόπον της γυναικός σου.
+
+Μεγαλώτατε βασιλεύ, μου απεκρίθη ο Βανάης, τα πλούτη που μου
+τάζεις, όσον και αν ήθελαν είναι πλούσια δεν ήθελον φθάσει που να
+με πλανέσουν να αφήσω την γυναίκα μου. Η Αροούγια μου είνε εκατόν
+φορές ακριβωτέρα από τον πλούτον όλου του κόσμου και από τούτο
+στοχάσου ω βασιλέα μου, πόση είνε η αγάπη που εις αυτήν προσφέρω,
+επειδή και γνωρίζω πως είνε μία από τες πλέον τιμημένες γυναίκες
+όλου του κόσμου, και με αγαπά περισσότερον και από του λόγου της.
+Και διά να σε βεβαιώσω πως είνε έτσι, στείλε έπαρέ την, και αν την
+καταπείσης να με αφήση και να έλθη με εσένα, σου τάσσω πως θα την
+χωρίσω, και θα υποφέρω με υπομονήν την θλίψιν, που έχει να μου
+προξενήση ο χωρισμός της. Έστειλα ευθύς και την έκραξα· επάσχισα
+με κάθε τρόπον, και με κάθε τάξιμον διά να την καταπείσω να αφήση
+τον γέροντα, μα όλα μου εστάθηκαν ανωφελή· επειδή και η σταθερότης
+της Αροούγιας ήτον πολύ μεγάλη. Εγώ διά να μην τους βιάσω, εις
+έναν καιρόν να κάμουν μιαν τοιαύτης λογής απόφασιν, τους έδωσα
+διορίαν διά να στοχασθούν διά τρεις ημέρες, και έπειτα να μου
+δώσουν την απόκρισιν και με τούτον τον τρόπον τους απέλυσα.
+
+Ερχομένοι αυτοί εις την οικίαν τους απ' ό,τι εκατάλαβα,
+εστοχάσθηκαν πως ήτον αδύνατον να μου αντισταθούν, και πως αν δεν
+ήθελαν κλίνουν με το καλό, έπρεπε να κλίνουν και στανικώς,
+απεφάσισαν και διά νυκτός έφυγαν από την Δαμασκόν, και επήραν την
+στράταν της Αιγύπτου. Την τρίτην ημέραν· εγώ βλέποντας που δεν
+εφαίνονταν έστειλα ένα τζοχαντάρη, διά να τους κράξη να μου δώσουν
+την απόκρισιν το τι αποφασίζουν· ο τζοχαντάρης ύστερον από ολίγον
+εγύρισε και μου ανήγγειλε, πως εκείνην την νύκτα εμίσευσαν, και
+επήραν την στράταν της Αιγύπτου. Εγώ έμεινα ωσάν μία πείρα
+εκστατικός εις το να ακούσω μίαν τέτοιον ανεπάντεχον απόφασιν και
+αν δεν ήθελα ήμουν αυθέντης και κυριευτής του πάθους μου, ήθελα
+λάβη πολλά ογλήγορα εις το παλάτι μου την Αροούγιαν, διά το πείσμα
+της· επειδή και ημπορούσα ευθύς να στείλω ανθρώπους διά να τους
+φθάσουν, και να τους γυρίσουν· μα δεν ηθέλησα να κάμω ένα πράγμα
+τόσον άδικον να αρπάξω την ξένην γυναίκα και στανικώς, και μάλιστα
+που ποτέ δεν αγάπησα να βιάσω τες καρδιές διά να με αγαπήσουν.
+
+Άφησα το λοιπόν εις την ελευθερίαν την Αροούγιαν να φύγη από
+εμένα, και να υπάγη όπου της αρέση· και επάσχισα με κάθε τρόπον να
+νικήσω μίαν τόσον δυστυχισμένην αγάπην, μα μου εστάθη πολλά
+δύσκολον. Η Αροούγια με όλα τα δυνατά που έκαμα διά να την
+αποξενώσω από την φαντασίαν μου, μου είνε πάντα εμπρός μου· η
+ευμορφάδα της και η τιμή της μου την εστερέωσαν εις την καρδίαν
+μου· και ύστερον από είκοσι χρόνους, η ενθύμησίς της με κάνει
+αναίσθητον εις τες νοστιμάδες των γυναικών μου· οι πλέον ωραίες,
+και οι πλέον ευγενικές γυναίκες, που μπορούν να ευρίσκονται, μου
+φαίνονται το ουδέν έμπροσθεν εις την ενθύμησιν της ωραίας
+Αροούγιας.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου, βεζύρη του και του
+μυστικού του.&
+
+
+
+Με αυτόν τον τρόπον ο Βεδρεδίν Λώλος ετελείωσε την ιστορίαν του. Ο
+βεζύρης του, και ο Σεήφ ο μυστικός του τον ερώτησαν, αν ήξευρε το
+τι έγινεν η Αροούγια· αυτός απεκρίθη, ότι δεν ήξευρε καθόλου, και
+ότι δεν είχε λάβει καμμιάς λογής είδησιν, αφού και εμίσευσεν από
+την Δαμασκόν. Κάνει χρεία να ομολογήσωμεν, είπεν ο Σεήφ
+χαμογελώντας, ότι ημείς είμεθα αγαπητικοί και πολλά εξαίρετοι· ο
+Βασιλεύς παραδίδεται με τες πρώτες ματιές μιας γυναικός ενός
+πραγματευτού, που προτιμά έναν γέροντα από αυτόν, και εις διάστημα
+είκοσι χρόνων, και περισσότερον, φυλάττει μίαν τρυφερήν ενθύμησιν
+της Αροούγιας, χωρίς αυτή να τον ηγάπησεν· εγώ αγαπώ μίαν γυναίκα
+που εζούσεν εις τον καιρόν του Σολομώντος, και ο βεζύρης ομοίως.
+Μα εγώ πλανώμαι, εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον
+συμπαθώ, επειδή και έχει χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή
+εξ όλης καρδίας τον ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι'
+αυτό με δίκαιον τρόπον φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν.
+
+Ο βασιλεύς Βεδρεδίν δεν ημπόρεσε να υποφέρη που να μη γελάση επάνω
+εις τους στοχασμούς του Σεήφ, και ακολούθησε να γελά οπόταν είδεν
+έναν μεγάλον αριθμόν από καμήλια και άλογα, που ευρίσκοντο εις ένα
+κάμπον και σιμά εις αυτά είδε πολλές τέντες, υποκάτω εις τες
+οποίες ήτον πολλότατοι άνθρωποι που έτρωγαν και έπιναν. Ας
+πλησιάσωμεν προς αυτούς, είπε του βεζύρη, και του Σεήφ, διά να
+εξετάσωμεν τι άνθρωποι είναι. Και οπόταν έφθασαν εκεί, είδαν τες
+τέντες που ήταν πολλά μεγαλοπρεπέστατες και μία ανάμεσα από τες
+άλλες ήτον από χρυσόν μεταξωτόν· υποκάτω εις την οποίαν είδαν έναν
+άνθρωπον πολλά πλούσιον ενδεδυμένον, που εκάθητο σιμά εις ένα
+ετοιμασμένον τραπέζι, και έτρωγεν εις αγγεία ολόχρυσα· εκείνο το
+σεβάσμιον υποκείμενον, που ημπορούσε να ήτον έως χρονών πενήντα,
+έτρωγε μόνος, και είκοσι ή τριάντα τζοχανταρέοι καλά ενδεδυμένοι
+έστεκαν ολόγυρά του ορθοί και δύο σκλάβοι καλά αρματωμένοι έκαναν
+την φύλαξιν εις το έμβασμα της τέντας του.
+
+Εκείνος ο ευγενής άνθρωπος ευθύς που μας είδεν, έστειλεν ένα από
+τους τζοχανταρέους του διά να μας ερωτήση ποίοι είμεθα και πού
+επηγαίναμεν. Ο Βεδρεδίν είπε του τζοχαντάρη, πως είμεθα
+πραγματευτάδες τζοβαϊρτζήδες, και ερχόμασθε από το Αστραχάν, και
+πηγαίνομεν διά το Μπαγδάτι· και επειδή και ημείς σου εφανερώσαμεν
+ποίοι είμασθε, κάμε μας την χάριν να μας ειπής το όνομα του
+αυθέντος σου, και τι αξίας άνθρωπος είναι. Ο αφέντης μου απεκρίθη
+ο τζοχαντάρης, είναι ένας, που έχει τον έπαινον να λογίζεται
+μεγαλόψυχος και πολλά γενναίος και μεταδοτικός, ονομάζεται
+Αμπουλβάρης· και κατ' εξοχήν επονομάζεται μέγας περιηγητής, ήγουν
+ταξειδιάρης· κατοικεί αυτός επί το πλείστον εις την Μπάσραν
+δέχεται εκεί κάθε έναν που να υπάγη να τον ιδή με πολλήν δεξίωσιν,
+και κανείς δεν εβγαίνει από αυτόν που να μη λάβη κανένα δώρον και
+είναι πολλά τιμημένος από όλους τους προεστούς της Μπάσρας, και
+ξεχωριστά από τον βασιλέα, ώστε δεν λείπει ημέρα, που να μην τον
+κράζη εις την συναναστροφήν του, διά να του διηγάται τα
+συμβεβηκότα του. Κάνει χρεία το λοιπόν, είπεν ο Βεδρεδίν, ότι θα
+του έτυχαν πολλά εξαίσια συμβάντα. Παρόμοια συβεβηκότα που του
+έτυχαν αυτουνού, απεκρίθη ο τζοχαντάρης, δεν έτυχαν κανενός, και
+αν ηθέλετε τα ακούση, θέλετε μείνει εκστατικοί.
+
+Τότε ο Βεδρεδίν ερώτησε τον τζοχαντάρην, αν ημπορούσαν να υπάγουν
+να τον εύρουν. Ναι, τους είπεν αυτός, ημπορείτε με ελευθερίαν,
+επειδή και μετά χαράς δέχεται τον καθ' ένα. Επάνω εις τους λόγους
+του τζοχαντάρη εκίνησεν ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του, και
+ήλθαν εις τον Αμπουλβάρην· ο οποίος βλέποντάς τους εσηκώθη ευθύς,
+και με πολλήν ευγένειαν τους εδέχθη, και τους έβαλε και εκάθισαν
+εις το τραπέζι μαζή του. Και αφού έφεραν διάφορα εκλεκτά φαγητά,
+εδόθηκαν εις διάφορες ομιλίες, και περιπλέον επάνω εις τα ταξείδιά
+του. Ο Αμπουλβάρης έδειξεν εις αυτήν την συναναστροφήν πολύ
+πνεύμα, και πολλήν ευγένειαν, που ο βασιλεύς Βεδρεδίν και οι
+σύντροφοί του έμειναν εκστατικοί· και ξεχωριστά ο Βεδρεδίν είχεν
+πολλήν ευχαρίστησιν, που εσυναπάντησεν ένα τέτοιον υποκείμενον εις
+το οποίον έδειχνε φανερώς την χαράν του, και τον επερικάλεσε διά
+να υπάγουν μαζή εις την Μπάσραν. Ο Αμπουλβάρης το εδέχθη μετά
+πάσης χαράς και ερχομένη η ώρα διά να μισεύσουν, εσηκώθηκαν με
+όλους τους ακολούθους του, που υπέρβαιναν τον αριθμόν των
+διακοσίων ανθρώπων και μετά ολίγας ημέρας έφθασαν εις την Μπάσραν
+με μεγάλην ευφροσύνην.
+
+Ο Αμπουλβάρης εσυνέλαβε διά τον Βεδρεδίν, και τους συντρόφους του
+πολλήν αγάπην, με το να τους εστοχάσθη πως έδειχναν μεγάλην
+ευχαρίστησιν εις το να ακούουν τες διήγησές του επάνω εις τα
+ταξείδιά του. Αυτός τα εφανέρωσε λέγοντας πως ολίγοι άνθρωποι θα
+εστάθηκαν, που να ταξειδεύσουν ωσάν και εμένα· γνωρίζω καλύτερα τα
+παραθαλάσσια της Ινδίας παρά την πατρίδα μου· είδα πράγματα
+εξαίσια, που δεν ημπορώ να τα περιγράψω· τα συμβεβηκότα που μου
+έτυχαν είναι τόσον παράξενα, που οι άνθρωποι, εις τους οποίους τα
+εδιηγήθηκα, δεν ήθελαν τα πιστεύσει, αν δεν ήθελαν με γνωρίσουν
+διά έναν άνθρωπον εχθρόν του ψεύδους.
+
+Ο Αμπουλβάρης έδιδε πολλήν ηδονήν του βασιλέως Βεδρεδίν με τες
+διήγησές του. Μα ο Βεδρεδίν έχοντας επιθυμίαν διά να μάθη τελείως
+από την αρχήν την ιστορίαν του, τον επερικάλεσε με μεγάλον πόνον
+διά να τους την διηγηθή. Και αυτός πολλά ογλήγορα τους επήκουσε.
+Ναι, ω αγαπημένοι μου, θέλω σας δώσει την ευχαρίστησιν, επειδή και
+δείχνετε τόσην επιθυμίαν να τα μάθετε, μα σας περικαλώ να
+ενθυμηθήτε το ό,τι σας είπα, ήγουν πως να μην αμφιβάλλετε εις τα
+όσα θέλω σας διηγηθή επειδή και θέλετε λάβει δισταγμόν εις κάποια
+πράγματα παράξενα, που έχω να σας διηγηθώ.
+
+
+
+&Ιστορία των εξαισίων συμβεβηκότων του Αμπουλβάρη, του μεγάλου
+περιηγητού. Ταξείδιον Α'.&
+
+
+
+Εγώ είμαι υιός ενός καραβοκύρη της Μπάσρας, και ονομάζομαι
+Αμπουλβάρης. Ο πατέρας μου από μικρόθεν με επήρε κοντά του εις τα
+ταξείδια, που διά θαλάσσης έκανε διά τες Ινδίες· εις τρόπον που
+εις ηλικίαν δώδεκα χρονών εγνώριζα ένα μεγάλο μέρος από τα νησιά
+που περιέχει. Απόκτησε το λοιπόν ο πατέρας μου με αυτά τα ταξείδιά
+πολλήν περιουσίαν, και με αυτήν εμβήκεν εις τον αριθμόν των
+πραγματευτάδων και εις διάστημα δέκα χρόνων έγινεν ένας από τους
+πλουσιωτέρους πραγματευτάδες της Μπάσρας. Αυτός έχοντας κάποιους
+λογαριασμούς πολλά αναγκαίους εις την περίφημον πόλιν Σερενδίβ, με
+έναν πραγματευτήν σύντροφόν του, αποφάσισε διά να με στείλη εκεί
+προς αυτόν, διά να τους τελειώσω. Εμίσευσα λοιπόν με ένα καράβι
+πραγματευτάδικον από τον λιμένα της Μπάσρας που επήγαινε διά
+Σουράτ και Σερενδίβ.
+
+Εβγαίνοντας το λοιπόν από τον κόλπον της Μπάσρας, που είνε μακρύς
+χίλια πεντακόσα μίλια, ήλθαμεν εις την Όρμαν, χώραν παραθαλασσίαν.
+Και ύστερον από εκεί εβγήκαμεν εις την μεγάλην θάλασσαν, ήγουν εις
+τον Ωκεανόν, και με ένα πολλά ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+νησί της Σερενδίβ. Και εβγαίνοντας από το καράβι επήγα και
+κατέλυσα εις τον σύντροφον του πατρός μου ονομαζόμενον Αμπίμπη.
+Ήτον αυτός ένας από τους πιο πλουσίους πραγματευτάδες της ιδίας
+και πολλά τιμημένος άνθρωπος. Με εδέχθη με μεγάλην περιποίησιν,
+που περισσότερον δεν ημπορούσε να κάμη κανείς εις ένα φίλο του.
+Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε
+κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά
+να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το
+οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου. Τέλος πάντων ύστερον
+από πέντε ή έξ εβδομάδας, μαθαίνοντας ότι ήτον έτοιμο ένα καράβι
+διά να μισεύση από εκεί διά την πατρίδα μου, ετοιμάσθηκα και εγώ
+να μισεύσω με αυτό.
+
+
+
+&Συμβεβηκός πρώτον του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Μίαν ημέραν εμπροστήτερα από τον μισευμόν μου, εκεί που εγύριζα
+εις το σπήτι του συντρόφου μου, προς το μεσημέρι, βλέπω να
+διαβαίνη από σιμά μου μία κυρά πολλά ευμορφοκαμωμένη, ενδυμένη με
+πλούσια φορέματα, και συντροφιασμένη από μίαν σκλάβαν. Και με όλον
+που ήταν μπουλωμένη επαρουσίαζεν εις τους οφθαλμούς μου φανερώς
+την ωραιότητά της από την νοστιμάδα του κορμιού της, και από το
+μεγαλοπρεπέστατον φέρσιμόν της. Εστάθηκα διά να την καλοκυττάξω,
+και ο στοχασμός μου ξανοίγοντας νέες νοστιμάδες προς αυτήν, ω
+ωραιότατον υποκείμενον που βλέπω, εφώναξα από καρδίας· ετούτη είνε
+χωρίς άλλο η αγαπημένη του βασιλέως. Ήκουσεν αυτή τα λόγια και
+γυρίζοντας με εκύτταξε με πολλήν επιμέλειαν και στοχασμόν, έπειτα
+ηκολούθησε την στράταν της χωρίς να ειπή τίποτε, και χωρίς να δώση
+να καταλάβω αν της εκακοφάνηκαν ή όχι τα όσα είπα.
+
+Και τον καιρόν που την έχασα από τους οφθαλμούς μου, εβυθίσθηκα
+δι' αυτήν εις διαφόρους διαλογισμούς, και στοχαζόμενος επάνω εις
+την ωραιότητά της, άρχισα να γροικώ εκείνο, που έως τότε δεν είχα
+αγροικήσει· και μετ' ολίγον βλέπω και έρχεται μία σκλάβα και με
+σταματά. Εγώ εγνώρισα ευθύς πως ήτον η σκλάβα της κυράς που
+εσυνάντησα, η οποία μου ωμίλησε με γλυκύν τρόπον. Αφέντη μου
+είπεν, επροστάχθηκα να σε περικαλέσω να με ακολουθήσης εις έναν
+τόπον, εις τον οποίον θέλω λάβει την τιμήν διά να σε φέρω. Αν αυτό
+προέρχεται από της κυράς σου το μέρος, της απεκρίθηκα όλος
+αντραλωμένος, είμαι έτοιμος να υπακούσω τα προστάγματά της, με
+όλον που θα ήξευρα πως θα μου συμβή κάθε εναντίον. Η κυρά μου,
+απεκρίθη η σκλάβα, δεν ηθέλησε να σου ειπή τίποτε οπόταν της
+ωμίλησες μα αν θέλης να κλίνης εις την παρακάλεσίν της, δεν το
+πιστεύω να λάβης αιτίαν διά να μετανοήσης.
+
+Απεφάσισα το λοιπόν να υπάγω χωρίς να στοχασθώ πως έχω να μισεύσω
+την ερχομένην ημέραν. Και ούτως η σκλάβα με έφερεν εις ένα
+ωραιότατον παλάτι, του οποίου μοναχά η θεωρία με εξέπληξεν.
+Εμβήκαμεν εις ένα μεγαλοπρεπέστατον χοντζερέ, εις τον οποίον είδα
+εκείνην την κυράν, που εκάθονταν επάνω εις μαξιλάρες ολόχρυσες·
+τριγύρου της οποίας έστεκαν μερικές σκλάβες πλουσίως ενδεδυμένες·
+εθεώρησα τότε αυτήν την κυρά, και όντας χωρίς σκέπασμα εις το
+κεφάλι μού εφάνη χίλιες φορές πλέον ωραία, από εκείνο που την
+εστοχαζόμουν οπόταν την είδα μπουλωμένην· τα διαμαντικά και τα
+πλούσια φορέματα που την εστόλιζαν, την έδειχναν φυσικά πολλά
+ωραίαν, χωρίς να έχη χρείαν από την τέχνην της μεταμορφώσεως με τα
+φτιασίδια. Έμεινα εκστατικός διά την ωραιότητά της. Αυτή το
+εκατάλαβε και εχαμογέλασεν, έπειτα μου λέγει πλησίασε ω νέε· όποια
+άλλη και αν ήτον έξω από εμένα, ήθελε της κακοφανή διά τα όσα
+ωμίλησες εις την στράταν· μα γνωρίζοντας πως είσαι ξένος σε
+συμπαθώ· σου λέγω όμως ότι οι αστέρες με βιάζουν διά να σε
+αγαπήσω· αν φανής άξιος εις τους στοχασμούς μου διά μέσον μιας
+ακάκου ανταποκρίσεως, θέλω σε αφήσει να ημπορέσης να απολαύσης τες
+χάρες μου και την αγάπην μου, που έως τώρα εις κανένα δεν την
+έταξα.
+
+Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν
+νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου. Αχ
+Σουλτάνα, εφώναξα πέφτοντας εις τους πόδας της, ονειρεύομαι ή
+είμαι έξυπνος; εις τι τύχην καταδέχεσαι να υψώσης ένα ξένον
+αγνώριστον, ο οποίος δεν έχει κανέναν μισθόν εις το να αξιωθή
+τέτοιας λογής χάρες; Σηκώσου, αυτή τότε μου είπε· και ομολόγησέ
+μου με θάρρος από ποίον μέρος είσαι, από τι γένος, και ποία
+υπηρεσία σε έκαμε να έλθης ιδώ εις την Σερενδίβ. Εγώ της επλήρωσα
+με προθυμίαν την περιέργειάν της μα οπόταν της είπα πως έχω να
+μισεύσω την αύριον διά την πατρίδα μου, αυτή με αντέκοψε
+δείχνοντας πως δεν έχει ευχαρίστησιν εις τούτο. Πώς το λοιπόν, ω
+Αμπουλβάρη, μου είπεν, εσύ έχεις κατά νουν έτσι ογλήγορα να με
+απαρατήσης; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, η υπηρεσία μου με βιάζει διά
+να μισεύσω και μάλιστα το καράβι είνε έτοιμον διά μίσευμα· και αν
+μου λείψη ετούτο το μέσον, δεν ηξεύρω πότε ημπορώ να εύρω άλλο
+παρόμοιον. Εσύ λοιπόν, είπεν αυτή, είσαι αποφασισμένος να μισεύσης
+χωρίς άλλο, από εκείνο που καταλαμβάνω. Διά την τιμήν, της
+απεκρίθηκα, και τες χάρες που αναξίως εις εμέ δείχνεις, ω κυρά
+μου, δεν ημπορώ να κάμω άλλο, παρά εκείνο που της αφεντιάς σου
+αρέσει, και όχι εκείνο που εγώ απεφάσισα. Έμεινε κατά πολλά
+ευχαριστημένη αυτή εις αυτά τα λόγια, και με εβεβαίωσε με μεγάλες
+απόδειξες την αγάπην, που προς εμένα έφερνε.
+
+Τελειώνοντας να μιλούμεν με αυτόν τον τρόπον με έβαλε και εκάθησα
+κοντά της και μου εφανέρωσε πως ονομάζεται Γαντζάδα, και ότι αυτή
+ήτο θυγατέρα ενός μεγάλου βεζύρη του βασιλέως της Σερενδίβ ο
+οποίος αποθαίνοντάς της άφησε μεγαλώτατα πλούτη, και ότι πολλοί
+ευγενικοί και αξιωματικοί νέοι την εγύρεψαν διά γυναίκα, και
+ολωνών τους το αρνήθη με το να μην ηθέλησε να λάβη καμμίαν
+απόφασιν. Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν
+την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με
+εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά
+τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις
+διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει. Εγώ ευχαρίστησα με
+τρυφερά κα αγαπητικά λόγια την άκραν της καλωσύνην, και αγάπην που
+εις εμέ έδειχνε βεβαιώνοντας την μεγάλην μου ευχαρίστησιν, και
+αγαλλίασιν διά μίαν τοιούτης λογής αντάμωσιν. Τελειώνοντας αυτά τα
+γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν
+η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον
+ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν
+διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν
+εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από
+αγάπην.
+
+Αφού ετελειώσαμεν να φάμε, η Γαντζάδα έκραξε τες σκλάβες της, και
+τας έβαλε να λαλήσουν διάφορα όργανα, και να τα συντροφεύσουν με
+τραγούδια πολλά νόστιμα· έπειτα απ' αυτά εβάλθηκαν διά να χορέψουν
+διαφόρους χορούς, και αυτές οι ηδονές και χαρές εφτούρησαν έως το
+βράδυ. Φθάνοντας το λοιπόν η νύκτα, ηθέλησα να πάρω θέλημα από την
+Γαντζάδα διά να τραβηχθώ εις το κονάκι μου· μα αυτή με πρόσωπο
+κακιωμένο μου είπε· πώς το λοιπόν, ακόμη στοχάζεσαι διά να με
+παρατήσης, ύστερον αφού με εβεβαίωσες, ότι θέλεις κάμει εκείνο που
+εγώ θελήσω; δεν εκαρτερούσα να μου κάμης ποτέ αυτό το ζήτημα.
+Τότε εγώ της απόδειξα πως ετούτο δεν το έκανα δι' άλλο, παρά διά
+να μη κάμω τον Αμπίμπην που εκατοικούσα εις το σπήτι του, να
+υποπτεύση διά εμένα το τι έγινα· και την εβεβαίωνα με όρκον, πως
+το ταχύ θέλω επιστρέψει προς αυτήν. Με κανέναν τρόπον δεν ηθέλησε
+να με υπακούση διά να υπάγω· αλλά διά να κάμη τον Αμπίμπην να μην
+υποπτεύση διά εμένα, με έκαμε να του γράψω μίαν επιστολήν πως να
+μη με καρτερή εκείνην την νύκτα, με το να ευρίσκωμαι μαζή με
+κάποιους φίλους μου, χωρίς να φανερώσω το πού είμαι. Και κάνοντας
+αυτήν την επιστολήν μου την επήρε και την έστειλε του φίλου μου με
+ένα της σκλάβον. Έπειτα από πολλές χαροποίησες και ηδονές μου
+εδιώρισεν έναν ωραιότατον οντά διά να υπάγω να αναπαυθώ· εις τον
+οποίον επρόσταξε διαφόρους σκλάβους, διά να έλθουν εκεί να με
+δουλεύσουν εις τα όσα μου έκαναν χρείαν.
+
+Οπόταν δε ευρέθηκα μοναχός εις τον οντά, άρχισα να στοχάζωμαι
+επάνω εις την κατάστασιν την οποίαν ευρίσκομαι. Πού θέλουν
+τελειώσει ετούτα όλα, έλεγα με τον εαυτόν μου; ποίον ευτυχισμένον
+συναπάντημά μου είνε τούτο; τα πλούτη ετούτα άρα γε θα είνε
+ετοιμασμένα διά εμένα; ημπορώ τάχατε εγώ αληθώς να ελπίσω πως
+ογλήγορα θα απολαύνω μίαν κυρά τόσον ωραίαν; όχι, Αμπουλβάρη, μην
+ελπίζεις εις μίαν τύχην τόσον θαυμασίαν, διά εσένα δεν είνε
+διωρισμένη· άφησε το λοιπόν που να την ελπίζης τοιούτης λογής,
+επειδή και μιας αποκτήσεως έτσι υπερβολικής ημπορεί το τέλος της
+να είνε θλιβερόν, και να αφανισθή ογλήγορα ωσάν ένα όνειρον. Με
+αυτούς τους στοχασμούς απέρασα όλην την νύκτα χωρίς να λάβω
+καθόλου ύπνον. Κα το ταχύ οπόταν εσηκώθηκα ήλθεν η Γαντζάδα νε με
+εύρη εις τον οντά μου και με χαροποιόν πρόσωπον με ηρώτησε αν
+εκοιμήθηκα καλά εκείνην την νύκτα· της απεκρίθηκα, ότι απέρασα την
+νύκτα με τρόπον, που άχρηζεν ότι αυτή να ήθελεν αναγκάση την
+στιγμήν της ευτυχίας μου. Εις ετούτα τα λόγια μου αυτή εχαμογέλασε
+λέγοντάς μου πως έπρεπε πρώτον να βεβαιωθή καλώς διά την
+σταθερότητά μου και αν την αγαπώ εκ καρδίας, και ύστερον να κάμη
+μίαν τέτοιαν απόφασιν· έπειτα από αυτά μου έδειξε πολλές
+περιποιήσες, που διά συντομίαν τες αφίνω και με τούτον τον τρόπον
+έμεινα εκεί περισσότερον από οκτώ ημέρας ευφραινόμενος
+ακαταπαύστως, και απολαμβάνοντας μίαν τέτοιαν γλυκείαν συντροφιάν,
+την οποίαν κάθε ένας ημπορεί να στοχασθή, που θα είχα δύο τρυφεροί
+αγαπητικοί.
+
+Μίαν ημέραν που οι δυο μας μοναχοί επεριπατούσαμεν εις το περιβόλι
+της· Αμπουλβάρη, μου είπεν· εγώ ελπίζω πως με αγαπάς, και επάνω
+εις αυτήν τη ελπίδα, αποφάσισα διά να σε κάμω ευτυχή, παραδίδοντάς
+σου όλους τους θησαυρούς μου, με το δέσιμον της υπανδρείας μου
+έτσι αποφάσισα, και λογιάζω ότι με τούτον τον τρόπον θέλεις ειπεί,
+πως είσαι μεγάλως ευτυχισμένος. Αυτή η ομιλία της Γαντζάδας με
+εξέπληξε και με έκαμε να χάσω το λέγειν μου· κάθε άλλο πράγμα
+ημπορούσα να στοχασθώ, έξω από αυτό που μου επρόβαλεν· όντας αυτή
+από θρησκείαν Κουέμπρα, που λατρεύουν τον ήλιον και την φωτιάν,
+και εγώ ήμουν Μωαμεθανός· επίστευσα ότι αυτής να μην ήτον άλλος ο
+στοχασμός της, παρά μίαν ανταπόκρισιν αγάπης· και ότι η διαφορά
+των θρησκειών μας θα την ήθελεν εμποδίση, που να στοχασθή μίαν
+τέτοιαν απόφασιν· όθεν μου επροξενήθη μία άκρα έκστασις οπόταν μου
+εφανέρωσε τον στοχασμόν της.
+
+Η Γαντζάδα βλέποντάς με έτσι συγχισμένον χωρίς να ομιλήσω
+εκατάλαβε πως δεν εποθούσα εκείνο που αυτή μου επρόβαλεν. Εγώ δεν
+επίστευσα ποτέ, μου είπε με αγριωμένον βλέμμα, ότι ένα τέτοιον
+πρόβλημα θα σου είνε τόσον μισητόν, και εκαρτερούσα καλώτατα, ότι
+θα δοθής εις χίλιες αγαλλίασες από την χαράν σου, παρά να σε ιδώ
+έτσι συγχισμένον· πώς το λοιπόν έχεις αντίρρησιν εις το να με
+λάβης γυναίκα σου; Κυρά μου, της απεκρίθηκα, δεν είνε έτσι καθώς
+το στοχάζεσαι· εσύ καλά ηξεύρεις το σέβας, την τιμήν και την
+αγάπην που σου προσφέρω· και αν επιθυμάς μίαν φοράν την ένωσίν
+μας, εγώ το επιθυμώ χίλιες· μα ο ουρανός μας κρατεί με ένα
+εμπόδιον πολλά ανίκητον· και από την σύγχυσίν μου ημπορείς να
+καταλάβης τον κακοφανισμόν μου. Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν
+αυτή, το εμπόδιον αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου,
+της απεκρίθηκα· εγώ δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με
+εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους
+του Μωάμεθ. Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω
+εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή
+ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα
+να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα
+σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα
+σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον
+ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που
+διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την
+εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν,
+καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν
+σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου.
+
+Ετούτα τα υστερινά λόγια, με τον τρόπον με τον οποίον η Γαντζάδα
+τα είπεν, αβγάτισαν την αντράλωσίν μου και άρχισα να εμβαίνω εις
+την υποψίαν, πως έμπλεξα χωρίς να έχω ελπίδες να ελευθερωθώ· και
+πως η ζωή μου έστεκεν εις μεγάλον κίνδυνον. Αυτή με όλον που με
+έβλεπεν εις αυτήν την σύγχισιν δεν έπαυσε που να μου ονειδίζη με
+πολλές άλλες βρισιές την αχαριστίαν μου με απαρηγότητα δάκρυα, που
+εδιαπέρασαν εν τω άμα την καρδίαν μου· ο πόνος μου και ο πόνος
+αυτής που έδειχνε μου εσήκωσαν σχεδόν τες αίσθησες· αλλοί εις εμέ·
+ολίγον έλειψεν ότι εγώ να κλίνω· και ήθελα χωρίς αμφιβολίαν να
+θυσιασθώ όλος εις τα κλάμματά της, αν η πίστις του Μωάμεθ δεν
+ήθελε με κρατήση στερεόν εις την απόφασίν μου· Η Γαντζάδα ήτον
+πολλά θαυμασμένη, ότι η κλίσις που είχα εις την θρησκείαν μου ήτον
+τόσον στερεά, που με έκανε να παραιτήσω την απόκτησίν της, τόσον
+αυτής, ωσάν και των θησαυρών της. Και με όλον τούτο έχοντας ακόμη
+κάποιαν ελπίδα διά να με καταπείση, μου είπε με τούτον τον τρόπον.
+Ύπάγε, αχάριστε άνθρωπε εις τον οντά σου· σου δίδω διορίαν οκτώ
+ημέρας διά να στοχασθής και αποφασίσης· δεν θέλω να έχης αιτίαν
+διά να με κατακρίνης πως δεν σου έδωσα καιρόν να στοχασθής· μα αν
+ύστερον από αυτήν την διορίαν δεν ήθελες αποφασίση να κάμης ότι
+ζητώ από εσένα, καρτέρει όλην εκείνην την εκδίκησιν μιας γυναικός
+καταφρονημένης, που ημπορεί να κάμη ο θυμός της.
+
+Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα
+πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν
+μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα
+εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον,
+χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην. Ο πόλεμός μου
+ήτον πολλά μέγας· επολεμούσα με την πίστιν και με την αγάπην, μα
+επρόκρινα να προτιμήσω την πίστην καλύτερα από την αγάπην, και ας
+μου συνέβαινε ότι εναντίον και αν ήθελεν. Και με όλον τούτο δεν
+έλειψα που να πασχίσω να εύρω τον τρόπον διά να φύγω από εκείνο το
+παλάτι· μα εστάθηκαν μάταιες οι παρατήρησές μου επειδή και διά
+προσταγής της Γαντζάδας όλες οι πόρτες ήτον καλά φυλαγμένες· και
+χάνοντας και αυτήν την ελπίδα άλλο δεν απάντεχα, παρά τον θυμόν
+της Γαντζάδας να πληρωθή εις εμέ. Έφθασε το λοιπόν η ογδόη ημέρα,
+και η Γαντζάδα έστειλε και με έκραξε διά να ιδή το τι απεφάσισα·
+υπήγα εις τον χοντζερέ της και την ηύρα καθημένην εις ένα θρονί
+περιτριγυρισμένην από τες σκλάβες της, και είχε θεωρίαν
+περισσότερην ενός κριτού αυστηρού, παρά μιας αγαπητικής·
+
+Οπόταν δε με είδε να παρουσιασθώ έμπροσθέν της μου είπεν·
+Αμπουλβάρη ιδού που ετελείωσεν η διορία που σου έδωσα· είσαι πλέον
+στερεός εις την γνώμην σου, ή την μετέβαλες καθώς επιθυμώ; Αχ κυρά
+μου της απεκρίθηκα· εσύ μου είσαι η ακριβώτερη από όλα τα πράγματα
+του κόσμου και εκραζόμουν ευτυχισμένος εις το να σε αποκτήσω,
+ανίσως και ήθελα έχει την αδυναμίαν και την αχρειότητα εις το να
+καταπατήσω την τιμήν μου, διά να παραιτήσω την θρησκείαν του
+Προφήτου. Σιώπα ω ουτιδανέ, αυτή με αντίκοψε με μίαν άκραν οργήν,
+βλέπω την αχαριστίαν σου· δεν θέλω ακούσει πλέον τα δικαιολογήματά
+σου· ύπαγε, εσύ είσαι ανάξιος των ευεργεσιών μου, και ήθελεν
+είσται εντροπή μου να παρακινήσω πλέον έναν αχάριστον καθώς εσύ
+είσαι· εγώ χωρίς πλέον να σου ειπώ άλλο, σε απαρατώ εις την
+αχαριστίαν σου. Με αυτά τα λόγια, τα οποία με έκαμαν να τρομάξω,
+ανεχώρησε πολλά θυμωμένη και εγώ μένοντας εις μεγάλην σύγχυσιν,
+ανάμενα τότε εξ αποφάσεως την οργήν του θυμού της, και επιθυμούσα
+το τέλος του πράγματος ό,τι λογής και αν ήθελεν ήτον.
+
+Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις
+τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν
+μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από
+εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ.
+
+Εκείνος που εφαίνονταν να ήτον ο προεστώς με επαρατήρησε με
+στοχασμόν καμπόσην ώραν χωρίς να μου ειπή τίποτε, έπειτα
+διαλύοντας την σιωπήν, μου είπε εκστατικώς διά να τον ακολουθήσω.
+Εγώ τον επήκουσα όλος έντρομος και τον ακολούθησα. Και οπόταν
+είμεθα εις την πόρταν διά να εβγούμεν από το παλάτι, ερώτησα, έναν
+από εκείνους, πού είχαν κατά νουν να με φέρουν. Αυτό θέλεις το
+μάθεις εις τον καιρόν του, μου απεκρίθη εκείνος, επειδή και διά
+την ώραν δεν έχεις να το ηξεύρης. Ακολούθησα λοιπόν εκείνους τους
+ανθρώπους χωρίς να μιλήσω άλλο, οι οποίοι με έφεραν εις ένα καράβι
+και ευθύς που με έμβασαν μέσα έκαμαν πανιά και εμισεύσαμεν από τον
+λιμένα. Οπόταν δε εξεμακρύναμεν αρκετώς εις την θάλασσαν, ο
+καραβοκύρης μου είπε, πώς αυτός ήτον από το βασίλειον της
+Γολκόνδας, και πώς η Γαντζάδα με έδωσε διά σκλάβον του,
+προστάζοντάς τον ότι να μη με αφήση ποτέ να υπάγω εις την Μπάσραν·
+και αυτός μεθ' όρκου της το έταξε να κάμη καθώς αυτή τον
+επρόσταξε.
+
+Τέτοια εστάθη η εκδίκησις της Γαντζάδας, η οποία μου εφάνη πολλά
+γλυκεία από εκείνο που πάντεχα. Και ευχαριστήθηκα εις αυτήν την
+εκδίκησιν. Μα από το άλλο μέρος στοχαζόμενος πως δεν ήθελα ιδεί
+πλέον την πατρίδα μου, και τον πατέρα μου, ομοίως και την μητέρα
+μου και εδικούς, όντας σκλάβος, μου εφαίνονταν αυτή η σκλαβιά
+σκληροτέρα από τον θάνατον· πολλά με έθλιψεν εις τας πρώτας
+ημέρας· μα ύστερα κάνοντας από την χρείαν καρδίαν και υπομονήν,
+εδόθηκα όλος εις το να δουλεύσω τον αυθέντην μου με κάθε
+εμπιστοσύνην. Ήτον αυτός ένας τιμιώτατος άνθρωπος, και δεν του
+έλειπε που να έχη αρκετόν πνεύμα. Δεν ευχαριστούμουν εις το να μη
+τον υπακούω με προθυμίαν εις ότι με επρόσταζεν, αλλά εσπούδαζα να
+προβλέπω και εκείνο που εποθούσε, και να κάνω χωρίς να με ήθελε
+προστάζει και με τούτον τον τρόπον απόκτησα κατά πολλά την αγάπην
+του.
+
+Αφού και εχάσαμεν από τους οφθαλμούς μας το νησί της Σερενδέβ, και
+είμεθα διά να έμβωμεν προς τα βόρεια εις τον κόλπον της Μπεγκάλας,
+ο οποίος είνε ο μεγαλύτερος κόλπος της Ασίας, εκεί που είνε τα
+βασίλεια της Μπεγκάλας και τη Γολκόνδας, εσηκώθη ένας άνεμος τόσον
+σφοδρός, που δεν είδαμε ποτέ παρόμοιον εις εκείνες τες θάλασσες·
+μεγάλως εκοπιάσαμεν διά να κατεβάσωμεν τα πανιά διά να ημπορέσωμεν
+κουπίζοντας να πλησιάσωμεν εις την παραθαλασσίαν· μα δεν
+ημπορέσαμεν να υποφέρομεν την σφοδρότητα του αέρος· εβλέπαμεν το
+καράβι μας εις την ακμήν διά να χαθή, με τρόπον που διά να φύγωμεν
+τον τσακισμόν του, που μας εφοβέριζεν, αποφασίσαμεν διά να
+απαρατήσωμεν κάθε κόπον, και να αφεθούμεν εις την διάκρισιν του
+αέρος και των κυμάτων. Διήρκεσεν εκείνος ο σφοδρός άνεμος
+δεκαπέντε ημέρες και βαστώντας όλος εκείνος ο καιρός, μας άμπωσε
+με τόσην ταχύτητα και μας έφερεν επάνω εις την μεγάλην θάλασσαν
+τρεις χιλιάδες μίλια μακράν από την Σερενδέβ, εις τόπους
+αγνωρίστους εις τους ναύτας και εις τον καραβοκύρην. Άλλαξε τέλος
+πάντων τότε ο άνεμος, και εμεταβάλθη εις γαλήνην, το οποίον μας
+επροξένησε μεγάλην χαράν· μα η αγαλλίασίς μας δεν εβάσταξε πολύν
+καιρόν, με το να ηφανίσθη από ένα συμβεβηκός, που θέλετε λάβει
+δυσκολίαν να το πιστεύσετε διά το παράδοξον που φέρει.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Β' του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Αρχινούμεν διά να εξακολουθήσωμεν χαρούμενοι το ταξείδι μας, και
+σχεδόν είμεθα κοντά εις το νησί Γιάβ, οπόταν πολλά σιμά μας
+βλέπομεν έναν άνθρωπον γυμνόν εις την θάλασσαν, που πλέοντας
+αντιπολεμούσε με τα κύματα διά να μη τον καταβυθίσουν. Εκρατούσε
+αυτός πολλά σφιχτά μίαν σανίδα, που τον εβοηθούσε διά να μη
+καταποντισθή, και μας έκανε σημείον διά να υπάγωμεν να τον
+συνδράμωμεν διά να μην χαθή. Η ευσπλαχνία μας επαρακίνησε διά να
+ρίξωμεν τον σκύφον εις την θάλασσαν, και να υπάν μερικοί ναύται
+διά να τον ελευθερώσουν. Αν η ευσπλαχνία είναι ένα έργον
+αξιέπαινον, πρέπει όμως να ομολογήσωμεν ότι αύτη εστάθη πολλά
+κινδυνώδης, καθώς θέλετε το ακούσει.
+
+Επήραν το λοιπόν εκείνοι τον άνθρωπον εις τον σκύφον, και τον
+έφεραν εις το καράβι μας. Ήταν αυτός ένας άνθρωπος καθώς
+εφαίνονταν έως σαράντα χρονών ηλικίας· είχε την θεωρίαν πολλά
+θηριώδη· χοντρό το κεφάλι, τα μαλλιά κοντά και κατσαρά, και το
+στόμα του κατά πολλά μέγα, με τα δόντια μακρυά και μυτερά ωσάν των
+σκύλλων, τα χέριά του ήταν νευρώδη, οι παλάμες του πλατειές με
+νύχια μακρά και μυτερά, οι οφθαλμοί του επαρομοίαζαν ωσάν της
+τίγριδος, και είχε μίαν μύτην πλακωτήν με δύο ρουθούνια πολλά
+ανοιχτά· η φυσιογνωμία του δεν μας άρεσεν, επειδή είχε μίαν
+θεωρίαν άξιαν διά να μετατρέψη εις μετανόησιν την ευσπλαγχνίαν,
+που μας είχε παρακινήσει. Οπόταν εκείνος ο άνθρωπος, τόσον
+θηριώδης καθώς σας τον επερίγραψα, επαρουσιάσθη έμπροσθεν του
+καραβοκύρη, και του είπε· Αφέντη, εγώ σου είμαι χρεώστης διά την
+ζωήν μου, έστεκα εις την ακμήν διά να χαθώ, αν δεν με εσύντρεχες.
+Κατά αλήθειαν, του απεκρίθη ο καραβοκύρης, ευρίσκεσο εις τα
+ολοίσθια να καταποντισθής εις τα κύματα αν η τύχη σου δεν ήθελε
+μας συναντήσει. Δεν ήτον η θάλασσα που με εφόβιζεν απεκρίθη ο
+άγριος άνθρωπος χαμογελώντας· επειδή και είμαι αρκετός να σταθώ
+εις αυτήν διά πολλούς χρόνους χωρίς να κακοπάθω· μα εκείνο που
+πλέον με τυρανεί είνε η μεγάλη πείνα που έχω, με το να είναι έξη
+ώρες που δεν έφαγα· ετούτη είνε μία διορία πολλά μακρυνή διά έναν
+άνθρωπον ωσάν εμένα· ώστε κάμε μου την χάριν όσον ογλήγορα
+ημπορέσης διά να μου φέρης φαγητά να φάγω ότι δεν ημπορώ να
+υποφέρω μίαν νηστείαν τόσον μακρυνήν· και μη χαλεύης να φέρης
+φαγητά εξαίρετα, ότι εγώ τρώγω ό,τι εύρω, με το να μην έχω ψιλό
+στομάχι.
+
+Εμείς εκυτταζόμασθε ο ένας με τον άλλον, και όλοι είμεθα
+εκστατικοί εις μίαν τέτοιαν διήγησιν, και εστοχασθήκαμεν όλοι ότι
+ο κίνδυνος, εις τον οποίον είχεν ευρεθή, τον έκανε να μην ηξεύρη
+τι ομιλεί. Μα ο καραβοκύρης κρίνοντας ότι αληθώς είχε πείναν,
+επρόσταξε διά να του φέρουν να φάγη τόσον, όσον ήθελε χορτάσει έξη
+ανθρώπους πεινασμένους, ομοίως και φορέματα διά να τον σκεπάσουν.
+Όσον διά τα φορέματα, είπεν εκείνος, δεν μου κάνουν χρείαν, με το
+να στέκω πάντα γυμνός. Μα στοχάσου, του είπεν ο καραβοκύρης, ότι
+δεν είνε τιμημένον πράγμα να στέκης έμπροσθέν μας έτσι γυμνός. Ω!
+ω! απεκρίθη εκείνος με θυμόν, θέλετε λάβει καιρόν να με
+συνηθίσετε. Αυτή η θηριώδης απόκρισις μας έβαλεν εις κάποιες
+υποψίες και φόβον. Βιασμένος λοιπόν από την πείναν, και ανυπόμονος
+διατί δεν του έφερναν ογλήγορα καθώς εποθούσεν, εκτυπούσε τους
+πόδας του κατά γης, και έτριζε τα δόντια του γυρίζοντας τους
+οφθαλμούς του εις τρόπον που έκανεν εις όλους φόβον. Τέλος πάντων
+βλέποντας να του φέρουν το φαγί που επιθυμούσεν, ευθύς ερρίχθη
+επάνω του με με μίαν προθυμίαν, που μας εθαύμασε. Και με όλον που
+το φαγί ήτο αρκετόν διά να χορτάση έξ ανθρώπους, αυτός εις μίαν
+στιγμήν το εκατάπιεν όλον· και οπόταν έφαγεν όλον εκείνο, που του
+έφεραν έμπροσθέν του, μας είπε προστακτικώς, ότι να του φέρωμεν
+και άλλο φαγί, διότι δεν είχε χορτάσει.
+
+Ο καραβοκύρης θέλοντας να δοκιμάση πού ήθελεν υπάγει να τελειώση
+αυτουνού η πείνα, επρόσταξε να του φέρουν άλλα τόσα φαγητά, ωσάν
+την πρώτην φοράν, τα οποία δεν εφτούρησαν περισσότερον από τα
+άλλα, με το να εκατέφαγε και αυτά ευθύς. Ημείς ελογιάσαμεν ότι
+αυτός θα εχόρτασε, μα εγελασθήκαμεν. Εγύρεψε πάλιν διά να του
+φέρουν και άλλα διά να φάγη ακόμη· ένας από τους ναύτας μη
+υποφέροντάς την αδιακρισίαν εκείνου του ασχήμου ανθρώπου, θυμωθείς
+επήρε ένα ξύλον διά να τον κτυπήση. Μα ο άγριος απεικάζοντάς τον
+επρόλαβε, και πιάνοντάς τον από τες πλάτες τον έκαμε κομμάτια με
+τους όνυχάς του. Εις αυτό το θέαμα ερριχθήκαμεν όλοι του καραβιού
+με τα σπαθιά εις τα χέρια, διά να ξεδικηθούμεν εκείνον τον θηριώδη
+επίβουλον· κάθε ένας εβιάζονταν διά να τον πληγώση και να παιδεύση
+την βαρβαρότητά του, οπόταν με φόβον απεικάσαμεν, ότι ο εχθρός μας
+είχε το πετσί του τόσον σκληρόν, όσον ήτον το διαμάντι· τα σπαθιά
+μας ετσακίζονταν, και εγύριζαν χωρίς να ημπορέσωμεν το ολιγώτερον
+να τον λαβώσωμεν. Και με όλον που αυτός δεν εφοβούνταν καθόλου τις
+λαβωματιές, δεν τες έλαβε με όλον τούτο χωρίς κάποιον πόνον· όθεν
+με θυμόν εγύρισε, και έπιασεν άλλον έναν από τους ναύτας, και με
+μίαν άκραν δύναμιν τον έκαμε κομμάτια έμπροσθεν εις τους οφθαλμούς
+μας.
+
+Οπόταν δε είδαμεν ότι οι δύναμες τον σπαθιών μας ήτον ανωφελείς,
+και που να τον σκοτώσωμεν μας ήτον αδύνατον, όλοι μαζή
+ερριχθήκαμεν επάνω του διά να πασχίσωμεν να τον ρίξωμεν εις την
+θάλασσαν, μα δεν ημπορέσαμεν ούτε να τον αγκαλιάσωμεν, επειδή και
+μας εγλυστρούσεν από τα χέρια ωσάν ένα χέλι· και έξω από αυτό
+έχωσε τα νύχια του εις το κατάρτι του καραβίου, και από εκεί
+εκρατείτο με τρόπον, που εφαίνετο πλέον δυνατώτερος από έναν
+ακίνητον στύλον· Ώστε που αντίς να φανή φοβισμένος από τον θυμόν
+μας, μας είπε με πικρόν χαμογέλασμα· Φίλοι μου, εσείς χωρίς
+στοχασμόν εδοθήκατε εις μίαν κακήν επιχείρηση· ηθέλατε κάμει
+καλύτερα εις το να με υπακούσετε· εγώ εκαταδάμασα πλέον
+δυνατωτέρους από εσάς· σας βεβαιώνω, ότι αν ακολουθήσετε να μου
+αντισταθήτε εις την θέλησίν μου, θέλω σας μεταχειρισθή με τρόπον,
+που εμεταχειρίσθηκα τους συντρόφους σας.
+
+Τέτοια λόγια μας επάγωσαν από τον φόβον, και αποφασίσαμεν διά να
+μην του αντισταθούμεν πλέον· επήγαμεν ειρηνικώς και του εφέραμεν
+πάλιν άλλα φαγητά διά να τον χορτάσωμεν. Εκάθησε και τρίτην φοράν
+εις το τραπέζι διά να φάγη, και αντίς να χορτάση του αύξανεν η
+πείνα. Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά
+να του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας
+εφανέρωσεν, ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν
+αιτίαν διά να μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας
+είπε πως μας αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την
+θάλασσαν, εις την οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως
+διά το καλόν μας, επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο
+καράβι, που να είναι πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις
+εκείνο, και ημάς να μας αφήση εις ειρήνην. Και αυτές τες κουβέντες
+μας τες έκανεν εις τον καιρόν που έτρωγεν· και έξω από αυτές αυτός
+εγελούσε·, εμετωρίζονταν καθώς οι άλλοι άνθρωποι, και ημείς
+ηθέλαμεν τον εύρει πολλά νόστιμον, αν ήμεθα εις κατάστασιν να
+λάβωμεν ηδονήν από τα μετωρίσματά του, και να χαρούμεν.
+
+Τέλος πάντων και τετάρτην φοράν ηθέλησε να φάγη ακόμη, και ημείς
+του εδώσαμεν καθώς και τες άλλες τρεις φορές· και έπειτα εστάθη
+δύο ώρες χωρίς να φάγη άλλο. Βαστώντας ετούτο το ολίγον διάστημα
+μας ωμίλησε με πολύ θάρρος· μας εξέταζε τον έναν ύστερα από τον
+άλλον διά τους τόπους μας, διά τες συνήθειες και τα συμβάντα μας.
+Ελπίζαμεν ότι η αναθυμίασες τόσων φαγητών, που είχεν εις το
+στομάχι, θα του αναβούν εις το κεφάλι, και θα τον κάνουν να
+αποκοιμηθή· αναμέναμεν με μεγάλην ανυπομονησίαν ο ύπνος να τον
+κυριεύση· και εκάναμεν λογαριασμόν ότι εις το αναμεταξύ που αυτός
+εκοιμούνταν, με ταχύτητα θα τον πιάσωμεν και θα τον ρίξωμεν εις
+την θάλασσαν, διά να γλυτώσωμεν απ' αυτόν να μη μας φάγη εις
+ολίγον διάστημα την ζωοτροφίαν μας, και αποθάνωμεν από την πείναν.
+Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και
+εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι
+ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε
+χωρίς να λάβη ύπνον.
+
+Εγνωρίσαμεν με άκρον πόνον ετούτην την δυστυχισμένην αλήθειαν
+επειδή και εστάθη τρία μερόνυκτα πάντα τρώγοντας χωρίς να λάβη
+παραμικρόν ύπνον, το οποίον μας έρριξεν εις την υστερινήν
+απελπισίαν διά την κακήν μας κατάστασιν. Και ο καραβοκύρης δεν
+ήλπιζε ποτέ με τούτο το συμβάν διά να ιδή ποτέ την χώραν Γολκόνδα·
+οπόταν αιφνιδίως μας εφάνη να ιδούμεν τον αέρα να σκοτεινιάση
+επάνωθέν μας. Ο πρώτος μας στοχασμός εστάθη, ότι εκείνη θα ήθελεν
+ήτον μία νέα φουρτούνα, διά την οποίαν εχαρήκαμεν επειδή και
+είμεθα ευχαριστημένοι καλύτερα να χαθούμεν από μίαν φουρτούναν,
+παρά που να φαγωθώμεν από εκείνον τον θηριώδη άνθρωπον, επειδή και
+οπόταν ηθέλαμεν τελειώσει την ζωοτροφίαν, μην ευρίσκοντας άλλο διά
+να φάγη, εξ ανάγκης ήθελε μας φάγη ημάς, τον έναν ύστερα από τον
+άλλον. Μα η σκοτεινίασις δεν ήτον καθώς ημείς εστοχαζόμεθα, επειδή
+και εκείνο που ελογιάζαμεν ένα πυκνόν σύγνεφον και αναθυμίασιν,
+ήτον ένας από τους μεγαλειτέρους Ροκ, που θα ήθελεν ευρεθή εις
+εκείνες τες θάλασσες (αυτό είναι ένα πουλί θηριώδες το οποίον
+ημπορεί να σηκώση με τα ονύχιά του ένα μέγαν ελέφαντα). Ετούτο το
+θηριώδες πτηνόν έρχεται και πέφτει με πολλήν βίαν εις το καράβι
+μας· και άρπαξε τον εχθρόν μας, που έστεκεν εις την πρύμην, και
+τον έφερεν εις τον αέρα.
+
+Τότε ημείς βλέπομεν πράγμα παράξενον εις τον αέρα, ο άγριος
+άνθρωπος ευρισκόμενος εις τα νύχια του Ροκ, και έχοντας τα χέρια
+του ελεύθερα να διεφεντευθή· και εμβάζοντάς τα νύχιά του τα
+σουβλερά εις το κορμί του Ροκ άρχισε να κατατρώγη το στομάχι του
+με όλα τα φτερά που είχεν. Ο Ροκ αγροίκησε μεγάλον πόνον που τον
+έκαμε να δοθή εις ένα μέγα ούρλιασμα, τόσον που αντηχολόγησεν ο
+αέρας, και διά να ξεδικηθή έβγαλε με τα νύχιά του τα μάτια του
+εχθρού του. Ετούτος με όλον που έμεινε τυφλός δεν άφησε το κυνήγι
+του, και ετελείωσε που να φάγη την καρδίαν του Ροκ ο οποίος
+συναθροίζοντας εις τον θάνατόν του τες επίλοιπές του δύναμες, τον
+εκτύπησεν εις το κεφάλι με την μύτην του, και αμφότεροι έπεσαν
+αποθαμμένοι εις την θάλασσαν, ολίγον τι μακράν από ημάς.
+
+Ιδού εις ποίον τρόπον έστεκε γραμμένη εις τους ουρανούς η
+ελευθερία μας από εκείνον τον σκληρόν και άγριον άνθρωπον. Και
+ευθύς που ελευθερώθημεν από έναν τέτοιον κίνδυνον, εδοθήκαμεν εις
+μεγαλωτάτην χαράν και αγαλλίασιν. Όμως μας εκακοφάνη πολύ ο
+θάνατος του Ροκ, του οποίου είμασθεν υπόχρεοι της ζωής μας.
+Ακολουθήσαμεν ύστερον από αυτό το ταξείδι μας, και απεράσαμεν
+μερικές ημέρες με την ομιλίαν ετούτου του συμβεβηκότος, και δεν
+ημπορούσαμεν να καταλάβωμεν πώς ήτον δυνατόν να ευρίσκωνται εις
+τούτον τον κόσμον μία γενεά από τέτοιους ανθρώπους. Είχαμεν πάντα
+τον αέρα πολλά αρμόδιον· και ύστερον από πολλών ημερών πλεύσιμον
+εξανοίξαμεν ευτυχώς την γην, το οποίον μας επροξένησε πολλήν
+χαράν. Και καθώς επαρατηρήσαμεν, εγνωρίσαμεν ότι είμασθε εις την
+δυτικήν κόγχην του νησιού της Γάας.
+
+Ευχαριστημένοι διά το να εξανοίξαμεν γην αυξήσαμεν τα πανιά, και
+εις ολίγον διάστημα εφθάσαμεν εκεί. Και αφού επήραμεν μερικήν
+ζωοτροφίαν εξαναμισεύσαμεν, και μετά ενός μηνός πλεύσιμον ήλθαμεν
+ευτυχώς εις το νησί της Γολκόνδας, εις το οποίον ο αυθέντης μου ο
+καπετάνιος είχε την κατοικίαν του. Και ωσάν εβγήκαμεν από το
+καράβι ήλθαμεν εις την οικίαν του αυθέντος μου, τον οποίον τον
+εδέχθη η γυναίκα του και η θυγατέρα του, που μοναχή είχε, με
+πολλήν αγαλλίασιν. Και ύστερον από χίλια χάδια, που ανάμεσόν τους
+έκαμαν, με επαρουσίασεν αυτός εις την γυναίκα του και θυγατέρα του
+ωσάν ένα σκλάβον, που ξεχωριστά με αγαπούσε, και τες επερικάλεσε
+να δεχθούν με ευχαρίστησιν την δούλευσίν μου. Απόκτησα εις ολίγον
+καιρόν επάνω εις αυτές μεγάλην εμπιστοσύνην· τίποτε δεν εγίνονταν
+της ορέξεώς τους αν δεν ήθελε απεράση από εμένα, και με αγαπούσαν
+σχεδόν ωσάν να ήμουν ένας από την οικογένειάν τους.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Γ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Η αγάπη τέλος πάντων, που ο Δεούσκ, (έτσι εκράζετο ο αυθέντης μου)
+εις εμέ έδειχνεν ηύξανε τόσον, που μίαν ημέραν μου είπε πως από
+την αγάπην που προς εμέ είχεν, αποφάσισε να μου δώση την θυγατέρα
+του εις γυναίκα, και να με κάμη κληρονόμον εις πάντα, μη έχοντας
+άλλο παιδίον, παρά αυτήν την θυγατέρα. Αυτή η ομιλία με εζάλισε
+πολύ, επειδή και εις την θυγατέρα του δεν είχα καμμίαν αγάπην, με
+το να μη μου άρεσε καθόλου· και διά να έβγω με εύμορφον τρόπον,
+ηύρα την πρόφασιν και του είπα πως είναι αδύνατον να γένη αυτό, με
+το να ήμουν εγώ Μωαμεθανός, και αυτός ειδωλολάτρης. Ω αν δεν έχης
+άλλην αντίρρησιν, μου απεκρίθη αυτός, η δουλειά είναι γενομένη·
+επειδή και εγώ απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός από πολύν καιρόν,
+ομοίως και όλη μου η οικογένεια, επειδή είμαι βαρεμένος να λατρεύω
+βόιδια και αγελάδες· γροικώ που ευρίσκομαι εις την πλάνην· όθεν
+απεφάσισα να γένω Μωαμεθανός ωσάν και εσένα· διά το οποίον, ω υιέ
+μου, ημπορείς χωρίς δισταγμόν να δεχθής το πρόβλημά μου.
+
+Εγώ επάνω εις αυτό ευρέθηκα δεμένος, και δεν είχα πλέον πρόφασιν
+άλλην τινά να κάμω, και δεν ημπόρεσα να κάμω άλλο, παρά του
+εζήτησα τρεις ημέρες διορίαν διά να αποφασίσω· και αυτός μετά
+χαράς μου την έδωσεν. Εις αυτό το αναμεταξύ έλαβα καιρόν αρμόδιον
+διά να συνομιλήσω με την θυγατέρα του· η οποία, καθώς είχαμεν
+θάρρος, μου ωμίλησε με τούτον τον τρόπον. Αμπουλβάρη, είμαι πολλά
+ευχαριστημένη που ο πατέρας μου σε έκλεξεν άνδρα μου, μα
+καταλαμβάνω πως δεν έχεις καμμίαν επιθυμίαν διά να υπανδρευθής·
+όθεν επάνω εις τούτο το θεμέλιον έχω να σου ζητήσω μίαν χάριν, η
+οποία θέλει είνε διά καλόν σου, και διά καλόν μου. Εγώ σε γνωρίζω
+διά τιμημένον, και γενναίον άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το
+θάρρος σου μιλώ· όμως να μου τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης.
+Εγώ τότε της έταξα, και της ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν
+αντίστασιν το ό,τι ήθελε με προστάξη. Άκουσε το λοιπόν, αυτή μου
+είπε, ποίαν χάριν έχεις να μου κάμης· εγώ αγαπώ ενός πραγματευτού
+τον υιόν, και αυτός κατά πολλά μου ανταποκρίνεται· αυτός πολλές
+φορές με εζήτησε του πατρός μου, ο οποίος πάντα του το αρνήθη, με
+το να έχουν με τον πατέρα μου μίαν παλαιάν έχθραν· εσύ κάνει χρεία
+να με στεφανωθής· και ύστερον από δύο τρεις ημέρες να με χωρίσης
+ωσάν τάχατες από θυμόν σου, έπειτα να καμωθής πως θέλεις διά να με
+ξαναπάρης, και θέλεις διαλέξει τον αγαπητικόν μου διά να γένη
+σέμπρος σου, κατά την συνήθειαν. Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα·
+μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν
+σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι
+θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει;
+Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ,
+και θέλεις μένει αναπαυμένος.
+
+Εγώ που δεν εζητούσα άλλο παρά να έβγω από αυτό το πεδούκλωμα, την
+ξαναβεβαίωσα πως θέλω κάμει καθώς αυτή με εδιάταξε. Χαρουμένη αυτή
+εις αυτήν την βεβαιότητα, επαρακίνησε τον πατέρα της να τελειώση
+αυτήν την υπανδρείαν· καθώς και έγινεν ολίγας ημέρας υστερώτερα,
+κάνοντας πρώτον να αρνηθούν την θρησκείαν τους, και να δεχθούν
+εκείνην του Μωάμεθ.
+
+Δεν απέρασαν τρεις ημέρες ύστερον από την υπανδρείαν μας, και την
+χωρίστηκα κατά την συμφωνίαν μας. Ο πατέρας εκστατικός διά τον
+τρόπον που επολιτεύθηκα έρχεται και με ευρίσκει και με εξέταζε
+διατί την εχώρισα. Η θυγατέρα σου, του είπα, εκατάλαβα που καμμίαν
+αγάπην εις εμένα δεν έχει, και διά τούτο την εχώρισα. Αυτός
+εγέλασε διά την αγνωσίαν μου, και με εβίασε διά να την ξαναπάρω,
+και εκαμώθηκα πως θέλω το κάμει διά να τον ευχαριστήσω. Υπάγω το
+λοιπόν, του είπα, διά να εύρω ένα σέμπρον, τον οποίον θέλω τον
+φέρει ετούτην την νύκτα χωρίς να τον ιδή κανείς μαζί με τον
+αναΐπην του Κατή· και το ταχύ ωσάν την χωρίση αυτός, θέλω την
+ξαναπάρει. Ο πενθερός μου έμεινεν ευχαριστημένος εις την απόφασίν
+μου, και ετραβήχθη. Τότε εγώ επήγα και ηύρα τον αγαπητικόν της
+Φακρηνίζας (έτσι ωνομάζετο η γυναίκα μου) και έμπροσθέν μου
+εστεφανώθηκαν από τον αναΐπην· απέρασαν αυτοί την νύκτα κατά πως
+επιθυμούσαν, και το ταχύ καθώς ο σέμπρος δεν ήθελε να χωρίση την
+γυναίκα του, έτσι επήγα εις τον Δεούσα τον πεθερόν μου με πλαστόν
+πόνον, δείχνοντας πως μου εκακοφάνη, και του ανήγγειλα την
+υπόθεσιν. Πώς; αυτός μου απεκρίθη, ο σέμπρος δεν θέλει να την
+χωρίση; εγώ θέλω τον κάμει και στανικώς να την χωρίση. Και εις
+αυτό το αναμεταξύ φθάνει προς αυτόν ο αναΐπης, και του λέγει, πως
+ο χουλάς, που εδιάλεξεν ο γαμπρός σου, είνε ο υιός του Αμάρ
+πραγματευτού, και δεν θέλει με κανένα τρόπον να την χωρίση,
+προφασιζόμενος πως σου την εγύρεψε πολλές φορές και του την
+αρνήθης, και τώρα που η τύχη του την έφερεν εις τας χείρας του δεν
+θέλει να την απαρατήση· μα σε συμβουλεύω να του την αφήσης, και με
+τούτο το μέσον σου τάσσω πως να σας φιλιώσω και με τον πατέρα του,
+που από τόσους χρόνους είχετε έχθρα, και έτσι θέλει παύσει κάθε
+σκάνδαλον.
+
+Ο Δεούσα ωσάν γνωστικός άνθρωπος στοχαζόμενος ότι αυτό το
+συνοικέσιον του ήτον πολλά ωφέλιμον και πως καλύτερην στράταν δεν
+ημπορούσε να πάρη παρά αυτόν που ο Αναΐπης του επρόβαλεν, έκλινε
+εις τα όσα του είπε· και έτσι ο Αναΐπης ετελείωσε το συνοικέσιον,
+λαμβάνοντας και θέλημα του Αμάρ, και εστερέωσεν ανάμεσα εις αυτούς
+τους δύο πατέρας μίαν τελείαν αγάπην. Τότε ο αυθέντης μου Δεούσα
+διά να μη με αφήση περίλυπον εις αυτό το άδικο που μου έγινε με το
+θέλημά μου και λαμβάνοντας προς εμέ σπλάγχνος, μου έδωσε φλωριά
+έναν αριθμόν καλόν, και μου εχάρισε και την ελευθερίαν μου διά να
+επιστρέψω εις την πατρίδα μου την Μπάσραν καθώς επιθυμούσα.
+Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από
+την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι,
+εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το
+Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο
+καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Ανάμενα λοιπόν εις την πόλιν Σουράτ μερικές ημέρες διά να εύρω
+κανένα πλοίον, που να μισεύη διά την Μπάσραν με το οποίον να ήθελα
+έλθει εις την πατρίδα μου και εις αυτό το αναμεταξύ μην έχοντας τι
+να κάμω εσεργιάνιζα καθημερινώς εις αυτήν την πόλιν διά να ιδώ τα
+πλέον περίεργα, που εις αυτήν ήταν· επειδή και αυτή η πόλις ήτον
+πλέον ωραιοτέρα από τες άλλες της Ινδίας. Και μίαν ημέραν που
+εσεργιάνιζα εις ένα χαριέστατον περιβόλι, ένας άνθρωπος
+απερασμένος εις την ηλικίαν με εσυναπάντησε σιμά εις ένα
+συντριβάνι· ο οποίος με πολλήν ευγένειαν με εχαιρέτησε· του
+ανταποκρίθηκα και εγώ τον χαιρετισμόν, και με αυτό ανταμωθήκαμεν
+και εσεργιανίζαμε μαζί. Και ύστερον από πολλές ευγενικές ομιλίες
+που μου έκαμε, μου εφανέρωσε πως ήτον εθνικός και πως εις το πόρτο
+του Σουράτ είχεν ένα καράβι εδικόν του, με το οποίον κάθε χρόνον
+έκανεν ένα μικρόν ταξείδι διά θαλάσσης. Εγώ από μέρος μου διά να
+του ανταποκριθώ εις το θάρρος που μου έδωσε, και βλέποντάς τον πως
+έδειχνεν ότι ήτον ένας άνθρωπος καλής διαθέσεως, του εφανέρωσα και
+εγώ με το ίδιον θάρρος, πως ήμουν Μωαμεθανός, και του εδιηγήθηκα
+όλα μου τα συμβεβηκότα.
+
+Εφάνη αυτός τόσον κατανυκτικός εις τες δυστυχίες μου, που με έκαμε
+να θαυμάσω. Αυτός καταλαμβάνοντάς τον θαυμασμόν μου μού είπεν·
+βλέπω καλά, ω υιέ μου, ότι θαυμάζεσαι εις το να με θεωρής
+θλιμμένον και καταπονεμένον τόσον ζωντανά εις τα πάθη που σου
+έτυχαν· μα έξω από αυτό εγώ είμαι μιας φύσεως τόσον ευσπλαγχνικής
+εις τας δυστυχίας των άλλων, που δεν ημπορείς να την στοχασθής·
+σου ομολογώ πως εσυνέλαβα διά λόγου σου ευθύς που σε είδα μιαν
+μεγαλωτάτην αγάπην, με όλον που δεν είσαι από την θρησκείαν μου·
+είμαι διαπερασμένος εις την καρδίαν και τετρωμένος διά τες
+δυστυχίες που σου εσυνέβηκαν, τες οποίες οπόταν τες διηγηθής του
+πατρός σου, είμαι βέβαιος πως δεν θέλει συντριβή η καρδία του
+περισσότερον από την ιδικήν μου. Εγώ τον ευχαρίστησα μεγάλως διά
+την αγάπην και το σπλάγχνος που εις εμέ έδειχνε, βεβαιώνοντάς τον
+πως του ήθελα είμαι πάντα υπόχρεος. Τότε αυτός πάλιν μου είπε με
+θερμότητα· είμαι ευχαριστημένος, ω υιέ μου, διά την συναπάντησίν
+σου, επειδή και η συναναστροφή σου είναι πολλά ακριβή· κάθε
+στιγμήν μου αυξάνει η αγάπη, που εις εσέ εσυνέλαβα. Έλα με εμένα
+σε περικαλώ διά να καταλύσης εις το σπήτι μου, εγώ είμαι γέρων
+πλούσιος, και χωρίς παιδί· σε εκλέγω διά κληρονόμον μου και υιόν
+μου. Εις ετούτα τα λόγια άνοιξε τας αγκάλας του, και με έσφιξε με
+τόσην αγάπην, ωσάν να ήθελα του είμαι αληθινός υιός.
+
+Έκαμε χρεία, διά να τον ευχαριστήσω πάλιν, και μετά πολλές
+ευχαριστίες που του έκαμα, με επήρε και με έφερεν εις το σπήτι
+του, το οποίον ήτον ένα από τα καλλίτερα του Σουράτ, στολισμένον
+με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν· και φθάνοντας εκεί με υποχρέωσε διά να
+λουσθώ, καθώς και αυτός εις μίαν μεγάλην λεκάνην από μάρμαρον
+πορφυρόν, εις την οποίαν ήτον ένα νερόν πολλά καθαρόν και ζεστόν.
+Όταν εβγήκαμεν από το λουτρόν, μερικοί σκλάβοι μας εσφούγγισαν με
+πανιά λευκά πολλά ψιλά· ήλθαμε έπειτα εις ένα μεγαλοπρεπή
+χοντζερέ, εις τον οποίον και οι δύο εκαθήσαμεν εις μίαν τράπεζαν
+γεμάτην από διάφορα εκλεκτά φαγητά, βαλμένα εις απλάδια από
+φαρφουρί φίνο της Κίνας· τα μοσχοκάρυδα της Μαλάκας, τα γαρούφαλα
+της Ναγκασάρ, και η κανέλλα Σιρενδίβ εστόλιζαν τα φαγητά· ύστερον
+που εφάγαμεν όσον μας άρεσεν, έπιαμεν ένα κρασί πολλά εξαίρετον,
+και εχαρήκαμεν αρκετήν ώραν.
+
+Τελειώνοντας δε το τραπέζι, ο γέροντάς μου μού είπε· θέλω να σου
+ξεμυστηρευθώ ένα πράγμα, διά να γνωρίσης έως πού αναβαίνει η αγάπη
+που σου έχω· κάνει χρεία να μισεύσω από το πόρτο του Σουράτ, εδώ
+και δεκαπέντε ημέρες, διά να πάγω με το καράβι μου εις ένα νησί,
+εις το οποίον είμαι συνηθισμένος να πηγαίνω κάθε χρόνον· εσύ
+θέλεις έλθη μετ' εμένα εις εκείνο το νησί, με το να είναι έρημον
+από τες πολλές παρδάλεις που εις αυτό είναι· ευρίσκονται
+περισσότερον από διακόσια πηγάδια, από τα οποία βγαίνουν
+μαργαριτάρια μεγαλώτατα εις το χόνδρος, τα οποία δεν ηξεύρει
+κανείς παρά εγώ μόνον· ένας γέροντας καραβοκύρης του οποίου ήμουν
+πιστός σκλάβος, μου εφανέρωσεν εκείνους τους θησαυρούς, και μου
+έδειξε με ποίον τρόπον ημπορούσα να πλησιάσω εις αυτά τα πηγάδια,
+με όλον που είναι εκείνα τα θηρία, χωρίς να με βλάψουν. Και ο
+τρόπος με τον οποίον πλησιάζω εκεί είνε οπόταν εβγαίνω από το
+καράβι πρέπει να είναι νύκτα, και να έχω φανάρια αναμμένα· η
+θεωρία της φωτιάς φοβίζει, και βάνει εις φυγήν εκείνα τα άγρια
+θηρία, και ούτω πλησιάζω εις εκείνα τα πηγάδια, και παίρνω όσα
+μαργαριτάρια θέλω, και έπειτα φεύγω χωρίς βλάψιμον.
+
+Θέλομεν υπάγει το λοιπόν να εβγάλωμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην
+ποσότητα, τα οποία όταν γυρίσωμεν θέλομεν τα πουλήσει εδώ εις
+τούτην την χώραν, και τα άσπρα που θα κερδίσωμεν αντάμα με εκείνο
+που έχω συναγμένον εις τον ίδιον τόπον, θέλει γένει μία ποσότης
+υπέρμετρος, τη οποίαν θέλεις την χαρεί ύστερον, μετά τον θάνατόν
+μου· Και διά να με βεβαιώση πως τίποτε δεν μου έλεγεν, που να μην
+είνε αληθινόν, με φέρνει εις έναν οντά, που είχε με πόρτες
+σιδερένιες διπλές, και εμβάζοντάς με μέσα μού έδειξε μεγαλωτάτους
+σωρούς βέργες από χρυσόν, ασήμι, και πολλότατα μαργαριτάρια μεγάλα
+ωσάν αυγά περιστεράς, που έβγαλεν από εκείνα τα πηγάδια. Σου
+φαίνεται, μου είπεν αυτός, ότι ετούτοι οι θησαυροί θα αχρήζουν
+επιμέλειαν διά να τους αυξήσωμεν; αγροικάς εναντίωσιν διά να
+ταξειδεύσης; Όχι, του απεκρίθηκα, είμαι έτοιμος να έλθω όπου με
+προστάξης. Τότε ο Ηζούμ (έτσι ωνομάζετο ο γέρων) με αγκάλιασε και
+με εφίλησε, που δεν εφάνηκα εναντίος. Και με τούτο εβγήκαμεν από
+εκείνον τον οντά, που είχε τους θησαυρούς.
+
+Φθάνοντας λοιπόν η διωρισμένη ημέρα εμβήκαμεν εις το καράβι και
+εμισεύσαμεν. Και ύστερον από τριών εβδομάδων πλεύσιμον εφθάσαμεν
+ευτυχώς εις το ποθητόν νησί. Και οπόταν έφθασεν η νύκτα, ο γέρων
+επρόσταξε τους ναύτας του να σταθούν εις το καράβι, και αυτός ομού
+μ' εμένα εμβήκαμεν εις το νησί, φέροντας μαζί μας δύο φανάρια με
+πολύ φως, και δύο σακκία, διά να τα γεμίσωμεν μαργαριτάρια· και με
+τούτον τον τρόπον εφθάσαμεν εις τα πηγάδια χωρίς κανένα φόβον.
+Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο
+το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια,
+και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω.
+Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα
+δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να
+μην πέσω. Φθάνοντας λοιπόν εις τον πάτον του πηγαδιού αγροίκησα
+εις τα ποδάρια μου πολλά στρείδια, που μέσα τους έχουν τα
+μαργαριτάρια, εδιάλεξα τα πλέον καλύτερα από αυτά, και εγέμισα τα
+σακκιά, τα οποία τα ετράβηξεν ο γέρων και έβγαλεν έξω, έπειτα μου
+εμετάρριξε τα σακκιά, και του τα εγέμισα πολλές φορές.
+
+Και οπόταν είδεν αυτός πως καθαρίζοντας αυτά τα στρίδεια του
+έδιδαν έναν αριθμόν μαργαριτάρια, που να ημπορέση να φέρη με τες
+πλάτες του εις το καράβι, μου είπε γελώντας· νέε μου, σου αφίνω
+υγείαν· εγώ σε ευχαριστώ εις την δούλευσιν που μου έκαμες. Ω
+πατέρα μου, έβγαλέ με το λοιπόν απ' εδώ. Εσύ στέκεις καλά εις
+τούτο το πηγάδι, μου απεκρίθη ο επίβουλος, πλάγιασε και αναπαύσου
+επάνω εις τα μαργαριτάρια· έχω συνήθεια να φέρνω εδώ κάθε χρόνον
+εις θυσίαν ένα μουσουλμάνον ωσάν εσένα· δεν σου μένει άλλο παρά να
+προστρέξης εις τον προφήτην σου, και αν αυτός έχη την δύναμιν διά
+να κάνη θαύματα καθώς τον πιστεύεις, δεν θέλει αφήσει να χαθή ένας
+άνθρωπος ευλαβής της θρησκείας του. Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια
+ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να
+κλαίω όσον εδυνόμουν.
+
+Ω ταλαίπωρε Αμπουλβάρη, έλεγα, εις τι κακά η τύχη σου σε ρίχνει!
+τι είνε το φταίξιμόν σου, που σε παιδεύει με τούτον τον τρόπον, μα
+διατί να κλαίωμαι εις μίαν δυστυχίαν, που ο ίδιος την
+εσυναπάντησα; δεν έπρεπεν εγώ να πιστεύσω εκείνον τον παράνομον
+ειδωλολάτρην, που με επλάνεσε με τα γλυκά του λόγια και ταξίματα,
+και με τα μεγάλα του χάδια που έπρεπε να φοβούμαι· και αν ήθελα
+έχει ολίγην διάκρισιν ή λογικόν, δεν ήθελα δοθή με τόσην ευκολίαν
+εις την θέλησίν μου· ω ανωφελής μετανόησις· τι μου αχρήζει εις
+αυτήν την κατάστασιν να αποδίδω το αίτιον εις τον εαυτόν μου;
+ετούτο, απ' ό,τι καταλαμβάνω ήτον γραμμένον να μου συμβή, και εξ
+ανάγκης έπρεπε να πέσω εις τούτην την άβυσσον· και η ίδια δύναμις
+που με έρριξεν εδώ, ημπορεί και να με ελευθερώση.
+
+Ετούτος ο υστερινός μου στοχασμός με εμπόδισεν εις το να πέσω εις
+απελπισίαν· απέρασα την νύκτα ζητώντας το πλάτος του πηγαδιού, το
+οποίον μου εφάνη πολλά ευρύχωρον· αγροικούσα να περιπατώ επάνω εις
+κόκκαλα, και από αυτά εκατάλαβα, ότι και άλλοι ωσάν και εμένα εις
+αυτό κακώς έχοντας εθυσιάσθηκαν. Ένας τέτοιος στοχασμός δεν με
+εφόβιζε τόσον ολίγον και επερικάλεσα τον προφήτην διά να με
+βοηθήση. Έφθασα με πολλήν τολμηρότητα έως εις μίαν σχισματιάν
+εκείνου του χάους, εις την οποίαν ηκούετο μία φοβερωτάτη βοή.
+Εστάθηκα διά να ακούσω το τι ήτον, και ύστερον από πολύ εκατάλαβα
+πως ήτον ένας καταρράκτης από πολλά νερά, τα οποία συμμαζωνόμενα
+από διάφορα μέρη έπεφταν εις μίαν τρύπαν μεγάλην και στοχαζόμενος
+ότι αυτά έβγαιναν και εχάνονταν εις την θάλασσαν, ερρίχθηκα εις
+εκείνην την τρύπαν ή να έβγω εις το φως, ή εκεί να χαθώ και να
+τελειώσω από τα βάσανά μου. Ολίγον έλειψε που τα νερά να με
+πνίξουν, μου εσήκωσαν τες αίσθησες, και με μεγάλην βίαν με
+ετράβηξαν, και μ' έρριξαν εις το παραθαλάσιον από μίαν σχοιματιάν
+βουνού.
+
+Ξαναλαμβάνοντας τες αίσθησές μου, και βλέποντας τον τόπον, από τον
+οποίον τα νερά με έβγαλαν εις το φως, έπεσα κατά γης με μεγάλην
+συντριβήν διά να ευχαριστήσω τον ουρανόν διά την ελευθερίαν μου·
+και αφού έκαμα μίαν μεγάλην προσευχήν, εσηκώθηκα ακούοντάς τον
+εαυτόν μου γεμάτον από θάρρος, και επεριπάτησα εκείνο το νησί
+χωρίς να ξεμακρύνω από το περιθαλάσσιον. Δεν είδα πλέον το καράβι
+του επιβούλου γέροντος, με το να εμίσευσε πάραυτα. Και τότε άρχισα
+να στοχάζωμαι τον κίνδυνον, εις τον οποίον πάλιν ευρισκόμουν,
+φοβούμενος να μη με καταφάγωσιν αι τίγρεις, θηρία τόσον άγρια· μα
+ο φόβος μου ογλήγορα έπαυσε, με το να εξάνοιξα ένα καράβι μακρόθεν
+το οποίον βλέποντάς το εχάρηκα κατά πολλά και έλαβα καλήν ελπίδα.
+Τότε εξεδίπλωσα το πανίον από το φακιόλι μου, και βάνοντάς το εις
+ένα ξύλον το εσήκωσα εις τον αέρα και το έδιδα σημείον να έλθουν
+από το καράβι να με πάρουν. Μερικοί δε άνθρωποι που έστεκαν εις
+την πρύμνην του καραβιού με είδαν και ευθύς απόλυσαν τον σκύφον,
+και ήλθαν και μ' επήραν, και με έφεραν εις το
+καράβι τους. Στοχασθήτε εις τι ακμήν ήτον η χαρά μου οπόταν
+εγνώρισα ότι καραβοκύρης ήτον ένας άκρος φίλος του πατρός μου,
+ομοίως και τους άλλους ανθρώπους του καραβιού, που ήτον από την
+Μπάσραν. Εις αυτουνούς όλους εδιηγήθηκα το συμβεβηκός που μου
+έτυχε και ήλθα εις αυτό το νησί.
+
+Καθένας από αυτούς που με ήκουεν εβλασφημούσε τον δολερόν γέροντα
+διά την επιβουλήν του, και διά την ανομίαν του· μετά τούτο ερώτησα
+τον καπετάνιον διά τον πατέρα μου και λιπούς# εδικούς μου, και διά
+όλους μου έδωσε καλές είδησες. Και αφού και τον εξέταξα πάλιν
+διαφόρως επάνω εις τα του πατρός μου, γυρίσαμεν την ομιλίαν επάνω
+εις τον επίβουλον γέροντα.
+
+Τότες όλοι της συντροφιάς εστοχάσθηκαν ότι θα έβγουν εις αυτό το
+νησί διά να εβγάλωμεν από τα πηγάδια αν είνε τρόπος μαργαριτάρια·
+και ούτω συμφώνως εγυρίσαμεν εις αυτό το νησί· και με το να
+ήμασθεν όλοι συντροφιά εις πολλήν αριθμόν δεν μας έκαμαν φόβον οι
+τίγρεις, επειδή αρματωθήκαμε με σαΐτες και σπαθιά διά να διώξωμεν
+αυτά τα θανατηφόρα ζώα. Και με τούτον τον τρόπον ήλθαμεν εις τα
+πηγάδια χωρίς φόβον ύστερον από αυτό εκατεβάσαμεν έναν ναύτην εις
+τα πηγάδια, εις τα οποία ηύραμεν μαργαριτάρια εις μεγάλην
+ποσότητα. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των
+οστρειδίων που εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να
+τα ανοίξωμεν, και διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που
+καθένας έμεινεν ευχαριστημένος διά το μερτικόν του.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Ε'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Αφού και εκάμαμεν αυτό το πλούσιον κυνήγι εκάμαμεν πανιά διά να
+υπάμεν εις την Σερενδίβ, διά να πουλήση κάποια πανιά που είχεν ο
+καραβοκύρης και διά να αγοράση κανέλλαν. Επλεύσαμεν το λοιπόν με
+μεγάλην χαράν, οπόταν αιφνιδίως εσηκώθη μία φοβερά φουρτούνα, που
+μας έβγαλεν από την στράταν μας, και μας έκαμε να πλεύσωμεν χωρίς
+να ηξεύρωμεν που πηγαίνομεν εις διάστημα έξ ημερών. Την εβδόμην
+ημέραν ο καιρός έγινεν εύμορφος, μα ούτε οι ναύται ούτε ο
+καπετάνιος δεν ήξευραν πού είμεθα· μας εφαίνονταν ότι το καράβι
+μας έτρεχε με μεγάλην ορμήν χωρίς αέρα. Δεν ηξεύραμεν τι να
+στοχασθούμεν, αλλ' ούτε τι να κάμωμεν να εμποδίσωμεν το παράξενον
+τρέξιμόν του, επειδή και με όλες τες τέχνες που εκάμαμεν, το
+καράβι ετραβιόνταν με βίαν μεγάλην προς ένα βουνόν που τέλος
+πάντων το εξανοίξαμεν. Ετούτο το βουνόν είχε μεγάλην περιοχήν και
+εφαίνονταν υψηλόν καθ' υπερβολήν, ήτον πολλά σκληρόν· και εκείνο
+που μας εξέπληξε περισσότερον, ήτον, που το είδαμεν πως ήτον από
+τζελίκι· τόσον λαμπρόν και γιαλιστερόν ήτον. Ένας γέρων ναύτης
+έβγαλε τότε ένα βαθύτατον αναστεναγμόν και εφώναξεν· ημείς είμεθα
+χαμένοι· ενθυμούμε μίαν φοράν να ήκουσα να διηγούνται διά τούτο το
+βουνόν, και να λέγουν πως αυτό είνε θανατηφόρον εις όλα τα
+καράβια, που από κακή τους τύχην ήθελαν πλησιάσει εις αυτό· επειδή
+και ωσάν έλθουν υποκάτω εις αυτό το βουνόν, κρατιούνται εκεί ωσάν
+από μίαν μαγείαν, και δεν ημπορούν να έβγουν πλέον διά να
+ξεμακρύνουν, και ούτως εκεί χάνονται.
+
+Επάνω εις αυτήν την διήγησιν του γέρο ναύτη όλη η συντροφιά
+εσυγχίσθη μεγάλως, και αρχίσαμεν να οδυρώμεθα διά τον χαμόν μας,
+επειδή και εμείναμεν όλοι απηλπισμένοι μην έχοντες πλέον
+παραμικρήν ελπίδα ζωής. Συντετριμμένος εγώ περισσότερον από την
+θλίψιν, εις την οποίαν έβλεπα τους συντρόφους μου όλους
+απελπισμένους παρά από τον κίνδυνον μου τον ίδιον, που
+οφθαλμοφανώς τον έβλεπα, είπα του καραβοκύρη· Αυθέντα, τι μας
+ωφελεί να δοθούμεν χωρίς όφελος εις την απελπισίαν; ας γυρέψωμεν
+καλύτερον κανένα μέσον, διά να έβγωμεν από τον κίνδυνον που
+ευρισκόμεθα· όσον διά λόγου μου σου το ομολογώ, ή πως φυσικά έχω
+κάποιαν καρδιά, ή πως ο Μωάμεθ εις ετούτην την στιγμήν μου δίδει
+δύναμιν, και δεν φοβούμαι την κατάστασιν εις την οποίαν
+ευρισκόμεθα, στοχάζομαι το λοιπόν, ότι ευθύς που θα φθάσωμεν εις
+την ρίζαν του βουνού, να πασχίσωμεν να ανέβωμεν εις την κορυφήν
+του, και εκεί ελπίζω μήπως και εύρωμεν καμμίαν ιατρείαν εις το
+κακόν μας.
+
+Ο καπετάνιος, ο οποίος ήτον ο ολιγώτερον δειλός από τους άλλους,
+μου απεκρίθη ότι ήθελε να με υπακούση εις ό τι του επρόβαλα. Και
+ευθύς, που το καράβι μας άραξεν εις την ρίζαν του βουνού, ο
+Καπετάνιος και εγώ ερριχθήκαμεν εις την γην, και αρχίσαμεν να
+ανέβωμεν εις το βουνόν, και με μεγάλον κόπον εφθάσαμεν εις την
+κορυφήν του· είδαμεν ημείς έχει μίαν περιοχήν πλατείαν και υψηλήν
+και πλησιάζοντες εις αυτήν είδαμεν ότι εις το μέσον της ήτον ένας
+στύλος από τζελίκι υψηλός έξ οργυιάς, εις την μέσην του οποίου
+εκρέμονταν με μίαν χρυσήν άλυσον ένα μικρόν τύμπανον, με ένα ξύλον
+που να το κτυπούν, και επάνω εις το τύμπανον έστεκε καρφωμένη μία
+σανίδα από έβενον, εις την οποίαν ήτον με χρυσούς χαρακτήρας
+γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Αν κανένα καράβι ήθελε λάβει την κακήν
+τύχην να αμπωχθή έως εις ετούτο το βουνόν, δεν θέλει ημπορέσει
+πλέον να ξαναγυρίση εις την θάλασσαν, αν δεν ήθελε κάμει με τον
+ακόλουθον τρόπον. Κάνει χρεία, ότι ένας άνθρωπος από την
+συντροφιάν να κτυπήση τρεις φορές με το ξύλο επάνω εις το τύμπανον
+εις το πρώτον κτύπημα το καράβι θέλει ξεμακρύνει έως ένα τράβηγμα
+σαΐτας, εις το δεύτερον θέλει χαθή από την όρασιν ετούτου του
+βουνού· και εις το τρίτον θέλει ευρεθή εις την στράταν όπου
+θελήσει· και ο άνθρωπος που θέλει χτυπήσει το τύμπανον πρέπει
+θεληματικώς να μείνη εδώ, και οι άλλοι να μισεύσουν».
+
+Αφού και εδιαβάσαμεν αυτά τα γράμματα τα οποία μας εφάνηκαν
+μαγικά, εκατεβήκαμεν εις το καράβι διά να δώσωμεν την είδησιν των
+λοιπών διά τα όσα είδαμεν. Καθένας έμεινε θαυμασμένος πως ήταν
+μέσον να ελευθερωθούμεν, μα κανείς δεν ήθελε να είνε η θυσία· ο
+πλέον χειρότερος ναύτης απέφευγε να θυσιασθή διά τους άλλους. Ας
+είνε, τότε είπα, επειδή κανείς από λόγου σας δεν ευρίσκεται να
+μείνη, το λοιπόν εγώ θέλω να θυσιασθώ διά λόγου σας, επειδή και με
+κάθε τρόπον μέλλω να χαθώ. Όλοι εχάρηκαν διά την απόφασίν μου· και
+ο Καπετάνιος έδειξε τάχα πως ελυπείτο εις το να με αφήση· μα τον
+εκατάλαβα ότι είχε περισσότερην χαράν πως ήθελεν έβγει από εκείνον
+τον κίνδυνον, παρά θλίψιν διά τον χαμόν μου. Ως τόσον εγώ
+αγκάλιασα όλους της συντροφιάς και τους έδωσα τον τελευταίον
+άσπασμόν έπειτα εβγαίνοντας από το καράβι ανέβηκα μόνος εις το
+ύψος του βουνού· επλησίασα εις την περιοχήν και παίρνων το ξύλον
+εις το χέρι κτυπώ το τύμπανον, και το καράβι ευθύς εξεμάκρυνεν από
+το βουνόν· εις τον δεύτερον κτύπον το έχασα από την όρασιν· και
+εις τον τρίτον επήγεν εκεί που ήθελε· ύστερον από αυτό έμεινα εις
+την περιοχήν εκείνην αναμένοντας να πληρώσω την θυσίαν που μου
+ήταν γραμμένη.
+
+Δεν αφέθηκα που να κράξω εις βοήθειαν πάλιν τον ουρανόν· και ωσάν
+ήμουν βέβαιος εις την βοήθειαν του εμβήκα με τόλμην εις τα έσωθεν
+του βουνού· ύστερον από μιας ώρας περιπάτημα είδα ένα γέροντα
+πολλά γηραλέον, ο οποίος εφαίνονταν πως δεν του έμεινε μία στιγμή
+ζωής· εκάθονταν αυτός επάνω εις μίαν πέτραν σιμά εις ένα μικρόν
+σπητάκι, και έτρεμεν όλος από το πολύ γηρατείο. Και αφού τον
+εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα
+καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην
+βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και
+ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την
+δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν
+την στράταν των;
+
+Εσηκώθη εις τα λόγια ο γέρων, και ακουμπώντας εις την ράβδον του
+με το κεφάλι τρεμάμενον μου είπεν, ότι τα καράβια ετραβιόνταν προς
+το βουνόν, με το να ήτον αυτό το βουνόν από μαγνήτην, και διά την
+δύναμιν του χαμαϊλιού, που ήτον εις εκείνο το τύμπανον το οποίον
+δεν ηξεύρω ποίος το εκατασκεύασε· μα αν ήμουν περίεργος να μάθω
+αυτό το μυστήριον, έπρεπε να ακολουθήσω το περπάτημά μου, και
+ήθελα συναπαντήσει τον αδελφόν του, που ήτον πλέον γεροντότερος
+από αυτόν, και αυτός ήθελε μου δώσει καμμίαν είδησιν δι' αυτό.
+Ακούοντας έτσι ευθύς εμίσευσα από αυτόν, και ύστερον από ολίγην
+ώραν, ηύρα τον δεύτερον γέροντα· ετούτος εφαίνονταν νεώτερος από
+τον άλλον, και τότε άρχιζαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του, ώστε που
+ημπορούσε να νομισθή υιός του πρώτου και όχι μεγαλύτερός του. Τον
+ερώτησα και αυτόν ωσάν τον άλλον, αν ήξευρε ποίος εκατασκεύασεν
+εκείνο το χαμαϊλί. Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός
+μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως
+θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά
+ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν
+είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον
+δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον
+γεροντότερος από τους άλλους δύο.
+
+Ω πατέρα μου, του είπα, ηύρα δύο γερόντους, που ενέμπαιξαν μετ'
+εμένα· τους παρεκάλεσα να μου ειπούν ποίος ήτον ο αυτουργός του
+χαμαϊλιού, που είνε στο βουνόν, και μου απεκρίθησαν ότι δεν το
+ηξεύρουν μα πως είχαν ένα αδελφόν μεγαλύτερον, που ημπορούσε να
+μου το φανερώση. Εχαμογέλασεν ο γέροντας, επάνω εις ότι του είπα·
+και μου απεκρίθη· Ω υιέ μου, αυτοί σου είπαν την αλήθειαν πως και
+οι δύο είνε μικρότεροι από εμένα, και διά να σε βεβαιώσω άκουσον
+το αίτιον. Ο πρώτο, που εσυναπάντησες είνε ο πλέον νεώτερος, δεν
+έχει άλλο παρά πενήντα χρόνους, και αν είνε φθαρμένος και
+υπέργηρος είνε το αίτιον που έλαβε κακήν γυναίκα, και κακά παιδιά,
+και η θλίψις τον έφερεν εις αυτήν την κατάστασιν· ο δεύτερος έχει
+εβδομήντα πέντε χρόνους, και φαίνεται να είνε πλέον νεώτερος και
+δυνατώτερος από τον άλλον και αυτός είνε με το να έλαβε καλήν
+γυναίκα χωρίς να κάμη παιδιά. Και όσον δι' εμένα που είμαι πλέον
+γέρος, και φαίνομαι πλέον νεώτερος, από τους αδελφούς μου με όλον
+που απερνώ τους εκατόν χρόνους· αυτό είνε με το να μην ηθέλησα
+ποτέ να υπανδρευθώ. Διά δε το χαμαϊλί, ακολούθησε να λέγη, που
+επιθυμείς να γνωρίζης τον αυτουργόν, ενθυμούμαι να ήκουσα εις την
+νεότητά μου, ότι το εσύνθέσεν ένας θαυμαστός μάγος Iνδιάνος, και
+άλλο περισσότερον δεν ηξεύρω. Τον ερώτησα ύστερον αν είνε καμμία
+χώρα πλησίον κατοικημένη. Ναι μου απεκρίθη· ακολούθησε αυτήν την
+στράταν, και πολλά ογλήνορα θέλεις φθάσει εις μίαν μεγάλην χώραν
+παραθαλάσσιον· μα φυλάξου μην έβγης από την ίσιαν στράταν· διατί
+αν πάρης μίαν που είνε στα ζερβά θέλει σε φέρει εις ένα λόγγον,
+εις τον οποίον κατοικούν άνθρωποι κακοί· αυτοί καταγίνονται εις το
+να φτειάνουν το σαπούνι, και έχουν συνήθειαν να ρίχνουν εις τα
+καζάνια που το βράζουν, όσους ξένους που από κακήν τους τύχην
+ήθελαν καταντήσει προς αυτούς, με το να θέλουν αυτοί, το σαπούνι
+τους να γίνεται πολλά καλύτερον από όσον ευρίσκεται εις τον κόσμον
+με το να είνε καμωμένον από το πάχος των ανθρώπων.
+
+Ευχαρίστησα τον γέροντα εις τα όσα μου εφανέρωσεν, έπειτα επήρα
+την στράταν που μου είπε, και τα ίσια ήλθα εις μίαν χώραν πολλά
+μεγάλην, και πολυάνθρωπον. Οι στράτες και τα παλάτια ήσαν πολλά
+εύμορφα και ο λιμένας γεμάτος από καράβια και από αυτό εστοχάσθηκα
+ότι ήτον μία χώρα πραγματευτάδικη· και το εβεβαιώθηκα από τους
+πολλούς πραγματευτάδες από διάφορες γενεές που εις αυτήν είδα. Και
+μίαν ημέραν που εσεργιάνιζα εις τον αιγιαλόν βλέπω έναν άνθρωπον
+να με κυττάζη τον οποίον εκύτταξα και εγώ· και αφού τον αθεώρησα
+καταλεπτώς εγνώρισα που ήτον Αμπίπτης, ο κόνσουλας του πατρός μου
+από το Σερενδίβ, και ύστερον που αγγαλιασθήκαμεν πολλές φορές.
+Ποίος το έλεγεν, εφώναξεν εκείνος ότι εδώ θα συναντήσω τον
+Αμπουλβάρην, διά ποίαν δυστυχή αιτίαν εμίσευσες από την Σερενδίβ,
+χωρίς να μου δώσης την είδησιν του μισευμού σου, και να
+χαιρετισθούμεν, και διά ποίαν καλήν τύχην έλαβα χάριν διά να σε
+ξαναϊδώ αιφνιδίως εδώ;
+
+Του διηγήθηκα τότε τα όσα μου συνέβηκαν με την Γαντζάδα, και τα
+λοιπά που ύστερον μου ακολούθησαν. Τότε αυτός μένοντας εκστατικός
+διά τα συμβάντα μου, μου είπεν αν θέλω να επιστρέψω με αυτόν εις
+το Σερενδίβ, που γλήγορα μισεύει. Εγώ που δεν επιθυμούσα άλλο, του
+είπα το ναι και ύστερον από δύο ημέρες εμισεύσαμεν με ένα καιρόν
+πολλά αρμόδιον. Ήμουν πολλά ευχαριστημένος εις τούτη την επιτυχίαν
+διά να ξαναγυρίσω εις την Σεοενδίβ, το περισσότερον διά να ξαναϊδώ
+την αγαπημένην μου Γαντζάδα αν ήτον τρόπος. Εφθάσαμεν το λοιπόν
+ύστερον από ολίγας ημέρας εις την Σερενδίβ με το να ελάβαμεν τον
+αέρα πολλά αρμόδιον, και επήγα πάλιν και εκόνευσα εις το σπήτι του
+Αμπίμπη.
+
+
+
+&Συμβεβηκός ΣΤ' του Αμπουλβάρη&
+
+
+
+Είχα μίαν άκραν ανυπομονησίαν εις το να μάθω καμμίαν είδησιν διά
+την Γαντζάδα την οποίαν εγώ την αγαπούσα ακόμη· με όλον που δεν
+είχα αιτίαν να είμαι ευχαριστημένος με αυτήν με το να μου
+επιβουλευθή την ζωήν. Εβγήκα μίαν ημέρα από το σπήτι του Αμπίμπη,
+με στοχασμόν διά να κάμω κάθε τρόπον να μάθω καμμίαν είδησιν δι'
+αυτήν. Και εκεί που επεριπατούσα με συναντά ένας σκλάβος· αφέντη,
+μου λέγει, με γνωρίζεις; Όχι, του απεκρίθηκα, μα μου φαίνεται
+κάπου να σε είδα όμως δεν ενθυμούμαι. Σε γνωρίζω εγώ καλώτατα, μου
+απεκρίθη εκείνος, εσύ είσαι ο Αμπουλβάρης, και ενθυμούμαι να έλαβα
+την τιμήν να σε δουλεύσω εις το παλάτι της Γαντζάδας της οποίας
+ήμουν και είμαι σκλάβος έως την σήμερον.
+
+Εστάθη υπερβολική η αγαλλίασίς μου, όταν εσυναπάντησα τον σκλάβον.
+Ακριβέ μου φίλε, του είπα χαρίζοντάς του ένα δαχτυλίδιον
+πολύτιμον, φανέρωσέ μου την κατάστασίν της Γαντζάδας, η οποία
+πάντα μου εστάθη ακριβή, με όλα εκείνα που μου έκαμεν· ευρίσκεται
+αυτή εις την ίδιαν στάσιν που την αφήκα; Όχι, ω αυθέντη μου,
+απεκρίθη ο σκλάβος· τα πράγματά της εμεταβάλθηκαν πολύ εδώ και δύο
+μήνες. Ο βασιλέας ηθέλησεν ότι αυτή να στεφανωθή ένα πλούσιον Αγά
+του παλατίου του, που την αγαπούσε· δεν ημπορούσεν αυτή να κάμη
+αλλέως παρά να τον υπακούση, και με αυτόν την σήμερον ευρίσκεται
+υπανδρευμένη· Σου κακοφαίνεται αυτή η είδησις, μου είπε, διά την
+υπανδρείαν της; ετούτο είνε πταίξιμον εδικόν σου, που τώρα
+ημπορούσες να έχης την πλέον ωραιοτάτην κυράν του κόσμου, και
+αναρίθμητα πλούτη· και με αυτό πόσα πάθη και βάσανα ηθέλετε
+αποφύγει τόσον του λόγου σου ωσάν και αυτή· επειδή ύστερον από τον
+μισευμόν σου, αυτή έπεσεν άρρωστη, και ολίγον έλειψεν που να
+αποθάνη. Τότε εγώ από αυτά τα λόγια του σκλάβου εσυντρίφθηκα
+μεγάλως εις την καρδίαν μου και τον επαρεκάλεσα, να μου κάμη την
+χάριν να της ειπή πως ευρισκόμουν εκεί, και πως ήμουν απελπισμένος
+διά την υστέρησίν της, και μάλιστα όταν ήκουσα ότι αυτή δεν ήτον
+ευχαριστημένη εις την κατάστασίν της.
+
+Ο σκλάβος μου έταξε μεθ' όρκου, ότι θέλει κάμει καθώς του είπα·
+μου είπεν όμως διά να μου ελαφρώση τον πόνον μου, ότι ήτον βέβαιος
+πως η Γαντζάδα ήθελε με σπλαγχνισθή, και πως ήθελε κάμει κάθε
+τρόπον διά να συνομιλήσωμεν απόκρυφα, επειδή εγνώριζε πως διά
+λόγου μου να είχε πάντα την ενθύμησιν, και πως δεν ήθελε με αφήσει
+εις την θλίψιν μου· και έπειτα από αυτό ο σκλάβος εμίσευσε
+τάζοντάς μου ότι θα μου φέρη κάποιαν απόκρισιν. Αν αυτή η
+μεταλλαγή του γραπτού της Γαντζάδας από το ένα μέρος με έθλιβεν,
+αγροικούσα από το άλλο κάποιαν χαροποίησιν οπόταν εκαταγινόμουν να
+στοχάζωμαι, ότι αυτή ημπορούσε να μου κάμη την χάριν να την ιδώ
+κρυφίως, και ότι θα ήθελεν υποφέρει την αγάπην μου· όντας λοιπόν
+εις ελπίδα τόσον χαροποιάν, ανάμενα καθημερινώς ότι ο σκλάβος θα
+έλθη να μου δώση την απόκρισιν εκεί που ήμουν οικονευμένος, καθώς
+τον διέταξα. Αλλ' εκαρτέρησα εις μάτην και ανωφελώς, με το να
+επέρασεν ένας μήνας χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά την
+Γαντζάδα· Εστοχάσθηκα τότε ότι η Γαντζάδα με το να ευρίσκονταν
+ακόμη κακιωμένη, που δεν την υπήκουσα εις την θέλησίν της, δεν
+άφησε πλέον τον σκλάβον διά να μου φέρη καμμίαν είδησιν δι' αυτήν.
+Βυθισμένος εις αυτούς τους υστερινούς στοχασμούς, που τους
+ελόγιαζα βεβαίους, επικραινόμουν μεγάλως χάνοντας κάθε μου ελπίδα
+δι' αυτήν.
+
+Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας
+με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και
+ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν
+ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού
+μισήν ώραν μακράν από την χώραν. Και εκεί που επεριεδιάβαζα, βλέπω
+πολλούς ιερείς των ειδώλων, που έκτιζαν εκεί σιμά μίαν καλύβαν με
+καλάμια, και με άλλα είδη σύνθετα· επλησίασα εις αυτούς και τους
+ερώτησα το τι εδηλούσεν εκείνο που έκαμαν. Ένας από αυτούς
+γνωρίζοντάς με διά ξένον μου απεκρίθη, ότι εδώ είναι ο τόπος ο
+διωρισμένος, που οι εθνικοί ενταφιάζουν τους νεκρούς, και καίουν
+τα κορμιά τους, και οι γυναίκες τους απολαμβάνουν μίαν αθάνατον
+δόξαν· τώρα απέθανεν ένας από τους πρώτους αφεντάδες της αυλής του
+βασιλέως, του οποίου το κορμί μέλλει να καυθή εδώ και εις πέντε
+ώρες με τούτον τον τρόπον που βλέπεις, και η αγαπημένη του και
+πιστή γυναίκα θέλει κατακαή και αυτή εις τες ίδιες φλόγες που
+έχουν να φθείρουν το κορμί του ανδρός της. Εγώ ακούοντας έτσι, και
+με το να μην είδα ποτέ μίαν τέτοιαν τάξιν, με όλον που ήξευρα πως
+θα εφυλάγετο εις διαφόρους τόπους της Ινδίας, απεφάσισα να σταθώ
+διά να την ιδώ.
+
+Καθώς που η ώρα ταύτης της φρικτής αποφάσεως επλησίαζεν, έτσι
+εγέμιζε και εκείνος ο τόπος από αναρίθμητον λαόν, που έβγαιναν διά
+να θεωρήσουν. Και καθώς εγώ επιθυμούσα διά να ιδώ καταλεπτώς αυτήν
+την τάξιν, με πολλήν κόπον επήγα σιμά εις την καλύβαν, διά να ιδώ
+τα πάντα, εμέτρησα εκεί περισσότερον από τριάκοντα ιερείς, οι
+οποίοι εκρατούσαν εις τας χείρας των από ένα βιβλίον, και άρχισαν
+να προσεύχωνται αναμένοντες εκείνην, που ήθελε να γένη θυσία.
+
+Ήτον σχεδόν να πλησιάση η νύκτα, οπόταν ήλθεν εκείνη καβάλλα επάνω
+εις ένα άλογον άσπρο πλουσίως στολισμένον, ομοίως και αυτή
+στολισμένη με πλούσια λευκά φορέματα και με ένα στεφάνι από
+λουλούδια εις το κεφάλι, ακολουθώντας το κορμί του ανδρός της, που
+έξ άνθρωποι τον έφερναν επάνω εις τους ώμους των βαλμένον εις ένα
+στολισμένον κρεββάτι· όπισθεν αυτής δώδεκα σκλάβες επάνω εις άλογα
+ενδεδυμένες άσπρα φορέματα και λαμπρώς στολισμένες την
+εσυντρόφευαν· και κοντά εις αυτές, πολλοί λαλητάδες με διάφορα
+όργανα τες ακολουθούσαν, ήρχονταν έπειτα οι ιδικοί της και οι
+φίλοι της χορεύοντες και τραγουδούντες, διά να φανερώσουν την
+χαράν που είχαν, εις το να έχουν μέρος εις τες οικογένειες των,
+και μέρος διά φιλενάδα, μίαν γυναίκα τόσον γενναίαν που
+εθυσιάζονταν. Δύο ιερείς την εβοήθησαν να κατέβη από το άλογον,
+και την έφεραν από το χέρι εις την άκρην του ποταμού, εκεί που
+ήτον το κορμί του ανδρός της φερμένον. Αυτή με τα χέργια της το
+έπλυνεν από την κεφαλήν έως τους πόδας έπειτα το εξανάδωσεν εις τα
+χέρια των ιερέων οι οποίοι το έφεραν εις την καλύβαν, που ήταν η
+πυρκαϊά· ύστερον από αυτό ήλθε και αυτή εις την ετοιμασμένην
+πυρκαϊάν και την επεριτριγύρισε πολλές φορές θεωρώντας την
+ετοιμασίαν της θυσίας της με πολλήν αφοβίαν έπειτα αγκάλιασεν
+όλους τους ιδικούς της και φίλους, οι οποίοι ευθύς ανεχώρησαν διά
+να μη την ιδούν να καή· αγκάλιασεν ακόμη και τες σκλάβες της, οι
+οποίες εθρηνούσαν απαρηγόρητα· αυτή τες εχάρισε την ελευθερίαν
+των, και πλέον τα διαμαντικά που είχεν επάνωθεν τους τα
+εδιαμοίρασεν.
+
+Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την
+θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν,
+και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν
+με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.
+Στοχασθήτε ποίας λογής εστάθη η αντράλωσίς μου οπόταν είδα, ότι
+εκείνη ήτον η ποθητή μου Γαντζάδα· μεγάλε Προφήτα, τότε είπα
+ανάμεσόν μου πρέπει να πιστεύσω μίαν τοιαύτην θεωρίαν; ημπορώ
+τάχατες να αμφιβάλλω; είνε αληθώς αυτή η Γαντζάδα που με τόσην
+ευχαρίστησιν τρέχει να αποθάνη; αχ και είνε αδύνατον να το
+πιστεύσω. Μα τέλος πάντων μένοντας βεβαιωμένος, τόσον επόνεσα διά
+τον θυσιασμόν της, που με έκαμε να χάσω το λογικόν μου. Ω τόσον με
+συντριμμόν μέγαν της καρδιάς μου την είδα που επαραδόθη εις τα
+χέρια των ιερέων, οι οποίοι αφού και την επαρακίνησαν διά να
+αξιωθή με την σταθερότητά της εις την δόξαν που την εκαρτερούσε
+την έκαμαν να έμβη εις την καλύβαν, και της επαράδοσαν μίαν
+λαμπάδα κατά την συνήθειαν εις το χέρι διά να δώση η ιδία φωτιάν
+εις την καλύβαν, και να καή μαζί με το κορμί του ανδρός της. Εγώ
+μην έχοντας πλέον καρδίαν εις το να ιδώ το τέλος του θεάματος,
+ετραβήχθηκα διά να έλθω εις την οικίαν του Αμπίμπη με το πνεύμα
+τόσον συγχισμένον, που δεν ημπορώ να σας περιγράψω· ήμουν τόσον
+περίλυπος και έξω από τον εαυτόν μου, που δεν ήξευρα το τι μου
+εγίνετο, εγύριζα κάθε ολίγον τους οφθαλμούς μου προς τον τόπον της
+θεωρίας, και οι φλόγες που εσηκώνονταν εις τον αέρα μου εσύντριβαν
+την καρδίαν.
+
+Φθάνοντας δε εις την οικίαν του Αμπίμπη, ο οποίος ευθύς που με
+είδε με ερώτησε τι εδηλούσεν η σύγχυσίς μου και η θλίψις που
+έδειχνα, του εδιηγήθηκα όλην την περίληψιν· και εκείνος ο καλός
+φίλος εσυντρόφευσε με τα δάκρυά του εκείνα που εγώ έχυσα κάνοντάς
+του εκείνην την διήγησιν.
+
+Έμεινεν αυτός θαυμασμένος, πώς η Γαντζάδα ηθέλησε να θυσιασθή διά
+να ακολουθήση ένα γέροντα, τον οποίον αυτή, κατά τες απόδειξες,
+που ήτον, δεν αγαπούσε τόσον και περιπλέον που κάθε μία δεν ήτον
+υπόχρεη να καή με το κορμί του ανδρός της, αν δεν είχε μεγάλην
+αγάπην προς αυτόν. Μα αυτή καθώς βλέπω ηθέλησε να κάμη αυτό διά
+κενοδοξίαν, και να την τιμήσουν ωσάν θεάν· ετούτο είνε εκείνο
+χωρίς άλλο, που την επαρακίνησε διά να ζητήση τον θάνατον. Ο
+στοχασμός του Αμπίμπη με ελάφρωσεν ολίγον τον πόνον μου· επειδή
+και με έκαμνε να στοχασθώ πως αν η Γαντζάδα με αγαπούσε, δεν ήθελε
+είνε τόσον πρόθυμη να καή με όλον που ήξευρεν από τον σκλάβον τον
+ερχομόν μου εκεί· μα με όλον τούτο δεν ημπορούσα να στοχασθώ τον
+γάμον της χωρίς να αγροικήσω να ανανεώνεται ο πόνος μου και διά
+τούτο το αίτιον απεφάσισα να μισεύσω από κει. Και ούτως επήγα εις
+τον αιγιαλόν, διά να ερωτήσω αν ήτο κανένα καράβι διά να μισεύη
+διά τες Ινδίες· και ευρίσκοντας ένα, που έμελλε εις ολίγας ημέρας
+να μισεύση, εχάρην εις αυτήν την συναπάντησιν· Ως τόσον επερνούσα
+τες ημέρες μου εις μεγαλωτάτην θλίψιν, έως που να έλθη η ημέρα του
+μισευμού μου, και ο Αμπίμπης δεν έλειπε με κάθε τρόπον που να
+πασκίση να κάμη να μου διαβή αυτή η θλίψις· μα εστάθηκαν όλα
+ανωφελή διά να μου εξαλείψουν την ενθύμησιν της ωραίας Γαντζάδας.
+
+Εις το αναμεταξύ του καιρού που ήθελα διά να μισεύσω, ιδού και
+έρχεται ο σκλάβος της Γαντζάδας προς εμέ, και ευθύς που με είδε
+μου είπε· συμπάθησόν με, αυθέντη, αν δεν ήλθα εμπροσθήτερα να σου
+φέρω την απόκρισιν εις τα όσα με επρόσταξες επειδή και εδικόν μου
+δεν είναι το φταίξιμον· η κυρά μου με είχε προστάξει διά να μην
+σου μιλήσω με κανένα τρόπον· αυτή με το να αγάπησε την δόξαν των
+ανθρώπων, και διά να λογισθή ωσάν μίαν ηρώισσα απεφάσισε διά να
+καή· δεν κάνει χρεία να μιλήσωμεν άλλο δι' αυτήν, επειδή και
+πρέπει να την αφήσωμε να χαρή την δόξαν που επεθύμησε, και ας
+έλθωμεν εις το αίτιον που εδώ με έφερεν· ήξευρε πως μία άλλη κυρά
+πολλά πλουσία και ωραία ωσάν την Γαντζάδα, που την δουλεύω,
+επιθυμά να σε ιδή· επειδή και της εδιηγήθηκα την ιστορίαν σου, και
+τα όσα επέρασες με την Γαντζάδα, και από την περιέργειάν της με
+έστειλε διά να σε κράξω να έλθης προς αυτήν· κάμε μου λοιπόν την
+χάριν και έλα μαζί μου, και δεν θέλεις μετανοήσει που με
+υπήκουσες. Έμεινα εκστατικός εις τα όσα μου είπεν ο σκλάβος του
+οποίου είπα πως δεν θέλω πλέον να ιδώ καμμίαν γυναίκα, επειδή και
+έχασα εκείνην που επιθυμούσα· Ο σκλάβος μού εδιπλασίασε τες
+παρακάλεσες τόσον, που με εκατέπεισε διά να υπάγω να ιδώ εκείνο το
+υποκείμενον που εζητούσε να με ιδή, το περισσότερον διά
+περιέργειαν, παρά δι' άλλο. Ακολούθησα λοιπόν τον σκλάβον, ο
+οποίος με έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και με έμβασεν εις έναν
+απλούν οντά, εις τον οποίον με άφησε λέγοντάς μου ότι υπάγει να
+φέρη την κυράν του. Δεν απέρασε πολύ διάστημα που εκαρτέρουν, και
+ιδού εκείνη που έρχεται· μα στοχασθήτε την σκότισίν μου, εις την
+οποίαν ευρέθηκα οπόταν την εθεώρησα, και εγνώρισα ότι εκείνη ήτον
+η ωραιοτάτη Γαντζάδα, την οποίαν εγώ την επίστευσα ότι θα έγινε
+στάκτη.
+
+Ευθύς που εγώ την είδα, ελόγιασα πως θα ήτον ένα φάντασμα ή η σκιά
+της· όθεν άρχισα να τρέμω και να εμβαίνω εις μέγαν φόβον. Αυτή
+βλέποντας την σύγχυσίν μου και τον φόβον που είχα, και μην
+ημπορώντας να κρατηθή από τα γέλοια, μου είπεν Αμπουλβάρη, εγώ δεν
+επεθύμησα να σε ιδώ διά να σε φοβίσω· δεν είνε τούτη η σκιά της
+Γαντζάδας, αλλά είνε αυτή η ιδία· η έκστασίς σου κατά αλήθειαν
+είνε με κάθε δίκαιον εύλογος, επειδή και δεν ημπορεί τινάς να
+θεωρήση χωρίς έκστασιν ένα υποκείμενον, που να το ηξεύρη πως είνε
+πεθαμμένον· εγώ το λοιπόν είμαι εκείνη, και διά να σου αφανίσω
+κάθε σου φόβον και υποψίαν, θέλω σου διηγηθή τον τρόπον που έκαμα,
+διά να μην αποθάνω καθώς με ενόμιζες.
+
+Ήξευρε λοιπόν πως πριν να υπάγω εις την πυρκαϊάν διά να θυσιασθώ,
+έκραξα τον πρώτον των ιερέων, και του έταξα αργύρια, εις πολλήν
+ποσότητα, διά να με ελευθερώση από την φωτιάν, που έμελλα να καώ.
+Και αυτός διά την ποσότητα των χρημάτων, που του έταξα, έκαμεν ένα
+υπόγειον μέσα εις την καλύβαν, και εμβαίνοντας εκεί έμεινα
+αβλαβής· Και ωσάν ετελείωσεν η φωτιά εβγήκα κρυφίως, και ήλθα εις
+ετούτο το σπητάκι, το οποίον είχα προετοιμασμένον επιταυτού· και
+όλον ετούτο που έκαμα, το έκαμα διά την αγάπην σου, αποφασίζοντας
+να αφήσω την ειδωλολατρείαν, και να γίνω Μωαμεθανή διά να σε
+στεφανωθώ, και να πάμε εις την πατρίδα σου την Μπάσραν· έτσι
+ηθέλησα να κάμω αυτό, διά να μην ηξεύρη κανείς πως εμίσευσα από
+την πατρίδα μου με ένα Μωαμεθανόν, το οποίον ήθελε προξενήσει
+πολλήν αισχύνην εις όλην μου την γενεάν. Ετούτο είνε όλον το
+αίτιον ενός τοιούτου πράγματος, που σε έκαμε να μείνης εκστατικός.
+
+Μα πώς, ω ευγενική αγάπη μου της είπα εγώ, διά εμένα λοιπόν
+εμεταχειρίσθης ετούτην την μηχανήν διά να ζήσης μαζί μου
+αποφάσισες να ξεμακρύνης από την πατρίδα σου, και να αρνηθής την
+θρησκείαν σου; ω ωραιοτάτη Γαντζάδα, εις ετούτην την στιγμήν με
+κάνεις τον πλέον ευτυχισμένον από όλον τον κόσμον. Αφού ετελείωσα
+τούτα τα λόγια, έπεσα εις τα γόνατά της, και τα αγκάλιασα με
+θερμότητα. Σηκώσου, Αμπουλβάρη, αυτή μου είπε, δεν ηξεύρω αν
+ημπορής να επαινεθής τόσον διά την ευτυχίαν σου· η Γαντζάδα δεν
+είναι πλέον μία απόκτησις τόσον πολύτιμη ωσάν που ήτον, επειδή και
+εγώ δεν έχω τίποτε από τα όσα πλούτη που είχα, με το να τα έδωσα
+των ιερέων και των εδικών μου που τους τα εμοίρασα, έξω από μερικά
+διαμαντικά. Εγώ την απόκοψα από την ομιλίαν της και της είπα, πως
+τα πλούτη της δεν τα εστοχάσθηκα, ούτε τα στοχάζομαι διά το ουδέν
+έμπροσθέν της, και πως όλη μου η χαρά και ευχαρίστησις ήτον διά
+την αγάπην που μου έδειχνε, και διά την αντάμωσίν της, παρά διά
+τον πλούτον όλου του κόσμου.
+
+Έπειτα από αυτά και άλλα παρόμοια που εσυνομιλήσαμεν, απεφασίσαμεν
+διά να μισεύσωμεν από την Σερενδίβ το ογληγορώτερον που θα ήτον·
+το οποίον ηκολούθησεν ολίγας ημέρας υστερώτερα. Όντας λοιπόν το
+καράβι έτοιμον διά να μισεύση, απεχαιρέτησα τον Αμπίμπη, και
+παίρνοντας τη Γαντζάδα κρυφίως διά νυκτός ήλθαμεν εις το καράβι
+ομού με μερικούς σκλάβους, οι οποίοι έφερναν τα διαμαντικά της και
+εκείνην την ιδίαν νύκτα εμισεύσαμεν. Εφθάσαμεν το λοιπόν ύστερον
+από ένα μακρυνόν ταξείδι, όμως χωρίς κίνδυνον εις την Μπάφραν
+καθώς επιθυμούσαμεν. Δεν ημπορώ να διηγηθώ την χαράν που έδειξεν ο
+πατέρας μου οπόταν με είδε. Και ύστερον από τα πρώτα αγκαλιάσματα
+που μου έκαμε, του επρόσφερα την Γαντζάδα φανερώνοντάς του το πως
+ήτον γυναίκα μου. Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την
+είδε τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην,
+οπόταν του εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα
+συμβεβηκότα μου, και έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε
+τα όσα μαργαριτάρια με τον καπετάνιον του είχα στείλει. Και
+ύστερον από αυτά ο πατέρας μου και εγώ επήραμεν την Γαντζάδα και
+την εφέραμεν εις τον Κατή και μας εστεφάνωσε κάνοντάς την πρώτον
+να αρνηθή την ειδωλολατρικήν θρησκείαν και διά να εορτάση τους
+γάμους μας, και ο πατέρας μου έκαμε διά μιαν ολόκληρον εβδομάδα
+χαρές, και συμπόσια μεγάλα εις όλους τους φίλους του.
+
+Ετούτη είνε η περιγραφή του πρώτου μου ταξειδιού· εσείς ηκούσατε
+πράγματα ολίγον κοινά μα έχω άλλα πλέον θαυμασιώτερα ακόμη διά να
+σας διηγηθώ· αύριον θέλω σας διηγηθή το δεύτερόν μου ταξείδι, και
+θέλετε ομολογήσει πως ποτέ να μην έτυχαν εις κανέναν συμβεβηκότα
+τόσον παράξενα, ωσάν εκείνα που μου έτυχαν εμένα.
+
+Ο μέγας περιηγητής Αμπουλβάρης έπαυσεν από το να ομιλή, όχι
+μονάχα διά να ξεκουρασθή μα διά να μη βαρύνη τους ακούοντας τον.
+Το καραβάνι ως τόσον εξακολουθούσε το ταξείδι του· και το βράδυ
+ήλθαν και εκόνευσαν εις ένα ωραιότατον κάμπον και εκεί αναπαύθησαν
+εκείνην την νύκτα, και την ακόλουθον ημέρα εξανάρχισαν το ταξείδι
+τους. Και ο Αμπουλβίρης ξαναπιάνοντας την σειράν της ιστορίας του,
+την εδιηγήθη με τον ακόλουθον τρόπον.
+
+
+
+&Ακολούθησις της ιστορίας των εξαισίων συμβεβηκότων του
+Αμπουλβάρη, επονομαζομένου μεγάλου περιηγητού.&
+
+&Ταξείδιον δεύτερον&
+
+
+
+Ευρισκόμην το λοιπόν ενωμένος με την ωραιοτάτην Γαντζάδα· και οι
+δύο αγαπημένοι εγευόμεθα την γλυκύτητα μιας τελείας ενώσεως, και
+δεν ελείπαμεν εις το να περικαλούμεν τον ουρανόν, να μας δώση την
+χάριν του να βαστάξη διά πολύν καιρόν η ευτυχία, που μας έκανε να
+χαιρώμεθα. Μα αλλοί εις εμέ! πόσον γελιούνται οι άνθρωποι· διότι
+οπόταν στοχάζονται να περάσουν διά πολύν καιρόν χαίροντες την
+ευτυχίαν τους, και την άκραν τους ευχαρίστησιν, τότε συμβαίνει
+κάθε εναντίον· και τες περισσότερες φορές η μεγάλη χαρά και
+ευχαρίστησις, μεταβάλλεται εις άκραν θλίψιν και πόνον. Μετά
+ολίγους μήνας το λοιπόν ύστερον από την υπανδρείαν μου, απέθανεν ο
+πατέρας μου και διαμοίρασα την περιουσίαν μου με έναν αδελφόν μου
+που είχα. Ετούτος ο αδελφός μου ωνομάζετο Ούρμα, ηθέλησε διά να
+αυξήση το έχειν του με την πραγματείαν· αγόρασεν αυτός ένα καράβι,
+και το εφόρτωσε πραγματείες διά να υπάγη εις τας Ινδίας, και
+έβαλεν όλον του το κεφάλαιον που επήρεν εις το μερτικόν του. Τέλος
+πάντων εμίσευσε, μα δεν έλαβε καλόν τέλος· ετσακίσθη το καράβι του
+σιμά εις ένα παραθαλάσιον, και δεν ημπόρεσε να λυτρώση παρά το
+κορμί του. Τον είδα να γυρίση γυμνόν και τετραχηλισμένον, που μου
+επροξένησε συμπάθειαν και λύπην.
+
+Τον εδέχθηκα εις το σπήτι μου, τον συνέδραμα διά να ξαναγοράση
+νέες πραγματείες και να επιχειρήση νέον ταξείδι. Μα δεν εγύρισε
+πλέον ευτυχισμένος από το πρώτο ταξείδι, με το να εμετατσακίσθη.
+Και ελευθερωθείς από την θάλασσαν πλέοντας ήλθε διά να μου
+φανερώση εις την Μπάρσαν την νέαν του δυστυχίαν που του εσυνέβη.
+
+Έμεινα πολλά διαπερασμένος από την νέαν του δυστυχίαν, και τίποτα
+δεν αψήφισα διά να τον χαροποιήσω· αδελφέ μου του είπα, εγώ βλέπω
+που εσύ τύχην δεν έχεις εις το να πραγματεύεσαι· κάνει χρεία το
+λοιπόν να αφεθής τελείως από την πραγματείαν, και θέλεις ζήση μαζί
+μου με ανάπαυσιν χωρίς να σου λείψη τίποτε. Έκλινε μετά χαράς εις
+ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από
+ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς
+τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του. Εγώ από το άλλο
+μέρος δεν επροσπαθούσα άλλο, παρά πώς να ευχαριστώ την αγάπην της
+Γαντζάδας και να της δίνω κάθε περιδιάβασιν που επιθυμούσεν·
+αγαπούσα να εξοδεύω με γενναιότητα· και με όλον που τα διάφορά μου
+δεν ήτο τόσον μεγάλα, έτσι δεν ήτον και τόσον αρκετά διά να μας
+φθάσουν εις πολύν καιρόν κατά τον τρόπον που εζούσαμεν. Τέλος
+πάντων εκατάλαβα ύστερον από κανένα χρόνον, ότι η πατρική μου
+περιουσία ήτον πολλά ωλιγοστευμένη· ο φόβος διά να μην πέσω εις
+δυστυχίαν με έκαμε να σταθώ διά να την εμποδίσω. Και ούτως
+αποφάσισα μη κάμω καμμίαν συντροφίαν, και να υπάγω να πραγματευθώ
+εις το βασίλειον της Γολκόνδας.
+
+Δεν το αγροίκησε χωρίς πόνον η γυναίκα μου, ότι εγώ έμελλα να κάνω
+ένα τέτοιον μακρυνόν ταξείδιον· εκαταπείσθη τέλος πάντων εις τα
+δικαιολογήματά μου, με τες ελπίδες που έμελλα να γυρίσω φορτωμένος
+από πλούτη εις την Μπάσραν, και ότι υστερώτερα θα ήθελον απεράσει
+με αυτήν ευτυχώς δίχως να λάβω άλλην χρείαν να ταξειδεύσω. Εμβήκα
+λοιπόν εις συντροφιάν με ένα γνώριμόν μου πραγματευτήν και
+αγοράσαμεν διάφορες πραγματείες διά να τες πουλήσωμεν εις το
+Σουράτ, και από εκεί να φέρωμεν άλλες εις την Μπάσραν. Φθάνοντας η
+ημέρα του μισευμού μου έχυσα πολλά δάκρυα διά την Γανζάδα, και
+είπα του Ούρμα αγκαλιάζοντάς τον· αδελφέ μου εις εσένα αφίνω την
+επιμέλειαν του σπητιού μου και των πραγμάτων μου· επιμελήσου διά
+την τιμήν μου, και πρόσεχε όσον είνε το δυνατόν την αγαπημένην μου
+Γαντζάδα, και μη την αφήσης να της λείψη τίποτε· φύλαξε ακριβώς το
+αυτό αμανάτι που σου αφίνω, εις τον γυρισμόν μου να το εύρω καθώς
+σου το άφησα.
+
+Ο Ούρμας εις ετούτα τα λόγια μου μού έταξεν επάνω εις την τιμήν
+του, ότι θα φυλάξη τα πάντα με κάθε ακρίβειαν, και πως να μην έχω
+καμμίαν έγνοιαν, και να στέκωμαι με την καρδίαν μου πολλά ήσυχην.
+Πιστεύοντας εγώ τα όσα μου έταξεν, εμίσευσα με το πνεύμα μου
+ήσυχον. Εκάμαμεν πανιά, και εφθάσαμεν εις το Σουράτ με έναν αέραν
+πολλά αρμόδιον, που δεν μας άφησε τελείως· εκεί επουλήσαμεν, με
+πολλά κέρδη τες πραγματείες μας, και αγοράσαμεν άλλες από τις
+οποίες εκάναμεν λογαριασμόν ότι θα εκερδίζαμεν εις το ένα τέσσαρα.
+Και αφού ετελειώσαμεν κάθε μας υπόθεσιν, επισπεύσαμεν διά να
+γυρίσωμεν εις την Μπάσραν.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Ζ'. του Αμπουλβάρη.&
+
+
+
+Το καράβι μας αρμένιζε με τα πανιά γεμάτα, και ελογαριάζαμεν ότι
+θα φθάσωμεν ευτυχώς με αυτόν τον αέρα εις την ποθουμένην πατρίδα
+μας. Μα εις μίαν νύκτα εσηκώθη μία φουρτούνα τόσον σφοδρά, που
+ηναγκάσθημεν να παραιτηθούμεν εις την διάκρισίν της, της οποίας η
+σφοδρότης μας έβγαλεν έξω από την στράταν μας, και ήλθε το καράβι
+μας και ετσακίσθη εις μίαν ξέραν, σιμά εις ένα ερημονήσι. Όλοι οι
+άνθρωποι της συντροφιάς επνίγησαν έξω από εμένα και του συντρόφου
+μου· ερριχθήκαμεν εις τον σκύφον με πολλήν ογληγορότητα, και με
+τούτο το μέσον αφεθήκαμεν εις την ορμήν των κυμάτων. Μα αλλοί εις
+εμέ! από ένα κίνδυνον της φουρτούνας επάσχαμεν διά να γλυτώσωμεν,
+και εις άλλο χειρότερον επέσαμεν· είμεθα πλησίον να πιάσωμεν γην,
+και εις το αναμεταξύ που ηθέλαμεν να έβγωμεν, ιδού και έρχεται
+ένας μεγαλώτατος κορκόδειλος προς ημάς· εκείνο το φοβερόν θηρίον
+πλησιάζοντας προς τον σκύφον μας, με την ουράν του τον εκτύπησεν,
+που τον έκαμε πολλά κομμάτια. Ημείς με το να μην είμεθα ακόμη
+εβγαλμένοι εις την γην, επέσαμεν ευθύς εις το νερόν εις τον ίδιον
+καιρόν το θηρίον ανοίγοντας το στόμα του εκατάπιε τον σύντροφόν
+μου· και εγώ εις αυτό το αναμεταξύ που έτρωγε τον σύντροφόν μου,
+έπιασα την γην πλέοντας, και ούτως εγλύτωσα από τον κίνδυνον του
+θηρίου.
+
+Περιπατώντας το λοιπόν εις εκείνο το έρημον νησίον έφθασα σιμά εις
+μίαν βρύσιν, της οποίας το νερόν ήτον τόσον άσπρον, που εφαίνετο
+ωσάν το κρύσταλλον· εγώ έπια από αυτό, και το ηύρα εις την γεύσιν
+νόστιμον ωσάν ένα πολύτιμον σερμπέτι· έμασα ύστερον κάποια χόρτα
+που εκεί κοντά ήτον, και τα έφαγα, τα οποία ήτον νοστιμώτατα·
+εστοχάσθηκα εκείνην την τοποθεσίαν, που η φύσις την εστόλισε με
+τόσα διαφορετικά πράγματα και όλος καταπονημένος καθώς ήμουν
+ευχαρίστησα τον ουρανόν, που το ολιγώτερον με έφερεν εις ένα τόπον
+που δεν εφοβούμην ν' αποθάνω από πείναν και δίψαν. Μα στοχαζόμενος
+τα άγρια ζώα, που ημπορούσαν να είνε εκεί, και διά να μη με
+καταφάγουν, μου εμβήκε κάποιος φόβος, και με έκαμε να μην αναπαυθώ
+εκεί διά πολλήν καιρόν, με όλον που είχα πολλήν χρείαν.
+
+Επερπάτησα το λοιπόν, και ήλθα εις ένα λόγγον, του οποίου τα
+δένδρα ήτον όλα από αλοήν, και πυξάρι. Και αφού επεριπάτησα εις
+αυτόν τριακόσια πατήματα, ευρέθηκα σιμά εις ένα λιβάδι σκεπασμένον
+από χιλίων λογιών λουλούδια, που ευωδίαζαν τον αέρα. Εις το μέσον
+ετούτου του λιβαδιού εφαίνονταν ένα δένδρον πολλά υψηλόν και
+φουντωτόν, που έκανεν έναν χαριέστατον ίσκιον, εις την ρίζαν του
+οποίου ήτον μία τέντα από μεταξωτόν, και υποκάτω αυτής ήτον ένα
+κρεββάτι με έναν άνθρωπον, που εφαίνονταν πως θα κοιμάται και είχε
+το ζερβί του χέρι ακουμπισμένον επάνω εις μίαν κασσελοπούλαν
+χρυσήν, και ένας δράκοντας φοβερός έστεκε σιμά του, και εκρατούσεν
+εις το στόμα του μίαν καραφοπούλαν με βάλσαμον, και κάθε ολίγον το
+επλησίαζεν υποκάτω εις τα ρουθούνια του.
+
+Εις τούτο το θέαμα έμεινα νεκρός από τον φόβον μου. Αλλοί εις εμέ,
+είπα εις τον εαυτόν μου· τι το όφελος που εγλύτωσα από την
+θάλασσαν, και από τον κορκόδειλον και ήλθα διά να γένω φαγητόν
+ετούτου του δράκοντος; και αντίς να πλησιάσω εις την τέντα, έφυγα
+και εκρύφθηκα εις κάποια δενδράκια, από τα οποία εβάλθηκα να
+θεωρήσω τον άνθρωπον και τον δράκοντα. Και αφού διά αρκετόν
+διάστημα εθεωρούσα εκεί, βλέπω αιφνιδίως, να έβγη από την τένταν ο
+δράκων, και σηκωνόμενος εις τον αέρα με μεγάλην ορμήν, έγινεν
+άφαντος από τα μάτιά μου. Αφού εξεμάκρυνεν αυτός ο δράκων, επήρα
+θάρρος, και γεμάτος από περιέργειαν εκίνησα προς την τένταν, διά
+να ιδώ τι άνθρωπος ήτον εκείνος που εκεί εκοιμώνταν και
+εμβαίνοντας μέσα εις αυτήν, τον είδα ωσάν να εκοιμώνταν, ο οποίος
+έδειχνε πως ήτον έως εκατόν είκοσι χρονών ηλικίας, και εφαίνονταν
+πως να ήτον ακόμη ζωντανός, με όλον που ήταν πολλοί αιώνες που
+ήτον αποθαμμένος· εστάθηκα καμπόσον διά να στοχασθώ με επιμέλειαν·
+επήρα έπειτα την κασσέλαν την χρυσήν, εις την οποίαν είχε το χέρι
+του ακουμπισμένον, και ανοίγοντάς την έβγαλα κάποια σανιδάκια
+παλαιά επάνω εις τα οποία έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια·
+«Ασή, υιός του Βραχία, και μέγας βεζύρης του Σολομώντος, είμαι εγώ
+που εδώ με βλέπετε· εγώ βλέποντας πως επλησίαζα εις τον θάνατον,
+εδιάλεξα ετούτο το έρημον νησί, διά να αφήσω το θνητόν μου κορμί
+υποκάτω εις ετούτην την τένταν προς ωφέλειαν του ανθρωπίνου
+γένους. Ας ηξεύρουν λοιπόν εκείνοι, που εις ετούτο το νησί από
+κακήν τους τύχην ήθελαν φθάσει, πως δεν θέλουν μεταγυρίσει εις
+τους τόπους τους, αν δεν ανδρειευθούν, και τολμήσουν να βαλθούν
+εις τους πλέον φοβερωτάτους κινδύνους που είναι. Και αν τίποτε δεν
+τους ήθελε φοβίση, ας περιπατήσουν προς τα δυτικά μέρη, και θέλουν
+φθάσει εις την ρίζαν ενός βουνού, εις την οποίαν θέλουν εύρει μίαν
+μεγάλην τρύπαν, εις την οποίαν ανδρείως ας έμβουν εις αυτήν, και
+ας περιπατήσουν χωρίς να σταθούν έως που να φθάσουν εις ένα μέγα
+λιβάδι, του οποίου η ωραιότης θέλει τους θαυμάσει· με τούτο το
+μοναχόν μέσον ημπορούν να ελευθερωθούν από τούτους τους τόπους».
+
+Αφού ανέγνωσα αυτά τα γράμματα, εφίλησα με όλον, το σέβας τες
+ερμηνείες του Ασή· έπεσα κατά γης και παρεκάλεσα τον ουρανόν μετά
+πολλών δακρύων, διά να με βοηθήση να λυτρωθώ από αυτούς τους
+κινδύνους, που έχω να συναπαντήσω, καθώς και με εδυνάμωσε, και
+εβγήκα και από τα πηγάδια! Τότε χωρίς να χάσω καιρόν, επεριπάτησα
+προς την δύσιν, και εις ολίγον διάστημα έφθασα εις την ρίζαν του
+βουνού, εκεί που κατά αλήθειαν εθεώρησα μίαν μεγαλωτάτην τρύπαν
+της οποίας το φοβερώτατον σκότος που εφαίνοντον με εμπόδιζεν από
+το να έμβω εις αυτήν· Μα εγώ πολλά βέβαιος εις τες ερμηνείες του
+Ασή δεν εφοβήθηκα τίποτε· εμβήκα χωρίς αντίρρησιν, και
+επεριπατούσα εις τα τυφλά, με το να ήμουν περικυκλωμένος από ένα
+βαθύτατον σκότος· αγροικούσα όμως ότι θα επήγαινα όλο εις τον
+κατήφορον, και περιπατώντας πάντοτε χωρίς να αναπαυθώ έλαβα αιτίαν
+να στοχασθώ, ύστερον από δεκαπέντε, ή είκοσι ώρες περιπάτημα ότι
+έκανε χρεία πως εγώ θα εκατέβαινα εις τα καταχθόνια να εύρω τα
+τελώνια της γης. Τέλος πάντων το σκότος που με εμπόδιζεν εδιαλύθη,
+και εξαναθεώρησα το φως της ημέρας που ελόγιαζα να το έχασα διά
+πάντα. Εφανερώθη ευθύς εις τους οφθαλμούς μου ένα λιβάδι γεμάτον
+από διαφόρων λογιών λουλούδια και άνθη, που δεν είχα μεταϊδεί, και
+δένδρα φορτωμένα από ωραίους καρπούς· επλησίασα εις ένα από αυτά
+τα δένδρα, και έφαγα από τον καρπούς τους, έπειτα εκάθησα εις τα
+χόρτα διά να αναπαυθώ ολίγον, και απεκοιμήθηκα εις ένα βαθύτατον
+ύπνον. Και οπόταν εξύπνησα, είδα ολόγυρά μου δώδεκα τελώνια μαύρα
+και ξερακιανά, τα οποία είχαν τα μάτια φλογερά, και είχαν σχεδόν
+μορφήν ανθρωπίνην, και μερικά από αυτά είχαν εις την μέσην του
+μετώπου τους από ένα κέρατον μακρύ, και όπισθεν είχαν ουράν
+σκύλου, και άλλα είχαν σημάδια παράξενα, που δεν ημπορώ να τα
+διηγηθώ·
+
+Υιέ του Αδάμ, μου είπεν ένα από αυτά διά ποίαν τύχην ευρίσκεσαι
+ανάμεσα εις τα τελώνια της γης; Αυτωνών τότε τους εδιηγήθηκα τα
+συμβεβηκότα μου. Και ένα άλλο υστερώτερον μου είπεν. Έλα να
+κατοικήσης με ημάς, και βεβαιώσου πως δεν θέλομεν σε βλάψει· και
+οπόταν διά κάποιον καιρόν ήθελες μας δουλεύσει, εις ανταμοιβήν
+θέλομεν σε φέρει εις εκείνον τον τόπον, που επιθυμάς να ευρεθής.
+Δεν έδειξα δυσκολίαν διά να δεχθώ το πρόβλημα που μου είπεν.
+Έκαμες καλά, μου απεκρίθηκαν, να κλίνης θεληματικώς, επειδή και
+στανικώς, ηθέλαμεν σε φέρει εις την συντροφιάν μας. Έτσι λέγοντάς
+με επήραν και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω
+από πάνω από διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά
+να φθάσωμεν εις τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά
+ένα αναρίθμητον πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά·
+και εις κάθε ένα από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον.
+
+Εστάθηκα ένα ολόκληρον χρόνον με αυτά τρεφόμενος από χόρτα, διότι
+εκείνων των τελωνίων η τροφή έστεκεν όλον εις κόκκαλα, των οποίων
+οι άνθρωποι τρώγοντας το κρέας τα έριχναν. Και διά να μη τους
+λείψη αυτή η ζωοτροφία, είχαν επιταυτού διωρισμένα διάφορα
+τελώνια, που επήγαιναν διά να τα μαζώνουν, και να τους τα φέρουν
+από όλον τον κόσμον. Ξεχωριστά δε από αυτά τα τελώνια έφερναν το
+περισσότερον μέρος από τα κόκκαλα των αλόγων, που έτρωγαν οι
+Ταρτάροι, τα οποία τα είχαν διά το πλέον ευγενικώτερον φαγί, και
+τα έτρωγαν με πολύν πόθον. Η δυστυχισμένη ζωή, που έκανα με εκείνα
+τα κατηραμμένα τελώνια, και η ανάγκη εις το να είμαι σκλάβος των
+μου επροξενούσαν μέγαν πόνον και εκείνο που περισσότερον
+εδιαπερνούσε το πνεύμα μου από πλέον ζωντανόν πόνον, ήτον η
+καταφρόνεσις που έκαναν του Αλκοράνου, και του Μωάμεθ· με
+εμπόδιζαν από το προσκύνημά μου, και από το να παίρνη αμπτέστι και
+να πλένωμαι· και εγώ με όλα αυτά τα εμποδίσματα, ηξεύροντας βέβαια
+πως ήθελα να κακοπάθω αν τους επαράκουα δεν επαρατούσα με όλον
+τούτο να κλέφτω τον καιρόν, και να κάνω συχνώς με κρυφόν τρόπον
+εκείνο που μου εμπόδιζαν.
+
+Μίαν ημέραν, που ευρισκόμουν μοναχός εις το σπήλαιον που εδούλευα,
+επήρα αμπτέστι και άρχισα να κάμω το προσκύνημά μου, και εις το
+αναμεταξύ που έλεγα κάποια λόγια από το Αλκοράνι, άκουσα να
+αντιβοήση ο αέρας από βοές χαρμόσυνες και από ψαλμωδίες εις δόξαν
+του Υψίστου. Μένοντας εκστατικός εις τα όσα ήκουα, εβγήκα ευθύς
+από το σπήλαιον διά να καταλάβω το αίτιον μιας τόσον μεγάλης
+μεταβολής· είδα τελώνια ενδυμένα λευκά με φακιόλια, καλά θρεμμένα
+και τόσον εύμορφα, όσον άσχημα ήτον τα άλλα. Ετούτες οι δύο φυλές
+των τελωνίων επολέμησαν ανάμεσόν τους, και τα εύμορφα νικώντας τα
+άσχημα εώρταζαν με τες ψαλμωδίες των εις ευχαρίστησιν του Υψίστου
+την νίκην τους. Μην ημπορώντας παρά να ευχαριστηθώ εις αυτό το
+θέαμα, και ανταμώνωντας την φωνήν μου με εκείνην των νικητών,
+εφώναξα με όλην μου την δύναμιν· δεν είνε άλλος ουρανός παρά ένας,
+και ο Μωάμεθ είνε προφήτης. Ένα πλήθος τότε από τα νικητά τελώνια
+ακούοντάς με να ομιλώ με αυτόν τον τρόπον, ήλθαν εκεί που ήμουν.
+Ποίος είσαι εσύ, ένα από αυτά μου είπε; και ποίος ημπόρεσε να σου
+δείξη παρόμοια λόγια; ημείς δεν ηξεύρομεν ότι εις ετούτον τον
+τόπον να ευρίσκεται ένας μουσουλμάνος· ειπέ μας το λοιπόν πόθεν
+είσαι; και πώς ημπόρεσες να έλθης εδώ; Εγώ επλήρωσα το όσον
+επιθυμούσαν, έπειτα με έφεραν εις το τελώνειον, που το ενόμιζαν ως
+βασιλέα τους· αυτό μου εξέταξε παρομοίως τα ίδια, ως άνωθεν και
+με τον ίδιον τρόπον του απεκρίθηκα, έπειτα μου εζήτησε το όνομά
+μου και φανερώνοντάς το μου είπεν, Αμπουλβάρη, είμαι πολλά
+ευχαριστημένος, που ελευθερώθης από τας χείρας των απίστων
+τελωνείων· εκείνα τα κακότροπα ήθελαν μίαν ημέραν να σε
+θανατώσουν· ημπορείς τώρα να χαίρεσαι, και να ευφραίνεσαι, επειδή
+και είσαι με τα τελώνια, που είναι από την θρησκείαν αυτού του
+Μωάμεθ ωσάν και του λόγου σου.
+
+Εκείνος ο βασιλεύς έλαβεν από ολίγον κατ' ολίγον πολλήν αγάπην
+προς εμένα και καταλαμβάνοντας, ότι ήμουν πολλά πεπαιδευμένος εις
+τα δόγματα και νόμους του Μωάμεθ, με έκαμε, διά ιμάμην του, ώστε
+που εγώ υπηρετούσα εις την ώραν του προσκυνήματος, και έκανα την
+προσευχήν, και όλα τα άλλα της θρησκείας κατά το πρέπον· οπόταν
+εγώ ενήστευα, ενήστευαν και αυτά· ανέγνωθα καθημερινώς, και τους
+εξηγούσα το αλκοράνι με τες παρατήρησες· και διά ταύτα με
+εσέβονταν πολλά, και τέλος πάντων έγινα πολλά ένδοξος ανάμεσά
+τους, εις τρόπον που τίποτε δεν κατώρθωναν, χωρίς πρώτον να με
+συμβουλευθούν, και έδειχναν πολύ σέβας εις τας κρίσεις μου·
+Εσυνέβη ότι μία νύκτα ενυπνιάσθηκα πως ευρισκόμουν εις τον ιερόν
+κήπον της Μέκκας, εκεί που είνε το μνημείον του Μωάμεθ, και έβλεπα
+να εμβαίνη η Γαντζάδα εις τον ιερόν κήπον με το πρόσωπον πολλά
+θλιμμένον και εισερχομένη εις το μνημείον του Προφήτου,
+επερικαλούσε με τον ακόλουθον τρόπον «Ω Μωάμεθ, που εις εσέ
+εθυσίασα τα είδωλα που επροσκυνούσα, δείξε έλεος εις μίαν γυναίκα,
+η οποία πληρώνει με κάθε προθυμίαν τους νόμους σου· κάμε να έλθη ο
+άνδρας μου, που δεν ειξεύρω πού ευρίσκεται, και κάμε τον να γυρίση
+εις την Μπάσραν, διά να διαφεντεύση μίαν καρδίαν που αυτουνού την
+εχάρισα και να με ελευθερώση από έναν παράνομον που γυρεύει να με
+απατήση».
+
+Εξύπνησα εις ετούτα τα λόγια, και μία σύγχυσις, που δεν ημπορώ να
+την διηγηθώ, επλάκωσε το πνεύμα μου, και συνέλαβα από εκείνο το
+όνειρον ένα κακόν προμήνυμα· εστοχάσθηκα ότι η γυναίκα μου
+ευρίσκονταν συγχισμένη από κανένα τολμηρόν που έπασχε να μου
+αρπάξη την τιμήν μου, και ετούτος ο σκληρός στοχασμός μου, τον
+οποίον δεν ημπορούσα να εξαλείψω από το πνεύμα μου, μου επροξένησε
+μίαν βαθυτάτην μελαγχολίαν. Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των
+τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος
+θλίψις φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ
+μου τι είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα
+σκληρόν όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την
+ησυχίαν μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά
+τούτο είμαι έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος. Έπειτα από αυτό με
+επρόσταξε να του διηγηθώ αυτό το όνειρον και οπόταν του το
+εδιηγήθηκα μου είπεν.
+
+Εγώ αισθάνομαι μεγάλην χαράν εις τα όσα μου εξεμηστηρεύθης, και
+επειδή και έχεις μίαν γυναίκα, που την αγαπάς τόσον, και που
+επιθυμάς να ευρεθής σιμά της, εγώ σου τάσσω να την ιδής ογλήγορα·
+μα πόση στράτα στοχάζεσαι να είνε απ' εδώ έως την Μπάσραν,
+ηκολούθησεν αυτός να λέγη· ηξεύρεις που έχης να περιπατήσης
+εβδομήντα χρόνους διά να φθάσης εκεί; μα με όλον αυτό το μέγα
+διάστημα, εγώ θέλω σε κάμει να σε φέρη ένα τελώνιον διά να
+απολαύσης την Γαντζάδα, που την είδες εις το όνειρόν σου. Και
+λέγοντας έτσι με επήρεν από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν
+παραθαλασσίαν από την οποίαν μου έδειξε ένα νησί. Βλέπεις εσύ μου
+είπεν, εκείνο το νησί εις το οποίον φαίνεται ένας πύργος που η
+κορυφή του εγγίζει έως τα σύννεφα; Ναι, ω αυθέντη, του
+απεκρίθηκα, Πολλά καλά, αυτός ξαναείπεν· αυτός είνε ένας πύργος, ο
+οποίος χρησιμεύει εις φυλακήν των απίστων τελωνίων, που πέφτουν
+εις τας χείρας μου, και άλλα τελώνια που δεν μου υποτάσσονται. Εις
+ετούτα τα λόγια αυτός με εσήκωσεν εις τον αέρα, και με έφερε μαζή
+του εις εκείνο το νησί. Επλησιάσαμεν εις την πόρταν του πύργου,
+που ήτον σιδερένια, η οποία διά προσταγής του ευθύς άνοιξε. Και
+εμβαίνοντας εις τον πύργον είδα τελώνια εις πλήθος πολύ φορτωμένα
+αλύσους, και ανάμεσα εις αυτά εγνώρισα διάφορα από εκείνα, που
+τους ήμουν σκλάβος.
+
+Ήτον ένα ανάμεσα στα άλλα ονομαζόμενον Αφρικός, μεγάλον καθ'
+υπερβολήν και φοβερόν, και άσχημον πολλά· αυτό έστεκε δεμένον με
+χοντρές αλυσίδες εις έναν στύλον, εις τρόπον που του εσήκωναν την
+ελευθερίαν διά να κάμη παραμικράν κίνησιν. Ο βασιλεύς γυρίζοντας
+προς αυτό του είπεν. Ω ταλαίπωρε Αφρικέ ηξεύρεις πόσον εσύ μου
+είσαι υπόχρεως; Ω μεγαλώτατε βασιλεύ απεκρίθη ο Αφρικός, εγώ δεν
+παραβλέπω το χρέος μου· έπρεπέ μου χίλιες φορές να λάβω τα πλέον
+σκληρά βασανιστήρια, και το ύψος της βασιλείας σου έδειξε την
+καλωσύνην και με εσυμπάθησεν. Ας είνε, του απεκρίθη ο βασιλεύς,
+εσύ ηξεύρεις πως ημπορώ να σου δώσω την ελευθερίαν; Ναι βασιλεύ,
+απεκρίθη ο Αφρικός ηξεύρω την μεγάλην σου γενναιότητα, και αυτό
+δεν μου είνε νέον. Σου την δίνω το λοιπόν, του είπεν ο βασιλεύς,
+μα με συμφωνίαν, ότι εσύ θα φέρης ετούτον τον Μουσουλμάνον εις την
+Μπάσραν, και θέλω ότι εις ολίγον διάστημα να κάμης αυτό το
+ταξείδι. Θέλω τον φέρει εις τρεις ώρες του είπε, διά το θέλημά σου
+που με προστάζεις. Ο βασιλεύς τότε εγύρισεν εις εμέ και μου είπεν·
+ήξευρε, ω νέε, ότι ετούτος ο Αφρικός είνε ένα κακοποιόν τελώνιον
+πονηρόν, επίβουλον και άνομον· δεν ημπορώ να δώσω τόσην πίστιν εις
+τα όσα μου τάζει· φοβούμαι ότι θα με γελά, μα διά να μη σε βλάψη
+θέλω σου δώση μίαν προσευχήν, διά να την λέγης εις όλον το
+διάστημα της στράτας, που ευρίσκεσαι επάνω εις τες πλάτες του, και
+με αυτήν στάσου βέβαιος, πως δεν θέλει ημπορέσει να σε βλάψη. Και
+εις τον ίδιον καιρόν μου ερμήνευσε την προσευχήν, και την έμαθα να
+την λέγω.
+
+Τότε ο βασιλεύς έλυσε τον Αφρικόν και με τα ίδιά του χέρια με
+έβαλεν εις τες πλάτες του, και αφού μου έδεσε τα μάτια διά να μην
+ιδώ πράγματα, που να με φοβήσουν εις την στράταν, μου είπεν,
+Αλμποβάρη, από εσένα δεν ζητώ άλλο, παρά να ενθυμηθής να υπάς εις
+την Μέκκαν διά να εύρης τον Όμαρ, βασιλέα των πιστών και τον Αλή
+Βαναπτή γαμπρόν του Μωάμεθ, εις τους οποίους θέλεις ειπεί, ότι
+είνε μία φυλή τελωνίων υποκάτω εις την γην, της θρησκείας του
+Μωάμεθ, που ποτέ δεν τρώγουν δίχως να ειπούν το πισμελαΐ, και
+παίρνουν αμπτέστι, και κάνουν όλες της συνήθειες των Μουσουλμάνων,
+και που πολεμούν ημέρα και νύκτα, εναντίον εις μίαν άλλην φυλήν
+τελωνίων, που είνε αποστάται εις τους νόμους του Μωάμεθ.
+
+Του έκαμα όρκον ότι θα κάμω καθώς με επρόσταξε· και ύστερον εβγήκα
+από τον πύργον με το τελώνιον, που το είχα καβαλλικευμένον.
+Κύτταξε καλά, μου είπε πάλιν ο βασιλεύς, να μην αφήσης που να λες
+την προσευχήν· διότι αν σταματήσης καμπόσον χωρίς να την ειπής ο
+Αφρικός ημπορεί να κάμη να κινδυνεύσεις και να χαθής. Δεν μου το
+επαράγγειλεν αυτό ο βασιλεύς χωρίς δικαιολόγημα και αφορμήν,
+επειδή και εγνώρισα πολλά ογλήγορα την ενέργειαν, αν έστεκα μίαν
+στιγμήν χωρίς να την ειπώ. Ο Αφρικός έκαμνεν ουρλιασμούς
+φοβερωτάτους, οι οποίοι ευθείς έπαυον οπόταν εξανάπιανα την
+προσευχήν· τώρα αγροικούσα ότι το τελώνιον με ύψωνε τώρα με
+εχαμήλωνε, κάποιες φορές έκανε να γεννούνται φοβερώτατες χάλαζες,
+και άλλες φουρτούνες, πιστεύοντας, ότι με αυτά τα μέσα να με
+φοβίση και να με κάμη να πέσω· μα όλα ήτον ανωφελή, επειδή και
+εκρατούμουν πολλά σφικτά επάνω εις τες πλάτες του.
+
+Ως τόσον, ό,τι λογής επιμέλειαν και προσοχήν είχα εις το να λέγω
+εκείνην την προσευχήν, που με έκανε να στέκωμαι ασφαλής, δεν
+ημπόρεσα όλως να υποφέρω που να μην πληρώσω την περιέργειάν μου
+εις ένα αλαλαγμόν φωνών, που ήκουσα εις τον αέρα· και έλαβα την
+αφροσύνην να σηκώσω το δέμα από τους οφθαλμούς μου διά να ιδώ τι
+ήτον. Είδα πολλά τελώνια που είχαν μορφήν θηριώδη, και επολεμούσαν
+εις τον αέρα· τα φωνάγματα που έκαναν, και ο τρόπος που
+επολεμούσαν, με έκαναν διά κάποιον διάστημα να παύσω από το να
+λέγω την προσευχήν μου· και ο Αφρικός ευρίσκοντας τον καιρόν
+αρμόδιον που δεν επροσευχόμουν, με έρριξεν εις μίαν θάλασσαν, που
+επάνωθέν της είμεθα, και υπήγε να ανταμωθή με τα άλλα δαιμόνια διά
+να πολεμήση. Εγώ με το να μην ήμουν μακράν από την παραθαλασσίαν,
+και ηξεύροντας καλά να πλεύσω έπιασα την γην ευθύς, την οποίαν
+χίλιες φορές την εφίλησα, ευχαριστώντας τον ουρανόν διά την
+ελευθερίαν μου. Εχαιρόμουν που ελευθέρωσα την ζωήν μου από τα
+κύματα της θαλάσσης και από τον Αφρικόν, εθλιβόμουν μεγάλως από το
+άλλο μέρος, στοχαζόμενος, πως ήμουν εις μίαν έρημον, χωρίς ελπίδα
+διά να ξαναϊδώ την γυναίκα μου και την πατρίδα μου.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Η'. του Αμπουλβάρη&
+
+
+
+Εις το αναμεταξύ που εγώ εθλιβόμουν διά την κατάστασιν, εις την
+οποίαν ευρισκόμουν βλέπω επάνω εις τα χείλη της θαλάσσης ένα
+μικρόν πουλί, που εις εμένα έρχουνταν. Εγώ δεν είδα ποτέ παρόμοιον
+πουλί, το οποίον μου εφαίνετο πολλά ωραίον, αυτό επλησίασεν εις το
+στόμα μου την μύτην του, και μου το εγέμισεν από ένα δροσερόν και
+γλυκύτατον ποτόν, έπειτα μου είπε. «Νέε Μουσουλμάνε, μην
+ολιγοκαρδίζης· διατί εσύ είσαι διαλεγμένος, και εδιωρίσθης να
+δουλεύσης διά παράδειγμα εις τους ανθρώπους της θρησκείας σου
+επειδή και μίαν ημέραν θέλουν ακούσει τα συμβάντα σου, και θέλουν
+ωφεληθή κατά πολλά». Ω ευγενικόν πουλί, εγώ εφώναξα εκστατικός εις
+τα όσα μου ωμιλούσεν· ειπές μου, διά ποίον θαύμα έχεις εσύ την
+χάριν να μιλής ως άνθρωπος; Εγώ είμαι απεκρίθη αυτό το πουλί του
+προφήτου Ισαάκ και έχω το χρέος να αγρυπνώ εις ετούτην την
+θάλασσαν, διά να βοηθώ τους ταλαιπώρους ανθρώπους, που έρχονται
+εις ετούτους τους τόπους, και ξεχωριστά τους Μουσουλμάνους· ώστε
+που αντί να θλίβεσαι, χαίρου και στάσου βέβαιος, ότι είνε
+ανταμοιβή εις τους καλούς διά τα βάσανα που υποφέρουν εις την
+πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Και αφού μου ωμίλησεν με αυτόν τον τρόπον
+μου έδειξε την στράταν που έπρεπε να ακολουθήσω, βεβαιώνοντάς με
+να την ακολουθήσω χωρίς να φοβούμαι παντελώς να μου συμβή τίποτε
+εναντίον.
+
+Επεριπάτησα το λοιπόν εις εκείνην την στράταν που έδειξε· και το
+θαυμασιώτερον και το παραδοξότερον είνε που επεριπάτησα σαράντα
+ημερών διάστημα χωρίς να επιθυμήσω να φάγω, ή να πίω· το σερμπέτι
+που εκείνο το πουλί μου έβαλεν εις το στόμα, μου εσήκωσε την
+πείναν και την δίψαν. Τέλος πάντων έφθασα εις την ρίζαν ενός
+βουνού, που ήτον εις το μέσον μιας ερήμου, κοντά εις την οποίαν
+είδα ένα παλάτι ευμορφώτατον από πέτρες άσπρες κτισμένον, και εις
+αυτό δεν εφαίνονταν κανένα παράθυρον. Εκάθησα εις έναν ίσκιον δύο
+πατήματα μακράν από αυτό, και εις το μεταξύ που αναπαυόμουν,
+ήκουσα αιφνιδίως μίαν φωνήν, που μου λέγει· υιέ του Αδάμ, εσύ
+έφθασες εδώ εις καλόν καιρόν διά εμένα και διά εσένα. Εγύρισα
+ευθύς εις εκείνο το μέρος που έβγαινεν η φωνή, διά να ιδώ, και
+είδα ένα άλλο Αφρικόν τελώνιον ξαπλωμένον κατά γης, πολλά
+μεγαλύτερον από τον Αφρικόν, που με είχε ρίξει εις την θάλασσαν
+και πολλά ασχημότερον· αυτό είχε τον λαιμόν ωσάν του ελέφαντος·
+τον ζερβί οφθαλμόν κόκκινον ωσάν την φωτιάν· και τον δεξιόν
+γαλάζιον. Έλα σιμά εις εμέ, μου είπε, διά να αναπαυθής, και μην
+φοβάσαι τίποτε.
+
+Εχρειάσθηκα εξ ανάγκης διά να υπακούσω τούτο το φοβερώτατον
+τελώνιον, με όλον που η θεωρία του δεν μου έδιδε καλήν ελπίδα, και
+επήγα και εκάθησα κοντά του. Εχάρηκεν αυτό εις το να με ιδή· ω
+νέε, μου είπε· ποίου προφήτου είσαι ακόλουθος; του Μωάμεθ, εγώ του
+είπα· τόσον το καλύτερον απεκρίθη εκείνο, επειδή και ένα τέτοιον
+άνθρωπον εγώ χρειάζομαι· μελετώ να κατορθώσω ένα μεγάλον πράγμα,
+το οποίον μοναχός μου δεν ημπορώ να το κάμω· μα ελπίζω με την
+βοήθειάν σου να λάβω το ποθούμενον, και ημπορείς να στοχαστής, ότι
+αν λάβω εκείνο που επιθυμώ, θέλω σε γεμίσει τιμές και πλούτη
+υπέρμετρα, επειδή και με αυτό θέλω γίνη αυθέντης όλου του κόσμου,
+και εις ανταμοιβήν θέλω σου δώσει και εσένα βασίλειον. Με
+προθυμίαν θέλω σε υπακούσει, του είπα· μα δι' αυτό δεν ζητώ ούτε
+κορώναν, ούτε άλλα πλούτη, παρά να με φέρης εις την Μπάσραν. Ναι
+απεκρίθη εκείνος, σου ομνύω εις το κεφάλι του προφήτου σου, πως
+θέλω σε φέρει πολλά καλά. Εγώ εξαναείπα· εσύ δεν έχεις να κάμης
+άλλο παρά να μου δείξης το τι έχω να κάμω, και θέλω το
+ακουλουθήσει με κάθε επιμέλειαν.
+
+Ο Αφρικός έμεινε πολλά ευχαριστημένος εις το να με ιδή πρόθυμον
+διά να τον βοηθήσω· μα εγώ φοβούμενος με κάποιον τρόπον από αυτόν,
+άρχισα να λέγω την προσευχήν μυστικώς· Εις αυτό το διάστημα αυτός
+έβγαλεν από την τζέπην του μίαν απλοχεριάν βόλια, μικρά μολυβένια
+και δίδοντάς μου τα εις τα χέρια μου είπεν· ενθυμήσου να μη κάμης
+αλλέως, παρά οπόταν με ιδής κάθε φοράν που να πέσω αναίσθητος, να
+μου ρίξης επάνωθέν μου ένα από αυτά τα βόλια. Εγώ του έταξα μεθ'
+όρκου, ότι θα κάμω καθώς αυτός με διέταξεν. Επάνω εις τούτην την
+πίστιν αυτός εσηκώθη, και με επήρε, και επήγαμεν προς ένα παλάτι.
+Ο Αφρικός εκρατούσε και αυτός από εκείνα τα βόλια από τα οποία
+έρριξεν ένα με πολλήν δύναμιν προς την πόρτα του παλατίου, η οποία
+ευθύς άνοιξεν· εμβήκαμεν εις μίαν αυλήν εστρωμένην από μάρμαρον
+δίασπρον, εις την οποίαν εθεωρήσαμεν δύο λεοντάρια φοβερά, τα
+οποία ευθύς που μας είδαν άρχισαν να βρυχώνται· μα ο σύντροφός μου
+τα εκτύπησεν από μιας με ένα βόλι και έμειναν ακίνητα. Φθάνομεν
+εις μίαν δευτέραν προύντζινην, που ήτον κλεισμένη με ένα σύρτην
+ασημένιον. Δεν εναντιώθη εκείνη εις το κτύπημα του βολιού, μα
+ευθύς άνοιξε, και εφανερώθη εις τους οφθαλμούς μου ένα φοβερόν
+σπήλαιον πολλά ευρύχωρον· ένας ποταμός με νερόν μαύρον έτρεχε με
+μεγάλην ορμήν εις την μέσην του, και επάνω εις τα χείλη του ήτον
+δύο δράκοντες μεγάλοι και φοβεροί· ετούτα τα θηρία βλέποντάς μας
+άνοιξαν τας πτέρυγάς των, και ήρχισαν να ξερνούν από το στόμα τους
+άπειρες φοβερές φλόγες πυρός. Ο Αφρικός έρριψεν ευθύς δύο βόλια
+και εις αυτούς και ευθύς έπαυσαν, και εταπεινώθησαν. Και
+διαβαίνοντας αυτά ήλθαμεν εις μίαν αυλήν, της οποίας τα τείχη
+εφαίνοντο κτισμένα από πλάκες χρυσίου και το έδαφος ήτον
+εστρωμένον από πλάκες ασήμι· Εις το μέσον της ήτο ένας πύργος
+υψηλός από ξύλον κόκκινον της Ινδίας επάνω εις έξη κολώνες από
+τζελίκι της Κίνας, και υποκάτω του οποίου ήτον ένας μεγάλος θρόνος
+από ατόφιον χρυσάφι. Επάνω εις αυτόν τον θρόνον ήτον ένας θόλος,
+συνθεμένος από διαμάντια που έβγαναν αχτίνες λαμπρές, που μου
+εθάμπωσαν τους οφθαλμούς. Οπόταν ημείς ηθέλαμεν να πλησιάσωμεν
+εκεί, δύο όρνεα φοβερώτατα, που έστεκαν εις το έμβασμα του πύργου,
+ήλθαν κατεπάνω μας να μας κάμουν κομμάτια με τους όνυχάς τους· μα
+τα βόλια τα εμπόδισαν, ώστε που χωρίς αντίστασιν είδαμεν εκείνον
+που ήτον εις τον θόλον. Ήτον εκεί ένας άνθρωπος σεβάσμιος εις το
+πρόσωπον, και εφαίνονταν ότι αυτός ακόμην ανέπνεεν. Ο θάνατος που
+κάνει μίαν φοβεράν μορφήν επάνω εις τα πλέον ωραιότερα υποκείμενα
+της φύσεως, εφαίνετο πως θα εσέβετο το υποκείμενον, που εις τα
+μάτια μας επαρουσιάζετο. Είχε το λοιπόν αυτός εις ένα δάκτυλον
+πολλά δακτυλίδια· και ανάμεσα εις τα άλλα ένα πολλά μεγάλον, επάνω
+εις το οποίον έστεκε γραμμένον το Μέγα Όνομα του Θεού. Ο Αφρικός
+άπλωσε το χέρι του επάνω εις εκείνο το δακτυλίδι, διά να το βγάλη,
+και εν τω άμα εκατέβη από το ύψος του πύργου ένας μεγάλος όφις και
+φυσώντας του εις το πρόσωπον, τον έρριξε κατά γης αναίσθητον.
+Ενθυμούμενος το ότι μου παράγγειλε, τον εκτύπησα με ένα βόλι, και
+ευθύς αυτός εξανάλαβε τες αισθήσεις του. Πολλά καλά έκαμες μου
+είπε· και ετούτη είνε η δούλευσις, που από εσένα εχρειαζόμουν·
+ακολούθα λοιπόν να κάμνης το όμοιον όσον που κάνει χρεία. Αφού και
+ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το
+δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την
+γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον. Ω
+Μουσουλμάνε φίλε, εφώναξεν ο Αφρικός, σου ομολογώ μεγαλώτατον
+χρέος· ήξευρε ότι ο απεθαμμένος που βλέπεις υποκάτω εις τούτον τον
+πύργον, είναι ο προφήτης Σολομών, του οποίου θέλω να κυριεύσω την
+Βούλλαν, διατί με αυτό το μέσον γίνομαι αυθέντης όλου του κόσμου,
+και εσένα ύστερα θέλω σου ανταμείψει μεγάλως την δούλευσίν σου. Μα
+διατί του είπα, δεν δουλεύεσαι από τα βόλια σου, διά να ταπεινώσης
+αυτόν τον όφιν ωσάν και τα άλλα θηρία; Τίποτε δεν μπορώ να κάμω
+εναντίον του, μου απεκρίθη· και διά τούτο εχρειαζόμουν βοήθειαν
+από άλλον. Έπειτα από αυτά τα λόγια, εδοκίμασε και τρίτην φοράν
+και ετράβηξε το δακτυλίδι έως εις την μέσην του δακτύλου του
+προφήτου· μα ο ίδιος όφις εξαναγύρισε και έρριξε τον Αφρικόν με το
+ίδιον σύστημα και την τρίτην φοράν. Εγώ πάλιν ετοιμαζόμουν διά να
+του ρίξω το βόλι και τον καιρόν που εσήκωσα το χέρι μου ο όφις
+έτσι μου ωμίλησε· «Στάσου, ω Μουσουλμάνε, και μη βοηθάς ετούτο το
+καταραμένον τελώνιον· ετούτο είναι από τα επτά Αφρικά, τα οποία
+αποστάτησαν εναντίον του Σολομώντος, και αυτός ο προφήτης τα
+έκλεισεν εις το κέντρον της γης, διά να παιδεύση την αυθάδειάν
+τους· αυτός δεν ζητεί άλλο παρά να κυριεύση αυτό το δακτυλίδι, του
+οποίου γνωρίζει την δύναμιν και από πολύν καιρόν εκαρτερούσεν εις
+την ρίζαν του βουνού εκεί που τον εσυναπάντησες, διά να διαβή
+κανείς που να ημπορέση να τον βοηθήση διά να κάμη αυτό το
+απόκτημα· αλλά ματαίως εκοπίασεν ελπίζοντας, διά να την αποκτήση
+ετούτην την θαυμασία βούλλα που στέκει υποκάτω εις την φύλαξίν
+μου. Εγώ είμαι ένα τελώνιον, που εστάθηκα πιστόν του Σολομώντος
+και διά τούτο έχω περισσότερη δύναμι εγώ, παρά τούτον τον Αφρικόν
+και από τους έξη συντρόφους του ομού. Άφησέ τον το λοιπόν,
+ακολούθησε να λέγη εις την κατάστασι που τον έφερα, και ας σταθή
+αυτού ως το τέλος των αιώνων· εσύ όμως ξεμάκρυνε το συντομώτερον
+από τούτο το μνημείον, και μη συγχίζης πλέον την ανάπαυσιν ετούτου
+του προφήτου· ειδεμή σε αφανίζω, το οποίον ήθελα να κάμω από το
+πρώτον, αν δεν ήσουν από την θρησκείαν του Μωάμεθ».
+
+Εγώ υπήκουσα μετά φόβου τα λόγια του πιστού τελωνίου, και εγύρισα
+οπίσω και εις ολίγον έφθασα εις την ρίζαν του βουνού, χωρίς να
+βλαφθώ από τα φοβερά θηρία επειδή και τα ηύρα εις την κατάστασιν
+που τα αφήκεν ο Αφρικός. Ηκολούθησα από εκεί ένα κένταυρον, που με
+έφερεν εις ένα κάμπον· αλλά προτού να φθάσω εις αυτόν εχρειάσθην
+να περάσω πλησίον εις ένα σπήλαιον, από το οποίον είδα να βγαίνουν
+μεγαλώτατες φλόγες και καπνοί και ήκουσα μίαν φοβεράν βοήν
+σιδήρων, που εκτυπούσαν με φωνές και παράπονα, κραυγές και
+ουρλιάσματα φοβερώτατα.
+
+Έστεκεν εις το έμβασμα τούτου του φοβερού σπηλαίου ένα θηρίον, του
+οποίου με τι τρόπον να περιγράψω την ασχημοσύνην του· εστοχάσθηκα
+ότι και αυτό θα είνε ένας Αφρικός, επειδή και επαρομοίαζε κατά
+πολλά εκείνα που είχα ιδεί· το οποίον ήτο δεμένον με χοντρές
+αλυσίδες· και ωσάν με είδε, με έκραξε με μίαν φωνήν, που
+επαρομοίαζε την βροντήν.
+
+Νέε, μου είπε, στάσου και αποκρίσου μου από ποίον τόπον είσαι, και
+ποίου προφήτου ακόλουθος; του απεκρίθηκα πως ήμουν Μουσουλμάνος,
+και από την Μπάσραν. Οι Μουσουλμάνοι κάνουν, μου είπε σωστές τες
+προσευχές τους, και τα ήθη τους τα κρατούν καθαρά και άμωμα; αυτοί
+κάνουν τες προσευχές τους, του απεκρίθηκα, μα αλλοί εις εμέ, είνε
+πολλοί που δεν φυλάττουν καθαρά τα παραγγέλματα του Μωάμεθ. Το
+χαίρομαι αυτός μου απεκρίθη· αμ' η πηγή της Ζεμτέμ τρέχει πάντοτε;
+Ναι εγώ του είπα· μα αυτή θέλει έλθη καιρός που θα στύψη, με
+αντίκοψε, και η φθορά, θέλει είνε παγκόσμιος· όλα τα ανομόμητα
+θέλουν τα κάμνει οι αυτοί Μουσουλμάνοι με μίαν αχαλίνωτον
+ελευθερίαν· η μοιχεία και η πορνεία θέλουν βασιλεύσει ολούθεν, και
+θέλουν κάμνει καθημερινές ψευδορκίες, θέλουν πίνει κρασί, και
+θέλουν ιδεί τες γυναίκες ξέσκεπες. Ωχ, εκείνος ο καιρός δεν είνε
+μακρυά του είπα, επειδή, και κατά το παρόν γίνονται όλα αυτά τα
+ανομήματα.
+
+Εκατάλαβα ότι τα υστερινά μου λόγια του επροξενούσαν χαράν. Ω υιέ
+του Αδάμ, εφώναξεν εκείνος με προθυμίαν, είνε δυνατόν οι
+Μουσουλμάνοι να είνε τόσον πταίσται; τι νέον ευτυχισμένον μου
+φανερώνεις, είνε καιρός το λοιπόν εγώ να έβγω από την σκλαβιά διά
+να παρουσιασθώ εις το ανθρώπινον γένος; ήξευρε, ω νέε, ακολούθησε
+να λέγη ότι εγώ είμαι ο Τζαντάλ (αντίχριστος κατά τους
+Μωαμεθανούς) που έχω να υπάγω εις τον κόσμον διά να σπείρω τους
+θυμούς μου. Έτσι λέγοντας ετίναξε με ορμήν τες αλυσίδες του και
+επάσχισε με δυνάμεις τρομακτικές διά να ελευθερωθή από τους
+δεσμούς· μα δεν έλαβε το ποθούμενον, επειδή και δύο τελώνια
+ενδυμένα πράσινα εφανερώθηκαν ευθύς, και τον εκαταδάμασαν,
+ξαναδένοντάς τον το ένα, και το άλλο τον έδερνε με ράβδον
+σιδηρένιαν, και του έλεγαν· στάσου αυτού, κατηραμένε, πολλά
+ογλήγορα θέλεις να ελευθερωθής, ανάμεινε πρώτον να σου δοθή το
+θέλημα διά να φανερωθής εις τον κόσμον, ότι ο καιρός δεν
+επλησίασεν ακόμη. Εγώ δεν ήμουν μάρτυρας ήσυχος εις τα όσα έβλεπα,
+εξεμάκρυνα το ογληγορώτερον από τον Τζαντάλ, και εμβήκα εις έναν
+κάμπον όλος συγχισμένος, και επεριπάτησα προς μίαν στράταν γεμάτην
+από ωραιότατα δένδρα. Εκρατούσαν αυτά έως εις ένα λάκκον ενός
+κάστρου, που εφαίνονταν απέναντι· εκείνο το κάστρον του οποίου τα
+τείχη ήτον από χρυσίον, και τα μπεντένια από πετράδια μου αύξαιναν
+το θαυμασμόν καθώς το επλησίαζα. Εκεί εμπήκα από μίαν πόρταν
+διαμαντένιαν, την οποίαν την εκρατούσε σφαλισμένην ένας σύρτης από
+σμαράγδι· και αφού εστοχάσθηκα με πολλήν μου έκτασιν ένα τόσον
+ωραίον κτίριον, αγροίκησα μίαν ζωντανήν περιέργειάν να ιδώ τα
+έσωθεν. Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα
+με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα
+έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν
+ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος
+Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός
+παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού. Δεν είνε άλλος Θεός
+παρά ο Θεός· ο Ισμαήλ είνε η θυσία του Θεού».
+
+Εγώ δεν είχα καλώς τελειώσει αυτά τα λόγια, και η πόρτα ευθύς
+άνοιξεν. Ωχ, εδώ δεν ηξεύρω να εύρω τρόπους, που να ημπορέσω να
+σας περιγράψω καταλεπτώς και να ειπώ τα πράγματα που εκεί είδα.
+Στοχαστήτε όλον εκείνο που ο νους σας ημπορεί να καταλάβη πλέον
+ένδοξον, πλέον πλούσιον, και πλέον ωραίον, που ημπορεί να είνε·
+και ας είστε βέβαιοι, πως τίποτε δεν ημπορεί να παρομοιάση με
+εκείνο που επαρουσιάσθη εις την θεωρίαν μου. Είδα ένα παλάτι
+κτισμένον από ένα μέταλλον από χρώμα γαλάζιον, που μου ήτον
+αγνώριστον. Μα όσον πολύτιμη και αν μου εφάνη η αυλή, η τέχνη
+υπέρβαινε κατά πολλά, η κατασκευή του κτιρίου δεν επαρομοίαζε
+καθόλου με τες ιδικές μας, και δικαίως ημπορούσα να στοχασθώ ότι
+ανθρωπίνη εργασία δεν ήτον· οι οντάδες ήσαν γεμάτοι από στρωσίδια
+χρυσοΰφαντα, και εφαίνονταν πολύτιμες και άξιες ζωγραφιές, που
+έδειχναν τους πολέμους του Μωάμεθ, που έκανε διά να στερεώση την
+θρησκείαν του. Και οπόταν εγύρισα πολλούς οντάδες χωρίς να
+συναπαντήσω κανέναν, εμβήκα εις ένα περιβόλι μεγάλον καθ'
+υπερβολήν και θαυμαστόν και ωραίον· τα θαυμάσια δένδρα του ήταν
+γεμάτα από διαφόρους καρπούς τα άνθη και λουλούδια, τα συντριβάνια
+τα χρυσά γεμάτα από καθαρόν νερόν, και άλλα διάφορα πράγματα, που
+μου εξέστησαν τον νουν, είναι αδύνατον να περιγράψω.
+
+Εις αυτό το πανευφρόσυνον περιβόλι, ένα άπειρον πλήθος πουλιών
+διαφόρων χρωμάτων αντηχολογούσεν από τα λαλήματά τους. Και εκεί
+που επεριπατούσα εσυναπάντησα έναν μέγαν αφέντην χωρίς γένεια,
+ενδεδυμένον με φορέματα γεμάτα διαμάντια· εβαστούσεν εις το κεφάλι
+του ένα φακιόλι πράσινον γεμάτον από ρουμπίνια και ήτον καβαλάρης
+επάνω εις ένα άλογον τρανταφύλλου χρώματος, το οποίον εκεί που
+επατούσεν, η γη ευθύς έβγαζεν ωραιότατα λουλούδια, και ήτον
+ωραιότερον από την σελήνην και από τους πλέον λαμπροτέρους
+αστέρας.
+
+Εστοχάσθηκα από την θεωρίαν του, και από την μεγαλοπρέπειάν του,
+ότι αυτός θα ήτον ο αυθέντης εκείνου του παλατίου, και άρχισα να
+φοβούμαι μήπως του κακοφανή, που εμβήκα εκεί χωρίς το θέλημά του.
+Αυτός απερνώντας από σιμά μου εσταμάτησε, και μου είπεν· Ω νέε,
+δεν είσαι εσύ από την Μπάσραν; Ναι, του απεκρίθηκα αυθέντη. Καλώς
+ήλθες, αυτός μου ξαναείπε· πολλά καλά το ήξευρα ότι έμελλες να
+έλθης εσύ εδώ μα ειπέ μου, εστοχάσθης εσύ καταλεπτώς όλα τα
+θαυμάσια ετούτα του κτιρίου, και έφαγες από τα φαγητά που εδώ
+ευρίσκονται; Εγώ είδα και πράγματα πολύ εξαίσια, του απεκρίθην· μα
+από τα φαγητά σας δεν ηξεύρω τι λογής είναι. Ακολούθησον λοιπόν
+την οδόν σου μου είπεν εκείνος, και θέλεις συναπαντήσει έναν
+κάποιον, ο οποίος θέλει σε συνοδεύσει ως οδηγός έως εδώ· και τέλος
+πάντων θέλει σε κάμει να φθάσης εκεί που επιθυμείς.
+
+Ακολούθησα την στράταν μου, στρέφοντας τους οφθαλμούς από όλα τα
+μέρη και δεν ημπορούσα να τους αποσπάσω εις το να θεωρώ, και να
+στοχάζωμαι όλα τα εξαίσια που με περιεκύκλωναν. Έφθασα τέλος
+πάντων εις έναν τόπον που ήτον ένας Ναός, εις την θύραν του οποίου
+έστεκαν γραμμένα τα ακόλουθα λόγια «Δεν είνε άλλος Θεός, παρά ο
+Θεός, ο Μωάμεθ είνε ο προφήτης του». Και από μέσα ήτον ένας
+άνθρωπος γονατιστός που επροσκυνούσε· και αφού εκαρτέρησα έως που
+ετελείωσε να προσκυνήση, τον εχαιρέτησα λέγοντάς του· Σελάμ αλέκημ
+και αυτός αποκρινόμενος μου το, Αλέκημ σελάμ, μου είπε, ω νέε
+Μουσουλμάνε· κάνει χρεία βεβαίως ότι θα είσαι πολλά αγαπημένος του
+Μωάμεθ που ημπόρεσες να έλθης έως εδώ· ηξεύρεις εσύ εις ποίον
+τόπον ευρίσκεσαι; ηξεύρεις ότι ετούτο το περιβόλι είναι η
+διωρισμένη κατοικία των φίλων και εδικών του Μωάμεθ; εδώ μία
+ευτυχία αιώνιος τους καρτερεί, και διά το παρόν είναι πολύ πλήθος,
+και θέλω σε κάμει να τους ιδής. Τότε αυτός με έφερεν εις έναν
+τόπον, εις τον οποίον ήτον τρεις ποταμοί, ο πρώτος από γάλα, ο
+δεύτερος από βούτυρο, και ο τρίτος από μέλι, και έτρεχαν σιγαλά
+ολόγυρα του περιβολιού· εις τα χείλη των οποίων έστεκαν πλήθος
+λαού, καθήμενοι σιμά εις τα τραπέζια γεμάτα από διάφορα φαγητά·
+εκεί είδα διαφόρους σερίφιδες από την φυλήν του Μωάμεθ, και
+σαχπάνιδες (φίλοι και μαθηταί του αυτού προφήτου), οι οποίοι
+βλέποντάς με μου έδωκαν το Σελάμ, με χαροποιόν πρόσωπον. Έπειτα
+από εκεί ο οδηγός μου με έφερεν εις ένα κάμπον πολλά χαρμόσυνον ο
+οποίος ήτο γεμάτος από ωραιότατα κορίτσια, που εσύγχισαν τον νουν
+μου τα κάλλη τους· μερικά από ταύτα ετραγωδούσαν· άλλα ελαλούσαν
+διάφορα όργανα και άλλα εχόρευαν κάθε λογής χορούς· και τόσον
+ευφράνθη η καρδία μου να τα βλέπω και να ακούω, που τέλος πάντων
+ολίγον έλειψε να τρελλανθώ.
+
+Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι
+ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι
+άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης
+κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος
+του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον. Λέγοντάς
+μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από
+εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην
+του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την
+κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το
+άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν
+του περιβολιού. Εγώ δε ονομάζομαι ο προφήτης Χεδέρ, και κατοικώ
+εδώ καθώς σου είπα· εις εσένα μοναχά στέκει να ζήσης μαζή μου·
+ημείς μαζή θέλομεν κάνει το προσκύνημά μας, και θέλομεν απολαύσει
+τες τρυφές ετούτου του κατοικηρίου, που εις την γη δεν ευρίσκεται·
+εμείς εδώ δεν ηξεύρομεν μεταλλαγές καιρών· πνέει ένας αέρας
+πάντοτε τερπνότατος και συγκερασμένος· μία παντοτινή άνοιξις
+βασιλεύει η νύκτα ποτέ δεν εξαπλώνει το σκότος της και η ημέρα που
+μας φωτίζει είναι πάντα καθαρή και ξάστερη.
+
+Εδέχθηκα το πρόβλημα του προφήτου Χεδέρ, και έμεινα εις την
+συντροφιάν του πλέον παρά έναν χρόνον· μα με όλες ετούτες τες
+ευφροσύνες εκείνου του ωραίου τόπου δεν ημπορούσα να είμαι ήσυχος·
+η ενθύμησις της Γαντζάδας με έκανε να δοκιμάσω, ότι εγώ ήμουν
+ακόμη κολλημένος εις τον κόσμον· η επιθυμία διά να την ιδώ μου
+εσύγχιζε την ανάπαυσιν και πιστεύω ότι και η ίδια απόλαυσις των
+κορασίων δεν ήθελεν με κάμει να την εβγάλω από τον λογισμόν μου. Ο
+Χεδέρ καταλαμβάνοντας μίαν ημέραν την ανησυχίαν μου, είπε· γνωρίζω
+πολλά καλά, ότι ήθελες να είσαι εις την Μπάσραν και με το να μην
+είναι αρκετές οι ηδονές ετούτου του περιβολιού να σε κρατήσουν
+πλέον, αποφάσισα να πληρώσω την επιθυμίαν σου. Λέγοντας έτσι,
+εσήκωσε τους οφθαλμούς του εις τον αέρα και βλέποντας ένα μικρόν
+σύννεφον επάνωθέν μας το εσταμάτησε και το ερώτησε πού πηγαίνει.
+Το σύννεφον, ή διά να ειπώ καλλίτερον το τελώνιον που ήτον μέσα
+εις αυτό, απεκρίθη· Ω μεγάλε προφήτα, εγώ υπάγω εις την Κίναν·
+έχεις κανένα πρόσταγμα διά να σε δουλεύσω; Πηγαίνεις να
+καλοποιήσης; είπεν ο Χεδέρ ή να παιδεύσης; Διά να παιδεύσω του
+απεκρίθη το τελώνιον. Ωσάν είνε έτσι του είπεν ο Χεδέρ ακολούθησε
+την στράταν σου, με το να μην έχω χρείαν από εσένα.
+
+Μίαν στιγμήν υστερώτερον επέρασεν ένα άλλο σύννεφον. Ο Χεδέρ
+παρομοίως το εξέτασε και το σύννεφον του απεκρίθη, πως υπάγει εις
+την Μπάσραν διά να κάμη καλόν. Επειδή και πηγαίνεις διά καλόν, του
+απεκρίθη ο Χεδέρ, θέλω να μου κάμης μίαν χάριν να φέρης ετούτον
+τον Μουσουλμάνον εις την Μπάσραν, και να τον αποθέσης εις την
+πόρταν του σπητιού του. Το τελώνιον που εις το σύννεφον ήτον,
+υπήκουσε, και με επήρε. Μα πριν να μισεύσω ευχαρίστησα μεγάλως τον
+Χεδέρ διά τες χάρες που μου έκαμε, και τον επαρακάλεσα να με
+ενθυμάται· εις διάστημα τριών ωρών το τελώνιον με έφερεν εις την
+Μπάσραν, και με απέθεσεν εις την πόρταν μου.
+
+
+
+&Συμβεβηκός Θ'. του Αμπουλβάρη και τέλος της ιστορίας του.&
+
+
+
+Βλέποντας τέλος πάντων τον εαυτόν μου εις την πόρταν του σπητιού
+μου εχάρην μεγάλως· και άρχισα να κτυπώ διά να μου ανοίξουν, με το
+να ήτο νύκτα. Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος
+βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν
+θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι
+εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον
+επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν
+μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου. Ήλθεν η ιδία
+διά να μου ανοίξη· μα αντίς να με δεχθή με χαράν και αγαλλίασιν,
+που έπρεπε να της προξενήση το γύρισμά μου, άρχισε να φωνάζη
+μεγάλως ευθύς που με είδε. Πώς λοιπόν τότε της είπα, η θεωρία μου
+σου προξενεί φόβον· οι οφθαλμοί σου δεν με γνωρίζουν; ημπορώ εγώ
+να εμεταβάλθηκα τόσον, που να μη με εγνώρισες; κράξε ευθύς τον
+αδελφόν μου διά να μιλήσω με αυτόν. Ευθύς έκαμε και ήλθεν ο
+αδελφός μου συντροφιασμένος με ένα νέον εις εμένα αγνώριστον· ο
+αδελφός μου πλησιάζοντας εις εμένα αφού με εθεώρησε με πολλήν
+επιμέλειαν μου είπεν πως δεν με εγνώριζεν. Ο Αμπουλβάρης
+ηκολούθησε να λέγη, δεν σε παρομοιάζει εις κανέναν σημάδι, εκείνος
+είνε ένας εύμορφος άνδρας, και εσύ είσαι ασχημότατος, εκείνος
+είναι παχύς, και εσύ είσαι ξηρός ωσάν ένα σκέλεθρον· παύσε το
+λοιπόν από το να μας λέγης, και να μας δίνης να καταλάβωμεν πως
+εσύ είσαι εκείνος· και με όλον που είνε επτά χρόνοι που δεν τον
+είδαμεν, ημείς δεν ημπορούμεν να αλησμονήσωμεν την φυσιογνωμίαν
+του· μα τούτο δεν φθάνει, το περισσότερον είνε που καθώς εμάθαμεν,
+αυτός εχάθη εις το ταξείδι που διά θαλάσσης έκαμνεν.
+
+Έμεινα πολλά εκστατικός εις ετούτα τα λόγια· εβεβαιωνόμουν πολλά
+καλά, ότι θα ήλλαξα την μορφήν μου μα δεν ημπορούσα να καταλάβω
+πώς ο αδελφός μου να μη με εγνώριζε καθόλου. Μα πώς, ω Γαντζάδα,
+είπα της γυναικός μου δεν γνωρίζεις εις εμέ την μορφήν εκείνου του
+Αμπουλβάρη που αγάπησες και σε αγάπησε με τόσην προθυμίαν; Αχ!
+πόσον με κάνει δυστυχισμένον η τύχη μου, αλλοί εις εμέ, δεν ήλπιζα
+ποτέ να με δεχθής με τόσην σκληρότητα εις τον γυρισμόν μου· πόσον
+κακώς μου ανταποκρίνεσαι εις την ανυπομονησίαν που είχα διά να σε
+ξαναϊδώ. Εσύ έχεις, μου είπεν η Γαντζάδα, την φωνήν του
+Αμπουλβάρη, μα η μορφή σου και η θεωρία σου δεν παρομοιάζουν
+καθόλου με εκείνου· και εις τούτο σου ομολογώ πως δεν σε ακούω με
+ησυχίαν, μα ειπές μου αν είσαι αληθώς αυτός, διατί φαίνεσαι τόσον
+διαφορετικός από εκείνο που ήσουν, οπόταν εμίσευσες από την
+Μπάσραν· πού εστάθης; και τι σου συνέβη, που ημπόρεσαν να κάμουν
+εις εσένα τόσην μεγάλην μεταβολήν;
+
+Τότε εγώ εδιηγήθηκα καθαρά τα όσα έως εκείνην την ώραν μου
+εσυνέβηκαν, χωρίς να αφήσω τίποτε και οπόταν ετελείωσα να μιλήσω,
+ο νέος που ευρίσκονταν εκεί, άρχισεν να μιλήση και μου είπεν, εσύ
+είσαι ένας πλάνος, και εσύνθεσες ένα γελοιώδη μύθον, όχι διά άλλο,
+παρά διά να μας συγχίσης την ησυχίαν μας και την ευτυχίαν μου. Μα
+γελάσαι, ταλαίπωρε, ακολούθησε να λέγη μετ' οργής, αν απαντεχαίνης
+να μας πλανήσης επειδή και εγώ σήμερον εστεφανώθηκα την Γαντζάδα,
+την οποίαν θέλω να χαρώ διά πάντα. Εις ετούτα τα υστερινά λόγια,
+που με έκαμαν να τρομάξω, εκύτταξα τον αδελφόν μου και την γυναίκα
+μου, και μου εφάνησαν βουβοί και αντραλωμένοι. Τι είναι τούτο που
+ακούω, εφώναξα; η Γαντζάδα της οποίας την σταθερότητα επίστευα
+όμοιαν με την εδικήν μου, η Γαντζάδα, είπα, υπανδρεύθη με άλλον
+άνδρα; Ήθελα να ακολουθήσω· μα μου ήλθε λιποθυμία και με εμπόδισε
+να ειπώ άλλο.
+
+Απεράσαμεν την νύκτα εις διάλεξες, ο νέος και εγώ. Όσον
+περισσότερον εβεβαίωνα ότι ήμουν ο Αμπουλβάρης, τόσον περισσότερον
+εκείνος απέδειχνεν ότι θα ήτο το εναντίον, και πως ήμουν ένας
+πλάνος. Η Γαντζάδα και ο αδελφός μου έστεκαν χωρίς να ομιλήσουν
+και εκυττάζονταν ανάμεσόν τους, γεμάτοι από εντροπήν· τέλος πάντων
+φθάνοντας η ημέρα ήλθαμεν και οι τέσσαρες εις τον Κατήν. Αυθέντη,
+του είπεν ο νέος, εχθές με εστεφάνωσες με την Γαντζάδα, μα η
+υπανδρεία δεν εχάλασεν ούτε εφθάρη· ετούτος ο ξένος που βλέπεις
+ήλθεν εψές την νύκτα δια να συγχίση το στεφάνωμά μας· θέλει να
+ειπή ότι είναι ο άνδρας της Γαντζάδας, και να τολμά να κράζεται ο
+Αμπουλβάρης.
+
+Ο Κατής ταράζοντας το κεφάλι είπε, πως εγνώριζε καλώς τον
+Αμπουλβάρην, και ότι εγώ με κανέναν τρόπον δεν τον επαρομοίαζα·
+έπειτα θεωρώντας την Γαντζάδα είπε· και συ ω ωραία κυρά, τι
+στοχάζεσαι διά τούτον τον άνθρωπον; τον πιστεύεις διά άνδρα σου;
+Αυθέντη, αυτή απεκρίθη· αν θέλης να ειπώ την αλήθειαν, που οι
+οφθαλμοί μου δείχνουν δεν είναι αυτός εκείνος· αυτός δεν έχει άλλο
+που να τον παρομοιάζη, παρά την φωνήν. Ω κριτά των Μουσουλμάνων,
+είπα τότε του Κατή, σε παρακαλώ να με ακούσης· κύτταξε καλά μην
+κάμης μίαν απόφασιν άδικην· αν εγώ εματαβάλθηκα από την μορφήν μου
+το αίτιον είνε τα συμβεβηκότα μου, η κατοίκησις που έκαμα εις το
+κέντρον της γης μου επροξένησεν ετούτην την μεταλλαγήν.
+
+Τι παράξενα πράγματα μας παρασταίνεις; εφώναξεν ο κριτής· ένας
+άνθρωπος ζωντανός ημπορεί να κατοικήσει εις το κέντρον της γης;
+Χωρίς αμφιβολίαν, του απεκρίθηκα, και αν ορίζης είμαι έτοιμος διά
+να σου διηγηθώ τα όσα μου εσυνέβηκαν. Με αντίκοψεν ευθύς εδώ ο
+νέος, και γυρίζοντας προς τον Κατήν λέγει· Αφέντη, ήξευρε πως
+αυτός έχει προητοιμασμένον ένα μύθον· αυτός θέλει σου διηγηθή
+πράγματα παράξενα, να μη τον πιστεύσης. Σιώπα εσύ, του λέγει ο
+Κατής, θέλω να τον ακούσω. Μίλησε, μου λέγει· και σε βεβαιώνω πως
+θέλω κάμει δικαιοσύνην.
+
+Άρχισα τον ίδιον καιρόν να διηγούμαι το υστερινόν μου ταξείδιον με
+όλες τες περίστασες· και αφού ετελείωσα την ιστορίαν μου, ο Κατής
+εθεώρησε την Γαντζάδα, τον αδελφόν μου και τον νέον. Ετούτη η
+υπόθεσις τους είπε, πολλά μεγάλη μου φαίνεται, την οποίαν εγώ δεν
+ημπορώ να αποφασίσω· εκείνο που ετούτος ο άνθρωπος μας διηγάται,
+δεν ομοιάζει την αλήθειαν· ημπορούμεν να υποπτεύσωμεν πως αυτός ο
+άνθρωπος να είνε ένας ψεύστης· μα πάλιν ποίος ηξεύρει, αν αυτός
+λέγει την αλήθειαν; και διά τούτο δεν ημπορώ να ειπώ άλλο, παρά
+να υπάτε εις την Μέκκαν, να εύρητε τον Αλημπέν Αμπιταβάλ, γαμβρόν
+του Μωάμεθ, και τον μέγαν Ομάρ αρχηγόν των πιστών· το πράγμα έχει
+μεγάλην χρείαν να έλθη εις το φως, το οποίον αυτοί μοναχά ημπορούν
+να το κρίνουν.
+
+Κατά την απόφασιν του Κατή εμισεύσαμεν ευθύς διά την Μέκκαν και οι
+τέσσαρες· και ύστερον από ένα ευτυχισμένον ταξείδι εφθάσαμεν εις
+το παλάτι του Ομάρ, ο οποίος ευθύς που ήκουσε τα συμβεβηκότα μου
+μού είπε· αυτό όλον που μου εδιηγήθης είνε πολλά εξαίρετον διά να
+σε πιστεύω, κάνει χρεία να υπάγωμεν εις το μνήμα του προφήτου εκεί
+που ο γαμβρός του Μωάμεθ ευρίσκεται, και αυτός θέλει μας ειπεί
+εκείνο που ημπορούμεν να στοχασθούμεν, δι' αυτό το θαυμαστόν
+διήγημα που ήκουσα.
+
+Επήγαμεν με τον Ομάρ εις τον τάφον του προφήτου εις τον οποίον
+ηύραμεν τον Αλή, που επροσκυνούσεν επάνω εις εκείνον τον τάφον. Ω
+μεγάλε γαμβρέ του προφήτου του είπεν ο Ομάρ· εγώ σου φέρνω έναν
+άνθρωπον, ο οποίος μου διηγάται πράγματα τόσον ολιγόπιστα, που δεν
+ημπορώ να καταπεισθώ να τα πιστεύσω. Ο Αλή μου εζήτησε το όνομα,
+προς τον οποίον είπα πως Αμπουλβάρης ονομάζομαι από την Μπάσραν·
+τότε αυτός σηκώνοντάς τα μάτια εις τον ουρανόν εφώναξεν με πολλήν
+χαράν. Ω προφήτα του Θεού, εσύ μου είπες την αλήθειαν. Αυθέντη,
+ακολούθησεν αυτός να λέγη γυρίζοντας προς τον Ομάρ, κάνει χρεία να
+πιστεύσης τα συμβεβηκότα, που σου διηγείται· ετούτο, ο άνθρωπος
+δεν είνε πλάνος επειδή και ο Μωάμεθ μου έδωσε την είδησιν από
+πολύν καιρόν πως ένας ονόματι Αμπουλβάρης, μέλλει να έλθη μίαν
+ημέραν εις τον Κιαμπέ, και θέλει μου διηγηθή πράγματα παράδοξα και
+αληθινά· ετούτη η ημέρα το λοιπόν ήλθε τέλος πάντων, και ο
+Αμπουλβάρης πρέπει να μου πληρώση την περιέργειάν μου με την
+διήγησιν του. Τότε εγώ του εδιηγήθηκα και αυτουνού τα όσα επέρασα,
+και έφερα τον λόγον μου απάνω εις τον βασιλέα των τελωνίων
+Μουσούλμα, διά τα όσα μου επαράγγειλε να ειπώ του Ομάρ και του
+γαμπρού του Μωάμεθ. Αυτοί έμειναν εκστατικοί εις τα όσα τους
+εδιηγήθηκα, και αμφότεροι με αγκάλιασαν λέγοντάς μου πως ήμουν ο
+πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος, που θα ήτον εις την γην, επειδή και
+είδα πριν αποθάνω την διωρισμένην κατοίκησιν των δικαίων, και
+φίλων του Μωάμεθ, ύστερον από ετούτην την θνητήν ζωήν.
+
+Τότε αυτοί αποφασίζοντας, ότι εγώ ήμουν ο Αμπουλβάρης απεδίωξαν
+τον νέον, και μου επέστρεψαν την Γαντζάδα. Έπειτα ο Ομάρ έκαμε να
+εβγάλη από τους θησαυρούς του διακόσιες χιλιάδες φλωρία, και μου
+τα έδωσε με εκατόν σκλάβους, και εκατόν καμήλια. Εγώ εξαναγύρισα
+εις την Μπάσραν με αυτόν όλον τον πλούτον έζησα με την Γατζάνδα με
+την ιδίαν αγάπην που της είχα· δεν την ωνείδισα διά την
+ανυπομονησίαν που έλαβε διά να ξαναπανδρευθή· αλήθεια είναι πως
+αυτή έδειξε πολλήν θλίψιν εις αυτό που έκαμεν, και διά τούτο την
+εσυμπάθησα. Ο αδελφός μου εις τον καιρόν που έλειψα εκυβέρνησε
+κακώς τα υπάρχοντά μου, και σχεδόν τα εκατάφθειρε· και εις τον
+ίδιον καιρόν έκαμε και την Γαντζάδα να στεφανωθή εκείνον τον νέον,
+όντας φίλος του· δεν εμεταχειρίσθηκα τον αδελφόν μου διαφορετικώς
+από την γυναίκα μου· και αλησμονώντας τα περασμένα, άρχισα να ζω
+καθώς και το πρώτον με μεγαλώτατα έξοδα· έξω από το δώρημα του
+Ομάρ, το οποίον ήτον αρκετόν διά να ζήσω καθώς ήθελα, έλαβα την
+καλήν τύχην διά να εύρω ένα θησαυρόν εις το σπήτι μου πολλά
+πλούσιον και ούτως έκαμα μεγάλα πλούτη, που δεν φθάνω να τα φθείρω
+με όλην ετούτην την πολυέξοδον ζωήν που κάνω.
+
+
+
+&Τέλος της ιστορίας του Βεδρεδίν Λώλου και των δύο συντρόφων του.&
+
+
+
+Ο περιηγητής Αμπουλβάρης τελειώνοντας την ιστορίαν του, ο
+Βεδρεδίν, και οι σύντροφοι του είπαν, πως δεν ήκουσαν ποτέ εις την
+ζωήν τους πράγματα τόσον εξαίρετα. Μα Αμπουλβάρ εφέντη, του είπεν
+ο Βεδρεδίν ύστερον από τόσα συμβάντα και εναντία είσαι όμως τέλος
+πάντων αναπαυμένος, και ευχαριστημένος; χαίρεσαι εσύ μίαν τελείαν
+ευτυχίαν; είναι πολύς καιρός που εγώ υπάγω γυρεύοντας έναν
+άνθρωπον ευτυχισμένον και ευχαριστημένον και έχω μεγάλην χαράν,
+που ηύρα εκείνο που εποθούσα εις του λόγου σου και δεν έχασα τες
+ελπίδες μου που να μην τον εύρω· Οι σύντροφοί μου, ακολούθησε να
+λέγη, θέλουν να πουν ότι δεν είναι άνθρωπος επάνω εις την γην, που
+να μην του λείψη κάποιον πράγμα το οποίον θα ημπορέση να τον κάμη
+καθολικά ευχαριστημένον· όσον διά λόγου μου τους απέδειξα το
+εναντίον και ευχαριστώ τον ουρανόν, που τους έβγαλα από την πλάνην
+τους, επειδή και ύστερον από όλα αυτά που μας εφανέρωσες δεν
+ήθελαν αμφιβάλλουν, ότι εσύ δεν είσαι τελείως ευτυχέστατος.
+
+Συμπάθησόν με, απεκρίθη ο περιηγητής, με δίκαιον μεγάλον ημπορούν
+αυτοί να αμφιβάλλουν, και εσύ ο ίδιος γελιέσαι· οπόταν τελείως
+ευτυχισμένον με στοχάζεσαι, μία περίληψις που άφησα εις την
+διήγησίν μου, θέλει σε κάμει καλώτατα να το γνωρίσης· η Γαντζάδα
+αγαπά πολλά εκείνον τον νέον με τον οποίον την ηύρα υπανδρευμένην
+εις το γύρισμά μου, και κάνει κάθε τρόπον διά να ευρίσκεται με
+αυτόν· αυτό το εκατάλαβα πλέον παρά μίαν φοράν· και τούτου η
+γνωριμία μου επλήγωσε την καρδίαν, με το να την αγαπούσα κατά
+πολλά και με όλον που δεν αφήκα κάθε τρόπον, που να την αντικόψω
+από αυτήν την φιλίαν μου εστάθη ανωφελές ό,τι επάσχισα· και από
+αυτό στοχασθήτε την θλίψιν που έχω, με το να μη με αγαπά πλέον
+εκείνη, που μου επροξενούσε την ευτυχίαν μου. Ο βασιλεύς Βεδρεδίν
+δεν εμεταπεκρίθη εις εκείνην την ομιλίαν η οποία τον έκαμε να
+στοχασθή ότι ο βεζύρης του και ο μυστικός του δεν είχαν κατά
+αλήθειαν άδικον εις το να αμφιβάλλουν, πως ήτον αδύνατον εις τον
+κόσμον να είναι τινάς χωρίς θλίψιν.
+
+Ύστερον από μερικές ημέρες το καραβάνι έφθασεν εις το Μπαγδάτι. Ο
+Αμπολβάρης, με το να είχε διάφορες υπηρεσίες να κάμη εις αυτήν την
+χώραν, ο Βεδρεδίν με τους ακολούθους του τον άφησαν και ήλθον εις
+την Δαμασκόν εις τον θρόνον του και αφού εξανάδωσε τες αξίες, που
+είχαν ο βεζύρης του, και ο Σεήφ Μολτούκ, τους είπε· τώρα ομολογώ
+και καταλαμβάνω καλώτατα, ότι δεν είναι κανένας άνθρωπος, ο οποίος
+να μην έχη τες θλίψες του· τα υποκείμενα τα πλέον ευτυχισμένα
+είναι εκείνα των οποίων τα βάσανα είναι πλέον υποφερτά· ας
+σταθούμεν απ' εδώ και εις το εξής ήσυχοι αν και οι τρεις μας δεν
+είμεθα τελείως ευτυχισμένοι ας στοχασθούμεν πως είναι πολλοί πλέον
+δυστυχέστεροι από ημάς. Ναι ω βασιλέα μου είπε ο Σιήφ Μολτούκ,
+ευρίσκονται κατά αλήθειαν από ημάς πλέον δυστυχείς, και δεν
+χρειαζόμεθα ημείς μίαν μεγάλην καρδίαν διά να υποφέρωμεν τες
+δυστυχίες μας· όσον δι' εμένα θέλω παρηγορηθή που δεν απόλαυσα την
+Αλγεμάλ· εσείς πρέπει, ακολούθησε χαμογελώντας να λέγη, αμοιβαίως
+πρέπει να παρηγορηθήτε, που εχάσατε τες αγαπητικές σας αν αυτές
+ζουν ακόμη, η θεωρία τους δεν θέλει ημπορέσει να έχη πλέον την
+ισχύν, που είχε πρώτον και διά τούτο ας παρηγορηθούμεν, και ας
+είμεθα ευχαριστημένοι εις εκείνο που ευρισκόμεθα, και ας
+υποφέρωμεν με γενναιότητα κάθε βάσανον, που ημπορεί να μας έλθη,
+στοχαζόμενοι πάντα πως κανείς δεν είναι χωρίς θλίψιν.
+
+Με αυτόν τον τρόπον, εις μερικών ημερών διάστημα, η Χαλιμά
+ετελείωσε την ιστορία του Βεδρεδίν Λώλου, και του βεζύρη του τού
+μελαγχολικού. Ο δε βασιλεύς Αϊδήν της είπεν· Αχ φιλτάτη μου
+Χαλιμά, αυτή η ιστορία με εύφρανε πολλά περισσότερον από όσες έως
+τώρα μου εδιηγήθης· ο βεζύρης μεγάλον δίκαιον είχε να στέκεται
+σταθερός εις την γνώμην του, και από λόγου μου, που δεν είμαι από
+αυτές αμέτοχος, καθώς και ο Βεδρεδίν Λώλος, το είδεν εμπράκτως εις
+τα όσα επαρατήρησεν όθεν σου ομολογούμαι υπόχρεως, αγαπημένη μου
+Χαλιμά με αυτήν την ιστορίαν που μου εδιηγήθης, η οποία θέλει μου
+είναι διά παντοτεινόν παράδειγμα και παρηγορία, και περιπλέον
+όστις την ήθελεν ακούσει, ημπορεί να παρηγορηθή εις τας θλίψεις
+του με το μέσον αυτής διατί ακούοντας πως δεν είναι μόνος που
+δοκιμάζει θλίψεις, παρά είναι και άλλοι, που δοκιμάζουν πολύ
+περισσότερες και δεινότερες, και που κανείς δεν είναι αμέτοχος από
+αυτές ημπορεί να λάβη μεγάλην άνεσιν. Έχω λοιπόν μεγαλωτάτην την
+ευχαρίστησιν, του απεκρίθη η Χαλιμά που και ετούτη η ιστορία, την
+οποίαν εδιηγήθηκα, σου άρεσε, ελπίζοντας ακόμη πως θέλει σου
+αρέσει και άλλη μία ιστορία δύο εξωτικών, την οποίαν μου την
+εδιηγήθη η βάγια μου, όταν ήμουν μικρή, και αν είναι με το θέλημά
+σου θέλω την διηγηθή. Ναι της απεκρίθη ο Αϊδήν, θέλω την ακούσει
+και αυτήν με την συνηθισμένην μου ευχαρίστησιν, και αύριον ας
+είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής. Και ερχομένη η ακόλουθος
+ημέρα, κατά την συνήθειαν η Χαλιμά άρχισε να διηγήται με τον
+ακόλουθον τρόπον·
+
+
+
+&Ιστορία των δύο αδελφών εξωτικών Αδήλ και Δαλήκ&
+
+
+
+Εις τα πλησίον μέρη του Μουσουλπατάν, πόλιν του βασιλείου της
+Γολκόνδας, εκατοικούσε μία χωριάτισσα με δύο θυγατέρας πολλά
+ωραίας· η πρώτη που ονομάζετο Φατμέ ήτον δεκάξη χρονών, και η
+μικρότερη που ωνομάζετο Κατηγέ ήτον μόνον δώδεκα. Αυτή η
+οικογένεια εκατοικούσεν εις ένα σπητάκι ξέμακρα από κάθε χωρίον,
+και εκυβερνούνταν με το εργόχειρόν τους, που ήτον να πλένουν
+υποκάμισα και άλλα, που από το Μουσουλπατάν της έδιναν, τα οποία
+αφού και τα έπλεναν, εσυνήθιζαν να τους βάνουν κάποια άνθη διά να
+τους δίδουν ευωδίαν. Μίαν ημέραν η χωριάτισσα, εκεί που εμάζωνε
+αυτά τα άνθη εκεντρώθη από μίαν οχιάν εις το χέρι, της οποίας το
+φαρμάκι την έκανε να αποθάνη εκείνην την ίδιαν ημέραν· και προτού
+να κλείση τα μάτια έκραξε τες θυγατέρες της, και τες είπε· βλέπω
+τον Άγγελον του θανάτου που πλησιάζει και πρέπει να αποθάνω·
+εκείνο που με κάνει να χαίρωμαι είναι, που δεν θέλει με ονειδίσει
+κανείς διά την ανατροφήν σας· και ευχαριστώ τον Ουρανόν, που σας
+αφίνω με καλά και τιμημένα ήθη· φυλάξετέ τα πάντα καθαρά καθώς σας
+εδίδαξα· και με όλην την επιμέλειαν παρατηρήσετε τα παραγγέλματα
+του προφήτου μας· ζήσετε τιμημένα με το πτωχόν σας εργόχειρον
+καθώς και έως τώρα ακολουθήσαμεν, και ελπίζω ότι ο ουρανός θέλει
+σας έχει την έγνοιαν· σας παραγγέλλω ακόμη να είστε πάντα ενωμένες
+χωρίς ποτέ να χωρισθήτε, αν είνε το δυνατόν, επειδή και η ευτυχία
+σας κρέμαται από την ένωσίν σας. Κατηγέ, ηκολούθησε γυρίζοντας
+προς την μικρότερην· εσύ θυγατέρα μου με το να είσαι μικρή ακόμη,
+πρέπει να υποτάσσεσαι εις την αδελφήν σου Φατμέ, επειδή και αυτή
+δεν θέλει σε διατάξει κακά ήθη, και κακές πράξες και εσύ Φατμέ
+θέλεις την κυττάζει ωσάν μεγαλύτερη που είσαι.
+
+Και ύστερον από αυτές τες παραγγελίες και άλλες παρόμοιες, τες
+αγκάλιασε και τες δύο και αποφιλώντας τες εξεψύχησε. Δεν ημπορώ να
+περιγράψω τον θρήνον τους, και τα κλάμματα που έκαμαν αυτές οι
+δύο πτωχές κόρες, βλέποντας την μητέρα τους να ξεψυχήση εις τες
+αγκάλες των· και αφού την έκλαυσαν με θερμότατα δάκρυα, την επήραν
+και την έθαψαν ολίγον μακράν από την καλύβαν τους, στολίζοντας τον
+τάφον της με διάφορα άνθη· έπειτα γυρίζοντας εις την καλύβαν τους,
+εσύμμασαν εκείνα τα ενδύματα που είχαν πλυμμένα, και βάνοντάς τα
+εις κανίστρες, τα επήραν την ερχομένην ημέραν δια να τα πηγαίνουν
+εις το Μουσουλπατάν, και να τα δώσουν εις εκείνους, που
+απαρθένευαν· δεν έκαμαν εκατόν πατήματα από την καλύβαν των, και
+συναπαντούν ένα μικρόν γέροντα, κουτσόν και χωλόν πλουσίως
+ενδυμένον· ο οποίος βλέποντάς τες εστάθη και τες εστοχάζονταν με
+πολλήν επιμέλειαν, ακουμπώντας επάνω εις το δεκανίκι του. Αυτός
+εφαίνετο πως θα είχε περισσότερον από εκατόν χρόνους· με όλον
+τούτο που ήτον τέτοιος, επερπατούσεν ωσάν ένα παλληκάρι· ο οποίος
+βλέποντάς τες που ήτον κατά την όρεξίν του, τες είπεν χαρούμενος·
+που πηγαίνετε εσείς ω εύμορφές μου θυγατέρες; πηγαίνομεν, του
+απεκρίθη η τρανή, εις το Μουσουλπατάν. Ημπορώ χωρίς να σας
+κακοφανή, ακολούθησεν ο γέρων να λέγη, να σας βοηθήσω εις καμμίαν
+σας χρείαν;
+
+Η Φατμέ αναστενάζοντας του απεκρίθη· ημείς, αφέντη, είμεθα δύο
+πτωχά κορίτσια, χωριατοπούλες· εχθές εχάσαμεν την μητέρα μας που
+την εδάγκασεν ένα φείδι, και απέθανε, και μας άφησεν ορφανές με
+τούτο το εργόχειρον να πλένωμεν ενδύματα διά να ζήσωμεν. Αχ πόσον
+μου κακοφαίνεται, είπεν ο γέρων διά την δυστυχίαν σας, διά το
+οποίον ακριβές μου κόρες αγροικώ κεντρωμένην την καρδίαν μου από
+την θλίψιν σας· όθεν επιθυμώ να σας γένω πατέρας σας, αν θελήσετε
+να έχετε αρκετόν θάρρος προς εμένα· και διά την επιμέλειάν μου που
+θέλω έχει διά εσάς, θέλετε ιδεί εμπράκτως την ευτυχίαν σας.
+
+Εγώ σας ομολογώ, ακολούθησε να λέγη κυττάζσντας την Κατηγέ ότι
+γροικώ μίαν μεγάλην αγάπην εις ετούτην την χαριτωμένην κόρην·
+ευθύς που εγώ την είδα αγροίκησα εις τον εαυτόν μου μίαν κλίσιν,
+που ποτέ μου δεν εγνώρισα· αν θέλετε και οι δύο ακολουθήσατέ με,
+και σας τάσσω ότι θα σας βάλλω εις μίαν κατάστασιν πολλά
+ευτυχισμένην· και θέλετε έχει αιτίαν που να εύχεσθε την τύχην σας,
+η οποία σας έκαμε να με συναπαντήσετε εις τούτην την στράταν.
+
+Αφού ετελείωσε αυτήν την ομιλίαν ο γέρων εκαρτερούσε με ανησυχίαν
+την απόκρισιν που ήθελαν του δώσει. Είχεν αυτός κάθε δίκαιον να
+είναι ανήσυχος· η ηλικία του και η θεωρία του δεν ήσαν αρμόδιες
+προς όφελός του διά να παρακινήσουν εκείνες τες δύο κόρες να
+αποφασίσουν μετά χαράς, και να δεχθούν το πρόβλημά του· Μα με όλον
+τούτο η Φατμέ που είχεν αρκετήν γνώσιν διά να καταλάβη, που εις
+την κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο, δεν ήτον εκείνο ένα
+πράγμα διά να το καταφρονήση, άρχισε να στοχάζεται χωρίς να του
+δώση απόκρισιν. Ο γέρων βλέποντας την σύγχυσιν, που είχαν διά να
+αποφασίσουν, είπεν· αγαπημένες μου κόρες, αν εσείς στοχασθήτε τον
+κίνδυνον, εις τον οποίον ευρίσκεσθε, με το να στέκεσθε μοναχές εις
+μίαν καλύβαν, και την χρείαν που έχετε διά να κυβερνηθήτε, δεν
+θέλετε αποστραφή τα όσα σας τάσσω· εσείς δεν πρέπει να φοβάσθε
+καθόλου από εμένα· η ηλικία μου ημπορεί να σας δώση θάρρος, και να
+σας βεβαιώση· εσείς θέλετε αφήσει διά πάντα μίαν κοπιαστικήν
+τέχνην, που μετά βίας ημπορείτε να ζήσετε· εσείς από εμένα όχι
+μόνον θέλετε έχει το χρειαζόμενον διά την ζωοτροφίαν σας, αλλά
+ακόμη θέλετε έχει και κάθε ανάπαυσιν και ευτυχίαν, που να σας
+ζηλεύση καθένας· μη χάνετε καιρόν, αλλά ακολουθήσετε την συμβουλήν
+μου διά το καλόν σας.
+
+Η Φατμέ, ακούοντάς τα λόγια του γέροντος και τες συμβουλές του
+άρχισε να κλίνη και να παρακινήται· και έτσι άρχισε να του λέγη.
+Αυθέντη, γροικώ καταλεπτώς την καλήν σου διάθεσιν εις τα όσα με
+παρακινείς, και είμαι πρόθυμη διά να σε υπακούσω· διά δε την
+αγάπην, που εφανέρωσες, πως έχεις εις την αδελφήν μου, θέλω το
+εξετάξει αν το δέχεται, και αν είναι ευχαριστήμενη. Μίλησε Κατηγέ,
+ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς την αδελφήν της· αγροικιέσαι
+πρόθυμη να ευχαριστήσης την κλίσιν ετούτου του αυθέντου, και να
+τον πάρης άνδρα; τον οποίον στοχάζομαι διά τιμημένον, και δεν
+πιστεύω πως θα ήθελε γελάση δύο πτωχές άκακες κόρες, οι οποίες
+επάνω εις αυτόν βάνουν όλην την ελπίδα της τιμής τους. Οχ ώ αδελφή
+μου απεκρίθη κοκκινίζοντας η Κατηγέ· αυτός είνε πολλά γέροντας,
+και πολλά άσχημος. Εκακοφάνη της Φατμές αυτή η απόκρισις της
+Κατηγές, της οποίας απεκρίθη λέγοντας, σε βλέπω που η ηλικία σου
+δεν είνε αρκετή να διακρίνη το συμφέρον σου, και διά τούτο
+αποκρίνεσαι με τόσην αυθάδειαν εις την τιμήν, που σου κάνει
+ετούτος ο σεβάσμιος γέρων. Ναι κατά αλήθεια, απεκρίθη η Κατηγέ,
+κλαίοντας, ετούτο είναι νόστιμον διά να φανώ εις αυτόν ευχάριστη,
+εγώ δεν ηξεύρω, αν τούτο δ' εμέ ήθελεν είναι μία ευτυχία επειδή
+και ηξεύρω καλώτατα πως δεν θέλει μου είναι ποτέ ευτυχία το να έχω
+πάντα εμπρός εις τα μάτιά μου έναν άνθρωπον ωσάν αυτόν. Δεν πρέπει
+να μιλής, έτσι, της είπεν η αδελφή της. Δεν ημπορώ να μιλήσω αλλέως,
+απεκρίθη η Κατηγέ, και αν είναι μία ευτυχία εις το να υπακούσω,
+διατί δε τον υπακούεις εσύ, και να τον πάρης άνδρα πού είσαι
+μεγαλήτερη και ευμορφότερη από εμένα;
+
+Η σκληρότητα της Κατηγές έθλιψε κατά πολλά τον γέροντα. Στοχασθήτε
+την τύχην μου, εφώναξε είδα τες πλέον ωραιότερες γυναίκες του
+κόσμου, και έζησα έως τώρα ήσυχος, χωρίς να αφήσω ποτέ να με
+νικήση η ευμορφιά των και τώρα πώς είνε τούτο να συλλάβω μίαν
+τέτοιαν σφοδράν αγάπην εις μίαν τόσον σκληράν και αχάριστην; βλέπω
+τον αφανισμόν και την απελπισίαν της κλίσεώς μου, που με οδηγεί
+διά να χάσω κάθε μου ελπίδα· εις τέτοιον τρόπον ομιλώντας ο γέρων,
+είχε τους οφθαλμούς γεμάτους από δάκρυα. Η Φατμέ εκατανύχθη πολλά
+εις την θλίψιν του γέροντος η οποία ήτον φυσικά πολλά καλή, και
+γυρίζοντας προς αυτόν είπεν· Αφέντη παύσε που να λυπάσαι· το κακόν
+σου δεν είνε χωρίς ιατρειάν· μη στοχάζεσαι τα πρώτα λόγια τη
+αδελφής μου η οποία δεν ηξεύρει το τι της γίνεται· ο καιρός θέλει
+της μεταβάλλει την βουλήν· εσύ αλήθεια, δεν είσαι νέος· μα εγώ σε
+πιστεύω ότι είσαι ένας χρήσιμος άνθρωπος· η αγάπη σου και η
+επιμέλεια σου θέλουν την κάμει τέλος πάντων απαλήν και
+συγκαταβατικήν· ημείς θέλομεν σε υπακούσει, και θέλομεν σε
+ακολουθήσει. Ναι, μα ω αδελφή μου ανέκραξεν η Κατηγέ με θυμόν, αν
+αυτός με ήθελε βιάση και με υποχρεώση διά να τον αγαπήσω, εγώ σου
+τάσσω πως δεν θέλω το υπακούσει. Όχι, ω εύμορφη Κατηγέ είπεν ο
+γέρων, εγώ δεν θέλω ποτέ σε βιάσει, σου το τάσσω με τον όρκον μου,
+και εις κανένα πράγμα δε θέλω σου αντισταθή, που να μην είνε της
+ορέξεώς σου και θέλεις είσαι νοκοκυρά εις ό,τι έχω, και το
+περισσότερον οπόταν σε ιδώ πως η θεωρία μου σε ενοχλεί σου τάσσω
+πως να ξεμακρύνω από λόγου σου διά να μην έχεις αιτίαν να
+παραπονεθής απ' εμένα.
+
+Η Φατμέ επάνω εις αυτό είπεν· επειδή και η αδελφή μου φαίνεται πως
+συγκλίνει διά να σε υπακούση, με τα όσα της έταξες, πρέπει να μας
+αφήσης, διά να πάμεν ετούτα τα σκουτιά εις εκείνους που μας τα
+έδωσαν, και υστερώτερα γυρίζομεν διά να σε ακολουθήσομεν. Αχ μη με
+υστερής από την αδελφήν σου, σε εξορκίζω, διατί φοβούμαι μην
+αλλάξετε την γνώμην σας, και δεν γυρίσετε πλέον να σας ιδώ, και με
+κάμετε να αποθάνω από την θλίψιν μου· πήγαινε του λόγου σου, και
+άφησε εδώ με εμένα την Κατηγέ, και σε καρτερούμε έως που να
+γυρίσης. Ας είναι, του είπεν η Φατμέ· διά να σε υπακούσω κάμνω
+καθώς ορίζεις. Στάσου το λοιπόν αυτού, Κατηγέ, και ευθύς γυρίζω να
+σας εύρω. Όχι, όχι απεκρίθη η Κατηγέ εγώ θέλω να έλθω μαζί σου,
+δεν θέλω να μείνω μοναχή εδώ με τούτον τον γέροντα. Και διατί της
+λέγει η Φατμέ δεν θέλεις να μείνης; τι φοβάσαι; εγώ γυρίζω πολλά
+γλήγορα· αυτός ο γέρων είνε άνθρωπος τιμημένος και μη φοβάσαι από
+αυτόν τίποτε. Η Κατηγέ εις αυτά τα λόγια της αδελφής της δεν
+ετόλμησε να της αντισταθή, την οποίαν την εστοχάζονταν ωσάν μητέρα
+και έμεινεν εκεί εναντίον εις την θέλησίν της. Ως τόσον η Φατμέ
+παίρνοντας όλα τα σκουτιά, που ήτον εις δύο κανίστρες εμίσευσε μα
+αντί να ξαναγυρίση ευθύς καθώς έταξε, δεν εφάνη να έλθη όλον το
+επίλοιπον της ημέρας.
+
+Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της
+Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις
+μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι
+εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και
+αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την
+αδελφήν μου. Αυτά τα λόγια και οι ονειδισμοί έθλιβαν κατά πολλά
+τον γέροντα· δεν ήξευρε τι να αποκριθή τόσον εφοβούνταν διά να μη
+την αγριώση περισσότερον, επειδή και έβλεπε καλά πως είχε δίκαον
+εναντίον του.
+
+Μα με όλον που επροσπάθει να την παρηγορήση και να την καταπραΰνη,
+τόσον περισσότερον της άναπτε την ανησυχίαν της και το μίσος προς
+αυτόν, λέγοντάς του θυμωμένη, να σιωπήση αν θέλη· και με όλον που
+ήτον νύκτα ήθελε να πηγαίνη εις το Μουσουλπατάν. Αυτό το έκανεν
+αυτή, όχι μόνον διά να μην απεράση την νύκτα με τον γέροντα, αλλά
+και διά να ιδή τι έγινεν η αδελφή της. Ο γέρων βλέποντάς την έτσι
+αποφασισμένην, επάσχισε με κάθε τρόπον διά να την αντικόψη,
+λέγοντάς της, πως αυτή η απόφασίς της δεν είνε καλή και
+στοχαστική, να περιπατή μοναχή της νύκτα μα είναι το καλύτερον να
+γυρίση εις την καλύβαν της μαζή του· και ότι αν το ταχύ η Φατμέ
+δεν φανή να έλθη τότε θέλουν πηγαίνει αντάμα να την γυρεύουν
+ολούθεν.
+
+Αυτά τα δικαιολογήματα εδυνήθησαν να καταπείσουν την Κατηγιέ
+εναντίον εις την απόφασίν της, και οργήν που έτρεφεν εναντίον του
+γέροντος· και έτσι μαζί επήγαν εις την καλύβαν, εις την οποίαν με
+μερικούς χουρμάδες και με νερόν κρύον εδείπνησαν. Η κόρη δεν
+έκανεν άλλο, παρά να κλαίη όλην την νύκτα, και ο γέροντας
+αγαπητικός της δεν απέρασε και αυτός με τόσην ησυχίαν· Το ταχύ
+ευθύς που έφεξεν εμίσευσαν από την καλύβαν, και επήγαν εις το
+Μουσουλπατάν· εις το οποίον δεν άφησαν στράταν και σπήτι που να μη
+γυρεύσουν την Φατμέ και δεν εστάθη τρόπος που να μάθουν δι' αυτήν
+καμμίαν είδησιν. Ετούτη η δυστυχία επάνω εις το ριζικόν της Φατμές
+τους έφερεν εις το άκρον της θλίψεως και της απελπισίας, μην
+ημπορώντας να μάθουν το τι έγινε. Δεν έφθασεν αυτό, που την
+εγύρεψαν εις όλην εκείνην την πόλιν, αλλά ηθέλησαν να την γυρέψουν
+και εις όλα τα περίχωρα και εις όλες τες στράτες, που επήγαιναν
+εις άλλες πολιτείες.
+
+Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την
+γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους
+τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο
+γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την
+Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με
+το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της. Η
+Κατηγιέ με πολλήν κόπον και εξ ανάγκης εκαταπείσθη διά να τον
+ακολουθήση εναντίον εις την θέλησίν της. Η χώρα εις την οποίαν ο
+γέρων εκατοικούσεν, ήτον μακράν από την Καλύβαν της Κατηγιέ τρεις
+ημέρες στράταν, εις την οποίαν φθάνοντας εκεί ο Δαλήκ (έτσι
+ωνομάζετο ο γέρων), έφερε την Κατηγιέ εις ένα πολλά ευγενικόν
+σπήτι. Και αφού εδείπνησαν την άφησε διά να αναπαυθή εις ένα οντά,
+και αυτός επήγεν εις άλλον να κάμη το όμοιον.
+
+Την ερχομένην ημέραν της έκοψε διάφορα χρυσά φορέματα, και της
+έδωσε και μίαν σκλάβαν διά να την δουλεύη εις τα θελήματά της, και
+ό,τι ήθελε προστάξη χωρίς εναντίωσιν να της γίνη. Η Κατηγιέ δεν
+ημπορούσε να καταλάβη την μεταμόρφωσιν της καταστάσεώς της, από
+πτωχή κόρη που ήτον να ευρεθή εις ολίγον διάστημα εις τόσην
+ευτυχίαν. Και εστοχάζετο μερικές φορές πως έπρεπε να ήτον υπόχρεη
+του γέροντος διά τα τόσα καλά που εχαίρονταν· και μέσα εις την
+καρδίαν της εδιαφύλαττε κάποιαν υποχρέωσιν προς τον Δαλήκ, ο
+οποίος, με όλον που της έκαμε αυτές τες χάρες και την εστόλιζε με
+τόσα λαμπρά φορέματα, και με διάφορα διαμαντικά, δεν έλειψε που να
+μην φυλάττη και τα όσα της έταξεν, ήγουν που να μην την βιάση με
+κανένα τρόπον διά να τον στεφανωθή, και να μην κάμη χωρίς την
+θέλησίν της κανένα πράγμα, διά τα οποία όλα αυτά δεν έλειπε που να
+μη δείχνη κάποιαν ευχαριστίαν προς αυτόν αλλά δεν ανταπεκρίνετο
+εις την αγάπην του, και δεν τον έβλεπε μετά χαράς.
+
+Απέρασαν σχεδόν τρεις μήνες που η Κατηγέ ευρίσκονταν εις θλίψιν
+διά την αδελφήν της. Μα το διάστημα του καιρού, και οι ανάπαυσες
+που είχεν, άρχισαν ολίγον κατ' ολίγον να την κάνουν να εκβάλη από
+τον νουν την ενθύμησίν της, ήγουν να την αλησμονήση, και να
+ευρίσκεται πλέον ελαφρωμένη εις τες θλίψες της. Ησυχάζοντος λοιπόν
+αυτή μίαν νύκτα βλέπει εις τον ύπνον της ένα όνειρον, που της
+εδιαπέρασε την καρδίαν· ενυπνιάσθη αυτή πως της εφαίνονταν
+έμπροσθέν της ένας νέος μεγαλοπρεπέστατα ενδεδυμένος, του οποίου η
+ευγενής θεωρία και τα ξανθά του μαλλιά που εκυματούσαν εις τες
+πλάτες του την εξέπληξαν και εν τω μεταξύ που αυτή τον
+εστοχάζονταν, αυτός της είπε· «Αχ Κατηγέ, τι στοχάζεσαι εσύ;
+αλησμόνησες τόσον ογλήγορα την Φατμέ; πιστεύεις τάχα ότι τα
+εύμορφα στολίδια και φορέματα που έκαμεν ο Δαλήκ, σε εβγάζουν από
+το χρέος σου να την γυρεύσης; όχι χωρίς αμφιβολίαν· και μάθε ότι
+δεν ημπορείς να είσαι ευτυχισμένη, αν δεν πηγαίνης να την εύρης
+εις το νησί της Σουμάτρας· θεώρησέ με, και θέλεις ιδεί εκείνον,
+που από τον ουρανόν απεφασίσθη άνδρας σου». Και ούτω λέγοντας
+έγινε άφαντος ο νέος· και η Κατηγέ εξύπνησε έντρομη. Εστοχάζονταν
+εκείνο, όχι διά ένα όνειρον, μα διά μίαν έκστασιν και σηκωνώμενη
+με απόφασιν διά να κάμη αυτό το ταξείδι που εις τον ύπνον είδεν,
+επήγε και ηύρε τον Δαλήκ, και του εδιηγήθη το όνειρον λέγοντάς
+του, πως εξ αποφάσεως θέλει να μισεύση· διά να μη την παρακούση,
+έκλινε να της κάμη το θέλημα, και επήγεν εις τον γιαλόν, και ηύρεν
+ένα καράβι, που εις δύο ημέρας ήθελε να μισεύση δι' αυτό το νησί,
+και εσυμβιβάσθη με τον καραβοκύρην διά να τους φέρη εκεί. Και
+απερνώντας δύο ημέρες εμβήκαν εις το καράβι οι δύο με μίαν σκλάβαν
+και κάνοντας, πανιά αρμένιζαν με πολλά ευτυχισμένον αέρα. Η νέα
+αγαπητική του Δαλήκ ευρίσκονταν ολίγον συγχισμένη από τον φόβον
+της θαλάσσης· όθεν ο Δαλήκ διά να την κρατή χαρούμενην, έκανε
+τρόπον διά να την ξεφαντώνη· και τώρα της εδιηγούνταν ιστορίας και
+τώρα την εκρατούσε με κουβέντες αληθινές και φρόνιμες, διά να της
+στολίση το πνεύμα της και τα ήθη της. Και ύστερα από αυτά
+εστοχάσθη να μη της κρατήση πλέον κρυφό, το ποίος ήτον αυτός αλλά
+να της το φανερώση, διά να την χαροποιήση περισσότερον μα αντί να
+την χαροποιήση, και να την καλοκαρδίση, την έκαμε να μείνη
+εκστατική οπόταν αυτός άρχισε την ιστορίαν με τον ακόλουθον
+τρόπον.
+
+Με όλον που σου φαίνομαι τόσον άσχημος, και πολλά γηραλέος,
+ήξευρε, ω ωραία μου Κατηγέ, πως εγώ είμαι αθάνατος. Η Κατηγέ ευθύς
+άλλαξε την όψιν της ακούοντας αυτά τα λόγια. Και ο Δαλήκ βλέποντάς
+την έτσι της είπε· Μη θαυμάζεσαι τόσον εις αυτό που σου είπα,
+διατί θέλεις μείνει περισσότερον εκστατική οπόταν ακούσης πως με
+βλέπεις υποκάτω εις τέτοιαν μορφήν· εγώ έχω ωραιότητα και πολλά
+αρκετήν διά να αρέσω εις τες γυναίκες παρά που να τες κάνω να με
+μισούν. Τα λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται
+έμπροσθέν μου· με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της
+μορφής μου, είνε αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της
+μίαν υπερβολικήν αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η
+Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν
+και ωραίαν; εσύ κατά πως είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο,
+παρά καταφρόνησιν.
+
+Αχ, απεκρίθη ο Δαλήκ αναστενάζοντας· αυτό δεν είνε εις το χέρι μου
+και τούτο είνε εκείνο, που με ενοχλεί και με θλίβει. Εγώ δεν
+θλίβομαι άλλο εις ταύτην μου την δυστυχίαν, παρά διατί σου
+φανερώνομαι εμπρός εις τα μάτια σου με τέτοιαν άσχημον μορφήν. Και
+πώς, του είπεν η Κατηγέ, αυτή η δυστυχία σου δεν τελειώνει ποτέ.
+Δεν στέκει εις εμέ να την κάμω να παύση, της απεκρίθη αυτός. Μα, ω
+αφέντη μου, ακολουθούσεν αυτή να λέγη, πώς θέλεις εσύ εγώ να
+πιστεύσω πράγματα τόσον παράξενα; φθάνει να μου ακούσης την
+ιστορίαν, ω ωραία μου κόρη, απεκρίθη εκείνος· και μην αμφιβάλης
+πλέον τόσον εις την αλήθειαν τον λόγων μου.
+
+Από εκείνο που σου εφανέρωσα, ηκολούθησεν αυτός να λέγη, ημπορείς
+με ευκολίαν να καταλάβης πως εγώ δεν είμαι ένας άνθρωπος. Εγώ
+είμαι το λοιπόν ένας εξωτικός. Είμασθε δύο αδέλφια δίδυμα φρόνιμα
+και ανδρεία· εγώ ονομάζομαι Δαλήκ και ο αδελφός μου Αδήλ. Και με
+όλην την δύναμιν και εξουσίαν που έχομεν, δεν ημπορούμεν που να
+μην είμασθε υποκείμενοι εις τον βασιλέα μας, ονομαζόμενον
+Μπρακμάνον· αυτός αγαπούσε κατά πολλά τόσον εμένα ωσάν και τον
+αδελφόν μου, και διά να βεβαίωση το θάρρος και την αγάπην που εις
+ημάς είχε, μας επαράδωσεν εις το να προσέχωμεν και να φυλάττωμεν
+μίαν αγαπητικήν του, της οποίας την εμπιστοσύνην δεν επίστευε
+τόσον. Εις αυτήν την επιστασίαν με όλην την καθαρότητα τον
+εδουλεύαμεν, η κυρά ήτον πάντα συντροφιασμένη ή από εμένα ή από
+τον αδελφόν μου και την επροσέχαμεν διά πολλούς χρόνους, χωρίς
+ποτέ να δείξωμεν καμμίαν κλίσιν αγάπης προς αυτήν, αλλ' ούτε αυτή
+προς ημάς. Και χαρά εις ημάς αν ηθέλαμεν ακολουθήση πάντα με αυτόν
+τον τρόπον· μα η φαντασία που εκαρφώθη εις το κεφάλι αυτής της
+γυναικός μας έκαμε να έλθωμεν εις αυτήν την κατάστασιν.
+
+Αυτή ύστερον από πολλούς χρόνους συνέλαβε προς ημάς μίαν
+σφοδροτάτην αγάπην, και την εκρατούσε κρυφήν διά πολύν καιρόν
+χωρίς να μας την φανερώση, επειδή και δεν ημπορούσε να κάμη
+αλλέως, που να μη μας αγαπήση διά την μεγάλην ωραιότητα, και τα
+πολλά μας ξανθά και εύμορφα μαλλιά, που εκυματούσαν επάνω εις τες
+πλάτες μας·
+
+Η Κατηγέ επάνω εις αυτόν τον λόγον, ερχόμενον εις την ενθύμησίν
+της το όνειρον που είδεν εστοχάζονταν τον γέροντα με θαυμασμόν,
+και αγροικούσεν έσωθέν της, ότι η διήγησίς του άρχινούσε να την
+υποχρεώνη και να την κάνη να στέκεται με περισσότερη προσοχή να
+τον ακούη. Ημείς μετά καιρόν, ηκολούθησεν ο γέρων να λέγη,
+εκαταλάβαμεν από μερικά σημάδια πως μας έδειχνε κάποιαν κλίσιν
+αγάπης· αλλά δεν ετολμούσε να μας φανερώση από την εντροπήν της·
+όθεν απεφασίσαμεν με τον αδελφόν μου να πασχίσωμεν με κάθε τρόπον
+να την κάμωμεν να μας δείξη την καρδίαν της· και αν ήθελεν είνε
+καθώς ημείς εστοχαζόμασθε να κάμωμεν την κυβέρνησιν διά να την
+εβγάλωμεν από τέτοιες φαντασίες, επειδή και η τιμή μας δεν μας
+εκαλούσε διά να την υπακούσωμεν. Και μίαν ημέραν που ευρισκόμασθε
+μαζί με αυτήν, και που ο αγαπητικός της ο Μπρακμάνος υπήγεν εις
+ένα συμβούλιον των Εξωτικών συνηθροισμένων, άρχισε να την
+κολακεύση ο αδελφός μου με εύμορφους τρόπους, και να την δοκιμάζη
+ανίσως και ήτον καθώς αυτός την ενόμιζεν.
+
+Η Φαραζάνα (έτσι ωνομάζετο αυτή), που δεν εκαρτερούσε άλλο, παρά
+ένα τέτοιον καιρόν αρμόδιον, μας εφανέρωσε καθαρώς την αγάπην που
+εις ημάς έτρεφεν. Εις αυτήν την φανέρωσιν ημείς εμείναμεν
+εκστατικοί, επειδή και δεν ήτον τιμή μας να αδικήσωμεν τον βασιλέα
+μας δια την πίστιν που εις ημάς είχεν. Όθεν αρχινίσαμεν να την
+νουθετούμεν, και να την παρακινούμεν διά να βγάλη από το κεφάλι
+της τέτοιες παράνομες και κινδυνώδεις φαντασίες, διατί ήθελεν
+είσθαι αδύνατον να την υπακούσωμεν εις τέτοια, διά το σέβας που
+είχαμεν προς τον βασιλέα μας. Αυτή βλέποντας που εφανήκαμεν
+ενάντιοι εις την επιθυμίαν της άρχισε να κλαίη και να αναστενάζη,
+ονειδίζοντας την σκληροκαρδίαν μας και πως είμεθα η αιτία που θέλη
+να χαθή, και να αποθάνη από το πάθος της, αν δεν ηθέλαμεν την
+υπακούσει, και να κλίνωμεν εις την θέλησίν της. Ημείς όντες
+στερεοί εις την γνώμην μας μετά πολλές νουθεσίες που της εκάμαμεν,
+την αφήσαμεν, και εμισεύσαμεν προς την κατοικίαν μας.
+
+Αυτή αφού και είδε πως μετά όσα μας εφανέρωσε και με τα λόγια και
+με τα δάκρυα που έχυσε, δεν ημπόρεσε να μας καταπείση να
+συγκλίνωμεν εις την αγάπην της, εμεταχειρίσθη άλλους τρόπους διά
+να μας απατήση και τόσον έκαμε με την πονηρίαν της, και με την
+επιτηδειότητα που ο έρωτας πάντα εις τέτοιες περιστάσεις
+δασκαλεύει, ώστε μας υποχρέωσε και τους δύο διά να κλίνωμεν εις τα
+θελήματά της και εις την αγάπην της.
+
+Αφού ενίκησε με τέτοιον τρόπον την σταθερότητά μας ήτον όλη
+χαρούμενη, και ημείς είμεθα ωσάν εκστατικοί εις το να την βλέπωμεν
+τόσον και τόσον νόστιμην, που η τελεία της ωραιότης δεν ημπόρεσε
+να προξενήση εις την καρδίαν μας καμμιάς λογής ζηλοτυπίαν ανάμεσόν
+μας δι' αυτήν, αλλ' αμφότεροι ευχαριστημένοι επερνούσαμεν την ζωήν
+ευτυχισμένην. Η αδικία που εκάναμεν του Μπρακμάνου, με όλον που
+δεν ήτον εις την ακμήν, μας επροξενούσε πολλές φορές κάποιον
+φόβον. Μα εκείνη η κυρά μας, όντας πολλά επιτήδεια εις την τέχνην
+της, εύρισκε τον τρόπον διά να μας εβγάζη, και να μας ελευθερώνη
+από αυτόν τον φόβον· και από ολίγον κατ' ολίγον μας έκαμε που να
+μη βλέπωμεν το σφάλμα μας πλέον, αλλά να το ακολουθούμεν με
+θάρρος· μα αυτό το πολύ θάρρος μας επροξένησε την δυστυχίαν που
+κατά το παρόν εσύ θαυμάζεις.
+
+Ένας φοβερός σκλάβος αράπης, ονομαζόμενος Τουργούτ, εδούλευε τον
+Μπρακμάνον. Και η επιχείρησίς του ήτο να κτενίζη και να καλλωπίζη
+τα μαλλιά μιας φοράδας εύμορφης, που την εκαβαλλίκευεν η Φαραζάνα
+οπόταν ήθελε να υπάγη εις καμμίαν περιδιάβασιν. Αυτός ο άσχημος
+αράπης ετόλμησε να υψώση τους κακούς του λογισμούς έως εις την
+κυρίαν του, και να της φανερώση την αγάπην του· και μην
+αμφιβάλλοντας εις την αποκοτίαν του, ηύρε με ευκολίαν τον καιρόν
+αρμόδιον εις μίαν περιδιάβασιν που αυτή η κυρά ευρίσκονταν χωρίς
+ημάς εις ένα περιβόλι, εις το οποίον ευρισκόμενοι αυτοί οι δύο
+άρχισεν εκείνος ο ασχημότατος Αράπης να διηγήται διάφορες ιστορίες
+νόστιμες της κυράς του, και να την κάνη να γελά· επειδή και είχε
+πολύ πνεύμα και επιτηδειότητα εις το να κάνη να ξεφαντώνη τον
+καθέναν, όθεν η κυρά του εδοκίμαζε πολλήν ηδονήν να τον ακούη.
+
+Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές
+κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του.
+Πώς ημπορεί να είνε αυτό, Τουργούτ, του είπεν η κυρά του γελώντας,
+ένας άνθρωπος καθώς είσαι εσύ έτσι άσχημος να κατορθώση τόσα
+πράγματα; Διατί; απεκρίθη ο Αράπης· δεν είμαι τάχα και εγώ
+καμωμένος ωσάν και οι άλλοι άνθρωποι; Ω κατά αλήθειαν, ακολούθησεν
+αυτός να λέγη, τούτο το προκείμενον είναι μακράν από τον στοχασμόν
+μου, εγώ στοχάζομαι με όλον τούτο και ελπίζω, ότι θα βάλλω και
+εσένα εις τον αριθμόν των αποκτημάτων μου.
+
+Η Φαραζάνα ακουόντας αυτά τα λόγια του Αράπη εγέλασεν υπέρ το
+μέτρον. Αυτή εστοχάζονταν πως εκείνος θα της ωμιλούσε με αυτόν τον
+τρόπον, διά να την κάνη να στέκη χαρούμενη· εσύ έβαλες τέτοιους
+στοχασμούς επάνω εις εμένα, του είπεν· είμαι ευχαριστημένη που το
+έμαθα· Θέλω κυττάξει να φυλαχθώ εναντίον εις έναν άνθρωπον τόσον
+κακοποιόν καθώς είσαι εσύ. Ο Τουργούτ βλέποντας που δεν της
+εκακοφάνηκαν τα λόγιά του, άρχισε με θάρρος να ακολουθή την
+αυθάδειάν του, και να την αυγατίζη τόσον που ετόλμησε να της
+προβάλλη να κάμουν την επιθυμίαν τους εις εκείνο το περιβόλι και
+να μη χάσουν τέτοιον καιρόν αρμόδιον.
+
+Η Φαραζάνα βλέποντας πως αυτά δεν ήσαν μέτωρα αλλά λόγια αληθινά
+του Αράπη, έδειξε το σοβαρόν της· και με θυμόν άρχισε να τον
+υβρίζη καθώς του ετύχαινε, λέγοντάς του πως αυτό δεν θέλει το
+κρατήσει κρυφόν, αλλά θέλει το φανερώσει του Μπρακμάνου, διά να
+τον παιδεύση κατά πως του πρέπει με την τόλμην που έλαβε να της
+μιλήση με τέτοιον τρόπον· καθώς και το έκαμε και τον επαίδευσεν ο
+Μπρακμάνος σκληρότατα. Ο Τουργούτ διά την παίδευσιν που έλαβεν
+ηθέλησε να εκδικηθή με τον ακόλουθoν τρόπον που του έτυχεν. Αυτός
+ο πονηρός και πανούργος γνωρίζοντας τον Μπρακμάνον που όντας
+γηραλέος δεν ήτον ο επιτήδειος να ευχαριστά τελείως την αγαπητικήν
+του, και να την κάνη να του είνε πιστή, με το να ήτον τόσον ωραία
+και έξυπνη, ηθέλησε και απεφάσισε, που να μην κυττάξη κόπον και
+κίνδυνον διά να τη ξεσκεπάση με κανέναν κρυφόν αγαπητικόν, που
+αυτός υπώπτευε. Στοχαζόμενος δε πως δεν ήτον αδύνατον να μας
+ξεσκεπάση την συναναστροφήν που με αυτήν είχαμεν, αποφάσισε να μας
+κάμη να χαθούμε και οι τρεις προδίδοντάς μας εις τον Μπρακμάνον.
+Και αποφασίζοντας έτσι, επήρε και μας εγκάλεσε, και του είπε πολύ
+περισσότερον από εκείνο που εκατάλαβε, διά να του ανάψη
+περισσότερον τον θυμόν να μας αφανίση.
+
+Ο Μπρακμάνος έμεινεν εκστατικός εις αυτήν την διήγησιν και ηθέλησε
+μόνος του να ιδή, και να πιστωθή εις αυτό το κάμωμα. Ηύρε την
+πρόφασιν διά να κάμη ένα ταξείδι διά κάμποσες ημέρες. Και
+διαρκούσα αυτή η ψευδής διορία του ταξειδίου του, επέτυχε τον
+καιρόν διά να μας ξεσκεπάση εις ένα λουτρόν απόκρυφον, που και οι
+τρεις ελουόμασθε. Εφανερώθη αιφνιδίως εις τους οφθαλμούς μας πολλά
+φοβερός, ωσάν ένας κριτής που φέρνει τρόμον εις έναν κατάδικον· η
+γύμνωσίς μας δεν μας εκαλούσε να προσπέσωμεν εις τους πόδας του
+διά να του ζητήσωμεν έλεος· εβουτήσαμεν εις το νερό διά να
+σκεπάσωμεν την γύμνωσίν μας. Καλότυχοι ημείς, αν εκείνα τα νερά
+ήθελαν σκεπάση το σφάλμα μας, καθώς εσκέπαζαν την γύμνωσίν μας. Η
+Φαραζάνα πλέον ανδρεία από ημάς ήθελε να προφασίση το σφάλμα της,
+και με λόγια προφασιστικά έπασχε να τον καταπραΰνη, μα
+περισσότερον άναψαν τον θυμόν του Μπρακμάνου· έρριξεν εις ημάς
+τρεις ματιές, που μας έδωσε να καταλάβωμεν την αρχήν της
+εκδικήσεώς του.
+
+Παράνομοι, είπεν εμένα και του αδελφού μου, παίδευσις πολλά ελαφρή
+διά την παρανομίαν σας ήθελεν είσται ο πλέον σκληρότερος θάνατος·
+μα επειδή και είσθε εξωτικοί, και ανυπότακτοι εις τον θάνατον,
+θέλω σας φέρω εις μίαν κατάστασιν, που θέλει είναι εκατόν φορές
+σκληρότερη από τον θάνατον. Και εσύ κακότροπη, εγύρισε προς την
+Φαραζάναν, επειδή η τιμή του κοιτώνος μου, και η καλωσύνη μου δεν
+ημπόρεσαν να σε υποχρεώσουν να μου είσαι πιστή, θέλεις παιδευθή
+διά την αχαριστίαν σου. Εις τον ίδιον καιρόν, χωρίς να θελήση να
+ακούση τα δικαιολογήματά μας, και τα παράπονά μας άρχισε να κάμη
+τους εξορκισμούς του. Ω πόσον εστάθηκαν αυτοί φοβεροί· ο αέρας εις
+μίαν στιγμήν εμαύρισε, και ένα βαθύ σκότος επερικύκλωσε το λουτρόν
+που είμεθα· ηκούαμεν βροντές και αστραπές φοβερώτατες, που κάθε
+στιγμήν γίνονταν· εφυσούσαν οι άνεμοι με μεγάλην οργήν, και
+αγροικούσαμεν την γην υποκάτω από τους πόδας μα πολλά να τρέμη.
+
+Εις το διάστημα δύο ωρών εστεκόμεθα εις ετούτο το φοβερόν σκότος,
+αναμένοντες την τιμωρίαν, που μας ήτον φυλαγμένη. Ύστερα από αυτό
+ο αέρας έγινε καθαρός, καθώς και πρώτα, και η ημέρα εξανάλαβε το
+φως της· μα ποίος εστάθη ο θαυμασμός μας οπόταν είδαμεν, που αντί
+να είμεθα εις το λουτρόν, ευρεθήκαμεν εγώ και ο αδελφός μου εις
+έναν άγριον λόγγον, μεταμορφωμένοι ως δύο γέροντες, άσχημοι, και
+κακοκαμωμένοι, καθώς με βλέπεις ω ωραία μου Κατηγέ. Αχάριστοι,
+εκεί μας είπεν ο Μπρακμάνος, φέρετε μίαν φοράν την παιδείαν της
+ανομίας σας· εκείνη η δύναμις, και η γνωριμία, που η εξουσία των
+εξωτικών σας έδινε επάνω εις όλα τα πράγματα της φύσεως, να μη σας
+αχρήζουν πλέον διά το ουδέν· και διά να ειπώ, καλύτερον, να
+μείνετε γυμνοί από αυτήν την αξίαν, διατί εις το εξής θέλετε
+είσται εις το κοινόν ριζικόν των ανθρώπων, καθώς φαίνεσθε που να
+εγινήκατε, και έτσι θέλετε μείνει διά πάντα εις παιδείαν σας, έξω
+μόνον από το να είστε υποκείμενοι εις την εξουσίαν του θανάτου.
+
+Ύστερον από αυτήν την σκληράν απόφασιν, που ο Μπρακμάνος εκήρυξεν,
+ηθέλησε να μας εξετάξη τες περιστάσεις του φταιξίματός μας. Ημείς
+πιστά του τες εδιηγηθήκαμε· του είπαμε την έκπληξιν που μας
+επροξένησεν η αγάπη, που προς ημάς εφανέρωσεν η Φαραζάνα, τας
+αντιστάσεις που εκάμαμεν, διά να την εβγάλωμεν από αυτές τες
+φαντασίες, και τον δόλον που αυτή επερίπλεξε, και μας έφερεν εις
+την θέλησίν της χωρίς να το καταλάβωμεν. Αυτά τα δικαιολογήματά
+μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό
+εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη. Και διατί
+έχει προς εσάς μίαν μεγάλην αγάπην η καρδία μου, μας είπεν αυτός
+τότε, μου κακοφαίνεται που ο εξορκισμός που έκαμα, έγινε πολλά
+δυνατός· και είνε αδύνατον πλέον διά το παρόν να σας κάμω να
+ξαναλάβετε την πρώτην σας μορφήν και αξίαν και άλλο δεν ημπορώ να
+κάμω παρά να σας γλυκάνω καμπόσον την τιμωρίαν σας· εσείς θέλετε
+ξαναλάβει την φυσικήν σας μορφήν και όλα σας τα προτερήματα, που
+έχετε, οπόταν καθένας από εσάς ήθελεν εύρη από μίαν κόρην ωραίαν,
+ολιγώτερον από είκοσι χρονών, διά να την καταπείση να σας αγαπήση.
+
+Αχ αυθέντη, εφώναξεν εις αυτά τα λόγια ο αδελφός μου, εις τι
+απελπισίαν μας φέρνεις! και ποία κόρη ωραία ποτέ ήθελε κλίνει να
+αγαπήση τόσον ασχήμους, και τερατώδεις γέροντας, ωσάν ημάς; Δεν
+είναι αδύνατον, απεκρίθη ο Μπρακμάνος· ζήσετε εις αυτήν την
+ελπίδα, και ας είστε βέβαιοι, πως θέλει έλθη καιρός να ξανάλθετε
+διά μέσον αυτής της αιτίας εις την πρώτην σας κατάστασιν.
+Πηγαίνετε το λοιπόν διά να δοκιμάσετε το ριζικόν σας· πρέπει να
+χωρισθήτε, και να πληρώσετε ξεχωριστά καθένας το χρέος του κανόνος
+σας. Μας έδειξεν ύστερα τους τόπους που καθένας έπρεπε να υπάμεν
+να κατοικήσωμεν και ήτον ξέμακρα ο ένας από τον άλλον τριακόσια
+μίλια· έπειτα μας έδωσε του καθενός από μίαν σακκούλαν με 50 χιλ.
+φλωρία, διά έξοδά μας, και διά να περάσωμεν, τον καιρόν μας
+τιμημένα έως που να λάβη τέλος η δυστυχία μας. Και έπειτα από όλα
+αυτά μας αγκάλιασεν ευχόμενός μας ένα ογλήγορον τέλος της συμφοράς
+μας.
+
+Η δε Φαραζάνα επαιδεύθη και αυτή με πολλήν σκληρότητα· επειδή και
+ο Μπρακμάνος επρόσταξε και την έκλεισαν εις ένα πύργον σκοτεινόν
+διά πάντα, ομοίως και τον Τουργούτ αράπην, με το να εξεσκέπασε πως
+η προδοσία του εστάθη με το να μην εδέχθη η κυρά του να του
+ευχαριστήση την κακήν θέλησιν, και διά τούτο έλαβε και αυτός την
+ανταμοιβήν των έργων του. Οπόταν δε μας άφησεν ο Μπρακμάνος
+ετοιμασθήκαμεν διά να πηγαίνωμεν εις τους τόπους, που μας
+διώρισεν. Εχωρισθήκαμεν με πολλά δάκρυα αποφασίζοντες που να μη
+ξαναϊδούμεν ο ένας τον άλλον, παρά οπόταν ξαναλάβωμεν την πρώτην
+μας μορφήν, η οποία μας εφαίνονταν πως θέλει φτουρήσει πολλούς
+αιώνας.
+
+Ευθύς που έφθασα εις την πόλιν, εις την οποίαν έπρεπε να
+κατοικήσω, άρχισα διά να πραγματεύσω τες πενήντα χιλιάδες φλωριά
+μου στοχαζόμενος διά να εβγάζω τα έξοδα μου, διά να μην ήθελα τα
+τελεύσει εξοδεύοντας, πριν να φθάση ο επιθυμητός καιρός της
+μεταβολής μου. Και με αυτόν τον τρόπον πραγματευόμενος εις πέντε
+έξ χρόνους έκαμα μεγάλα κέρδη, και έφθασα που να ξοδεύω με
+γενναιότητα χωρίς να εγγίζω το κεφάλαιον των χρημάτων μου διά να
+ημπορέσω να πληρώσω τον κανόνα μου. Έπρεπε το λοιπόν να εύρω μίαν
+νέαν κόρην, που να κλίνη διά να με αγαπήση.
+
+Εις τον τόπον που ήμουν έβλεπα με ελευθερίαν όλες τες κυράδες και
+τα κορίτσια, ωμιλούσα με αυτές, και συχνά ευρισκόμουν εις τες
+συναναστροφές τους, και έκανα ότι ημπορούσα διά να με βλέπουν με
+καλό μάτι· όλες έλαβαν καλήν υπόληψιν εις εμένα, και με ετιμούσαν
+και με ευλαβούνταν μα διά να με αγαπήση καμμιά δεν ευρίσκονταν. Ως
+τόσον με όλον που επιμελήθηκα, και ετεχνεύθηκα διά να τραβήξω
+καμμίαν εις αγάπην δεν εστάθη τρόπος που να επιτύχω ποτέ. Δεν
+εστάθηκα μόνον εις αυτήν την Χώραν με όλον που θα ήταν εκεί
+κορίτσια, αλλά ηθέλησα να ταξειδεύσω και εις άλλες πολιτείες, διά
+να ημπορέσω μήπως και επιτύχω το ποθούμενον· μα δεν απέκτησα άλλον
+καρπόν, από του να ακούσω πως να αρέσω ήτον αδύνατον.
+
+Ετούτος ο λογισμός με έρριχνεν εις απελπισίαν· επέρασαν πλέον παρά
+διακόσιοι χρόνοι εις τούτην την ανωφελή ζήτησιν, και όλοι
+εθαυμάζονταν εις εμέ, δεν ημπορούσαν να καταλάβουν πώς εγώ ήμουν
+ακόμη ζωντανός· είδα να ξαναγεννηθή τέσσαρες φορές η νεότης· εις
+τον τόπον που ήμουν· έθαψα όλους εκείνους που με είδαν εις την
+αρχήν, ομού και τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους. Κάθε ένας
+έλεγε· τι άνθρωπος τάχα να είμαι, που δεν έβλεπαν εις εμέ καμμίαν
+μεταβολήν, οι γεροντότεροι με έδειχναν με το δάκτυλον των παιδιών
+τους λέγοντας· βλέπετε εκείνον τον καλόν άνθρωπον; μη στοχασθήτε
+πως τον είδαμεν ποτέ νέον, μα πάντα έτσι γέροντα και στεγνόν, και
+έχομεν παράδοσιν από τους προπαππούδες μας, πως πάντα έτσι τον
+είδον και αυτοί· όλος ο κοινός λαός με έκραζαν γέροντα αθάνατον
+και οι γραμματισμένοι Νέστορα Ινδιάνον και άλλοι με άλλα επίθετα.
+
+Εγώ λοιπόν δεν ήξευρα τι να αποφασίσω, αφού ανωφελώς επάσχισα διά
+να σύρω κανένα κορίτσι εις την αγάπην μου, ήγουν να με αγαπήση·
+και όντας εις τέτοιαν αδημονίαν, επήγαινα διά κάποιαν υπηρεσίαν
+εις το Μουσουλπατάν· εις την στράταν του οποίου σε εσυναπάντησα
+μαζή με την αδελφήν σου· οι ομιλίες που εκεί σου έκαμα, ω ωραία
+μου Κατηγέ, αρκετώς σε έκαμαν να γνωρίσης πως εξ όλης καρδίας μου
+σε αγάπησα· μα αλλοί εις εμέ! δεν είδα και του λόγου σου να κάμης
+το όμοιον εις εμένα, επειδή εκατάλαβα πως η θεωρία μου θα σου
+εφάνη πολλά μισητή και παράξενη.
+
+Ο Δαλήκ εδώ ετελείωσε την ιστορίαν του, την οποίαν δεν ημπόρεσε να
+την τελειώση χωρίς να χύση δάκρυα, όχι τόσον διά την ενθύμησιν των
+απερασμένων του δυστυχιών, όσον διά τον πόνον που είχε διά το
+μίσος που η νέα αγαπητική του έδειχνε προς αυτόν, μην ημπορώντας
+να λάβη εις αυτόν καμμιάς λογής αγάπην. Η Κατηγέ εκατανύχθη πολλά
+εις τες θλίψες και βάσανά του και εστοχάσθη να τον παρηγορήση με
+κάποιον τρόπον. Γενναίε, του είπεν· εγώ αισθάνομαι με πόνον τες
+δυστυχίες σου, οι οποίες είνε τόσον παράξενες, που αν δεν μου τες
+ήθελες διηγηθή εσύ ο ίδιος, δεν ήθελα τες πιστεύσει. Μου
+κακοφαίνεται όμως που λέγεις εσύ πως εις εμένα στέκει να σου τες
+ελαφρώσω, και να σου τες τελειώσω με το να σε αγαπήσω. Μα παρακαλώ
+σε, στοχάσου, αν ημπορώ εγώ να προστάξω, ή να βιάσω την καρδίαν
+μου να κλίνη προς του λόγου σου διά να σε αγαπήση. Αχ ωραία
+Κατηγέ, την αντέκοψεν ο γέρων· είνε ετούτη όλη η χαρά που δίνεις;
+αυτή πληγώνει περισσότερον την δυστυχίαν μου, παρά να την
+ελαφρύνη. Τι ημπορώ να κάμω, απεκρίθη η Κατηγέ, που δεν ημπορώ να
+υπερβώ το μίσος της καρδίας μου, που εσυνέλαβα δι' αυτήν την
+μορφήν που έχεις; Ημπορείς του λόγου σου να παραπονεθής εις εμέ,
+εξαναείπεν ο Δαλήν, αναστενάζοντας μεγάλως· αυτή η μορφή μου έγινε
+φυσική, διατί δεν ελπίζω σαν είνε έτσι να λάβω ποτέ την πρώτην
+μου. Η Κατηγέ εσυνθλίβονταν εις την δυστυχίαν του γέροντος, μην
+ημπορώντας να κάμη άλλο περισσότερον εις ελάφρωσίν του.
+
+Εις αυτό το διάστημα το καράβι εταξίδευε με τα πανιά φουσκωμένα,
+και εις δέκα πέντε ημέρες έκαμαν περισσότερον από δύο χιλιάδες
+μίλια. Ο αέρας τέλος πάντων αλλάσσοντας τους ήλθε μία φουρτούνα
+τόσον φοβερά και κινδυνώδης, που έχασαν την στράταν τους, και δεν
+ήξευραν πλέον που να βάλουν το τιμόνι και τα πανιά, εκινδύνευαν να
+χαθούν, αν ο καιρός ύστερα από μερικές ημέρες δεν ήθελε τους ρίξει
+εις ένα νησί αγνώριστον, εις το οποίον αράζοντας, είδαν ευθύς
+πολλές φελούκες που τους επερικύκλωσαν από όλα τα μέρη από τες
+οποίες εβγαίνοντας πλήθος ανθρώπων ανέβαιναν με μεγάλην βίαν εις
+το καράβι τους. Αυτοί είχαν κορμί ωσάν ημάς· μα το πρόσωπόν τους
+και τα μάγουλά τους, τα καμώματά τους και το φέρσιμόν τους
+εφαίνονταν πολλά παράξενα· τα φορέματά τους δεν ήτον ολιγώτερον
+παράξενα· εφορούσαν αυτοί μακρυάν φορεσιάν από πανί άσπρον εις την
+οποίαν εφαίνονταν ζωγραφισμένοι εις διάφορα χρώματα δαίμονες και
+δράκοντες, και άλλα φοβερά θηρία εις διάφορες μορφές· και εις το
+κεφάλι τους εφορούσαν κάποιες σκούφιες μυτερές καμωμένες από
+χαρτί, και ζωγραφισμένες με διάφορα χρώματα.
+
+Το πρώτον πράγμα που αυτοί έκαμαν, οπόταν εμβήκαν εις το καράβι
+εστάθη που να αραδειάσουν όλους τους ταξειδιαρέους, που
+ευρίσκονταν εις το καράβι και να τους ψηλαφήσουν με μεγάλην
+επιμέλειαν, τους εγύριζαν και τους εξαναγύριζαν καθώς ήθελαν· και
+έκαναν καθώς εκείνοι που ψηλαφούν τους σκλάβους που θέλουν να τους
+αγοράσουν· έστεκαν ξεχωριστά να εξετάζουν τα δόντια τους και τα
+μαλλιά, και είχαν μεγάλην επιμέλειαν εις το να μετρούν τες
+ζαρωματιές του προσώπου. Οι πτωχοί ταξειδιαρέοι έστεκαν με φόβον
+μη ηξεύροντας που έχει να τελειώση μία εξέτασις τόσον ξεχωριστή·
+το τέλος εστάθη διαφορετικόν από εκείνο που εστοχάζονταν. Οι
+εξεταχτάδες έβαλαν ξεχωριστά εκείνους, που ήτον γεροντοποιοί, και
+εφαίνονταν πως θα τους έδειχναν κάποιαν επιμέλειαν και ευγένειαν.
+Με οπόταν αυτοί είδον τον Δαλήκ, την Κατηγέ, και την γερόντισσαν
+σκλάβαν, που είχαν μαζή τους έμειναν εκστατικοί εις την χαράν
+τους· και μάλιστα ο αρχιστράτηγος του βασιλέως εκείνου του νησιού,
+ο οποίος ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνω εις την γριάν σκλάβαν,
+και στοχάζοντάς την που ήτον αρκετή και άξια της τιμής του θαλάμου
+του επήγε και έπεσεν εις τα ποδάρια της, και της εφανέρωσε το
+πάθος, και την κλίσιν που εις αυτήν εγροικούσε· και αποφάσισε διά
+να την βάλη εις το σαλόνι του, και να την έχη ως αγαπητικήν του,
+διά το οποίον αυτή έκλινε μετά πάσης χαράς.
+
+Ο φρόνιμος γέροντας θαυμάζοντας μίαν τέτοιαν παράξενην κλίσιν,
+ανάμεσόν του έλεγε· κάνει χρεία, δα εις ετούτον τον τόπον δεν
+είναι γυναίκες, οπόταν μία γραία είναι αρκετή, που να ελκύση προς
+αγάπην τον αρχιστράτηγον, και να την εκλέξη εις αγαπητικήν του.
+Τέτοιος στοχασμός πολλά τον εφόβιζε επάνω εις την Κατηγέ, της
+οποίας η ευμορφιά ελόγιαζεν ότι θα ήθελε κάμει φοβερώτατα
+αποτελέσματα· αλλά ο φόβος του ηφανίσθη ογλήγορα καθώς εγνώρισε
+και είδε μετά την πράξιν. Η νέα του αγαπητική δεν είχε πράγμα που
+να παρακινήση την όρεξιν και την κλίσιν εκείνου του γένους. Ο
+αρχιστράτηγος κατά τύχην έρριξε τους οφθαλμούς του επάνω εις αυτήν
+την νέαν, την οποίαν βλέποντάς την τόσον πλουσίως ενδεδυμένην
+εξέστη· και άρχισε να της λέγη· πως εσύ όντας τόσον άσχημον πλάσμα
+είσαι έτσι πλουσίως ενδεδυμένη; επάρετέ την, επρόσταξε τους
+δούλους του, και φέρετέ την εις το παλάτι μου, και βάλετέ την εις
+τας αισχρότερες δούλευσες διά να κάνη εκεί τες πλέον αχρείες
+υπηρεσίες.
+
+Εις τούτο το σκληρόν πρόσταγμα η κόρη ετρόμαξεν όλη· ο πόνος της
+υπερέβαινε κάθε λογής φόβον, βλέποντας πως την εκαταφρόνεσαν με
+αυτόν τον τρόπον· εθεωρούσε τον Δαλήκ, με τα μάτια λιγωμένα, ωσάν
+να του εζητούσε βοήθειαν εις εκείνην την φοβεράν της κατάστασιν·
+και έχυνε πολλά δάκρυα διά να παρακινήση εις έλεος εκείνους τους
+βαρβάρους να την αφήσουν μα αυτοί ως άσπλαγχνοι την έσερναν με
+σκληρότητα την πτωχήν Κατηγέ, χωρίς να λυπηθούν τα δάκρυά της, και
+τα παράπονά της. Εις τέτοιον θέαμα ο Εξωτικός δεν ημπορούσε να
+υπομείνη τους πόνους του, εγέμισε τον αέρα, παράπονα, φωνές και
+αναστεναγμούς. Και εις το αναμεταξύ που αυτός εθρηνούσε την
+υστέρησιν της αγαπητικής του, εκείνοι οι βάρβαροι εθαύμαζαν, και
+τον εθεωρούσαν με πολλήν επιμέλειαν, τες νοστιμάδες που αυτοί εις
+αυτόν έβλεπαν, τες ζαρωματιές εις το πρόσωπόν του, την κλουβήν
+ράχιν του, τα ποδάρια του τα στραβά και πρισμένα, το μελαψόν
+πρόσωπον και γεμάτον από πρίσματα και κοντολογής όλον εκείνο, που
+εδούλευσεν εις συχασίαν και δυσαρέσκειαν της Κατηγές έγινεν εις
+αυτούς το αίτιον της εκπλήξεώς τους· εκείνος ο θαυμασμός τους
+εκράτησεν αρκετήν ώραν εις μεγάλην σιωπήν· η άκρα τους έκστασις
+δεν τους αφήκεν ευθύς να φανερώσουν την χαράν τους, μα αιφνιδίως
+έλυσαν την σιωπήν και άρχισεν να φωνάζουν με αλαλαγμούς και χαρές,
+και να τον επαινούν και να τον εγκωμιάζουν.
+
+Ο αρχηγός ακούοντας τέτοιους αλαλαγμούς και επαίνους, έτρεξεν εις
+το πλήθος να ιδή τι ήτον. Μα οπόταν είδε και αυτός την θεωρίαν του
+Δαλήκ, έπεσεν ευθύς εις τα ποδάριά του ούτω λέγοντας· Ω ωραιότατε
+άνθρωπε, ημείς είμασθε ανάξιοι συμπαθείας, που δεν σου
+επροσφέραμεν εξ αρχής το πρεπούμενον σέβας, που σου έπρεπεν. Όσον
+διά εμένα σου ομολογώ πως ήμουν όλος δοσμένος εις την λάμψιν και
+ωραιότητα εκείνης της γραίας, που ήτον μαζί σου, την οποίαν έκαμα
+να την φέρουν εις το παλάτι μου, και με όλον που εκείνη η ωραιότης
+με έκαμε εκστατικόν δεν ημπορώ να μην ομολογήσω, ότι η δική σου να
+μη υπερβαίνη κατά πολλά εκείνης την ευμορφίαν.
+
+Ευχαριστήσου το λοιπόν να έλθης μαζί μου εις το παλάτι της
+βασίλισσας, και δεν αμφιβάλλω πως εκείνη η βασίλισσα να μη μείνη
+εκστατική εις το να ιδή την ωραιότητά σου, και να μη σου προσφέρη
+τες τιμές που σου πρέπουν, επειδή και δεν είναι άνθρωπος εις το
+παλάτι της, που να έχη την ωραιότητά σου, και τες νοστιμάδες σου.
+Ήθελεν ο αρχιστράτηγος να ακολουθήση να επαινή την ευτυχίαν που
+τον εκαρτερούσεν, οπόταν ο Δαλήκ θυμωμένος τον αντίκοψε, λέγοντας·
+αντί να μου κάμης όλες ετούτες τες ανωφελείς υποσχέσεις και τους
+επαίνους, ημπορείς να μου κάμης την χάριν να μου επιστρέψης
+εκείνην την κόρην που επήρες. Ποίαν απεκρίθη ο αρχηγός. Εκείνην
+την βδελυράν και άσχημον; Α εύμορφέ μου γέρων, μη στοχάζεσαι αυτά,
+αλλά στοχάσου να αρέσης της βασίλισσάς μου έμπροσθεν εις την
+οποίαν θέλομεν σε φέρει. Έτσι λέγοντας επρόσταξε τους ανθρώπους
+του, και επήραν τον Δαλάκ και χωρίς το θέλημά του και τον έφεραν
+εις το παλάτι της βασίλισσας. Ο εξωτικός Δαλήκ βλέποντας αυτό το
+πράγμα και την δυναστείαν, εστοχάζετο ότι του έκαναν εις
+περιγέλοιον και διά να περιπαίξουν το γήρας του και την ασχημάδα
+του· και εις τον εαυτόν του έλεγε· ποίος ήθελε ποτέ το πιστεύση,
+ότι ένας Εξωτικός θα έλθη εις τέτοιαν κατάστασιν και να γίνη το
+περίγελο των απογόνων του Αδάμ; Α τούτο μου είνε πλέον σκληρότερον
+βάσανον από τα όσα έως τώρα επέρασα.
+
+Φθάνοντας λοιπόν έμπροσθεν εις την βασίλισσαν, τον οποίον
+βλέποντάς τον δεν ημπόρεσε να τον θεωρήση χωρίς θαυμασμόν, και
+χωρίς να γροικηθή τετρωμένη από τον έρωτα εις αυτόν. Ω
+θαυμασιώτατε γέρων, εφώναξε αυτή, ποία θεότης σε εξαπέστειλεν εις
+ετούτο το νησί μου και τι τόπος σε ανέθρεψε και σε έκαμε τόσον
+ωραίον, δεν το εστοχαζόμεθα ποτέ να μας έλθη μία τέτοια ευτυχία,
+και να μας παρουσιασθή εις τους οφθαλμούς ένας παρόμοιος γέρων,
+που λάμπει ωσάν ήλιος οπόταν ανατέλλη. Και ούτω λέγοντας επρόσταξε
+τους ηγεμόνας της διά να πέσουν κατά γης, και να τον προσκυνήσουν
+με μεγάλον σέβας. Μετ' αυτήν την δεξίωσιν, η οποία δεν άρεσε
+καθόλου του γέροντος, η βασίλισσα έκαμε να τον φέρη ο πρώτος
+ευνούχος της εις τον ωραιότερον χοντζερέ του παλατιού της, ο
+οποίος ήτον στολισμένος με πολύτιμα πράγματα. Ω, τόσον ο Δαλήκ
+πλέον συγχισμένος, παρά ευχαριστημένος εις αυτές τες δεξίωσες,
+ήτον όλος έξω από τον εαυτόν του, στοχαζόμενος τον χωρισμόν του
+από την αγαπημένην του Κατηγέ. Και εις το αναμεταξύ που ούτος
+εθλίβονταν εις την σκληρότητα του ριζικού του, η βασίλισσα ήλθε
+προς αυτόν χωρίς συντροφιάν, και πλησιάζοντας είπε:
+
+Συμπάθησόν με, ω αγηπημένε μου, που σε έκαμα να με καρτερήσης
+καμπόσον. Και απεκρίθη ο γέρων με θυμόν, ηγάπων καλύτερα, να μην
+ήθελες φανή ποτέ έμπροσθέν μου. Αχ αχάριστε, έτσι ανταποκρίνεσαι
+του λέγει η βασίλισσα, εις μιαν που σε λατρεύει, και σε έχει διά
+πάντα : αχ, μην είσαι τόσον σκληρός σε περικαλώ, αλλά ανταποκρίσου
+εις την αγάπην μου, και μη με κάνεις να βασανίζωμαι περισσότερον.
+Τα γλυκά λόγια, που του έλεγεν η βασίλισσα, άναψαν περισσότερον
+τον θυμόν του Δαλήκ, και με οργήν της απεκρίθη. Μη φαντάζεσαι ότι
+ποτέ θα συγκλίνω εις την παράξενην θέλησίν σου· κάμε να μου δώσουν
+την αγαπημένην μου Κατηγέ, και άφησέ μας να πηγαίνωμεν εις το
+ταξείδι μας· ημείς δεν είμεθα υποκείμενοί σου διά να μας βιάσης,
+και να μας εμποδίσης από την στράταν μας.
+
+Αχ βάρβαρε, εφώναξεν η βασίλισσα, έχεις τόσην καρδίαν να με
+αφήσης; ετούτες οι τιμές και η αγάπη που σου δείχνω σε κάνουν
+τόσον αναίσθητον να μην καταλάβης το καλόν σου και να μη είναι
+αρκετές να σε παρακινήσουν εις σπλάγχνος διά την κλίσιν που εις
+εσένα έχω; Αυτά και άλλα περισσότερα, που διά συντομίαν τα αφίνω,
+λέγοντάς του η βασίλισσα, δεν εστάθη τρόπος που να αλλάξουν την
+γνώμην του Δαλήκ, και να τον καταπείσουν που να συγκλίνη· διά το
+οποίον η βασίλισσα βλέποντας την ισχυρογνωμίαν του, εθυμώθη
+υπερβολικώς εναντίον του, και ευθύς έκραξε τους φύλακάς της και
+τους είπεν. Επάρετε τούτον τον σκληρογνώμονα γέροντα εις τον
+σκοτεινόν εκείνον θάλαμον και ρίξετε τον μέσα, διά να κάμη
+συντροφίαν εκείνου του άλλου γέροντος, που είνε εκεί, και που του
+ομοιάζει εις την ισχυρογνωμίαν του, καταφρονώντας και ούτος την
+αγάπην μου, ωσάν και εκείνος· εκεί θέλουν το μετανοήσει και οι
+δύο, και θέλουν πληρώσει τον κανόνα της ανυποταγής των. Και έτσι
+λέγοντας επήραν τον Δαλήκ και τον έφεραν διά να τον ρίξουν εις τον
+σκοτεινόν πύργον κατά το πρόσταγμά της.
+
+Ο Δαλήκ πλέον ευχαριστημένος εις αυτήν την απόφασιν, παρά εις τες
+ευεργεσίες της, επήγαινε χαρούμενος, στοχαζόμενος πως εις την
+φυλακήν του ήθελεν έχει συντροφιά εκείνον τον άλλον δυστυχή
+γέροντα διά να παρηγορούνται. Μα στοχασθήτε την έκστασίν του,
+οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά
+σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι
+δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την
+χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως. Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να
+του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και
+την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα
+έκαμε διά να την αγαπήση. Ομοίως και ο Αδήλ από το άλλο μέρος
+εδιηγήθη τα εδικά του, πως του έτυχαν τα όμοια εκεί· και πως
+επροσθήτερα είδεν εις τον ύπνον του μίαν κόρην πολλά ωραίαν, που
+του είπε πως εις μάτην κοπιάζεις διά να εύρης καμμίαν να σε
+αγαπήση, αν δεν ήθελες πηγαίνης εις το νησί της Σουμάτρας, εις το
+οποίον θέλεις με ιδεί εκεί, και θέλουν τελειώσει τα βάσανά σου·
+και δι' αυτήν την αιτίαν εμίσευσα διά να πηγαίνω εκεί· και εις την
+στράταν μας έπιασε φουρτούνα παρόμοια ωσάν την εδικήν σου, και μας
+έρριξεν εις τούτο το νησί, και μου εσυνέβηκαν με την βασίλισσαν τα
+ίδια, που εσυνέβησαν και σ' εσένα. Έπειτα από αυτήν την διήγησιν,
+του είπεν ο αυτός Αδήλ, ας έχω ελπίδες πως ογλήγωρα θα λάβουν
+τέλος οι δυστυχίες μας, επειδή και η παράξενες κλίσις ετούτου του
+λαού μου δίδει μίαν μεγάλην ελπίδα πως θα λάβωμεν την πρώτην μας
+μορφήν. Και ούτω με αυτές τες παρηγορίες έστεκαν ήσυχοι εις
+εκείνον τον πύργο, και με καλές ελπίδες.
+
+Δεν απέρασαν πολλές ημέρες αφού αυτοί εκεί ανταμώθηκαν, και ιδού
+που ήλθε προς αυτούς ο αρχηγός της βασίλισσας και τους είπε.
+Γέροντες αχάριστοι, στοχασθήτε αμφότεροι τες χάρες της γενναίας
+και ωραίας βασίλισσας· αντίς να προστάξη να σας παιδεύσουν διά την
+αχαριστίαν σας και σκληρότητά σας, που εις αυτήν εδείξατε και που
+δεν υπακούσατε, σας συμπαθεί, και θέλει όχι μόνον να σας
+συμπαθήση, αλλά και αποφάσισε να σας προσφέρη τιμές θεϊκές. Και
+ούτω λέγοντας αυτός τους έβγαλεν από τον πύργον, διά να τους φέρη
+εις ναόν· οι οποίοι πολλά ξώκαρδα επήγαιναν, επειδή και καμμίαν
+ευχαρίστησιν δεν τους έδιναν αυτές αι τιμές.
+
+Και προτού να φθάσσουν εις εκείνον τον ναόν, εβγήκαν οι ιερείς εις
+την πόρταν του ναού διά να τους προϋπαντήσουν, οι οποίοι εφορούσαν
+μακριά φορέματα ψάθινα, που εσέρνοντο κατά γης, και επάνω εις το
+κεφάλι τους αντί διά μαλλιά είχαν άχυρα βαλμένα από διάφορα χρώματα,
+ψάλλοντες ύμνους εις τιμήν των δύο νέων θεών· και εις κάθε ύμνον
+που έκαναν διά τους εξωτικούς, έκυπταν τας κεφαλάς των και
+επροσκυνούσαν. Και ύστερον από ετούτες τες πρώτες τιμές, τους
+έκαμαν διά να ανέβουν συντροφευμένος από βοές και αλαλαγμούς όλου
+του λαού επάνω εις ένα κρεββάτι υψηλόν έξη πήχες, στημένον μέσα
+εις αυτόν τον ναόν εις τον οποίον ήσαν δύο θρονία στημένα δι'
+αυτούς· και υποκάτω εις αυτό το κρεββάτι ήτον ένα θυσιαστήριον,
+που επάνω εις αυτό έμελλε να θυσιάσουν ένα τράγον και ένα γουρούνι.
+
+Ο Αδήλ και Δαλήκ υπόφερναν με υπομονήν τα όσα τους έκαναν, επειδή
+και δεν ημπορούσαν να αντισταθούν, και δεν ωμιλούσαν καθόλου εις
+τες παραξενάδες εκείνου του λαού. Αυτοί ωσάν εκάθισαν εις εκείνα
+τα θρονία, άρχισαν να θεωρούν εκείνο το πλήθος του λαού, και
+μάλιστα την βασίλισσαν που εστέκονταν εις ένα ξεχωριστόν μέρος με
+όλους του παλατιού της, που ήσαν όλοι γεμάτοι από χαρές και
+αλαλαγμούς, διά την θυσίαν που είχαν να κάμουν. Τέλος πάντων,
+εθυσίασαν τα δύο ζώα, και τα έβαλαν διά να καούν με πλήθος
+θυμιαμάτων, με αρωματικά και με φτερά των πουλιών, τα οποία όλα
+έκαμαν ένα τόσον πυκνόν καπνόν, που ήθελε πνίξη αυτός τους δύο
+θεούς, αν δεν ήσαν αθάνατοι. Ακολουθώντας αυτούς ο καπνός δεν
+έλειψε που να κάμη να τρέξουν άπειρα δάκρυα από τους οφθαλμούς των
+και να φτερνίζωνται κάθε ολίγον. Και όσην ώρα διήρκεσε τούτο οι
+γυναίκες και τα κορίτσια εσυνάχθησαν ολόγυρα εις το θυσιαστήριον
+και άρχισαν να χορεύουν και να τραγουδούν. Μα αιφνιδίως έπαυσαν οι
+χοροί τους και τα τραγούδια δι' ένα συμβεβηκός που επροξένησε
+μεγάλην έκστασιν εις τους θεατάς.
+
+Ο Δαλήκ και Αδήλ, εις μίαν ταραχήν και σεισμόν που έγινεν
+αιφνιδίως, έχασαν την γεροντικήν θεωρίαν τους και εξανέλαβαν την
+φυσικήν τους, που πρότερον είχαν, ομοίως τα κάλλη τους και την
+ωραιότητά τους· ω κα τι φοβερά μεταβολή έγεινεν εκείνην την ώραν.
+Οι ιερείς εκείνου του ναού φοβισμένοι από μίαν τέτοιαν
+μεταμόρφωσιν έφυγαν κακώς έχοντες, οι γυναίκες που εχόρευαν,
+εκατατσακίζονταν ποία να πρωτοφύγη· η βασίλισσα γροικώντας τούτο, η
+χαρά της εστράφη εις φόβον, έτρεξεν εις το παλάτι της όλη
+έντρομος· και εις μίαν στιγμήν ο ναός έμεινεν έρημος, και δεν
+έμειναν άλλοι, παρά οι δύο εξωτικοί οι οποίοι βλέποντες που
+εξανάλαβαν την πρώτην τους μορφήν, ήσαν πολλά εκστατικοί εις την
+χαράν τους, και εστοχάζοντο ότι αυτό θα εσυνέβη δια κάποια τινά
+κορίτσια τα οποία βλέποντας αυτούς τόσον γέροντας, θα έκλιναν προς
+αυτούς και θα τους ηγάπησαν και εις το αναμεταξύ που αυτοί ούτως
+εστοχάζοντο, είδαν αιφνιδίως να φανερωθή εις τον ναόν ο
+Μπρακμάνος, ο οποίος ήτο συντροφευμένος με μίαν ωραίαν κόρην, που
+ο Δαλήκ την ανεγνώρισε πως ήτον η Φατμέ, και ο Αδήλ την εστοχάσθη
+πως αυτή ήτον εκείνη, που είδεν εις τον ύπνον του, και βλέποντάς
+την εφώναξε. Α ιδού εκείνη η εύμορφη χωριατοπούλα, την οποίαν τόσο
+ακριβά φυλάγω εις την ενθύμησίν μου. Ναι, ω Αδήλ, αυτή είναι
+εκείνη και εδώ σου την έφερα διά να τελειώσω την ευτυχίαν σου.
+Τέλος πάντων, παιδιά μου ακολούθησε να λέγη θεωρώντας τους δύο
+εξωτικούς είστε έξω από την δυστυχισμένην σας κατάστασιν, εις την
+οποίαν σας έφερε ο θυμός μου· ελυπήθηκα εις το να σας βλέπω έτσι
+τόσον καιρόν, μα δεν ημπορούσα ογληγορώτερα να σας ελευθερώσω· εγώ
+εστάθηκα εκείνος, που σας έκαμε να ιδήτε τα ονείρατα διά να
+υπάγετε εις την Σουμάτραν· και έκαμα να σηκωθή εκείνη η φουρτούνα
+διά να σας ρίξη εδώ εις τούτο το νησί, επειδή και ήξευρα εκείνο,
+που ήθελε συμβή· Δαλήκ, ηκολούθησεν να λέγη, πήγαινε να εύρης την
+Κατηγέ, να την ευχαριστήσης να ιδή την αδελφήν της.
+
+Ο Δαλήκ εμίσευσεν ευθύς ωσάν μία αστραπή, και επήγεν εις το
+μαγειρείον του αρχιστρατήγου, και παίρνοντάς την, την έφερεν εις
+τον ναόν. Οι δύο αδελφές αγκαλιάσθηκαν με πολλήν χαράν και αγάπην.
+Η Φατμέ παρεδόθη εις την εξουσίαν του Αδήλ χωρίς αντίστασιν, και η
+Κατηγέ εκστατική εις το να ιδή τον Δαλήκ με τόσην ωραιότητα και
+νοστιμάδες εστοχάσθη πως αυτός θα ήτον εκείνος, που είδεν εις το
+όνειρόν της· όθεν έστερξε μετά χαράς εις το να τελειώση την
+ευτυχίαν του. Μετά τούτο είπεν ο Μπρακμάνος εις τους Εξωτικούς·
+ιδού που σας αφήνω, εσείς πλέον δεν είστε υποκείμενοι εις την
+εξουσίαν μου· σας δίνω και των δύο την ελευθερίαν, φέρετε αυτές
+τες δύο νέες όπου σας αρέσει, και ζήσετε οι τέσσερες αντάμα με
+καλήν ομόνοιαν. Και ούτω λέγοντας έγεινεν άφαντος. Και οι δύο
+αδελφοί επήγαν με τες αγαπητικές τους διά να κατοικήσουν εις ένα
+νησί, που εκατοικούσαν εξωτικοί, και εκεί έμειναν ευφραινόμενοι.
+
+Τελειώνοντας και αυτήν την Ιστορίαν η Χαλιμά, ο βασιλεύς Αϊδήν
+αφού εγέλασε μεγάλως εις όσα συνέβησαν των δύο αδελφών Εξωτικών,
+είπε προς την Χαλιμά· Εσύ αγαπημένη μου, με αυτές τες ιστορίες με
+υποχρεώνεις πάντα περισσότερον διά να σου μακρύνω την ζωήν, και να
+μου γίνεσαι ποθεινότερη, διατί πολλά μου ενίκησες την γνώμην, και
+την απόφασίν μου με αυτά τα εύμορφα διηγήματα, που ποτέ εις την
+ζωήν μου δεν ήκουσα παρόμοια· μάλιστα και τα συμβεβηκότα των δύο
+Εξωτικών μου έφραναν περισσότερον την καρδίαν ακούοντάς τα. Αν τα
+συμβεβηκότα απεκρίθη η Χαλιμά, των δύο εξωτικών σε εύφραναν τόσον
+που τα ήκουσες, τόσον περισσότερον θέλουν σε ευφραίνει τα
+ανεκδιήγητα συμβάντα της ωραίας Ρεσπίνας που αν είναι με το θέλημά
+σου θέλω σου διηγηθή ελπίζοντας πως έχουν να σε ευφραίνουν, και
+θέλουν σε κάμνει ακόμη να θαυμάσης μεγάλως. Τότε της απεκρίθη ο
+Αϊδήν και της λέγει· θέλω τα ακούση και αυτά μετά πάσης χαράς, και
+ωσάν τελειώσης και αυτήν την ιστορίαν, ελπίζω ότι μία απόφασις,
+την οποίαν εγώ μελετώ να κάμω, θα σου αρέση· όθεν την αύριον ας
+είσαι έτοιμη διά να μου την διηγηθής, και εις το τέλος της θέλεις
+γνωρίσει την γενναιότητά μου· Και ούτω λέγοντας αναμέρισαν κατά
+την συνήθειαν. Και την ερχομένην ημέραν η Χαλιμά εξυπνισμένη από
+την αδελφήν της Μεδινά εσηκώθη, και άρχισε να ομιλή με τούτον τον
+τρόπον.
+
+
+
+&Ιστορία των φρικτών συμβεβηκότων της ωραίας Ρεσπίνας.&
+
+
+
+Ένας πραγματευτής της Μπάσρας, ονομαζόμενος Δουχίν, ακολούθησεν η
+Σουλτάν μεμέ, άφησε την τέχνην του, και εδόθη όλος εις τα ψυχικά
+πράγματα. Αυτός με το να ήτον εξ αρχής ευλαβής, απόκτησεν ολίγα
+πλούτη, όθεν εζούσεν εις ένα μικρό σπιτάκι εις την άκρην της χώρας
+με μίαν του μοναχήν θυγατέρα, ονόματι Ρεσπίναν, την οποίαν την
+ανέθρεψεν εις τον φόβον του Θεού, και εις τα καλά έργα· και οι δύο
+επερνούσαν το περισσότερον μέρος της ζωής τους εις προσευχές και
+νηστείες, και την ανάγνωσιν του Αλκοράνου· και ήτον πολλά
+ευχαριστημένοι εις την κατάστασίν τους. Η Ρεσπίνα θυγατέρα του
+Δουχάν, με όλον που εφυλαγόνταν, εις το να στέκη μακράν από τους
+οφθαλμούς των ανθρώπων, και εις το να ζη μακράν από τα πράγματα
+του κόσμου, την εσύγχισαν πολλά ογλήγορα εις την μοναξίαν. Η φήμη
+της ζωής της ετραβούσε πολλούς άνδρας διά να την ζητήσουν του
+πατρός του διά γυναίκα τους· και ήθελεν έχει αυτή περισσοτέρους
+αγαπητικούς που να την ζητούν, αν ήξευραν την ευμορφιά της που
+ήτον παρόμοια με την καλήν της ζωήν. Ο πατέρας τής είπε πολλές
+φορές διά να κλίνη να υπανδρευθή μα αυτή καθόλου δεν ήθελε να τον
+ακούση, προφασιζομένη, ότι επιθυμούσε να ακολουθήση την αυτήν ζωήν
+που άρχισε ανύπανδρη. Αλλά τέλος πάντων, αφού και απέθανεν ο
+πατέρας της, ευρισκομένη μονάχη χωρίς τινά, απεφάσισε και επήρεν
+άνδρα ένα νέον πραγματευτήν ονόματι Ταμίμ πολλά καλής διαθέσεως.
+Αφού ετέλεσε τους γάμους ηύρεν αυτή εις τον άνδρα της έξω από τα
+πλούτη του μίαν αγάπην καθαράν και στερεάν. Ο Ταμίμ ήτο όλος
+δοσμένος εις την αγάπην της και πάντα προσπαθούσε με κάθε τι να
+την ευχαριστήση· και ήτο τόσο ευχαριστημένος, εις το να του έτυχε
+μία τέτοια φρόνιμη και ωραία γυναίκα, που εστοχάζετο να ήτον ο
+πλέον ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Μα αλλοί εις εμέ, η
+ευτυχία του δεν διήρκεσε διά πολύν καιρόν. Ζήτε με μεγάλον φόβον,
+ω άνθρωποι, διατί οπόταν στοχάζεστε να είστε εις το άκρον της
+ευτυχίας σας, τότε αυτή η στιγμή που πρέπει να μεταβληθή εις
+θλίψιν δεν είνε τόσον μακράν.
+
+Ο Ταμίμ ένα χρόνον ύστερον μετά την υπανδρείαν του ηναγκάσθη να
+κάμη ένα ταξείδι προς το μέρος της Ινδίας. Αυτός είχεν έναν
+αδελφόν ονόματι Ραβά, εις τον οποίον άφησε την επιστασίαν της
+πραγματείας του και του σπητιού του, και το περισσότερον την
+γυναίκα του· και τον παρεκάλεσε να την βλέπη προσεχτικώς εις κάθε
+της χρείαν ωσάν να ήτον ο ίδιος. Ο Ραβά έταξε, πως θέλει έχει όλην
+την έννοιαν και φροντίδα του εις αυτήν, και εις τας υποθέσεις του·
+και εις αυτό ας σταθή ήσυχος, και να μη φροντίζη τίποτε. Επάνω εις
+αυτήν την βεβαιότητα του αδελφού του ο Ταμίμ εμίσευσε διά τες
+Ινδίες διά τες υποθέσεις του.
+
+Ο Ραβά μετά τον μισευμόν του αδελφού του επήγεν εις την νύμφην του
+την Ρεσπίναν, και της εφανέρωσε με χίλια πλαστά λόγια την
+προθυμίαν του και την αγάπην του, προσφέροντας τον εαυτόν του διά
+να την δουλεύση εις ό,τι ήθελεν έχει χρείαν· η οποία τον
+ευχαρίστησε με πολλήν ευγένειαν εις την καλήν του προθυμίαν. Ο
+Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις
+αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον
+καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της
+τον εφανέρωσεν. Η Ρεσπίνα μ' όλο που ήτον θυμωμένη με την τόλμην
+του ανδραδέλφου της, του ωμίλησε με γλυκά λόγια, και τον
+επερικάλεσεν, να μην της ήθελε πλέον μιλήση τέτοια λόγια,
+παραστάνοντάς του την καταφρόνησιν και αισχύνην, που έκανε του
+αδελφού του, και τον ολίγον καρπόν που ήθελεν απολαύσει δι' αυτούς
+τους μιαρούς του στοχασμούς.
+
+Ο Ραβά βλέποντας ότι η νύμφη του δεν ωργίσθη, αλλά γλυκά τον
+ερμήνευε, δεν έχασε την ελπίδα του διά να την παραιτήση, όθεν
+γενόμενος πλέον τολμηρός της είπεν· «ω κυρά μου, ό,τι και αν
+ήθελες μου ειπή επάνω εις ετούτην την υπόθεσιν, είνε ανωφελές,
+άκουσον καλύτερα τους στεναγμούς μου και ευχαριστήσου εις την
+αγάπην που σου προσφέρω, και ας συμφωνήσωμε μαζή διά να είνε και η
+αγάπη μας κρυφή, και έτσι θέλομεν είσται αποσκεπασμένοι και έξω
+από κάθε κατάκρισιν.» Α μιαρέ και άνομε, εφώναξεν η Ρεσπίνα επάνω
+εις αυτό, μη ημπορώντας πλέον να χαλινώση τον θυμόν της, εσύ δεν
+πάσχεις παρά να κρύψης την ανομίαν σου εις τα μάτια του κόσμου· δε
+φοβάσαι άλλο, παρά να μην ήθελες ατιμασθή από τον κόσμον και δεν
+στοχάζεσαι με κανέναν τρόπον την ατιμίαν, που γυρεύεις να κάμης
+εις τον αδελφόν σου και την παρόργισιν του ουρανού, ο οποίος
+βλέπει καλώτατα το έσωθεν της καρδίας σου; παύσε από το να
+ελπίζης τέτοιον πράγμα· ήθελον ποθήσει τον θάνατον καλύτερον
+χίλιες φορές, παρά που να ευχαριστήσω το παράνομον πάθος σου. Ένας
+άλλος από τον Ραβά ολιγώτερον θηριώδης ήθελεν έλθει εις τόν εαυτό
+του με αυτά τα λόγια, και ήθελεν ευλαβηθή περισσότερον την
+Ρεσπίναν διά την τιμήν της μα αυτός ως κακότροπος βλέποντας, που
+δεν ημπορούσε να την καταπείση, απεφάσισε να εκδικηθή προς αυτήν
+και να την αφανίση. Ιδού το λοιπόν το τι εκατώρθωσε.
+
+Μίαν βραδυάν εις το αναμεταξύ που η Ρεσπίνα ήτον όλη προσηλωμένη
+εις την προσευχήν, έμπασεν ο Ραβά κρυφίως έναν άνθρωπον εις την
+κατοικίαν της, και από το άλλο μέρος αυτός, συντροφευόμενος από
+τέσσαρας μάρτυρας δολερούς, εμβήκε με δυναστείαν εις το σπήτι της
+φωνάζοντας· αχ ταλαίπωρη, της είπε ποίος είνε τούτος ο άνθρωπος
+εδώ; έτσι το λοιπόν τιμάς τον αδελφόν μου; έφερα ετούτους τοις
+μάρτυρας διά να μην εύρης πρόφασες να αρνηθής την ανομίαν σου·
+παράνομη, έξωθεν δείχνεις πως είσαι η πλέον ευλαβητική, και
+κρυφίως κάμνεις πράγματα τόσον άνομα; Ούτω λέγοντας έκαμε τόσην
+ταραχήν, που εξύπνησεν όλην την γειτονειάν και εφανέρωσε την
+εντροπήν της νύμφης του.
+
+Με αυτόν τον πονηρόν δόλον ο Ραβά επαρέστησε την νύμφην του διά
+μοιχαλίδα. Δεν ευχαριστήθη εις αυτό μόνον, αλλά έτρεξεν εις τον
+Κατή με τους μάρτυρας και την εγκάλεσεν. Ο Κατής εξέτασε τους
+μάρτυρας, και κατά την μαρτυρίαν τους απεφάσισεν, ότι να την
+θάψουν ζωντανήν. Και ούτω μετά την απόφασιν επρόσταξε τον Αναΐπην
+του, και επήγε και επήρεν από το σπήτι της την Ρεσπίναν, και την
+έφεραν έξω από την χώραν πέντε μίλια μακρυά, και εκεί έκαμε να
+την θάψουν έως τον λαιμόν, μένοντας μόνον το κεφάλι της έξω από
+την γην και εκεί την άφησε διά να αποθάνη. Η πτωχή Ρεσπίνα το
+λοιπόν έστεκεν εις εκείνον τον ανάμερον τόπον εις την άνωθεν
+κατάστασιν. Και αυτού εις τα μεσάνυχτα επέρασεν από σιμά της ένας
+κλέπτης Αράπης καβαλλάρης εις ένα άλογον. Αυτή βλέποντάς τον που
+απερνά του είπεν· όποιος και αν είσαι, σε εξορκίζω να με
+ελευθερώσης από τον θάνατον· με έθαψαν αδίκως ζωντανήν· δια το
+όνομα του θεού, ευσπλαγχνίσου με. Ο Αράπης με όλον που ήτο κλέπτης
+επαρακινήθη εις σπλάγχνος, και ξεπεζεύοντας έβγαλε την Ρεσπίναν
+από τον λάκκον και την έβαλεν οπίσω από το άλογόν του, και
+καβάλλικεύοντας και αυτός εμίσευσεν. Αυθέντη του λέγει η Ρεσπίνα,
+που έχεις να υπάγης; εις την τένταν μου, απεκρίθη αυτός, η οποία
+δεν είναι πολλά μακρυά. Εσύ εκεί θέλεις σταθή φυλαγμένη και η
+γυναίκα μου που είναι καλής διαθέσεως, θέλει σε περιποιηθή με
+αγάπην. Φθάνοντας δε μετ' ολίγον πλησίον εις πολλάς τέντας, που
+εκατοικούσαν πολλοί αράπηδες κλέπται, επήγαν και εξεπέζευσαν εις
+την τένταν του, εις την οποίαν εμβάζοντας την Ρεσπίναν, την
+επαρέστησε της γυναικός του, διηγούμενός της με τι τρόπον την
+εσυναπάντησεν. Η γυναίκα του Αράπη όντας φυσικά ευσπλαγχνική την
+εδέχθη μετά χαράς, και την επερικάλεσε διά να της διηγηθή την
+ιστορίαν της. Η Ρεσπίνα άρχισε την διήγηση αναστενάζοντας, και την
+εδιηγήθη με ένα τρόπον τόσον διαπεραστικόν, που εκίνησεν εις
+συμπάθειαν και σπλάγχνος την γυναίκα του κλέπτη, η οποία άρχισε να
+την παρηγορή και να της παρασταίνη όλην της την εύνοιαν και την
+αγάπην, που δι' αυτήν ήθελεν έχει. Η Ρεσπίνα βλέποντας την καλήν
+της καρδίαν της είπεν· α κυρά μου, σε ευχαριστώ διά τες γενναίες
+χάρες· βλέπω καλά, ότι ο ουρανός δεν ηθέλησε να με απαρατήση να
+χαθώ, κάνοντάς με να τύχω εις ανθρώπους τόσον ευσπλαγχνικούς· όθεν
+παρακαλώ, κάμε μου την χάριν να σταθώ εις το σπήτι σου, δος μου
+ένα μικρόν τόπον εις τον οποίον ήθελα περάση τες ημέρες μου
+προσευχομένη δι' εσάς.
+
+Η γυναίκα του Αράπη την έφερεν εις ένα μικρόν σπητάκι, και της
+είπεν· εσύ θέλεις σταθή εδώ πολλά ήσυχη, και δεν θέλεις έχει
+κανέναν, που να σε αντικόψη από τες προσευχές σου. Αυτό
+εχαροποίησε μεγάλως την Ρεσπίναν, που ηύρεν ένα τέτοιον
+καταφύγιον, διά το οποίον ευχαριστούσεν αεννάως τον Ουρανόν. Μα
+αλλοί εις αυτή! έως αυτού δεν έλαβαν τέλος τα βάσανά της, αλλά
+έτυχαν άλλα πλέον μεγαλύτερα. Ένας Αράπης σκλάβος του κλέπτη, και
+κυβερνήτης των αλόγων του, εθεώρησε με μιαρόν μάτι την Ρεσπίναν. Ω
+πόσον είνε αυτή εύμορφη, είπεν ανάμεσόν του, και πόσον
+ευτυχισμένος ήθελα είμαι αν την ήθελα κάμη να με αγαπήση. Ο Καλίδ
+(έτσι ωνομάζετο αυτός ο σκλάβος) με όλον που ήτον ο ασχημότερος
+και ο πλέον κακοκαμωμένος από τους ομοίους του Αράπηδες, αυτός
+όμως δεν ημφέβαλεν αλλά ήλπιζε να γένη ευτυχισμένος αγαπητικός της
+Ρεσπίνας. Τέτοιες ελπίδες αύξησαν την αγάπην του εις τρόπον που
+απεφάσισε να την φανερώση εις αυτήν. Και ευρίσκοντας τον καιρόν
+αρμόδιον, που έλειπεν ο αυθέντης του, εμβήκεν εις την κατοικίαν
+της Ρεσπίνας, και άρχισε να της φανερώνη τον έρωτά του, και να την
+παρακινή διά να συγκλίνη εις την θέλησίν του.
+
+Αχ ταλαίπωρε, εκείνη του απεκρίθη, με τέτοιαν τόλμην έρχεσαι να
+φανερώσης εις εμένα αυτήν την ασέλγειάν σου; εάν εσύ ήθελες ήσουν
+ο πλέον ωραιότερος του κόσμου, δεν ήθελες με καταπείσει να κλίνω
+εις την τρελλήν σου φλόγα· ύπαγε από εδώ αυθάδη και μη μεταφανής
+έμπροσθέν μου, ειδεμή το λέγω του αυθέντος σου, ο οποίος θέλει
+παιδεύσει κατά πως πρέπει την αυθάδειάν σου. Είπεν αυτή αυτά τα
+λόγια με τόσην οργήν, που τον έκαμε να γνωρίση ότι αυτό το φαγί
+δεν ήτο δια τα δόντια του. Αλλ' όμως με το να μην ήτο και αυτός
+ολιγώτερον κακότροπος από το Ραβά εστοχάσθη να εκδικηθή αυτήν που
+εκαταφρόνεσε την επιθυμίαν του, και αποφάσισε να κάμη την
+εκδίκησιν με ένα τρόπον πολλά σκληρόν.
+
+Ο Αράπης αφέντης του είχεν ένα μικρό παιδί εις την σαρμανίτσαν, το
+οποίον το αγαπούοε τόσον αυτός ωσάν και η μητέρα του καταπολλά.
+Μίαν νύκτα ο Καλήδ επήγε κρυφά και έκοψε το κεφάλι του βρέφους,
+και έφερε το μαχαίρι αιματωμένον, και το έκρυψεν υποκάτω εις το
+στρώμα της Ρεσπίνας, τον καιρόν που αυτή έλειπε και έξω από αυτό
+έχυσε και σταλαγματιές αίματος από την σαρμανίτσαν του βρέφους έως
+εις το κρεββάτι αυτής της ανεύθυνης, διά να πέση εις αυτήν το
+βάρος πως το έσφαξε. Το ταχύ όταν εσηκώθηκαν ο Αράπης και η
+γυναίκα του, και είδαν το βρέφος εις αυτήν την κατάστασιν, άρχισαν
+φοβερά κλάμματα και φωνάς, κατασχίζοντας τα μάγουλά τους, και
+τραβώντας τας τρίχας της κεφαλής τους. Ο Καλίδ έτρεξεν εις τες
+φωνές των καμωνόμενος πως δεν ήξευρε τίποτε, και τους ερωτούσε το
+αίτιον. Εκείνοι του έδειξαν το παιδί τους σφαγμένον και κυλισμένον
+εις τα αίματα. Εις ταύτην την θεωρίαν αυτός έδειξε τάχα πως
+εδοκίμασεν άκραν θλίψιν· σχίζει τα φορέματά του, βρυχά, αδημονεί
+και φωνάζει· ω δυστυχία απαρομοίαστη! ω ανυπόφερτη ασπλαγχνία!
+διατί να μην ηξεύρω ποιος έκαμε ετούτο διά να τον ξεσχίσω με τα
+χέρια μου! μα μου φαίνεται ακολούθησε να λέγη, ότι θα τον
+ξεσκεπάσω· πρέπει να κυττάξωμεν ετούτες τες σταλαγματιές πού
+υπάγουν να τελειώσουν και έτσι ημπορούμεν να καταλάβωμε τον φονέα.
+
+Ούτω λέγοντας ο αυθέντης του και αυτός ακολούθησαν τες
+σταλαγματιές του αίματος, οι οποίες τους έφεραν εις την κατοικίαν
+της Ρεσπίνας. Ο σκλάβος υπάγει και βγάζει το μαχαίρι από το στρώμα
+της Ρεσπίνας που το έκρυψε, και του το δείχνει έτσι αιματωμένον,
+ομοίως και τα φορέματά της, έπειτα αρχίζει να λέγη ω αυθέντη μου·
+κύτταξε με τι τρόπον ετούτη η σκληρά και κακότροπή ανταμείβει τες
+ευεργεσίες που της εδείξατε; Ο Αράπης έμεινεν εις μίαν άκραν
+έκστασιν, οπόταν είδεν αυτό, και έλαβεν αιτίαν διά να υποπτεύση,
+ότι η Ρεσπίνα θα έπραξε το τοιούτον σκληρόν ανόμημα.
+
+Αχ, ταλαίπωρη, της λέγει, με τέτοιον τρόπον ανταμοίβεις τους
+νόμους της φιλοξενίας; διά ποίαν αιτίαν έχυσες το αίμα του υιού
+μου; τι σου έκαμεν ετούτο, το άκακον και του εσήκωσες την ζωήν;
+απάνθρωπη, τες χάρες που σου έκαμα έτσι με ανταμείβεις; Ω αυθέντη
+μου, του λέγει ο σκλάβος· και τι χρεία είνε να της μιλής αυτή της
+άνομης με τέτοιον τρόπον, είσαι ευχαριστημένος μόνον να την
+ονειδίσης; βάψε καλύτερα εις το στήθος της αυτό το μαχαίρι με το
+οποίον εσήκωσε την ζωήν του βρέφους σου και αν δεν θέλης του λόγου
+σου να κάμης αυτήν την εκδίκησιν, άφες εμένα να την παιδεύσω καθώς
+της πρέπει, και έτσι λέγοντας παίρνει το μαχαίρι και εστέκετο να
+το χώση εις την καρδίαν της Ρεσπίνας, η οποία ήτο τόσον έξω από
+τον εαυτόν της δι' αυτήν την συκοφαντίαν, που της έρριχναν επάνω
+της, ώστε δεν ημπορούσε να ειπή λόγον και ούτε ημπορούσε να
+δικαιολογηθή· και ο σκλάβος εκεί που ήθελε να την βαρέση του
+εκράτησε το χέρι ο Αράπης. Τι κάνεις; του λέγει ο σκλάβος, θέλεις
+να με εμποδίσης από το να παιδεύσω αυτήν την άνομον; άφησε να
+παστρέψω την γην από μίαν θηριόγνωμην, που με καιρόν ημπορεί να
+κάμη και άλλα μεγαλύτερα ανομήματα.
+
+Ο κλέπτης εις αυτήν την θλίψιν του δεν είχε χάσει ακόμη το
+διακριτικόν του, και με όλον που έβλεπε τα σημεία εναντία εις την
+Ρεσπίναν, εδίσταζεν ακόμη διά να πιστεύση πως αυτή θα το έκαμε και
+διά τούτο εμπόδιζε τον θάνατόν της, και ήθελε να ηξεύρη το τι αυτή
+έλεγεν εις διαφέντευσιν της· όθεν την ερώτησε διά ποίαν αιτίαν
+εφόνευσε το βρέφος. Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται
+πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε
+να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη.
+Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν
+με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε
+να την κτυπήση. Η βία που αυτός έδειχνε να την φονεύση εθύμωσε τον
+Αράπην, ο οποίος τον επρόσταξεν ότι να αναμερίση από εκεί.
+
+Πήγαινε, Καλίδ, αυτός του είπε· πάρα πολύ δείχνεις τον ζήλον σου·
+δε θέλω να θανατωθή ετούτη η γυναίκα· εγώ πιστεύω πως θα είνε αθώα
+εναντίον εις τες απόδειξες που την καταδικάζουν.
+
+Η γυναίκα του Αράπη με όλον που και αυτή ησθάνετο ένα ζωντανόν
+πόνον διά την σφαγήν του υιού της δεν ημπορούσε να βεβαιωθή, ότι η
+Ρεσπίνα ήτον αρκετή να κάμη ένα τέτοιο πράγμα, που της το έρριχναν
+επάνω της, όθεν λέγει του ανδρός της, ότι ήτον καλύτερον να την
+διώξη παρά να την θανατώση, μην ηξεύροντας βέβαια πως αυτή ήτον
+υπεύθυνη. Του Αράπη άρεσεν η γνώμη της και λέγει της Ρεσπίνας· ή
+έχεις δίκαιον, ή έχεις άδικον, δεν ημπορώ πλέον να σε κρατήσω εις
+το σπήτι μου· διατί έχοντάς σε εις τους οφθαλμούς μας, ενθυμίζεις
+συχνώς τον πόνον του παιδιού μας· πήγαινε το λοιπόν απ' εδώ, όπου
+ημπορέσης· και αντί να σε παιδεύσω, θέλω να σε βοηθήσω και με
+άσπρα, με τα οποία να ημπορέσης να κυβερνηθής.
+
+Η Ρεσπίνα επαίνεσε την γενναιότητα του Αράπη, και του είπε· ο
+Ουρανός είναι πολλά δίκαιος, διά να σε κάμη μίαν ημέραν να
+γνωρίσης τον αυτουργόν της κακίας. Τον ευχαρίστησεν έπειτα δι'
+όσας ευεργεσία της έκαμε μα οπόταν αυτός ηθέλησε να της δώση μίαν
+σακκούλαν με εκατόν φλωριά του είπε· κράτησε το αργύριόν σου, και
+άφησέ με εις την πρόνοιαν του Θεού, και αυτή θέλει έχει εις εμέ
+την φροντίδα. Όχι όχι, της απεκρίθη εκείνος· θέλω να τα δεχθής
+ετούτα τα φλωριά, τα οποία θέλουν σου χρησιμεύσει εις τον δρόμον
+σου. Αυτή τα έλαβε διά να τον υπακούση· και αφού τους επερικάλεσε
+να μη φυλάττουν μίσος προς αυτήν, με το να ήτον ανεύθυνη,
+εμίσευσεν από το σπήτι του με δάκρυα εις τα μάτια.
+
+Επεριπάτησεν αυτή όλην την ημέραν χωρίς να αναπαυθή και προς το
+βράδυ έφθασεν εις μίαν πολιτείαν, που ήτον πλησίον εις ένα
+παραθαλάσσιον· εκτύπησε κατά τύχην την πόρταν ενός μικρού σπητιού,
+εις το οποίον εκατοικούσε μία καλή γραία. Αυτή ανοίγοντάς την
+πόρταν, την ερωτήσε το τι γυρεύει. Ω μητέρα μου, της απεκρίθη η
+Ρεσπίνα, εγώ είμαι μία ξένη, έφθασα ετούτην την στιγμήν εις
+ετούτην την χώραν· δεν γνωρίζω κανέναν, σε εξορκίζω να κάμης έλεος
+να με δεχθής εις το σπήτι σου. Η γερόντισσα την επήκουσε, και της
+έδωκεν ένα μικρόν τόπον διά να κατοικήση. Και αφού εδείπνησαν, η
+Ρεσπίνα εδιηγήθη την ιστορίαν της εις την γραίαν η οποία έμεινε
+μεγάλως θαυμάζουσα έπειτα επήγαν διά να κοιμηθούν.
+
+Την ερχομένην ημέραν η Ρεσπίνα ηθέλησε να υπάγη εις τα λουτρά, την
+οποίαν την εσυντρόφευσεν η γραία. Και εις την στράταν που
+επήγαιναν είδαν έναν άνθρωπον νέον με μίαν τριχιάν εις τον λαιμόν,
+που επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και πλήθος λαού, που τον
+εσυντρόφευαν. Η Ρεσπίνα ηρώτησεν έναν, διά ποίαν αιτίαν τον
+έφερναν να τον κρεμάσουν και εκείνος της είπε, με το να είχε χρέος
+και δεν το επλήρωνεν· επειδή και η συνήθεια της πολιτείας ήτον, να
+κρεμούν εκείνους, που δεν πληρώνουν τα χρέη τους. Και πόσον είναι
+το χρέος του, είπεν η Ρεσπίνα, που χρεωστεί; Έως πενήντα φλωρία,
+απεκρίθη εκείνος· και αν εσύ δι' αυτόν ήθελες τα πληρώσης τον
+ελευθερώνεις από τον θάνατον. Μετά χαράς είπεν αυτή και βάνοντας
+χέρι εις την σακκούλαν είπε· και εις τίνα πρέπει να τα μετρήσω διά
+να γλυτώση; Εις εκείνον που τον κρατεί από την τριχιά, είπεν
+αυτός, ο οποίος είναι ο χρεωφελέτης του. Και ούτω λέγοντας έκραξε
+τον χρεωφειλέτην, και η Ρεσπίνα του εμέτρησε τα πενήντα φλωριά,
+και ελευθερώθη ευθύς εκείνος ο νέος. Όλος ο λαός εξεστηκώς εις την
+γενναιότητα της ξένης έτρεξε πλακώνοντας ένας τον άλλον, διά να
+ιδούν ποία ήτον αυτή. Και δι' αυτήν την αιτίαν αυτή αντί να υπάγη
+εις τα λουτρά, επήρε θέλημα από την γραίαν, κα εβγήκεν από την
+χώραν διά να αναμερίση από την πειρακτικήν περιέργειαν του λαού.
+
+Ο νέος εκείνος αφού ελευθερώθη από τον θάνατον, εζήτησε ποίος τον
+ελευθέρωσε, διά να τον ευχαριστήση. Ο λαός του είπε, μία ξένη, η
+οποία εμίσευσεν ευθύς από την χώρα· έμαθεν ως τόσον την στράταν
+που επήγε και εκίνησεν ευθύς διά να την συναντήση. Την έφθασεν εις
+το χείλος ενός ποταμού που εκάθονταν διά να ξαποστάση· αυτός την
+εχαιρέτησε με πολύ σέβας, και επρόσφερε τον εαυτόν του εις αυτήν
+διά να της είναι σκλάβος, διά να της φανερώση την ευγνωμοσύνην
+του. Όχι, εκείνη του είπεν, εγώ δεν ζητώ με τέτοιαν ακριβήν τιμήν
+να ανταμείψης το ολίγον έξοδον που έκαμα· εσύ δεν πρέπει να μου
+είσαι καθόλου υπόχρεως καθώς το στοχάζεσαι, διατί δεν το έκαμα δι'
+αγάπην σου, μα το έκαμα δι' αγάπην του Υψίστου. Εις το αναμεταξύ
+που αυτή έτσι ωμιλούσεν ο νέος εκρατούσε τα μάτια του σταθερά
+επάνω της, και τετρωμένος από την άκραν ευμορφίαν, την ωρέχθη. Της
+εφανέρωσεν ευθύς την αγάπην του και βεβαιωμένος ότι δεν εύρισκε
+καιρόν αρμοδιώτερον διά να δείξη το πάθος του και τον έρωτά του
+έπεσεν εις τους πόδας της Ρεσπίνας, και με τα πλέον ερωτικά λόγια
+την εξώρκιζε διά να του ανταποκριθή εις την φλόγα που αυτός
+αγροικούσε. Μα η σώφρων γυναίκα του Ταμίμ αντί να θεωρήση με
+ευχαρίστησιν εις τους πόδας της έναν αγαπητικόν, ωργίσθη εναντίον
+του και τον ύβρισε χειρότερα από τον σκλάβον του Αράπη. Ω
+ταλαίπωρε, του λέγει· εσύ ηξεύρεις πολλά καλά, ότι χωρίς εμένα δεν
+ήθελες είσαι τώρα εις τον κόσμον, και έχεις τόσην τόλμην διά να
+βιάσης την τιμήν μου; είσαι το λοιπόν πολλά αυθάδης εις το να μου
+μιλής με αυτόν τον τρόπον διά την κακήν σου επιθυμίαν.
+
+Ωραιοτάτη κυρά, της απεκρίθη ο νέος δεν το πιστεύω να την ατιμάσω,
+οπόταν σου παρασταίνω τους λογισμούς μου, που το χρέος μου και η
+θεωρία σου εγέννησαν εις την καρδίαν μου· και το παίρνεις διά μίαν
+αυθάδειαν τόσον μεγάλην· το πως σου είπα, ότι η θεωρία σου με
+έκαμε να σε ορεχθώ; Σιώπα ω κακότροπε, τον αντίκοψεν η Ρεσπίνα· μη
+στοχασθής ποτέ να ημπορέσης να καταπείσης την γνώμην μου δια να σε
+υπακούσω· πήγαινε, φεύγα απ' έμπροσθέν μου, και μη με υποχρεώνεις
+να μετανοήσω διά το καλόν, που έκαμα.
+
+Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και
+χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν
+που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι
+πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και
+αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν
+πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με
+αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά·
+αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο
+καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να
+την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.
+Έτσι λέγοντας εμίσευσαν, και επήγαν εκεί σιμά, που ήτον η Ρεσπίνα
+και ευθύς που την είδεν ο καραβοκύρης από μακριά, του ήρεσε, και
+ούτως εμέτρησε τα εκατόν φλωριά εις τον νέον, ο οποίος παίρνοντάς
+τα εμίσευσε προς την χώραν.
+
+Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και
+της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου
+διατί σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν
+μου, μα σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την
+ωραιότητα· τα μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι
+νοστιμάδες σου είνε απαραμοίαστες. Ακούοντας η Ρεσπίνα τούτην την
+ομιλίαν έμεινεν εκστατική, και εθαύμασεν ακόμη περισσότερον οπόταν
+ο καπετάνιος την έπιασσεν από το χέρι, λέγοντας, ας υπάμεν, ω κυρά
+μου, εις το καράβι και θέλω σε βάλει εις τον καλλίτερον τόπον του
+καραβιού που να είνε, διότι πρέπει να μισεύσωμεν ογλήγορα· και
+οπόταν φθάσαμεν εις τον τόπον μου, δεν έχω σκοπόν να σε
+ξαναπουλήσω, αλλά θα σε κρατήσω μαζί μου έως που ζω και θέλω έχει
+εις εσένα κάθε φροντίδα και αγάπην, που να είνε το δυνατόν· και αν
+δεν αγαπούσες αυτόν νέον, που σε επούλησεν εις εμένα, ελπίζω ότι
+να μη κάμης το όμοιον εις εμένα.
+
+Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν,
+αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω,
+εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και
+δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση. Εις τέτοιον
+τρόπον μιλώντας, άμπωσε το χέρι του Καπετάνιου· αυτός όντας φυσικά
+οργίλος και σοβαρός του εκακοφάνη διά την καταφρόνεσιν που αυτή
+του έκαμεν· όθεν ευθύς εμεταβάλθη εις οργήν. Πώς το λοιπόν,
+ουτιδανό πλάσμα τη είπεν· έτσι χρεωστείς να μιλής του αυθέντος σου;
+εγώ σε αγόρασα, και είσαι σκλάβα μου· ή με το καλόν ή με το
+κακόν θέλω να σε πάρω μαζί μου. Και έτσι λέγοντας την επήρεν εις
+τες αγκάλες του, και με το στανικόν της την έφερεν εις το καράβι
+του και βάνοντας την μέσα έκανε πανιά και εμίσευσεν. Ο Καπετάνιος
+την άφησεν εις ανάπαυσιν διά κάμποσες ημέρες· μα καταλαμβάνοντας
+πως αυτή δεν έδειχνε καμμιάς λογής αγάπην εις αυτόν, έχασε την
+υπομονήν του και ηθέλησε μίαν ημέραν να τη βιάση στανικώς, να
+κλίνη αυτή εις την αγάπην του και εις την θέλησίν του. Αυτή με
+κανέναν τρόπον δεν ήθελε να τον υπακούση και ήτον έτοιμη να
+υποφέρη κάθε λογής παίδευσιν, παρά να κλίνη εις την όρεξίν του·
+όθεν ο Καπετάνιος μην υποφέροντας την εναντίωσίν της, ηθέλησε
+τέλος πάντων με δυναστείαν να την καταπείση. Και εκεί που αυτός
+εβούλονταν να κάμη αυτό, σηκώνεται αιφιδίως μία φοβερά φουρτούνα
+της θαλάσσης· και εις ολίγον διάστημα έσχισε τα πανιά όλα, και
+ετσάκισε το τιμόνι του καραβιού.
+
+Ο Καπετάνιος και οι ναύτες του μην ηξεύροντας πλέον πώς να
+κυβερνηθούν άφησαν το καράβι εις την διάκρισιν των ανέμων και των
+κυμάτων και αντιπαλεύοντας πολλές ώρες με τα κύματα και με τον
+αέρα τέλος πάντων ετσακίσθη, και επνίγησαν όλοι όσοι ήσαν εις
+αυτό, έξω από τον Καπετάνιον, και τη Ρεσπίναν, που εφυλάχθησαν
+κάθε ένας επάνω εις μίαν σανίδα, και επήγαν και έπιασαν γην, ο
+Καπετάνιος εις ένα τόπον και η Ρεσπίνα εις άλλον· αυτή εφέρθη από
+τα κύματα εις ένα νησί πολλά κατοικημένον, εις το οποίον εβασίλευε
+μία γυναίκα. Έλαχαν τότε κατά τύχην εις το παραθαλάσσιον του
+νησιού πολλοί εγκάτοικοι· ευθύς που είδαν την Ρεσπίναν, που ευτυχώς
+εγλύτωσεν από την θάλασσαν και επάτησε την γην το εστοχάσθηκαν ένα
+θαύμα και την επεριτριγύρισαν εξετάζοντάς την εις το συμβεβηκός
+της. Αφού επλήρωσε την περιέργειάν τους, τους επερικάλεσεν ύστερα
+διά να της δώσουν ένα καταφύγιον εις το οποίον να ήθελεν ημπορέση
+να ζήση ήσυχα· αυτοί όλοι σπλαχνικοί, και θαυμάζοντες την
+ωραιότητά της και το πνεύμα της τής έδωκαν μίαν κατοικίαν, εις την
+οποίαν απέρασε πολλούς χρόνους εν ησυχία.
+
+Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την
+στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να
+μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα
+οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν. Η βασίλισσα του νησιού
+συνέλαβεν εις αυτήν τόσην αγάπην, που απεφάσισε και την εκήρυξε
+διάδοχον του βασιλείου της με πολλήν ευχαρίστησιν του λαού, η
+οποία με το να ήτον γερόντισσα εις ολίγον καιρόν απέθανε. Η
+Ρεσπίνα έδειξε κάποιαν δυσκολίαν διά να δεχθή αυτήν την αξίαν· μα
+ο λαός την εβίασε και το εδέχθη, εις το οποίον δεν έλαβον αιτίαν
+να μετανοήσουν. Επειδή και τόσον τους εκυβερνούσε καλά και
+φρόνιμα, που τους έκαμεν όλους ευτυχισμένους, και εύχονταν δι'
+αυτήν ημέραν και νύκτα. Αυτή αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το
+περισσότερον μέρος της ημέρας το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον
+λαόν της, και εις το να κάνη τα όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε
+υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία
+είχε πνεύμα μεγάλον και φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα
+τα μυστικά, και εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα
+του βασιλείου της.
+
+Μίαν ημέραν η Ρεσπίνα ευρισκομένη με την Χαλάκ άρχισε να
+διαλογίζεται ες τα περασμένα της συμβεβηκότα, και να στοχάζεται
+την απάτην, εις την οποίαν ευρίσκεται ο αγαπημένος της άνδρας
+Ταμίμ, νομίζοντάς την αποθαμμένην, με όνομα μοιχαλίδος, καθώς του
+έδωσαν να καταλάβη· ομοίως και εις τα άλλα, που της είχαν συμβή·
+όθεν απεφάσισε να φανερώση όλα της τα έσωθεν εις την Χαλάκ, διά να
+λάβη από αυτήν κάποιαν παραμυθίαν εις αυτούς τους πόνους της. Και
+αφού της εδιηγήθη όλα όσα της εσυνέβηκαν, η Χαλάκ έμεινε πολλά
+θαυμασμένη και ήτον διά πολλήν ώραν έξω από τον εαυτόν της, μην
+ηξεύροντας τι να αποκριθή της κυράς της, διά να της δώση άνεσιν
+εις τους πόνους της· αλλά τέλος πάντων ερχομένη εις τον εαυτόν
+της, έτσι άρχισε να της λέγη.
+
+Ομολογώ, ω κυρά μου, την αλήθειαν, ότι εις τες δυστυχίες σου
+πρέπει κάθε λογής συμπάθεια, και ημπορώ κατ' αλήθειαν να σου
+παραστήσω ότι δεν είναι μεγαλύτερος ο πόνος σου από τον ιδικόν
+μου. Η αγάπη που εις εμένα έχεις, οι ευεργεσίες που μου κάνεις και
+το θάρρος που εις την εμπιστοσύνην μου δείχνεις είναι όλα δυνατά
+αίτια, που με κάμνουν να συγκοινωνώ εις τα βάσανά σου. Παρηγορήσου
+το λοιπόν, κυρά μου, και παύσε από τα παράπονά σου· και ελπίζω ότι
+ο ουρανός, που σε εγλύτωσεν από τόσους κινδύνους που σου έτυχαν,
+αυτός θέλει σε κάμει να ιδής μίαν ημέραν δικαιωμένην την αθωότητά
+σου, και παιδευομένους εκείνους που σε εκατάτρεξαν, διατί τέτοιες
+παρανομίες δεν μένουν απαίδευτες. Βέβαια απεκρίθη η Ρεσπίνα, ο
+Ουρανός δεν αφίνει απαιδεύτους τους κακοποιούς· μα εποθούσα δια
+ησυχίαν μου εάν ήτον βολετόν ότι ο άνδρας μου να ήθελε ημπορέση να
+έλθη εις φως δια την αθωότητά μου και να ήθελε γνωρίση την
+παράνομον σκληροκαρδίαν του Ραβά, που προς εμένα έδειξεν· ετούτη
+είναι η μεγαλύτερη χάρις, που πάντα παρακαλώ τον ουρανόν να μου
+την κάμη, και ύστερον είμαι ευχαριστημένη να αποθάνω.
+
+Επειδή και έχεις αυτήν την επιθυμίαν απεκρίθη η Χαλάκ, ας είσαι
+βέβαιη, ότι θέλεις την απολαύση· εγώ διά την αγάπην που σου έχω,
+διά το χρέος που σου ομολογώ, δεν θέλω αφήσει κανένα τρόπον, και
+μέσον που να ημπορέση να σου δώση θεραπείαν. Εγώ, ήξευρε, πως έχω
+ένα απόκρυφον ιατρικόν εις κάθε αρρωστίαν να την ιατρεύη με
+ευκολίαν· αυτό έως την ώραν δεν το εφανέρωσα κανενός και διά να σε
+ευχαριστήσω και να σε ιδώ ήσυχην, θέλω να το φανερώσω διά τες
+ιατρείες που θέλομεν με αυτό κάμει θέλουν παρακινηθή να τρέξουν
+πολλοί ξένοι απ' όλον τον κόσμον, ακούοντες τέτοια θαυμαστά
+πράγματα, εις τούτο το νησί, και από το πολύ πλήθος των ξένων, που
+μέλλουν να έλθουν, ελπίζω να ήθελεν έλθη και ο άνδρας σου με τον
+Ραβά και οι άλλοι που σε εκατάτρεξαν, και έτσι θέλεις απολαύσει το
+ποθούμενον. Πολλά εχάρηκεν η Ρεσπίνα εις τα όσα της έταξεν η
+αγαπημένη της, και πολλά της άρεσε που έμαθε, πως αυτή έχει ένα
+τέτοιον ιατρικόν θαυμαστόν, με το οποίον να ημπορή να ιατρεύη κάθε
+αρρώστιαν και κακόν. Επρόσταξε αυτή δι αυτό να κτίσουν ξενοδοχεία
+και νοσοκομεία διάφορα διά τους αρρώστους, που ήθελον συντρέξει
+εις αυτό το νησί. Έπειτα έστειλαν είδησιν εις όλα τα βασίλεια, ότι
+όσοι ήθελαν έχει αρρωστίαν ανίατον να έρχωνται εις εκείνο το νησί
+και θέλουν ιατρευθή χωρίς κανένα έξοδον. Αυτή η είδησις έγινε εις
+όλον τον κόσμον και εις ολίγον καιρόν εφάνηκαν εις αυτό το νησί να
+έλθουν άρρωστοι πολύ πλήθος, οι οποίοι διά την φήμην της
+βασίλισσας ήρχονταν να ζητήσουν θεραπεία εις τες αρρώστειες των,
+και όλοι εγύριζαν ευχαριστημένοι. Υπήρχαν το λοιπόν μίαν ημέραν
+τινές και είπαν της Ρεσπίνας, ότι ήταν εκεί έξ ξένοι οι οποίοι
+εζητούσαν να της μιλήσουν, από τους οποίους ένας ήτον τυφλός, ένας
+παραλυτικός, άλλος υδρωπικιασμένος, και άλλος τρελλός. Αυτή ευθύς
+επρόσταξε να τους φέρουν έμπροσθέν της, επειδή και αυτή η ιδία με
+τα χέρια της έδιδε το ιατρικό εις τον καθ' ένα, και διά τούτο όλοι
+έπρεπε να παρασταθούν εμπρός της.
+
+Όταν έφθασαν λοιπόν αυτοί οι ξένοι εις το παλάτι της, δύο δούλοι
+της τους έφεραν εμπρός εις την βασίλισσαν, η οποία είχε
+σκεπασμένον το πρόσωπόν της με ένα πανί ψιλόν· οι ξένοι έπεσαν εις
+τους πόδας της και της εζητούσαν έλεος. Αυτή προστάζοντάς τους να
+σηκωθούν τους ερώτησε τι ήθελαν και από τι τόπον ήτον. Ένας από
+αυτούς άρχισε να ομιλή από μέρος των αλλωνών λέγοντας· ω
+μεγαλωτάτη βασίλισσα, που ο Θεός να σε σκέπη, και να αυξάνη τας
+ημέρας σου ημείς είμεθα δυστυχισμένοι, και ήλθαμεν εδώ διά να
+ιατρευθώμεν από την βασιλείαν σου εις τα πάθη που έχωμεν. Μιλήσετε
+πλέον ξάστερα, τους είπεν η βασίλισσα, αφού και τους εστοχάσθη
+καλά· διατί κανέν καλόν δεν μπορώ να σας κάμω, αν πρώτον δεν
+αποφασίσετε εδώ παρόν να φανερώσετε το αίτια, που σας επροξένησαν
+αυτά τα πάθη. Βασίλισσα, τότε άρχισεν ένας από αυτούς να λέη· κατά
+το πρόσταγμά σου πρέπει και ημείς, να υπακούσωμεν. Εγώ είμαι ένας
+πραγματευτής από την Μπάσραν, και είχα υπανδρευθή με μίαν
+ωραιοτάτην κόρην, που ο κόσμος δεν είχε παρομοίαν· πηγαινόμενος
+εις ένα ταξείδι την άφησα εις την επίσκεψιν του αδελφού μου, που
+είνε ούτος ο τυφλός. Και όταν εγύρισα από το ταξείδι αυτός μου
+είπε, πως ευρίσκοντας την γυναίκα μου που έκανε ατιμίαν εις την
+τιμήν μου, η δικαιοσύνη διέταξε και την έθαψαν ζωντανήν διά
+παιδείαν του σφάλματός της, διά το οποίον συμβεβηκός αυτός
+εδοκίμασε τόσην θλίψιν και παράπονον εις την ατιμίαν μου, που από
+τα πολλά κλαύματα που έχυσεν έχασε τους οφθαλμούς του. Ετούτη είνε
+η ιστορία μου, ω βασίλισσά μου· όθεν σε παρακαλώ να με ελεήσης διά
+να ξαναδώσης την όρασιν εις τον αδελφόν μου, επειδή και η φήμη της
+χάριτός σου με εθάρρυνε και τον έφερε εδώ μαζή μου.
+
+Ο Ταμίμ, ο οποίος ήτον εκείνος που ωμιλούσε της Ρεσπίνας χωρίς να
+την γνωρίση ετελείωσε την διήγησίν του, και ανέμενε την απόκρισιν
+της βασιλίσσης, η οποία έμενε τόσον εκστατική εις το να ιδή
+εκείνον τον άνδρα της, που δεν ημπόρεσε τότε να αποκριθή παντελώς·
+αλλά αφού συνήλθεν από την έκστασίν της, του είπεν. Είνε αυτό
+αληθινόν, ότι η γυναίκα σου που ετάφη ζωντανή σου έκαμεν αδικίαν;
+Όσον διά εμέ, απεκρίθη ο Ταμίμ, δεν ημπορώ να το πιστεύσω,
+στοχαζόμενος τες χάρες και την αρετήν που είχε, μα αλλοίμονον εις
+εμέ εγώ βέβαια έχω μίαν τυφλήν πίστιν εις τον αδελφόν μου, και
+αυτό με κάνει να αμφιβάλλω εις την αθωότητάς της.
+
+Οπόταν ο Ταμίμ ωμίλησε με αυτόν τον τρόπον, η βασίλισσα του είπε·
+τόσον φθάνει· εγώ θέλω εξετάσει καλλίτερα από εσένα, αν η γυναίκα
+σου δικαίως επεδεύθη και αύριον θέλω σου το ειπή, και θέλω ιδεί αν
+ο αδελφός σου ημπορεί να ξαναλάβη το φως του. Μετά τούτο, άρχισεν
+ένας από την συντροφίαν του Ταμίμ να λέγη. Βασίλισσα μου, εγώ έχω
+έναν σκλάβον Αράπην, τον οποίον τον ανάθρεψα παιδιόθεν και τώρα
+αυτός έχει δύο χρόνους που είνε παραλυτικός, και κανένας ιατρός
+δεν εδυνήθη να τον ιατρεύση, όμως δεν ηξεύρω το αίτιον, από τι του
+προήλθεν· όθεν τον έφερα εις τα ποδάρια της βασιλείας σου
+ελπίζοντας να τον ιδώ ιατρευμένον δι ανάπαυσίν μου. Η βασίλισσα
+αφού και ήκουσεν αυτήν την ομιλίαν και εγνώρισε, πως αυτός που της
+ωμίλησεν ήτον ο Αράπης ο κλέπτης, εις του οποίου το σπήτι είχε
+οικονεύσει, και ότι ο παραλυτικός ήτον ο σκλάβος του ο Αράπης, που
+την εσυκοφάντησε του είπε με τούτον τον τρόπον. Εκατάλαβα
+καταλεπτώς την υπόθεσίν σου όμως δεν είμαι πληροφορημένη δι αυτήν
+την ομολογίαν, και αύριον θέλω την εξετάξει καλύτερον. Και εσύ,
+ακολούθησεν αυτή να λέγη γυρίζοντας προς έναν άλλον διατί είσαι
+υδρωπικιασμένος; Ω βασίλισσά μου, εκείνος απεκρίθη, δεν ηξεύρω
+ούτε εγώ από ποίαν αιτίαν μου ήλθεν αυτή η ασθένεια αν δεν μου
+προήλθεν ετούτη από το να ηθέλησα να βιάσω μίαν νέαν και ωραία
+σκλάβαν, που είχα αγοράσει από έναν νέον, ο οποίος εις ένα
+παραθαλλάσιον μου την επούλησε.
+
+Η βασίλισσα επάνω εις αυτά τα λόγια εστοχάσθη τον υδρωπικόν, και
+εγνώρισε τον Καπιτάνιον που την είχεν αγοράσει. Αυτή εκαμώθη πως
+δεν τον εγνώρισε καθώς έκαμε και με τους άλλους, και τον άφησε διά
+να ακολουθήση την ομιλίαν του με τον ακόλουθον τρόπον. Στοχάζομαι
+το λοιπόν, ακολούθησεν εκείνος να λέγη, ότι η αρωστία μου θα είνε
+μία δικαία παίδευσις του Ουρανού. Και εγώ, εφώναξεν ένας άλλος απ'
+εκείνην την συντροφιάν, στοχάζομαι παρομοίως ότι το κακόν, που μου
+ήλθε και παιδεύομαι τοσούτον σκληρώς από την τρελλαμάδα, θα είνε
+μία παίδευσις, που δικαίως μου τυγχάνει, επειδή και σου επούλησα
+εκείνην την σκλάβαν αδίκως, την οποίαν εναντίον της θελήσεώς της
+την έμπασες εις το καράβι σου· εγώ είμαι ακόμη πλέον υπεύθυνος από
+εσένα επειδή εκείνη ήτον υποκείμενον ελεύθερον, εις την οποίαν
+ήμουν υπόχρεως της ζωής μου· εις ανταμοιβήν διά το καλόν που έκαμε
+σου την επούλησα με δόλον διά σκλάβαν. Εκατάλαβεν ευθύς η
+βασίλισσα, ότι αυτός που ωμιλούσεν ήτον εκείνος ο νέος, που τον
+εγλύτωσεν από τον θάνατον πληρώνοντας τα πενήντα φλωρία. Τότε αυτή
+είπεν εις αυτούς. Θέλω μετά χαράς επιχειρισθή με κάθε μου
+επιμέλειαν διά να σας ελαφρώσω από τες ασθενείας σας, ως τόσον
+πηγαίνετε διά την ώραν εις τα οικονάκιά σας και αύριον ετούτην την
+ώραν ξαναγυρίσατε εδώ· ο τυφλός και ο παραλυτικός, αν θέλουν να
+ιατρευθούν, πρέπει να εξομολογηθούν καθαρά τα πταίσματα, που αυτοί
+έκαμαν, αγκαλά και ηξεύρω, καλώτατα τα όσα εσυνέβηκαν, μα θέλω να
+ακούσω παρρησία να το εξομολογηθούν, χωρίς να προσθέσουν καμμιάν
+ψεύτικην πρόφασιν· διατί αν ειπούν ψεύματα, αντί να με κάμουν να
+τους ιατρεύσω, θέλω τους παιδεύσει σκληρότατα.
+
+Τότε οι ξένοι εμίσευσαν διά να υπάγουν εις τα οικονάκια τους, και
+οι δύο από αυτούς ευρίσκονταν εις κακές ελπίδες, μα ο αδελφός του
+Ταμίμ και ο σκλάβος Αράπης ήσαν πολλά περίλυποι· εποθούσαν
+καλλίτερον να στέκωντα επί ζωής τους εις την κατάστασιν που
+ευρίσκονταν, παρά να βιασθούν να κάμουν μίαν φανεράν εξομολόγησιν
+των ανομημάτων τους και της προδοσίας των· και έπασχαν να κρύψουν
+το σφάλμα τους από εκείνους που έβλαψαν και έτσι επέρασαν εκείνην
+την νύκτα χωρίς να λάβουν παραμικρήν ανάπαυσιν.
+
+Η Ρεσπίνα, αφού και εμίσευσαν εκείνοι, ήτον όλη χαρούμενη· και
+ετραβήχθη εις τον χοντζερέ της με τη Χαλάκ, διά να συμβουλευθή
+επάνω εις τα ιατρικά, με τα οποία έμελλε να ιατρεύση τους
+ασθενείς. Δεν σου το είπα εγώ, κυρά μου, είπεν η σκλάβα, ότι ο
+Ουρανός θέλει επακούση τες παράκλησές σου, και ότι οι ίδιοι
+εκείνοι που σε έβλαψαν, θέλουν ευρεθή εις ανάγκην διά να
+δικαιώσουν την αθωότητά σου και την ακακίαν σου, και να
+ομολογηθούν αυτοί οι ίδιοι πταίσται και προδόται; τώρα είνε εις
+την εξουσίαν σου να τους συμπαθήσης ή να τους παιδεύσης. Εγώ έχω
+μεγάλην ευχαρίστησιν, ω ακριβή μου φιλενάδα, απεκρίθη η Ρεσπίνα
+και δεν έχω λόγια αρκετά εις το να δοξάσω τον Ουρανόν, διά την
+χάριν που μου έκαμεν επειδή και έμπροσθεν εις τον άνδρα μου θέλει
+γνωρισθή η εμπιστοσύνη μου, και η ανομία εκείνων που με έβλαψαν·
+θέλω να ιατρευθούν, τον καιρόν που ήθελα να προστάξω να τους
+παιδεύσουν με σκληρότατα παιδευτήρια, και θέλουν δοκιμάση με
+μεγάλην τους καταισχύνην την γενναιότητα της ευσπλαχνίας μου· εσύ
+απόψε ετοίμασε τα ιατρικά διά να μοιράσης κατά την αρρωστίαν του
+καθενός, και αύριον οπόταν έλθουν εδώ, θέλω σε προστάξει διά να
+τους τα δώσης να ιατρευθούν και εσύ, ας είσαι βεβαία, ότι θέλεις
+λάβει από εμέ ανταμοιβήν αξίαν της εμπιστοσύνης σου.
+
+Την ερχομένην ημέραν το λοιπόν οι τέσσαρες ασθενείς με τον Ταμίμ,
+και με τον κλέφτην, ήλθαν εις το παλάτι και επαρουσιάσθησαν εις
+την βασίλισσαν, που εκάθητο εις τον θρόνον της, τους οποίους ευθύς
+που τους είδε, τους είπε· Λοιπόν, απεφάσισαν ο τυφλός και ο
+παραλυτικός να μη κρύψουν τίποτις εις την εξομολόγησιν που έχουν
+να κάμουν; μα αλλοί εις εκείνον από τους δύο, που να μην ειπή την
+αλήθειαν. Ο Αράπης τότε επλησίασε γεμάτος από εντροπήν και φόβον,
+γνωρίζοντας πως δεν τον εσύμφερε να ειπή ψέμματα, αποφάσισε, και
+ό,τι πάθη ας πάθη, διά να ειπή την κάθε αλήθειαν εις τα όσα
+συνέβηκαν εις το σπήτι του αυθέντος του επάνω εις την υπόθεσιν της
+Ρεσπίνας. Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας,
+χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του
+αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν.
+
+Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το
+πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ. Α
+επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν,
+παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και
+έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη
+βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω
+την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον
+ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις
+τον κόσμον. Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης
+την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον
+συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την
+Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ
+που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του. Οι παρεστώτες
+έμειναν εκστατικοί εις την ογλήγορον ιατρείαν, και έλεγαν χιλίους
+επαίνους της βασιλίσσης· αυτή ομοίως ώρισε να δωθούν και εις τους
+άλλους τα ιατρικά, τόσον εις τον υδρωπικόν, όσον και εις τον
+τρελλόν, οι οποίοι και αυτοί ευθύς τελείως ιατρεύθησαν.
+
+Ο Ταμίμ τότε δεν αμφέβαλλε καθόλου, ότι ο αδελφός του θα ξαναλάβη
+το φως του, ώστε που του είπεν. Ω Ραββά, εις εσένα στέκεται να
+μιλήσης· η βασίλισσα άλλο δεν αναμένει, παρά να σε ιατρεύση και
+εσένα ακόμη. Ναι είπεν η βασίλισσα πρέπει να ομολογήση και αυτός
+την ιστορίαν του με αλήθειαν· διατί αν κρύψη τίποτε θέλει παιδευθή
+σκληρώς, επειδή ευθύς τον καταλαμβάνω αν ειπή ψέμματα.
+
+Ο Ραββάς ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο κινδύνους, ότι αν ειπή
+την αλήθειαν ήτον κακία, και αν την κρύψη χειρότερα, και με το
+στανιό του ηναγκάσθη να ομολογήση όλον εκείνο, που έκαμεν εναντίον
+της Ρεσπίνας· και πως εμετανοούσεν εις την αδικίαν, που έκαμε του
+αδελφού του, κάνοντας να θανατωθή αδίκως η ωραιοτάτη του γυναίκα,
+και τα λοιπά ως ηκολούθησαν και εξωμολογήθη την ανομίαν του με
+μεγάλην συντριβήν, χωρίς πρόφασιν καμμίαν.
+
+Ο Ταμίμ ακούοντας αυτήν την εξομολόγησιν που έκαμε, και
+καταλαμβάνοντας καταλεπτώς όλην την κακίαν του αδελφού του, και
+την αθωότητα της Ρεσπίνας του, έδωσεν ένα μέγα βρυχμόν, και έπεσε
+λιποθυμημένος. Οι περιεστώτες έτρεξαν να τον σηκώσουν και κάνοντάς
+τον να ξαναλάβη τας αισθήσεις του με διάφορα μυρωδικά, επλησίασεν
+εις τον θρόνον της βασίλισσας και είπεν. Ω, βασίλισσά μου
+ευχαριστήσου ότι εγώ να τον γυρίσω οπίσω εις την Μπάσραν ετούτον
+το παράνομον αδελφόν μου καθώς είνε· επειδή και εγώ δεν επιθυμώ
+πλέον την ιατρείαν του αλλά επιθυμώ τον θάνατόν του· θέλω να τον
+φέρω ο ίδιος εις τον ίδιον τόπον, εκεί που η γυναίκα μου ετάφη
+ζωντανή, και εκεί να τον φονεύσω· βλέπει καλώτατα η βασιλεία σου
+ότι το πταίσιμόν του, και η παρανομία του εστάθη πολλά σκληρή διά
+να ημπορέσω να το συμπαθήσω.
+
+Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το
+σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον
+διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο
+άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ·
+Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι'
+αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα
+επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του
+κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε
+καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να
+μεταβάλης τον θυμόν σου. Εις αυτά τα λόγια της βασιλίσσης ο Ταμίμ
+απεκρίθη και είπεν· εις την βασιλείαν σου στέκεται να με
+προστάξης, ωσάν επιθυμής, να συμπαθήσω το φταίξιμόν του· το
+δέχομαι διά να σε υπακούσω· φθάνει μόνον ότι εις την Μπάσραν να
+κηρύξη το πταίξιμόν του, και την αθωότητα της αγαπημένης μου
+γυναικός.
+
+Τελειώνοντας εδώ που να ομιλή ο Ταμίμ, η βασίλισσα επρόσταξε την
+Χαλάκ να δώση το ιατρικόν του τυφλού και εις ολίγον διάστημα ο
+Ραββάς εξανάλαβε το φως του. Εις τέτοιον θέαμα εξανανέωσαν οι
+περιεστώτες τους επαίνους προς την βασίλισσαν· η οποία ύστερον
+απέλυσε τους ξένους να υπάν εις τα οικονάκιά τους, λέγοντάς τους·
+μεταγυρίσετε εδώ ακόμη αύριον, και θέλετε ιδεί πράγματα που θα σας
+κάνουν να θαυμάσετε, και μείνετε περισσότερον εκστατικοί. Εις την
+ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η
+βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της
+επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν.
+
+Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους. Εγώ
+συμπονούμαι πολλά με λόγου σου· όθεν διά να σου ελαφρώσω τους
+πόνους, αποφάσισα, να σου δώσω εις γυναίκα μίαν από τες πλέον μου
+όμορφες σκλάβες· και αν δέχεσαι, ημπορείς να απομείνης εις την
+αυλήν μου, να απεράσης το επίλοιπον της ζωής σου ωσάν μέγας
+αυθέντης. Αντίς να δεχθή το πρόβλημα της βασίλισσας ο Ταμίμ, εδόθη
+εις ένα πικρότατον κλαύσιμον και της είπεν· η γεναιοτάτη βασιλεία
+σου με υποχρεώνει με τόσες χάρες, που με κάνουν να μείνω πολλά
+αντραλωμένος· εγώ την εξορκίζω να μη της κακοφανή αν δεν της
+δέχομαι την χάριν, που ζητεί να μου κάμη εις το να υπανδρευθώ με
+μίαν από τες σκλάβες της· έως που ζω, άλλη γυναίκα έξω από την
+Ρεσπίναν δεν θέλει έχει τόπον εις τον νουν μου· η αγαπημένη μου
+Ρεσπίνα είνε πάντα εις την διάνοιάν μου, να παρηγορηθώ δεν δύναμαι
+διά τον χαμόν της· και έχω γνώμην ότι θα πηγαίνω να περάσω το
+επίλοιπον της ζωής μου κλαίοντας εις τον ίδιον τόπον που ετάφη
+ζωντανή.
+
+Η Ρεσπίνα έμεινε θαυμασμένη εις το να εύρη τόσον πιστόν τον άντρα
+της και όλη πασίχαρος διατί δεν ήθελεν αυτός να πάρη την σκλάβαν
+(που διά να τον δοκιμάση το έκαμε) του είπεν· αν εσύ έβλεπες
+αναστημένην αυτήν την γυναίκα, της οποίας ο χαμός τόσον σε θλίβει
+θέλεις χαρή αν την μεταϊδής, και αν την ιδής θέλεις την γνωρίσει;
+Και έτσι λέγοντας εσήκωσε το κάλυμμα από το πρόσωπόν της, και ο
+Ταμίμ την εγνώρισε διά την Ρεσπίναν. Η χαρά που αυτός έλαβεν εις
+το να ιδή την γυναίκα του, δεν εστάθη ολιγώτερον από την έκστασιν
+και σύγχυσίν του Ραββά, του σκλάβου Αράπη, του Καπετάνιου και του
+Νέου, θεωρώντας εις την βασίλισσαν την μορφήν εκείνης, που
+εκατάτρεξαν. Αυτή η βασίλισσα αγκάλιασε τον Ταμίμ και του εδιηγήθη
+τα συμβεβηκότα της έμπροσθεν εις όλους τους μεγιστάνους της και
+τους περιεστώτας, οι οποίοι έμειναν όλοι εκστατικοί. Ώρισαν έπειτα
+να δώσουν του Αράπη, δέκα χιλιάδες φλωρία με ένα πλούσιον φόρεμα
+χρυσόν διά την γυναίκα του, ανταμείβοντας την περιποίησιν, που εις
+αυτήν έκαμαν. Και μετέπειτα ενουθέτησεν εκείνους που την έβλαψαν,
+ότι να εντρέπωνται εις το εξής από τέτοια ανομήματα, διότι καθώς
+πράξη καθένας, έτσι λαμβάνει. Ύστερα εσηκώθη από τον θρόνον, και
+επήρε τον Ταμίμ από το χέρι και τον έφερεν εις τον χοντζερέ της
+και όντας εκεί του είπεν· επειδή και οι νόμοι εδώ δεν δίνουν
+άδειαν εις το να παραιτήσω το βασίλειον, διά να το δώσω εις εσέ να
+κυβερνάς διά τούτο δεν πρέπει να σου βαρυφανή μα στεκόμενος μαζί
+μου θέλεις είσαι συμμέτοχος εις την βασιλείαν μου, και εις την
+γλυκύτητα μιας ζωής τόσον ευτυχισμένης· του αδελφού σου θέλω του
+διορίσει μίαν επιστασίαν εις την οποία θέλει έχει αιτίαν να είνε
+ευχαριστημένος, καθώς και το έκαμεν. Ο Ραββάς εις ολίγον καιρόν
+έγινε πρώτος κυβερνήτης της Βασιλείας και επλήρωσε τόσον καλά το
+χρέος της επιχειρήσεώς του, που εκέρδισε την αγάπην και το σέβας
+όλων των εγκατοίκων εκείνου του νησιού. Και ούτως έζησαν όλοι
+ευχαριστημένοι, με αγάπην ανεκδιήγητον.
+
+Χίλιες και μία νύκτα απέρασαν που η Χαλιμά εδιηγούνταν του
+βασιλέως Αϊδήν τες ιστορίες, ο οποίος στοχαζόμενος με μεγάλον
+θαυμασμόν την αγχίνοιαν, την μνήμην, τες χάρες και επιτηδειότητες
+που αυτή η Χαλιμά είχε διά στολίδια, και που δεν εβαρύνετο να τες
+διηγάται, αλλά με μεγάλην προθυμίαν καθημερινώς εφεύρισκε νέες
+ιστορίες εις το διάστημα τόσου καιρού, με τα οποία νόστιμα και
+πολυποίκιλα διηγήματα αυτή τον έκαμε να παύση ολίγον κατ' ολίγον
+από το χαλεπόν μίσος, που έτρεφεν εναντίον εις την εμπιστοσύνην
+των γυναικών, που εστοχάζετο πως όλες δεν ήταν πιστές προς τους
+άνδρας τους, και μάλιστα, που στοχαζόμενος την φρόνησιν και
+γενναιότητα της αυτής Χαλιμάς, η οποία αυτοθελήτως ηθέλησε να γίνη
+γυναίκα του χωρίς ποσώς να φοβηθή τον θάνατον που έμελλε να λάβη
+καθώς τον έλαβαν και άλλες, οι προτερινές της, αποφάσισε τέλος
+πάντων να της χαρίση την ζωήν και να την κυρύξη διά ομόζυγόν του
+επί ζωής του· όθεν σηκωνόμενος από τον θρόνον του, και
+αγκαλιάζοντάς την, της είπεν· ω γλυκυτάτη και παμφιλτάτη μου
+Χαλιμά, βλέπω καλώτατα οι ωραίες, νόστιμες, και μακρυνές ιστορίες
+σου και τα εύμορφά σου διηγήματα, που από πολύν καιρόν με
+εκρατούσαν, εις περιδιάβασην, έγιναν εις του λόγου σου πολλά
+ωφέλιμες, και εμένα ηδυνήθησαν να μου καταπραΰνουν την
+αγανάκτησιν, που είχα προς την γυναικείαν φύσιν· όθεν νικώντας με
+αυτές εσύ την απόφασίν μου, και τους δεινούς νόμους, που
+αποφασιστικώς έκανα, σε δέχομαι μετά πάσης χαράς διά ομόζυγόν μου
+επί ζωής μου, και σε κηρύττω βασίλισσαν, να συμβασιλεύσης μαζή μου
+εις όλην σου την ζωήν· και εις το εξής θέλω, ότι όλον το Βασίλειόν
+μου να σε σέβεται, επειδή και εσύ εστάθης εκείνη, που ελευθέρωσες
+τόσας τρυφεράς κορασίδας από τον θάνατον, οι οποίες χωρίς πταίσμα
+ουδένα, έμελλαν να θυσιασθούν διά την μεγάλην μου οργήν και τον
+σκληρόν νόμον. Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η
+Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με
+τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που
+ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον
+θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν.
+
+Ο βασιλεύς Αϊδήν αφού και την εσήκωσεν, έστειλεν ευθύς και έκραξε
+τον Βεζύρην του, πατέρα της Χαλιμάς, και του εφανέρωσεν αυτήν την
+χαροποιόν είδησιν, ο οποίος ακούοντας την έπεσε και αυτός εις τους
+πόδας του βασιλέως του, και του έδιδε χίλιες ευχές, και
+ευχαρίστησε, διά την συμπάθειαν που έδειξεν εις την θυγατέρα του,
+που την είδεν ελευθερωμένην από του θανάτου τον κίνδυνον, και διά
+τον ανεβασμόν της εις τον θρόνον, και ωσάν αποφίλησε τους πόδας
+του βασιλέως, έτρεξεν ευθύς και έδωσεν αυτήν την είδησιν εις το
+ντιβάνι, και από εκεί μετά ολίγην ώραν εκηρύχθη και εις όλον του
+το βασίλειον, και διά ένα ολόκληρον μήνα έγιναν μεγάλες χαρές. Και
+όλος ο λαός καθημερινώς με φωνές αγαλλιάσεως εύχονταν την Χαλιμάν
+που αυτή με την φρόνησιν της εστάθη αρκετή να ελευθερώση από τον
+θάνατον τόσες ευγενικές και ανεύθυνες παρθένες. Και αφού έπαυσαν
+οι χαρές, έζησαν ο βασιλεύς Αϊδήν με την βασίλισσαν Χαλιμάν με
+μιαν παντοτεινή αγάπη και ομόνοια θαυμάσια όλον τον καιρόν, που
+εις ετούτην την πρόσκαιρον και φθαρτήν ζωήν έζησαν.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ ΜΙΧΑΗΛ Ι. ΣΑΛΙΒΕΡΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ 12 — Οδός Σταδίου — 12
+
+
+
+
+ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
+ΣΠΥΡ· ΠΕΡΕΣΙΑΔΟΥ
+
+
+
+
+Τα γλαφυρά και υπέροχα πατριωτικά έργα του αειμνήστου εθνικού
+ποιητού μας κ. Σπυρ. Περεσιάδου, τα οποία συναρπάζουν και
+γοητεύουν τους αναγνώστας και προκαλούν εν αυτοίς το αίσθημα ιεράς
+συγκινήσεως εξεδόθησαν παρ' ημών μετά καλλιτεχνικών
+εικονογραφημένων εξωφύλλων.
+
+Τιμάται έκαστον βιβλίον Δρ. 1.50
+
+Η ΓΚΟΛΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις πέντε σχήμα 8ον σελίδες 95
+
+Η ΕΣΜΕ Εθνική Τραγωδία εις πράξεις 4 μετ' ασμάτων και εθνικών
+χορών σχ. 8ον
+
+Ο ΧΟΡΟΣ ΤΟΥ ΖΑΛΟΓΓΟΥ Εθνικ. Τραγωδία εις πράξ. 4
+
+Η ΝΕΡΑΪΔΕΣ Δράμα φαντασμαγορικόν εις πράξεις τρεις σχήμα 8ον
+
+Ο ΜΑΓΕΥΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ Δραματικόν ειδύλ. σχήμα 8ον
+
+Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΝΘΕΩΝ Δράμα οικογεν. εις πράξ. 8
+
+Η ΠΑΤΡΙΔΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον
+
+Η ΠΑΡΓΑ Δράμα πατριωτικόν εις πράξεις τέσσαρας σχήμα 8ον
+
+Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Πολεμικόν ειδύλλιον εις πράξεις τρεις μετ' ασμάτων και
+χορών
+
+Η ΜΟΡΦΩ Δράμα ειδυλλιακόν εις πράξεις τρεις
+
+Ο ΠΡΟΕΣΤΟΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ Κωμωδία εις πράξ. 3
+
+ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΤΕΦΑΝΑ Δράμα εις πράξεις 3
+
+ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΔΑΦΝΕΣ Πολεμικά και πατριωτικά ποιήματα μετά
+καλλιτεχνικών εικόνων σχ. 8ον
+
+
+
+Νέα Μυθιστορήματα
+
+
+
+ΡΑΒΕΓΚΑΡ Μετ' εικόνων υπό Γκυ Δε Τεραμόν κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς 8. —
+
+ΖΟΥΝΤΕΞ Μετ' εικόνων. Υπό Αρθούδου Μπερνέδ και Λουδοβ. Φεγιάλ κατά
+μετάφρ. Ηλία Οικονομοπούλου δρ. 8. —
+
+ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Ή ΤΟ ΧΕΡΙ ΠΟΥ ΣΦΙΓΓΕΙ υπό Πιέρ
+Ντεκουρσέλ, μετ' εικόνων. Τιμάται δραχμάς 6. —
+
+Η ΜΑΣΚΑ Με τα Άσπρα Δόντια· Μετ' εικόνων, υπό Αρθούρου Φάικλονς.
+Κατά μετάφρ Ηλ. Οικονομοπούλου δραχ. 6. —
+
+Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΑΔΑΜΑΝΤΩΝ Μετ' εικόνων μετάφρασις εκ του Γαλλικού
+υπό Ηλία Οικονομοπούλου Τιμάται Δραχ. 4. —
+
+Ο ΖΑΚ ΣΕΠΑΡ Ή ΙΠΠΟΤΑΙ ΤΗΣ ΟΜΙΧΛΗΣ, υπό Αδόλφου δ' Εννερύ. Μετ'
+εικόνων. Τιμάται δραχ. 3. —
+
+Ο ΖΙΓΛΟΜΑΡ Υπό Μαρσέλ Ορστάιν. Μετ' εικόνων κατά μετάφρασιν Ηλία
+Οικονομοπούλου. Τιμάται δραχμάς. 3· —
+
+Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΦΑΝΤΟΜΑΣ Έξοχον αστυνομικόν μυθιστόρημα, υπό Μαρκ
+Αλαίν — Πιερ Σουλβέστρ, κατά μετάφρασιν και διασκευήν Ιωάν.
+Σκουτεροπούλου, μετά πολλών εικόνων. Τιμάται δραχμάς 9. —
+
+Ο ΓIΑΝΝΗΣ ΠΩΛ ΔΕ ΚΟΚ Εύθυμον μυθιστόρημα κατά μετάφρασιν εκ του
+Γαλλικού υπό Κλεάνθους Τριανταφύλλου σχ. 8ον σελ. 424 Τιμάται δρ.
+5 —
+
+Η ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟ ΧΑΡΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ Εύθυμον μυθιστόρημα μετάφρασις εκ
+του γαλλικού σχ. 8ον δρ. 3 —
+
+Η ΚΥΡΙΑ ΜΕ ΤΑΣ ΚΑΜΕΛΙΑΣ υπό Αλ. Δουμά, υιού, Μυθιστόρημα ερωτικόν
+και δραματικόν σχ. 8ον δρ. 3. —
+
+ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΓΑΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΦΥΦΤΥ ΤΟΥ υπό Μικέ
+Σαντίδου. Σύγχρονος και αποκαλυπτική Αθηναϊκή μυθιστορία, γεμάτη
+από περίεργα επεισόδια, και ερωτικά σκάνδαλα. Μετά πολλών
+καλιτεχνικών εικόνων, σελ. 1550. Τιμάται δραχ. 12. —
+
+ΚΑΤΟΧΗ Ιστορικόν Μυθιστόρημα υπό Γερασίμου Βώκου μετά πολλών
+εικόνων σχ. 8ον σελ. 408. Τιμάται δρ. 3. —
+
+Η ΣΤΑΥΡΟΜΑΝΑ ΚΑΙ Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ ΣΠΑΝΟΣ Πρωτότυπον Ελληνικόν
+Ειδυλλιακόν Μυθιστόρημα, υπό Ιωάννου Σκουτεροπούλου. Ληστείαι,
+Έρωτες τραγικοί και αιματοβαφείς σχ. 8ον σελ. 1200. Τιμάται δραχμ.
+10. —
+
+
+
+1) Οι Περσάνοι πιστεύουν ότι το δακτυλίδι του Σολομώντος έχει
+
+
+
+
+
+End of Project Gutenberg's Arabian Nights, Volume 3, by Dervish Abu Bekr
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ARABIAN NIGHTS, VOLUME 3 ***
+
+***** This file should be named 36688-0.txt or 36688-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/6/6/8/36688/
+
+Produced by Sophia Canoni
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20110710-36688-0.zip b/old/20110710-36688-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..d851c5f
--- /dev/null
+++ b/old/20110710-36688-0.zip
Binary files differ