summaryrefslogtreecommitdiff
diff options
context:
space:
mode:
-rw-r--r--.gitattributes3
-rw-r--r--37868-0.txt14603
-rw-r--r--37868-0.zipbin0 -> 359794 bytes
-rw-r--r--37868-h.zipbin0 -> 395119 bytes
-rw-r--r--37868-h/37868-h.htm13291
-rw-r--r--37868-h/images/1stpage.jpgbin0 -> 28047 bytes
-rw-r--r--LICENSE.txt11
-rw-r--r--README.md2
-rw-r--r--old/20111027-37868-0.txt14603
-rw-r--r--old/20111027-37868-0.zipbin0 -> 359854 bytes
10 files changed, 42513 insertions, 0 deletions
diff --git a/.gitattributes b/.gitattributes
new file mode 100644
index 0000000..6833f05
--- /dev/null
+++ b/.gitattributes
@@ -0,0 +1,3 @@
+* text=auto
+*.txt text
+*.md text
diff --git a/37868-0.txt b/37868-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..54f7f68
--- /dev/null
+++ b/37868-0.txt
@@ -0,0 +1,14603 @@
+The Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Analecta Volume 1
+ Short stories - social images and studies
+
+Author: Angelos Vlahos
+
+Release Date: May 8, 2012 [EBook #37868]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold
+words are included in &, while words in italics in _. Footnotes
+have been transferred at the end of the book. The book consists
+of 424 pages. Pages 223-233, part of "Πρώην και νυν Αθήναι" -
+"Αθηναϊκαί επιστολαί" are missing.
+
+Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα.
+Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &, ενώ λέξεις με πλάγιους
+σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος
+του βιβλίου. Το βιβλίο έχει 424 σελίδες. Οι σελίδες 223-233,
+μέρος τψν "Πρώην και νυν Αθήναι" - "Αθηναϊκαί επιστολαί",
+λείπουν.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+
+ΣΥΛΛΟΓΗ
+ΕΚΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ ΤΕ ΕΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΚΑΙ
+ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
+
+ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ.
+
+ΣΠ. ΒΑΣΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.),
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, + Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π.
+ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ (καθ. της φιλ.),
+ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ. ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ
+(δ. φ.), Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), + Ι. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
+(καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ.
+ΠΟΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΥ (δ. φ.), Ε. ΡΟΪΔΟΥ
+(δ. ν.), Σ. Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΥ
+(διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (γυμνασιάρχ.), ΧΡ ΤΣΟΥΝΤΑ
+(εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ.), Γ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω
+Πανεπ.) και άλλων λογίων
+
+ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ
+ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10.
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+
+Α Ν Α Λ Ε Κ Τ Α
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ
+1901
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+ΑΝΑΛΕΚΤΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+1901
+
+
+
+
+
+Τα εν τη διτόμω ταύτη συναγωγή αναλεχθέντα πεζογραφήματα
+κατεχωρίσθησαν το πρώτον τα πλείστα, από τριακονταετίας ήδη και
+πλέον, εις περιοδικά φύλλα, εφημερίδας και ημερολόγια, άλλα μεν
+ως αυθόρμητα προϊόντα λογοτεχνικής διαθέσεως ή παρατηρήσεως, άλλα
+δε ως υπαγορεύσεις καιρικών περιστάσεων ή γεγονότων, ων
+διατηρούσιν ίσως έτι την μνήμην οι πλείστοι των αναγνωστών.
+
+Αν δε η εν σώματι αναδημοσίευσις αυτών φανή πως ευπρόσδεκτος, ως
+ελπίζει ο γράψας, ου μόνον εις τους παλαιούς των γνωρίμους, αλλά
+και εις τους οπωςδήποτε περιέργους προς τα παλαιότερα προϊόντα
+της συγχρόνου ελληνικής λογοτεχνίας, ας αποδώσωσι και ούτοι και
+εκείνοι την χάριν εις τον φιλόμουσον χορηγόν της Βιβλιοθήκης
+ταύτης, τον προθύμως παράσχοντα την ξενίαν της υψιδόμου του
+στέγης εις τα από τοσούτου χρόνου ανεμοφόρητα και περιπλάνητα
+ταύτα φύλλα.
+
+Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους,
+αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας
+επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών
+υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε
+τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της
+αληθείας. Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη
+λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτων
+ — ως υπ' αυτό σημειούται — είδε κατά πρώτον το φως, μήτε να
+παραβάλωσιν εικόνας καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως
+κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα της σήμερον. Αν αι εικόνες
+αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν όμως πάσαι, —
+τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψας — εξ ηρέμου και απαθούς
+παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι
+διατηρούσιν έτι εν τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα,
+εις α αι προκείμεναι σελίδες αναφέρονται. Αν δε υπό την
+παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και τις βαρυθυμία, δεν
+είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και σήμερον
+έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας,
+πηγήν της δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.
+
+Εν Αθήναις, κατά Μάρτιον, 1901
+
+ Α. Β.
+
+
+
+ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
+
+
+
+Έρως και Ψυχή..................................... σελ. 1
+Λαυριακής μετοχής απομνημονεύματα................... » 29
+Εσπερίς του Κ. Σουσαμάκη............................ » 62
+Καθολική μυστική διά σφαιριδίων ψηφοφορία εν Αφρική. » 80
+Το ενθύμημα του Μιμίκου............................. » 102
+Ο πρώτος λαχνός..................................... » 119
+Τα χρήματα ......................................... » 148
+Υιός εκ πατρός .... ................................ » 171
+Το δώρον της θείας.................................. » 188
+Η μπογάτσα ......................................... » 198
+Ο επτάψυχος γάτος................................... » 203
+Πρώην και νυν Αθήναι................................ » 208
+Αθηναϊκαί επιστολαί (Α'.-Κ'.)....................... » 231
+Πτωχεία και πλούτος................................. » 333
+Ελληνική ανυπομονησία............................... » 344
+Άρτος πιτυρίτης..................................... » 355
+Φιλέλληνες και μισέλληνες........................... » 368
+Συρμός ή πολιτισμός;................................ » 388
+Το συμπόσιον των σκύλων............................. » 396
+Τα εμπορικά και αι κυρίαι........................... » 400
+Ανά τας οδούς των Αθηνών............................ » 406
+Οι τραγουδισταί των οδών............................ » 413
+Η Κυρία δέχεται..................................... » 419
+
+
+
+ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ (1)
+
+ (ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)
+
+
+
+ «Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».
+
+ (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)
+
+Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα
+ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν
+ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι;
+Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας,
+τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων
+περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως
+τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της
+θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους
+εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου
+καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα
+στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον
+μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;
+
+Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ
+έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο
+βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες
+βεβαίως και συ — απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας,
+πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την
+κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την
+παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να
+ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα
+πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ'
+αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την
+ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός
+εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της
+παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα
+της υποχωρήσεως.
+
+Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον
+ηδυνάμην τους οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί
+νυσταγμού συκοφαντίας της μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως
+πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν, ανέμενον άπληστος να
+καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να ακουσθή τέλος το
+πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.
+
+Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και
+ζωηρά εις των αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των
+πρώτων εκείνων εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και
+συγκινήσεων, το σβεννύμενον βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του
+χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς των· το κατ' εμέ, όσον
+και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του Δουμά, του
+Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας
+ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους,
+όσον σίκερα και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν
+περιπλάνησιν, δεν απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την
+γλυκύτητα της παιδικής μου μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου
+παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της πρώτης εκείνης αφηγήσεως της
+μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου βαθύ και ανεξίτηλον
+το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα καιρόν».
+
+Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα
+παλαιόν, παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το
+ένδυμα της εποχής, να του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή
+κόρυμβον εντός δικτυωτού κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς
+ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας
+δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού, καθ' έν και μόνον
+όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και αρχίζω
+ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.
+
+Α'.
+
+Μίαν φοράν — λοιπόν — και ένα καιρόν ήτο είς βασιλεύς και μία
+βασίλισσα εις μίαν πολιτείαν του παλαιού κόσμου, μικράν,
+εννοείται, αδιάφορον δε ποίαν, καθότι τότε εβασιλεύοντο πολύ
+πλείονες πόλεις ή σήμερον, και έκαστον σχεδόν πλέθρον γης είχε
+και ένα σκηπτούχον άρχοντα. Οι βασιλείς ούτοι είχον τρεις
+βασιλοπούλας χαριεστάτας και πολυφέρνους, ως ήθελε γράψει σήμερον
+αθηναϊκή τις εφημερίς, αναγγέλλουσα τους αρραβώνας ή τους γάμους
+των. Και αι μεν δύο εξ αυτών, αι πρεσβύτεραι, ωραίαι και πλούσιαι
+νύμφαι ως ήσαν, εζητήθησαν ταχέως εις γάμον, και ηυξήθησαν από
+βασιλοπαίδων βασίλισσαι. Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή
+ήτο κάλλος υπέρ θνητήν· κάλλος εξ εκείνων, άτινα καταπλήττουσι το
+βλέμμα και αποθαρρύνουσι τον πόθον, αντί δε να εμπνεύσωσιν έρωτα
+επιβάλλουσι θαυμασμόν και υπαγορεύουσιν άφωνον λατρείαν. Όσοι την
+έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι
+μόνον να την αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον
+την γενναιότητα να ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να
+ανίδωσι προς το υπερήφανον αυτής μέτωπον. Την ελάτρευον λοιπόν,
+την εσέβοντο, την εφοβούντο σχεδόν, ως ελάτρευον και εφοβούντο
+την απειροπληθή χορείαν του Ολύμπου των, πολλοί δε μάλιστα, οι
+δεισιδαιμονέστεροι, και υπέθετον, ότι η ωραία Ψυχή — όπως
+εκαλείτο η ηρωίς μου — δεν ήτο θνητόν θνητής γέννημα, αλλά θείας
+υπάρξεως μεταμόρφωσις, έμψυχος ενσωμάτωσις της θεάς του κάλλους,
+γήινη ανάπλασις της ουρανίας Αφροδίτης. Επειδή δε οι άνθρωποι
+τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των σημερινών και επομένως λίαν
+δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις
+γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα περίχωρα, και εκ
+των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός της
+Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσαν — και δεν ήσαν πολύ μεγάλα, — δεν
+εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες
+αθρόοι προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους
+βωμούς της αοράτου θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου
+ενσαρκώσεώς της.
+
+Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη,
+δύο μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και
+την αληθή θεάν Αφροδίτην. Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει
+εννοήσει πας πατήρ, ούτινος η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την
+ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως λέγομεν
+σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα·
+της θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή,
+ήτις, συνειθισμένη εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης
+το θυμιατήριον στρεφόμενον προς νέαν θεότητα. Εσκέφθησαν λοιπόν
+φυσικώς και οι δύο, χωρίς διόλου μεταξύ των να συνεννοηθώσι, πώς
+ήτο δυνατόν να απαλλαγώσι της οχληράς εκείνης υπάρξεως, η δε
+δυστυχής κόρη ευρέθη συγχρόνως, χωρίς καν να το υποπτεύη,
+αντικείμενον διπλής επιβουλής.
+
+Και η μεν θεά, άμα συλλογισθείσα, εύρεν αμέσως και το μέσον της
+εκδικήσεως. Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο
+ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το
+καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς
+της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς,
+και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του,
+των έργων του και των ασχολιών του — προς μεγίστην εκείνου
+έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή
+επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματα — τον
+εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της
+πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν. Τον παρεκάλεσε να
+εμφυσήση εις την καρδίαν της τολμηράς θνητής, ήτις ετόλμα να
+σφετερίζεται την λατρείαν της, σφοδρόν και ακαταμάχητον πάθος
+προς τον έσχατον των θνητών, ούτως ώστε η ως θεά υπό πάντων
+λατρευομένη να προσφέρη της ιδίας της αγάπης την λατρείαν εις τον
+ελάχιστον υπαλληλίσκον του πατρικού της βασιλείου, και αντί
+πλουσίου μεγαλεμπόρου της Αλεξανδρείας, ή θυσανοφόρου αξιωματικού
+ή ισχυρού βουληφόρου ή σοφού επιστήμονος, να επιθυμήση ως σύζυγόν
+της γραμματέα τινα ειρηνοδικείου ή τελωνοσταθμάρχην,
+δημοδιδάσκαλόν τινα τρίτης τάξεως ή γυρολόγον ή και χειρώνακτα. Ο
+Έρως, μη δυνάμενος να αντιστή εις την γοητείαν των δακρυσμένων
+οφθαλμών της μητρός του, και πρόσφατον έτι έχων την γεύσιν των
+φιλημάτων της, υπεσχέθη πρόθυμος ό,τι του εζητήθη, και ανεχώρησε
+συλλογιζόμενος, ότι η άγνωστος εκείνη της μητρός του εχθρά θα ήτο
+βεβαίως πολύ, παραπολύ ωραία, ίνα κινήση τόσον την ζηλοτυπίαν της
+αγαθής του μητρός, και ότι αφεύκτως έπρεπε να την ίδη.
+
+Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον
+μυστικήν οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου
+του, μήτε γνωρίζων πού αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη
+τότε εις τους αμηχανούντας οδόν, επορεύθη τουτέστι προς τον
+Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς εξοικονόμησιν των
+επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και
+έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την
+τύχην των. Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του
+Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν
+όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος
+έλειπεν. Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός εξετέλει
+απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει
+την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων
+σπουδαίας άλλας ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά
+του και ο σκοπός της ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν. Ο
+θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον
+και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του,
+και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την
+επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν
+εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο
+προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.
+
+Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος την εσπέραν εκείνην εις
+συμπόσιον των θεών. Νέος Θεός, ο υιός της Αλκμήνης και ουχί του
+συζύγου της Αμφιτρύωνος, αλλά του Διός, ο Ηρακλής, έμελλε να
+εισαχθή εις την χορείαν των Ολυμπίων, νομιμοποιούμενος δι'
+αναγνωρίσεως υπό του πατρός αυτού.
+
+Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή εις τους θεούς του
+Ολύμπου. Ο Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος εις την γην, ίνα
+προμηθευθή κωπαίας εγχέλεις και κλαζομένειον οίνον — διότι η
+επιούσιος αμβροσία και το καθημερινόν νέκταρ δεν εκρίθησαν
+αρμόζοντα εις το έκτακτον της περιστάσεως, κομψά δε και
+καλλιγραφημένα υπό της Ήβης προσκλητήρια είχον διανεμηθή προ μιας
+ήδη εβδομάδος εις τους παλαιούς θεούς. Ο Απόλλων επομένως δεν
+ηδύνατο να λείψη, και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να
+λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός την εκ της προσωρινής
+απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν. Φύσει δε γυναικάρεσκος ων και
+ερωτύλος, εκάθισε πλησίον της Αφροδίτης και ήρχισε να ερωτολογή
+μετ' αυτής, προς μέγαν σκανδαλισμόν του συζύγου της Ηφαίστου και
+του εραστού της Άρεως, και να την διασκεδάζη, αφηγούμενος παν από
+της γης σκανδαλώδες καινολόγημα και πάσαν κακόγλωσσον τερθρείαν
+των πελατών του μαντείου του. Ούτω δε μεταξύ άλλων κατεπρόδωκε
+και την πρόσφατον αίτησίν του πατρός της Ψυχής. Την αγανάκτησιν,
+ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν
+αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν
+η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία
+ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της
+περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις
+ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα
+του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν.
+Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά του γλυκυτάτου
+μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε τον
+θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι
+απαισιώτερον περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του,
+και να είπη προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της
+κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν εις αυτόν η δυσοίωνος
+κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων. Ο δε χαρτόμαντις
+θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της
+συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς
+πολύ ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του
+πελάται, υπεσχέθη το ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την
+επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και
+έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του. «Τέρας, είπεν εις αυτόν,
+αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου. Στόλισέ την ως
+νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την
+ζητήση ο νυμφίος της.»
+
+Β'.
+
+Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου, δεσπόζοντος πυκνοτάτου δάσους,
+κατάκειται την επομένην εσπέραν λιπόθυμος και λυσιπλόκαμος η
+Ψυχή, ενδεδυμένη την νυμφικήν της στολήν.
+
+Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης
+νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά
+μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και
+βράχους και κοιλάδας. Η εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν
+της ημέρας, αι διψώσαι κάλυκες των μηκώνων εγείρουσι τας πορφυράς
+των κεφαλάς, τα δειλινά διαστέλλουσι τα κλεισμένα των χείλη προς
+το φίλημα της νυκτός, και η αναψύχουσα του δάσους πνοή φαιδρύνει
+την λάλον αηδόνα, προσαγορεύουσαν τους διά μέσου του φυλλώματος
+σπινθηρίζοντας αστέρας. Είνε μαγική αληθώς εσπέρα, εσπέρα ανταξία
+ζωής ολοκλήρου, εσπέρα εξ εκείνων, τας οποίας τοσάκις
+απολαμβάνομεν ημείς οι εν Αθήναις, χωρίς να τας εκτιμώμεν, και
+τοσάκις ποθούμεν επί ξένης, χωρίς να τας έχωμεν. Ομοιάζομεν κατά
+τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν
+εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην
+εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην
+επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες. Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο
+η ατυχής κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις
+της, τι ηδύνατο να αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της;
+Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του
+διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν το πρίσμα ήνε αμαυρόν,
+άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή θάλπει.
+Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν, ότε εις νυκτερινόν ψύχος
+μεταβληθείσα η εσπερινή δρόσος αφύπνισε τας κοιμωμένας αισθήσεις
+της. Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους
+της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν
+και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της τύχην, ανέπλασεν
+εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω
+θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν
+μαγείαν της φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς. Έρριψε
+μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και
+τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον
+γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε
+τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και
+η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.
+
+Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος δεν επετρέπετο τότε, και
+ετιμωρείτο φρικτά υπ' αυτού και των άλλων συναδέλφων των θεών,
+αναλόγως της ειδικότητος εκάστου. Ο βασιλεύς εγνώριζε τούτο, αλλ'
+ήτο συνάμα και πατήρ, η δε πατρική του καρδία εδίσταζε να
+υποταχθή εις το απάνθρωπον εκείνο ει και θείον παράγγελμα.
+Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις τα ανάκτορά του· μη αισθανόμενος
+δε ικανήν ψυχικήν δύναμιν, όπως εκτελέση μόνος την παραγγελίαν
+του Απόλλωνος, υπέβαλε τον χρησμόν του Λοξίου εις την σύσκεψιν
+των μυστικοσυμβούλων του, ζητών ενίσχυσιν παρά της αποφάσεως
+αυτών. Ούτοι δε, αφού παρέτριψαν τας χείρας των, και έβηξαν
+ολίγον, και εκυττάχθησαν μεταξύ των, και ουδέν είπον, όπως
+πράττουσι συνήθως οι βασιλικοί σύμβουλοι, οσάκις δεν γνωρίζουσιν
+εκ των προτέρων τας διαθέσεις του υψηλού αυτών κυρίου, έκυψαν
+κύκλω τας κεφαλάς, ως ει εβάρυνεν επ' αυτών ο χρησμός τον θεού,
+και μόνον της πολυτίμου σιωπής των την βοήθειαν παρέσχον εις τον
+βασιλέα των. Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως
+έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν
+των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν
+εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα.
+
+
+Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε
+κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και
+απεκοιμήθη. Ωραίον όνειρον ήλθε τότε να αναπτερώση την
+καταπεπονημένην αυτής φαντασίαν και να γλυκάνη την πικρίαν της
+καρδίας της. Είδε καθ' ύπνους, ότι ευώδης και δροσερά ζεφύρου
+πνοή ανύψωσεν αυτήν υπέρ την γην και την έφερεν εναέριον·
+ησθάνετο εαυτήν ελαφράν ως πτερόν και τα στήθη της τα βεβαρημένα
+διεστέλλοντο ως πέπλος κυματίζων. Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί
+των πτερύγων της αύρας, υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν
+της δρυμούς και βουνά, δεν ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν
+ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν. Υψώθη ούτω υπέρ τα
+σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες έφευγον
+όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό
+του εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα. Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε,
+και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν,
+ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν
+ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον,
+αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου
+καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της. Ανεξήγητος τρόμος και
+αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα
+τάρταρα, ότι εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να
+φωνάξη, ίνα καλέση βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον
+λάρυγγά της, τα χείλη της εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος
+ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η φοβερά εκείνη κατάβασις
+είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής πνοήν.
+Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα
+χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν.
+
+Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την
+περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία
+ηπλούτο περί αυτήν. Θα υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το
+όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν ησθάνετο τους οφθαλμούς
+της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν
+αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον
+εν υπαίθρω, ουδέ κατέκειτο επί βράχων. Δεν έβλεπε πλέον αστέρας
+άνωθέν της, δεν ήκουε της αηδόνος το κελάδημα, ούτε ησθάνετο
+πλέον την δρόσον του δάσους και την πνοήν του ζεφύρου επί των
+παρειών της. Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή χλιαρά και
+μυρίπνους ατμοσφαίρα δωματίου, την προ μικρού πετρώδη κοίτην της
+είχεν αντικαταστήσει μαλακή πτιλώδης κλίνη, το δε αστερόφωτον
+λυκόφως του ουρανού και αι μελαναί του δάσους σκιαί είχον
+μεταβληθη εις εντελή και μονότονον σκοτίαν, ήτις την ετρόμαζεν,
+ως μας τρομάζει το άγνωστον και ακατάληπτον. Πώς μετήλλαξεν
+αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε καθ' ύπνους; πώς
+αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν
+διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην
+κατεπόνει τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της
+ψυχής της η Ψυχή. Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις
+εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη
+εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του μυστηριώδους εκείνου και
+ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των χειλέων της, ότε
+δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και πάλιν τα
+χείλη. Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση
+καν να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον
+φίλημα, και αμέσως άλλο, και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών
+εχύθη επί του προσώπου της, και ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό
+την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως δε νέα και σφριγώσα αγκάλη
+περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι βόστρυχοι κόμης
+μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της. Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν,
+αλλά θερμά χείλη της έφραξαν και πάλιν το στόμα· επρότεινε τους
+ασθενείς της βραχίονας, ίν' αποδιώξη τον βαρύνοντα επ' αυτής
+εφιάλτην, αλλ' αι χείρες της απήντησαν νέον και θερμόν σώμα
+κατακείμενον παρά το πλευρόν της· ηγωνίσθη να αποσπασθή της
+φλογεράς εκείνης αγκάλης, αλλ' η αγκάλη εσφίγχθη στενότερον περί
+τα στήθη της.
+
+Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά των ηλιακών ακτίνων; πότε
+αντέστη ο πάγος κατά του πυρός ; πότε αντηγωνίσθησαν αι νιφάδες
+της νυκτερινής πάχνης κατά του θάλπους ημέρας θερινής; Η αθώα μου
+ηρωίς ταχέως εννόησεν, ότι μάτην ανθίστατο. Αι δυνάμεις της
+ελύθησαν υπό άρρητον αίσθημα μακαριότητος, και της εφάνη ότι
+απέθνησκε θάνατον γλυκύν, γλυκύτερον πάσης ζωής.
+
+Γ'.
+
+Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον.
+
+Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας;
+ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε.
+
+Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα
+της, και ότι ήτο μόνη.
+
+Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα,
+απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.
+Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν τους καταγράφους και
+επιχρύσους τοίχους· η οροφή, τετεχνημένη φιλοκάλως εξ ορυκτής
+υέλου, εμάρμαιρε πυρουμένη υπό των πρωινών ακτίνων, το δε εκ
+ποικίλου ψηφιδωτού δάπεδον έστιλβεν ως κάτοπτρον. Αυλαίαι
+βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες
+σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και
+τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον
+ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και
+ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και
+φιλοκαλίας. Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της
+κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς
+εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως
+οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της
+λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν
+υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ
+λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν
+έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.
+
+Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί
+αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως
+προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου.
+
+Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως
+παιδίον. Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να
+περιτρέχη τον περίκοσμον αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα
+γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων τας γραφάς, οτέ δε
+θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και πού μεν
+κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά
+κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ
+πτερών ταώ ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.
+
+Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ
+ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει
+αυτήν τα κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου. Ήτο αληθώς τόσον ωραία;
+είπε καθ' εαυτήν· ήτο άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό
+του κατόπτρου αντανακλωμένη μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις
+ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη ότι ήσαν πάντα τα από της
+χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η περικαλλής εκείνη
+του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον, είδωλον άρα
+φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; —
+Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από
+της θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της
+ξένον, θα εννοήση ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως
+όμως πάσα μου αναγνώστρια· και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή
+διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια της Ψυχής, από απορίας εις
+απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν έπρεπεν ίσως ν'
+αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον παράδοξον
+σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.
+
+Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την
+αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα;
+πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν
+ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν
+η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και
+αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος. Μη δυνηθείσα όμως, όσον
+και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις
+τα ίδια αυτής ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον,
+ούτινος μικρόν βεβαίως μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ
+ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που κρυπτόμενον τον δραπέτην.
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν μετά το άλλο
+τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα. Λαμπρότης
+και πολυτέλεια πανταχού, γραφαί και αγάλματα, τάπητες και
+αυλαίαι, τράπεζαι και κλιντήρες εις όλους τους θαλάμους και τας
+αιθούσας, αλλ' ουδαμού ψυχή γεννητής το παραδοξότερον δε πάντων
+ήτο, ότι όπου και αν διευθύνετο, ουδεμίαν εύρισκεν έξοδον, το δε
+πλανώμενον βήμα της επανέφερεν αυτήν πάντοτε εις τον αρχικόν της
+κοιτώνα, και τρεπόμενον εκείθεν εις άλλην διεύθυνσιν, εκεί πάλιν
+μετ' ολίγον επανήρχετο. Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές
+μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου εκείνου
+ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της,
+και κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον. Ίσως όμως και
+πεζότερόν τι αίσθημα ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως
+παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου, σημαίνοντες την κοινοτάτην
+των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην επί τους
+οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε
+πιθανώτερον, όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του
+παρακειμένου δωματίου, εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την
+εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου. Έδραμεν η Ψυχή εκεί,
+και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα
+επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.
+
+Μετά τούτο . . . — πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον αναγνώστην,
+να μάθη πώς διήγαγε την επίλοιπον ημέραν η νεάνις, ποσάκις
+περιήλθε και πάλιν την μαγικήν αυτής κατοικίαν, ποσάκις
+εσταμάτησε προ του κατόπτρου διευθετούσα την κόμην της, και
+ποσάκις ήλλαξε στολήν, αντλούσα από των αφθόνων ιματιοθηκών του
+μεγάρου, τας οποίας ανεκάλυψε κατά τας επανειλημμένας αυτής
+εκδρομάς;
+
+Ότε η εσπερινή αμφιλύκη ήρχισε να περιλούη διά των ελαφρών και
+αβεβαίων της ατμών τας κορυφάς των ορέων και τα υψίκομα δένδρα
+του δρυμού, οι δε αστέρες να σπινθηρίζωσι μεμονωμένοι και αραιοί
+εις τον αμαυρούμενον ουρανόν, ο κοιτών της Ψυχής ήρχισε
+πληρούμενος σκότους, η δε καρδία αυτής αορίστου τινός
+συναισθήματος, μετέχοντος τρόμου συνάμα και προσδοκίας. Το στήθος
+της συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η
+καρδία της οτέ μεν εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως
+τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον
+αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ' ολίγον δε πάλιν
+φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και
+εψύχραινε τους κροτάφους της. Καθημένη παρά την θυρίδα του
+θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί
+τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο
+ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το
+κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός. Προσήλου το βλέμμα της εις
+πάσαν ατραπόν, έτεινε τω ους αυτής προς τον αμυδρότατον ήχον, και
+πας κρότος τη εφαίνετο κρότος βημάτων, πάσα σκιά υπεδύετο το
+σχήμα ανθρωπίνου αναστήματος. Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο
+μυστηριώδης εκείνος ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η
+θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο·
+αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός
+ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε
+εξόδους.
+
+Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων
+συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής
+ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να
+διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός. Έν
+μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας κορυφάς των
+υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός και
+την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος
+φυλλώματος. Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν
+και είδε τον κοιτώνα της κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί,
+αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς,
+πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε
+τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή
+ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των
+αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να
+μαντεύση προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και
+ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος
+εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την
+κλίνην της.
+
+Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη
+πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν
+της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η
+Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της
+έκλεισε το στόμα.
+
+Δ'.
+
+Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων
+άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι
+προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν
+ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά
+πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός
+της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ'
+εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν
+να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.
+
+Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο
+το έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής
+όχι μόνον δεν εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά
+και αυστηρώς της απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού·
+προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος δυσαναλόγου προς την παιδικήν
+κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως ιστός αράχνης η
+ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως πνοή,
+διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το
+σκότος και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και
+μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι
+γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.
+
+ — Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι.
+Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου,
+και μη θέλης άλλο περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν
+μας να μάθης το όνομά μου; Κατ' ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την
+καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον έρωτά μου. Θα την
+καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το πρόσωπόν
+μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης
+πλέον. Θα θρηνήσης τότε τον χωρισμόν μας, θα χύσης πικρά
+μετανοίας δάκρυα, αλλά η όψιμός σου μετάνοια δεν θα σε ωφελήση·
+το γνωστόν δεν γίνεται πλέον άγνωστον. Αγάπα με λοιπόν, Ψυχή μου,
+ως σε αγαπώ, αλλ' αγνόει ποίον αγαπάς. Δεν θα γείνη θερμοτέρα η
+αγκάλη μας, αν με γνωρίσης, ούτε τα φιλήματά μας θα γείνουν
+γλυκύτερα. Μη ζητής να ανακαλύψης ό,τι και συ πρέπει να αγνοής
+και οι εχθροί μας να μη γνωρίζωσιν. Άφησε, αγάπη μου, να διαρρέη
+τοιουτοτρόπως άγνωστος και μυστική η αγάπη μας, ως δροσερόν
+μικρόν ρυάκιον, ψιθυρίζον μυστικά υπό τα πράσινα χόρτα· μη
+επιθυμής να αποκαλύψης το μυστικόν του ρείθρου εις τας καυστικάς
+ακτίνας του ηλίου, αι οποία θα το απορροφήσωσι και θα το
+ξηράνωσι. Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις
+είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την
+υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της
+ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας.
+
+Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις
+διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η
+νεαρά νύμφη. Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί
+σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των
+διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς. Αλλ' η
+υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και
+ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή
+η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα
+θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους
+ξένου. Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους του, και προσεπάθησε να
+δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως εγκρίνη απαθώς και την
+ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.
+
+Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις
+εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και
+αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία,
+διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω
+και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις
+τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην
+κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω
+τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του
+οποίου να επέσυρα την έχθραν. Και διατί άραγε θα καταστρέψουν οι
+άγνωστοι αυτοί εχθροί μου την ευτυχίαν μου, αν μάθω εγώ εις τίνα
+την χρεωστώ, αν γνωρίσω ποίον είνε το μυστηριώδες αυτό ον, του
+οποίου με θερμαίνουσι πάσαν νύκτα αι αγκάλαι ; Διατί δεν μου λύει
+το αίνιγμα, αφού θέλει να το σεβασθώ ; . . Όχι· δεν είν' αλήθεια
+όσα μ' έλεγε, αλλά μόνον προφάσεις· ηθέλησε να με φοβήση, διά να
+μη ζητήσω να μάθω τις είνε. Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . .
+αλλά ποίον συμφέρον ; . .
+
+Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος
+αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής
+περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της
+φίλου να μη φωραθή παραβάτις.
+
+Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η
+γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής
+ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του
+σκανδάλου τον πήχυν.
+
+Ε'.
+
+Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του
+εραστού της, απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την
+αυτήν εκείνην νύκτα. Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην
+φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει,
+διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της
+μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ
+της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε
+να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής
+αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον
+μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον
+φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις
+καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη
+παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.
+
+Είπον Έρωτος προ μικρού, ωνόμασα δηλαδή τον μέχρι τούδε και εις
+τον αναγνώστην μου άγνωστον εραστήν της ηρωίδος μου, διότι καιρός
+είνε πλέον να γνωσθή ό,τι και εκείνη μετ' ολίγον θα μάθη. Ο υιός
+της Αφροδίτης, αποφάσισας να γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη
+κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον κάλλος είχεν ανάψει
+τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη μόνος
+εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και
+εγκαταλελειμμένην νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών
+υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά μιας υπό πόθου. Ανήρπασεν αυτήν επί
+των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή μήτε της μητρός του την
+ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του επακόλουθα,
+και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον,
+όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης,
+κρύπτων τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον
+της νυκτός.
+
+Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης
+ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά
+μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή
+του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του.
+Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η
+αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος·
+αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την
+κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ'
+άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του·
+τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην
+προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς,
+επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον
+ο νεαρός θεός.
+
+Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς της νέας γυναικός ευκόλως
+φαντάζεται ο αναγνώστης, αν έτυχε ποτέ να αναγνώση μυθολογικάς
+περιγραφάς του πτερωτού θεόπαιδος. Το θείον του κάλλους πρότυπον,
+ενσαρκωμένον εις σώμα λευκόν ως αλάβαστρος και απαλόν ως ρόδου
+πέταλον, ανέπνεε σιγά με διεσταλμένα και μειδιώντα χείλη υπό τα
+έκθαμβα όμματα της Ψυχής. Ο ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει τας
+ροδίνας αυτού παρειάς, εφ' ων επήνθει ο χνους της παιδικής
+ηλικίας, η δε ουλόθριξ και ξανθή αυτού κόμη, ηπλωμένη ατάκτως
+περί τον τρυφερόν αυτού τράχηλον, έστιλβε χρυσίζουσα υπό το
+τρέμον φως του προδότου λύχνου· τα πορφυρά του χείλη έφερον έτι
+τον υγρόν τύπον των φιλημάτων της Ψυχής, και προετείνοντο
+άπληστα, ωσεί νέον ποθούντα ασπασμόν. Αι ελαφραί του πτέρυγες,
+συνεσταλμέναι περί τους τορευτούς αυτού ώμους, έτρεμον παλλόμεναι
+υπό της ομαλής του αναπνοής, τα δε τα στήθη του, ροδόλευκα ως
+προφαίνουσα ηώς και μαλακά ως ζύμη νεαρά, εστίζοντο υπό των
+διαφανών μαργαριτών του θείου του ιδρώτος.
+
+Η Ψυχή όμως, — η απερίσκεπτος και περίεργος Ψυχή δεν επρόφθασε να
+παρατηρήση μήτε να θαυμάση καθ' έν τα κάλλη του εραστού της.
+Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως
+διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου
+αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου
+εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν
+πλέον άλλο είδεν. Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά
+πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της,
+σκότος βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι
+κατεκυλίετο από ύψους εις βάθος . . . . . .
+
+Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της, φως ηλίου άπλετον κατηύγαζεν, όχι
+πλέον τους καταγράφους τοίχους του μυροβόλου κοιτώνος της, αλλά
+βράχους κύκλω ξηρούς και δάση άγρια, τους αυτούς εκείνους βράχους
+και δρυμούς, ους είχεν εμπρός της καθ' ην ημέραν αι άστοργοι του
+πατρός της χείρες είχον εκθέσει αυτήν εις βοράν των θηρίων.
+
+Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και μαγικού αυτής παρελθόντος
+διέδραμεν ως αστραπή την φαντασίαν της, και υπέθεσε προς στιγμήν,
+ότι από γοητευτικού ονείρου αφύπνωσεν αποτόμως εις την φοβεράν
+πραγματικότητα. Αλλ' η μνήμη αυτής έγεινε κατ' ολίγον ηρεμωτέρα,
+αι λεπτομέρειαι της αποπτάσης ευτυχίας επανήλθον όλαι εις την
+διάνοιάν της, και το μέγεθος της αμαρτίας αυτής περιέσφιγξεν ως
+διά σιδηρού κλοιού την καρδίαν της. Τα ενθυμήθη όλα, και ανελύθη
+εις δάκρυα πικρά. Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε
+και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους,
+όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την
+ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς
+αυτής οι μυχοί του δάσους. Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς
+κανείς να τα σπογγίση, και οι στεναγμοί της εξήχησαν χωρίς να
+ακουσθώσι, μόνη δε η απελπισία ήλθε και εκάθισε σύντροφος αυτής
+παρά το πλευρόν της. Αλλ' όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει την
+ψυχήν και παραλύει την δράσιν ημών επί τη κενή προσδοκία της
+ευτυχίας, η απόγνωσις δε τουναντίον κεντρίζει και ζωογονεί εις
+έσχατον αγώνα πάσας ημών τας δυνάμεις, όπως ο ναυαγός αισθάνεται
+πολλαπλάσιον το ψυχικόν αυτού σθένος και τα νεύρα του εντεινόμενα
+ως χαλύβδινα, και κολυμβά εν τη απελπισία του όσον διάστημα ουδέ
+να φαντασθή ήθελεν άλλως τολμήσει, ούτω και τώρα η παντελής
+απόγνωσις ανεπτέρωσε τας δυνάμεις της Ψυχής και εξήγειρε την
+κατάκοπον διάνοιάν της, η δε αναζήτησις του απολεσθέντος εραστού
+υπήρξε το μόνον φωτεινόν σημείον, εις ο ητένισαν μετά πόθου τα
+αναλάμψαντα ψυχικά της όμματα.
+
+Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να
+καταφύγη εις των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε
+πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον, ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις
+αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την στέρησιν. Ήθελε τον
+απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον ξένον, τον
+γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ'
+αυτού.
+
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και ακάματον διέβη το βήμα της
+βουνούς και κοιλάδας.
+
+Ας την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν πλανωμένην εική δι' αγνώστων
+οδών, ερωτώσαν ανά πάσαν τρίοδον περί του δραπέτου, και
+εκπλήττουσαν τους διαβάτας διά της αλλοκότου περιγραφής του, την
+οποίαν ήντλει από των προσφάτων αυτής αναμνήσεων, και ας
+παρακολουθήσωμεν τον Έρωτα.
+
+ΣΤ'.
+
+Νωπόν έτι και δριμύ φέρων εις τον ώμον του το άλγος του καύματος,
+επέταξεν ούτος εις το ενδιαίτημα της μητρός του, και κατεκλίθη
+εις έν ανάκλιντρον του θαλάμου της, αφού παρεκάλεσε πρότερον τον
+γέροντα Ασκληπιόν, εις ον εξεμυστηρεύθη τα πράγματα επί υποσχέσει
+εχεμυθίας, να του δώση πρόσφορον αλοιφήν διά την πληγήν του. Αλλ'
+ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους σημερινούς απογόνους
+του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά
+νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την
+Αφροδίτην. Η δε φιλόστοργος αυτή μήτηρ, αφού πρώτον ηγανάκτησε
+και εφώναξε και επλατάγησεν, αφού προσεποιήθη τα νεύρα της και
+επετίμησε διά πολλών ακόσμων προσφωνήσεων τον παράλυτον — ως τον
+απεκάλεσεν — υιόν της, εκάθισεν όμως έπειτα, ωριμώτερον και
+απαθέστερον σκεφθείσα, παρά το προσκεφάλαιον του νοσούντος τέκνου
+της, φιλόστοργον μεν έχουσα πρόφασιν την μητρικήν αυτής περί της
+θεραπείας του μέριμναν, λόγον δε αληθή της νοσοκομίας της την
+άγρυπνον φρούρησιν του ατιθάσσου μείρακος. Παρέμενε δ' εκεί
+ημέρας πολλάς, ουδέ βήμα αυτού μακρυνομένη, και αφού έτι επουλώθη
+η πληγή του.
+
+Τις οίδε δε πόσον θα παρετείνετο η επίμονος αύτη μητρική
+φιλοστοργία και ο παντελής αποκλεισμός του ασώτου υιού από του
+έξω κόσμου, αν έκτακτόν τι γεγονός δεν ενέβαλλεν εις πειρασμόν
+την φιλαρέσκειαν της θεάς.
+
+Ο Ζευς έδιδε την επαύριον μεγάλην χορευτικήν εσπερίδα επί του
+Ολύμπου, το δε μητρικόν φίλτρον της Αφροδίτης, όσον βαθέως και αν
+συνησθάνετο αύτη την ανάγκην της κοσμικής του επιδείξεως, δεν
+κατώρθωσε να νικήση τας ορχηστικάς των ποδών της διαθέσεις, τόσον
+μάλλον, όσον η των χαρίτων βασιλίς είχεν ήδη υποσχεθή τον πρώτον
+αντίχορον εις τον νέον εραστήν της Απόλλωνα, και κατ' ουδέ να
+λόγον εννόει να λείψη. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Ερμήν να την
+αναπληρώση δι ολίγας ώρας παρά την κλίνην του εν αναρρώσει
+διατελούντος υιού της, και μετέβη εις τον χορόν.
+
+Ο Ερμής, όστις έτρεφε τότε και αυτός εις τα βάθη του θείου του
+στήθους μυστικόν τι και ουχί εντελώς πλατωνικόν αίσθημα προς την
+θεάν του κάλλους, και προσεπάθει παντί τρόπω να υποσκελίση τον
+συνάδελφον θεόν της μαντικής, δεν ηθέλησεν, εννοείται, να
+δυσαρεστήση την Αφροδίτην, έδραξε δε μάλιστα προθύμως την
+ευκαιρίαν να της παράσχη εκδούλευσιν, της οποίας γλυκυτάτην
+ανέπλαττε την αμοιβήν η λογιστική του φαντασία. Μετέβη λοιπόν
+προς τον Έρωτα, ον εύρε καταγινόμενον εις καθαρισμόν και
+ταξινόμησιν των βελών της φαρέτρας του. Μη έχων τι άλλο να κάμη ο
+υγιέστατος εκείνος ασθενής, χασμώμενος εκ πλήξεως, αδημονών διά
+τον αδικαιολόγητον περιορισμόν του, και στενοχωρούμενος υπό της
+αγωνίας αυτού περί της τύχης της ερωμένης του, προσεπάθει να
+απατήση τον καιρόν, και να διασκεδάση την πλήξιν του αναθεωρών
+και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.
+
+Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ'
+εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του
+διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη
+της ελευθερίας. Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα
+ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν
+αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του
+συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο
+να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή
+εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του. Και όχι
+μόνον συνήνεσε, λαβών αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της
+φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα εις αυτόν και να τον συνδράμη
+εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του. Ήτο δε πολύτιμος
+αληθώς η συνδρομή του επί γης ως επί το πολύ διατρίβοντος και
+περί τα γήινα τυρβάζοντος αλήτου θεού, του επισήμου προστάτου
+πάσης κλοπής και οιασδήποτε λαθρεμπορίας, του ανεγνωρισμένου
+ερωτικού ταχυδρόμου του θείου αυτού πατρός.
+
+Ούτω δε φαιδροί αμφότεροι και κατευχαριστημένοι εγκατέλειψαν μετά
+μικρόν της Αφροδίτης τα δώματα και κατέβησαν εναέριοι εις την
+γην.
+
+Ζ'.
+
+Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν,
+περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω,
+πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το
+θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο
+αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον
+οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος
+θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών
+εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους
+υπό την νυμφικήν της στολήν.
+
+Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος
+όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς
+και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα
+επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η
+Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο
+Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν
+του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν,
+αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του
+όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.
+
+Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του
+παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως
+θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και
+γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, — ως γονυπετούσι σήμερον
+επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν
+αυτούς ερασταί, — ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν
+προετοιμάσει.
+
+Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω
+την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την
+ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά
+καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού
+ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και προστασίαν, ή εις τους υψηλούς
+πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα ευκαιρίαν να
+επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος
+και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και
+μόλις προ ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του
+καλού μου φίλου Ερμού, κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την
+ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην φυλακισμένος, και φυλακισμένος
+υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην θνητής αξίας θεών κατά
+το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου
+αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν
+αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον — διά να μη είπω θεούς — ως
+τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων;
+Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι
+να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά
+του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .
+
+ — Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο
+Ζευς.
+
+ — Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού
+έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ
+μου, ήτις τόσον πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και
+της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν αυτή πρώτη να δίδη το καλόν
+παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των επί γης γυναικών
+διά των σκανδάλων . . .
+
+ — Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ;
+λέγε σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.
+
+ — Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την
+Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή
+και να με καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε
+αυτή κυρία της καρδίας της, και . . .
+
+ — Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς
+λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;
+
+ — Αν την αγαπώ! . .
+
+ — Την νυμφεύεσαι;
+
+ — Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους
+οφθαλμούς.
+
+ — Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και
+τους ηυλόγησε.
+
+Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η
+Ψυχή αθάνατος.
+
+
+
+ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
+ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (2)
+
+
+
+Ι.
+
+Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν
+εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και
+κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της
+τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας
+αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου
+εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι
+επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της
+ημέρας.
+
+ΙΙ.
+
+Την επομένην πρωίαν θόρυβος ηκούσθη μέγας και ταραχή έξωθεν του
+δωματίου.
+
+Πάταγος ανθρώπων συνωθουμένων, βήματα βαρέα, υφ' ων την ορμητικήν
+πίεσιν έτριζε το γηραιόν πάτωμα της αιθούσης, φωναί ανάμικτοι και
+εξηγριωμέναι, γογγυσμοί και παράπονα των πσραγκωνιζομένων,
+κραυγαί θυμώδεις, μεμφόμεναι, ως ηκούομεν, το διοικητικόν
+συμβούλιον επί αδίκω διανομή, συναπετέλουν παταγώδη και
+καταχθόνιον αρμονίαν, ήτις ηδύνατο ίσως να τρομάξη όντα τρυφερά
+και αρτιγενή, οποία ήμεθα ημείς αι ταλαίπωροι μετοχαί, αν
+τουναντίον δεν εκολάκευε την φιλοτιμίαν ημών. Μή τοι δεν εγίνετο
+χάριν ημών ο πάταγος όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως
+επορφύρωσε τας παρειάς μου, όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο
+ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής κορασίδος, ήτις βλέπει
+συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και αγνοεί έτι
+τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του
+χορού.
+
+Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι
+στιβάδες ημών ήρχισαν ελαττούμεναι.
+
+Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι
+μόλις διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και
+φρίκης ενθυμούμαι ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε
+πολλάκις, εν μέσω των πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών,
+αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ,
+ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το ευτύχημα να εγχειρισθώ
+μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου εις σοβαρόν
+τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά
+μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν
+και τω είπεν ολίγας λέξεις εις το ους.
+
+Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου,
+αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους
+κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν
+εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό
+την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα.
+Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του
+νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα
+των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με
+ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.
+
+Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν
+ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση:
+«Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του:
+
+ — «Πόσας;»
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους
+φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.
+
+ — Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην
+εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται!
+μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι.
+
+ — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;
+
+ — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη,
+μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν.
+
+ — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
+
+ — Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός
+μου, ακόμη καλλίτερα.
+
+Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις
+τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον
+ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του
+κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου,
+ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την
+αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς
+εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως
+ήθελεν είπει η Κυρία Jacob:
+
+ — Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας
+μετοχάς;
+
+ — Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;
+
+ — Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον
+αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου.
+
+ — Περίεργος όρεξις!
+
+ — Σε παρακαλώ . .. .
+
+ — Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις;
+
+ — Δος μου πενήντα .
+
+ — Ιδού.
+
+Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας
+τρυφεράς και ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.
+
+Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού
+κιβωτίου, και ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν
+εις το στάδιον του πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν,
+ίσως παρήλθομεν εγγύς αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν.
+
+ΙΙΙ.
+
+Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης,
+θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.
+
+Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του
+τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των
+κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ
+κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού
+κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν.
+Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά
+αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον
+φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία
+διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας,
+γυναικός! Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι
+ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευρα
+— μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου
+μου — πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα
+αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ
+καθαριότητος κύκλω μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα
+τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες
+δε πολύσχημοι και παντοδαπαί περιείχον κόνεις και φυράματα
+ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να εννοήσω τον σκοπόν.
+Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο
+ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής
+χιών καλύπτρας του τραπεζίου.
+
+Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε
+ανοιγείσης δειλώς της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και
+χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν
+φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα
+επί των μελανών αυτής βοστρύχων.
+
+ — Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ
+εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.
+
+ — Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου
+κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την
+κοσμητικήν τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις
+κατορθούσα να αποσπάση το βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα
+αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη εκείνων, εφείλκυον ιδίως
+τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.
+
+Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις
+τας δεξιάς χείρας της κομμωτρίας αυτού.
+
+Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα
+απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.
+
+Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο
+επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και
+των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού
+περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος
+ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της
+περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν
+περιοχής περί τα χείλη μου.
+
+Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους
+περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης
+μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν
+μου εις εικόνα.
+
+Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.
+
+Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου,
+ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα,
+ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της
+υπηρετρίας.
+
+Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της
+κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι
+αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις
+εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν
+τινα θεραπαινίδα ;
+
+Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και
+πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά
+την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι
+άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά
+δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και
+υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.
+
+ — Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η
+κυρία της.
+
+ — Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η
+θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!
+
+ — Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ;
+
+ — Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς
+ανθρώπους.
+
+Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!
+
+ — Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.
+
+Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί,
+ — Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.
+
+Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και
+ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος
+της αιθούσης.
+
+IV.
+
+Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.
+
+Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του
+περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με
+απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους
+παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.
+
+Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις
+το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί
+πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία
+περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη,
+ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση
+εντός αυτού.
+
+Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής
+επιφανείας του καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους
+παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ περιοδικών συγγραμμάτων,
+τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και χρησιμεύοντα
+αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε
+ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος
+δεκανεύς εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.
+
+ — Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο
+περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον
+επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του
+πολυτίμου ατόμου μου.
+
+ — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής
+το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.
+
+ — Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί,
+παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;
+
+Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την
+αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν
+των παρειών της να μετριάση.
+
+ — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις
+εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;
+
+ — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.
+
+ — Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;
+
+ — Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η
+Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες
+ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν
+αλήθειαν.
+
+ — Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!
+
+Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον,
+έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε
+ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το
+κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.
+
+ — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,
+
+ — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;
+
+ — Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και
+αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και
+ητοιμάσθη να εξέλθη.
+
+ — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα
+εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την
+πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.
+
+Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην
+εκλιπαρούμενον υπό του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.
+
+ — Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και
+ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.
+
+Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του
+ανοιγομένου κιβωτίου.
+
+ — Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν
+εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.
+
+ — Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω,
+Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και
+μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη.
+
+Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.
+
+ — Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.
+
+Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της
+εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν
+μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.
+
+ — Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου,
+και όσα έχεις είνε δικά μου;
+
+ — Ναι, αλλά . . . .
+
+ — Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να
+κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;
+
+Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς
+τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις
+χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.
+
+ — Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο
+μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.
+
+ — Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!
+
+V.
+
+Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη
+της νεαράς μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι
+ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά της κεφαλής μου φοβεραί και
+αλλεπάλληλοι.
+
+Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου
+μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ'
+εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ
+θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας,
+μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα
+φύλλα σιγαροχάρτου.
+
+Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου
+κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου
+κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου!
+
+Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε
+βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς
+τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του
+σκοτεινού εκείνου βαράθρου.
+
+Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν
+αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.
+
+Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις
+εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών,
+πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων
+ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε
+την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.
+
+Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το
+καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος
+από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και
+παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε
+πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η
+αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.
+
+Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως,
+διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα
+του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου
+σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του
+τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:
+
+ — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!
+
+ — Μωρέ στάσου!
+
+ — Πούνε την!
+
+ — Για να ιδώ!
+
+ — Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!
+
+ — Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών,
+και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως
+πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.
+
+ — Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν'
+αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!
+
+ — Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός
+τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού
+ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.
+
+ — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο
+δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να
+θέλης.
+
+Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η
+καταιγίς παρετράπη.
+
+ — Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός
+συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του
+Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος!
+
+ — Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού
+πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!
+
+ — Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι
+και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον,
+ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως
+πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο
+με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση
+και η λίρα!
+
+ — Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος
+σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή
+ανθρώπου έχων εξωτερικόν.
+
+ — Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την
+αντιπολίτευσι!
+
+ — Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με
+πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω
+ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.
+
+ — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε
+βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι
+αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη.
+
+ — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
+Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν
+εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.
+
+ — Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο
+παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή
+λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην.
+Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι!
+προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον
+απαισιόδοξον.
+
+ — Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το
+χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;
+
+ — Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο
+δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον
+αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα
+εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει
+μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη
+μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!
+
+ — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των
+περικαθημένων.
+
+ — Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου
+φτάνει και τόσο.
+
+ — Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της
+τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ
+αρχής την συζήτησιν.
+
+ — Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς
+αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.
+
+ — Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη,
+απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι
+να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη
+χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε
+και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.
+
+ — Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το
+ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν
+πρώτα 'ς τη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια,
+ως που να καταντήσει 'ς εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα
+παληόχαρτα.
+
+Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.
+
+Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην
+μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί
+εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι
+δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου. Εγώ,
+η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και
+θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα
+και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης,
+η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών,
+εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης
+οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων
+αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου,
+και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.
+
+Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του
+δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.
+
+Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών
+με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με
+απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.
+
+VI
+
+Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον
+ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν
+αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον,
+ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της
+τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς
+δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.
+
+Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και
+αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον
+χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το
+ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το
+βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.
+
+
+Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου.
+Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του
+οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν,
+ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ'
+αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ'
+αυτού το οινοπωλείον.
+
+VII.
+
+Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με
+τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον
+αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει,
+
+ — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.
+
+Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου,
+μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην
+και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με
+επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων.
+
+ — Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος,
+εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.
+
+&Εκολακεύθη μεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως,
+την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες
+του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.
+
+ — Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του
+πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν
+παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί
+προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ
+εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου
+απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας,
+και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε
+τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας
+αδελφάς.
+
+Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας,
+περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ'
+ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν
+εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.
+
+ — Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.
+
+ — Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν
+ηδυνάμην ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον
+περιμείνω εις το γραφείον του.
+
+Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου,
+στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να
+μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.
+
+Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων
+προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ
+του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της
+μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της
+αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ
+ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα
+νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν
+παχυνθείσαν εν αργία.
+
+ — Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις
+ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων
+αριθμούς.
+
+ — Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον
+καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν
+βλέπομεν.
+
+Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.
+
+ — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε,
+άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο.
+Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι.
+
+ — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;
+
+ — Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν,
+αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.
+
+ — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και
+τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.
+
+ — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .
+
+ — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε
+να μου κάμης όσας ημπορέσης . . .
+
+ — Με τα σαράντα; αδύνατον.
+
+ — Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα
+πενήντα εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.
+
+ — Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.
+
+ — Ιδού χρήματα.
+
+Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού
+δέσμας τινάς χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το
+περιεχόμενον εις τον μεσίτην αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας
+βεβιασμένας υποκλίσεις.
+
+Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η
+χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε
+ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας
+στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και
+άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα.
+
+VIII.
+
+ — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.
+
+Εσπέραν τινά τέλος πάντων ηνοίχθησαν και πάλιν αι σιδηραί της
+πύλαι, και η στιβάς ην απετελούμεν εγώ και αι αδελφαί μου εξήχθη
+της σκοτεινής αβύσσου και απετέθη επί του τραπεζίου, όπου ήρχιζε
+να μας αριθμή ο ευτραφής ημών κάτοχος.
+
+Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον
+γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ'
+όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα,
+κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων.
+
+ — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ
+Γιάννην ο κύριος ημών.
+
+ — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία.
+
+ — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα. Μήπως θέλεις να
+περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών,
+
+ — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν'
+αναιβούν ακόμη.
+
+ — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής
+εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε
+γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της. Εις
+τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να
+φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου.
+
+ — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο
+αυθέντης τι κάμνει.
+
+ — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο
+κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα
+πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις
+τα πεντακόσια . . .
+
+ — Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός,
+διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και
+θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να
+αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;
+
+Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ
+θαυμασμού.
+
+ — Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής
+κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας
+ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.
+
+Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς
+μαθητήν·
+
+ — Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί
+μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν
+πενήντα, και θα κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας
+ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας
+συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος
+ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε εύκολον, και
+έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και
+από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια,
+διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.
+
+Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων
+προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει
+την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη
+την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν.
+
+ — Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως
+στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.
+
+Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου
+ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν
+εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού.
+
+ — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.
+
+IX.
+
+Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι,
+ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος
+ανθρώπων όμιλος.
+
+Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς,
+διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του
+μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.
+
+Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής
+τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες
+έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της
+παραδόξου εκείνης πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ,
+φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους
+ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων
+ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν
+τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί,
+κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων· ας
+φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα
+καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια
+πωλητών και αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας
+μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας
+υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς
+υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των
+ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως
+κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν
+εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την
+διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην,
+ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς
+δι' εμέ θεάματος.
+
+Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του
+ταράχου εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με
+επλήρουν υπερηφανείας, διότι ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της
+αξίας μου.
+
+ — Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου
+άλλον συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.
+
+ — Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της
+φτώχιας, καθώς φαίνεται.
+
+ — Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που
+μας βρίσκεται.
+
+ — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να
+μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;
+
+ — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.
+
+ — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις
+το ους του συναδέλφου του.
+
+ — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.
+
+ — Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι
+είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός
+σου;
+
+ — Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.
+
+Περαιτέρω άλλος διάλογος.
+
+ — Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον
+οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.
+
+ — Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται
+δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη
+δεν βλέπει.
+
+ — Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;
+
+ — Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.
+
+Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις
+άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της
+μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και
+ηγόρασε δύο μετοχάς.
+
+ — Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την
+εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν
+την μανίαν;
+
+ — Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του,
+να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα
+ερήμην.
+
+ — Το λέγεις τάχα δι' εμέ;
+
+ — Και διά σε και δι' εμέ.
+
+Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή,
+προσπαθούντες — κωμικώτατον φαινόμενον — να απατήσωσιν αλλήλους.
+Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι
+ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και
+απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: — Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο
+δε — Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.
+
+Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν
+εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των
+προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων
+αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του
+προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και
+συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων
+άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το
+ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν,
+ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς
+σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον
+επιτήδευμα «του ποδαριού» — ως το απεκάλουν, — την χρηματιστικήν
+μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών
+χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή
+αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο
+συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και
+εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.
+
+ — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .
+
+ — Και μισό, αγαπητέ, και μισό.
+
+ — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.
+
+ — Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .
+
+ — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!
+
+ — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!
+
+ — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;
+
+ — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι
+μακρύ.
+
+ — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου!
+
+ — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!
+
+ — Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα
+ένα.
+
+ — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.
+
+ — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε;
+
+ — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ!
+
+ — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια.
+
+ — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . .
+
+Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος
+εκορυφούτο.
+
+Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος
+περί της τύχης μου αναγνώστης.
+
+Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;
+
+Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν
+ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως
+ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και
+σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον
+καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά
+μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του
+καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν
+πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς,
+φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας
+διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν
+πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη
+μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι
+συναίσθημα, το της πείνης.
+
+Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.
+
+ — Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς
+μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα
+σαρανταεννηά;
+
+ — Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο
+Θοδωράκης.
+
+ — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.
+
+ — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής.
+
+ — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του
+προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.
+
+ — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του
+εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.
+
+ — Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε
+μόνον ένα χαρτάκι . . .
+
+Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα
+είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον,
+συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών.
+Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της
+χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του
+δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ'
+υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα
+φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.
+
+ — Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας
+στιγμάς εν τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο
+μέγας ανήρ και είχε μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός
+ολίγων ημερών να αξίζουσι τα πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι,
+τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων ημερών πεντήκοντα
+φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί διακοσίων.
+Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και
+αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η
+αυτή, κατ' ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον
+επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του
+βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν
+είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν
+διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου
+αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν
+μου. Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου;
+Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς
+απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην
+έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν
+του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου
+του την στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε
+συναγάγει εντός αυτού, και την απέθηκε θριαμβικώς επί της
+τραπέζης.
+
+Χ.
+
+ — Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα
+και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό
+το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον
+κοιμωμένου βρέφους.
+
+Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και
+κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν. Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί
+τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα
+βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε
+ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός.
+
+ — Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας
+φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.
+
+ — Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να
+ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού
+μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα
+αίφνης την εργασίαν της.
+
+ — Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και
+ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της
+ωχράς αυτής παρειάς.
+
+ — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά
+τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της
+συζύγου του απάντησιν.
+
+ — Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά
+διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον
+κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη,
+αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.
+
+ — Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του
+κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί
+ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι
+μου πειράζουν τα νεύρα.
+
+ — Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή
+αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου
+πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η
+δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η
+πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . .
+Θεέ μου! . . .
+
+Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν
+της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις
+λυγμούς.
+
+ — Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . .
+και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . .
+
+Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν.
+
+Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα
+την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της,
+ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,
+
+ — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα
+ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας,
+διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον,
+διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά
+χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον·
+με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον
+ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να
+πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου,
+διά να ζήσωμεν αύριον;
+
+Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της
+συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως
+παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.
+
+ — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;
+
+ — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο
+κερδοσκόπος.
+
+ — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.
+
+ — Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της
+αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας
+πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας
+φράγκα . . .
+
+ — Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;
+
+ — Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός
+ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ'
+ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και
+μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .
+
+Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του
+εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν — Διάβολε!
+πώς μου εξέφυγε!
+
+ — Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα,
+διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν
+σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την
+φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;
+
+Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι
+κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.
+
+Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως
+εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του
+μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της
+συγκινήσεως.
+
+Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των
+άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν
+εντός των σκοτεινών του μυχών.
+
+ — Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το
+βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.
+
+XI.
+
+Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.
+
+Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε
+πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός
+του δωματίου.
+
+Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα
+βλέμματα, ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις:
+διαμαρτύρησις, κατάσχεσις, φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και
+ησθάνθην εμαυτήν τέλος μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.
+
+ — Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε
+εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες
+τετρακόσια φράγκα περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.
+
+ — Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις και κιτρίνη μορφή,
+κτήμα δικαστικού κλητήρος, ως εσυμπέρανα.
+
+ — Κρατήσατε και τα έξοδα, όσα είνε, είπεν ο Θοδωράκης, και
+επιστρέψατέ μου το υπόλοιπον.
+
+ — Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η
+επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος
+κερδοσκόπου.
+
+ — Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την
+σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων
+χαμαί.
+
+ — Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου
+κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και
+περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και
+αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ!
+
+Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.
+
+ΧΙΙ.
+
+Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η
+συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και
+δυστυχίας εργάτις, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την
+φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα
+πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου,
+ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να
+το εννοήσω.
+
+Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της
+νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν
+εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους
+είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.
+
+Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου
+περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι
+τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς
+συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως
+φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο
+τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση
+περισσότερον του άλλου.
+
+Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης
+ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας
+ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες
+ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού
+οβολόν!
+
+Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός
+ην το πλήθος και διελύθη.
+
+Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας
+αλλοκότους ταύτας φράσεις:
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.
+
+ — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.
+
+ — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.
+
+ — Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν
+εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.
+
+ — Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του
+αγοραστού!
+
+Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες
+ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του
+καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»!
+ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί,
+ολίγοι δε αγορασταί.
+
+Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον
+μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον,
+αναφωνήσαντα·
+
+ — Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!
+
+Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις
+εκείνη: ξ ε κ ά μ ν ω!
+
+Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε
+ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;
+
+Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις
+γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν
+και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του
+χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν
+ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ
+προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν
+βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.
+
+ — Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης
+μου.
+
+XIII.
+
+Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.
+
+Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν
+αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη
+μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως
+η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς
+απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου. Και όμως
+ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία φίλον, ως αγαπά
+τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και
+έρημον. Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς
+ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου,
+μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και
+ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός
+μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα.
+
+ — Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξης 'ς την τύχην της κόρης
+μας!
+
+ — Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της
+ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ.
+
+ — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του
+Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και
+με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου
+είσαι, άνδρα;
+
+ — Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η
+κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της!
+
+ — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα
+ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.
+
+Και σπογγίσασα τας χείρας αυτής, με έλαβεν άκροις δακτύλοις,
+εισήλθεν εις το χαμόγειον δωμάτιον της οικίας, και εξαγαγούσα εκ
+των μυχών κολοσσιαίου κιβωτίου μικρόν κομβόδεμα, εν ώ υπήρχον
+συνεπτυγμένα και άλλα παντοειδή κιτρινόχροα και απηρχαιωμένα
+χαρτία, με έδεσε μετ' αυτών.
+
+XIV.
+
+Εδώ, φίλε αναγνώστα, έληξεν — επί του παρόντος — ο πολυτάραχός
+μου βίος.
+
+Εδώ κείμαι εν ησυχία, ως εν τάφω, στενοχωρουμένη εκ της μοναξίας
+και χασμωμένη εκ της πλήξεως.
+
+Εδώ αναμιμνήσκομαι της παρελθούσης μου λαμπρότητος, και εύχομαι
+εν χριστιανική εγκαρτερήσει: «μη χειρότερα».
+
+Εδώ τέλος μ' επήλθεν η ιδέα να γράψω τα απομνημονεύματά μου, ίνα
+διασκεδάσω την πλήξιν μου.
+
+Εύχομαι, όπως διεσκέδασα εγώ γράφουσα, να διασκεδάσης και συ
+αναγινώσκων.
+
+
+
+Η ΕΣΠΕΡΙΣ
+ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ
+
+
+
+Α'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το
+εσπέρας εις συναναστροφήν.
+
+Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο
+κύριος Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει
+του προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν
+ένα οφθαλμών ολιγώτερον αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του
+ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις
+αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε
+χιλιάδας δραχμών προίκα. Ο όλβιος Σουσαμάκης εσυλλογίσθη κατ'
+αρχάς, εις πανηγυρισμόν του σπουδαίου τούτου και ευτυχούς
+συμβεβηκότος του βίου του, να δώση χορόν εις τους παρανύμφους την
+αυτήν των γάμων του εσπέραν· είχε δε μάλιστα παρακαλέσει
+υπαξιωματικόν τινα φίλον του να τω προμηθεύση εκ της στρατιωτικής
+μουσικής έν φλάουτον, έν κλαρινέτον και έν τρομπόνι, ήτοι ένα
+πλαγίαυλον, ένα οξύαυλον και μίαν βαρυσάλπιγγα, ως γράφουσι
+σήμερον οι νεωφώτιστοι της γλώσσης καθαρισταί, όπως το εναρμόνιον
+αυτών μέλος πτερώση τους πόδας των προσκεκλημένων.
+
+Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το
+μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα,
+και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν
+των γάμων του πανηγυρισμόν.
+
+Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία
+επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις
+τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και
+ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω:
+
+_«Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την
+Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την
+οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας»._
+
+Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της
+Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η
+επέτειος της εορτής του νεαρού της συζύγου — ο Σουσαμάκης
+εκαλείτο Ορέστης — και η νεόνυμφος Πασιφάη εσκέφθη, ότι
+προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού χορού και διά
+του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου
+της.
+
+Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί
+συγχρόνως γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του
+Σουσαμάκη, και ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.
+
+Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας
+του Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας,
+καθ' ην στιγμήν ο Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του
+γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν δειλώς ο Σουσαμάκης, και
+περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του ωρολογίου του,
+ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν
+μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·
+
+ — Λοιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά;
+
+ — Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο
+Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και
+προστασίας.
+
+Β'.
+
+Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την
+γιορτήν του, ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων
+συναναστροφών, καθ' ας οι προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον
+τεΐου — οι τολμηρότεροι και δύο, — βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο
+μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί κυμβαλιζόντων ολίγων,
+και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το μεσονύκτιον,
+κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε
+πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των
+διετηρείτο έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του.
+Συναισθανόμενος δε βαθύτατα την ορθότητα του γραφικού ρητού: _ό
+σ υ μ ι σ ε ί ς ετέρω μη ποίησης_, ουδόλως ήθελε να πάθωσιν οι
+ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας εμίσει.
+Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας,
+ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και
+αφού παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και
+δροσιστικά, μη λησμονήσας και τα παγωτά — ήθελε, βλέπετε, να
+φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους προσκεκλημένους του, — επανέκαμψεν εις
+την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού δύο εκ των τροφίμων της σχολής
+των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αυτών.
+
+Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του,
+και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:
+
+ — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.
+
+Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν
+ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την
+κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν
+της λευκήν εσθήτα φορούσα.
+
+ — Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής
+οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ'
+αυτά τα πράγματα, Ορέστη;
+
+ — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι
+προσκεκλημένοι;
+
+ — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;
+
+ — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους
+αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.
+
+ — Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία
+Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με
+κρασί του Σόλωνος.
+
+ — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν
+πισκότα και παγωτά . . .
+
+ — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή
+της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις.
+Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η
+αστειότης!
+
+ — Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;
+
+Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος
+επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών,
+παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:
+
+ — Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;
+
+Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη
+καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη
+σύζυγος.
+
+Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της
+αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω
+διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και
+ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν
+διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.
+
+Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να
+αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας
+ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της,
+ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο
+καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και
+μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.
+
+I'.
+
+Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού,
+τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια
+6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.
+
+ — Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το
+μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της
+βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν
+άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα
+χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.
+
+ — Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε,
+μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.
+
+Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση
+την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.
+
+Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής
+όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ
+του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το
+επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην
+εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:
+
+ — Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.
+
+Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη — Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός
+του Κυρίου Παρδαλού — ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως
+δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η
+επισυμβάσα σκηνή.
+
+Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων,
+οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του
+μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων:
+«αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της
+τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και
+απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην·
+και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να
+περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση
+τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις
+μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το
+ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς
+του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.
+
+Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του
+ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη
+εφυλάκισεν αυτόν.
+
+ — Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις;
+αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό
+κατήντησαν έτσι. — Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να
+τον περιπαίξης;
+
+ — Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά
+μονάχα τον είπα.
+
+ — Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του,
+ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον
+την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.
+
+ — Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος
+Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η
+γενομένη καταστροφή. — Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων
+δραχμών . . .
+
+ — Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . .,
+
+ — Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο
+Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .
+
+ — Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που
+είν' ο άλλος . . .
+
+Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν
+από της ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι
+φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια
+στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει
+ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες
+του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την
+θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς
+εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.
+
+ — Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα,
+νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.
+
+Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και
+τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·
+
+ — Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα,
+δεν με λυπάσαι;
+
+ — Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει,
+συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε
+βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.
+
+ — Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς·
+άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει
+τίποτε, . . μη φοβήσαι.
+
+Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται
+εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος
+αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και
+επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.
+
+ — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού,
+κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.
+
+Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην
+του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και
+αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την
+κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.
+
+ — Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι
+τρέχει;
+
+ — Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε
+απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και
+παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την
+φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν,
+διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.
+
+Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα
+αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά
+της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός
+ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί
+τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της
+οικογενείας Παρδαλού.
+
+ — Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού,
+στενάζουσα μετά κόπου — ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως,
+ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της,
+είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και
+αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. — Ουφ και αυταίς η
+συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις
+μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν
+του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι
+έπαθα.
+
+ — Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος
+Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος — και εξέτεινε την
+χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν
+των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος — τον
+οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.
+
+ — Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.
+
+ — Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν
+απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας
+πέντε;
+
+ — Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί;
+
+ — Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης;
+
+ — Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό
+βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς.
+
+Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·
+
+ — Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν'
+αλλάζω . . .
+
+ — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.
+
+ — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός
+κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .
+
+ — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να
+παραγγείλω αμάξι.
+
+ — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να
+κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη
+συναναστροφάς . . .
+
+ — Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον
+Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον
+υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . .
+επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν
+τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών
+κοντά είνε.
+
+ — Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία
+Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.
+
+ — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα
+μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και
+κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.
+
+Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου
+είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα
+εφώνησε·
+
+ — Θοδωρή!
+
+ — Ορίστε, αφέντη!
+
+ — Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!
+
+ — Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι
+γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της
+η κυρία Ευφροσύνη.
+
+ — Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;
+
+ — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;
+
+ — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την
+παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·
+
+ — Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!
+
+Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·
+
+ — Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη
+λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι!
+Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!
+
+Δ'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί
+να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του
+έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων,
+στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου
+ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει έν μικρόν
+κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως
+συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον
+ενθυμείται, ότι είνε αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν
+αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν,
+διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και
+επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.
+Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα
+είνε προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ
+θερμανθεί, αρκείται εις το ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με
+σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του, λέγων καθ' αυτόν·
+
+ — Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με
+τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .
+
+Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε
+ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,
+
+ — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την
+σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.
+
+ — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας
+κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.
+
+ — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,
+
+ — Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η
+φωνή της υπηρετρίας.
+
+ — Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη
+δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της
+μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός
+επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.
+
+ — Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το
+κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .
+
+ — Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά
+είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά
+τυπικού τινος μειδιάματος.
+
+ — Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά.
+
+Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·
+
+ — Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας
+στείλη το θεωρείον της.
+
+ — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.
+
+ — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.
+
+ — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . .
+μας καθυποχρέωσε!
+
+Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·
+
+ — Κοντεύεις, Δημητράκη;
+
+ — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω
+κι' όλα, και κατακόπηκα . . .
+
+ — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως.
+
+ — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα;
+
+ — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν·
+μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.
+
+Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της
+κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το
+ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου
+ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ
+τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση
+όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ'
+ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.
+
+ — Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου.
+
+ — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία,
+περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί
+αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου
+μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον
+ελεύθερον.
+
+Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της
+συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και
+καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα
+ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός
+της ξυρίζεται.
+
+ — Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας
+λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . .
+να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του
+Σουσαμάκη σου!
+
+ — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου,
+και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη. Ο Ορέστης
+ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και
+σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . .
+
+ — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις,
+λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον
+Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του.
+
+ — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και
+εψώνιζε.
+
+ — Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . .
+
+Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης
+την φράσιν της κυρίας Παρδαλού.
+
+ — Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το
+ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη
+άντυτος.
+
+Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.
+
+ — Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.
+Είνε οκτώ παρά τέταρτον.
+
+Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη
+τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της
+υπηρετρίας.
+
+ — Αφέντη!
+
+ — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης,
+ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·
+
+ — Έφερε τα γάντια μου;
+
+ — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .
+
+ — Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ'
+άγραφα.
+
+ — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . .
+
+ — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον!
+
+ — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα
+πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα!
+προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,
+
+Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και
+καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.
+
+ — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο
+κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα
+προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη,
+και . . .
+
+ — Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η
+κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την
+αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν
+κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα
+έτοιμοι, βλέπετε . . .
+
+ — Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός
+Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της
+φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . .
+
+ — Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . .
+με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία
+Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .
+
+ — Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει
+εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων
+βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και
+επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!
+
+ — Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να
+μειδιάση επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν
+κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση.
+
+ — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και
+πώς;
+
+ — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από
+το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών
+ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον
+μαντεύσωσι τον δυστυχή.
+
+Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία
+Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία,
+εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά
+του.
+
+ — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση.
+
+Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι
+δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν,
+επαναλαμβάνει·
+
+ — Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . .
+Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . .
+μ' έρχεται να σκάσω . . .
+
+ — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι
+να ήνε περαστικά . . .
+
+Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το
+μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους
+οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην
+προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη,
+ή μόνον·
+
+ — Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . .
+δεν είνε έτσι;
+
+Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και
+ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.
+
+Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί
+της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον
+δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον.
+
+Ε'.
+
+Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.
+
+Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας
+καρδίας των — κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.
+
+ — Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή,
+μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία
+Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην
+πάμε . . .
+
+ — Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε
+η γυναίκα του . . .
+
+ — Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε
+σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ'
+έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν
+πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα
+τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν
+την φοράν.
+
+Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων
+αναγνωστών, ότι η κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της
+γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι
+πολλάκις οι άνδρες.
+
+Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του
+ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο
+Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και
+φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι
+τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε
+τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα
+διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και
+εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ'
+όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα
+εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.
+
+Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω
+κυρίω Παρδαλώ.
+
+Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος
+κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.
+
+Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος
+Θοδωρής.
+
+Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν
+μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω
+κόπω. Παρδαλού, αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του
+δυστυχούς Θοδωρή, ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν
+μεταξύ του ωργισμένου κυρίου του και του αμαξηλάτου, ον αυτός
+εμίσθωσεν.
+
+Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν
+κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος
+Παρδαλός.
+
+Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις
+συναναστροφήν οιανδήποτε.
+
+
+
+ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
+ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ
+
+ (Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400). (3)
+
+
+
+
+Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη.
+
+Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να
+προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος
+ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί-
+Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ.
+Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι
+κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι
+της Καζόνδης να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν
+της Σαχάρας η έρημος παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη
+καμήλους και οδοιπόρους, και διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και
+διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν οι αφρικανοί αισθανθώσι
+του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία συρμού, και
+κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και
+λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν
+ψηφοφορίαν, — την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και
+η Αγγλία, — θα έχωσι σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και
+υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς έτι πλείονας, και εκλογικούς
+συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.
+
+Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς
+ούτος αιών των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά
+πεντακόσια έτη. Ίσως επιστή και ταχύτερον, διότι — μα τον
+φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά,
+και το τουρκικόν σύνταγμα — τις δύναται πλέον σήμερον να
+προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης μυρμηκοφωλεάς,
+ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν
+επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια
+έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.
+
+Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά
+πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να
+παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.
+
+
+
+Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς
+αυτών άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και
+δημοτικούς αυτών συμβούλους.
+
+Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του
+κράτους συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού
+δικαίου, ανεκάλυψαν ότι τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο
+κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν
+ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών τινων και ασημάντων
+βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της πολιτικής
+επιστήμης.
+
+Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε
+εκλογείς συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των,
+ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί
+καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η ενδελεχής μελέτη ασχολεί από
+μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και ιδίως τους υποψηφίους
+δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους κατήδων κατά τα
+νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι οι
+κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς
+ελλιπείς, άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων.
+Του ζητήματος τούτου επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή
+δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή, ως διαφωνούσιν οι
+υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε
+διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει
+να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου
+των.
+
+Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην
+εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των
+ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.
+
+
+Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα
+εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών
+καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη
+κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την
+όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την
+ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ,
+έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο
+υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή
+όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.
+
+Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως,
+απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων,
+και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος
+γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ
+ευχαριστήσεως.
+
+ — Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·
+
+ — Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε
+μαζύ τρία χρόνια φυλακή.
+
+ — Αβδέρ-Γεζίτ!
+
+ — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει
+σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.
+
+ — Αβα-ήλ-Μουλεύ!
+
+ — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή,
+μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά
+κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον
+μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του
+υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.
+
+ — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.
+
+ — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης
+μου;
+
+ — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον
+κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.
+
+ — Αβούλ-βεν-Χακήμ!
+
+ — Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί
+κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον
+πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.
+
+ — Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν
+του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.
+
+ — Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής
+του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.
+
+ — Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας —
+εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος —
+εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον
+καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος
+Εδρίς-Μωχαμέτ.
+
+Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο
+ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.
+
+ — Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας
+μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει — ας πάρη κ' ένα κουκί
+παραπάνω!
+
+ — Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν
+να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.
+
+ — Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο
+σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του
+αφθαλμόν.
+
+ — Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο
+αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.
+
+Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ'
+η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.
+
+Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε
+σπουργίτια.
+
+Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί
+την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!
+
+Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε
+και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς
+εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα;
+
+Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.
+
+Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον
+αναγνώστην ο γείτων του.
+
+Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.
+
+Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται,
+διατιμώνται ως εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ
+-Ταρίφ ακτινοβολεί εκ χαράς.
+
+Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ
+των καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει
+το υπόλοιπον πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.
+
+Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε·
+τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του
+υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας
+εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων
+εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του
+θυλάκιον.
+
+Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.
+
+Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του
+Χασάν.
+
+Καθ' οδόν.
+
+ — Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος
+Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.
+
+ — Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....
+
+ — Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ'
+εμείς μετρούμε τους πούντους.
+
+ — Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!
+
+ — Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.
+
+ — Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να
+σου δώση τη ρετσέτα της πήττας
+
+ — Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει
+μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν
+τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει
+καλφάδες.
+
+ — Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;
+
+ — Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του
+πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός
+δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα
+ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα
+πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . .
+
+ — Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον
+Γιακούπ.
+
+ — Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι
+δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ'
+ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα!
+
+ — Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;
+
+ — Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο
+Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η
+καρδία τον, επιφέρει·
+
+ — Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για
+φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;
+
+ — Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε
+τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις
+κάμωμε.
+
+ — Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα
+ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: &δεηθήναι πάντων
+υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων&. Ο κυρ
+Χαλέμ φυσά.
+
+ — Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων.
+
+ — Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα.
+
+ — Την θέλει! φωνεί ο χορός
+
+ — Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το
+λοιπόν τράμπα!
+
+ — Τράμπα! φωνεί ο χορός.
+
+ — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή.
+
+ — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.
+
+ — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;
+
+ — Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις
+γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και
+θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και
+κομματάρχης in partibus . . . absentium.
+
+ — Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο
+πράγμα.
+
+ — Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του
+λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης
+μαζή, μου δίνεις είδησι.
+
+ — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια
+μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.
+
+ — Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με
+καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε
+ηλικία, . . . . αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα!
+Σύμφωνοι;
+
+ — Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και
+αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.
+
+Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες
+τρεις ο ι κ ο κ υ ρ α ί ο ι της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού
+ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί
+κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι
+σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως
+γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί
+διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους
+ιεραποστόλους.
+
+Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των
+οικοκυραίων, των ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται
+κυρίως — ως λέγουσι τουλάχιστον πανταχού του κόσμου οι της τάξεως
+ταύτης άνθρωποι — υπέρ της τάξεως, της ησυχίας και της καλής
+διοικήσεως.
+
+Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος
+υπάλληλος του μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ
+παίδων και παλαιοί συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι,
+οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων ασχέτων προς τα ατομικά των
+συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του δήμου των
+διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών
+υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού,
+τιμιότητος, χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων.
+Προκειμένου περί των αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε
+διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των
+αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις πρόκειται περί
+πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως συνήθως,
+ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.
+
+Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην
+εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.
+
+ — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον·
+εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την
+δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.
+
+ — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
+
+ — Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα
+την προστασίαν του.
+
+ — Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα
+τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του
+κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε
+καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο
+καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;
+
+ — Αυτά είνε αστειότητες.
+
+ — Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης,
+ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;
+
+ — Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;
+
+ — Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα
+κλέψη τα χρήματα του δήμου.
+
+ — Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον.
+Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει
+κεφάλι;
+
+ — Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.
+
+ — Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος,
+αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της
+σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .
+
+ — Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.
+
+ — Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και
+άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .
+
+ — Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.
+
+ — Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες,
+υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι
+δεν του έχεις υποχρέωσιν.
+
+ — Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου.
+Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ'
+εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.
+
+ — Πήρε και δίπλωμα;
+
+ — Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την
+σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η
+απάντησίς του.
+
+ — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που
+δεν 'ξεύρετε;
+
+ — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα
+σε γελάσουν.
+
+ — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας
+θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς
+δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.
+
+ — Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος.
+Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .
+
+Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι
+ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός
+τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο
+αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις
+της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα
+προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την
+εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε
+κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις
+σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους
+πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ' ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της
+μειοδοσίας όριον . . . — το μηδέν.
+
+ — Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος,
+σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,
+
+ — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός,
+δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το
+χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η
+διασκέδασις.
+
+ — Ας μας λείψη!
+
+«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως
+γράφει καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η
+ημέρα της εξασκήσεως τον ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος
+του συνταγματικού πολίτου», ως γράφει άλλη, «επέστη».
+
+Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα
+υποψηφίων δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων
+του δήμου Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη
+κατηχούμενοι, καλούνται να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους
+δημοτικούς.
+
+Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα
+δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η
+χωρητικότης είχεν υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των
+φιλομαθών παίδων της Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών
+της, ων ηύξησε μεγάλως τον αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα
+του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα
+παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων,
+δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι μέλλοντες να
+παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται,
+εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν
+αρμοδίως το ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι
+εν Ταγγέρη γίνεται μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.
+
+Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά
+γραμμάτων μικρών ή μεγάλων — αναλόγως της πεποιθήσεως ή της
+μετριοφροσύνης εκάστου — τα ονόματα των υποψηφίων οτέ μεν
+συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος ή των
+προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των,
+ιλαράν και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά
+των θεατρικών τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα
+συνδημότας των· λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως
+απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς ολιγωτέρους των υποψηφίων.
+
+Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, — και αυτά έτι
+τα ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον
+άρτον του διά δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων — κατέστησαν τόποι
+συνεντεύξεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων.
+Εκεί από πρωίας μέχρι νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι
+υπ' αμφοτέρων α γ ά π α ι. Εκεί περιπτύσσεται εν συγκινητική
+κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και φιλεί τον αγοραίον
+ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν, σφίγγει
+περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί
+ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και
+απατηλαί διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και
+υπουργήματα, και ασφαλίζεται των κλεπτών η ατιμωρησία, και των
+στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται η ψήφος αντί κερμάτων,
+και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου. Εκεί —
+παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ
+απατώνται πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή
+την υπόσχεσιν. Εκεί πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα·
+εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . .
+ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.
+
+Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών
+ήδη μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι,
+απηυδηκότες και ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως,
+σύροντες όπισθεν αυτών αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι
+ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον,
+ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά
+τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον,
+ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο
+υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών
+ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται
+ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του
+μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών
+και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω
+της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω
+φιλεύει μίαν ο κ ά ν εις τ α ό λ α.
+
+Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν
+εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ
+επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα. Επαινεί την
+ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί ασήμαντα ολίγα
+τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι θερμότεροι
+και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων
+και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των
+ταγγερίων, το επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει
+εις μέθην το λυπηρόν γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη
+περί τούτου ανάκρισις.
+
+Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και
+πάντες προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την
+χαράν του Κυρίου των.
+
+
+Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός
+πληροί τα δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.
+
+Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς
+αυτοί υποψήφιοι!
+
+Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της
+πόλεως, και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους
+τοίχους, και έσχισαν εξ αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού
+εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής καπηλείον και εξελιπάρησαν του
+εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη
+και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού
+υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν όσους και όπως
+ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου νομίσματος
+υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.
+
+Και άλλοι μεν αυτών — οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι —
+γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν
+εμφανώς τα χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι
+όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η
+αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον
+νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών
+επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των
+συρφετού.
+
+Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω
+ζητωφωνούντων, και εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και
+κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται λ α γ ο ύ ς μ ε
+π ε τ ρ α χ ή λ ι α εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί
+πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι
+δραστηριότητα, και χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν
+κύκλω εκλογικήν πυράν.
+
+Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω
+του Χαλέ-αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.
+
+Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι,
+οπαδοί και αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα
+ψήφου, περιτρέμματα στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . .
+πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν όσον δυνατόν ακριβώτερα τον
+έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.
+
+Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!
+
+Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον
+υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να
+σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι
+να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο
+φως για τα παιδιά.
+
+ — Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις
+μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε
+παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα
+εκατοστάρικο.
+
+ — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.
+
+ — Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά,
+εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς
+την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος
+μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.
+
+ — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.
+
+ — Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων
+κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε
+παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου
+τα, σε παρακαλώ.
+
+ — Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και
+προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·
+
+ — Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!
+Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;
+
+ — Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως
+και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.
+
+ — Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο
+Εδρίς!
+
+ — Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος
+νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.
+
+ — Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον
+λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις
+φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα
+νέα.
+
+ — Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την
+αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν
+ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!
+
+ — Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο
+υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των
+οινοφλύγων.
+
+ — Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον
+γείτονά του είς των παρακαθημένων,
+
+Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των
+υποψηφίων δημάρχων.
+
+ — Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.
+
+ — Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!
+
+ — Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την
+μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν
+έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το
+τομάρι!
+
+Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω
+τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και
+απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος
+και τας διαστάσεις της μαγκούρας του.
+
+ — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί
+να τους δυσαρεστήσωμεν;
+
+ — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!
+
+Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη
+αιθούση τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ
+περισσότερα.
+
+Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο
+δυστυχής Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ
+κόπου και αηδίας.
+
+
+Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.
+
+Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου
+χίλιοι προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και
+πολύτιμον αυτών δικαίωμα. Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να
+ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από μακρού προς τα
+τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,
+
+Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν,
+εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου
+προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά
+ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ
+και άλλοι συχνότερον.
+
+Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι
+πάλιν.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η διαλογή αρχίζει.
+
+Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.
+
+Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των
+παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν
+να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι
+και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους
+αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως.
+Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά των πάλλει
+περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.
+
+Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την
+όψιν και την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου
+χαραγμένα κατά σειράς και στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της
+πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων. Στρέφουσι και περιστρέφουσιν
+εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του μολυβδοκονδύλου των,
+και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα δελτία των τα
+αποτελέσματα της διαλογής.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των
+ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και
+πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και
+τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου
+εν ώ γραμματεύουσιν.
+
+ — Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.
+
+ — Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του
+Εδρίς.
+
+ — Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το
+θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.
+
+
+Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν.
+Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.
+
+Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε
+παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς,
+μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν
+τίποτε.
+
+Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.
+
+Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και
+ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις
+κατορθών να φωνήση·
+
+ — Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!
+
+Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των
+γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο
+υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον
+μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον
+είδησιν.
+
+Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον
+παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις
+άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής
+απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.
+
+Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:
+
+ — Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!
+
+Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και
+πληρόνει ο υποψήφιος.
+
+ — Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας.
+Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .
+
+Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω
+απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος
+μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.
+
+ — Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;
+
+ — Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!
+
+ — Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων.
+Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .
+
+ — Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους
+όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής.
+Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται
+ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος
+ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν
+σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν
+μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.
+
+ — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.
+
+ — Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.
+
+Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε
+εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός
+επί μιας καθέδρας.
+
+ — Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις
+ακούεται.
+
+ — Εις το τρίτον.
+
+ — Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι
+κεφαλαί.
+
+ — Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.
+
+Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος
+φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν.
+
+ — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν
+εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και
+ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.
+
+ — Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί
+εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!
+
+Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να
+κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.
+
+Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την
+φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.
+
+ — Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.
+
+Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι
+γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον
+άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον·
+
+Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν!
+
+Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου
+οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.
+
+Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται
+ησυχωτέρα, οι θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν
+ακούεται, και ο ταλαίπωρος Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου
+αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει χάλκινον ύπνον.
+
+Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του
+ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει
+το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και
+απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.
+
+Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την
+κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και
+σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ
+λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.
+
+
+
+
+ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ (4)
+
+
+
+Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις
+νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του
+πουγγίου των — και θα υπήρχον βεβαίως πολλοί — , ο μάλλον εξ
+αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.
+
+Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του
+ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.
+
+Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι
+του, τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού
+αδελφός του και η ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής
+περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και
+μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει μεν, όταν εξέρχεται
+της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως
+εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της
+κομμώσεως, διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και
+ατημέλητον, εκ φυσικής και ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο
+Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός. Εγείρεται συνήθως
+αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και αποκοιμάται,
+συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων
+μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των
+οικείων και φίλων.
+
+Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ'
+ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος
+βιβλιοκαπηλεία προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το
+δεκάλεπτον παντός κέπφου διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία
+λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού
+του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά πολλής οικονομίας,
+αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και
+καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί
+συνήθως άφθονα οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα
+απετέλει ο μισθός του αδελφού του Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως
+πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν
+του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τ ρ ι ώ ν
+Σ ω μ α τ ο φ υ λ ά κ ω ν, των Ε π τ ά θ α ν α σ ί μ ω ν
+α μ α ρ τ η μ ά τ ω ν και της Μ α λ β ί ν α ς, και ότε τέλος η
+περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν
+μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν
+ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή
+φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την
+μακαριότητα. Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.
+
+Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του
+Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου
+πνεύματος εις την κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον
+προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των
+καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η μεγάλη πλειονοψηφία
+των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των άνευ
+φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε
+ακόμη άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον
+την εντός ολίγων εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς
+καφενείοις αναλισκομένων συνήθως ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν
+έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των εκδοτικών καταστημάτων τας
+εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων προς χρήσιν
+των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος, προτρέχων της
+εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος
+φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα
+ακροατήρια του Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ
+ψυχαγωγικώτερον της ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών
+διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, — ως
+έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε,
+ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου,
+συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού
+περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα
+των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε
+προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος,
+οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν
+ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων,
+εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός,
+και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της
+πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν
+εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς
+και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν
+ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και
+ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών
+προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του
+έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα
+γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του,
+εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα,
+πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα
+γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας
+των στίχων του.
+
+Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτο — ενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο
+ποιητής.
+
+***
+
+Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους
+χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος
+ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά
+την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν
+επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας. Αλλ' ήτο ευτυχώς ηπίου χαρακτήρος
+και πάντη ανώδυνος η στιχοπάθεια του τότε καιρού, ουδ' ωμοίαζε
+προς τον κακοήθη πυρετόν της αποκαλυπτικής χρησμολογίας, ήτις
+κατατρύχει ως επί το πολύ τους σημερινούς ποιητικούς ιεροφάντας.
+Περιωρίζετο συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις
+εξύμνησιν της αργυράς σελήνης και της εσπερινής αθώας αύρας, ή
+και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς θρηνωδίας προς φανταστικήν
+ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις επικολυρικόν τι
+μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.
+
+Οι στιχοπλόκοι νέοι, τρόφιμοι ως επί το πλείστον του Λαμαρτίνου
+και του Ουγκώ, είχον μελαγχολικώς ερωτόβλητον την φαντασίαν·
+έκαιον δε σχεδόν πάντοτε το θυμίαμα της ποιήσεως αυτών επί του
+βωμού φανταστού τινος ερωτικού ειδώλου, εν ελλείψει υπαρκτού,
+διότι προς πραγματικήν ερωμένην σπανίως που ετόλμα να ατενίση η
+αιδήμων δειλία της τότε άρρενος νεολαίας, ήτις δεν είχεν έτι
+ποτισθή εις τα λιμναία ύδατα της πραγματικής σχολής. Αν δε που
+τολμηροτέρα τις φύσις είχε το θάρρος να αναβλέψη προς την μορφήν
+ωραίας νεάνιδος, το έκτακτον αυτό θάρρος σπανίως ήτο μεμονωμένον.
+Οι πραγματικοί έρωτες εγίνοντο τότε συνήθως εν συνεταιρισμώ,
+όστις θα φανή μεν βεβαίως παράδοξος αν μη και μωρός εις την
+σημερινήν πρακτικήν γενεάν, ήτο φυσικώτατος όμως εις την
+ιδεολογούσαν και ρωμαντικώς νεφελοβάμονα νεότητα του τότε καιρού.
+Αι αξιώσεις των εραστών εκείνων ήσαν μετριώταται, η δε λατρεία,
+ην δύο και τρεις πολλάκις νεανίαι προσέφερον από κοινού εις τον
+βωμόν μιας και της αυτής θεότητος, απετελείτο συνήθως εκ φλογερών
+βλεμμάτων και βαθέων στεναγμών, και εμακάριζεν εαυτήν, οσάκις
+ημείβετο δι' ενός αορίστου ή και διφορουμένου μειδιάματος. Οι
+γενναιότεροι έφθανον μέχρις ακροστιχίδος, και οι ευτυχέστεροι
+εταμίευον επί της καρδίας των την έγγραφον απόδειξιν της
+παραλαβής της. Αν δέ τις των εταίρων κατώρθονε ποτέ και να
+χορεύση μετά του ειδώλου της καρδίας του εις μικράν τινα
+οικογενειακήν ομήγυριν, εξ εκείνων ας συνήγε τότε η πρόφασις
+χορευτικής ασκήσεως περί την κιθάραν του μακαρίτου Πολλάτου, η
+μακαριότης του ευδαίμονος εραστού εκέντριζεν απλώς εις νέους
+ανωδύνους στεναγμούς την ζηλοτυπίαν των συνεραστών αυτού, αλλά
+δεν είχε και τραγικώτερα επακόλουθα. Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα
+ήρχετο και αυτών η σειρά, και εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να
+φθονηθώσι βραδύτερον.
+
+Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο
+Μιμίκος. Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε
+καρδία του, πεποίθησιν έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το
+βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους συμπλωτήρας και ηρκείτο
+ερωτοδρομούσα μόνη.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος προσέφερεν από τριών ήδη μηνών το θυμίαμα της λατρείας
+του εις ξανθήν δεκαεπταετή φίλην της αδελφής αυτού, την
+καστανόφθαλμον Μαριγούλαν, ην είχε γνωρίσει εσπέραν τινά εις
+φιλικήν οικίαν, όπου επαίζετο δ α κ τ υ λ ι δ ά κ ι. Η θέρμη των
+πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της
+γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το
+ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου
+ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου,
+λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον
+νέον αστέρα της Μαρίας.
+
+Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα
+συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί
+της γνωστής — ως έλεγεν — ερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του
+φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της. Ο
+Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν
+φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν
+ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει
+ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν. Δεν εφαντάζετο καν ο Μιμίκος, ότι η
+έκφρασις των μεγάλων του οφθαλμών και οι καστανοί του βόστρυχοι
+θα εκινδύνευον ποτέ να νικηθώσιν υπό της κοινής μορφής και της εν
+είδει ψήκτρας κουρευμένης κόμης του Τριφίλη. Τον ανησύχει μεν
+ολίγον — είνε αληθές — η επί της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή
+επίδρασις του γοήτρου πλουσίου κληρονόμου, οποίον ήτο
+αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου αντιζήλου του· αλλά
+τι εσήμαινεν αυτό — διελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίας —
+απέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης
+δεν ήτο ποιητής! Το εγνώριζε δε τούτο ο Μιμίκος, όστις πολλάκις
+από των ψιχίων της στιχουργικής του τραπέζης είχεν ελεήσει δι'
+ενός τετραστίχου τας κατά καιρούς ερωτικάς εξομολογήσεις του
+φίλου του. Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο Γιάγκος, εν ώρα
+φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις τον
+Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου
+ερωτικού ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή
+ακροστιχίδα εις το γλυκύ όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις
+αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα, και τον ηρώτησε μορφάζων
+μάλλον ή μειδιών·
+
+ — Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας;
+
+ — Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών.
+
+ — Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος.
+
+Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος,
+πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής.
+
+ — Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω
+όπλα, διά να με πολεμήσης.
+
+ — Να σε . . .
+
+ — Ναι! να με πολεμήσης! Δεν γνωρίζεις τάχα, τι συμβαίνει εδώ;
+και ο Μιμίκος έπληξε θεατρικώς το αριστερόν μέρος του στήθους
+του· ή μη τυχόν νομίζεις, ότι θα γείνωμεν συνεργάται; αν το
+νομίζης, είσαι μωρός! αν δεν το νομίζης, και όμως μου ζητείς
+στίχους, το θράσος σου δεν έχει όρια!
+
+Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν
+εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της
+πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.
+
+***
+
+Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η
+ώρα είνε ήδη δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ
+μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι και αχτένιστος· και οτέ μεν
+χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ δε διατείνει
+νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν
+του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του
+νάρκην.
+
+Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά
+μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου,
+διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων
+ολίγας λέξεις. Ενίοτε σταματά, στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών
+τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα υπολείπονται εις τους μυχούς
+κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος μελαγχολικώς επί της
+τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον καπνόν, και
+παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας
+κυανάς του έλικας. Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν
+του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν
+του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις.
+
+Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι
+ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα
+ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του. Αλλ' ο Μιμίκος δεν
+γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν
+επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει·
+
+_Φιλτάτη Μαρία,
+
+Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος,
+διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ
+δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν
+ενθύμημα . . _
+
+Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την
+έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την
+έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην
+προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι
+του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε
+να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.
+
+Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα
+εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόν — κυριολεκτικώς —
+ποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ'
+ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του
+μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως
+οιονδήποτε. Πού να το εύρη όμως το δώρον αυτό, και πόθεν και πώς
+να το προμηθευθή; Το χρήμα, και υπ' αυτήν την κοινωτάτην και
+χυδαιοτάτην της δεκάρας μορφήν, ήτο σπάνιος των θυλακίων του
+ξένος. Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την
+στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος
+του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν
+ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον
+σακχαρωτών. Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών
+τον ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε
+ποιητική του εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν
+αποδειχθή στείρα και ενός μόνου ταλλήρου.
+
+Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες
+εφημερίδων, συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της
+πρώτης του έτους, θα ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας
+αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς των στιχηράς προσφωνήσεις,
+και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη εις αυτούς
+επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το
+πλείστον ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα
+ήτο η εις χρήμα αξία των, έστω και εν υποτιμήσσει. Αλλ' ουδείς
+όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα του, ουδ' αυτός ο του
+περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους στιχηρούς
+ερωτικούς του στεναγμούς. Τας ελπίδας, ας είχε προς στιγμήν
+θεμελιώσει επί του συνήθως ελεήμονος πουγγίου της μητρός αυτού
+και των πενιχρών οικονομιών της αδελφής του, διέλυσαν
+αλληλοδιαδόχως αναγκαίαι διά την πρώτην του έτους οικιακαί
+προμήθειαι των δύο γυναικών εις δε τον αδελφόν του Γιώργιον ουδέ
+διενοήθη καν να αποταθή, διότι τα καινουργή του υποδήματα, τα προ
+δέκα μόλις ημερών κληρωθέντα εκ του αδελφικού υστερήματος,
+υπεμίμνησκον τον Μιμίκον, σφίγγοντα τους πόδας του, ότι πολύ
+σφιγκτότερα ήτο δεμένον το θυλάκιον του υπουργικού γραμματέως.
+
+***
+
+Ούτως είχε φθάσει εις την παραμονήν της μεγάλης ημέρας άνευ
+ελπίδος ή παρήγορου προσδοκίας οιασδήποτε. Μέγα μέρος της
+προτεραίας νυκτός είχεν αγρυπνήσει, τυραννών τον εγκέφαλον αυτού
+και προσπαθών να ανακαλύψη που εις τα βάθη του σκοτεινού
+ορίζοντος της αμηχανίας του αμυδράν τινα παρηγορίας ακτίνα· αλλά
+τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ηδυνήθη να επινοήση. Επινοείται το
+χρήμα; Και αυτός δε ο ύπνος, όστις κατέβαλεν επί τέλους την εις
+μάτην κοπιώσαν φαντασίαν του, δεν επράυνε την ανησυχίαν αυτού.
+Όνειρα πολλά και αλλεπάλληλα, μικρά και ασυνάρτητα, οτέ μεν
+παρεπλάνων την διάνοιάν του εις στενάς και αδιεξόδους ατραπούς
+και εστενοχώρουν αυτόν εις σκοτεινάς γωνίας, όθεν μάτην ηγωνίζετο
+να εξέλθη· οτέ δε τον εγοήτευον σπείροντα προ των ποδών του χρυσά
+νομίσματα, άτινα δεν κατώρθονεν εκείνος να συλλέξη, διότι
+ησθάνετο αίφνης παραλυομένας τας χείρας τον και άλλοτε παρίστανον
+προ των ομμάτων της ψυχής του φαιδρόν και αλαζόνως μειδιώντα τον
+αντίζηλόν του Τριφίλην, προσφέροντα κολοσσιαίαν ανθοδέσμην εις
+την λατρευτήν του Μαρίαν και αμειβόμενον διά του γλυκυτάτου των
+μειδιαμάτων.
+
+Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο
+Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού
+τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και
+ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν
+του καφέν. Εν τω μεταξύ δε τούτω έγραφε και τας ημιτελείς εκείνας
+γραμμάς, όσας προ μικρού ανεγνώσαμεν, ελπίζων πάντοτε, ότι η θεία
+πρόνοια, η σιτίζουσα τα πετεινά του ουρανού και εξανατέλλουσα
+χόρτον τοις κτήνεσι, κατά το ρήμα του θεοπνεύστου εβραίου
+συναδέλφου του, ήθελεν ανατείλει και εις αυτόν μέχρις εσπέρας
+απροσδόκητόν τινα σωτηρίαν.
+
+ — Ας ετοιμάσω, είπε καθ' εαυτόν, το γράμμα μου, και έως το βράδυ
+έχει ο Θεός. Τι ευχή! Θα ευρεθή κανείς να μου δανείση τρεις
+τέσσαρας γελοίας δραχμάς, όσαι μου χρειάζονται διά να σώσω την
+υπόληψίν μου. Διότι περί της υπολήψεώς μου πρόκειται, δεν είνε
+ζήτημα. Εξευτελίζομαι, μηδενίζομαι, καταστρέφομαι, αν αύριον δεν
+λάβη δώρον μου η Μαρία. Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν,
+είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα
+διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε
+τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι
+μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . .
+
+Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου
+έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.
+
+ — Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω,
+αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α!
+
+Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός
+επιφωνήματος απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν,
+αράν κατά της μοίρας, οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι
+λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.
+
+Απέθεσεν ο Μιμίκος ή μάλλον έρριψε την γραφίδα του παρά το
+διψαλέον αυτού μελανοδοχείον, έσυρεν αποτόμως την δεξιάν του
+χείρα διά μέσου της ακτενίστου κόμης του, έξυσε διά της αριστεράς
+το κρανίον του, εχασμήθη, και προσπαθών να συναθροίση έν
+τελευταίον σιγάρον εκ των εσχάτων θρυμμάτων του καπνού του,
+ητένισεν απλανώς το βλέμμα επί τους παρά τον τοίχον αναπαυομένους
+τόμους μυθιστορημάτων, οιονεί έμπνευσιν παρ' αυτών εκδεχόμενος.
+
+Τι όμως ήτο δυνατόν να του εμπνεύση η εκ πάσης όψεως οικτρά θέα
+των αποτετριμμένων εκείνων και παραλύτων βιβλίων, άτινα είχε
+ταμιεύσει εκεί ο φιλαναγνώστης ποιητής, εις διατριβήν των
+νυκτερινών αυτού αγρυπνιών; ουδέν άλλο ίσως, ή ότι είχε
+λησμονήσει έως τότε να αποδώση αυτά εις τους φίλους παρ' ων τα
+είχε δανεισθή. Κατά τι δε θα μετέβαλλεν η σιωπηρά αύτη υπόμνησις
+την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου;
+
+Αι! τις οίδεν; Ό,τι πολλάκις μάτην επιδιώκει ο μεθοδικώτατος
+συλλογισμός και η βαθυτάτη σκέψις, επιτυγχάνει αίφνης
+απροσδοκήτως ο αυτόματος και ανεπίγνωστος, ανεξήγητος δε πολλάκις
+ειρμός των εννοιών. Φαίνεται δε, ότι την στιγμήν εκείνην η ιδέα,
+ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος, ανήκον εις
+άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως,
+διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς
+συνεσταλμένα χείλη του διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.
+
+ — Το ηύρα! εφώνησε μετά πολύ πλειοτέρας χαράς ή ο Αρχιμήδης, ότε
+ανεκάλυπτε τον νόμον της ειδικής βαρύτητος των σωμάτων, και
+ηγέρθη της έδρας του.
+
+***
+
+Ήνοιξε σιγά και μετά περισκέψεως την θύραν του παρακειμένου
+δωματίου, όπου ήτο ο κοιτών της μητρός και της αδελφής του, και
+ιδών ότι ο θάλαμος ήτο κενός, εισήλθεν εις αυτόν αθορύβως. Ότε δε
+πάλιν εξήλθεν εκείθεν μετ' ολίγα λεπτά, εκράτει εις χείρας του
+ικανώς ογκώδες και κομψώς δεμένον βιβλίον, έστρεφε δ' ενίοτε
+οπίσω το βλέμμα του, ως αν εφοβείτο μη παρηκολούθει αυτόν
+αδιάκριτος οφθαλμός. Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν
+εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν
+του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών
+εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη
+το βιβλίον.
+
+ — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το
+βιβλίον της η Ελένη. Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα
+συλλογίσθη βέβαια και την Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση
+αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το μυθιστόρημά
+της, αλλά . . . τέλος πάντων . . .
+
+Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του.
+
+Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών
+συνεπειών του τολμήματός του. Δεν ανησύχει δε, διότι είχεν ήδη
+προ πολλού συνηθίσει αδελφόν και αδελφήν εις ομοίας εξαφανίσεις
+βιβλίων των, και ήξευρεν εκ της παρελθούσης του πείρας, ότι
+προεκάλουν μεν αύται φωνάς και θυέλλας και κλύδωνας, ων την
+έκρηξιν υπέμενεν εκείνος καρτερικώς, αλλά ότι ο θόρυβος όλος και
+ο πάταγος διήρκει μίαν ή δύο ημέρας το πολύ, και εκόπαζε τέλος τη
+παρεμβάσει της αγαθής μητρός του, ήτις είχε τυφλήν αδυναμίαν προς
+τον υστερότοκον και μαμμόθρεπτον υιόν αυτής.
+
+Ο Μιμίκος είχε λίαν ευρείας ιδέας οικιακής κοινοκτημοσύνης, και
+πολλάκις είχε προσπαθήσει, δι' επανειλημμένης πρακτικής ασκήσεως
+των κοινωνιστικών του δογμάτων, να οικειώση προς αυτά τους
+οικείους του. Εφρόνει, ότι το εμόν και το σον ήσαν έννοιαι κατ'
+εξοχήν εγωιστικαί και ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς την ιερότητα των
+οικογενειακών δεσμών και την αυτοθυσίαν ην επιβάλλει η αδελφική
+στοργή. Οσάκις δε της στοργής ταύτης η αυτοθυσία εφαίνετο
+δυστροπούσα ή βραδύνουσα, ανεπλήρονεν εκείνος το έργον της,
+εκβιάζων την οκνούσαν αδελφικήν αυταπάρνησιν.
+
+***
+
+Ήρεμος και ατάραχος ανέλαβε την γραφίδα ο ερωτευμένος ποιητής και
+συνεπλήρωσε φαιδρός την επιστολήν του, προσθέσας εις αυτήν τας
+επομένας σειράς:
+
+_« . . . του οποίου η ανάγνωσις εύχομαι να σας υπενθυμίζει ενίοτε
+τον δωρητήν και όλως αφωσιωμένον Δημήτριον_
+
+Αφού δε και πάλιν ανέγνωσεν εξ αρχής το γράμμα του και
+ευχαριστήθη — φαίνεται — εκ της συντάξεώς του, εξήγαγεν εκ του
+σύρτου το βιβλίον, ετύλιξεν αυτό μετά της επιστολής του εντός
+λευκού φύλλου χάρτου, το εσφράγισε και επέγραψεν όσον
+καλλιγραφικώς ηδύνατο: «Προς την Κυρίαν (η λέξις Δεσποινίς δεν
+είχεν έτι γείνει του συρμού) Μαρίαν Καλίδου. Ενταύθα.
+
+Μετά τούτο εκτενίσθη και ενεδύθη εν σιωπή, έκρυψε τον τόμον υπό
+τον επενδύτην του και εξήλθεν αθορύβως της οικίας, χωρίς κανείς
+να τον παρατηρήση.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος δεν εφάνη καθ' όλην την ημέραν εις τον μητρικόν οίκον.
+Εσυλλογίσθη, ότι φρονιμωτέρα θα ήτο η απουσία του, αν τυχόν
+συνέπιπτε να παρατηρηθή και του βιβλίου η απουσία.
+
+Εγνώριζεν εκ του παρελθόντος, πόσον δυσάρεστοι απέβαινον εις
+αυτόν αι εξ ομοίων περιστάσεων προκαλούμενοι πάντοτε ερωτήσεις
+και ανακρίσεις, και επροτίμησε να εκτεθή εις αυτάς όσον το
+δυνατόν αργότερα.
+
+Αλλ' ήλθε τέλος η εσπέρα, και ο στόμαχός του, όσον ποιητικός και
+αν ήτο, ηναγκάσθη να τραπή την πεζήν οδόν του δείπνου.
+
+Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν
+οίκαδε, κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε
+παίξει εις μικρόν τι καφενείον της Νεαπόλεως.
+
+Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και
+εκάθισεν εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν,
+ότι ουδεμία ηπείλει την κεφαλήν του καταιγίς.
+
+ — Κάτι άργησες απόψε; ηρώτησεν αδιαφόρως ο αδελφός του.
+
+ — Έκαμα ένα μακρυνόν περίπατον, απήντησεν ατάραχος ο ποιητής,
+ενώ βραδέως εξεδίπλονε το χειρόμακτρόν του.
+
+ — Διά να μαζεύσης εντυπώσεις χωρίς άλλο, υπέλαβεν εκείνος,
+ειρωνικώς μειδιών. Να ιδούμεν πότε θ' αρχίσης να μαζεύης και
+τίποτε καλλίτερον.
+
+ — Έλα τώρα και συ! διέκοψεν ηπίως παρεμβαίνουσα η μήτηρ. Θα έλθη
+και αυτό σιγά σιγά.
+
+Ο Μιμίκος δεν εννόει να ταραχθή. Συνησθάνετο πόσην σπουδαιότητα
+είχε δι' αυτόν την στιγμήν εκείνην η οικιακή ειρήνη, και ήρχισε
+να τρώγη μετά πολλής ορέξεως, ότε εισήλθεν η υπηρέτρια και
+παρέθηκεν εις την τράπεζαν εκ μιας μεν χειρός πινάκιον περιέχον
+τυρόν εξ άλλης δε βιβλίον τυλιγμένον εις κυανούν χάρτινον
+περικάλυμμα.
+
+ — Τώρα το έφερε ένας άνθρωπος, είπε.
+
+ — Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την
+επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας!
+
+Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν.
+
+ — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και
+εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της
+ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.
+
+ — Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το
+όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε
+τεμάχιον κρέατος.
+
+Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει
+εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν!
+αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος
+της.
+
+ — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη! Ποιος της την
+έστειλε οπίσω, πριν την διαβάσω; Α! κ' ένα γράμμα. Για σένα
+Μιμίκο.
+
+Και έτεινε προς αυτόν την επιστολήν, προσθέτουσα διά ταπεινοτέρας
+φωνής.
+
+ — Τι νόημα έχει αυτό; Συ της την έστειλες;
+
+ — Ωραίον πράγμα! εφώνησεν ο Μιμίκος, γινόμενος κατακόκκινος·
+ωραίον πράγμα, να μου ανοίγης τα πράγματά μου.
+
+Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα
+ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του.
+
+ — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει;
+
+ — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της.
+
+ — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να
+τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε
+περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες! Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε!
+
+Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η
+εντροπή;
+
+Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν
+του, όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της
+Μαρίας του.
+
+Ιδού δε τι ανέγνωσε·
+
+_Κύριε Δημήτριε,
+
+Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της Μ α τ θ ί λ δ η ς
+συμπεραίνω, ότι η κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει
+το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω,
+και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το ηύρατε. Κρατώ δε τας
+ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας.
+
+Μαρία._
+
+Ο Μιμίκος είχεν ήδη, πριν ή εγερθή της τραπέζης, εννοήσει το
+πάθημά του· αλλ' η ανάγνωσις των γραμμών αυτών τον απελίθωσε.
+
+Τι συνέβη εντός του, θα ήτο μακρόν να περιγραφή.
+
+Τόσον μόνον σημειούμεν, ότι έκτοτε ούτε στίχοι του πλέον
+εγράφησαν εις το όνομα της Μαρίας, ούτε βιβλία άλλα ανελήφθησαν
+από της τραπέζης του αδελφού ή της αδελφής του.
+
+
+
+Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΑΧΝΟΣ (5)
+
+
+
+Ο Κύριος Περδίκης παίζει μετά της κυρίας του σ κ ο υ π ι σ τ ή ν.
+
+Συνάπτων θυμοσόφως το τερπνόν τω ωφελίμω, προτιμά την εσπέραν
+μετά το δείπνον το παιγνίδιον αυτό παντός άλλου, διότι και
+ευχαρίστησιν αισθάνεται πολλήν, οσάκις σκουπίζει από της τραπέζης
+τα χαρτία, και γυμνάζεται οπωςδήποτε εις το έργον του.
+
+Το έργον του Περδίκη δεν είνε ακριβώς ωρισμένον, ή κάλλιον ειπείν
+δεν είνε έν και μόνον. Ο ήρως ημών έχει πολλάς εργασίας, ιδίως
+του ποδαριού, ως λέγει κοινώς ο λαός, αίτινες πάσαι ένα και μόνον
+έχουσι σκοπόν, την εις το βαλάντιον αυτού μετάγγισιν του ξένου
+χρήματος. Προς τον σκοπόν δε τούτον ο κ. Περδίκης ουδέν
+περιφρονεί, ουδέ νομίζει ανάξιον εαυτού. Κάμνει εν γένει τον
+μεσίτην, μεσίτην χρεωγράφων, συναλλαγμάτων, οικοπέδων, μισθώσεων,
+έστω εν ανάγκη και υπηρετριών, μαγείρων και θαλαμηπόλων. Αγοράζει
+ευθηνά και μεταπωλεί όσον ακριβώτερα εύρη όπλα παλαιά,
+αρχαιότητας παντοειδείς, ήτοι αρχαίας και νέας, υφάσματα εξ
+ανατολής και πινάκια εκ Ρόδου, νομίσματα και κειμήλια περίεργα.
+Προστατεύει με το αζημίωτόν του τους ζητούντας θέσιν και εργασίαν
+αργούς, γράφει αναφοράς, απαλλάττει στρατευσίμους, υπερασπίζεται
+καταδικασμένους, προμηθεύει μάρτυρας, επισκέπτεται συχνά την
+εισαγγελίαν και τον οικονομικόν έφορον, και δανείζει τα
+περισσεύματά του με τόκον αρκετά χριστιανικόν, ασφαλιζόμενος δι'
+ενεχύρων, άτινα αγοράζει εικονικώς υπό τον όρον της εξωνήσεως.
+Πλην τούτων πάντων συνάγει συνήθως το εσπέρας, άπαξ ή δις της
+εβδομάδος, εις την οικίαν του μικρόν όμιλον φίλων και παρέχει εις
+αυτούς ευάρεστον χαρτοπαικτικήν διασκέδασιν, ήτις, κατά παράδοξον
+της τύχης επιμονήν, σπανίως αποβαίνει εις ζημίαν του.
+
+Πριν ή ευρύνη τοσούτον ο Κ. Περδίκης τον κύκλον των εργασιών
+αυτού, είχεν άλλο έργον, όπερ βεβαίως δεν έχει την περιέργειαν να
+μάθη ο αναγνώστης. Αν τυχόν την έχη, ας υποθέση ό,τι θέλει, το
+πράγμα είνε εντελώς αδιάφορον. Αρκεί μόνον να γνωρίση, πλην των
+ανωτέρω, και σημειούμεν τούτο εν ολίγοις, ότι σήμερον τουτέστιν
+εν έτει 1883 ο κ. Περδίκης έχει οίκον ίδιον, μ' εξώστην επί της
+λεωφόρου και με φατνώματα περίχρυσα· ότι έχει υπηρέτην με
+λαιμοδέτην λευκόν, ίνα ανοίγη ευπροσώπως την θύραν της οικίας
+του, και κομψόν δίφρον, δι' ου αυτός μεν επισκέπτεται τους
+πελάτας του προ μεσημβρίας, η δε κυρία του εξέρχεται μετά
+μεσημβρίαν εις περίπατον· ότι η σύμβιος και η θυγάτηρ του ξανθή
+δικαεξαέτις κόρη πλήρης ποιήσεως και μυθιστορίας, ενδύονται παρά
+τη Λιζιέ και ότι ο υιός του, αφού γενναίως και καρτερικώς αντέστη
+εις όλην την παιδαγωγικήν σοφίαν των καθηγητών αυτού και
+διδασκάλων, επροτίμησε τέλος να κύψη υπό το κράτος ετερογενών
+παιδαγωγών, των εκ Γαλλίας αφθόνως εισκομιζομένων εις ανατροφήν
+των ελληνοπαίδων, και περιφέρων χάριν αυτών εις την οδόν Σταδίου
+τας στενάς και κοντάς αυτού περισκελίδας και τα μυτερά του
+σανδάλια έχει λόγους, λέγει, να υποθέτη, ότι μία εξ αυτών δεν
+είναι τοσούτον αναίσθητος προς την ελληνογαλλικήν του
+φρασεολογίαν, όσον διατείνονται φθονεροί τινες ομήλικες, πολύ
+ευρυτέρας έχοντες τας αναξυρίδας των και ολιγώτερον μυτερά τα
+πέδιλά των.
+
+Δεν θα ήτο ίσως περιττόν να σημειωθή επί τέλους, προς συμπλήρωσιν
+των ειδήσεων, όσας δυνάμεθα να δώσωμεν περί του ημετέρου ήρωος,
+ότι ο Κ Περδίκης από μακρού ήδη τρέφει δύο διαπύρους πόθους εν τη
+καρδία του· να γείνη ιππότης του Σωτήρος, και να διορισθή
+πρόξενος ξένου τινός κράτους εν Αθήναις, έστω τούτο και
+δημοκρατία τις της μεσημβρινής Αμερικής. Την εκπλήρωσιν του
+πρώτου πόθου υπεσχέθη και εξακολουθεί να υπόσχεται φίλος του τις
+βουλευτής, ανανεών συνήθως παρ' αυτώ μικρά τινα συναλλάγματα. Η
+δευτέρα του επιθυμία είνε όνειρόν του ακόμη, αγνοεί δε ο Περδίκης
+πότε θα πραγματοποιηθή εις τελείωσιν της επιγείου ευδαιμονίας
+του.
+
+Ο Κ. Περδίκης λοιπόν, Ιωάννης το όνομα, ή Γιάγκος, ως αποκαλεί
+αυτόν η σύζυγός του, οσάκις του παρουσιάζει λογαριασμούς προς
+πληρωμήν, παίζει, ως προείπομεν, σ κ ο υ π ι σ τ ή ν μετά της
+κυρίας του.
+
+Η κυρία του είνε γυνή τεσσαράκοντα περίπου ετών, οστεώδης,
+λιπόσαρκος και πλήρης γωνιών, οξείαν έχουσα την ρίνα, προέχοντα
+τον πώγωνα, στικτούς τους οφθαλμούς και ελαφρώς μυστακιών το άνω
+χείλος. Θυγάτηρ αγαθού αγρότου, ήντλει μικρά έτι από του φρέατος
+της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και πολλάκις μετεφέρετο
+από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να τον
+παρακολουθή γυμνόπους. Νυμφευθείσα πτωχή και άπροικος τον
+Περδίκην, ελλείψει άλλου κρείττονος γαμβρού, και μετά σπουδαίαν
+χειροτονίαν του βρακοφόρου πατρός της, όστις ουδεμίαν, έλεγεν,
+είχεν όρεξιν να την βάλη εις το ράφι, ευρέθη αίφνης μετά τινα έτη
+πλουσία σύζυγος κ' έτι πλουσιωτέρα κληρονόμος, ότε ο πατήρ της,
+ανακαλύψας ημέραν τινά εν τω μυχώ παλαιού κιβωτίου κίτρινά τινα
+και σκωληκόβρωτα χαρτιά, κατέλαβε δυνάμει αυτών μεγάλην γαιών
+περιοχήν περί τας Αθήνας, και απεδείχθη αίφνης μεγαλοκτηματίας.
+Είνε αληθές όμως, και πρέπει τούτο να σημειωθή προς τιμήν του
+ήρωος ημών, ότι ο γαμβρός αυτού μεγάλως τον εβοήθησε κατά τε την
+ανακάλυψιν των κιτρίνων χαρτίων και την ανεύρεσιν των γαιών.
+
+Ούτω δε εντός δεκαετίας μόλις από του γάμου του Περδίκη εντελής
+και γενική μεταμόρφωσις επήλθε βαθμηδόν εν τω οίκω του, πάσαι δε
+της οικογενείας αυτού αι κάμπαι προέκυψαν ημέραν τινά του
+βόμβυκος αυτών περικαλλείς χρυσαλλίδες. Και ο οίκος αυτός
+μετεμορφώθη, και η κυρία μετέβαλεν ομιλίαν και ράπτριαν, και ο
+κύριος ήλλαξεν έργον και άλυσιν του ωρολογίου του. Ουδείς βλέπων
+την κυρίαν Περδίκη ηδύνατο να ενθυμηθή την ηλιοκαή και ακτένιστον
+παιδίσκην, ήτις εσάρονέ ποτε τον σταύλον του πατρός της, ούτε
+συνομιλών μετά του συζύγου της ηδύνατο να υποπτεύση ομοιότητά
+τινα μεταξύ της φωνής του και της φωνής του παραγγέλλοντος ένα
+βαρύν και γλυκύν ρυπαρού υπηρέτου μικρού καφενείου της Πλάκας.
+
+Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου
+1883 έπαιζε σ κ ο υ π ι σ τ ή ν εν τω οίκω του Κ. Περδίκη.
+
+Β'.
+
+ — Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων
+δι' ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά.
+
+ — Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις
+χαρτί.
+
+Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.
+
+ — Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον.
+
+ — Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω
+τι του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το
+Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον
+Ταβουλάρη.
+
+Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν.
+
+ — Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ
+ηθικόν.
+
+ — Ανοησίαις! ηθικόν! τόσος καλός κόσμος που πηγαίνει . . .
+
+ — Ναι, δεν σου λέγω, αλλά τι τα θέλεις! θα είχα καλλίτερα να μην
+επήγαινεν η Ασπασία τόσον συχνά. Εγώ μίαν φοράν επήγα όλην όλην,
+και αυτήν διά το χατήρι σου, και εντράπηκα, σε βεβαιόνω. Έπειτα
+είνε και το έξοδο! το Φάληρον τώρα ακρίβηνε. Κάθε φοράν που
+πηγαίνουν κάτω τα παιδιά, θα θέλουν είκοσι φράγκα το ελάχιστον.
+
+ — Αι, καλά τώρα! Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν
+και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου
+πηγαίνουν περίφημα.
+
+ — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε
+λόγος αυτός να τα σκορπούμε.
+
+ — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν
+μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την
+κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα! Η κυρία Μιχάκη μ'
+απάντησε προχθές κ' έκαμε πως δεν μ' εγνώρισε. Παλαιαί
+συμμαθήτριαι γειτόνισσαις τόσα χρόνια, τώρα που πανδρεύθηκε δεν
+ειξεύρω τι της εφάνη! Επειδή τάχα επήρε ένα λοχαγό και πηγαίνει
+εις το παλάτι, ψήλωσ' η μύτη της.
+
+ — Άφησ' την να ψηλώση. Η σακκούλα της να ιδούμε τι έχει.
+
+ — Μα έλα δα!
+
+ — Και πού την απάντησες την Κυρίαν Μιχάκη;
+
+ — Εις της Λιζιέ.
+
+ — Πάλιν εις της Λιζιέ ήσουν; ποιος ξεύρει τι λογαριασμοί με
+περιμένουν! υπολαμβάνει ο Ιωάννης, στενάζων εκ των εγκάτων αυτού.
+
+ — Ου! καϋμένε Γιάγκο! να σε ακούση κανείς, θα ειπή πως σ'
+επτώχυνα· τι λογαριασμοί; Δύο μήνας έχω τώρα που σε παρακαλώ διά
+τον παληό της λογαριασμό από χίλια πεντακόσια φράγκα, και
+ακόμη . . .
+
+ — Θαλθή και αυτουνού η ώρα του, διακόπτει ο Περδίκης, και μη
+στενοχωρηέσαι.
+
+ — Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον;
+
+ — Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και
+αφίνων αίφνης τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν
+τινα σκέψιν
+
+ — Τι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις;
+
+ — Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας! Με
+παρεκάλεσε τόσον πολύ . . . . απαντά δειλώς, μ' όλον αυτής τον
+μύστακα, η Κυρία Πηνελόπη· προσθέτει δε αμέσως, βλέπουσα
+δυσαρέστως μορφάζον το πρόσωπον του συζύγου της·
+
+ — Της εκράτησα από τον μισθόν της τα τρία φράγκα.
+
+ — Δεν έπρεπε να της την δώσης· ας ήνε. Αυτό είνε τύχη, και την
+τύχην του κανείς δεν την πουλεί, ούτε την χαρίζει.
+
+Διενοήθη επί στιγμήν ο Ιωάννης να ερωτήση τον αριθμόν του
+γραμματίου, όπερ είχε παραχωρήση εις την μαγείρισσάν του. Αλλ' ο
+διαλογισμός του αυτός υπήρξε στιγμιαίος και στιγμιαίως
+εξηφανίσθη. Μόλις διανοηθείς αυτόν, ανελογίσθη συνάμα, ότι
+καλλίτερον ήτο να μη τον εκστομίση, και εσίγησε περίφροντις.
+
+ — Τι συλλογίζεσαι; ερωτά η Κ. Πηνελόπη. Κάτι σκεπτικός έγεινες;
+
+ — Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το
+ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με
+περιμένη.
+
+ — Τέτοιαν ώραν θα βγης;
+
+ — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς
+λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του.
+
+ — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν
+έλθης.
+
+ — Το ξεύρω, χρυσό μου, το ξεύρω, λέγει καθησυχάζων την
+τρυφερότητα της συζύγου του και μορφάζων μάλλον ή μειδιών ο
+Γιάγκος.
+
+Και εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, μείνασα μόνη, απλόνει τα χαρτιά επί της
+τραπέζης και ρίπτει την πασιέντσαν του Ναπολέοντος, διά να ίδη αν
+θα κερδήση εις το λαχείον. Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και
+μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και
+θεμιτήν καλπονόθευσιν.
+
+Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η
+θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος,
+υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού
+θεάτρου.
+
+ — Καλό 'ς τα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη,
+διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε;
+ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις;
+
+ — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην
+μητρικήν ερώτησιν.
+
+ — Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν,
+καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου
+του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον
+υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του.
+
+ — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας
+ερωτήσεις της μητρός αυτής.
+
+Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη
+την υπόθεσιν της Μascotte.
+
+Γ'.
+
+Ο Περδίκης εξήλθε του οίκου, αλλά δεν κατηθύνθη εις του φίλου του
+Ξανθάκη, ως είπεν εκ του προχείρου προφασιζόμενος εις την σύζυγόν
+του.
+
+Ανήλθεν αλλόφρων και βραδυπατών την οδόν Σταδίου, διέδραμε την
+πλατείαν του Συντάγματος, κ' ευρέθη μετ' ολίγον υπό την
+δενδροστοιχίαν του κήπου των Ανακτόρων, κατευθύνων το βήμα του
+προς τα Άντρα.
+
+Ο Ιωάννης είνε πολύ σκεπτικός, και ιδέα τις επίμονος φαίνεται
+τυραννούσα την διάνοιαν αυτού.
+
+Είχε, και αυτός δεν ειξεύρει πώς, περίεργον και ανεξήγητον
+προαίσθημα. Φρονεί αδιασείστως, ότι θα κερδήση αύριον τον πρώτον
+λαχνόν κατά την κλήρωσιν των λαχειοφόρων ομολογιών του δανείου
+της Τραπέζης. Αλλά, την μακαριότητα του ωραίου αυτού
+προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού τω ανεκοίνωσεν η
+σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας
+εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του.
+
+Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός;
+
+Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.
+
+ — Δεν είνε άραγε τρόπος; διανοείται ο Περδίκης, και γίνεται
+αυτός μεν σκεπτικώτερος, το δε βήμα του βραδύτερον.
+
+Περικάμπτει ούτω το αγγλικόν νεκροταφείον, φθάνει εις το απέναντι
+αυτού μικρόν καφενείον, και βλέπων, ότι τα τραπέζιά του είνε
+εντελώς έρημα, κάθηται αυτομάτως εις έν εξ αυτών.
+
+Ο Περδίκης τρελαίνεται διά ναργιλέν· αλλ' ουδέ καν συλλογίζεται
+να τον διατάξη. Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την
+αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και
+του παραμέσου τους κροτάφους τον.
+
+ — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος
+νυσταλέος υπηρέτης.
+
+Αλλά μη λαμβάνων απάντησιν, ερμηνεύει ως αποδοχήν εν των
+αλλεπαλλήλων Χμ! δι' ων ο Περδίκης συνοδεύει την επίμονον τριβήν
+των κροτάφων τον, και φέρει μετ' ολίγον τον ναργιλέν, ροφών μεν
+καθ' οδόν από του επιστομίου του, ίνα δήθεν διατηρήση αυτόν
+ανημμένον, σπογγίζων δε κατόπιν αυτό διά της ρυπαράς του παλάμης.
+
+Ο Γιάγκος λαμβάνει αυτομάτως την σύριγγα, την φέρει ανεπιγνώστως
+εις τα χείλη του και ροφά μηχανικώς επί τινα δευτερόλεπτα. Αλλ'
+αίφνης εγείρεται, χωρίς καν να συλλογισθή να πληρώση την δεκάραν
+του, και αναχωρεί κατευθυνόμενος προς την πόλιν.
+
+Η μορφή του είνε πάντη αλλοία· το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη. Αι
+χείρες του αναπάλλονται δεξιόθεν και αριστερόθεν ως εκκρεμή
+ωρολογίου, και το βήμα του έγεινεν ελαφρόν και υπόπτερον βήμα
+σεισοπυγίδος. Προδήλως μετεβλήθησαν και οι διαλογισμοί του.
+Ευρέθη, φαίνεται, ο τρόπος εκείνος . . ., και η φαντασία του
+Περδίκη αρμενίζει τώρα πλησίστιος και φαιδρά διά του απείρου
+πόντου των σχεδίων, ων αναπλάττει δυνατήν και προσεχή την
+πραγματοποίησιν διά του αναποφεύκτου κέρδους των εκατόν χιλιάδων.
+
+Ο νους του μεθίπταται ακάματος από ιδέας εις ιδέαν και από
+επιχειρήσεως εις επιχείρησιν. Αγνοεί τι να εκλέξη και πού να
+σταματήση. Πόσα πράγματα δύναταί τις να κάμη με εκατόν χιλιάδας
+μετρητού χρήματος, ακόπως αποκτηθείσας και αμέσως διαθεσίμους! Ο
+Περδίκης, φαίνεται, θέλει να τα κάμη όλα διά μιας, διότι τα
+διάφορα σχέδιά του σωρεύονται αλλεπάλληλα εν τη διανοία του, και
+μάτην προσπαθεί να τα τακτοποιήση.
+
+Συλλογίζεται εν πρώτοις να αναπτύξη έτι μάλλον τας εργασίας του,
+να αυξήση ιδίως τα επί ενεχύρω δάνειά του, και να συστήση
+συγχρόνως, υπό πιστόν τινα διευθυντήν, ειδικόν κατάστημα πωλήσεως
+των εις την κυριότητά του περιερχομένων ούτω τιμαλφών. Αλλ' αυτό
+θα ηδύνατο να το κάμη και άλλως, χωρίς τας εκατόν.
+
+Διανοείται μετά μικρόν να συστήση εφημερίδα καθημερινήν,
+οικονομικοπολιτικήν, ή κάλλιον πολιτικοσατυρικήν, με πολλά
+ποικίλα, την οποίαν να εκτιμά και να φοβήται, ή κάλλιον να
+φοβήται μάλλον παρά να εκτιμά ο κόσμος, και της οποίας να
+περιποιήται κατ' ανάγκην τον διευθυντήν. Είνε αληθές ότι δεν
+γνωρίζει πολλά γράμματα — περί τούτου δεν πλανάται ο Περδίκης, —
+αλλά τι σημαίνει αυτό; Είνε ανάγκη να ηξεύρη τις πολλά γράμματα
+διά να διευθύνη εφημερίδα;. Αυτός θα λέγη, και άλλος θα γράφη.
+Έπειτα, ο Τηλέμαχος; Αυτός εξεύρει γράμματα περισσότερα παρ' όσα
+χρειάζονται. Θα ήνε ο γραμματεύς της συντάξεως, και θα γράφη
+συγχρόνως και τα θεατρικά, εις τα οποία είνε πολύ δυνατός. Αλλά
+θα κερδίζη η εφημερίς; θ' απαντά τουλάχιστον τα έξοδά της; Περί
+τούτου έχει μερικάς αμφιβολίας ο Περδίκης.
+
+Εν μέσω δε των αμφιβολιών τον αναθρώσκει άλλη ιδέα εις τον
+εγκέφαλόν αυτού να γίνη βουλευτής. Νομίζει, αν δεν τον απατά
+μνήμη και η οικογενειακή παράδοσις, ότι συγγενής της μητρός του
+κατήγετο εκ Θεσσαλίας. Εκεί, λέγει καθ' εαυτόν, είνε κάπως
+ευκολωτέρα η επιτυχία.
+
+Οι άνθρωποι εκεί δεν εγυμνάσθησαν ακόμη αρκετά εις την
+διαχείρισιν του σφαιριδίου, και επιτυχής τις συνδυασμός . . .
+Εννοείται, ότι του συνδυασμού θα καταβάλη αυτός τας εκλογικάς
+δαπάνας. Η θυσία αύτη του φαίνεται πολύ εύλογος. Έπειτα, αφού
+γίνη βουλευτής, αι! τα παρακάτω έρχονται μόνα των. Φωνήν, δόξα τω
+Θεώ, έχει αρκετήν· πόδας έχει διά τας κλίμακας των υπουργείων
+έχει δε και γρόνθους εν ανάγκη στιβαρούς διά τας ταραχώδεις
+βουλευτικάς συζητήσεις.
+
+Περί το τελευταίον τούτο σχέδιον, εις ό ευαρεστότερον παραμένει
+αναπτερωθείσα φαντασία του Ιωάννου, ανακλαδούνται πολλαί άλλαι
+ιδέαι δευτερεύουσαι: προσφοραί τινες εις αγαθοεργά καταστήματα —
+όχι πολύ μεγάλαι βέβαια, αλλ' αρκεταί ως τι να λαλήση περί αυτών
+ο τύπος· γεύματά τινα εις μερικούς φίλους ολίγα δώρα κατάλληλα
+εις πρόσωπα επιρροής και κοινωνικής σημασίας· και είς ή δύο χοροί
+τον χειμώνα — με ορχήστραν, εννοείται, και με δείπνον — κατά τους
+οποίους, τις οίδε, ημπορεί τέλος να τοποθετηθή και η Ασπασία του.
+
+Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη,
+και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης
+τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται.
+
+Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του
+οίκου του. Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το
+κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί
+της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του
+βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων.
+
+Δ'.
+
+Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της
+οικίας του.
+
+Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος. Εκάθητο και ηγείρετο
+άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του
+ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει
+πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το
+ωρολόγιόν του.
+
+Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του,
+και αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν
+νεανίσκον, όστις έγραφε κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και
+εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν έργον γραμματέως συνάμα και
+υπηρέτου, τον ηρώτησε·
+
+ — Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.
+
+ — Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και
+ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του.
+Τι θέλετε; να μάθετε τι ώρα είνε;
+
+ — Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά
+πίσω.
+
+ — Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . .
+
+Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης,
+χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω,
+διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον,
+λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους
+γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το
+γραφείον λέγων·
+
+ — Εννηάμισυ!
+
+ — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει τον σύρτην της τραπέζης του, λαμβάνει
+γραμμάτια τίνα λαχείων απωτεθειμένα εις τους μυχούς αυτού, τα
+μετρεί, γράφει τους αριθμούς των επί μίας σελίδος του
+σημειωματαρείου του, κάτωθεν άλλων ομοίων αριθμών, και λαμβάνων
+βιαίως τον πιλόν του εξέρχεται του γραφείου και κατευθύνεται προς
+την Εθνικήν Τράπεζαν.
+
+Δεν είναι δέκα η ώρα, αλλ' ο Περδίκης αδιαφορεί. Εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου πρόκειται να γείνη η κλήρωσις, κ' εκπλήτεται
+ότι δεν είνε ο πρώτος. Πολλοί άλλοι γνώριμοι και ομότεχνοι τον
+προέλαβον. Παρατηρεί τας ανησύχους αυτών μορφάς, και μειδιά
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα.
+
+ — Όλοι αυτοί θαρρούν πως θα κερδήσουν, λέγει καθ' εαυτόν.
+Πλησιάζει δε εις το ορφανόν κοράσιον, όπερ εκλήθη να εξαγάγη τους
+λαχνούς από της κληρωτίδος, θωπεύει πατρικώς την παρειάν αυτού
+και λίγο ευθύμως·
+
+ — Να σε ιδώ κορίτσι μου! Να δώση ο Θεός να είσαι τυχηρή, και την
+προίκα σου εγώ θα σου την κάμω.
+
+Τέλος τι να βραδύνωμεν; Ο πρώτος αριθμός εξάγεται της κάλπης και
+κηρύσσεται μεγαλοφώνως εις επήκοον των παρισταμένων. Ο Ιωάννης
+διατρέχει διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον
+αριθμόν εκείνον τον μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων
+του σημειωματαρίου του.
+
+Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα
+ανέβη διά μιας εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε
+προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς σφύζουσα βιαίως και οιονεί
+σφυρηλατούσα το στήθος του. Οι οφθαλμοί του εθαμβώθησαν,
+ιλιγγίασεν, εζαλίσθη, και του εφάνη αίφνης ότι τα ψηφία του
+αριθμού του εμεγάλωσαν, εξετάθησαν, και εκάλυψαν τέλος όλην την
+σελίδα του καταλόγου του. Έπειτα εξηκολούθησαν ακόμη να
+διαστέλλωνται, απεσπάσθησαν του χάρτου, έγειναν κολοσσοί, και
+ήρχισαν περιπατούντα εντός της αιθούσης, περιστοιχίζοντα αυτόν
+και μορφάζοντα παραδόξως.
+
+Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα
+διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και
+μονοσύλλαβον·
+
+ — Α!
+
+Και εξήλθε της αιθούσης.
+
+ — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη!
+
+ — Δικός σας είνε ο πρώτος;
+
+ — Σας συγχαίρομεν!
+
+ — Και εις άλλα!
+
+ — Σταθήτε δα!
+
+ — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.
+
+Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ
+τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας.
+Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της
+προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην·
+
+ — 'Σ το σπίτι! γρήγορα!
+
+Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος. Το
+θάμβος των οφθαλμών του διελύθη· ο αριθμός εκείνος, ο φανταστικάς
+έχων τας διαστάσεις και προ μικρού έτι χορεύων τον κόρδακα προ
+των οφθαλμών του, επανέλαβεν ήσυχος την προτέραν αυτού θέσιν επί
+του σημειωματάριου του, και το σημειωματάριον ετέθη πάλιν εις το
+θυλάκιόν του. Η διάνοια του Περδίκη ήρχισε σκεπτομένη ωριμώτερον
+και ψυχρότερον.
+
+ — Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της
+γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον
+να ήνε . . .
+
+Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του.
+
+ — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν
+μέση τη οδώ. Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών
+εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς
+τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας
+αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί
+ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν
+αυτού γωνίαν.
+
+Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε. Είνε ελεύθερος να
+κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την
+χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει
+έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι
+κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και
+ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον.
+
+ — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα. Δράττει
+τότε αποφασιστικώς το κάλυμμα του κιβωτίου και προσπαθεί να το
+ανοίξη, αλλά το κιβώτιον είνε κλειστόν. Εντείνει τας δυνάμεις
+του, ίν' αποσπάση το κάλυμμά του, αλλ' αι χείρες του τρέμουσι
+κάπως, και το κιβώτιον ανθίσταται. Εξάγει τότε τον ορμαθόν των
+κλειδίων του, κύπτει προς το κλείθρον και εισάγει έν εξ αυτών εις
+την οπήν τον.
+
+Το κιβώτιον ανοίγεται, και ο Ιωάννης ανακυνά πυρετωδώς το
+περιεχόμενον. Εις τον έσχατον αυτού μυχόν ευρίσκει τέλος ό,τι
+εζήτει· τον πολύτιμον κλήρον, συνεπτυγμένον εις σχήμα
+μικροσκοπικόν και τυλιγμένον εντός άλλου χαρτίου. Τον
+ανοίγει, . . . και βλέπει ακτινοβολούντα προ των ομμάτων του τον
+μαγικόν εκείνον αριθμόν, ούτινος αρχίζουν πάλιν τα ψηφία να
+μεγεθύνωνται εις γίγαντας και να χορεύουν πυρρίχην εντός του μικρού
+δωματίου. Αλλ' ο Περδίκης δεν λησμονεί, ότι δεν έχει καιρόν
+διαθέσιμον εις ακαίρους φαντασμηγορίας, και η ισχυρά του θέλησις
+επαναφέρει ταχέως την ηρεμίαν εις το πνεύμα του. Εξάγει εκ του
+θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το
+άλλο, και το τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος
+τακτοποιεί επιμελώς το περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά. Είτα το
+κλειδόνει πάλιν ως καλός οικοκύρης, καταβαίνει εις την οδόν όθεν
+ήλθε, και εισέρχεται εις την οικίαν του διά της αυλείου θύρας,
+αφού θορυβωδώς εσήμανε τον κώδωνα, και δρομαίως προσήλθε να του
+ανοίξη ο υπηρέτης του με τον λευκόν λαιμοδέτην.
+
+Ο Περδίκης είνε εντελώς ατάραχος· τα γόνατά του μόνον τρέμουν
+ολίγον.
+
+Ε'.
+
+ — Καλέ Γιάγκο, αλήθεια;
+
+ — Κερδήσαμε, παπάκη;
+
+ — Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το
+Παρίσι.
+
+Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις,
+υποδέχονται τον Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η
+σύζυγος και τα τέκνα του ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.
+
+Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία
+την επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το
+σιγάρον του, εγείρονται δε και οι τρεις και κυκλούσι τον
+Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός, η δε από του
+επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού ονόματος
+και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου
+του.
+
+ — Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε;
+
+ — Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η
+σύζυγος του μεσίτου.
+
+ — Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος,
+προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το
+ιστορικόν γεγονός, χάρις εις τας α π α ν τ ή σ ε ι ς ά ν ε υ
+ε ρ ω τ ή σ ε ω ν της «Ε β δ ο μ ά δ ο ς».
+
+ — Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν;
+
+ — Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το
+κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς,
+διά να μην έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το
+εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το έμαθε και ο Δημήτρης.
+
+ — Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοι 'ς το χρηματιστήριον
+το ξεύρουν,
+
+ — Και ποιος αριθμός εκέρδησε, παπάκη, ερωτά η δεσποινίς Ασπασία·
+μήπως είνε ο δικός μου;
+
+ — Όχι, κόρη μου είνε ο αριθμός που . . . Και παρ' ολίγον
+ωλίσθαινεν εις το βάραθρον η γλώσσα του Περδίκη. Αλλ' ο ευφυής
+Έλλην εκλονίσθη μόνον, χωρίς να πέση, και διορθών αμέσως την
+φράσιν του εξηκολούθησεν ατάραχος·
+
+ — Από τους αριθμούς που είχα φυλάξει εις το γραφείον.
+
+ — Επήρες την ομολογίαν, πατέρα;
+
+ — Θα βγω ύστερα να πάγω να την πάρω. Έχω καιρόν ως το βράδυ
+
+Δεν διατρίβομεν εις λεπτομερή περιγραφήν της αγαλλιάσεως, ήτις
+νέμεται τον οίκον Περδίκη. Δεν αναφέρομεν τα πολυποίκιλα σχέδια,
+άτινα φύονται εις εκάστου την κεφαλήν, ουδέ τας μικράς και
+μεγάλας απαιτήσεις άτινες επιπίπτουσι διά μιας και ως εξ ενέδρας
+κατά των εκατόν χιλιάδων, ουδέ των υπηρετών τα συγχαρητήρια,
+οίτινες εισορμώσι μετά μικρόν εις την αίθουσαν, άλλος από του
+μαγειρείου και άλλος από του υπερώου. Ο αναγνώστης μαντεύει πάντα
+ταύτα ευκόλως, υποθέτομεν· αν δε δυσκολεύεται εις τούτο, ας
+φαντασθή προς στιγμήν, ότι αυτός εκέρδησε τον πρώτον λαχνόν, και
+τα φαντάζεται αμέσως.
+
+Ο Περδίκης, σοβαρός το φαινόμενον και ατάραχος, αποδέχεται τας
+περί αυτόν εκδηλώσεις μετ' ηρεμίας επικής, αρκείται δε μόνον
+πραΰνων τον γενικόν αναβρασμόν διά προσηνών τινων μειδιαμάτων και
+ολίγων γενικών και συντόμων φράσεων·
+
+ — Καλά! Θα ιδούμεν! Μη τρέχετε· υπομονή!
+
+ — Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω
+δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το
+τραπεζάκι τα έβαλα.
+
+Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και
+απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού
+προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν
+παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·
+
+ — Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας;
+
+ — Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως
+δεν σ' αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω.
+
+Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον,
+ενώ η μήτηρ του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως·
+
+ — Μην αργήσης εις το γεύμα!
+
+Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός
+θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς·
+
+ — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί
+προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης
+υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου.
+
+ — Ευλαλία; απαντά εκείνη. Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη·
+χήρα η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς.
+
+Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την
+ανακάλυψιν των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν.
+
+ — Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης.
+
+ — Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου
+γράφει;
+
+& Τώρα θα ιδούμεν.
+
+Και ο Περδίκης αναγινώσκει·
+
+ — _Αγαπητέ μου εξάδελφε
+
+Ο Γεωργάκης μου είπε την καλήν σας τύχην, και σας συγχαίρομαι με
+όλην μου την καρδίαν. Εχάρηκα σαν να ήμην εγώ. Σου εύχομαι του
+Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, και σε παρακαλώ να ενθυμηθείς εις
+αυτήν την περίστασιν και την πτωχήν την εξαδέλφην σου. Έρχεται
+χειμώνας και ο καϋμένος ο Γεωργάκης μου δεν έχει δεύτερον φόρεμα.
+Ο Θεός να σου τα πληθαίνη, εξάδελφέ μου. Χαιρετίσματα εις την
+εξαδέλφην.
+
+ η εξαδέλφη σου
+ Ευλαλία._
+
+ — Να της στείλωμε της καϋμένης κάτι τι, λέγει συγκινημένος ο
+Ιωάννης, συγγενής μας είνε
+
+Η κυρία Πηνελόπη, πολύ ολιγώτερον συγκεκινημένη, ήνοιγε τα χείλη
+προς συζήτησιν των φιλανθρώπων διαθέσεων του συζύγου της, ότε από
+της αυλής της οικίας εκρήγνυται αίφνης παράφωνος αρμονία
+προχείρου οργανικής μουσικής, αποτελουμένης εξ ενός κλαρινέτου,
+μιας κιθάρας και μιας σάλπιγγος, και μελπούσης άρρυθμόν τινα και
+προκατακλυσμιαίαν πόλκαν, εις πανηγυρισμόν της μεγάλης ημέρας.
+
+ — Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην
+η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους!
+
+ — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί
+άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον
+υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.
+
+ — Αφέντη, και εις άλλα! ακούεται μετά μικρόν έξωθεν τριπλή και
+ομόφωνος ευχή, πολύ αρμονικωτέρα της προτέρας μουσικής συμφωνίας.
+
+Οι μουσικοί απέρχονται, και ο Περδίκης αναγινώσκει την δευτέραν
+επιστολήν·
+
+_Αξιότιμε κύριε!
+
+Επεκρότησα πάντοτε εις την προόδόν σας, και χαίρω, ότι πρώτος
+ίσως πάντων σπεύδω να σας εκφράσω τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου
+διά την σημερινήν εύνοιαν της τύχης. Επί τη ευκαιρία δε ταύτη
+συγχορήσατέ με να σας ενοχλήοω με μικράν τινα παράκλησιν. Έχω
+ανάγκην μικρού δανείου τριών χιλιάδων δραχμών, διά να ετοιμάσω τα
+ενδύματα της θυγατρός μου, την οποίαν νυμφεύω μετά ένα μήνα. Δεν
+έχω άλλην ασφάλειαν εκτός της υπογραφής μου. Υποθέτω δε, ότι σεις
+ο οποίος τόσον με γνωρίζετε, γνωρίζετε επίσης ότι είνε υπογραφή
+τιμίου ανθρώπου. Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς.
+
+ Όλος υμέτερος
+ Θ. Ξυλούδης._
+
+ — Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη.
+
+ — Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και
+επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ
+και πέντε χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά,
+βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα να κάμη επιρροήν, διά να γείνη
+υπουργός. Είχε μερικά παραδάκια· του τάφαγαν οι κομματάρχαι, και
+τώρα δεν έχει να κάμη τα ασπρόρρουχα της κόρης του.
+
+ — Και όμως κάθε βράδυ, παρατηρεί η κυρία Πηνελόπη, ενώ μειδίαμα
+οξύγλυκυ κυμαίνει τον επί του αδρού της χείλους επανθούντα
+μύστακα, κάθε βράδυ η κυρία του με ταις κόραις του είνε η πρώτη
+και καλλίτερη εις το Φάληρον. Πώς τα καταφέρνουν;
+
+ — Ό,τι να σου πω σε γελώ. Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα
+έχη ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της.
+
+ — Αι, και θα του δανείσης τώρα συ;
+
+ — Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . .
+
+ — Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του.
+
+ — Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα
+του βρίσκεται.
+
+Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο
+υπηρέτης λέγων·
+
+ — Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.
+
+ — Πήγαινε τον 'ς τη σάλα! παραγγέλλει η κυρία.
+
+Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν
+αγανακτήσει
+
+ — Αι! με παρασκότισαν!
+
+ — Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του.
+
+ — Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου.
+
+Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει
+ποτέ μετ' αυτού εν τω αυτώ καφενείω.
+
+ — Και τι σε ήθελε;
+
+ — Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω
+χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον.
+
+ — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε;
+
+ — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.
+
+Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης
+ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς
+ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την
+αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της
+άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων.
+
+ — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης,
+
+ — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.
+
+Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει·
+
+_Ευγενέστατε κύριε.
+
+Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο
+ταλαίπωρος, ποία ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον
+η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα.
+
+Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει
+η προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας. Μη
+μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και
+γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των
+ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο
+κομιστής αναμένει απάντησιν.
+
+ Συννεφάκος._
+
+ — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός;
+
+ — Ένας κακομοίρης . . .
+
+ — Και τι δουλειάν κάμνει;
+
+ — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.
+
+ — Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη;
+Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν.
+
+ — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από
+κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα
+συγκινητικά . . .
+
+ — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά
+δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης.
+
+ — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς. Δος του ένα πεντάρι, και
+δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά
+δεν έχομε 'ς το σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε.
+
+ — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ'
+εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου.
+
+ — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε
+στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.
+
+ — Δεν σου λέγω, . . . αλλά ήθελα να τελειώσω μίαν ώραν αρχήτερα.
+Δεν ηξεύρει κανείς, τι ημπορεί να συμβή.
+
+ — Τι θα συμβή; Αι ομολογίαι είνε κατατιθειμέναι, λέγουν τα
+γραμμάτια, εις το τραπεζιτικόν κατάστημα του κ. Μαυρίδου. Έως το
+βράδυ έχεις καιρόν να παραλάβης τον αριθμόν μας.
+
+ — Όλα αυτά είνε καλά και άγια, άλλα καμμιά φορά . . . Εγώ λέγω
+να πεταχτώ μίαν στιγμήν· δεν θα αργήσω.
+
+Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την
+θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·
+
+ — Μην αργήσης!
+
+ — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς
+προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην
+στιγμήν έκρουε την θύραν.
+
+Ο επισκέπτης είνε υψηλού μάλλον αναστήματος, ισχνός ως οι λεπτοί
+και ανεμόφθοροι στάχυς του ενυπνίου του Φαραώ, ρυπαρός την
+ενδυμασίαν, αξύριστος, άνιπτος, και θρασύς το ήθος μ' όλην αυτού
+την φαινομένην κατάπτωσιν.
+
+ — Τι αγαπάτε; ερωτά ο Ιωάννης.
+
+ — Εδώ κατοικεί ο Κ. Περδίκης;
+
+ — Μάλιστα, εγώ είμαι. Τι αγαπάτε;
+
+ — Α! η ευγενεία σας είσθε; Έχω πολλήν ευχαρίστησιν.
+
+Και ο άνιπτος κύριος δράττεται διά των ρυπαρών του δακτύλων της
+χειρός του Ιωάννου, και σείει αυτήν μετά προδήλου συγκινήσεως,
+προσθέτων·
+
+ — Επεθύμουν να σας ομιλήσω μίαν στιγμήν ιδιαιτέρως.
+
+ — Με συγχωρείτε . . . δεν έχω τόρα καιρών, έχω κάπου να υπάγω,
+και βιάζομαι . . . , απαντά ο Περδίκης εξερχόμενος εις την οδόν
+και παρακολουθούμενος υπό του αγνώστου. Αν ηθέλατε να περάσετε
+αργότερα . . . προς το εσπέρας . . . Ποίος είσθε, παρακαλώ; δεν
+έχω την τιμήν.
+
+ — Είμαι δημοσιογράφος! απαντά ο άγνωστος μετά πολλής αυταρκείας.
+Εκδίδω την Αλογόμυιγαν, σατυρικήν εφημερίδα . . . την γνωρίζετε,
+βέβαια;
+
+ — Ακούτ' εκεί την αγοράζω τακτικώτατα, και με διασκεδάζει πολύ.
+Του λόγου σας λοιπόν είσθε ο συντάκτης; Χαίρομαι, χαίρομαι!
+
+ — Ευχαριστώ.
+
+ — Και τι ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ερωτά ο Ιωάννης, με ήθος
+ανθρώπου κερδήσαντος εκατόν χιλιάδας δραχμών, και διατεθειμένου
+να προστατεύση κάπως την δημοσιογραφίαν.
+
+ — Να μου χρησιμεύσετε; σεις εις εμέ; αντερωτά ο εκδότης του
+σατυρικού φύλλου, μειδιών εν πλήρει και αδιαπτώτω συνειδήσει της
+ισχύος του. Τίποτε επί του παρόντος. Εγώ ημπορώ να σας
+χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν,
+αν θέλετε.
+
+ — Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει
+προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται;
+
+ — Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . .
+
+ — Ναι, βέβαια, βέβαια.
+
+ — Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ,
+σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν. Χθες μου
+έφεραν μίαν διατριβήν εναντίον σας τρομεράν!
+
+ — Διατριβήν εναντίον μου; και τι έχουν να μου ειπούν;
+
+ — Φοβερά πράγματα. Διακόσια φράγκα πληρόνουν να την καταχωρίσω.
+Αλλά εγώ δεν ηθέλησα να το κάμω, πριν συνεννοηθώ μαζή σας. Όπως
+αυτοί έχουν τόσον συμφέρον να δημοσιευθή η διατριβή των, ίσως
+έχετε και σεις, εσυλλογίσθην, να μη δημοσιευθή. Ώστε . . . αν
+θέλετε . . .
+
+ — Τι να θέλω;
+
+ — Να μη δημοσιεύσω την διατριβήν των . . .
+
+ — Δεν με μέλει. Δημοσίευσε, αδελφέ, ό,τι θέλεις. Δεν ιδρόνει
+εμένα το αυτί μου από αυτά τα πράγματα. Δεν μ' έκαμε ο τύπος ό,τι
+έγεινα, ούτε θα με χαλάση απ' ό,τι είμαι. Αυτά είνε διά τους
+κουτούς.
+
+ — Νομίζω, απατάσθε, κύριε Περδίκη. Εγώ με πολύ ολιγωτέραν θυσίαν
+εκ μέρους σας θα επεθύμουν να μη φανούν εις την δημοσιότητα. —
+όπως δήποτε δυσάρεστον πράγμα θα ήνε . . — Με πενήντα φράγκα
+μόνον . . .
+
+Ο Περδίκης ίσταται και πάλιν, διότι έφθασεν ήδη πλησίον του
+τραπεζιτικού γραφείου, όθεν ηγόρασε την ομολογίαν του. Η μορφή
+του γίνεται κάπως σκεπτική, αλλ' αιθριάζει αμέσως. Τα πεντήκοντα
+φράγκα δεν του φαίνονται πολλά, συλλογίζεται δε ως φρόνιμος
+άνθρωπος και πεπειραμένος Έλλην, ότι καλλίτερον είνε να μη γείνη
+περί αυτού λόγος δημοσιογραφικός.
+
+ — Δεν μου λέγεις, αδελφέ, φωνεί τέλος φαιδρώς προς τον
+δημοσιογράφον, ότι θέλεις πενήντα φράγκα; Νά τα, μάτια μου!
+προσθέτει, εξάγων αυτά εκ του χαρτοφυλακίου του· πάρ' τα και με
+γεια σου! Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου.
+Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν.
+
+ — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και
+απέρχεται υπόπτερος.
+
+ΣΤ'.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν
+μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει.
+Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο
+νους της είνε αλλού. Αι εκατόν χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς
+μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του βιβλίου, και η
+φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας
+εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει
+γρηγορούσα η κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη,
+δεν είδεν Ευρώπην. Και την επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς!
+Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση εις τούτο τον σύζυγόν της,
+αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα τα
+ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα.
+
+Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος.
+
+ — Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονται 'ς το ταξίδι, δεν
+φέρνουν τόκο.
+
+Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε
+προς ώραν τους πόθους αυτής.
+
+Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της
+δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους
+Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα,
+εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη
+τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.
+
+Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία
+Περδίκη να δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και
+πετάσσους, και τρίχαπτα και ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να
+συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον μεγάλων κατόπτρων,
+διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των
+παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και
+μετριόφρονος αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.
+
+Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός
+της, επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και
+φωνών από της θύρας·
+
+ — Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον;
+
+ — Τι είνε, παιδί μου;
+
+ — Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν
+δανεικά, άλλοι . . .
+
+Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την
+επιστροφήν δανεισθέντων.
+
+ — 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον
+λαχνόν.
+
+ — Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του
+μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα.
+
+ — Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς
+εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;
+
+Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων
+δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην.
+
+ — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί,
+επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε;
+
+ — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα.
+
+ — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο
+Τηλέμαχος.
+
+ — Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν.
+
+Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του
+εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα
+κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι
+γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών
+κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.
+Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε
+αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου
+το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα.
+
+ — Καλό 'ς τα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην
+την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτω 'ς το
+παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός! Του
+άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια, γιατί είνε καλός άνθρωπος και
+καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον έχωμε πρώτο
+σύμβουλο, χωρίς άλλο.
+
+Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν
+την προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει
+αμέσως·
+
+ — Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.
+
+ — Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει.
+Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς.
+
+Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του
+χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την
+οικοδέσποιναν.
+
+ — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . —
+πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ;
+
+ — Κωστής Φυσέκης, κυρά!
+
+ — Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα.
+
+ — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη,
+παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το
+χέρι μου.
+
+Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων
+εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου
+ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.
+
+ — Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το
+πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι;
+
+ — Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να
+βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια
+φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου.
+
+ — Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης
+διαρρηγνύμενος εις γέλωτα. Να βάλωμε μίαν ειδοποίησιν αύριον εις
+τας εφημερίδας, ότι παρακαταθέτομεν το ποσόν εις ένα
+συμβολαιογράφον, εις μίαν τράπεζαν, — αδιάφορον πού — και να
+κοπιάση ο κόσμος να παίρνη, ως που να τελειώσουν. Έτσι, μου
+φαίνεται, θα ευρούμε τουλάχιστον την ησυχίαν μας.
+
+ — Στάσου δα πρώτα να ταις πάρωμεν, και ύστερα σκεπτόμεθα, απαντά
+γελώσα επίσης η μήτηρ.
+
+ — Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις
+που λες!
+
+ — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης
+και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου,
+και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει.
+Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη.
+
+Ζ'.
+
+Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και
+κάθηται εις την τράπεζαν.
+
+Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες
+ομιλητικότατοι.
+
+Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν
+του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει
+παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η
+μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του
+ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου. Δεν
+λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει
+κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου.
+
+ — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι
+τρέχει; τι έπαθες;
+
+Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον
+λάρυγγά του.
+
+ — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη,
+Γρήγορα. Έλα!
+
+Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.
+
+ — Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν.
+
+ — Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο
+Ιωάννης. Το κέρδος μας . . .
+
+ — Αι;
+
+ — Έγεινε. . . .
+
+ — Τι;
+
+ — Κα-πνός!
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε
+καπνός;
+
+ — Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . .
+την τελευταίαν δόσιν.
+
+ — Και τι μ' αυτό;
+
+Δεν είνε ακριβώς γνωστόν, τι απήντησεν ο Περδίκης εις την
+ερώτησιν ταύτην της συζύγου του.
+
+
+
+ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ (6)
+
+
+
+Ήσαν δύο οικίαι επί της αυτής οδού, η μία της άλλης αντιμέτωπος.
+
+Η μία μεγάλη, άρχοντος οικία, η άλλη μικρά, ταπεινή, σχεδόν
+καλύβη, πτωχόν πτωχού ενδιαίτημα.
+
+Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων
+παραπετασμάτων μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί
+περικοσμούντες την οικοδομήν, και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις
+τον ήλιον, το δε εις την αύραν την εσπερινήν, και κήπος οπίσω
+θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα πολυάριθμα,
+φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την βαρείαν
+σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.
+
+Είναι μία μόνη μικρά θύρα, και στενόν παράθυρον μόλις που τας
+κυριακάς και τας εορτάς δειλώς ανοιγόμενον, και πέραν εκεί, εις
+το άκρον στενού διαδρόμου και όπισθεν των δύο χαμογείων δωματίων
+άτινα αποτελούν τον πτωχικόν οίκον, αυλή ευρεία, ης το γεώδες
+έδαφος συνεκύλων δι' όλης της ημέρας παιδία γυμνόποδα φαιδρώς
+φωνασκούντα, και όρνιθες κλώζουσαι και ραμφοκοπούσαι το χώμα, ας
+ένθεν μεν κατεδίωκεν ακάκως πυρρόθριξ μολοσσός, απαθής δ' εκείθεν
+αλλά προσηνής το φαινόμενον εθεάτο τεφρόχρους όνος, προσδεδεμένος
+εις φάτνην πενιχράν, υπό την στέγην ολίγων σανίδων.
+
+Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων
+και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν
+είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο
+πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον
+των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον
+ενίοτε τας αίθουσάς των. Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών
+οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου
+οικοδεσποίνης εθόλονε μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό
+τα βλέφαρά της, οσάκις από της σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά
+του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν αυλήν, και έβλεπε τα
+ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και θορύβω το
+κ ε ρ ά κ ι και τον κ ρ υ π τ ό ν.
+
+Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα,
+— έλεγεν αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο. Ότε δε την εσπέραν
+επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε
+σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του
+οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος
+ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον,
+και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο
+βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός. Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο
+εις τους ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον
+άρτον της εσπέρας, άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα
+μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας κνήμας του.
+
+ — Έλα, ησυχάστε! αφήστε τον πατέρα σας να ξανασάση! εφώνει προς
+το στίφος των πολιορκητών η κυρά Δημήτραινα, εύσωμος και
+πορφυρόχρους μεσήλιξ, ης τα σπαργώντα στήθη, ανέτως αναπτυχθέντα
+υπό τα λαίμαργα στόματα δέκα ευρώστων νηπίων και ουδένα ποτέ
+γνωρίσαντα στηθόδεσμον, εκυμαίνοντο μεγαλοπρεπώς μόλις
+συγκρατούμενα υπό των πτυχών του χιτώνος της.
+
+ — Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων
+εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί
+του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του
+ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του.
+
+Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των
+θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι
+άπαιδες άρχοντες. Και εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής,
+από μακρού ήδη τραχυνθείς την καρδίαν εκ των συγκινήσεων της
+υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον προσέβλεπε τας
+θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει, οικογενειακάς
+πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη
+συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών
+αυτού υπολογισμών. Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη
+αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την
+διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα
+και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά
+μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής!
+
+***
+
+Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης
+επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,
+
+Ήτο κατοφορτωμένος.
+
+Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από
+παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί,
+τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην
+εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης,
+πλήρης ξανθού ρητινίτου. Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον,
+εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του
+μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον
+προσωπείον είκοσι λεπτών.
+
+ — Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος.
+
+Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ! Τρία ήρπασαν διά μιας την βαύκαλιν,
+άλλα τόσα το μανδήλιον, ούτινος διεσπάρησαν χαμαί τα περιεχόμενα
+— δύο λεμόνια εδώ, πέντε μήλα εκεί, ολίγα μύγδαλα παρέκει — και η
+γενική κατ' αυτών έφοδος των παιδίων έσωσεν από σοβαρού κινδύνου
+τον ταβάν, ον κατώρθωσε τέλος να παραλάβη σώον και ακέραιον η
+μήτηρ.
+
+ — Κύτταξε, κύτταξε τα διαβολόπουλα! Εφώνει αύτη, και ηγωνίζετο
+ασθμαίνουσα να επαναφέρη την τάξιν εν μέσω του αφηνιάσαντος
+στίφους, ενώ ο πατήρ εκράτει το προσωπείον υψηλά, υψηλότερα των
+κατ' αυτού αναπηδώντων μικρών, και έλεγεν αταράχως·
+
+ — Αι, ησυχία τώρα, ησυχία! Κάμετε φρόνιμα . . . ειδεμή δεν έχει
+μουτσούνα.
+
+ — Μουτσούνα! Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον,
+θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις
+κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του
+μανδηλίου πεσόντας τραυματίας.
+
+Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία
+κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον τ α β ά ν ωσφραίνοντο
+βουλιμιώντα το περιεχόμενον.
+
+Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του
+δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα
+λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας
+διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα
+πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η
+φτώχια θέλει καλοπέραση!
+
+Ούτως ευθύμως ήρχισε και ευθύμως επεράνθη το πτωχικόν του πτωχού
+οίκου δείπνον.
+
+Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του
+ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον
+σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόντας —
+και αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον
+και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια
+εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον
+της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα,
+είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·
+
+ — Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το
+τραγουδήσωμε·
+
+ — Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά
+τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν,
+ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το
+παραγγελθέν η συζυγική προθυμία.
+
+Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.
+Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της
+σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην
+τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν.
+Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων
+αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν
+του πατρός των πεδίον.
+
+ — Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια. Εμπρός ο
+Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο
+Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα!
+
+ — Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν
+θα τη φορέσωμε;
+
+ — Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή.
+
+Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.
+
+Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το
+πάτωμα, αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά
+προχείρου άσματος τον σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων
+ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν έρρινον και βροντόφωνον ωδήν,
+προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο χορός.
+
+ — Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα
+ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι
+που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος,
+μόνον κάθεσαι και. . . .
+
+Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την
+φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν.
+
+ — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του
+και εγειρόμενος. Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν
+αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και
+μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του
+ανέμου την πτώσιν.
+
+Και εβάδισε προς την θύραν.
+
+***
+
+Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής
+καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
+
+Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον
+ουδέν είχεν ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς
+την απόκρεω, ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν
+επί σοφά μαλακού, καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα
+τον καφέν του, αυτή δε επί του εγγυτάτου εις την τράπεζαν
+κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και δακτυλιοφόρου
+χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος
+μακαρίως επί των γονάτων της.
+
+Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη
+αιθούση.
+
+Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν
+ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος,
+ανεκάθισε μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις
+την κνήμην, και είπεν, αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·
+
+ — Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη;
+
+ — Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν
+εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα
+αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον
+των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα.
+
+ — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή
+απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.
+
+ — Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον
+ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά;
+
+ — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις.
+
+ — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης;
+
+ — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . .
+μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,
+
+ — Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς
+του χειμώνος είνε ατελείωταις.
+
+Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν
+επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·
+
+ — Ταχυδρομείον!
+
+ — Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της
+ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε
+την ανάγνωσιν από του τέλους.
+
+Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως,
+και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της
+αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία
+Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων.
+
+ — Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα
+πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.
+
+Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν
+απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ
+Δημήτρη.
+
+ — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του·
+άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις,
+Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το
+κοπάδι του;
+
+ — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.
+Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν;
+
+ — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν
+εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε.
+
+ — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία
+Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί
+της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του.
+
+ — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.
+
+Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την
+ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·
+
+ — Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε,
+Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και
+ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ'
+ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.
+
+ — Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η
+όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά!
+
+Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την
+εστίαν.
+
+ — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας
+φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της
+φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;
+
+ — Και είνε να μην τους ζηλεύση κανείς; Δεν βλέπεις τι
+ευτυχισμένοι που ζουν! Πως είνε πτωχοί, . . αδιάφορον! Όλοι
+ροδοκόκκινοι από υγείαν . . . Ανάγκας δεν έχουν. . . . φροντίδας
+δεν έχουν. . . . Σπίτι γεμάτο ζωήν και χαράν! Όταν είνε να
+δουλεύσουν δουλεύουν, και όταν είνε να διασκεδάσουν διασκεδάζουν.
+Όχι . . .
+
+ — Όχι 'σάν εμάς; ήθελες να ειπής κ' εστάθης.
+
+ — Βέβαια. Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους.
+Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι,
+με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα,
+'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη,
+δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις. Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω,
+εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να
+μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί
+με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν
+αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος
+πάντων. Διατί αυτό;
+
+ — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω
+εν τη αιθούση. Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης
+απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως
+επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·
+
+ — Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να
+παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος;
+
+ — Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν
+οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της. Όχι, . . . μη τους
+κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν;
+
+ — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου
+εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε.
+Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής!
+
+ — Μα τι σκοπόν έχεις;
+
+Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και
+καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις
+ταπεινή τη φωνή.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν
+του κυρ Δημήτρη.
+
+Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και
+του συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον,
+υπεδύθη κατόπιν έν ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από
+πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας
+δ ε σ π ο τ ι κ ά ς ε ο ρ τ ά ς, εφόρεσε το καλόν του φέσιον, και
+ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού αναβολήν,
+ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·
+
+ — Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του.
+
+ — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα;
+Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι
+'πίσω.
+
+ — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . .
+
+ — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η
+συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν.
+
+Και εξήλθε λέγων·
+
+ — Πλάγιασε τα παιδιά!
+
+Η κυρά Δημήτραινα, μείνασα μόνη, κατέκλινε πρώτον τον πολυάριθμον
+αυτής τόκον επί δύο ευρέων στρωμάτων, χαμαί ηπλωμένων εντός του
+παρακειμένου θαλάμου, είτα δε καθεσθείσα παρά τον λύχνου της,
+ήρχισε πλέκουσα κάλτσαν και διανοούμενη τι άρα γε ήθελε τον
+σύζυγόν της ο κύριος Αγησίλαος.
+
+ — Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά
+καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να
+ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να
+πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά,
+ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά
+δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης. Αι! δόξα σοι ο
+Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και
+σταυροκοπουμένη.
+
+Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν
+ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου.
+
+ — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε
+διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να
+μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα. Θάκανα και
+το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε
+τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι
+να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να
+σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια
+με μπαλώματα . . .
+
+Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν
+ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε
+την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ'
+εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την
+κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·
+
+ — Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός
+του. Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα!
+
+ — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης,
+ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι
+σου ήλθε;
+
+ — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
+
+Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν
+Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι
+οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή
+ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη.
+
+ — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η
+κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος.
+
+ — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!
+
+Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων,
+κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του.
+
+Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά
+της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν
+ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους
+της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν
+η συγκίνησις.
+
+ — Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν
+ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες
+αυτά τα χρήματα;
+
+Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της
+αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η
+αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν
+του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.
+
+ — Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν,
+ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν!
+
+ — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς
+την 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη!
+
+ — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . .
+
+ — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις! Κάθισε·
+κάθισε να σ' τα πω!
+
+Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα
+γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις
+αυτού και τα αισθήματά του.
+
+ — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που
+τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . .
+
+ — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά
+Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε!
+
+ — Στάσου δα, μη βιάζεσαι. Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε
+κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστά 'ς τον κυρ
+Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια
+μου παπούτσια.
+
+ — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις.
+
+ — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε,
+πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.
+Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα
+παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάω 'ς τον άι
+Δημήτρη.
+
+ — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου
+τάδωσε;
+
+ — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε. Μας βλέπει, λέει, από τα
+παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή
+καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι
+ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα
+του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . .
+Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και
+σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε,
+λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους. Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι
+να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη.
+
+ — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι
+δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί
+σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω!
+
+ — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η
+μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη
+σακκούλα.
+
+Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του
+επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου.
+
+ — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με
+αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη.
+Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα
+δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.
+Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη,
+μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις
+χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ,
+κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να
+μη τα πάρω;
+
+Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε. Το όνειρόν της
+εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας
+της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία.
+Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . .
+ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν.
+
+Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της
+Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η
+κυρά Δημήτραινα.
+
+ — Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν
+ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να
+νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω
+τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης.
+
+ — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την
+υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν.
+
+ — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις. Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που
+έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η
+παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε
+την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια.
+
+ — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;
+
+ — Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά·
+τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται
+προσοχή και φρόνηση.
+
+ — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου;
+
+ — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του,
+αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά
+μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και
+αύριο τα λέμε. Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισά
+'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου.
+
+ — Γιατί;
+
+ — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε
+για παιδιά.
+
+ — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν;
+
+ — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ'
+αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω.
+
+ — Καλά.
+
+Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως
+άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας
+καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών
+διάνοιαν.
+
+Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης! Τι
+να τα κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν'
+αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν; Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα;
+Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν αυτών οίκον, . . .
+τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . .
+και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην
+εννοήσουν οι συγγενείς των — πτωχοί επίσης ημερόβιοι — ότι
+επλούτησαν.
+
+Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά — και αγύριστα βεβαίως — και αιτήσεις
+βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως
+ακόμη, — τις οίδε — περί της πηγής του πλούτου των . . και
+φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής
+είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς
+των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο!
+αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .
+
+Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο
+με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος
+ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον.
+
+Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε,
+και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του.
+
+ — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε. Εγώ, τι να σου πω, δεν μου
+κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα.
+
+ — Αμ' εμένα;
+
+ — Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . .
+γιατί . . .
+
+ — Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι.
+
+ — Εγώ λέω, γυναίκα . . .
+
+Και ήρχισε συζήτησις μακρά μεταξύ των συζύγου περί της διαθέσεως
+του σοβαρού εκείνου περιεχομένου του σάκκου· συζήτησις ήρεμος το
+κατ' αρχάς, ζωηροτέρα κατόπιν, τραχυνθείσα δε βαθμηδόν εις έριδα,
+και απολήξασα μετά τινα ώραν εις πείσμονα μεγαλόφωνον λογομαχίαν,
+— την πρώτην ην ήκουον οι ταπεινοί της οικίας των τοίχοι.
+
+Άλλα ήθελεν ο είς και άλλα ήθελεν ο άλλος. Εκείνη γνώμην είχε ν'
+αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε
+καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να
+επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή
+πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην
+ανάπαυσιν.
+
+ — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα·
+για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!
+
+ — Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και
+εγερθείς κατέλιπε την κλίνην.
+
+ — Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας;
+
+ — Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων
+την χείρα κατά της συζύγου του.
+
+ — Θέλεις και να με δείρης;
+
+Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα
+τέκνων του! Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η
+χειρ του κατέπεσεν αδρανής.
+
+ — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη
+είσαι ανόητη.
+
+ — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν
+εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της.
+
+ — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου
+έρχεται μία ιδέα.
+
+ — Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθής
+
+ — Μου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα.
+
+ — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε;
+
+ — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής;
+
+ — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα
+χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα;
+
+Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της
+ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.
+
+ — Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . .
+Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν
+ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον.
+
+ — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού.
+
+ — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ.
+Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.
+
+***
+
+Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν
+ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας,
+αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.
+
+Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις
+την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των
+φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος
+προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν
+επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.
+
+ — Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το
+έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ.
+
+ — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε,
+γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . .
+
+ — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς,
+ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο
+αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα. Ψωμί έχομε ολίγο . . .
+δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί.
+
+ — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα
+κρύβεις;
+
+ — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω.
+
+ — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις
+ύψος τους βραχίονας.
+
+ — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι;
+
+ — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι! Πεντακόσια τάλλαρα, . . .
+μεγάλο πράγμα!
+
+Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε.
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος.
+
+ — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το
+φέσι μου.
+
+ — Έτσι γεια σου!
+
+Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν.
+
+ — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν
+εισήλθεν εις τον οίκον της.
+
+Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της
+έλειπεν, εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως
+έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να
+περιμένη το σήμαντρον της Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν.
+Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η ώρα να περάση. Εσυγύριζεν η
+Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα,
+ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να
+κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να
+ιδή ολίγον, να ιδή μόνον — τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν
+είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή. Αλλ'
+ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμα!» είπε
+καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των
+παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν
+άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς.
+
+Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει
+από της αγοράς.
+
+ — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ. Καλά που δεν είνε εδώ τα
+παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά.
+
+Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της
+προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της.
+
+ — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν.
+
+Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα.
+
+Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί,
+ελαφρότερον τον εαυτόν του. Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας
+νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του
+κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων
+το δημοτικόν άσμα της απόκρεω: Κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν τ η γ ά τ α
+μ α ς, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν
+εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν. Εσκέπτετο,
+υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών,
+κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το
+καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους,
+τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα
+υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων
+ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.
+Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν'
+αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλά
+— κακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα
+καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του
+Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής.
+
+ — Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;
+
+Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν
+εξώρμα αθυρόστομος.
+
+ — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα
+λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να
+διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του.
+
+Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί
+μέχρι νυκτός.
+
+Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και
+παραπαίων, υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη
+κατά μήκος πλάτος διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων
+ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το τελευταίον του ποτήριον,
+είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το μυστικώτατον και
+νωπότατον, το του θησαυρού του.
+
+Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος,
+εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα
+τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον
+ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της.
+
+ — Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το
+σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα;
+
+ — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του
+Δημήτρη. Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου
+λέω . . .
+
+ — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής.
+Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια
+μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . .
+και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . .
+κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!
+
+Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον
+εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης.
+
+ — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος
+γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου.
+Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;
+
+ — Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων,
+προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του.
+
+ — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή
+προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία
+επί της παρειάς του παιδός.
+
+Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ'
+ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
+
+Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το
+πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν.
+
+ — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε
+χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού
+και πού μόνον καμμία λογομαχία . . .
+
+ — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε;
+ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή. Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους
+κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά!
+
+ — Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους
+κατήγγειλα ούτε τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να
+τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν.
+
+ — Είνε δυνατόν;
+
+ — Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . .
+
+Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα
+ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν'
+ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά
+η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης
+εζήτει να ιδή τον Κύριον.
+
+ — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.
+
+Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός,
+ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό
+της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν
+ημίν ήδη σάκκον.
+
+ — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής.
+
+ — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . .
+δεμένα όπως ήτανε . . .
+
+ — Διατί;
+
+ — Δεν μας κάνουν, αφέντη.
+
+ — Πώς; σας είνε ολίγα;
+
+ — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ'
+εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα.
+Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο. Μ' έκαμαν να δείρω τα
+παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέρι 'ς τη γυναίκα
+μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ'
+εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη
+φορά 'ς τη ζωή μου. Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ'
+εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου
+ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να
+παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . .
+σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του
+λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.
+
+Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του,
+περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι
+του.
+
+Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του
+περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.
+
+
+
+ΥΙΟΣ ΕΚ ΠΑΤΡΟΣ
+
+
+
+Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης
+δύσθυμος άνευ λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις
+τον ανήλιον κοιτώνα μου, προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν
+διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος αίφνης κωδωνισμός της θύρας με
+διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως
+λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και τρέμομεν να το
+ανοίξωμεν. Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις
+το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός,
+τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της
+τόσον πρωινής του επισκέψεως·
+
+ — Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας
+λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε!
+
+ — Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή.
+
+ — Ο Αλέξανδρος.
+
+ — Πώς; πότε; διατί;
+
+ — Με πιστόλι, χθες την νύκτα εις την κοίτην του Ιλισσού. Το
+διατί είνε μυστήριον. Μικρά σημείωσις, η οποία ευρέθη επάνω του,
+φέρει ως λόγον της αυτοκτονίας του χρόνιον και ανίατον, ως λέγει,
+νόσημα· αλλ' ο λόγος αυτός βεβαίως είνε πρόφασις.
+
+ — Ανίατον νόσημα; υπέλαβον εγώ· τι νόσημα; Δεν μου φαίνεται να
+έπασχε. Η όψις του τουλάχιστον . . .
+
+ — Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος,
+ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον
+μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως
+ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να
+δημιουργή τα αιώνια εκείνα — ηξεύρεις; — σχέδιά του περί
+πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.
+
+ — Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν.
+
+ — Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ
+ελαττωθή.
+
+ — Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;
+
+ — Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους
+δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν
+συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να
+μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε
+την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε
+δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του.
+
+ — Περίεργος άνθρωπος! Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και
+να τελειώση . . .
+
+Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες.
+
+Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον,
+και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν
+φωνήν.
+
+ — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση.
+
+ — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.
+
+ — Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή
+τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του
+Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας
+ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του;
+
+ — Δεν ενθυμούμαι, απήντησα.
+
+Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον
+αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας. Μας είχε
+συνδέσει άλλοτε παλαιά νεανική φιλία, εγνώριζα κάπως την
+οικογένειάν του, είχα δε γνωρίσει ολίγον και τον προ δεκαετίας
+αποθανόντα πατέρα του, όστις από πλουσίου κτηματίου των Αθηνών
+είχε πτωχύνει — διά του χαρτοπαιγνίου ως ελέγετο, — αλλ' από ετών
+ήδη πολλών αι σχέσεις μας είχον αραιωθή, και μάλιστα αφότου εκ
+δικηγορικής του αμελείας είχεν απολεσθή σπουδαία οικογενειακή μου
+δίκη.
+
+ — Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν
+να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και
+τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο
+οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω;
+
+ — Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το
+βράδυ! Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος,
+διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι,
+έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον
+ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ
+έφριττες και διεμαρτύρεσο.
+
+ — Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε
+σπουδάζων. Ο ζύθος είχε λύσει την γλώσσαν του, και η γλώσσα του
+επρόδιδε τους βαθείς μυχούς της διανοίας του. Είχεν ήδη αρχίσει
+πρό τινων ετών να βαρύνεται το χειρωνακτικόν, ως το απεκάλει,
+επάγγελμα του δικηγόρου, και να πλησιάζη κάπως εις το
+χρηματιστήριον. Οι άνθρωποι με τους οποίους εσχετίσθη τον έκαμαν
+τολμηρότερον, και μερικαί επιτυχίαι εις την αρχήν του ήνοιξαν την
+όρεξιν. Αλλ' έπειτα ήλθαν φυσικώς αι ατυχίαι, η τόλμη του έγεινε
+πείσμα, και ο Αλέξανδρος έπεσε κατά κεφαλής εις παν είδος
+επιχειρήσεων, από τας οποίας ήλπιζε κέρδος. Εν τω μεταξύ είχε
+νυμφευθή, ως ηξεύρεις, και αι ανάγκαι του είχον αυξήσει. Δεν
+ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι
+καθαραί, ούτε απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής,
+όπως πολλάκις έλαβον αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων,
+οίτινες είχον συναλλαχθή μετ' αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει,
+ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν
+του . . .
+
+ — Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.
+
+ — Ήτο άλλοτε . . . και πολύ αλλά τελευταίον εδέχετο μόνον
+χαρτοπαίκτας, και τους εξεμεταλλεύετο.
+
+ — Και αυτό ακόμη; Εις τόσον εξευτελισμόν είχε καταντήσει;
+
+ — Δυστυχώς· και το λυπηρότερον είνε, ότι αναποδράστως έμελλε να
+καταντήση εκεί.
+
+ — Πώς αυτό;
+
+ — Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή,
+περιβάλλον, . . — όπως θέλεις ειπέ το, — είχε κάτι εντός του ο
+Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν επί τέλους αναποφεύκτως εις την
+καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, — δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη
+ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε.
+
+ — Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με
+αμέσως.
+
+ — Άκουσε, είπε. Έξω βρέχει, ο καιρός είνε άθλιος, εργασίαν δεν
+έχεις, ούτε θα εξέλθης βέβαια, καθώς κ' εγώ. Άκουσε λοιπόν να σου
+διηγηθώ συντόμως την παλαιάν ιστορίαν του Σοφή. Είνε αρκετά
+χαρακτηριστική, και θα ιδής αν έχω δίκαιον.
+
+Ανήψε νέον σιγάρον, εκάθισεν αναπαυτικώς εις ένα κλιντήρα, και
+ήρχισε διηγούμενος.
+
+Με τον Αλέξανδρον ήμεθα συμμαθηταί. Παιδία μόλις δωδεκαετή
+εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε
+ελληνικόν σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις
+την Πλάκαν, εις την οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και
+ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το
+μάθημά του εξεταζόμενος. Τα απ' έξω ιδίως, αι τόσον αγαπηταί τότε
+εις τους διδασκάλους αποστηθίσεις, ήσαν ο εφιάλτης του. Ποτέ δεν
+κατώρθωσε να απαγγείλη ακριβώς την τερατώδη εκείνην — αν την
+ενθυμείσαι — περιγραφήν της τοποθεσίας της Ελλάδος εκ της
+Γεωγραφίας του Βακαλοπούλου, ούτε τον ορισμόν της Ευχαριστίας εκ
+της Κατηχήσεως του Δαρβάρεως. Δεν ήτο εν τούτοις οκνηρός ούτε
+αφιλομαθής. Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο
+αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν.
+Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς
+αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το
+Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν
+πολλήν εις τα θρανία του σχολείου. Και τούτο δε οσάκις του
+συνέβαινε, σπανίως κατώρθονε να προσέχη εις το βιβλίον του ή εις
+του διδασκάλου τους λόγους. Η προσφιλής του ενασχόλησις ήτο να
+συλλαμβάνη μυίας υπό το θρανίον — και είχεν εις τούτο θαυμασίαν
+αληθώς δεξιότητα, — να τας ανασκολοπίζη με μικρά ξυλάρια, εις των
+οποίων το άκρον εκόλλα τεμάχια χαρτίου, και να τας αφίνη κατόπιν
+να πετούν εντός της παραδόσεως, προς θορυβώδη σκανδαλισμόν των
+επιμελών και μεγίστην αγαλλίασιν των απροσέκτων. Αν τούτο ήτο
+δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα πτερωτά του θύματα, είτε διότι
+επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του πιθανού, έσκαπτε διά
+του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή
+εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή
+ετύπονε φανταστικάς εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ'
+αυτών μελάνην, και συμπιέζων έπειτα εις δύο τα φύλλα των. Αν δε
+διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω των σπουδαίων εκείνων
+ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλου — διότι οι διδάσκαλοι τότε
+είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, — ο Σοφής δεν
+εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ
+αιδούς ή οργής. Απαθής, ύψονε το βλέμμα προς την οροφήν και
+ηρίθμει τα πολύχρωμά της κοσμήματα, επιφυλασσόμενος, άμα ως
+παρήρχετο η καταιγίς, να επαναλάβη την διακοπείσαν του εργασίαν.
+
+Δύο μόνα μαθήματα είλκυον κατ' εξαίρεσιν την προσοχήν του και τον
+είχον τακτικόν φοιτητήν: η αριθμητική και τα ιερά. Αυτά μεν χάριν
+του διδασκάλου, εκείνη δε χάριν των αριθμών. Η διδασκαλία των
+ιερών μαθημάτων ήτο δι' αυτόν θέαμα μάλλον ή μάθημα. Ότε πρωί
+πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου
+κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την
+έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον,
+σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον
+γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και
+αγαλλίασιν. Ότε δ' εκείνος, ανασύρων προς τον αγκώνα το
+απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του φωνήν να
+αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το
+όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς
+προσδοκίας. Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η
+στερεότυπος φράσις, διά της οποίας ο διδάσκαλος συνώδευε την
+κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν μαθητού.
+
+ — Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ.
+
+ — Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός
+Σοφής.
+
+Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και
+ήτο τούτο σπάνιον — συχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να
+σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον
+κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος
+και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο
+συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και
+ο σκούφος. Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε
+κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων
+ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου
+κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία,
+συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά
+σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος. Ησπάζετο εν μετανοία
+την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως
+την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του,
+διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια.
+
+Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον
+Αλέξανδρον. Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον
+αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο
+βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν
+μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν
+ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή. Αι
+τέσσαρες πράξεις συνώψιζον δι' αυτόν πάσαν γνώσιν ανθρωπίνην και
+απετέλουν ούτως ειπείν το μη περαιτέρω της μαθήσεως. Παιδίον
+δωδεκαετές μόλις, είχε παράδοξον λογιστικήν πρωιμότητα, την
+οποίαν εθαύμαζε πολλάκις και αυτός ο διδάσκαλος. Πρώτος εξ όλων
+μας έλυε τα διδόμενα εις τους μαθητάς προβλήματα, και μόνος αυτός
+πολλάκις τα δυσκολώτερα. Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν
+προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά
+τας οποίας εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας
+μας. Είχεν αναντιρρήτως λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν.
+Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας καθημερινάς του σχέσεις
+μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν ευρίσκετο εις
+συναλλαγάς μαζή των. Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί
+χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν
+του τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού
+προηγουμένως εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν
+άθικτον ιδικόν του. Οσάκις νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις
+την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε έμελλε να τελειώση η
+διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα μαθήματα,
+διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι
+ολίγον εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους
+ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως
+των υπολογισμών του το πόρισμα.
+
+Φίλον στενόν και διαρκή, οποίους είχαμεν ημείς οι άλλοι, ουδέποτε
+απέκτησεν εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. Είχε συμπαίκτορας και
+συντρόφους των εκδρομών του, είχε θύματα της λογιστικής του
+επιτηδειότητος, τα οποία και ιδιαιτέρως επεριποιείτο, ενόσω
+διήρκουν αι μετ' αυτών διαπραγματεύσεις του, αλλά φίλον αληθή δεν
+είχεν. Εδοκίμασαν τινές των συμμαθητών μας να οικειωθώσι προς
+αυτόν διαρκέστερον, αλλ' απέτυχον όλοι. Εις τας παιδικάς των
+διαχύσεις ή τας αφελείς αυτών εκμυστηρεύσεις ουδέποτε απεκρίνετο
+δι' ομοίων ο Σοφής, απήντα δε συνήθως διά γέλωτος ή σιωπής.
+Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας σχεδόν τας οικιακάς
+περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι
+έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι
+έκαμνον, και όσα άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο
+δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και
+εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ ημών και εκείνου. Μας
+εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η ενδυμασία
+του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα
+καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς
+τινα λόγον, ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και
+κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη, εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ
+να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της
+φθοράς. Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο αίνιγμα τούτο δι'
+ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του.
+
+Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν.
+Ήρχοντο τρις και τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να
+ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των προόδων και της επιμελείας
+μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας εξετάσεις του
+παρευρέθη ποτέ. Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος
+των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν,
+ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της
+ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·
+
+ — Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα;
+
+Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν
+τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.
+
+Μίαν ημέραν — ήτο μάθημα Γεωγραφίας — ο Σοφής διεσκέδαζεν ως
+συνήθως χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά
+επί του θρανίου, ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος
+την άτακτον εκείνην ασχολίαν. Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος
+εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μας — έβαλε τας
+φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το
+θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις
+μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον
+με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως
+τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε
+πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.
+Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και υβρίζων πάντοτε εις την
+καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους οποίους
+καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ'
+ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το
+φαινόμενον, αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον.
+Έκυπτον δε μαζή του οι εκ δεξιών και αριστερών γείτονές του,
+περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες, ανταλλάσσοντες δε σιγά τας
+εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε να κάθημαι
+όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν
+να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή. Ανωρθώθην
+ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον
+ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον
+Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους
+γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους
+σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών,
+γυναικών και γερόντων.
+
+ — Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.
+
+ — Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων.
+
+ — Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και
+εφάνη εμπρός του ο διδάσκαλος. Έκυψε και αυτός, είδε, και πριν
+καν εννοήσωσιν οι άλλοι τι συνέβαινε, πριν ή συνέλθη ο ένοχος εκ
+της καταπλήξεως, έγεινεν ανάρπαστος από το θρανίον του και
+εβροντοκοπήθη εις το πάτωμα της παραδόσεως ως αν ήτο τόπι
+ελαστικόν. Ο διδάσκαλός μας είχεν αθλητικόν ανάστημα ως αχθοφόρου
+και χείρας μεγάλας ως των εικόνων του παντοκράτορος. Ύψωσε
+καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις
+γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής
+απανθρώπως, γρυλλίζων·
+
+ — Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη
+σου προκοπή!
+
+Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα.
+Αλλά το αποτέλεσμα του πρώτου γρονθοκοπήματος επτόησε, φαίνεται,
+την τόλμην του βαναύσου μας διδασκάλου και εψύχρανε διά μιας την
+οργήν του. Ο μικρός Σοφής είχε πέσει χαμαί, άπνους σχεδόν και
+ακίνητος, ημείς δε οι άλλοι, ανορθωθέντες διά μιας επί των
+θρανίων, εκραυγάζαμεν σπαρακτικώς, ως αν εδερόμεθα όλοι ομού.
+Απερίγραπτος υπήρξεν η επακολουθήσασα ταραχή. Εξ όλων των
+δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την
+αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος
+γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ
+μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και
+απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος.
+
+ — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους
+λοιπούς διδασκάλους,
+
+ — Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε!
+εφώναξε προς τους μαθητάς.
+
+ — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι
+εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν.
+
+Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου
+εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν
+άμαξαν.
+
+Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·
+
+ — Άνοιξε τα μάτια του;
+
+ — Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος
+πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία.
+
+Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ'
+οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του
+Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η
+ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι
+δεν είχε πάθει τίποτε. Ηυχαριστήθημεν δε πολύ περισσότερον από
+την απροσδόκητον σκηνήν, ήτις επηκολούθησε μετά τινας ημέρας.
+
+Ο Σοφής δεν ήλθε πλέον εις το σχολείον, ούτε την επαύριον, ούτε
+τας επομένας ημέρας. Ησθένησεν άρα γε και έμενε κλινήρης, ή άλλος
+τις ήτο της απουσίας του ο λόγος; Κανείς δεν ήξευρεν. Αλλά την
+δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά
+το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της
+παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την
+αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και
+ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον
+διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την
+στιγμήν εκείνην.
+
+ — Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις
+και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ'
+εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου;
+
+Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος,
+και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε,
+μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η
+συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.
+
+ — Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος,
+τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του
+Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα.
+
+Και υψώσας ταχέως την χείρα του — θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη,
+και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το
+πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.
+
+ — Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να
+κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου.
+
+Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η
+αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν
+ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη
+εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν
+εντός ολίγου την παράδοσιν.
+
+ — Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος,
+στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν
+τον κύριον πώς δέρνουν.
+
+Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει.
+
+Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς
+την κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.
+
+Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν
+καιρόν δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς
+ήκουσα ότι ο βουλευτής του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε
+πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας Αθήνας. Τίποτε απίθανον να
+διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του βουλευτήν.
+
+Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον
+εκείνον διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν
+χαράν έσπευσα να διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα
+εις το σχολείον, και να περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν
+κατόρθωμα του πατρός του συμμαθητού μας. Ο πατήρ μου, σοβαρός
+συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με ολίγας λέξεις την διαγωγήν
+του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του Σοφή, απέφυγε
+δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του
+απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον
+είχε.
+
+ — Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα
+πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.
+
+Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα
+εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα
+οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως
+έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με
+πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν
+η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς,
+και απήντησε·
+
+ — Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . .
+δεν έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος.
+Είχε περιουσίαν και καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το
+κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς κτηματίας των Αθηνών.
+Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά. Έπειτα υπανδρεύθη,
+εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα
+κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά
+εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός
+και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά.
+
+ — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά;
+Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως
+απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου. Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ'
+εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο
+Αλέξανδρος.
+
+ — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η
+μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου!
+μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε
+κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που
+τον κατήντησαν.
+
+ — Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ
+περιέργως.
+
+Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου,
+διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν
+της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν.
+
+ — Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε
+ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.
+
+Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου
+του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε
+μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον
+με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία.
+
+Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος,
+πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα. Ποτέ δε άλλοτε,
+όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του
+οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ
+περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου.
+
+Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας
+εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το
+ανδραγάθημά του. Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ
+των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα,
+τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των.
+Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και
+σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του.
+Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να
+πάθη τίποτε. Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι
+γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί
+ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν
+από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν
+ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν. Εψιθύριζον δε άλλοι
+δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του
+Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του
+αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων
+ημερών και ο γεωγράφος μας.
+
+Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ
+εις την διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε
+λησμονηθή εντελώς, όπως ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος.
+
+Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην
+εις το πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε
+επέστρεψα, μετά χρόνους πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ'
+οδόν. Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος του δεν είχε διόλου
+μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν
+συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι
+του ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν
+διάχυσιν. Τον ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του
+απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!
+
+Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο
+η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς
+της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν
+περισσότερον. Είχε, φαίνεται, αρχίσει από τότε να ριζοβολή εις
+τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου
+πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς,
+είχον αποβή επί τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον
+επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε επέστρεψα από την
+Αίγυπτον. Εκεί έμαθα, ότι είχε διατελέσει προ ετών υποπρόξενος
+εις έν από τα μικρά υποπροξενεία της Αιγύπτου, και ότι δεν άφησε
+πολύ καλάς αναμνήσεις εις την ελληνικήν κοινότητα. Μερικοί
+μάλιστα έλεγον, ότι είχε παυθή ένεκα καταχρήσεων κατά την
+απογραφήν μιας κληρονομίας. Ενόμισα τας φήμας αυτάς υπερβολάς, εκ
+των συνήθων εις τας ελληνικάς κοινότητας, ιδίως του εξωτερικού.
+Αλλ' ότε τον επανεύρον εδώ δικηγορούντα, έχοντα μάλιστα φήμην
+ευφυούς δικηγόρου, και ήκουσα μερικά δείγματα της ευφυίας του, τα
+οποία, ομολογώ, δεν με ενθουσίασαν, ενθυμήθην αμέσως τας φήμας
+εκείνας. Όσας δίκας του ενεπιστεύοντο, τας εθεώρει ο Σοφής ως
+είδος τι επιχειρήσεων, από τας οποίας εννόει να κερδήση αυτός
+οπωσδήποτε περισσότερα των πελατών του. Δεν τον είχες και συ
+δικηγόρον, νομίζω;
+
+ — Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην.
+
+ — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο
+Δημήτριος.
+
+ — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός!
+
+ — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου.
+
+ — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα.
+
+ — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.
+
+ — Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις
+της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου
+αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του
+χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.
+
+ — Βεβαίως! . . δεν είνε ζήτημα, απήντησεν ο Δημήτριος, και αυτός
+χωρίς άλλο θα τον έφερεν επί τέλους εις συνάφειαν με τον ποινικόν
+νόμον, τον οποίον μόνον εφοβείτο, καθώς μας έλεγεν εκείνο το
+βράδυ. Αλλά πόθεν εγεννήθη ο σκώληξ αυτός εις την ψυχήν του;
+Ποίος έβαλεν εκεί το σπέρμα του φοβερού αυτού μολύσματος; Ο πατήρ
+του και το χαρτοπαικτείον του. Υιός εκ πατρός υπήρξεν
+αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό
+των προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών
+του.
+
+ — Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες,
+νυμφευθή;
+
+ — Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα
+ταφή μαζή του.
+
+Και αυτός υπήρξεν ο μόνος επί του δυστυχούς Αλεξάνδρου ψυχρός
+επικήδειος του παλαιού του συμμαθητού.
+
+
+
+ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ (7)
+
+
+
+Α'.
+
+Ήτο παραμονή της πρώτης Ιανουαρίου του 186 . .
+
+Ο Γεώργης, μικρός δωδεκαετής υπηρέτης του κυρίου Λευκοπούλου, ήτο
+κατάκοπος εκ της προσθέτου εργασίας, ην είχεν απαιτήσει η
+έκτακτος και πολυάσχολος ημέρα.
+
+Αφού έτριψε και εκαθάρισε τα σκεύη της τραπέζης και τα σκεύη της
+οικίας, επιμελέστερον του συνήθους, αφού εβοήθησεν, αναλόγως της
+ηλικίας και της νοημοσύνης του, την οικοδέσποιναν εις παρασκευήν
+των γλυκυσμάτων της πρώτης του έτους, αφού εκόμισεν ικανά εξ αυτών
+πινάκια εις τους συγγενείς και φίλους της οικίας, αφού τέλος
+έστρωσε την εσπέραν την τράπεζαν του δείπνου, και εδείπνησε και
+αυτός εκ των περισσευμάτων, και έπλυνε τα πινάκια, εκάθισε
+κεκμηκώς εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου.
+
+Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την
+μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων
+του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας
+μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων
+της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το
+αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς
+να αποκριθή. Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και
+τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η
+υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν
+ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν
+συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των. Είχεν ενώπιον αυτού, επί των
+γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η
+κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη
+το πρόσωπόν του.
+
+Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον
+πατρικόν αυτού οίκον.
+
+Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν
+συζύγου και τριών τέκνων, — αυτού και δύο κορασίδων, — είχεν
+εκμισθωθή αντί πεντήκοντα δραχμών ετησίως εις αθηναίον
+επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων μετέβαλλεν αυτόν
+εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.
+
+Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν
+ήσαν, θα ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν
+αυτόν, αν δεν επάχυνον το βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ'
+αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο τεμάχια ξηρού άρτου καθ'
+εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως της ημέρας,
+οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού
+κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο
+γλίσχρον το προϊόν της εργασίας του παιδός.
+
+Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και
+γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή
+την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών,
+κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς
+συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων —
+ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να
+τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου
+είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
+
+Και δεν ήρκεσαν αυτά.
+
+Ημέραν τινά ομήλιξ συμπατριώτης, νέηλυς εκ Κορίνθου, του έφερε
+την μαύρην είδησιν, ότι αι δύο μικραί του αδελφαί απέθανον αίφνης
+εντός μιας εβδομάδος εξ ευλογίας, και ότι η μήτηρ του, παράφρων
+σχεδόν εκ της λύπης, κατέκειτο βαρέως νοσούσα. Δεν επρόφθασε να
+κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και
+τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της
+πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του.
+Διεσκέδαζε, του είπον, κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την
+διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες, τας έριδας πυροβολισμοί, και
+μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. — Και η μήτηρ του;
+ηρώτησεν ο ατυχής παις. — Κατάκοιτος πάντοτε.
+
+Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν
+εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του
+πατρός του, την κυρά Βαγγελήν.
+
+ — Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά
+δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ'
+η μάνα σου.
+
+Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν
+εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση.
+
+ — Έλα, πάμε! προσέθηκε.
+
+ — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και
+εσκίρτησεν η καρδιά του.
+
+ — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.
+
+Και στραφείσα προς τον μισθωτήν του παιδός, όστις προσέβλεπεν
+απαθής τα γινόμενα,
+
+ — Το παιδί το παίρνω, είπε. Σου χαρίζομε και το νοίκι της
+χρονιάς, και ξοφλούμε.
+
+Διενοήθη εκείνος προς στιγμήν να αντιστή. Είχεν υπέρ εαυτού το
+γράμμα του συμβολαίου. Η δουλεία του Γεώργη έληγε μετά δυο έτη.
+Αλλά τι τον ήθελε πλέον — εσκέφθη — τον ορφανόν; Η λύπη και τα
+κλαύματα δεν θα του άφιναν όρεξιν να εργάζεται.
+
+Και απήντησε σχεδόν αμέσως·
+
+ — Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το
+παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.
+
+Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του
+θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός,
+όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού
+ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη,
+ως έλεγε, τον ανεψιόν της.
+
+Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή
+εκ των ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ
+περί τούτου εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η
+κυρά Βαγγελή. Αλλ' η σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και
+διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις
+μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης υπηρέτης παρά τω Κυρίω
+Λευκοπούλω.
+
+ — Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν
+η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει
+να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . .
+
+Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί,
+και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους
+εκ των δακρύων οφθαλμούς της.
+
+Β'.
+
+Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου
+186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του,
+την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του,
+όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν
+ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον
+εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας
+αγκάλας της λέγουσα·
+
+ — Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου
+κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου.
+
+Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια
+εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη
+απέθνησκεν.
+
+Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας
+οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου
+έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην
+ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ
+μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.
+
+Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν
+θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω
+νοσοκομείω.
+
+Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να
+συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις
+το σχολείον πυρέσσουσα.
+
+Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την
+έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
+
+Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν
+Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν
+εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον
+χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την
+ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν
+εις αυτόν η θεία του.
+
+Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας
+αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας;
+
+Γ'.
+
+Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν
+επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του.
+
+ — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η
+κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·
+
+ — Πού ξεύρεις πού θα παραλύη. Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε
+χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε.
+
+Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε.
+
+Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του,
+είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν του — ήξευρεν ότι έκαμνον
+καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας
+έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.
+
+Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία,
+και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ
+της θύρας.
+
+ — Πώς είνε;
+
+ — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την
+ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . .
+
+Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο. Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της
+κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος
+απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε.
+
+ — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . .
+Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου.
+
+Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον
+χείρα της.
+
+Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.
+
+Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν
+εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα
+της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς
+την μικράν χείρα του ορφανού.
+
+ — Καλό 'ς το! είπεν ασθενώς· καλό 'ς το!
+
+Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και
+κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.
+
+ — Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού
+σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου.
+
+Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον
+σωρόν της.
+
+Δ'.
+
+Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα
+υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους
+ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.
+
+ — Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ.
+Λευκόπουλος.
+
+Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός.
+
+ — Διατί κλαις;
+
+ — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός
+υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου.
+
+ — Καϋμένο παιδί!
+
+Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του
+παιδός.
+
+Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη
+την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του
+πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον
+εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και
+θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·
+
+ — Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν.
+
+ — Τι θέλεις, παιδί μου;
+
+ — Μα μη μου δίδετε μισθόν . . .
+
+ — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται.
+
+ — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . .
+και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος.
+
+ — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα;
+
+ — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η
+θειά μου.
+
+ — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ.
+
+Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.
+
+Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον;
+
+Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του;
+
+ — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω
+μοναχός μου.
+
+Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού
+υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·
+
+ — Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . .
+να πας.
+
+Ε'.
+
+Μετά ένα μήνα ο Γεώργης έλυεν εν τω υπερώω, όπου κατεκλίνετο, την
+μικράν εκείνην δέσμην των κιτρίνων χαρτίων, άτινα είχε δωρήσει
+εις αυτόν η θεία του, και προσεπάθει να αναγνώση το πρώτον εξ
+αυτών. Αλλά τα γράμματα δεν ωμοίαζον δυστυχώς μ' εκείνα τα οποία
+εμάνθανεν εις το σχολείον. Εκοπίασε πολύ, πλην εκοπίασεν εις
+μάτην.
+
+Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας
+επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την
+φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ'
+αναγνώση, . . . αδύνατον.
+
+Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος.
+
+Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα.
+
+Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.
+Εξημερώθη παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την
+ανάγνωσιν του τελευταίου, το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των
+ρωγμών του παραθύρου του.
+
+Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών
+χαρτίων, αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον
+ορίζοντα προ της παιδικής του διανοίας.
+
+Ο τόπος αυτός όπου έζη, η Ελλάς, η χώρα εκείνη όπου είχε γεννηθή,
+η Κόρινθος, είχον πολεμήσει εναντίον ανθρώπων κακών, βαρβάρων,
+τυράννων, ως τους έλεγον τα παλαιά εκείνα χαρτία.
+
+Ο πάππος του είχε πολεμήσει και αυτός, και είχε μάλιστα ακουσθή
+ — τα χαρτία το έλεγον. Δεν ήτο λοιπόν ασήμαντος άνθρωπος ο πάππος
+του. Είχε προσφέρει εις την πατρίδα τον βραχίονά του, όστις είχε
+κολοβωθή υπό σφαίρας, την οικίαν του, την οποίαν κατέκαυσαν οι
+Τούρκοι, την περιουσίαν του, ήτις εδαπανήθη εις τας ανάγκας του
+πολέμου. Τα παλαιά χαρτία τα έλεγον όλ' αυτά.
+
+Διατί όμως μ' όλας αυτάς τας θυσίας του είχε μείνει ο πάππος του,
+ιδιώτης, και απέθανε καλλιεργών τους αγρούς του διά της μιας
+αυτού χειρός;
+
+Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο
+κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα.
+
+Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε
+χωρίς ν' αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά;
+
+Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν
+εις τας απορίας αυτού.
+
+Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της
+εσχάτης της κλίνης του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα,
+ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να μάθη γράμματα, και ανελογίζετο
+τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε εστίλβονε, γονυπετών
+επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός πενταλέπτου.
+
+Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι
+παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του.
+
+Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της
+αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων
+του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του,
+ζητούντος τον καφέν του.
+
+ΣΤ'.
+
+Μετά τρία έτη ο Γεώργιος ετελείονε το ελληνικόν σχολείον, και
+ειργάζετο ως γραφεύς παρά τινι των συμβολαιογράφων των Αθηνών.
+
+Μετά άλλα τρία κατετάσσετο εις την ιατρικήν σχολήν του
+πανεπιστημίου, και ελάμβανε εξηκοντάδραχμον υποτροφίαν, πρωτεύων
+εν διαγωνισμώ.
+
+Μετά πέντε δε άλλα ήτο ιατρός εν τη πατρίδι του, και ανακομίζων
+εξ Αθηνών τα λείψανα της θείας Βαγγελής, έθαπτεν αυτά υπό τάφον
+κοινόν μετά των οστών του πατρός, της μητρός και των δύο του
+μικρών αδελφών, τας οποίας τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν
+βρέφη.
+
+
+
+
+Η ΜΠΟΓΑΤΣΑ
+Ανατολικός μύθος (8)
+
+
+
+
+Είνε χειμώνος εσπέρα.
+
+Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες,
+σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας
+μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον
+οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν
+και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των
+και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού
+ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη
+ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να
+σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων,
+όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους
+παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του
+κενού στομάχου.
+
+Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου
+κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του
+κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.
+
+Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την
+προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι,
+και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε
+πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του
+πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και
+η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους
+παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η
+κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν
+παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον
+δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει,
+υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου
+πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και
+παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του
+στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ
+του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας,
+ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.
+
+
+Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι
+οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του
+ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του
+συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία.
+Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από
+πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως
+εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας
+πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ
+επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς.
+Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . .
+εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!
+
+Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και
+της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού
+του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το
+λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν
+καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την
+πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων
+και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της
+κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν
+ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και
+περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του
+ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν
+αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες
+ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της
+χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε,
+και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας
+φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών
+εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και
+μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.
+
+Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας,
+και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού
+θεάματος. Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη
+απόγνωσις του λιμώττοντος Παρίου, η από των οφθαλμών του
+αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της
+πείνης κυρτούμενον σώμα του.
+
+ — Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού;
+
+ — Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
+
+ — Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα;
+
+Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και
+το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
+
+ — Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός
+τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!
+
+ — Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα
+κομμάτι;
+
+ — Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
+
+ — Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και
+υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.
+
+ — Κι' αν δεν τη φας;
+
+ — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου.
+
+Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.
+
+Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της
+κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
+
+Ενέπηξε τους όνυχάς του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως
+αν επρόκειτο να αποσπάση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η
+πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον. Την πρώτην
+παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο
+αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος
+στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο
+κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.
+
+ — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός
+αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη
+σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.
+
+Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και
+κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε
+πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα
+χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των
+χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της
+μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η
+καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου
+εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και
+ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιουμένη, και η μάχη . . διά
+μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι
+βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον . . . αλλ' η χειρ του
+κατέπεσεν αδρανής, και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον
+γενναίον χορηγόν.
+
+ — Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ
+πεια!
+
+Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του
+ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού,
+προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.
+
+Επιμύθιον
+
+Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ'
+ημών, αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα
+το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά
+προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων
+αρχόντων.
+
+
+
+Ο ΕΠΤΑΨΥΧΟΣ ΓΑΤΟΣ
+
+Αλληγορία (9)
+
+
+
+Ήμην παιδίον, επτά ίσως μόλις ή οκτώ ετών.
+
+Αλλά τον ενθυμούμαι ακόμη ζωηρότατα, και θαρρώ ότι τον βλέπω
+εμπρός μου ζωγραφιστόν, ολοζώντανον, με το λευκόν του τρίχωμα, το
+οποίον έστιζον εδώ και εκεί ολίγαι κίτριναι κηλίδες, με την
+μεγάλην του κεφαλήν, την κιτρίνην του ουράν, τους κιτρίνους του
+οφθαλμούς, και το ύπουλον αθόρυβον βήμα του — αληθές βήμα
+νυκτοκλέπτου.
+
+Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και
+ληστής αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του
+οίκου μας, αλλά και πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των
+γειτονικών οικιών. Κυνηγός μόνον δεν ήτο. Περιεφρόνει άρα γε
+πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της ωρίμου του ηλικίας, ή
+μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους θηράματος την
+ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των
+μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της
+χύτρας ή των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως. Το
+βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το
+βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα
+εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν
+όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή
+προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των
+φωλεών των.
+
+Το στρογγύλον και παχυνθέν εκ της κλοπής σώμα του έλαμπεν υπό
+βαθύ και λάσιον τρίχωμα, οι οφθαλμοί του, κλειστοί συνήθως από
+της ραστώνης, ηνοίγοντο και διεστέλλοντο προ της ασθενεστάτης
+οσμής οιουδήποτε λιχνεύματος, και το αδρανές και συρόμενον βήμα
+του μετεβάλλετο αίφνης εις τίγρεως άλμα από του εδάφους επί την
+τράπεζαν και απ' αυτής εις την οδόν εκεί, αναρριχώμενος ταχύς επί
+την κορυφήν του πρώτου προστυχόντος τοίχου, ετρωγάλιζε μακαρίως
+την λείαν του, ένιπτεν έπειτα διά του ποδός την λιπάραντον
+μορφήν, και εξηπλούτο κατόπιν προς τον ήλιον, διά να κάμη την
+χώνευσίν του, ουδέ βλέμματος αξιών τα περιιπτάμενα πτηνά ή τας
+ενοχλούσας αυτόν μυίας.
+
+Αλλ' αι κλεπτικαί του έφοδοι δεν ετελείονον πάντοτε τόσον αισίως.
+Είχεν από μακρού επικηρυχθή ο ληστής υφ' όλων των μαγειρισσών της
+γειτονίας, και πολλάκις είχον στηθή ενέδραι κατά των κλεπτικών
+του κατορθωμάτων, και πολλάκις η καταδίωξίς του δεν απέβη ματαία.
+Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς σφεγδονισθή κατά της κεφαλής
+του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της ράχεώς του, και πόσαι
+χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα! Είχε
+μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του
+είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και
+πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και
+ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της
+ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας.
+
+Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και
+λαίμαργος εκ φύσεως. Το κατ' εξοχήν και προχειρότατον εις αυτόν
+πεδίον των ληστροπραξιών του ήτο, εννοείται, η πάτριος αυτού γη,
+το μαγειρείον της οικίας μας, όπου πρωίαν τινά χειμώνος είχε
+γεννηθή εντός της ανθρακοθήκης. Εκεί ηνδραγάθει και δις και τρις
+πολλάκις της ημέρας, εκεί είχε συλλέξει και τας πλείστας των
+πληγών, αίτινες εκόσμουν το ηρωικόν αυτού σώμα, εκεί δ' επήλθε
+τέλος και η φοβερά τραγωδία, της οποίας ημέραν τινά παρέστηυ
+ακούσιος μάρτυς.
+
+Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον
+αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την
+εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την
+παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο
+συνήθως εν τω οίκω. Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου
+στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής
+π ά ν α ν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν
+κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά
+εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως
+δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας
+χύτρας. Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί
+πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου
+κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και
+τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν.
+Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της
+τραπέζης.
+
+Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα. Ήτο
+αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς
+την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα
+εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των
+οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το
+πλακοστρώτον του μαγειρείου. Μία, δύο, τρεις, και ο κλέπτης
+κατέκειτο εκτάδην ακίνητος, παράλυτος, με κλειστούς οφθαλμούς, μ'
+αιμόφυρτον το στόμα και τας σιαγόνας σπασμωδικώς
+ανοιγοκλειομένας.
+
+ — Α! εφώνησε θριαμβικώς η ναξία Νέμεσις. Τώρα πεια σε γλυτόνω
+μια για πάντα!
+
+Και δεν ηρκέσθη εις τούτο η φοβερά Μορμώ. Ήρπασε το πτώμα του
+ληστού, το έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το
+εστρηφογύρισεν εντός αυτής δις και τρις διά της π ά ν α ς της,
+το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον, μελανόν, παράμορφον,
+έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις απέκειτο
+προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.
+
+Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η
+τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς
+τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον,
+μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του
+περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα
+κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν
+ρόγχον του λασίου του στήθους. Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς
+ημέρας εξηκολούθουν να τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου,
+ότε ημέραν τινά — τις το πιστεύει; — βλέπω εισερχόμενον εις το
+μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο εκείνος
+αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του
+δημίου του.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και
+εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι! Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος!
+Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . .
+
+Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής. Εκ του τριχώματός του ολίγα
+τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η
+κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο
+σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως,
+εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος
+οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το
+μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.
+
+ — Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και
+εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος,
+όστις αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις
+φυγήν.
+
+Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν ο
+ε π τ ά ψ υ χ ο ς γ ά τ ο ς, και μυθική παράδοσις μεγάλη και
+πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην του μορφήν. Αλλ' η παράδοσις
+εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το πολύπαθές του γήρας,
+επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού τέλος.
+
+Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να
+λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον
+ουδέ χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ
+ετόλμησε να επανέλθη από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον. Πόλεμος
+ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των
+αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο
+τον εδίωκε λάκτισμα. Άνελπις, απειρηκώς και μόλις αναπνέων
+ετρύπωσε μίαν ημέραν εις μίαν γωνίαν, και εκεί, ακίνητος, άμαχος,
+— τις οίδεν αν μετανοήσας ή μη διά το ληστρικόν αυτού παρελθόν —
+ετάφη υπό σωρείαν λίθων, τους οποίους εσφενδόνισαν αλλεπαλλήλως
+κατά της λιπότριχος κεφαλής του οι αδυσώπητοι αυτού διώκται.
+
+
+
+ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΘΗΝΑΙ (10)
+
+
+
+Όσοι, γνωρίσαντες τας Αθήνας προ τριάκοντα περίπου ετών,
+κατέλιπον αυτάς και επανέρχονται σήμερον εις την πρωτεύουσαν του
+ελληνικού βασιλείου, τρίβουσιν έκπληκτοι τους οφθαλμούς των, και
+δεν δύνανται να τας αναγνωρίσωσιν.
+
+Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζης —
+ήτο μία μόνη τότε — ευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα
+πανηγυρίζοντα πάσαν βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα
+τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν! Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων
+απώλετο μετ' ήχου η μνήμη. Προχωρούσι περαιτέρω, παρέρχονται το
+παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί
+πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων
+συνηθροίζοντο τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών.
+Προβαίνουσιν ολίγα βήματα, και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι·
+προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το Παυσίλυπον. Έκθαμβοι
+πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του
+χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης,
+αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ
+αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν
+φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα.
+
+ — Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα
+χείλη.
+
+ — Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε! Περίεργον να ζης ακόμη! λέγει η
+καρδία.
+
+Και αισθάνονται πιθανώς, ότι η καρδία των
+
+ recht angenehm verblutet,
+
+ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile
+και — οι αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους
+γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου Λόντου, και τας σατύρας του
+Ορφανίδου, — και παρέρχονται ηδέως βαρυθυμούντες, και
+ε υ α ρ έ σ τ ω ς α ι μ ά σ σ ο ν τ ε ς τ η ν κ α ρ δ ί α ν.
+
+Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον,
+εξετείνοντο κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι
+περαιτέρω χλοάζουσαι, και τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν'
+αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ' ανακόπτει ευθύς το βήμα των
+κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των βαρεία η άμαξα του
+ιπποσιδηροδρόμου. Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και αλωνίων
+και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το
+τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του
+βραχίονας.
+
+Έκπληκτοι πάντοτε, ενεοί και ως εν ονείρω, αναβαίνουσι την οδόν
+Πειραιώς, φράσσοντες τα ώτα των προς τους συμμιγείς μουσικούς
+θορύβους του ωδείου, και φθάνουσιν εις την Πλατείαν της Ομονοίας,
+ήτις, δεν ενθυμούνται καλώς, αλλά νομίζουσιν ότι είχεν άλλο ποτέ
+όνομα. Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον, εσθήτας μεταξωτάς
+ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών
+εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους
+σεισοπυγίζοντας δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν
+μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους
+οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι γρηγορούσι.
+
+Μάτην αναζητούσι γνώριμον μορφήν μεταξύ του πλήθους εκείνου του
+ποικίλου. Οι πλείστοι περί αυτούς είνε νέοι, οι δε γέροντες, όσοι
+αγνοούσιν έτι το ύδωρ της Allen, παρήλλαξαν τόσον! Ουδ' αναβολή
+τις καν εκ των παλαιών ευφραίνει πλέον το βλεμμάτων. Φουστανέλλας
+μόλις που σπάνιον απολείπεται ίχνος, είνε δ' από πολλού ήδη
+πρόσωπα ιστορικά οι ν τ ο υ μ α ν ά δ ε ς, οι εορτάσιμοι των
+υπηρετριών κατακτηταί, με τα γαροφαλλοκέντητα πορτοκάλλιά των και
+τας ερυθράς των καλαμάτας.
+
+Όλα κύκλω των μετεβλήθησαν· όλα! Και ό,τι ακούουσι και ό,τι
+βλέπουσι. Μόνον ο κονιορτός, ευσταλής και ακμαίος ως άλλοτε, και
+των οδών η ακαθαρσία και οι ρακένδυτοι στραγαλοπώλαι
+αναμιμνήσκουσιν αυτούς αμυδρώς τας παλαιάς των Αθήνας, και
+αναπαύουσι τα βλέμματά των ως μεμονωμένα νησίδια εν μέσω της
+κυκλούσης αυτούς εκπολιτιστικής πλημμύρας.
+
+***
+
+Ας φαντασθή τις επί μικρόν τοιούτον τινα Επιμενίδην, όχι
+κοιμηθέντα επτά και πεντήκοντα έτη, ως ο σοφός της Κνωσσού, αλλά
+διαμείναντα μακράν της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου
+τριάκοντα, εικοσιπέντε, ή και είκοσι μόνον χρόνους. Δεν λέγομεν
+τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα, διότι εξ αυτών παρήλλαξαν ήδη τον βίον
+οι πλείστοι, αφού εμερίμνησαν, εννοείται, άλλοι μεν να
+κληροδοτήσωσι το χρήμα των εις το εθνικόν Πανεπιστήμιον, ίνα οι
+σοφοί του πρυτάνεις αναλώσωσιν αυτό εις γελοιογλυφίας του Ρήγα
+και του Γρηγορίου, άλλοι δε θυμοσοφώτεροι να ορίσωσι την χρήσιν
+αυτού εις ίδρυσιν φρενοκομείου, και άλλοι να τάξωσι την πρόσοδόν
+του εις μόρφωσιν διδασκάλων της εβραϊκής γλώσσης ή ερμηνευτών του
+Σειράχ.
+
+Ο Επιμενίδης ούτος δεν επανέρχεται, ως προείπομεν, εις τας
+Αθήνας, αλλά τας διέρχεται μόνον. Δεν έρχεται να καταλύση τον
+βίον υπό τον γλαυκόν ουρανόν του άστεος της Παλλάδος, ουδέ να
+διαθέση το αποταμίευμά του εις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ουδέ να
+συνοικίση τας ακανθοσπάρτους χέρσους των περιχώρων, ουδέ να
+διδάξη τους Αθηναίους την χρηματιστικήν. Δεν παρώξυνε τοσούτον η
+νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την
+φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει
+περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η
+περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας,
+αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε. Εγνώρισε
+νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και
+επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα
+ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το
+πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε
+πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον
+Παπαρρηγόπουλον. Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην
+τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και
+τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο
+ασθμαίνων και περιπόρφυρος. Εγνώρισε και συνηλλάχθη πολλάκις προς
+τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως, οίτινες αντί μιας
+μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον χάρτινον
+κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά.
+Ενθυμείται του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την
+μαθητικήν του κοιλίαν δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά. Ενθυμείται
+έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους
+αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός
+τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου
+ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και
+τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν
+ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης. Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών
+εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και
+ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των
+τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά
+διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος. Δεν ελησμόνησε τα
+δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω!
+των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να
+συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται
+ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον
+κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών
+Ι σ χ ύ ν τ ο υ Ν ό μ ο υ. Ενθυμείται, . . . και τι δεν
+ενθυμείται! Αλλ' ουδέν σχεδόν — είπον φίλοι προς αυτόν — σώζεται
+πλέον εξ όσων ενθυμείται. Εξέλιπον, τω είπον, πάντα εκείνα τα παλαιά
+της μικροπόλεως γνωρίσματα, και αι Αθήναι ήλλαξαν όψιν. Αι οδοί των
+ηυρύνθησαν, και αι οικίαι των ηύξησαν εις όγκον και ύψος. Τα
+καφενεία των επληθύνθησαν περίκομψα και μεγάλα, οι δε φοιτηταί
+των εδεκαπλασιάσθησαν, όσον σχεδόν και του Πανεπιστημίου οι
+φοιτηταί. Ολίγοι μόνον πρεσβύται και πρεσβυτίζοντες παίζουσιν έτι
+δόμινον εις τα καφενεία· οι άνδρες και οι νέοι παίζουσιν ε κ α ρ τ έ
+και β α κ κ α ρ ά εις την λέσχην, και η ενθήκη δεν είνε πλέον
+έν τρίγωνον, αλλά πολλαί δραχμών νέων χιλιάδες. Εξηφανίσθησαν τα
+δίτροχα αμάξια, και αι άμαξαι της ελληνικής πρωτευούσης είνε
+σήμερον αι ωραιότεραι της Ευρώπης. Το ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω
+δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα
+όλων χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε
+ετελείονον άλλοτε, οι δε αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον
+ράβδους χονδράς αλλά προφυράς εφεστρίδας.
+
+Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών
+φίλοι, και άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της
+αγαπητής πόλεως των νεανικών του χρόνων.
+
+Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να
+θαυμάση ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον
+του πολιτισμού, αλλά των πολιτισμών της Εσπερίας. Έρχεται να ίδη
+την προ τριακονταετίας άμορφον κάμπην μεταμορφωθείσαν εις
+περικαλλή χρυσαλλίδα. Έρχεται να ανανεώση εις εφόδιον των
+πρεσβυτικών του ημερών την εις τας δέλτους της μνήμης του
+ταμιευμένην παλαιάν εικόνα του άστεος, ως ανανεούσιν, από ηλικίας
+εις ηλικίαν, τα φωτογραφήματα των τέκνων των οι φιλόστοργοι
+πατέρες.
+
+***
+
+Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και
+ανήλθεν, εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου.
+Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ
+αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα κατορθώσωσι να εξέλθωσι της
+αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν τας παλαιάς του
+Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το τραχύ
+του ακούσματος. Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το
+ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού
+του ταξειδίου.
+
+ — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου
+ευχαριστήσεως.
+
+Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον
+κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων
+ανά παν βήμα διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα
+εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια, και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας
+θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το ξενοδοχείον της Μασσαλίας
+— ήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το εγνώριζε — κ' εζήτησε
+δωμάτιον επί της οδού.
+
+Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν.
+Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως
+εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα
+πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά
+ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα. Ήθελε να
+ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας
+αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και
+περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν'
+αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία
+του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην
+ηγρύπνει. Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας
+πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον
+κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της,
+ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την
+αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας
+ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά
+τόσον μόνον.
+
+Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη.
+
+Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν,
+και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να
+τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν.
+
+Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον,
+κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν. Εισήλθε δε εις το
+πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του, απέναντι της μεγάλης οικίας του
+Μελά.
+
+Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνος — ήτο ακόμη πολύ πρωί — και
+ν' αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί
+τούτω είχεν αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου.
+Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι
+περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό
+το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν
+εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς
+ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν
+και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία
+του.
+
+Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο
+όπερ τον περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι
+κραυγαί των παρερχομένων εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων
+υπηρετών του καφενείου, ετάραττον μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον
+έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας προσδοκίας του.
+
+ — Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και
+εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση
+και τας εφημερίδας του.
+
+Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας
+στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα,
+
+ — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών.
+
+ — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει
+τέλος να δώσωμεν έν όνομα.
+
+ — Ολόκληρος. Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες;
+
+ — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου.
+
+ — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας
+χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να
+θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών.
+
+ — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι
+κάμνεις;
+
+ — Το βλέπεις, τι κάμνω.
+
+ — Δεν το βλέπω διόλου.
+
+ — Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι;
+
+ — Εις καφενείον, υποθέτω.
+
+ — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών.
+
+ — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος;
+
+ — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ
+δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί
+τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης.
+
+ — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;
+
+ — Κερδίζω κατά μήνα όσα έπαιρνα κατ' έτος από το δημόσιον.
+
+ — Λαμπρά· και όλοι αυτοί είνε συνάδελφοι σου;
+
+ — Οι περισσότεροι. Άλλοι παλαιοί υπάλληλοι ως εγώ· άλλοι νέοι
+επιστήμονες, τους οποίους άφινε νηστικούς η επιστήμη· άλλοι
+φοιτηταί, οι οποίοι ευρίσκουν περισσότερον προσοδοφόρον να
+φοιτούν εδώ παρά εις το Πανεπιστήμιον. Άλλοι είχαν έργον και το
+άφησαν, άλλοι δεν είχαν και ηύραν. Όλοι των τέλος πάντων τους
+οποίους βλέπεις εδώ συναθροισμένους, πάσχουν μίαν κοινήν
+ασθένειαν . . . δίψαν χρημάτων.
+
+ — Να την έχουν οι άνδρες και οι γέροντες, δεν απορώ.
+
+Όταν κανείς δεν έχη πλέον πόθους, ούτε ελπίδας, ούτε φιλοδοξίαν
+οιανδήποτε, εννοώ να κυνηγά τα χρήματα. Όταν ξηρανθή η καρδία,
+μόνον με χρήματα ποτίζεται, συμφωνώ· αλλά να πάσχουν δίψαν
+χρημάτων και οι νέοι. . . .
+
+ — Είνε κάπως περίεργον, θα ειπής.
+
+ — Περίεργον; Είνε λυπηρόν, πολύ λυπηρόν διά το μέλλον του τόπου.
+Ποίους άνδρας του ετοιμάζουν οι νέοι αυτοί, οι οποίοι εγήρασαν
+τόσον πρόωρα; Ποίας ηθικάς δυνάμεις του φυλάττουν οι αμύστακες
+αυτοί μεσίται, τους οποίους εξήντλησεν ή θα εξαντλήση βέβαια ο
+πυρετός των χρημάτων; Ποίον ευγενές αίσθημα θα μείνη εις την
+καρδίαν των, όταν γείνουν άνδρες, αφού όλη των η ύπαρξις
+συνεκεντρώθη από τώρα εις το υλικόν κέρδος; Τι κεφάλαιον γνώσεων,
+μαθήσεως, εργασίας, ηθικότητος θα ταμιεύσουν αυτοί οι ίδιοι διά
+το μέλλον των;
+
+ — Ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, διά πράγματα, διά τα οποία αυτοί πολύ
+ολίγον ενδιαφέρονται. Συ εταμίευσες αρκετήν ποίησιν από την
+νεότητά σου. Αυτοί εργάζονται να ταμιεύσουν χρήματα, διότι τα
+χρήματα μόνον σήμερον κάμνουν τον άνθρωπον.
+
+ — Αυτού κατηντήσατε και σεις; σας συγχαίρω.
+
+ — Διατί να μη καταντήσωμεν, αφού κατήντησεν αυτού όλος ο κόσμος;
+
+ — Διότι ο άλλος κόσμος είνε γέρων, και η Ελλάς είνε ακόμη νέα·
+νά, διατί! Αν ο άλλος κόσμος έσπασεν αλληλοδιαδόχως όλους τους
+πήχεις με τους οποίους εμέτρει άλλοτε την αξίαν, και την μετρεί
+μόνον σήμερον με τα χρήματα, είχε καιρόν να το κάμη, διότι ζη προ
+αιώνων. Σεις όμως είσθε ακόμη νήπια. Εβγήκατε χθες από το αυγόν·
+δεν έχετε βιομηχανίαν, δεν έχετε εμπόριον, δεν έχετε σχολεία, δεν
+έχετε κλήρον, δεν έχετε τίποτε, και νομίζετε ότι το άλφα και το
+ωμέγα του πολιτισμού είνε τα πλήρη χρηματοκιβώτια.
+
+ — Είσαι κάπως υπερβολικός. Λησμονείς, ότι οι άνθρωποι σήμερον
+έχουν πολύ περισσοτέρας ανάγκας, παρ' όσας είχαν προ τριάκοντα
+ετών, και ότι αι ανάγκαι αυταί δεν θεραπεύονται με δρόσον, με
+σύννεφα και με πανσέληνον.
+
+ — Δεν το λησμονώ διόλου. Βλέπω μάλιστα με λύπην μου, ότι
+ηυξήσατε τας ανάγκας σας εκείνας, αι οποίαι θεραπεύονται μόνον με
+χρήματα, και αι οποίαι δεν είνε βέβαια αι ευγενέστεραι ανάγκαι
+του ανθρώπου. Διατί όμως τας ηυξήσατε; Ποίος σας εβίασε;
+
+ — Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι
+Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά
+εκατόν χιλιάδας κατοίκους; ότι . . .
+
+ — Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου
+ειπώ; το πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν
+είνε πολύ ορεκτικόν.
+
+ — Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην. Αλλά τώρα με
+συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται
+μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και
+έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από
+το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες;
+
+ — Εις την Μασσαλίαν.
+
+ — Λοιπόν αναβλεπώμεθα.
+
+Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.
+
+***
+
+Ο Δημητράκης έμεινε μόνος, αλλά δεν έμεινεν εν τω καφενείω· τα
+πέριξ αυτού γινόμενα δεν εκίνουν πλέον την περιέργειάν του,
+ετάραττον δε την πατριωτικήν του χολήν. Είχε τόσους γνωρίσει
+οικείους και φίλους, καταποθέντας εις την άβυσσον των
+χρηματιστηρίων! Ενθυμείτο άλλους, και αυτοί ήσαν οι ολιγώτεροι,
+ων είχε ρικνώσει την καρδίαν το από της κυβείας χρήμα, και
+εθεώρει τον κύκλω τυρβάζοντα όμιλον ως αγέλην θυμάτων, αγομένην
+ταχέως ή βραδέως αλλ' αναποδράστως πάντοτε εις τα σφαγεία δύο ή
+τριών μεγάλων κερδοσκόπων.
+
+Συνήγαγε τας εφημερίδας του, εταμίευσεν αυτάς διά τον μεσημβρινόν
+του ύπνον εις το θυλάκιόν του, και εξήλθεν εις την οδόν.
+
+Ουδένα είχε σκοπόν το βήμα του. Ήθελεν απλώς να περιέλθη την
+πόλιν, και να ίδη τας εξωτερικάς και ορατάς ούτως ειπείν προόδους
+της.
+
+Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του
+πλήθους των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης
+του ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού
+ευρίσκετο, βλέπων δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του
+Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό τον όγκον των πέριξ οικοδομών. Είδε
+κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των εν υπαίθρω καθημένων,
+ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο τα
+υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και
+άλλοι, οι ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους.
+
+ — Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν
+τόσους αργούς και τόσα καφενεία.
+
+Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.
+
+Εδώ αληθώς τα έχασε.
+
+Ούτε τάφρος πλέον, ούτε γεφύρια συνδέοντα τας βραχώδεις πλευράς
+της, ούτε μάνδραι κατηρειπωμέναι, ως άλλοτε, ούτε οικόπεδα
+αναπεπταμένα εις πάσαν του παροδίτου ανάγκην.
+
+Οικίαι εκατέρωθεν μεγάλαι, και πεζοδρόμια πλακόστρωτα, και
+σύρματα πολλαπλά τηλεγράφων, και δενδροστοιχίαι, και ικριώματα
+κολοσσιαία μεγάρων οικοδομουμένων.
+
+Είνε αληθές, ότι ολίγου δειν εξώρυττε τον οφθαλμόν του η λατύπη
+των επί του πεζοδρομίου μαρμαροκοπούντων οικοδομών, και εκηλίδου
+τον ιματισμόν αυτού το άνωθεν καταπίπτον κονίαμα. Αλλά τι
+εσήμαινον τα παροδικά ταύτα μικρολογήματα απέναντι της
+καλλιμαρμάρου οικοδομής;
+
+Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων,
+άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της
+οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις
+τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς
+βρύσις κατακλύζουσα την οδόν. Προσεπάθησε να εύρη πατριωτικήν
+τινα εξήγησιν του πράγματος, αλλά δεν το κατώρθωσεν, ως δεν
+κατώρθωσεν επίσης να εννοήση, διατί η μεν οδός ήτο πλήρης πηλού
+εκ του καταβρέγματος, τα δε πεζοδρόμια πλήρη κονιορτού και
+χωμάτων και σκυβάλων.
+
+Έφθασεν ούτω απορών προ του Πανεπιστημίου, και εσταμάτησεν εκεί
+μικρόν, και μετά συγκινήσεως ανεπόλησεν ημέρας αρχαίας. Περιήλθε
+χαίρων το θαλερόν του κηπάριον, εντράπη ολίγον, ιδών δι' οποίων
+αγαλμάτων ετίμησεν η ελληνική επιστήμη την μνήμην του Ρήγα και
+του Γρηγορίου, και εισήλθεν εις τον αριστερά πευκώνα, ίνα επανίδη
+τον τάφον των ιερολοχιτών. Εδώ κατεξανέστη η καρδία του, — αφού
+κατεξανέστη πρότερον η όσφρησίς του — και εκάλυψεν εξ αισχύνης το
+πρόσωπον, βλέπων οποίον φόρον σεβασμού εκλήθησαν οι παροδίται και
+οι φοιτηταί του Πανεπιστημίου να προσφέρωσιν εις τους ήρωας του
+Δραγατσανίου.
+
+Κατέλιπε βαρυθυμών τον δυσώδη περίβολον, και χαιρετίσας διά
+τρυφερού βλέμματος την απέναντι μεγάλην οικίαν, ης μαθητής ποτε
+προ χρόνων πολλών είχε κατοικήσει έν στενόν δωμάτιον, επροχώρησεν
+αναβαίνων την λεωφόρον Πανεπιστημίου.
+
+Ωραία, πολύ ωραία του εφάνη η Ακαδημία.
+
+ — Τι θα το κάμουν άραγε το κατάχρυσον αυτό οικοδόμημα; είπε καθ'
+εαυτόν, και ενθυμηθείς τους στίχους του Bodenstedt
+
+ Geld lieber ohne Taschen
+ als Taschen ohne Geld,
+
+ — Καλλίτερα, είπε παρωδών, να είχαμεν ακαδημαϊκούς χωρίς
+Ακαδημίαν, παρά Ακαδημίαν χωρίς ακαδημαϊκούς.
+
+Παρήλθε τους βασιλικούς σταύλους, ους εύρεν ως τους είχεν αφήσει,
+και θαυμάζων πάντοτε τα εκατέρωθεν της οδού νεόδμητα μέγαρα,
+έφθασεν εις την πλατείαν των ανακτόρων.
+
+Τι ήτο αυτό! Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι
+πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού!
+
+ — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και
+εσταυροκοπήθη.
+
+Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος,
+μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού.
+
+ — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.
+Πολιτισμόν Λονδίνου και πολιτισμόν χωρίου της Βουλγαρίας.
+
+Αλλ' ο ήλιος των Αθηνών ο καυστικός και απολίτιστος ήρχιζεν ήδη
+να φλέγη την φαλακράν κεφαλήν του νεήλυδος πατριώτου.
+
+ — Το εσπέρας βλέπω τα άλλα με τον Γιαννάκην! διελογίσθη, και
+επανέκαμψεν εις το ξενοδοχείον του.
+
+Ας αφήσωμεν τον ξένον ημών να αναγνώση ήσυχος τας πρωινάς του
+εφημερίδας, χωρίς ν' αναγράψωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις του περί
+της γλωσσικής και δημοσιογραφικής προόδου των Αθηνών.
+
+Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ'
+όσην αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι
+κώνωπες της κλασικής πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την
+εσπέραν, εξερχόμενον εις περίπατον μετά του Γιαννάκη.
+
+Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του,
+έχει, εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον
+του, αναφωνούντα φαιδρώς·
+
+ — Έχεις και αμάξι, βλέπω.
+
+ — Μεσίτης και ιατρός χωρίς αμάξι δεν κάμνει σήμερον δουλειά εις
+τας Αθήνας, αγαπητέ.
+
+Και φωνεί προς τον αμαξηλάτην·
+
+ — Τράβα εις τα Πατήσια!
+
+ — Εδώ είνε το Πολυτεχνείον, λέγει μετά μικρόν εις τον νεήλυδα
+φίλον· θα το ενθυμείσαι βέβαια.
+
+ — Το εθεμελίοναν, νομίζω, όταν έφυγα· πώς; δεν ετελείωσεν ακόμη;
+
+ — Ετελείωσαν τα χρήματα.
+
+ — Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε;
+θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και
+αυτό το άλλο, τι είνε;
+
+ — Το αρχαιολογικόν Μουσείον.
+
+ — Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα
+σχέδια και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να
+ιδούμεν ολίγον και τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία
+εις το αμάξι;
+
+ — Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου
+ειπώ . . .
+
+ — Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα
+εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις
+το πεζοδρόμιον.
+
+ — Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει.
+
+ — Και διατί ενδύεται έτσι;
+
+ — Είνε συρμός, φαίνεται.
+
+ — Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας,
+βλέπω, δεν εκλέγουν τον καλλίτερον. Και αυτή η άλλη κυρία εις το
+αμάξι, ποία είνε;
+
+ — Ό,τι ήτον η πρώτη.
+
+ — Αι! να σου ειπώ, καλά προωδεύσατε. Με το έλεγαν . . .
+
+Αλλά διακόπτει αίφνης τους λόγους του αγαθού ξένου θόρυβος φωνών,
+κραυγών, ύβρεων, ανταλλασσομένων μεταξύ κ α ρ ρ α γ ω γ έ ω ς
+ελαύνοντος το αμάξιόν του από ρυτήρος και κλητήρος αστυνομικού
+διατάσσοντος αυτόν να σταματήση. Ο αμαξηλάτης φαίνεται πως
+υποβεβρεγμένος, ο δε κλητήρ δεν φαίνεται νήστις.
+
+Τι προσφωνούσιν αλλήλους εν τοιαύτη καταστάσει, ευκόλως δύναταί
+τις να φαντασθή. Το αμάξιον τρέχει πάντοτε, ο κλητήρ μονολογεί,
+χειρονομών τραγικώς ως πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου, διότι
+ουδεμίαν έχει αυτός διάθεσιν ούτε αι κνήμαι του δύναμιν να
+τρέξωσι κατόπιν του παραβάτου των αστυνομικών διατάξεων, οι δε
+διαβάται υποχωρούσι μεν φρονίμως προ του καλπάζοντος ιππαρίου,
+συναγείρονται δε περί τον κλητήρα και σχολιάζουσι πατριωτικώς τα
+συμβαίνοντα. Αλλά διά μιας η σκηνή μεταβάλλεται. Το αμάξιον
+τρέχον πάντοτε ανατρέπει εν μέση οδώ αμέριμνον χωρικόν,
+μεταβαίνοντα επί του όνου του εις την πόλιν, και το ιππάριον
+σταματά, έκπληκτον και αυτό προ του κατορθώματός του. Ο κλητήρ
+καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει,
+δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός
+λακτίσματος του αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν.
+
+ — Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και
+τινάσσων τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού
+θα μου πας!
+
+Και επιβαίνων μεγαλοπρεπώς του κ ά ρ ρ ο υ, δράττεται των
+χαλινών, και οδηγεί αυτό εις την Αστυνομίαν, αφίνων εις τους
+διαβάτας να μεριμνήσωσι περί του μωλωπισθέντος χωρικού.
+
+ — Πώς σου εφάνη η σκηνή; ερωτά ο μεσίτης τον φίλον του.
+
+ — Ας επιστρέψωμεν, απαντά εκείνος, χωρίς ν' απαντήση.
+
+ — Εις τα Ολύμπια! διατάσσει ο Γιαννάκης τον αμαξηλάτην ταυ, και
+ο δίφρος διαβαίνων ταχύς την οδόν Πατησίων και την οδόν Σταδίου,
+διελαύνει την πλατείαν του Συντάγματος.
+
+Η στρατιωτική μουσική παίζει από της κεντρικής εξέδρας, και
+κόσμος πολύς πληροί την πλατείαν. Οι μεν κάθηνται κύκλω, ροφώντες
+μετά του κανιορτού τον καφέν των, οι δε περιπατούσιν άνω και
+κάτω, και ολίγοι, πολύ ολίγοι κυκλούσι την εξέδραν, προσέχοντες
+εις την μουσικήν.
+
+ — Ο δήμος, λέγει ο Δημητράκης, πρέπει να κερδίζη αρκετά απ' αυτά
+τα καφενεία.
+
+ — Πώς, δηλαδή;
+
+ — Πόσον τους ενοικιάζει το μέρος της πλατείας το οποίον τους
+παραχωρεί διά την τοποθέτησιν των τραπεζίων των;
+
+ — Ο δήμος δεν ενοικιάζει τίποτε. Αυτό δα έλειπε, να μας
+ενοικιάζη τόρα ο δήμος και τους δρόμους. Οι άνθρωποι βάζουν τα
+τραπέζια των εμπρός εις τα καταστήματά των, και κανείς δεν τους
+εμποδίζει.
+
+ — Α! έτσι εννοείτε σεις εδώ τας πλατείας. Πολύ καλά· ως προς
+τούτο δεν εγείνατε, βλέπω, ακόμη παρισινοί, ενώ τους επεράσατε ως
+προς τας αγγελίας των δημοσίων θεαμάτων.
+
+Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη
+θεατρικήν ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων
+μικρού γεροντίου.
+
+Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την
+αγγλικήν εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους.
+
+ — Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα...
+
+[λείπουν οι σελίδες 223 233 - Όνομα νέου πεζογραφήματος: Αθηναϊκαί
+επιστολαί]
+
+ _πάψε κ' εβαρεθήκαμε,
+ κάμε και λίγη κάψα!
+ Την ώρα δεν εβλέπαμε
+ ναρθής, για να μπορέσουμε
+ τουλάχιστον τα ρούχα μας
+ τα άλλα να φορέσουμε.
+ Αλλά και συ κλαψόμηνας,
+ απ' ό,τι βλέπω, γένεσαι.
+ Μα ταις μοσκαίς και τάνθη σου.
+ για Μάης δε μου φαίνεσαι!_
+
+Αγνοώ αν οι εξορκισμοί του κ. Αβλίχου επτόησαν τον χειμερινόν μας
+Μάιον, ή αν συνεκίνησεν αυτόν η περίφρων σιγή των λοιπών βάρδων
+του ελληνικού Παρνασού. Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών
+ήλλαξε πάλιν γνώμην, και έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι
+θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και πάλιν
+παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας
+εβδομάδος διά το ψύχος. Αλλ' ο Μάιος δεν έχει βεβαίως σκοπόν να
+μεταβληθή εις φούρνον του Νασρεδίν-Χότζα, διά να ευχαριστήση
+τας ιδιοτροπίας μας· και θα ψηθώμεν επομένως τακτικά, ως πάντοτε,
+ακούοντες την ημέραν τους τέττιγας και την εσπέραν τας γαλλίδας
+τραγουδιστρίας του Φαλήρου ή τον Νικηφόρον και τον Αλεξιάδην των
+ιλισσίων θεάτρων. Αυτά όλα τα ζηλεύεις συ, και θα τα ποθής
+βεβαίως εντός ολίγου από της Ω ρ α ί α ς Ν ή σ ο υ της λίμνης
+σου. Μη απελπίζεσαι όμως, και εγώ σου στέλλω προσεχώς ένα
+αθηναίον τέττιγα, ίνα παρηγορή, διά της θέας του καν, τας ώρας
+της ανίας σου.
+
+ — Τι άλλο να σου γράψω; Α! έχω έν νέον, πένθιμον όμως και βαρύ,
+το οποίον θα θολώση βεβαίως τους οφθαλμούς σου και θα σφίγξη την
+καρδίαν σου. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και
+ακμαίος πολιτικός ανήρ ο γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και
+χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός τεσσάρων ημερών υπό νόσου
+οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν επιβουλευθή,
+καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το εξηντλημένον
+σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου. Τέσσαρες ημέραι αγωνίας,
+καθ' ας συνηγωνία μετ' αυτού ολόκληρος η πόλις των Αθηνών,
+ήρκεσαν να νεκρώσωσιν την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν, ήτις
+τοσάκις είχε γοητεύσει τα ακροατήρια της Βουλής. Ενθυμείσαι, . . .
+ότε προ τεσσάρων ετών συνωθούμεναι και αι δύο διά της στενής
+κλίμακος, κατωρθώσαμεν μετά κόπον πολύν να εύρωμεν θέσιν εντός
+του μικρού ακροατηρίου, και προσμένουσαι ανυπομόνως να τον
+ακούσωμεν εκινούμεν τα ριπίδιά μας ως μηχαναί, διά να μη
+λιποθυμήσωμεν εκ του καύσωνος και της στενοχωρίας; «Ο Δεληγεώργης
+θα ομιλήση! θα ομιλήση ο Δεληγεώργης!» εψιθύριζον πέριξ ημών τα
+πυκνά ακροατήρια, και μετ' ολίγον αληθώς τον είδομεν
+εγκαταλείποντα την θέσιν αυτού και αναβαίνοντα εις το βήμα.
+Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως
+σιωπηλά στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς
+εισώρμησαν αίφνης διά μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες,
+εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον εν ησυχία τας θέσεις των,
+και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη χάσωσι μίαν του
+συλλαβήν. Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω
+την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία,
+ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η
+σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το
+ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν
+ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη
+γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα! Δεν ήτο, έλεγες, φωνή εκείνη, αλλά
+γλυκεία τις και μυστηριώδης απήχησις κώδωνος κρυσταλλίνου,
+μαγεύουσα την ακοήν και κρατούσα υπό διαρκές και ακαταμάχητον
+θέλγητρον τον ακροατήν. Ουδέποτε ήκουσα γλυκυτέραν ανθρώπου
+φωνήν, σπανίως δε και ήχου οιανδήποτε κλαγγήν, ήτις να έχη τόσην
+την μυστηριώδη της μαγείαν. Μετά τας πρώτας του λέξεις δεν
+εννόουν πλέον τι έλεγε, διότι — σου εξωμολογήθην το πάθημά μου —
+δεν επρόσεχον πλέον εις την έννοιαν των λεγομένων — μου ήρκει η
+διαρκής εκείνη μουσική, ην απλήστως κατέπιναν ούτως ειπείν τα ώτα
+μου, μου ήρκει η μελωδία εκείνη του λόγου, η αρμονία της φράσεως,
+η ουδέποτε προσκόπτουσα, ο ρυθμός εκείνος, όστις ενετείνετο και
+εχαλαρούτο, παλλόμενος ως βαρβίτου χορδή υπό τόξον αριστοτέχνου,
+το μυστηριώδες εκείνο μέλος, όπερ εξέπνεεν ηρέμα εις το τέλος της
+φράσεως, ως ο επί της λείας άμμου εκπνέων φλοίσβος του κύματος.
+Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ
+εξύπνησα όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο
+Δεληγεώργης είχε καταβή από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα
+ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ' επερίπαιξες διά το πάθημά
+μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες. Αλλοίμονον! δεν
+θα το πάθω πλέον αυτό το πάθημα, διότι θ' αργήση πολύ ν' αποκτήση
+άλλον Δεληγεώργην το βήμα της βουλής. Πόσον βαθέως συνησθάνθη την
+απώλειάν του ο λαός των Αθηνών! Είδα, φίλη μου, πένθος αληθινόν
+και εγκάρδιον εικονισμένον εις όλων τας μορφάς, είδα τας θύρας
+και τα παράθυρα των εμπορικών καταστημάτων ενδυμένας μελανά
+παραπετάσματα· είδα τριάκοντα στεφάνους σωρευμένους επί του
+φερέτρου του· είδα δάκρυα ανεπίπλαστα σταλάζοντα επί του ψυχρού
+του μετώπου!
+
+Κλείω βαρύθυμος την επιστολήν μου, ήτις και εις σε βεβαίως
+βαρυθυμίαν θέλει προξενήσει. Αλλ' ήτο δυνατόν να σου γράψω, και
+ν' αποσιωπήσω το φοβερόν αυτό δυστύχημα, το οποίον απωρφάνωσεν
+όχι μόνον μίαν οικογένειαν, αλλ' έθνος ολόκληρον;
+
+Ευχήσου να ήμαι φαιδροτέρα την ερχομένην εβδομάδα, και μη με
+μαλώσης πλέον διότι βλέπεις πώς σε τιμωρώ· αντί επιστολής σου
+γράφω . . . σωστόν σύγγραμμα.
+
+Β'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879
+
+Θα μείνης, μου γράφεις, ακόμη ημέρας τινάς εις Φλωρεντίαν, διά ν'
+απολαύσης ανέτως τα παντοειδή θέλγητρα της τοσκανικής
+μεγαλοπόλεως. Θέλεις να θαυμάσης μέχρι κόρου την Α φ ρ ο δ ί τ η ν
+και τους Π α λ α ι σ τ ά ς της Tribuna, τας θαυμασίας γλυφάς
+του Γιβέρτη επί των ορειχαλκίνων πυλών του Βαπτιστηρίου, την
+περιώνυμον Κ α θ η μ έ ν η ν Π α ν α γ ί α ν του Ραφαήλου εν
+τω μεγάρω Πίττη και την Ν ύ κ τ α, το γλυπτικόν αριστούργημα του
+Μιχαήλ Αγγέλου, εν τη εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου. Θέλεις να
+επανίδης εκ τετάρτου και πέμπτου το σύμπλεγμα των Νιοβιδών, να
+παραδράμης τον Άρνον υπό την δροσεράν σκιάν των πυκνών
+δενδροστοιχιών των Cascine, να καθίσης άπαξ έτι υπό την ερυθράν
+σκιάδα του Bello Sguardo και να εκδράμης πρωί, πριν ή ανατείλη ο
+ήλιος, εις το Φιέζολε, διά της μυροβόλου φλωρεντινής πεδιάδος,
+την οποίον κοσμεί αυτοφυής η αγριορροδή και ο ίασμος. Όλα αυτά
+μου τα γράφεις με τόσην αυτάρκη ευχαρίστησιν, ώστε μα την
+αλήθειαν θα επίστευα, ότι το κάμνεις διά να κινήσης τον φθόνον
+μου, αν συγχρόνως δεν μου εζήτεις και νέα αθηναϊκά. Δεν
+επαναλαμβάνεις μεν πλέον τας επιτιμήσεις της πρώτης σου
+επιστολής, ουδέ πνέει πλέον το γράμμα σου θυμόν και αγανάκτησιν,
+αλλ' ο φιλαθηναϊσμός σου, αν και δεν έχει την πρώτην εκείνην
+αγρίαν του έξαψιν, έγεινεν όμως επιμονώτερος, και κινδυνεύει να
+μεταβληθή εις νόσον χρονίαν. Τι κάμνουν αι Αθήναι; Ήρχισε το
+Φάληρον; εκτίσθη το νέον θέατρον του Απόλλωνος; Ήλθεν ο θίασος
+του Ταβουλάρη; Έγειναν αι εξετάσεις του Ωδείου; Όλα σου αυτά τα
+ερωτήματα παρατάσσονται κομβολογηδόν εις την επιστολήν σου, και
+ζητούν απάντησιν ταχείαν και λεπτομερή.
+
+
+Ας σου απαντήσω λοιπόν, αφού
+
+ Il n' est pas avec toi des accommodements,
+
+ως θα έλεγε φίλος μου τις επιφυλλιδογράφος, παρωδών χάριν σου τον
+στίχον του Μολιέρου.
+
+Και εν πρώτοις, τι κάμνουν αι Αθήναι. Αι Αθήναι προ παντός,
+αγαπητή μου, ομιλούν πολιτικά. Ερωτούν, αν έφθασεν ο Φουρνιέ εις
+την Κωνσταντινούπολιν, αν προσεκλήθη η κυβέρνησις να διορίση εκεί
+αντιπρόσωπον, αν και πότε πρόκειται να διαταχθούν αι νέαι
+βουλευτικαί εκλογαί, αν έγειναν οι συνδυασμοί της δείνα και δείνα
+επαρχίας, αν το δάνειόν μας καλύπτεται ταχέως, και τα λοιπά, και
+τα λοιπά.
+
+Περί αυτών όμως πάντων ευτυχώς συ δεν ενδιαφέρεσαι. Ο Θεός σ'
+επροφύλαξεν από την λύμην της πολιτικής. Τα κύρια άρθρα των
+αθηναϊκών εφημερίδων δεν κινούσιν ευτυχώς τον θαυμασμόν σου· δεν
+αναγινώσκεις συ τον Μακώλαιϋ, ουδέ τους λόγους του Κικέρωνος εις
+γαλλικήν μετάφρασιν, και προτιμάς να ομιλής περί της βροχής και
+του κονιορτού μάλλον ή περί της προσεχούς εκβάσεως των
+βουλευτικών εκλογών.
+
+Δεν σου ομιλώ λοιπόν περί πολιτικών, διότι άλλως ούτε τα ηξεύρω
+ούτε τα εννοώ. Σου σημειόνω μόνον εν παρόδω, ότι οσάκις οι
+Αθηναίοι δεν ομιλούν περί πολιτικών, ασχολούνται σπογγίζοντες τον
+ιδρώτα όστις περιρρέει τα πρόσωπά των, ροφώντες, ουχί ευχαρίστως
+εννοείται, τον κονιορτόν, όστις, κατά το βαθύ λόγιον της πρώην
+δημοτικής αρχής, θα μείνη εν Αθήναις εφ' όσον θα μείνη και η
+ομίχλη εν Λονδίνω, παγωτοφαγούντες και γλωσσωλγούντες το εσπέρας
+εν τω Σολωνείω, και μη κατορθόνοντες πολλάκις μ' όλην αυτών την
+παταγώδη και ασθματικήν αναπνοήν να δροσίσωσιν ολίγον τον αέρα,
+όστις την παρελθούσαν εβδομάδα ήτο αληθώς πνιγηρός.
+
+Τώρα, — προχωρώ βλέπεις κατά τάξιν — τι κάμνει το Φάληρον;
+
+Το Φάληρον ήρχισε τας πανηγύρεις του την προχθές Κυριακήν. Τα
+λουτρά, εννοείται, δεν ήρχισαν ακόμη, αρκείται δε ο κόσμος
+αναπνέων από της ακτής την ιωδούχον αύραν των κυμάτων, πλην ενός
+μόνου κυρίου, εις τον οποίον οι ιατροί, ένεκα της πασχούσης
+υγείας των ροδίνων του παρειών, παρήγγειλαν, ως λέγει, να κάμνη
+ενενήκοντα λουτρά και να τρώγη ενενηκοντάκις την mayonnaise του
+φαληρικού εστιατορίου, και όστις επομένως αρχίζει πρώτος πάντοτε
+τα λουτρά του και τα τελειόνει τελευταίος. Διηγούνται μάλιστα,
+ότι πέρυσιν, ότε περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου απεφασίσθη να
+αφαιρεθώσιν οι λουτήρες ένεκα ελλείψεως λουομένων, εύρον αυτόν εν
+τούτοις οι εργάται εντός ενός λουτήρος, ενδυμένον, εννοείται, ως
+ο Αδάμ προ της αμαρτίας, κρατούντα σφιγκτά τας δοκούς του
+παραπήγματος, και μη συναινούντα να παύση τα λουτρά του, διότι . .
+του έλειπαν ακόμη δύο προς συμπλήρωσιν των ενενήκοντα. Αν δεν
+ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις.
+Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν
+παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα
+σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και
+προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει
+εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.
+
+Έχομεν λοιπόν και εφέτος θέατρον εις το Φάληρον, και θέατρον
+μάλιστα γαλλικόν, και συρρέομεν πάλιν εκεί αθρόοι από της προχθές
+Κυριακής, άνδρες γυναίκες και παιδία, και συνωθούμεθα να
+ακούσωμεν την Ω ρ α ί α ν Μ υ ρ ο π ώ λ ι δ α, και απολαύομεν
+πάλιν μετά το τέλος της παραστάσεως του θορυβώδους μεν αλλά
+διασκεδαστικού εκείνου θεάματος, το οποίον παρέχουσιν οι επί του
+κρηπιδώματος του σιδηροδρόμου συσσωρευόμενοι άνδρες, οι ως επί το
+πλείστον ηρωικώς αγωνιζόμενοι προς προκατάληψιν θέσεως εν τη
+αμαξοστοιχία. Ο εφετεινός θίασος δεν είνε κακός εν συνόλω, ούτε
+δικαιούται τις να έχη μείζονας παρ' αυτού απαιτήσεις, όταν
+αναλογισθή ότι είνε θίασος υπαιθρίου θεάτρου, και ότι μία δραχμή
+είνε η τιμή της εισόδου. Είνε αληθές ότι άλλοτε η εταιρεία του
+σιδηροδρόμου μας είχε συνειθίσει να πληρόνωμεν δέκα μόνον λεπτά
+διά το θέατρον, και ότι ενθυμούμεθα την ευδαίμονα εκείνην εποχήν.
+Λέγουν μάλιστα, ότι ο χρυσούς εκείνος αιών υπήρξε και διά την
+εταιρίαν χρυσούς. Αλλ' οπωςδήποτε η δεκάρα εκείνη ήτο απλώς
+αστειότης, και δεν δύναται τις ευλόγως να ζητή καθ' εκάστην
+αστειότητας. Το βέβαιον είνε, ότι η φαληρική εκείνη διασκέδασις
+είνε μία των ωραιοτέρων μας θερινών διασκεδάσεων, αίτινες άλλως
+δεν είνε λίαν άφθονοι· οσάκις δε μάλιστα, ως εφέτος, δεν λαμβάνει
+τας τραγικάς διαστάσεις του Φ ά ο υ σ τ, της Λ ο υ κ ί α ς, της
+Ν ό ρ μ α ς και των Κ α θ α ρ ι σ τ ώ ν, αλλά περιορίζεται εις
+πινάκια ελαφρά και ευκατάποτα, οποία είνε μ' όλα των τα ελαττώματα
+αι Οφφεμπαχιάδες, δύναται τις να λησμονήση ευαρέστως παρά το
+γλαυκόν κύμα του Φαλήρου, υπό την θερινήν πανσέληνον, και προς
+ορχηστικήν τινα μελωδίαν του γαλλικού θεάτρου, τον καύσωνα και τον
+κονιορτόν της πρωτευούσης.
+
+Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων
+διασκεδάσεων δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να
+τας ίδω. Ο ιατρός μου, όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας
+τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει να μεταβώ εκεί την εσπέραν,
+διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία. Δεν θα τον ακούσω όμως — σου το
+εξομολογούμαι υπό πάσαν εμπιστοσύνην — και η προσεχής μου
+επιστολή θα ήνε πλήρης γερμανικών ασμάτων, και πάθους ελλήνων
+υποκριτών, και αμανέ ανατολικού, αν, ως ελπίζω, έλθη έως τότε ο
+ανυπομόνως εκ Σμύρνης προσδοκώμενος θίασος.
+
+Εις το Ωδείον τώρα, το οποίον βλέπεις αφήκα τελευταίον pour la
+bonne bouche. Ότε προ οκτώ ετών συνεστήθη ο μουσικός και
+δραματικός σύλλογος εν Αθήναις, και σκοπόν αυτού εκήρυξε την
+μόρφωσιν Ελλήνων αοιδών και ηθοποιών, και την διάδοσιν εν γένει
+του ευρωπαϊκού μουσικού αισθήματος εις τόπον όπου απόλυτος σχεδόν
+κύριος εδέσποζεν ο αμανές, οι πλείστοι, ενθυμούμαι, εχαιρέτισαν
+την σύστασιν αυτού με δυσπιστίας μειδίαμα, ολίγοι δε μόλις
+πλήρεις ελπίδων αισιόδοξοι επίστευσαν εις την επιτυχίαν του νέου
+ιδρύματος. Τα πράγματα σήμερον δεν εδικαίωσαν μεν εισέτι τους
+αισιοδόξους, διέψευσαν όμως ήδη τους δυσκόλους εκείνους, οίτινες
+αφθονούσι δυστυχώς παρ' ημίν, και νομίζουσι πάντοτε, ότι
+παρέχουσι δείγματα βαθείας κρίσεως και δυνάμεως μαντικής, αν εκ
+προοιμίων φανώσι δυσπιστούντες προς την επιτυχίαν γενναίας τινός
+επιχειρήσεως, και καταδικάσωσιν εκ προκαταβολής, ως ματαίαν ή
+πρόωρον, την παρ' ημίν εισαγωγήν των στοιχείων εκείνων του
+νεωτέρου πολιτισμού, άτινα αποτελούσι τα υγιέστερα των συστατικών
+του. Το Ωδείον των Αθηνών, ήτοι το κύριον ίδρυμα του μουσικού και
+δραματικού συλλόγου, δεν παρήγαγεν ακόμη, είνε αληθές, ηθοποιούς,
+διότι αρχήθεν, αγνοώ έκ τινων σκέψεων ορμώμενος, επέστησεν ο
+σύλλογος την προσοχήν αυτού εις καταρτισμόν και μόρφωσιν του
+μουσικού ιδίως τμήματος. Παρήγαγεν όμως ήδη ικανώς μορφωμένους
+μουσικούς και αοιδούς εκατέρου του φίλου, εξεπαίδευσεν ορχήστραν
+ολόκληρον, εκ τεχνιτών συγκειμένην και βιομηχάνων, εδίδαξε την
+μουσικήν και την ωδικήν τους τροφίμους του Ορφανοτροφείου Χατζή
+Κώστα, έδωκε πολλάς μέχρι τούδε συναυλίας, ακουσθείσας μετ'
+ευχαριστήσεως και δικαίας, εννοείται, επιεικείας, και τέλος
+πάντων — τώρα ετοίμασε το μεγαλείτερον των επιφωνημάτων σου —
+εξετέλεσε πρό τινων ημερών ολόκληρον μελόδραμα — την Βετλήν του
+Δονιζέττη — από της μικράς σκηνής του θεάτρου του. Το επερίμενες
+αυτό; Εγώ, σε βεβαιώ, δεν το επερίμενα. Δεν σου γράφω περί του
+κειμένου του μελοδράματος, όπερ είς των καθηγητών του Ωδείου
+μετέφρασεν ελληνιστί, διότι είνε αυτό καθ' εαυτό ασήμαντον, και
+ολίγη επομένως η βλάβη, αν η ελληνική μετάφρασις ηύξησε κάπως την
+ασημαντότητά του· εκτός δε τούτου ευτυχώς αι λέξεις δεν
+ακούονται, και ο ακροατής, ευχαριστούμενος εκ της ελαφράς
+μελωδίας και του υποπτέρου ρυθμού της μουσικής, δεν προσέχει εις
+τας περιέργως περιπαθείς φράσεις, τας οποίας ανταλλάσσουσιν οι
+δύο ερασταί. Ό,τι όμως πρέπει να σου γράψω, διότι μεγάλην και
+απροσδόκητον μ' επροξένησεν εντύπωσιν, είνε η επιτυχία των χορών
+κατά πρώτου λόγου και της ορχήστρας κατά δευτέρου. Η επιτυχία
+αύτη είνε καθαρόν και αναντίρρητον προϊόν της διδασκαλίας του
+Ωδείου, και αληθή παρήγαγεν έκπληξιν εις τους ακροατάς. Νέοι και
+νέαι, από δύο μόλις ή από τριών ετών διδασκόμενοι εν τω Ωδείω,
+εξετέλεσαν τους χορούς και τας ομοφωνίας του μελοδραματίου με
+πολλήν και τονικήν και χρονικήν ακρίβειαν, και ουδόλως ήσαν
+υπερβολικά τα χειροκροτήματα των θεατών, άτινα επεδοκίμασαν και
+ενεθάρρυναν τον νεαρόν εκείνον θίασον. Δικαία επίσης ήτο η
+επιδοκιμασία και ενθάρρυνσις της πρωταγωνιστρίας δεσποινίδος
+Βέσσελ, ήτις δεν έχει μεν πλήρη και τελείαν φωνήν υψιφώνου,
+έψαλεν όμως αψόγως το μέρος της, και θέλει βεβαίως καταστή
+δόκιμος ελαφρά υψίφωνος, αν εξακολουθήση ασκουμένη μετά του αυτού
+ζήλου, και αποφεύγη ιδίως να κουράζη την φωνήν αυτής. Περί των
+δύο ανδρών, του υψιφώνου και βαρυφώνου, non ragioniam, ως λέγει ο
+Δάντης· προθυμίαν είχον πολλήν και οι δύο αλλ' ενθυμείσαι τι
+λέγει το γραφικόν ρητόν.
+
+Τέλος πάντων, φιλτάτη, ηκούσαμεν εν Αθήναις μελόδραμα ελληνιστί
+αδόμενον υπό ελλήνων. Το πράγμα είνε άξιον λόγου, φαντάζομαι δε
+ποίος ενθουσιασμός θα καταλάβη σε την πατριώτιδα, και ποίος
+διθύραμβος θα ήνε η απάντησίς σου εις την επιστολήν μου.
+
+Γ'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879.
+
+Έχεις δίκαιον. Τα Μεδιόλανα είνε αναντιρρήτως η ωραιοτέρα πόλις
+της Ιταλίας. Δεν έχουν βεβαίως ούτε την ζωηρότητα της Νεαπόλεως,
+ούτε το κλασικόν γόητρον της Ρώμης, ούτε την επιβάλλουσαν εκείνην
+σεμνότητα της Φλωρεντίας. Δεν έχουσιν όμως επίσης ούτε τον
+επαιτικόν και ρυπαρόν πληθυσμόν της πρώην πρωτευούσης του παλαιού
+νεαπολιτικού βασιλείου, ούτε τους ρασοφόρους και τας
+κωδωνοκρουσίας και τους λοιμώδεις πυρετούς της ουρανίας πόλεως,
+ούτε την ερημίαν εκείνην της βασιλίδος της Τοσκάνης, ήτις εμπνέει
+σήμερον αληθή λύπην εις τον γνωρίσαντα την Φλωρεντίαν άλλοτε
+ποτε, εις ημέρας δόξης παρελθούσης. Ολίγας ημέρας έμεινα προ ετών
+εις Μεδιόλανα. Με ηύφρανεν όμως, σε βεβαιώ, κατά το βραχύ αυτό
+διάστημα, το εξωτερικόν εκείνο ήθος της ευτυχίας, το οποίον
+βλέπει ευθύς πρώτον ο επισκεπτόμενος την πόλιν, και το οποίον
+διαθέτει τόσον ευχαρίστως του θεατήν, οπουδήποτε και αν το
+απαντήση, είτε εις πόλιν ολόκληρον, είτε εις οικίαν είτε εις
+άτομον απλούν. Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν, και θα ιδής πόσην
+θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή καθάρια και
+εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων
+αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα
+κλείθρα λάμποντα ως κάτοπτρα. Αισθάνεσαι ευθύς, ότι ο ιδιοκτήτης
+ου μόνον ευπορεί, αλλά και γνωρίζει πώς πρέπει να ζήση εν
+ευπορία· τον μακαρίζεις ενδομύχως, η ευημερία εκείνη αντανακλάται
+εις την ψυχήν σου και ανατέλλει κατόπιν επί του προσώπου σου, και
+η καρδία σου ευρύνεται υπό ανεξήγητόν τι αλλ' ευάρεστον
+συναίσθημα, όμοιον προς εκείνο το οποίον μας προξενεί το άρωμα
+ευόσμου άνθους.
+
+Δεν ηξεύρω, αν ερμηνεύω καλώς την ιδικήν σου ευχαρίστησιν, αλλ'
+εις εμέ τουλάχιστον τοιαύτην τινά επροξένησεν εντύπωσιν η πόλις
+σου, ότε κατά πρώτον την είδα. Η καθαριότης των οδών και των
+κατοίκων, η αυτάρκης εκείνη ευχαρίστησις η λάμπουσα επί της
+χρηστής αυτών και ακάκου μορφής, το σπεύδον και συγχρόνως
+μετρημένον βήμα των, εκ του οποίου εσυμπέραινέ τις ευθύς, ότι οι
+βαδίζοντες ούτε κηφήνες ήσαν, ούτε περίεργοι, αλλά μετέβαινον εις
+το έργον των, όλα αυτά ως και η παντελής έλλειψις επαιτών και
+αργών ανθρώπων, μου επροξένησαν εντύπωσιν, οποίαν εις ουδεμίαν
+άλλην ησθάνθην ευρωπαϊκήν πόλιν.
+
+«Αλλά, θα εκφωνήσης βέβαια, εγώ σου ζητώ νέα εξ Αθηνών, και συ
+μου γράφεις διά τα Μεδιόλανα!» Συγχώρει με, αγαπητή μου· έχεις
+δίκαιον. Ελησμονήθην προς στιγμήν, αλλά δεν σου γράφω και διατί
+ελησμονήθην, διότι . . . γνωρίζω ότι θέλεις επιστολάς couleur de
+rose, και αν σου έγραφον την αιτίαν της λήθης μου, πολύ
+διαφορετικόν θα είχεν η αιτιολογία μου το χρώμα.
+
+Νέον εξ Αθηνών δεν έχω άλλο μεγαλείτερον και σπουδαιότερον να σου
+γράψω, ειμή ότι ο θίασος του Ταβουλάρη ήρχισε τέλος πάντων τας
+παραστάσεις του παρά τας όχθας του Ιλισσού. Λέγω όχθας εξ απλής
+παραδόσεως, χωρίς να εννοώ παντάπασι να προσβάλω τον ειρηνικόν
+μας Ιλισσόν, ονομάζουσα αυτόν ποτάμιον. Είνε αληθές, ότι η επί
+του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν αναγκαίον να εγείρη
+παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της οδού
+εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος. Αλλ' ο
+πτωχός — τω ύδατι — Ιλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς,
+και ομοιάζει, νομίζω, αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν
+επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση,
+ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη
+εγχειρήματα. Ήρχισε λοιπόν ο κλασικός Μένανδρος τας κλασικάς του
+παραστάσεις παρά το κλασικόν ποτάμιον, ή κυριολεκτικώτερον παρά
+τα χαλίκια του κλασικού ποταμίου, επί θεάτρου ανακαινισθέντος εκ
+βάθρων, υπό την λάμψιν αεριόφωτος αυτήν την φοράν, και απέναντι
+κοινού, το οποίον τίποτε άλλο δεν θέλει καλλίτερον, ειμή να
+ανατριχιάζη εκατοντάκις της εσπέρας προς τας φοβεράς σκηνάς των
+οικογενειακών δραμάτων του Dennery, να μοσχεύη τέσσαρα
+τουλάχιστον μανδήλια διά των δακρύων, άτινα προκαλεί η περιπαθής
+απαγγελία της πρωταγωνιστρίας, και να χειροκροτή εκθύμως la prose
+του κ. Ταβουλάρη, όστις από τινος έγεινε και μεταφραστής, και, —
+μα τον θεόν, νομίζω και συγγραφεύς. Εις αυτού τουλάχιστον τον
+κάλαμον απέδωκε το κοινόν την προκήρυξιν, δι' ης ο θίασός του
+εδήλωσεν εις τους Αθηναίους την έναρξιν των παραστάσεων αυτού.
+Υποθέτω, ότι θα έχης την φυσικήν και πατριωτικήν περιέργειαν να
+την αναγνώσης· επειδή δε μου είνε αδύνατον να την αντιγράψω
+ολόκληρον εντός επιστολής, σου μεταδίδω μόνον την αρχήν της.
+«Αφιππεύοντες», λέγουσιν οι έλληνες ηθοποιοί, «εκ του Πηγάσου,
+όστις εν τω παρελθόντι κατά την νηπιώδη της ελληνικής σκηνής
+κατάστασιν συμπαρέσυρεν ημάς πολλάκις εις αιθέρια ύψη, εις
+ελπιδοφόρα και ψυχοτερπή όνειρα, αλλά και εις απροσπελάστους τοις
+πλείστοις κορυφάς, ένθα αι μούσαι μεθύσκουσι τους θνητούς εκ των
+αθανάτων ναμάτων της Ιπποκρήνης, λέγομεν ξηρά ξηρά . . . κ. τ.
+λ.» Σου ορκίζομαι, ότι ούτε παρέλειψα ούτε προσέθηκα συλλαβήν εις
+το αυθεντικόν της προκηρύξεως κείμενον. Δεν προσθέτω δε σχόλιον
+κανέν, διότι . . . ουδέ διότι, νομίζω, χρειάζεται.
+
+Πρώτη παράστασις υπήρξεν η του Μ ά ξ β ε λ, «εξόχου δράματος του
+Ιουλίου Βαρβιέ», ως λέγει η θεατρική προκήρυξις, «εις πράξεις
+πέντε και ένα πρόλογον, μεγάλην εμποιήσαντος αίσθησιν εν
+Παρισίοις, διότι παριστά την πάσχουσαν και πεπλανημένην
+δικαιοσύνην». Φέρουσα δε ο πρόλογος και αι πέντε του δράματος
+πράξεις τας εξής φοβεράς επιγραφάς· «Θ α ν α τ ι κ ή
+ε κ τ έ λ ε σ ι ς, Ο υ ι ό ς τ ο υ δ ο λ ο φ ό ν ο υ,
+Α δ ε λ φ ό ς κ α ι α δ ε λ φ ή, Τ ο ε γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν,
+Τ ο ό ρ α μ α, Η τ ι μ ω ρ ί α». Φοβείσαι; εγώ φοβούμαι, αγαπητή,
+και δι' αυτό, σου εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, μόλις κατώρθωσα
+να ακούσω τον πρόλογον. Η φρίκη μου υπήρξε τόση, ώστε τα νεύρα μου
+ήρχισαν να χορεύουν, και ανεχώρησα ευθύς με σφοδρόν πονοκέφαλον.
+Αναντιρρήτως αι σφοδραί συγκινήσεις δεν με στέργουν. Ήμην πάντοτε
+κράσεως ασθενούς, και δι' αυτό κάμνω ακόμη ψυχρολουσίαν.
+
+Πλην τι τα θέλεις; μ' όλην αυτήν την τακτικήν θεραπείαν, των
+νεύρων μου, είνε ακόμη απρόσιτοι εις εμέ αι συγκινήσεις των
+«ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ώ ν δ ρ α μ ά τ ω ν» του Μενάνδρου. Δεν
+δύναμαι λοιπόν, βλέπεις, να σου γράψω λεπτομερέστερον τα κατά την
+πρώτην παράστασιν του Απόλλωνος, επιφυλάττομαι δε να σου λαλήσω
+εκτενέστερον περί του ελληνικού μας θεάτρου, όταν δοθή καμμία
+κωμωδία ή άλλη τις παράστασις ηρεμωτέρα, την οποίαν να καταπίνη
+ευκολώτερον ο ασθενής μου στόμαχος.
+
+Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι
+εις το Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί
+θίασος γερμανών και γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και
+βοημίδων. Quantum mutatum ab illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε
+άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων ψίθυρος, ούτε παράσχειον
+μονοπάτι! Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και τραπέζια με ποτήρια
+ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς των έλικας
+διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και
+σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ
+και εκεί κατά τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου.
+Αφ' ότου το πρώτον, προ οκτώ ετών, εισέβαλεν εις τον ποιητικόν
+εκείνον χώρον ο πρώτος επισκεφθείς τας Αθήνας γερμανικός μουσικός
+θίασος, ήτοι η Μ α ρ ί κ α ι ς, ως επωνόμασεν αυτόν το πυκνόν
+πλήθος των θαυμαστών του, τι δεν είδε το πτωχόν αυτό Άντρον, και
+τι δεν ήκουσεν! Ήκουσε την Risette τραγουδούσαν διά της ανδρικής
+της φωνής την Femme du sapeur· ήκουσε την Stella del nostro amore
+εν ιταλική δυωδία, και τας κωμικάς προσλαλιάς του έλληνος clown
+Μανώλη· είδε τον Φραντζήν και την αμερικανήν σχοινοβάτιδα, ήτις
+ανήρτα από του τραχήλου της εκατόν οκάδων βάρος· ήκουσεν αμανέν
+και είδε ταχυδακτυλουργίαν! Όλα τα είδε, και σήμερον πάλιν
+επανέρχεται εις τα πρώτα του,
+
+ comme on revient toujours
+ a ses prémieres amours,
+
+και έχει βοημούς μουσουργούς, οίτινες πίνουσι τον ζύθον των
+απαθέστατα, οσάκις δεν παίζουσι, και αοιδούς βοημίδας, αίτινες,
+οσάκις δεν ψάλλουσι, περιφέρουσι το ιλαρόν τον μειδίαμα και το
+πινάκιόν των εις τους θεατάς.
+
+_Άλλαξαν όμως οι καιροί ς' τον κόσμον εδώ κάτω!_
+
+Δεν βρέχει πλέον αργυρά νομίσματα ούτε χαρτονομίσματα αιδημόνως
+συνεπτυγμένα η περιπαθής λατρεία των θεατών· δεν φωλεύουσι πλέον
+εις τα άδυτα των αδύτων του συμφύτου άλλοτε κήπου οι γηραιοί
+λάτρεις της Τούμπλας και της Άννας, αναμένοντες έν των μειδίαμα
+ως δρόσον του ουρανού· ουδέ υπάρχει πλέον ανάγκη να συνοδεύωσι
+τας μουσουργούς νεάνιδας εις τας οικίας των κλητήρες και
+χωροφύλακες μετά το τέλος της παραστάσεως, ίνα προφυλάττωσιν
+αυτάς κατά του εξημμένου ενθουσιασμού των ακροατών. Οι χρυσοί
+χρόνοι της ποιητικής εκείνης νηπιότητος του αθηναϊκού κοινού
+παρήλθον ανεπιστρεπτεί, και σήμερον μόλις που τολμά η δεκάρα να
+περιφρονήση το πεντάλεπτον επί του λευκού χειρομάκτρου του
+πινακίου, μόλις δε το χείλος των αδιαφόρων ακροατών ανοίγεται εις
+ανάλατόν τινα φιλοφροσύνην προς την χαλκολογούσαν μουσουργόν, και
+το περικαθήμενον κοινόν δυσκόλως μόλις συγκατατίθεται να μειδιάση
+προς την τετράφωνον μελωδίαν του
+
+Auf der Au, Au . . Au, Au . . Au!
+
+την οποίαν υλακτούσιν εναμίλλως τέσσαρες γερμανικαί χάριτες,
+φορούσαι κατά παράδοξον καλαισθησίαν όλα της ίριδος τα χρώματα.
+
+Γινόμεθα βλέπεις πρακτικώτεροι οσημέραι και ημείς οι εν Αθήναις.
+Επαύσαμεν προ καιρού να τρεφώμεθα με ατμούς και αισθήματα·
+αποβλέπομεν εις την ουσίαν κυρίως· ανάγομεν όλα εις την
+υ π ε ρ τ ί μ η σ ι ν ή υ π ο τ ί μ η σ ι ν, και φιλολογικώς
+κινδυνεύομεν, μα την αλήθειαν, να γείνωμεν οπαδοί της πραγματικής
+σχολής του Assomoir ή του Α υ τ ο κ τ ο ν ε ί ο υ (!!), αν
+προτιμάς την πρόσφατον ελληνικήν μετάφρασιν.
+
+Απέρχεσαι τέλος, μου γράφεις, εις την λίμνην του Κόμου, και εκεί
+θα σου διευθύνω την προσεχή μου επιστολήν. Μη λησμονήσης, ότι
+θέλω λεπτομερή έκθεσιν των πρώτων σου εντυπώσεων.
+
+Δ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 11 Ιουνίου 1879.
+
+Σου γράφω και σήμερον εις Μεδιόλανα, διότι, μη λαβούσα επιστολήν
+σου αυτήν την εβδομάδα, δεν ηξεύρω πού αλλού να διευθύνω το
+γράμμα μου. Είμαι τουλάχιστον βεβαία τοιουτοτρόπως, ότι η
+επιστολή μου θα σε πάρη το κατόπιν, και θα σε φθάση επί τέλους
+όπου ευρίσκεσαι, χωρίς να πάθη ό,τι φοβούμαι ότι έπαθεν η ιδική
+σου εις το ελληνικόν ταχυδρομείον. Τι τα θέλεις όμως; ήθελα πολύ
+να είχες φθάσει εις την λίμνην του Κόμου. Πρώτον, διότι θα
+επέγραφα με αρχαιολογικήν υπερηφάνειαν την επιστολήν μου: Εις
+Λ ά ρ ι ο ν Λ ί μ ν η ν, και θα σου εδείκνυα τοιουτοτρόπως σοφίαν
+γεωγραφικήν, την οποίαν βεβαίως δεν θα επερίμενες, διότι δεν
+υποπτεύεις συ — η άκακος και ενθουσιώδης φύσις — ότι αρκεί τις να
+φυλλομετρήση επ' ολίγα μόνον λεπτά τον πρώτον τυχόντα
+ερυθρόφυλλον Οδηγόν, διά να μάθη πώς έλεγον οι παλαιοί την
+λίμνην, της οποίας αι όχθαι θα ακούσουν εφέτος τα θαυμαστικά σου
+επιφωνήματα. Δεύτερον, διότι θα είχα αφορμήν, απαντώσα εις τας
+ιδικάς σου εντυπώσεις, να φλυαρήσω και εγώ ολίγον περί της
+μαγευτικής εκείνης λίμνης, και να γεμίσω κάπως το σημερινόν μου
+γράμμα, το οποίον κινδυνεύει τώρα να μείνη κενόν, κενότατον και
+πτωχόν. Διότι — τι να σου το κρύπτω αγαπητή μου; — αι Αθήναι,
+όσον και αν εξογκούνται, όπως ομοιωθώσι με τας ευρωπαϊκάς
+μεγαλοπόλεις, όσον και αν αντιγράφουν — με στραβόν, εννοείται,
+χάρακα, — τον δυτικόν πολιτισμόν, όσον και αν ετελειοποιήθησαν
+κατά το φαγητόν, την ενδυμασίαν και τας διασκεδάσεις, μένουσιν
+όμως πάντοτε και είνε πόλις μικρά, μικροσκοπική, μικρόσοφος και
+μικρολόγος· μ' όλας δε τας εβδομήκοντα δύο χιλιάδας κατοίκων, τας
+οποίας έχουν σήμερον κατά την τελευταίαν απογραφήν, δεν
+παρέχουσιν όμως ύλην δι' επιστολάς εβδομαδιαίας, οποίας τας
+θέλεις συ . . . — φλυάρους δηλαδή, λεπτομερείς και παραγεμισμένας
+με νέα, — με νέα, εννοείται, περίεργα και ενδιαφέροντα, άσχετα με
+την πολιτικήν, μη μετέχοντα κακογλωσσίας, αποτασσόμενα δε τω
+Σατανά και πάση τη πομπή αυτού.
+
+Πού να τα εύρω λοιπόν εγώ, αυτά τα νέα; Να τα δημιουργήσω; Ούτε
+το θέλεις, ούτε, αν το ήθελες, έχω αυτήν την ικανότητα. Δεν μου
+μένει άλλο, ή να επιχειρήσω λεπτομερή ανάλυσιν της Perichole και
+του Oeil crevé, τα οποία δίδει τώρα ο γαλλικός θίασος του
+Φαλήρου. Αλλά και γνωρίζεις και γνωρίζω και γνωρίζομεν όλοι, εκ
+της ενδόξου ιστορίας του εν Αθήναις γαλλικού θεάτρου, τα μουσικά
+αυτά αριστουργήματα, των οποίων δικαιοί τον τίτλον αυτόν
+αναντιρρήτως η καθ' εκάστην εσπέραν πυκνή συρροή του κοινού επί
+των αναπαυτικών σκάμνων του θεάτρου. Να σου απαριθμήσω τα
+παντοειδή πολεμικά πλοία, άτινα σταθμεύουσι τώρα εις Φάληρον; Να
+σου περιγράψω το cricket των άγγλων ναυτών, οίτινες με
+απαραμείωτον ευσυνειδησίαν παρέχουσι καθ' εσπέραν σχεδόν εις το
+περίεργον κοινόν το διασκεδαστικόν αυτό θέαμα, ως θεατρικόν τινα
+πρόλογον, ούτως ειπείν, των εσπερινών παραστάσεων; Αλλ' η
+περιγραφή μου δεν θα είχε κανέν θέλγητρον διά σε, ήτις ηξεύρω
+πόσον αηδιάζεις τους άνδρας, όταν παίζωσιν ως παιδία. Ώστε, αφού
+και καλά θέλεις νέα αθηναϊκά, ηξεύρεις τι συλλογίζομαι; Να πάρω
+κατά σειράν τα σχολεία και τα παντοειδή εκπαιδευτήρια των Αθηνών,
+τα οποία κάμνουν τώρα τας εξετάσεις των, και να σου καταστρώσω
+λεπτομερεστάτην έκθεσιν του αποτελέσματός των. Το πράγμα δεν θα
+ήτο πληκτικόν όσον υποθέτεις, ούτε διδακτικόν μόνον, αλλά και
+κωμικόν εν μέρει και πολύ οπωςδήποτε ευάρεστον. Θα ήρχιζα,
+φαντάσου, από τας αγγελίας των διευθυντών και τα εκ προκαταβολής
+επαινετικά διάφορα των εφημερίδων· θα μετέβαινα κατόπιν εις τους
+πανηγυρικούς λόγους των διδασκάλων, οίτινες, ως μεγάλα παιδία,
+έχουσι και αυτοί την αθώαν επιθυμίαν να κάμωσι την επίδειξίν των·
+θα σου ανέφερα μερικάς φράσεις των διδασκαλικών αυτών αγορεύσεων,
+αίτινες μου ενθύμισαν τον θαυμάσιον εκείνον ορισμόν: «Παιδεία
+εστί γνώσις συνειδήσεων της ανθρωπότητος καθόλου φύσεως», δι' ου
+γυμνασιάρχης τις ποτέ επροοιμίασε τον εναρκτήριον των εξετάσεων
+λόγων του· θα σου απεμνημόνευα των διδασκάλων τας ερωτήσεις και
+τας απαντήσεις των μαθητών, τας συγκινήσεις των γονέων και των
+θεατών τα σχόλια· δεν θα παρέλιπα να σου περιγράψω τας
+λευχείμονας ως περιστεράς μαθητρίας, και την ενδυμασίαν των
+διδασκαλισσών, προσπαθούσαν να συμβιβάση την διδασκαλικήν
+σοβαρότητα προς την κοσμικήν φιλαρέσκειαν· θα σου ανήγγελλα κ'
+εγώ, ως αι εφημερίδες, τα ονόματα των τάδε μαθητών και των δείνα
+μαθητριών, όσαι εγοήτευσαν τους ακροατάς διά των ευφυών των
+απαντήσεων, και επί τέλους θα ανέγραφα τους θριάμβους εκάστου
+εκπαιδευτηρίου, συμφώνως προς όσα δημοσιεύουσι συνήθως περί αυτών
+οι διευθυνταί των, οι διδάσκαλοι, οι φίλοι, και των παιδίων αυτών
+οι γονείς, οίτινες νομίζουσιν, ότι δεν είνε αρκετή η επιτυχία των
+τέκνων των, αν δεν τυπωθή και το όνομά των εις την εφημερίδα.
+Αλλά όλος αυτός ο κόπος μου θα ήτο περιττός διά σε, ήτις
+λαμβάνεις όλας σχεδόν τας καθημερινάς εφημερίδας των Αθηνών, και
+θα έχης επομένως εγκαίρους και νωπάς και λεπτομερείς όλας τας
+περί των εξετάσεων των σχολείων μας ειδήσεις.
+
+Τι λοιπόν να σου γράψω, αφού πρέπει οπωςδήποτε να γεμίση η
+επιστολή μου; Να σου γράψω, ότι, αφ' ότου ήρχισαν να πνέωσιν οι
+ετησίαι, έχομεν πάλιν τόσον εν Αθήναις κονιορτόν, ώστε, αφού αι
+εβδομήκοντα δύο χιλιάδες κάτοικοι της πρωτευούσης τρώγουσι και
+ροφούσι καθ' ημέραν τρισμέγιστον αυτού ποσόν, μένει πάλιν τόσον
+πολύς, ώστε κινδυνεύει να μας θάψη όλους; Το πράγμα δεν είνε
+νέον. Είνε τόσον παλαιόν, ώστε, ως ηξεύρεις, οι προπάτορές μας
+γηγενείς Αθηναίοι εκαυχώντο ότι εφύτρωσαν από την κόνιν αυτήν της
+πατρίδος των, όπως επίστευον ότι εφύτρωσαν και οι τέττιγες, και
+εκόσμουν την κόμην των διά τούτο με τέττιγας χρυσούς, όπως ημείς
+με πολύ ολιγωτέραν καλαισθησίαν κοσμούμεν αυτήν με ταριχευμένα
+πτηνά και με χρυσοκανθάρους. Τι τα θέλεις όμως, φιλτάτη μου;
+παλαιόν ή νέον, το πράγμα είνε οχληρότατον και αηδέστατον. Έχουσι
+και η Νεάπολις και η Αλεξάνδρεια και άλλαι πόλεις κονιορτόν, αλλ'
+ο ιδικός μας κονιορτός, ο κονιορτός εκείνος, από τον οποίον
+υπάρχει φόβος ότι θα φυτρώσουν μίαν ημέραν οι μέλλοντες κλασικοί
+κάτοικοι των Αθηνών, είνε κάτι τι ξεχωριστόν και μέχρις
+απελπισίας αφόρητον. Είνε εχθρός φοβερός και ακαταμάχητος, όστις
+σε πολεμεί και μακρόθεν και εκ του συστάδην, μετά παρρησίας
+συνάμα και υπουλότητος, και κατά του οποίον ουδεμία είνε δυνατή
+υπεράσπισις. Σου τυφλόνει τους οφθλαμούς, σου παραγεμίζει το
+στόμα, σου φράττει τα ώτα, σου ξηραίνει και αυτόν σου τον
+λάρυγγα, διότι αναγκάζεσαι επί τέλους να τον αναπνεύσης θέλουσα
+και μη θέλουσα. Εις μάτην κλείεσαι εις την οικίαν σου· σε
+παρακολουθεί διά της θύρας, εισέρχεται διά των παραθύρων, εισδύει
+διά των υέλων, και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι και διά των τοίχων
+αυτών εισχωρεί. Σημείωσε δε, ότι όπως ο ανατολίτης υπό το
+πεπρωμένον, κύπτομεν και ημείς οι δυστυχείς την κεφαλήν υπό το
+παντοδύναμον κράτος της θεομηνίας, υποτασσόμεθα εις την μάστιγα
+του κονιορτού, και ουδ' επιχειρούμεν καν πλέον να τον
+πολεμήσωμεν. Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας
+οδούς και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο
+αδάμαστος ημών εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων
+ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και
+ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος
+υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα υποδήματα του κυρίου
+του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον να
+λασπωθούν. Τώρα καταβρέχομεν μόνον ενίοτε. Ημέραν παρ' ημέραν
+μόλις, ή κάλλιον ειπείν νύκτα παρά νύκτα, διότι και τούτο γίνεται
+πολύ μετά την δύσιν του ηλίου (τοσούτος βλέπεις είνε ο φόβος
+μας!) — περιφέρονται είς τινας των δρόμων ισχνοί τινες,
+κατεσκληκότες και πεφοβισμένοι ημίονοι, σύροντες όπισθέν των
+σαθρά τινά βαρέλια, τα οποία λασπόνουν πού και πού τον δρόμον,
+σέβονται δε θρησκευτικώς το πλείστον μέρος του κονιορτού, όστις
+ευθύς κατόπιν των εγείρεται θυμώδης και περικαλύπτει και
+ημιονηλάτην και ημίονον και βαρέλιον. Έχουσι δε τότε οι διαβάται
+διπλήν διασκέδασιν· την μίαν θερινήν, τον κονιορτόν, και την
+άλλην χειμερινήν, την λάσπην. Λέγουν εν τούτοις πολλοί, ότι δεν
+είνε δεισιδαίμων φόβος η αιτία της προς τον κονιορτόν ανοχής μας,
+αλλ' άλλη τις πεζοτέρα και πραγματικωτέρα, . . . . η έλλειψις
+ύδατος. Ίσως έχουσι δίκαιον. Φοβούμαι όμως μη και τα δύο
+συμπίπτουσι. Διότι τέλος πάντων δεν ήτο δυνατόν με το ολίγον
+νερόν το οποίον έχομεν διαθέσιμον να καταβρέχωμεν περισσοτέρους
+δρόμους καθ' εκάστην, παρά να λασπόνωμεν ολιγωτέρους ημέραν παρ'
+ημέραν; Η σκέψις μου, βλέπεις, δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής
+βαθύτητος, αλλ' είνε απλή τις και πρόχειρος ιδέα, η οποία απορώ
+πώς δεν έρχεται και εις των αρμοδίων τον νουν.
+
+Οπωσδήποτε το ζήτημα των υδάτων της πόλεώς μας αποκτά καθ' ημέραν
+μεγαλειτέραν σπουδαιότητα, και πολύ επικαίρως εδημοσιεύθη εσχάτως
+επί του αντικειμένου τούτου πραγματεία τις αληθούς επιστήμονος,
+του κ. Κορδέλλα. Δεν ανέγνωσα ακόμη το βιβλίον. Θα το αναγνώσω
+όμως αυτήν την εβδομάδα και θα σου γράψω την προσεχή.
+
+Ε'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιουνίου 1879.
+
+Είσαι κατενθουσιασμένη, μου γράφεις, και εννοώ κάλλιστα τον
+ενθουσιασμόν σου, και θα τον υπέθετα, αν δεν μου τον έγραφες.
+Φαντάζομαι δε πού θ' αναβή ο ενθουσιασμός σου αυτός ακόμη, όταν
+σιγά σιγά περιπλεύσης ανέτως, όχι δι' ατμοκινήτου αλλά διά μικράς
+λέμβου, την λίμνην ολόκληρον, ή περιέλθης ανέτως τας όχθας της,
+και επισκεφθής και θαυμάσης τας μαγευτικάς εκείνας επαύλεις,
+αίτινες κοσμούσι τους χλοερούς των λόφους. Τότε θα ιδής . . . —
+δεν εξακολουθώ, διότι είμαι βεβαία ότι θα θυμώσης, ως εθύμονες
+άλλοτε κωμικώτατα, ότε με κατελάμβανεν — ενθυμείσαι; — η σατανική
+επιθυμία να σου διηγούμαι το τέλος μυθιστορήματος, ούτινος συ
+ανεγίνωσκες την αρχήν. Ας έλθω λοιπόν εις τας Αθήνας μας, και ας
+αφήσω την Ιταλίαν σου. Ας υποταχθώ εκούσα άκουσα εις τον φοβερόν
+σου εγωισμόν, όστις δεν αρκείται μόνον εις τας εκ της ξενιτείας
+απολαύσεις, αλλά θέλει ως καρύκευμα εβδομαδιαίον και τας από της
+πατρίδος ειδήσεις, και τας θέλει ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς.
+Ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς! Αυτό δα είνε! Ηξεύρεις, ότι
+κατήντησες τυραννική; Δεν θέλεις, λέγεις, να σου αναφέρω τα
+δυσάρεστα των Αθηνών, ούτε να ακονίζω την ευφυίαν μου — ευχαριστώ
+διά την φιλοφροσύνην — εις τας ελλείψεις της ελληνικής
+πρωτευούσης· τας γνωρίζεις, λέγεις, και επιθυμείς να τας
+λησμονήσης· δι' αυτό ίσα ίσα εταξείδευσες, διά να μη βλέπης το
+θέαμα των μικρών μας ασχημιών, και ν' ατενίζης μόνον μακρόθεν την
+Ελλάδα, ως ωραίον σκηνογράφημα, το οποίον δι' αυτό ακριβώς
+εζωγραφήθη, διά να βλέπεται μακρόθεν. Σου ταράττει, γράφεις, τα
+νεύρα σου, η έστω και ανώδυνος και αθώα κακολογία· σ' εμποδίζει
+να χωνεύης τακτικά τα ωραία ελβετικά χαμοκέρασα, τα οποία σου
+παραθέτει ο προγάστωρ και φαιδρός σου ξενοδόχος, και τέλος
+πάντων, kurz und gut, ως λέγει πάλιν ο γερμανός σου υπηρέτης,
+θέλεις να σου γράφω τα ωραία πράγματα των Αθηνών, τα ευχάριστα
+μόνον και τα ιλαρά, διότι αυτό σε ωφελεί εις την υγείαν! Έχεις εν
+μέρει δίκαιον. Ταξειδεύεις χάριν θεραπείας . . . νοσήματος το
+οποίον αγνοείς και συ, ως το αγνοούσι και οι . . ιατροί σου, αλλ'
+αδιάφορον — και εννοείς, πολύ λογικώς και συνεπώς, να αποτελώσι
+και αι επιστολαί μου μέρος ολοκληρωτικού της θεραπείας σου: τρις
+της εβδομάδος λουτρά, πάσαν πρωίαν τυρόγαλα, δύο ώρας περιπάτου
+καθ' ημέραν, και άπαξ της εβδομάδος . . . μίαν φαιδράν επιστολήν
+εξ Αθηνών! Ωραία, μα την αλήθειαν, ετακτοποίησες την υγιεινήν σου
+δίαιταν, και θα είχα μαύρην αληθώς την καρδίαν, αν εγώ μόνη εκ
+κακής μου θελήσεως ετάραττα την συνταγήν σου.
+
+Πλην, φίλη μου, . . . — αλλ' έστω· ουδέ δικαιολογούμαι καν, διότι
+συλλογίζομαι τα πορφυρά σου ευώδη χαμοκέρασα, και την ενδεχομένην
+κακήν των χώνευσιν. Τούτο μόνον συλλογίσου· ότι αν έξαφνα καμμίαν
+εβδομάδα δεν λάβης επιστολήν μου, δεν πρέπει να το αποδώσης εις
+κακήν μου θέλησιν, μήτε εις αμέλειαν, μήτε εις οκνηρίαν, αλλά
+μόνον και απλούστατα εις εξάντλησιν ή προσωρινήν τουλάχιστον
+έλλειψιν των συστατικών του χαροποιού αερίου, όπερ επιθυμείς και
+καλά να φέρωσιν υπό την ρίνα σου τα γράμματά μου. Où le peuple
+n' a rien, le roi perd ses droits λέγουν οι γάλλοι, συ δε βεβαίως
+δεν έχεις την αξίωσιν να δεσπόσης των αδυνάτων, ούτε θα οργισθής
+διότι δεν σου δίδεται το μη υπάρχον. Αλλά και αν οργισθής, θ'
+ακούσης το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», και θα ησυχάσης.
+
+Αυτήν ευτυχώς την εβδομάδα έχω κάτι να σου διηγηθώ, και χαίρω ότι
+η υγεία σου είνε ακόμη εξησφαλισμένη δι' οκτώ ημέρας.
+
+Την παρελθούσαν ή μάλλον ειπείν την προπαρελθούσαν τρίτην κατέβην
+με τον I . . . εις το Φάληρον. Μη με μαλώσης, σε παρακαλώ, ότι
+καταβαίνω συχνά εις το Φάληρον, μήτε υποθέσης άλλ' αντ' άλλων. Το
+εσπέρας δεν έχομεν τι άλλο να κάμωμεν, όσοι δεν θέλομεν να
+μείνωμεν εις το Σολωνείον καθήμενοι ή εις την πλατείαν του
+Συντάγματος περιπατούντες, παρά να καταβώμεν εις το Φάληρον, ή να
+υπάγωμεν εις τον Απόλλωνα, ή να μείνωμεν θαυμάζοντες την σελήνην
+εις το καφενείον των Ολυμπίων. Εγώ προτιμώ το πρώτον, όχι μόνον
+διότι είνε δροσερώτερον, αλλά και διότι είνε μακρύτερα από τα
+περιπαθή άσματα των γερμανίδων. Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον,
+εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν
+μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω θεωρούσα τα
+πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών
+οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις
+την 12 υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος.
+Οι βασιλείς, ως γνωρίζεις ήδη πιθανώς εκ των εφημερίδων,
+κατοικούσι και εφέτος θερινά τινα οικήματα, εκ των ωραίων εκείνων
+και κομψών, άτινα κατεσκεύασε πρό τινων ετών επί του
+μεσημβρινοανατολικού λόφου της Μουνυχίας και αντικρύ της
+Φρεαττύος ο φιλόκαλος γερμανός αρχιτέκτων Τσίλλερ. Η από του νέου
+Φαλήρου άγουσα εκεί οδός, ήτις πρό τινων ετών περιωρίζετο εις
+ανώμαλον και θαμνόσπαρτον ατραπόν, τέμνουσα ελικοειδώς τον παρά
+την παραλίαν υψούμενον λόφον, είνε σήμερον ωραία αμαξιτός
+λεωφόρος περικάμπτουσα τον λόφον, παρατρέχουσα τον αιγιαλόν,
+διερχομένη κάτωθεν του ερημικού πύργου του πρωθυπουργού ημών, και
+καταλήγουσα διά κομψοτάτης καμπής εις την Μουνυχίαν.
+
+Πρό τινων ετών, ως ενθυμείσαι, ουδέν άλλο υπήρχεν εκεί, ή γυμνοί
+τινες μόνον βράχοι, όπου ουδέ άκανθαι εύρισκον τροφήν, παραλία
+κάτωθεν αμμώδης και παντέρημος, και μόλις που το εσπέρας κάρρα
+τινά μεταφέροντα εις τα γαλανά του Φαλήρου και της Μουνυχίας
+κύματα τέκνα τινά του λαού, άτινα, επόμενα εις τον παντοκράτορα
+συρμόν, ενόμιζον και αυτά απαραίτητον εις την υγείαν των την
+χρήσιν των λουτρών. Σήμερον ήλλαξαν τα πράγματα· και το μεν
+Φάληρον μεταμορφούται από ημέρας εις ημέραν εις χαριεστάτην
+θερινήν διαμονήν, της οποίας επιφυλάττω την περιγραφήν εις κανέν
+άλλο μου γράμμα — οικονομούσα ως βλέπεις τα γλυκύσματά μου, ώςτε
+να έχω με τι να τρέφω την πεινώσαν υγείαν σου, — ο δε παρ αυτό
+λόφος, ούτινος την κορυφήν κατέχει δίκην σκοπιάς ο πύργος του κ.
+Κουμουνδούρου, ήρχισε και αυτός να στολίζεται, να οικοδομήται και
+να αποκτά κατοίκους και λάτρεις. Την εσπέραν μάλιστα εκείνην η εξ
+αυτού θέα ήτο αληθώς μαγευτική.
+
+Δεν αισθάνεσαι τώρα κάπως τον εαυτόν σου καλλίτερα; Αι; Η βραδυά
+ήτο γαληναία και δροσερά, τα δε νερά του Φαλήρου και της
+Μουνυχίας ουδέ καν εσείοντο πέριξ των παντοειδών πολεμικών
+πλοίων, τα οποία σταθμεύουσιν από τινος προ του όρμου της
+Καλλιθέας, και των οποίων τους προτόνους εκόσμουν από τινος
+πολύχρωμοι σημαίαι, οιονεί ανθόπλεκτοι στέφανοι. Πέραν εις το
+βάθος διεγράφετο καθαρώς ο φαληρικός κόλπος, όστις μίαν ημέραν θ'
+αμιλλάται ίσως προς τον ονομαστόν κόλπον της Νεαπόλεως, και
+ούτινος τον αιγιαλόν διέστιζον ήδη πού και πού τ' αναπτόμενα φώτα
+των επ' αυτού οικιών και καφενείων. Μακρότερον δε προς ανατολάς
+ανέδυεν έτι από της εσπερινής ομίχλης το ποικίλον πανόραμα των
+Αθηνών, ούτινος εδέσποζον τα απαράμιλλα του Παρθενώνος ερείπια,
+χρυσούμενα υπό των ακτίνων της νέας σελήνης. Πολλάκις εσταμάτησα
+καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον
+εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την
+ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον
+μου. Μετά ημισείας ώρας δρόμον εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το
+μικρόν καφενείον της Καλλιθέας, όπου προ δέκα μεν περίπου ετών
+εφύετο ρικνή τις και νανοφυής αγριαπιδιά, σήμερον δε υπάρχουν
+δένδρα σκιερά, και καθίσματα αναπαυτικά παρά την θάλασσαν, και
+παίγνια γυμναστικά, ως εκείνα τα οποία θ' απαντήσης μετά τινας
+εβδομάδας εις όλα τα χωρία της Ελβετίας, και κόσμος τέλος πάντων,
+κόσμος καπνίζων το σιγάρον του και πίνων τον ζύθον του εν
+ευαρέστω λήθη των κόπων της ημέρας. Επί του ωραίου τούτου λόφου
+κατοικεί από τριών ήδη περίπου εβδομάδων η βασιλική οικογένεια. Ο
+βασιλεύς, αληθής ναυτική φύσις, ως γνωρίζεις, αγαπά, λέγουσι,
+πολύ το μέρος τούτο, όπερ αποτελεί ούτως ειπείν trait d' union
+μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς, και το πλείστον σχεδόν της ημέρας
+και της εσπέρας διατρίβει επί της θαλάσσης, οτέ μεν κολυμβών οτέ
+δε αλιεύων, άλλοτε κωπηλατών και άλλοτε επισκεπτόμενος και
+εξετάζων ως εμπειροπράγμων τα προ της Καλλιθέας ορμούντα πολεμικά
+πλοία, ελληνικά ή ξένα. Μεταξύ τούτων ευρίσκετο την εσπέραν
+εκείνην και η ωραία ρωσσική θαλαμηγός «Μ έ γ α ς
+Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς» εκείνη ακριβώς, ήτις μετήγαγε προ μικρού
+την βασίλισσαν ημών από της Κριμαίας, και ήτις, ως ελέγετο,
+επρόκειτο να αποπλεύση μετά τινας ημέρας εις Νεάπολιν, ίνα
+παραλάβη και μεταφέρη εις Κωνσταντινούπολιν και Βάρναν τον
+πρίγκιπα Βάτεμβεργ.
+
+Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της
+προπαρελθούσης τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων.
+Επέβημεν λοιπόν χάριν πλειοτέρας ανέσεως εις μικράν αλιευτικήν
+λέμβον, και κωπηλατήσαντες μέχρι του στομίου της Μουνυχίας,
+εστάθημεν εκεί, ίνα απολαύσωμεν το θέαμα των πυροτεχνημάτων,
+άτινα είχον παρασκευασθή τη επιμελεία της δημαρχίας Πειραιώς, και
+του ηλεκτρικού φωτός, διά του οποίον ο κ. Τιμολέων Αργυρόπουλος
+έμελλε να φωτίση τα πέριξ. Ηκούσαμεν δε τοιουτοτρόπως μακρόθεν
+και πολύ ευαρεστότερον τας μουσικάς της φρουράς και του
+Φιλαρμονικού θιάσου Πειραιώς, αίτινες συνηλλάσσοντο μουσουργούσαι
+καθ' όλον της φωταψίας τον χρόνον. Τα πυροτεχνήματα δεν σου τα
+περιγράφω, διότι ήσαν μεν ωραία, αλλ' ουδέν είχον το καινοφανές.
+Και είδες και είδαμεν πολλάκις εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+και εις το Φάληρον τους τυπικούς μύλους και τας τυπικωτέρας
+ρ ο υ κ έ τ α ς. Το ηλεκτρικόν όμως φως, ούτινος η εστία είχε
+τοποθετηθή εις το απέναντι της βασιλικής επαύλεως κτήμα του κ.
+Μελετοπούλου, και απετελείτο, ως μοι είπον, εκ μεγάλου
+παραβολοειδούς επαργύρου κατόπτρου, παρήγαγε μαγευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν εις τους παρεστώτας, ων πολλοί το έβλεπον βεβαίως
+πρώτην φοράν, και δι' αυτό δεν κατώρθωσαν να κρατήσουν την
+μεγαλόφωνον του θαυμασμού των εκδήλωσιν. Υπό την λευκήν και
+άπλετον λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των
+ηρέμων υδάτων, διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον
+βασιλέα και την βασίλισσαν, επί άλλης δε τους βασιλόπαιδας
+εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν των.
+
+Είδαμεν άλλοτε μαζή, αν ενθυμείσαι, τους πίδακας των Βερσαλλιών
+φωτιζομένους, τους κήπους του Schönbrun της Βιέννης καταφώτους
+επίσης υπό ηλεκτρικών ακτίνων, τοξευομένων άνωθεν από της οροφής
+των ανακτόρων, και πέρυσι μόλις την Avenue de l' Opera των
+Παρισίων ηλεκτρόφωτον.
+
+Τι να σου ειπώ, όμως; Τα κύματα της Μουνυχίας υπό την λευκήν
+εκείνην μαρμαρυγήν είχαν άλλην τινά μαγείαν. Μη νομίσης δε, ότι
+σου λέγω και τούτο χάριν της υγείας σου. Όχι! είνε αληθής μου
+εντύπωσις.
+
+Εν Αθήναις, τη 27 Ιουνίου 1879.
+
+Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι
+απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και
+αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις
+περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των
+διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι
+καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες
+το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και
+σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα
+δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος.
+Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η
+ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των
+Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν.
+Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε
+να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την
+σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν
+περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως
+ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του
+καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον
+αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας
+δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον,
+όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και
+κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να
+εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν
+και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας
+τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου
+περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην
+κορδέλλα, ως πολλάκις — entre-nous εννοείται, — μου συνέβη και
+σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών
+τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων
+τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των
+τολμηροτέρων έπαθεν η υγεία — άλλων, εννοείται, η σωματική και
+άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν
+αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν
+συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και
+των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλεις — ήσαν ως επί το πλείστον
+ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως
+ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η
+περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε
+να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν
+επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού,
+διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της à la
+Pompadour ενδυμασίας της. Άλλης τινός κομψής θεραπαινίδος τοσούτο
+εξηρέθισε, λέγουσι, την ζηλοτυπίαν ο καύσων του ηλίου, προστεθείς
+εις του μαγειρείου τον καύσωνα, ώστε ολίγου δειν εξερρίζονε τον
+μύστακα του σπαθάτου της δορυφόρου, εις ώραν παροξυσμού, αν
+προλαμβάνων εκείνος δεν εδρόσιζε κάπως τας παρειάς της διά της
+επαφής των στιβαρών του χειρών. Τρίτη τις άλλη ερρίφθη πρό τινων
+ημερών εις το φρέαρ της οικίας, ζητούσα όχι τον θάνατον, υποθέτω,
+ως έγραψαν αι εφημερίδες, αλλ' απλώς μόνον ολίγον ύδωρ δροσερόν.
+
+Βλέπεις λοιπόν πού ευρισκόμεθα, και ευλόγει μάλλον τον Θεόν, ότι
+δεν είσαι εις τας Αθήνας, αντί να αγνωμονής προς την δρόσον και
+την χλόην της λίμνης σου.
+
+Εν τούτοις μ' όλον αυτόν τον καύσωνα και τους σπουδαίους του
+κινδύνους ετόλμησα την παρελθούσαν εβδομάδα να εξέλθω της οικίας
+μου, διά να παρευρεθώ εις τας εξετάσεις του προτύπου σχολείου, το
+οποίον συνέστησεν προ ενός έτους το Υπουργείου της Παιδείας ως
+παράρτημα του Διδασκαλείου, προς πρακτικήν άσκησιν των νεοφύτων
+διδασκάλων. Πρέπει δε να σου ομολογήσω, εξ ιδίου ενθουσιασμού
+αυτήν την φοράν και όχι χαριζομένη εις την πατριωτικήν σου
+αισιοδοξίαν, ότι με κατέπληξαν αληθώς τα ευχάριστα αποτελέσματα
+του νέου συστήματος της διδασκαλίας, το οποίον εφηρμόσθη εις το
+νεοσύστατον σχολείον. Το σχολείον αυτό είνε μακράν της πόλεως,
+όπισθεν του βασιλικού κήπου, και οι μαθηταί του είνε κατ' ανάγκην
+παίδες αγροτών και χωρικών. Αι εξετάσεις εν τούτοις των χωρικών
+εκείνων παίδων, οίτινες ούτε εορτάσιμα εφόρουν, ούτε υπερτροφίαν
+έπασχον, κατέδειξαν εμφανώς και πάλιν — αν υποτεθή ότι υπήρχεν
+ανάγκη νέας του πράγματος αποδείξεως, — δύο τινά· πρώτον ότι η
+αγάπη των γραμμάτων δεν είνε συνήθως του πλούτου περίσσευμα, και
+δεύτερον ότι ανάγκη ριζικής μεταβολής του συστήματος, το οποίον
+διέπει έως σήμερον την δημοτικήν μας εκπαίδευσιν. Τα παιδία δεν
+πρέπει να διδάσκωνται ως παπαγάλλοι, αναγκαζόμενοι να
+αποστηθίζωσι πράγματα τα οποία δεν εννοούσιν, αλλά να
+εκπαιδεύωνται απ' αυτού του αλφαβήτου τοιουτοτρόπως, ώστε να
+εξυπνά η νεαρά των διάνοια, αναβαίνουσα βαθμίδα προς βαθμίδα την
+κλίμακα των γνώσεων, και να μορφούται η εύπλαστος καρδία των,
+αποκτώσα βαθμηδόν την αγάπην του καλού και του αγαθού. Αλλέως . . .
+— πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ
+βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να
+σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς.
+
+Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν
+πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει
+πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του
+Οδυσσέως Ανδρούτσου! Ουδέ καν εφαντάζεσο ίσως, ότι έζη έτι εις
+τας Αθήνας ενενηκοντούτις περίπου, έρημος, μόνη και λησμονημένη
+εντός πενιχράς — όχι οικίας, αλλά σχεδόν καλύβης, η περικαλλής
+ποτε εκείνη αμαζών, ην θαλεράν έτι νεανίδα είχε συζεύξει μετά του
+οπλαρχηγού του Οδυσσέως ο φοβερός της Ηπείρου τύραννος Αλή-Πασάς,
+ήτις όλον τον μέγαν αγώνα του 1821 παρηκολούθει πότ' εγγύθεν και
+πότε μακρόθεν τον πολυπλάνητον σύζυγόν της, μέχρις ου τον
+εθρήνησε τέλος κρεμάμενον από των προμαχώνων της Ακροπόλεως,
+και της οποίας ο βίος ολόκληρος υπήρξε σειρά δυστυχημάτων και
+δοκιμασιών. Μη βαρυθυμής όμως διά την άγνοιάν σου, διότι πολλοί,
+οι πλείστοι σχεδόν των εν Αθήναις ηγνόουν ως και συ μέχρι του
+προχθές σαββάτου, ότι η Ελένη Ανδρούτσου, η Ο δ υ σ σ έ α ι ν α,
+ως την εκάλει του αγώνος η γενεά, έζη έτι εν Αθήναις. Ολίγοι,
+ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι
+υπάλληλοι του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες
+της έδιδον κατά μήνα μικρόν τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι'
+ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον.
+Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια! Τόσον εύκολον και ευπρόσιτον
+παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα του Οδυσσέως
+Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις!
+Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την
+ενθυμηθώμεν, και οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη
+έτι η χήρα του Οδυσσέως, και ετέλει — αυτή μόνη, διότι τις άλλος
+είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου — την ανακομιδήν των οστών
+του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς. Έκτοτε όμως
+την είχαμεν λησμονήσει εντελώς! Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς,
+η γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ
+του Χρήστου Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή
+καλύβη την Ελλάδα. Ότε δε προ ενός και ημίσεος έτους ευοίωνα τινα
+αλλ' απατηλά δυστυχώς σημεία υπέδειξαν, ότι επρόκειτο να εξαναστή
+το Ελληνικόν, και οι άνδρες ωπλίζοντο και εβάδιζον προς τα
+σύνορα, ημείς δε αι γυναίκες, υπακούοντες εις το ευγενές φώνημα
+της ελληνικής μας βασιλίσσης, ερράπτομεν χιτώνας και εξαίναμεν
+μοτόν διά τους μέλλοντας τραυματίας του νέου ιερού αγώνος, η χήρα
+του Οδυσσέως ησθάνθη και πάλιν την γηραιάν της καρδίαν
+θερμαινομένην· εμνήσθη ημερών αρχαίων, ενθυμήθη την υπό τον ζυγόν
+πατρίδα της, ωνειρεύθη την σοβαράν μορφήν του απαγχονισθέντος
+ήρωός της, και έμεινε νύκτας πολλάς αγρυπνούσα υπό το αμυδρόν φως
+της διψώσης λυχνίας της, ίνα . . . ξαίνη μοτόν δ ι ά τ α
+π α λ λ η κ ά ρ ι α!
+
+Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της
+δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η
+ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό
+εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε
+ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο
+αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής
+χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν
+η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.
+
+Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις,
+και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό
+εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι,
+αγαπητή μου! Ημείς, οι ευγενείς και πεφωτισμένοι και τοσούτον
+ευαίσθητοι κάτοικοι της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου,
+οίτινες συνοδεύομεν πυκνοί και πρόθυμοι την πρώτην κηδείαν ήτις
+θα παρέλθη προ των παραθύρων μας — όταν μάλιστα έχη και μουσικήν
+— ωκνήσαμεν να πληρώσωμεν εις του Οδυσσέως την χήραν ένα έσχατον
+φόρον συμπαθείας και ελέου, τον οποίον εχρεωστούσαμεν, εννοείς;
+εχρεωστούσαμεν και εις αυτήν και εις τον άνδρα της. Δεν το
+εσυλλογίσθημεν, βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . .
+μήπως είχε μουσικήν; Μήπως είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να
+κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον του αρχιμουσικού μας;
+
+Ζ'.
+
+Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879
+
+Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως
+μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα
+σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία
+διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα
+ευκραέστερα. Σε κατέλαβε και πάλιν, βλέπω, η κινητική σου εκείνη
+μανία, διά την οποίαν ο μεν σοφός σου φίλος Ξ. σε ωνόμαζεν άλλοτε
+perpetuum mobile, ημείς δε οι άλλοι οι μη σοφοί σ' ελέγαμεν
+αεικίνητον, και σε εσυμβουλεύαμεν, ενθυμείσαι, αστειευόμενοι να
+ζητήσης brevet d' invention από την κυβέρνησιν, πριν ή σε προλάβη
+ο ατυχής εκείνος νέος Κ., ούτινος η μεγαλοφυής εφεύρεσις επέπρωτο
+τέλος να εξατμισθή εντός . . . φρενοκομείου. Αλλά την μονομανίαν
+σου αυτήν μας την ενδύει τώρα με το ωραίον πρόσχημα της επιθυμίας
+δροσερωτέρας διαμονής. Έστω και τούτο· δεν φιλονεικώ μαζή σου διά
+τόσον μικρόν πράγμα. Είμαι όμως περίεργος να ιδώ, αν ο λόγος
+αυτός της αδιάκοπου σου κινήσεως δεν θα σε ωθήση επί τέλους μέχρι
+της βορείου θαλάσσης. Πολύ φοβούμαι, μήπως λάβω καμμίαν ημέραν
+επιστολήν σου, ήτις να μου αναγγέλλη, ότι επεβιβάσθης εις
+ατμοκίνητον εκπλέον εις τας βορείους ακτάς της Νορβηγίας. Μη
+μειδιάς· σε βεβαιόνω, ότι η είδησις δεν θα με εκπλήξη διόλου.
+Οπωσδήποτε εγώ διευθύνω το γράμμα μου εις την παλαιάν σου
+διαμονήν, και είμαι ήσυχος ότι κάπου θα σ' εύρη.
+
+Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να
+αναγνώσω το περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ.
+Κορδέλλα, και να σου γράψω περί αυτού. Υπέθεσα τότε και υποθέτω
+ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε να γνωρίζης, αν ο
+λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς να
+εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους
+κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν
+ημέραν και το πολυπλάνητον βήμα σου. Το ανέγνωσα λοιπόν απ' αρχής
+μέχρι τέλους, αλλά δεν σου γράφω περί αυτού, και προτιμώ να σου
+το στείλω υπό ταινίαν, ως λέγει παρ' ημίν η επίσημος των γραφείων
+γλώσσα.
+
+Δεν σου γράφω εν εκτάσει περί αυτού, και αρκούμαι μόνον να
+συστήσω εις την προσοχήν σου το πολύτιμόν του περιεχόμενον, διότι
+αδύνατον μου είνε δυστυχώς να συνοψίσω εντός επιστολής τας
+πολυειδείς και ποικίλας ειδήσεις περί της γεωλογικής και
+υδρογραφικής καταστάσεως των Αθηνών, όσας ο συγγραφεύς εταμίευσεν
+εντός αυτού, διά πολλών κόπων και μελέτης μακράς. Σου σημειόνω
+μόνον εν παρόδω, και τούτο διά να λάβης εγκαίρως τα μέτρα σου,
+πριν ή αποκατασταθής οριστικώς εν Αθήναις, ότι κατά τον κύριον
+Κορδέλλαν απαιτείται δαπάνη τριών περίπου εκατομμυρίων δραχμών,
+ίνα διοχετευθώσιν εις τας Αθήνας τα αναγκαία εις τους κατοίκους
+της ύδατα. Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν περιλαμβάνεται
+εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι
+περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι
+δηλαδή ο αρχοντικός ούτος δήμος, — όστις κατά τούτο ομοιάζει τους
+άρχοντας, ότι τα χρέη του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων
+του — έχει ήδη τριών περίπου εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι
+αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς του τόκον . . έν
+σχεδόν τοις εκατόν. Υποθέτεις συ, ότι είνε εύκολον εις τοιούτον
+οφειλέτην να εύρη και νέον δάνειον; Εγώ δυσκολεύομαι να το
+ελπίσω, και διά τούτο εφρόντισα ήδη εγκαίρως να ανοίξω φρέαρ
+εντός της οικίας μου, ίνα προλάβω την κόρυζαν, από την οποίαν
+πολύ φοβούμαι ότι είνε προωρισμένοι ν' αποθάνωσι μίαν ημέραν
+επιδημικώς οι κάτοικοι των Αθηνών.
+
+Αι ειδήσεις αύται δεν θα σου ήνε βεβαίως πολύ ευχάριστοι, και
+φοβούμαι μη πειράξουν την επισφαλή σου υγείαν. Διά τούτο δε και
+ως ευάρεστον αντίδοτον σου στέλλω συγχρόνως σήμερον, υπό την
+αυτήν ταινίαν, περίεργόν τι και διασκεδαστικώτατον βιβλίον,
+επιγραφόμενον: «Η σύγχρονος Ελλάς, ήτοι απάντησις τω γάλλω
+Edmonton About, μετάφρασις εκ του χειρογράφου της αγγλίδος F. Ε.
+Μ.» Το μικρόν αυτό τομίδιον, το οποίον, ως βλέπεις, περιέχει
+μετάφρασιν ανεκδότου χειρογράφου, θα σε διασκεδάση τρομερά· διότι
+ηξεύρω εγώ πώς διατίθεται ο φύσει εύθυμος χαρακτήρ σου προς τα
+παράδοξα, ή τα παράξενα, ως κοινότερον λέγομεν. Σε παρακαλώ μόνον
+να μη σταματήσης εις την επιγραφήν· να μην ερωτήσης, διατί άραγε
+και πόθεν και πώς και προς τι η απάντησις αύτη εις τον ευφυή
+γάλλον μετά εικοσιπέντε όλα έτη από της δημοσιεύσεως της δηκτικής
+εκείνης σατύρας κατά της Ελλάδος, ήτις κατέστησεν εν τούτοις
+αυτήν πολύ γνωστοτέραν εις τον ευρωπαϊκόν κόσμον ή όλοι των φίλων
+της οι ύμνοι· να μην απορήσης διατί, πριν ή δημοσιευθή το
+πρωτότυπον, δημοσιεύεται η ελληνική μετάφρασις· να μη κινήσουν
+τέλος την περιέργειάν σου. τα τρία αρχικά στοιχεία, υπό τα οποία
+έκρυψεν αιδημόνως ο μεταφραστής την συγγραφέα. Εις όλας σου αυτάς
+τας απορίας ηδυνάμην εγώ να σου δώσω λεπτομερή απάντησιν· δεν το
+κάμνω όμως, πρώτον μεν διότι νομίζω, ότι πρέπει τις να σέβεται τα
+ξένα μυστικά, όσον διασκεδαστική και αν είνε η αποκάλυψίς των,
+και δεύτερον διότι η λύσις των αποριών εκείνων ουδόλως είνε
+αναγκαία όπως διατεθής ευθύμως. Άνοιξε μόνον, σε παρακαλώ, κατά
+τύχην το βιβλίον και σταμάτησε το βλέμμα σου όπου θέλης. Πρόσεξε
+δε ιδίως εις την εξής περίοδον, την οποίαν σου αντιγράφω κατά
+λέξιν από την ενενηκοστήν ογδόην σελίδα — σου λέγω κατά λέξιν,
+διά να μη καταλογίσης τυχόν εις βάρος μου την γλαφυρότητα της
+μεταφράσεως — «Αμέσως, λέγει η φιλέλλην αγγλίς περιγράφουσα την
+εις Πειραιά απόβασίν της, περιεστοιχήθην υπό πλήθους
+παραγγελιοδόχων και διερμηνέων, οίτινες, φαίνεται, μαντεύσαντες
+ότι ήμην ξένη μοι προσέφεραν τας λέμβους των και παν ό,τι
+αναγκαίον προς υπηρεσίαν μου, ου μην αλλά δριμέως κρίνουσα περί
+αυτών εκ της σκληράς φήμης, και έχουσα πείραν των Ιταλών κλεπτών,
+προσεποιήθην ότι δεν ενόησα την νεωτέραν ελληνικήν, σφάλμα δι' ό
+ουδέποτε θέλω συγχωρήσει εμαυτήν . . . Τα των λεμβούχων και τα
+τελωνειακά μπαξίς εισίν όλως άγνωστα ενταύθα . . . Ίσως οι
+σφοδροί κατήγοροι των Ελλήνων επί του αντικειμένου τούτου
+εκφράσωσιν αμφιβολίας. Αλλ' ιδού πώς έχουν τα πράγματα· οι
+λεμβούχοι διακηρύττουσιν, ότε η απλή ευχαριστία του ν'
+αποβιβάσωσεν εις την ξηράν ξένον τινά ήτο αρκούσα αμοιβή διά τους
+κόπους του, αφού μάλιστα πληρόνονται τακτικώς έκ τινος ωρισμένου
+τιμολογίου. Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι
+προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον
+πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον
+ανάγκην των υπηρεσιών του. Μετά τούτο δε δύο αχθοφόροι έλαβον την
+αποσκευήν μου, . . . (και) ηρνήθησαν να λάβωσι το ανήκον αυτοίς,
+λέγοντες ότι ουδείς ποτέ Αθηναίος ζητεί να πληρωθή όπως πράξη το
+καθήκον του, αυτοί δε ουδέν άλλο έπραξαν ή τούτο, ιδόντες ότι
+ήμην ξένη. Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των υπαλλήλων
+του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν
+υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους
+ξένους τους επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ'
+ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα.
+Πώς σου φαίνεται, εις σε την ελληνίδα, την ζήσασαν . . . (μη
+φοβήσαι, δεν λέγω πόσα) έτη εις την Ελλάδα, η θαυμαστή αυτή
+ανακάλυψις λεμβούχων και αχθοφόρων μη δεχομένων πληρωμήν, και
+σιδηροδρομικών υπαλλήλων παρεχόντων δωρεάν εισιτήρια;
+
+Τι πρέπει άρα γε να υποθέση ο αναγινώσκων την διασκεδαστικήν
+αυτήν μυθολογίαν; ότι είνε σκόπιμον μαγείρευμα προς αποστόμωσιν
+των κατηγόρων της Ελλάδος, ή μάλλον ότι είνε αποτέλεσμα αστείας
+τινός παιδιάς φιλόφρονος μεν αλλ' ιδιοτρόπου συνοδοιπόρου, όστις
+επλήρωσεν αυτός τα μικρά έξοδα της Αγγλίδος, και της επώλησεν
+έπειτα, ότι οι αχθοφόροι, οι λεμβούχοι και ο σιδηρόδρομος δεν
+λαμβάνουσιν εν Ελλάδι πληρωμήν παρά των ξένων; Το κατ' εμέ
+υποθέτω αδιστάκτως το δεύτερον, διότι άλλως θα ευρισκόμην εις την
+δυσάρεστον ανάγκην να παραδεχθώ, ότι η φιλέλλην συγγραφεύς,
+μυθολογούσα τοιαύτα πράγματα προς τους αναγνώστας της, νομίζει
+φοβερόν πράγμα και πάσης μομφής άξιον το να πληρόνωνται οι
+λεμβούχοι και οι αχθοφόροι και οι σιδηρόδρομοι, και εν τω ακράτω
+της φιλελληνισμώ βλέπει 'ς τον ο υ ρ α ν ό φ ε γ γ ά ρ ι εν
+πλήρει μεσημβρία κατά το κοινόν λόγιον. Αλλ' ό,τι δήποτε και αν
+υποθέση τις, δεν έχει άδικον η ιταλική εκείνη παροιμία: Dagli
+amici mi guardi. Iddio che dai nemici mi guardo io, ούτε η άλλη
+εκείνη ισπανική: Quien te cubre te descubre.
+
+Ευτυχώς το βιβλίον αυτό, το οποίον, δεν αμφιβάλλω, θα συντελέση
+εις την ευθυμίαν σου πλειότερον όλων σου των ταξειδίων, δεν
+εδημοσιεύθη ακόμη αγγλιστί, και οι ευρωπαίοι, ευτυχέστεροι ημών
+και κατά τούτο, αγνοούσιν έτι τους υπέρ της Ελλάδος πανηγυρισμούς
+της συγγραφέως. Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και από βάθους καρδίας
+εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το ποτήριον
+τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα
+ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της
+Ελλάδος, ουδέ παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και
+εις βάρος της.
+
+Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν! Μας
+ξεσκεπάζουν αντί να μας σκεπάζουν, ως λέγουσιν οι Ισπανοί· και
+συμφωνώ με τους Ιταλούς, οίτινες επικαλούνται κατ' αυτών την
+προστασίαν του θεού. Πόσα ημείς ιδίως οι ταλαίπωροι Έλληνες
+επάθαμεν έως τώρα από τον άκρατον και φιλελληνικόν έρωτα πολλών
+φίλων μας! Τι να γείνη! On n' est trahi que par les siens! και
+ομοιάσαμεν πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά
+των πολλών της φιλημάτων εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος
+μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν τοιούτοι φίλοι.
+Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την
+κυρίαν F. Ε. Μ.
+
+Η'.
+
+Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα διά πολλούς και διαφόρους
+σπουδαίους λόγους, των οποίων ο σπουδαιότερος είνε, ότι δεν είχα
+τι να σου γράψω. Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω,
+της απαριθμήσεως των άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως
+ο αφελής εκείνος δήμαρχος, όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και
+δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε πυροβολισμούς επί τη ελεύσει
+του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι
+της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση ταπεινότητι,
+ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος. Ο μεγάθυμος βασιλεύς
+τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα
+λόγων· ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή
+τουλάχιστον ίση, αν όχι και ανωτέρα της βασιλικής.
+
+Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν
+σου επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον,
+πολύ περισσότερον και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς. Συ
+μεγάθυμος; κάθε άλλο! Αν είχες συ την χριστιανικήν αυτήν αρετήν,
+δεν θα μου έγραφες βεβαίως την επιστολήν, την οποίαν μου έγραψες.
+Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά σου καρδία προς
+την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των Αθηνών
+εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται
+από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν
+ευχαρίστησιν τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την
+Μείζονα Λίμνην εις την Λίμνην της Λυκέρνης. Θα περιωρίζεσο μόνον
+να καταρασθής τα πυκνά του κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ'
+ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας και του Αϋρόλου, θα
+ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου Ξενοδοχείου της
+Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των
+περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα
+εγώ εν μέσω των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην
+βέβαια με μειδίαμα ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των
+ιδικών σου διασκεδάσεων και τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου
+πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου, επί των οποίων
+έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω! Αλλά είσαι άσπλαγχνος
+και εγωιστική φύσις. Ούτε την περιγραφήν του αμιμήτου δρόμου
+παρέλειψες, όστις υπεραναβαίνων το γιγάντειον όρος διαγράφει 46
+καμπάς μόνον εντός της κοιλάδος της Τρέμολας, ούτε την εκατέρωθεν
+της οδού εστιβασμένην εξ αμνημονεύτων χρόνων και άλυτον πλέον
+χιόνα, ούτε την πρασίνην χλόην ήτις θάλλει επί του φυτικού
+χώματος, το οποίον απέθηκεν βαθμηδόν ο άνεμος επί της επιφανείας
+των χιόνων, ούτε τους καταρράκτας, οίτινες χωνευόμενοι υπό τους
+προαιωνίους πάγους, αναδύουσι μακρότερον και κατακρημνίζονται επί
+τας μελανάς των ελατών κορυφάς· ούτε τους κολοσσιαίους και
+προσηνείς σκύλους του ξενώνος του Αγίου Γοθάρδου, οίτινες σε
+έσυρον ηρέμα από της εσθήτος, ίνα λάβωσι μικράν μερίδα του
+προγεύματός σου· ούτε τας γραφικάς των ελβετίδων ενδυμασίας, ούτε
+την καταπληκτικήν Γέφυραν του Διαβόλου, ούτε του Φλύλεν την
+αμίμητον τοποθεσίαν, ούτε της λίμνης σου τα πράσινα κύματα,
+ούτε . . . . ούτε τίποτε τέλος πάντων, το οποίον ηδύνατο να
+κινήση την ζηλείαν μου και τον φθόνον μου, και να μου καταστήση
+αφορητοτέραν την εν Αθήναις θερινήν διαμονήν. Είνε φιλικόν
+αυτό; είνε εύσπλαγχνον; είνε χριστιανικόν; Ας όψεσαι εν ημέρα
+κρίσεως, ότε ο Πλάστης θα σ' ερωτήση, — και θα σ' ερωτήση
+βεβαίως, διατί εταξείδευες εις την Ελβετίαν, ότε η φίλη σου
+έμενεν εις τας Αθήνας; και διατί συ εκρύονες επί των Άλπεων, ότε
+η ταλαίπωρος εκείνη ανελύετο εις ιδρώτα εν μέση πλατεία του
+Συντάγματος;
+
+Μη νομίσης όμως, ότι δεν είχαμεν και ημείς οι Αθηναίοι τας μικράς
+μας διασκεδάσεις αυτάς τας ημέρας. Λέγω μικράς, βλέπεις, με όλην
+την πρέπουσαν μετριοφροσύνην, καθότι περί μεγάλων παρ' ημίν δεν
+πρόκειται, όσον και αν προσποιούμεθα τους μεγάλους. Εν πρώτοις
+είχαμεν πολιτικήν ανεμοταραχήν, ήτοι σάλον κοινοβουλευτικόν, ως
+λέγουσιν οι πολιτικοί. Η κυβέρνησις δηλαδή συνεκάλεσε την βουλήν,
+η βουλή απεδοκίμασε την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έδωκε την
+παραίτησίν της, έπειτα πάλιν έμεινε, διότι η αντιπολίτευσις δεν
+εσχημάτισεν άλλο υπουργείον, και επειδή η αντιπολίτευσις εφάνη
+ότι είχε και πάλιν διάθεσιν να αποδοκιμάση την κυβέρνησιν, η
+κυβέρνησις έστειλε την βουλήν όθεν ήλθεν. Εννοείς συ τίποτε από
+όλα αυτά; όχι βέβαια· ούτ' εγώ. Σε μέλει; ολίγον, αναντιρρήτως· κ'
+εμέ το ίδιον. Λέγουν τριγύρω μου, ότι τα πράγματα είνε σπουδαία·
+αλλ' όσοι το λέγουν φαίνονται ως ν' αστειεύωνται, και δεν τους
+πιστεύω. Το μόνον σπουδαίον είνε κατ' εμέ αι διακόσιαι πεντήκοντα
+περίπου χιλιάδες δραχμαί, αι οποίαι υπήρξαν το τίμημα της
+οκταημέρου εκτάκτου συνόδου της βουλής μας. Ο ταλαίπωρος
+ελληνικός λαός πληρόνει επί τέλους πάντοτε les pots cassés.
+
+Έπειτα πλην των πολιτικών είχαμεν και έν έκτακτον συμβάν, ικανώς
+κωμικοδραματικόν, το οποίον αρκετά μας συνεκίνησε και μας
+διεσκέδασεν αυτήν την εβδομάδα. Πολύ φοβούμαι, ότι εις σε δεν θα
+κάμη μεγάλην εντύπωσιν· ημείς όμως οι μικροπολίται, οίτινες δεν
+έχομεν καθ' ημέραν τοιαύτα τυχηρά, αρκούμεθα και εις τα ολίγα,
+αναλογιζόμενοι την παλαιάν παροιμίαν «όταν μη κρέας παρή και
+ταρίχω στερκτέον», την οποίαν ο υπηρέτης μου μεταφράζει «εν
+ελλείψει χαρτοσήμου καλό 'ν' και το στουπόχαρτο». Επειδή δε
+νομίζω και εγώ ότι η τυχηρά αυτή διασκέδασις ημών των
+μικροπολιτών δύναται να διασκεδάση και σε την κοσμοπολίτιδα, σου
+διηγούμαι το γεγονός. Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν θέλης,
+εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών
+του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην
+του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Θύμα δε πρόχειρον των
+φονικών του βλεμμάτων ευρέθη κόρη τις απλή και άκακος,
+δεκαπενταέτις μόλις, ήτις και καταλιπούσα τον πατρικόν οίκον,
+όπου είχεν ίσως βαρυνθή να ακούη από πρωίας μέχρις εσπέρας το
+τ ύ π τ ω τ ύ π τ ε ι ς του διδασκάλου πατρός της, — ίσως δε και
+να το αισθάνεται ενίοτε, παρηκολούθησε τον εκπορθητήν της καρδίας
+της εις μικρόν τινά εν Νεαπόλει (των Αθηνών) οικίσκον, όπου,
+αλλάξασα γραμματικήν, έκλινε το j' aime, tu aimes αντί του βαρέος
+εκείνου ελληνικού ρήματος.
+
+Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε
+τον παραπλανηθέντα ήρωά της. Ανεζητήθη λοιπόν το ερημητήριον των
+δύο περιστερών, ευρέθη μετά κόπους πολλούς, και τα πεζά της
+εξουσίας όργανα — όχι, ελησμόνησα· ήσαν και ιππείς — προσεκάλεσαν
+τον νεαρόν Άρην να παραδώση εις τον πατέρα της την νεαρωτέραν
+Αφροδίτην. Αλλά το ζεύγος το ερωτικόν, ενθυμούμενον και
+αντίγραφον ίσως το επινόημα του Σελεστίνου και του Ξαβιέρου του
+Méry, εκλείσθη και εμανδαλώθη εντός της φωλεάς του, και εδήλωσεν
+εις τους πολιορκούντας αυτό κλητήρας και στρατιώτας, ότι κατ'
+ουδένα τρόπον εννόει να χωρισθή. Εις μάτην αι παρακλήσεις των
+κλητήρων, εις μάτην αι επιταγαί της στρατιωτικής αρχής. Ο ήρως
+της κωμωδίας, προσαγορεύων από του εξώστου του ερωτικού του
+φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και
+κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και
+δυναμίτιδα και πυρ και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι
+εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά
+του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον λαιμόν της ερωτικής του
+περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . . πριν ή
+ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν
+αυτοκτονήσει διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής. Το πράγμα,
+εννοείς, εφάνη κάπως σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι
+ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον τον ήρωα. Το περιεστώς
+πλήθος έφριξε, τα όργανα της εξουσίας συνεκινήθησαν και κάπως το
+εσυλλογίσθησαν, επλατύνθη δε ικανώς ο κύκλος των περιέργων,
+οίτινες την εσπέραν εκείνην είχον προτιμήσει το εν Νεαπόλει θέαμα
+από την παράστασιν του Ά μ λ ε τ εν τω Απόλλωνι και του
+Ο ρ φ έ ω ς εν Φαλήρω. Συμβουλίου γενομένου, εκρίθη καλόν να
+αλωθώσιν οι ποιητικοί ερασταί διά του πεζοτάτου μέσου της πείνης.
+Φρουρά τακτική εστήθη προ του ερημητηρίου των δύο περιστερών, και
+περιπολίαι τακτικαί μετηλλάσσοντο εις ώρας τακτάς, προς
+ανέκφραστον διασκέδασιν των αργών Αθηναίων και των περιέργων
+γειτόνων, οίτινες ούτε Άντρον των Νυμφών εσυλλογίζοντο πλέον,
+ούτε Βουλήν, ούτε πλατείαν του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως το
+πράγμα εκοινολογήθη, η πόλις ήρχισε να συγκινήται, ο σπουδαίος
+τύπος επελήφθη του ζητήματος, και η κοινή γνώμη απήτει την
+αυστηράν του νόμου εκτέλεσιν. Αι αρχαί κατενόησαν ότι δεν
+ηδύναντο πλέον να μένωσιν απαθείς — ή και συγκεκινημένοι,
+αδιάφορον — θεαταί των γινομένων, και απεφάσισαν να προβώσιν εις
+την εξ εφόδου άλωσιν της ερωτικής ακροπόλεως. Προχθές λοιπόν την
+πρωίαν έγεινεν εν πρώτοις, κατά τα νόμιμα του πολέμου, η εις
+παράδοσιν πρόσκλησις των πολιορκουμένων. Αλλ' ο ήρως εξελθών εις
+τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς
+ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του
+διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και
+εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού
+ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον
+οίκον. Την δήλωσιν μάλιστα ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις
+παντομίμα, καθ' ην ε κ ε ί ν ο ς μεν προσήγαγε την σπάθην του
+εις τον τράχηλον ε κ ε ί ν η ς, εκείνη δε έκλεισεν εν ερωτική
+εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα
+εις την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε
+πρόσφορον να φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου. Αλλ' οι
+στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε
+διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών
+από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην
+του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και
+προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις
+τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι. Πριν ή όμως τον
+συλλάβωσι, προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την
+οδόν . . . τίνα υποθέτεις; την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού
+δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε
+απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς εις
+παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε
+διεσκέδασεν η ιστορία μου; το ελπίζω. Αν τώρα σου έλθη η
+περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον κάμουν τον παράδοξον αυτόν
+ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν έζων αλλού, θα το
+ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή.
+
+Θ'.
+
+Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1879
+
+Η κωμικοτραγική μου διήγησις της παρελθούσης εβδομάδος τόσον
+εξετάθη, ως είδες, ώστε με εμπόδισε να εκκαθαρίσω μαζή σου τον
+εβδομαδιαίον μου λογαριασμόν, και μ' αφήκε μάλιστα υπό το βάρος
+καθυστερούντων, άτινα σπεύδω να πληρώσω σήμερον, μη θέλουσα να
+μιμηθώ κατά τούτο τους μάλλον φ ο ρ ο λ ο γ ο υ μ έ ν ο υ ς
+ευδαίμονός τινος χώρας, ων αι προς το δημόσιον ταμείον οφειλαί
+αναβαίνουσι μέχρι σήμερον εις το ασήμαντον ποσόν των εβδομήκοντα
+περίπου . . . εκατομμυρίων.
+
+Και εν πρώτοις λοιπόν ας σου αναφέρω την συναυλίαν Frigeri, την
+οποίαν απηλαύσαμεν προ δεκαπέντε ημερών εν Φαλήρω. Δεν ενθυμούμαι
+τώρα, τις μοχθηρός τεχνοκρίτης έγραψέ ποτε, ότι η μουσική
+κατήντησε σήμερον θόρυβός τις ικανώς δυσάρεστος, διαφέρων παντός
+οιουδήποτε άλλου θορύβου κατά τούτο και μόνον ότι πληρόνεται
+ακριβώτερα. Αγνοώ ποία μουσική ακρόασις προεκάλεσε τον φοβερόν
+αυτόν αφορισμόν του κριτικού εκείνου· υποθέτω όμως, ότι θα ήτο
+πρώτη τουλάχιστον εξαδέλφη, αν όχι και αδελφή, της μοναδικής
+συναυλίας την οποίαν μας προσέφερεν η εν Αθήναις επίδημος ιταλίς
+αοιδός. Αι Αθήναι, βλέπεις, εξομοιούνται ολονέν προς τα μεγάλα
+κέντρα του δυτικού πολιτισμού. Αφού απέκτησαν operette ως οι
+Παρίσιοι, και season ως το Λονδίνον, και Damenorchester ως η
+Βιέννα, ήρχισαν από τινος ν' αποκτώσι και μουσουργούς επιδήμους,
+οίτινες φέρουσιν από καιρού εις καιρόν τον πλάνητα πόδα των εις
+την κλασικήν χώραν των ωραίων τεχνών, θηρεύοντες μεν ίσως και
+αυτοί τα φειδωλά κέρματα των Αθηναίων, ως οι δεκαετείς αλήται
+αρπισταί της Μεσσήνης και του Τράνι, αλλά ποθούντες ιδίως να
+προσθέσωσι κλάδον ελαίας Αττικής εις τους λοιπούς των στεφάνους.
+Ημείς δε, άνθρωποι πρακτικοί, φειδόμεθα μεν των κερμάτων, όσον
+και αν εξεχείλισαν εσχάτως εν Ελλάδι αι χάλκιναι εικόνες του
+βασιλέως ημών, αφειδούμεν όμως στεφάνων και πανηγυρισμών,
+διότι . . . die kosten ja nichts, ως λέγουσιν οι πολύ ημών
+πρακτικώτεροι γερμανοί. Ούτω θα ανέγνωσες βέβαια εις τας
+αθηναϊκάς εφημερίδας, τας οποίας σου έφερε το παρελθόν
+ταχυδρομείον, τους θριάμβους της ιταλίδος ψαλτρίας, αλλά θα
+παρετήρησες συνάμα, ότι των θριάμβων αυτών πολύ αραιοί υπήρξαν
+οι μάρτυρες. Μεταξύ αυτών υπήρξα δυστυχώς και εγώ· το δε
+μ α ρ τ ύ ρ ι ό ν μου διήρκεσε δύο περίπου ώρας. Ευτυχώς όμως
+«Ο τρώσας και πάλιν ιάσεται» λέγει η Γραφή. Το μαρτύριόν μου
+είχεν εν εαυτώ και την θεραπείαν του. Η φωνή της Κ. Frigeri ήτο
+τοσούτον μετριοφρόνως ολίγη και τόσον δειλώς οικονομική, οι δε
+συμπαραστατούντες αυτή μουσουργοί τοσούτον συμπαθώς είχον
+αποσυρθή εις τα μύχια βάθη της φαληρικής σκηνής, ίνα μη
+καταστήσωσι φαίνεται προδηλοτέραν διά της παραβολής την φωνητικήν
+ανέχειαν της ψαλτρίας, ώςτε η όλη συναυλία δεν υπερέβη την
+ευάρεστον διαπασών υποκώφου τινός μορμυρισμού, συγχεομένου
+μυστηριωδώς προς τον ήρεμον φλοίσβον των επί των άμμων του
+Φαλήρου εκπνεόντων κυμάτων.
+
+Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά
+πάθους πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα
+τόξα των επί των χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών
+ρέμβη δεν εταράσσετο· εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας
+κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα ευχαριστημένοι.
+Μόλις πού και πού η φωνή της ψαλλούσης έκρινε καλόν να βεβαιώση
+την ύπαρξίν της δι' εκτάκτου αγώνος, και κραυγή τις τότε οξεία
+μας εξήγειρε του ύπνου, ως ψυχρού λουτρού καταρράκτης επί την
+κεφαλήν οπιοφάγου κινέζου. Αλλά τα έκτακτα αυτά ήσαν σπάνια· η δε
+καθόλου της μουσικής ημών διασκεδάσεως εντύπωσις ωμοίαζε προς την
+παράδοξον εκείνην και μυστηριώδη συγκίνησιν, ην προξενεί φωνή
+εγγαστρίμυθου.
+
+Έρχομαι τώρα εις τον papa Lavergne. Τον ενθυμείσαι, τον εύσωμον
+εκείνον και φαιδρόν Ολύμπιον Δία, όστις επιδεικνύων εις την
+χορείαν του δωδεκαθέου τας ευσάρκους του κνήμας, ανεφώνει μετά
+δικαίας υπερηφανείας: et pas coton! Τον ενθυμείσαι βέβαια· τον
+εθαυμάσαμεν μαζή κατά το 1871, ότε απετέλει τον ακράδαντον στόλον
+του γαλλικού θεάτρου των Αθηνών. Τον εχειροκροτήσαμεν τότε ως
+Général Boum και ως Jupiter, ήλπιζα δε να τον χειροκροτήσω και
+εφέτος, ότε η διεύθυνσις του φαληρικού θεάτρου ενόμισε πρόσφορον
+να καρυκεύση τα μουσικά της μαγειρεύματα διά των εκ του
+παρελθόντος ευαρέστων αναμνήσεων των θεατών. Ήλθε λοιπόν και
+πάλιν και ανέβη εις το φαληρικόν σανίδωμα ο Ζευς του 1871. Πόσον
+όμως μεταβεβλημένος! Πόσον ισχνός και μαραμμένος ο ταλαίπωρος!
+Ούτε παρειαί πλέον στρογγύλαι, ούτε κνήμαι στρογγυλώτεραι, ούτε
+κοιλία στρογγυλωτάτη. Πομφόλυγες ήσαν πάντα και διερράγησαν. Και
+αυτοί νομίζω οι τρεις τέσσαρες οδόντες του π α τ ρ ό ς
+α ν δ ρ ώ ν τε θ ε ώ ν τε, οίτινες επένθουν άλλοτε εν ερημία
+την στέρησιν των αδελφών των, μετέβησαν εις εντάμωσιν εκείνων,
+και το άσμα του εφετεινού Διός ήτο άναρθρός τις φωνή, βαρεία μεν
+ως πάντοτε και ηχηρά, αλλά τίποτε περιπλέον. Φαντάσου την
+απογοήτευσιν των παλαιών του θαυμαστών. Φαντάσου δε και την λύπην
+αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν
+η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος,
+ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη
+από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!
+Αστείος τις, αλλά σκληροκάρδιος και απαθής προς το φοβερόν αυτό
+δυστύχημα του φαληρικού Ολύμπου, είπεν, ότι εις το νέον του
+violon θα εννόησεν ο Ζευς πόσον τερπνόν ήτο και προτιμότερον το
+violon του Ορφέως. Το λογοπαίγνιον είνε άσχημον, ως βλέπεις, και
+διά τον δυστυχή Lavergne ήτο πολύ ασχημότερον. Ευτυχώς ευρέθη,
+φαίνεται, θεός τις από μηχανής ισχυρότερος του Διός, και
+απεφυλάκισε τον νεφεληγερέτην. Τον έχομεν λοιπόν και πάλιν,
+μέχρις ου φυτρώση κανείς άλλος δανειστής.
+
+Ιδού εξώφλησα τα καθυστερούντα μου, και μεταβαίνω εις τον
+τ ρ ε χ ο ύ μ εν ον, ως λέγουσιν οι έμποροι. Επειδή δε είπα την
+λέξιν τρεχούμενος, ηξεύρεις ποία είνε σήμερον η π λ έ ο ν
+τ ρ ε χ ο ύ μ ε ν η δ ι α σ κ έ δ α σ ι ς (μεταφράζω κατά τον
+συρμόν l' amusement le plus courou) των Αθηνών; Η Lilly, αγαπητή
+μου. Συ δεν γνωρίζεις βέβαια την Lilly· δυστυχής θνητή! Η Lilly,
+φιλτάτη, είνε χαριτωμένη τις Αγγλίς, τραγουδίστρια των εν υπαίθρω
+σκηνών, ολίγον χορεύτρια, κάπως μίμος, πολύ πολύ όμως εύμορφη, και
+πολύ περισσότερον ευμελής και εύσωμος. Διά να εννοήσης δε πόσον
+είνε εύσωμος η νέηλυς αοιδός του Κήπου των Μουσών, αρκεί να σου
+αναφέρω, ότι κυρία τις πρό τινων ημερών καθημένη πλησίον μου, —
+ομοιάζουσα δε, σημείωσε καλώς, τσίρον της περυσινής εσοδείας, —
+δεν ηδυνήθη να καταστείλη την ιεράν της αγανάκτησιν, βλέπουσα τας
+τορνευτάς κνήμας της Αγγλίδος διαγραφομένας υπό το ροδόχρουν της
+πλέγμα. «Αχ! τι εντροπή!» ανεφώνησεν· εγώ δε εμειδίασα εις
+απάντησιν, συλλογιζομένη, ότι η τόσον αιδήμων γείτων μου είνε
+τακτική φοιτήτρια του φαληρικού θεάτρου, και ότι πολλάκις είδε
+και την Perichole και την Jolie Parfumeuse, και τας λοιπάς
+ευωδίας του εφετεινού μας θιάσου. Η Αγγλίς λοιπόν αυτή
+εγκατεστάθη εφέτος εις έν των επτά Άντρων, άτινα εφύτρωσαν ένθεν
+και ένθεν της ξηράς κοίτης του Ιλισσού, και μετέβαλον, ως λέγει
+ενθουσιώδης τις φίλος μου, το μέρος εκείνο της πόλεως εις άλλα
+Champs Elysées. Ψάλλει αγγλιστί ελαφρά τινα ασμάτια, εις τα
+οποία αναμιγνύει πού και πού και γερμανικάς ή γαλλικάς επωδούς,
+και διά του απλού αυτού μέσου καταμαγεύει εις τοιούτον βαθμόν
+τους ακροατάς της, ώστε ηρημώθησαν πέριξ και Άντρον των Νυμφών,
+και Απόλλων και γερμανικοί θίασοι, και Γιαννούλα — είνε η
+σμυρναία αοιδός του αμανέ, περί ης άλλοτε θα σου γράψω — και
+αθρόος ο κόσμος συρρέει καθ' εσπέραν εις τους αναριθμήτους —
+ολίγους όμως σκάμνους του θεάτρου, και συνωθείται ίνα καταλάβη
+θέσιν παρέχουσαν και εις τα ώτα και εις τους οφθαλμούς συγχρόνως
+τέρψιν. Το κύριον δε θέλγητρον της Lilly δεν είνε ούτε το μέτριον
+άλλως άσμα της, ούτε αι υπέρ το μέτριον κνήμαι της, αλλ' η χάρις
+του αναστήματος και της αναβολής αυτής, το εμμελές και αρμονικόν
+των κινήσεών της και η περί την ενδυμασίαν της άπειρος τέχνη.
+Αδύνατον να την υπολάβη τις Αγγλίδα, πριν ανοίξη το στόμα της.
+«Έπιε νερόν του Σηκουάνα η Αγγλίς αυτή», μ' έλεγεν ο ίδιος
+εκείνος φίλος μου, και νομίζω ότι δεν είχεν άδικον. Φαντάζεσαι
+τώρα ευκόλως, εις ποίας υπερβολάς ωθεί καθ' εσπέραν ο
+ενθουσιασμός το ευφάνταστον και ενθουσιώδες κοινόν των Αθηνών. Αι
+φιλοφροσύναι γίνονται μεγαλοφώνως διά λόγων και σχημάτων, τα
+επιφωνήματα του θαυμασμού ομοιάζουσιν ενίοτε με βρυχηθμούς, αι
+ανθοδέσμαι δε και αι περιστεραί βρέχουσι κατά κεφαλής της Lilly,
+ήτις ουδεμίαν συνήθως αισθάνεται δυσκολίαν να ανταποδίδη
+μεγαλοφώνως επίσης και εκφραστικώτατα τας φιλοφρονήσεις των
+θυμάτων της. Περί του συντρόφου της Lavator, κοινοτάτου κωμικού,
+τις οίδε τινος ιπποδρόμου της Ευρώπης, ουδέ λόγος δύναται να
+γείνη, ειμή μόνον ότι είνε σύζυγος της Lilly, — ως λέγει.
+
+Δεν εξακολουθώ την επιστολήν μου σήμερον, διότι η συνέχεια θα ήτο
+λυπηρά. Προτιμώ να σου μείνω και πάλιν χρεώστης.
+
+Ι'.
+
+Εν Αθήναις, τη 2 Αυγούστου 1879.
+
+Ανέβης λοιπόν εις το Ρίγι και δεν ετρόμαξες! Ανερριχήθης διά
+τολμηράς και παραδόξου σιδηροδρομικής τροχιάς εις δύο χιλιάδων
+περίπου ποδών ύψος, και ούτε ζάλην ησθάνθης, ούτε ιλιγγίασιν,
+ούτε φόβον! Καλόν σημείον. Θα ειπή, ότι το νευρικόν σου σύστημα
+εδυναμώθη, ότι η επισφαλής εκείνη υγεία σου, — ήτις ως
+ενθυμείσαι, δεν ενέπνεεν εις τους φίλους σου τόσους φόβους, όσους
+εις σε, — ανέλαβε πάλιν. Δεν ηξεύρω κατά πόσον συνετέλεσεν εις
+τούτο η περιηγητική σου θεραπεία· έχω όμως τον εγωισμόν να
+νομίζω, ότι και τα ιδικά μου γράμματα ενήργησαν κάπως προς το
+ευάρεστον αυτό αποτέλεσμα. Δεν δύνασαι τουλάχιστον να μου
+αρνηθής, ότι συμμορφουμένη ακριβώς προς τας οδηγίας σου,
+προσεπάθησα μέχρι τούδε πάση δυνάμει να φαιδρύνω τας ώρας της
+ξενητείας σου, ότι απέφυγα επιμελώς πάσαν αφήγησιν και πάσαν
+περιγραφήν δυναμένην να λυπήση τον πατριωτισμόν σου, και ότε η
+αττική εκείνη αύρα, την οποίαν κατά τας ποιητικάς απαιτήσεις σου
+προσεπάθουν να αποταμιεύω εκάστην εβδομάδα εντός των επιστολών
+μου, περιείχεν ικανήν ποσότητα σκοπίμου φαιδρότητος. Σημείωσε δε,
+ότι θα περιείχεν ακόμη περεσσοτέραν, αν μου επέτρεπες να
+αναμιγνύω ενίοτε εις την σκευασίαν μου και μικρόν τι srupulum
+κακολογίας, και να σου διηγώμαι παραδείγματος χάριν . . . πλην
+δεν το θέλεις, μου το απηγόρευσες. N' en parlons plus.
+
+Δι' αυτόν τον λόγον κ' εγώ απέφυγα να σου αναγγείλω διά της
+παρελθούσης μου επιστολής λυπηράν τινά είδησιν, και σου έμεινα
+και πάλιν χρεώστης, περιμένουσα να την μάθης παρά των εφημερίδων
+πρώτον και κατόπιν παρ' εμού. Δεν θα έχη μεν πλέον το θέλγητρον
+του νέου, αλλά τοσούτων νέων θέλγητρον ας μην έχη ποτέ κανέν μου
+γράμμα. Ναι, φίλη μου, και σήμερον έτι, ότε παρήλθον ήδη δέκα
+ημέραι από του απαισίου γεγονότος — και ηξεύρεις πόσα και ποία
+πράγματα ψυχραίνονται συνήθως και λησμονούνται παρ' ημίν εντός
+δέκα ημερών, — και σήμερον έτι έχω βαρυαλγή την καρδίαν, όχι
+πλέον αναγγέλλουσα αλλά γράφουσα και εγώ, ότι ο ποιητής
+Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απέθανεν. Είμαι δε βεβαία, ότι και εις σε
+την αυτήν λύπην θα προξενήσωσιν αι ολίγαι αύται σειραί, όσην σου
+επροξένησε το πρώτον του θανάτου άγγελμα, και ότι το δάκρυ το
+οποίον θα θολώση και πάλιν τους οφθαλμούς σου δεν θα ήνε
+ολιγώτερον θερμόν εκείνου, όπερ εστάλαξεν επί της πρώτης εντύπου
+αγγελίας του δυστυχήματος, την οποίαν σου έφεραν αι εφημερίδες.
+Είχαμεν και αι δύο το ευτύχημα να γνωρίσωμεν εκ του πλησίον τον
+ευγενή εκείνον άνδρα· και αν οι πολλοί πενθούσι σήμερον την
+μεγάλην και πρόωρον απώλειαν, ην υπέστησαν τα ελληνικά γράμματα
+διά του θανάτου ενός των καλλιτέρων λυρικών ποιητών της νέας
+Ελλάδος, ημείς πενθούμεν συγχρόνως και το άωρον τέρμα του βίου
+ανδρός ευγενούς και υψηλόφρονος, ούτινος η μεγάλη και ευπαθής
+καρδία, πλήρης φλογερού και δυσαπαλλάκτου πατριωτισμού, διερράγη
+επί τέλους μοιραίως υπό την βιαιότητα των παλμών της. Ο
+Βαλαωρίτης, ως ήξευρες, έπασχεν από πολλού βαρύ καρδιακόν νόσημα,
+ούτινος ουδ' αυτόν τον ίδιον διέφευγεν η σπουδαιότης. Από καιρού
+ήδη δεν κατεκλίνετο πλέον, και μόλις που κατώρθονε να κλείη τα
+βεβαρημένα του βλέφαρα ανακύπτων επί βραχείας ώρας εις το
+ανάκλιντρόν του. Η σωματική αυτή βάσανος είχεν εμπνεύσει
+αναγκαίως εις τον ταλαιπωρούμενον ποιητήν της Κ υ ρ ά
+Φ ρ ο σ ύ ν η ς βαρύθυμόν τινα μισοκοσμίαν· διά τούτο δε φεύγων
+πάσαν κοινωνικήν αναστροφήν, είχεν αποσυρθή εις την παρά
+τα γαλανά της Λευκάδος ύδατα εκτεινομένην ωραίαν εξοχικήν του
+έπαυλιν, και εμόναζεν εις την Μ α δ ο υ ρ ή ν του. Εκεί, θεώμενος
+από των παραθύρων του τα μελανά της Ακαρνανίας όρη και βαθύτερον
+τας κυανάς κορυφάς του Ζυγού, αναπνέων την βαλσαμώδη αύραν, ήτις
+προσέπνεεν από τας ελάτας των ηπειρωτικών βουνών και από τα βάθη
+του Αμβρακικού κόλπου, αναπολών την αιματηράν ιστορίαν του Αλή-
+Πασσά και τα καρυοφίλια των αρματωλών, ανέπλαττεν εν εκστάσει της
+Φροσύνης τον έσχατον στεναγμόν, πνιγόμενον υπό τα κύματα της
+Λίμνης, και τους άθλους των Σουλιωτών επί των βράχων της Κιάφας·
+έβλεπε το οικτρόν φάσμα του Θανάση Βάγια, και την σεμνήν μορφήν
+του Σαμουήλ, ανατινάσσοντος το Κ ο ύ γ κ ι εις τον αέρα, και
+έτεινεν άπληστον το ους, οιονεί προς μακρυνήν τινα και μυστηριώδη
+μελωδίαν, προς την αρμονικήν λαλιάν των κλεφτών, την οποίαν μετά
+τοσαύτης θρησκευτικής ευλαβείας απεταμίευσεν εις τα ποιήματά του.
+Ενίοτε η έκστασις εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη
+μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο
+εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας έφερεν εις Αθήνας
+νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια δυστυχώς τα
+ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει
+και ωνειρεύετο. Ωνειρεύετο, φευ! ό,τι δεν του εχάρισεν η μοίρα να
+ίδη πραγματοποιούμενον. Ωνειρεύετο τα Γ ι ά ν ν ε ν ά του
+ελεύθερα· ωνειρεύετο νέον προσκύνημα εις την ηρωικήν εκείνην γην,
+της οποίας υπήρξεν ο ψάλτης· ωνειρεύετο ά σ μ α κ α ι ν ό ν
+ως τέρμα των παλαιών του ασμάτων, ωνειρεύετο να εορτάση το Πάσχα
+εκεί, όπου ενηστεύθη τεσσάρων αιώνων τεσσαρακοστή. Αλλ' ο θάνατος
+έκοψε τα όνειρα του ποιητού, και το αρρενωπόν του άσμα δεν θα
+πανηγυρίση της Ηπείρου την ελευθερίαν. Όταν εκεί ποτε την
+αιματοβαφή σημαίαν αντικαταστήση η κυανόλευκος και ο σταυρός την
+ημισέληνον, όταν τείνη ένθους η Ήπειρος το ους προς την Λευκάδα,
+ίνα ακούση την γνώριμον φωνήν πανηγυρίζουσαν την χαράν της, η
+Λευκάς θα μείνη βωβή, και τα κύματα της μόνον, εκπνέοντα εις της
+Πρεβέζης τον αιγιαλόν, θα φλοισβίσωσι πενθίμως, ότι . . . ο
+Βαλαωρίτης δεν ζη πλέον.
+
+Συγχώρει, αν δεν σου γράφω σήμερον περισσότερα και φαιδρότερα.
+Άφες την συγκίνησίν μου αμιγή, και ας μείνη και η ιδική σου
+τοιαύτη.
+
+ΙΑ'.
+
+Εν Αθήναις τη 8 Αυγούστου 1879
+
+Τίποτε σχεδόν άξιον λόγου δεν έχω να σου αναγγείλω εξ Αθηνών
+αυτήν την εβδομάδα, και εντρέπομαι τη αληθεία, όχι εννοείται εις
+λογαριασμόν μου, αλλ' εις λογαριασμόν της ελληνικής μεγαλοπόλεως
+διά την νεολογικήν αυτής πτωχείαν. Και όμως αι Αθήναι ως και
+άλλοτε σου έγραψα, μεγαλύνονται ολονέν, μεγαλύνονται και
+αυξάνουσι, το δε μέτρον του σημερινού των μεγαλείου σου παρέχει
+τούτο και μόνον το γεγονός, ότι η πρωτεύουσα του ελληνικού
+βασιλείου θα εκλέξη εφέτος, κατά τας προσεχείς βουλευτικάς
+εκλογάς, όχι πλέον έξ, ως μέχρι τούδε, αλλά οκτώ αντιπροσώπους.
+Δεν δύνασαι, πιστεύω, να μου αρνηθής, ότι τούτο είνε πρόοδος,
+πρόοδος αληθινή και αδιαφιλονείκητος, την οποίαν ουδ' αυτοί της
+Ελλάδος οι εχθροί δύνανται ν' αρνηθώσιν. Ημπορεί τις ίσως, αν ήνε
+μάλιστα φύσει δύσκολος άνθρωπος, φιλόψογος και μεμψίμοιρος, να μη
+παραδέχεται ως εκφανή μαρτύρια της αναπτύξεως και προόδου των
+Αθηνών, κατά την τελευταίαν από του 1870 δεκαετίαν, τον
+εγκληματισμόν του γαλλικού θεάτρου παρ' ημίν, την εισαγωγήν των
+raoûts και των αθώων questions, τας μονομαχίας χάριν ενός
+μανδηλίου μιας γαλλίδος ηθοποιού, τους bals costumés, την Lilly
+και άλλα πολλά πειστικώτατα εν τούτοις τεκμήρια, μαρτυρούντα ότι
+αι Αθήναι δεν δύνανται να κοιμηθώσιν από την ζηλοτυπίαν των,
+ακούουσαι ότι οι Παρίσιοι ονομάζονται ενίοτε nouvelle Athènes,
+και προσπαθούσι να γίνωσι Παρίσιοι διά να ήνε άξιαι του ονόματός
+των. Όλα αυτά φιλονεικούνται ίσως και δύνανται να φιλονεικηθώσι.
+Δύναται τις ίσως μάλιστα· και να ισχυρισθή, ότι αι Αθήναι
+απέχουσιν έτι πολύ των Παρισίων, διότι που combles ακόμη
+και . . . . πολλά άλλα πράγματα. Τις όμως, σε παρακαλώ, θα
+διαμφισβητήση, ότι δεν προώδευσε και δεν ανεπτύχθη καταπληκτικώς
+πόλις, ήτις μετά ένα περίπου μήνα θα έχη οκτώ ε κ λ εκ τ ο ύ ς —
+δηλ. βουλευτάς — εκ τριάκοντα περίπου κ λ η τ ώ ν ήτοι υποψηφίων,
+ενώ είχε τέσσαρας μόνον κατά το 1860, πέντε κατά το 1865 και έξ
+κατά το 1871; Φαντάσου επί στιγμήν, ότι μετά ένα αιώνα, αν τα
+πράγματα θεού ευδοκούντος βαίνωσιν ως βαίνουσι, και αι Αθήναι μας
+προοδεύσωσιν ως προοδεύουσι, θα έχωσι των εγγόνων μας οι εγγονοί
+τ ρ ι ά κ ο ν τ α τουλάχιστον βουλευτάς! Δεν ζηλεύεις την δόξαν
+των; και δεν λυπείσαι και συ φοβερά, ως εγώ λυπούμαι ενίοτε, ότι
+εγεννήθης εκατόν έτη πρωιμώτερα παρ' ότι έπρεπε; Φαντάσου
+τριάκοντα αντιπροσώπους, μεριμνώντας ημέραν και νύκτα περί της
+ευημερίας και προόδου της κλεινής πόλεως, ωχρούς εκ των
+πατριωτικών των αγρυπνιών και ισχνούς εκ της από του βήματος
+ρητορείας των, μη τρώγοντας, μη πίνοντας, μηδέ κοιμωμένους χάριν
+του κοινού καλού, — και ειπέ μου, σε παρακαλώ, αν μετά εκατόν έτη
+δεν θα δικαιούνται να λέγωσιν οι απόγονοί μας, παρωδούντες το
+μασσαλιωτικόν λόγιον: si Paris avait trente députés serait une
+petite Athènes. Μη αμφιβάλλης δε περί τούτου. Αι Αθήναι έχουσι
+μέλλον, και ευδαίμονες εκείνοι δι' ους το μέλλον αυτό θα ήνε
+παρόν. Σήμερον όμως, μ' όλον το σχετικόν των μεγαλείον και τους
+προσεχείς οκτώ των βουλευτάς, είνε δι' εμέ Σαχάρα αυχμηρά, όθεν
+δεν ευρίσκω να συλλέξω προς ψυχαγωγίαν σου ουδέ το ελάχιστον
+ειδησείδιον. Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας
+και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα
+πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και
+πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι. Ήρκει μόνον να σου
+περιγράψω την εκλογικήν εκστρατείαν των υποψηφίων μας βουλευτών,
+τα γλυκερά των μειδιάματα, τας μελισταγείς των θωπείας και τας
+χονδράς των υποσχέσεις, αίτινες κατά τούτο και μόνον διαφέρουσιν
+από τας υποσχέσεις των εκλογέων, ότι είνε κάπως μεγαλείτεραι κατά
+το περιέχον και κενότεραι επομένως κατά το περιεχόμενον. Ήρκει να
+σου εκθέσω εν συνόψει τα περί εκλογικών συνδυασμών μυστικά
+διαβούλια των επαρχιακών υποψηφίων, άτινα εν τούτοις γίνονται εν
+Αθήναις, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να ερωτηθώσι κάπως και οι
+μέλλοντες ψηφοφόροι, οίτινες κατατίθενται απλώς εις την μέλλουσαν
+εκλογικήν εταιρείαν, ως κατατίθενται εις κερδοσκοπικόν τινα
+εμπορικόν συνεταιρισμόν εκατόν δέματα βακαλάου, είκοσι βαρέλια
+σακχάρεως και πεντήκοντα κάσσαι πετρελαίου. Ήρκει τέλος να κάμω
+μαζή σου μικρόν τινα περίπατον εις την αγοράν και τας οδούς των
+Αθηνών, και να διασκεδάσωμεν ομού, θεωρούσαι αδιακρίτως εις τα
+βάθη των υπογείων οινοπωλείων, όπου θα εβλέπαμεν τον μελανόν
+επενδύτην προστριβόμενον οικείως εις την λιπαράν εφεστρίδα του
+χωρικού, το στίλβον υπόδημα πατούμενον εν φιλική διαχύσει υπό του
+λασπωμένου τσαρουχίου, και τους γλαφυρούς δακτύλους κομψού τινος
+υποψηφιδίου θωπεύοντας τον πιναρόν τράχηλον οινοβαρούς εκλογέως.
+Αλλ' αυτά ως προείπα είνε πολιτικά, και ειξεύρω ότι δεν τα
+νοστιμεύεσαι. Αν τουλάχιστον ενοστιμεύεσο τα διασκεδαστικά μεν
+αλλά κάπως κακολόγα ανέκδοτα, άτινα τοσάκις ρητώς μου
+απηγόρευσες, θα σου διηγούμην πολλά περίεργα της εβδομάδος ταύτης
+σκάνδαλα. Αλλά συ λέγεις· Ο υ α ί όχι μόνον δ ι' ο υ αλλά και
+ε ι ς ο ν τ ο σ κ ά ν δ α λ ο ν έρχεται, και πτύεις εις τον
+κόλπον σου τρις και σταυροκοπείσαι προς την κακολογίαν.
+
+Ανατρέχω λοιπόν εις τα παλαιά, καταβαίνω μαζή σου εις Φάληρον,
+εις το μέγα και πολύ Φάληρον, το οποίον κατήντησε πλέον ανάγκη
+εις διασκέδασιν του καλού κόσμου των Αθηνών, και σε οδηγώ εις
+μίαν των πρώτων παραστάσεων των Cloche de Corville. Το κωμικόν
+αυτό μελόδραμα, το οποίον υπήρξε πέρυσι, κατά την Παγκόσμιον
+έκθεσιν των Παρισίων, έν των μεγίστων θελγήτρων του παντοδαπού
+εκείνου πληθυσμού, όστις συρρέει εις την νέαν Βαβυλώνα, ίνα
+δαπανήση τερπνότερον τα αποταμιεύματά του, εδόθη κατ' ανάγκην
+εφέτος και από του φαληρικού θεάτρου, ως επεκράτησε να ονομάζεται
+το επί των άμμων του Φαλήρου εστημένον ξύλινον παράπηγμα. Λέγω
+κ α τ' α ν ά γ κ η ν, διότι εννοείς πολύ καλά, ότι δεν ήτο
+δυνατόν να μη χειροκροτήσωσιν αι Αθήναι πράγμα το οποίον
+εχειροκρότησαν οι Παρίσιοι. Εχειροκρότησε λοιπόν και επεδοκίμασεν
+ενθουσιωδώς το αθηναϊκόν κοινόν το χ α ρ ι έ σ τ α τ ο ν αυτό,
+ως ωνομάσθη, μελόδραμα, και το εχειροκρότησε μάλιστα όπως ουδ'
+εις τους Παρισίους αυτούς εχειροκροτήθη. Οι σκαιοί παρισινοί, ως
+τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδέποτε κατώρθωσαν να εννοήσωσι και
+εκτιμήσωσι την κομψήν εκείνην χάριν, μεθ' ης ανατρέπει την
+τράπεζαν του ο είς των τριών γραφέων εν αρχή της τρίτης πράξεως,
+και συνανατρέπεται μετ' αυτής κυλιόμενος επί της σκηνής. Ημείς
+όμως εξετιμήσαμεν εις το Φάληρον και την δραματικήν του γεγονότος
+τούτου σπουδαιότητα, και την ρυθμικήν αυτού χάριν και την νοήμονά
+του εκτέλεσιν. Διά τούτο δε και το εχειροκροτήσαμεν, και την
+επανάληψιν του εζητήσαμεν, και ο ταλαίπωρος Frederic ηναγκάσθη να
+πέση εκ νέου και να κυλισθή εκ δευτέρου επί της σκηνής εν μέσω
+ραγδαίων χειροκροτημάτων. Ότε όμως το ενθουσιώδες κοινόν εζήτησε
+και την εκ τρίτου επανάληψιν του σκηνικού εκείνου επεισοδίου, ο
+δυστυχής γραφεύς είχε, φαίνεται, βαρυνθή την κάπως κουραστικήν
+αυτήν διά την ράχιν του διασκέδασιν, και παρελθών εις το
+προσκήνιον, είπεν ευσεβάστως εις τους θαυμαστάς του: «Si ces
+messiers ne sont pas contents, je n' en suis pas non plus». Το
+κοινόν τότε ευχαριστήθη και ησύχασεν, αρκεσθέν εκόν άκον εις τα
+μουσικά του έργου θέλγητρα. Τα θέλγητρα ταύτα λέγονται πολλά και
+ποικίλα υπό του κοινού. Το κατ' εμέ δεν ηξεύρω αληθώς πώς να σου
+παραστήσω την εντύπωσιν, ην μοι επροξένησε το παράδοξον αυτό
+μουσικόν έργον. Δεν ομιλώ περί του είδους της δραματικής μουσικής
+εις την οποίαν ανήκει, διότι δεν κατώρθωσα να το κατατάξω. Ούτε
+σπουδαίον μελόδραμα είνε, ούτε εις την ιταλικήν opera buffa
+ανήκει, ούτε opéra comique γαλλική δύναται να ονομασθή, ούτε
+οφφεμπαχιάς είνε καθαρά. Είνε κάτι τι αμφίβιον και hybride,
+ετερόκλιτον και χιμαιροειδές. Είνε είδος τι μωσαϊκού αλλοκότου,
+ευάρεστον μεν εν συνόλω ως εκ της ποικιλίας των χρωμάτων και της
+συμπλοκής των αραβουργημάτων του, μη έχον όμως οιονδήποτε
+σχέδιον, ουδέ σκοπόν, ούτε ιδέαν, ούτε αναλογίας, ούτε
+φωτοσκίασιν. Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη
+τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν,
+όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς
+Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ
+και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το
+γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.
+Αι πλείσται των μουσικών του φράσεων είνε ράκη γνωστών παλαιοτέρων
+μελωδιών, επιδεξίως όμως συνερραμμένα εις τριβώνιον πολύχρωμον,
+το οποίον θαμβόνει την όρασιν και την ευχαριστεί εφ' ικανάς
+στιγμάς. Η εκτέλεσίς του δεν υπήρξε κακή· πολλοί μάλιστα
+διατείνονται ότι ήτο εξαίρετος. Σημείωσε όμως, ότι εις τους
+πολλούς τούτους κατατάσσονται οι όχι ολίγοι θαυμασταί των
+εφετεινών μας υψιφώνων κυριών, οι πωληταί των ανθοδεσμών και οι
+πτηνοπώλαι, νομίζω, ακόμη, οι προμηθεύοντες τας περιστεράς, όσαι
+ρίπτονται καθ' εσπέραν εις την σκηνήν, ως τρυφεροί ερμηνείς του
+ενθουσιασμού θεατών τινων.
+
+ΙΒ'.
+
+Εν Αθήναις τη 19 Αυγούστου 1879.
+
+Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου,
+ότι δεν έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ
+έχεις ανάγκην συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου
+ήτο πληρωμή της ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική.
+Αφορμή της σιωπής μου ήτο άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η
+αμέλεια. Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει
+την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την
+εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν
+ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου
+εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω
+την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα. Σ' ενθυμήθην,
+ενθυμήθην το χρέος μου, αλλ' αδύνατον ήτο να κρατήσουν οι
+δάκτυλοί μου τον κάλαμον. Ο χάρτης έμενεν εμπρός μου λευκός, η
+χειρ μου κατέπεσεν αδρανής, εχασμήθην, και . . . Αλλ' αρκεί·
+κινδυνεύω να πάθω και τώρα τα ίδια, περιγραφούσα την παλαιάν μου
+κατάστασιν. Η ανάμνησις μόνη του παλαιού εκείνου και ηδονικού
+χασμήματος διαστέλλει και πάλιν τας σιαγόνας μου εις χάσμημα
+νέον. Σήμερον όμως έχω θέλησιν. Αφίνω τον κάλαμον επί στιγμήν·
+εγείρομαι, κάμνω δύο τρία βήματα εις το δωμάτιόν μου, πίνω έν
+ποτήριον ύδατος ψυχρού και διαυγούς — από το φρέαρ της οικίας
+μου, σημείωσε, διότι το ύδωρ της πόλεως δεν πίνεται πλέον — και
+αναλαμβάνω την εργασίαν μου, διότι αλλέως, αν σ' άφινα και αυτήν
+την εβδομάδα χωρίς επιστολήν, δεν ηξεύρω τι ήθελες μου ψάλει την
+επομένην.
+
+Έλα, λοιπόν, πηγαίνωμεν ομού εις το Άντρον των Νυμφών, να
+ακούσωμεν την Ειρήνην ψάλλουσαν. Σου την είχα ονομάσει
+Γ ι α ν ν ο ύ λ α ν εις μίαν των προηγουμένων μου επιστολών,
+αλλ' έκαμα λάθος και σπεύδω να το διορθώσω. Γ ι α ν ν ο ύ λ α
+είνε το άσμα και όχι η αοιδός, καθώς θα ιδής μετ' ολίγον.
+Εισερχόμενα λοιπόν και πάλιν εις το πολυπαθές εκείνο Άντρον, όπου
+προ δύο περίπου μηνών ηκούσαμεν υλακτούσας τας γερμανικάς χάριτας.
+Ο θίασος εκείνος ο γερμανικός κατέλιπεν ήδη προ ενός περίπου μηνός
+την σκηνήν, επί της οποίας δεν κατώρθονε, φαίνεται, ν' ανανεώση
+τους παλαιούς του θριάμβους, και μετεκομίσθη με όλα του τα τύμπανα
+και τα κρόταλα εις τον παρά τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+φυτρώσαντα εντός του ρεύματος Κήπον του Παρθενώνος. Την θέσιν του
+δε κατέλαβε συμμιγής τις άλλη, ωδική και μιμική και χορευτική
+συγχρόνως, εταιρεία, εξ Ελλήνων συνάμα και Ιταλών και Ανατολιτών
+προχείρως συγκροτηθείσα. Ο θίασος δε ούτος ο ποικίλος και
+αστειότατος — χωρίς να το θέλη, εννοείται, — ορχήστραν του έχει
+ένα και μόνον Άτλαντα, δέροντα ευσυνειδήτως καθ' εσπέραν επί
+πέντε συνεχείς ώρας παράφωνον κλειδοκύμβαλον, ούτινος η ηλικία
+τουλάχιστον επέβαλλε πλειότερον σεβασμόν (ή ανασκοπήν ως λέγουσι
+σήμερον), και αδάμαντά του την σμυρναίαν Ειρήνην, ήτις τετράκις ή
+πεντάκις της εσπέρας εναλλάσσει το τουρκικόν σ α β α ί προς το
+βαρύ και παθητικόν μέλος δημοτικού τινος άσματος. Το πλείστον
+μέρος των θεατών έρχεται ν' ακούση αυτάς ιδίως τας ανατολικάς της
+Ειρήνης μελωδίας, μονοτόνους μεν ως επί το πολύ αλλ' οικείας όμως
+εις τα ώτα των ακροατών, συνοδευομένας δε δι' ενός βιολίου υπό
+σμυρναίου μουσικού, και υπ' αυτής της αοιδού διά παραδόξου τινός
+οργάνου, πολλήν έχοντος την ομοιότητα προς το γερμανικόν Zither.
+Δι' αυτόν δε τον λόγον είνε συνήθως το κοινόν του Άντρου ικανώς
+συμμιγές, ουδ' αποπνέει ως επί το πολύ αρώματα του Lubin και του
+Atkinson. Υπάρχουσιν όμως μεταξύ αυτού και θεαταί ευρωπαϊκωτέραν
+έχοντες την καλαισθησίαν, οίτινες τέρπονται πλειότερον εκ της
+βραχνής κραυγής κολοσσιαίου τινός βαρυτόνου, περιφερομένου εις
+την σκηνήν και παθητικώτατα χειρονομούντος μονωδίαν τινα του
+Trovatore, ή εκ του οξέος συριγμού μελιταίας τινός υψιφώνου, ην η
+πρασινοπόρφυρος ενδυμασία της μεταβάλλει εις αληθή χρυσομυίαν, ή
+εκ των στερεοτύπων μορφασμών του αλευρωμένου προσώπου ηλιθίου
+τινός pagliaccio, ή τέλος και εκ των χαριεστάτων δύο
+αυτοχειροτονήτων χορευτριών, αίτινες ουδεμίαν έχουσι δυσκολίαν να
+περιφέρωσι τον δίσκον των εις το κοινόν χωρίς να προσθέτωσιν
+ο,τιδήποτε εις την στοιχειώδη αυτών ενδυμασίαν, συνοδευόμεναι
+όμως πάντοτε υπό δεκαετούς τινος βρακοφόρου και ανυποδήτου
+κ ι σ λ ά ρ - α γ ά.
+
+Αλλ' αυτά αποτελούσι το αστείον μέρος της παραστάσεως. Το
+σπουδαίον και ικανώς άξιον προσοχής αποτελεί το ανατολικόν άσμα
+της Ειρήνης. Ηξεύρω, ότι η μουσική αυτή δεν σ' ενθουσιάζει τόσον
+όσον τον Κ. Ducoudray. Σου φαίνεται, ως πολλάκις μου είπες,
+φοβερά μονότονος και παντελώς άρρυθμος, ίσως δε δεν έχεις και
+πολύ άδικον. Σημείωσε όμως, ότι δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον,
+διότι τα ανατολικά μέλη είνε ικανώς μονότονα και άρρυθμα,
+απαραίτητον είνε, όπως ευαρεστήσωσι, να άδωνται υπό ψάλτου, όστις
+και φωνήν ιδία προς τούτο πεπλασμένην να έχη, και να αισθάνεται
+βαθέως, και ησκημένος να ήνε διά μακρών.
+
+Τότε με συγκινεί πολλάκις η ανατολική μελωδία μέχρι μυχών της
+καρδίας μου· η μονότονος εκείνη, η κατ' ε λ ά σ σ ο ν α
+τ ό ν ο ν (minore) αδιακόπως φερομένη, αλλ' εντέχνως όμως
+ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμού μουσική φράσις μου προξενεί
+ανέκφραστόν τινα αλλά γλυκείαν βαρυθυμίαν, και το ους μου όχι
+μόνον δεν κουράζεται υπό του βαρέως συρομένου ρυθμού, όστις ούτε
+τέλος έχει πολλάκις ούτε αρχήν, αλλά τον παρακολουθεί τουναντίον
+ευαρέστως, και όταν το άσμα παύση, τον παρατείνει πολλάκις δι'
+ενδομύχου τινός και μυστηριώδους ηχούς.
+
+Αυτό μου συνέβη προχθές, ότε ήκουσα την Ειρήνην ψάλλουσαν τους
+ωραίους τούτους δημοτικούς στίχους·
+
+_Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η
+Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του
+κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν
+το πίνει._
+
+Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της
+πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος. Είνε φωνή
+μεσοφώνου βαθεία, πλήρης, ηχηρά και ομαλωτάτη, εκφράζει δε πάθος
+αληθές και ανεπιτήδευτον, και — όπερ σπανιώτατον εις ανατολίτας
+αοιδούς, — είνε καθαρά του στήθους φωνή, ουδέποτε επικαλουμένη
+της ρινός την βοήθειαν, ως επικαλούνται την βοήθειαν του fausset
+οι ευρωπαίοι ψάλται. Κρίμα αληθώς, ότι τοιαύτη φωνή δεν έτυχεν
+ευρωπαίου διδασκάλου ουδ' εμορφώθη διά σπουδών τακτικών.
+
+Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν
+σου έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες
+ότι καταστρέφω την θεραπείαν σου.
+
+ΙΓ'.
+
+Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.
+
+Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι
+με είχες εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας,
+όθεν έλειψα καθ' όλον σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της
+τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν
+παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε λεπτομερειών των
+περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου. Και εις μεν τα
+παράπονά σου άπαντα επαρκώς, ελπίζω, η απουσία μου, ήτις,
+ανάγραψε και τούτο εις λογαριασμόν της ειλικρινείας μου, μ' έδωκε
+νέαν αφορμήν, όχι μόνον να εκτιμήσω την αγάπην σου, αλλά και να
+καμαρώσω πάλιν διά την ευχαρίστησιν την οποίαν σου προξενεί η
+αθηναϊκή μου φλυαρία. Αι δε λεπτομέρειαι της κατά το πεντάμηνον
+αυτό διάστημα ζωής σου, γραμμέναι μεθ' όλης εκείνης της χάριτος
+και της αφελούς ασυναρτησίας, ήτις χαρακτηρίζει την νωχελή σου
+φύσιν, με κατεγοήτευσαν αληθώς, και με μετεβίβασαν πολλάκις, ως
+εν ονείρω, από της μικράς μου αθηναϊκής φωλεάς εις τον ευρύν
+ορίζοντα του ευρωπαϊκού κόσμου. Αι λεπτομέρειαι ιδίως του
+παρισινού χειμώνος, η ωραία σου περιγραφή της χιονοσκεπούς
+λεωφόρου των Ηλυσίων και του παγωμένου Σηκουάνα, και η οδυνηρά
+σου αφήγησις της διαρκούς φρικιάσεως, ήτις σε κατείχεν υπό όλας
+σου τας σισύρας και με όλην την σπινθηρακίζουσαν εστίαν σου, μ'
+έκαμαν πολλάκις να διαρραγώ εις άσβεστον γέλωτα. Ηξεύρεις διατί;
+Ενθυμήθην τας καλοκαιρινάς σου επιστολάς, και την δροσομανίαν
+ήτις σε είχε καταλάβει· ανεμνήσθην ότι αφήκες εν μηνί Αυγούστω
+την Ελβετίαν, διότι δεν την εύρισκες αρκετά δροσεράν, και ότι
+εβάδιζες προς βορράν εις αναζήτησιν ψύχους· εσυλλογίσθην τέλος
+την δημώδη ελληνικήν παροιμίαν: τ α μ ι κ ρ ά δ ε ν
+ή θ ε λ ε ς τ α μ ε γ ά λ α γ ύ ρ ε υ ες, και ξεκαρδίσθην
+σκεπτομένη, ότι δεκαπέντε βαθμοί υπό το μηδέν ευχαρίστησαν επί
+τέλους με το παραπάνω την απληστίαν σου.
+
+Ηξεύρεις όμως, ότι και ημείς οι μικροί και άσημοι Αθηναίοι δεν
+καθυστερήσαμεν εις την τ ο υ ρ τ ο υ ρ ι σ τ ι κ ή ν αυτήν
+συναυλίαν, την οποίαν συνεκρότησαν εφέτος οι πάγοι καθ' όλην την
+Ευρώπην; Τετράκις μέχρι τούδε ελεύκανεν η χιών τας οδούς και τους
+ορόφους των οίκων μας! Ο βοριάς, του οποίον εθρηνούμεν άλλοτε και
+ιδίως πέρυσι την απουσίαν, πνέει αδιακόπως σχεδόν από δύο ήδη
+μηνών, και τα ύδατα των υπαίθρων αυλάκων παγόνουσι κατά πάσαν
+σχεδόν νύκτα. Ευτυχώς παγόνει μαζή των και ο πηλός των οδών μας,
+αίτινες στίλβουσιν ούτω και λαμποκοπούσι την πρωίαν, όσον ουδεμία
+δημοτική αρχή ποτέ θα το κατώρθονε.
+
+Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον
+δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους
+εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα
+συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα
+είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και
+ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην
+κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας
+χιονίστρας των χειρών μου. Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι
+απαραιτήτως θέλεις να σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν
+εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το θέατρον; Ακούομεν μουσικήν;
+Γίνονται συναστροφαί;
+
+Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να
+απαντήσω διά μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν
+θα σε αφήσω δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.
+
+Σου υπόσχομαι να βαρυνθής επί τέλους την φλυαρίαν μου, επί τω όρω
+bien entendu να βαρυνθώ και εγώ την ιδικήν σου. Χορεύομεν;
+ερωτάς. Και τι άλλο κάμνομεν, σου απαντώ. Οι χοροί και αι
+χορευτικαί εσπερίδες και αι δ ε υ τ έ ρ α ι (θα έπρεπε ίσως
+δ ε ύ τ ε ρ α ι κατά σε, ήτις είσαι à cheval sur la grammaire,
+αλλά τι να σου ειπώ; δεν μου έρχεται) και αι τρίται ήρχισαν ήδη
+από του παρελθόντος μηνός, και φαντάσου τι κακόν έχει να γείνη
+μέχρι των απόκρεω, αι οποίαι συμπίπτουν εφέτος την τρίτην Μαρτίου.
+Αι χορευτικαί και διασκεδαστικαί μας ορέξεις ανεπτύχθησαν,
+βλέπεις, κατ' ευθύν λόγον προς την διάρκειαν των απόκρεω, και από
+της α'. Ιανουαρίου, ότε εδόθη ο πρώτος γενικός χορός της Αυλής,
+επέρχονται καθ' εβδομάδα αλλεπάλληλοι προσκλήσεις, αι δε ολίγαι
+μας ράπτριαι δεν προφθάνουσιν, όχι να μας ράπτωσωσιν αλλ' ουδέ να
+μας ακούωσι. Κατήντησαν και αυταί personnages, και πολύ φοβούμαι
+μήπως ορίσωσιν επί τέλους ώρας ακροάσεων, καθώς οι υπουργοί μας.
+
+Περί του αυλικού χορού της πρώτης του έτους δεν σου γράφω τίποτε.
+Ήτο όμοιος κατά την λαμπρότητα προς τους χορούς των παρελθόντων
+ετών, τους οποίους γνωρίζεις, διότι είδες πολλούς· επιφυλάσσομαι
+δε να σου γράψω λεπτομερέστερον περί του μικρού χορού, όστις
+δίδεται απόψε, διά της προσεχούς μου επιστολής. Ας σου είπω
+σήμερον ολίγα τινά περί του χορού της Κας Σ., και αυτά όχι μεθ'
+όλης της λεπτομερείας, την οποίαν ποθεί η άπληστός σου
+περιέργεια, διότι ούτε τα όρια απλής επιστολής θα εχώρουν όσα
+θέλεις συ, ούτε ο κάλαμος της φίλης σου θα επήρκει. Περί την
+χορευτικήν αυτήν εσπερίδα — διότι ούτω την ωνόμαζον μετριοφρόνως
+τα προσκλητήρια — εγένετο πολύς εκ προοιμίων ο πάταγος, και
+αμύθητον υπήρξε το πλήθος — άρρεν και θήλυ — το οποίον έφερε την
+προχθές εσπέραν ένδυμα γάμου. Ούτω δε το μέγα εκείνο μέγαρον, του
+οποίον εθαυμάσαμεν, ενθυμείσαι, άλλοτε ομού τας ημιτελείς μεν
+αλλ' ευρείας και συνεχείς αιθούσας, επληρώθη μέχρι και αυτών των
+τελευταίων γωνιών του μεσορόφου, κ' ενόμιζεν ο περί την δεκάτην
+ώραν του προχθές Σαββάτου εισερχόμενος εις τα κατάκοσμα εκείνα
+δώματα, ότι παρίσταται εις δημοσίαν τινά αγόρευσιν του νέου ημών
+ιεροφάντου Μακράκη, πολύ πριν ή ο εισαγγελεύς μετριάση κάπως τον
+ενθουσιασμόν του νοήμονος κοινού· της πρωτευούσης, το οποίον
+ετίμησεν εσχάτως τον προφήτην, κατά τας τελευταίας βουλευτικάς
+εκλογάς, δι' επτά χιλιάδων ψήφων, εις δόξαν της καθολικής
+ψηφοφορίας! Η πληθύς δε αυτή, κατά την ομόφωνον της ιδίας πληθύος
+γνώμην, υπήρξε το μόνον ελάττωμα της λαμπράς εκείνης εσπερίδος,
+καθ' ην ημιλλώντο η αμίμητος καλλιτεχνική του οίκου διακόσμησις,
+ο άπλετος φωτισμός των περιχρύσων αιθουσών, η της ορχήστρας
+τελειότης, ο πλούτος και η κομψότης των εσθήτων, η χάρις των
+χορευτριών, η κοινωνική σημασία των προσκεκλημένων, του δείπνου η
+άφθονος και αριστοτεχνική ποικιλία, και επί πάσιν η προσηνής
+ευγένεια και περιποιητικότης των οικοδεσποτών. Δεν επιχειρώ,
+φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον
+καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα
+εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την
+βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η
+κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα
+κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις
+δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ'
+αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων
+κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί
+των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς
+των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των
+αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός
+περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε
+τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας
+στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.
+
+Άλλως δε η περιέργεια σου επιθυμεί αναντιρρήτως λεπτομερεστέραν
+και φλυαροτέραν την περιγραφήν των κυριών και των ενδυμασιών των.
+Και δι' αυτό όμως . . . τι να σου είπω; εντρέπομαι, αλλ' η
+αλήθεια είνε, ότι ολίγα ενθυμούμαι, διότι ολίγα είδα. Ήμεθα τόσον
+πολλαί και τόσον πυκναί, ώστε σε βεβαιώ, ότι πολλάς μας φίλας
+μόλις κατώρθωσα να ιδώ και να χαιρετίσω εις το τέλος του χορού.
+Σου αναφέρω μόνον εν γένει, ότι αι εσθήτες των χορευτριών ήσαν
+βαρείαι ως επί το πολύ και όλαι σχεδόν πλούσιαι, εκτός ολιγίστων
+— δυστυχώς! — εξαιρέσεων. Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points
+d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα,
+φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα
+περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα,
+ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . .
+τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν. Και
+ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού; θα μ' ερωτήσης βέβαια. Τι να
+σου ειπώ; Ηξεύρεις, ότι έχω το φοβερόν ελάττωμα να ήμαι δύσκολος,
+και ότι σπανίως τολμώ ν' απονέμω τίτλους καλλονής. Πρέπει όμως
+οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την ζωηρότητα και την
+χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την
+ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ'
+ανθηρότατον κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς
+εκτιμά η ράπτριά της. Εκ των δεσποινίδων μου ήρεσαν πολύ δύο
+μικρά αλλά χαριέστατα κοράσια, άτινα διατηρούσιν επί του αφελούς
+των προσώπου όλην την χάριν της νεαράς των ηλικίας, και
+ανατέλλουσιν επί της ερυθριώσης μορφής των όλον εκείνο το
+ανέκφραστον της αθωότητος γόητρον, το οποίον δυστυχώς εξαλείφει
+παρ' ημίν από ημέρας εις ημέραν η μετάγγισις του πολιτισμού της
+Εσπερίας. Η δεσποινίς Κ. και η δεσποινίς Κ. είνε κομψόταται
+κόραι, και πεποίθησιν έχω, ότι θα γείνωσιν έτι κομψότεραι και
+ωραίαι κυρίαι.
+
+Ο χορός υπήρξε ζωηρότατος και πλήρης αδιαπτώτου ευθυμίας απ'
+αρχής μέχρι τέλους· το δε ακροτελεύτιον cotillon διέκριναν
+ωραιόταται εικόνες — σου μεταφράζω ούτω τας figures — ων δύο
+ιδίως παρήγαγαν αληθώς μαγευτικόν αποτέλεσμα. Κατά την μίαν εξ
+αυτών ευρέθησαν διά μιας οι πλείστοι των χορευτών περιβεβλημένοι
+πολυχρώμους και ποικίλας εκ σιγαροχάρτου ενδυμασίας, ας εξήγον αι
+χορεύτριαί των εκ μικρών περιχρύσων κιλίνδρων διανεμηθέντων εις
+αυτάς επί τούτω· περιεδινούντο δε ούτω τα χορεύοντα ζεύγη εντός
+της καταφώτου αιθούσης, και το θέαμα μοι ανέμνησε τοιχογραφίαν
+τινά παριστάνουσαν τας απόκρεω της Βενετίας, την οποίαν είδα ποτέ
+εν Ιταλία. Κατά την άλλην έθραυον αι χορεύτριαι κατά της κεφαλής
+των χορευτών των λευκάς εκ λεπτού χαρτίου σφαίρας, και ανεπήδα εξ
+αυτών νέφος ολόκληρον μικρών τεμαχίων χάρτου λευκού, άτινα
+επλήρουν ως χιόνος νιφάδες τον αέρα, το έδαφος, τας κόμας των
+κυριών και των κυρίων τα μελανά φορέματα. Ενόμιζες ότι χιών
+κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο
+παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου.
+
+Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν,
+και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα
+των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον
+οίκαδε.
+
+ΙΔ'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.
+
+Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του
+πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να
+εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η
+ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα,
+ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και
+ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή
+μου, είνε ο εφετεινός! Υπεδέχθημεν προ ενός και ημίσεος μηνός την
+χιόνα μετ' ευθύμου σχεδόν εκπλήξεως, και την συνελέξαμεν ιδίαις
+χερσίν από της φλιάς των παραθύρων μας, και εσφαιροβολήθημεν δι'
+αυτής, και την κατεπατήσαμεν χαίρουσαι, πριν ή έτι αναλυθή εις
+ρύπον και πηλόν, ελπίζουσαι ότι, ως συνήθως, ουδέν άλλο ήτο η
+ωραία τις χειμερινή σκηνογραφία, παρασκευασθείσα εις στιγμιαίαν
+ημών διασκέδασιν υπό του αθηναϊκού χειμώνος, και μέλλουσα να
+διαλυθή την επαύριον υπό το φαιδρόν του ηλίου θάλπος. Και διελύθη
+μεν αληθώς, αλλά τι το όφελος, αφού μετ' ολίγας ημέρας
+υπεδέχθημεν την δευτέραν της έκδοσιν; Εξεπλάγημεν και τότε,
+εννοείται, αλλ' η έκπληξίς μας ουδέν είχε πλέον το εύθυμον. Ότε
+δε μετά μίαν μόλις εβδομάδα ελεύκανε τας στέγας εκ τρίτου η χιών,
+και μετ' ολίγας πάλιν ημέρας εκ τετάρτου, και επάγωσαν των ρυάκων
+τα ύδατα, και είδαμεν τας λεμονοπορτακαλλέας των κήπων μας
+φυλλορροούσας και μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ά ς — κατά την ωραίαν
+έκφρασιν, ην μετεχειρίσθη προχθές ο βασιλεύς, ομιλών εν τω χορώ
+μετά τινος των προσκεκλημένων, — τότε πλέον η έκπληξίς μας
+εκορυφώθη εις αδημονίαν, και η παιδική εκείνη από των πρώτων
+χιόνων χαρά μετετράπη εις αγανάκτησιν, ην από ενός ήδη μηνός
+μαρτυρούμεν δι' επιφωνημάτων και βηχός, διά πατάγου ρινών και
+χ ο υ χ ο υ λ ι σ μ ά τ ω ν.
+
+Και μ' όλα αυτά εν τούτοις, και μ' όλας τας απαισίας προρρήσεις
+των αστρονόμων μας, αίτινες προεικάζουσι βαρύτερον έτι το
+επερχόμενον ψύχος, διασκεδάζομεν εφέτος πολύ περισσότερον παρ'
+όσον διεσκεδάζομεν πέρυσι, ότε δεν είδαμεν σχεδόν χειμώνα και
+ολίγον έλειψε να μεταβληθώμεν εις αμφίβια, υπό τας αδιακόπους
+βροχάς, δι' ων μας εφιλοδώρει ο νότος. Είπα: μ' ό λ α α υ τ ά,
+ενώ έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω· δ ι' ό λ α α υ τ ά. Αφού οι
+χοροί και αι συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις
+χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον
+αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο συνέβη και εφέτος, ως σου
+έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα. Ηνοίχθησαν τα διάκοσμα δώματα
+των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα δ'
+εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και
+φαιδρόν όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω
+συρίζει ο βορράς και λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι,
+αποζημιούσι τας εκ της αργίας του παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας
+των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας. Και αυτοί δε οι
+χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων
+αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η
+καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών
+διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν
+εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.
+
+Ο την παρελθούσαν Δευτέραν δοθείς μικρός χορός — ή συναστροφή, ως
+καλεί αυτόν η αυλική γλώσσα, — υπήρξεν αναντιρρήτως είς των
+ωραιοτέρων χορών όσους περιέλαβον ποτέ αι υψόροφοι εκείναι και
+αληθώς λαμπραί αίθουσαι, ας γερμανοί αρχιτέκτονες και ιταλοί
+ζωγράφοι κατεσκεύασαν και διεκόσμησαν εν έτει 1848 εν μέσω των
+βασιλικών ανακτόρων των Αθηνών, και τας οποίας θαυμάζουσι δικαίως
+και αυτοί οι την πρωτεύουσαν επισκεπτόμενοι ξένοι.
+
+Εις τας αιθούσας αυτάς δίδονται υπό της νέας βασιλείας ου μόνον
+οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί χοροί.
+
+Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και
+μάλιστα χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα
+πολλάκις δώματα του τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία
+συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την ευάριθμον και αραιάν ομάδα των
+εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των μικρών χορών της
+πρώην Αυλής. Προτιμώ δε και προτιμώσι μαζή μου, είμαι βεβαία, τας
+αιθούσας των μεγάλων χορών πάντες οι προσκεκλημένοι, διότι πρώτη
+και απαραίτητος ανάγκη παντός χορού, — είτε χορός καλείται είτε
+συναναστροφή είτε ο,τιδήποτε άλλο — είνε αίθουσα ευρεία,
+αδιάσειστον έχουσα το έδαφος, υψηλή και ευάερος. Είνε τόσον
+ευχάριστον να χορεύης ανέτως, χωρίς να πνίγεσαι εντός του
+πλήθους, μηδέ να κινδυνεύης να πατηθής ή να πατήσης ανά πάσαν
+στιγμήν, μηδέ να αισθάνεσαι ότι ενδίδει το έδαφος υπό τους πόδας
+σου, μηδέ να δυσκολεύεσαι ν' αναπνεύσης εντός πνιγηράς και θερμής
+ατμοσφαίρας. Τα προσόντα δε ταύτα συνενούσιν άπαντα εν ωραιοτάτω
+συνδέσμω αι ανακτορικαί αίθουσαι των μεγάλων χορών. Όταν μάλιστα
+αναλογίζωμαι ιδιωτικάς τινας αιθούσας, τας οποίας αρέσκονται
+συνήθως οι προσκαλούντες να πληρώσι μέχρι και των προθαλάμων,
+φρονούντες ίσως μετά του K. de Montlucar Scribe «qu il vaut mieux
+entasser ses amis dans l' antichambre . . . et quel-ques-uns
+même sur l' escalier», και μεριμνώντες ως εκείνοι ουχί πώς να
+διασκεδάσωσιν οι ξένοι των, αλλά πώς μάλλον να επιδείξωσιν αυτοί
+το πλήθος των σχέσεών των, αισθάνομαι αληθινήν χαράν και
+ανακούφισιν, ούτως ειπείν, οσάκις ευρίσκομαι εν μέσω των
+περιχρύσων εκείνων και υψηλών δωμάτων, και φέρομαι ανάρπαστος υπό
+του χορού διά της δροσεράς των ατμοσφαίρας, προς το γοργόν και
+εναρμόνιον μέλος τελείας ορχήστρας, υπό το άπλετον φως των
+πολλαπλών πολυελαίων, ων η άνωθεν καταπεμπομένη λάμψις μαγεύει
+χωρίς να κουράζη τους οφθαλμούς.
+
+Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν
+δευτέραν, αν και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ
+προηγουμένων αγρυπνιών. Οι αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν
+παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου, διότι η
+ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή
+να μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την
+νυκτερινήν αυτής αγρυπνίαν. Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε
+της χορευτικής διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο
+περιχαρής, ως πάντοτε, και φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η
+δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον εύχαρις θάλλει έτι της
+νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής
+μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον
+εύπτερον όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν
+της. Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων
+λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον
+η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς
+εκείνης αναβολής. Ηξεύρεις βεβαίως συ η παρισινή, πόσον τα μελανά
+φορέματα είνε εφέτος του συρμού κατά τους χορούς και τας
+εσπερίδας· αγνοείς όμως, ότι και ημείς αι οσημέραι
+τελειοποιούμεναι κατηντήσαμεν πλέον τόσον ενήμεροι εις τους
+νόμους του Κ. Worth, ώςτε μετεφυτεύσαμεν ήδη τας μελανάς εσθήτας
+εν Αθήναις, χωρίς ν' αφήσωμεν να παλαιώση μηδ' ένα καν χειμώνα ο
+συρμός των. Ούτω δε πλησίον της βασιλικής τέσσαρες άλλαι μελαναί
+ενδυμασίαι ανέπτυσσον άλλη μεν τα λευκά της τρίχαπτα, άλλη δε
+τους διανθείς της στεφάνους, και άλλη τους πολυχρώμους θυσάνους
+της, αλλ' ήσαν όμως όλαι σχεδόν άκομψοι και εζητημέναι,
+προκαλούσαι μεν το βλέμμα αλλά μη ευχαριστούσαι αυτό. Περί άλλων
+φορεμάτων μη μ' ερωτάς. Όχι διότι δεν ήσαν ωραία· τουναντίον,
+ήσαν ωραιότατα, πλουσιώτατα, βαρυτιμότατα τα πλείστα· αλλά δι'
+αυτό ίσα ίσα σου λέγω, μη μ' ερωτάς. Δεν ηξεύρω ποίον είνε το
+ιδικόν σου φρόνημα· το κατ' εμέ όμως λυπούμαι φοβερά, και
+ελεεινολογώ τον τόπον μας και το μέλλον του, οσάκις βλέπω εις
+ποίον ύψος πολυτελείας ανήγαγε την ενδυμασίαν μας η ούτω
+καλουμένη αλλά κακώς εννοουμένη — κοινωνική ανάγκη.
+
+Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον
+τελευταίον ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε
+αι λυπηραί σκέψεις, τας οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις
+δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην προσεπάθησα ν' αποδιώξω
+καθ' όλην την εσπέραν. Ανελογίσθην τους δυστυχείς συζύγους των
+κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των,
+τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της
+αιθούσης τας πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών
+φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ'
+εμαυτήν . . . — περιττόν να σου το επαναλάβω, διότι καμμίαν
+βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις
+της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.
+
+Τώρα θα μ' ερωτήσης βεβαίως, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού,
+διότι συ, — το ηξεύρω — δεν αρκείσαι εις την ερώτησιν, ποίαι ήσαν
+αι ωραιότεραι toilettes, ήτις μόνη σήμερον είνε του συρμού εν
+Αθήναις. Η απάντησίς μου θα ήνε απαράλλακτος με την απάντησιν,
+την οποίαν έδωκα την παρελθούσαν εβδομάδα εις το ίδιόν σου
+ερώτημα. Η Κυρία Κ., η Κυρία Λ., και πάσαι κατά δεύτερον λόγον αι
+άλλαι. Συλλογήν ωραίων γυναικών δεν έχει δυστυχώς άφθονον η
+ελληνική πρωτεύουσα, και την πλειάδα εκάστου χορού και πάσης
+εσπερίδος αποτελούσιν ως επί το πλείστον τα ίδια πρόσωπα.
+
+Το δείπνον παρετέθη ενωρίτερον ή άλλοτε, περί το μεσονύκτιον, εν
+τη μεγάλη αιθούση, ης εσύρθησαν αίφνης, προς δοθέν σημείον, αι
+διά των διαμέσων στηλών ανηρτημέναι αυλαίαι, και απεκάλυψαν διά
+μιας τας εστρωμένας τραπέζας, ων ηκτινοβόλουν τα κρύσταλλα υπό
+τους πολυφώτους λυχνούχους. Έγεινε τότε . . . . . η φοβερά
+έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη
+τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος
+εκόπασεν, ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και
+παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο
+καμπανίτης λίαν άφθονος. Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου·
+γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη
+των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον.
+Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και
+ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους
+δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας.
+
+Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε;
+
+ΙΕ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.
+
+Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και
+πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου
+επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ
+πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων
+πάλιν χιόνων και νέων παγετών. Αλλ' εσκέφθην και θα σκεφθής
+ομοίως ελπίζω, ότι αρκετά είνε πλέον τα χειμερινά μας μυρολόγια,
+αφού ούτε μας παρηγορούν ούτε το κακόν εξορκίζουν. Τι όμως να σου
+γράψω, διά να μη γείνω μονότονος, αφού χειμών και χοροί επλήρωσαν
+δύο μου ήδη γράμματα, χειμών δε μόνον και χοροί είνε και αυτής
+της εβδομάδος τα νέα; Χορός παρά τω γραμματεί της γαλλικής
+Πρεσβείας, ούτινος θα ενθυμείσαι βεβαίως τον ωραίον bal costumé,
+τον οποίον έδωκε πέρυσι κατά την αυτήν εποχήν χορός — ο δεύτερος
+ήδη — της εν Αθήναις γερμανικής παροικίας εν τη Philadelphia·
+χορός τέλος πάντων masqué et paré εν τω θεάτρω, — ιδού εν
+ολίγοις ο χορευτικός ισολογισμός των τελευταίων ημερών. Ο πρώτος
+εξ αυτών υπήρξεν ωραία αληθώς εσπερίς, συναθροίσασα εκατόν
+περίπου προσκεκλημένους εκ των κορυφών της αθηναϊκής κοινωνίας·
+είχε δε τούτο ιδίως το ευάρεστον χαρακτηριστικόν, ότι δίκην
+ανθοδέσμης, αποτελουμένης εξ ευωδών μόνον ανθέων, περιελάμβανε
+νεαρά μόνον πρόσωπα και χορευτικάς μόνον κνήμας. Tapisserie, ήτοι
+στασίδια, ως προσφυώς μετέφρασέ ποτε την λέξιν ο κ. Σκυλίσσης,
+έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις
+το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ι δ ρ ώ τ ι
+τ ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ τ ω ν. Ο γερμανικός χορός της
+Ρhiladelphia, όστις από έτους εις έτος λαμβάνει μεγαλοπρεπεστέρας
+τας διαστάσεις, ήτο αφελεστάτη ως πάντοτε και χωρίς τινος
+αυστηράς εθιμοτυπίας συνάθροισις, όπου οι νεαροί χορευταί και αι
+εύπτεροι χορεύτριαι, ξανθόκομοι Τεύτονες οι πλείστοι, εχόρευον
+μετά προδήλου ευχαριστήσεως και ακάματοι απ' αρχής μέχρι τέλους,
+διακοπτόμενοι μόνον ενίοτε όπως πίωσι ποτήριον ζύθου ή φάγωσι
+τεμάχιον χοιρομηρίου.
+
+Τας ατελείς αυτάς και ανεπαρκείς βεβαίως διά σε πληροφορίας σου
+δίδω ουχί εξ ιδίας όψεως, αλλ' εξ ακοής μόνον και εκ παραδόσεως
+νεαρού χορευτού, όστις μου εξωμολογήθη, ότι ουδαμού διεσκέδασε
+τόσον, όσον εν μέσω της απροσποιήτου εκείνης και ανεπιτηδεύτου
+ομηγύρεως, όπου άλλως δεν ήτο υποχρεωμένος, έλεγε, να προσέχη
+αδιακόπως, πού θέτει τον πόδα του, εκ φόβου μη σχίση την ουράν
+βαρυτίμου τινός μεταξωτού φορέματος δισχιλίων φράγκων.
+
+Η διασκεδαστική όμως συνάθροισις της παρελθούσης εβδομάδος,
+εκείνη εις ην ομοθύμως — και δικαίως ως φαίνεται — απένειμαν την
+δάφνην, ουχί τόσον οι χορευταί όσον οι θεαταί της, είνε ο εν τω
+χειμερινώ θεάτρω των Αθηνών δοθείς χορός μετημφιεσμένων.
+Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ πιστής τινος
+και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν
+Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι
+συνήθως αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή
+ξενοδοχείων, τρέφοντες την εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω
+της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και ουχί εκτάκτως ελκυστικά
+ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι χοροδιδάσκαλοι,
+υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους επιμελείς
+τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων
+και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν
+ετεροφύλων χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως
+επί το πλείστον ο τας ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά
+τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των
+ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα. Θα εγέλασες δε βεβαίως εξ
+όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των χορευτών
+μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το
+αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον
+του χορού διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης
+και εκφωνούντα μετ' απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα
+των αντιχόρων, ή το συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας
+άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή του υπό των στομάχων των
+χορευτών χωνευομένου οίνου.
+
+Και τοιούτος λοιπόν ήτο, θα ερωτήσης βεβαίως, ο εις το θέατρον
+δοθείς χορός μετημφιεσμένων; — Όχι ακριβώς, σου απαντώ, αλλά
+περίπου τοιούτος. Κατά βάθος ολίγον διέφερε των άλλων εκείνων,
+περί ων ήκουσες διηγούμενα όσα έλεγα προ μικρού· ήτο δε μόνον
+κατά τι επηυξημένος και διωρθωμένος, ως πάσαι αι νεώτεραι
+εκδόσεις. — Και τον είδες λοιπόν; θα εξακολουθήσης ερωτώσα. — Τον
+είδα βέβαια· διατί να μην τον ιδώ; και τι άλλο θέλεις να ιδώ εγώ
+εν Αθήναις, όταν συ βλέπης τους bal de l' Opéra εν Παρισίοις; Η
+μόνη διαφορά μεταξού εμού και σου είνε, ότι συ μεν, διά να ίδης
+τους χορούς του παρισινού μελοδράματος, θα ηναγκάσθης πιθανώς να
+φορέσης δ ό μ ι ν ο ν και προσωπείον, εγώ δε ανυπόκριτος και
+αμεταμφίεστος ενεθρονίσθην εις έν θεωρείον, και απήλαυσα ανέτως
+το περίεργον και αστειότατον εκείνο θέαμα, εφ' όσον, εννοείται,
+μου το επέτρεπεν ο πυκνός καπνός, τον οποίον έστελλον εις την
+αίθουσαν οι από των διαδρόμων του θεάτρου καπνίζοντες χορευταί,
+και ο υπό τους πόδας των χορευόντων αδιακόπως αναδιδόμενος
+κονιορτός. Κύριον θέλγητρον του χορού επρόκειτο να ήνε κατά το
+πρόγραμμα του θεατρώνου, και υπήρξεν εν μέρει, η παρουσία του
+προσωπικού του θεάτρου en costume, και η μετοχή αυτού εις τον
+χορόν. Ο κ. Moreau είχε πεισθή, ως φαίνεται, μετά δίμηνον πείραν,
+ότι οι ψάλται και αι ψάλτριαι, τους οποίους από δύο ήδη μηνών
+έτρεφε διά μόνης της πρωινής δρόσου, — ίνα μη πάθη πιθανώς η φωνή
+των — ου μόνον δεν κατώρθοναν να μεταβληθώσιν εις τέττιγας, μ'
+όλην την ανακρεόντειον δίαιταν, εις την οποίαν τους υπέβαλλεν,
+αλλ' εμαρτύρουν τουναντίον ορχηστικήν τινα ειδικότητα, αξίαν
+μείζονος προσοχής και εμψυχώσεως. Απεφάσισε λοιπόν να
+χρησιμοποιήση δημοσία τα κεκρυμμένα του θιάσου του προτερήματα
+και, tirant deux moutures du même sac, να πληρώση συνάμα την
+συνήθως κενήν αίθουσαν του θεάτρου του. Πρώτην φοράν εφέτος ο κ.
+Moreau είχε την τύχην να φανή ευφυής· και το θέατρον επληρώθη
+όσον ουδέποτε το παρελθόν Σάββατον, και οι ηθοποιοί του εχόρευσαν
+όπως ουδέποτε είχον τραγουδήσει. Ο αντίχορος μάλιστα, τον οποίον
+επί το κορδακικώτερον συνεκρότησαν οι αποτυχόντες τέττιγες του
+θεατρώνου μας, υπήρξε γραφικώτατος και ζωηρότατος, προς μεγίστην
+του κοινού ευχαρίστησιν, ο δε κωμικός Gregoire, ενδυμένος
+παράδοξον και ιδιότροπον ιπποκόμου στολήν, απέδειξεν ότι ηδύνατο
+να διαπρέψη ως homme caoutchouc εις οιονδήποτε ιππόδρομον της
+Ευρώπης.
+
+Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης
+κομψόταται, και πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των
+βλέποντες τας ενδυμασίας των. Το υπόλοιπον θεατρικόν τάγμα έμεινεν
+ως επί το πολύ μετριοφρόνως incognito υπό τα πολύχρωμα dominos
+της θεατρικής ιματιοθήκης, και απέβαλλε μόνον ενίοτε τα
+προσωπεία, οσάκις η ανάγκη π ό σ ι ο ς η δ' ε δ η τ ύ ο ς ωδήγει
+αυτό εις το κυλικείον του θεάτρου. Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις,
+φαίνεται, συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως
+νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ. Moreau, διότι περί τα τέλη της
+νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να λησμονώσιν οι πόδες
+των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των προ μικρού
+συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος
+παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν
+τοις θεωρείοις περίεργοι. Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε
+δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής
+εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να
+επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω.
+
+Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του
+θεατρικού χορού. Ήτο Άγγλος τις, αληθής και γνήσιος, εκ των
+αμιμήτων εκείνων, ους απηθανάτισεν η γραφίς του Doré και ο
+κάλαμος του Féval, και τους οποίους παρακολουθούσι συνήθως οι
+αγυιόπαιδες των Παρισίων. Ο άνθρωπος είχε προδήλως ακατάσχετον
+επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν; Έκοψε τον
+ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη
+γυναικείαν εσθήτα decolletée, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν
+διά πυκνού στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι
+αφθόνου γ ά λ α κ τ ο ς π α ρ θ ε ν ι κ ο ύ, και ήλθεν εις τον
+χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη των ευσάρκων του
+βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων χορευτριών του
+θεάτρου. Νομίζω δε ότι το επέτυχεν· αν τουλάχιστον ερωτηθώσιν οι
+βραχίονές του, εφ' ων πολλαπλά και ποικίλα απέμειναν τα ίχνη
+τολμηρών τινων δακτύλων, αναντιρρήτως θα είπωσι το ίδιον. Ίσως
+επόνεσεν ολίγον ο ιδιότροπος Άγγλος· αλλά ε μ π ρ ό ς 'ς τ α
+κ ά λ λ η τ' ε ί ν' ο π ό ν ο ς! κατά την δημώδη παροιμίαν.
+Υποθέτεις ότι θα το ξανακάμη το ερχόμενον Σάββατον; Τις οίδε!
+That is very comical, θα είπε καθ' εαυτόν, και θα επαναλάβη
+πιθανώς την διασκέδασιν.
+
+ιΣΤ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 10 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα, διότι εβαρύνθην πλέον να
+γράφω περί χορών και διασκεδάσεων, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι
+εβαρύνθην να χορεύω και να διασκεδάζω. Και όμως χοροί και
+διασκεδάσεις είνε το μόνον πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις
+σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας απεχαιρέτισεν ο δριμύς
+χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους
+δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.
+
+Περί πολιτικών δεν σου έγραψα ποτέ, και ουδέ σήμερον θα σου
+γράψω, μολονότι τα πράγματα, ως λέγουσιν οι αρμόδιοι, είνε
+σπουδαία, διότι πρόκειται, φαίνεται, και πάλιν να πέση το
+Υπουργείον.
+
+Περί των απόκρεω δεν είνε καιρός ακόμη να γείνη λόγος, διότι,
+μολονότι ήρχισε σήμερον το τριώδιον, και ανυπόμονοί τινες
+μετημφιεσμένοι ενεφανίσθησαν ήδη εις την οδόν Σταδίου, και η
+περιλάλητος κ α μ ή λ α εθεάθη προχθές ορχουμένη προ του
+Σολωνείου εν μέσω πυκνού ομίλου περιέργων, ουχ ήττον ο κόσμος ο
+πολύς επιφυλάσσεται ακόμη, τα δε μικρά μαγαζεία των οδών Αιόλου
+και Ερμού, άτινα εκ του προχείρου μετεβλήθησαν εις εμπορεία
+προσωπίδων και μεταμφιέσεων, μάτην αναπτύσσουσιν από των θυρών
+και παραθύρων των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύσχημα ράκη, άτινα,
+μ' όλα της υπηρεσίας των τα έτη και τας πολυαρίθμους αυτών
+πληγάς, δεν απεφάσισαν οι απάνθρωποι ενοικιασταί των να
+κατατάξωσιν εις απομαχίαν. Φαίνεται εν τούτοις, ότι θα έχωμεν
+εφέτος ζωηροτάτας απόκρεω, περιεργοτέρας πολύ των παρελθόντων
+ετών, και μετά τινων μάλιστα νεωτερισμών. Αν τουλάχιστον πιστεύσω
+εις ακριτόμυθά τινα εκμυστηρεύματα φίλων μας, των οποίων δεν μου
+επετρέπεται σήμερον να σου γράψω τα ονόματα, οργανίζεται είδος τι
+corso διά των οδών Σταδίου και Πατησίων, ούτινος τα κυριώτερα
+πρόσωπα θα είνε ηρωίδες μάλλον ή ήρωες. Λέγεται μάλιστα, . . αλλ'
+αρκετά και ίσως πλέον του δέοντος εφλυάρησα. Αν και όταν γείνη το
+πράγμα, θα σου το περιγράψω εν πάση λεπτομερεία, και η περιέργειά
+σου θα κερδήση μάλλον ή θα ζημιωθή αναμένουσα.
+
+Η εχεμυθία αυτή με στενοχωρεί, έσο βεβαία, πολύ περισσότερον ή
+σε, διότι θα ηδυνάμην άλλως να γεμίσω σήμερον εξαίρετα την
+επιστολήν μου, και δεν θα ευρισκόμην εις την φοβεράν αυτήν
+αμηχανίαν του να μη έχω τι να σου γράψω, και να αναγκάζωμαι επί
+τέλους, αποφεύγουσα τα περί χορών και εσπερίδων και διασκεδάσεων,
+να σου ομιλήσω σήμερον . . . περί του υ π ο β ρ υ χ ί ο υ
+π λ ο ί ο υ, διά του οποίου πρόκειται, καθ' όλα τα φαινόμενα, να
+συνταράξη εντός ολίγου τον ευρωπαϊκόν κόσμον η μικρά Ελλάς.
+
+ — «Υποβρυχίου πλοίου!» θ' ανακράξης βέβαια, διακόπτουσα την
+ανάγνωσιν των γραμμών αυτών. «Πώς! έχετε υποβρύχιον πλοίον εις
+την Ελλάδα;»
+
+ — Όχι, κυρία μου, δεν έχομεν ακόμη, αλλά θα έχωμεν, ελπίζω,
+εντός ολίγου, και τότε πλέον, εννοείς, gare aux cuirrassés! Μη
+γελάς! Το μέγα πρόβλημα, ούτινος η λύσις τοσάκις μάτην απησχόλησε
+τους μεγαλειτέρους ναυπηγούς της Αγγλίας, της Γαλλίας και της
+Αμερικής, και θα μετέβαλλεν ίσως, αν επετυγχάνετο, τον χάρτην της
+Ευρώπης εντός ολίγων ετών, το πρόβλημα αυτό πλησιάζει, ως λέγουν,
+να λύση παρ' ημίν ουχί ναυτικός τις, ουχί επιστήμων, μαθηματικός,
+μηχανικός ή άλλος, αλλ' άνθρωπός τις κοινός, απλούς, απαίδευτος,
+περικλείων όμως, φαίνεται, εις τα προνομοιούχα του στήθη το θείον
+εκείνο πυρ, όπερ μετέβαλεν άλλοτε τους αλιείς εις αποστόλους, και
+τοσαύτας ενεργεί παραδόξους μεταβολάς και σήμερον έτι εν Ελλάδι,
+χώρα κατ' εξοχήν προνομιούχω. — «Αλλά, θα μου παρατηρήσης μεθ'
+όλης της δυνατής δειλίας του χαρακτήρος σου, αλλά νομίζω, ότι ίνα
+επιτύχη μηχανική τις εφεύρεσις δεν αρκεί μόνον το θείον πυρ αλλά
+χρειάζεται και κάποια επιστημονική προπαίδευσις, διότι άλλως, αν
+π. χ. δεν ηξεύρη τις ότι δύο και δύο κάμνουν τέσσαρα, δύναται να
+υποθέση, παραπλανώμενος υπό του θείου πυρός, ότι κάμνουν πέντε,
+και τότε;» — Αι, φιλτάτη! πιθανόν να έχης δίκαιον, διότι έχεις
+υπ' όψιν σου την Ευρώπην· εις την Ελλάδα όμως το πράγμα είνε
+κάπως διαφορετικόν, και ότι είνε διαφορετικόν απέδειξαν τα μέχρι
+τούδε γενόμενα πειράματα, άτινα επέτυχον πληρέστατα.
+
+Πριν δε με διακόψης και πάλιν, άκουσε. Ο μέλλων εφευρέτης του
+υποβρυχίου πλοίου, αφού πολλάκις πρότερον, παρόντων ευαρίθμων
+μόνον θεατών, κατεβύθισε το υποβρύχιον σκάφος του εν τω όρμω του
+Φαλήρου, και διαμείνας ικανήν ώραν υπό τα ύδατα, ανέδυ πάλιν σώος
+και υγιής, προσεκάλεσε πρό τινων ημερών διά δημοσίας αγγελίας
+κόσμον πολύν εις το Φάληρον, και ενώπιον πυκνού ομίλου περιέργων
+και δυσπίστων κατεβυθίσθη αυτός και τα τέκνα του εντός του
+υποβρυχίου σκάφους του, διέμεινε πέντε περίπου ώρας υπό τα ύδατα,
+και ανέδυ μετά ταύτα υγιέστατος, εν μέσω των παταγωδών ευφημιών
+των παρισταμένων. Συγκεκινημένος τότε ανέβη εις έν τραπέζιον του
+καφενείου, και απέτεινε θερμοτάτην και πλήρη πεποιθήσεως
+προσφώνησιν εις τους θεατάς του, ήτις κατέληξε διά της δηλώσεως,
+ότι προς τελειοποίησιν της εφευρέσεώς του του εχρειάζοντο τρεις
+χιλιάδες φράγκων, άτινα ήλπιζεν, είπεν, ότι προθύμως ήθελον
+συνεισφέρει οι ενδιαφερόμενοι υπέρ της επιτυχίας του. Η
+προσφώνησις αύτη εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού·
+είς των παρισταμένων αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι
+ησθάνθησαν υγραινομένους τους οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους
+σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των, επιτροπή δε πάραυτα
+συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των τρισχιλίων φράγκων.
+Η επιτροπή ανέλαβε προθύμως το έργον, ωργάνωσε λαχείον, και είνε
+πάσης αμφιβολίας εκτός, ότι το χρήμα θέλει ταχέως συμποσωθή, και
+ότι η σπουδαία εφεύρεσις θα τ ι μ ή σ η τ ο ν τ ό π ο ν. Τι
+λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα
+μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν
+καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το σπουδαίον είνε να
+κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού κυβερνήτης,
+να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το
+ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι
+τινές φύσει φιλοκατήγοροι. Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έχουσι
+πατριωτισμόν, όσοι δεν αισθάνονται αναπτερούμενον τον νουν των
+και θερμαινομένην την καρδίαν των προς το μεγαλείον και την δόξαν
+της πατρίδος των, όσοι τέλος πάντων νομίζουσιν, ότι επιδεικνύουσι
+σοφίαν, αμφιβάλλοντες περί πάντων και προς πάντα δυσπιστούντες.
+Συ όμως είσαι αγνή πατριώτις, και τοιούτοι λόγοι δεν αρμόζουν εις
+τα χείλη σου. Εύχου μόνον υπέρ της επιτυχίας του έργου και
+πίστευε, διότι ηξεύρεις ότι η πίστις μεταθέτει όρη, και πληροί
+κοιλάδας, και . . . . . κατασκευάζει υποβρύχια πλοία· — διατί
+όχι;
+
+Απόψε δίδεται μουσική συμφωνία εις το Ωδείον, υπό του εν Αθήναις
+προ τινος χρόνου εγκατεστημένου ιταλού κλειδοκυμβαλιστού
+Lacalamita. Το πρόγραμμα του είνε αρκετά ελκυστικόν. Επεθύμουν
+ιδίως ν' ακούσω την περιλαμβανομένην εν αυτώ ωραίαν τετραφωνίαν
+του Mozart, και περιπαθές τι Andante apassionato, έργον
+διακεκριμένου έλληνος μουσουργού και μελοποιού, του κ. Αυγερινού,
+ον είχες, υποθέτω, την ευτυχίαν ν' ακούσης συ άλλοτε εν Αγγλία.
+Έγραψα, επεθύμουν, διότι δυστυχώς δεν θα υπάγω· όχι διότι μ'
+επηρεάζει το άδικον λογοπαίγνιον, όπερ διά της παρατονίσεως του
+ονόματος εδημιούργησεν άλλοτε ευφυολόγος τις αθηναίος εις βάρος
+του κ. Lacalamita, αλλά διότι . . . πρέπει να χορεύσω και απόψε!
+
+Madame, . . . ah! Madame . . . plaignez mon tourment.
+
+ΙΖ'.
+
+Εν Αθήναις τη 17 Φεβρουαρίου 1880
+
+Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών
+και εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν
+την φοράν η τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις
+φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ' αρέσκει η καλή και αληθής
+μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς την ευχαρίστησιν,
+την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ φιλολογικής
+μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος
+Γ. Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω Π α ρ ν α σ σ ώ, και εκ
+μουσικής εσπερίδος, εις την οποίαν ο κοινός ημών φίλος κ. Δ.
+συνεκάλεσε την επαύριον Πέμπτην ευάριθμον ομήγυριν φίλων.
+
+Και αι δύο αυταί εσπεριναί διατριβαί υπήρξαν δι' εμέ ου μόνον
+ευχάριστος ανακούφισις από του χορευτικού πανδαιμονίου, το οποίον
+κατέκλυσεν εφέτος τας Αθήνας, αλλά και απόλαυσις αληθής, εξ
+εκείνων αίτινες και διαρκούσαι θέλγουσι την ψυχήν και την
+καρδίαν, και παύουσαι καταλείπουσιν οπίσω των ανάμνησιν ιλαράν
+και γλυκύθυμον, ήτις αυτή καθ' εαυτήν είνε τέρψις, ως είνε τέρψις
+το ηδύπνουν άρωμα, όπερ αφίνει κατόπιν της ωραία γυνή, ως είνε
+τέρψις η διάβασις χλοεράς ατραπού,
+
+où le vent balaya des roses,
+
+κατά την ωραιοτάτην έκφρασιν του Sully Prudhomme.
+
+0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις
+Παρισίους, όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε
+νεώτερος αδελφός του γνωστού ποιητού της Μ ε ρ ό π η ς και
+άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω.
+Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων ήδη έργων τιμήσας
+τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην εν τω
+Π α ρ ν α σ σ ώ, ότι και ποιητικήν έχει την ψυχήν, ως ο πρεσβύτερος
+αυτού αδελφός, και την χάριν του λόγου ίσην σχεδόν προς εκείνον.
+Θέμα του λόγου του ή μάλλον αφορμήν αυτού έλαβεν ανέκδοτόν τι
+απόσπασμα του Ευριπίδου, το οποίον δημοσιευθέν πρό τινος εν
+Παρισίοις πολύ φυσικώς επροξένησε πάταγον μεταξύ των ελληνιστών
+της Δύσεως, και πολλάς προεκάλεσε συζητήσεις, και μεγάλως διήρεσε
+τας γνώμας των σοφών, περίπου τις ήτο άρα γε η απολεσθείσα
+τραγωδία του τραγικωτάτου των αρχαίων ποιητών, ης απετέλει αέρος
+το ανευρεθέν λείψανον. Δεν περιμένεις βέβαια να σου μνημονεύσω
+τας γνώμας των ξένων φιλολόγων, ούτε τους λόγους δι' ων
+κατεπολέμησεν αυτάς ο έλλην συνάδελφός των. Το πράγμα θ' απέβαινε
+πολύ σοφόν, σοφώτερον αναμφιβόλως και σου και εμού. Όταν σου
+αναφέρω απλώς, ότι κατά την γνώμην του κ. Βερναρδάκη το
+δημοσιευθέν απόσπασμα ανήκει εις τραγωδίαν του Ευριπίδου
+«Α ν δ ρ ο μ έ δ α ν», της οποίας υπάρχουσιν ήδη γνωστά και
+δημοσιευμένα πεντήκοντα περίπου άλλα αποσπάσματα, πολύ όμως
+μικρότερα και ασημότερα, είνε νομίζω τούτο αρκετόν διά την
+φιλολογικήν σου περιέργειαν. Ίσως ίσως δε και αυτό θα σου ήνε
+αδιάφορον, διότι ουδείς πιθανώς υπάρχει λόγος να ανησυχής, αν εις
+τα σωζόμενα μέχρι τούδε δίστιχα ή τετράστιχα αποσπάσματα
+απολεσθείσης αρχαίας τραγωδίας προσετέθη και άλλο νέον, έστω τούτο
+και τεσσαρακοντάστιχον, έστω και ωραίον αληθώς υπό πάσαν έποψιν.
+Ό,τι όμως βεβαίως δεν θα σου ήνε αδιάφορον, ό,τι πολύ θα επεθύμεις
+να ήκουες και συ όπως ήκουσα και εγώ, είνε αυτή η απολεσθείσα
+τραγωδία του Ευριπίδου, ης προδήλως — κατά την ταπεινήν μου
+γνώμην — απετέλει μέρος το δημοσιευθέν εσχάτως τεμάχιον.
+
+Και πού λοιπόν, θ' αναφωνήσης, ευρέθη αυτή η τραγωδία, και πώς
+δεν μου το λέγεις τόσην ώραν; — Δεν ευρέθη, φίλη μου, δυστυχώς·
+ευτυχώς όμως ανεπλάσθη συγκολληθείσα εκ των αμόρφων εκείνων
+λειψάνων, ανεδημιουργήθη ούτως ειπείν εκ του μη όντος υπό της
+καλλιτέχνου χειρός του νεαρού φιλολόγου, άρτιον δε σχεδόν ούτω
+και καλλίμορφον ανεπτύχθη προ των εκθάμβων ακροατών το ωραίον
+εκείνο έργον του μεγάλου τραγικού, όπερ ομοφώνως κατέτασσον οι
+αρχαίοι μεταξύ των αριστουργημάτων του. Δεν ηξεύρω, αν σ' έτυχέ
+ποτε — και θα σ' έτυχε βεβαίως — να ιδής που αναπλαστικήν εικόνα
+αρχαίου μνημείου, εξ εκείνων τας οποίας οι Γερμανοί ιδίως
+επιτηδεύονται, οι επιστημονικώς ως επί το πλείστον παιδεύοντες
+την καλλιτεχνικήν των γραφίδα. Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε
+μετ' ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της
+Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb άνωθεν της εισόδου της
+ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου. Ώρας ολοκλήρους
+έμεινα θεωμένη την χαριεστάτην εκείνην και πλήρη εμπνεύσεως
+ανάπλασιν των αμιμήτων αριστουργημάτων, άτινα εκάλλυνον προ
+αιώνων τον ιερόν βράχον της Αθήνας· και τοσούτον επί στιγμήν
+ελησμόνησα και τα κύκλω μου γύψινα εκμαγεία ελληνικών αγαλμάτων
+και την μακράν μου — επί της πατρίας γης — λυπηράν των ερειπίων
+πραγματικότητα, τοσούτον εν παραδόξω εκστάσει ανυψώθην
+ανεπαισθήτως εις των ονείρων τον κόσμον, ώστε υπέλαβον την εικόνα
+πιστήν μάλλον της αληθείας αντιγραφήν ή ανάπλασιν του μη
+υπαρχοντος, και ήλπισα, ότι επανερχομένη εις τας Αθήνας ήθελα
+επανεύρει την Ακρόπολίν μου λαμπράν και απαστράπτουσαν εκ κάλλους
+και νεότητος, οποίαν είχε φαντασθή και γράψει αυτήν ο γερμανός
+ζωγράφος επί του τοίχου του βερολινείου Μουσείου. Τοσαύτη ήτο η
+μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου, ούτινος η
+γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους
+συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την
+Πρόμαχον, αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος,
+επαναφέρουσα εις την ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και
+συμπληρούσα τον απωρφανωμένον όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως
+λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε δυστυχώς εις ακανθώδεις
+τρίβους η δημοσιογραφία·
+
+ _Του Παρθενώνος θεωρών τας στήλας πετωκυίας,
+ τον πλάττω ως τον έπλασεν ακμαίον ο Φειδίας,
+ ο πλάστης ούτος των θεών,
+ και παν εκπλύνων λείψανον των δουλικών κηλίδων,
+ κοσμώ και με την λείπουσαν εκ των Καρυατίδων
+ του Ερεχθέως τον ναόν._
+
+Τοιαύτη περίπου υπήρξε και η εντύπωσις, ην μοι επροξένησε την
+παρελθούσαν τετάρτην η υπό του Κ. Βερναρδάκη ανάπλασις της
+«Ανδρομέδας» του Ευριπίδου. Ακούσασα αυτόν συνθέτοντα μετ'
+ευλαβείας το απολεσθέν δράμα εκ των περισωθέντων λειψάνων του,
+συγκολλώντα ούτως ειπείν και προσαρμόζοντα τα μικρά εκείνα
+συντρίμματα, αναπληρούντα τα κενά διά λόγου ποιητικού, εγκρατούς
+και αρχαιοπρεπές έχοντος το κάλλος, υποβάλλοντα εκάστοτε τον
+προσήκοντα λόγον εις του Περσέως, της Ανδρομέδας και του Κηφέως
+το στόμα, και την προσήκουσαν συμβουλήν και κρίσιν εις τα χείλη
+του κορυφαίου του χορού, ενόμισα προς ώραν, ότι ανέλυε μάλλον
+υπάρχουσαν και σωζομένην τραγωδίαν ο ρήτωρ και εφαντάσθην ότι
+επανερχομένη εις την οικίαν μου και ανοίγουσα τον Ευριπίδην θα
+ανεύρισκον εντός αυτού την «Ανδρομέδαν» ολόκληρον, οποίαν προ
+μικρού είχεν αναπλάσει αυτήν ο κ. Βερναρδάκης. Τοσούτον είχε το
+γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε την
+χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή
+αυτού ενσάρκωσις του δράματος.
+
+Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον
+ήκουες; Παρηγορήσου όμως. Ο λόγος του νεαρού αλλά διακεκριμένου
+ήδη φιλολόγου θέλει δημοσιευθή προσεχώς, και δύνασαι τότε ν'
+απολαύσης εκ της αναγνώσεως όσην εγώ απήλαυσα εκ της ακροάσεως
+ευχαρίστησιν. Θέλεις δε βεβαίως πεισθή και συ, ως εγώ επείσθην,
+ότι ο τόπος ημών ο πάντων αφθονών αλλά και πάντων σπανίζων,
+απέκτησεν επιστήμονα των γραμμάτων ουχί συνήθη, ουδέ όμοιον προς
+το πολύ πλήθος των ημετέρων φιλολόγων, ων η περί τας λέξεις σοφία
+ουδέν σχεδόν άλλο κατώρθωσε δυστυχώς μέχρι τούδε, ή να εμπνεύση
+εις τους πολλούς αποστροφήν μάλλον ή έρωτα προς τα αθάνατα έργα
+των παλαιών, άτινα εις τούτο και μόνον κρίνονται ως επί το
+πλείστον χρήσιμα, εις το ν' ασκώσι δίκην πτωμάτων τα μικροσκόπια
+της κριτικής και τα μαχαίρια της γραμματικής ανατομίας.
+
+Έχει και ο Κ. Βερναρδάκης μικροσκόπιον, και διά πολλών ήδη
+κατέδειξεν, ότι διαυγέστατος είνε του μικροσκοπίου του ο φακός·
+αλλ' έχει όμως και οφθαλμόν, οφθαλμόν ψυχής συνάμα και καρδίας,
+και τούτο είνε δι' εμέ, την μη σοφήν, η μεγίστη του σοφία.
+
+Δεν μου περισσεύει, βλέπεις, χάρτης διά την μουσικήν εσπερίδα.
+Αλλά ce qui est différé n' est pas perdu. Επιφυλάξου διά την
+προσεχή εβδομάδα.
+
+ΙΗ'.
+
+Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις
+τους δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι! Πόσαι και ποίαι
+φωναί, και πόσος πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος
+κονιορτός! — Και κονιορτός; — Και κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην
+την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν απελπίσει τους Αθηναίους,
+βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την από των Κρονίων
+προσδοκωμένην διασκέδασίν των.
+
+Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την
+οικίαν μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την
+οδόν Αιόλου από της πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη
+λέξει Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και εκείθεν την οδόν Ερμού
+μέχρι της πλατείας του Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς, και εκείθεν την
+οδόν Σ τ α δ ί ο υ μέχρι του Σ ο λ ω ν ε ί ο υ, και εκείθεν
+πάλιν την οδόν Αιόλου, και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και
+καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης Ασώπιος. Το τι επατήθην κατ' αυτήν
+μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και εξεκωφάθην, και
+εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . .
+πλην είνε αδύνατον να φαντασθής. Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ
+ολίγων ωρών, να πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης
+ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως,
+την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη σου κατά τας εφετεινάς
+απόκρεω. Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω ατελώς τας
+εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής,
+αν σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και
+άτακτον είνε εις την κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη,
+πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε μέθοδον.
+
+Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος
+εντύπωσις των Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η
+παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών μεταμφιέσεων. Εκτός δύο ωραίων
+εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ' ολίγον, το πολύ και
+αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε
+μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας,
+νομίσαντας δε, φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι'
+αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος, να φορέσουν έν ενοικιασμένον
+domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και καθάριον, να
+ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας
+λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους — η σπατάλη των
+δεν προέβη μέχρι κ ο υ φ έ τ ω ν — ή μοιράζοντες τυπωμένην την
+ευφυίαν των δι' επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo
+et Cie· Ν α μ α ς γ ρ ά φ ε τ ε», και ακούοντες κύκλω του τα
+πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμού Κ ό φ' τ ο!
+Κ ό φ' τ ο! Μη μ' ερωτάς επί του παρόντος, τι σημαίνει η
+περίεργος αύτη φράσις, την οποίαν, μιμούμενον τους παρισινούς,
+καθιέρωσεν εφέτος το αθηναϊκόν κοινόν. Θα την ακούσωμευ μετ'
+ολίγον εντονωτέραν, και τότε θα σου την εξηγήσω.
+
+Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και
+πηγαίνωμεν προς στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους,
+όπερ φέρεται πυκνόν από της πλατείας της Ο μ ο ν ο ί α ς προς
+την οδόν του Α ι ό λ ο υ. Προσοχή μη μας πατήσουν, ή μη
+πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία
+σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα
+διασκεδάσωσι.
+
+Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού
+θεατριδίου, το οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά
+σινδών, και εις του οποίου την ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν
+κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι ακατανόητα διά του
+στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον αδέξιαι, ώστε
+ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας
+προχωρήσωμεν. Α! Ιδού ευθύς έν κ ά ρ ρ ο ν, του οποίου οι
+κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν
+διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα
+είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν,
+άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της
+εστίας του. Εφόρεσαν ό,τι εύρον· οι μεν το πάπλωμά των, οι δε των
+συζύγων των τα φορέματα, άλλοι πίλους υψηλούς, και άλλοι σπυρίδας
+ανεστραμμένας. Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον
+περιπλέον, εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός
+και ατάραχος επιδεικνύει τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς
+ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι' ολίγων οκάδων ρητινίτου
+εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν, εκίνησαν
+θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες
+περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν
+καταδέχονται. Δεν ειξεύρω διατί, αλλά μ' αρέσκουσιν οι
+μιλτοπάρειοι αυτοί αρματηλάται. Ουδέν εμπαίζουσιν, ουδ' έχουσι
+την αξίωσιν να εμπαίξωσι. Διασκεδάζουσι μόνον, διότι τούτο και
+μόνον ηθέλησαν, και εννοούσι τας Απόκρεω κατά την αληθή και
+φυσικήν αυτών σημασίαν, απαράλλακτα όπως εννόουν τα Κρόνια του οι
+παλαιοί Ρωμαίοι. Τους προτιμώ μυριάκις των ανόστων δομινοφόρων,
+δι' ων ο αύξων πολιτισμός του ελληνικού και η ξενική μίμησις
+αντικατέστησαν σήμερον τους παλαιοτέρους μ α κ η δ ό ν ο υ ς,
+τους κ ο υ δ ο υ ν ά τ ο υ ς, τους δ ι α β ό λ ο υ ς, τους
+ψ α ρ ά δ ε ς και τους τ ο υ ρ κ α λ ά δ ε ς.
+
+Ολίγον περαιτέρω, επί της πλατείας της Τραπέζης, παίζουσι τα
+πασίγνωστα ρ ό π α λ α. Τα γνωρίζεις βεβαίως εν πάση αυτών τη
+αηδία και ρυπαρότητι, ώστε περιττόν είνε να σταματήσωμεν. Non
+guarda e passa· ας ρίψωμεν δε μόνον, αν θέλης, μίαν δεκάραν εις
+τον τενεκέν του θεατρώνου. Παρέκει προφαίνεται από της παρόδου
+των Αγίων Θεοδώρων το γεγηρακός ήδη αλλά παραδόξως ανανεωθέν
+εφέτος Γ α ϊ τ α ν ά κ ι. Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως
+τα ρ ό π α λ α και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού
+απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι
+θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον
+ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον
+ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό
+των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.
+
+Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως
+ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον
+μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει
+πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το
+ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως
+άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον
+δυσαρεστήσει το ήθος. Αντί παντός προσωπείου, καλύπτει την
+κεφαλήν αυτού ολόκληρον ωραία και επιτυχεστάτη όνου κεφαλή.
+Μαντεύεις βεβαίως, τι ήθελε να σατυρίση· πολύ φοβούμαι όμως, μη
+το μαντεύσωσι και άλλοι εντός ολίγου, και ο τολμηρός σατυριστής
+επιστρέψη εις την οικίαν του μώλωπας φέρων πολλούς από τινός
+αρειμανίου χειρός και μετάνοιαν πλείονα της τόλμης του.
+
+Ας προχωρώμεν εν τούτοις, καταστέλλουσαι όσον δυνατόν την
+περιέργειάν μας, διότι το πλήθος είνε πυκνόν, και το ρεύμα του
+δεν επιτρέπει ανέτους παρατηρήσεις. Άλλως τε και δεν έχομεν τι
+περίεργον να παρατηρήσωμεν. Ούτε ο νεανίσκος αυτός, όστις θέλει
+δήθεν να σατυρίση τους γυναικείους συρμούς, και περιεβλήθη προς
+τούτο παν δυνατόν και ακατονόμαστον ράκος· ούτε οι εφ' αμάξης
+εκείνοι δύο, οίτινες έκρυψαν τας μικράς των κεφαλάς εντός
+μεγαλειτέρων εκ ναστοχάρτου, τας οποίας αναγκάζονται να
+υποκρατώσι διά των χειρών των· ούτε ο μείραξ αυτός, όστις εφόρεσε
+πορφυρούν επώμιον και πορφυράν φενάκην και διευθύνει μόνος του το
+κομψόν του αμάξιον, είνε θεάματα παρατηρήσεως άξια. Ας κάμψωμεν
+λοιπόν την γωνίαν της Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και ας
+τραπώμεν την οδόν Ε ρ μ ο ύ.
+
+Πλήθος συμπαγές, εντός του οποίον μόλις κατορθόνει να κινήται η
+δεξιά πάντοτε βαίνουσα σειρά των αμαξών, εξώσται πλήρεις
+περιέργων, αλλ' ουδ' είς σχεδόν μετημφιεσμένος, εκτός των
+εποχουμένων δομινοφόρων. Αδύνατον να στραφώμεν προς τα οπίσω· ας
+αφήσωμεν να μας κινή το ρεύμα.
+
+Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του
+Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας.
+Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν'
+απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου
+ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού
+ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον,
+τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας
+πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα. Σημείωσε και
+αυτόν ως δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς
+την οδόν Σ τ α δ ί ο υ.
+
+Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά
+των ξίφη, στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν
+αλαλαγμώ τον αρχηγόν αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και
+ανέτως επί μαλακών προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων
+την καπνοσύριγγά του εν πλήρει ψυχική γαλήνη. Τίνα εκστρατείαν
+άρα γε παρωδεί η κωμική αυτή πομπή; Το παριστάμενον πλήθος
+φαίνεται κατενθουσιασμένον. Φωνάζει, επευφημεί, κροτεί τας
+χείρας, και κραυγάζει μετά παραφοράς την φράσιν του συρμού:
+Κ ό φ' τ ο! Κ ό φ' τ ο!
+
+Αλλά τι λοιπόν σημαίνει η παράδοξος αυτή φράσις; Ουδέν άλλο ή: Α
+ρ κ ε ί! Φ θ ά ν ε ι! Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι'
+αυτής και συνοδεύει πάντα παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως
+τους κομψούς δομινοφόρους των αμαξών, προς τους οποίους, μα την
+αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη η κραυγή του πλήθους.
+Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να μάθης και
+πόθεν η καταγωγή του Κ ό φ' το, λυπούμαι μη δυναμένη να σου
+μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν. Συζήτησις γίνεται μεγάλη τας
+ημέρας αυτάς εν Αθήναις, γνώμαι συγκρούονται πολλαί περί της
+φύτρας και ρίζης του πράγματος, λογομαχία αυτόχρημα βυζαντηνή
+ανεπτύχθη μεταξύ των αρμοδίων, αλλά δεν κατωρθώθη έτι να
+δ ι α λ ε υ κ α ν θ ή, ως λέγουσιν οι φιλόλογοι, το ζήτημα.
+Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κ ό φ' το
+γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά,
+και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα
+δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων.
+Τα ζιζάνια των οδών, άτινα εβαπτίσθησαν προσφάτως επί το
+ποιητικώτερον υ π ο δ η μ α τ ο σ μ ή κ τ α ι, — οι άλλως
+αμαθέστερον και ευνοητότερον λ ο ύ σ τ ρ ο ι καλούμενοι, —
+ήρχισαν φωνούντα Κ ό φ' το εις τον δυστυχή εφημεριδοπώλην, και
+εκ τούτου η φράσις. Άλλοι, ως προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς
+και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν ανησυχούμεν, εννοείται,
+πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους οποίους πολύ
+φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να
+φωνήση τις Κ ό φ 'το.
+
+
+ΙΘ'.
+
+Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.
+
+Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις
+ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . .
+καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η
+πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και
+ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε
+τας διασκεδάσεις των.
+
+Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους
+θεολόγους, οίτινες προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός,
+διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής
+καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον χρηστού ανδρός απέδωκαν εις
+οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον υποστηρίζοντα την διάλυσιν
+των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ τον αιφνίδιον
+αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των
+τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη
+χορτάσαντας ακόμη Αθηναίους. Αν ήμην μετεωρολόγος, θα έλεγον το
+πράγμα φυσικόν και προσδοκώμενον, συνδυάζουσα, εννοείται, το
+βαρόμετρον και τα μετεωρολογικά τηλεγραφήματα, τα ρεύματα των άνω
+και κάτω στρωμάτων της ατμοσφαίρας, και δεν ηξεύρω πόσα άλλα
+πράγματα ακόμη. Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και αρκούμαι επομένως
+οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν χειμώνα,
+όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν
+ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.
+
+Παράδοξος βεβαίως θα σου φανή η αρχή της επιστολής μου, και
+απροσδόκητος η αγγελία της πέμπτης και έκτης εκδόσεως χιόνος, την
+οποίαν εδημοσίευσεν αναχωρών ο Φεβρουάριος. Τι θα ειπής όμως,
+όταν μάθης ότι εντός μιας και μόνης εβδομάδος είχαμεν όλα τα είδη
+των καιρών, αιθρίαν και ήλιον, άνεμον και βροχήν, χιόνα και
+πάγους;
+
+Την παρελθούσαν Κυριακήν χ α ρ ά θ ε ο ύ, ως λέγει ο λαός·
+ήλιος λάμπων και θερμαίνων, ουρανός αθηναϊκός, και πλήθος φαιδρόν
+εις τους δρόμους. Την Δευτέραν άνεμος φοβερός, και την νύκτα
+θύελλα αληθινή, αναρπάζουσα τας καπνοδόχας των οικιών, εκριζούσα
+δένδρα και αναποδογυρίζουσα τας κεράμους των ορόφων. Την
+Τρίτην . . . αλλοίμονον εις όσους εξήλθον της οικίας των! Οι πίλοι
+των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι
+των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των
+απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των
+εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν. Την τετάρτην και την πέμπτην
+ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας
+Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς,
+όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν
+ανεπαισθήτου αύρας. Έλεγέ τις ότι ο Μάιος, ωφελούμενος από τας
+Απόκρεω, περιεφέρετο incognito εις την χλοεράν πεδιάδα, όπου
+ευφυείς τινες ανεμώναι τον εννόησαν και προέκυψαν πρώιμοι εις
+προϋπάντησίν του. Ηπατάτο όμως όστις το έλεγεν. Ήτο ο
+Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος Κ ο υ τ σ ο φ λέ β α ρ ο ς
+του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο
+τον Μάιον, αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην
+του ψύχους και του βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε
+βροχήν παγετώδη, και την επομένην πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες
+απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας τας στέγας. Δεν το
+κατώρθωσαν την ημέραν εκείνην, αλλά το κατώρθωσαν όμως την
+επομένην, καθ' ην ο ορίζων των Αθηνών μετεβλήθη διά μιας εις
+ορίζοντα του Βερολίνου, και το θερμόμετρον κατέβη εις 6 βαθμούς
+υπό το μηδέν, και αι μύται μας εκοκκίνησαν ως μήκωνες ανθηραί.
+Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι είχον την όψιν
+πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους,
+ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην.
+Μιας σπιθαμής, — ακούεις; — μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και
+καθ' ην ώραν σου γράφω,
+
+ _εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,_
+
+πίπτει πάντοτε πυκνή και αδρά, ως πίπτουσιν από τινος αι ιδέαι
+πυκναί και αδραί εντός του ελληνικού βουλευτηρίου, όπου θα έμαθες
+βέβαια εκ των εφημερίδων, οποίον ηρωικόν θόρυβον παρήγαγεν
+εσχάτως μία μας ομόφυλος, ανανεώσασα τας παραδόσεις της παλαιάς
+αγοράς, και τακτικόν συνάψασα διάλογον από των ακροατηρίων προς
+τους εν τη αιθούση . . . αγορεύοντας.
+
+Φαντάζεσαι οποίαν λύπην, οποίαν αγανάκτησιν, οποίαν απόγνωσιν
+παρήγαγεν η παράδοξος αυτή και απευκταία του χειμώνος εμφάνισις
+εν τέλει των αθηναϊκών Κρονίων. Εκτός ίσως των οικοδεσποτών και
+των αμφιτρυώνων, οίτινες εύρον ευπρόσδεκτον αφορμήν να κλείσωσι
+τους οίκους των προς τον βορράν και τους . . . μετημφιεσμένους,
+πάντες οι άλλοι, οι θέλοντες να χορεύσωσιν, οι θέλοντες να
+μεταμφιεσθώσιν, οι θέλοντες να σ ε ρ ι α ν ί σ ω σ ι ν, οι
+θέλοντες να ίδωσι τέλος πάντων, είνε απαρηγόρητοι. Δεν σου λέγω
+το φ υ σ ο ύ ν και δεν κ ρ υ ό ν ε ι, κατά την παροιμίαν,
+καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η χιών,
+αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν ζ ε σ τ α ί ν ε τ α ι. Δεν
+εννοούν, πώς είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν
+Κυριακήν των Απόκρεω, αφού διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και
+έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας εβδομάδας. Και πώς διεσκέδασαν, και
+πώς μετημφιέσθησαν! Το γνωρίζεις ήδη αρκετά, διότι όλα μου τα
+γράμματα από δύο σχεδόν μηνών δεν ήσαν άλλο τίποτε ή χρονικά των
+αθηναϊκών διασκεδάσεων, και χρονικά ατελή — σημείωσε, — διότι εν
+μέσω του κατακλυσμού εκείνου της ευθυμίας και της τέρψεως, όπου
+επί έξ όλας εβδομάδας έπλεεν αμέριμνος η χορευτική των Αθηναίων
+κιβωτός, πολλάς κατ' ανάγκην ελησμόνησα εσπερίδας και πολλούς
+παρέλειψα χορούς. Ούτε τας ωραίας εσπερίδας της Κυρίας Σ. σου
+εμνημόνευσα, αίτινες ανά πάσαν Δευτέραν συνεκέντρουν εντός
+πολυτελεστάτων αιθουσών το άνθος του αθηναϊκού κόσμου, ούτε τας
+συναστροφάς της Κυρίας Δ., όπου ολίγος μεν αλλ' οικείος και
+εύθυμος όμιλος παρέτεινε μέχρι της τετάρτης πρωινής ώρας το
+ταραχώδες cotillon, ούτε άλλας μεμονωμένας και μικροτέρας
+νυκτερινάς ομηγύρεις, των οποίων και τώρα πλέον, — κατόπιν εορτής
+— θ' απέβαινε μακρά και η απλή μόνον απαρίθμησις.
+
+Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι
+θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν
+εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων. Πλην του
+ωραίου χορού της Κυρίας Λ., δι' ου φαιδρώς εωρτάσθησαν οι
+πρόσφατοι αρραβώνες ζεύγους νεαρού, πλην του δευτέρου χορού της
+εν Πειραιεί Λέσχης, όστις επέτυχεν, ως λέγεται, πολύ περισσότερον
+του πρώτου, η παρά τη Κυρία Ν. Σ. λαμπρά εσπερίς της παρελθούσης
+πέμπτης υπήρξεν αληθώς η μεγαλοπρεπεστέρα προπομπή των εφετεινών
+απόκρεω, και αφήκεν ανεξάλειπτον την μαγευτικήν της εντύπωσιν εις
+πάντων των προσκεκλημένων την μνήμην. Ούτε των ωραίων αιθουσών η
+πλήρης καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των
+εσθήτων αυτών ο πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία,
+αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το
+ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου διπλούν δείπνον
+και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της
+μοναδικής εκείνης συναναστροφής. Υπέρ πάντα ταύτα επέλαμπε και
+εζωογόνει και εφαίδρυνε την ομήγυριν η ανέκφραστος εκείνη χάρις,
+ης η οικοδέσποινα κατέχει το μυστήριον, η φυσική εκείνη και
+εγγενής ούτως ειπείν προσήνεια του ήθους, το ανεπιτήδευτον και
+όμως διακεκριμένου των τρόπων, η αβρά εκείνη φιλοφροσύνη, ήτις
+vous met si bien a votre aise, όπως λέγουσιν οι Γάλλοι, και όπως
+δυστυχώς δεν δυνάμεθα να είπωμεν ημείς ακόμη ελληνιστί,
+στερούμενοι πιθανώς την έκφρασιν διότι στερούμεθα εν γένει και το
+πράγμα.
+
+Ως προς τους μετημφιεσμένους, ή μάλλον ειπείν τους θέλοντας να
+μεταμφιεσθώσι, μη νομίσης ότι τους εζημίωσε και πολύ η χθεσινή
+και σημερινή χιών. Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς
+μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή
+ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των
+Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες
+άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα
+στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να
+αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.
+Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους
+κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον
+δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σεις;»
+
+Εννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη
+πιθανώτατα και απόψε. Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει
+να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την
+στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα
+εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι
+φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται
+άγνωστα και κατευχαριστημένα.
+
+Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις
+αυτή έχει ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ
+ολίγων ημερών ευάριθμος αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο
+εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών ζητούσα διασκέδασιν και χορόν
+εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα παράθυρα.
+Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει
+άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι
+νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο
+φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν
+διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν. Η άδεια,
+εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας
+ευρίσκοντο εν μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . .
+παραδόξως ουδένα κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς
+υποδεχθέντες αυτούς είχον άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί
+εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους τρόπους υπερβαλλόντως
+κοσμίους.
+
+ — Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.
+
+ — Πού είνε ο κύριος Λ; έλεγεν ο άλλος, και εννόει τον προ
+τεσσάρων μηνών μετοικήσαντα οικοδεσπότην.
+
+ — Δεν γνωρίζω ψυχήν! παρετήρει τρίτος, και πάντες έμενον βωβοί
+και κατάπληκτοι, ότε είς των χορευτών, ρωμαλέος και πορφυρούς την
+όψιν Ηρακλής, πλησιάζει εις τον παρείσακτον όμιλον, και ερωτά διά
+βροντώδους φωνής·
+
+ — Έχετε άδειαν;
+
+ — Βέβαια. Εζητήσαμεν άδειαν, πριν αναβούμεν.
+
+ — Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε;
+
+ — Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον
+αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . .
+
+ — Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ!
+
+Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν
+παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν. Ως δροσιστικά προσεφέροντο εις
+τους χορευτάς αμύγδαλα, πορτοκάλλια και ριζόγαλον μετά πολλής
+κανέλλας, η δε ορχήστρα αποτελουμένη εκ δύο ζ υ γ ι ώ ν
+β ι ο λ ί ο υ και μ π ο υ ζ ο υ κ ί ο υ ήρχισε μέλπουσα
+σ υ ρ τ όν! Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της
+ορέξεώς των, ενώ δε η λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν
+τον ορχηστικόν της κύκλον, οι δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως
+φαντάσματα προς την θύραν, και ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την
+φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού, τοποθετείται δίκην
+Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·
+
+ — Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας
+μούτρα;
+
+ — Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται
+περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός,
+τα μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας
+είπεν, ότι είμεθα ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.
+
+ — Κυρ Γιάννη! φωνεί τότε η κυρία πρός τινα των χορευτών, αυτό το
+πράγμα δεν γίνεται! πρέπει κάποιος να βγάλη την μάσκα του.
+
+ — Έννοια σας, κυρία Ουρανία, λέγει σοβαρός προσερχόμενος ο
+πορφυρούς την όψιν Ηρακλής. Έννοια σας! αφήστε το πράγμα επάνω
+μου, και θα ιδήτε.
+
+Στρεφόμενος δε προς τους δομινοφόρους, οίτινες πολύ πιθανώς είχον
+αρχίσει να οσφραίνωνται δυσάρεστα, παρατηρεί μεθ' ικανού
+μεγαλείου·
+
+ — Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη
+την μάσκα του.
+
+ — Αλλά ο αμαξάς μας . . .
+
+ — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας;
+
+ — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των
+μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο
+Νικόλας.
+
+ — Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και
+ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου.
+
+ — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά.
+
+ — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός
+'ς το καλό!
+
+ — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!
+
+Οι φίλοι κατέβησαν, εννοείται, τας βαθμίδας ανά δύο, δεν αναφέρει
+δε η ιστορία αν εξηκολούθησαν την νυκτερινήν αυτών εκδρομήν.
+
+Μαντεύεις τι είχε συμβή; Ο μάγειρος του οικοδεσπότου, λαβών παρά
+του κυρίου του την άδειαν, είχε συγκαλέσει εν τη κενή οικία τους
+συναδέλφους και φίλους του εις χορόν. Τα λοιπά εξηγούνται.
+
+Η χιών έπαυσε να πίπτη καθ' ην ώραν κλείω την επιστολήν μου.
+Ανοίγω το παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν.
+Φαντάσου, αν αύριον είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και
+το Φάληρον.
+
+Κ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.
+
+Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας
+απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται
+ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός,
+και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας
+και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
+
+Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν
+πάση ανέσει, διά μ ε τ α ν ο ι ώ ν και χαβιαροφαγίας, να
+καθαρισθώμεν από πάσης χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν
+πάντα τα από των απόκρεω και των μεταμφιέσεων κρίματα ημών. Θα το
+κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω
+πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες
+ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής,
+εχόρευον — όχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . .
+μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον. Και πώς λοιπόν! θ'
+αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και
+λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι
+ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν
+αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και
+ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και
+Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος;
+Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν. Απόδειξις
+δε τούτου το φοβερόν χθεσινόν πραξικόπημα, το οποίον, ως μανθάνω,
+πρόκειται να επακολουθήσωσι και άλλα όμοια εντός ολίγου. Δεν
+ηξεύρω, αν ο κόσμος εν γένει ελωλάθη εφέτος, ή εγώ παραδόξως
+πρεσβυτίζω. Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία των διασκεδάσεων,
+των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον το
+δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο
+ανεκδιήγητος χειμών της παρελθούσης εβδομάδος. Ούτω δε, μολονότι
+κ' εφέτος καθ' όλους τους τύπους εωρτάσαμεν τα Κ ο ύ λ ο υ μ α,
+μολονότι, ως εμάντευον εις το τέλος της παρελθούσης μου
+επιστολής, ηθρίασεν αίφνης την Καθαράν Δευτέραν ο καιρός, οιονεί
+από σκοπού καταδεικνύων, ότι ετραχύνθη μεν ίνα κόψη τας αμαρτωλάς
+ημών διασκεδάσεις, εγλυκάνθη δε πάλιν εν μια νυκτί, ίνα καλέση
+ημάς εις πανηγυρικήν προϋπάντησιν των νηστειών και της μετανοίας,
+ημείς όμως ο υ β ο υ λ ό μ ε θ α σ υ ν ι έ ν α ι, ούτε σημεία
+εκτιμώμεν ούτε οιωνούς, εμμένομεν δε σκληροτράχηλοι εις την
+παραλυσίαν, και ο θεός πλέον. . . . ε λ ε ή σ α ι κ α ι
+ο ι κ τ ε ι ρ ή σ α ι η μ ά ς. Αυτά δε περίπου έλεγε και σήμερον
+εν πολλή κατανύξει καλοθρεμμένος τις ιεροκήρυξ, όστις εφρόντισεν
+επί τέλους να μνημονεύση επιδεξίως προς τους ακροατάς του και
+μικρόν τι αυτού συγραμμάτιον, ορίζων συνάμα και το βιβλιοπωλείον,
+όπου ηδύνατο να το αγοράση ο βουλόμενος προς ψυχικήν αυτού
+οικοδομήν, αντί ε υ τ ε λ ο ύ ς τι μ ή ς. Γνωρίζετε σεις αυτού,
+εν Παρισίοις, το είδος αυτό της Réclame, το οποίον υπερβαίνει, ως
+βλέπεις, παν ό,τι ομοειδές επενόησαν μέχρι τούδε οι Αμερικανοί;
+
+Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και
+μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω,
+εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν'
+αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι
+μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.
+Εννοείς, ότι αφότου η ακτή του νέου Φαλήρου ήρχισε να κάμνη
+ανταγωνισμόν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, ο κόσμος των
+καθαυτό Κουλούμων έγεινεν αραιότερος και από έτους εις έτος
+ελαττούται. Μάτην ήθελέ τις και εφέτος αναζητήσει επί των
+γραφικών καίτοι φαλακρών λόφων, οίτινες δεσπόζουσι των οχθών του
+ξηρού Ιλισσού, τας ποικίλας εκείνας συστάδας των σταυροποδητί
+καθημένων πέριξ τρυβλίου ελαιών, κρομμύων, θριδάκων και της
+απαραιτήτου π λ ώ σ κ α ς· μάτην ήθελέ τις ζητήσει τα παλαιά
+εκείνα και παροιμιακά όρη των στραγαλίων, άτινα έφρασσε
+κυκλοειδής πορτοκαλλίων παράταξις, και το απειράριθμον τάγμα των
+κ ο υ λ ο υ ρ τ ζ ή δ ω ν, πέριξ των οποίων εσκίρτων εκ χαράς των
+νηπίων τα ροδοπάρεια στίφη, και τους σκοροδοστεφείς
+β ι ο λ ι σ τ ά ς, και τους όπισθεν της κεφαλής των φέροντας την
+προσωπίδα μετημφιεσμένους, και των υπό τας στήλας του Ολυμπιείου
+ορχουμένων παλληκαρίων τον όμιλον, και το πυκνόν, πυκνότατον
+εκείνο πλήθος των θεατών, οίτινες κατέκλυζον τον πέριξ χώρον,
+δίκην μυρμήκων στρατιάς. Όλα εκείνα τα παλαιά, όλη εκείνη η
+φαιδρά αληθώς πανήγυρις, ήτις έτι τοσαύτα έτη αντείχεν επίμονος
+εις παν εκκλησιαστικόν ανάθεμα και πάσαν επισκοπικήν προγραφήν,
+παρήλθε πλέον σήμερον ανεπιστρεπτεί, και ό,τι δεν κατώρθωσεν η
+εκκλησία κατώρθωσεν ούτως ειπείν ο πολιτισμός. Λέγω ούτως ειπείν,
+διότι μετέθηκεν απλώς ό,τι μάτην εκείνη προσεπάθει να εξοντώση.
+Δεν γίνεται πλέον εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός το προσκύνημα
+της Καθαράς Δευτέρας, αλλά γίνεται όμως από πέντε ήδη ετών εις το
+Φάληρον. Εις τους λόφους του Ιλισσού απέμειναν πιστοί αποδημηταί
+ολίγιστοι μόνον, μη πολιτισμένοι και εις τας κατωτέρας του λαού
+τάξεις ανήκοντες. Αυτοί μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον
+μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας ελαίας των και τα σκόροδά
+των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον ρητινίτην, και
+τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον βραχνού
+τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε
+ολίγοι και οι θεαταί των. Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και
+νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το
+Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου,
+όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου
+δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων
+μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί
+αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος
+ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις
+ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας
+ερυθράς της πτέρυγας. Τα πολλά ταύτα και ποικίλα θέλγητρα του
+Φαλήρου, εις τα οποία μη λησμονήσης να προσθέσης το μέγιστον
+εκείνο, όπερ συνοψίζουσιν αι γαλλικαί λέξεις: voir et être vu,
+συγκαλούσι συνήθως την Καθαράν Δευτέραν παρά τον φαληρικόν
+αιγιαλόν τον ούτω καλούμενον καλόν κόσμον των Αθηνών, όστις, αφού
+περιπατήση ώρας τινάς, και ακούση ρακένδυτόν τινα και άνιπτον
+ιταλόπαιδα παίζοντα διά της άρπας του την Mandolinata και την
+Stelle Confidente, επιστρέφει οίκαδε κατευχαριστημένος, και
+διηγείται την επιούσαν ότι επέρασε θαυμάσια εις το Φάληρον.
+Εφέτος όμως και του Φαλήρου τα Κ ο ύ λ ο υ μ α ήσαν πενιχρά και
+μέτρια. Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών
+εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας
+των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν
+και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε
+εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών
+της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του
+ξενοδόχου. Ούτω πάσαι αι διασκεδάσεις, τας οποίας προ μικρού
+ανέφερα, έγειναν μεν, αλλ' έγειναν κατά πολύ μικροτέρας
+διαστάσεις, και ως greatest attraction της ημέρας έμεινεν η
+ανεμαντλία του σιδηροδρόμου, ήτις αντικατέστησεν από τινων μηνών
+το δυστυχές ονάριον, ούτινος οι αφιλοκερδείς αγώνες επότιζον
+άλλοτε τον κήπον της Εταιρείας.
+
+Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός
+θίασος, όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την
+τεσσαρακοστήν από της σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε
+ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε . . . . πολύ ωραία. Συ θα
+ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου ουδείς έγεινε
+λόγος μέχρι τούδε υπό του φ ι λ ο μ ο ύ σ ο υ κοινού.
+
+Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το
+Υπουργείον.
+
+
+
+ΠΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ,
+
+ΛΙΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ (11)
+
+
+
+Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της
+προκειμένης μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς
+φυσικώς και κατά τάξιν ανά δύο, την μεν πτωχείαν μετά της
+λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου. Σκεπτόμενος
+βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι
+τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε
+λίχνευμα μάλλον ή φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα
+φαγητά, θέλει συμπεραίνει, κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι
+εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και τρώγουσι συνήθως νεοφανείς
+ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και αφθονούσιν, εννοείται,
+χρήματος. Περί ορέξεως δεν πρόκειται, καθότι η όρεξις των
+προσφάτων ασπαράγων δεν είνε προνόμιον εξαιρετικόν τάξεώς τινος
+ανθρώπων, και αν η μοίρα εδημιούργησε διάφορα τα βαλάντια και το
+περιεχόμενον αυτών, η φύσις όμως εδημιούργησεν ομοίους τους
+ουρανίσκους των ανθρώπων και ομοίους σχεδόν αυτών τους στομάχους.
+Αν δε μετά της αυτής λογικής ακριβείας εξακολουθήση σκεπτόμενος ο
+ημέτερος αναγνώστης, θέλει επίσης σκεφθή, ότι, επειδή αι
+μεταξωταί εσθήτες και τα τρίχαπτα είνε ακριβαί συνήθως και
+βαρύτιμοι, δεν είνε δυνατόν να φορώσιν αυτάς ειμή μόνον των
+πλουσίων αι γυναίκες, εκείνων δηλαδή, οίτινες τοσούτον έχουσι
+στρογγύλον το πουγγίον αυτών, ώςτε, αφού φάγωσι μέχρι κόρου
+προσφάτους ασπαράγους, δύνανται να ενδύσωσι και τας συζύγους
+αυτών μέχρι κόρου δι' εσθήτων μεταξωτών.
+
+Τας σκέψεις ταύτας επιβάλλει η λογική· και δι' αυτό ελέγομεν
+ανωτέρω, ότι ο λογικός ημών αναγνώστης θέλει συνάψει τον πλούτον
+μετά της πολυτελείας και την πτωχείαν μετά της λιτότητος,
+αναλογιζόμενος και συμπεραίνων, ότι, όπως η πολυτέλεια είνε
+ακολούθημα του πλούτου, ούτω και η λιτότης είνε της πτωχείας
+ανάγκη. Δυστυχώς όμως η λογική δεν συμφωνεί πάντοτε και πανταχού
+προς τα πράγματα· εν Ελλάδι δε ιδίως, και μάλιστα εν Αθήναις,
+ψεύδει συνήθως η των πραγμάτων αλήθεια την αυστηρότητα της
+λογικής. Είνε δε φυσική η τοιαύτη παρ' ημίν ανωμαλία, ουδέ πρέπει
+να ξενίζη τον προσεκτικόν παρατηρητήν. Όπως τα εν ζυμώσει
+διατελούντα ρευστά φέρουσι συνήθως επί της επιφανείας αυτών όλην
+εκείνην την ιλύν, ήτις εις τρύγα μεταβαλλομένη θέλει μετ' ολίγον
+καταβή εις τον πυθμένα — την φυσικήν αυτής θέσιν, — ούτω και εις
+τας αστάτους και ζυμουμένας έτι κοινωνίας ανατρέπεται ως επί το
+πολύ η φυσική των πραγμάτων θέσις, και πολλά γίνονται άνω κάτω,
+και απορεί προς το παράδοξον ο επιπολαίως τα πράγματα μελετών.
+Τοιούτο τι συμβαίνει σήμερον και εν τη ελληνική κοινωνία, ιδίως
+δε τη Αθηναϊκή, ήτις ως πρωτευούσης κοινωνία ου μόνον ευλόγως
+αξιοί να νομοθετή και διά την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και ήρχισεν από
+τινος πράγματι να γίνεται πρότυπον των επαρχιών.
+
+Η ανατροπή αυτή της φυσικής των κοινωνικών φαινομένων αναπτύξεως
+είνε δυστύχημα πάντως όπου και αν επέλθη, πολύ δε μείζον και
+λυπηρότερον αναντιρρήτως, οσάκις επέρχεται εις έθνη μικρά, εις
+πολιτείας πτωχάς και μόλις την βρεφικήν αυτών ηλικίαν
+καταλιπούσας. Τοιαύτη νηπιώδης έτι κοινωνία είνε η ελληνική, και
+διά τούτο μέγα δι' αυτήν δύναται να κληθή δυστύχημα το φαινόμενον
+εκείνο, περί ου επιλαμβανόμεθα να ανακοινώσωμεν εις τον
+αναγνώστην ολίγας σκέψεις και παρατηρήσεις.
+
+Η πολυτέλεια εκρίθη πάντοτε και κρίνεται σήμερον έτι διαφόρως και
+ποικίλως υπό των κοινωνιολόγων. Πολλοί αποκαλούσιν αυτήν λέπραν
+εν πάση οιαδήποτε περιπτώσει, και παρ' αυτοίς έτι τοις πλουσίοις,
+και την καταδικάζουσιν ανεπιφυλάκτως, ισχυριζόμενοι, ότι η εφ' α
+μη δει δαπάνη, η θεραπεία ουχί πραγματικών αλλ' ανυπάρκτων,
+συνθηματικών και φαντασιωδών μόνον αναγκών, και αυτή τέλος η εκ
+του περιττού των περιττών προμήθεια είνε νόσημα κοινωνικόν,
+παραλύον τα νεύρα και την παραγωγικήν δύναμιν των εθνών, μαραίνον
+τα ευγενή των αισθήματα, καταστρέφον διά της αβροδιαίτης το
+γενναίον του φρονήματος και αποπνίγον εν εκείναις μάλιστα ταις
+πολιτείαις, όσων ο εθνικός προορισμός διατελεί έτι ανεκπλήρωτος,
+πάσαν περί του μέλλοντος σκέψιν και πάσαν περί εθνικού μεγαλείου
+μέριμναν.
+
+Άλλοι δε τουναντίον, ουχί δυστυχώς οι ασημότεροι ούτε οι
+ολιγώτερον έχοντες το κύρος του λόγου, αντεδοξούσιν ότι η
+πολυτέλεια είνε ου μόνον ανάγκη των πλουσίων κοινωνιών, αλλ'
+αυτόχρημα καθήκον των ευπορούντων.
+
+Η πολυτέλεια, λέγουσιν ούτοι, ανοίγει πόρους εις την βιομηχανικήν
+των εθνών παραγωγήν, προκαλούσα την άμιλλαν των βιομηχάνων και
+κεντρίζουσα την εφευρετικότητα του πνεύματός των, ασχολούσα τας
+εργατικάς δυνάμεις της πολιτείας, πληρούσα εκ του περισσεύματος
+των πλουσίων ταμείων το κενόν του πτωχού βαλαντίου, και
+διατιθεμένη τα ψιχία της αφθονούσης τραπέζης εις χορτασμόν του
+πεινώντος πένητος.
+
+Αλλ' οπωςδήποτε και αν κρίνωσι περί της πολυτελείας οι περί τας
+κοινωνίας σήμερον φιλοσοφούντες, αι περί αυτών κρίσεις των δεν
+ανάγονται εις το προκείμενον ημών θέμα του λόγου, καθότι
+περιστρέφονται εις την εύλογον και φυσικήν και ευεξήγητον
+πολυτέλειαν, την εκ του περιττού πολυτέλειαν των ευπόρων και
+πλουσίων. Το να δαπανά ο πλούσιος όσα και όπου και όπως θέλει,
+είνε λίαν φυσικόν. Δεν βλάπτει μεν εαυτόν, ωφελεί δε μάλλον ή
+ζημιοί, αμέσως τουλάχιστον, τους άλλους. Κάμνει μεν την επίδειξίν
+του, διότι τέλος πάντων είνε κύριος να ζη κάλλιον των άλλων, να
+τρώγη ό,τι θέλει, να ενδύεται όπως θέλη, να έχη αμάξας και
+θεωρεία, να δίδη γεύματα και χορούς· αλλ' η επίδειξις αύτη, όσον
+αυστηρώς και αν κριθή υπό βαθυτέραν ηθικολογικήν έποψιν, δεν
+δύναται να καταλογισθή εις κοινωνικόν έγκλημα, εν μέσω
+τουλάχιστον μεγάλων και κατηρτισμένων κοινωνιών, όπου και αι
+κοινωνικαί κλάσεις εισίν ακριβώς και δυσυπερβάτως διακεκριμέναι,
+και ο της μιμήσεως πειρασμός δεν είνε πλέον νόσημα κοινωνικόν,
+και οι άνθρωποι εν γένει ου μόνον γνωρίζουσι τι είνε και τι
+έχουσιν, αλλά και αν το λησμονήσωσιν ενίοτε, αναγκάζονται να το
+ενθυμηθώσιν υπό την χλεύην και την επιτακτικήν πίεσιν της κοινής
+γνώμης.
+
+Παρ' ημίν όμως σπανίζει μεγάλως η φυσική εκείνη και εύλογος
+πολυτέλεια, αφθονεί δε τουναντίον η άλογος και η παράδοξος. Παρ'
+ημίν δαπανώσιν ως επί το πολύ αφθόνως και σπατάλως οι
+δυσαναλόγους προς την σπατάλην ταύτην έχοντες τους οικονομικούς
+αυτών πόρους, οι πτωχοί απλώς ειπείν ή καν μετρίας περιουσίας
+άνθρωποι, οι πλούσιοι δε τουναντίον φειδωλεύονται και
+χρηματίζονται έτι μάλλον.
+
+Πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, αίτινες παρέχουσιν εν τη καθ'
+ημάς κοινωνία το θέαμα της ελλόγου πολυτελείας, ο πλούτος εν
+Ελλάδι σπανίως που συναντάται μετ' αυτής, και αν που συναντηθή,
+αφορμή ως επί το πλείστον της τοιαύτης συμπτώσεως είνε η οψιμότης
+του πλούτου, ή επιδείξεως πυρετός, ή κενόδοξον σχέδιον πολιτικής
+και κοινωνικής προαγωγής. Ουδέν σχεδόν απαντά τις παρ' ημίν
+παράδειγμα του σοβαρού εκείνου, του εαυτόν σεβομένου και την
+αποστολήν του συνειδότος πλούτου, όστις εν ταις ανωτέραις τάξεσι
+των ευρωπαϊκών κοινωνιών μεταβάλλει σχεδόν πάντοτε τους οίκους
+των πλουσίων διά της λογικής και ευκόσμου πολυτελείας εις κυψέλας
+ευεργετικάς, αφ' ων ου μόνον αμέσως ή εμμέσως σιτίζεται κόσμος
+ολόκληρος εργατικός και βιομήχανος, αλλά και άλλος κόσμος,
+ανώτερος μεν διανοητικώς αλλά πενιχρόν παρά της μοίρας λαχών του
+χρήματος το τάλαντον, αποδέχεται φως και θερμότητα, εμψύχωσιν
+υλικήν και νοήμονα υποστήριξιν. Σπάνιον δυστυχώς εύρημα είνε παρ'
+ημίν έστω και πενιχρά τις βιβλιοθήκη εις οίκον πλουσίου, έτι δε
+σπανιώτερον πινακοθήκη εξ ολίγων αλλά καλών εικόνων ή εύμορφόν τι
+γλυπτικόν καλλιτέχνημα. Και αυτά δε τα εξωτερικά και
+καταφανέστερα του πλούτου δείγματα, τα ανετωτέραν μεν την
+απόλαυσιν του υλικού βίου μαρτυρούντα, κατελέγχοντα δε συνάμα και
+την συναίσθησιν της φυσικής εκείνης ανάγκης του πλούτου εις
+μετάδοσιν αυτού και κοινολόγησιν, είνε επίσης σπάνια εν τη
+ελληνική κοινωνία, ή, αν που αναφαίνωνται, υπεμφαίνουσιν, ουχί
+την ειλικρινή εκείνην πολυτέλειαν των πλουσίων, αλλά τον τύφον
+μάλλον και τον επιδεικτικόν πυρετόν των οψιπλούτων.
+
+Τι τούτο βλάπτει; ίσως ερωτήση τις. Ουδέν, αποκρινόμεθα, ουδέ
+μνημονεύομεν του πράγματος όπως το κατακρίνωμεν. Είνε μεν αληθές,
+ότι est modus in rebus, ήτοι ότι το κ α λ ό ν ο υ κ έ σ τ ι
+κ α λ ό ν ε ά ν μ η κ α λ ώ ς γ έ ν η τ α ι, και ότι επομένως
+και αυτή η των πλουσίων πολυτέλεια, κακώς γινομένη, ζημιοί μάλλον
+ή ωφελεί την κοινωνίαν, διότι και τον φθόνον κινεί, και της
+μιμήσεως τον πειρασμόν διεγείρει, και εις ευολίσθους παράγει
+ατραπούς τους ανοήτους. Αλλά τέλος πάντων, τ ι μ α ς
+μ έ λ ε ι, δύνανται ευλόγως να παρατηρήσωσιν οι ούτω δαπανώντες
+πλούσιοι, τι μας μέλει, αν υπάρχουσι φθονεροί και ανόητοι, τι
+πταίομεν ημείς αν σκάσωσιν ολίγοι βάτραχοι, διότι θέλουσι και καλά
+να γείνωσι βόες ως ημείς. Ουδέν βεβαίως τους μέλει, ούτε πρέπει να
+τους μέλη εκ της ατομικής των επόψεως. Μέλει όμως πολύ τον πολύν
+κόσμον, έτι δε περισσότερον μέλει και πρέπει να μέλη τον περί της
+εν γένει καλής ή κακής, υγιούς ή νοσηράς καταστάσεως της ημετέρας
+κοινωνίας μελετώντα και ευλόγως περί αυτής ενδιαφερόμενον.
+
+Αλλά το θέμα τούτο, όπερ μακράς και σπουδαίας μελέτης ηδύνατο να
+καταστή υποκείμενον, είνε ξένον της σημερινής ημών διατριβής. Δεν
+αδιαφορούμεν μεν, αν και πώς δαπανώσιν οι πλούσιοι παρ' ημίν,
+αφίνομεν όμως εις άλλην ευκαιρίαν την περί τούτου μελέτην,
+επιλαμβανόμεθα δε του δευτέρου μέρους του κοινωνικού ημών
+παραδόξου, τουτέστι της πολυτελείας των μη πλουσίων, ήτις και
+παριστά τα συμπτώματα πολύ σπουδαιοτέρας και κινδυνωδεστέρας
+κοινωνικής νόσου, θέλει δε, δεινουμένη, καταστή αναποδράστως
+θανατηφόρος γάγγραινα της Ελλάδος.
+
+Εις βεβαίωσιν του λυπηρού τούτου φαινομένου αρκεί μικρά τις
+μόνον, έστω και επιπολαία, παρατήρησις της αθηναϊκής κοινωνίας,
+κατά τας δημοσίας αυτής συναθροίσεις. Ας εξέλθη ο παρατηρητικός
+ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή μουσικής ημέραν εις τας πλατείας
+του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας παρακολουθήση τον περίπατον
+των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν εις του Απόλλωνος
+και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν αυτή τη
+αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς
+το βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον. Είμεθα ολίγοι δυστυχώς
+και γνωριζόμεθα. Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και
+βαθύτερον έτι και λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος
+και πόθεν, τι πράττει, και — το σπουδαιότερον — τι έχει.
+
+Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος. Εκεί μεν θα ίδη
+διακοσιοδράχμου τινος δημοσίου μισθοφόρου την σύζυγον
+μετακαλούσαν εις εσθήτα μεταξωτήν ολόκληρον του ανδρός της
+μηνιαίον· εδώ δε της πλυντρίας αυτού την θυγατέρα — εκείνην
+ακριβώς, ήτις χθες έτι το εσπέρας του έφερεν εντός κανίστρου τα
+υποκάμισά του, και εις ην εδώρησεν ολίγα κέρματα διά τον κόπον
+της, μεταμορφωμένην μεν εις περίκοσμον κυρίαν, και φέρουσαν επάνω
+της τους κόπους εβδομάδων όλων της ταλαίνης μητρός της,
+ελέγχουσαν όμως συνάμα διά της χροιάς της μορφής της — αν τυχόν
+δεν είνε και αυτή εορτάσιμος — ότι μακράς ημέρας ενήστευσε χάριν
+του κυριακού εκείνου περιπάτου. Παρέκει θ' απαντήση μικρόν τινα
+υπάλληλον εμπορικού γραφείου, αναβοκαταβαίνοντα μόνον εντός
+αμάξης του Σταδίου και των Πατησίων την λεωφόρον με άνθος εις την
+κομβιοδόχην και την λαβήν του ραβδίου του εις τα χείλη, οφείλοντα
+δε, βεβαίως μεν τον κομψόν του επενδύτην εις δυστυχή τινα ράπτην,
+πιθανώτατα δε και εβδομάδων όλων γεύματα εις ελεήμονα τινα
+ξενοδόχον. Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα
+εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείας —
+πατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλους —
+προσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ
+βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν. Εις του χειμερινού μας τέλος
+θεάτρου τα θεωρεία θα ίδη ανέτως αναπαυομένας και επιχαρίτως
+μειδιώσας οικοδεσποίνας, αίτινες κατέλιπον βεβαίως οίκοι σωρείαν
+παιδίων ατημελήτων και φωνασκούντων, κυλιομένων πιθανώς επί του
+εδάφους εν μέσω τεμαχίων άρτου και τυρού, υπό την επιτήρησιν
+ρυπαράς τινάς ανδρίας υπηρέτιδος. Πανταχού δε απλώς ειπείν,
+πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την
+μεγαλοπρεπώς κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό
+αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν εν μέσω του πλήθους, την εκ της
+ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το περίσσευμα της εσθήτος, την
+αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί πλούτου. Τις όμως εν τη
+μικρά ημών κοινωνία, απατάται εκ της προς το θεαθήναι παράφρονος
+δαπάνης; τις ο αγνοών το περιεχόμενον και θαμβούμενος εκ του
+περιέχοντος; τις ο αφελής εκείνος, όστις παραγνωρίζει το σεσηπός
+ξύλον υπό τον καλύπτοντα ψευδόχρυσον; Ουδείς βεβαίως, διότι, ως
+προείπομεν, είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Διά τούτο δε,
+όσον και όπως αν ενδυθώσιν, όσον και όπως αν επιδειχθώσι δημοσία,
+όσον και όπως αν καλύψωσιν αληθή και έντιμον πολλάκις πενίαν υπό
+πλούτον ψευδή οι νομίζοντες αρκούσαν των πολλών την γνώμην εις
+ευτυχίαν των ολίγων, ματαία πάντως είνε η προσπάθεια, και
+ανωφελείς οι αγώνες των· διότι βλέποντες αυτούς μειδιώσι μεν εξ
+οίκτου οι απαθέστεροι, ερωτώσι δε περιέργως αλλήλους οι
+νευρικώτεροι: «Πού τα βρίσκει λοιπόν κ' εξοδεύει;» οι δε
+απερισκεστότεροι και αναφωνούσιν ίσως δυσάρεστόν τι και προπετές
+επιφώνημα εν μέσω της οδού. Πάντες δε γελώσιν, οι μεν ενδομύχως,
+οι δε και εκφανώς προς την παράδοξον εκείνην μωρίαν, ήτις αφίνει
+νήστιν τον ίδιον στόμαχον, ίνα τέρψη τους ξένους οφθαλμούς. Ίσως
+και διά τους γελώντας γελώσιν οι άλλοι. Ουδέν παράδοξον, διότι ο
+μύθος της ξένης δοκού, όσον παλαιός και αν ήνε, έχει επίκαιρον
+πάντοτε και πανταχού την εφαρμογήν. Τούτο όμως αποδεικνύει, ότι
+οι ανοήτως παρ' ημίν σπαταλώντες είνε πολύ πλείονες των
+υποτιθεμένων, και ότι η επιδημία είνε πολύ μάλλον διαδεδομένη.
+
+Και ταύτα μεν περί της νόσου και της αιτιολογίας της, ίνα
+λαλήσωμεν επί το παθολογικώτερον. Τα δε περί της προγνώσεως αυτής
+και της εκβάσεως, ως λέγουσιν οι ιατροί, είνε βεβαίως πολύ
+δυσαρεστότερα και απαισιώτερα. Αν η ανόητος πολυτέλεια είνε
+καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και ασυμπήκτων έτι
+κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ
+στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων
+άλλων και δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα
+κοινωνικόν ανίατον, φέρον εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις
+σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην κοινωνίαν, ης υπονομεύει το
+σώμα.
+
+Πόθεν — αληθώς — επληρώθη χθες, ή πόθεν θα πληρωθή αύριον ή
+μεθαύριον, ή την άλλην εβδομάδα το μεταξωτόν εκείνο φόρεμα της
+συζύγου του διακοσιοδράχμου υπαλλήλου; Σήμερον ίσως εκ της
+τοκογλυφικής προεξοφλήσεως του μισθού του, αύριον εκ βαρυτόκου
+συναλλάγματος, μεθαύριον εκ καταχρήσεως, και την άλλην εβδομάδα
+εξ άλλης αρρήτου πηγής.
+
+Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του
+μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος
+σήμερον προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά
+κρυπτού μεθαύριον, και μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.
+
+Πώς κατορθόνει ο ταλαίπωρος εκείνος οικογενειάρχης να οδηγή τρις
+και τετράκις της εβδομάδος την οικογένειάν του εις τα θερινά
+θέατρα, και να παρέχη αυτή απαραιτήτως την διασκέδασιν εκείνην,
+ης κάλλιστα εστερούντο άλλοτε οι αθηναίοι αστοί, — ότε δεν είχον
+αι Αθήναι Φάληρον και Απόλλωνα — ήτις όμως κατέστη πλέον
+αναπόφευκτος εις την υγείαν των; Ουδ' αυτός ακριβώς το γνωρίζει.
+Γνωρίζει τούτο μόνον· ότι χρειάζεται πάσαν εσπέραν τοιαύτης
+θεατρικής ψυχαγωγίας δέκα περίπου δραχμάς, ότι δαπανά ούτως
+έκαστον μήνα υπέρ τας διακοσίας, ότι εσπατάλησε βαθμηδόν μικρόν
+τι αποταμίευμα, όπερ είχε διαφυλάξει δι' απευκταίαν ενδεχομένην
+ανάγκην, και ότι . . . . πρό τινων εβδομάδων έχασεν έν τέκνον
+του, διότι δεν είχε τα μέσα να το νοσηλεύση. Χάριν της υγείας των
+άλλων, τα φέρει εις το θέατρον του Φαλήρου!
+
+Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν
+σχεδόν εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα
+κατακλίνονται άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της,
+όστις αναγκάζεται να επαιτή δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου,
+όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον πεντήκοντα δραχμών, και αύριον
+θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της ημέρας.
+
+Πού δε απολήγει ούτως η ποικιλότροπος αυτή αλλά μία πάντοτε κατά
+βάθος και η αυτή πανταχού παραφροσύνη, η διά της ανοήτου δαπάνης
+κενή και ματαία επίδειξις, η χωρίς τινος λόγου δημιουργία
+φανταστών αναγκών και η εκ παντός τρόπου προσπάθεια εις θεραπείαν
+των;
+
+Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ'
+ολίγον εις την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του
+ποινικού νόμου.
+
+Εις ταύτα δε δυστυχώς και πάντοτε, ταχέως ή βραδέως, λήγει
+συνήθως το στάδιον της εν τη πτωχεία σπατάλης· τοιαύτη ως επί το
+πλείστον είνε η λυπηρά έκβασις της μανίας εκείνης, ης τα ατυχή
+θύματα ουδέν άλλο επιδιώκουσιν ή την στίλβουσαν επιφάνειαν και
+προς ουδέν άλλο ζώσιν ή προς απάτην του κόσμου.
+
+Πλην, «τι σε μέλει περί των απολωλότων τούτων;» θα αναφωνήσωσιν
+ίσως πολλοί των αναγνωστών μου. «Τι μεριμνάς περί ανθρώπων
+προφανώς παραφρόνων, οίτινες πάσχουν μεν βεβαίως ηθικώς και
+διανοητικώς, αλλ' επί τέλους είνε κύριοι να δαπανώσιν όσα και
+όπως θέλουσιν, όσα και όπως ευρίσκουσι;» Δικαιοτάτη και ορθή η
+παρατήρησις· σπεύδω δ' ευθύς να διαβεβαιώσω τους περιέργους μου
+τούτους αναγνώστας, ότι ουδ' ελαχίστην έχω περί αυτών φροντίδα,
+ούτε έχω την απλότητα να φρονώ, ότι δύναταί τις, ο,τιδήποτε λέγων
+και οιαδήποτε μαντευόμενος, να συνετίση αυτούς ή διδάξη· οι
+παθόντες άπαξ το ηθικόν τούτο νόσημα εισίν ανίατοι δυστυχώς, και
+μάτην ήθελε τις προσπαθήσει να αποτρέψη το βήμα των της εις το
+βάραθρον αγούσης. Η οδός είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον
+συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει γοητεία διέρχονται
+αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η ώρα της
+απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως
+και ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο
+λόγος εις οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor.
+Αφίνομεν τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς, και
+παρερχόμεθα. Δεν λησμονούμεν όμως τους παλαιούς εκείνους και
+βαθυσόφους Σπαρτιάτας, οίτινες εμέθυσκον τους είλωτάς των και
+τους εξέθετον κατόπιν οινοβαρείς και παραπαίοντας εις τα όμματα
+των υιών των, εις σωτήριον αυτών παραδειγματισμόν. Ο άνθρωπος εν
+γένει είνε ζώον μιμητικόν· πολύ δε μιμητικώτερον είνε ο Έλλην,
+και κατά μείζονα έτι λόγον μιμητής είνε ο όμοιος του ομοίου του.
+Παρ' ημίν δε μάλιστα, όπου και πολιτεύματος πλημμέλειαι και
+πολιτικής και ηθικής ανατροφής έλλειψις από καιρού ήδη ήρχισαν
+καταπίπτουσαι και καταρρίπτουσιν οσημέραι τα περισωζόμενα έτι
+οπωςδήποτε παρ' άλλοις λαοίς διαχωριστικά των κοινωνικών τάξεων
+όρια, και όπου η ισότητος αξίωσις σπανιώτατα μεν γεννά την ευγενή
+εκείνην άμιλλαν προς απόκτησιν μείζονος ικανότητος και μαθήσεως,
+συχνότατα δε τουναντίον παράγει εις την δουλικήν απομίμησιν των
+εξωτερικών μόνον τρόπων, του ήθους και της ενδυμασίας, παρ' ημίν
+ο εκ της μιμήσεως του κακού κίνδυνος είνε μέγας και εγκυμονεί
+αναπόδραστον όλεθρον. Αν δε ανωτέρω, περί της πολιτείας των
+πλουσίων λαλούντες, εφοβήθημεν τον πειρασμόν της μιμήσεως, και τα
+απευκταία του επί των απόρων αποτελέσματα, προκειμένου όμως περί
+της σπατάλης των μη πλουσίων δεν γεννάται πλέον φόβος εν ημίν,
+αλλ' αυτόχρημα βεβαιότης, ότι το μίασμα της νόσου θέλει διαδοθή
+εις τα υγιά έτι όμοια στρώματα της κοινωνίας, αν μη πάντες οι
+δυνάμενοι συντελέσωσιν εις την χάραξιν βαθείας υγειονομικής
+γραμμής μεταξύ υγιών και νοσούντων. Αποχωρίσωμεν, όπως είνε
+δυνατόν, τους προσβεβλημένους από των απροσβλήτων, εμπνεύσωμεν
+εις τούτους τον τρόμον της ασθενείας και των συνεπειών αυτής·
+εργασθώμεν τέλος να σώσωμεν το δυνάμενον έτι να σωθή, ίνα μη
+ταχέως μεταβληθή η αθηναϊκή κοινωνία σύμπασα εις «Ηοspice d'
+Incurables».
+
+
+
+ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ (12)
+
+
+
+Όστις ποτέ, υπομονής περισσεύων και θάρρους ευπορών, θελήση να
+συγγράψη την ηθικήν νοσολογίαν της νέας ελληνικής κοινωνίας, και
+ιδίως των ούτω καλουμένων ανωτέρων αυτής στρωμάτων, βεβαίως και
+αναποδράστως θέλει τάξει μεταξύ των πρώτων και κυριωτάτων αυτής
+ηθικών αρρωστιών την α ν υ π ο μ ο ν η σ ί α ν. Το νόσημα είνε
+γενικόν δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένον, ως επιδημία μεγάλη και
+πολυπλόκαμος, αλλ' εθνικώτατον όμως και ενδημικώτατον. Μηδέ τις
+υπολάβη, ότι εισήχθη και αυτό μετά πολλών άλλων φραγκικών — ως
+λέγομεν — πληγών εκ της αλλοδαπής, και παρηγορήση μεν ούτω
+προχείρως την εθνικήν αυτού φιλαυτίαν, καταρασθή δε πατριωτικώς
+της ελληνικής διοικήσεως, ότι ωλιγώρησε δήθεν καθάρσεων και
+υγειονομικών φραγμών κατά της εισβολής του μολύσματος. Πάσχει και
+η σύγχρόνος ευρωπαϊκή κοινωνία ανυπομονησίαν· αλλ' η ανυπομονησία
+αυτή είνε ειδική ειδικωτάτη εκδήλωσις του καθολικού νοσήματος,
+όπερ λυμαίνεται τον ελληνικόν κόσμον. Ανυπομονούσιν εν τη Δύσει
+οι άνθρωποι· αλλ' ανυπομονούσιν ιδίως να πλουτήσωσι. Του
+εκατομμυρίου το όνειρον είνε της νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν
+από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι παίδων, φέρονται
+πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και
+αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του
+χρυσοφόρου βουνού, και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις
+τας τριβόλους και τας ακάνθας της ατραπού, και παρακάμπτουσιν
+οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους του νόμου, και
+φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα
+πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα. Εκεί από μακρού
+ήδη λέγεται, ότι το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον
+περισώζονται μωροί αμφισβητούντες του ρητού την ορθότητα. Διά
+τούτο εκεί των πολλών ο βίος είνε συνεχής και ακάματος κερμάτων
+θήρα· διά τούτο, — πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων,
+προκατακλυσμιαίων ίσως λειψάνων άλλης εποχής — πάντες εκεί των
+νέων ιδεών οι άνθρωποι, επιστήμονες και βιομήχανοι, καλλιτέχναι
+και έμποροι, ποιηταί και τραπεζίται, γραμμάτων άνθρωποι και
+κυβευταί, μίαν μόνην έχουσι του σταδίου αυτών βαλβίδα: το τι
+ε ξ ο δ ε ύ ε τ α ι, και ένα μόνον πάσης των εργασίας σκοπόν: τα
+εκατομμύρια. Ανυπομονούσι δε φυσικώ τω λόγω να τα αποκτήσωσι,
+διότι κάλλιστα γνωρίζουσι και εκ των καθ' ημέραν παραδειγμάτων
+διδάσκονται, ότι διά της χρυσής εκείνης κλειδός πάσης δόξης το
+τέμενος ανοίγεται και πάσης δυνάμεως αλίσκεται η ακρόπολις.
+
+Την ειδικήν ταύτην ανυπομονησίαν πάσχομεν εν μέρει και ημείς,
+αλλά πάσχομεν αυτήν εν μικρώ. Μη κατορθώσαντες έτι — ευτυχώς ή
+δυστυχώς, αδιάφορον — να φθάσωμεν εις την περιωπήν εκείνην του
+δυτικού πολιτισμού, καθ' ην πάντα σχεδόν διατιμώνται εις χρήματα,
+καθ' ην πάσα ευφυία και πάσα ικανότης, παν αίσθημα και παν
+φρόνημα, και αυτή η αρετή και αυτή η κακία εισίν αξίαι
+ανταλλακτικαί, έχουσαι την θέσιν αυτών εν τοις τιμολογίοις
+ειδικών εμπόρων, και εν τοις καταλόγοις χρηματιστηρίων,
+υπολειπόμεθα βεβαίως του ευρωπαϊκού μεγαλείου ως προς την ειδικήν
+ταύτην όψιν του γενικού εκείνου νοσήματος. Υπάρχουσι μεν και παρ'
+ημίν αραιά τινα, πού και πού παρατηρούμενα κρούσματα
+χρηματιστικής ανυπομονησίας, ολίγα εκ πλειόνων περισωθέντα, μετά
+το προ διετίας μέγα θ α ν α τ ι κ ό ν· αλλά δεν είνε, ως
+λέγουσιν οι ιατροί, περιπτώσεις άξιαι της κλινικής νοσολόγου,
+ουδ' έχουσι σημασίαν καθιστώσαν επίφοβον την εις επιδημίαν τροπήν
+του νοσήματος.
+
+***
+
+Η ανυπομονησία ημών, ως προείπομεν, είνε γενική της κοινωνίας
+ημών αρρώστια· εγγενής ούτως ειπείν εις τον εθνικόν ημών
+χαρακτήρα, τον ελαφρόν και αψίκορον, εκδηλουμένη δε επί πάσης
+σχεδόν οιασδήποτε εργασίας του νεωτέρου Έλληνος, και λυμαινομένη
+δίκην φυτού παρασίτου πάντα μεν κλάδον υλικής και διανοητικής
+παραγωγής και δραστηριότητος, ιδία δε και προ πάντων την ανίκανον
+αδράνειαν και την αυτάρκη αργίαν. Και δεν άγει μεν ταχέως εις
+βιαίαν καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος
+πυρετός της χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω
+ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν,
+και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και σχεδόν ασυνειδήτους
+παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως αποπληξία,
+τήκει όμως ως φθίσις.
+
+***
+
+Δύο απλαί και σύντομοι αλλά βαρείαν έχουσαι την έννοιαν φράσεις
+δύνανται ασφαλώς να θεωρηθώσιν ως παριστώσαι τα μικρόβια ή
+βακτηρίδια της πρώτης και αρχικής μορφής του νοσήματος, αι
+φράσεις· Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι! και Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα
+ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και
+απαθείας, ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να
+πνίξωσιν υπό την βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον
+βλάστησιν.
+
+ — Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το
+έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα,
+πεποίθησιν έχων αδιάσειστον, ότι το δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι
+εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του ατέλειαν.
+
+ — Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να
+αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον
+υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος.
+
+Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η
+ανυπομονησία του παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία,
+κυρούται της ημιμαθείας το κράτος και ανακηρύσσεται της
+ημιτελείας το βασίλειον.
+
+***
+
+Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν
+ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των
+λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι
+παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των
+επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν
+παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του
+χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του
+χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των,
+καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον,
+ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;
+
+Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι φέρουσι
+διά στόματος, ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως
+αλεξιτήριον πάσης κατακρίσεως και μομφής. Δ ο υ λ ε ι ά ν α
+γ ί ν ε τ α ι, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος να περάνη ή κάλλιον
+ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα, ιδού το
+γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου. Τι το άπορον,
+αν η εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού
+κεντρίζει μεν αυτήν αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και
+προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή, ως ελέγομεν, την
+ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;
+
+Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών,
+ακούσας το φοβερόν εκείνο δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι χωρίς να το
+περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις
+είπεν αυτός: δ ε ν β α ρ η έ σ α ι, χωρίς να το προσδοκά ο εις
+ον απετείνετο.
+
+ — Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!
+
+Γλυκεία και μελιτώδης φράσις, αναπαύουσα προχείρως την συνείδησιν
+του Έλληνος, βαυκαλώσα την αβελτηρίαν αυτού, παρηγορούσα την
+ατέλειαν των έργων του, εγκαρδιούσα το αψίκορόν του, και
+αδελφούσα των ανυπομόνων την ποίμνην εις αιωνίαν μακαριότητα.
+
+ — Ανέγνωσες το βιβλίον του Χ . . . ; έχει πολλάς απροσεξίας.
+Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας
+αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς
+τα εκράτησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις
+παιδί; Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και
+απολύομεν πάντα πταίστην. Α φ ί ε ν τ α ί σ ο ι α ι
+α μ α ρ τ ί α ι λέγομεν περί παντός λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν
+πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και ημείς ως
+και συ. Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις
+ότι έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να
+παραγάγης, και ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και
+συ κακώς και ημείς κακώς απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε
+να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι θέλεις και άφινέ μας ησύχους.
+
+Ούτω δε αφίνομεν και ημείς ησύχους πάντας τους ασθενείς αλλ'
+ανυπομόνους σταδιοδρόμους, και αν ενίοτε γελώμεν βλέποντες αυτούς
+παραπατούντας και πίπτοντας, ουδόλως όμως ξενιζόμεθα, ως επί το
+πλείστον, οσάκις θεωρούμεν αυτούς ορθουμένους αίφνης εν μέση τη
+οδώ, ισχυριζομένους ότι επέραναν τον δρόμον των, και αξιούντας να
+τύχωσι του άθλου.
+
+***
+
+Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο
+εκείνων φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου·
+η προς την δόξαν και τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς
+δημοσίας λειτουργίας ακράτητος ανυπομονησία της νέας ελληνικής
+γενεάς.
+
+Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του
+πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και
+τελειοκάρπου εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε
+να ευφημηθή τις πρώτον ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα
+τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν απλουστεύει πάντα ταύτα και
+ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του Δ ε ν
+π ε ι ρ ά ζ ε ι και του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι.
+
+Άλλοτε, εν παλαιοτέροις χρόνοις, είχον και εδώ κάπως άλλως τα
+πράγματα, ουδ' ενομίζετο συζητήσεως αντικείμενον, ότι αναγκαίον
+ήτο να βαδίση τις, ίνα φθάση εις το άκρον της οδού. Η εργασία
+εκρίνετο αναγκαίος πρόδρομος της επιτυχίας, ουδ' εφαντάζοντο οι
+άνθρωποι δυνατόν το Πάσχα χωρίς προηγουμένης τεσσαρακοστής.
+
+Σήμερον όμως αι νηστείαι κατελύθησαν, και ήλλαξαν φυσικώς οι
+φυσικοί πάσης προόδου όροι. Σήμερον εννοούσιν οι πολλοί να
+θερίσωσιν άνευ σποράς, και ν' απολαύσωσιν άνευ κόπου. Και διατί
+να μη το εννοώσι;
+
+Πόσοι παρ' ημίν ήνυσαν το στάδιον αυτών ωθούμενοι μάλλον ή
+περιπατούντες! Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της
+ικανότητος τα εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ
+δε υπό φίλης χειρός μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα
+αλλά και δυσθεώρητα εις τους συνωστιζομένους κάτω αληθείς
+εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και διά μηδενικών
+βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί! Πόσοι τέλος,
+βιώσαντες εν τη μακαρία ραστώνη του Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι,
+επροχώρησαν πάντοτε και έφθασαν οπού έφθασαν, ακούοντες οπίσω των
+την διαρκή ενθάρρυνσιν του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+
+Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και
+πολυμερές φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα
+παραδείγματα; Τι άλλο, ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία,
+και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι άλλο, ή ότι προτιμότερον
+είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των εφημερίδων — οσάκις
+δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής — , να ζητή τον στέφανον
+πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν
+τυχόν ο στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν,
+ότι δεν παραμερίζει τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;
+
+Και ταύτα δυστυχώς τους εδίδαξε, και ταύτα βλέπομεν καθ' εκάστην
+πέριξ ημών, όπου αν στρέψωμεν το βλέμμα.
+
+***
+
+Ο κύριος Τάδε χθες μόλις επανήλθεν εξ Ευρώπης, όπου κατώρθωσε
+μόνον ίσως να απομάθη την γλώσσαν του χωρίς να την αντικαταστήση.
+Εν τω ατμοκινήτω, όπερ τον μετεκόμισεν, επρονόησε να βαπτίση
+εαυτόν εις την κολυμβήθραν επιστημονικής τινος ειδικότητος,
+εκείνης περίπου ην υποθέτει δυναμένην να εξοδευθή εν Αθήναις.
+Εφρόντισε δε και ν' αναγγείλη εγκαίρως εις το κοινόν διά του
+τύπου την άφιξιν αυτού, μη παραμελήσας, εννοείται, να πληροφορήση
+αυτό και περί των διασήμων καθηγητών του.
+
+Παρήλθον μόλις ολίγοι μήνες, και απορεί πώς δεν συνεκινήθησαν έτι
+αι Αθήναι.
+
+Παρήλθον ακόμη ολίγοι, και εξίσταται πώς η κυβέρνησις δεν τον
+διώρισεν . . . ουδ' εγώ δεν ηξεύρω τι.
+
+Ο κύριος Δείνα είνε διδάκτωρ της νομικής — αδιάφορον πώς έγεινε.
+Δικηγορεί από τινων ετών, οσάκις τον ζητήσουν — πράγμα σπάνιον·
+προτιμά δε μάλλον να αναμιγνύεται εις την διαδικασίαν των
+πτωχεύσεων, όπερ συχνότερον και μάλλον, φαίνεται, προσοδοφόρον.
+Έντυπα οιαδήποτε, πλην των εφημερίδων, ήνοιξεν ολίγα μετά το
+πέρας των σπουδών αυτού. Προτιμά το σφαιριστήριον και την
+πολιτικολογίαν. Θέλει όμως θέσιν δημοσίαν, και την θέλει μεγάλην.
+Αγανακτεί δε η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. — Είνε
+κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι
+του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε κυβέρνησις.
+
+Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα
+και η ανυπομονησία. Είνε γραφεύς υπουργικός· αλλά του υπουργείου
+μόνον κατά τας αρχάς εκάστου μηνός πατεί την φλιάν, και τούτο διά
+δύο λόγους· πρώτον διότι τότε συνήθως εκδίδονται τα μισθοδοτικά
+εντάλματα, δεύτερον δε διότι, ως λέγει, δεν εννοεί να εργασθή, αν
+δεν τον εκτιμήση — και αυτόν — η κυβέρνησις και τον προαγάγη κατά
+την αξίαν του. Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού,
+από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά.
+
+Άλλος γράφει ποιήματα — όχι άσχημα — αλλ' αδημονεί ότι δεν
+ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων.
+
+Ούτος δημοσιογραφεί — ανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν
+μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα
+της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.
+
+Εκείνος θαυμάζει, πώς η Comédie Française δεν παρήγγειλεν έτι
+να μεταφρασθώσι τα δραματικά του έργα, ίνα χειροκροτηθώσι παρά
+γάλλων πλειότερον ή μέχρι τούδε παρ' ελλήνων.
+
+Αυτός θέλει να γείνη ονομαστός εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, εκείνος
+ένδοξος εντός μιας εβδομάδος, άλλος, υπομονητικώτερος, φθάνει
+μέχρι του μηνός.
+
+Ως τα παιδία, ων δεν εξικνείται εις ύψος η χειρ αναβαίνουσιν επί
+καθέδρας και υπολαμβάνουσι προς στιγμήν ότι ηυξήθησαν εις άνδρας,
+ούτω και οι ανυπόμονοι ημών σταδιόδρομοι νομίζουσιν ότι αληθώς
+μεγεθύνονται, βαίνοντες επί των καλοβάθρων της εθελοφημίας.
+
+***
+
+Και πόση την ανυπομονησίαν έπειτα διαδέχεται απογοήτευσις
+πολλάκις και πικρία! Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η
+φήμη, όσον ευκόλως και αν μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και
+αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ' αρκούνται οι πρακτικότατοι
+έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα. Εννοούσι κάπως
+ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν. Ναι . . . δεν
+λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και
+το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά
+τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες,
+όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον
+και λιβανωτού. Έπρεπε, . . και αρχίζει τότε μακρά ανάπτυξις και
+συζήτησις περί του τι έπρεπε να πράξη, — τι λέγω, να πράξη; να
+έχη ήδη πεπραγμένον η κυβέρνησις, περί του καθήκοντος όπερ
+επεβάλλετο εις τους πλουσίους ομογενείς, περί του πατριωτικού
+αισθήματος όπερ έπρεπε να φλέγη υπέρ της εθνικής δόξης τας
+καρδίας των έξω ελλήνων, και να αναλύεται από καιρού εις καιρόν
+εις χρηματικά τινα χορηγήματα υπέρ της προαγωγής και της
+αποκαταστάσεως των διακεκριμένων έσω ελλήνων. Καλά ταύτα πάντα
+και βεβαίως ευκταία· αλλ' υστερούσι δυστυχώς ως επί το πλείστον·
+αντηχεί δε τότε μέχρι τρίτου ουρανού κραυγή αγανακτήσεως κατά της
+απαθείας και αδιαφορίας του κοινού, κατά της αβελτηρίας και
+ακαλαισθησίας των ευπορούντων, κατά της ακατονομάστου ψυχρότητος
+της Κυβερνήσεως. Είνε δυνατόν να παραμελήται ο φωστήρ αυτός; Είνε
+επιτετραμμένον να αγνοήται η μεγαλοφυία εκείνη; Υποφέρεται ν'
+αναξιοπαθή τούτου η ικανότης και να πένεται του άλλου το
+τάλαντον; Εχάθη μία καθηγεσία δι' αυτόν η μία θέσις
+αμεριμνομερίμνης δι' εκείνον;
+
+Και πολύς, εννοείται, ο κοπετός και μέγας των ανυπομονούντων ο
+πάταγος.
+
+***
+
+Υπομονή, υπομονή ολίγη! Δεν διορθούνται δυστυχώς άλλως τα
+πράγματα. Είνε βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε
+διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον πρωίμως αι εξοχότητες, όσον
+αλλαχού — καθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι ανυπόμονοι. Αλλ' ας
+ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος είνε
+ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως
+δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια,
+αμιλλώμενα κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα
+απαραίτητα, ουδέ περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ'
+ημίν πολύς έτι θα παρέλθη χρόνος, έως ου κατορθωθή να
+νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η άωρος.
+
+Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται.
+
+
+
+ΑΡΤΟΣ ΠΙΤΥΡΙΤΗΣ (13)
+
+
+
+«Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο
+μακαρίτης Ράμφος, ο ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς,
+ο τοσούτον έχων το μυθιστοριογραφικόν τάλαντον. Το σοφόν δε τούτο
+απόφθεγμα του συνετού ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής
+παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν
+τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου πολιτικής
+απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις
+έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών
+ζυμώσεως, καθ' ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την
+επιφάνειαν. Σήμερον όμως ιδίως, ότε βαρύς επελθών ο τυφών
+διέλυσεν εν μια στιγμή τας ροδίνας νεφέλας των χρηματιστικών ημών
+ονείρων, σήμερον, ότε δριμύς έπνευσεν ο βορράς και ετράπη εις
+ρίγος κρυερόν αχρηματίας πάσα εκείνη της υπερτιμήσεως και της
+κερδοσκοπίας η θέρμη, σήμερον είν' ευκαιρία να επιγραφώσιν αι
+λέξεις αύται πάσης οιασδήποτε μελέτης περί της καταστάσεως ημών,
+ήτις ουδέν άλλο είνε ή οξεία εμφάνισις ενός και του αυτού χρονίου
+νοσήματος, από μακρού ήδη κατατρύχοντος την κοινωνικήν ημών
+ύπαρξιν.
+
+***
+
+Ας αναδράμωμεν ολίγον προς το παρελθόν, και ας επισκοπήσωμεν
+ποσάκις μέχρι τούδε εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να
+κατασκευάσωμεν ψ ω μ ί μ ε π ί τ υ ρ α, ποσάκις το εζυμώσαμεν,
+και ποσάκις εκηρύξαμεν άρτον το αηδές αυτό φύραμα.
+
+Αφίνομεν κατά μέρος την πολιτικήν· ούτε σκοπός ημών είνε ούτε
+διάθεσιν έχομεν επί του παρόντος να εξετάσωμεν, αν και κατά πόσον
+δύναται να ονομασθή ευπροσώπως άρτος η συνταγματική και
+κοινοβουλευτική κουραμάνα, ην επροίκισαν την Ελλάδα δύο μεγάλαι
+της νεωτέρας ημών ιστορίας εποχαί. Σημειούμεν απλώς, ότι από
+τεσσαρακονταετίας ήδη την τρώγομεν και ακόμη δεν επαχύναμεν.
+
+Ανοίγομεν την βίβλον του κοινωνικού ημών βίου του τε δημοσίου και
+του ιδιωτικού, και φυλλομετρούμεν αυτήν εική και τυχαίως. Είνε
+πολύ μάλλον πρόχειρος και πολύ διδακτικωτέρα· παρέχει δε κατά
+πάσαν σχεδόν αυτής σελίδα το θέαμα μερίδος τινός Ελλήνων, σήμερον
+αυτής και αύριον εκείνης, ασχολουμένων ανενδότως και καλή τη
+πίστει να ζυμόνωσιν άρτον πιτυρίτην, εις τροφήν εαυτών και των
+άλλων.
+
+Αλλ' ουδέ ήτο δυνατόν να γείνη άλλως.
+
+Εφαντάσθημεν πάντοτε — και σήμερον ακόμη το φανταζόμεθα, και
+κύριος οίδε πόσον έτι χρόνον θα το νομίζωμεν — ότι είμεθα ο
+περιούσιος λαός του κυρίου· ότι περιεσώθημεν κατά θείαν ευδοκίαν
+εκ του κατακλυσμού των χρόνων εις πλήρωσιν μεγάλης και υψηλής
+αποστολής, και ότι πρώτιστον ημών καθήκον ήτο, όχι να ζήσωμεν —
+αφού είχαμεν την τύχην ν' αναγεννηθώμεν — αλλά να διακριθώμεν προ
+πάντων και να λάμψωμεν.
+
+Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών
+ζητημάτων πριν ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι
+περιεβάλομεν κράνος την ασθενή ημών κεφαλήν.
+
+Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της
+δόξης, αντί να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν
+της εργασίας. Εφροντίσαμεν πώς να ενδυθώμεν και στολισθώμεν, πριν
+ή μεριμνήσωμεν πού να κατοικήσωμεν και τι να φάγωμεν. Ούτω δε,
+κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας
+αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η
+θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών
+ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του
+εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς
+ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και
+καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον
+κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.
+
+***
+
+Τα επελθόντα έπρεπεν αναγκαίως να επέλθωσιν.
+
+Ανάγκαι επακταί διά δανείων μόνον θεραπεύονται.
+
+Απηξιώσαμεν να εργασθώμεν πάντες εις παρασκευήν του εθνικού ημών
+άρτου διά του εθνικού ημών αλεύρου, και επροτιμήσαμεν ν'
+ασχοληθώμεν, ολίγοι χάριν ολίγων, εις παρασκευήν άρτου ευρωπαϊκού
+δι' αλεύρου των Τριών Σίγμα, και εζητήσαμεν την άχνην αυτήν, ήτις
+μας έλειπε, δάνειον παρά της Ευρώπης.
+
+Αλλά το άλευρον αυτό το ευρωπαϊκόν πόσοι το εγνώριζον, και πόσοι
+ηδύναντο να το διακρίνωσιν; Ολίγοι μόλις. Οι άλλοι εδανείσθησαν
+πίτυρα και τα εξέλαβον ως άχνην. Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους
+και τους ενόμισαν άρτον, και ετράφησαν δι' αυτών, και τους
+εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και εναβρυνόμενοι, ότι δεν
+έτρωγον το μ α ύ ρ ο ν σ π ι τ ι κ ό ν ψ ω μ ί του
+απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον
+ακόπως πολιτισθέντες.
+
+***
+
+Επολιτίσθησαν ούτω κατ' αρχάς ολίγοι, ενόμισαν δηλαδή ότι
+επολιτίσθησαν, και παρακολούθησαν αυτούς κατόπιν οι ασμένως
+πιθηκίζοντες πάντοτε το καινόν και το στίλβον.
+
+Και εισεκομίζοντο ούτω αφθονώτερα πάντοτε τα ευρωπαϊκά άλευρα εις
+Αθήνας, κ' εζυμούντο δι' αυτών ευρωπαϊκοί πλακούντες εις
+κατανάλωσιν του φιλοπροόδου Έλληνος.
+
+Η ζήτησις κατά φυσικόν λόγον επετείνετο, διότι οι Έλληνες ήθελον
+ολόιδια μιας να γείνωσιν Ευρωπαίοι, και η από της εσπερίας
+προμήθεια εσπάνιζε πολλάκις, και το σπανίζον υπερετιμάτο.
+
+Ήλθε τότε η νοθεία επίκουρος, και τα εγχώρια πίτυρα ήρχισαν
+παρεισαγόμενα εις την κατασκευήν των πλακούντων του νεοελληνικού
+πολιτισμού. Κατ' αρχάς ανεμίχθησαν με τα ξένα· είτα δε βαθμηδόν
+και κατ' ολίγον αντικατέστησαν εκείνα εντελώς.
+
+Πίτυρα και πίτυρα, ολίγον διέφερον αλλήλων κατά την γεύσιν.
+
+***
+
+Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του
+βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτι — πώς άλλως; — της
+δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος,
+ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου
+ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς
+τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας,
+και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.
+
+Ορέξεις είχομεν πολλάς, και ήτο φυσικόν να τας έχωμεν, διότι
+χρόνους μακρούς είχομεν πεινάσει και διψήσει εν δουλεία. Αλλ' όχι
+μόνον αυτάς ηθελήσαμεν πάσας διά μιας να θεραπεύσωμεν, αλλά και
+νέας άλλας ησθάνθημεν αίφνης, ως πάντες οι οψίδοξοι και
+οψίπλουτοι, και ωρμήσαμεν ακατάσχετοι εις πλήρωσιν αυτών, δίκην
+στρατού βαρβάρων νικηφόρου, εισελαύνοντος εις δορυάλωτον χώραν
+και σπεύδοντος να λεηλατήση αυτήν μέχρι του εσχάτου των τριόδων
+της κάρφους, εκ φόβου μη δεν εύρη πλέον τίποτε την επαύριον.
+
+Δεν εσυλλογίσθημεν, ότι ανεβλέπομεν από τυφλότητος μακράς, και
+ότι το φως το άπλετον ηδύνατο ν' αποβή ολέθριον εις την νέαν και
+ασθενή ημών όρασιν.
+
+Δεν εσκέφθημεν, ότι όπως απολαύσωμεν όσων ωρεγόμεθα, είχομεν
+πόρων ανάγκην και πόρων πολλών, ενώ ήμεθα γυμνοί έτι από της
+δουλείας και ρακένδυτοι από της βαρβαρότητος.
+
+Αντί να μεριμνήσωμεν εγκρατώς και περιεσκεμμένως περί της
+προχείρου παρασκευής απερίττου ενδυμασίας, δυναμένης να καλύψη τα
+ριγούντα ημών μέλη, ωνειρεύθημεν αμέσως ενδύματα πολυτελή και
+χρυσοποίκιλτα, ως μόνην αναβολήν αξίαν των ενδόξων απογόνων του
+Περικλέους, δυναμένην ανεπαισχύντως να επιδειχθή εις των
+Ευρωπαίων τα όμματα. Είχομεν, βλέπετε, να κ ρ α τ ή σ ω μ ε ν
+τ η ν θ έ σ ι ν μ α ς, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος
+υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, — αν πληρώση —
+την μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.
+
+Ούτω δε, αντί να περιορίσωμεν εξ αρχής τας ανάγκας ημών αναλόγως
+των πόρων μας, ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα έτι δυστυχώς να
+αυξήσωμεν τους πόρους ημών αναλόγως των αναγκών μας, και τούτων
+ουχί αληθών και πραγματικών, αλλά ψευδών ως επί το πολύ και εκ
+μωράς συνθήκης υπαγορευομένων.
+
+Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα
+πτωχοί, . . . και ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν
+έχομεν.
+
+***
+
+Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους,
+όστις να οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους
+προς την άβυσσον χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των
+ποδών των.
+
+Τουναντίον. Εκείνοι παρ' ων έπρεπεν άλλως να προσδοκάται σωτήριος
+τις απόπειρα προς ανακοπήν του γεύματος, όπερ παρέσυρε τα πλήθη,
+εκείνοι ακριβώς υπήρξαν οι συντελέσαντες εις αύξησιν αυτού και
+εξόγκωσιν.
+
+Οι μεν αυτών επέστρεφον εκ της Εσπερίας, κομίζοντες, πλην ολίγων
+απέπτων και συγκεχυμένων γνώσεων, βαθυτάτην του ελληνικού βίου
+περιφρόνησιν και χλεύην προς τα ήθη των πατέρων αυτών, οίτινες
+είχον δαπανήσει εις μόρφωσίν των.
+
+Οι δε, όψιμοι πλέον παραφυάδες παλαιοτέρων κ' ευρωστοτέρων
+κορμών, καλύπτοντες υπό αξιώσεις αμέτρους αδράνειαν γεροντικήν
+και παντελή βιωτικήν εξάντλησιν, διετήρουν έτι ως κειμήλιον τας
+ξενοτρόπους του παρελθόντος αυτών παραδόσεις, και ανέπτυσσον
+αυτάς εις ολέθριον πειρασμόν του πλήθους.
+
+Άλλοι τέλος, από παντοίων επεισάκτων αναγνωσμάτων φθειρόμενοι,
+και τους νοσηρούς αυτών πόθους ως αληθείς ανάγκας υπολαμβάνοντες,
+σκοπόν του βίου των προετίθεντο την εκ παντός τρόπου πλήρωσιν
+αυτών, εις ταύτην και μόνην συνοψίζοντες του πολιτισμού των το
+ευαγγέλιον.
+
+Ούτω δε κατήρξαντο πρώτοι της ολισθηράς πορείας όσοι έπρεπε να
+οδηγήσωσιν εις την ευθείαν τους πολλούς, και ηκολούθησαν εκ
+τούτων όσοι υπέλαβον ότι ηδύναντο να εξισώσωσι τους πόρους αυτών
+προς τας δαπάνας της νέας διαίτης, μεθ' όσης ευκολίας εξισούντο
+αι ορέξεις των προς τας ορέξεις των άλλων.
+
+Ο άνθρωπος είνε μιμητής, και ο Έλλην είνε ο μιμητικώτατος των
+ανθρώπων.
+
+***
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ'
+ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ
+ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους.
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός
+μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας
+ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και
+περιωπήν.
+
+Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι
+πλέον σήμερον τα θαύματα;
+
+***
+
+Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και
+κυρία των γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των
+ελληνικά· και τα εμάνθανον αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα
+διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού. Αλλά την εποχήν εκείνην
+διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν
+ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι.
+Τι να τα κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και
+άγιον των πατέρων υμών άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και
+σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του κατακλυσμού την εθνικότητα
+αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν χωρίς γαλλικά;
+
+Ενομίσαμεν ούτω απαραίτητον, όπως αποδειχθώμεν άξιοι της
+περιβλέπτου θέσεως ην εκλήρου ημίν η θεία πρόνοια, να μάθωμεν
+γαλλικά, πριν ή διδαχθώμεν την πατρικήν ημών γλώσσαν. Και
+παρεδώκαμεν επί τούτω τα τέκνα ημών, από νεαράς αυτών ηλικίας,
+εις ξένας παιδαγωγούς, ων αι πλείσται πάντη αλλοίαν έχουσιν ως εκ
+του παρελθόντος αυτών την ειδικότητα, και ερυθριώμεν σχεδόν εξ
+υπερηφανείας, όταν τα ακούωμεν στρεβλούντα μετά πολλών μορφασμών
+ολίγας γαλλικάς λέξεις, και υπολαμβάνομεν εαυτούς αληθώς
+ευδαίμονας, οσάκις τα βλέπομεν κρατούντα γαλλικόν βιβλίον, όπερ
+ως επί το πλείστον είνε μυθιστόρημα.
+
+Και έχομεν πλήρη και αδιάσειστον την πεποίθησιν, ότι δίδομεν
+τοιουτοτρόπως καλήν ανατροφήν εις την νέαν γενεάν.
+
+Δεν είνε τούτο άρτος πιτυρίτης, και χειρίστης μάλιστα πoιότητος;
+
+***
+
+Παρατηρήσατε εις τας οδούς και τας πλατείας των Αθηνών τον κομψόν
+εκείνον νεανίσκον, όστις υπό τα στενά του ενδύματα φαίνεται ως
+αλεξιβρόχιον εντός της θήκης του. Δεν θα δυσκολευθήτε να τον
+εύρετε, διότι είνε πολλοί και ομοιάζουν όλοι απαράλλακτα. Είνε
+υιός καλής οικογενείας, ήτις αφού μάτην εδαπάνησεν εκούσα εις
+εκπαίδευσίν του, δαπανά σήμερον άκουσα εις ενδυμασίαν αυτού και
+διασκέδασιν. Αν είχε το ευτύχημα να γεννηθή εις χρόνους παλαιούς,
+θα επεμελείτο χαίρων των πατρικών κτημάτων, θα εφρόντιζε περί
+ευρέσεως τελειοτέρου τινος λιπάσματος, και θα προσεπάθει ν'
+αυξήση το ετήσιον από γης εισόδημά του. Σήμερον πράττει άλλως,
+διότι άλλως ανετράφη. Τρώγει, μόνος αυτός, την μείζονα μερίδα της
+πατρικής προσόδου, και προεξοφλεί το υπόλοιπον εις τους
+τοκογλύφους. Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι
+ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια
+σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης
+μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν
+προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν
+τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων
+καρυκεύει την ομιλίαν του.
+
+Πιτυρίτης και αυτός, και πιτυρίτης αφθονότατος σήμερον εν τη
+Αθηναϊκή αγορά.
+
+Η αγαθή αυτή κυρία, ήτις φοιτά τακτικώτατα εις τας παραστάσεις
+του εν Φαλήρω γαλλικού θεάτρου — χωρίς να γνωρίζη γαλλικά — μετά
+της θυγατρός της, ήτις γνωρίζει τόσα μόνον, ώστε να εννοή τας
+σεμνάς χειρονομίας των ηθοποιών, πιτυρίτην άρτον τρώγει και αυτή.
+
+Πόθος της ενδόμυχος — ιερός και άγιος πόθος μητρός — είνε να
+νυμφεύση την κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει
+ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της
+τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από γένος, και η κόρη της τον
+θέλει με θέσιν κοινωνικήν. Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι του είδους
+αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός
+κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί
+τρόποι. Τι δε εννοεί καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως,
+παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της κόρης και την αναβολήν
+αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και παρακολουθών
+τα βλέμματά της τα αεικίνητα. Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα
+εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο
+σεμνοτέρα, και θα υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει
+ολιγώτερα και σωφρονέστερα.
+
+Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους
+τέιον και πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του
+υστερήματος του στομάχου των, η δε κόρη γυμνάζεται εις την
+αλιείαν.
+
+Το δίκτυόν της δεν συνέλαβεν ακόμη τίποτε, και ο γέρων πατήρ της
+— ωρίμου πείρας άνθρωπος — εκφράζει πολλούς δισταγμούς περί της
+αποτελεσματικότητος της μητρικής μεθόδου.
+
+Αλλά τις τον ακούει! Όταν ομιλή, μήτηρ και θυγάτηρ ανταλλάσσουσι
+βλέμματα πολυσήμαντα, και όταν απέρχεται, γελώσιν ενίοτε εις
+βάρος του.
+
+***
+
+Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν
+έντιμοι άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες
+εγχώριον άρτον από εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της
+εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων,
+και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την άρρητον εκείνην
+γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον μόχθον.
+Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το
+εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν
+αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας
+λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να
+κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το
+χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του. Ο δρόμος ήτο
+εύκολος, γνωστός και πλήθων κόσμου. Ηκολούθησαν το πλήθος.
+Εφαντάσθησαν και αυτοί — τις δεν το εφαντάσθη; — ότι
+προχειρότατον ήτο να τραφώσι μαγειρεύοντες αέρα και ακοπώτατον να
+πλουτήσωσιν από μηδενικών. Ο πρώτος αυτών πλους διά του πελάγους
+των χαρτίνων εκατομμυρίων υπήρξεν αίσιος, και ο πρώτος πιτυρίτης
+άρτος τον οποίον εμάσσησαν εφάνη εις αυτούς του γλυκυτέρου
+πλακούντος γλυκύτερος. Τι βλάκες ήσαν τόσον καιρόν! Ήλλαξαν
+έξεις, και αντί να πίνωσιν, ως άλλοτε, τον καφέν και τον ναργιλέν
+των εις το μικρόν γειτονικόν των καφενείου, κατά την μεσημβρινήν
+της εργασίας των ανάπαυλαν, εφοίτησαν εις του Χαραμή, ανέγνωσαν
+εφημερίδας και συνεζήτησαν περί των ενδεχομένων αποτελεσμάτων της
+εν Τσερνιέβιτς συνεντεύξεως των τριών αυτοκρατόρων.
+
+Αλλά δυστυχώς . . .
+
+Ας συμπληρώση ο αναγνώστης την φράσιν. Το πράγμα είνε ευκολώτατον
+σήμερον, ότε γενική σχεδόν πάντων ασχολία είνε η απόδοσις του
+φοβερού αυτού α λ λ ά.
+
+
+Το κακόν είνε ότι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι απέμαθον πλέον να
+εργάζωνται, και περιφέρονται ακόμη, αληθή κ α μ ό ν τ ω ν
+είδωλα, εις τας παρόδους του χρηματιστηρίου, ονειρευόμενοι ενίοτε
+το παρελθόν, και πλάττοντες πάντοτε πιτυρίτην άρτον διά της
+φαντασίας των.
+
+Και όμως αυξάνουσιν ολονέν τα πίτυρα εν Αθήναις.
+
+Χθες έτι μόλις ενέσκηψεν ως τυφών επί τας κεφαλάς ημών το άκουσμα
+του βουλγαρικού τολμήματος, ούτινος κατά μέγα μέρος είμεθα ημείς
+πρώτοι συνένοχοι· διότι επί μακρόν χρόνον εφαντάσθημεν, — ίσως δε
+το φανταζόμεθα και σήμερον ακόμη — ότι το ασφαλέστερον μέσον προς
+ενίσχυσιν και προαγωγήν του ελληνισμού εν Μακεδονία και Θράκη
+είνε να στέλλωμεν αποφοίτους τινάς του Αρσακείου εις νηπιαγώγησιν
+των βουλγαροφώνων ελληνοπαίδων, — ούτως αποκαλούμεν
+συγκαταβαίνοντες τους βουλγαρόπαιδας, — να γράφωμεν χαρτία πολλά
+και υπομνήματα προς διεκδίκησιν των εν Μακεδονία προπατορικών
+ημών δικαιωμάτων, και να ζητώμεν εθνικούς εράνους, όπως
+εκτυπώσωμεν εις μυριάδας αντιτύπων τας εικόνας του μεγάλου
+Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους, και διανείμωμεν αυτάς εις τους
+κατοίκους της, προς αναρρίπισιν εθνικού φρονήματος. Διά τοιούτων
+μωρών πιτύρων εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να παρασκευάσωμεν
+ελληνικόν άρτον εν Μακεδονία. Διά τοιούτων πιτύρων υπεθέσαμεν και
+σήμερον έτι εν τω αφελεί ημών ενθουσιασμώ, ότι ήτο δυνατόν να
+εξορκίσωμεν τον κίνδυνον και να αποτρέψωμεν την καταιγίδα. Οι
+βυζαντηνοί έκαμνον λειτουργίας· ημείς κάμνομεν συλλαλητήρια. Οι
+βυζαντηνοί συνέτασσον τροπάρια· ημείς συντάσσομεν ψηφίσματα.
+Συναζόμεθα το εσπέρας, επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι
+και μη περίεργοι, περί την εξέδραν της μουσικής. Διώκομεν τους
+μουσικούς και ανάπτομεν αυθαιρέτως τους φανούς, πραξικοπούντες
+και ημείς εν μικρώ, ως λαός ενθουσιώδης εννοών να υποτάξη τα
+πάντα εις τον πατριωτικόν αυτού πυρετόν, και . . . χαίνομεν
+έπειτα προς τους λόγους του πρώτου τυχόντος υπαιθρίου ρήτορος,
+όστις μας διαβεβαιοί, εν πάση σπουδαιότητητι και κατανύξει, ότι ο
+θεός και η πατρίς και η συνείδησίς του παρήγγειλαν εις αυτόν να
+υπομνήση τους Έλληνας, ότι η Μακεδονία είνε χώρα ελληνική.
+Χειροκροτούμεν έξαλλοι εκ πατριωτισμού — τι άλλο να κάμωμεν; —
+ψηφίζομεν έπειτα ψηφίσματα φλογερά, διατρέχομεν τας οδούς εν
+φωναίς και σημαίαις, και την επαύριον αρχίζομεν πάλιν τα ίδια,
+και αι επαρχίαι μας μιμούνται, και φρονούμεν αδιστάκτως, ότι η
+Ευρώπη αδύνατον είνε να μη λάβη υπ' όψιν τα ελληνικά
+συλλαλητήρια. Αν δε τυχόν εν ώρα μικροψυχίας διστάσωμεν επί
+στιγμήν περί της εντυπώσεως, ην δύνανται να παραγάγωσιν εν Ευρώπη
+τα πατριωτικά ημών ψηφίσματα, εύκολον πρόκειται και πρόχειρον του
+δισταγμού ημών το ιατρικόν. Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών
+ρήτορας αποστόλους του ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και
+αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον συγκομιδήν ευρωπαϊκών
+συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των εκκλησιών αναμένουσι
+προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων περισυναγόμενα κέρματα
+των πιστών.
+
+Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός;
+
+***
+
+Αλλ' αρκεί.
+
+Όπου και αν στρέψη τις κύκλω βλέμμα παρατηρητικόν, πανταχού
+σχεδόν θα απαντήση μικρόν ή μέγα εργαστήριον παρασκευάζον άρτον
+εκ πιτύρων, πανταχού θα ίδη μικράν ή μέγα οπτανείον, μαγειρεύον
+το ψεύδος ίνα κενώση αυτό ως αλήθειαν. Αδύνατον είνε να τ'
+αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και η απαρίθμησις;
+Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των καταναλωτών
+τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται
+τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται
+περιβεβλημένοι αλήθειαν. Μήπως κ' εξ αυτών οι πλείστοι δεν
+παράγουσι πιτυρίτην, όπου και όπως έκαστος δύναται; Μη δεν είνε
+και μένει και θα μένη πάντοτε η ελληνικωτάτη των παροιμιών:
+Γ έ λ α μ ε ν α σ ε γ ε λ ώ;
+
+Πομφόλυγες στιλπναί και μεγάλαι, φυσώμεναι καθ' εκάστην υπό της
+ιδίας ημών μωρίας, αντιπαρερχόμεθα αλλήλους εν ταις οδοίς και
+ταις τριόδοις, και θαυμαζόμεθα, και φθονούμεν αι μικρότεραι τας
+μεγαλειτέρας.
+
+Ενίοτε πνέει αίφνης ο άνεμος, και διαρρήγνυνται μερικαί και
+γελώσιν αι άλλαι.
+
+Το δε τέλος;
+
+Το αγνοώ, αλλά το εύχομαι. Έστω οιονδήποτε.
+
+
+
+ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ (14)
+
+
+
+Α'.
+
+Αι δύο αύται λέξεις, και αι έννοιαι ας εκφράζουσιν, αποτελούσιν
+αναντιρρήτως εν των περιεργοτέρων φαινομένων εν τω βίω της
+νεωτέρας Ελλάδος.
+
+Δεν γνωρίζω, αλλ' αμφιβάλλω ειλικρινώς, αν υπάρχει έθνος εκ των
+συγχρόνων οίον δήποτε, όπερ να διήρεσε πάντας σχεδόν τους
+αλλοεθνείς εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, και κατατάσσον έκαστον
+εις μίαν εξ αυτών να παρεδέχθη, ότι αδύνατον είνε να υπάρχη ξένος
+οίος δήποτε, όστις να μη ήνε φίλος του ένθερμος και φανατικός ή
+εχθρός του θανάσιμος. Και σημειωτέον ότι αι απλαί αύται και
+άκακοι λέξεις φ ί λ ο ς κ α ι ε χ θ ρ ό ς ουδόλως αποδίδουσι
+την ειδικήν εκείνην έννοιαν, ην συνδέομεν ημείς οι νεώτεροι
+Έλληνες προς τας πολυσημάντους και βαρείας λέξεις φ ι λ έ λ λ η ν
+και μ ι σ έ λ λ η ν, ας και εδημιουργήσαμεν, βλέπετε, επίτηδες
+προς έκφρασιν του πράγματος.
+
+Εδημιουργήσαμεν, είπον, καίτοι εύρομεν αληθώς τας λέξεις ετοίμους
+εν τη γλώσση, από των κλασικών ήδη χρόνων πλασθείσας υπό των
+ημετέρων προγόνων. Αλλά μετεχειρίζοντο άρα γε και εκείνοι τους
+όρους αυτούς, όπου και όπως εφαρμόζομεν ημείς αυτούς σήμερον; Ήτο
+άραγε ο πρώτος αυτών φιλέλλην Άμασις και ο πρώτος των μισέλλην
+Τισαφέρνης ό,τι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες και μισέλληνες;
+Αληθεύει και επί του προκειμένου ό,τι έλεγέ ποτε γάλλος τις
+πρόξενος εις τον λόρδον Βύρωνα, ότι δηλαδή είμεθα πάντοτε la
+même canaille que temps de Périclès; Καλή ή κακή, θα ήτο
+παρηγορία όπως δήποτε, αν ηλήθευεν η ρήσις. Αλλ' έχω, το κατ'
+εμέ, πολλούς περί τούτου δισταγμούς· φρονώ δε μάλλον, ότι
+παραλαβόντες τας λέξεις εκείνας, παρελάβομεν αυτάς ως και τόσας
+άλλας, μεταβαλόντες το νόημά των. Εδημιουργήσαμεν νέας εννοίας
+και τας ενεδύσαμεν διά των παλαιών λέξεων. Πόσον δε νέαι αληθώς
+και ειδικαί και πάντη άσχετοι προς την γραμματικήν των λέξεων
+σημασίαν είνε αι έννοιαι ας αποδίδομεν εις αυτάς οι νεώτεροι
+Έλληνες, θέλει αμέσως μετ' ολίγον καταδειχθή. Ας μείνωμεν λοιπόν
+και των λέξεων δημιουργοί. Δεν βλάπτει.
+
+Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε αυτοί οι
+Ιταλοί οι πλείστην έχοντες προς ημάς ομοιότητα, έχουσιν εν τη
+γλώσση αυτών λέξεις ανάλογους προς τας λέξεις εκείνας, διά τον
+απλούστατον λόγον, ότι ουδέποτε συνέλαβον τας εννοίας, αίτινες
+ήθελον υπαγορεύσει την δημιουργίαν των λέξεων. Διακρίνουσι
+βεβαίως μεταξύ των ξένων τους ορθώς ή εσφαλμένως περί αυτών
+κρίνοντας, τους μάλλον ή ήττον γνωρίζοντας τα κατ' αυτούς, τους
+πλειότερον ή ολιγώτερον ασχολουμένους εις τα του βίου των υφ'
+οιανδήποτε έποψιν, πολιτικήν, φιλολογικήν ή άλλην. Αλλ' ουδέποτε
+όμως διενοήθησαν να χωρίσωσι τους ξένους εις δύο μεγάλας τάξεις,
+να ορύξωσι τάφρον μεταξύ αυτών, και ν' απονείμωσιν εις τούτους
+μεν τιμητικάς εις εκείνους δε ονειδιστικάς προσωνυμίας. Ουδέν
+ποτε έθνος, πλην του νεωτέρου ελληνικού, εθεώρησε τους ξένους ως
+μη δυναμένους να κριθώσιν άλλως ή κατ' αναφοράν προς αυτό και
+μόνον, ως ει αυτό κατ' εξοχήν απετέλει το κέντρον του πλανητικού
+συστήματος των εθνών.
+
+Αλλά διατί λοιπόν πράττομεν τούτο ημείς;
+
+Διατί κατηντήσαμεν σήμερον, από ετών τελειοποιούμενοι, εις το
+αναντιρρήτως κωμικόν σημείον να μη ακούωμεν όνομα ξένου
+προφερόμενον, χωρίς να ερωτώμεν αμέσως αν είνε φιλέλλην, και να
+χαρακτηρίζωμεν αυτόν μισέλληνα εν περιπτώσει αποφατικής
+απαντήσεως;
+
+Υπολαμβάνομεν άρα γε ημάς αυτούς τοσούτον μεγάλους και
+σημαντικούς, ώστε να υποθέτωμεν ότι αδύνατον είνε να υπάρχωσι και
+άνθρωποι αδιαφορούντες περί ημών; Ή μη τυχόν ομοιάζομεν τους
+παροδίους εκείνους επαίτας, τους τείνοντας διαρκώς την χείρα προς
+τους διαβάτας, και διακρίνοντας φυσικώ τω λόγω ολόκληρον το
+ανθρώπινον γένος εις δύο μόνον μεγάλας τάξεις, εις δίδοντας και
+μη δίδοντας;
+
+Ηδύνατό τις ίσως να πιστεύση το δεύτερον μάλλον ή το πρώτον· αλλ'
+ασφαλέστερον και ορθότερον, πάντως δε πατριωτικώτερον νομίζω να
+παραδεχθή τις αμφότερα τα κατ' επιφάνειαν τοσούτον δυσσυμβίβαστα
+φαινόμενα μέρη του διλήμματος. Ολίγοι τάχα είνε οι μεγάλην μεν
+και επιβάλλουσαν έχοντες την αναβολήν, επαιτικόν δε κατά βάθος το
+φρόνημα; Μήπως δεν έχομεν και λέξιν ελληνικήν, την
+π τ ω χ α λ α ζ ο ν ε ί α ν, θαυμασίως εκφράζουσαν τον περίεργον
+αυτόν σύνδεσμον εννοιών τοσούτον αντιθέτων, και αμετάφραστον εις
+οιανδήποτε ξένην γλώσσαν;
+
+Αλλά περί της νεοελληνικής πτωχαλαζονείας άλλοτε και ευκαιρότερον
+πλείονα.
+
+Επί του παρόντος τούτο και μόνον αρκεί να σημειωθή, εις εξήγησιν
+της εθνολογικής ημών εκείνης ιδιοσυγκρασίας, περί ης έλεγον εν
+αρχή των γραμμών τούτων· ότι, μη παραδεχόμενοι δυνατήν την
+ύπαρξιν ξένου οιουδήποτε, πλην των φιλελλήνων ή μισελλήνων, και
+επαιτούμεν χωρίς να το αισθανώμεθα, και κομπούμεθα εις όγκον,
+ούτινος ουδ' η σκιά καν μας προσήκει.
+
+***
+
+Πριν ή δε προχωρήσω εξετάζων το νοσολογικόν τούτο φαινόμενον του
+νεωτέρου ελληνισμού, — διότι νόσος αληθώς πρέπει τούτο να κληθή —
+ανάγκην απαραίτητον αισθάνομαι να εξαιρέσω ευθύς εν αρχή του
+πολυαρίθμου τάγματος των νεοτευχών φιλελλήνων, ους
+εδημιουργήσαμεν οι νεώτεροι Έλληνες εις θεραπείαν ημών αυτών, την
+σεμνήν εκείνην χορείαν των ευγενών ξένων, οίτινες δραμόντες από
+περάτων του κόσμου εις αρωγήν της αγωνιζομένης ημών ελευθερίας,
+εβάπτισαν αυτοί εαυτούς φιλέλληνας εν αίματι και πυρίτιδι, και
+έσπειραν προ εξήκοντα ετών τα οστά των εν Πέτα και Χαϊδαρίω, εν
+Καρύστω και Καματερώ. Ιερά έστω αυτών η μνήμη, και εύφημον εις
+αιώνας το όνομα!
+
+Αλλ' άλλοι τότε ήσαν οι καιροί, και πολύ έκτοτε μετεβλήθησαν.
+
+Τότε εφονεύετο εν Σφακτηρία ο Σάντα Ρόζας και έθνησκεν ο Νόρμαν
+εν Μεσολογγίω. Σήμερον. . . .
+
+Αλλά μη προτρέχωμεν.
+
+Οι σημερινοί φιλέλληνες, εκείνοι δηλαδή ους ημείς ούτω καλούμεν,
+διαφέρουσι πολύ των παλαιών, περί ων κυρίως ο σοφός μου φίλος κ.
+Κουμανούδης τοσαύτα εχαριτολόγησεν άλλοτε εν τω Αθηναίω. Εκείνους
+έπλαττε φιλέλληνας αληθείς η αληθινή των προς την Ελλάδα αγάπη,
+και την προσωνυμίαν των ταύτην, ην μόνοι των αυτοί ελάμβανον εν
+υπερηφανεία, εκύρουν μεν περιφανώς τα έργα αυτών, εταμειεύομεν δ'
+ημείς κατόπιν ευγνώμονες εν τη ημετέρα καρδία. Ήσαν εκείνοι
+φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος της ποιητικής εποχής της
+παλινορθώσεως, ούτινος η αίγλη ωχράνθη μικράν κατά μικρόν, και
+εσβέσθη τέλος μετά της σεμνής κορυφής του φαεινότατου αυτής
+αντιπροσώπου, του Βίκτωρος Ουγώ. Ήσαν ούτως ειπείν
+αυτοχειροτόνητοι μεσαιωνικοί ιππόται, στρατεύοντες πάνοπλοι εις
+ανόρθωσιν της αδικίας και προστασίαν των τυραννουμένων, διότι
+ήσαν τότε καιροί, καθ' ους υπήρχον και άνθρωποι αισθανόμενοι την
+ανάγκην ταύτην.
+
+Τους σημερινούς όμως φιλέλληνας, τους ακόπους φιλέλληνας των
+εφημερίδων και των περιηγήσεων, τους δημιουργούμεν ημείς ως επί
+το πλείστον· ημείς τους βαπτίζομεν, και ημείς επί τέλους, διά του
+υπουργείου των Εξωτερικών, τους χειροτονούμεν και ιππότας.
+
+Ουδόλως απίθανον, πιθανώτατον δε μάλιστα είνε, ότι οι παλαιοί
+εκείνοι, οι αφιλοκερδείς, οι πλήρεις ποιητικού ενθουσιασμού και
+γενναίων αισθημάτων φίλοι της Ελλάδος, παρήγαγον βαθμηδόν την
+φυλήν των σημερινών φιλελλήνων· αλλ' εξεφυλίσθη κατά μικρόν το
+είδος από γενεάς εις γενεάν, και οι σήμερον ούτω καλούμενοι είνε
+επίγονοι αληθείς, ως επίγονοι είμεθα ημείς των παλαιών εκείνων
+ανδρών της μεγάλης εποχής του μεγάλου ημών αγώνος.
+
+***
+
+Τους φιλέλληνας της σήμερον δημιουργούμεν, ως προέλεγον, ημείς
+αυτοί ως επί το πλείστον, κατά φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην
+της νοσηράς ημών εθνικής ιδιοσυγκρασίας. Ημείς αυτοί
+δημιουργούμεν και τους μισέλληνας. Οι πλείστοι και τούτων και
+εκείνων ουδ' ενόησαν ίσως ουδέ συνησθάνθησαν την ιδιότητα, ην
+απεδώκαμεν ημείς εκάστοτε εις αυτούς, πριν ή μάθωσιν εξ ελληνικής
+φήμης τας υπό της δημοσιογραφίας ημών διασαλπισθείσας αρετάς των,
+ή τας κακίας όσας εφορτώσαμεν εις την ράχιν των. Πολλοί δε και
+ηπόρησαν ίσως βαθυτάτην απορίαν, ακούσαντες τους πανηγυρισμούς
+ημών ή ονειδισμούς, και ηρώτησαν εαυτούς, τι αγαθόν άρα ή κακόν
+εποίησαν, όπως αξιωθώσι τοσούτου πάταγου τα ονόματά των,
+συνειδότες οι ταλαίπωροι, ότι δεν
+
+ mérité
+ ni cet excès d' honneur ni cette indignité.
+
+Aλλά τι ταύτα προς ημάς; Hμείς είχομεν και έχομεν απαραίτητον
+ανάγκην φίλων και εχθρών, και τους πλάττομεν και τους φανταζόμεθα
+οσάκις μας λείπουσιν, ως οι μικρομέγαλοι εκείνοι άνθρωποι,
+οίτινες ονειρεύονται παντού προστάτας και πάτρωνας και
+υπερασπιστάς και φίλους, και τόσον σπουδαίως κατορθόνουσιν επί
+τέλους να πείσωσιν εαυτούς περί της αληθείας των ονείρων των,
+ώστε υπολαμβάνουσιν εχθρούς των ασπόνδους πάντας τους οπωσδήποτε
+αγνοούντας αυτούς. Ότι είμεθα και ημείς μικροί, ουδείς δύναται ν'
+αμφισβητήση, ουδ' αυτοί οι αισιοδοξότατοι του ελληνισμού
+υμνογράφοι. Αλλ' ουδ' έγκλημα είνε τούτο, ουδ' αμάρτημα καν·
+ατύχημα μόνον. Το κακόν είνε ότι είμεθα μικροί και φανταζόμεθα
+ότι είμεθα μεγάλοι, το δε χείριστον ότι έχομεν πάσας τας κακίας
+της αληθούς ημών μικρότητος και της ψευδούς ημών μεγαλειότητος.
+
+Του λυπηρού δε τούτου κράματος αποτέλεσμα υπήρξε και υπάρχει η
+περί των ξένων πάντων γενική ημών γνώμη, η διαιρέσασα αυτούς εις
+ποίμνην προβάτων και ποίμνην αιγών, εις τάγμα φιλελλήνων και
+τάγμα μισελλήνων.
+
+***
+
+Τίνες δε και ποίοι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες;
+
+Ας εξετάσωμεν το πράγμα λεπτομερέστερον, εξαιρούντες, εννοείται,
+της μεγάλης αυτών στρατιάς, — διότι μεγάλην και πολυάριθμον
+έπλασεν αυτήν πάντοτε και πλάττει και σήμερον έτι η εθνική ημών
+φιλοτιμία — τους σπανίους εκείνους και αληθείς της Ελλάδος
+φίλους, τους αγαπήσαντας τα άξια ημών αγάπης και κατακρίναντας τα
+άξια κατακρίσεως, τους προμαχήσαντας ημών εν δικαίω αλλά και
+παραινέσαντας και επιτιμήσαντας ημάς μωραίνοντας. Ούτοι
+εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής
+μάλλον ή υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον
+νεοελληνικόν βάπτισμα, μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους
+εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν ετοίμους ορέγοντες τας χείρας
+πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη επινέμεται ακοίμητον το
+άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.
+
+Φιλέλληνες σήμερον είνε, ή κάλλιον και ορθότερον ειπείν
+φιλέλληνες σήμερον καλούνται παρ' ημών οι γράφοντες και
+δημοσιεύοντες εν τω ευρωπαϊκώ τύπω άρθρα οιαδήποτε και οσαδήποτε
+υπέρ Ελλάδος· οι εξυμνούντες τας προπατορικάς ημών αρετάς,
+εξηγούντες δε και δικαιολογούντες τας απογονικάς ημών κακίας —
+όσας γνωρίζουσιν· οι εκ μικράς ή μεγάλης εν Ελλάδι διαμονής,
+πολλάκις δε και από του μαλακού κλιντήρος του σπουδαστηρίου των,
+θαυμάσαντες τας ποικίλας αποχρώσεις του αττικού ορίζοντος περί
+ηλίου δυσμάς, και του Παρθενώνος τα χρυσίζοντα ερείπια και την
+φωταυγή διαφάνειαν της αθηναϊκής ατμοσφαίρας· οι ανακηρύξαντες
+καταπληκτικάς και μονονού θαύματος αποτέλεσμα τας κοινωνικάς
+προόδους της νέας Ελλάδος· οι αφειδώς σπαταλήσαντες πάντα του
+λεξιλογίου αυτών τα κοσμητικά επίθετα υπέρ παντός Έλληνος
+ποτίσαντος αυτούς εν κύπελλον τεΐου· οι ετοίμως χειροκροτήσαντες
+και ακόπως πανηγυρίσαντες όσα ουδέποτε ανέγνωσαν νεοελληνικά
+συγγράμματα· οι επιχειρήσαντες τέλος να γράψωσι περί των καθ'
+ημάς πολιτικών ή κοινωνικών ή φιλολογικών πραγμάτων, χωρίς να
+γνωρίζωσι καν την γλώσσαν ημών, μόνον δε και μόνον όπως καύσωσιν
+ολίγον και ευθηνόν θυμίαμα υπό την ρίνα των νεολληνικών
+Σαλμωνέων, και ευφημηθώσιν έπειτα υπ' αυτών, προθύμως
+ανταποδιδόντων τα ίσα.
+
+Πόσων εκ τούτων τα ονόματα, δημοτικώτατα παρ' ημίν και κοσμούμενα
+καθ' εκάστην υπό των εφημερίδων διά των ευηχοτάτων του ελληνικού
+λεξικού επιθέτων, εισίν άγνωστα σχεδόν εν τη ιδία αυτών χώρα!
+Πόσοι των υμνητών μας εκείνων εξέλεξαν ως φιλολογικόν των αγρόν
+την νέαν Ελλάδα και τους νέους Έλληνας, μόνον και μόνον διότι
+ηδύναντο να γράφωσιν ό,τι ήθελον περί πραγμάτων αγνώστων εις τους
+αναγνώστας των, και να πιστεύωνται μεν υπ' εκείνων
+παραδοξολογούντες, να πιστεύωνται δε και υφ' ημών κολακεύοντες;
+Μηδένα τούτο ξενίση. Η νέα Ελλάς είνε και σήμερον έτι, μ' όσα και
+αν εγράφησαν περί αυτής, ή μάλλον διότι τόσα περί αυτής
+εγράφησαν, χώρα άγνωστος εις τους Ευρωπαίους. Υπάρχουσιν εξ αυτών
+πολλοί, απολαμβάνοντες τον τόπον ημών αποτελούντα μέρος της άκρας
+Ανατολής (Extrême Orient), άλλοι νομίζοντες ότι η Ελλάς είνε
+ακόμη μέρος της Τουρκίας, και άλλοι πεποίθησιν έχοντες
+αδιάσειστον, ότι οι νέοι Έλληνες τρώγουσιν έτι διά των δακτύλων.
+Ήκουσα εν τη Εσπερία, ανθρώπους ερωτώντας με αν αι οικίαι ημών
+έχουσι παράθυρα, και είδον εν Αθήναις ξένους απορούντας ότι αι
+γυναίκες εξέρχονται ακωλύτως εις περίπατον. Ουδέν επομένως
+άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών
+γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους
+υπέρ ημών γράφοντας.
+
+***
+
+Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους
+χρόνους! Αν από χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει
+
+ _τον υπό βλεφάροις
+ φοίνικ' ερύθημα προσώπου,_
+
+ως λέγει που ο Ευριπίδης, βαθείαν και οχληροτάτην έπρεπε να
+αισθανώμεθα εντροπήν, αναγινώσκοντες όσους ετόλμησαν και τολμώσιν
+έτι να γράφωσιν αίνους εις δόξαν ημών οι της Εσπερίας φιλέλληνες.
+Αλλ' ημείς ομοιάζομεν δυστυχώς τας ασχήμους εκείνας και
+ερωτοτρόπους γυναίκας, αίτινες ου μόνον ευκόλως πιστεύουσιν ότι
+είνε Ασπασίαι και Αφροδίται, όταν ακούωσι τούτο λεγόμενον υπό των
+μαλακοκολάκων, αλλά και θαυμάζουσιν ενδομύχως τους λέγοντας, ως
+ανθρώπους λεπτήν έχοντας την καλαισθησίαν και άπταιστον την
+παρατήρησιν. Η άκομψος και σκαιά κολακεία είνε προς τους νοήμονας
+πολύ πολλάκις επαχθεστέρα του ψόγου και της κατακρίσεως.
+Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, — και τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες
+αι νεοελληνικαί — οι ευαρέστως οσφραινόμενοι και αυτής της
+χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και ασφυκτικόν θυμίαμα,
+χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον έχοντες την
+πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και
+οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και
+αυτοί την τιμήν ν' αποτελώσι μέρος.
+
+Οι ρώθωνες δε ημών ούτοι και η ιδιοσυγκρασία αυτών αποδεικνύουσι,
+πόσον δίκαιον είχεν ο Μολιέρος, ειπών ότι πάσαν αυθάδειαν και
+πάσαν μωρίαν δύναταί τις να καταστήση ευκατάποτον, καρυκεύων
+αυτήν εις κολακείαν.
+
+Διά τούτο δε και ημείς ου μόνον δεν εντράπημεν ουδ' εντρεπόμεθα,
+ου μόνον δεν ηγανακτήσαμεν ουδ' αγανακτούμεν δι' όσα μωρά και
+ανούσια κολακεύματα σιτίζουσιν ημάς οι από της Δύσεως νεοφώτιστοι
+ημών φίλοι, αλλά και κομπάζομεν επ' αυτοίς και βρενθυόμεθα, και
+απορούμεν πολλάκις, πώς δεν γράφονται περισσότερα και θερμότερα
+υπέρ του περιουσίου λαού του Κυρίου, και θηρεύομεν αίνους και
+λιβανωτόν πάση δυνάμει και διά παντός μέσου, και γράφομεν
+επαιτούντες, και οδοιπορούμεν οδοιπορίας μακράς εις αναζήτησιν
+συμπαθειών και φίλων, κ' ευτελιζόμεθα εκλιπαρούντες ευνοίας και
+θωπεύματα, και χαίρομεν χαράν ανεκλάλητον, οσάκις κατορθώσωμεν να
+αυξήσωμεν δι' ευγενούς τινος νεοσυλλέκτου το τάγμα των
+φιλελλήνων, και δημοσιευθή που της Ευρώπης νέον άρθρον εις ύμνον
+των απογόνων του Περικλέους και της περικαλλούς αυτών χώρας.
+
+Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις!
+
+Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω
+μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν. Η
+νοημοσύνη αυτού και η πολυμάθεια, η του καλάμου του δεινότης και
+των ιδεών αυτού η αδρότης και η δύναμις, ιδίως δε και προ πάντων
+η της κρίσεως αυτού ευμένεια και τα φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ά
+τ ο υ α ι σ θ ή μ α τ α — το κυριώτατον αυτού προσόν, —
+περιάδονται και διασαλπίζονται εν χορδαίς και οργάνοις, το δε
+κοινόν κροτεί τας χείρας, ή, αν βαρύνεται να πράξη τούτο, παρατρίβει
+καν αυτάς εξ ευχαριστήσεως, και κρατύνεται φρονούν ακραδάντως, ότι
+μέγα μέλλον έχει ο λαός ο τοιούτους έχων φίλους, ότι αδύνατον είνε
+να παρίδη εις τέλος η Ευρώπη την έντονον έκφρασιν της κοινής γνώμης,
+και ότι περιττή και ανωφελής θα ήτο οιαδήποτε εθνική του εργασία
+υπέρ βελτιώσεως της τύχης του, αφού περί τούτου μεριμνώσιν
+άλλοι . . . και μεγάλοι.
+
+Τα ονόματα των νέων εκάστοτε δημοσιογραφικών προμάχων του
+ελληνισμού ταμιεύει ούτω ευγνώμων η ελληνική δημοσιογραφία, και η
+μνήμη αυτών αξιοί ευλόγως να καταλάβη θέσιν τιμητικήν εν τω
+μεγάλω καταλόγω των φίλων της Ελλάδος.
+
+Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται
+πολλάκις οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν
+είνε το νόσημά των, και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον
+δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι
+τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα κατορθώση να μας πείση,
+αν ευρεθή,
+
+ _ξενικοίς λόγοις μη λίαν εξαπατάσθαι,
+ μηδ' ήδεσθαι θωπευομένους μήτ' είναι χαυνοπολίτας,_
+
+ως έλεγεν ο ποιητής των Αχαρνέων. Όπως δε οι παλαιοί του εκείνοι
+Αθηναίοι, ους
+
+ _από των πόλεων οι πρέσβεις εξαπατώντες . . ιοστεφάνους εκάλουν, . .
+ ευθύς διά τους στεφάνους επ' άκρων των πυγιδίων εκάθηντο,_
+
+ούτω και ημείς σήμερον ου μόνον πιστεύομεν όσα μας λέγουσιν οι τη
+μωρία ημών χαριζόμενοι ξένοι, αλλά και αλαζονευόμεθα επί τω
+πανηγυρισμώ, και ευθηνόν ευρίσκοντες των επαίνων το νόμισμα,
+προθύμως ανταποδίδομεν αυτό πολλαπλάσιον.
+
+Μηδέ τις φοβηθή, ότι είνε δυνατόν να αμελήση η νεοελληνική
+ευγνωμοσύνη του προσήκοντος αντιπανηγυρισμού της ευρωπαϊκής
+φιλελληνικότητος. Περί την εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος
+είμεθα ακριβέστατοι, και την οφειλήν ημών αποδίδομεν έγκαιρον
+πάντοτε και έντοκον και δεκαπλήν. Αν δε — ό μη γένοιτο —
+λησμονήσωμεν ημείς ή οκνήσωμεν, ευκολύνουσιν ημάς εις το έργον,
+ενίοτε δε και μας αναπληρούσιν αυτοί οι φιλέλληνες φίλοι μας. Ο
+γράφων τας γραμμάς ταύτας είδεν, ουχί προ πολλού, αρθρίδια
+επαινετικά μεγάλου φιλελληνικού άρθρου, γεγραμμένα υπ' αυτού του
+φιλέλληνος συγγραφέως, και αποσταλέντα εις Αθήνας, όπως
+μεταφρασθώσι και δημοσιευθώσι διά του ελληνικού τύπου εις
+εγκώμιον του διαπρεπούς ημών φίλου.
+
+Η μέθοδος, βλέπετε, τελειοποιείται βαθμηδόν, ως τελειοποιείται
+κατά τους χρόνους τούτους και προοδεύει πάσα βιομηχανία.
+
+Β'.
+
+Τα είδη των φιλελλήνων είνε ποικίλα και ανάλογα προς τας
+νεοελληνικάς ημών ανάγκας. Αλλά τα ακμαιότερα εξ αυτών είνε δύο·
+πολιτικοί φιλέλληνες, και φιλέλληνες λόγιοι. Έμποροι και
+βιομήχανοι φιλέλληνες δεν ανεπτύχθησαν εισέτι, ουδ' υπάρχει ελπίς
+ν' αναπτυχθώσιν εν τω μέλλοντι, ενόσω, τουλάχιστον δεν εξευρεθή
+τρόπος να τρέφεται η βιομηχανία και το εμπόριον δι' ευγνωμοσύνης
+και παρασήμων.
+
+Οι φιλέλληνες πολιτικοί είνε οι αφθονώτεροι, διότι και αι ανάγκαι
+ημών αι πολιτικαί είνε πλειότεραι και σπουδαιότεραι των άλλων.
+Εννοείται ότι οι πλείστοι εξ αυτών ουδεμίαν απολύτως έχουσι
+καθαράν και ητιολογημένην συνείδησιν του φιλελληνισμού αυτών·
+αλλά τούτο είνε προς ημάς πάντη αδιάφορον. Ο μεν έγραψέ ποτε — αν
+δεν υπέγραψε μόνον — ολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν οιαδήποτε
+ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της
+πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ
+των Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής.
+Άλλος απηύθυνεν επιστολήν είς τινα των πολιτικών ημών ανδρών,
+γνώμην αποφαινόμενος, ότι εις ημάς μόνους ανήκει η κληρονομιά του
+Βυζαντίου· άλλος ενθουσιωδέστερος ελάλησεν από του
+κοινοβουλευτικού βήματος υπέρ της πολιτικής ζωτικότητος του
+έθνους ημών, και άλλος τέλος — κυβερνήτης αυτός ξένου Κράτους,
+ύψωσε την φωνήν αυτού υπέρ των απαράγραπτων ημών δίκαιων, ή
+διεβεβαίωσε καν απόστολόν τινα οιονδήποτε του ελληνισμού περί των
+προς την νέαν Ελλάδα θερμών αυτού συμπαθειών.
+
+Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι
+τελευταίοι, εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την
+Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του
+Πλάτωνος και τους απογόνους του Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και
+αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών. Ουδέν άλλο πλάγιον,
+πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή τον
+κάλαμον. Τουναντίον μάλιστα· πάσα οιαδήποτε σκέψις περί των
+συμφερόντων της ιδίας αυτών πατρίδος υπετάγη κατ' ανάγκην εις
+τους φιλελληνικούς της καρδίας των παλμούς. Άλλως πώς θα ήσαν
+φιλέλληνες;
+
+Τοιούτος είνε ο πήχυς δι' ου μετρούμεν τον φιλελληνισμόν.
+Ανάλογοι δε προς τον πήχυν αυτόν είνε και αι ημέτεραι αξιώσεις.
+
+Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί
+της νέας Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών
+αυτών δικαιωμάτων και των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη
+πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το σ τ ό μ α τ ο υ μ ε
+ρ ο δ ό σ τ α μ ο ν;
+
+Είνε δυνατόν, ασχολούμενοι περί της νέας Ελλάδος οι ξένοι, να
+λησμονώσιν, ότι η ευγενής αυτή και ένδοξος χώρα επότισε την
+βάρβαρον Ευρώπην τα νάματα του πολιτισμού, και ότι καθήκον
+επομένως έχουσι, καθήκον ευγνωμοσύνης ιερόν και απαράβατον, να
+εργασθώσιν υπέρ του μεγαλείου της;
+
+Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε πολιτικόν άνδρα της αλλοδαπής,
+— εξ ανωτέρας, εννοείται, ηθικής και ποιητικής επόψεως
+εξεταζομένου του πράγματος, — να συλλογίζεται κατά πρώτον λόγον
+τα συμφέροντα της πατρίδος του και κατά δεύτερον τα της Ελλάδος,
+και να προτιμά τούτων εκείνα, αν τυχόν συμπέση να μη
+συμβιβάζονται;
+
+Τοιαύται έννοιαι δεν χωρούσιν εις Έλληνος κεφαλήν, ουδέ δύναται
+ποτε ελληνική καρδία να παραδεχθή και επιτρέψη τοιαύτην πώρωσιν.
+
+Διά τούτο απαιτούμεν να ενδιαφέρωνται υπέρ ημών οι ξένοι
+περισσότερον ή όσον ημείς αυτοί υπέρ εαυτών ενδιαφερόμεθα, να
+εργάζωνται υπέρ της πραγματοποιήσεως της εθνικής ημών ιδέας πολύ
+συντονώτερον ημών των ιδίων, να πράττωσιν εκείνοι πλειότερα όσων
+ημείς λέγομεν, και απλώς ειπείν να ήνε των Ελλήνων ελληνίστεροι.
+
+Διά τούτο οσάκις ακούομεν ή αναγινώσκομεν τρεις λέξεις υπέρ ημών,
+τις οίδε πόθεν και πώς λεχθείσας ή γραφείσας, τις οίδε τίνα
+εχούσας σκοπόν ή κρυφίαν υπαγόρευσιν, ενθουσιώμεν ευθύς και
+αλαλάζομεν και πλαταγούμεν, και δράττοντες τα εθνικά ημών
+κατάστιχα ανοίγομεν αμέσως μερίδα εις τον νέον φιλέλληνα.
+
+Συμβαίνει ενίοτε, — και ποσάκις μέχρι τούδε συνέβη! — να
+ανακαλύψωμεν βραδύτερον ότι ηπατήθημεν, η ευγενής δ' εκείνη φωνή,
+ην είχον έτι έναυλον τα πατριωτικά ημών ώτα, να σιγήση αίφνης
+αγενώς ή και ν' αλλάξη σκοπόν, γινομένη κατήγορος από υμνητού και
+επαινέτου.
+
+Λυπούμεθα βεβαίως διά το εθνικόν ατύχημα, αλλά δεν ταραττόμεθα
+και πολύ. Ανοίγομεν και πάλιν το εθνικόν ημών καθολικόν,
+εγγράφομεν τον αποστάτην εις την μερίδα των μισελλήνων, και
+παραδίδομεν αυτόν εις τας αράς και το μίσος του έθνους.
+
+Αν όμως συμβή το αντίστροφον! Αν, χάρις εις την παντοδύναμον
+ευγλωττίαν ειδικών τινων arguments sans replique ως έλεγεν ο Δον
+Βασίλειος, ακουσθή αίφνης ότι μετενόησαν αμαρτωλοί, και χρόνιοι
+εχθροί ετράπησαν εις φίλους, και ανταποκριταί φοβεροί παγκοσμίων
+εφημερίδων ανέμελψαν αίφνης το Ω σ α ν ά, ενώ χθες μόλις
+εκραύγαζον σ τ α ύ ρ ω σ ο ν, σ τ α ύ ρ ω σ ο ν α υ τ ο ύ ς, ω!
+η αγαλλίασις ημών τότε ούτε λέγεται ούτε περιγράφεται. Μη δεν
+είπεν ο Χριστός, ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί
+αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες
+χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»
+
+***
+
+Των λογίων φιλελλήνων το γένος δεν είνε μεν βεβαίως τοσούτον
+επίσημον ουδέ περιφανές, όσον οι πολιτικοί φιλέλληνες, αλλ'
+αφθονεί όμως επίσης και ακμάζει, αυξάνει δε διαρκώς διά των νέων
+προσηλύτων, ους βαπτίζουσιν εκάστοτε οι παρ' ημίν λόγιοι, ουχί
+πάντες βεβαίως, αλλ' εκείνοι ιδίως, εις ους απονέμουσι προχείρως
+ευρωπαϊκής αθανασίας διπλώματα οι της δύσεως σοφοί.
+
+Αφ' ότου της εθελοφημίας η νόσος απέκτησε και παρ' ημίν ενδημικόν
+χαρακτήρα, οι δε λογογραφούντες Έλληνες ήρχισαν αλιεύοντες δόξαν
+από των τελευταίων σελίδων των εφημερίδων, και απ' αυτών έτι των
+γωνιών των οδών διά πολυχρώμων τοιχοκολλημάτων, ήνοιξε φυσικώ τω
+λόγω και η όρεξις αυτών, η δε φιλοδοξία των ωνειρεύθη άλλον
+ευρύν, ευρύτερον του ελληνικού ορίζοντα.
+
+Do ut des, είπομεν τότε προς τους ξένους, όσοι εφαίνοντο
+ορεγόμενοι νεοελληνικής δόξης. Σας κηρύττομεν φιλέλληνας, — και
+ηξεύρετε πόσον μυρίπνουν και ιερόν είνε αυτό το όνομα — αλλά
+πρέπει να μας κηρύξετε και σεις μεγάλους συγγραφείς. Και το
+πράγμα έγεινε, και των αλλοδαπών φιλελλήνων λογίων η στρατιά
+πληθύνεται οσημέραι εις δόξαν και κλέος των νεοελληνικών
+γραμμάτων.
+
+Διά τούτο δε βλέπομεν και αναγινώσκομεν καθ' εκάστην εις τας
+εφημερίδας και τα περιοδικά ημών συγγράμματα, ότι ο δείνα σοφός,
+υπό των φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ω τ ά τ ω ν α ι σ θ η μ ά τ ω ν
+ε μ π ν ε ό μ ε ν ο ς, εδημοσίευσεν εν τω δείνα ευρωπαϊκώ περιοδικώ
+επαινετικήν διατριβήν περί ταύτης ή εκείνης της νεοελληνικής
+συγγραφής· ότι ο άλλος εκείνος διάσημος φιλέλλην, ο ύ τ ι ν ο ς
+τ ό σ ο ν ε υ φ ή μ ω ς κ α τ έ σ τ η σ α ν γ ν ω σ τ α ί αι
+περί την μεσαιωνικήν ή την νέαν ημών φιλολογίαν μελέται,
+μετέφρασεν εις την γαλλικήν ή γερμανικήν, ενίοτε και την δανικήν
+ή την ρωσικήν ή τις οίδε ποίαν άλλην ευρωπαϊκήν ή και σημιτικήν
+γλώσσαν, την τάδε πραγματείαν νεοελληνικού σοφού· ότι ο ονομαστός
+ελληνιστής και φιλόλογος Άλφα εμνημόνευσε μετ' επαίνων τούτου ή
+εκείνου του νεοελληνικού βιβλίου, και ότι η διαπρεπής εν τω κόσμω
+των γραμμάτων κυρία Βήτα απένειμε τον στέφανον της αθανασίας εις
+τούτο ή εκείνο το ποίημα.
+
+Και ταύτα πάντα διαθρύπτουσι την εθνικήν φιλοτιμίαν ου μόνον των
+πολλών, οίτινες γνωρίζουσιν ίσως τα επαινούμενα έργα, αλλά και
+των ολίγων, οίτινες, πλην αυτών, γνωρίζουσι και τους επαινέτας.
+Αυξάνουσι δε ούτω και κορυφούνται αι εν τη νέα Ελλάδι φιλολογικαί
+επισημότητες, κλεϊζόμεναι υπό των αλλοδαπών σοφών, αυξάνει δε
+συγχρόνως και κραταιούται η ευγενής των λογίων φιλελλήνων τάξις,
+απαθανατιζομένη υπό των δι' αυτής απαθανατισθέντων.
+
+Είνε αληθές — ας μείνη δε τούτο μεταξύ μας — ότι οι πλείστοι των
+κρινόντων και θαυμαζόντων ή και μεταφραζόντων έτι τα προϊόντα της
+νεωτέρας ημών φιλολογίας αλλοδαπών, έχουσι το ατύχημα να αγνοώσι
+την γλώσσαν ημών, ή να γνωρίζωσι καν αυτήν τοσούτον ατελώς, ώστε
+να διαφεύγωσιν αυτούς τα κάλλη των συγγραμμάτων άτινα
+πανηγυρίζουσιν. Αλλά τούτο ο υ δ έ ν π ρ ο ς τ ά λ φ ι τ α. Η
+δ ο υ λ ε ι ά μας να γίνεται, λέγομεν οι ευφυείς και επιτήδειοι
+ημείς, δουλειά μας δε είνε να υπολαμβανώμεθα εκ παντός τρόπου
+μεγάλοι και σημαντικοί, να έχωμεν κολάκων εσμόν και φίλων
+πλημμύραν, και οι φιλέλληνές μας να αγαπώσι πάντοτε τους Έλληνάς
+των.
+
+
+***
+
+Περιττόν ίσως θα ήτο μετά τα ρηθέντα να λεπτολογηθώσι τα έξοχα
+προτερήματα, άτινα κατά τας εννοίας ημών κοσμούσιν απαραιτήτως
+πάντα φιλέλληνα. Δεν βλάπτει όμως και το περιττόν, οσάκις
+χρησιμεύει μεν εις τελείωσιν της εικόνος, δύναται δε ίσως — τις
+οίδε — να στρατολογήση και νέους άλλους του ευγενούς αγώνος
+μαχητάς.
+
+Πας φιλέλλην είνε εν πρώτοις και προ πάντων ευφυέστατος άνθρωπος.
+Αλλά τι σημαίνει τούτο και μόνον δι' ημάς τους Έλληνας, τους
+ευφυεστάτους των ανθρώπων; Θα ήτο το αυτό και αν ελέγομεν, ότι
+πας φιλέλλην έχει δύο οφθαλμούς και μίαν ρίνα. Δεν αρκούμεθα
+επομένως εις αυτό και μόνον. Οι φιλέλληνες είνε άνδρες
+μεγαλοφυείς, φαινόμενα έκτακτα εν τω διανοητικώ κόσμω των εθνών,
+υ π ά ρ ξ ε ι ς π ρ ο ν ο μ ι ο ύ χ ο ι, ως λέγουσι σήμερον επί
+το ελληνογαλλικώτερον αι νεοελληνικαί εφημερίδες. Οι φιλέλληνες
+έχουσιν ευρείαν την διάνοιαν και μεγάλην την καρδίαν, υψηλόν το
+φρόνημα και το αίσθημα ευγενές.
+
+Οι φιλέλληνες έχουσι τον νουν αυτών απρόσιτον εις πάσαν ιδέαν
+μικράν και ταπεινήν, τα δε στέρνα αυτών κεκλεισμένα προς παν
+αίσθημα αδικίας. Οι φιλέλληνες είνε και φιλελεύθεροι· ουδέ είνε
+δυνατόν να ήνε οπισθοδρομικοί, αφού είνε φιλέλληνες. Είνε προς
+τούτοις αναγκαίως και αναποδράστως άνθρωποι πολυμαθείς,
+ποτισθέντες τα νάματα της υγιούς παιδείας εν τη μελέτη των
+κλασικών μνημείων της προγονικής ημών φιλολογίας, άτινα
+κατανοούσι και εκτιμώσιν, εννοείται, κάλλιον παντός άλλου. Είνε
+πεφωτισμένοι λάτρεις του καλού, νοημονέστατοι και αδέκαστοι
+κριταί της αρετής και της αξίας, όντα ενί λόγω τέλεια και
+ιδανικά.
+
+Και πώς άλλως; Μόνον τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να ήνε φίλοι μας.
+
+***
+
+Οι δε μισέλληνες;
+
+Οι μισέλληνες είνε πολλοί. Πολύ πλείονες δυστυχώς των φιλελλήνων,
+διότι είνε πάντες οι μη φιλέλληνες.
+
+Τούτους μεν κατορθούμεν οπωςδήποτε ν' αριθμώμεν, διότι τους
+ακούομεν· τους αναγινώσκομεν, τους γνωρίζομεν, τους θυμιώμεν και
+τους λατρεύομεν. Αλλά τους δυστυχείς εκείνους παρίας, ων η
+πεπωρωμένη καρδία ουδέποτε έπαλεν υπέρ της Ελλάδος και των
+Ελλήνων, ων ουδέποτ' εξέφυγε τα χείλη κ α λ ό ς λ ό γ ο ς υπέρ
+ημών, πού να τους μάθωμεν ίνα τους αριθμήσωμεν;
+
+Ακούομεν τους κατακριτάς ημών και κατηγόρους, τους εξ οιουδήποτε
+λόγου μη θελήσαντας να δρέψωσι δάφνας εκ του φιλελληνικού
+λειμώνος, τους υπολαβόντας εκ κακίας ή συμφέροντος οιουδήποτε, εκ
+γνώσεως ή εξ αγνοίας, ότι ουδεμιάς συμπαθείας ή ενδιαφέροντος
+είμεθα άξιοι, τους εξευτελίζοντας και προπηλακίζοντας ημάς.
+Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας
+χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν
+αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας
+δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των,
+αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και
+εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των
+μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς
+τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να
+γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.
+
+Αλλά οι τοιούτοι κατακριταί ημών και κατήγοροι είνε ολίγοι και
+ευάριθμοι, ουδ' είνε δυνατόν να μας αρκέσωσι. Τι σημασίαν θα
+είχαμεν, αν τόσον ολίγους μόνον είχαμεν εχθρούς; Εχθροί μας
+επομένως, τουτέστι μισέλληνες, είνε όχι μόνον εκείνοι, αλλά και
+πάντες όσοι μας αγνοούσι και αδιαφορούσιν εντελώς περί ημών. Οι
+προπάτορες ημών οι παλαιοί έλεγον εν αυταρκεία γνησίως ελληνική:
+π α ς μ η Έ λ λ ην β ά ρ β α ρ ο ς, και είχον ίσως δίκαιον
+κατ' εκείνους τους χρόνους. Ημείς, οίτινες δεν τολμώμεν έτι να
+φθάσωμεν έως εκεί, αρκούμεθα εις την παρωδίαν του παλαιού λογίου,
+και λέγομεν απλούστερον: π α ς μ η φ ι λ έ λ λ η ν
+μ ι σ έ λ λ η ν.
+
+Είνε δυνατόν, λέγομεν, να αγνοή τις σήμερον την νέαν Ελλάδα και
+τους νέους Έλληνας, εκτός αν το κάμνη επίτηδες; Είνε
+επιτετραμμένον εις οιονδήποτε καθώς πρέπει άνθρωπον να μη μας
+γνωρίζη, δηλαδή να μη μας επαινή; Και τι λοιπόν άλλο, ή εχθροί
+της Ελλάδος πρέπει να ονομασθώσιν οι αμαθείς και βάρβαροι, οι
+απαίδευτοι και ανόητοι εκείνοι, οι νομίζοντες ότι είνε ποτέ
+δυνατόν να γείνη οιοσδήποτε περί αυτών ονομαστί λόγος, χωρίς
+αυτοί να λαλήσωσι περί των νέων Ελλήνων;
+
+Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα
+ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως
+μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να
+μη ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το
+τάγμα, και αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.
+
+Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους
+πρέπει, και αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον
+μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει
+πως και υπερηφανείας. Οργιζόμεθα μεν ότι αδιαφορούσι περί ημών,
+ως οργίζεται η ερωτότροπος γεροντοκόρη παρερχομένη ενώπιον απαθών
+ομμάτων και ουδέν ακούουσα θαυμαστικόν επιφώνημα, αλλά
+παρηγορούμεθα όμως, ως εκείνη, ενδομύχως, πεποίθησιν έχοντες
+ασφαλή, ότι οι ούτω προσφερόμενοι κινούνται τις οίδεν έκ τινος
+ταπεινού αισθήματος φθόνου ή κακίας, και κομπάζομεν διά το πλήθος
+των εχθρών ημών, αναλογιζόμενοι θυμοσόφως, ότι μόνον οι μέγα
+σημαίνοντες έχουσι πολλούς εχθρούς, διότι
+
+ _εις ταπίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί._
+
+***
+
+Εννοείται ότι δεν υπάρχει λέξις δυσώνυμος ην δεν εκολλήσαμεν εις
+την ράχιν των κακών αυτών ανθρώπων, και ότι μόνον ίσως το
+ευρωπαϊκής φήμης απολαύον υβριολόγιον του Κ. Κόντου θα ήρκει εις
+προσήκουσαν έκφρασιν των αισθημάτων, άτινα προξενεί εις τας
+πατριωτικάς των Ελλήνων καρδίας η μοχθηρία των μισελλήνων.
+Εκείνους μάλιστα, όσοι μη αρκούμενοι εις περιφρονητικήν
+αδιαφορίαν, ελέγχουσιν ημάς ασυστόλως και κατακρίνουσι και
+κατηγορούσιν, εκείνους οίτινες υποτιμώσι το παρόν και
+καταστρέφουσι το μέλλον του ελληνισμού, ω! αυτούς τους πνίγομεν
+βεβαίως, αν πέσωσι ποτε εις τας χείρας μας.
+
+Τους πνίγομεν εν εθνικώ συλλαλητηρίω, και αμφίβολον είνε αν θα
+ευρεθή κατά την μεγάλην εκείνην και ιεράν στιγμήν Έλλην άνθρωπος,
+όστις να εγείρη την φωνήν αυτού υπέρ των θυμάτων,
+υπεραπολογούμενος αυτών οπωςδήποτε ενώπιον της εξωργισμένης
+εθνικής ημών συνειδήσεως.
+
+Και όμως — εντρέπομαι αληθώς και καλύπτω το πρόσωπον διά των
+χειρών μου, πριν εκστομίσω την βλασφημίαν — και όμως εις τους
+εχθρούς ημών και τους κατηγόρους οφείλομεν οι νέοι Έλληνες πολύ
+πλείονα ή εις τους ξένους φίλους και κόλακας.
+
+Αν έχομέν τι σήμερον αγαθόν, — και έχομεν ολίγα, μάρτυς μου ο
+θεός — , αν κατωρθώσαμέν τι άξιον λόγου αφ' ης ανεγεννήθημεν, οι
+μισέλληνες ημών εχθροί είνε οι κύριοι αυτού εργάται και οι λόγοι
+των οι πικροί. Αυτοί μας εξώργισαν και μας δυσηρέστησαν, αλλ'
+αυτοί και επαίδευσαν και εσωφρόνισαν ημάς.
+
+Στομάχους αργούς και αρρώστους δεν ιαίνει αφέψημα γλυκυρρίζης,
+αλλά πικρά κασία και άψινθος. Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και
+παραλύτους τους διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν
+μεγαλορρημονούμεν εν ώραις πατριωτικής αυταρκείας
+
+ _αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος και μέγιστος,_
+
+οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών
+τριόδων κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.
+
+Ουδέν ποτε εκερδήσαμεν, ουδ' αγαθόν εμάθομεν ουδ' απεμάθομεν
+κακόν παρά των ευμενών ημών αλλοδαπών φίλων. Ενανουρίσθημεν υπ'
+αυτών εν τη νάρκη του μεγαλοπρεπούς ημών ύπνου, και ετανύσαμεν εν
+οκνηρία τας κνήμας ημών και εχασμήθημεν προ του θάλπους του ηλίου
+της προγονικής ημών δόξης. Αλλ' ουδέν άλλο.
+
+Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας
+επετίμησαν, είν' αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν
+πολλάκις και μας εξηυτέλισαν, αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών
+παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών σαρκός οίον παράγει
+αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε
+μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων. Εκραυγάσαμεν εξ οδύνης υπό
+τας πληγάς, κατηράσθημεν τους μαστιγούντας, και διεμαρτυρήθημεν
+ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά της αδικίας και βαρβαρότητος· αλλ'
+εξήγειραν όμως και εσωφρόνισαν και ωκοδόμησαν ημάς οι
+παιδεύοντες, ευηργέτησαν δε αναντιρρήτως οι υβρίζοντες και
+εξουθενούντες.
+
+Αδύνατον είνε οι αναγινώσκοντες τας γραμμάς ταύτας να μη
+ενθυμώνται, ότι και επηνέθησαν πολλάκις και κατεκρίθησαν.
+Παραδέχομαι δε προς χάριν των, ότι και δικαίως πάντοτε επηνέθησαν
+και αδίκως κατεκρίθησαν· αδιάφορον. Θα συνομολογήσωσιν όμως μετ'
+εμού, εν πάση ειλικρινεία, συνειδήσεως, ότι από των κατακρίσεων
+ιδίως εκαρπώθησαν όσα, τους επαινέτας πιστεύοντες, επελάμβανον
+κεκτημένα.
+
+Το κατ' εμέ τουλάχιστον, και εξομολογούμαι τούτο εν πάση
+σπουδαιότητι, ουδέν ποτε εδιδάχθην ουδ' ωφελήθην από των φιλικών
+επαίνων, πολλά δε τουναντίον οφείλω εις τας εχθρικάς κατακρίσεις,
+και αυτάς τας από δυσμενεστάτης γνώμης.
+
+Πότε θα εννοήσωμεν πάντες, ως έθνος, ότι οι μισέλληνες ημών
+εχθροί μας ωφελούσι πλειότερον των φιλελλήνων ημών φίλων; Πότε δε
+τέλος θα παύσωμεν διακρίνοντες τους περί ημών λαλούντας ή μη
+λαλούντας εις τας δύο εκείνας μεγάλας τάξεις, περί ων έλεγον
+αρχόμενος του λόγου; Πότε θα μάθωμεν ότι μόνη η α λ ή θ ε ι α
+σ ώ σ ε ι η μ ά ς;
+
+Μόνον όταν παύσωμεν ημείς αυτοί προς εαυτούς καταψευδόμενοι και
+τας σκιάς των προγόνων περισαίνοντες· μόνον όταν αισθανθώμεν ότι
+είμεθα μικροί υιοί πατέρων μεγάλων, και ότι χειρίστη δίαιτα προς
+αύξησιν ημών και ανάρρωσιν είνε η δίαιτα εκείνη, ην θαυμασίως
+ωνόμαζεν ο Πλάτων ο ψ ο π ο ι ϊ κ ή ν κ ο λ α κ ε ί α ν.
+
+
+
+ΣΥΡΜΟΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ; (15)
+
+
+
+Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την
+πόλιν από μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον
+είχον συναντήσει μονήρη πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων,
+επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο αστροφεγγής και γλυκεία.
+Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του
+Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού
+ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη
+απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος,
+μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της
+ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν
+εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.
+
+Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα
+γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν.
+Επεριπατούμεν ως άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή
+να συντάμωμεν τον δρόμον, κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες,
+αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των χειρών τους πίλους ημών
+και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων πνευμόνων την
+δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της
+γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.
+
+ — Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν.
+Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον
+ωραίον αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του,
+και όταν ακόμη έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός.
+
+ — Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου,
+ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον. Την ποιητικήν ερημίαν
+ολίγοι αγαπούν, διότι ολίγοι αισθάνονται τα θέλγητρά της. Οι
+πολλοί προτιμούν τον κόσμον, το πλήθος, τον θόρυβον· και δι' αυτό
+αυτήν την ώραν, αντί να έλθουν εδώ να ιδούν σε ή εμέ, ή
+πιθανώτερον κανένα, και ν' ακούσουν τον γρύλλον, πηγαίνουν
+καλλίτερα εις το θέατρον των Ολυμπίων ν' ακούσουν τας Δύο
+Ορφανάς, εις το Φάληρον ν' ακούσουν την μουσικήν της Victorieuse
+και ολίγην κακολογίαν, ή και εις το Άντρον των Νυμφών εν εσχάτη
+ανάγκη, να ιδούν τον Καλλίστην. Υποθέτεις άρα γε, ότι εις άλλον
+τόπον είνε τα πράγματα διαφορετικά;
+
+ — Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το
+ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις,
+διότι ο συρμός είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο
+μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν παρηκολούθουν ο είς τον άλλον·
+υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως, αλλ' αρκετοί
+πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω
+και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και
+των οποίων την τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις
+παραφώνου άσματος ή το θέαμα της αλευρωμένης μορφής προστύχου
+γελωτοποιού.
+
+ — Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε
+πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά.
+
+ — Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί
+τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το
+εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και
+να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;
+
+ — Δεν ηξεύρω, υπέλαβεν εκείνος μετά τινα δισταγμόν, τι να σου
+απαντήσω. Μου γενικεύεις πολύ το ζήτημα, και θα πέσωμεν εις
+θεωρίας κοινωνιολογικάς, αι οποίαι, προκειμένου περί της ιδικής
+μας κοινωνίας, δεν μου είνε, σου τ' ομολογώ ειλικρινώς, ούτε
+παρήγοροι ούτε ευάρεστοι.
+
+ — Αδιάφορον· αν θέλη κανείς σήμερον να ομιλή μόνον περί
+πραγμάτων ευαρέστων και παρηγόρων, πρέπει να σιωπαίνη.
+
+ — Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί
+όμως προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν;
+Μήπως ταυτίζεις συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το
+παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την αθηναϊκήν κοινωνίαν.
+
+ — Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;
+
+ — Βεβαίως τον παραδέχομαι· αλλά παραδέχομαι και κάτι άλλο·
+παραδέχομαι και πολιτισμόν του συρμού· παραδέχομαι δε και κάτι
+περισσότερον ακόμη· ότι ημπορεί κανείς εξαίρετα να ήνε
+πολιτισμένος, χωρίς ν' ακολουθή τον συρμόν, και τουναντίον,
+ημπορεί ν' ακολουθή πιστότατα τον συρμόν, χωρίς ν' αποδεικνύη
+τούτο ότι είνε πολιτισμένος. Εις αυτήν δε την τελευταίαν
+κατηγορίαν νομίζω ότι κατατάσσεται το πλείστον μέρος της ιδικής
+μας κοινωνίας, εκείνης, εννοώ, η οποία θέλει να φαίνεται
+πολιτισμένη.
+
+ — Φρονείς λοιπόν, υπέλαβον, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη που
+πολιτισμός χωρίς συρμόν, ή συρμός χωρίς πολιτισμόν;
+
+ — Βεβαιότατα. Απόδειξις του πρώτου πολλαί πόλεις της Γερμανίας·
+απόδειξις του δευτέρου η πόλις των Αθηνών.
+
+ — Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του
+πολιτισμού;
+
+ — Διόλου δεν το αρνούμαι.
+
+ — Αλλά τότε . . .
+
+ — Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι
+Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να
+έχουν αληθή πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς
+να έχουν εκείνον; Τούτο δεν ήθελες να ειπής;
+
+ — Ακριβώς.
+
+ — Απλούστατον. Ο συρμός των Αθηναίων εισάγεται εκ της αλλοδαπής·
+ούτε αυτοφυής εδώ είνε, ούτε προϊόν εγχωρίου καλλιεργείας. Όπως
+πίνομεν τέιον χωρίς να καλλιεργώμεν το φυτόν του, όπως φορούμεν
+βελούδα χωρίς να τα κατασκευάζωμεν, τοιουτοτρόπως έχομεν και
+συρμόν χωρίς να τον παράγωμεν. Ας ήνε καλά η ευάριθμος εκείνη
+ομάς των λεγομένων πολιτισμένων ή φιλοπροόδων, ως τους εβάπτισεν
+η εφημερίς των, οι οποίοι φροντίζουν να κάμνουν εγκαίρως την
+προμήθειάν των από το εξωτερικόν χάριν των εγχωρίων καταναλωτών,
+και να εξοδεύουν το περιζήτητον εμπόρευμα όχι μόνον προς ίδιον
+κέρδος, αλλά και προς ωφέλειαν ψυχοσωτήριον της πολυαρίθμου
+πελατείας των.
+
+ — Θα μου επιτρέψης όμως μίαν παρατήρησιν.
+
+ — Όσας θέλης· το θέμα είνε άξιον συζητήσεως, και πολύ
+διασκεδαστικόν· αφού δε το ηρχίσαμεν άπαξ, ας το εξαντλήσωμεν
+όσον το δυνατόν. Λέγε.
+
+ — Αφού λέγεις, ότι οι εισαγωγείς αυτοί του ξένου συρμού έχουν
+τόσον πολυάριθμον πελατείαν, ότι μ' άλλους λόγους όλος σχεδόν ο
+κόσμος εις τας Αθήνας ακολουθεί τον συρμόν, παρεδέχθης δε ήδη προ
+ολίγου, ότι υπάρχει πολιτισμός τις του συρμού, διατί δεν
+παραδέχεσαι, ότι οι Αθηναίοι είνε πολιτισμένοι;
+
+ — Διότι, όταν λέγω π ο λ ι τ ι σ μ έ ν ο ς περί ανθρώπου
+οιουδήποτε ή περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του
+συρμού, τον οποίον μου ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την
+επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον του χαιρετισμού, ούτε
+το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των υποδημάτων.
+Όλα αυτά είνε προσωπείον εύμορφον, το οποίον, ως όλα τα
+προσωπεία, δεν καλύπτει πάντοτε και εύμορφον πρόσωπον. Όλα αυτά
+αγοράζονται προχείρως δι' ολίγων κερμάτων, και είνε εις την
+διάθεσιν του πρώτου ξυλοσχίστου, όστις νομίση φιλοτιμίας ζήτημα
+να καταβάλη το αντίτιμόν των εκ του περισσεύματός του ενίοτε, ή
+πολύ συχνότερα εκ του υστερήματος αυτού. Υποθέτει βεβαίως αυτός —
+και διά τούτο το κάμνει, — ότι τοιουτοτρόπως πολιτίζεται,
+εξευγενίζεται, ως λέγει, και θαυμάζει ίσως ενδομύχως πόσον
+εύκολος είνε ο πολιτισμός. Αλλά πολιτισμός είνε αυτό; Είνε αυτό
+μαρτύριον επαρκές της μορφώσεως εκείνης του νου, του εξευγενισμού
+εκείνου της καρδίας, της ημερώσεως εκείνης των ηθών, τα οποία όλα
+ομού είνε απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αληθούς πολιτισμού;
+
+Ομολογώ, ότι δεν ετόλμησα να απαντήσω, ουδέ ηθέλησα να διακόψω
+καν τον συνοδόν μου, ούτινος κατεφέρετο ήδη ζωηρότερος ο λόγος
+και βιαιότερον ανεπάλλετο η ράβδος.
+
+ — Και είνε δυνατόν, εξηκολούθησε, να ονομασθή μία κοινωνία
+πολιτισμένη, απλώς και μόνον διότι έχει γαλλικόν θέατρον, ή διότι
+συγκροτεί χορούς εις τα ξενοδοχεία, ή διότι παίζει Croquet και
+Rally Papers, ή διότι απέκτησεν ιπποδρόμια και λεμβοδρομίας, ενώ
+υπάρχουν μεταξύ αυτής άνθρωποι, και είνε οι περισσότεροι
+δυστυχώς, οι οποίοι καίουν τα δάση διά ν' αποκτήσουν χόρτον τα
+πρόβατά των, και λατομούσι την Πνύκα διά να κτίσωσιν αχυρώνας; οι
+οποίοι αποσπώσι τους τρυφερούς κλάδους των δενδρυλλίων της οδού
+διά να μαστίσωσι τους όνους των και ρίπτουσι τα καθάρματα των
+οικιών αυτών προ της θύρας των διά να ευωχώνται οι ανέστιοι
+σκύλοι της γειτονίας; οι οποίοι αποκαθηλούσι τα καθίσματα των
+πλατειών, και χύνουσιν από τα παράθυρα τα ρυπαρά των ύδατα επί
+της ράχεως των διαβατών, και σχίζουσι με τα μαχαίριά των τα
+καθίσματα των αμαξών του σιδηροδρόμου; Ή μη τυχόν είνε δείγμα
+πολιτισμού το να ραπίζωσι τους ανθρώπους οι φρουροί της δημοσίας
+ασφαλείας, ή το να εισέρχωνται έφιπποι αξιωματικοί εις τα ύπαιθρα
+καφενεία, ή το να θηρεύωνται κατά τον χρόνον της επωάσεως τα
+πτηνά, διά το Μ ο υ σ ε ί ο ν δήθεν και δυνάμει επισήμου αδείας
+της αρχής, ή το να καίωνται το Πάσχα αι Αθήναι από τα σ μ π ά ρ α
+των α ν τ ά μ ι δ ω ν;
+
+Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου
+προκλητικός ως ερωτηματικόν σημείον.
+
+ — Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς,
+διότι είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου
+είνε κάπως υπερβολικόν.
+
+ — Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν
+επί του πεζοδρομίου.
+
+ — Νομίζω, τοιαύτα δείγματα βαρβαρότητος απαντώνται και εις τους
+πλέον πολιτισμένους τόπους . . .
+
+ — Μάλιστα, φίλτατε, απαντώνται· αλλ' απαντώνται ως εξαίρεσις,
+και οσάκις απαντώνται αποδοκιμάζονται υπό της κοινής συνειδήσεως,
+καταδιώκονται υπό της αρχής, και τιμωρούνται υπό της δικαιοσύνης.
+
+ — Και μήπως εδώ; . . .
+
+ — Διόλου! διέκοψεν ατίθασος ο φίλος μου, πριν ή περάνω την
+φράσιν μου. Διόλου. Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι,
+οι κάπως πολιτισμένοι, τ' ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το
+πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και οσάκις τα καταδιώξη θα
+ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της
+τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων·
+της δε δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς,
+οι δήθεν πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο
+βουλευτής . . .
+
+ — Α! όσον δι' αυτό, διαμαρτύρομαι!
+
+ — Αδιάφορον· αν δεν το κάμνεις συ, το κάμνει άλλος συναδελφός
+σου, και είνε το ίδιον. Μη ζητής λοιπόν παραβολάς και ομοιότητας
+μεταξύ των εδώ συμβαινόντων και των γινομένων αλλαχού του
+πολιτισμένου κόσμου. Ημείς εδώ, φίλτατε, είμεθα ακόμη
+απολίτιστοι, και αν δεν είμεθα βάρβαροι εντελώς, είμεθα
+ημιβάρβαροι, το οποίον είνε πολύ χειρότερον, διότι απατά.
+
+ — Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι.
+Είνε και άνθρωποι . . .
+
+ — Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των
+ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγων — σημείωσε — δεν είνε πολιτισμός
+εθνικός, δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου
+ατμοσφαίρας. Απεκτήθη επί ξένης γης ως επί το πολύ, ή διά ξένης
+μορφώσεως, και ομοιάζει προς τα φυτά των θερμοκηπίων, τα οποία
+θάλλουσιν εν μέσω του χειμώνος στεγόμενα υπό των υέλων κατά του
+βορρά και του ψύχους και θαλπόμενα διά μυστικών θερμαγωγών
+σωλήνων. Αποτελούσι και αυτά μέρος του κήπου, αλλ' ο κήπος κύκλω
+είνε κατάξηρος και χέρσος.
+
+ — Ω! δεν είνε πάλιν τόση η διαφορά . . .
+
+ — Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ
+τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να
+παραπονώνται και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι
+στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή
+ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της προκοπής. Υποθέτουν
+ότι ο πολύς κόσμος αισθάνεται και πρέπει να αισθάνεται τας ιδικάς
+των ανάγκας, και λησμονούν, ότι αυτοί μεν είνε εμπρός, πολύ
+εμπρός, οι δε άλλοι οπίσω, διότι αυτοί μεν διήνυσαν την οδόν διά
+του σιδηροδρόμου, οι δε άλλοι παρέπονται πεζοί.
+
+Ωμίλει έτι ο φίλος μου, ότε εισήλθομεν εις την πόλιν. Ήτο ήδη
+νυξ· ευάριθμος δε νέων ομάς, αδόντων μεγαλοφώνως, επρόβαλλε την
+στιγμήν εκείνην εις την λεωφόρον από πλαγίας οδού. Το βήμα των
+ήτο ασταθές και το άσμα των όμοιον.
+
+ — Ιδού, είπε σταματήσας ο συνοδός μου, έν πρόχειρον δείγμα του
+πολιτισμού μας. Και όμως οι κύριοι αυτοί είνε του συρμού, διότι
+και στενάς περισκελίδας φορούν και μυτερά υποδήματα.
+
+Και εχωρίσθημεν.
+
+
+
+ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ (16)
+
+
+
+Όστις πρωινός εξέρχεται του οίκου του εν Αθήναις έχει πολλάς
+διασκεδάσεις και τέρψεις ποικίλας, τας οποίας στερούνται συνήθως
+οι μεσημβρίζοντες οκνηροί. Αλλ' υπέρ πάσας όμως τας άλλας, υπέρ
+την ορθρίζουσαν μουσικήν των ερρίνων κραυγών των σαλεπτζήδων και
+τας οξείας φωνασκίας των εφημεριδοπωλών, όπερ το εύχαρι και
+πλήρες ζωής θέαμα των εις τα σχολεία ταχυβατούντων παιδίων και
+κορασίων, και των από της αγοράς ερχομένων οψοκόμων, έν ιδίως
+ανεκλάλητον και απερίγραπτον, αλλά τακτικώς όμως καθ' ημέραν
+επαναλαμβανόμενον θέαμα ελκύει το βλέμμα του διαβάτου και
+ανακόπτει πολλάκις το βήμα του. Το θέαμα δε τούτο το εξόχως
+διασκεδαστικόν, εν όλη αυτού τη κακόσμω πολλάκις ρυπαρία, είνε το
+κατά πάσαν πρωίαν προ πάσης σχεδόν εξωθύρας των οικιών τελούμενον
+πανηγυρικόν συμπόσιον των αστέγων και φερεοίκων σκύλων των
+Αθηνών. Της κυνικής δε ταύτης πανδαισίας χορηγός μεν είνε
+πανταχού ρυπαρά τις και λιπαρόχειρ μαγείρισσα, ευμενείς δε και
+ανεκτικοί προστάται και οιονεί τραπεζοκόμοι η αστυνομία της
+πρωτευούσης και η δημοτική αρχή Αθηναίων.
+
+Πρωί, λίαν πρωί, μόλις χαράξη και ανοίξη η εξώθυρα του οίκου, θα
+ιδήτε, αν έχετε διάθεσιν και είσθε πρωινός, προβάλλουσαν της
+θύρας νυσταλέαν τινά και άνιπτον ανδρίαν ή ναξίαν μέγαιραν,
+κρατούσαν εις την ευτραφή και σπαργώσαν αυτής αγκάλην ευμέγεθες
+εκ λευκοσιδήρου δοχείον. Το οκτάγωνον αυτό κιβώτιον περιείχεν
+άλλοτε πετρέλαιον. Εταξείδευσε μακρόθεν, εξ Αμερικής, καθ' υψηλήν
+κυβερνητικήν παραγγελίαν, εν πομπή και παρατάξει, σεσημασμένον με
+βασιλικάς σφραγίδας, συνοδευόμενον κατά την πορείαν αυτού διά
+δηλωτικών και πιστοποιήσεων απειραρίθμων, και εταμιεύθη εις
+αποθήκας δημοσίας, όθεν εξήλθεν υπερήφανον επί τη πενταπλασία
+υπερτιμήσει της αξίας του περιεχομένου του. Αλλά το πολύτιμον
+αυτού αίμα εξέρρευσε βαθμηδόν, φωτίσαν τις οίδε πόσας αγρυπνίας
+και πόσην εργασίαν, πόσας χαράς ή αγωνίας και πόσα όργια ή πένθη,
+το δε πρόστυχον αυτό κέλυφος, κενόν και περιφρονηθέν, αφού
+ερρίφθη από γωνίας εις γωνίαν του μαγειρείου και εδέχθη εις τους
+κόλπους αυτού παν κάθαρμα και πάντα φορυτόν, κατήντησεν επί
+τέλους το τακτικόν δοχείον των σαριδίων του μαγειρείου και των
+αποτραπεζίων αυτού λειψάνων.
+
+Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της
+οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από
+πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα
+δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το
+τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης
+και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα. Και το πολύτιμον αυτό
+ταμίευμα φυλάσσεται εις την γωνίαν εκεί, μέχρις ου σημάνη εκ της
+οδού ο κώδων της δευτέρας αυτού παρουσίας εν τω κάρρω της
+αστυνομίας.
+
+Αλλ' ο καρραγωγεύς της καθαριότητος δεν είνε δυστυχώς πάντοτε και
+πανταχού πρωινός. Τις οίδεν εις ποίον πρωινώτερον αυτού
+οινοπωλείον καταγίνεται να στομώση τον στόμαχόν του προς τας
+μελλούσας αναθυμιάσεις του κάρρου του. Άλλως δε και προς τι να
+σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή μήπως κινδυνεύει να
+επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον
+περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει
+εις την γωνίαν του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η μαγείρισσα επρόβαλεν εις την θύραν, κατεσκόπησε δεξιά και
+αριστερά την οδόν, ουχί μήπως ανακαλύψη ερχόμενον το αμάξιον της
+καθαριότητος, αλλά μήπως ίδη που κοκκινίζοντα πρωινόν τινα
+κλητήρα, και αφού επείσθη, ότι πάντα ηρεμούσιν, ότι ουδέν
+εχθρικόν βλέμμα την κατοπτεύει, ανέτρεψε διά μιας τον τενεκέν της
+— όχι προ της εξωθύρας του οίκου εν ώ υπηρετεί, αλλά προ της
+γειτονικής συνήθως, ίνα σώση οπωςδήποτε την φιλοτιμίαν των κυρίων
+της — και εξηφανίσθη ταχεία εις τα βάθη της οικίας.
+
+Δεν επρόφθασε να στρωθή η ύπαιθρος τράπεζα, κ' επέδραμον ήδη οι
+συνδαιτυμόνες, ως εξ αοράτου τινος αλλ' ουχί και αόσμου
+συνθήματος συνεννοηθέντες. Οι πλείστοι εξ αυτών είνε τακτικοί
+πελάται του πρωινού αυτού συσσιτίου, Stammgäste, ως λέγουσιν οι
+γερμανοί, της πενιχράς εκείνης ευωχίας, δι' ης κατορθούσιν οι
+ταλαίπωροι να συγκρατώσι την λιπότριχα αυτών επιδερμίδα επί των
+ατροφικών των οστών. Αλλ' είνε όμως πού και πού μεταξύ αυτών και
+έκτακτοι ξένοι, διαβάται τυχηροί, ων είλκυσε τον βουλιμιώντα
+στόμαχον η οσμή, ή παρέτρεψε το πλανητικόν βήμα η όψις του
+απροσδοκήτου θηράματος. Όρμησαν όλοι διά μιας συνωθούμενοι και
+γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός διεσκορπίσθη αμέσως εις
+σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των σιαγόνων και
+τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου. Ουδείς
+εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον
+άξιον χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!
+
+Καταβροχθίζουσιν όλοι όρθιοι και βιαστικοί, σπεύδοντες να
+τελειώσωσι, πριν ή — ως συμβαίνει δυστυχώς ενίοτε — αιφνίδιον
+λάκτισμα διακόψη την πανδαισίαν αυτών ή ράβδου επιφοίτησις ταράξη
+την χώνευσίν των. Σκαλίζουσιν ανυπόμονοι τον φορυτόν διά των
+ονύχων των, εκλέγουσι τούτο, περιφρόνούσιν εκείνο, — διότι είχεν
+η μαγείρισσα την κακοήθειαν να ταμιεύση εντός του τενεκέ και
+πράγματα άξια της περιφρονήσεώς των — αναπνέουσι μόνον και
+πνευστιώσι θορυβωδώς, αλλ' ουδεμία διακόπτει υλακή την φοβεράν
+των σιαγόνων των λειτουργίαν.
+
+Εκτός μόνον αν συμπέσωσι δύο ή και τρεις πολλάκις επί το αυτό
+οστούν. Τότε . . . . χαίρε πλέον συμπόσιον και χαίρε ευωχία! Την
+ειρήνην διεδέχθη ο πόλεμος, το ανενόχλητον κοκκάλισμα ρήξις
+αιματηρά, την κατανυκτικήν σιγήν υλακαί οργής και απειλών, και οι
+οδόντες καρφόνονται εις των εχθρών τας ράχεις, όσοι φρονιμώτεροι
+δεν ετράπησαν εις φυγήν, εκ του φόβου μεγαλειτέρων συμφορών.
+
+Τι απομένει εις την οδόν, ευκόλως το φαντάζεταί τις, αν δεν το
+είδε.
+
+Το κάρρον της καθαριότητος παρέρχεται μετ' ολίγας ώρας — ενίοτε
+και μετ' ολίγας ημέρας — και αναλαμβάνει τα σαπρά λείψανα του
+συμποσίου των σκύλων, αφού έμειναν εκεί τόσον χρόνον, όσος
+ακριβώς εχρειάζετο διά να αρωματίσωσι την οδόν.
+
+Και του συμποσίου τούτου, ως ελέγομεν εν αρχή, επίσημοι
+τραπεζοκόμοι είνε αφ' ενός μεν ο δήμος Αθηναίων, όστις πληρόνει
+μόνον τα αμάξια της καθαριότητος, αλλά δεν έχει, φαίνεται, και το
+δικαίωμα να τα εξελέγχη, και η αστυνομία των Αθηνών, ήτις τα
+επιτηρεί μεν και τα εξελέγχει, αλλά δεν έχει και το δικαίωμα να
+τα πληρόνη μεν, όταν καθαρίζωσι την πόλιν, να μη τα πληρόνη δε,
+όταν αφίνωσι τα καθάρματα της πόλεως εις ύπαιθρον συμπόσιον των
+σκύλων της.
+
+
+
+ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΙ ΚΥΡΙΑΙ (17)
+
+
+
+Τίποτε δεν τας πτοεί, ούτε τας αναχαιτίζει.
+
+Ούτε το δριμύ ψύχος των ημερών αυτών, το μεταβάλλον εις άμορφα
+κουβάρια τους διαβάτας, ούτε η ακατάσχετος μανία του βορρά, η
+απειλούσα κατά παν αυτών βήμα να ανατρέψη τα ελαφρά των και
+ευλύγιστα σώματα.
+
+Αν εξέρχεσθε πρωί εις τας οδούς, θα τας απαντήσητε, και το βράδυ,
+αργά, όταν επιστρέφετε εις τας οικίας σας, τας επαναβλέπετε
+πάλιν.
+
+Διατρέχουσι συνήθως έν μέγα τρίγωνον, αρχόμενον από της πλατείας
+της Ομονοίας, αναβαίνον διά της οδού Σταδίου προς την πλατείαν
+του Συντάγματος, καταβαίνον διά της οδού Ερμού προς την αοίδιμον
+Ωραίαν Ελλάδα, και καταλήγον πάλιν προς την πλατείαν της Ομονοίας
+διά της οδού Αιόλου.
+
+Ομοιάζουσι πολλάκις — τόσον παρακολουθούσι πυκναί η μία την
+άλλην, μόναι, ή ανά δύο, ή κατά συστάδας — τους εις θήραν τροφής
+εκστρατεύοντας μύρμηκας· μόνον ότι δεν τρίβουσιν, ως εκείνοι,
+προς αλλήλας τας πορφυράς εκ του βορρά ρίνας των. Σταματώσιν
+όμως, οσάκις συναντήσωσιν ομοφύλους και γνωρίμους, αδιαφορούσαι
+προς την κρυεράν αναπνοήν της Πάρνηθος, ήτις κυματίζει τας
+εσθήτας των, και προδίδει τους μικρούς καμπύλους των πόδας, και
+βάπτει ιανθίνους τας δροσεράς των παρειάς. Ανταλλάσσουσιν έν
+μειδίαμα και μίαν χειραψίαν, ερωτώσιν η μία την άλλην πόθεν
+έρχεται και πού υπάγει, και αποχωρίζονται φαιδραί και σπεύδουσαι
+εις εκπλήρωσιν της υψηλής αυτών αποστολής.
+
+
+***
+
+Πόθεν έρχονται και πού υπάγουσιν;
+
+Ως να μη το εγνώριζον!
+
+Έρχονται από τας οικίας των, όπου αφήκαν πρωί πρωί το θάλπος και
+τα κλειστά παράθυρα, την ανημμένην εστίαν και τον διαρραφή των
+κοιτωνίτην, και εξήλθον εις τους παγερούς δρόμους και τας
+αναπεπταμένας πλατείας, άλλαι με τας σισύρας και τα βαρέα των
+περιώμια και τους πτιλωτούς των β ό α ς, και άλλαι,
+ευσταλέστεραι εξ ανάγκης ή φιλαρεσκείας, επιδεικνύουσαι ασκεπή
+την γλαφυράν των οσφύν και αψηφώσαι το δριμύ πνεύμα του ανέμου,
+εν πλήρει πεποιθήσει εις την αντοχήν των τοσάκις αγωνισθέντων
+ώμων των.
+
+Πηγαίνουσι δε όλαι, ή σχεδόν όλαι, εις . . τα εμπορικά! Εις του
+Βουγά και του Χουτοπούλου, εις του Κατελούζου και του Πατσιφά,
+και εις όλων των άλλων φιλομειδών και επιχαρίτων βαλαντιοσκόπων
+τας ελκυστικάς και πολυωνύμους παγίδας, όσας έχει στήσει ο συρμός
+εκατέρωθεν των μεγάλων εμπορικών αρτηριών της πρωτευούσης.
+
+Πηγαίνουσιν ίσως — θα υποθέσετε όσοι τας βλέπετε μεν αλλά δεν τας
+γνωρίζετε — διά να αγοράσωσιν;
+
+Ενίοτε ναι, αλλ' ως επί το πλείστον όχι, — ευτυχώς!
+
+Αλλοίμονον, εις τους αθηναίους, αν όλαι αυταί αι αθηναίαι
+μετέβαινον εις τα εμπορικά, ίνα κενώσωσι τα βαλάντιά των! Τα
+δυστυχή αυτά, τα ρικνά και χρόνιον ατροφίαν πάσχοντα βαλάντια προ
+καιρού ήδη πολλού θα είχον εντελώς κενωθή, πολύ έτι πριν επιτείλη
+το σύστημα των οικονομικών συνδυασμών εις τον ελληνικόν ορίζοντα,
+πολύ πριν ή ανακηρυχθώσι χωρίς ποτέ να βασιλεύσωσι τα περιλάλητα
+ισοζύγια, πολύ πριν ή σημάνη η πρώτη Δεκεμβρίου 1893 το Δ ι'
+ε υ χ ώ ν των αγίων εις τας ελληνικάς περιουσίας.
+
+***
+
+Όχι, ευτυχώς!
+
+Δεν πηγαίνουσιν αι αθηναίαι εις τα εμπορικά διά να αγοράσωσιν.
+
+Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν
+ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά
+δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν
+αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό
+εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν
+ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι
+του τελευταίου.
+
+Αι κυρίαι των Αθηνών μεταβαίνουσι κυρίως εις τα εμπορικά διά να
+διασκεδάσωσιν. Η εκδρομή των είνε είδος τι περιπάτου, είδος τι
+α λ ε π ο ύ ς, της οποίας η σύλληψις γίνεται πολλάκις παραδόξως
+εις το ζαχαροπλαστείον του Γιαννάκη, είδος τι προσκυνήματος εις
+τας προθήκας των εμπορικών, ων η εξωτερική λατρεία, ελκύει μεν ως
+επί το πολύ τας ευλαβεστέρας και εις τα ενδότερα του τεμένους,
+αλλ' όχι πάντοτε και εις απόθεσιν του οβολού των εις τον κορβανάν
+των ιερέων του Ερμού.
+
+***
+
+Τι να κάμωσι το πρωί εις την οικίαν των; Τα παιδία των, αν έχουν,
+επήγαν ήδη εις το σχολείον· η μαγείρισσα επέστρεψεν από την
+αγοράν· το μυθιστόρημά των θα το αναγνώσωσι το εσπέρας· η
+υπηρέτρια ήνοιξε τα παράθυρα της οικίας και ξεσκονίζει.
+
+Ο οίκος των είνε αυτόχρημα ακατοίκητος.
+
+Έπειτα, τι απίθανον να έφερε διά του τελευταίου ατμοπλοίου κανέν
+νέον ύφασμα ο Πατσιφάς ή κανέν νέον κόσμημα της αιθούσης ο
+Χουτόπουλος; Είνε δίκαιον να μη το ίδωσι, και το βράδυ, όταν
+συναντηθώσι που περί το μικρόν τραπέζιον του τεΐου ή την
+μεγαλειτέραν τράπεζαν του Μ ά ο υ ς, να φανώσιν αυταί
+διδασκόμεναι παρ' άλλων τα νέα;
+
+***
+
+Τας γνωρίζουσιν όλας οι δυστυχείς έμποροι, τας γνωρίζουσιν εκ
+μακράς, ορθίας και κοπιώδους πείρας.
+
+Δι' αυτό εκφράζει ανεκλάλητον χριστιανικήν εγκαρτέρησιν το
+οξύμωρον εκείνο μειδίαμα, το οποίον διαστέλλει τα προσηνή των
+χείλη, οσάκις νέα προσκυνήτρια προσέλθη, αυξάνουσα το άλλο πλήθος
+των συνηγμένων ήδη εντός του τεμένους εκείνου του συρμού.
+
+Τας γνωρίζουσι· και εν τούτοις τας υποδέχονται προσκλίνοντες την
+σπονδυλικήν αυτών στήλην, προσφέροντες εις αυτάς κάθισμα, και
+ερωτώντες γλυκερώτατα·
+
+ — Τι προστάζετε;
+
+Αλλ' εις την ερώτησιν αυτήν σπανίως δίδεται απάντησις. Η νέηλυς
+κάθηται εν πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και
+σπογγίζει την ρίνα της — ήτις, όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε
+όμως ρις ανθρωπίνη — και αρχίζει έπειτα ατελείωτον διάλογον προς
+τας παρακαθημένας της·
+
+ — Τι κάμνετε;
+
+ — Πώς είσθε;
+
+ — Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ!
+
+ — Πώς είνε τα παιδιά;
+
+ — Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . .
+Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;
+
+ — Και η νύμφη σας;
+
+ — Καλέ θα φύγετε, έμαθα! μ' αυτόν τον καιρόν;
+
+ — Δεν απεφασίσαμεν ακόμη τίποτε. Ίσως μετά τας εορτάς, . . Και
+σιγώτερα, εις το ους·
+
+ — Καλέ, πώς σας εφάνη; η κυρία Κ . . . ν' αφήση τον άνδρα
+της! . . .
+
+ — Η κυρία Α . . . θέλετε να ειπήτε.
+
+ — Μπα! και η κυρία Α . . . ; περίεργον. Και πώς αυτό;
+
+ — Πολλά λέγονται . . . . .
+
+Και λέγονται αληθώς πολλά, αναρίθμητα, ατελείωτα.
+
+Έχουσι, βλέπετε, και αι κυρίαι τα καφενεία των, ως οι άνδρες.
+
+Τα δε ταλαίπωρα γ α ρ σ ό ν ι α ίστανται εκεί όρθια προ των
+καταφόρτων τραπεζών, όπου υπό τους δυσκόλους δακτύλους των
+ανορέκτων πελατίδων ανεπτύχθησαν ήδη μεταξωτά και μάλλινα,
+επίκροκα και ταινίαι, στηθόδεσμοι και περιτραχήλια, εις μάτην
+προσμένοντα την εκλογήν των.
+
+Ανοίγει τέλος το στόμα της η νέηλυς, αφού είπεν όσα είχε και
+ήκουσεν όσα ήθελε, και ζητεί κάτι, αλλ' εική, ασκόπως, ως θα
+εζήτει ο,τιδήποτε άλλο. Αι χάρτιναι θήκαι καταβαίνουσι ταχείαι
+από των θέσεών των, οι υπάλληλοι αρχίζουσι τον πανηγυρισμόν του
+περιεχομένου των, και αι μικραί της κυρίας χείρες αναδιφώσι,
+παραμερίζουσι, σκαλεύουσι, πασπατεύουσι, και καθ' ην στιγμήν
+εφάνη σαν τέλος ότι κάτι εξέλεξαν, και ηκτινοβόλησε του υπαλλήλου
+ο οφθαλμός, και προσέκλινεν ο καταστηματάρχης επιδοκιμάζων την
+καλαισθησίαν της εκλογής, αι μικραί χείρες αποσύρονται αδρανείς,
+η κυρία εγείρεται, — αφού εξεκουράσθη ήδη εντελώς — και λέγει
+χαριέστατα μειδιώσα·
+
+ — Ευχαριστώ . . . . θα ξαναπεράσω!
+
+***
+
+Και ξαναπερνά δυστυχώς, ως τοσάκις ήδη εξαναπέρασε.
+
+Και το προσκύνημα αυτό το ατελείωτον επαναλαμβάνεται καθ'
+εκάστην· αρχίζει την πρωίαν και λήγει την μεσημβρίαν ή και την
+εσπέραν πολλάκις, χωρίς ποτέ να κουρασθώσιν αι προσκυνήτριαι,
+χωρίς να βαρυνθώσι, χωρίς να πεινάσωσιν, όταν σημαίνη μεσημβρία,
+χωρίς να πτοηθώσι το σκότος, όταν ανάπτωνται πλέον οι σπάνιοι
+φανοί των οδών.
+
+Και επιστρέφουσιν εις τας οικίας των, κατευχαριστημέναι ότι
+καταδιεσκέδασαν, ενώ οι ταλαίπωροι σύζυγοι, οι αδελφοί ή οι
+πατέρες των αναμένουσι πεινώντες την επιστροφήν των, ίνα
+καθίσωσιν εις την τράπεζαν.
+
+
+
+ΑΝΑ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (18)
+
+
+
+Ας μην ανησυχήση ο κύριος Δήμαρχος Αθηναίων.
+
+Δεν έχομεν σκοπόν να επιθεωρήσωμεν τας οδούς της πόλεως.
+
+Την επιθεώρησιν αυτών θα επιχειρήσωμεν ίσως άλλην τινά ημέραν,
+όταν παρέλθη ο καιρός των βροχών και του βορβόρου, και καταστή
+ούτως ακίνδυνος οπωσδήποτε η ευσυνείδητος του έργου ημών
+εκπλήρωσις. Δεν θα αναμείνωμεν, εννοείται, τον κονιορτόν του
+θέρους, διότι θα έχωμεν ανάγκην κάτι να ίδωμεν χωρίς να
+τυφλωθώμεν. Θα εκλέξωμεν μίαν των σπανίων ημερών, καθ' ην να μη
+υπάρχη κονιορτός μήτε βόρβορος. Επειδή δε αι ημέραι αύται είνε
+σπάνιαι, σπανιώταται εν Αθήναις, διότι και όταν ήνε κονιορτός,
+ηξεύρουσι την τέχνην οι καταβρέκται του Δήμου να μεταβάλλωσιν
+αυτόν εις βόρβορον, μειδιά ήδη βεβαίως εν μακαριότητι ο κύριος
+Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι μακρόν καιρόν θα αναμείνωμεν την
+ανατολήν της εξαιρετικής εκείνης ημέρας,
+
+Αι! τις οίδεν; Ο μέγας της Ελλάδος θεός, ο θεός ο δωρήσας εις
+τους Έλληνας το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και το γαλλικόν
+θέατρον, ο εισαγαγών παρ' ημίν το θείον δώρον του χρηματιστηρίου
+και πολιτίσας ημάς μέχρι του Κυνηγίου της Αλώπεκος και των bals
+calicot, θα ευδοκήση να χαρίση και εις τας Αθήνας μίαν ημέραν
+άνευ βορβόρου και άνευ κονιορτού.
+
+Δεν την περιμένομεν, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την
+περιμένομεν από τον θεόν, όστις σήμερον τουλάχιστον, εκεί όπου
+κατηντήσαμεν, αφού δεν ευδοκεί να μας βρέξη ολίγον χρυσόν διά τα
+τοκομερίδια, ημπορεί επί τέλους και να παύση βρέχων νερόν δι'
+ολίγας ημέρας.
+
+Μίαν από τας ημέρας αυτάς θα επιθεωρήσωμεν και ημείς τας οδούς
+της πρωτευούσης και την κατάστασιν αυτών.
+
+***
+
+Σήμερον σκοπόν μόνον έχομεν να μεταδώσωμεν εις τους αναγνώστας
+ημών ολίγας εκ των προχείρων διασκεδάσεων και τέρψεων, τας οποίας
+παρέχουσι δωρεάν αι οδοί των Αθηνών εις πάντα κάτοικον ή
+διαβάτην, αστόν ή ξένον, επαρχιώτην ή αλλοδαπόν.
+
+Διά να τας απολαύση τις όλας, δεν είνε πάντοτε ανάγκη να εξέλθη
+εις την οδόν. Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις
+εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως
+κατά την οθωμανικήν παροιμίαν μεταβαίνει το βουνόν προς τον
+Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή προς εκείνο.
+
+Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν
+ανήκουσιν ήδη εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα
+πλέον μεγαλειότης. Ηνάγκασε και αυτούς ο προβαίνων ολονέν
+πολιτισμός των Αθηναίων να γείνωσι πολύχειρες και πολυτεχνίται,
+να προσθέσωσιν εις το αρχικόν και πατριαρχικόν των επιτήδευμα
+πολλά άλλα, να μεταβληθώσιν από πλανοδίων πωλητών εις καθιστικούς
+εμπόρους, να γείνωσι χαλβαδοπώλαι και βουτυροπώλαι, να ανοίξωσι
+τέλος εμπορικά καταστήματα και να γείνωσιν επιτηδευματίαι
+φορολογούμενοι, προς αγαλλίασιν του οικονομικού εφόρου, αφού δεν
+ηδύναντο άλλως να κερδήσωσι τον ολιγαρκή και πενιχρόν αυτών βίον.
+Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι εν Αθήναις, όπου και αυτός ο
+καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου; Μόλις που
+βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα
+παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του
+θεάτρου των Ποικιλιών.
+
+Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από
+της οδού η φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.
+
+***
+
+Αλλ' αντ' αυτής όμως ποία — Θεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη
+κραυγή, η σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής
+μουσικής, και καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών
+παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή
+απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε ροκάνας υπερμεγέθους
+κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε ζώου μυκηθμός
+ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;
+
+Τίποτε απ' όλ' αυτά.
+
+Είνε απλούστατα η μουσική πρόσκλησις του αρτοπώλου της οικίας.
+
+Ο οιονεί από θριαμβικού δίφρου και δίκην γηίνου τοποτηρητού της
+θείας προνοίας περιφέρων εις των πελατών του τους οίκους τον
+επιούσιον αυτών άρτον εσταμάτησε προ της θύρας σας τον ταχύν
+τριποδισμόν του ασθματικού του ιππαρίου, και φυσά φυσίγναθος την
+ορειχαλκίνην του βυκάνην. Δεν ομοιάζει αυτός τον ράθυμον
+καραγωγέα της καθαριότητος, όστις αδιαφορεί εντελώς αν ακουσθή·
+θέλει τουναντίον να τον ακούσωσιν όλοι, και ο οξύς του φοβερού
+του σαλπίσματος ήχος, κλονίζων τας υέλους των παραθύρων, σχίζων
+τα ώτα των ενοίκων, παροξύνων εις σπαρακτικάς ωρυγάς τον σκύλον
+της οικίας και εις αγωνίας κακαρίσματα τας όρνιθας της αυλής,
+φθάνει τέλος διάτορος εις το μαγειρείον,
+
+Εσώθημεν! Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το
+σιτηρέσιον της οικίας.
+
+Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του
+ακούεται περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν.
+
+Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την
+διατάραξιν της οικιακής ειρήνης των πολιτών.
+
+***
+
+Να μείνωμεν ακόμη εντός του οίκου, διά να ακούσωμεν
+αλληλοδιαδόχως τας ποικίλας κραυγάς του αγοράζοντος
+μ π ο τ ί . . . λ ι α ι ς, του ζητούντος χ α λ κ ώ μ α τ α ν α
+γ α ν ώ σ η και του ισχνού γυρολόγου, του πανηγυρίζοντος δι'
+ερρίνου ψαλμωδίας το περιεχόμενον του ονοφορήτου εμπορικού του
+καταστήματος;
+
+Ας μας λείψη.
+
+Αρκετά ήδη μας εξεκώφανεν ο αρτοφόρος. Ας εξέλθωμεν εις τας
+οδούς, όπου άλλαι και πολλαί μας περιμένουσι ψυχαγωγίαι.
+
+Εν πρώτοις αδύνατον είνε να μη απαντήσωμεν κάπου νωπήν τινα
+τάφρον ανορυσσομένην προ των ποδών μας.
+
+Οι αθηναίοι εσυνείθισαν εκ μακράς ανοχής των αρχών να θεωρώσι
+τους δρόμους της πόλεως των ως ιδιόκτητον αγρόν, τον οποίον
+αροτριώσι και άνασκάπτουσι και διβολίζουσιν, ως αν επρόκειτο να
+τον φυτεύσωσιν όλον σπαράγγια. Ο είς εδώ ανοίγει χάνδακα, διά να
+φέρη εις την οικίαν του το ύδωρ ή το φωταέριον, ο άλλος παρέκει
+ανοίγει μεγαλείτερον διά να μεταγγίση εις τας γηραιάς και
+απωστεωμένας πλέον αρτηρίας των υπονόμων της πόλεως τας περιττάς
+ευωδίας του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του οίκου του.
+
+Και όλα αυτά γίνονται ελευθέρως, ακωλύτως, όπως θέλει και κρίνει
+πρόσφορον έκαστος συνταγματικός πολίτης των Αθηνών, δικαίαν
+αξίωσιν έχων, ως τακτικώς ψηφοφορών και ατάκτως πληρόνων τους
+φόρους του, να ασκή ανεξελέγκτως όσα νομίζει ελευθέρου πολίτου
+δικαιώματα.
+
+Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα
+ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας,
+ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν
+η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον.
+
+***
+
+Ας προχωρήσωμεν.
+
+Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν;
+
+Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε
+ό,τι άλλο θέλετε.
+
+Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο
+οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει
+παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του
+καθέδρας. Εκεί πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω
+ολόκληρα εστιατόρια. Εκεί θα προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν
+χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου οίκου εξάγει εις
+περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα σας
+όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας. Εκεί
+κινδυνεύετε να κρημνισθήτε πολλαχού εις τα ταρτάρεια βάθη των
+υπογείων αποθηκών των εμπορικών καταστημάτων, ων την χαίνουσαν
+καταπακτήν ελησμόνησε να κλείση ο υπηρέτης, ή να ανατραπήτε υπό
+γιγαντιαίας κενής κιβωτού, όθεν προ μικρού εξήχθησαν οι
+τελευταίοι νεωτερισμοί των Παρισίων. Τα πεζοδρόμια χρησιμεύουσιν
+εν Αθήναις εις πάντα και πάντας· μόνον εις τους πεζούς διαβάτας
+δεν χρησιμεύουσιν. Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι
+τούδε την προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε
+να εισβάλωσι και εις αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα,
+ότι καλλίτερον είνε να π έ φ τ η κ α ν ε ί ς ε ι ς τ α
+μ α λ α κ ά.
+
+***
+
+Δόξα τω Θεώ!
+
+Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.
+
+Παρέρχεσθε αργά, βραδυπατών, ελευθέρως αναπνέων. Είσθε αμέριμνος,
+συλλογίζεσθε τις οίδε τι ωραία πράγματα, αναπάλλετε ησύχως το
+ραβδίον σας, και ροφάτε ηδονικώς τον καπνόν του σιγάρου σας, ότε
+αίφνης . . . Π ρ α φ! διά μιας αφ' υψηλού, τρία βήματα εμπρός σας
+— αν είσθε τυχηρός — ή επί της κεφαλής σας αυτής αν είσθε ατυχής,
+χύνεται βαρύς και ρυπαρός Νιαγάρας. Κατάπληκτος, διάβροχος και
+βλασφημών υψούτε το βλέμμα, και βλέπετε υψηλά εκεί φαιδράν και
+γυμνόποδα υπηρέτριαν, σφογγαρίζουσαν τον εξώστην της οικίας και
+βρέχουσαν αμερίμνως επί της κεφαλής σας τον υγρόν αυτής βόρβορον.
+Φωνάζετε, αν είσθε τολμηρός, και ακούετε εις απάντησιν τους
+γέλωτάς της, συνοδευόμενους πολλάκις εν χορώ υπό των παρερχομένων
+διαβατών. Σιωπάτε, αν είσθε δειλός, και παρέρχεσθε, μακαρίζοντες
+την πρωτεύουσαν και τας αρχάς της. Δεν είσθε ο πρώτος, ούτε θα
+ήσθε ο τελευταίος.
+
+***
+
+Δεν ειξεύρω, τι θα κάμη από πρώτης Ιανουαρίου η στρατιωτική
+αστυνομία. Αλλ' ό,τι έκαμε μέχρι τούδε η διοικητική, διά να
+καταστήση τας οδούς της πρωτευούσης εν ασφαλεία προσιτάς εις τους
+κατοίκους αυτής, δεν παρέχει βεβαίως ύλην εις επικόν ποίημα ή εις
+λόγον πανηγυρικόν. Ίσως τις των νεωτέρων συμβολιστών αντλήση εξ
+αυτών το θέμα βαθείας τινός αλληγορίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι
+η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού προ
+της αίγλης των Αθηνών.
+
+
+
+ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ ΤΟΝ ΟΔΩΝ (19)
+
+
+
+Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα
+ψυχολογία την ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και
+αυτόματος ούτως ειπείν έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής
+καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως αντιθέτων, της φαιδρότητος
+και της μελαγχολίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι τον μελαγχολώντα
+Έλληνα — δεν εννοώ τον περισσότερον ή ολιγώτερον εξευρωπαϊσμένον,
+τον ερρύθμως στενάζοντα προς την σελήνην και υποκώφως
+διακιθαρίζοντα την ψυχικήν αυτού βαρυθυμίαν, αλλά τον γνήσιον και
+ανεπίπλαστον και ημιβάρβαρον μεν αλλ' ελληνίστατον Έλληνα του
+λαού σπανιώτατα ή μάλλον ειπείν ουδέποτε κινεί εις άσμα η
+μελαγχολία. Άλλως η Ελλάς ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών
+μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον ωδείον, οπού οι ελέω
+ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν πτωχυνθέντες και
+λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον
+βαρύν την μελανήν χολήν του στήθους των.
+
+Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος. Επειδή δε
+τούτο, σήμερον ιδίως, σπανίως του συμβαίνει, αναζητεί την
+ευθυμίαν εντός του πλήρους οίνου ποτηρίου, και όταν την εύρη —
+πράγμα όχι δύσκολον — την διαλαλεί μεγαλοφώνως και μουσικώς, είτε
+δι' ενός αμανέ είτε διά μιας καντάδας, αναλόγως πλέον της
+καταγωγής αυτού, της μουσικής του ανατροφής, της καλαισθησίας του
+ή της ειδικωτέρας ψυχικής του καταστάσεως. Την διαλαλεί δε τότε
+οξυφωνότατα αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα
+και ογκούμενος μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι
+τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και ουδέν άλλο.
+
+Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά
+αλήθεια, της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και
+προς αποφυγήν μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους
+Επτανησίους ως εξαιρέσεις. Ο Έλλην δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους
+μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε σπανίων εξαιρέσεων
+ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το πλείστον ως
+ραγισμένος οξύαυλος.
+
+***
+
+Και οσάκις μεν ο έλλην τραγουδιστής εκχύνει εις τόνους μάλλον ή
+ήττον αμούσους και τραχείς και εις κραυγάς μάλλον ή ήττον οξείας
+την τεχνητήν αυτού φαιδρότητα εκεί όπου την ηγόρασε, τουτέστι
+παρά την τράπεζαν του οινοπωλείου, meno male, ως λέγουσιν οι
+Ιταλοί· το κακόν είνε υποφερτόν. Τραγουδισταί και ακροαταί είνε
+συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως
+υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και
+όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή
+των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης. Όλοι των είνε προδήλως
+ευχαριστημένοι, και υπέρ πάντας αναντιρρήτως ο οινοπώλης, ο εκ
+μακράς πείρας γινώσκων, αν μη υπό του Ευαγγελίου διδαχθείς, πότε
+συνήθως εξοδεύεται ο ε λ ά σ σ ω ν οίνος.
+
+Αλλ' όταν όμως οι ατμοί του οίνου γεμίσωσι τας κεφαλάς των
+τραγουδιστών, και θερμανθή κατ' ολίγον μέχρι πνιγμού η ατμοσφαίρα
+του οινοπωλείου, και στενοχωρηθέντες οι οινόφλυγες ψάλται
+ποθήσωσιν ύπαιθρον δροσερόν αέρα και εκχυθώσιν εις τας οδούς εν
+ώρα μεσονυκτίου, τότε — οίμοι! — αρχίζει το βάσανον των ειρηνικών
+κατοίκων της πόλεως.
+
+***
+
+Επεστρέψατε αργά εις την οικίαν σας, αφού ημέραν όλην, από πρωίας
+μέχρι βαθείας πολλάκις νυκτός, ηγωνίσθητε τον ατερπή και
+βαρύμοχθον αγώνα του βίου. Μόλις το δείπνον κατορθοί να διαλύση
+κάπως την δυσθυμίαν σας, και τις οίδε ποίαι σκέψεις και ποίαι
+περί της αύριον μέριμναι παρακολουθούσι τας έλικας του καπνού,
+τας αναδιδομένας υπό του σιγάρου, το οποίον ανάπτετε μηχανικώς.
+Ποθείτε ανακούφισιν, ανάπαυσιν. Το αισθάνεσθε, και κατακλίνεσθε
+τέλος, καλούντες εκ μέσης ψυχής τον παρήγορον ύπνον επί τα
+βλέφαρά σας. Αργεί να έλθη, αλλά τέλος έρχεται, και αρχίζετε ήδη
+να αισθάνεσθε την ευχάριστον εκείνην έκλυσιν των σωματικών σας
+δυνάμεων, την ποθητήν εκείνην σύγχυσιν των ιδεών, ήτις τον
+προαγγέλλει, ότε . . . . . αίφνης φοβερά φωνασκία μουσολήπτων
+δαιμόνων αντηχεί από της οδού. Δεν είνε είς, κλαυθμηρίζων
+ερρίνως, ως άλλοτε, τον αμανέν του. Είνε πολλοί, είνε συμμορία
+ολόκληρος, είνε χορός αποτελών συναυλίαν, και αναμιγνύων εις
+σπαρακτικόν των ώτων σας κράμα πάσαν δυνατήν και αδύνατον ζώου
+φωνήν, από του βαρέος ογκηθμού γεγηρακότος όνου μέχρι της οξείας
+υλακής δερομένου κυναρίου, από του μυκηθμού του βοός μέχρι του
+γρυλλισμού του χοιριδίου. Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και
+άλλοι μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και
+αμύστακες, παρωδούσιν απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις
+οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν
+τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν, ευρωπαϊκούς σκοπούς.
+Είνε οι πλείστοι εξ αυτών θαμισταί των ωδικών καφενείων, και εξ
+αυτών εταμίευσεν η μουσική των μνήμη όσα βρυχάται το άμουσον
+αυτών στόμα.
+
+Ανασκιρτάτε σπασμωδικώς επί της κλίνης σας, ως από φοβερού
+εφιάλτου εγειρόμενοι, αγανακτείτε, βλασφημείτε, συλλογίζεσθε ότι
+πληρόνετε τακτικώτατα τους φόρους σας, και ότι επομένως έχετε
+αναμφήριστον το δικαίωμα της οικιακής ειρήνης και ασφαλείας,
+στέλλετε μυριάκις εις τον διάβολον τους νυκτερινούς συναυλητάς
+και τους νεοφωτίστους αστυφύλακας, αλλά μ' όλα ταύτα ή μάλλον
+ειπείν δι' όλα ταύτα ο ύπνος σας επέταξε. Μένετε μ' ανοικτούς
+οφθαλμούς, . . . και ελπίζετε ίσως ότι θα παρέλθη ταχύς ο φοβερός
+εκείνος μουσικός χείμαρρος προ των παραθύρων σας, και θα μεταβή
+τέλος περαιτέρω, να εξυπνήση και άλλον άκακον χριστιανόν. Αλλ' οι
+συμμορίται παραμένουσι και ξελαρυγγίζονται εναμίλλως, τις οίδεν
+εις τίνος σκληράς μαγειρίσσης την άτεγκτον καρδίαν προσφέροντες
+τον μουσικόν λιβανωτόν των ακαταπονήτων λαρύγγων των.
+
+***
+
+Αλλ' ίσως δεν κοιμάσθε, ότε αντήχησεν έξωθεν της οικίας σας
+
+ il rauco suon della tartarea tromba
+
+Εργάζεσθε όμως, ή προσπαθείτε καν να εργασθήτε. Ανάψαντες τον
+λύχνον σας εστρώσατε τον χάρτην εμπρός σας, ελάβατε τον κάλαμον
+εις χείρας, και ηρχίσατε κάπως να συγκεντρόνετε τας ιδέας
+σας, . . . ότε εκρήγνυται διά μιας της μεθύσου ομάδος ο
+απροσδιόνυσος πάταγος. Συμμαζεύσατε τότε πλέον τας ιδέας σας, αν
+ημπορείτε! Έφυγαν όλαι μικραί και μεγάλαι, και μένετε με τον
+κάλαμον εις την μίαν χείρα και με την άλλην χείρα ξύουσαν την
+άγονον πλέον και ανέλπιδα κεφαλήν σας.
+
+Αλλ' ίσως έχετε το ατύχημα μήτε να κοιμάσθε, μήτε να εργάζεσθε,
+αλλά να ασθενήτε, ή να έχετε πλησίον σας εκεί ασθενούντα ένα των
+οικείων σας. Στενάζετε, ή βλέπετ' εκείνον στενάζοντα υπό τον
+πυρετόν, τυραννούμενον υπό της αϋπνίας και κυλιόμενον εν αγωνία,
+επί της κλίνης του. Φαντάσθητε δε, — και διατί να το φαντασθήτε,
+αφού πολλάκις βεβαίως το επάθετε — το φοβερόν επί του ασθενούς
+αποτέλεσμα της αιφνιδίας εκείνης των μαινομένων λύκων ωρυγής!
+
+***
+
+Και διατί ταύτα πάντα;
+
+Διά να μη προσβληθή ίσως η συνταγματική ελευθερία του έλληνος
+πολίτου;
+
+Ή διά να μη παρακωλυθή η ανάπτυξις της μουσικής εν Αθήναις;
+
+Ή διά να διασκεδάζωσιν ελευθέρως οι αθηναίοι ψηφοφόροι,
+αποσπώμενοι πάσης άλλης πολιτικής σκέψεως και μερίμνης περί της
+αύριον;
+
+Δι' ουδέν τούτων βεβαίως, αλλ' απλώς και μόνον διά να μη
+κοπιάζωσιν υπερανθρώπως τα αστυνομικά όργανα.
+
+Ενθυμούμεθα εν τούτοις τα κ α ϋ μ έ ν α τα ευζωνάκια του εν
+μακαρία τη λήξει Μπαϊρακτάρη, άτινα επί μήνας πολλούς είχον
+αληθώς ειρηνεύσει τας αθηναϊκάς νύκτας, αδυσωπήτως συλλέγοντες
+από πάσης αγυιάς και λεωφόρου και ρύμης της πρωτευούσης πάσαν
+μεγαλόφωνον μουσικήν συμμορίαν, και ευσυνειδήτως ταμιεύοντες τα
+παραπαίοντα μέλη της εντός των δροσερών κατωγείων των αστυνομικών
+κρατητηρίων, . . . και ευλογούμεν την ωραίαν εκείνην εποχήν.
+
+Είνε τόσον δύσκολον άραγε να απαγορευθή αυστηρώς εν Αθήναις δι'
+αστυνομικής διατάξεως ό,τι εις ουδεμίαν, ούτε πρωτεύουσαν ούτε
+δευτερεύουσαν ούτε τριτεύουσαν πόλιν του πολιτισμένου κόσμου
+επιτρέπεται, και η αστυνομική αυτή διάταξις να μη μείνη απλώς επί
+του χάρτου;
+
+Είνε άραγε υπερβολική η αξίωσις των φιλησύχων αστών της πόλεως να
+τεθώσιν αν μη εν κρείττονι αλλ' εν ίση καν μοίρα προς τους
+φιλοταράχους, και να καταστώσιν ελεύθεροι να κοιμώνται, να
+εργάζωνται ή και ν' ασθενώσιν εν ειρήνη, όπως εκείνοι δύνανται
+κάλλιστα ν' αφεθώσιν ελεύθεροι να ξεφωνίζωσι και να
+ξελαρυγγίζωνται όπου αλλού θέλουσιν, αλλ' όχι ανά τας οδούς της
+πόλεως και υπό τα παράθυρα των οικιών;
+
+Ας σκεφθή, παρακαλούμεν, περί τούτου κατά τας ώρας της σχολής
+αυτής η στρατιωτική αστυνομία.
+
+
+
+
+Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ (20)
+
+
+
+Δέχεται δηλαδή άπαξ της εβδομάδος διαρκούντος του χειμώνος, εις
+ώραν ωρισμένην, από της πέμπτης συνήθως μέχρι της εβδόμης· έχει
+τουτέστι την ημέραν της, son jour, ως λέγουσιν οι γάλλοι, κατά
+την οποίαν κάθηται εις την οικίαν της, είτε βρέχει είτε δεν
+βρέχει, είτε ωραίος καιρός είνε ή παγετώδης βορράς.
+
+Μη τυχόν υποθέσετε όσοι δεν παρακολουθείτε την εν Ελλάδι εξέλιξιν
+του δυτικού πολιτισμού, ούτε διατελείτε ενήμεροι εις τας εν
+Αθήναις προόδους του, ότι η Κυρία μένει εξαιρετικώς την ημέραν
+αυτήν εις την οικίαν της, διότι έχει — ως άλλοτε εις χρόνους
+βαρβαρότητος η μήτηρ αυτής ή προμήτωρ — να φροντίση περί των εν
+τω οίκω, να επιστατήση εις την παρασκευήν του γεύματος, να
+εποπτεύση την μελέτην των τέκνων της, ή να ευτρεπίση την
+ιματιοθήκην των. Αυτά είνε γηραιάς εποχής παρωχημένα ασχολήματα,
+μόλις που σήμερον μνημονευόμενα υπό των παλαιών· είνε αναμνήσεις
+ευρωτιώσαι καιρών παρελθόντων, καθ' ας αι κυρίαι ελέγοντο επί το
+προστυχώτερον οικοκυραί, και ιδρύουσαι οίκον διά του γάμου των
+ήσαν υπερήφανοι διοικούσαι αυτόν ως σύζυγοι και μητέρες.
+
+Σήμερον αι κυρίαι — αι πολιτισμέναι, εννοείται, αι αναγινώσκουσαι
+τον Bourget και τον Delpit, αι έχουσαι λεύκωμα και ομιλούσαι
+αταράχως περί πραγμάτων, άτινα δεν ετόλμων να ακούσωσιν αι
+μητέρες των, — έχουσιν άλλα πολύ μεγαλείτερα καθήκοντα προς τον
+κόσμον και την εν αυτώ κοινωνικήν των θέσιν. Ζώσι διά τον κόσμον
+μάλλον ή διά τον οίκον των και τους εν αυτώ. Και αυτό δε το
+κάλλιστον του οίκου των μέρος, η αίθουσα, ήτις από τινος απέκτησε
+μάλιστα και τέκνον — το σ α λ ο ν ά κ ι, αν αγαπάτε — είνε διά
+τον κόσμον ιδίως και την υποδοχήν αυτού παρεσκευασμένη. Εκεί
+έχουσι συμφορηθή πάντα του οίκου τα ανάκλιντρα και τραπεζάκια·
+εκεί τα μεταξωτά ή βελούδινα μικρά προσκεφάλαια, άτινα εκέντησαν
+κατά τας ώρας της αφθόνου σχόλης των η οικοδέσποινα ή αι
+θυγατέρες της, και τα χρυσοποίκιλτα παλαιά υφάσματα, περιδεδεμένα
+καλλιτεχνικώς περί τας φωτογραφίας των οικείων και φίλων· εκεί
+επί παντός τραπεζίου παντοία μικρολογήματα, κρυστάλλινα αγγεία
+κλονιζόμενα προς παν βήμα, λαμπτήρες μικροσκοπικοί περιστεφόμενοι
+υπό των εκ τριχάπτου σκιαδίων των, ανθοδοχεία ναννοφυή μόλις
+χωρούντα έν ίον, βιβλία εδώ, λευκώματα εκεί, και φόρτος παντοίος
+βαρύτερος της ράχεως των βασταζόντων αυτόν τραπεζίων, και
+κινδυνεύων να ανατραπή χαμαί εις άμορφον σωρόν κατά την πρώτην
+αποτόμου επαφήν αγκώνος ή κνήμης. Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν
+στολίδιον δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού,
+όπου αναμένει από της πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η
+οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας,
+κενολογίας ή πνεύματος.
+
+***
+
+Εις γωνίαν τινά της αιθούσης αυτής — ήτις παρέχει πολλάκις εν
+συνόλω την όψιν βιομηχανικού μουσείου ή συμμιγούς παλαιοπωλείου —
+αχνίζει επί κομψής λευκοστρώτου τραπέζης ή τεϊοδόχη, και παρ'
+αυτήν παρατάσσονται πινάκια ποικιλομεγέθη, άλλο μεν με το φοβερόν
+εκείνο Cake, το απαραίτητον πλέον διά πάσαν οικοδέσποιναν
+σεβομένην εαυτήν και τους ξένους της, άλλο με σακχαροπήκτους
+καρπούς, και άλλα με παντοία τραγήματα, εις καλλιτέχνους
+πυραμίδας συντεταγμένα, ων την συμμετρίαν ελαθροχείρησαν πού και
+πού, παρεισφρήσαντες προ της ώρας, οι δίποδες ποντικοί της
+οικίας.
+
+Να εισέλθωμεν ημείς πρώτοι εις επίσκεψιν της κυρίας, καθ' ην ώραν
+αναμένει έτι τους ξένους της, και τείνει έμπλεον προσδοκίας το
+βλέμμα προς την θύραν, και προσέχει ανυπόμονον το ους προς πάντα
+κρότον του κώδωνος της θύρας;
+
+Καλλίτερα όχι. Δεν είνε ευχάριστον να περιμένη τις, και ακόμη
+ολιγώτερον να βλέπη άλλον περιμένοντα. Ενθυμηθήτε τον ταλαίπωρον
+Σουφλερύ, όσοι δεν ηκούσατε τον Λεπορέλλον ψάλλοντα το αμίμητον
+εκείνο Aspettare e non venire. Είνε στιγμαί αγωνίας πολλάκις αι
+στιγμαί εκείναι, καθ' ας η κυρία, μάτην περιμένουσα και μάτην
+κατασκοπούσα από του παραθύρου της τον καιρόν και τους διαβάτας,
+αναμετρεί εν συντριβή πόσων γνωρίμων της συναδέλφων τας
+η μ έ ρ α ς παρημέλησεν, εις πόσους των ξένων της δεν εμειδίασεν
+επαρκώς κατά την παρελθούσαν Πέμπτην ή Παρασκευήν, όπως τους
+ενθαρρύνη εις εξακολούθησιν του προσκυνήματος, και συγκυκά εν τη
+αεικινήτω φαντασία της πολυποίκιλα και συγκρουόμενα σχέδια
+μετανοίας ή εκδικήσεως.
+
+Το θέαμα θα ήτο ίσως ψυχολογικώς ενδιαφέρον, αλλ' όχι και
+ευχάριστον.
+
+***
+
+Ας βραδύνωμεν ολίγον, και ας εισέλθωμεν in medias res, ως
+πράττουσιν οι μυθιστοριογράφοι, οι συμμορφούμενοι προς του
+Ορατίου τα παραγγέλματα. Ας εισέλθωμεν εις την πλήθουσαν ήδη
+αίθουσαν, θερμήν από των αχνιζόντων κυπέλλων και ζωηράν από της
+συνομιλίας. Μη φοβήσθε. Δεν θα ταράξωμεν κανένα. Η μεν γενική
+ομιλία δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος, ούτε αντικείμενον
+ωρισμένον, οι δε κατ' ιδίαν εις τας γωνίας των ανακλίντρων
+συνημμένοι διάλογοι δεν θα διακοπώσι προς χάριν μας. Θα
+δυσκολευθώμεν ίσως μόνον να εύρωμεν θέσιν, αλλά θα το
+κατορθώσωμεν επί τέλους, προσέχοντες, εννοείται, μη ανατρέψωμεν
+κανέν τραπέζιον και τον επ' αυτού λαμπτήρα, και διολισθαίνοντες
+διά μέσου σκαμνίων και γονάτων μέχρι της κενής εκείνης καθέδρας.
+
+Εκαθίσαμεν τέλος, επήραμεν εκόντες άκοντες το τσάι μας, και
+φαιδρύναντες ευσυνειδήτως το πρόσωπον ημών διά του ιλαρωτάτου των
+μειδιαμάτων, αποπειρώμεθα να μετάσχωμεν και ημείς της συνομιλίας.
+Το πράγμα δεν είνε τόσον εύκολον, όσον φαίνεται. Αν μάλιστα η
+πλειονοψηφία της ομηγύρεως είνε, ως συνήθως συμβαίνει, γυναικεία,
+μακρά θα ήνε η απόπειρα και ίσως μάταιος επί τέλους ο κόπος.
+Ομιλούσι τόσον ευχαρίστως αι γυναίκες! Έπειτα δε και προς τι άλλο
+δέχεται η κυρία, παρά διά να ομιλήση και ν' ακούση; Τέλος
+κατορθόνομεν και ημείς ν' αρπάσωμεν έν άκρον ενός οιουδήποτε
+μίτου της συνομιλίας, και συμπαρασυρόμεθα μετά των άλλων εις τον
+συμμιγή εκείνον βόμβον λέξεων, φωνών, γελώτων, επιφωνήματων, —
+ενίοτε και ιδεών.
+
+Τι λέγουσι και τι λέγομεν!
+
+Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το
+σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος
+άλλης. Εδώ ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη,
+και εκεί απάντησις εις ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα
+θαυμασμού προς ευφυολογίαν την οποίαν κανείς δεν εννόησε, και
+παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει. Εδώ απαγγέλλει τις
+αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του Κοππέ από
+του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν
+συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος
+της οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ
+επιτιμήσεις και αιτήσεις συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και
+μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις. Και εν μέσω του συμμιγούς αυτού
+βόμβου, του αναμιμνήσκοντος αμυδρώς το συγχορδιστικόν
+προανάκρουσμα πολυπληθούς ορχήστρας, τολμά τις ενίοτε αφελής να
+διηγηθή την υπόθεσιν του τελευταίου μυθιστορήματος το οποίον
+ανέγνωσεν, ή να αναλύση το κωμειδύλλιον του φίλου του ως αν ήτο
+εχθρός του, ή να περιγράψη την ενδυμασίαν της κυρίας δείνα εις
+τον τάδε χορόν. Η τελευταία του αυτή απόπειρα επιτυγχάνει κάπως
+περισσότερον, και αι κυρίαι τουλάχιστον σιωπώσι προς στιγμήν.
+Αλλοίμονον, αν καθίση αίφνης μία εξ αυτών προ του κλειδοκυμβάλου,
+ή αν νεαρός τις ποιητής αρχίση παρακληθείς την απαγγελίαν του
+τελευταίου του αριστουργήματος! Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και
+τα δύο συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα
+χειροκροτήματα δεν περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το
+τέλος.
+
+***
+
+Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο,
+ψιθυρίζουσιν ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά,
+αλλ' ακούονται μεταξύ των, διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον. Ημείς
+δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά και αν τους ηκούαμεν δεν
+ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα ηλικίαν του
+ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και
+προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το
+νεαρόν, και ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους
+δεν εθόλωσεν ακόμη της σκέψεως το σύννεφον.
+
+Δι' αυτούς είνε αληθής τέρψις και απόλαυσις αι πέμπται της
+οικοδεσποίνης. Κρατούσι σειράν, τας ενθυμούνται, τας περιμένουσι,
+και συνεχίζουσιν εις την επομένην ό,τι δεν ετελείωσαν κατά την
+παρελθούσαν.
+
+Τις οίδε δε; ίσως κατά βάθος οι νεώτεροι αυτοί και αι νεώτεραι
+είνε ο κύριος λόγος δι' ον η Κ υ ρ ί α δέχεται.
+
+
+
+***
+
+
+
+1) Εδημοσιεύθη το πρώτον υπό αλλοίαν πως μορφήν εν τη
+Π α ν δ ώ ρ α της 15 Σεπτεμβρίου 1867.
+
+2) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τω Α θ η ν α ϊ κ ώ
+Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω (Δ. Κορομηλά) του έτους 1874.
+
+3) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1883.
+
+4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το
+πρώτον εν τη Π α ν δ ώ ρ α του έτους 1860.
+
+5) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1884.
+
+6) Εδημοσιεύθη το πρότον εν τη Ε σ τ ί α του έτος 1886.
+
+7) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1885.
+
+8) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 8 Δεκεμβρίου 1893.
+
+9) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 11 Δεκεμβρίου 1893.
+
+10) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1884.
+
+11) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1878.
+
+12) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω της
+Ε σ τ ί α ς του έτους 1887.
+
+13) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 25
+Δεκεμβρίου 1885.
+
+14) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 4 και
+5 Φεβρουαρίου 1886.
+
+15) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1887.
+
+16) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 18 Δεκεμβρίου 1893.
+
+17) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 20 Δεκεμβρίου 1893.
+
+18) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 24 Δεκεμβρίου 1893.
+
+19) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 30 Ιανουαρίου 1894
+
+20) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 31 Δεκεμβρίου του έτους 1893.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 37868-0.txt or 37868-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/8/6/37868/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/37868-0.zip b/37868-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..03ec095
--- /dev/null
+++ b/37868-0.zip
Binary files differ
diff --git a/37868-h.zip b/37868-h.zip
new file mode 100644
index 0000000..dd4146a
--- /dev/null
+++ b/37868-h.zip
Binary files differ
diff --git a/37868-h/37868-h.htm b/37868-h/37868-h.htm
new file mode 100644
index 0000000..7cfbe35
--- /dev/null
+++ b/37868-h/37868-h.htm
@@ -0,0 +1,13291 @@
+<?xml version="1.0"?>
+<!DOCTYPE html PUBLIC "-//W3C//DTD XHTML 1.0 Transitional//EN" "http://www.w3.org/TR/xhtml1/DTD/xhtml1-transitional.dtd">
+<html xmlns="http://www.w3.org/1999/xhtml">
+<head>
+<meta http-equiv="Content-Type" content="text/html; charset=utf-8" />
+<meta name="keywords"
+ content="Άγγελος Βλάχος, Ανάλεκτα" />
+
+<title>Ανάλεκτα</title>
+
+<style type="text/css">
+
+body {
+font-family: verdana, geneva, arial, helvetica, sans-serif;
+line-height: 20px;
+margin-left: 5%;
+margin-right: 5%;
+}
+
+h1 { font-size: 185%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h2 { font-size: 150%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h3 { font-size: 120%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h4 { font-size: 105%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h5 { font-size: 90%; font-weight: bold; text-align: center; }
+h6 { font-size: 80%; font-weight: bold; text-align: center; }
+
+p{
+ text-align: justify;
+ margin-top: 1em;
+ margin-bottom: 1em;
+}
+
+hr{
+ width: 65%;
+}
+.poem {
+ FONT-SIZE: 95%; margin-left: 30%;
+}
+.sp{
+ letter-spacing:3px
+}
+
+</style>
+
+</head>
+<body>
+
+
+<pre>
+
+The Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: Analecta Volume 1
+ Short stories - social images and studies
+
+Author: Angelos Vlahos
+
+Release Date: May 8, 2012 [EBook #37868]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+</pre>
+
+
+
+<p style='font-size: small;'>The tonic system has been changed from polytonic to
+monotonic. The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnotes have been
+transferred at the end of the book. The book consists of 424 pages. Pages 223-233,
+part of "Πρώην και νυν Αθήναι" - "Αθηναϊκαί επιστολαί" are missing.//
+
+Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά τα άλλα
+έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.Οι υποσημειώσεις των
+σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Το βιβλίο έχει 424 σελίδες. Οι
+σελίδες 223-233, μέρος τψν "Πρώην και νυν Αθήναι" - "Αθηναϊκαί επιστολαί",
+λείπουν.</p>
+
+<p style='text-align: center;'>
+<br />
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ<br /><br />
+
+
+ΣΥΛΛΟΓΗ ΕΚΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ ΤΕ ΕΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΚΑΙ
+ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ<br /><br />
+
+ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ.<br /></p>
+
+<p>ΣΠ. ΒΑΣΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), ΑΓΓΕΛΟΥ
+ΒΛΑΧΟΥ, + Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π. ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω
+Πανεπ.), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ (καθ. της φιλ.), ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ.
+ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ (δ. φ.), Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), + Ι.
+ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ.
+ΠΟΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΥ (δ. φ.), Ε. ΡΟΪΔΟΥ (δ. ν.), Σ. Κ.
+ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΥ (διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ.
+ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (γυμνασιάρχ.), ΧΡ ΤΣΟΥΝΤΑ (εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ.), Γ.
+ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω Πανεπ.) και άλλων λογίων<br /></p>
+
+<p style='text-align: center;'>ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ<br /><br />
+
+
+<br />
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10.<br /><br />
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ<br /><br />
+
+
+Α Ν Α Λ Ε Κ Τ Α<br /><br />
+
+
+<br />
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ<br /><br />
+
+
+<br />
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ<br /><br />
+
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ <br /><br />
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br /><br />
+
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ 1901</p>
+
+
+<p style='text-align: center;'><br /><img src ="images/1stpage.jpg" width="407"
+height="600"
+alt="Πρώτη σελίδα" border="2" /><br /></p>
+
+<h3 style="margin-top: 5em">ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ<br /><br /></h3>
+
+<h4 style="margin-top: 3em">ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ<br /></h4>
+
+<h2 style="margin-top: 3em">ΑΝΑΛΕΚΤΑ</h2>
+
+<h5 style="margin-top: 6em">ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ<br /></h5>
+
+<h5 style="margin-top: 4em">ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ<br />
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ<br /></h5>
+
+<h5 style="margin-top: 12em">ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ<br />
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ<br />
+1901<br /></h5>
+
+<p>
+</p>
+
+<p style="margin-top: 5em">Τα εν τη διτόμω ταύτη συναγωγή αναλεχθέντα
+πεζογραφήματα κατεχωρίσθησαν το πρώτον τα πλείστα, από τριακονταετίας ήδη
+και πλέον, εις περιοδικά φύλλα, εφημερίδας και ημερολόγια, άλλα μεν ως
+αυθόρμητα προϊόντα λογοτεχνικής διαθέσεως ή παρατηρήσεως, άλλα δε ως
+υπαγορεύσεις καιρικών περιστάσεων ή γεγονότων, ων διατηρούσιν ίσως έτι την
+μνήμην οι πλείστοι των αναγνωστών.</p>
+
+<p>Αν δε η εν σώματι αναδημοσίευσις αυτών φανή πως ευπρόσδεκτος, ως ελπίζει
+ο γράψας, ου μόνον εις τους παλαιούς των γνωρίμους, αλλά και εις τους
+οπωςδήποτε περιέργους προς τα παλαιότερα προϊόντα της συγχρόνου ελληνικής
+λογοτεχνίας, ας αποδώσωσι και ούτοι και εκείνοι την χάριν εις τον φιλόμουσον
+χορηγόν της Βιβλιοθήκης ταύτης, τον προθύμως παράσχοντα την ξενίαν της
+υψιδόμου του στέγης εις τα από τοσούτου χρόνου ανεμοφόρητα και περιπλάνητα
+ταύτα φύλλα.</p>
+
+<p>Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους, αν μη και
+ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας επομένας σελίδας
+αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών υπολάβωσι μελανωτέρας του
+προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα
+των ιλαρώτερα της αληθείας. Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη
+λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτων — ως υπ'
+αυτό σημειούται — είδε κατά πρώτον το φως, μήτε να παραβάλωσιν εικόνας
+καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα
+της σήμερον. Αν αι εικόνες αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν
+όμως πάσαι, — τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψας — εξ ηρέμου και απαθούς
+παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι διατηρούσιν έτι εν
+τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα, εις α αι προκείμεναι σελίδες
+αναφέρονται. Αν δε υπό την παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και
+τις βαρυθυμία, δεν είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και
+σήμερον έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας, πηγήν της
+δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.</p>
+
+<p style='text-align: center;'>Εν Αθήναις, κατά Μάρτιον, 1901</p>
+<p style='text-align:right;'>Α. Β.</p>
+
+<p>
+<br />
+<b>ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ</b></p>
+
+<table>
+<tr><td>Έρως και Ψυχή</td><td align='center'> σελ</td><td
+align='right'>1</td></tr>
+<tr><td>Λαυριακής μετοχής απομνημονεύματα</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>29</td></tr>
+<tr><td>Εσπερίς του Κ. Σουσαμάκη</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>62</td></tr>
+<tr><td>Καθολική μυστική διά σφαιριδίων ψηφοφορία εν Αφρική</td><td
+align='center'> »</td><td align='right'>80</td></tr>
+<tr><td>Το ενθύμημα του Μιμίκου</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>102</td></tr>
+<tr><td>Ο πρώτος λαχνός</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>119</td></tr>
+<tr><td>Τα χρήματα </td><td align='center'> »</td><td align='right'>148</td></tr>
+<tr><td>Υιός εκ πατρός </td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>171</td></tr>
+<tr><td>Το δώρον της θείας</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>188</td></tr>
+<tr><td>Η μπογάτσα </td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>198</td></tr>
+<tr><td>Ο επτάψυχος γάτος</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>203</td></tr>
+<tr><td>Πρώην και νυν Αθήναι</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>208</td></tr>
+<tr><td>Αθηναϊκαί επιστολαί (Α'.-Κ'.)</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>231</td></tr>
+<tr><td>Πτωχεία και πλούτος</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>333</td></tr>
+<tr><td>Ελληνική ανυπομονησία</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>344</td></tr>
+<tr><td>Άρτος πιτυρίτης</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>355</td></tr>
+<tr><td>Φιλέλληνες και μισέλληνες</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>368</td></tr>
+<tr><td>Συρμός ή πολιτισμός;</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>388</td></tr>
+<tr><td>Το συμπόσιον των σκύλων</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>396</td></tr>
+<tr><td>Τα εμπορικά και αι κυρίαι</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>400</td></tr>
+<tr><td>Ανά τας οδούς των Αθηνών</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>406</td></tr>
+<tr><td>Οι τραγουδισταί των οδών</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>413</td></tr>
+<tr><td>Η Κυρία δέχεται</td><td align='center'> »</td><td
+align='right'>419</td></tr>
+</table>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn1' id='ref1'>1</a></span>)<br /><br /></h3>
+
+<h4>(ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)<br /><br /></h4>
+
+
+<p style='text-align:right;'>«Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».<br />
+
+(ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;</p>
+
+<p>Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα ωραία
+και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν ότε ήρχισες να
+ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι; Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά
+σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας, τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα
+μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας,
+κυνηγών απανθρώπως τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον
+της θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους εκείνας
+εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου καθήμενος, ητένιζες
+τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη
+προσείχε μη περιπλέξη τον μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;</p>
+
+<p>Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν
+έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην
+της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συ — απέναντι των
+σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας
+της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την
+παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα
+μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας
+διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ' αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας
+προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο
+ικετευτικός κλαυθμηρισμός εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον
+τας λαγαράς της παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα
+της υποχωρήσεως.</p>
+
+<p>Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον ηδυνάμην τους
+οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί νυσταγμού συκοφαντίας της
+μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν,
+ανέμενον άπληστος να καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να
+ακουσθή τέλος το πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.</p>
+
+<p>Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και ζωηρά εις των
+αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των πρώτων εκείνων
+εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και συγκινήσεων, το σβεννύμενον
+βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς
+των· το κατ' εμέ, όσον και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του
+Δουμά, του Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας
+ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους, όσον σίκερα
+και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν περιπλάνησιν, δεν
+απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την γλυκύτητα της παιδικής μου
+μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της
+πρώτης εκείνης αφηγήσεως της μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου
+βαθύ και ανεξίτηλον το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα
+καιρόν».</p>
+
+<p>Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα παλαιόν,
+παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το ένδυμα της εποχής, να
+του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή κόρυμβον εντός δικτυωτού
+κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω
+αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού,
+καθ' έν και μόνον όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και
+αρχίζω ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.<br /></p>
+
+<h4>Α'.<br /></h4>
+
+<p>Μίαν φοράν — λοιπόν — και ένα καιρόν ήτο είς βασιλεύς και μία βασίλισσα
+εις μίαν πολιτείαν του παλαιού κόσμου, μικράν, εννοείται, αδιάφορον δε ποίαν,
+καθότι τότε εβασιλεύοντο πολύ πλείονες πόλεις ή σήμερον, και έκαστον σχεδόν
+πλέθρον γης είχε και ένα σκηπτούχον άρχοντα. Οι βασιλείς ούτοι είχον τρεις
+βασιλοπούλας χαριεστάτας και πολυφέρνους, ως ήθελε γράψει σήμερον αθηναϊκή
+τις εφημερίς, αναγγέλλουσα τους αρραβώνας ή τους γάμους των. Και αι μεν δύο εξ
+αυτών, αι πρεσβύτεραι, ωραίαι και πλούσιαι νύμφαι ως ήσαν, εζητήθησαν ταχέως
+εις γάμον, και ηυξήθησαν από βασιλοπαίδων βασίλισσαι. Της τρίτης όμως και
+νεωτάτης η καλλονή ήτο κάλλος υπέρ θνητήν· κάλλος εξ εκείνων, άτινα
+καταπλήττουσι το βλέμμα και αποθαρρύνουσι τον πόθον, αντί δε να εμπνεύσωσιν
+έρωτα επιβάλλουσι θαυμασμόν και υπαγορεύουσιν άφωνον λατρείαν. Όσοι την
+έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι μόνον να την
+αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον την γενναιότητα να
+ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να ανίδωσι προς το υπερήφανον
+αυτής μέτωπον. Την ελάτρευον λοιπόν, την εσέβοντο, την εφοβούντο σχεδόν, ως
+ελάτρευον και εφοβούντο την απειροπληθή χορείαν του Ολύμπου των, πολλοί δε
+μάλιστα, οι δεισιδαιμονέστεροι, και υπέθετον, ότι η ωραία Ψυχή — όπως
+εκαλείτο η ηρωίς μου — δεν ήτο θνητόν θνητής γέννημα, αλλά θείας υπάρξεως
+μεταμόρφωσις, έμψυχος ενσωμάτωσις της θεάς του κάλλους, γήινη ανάπλασις της
+ουρανίας Αφροδίτης. Επειδή δε οι άνθρωποι τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των
+σημερινών και επομένως λίαν δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια
+ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα
+περίχωρα, και εκ των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός
+της Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσαν — και δεν ήσαν πολύ μεγάλα, — δεν
+εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες αθρόοι
+προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους βωμούς της αοράτου
+θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου ενσαρκώσεώς της.</p>
+
+<p>Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη, δύο
+μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και την αληθή θεάν
+Αφροδίτην. Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει εννοήσει πας πατήρ, ούτινος
+η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως
+λέγομεν σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα· της
+θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή, ήτις, συνειθισμένη
+εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης το θυμιατήριον στρεφόμενον
+προς νέαν θεότητα. Εσκέφθησαν λοιπόν φυσικώς και οι δύο, χωρίς διόλου μεταξύ
+των να συνεννοηθώσι, πώς ήτο δυνατόν να απαλλαγώσι της οχληράς εκείνης
+υπάρξεως, η δε δυστυχής κόρη ευρέθη συγχρόνως, χωρίς καν να το υποπτεύη,
+αντικείμενον διπλής επιβουλής.</p>
+
+<p>Και η μεν θεά, άμα συλλογισθείσα, εύρεν αμέσως και το μέσον της
+εκδικήσεως. Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο ζιζάνιον της
+οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το καλούμενον Έρως, και αφού τον
+έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως
+τας ροδίνας του παρειάς, και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της
+υγείας του, των έργων του και των ασχολιών του — προς μεγίστην εκείνου
+έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή επιπλήξεις, και
+ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματα — τον εκάθισε πλησίον της, του
+ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν.
+Τον παρεκάλεσε να εμφυσήση εις την καρδίαν της τολμηράς θνητής, ήτις ετόλμα
+να σφετερίζεται την λατρείαν της, σφοδρόν και ακαταμάχητον πάθος προς τον
+έσχατον των θνητών, ούτως ώστε η ως θεά υπό πάντων λατρευομένη να
+προσφέρη της ιδίας της αγάπης την λατρείαν εις τον ελάχιστον υπαλληλίσκον του
+πατρικού της βασιλείου, και αντί πλουσίου μεγαλεμπόρου της Αλεξανδρείας, ή
+θυσανοφόρου αξιωματικού ή ισχυρού βουληφόρου ή σοφού επιστήμονος, να
+επιθυμήση ως σύζυγόν της γραμματέα τινα ειρηνοδικείου ή τελωνοσταθμάρχην,
+δημοδιδάσκαλόν τινα τρίτης τάξεως ή γυρολόγον ή και χειρώνακτα. Ο Έρως, μη
+δυνάμενος να αντιστή εις την γοητείαν των δακρυσμένων οφθαλμών της μητρός
+του, και πρόσφατον έτι έχων την γεύσιν των φιλημάτων της, υπεσχέθη πρόθυμος
+ό,τι του εζητήθη, και ανεχώρησε συλλογιζόμενος, ότι η άγνωστος εκείνη της
+μητρός του εχθρά θα ήτο βεβαίως πολύ, παραπολύ ωραία, ίνα κινήση τόσον την
+ζηλοτυπίαν της αγαθής του μητρός, και ότι αφεύκτως έπρεπε να την ίδη.</p>
+
+<p>Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον μυστικήν
+οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου του, μήτε γνωρίζων πού
+αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη τότε εις τους αμηχανούντας οδόν,
+επορεύθη τουτέστι προς τον Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς
+εξοικονόμησιν των επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και
+έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την τύχην των.
+Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως
+ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου
+θυρωρού, ότι ο Κύριος έλειπεν. Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός
+εξετέλει απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει
+την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων σπουδαίας άλλας
+ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά του και ο σκοπός της
+ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν. Ο θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται,
+εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος
+την αίτησίν του, και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την
+επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν εκείνην, διότι
+ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις δείπνον
+παρά του Διός.</p>
+
+<p>Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος την εσπέραν εκείνην εις
+συμπόσιον των θεών. Νέος Θεός, ο υιός της Αλκμήνης και ουχί του συζύγου της
+Αμφιτρύωνος, αλλά του Διός, ο Ηρακλής, έμελλε να εισαχθή εις την χορείαν των
+Ολυμπίων, νομιμοποιούμενος δι' αναγνωρίσεως υπό του πατρός αυτού.</p>
+
+<p>Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή εις τους θεούς του Ολύμπου. Ο
+Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος εις την γην, ίνα προμηθευθή κωπαίας
+εγχέλεις και κλαζομένειον οίνον — διότι η επιούσιος αμβροσία και το καθημερινόν
+νέκταρ δεν εκρίθησαν αρμόζοντα εις το έκτακτον της περιστάσεως, κομψά δε και
+καλλιγραφημένα υπό της Ήβης προσκλητήρια είχον διανεμηθή προ μιας ήδη
+εβδομάδος εις τους παλαιούς θεούς. Ο Απόλλων επομένως δεν ηδύνατο να λείψη,
+και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός
+την εκ της προσωρινής απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν. Φύσει δε
+γυναικάρεσκος ων και ερωτύλος, εκάθισε πλησίον της Αφροδίτης και ήρχισε να
+ερωτολογή μετ' αυτής, προς μέγαν σκανδαλισμόν του συζύγου της Ηφαίστου και
+του εραστού της Άρεως, και να την διασκεδάζη, αφηγούμενος παν από της γης
+σκανδαλώδες καινολόγημα και πάσαν κακόγλωσσον τερθρείαν των πελατών του
+μαντείου του. Ούτω δε μεταξύ άλλων κατεπρόδωκε και την πρόσφατον αίτησίν
+του πατρός της Ψυχής. Την αγανάκτησιν, ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς
+του κάλλους, ότε ήκουσεν αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου
+της, συνεκέρασεν η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία
+ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της περικαλλούς
+νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις ερωτολόγει μεν την
+στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα του, έμελλε δε να χρησμολογήση
+την επαύριον προς εύπιστον θνητόν. Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά
+του γλυκυτάτου μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε
+τον θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι απαισιώτερον
+περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του, και να είπη προς αυτόν, ότι
+δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν
+εις αυτόν η δυσοίωνος κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων. Ο δε
+χαρτόμαντις θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της
+συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς πολύ
+ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του πελάται, υπεσχέθη το
+ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί
+προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του.
+«Τέρας, είπεν εις αυτόν, αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου.
+Στόλισέ την ως νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την
+ζητήση ο νυμφίος της.»<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p>Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου, δεσπόζοντος πυκνοτάτου δάσους,
+κατάκειται την επομένην εσπέραν λιπόθυμος και λυσιπλόκαμος η Ψυχή,
+ενδεδυμένη την νυμφικήν της στολήν.</p>
+
+<p>Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης νυκτός
+περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά μικρόν υπό τας
+αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και βράχους και κοιλάδας. Η
+εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν της ημέρας, αι διψώσαι κάλυκες των
+μηκώνων εγείρουσι τας πορφυράς των κεφαλάς, τα δειλινά διαστέλλουσι τα
+κλεισμένα των χείλη προς το φίλημα της νυκτός, και η αναψύχουσα του δάσους
+πνοή φαιδρύνει την λάλον αηδόνα, προσαγορεύουσαν τους διά μέσου του
+φυλλώματος σπινθηρίζοντας αστέρας. Είνε μαγική αληθώς εσπέρα, εσπέρα
+ανταξία ζωής ολοκλήρου, εσπέρα εξ εκείνων, τας οποίας τοσάκις απολαμβάνομεν
+ημείς οι εν Αθήναις, χωρίς να τας εκτιμώμεν, και τοσάκις ποθούμεν επί ξένης,
+χωρίς να τας έχωμεν. Ομοιάζομεν κατά τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης
+μάτην εκένου την εσπέραν εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της,
+δι' ην μάτην εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην
+επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες. Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο η ατυχής
+κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις της, τι ηδύνατο να
+αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της; Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή
+ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν
+το πρίσμα ήνε αμαυρόν, άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή
+θάλπει. Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν, ότε εις νυκτερινόν ψύχος μεταβληθείσα
+η εσπερινή δρόσος αφύπνισε τας κοιμωμένας αισθήσεις της. Είδεν εαυτήν μόνην
+και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την
+καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της
+τύχην, ανέπλασεν εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω
+θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν μαγείαν της
+φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς. Έρριψε μακράν από της
+κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και τα άφωνα κατ' αρχάς
+δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις
+τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε
+τρύζων υπό τα χόρτα, και η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.</p>
+
+<p>Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος δεν επετρέπετο τότε, και
+ετιμωρείτο φρικτά υπ' αυτού και των άλλων συναδέλφων των θεών, αναλόγως της
+ειδικότητος εκάστου. Ο βασιλεύς εγνώριζε τούτο, αλλ' ήτο συνάμα και πατήρ, η δε
+πατρική του καρδία εδίσταζε να υποταχθή εις το απάνθρωπον εκείνο ει και θείον
+παράγγελμα. Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις τα ανάκτορά του· μη
+αισθανόμενος δε ικανήν ψυχικήν δύναμιν, όπως εκτελέση μόνος την παραγγελίαν
+του Απόλλωνος, υπέβαλε τον χρησμόν του Λοξίου εις την σύσκεψιν των
+μυστικοσυμβούλων του, ζητών ενίσχυσιν παρά της αποφάσεως αυτών. Ούτοι δε,
+αφού παρέτριψαν τας χείρας των, και έβηξαν ολίγον, και εκυττάχθησαν μεταξύ
+των, και ουδέν είπον, όπως πράττουσι συνήθως οι βασιλικοί σύμβουλοι, οσάκις
+δεν γνωρίζουσιν εκ των προτέρων τας διαθέσεις του υψηλού αυτών κυρίου,
+έκυψαν κύκλω τας κεφαλάς, ως ει εβάρυνεν επ' αυτών ο χρησμός τον θεού, και
+μόνον της πολυτίμου σιωπής των την βοήθειαν παρέσχον εις τον βασιλέα των. Την
+βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως έγκρισιν, και αφού τους
+ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν των φώτων και της πείρας των,
+απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος
+παραγγελθέντα.</p>
+
+<p>
+Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε κλαίουσα, τα
+βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και απεκοιμήθη. Ωραίον
+όνειρον ήλθε τότε να αναπτερώση την καταπεπονημένην αυτής φαντασίαν και να
+γλυκάνη την πικρίαν της καρδίας της. Είδε καθ' ύπνους, ότι ευώδης και δροσερά
+ζεφύρου πνοή ανύψωσεν αυτήν υπέρ την γην και την έφερεν εναέριον· ησθάνετο
+εαυτήν ελαφράν ως πτερόν και τα στήθη της τα βεβαρημένα διεστέλλοντο ως
+πέπλος κυματίζων. Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί των πτερύγων της αύρας,
+υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν της δρυμούς και βουνά, δεν
+ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν.
+Υψώθη ούτω υπέρ τα σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες
+έφευγον όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό του
+εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα. Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε, και η ταχεία της
+αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν, ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος
+εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ'
+όπως έχαιρε πρότερον, αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της
+εναερίου καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της. Ανεξήγητος τρόμος και
+αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα τάρταρα, ότι
+εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να φωνάξη, ίνα καλέση
+βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον λάρυγγά της, τα χείλη της
+εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η
+φοβερά εκείνη κατάβασις είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής
+πνοήν. Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα
+χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν.</p>
+
+<p>Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την περιεκύκλου·
+έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία ηπλούτο περί αυτήν. Θα
+υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν
+ησθάνετο τους οφθαλμούς της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν
+αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον εν υπαίθρω,
+ουδέ κατέκειτο επί βράχων. Δεν έβλεπε πλέον αστέρας άνωθέν της, δεν ήκουε της
+αηδόνος το κελάδημα, ούτε ησθάνετο πλέον την δρόσον του δάσους και την πνοήν
+του ζεφύρου επί των παρειών της. Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή
+χλιαρά και μυρίπνους ατμοσφαίρα δωματίου, την προ μικρού πετρώδη κοίτην της
+είχεν αντικαταστήσει μαλακή πτιλώδης κλίνη, το δε αστερόφωτον λυκόφως του
+ουρανού και αι μελαναί του δάσους σκιαί είχον μεταβληθη εις εντελή και
+μονότονον σκοτίαν, ήτις την ετρόμαζεν, ως μας τρομάζει το άγνωστον και
+ακατάληπτον. Πώς μετήλλαξεν αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε
+καθ' ύπνους; πώς αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν
+διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην κατεπόνει
+τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της ψυχής της η Ψυχή.
+Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ
+ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του
+μυστηριώδους εκείνου και ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των
+χειλέων της, ότε δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και
+πάλιν τα χείλη. Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση καν
+να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον φίλημα, και αμέσως άλλο,
+και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών εχύθη επί του προσώπου της, και
+ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως
+δε νέα και σφριγώσα αγκάλη περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι
+βόστρυχοι κόμης μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της. Έβαλε νέαν τρόμου
+κραυγήν, αλλά θερμά χείλη της έφραξαν και πάλιν το στόμα· επρότεινε τους
+ασθενείς της βραχίονας, ίν' αποδιώξη τον βαρύνοντα επ' αυτής εφιάλτην, αλλ' αι
+χείρες της απήντησαν νέον και θερμόν σώμα κατακείμενον παρά το πλευρόν της·
+ηγωνίσθη να αποσπασθή της φλογεράς εκείνης αγκάλης, αλλ' η αγκάλη εσφίγχθη
+στενότερον περί τα στήθη της.</p>
+
+<p>Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά των ηλιακών ακτίνων; πότε αντέστη ο
+πάγος κατά του πυρός ; πότε αντηγωνίσθησαν αι νιφάδες της νυκτερινής πάχνης
+κατά του θάλπους ημέρας θερινής; Η αθώα μου ηρωίς ταχέως εννόησεν, ότι μάτην
+ανθίστατο. Αι δυνάμεις της ελύθησαν υπό άρρητον αίσθημα μακαριότητος, και της
+εφάνη ότι απέθνησκε θάνατον γλυκύν, γλυκύτερον πάσης ζωής.<br /></p>
+
+<h4>Γ'.<br /></h4>
+
+<p>Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον.</p>
+
+<p>Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας; ουδ' αυτή το
+ήξευρεν, ότε εξύπνησε.</p>
+
+<p>Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα της, και
+ότι ήτο μόνη.</p>
+
+<p>Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα,
+απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου. Βαρέα
+φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν τους καταγράφους και επιχρύσους τοίχους· η
+οροφή, τετεχνημένη φιλοκάλως εξ ορυκτής υέλου, εμάρμαιρε πυρουμένη υπό των
+πρωινών ακτίνων, το δε εκ ποικίλου ψηφιδωτού δάπεδον έστιλβεν ως κάτοπτρον.
+Αυλαίαι βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες σαρδικοί
+εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και τρίποδες εκ πορφυρίτου
+ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με
+περσικάς υποστρώσεις και ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα
+πολυτελείας και φιλοκαλίας. Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της
+κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς εκ του
+ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως οφθαλμούς, κάμπτουσαν
+επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν
+την ροδόχρουν αυτής πτέρναν υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση
+βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής
+εικόνος, αφού δεν έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.</p>
+
+<p>Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί αυτήν, έμεινε
+χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως προς όσα εκύκλουν αυτήν
+θαύματα τέχνης και πλούτου.</p>
+
+<p>Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως παιδίον.
+Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να περιτρέχη τον περίκοσμον
+αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων
+τας γραφάς, οτέ δε θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και
+πού μεν κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά
+κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ πτερών ταώ
+ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.</p>
+
+<p>Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ
+ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει αυτήν τα
+κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου. Ήτο αληθώς τόσον ωραία; είπε καθ' εαυτήν· ήτο
+άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό του κατόπτρου αντανακλωμένη
+μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη
+ότι ήσαν πάντα τα από της χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η
+περικαλλής εκείνη του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον,
+είδωλον άρα φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; —
+Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από της
+θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της ξένον, θα εννοήση
+ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως όμως πάσα μου αναγνώστρια·
+και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια
+της Ψυχής, από απορίας εις απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν
+έπρεπεν ίσως ν' αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον
+παράδοξον σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.</p>
+
+<p>Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την αγκάλην,
+τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα; πώς ανελήφθη εγγύθεν
+της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας;
+Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν,
+αλλ' ουχί και αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος. Μη δυνηθείσα όμως, όσον
+και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις τα ίδια αυτής
+ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον, ούτινος μικρόν βεβαίως
+μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που
+κρυπτόμενον τον δραπέτην. Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν
+μετά το άλλο τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα.
+Λαμπρότης και πολυτέλεια πανταχού, γραφαί και αγάλματα, τάπητες και αυλαίαι,
+τράπεζαι και κλιντήρες εις όλους τους θαλάμους και τας αιθούσας, αλλ' ουδαμού
+ψυχή γεννητής το παραδοξότερον δε πάντων ήτο, ότι όπου και αν διευθύνετο,
+ουδεμίαν εύρισκεν έξοδον, το δε πλανώμενον βήμα της επανέφερεν αυτήν
+πάντοτε εις τον αρχικόν της κοιτώνα, και τρεπόμενον εκείθεν εις άλλην
+διεύθυνσιν, εκεί πάλιν μετ' ολίγον επανήρχετο. Περιήλθεν ούτω πολλάκις το
+μεγαλοπρεπές μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου
+εκείνου ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της, και
+κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον. Ίσως όμως και πεζότερόν τι αίσθημα
+ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου,
+σημαίνοντες την κοινοτάτην των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην
+επί τους οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε πιθανώτερον,
+όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του παρακειμένου δωματίου,
+εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου.
+Έδραμεν η Ψυχή εκεί, και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν
+εστρωμένην και όψα επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα
+πολύ.</p>
+
+<p>Μετά τούτο . . . — πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον αναγνώστην, να μάθη
+πώς διήγαγε την επίλοιπον ημέραν η νεάνις, ποσάκις περιήλθε και πάλιν την
+μαγικήν αυτής κατοικίαν, ποσάκις εσταμάτησε προ του κατόπτρου διευθετούσα
+την κόμην της, και ποσάκις ήλλαξε στολήν, αντλούσα από των αφθόνων
+ιματιοθηκών του μεγάρου, τας οποίας ανεκάλυψε κατά τας επανειλημμένας αυτής
+εκδρομάς;</p>
+
+<p>Ότε η εσπερινή αμφιλύκη ήρχισε να περιλούη διά των ελαφρών και αβεβαίων
+της ατμών τας κορυφάς των ορέων και τα υψίκομα δένδρα του δρυμού, οι δε
+αστέρες να σπινθηρίζωσι μεμονωμένοι και αραιοί εις τον αμαυρούμενον ουρανόν,
+ο κοιτών της Ψυχής ήρχισε πληρούμενος σκότους, η δε καρδία αυτής αορίστου
+τινός συναισθήματος, μετέχοντος τρόμου συνάμα και προσδοκίας. Το στήθος της
+συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η καρδία της οτέ μεν
+εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα
+θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ'
+ολίγον δε πάλιν φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και
+εψύχραινε τους κροτάφους της. Καθημένη παρά την θυρίδα του θαλάμου της, και
+πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί τον κυκλούντα το μέγαρον
+χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να
+ομολογήσει ενδομύχως, ότι το κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός. Προσήλου
+το βλέμμα της εις πάσαν ατραπόν, έτεινε τω ους αυτής προς τον αμυδρότατον
+ήχον, και πας κρότος τη εφαίνετο κρότος βημάτων, πάσα σκιά υπεδύετο το σχήμα
+ανθρωπίνου αναστήματος. Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο μυστηριώδης εκείνος
+ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε
+ικανώς διδάξει τούτο· αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος
+αυτός ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε
+εξόδους.</p>
+
+<p>Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων συνεχύθησαν
+εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής ουδέν κατώρθονε πλέον
+να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν
+της πέπλον της νυκτός. Έν μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας
+κορυφάς των υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός
+και την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος φυλλώματος.
+Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν και είδε τον κοιτώνα της
+κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί
+μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και
+απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της,
+ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ
+των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση
+προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και ακατάληπτα, εδέχθη
+απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ'
+ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την κλίνην της.</p>
+
+<p>Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη πνοήν,
+θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν της νυκτός, σκιά τις
+εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να
+βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της έκλεισε το στόμα.<br /></p>
+
+<h4>Δ'.<br /></h4>
+
+<p>Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων άλλων;
+Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι προς την πρώτην, και
+πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει
+πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις
+και ποίος ήτο ο νυκτερινός της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι·
+μόνη δε καθ' εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα
+καν να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.</p>
+
+<p>Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο το
+έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής όχι μόνον δεν
+εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά και αυστηρώς της
+απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού· προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος
+δυσαναλόγου προς την παιδικήν κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως
+ιστός αράχνης η ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως
+πνοή, διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το σκότος
+και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και μάτην ικέτευσε και
+εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι. Έσο
+ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου, και μη θέλης άλλο
+περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν μας να μάθης το όνομά μου; Κατ'
+ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον
+έρωτά μου. Θα την καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το
+πρόσωπόν μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης πλέον.
+Θα θρηνήσης τότε τον χωρισμόν μας, θα χύσης πικρά μετανοίας δάκρυα, αλλά η
+όψιμός σου μετάνοια δεν θα σε ωφελήση· το γνωστόν δεν γίνεται πλέον
+άγνωστον. Αγάπα με λοιπόν, Ψυχή μου, ως σε αγαπώ, αλλ' αγνόει ποίον αγαπάς.
+Δεν θα γείνη θερμοτέρα η αγκάλη μας, αν με γνωρίσης, ούτε τα φιλήματά μας θα
+γείνουν γλυκύτερα. Μη ζητής να ανακαλύψης ό,τι και συ πρέπει να αγνοής και οι
+εχθροί μας να μη γνωρίζωσιν. Άφησε, αγάπη μου, να διαρρέη τοιουτοτρόπως
+άγνωστος και μυστική η αγάπη μας, ως δροσερόν μικρόν ρυάκιον, ψιθυρίζον
+μυστικά υπό τα πράσινα χόρτα· μη επιθυμής να αποκαλύψης το μυστικόν του
+ρείθρου εις τας καυστικάς ακτίνας του ηλίου, αι οποία θα το απορροφήσωσι και
+θα το ξηράνωσι. Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις είμαι, μήτε
+να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν
+της αγάπης μας, χάριν σου της ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας.</p>
+
+<p>Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις διέκοψαν
+γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η νεαρά νύμφη. Έδωκε
+την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι
+διολισθήση εις τον κοιτώνα των διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη
+πρωινή ακτίς. Αλλ' η υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών
+της και ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή η
+ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα θελγόμενα ώτα της αι
+εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους ξένου. Ανελογίσθη ψυχρότερον τους
+λόγους του, και προσεπάθησε να δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως
+εγκρίνη απαθώς και την ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.</p>
+
+<p>Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις εμέ; αν με
+αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και αν το μυστικόν είνε
+απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία, διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την
+ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι
+άγνωστοι, εις τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην
+κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω τουλάχιστον
+ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του οποίου να επέσυρα την
+έχθραν. Και διατί άραγε θα καταστρέψουν οι άγνωστοι αυτοί εχθροί μου την
+ευτυχίαν μου, αν μάθω εγώ εις τίνα την χρεωστώ, αν γνωρίσω ποίον είνε το
+μυστηριώδες αυτό ον, του οποίου με θερμαίνουσι πάσαν νύκτα αι αγκάλαι ; Διατί
+δεν μου λύει το αίνιγμα, αφού θέλει να το σεβασθώ ; . . Όχι· δεν είν' αλήθεια όσα
+μ' έλεγε, αλλά μόνον προφάσεις· ηθέλησε να με φοβήση, διά να μη ζητήσω να
+μάθω τις είνε. Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . . αλλά ποίον συμφέρον ; .
+.</p>
+
+<p>Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος αυτών
+ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής περιέργειαν να
+θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της φίλου να μη φωραθή
+παραβάτις.</p>
+
+<p>Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η γυναικεία
+εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το
+μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του σκανδάλου τον πήχυν.<br /></p>
+
+<h4>Ε'.<br /></h4>
+
+<p>Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του εραστού της,
+απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την αυτήν εκείνην νύκτα. Επειδή
+δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και
+απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει, διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος
+της από της μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ
+της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε να
+μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής αυλαίας· τούτο
+έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον μοιραίον του θάνατον και
+επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του
+Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας
+αγκάλας, κατεκλίθη παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.</p>
+
+<p>Είπον Έρωτος προ μικρού, ωνόμασα δηλαδή τον μέχρι τούδε και εις τον
+αναγνώστην μου άγνωστον εραστήν της ηρωίδος μου, διότι καιρός είνε πλέον να
+γνωσθή ό,τι και εκείνη μετ' ολίγον θα μάθη. Ο υιός της Αφροδίτης, αποφάσισας να
+γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον
+κάλλος είχεν ανάψει τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη
+μόνος εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και εγκαταλελειμμένην
+νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά
+μιας υπό πόθου. Ανήρπασεν αυτήν επί των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή
+μήτε της μητρός του την ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του
+επακόλουθα, και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον,
+όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης, κρύπτων
+τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον της νυκτός.</p>
+
+<p>Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης ολέθριον
+παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά μικρόν δε ύπνος
+γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα
+επί του λευκού τραχήλου της φίλης του. Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς
+την κοιμωμένην, και η αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν
+του Έρωτος· αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την
+κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ' άκρων
+δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του· τρέμουσα δε όλη
+και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην προσπαθούσα να κρατήση και της
+καρδίας της τους παλμούς, επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν
+εκοιμάτο ύπνον ο νεαρός θεός.</p>
+
+<p>Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς της νέας γυναικός ευκόλως
+φαντάζεται ο αναγνώστης, αν έτυχε ποτέ να αναγνώση μυθολογικάς περιγραφάς
+του πτερωτού θεόπαιδος. Το θείον του κάλλους πρότυπον, ενσαρκωμένον εις
+σώμα λευκόν ως αλάβαστρος και απαλόν ως ρόδου πέταλον, ανέπνεε σιγά με
+διεσταλμένα και μειδιώντα χείλη υπό τα έκθαμβα όμματα της Ψυχής. Ο ύπνος
+είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει τας ροδίνας αυτού παρειάς, εφ' ων επήνθει ο χνους
+της παιδικής ηλικίας, η δε ουλόθριξ και ξανθή αυτού κόμη, ηπλωμένη ατάκτως
+περί τον τρυφερόν αυτού τράχηλον, έστιλβε χρυσίζουσα υπό το τρέμον φως του
+προδότου λύχνου· τα πορφυρά του χείλη έφερον έτι τον υγρόν τύπον των
+φιλημάτων της Ψυχής, και προετείνοντο άπληστα, ωσεί νέον ποθούντα ασπασμόν.
+Αι ελαφραί του πτέρυγες, συνεσταλμέναι περί τους τορευτούς αυτού ώμους,
+έτρεμον παλλόμεναι υπό της ομαλής του αναπνοής, τα δε τα στήθη του,
+ροδόλευκα ως προφαίνουσα ηώς και μαλακά ως ζύμη νεαρά, εστίζοντο υπό των
+διαφανών μαργαριτών του θείου του ιδρώτος.</p>
+
+<p>Η Ψυχή όμως, — η απερίσκεπτος και περίεργος Ψυχή δεν επρόφθασε να
+παρατηρήση μήτε να θαυμάση καθ' έν τα κάλλη του εραστού της. Μόλις τον είδε
+φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως διέρρηξε τα χείλη της· ο
+θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη,
+σταγών διακαούς ελαίου εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η
+Ψυχή ουδέν πλέον άλλο είδεν. Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά
+πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της, σκότος
+βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι κατεκυλίετο από ύψους εις
+βάθος . . . . . .</p>
+
+<p>Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της, φως ηλίου άπλετον κατηύγαζεν, όχι πλέον
+τους καταγράφους τοίχους του μυροβόλου κοιτώνος της, αλλά βράχους κύκλω
+ξηρούς και δάση άγρια, τους αυτούς εκείνους βράχους και δρυμούς, ους είχεν
+εμπρός της καθ' ην ημέραν αι άστοργοι του πατρός της χείρες είχον εκθέσει αυτήν
+εις βοράν των θηρίων.</p>
+
+<p>Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και μαγικού αυτής παρελθόντος διέδραμεν
+ως αστραπή την φαντασίαν της, και υπέθεσε προς στιγμήν, ότι από γοητευτικού
+ονείρου αφύπνωσεν αποτόμως εις την φοβεράν πραγματικότητα. Αλλ' η μνήμη
+αυτής έγεινε κατ' ολίγον ηρεμωτέρα, αι λεπτομέρειαι της αποπτάσης ευτυχίας
+επανήλθον όλαι εις την διάνοιάν της, και το μέγεθος της αμαρτίας αυτής
+περιέσφιγξεν ως διά σιδηρού κλοιού την καρδίαν της. Τα ενθυμήθη όλα, και
+ανελύθη εις δάκρυα πικρά. Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε και
+πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους, όπου την είχεν
+εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη·
+μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς αυτής οι μυχοί του δάσους. Τώρα τα δάκρυά
+της έρρευσαν χωρίς κανείς να τα σπογγίση, και οι στεναγμοί της εξήχησαν χωρίς να
+ακουσθώσι, μόνη δε η απελπισία ήλθε και εκάθισε σύντροφος αυτής παρά το
+πλευρόν της. Αλλ' όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει την ψυχήν και παραλύει την
+δράσιν ημών επί τη κενή προσδοκία της ευτυχίας, η απόγνωσις δε τουναντίον
+κεντρίζει και ζωογονεί εις έσχατον αγώνα πάσας ημών τας δυνάμεις, όπως ο
+ναυαγός αισθάνεται πολλαπλάσιον το ψυχικόν αυτού σθένος και τα νεύρα του
+εντεινόμενα ως χαλύβδινα, και κολυμβά εν τη απελπισία του όσον διάστημα ουδέ
+να φαντασθή ήθελεν άλλως τολμήσει, ούτω και τώρα η παντελής απόγνωσις
+ανεπτέρωσε τας δυνάμεις της Ψυχής και εξήγειρε την κατάκοπον διάνοιάν της, η
+δε αναζήτησις του απολεσθέντος εραστού υπήρξε το μόνον φωτεινόν σημείον, εις
+ο ητένισαν μετά πόθου τα αναλάμψαντα ψυχικά της όμματα.</p>
+
+<p>Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να καταφύγη εις
+των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον,
+ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την
+στέρησιν. Ήθελε τον απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον
+ξένον, τον γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ'
+αυτού.</p>
+
+<p>Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και ακάματον διέβη το βήμα της βουνούς
+και κοιλάδας.</p>
+
+<p>Ας την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν πλανωμένην εική δι' αγνώστων οδών,
+ερωτώσαν ανά πάσαν τρίοδον περί του δραπέτου, και εκπλήττουσαν τους
+διαβάτας διά της αλλοκότου περιγραφής του, την οποίαν ήντλει από των
+προσφάτων αυτής αναμνήσεων, και ας παρακολουθήσωμεν τον Έρωτα.<br /></p>
+
+<h4>ΣΤ'.<br /></h4>
+
+<p>Νωπόν έτι και δριμύ φέρων εις τον ώμον του το άλγος του καύματος, επέταξεν
+ούτος εις το ενδιαίτημα της μητρός του, και κατεκλίθη εις έν ανάκλιντρον του
+θαλάμου της, αφού παρεκάλεσε πρότερον τον γέροντα Ασκληπιόν, εις ον
+εξεμυστηρεύθη τα πράγματα επί υποσχέσει εχεμυθίας, να του δώση πρόσφορον
+αλοιφήν διά την πληγήν του. Αλλ' ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους
+σημερινούς απογόνους του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά
+νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την Αφροδίτην. Η δε
+φιλόστοργος αυτή μήτηρ, αφού πρώτον ηγανάκτησε και εφώναξε και
+επλατάγησεν, αφού προσεποιήθη τα νεύρα της και επετίμησε διά πολλών
+ακόσμων προσφωνήσεων τον παράλυτον — ως τον απεκάλεσεν — υιόν της,
+εκάθισεν όμως έπειτα, ωριμώτερον και απαθέστερον σκεφθείσα, παρά το
+προσκεφάλαιον του νοσούντος τέκνου της, φιλόστοργον μεν έχουσα πρόφασιν την
+μητρικήν αυτής περί της θεραπείας του μέριμναν, λόγον δε αληθή της νοσοκομίας
+της την άγρυπνον φρούρησιν του ατιθάσσου μείρακος. Παρέμενε δ' εκεί ημέρας
+πολλάς, ουδέ βήμα αυτού μακρυνομένη, και αφού έτι επουλώθη η πληγή του.</p>
+
+<p>Τις οίδε δε πόσον θα παρετείνετο η επίμονος αύτη μητρική φιλοστοργία και ο
+παντελής αποκλεισμός του ασώτου υιού από του έξω κόσμου, αν έκτακτόν τι
+γεγονός δεν ενέβαλλεν εις πειρασμόν την φιλαρέσκειαν της θεάς.</p>
+
+<p>Ο Ζευς έδιδε την επαύριον μεγάλην χορευτικήν εσπερίδα επί του Ολύμπου, το
+δε μητρικόν φίλτρον της Αφροδίτης, όσον βαθέως και αν συνησθάνετο αύτη την
+ανάγκην της κοσμικής του επιδείξεως, δεν κατώρθωσε να νικήση τας ορχηστικάς
+των ποδών της διαθέσεις, τόσον μάλλον, όσον η των χαρίτων βασιλίς είχεν ήδη
+υποσχεθή τον πρώτον αντίχορον εις τον νέον εραστήν της Απόλλωνα, και κατ' ουδέ
+να λόγον εννόει να λείψη. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Ερμήν να την αναπληρώση δι
+ολίγας ώρας παρά την κλίνην του εν αναρρώσει διατελούντος υιού της, και μετέβη
+εις τον χορόν.</p>
+
+<p>Ο Ερμής, όστις έτρεφε τότε και αυτός εις τα βάθη του θείου του στήθους
+μυστικόν τι και ουχί εντελώς πλατωνικόν αίσθημα προς την θεάν του κάλλους, και
+προσεπάθει παντί τρόπω να υποσκελίση τον συνάδελφον θεόν της μαντικής, δεν
+ηθέλησεν, εννοείται, να δυσαρεστήση την Αφροδίτην, έδραξε δε μάλιστα
+προθύμως την ευκαιρίαν να της παράσχη εκδούλευσιν, της οποίας γλυκυτάτην
+ανέπλαττε την αμοιβήν η λογιστική του φαντασία. Μετέβη λοιπόν προς τον Έρωτα,
+ον εύρε καταγινόμενον εις καθαρισμόν και ταξινόμησιν των βελών της φαρέτρας
+του. Μη έχων τι άλλο να κάμη ο υγιέστατος εκείνος ασθενής, χασμώμενος εκ
+πλήξεως, αδημονών διά τον αδικαιολόγητον περιορισμόν του, και
+στενοχωρούμενος υπό της αγωνίας αυτού περί της τύχης της ερωμένης του,
+προσεπάθει να απατήση τον καιρόν, και να διασκεδάση την πλήξιν του
+αναθεωρών και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.</p>
+
+<p>Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ'
+εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του διηγηθή τα μυστικά
+του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη της ελευθερίας. Ο δε πονηρός υιός
+της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ
+φήμης την δύναμιν αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού
+του συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο να
+ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή εγκαίρως κατά
+της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του. Και όχι μόνον συνήνεσε, λαβών
+αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα
+εις αυτόν και να τον συνδράμη εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του. Ήτο
+δε πολύτιμος αληθώς η συνδρομή του επί γης ως επί το πολύ διατρίβοντος και
+περί τα γήινα τυρβάζοντος αλήτου θεού, του επισήμου προστάτου πάσης κλοπής
+και οιασδήποτε λαθρεμπορίας, του ανεγνωρισμένου ερωτικού ταχυδρόμου του
+θείου αυτού πατρός.</p>
+
+<p>Ούτω δε φαιδροί αμφότεροι και κατευχαριστημένοι εγκατέλειψαν μετά μικρόν
+της Αφροδίτης τα δώματα και κατέβησαν εναέριοι εις την γην.<br /></p>
+
+<h4>Ζ'.<br /></h4>
+
+<p>Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν,
+περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω, πώς εις την
+τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το θρασύ σχέδιον, όπερ και
+αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην
+αίθουσαν του Διός εχόρευον οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός
+βεβήλου όμματος θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως,
+κρατών εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους υπό
+την νυμφικήν της στολήν.</p>
+
+<p>Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος όστις
+διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς και έσεισε την
+κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα επί της Ψυχής και έδραξε
+μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης
+έστρηψε τον μύστακά του, ο Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την
+κρεμαμένην διόπτραν του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως,
+ελιποθύμησεν, αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του
+όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.</p>
+
+<p>Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του
+παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως
+θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και γονυπετήσας προ
+αυτού μετά της Ψυχής, — ως γονυπετούσι σήμερον επί θεάτρου προ των
+ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν αυτούς ερασταί, — ελάλησε τα
+εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν προετοιμάσει.</p>
+
+<p>Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω την εορτήν
+σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την ολύμπιον εθιμοτυπίαν,
+εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά καταδιωκόμενος και
+ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και
+προστασίαν, ή εις τους υψηλούς πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα
+ευκαιρίαν να επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος
+και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και μόλις προ
+ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του καλού μου φίλου Ερμού,
+κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην
+φυλακισμένος, και φυλακισμένος υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην
+θνητής αξίας θεών κατά το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η
+μήτηρ μου αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν αιδώ
+η πράξις μου, θεόν άρα μόνον — διά να μη είπω θεούς — ως τώρα ηγάπησε ; Θεός
+ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων; Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του
+οποίου το ύψος δεν δύναται όχι να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά,
+δεν ετίμησες διά του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . .
+.</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο
+Ζευς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού
+έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ μου, ήτις τόσον
+πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν
+αυτή πρώτη να δίδη το καλόν παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των
+επί γης γυναικών διά των σκανδάλων . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ; λέγε
+σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την
+Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή και να με
+καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε αυτή κυρία της καρδίας
+της, και . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς
+λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν την αγαπώ! . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Την νυμφεύεσαι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους
+οφθαλμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και τους
+ηυλόγησε.</p>
+
+<p>Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η Ψυχή
+αθάνατος.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn2' id='ref2'>2</a></span>)<br
+/><br /></h3>
+
+<h4>
+Ι.<br /></h4>
+
+<p>Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν εσπέρας επί
+των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την
+ευάρεστον εκείνην οσμήν της τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με
+διεσταλμένους τους ρώθωνας αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά
+των αδελφών μου εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν
+όλαι επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της
+ημέρας.<br /></p>
+
+<h4>ΙΙ.<br /></h4>
+
+<p>Την επομένην πρωίαν θόρυβος ηκούσθη μέγας και ταραχή έξωθεν του
+δωματίου.</p>
+
+<p>Πάταγος ανθρώπων συνωθουμένων, βήματα βαρέα, υφ' ων την ορμητικήν
+πίεσιν έτριζε το γηραιόν πάτωμα της αιθούσης, φωναί ανάμικτοι και εξηγριωμέναι,
+γογγυσμοί και παράπονα των πσραγκωνιζομένων, κραυγαί θυμώδεις, μεμφόμεναι,
+ως ηκούομεν, το διοικητικόν συμβούλιον επί αδίκω διανομή, συναπετέλουν
+παταγώδη και καταχθόνιον αρμονίαν, ήτις ηδύνατο ίσως να τρομάξη όντα
+τρυφερά και αρτιγενή, οποία ήμεθα ημείς αι ταλαίπωροι μετοχαί, αν τουναντίον
+δεν εκολάκευε την φιλοτιμίαν ημών. Μή τοι δεν εγίνετο χάριν ημών ο πάταγος
+όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως επορφύρωσε τας παρειάς μου,
+όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής
+κορασίδος, ήτις βλέπει συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και
+αγνοεί έτι τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του
+χορού.</p>
+
+<p>Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι στιβάδες ημών
+ήρχισαν ελαττούμεναι.</p>
+
+<p>Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι μόλις
+διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και φρίκης ενθυμούμαι
+ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε πολλάκις, εν μέσω των
+πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών, αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν
+εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ, ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το
+ευτύχημα να εγχειρισθώ μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου
+εις σοβαρόν τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά
+μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν και τω είπεν
+ολίγας λέξεις εις το ους.</p>
+
+<p>Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου, αφήκα
+την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους κόλπους του κυρίου
+εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν εις την οδόν. Εννοείται ότι
+ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην
+διετέλεσα ολόκληρον νύκτα. Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του
+θυλακίου του νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα
+των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με ετάραττον οι
+βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν ασθμαίνων
+επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση: «Πεντακοσίας!» εις την
+ερώτησιν της συζύγου του: </p>
+
+<p>&nbsp;— «Πόσας;»</p>
+
+<p>&nbsp;— Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους φωνής
+η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην
+εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται! μόνον πώς δεν
+δέρνονται οι άνθρωποι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη, μόλις
+εβγήκα από την Τράπεζαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός
+μου, ακόμη καλλίτερα.</p>
+
+<p>Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις τα ώτα μου,
+διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον ενώπιόν μου την θύραν νέας
+φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν
+ήδη τα χάρτινα μέλη μου, ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου
+θωπεύουσαν την αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της
+γλυκεράς εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως
+ήθελεν είπει η Κυρία Jacob: </p>
+
+<p>&nbsp;— Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας
+μετοχάς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον
+αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Περίεργος όρεξις! </p>
+
+<p>&nbsp;— Σε παρακαλώ . .. .</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δος μου πενήντα . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού.</p>
+
+<p>Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας τρυφεράς και
+ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.</p>
+
+<p>Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού κιβωτίου, και
+ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν εις το στάδιον του
+πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν, ίσως παρήλθομεν εγγύς
+αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν.<br /></p>
+
+<h4>ΙΙΙ.<br /></h4>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης, θωπευομένη
+υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.</p>
+
+<p>Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του τυπογραφικού
+πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των κονιοσκεπών τραπεζών
+εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ κομψότερος και φωτεινότερος του
+σκοτεινού άντρου του σιδηρού κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν
+μου ηλικίαν. Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά
+αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον φως, όπερ
+επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία διαμονή είνε
+κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας, γυναικός! Αι παιδικαί μου
+αισθήσεις, ει και ατελώς έτι ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην,
+και δεν ήξευρα — μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του
+μετώπου μου — πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα
+αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ καθαριότητος κύκλω
+μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον
+αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες δε πολύσχημοι και παντοδαπαί
+περιείχον κόνεις και φυράματα ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να
+εννοήσω τον σκοπόν. Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες
+παρετάσσοντο ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής
+χιών καλύπτρας του τραπεζίου.</p>
+
+<p>Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε ανοιγείσης δειλώς
+της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα
+μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν
+αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα επί των μελανών αυτής βοστρύχων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ
+εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου
+κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την κοσμητικήν
+τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις κατορθούσα να αποσπάση το
+βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη
+εκείνων, εφείλκυον ιδίως τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.</p>
+
+<p>Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις τας δεξιάς
+χείρας της κομμωτρίας αυτού.</p>
+
+<p>Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα
+απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.</p>
+
+<p>Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο επροξένησεν εις
+την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και των αναγνωστών μου η
+ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα
+απαρατήρητος και κλόπιος ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος
+μάρτυς της περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν
+περιοχής περί τα χείλη μου.</p>
+
+<p>Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους περιεργοτέρους, ότι
+παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης μεταμορφουμένην την μεν
+θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν μου εις εικόνα.</p>
+
+<p>Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.</p>
+
+<p>Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου, ότε
+περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα, ακτινοβολούν και
+περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της υπηρετρίας.</p>
+
+<p>Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της κυρίας.
+Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι αναγνώσται μου, και
+ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις εις τας οδούς, παρακολουθούσι,
+χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν τινα θεραπαινίδα ;</p>
+
+<p>Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και πονηρόν βλέμμα
+έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά την γέννησίν μου και τον
+παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε
+θεωρούσα με εφ' ικανά δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον
+ελαφρόν και υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η κυρία
+της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η
+θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς
+ανθρώπους.</p>
+
+<p>Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου. </p>
+
+<p>Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί, — Ιδού,
+λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.</p>
+
+<p>Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και ηδονής
+η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος της αιθούσης.<br /></p>
+
+<h4>IV.<br /></h4>
+
+<p>Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.</p>
+
+<p>Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του περικαλλούς
+κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα
+φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η
+χαρίεσσα κορασίς.</p>
+
+<p>Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις το υπό
+την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί πολλήν ώραν με
+εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία περί του μέλλοντος αυτής
+αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη, ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον
+και ητοιμάσθη να με κλείση εντός αυτού.</p>
+
+<p>Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής επιφανείας του
+καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή
+φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ
+περιοδικών συγγραμμάτων, τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και
+χρησιμεύοντα αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε
+ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος δεκανεύς
+εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο
+περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον επίσκεψιν, όσον
+διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του πολυτίμου ατόμου μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής το
+κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί, παρακαλώ,
+ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;</p>
+
+<p>Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την αλήθειαν του
+τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν των παρειών της να
+μετριάση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις εκείνην
+λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα; </p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η
+Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες ψεύδος, δι'
+ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν αλήθειαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ! </p>
+
+<p>Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον, έθηκε την
+χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε ευκίνητος και ταχεία η κομψή
+θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ'
+αυτού. </p>
+
+<p>&nbsp;— Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και αναστάς
+μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και ητοιμάσθη να εξέλθη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα
+εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την πορφύραν των
+παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.</p>
+
+<p>Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην εκλιπαρούμενον υπό
+του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και
+ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.</p>
+
+<p>Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του ανοιγομένου
+κιβωτίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν εις
+τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω, Μαριγάκι;
+και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και μειδίαμα γόητος
+διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη. </p>
+
+<p>Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου. </p>
+
+<p>Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της εκείνο,
+όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν μια στιγμή όλην την
+κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου, και
+όσα έχεις είνε δικά μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αλλά . . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να
+κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;</p>
+
+<p>Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς τέλος
+διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις χείρας του δεκανέως
+Δημήτρη μεταβίβασίν μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο
+μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!<br /></p>
+
+<h4>V.<br /></h4>
+
+<p>Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη της νεαράς
+μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά
+της κεφαλής μου φοβεραί και αλλεπάλληλοι.</p>
+
+<p>Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου μέλη διά
+της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ' εβύθισε, συντετριμμένην ούτω
+και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον
+συντρόφους δύο δεκάρας, μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν
+πίπαν καί τινα φύλλα σιγαροχάρτου.</p>
+
+<p>Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου κατόχου, πού
+η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου κυρίας, πού τα φλογερά
+φιλήματα της θαλαμηπόλου!</p>
+
+<p>Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε βαρείαν
+απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς τας αισθήσεις μου
+και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του σκοτεινού εκείνου βαράθρου.</p>
+
+<p>Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν αγνοία
+μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.</p>
+
+<p>Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις εαυτήν,
+ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών, πάταγον
+ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων ασμάτων, οσμή δε
+οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε την ασυνήθη εις τοιούτου
+είδους αρώματα όσφρησίν μου.</p>
+
+<p>Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το καταγώγιον,
+όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος από μελανής δοκού της
+οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν
+τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου
+ανεμιγνύοντο η αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.</p>
+
+<p>Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως, διότι ο
+δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα του εις το θυλάκιόν
+του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και
+με απέθηκε βιαίως επί του τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς
+φωνής:</p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε! </p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ στάσου! </p>
+
+<p>&nbsp;— Πούνε την! </p>
+
+<p>&nbsp;— Για να ιδώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών,
+και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν
+επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν'
+αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός τις
+και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού ιματισμού πίλον,
+αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο δεκανεύς.
+Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να θέλης.</p>
+
+<p>Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η καταιγίς
+παρετράπη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός συμπότης,
+ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του Δημήτρη που έγεινε
+κεφαλαιούχος!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού
+πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι και
+καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον, ούτινος η
+μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως πεσόν από του δένδρου
+ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα·
+να ιδούμε πότε θα φαγγρίση και η λίρα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος
+σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή ανθρώπου
+έχων εξωτερικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την
+αντιπολίτευσι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με
+πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω ξάστερα, και
+να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε
+βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι αυτής τα
+καταπεπονημένα μου μέλη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
+Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν εκείνος ηρέμα, και
+εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο παίρνεις
+μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή λαλήσας υψηλός συμπότης,
+ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην. Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα
+κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι! προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος
+προς τον απαισιόδοξον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το
+χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο
+δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον αυτού· επ'
+εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα εις ρύακα ρητινίτου, —
+τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο.
+Και ξέρεις τι θα πη μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των
+περικαθημένων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου
+φτάνει και τόσο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της τραπέζης
+του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ αρχής την
+συζήτησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς
+αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη,
+απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι να τρέχη νερό
+από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα
+φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες
+ματαμιλούμε, αν αγαπάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το
+ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν πρώτα 'ς τη
+δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια, ως που να καταντήσει 'ς
+εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα παληόχαρτα.</p>
+
+<p>Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου. </p>
+
+<p>Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην μπερλίναν, και
+ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί εξ ενέδρας αποτεινομένων
+εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα
+όλην της θέσεώς μου. Εγώ, η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω
+γεννηθείσα και θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους
+γεννήσασα και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης,
+η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών, εγώ
+κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης οινοπωλείου, κολυμβώσα
+εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων αναθυμιάσεων και ακούουσα
+χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου, και μομφάς και κατηγορίας και
+προπηλακισμούς.</p>
+
+<p>Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του
+δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.</p>
+
+<p>Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών με
+φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με απέθηκε συμπτύξας
+επιμελώς εις τον κόλπον του.<br /></p>
+
+<h4>VI.<br /></h4>
+
+<p>Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον ήκουσα, ειμή
+συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν αποβαίνοντα, και απολήξαντα
+τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον, ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων
+φερομένων κατά της τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων,
+οιμωγάς δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.</p>
+
+<p>Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και αναμιχθέντα
+κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον χειρ ρωμαλέα έδραξεν
+αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και
+εγώ κατέπεσα χαμαί εις το βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.</p>
+
+<p>
+Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου. Καταπατηθείσα
+επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του οινοπωλείου, και
+ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν, ανεσύρθην τέλος υπό του
+οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ' αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί
+μέσας νύκτας κατέλιπον μετ' αυτού το οινοπωλείον.<br /></p>
+
+<h4>VII.<br /></h4>
+
+<p>Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με
+τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον αυτού,
+ερωτώσαν: πού υπάγει,</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά
+μου.</p>
+
+<p>Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου, μακρόν
+έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην και φυσιογνωμίαν
+μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει
+τεσσαράκοντα φράγκων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος,
+εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.</p>
+
+<p>Εκολακεύθημεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της
+υπερτιμήσεως, την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες
+του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του
+πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν
+παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί προ εμού.
+Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ εισήλθε και πάλιν εις το
+θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη
+πολλάκις της ημέρας, και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης
+εύρισκε τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας
+αδελφάς.</p>
+
+<p>Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας, περί το
+εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ' ικανώς μακράν πορείαν,
+διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον
+οικοδεσπότην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν ηδυνάμην
+ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον περιμείνω εις το
+γραφείον του.</p>
+
+<p>Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου, στρωθείς επί
+μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να μετρή το περιεχόμενον του
+θυλακίου του.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων προς
+οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ του πάχους την
+μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της μιας αυτού χειρός, και
+βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού
+εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές,
+ωσεί βήμα νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν
+παχυνθείσαν εν αργία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις
+ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων αριθμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον
+καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν βλέπομεν.</p>
+
+<p>Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε,
+άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο. Αγορασταί
+πολλοί και πωληταί ολίγοι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν,
+αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και τα
+χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε να
+μου κάμης όσας ημπορέσης . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Με τα σαράντα; αδύνατον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα πενήντα
+εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού χρήματα.</p>
+
+<p>Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού δέσμας τινάς
+χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το περιεχόμενον εις τον μεσίτην
+αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας βεβιασμένας υποκλίσεις.</p>
+
+<p>Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η χαίνουσα του
+σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε ήχου παλμός εισέδυε
+ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα
+φυλακισθώσιν εντός αυτού και άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και
+άλλα χαρτονομίσματα.<br /></p>
+
+<h4>VIII.<br /></h4>
+
+<p>&nbsp;— Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή. </p>
+
+<p>Εσπέραν τινά τέλος πάντων ηνοίχθησαν και πάλιν αι σιδηραί της πύλαι, και η
+στιβάς ην απετελούμεν εγώ και αι αδελφαί μου εξήχθη της σκοτεινής αβύσσου και
+απετέθη επί του τραπεζίου, όπου ήρχιζε να μας αριθμή ο ευτραφής ημών
+κάτοχος.</p>
+
+<p>Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον γνωρίζουσιν
+ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ' όλα τα φαινόμενα του
+οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα, κεκαλυμμένη διά μετάξης και
+τριχάπτων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ
+Γιάννην ο κύριος ημών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα. Μήπως θέλεις να
+περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών,</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν' αναιβούν
+ακόμη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής
+εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε γνωστή, και η
+υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της. Εις τα εκατόν πενήντα μόνον
+τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο αυθέντης
+τι κάμνει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο
+κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα πράγματα· έλεγε
+χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις τα πεντακόσια . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός, διότι
+μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και θέλομεν να χάφτη ο
+κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις
+ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;</p>
+
+<p>Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ θαυμασμού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής
+κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας ημέρας θα ιδής
+πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.</p>
+
+<p>Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς μαθητήν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί
+μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν πενήντα, και θα
+κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως
+περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν
+μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε
+εύκολον, και έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και
+από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια, διά να
+κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.</p>
+
+<p>Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων προς
+πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει την βαθύτητα και το
+βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη την ανάγκην να κατανεύση και
+πάλιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως στρατάρχης
+τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.</p>
+
+<p>Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου,
+κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων
+μετά τινος στεναγμού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.<br /></p>
+
+<h4>IX.<br /></h4>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν
+εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.</p>
+
+<p>Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς, διότι
+το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις
+εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.</p>
+
+<p>Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής τάξεως,
+παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες έτι και παίδες
+δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της παραδόξου εκείνης
+πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ, φωνάζοντας, χειρονομούντας,
+μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς
+ειπείν, προς χορόν δαιμόνων ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας
+φαντασθώσι πάντα σχεδόν τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν
+προκεχωρημένη νυκτί, κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και
+κυβευόντων· ας φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα
+καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια πωλητών και
+αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας μορφάς εμψυχουμένας υπό
+της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και
+φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό
+των λαμπτήρων των ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως
+κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν εις το
+αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την διασταύρωσιν των οδών
+Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην, ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να
+γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς δι' εμέ θεάματος.</p>
+
+<p>Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του ταράχου
+εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με επλήρουν υπερηφανείας, διότι
+ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της αξίας μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου άλλον
+συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της φτώχιας,
+καθώς φαίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που μας
+βρίσκεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να μου
+μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις το
+ους του συναδέλφου του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι είχε να
+κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός σου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.</p>
+
+<p>Περαιτέρω άλλος διάλογος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον
+οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται
+δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη δεν βλέπει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.</p>
+
+<p>Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις άλλον
+ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της μητρός αυτού
+κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και ηγόρασε δύο
+μετοχάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την
+εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν την
+μανίαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός
+του, να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα ερήμην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το λέγεις τάχα δι' εμέ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και διά σε και δι' εμέ.</p>
+
+<p>Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή, προσπαθούντες —
+κωμικώτατον φαινόμενον — να απατήσωσιν αλλήλους. Αμφότεροι ήθελον να
+πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν
+ότι μάτην εκοπίων, και απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: — Δεν γεληέται, ο
+διάβολος!, ο δε — Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.</p>
+
+<p>Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν εμπιστοσύνη
+εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των προσπαθούντων να
+απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις,
+και των φιλοσοφούντων επί του προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου,
+αντήχει φοβερός και συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου
+μεσιτών, ων άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το
+ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν, ο δε το
+υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς σκύμνους, και
+ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον επιτήδευμα «του ποδαριού»
+— ως το απεκάλουν, — την χρηματιστικήν μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις
+έχοντες τας χείρας αυτών χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και
+μωλώπων μορφή αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο
+συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και εξελαρυγγίζοντο
+κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μισό, αγαπητέ, και μισό.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ είκοσι, με πενήντα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι
+μακρύ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου! </p>
+
+<p>&nbsp;— Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα
+ένα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια. </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . .</p>
+
+<p>Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος
+εκορυφούτο.</p>
+
+<p>Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος περί της
+τύχης μου αναγνώστης.</p>
+
+<p>Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;</p>
+
+<p>Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν ικανήν
+ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως ρινηλάτης κύων, λαλών
+σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε
+μετά ταύτα εις το γωνιαίον καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού
+επανελαμβάνετο κατά μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του
+καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν
+πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς, φαίνεται, κατέβη
+πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς
+ησθάνθην αυτόν πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η
+μαραμμένη μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι
+συναίσθημα, το της πείνης.</p>
+
+<p>Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς
+μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα σαρανταεννηά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο
+Θοδωράκης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του προς
+τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του εις
+τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε
+μόνον ένα χαρτάκι . . .</p>
+
+<p>Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα είχε
+προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον, συνετέλεσαν προς μεγίστην
+μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών. Λέγω δε, προς μεγίστην μου
+ευχαρίστησιν, διότι εκτός της χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά
+της λύσεως του δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ'
+υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα φράγκων
+πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας στιγμάς εν
+τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο μέγας ανήρ και είχε
+μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός ολίγων ημερών να αξίζουσι τα
+πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι, τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων
+ημερών πεντήκοντα φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί
+διακοσίων. Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και
+αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η αυτή, κατ'
+ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον επ' εμού ολίγας κηλίδας
+ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου
+κατά κακήν μου μοίραν είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την
+οποίαν διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου
+αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν μου. Τι άρα γε
+συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου; Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους
+ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το
+εννοήσω, και εσκεπτόμην έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την
+οικίαν του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου του την
+στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε συναγάγει εντός αυτού, και την
+απέθηκε θριαμβικώς επί της τραπέζης.<br /></p>
+
+<h4>Χ.<br /></h4>
+
+<p>&nbsp;— Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα και
+κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό το αμυδρόν
+φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον κοιμωμένου βρέφους.</p>
+
+<p>Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και κατηφής
+γυνή, — ουδέν απήντησεν. Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί τινας στιγμάς προς τον
+λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής
+εργασίαν, εξηκολούθησε ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας
+φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να
+ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού μειδίαμα
+εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα
+αίφνης την εργασίαν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και
+ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της ωχράς αυτής
+παρειάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά τραχυτέρας
+φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της συζύγου του
+απάντησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά διά σε
+περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον κοιμάται εκεί μέσα,
+και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη, αν εξακολουθής αυτόν τον
+δρόμον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του
+κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί ευχαρίστησιν, αλλ'
+άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι μου πειράζουν τα νεύρα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή
+αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου πειράζουν τα
+νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η δυστυχία, την οποίαν πολύ
+γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας
+ετοιμάζεις, η ατιμία . . . Θεέ μου! . . .</p>
+
+<p>Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν της,
+εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις λυγμούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . . και κάμε
+μου την χάριν σε παρακαλώ . . .</p>
+
+<p>Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν. </p>
+
+<p>Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα την
+ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της, ανέστη ορθία, και
+προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα ολίγα
+μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας, διά να αγοράσης
+μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον, διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό
+το εμπόριον παρά χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας
+σήμερον· με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον
+ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να πωλήσω το
+μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου, διά να ζήσωμεν
+αύριον;</p>
+
+<p>Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της συζύγου του
+ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως παράφρων προς στιγμήν
+γενόμενος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο
+κερδοσκόπος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της
+αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας πωλήσω
+εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας φράγκα . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός ενός
+μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ' ημέραν από το
+εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και μέχρι της λήξεως τον
+συναλλάγματος . . .</p>
+
+<p>Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του
+εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν — Διάβολε! πώς μου
+εξέφυγε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα,
+διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν σου, διά να
+πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την φυλακήν, και να με
+αφήσης εις τους πέντε δρόμους; </p>
+
+<p>Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι κλονισμοί
+κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.</p>
+
+<p>Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως εκ του
+θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του μικρού εκείνου
+οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της συγκινήσεως.</p>
+
+<p>Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των άλλων μου
+αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν εντός των σκοτεινών του
+μυχών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το βήμα,
+και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.<br /></p>
+
+<h4>XI.<br /></h4>
+
+<p>Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.</p>
+
+<p>Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε πάλιν εις φως,
+ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός του δωματίου.</p>
+
+<p>Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα βλέμματα,
+ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις: διαμαρτύρησις, κατάσχεσις,
+φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και ησθάνθην εμαυτήν τέλος
+μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.</p>
+
+
+<p>&nbsp;— Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε
+εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες τετρακόσια φράγκα
+περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις και κιτρίνη μορφή,
+κτήμα δικαστικού κλητήρος, ως εσυμπέρανα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κρατήσατε και τα έξοδα, όσα είνε, είπεν ο Θοδωράκης, και
+επιστρέψατέ μου το υπόλοιπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η
+επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος
+κερδοσκόπου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την
+σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων χαμαί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου κάτοχος,
+τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και περιδένων αυτό διά
+ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και αλλέως μας εβγήκαν.
+Προσκυνώ!</p>
+
+<p>Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.<br /></p>
+
+<h4>ΧΙΙ.<br /></h4>
+
+<p>Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η συνείδησις
+ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και δυστυχίας εργάτις, και υπέρ
+πάντα ίσως το προσβάλλον την φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου
+υποτιμήσεως, ταύτα πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την
+κεφαλήν μου, ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να
+το εννοήσω.</p>
+
+<p>Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της νέας,
+ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν εις χείρας μικρού τινος
+εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους είχον εμπαίξει εν ώρα
+ευδαιμονίας.</p>
+
+<p>Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου περί το
+σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι τον κυβευτικόν δ'
+εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις,
+αντήλλασσον μεγαλοφώνως φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους,
+και ηγωνίζοντο τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση
+περισσότερον του άλλου.</p>
+
+<p>Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης ζωής! πού
+αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας ήκουον εν ευφροσύνη
+τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ
+ημών και τον έσχατον αυτού οβολόν!</p>
+
+<p>Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός ην το
+πλήθος και διελύθη.</p>
+
+<p>Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας αλλοκότους
+ταύτας φράσεις:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν εμπρός
+διά μεθαύριον το πρωί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του
+αγοραστού!</p>
+
+<p>Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες ανεμιγνύοντο
+αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του καφενείου, διατασσόντων «ένα
+λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»! ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι
+πολλοί ήσαν πωληταί, ολίγοι δε αγορασταί.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον μονήρης και
+τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον, αναφωνήσαντα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!</p>
+
+<p>Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις εκείνη:<span class="sp"> ξεκάμνω!</span></p>
+
+<p>Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε ευτυχία
+ελογίζετο η απαλλαγή μου;</p>
+
+<p>Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις γωνίαν
+τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν και λύπην, όσην εγώ
+την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου,
+ούτε θερμοτέραν ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην
+εγώ προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν βρακοφόρον,
+και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης
+μου.<br /></p>
+
+<h4>XIII.<br /></h4>
+
+<p>Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.</p>
+
+<p>Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν αναβολήν του
+πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη μου κυρία, ούτε
+φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως η χαρίεσσα θαλαμηπόλος,
+ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά
+ταύτα κυρίων μου. Και όμως ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία
+φίλον, ως αγαπά τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και
+έρημον. Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς ευγνωμοσύνης
+συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου, μόλις εισελθών, συνήντησε την
+σύζυγόν τον, φαιδράν και ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα,
+πλύνουσαν αφελώς εντός μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξης 'ς την τύχην της κόρης
+μας!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της
+ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του
+Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και με τον καιρό θα
+γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου είσαι,
+άνδρα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η κόρη
+μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα
+ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.</p>
+
+<p>Και σπογγίσασα τας χείρας αυτής, με έλαβεν άκροις δακτύλοις, εισήλθεν εις το
+χαμόγειον δωμάτιον της οικίας, και εξαγαγούσα εκ των μυχών κολοσσιαίου
+κιβωτίου μικρόν κομβόδεμα, εν ώ υπήρχον συνεπτυγμένα και άλλα παντοειδή
+κιτρινόχροα και απηρχαιωμένα χαρτία, με έδεσε μετ' αυτών.<br /></p>
+
+<h4>XIV.<br /></h4>
+
+<p>Εδώ, φίλε αναγνώστα, έληξεν — επί του παρόντος — ο πολυτάραχός μου
+βίος.</p>
+
+<p>Εδώ κείμαι εν ησυχία, ως εν τάφω, στενοχωρουμένη εκ της μοναξίας και
+χασμωμένη εκ της πλήξεως.</p>
+
+<p>Εδώ αναμιμνήσκομαι της παρελθούσης μου λαμπρότητος, και εύχομαι εν
+χριστιανική εγκαρτερήσει: «μη χειρότερα».</p>
+
+<p>Εδώ τέλος μ' επήλθεν η ιδέα να γράψω τα απομνημονεύματά μου, ίνα
+διασκεδάσω την πλήξιν μου.</p>
+
+<p>Εύχομαι, όπως διεσκέδασα εγώ γράφουσα, να διασκεδάσης και συ
+αναγινώσκων.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">Η ΕΣΠΕΡΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ <br /><br
+/></h3>
+
+<h4>
+Α'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το εσπέρας εις
+συναναστροφήν.</p>
+
+<p>Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο κύριος
+Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει του προϊσταμένου
+του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν ένα οφθαλμών ολιγώτερον
+αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας
+περισσότερα, και εις αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα
+πέντε χιλιάδας δραχμών προίκα. Ο όλβιος Σουσαμάκης εσυλλογίσθη κατ' αρχάς,
+εις πανηγυρισμόν του σπουδαίου τούτου και ευτυχούς συμβεβηκότος του βίου
+του, να δώση χορόν εις τους παρανύμφους την αυτήν των γάμων του εσπέραν·
+είχε δε μάλιστα παρακαλέσει υπαξιωματικόν τινα φίλον του να τω προμηθεύση εκ
+της στρατιωτικής μουσικής έν φλάουτον, έν κλαρινέτον και έν τρομπόνι, ήτοι ένα
+πλαγίαυλον, ένα οξύαυλον και μίαν βαρυσάλπιγγα, ως γράφουσι σήμερον οι
+νεωφώτιστοι της γλώσσης καθαρισταί, όπως το εναρμόνιον αυτών μέλος πτερώση
+τους πόδας των προσκεκλημένων.</p>
+
+<p>Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το μεταξύ της
+στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα, και απεφάσισε να
+αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν των γάμων του
+πανηγυρισμόν.</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία επισκεπτήρια,
+δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις τους γνωρίμους και
+φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και ο Κύριος Παρδαλός, έχον
+ούτω:</p>
+
+<p><i>«Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την Κυρίαν
+Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την οικίαν των την
+Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας».</i></p>
+
+<p>Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της Κυρίας
+Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η επέτειος της εορτής του
+νεαρού της συζύγου — ο Σουσαμάκης εκαλείτο Ορέστης — και η νεόνυμφος
+Πασιφάη εσκέφθη, ότι προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού
+χορού και διά του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου
+της.</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί συγχρόνως
+γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του Σουσαμάκη, και
+ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.</p>
+
+<p>Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας του
+Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας, καθ' ην στιγμήν ο
+Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν
+δειλώς ο Σουσαμάκης, και περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του
+ωρολογίου του, ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν
+μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·</p>
+
+<p>&nbsp;— Λιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο Κύριος
+Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και προστασίας.<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την γιορτήν του,
+ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων συναναστροφών, καθ' ας οι
+προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον τεΐου — οι τολμηρότεροι και δύο, —
+βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί
+κυμβαλιζόντων ολίγων, και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το
+μεσονύκτιον, κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε
+πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των διετηρείτο
+έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του. Συναισθανόμενος δε βαθύτατα
+την ορθότητα του γραφικού ρητού: <i><span class="sp">ό συ μισείς </span>
+ετέρω μη ποίησης</i>, ουδόλως
+ήθελε να πάθωσιν οι ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας
+εμίσει. Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας,
+ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και αφού
+παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και δροσιστικά, μη
+λησμονήσας και τα παγωτά — ήθελε, βλέπετε, να φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους
+προσκεκλημένους του, — επανέκαμψεν εις την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού
+δύο εκ των τροφίμων της σχολής των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους
+καλάθους αυτών.</p>
+
+<p>Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του, και απ'
+αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.</p>
+
+<p>Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν ανώνυμά τινα
+σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την κλίμακα η κυρία Πασιφάη,
+άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν της λευκήν εσθήτα φορούσα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής
+οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ' αυτά τα
+πράγματα, Ορέστη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι
+προσκεκλημένοι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους
+αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία
+Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με κρασί του
+Σόλωνος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν πισκότα
+και παγωτά . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή
+της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις. Χαρά 'ς το! Μα
+το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η αστειότης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;</p>
+
+<p>Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος επί
+μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών, παρατηρούν κάπως
+μεγαλοφώνως:</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;</p>
+
+<p>Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη
+καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη
+σύζυγος.</p>
+
+<p>Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς
+εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον
+της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την
+προ μικρόν διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.</p>
+
+<p>Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να αφηγηθώμεν,
+διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας ημών, και η συνέχεια της
+διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της, ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον
+αυτούς. Διά τούτο καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και
+μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.<br /></p>
+
+<h4>Γ'.<br /></h4>
+
+<p>Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού, τουτέστιν ο
+κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια 6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται
+περί την τράπεζαν του γεύματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το
+μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της βίας εις το
+στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν άλλο κατορθοί, ή να
+περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας
+σιαγόνας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε,
+μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.</p>
+
+<p>Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση την
+προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.</p>
+
+<p>Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής όμματά του,
+και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ του, σφενδονίζει κατά της
+μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το επί της περόνης του καρφωμένον
+τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα,
+επιφωνών:</p>
+
+<p>&nbsp;— Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.</p>
+
+<p>Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη — Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός του
+Κυρίου Παρδαλού — ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως δεν μαντεύει,
+ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η επισυμβάσα σκηνή.</p>
+
+<p>Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων,
+οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του μικρού του
+αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων: «αφήστε με να τον
+πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της τραπέζης πλήρης οργής,
+συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και απάγων αυτόν, κλαίοντα και
+ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην· και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν
+ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της,
+να εμποδίση τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις
+μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το ωραίον
+μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς του Γιαννάκη
+αναπηδήσαντες ζωμοί.</p>
+
+<p>Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του ωτίου, και μετ'
+ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη εφυλάκισεν αυτόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις;
+αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό κατήντησαν έτσι. —
+Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι
+Γιαννάκην, τι ήθελες να τον περιπαίξης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά
+μονάχα τον είπα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του,
+ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον την
+κηλιδωθείσαν εσθήτα της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος
+Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η γενομένη
+καταστροφή. — Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων δραχμών . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . ., </p>
+
+<p>&nbsp;— Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο Γιαννάκης·
+να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που είν' ο
+άλλος . . .</p>
+
+<p>Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν από της
+ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι φωναί του από
+μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια στιγμή εις οξείας και
+βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει ασχημολογούσα μεγαλοφώνως,
+υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το
+έδαφος οτέ δε την θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν
+ακριβώς εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα, νά!
+και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.</p>
+
+<p>Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και τρεπόμενος επί το
+ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα, δεν με
+λυπάσαι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει,
+συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε βγάλ' τον·
+αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς·
+άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει τίποτε, . . μη
+φοβήσαι.</p>
+
+<p>Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται εις την
+κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος αναβαίνει εις την οικίαν,
+ωφελείται εκ της περιστάσεως, και επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους
+θρήνους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού, κ'
+είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.</p>
+
+<p>Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην του να μη
+ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και αποφυλακίζει τον υιόν
+του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι τρέχει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε απόψε
+εις το σπίτι, . . για να έλθουν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και
+παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την φωνήν του
+υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν, διότι είμεθα
+προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.</p>
+
+<p>Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα
+αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά της, όπερ
+βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός ακοντίζει βλέμμα
+πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί τέλος πάντων να επαναφέρη την
+οικιακήν ειρήνην εν μέσω της οικογενείας Παρδαλού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού,
+στενάζουσα μετά κόπου — ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως, ότι η
+κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της, είνε γυνή ικανώς
+εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος
+σπουδαίος. — Ουφ και αυταίς η συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω,
+σαν ταις αμαρτίαις μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την
+συναναστροφήν του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα
+ό,τι έπαθα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος
+Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος — και εξέτεινε την χείρα του προς
+τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν των γωνιών του δωματίου,
+σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος — τον οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται,
+καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν
+απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας πέντε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί; </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό βαρύνομαι
+κι' εγώ τας συναναστροφάς. </p>
+
+<p>Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν'
+αλλάζω . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός
+κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να
+παραγγείλω αμάξι. — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να
+κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη συναναστροφάς . .
+.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον
+Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον υπανδρεύσαμεν.
+Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . . επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται.
+Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία
+των αμαξών κοντά είνε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία
+Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα
+μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και κυττάξετε να
+μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.</p>
+
+<p>Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου είχον το
+δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα εφώνησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θοδωρή!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ορίστε, αφέντη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι
+γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της η κυρία
+Ευφροσύνη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την
+παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!</p>
+
+<p>Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη λάσπη και
+τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι! Α! δεν θα γείνω κ' εγώ
+αφέντης καμμιά φορά!<br /></p>
+
+<h4>Δ'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί να ενδυθή.
+Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του έχει πλήρες το δωμάτιον
+εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων, στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου
+συσκευής του γυναικείου ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει
+έν μικρόν κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως
+συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον ενθυμείται, ότι είνε
+αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον
+κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν, διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα
+την κρυώση, και επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.
+Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα είνε
+προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ θερμανθεί, αρκείται εις το
+ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του,
+λέγων καθ' αυτόν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με
+τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .</p>
+
+<p>Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν
+ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,</p>
+
+<p>&nbsp;— Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την
+σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας
+κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η
+φωνή της υπηρετρίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη
+δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της μορφής του,
+και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός επισκέπτης αναβαίνει την
+κλίμακα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το
+κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά είμεθα
+προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος Παρδαλός,
+προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά τυπικού τινος
+μειδιάματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Προσκυνήματα πολλά.</p>
+
+<p>Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·</p>
+
+<p>&nbsp;— Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας
+στείλη το θεωρείον της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . . μας
+καθυποχρέωσε!</p>
+
+<p>Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Κοντεύεις, Δημητράκη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω
+κι' όλα, και κατακόπηκα . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν· μόνον
+την τραχηλιά μου έχω να βάλω.</p>
+
+<p>Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της κυρίας
+Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το ξυράφιον, και ημιξύριστος
+μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ
+του κατόπτρου μεταξύ τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου
+να δέση όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ' ης
+κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία,
+περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί αυτής
+βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου μία στιγμή εδώ
+αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον ελεύθερον.</p>
+
+<p>Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της συζύγου
+του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και καταπίπτει κάθιδρος και
+ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά
+του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός της ξυρίζεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας λέξεις, σε
+βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . . να υποφέρω όλον αυτόν τον
+κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του Σουσαμάκη σου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου,
+και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη. Ο Ορέστης ξεύρει και
+κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και σάντουιτς και κρασάκι και
+φρούτα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις,
+λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον Σουσαμάκην την
+συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και
+εψώνιζε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . . </p>
+
+<p>Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης την
+φράσιν της κυρίας Παρδαλού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το ξύρισμά
+του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη άντυτος.</p>
+
+<p>Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.
+Είνε οκτώ παρά τέταρτον.</p>
+
+<p>Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη τον
+λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της υπηρετρίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφέντη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός ο Δημητράκης, ενώ η
+σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·</p>
+
+<p>&nbsp;— Έφερε τα γάντια μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ'
+άγραφα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον! </p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα πηγαίνει
+τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα! προσθέτει, εις την
+υπηρέτριαν αποτεινόμενος,</p>
+
+<p>Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις την
+αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και καταβεβλημένον έχων το
+ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο
+κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα προς τον
+υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη, και . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η
+κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την αίθουσαν και
+ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν κάλλιον οι αδάμαντές της.
+Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα έτοιμοι, βλέπετε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός
+Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της φράσεως. Εγώ
+είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . . με τον
+χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία Παρδαλού. Έννοια σας,
+κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει εν
+τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων βραδέως την
+τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και επαναλαμβάνων ευθύς, έτι
+βραδύτερον: πα-νά-κει-α!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να μειδιάση
+επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν κατέλειπεν αυτόν η δύναμις
+να τελειώση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και
+πώς;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από το
+μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών ωρών . . . ώστε . . .
+— και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον μαντεύσωσι τον δυστυχή.</p>
+
+<p>Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία
+Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία, εκείνος δε
+αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση.</p>
+
+<p>Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι δειλοί
+ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν, επαναλαμβάνει·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . . Δεν
+ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . . μ' έρχεται να
+σκάσω . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι να ήνε
+περαστικά . . . </p>
+
+<p>Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το μανδήλιόν
+της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους οφθαλμούς του Κυρίου
+Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις,
+ουδέν άλλο εύρε να είπη, ή μόνον·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . . δεν είνε
+έτσι;</p>
+
+<p>Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και ο
+Σουσαμάκης ανεχώρησε.</p>
+
+<p>Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί της
+σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον δυστυχή, όπως μη
+κατρακυλήση τον κατήφορον.<br /></p>
+
+<h4>Ε'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.</p>
+
+<p>Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας καρδίας
+των — κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή, μήτε
+ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία Παρδαλού. Τα είδες
+τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην πάμε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε η
+γυναίκα του . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε
+σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ' έννοια της.
+Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν πάλι, καθώς συμβαίνει
+τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς
+το κεφάλι μας αυτήν την φοράν.</p>
+
+<p>Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων αναγνωστών, ότι η
+κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης
+μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι πολλάκις οι άνδρες.</p>
+
+<p>Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του ζαχαροπλαστείου
+αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την
+άφιξίν του, και οργισθείς και φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον
+επέτρεπον τούτο αι τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη
+έπαθε τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα διά
+των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και εξαπλωθείσα εις
+την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ' όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως
+πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.</p>
+
+<p>Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω κυρίω
+Παρδαλώ.</p>
+
+<p>Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος κρότος
+αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.</p>
+
+<p>Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος
+Θοδωρής.</p>
+
+<p>Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν μεταξύ
+αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω κόπω. Παρδαλού,
+αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του δυστυχούς Θοδωρή,
+ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν μεταξύ του ωργισμένου κυρίου
+του και του αμαξηλάτου, ον αυτός εμίσθωσεν.</p>
+
+<p>Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν
+κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος Παρδαλός.</p>
+
+<p>Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις συναναστροφήν
+οιανδήποτε.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ<br /><br />
+ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ<br /><br />
+ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ<br /><br /><br /></h3>
+
+<p style='text-align: center;'>(Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400).
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn3' id='ref3'>3</a></span>)
+<br /></p>
+
+
+<p>Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη. </p>
+
+<p>Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να προστατεύη τους
+μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας,
+απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί- Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς
+του Αβδέλ-Καδέρ. Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι
+κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι της Καζόνδης
+να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν της Σαχάρας η έρημος
+παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη καμήλους και οδοιπόρους, και
+διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν
+οι αφρικανοί αισθανθώσι του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία
+συρμού, και κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και
+λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν ψηφοφορίαν, —
+την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και η Αγγλία, — θα έχωσι
+σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς
+έτι πλείονας, και εκλογικούς συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.</p>
+
+<p>Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς ούτος αιών
+των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά πεντακόσια έτη. Ίσως
+επιστή και ταχύτερον, διότι — μα τον φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν
+κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά, και το τουρκικόν σύνταγμα — τις δύναται
+πλέον σήμερον να προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης
+μυρμηκοφωλεάς, ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν
+επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια έτη
+αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.</p>
+
+<p>Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά πεντακόσια
+έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να παρακολουθήσωσιν ημάς
+εκείσε διά των αιώνων.</p>
+
+<p>
+<br />
+Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς αυτών
+άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και δημοτικούς αυτών
+συμβούλους.</p>
+
+<p>Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του κράτους
+συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού δικαίου, ανεκάλυψαν ότι
+τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ
+βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών
+τινων και ασημάντων βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της
+πολιτικής επιστήμης.</p>
+
+<p>Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε εκλογείς
+συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των, ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις
+του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η
+ενδελεχής μελέτη ασχολεί από μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και
+ιδίως τους υποψηφίους δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους
+κατήδων κατά τα νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι
+οι κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς ελλιπείς,
+άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων. Του ζητήματος τούτου
+επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή,
+ως διαφωνούσιν οι υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε
+διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει να
+καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου των.</p>
+
+<p>Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην
+εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των ισχυροτέρων υποψηφίων
+δημάρχων της Ταγγέρης.</p>
+
+<p>
+Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα εγίνετο
+σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών καθεδρών, ως θα
+γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη κάθηται σοβαρός όμιλος
+κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως
+όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί
+παρά τω λαώ, έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο
+υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή όσην
+έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.</p>
+
+<p>Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως, απαγγέλλει
+από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων, και οι κομματάρχαι
+κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος γνωρίζει γραμμάτων του
+αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ ευχαριστήσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει
+αμέσως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε
+μαζύ τρία χρόνια φυλακή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αβδέρ-Γεζίτ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει σοβαρώς
+ο κομματάρχης Χασάν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αβα-ήλ-Μουλεύ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή,
+μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά κλονουμένου βήματος,
+μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ
+μικρού της σιγαροθήκης του υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε
+συγγενής μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός
+Χασάν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης
+μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον
+κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αβούλ-βεν-Χακήμ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί
+κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον πώγωνα,
+προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν
+του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής του
+παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.</p>
+
+<p>&nbsp;— Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας —
+εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος — εισερχόμενος την
+στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον καφέν εις τους περικαθημένους.
+Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος Εδρίς-Μωχαμέτ.</p>
+
+<p>Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο ισχυρότερος των
+αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας μέλει! Ο
+Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει — ας πάρη κ' ένα κουκί παραπάνω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν να
+τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο
+σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του αφθαλμόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο
+αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.</p>
+
+<p>Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ' η εκλογή, και
+θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.</p>
+
+<p>Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε σπουργίτια.</p>
+
+<p>Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί την
+ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!</p>
+
+<p>Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε και
+καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς εκλογαίς. Ακόμη τον
+έχουν αυτού μέσα;</p>
+
+<p>Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.</p>
+
+<p>Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον αναγνώστην ο γείτων
+του.</p>
+
+<p>Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.</p>
+
+<p>Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται, διατιμώνται ως
+εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ -Ταρίφ ακτινοβολεί εκ
+χαράς.</p>
+
+<p>Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ των
+καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει το υπόλοιπον
+πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.</p>
+
+<p>Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε· τελειόνει
+δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του υποψηφίου και των
+κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας εξάγει την χείρα εκ του
+θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα
+του εις το ιδικόν του θυλάκιον.</p>
+
+<p>Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.</p>
+
+<p>Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του Χασάν.</p>
+
+<p>Καθ' οδόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος Γιακούπ·
+πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ' εμείς
+μετρούμε τους πούντους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να
+σου δώση τη ρετσέτα της πήττας</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει μυστική·
+την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν τρελλάθηκε να μας μάθη την
+τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει καλφάδες.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του πώγωνά
+του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός δραμιού μυαλό και δύο
+δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να
+συννενοηθούμε, . . . και θα πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε
+παστρικά . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον
+Γιακούπ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι
+δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ' ημείς μέταλλο! νά τι
+πράμμα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο
+Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η καρδία τον,
+επιφέρει·</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για
+φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε τώρα,
+που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις κάμωμε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα ως
+έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: <b>δεηθήναι πάντων
+υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων</b>. Ο κυρ
+Χαλέμ φυσά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Την θέλει! φωνεί ο χορός </p>
+
+<p>&nbsp;— Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το
+λοιπόν τράμπα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Τράμπα! φωνεί ο χορός. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή. </p>
+
+<p>&nbsp;— Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο λόγος μας, που του δώσαμε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις
+γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και θρυαλλίδων,
+νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και κομματάρχης in partibus . . .
+absentium.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο
+πράγμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του λόγου
+σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης μαζή, μου δίνεις
+είδησι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια
+μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με
+καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε ηλικία, . . . .
+αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα! Σύμφωνοι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και
+αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.</p>
+
+<p>Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες τρεις
+<span class="sp"> οικοκυραίοι </span>της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού ανέμου,
+όστις επέπνευσε το
+Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και
+αναπαυτικού σοφά, ροφώσι σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και
+βραδέως, ως γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί
+διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους
+ιεραποστόλους.</p>
+
+<p>Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των οικοκυραίων, των
+ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται κυρίως — ως λέγουσι τουλάχιστον
+πανταχού του κόσμου οι της τάξεως ταύτης άνθρωποι — υπέρ της τάξεως, της
+ησυχίας και της καλής διοικήσεως.</p>
+
+<p>Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος υπάλληλος του
+μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ παίδων και παλαιοί
+συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι, οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων
+ασχέτων προς τα ατομικά των συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του
+δήμου των διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών
+υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού, τιμιότητος,
+χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων. Προκειμένου περί των
+αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι
+φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις
+πρόκειται περί πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως
+συνήθως, ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.</p>
+
+<p>Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την
+σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ
+χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε
+ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον! </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα την
+προστασίαν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα τον
+όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του κανένα καλάθι χουρμάδες
+. . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός
+δήμαρχος. Εσύ είσαι ο καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και
+δήμαρχον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά είνε αστειότητες.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης, ότι
+θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα
+κλέψη τα χρήματα του δήμου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον. Καλλίτερα
+μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει κεφάλι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος,
+αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της σχολής αυτού. Συ
+θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και
+άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες,
+υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι δεν του έχεις
+υποχρέωσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου. Τον
+θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ' εσπούδασε και δύο χρόνια
+εις το Παρίσι τα δημοτικά. </p>
+
+<p>&nbsp;— Πήρε και δίπλωμα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την
+σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν
+'ξεύρετε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα
+σε γελάσουν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα
+πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς δεμένοι . . . και κανείς
+δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος. Ανεξάρτητοι
+άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . . </p>
+
+<p>Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι ανεξάρτητοι
+οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός τον κύκλου, ον αμυδρώς
+διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο:
+να απόσχωσι και οι τρεις της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να
+αναδείξη τα προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν
+την εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε κακολογία
+ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις σημείον ομοφωνίας. Μη
+κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ'
+ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της μειοδοσίας όριον . . . — το μηδέν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος,
+σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,</p>
+
+<p>&nbsp;— Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός,
+δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το χέρι μας, θα
+πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η διασκέδασις. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ας μας λείψη!</p>
+
+<p>«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως γράφει
+καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η ημέρα της εξασκήσεως τον
+ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος του συνταγματικού πολίτου», ως
+γράφει άλλη, «επέστη».</p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα υποψηφίων
+δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων του δήμου
+Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη κατηχούμενοι, καλούνται
+να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους δημοτικούς.</p>
+
+<p>Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα
+δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η χωρητικότης είχεν
+υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των φιλομαθών παίδων της
+Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών της, ων ηύξησε μεγάλως τον
+αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν
+λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν
+ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων, δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι
+μέλλοντες να παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται,
+εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν αρμοδίως το
+ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι εν Ταγγέρη γίνεται
+μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.</p>
+
+<p>Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα ποικιλόχρωμα
+και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά γραμμάτων μικρών ή μεγάλων —
+αναλόγως της πεποιθήσεως ή της μετριοφροσύνης εκάστου — τα ονόματα των
+υποψηφίων οτέ μεν συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος
+ή των προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των, ιλαράν
+και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά των θεατρικών
+τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα συνδημότας των·
+λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς
+ολιγωτέρους των υποψηφίων.</p>
+
+<p>Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, — και αυτά έτι τα
+ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον άρτον του διά
+δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων — κατέστησαν τόποι συνεντεύξεων και
+διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων. Εκεί από πρωίας μέχρι
+νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι υπ' αμφοτέρων<span class="sp"> αγάπαι
+</span>. Εκεί
+περιπτύσσεται εν συγκινητική κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και
+φιλεί τον αγοραίον ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν,
+σφίγγει περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί
+ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και απατηλαί
+διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και υπουργήματα, και ασφαλίζεται
+των κλεπτών η ατιμωρησία, και των στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται
+η ψήφος αντί κερμάτων, και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου.
+Εκεί — παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ απατώνται
+πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή την υπόσχεσιν. Εκεί
+πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα· εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος
+Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . . ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.</p>
+
+<p>Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών ήδη
+μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι, απηυδηκότες και
+ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως, σύροντες όπισθεν αυτών
+αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον
+δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον, ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης
+θύρας λησμονηθείσης κατά τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις
+έκαστον υπόγειον, ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο
+υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών ημερών, και
+συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική
+και ακίνδυνος η οδοντοφυία του μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας
+περί των εργασιών και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω
+θανάτω της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω φιλεύει
+μίαν<span class="sp"> οκάν </span>εις<span class="sp"> τα όλα.</span></p>
+
+<p>Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν εκλογικήν
+κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ επιδεικνύει ο λαός προς τον
+επικείμενον αγώνα. Επαινεί την ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί
+ασήμαντα ολίγα τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι
+θερμότεροι και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων
+και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των ταγγερίων, το
+επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει εις μέθην το λυπηρόν
+γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη περί τούτου ανάκρισις.</p>
+
+<p>Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και πάντες
+προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την χαράν του Κυρίου
+των.</p>
+
+<p>
+Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός πληροί τα
+δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.</p>
+
+<p>Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς αυτοί
+υποψήφιοι!</p>
+
+<p>Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της πόλεως,
+και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους τοίχους, και έσχισαν εξ
+αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής
+καπηλείον και εξελιπάρησαν του εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού
+περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την
+ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν
+όσους και όπως ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου
+νομίσματος υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.</p>
+
+<p>Και άλλοι μεν αυτών — οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι —
+γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν εμφανώς τα
+χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι όμως, όσους, αν δεν
+απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ'
+ευγνωμοσύνης το κίβδηλον νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει
+τας αβαρείς αυτών επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας
+των συρφετού.</p>
+
+<p>Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω ζητωφωνούντων, και
+εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται
+<span class="sp">λαγούς με πετραχήλια</span> εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί
+πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι δραστηριότητα, και
+χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν κύκλω εκλογικήν πυράν.</p>
+
+<p>Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω του Χαλέ-
+αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.</p>
+
+<p>Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι, οπαδοί και
+αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα ψήφου, περιτρέμματα
+στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . . πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν
+όσον δυνατόν ακριβώτερα τον έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.</p>
+
+<p>Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!</p>
+
+<p>Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον
+υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να σώσωσι και
+άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι να ζητήσωσι, και το κάτι
+αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο φως για τα παιδιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις μιαν
+γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το
+πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. </p>
+
+<p>&nbsp;— Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά,
+εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς την υγειά σου!
+Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό
+ν' ακούεται τ' όνομά μας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων
+κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε παλληκάρια ένα κ'
+ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου τα, σε παρακαλώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και
+προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!
+Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως και σεις,
+αν ήσθε εις την θέσιν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο
+Εδρίς!</p>
+
+<p>&nbsp;— Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος νέος
+κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον
+λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις φυόμενον
+μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα νέα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την
+αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν
+ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο υποψήφιος,
+και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των οινοφλύγων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον γείτονά
+του είς των παρακαθημένων,</p>
+
+<p>Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των υποψηφίων
+δημάρχων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την
+μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν έχετε
+ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το τομάρι!</p>
+
+<p>Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω τους
+παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και απέρχονται
+κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος και τας διαστάσεις της
+μαγκούρας του. — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος.
+Διατί να τους δυσαρεστήσωμεν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!</p>
+
+<p>Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη αιθούση
+τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ περισσότερα.</p>
+
+<p>Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο δυστυχής
+Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ κόπου και αηδίας.</p>
+
+<p>
+Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.</p>
+
+<p>Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου χίλιοι
+προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και πολύτιμον αυτών δικαίωμα.
+Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από
+μακρού προς τα τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,</p>
+
+<p>Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν,
+εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου προς το
+πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά ζέσεως την ψευδή
+των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ και άλλοι συχνότερον.</p>
+
+<p>Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι
+πάλιν.</p>
+
+<p style='text-align: center;'>. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . </p>
+
+<p>Η διαλογή αρχίζει.</p>
+
+<p>Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.</p>
+
+<p>Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των
+παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν να ίστανται
+όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι και να δίδωσι τας τελευταίας
+οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα
+διάφορα τμήματα της πόλεως. Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά
+των πάλλει περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.</p>
+
+<p>Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την όψιν και
+την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου χαραγμένα κατά σειράς και
+στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων.
+Στρέφουσι και περιστρέφουσιν εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του
+μολυβδοκονδύλου των, και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα
+δελτία των τα αποτελέσματα της διαλογής.</p>
+
+<p>Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των ταχυδρόμων τα
+αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και πεποιθήσεις των περί του
+πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν,
+εννοείται, αναλόγως του οίκου εν ώ γραμματεύουσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του
+Εδρίς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το
+θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.</p>
+
+<p>
+Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν. Πάντας είνε
+αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.</p>
+
+<p>Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε
+παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς, μας
+σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν τίποτε.</p>
+
+<p>Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.</p>
+
+<p>Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και ανυπόδητος
+εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις κατορθών να φωνήση·</p>
+
+<p>&nbsp;— Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!</p>
+
+<p>Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των
+γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο υποψήφιος,
+λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον μορφήν τον μικρού
+ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον είδησιν.</p>
+
+<p>Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον
+παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις άλλου
+υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής απαραλλάκτως σκηνής,
+ομοίως επαναλαμβανομένης.</p>
+
+<p>Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!</p>
+
+<p>Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και πληρόνει ο
+υποψήφιος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το
+τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . . </p>
+
+<p>Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων
+εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος
+παρά την θύραν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων.
+Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .</p>
+
+<p>&nbsp;— Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους
+όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής. Οι
+γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται ότι κάπως
+εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος ταχυδρόμος, εις ον
+ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν σιγάρον, σύρει την πενιχράν του
+καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.</p>
+
+<p>Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε εισέρχεται
+βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός επί μιας καθέδρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις
+ακούεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις το τρίτον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι
+κεφαλαί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.</p>
+
+<p>Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος φράσις:
+<span class="sp"> Γαίαν έχοι ελαφράν</span>.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν εκείνην,
+εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.</p>
+
+<p>Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και ράπισμα
+ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί
+εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!</p>
+
+<p>Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να κλαύση, και
+φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.</p>
+
+<p>Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την φλιάν της
+θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.</p>
+
+<p>Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι γραμματείς
+αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον άλλον, λέγοντες πού και
+πού εις τον υποψήφιον· Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας
+σηκώσουν!</p>
+
+<p>Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου οικίαν, ον
+εσήκωσεν ήδη η πόλις.</p>
+
+<p>Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται ησυχωτέρα, οι
+θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν ακούεται, και ο ταλαίπωρος
+Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει
+χάλκινον ύπνον.</p>
+
+<p>Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του ανακλίντρου του,
+τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει το ους προς την οδόν, και δεν
+ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της
+νυκτός.</p>
+
+<p>Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του,
+και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς
+επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις
+την ουράν του.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn4' id='ref4'>4</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις νέοι
+στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του πουγγίου των — και θα
+υπήρχον βεβαίως πολλοί — , ο μάλλον εξ αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν
+πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.</p>
+
+<p>Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του ήρωός μου,
+καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.</p>
+
+<p>Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι του,
+τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού αδελφός του και η
+ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με
+μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει
+μεν, όταν εξέρχεται της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως
+εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της κομμώσεως,
+διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και ατημέλητον, εκ φυσικής και
+ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός.
+Εγείρεται συνήθως αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και
+αποκοιμάται, συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων
+μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των οικείων και
+φίλων.</p>
+
+<p>Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ'
+ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος βιβλιοκαπηλεία
+προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το δεκάλεπτον παντός κέπφου
+διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις
+προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά
+πολλής οικονομίας, αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και
+καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί συνήθως άφθονα
+οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα απετέλει ο μισθός του αδελφού του
+Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον
+εφώτιζε την γοητείαν του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των
+<span class="sp"> Τριών Σωματοφυλάκων</span>, των<span class="sp"> Επτά
+θανασίμων αμαρτημάτων </span>και της<span class="sp"> Μαλβίνας</span>,
+ και ότε τέλος η περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς
+ήρχιζε να αναδίδη καπνόν μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και
+εξηκολούθει εν ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή
+φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την μακαριότητα.
+Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.</p>
+
+<p>Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του
+Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου πνεύματος εις την
+κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού
+φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η
+μεγάλη πλειονοψηφία των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των
+άνευ φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε ακόμη
+άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον την εντός ολίγων
+εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς καφενείοις αναλισκομένων συνήθως
+ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των
+εκδοτικών καταστημάτων τας εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών
+παραδόσεων προς χρήσιν των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος,
+προτρέχων της εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος
+φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα ακροατήρια του
+Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ ψυχαγωγικώτερον της
+ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου,
+και κατηυθύνετο μεν, — ως έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα,
+παρελάμβανε δε, ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου,
+συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού περικαλύμματος, εφ'
+ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα
+φθάνων εις τα βραχώδη τότε προπύλαια του επιστημονικού τεμένους,
+εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος, οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη
+προς τον Λυκαβητόν ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και
+ασφοδέλων, εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός,
+και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της πόλεως και τα
+μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν εκεί ούτω πολλάκις ώραν
+μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί
+εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως
+την κεφαλήν και ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών
+προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του έγραφε διά
+μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα γραφέντα, έβρεχε το άκρον της
+μολυβδίδος εις τα χείλη του, εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε
+πάλιν άλλα, πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα
+γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας των
+στίχων του.</p>
+
+<p>Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτο — ενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο
+ποιητής.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους χρόνους
+εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος ήρχιζε να επανθή ο
+πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά την ίλερην και ανεμοβλογιάν των
+παιδικών ετών, την στιχουργικήν επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας. Αλλ' ήτο
+ευτυχώς ηπίου χαρακτήρος και πάντη ανώδυνος η στιχοπάθεια του τότε καιρού,
+ουδ' ωμοίαζε προς τον κακοήθη πυρετόν της αποκαλυπτικής χρησμολογίας, ήτις
+κατατρύχει ως επί το πολύ τους σημερινούς ποιητικούς ιεροφάντας. Περιωρίζετο
+συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις εξύμνησιν της αργυράς σελήνης
+και της εσπερινής αθώας αύρας, ή και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς
+θρηνωδίας προς φανταστικήν ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις
+επικολυρικόν τι μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.</p>
+
+<p>Οι στιχοπλόκοι νέοι, τρόφιμοι ως επί το πλείστον του Λαμαρτίνου και του
+Ουγκώ, είχον μελαγχολικώς ερωτόβλητον την φαντασίαν· έκαιον δε σχεδόν
+πάντοτε το θυμίαμα της ποιήσεως αυτών επί του βωμού φανταστού τινος
+ερωτικού ειδώλου, εν ελλείψει υπαρκτού, διότι προς πραγματικήν ερωμένην
+σπανίως που ετόλμα να ατενίση η αιδήμων δειλία της τότε άρρενος νεολαίας, ήτις
+δεν είχεν έτι ποτισθή εις τα λιμναία ύδατα της πραγματικής σχολής. Αν δε που
+τολμηροτέρα τις φύσις είχε το θάρρος να αναβλέψη προς την μορφήν ωραίας
+νεάνιδος, το έκτακτον αυτό θάρρος σπανίως ήτο μεμονωμένον. Οι πραγματικοί
+έρωτες εγίνοντο τότε συνήθως εν συνεταιρισμώ, όστις θα φανή μεν βεβαίως
+παράδοξος αν μη και μωρός εις την σημερινήν πρακτικήν γενεάν, ήτο φυσικώτατος
+όμως εις την ιδεολογούσαν και ρωμαντικώς νεφελοβάμονα νεότητα του τότε
+καιρού. Αι αξιώσεις των εραστών εκείνων ήσαν μετριώταται, η δε λατρεία, ην δύο
+και τρεις πολλάκις νεανίαι προσέφερον από κοινού εις τον βωμόν μιας και της
+αυτής θεότητος, απετελείτο συνήθως εκ φλογερών βλεμμάτων και βαθέων
+στεναγμών, και εμακάριζεν εαυτήν, οσάκις ημείβετο δι' ενός αορίστου ή και
+διφορουμένου μειδιάματος. Οι γενναιότεροι έφθανον μέχρις ακροστιχίδος, και οι
+ευτυχέστεροι εταμίευον επί της καρδίας των την έγγραφον απόδειξιν της
+παραλαβής της. Αν δέ τις των εταίρων κατώρθονε ποτέ και να χορεύση μετά του
+ειδώλου της καρδίας του εις μικράν τινα οικογενειακήν ομήγυριν, εξ εκείνων ας
+συνήγε τότε η πρόφασις χορευτικής ασκήσεως περί την κιθάραν του μακαρίτου
+Πολλάτου, η μακαριότης του ευδαίμονος εραστού εκέντριζεν απλώς εις νέους
+ανωδύνους στεναγμούς την ζηλοτυπίαν των συνεραστών αυτού, αλλά δεν είχε και
+τραγικώτερα επακόλουθα. Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα ήρχετο και αυτών η σειρά, και
+εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να φθονηθώσι βραδύτερον.</p>
+
+<p>Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο Μιμίκος.
+Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε καρδία του, πεποίθησιν
+έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους
+συμπλωτήρας και ηρκείτο ερωτοδρομούσα μόνη.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο Μιμίκος προσέφερεν από τριών ήδη μηνών το θυμίαμα της λατρείας του εις
+ξανθήν δεκαεπταετή φίλην της αδελφής αυτού, την καστανόφθαλμον
+Μαριγούλαν, ην είχε γνωρίσει εσπέραν τινά εις φιλικήν οικίαν, όπου επαίζετο
+<span class="sp"> δακτυλιδάκι</span>. Η θέρμη των πληγών, όσας εδέχθησαν οι
+παλάμαι του υπό του
+στρόμβου της γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το
+ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου ευδαιμονίας. Από
+της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου, λησμονήσαντες και αυγερινόν και
+σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον νέον αστέρα της Μαρίας.</p>
+
+<p>Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα
+συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί της
+γνωστής — ως έλεγεν — ερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του φλογός, και της έτι
+γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της. Ο Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου
+εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως
+τον κατ' εξοχήν ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν
+επτόει ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν. Δεν εφαντάζετο καν ο Μιμίκος, ότι η
+έκφρασις των μεγάλων του οφθαλμών και οι καστανοί του βόστρυχοι θα
+εκινδύνευον ποτέ να νικηθώσιν υπό της κοινής μορφής και της εν είδει ψήκτρας
+κουρευμένης κόμης του Τριφίλη. Τον ανησύχει μεν ολίγον — είνε αληθές — η επί
+της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή επίδρασις του γοήτρου πλουσίου
+κληρονόμου, οποίον ήτο αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου
+αντιζήλου του· αλλά τι εσήμαινεν αυτό — διελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίας
+— απέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης δεν ήτο
+ποιητής! Το εγνώριζε δε τούτο ο Μιμίκος, όστις πολλάκις από των ψιχίων της
+στιχουργικής του τραπέζης είχεν ελεήσει δι' ενός τετραστίχου τας κατά καιρούς
+ερωτικάς εξομολογήσεις του φίλου του. Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο
+Γιάγκος, εν ώρα φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις
+τον Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου ερωτικού
+ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή ακροστιχίδα εις το γλυκύ
+όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα,
+και τον ηρώτησε μορφάζων μάλλον ή μειδιών·</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο
+Μιμίκος.</p>
+
+<p>Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος, πριν ή δε
+προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω όπλα,
+διά να με πολεμήσης. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να σε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι! να με πολεμήσης! Δεν γνωρίζεις τάχα, τι συμβαίνει εδώ; και ο
+Μιμίκος έπληξε θεατρικώς το αριστερόν μέρος του στήθους του· ή μη τυχόν
+νομίζεις, ότι θα γείνωμεν συνεργάται; αν το νομίζης, είσαι μωρός! αν δεν το
+νομίζης, και όμως μου ζητείς στίχους, το θράσος σου δεν έχει όρια!</p>
+
+<p>Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν εις ρήξιν,
+ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της πρώτης του έτους
+απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η ώρα είνε ήδη
+δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι
+και αχτένιστος· και οτέ μεν χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ
+δε διατείνει νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν
+του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του νάρκην.</p>
+
+<p>Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά μηχανικώς
+τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου, διακόπτων το λιτόν
+αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων ολίγας λέξεις. Ενίοτε σταματά,
+στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα
+υπολείπονται εις τους μυχούς κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος
+μελαγχολικώς επί της τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον
+καπνόν, και παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας
+κυανάς του έλικας. Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν του καφέ, και
+τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν του εις τους αγκώνας του
+βυθίζεται εις σκέψεις.</p>
+
+<p>Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι ο
+Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα ομοιοκαταληξίαν εις
+τελείωσιν του στίχου του. Αλλ' ο Μιμίκος δεν γράφει στίχους την φοράν αυτήν·
+γράφει απλούστατα πεζήν επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι
+γράφει·</p>
+
+<p><i>Φιλτάτη Μαρία,<br/><br/>
+
+Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος, διότι γνωρίζης
+ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ δε να μου επιτρέψης να
+συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν ενθύμημα . . </i></p>
+
+<p>Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την έσβυσε και την
+αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την έσβυνε δε, όχι διότι δεν του
+ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η
+έκφρασις, αλλά διότι του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου
+ήθελε να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.</p>
+
+<p>Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα εννοήσωσι
+βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόν — κυριολεκτικώς — ποιητήν. Συνησθάνετο,
+ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ' ευκαιρία της πρώτης του έτους εις
+την εκλεκτήν της καρδίας του μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά
+δώρον όμως οιονδήποτε. Πού να το εύρη όμως το δώρον αυτό, και πόθεν και πώς
+να το προμηθευθή; Το χρήμα, και υπ' αυτήν την κοινωτάτην και χυδαιοτάτην της
+δεκάρας μορφήν, ήτο σπάνιος των θυλακίων του ξένος. Τα ολίγα δε χάλκινα
+κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του
+θυλακίου της περισκελίδος του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων
+εις πέντε, δεν ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον
+σακχαρωτών. Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών τον
+ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε ποιητική του
+εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν αποδειχθή στείρα και ενός
+μόνου ταλλήρου.</p>
+
+<p>Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες εφημερίδων,
+συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της πρώτης του έτους, θα
+ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς
+των στιχηράς προσφωνήσεις, και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη
+εις αυτούς επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το πλείστον
+ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα ήτο η εις χρήμα αξία των,
+έστω και εν υποτιμήσσει. Αλλ' ουδείς όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα
+του, ουδ' αυτός ο του περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους
+στιχηρούς ερωτικούς του στεναγμούς. Τας ελπίδας, ας είχε προς στιγμήν
+θεμελιώσει επί του συνήθως ελεήμονος πουγγίου της μητρός αυτού και των
+πενιχρών οικονομιών της αδελφής του, διέλυσαν αλληλοδιαδόχως αναγκαίαι διά
+την πρώτην του έτους οικιακαί προμήθειαι των δύο γυναικών εις δε τον αδελφόν
+του Γιώργιον ουδέ διενοήθη καν να αποταθή, διότι τα καινουργή του υποδήματα,
+τα προ δέκα μόλις ημερών κληρωθέντα εκ του αδελφικού υστερήματος,
+υπεμίμνησκον τον Μιμίκον, σφίγγοντα τους πόδας του, ότι πολύ σφιγκτότερα ήτο
+δεμένον το θυλάκιον του υπουργικού γραμματέως.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ούτως είχε φθάσει εις την παραμονήν της μεγάλης ημέρας άνευ ελπίδος ή
+παρήγορου προσδοκίας οιασδήποτε. Μέγα μέρος της προτεραίας νυκτός είχεν
+αγρυπνήσει, τυραννών τον εγκέφαλον αυτού και προσπαθών να ανακαλύψη που
+εις τα βάθη του σκοτεινού ορίζοντος της αμηχανίας του αμυδράν τινα παρηγορίας
+ακτίνα· αλλά τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ηδυνήθη να επινοήση. Επινοείται το
+χρήμα; Και αυτός δε ο ύπνος, όστις κατέβαλεν επί τέλους την εις μάτην κοπιώσαν
+φαντασίαν του, δεν επράυνε την ανησυχίαν αυτού. Όνειρα πολλά και
+αλλεπάλληλα, μικρά και ασυνάρτητα, οτέ μεν παρεπλάνων την διάνοιάν του εις
+στενάς και αδιεξόδους ατραπούς και εστενοχώρουν αυτόν εις σκοτεινάς γωνίας,
+όθεν μάτην ηγωνίζετο να εξέλθη· οτέ δε τον εγοήτευον σπείροντα προ των ποδών
+του χρυσά νομίσματα, άτινα δεν κατώρθονεν εκείνος να συλλέξη, διότι ησθάνετο
+αίφνης παραλυομένας τας χείρας τον και άλλοτε παρίστανον προ των ομμάτων της
+ψυχής του φαιδρόν και αλαζόνως μειδιώντα τον αντίζηλόν του Τριφίλην,
+προσφέροντα κολοσσιαίαν ανθοδέσμην εις την λατρευτήν του Μαρίαν και
+αμειβόμενον διά του γλυκυτάτου των μειδιαμάτων.</p>
+
+<p>Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο Μιμίκος
+εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο
+επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως
+είδομεν, τον πρωινόν του καφέν. Εν τω μεταξύ δε τούτω έγραφε και τας ημιτελείς
+εκείνας γραμμάς, όσας προ μικρού ανεγνώσαμεν, ελπίζων πάντοτε, ότι η θεία
+πρόνοια, η σιτίζουσα τα πετεινά του ουρανού και εξανατέλλουσα χόρτον τοις
+κτήνεσι, κατά το ρήμα του θεοπνεύστου εβραίου συναδέλφου του, ήθελεν
+ανατείλει και εις αυτόν μέχρις εσπέρας απροσδόκητόν τινα σωτηρίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ετοιμάσω, είπε καθ' εαυτόν, το γράμμα μου, και έως το βράδυ
+έχει ο Θεός. Τι ευχή! Θα ευρεθή κανείς να μου δανείση τρεις τέσσαρας γελοίας
+δραχμάς, όσαι μου χρειάζονται διά να σώσω την υπόληψίν μου. Διότι περί της
+υπολήψεώς μου πρόκειται, δεν είνε ζήτημα. Εξευτελίζομαι, μηδενίζομαι,
+καταστρέφομαι, αν αύριον δεν λάβη δώρον μου η Μαρία. Είτε εις αμέλειαν
+αποδώση την έλλειψιν, είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν
+μειδίαμα διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε
+τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι μεγαλοπρεπές δώρον θα
+της στείλη! . . . Και εγώ . . . </p>
+
+<p>Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου έφθασεν
+εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω,
+αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α!</p>
+
+<p>Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός επιφωνήματος
+απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν, αράν κατά της μοίρας,
+οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.</p>
+
+<p>Απέθεσεν ο Μιμίκος ή μάλλον έρριψε την γραφίδα του παρά το διψαλέον
+αυτού μελανοδοχείον, έσυρεν αποτόμως την δεξιάν του χείρα διά μέσου της
+ακτενίστου κόμης του, έξυσε διά της αριστεράς το κρανίον του, εχασμήθη, και
+προσπαθών να συναθροίση έν τελευταίον σιγάρον εκ των εσχάτων θρυμμάτων του
+καπνού του, ητένισεν απλανώς το βλέμμα επί τους παρά τον τοίχον
+αναπαυομένους τόμους μυθιστορημάτων, οιονεί έμπνευσιν παρ' αυτών
+εκδεχόμενος.</p>
+
+<p>Τι όμως ήτο δυνατόν να του εμπνεύση η εκ πάσης όψεως οικτρά θέα των
+αποτετριμμένων εκείνων και παραλύτων βιβλίων, άτινα είχε ταμιεύσει εκεί ο
+φιλαναγνώστης ποιητής, εις διατριβήν των νυκτερινών αυτού αγρυπνιών; ουδέν
+άλλο ίσως, ή ότι είχε λησμονήσει έως τότε να αποδώση αυτά εις τους φίλους παρ'
+ων τα είχε δανεισθή. Κατά τι δε θα μετέβαλλεν η σιωπηρά αύτη υπόμνησις την
+αμήχανον θέσιν του Μιμίκου;</p>
+
+<p>Αι! τις οίδεν; Ό,τι πολλάκις μάτην επιδιώκει ο μεθοδικώτατος συλλογισμός και
+η βαθυτάτη σκέψις, επιτυγχάνει αίφνης απροσδοκήτως ο αυτόματος και
+ανεπίγνωστος, ανεξήγητος δε πολλάκις ειρμός των εννοιών. Φαίνεται δε, ότι την
+στιγμήν εκείνην η ιδέα, ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος,
+ανήκον εις άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως,
+διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς συνεσταλμένα χείλη του
+διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το ηύρα! εφώνησε μετά πολύ πλειοτέρας χαράς ή ο Αρχιμήδης, ότε
+ανεκάλυπτε τον νόμον της ειδικής βαρύτητος των σωμάτων, και ηγέρθη της έδρας
+του.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ήνοιξε σιγά και μετά περισκέψεως την θύραν του παρακειμένου δωματίου,
+όπου ήτο ο κοιτών της μητρός και της αδελφής του, και ιδών ότι ο θάλαμος ήτο
+κενός, εισήλθεν εις αυτόν αθορύβως. Ότε δε πάλιν εξήλθεν εκείθεν μετ' ολίγα
+λεπτά, εκράτει εις χείρας του ικανώς ογκώδες και κομψώς δεμένον βιβλίον,
+έστρεφε δ' ενίοτε οπίσω το βλέμμα του, ως αν εφοβείτο μη παρηκολούθει αυτόν
+αδιάκριτος οφθαλμός. Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν εις την θύραν
+του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν του δωματίου του, την
+φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον
+σύρτην έσπευσε να κρύψη το βιβλίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το βιβλίον της
+η Ελένη. Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα συλλογίσθη βέβαια και την
+Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το
+μυθιστόρημά της, αλλά . . . τέλος πάντων . . .</p>
+
+<p>Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του.</p>
+
+<p>Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών συνεπειών
+του τολμήματός του. Δεν ανησύχει δε, διότι είχεν ήδη προ πολλού συνηθίσει
+αδελφόν και αδελφήν εις ομοίας εξαφανίσεις βιβλίων των, και ήξευρεν εκ της
+παρελθούσης του πείρας, ότι προεκάλουν μεν αύται φωνάς και θυέλλας και
+κλύδωνας, ων την έκρηξιν υπέμενεν εκείνος καρτερικώς, αλλά ότι ο θόρυβος όλος
+και ο πάταγος διήρκει μίαν ή δύο ημέρας το πολύ, και εκόπαζε τέλος τη
+παρεμβάσει της αγαθής μητρός του, ήτις είχε τυφλήν αδυναμίαν προς τον
+υστερότοκον και μαμμόθρεπτον υιόν αυτής.</p>
+
+<p>Ο Μιμίκος είχε λίαν ευρείας ιδέας οικιακής κοινοκτημοσύνης, και πολλάκις
+είχε προσπαθήσει, δι' επανειλημμένης πρακτικής ασκήσεως των κοινωνιστικών
+του δογμάτων, να οικειώση προς αυτά τους οικείους του. Εφρόνει, ότι το εμόν και
+το σον ήσαν έννοιαι κατ' εξοχήν εγωιστικαί και ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς την
+ιερότητα των οικογενειακών δεσμών και την αυτοθυσίαν ην επιβάλλει η αδελφική
+στοργή. Οσάκις δε της στοργής ταύτης η αυτοθυσία εφαίνετο δυστροπούσα ή
+βραδύνουσα, ανεπλήρονεν εκείνος το έργον της, εκβιάζων την οκνούσαν
+αδελφικήν αυταπάρνησιν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ήρεμος και ατάραχος ανέλαβε την γραφίδα ο ερωτευμένος ποιητής και
+συνεπλήρωσε φαιδρός την επιστολήν του, προσθέσας εις αυτήν τας επομένας
+σειράς:</p>
+
+<p><i>« . . . του οποίου η ανάγνωσις εύχομαι να σας υπενθυμίζει ενίοτε τον
+δωρητήν και </i></p>
+
+<p style="text-align: right;"><i>όλως αφωσιωμένον <br />Δημήτριον</i></p>
+
+<p>Αφού δε και πάλιν ανέγνωσεν εξ αρχής το γράμμα του και ευχαριστήθη —
+φαίνεται — εκ της συντάξεώς του, εξήγαγεν εκ του σύρτου το βιβλίον, ετύλιξεν
+αυτό μετά της επιστολής του εντός λευκού φύλλου χάρτου, το εσφράγισε και
+επέγραψεν όσον καλλιγραφικώς ηδύνατο: «Προς την Κυρίαν (η λέξις Δεσποινίς δεν
+είχεν έτι γείνει του συρμού) Μαρίαν Καλίδου. Ενταύθα.</p>
+
+<p>Μετά τούτο εκτενίσθη και ενεδύθη εν σιωπή, έκρυψε τον τόμον υπό τον
+επενδύτην του και εξήλθεν αθορύβως της οικίας, χωρίς κανείς να τον
+παρατηρήση.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο Μιμίκος δεν εφάνη καθ' όλην την ημέραν εις τον μητρικόν οίκον.
+Εσυλλογίσθη, ότι φρονιμωτέρα θα ήτο η απουσία του, αν τυχόν συνέπιπτε να
+παρατηρηθή και του βιβλίου η απουσία.</p>
+
+<p>Εγνώριζεν εκ του παρελθόντος, πόσον δυσάρεστοι απέβαινον εις αυτόν αι εξ
+ομοίων περιστάσεων προκαλούμενοι πάντοτε ερωτήσεις και ανακρίσεις, και
+επροτίμησε να εκτεθή εις αυτάς όσον το δυνατόν αργότερα.</p>
+
+<p>Αλλ' ήλθε τέλος η εσπέρα, και ο στόμαχός του, όσον ποιητικός και αν ήτο,
+ηναγκάσθη να τραπή την πεζήν οδόν του δείπνου.</p>
+
+<p>Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν οίκαδε,
+κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε παίξει εις μικρόν τι
+καφενείον της Νεαπόλεως.</p>
+
+<p>Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και εκάθισεν
+εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν, ότι ουδεμία ηπείλει την
+κεφαλήν του καταιγίς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάτι άργησες απόψε; ηρώτησεν αδιαφόρως ο αδελφός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Έκαμα ένα μακρυνόν περίπατον, απήντησεν ατάραχος ο ποιητής, ενώ
+βραδέως εξεδίπλονε το χειρόμακτρόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διά να μαζεύσης εντυπώσεις χωρίς άλλο, υπέλαβεν εκείνος,
+ειρωνικώς μειδιών. Να ιδούμεν πότε θ' αρχίσης να μαζεύης και τίποτε
+καλλίτερον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα τώρα και συ! διέκοψεν ηπίως παρεμβαίνουσα η μήτηρ. Θα έλθη
+και αυτό σιγά σιγά.</p>
+
+<p>Ο Μιμίκος δεν εννόει να ταραχθή. Συνησθάνετο πόσην σπουδαιότητα είχε δι'
+αυτόν την στιγμήν εκείνην η οικιακή ειρήνη, και ήρχισε να τρώγη μετά πολλής
+ορέξεως, ότε εισήλθεν η υπηρέτρια και παρέθηκεν εις την τράπεζαν εκ μιας μεν
+χειρός πινάκιον περιέχον τυρόν εξ άλλης δε βιβλίον τυλιγμένον εις κυανούν
+χάρτινον περικάλυμμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα το έφερε ένας άνθρωπος, είπε. </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την
+επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας!</p>
+
+<p>Και ανέγνω ταχέως: Προς τον<span class="sp"> Κ. Δημήτριον Ξυδάκην</span>. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και
+εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της ητοιμάζετο να
+σχίση το κυανούν περικάλυμμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το
+όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε τεμάχιον
+κρέατος.</p>
+
+<p>Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει εις χείρας
+της γυμνήν και ολόσωμον . . . την<span class="sp"> Ματθίλδην</span>!
+αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη! Ποιος της την
+έστειλε οπίσω, πριν την διαβάσω; Α! κ' ένα γράμμα. Για σένα Μιμίκο.</p>
+
+<p>Και έτεινε προς αυτόν την επιστολήν, προσθέτουσα διά ταπεινοτέρας
+φωνής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι νόημα έχει αυτό; Συ της την έστειλες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ωραίον πράγμα! εφώνησεν ο Μιμίκος, γινόμενος κατακόκκινος·
+ωραίον πράγμα, να μου ανοίγης τα πράγματά μου.</p>
+
+<p>Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα ήρπαζεν ιέραξ
+στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της. </p>
+
+<p>&nbsp;— Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να τρώγη
+και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε περιαλγώς τον
+πρόλογον. Ενόμισες! Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε!</p>
+
+<p>Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η εντροπή;</p>
+
+<p>Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν του,
+όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της Μαρίας
+του.</p>
+
+<p>Ιδού δε τι ανέγνωσε·</p>
+
+<p><i>Κύριε Δημήτριε,<br /><br />
+
+Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της<span class="sp"> Ματθίλδης</span>
+συμπεραίνω, ότι η
+κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν
+ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω, και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το
+ηύρατε. Κρατώ δε τας ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας.</i></p>
+<p style='text-align:right;'><i>Μαρία.</i></p>
+
+<p>Ο Μιμίκος είχεν ήδη, πριν ή εγερθή της τραπέζης, εννοήσει το πάθημά του·
+αλλ' η ανάγνωσις των γραμμών αυτών τον απελίθωσε.</p>
+
+<p>Τι συνέβη εντός του, θα ήτο μακρόν να περιγραφή.</p>
+
+<p>Τόσον μόνον σημειούμεν, ότι έκτοτε ούτε στίχοι του πλέον εγράφησαν εις το
+όνομα της Μαρίας, ούτε βιβλία άλλα ανελήφθησαν από της τραπέζης του
+αδελφού ή της αδελφής του.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΑΧΝΟΣ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn5' id='ref5'>5</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Ο Κύριος Περδίκης παίζει μετά της κυρίας του<span class="sp"> σκουπιστήν</span>.</p>
+
+<p>Συνάπτων θυμοσόφως το τερπνόν τω ωφελίμω, προτιμά την εσπέραν μετά το
+δείπνον το παιγνίδιον αυτό παντός άλλου, διότι και ευχαρίστησιν αισθάνεται
+πολλήν, οσάκις σκουπίζει από της τραπέζης τα χαρτία, και γυμνάζεται οπωςδήποτε
+εις το έργον του.</p>
+
+<p>Το έργον του Περδίκη δεν είνε ακριβώς ωρισμένον, ή κάλλιον ειπείν δεν είνε έν
+και μόνον. Ο ήρως ημών έχει πολλάς εργασίας, ιδίως του ποδαριού, ως λέγει
+κοινώς ο λαός, αίτινες πάσαι ένα και μόνον έχουσι σκοπόν, την εις το βαλάντιον
+αυτού μετάγγισιν του ξένου χρήματος. Προς τον σκοπόν δε τούτον ο κ. Περδίκης
+ουδέν περιφρονεί, ουδέ νομίζει ανάξιον εαυτού. Κάμνει εν γένει τον μεσίτην,
+μεσίτην χρεωγράφων, συναλλαγμάτων, οικοπέδων, μισθώσεων, έστω εν ανάγκη
+και υπηρετριών, μαγείρων και θαλαμηπόλων. Αγοράζει ευθηνά και μεταπωλεί
+όσον ακριβώτερα εύρη όπλα παλαιά, αρχαιότητας παντοειδείς, ήτοι αρχαίας και
+νέας, υφάσματα εξ ανατολής και πινάκια εκ Ρόδου, νομίσματα και κειμήλια
+περίεργα. Προστατεύει με το αζημίωτόν του τους ζητούντας θέσιν και εργασίαν
+αργούς, γράφει αναφοράς, απαλλάττει στρατευσίμους, υπερασπίζεται
+καταδικασμένους, προμηθεύει μάρτυρας, επισκέπτεται συχνά την εισαγγελίαν και
+τον οικονομικόν έφορον, και δανείζει τα περισσεύματά του με τόκον αρκετά
+χριστιανικόν, ασφαλιζόμενος δι' ενεχύρων, άτινα αγοράζει εικονικώς υπό τον όρον
+της εξωνήσεως. Πλην τούτων πάντων συνάγει συνήθως το εσπέρας, άπαξ ή δις της
+εβδομάδος, εις την οικίαν του μικρόν όμιλον φίλων και παρέχει εις αυτούς
+ευάρεστον χαρτοπαικτικήν διασκέδασιν, ήτις, κατά παράδοξον της τύχης επιμονήν,
+σπανίως αποβαίνει εις ζημίαν του.</p>
+
+<p>Πριν ή ευρύνη τοσούτον ο Κ. Περδίκης τον κύκλον των εργασιών αυτού, είχεν
+άλλο έργον, όπερ βεβαίως δεν έχει την περιέργειαν να μάθη ο αναγνώστης. Αν
+τυχόν την έχη, ας υποθέση ό,τι θέλει, το πράγμα είνε εντελώς αδιάφορον. Αρκεί
+μόνον να γνωρίση, πλην των ανωτέρω, και σημειούμεν τούτο εν ολίγοις, ότι
+σήμερον τουτέστιν εν έτει 1883 ο κ. Περδίκης έχει οίκον ίδιον, μ' εξώστην επί της
+λεωφόρου και με φατνώματα περίχρυσα· ότι έχει υπηρέτην με λαιμοδέτην λευκόν,
+ίνα ανοίγη ευπροσώπως την θύραν της οικίας του, και κομψόν δίφρον, δι' ου
+αυτός μεν επισκέπτεται τους πελάτας του προ μεσημβρίας, η δε κυρία του
+εξέρχεται μετά μεσημβρίαν εις περίπατον· ότι η σύμβιος και η θυγάτηρ του ξανθή
+δικαεξαέτις κόρη πλήρης ποιήσεως και μυθιστορίας, ενδύονται παρά τη Λιζιέ και
+ότι ο υιός του, αφού γενναίως και καρτερικώς αντέστη εις όλην την παιδαγωγικήν
+σοφίαν των καθηγητών αυτού και διδασκάλων, επροτίμησε τέλος να κύψη υπό το
+κράτος ετερογενών παιδαγωγών, των εκ Γαλλίας αφθόνως εισκομιζομένων εις
+ανατροφήν των ελληνοπαίδων, και περιφέρων χάριν αυτών εις την οδόν Σταδίου
+τας στενάς και κοντάς αυτού περισκελίδας και τα μυτερά του σανδάλια έχει
+λόγους, λέγει, να υποθέτη, ότι μία εξ αυτών δεν είναι τοσούτον αναίσθητος προς
+την ελληνογαλλικήν του φρασεολογίαν, όσον διατείνονται φθονεροί τινες
+ομήλικες, πολύ ευρυτέρας έχοντες τας αναξυρίδας των και ολιγώτερον μυτερά τα
+πέδιλά των.</p>
+
+<p>Δεν θα ήτο ίσως περιττόν να σημειωθή επί τέλους, προς συμπλήρωσιν των
+ειδήσεων, όσας δυνάμεθα να δώσωμεν περί του ημετέρου ήρωος, ότι ο Κ
+Περδίκης από μακρού ήδη τρέφει δύο διαπύρους πόθους εν τη καρδία του· να
+γείνη ιππότης του Σωτήρος, και να διορισθή πρόξενος ξένου τινός κράτους εν
+Αθήναις, έστω τούτο και δημοκρατία τις της μεσημβρινής Αμερικής. Την
+εκπλήρωσιν του πρώτου πόθου υπεσχέθη και εξακολουθεί να υπόσχεται φίλος του
+τις βουλευτής, ανανεών συνήθως παρ' αυτώ μικρά τινα συναλλάγματα. Η δευτέρα
+του επιθυμία είνε όνειρόν του ακόμη, αγνοεί δε ο Περδίκης πότε θα
+πραγματοποιηθή εις τελείωσιν της επιγείου ευδαιμονίας του.</p>
+
+<p>Ο Κ. Περδίκης λοιπόν, Ιωάννης το όνομα, ή Γιάγκος, ως αποκαλεί αυτόν η
+σύζυγός του, οσάκις του παρουσιάζει λογαριασμούς προς πληρωμήν, παίζει, ως
+προείπομεν,<span class="sp"> σκουπιστήν </span> μετά της κυρίας του.</p>
+
+<p>Η κυρία του είνε γυνή τεσσαράκοντα περίπου ετών, οστεώδης, λιπόσαρκος και
+πλήρης γωνιών, οξείαν έχουσα την ρίνα, προέχοντα τον πώγωνα, στικτούς τους
+οφθαλμούς και ελαφρώς μυστακιών το άνω χείλος. Θυγάτηρ αγαθού αγρότου,
+ήντλει μικρά έτι από του φρέατος της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και
+πολλάκις μετεφέρετο από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να
+τον παρακολουθή γυμνόπους. Νυμφευθείσα πτωχή και άπροικος τον Περδίκην,
+ελλείψει άλλου κρείττονος γαμβρού, και μετά σπουδαίαν χειροτονίαν του
+βρακοφόρου πατρός της, όστις ουδεμίαν, έλεγεν, είχεν όρεξιν να την βάλη εις το
+ράφι, ευρέθη αίφνης μετά τινα έτη πλουσία σύζυγος κ' έτι πλουσιωτέρα
+κληρονόμος, ότε ο πατήρ της, ανακαλύψας ημέραν τινά εν τω μυχώ παλαιού
+κιβωτίου κίτρινά τινα και σκωληκόβρωτα χαρτιά, κατέλαβε δυνάμει αυτών
+μεγάλην γαιών περιοχήν περί τας Αθήνας, και απεδείχθη αίφνης μεγαλοκτηματίας.
+Είνε αληθές όμως, και πρέπει τούτο να σημειωθή προς τιμήν του ήρωος ημών, ότι
+ο γαμβρός αυτού μεγάλως τον εβοήθησε κατά τε την ανακάλυψιν των κιτρίνων
+χαρτίων και την ανεύρεσιν των γαιών.</p>
+
+<p>Ούτω δε εντός δεκαετίας μόλις από του γάμου του Περδίκη εντελής και γενική
+μεταμόρφωσις επήλθε βαθμηδόν εν τω οίκω του, πάσαι δε της οικογενείας αυτού
+αι κάμπαι προέκυψαν ημέραν τινά του βόμβυκος αυτών περικαλλείς χρυσαλλίδες.
+Και ο οίκος αυτός μετεμορφώθη, και η κυρία μετέβαλεν ομιλίαν και ράπτριαν, και
+ο κύριος ήλλαξεν έργον και άλυσιν του ωρολογίου του. Ουδείς βλέπων την κυρίαν
+Περδίκη ηδύνατο να ενθυμηθή την ηλιοκαή και ακτένιστον παιδίσκην, ήτις
+εσάρονέ ποτε τον σταύλον του πατρός της, ούτε συνομιλών μετά του συζύγου της
+ηδύνατο να υποπτεύση ομοιότητά τινα μεταξύ της φωνής του και της φωνής του
+παραγγέλλοντος ένα βαρύν και γλυκύν ρυπαρού υπηρέτου μικρού καφενείου της
+Πλάκας.</p>
+
+<p>Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου 1883
+έπαιζε<span class="sp"> σκουπιστήν </span>εν τω οίκω του Κ. Περδίκη.<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p>&nbsp;— Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων δι'
+ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις
+χαρτί.</p>
+
+<p>Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω τι
+του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ
+τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον Ταβουλάρη.</p>
+
+<p>Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ
+ηθικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ανοησίαις! ηθικόν! τόσος καλός κόσμος που πηγαίνει . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, δεν σου λέγω, αλλά τι τα θέλεις! θα είχα καλλίτερα να μην
+επήγαινεν η Ασπασία τόσον συχνά. Εγώ μίαν φοράν επήγα όλην όλην, και αυτήν
+διά το χατήρι σου, και εντράπηκα, σε βεβαιόνω. Έπειτα είνε και το έξοδο! το
+Φάληρον τώρα ακρίβηνε. Κάθε φοράν που πηγαίνουν κάτω τα παιδιά, θα θέλουν
+είκοσι φράγκα το ελάχιστον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, καλά τώρα! Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν και
+λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου πηγαίνουν
+περίφημα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε λόγος
+αυτός να τα σκορπούμε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν
+μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την κοινωνίαν. Αλήθεια . . .
+δεν ηξεύρεις δα! Η κυρία Μιχάκη μ' απάντησε προχθές κ' έκαμε πως δεν μ'
+εγνώρισε. Παλαιαί συμμαθήτριαι γειτόνισσαις τόσα χρόνια, τώρα που
+πανδρεύθηκε δεν ειξεύρω τι της εφάνη! Επειδή τάχα επήρε ένα λοχαγό και
+πηγαίνει εις το παλάτι, ψήλωσ' η μύτη της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησ' την να ψηλώση. Η σακκούλα της να ιδούμε τι έχει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα έλα δα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πού την απάντησες την Κυρίαν Μιχάκη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις της Λιζιέ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάλιν εις της Λιζιέ ήσουν; ποιος ξεύρει τι λογαριασμοί με
+περιμένουν! υπολαμβάνει ο Ιωάννης, στενάζων εκ των εγκάτων αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ου! καϋμένε Γιάγκο! να σε ακούση κανείς, θα ειπή πως σ' επτώχυνα·
+τι λογαριασμοί; Δύο μήνας έχω τώρα που σε παρακαλώ διά τον παληό της
+λογαριασμό από χίλια πεντακόσια φράγκα, και ακόμη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Θαλθή και αυτουνού η ώρα του, διακόπτει ο Περδίκης, και μη
+στενοχωρηέσαι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και αφίνων αίφνης
+τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν τινα σκέψιν</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας! Με
+παρεκάλεσε τόσον πολύ . . . . απαντά δειλώς, μ' όλον αυτής τον μύστακα, η Κυρία
+Πηνελόπη· προσθέτει δε αμέσως, βλέπουσα δυσαρέστως μορφάζον το πρόσωπον
+του συζύγου της· </p>
+
+<p>&nbsp;— Της εκράτησα από τον μισθόν της τα τρία φράγκα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν έπρεπε να της την δώσης· ας ήνε. Αυτό είνε τύχη, και την τύχην
+του κανείς δεν την πουλεί, ούτε την χαρίζει.</p>
+
+<p>Διενοήθη επί στιγμήν ο Ιωάννης να ερωτήση τον αριθμόν του γραμματίου,
+όπερ είχε παραχωρήση εις την μαγείρισσάν του. Αλλ' ο διαλογισμός του αυτός
+υπήρξε στιγμιαίος και στιγμιαίως εξηφανίσθη. Μόλις διανοηθείς αυτόν,
+ανελογίσθη συνάμα, ότι καλλίτερον ήτο να μη τον εκστομίση, και εσίγησε
+περίφροντις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι συλλογίζεσαι; ερωτά η Κ. Πηνελόπη. Κάτι σκεπτικός έγεινες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το
+ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με περιμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τέτοιαν ώραν θα βγης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς
+λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν
+έλθης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το ξεύρω, χρυσό μου, το ξεύρω, λέγει καθησυχάζων την
+τρυφερότητα της συζύγου του και μορφάζων μάλλον ή μειδιών ο Γιάγκος.</p>
+
+<p>Και εξέρχεται εις την οδόν.</p>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη, μείνασα μόνη, απλόνει τα χαρτιά επί της τραπέζης και
+ρίπτει την πασιέντσαν του Ναπολέοντος, διά να ίδη αν θα κερδήση εις το λαχείον.
+Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν
+της πάσαν δυνατήν και θεμιτήν καλπονόθευσιν.</p>
+
+<p>Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η θύρα
+σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος, υιός και θυγάτηρ του
+Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού θεάτρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό 'ς τα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη, διακόπτουσα
+επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε; ήτον κόσμος πολύς; πώς
+επήγεν η παράστασις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην μητρικήν
+ερώτησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν, καταπίπτων επί
+μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου του ιδρώτα δι' ευώδους
+μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας
+ερωτήσεις της μητρός αυτής.</p>
+
+<p>Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη την
+υπόθεσιν της Μascotte.<br /></p>
+
+<h4>Γ'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Περδίκης εξήλθε του οίκου, αλλά δεν κατηθύνθη εις του φίλου του Ξανθάκη,
+ως είπεν εκ του προχείρου προφασιζόμενος εις την σύζυγόν του.</p>
+
+<p>Ανήλθεν αλλόφρων και βραδυπατών την οδόν Σταδίου, διέδραμε την πλατείαν
+του Συντάγματος, κ' ευρέθη μετ' ολίγον υπό την δενδροστοιχίαν του κήπου των
+Ανακτόρων, κατευθύνων το βήμα του προς τα Άντρα.</p>
+
+<p>Ο Ιωάννης είνε πολύ σκεπτικός, και ιδέα τις επίμονος φαίνεται τυραννούσα την
+διάνοιαν αυτού.</p>
+
+<p>Είχε, και αυτός δεν ειξεύρει πώς, περίεργον και ανεξήγητον προαίσθημα.
+Φρονεί αδιασείστως, ότι θα κερδήση αύριον τον πρώτον λαχνόν κατά την
+κλήρωσιν των λαχειοφόρων ομολογιών του δανείου της Τραπέζης. Αλλά, την
+μακαριότητα του ωραίου αυτού προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού
+τω ανεκοίνωσεν η σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας
+εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του.</p>
+
+<p>Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός; </p>
+
+<p>Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν είνε άραγε τρόπος; διανοείται ο Περδίκης, και γίνεται αυτός μεν
+σκεπτικώτερος, το δε βήμα του βραδύτερον.</p>
+
+<p>Περικάμπτει ούτω το αγγλικόν νεκροταφείον, φθάνει εις το απέναντι αυτού
+μικρόν καφενείον, και βλέπων, ότι τα τραπέζιά του είνε εντελώς έρημα, κάθηται
+αυτομάτως εις έν εξ αυτών.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης τρελαίνεται διά ναργιλέν· αλλ' ουδέ καν συλλογίζεται να τον
+διατάξη. Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την αριστεράν του χείρα εις το
+μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και του παραμέσου τους κροτάφους τον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος νυσταλέος
+υπηρέτης.</p>
+
+<p>Αλλά μη λαμβάνων απάντησιν, ερμηνεύει ως αποδοχήν εν των αλλεπαλλήλων
+Χμ! δι' ων ο Περδίκης συνοδεύει την επίμονον τριβήν των κροτάφων τον, και φέρει
+μετ' ολίγον τον ναργιλέν, ροφών μεν καθ' οδόν από του επιστομίου του, ίνα δήθεν
+διατηρήση αυτόν ανημμένον, σπογγίζων δε κατόπιν αυτό διά της ρυπαράς του
+παλάμης.</p>
+
+<p>Ο Γιάγκος λαμβάνει αυτομάτως την σύριγγα, την φέρει ανεπιγνώστως εις τα
+χείλη του και ροφά μηχανικώς επί τινα δευτερόλεπτα. Αλλ' αίφνης εγείρεται, χωρίς
+καν να συλλογισθή να πληρώση την δεκάραν του, και αναχωρεί κατευθυνόμενος
+προς την πόλιν.</p>
+
+<p>Η μορφή του είνε πάντη αλλοία· το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη. Αι χείρες του
+αναπάλλονται δεξιόθεν και αριστερόθεν ως εκκρεμή ωρολογίου, και το βήμα του
+έγεινεν ελαφρόν και υπόπτερον βήμα σεισοπυγίδος. Προδήλως μετεβλήθησαν και
+οι διαλογισμοί του. Ευρέθη, φαίνεται, ο τρόπος εκείνος . . ., και η φαντασία του
+Περδίκη αρμενίζει τώρα πλησίστιος και φαιδρά διά του απείρου πόντου των
+σχεδίων, ων αναπλάττει δυνατήν και προσεχή την πραγματοποίησιν διά του
+αναποφεύκτου κέρδους των εκατόν χιλιάδων.</p>
+
+<p>Ο νους του μεθίπταται ακάματος από ιδέας εις ιδέαν και από επιχειρήσεως εις
+επιχείρησιν. Αγνοεί τι να εκλέξη και πού να σταματήση. Πόσα πράγματα δύναταί
+τις να κάμη με εκατόν χιλιάδας μετρητού χρήματος, ακόπως αποκτηθείσας και
+αμέσως διαθεσίμους! Ο Περδίκης, φαίνεται, θέλει να τα κάμη όλα διά μιας, διότι
+τα διάφορα σχέδιά του σωρεύονται αλλεπάλληλα εν τη διανοία του, και μάτην
+προσπαθεί να τα τακτοποιήση.</p>
+
+<p>Συλλογίζεται εν πρώτοις να αναπτύξη έτι μάλλον τας εργασίας του, να αυξήση
+ιδίως τα επί ενεχύρω δάνειά του, και να συστήση συγχρόνως, υπό πιστόν τινα
+διευθυντήν, ειδικόν κατάστημα πωλήσεως των εις την κυριότητά του
+περιερχομένων ούτω τιμαλφών. Αλλ' αυτό θα ηδύνατο να το κάμη και άλλως,
+χωρίς τας εκατόν.</p>
+
+<p>Διανοείται μετά μικρόν να συστήση εφημερίδα καθημερινήν,
+οικονομικοπολιτικήν, ή κάλλιον πολιτικοσατυρικήν, με πολλά ποικίλα, την οποίαν
+να εκτιμά και να φοβήται, ή κάλλιον να φοβήται μάλλον παρά να εκτιμά ο κόσμος,
+και της οποίας να περιποιήται κατ' ανάγκην τον διευθυντήν. Είνε αληθές ότι δεν
+γνωρίζει πολλά γράμματα — περί τούτου δεν πλανάται ο Περδίκης, — αλλά τι
+σημαίνει αυτό; Είνε ανάγκη να ηξεύρη τις πολλά γράμματα διά να διευθύνη
+εφημερίδα;. Αυτός θα λέγη, και άλλος θα γράφη. Έπειτα, ο Τηλέμαχος; Αυτός
+εξεύρει γράμματα περισσότερα παρ' όσα χρειάζονται. Θα ήνε ο γραμματεύς της
+συντάξεως, και θα γράφη συγχρόνως και τα θεατρικά, εις τα οποία είνε πολύ
+δυνατός. Αλλά θα κερδίζη η εφημερίς; θ' απαντά τουλάχιστον τα έξοδά της; Περί
+τούτου έχει μερικάς αμφιβολίας ο Περδίκης.</p>
+
+<p>Εν μέσω δε των αμφιβολιών τον αναθρώσκει άλλη ιδέα εις τον εγκέφαλόν
+αυτού να γίνη βουλευτής. Νομίζει, αν δεν τον απατά μνήμη και η οικογενειακή
+παράδοσις, ότι συγγενής της μητρός του κατήγετο εκ Θεσσαλίας. Εκεί, λέγει καθ'
+εαυτόν, είνε κάπως ευκολωτέρα η επιτυχία.</p>
+
+<p>Οι άνθρωποι εκεί δεν εγυμνάσθησαν ακόμη αρκετά εις την διαχείρισιν του
+σφαιριδίου, και επιτυχής τις συνδυασμός . . . Εννοείται, ότι του συνδυασμού θα
+καταβάλη αυτός τας εκλογικάς δαπάνας. Η θυσία αύτη του φαίνεται πολύ
+εύλογος. Έπειτα, αφού γίνη βουλευτής, αι! τα παρακάτω έρχονται μόνα των.
+Φωνήν, δόξα τω Θεώ, έχει αρκετήν· πόδας έχει διά τας κλίμακας των υπουργείων
+έχει δε και γρόνθους εν ανάγκη στιβαρούς διά τας ταραχώδεις βουλευτικάς
+συζητήσεις.</p>
+
+<p>Περί το τελευταίον τούτο σχέδιον, εις ό ευαρεστότερον παραμένει
+αναπτερωθείσα φαντασία του Ιωάννου, ανακλαδούνται πολλαί άλλαι ιδέαι
+δευτερεύουσαι: προσφοραί τινες εις αγαθοεργά καταστήματα — όχι πολύ μεγάλαι
+βέβαια, αλλ' αρκεταί ως τι να λαλήση περί αυτών ο τύπος· γεύματά τινα εις
+μερικούς φίλους ολίγα δώρα κατάλληλα εις πρόσωπα επιρροής και κοινωνικής
+σημασίας· και είς ή δύο χοροί τον χειμώνα — με ορχήστραν, εννοείται, και με
+δείπνον — κατά τους οποίους, τις οίδε, ημπορεί τέλος να τοποθετηθή και η
+Ασπασία του.</p>
+
+<p>Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη, και ο
+Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης τον ιδρώτα του
+μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται.</p>
+
+<p>Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του οίκου
+του. Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το κλειδίον του, και
+ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί της καθέδρας της, και
+αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του βραχίονός της, εν μέσω σωρείας
+παιγνιοχάρτων.<br /></p>
+
+<h4>Δ'.<br /></h4>
+
+<p>Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της οικίας
+του.</p>
+
+<p>Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος. Εκάθητο και ηγείρετο άνευ
+λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του ερυθρού στυπποχάρτου
+όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει πολλάκις ασυνάρτητα και
+ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το ωρολόγιόν του.</p>
+
+<p>Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του, και
+αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν νεανίσκον, όστις έγραφε
+κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν
+έργον γραμματέως συνάμα και υπηρέτου, τον ηρώτησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και
+ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του. Τι θέλετε; να
+μάθετε τι ώρα είνε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά
+πίσω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . . </p>
+
+<p>Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης, χαίρων ότι
+τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω, διαβαίνει ασκεπής την οδόν,
+εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον, λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις
+τους παρακαθημένους γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ'
+επιστρέφει εις το γραφείον λέγων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννηάμισυ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης ανοίγει τον σύρτην της τραπέζης του, λαμβάνει γραμμάτια τίνα
+λαχείων απωτεθειμένα εις τους μυχούς αυτού, τα μετρεί, γράφει τους αριθμούς
+των επί μίας σελίδος του σημειωματαρείου του, κάτωθεν άλλων ομοίων αριθμών,
+και λαμβάνων βιαίως τον πιλόν του εξέρχεται του γραφείου και κατευθύνεται
+προς την Εθνικήν Τράπεζαν.</p>
+
+<p>Δεν είναι δέκα η ώρα, αλλ' ο Περδίκης αδιαφορεί. Εισέρχεται εις την αίθουσαν,
+όπου πρόκειται να γείνη η κλήρωσις, κ' εκπλήτεται ότι δεν είνε ο πρώτος. Πολλοί
+άλλοι γνώριμοι και ομότεχνοι τον προέλαβον. Παρατηρεί τας ανησύχους αυτών
+μορφάς, και μειδιά παράδοξον οίκτου μειδίαμα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλοι αυτοί θαρρούν πως θα κερδήσουν, λέγει καθ' εαυτόν. Πλησιάζει
+δε εις το ορφανόν κοράσιον, όπερ εκλήθη να εξαγάγη τους λαχνούς από της
+κληρωτίδος, θωπεύει πατρικώς την παρειάν αυτού και λίγο ευθύμως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σε ιδώ κορίτσι μου! Να δώση ο Θεός να είσαι τυχηρή, και την
+προίκα σου εγώ θα σου την κάμω.</p>
+
+<p>Τέλος τι να βραδύνωμεν; Ο πρώτος αριθμός εξάγεται της κάλπης και
+κηρύσσεται μεγαλοφώνως εις επήκοον των παρισταμένων. Ο Ιωάννης διατρέχει
+διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον αριθμόν εκείνον τον
+μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων του σημειωματαρίου του.</p>
+
+<p>Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα ανέβη διά μιας
+εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς
+σφύζουσα βιαίως και οιονεί σφυρηλατούσα το στήθος του. Οι οφθαλμοί του
+εθαμβώθησαν, ιλιγγίασεν, εζαλίσθη, και του εφάνη αίφνης ότι τα ψηφία του
+αριθμού του εμεγάλωσαν, εξετάθησαν, και εκάλυψαν τέλος όλην την σελίδα του
+καταλόγου του. Έπειτα εξηκολούθησαν ακόμη να διαστέλλωνται, απεσπάσθησαν
+του χάρτου, έγειναν κολοσσοί, και ήρχισαν περιπατούντα εντός της αιθούσης,
+περιστοιχίζοντα αυτόν και μορφάζοντα παραδόξως.</p>
+
+<p>Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα διήρκεσεν. Ο
+Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και μονοσύλλαβον·</p>
+
+<p>&nbsp;— Α!</p>
+
+<p>Και εξήλθε της αιθούσης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δικός σας είνε ο πρώτος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σας συγχαίρομεν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Και εις άλλα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Σταθήτε δα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.</p>
+
+<p>Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ τινες
+των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας. Αλλ' εκείνος εξήλθεν
+ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον
+αμαξηλάτην·</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ το σπίτι! γρήγορα!</p>
+
+<p>Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος. Το θάμβος
+των οφθαλμών του διελύθη· ο αριθμός εκείνος, ο φανταστικάς έχων τας
+διαστάσεις και προ μικρού έτι χορεύων τον κόρδακα προ των οφθαλμών του,
+επανέλαβεν ήσυχος την προτέραν αυτού θέσιν επί του σημειωματάριου του, και
+το σημειωματάριον ετέθη πάλιν εις το θυλάκιόν του. Η διάνοια του Περδίκη ήρχισε
+σκεπτομένη ωριμώτερον και ψυχρότερον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της γυναικός
+μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον να ήνε . . .</p>
+
+<p>Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν
+μέση τη οδώ. Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών εις την
+οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς τινος υπηρετικής
+θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας αναβάθρας εις το δωμάτιον της
+υπηρετρίας του, και χωρεί ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ
+κατέχει μίαν αυτού γωνίαν.</p>
+
+<p>Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε. Είνε ελεύθερος να κάμη ό,τι
+θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την χείρα του προς το κιβώτιον και
+πάλιν την αποσύρει· στρέφει έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του
+φαίνεται ότι κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και ο
+Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα. Δράττει τότε
+αποφασιστικώς το κάλυμμα του κιβωτίου και προσπαθεί να το ανοίξη, αλλά το
+κιβώτιον είνε κλειστόν. Εντείνει τας δυνάμεις του, ίν' αποσπάση το κάλυμμά του,
+αλλ' αι χείρες του τρέμουσι κάπως, και το κιβώτιον ανθίσταται. Εξάγει τότε τον
+ορμαθόν των κλειδίων του, κύπτει προς το κλείθρον και εισάγει έν εξ αυτών εις
+την οπήν τον.</p>
+
+<p>Το κιβώτιον ανοίγεται, και ο Ιωάννης ανακυνά πυρετωδώς το περιεχόμενον. Εις
+τον έσχατον αυτού μυχόν ευρίσκει τέλος ό,τι εζήτει· τον πολύτιμον κλήρον,
+συνεπτυγμένον εις σχήμα μικροσκοπικόν και τυλιγμένον εντός άλλου χαρτίου. Τον
+ανοίγει, . . . και βλέπει ακτινοβολούντα προ των ομμάτων του τον μαγικόν εκείνον
+αριθμόν, ούτινος αρχίζουν πάλιν τα ψηφία να μεγεθύνωνται εις γίγαντας και να
+χορεύουν πυρρίχην εντός του μικρού δωματίου. Αλλ' ο Περδίκης δεν λησμονεί, ότι
+δεν έχει καιρόν διαθέσιμον εις ακαίρους φαντασμηγορίας, και η ισχυρά του
+θέλησις επαναφέρει ταχέως την ηρεμίαν εις το πνεύμα του. Εξάγει εκ του
+θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το άλλο, και το
+τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος τακτοποιεί επιμελώς το
+περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά. Είτα το κλειδόνει πάλιν ως καλός οικοκύρης,
+καταβαίνει εις την οδόν όθεν ήλθε, και εισέρχεται εις την οικίαν του διά της
+αυλείου θύρας, αφού θορυβωδώς εσήμανε τον κώδωνα, και δρομαίως προσήλθε
+να του ανοίξη ο υπηρέτης του με τον λευκόν λαιμοδέτην.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης είνε εντελώς ατάραχος· τα γόνατά του μόνον τρέμουν ολίγον.<br /></p>
+
+<h4>Ε'.<br /></h4>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ Γιάγκο, αλήθεια; </p>
+
+<p>&nbsp;— Κερδήσαμε, παπάκη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το
+Παρίσι.</p>
+
+<p>Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις, υποδέχονται τον
+Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η σύζυγος και τα τέκνα του
+ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.</p>
+
+<p>Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία την
+επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το σιγάρον του, εγείρονται δε
+και οι τρεις και κυκλούσι τον Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός,
+η δε από του επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού
+ονόματος και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η
+σύζυγος του μεσίτου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος,
+προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το ιστορικόν
+γεγονός, χάρις εις τας<span class="sp"> απαντήσεις άνευ ερωτήσεων της «Εβδομάδος»
+</span>.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το
+κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς, διά να μην
+έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το
+έμαθε και ο Δημήτρης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοι 'ς το χρηματιστήριον το
+ξεύρουν,</p>
+
+<p>&nbsp;— Και ποιος αριθμός εκέρδησε, παπάκη, ερωτά η δεσποινίς Ασπασία·
+μήπως είνε ο δικός μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κόρη μου είνε ο αριθμός που . . . Και παρ' ολίγον ωλίσθαινεν εις
+το βάραθρον η γλώσσα του Περδίκη. Αλλ' ο ευφυής Έλλην εκλονίσθη μόνον, χωρίς
+να πέση, και διορθών αμέσως την φράσιν του εξηκολούθησεν ατάραχος·</p>
+
+<p>&nbsp;— Από τους αριθμούς που είχα φυλάξει εις το γραφείον. </p>
+
+<p>&nbsp;— Επήρες την ομολογίαν, πατέρα; </p>
+
+<p>&nbsp;— Θα βγω ύστερα να πάγω να την πάρω. Έχω καιρόν ως το βράδυ</p>
+
+<p>Δεν διατρίβομεν εις λεπτομερή περιγραφήν της αγαλλιάσεως, ήτις νέμεται τον
+οίκον Περδίκη. Δεν αναφέρομεν τα πολυποίκιλα σχέδια, άτινα φύονται εις
+εκάστου την κεφαλήν, ουδέ τας μικράς και μεγάλας απαιτήσεις άτινες επιπίπτουσι
+διά μιας και ως εξ ενέδρας κατά των εκατόν χιλιάδων, ουδέ των υπηρετών τα
+συγχαρητήρια, οίτινες εισορμώσι μετά μικρόν εις την αίθουσαν, άλλος από του
+μαγειρείου και άλλος από του υπερώου. Ο αναγνώστης μαντεύει πάντα ταύτα
+ευκόλως, υποθέτομεν· αν δε δυσκολεύεται εις τούτο, ας φαντασθή προς στιγμήν,
+ότι αυτός εκέρδησε τον πρώτον λαχνόν, και τα φαντάζεται αμέσως.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης, σοβαρός το φαινόμενον και ατάραχος, αποδέχεται τας περί αυτόν
+εκδηλώσεις μετ' ηρεμίας επικής, αρκείται δε μόνον πραΰνων τον γενικόν
+αναβρασμόν διά προσηνών τινων μειδιαμάτων και ολίγων γενικών και συντόμων
+φράσεων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! Θα ιδούμεν! Μη τρέχετε· υπομονή!</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω
+δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το τραπεζάκι τα
+έβαλα.</p>
+
+<p>Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και απέρχεται κατόπιν
+εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού προηγουμένως εσφράγισε διά
+τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του
+πατρός της·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως δεν σ'
+αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω.</p>
+
+<p>Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον, ενώ η μήτηρ
+του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Μην αργήσης εις το γεύμα!</p>
+
+<p>Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός
+θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς·</p>
+
+<p>&nbsp;— «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί προς
+εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης υπογραφής. Ποία είνε
+αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος προς την σύζυγόν
+του· δεν την βάζει ο νους μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ευλαλία; απαντά εκείνη. Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη· χήρα
+η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς.</p>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την ανακάλυψιν
+των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου γράφει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα θα ιδούμεν.</p>
+
+<p>Και ο Περδίκης αναγινώσκει·</p>
+
+<p>&nbsp;— <i>Αγαπητέ μου εξάδελφε<br /><br />
+
+Ο Γεωργάκης μου είπε την καλήν σας τύχην, και σας συγχαίρομαι με όλην μου
+την καρδίαν. Εχάρηκα σαν να ήμην εγώ. Σου εύχομαι του Αβραάμ και του Ισαάκ τα
+καλά, και σε παρακαλώ να ενθυμηθείς εις αυτήν την περίστασιν και την πτωχήν
+την εξαδέλφην σου. Έρχεται χειμώνας και ο καϋμένος ο Γεωργάκης μου δεν έχει
+δεύτερον φόρεμα. Ο Θεός να σου τα πληθαίνη, εξάδελφέ μου. Χαιρετίσματα εις
+την εξαδέλφην.</i></p>
+
+<p style='text-align:right;'><i>η εξαδέλφη σου
+Ευλαλία.</i></p>
+
+<p>&nbsp;— Να της στείλωμε της καϋμένης κάτι τι, λέγει συγκινημένος ο Ιωάννης,
+συγγενής μας είνε</p>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη, πολύ ολιγώτερον συγκεκινημένη, ήνοιγε τα χείλη προς
+συζήτησιν των φιλανθρώπων διαθέσεων του συζύγου της, ότε από της αυλής της
+οικίας εκρήγνυται αίφνης παράφωνος αρμονία προχείρου οργανικής μουσικής,
+αποτελουμένης εξ ενός κλαρινέτου, μιας κιθάρας και μιας σάλπιγγος, και
+μελπούσης άρρυθμόν τινα και προκατακλυσμιαίαν πόλκαν, εις πανηγυρισμόν της
+μεγάλης ημέρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην η
+κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους!</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί
+άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον υπηρέτην, δος τους
+τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφέντη, και εις άλλα! ακούεται μετά μικρόν έξωθεν τριπλή και
+ομόφωνος ευχή, πολύ αρμονικωτέρα της προτέρας μουσικής συμφωνίας.</p>
+
+<p>Οι μουσικοί απέρχονται, και ο Περδίκης αναγινώσκει την δευτέραν
+επιστολήν·</p>
+
+<p><i>Αξιότιμε κύριε!<br /><br />
+
+Επεκρότησα πάντοτε εις την προόδόν σας, και χαίρω, ότι πρώτος ίσως πάντων
+σπεύδω να σας εκφράσω τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου διά την σημερινήν
+εύνοιαν της τύχης. Επί τη ευκαιρία δε ταύτη συγχορήσατέ με να σας ενοχλήοω με
+μικράν τινα παράκλησιν. Έχω ανάγκην μικρού δανείου τριών χιλιάδων δραχμών,
+διά να ετοιμάσω τα ενδύματα της θυγατρός μου, την οποίαν νυμφεύω μετά ένα
+μήνα. Δεν έχω άλλην ασφάλειαν εκτός της υπογραφής μου. Υποθέτω δε, ότι σεις ο
+οποίος τόσον με γνωρίζετε, γνωρίζετε επίσης ότι είνε υπογραφή τιμίου ανθρώπου.
+Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς.</i></p>
+
+<p style='text-align:right;'><i>Όλος υμέτερος Θ.
+Ξυλούδης.</i></p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και
+επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ και πέντε
+χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά, βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα
+να κάμη επιρροήν, διά να γείνη υπουργός. Είχε μερικά παραδάκια· του τάφαγαν οι
+κομματάρχαι, και τώρα δεν έχει να κάμη τα ασπρόρρουχα της κόρης του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και όμως κάθε βράδυ, παρατηρεί η κυρία Πηνελόπη, ενώ μειδίαμα
+οξύγλυκυ κυμαίνει τον επί του αδρού της χείλους επανθούντα μύστακα, κάθε
+βράδυ η κυρία του με ταις κόραις του είνε η πρώτη και καλλίτερη εις το Φάληρον.
+Πώς τα καταφέρνουν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ό,τι να σου πω σε γελώ. Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα έχη
+ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, και θα του δανείσης τώρα συ; </p>
+
+<p>&nbsp;— Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα του
+βρίσκεται.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο υπηρέτης
+λέγων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πήγαινε τον 'ς τη σάλα! παραγγέλλει η κυρία.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν
+αγανακτήσει</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! με παρασκότισαν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του. </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου. </p>
+
+<p>Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει ποτέ μετ'
+αυτού εν τω αυτώ καφενείω. </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι σε ήθελε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω χρήματα . . .
+ν' ανοίξη καφενείον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.</p>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης
+ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς ομολογίας
+του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την αίθουσαν, φέρων διά της μιας
+χειρός επιστολήν, και κρατών διά της άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης,</p>
+
+<p>&nbsp;— Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.</p>
+
+<p>Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει·</p>
+
+<p><i>Ευγενέστατε κύριε.<br /><br />
+
+Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο ταλαίπωρος, ποία
+ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η
+τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα.<br /><br />
+
+Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει η
+προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας. Μη μου ειπήτε
+όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και γενναία. Δεν σας ζητώ
+έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν
+μου με τον πλούτον σας. Ο κομιστής αναμένει απάντησιν.</i></p>
+
+<p style='text-align:right;'><i>Συννεφάκος.</i></p>
+
+<p>&nbsp;— Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ένας κακομοίρης . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι δουλειάν κάμνει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη; Οι
+στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από κανένα,
+ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα συγκινητικά . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά δειλώς
+διακόπτων ο υπηρέτης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς. Δος του ένα πεντάρι, και δος
+του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά δεν έχομε 'ς το
+σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ' εγώ
+πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε
+στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν σου λέγω, . . . αλλά ήθελα να τελειώσω μίαν ώραν αρχήτερα. Δεν
+ηξεύρει κανείς, τι ημπορεί να συμβή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα συμβή; Αι ομολογίαι είνε κατατιθειμέναι, λέγουν τα γραμμάτια,
+εις το τραπεζιτικόν κατάστημα του κ. Μαυρίδου. Έως το βράδυ έχεις καιρόν να
+παραλάβης τον αριθμόν μας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλα αυτά είνε καλά και άγια, άλλα καμμιά φορά . . . Εγώ λέγω να
+πεταχτώ μίαν στιγμήν· δεν θα αργήσω.</p>
+
+<p>Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την θύραν, ενώ η
+συζυγός του φωνάζει κατόπιν του· </p>
+
+<p>&nbsp;— Μην αργήσης!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε.</p>
+
+<p>Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς προς
+άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην στιγμήν έκρουε
+την θύραν.</p>
+
+<p>Ο επισκέπτης είνε υψηλού μάλλον αναστήματος, ισχνός ως οι λεπτοί και
+ανεμόφθοροι στάχυς του ενυπνίου του Φαραώ, ρυπαρός την ενδυμασίαν,
+αξύριστος, άνιπτος, και θρασύς το ήθος μ' όλην αυτού την φαινομένην
+κατάπτωσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι αγαπάτε; ερωτά ο Ιωάννης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ κατοικεί ο Κ. Περδίκης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, εγώ είμαι. Τι αγαπάτε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! η ευγενεία σας είσθε; Έχω πολλήν ευχαρίστησιν. </p>
+
+<p>Και ο άνιπτος κύριος δράττεται διά των ρυπαρών του δακτύλων της χειρός του
+Ιωάννου, και σείει αυτήν μετά προδήλου συγκινήσεως, προσθέτων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Επεθύμουν να σας ομιλήσω μίαν στιγμήν ιδιαιτέρως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με συγχωρείτε . . . δεν έχω τόρα καιρών, έχω κάπου να υπάγω, και
+βιάζομαι . . . , απαντά ο Περδίκης εξερχόμενος εις την οδόν και
+παρακολουθούμενος υπό του αγνώστου. Αν ηθέλατε να περάσετε αργότερα . . .
+προς το εσπέρας . . . Ποίος είσθε, παρακαλώ; δεν έχω την τιμήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι δημοσιογράφος! απαντά ο άγνωστος μετά πολλής αυταρκείας.
+Εκδίδω την Αλογόμυιγαν, σατυρικήν εφημερίδα . . . την γνωρίζετε, βέβαια;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακούτ' εκεί την αγοράζω τακτικώτατα, και με διασκεδάζει πολύ. Του
+λόγου σας λοιπόν είσθε ο συντάκτης; Χαίρομαι, χαίρομαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ερωτά ο Ιωάννης, με ήθος
+ανθρώπου κερδήσαντος εκατόν χιλιάδας δραχμών, και διατεθειμένου να
+προστατεύση κάπως την δημοσιογραφίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μου χρησιμεύσετε; σεις εις εμέ; αντερωτά ο εκδότης του
+σατυρικού φύλλου, μειδιών εν πλήρει και αδιαπτώτω συνειδήσει της ισχύος του.
+Τίποτε επί του παρόντος. Εγώ ημπορώ να σας χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να
+σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν, αν θέλετε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει
+προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται; </p>
+
+<p>&nbsp;— Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, βέβαια, βέβαια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ,
+σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν. Χθες μου έφεραν μίαν
+διατριβήν εναντίον σας τρομεράν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατριβήν εναντίον μου; και τι έχουν να μου ειπούν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Φοβερά πράγματα. Διακόσια φράγκα πληρόνουν να την καταχωρίσω.
+Αλλά εγώ δεν ηθέλησα να το κάμω, πριν συνεννοηθώ μαζή σας. Όπως αυτοί έχουν
+τόσον συμφέρον να δημοσιευθή η διατριβή των, ίσως έχετε και σεις,
+εσυλλογίσθην, να μη δημοσιευθή. Ώστε . . . αν θέλετε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να θέλω;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μη δημοσιεύσω την διατριβήν των . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν με μέλει. Δημοσίευσε, αδελφέ, ό,τι θέλεις. Δεν ιδρόνει εμένα το
+αυτί μου από αυτά τα πράγματα. Δεν μ' έκαμε ο τύπος ό,τι έγεινα, ούτε θα με
+χαλάση απ' ό,τι είμαι. Αυτά είνε διά τους κουτούς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, απατάσθε, κύριε Περδίκη. Εγώ με πολύ ολιγωτέραν θυσίαν
+εκ μέρους σας θα επεθύμουν να μη φανούν εις την δημοσιότητα. — όπως δήποτε
+δυσάρεστον πράγμα θα ήνε . . — Με πενήντα φράγκα μόνον . . . </p>
+
+<p>Ο Περδίκης ίσταται και πάλιν, διότι έφθασεν ήδη πλησίον του τραπεζιτικού
+γραφείου, όθεν ηγόρασε την ομολογίαν του. Η μορφή του γίνεται κάπως σκεπτική,
+αλλ' αιθριάζει αμέσως. Τα πεντήκοντα φράγκα δεν του φαίνονται πολλά,
+συλλογίζεται δε ως φρόνιμος άνθρωπος και πεπειραμένος Έλλην, ότι καλλίτερον
+είνε να μη γείνη περί αυτού λόγος δημοσιογραφικός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν μου λέγεις, αδελφέ, φωνεί τέλος φαιδρώς προς τον
+δημοσιογράφον, ότι θέλεις πενήντα φράγκα; Νά τα, μάτια μου! προσθέτει, εξάγων
+αυτά εκ του χαρτοφυλακίου του· πάρ' τα και με γεια σου! Πιε, αν θέλης, και μίαν
+παραπάνω εις την τύχην μου. Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και
+απέρχεται υπόπτερος.<br /></p>
+
+<h4>ΣΤ'.<br /></h4>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν μυθιστόρημα,
+κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει. Αλλ' αναγινώσκει
+μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο νους της είνε αλλού. Αι εκατόν
+χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του
+βιβλίου, και η φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας
+εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει γρηγορούσα η
+κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη, δεν είδεν Ευρώπην. Και την
+επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς! Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση
+εις τούτο τον σύζυγόν της, αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα
+τα ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα. </p>
+
+<p>Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονται 'ς το ταξίδι, δεν
+φέρνουν τόκο.</p>
+
+<p>Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε προς ώραν
+τους πόθους αυτής.</p>
+
+<p>Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της δώση
+βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους Παρισίους· εκεί θα κάμη
+και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα, εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας
+Αθήνας, και θα έχη τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.</p>
+
+<p>Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία Περδίκη να
+δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και πετάσσους, και τρίχαπτα και
+ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον
+μεγάλων κατόπτρων, διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των
+παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και μετριόφρονος
+αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.</p>
+
+<p>Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός της,
+επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και φωνών από της
+θύρας·</p>
+
+<p>&nbsp;— Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε, παιδί μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν
+δανεικά, άλλοι . . . </p>
+
+<p>Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την επιστροφήν
+δανεισθέντων.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον
+λαχνόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του
+μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς εισερχομένη
+Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;</p>
+
+<p>Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων δύο
+επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί, επάνω
+εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο
+Τηλέμαχος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν.</p>
+
+<p>Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του εστιατορίου
+άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα κνήμας γυμνάς, κοντός δε
+και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν
+σφαιροειδών και θυσσανωτών κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και
+αποτετριμμένον. Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης
+δε αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου το βάθος
+κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό 'ς τα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην την
+τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτω 'ς το παζάρι όλοι μας,
+και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός! Του άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια,
+γιατί είνε καλός άνθρωπος και καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον
+έχωμε πρώτο σύμβουλο, χωρίς άλλο.</p>
+
+<p>Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν την
+προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει αμέσως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει. Είνε
+για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς.</p>
+
+<p>Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του χειρών τας
+άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την οικοδέσποιναν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . — πώς
+ονομάζεσθε, παρακαλώ;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κωστής Φυσέκης, κυρά!</p>
+
+<p>&nbsp;— Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη, παρακαλώ.
+Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το χέρι μου.</p>
+
+<p>Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων
+εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου ερανιστήν, όστις
+αποχαιρετά και απέρχεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το
+πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να
+βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια φράγκα δεν θα
+μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης
+διαρρηγνύμενος εις γέλωτα. Να βάλωμε μίαν ειδοποίησιν αύριον εις τας
+εφημερίδας, ότι παρακαταθέτομεν το ποσόν εις ένα συμβολαιογράφον, εις μίαν
+τράπεζαν, — αδιάφορον πού — και να κοπιάση ο κόσμος να παίρνη, ως που να
+τελειώσουν. Έτσι, μου φαίνεται, θα ευρούμε τουλάχιστον την ησυχίαν μας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Στάσου δα πρώτα να ταις πάρωμεν, και ύστερα σκεπτόμεθα, απαντά
+γελώσα επίσης η μήτηρ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις που
+λες!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης
+και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου, και ο μπαμπάς
+τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει. Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε
+μία περασμένη.<br /></p>
+
+<h4>Ζ'.<br /></h4>
+
+<p>Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και κάθηται εις
+την τράπεζαν.</p>
+
+<p>Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες ομιλητικότατοι.</p>
+
+<p>Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν του
+συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει παταγωδώς την
+θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η μορφή του είνε πορφυρά, οι
+οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως
+πτέρυγες ανεμόμυλου. Δεν λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και
+ασθμαίνει κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι
+τρέχει; τι έπαθες;</p>
+
+<p>Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον λάρυγγά
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη,
+Γρήγορα. Έλα!</p>
+
+<p>Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο
+Ιωάννης. Το κέρδος μας . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έγεινε. . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κα-πνός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε καπνός;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . . την
+τελευταίαν δόσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τι μ' αυτό;</p>
+
+<p>Δεν είνε ακριβώς γνωστόν, τι απήντησεν ο Περδίκης εις την ερώτησιν ταύτην
+της συζύγου του.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn6' id='ref6'>6</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Ήσαν δύο οικίαι επί της αυτής οδού, η μία της άλλης αντιμέτωπος.</p>
+
+<p>Η μία μεγάλη, άρχοντος οικία, η άλλη μικρά, ταπεινή, σχεδόν καλύβη, πτωχόν
+πτωχού ενδιαίτημα.</p>
+
+<p>Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων παραπετασμάτων
+μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί περικοσμούντες την οικοδομήν,
+και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις τον ήλιον, το δε εις την αύραν την
+εσπερινήν, και κήπος οπίσω θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα
+πολυάριθμα, φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την
+βαρείαν σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.</p>
+
+<p>Είναι μία μόνη μικρά θύρα, και στενόν παράθυρον μόλις που τας κυριακάς και
+τας εορτάς δειλώς ανοιγόμενον, και πέραν εκεί, εις το άκρον στενού διαδρόμου
+και όπισθεν των δύο χαμογείων δωματίων άτινα αποτελούν τον πτωχικόν οίκον,
+αυλή ευρεία, ης το γεώδες έδαφος συνεκύλων δι' όλης της ημέρας παιδία
+γυμνόποδα φαιδρώς φωνασκούντα, και όρνιθες κλώζουσαι και ραμφοκοπούσαι το
+χώμα, ας ένθεν μεν κατεδίωκεν ακάκως πυρρόθριξ μολοσσός, απαθής δ' εκείθεν
+αλλά προσηνής το φαινόμενον εθεάτο τεφρόχρους όνος, προσδεδεμένος εις
+φάτνην πενιχράν, υπό την στέγην ολίγων σανίδων.</p>
+
+<p>Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων και
+σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν είχε δώσει τέκνα
+εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους
+πολλούς εις τον πλούτον των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ'
+εφαίδρυνον ενίοτε τας αίθουσάς των. Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών
+οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου οικοδεσποίνης εθόλονε
+μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό τα βλέφαρά της, οσάκις από της
+σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν
+αυλήν, και έβλεπε τα ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και
+θορύβω το<span class="sp"> κεράκι </span>και τον<span class="sp"> κρυπτόν</span>.</p>
+
+<p>Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα, — έλεγεν
+αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο. Ότε δε την εσπέραν επέστρεφεν οίκαδε ο
+ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και
+ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση,
+αλαλαγμός χαρμόσυνος ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις
+το μέσον, και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο
+βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός. Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο εις τους
+ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον άρτον της εσπέρας,
+άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας
+κνήμας του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, ησυχάστε! αφήστε τον πατέρα σας να ξανασάση! εφώνει προς
+το στίφος των πολιορκητών η κυρά Δημήτραινα, εύσωμος και πορφυρόχρους
+μεσήλιξ, ης τα σπαργώντα στήθη, ανέτως αναπτυχθέντα υπό τα λαίμαργα στόματα
+δέκα ευρώστων νηπίων και ουδένα ποτέ γνωρίσαντα στηθόδεσμον, εκυμαίνοντο
+μεγαλοπρεπώς μόλις συγκρατούμενα υπό των πτυχών του χιτώνος της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων
+εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί του
+σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του ιδρώτα διά της
+ποδιάς των τέκνων του.</p>
+
+<p>Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των θεαταί ο
+Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι άπαιδες άρχοντες. Και
+εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής, από μακρού ήδη τραχυνθείς την
+καρδίαν εκ των συγκινήσεων της υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον
+προσέβλεπε τας θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει,
+οικογενειακάς πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη
+συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών αυτού
+υπολογισμών. Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη αποτυχούσα μήτηρ, μακράν
+πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και
+μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι
+δεν έδιδε διά μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης επέστρεψεν
+ενωρίτερα εις τον οίκον του,</p>
+
+<p>Ήτο κατοφορτωμένος.</p>
+
+<p>Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από παχέος
+ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί, τεμάχια κρέατος
+οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός
+φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης, πλήρης ξανθού ρητινίτου. Αριστερόθεν εκράτει
+μανδήλιον, εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του
+μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον προσωπείον είκοσι
+λεπτών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος.</p>
+
+<p>Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ! Τρία ήρπασαν διά μιας την βαύκαλιν, άλλα
+τόσα το μανδήλιον, ούτινος διεσπάρησαν χαμαί τα περιεχόμενα — δύο λεμόνια
+εδώ, πέντε μήλα εκεί, ολίγα μύγδαλα παρέκει — και η γενική κατ' αυτών έφοδος
+των παιδίων έσωσεν από σοβαρού κινδύνου τον ταβάν, ον κατώρθωσε τέλος να
+παραλάβη σώον και ακέραιον η μήτηρ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε, κύτταξε τα διαβολόπουλα! Εφώνει αύτη, και ηγωνίζετο
+ασθμαίνουσα να επαναφέρη την τάξιν εν μέσω του αφηνιάσαντος στίφους, ενώ ο
+πατήρ εκράτει το προσωπείον υψηλά, υψηλότερα των κατ' αυτού αναπηδώντων
+μικρών, και έλεγεν αταράχως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, ησυχία τώρα, ησυχία! Κάμετε φρόνιμα . . . ειδεμή δεν έχει
+μουτσούνα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μουτσούνα! Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον,
+θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις
+κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του μανδηλίου
+πεσόντας τραυματίας.</p>
+
+<p>Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία
+κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον<span class="sp"> ταβάν
+</span>ωσφραίνοντο βουλιμιώντα το
+περιεχόμενον.</p>
+
+<p>Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του δείπνου, τον
+<span class="sp"> σ ο φ ρ ά ν</span>, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης
+εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας διά του μαχαιρίου του τον άρτον
+έκοψε και διένειμε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα πήγε
+καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η φτώχια θέλει
+καλοπέραση!</p>
+
+<p>Ούτως ευθύμως ήρχισε και ευθύμως επεράνθη το πτωχικόν του πτωχού οίκου
+δείπνον.</p>
+
+<p>Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του ταβά,
+σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον σκληρός απέμεινε
+κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόντας — και αποσμήχοντα διά ψωμίου
+το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν
+ακριβοδικαίως τα τρωγάλια εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το
+κατάλοιπον της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα,
+είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·</p>
+
+<p>&nbsp;— Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το
+τραγουδήσωμε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά
+τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν, ώστε
+καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το παραγγελθέν η
+συζυγική προθυμία.</p>
+
+<p>Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη. Ο
+πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της σχόλης του,
+μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην τυπικών τινων
+υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν. Αλλά το έν και ήμισυ τούτο
+ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ'
+ανάγκην εις το μουσικόν του πατρός των πεδίον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια. Εμπρός ο
+Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο Νικολής που
+τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν θα
+τη φορέσωμε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή.</p>
+
+<p>Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις. </p>
+
+<p>Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το πάτωμα,
+αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά προχείρου άσματος τον
+σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν
+έρρινον και βροντόφωνον ωδήν, προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο
+χορός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα
+ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι που τώχεις!
+Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος, μόνον κάθεσαι και. . . . </p>
+
+<p>Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την φράσιν και
+του Δημήτρη την μουσικήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του και
+εγειρόμενος. Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα
+παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως
+θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν.</p>
+
+<p>Και εβάδισε προς την θύραν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης,
+έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.</p>
+
+<p>Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον ουδέν είχεν
+ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς την απόκρεω,
+ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν επί σοφά μαλακού,
+καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα τον καφέν του, αυτή δε επί του
+εγγυτάτου εις την τράπεζαν κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και
+δακτυλιοφόρου χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος
+μακαρίως επί των γονάτων της.</p>
+
+<p>Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη
+αιθούση.</p>
+
+<p>Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν
+ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος, ανεκάθισε
+μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις την κνήμην, και είπεν,
+αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·</p>
+
+
+<p>&nbsp;— Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν
+εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα αυτάς.
+Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον των Πλούτωνα, που
+κοιμάται τόσον εύμορφα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή
+απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή
+βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί
+να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς του
+χειμώνος είνε ατελείωταις.</p>
+
+<p>Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν επί της
+τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ταχυδρομείον!</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της ρινός
+τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε την ανάγνωσιν
+από του τέλους.</p>
+
+<p>Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως, και
+βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της αιθούσης τάπητα
+εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν
+των επί της οδού θυρίδων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα
+πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.</p>
+
+<p>Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν
+απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ
+Δημήτρη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του·
+άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις, Ερμιόνη, ότι
+κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το κοπάδι του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία. Διασκεδάζουν .
+. . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν
+εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία Μαρή,
+πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί της εφημερίδος
+κύπτοντα τράχηλόν του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.</p>
+
+<p>Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την ζηλείαν
+μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε, Αγησίλαε, . . .
+και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ'
+εμείς κανένα! . . . είπε μετ' ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς
+τον σύζυγόν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η όρεξις!
+Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά!</p>
+
+<p>Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την εστίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας
+φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της φράσεώς
+του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και είνε να μην τους ζηλεύση κανείς; Δεν βλέπεις τι ευτυχισμένοι που
+ζουν! Πως είνε πτωχοί, . . αδιάφορον! Όλοι ροδοκόκκινοι από υγείαν . . . Ανάγκας
+δεν έχουν. . . . φροντίδας δεν έχουν. . . . Σπίτι γεμάτο ζωήν και χαράν! Όταν είνε να
+δουλεύσουν δουλεύουν, και όταν είνε να διασκεδάσουν διασκεδάζουν. Όχι . . .
+</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι 'σάν εμάς; ήθελες να ειπής κ' εστάθης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια. Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους.
+Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι, με αμάξια,
+μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα, 'σαν να έχωμεν πένθος·
+και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη, δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις. Εγώ
+τουλάχιστον, σε βεβαιόνω, εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού
+μειδιάματος, κατήντησα να μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . .
+Αυτοί οι πτωχοί με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν
+αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος πάντων. Διατί
+αυτό;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω εν
+τη αιθούση. Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης απαντώσα εις το
+ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του
+και ηρώτησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να παύση
+όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν οποία
+υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της. Όχι, . . . μη τους κάμης κακόν! άφησέ τους
+. . . . Τι μας πειράζουν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής.
+Πού σου εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε. Καλόν
+θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα τι σκοπόν έχεις;</p>
+
+<p>Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και καλέσας τον
+υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις ταπεινή τη φωνή.</p>
+
+<p>Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν του κυρ
+Δημήτρη.</p>
+
+<p>Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και του
+συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον, υπεδύθη κατόπιν έν
+ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η
+Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας<span class="sp"> δεσποτικάς εορτάς</span>, εφόρεσε το
+καλόν του φέσιον, και ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού
+αναβολήν, ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα;
+Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι 'πίσω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η
+συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν.</p>
+
+<p>Και εξήλθε λέγων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Πλάγιασε τα παιδιά! </p>
+
+<p>Η κυρά Δημήτραινα, μείνασα μόνη, κατέκλινε πρώτον τον πολυάριθμον αυτής
+τόκον επί δύο ευρέων στρωμάτων, χαμαί ηπλωμένων εντός του παρακειμένου
+θαλάμου, είτα δε καθεσθείσα παρά τον λύχνου της, ήρχισε πλέκουσα κάλτσαν και
+διανοούμενη τι άρα γε ήθελε τον σύζυγόν της ο κύριος Αγησίλαος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά καλή
+δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να ειπούμε, να το βάλη
+αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ'
+όλα αυτά τα παιδιά, ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί
+μοναχά δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης. Αι! δόξα σοι ο Θεός!
+είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και
+σταυροκοπουμένη.</p>
+
+<p>Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν ανεπαισθήτως
+τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε
+διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να μη μείνη στραβό
+το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα. Θάκανα και το τάμμα που έχω 'ς τη
+Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη
+να το στείλω . . . — με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ,
+να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με
+μπαλώματα . . . </p>
+
+<p>Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν ήκουσεν η
+Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε την μετ' ολίγον
+ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ' εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις
+προκύψας διά της θύρας την κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν
+εισέλθη·</p>
+
+<p>&nbsp;— Κοιμήθηκαν τα παιδιά; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός
+του. Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης,
+ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι σου
+ήλθε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος
+εισερχόμενος.</p>
+
+<p>Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην,
+διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν
+ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η
+κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!</p>
+
+<p>Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων, κατήνεγκεν
+επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του.</p>
+
+<p>Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά της·
+ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν ότι ο λάρυγξ της είχε
+καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην
+ηδύνατο να νικήση επί μακρόν η συγκίνησις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν
+ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες αυτά τα
+χρήματα;</p>
+
+<p>Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της
+αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η αστραπή της
+υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν του, και ανακαγχάσας
+παταγωδώς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν,
+ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν!</p>
+
+<p>&nbsp;— Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς την
+'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη! </p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις! Κάθισε· κάθισε
+να σ' τα πω!</p>
+
+<p>Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν'
+απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά
+του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που
+τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα.
+Λέγε, τι έγεινε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Στάσου δα, μη βιάζεσαι. Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε
+κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστά 'ς τον κυρ Αγησίλαο. Τι
+σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια μου παπούτσια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε, πόσα
+παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο. Καλώτατος άνθρωπος,
+Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με
+μπόι του, να την πάω 'ς τον άι Δημήτρη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου
+τάδωσε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε. Μας βλέπει, λέει, από τα παράθυρά
+του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή καρδιά, και ζούμε
+χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν
+τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η
+καϋμένη. . . . Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και σένα, να
+μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε, λέει, η ιδέα να μας κάμη
+ευτυχισμένους. Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά,
+αφέντη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι
+δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή
+κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η
+μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.</p>
+
+<p>Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του επί του
+προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με
+αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη. Αν πλουτήσης
+καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά
+σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα. Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. —
+Χάρισμά μου; λέω, αφέντη, μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου
+κάνεις χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ,
+κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να μη τα
+πάρω;</p>
+
+<p>Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε. Το όνειρόν της εκείνο, το
+προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας της, και το μειδίαμά του δεν
+ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία. Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον
+Νικολή της, . . . . ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν.</p>
+
+<p>Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της Θεοτόκου.
+Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η κυρά Δημήτραινα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν ο
+ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να νικήση και
+αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω τώρα και πάρ' τ' αυτά να
+τα φυλάξης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την
+υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις. Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που έχει και
+μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η παραγγελία του. Δος μου
+τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι
+για πειό ασφάλεια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά· τόρα
+είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται προσοχή και
+φρόνηση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του, αλλά
+πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά μάτια. Καλλίτερα έτσι.
+Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και αύριο τα λέμε. Αλήθεια, να στείλης από
+το πρωί τα παιδιά, τα μισά 'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Γιατί;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για
+παιδιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο
+Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά.</p>
+
+<p>Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως άλλοτε, ότε
+ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας καταπεπονημένα των μέλη,
+και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών διάνοιαν.</p>
+
+<p>Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης! Τι να τα
+κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν' αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν;
+Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα; Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν
+αυτών οίκον, . . . τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . .
+και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην εννοήσουν οι
+συγγενείς των — πτωχοί επίσης ημερόβιοι — ότι επλούτησαν.</p>
+
+<p>Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά — και αγύριστα βεβαίως — και αιτήσεις βοηθείας,
+και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως ακόμη, — τις οίδε — περί
+της πηγής του πλούτου των . . και φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο
+κύριος Μαρής είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς των
+. . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο! αλλά πώς; . . . απλοί
+άνθρωποι ως ήσαν; . . . </p>
+
+<p>Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο με
+κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος ότι εκοιμάτο,
+ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον.</p>
+
+<p>Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε, και είδεν
+άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε. Εγώ, τι να σου πω, δεν μου
+κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμ' εμένα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . . γιατί
+. . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ λέω, γυναίκα . . . </p>
+
+<p>Και ήρχισε συζήτησις μακρά μεταξύ των συζύγου περί της διαθέσεως του
+σοβαρού εκείνου περιεχομένου του σάκκου· συζήτησις ήρεμος το κατ' αρχάς,
+ζωηροτέρα κατόπιν, τραχυνθείσα δε βαθμηδόν εις έριδα, και απολήξασα μετά τινα
+ώραν εις πείσμονα μεγαλόφωνον λογομαχίαν, — την πρώτην ην ήκουον οι
+ταπεινοί της οικίας των τοίχοι.</p>
+
+<p>Άλλα ήθελεν ο είς και άλλα ήθελεν ο άλλος. Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν
+χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη
+οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως,
+καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν
+ολίγην ανάπαυσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για
+να τώχης μπόλικο και χάρισμα!</p>
+
+<p>&nbsp;— Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και
+εγερθείς κατέλιπε την κλίνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων
+την χείρα κατά της συζύγου του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλεις και να με δείρης;</p>
+
+<p>Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα τέκνων
+του! Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η χειρ του κατέπεσεν
+αδρανής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη είσαι
+ανόητη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν εκείνη,
+κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου
+έρχεται μία ιδέα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθής</p>
+
+<p>&nbsp;— Μου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα. </p>
+
+<p>&nbsp;— Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα χάρισε;
+Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα;</p>
+
+<p>Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της
+ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . . Και
+εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν ενδομύχως την
+φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ.
+Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν ο ήλιος
+διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας, αθόρυβος επεκράτει
+εν αυτώ ηρεμία.</p>
+
+<p>Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις την
+μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των φωλεών των
+ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος προ της θύρας εκάπνιζε
+σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον
+αξύριστον αυτού πώγωνα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το
+έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε, γυναίκα . .
+. πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς,
+ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο αέρα 'ς το
+παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα. Ψωμί έχομε ολίγο . . . δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα
+καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα
+κρύβεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις ύψος
+τους βραχίονας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι! Πεντακόσια τάλλαρα, . . .
+μεγάλο πράγμα!</p>
+
+<p>Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το φέσι
+μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έτσι γεια σου!</p>
+
+<p>Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν
+εισήλθεν εις τον οίκον της.</p>
+
+<p>Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της έλειπεν,
+εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η
+ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να περιμένη το σήμαντρον της
+Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν. Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η
+ώρα να περάση. Εσυγύριζεν η Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της,
+διώρθονεν άλλα, ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να
+κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να ιδή ολίγον, να ιδή
+μόνον — τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ
+ολίγα, η αγαθή γυνή. Αλλ' ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης.
+«Κρίμα!» είπε καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των
+παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν άλλο από
+των ώτων και άλλο από της ουράς.</p>
+
+<p>Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει από της
+αγοράς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ. Καλά που δεν είνε εδώ τα
+παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά.</p>
+
+<p>Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της προτεραίας, το
+εμοιράσθη με τα μικρά της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν.</p>
+
+<p>Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα.</p>
+
+<p>Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί, ελαφρότερον τον
+εαυτόν του. Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν
+ευσταλέστεραι και το βήμα του κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν
+και υποτονθορύζων το δημοτικόν άσμα της απόκρεω:<span class="sp">
+Κατηγορούν τη γάτα μας</span>, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν εντελώς
+λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν. Εσκέπτετο, υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . .
+Πάντα δε ταύτα μειδιών, κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ'
+ολίγον εις το καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους,
+τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα υπό των φίλων,
+και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων ενίοτε έξωθεν του θυλακίου
+του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας. Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς,
+ενθυμήθη ότι έπρεπε ν' αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την
+αγοράν. Αλλά — κακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα
+καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του Δημήτρη, ο κυρ
+Θοδωρής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;</p>
+
+<p>Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν εξώρμα
+αθυρόστομος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα λέμε, . . .
+έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να διορθώση διά της
+ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του.</p>
+
+<p>Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί μέχρι
+νυκτός.</p>
+
+<p>Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και παραπαίων,
+υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη κατά μήκος πλάτος
+διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το
+τελευταίον του ποτήριον, είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το
+μυστικώτατον και νωπότατον, το του θησαυρού του.</p>
+
+<p>Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος,
+εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας
+επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ'
+ερράγισεν η καρδία της.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το σπίτι σου;
+Πού ήσουν όλην την ημέρα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη.
+Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου λέω . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο
+Θοδωρής. Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια μας. Σας
+έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . . και δεν μας καταδέχεσθε,
+. . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . . κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!</p>
+
+<p>Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον εξ όσων
+έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος γυνή,
+σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου. Τέτοιο πράμμα δεν
+τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων,
+προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή προφθάση
+η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία επί της παρειάς του
+παιδός.</p>
+
+<p>Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ' ολίγον
+βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.</p>
+
+<p>Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το πρόγευμα
+τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν. </p>
+
+<p>&nbsp;— Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε χοροί
+πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού και πού μόνον καμμία
+λογομαχία . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε;
+ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή. Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους
+κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά!</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους κατήγγειλα ούτε
+τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα
+χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε δυνατόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . . </p>
+
+<p>Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα ομιλίαν
+περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν' ασκήση το χρήμα επί τον
+χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης
+ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης εζήτει να ιδή τον Κύριον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.</p>
+
+<p>Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός, ερυθρούς έχων
+τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό της αργίας και της μερίμνης,
+και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν ημίν ήδη σάκκον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . . δεμένα
+όπως ήτανε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν μας κάνουν, αφέντη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; σας είνε ολίγα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ' εμείς
+άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα. Εμένα με χάλασαν. Μ'
+έκαμαν κακό άνθρωπο. Μ' έκαμαν να δείρω τα παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να
+σηκώσω χέρι 'ς τη γυναίκα μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου
+πως μ' εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη φορά 'ς τη
+ζωή μου. Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ' εμένα και τη γυναίκα
+μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου ούτε χορεύουν πεια ούτε
+τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη,
+με το συμπάθειο . . . σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε
+του λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.</p>
+
+<p>Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του,
+περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι του.</p>
+
+<p>Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του περί της
+επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΥΙΟΣ ΕΚ ΠΑΤΡΟΣ<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης δύσθυμος άνευ
+λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις τον ανήλιον κοιτώνα μου,
+προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος
+αίφνης κωδωνισμός της θύρας με διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως
+ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και
+τρέμομεν να το ανοίξωμεν. Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν
+εις το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός, τεταραγμένος, και
+πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της τόσον πρωινής του
+επισκέψεως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας λέξεις
+του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε!</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Αλέξανδρος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; πότε; διατί;</p>
+
+<p>&nbsp;— Με πιστόλι, χθες την νύκτα εις την κοίτην του Ιλισσού. Το διατί είνε
+μυστήριον. Μικρά σημείωσις, η οποία ευρέθη επάνω του, φέρει ως λόγον της
+αυτοκτονίας του χρόνιον και ανίατον, ως λέγει, νόσημα· αλλ' ο λόγος αυτός
+βεβαίως είνε πρόφασις.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ανίατον νόσημα; υπέλαβον εγώ· τι νόσημα; Δεν μου φαίνεται να
+έπασχε. Η όψις του τουλάχιστον . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος, ευκίνητος
+πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον μελαγχολικός ήτον
+εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως ελαττωθή· ήτο κάμποσος
+καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να δημιουργή τα αιώνια εκείνα — ηξεύρεις; —
+σχέδιά του περί πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας
+διεσκέδαζε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ
+ελαττωθή.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους δικηγορίας,
+διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν συνάφειαν με τα γεμάτα
+χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον
+εις τα θυλάκιά του. Είχε την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος.
+Έπασχε δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Περίεργος άνθρωπος! Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και να
+τελειώση . . . </p>
+
+<p>Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες.</p>
+
+<p>Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον, και
+αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν φωνήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή
+τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του
+Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας ανέπτυξε
+λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ενθυμούμαι, απήντησα.</p>
+
+<p>Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον αφορμάς
+να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας. Μας είχε συνδέσει άλλοτε παλαιά
+νεανική φιλία, εγνώριζα κάπως την οικογένειάν του, είχα δε γνωρίσει ολίγον και
+τον προ δεκαετίας αποθανόντα πατέρα του, όστις από πλουσίου κτηματίου των
+Αθηνών είχε πτωχύνει — διά του χαρτοπαιγνίου ως ελέγετο, — αλλ' από ετών ήδη
+πολλών αι σχέσεις μας είχον αραιωθή, και μάλιστα αφότου εκ δικηγορικής του
+αμελείας είχεν απολεσθή σπουδαία οικογενειακή μου δίκη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν
+να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και τας οποίας
+συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο οποίος εγνώριζα τον Σοφήν
+πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το βράδυ!
+Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος, διότι μόνον οι ανόητοι
+κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι, έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου
+το ευρίσκουν, και μόνον ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ
+εγελούσα, και συ έφριττες και διεμαρτύρεσο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε
+σπουδάζων. Ο ζύθος είχε λύσει την γλώσσαν του, και η γλώσσα του επρόδιδε τους
+βαθείς μυχούς της διανοίας του. Είχεν ήδη αρχίσει πρό τινων ετών να βαρύνεται το
+χειρωνακτικόν, ως το απεκάλει, επάγγελμα του δικηγόρου, και να πλησιάζη κάπως
+εις το χρηματιστήριον. Οι άνθρωποι με τους οποίους εσχετίσθη τον έκαμαν
+τολμηρότερον, και μερικαί επιτυχίαι εις την αρχήν του ήνοιξαν την όρεξιν. Αλλ'
+έπειτα ήλθαν φυσικώς αι ατυχίαι, η τόλμη του έγεινε πείσμα, και ο Αλέξανδρος
+έπεσε κατά κεφαλής εις παν είδος επιχειρήσεων, από τας οποίας ήλπιζε κέρδος. Εν
+τω μεταξύ είχε νυμφευθή, ως ηξεύρεις, και αι ανάγκαι του είχον αυξήσει. Δεν
+ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι καθαραί, ούτε
+απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής, όπως πολλάκις έλαβον
+αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων, οίτινες είχον συναλλαχθή μετ'
+αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει, ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο
+χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν του . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήτο άλλοτε . . . και πολύ αλλά τελευταίον εδέχετο μόνον
+χαρτοπαίκτας, και τους εξεμεταλλεύετο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αυτό ακόμη; Εις τόσον εξευτελισμόν είχε καταντήσει;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δυστυχώς· και το λυπηρότερον είνε, ότι αναποδράστως έμελλε να
+καταντήση εκεί.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς αυτό;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή, περιβάλλον, .
+. — όπως θέλεις ειπέ το, — είχε κάτι εντός του ο Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν
+επί τέλους αναποφεύκτως εις την καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, — δεν
+αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με
+αμέσως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Άκουσε, είπε. Έξω βρέχει, ο καιρός είνε άθλιος, εργασίαν δεν έχεις,
+ούτε θα εξέλθης βέβαια, καθώς κ' εγώ. Άκουσε λοιπόν να σου διηγηθώ συντόμως
+την παλαιάν ιστορίαν του Σοφή. Είνε αρκετά χαρακτηριστική, και θα ιδής αν έχω
+δίκαιον.</p>
+
+<p>Ανήψε νέον σιγάρον, εκάθισεν αναπαυτικώς εις ένα κλιντήρα, και ήρχισε
+διηγούμενος.</p>
+
+<p>Με τον Αλέξανδρον ήμεθα συμμαθηταί. Παιδία μόλις δωδεκαετή
+εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε ελληνικόν
+σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις την Πλάκαν, εις την
+οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας
+παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το μάθημά του εξεταζόμενος. Τα απ' έξω ιδίως, αι
+τόσον αγαπηταί τότε εις τους διδασκάλους αποστηθίσεις, ήσαν ο εφιάλτης του.
+Ποτέ δεν κατώρθωσε να απαγγείλη ακριβώς την τερατώδη εκείνην — αν την
+ενθυμείσαι — περιγραφήν της τοποθεσίας της Ελλάδος εκ της Γεωγραφίας του
+Βακαλοπούλου, ούτε τον ορισμόν της Ευχαριστίας εκ της Κατηχήσεως του
+Δαρβάρεως. Δεν ήτο εν τούτοις οκνηρός ούτε αφιλομαθής. Αλλά η ιδιότροπος και
+δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και
+βδελυττομένη τον ζυγόν. Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της
+Ακροπόλεως προς αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το
+Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν πολλήν εις τα
+θρανία του σχολείου. Και τούτο δε οσάκις του συνέβαινε, σπανίως κατώρθονε να
+προσέχη εις το βιβλίον του ή εις του διδασκάλου τους λόγους. Η προσφιλής του
+ενασχόλησις ήτο να συλλαμβάνη μυίας υπό το θρανίον — και είχεν εις τούτο
+θαυμασίαν αληθώς δεξιότητα, — να τας ανασκολοπίζη με μικρά ξυλάρια, εις των
+οποίων το άκρον εκόλλα τεμάχια χαρτίου, και να τας αφίνη κατόπιν να πετούν
+εντός της παραδόσεως, προς θορυβώδη σκανδαλισμόν των επιμελών και μεγίστην
+αγαλλίασιν των απροσέκτων. Αν τούτο ήτο δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα
+πτερωτά του θύματα, είτε διότι επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του
+πιθανού, έσκαπτε διά του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή
+εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή ετύπονε φανταστικάς
+εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ' αυτών μελάνην, και συμπιέζων
+έπειτα εις δύο τα φύλλα των. Αν δε διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω
+των σπουδαίων εκείνων ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλου — διότι οι
+διδάσκαλοι τότε είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, — ο Σοφής
+δεν εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ αιδούς ή
+οργής. Απαθής, ύψονε το βλέμμα προς την οροφήν και ηρίθμει τα πολύχρωμά της
+κοσμήματα, επιφυλασσόμενος, άμα ως παρήρχετο η καταιγίς, να επαναλάβη την
+διακοπείσαν του εργασίαν.</p>
+
+<p>Δύο μόνα μαθήματα είλκυον κατ' εξαίρεσιν την προσοχήν του και τον είχον
+τακτικόν φοιτητήν: η αριθμητική και τα ιερά. Αυτά μεν χάριν του διδασκάλου,
+εκείνη δε χάριν των αριθμών. Η διδασκαλία των ιερών μαθημάτων ήτο δι' αυτόν
+θέαμα μάλλον ή μάθημα. Ότε πρωί πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο
+εντός του σχολείου κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις
+την έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον, σύρων τας
+εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον γένειόν του, το πρόσωπον
+του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και αγαλλίασιν. Ότε δ' εκείνος, ανασύρων
+προς τον αγκώνα το απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του
+φωνήν να αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το
+όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς προσδοκίας.
+Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η στερεότυπος φράσις, διά της οποίας
+ο διδάσκαλος συνώδευε την κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν
+μαθητού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός
+Σοφής.</p>
+
+<p>Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και ήτο τούτο
+σπάνιον — συχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να σφενδονίζη κατά
+κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον κατάλογόν του κατ' αρχάς,
+έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά
+μίαν ή και τας δύο συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει
+εναέριος και ο σκούφος. Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε
+κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων ασφαλώς,
+μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου κεραυνούς, επέστρεφεν
+αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία, συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω
+νεύων την κεφαλήν, αλλά σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος.
+Ησπάζετο εν μετανοία την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν
+προκατελάμβανε βιαίως την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την
+θέσιν του, διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια.</p>
+
+<p>Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον Αλέξανδρον. Ο
+διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον
+κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον
+φιλοθεάμονα συμμαθητήν μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί
+ήσκουν ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή. Αι τέσσαρες
+πράξεις συνώψιζον δι' αυτόν πάσαν γνώσιν ανθρωπίνην και απετέλουν ούτως
+ειπείν το μη περαιτέρω της μαθήσεως. Παιδίον δωδεκαετές μόλις, είχε παράδοξον
+λογιστικήν πρωιμότητα, την οποίαν εθαύμαζε πολλάκις και αυτός ο διδάσκαλος.
+Πρώτος εξ όλων μας έλυε τα διδόμενα εις τους μαθητάς προβλήματα, και μόνος
+αυτός πολλάκις τα δυσκολώτερα. Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν
+προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά τας οποίας
+εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας μας. Είχεν αναντιρρήτως
+λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν. Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας
+καθημερινάς του σχέσεις μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν
+ευρίσκετο εις συναλλαγάς μαζή των. Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί
+χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν του
+τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού προηγουμένως
+εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν άθικτον ιδικόν του. Οσάκις
+νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε
+έμελλε να τελειώση η διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα
+μαθήματα, διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι ολίγον
+εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις
+τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως των υπολογισμών του το πόρισμα.</p>
+
+<p>Φίλον στενόν και διαρκή, οποίους είχαμεν ημείς οι άλλοι, ουδέποτε απέκτησεν
+εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. Είχε συμπαίκτορας και συντρόφους των εκδρομών
+του, είχε θύματα της λογιστικής του επιτηδειότητος, τα οποία και ιδιαιτέρως
+επεριποιείτο, ενόσω διήρκουν αι μετ' αυτών διαπραγματεύσεις του, αλλά φίλον
+αληθή δεν είχεν. Εδοκίμασαν τινές των συμμαθητών μας να οικειωθώσι προς
+αυτόν διαρκέστερον, αλλ' απέτυχον όλοι. Εις τας παιδικάς των διαχύσεις ή τας
+αφελείς αυτών εκμυστηρεύσεις ουδέποτε απεκρίνετο δι' ομοίων ο Σοφής, απήντα
+δε συνήθως διά γέλωτος ή σιωπής. Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας
+σχεδόν τας οικιακάς περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι
+έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι έκαμνον, και όσα
+άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την
+παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ
+ημών και εκείνου. Μας εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η
+ενδυμασία του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα
+καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς τινα λόγον,
+ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη,
+εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς
+διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της φθοράς. Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο
+αίνιγμα τούτο δι' ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του.</p>
+
+<p>Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν. Ήρχοντο τρις και
+τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των
+προόδων και της επιμελείας μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας
+εξετάσεις του παρευρέθη ποτέ. Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του,
+τολμηρότερος των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν,
+ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της ηλικίας του
+ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα;</p>
+
+<p>Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν τον
+πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.</p>
+
+<p>Μίαν ημέραν — ήτο μάθημα Γεωγραφίας — ο Σοφής διεσκέδαζεν ως συνήθως
+χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά επί του θρανίου,
+ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος την άτακτον εκείνην ασχολίαν.
+Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον
+εις όλους μας — έβαλε τας φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν
+εις το θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις μόνον
+και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον με τόσην
+κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως τας δύο του χείρας εις
+την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε πόνου κραυγήν, — την πρώτην που
+ήκουσεν η τάξις από το στόμα του. Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και
+υβρίζων πάντοτε εις την καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους
+οποίους καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ'
+ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το φαινόμενον,
+αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον. Έκυπτον δε μαζή του οι εκ
+δεξιών και αριστερών γείτονές του, περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες,
+ανταλλάσσοντες δε σιγά τας εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε
+να κάθημαι όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν
+να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή. Ανωρθώθην ολίγον και
+έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον ήτο δυνατόν το άγριον
+βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και
+δεικνύοντα εις τους γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους
+τύπους σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών, γυναικών
+και γερόντων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε.</p>
+
+<p>Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και εφάνη
+εμπρός του ο διδάσκαλος. Έκυψε και αυτός, είδε, και πριν καν εννοήσωσιν οι
+άλλοι τι συνέβαινε, πριν ή συνέλθη ο ένοχος εκ της καταπλήξεως, έγεινεν
+ανάρπαστος από το θρανίον του και εβροντοκοπήθη εις το πάτωμα της
+παραδόσεως ως αν ήτο τόπι ελαστικόν. Ο διδάσκαλός μας είχεν αθλητικόν
+ανάστημα ως αχθοφόρου και χείρας μεγάλας ως των εικόνων του παντοκράτορος.
+Ύψωσε καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις γρόνθον,
+κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής απανθρώπως,
+γρυλλίζων·</p>
+
+<p>&nbsp;— Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη σου
+προκοπή!</p>
+
+<p>Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα. Αλλά το
+αποτέλεσμα του πρώτου γρονθοκοπήματος επτόησε, φαίνεται, την τόλμην του
+βαναύσου μας διδασκάλου και εψύχρανε διά μιας την οργήν του. Ο μικρός Σοφής
+είχε πέσει χαμαί, άπνους σχεδόν και ακίνητος, ημείς δε οι άλλοι, ανορθωθέντες
+διά μιας επί των θρανίων, εκραυγάζαμεν σπαρακτικώς, ως αν εδερόμεθα όλοι
+ομού. Απερίγραπτος υπήρξεν η επακολουθήσασα ταραχή. Εξ όλων των δωματίων
+έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την αίθουσαν οι επιστάται, ο δε
+σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος γέρων, κρατών ακόμη την
+καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον,
+εφάνη εις την θύραν, και απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους
+λοιπούς διδασκάλους,</p>
+
+<p>&nbsp;— Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε!
+εφώναξε προς τους μαθητάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι
+εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν.</p>
+
+<p>Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου εσήκωσε
+τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν άμαξαν.</p>
+
+<p>Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·</p>
+
+<p>&nbsp;— Άνοιξε τα μάτια του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος πλησίον
+του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία.</p>
+
+<p>Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ' οδόν τα
+συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν
+κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και
+πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι δεν είχε πάθει τίποτε. Ηυχαριστήθημεν δε πολύ
+περισσότερον από την απροσδόκητον σκηνήν, ήτις επηκολούθησε μετά τινας
+ημέρας.</p>
+
+<p>Ο Σοφής δεν ήλθε πλέον εις το σχολείον, ούτε την επαύριον, ούτε τας
+επομένας ημέρας. Ησθένησεν άρα γε και έμενε κλινήρης, ή άλλος τις ήτο της
+απουσίας του ο λόγος; Κανείς δεν ήξευρεν. Αλλά την δευτέραν ημέραν μετά το
+συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς
+τον διάδρομον θύρα της παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν
+εις την αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και ατενώς
+βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον διδάσκαλον, όστις, δεν
+ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την στιγμήν εκείνην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις και
+κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ' εκείνα που βοσκούσες
+εις την πατρίδα σου;</p>
+
+<p>Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος, και τόσον
+ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε, μολονότι σιγή βαθεία
+επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας
+γλώσσας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος,
+τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του Αλεξάνδρου.
+Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα.</p>
+
+<p>Και υψώσας ταχέως την χείρα του — θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη, και τι κρότον
+έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε
+τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να
+κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου.</p>
+
+<p>Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η αριστερά,
+και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν πού
+ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και
+κλητήρες δεν επλήρουν εντός ολίγου την παράδοσιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος,
+στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν τον κύριον
+πώς δέρνουν.</p>
+
+<p>Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει.</p>
+
+<p>Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς την
+κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.</p>
+
+<p>Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν καιρόν
+δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς ήκουσα ότι ο βουλευτής
+του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας
+Αθήνας. Τίποτε απίθανον να διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του
+βουλευτήν.</p>
+
+<p>Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον εκείνον
+διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν χαράν έσπευσα να
+διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα εις το σχολείον, και να
+περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν κατόρθωμα του πατρός του
+συμμαθητού μας. Ο πατήρ μου, σοβαρός συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με
+ολίγας λέξεις την διαγωγήν του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του
+Σοφή, απέφυγε δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του
+απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον είχε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα
+πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.</p>
+
+<p>Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα εβλάπτοντο τα
+μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα οικογενειακά του μυστηριώδους
+συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως έμεινα μόνος με την μητέρα μου,
+επανέλαβον ικετευτικώς και με πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον
+επέμεινα, ώστε αφήκεν η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε
+τρυφερώς, και απήντησε·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . . δεν
+έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος. Είχε περιουσίαν και
+καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς
+κτηματίας των Αθηνών. Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά. Έπειτα
+υπανδρεύθη, εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα
+κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά εδυστύχησε, . . . έχασε
+και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά; Α!
+ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως απορούσα και
+στενοχωρουμένη μήτηρ μου. Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε
+ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η
+μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ!
+Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά
+κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ
+περιέργως.</p>
+
+<p>Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου, διότι μετά
+τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν της, και είπε με
+σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε
+ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.</p>
+
+<p>Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου του
+πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε μητέρα, και τότε
+εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον με το φόρεμά του σχισμένον ή
+χωρίς κομβία.</p>
+
+<p>Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος, πώς ήτο
+δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα. Ποτέ δε άλλοτε, όσον την εσπέραν εκείνην,
+δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ
+μου, ούτε έσφιγξα ποτέ περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου. </p>
+
+<p>Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας εις το
+σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το ανδραγάθημά του. Πολλοί δε
+από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και
+παράδοξα δι' αυτόν πράγματα, τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους
+γονείς των. Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και σωματώδης
+άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του. Άλλος, ότι έτρωγεν
+ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να πάθη τίποτε. Άλλος, ότι την νύκτα
+όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το
+πρωί. Μερικοί ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν
+από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν ήξευρε πλέον ούτε
+τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν. Εψιθύριζον δε άλλοι δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή
+η σύζυγός του, η μήτηρ του Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε
+πέσει θύμα του αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ
+ολίγων ημερών και ο γεωγράφος μας.</p>
+
+<p>Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ εις την
+διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε λησμονηθή εντελώς, όπως
+ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος.</p>
+
+<p>Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην εις το
+πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε επέστρεψα, μετά χρόνους
+πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ' οδόν. Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος
+του δεν είχε διόλου μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν
+συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι του
+ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν διάχυσιν. Τον
+ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!</p>
+
+<p>Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο η επιμονή
+μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς της ζωής του, αι οποίαι
+μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν περισσότερον. Είχε, φαίνεται, αρχίσει από
+τότε να ριζοβολή εις τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου
+πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς, είχον αποβή επί
+τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε
+επέστρεψα από την Αίγυπτον. Εκεί έμαθα, ότι είχε διατελέσει προ ετών
+υποπρόξενος εις έν από τα μικρά υποπροξενεία της Αιγύπτου, και ότι δεν άφησε
+πολύ καλάς αναμνήσεις εις την ελληνικήν κοινότητα. Μερικοί μάλιστα έλεγον, ότι
+είχε παυθή ένεκα καταχρήσεων κατά την απογραφήν μιας κληρονομίας. Ενόμισα
+τας φήμας αυτάς υπερβολάς, εκ των συνήθων εις τας ελληνικάς κοινότητας, ιδίως
+του εξωτερικού. Αλλ' ότε τον επανεύρον εδώ δικηγορούντα, έχοντα μάλιστα
+φήμην ευφυούς δικηγόρου, και ήκουσα μερικά δείγματα της ευφυίας του, τα
+οποία, ομολογώ, δεν με ενθουσίασαν, ενθυμήθην αμέσως τας φήμας εκείνας.
+Όσας δίκας του ενεπιστεύοντο, τας εθεώρει ο Σοφής ως είδος τι επιχειρήσεων,
+από τας οποίας εννόει να κερδήση αυτός οπωσδήποτε περισσότερα των πελατών
+του. Δεν τον είχες και συ δικηγόρον, νομίζω; </p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο
+Δημήτριος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός!</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις της
+προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου αγανάκτησιν. Τον
+κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος
+εις τα στήθη του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως! . . δεν είνε ζήτημα, απήντησεν ο Δημήτριος, και αυτός
+χωρίς άλλο θα τον έφερεν επί τέλους εις συνάφειαν με τον ποινικόν νόμον, τον
+οποίον μόνον εφοβείτο, καθώς μας έλεγεν εκείνο το βράδυ. Αλλά πόθεν εγεννήθη
+ο σκώληξ αυτός εις την ψυχήν του; Ποίος έβαλεν εκεί το σπέρμα του φοβερού
+αυτού μολύσματος; Ο πατήρ του και το χαρτοπαικτείον του. Υιός εκ πατρός
+υπήρξεν αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό των
+προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες,
+νυμφευθή;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα ταφή
+μαζή του.</p>
+
+<p>Και αυτός υπήρξεν ο μόνος επί του δυστυχούς Αλεξάνδρου ψυχρός επικήδειος
+του παλαιού του συμμαθητού.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn7' id='ref7'>7</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<h4>
+Α'.<br /></h4>
+
+<p>Ήτο παραμονή της πρώτης Ιανουαρίου του 186 . . </p>
+
+<p>Ο Γεώργης, μικρός δωδεκαετής υπηρέτης του κυρίου Λευκοπούλου, ήτο
+κατάκοπος εκ της προσθέτου εργασίας, ην είχεν απαιτήσει η έκτακτος και
+πολυάσχολος ημέρα.</p>
+
+<p>Αφού έτριψε και εκαθάρισε τα σκεύη της τραπέζης και τα σκεύη της οικίας,
+επιμελέστερον του συνήθους, αφού εβοήθησεν, αναλόγως της ηλικίας και της
+νοημοσύνης του, την οικοδέσποιναν εις παρασκευήν των γλυκυσμάτων της
+πρώτης του έτους, αφού εκόμισεν ικανά εξ αυτών πινάκια εις τους συγγενείς και
+φίλους της οικίας, αφού τέλος έστρωσε την εσπέραν την τράπεζαν του δείπνου,
+και εδείπνησε και αυτός εκ των περισσευμάτων, και έπλυνε τα πινάκια, εκάθισε
+κεκμηκώς εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου.</p>
+
+<p>Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την μορφήν του
+αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων του οίκου, ως κόμιστρα
+των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του
+χειρών εντός των θυλακίων της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν
+εκείνην το αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς να
+αποκριθή. Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και τυμπανίζοντα και
+θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει
+προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά
+του καρδία δεν συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των. Είχεν ενώπιον αυτού, επί των
+γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η κυρία του προ
+μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη το πρόσωπόν του.</p>
+
+<p>Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον πατρικόν αυτού
+οίκον.</p>
+
+<p>Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν συζύγου και
+τριών τέκνων, — αυτού και δύο κορασίδων, — είχεν εκμισθωθή αντί πεντήκοντα
+δραχμών ετησίως εις αθηναίον επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων
+μετέβαλλεν αυτόν εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.</p>
+
+<p>Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν ήσαν, θα
+ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν αυτόν, αν δεν επάχυνον το
+βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ' αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο
+τεμάχια ξηρού άρτου καθ' εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως
+της ημέρας, οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού
+κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο γλίσχρον το προϊόν
+της εργασίας του παιδός.</p>
+
+<p>Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και γυμνητεύων,
+φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή την κεφαλήν του το θέρος
+υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών, κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού
+υπογείου, και νυκτερινούς συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών
+πλασμάτων — ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να
+τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου είχεν άλλας
+ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.</p>
+
+<p>Και δεν ήρκεσαν αυτά.</p>
+
+<p>Ημέραν τινά ομήλιξ συμπατριώτης, νέηλυς εκ Κορίνθου, του έφερε την μαύρην
+είδησιν, ότι αι δύο μικραί του αδελφαί απέθανον αίφνης εντός μιας εβδομάδος εξ
+ευλογίας, και ότι η μήτηρ του, παράφρων σχεδόν εκ της λύπης, κατέκειτο βαρέως
+νοσούσα. Δεν επρόφθασε να κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο
+πτωχός, και τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της πατρίδος
+μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του. Διεσκέδαζε, του είπον,
+κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες,
+τας έριδας πυροβολισμοί, και μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. — Και η
+μήτηρ του; ηρώτησεν ο ατυχής παις. — Κατάκοιτος πάντοτε.</p>
+
+<p>Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν
+εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του πατρός του, την
+κυρά Βαγγελήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά
+δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ' η μάνα
+σου.</p>
+
+<p>Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν εύρεν
+αναπνοήν διά να κλαύση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έλα, πάμε! προσέθηκε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και
+εσκίρτησεν η καρδιά του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου. Και στραφείσα
+προς τον μισθωτήν του παιδός, όστις προσέβλεπεν απαθής τα γινόμενα,</p>
+
+<p>&nbsp;— Το παιδί το παίρνω, είπε. Σου χαρίζομε και το νοίκι της χρονιάς, και
+ξοφλούμε.</p>
+
+<p>Διενοήθη εκείνος προς στιγμήν να αντιστή. Είχεν υπέρ εαυτού το γράμμα του
+συμβολαίου. Η δουλεία του Γεώργη έληγε μετά δυο έτη. Αλλά τι τον ήθελε πλέον
+— εσκέφθη — τον ορφανόν; Η λύπη και τα κλαύματα δεν θα του άφιναν όρεξιν να
+εργάζεται.</p>
+
+<p>Και απήντησε σχεδόν αμέσως·</p>
+
+<p>&nbsp;— Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το παιδί.
+Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.</p>
+
+<p>Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του θείας, ήτις
+περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός, όσην απετέλεσεν η
+πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού ιππαρίου και ενός χωλού όνου,
+ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη, ως έλεγε, τον ανεψιόν της.</p>
+
+<p>Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή εκ των
+ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ περί τούτου
+εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η κυρά Βαγγελή. Αλλ' η
+σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα
+εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης
+υπηρέτης παρά τω Κυρίω Λευκοπούλω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν η
+καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει να πιάσης
+απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . . </p>
+
+<p>Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί, και
+απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους εκ των δακρύων
+οφθαλμούς της.<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p>Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου 186.,
+διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του, την πατρικήν του
+καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του, όστις του έδιδε πάντοτε
+αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την
+αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον
+έσφιγγεν εις τας αγκάλας της λέγουσα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου
+κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου.</p>
+
+<p>Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα
+λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.</p>
+
+<p>Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας οποίας
+συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου έτους, και ων εκάστην
+εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην ηγόραζεν εκ των ολίγων
+φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ μιας εβδομάδος, ψάλλων τα
+χριστούγεννα εις τους συγγενείς.</p>
+
+<p>Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν θείαν του,
+ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω νοσοκομείω.</p>
+
+<p>Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να
+συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις το σχολείον
+πυρέσσουσα.</p>
+
+<p>Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την έστειλαν εις το
+νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;</p>
+
+<p>Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν Βαγγελήν, και
+λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν εις το νοσοκομείον. Ήθελε
+να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο
+δε ο έρημος παις και την ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα
+τόσον εδαψίλευεν εις αυτόν η θεία του.</p>
+
+<p>Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας αδελφάς
+του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας;<br /></p>
+
+<h4>Γ'.<br /></h4>
+
+<p>Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν επέστρεψεν
+εις τον οίκον των κυρίων του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η κυρία,
+δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού ξεύρεις πού θα παραλύη. Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε
+χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε.</p>
+
+<p>Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε.</p>
+
+<p>Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του, είχεν
+αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν του — ήξευρεν ότι έκαμνον καλόν εις τον
+βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας έφερεν ασθμαίνων εις το
+νοσοκομείον.</p>
+
+<p>Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία, και μόλις είχε
+πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ της θύρας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς είνε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την
+ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . . </p>
+
+<p>Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο. Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της κλίνης
+της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος απλανούς, αλλά δεν τον
+έβλεπε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . .
+Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου.</p>
+
+<p>Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον χείρα
+της.</p>
+
+<p>Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.</p>
+
+<p>Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν εσχάτην τινά
+θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα της ανεζωογονήθη, και η
+νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς την μικράν χείρα του ορφανού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό 'ς το! είπεν ασθενώς· καλό 'ς το!</p>
+
+<p>Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και
+κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να
+μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου.</p>
+
+<p>Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν
+της.<br /></p>
+
+<h4>Δ'.<br /></h4>
+
+<p>Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του,
+ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων
+οφθαλμούς αυτού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ.
+Λευκόπουλος.</p>
+
+<p>Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί κλαις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός
+υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καϋμένο παιδί!</p>
+
+<p>Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του παιδός.</p>
+
+<p>Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη την
+στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του πατρός του κατήρχετο
+αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ
+αγάπης και ευγνωμοσύνης, και θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω
+είπεν·</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θέλεις, παιδί μου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα μη μου δίδετε μισθόν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . . και να
+υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η
+θειά μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ. </p>
+
+<p>Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.</p>
+
+<p>Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον; </p>
+
+<p>Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του; — Αυθέντη,
+είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω μοναχός μου.</p>
+
+<p>Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού υπηρέτου
+του, και τω είπεν ευμενώς·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . . να
+πας.<br /></p>
+
+<h4>Ε'.<br /></h4>
+
+<p>Μετά ένα μήνα ο Γεώργης έλυεν εν τω υπερώω, όπου κατεκλίνετο, την μικράν
+εκείνην δέσμην των κιτρίνων χαρτίων, άτινα είχε δωρήσει εις αυτόν η θεία του, και
+προσεπάθει να αναγνώση το πρώτον εξ αυτών. Αλλά τα γράμματα δεν ωμοίαζον
+δυστυχώς μ' εκείνα τα οποία εμάνθανεν εις το σχολείον. Εκοπίασε πολύ, πλην
+εκοπίασεν εις μάτην.</p>
+
+<p>Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας επανέλαβε την
+απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την φοράν, εσυλλάβισεν
+επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ' αναγνώση, . . . αδύνατον.</p>
+
+<p>Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος.</p>
+
+<p>Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα.</p>
+
+<p>Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα. Εξημερώθη
+παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την ανάγνωσιν του τελευταίου,
+το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των ρωγμών του παραθύρου του.</p>
+
+<p>Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών χαρτίων,
+αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον ορίζοντα προ της
+παιδικής του διανοίας.</p>
+
+<p>Ο τόπος αυτός όπου έζη, η Ελλάς, η χώρα εκείνη όπου είχε γεννηθή, η
+Κόρινθος, είχον πολεμήσει εναντίον ανθρώπων κακών, βαρβάρων, τυράννων, ως
+τους έλεγον τα παλαιά εκείνα χαρτία.</p>
+
+<p>Ο πάππος του είχε πολεμήσει και αυτός, και είχε μάλιστα ακουσθή — τα
+χαρτία το έλεγον. Δεν ήτο λοιπόν ασήμαντος άνθρωπος ο πάππος του. Είχε
+προσφέρει εις την πατρίδα τον βραχίονά του, όστις είχε κολοβωθή υπό σφαίρας,
+την οικίαν του, την οποίαν κατέκαυσαν οι Τούρκοι, την περιουσίαν του, ήτις
+εδαπανήθη εις τας ανάγκας του πολέμου. Τα παλαιά χαρτία τα έλεγον όλ'
+αυτά.</p>
+
+<p>Διατί όμως μ' όλας αυτάς τας θυσίας του είχε μείνει ο πάππος του, ιδιώτης, και
+απέθανε καλλιεργών τους αγρούς του διά της μιας αυτού χειρός;</p>
+
+<p>Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο
+κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα.</p>
+
+<p>Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε χωρίς ν'
+αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά;</p>
+
+<p>Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν εις τας
+απορίας αυτού.</p>
+
+<p>Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της εσχάτης της κλίνης
+του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα, ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να
+μάθη γράμματα, και ανελογίζετο τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε
+εστίλβονε, γονυπετών επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός
+πενταλέπτου.</p>
+
+<p>Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι
+παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του.</p>
+
+<p>Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της αγρυπνίας
+κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων του, ότε αντήχησεν οξεία
+μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του, ζητούντος τον καφέν του.<br /></p>
+
+<h4>ΣΤ'.<br /></h4>
+
+<p>Μετά τρία έτη ο Γεώργιος ετελείονε το ελληνικόν σχολείον, και ειργάζετο ως
+γραφεύς παρά τινι των συμβολαιογράφων των Αθηνών.</p>
+
+<p>Μετά άλλα τρία κατετάσσετο εις την ιατρικήν σχολήν του πανεπιστημίου, και
+ελάμβανε εξηκοντάδραχμον υποτροφίαν, πρωτεύων εν διαγωνισμώ.</p>
+
+<p>Μετά πέντε δε άλλα ήτο ιατρός εν τη πατρίδι του, και ανακομίζων εξ Αθηνών
+τα λείψανα της θείας Βαγγελής, έθαπτεν αυτά υπό τάφον κοινόν μετά των οστών
+του πατρός, της μητρός και των δύο του μικρών αδελφών, τας οποίας τοσάκις είχε
+νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">Η ΜΠΟΓΑΤΣΑ<br /><br /></h3>
+
+<p style='text-align: center;'>Ανατολικός μύθος
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn8' id='ref8'>8</a></span>)
+</p>
+
+<p>
+</p>
+
+<p>Είνε χειμώνος εσπέρα.</p>
+
+<p>Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες, σαρονόμεναι υπό
+του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας μόλις πού και πού προκύπτει
+βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος
+παρά την φλέγουσαν εστίαν και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους
+επενδύτας των και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού
+ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη ολισθήσωσιν επί
+της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ
+των ανοικτών έτι οψοπωλείων, όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες
+εις μάτην τους παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και
+του κενού στομάχου.</p>
+
+<p>Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου
+κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του κενού στομάχου
+κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.</p>
+
+<p>Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την
+προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι, και κουλούραι
+ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε πάντων και προ πάντων ταψίον
+μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου.
+Το ταψίον είνε μέγα και η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί
+προς τους παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η
+κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν παράθυρον,
+εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον δυστυχή εκείνον και
+ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει, υπό της πείνης και της
+εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού
+πόδας. Πολλοί διήλθον και παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο
+κενός του στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ του
+ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας, ο στόμαχός του
+απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.</p>
+
+<p>
+Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι οφθαλμοί του
+διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν
+ηδονής, και τα χείλη του συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω
+παραισθησία. Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από
+πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως εκ των
+αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας πολλάς
+συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ επιθυμίας οι
+οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς. Και τώρα, εν μέσω της
+ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . . εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο
+της ευώδους κνίσσης!</p>
+
+<p>Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και της
+επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού του στομάχου, και
+ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο
+ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος
+πλακούντος, και την πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ
+όρων και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της κενής
+του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν ζύμην κοπτομένην και
+αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και περόνης, αλλά διά των δακτύλων του
+αυτών και των μακρών του ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν
+μάζαν αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες ωγκούντο
+και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το
+όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε, και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε
+διαμαρτυρόμενος. Ας φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη
+ο πεινών εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και μάτην
+βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.</p>
+
+<p>Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας, και ο
+οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού θεάματος. Τον
+ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη απόγνωσις του λιμώττοντος
+Παρίου, η από των οφθαλμών του αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις
+καμπύλην εκ της πείνης κυρτούμενον σώμα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!</p>
+
+<p>&nbsp;— Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα; </p>
+
+<p>Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και το
+βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός τον
+οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα
+κομμάτι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και υ λ
+ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κι' αν δεν τη φας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου. </p>
+
+<p>Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.</p>
+
+<p>Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της κολοσσιαίας
+μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;</p>
+
+<p>Ενέπηξε τους όνυχάς του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως αν
+επρόκειτο να αποσπάση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η πρώτη του δραξ
+κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον. Την πρώτην παρηκολούθησεν άλλη, και
+ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής
+δυναμομηχανής, και ο ακένωτος στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση
+καν να τας ίδη ο κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μωρέ στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός
+αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη σοβαρά του
+βαλαντίου του τραγωδία.</p>
+
+<p>Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και κατέπινεν
+αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε πασαλείφων και μύστακα
+και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας
+και πότε της άλλης των χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το
+ήμισυ της μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η καταβρόχθισις
+εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου εφάνησαν βραδύνοντες, το
+γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν
+αραιουμένη, και η μάχη . . διά μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να
+καταπίη ένα έτι βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον . . . αλλ' η χειρ του
+κατέπεσεν αδρανής, και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον γενναίον
+χορηγόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ
+πεια!</p>
+
+<p>Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του ανέμεινε
+χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού, προς ον ητένιζεν
+εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.</p>
+
+<p>Επιμύθιον</p>
+
+<p>Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ' ημών,
+αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα το κατορθώση
+ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά προγράμματα
+υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων αρχόντων.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">Ο ΕΠΤΑΨΥΧΟΣ ΓΑΤΟΣ<br /><br /></h3>
+
+<p style='text-align: center;'>Αλληγορία
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn9' id='ref9'>9</a></span>)
+<br /></p>
+
+<p>
+<br />
+Ήμην παιδίον, επτά ίσως μόλις ή οκτώ ετών.</p>
+
+<p>Αλλά τον ενθυμούμαι ακόμη ζωηρότατα, και θαρρώ ότι τον βλέπω εμπρός μου
+ζωγραφιστόν, ολοζώντανον, με το λευκόν του τρίχωμα, το οποίον έστιζον εδώ και
+εκεί ολίγαι κίτριναι κηλίδες, με την μεγάλην του κεφαλήν, την κιτρίνην του ουράν,
+τους κιτρίνους του οφθαλμούς, και το ύπουλον αθόρυβον βήμα του — αληθές
+βήμα νυκτοκλέπτου.</p>
+
+<p>Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και ληστής
+αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του οίκου μας, αλλά και
+πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των γειτονικών οικιών. Κυνηγός
+μόνον δεν ήτο. Περιεφρόνει άρα γε πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της
+ωρίμου του ηλικίας, ή μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους
+θηράματος την ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των
+μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της χύτρας ή
+των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως. Το βέβαιον μόνον είνε, ότι ο
+γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να
+τους κυνηγήση, δεν θα εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους
+ελιμοκτόνησεν όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν
+ή προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των φωλεών
+των.</p>
+
+<p>Το στρογγύλον και παχυνθέν εκ της κλοπής σώμα του έλαμπεν υπό βαθύ και
+λάσιον τρίχωμα, οι οφθαλμοί του, κλειστοί συνήθως από της ραστώνης, ηνοίγοντο
+και διεστέλλοντο προ της ασθενεστάτης οσμής οιουδήποτε λιχνεύματος, και το
+αδρανές και συρόμενον βήμα του μετεβάλλετο αίφνης εις τίγρεως άλμα από του
+εδάφους επί την τράπεζαν και απ' αυτής εις την οδόν εκεί, αναρριχώμενος ταχύς
+επί την κορυφήν του πρώτου προστυχόντος τοίχου, ετρωγάλιζε μακαρίως την
+λείαν του, ένιπτεν έπειτα διά του ποδός την λιπάραντον μορφήν, και εξηπλούτο
+κατόπιν προς τον ήλιον, διά να κάμη την χώνευσίν του, ουδέ βλέμματος αξιών τα
+περιιπτάμενα πτηνά ή τας ενοχλούσας αυτόν μυίας.</p>
+
+<p>Αλλ' αι κλεπτικαί του έφοδοι δεν ετελείονον πάντοτε τόσον αισίως. Είχεν από
+μακρού επικηρυχθή ο ληστής υφ' όλων των μαγειρισσών της γειτονίας, και
+πολλάκις είχον στηθή ενέδραι κατά των κλεπτικών του κατορθωμάτων, και
+πολλάκις η καταδίωξίς του δεν απέβη ματαία. Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς
+σφεγδονισθή κατά της κεφαλής του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της
+ράχεώς του, και πόσαι χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα!
+Είχε μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του είχε
+παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και πότε ο άλλος των
+ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και ο είς των οφθαλμών αυτού
+από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της ημέρας υπό το ζεμάτισμα της
+μαγειρίσσης μας.</p>
+
+<p>Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και λαίμαργος
+εκ φύσεως. Το κατ' εξοχήν και προχειρότατον εις αυτόν πεδίον των ληστροπραξιών
+του ήτο, εννοείται, η πάτριος αυτού γη, το μαγειρείον της οικίας μας, όπου πρωίαν
+τινά χειμώνος είχε γεννηθή εντός της ανθρακοθήκης. Εκεί ηνδραγάθει και δις και
+τρις πολλάκις της ημέρας, εκεί είχε συλλέξει και τας πλείστας των πληγών, αίτινες
+εκόσμουν το ηρωικόν αυτού σώμα, εκεί δ' επήλθε τέλος και η φοβερά τραγωδία,
+της οποίας ημέραν τινά παρέστηυ ακούσιος μάρτυς.</p>
+
+<p>Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον
+αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την εστίαν
+ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την παλαιάν εκείνην
+απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο συνήθως εν τω οίκω. Ισταμένη
+προ του χαίνοντος και φλογοβόλου στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά
+χείρας την κολοσσιαίαν αυτής<span class="sp"> πάναν</span> εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν
+ετροφοδότει την καίουσαν κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα
+αγριωπή, πορφυρά εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον,
+ως δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας χύτρας.
+Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί πλησίον της, όπισθέν
+της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της
+ημέρας, κρέατα και ιχθύς και τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις
+άμορφον σωρόν. Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της
+τραπέζης.</p>
+
+<p>Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα. Ήτο αστραπή
+συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς την θύραν του
+μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα εν μέσω των ηρακλείων
+χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των οπισθίων του ποδών και κατέφερε
+ταχεία την κεφαλήν του επί το πλακοστρώτον του μαγειρείου. Μία, δύο, τρεις, και
+ο κλέπτης κατέκειτο εκτάδην ακίνητος, παράλυτος, με κλειστούς οφθαλμούς, μ'
+αιμόφυρτον το στόμα και τας σιαγόνας σπασμωδικώς ανοιγοκλειομένας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εφώνησε θριαμβικώς η ναξία Νέμεσις. Τώρα πεια σε γλυτόνω μια
+για πάντα!</p>
+
+<p>Και δεν ηρκέσθη εις τούτο η φοβερά Μορμώ. Ήρπασε το πτώμα του ληστού, το
+έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το εστρηφογύρισεν εντός
+αυτής δις και τρις διά της<span class="sp"> πάνας </span>της, το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον,
+μελανόν, παράμορφον, έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις
+απέκειτο προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.</p>
+
+<p>Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η τραγωδία,
+ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς τον ατυχή εκείνον ήρωα
+των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον, μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον
+είχα σιτίσει από του περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα
+κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν ρόγχον του
+λασίου του στήθους. Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς ημέρας εξηκολούθουν να
+τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου, ότε ημέραν τινά — τις το πιστεύει; —
+βλέπω εισερχόμενον εις το μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο
+εκείνος αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του
+δημίου του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και
+εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι! Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος!
+Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . . </p>
+
+<p>Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής. Εκ του τριχώματός του ολίγα τινά
+μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η κεφαλή του ήτο
+σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο σιελώδης, οι πόδες του
+μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως, εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος
+και μονάκριβος κίτρινος οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών,
+περιεσκόπει κλοπίως το μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της
+Γραφής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και
+εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος, όστις
+αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις φυγήν.</p>
+
+<p>Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν<span class="sp"> ο επτάψυχος γάτος</span>, και μυθική παράδοσις μεγάλη και πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην
+του μορφήν. Αλλ' η παράδοσις εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το
+πολύπαθές του γήρας, επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού
+τέλος.</p>
+
+<p>Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να
+λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον ουδέ
+χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ ετόλμησε να επανέλθη
+από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον. Πόλεμος ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη
+εναντίον του υπό του συρφετού των αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο
+λίθοι, και όπου ίστατο τον εδίωκε λάκτισμα. Άνελπις, απειρηκώς και μόλις
+αναπνέων ετρύπωσε μίαν ημέραν εις μίαν γωνίαν, και εκεί, ακίνητος, άμαχος, —
+τις οίδεν αν μετανοήσας ή μη διά το ληστρικόν αυτού παρελθόν — ετάφη υπό
+σωρείαν λίθων, τους οποίους εσφενδόνισαν αλλεπαλλήλως κατά της λιπότριχος
+κεφαλής του οι αδυσώπητοι αυτού διώκται.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΘΗΝΑΙ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn10' id='ref10'>10</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Όσοι, γνωρίσαντες τας Αθήνας προ τριάκοντα περίπου ετών, κατέλιπον αυτάς και
+επανέρχονται σήμερον εις την πρωτεύουσαν του ελληνικού βασιλείου, τρίβουσιν
+έκπληκτοι τους οφθαλμούς των, και δεν δύνανται να τας αναγνωρίσωσιν.</p>
+
+<p>Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζης — ήτο μία
+μόνη τότε — ευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα πανηγυρίζοντα πάσαν
+βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν!
+Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων απώλετο μετ' ήχου η μνήμη. Προχωρούσι περαιτέρω,
+παρέρχονται το παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί
+πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων συνηθροίζοντο
+τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών. Προβαίνουσιν ολίγα βήματα,
+και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι· προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το
+Παυσίλυπον. Έκθαμβοι πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ
+του χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης, αισθάνονται το
+παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα
+και κατεσκληκότα τον παλαιόν φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και
+σφριγώντα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα
+χείλη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε! Περίεργον να ζης ακόμη! λέγει η
+καρδία.</p>
+
+<p>Και αισθάνονται πιθανώς, ότι η καρδία των</p>
+
+<p class="poem">recht angenehm verblutet,</p>
+
+<p>ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile και — οι
+αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου
+Λόντου, και τας σατύρας του Ορφανίδου, — και παρέρχονται ηδέως
+βαρυθυμούντες, και<span class="sp"> ευαρέστως αιμάσσοντες την καρδίαν</span>.</p>
+
+<p>Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον, εξετείνοντο
+κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι περαιτέρω χλοάζουσαι, και
+τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν' αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ'
+ανακόπτει ευθύς το βήμα των κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των
+βαρεία η άμαξα του ιπποσιδηροδρόμου. Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και
+αλωνίων και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το
+τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του
+βραχίονας.</p>
+
+<p>Έκπληκτοι πάντοτε, ενεοί και ως εν ονείρω, αναβαίνουσι την οδόν Πειραιώς,
+φράσσοντες τα ώτα των προς τους συμμιγείς μουσικούς θορύβους του ωδείου, και
+φθάνουσιν εις την Πλατείαν της Ομονοίας, ήτις, δεν ενθυμούνται καλώς, αλλά
+νομίζουσιν ότι είχεν άλλο ποτέ όνομα. Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον,
+εσθήτας μεταξωτάς ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών
+εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους σεισοπυγίζοντας
+δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του
+Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι
+γρηγορούσι.</p>
+
+<p>Μάτην αναζητούσι γνώριμον μορφήν μεταξύ του πλήθους εκείνου του
+ποικίλου. Οι πλείστοι περί αυτούς είνε νέοι, οι δε γέροντες, όσοι αγνοούσιν έτι το
+ύδωρ της Allen, παρήλλαξαν τόσον! Ουδ' αναβολή τις καν εκ των παλαιών
+ευφραίνει πλέον το βλεμμάτων. Φουστανέλλας μόλις που σπάνιον απολείπεται
+ίχνος, είνε δ' από πολλού ήδη πρόσωπα ιστορικά οι<span class="sp"> ντουμανάδες</span>, οι
+εορτάσιμοι των υπηρετριών κατακτηταί, με τα γαροφαλλοκέντητα πορτοκάλλιά
+των και τας ερυθράς των καλαμάτας.</p>
+
+<p>Όλα κύκλω των μετεβλήθησαν· όλα! Και ό,τι ακούουσι και ό,τι βλέπουσι.
+Μόνον ο κονιορτός, ευσταλής και ακμαίος ως άλλοτε, και των οδών η ακαθαρσία
+και οι ρακένδυτοι στραγαλοπώλαι αναμιμνήσκουσιν αυτούς αμυδρώς τας παλαιάς
+των Αθήνας, και αναπαύουσι τα βλέμματά των ως μεμονωμένα νησίδια εν μέσω
+της κυκλούσης αυτούς εκπολιτιστικής πλημμύρας.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ας φαντασθή τις επί μικρόν τοιούτον τινα Επιμενίδην, όχι κοιμηθέντα επτά και
+πεντήκοντα έτη, ως ο σοφός της Κνωσσού, αλλά διαμείναντα μακράν της
+πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου τριάκοντα, εικοσιπέντε, ή και είκοσι μόνον
+χρόνους. Δεν λέγομεν τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα, διότι εξ αυτών παρήλλαξαν
+ήδη τον βίον οι πλείστοι, αφού εμερίμνησαν, εννοείται, άλλοι μεν να
+κληροδοτήσωσι το χρήμα των εις το εθνικόν Πανεπιστήμιον, ίνα οι σοφοί του
+πρυτάνεις αναλώσωσιν αυτό εις γελοιογλυφίας του Ρήγα και του Γρηγορίου, άλλοι
+δε θυμοσοφώτεροι να ορίσωσι την χρήσιν αυτού εις ίδρυσιν φρενοκομείου, και
+άλλοι να τάξωσι την πρόσοδόν του εις μόρφωσιν διδασκάλων της εβραϊκής
+γλώσσης ή ερμηνευτών του Σειράχ.</p>
+
+<p>Ο Επιμενίδης ούτος δεν επανέρχεται, ως προείπομεν, εις τας Αθήνας, αλλά τας
+διέρχεται μόνον. Δεν έρχεται να καταλύση τον βίον υπό τον γλαυκόν ουρανόν του
+άστεος της Παλλάδος, ουδέ να διαθέση το αποταμίευμά του εις κοινωφελείς
+επιχειρήσεις, ουδέ να συνοικίση τας ακανθοσπάρτους χέρσους των περιχώρων,
+ουδέ να διδάξη τους Αθηναίους την χρηματιστικήν. Δεν παρώξυνε τοσούτον η
+νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την φιλογένειάν
+του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει περιέργειαν μόνον πατριωτικήν
+και ουδέν άλλο. Είνε δε η περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης
+υστεροβουλίας, αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε. Εγνώρισε
+νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και επανέρχεται
+να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα ώτα του ευρωπαϊκήν
+μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας
+στενάς ατραπούς, ας διέβαινε πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν
+εις τον Παπαρρηγόπουλον. Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην τάφρον,
+την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και τον βραχώδη προς το
+Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο ασθμαίνων και περιπόρφυρος. Εγνώρισε
+και συνηλλάχθη πολλάκις προς τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως,
+οίτινες αντί μιας μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον
+χάρτινον κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά. Ενθυμείται
+του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την μαθητικήν του κοιλίαν
+δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά. Ενθυμείται έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον
+καφενείον, και τους ατελευτήτους αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ
+χάριν ενός<span class="sp"> τριγώνου</span>. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου
+ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και τα<span class="sp"> νερά</span>
+άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν ενός λουκουμίου ή
+μιας μαστίχης. Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών εκείνων εσπερινών
+συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και ετελείοναν εις τας δέκα,
+συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν
+ενίοτε μόνου καφέ αλλά διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος. Δεν
+ελησμόνησε τα δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το:<span class="sp"> άλλος διά κάτω</span>!
+των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να συμπληρώσωσι διά τον
+Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται ακόμη τας χονδράς ράβδους των
+αστυνομικών κλητήρων και τον κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την
+κεχαραγμένην επ' αυτών<span class="sp"> Ισχύν του Νόμου</span>. Ενθυμείται, . . . και τι δεν
+ενθυμείται! Αλλ' ουδέν σχεδόν — είπον φίλοι προς αυτόν — σώζεται πλέον εξ
+όσων ενθυμείται. Εξέλιπον, τω είπον, πάντα εκείνα τα παλαιά της μικροπόλεως
+γνωρίσματα, και αι Αθήναι ήλλαξαν όψιν. Αι οδοί των ηυρύνθησαν, και αι οικίαι
+των ηύξησαν εις όγκον και ύψος. Τα καφενεία των επληθύνθησαν περίκομψα και
+μεγάλα, οι δε φοιτηταί των εδεκαπλασιάσθησαν, όσον σχεδόν και του
+Πανεπιστημίου οι φοιτηταί. Ολίγοι μόνον πρεσβύται και πρεσβυτίζοντες παίζουσιν
+έτι δόμινον εις τα καφενεία· οι άνδρες και οι νέοι παίζουσιν
+<span class="sp"> εκαρτέ</span> και<span class="sp"> βακκαρά</span> εις την λέσχην, και η ενθήκη δεν είνε πλέον έν τρίγωνον, αλλά πολλαί
+δραχμών νέων χιλιάδες. Εξηφανίσθησαν τα δίτροχα αμάξια, και αι άμαξαι της
+ελληνικής πρωτευούσης είνε σήμερον αι ωραιότεραι της Ευρώπης. Το<span class="sp"> άλλος διά κάτω</span> δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα όλων
+χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε ετελείονον άλλοτε, οι δε
+αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον ράβδους χονδράς αλλά προφυράς
+εφεστρίδας.</p>
+
+<p>Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών φίλοι, και
+άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της αγαπητής πόλεως των
+νεανικών του χρόνων.</p>
+
+<p>Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να θαυμάση
+ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον του πολιτισμού, αλλά
+των πολιτισμών της Εσπερίας. Έρχεται να ίδη την προ τριακονταετίας άμορφον
+κάμπην μεταμορφωθείσαν εις περικαλλή χρυσαλλίδα. Έρχεται να ανανεώση εις
+εφόδιον των πρεσβυτικών του ημερών την εις τας δέλτους της μνήμης του
+ταμιευμένην παλαιάν εικόνα του άστεος, ως ανανεούσιν, από ηλικίας εις ηλικίαν,
+τα φωτογραφήματα των τέκνων των οι φιλόστοργοι πατέρες.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και ανήλθεν,
+εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου. Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε
+τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα
+κατορθώσωσι να εξέλθωσι της αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν
+τας παλαιάς του Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το
+τραχύ του ακούσματος. Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το
+ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού του
+ταξειδίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου
+ευχαριστήσεως.</p>
+
+<p>Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον
+κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων ανά παν βήμα
+διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια,
+και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το
+ξενοδοχείον της Μασσαλίας — ήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το
+εγνώριζε — κ' εζήτησε δωμάτιον επί της οδού.</p>
+
+<p>Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν. Ήνοιξε το
+παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως εκάλει το βλέμμα του η
+υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο
+έναστρος ουρανός. Αυτά ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα.
+Ήθελε να ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας αλλεπαλλήλους
+παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και περιέργων, και θόρυβον
+πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν' αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της
+μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως
+κατενόησεν, ότι μάτην ηγρύπνει. Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους
+σαρδελλοπώλας παίδας πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των,
+ήκουσε τον κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της,
+ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την αναβολήν,
+είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας ευσυνειδήτως προς τας
+βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά τόσον μόνον.</p>
+
+<p>Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη.</p>
+
+<p>Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν, και μετά
+μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να τας μεταμορφώση εις
+Παρισίους, ότε εξύπνησεν.</p>
+
+<p>Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον, κατά την
+παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν. Εισήλθε δε εις το πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του,
+απέναντι της μεγάλης οικίας του Μελά.</p>
+
+<p>Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνος — ήτο ακόμη πολύ πρωί — και ν'
+αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί τούτω είχεν
+αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου. Αλλά το καφενείον ήτο
+πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι περισσεύοντες απέφρασσον και
+τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς
+τοσούτω πυκνόν το πρωινόν εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη
+θέσιν εγγύς ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον<span class="sp"> βαρύν</span> και
+<span class="sp">γ λ υ κ ύ ν</span>, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία του.</p>
+
+<p>Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο όπερ τον
+περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι κραυγαί των παρερχομένων
+εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων υπηρετών του καφενείου, ετάραττον
+μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας
+προσδοκίας του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και
+εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση και τας
+εφημερίδας του.</p>
+
+<p>Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας στιγμάς ατενώς,
+και τείνων προς αυτόν την χείρα,</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει τέλος
+να δώσωμεν έν όνομα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ολόκληρος. Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας
+χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να θαυμάσης το
+πανόραμα των Αθηνών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι
+κάμνεις;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το βλέπεις, τι κάμνω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το βλέπω διόλου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις καφενείον, υποθέτω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε
+καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ'
+έγεινα μεσίτης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κερδίζεις τώρα περισσότερα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Κερδίζω κατά μήνα όσα έπαιρνα κατ' έτος από το δημόσιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λαμπρά· και όλοι αυτοί είνε συνάδελφοι σου;</p>
+
+<p>&nbsp;— Οι περισσότεροι. Άλλοι παλαιοί υπάλληλοι ως εγώ· άλλοι νέοι
+επιστήμονες, τους οποίους άφινε νηστικούς η επιστήμη· άλλοι φοιτηταί, οι οποίοι
+ευρίσκουν περισσότερον προσοδοφόρον να φοιτούν εδώ παρά εις το
+Πανεπιστήμιον. Άλλοι είχαν έργον και το άφησαν, άλλοι δεν είχαν και ηύραν. Όλοι
+των τέλος πάντων τους οποίους βλέπεις εδώ συναθροισμένους, πάσχουν μίαν
+κοινήν ασθένειαν . . . δίψαν χρημάτων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Να την έχουν οι άνδρες και οι γέροντες, δεν απορώ.</p>
+
+<p>Όταν κανείς δεν έχη πλέον πόθους, ούτε ελπίδας, ούτε φιλοδοξίαν οιανδήποτε,
+εννοώ να κυνηγά τα χρήματα. Όταν ξηρανθή η καρδία, μόνον με χρήματα
+ποτίζεται, συμφωνώ· αλλά να πάσχουν δίψαν χρημάτων και οι νέοι. . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε κάπως περίεργον, θα ειπής.</p>
+
+<p>&nbsp;— Περίεργον; Είνε λυπηρόν, πολύ λυπηρόν διά το μέλλον του τόπου.
+Ποίους άνδρας του ετοιμάζουν οι νέοι αυτοί, οι οποίοι εγήρασαν τόσον πρόωρα;
+Ποίας ηθικάς δυνάμεις του φυλάττουν οι αμύστακες αυτοί μεσίται, τους οποίους
+εξήντλησεν ή θα εξαντλήση βέβαια ο πυρετός των χρημάτων; Ποίον ευγενές
+αίσθημα θα μείνη εις την καρδίαν των, όταν γείνουν άνδρες, αφού όλη των η
+ύπαρξις συνεκεντρώθη από τώρα εις το υλικόν κέρδος; Τι κεφάλαιον γνώσεων,
+μαθήσεως, εργασίας, ηθικότητος θα ταμιεύσουν αυτοί οι ίδιοι διά το μέλλον
+των;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, διά πράγματα, διά τα οποία αυτοί πολύ
+ολίγον ενδιαφέρονται. Συ εταμίευσες αρκετήν ποίησιν από την νεότητά σου. Αυτοί
+εργάζονται να ταμιεύσουν χρήματα, διότι τα χρήματα μόνον σήμερον κάμνουν τον
+άνθρωπον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτού κατηντήσατε και σεις; σας συγχαίρω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί να μη καταντήσωμεν, αφού κατήντησεν αυτού όλος ο
+κόσμος;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι ο άλλος κόσμος είνε γέρων, και η Ελλάς είνε ακόμη νέα· νά,
+διατί! Αν ο άλλος κόσμος έσπασεν αλληλοδιαδόχως όλους τους πήχεις με τους
+οποίους εμέτρει άλλοτε την αξίαν, και την μετρεί μόνον σήμερον με τα χρήματα,
+είχε καιρόν να το κάμη, διότι ζη προ αιώνων. Σεις όμως είσθε ακόμη νήπια.
+Εβγήκατε χθες από το αυγόν· δεν έχετε βιομηχανίαν, δεν έχετε εμπόριον, δεν έχετε
+σχολεία, δεν έχετε κλήρον, δεν έχετε τίποτε, και νομίζετε ότι το άλφα και το
+ωμέγα του πολιτισμού είνε τα πλήρη χρηματοκιβώτια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Είσαι κάπως υπερβολικός. Λησμονείς, ότι οι άνθρωποι σήμερον
+έχουν πολύ περισσοτέρας ανάγκας, παρ' όσας είχαν προ τριάκοντα ετών, και ότι αι
+ανάγκαι αυταί δεν θεραπεύονται με δρόσον, με σύννεφα και με πανσέληνον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν το λησμονώ διόλου. Βλέπω μάλιστα με λύπην μου, ότι ηυξήσατε
+τας ανάγκας σας εκείνας, αι οποίαι θεραπεύονται μόνον με χρήματα, και αι οποίαι
+δεν είνε βέβαια αι ευγενέστεραι ανάγκαι του ανθρώπου. Διατί όμως τας ηυξήσατε;
+Ποίος σας εβίασε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι Αθήναι
+έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά εκατόν χιλιάδας
+κατοίκους; ότι . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου ειπώ; το
+πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν είνε πολύ
+ορεκτικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην. Αλλά τώρα με
+συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται μου βλέπεις
+ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και έχομεν εργασίας· το εσπέρας
+όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από το ξενοδοχείον σου. . . . Πού
+κατέλυσες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις την Μασσαλίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Λοιπόν αναβλεπώμεθα. </p>
+
+<p>Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο Δημητράκης έμεινε μόνος, αλλά δεν έμεινεν εν τω καφενείω· τα πέριξ αυτού
+γινόμενα δεν εκίνουν πλέον την περιέργειάν του, ετάραττον δε την πατριωτικήν
+του χολήν. Είχε τόσους γνωρίσει οικείους και φίλους, καταποθέντας εις την
+άβυσσον των χρηματιστηρίων! Ενθυμείτο άλλους, και αυτοί ήσαν οι ολιγώτεροι,
+ων είχε ρικνώσει την καρδίαν το από της κυβείας χρήμα, και εθεώρει τον κύκλω
+τυρβάζοντα όμιλον ως αγέλην θυμάτων, αγομένην ταχέως ή βραδέως αλλ'
+αναποδράστως πάντοτε εις τα σφαγεία δύο ή τριών μεγάλων κερδοσκόπων.</p>
+
+<p>Συνήγαγε τας εφημερίδας του, εταμίευσεν αυτάς διά τον μεσημβρινόν του
+ύπνον εις το θυλάκιόν του, και εξήλθεν εις την οδόν.</p>
+
+<p>Ουδένα είχε σκοπόν το βήμα του. Ήθελεν απλώς να περιέλθη την πόλιν, και να
+ίδη τας εξωτερικάς και ορατάς ούτως ειπείν προόδους της.</p>
+
+<p>Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του πλήθους
+των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης του
+ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού ευρίσκετο, βλέπων
+δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό
+τον όγκον των πέριξ οικοδομών. Είδε κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των
+εν υπαίθρω καθημένων, ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο
+τα υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και άλλοι, οι
+ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν
+τόσους αργούς και τόσα καφενεία.</p>
+
+<p>Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.</p>
+
+<p>Εδώ αληθώς τα έχασε.</p>
+
+<p>Ούτε τάφρος πλέον, ούτε γεφύρια συνδέοντα τας βραχώδεις πλευράς της, ούτε
+μάνδραι κατηρειπωμέναι, ως άλλοτε, ούτε οικόπεδα αναπεπταμένα εις πάσαν του
+παροδίτου ανάγκην.</p>
+
+<p>Οικίαι εκατέρωθεν μεγάλαι, και πεζοδρόμια πλακόστρωτα, και σύρματα
+πολλαπλά τηλεγράφων, και δενδροστοιχίαι, και ικριώματα κολοσσιαία μεγάρων
+οικοδομουμένων.</p>
+
+<p>Είνε αληθές, ότι ολίγου δειν εξώρυττε τον οφθαλμόν του η λατύπη των επί του
+πεζοδρομίου μαρμαροκοπούντων οικοδομών, και εκηλίδου τον ιματισμόν αυτού
+το άνωθεν καταπίπτον κονίαμα. Αλλά τι εσήμαινον τα παροδικά ταύτα
+μικρολογήματα απέναντι της καλλιμαρμάρου οικοδομής;</p>
+
+<p>Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων, άτινα
+δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της οδού, και
+εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις τας ρίζας των, ίνα
+δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς βρύσις κατακλύζουσα την οδόν.
+Προσεπάθησε να εύρη πατριωτικήν τινα εξήγησιν του πράγματος, αλλά δεν το
+κατώρθωσεν, ως δεν κατώρθωσεν επίσης να εννοήση, διατί η μεν οδός ήτο πλήρης
+πηλού εκ του καταβρέγματος, τα δε πεζοδρόμια πλήρη κονιορτού και χωμάτων
+και σκυβάλων.</p>
+
+<p>Έφθασεν ούτω απορών προ του Πανεπιστημίου, και εσταμάτησεν εκεί μικρόν,
+και μετά συγκινήσεως ανεπόλησεν ημέρας αρχαίας. Περιήλθε χαίρων το θαλερόν
+του κηπάριον, εντράπη ολίγον, ιδών δι' οποίων αγαλμάτων ετίμησεν η ελληνική
+επιστήμη την μνήμην του Ρήγα και του Γρηγορίου, και εισήλθεν εις τον αριστερά
+πευκώνα, ίνα επανίδη τον τάφον των ιερολοχιτών. Εδώ κατεξανέστη η καρδία του,
+— αφού κατεξανέστη πρότερον η όσφρησίς του — και εκάλυψεν εξ αισχύνης το
+πρόσωπον, βλέπων οποίον φόρον σεβασμού εκλήθησαν οι παροδίται και οι
+φοιτηταί του Πανεπιστημίου να προσφέρωσιν εις τους ήρωας του
+Δραγατσανίου.</p>
+
+<p>Κατέλιπε βαρυθυμών τον δυσώδη περίβολον, και χαιρετίσας διά τρυφερού
+βλέμματος την απέναντι μεγάλην οικίαν, ης μαθητής ποτε προ χρόνων πολλών είχε
+κατοικήσει έν στενόν δωμάτιον, επροχώρησεν αναβαίνων την λεωφόρον
+Πανεπιστημίου. </p>
+
+<p>Ωραία, πολύ ωραία του εφάνη η Ακαδημία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι θα το κάμουν άραγε το κατάχρυσον αυτό οικοδόμημα; είπε καθ'
+εαυτόν, και ενθυμηθείς τους στίχους του Bodenstedt</p>
+
+<p class="poem">Geld lieber ohne Taschen<br />
+als Taschen ohne Geld, </p>
+
+<p>&nbsp;— Καλλίτερα, είπε παρωδών, να είχαμεν ακαδημαϊκούς χωρίς
+Ακαδημίαν, παρά Ακαδημίαν χωρίς ακαδημαϊκούς.</p>
+
+<p>Παρήλθε τους βασιλικούς σταύλους, ους εύρεν ως τους είχεν αφήσει, και
+θαυμάζων πάντοτε τα εκατέρωθεν της οδού νεόδμητα μέγαρα, έφθασεν εις την
+πλατείαν των ανακτόρων.</p>
+
+<p>Τι ήτο αυτό! Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι πλήρεις
+ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού!</p>
+
+<p>&nbsp;— Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και
+εσταυροκοπήθη.</p>
+
+<p>Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος, μη
+δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι. Πολιτισμόν
+Λονδίνου και πολιτισμόν χωρίου της Βουλγαρίας.</p>
+
+<p>Αλλ' ο ήλιος των Αθηνών ο καυστικός και απολίτιστος ήρχιζεν ήδη να φλέγη την
+φαλακράν κεφαλήν του νεήλυδος πατριώτου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το εσπέρας βλέπω τα άλλα με τον Γιαννάκην! διελογίσθη, και
+επανέκαμψεν εις το ξενοδοχείον του.</p>
+
+<p>Ας αφήσωμεν τον ξένον ημών να αναγνώση ήσυχος τας πρωινάς του
+εφημερίδας, χωρίς ν' αναγράψωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις του περί της
+γλωσσικής και δημοσιογραφικής προόδου των Αθηνών.</p>
+
+<p>Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ' όσην
+αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι κώνωπες της κλασικής
+πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την εσπέραν, εξερχόμενον εις
+περίπατον μετά του Γιαννάκη.</p>
+
+<p>Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του, έχει,
+εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον του, αναφωνούντα
+φαιδρώς·</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχεις και αμάξι, βλέπω.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μεσίτης και ιατρός χωρίς αμάξι δεν κάμνει σήμερον δουλειά εις τας
+Αθήνας, αγαπητέ.</p>
+
+<p>Και φωνεί προς τον αμαξηλάτην·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τράβα εις τα Πατήσια!</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ είνε το Πολυτεχνείον, λέγει μετά μικρόν εις τον νεήλυδα φίλον·
+θα το ενθυμείσαι βέβαια.</p>
+
+<p>&nbsp;— Το εθεμελίοναν, νομίζω, όταν έφυγα· πώς; δεν ετελείωσεν
+ακόμη;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ετελείωσαν τα χρήματα.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε;
+θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και αυτό το άλλο, τι
+είνε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το αρχαιολογικόν Μουσείον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα σχέδια
+και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να ιδούμεν ολίγον και
+τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία εις το αμάξι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου ειπώ . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα
+εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις το
+πεζοδρόμιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και διατί ενδύεται έτσι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Είνε συρμός, φαίνεται.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας, βλέπω,
+δεν εκλέγουν τον καλλίτερον. Και αυτή η άλλη κυρία εις το αμάξι, ποία είνε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ό,τι ήτον η πρώτη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι! να σου ειπώ, καλά προωδεύσατε. Με το έλεγαν . . . </p>
+
+<p>Αλλά διακόπτει αίφνης τους λόγους του αγαθού ξένου θόρυβος φωνών,
+κραυγών, ύβρεων, ανταλλασσομένων μεταξύ<span class="sp"> καρραγωγέως</span> ελαύνοντος το
+αμάξιόν του από ρυτήρος και κλητήρος αστυνομικού διατάσσοντος αυτόν να
+σταματήση. Ο αμαξηλάτης φαίνεται πως υποβεβρεγμένος, ο δε κλητήρ δεν
+φαίνεται νήστις.</p>
+
+<p>Τι προσφωνούσιν αλλήλους εν τοιαύτη καταστάσει, ευκόλως δύναταί τις να
+φαντασθή. Το αμάξιον τρέχει πάντοτε, ο κλητήρ μονολογεί, χειρονομών τραγικώς
+ως πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου, διότι ουδεμίαν έχει αυτός διάθεσιν
+ούτε αι κνήμαι του δύναμιν να τρέξωσι κατόπιν του παραβάτου των αστυνομικών
+διατάξεων, οι δε διαβάται υποχωρούσι μεν φρονίμως προ του καλπάζοντος
+ιππαρίου, συναγείρονται δε περί τον κλητήρα και σχολιάζουσι πατριωτικώς τα
+συμβαίνοντα. Αλλά διά μιας η σκηνή μεταβάλλεται. Το αμάξιον τρέχον πάντοτε
+ανατρέπει εν μέση οδώ αμέριμνον χωρικόν, μεταβαίνοντα επί του όνου του εις την
+πόλιν, και το ιππάριον σταματά, έκπληκτον και αυτό προ του κατορθώματός του. Ο
+κλητήρ καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει,
+δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός λακτίσματος του
+αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και τινάσσων
+τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού θα μου πας!</p>
+
+<p>Και επιβαίνων μεγαλοπρεπώς του<span class="sp"> κάρρου</span>, δράττεται των χαλινών, και
+οδηγεί αυτό εις την Αστυνομίαν, αφίνων εις τους διαβάτας να μεριμνήσωσι περί
+του μωλωπισθέντος χωρικού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς σου εφάνη η σκηνή; ερωτά ο μεσίτης τον φίλον του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ας επιστρέψωμεν, απαντά εκείνος, χωρίς ν' απαντήση.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εις τα Ολύμπια! διατάσσει ο Γιαννάκης τον αμαξηλάτην ταυ, και ο
+δίφρος διαβαίνων ταχύς την οδόν Πατησίων και την οδόν Σταδίου, διελαύνει την
+πλατείαν του Συντάγματος.</p>
+
+<p>Η στρατιωτική μουσική παίζει από της κεντρικής εξέδρας, και κόσμος πολύς
+πληροί την πλατείαν. Οι μεν κάθηνται κύκλω, ροφώντες μετά του κανιορτού τον
+καφέν των, οι δε περιπατούσιν άνω και κάτω, και ολίγοι, πολύ ολίγοι κυκλούσι την
+εξέδραν, προσέχοντες εις την μουσικήν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο δήμος, λέγει ο Δημητράκης, πρέπει να κερδίζη αρκετά απ' αυτά τα
+καφενεία.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς, δηλαδή;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πόσον τους ενοικιάζει το μέρος της πλατείας το οποίον τους
+παραχωρεί διά την τοποθέτησιν των τραπεζίων των;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ο δήμος δεν ενοικιάζει τίποτε. Αυτό δα έλειπε, να μας ενοικιάζη τόρα
+ο δήμος και τους δρόμους. Οι άνθρωποι βάζουν τα τραπέζια των εμπρός εις τα
+καταστήματά των, και κανείς δεν τους εμποδίζει.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! έτσι εννοείτε σεις εδώ τας πλατείας. Πολύ καλά· ως προς τούτο
+δεν εγείνατε, βλέπω, ακόμη παρισινοί, ενώ τους επεράσατε ως προς τας αγγελίας
+των δημοσίων θεαμάτων.</p>
+
+<p>Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη θεατρικήν
+ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων μικρού
+γεροντίου.</p>
+
+<p>Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την αγγλικήν
+εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα... </p>
+
+<p>[λείπουν οι σελίδες 223 233 - Αλλαγή πεζογραφήματος. Όνομα νέου πεζογραφήματος: Αθηναϊκαί
+επιστολαί]</p>
+
+<p class="poem"><i>πάψε κ' εβαρεθήκαμε,<br />
+κάμε και λίγη κάψα!<br />
+Την ώρα δεν εβλέπαμε<br />
+ναρθής, για να μπορέσουμε<br />
+τουλάχιστον τα ρούχα μας<br />
+τα άλλα να φορέσουμε.<br />
+Αλλά και συ κλαψόμηνας,<br />
+απ' ό,τι βλέπω, γένεσαι.<br />
+Μα ταις μοσκαίς και τάνθη σου.<br />
+για Μάης δε μου φαίνεσαι!</i></p>
+
+<p>Αγνοώ αν οι εξορκισμοί του κ. Αβλίχου επτόησαν τον χειμερινόν μας Μάιον, ή
+αν συνεκίνησεν αυτόν η περίφρων σιγή των λοιπών βάρδων του ελληνικού
+Παρνασού. Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών ήλλαξε πάλιν γνώμην, και
+έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και
+πάλιν παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας
+εβδομάδος διά το ψύχος. Αλλ' ο Μάιος δεν έχει βεβαίως σκοπόν να μεταβληθή εις
+φούρνον του Νασρεδίν-Χότζα, διά να ευχαριστήση τας ιδιοτροπίας μας· και θα
+ψηθώμεν επομένως τακτικά, ως πάντοτε, ακούοντες την ημέραν τους τέττιγας και
+την εσπέραν τας γαλλίδας τραγουδιστρίας του Φαλήρου ή τον Νικηφόρον και τον
+Αλεξιάδην των ιλισσίων θεάτρων. Αυτά όλα τα ζηλεύεις συ, και θα τα ποθής
+βεβαίως εντός ολίγου από της<span class="sp"> Ωραίας Νήσου</span> της λίμνης σου. Μη
+απελπίζεσαι όμως, και εγώ σου στέλλω προσεχώς ένα αθηναίον τέττιγα, ίνα
+παρηγορή, διά της θέας του καν, τας ώρας της ανίας σου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι άλλο να σου γράψω; Α! έχω έν νέον, πένθιμον όμως και βαρύ, το
+οποίον θα θολώση βεβαίως τους οφθαλμούς σου και θα σφίγξη την καρδίαν σου.
+Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και ακμαίος πολιτικός ανήρ ο
+γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός
+τεσσάρων ημερών υπό νόσου οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν
+επιβουλευθή, καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το
+εξηντλημένον σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου. Τέσσαρες ημέραι
+αγωνίας, καθ' ας συνηγωνία μετ' αυτού ολόκληρος η πόλις των Αθηνών, ήρκεσαν
+να νεκρώσωσιν την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν, ήτις τοσάκις είχε γοητεύσει τα
+ακροατήρια της Βουλής. Ενθυμείσαι, . . . ότε προ τεσσάρων ετών συνωθούμεναι
+και αι δύο διά της στενής κλίμακος, κατωρθώσαμεν μετά κόπον πολύν να εύρωμεν
+θέσιν εντός του μικρού ακροατηρίου, και προσμένουσαι ανυπομόνως να τον
+ακούσωμεν εκινούμεν τα ριπίδιά μας ως μηχαναί, διά να μη λιποθυμήσωμεν εκ
+του καύσωνος και της στενοχωρίας; «Ο Δεληγεώργης θα ομιλήση! θα ομιλήση ο
+Δεληγεώργης!» εψιθύριζον πέριξ ημών τα πυκνά ακροατήρια, και μετ' ολίγον
+αληθώς τον είδομεν εγκαταλείποντα την θέσιν αυτού και αναβαίνοντα εις το
+βήμα. Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως σιωπηλά
+στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς εισώρμησαν αίφνης διά
+μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες, εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον
+εν ησυχία τας θέσεις των, και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη
+χάσωσι μίαν του συλλαβήν. Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα
+λησμονήσω την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία, ελησμόνησες.
+Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η σεμνή αναβολή, το
+εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του
+ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία
+με ανέμενεν ακόμη γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα! Δεν ήτο, έλεγες, φωνή εκείνη,
+αλλά γλυκεία τις και μυστηριώδης απήχησις κώδωνος κρυσταλλίνου, μαγεύουσα
+την ακοήν και κρατούσα υπό διαρκές και ακαταμάχητον θέλγητρον τον ακροατήν.
+Ουδέποτε ήκουσα γλυκυτέραν ανθρώπου φωνήν, σπανίως δε και ήχου οιανδήποτε
+κλαγγήν, ήτις να έχη τόσην την μυστηριώδη της μαγείαν. Μετά τας πρώτας του
+λέξεις δεν εννόουν πλέον τι έλεγε, διότι — σου εξωμολογήθην το πάθημά μου —
+δεν επρόσεχον πλέον εις την έννοιαν των λεγομένων — μου ήρκει η διαρκής
+εκείνη μουσική, ην απλήστως κατέπιναν ούτως ειπείν τα ώτα μου, μου ήρκει η
+μελωδία εκείνη του λόγου, η αρμονία της φράσεως, η ουδέποτε προσκόπτουσα, ο
+ρυθμός εκείνος, όστις ενετείνετο και εχαλαρούτο, παλλόμενος ως βαρβίτου χορδή
+υπό τόξον αριστοτέχνου, το μυστηριώδες εκείνο μέλος, όπερ εξέπνεεν ηρέμα εις
+το τέλος της φράσεως, ως ο επί της λείας άμμου εκπνέων φλοίσβος του κύματος.
+Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ εξύπνησα
+όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο Δεληγεώργης είχε καταβή
+από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ'
+επερίπαιξες διά το πάθημά μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες.
+Αλλοίμονον! δεν θα το πάθω πλέον αυτό το πάθημα, διότι θ' αργήση πολύ ν'
+αποκτήση άλλον Δεληγεώργην το βήμα της βουλής. Πόσον βαθέως συνησθάνθη
+την απώλειάν του ο λαός των Αθηνών! Είδα, φίλη μου, πένθος αληθινόν και
+εγκάρδιον εικονισμένον εις όλων τας μορφάς, είδα τας θύρας και τα παράθυρα
+των εμπορικών καταστημάτων ενδυμένας μελανά παραπετάσματα· είδα τριάκοντα
+στεφάνους σωρευμένους επί του φερέτρου του· είδα δάκρυα ανεπίπλαστα
+σταλάζοντα επί του ψυχρού του μετώπου!</p>
+
+<p>Κλείω βαρύθυμος την επιστολήν μου, ήτις και εις σε βεβαίως βαρυθυμίαν
+θέλει προξενήσει. Αλλ' ήτο δυνατόν να σου γράψω, και ν' αποσιωπήσω το
+φοβερόν αυτό δυστύχημα, το οποίον απωρφάνωσεν όχι μόνον μίαν οικογένειαν,
+αλλ' έθνος ολόκληρον;</p>
+
+<p>Ευχήσου να ήμαι φαιδροτέρα την ερχομένην εβδομάδα, και μη με μαλώσης
+πλέον διότι βλέπεις πώς σε τιμωρώ· αντί επιστολής σου γράφω . . . σωστόν
+σύγγραμμα.<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879</p>
+
+<p>Θα μείνης, μου γράφεις, ακόμη ημέρας τινάς εις Φλωρεντίαν, διά ν'
+απολαύσης ανέτως τα παντοειδή θέλγητρα της τοσκανικής μεγαλοπόλεως. Θέλεις
+να θαυμάσης μέχρι κόρου την<span class="sp"> Αφροδίτην</span> και τους<span class="sp"> Παλαιστάς</span> της
+Tribuna, τας θαυμασίας γλυφάς του Γιβέρτη επί των ορειχαλκίνων πυλών του
+Βαπτιστηρίου, την περιώνυμον<span class="sp"> Καθημένην Παναγίαν</span> του Ραφαήλου εν
+τω μεγάρω Πίττη και την<span class="sp"> Νύκτα</span>, το γλυπτικόν αριστούργημα του Μιχαήλ
+Αγγέλου, εν τη εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου. Θέλεις να επανίδης εκ τετάρτου
+και πέμπτου το σύμπλεγμα των Νιοβιδών, να παραδράμης τον Άρνον υπό την
+δροσεράν σκιάν των πυκνών δενδροστοιχιών των Cascine, να καθίσης άπαξ έτι υπό
+την ερυθράν σκιάδα του Bello Sguardo και να εκδράμης πρωί, πριν ή ανατείλη ο
+ήλιος, εις το Φιέζολε, διά της μυροβόλου φλωρεντινής πεδιάδος, την οποίον
+κοσμεί αυτοφυής η αγριορροδή και ο ίασμος. Όλα αυτά μου τα γράφεις με τόσην
+αυτάρκη ευχαρίστησιν, ώστε μα την αλήθειαν θα επίστευα, ότι το κάμνεις διά να
+κινήσης τον φθόνον μου, αν συγχρόνως δεν μου εζήτεις και νέα αθηναϊκά. Δεν
+επαναλαμβάνεις μεν πλέον τας επιτιμήσεις της πρώτης σου επιστολής, ουδέ πνέει
+πλέον το γράμμα σου θυμόν και αγανάκτησιν, αλλ' ο φιλαθηναϊσμός σου, αν και
+δεν έχει την πρώτην εκείνην αγρίαν του έξαψιν, έγεινεν όμως επιμονώτερος, και
+κινδυνεύει να μεταβληθή εις νόσον χρονίαν. Τι κάμνουν αι Αθήναι; Ήρχισε το
+Φάληρον; εκτίσθη το νέον θέατρον του Απόλλωνος; Ήλθεν ο θίασος του
+Ταβουλάρη; Έγειναν αι εξετάσεις του Ωδείου; Όλα σου αυτά τα ερωτήματα
+παρατάσσονται κομβολογηδόν εις την επιστολήν σου, και ζητούν απάντησιν
+ταχείαν και λεπτομερή.</p>
+
+<p>
+Ας σου απαντήσω λοιπόν, αφού</p>
+
+<p class="poem">Il n' est pas avec toi des accommodements,</p>
+
+<p>ως θα έλεγε φίλος μου τις επιφυλλιδογράφος, παρωδών χάριν σου τον στίχον
+του Μολιέρου.</p>
+
+<p>Και εν πρώτοις, τι κάμνουν αι Αθήναι. Αι Αθήναι προ παντός, αγαπητή μου,
+ομιλούν πολιτικά. Ερωτούν, αν έφθασεν ο Φουρνιέ εις την Κωνσταντινούπολιν, αν
+προσεκλήθη η κυβέρνησις να διορίση εκεί αντιπρόσωπον, αν και πότε πρόκειται
+να διαταχθούν αι νέαι βουλευτικαί εκλογαί, αν έγειναν οι συνδυασμοί της δείνα
+και δείνα επαρχίας, αν το δάνειόν μας καλύπτεται ταχέως, και τα λοιπά, και τα
+λοιπά.</p>
+
+<p>Περί αυτών όμως πάντων ευτυχώς συ δεν ενδιαφέρεσαι. Ο Θεός σ'
+επροφύλαξεν από την λύμην της πολιτικής. Τα κύρια άρθρα των αθηναϊκών
+εφημερίδων δεν κινούσιν ευτυχώς τον θαυμασμόν σου· δεν αναγινώσκεις συ τον
+Μακώλαιϋ, ουδέ τους λόγους του Κικέρωνος εις γαλλικήν μετάφρασιν, και
+προτιμάς να ομιλής περί της βροχής και του κονιορτού μάλλον ή περί της
+προσεχούς εκβάσεως των βουλευτικών εκλογών.</p>
+
+<p>Δεν σου ομιλώ λοιπόν περί πολιτικών, διότι άλλως ούτε τα ηξεύρω ούτε τα
+εννοώ. Σου σημειόνω μόνον εν παρόδω, ότι οσάκις οι Αθηναίοι δεν ομιλούν περί
+πολιτικών, ασχολούνται σπογγίζοντες τον ιδρώτα όστις περιρρέει τα πρόσωπά των,
+ροφώντες, ουχί ευχαρίστως εννοείται, τον κονιορτόν, όστις, κατά το βαθύ λόγιον
+της πρώην δημοτικής αρχής, θα μείνη εν Αθήναις εφ' όσον θα μείνη και η ομίχλη
+εν Λονδίνω, παγωτοφαγούντες και γλωσσωλγούντες το εσπέρας εν τω Σολωνείω,
+και μη κατορθόνοντες πολλάκις μ' όλην αυτών την παταγώδη και ασθματικήν
+αναπνοήν να δροσίσωσιν ολίγον τον αέρα, όστις την παρελθούσαν εβδομάδα ήτο
+αληθώς πνιγηρός.</p>
+
+<p>Τώρα, — προχωρώ βλέπεις κατά τάξιν — τι κάμνει το Φάληρον;</p>
+
+<p>Το Φάληρον ήρχισε τας πανηγύρεις του την προχθές Κυριακήν. Τα λουτρά,
+εννοείται, δεν ήρχισαν ακόμη, αρκείται δε ο κόσμος αναπνέων από της ακτής την
+ιωδούχον αύραν των κυμάτων, πλην ενός μόνου κυρίου, εις τον οποίον οι ιατροί,
+ένεκα της πασχούσης υγείας των ροδίνων του παρειών, παρήγγειλαν, ως λέγει, να
+κάμνη ενενήκοντα λουτρά και να τρώγη ενενηκοντάκις την mayonnaise του
+φαληρικού εστιατορίου, και όστις επομένως αρχίζει πρώτος πάντοτε τα λουτρά
+του και τα τελειόνει τελευταίος. Διηγούνται μάλιστα, ότι πέρυσιν, ότε περί τας
+αρχάς Σεπτεμβρίου απεφασίσθη να αφαιρεθώσιν οι λουτήρες ένεκα ελλείψεως
+λουομένων, εύρον αυτόν εν τούτοις οι εργάται εντός ενός λουτήρος, ενδυμένον,
+εννοείται, ως ο Αδάμ προ της αμαρτίας, κρατούντα σφιγκτά τας δοκούς του
+παραπήγματος, και μη συναινούντα να παύση τα λουτρά του, διότι . . του έλειπαν
+ακόμη δύο προς συμπλήρωσιν των ενενήκοντα. Αν δεν ήρχισαν όμως ακόμη τα
+λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις. Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και
+εφέτος λοιπόν πάλιν παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το
+πείσμα σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και προπέρυσι
+απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει εφέτος και
+βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.</p>
+
+<p>Έχομεν λοιπόν και εφέτος θέατρον εις το Φάληρον, και θέατρον μάλιστα
+γαλλικόν, και συρρέομεν πάλιν εκεί αθρόοι από της προχθές Κυριακής, άνδρες
+γυναίκες και παιδία, και συνωθούμεθα να ακούσωμεν την<span class="sp"> Ωραίαν Μυροπώλιδα</span>, και απολαύομεν πάλιν μετά το τέλος της παραστάσεως του θορυβώδους
+μεν αλλά διασκεδαστικού εκείνου θεάματος, το οποίον παρέχουσιν οι επί του
+κρηπιδώματος του σιδηροδρόμου συσσωρευόμενοι άνδρες, οι ως επί το πλείστον
+ηρωικώς αγωνιζόμενοι προς προκατάληψιν θέσεως εν τη αμαξοστοιχία. Ο
+εφετεινός θίασος δεν είνε κακός εν συνόλω, ούτε δικαιούται τις να έχη μείζονας
+παρ' αυτού απαιτήσεις, όταν αναλογισθή ότι είνε θίασος υπαιθρίου θεάτρου, και
+ότι μία δραχμή είνε η τιμή της εισόδου. Είνε αληθές ότι άλλοτε η εταιρεία του
+σιδηροδρόμου μας είχε συνειθίσει να πληρόνωμεν δέκα μόνον λεπτά διά το
+θέατρον, και ότι ενθυμούμεθα την ευδαίμονα εκείνην εποχήν. Λέγουν μάλιστα, ότι
+ο χρυσούς εκείνος αιών υπήρξε και διά την εταιρίαν χρυσούς. Αλλ' οπωςδήποτε η
+δεκάρα εκείνη ήτο απλώς αστειότης, και δεν δύναται τις ευλόγως να ζητή καθ'
+εκάστην αστειότητας. Το βέβαιον είνε, ότι η φαληρική εκείνη διασκέδασις είνε μία
+των ωραιοτέρων μας θερινών διασκεδάσεων, αίτινες άλλως δεν είνε λίαν άφθονοι·
+οσάκις δε μάλιστα, ως εφέτος, δεν λαμβάνει τας τραγικάς διαστάσεις του
+<span class="sp"> Φάουστ</span>, της<span class="sp"> Λουκίας</span>, της
+<span class="sp"> Νόρμας</span> και των<span class="sp"> Καθαριστών</span>, αλλά περιορίζεται εις
+πινάκια ελαφρά και ευκατάποτα, οποία είνε μ' όλα των τα ελαττώματα αι
+Οφφεμπαχιάδες, δύναται τις να λησμονήση ευαρέστως παρά το γλαυκόν κύμα του
+Φαλήρου, υπό την θερινήν πανσέληνον, και προς ορχηστικήν τινα μελωδίαν του
+γαλλικού θεάτρου, τον καύσωνα και τον κονιορτόν της πρωτευούσης.</p>
+
+<p>Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων διασκεδάσεων
+δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να τας ίδω. Ο ιατρός μου,
+όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει
+να μεταβώ εκεί την εσπέραν, διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία. Δεν θα τον ακούσω
+όμως — σου το εξομολογούμαι υπό πάσαν εμπιστοσύνην — και η προσεχής μου
+επιστολή θα ήνε πλήρης γερμανικών ασμάτων, και πάθους ελλήνων υποκριτών,
+και αμανέ ανατολικού, αν, ως ελπίζω, έλθη έως τότε ο ανυπομόνως εκ Σμύρνης
+προσδοκώμενος θίασος.</p>
+
+<p>Εις το Ωδείον τώρα, το οποίον βλέπεις αφήκα τελευταίον pour la bonne
+bouche. Ότε προ οκτώ ετών συνεστήθη ο μουσικός και δραματικός σύλλογος εν
+Αθήναις, και σκοπόν αυτού εκήρυξε την μόρφωσιν Ελλήνων αοιδών και ηθοποιών,
+και την διάδοσιν εν γένει του ευρωπαϊκού μουσικού αισθήματος εις τόπον όπου
+απόλυτος σχεδόν κύριος εδέσποζεν ο αμανές, οι πλείστοι, ενθυμούμαι,
+εχαιρέτισαν την σύστασιν αυτού με δυσπιστίας μειδίαμα, ολίγοι δε μόλις πλήρεις
+ελπίδων αισιόδοξοι επίστευσαν εις την επιτυχίαν του νέου ιδρύματος. Τα
+πράγματα σήμερον δεν εδικαίωσαν μεν εισέτι τους αισιοδόξους, διέψευσαν όμως
+ήδη τους δυσκόλους εκείνους, οίτινες αφθονούσι δυστυχώς παρ' ημίν, και
+νομίζουσι πάντοτε, ότι παρέχουσι δείγματα βαθείας κρίσεως και δυνάμεως
+μαντικής, αν εκ προοιμίων φανώσι δυσπιστούντες προς την επιτυχίαν γενναίας
+τινός επιχειρήσεως, και καταδικάσωσιν εκ προκαταβολής, ως ματαίαν ή πρόωρον,
+την παρ' ημίν εισαγωγήν των στοιχείων εκείνων του νεωτέρου πολιτισμού, άτινα
+αποτελούσι τα υγιέστερα των συστατικών του. Το Ωδείον των Αθηνών, ήτοι το
+κύριον ίδρυμα του μουσικού και δραματικού συλλόγου, δεν παρήγαγεν ακόμη,
+είνε αληθές, ηθοποιούς, διότι αρχήθεν, αγνοώ έκ τινων σκέψεων ορμώμενος,
+επέστησεν ο σύλλογος την προσοχήν αυτού εις καταρτισμόν και μόρφωσιν του
+μουσικού ιδίως τμήματος. Παρήγαγεν όμως ήδη ικανώς μορφωμένους μουσικούς
+και αοιδούς εκατέρου του φίλου, εξεπαίδευσεν ορχήστραν ολόκληρον, εκ τεχνιτών
+συγκειμένην και βιομηχάνων, εδίδαξε την μουσικήν και την ωδικήν τους
+τροφίμους του Ορφανοτροφείου Χατζή Κώστα, έδωκε πολλάς μέχρι τούδε
+συναυλίας, ακουσθείσας μετ' ευχαριστήσεως και δικαίας, εννοείται, επιεικείας,
+και τέλος πάντων — τώρα ετοίμασε το μεγαλείτερον των επιφωνημάτων σου —
+εξετέλεσε πρό τινων ημερών ολόκληρον μελόδραμα — την Βετλήν του Δονιζέττη
+— από της μικράς σκηνής του θεάτρου του. Το επερίμενες αυτό; Εγώ, σε βεβαιώ,
+δεν το επερίμενα. Δεν σου γράφω περί του κειμένου του μελοδράματος, όπερ είς
+των καθηγητών του Ωδείου μετέφρασεν ελληνιστί, διότι είνε αυτό καθ' εαυτό
+ασήμαντον, και ολίγη επομένως η βλάβη, αν η ελληνική μετάφρασις ηύξησε κάπως
+την ασημαντότητά του· εκτός δε τούτου ευτυχώς αι λέξεις δεν ακούονται, και ο
+ακροατής, ευχαριστούμενος εκ της ελαφράς μελωδίας και του υποπτέρου ρυθμού
+της μουσικής, δεν προσέχει εις τας περιέργως περιπαθείς φράσεις, τας οποίας
+ανταλλάσσουσιν οι δύο ερασταί. Ό,τι όμως πρέπει να σου γράψω, διότι μεγάλην
+και απροσδόκητον μ' επροξένησεν εντύπωσιν, είνε η επιτυχία των χορών κατά
+πρώτου λόγου και της ορχήστρας κατά δευτέρου. Η επιτυχία αύτη είνε καθαρόν
+και αναντίρρητον προϊόν της διδασκαλίας του Ωδείου, και αληθή παρήγαγεν
+έκπληξιν εις τους ακροατάς. Νέοι και νέαι, από δύο μόλις ή από τριών ετών
+διδασκόμενοι εν τω Ωδείω, εξετέλεσαν τους χορούς και τας ομοφωνίας του
+μελοδραματίου με πολλήν και τονικήν και χρονικήν ακρίβειαν, και ουδόλως ήσαν
+υπερβολικά τα χειροκροτήματα των θεατών, άτινα επεδοκίμασαν και ενεθάρρυναν
+τον νεαρόν εκείνον θίασον. Δικαία επίσης ήτο η επιδοκιμασία και ενθάρρυνσις της
+πρωταγωνιστρίας δεσποινίδος Βέσσελ, ήτις δεν έχει μεν πλήρη και τελείαν φωνήν
+υψιφώνου, έψαλεν όμως αψόγως το μέρος της, και θέλει βεβαίως καταστή
+δόκιμος ελαφρά υψίφωνος, αν εξακολουθήση ασκουμένη μετά του αυτού ζήλου,
+και αποφεύγη ιδίως να κουράζη την φωνήν αυτής. Περί των δύο ανδρών, του
+υψιφώνου και βαρυφώνου, non ragioniam, ως λέγει ο Δάντης· προθυμίαν είχον
+πολλήν και οι δύο αλλ' ενθυμείσαι τι λέγει το γραφικόν ρητόν.</p>
+
+<p>Τέλος πάντων, φιλτάτη, ηκούσαμεν εν Αθήναις μελόδραμα ελληνιστί αδόμενον
+υπό ελλήνων. Το πράγμα είνε άξιον λόγου, φαντάζομαι δε ποίος ενθουσιασμός θα
+καταλάβη σε την πατριώτιδα, και ποίος διθύραμβος θα ήνε η απάντησίς σου εις
+την επιστολήν μου.<br /></p>
+
+<h4>Γ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879.</p>
+
+<p>Έχεις δίκαιον. Τα Μεδιόλανα είνε αναντιρρήτως η ωραιοτέρα πόλις της Ιταλίας.
+Δεν έχουν βεβαίως ούτε την ζωηρότητα της Νεαπόλεως, ούτε το κλασικόν γόητρον
+της Ρώμης, ούτε την επιβάλλουσαν εκείνην σεμνότητα της Φλωρεντίας. Δεν
+έχουσιν όμως επίσης ούτε τον επαιτικόν και ρυπαρόν πληθυσμόν της πρώην
+πρωτευούσης του παλαιού νεαπολιτικού βασιλείου, ούτε τους ρασοφόρους και
+τας κωδωνοκρουσίας και τους λοιμώδεις πυρετούς της ουρανίας πόλεως, ούτε την
+ερημίαν εκείνην της βασιλίδος της Τοσκάνης, ήτις εμπνέει σήμερον αληθή λύπην
+εις τον γνωρίσαντα την Φλωρεντίαν άλλοτε ποτε, εις ημέρας δόξης παρελθούσης.
+Ολίγας ημέρας έμεινα προ ετών εις Μεδιόλανα. Με ηύφρανεν όμως, σε βεβαιώ,
+κατά το βραχύ αυτό διάστημα, το εξωτερικόν εκείνο ήθος της ευτυχίας, το οποίον
+βλέπει ευθύς πρώτον ο επισκεπτόμενος την πόλιν, και το οποίον διαθέτει τόσον
+ευχαρίστως του θεατήν, οπουδήποτε και αν το απαντήση, είτε εις πόλιν
+ολόκληρον, είτε εις οικίαν είτε εις άτομον απλούν. Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν,
+και θα ιδής πόσην θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή
+καθάρια και εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων
+αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα κλείθρα
+λάμποντα ως κάτοπτρα. Αισθάνεσαι ευθύς, ότι ο ιδιοκτήτης ου μόνον ευπορεί,
+αλλά και γνωρίζει πώς πρέπει να ζήση εν ευπορία· τον μακαρίζεις ενδομύχως, η
+ευημερία εκείνη αντανακλάται εις την ψυχήν σου και ανατέλλει κατόπιν επί του
+προσώπου σου, και η καρδία σου ευρύνεται υπό ανεξήγητόν τι αλλ' ευάρεστον
+συναίσθημα, όμοιον προς εκείνο το οποίον μας προξενεί το άρωμα ευόσμου
+άνθους.</p>
+
+<p>Δεν ηξεύρω, αν ερμηνεύω καλώς την ιδικήν σου ευχαρίστησιν, αλλ' εις εμέ
+τουλάχιστον τοιαύτην τινά επροξένησεν εντύπωσιν η πόλις σου, ότε κατά πρώτον
+την είδα. Η καθαριότης των οδών και των κατοίκων, η αυτάρκης εκείνη
+ευχαρίστησις η λάμπουσα επί της χρηστής αυτών και ακάκου μορφής, το σπεύδον
+και συγχρόνως μετρημένον βήμα των, εκ του οποίου εσυμπέραινέ τις ευθύς, ότι οι
+βαδίζοντες ούτε κηφήνες ήσαν, ούτε περίεργοι, αλλά μετέβαινον εις το έργον των,
+όλα αυτά ως και η παντελής έλλειψις επαιτών και αργών ανθρώπων, μου
+επροξένησαν εντύπωσιν, οποίαν εις ουδεμίαν άλλην ησθάνθην ευρωπαϊκήν
+πόλιν.</p>
+
+<p>«Αλλά, θα εκφωνήσης βέβαια, εγώ σου ζητώ νέα εξ Αθηνών, και συ μου
+γράφεις διά τα Μεδιόλανα!» Συγχώρει με, αγαπητή μου· έχεις δίκαιον.
+Ελησμονήθην προς στιγμήν, αλλά δεν σου γράφω και διατί ελησμονήθην, διότι . . .
+γνωρίζω ότι θέλεις επιστολάς couleur de rose, και αν σου έγραφον την αιτίαν της
+λήθης μου, πολύ διαφορετικόν θα είχεν η αιτιολογία μου το χρώμα.</p>
+
+<p>Νέον εξ Αθηνών δεν έχω άλλο μεγαλείτερον και σπουδαιότερον να σου
+γράψω, ειμή ότι ο θίασος του Ταβουλάρη ήρχισε τέλος πάντων τας παραστάσεις
+του παρά τας όχθας του Ιλισσού. Λέγω όχθας εξ απλής παραδόσεως, χωρίς να
+εννοώ παντάπασι να προσβάλω τον ειρηνικόν μας Ιλισσόν, ονομάζουσα αυτόν
+ποτάμιον. Είνε αληθές, ότι η επί του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν
+αναγκαίον να εγείρη παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της
+οδού εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος. Αλλ' ο πτωχός — τω
+ύδατι — Ιλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς, και ομοιάζει, νομίζω,
+αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα
+μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση, ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν
+εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη εγχειρήματα. Ήρχισε λοιπόν ο κλασικός
+Μένανδρος τας κλασικάς του παραστάσεις παρά το κλασικόν ποτάμιον, ή
+κυριολεκτικώτερον παρά τα χαλίκια του κλασικού ποταμίου, επί θεάτρου
+ανακαινισθέντος εκ βάθρων, υπό την λάμψιν αεριόφωτος αυτήν την φοράν, και
+απέναντι κοινού, το οποίον τίποτε άλλο δεν θέλει καλλίτερον, ειμή να ανατριχιάζη
+εκατοντάκις της εσπέρας προς τας φοβεράς σκηνάς των οικογενειακών δραμάτων
+του Dennery, να μοσχεύη τέσσαρα τουλάχιστον μανδήλια διά των δακρύων, άτινα
+προκαλεί η περιπαθής απαγγελία της πρωταγωνιστρίας, και να χειροκροτή
+εκθύμως la prose του κ. Ταβουλάρη, όστις από τινος έγεινε και μεταφραστής, και,
+— μα τον θεόν, νομίζω και συγγραφεύς. Εις αυτού τουλάχιστον τον κάλαμον
+απέδωκε το κοινόν την προκήρυξιν, δι' ης ο θίασός του εδήλωσεν εις τους
+Αθηναίους την έναρξιν των παραστάσεων αυτού. Υποθέτω, ότι θα έχης την
+φυσικήν και πατριωτικήν περιέργειαν να την αναγνώσης· επειδή δε μου είνε
+αδύνατον να την αντιγράψω ολόκληρον εντός επιστολής, σου μεταδίδω μόνον την
+αρχήν της. «Αφιππεύοντες», λέγουσιν οι έλληνες ηθοποιοί, «εκ του Πηγάσου,
+όστις εν τω παρελθόντι κατά την νηπιώδη της ελληνικής σκηνής κατάστασιν
+συμπαρέσυρεν ημάς πολλάκις εις αιθέρια ύψη, εις ελπιδοφόρα και ψυχοτερπή
+όνειρα, αλλά και εις απροσπελάστους τοις πλείστοις κορυφάς, ένθα αι μούσαι
+μεθύσκουσι τους θνητούς εκ των αθανάτων ναμάτων της Ιπποκρήνης, λέγομεν
+ξηρά ξηρά . . . κ. τ. λ.» Σου ορκίζομαι, ότι ούτε παρέλειψα ούτε προσέθηκα
+συλλαβήν εις το αυθεντικόν της προκηρύξεως κείμενον. Δεν προσθέτω δε σχόλιον
+κανέν, διότι . . . ουδέ διότι, νομίζω, χρειάζεται.</p>
+
+<p>Πρώτη παράστασις υπήρξεν η του Μ ά ξ β ε λ, «εξόχου δράματος του Ιουλίου
+Βαρβιέ», ως λέγει η θεατρική προκήρυξις, «εις πράξεις πέντε και ένα πρόλογον,
+μεγάλην εμποιήσαντος αίσθησιν εν Παρισίοις, διότι παριστά την πάσχουσαν και
+πεπλανημένην δικαιοσύνην». Φέρουσα δε ο πρόλογος και αι πέντε του δράματος
+πράξεις τας εξής φοβεράς επιγραφάς· «<span class="sp">Θανατική εκτέλεσις, Ο υιός του
+δολοφόνου, Αδελφός και αδελφή, Το εγχειρίδιον, Το όραμα, Η τιμωρία</span>». Φοβείσαι; εγώ φοβούμαι, αγαπητή, και δι' αυτό, σου
+εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, μόλις κατώρθωσα να ακούσω τον πρόλογον. Η
+φρίκη μου υπήρξε τόση, ώστε τα νεύρα μου ήρχισαν να χορεύουν, και ανεχώρησα
+ευθύς με σφοδρόν πονοκέφαλον. Αναντιρρήτως αι σφοδραί συγκινήσεις δεν με
+στέργουν. Ήμην πάντοτε κράσεως ασθενούς, και δι' αυτό κάμνω ακόμη
+ψυχρολουσίαν.</p>
+
+<p>Πλην τι τα θέλεις; μ' όλην αυτήν την τακτικήν θεραπείαν, των νεύρων μου, είνε
+ακόμη απρόσιτοι εις εμέ αι συγκινήσεις των «<span class="sp">
+οικογενειακών δραμάτων</span>» του Μενάνδρου. Δεν δύναμαι λοιπόν, βλέπεις, να σου γράψω λεπτομερέστερον
+τα κατά την πρώτην παράστασιν του Απόλλωνος, επιφυλάττομαι δε να σου
+λαλήσω εκτενέστερον περί του ελληνικού μας θεάτρου, όταν δοθή καμμία
+κωμωδία ή άλλη τις παράστασις ηρεμωτέρα, την οποίαν να καταπίνη ευκολώτερον
+ο ασθενής μου στόμαχος.</p>
+
+<p>Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι εις το
+Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί θίασος γερμανών και
+γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και βοημίδων. Quantum mutatum ab
+illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων
+ψίθυρος, ούτε παράσχειον μονοπάτι! Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και
+τραπέζια με ποτήρια ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς
+των έλικας διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και
+σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ και εκεί κατά
+τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου. Αφ' ότου το πρώτον, προ
+οκτώ ετών, εισέβαλεν εις τον ποιητικόν εκείνον χώρον ο πρώτος επισκεφθείς τας
+Αθήνας γερμανικός μουσικός θίασος, ήτοι η<span class="sp"> Μαρίκαις</span>, ως επωνόμασεν αυτόν
+το πυκνόν πλήθος των θαυμαστών του, τι δεν είδε το πτωχόν αυτό Άντρον, και τι
+δεν ήκουσεν! Ήκουσε την Risette τραγουδούσαν διά της ανδρικής της φωνής την
+Femme du sapeur· ήκουσε την Stella del nostro amore εν ιταλική δυωδία, και τας
+κωμικάς προσλαλιάς του έλληνος clown Μανώλη· είδε τον Φραντζήν και την
+αμερικανήν σχοινοβάτιδα, ήτις ανήρτα από του τραχήλου της εκατόν οκάδων
+βάρος· ήκουσεν αμανέν και είδε ταχυδακτυλουργίαν! Όλα τα είδε, και σήμερον
+πάλιν επανέρχεται εις τα πρώτα του,</p>
+
+<p class="poem">comme on revient toujours
+a ses pr&eacute;mieres amours,</p>
+
+<p>και έχει βοημούς μουσουργούς, οίτινες πίνουσι τον ζύθον των απαθέστατα,
+οσάκις δεν παίζουσι, και αοιδούς βοημίδας, αίτινες, οσάκις δεν ψάλλουσι,
+περιφέρουσι το ιλαρόν τον μειδίαμα και το πινάκιόν των εις τους θεατάς.</p>
+
+<p class="poem"><i>Άλλαξαν όμως οι καιροί ς' τον κόσμον εδώ κάτω!</i></p>
+
+<p>Δεν βρέχει πλέον αργυρά νομίσματα ούτε χαρτονομίσματα αιδημόνως
+συνεπτυγμένα η περιπαθής λατρεία των θεατών· δεν φωλεύουσι πλέον εις τα
+άδυτα των αδύτων του συμφύτου άλλοτε κήπου οι γηραιοί λάτρεις της Τούμπλας
+και της Άννας, αναμένοντες έν των μειδίαμα ως δρόσον του ουρανού· ουδέ
+υπάρχει πλέον ανάγκη να συνοδεύωσι τας μουσουργούς νεάνιδας εις τας οικίας
+των κλητήρες και χωροφύλακες μετά το τέλος της παραστάσεως, ίνα
+προφυλάττωσιν αυτάς κατά του εξημμένου ενθουσιασμού των ακροατών. Οι
+χρυσοί χρόνοι της ποιητικής εκείνης νηπιότητος του αθηναϊκού κοινού παρήλθον
+ανεπιστρεπτεί, και σήμερον μόλις που τολμά η δεκάρα να περιφρονήση το
+πεντάλεπτον επί του λευκού χειρομάκτρου του πινακίου, μόλις δε το χείλος των
+αδιαφόρων ακροατών ανοίγεται εις ανάλατόν τινα φιλοφροσύνην προς την
+χαλκολογούσαν μουσουργόν, και το περικαθήμενον κοινόν δυσκόλως μόλις
+συγκατατίθεται να μειδιάση προς την τετράφωνον μελωδίαν του</p>
+
+<p class="poem">Auf der Au, Au . . Au, Au . . Au!</p>
+
+<p>την οποίαν υλακτούσιν εναμίλλως τέσσαρες γερμανικαί χάριτες, φορούσαι
+κατά παράδοξον καλαισθησίαν όλα της ίριδος τα χρώματα.</p>
+
+<p>Γινόμεθα βλέπεις πρακτικώτεροι οσημέραι και ημείς οι εν Αθήναις. Επαύσαμεν
+προ καιρού να τρεφώμεθα με ατμούς και αισθήματα· αποβλέπομεν εις την ουσίαν
+κυρίως· ανάγομεν όλα εις την<span class="sp"> υπερτίμησιν ή υποτίμησιν</span>, και
+φιλολογικώς κινδυνεύομεν, μα την αλήθειαν, να γείνωμεν οπαδοί της πραγματικής
+σχολής του Assomoir ή του<span class="sp"> Αυτοκτονείου</span> (##), αν προτιμάς την πρόσφατον
+ελληνικήν μετάφρασιν.</p>
+
+<p>Απέρχεσαι τέλος, μου γράφεις, εις την λίμνην του Κόμου, και εκεί θα σου
+διευθύνω την προσεχή μου επιστολήν. Μη λησμονήσης, ότι θέλω λεπτομερή
+έκθεσιν των πρώτων σου εντυπώσεων.<br /></p>
+
+<h4>Δ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 11 Ιουνίου 1879.</p>
+
+<p>Σου γράφω και σήμερον εις Μεδιόλανα, διότι, μη λαβούσα επιστολήν σου
+αυτήν την εβδομάδα, δεν ηξεύρω πού αλλού να διευθύνω το γράμμα μου. Είμαι
+τουλάχιστον βεβαία τοιουτοτρόπως, ότι η επιστολή μου θα σε πάρη το κατόπιν,
+και θα σε φθάση επί τέλους όπου ευρίσκεσαι, χωρίς να πάθη ό,τι φοβούμαι ότι
+έπαθεν η ιδική σου εις το ελληνικόν ταχυδρομείον. Τι τα θέλεις όμως; ήθελα πολύ
+να είχες φθάσει εις την λίμνην του Κόμου. Πρώτον, διότι θα επέγραφα με
+αρχαιολογικήν υπερηφάνειαν την επιστολήν μου: Εις<span class="sp"> Λάριον Λίμνην</span>, και θα
+σου εδείκνυα τοιουτοτρόπως σοφίαν γεωγραφικήν, την οποίαν βεβαίως δεν θα
+επερίμενες, διότι δεν υποπτεύεις συ — η άκακος και ενθουσιώδης φύσις — ότι
+αρκεί τις να φυλλομετρήση επ' ολίγα μόνον λεπτά τον πρώτον τυχόντα
+ερυθρόφυλλον Οδηγόν, διά να μάθη πώς έλεγον οι παλαιοί την λίμνην, της οποίας
+αι όχθαι θα ακούσουν εφέτος τα θαυμαστικά σου επιφωνήματα. Δεύτερον, διότι
+θα είχα αφορμήν, απαντώσα εις τας ιδικάς σου εντυπώσεις, να φλυαρήσω και εγώ
+ολίγον περί της μαγευτικής εκείνης λίμνης, και να γεμίσω κάπως το σημερινόν μου
+γράμμα, το οποίον κινδυνεύει τώρα να μείνη κενόν, κενότατον και πτωχόν. Διότι —
+τι να σου το κρύπτω αγαπητή μου; — αι Αθήναι, όσον και αν εξογκούνται, όπως
+ομοιωθώσι με τας ευρωπαϊκάς μεγαλοπόλεις, όσον και αν αντιγράφουν — με
+στραβόν, εννοείται, χάρακα, — τον δυτικόν πολιτισμόν, όσον και αν
+ετελειοποιήθησαν κατά το φαγητόν, την ενδυμασίαν και τας διασκεδάσεις,
+μένουσιν όμως πάντοτε και είνε πόλις μικρά, μικροσκοπική, μικρόσοφος και
+μικρολόγος· μ' όλας δε τας εβδομήκοντα δύο χιλιάδας κατοίκων, τας οποίας έχουν
+σήμερον κατά την τελευταίαν απογραφήν, δεν παρέχουσιν όμως ύλην δι'
+επιστολάς εβδομαδιαίας, οποίας τας θέλεις συ . . . — φλυάρους δηλαδή,
+λεπτομερείς και παραγεμισμένας με νέα, — με νέα, εννοείται, περίεργα και
+ενδιαφέροντα, άσχετα με την πολιτικήν, μη μετέχοντα κακογλωσσίας,
+αποτασσόμενα δε τω Σατανά και πάση τη πομπή αυτού.</p>
+
+<p>Πού να τα εύρω λοιπόν εγώ, αυτά τα νέα; Να τα δημιουργήσω; Ούτε το θέλεις,
+ούτε, αν το ήθελες, έχω αυτήν την ικανότητα. Δεν μου μένει άλλο, ή να επιχειρήσω
+λεπτομερή ανάλυσιν της Perichole και του Oeil crev&eacute;, τα οποία δίδει τώρα ο
+γαλλικός θίασος του Φαλήρου. Αλλά και γνωρίζεις και γνωρίζω και γνωρίζομεν
+όλοι, εκ της ενδόξου ιστορίας του εν Αθήναις γαλλικού θεάτρου, τα μουσικά αυτά
+αριστουργήματα, των οποίων δικαιοί τον τίτλον αυτόν αναντιρρήτως η καθ'
+εκάστην εσπέραν πυκνή συρροή του κοινού επί των αναπαυτικών σκάμνων του
+θεάτρου. Να σου απαριθμήσω τα παντοειδή πολεμικά πλοία, άτινα σταθμεύουσι
+τώρα εις Φάληρον; Να σου περιγράψω το cricket των άγγλων ναυτών, οίτινες με
+απαραμείωτον ευσυνειδησίαν παρέχουσι καθ' εσπέραν σχεδόν εις το περίεργον
+κοινόν το διασκεδαστικόν αυτό θέαμα, ως θεατρικόν τινα πρόλογον, ούτως ειπείν,
+των εσπερινών παραστάσεων; Αλλ' η περιγραφή μου δεν θα είχε κανέν θέλγητρον
+διά σε, ήτις ηξεύρω πόσον αηδιάζεις τους άνδρας, όταν παίζωσιν ως παιδία. Ώστε,
+αφού και καλά θέλεις νέα αθηναϊκά, ηξεύρεις τι συλλογίζομαι; Να πάρω κατά
+σειράν τα σχολεία και τα παντοειδή εκπαιδευτήρια των Αθηνών, τα οποία κάμνουν
+τώρα τας εξετάσεις των, και να σου καταστρώσω λεπτομερεστάτην έκθεσιν του
+αποτελέσματός των. Το πράγμα δεν θα ήτο πληκτικόν όσον υποθέτεις, ούτε
+διδακτικόν μόνον, αλλά και κωμικόν εν μέρει και πολύ οπωςδήποτε ευάρεστον. Θα
+ήρχιζα, φαντάσου, από τας αγγελίας των διευθυντών και τα εκ προκαταβολής
+επαινετικά διάφορα των εφημερίδων· θα μετέβαινα κατόπιν εις τους
+πανηγυρικούς λόγους των διδασκάλων, οίτινες, ως μεγάλα παιδία, έχουσι και
+αυτοί την αθώαν επιθυμίαν να κάμωσι την επίδειξίν των· θα σου ανέφερα μερικάς
+φράσεις των διδασκαλικών αυτών αγορεύσεων, αίτινες μου ενθύμισαν τον
+θαυμάσιον εκείνον ορισμόν: «Παιδεία εστί γνώσις συνειδήσεων της
+ανθρωπότητος καθόλου φύσεως», δι' ου γυμνασιάρχης τις ποτέ επροοιμίασε τον
+εναρκτήριον των εξετάσεων λόγων του· θα σου απεμνημόνευα των διδασκάλων
+τας ερωτήσεις και τας απαντήσεις των μαθητών, τας συγκινήσεις των γονέων και
+των θεατών τα σχόλια· δεν θα παρέλιπα να σου περιγράψω τας λευχείμονας ως
+περιστεράς μαθητρίας, και την ενδυμασίαν των διδασκαλισσών, προσπαθούσαν
+να συμβιβάση την διδασκαλικήν σοβαρότητα προς την κοσμικήν φιλαρέσκειαν· θα
+σου ανήγγελλα κ' εγώ, ως αι εφημερίδες, τα ονόματα των τάδε μαθητών και των
+δείνα μαθητριών, όσαι εγοήτευσαν τους ακροατάς διά των ευφυών των
+απαντήσεων, και επί τέλους θα ανέγραφα τους θριάμβους εκάστου
+εκπαιδευτηρίου, συμφώνως προς όσα δημοσιεύουσι συνήθως περί αυτών οι
+διευθυνταί των, οι διδάσκαλοι, οι φίλοι, και των παιδίων αυτών οι γονείς, οίτινες
+νομίζουσιν, ότι δεν είνε αρκετή η επιτυχία των τέκνων των, αν δεν τυπωθή και το
+όνομά των εις την εφημερίδα. Αλλά όλος αυτός ο κόπος μου θα ήτο περιττός διά
+σε, ήτις λαμβάνεις όλας σχεδόν τας καθημερινάς εφημερίδας των Αθηνών, και θα
+έχης επομένως εγκαίρους και νωπάς και λεπτομερείς όλας τας περί των εξετάσεων
+των σχολείων μας ειδήσεις.</p>
+
+<p>Τι λοιπόν να σου γράψω, αφού πρέπει οπωςδήποτε να γεμίση η επιστολή μου;
+Να σου γράψω, ότι, αφ' ότου ήρχισαν να πνέωσιν οι ετησίαι, έχομεν πάλιν τόσον
+εν Αθήναις κονιορτόν, ώστε, αφού αι εβδομήκοντα δύο χιλιάδες κάτοικοι της
+πρωτευούσης τρώγουσι και ροφούσι καθ' ημέραν τρισμέγιστον αυτού ποσόν,
+μένει πάλιν τόσον πολύς, ώστε κινδυνεύει να μας θάψη όλους; Το πράγμα δεν είνε
+νέον. Είνε τόσον παλαιόν, ώστε, ως ηξεύρεις, οι προπάτορές μας γηγενείς
+Αθηναίοι εκαυχώντο ότι εφύτρωσαν από την κόνιν αυτήν της πατρίδος των, όπως
+επίστευον ότι εφύτρωσαν και οι τέττιγες, και εκόσμουν την κόμην των διά τούτο
+με τέττιγας χρυσούς, όπως ημείς με πολύ ολιγωτέραν καλαισθησίαν κοσμούμεν
+αυτήν με ταριχευμένα πτηνά και με χρυσοκανθάρους. Τι τα θέλεις όμως, φιλτάτη
+μου; παλαιόν ή νέον, το πράγμα είνε οχληρότατον και αηδέστατον. Έχουσι και η
+Νεάπολις και η Αλεξάνδρεια και άλλαι πόλεις κονιορτόν, αλλ' ο ιδικός μας
+κονιορτός, ο κονιορτός εκείνος, από τον οποίον υπάρχει φόβος ότι θα φυτρώσουν
+μίαν ημέραν οι μέλλοντες κλασικοί κάτοικοι των Αθηνών, είνε κάτι τι ξεχωριστόν
+και μέχρις απελπισίας αφόρητον. Είνε εχθρός φοβερός και ακαταμάχητος, όστις
+σε πολεμεί και μακρόθεν και εκ του συστάδην, μετά παρρησίας συνάμα και
+υπουλότητος, και κατά του οποίον ουδεμία είνε δυνατή υπεράσπισις. Σου
+τυφλόνει τους οφθλαμούς, σου παραγεμίζει το στόμα, σου φράττει τα ώτα, σου
+ξηραίνει και αυτόν σου τον λάρυγγα, διότι αναγκάζεσαι επί τέλους να τον
+αναπνεύσης θέλουσα και μη θέλουσα. Εις μάτην κλείεσαι εις την οικίαν σου· σε
+παρακολουθεί διά της θύρας, εισέρχεται διά των παραθύρων, εισδύει διά των
+υέλων, και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι και διά των τοίχων αυτών εισχωρεί.
+Σημείωσε δε, ότι όπως ο ανατολίτης υπό το πεπρωμένον, κύπτομεν και ημείς οι
+δυστυχείς την κεφαλήν υπό το παντοδύναμον κράτος της θεομηνίας,
+υποτασσόμεθα εις την μάστιγα του κονιορτού, και ουδ' επιχειρούμεν καν πλέον να
+τον πολεμήσωμεν. Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας οδούς
+και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο αδάμαστος ημών
+εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη
+οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες
+φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα
+υποδήματα του κυρίου του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον
+να λασπωθούν. Τώρα καταβρέχομεν μόνον ενίοτε. Ημέραν παρ' ημέραν μόλις, ή
+κάλλιον ειπείν νύκτα παρά νύκτα, διότι και τούτο γίνεται πολύ μετά την δύσιν του
+ηλίου (τοσούτος βλέπεις είνε ο φόβος μας!) — περιφέρονται είς τινας των δρόμων
+ισχνοί τινες, κατεσκληκότες και πεφοβισμένοι ημίονοι, σύροντες όπισθέν των
+σαθρά τινά βαρέλια, τα οποία λασπόνουν πού και πού τον δρόμον, σέβονται δε
+θρησκευτικώς το πλείστον μέρος του κονιορτού, όστις ευθύς κατόπιν των
+εγείρεται θυμώδης και περικαλύπτει και ημιονηλάτην και ημίονον και βαρέλιον.
+Έχουσι δε τότε οι διαβάται διπλήν διασκέδασιν· την μίαν θερινήν, τον κονιορτόν,
+και την άλλην χειμερινήν, την λάσπην. Λέγουν εν τούτοις πολλοί, ότι δεν είνε
+δεισιδαίμων φόβος η αιτία της προς τον κονιορτόν ανοχής μας, αλλ' άλλη τις
+πεζοτέρα και πραγματικωτέρα, . . . . η έλλειψις ύδατος. Ίσως έχουσι δίκαιον.
+Φοβούμαι όμως μη και τα δύο συμπίπτουσι. Διότι τέλος πάντων δεν ήτο δυνατόν
+με το ολίγον νερόν το οποίον έχομεν διαθέσιμον να καταβρέχωμεν περισσοτέρους
+δρόμους καθ' εκάστην, παρά να λασπόνωμεν ολιγωτέρους ημέραν παρ' ημέραν; Η
+σκέψις μου, βλέπεις, δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής βαθύτητος, αλλ' είνε απλή
+τις και πρόχειρος ιδέα, η οποία απορώ πώς δεν έρχεται και εις των αρμοδίων τον
+νουν.</p>
+
+<p>Οπωσδήποτε το ζήτημα των υδάτων της πόλεώς μας αποκτά καθ' ημέραν
+μεγαλειτέραν σπουδαιότητα, και πολύ επικαίρως εδημοσιεύθη εσχάτως επί του
+αντικειμένου τούτου πραγματεία τις αληθούς επιστήμονος, του κ. Κορδέλλα. Δεν
+ανέγνωσα ακόμη το βιβλίον. Θα το αναγνώσω όμως αυτήν την εβδομάδα και θα
+σου γράψω την προσεχή.<br /></p>
+
+<h4>Ε'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 20 Ιουνίου 1879.</p>
+
+<p>Είσαι κατενθουσιασμένη, μου γράφεις, και εννοώ κάλλιστα τον ενθουσιασμόν
+σου, και θα τον υπέθετα, αν δεν μου τον έγραφες. Φαντάζομαι δε πού θ' αναβή ο
+ενθουσιασμός σου αυτός ακόμη, όταν σιγά σιγά περιπλεύσης ανέτως, όχι δι'
+ατμοκινήτου αλλά διά μικράς λέμβου, την λίμνην ολόκληρον, ή περιέλθης ανέτως
+τας όχθας της, και επισκεφθής και θαυμάσης τας μαγευτικάς εκείνας επαύλεις,
+αίτινες κοσμούσι τους χλοερούς των λόφους. Τότε θα ιδής . . . — δεν εξακολουθώ,
+διότι είμαι βεβαία ότι θα θυμώσης, ως εθύμονες άλλοτε κωμικώτατα, ότε με
+κατελάμβανεν — ενθυμείσαι; — η σατανική επιθυμία να σου διηγούμαι το τέλος
+μυθιστορήματος, ούτινος συ ανεγίνωσκες την αρχήν. Ας έλθω λοιπόν εις τας
+Αθήνας μας, και ας αφήσω την Ιταλίαν σου. Ας υποταχθώ εκούσα άκουσα εις τον
+φοβερόν σου εγωισμόν, όστις δεν αρκείται μόνον εις τας εκ της ξενιτείας
+απολαύσεις, αλλά θέλει ως καρύκευμα εβδομαδιαίον και τας από της πατρίδος
+ειδήσεις, και τας θέλει ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς. Ευαρέστους πάντοτε και
+τερπνάς! Αυτό δα είνε! Ηξεύρεις, ότι κατήντησες τυραννική; Δεν θέλεις, λέγεις, να
+σου αναφέρω τα δυσάρεστα των Αθηνών, ούτε να ακονίζω την ευφυίαν μου —
+ευχαριστώ διά την φιλοφροσύνην — εις τας ελλείψεις της ελληνικής
+πρωτευούσης· τας γνωρίζεις, λέγεις, και επιθυμείς να τας λησμονήσης· δι' αυτό
+ίσα ίσα εταξείδευσες, διά να μη βλέπης το θέαμα των μικρών μας ασχημιών, και ν'
+ατενίζης μόνον μακρόθεν την Ελλάδα, ως ωραίον σκηνογράφημα, το οποίον δι'
+αυτό ακριβώς εζωγραφήθη, διά να βλέπεται μακρόθεν. Σου ταράττει, γράφεις, τα
+νεύρα σου, η έστω και ανώδυνος και αθώα κακολογία· σ' εμποδίζει να χωνεύης
+τακτικά τα ωραία ελβετικά χαμοκέρασα, τα οποία σου παραθέτει ο προγάστωρ και
+φαιδρός σου ξενοδόχος, και τέλος πάντων, kurz und gut, ως λέγει πάλιν ο
+γερμανός σου υπηρέτης, θέλεις να σου γράφω τα ωραία πράγματα των Αθηνών,
+τα ευχάριστα μόνον και τα ιλαρά, διότι αυτό σε ωφελεί εις την υγείαν! Έχεις εν
+μέρει δίκαιον. Ταξειδεύεις χάριν θεραπείας . . . νοσήματος το οποίον αγνοείς και
+συ, ως το αγνοούσι και οι . . ιατροί σου, αλλ' αδιάφορον — και εννοείς, πολύ
+λογικώς και συνεπώς, να αποτελώσι και αι επιστολαί μου μέρος ολοκληρωτικού
+της θεραπείας σου: τρις της εβδομάδος λουτρά, πάσαν πρωίαν τυρόγαλα, δύο
+ώρας περιπάτου καθ' ημέραν, και άπαξ της εβδομάδος . . . μίαν φαιδράν
+επιστολήν εξ Αθηνών! Ωραία, μα την αλήθειαν, ετακτοποίησες την υγιεινήν σου
+δίαιταν, και θα είχα μαύρην αληθώς την καρδίαν, αν εγώ μόνη εκ κακής μου
+θελήσεως ετάραττα την συνταγήν σου.</p>
+
+<p>Πλην, φίλη μου, . . . — αλλ' έστω· ουδέ δικαιολογούμαι καν, διότι συλλογίζομαι
+τα πορφυρά σου ευώδη χαμοκέρασα, και την ενδεχομένην κακήν των χώνευσιν.
+Τούτο μόνον συλλογίσου· ότι αν έξαφνα καμμίαν εβδομάδα δεν λάβης επιστολήν
+μου, δεν πρέπει να το αποδώσης εις κακήν μου θέλησιν, μήτε εις αμέλειαν, μήτε
+εις οκνηρίαν, αλλά μόνον και απλούστατα εις εξάντλησιν ή προσωρινήν
+τουλάχιστον έλλειψιν των συστατικών του χαροποιού αερίου, όπερ επιθυμείς και
+καλά να φέρωσιν υπό την ρίνα σου τα γράμματά μου. O&ugrave;
+ le peuple n' a rien, le roi
+perd ses droits λέγουν οι γάλλοι, συ δε βεβαίως δεν έχεις την αξίωσιν να δεσπόσης
+των αδυνάτων, ούτε θα οργισθής διότι δεν σου δίδεται το μη υπάρχον. Αλλά και
+αν οργισθής, θ' ακούσης το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», και θα
+ησυχάσης.</p>
+
+<p>Αυτήν ευτυχώς την εβδομάδα έχω κάτι να σου διηγηθώ, και χαίρω ότι η υγεία
+σου είνε ακόμη εξησφαλισμένη δι' οκτώ ημέρας.</p>
+
+<p>Την παρελθούσαν ή μάλλον ειπείν την προπαρελθούσαν τρίτην κατέβην με τον
+I . . . εις το Φάληρον. Μη με μαλώσης, σε παρακαλώ, ότι καταβαίνω συχνά εις το
+Φάληρον, μήτε υποθέσης άλλ' αντ' άλλων. Το εσπέρας δεν έχομεν τι άλλο να
+κάμωμεν, όσοι δεν θέλομεν να μείνωμεν εις το Σολωνείον καθήμενοι ή εις την
+πλατείαν του Συντάγματος περιπατούντες, παρά να καταβώμεν εις το Φάληρον, ή
+να υπάγωμεν εις τον Απόλλωνα, ή να μείνωμεν θαυμάζοντες την σελήνην εις το
+καφενείον των Ολυμπίων. Εγώ προτιμώ το πρώτον, όχι μόνον διότι είνε
+δροσερώτερον, αλλά και διότι είνε μακρύτερα από τα περιπαθή άσματα των
+γερμανίδων. Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον, εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο
+ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω
+θεωρούσα τα πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών
+οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις την 12
+υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος. Οι βασιλείς, ως
+γνωρίζεις ήδη πιθανώς εκ των εφημερίδων, κατοικούσι και εφέτος θερινά τινα
+οικήματα, εκ των ωραίων εκείνων και κομψών, άτινα κατεσκεύασε πρό τινων ετών
+επί του μεσημβρινοανατολικού λόφου της Μουνυχίας και αντικρύ της Φρεαττύος
+ο φιλόκαλος γερμανός αρχιτέκτων Τσίλλερ. Η από του νέου Φαλήρου άγουσα εκεί
+οδός, ήτις πρό τινων ετών περιωρίζετο εις ανώμαλον και θαμνόσπαρτον ατραπόν,
+τέμνουσα ελικοειδώς τον παρά την παραλίαν υψούμενον λόφον, είνε σήμερον
+ωραία αμαξιτός λεωφόρος περικάμπτουσα τον λόφον, παρατρέχουσα τον
+αιγιαλόν, διερχομένη κάτωθεν του ερημικού πύργου του πρωθυπουργού ημών,
+και καταλήγουσα διά κομψοτάτης καμπής εις την Μουνυχίαν.</p>
+
+<p>Πρό τινων ετών, ως ενθυμείσαι, ουδέν άλλο υπήρχεν εκεί, ή γυμνοί τινες μόνον
+βράχοι, όπου ουδέ άκανθαι εύρισκον τροφήν, παραλία κάτωθεν αμμώδης και
+παντέρημος, και μόλις που το εσπέρας κάρρα τινά μεταφέροντα εις τα γαλανά του
+Φαλήρου και της Μουνυχίας κύματα τέκνα τινά του λαού, άτινα, επόμενα εις τον
+παντοκράτορα συρμόν, ενόμιζον και αυτά απαραίτητον εις την υγείαν των την
+χρήσιν των λουτρών. Σήμερον ήλλαξαν τα πράγματα· και το μεν Φάληρον
+μεταμορφούται από ημέρας εις ημέραν εις χαριεστάτην θερινήν διαμονήν, της
+οποίας επιφυλάττω την περιγραφήν εις κανέν άλλο μου γράμμα — οικονομούσα
+ως βλέπεις τα γλυκύσματά μου, ώςτε να έχω με τι να τρέφω την πεινώσαν υγείαν
+σου, — ο δε παρ αυτό λόφος, ούτινος την κορυφήν κατέχει δίκην σκοπιάς ο
+πύργος του κ. Κουμουνδούρου, ήρχισε και αυτός να στολίζεται, να οικοδομήται και
+να αποκτά κατοίκους και λάτρεις. Την εσπέραν μάλιστα εκείνην η εξ αυτού θέα ήτο
+αληθώς μαγευτική.</p>
+
+<p>Δεν αισθάνεσαι τώρα κάπως τον εαυτόν σου καλλίτερα; Αι; Η βραδυά ήτο
+γαληναία και δροσερά, τα δε νερά του Φαλήρου και της Μουνυχίας ουδέ καν
+εσείοντο πέριξ των παντοειδών πολεμικών πλοίων, τα οποία σταθμεύουσιν από
+τινος προ του όρμου της Καλλιθέας, και των οποίων τους προτόνους εκόσμουν
+από τινος πολύχρωμοι σημαίαι, οιονεί ανθόπλεκτοι στέφανοι. Πέραν εις το βάθος
+διεγράφετο καθαρώς ο φαληρικός κόλπος, όστις μίαν ημέραν θ' αμιλλάται ίσως
+προς τον ονομαστόν κόλπον της Νεαπόλεως, και ούτινος τον αιγιαλόν διέστιζον
+ήδη πού και πού τ' αναπτόμενα φώτα των επ' αυτού οικιών και καφενείων.
+Μακρότερον δε προς ανατολάς ανέδυεν έτι από της εσπερινής ομίχλης το ποικίλον
+πανόραμα των Αθηνών, ούτινος εδέσποζον τα απαράμιλλα του Παρθενώνος
+ερείπια, χρυσούμενα υπό των ακτίνων της νέας σελήνης. Πολλάκις εσταμάτησα
+καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον εκείνο
+πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την ξενιτευμένην, και
+επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον μου. Μετά ημισείας ώρας δρόμον
+εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το μικρόν καφενείον της Καλλιθέας, όπου προ δέκα
+μεν περίπου ετών εφύετο ρικνή τις και νανοφυής αγριαπιδιά, σήμερον δε
+υπάρχουν δένδρα σκιερά, και καθίσματα αναπαυτικά παρά την θάλασσαν, και
+παίγνια γυμναστικά, ως εκείνα τα οποία θ' απαντήσης μετά τινας εβδομάδας εις
+όλα τα χωρία της Ελβετίας, και κόσμος τέλος πάντων, κόσμος καπνίζων το σιγάρον
+του και πίνων τον ζύθον του εν ευαρέστω λήθη των κόπων της ημέρας. Επί του
+ωραίου τούτου λόφου κατοικεί από τριών ήδη περίπου εβδομάδων η βασιλική
+οικογένεια. Ο βασιλεύς, αληθής ναυτική φύσις, ως γνωρίζεις, αγαπά, λέγουσι,
+πολύ το μέρος τούτο, όπερ αποτελεί ούτως ειπείν trait d' union μεταξύ Φαλήρου
+και Πειραιώς, και το πλείστον σχεδόν της ημέρας και της εσπέρας διατρίβει επί της
+θαλάσσης, οτέ μεν κολυμβών οτέ δε αλιεύων, άλλοτε κωπηλατών και άλλοτε
+επισκεπτόμενος και εξετάζων ως εμπειροπράγμων τα προ της Καλλιθέας ορμούντα
+πολεμικά πλοία, ελληνικά ή ξένα. Μεταξύ τούτων ευρίσκετο την εσπέραν εκείνην
+και η ωραία ρωσσική θαλαμηγός «<span class="sp">Μέγας Κωνσταντίνος</span>» εκείνη ακριβώς,
+ήτις μετήγαγε προ μικρού την βασίλισσαν ημών από της Κριμαίας, και ήτις, ως
+ελέγετο, επρόκειτο να αποπλεύση μετά τινας ημέρας εις Νεάπολιν, ίνα παραλάβη
+και μεταφέρη εις Κωνσταντινούπολιν και Βάρναν τον πρίγκιπα Βάτεμβεργ.</p>
+
+<p>Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της προπαρελθούσης
+τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων. Επέβημεν λοιπόν χάριν
+πλειοτέρας ανέσεως εις μικράν αλιευτικήν λέμβον, και κωπηλατήσαντες μέχρι του
+στομίου της Μουνυχίας, εστάθημεν εκεί, ίνα απολαύσωμεν το θέαμα των
+πυροτεχνημάτων, άτινα είχον παρασκευασθή τη επιμελεία της δημαρχίας
+Πειραιώς, και του ηλεκτρικού φωτός, διά του οποίον ο κ. Τιμολέων Αργυρόπουλος
+έμελλε να φωτίση τα πέριξ. Ηκούσαμεν δε τοιουτοτρόπως μακρόθεν και πολύ
+ευαρεστότερον τας μουσικάς της φρουράς και του Φιλαρμονικού θιάσου
+Πειραιώς, αίτινες συνηλλάσσοντο μουσουργούσαι καθ' όλον της φωταψίας τον
+χρόνον. Τα πυροτεχνήματα δεν σου τα περιγράφω, διότι ήσαν μεν ωραία, αλλ'
+ουδέν είχον το καινοφανές. Και είδες και είδαμεν πολλάκις εις τας στήλας του
+Ολυμπίου Διός και εις το Φάληρον τους τυπικούς μύλους και τας τυπικωτέρας
+<span class="sp"> ρουκέτας</span>. Το ηλεκτρικόν όμως φως, ούτινος η εστία είχε τοποθετηθή εις το
+απέναντι της βασιλικής επαύλεως κτήμα του κ. Μελετοπούλου, και απετελείτο, ως
+μοι είπον, εκ μεγάλου παραβολοειδούς επαργύρου κατόπτρου, παρήγαγε
+μαγευτικήν αληθώς εντύπωσιν εις τους παρεστώτας, ων πολλοί το έβλεπον
+βεβαίως πρώτην φοράν, και δι' αυτό δεν κατώρθωσαν να κρατήσουν την
+μεγαλόφωνον του θαυμασμού των εκδήλωσιν. Υπό την λευκήν και άπλετον
+λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των ηρέμων υδάτων,
+διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον βασιλέα και την βασίλισσαν, επί
+άλλης δε τους βασιλόπαιδας εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν
+των.</p>
+
+<p>Είδαμεν άλλοτε μαζή, αν ενθυμείσαι, τους πίδακας των Βερσαλλιών
+φωτιζομένους, τους κήπους του Sch&otilde;nbrun της Βιέννης καταφώτους επίσης υπό
+ηλεκτρικών ακτίνων, τοξευομένων άνωθεν από της οροφής των ανακτόρων, και
+πέρυσι μόλις την Avenue de l' Opera των Παρισίων ηλεκτρόφωτον.</p>
+
+<p>Τι να σου ειπώ, όμως; Τα κύματα της Μουνυχίας υπό την λευκήν εκείνην
+μαρμαρυγήν είχαν άλλην τινά μαγείαν. Μη νομίσης δε, ότι σου λέγω και τούτο
+χάριν της υγείας σου. Όχι! είνε αληθής μου εντύπωσις.<br /></p>
+
+<h4>ΣΤ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 27 Ιουνίου 1879.</p>
+
+<p>Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι απόγονοι.
+Μόλις είδες την<span class="sp"> Λίμνην του Κόμου</span>, — και αμφιβάλλω αν την είδες καλά,
+διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες
+την δρόσον των διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και
+ονειρεύομαι καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις
+απήλαυσες το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και
+σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα δροσερώτερα.
+Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος. Δεν σε αρκεί λοιπόν η
+δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν
+σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη
+δροσερωτέραν διαμονήν. Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας,
+και τότε να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την σκιάν,
+αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν περισσότερον από τα
+θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν
+λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην
+και αποφεύγω να τον αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου
+ακτίνας δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον, όστις
+εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία παράδοξον οίκτου
+μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και
+τίποτε δεν με αναγκάζει να εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών·
+αφίνω τον Βουγάν και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους
+καρδίας τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου
+περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην κορδέλλα, ως
+πολλάκις — entre-nous εννοείται, — μου συνέβη και σου συνέβη. Λέγουσιν όμως,
+ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής
+καμίνου πνοή· ότι εξ όσων τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών
+μάλιστα εκ των τολμηροτέρων έπαθεν η υγεία — άλλων, εννοείται, η σωματική και
+άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν αποδίδονται
+υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν συμβαίνουσι συνήθως εις
+τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλεις
+— ήσαν ως επί το πλείστον ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές
+απεπειράθη, ως ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η
+περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε να ψάλη
+εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν επί τέσσαρας όλας
+ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού, διά να εύρη κομβία αρμόζοντα
+εις το μακρόν corsage της &agrave; la Pompadour ενδυμασίας της. Άλλης τινός κομψής
+θεραπαινίδος τοσούτο εξηρέθισε, λέγουσι, την ζηλοτυπίαν ο καύσων του ηλίου,
+προστεθείς εις του μαγειρείου τον καύσωνα, ώστε ολίγου δειν εξερρίζονε τον
+μύστακα του σπαθάτου της δορυφόρου, εις ώραν παροξυσμού, αν προλαμβάνων
+εκείνος δεν εδρόσιζε κάπως τας παρειάς της διά της επαφής των στιβαρών του
+χειρών. Τρίτη τις άλλη ερρίφθη πρό τινων ημερών εις το φρέαρ της οικίας, ζητούσα
+όχι τον θάνατον, υποθέτω, ως έγραψαν αι εφημερίδες, αλλ' απλώς μόνον ολίγον
+ύδωρ δροσερόν.</p>
+
+<p>Βλέπεις λοιπόν πού ευρισκόμεθα, και ευλόγει μάλλον τον Θεόν, ότι δεν είσαι
+εις τας Αθήνας, αντί να αγνωμονής προς την δρόσον και την χλόην της λίμνης
+σου.</p>
+
+<p>Εν τούτοις μ' όλον αυτόν τον καύσωνα και τους σπουδαίους του κινδύνους
+ετόλμησα την παρελθούσαν εβδομάδα να εξέλθω της οικίας μου, διά να
+παρευρεθώ εις τας εξετάσεις του προτύπου σχολείου, το οποίον συνέστησεν προ
+ενός έτους το Υπουργείου της Παιδείας ως παράρτημα του Διδασκαλείου, προς
+πρακτικήν άσκησιν των νεοφύτων διδασκάλων. Πρέπει δε να σου ομολογήσω, εξ
+ιδίου ενθουσιασμού αυτήν την φοράν και όχι χαριζομένη εις την πατριωτικήν σου
+αισιοδοξίαν, ότι με κατέπληξαν αληθώς τα ευχάριστα αποτελέσματα του νέου
+συστήματος της διδασκαλίας, το οποίον εφηρμόσθη εις το νεοσύστατον σχολείον.
+Το σχολείον αυτό είνε μακράν της πόλεως, όπισθεν του βασιλικού κήπου, και οι
+μαθηταί του είνε κατ' ανάγκην παίδες αγροτών και χωρικών. Αι εξετάσεις εν
+τούτοις των χωρικών εκείνων παίδων, οίτινες ούτε εορτάσιμα εφόρουν, ούτε
+υπερτροφίαν έπασχον, κατέδειξαν εμφανώς και πάλιν — αν υποτεθή ότι υπήρχεν
+ανάγκη νέας του πράγματος αποδείξεως, — δύο τινά· πρώτον ότι η αγάπη των
+γραμμάτων δεν είνε συνήθως του πλούτου περίσσευμα, και δεύτερον ότι ανάγκη
+ριζικής μεταβολής του συστήματος, το οποίον διέπει έως σήμερον την δημοτικήν
+μας εκπαίδευσιν. Τα παιδία δεν πρέπει να διδάσκωνται ως παπαγάλλοι,
+αναγκαζόμενοι να αποστηθίζωσι πράγματα τα οποία δεν εννοούσιν, αλλά να
+εκπαιδεύωνται απ' αυτού του αλφαβήτου τοιουτοτρόπως, ώστε να εξυπνά η
+νεαρά των διάνοια, αναβαίνουσα βαθμίδα προς βαθμίδα την κλίμακα των
+γνώσεων, και να μορφούται η εύπλαστος καρδία των, αποκτώσα βαθμηδόν την
+αγάπην του καλού και του αγαθού. Αλλέως . . . — πλην θα εξολισθήσω εις
+φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι
+από ιδρώτα διά να σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς.</p>
+
+<p>Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν πολυχρόνιον και
+νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις
+νομίζεις; Η χήρα του Οδυσσέως Ανδρούτσου! Ουδέ καν εφαντάζεσο ίσως, ότι έζη
+έτι εις τας Αθήνας ενενηκοντούτις περίπου, έρημος, μόνη και λησμονημένη εντός
+πενιχράς — όχι οικίας, αλλά σχεδόν καλύβης, η περικαλλής ποτε εκείνη αμαζών,
+ην θαλεράν έτι νεανίδα είχε συζεύξει μετά του οπλαρχηγού του Οδυσσέως ο
+φοβερός της Ηπείρου τύραννος Αλή-Πασάς, ήτις όλον τον μέγαν αγώνα του 1821
+παρηκολούθει πότ' εγγύθεν και πότε μακρόθεν τον πολυπλάνητον σύζυγόν της,
+μέχρις ου τον εθρήνησε τέλος κρεμάμενον από των προμαχώνων της Ακροπόλεως,
+και της οποίας ο βίος ολόκληρος υπήρξε σειρά δυστυχημάτων και δοκιμασιών. Μη
+βαρυθυμής όμως διά την άγνοιάν σου, διότι πολλοί, οι πλείστοι σχεδόν των εν
+Αθήναις ηγνόουν ως και συ μέχρι του προχθές σαββάτου, ότι η Ελένη Ανδρούτσου,
+η<span class="sp"> Οδυσσέαινα</span>, ως την εκάλει του αγώνος η γενεά, έζη έτι εν Αθήναις. Ολίγοι,
+ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι υπάλληλοι του
+λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες της έδιδον κατά μήνα μικρόν
+τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι' ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να
+συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον. Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια! Τόσον
+εύκολον και ευπρόσιτον παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα
+του Οδυσσέως Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις!
+Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την ενθυμηθώμεν, και
+οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη έτι η χήρα του Οδυσσέως, και
+ετέλει — αυτή μόνη, διότι τις άλλος είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου — την
+ανακομιδήν των οστών του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς.
+Έκτοτε όμως την είχαμεν λησμονήσει εντελώς! Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς, η
+γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ του Χρήστου
+Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή καλύβη την Ελλάδα. Ότε δε
+προ ενός και ημίσεος έτους ευοίωνα τινα αλλ' απατηλά δυστυχώς σημεία
+υπέδειξαν, ότι επρόκειτο να εξαναστή το Ελληνικόν, και οι άνδρες ωπλίζοντο και
+εβάδιζον προς τα σύνορα, ημείς δε αι γυναίκες, υπακούοντες εις το ευγενές
+φώνημα της ελληνικής μας βασιλίσσης, ερράπτομεν χιτώνας και εξαίναμεν μοτόν
+διά τους μέλλοντας τραυματίας του νέου ιερού αγώνος, η χήρα του Οδυσσέως
+ησθάνθη και πάλιν την γηραιάν της καρδίαν θερμαινομένην· εμνήσθη ημερών
+αρχαίων, ενθυμήθη την υπό τον ζυγόν πατρίδα της, ωνειρεύθη την σοβαράν
+μορφήν του απαγχονισθέντος ήρωός της, και έμεινε νύκτας πολλάς αγρυπνούσα
+υπό το αμυδρόν φως της διψώσης λυχνίας της, ίνα . . . ξαίνη μοτόν<span class="sp"> διά τα παλληκάρια</span>!</p>
+
+<p>Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της δεν έβλεπον
+πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η ενενηκοντούτις γραία και
+μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ'
+το, βασίλισσά μου! να ζούσε ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της
+ήτο ο αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής χήρα
+προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν η μεγαλοδωρία
+του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.</p>
+
+
+<p>Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις, και
+εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό εικοσάδος
+ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι, αγαπητή μου! Ημείς, οι
+ευγενείς και πεφωτισμένοι και τοσούτον ευαίσθητοι κάτοικοι της πρωτευούσης
+του ελληνικού βασιλείου, οίτινες συνοδεύομεν πυκνοί και πρόθυμοι την πρώτην
+κηδείαν ήτις θα παρέλθη προ των παραθύρων μας — όταν μάλιστα έχη και
+μουσικήν — ωκνήσαμεν να πληρώσωμεν εις του Οδυσσέως την χήραν ένα έσχατον
+φόρον συμπαθείας και ελέου, τον οποίον εχρεωστούσαμεν, εννοείς;
+εχρεωστούσαμεν και εις αυτήν και εις τον άνδρα της. Δεν το εσυλλογίσθημεν,
+βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . . μήπως είχε μουσικήν; Μήπως
+είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον
+του αρχιμουσικού μας;<br /></p>
+
+<h4>Ζ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879</p>
+
+<p>Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως μου
+γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα σταματήσης,
+απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία διώκει εναλλάξ πότε το
+θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα ευκραέστερα. Σε κατέλαβε και πάλιν,
+βλέπω, η κινητική σου εκείνη μανία, διά την οποίαν ο μεν σοφός σου φίλος Ξ. σε
+ωνόμαζεν άλλοτε perpetuum mobile, ημείς δε οι άλλοι οι μη σοφοί σ' ελέγαμεν
+αεικίνητον, και σε εσυμβουλεύαμεν, ενθυμείσαι, αστειευόμενοι να ζητήσης brevet
+d' invention από την κυβέρνησιν, πριν ή σε προλάβη ο ατυχής εκείνος νέος Κ.,
+ούτινος η μεγαλοφυής εφεύρεσις επέπρωτο τέλος να εξατμισθή εντός . . .
+φρενοκομείου. Αλλά την μονομανίαν σου αυτήν μας την ενδύει τώρα με το ωραίον
+πρόσχημα της επιθυμίας δροσερωτέρας διαμονής. Έστω και τούτο· δεν φιλονεικώ
+μαζή σου διά τόσον μικρόν πράγμα. Είμαι όμως περίεργος να ιδώ, αν ο λόγος
+αυτός της αδιάκοπου σου κινήσεως δεν θα σε ωθήση επί τέλους μέχρι της βορείου
+θαλάσσης. Πολύ φοβούμαι, μήπως λάβω καμμίαν ημέραν επιστολήν σου, ήτις να
+μου αναγγέλλη, ότι επεβιβάσθης εις ατμοκίνητον εκπλέον εις τας βορείους ακτάς
+της Νορβηγίας. Μη μειδιάς· σε βεβαιόνω, ότι η είδησις δεν θα με εκπλήξη διόλου.
+Οπωσδήποτε εγώ διευθύνω το γράμμα μου εις την παλαιάν σου διαμονήν, και
+είμαι ήσυχος ότι κάπου θα σ' εύρη.</p>
+
+<p>Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να αναγνώσω το
+περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, και να σου γράψω περί
+αυτού. Υπέθεσα τότε και υποθέτω ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε
+να γνωρίζης, αν ο λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς
+να εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους
+κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν ημέραν και το
+πολυπλάνητον βήμα σου. Το ανέγνωσα λοιπόν απ' αρχής μέχρι τέλους, αλλά δεν
+σου γράφω περί αυτού, και προτιμώ να σου το στείλω υπό ταινίαν, ως λέγει παρ'
+ημίν η επίσημος των γραφείων γλώσσα.</p>
+
+<p>Δεν σου γράφω εν εκτάσει περί αυτού, και αρκούμαι μόνον να συστήσω εις την
+προσοχήν σου το πολύτιμόν του περιεχόμενον, διότι αδύνατον μου είνε δυστυχώς
+να συνοψίσω εντός επιστολής τας πολυειδείς και ποικίλας ειδήσεις περί της
+γεωλογικής και υδρογραφικής καταστάσεως των Αθηνών, όσας ο συγγραφεύς
+εταμίευσεν εντός αυτού, διά πολλών κόπων και μελέτης μακράς. Σου σημειόνω
+μόνον εν παρόδω, και τούτο διά να λάβης εγκαίρως τα μέτρα σου, πριν ή
+αποκατασταθής οριστικώς εν Αθήναις, ότι κατά τον κύριον Κορδέλλαν απαιτείται
+δαπάνη τριών περίπου εκατομμυρίων δραχμών, ίνα διοχετευθώσιν εις τας Αθήνας
+τα αναγκαία εις τους κατοίκους της ύδατα. Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν
+περιλαμβάνεται εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι
+περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι δηλαδή ο
+αρχοντικός ούτος δήμος, — όστις κατά τούτο ομοιάζει τους άρχοντας, ότι τα χρέη
+του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων του — έχει ήδη τριών περίπου
+εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς
+του τόκον . . έν σχεδόν τοις εκατόν. Υποθέτεις συ, ότι είνε εύκολον εις τοιούτον
+οφειλέτην να εύρη και νέον δάνειον; Εγώ δυσκολεύομαι να το ελπίσω, και διά
+τούτο εφρόντισα ήδη εγκαίρως να ανοίξω φρέαρ εντός της οικίας μου, ίνα
+προλάβω την κόρυζαν, από την οποίαν πολύ φοβούμαι ότι είνε προωρισμένοι ν'
+αποθάνωσι μίαν ημέραν επιδημικώς οι κάτοικοι των Αθηνών.</p>
+
+<p>Αι ειδήσεις αύται δεν θα σου ήνε βεβαίως πολύ ευχάριστοι, και φοβούμαι μη
+πειράξουν την επισφαλή σου υγείαν. Διά τούτο δε και ως ευάρεστον αντίδοτον
+σου στέλλω συγχρόνως σήμερον, υπό την αυτήν ταινίαν, περίεργόν τι και
+διασκεδαστικώτατον βιβλίον, επιγραφόμενον: «Η σύγχρονος Ελλάς, ήτοι
+απάντησις τω γάλλω Edmonton About, μετάφρασις εκ του χειρογράφου της
+αγγλίδος F. Ε. Μ.» Το μικρόν αυτό τομίδιον, το οποίον, ως βλέπεις, περιέχει
+μετάφρασιν ανεκδότου χειρογράφου, θα σε διασκεδάση τρομερά· διότι ηξεύρω
+εγώ πώς διατίθεται ο φύσει εύθυμος χαρακτήρ σου προς τα παράδοξα, ή τα
+παράξενα, ως κοινότερον λέγομεν. Σε παρακαλώ μόνον να μη σταματήσης εις την
+επιγραφήν· να μην ερωτήσης, διατί άραγε και πόθεν και πώς και προς τι η
+απάντησις αύτη εις τον ευφυή γάλλον μετά εικοσιπέντε όλα έτη από της
+δημοσιεύσεως της δηκτικής εκείνης σατύρας κατά της Ελλάδος, ήτις κατέστησεν εν
+τούτοις αυτήν πολύ γνωστοτέραν εις τον ευρωπαϊκόν κόσμον ή όλοι των φίλων
+της οι ύμνοι· να μην απορήσης διατί, πριν ή δημοσιευθή το πρωτότυπον,
+δημοσιεύεται η ελληνική μετάφρασις· να μη κινήσουν τέλος την περιέργειάν σου.
+τα τρία αρχικά στοιχεία, υπό τα οποία έκρυψεν αιδημόνως ο μεταφραστής την
+συγγραφέα. Εις όλας σου αυτάς τας απορίας ηδυνάμην εγώ να σου δώσω
+λεπτομερή απάντησιν· δεν το κάμνω όμως, πρώτον μεν διότι νομίζω, ότι πρέπει τις
+να σέβεται τα ξένα μυστικά, όσον διασκεδαστική και αν είνε η αποκάλυψίς των,
+και δεύτερον διότι η λύσις των αποριών εκείνων ουδόλως είνε αναγκαία όπως
+διατεθής ευθύμως. Άνοιξε μόνον, σε παρακαλώ, κατά τύχην το βιβλίον και
+σταμάτησε το βλέμμα σου όπου θέλης. Πρόσεξε δε ιδίως εις την εξής περίοδον,
+την οποίαν σου αντιγράφω κατά λέξιν από την ενενηκοστήν ογδόην σελίδα — σου
+λέγω κατά λέξιν, διά να μη καταλογίσης τυχόν εις βάρος μου την γλαφυρότητα της
+μεταφράσεως — «Αμέσως, λέγει η φιλέλλην αγγλίς περιγράφουσα την εις Πειραιά
+απόβασίν της, περιεστοιχήθην υπό πλήθους παραγγελιοδόχων και διερμηνέων,
+οίτινες, φαίνεται, μαντεύσαντες ότι ήμην ξένη μοι προσέφεραν τας λέμβους των
+και παν ό,τι αναγκαίον προς υπηρεσίαν μου, ου μην αλλά δριμέως κρίνουσα περί
+αυτών εκ της σκληράς φήμης, και έχουσα πείραν των Ιταλών κλεπτών,
+προσεποιήθην ότι δεν ενόησα την νεωτέραν ελληνικήν, σφάλμα δι' ό ουδέποτε
+θέλω συγχωρήσει εμαυτήν . . . Τα των λεμβούχων και τα τελωνειακά μπαξίς εισίν
+όλως άγνωστα ενταύθα . . . Ίσως οι σφοδροί κατήγοροι των Ελλήνων επί του
+αντικειμένου τούτου εκφράσωσιν αμφιβολίας. Αλλ' ιδού πώς έχουν τα πράγματα·
+οι λεμβούχοι διακηρύττουσιν, ότε η απλή ευχαριστία του ν' αποβιβάσωσεν εις την
+ξηράν ξένον τινά ήτο αρκούσα αμοιβή διά τους κόπους του, αφού μάλιστα
+πληρόνονται τακτικώς έκ τινος ωρισμένου τιμολογίου. Όλαι αι υπηρεσίαι αύται
+εφαίνοντο ότε μοι προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν
+τον πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον ανάγκην των
+υπηρεσιών του. Μετά τούτο δε δύο αχθοφόροι έλαβον την αποσκευήν μου, . . .
+(και) ηρνήθησαν να λάβωσι το ανήκον αυτοίς, λέγοντες ότι ουδείς ποτέ Αθηναίος
+ζητεί να πληρωθή όπως πράξη το καθήκον του, αυτοί δε ουδέν άλλο έπραξαν ή
+τούτο, ιδόντες ότι ήμην ξένη. Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των
+υπαλλήλων του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν
+υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους ξένους τους
+επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ' ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο
+γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα. Πώς σου φαίνεται, εις σε την ελληνίδα, την
+ζήσασαν . . . (μη φοβήσαι, δεν λέγω πόσα) έτη εις την Ελλάδα, η θαυμαστή αυτή
+ανακάλυψις λεμβούχων και αχθοφόρων μη δεχομένων πληρωμήν, και
+σιδηροδρομικών υπαλλήλων παρεχόντων δωρεάν εισιτήρια;</p>
+
+<p>Τι πρέπει άρα γε να υποθέση ο αναγινώσκων την διασκεδαστικήν αυτήν
+μυθολογίαν; ότι είνε σκόπιμον μαγείρευμα προς αποστόμωσιν των κατηγόρων της
+Ελλάδος, ή μάλλον ότι είνε αποτέλεσμα αστείας τινός παιδιάς φιλόφρονος μεν
+αλλ' ιδιοτρόπου συνοδοιπόρου, όστις επλήρωσεν αυτός τα μικρά έξοδα της
+Αγγλίδος, και της επώλησεν έπειτα, ότι οι αχθοφόροι, οι λεμβούχοι και ο
+σιδηρόδρομος δεν λαμβάνουσιν εν Ελλάδι πληρωμήν παρά των ξένων; Το κατ' εμέ
+υποθέτω αδιστάκτως το δεύτερον, διότι άλλως θα ευρισκόμην εις την δυσάρεστον
+ανάγκην να παραδεχθώ, ότι η φιλέλλην συγγραφεύς, μυθολογούσα τοιαύτα
+πράγματα προς τους αναγνώστας της, νομίζει φοβερόν πράγμα και πάσης μομφής
+άξιον το να πληρόνωνται οι λεμβούχοι και οι αχθοφόροι και οι σιδηρόδρομοι, και
+εν τω ακράτω της φιλελληνισμώ βλέπει 'ς τον<span class="sp"> ουρανό φεγγάρι</span> εν πλήρει
+μεσημβρία κατά το κοινόν λόγιον. Αλλ' ό,τι δήποτε και αν υποθέση τις, δεν έχει
+άδικον η ιταλική εκείνη παροιμία: Dagli amici mi guardi. Iddio che dai nemici mi
+guardo io, ούτε η άλλη εκείνη ισπανική: Quien te cubre te descubre.</p>
+
+<p>Ευτυχώς το βιβλίον αυτό, το οποίον, δεν αμφιβάλλω, θα συντελέση εις την
+ευθυμίαν σου πλειότερον όλων σου των ταξειδίων, δεν εδημοσιεύθη ακόμη
+αγγλιστί, και οι ευρωπαίοι, ευτυχέστεροι ημών και κατά τούτο, αγνοούσιν έτι τους
+υπέρ της Ελλάδος πανηγυρισμούς της συγγραφέως. Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και
+από βάθους καρδίας εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το
+ποτήριον τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα
+ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της Ελλάδος, ουδέ
+παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και εις βάρος της.</p>
+
+<p>Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν! Μας ξεσκεπάζουν
+αντί να μας σκεπάζουν, ως λέγουσιν οι Ισπανοί· και συμφωνώ με τους Ιταλούς,
+οίτινες επικαλούνται κατ' αυτών την προστασίαν του θεού. Πόσα ημείς ιδίως οι
+ταλαίπωροι Έλληνες επάθαμεν έως τώρα από τον άκρατον και φιλελληνικόν έρωτα
+πολλών φίλων μας! Τι να γείνη! On n' est trahi que par les siens! και ομοιάσαμεν
+πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά των πολλών της φιλημάτων
+εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν
+τοιούτοι φίλοι. Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την
+κυρίαν F. Ε. Μ.<br /></p>
+
+<h4>Η'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879</p>
+
+<p>Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα διά πολλούς και διαφόρους
+σπουδαίους λόγους, των οποίων ο σπουδαιότερος είνε, ότι δεν είχα τι να σου
+γράψω. Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω, της απαριθμήσεως των
+άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως ο αφελής εκείνος δήμαρχος,
+όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε
+πυροβολισμούς επί τη ελεύσει του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι
+εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση
+ταπεινότητι, ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος. Ο μεγάθυμος βασιλεύς
+τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα λόγων·
+ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή τουλάχιστον ίση, αν όχι και
+ανωτέρα της βασιλικής.</p>
+
+<p>Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν σου
+επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον, πολύ περισσότερον
+και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς. Συ μεγάθυμος; κάθε άλλο! Αν είχες
+συ την χριστιανικήν αυτήν αρετήν, δεν θα μου έγραφες βεβαίως την επιστολήν,
+την οποίαν μου έγραψες. Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά
+σου καρδία προς την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των
+Αθηνών εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται
+από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν ευχαρίστησιν
+τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την Μείζονα Λίμνην εις την
+Λίμνην της Λυκέρνης. Θα περιωρίζεσο μόνον να καταρασθής τα πυκνά του
+κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ' ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας
+και του Αϋρόλου, θα ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου
+Ξενοδοχείου της Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των
+περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα εγώ εν μέσω
+των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην βέβαια με μειδίαμα
+ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των ιδικών σου διασκεδάσεων και
+τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου,
+επί των οποίων έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω! Αλλά είσαι άσπλαγχνος
+και εγωιστική φύσις. Ούτε την περιγραφήν του αμιμήτου δρόμου παρέλειψες,
+όστις υπεραναβαίνων το γιγάντειον όρος διαγράφει 46 καμπάς μόνον εντός της
+κοιλάδος της Τρέμολας, ούτε την εκατέρωθεν της οδού εστιβασμένην εξ
+αμνημονεύτων χρόνων και άλυτον πλέον χιόνα, ούτε την πρασίνην χλόην ήτις
+θάλλει επί του φυτικού χώματος, το οποίον απέθηκεν βαθμηδόν ο άνεμος επί της
+επιφανείας των χιόνων, ούτε τους καταρράκτας, οίτινες χωνευόμενοι υπό τους
+προαιωνίους πάγους, αναδύουσι μακρότερον και κατακρημνίζονται επί τας
+μελανάς των ελατών κορυφάς· ούτε τους κολοσσιαίους και προσηνείς σκύλους του
+ξενώνος του Αγίου Γοθάρδου, οίτινες σε έσυρον ηρέμα από της εσθήτος, ίνα
+λάβωσι μικράν μερίδα του προγεύματός σου· ούτε τας γραφικάς των ελβετίδων
+ενδυμασίας, ούτε την καταπληκτικήν Γέφυραν του Διαβόλου, ούτε του Φλύλεν την
+αμίμητον τοποθεσίαν, ούτε της λίμνης σου τα πράσινα κύματα, ούτε . . . . ούτε
+τίποτε τέλος πάντων, το οποίον ηδύνατο να κινήση την ζηλείαν μου και τον φθόνον
+μου, και να μου καταστήση αφορητοτέραν την εν Αθήναις θερινήν διαμονήν. Είνε
+φιλικόν αυτό; είνε εύσπλαγχνον; είνε χριστιανικόν; Ας όψεσαι εν ημέρα κρίσεως,
+ότε ο Πλάστης θα σ' ερωτήση, — και θα σ' ερωτήση βεβαίως, διατί εταξείδευες εις
+την Ελβετίαν, ότε η φίλη σου έμενεν εις τας Αθήνας; και διατί συ εκρύονες επί των
+Άλπεων, ότε η ταλαίπωρος εκείνη ανελύετο εις ιδρώτα εν μέση πλατεία του
+Συντάγματος;</p>
+
+<p>Μη νομίσης όμως, ότι δεν είχαμεν και ημείς οι Αθηναίοι τας μικράς μας
+διασκεδάσεις αυτάς τας ημέρας. Λέγω μικράς, βλέπεις, με όλην την πρέπουσαν
+μετριοφροσύνην, καθότι περί μεγάλων παρ' ημίν δεν πρόκειται, όσον και αν
+προσποιούμεθα τους μεγάλους. Εν πρώτοις είχαμεν πολιτικήν ανεμοταραχήν, ήτοι
+σάλον κοινοβουλευτικόν, ως λέγουσιν οι πολιτικοί. Η κυβέρνησις δηλαδή
+συνεκάλεσε την βουλήν, η βουλή απεδοκίμασε την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις
+έδωκε την παραίτησίν της, έπειτα πάλιν έμεινε, διότι η αντιπολίτευσις δεν
+εσχημάτισεν άλλο υπουργείον, και επειδή η αντιπολίτευσις εφάνη ότι είχε και
+πάλιν διάθεσιν να αποδοκιμάση την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έστειλε την βουλήν
+όθεν ήλθεν. Εννοείς συ τίποτε από όλα αυτά; όχι βέβαια· ούτ' εγώ. Σε μέλει;
+ολίγον, αναντιρρήτως· κ' εμέ το ίδιον. Λέγουν τριγύρω μου, ότι τα πράγματα είνε
+σπουδαία· αλλ' όσοι το λέγουν φαίνονται ως ν' αστειεύωνται, και δεν τους
+πιστεύω. Το μόνον σπουδαίον είνε κατ' εμέ αι διακόσιαι πεντήκοντα περίπου
+χιλιάδες δραχμαί, αι οποίαι υπήρξαν το τίμημα της οκταημέρου εκτάκτου συνόδου
+της βουλής μας. Ο ταλαίπωρος ελληνικός λαός πληρόνει επί τέλους πάντοτε les
+pots cass&eacute;s. Έπειτα πλην των πολιτικών είχαμεν και έν έκτακτον συμβάν, ικανώς
+κωμικοδραματικόν, το οποίον αρκετά μας συνεκίνησε και μας διεσκέδασεν αυτήν
+την εβδομάδα. Πολύ φοβούμαι, ότι εις σε δεν θα κάμη μεγάλην εντύπωσιν· ημείς
+όμως οι μικροπολίται, οίτινες δεν έχομεν καθ' ημέραν τοιαύτα τυχηρά, αρκούμεθα
+και εις τα ολίγα, αναλογιζόμενοι την παλαιάν παροιμίαν «όταν μη κρέας παρή και
+ταρίχω στερκτέον», την οποίαν ο υπηρέτης μου μεταφράζει «εν ελλείψει
+χαρτοσήμου καλό 'ν' και το στουπόχαρτο». Επειδή δε νομίζω και εγώ ότι η τυχηρά
+αυτή διασκέδασις ημών των μικροπολιτών δύναται να διασκεδάση και σε την
+κοσμοπολίτιδα, σου διηγούμαι το γεγονός. Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν
+θέλης, εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών του
+ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην του Άρεως προς
+την μύρτον του έρωτος. Θύμα δε πρόχειρον των φονικών του βλεμμάτων ευρέθη
+κόρη τις απλή και άκακος, δεκαπενταέτις μόλις, ήτις και καταλιπούσα τον πατρικόν
+οίκον, όπου είχεν ίσως βαρυνθή να ακούη από πρωίας μέχρις εσπέρας το
+<span class="sp"> τύπτω τύπτεις</span> του διδασκάλου πατρός της, —
+ίσως δε και να το αισθάνεται ενίοτε,
+παρηκολούθησε τον εκπορθητήν της καρδίας της εις μικρόν τινά εν Νεαπόλει (των
+Αθηνών) οικίσκον, όπου, αλλάξασα γραμματικήν, έκλινε το j' aime, tu aimes αντί
+του βαρέος εκείνου ελληνικού ρήματος.</p>
+
+<p>Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε τον
+παραπλανηθέντα ήρωά της. Ανεζητήθη λοιπόν το ερημητήριον των δύο
+περιστερών, ευρέθη μετά κόπους πολλούς, και τα πεζά της εξουσίας όργανα —
+όχι, ελησμόνησα· ήσαν και ιππείς — προσεκάλεσαν τον νεαρόν Άρην να
+παραδώση εις τον πατέρα της την νεαρωτέραν Αφροδίτην. Αλλά το ζεύγος το
+ερωτικόν, ενθυμούμενον και αντίγραφον ίσως το επινόημα του Σελεστίνου και του
+Ξαβιέρου του M&eacute;ry, εκλείσθη και εμανδαλώθη εντός της φωλεάς του, και
+εδήλωσεν εις τους πολιορκούντας αυτό κλητήρας και στρατιώτας, ότι κατ' ουδένα
+τρόπον εννόει να χωρισθή. Εις μάτην αι παρακλήσεις των κλητήρων, εις μάτην αι
+επιταγαί της στρατιωτικής αρχής. Ο ήρως της κωμωδίας, προσαγορεύων από του
+εξώστου του ερωτικού του φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και
+κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και δυναμίτιδα και πυρ
+και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως
+της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον
+λαιμόν της ερωτικής του περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . .
+πριν ή ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν αυτοκτονήσει
+διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής. Το πράγμα, εννοείς, εφάνη κάπως
+σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον
+τον ήρωα. Το περιεστώς πλήθος έφριξε, τα όργανα της εξουσίας συνεκινήθησαν
+και κάπως το εσυλλογίσθησαν, επλατύνθη δε ικανώς ο κύκλος των περιέργων,
+οίτινες την εσπέραν εκείνην είχον προτιμήσει το εν Νεαπόλει θέαμα από την
+παράστασιν του<span class="sp"> Άμλετ</span> εν τω Απόλλωνι και του
+<span class="sp"> Ορφέως</span> εν Φαλήρω.
+Συμβουλίου γενομένου, εκρίθη καλόν να αλωθώσιν οι ποιητικοί ερασταί διά του
+πεζοτάτου μέσου της πείνης. Φρουρά τακτική εστήθη προ του ερημητηρίου των
+δύο περιστερών, και περιπολίαι τακτικαί μετηλλάσσοντο εις ώρας τακτάς, προς
+ανέκφραστον διασκέδασιν των αργών Αθηναίων και των περιέργων γειτόνων,
+οίτινες ούτε Άντρον των Νυμφών εσυλλογίζοντο πλέον, ούτε Βουλήν, ούτε
+πλατείαν του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως το πράγμα εκοινολογήθη, η πόλις
+ήρχισε να συγκινήται, ο σπουδαίος τύπος επελήφθη του ζητήματος, και η κοινή
+γνώμη απήτει την αυστηράν του νόμου εκτέλεσιν. Αι αρχαί κατενόησαν ότι δεν
+ηδύναντο πλέον να μένωσιν απαθείς — ή και συγκεκινημένοι, αδιάφορον —
+θεαταί των γινομένων, και απεφάσισαν να προβώσιν εις την εξ εφόδου άλωσιν της
+ερωτικής ακροπόλεως. Προχθές λοιπόν την πρωίαν έγεινεν εν πρώτοις, κατά τα
+νόμιμα του πολέμου, η εις παράδοσιν πρόσκλησις των πολιορκουμένων. Αλλ' ο
+ήρως εξελθών εις τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και
+μυρτοστεφούς ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην
+του διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και εδήλωσε
+βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού ήθελε φονεύσει
+την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον οίκον. Την δήλωσιν μάλιστα
+ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις παντομίμα, καθ' ην<span class="sp"> εκείνος</span> μεν
+προσήγαγε την σπάθην του εις τον τράχηλον<span class="sp"> εκείνης</span>, εκείνη δε έκλεισεν εν
+ερωτική εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα εις
+την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε πρόσφορον να
+φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου. Αλλ' οι στρατιώται δεν ενόμισαν
+αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο
+ήρως εξηκολούθει χειρονομών από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων
+πάντοτε την σπάθην του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη
+του και προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις τον
+οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι. Πριν ή όμως τον συλλάβωσι,
+προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την οδόν . . . τίνα υποθέτεις;
+την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του
+ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς
+εις παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε διεσκέδασεν
+η ιστορία μου; το ελπίζω. Αν τώρα σου έλθη η περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον
+κάμουν τον παράδοξον αυτόν ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν
+έζων αλλού, θα το ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή.<br /></p>
+
+<h4>Θ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1879</p>
+
+<p>Η κωμικοτραγική μου διήγησις της παρελθούσης εβδομάδος τόσον εξετάθη,
+ως είδες, ώστε με εμπόδισε να εκκαθαρίσω μαζή σου τον εβδομαδιαίον μου
+λογαριασμόν, και μ' αφήκε μάλιστα υπό το βάρος καθυστερούντων, άτινα σπεύδω
+να πληρώσω σήμερον, μη θέλουσα να μιμηθώ κατά τούτο τους μάλλον
+<span class="sp"> φορολογουμένους</span> ευδαίμονός τινος χώρας, ων αι προς το δημόσιον ταμείον οφειλαί
+αναβαίνουσι μέχρι σήμερον εις το ασήμαντον ποσόν των εβδομήκοντα περίπου . .
+. εκατομμυρίων.</p>
+
+<p>Και εν πρώτοις λοιπόν ας σου αναφέρω την συναυλίαν Frigeri, την οποίαν
+απηλαύσαμεν προ δεκαπέντε ημερών εν Φαλήρω. Δεν ενθυμούμαι τώρα, τις
+μοχθηρός τεχνοκρίτης έγραψέ ποτε, ότι η μουσική κατήντησε σήμερον θόρυβός τις
+ικανώς δυσάρεστος, διαφέρων παντός οιουδήποτε άλλου θορύβου κατά τούτο και
+μόνον ότι πληρόνεται ακριβώτερα. Αγνοώ ποία μουσική ακρόασις προεκάλεσε τον
+φοβερόν αυτόν αφορισμόν του κριτικού εκείνου· υποθέτω όμως, ότι θα ήτο
+πρώτη τουλάχιστον εξαδέλφη, αν όχι και αδελφή, της μοναδικής συναυλίας την
+οποίαν μας προσέφερεν η εν Αθήναις επίδημος ιταλίς αοιδός. Αι Αθήναι, βλέπεις,
+εξομοιούνται ολονέν προς τα μεγάλα κέντρα του δυτικού πολιτισμού. Αφού
+απέκτησαν operette ως οι Παρίσιοι, και season ως το Λονδίνον, και
+Damenorchester ως η Βιέννα, ήρχισαν από τινος ν' αποκτώσι και μουσουργούς
+επιδήμους, οίτινες φέρουσιν από καιρού εις καιρόν τον πλάνητα πόδα των εις την
+κλασικήν χώραν των ωραίων τεχνών, θηρεύοντες μεν ίσως και αυτοί τα φειδωλά
+κέρματα των Αθηναίων, ως οι δεκαετείς αλήται αρπισταί της Μεσσήνης και του
+Τράνι, αλλά ποθούντες ιδίως να προσθέσωσι κλάδον ελαίας Αττικής εις τους
+λοιπούς των στεφάνους. Ημείς δε, άνθρωποι πρακτικοί, φειδόμεθα μεν των
+κερμάτων, όσον και αν εξεχείλισαν εσχάτως εν Ελλάδι αι χάλκιναι εικόνες του
+βασιλέως ημών, αφειδούμεν όμως στεφάνων και πανηγυρισμών, διότι . . . die
+kosten ja nichts, ως λέγουσιν οι πολύ ημών πρακτικώτεροι γερμανοί. Ούτω θα
+ανέγνωσες βέβαια εις τας αθηναϊκάς εφημερίδας, τας οποίας σου έφερε το
+παρελθόν ταχυδρομείον, τους θριάμβους της ιταλίδος ψαλτρίας, αλλά θα
+παρετήρησες συνάμα, ότι των θριάμβων αυτών πολύ αραιοί υπήρξαν οι μάρτυρες.
+Μεταξύ αυτών υπήρξα δυστυχώς και εγώ· το δε<span class="sp"> μαρτύριόν</span> μου διήρκεσε δύο
+περίπου ώρας. Ευτυχώς όμως «Ο τρώσας και πάλιν ιάσεται» λέγει η Γραφή. Το
+μαρτύριόν μου είχεν εν εαυτώ και την θεραπείαν του. Η φωνή της Κ. Frigeri ήτο
+τοσούτον μετριοφρόνως ολίγη και τόσον δειλώς οικονομική, οι δε
+συμπαραστατούντες αυτή μουσουργοί τοσούτον συμπαθώς είχον αποσυρθή εις τα
+μύχια βάθη της φαληρικής σκηνής, ίνα μη καταστήσωσι φαίνεται προδηλοτέραν
+διά της παραβολής την φωνητικήν ανέχειαν της ψαλτρίας, ώςτε η όλη συναυλία
+δεν υπερέβη την ευάρεστον διαπασών υποκώφου τινός μορμυρισμού,
+συγχεομένου μυστηριωδώς προς τον ήρεμον φλοίσβον των επί των άμμων του
+Φαλήρου εκπνεόντων κυμάτων.</p>
+
+<p>Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά πάθους
+πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα τόξα των επί των
+χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών ρέμβη δεν εταράσσετο·
+εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα
+ευχαριστημένοι. Μόλις πού και πού η φωνή της ψαλλούσης έκρινε καλόν να
+βεβαιώση την ύπαρξίν της δι' εκτάκτου αγώνος, και κραυγή τις τότε οξεία μας
+εξήγειρε του ύπνου, ως ψυχρού λουτρού καταρράκτης επί την κεφαλήν
+οπιοφάγου κινέζου. Αλλά τα έκτακτα αυτά ήσαν σπάνια· η δε καθόλου της
+μουσικής ημών διασκεδάσεως εντύπωσις ωμοίαζε προς την παράδοξον εκείνην
+και μυστηριώδη συγκίνησιν, ην προξενεί φωνή εγγαστρίμυθου.</p>
+
+<p>Έρχομαι τώρα εις τον papa Lavergne. Τον ενθυμείσαι, τον εύσωμον εκείνον και
+φαιδρόν Ολύμπιον Δία, όστις επιδεικνύων εις την χορείαν του δωδεκαθέου τας
+ευσάρκους του κνήμας, ανεφώνει μετά δικαίας υπερηφανείας: et pas coton! Τον
+ενθυμείσαι βέβαια· τον εθαυμάσαμεν μαζή κατά το 1871, ότε απετέλει τον
+ακράδαντον στόλον του γαλλικού θεάτρου των Αθηνών. Τον εχειροκροτήσαμεν
+τότε ως G&eacute;n&eacute;ral Boum και ως Jupiter, ήλπιζα δε να τον χειροκροτήσω
+και εφέτος,
+ότε η διεύθυνσις του φαληρικού θεάτρου ενόμισε πρόσφορον να καρυκεύση τα
+μουσικά της μαγειρεύματα διά των εκ του παρελθόντος ευαρέστων αναμνήσεων
+των θεατών. Ήλθε λοιπόν και πάλιν και ανέβη εις το φαληρικόν σανίδωμα ο Ζευς
+του 1871. Πόσον όμως μεταβεβλημένος! Πόσον ισχνός και μαραμμένος ο
+ταλαίπωρος! Ούτε παρειαί πλέον στρογγύλαι, ούτε κνήμαι στρογγυλώτεραι, ούτε
+κοιλία στρογγυλωτάτη. Πομφόλυγες ήσαν πάντα και διερράγησαν. Και αυτοί
+νομίζω οι τρεις τέσσαρες οδόντες του<span class="sp"> πατρός ανδρών</span>
+ τε<span class="sp"> θεών</span> τε, οίτινες
+επένθουν άλλοτε εν ερημία την στέρησιν των αδελφών των, μετέβησαν εις
+εντάμωσιν εκείνων, και το άσμα του εφετεινού Διός ήτο άναρθρός τις φωνή,
+βαρεία μεν ως πάντοτε και ηχηρά, αλλά τίποτε περιπλέον. Φαντάσου την
+απογοήτευσιν των παλαιών του θαυμαστών. Φαντάσου δε και την λύπην αυτών,
+ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν η απαισία είδησις,
+ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος, ούτινος το παρελθόν καν
+μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη από του χαρτίνου του Ολύμπου εις
+τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη! Αστείος τις, αλλά σκληροκάρδιος και απαθής
+προς το φοβερόν αυτό δυστύχημα του φαληρικού Ολύμπου, είπεν, ότι εις το νέον
+του violon θα εννόησεν ο Ζευς πόσον τερπνόν ήτο και προτιμότερον το violon του
+Ορφέως. Το λογοπαίγνιον είνε άσχημον, ως βλέπεις, και διά τον δυστυχή Lavergne
+ήτο πολύ ασχημότερον. Ευτυχώς ευρέθη, φαίνεται, θεός τις από μηχανής
+ισχυρότερος του Διός, και απεφυλάκισε τον νεφεληγερέτην. Τον έχομεν λοιπόν και
+πάλιν, μέχρις ου φυτρώση κανείς άλλος δανειστής.</p>
+
+<p>Ιδού εξώφλησα τα καθυστερούντα μου, και μεταβαίνω εις τον<span class="sp">
+ τρεχούμενον</span>, ως λέγουσιν οι έμποροι. Επειδή δε είπα την λέξιν τρεχούμενος, ηξεύρεις ποία
+είνε σήμερον η<span class="sp"> πλέον τρεχούμενη διασκέδασις</span> (μεταφράζω κατά
+τον συρμόν l' amusement le plus courou) των Αθηνών; Η Lilly, αγαπητή μου. Συ δεν
+γνωρίζεις βέβαια την Lilly· δυστυχής θνητή! Η Lilly, φιλτάτη, είνε χαριτωμένη τις
+Αγγλίς, τραγουδίστρια των εν υπαίθρω σκηνών, ολίγον χορεύτρια, κάπως μίμος,
+πολύ πολύ όμως εύμορφη, και πολύ περισσότερον ευμελής και εύσωμος. Διά να
+εννοήσης δε πόσον είνε εύσωμος η νέηλυς αοιδός του Κήπου των Μουσών, αρκεί
+να σου αναφέρω, ότι κυρία τις πρό τινων ημερών καθημένη πλησίον μου, —
+ομοιάζουσα δε, σημείωσε καλώς, τσίρον της περυσινής εσοδείας, — δεν ηδυνήθη
+να καταστείλη την ιεράν της αγανάκτησιν, βλέπουσα τας τορνευτάς κνήμας της
+Αγγλίδος διαγραφομένας υπό το ροδόχρουν της πλέγμα. «Αχ! τι εντροπή!»
+ανεφώνησεν· εγώ δε εμειδίασα εις απάντησιν, συλλογιζομένη, ότι η τόσον
+αιδήμων γείτων μου είνε τακτική φοιτήτρια του φαληρικού θεάτρου, και ότι
+πολλάκις είδε και την Perichole και την Jolie Parfumeuse, και τας λοιπάς ευωδίας
+του εφετεινού μας θιάσου. Η Αγγλίς λοιπόν αυτή εγκατεστάθη εφέτος εις έν των
+επτά Άντρων, άτινα εφύτρωσαν ένθεν και ένθεν της ξηράς κοίτης του Ιλισσού, και
+μετέβαλον, ως λέγει ενθουσιώδης τις φίλος μου, το μέρος εκείνο της πόλεως εις
+άλλα Champs Elys&eacute;es. Ψάλλει αγγλιστί ελαφρά τινα ασμάτια, εις τα οποία
+αναμιγνύει πού και πού και γερμανικάς ή γαλλικάς επωδούς, και διά του απλού
+αυτού μέσου καταμαγεύει εις τοιούτον βαθμόν τους ακροατάς της, ώστε
+ηρημώθησαν πέριξ και Άντρον των Νυμφών, και Απόλλων και γερμανικοί θίασοι,
+και Γιαννούλα — είνε η σμυρναία αοιδός του αμανέ, περί ης άλλοτε θα σου
+γράψω — και αθρόος ο κόσμος συρρέει καθ' εσπέραν εις τους αναριθμήτους —
+ολίγους όμως σκάμνους του θεάτρου, και συνωθείται ίνα καταλάβη θέσιν
+παρέχουσαν και εις τα ώτα και εις τους οφθαλμούς συγχρόνως τέρψιν. Το κύριον
+δε θέλγητρον της Lilly δεν είνε ούτε το μέτριον άλλως άσμα της, ούτε αι υπέρ το
+μέτριον κνήμαι της, αλλ' η χάρις του αναστήματος και της αναβολής αυτής, το
+εμμελές και αρμονικόν των κινήσεών της και η περί την ενδυμασίαν της άπειρος
+τέχνη. Αδύνατον να την υπολάβη τις Αγγλίδα, πριν ανοίξη το στόμα της. «Έπιε
+νερόν του Σηκουάνα η Αγγλίς αυτή», μ' έλεγεν ο ίδιος εκείνος φίλος μου, και
+νομίζω ότι δεν είχεν άδικον. Φαντάζεσαι τώρα ευκόλως, εις ποίας υπερβολάς ωθεί
+καθ' εσπέραν ο ενθουσιασμός το ευφάνταστον και ενθουσιώδες κοινόν των
+Αθηνών. Αι φιλοφροσύναι γίνονται μεγαλοφώνως διά λόγων και σχημάτων, τα
+επιφωνήματα του θαυμασμού ομοιάζουσιν ενίοτε με βρυχηθμούς, αι ανθοδέσμαι
+δε και αι περιστεραί βρέχουσι κατά κεφαλής της Lilly, ήτις ουδεμίαν συνήθως
+αισθάνεται δυσκολίαν να ανταποδίδη μεγαλοφώνως επίσης και εκφραστικώτατα
+τας φιλοφρονήσεις των θυμάτων της. Περί του συντρόφου της Lavator, κοινοτάτου
+κωμικού, τις οίδε τινος ιπποδρόμου της Ευρώπης, ουδέ λόγος δύναται να γείνη,
+ειμή μόνον ότι είνε σύζυγος της Lilly, — ως λέγει.</p>
+
+<p>Δεν εξακολουθώ την επιστολήν μου σήμερον, διότι η συνέχεια θα ήτο λυπηρά.
+Προτιμώ να σου μείνω και πάλιν χρεώστης.<br /></p>
+
+<h4>Ι'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 2 Αυγούστου 1879.</p>
+
+<p>Ανέβης λοιπόν εις το Ρίγι και δεν ετρόμαξες! Ανερριχήθης διά τολμηράς και
+παραδόξου σιδηροδρομικής τροχιάς εις δύο χιλιάδων περίπου ποδών ύψος, και
+ούτε ζάλην ησθάνθης, ούτε ιλιγγίασιν, ούτε φόβον! Καλόν σημείον. Θα ειπή, ότι το
+νευρικόν σου σύστημα εδυναμώθη, ότι η επισφαλής εκείνη υγεία σου, — ήτις ως
+ενθυμείσαι, δεν ενέπνεεν εις τους φίλους σου τόσους φόβους, όσους εις σε, —
+ανέλαβε πάλιν. Δεν ηξεύρω κατά πόσον συνετέλεσεν εις τούτο η περιηγητική σου
+θεραπεία· έχω όμως τον εγωισμόν να νομίζω, ότι και τα ιδικά μου γράμματα
+ενήργησαν κάπως προς το ευάρεστον αυτό αποτέλεσμα. Δεν δύνασαι τουλάχιστον
+να μου αρνηθής, ότι συμμορφουμένη ακριβώς προς τας οδηγίας σου,
+προσεπάθησα μέχρι τούδε πάση δυνάμει να φαιδρύνω τας ώρας της ξενητείας
+σου, ότι απέφυγα επιμελώς πάσαν αφήγησιν και πάσαν περιγραφήν δυναμένην να
+λυπήση τον πατριωτισμόν σου, και ότε η αττική εκείνη αύρα, την οποίαν κατά τας
+ποιητικάς απαιτήσεις σου προσεπάθουν να αποταμιεύω εκάστην εβδομάδα εντός
+των επιστολών μου, περιείχεν ικανήν ποσότητα σκοπίμου φαιδρότητος. Σημείωσε
+δε, ότι θα περιείχεν ακόμη περεσσοτέραν, αν μου επέτρεπες να αναμιγνύω ενίοτε
+εις την σκευασίαν μου και μικρόν τι srupulum κακολογίας, και να σου διηγώμαι
+παραδείγματος χάριν . . . πλην δεν το θέλεις, μου το απηγόρευσες. N' en parlons
+plus.</p>
+
+<p>Δι' αυτόν τον λόγον κ' εγώ απέφυγα να σου αναγγείλω διά της παρελθούσης
+μου επιστολής λυπηράν τινά είδησιν, και σου έμεινα και πάλιν χρεώστης,
+περιμένουσα να την μάθης παρά των εφημερίδων πρώτον και κατόπιν παρ' εμού.
+Δεν θα έχη μεν πλέον το θέλγητρον του νέου, αλλά τοσούτων νέων θέλγητρον ας
+μην έχη ποτέ κανέν μου γράμμα. Ναι, φίλη μου, και σήμερον έτι, ότε παρήλθον
+ήδη δέκα ημέραι από του απαισίου γεγονότος — και ηξεύρεις πόσα και ποία
+πράγματα ψυχραίνονται συνήθως και λησμονούνται παρ' ημίν εντός δέκα ημερών,
+— και σήμερον έτι έχω βαρυαλγή την καρδίαν, όχι πλέον αναγγέλλουσα αλλά
+γράφουσα και εγώ, ότι ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απέθανεν. Είμαι δε
+βεβαία, ότι και εις σε την αυτήν λύπην θα προξενήσωσιν αι ολίγαι αύται σειραί,
+όσην σου επροξένησε το πρώτον του θανάτου άγγελμα, και ότι το δάκρυ το
+οποίον θα θολώση και πάλιν τους οφθαλμούς σου δεν θα ήνε ολιγώτερον θερμόν
+εκείνου, όπερ εστάλαξεν επί της πρώτης εντύπου αγγελίας του δυστυχήματος, την
+οποίαν σου έφεραν αι εφημερίδες. Είχαμεν και αι δύο το ευτύχημα να
+γνωρίσωμεν εκ του πλησίον τον ευγενή εκείνον άνδρα· και αν οι πολλοί πενθούσι
+σήμερον την μεγάλην και πρόωρον απώλειαν, ην υπέστησαν τα ελληνικά
+γράμματα διά του θανάτου ενός των καλλιτέρων λυρικών ποιητών της νέας
+Ελλάδος, ημείς πενθούμεν συγχρόνως και το άωρον τέρμα του βίου ανδρός
+ευγενούς και υψηλόφρονος, ούτινος η μεγάλη και ευπαθής καρδία, πλήρης
+φλογερού και δυσαπαλλάκτου πατριωτισμού, διερράγη επί τέλους μοιραίως υπό
+την βιαιότητα των παλμών της. Ο Βαλαωρίτης, ως ήξευρες, έπασχεν από πολλού
+βαρύ καρδιακόν νόσημα, ούτινος ουδ' αυτόν τον ίδιον διέφευγεν η σπουδαιότης.
+Από καιρού ήδη δεν κατεκλίνετο πλέον, και μόλις που κατώρθονε να κλείη τα
+βεβαρημένα του βλέφαρα ανακύπτων επί βραχείας ώρας εις το ανάκλιντρόν του.
+Η σωματική αυτή βάσανος είχεν εμπνεύσει αναγκαίως εις τον ταλαιπωρούμενον
+ποιητήν της<span class="sp"> Κυρά Φροσύνης</span> βαρύθυμόν τινα μισοκοσμίαν· διά τούτο δε
+φεύγων πάσαν κοινωνικήν αναστροφήν, είχεν αποσυρθή εις την παρά τα γαλανά
+της Λευκάδος ύδατα εκτεινομένην ωραίαν εξοχικήν του έπαυλιν, και εμόναζεν εις
+την<span class="sp"> Μαδουρήν</span> του. Εκεί, θεώμενος από των παραθύρων του τα μελανά της
+Ακαρνανίας όρη και βαθύτερον τας κυανάς κορυφάς του Ζυγού, αναπνέων την
+βαλσαμώδη αύραν, ήτις προσέπνεεν από τας ελάτας των ηπειρωτικών βουνών και
+από τα βάθη του Αμβρακικού κόλπου, αναπολών την αιματηράν ιστορίαν του Αλή-
+Πασσά και τα καρυοφίλια των αρματωλών, ανέπλαττεν εν εκστάσει της Φροσύνης
+τον έσχατον στεναγμόν, πνιγόμενον υπό τα κύματα της Λίμνης, και τους άθλους
+των Σουλιωτών επί των βράχων της Κιάφας· έβλεπε το οικτρόν φάσμα του Θανάση
+Βάγια, και την σεμνήν μορφήν του Σαμουήλ, ανατινάσσοντος το<span class="sp"> Κούγκι</span> εις τον
+αέρα, και έτεινεν άπληστον το ους, οιονεί προς μακρυνήν τινα και μυστηριώδη
+μελωδίαν, προς την αρμονικήν λαλιάν των κλεφτών, την οποίαν μετά τοσαύτης
+θρησκευτικής ευλαβείας απεταμίευσεν εις τα ποιήματά του. Ενίοτε η έκστασις
+εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η
+άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας
+έφερεν εις Αθήνας νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια
+δυστυχώς τα ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει
+και ωνειρεύετο. Ωνειρεύετο, φευ! ό,τι δεν του εχάρισεν η μοίρα να ίδη
+πραγματοποιούμενον. Ωνειρεύετο τα<span class="sp"> Γιάννενά</span> του ελεύθερα· ωνειρεύετο
+νέον προσκύνημα εις την ηρωικήν εκείνην γην, της οποίας υπήρξεν ο ψάλτης·
+ωνειρεύετο<span class="sp"> άσμα καινόν</span> ως τέρμα των παλαιών του ασμάτων, ωνειρεύετο
+να εορτάση το Πάσχα εκεί, όπου ενηστεύθη τεσσάρων αιώνων τεσσαρακοστή. Αλλ'
+ο θάνατος έκοψε τα όνειρα του ποιητού, και το αρρενωπόν του άσμα δεν θα
+πανηγυρίση της Ηπείρου την ελευθερίαν. Όταν εκεί ποτε την αιματοβαφή σημαίαν
+αντικαταστήση η κυανόλευκος και ο σταυρός την ημισέληνον, όταν τείνη ένθους η
+Ήπειρος το ους προς την Λευκάδα, ίνα ακούση την γνώριμον φωνήν
+πανηγυρίζουσαν την χαράν της, η Λευκάς θα μείνη βωβή, και τα κύματα της μόνον,
+εκπνέοντα εις της Πρεβέζης τον αιγιαλόν, θα φλοισβίσωσι πενθίμως, ότι . . . ο
+Βαλαωρίτης δεν ζη πλέον.</p>
+
+<p>Συγχώρει, αν δεν σου γράφω σήμερον περισσότερα και φαιδρότερα. Άφες την
+συγκίνησίν μου αμιγή, και ας μείνη και η ιδική σου τοιαύτη.<br /></p>
+
+<h4>ΙΑ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 8 Αυγούστου 1879</p>
+
+<p>Τίποτε σχεδόν άξιον λόγου δεν έχω να σου αναγγείλω εξ Αθηνών αυτήν την
+εβδομάδα, και εντρέπομαι τη αληθεία, όχι εννοείται εις λογαριασμόν μου, αλλ' εις
+λογαριασμόν της ελληνικής μεγαλοπόλεως διά την νεολογικήν αυτής πτωχείαν.
+Και όμως αι Αθήναι ως και άλλοτε σου έγραψα, μεγαλύνονται ολονέν,
+μεγαλύνονται και αυξάνουσι, το δε μέτρον του σημερινού των μεγαλείου σου
+παρέχει τούτο και μόνον το γεγονός, ότι η πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου
+θα εκλέξη εφέτος, κατά τας προσεχείς βουλευτικάς εκλογάς, όχι πλέον έξ, ως μέχρι
+τούδε, αλλά οκτώ αντιπροσώπους. Δεν δύνασαι, πιστεύω, να μου αρνηθής, ότι
+τούτο είνε πρόοδος, πρόοδος αληθινή και αδιαφιλονείκητος, την οποίαν ουδ'
+αυτοί της Ελλάδος οι εχθροί δύνανται ν' αρνηθώσιν. Ημπορεί τις ίσως, αν ήνε
+μάλιστα φύσει δύσκολος άνθρωπος, φιλόψογος και μεμψίμοιρος, να μη
+παραδέχεται ως εκφανή μαρτύρια της αναπτύξεως και προόδου των Αθηνών, κατά
+την τελευταίαν από του 1870 δεκαετίαν, τον εγκληματισμόν του γαλλικού θεάτρου
+παρ' ημίν, την εισαγωγήν των rao&ugrave;ts και των αθώων questions, τας μονομαχίας
+χάριν ενός μανδηλίου μιας γαλλίδος ηθοποιού, τους bals costum&eacute;s, την Lilly και
+άλλα πολλά πειστικώτατα εν τούτοις τεκμήρια, μαρτυρούντα ότι αι Αθήναι δεν
+δύνανται να κοιμηθώσιν από την ζηλοτυπίαν των, ακούουσαι ότι οι Παρίσιοι
+ονομάζονται ενίοτε nouvelle Ath&egrave;nes, και προσπαθούσι να γίνωσι Παρίσιοι διά να
+ήνε άξιαι του ονόματός των. Όλα αυτά φιλονεικούνται ίσως και δύνανται να
+φιλονεικηθώσι. Δύναται τις ίσως μάλιστα· και να ισχυρισθή, ότι αι Αθήναι
+απέχουσιν έτι πολύ των Παρισίων, διότι που combles ακόμη και . . . . πολλά άλλα
+πράγματα. Τις όμως, σε παρακαλώ, θα διαμφισβητήση, ότι δεν προώδευσε και δεν
+ανεπτύχθη καταπληκτικώς πόλις, ήτις μετά ένα περίπου μήνα θα έχη οκτώ
+<span class="sp"> εκλεκτούς</span> — δηλ. βουλευτάς — εκ τριάκοντα περίπου
+<span class="sp"> κλητών</span> ήτοι υποψηφίων,
+ενώ είχε τέσσαρας μόνον κατά το 1860, πέντε κατά το 1865 και έξ κατά το 1871;
+Φαντάσου επί στιγμήν, ότι μετά ένα αιώνα, αν τα πράγματα θεού ευδοκούντος
+βαίνωσιν ως βαίνουσι, και αι Αθήναι μας προοδεύσωσιν ως προοδεύουσι, θα
+έχωσι των εγγόνων μας οι εγγονοί<span class="sp"> τριάκοντα</span> τουλάχιστον βουλευτάς! Δεν
+ζηλεύεις την δόξαν των; και δεν λυπείσαι και συ φοβερά, ως εγώ λυπούμαι ενίοτε,
+ότι εγεννήθης εκατόν έτη πρωιμώτερα παρ' ότι έπρεπε; Φαντάσου τριάκοντα
+αντιπροσώπους, μεριμνώντας ημέραν και νύκτα περί της ευημερίας και προόδου
+της κλεινής πόλεως, ωχρούς εκ των πατριωτικών των αγρυπνιών και ισχνούς εκ της
+από του βήματος ρητορείας των, μη τρώγοντας, μη πίνοντας, μηδέ κοιμωμένους
+χάριν του κοινού καλού, — και ειπέ μου, σε παρακαλώ, αν μετά εκατόν έτη δεν θα
+δικαιούνται να λέγωσιν οι απόγονοί μας, παρωδούντες το μασσαλιωτικόν λόγιον:
+si Paris avait trente d&eacute;put&eacute;s serait une petite Ath&egrave;nes.
+Μη αμφιβάλλης δε περί
+τούτου. Αι Αθήναι έχουσι μέλλον, και ευδαίμονες εκείνοι δι' ους το μέλλον αυτό
+θα ήνε παρόν. Σήμερον όμως, μ' όλον το σχετικόν των μεγαλείον και τους
+προσεχείς οκτώ των βουλευτάς, είνε δι' εμέ Σαχάρα αυχμηρά, όθεν δεν ευρίσκω
+να συλλέξω προς ψυχαγωγίαν σου ουδέ το ελάχιστον ειδησείδιον. Αν σου έγραφα
+πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία
+μας φίλη, θα είχα πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον
+υποθέτεις, και πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι. Ήρκει μόνον να σου
+περιγράψω την εκλογικήν εκστρατείαν των υποψηφίων μας βουλευτών, τα
+γλυκερά των μειδιάματα, τας μελισταγείς των θωπείας και τας χονδράς των
+υποσχέσεις, αίτινες κατά τούτο και μόνον διαφέρουσιν από τας υποσχέσεις των
+εκλογέων, ότι είνε κάπως μεγαλείτεραι κατά το περιέχον και κενότεραι επομένως
+κατά το περιεχόμενον. Ήρκει να σου εκθέσω εν συνόψει τα περί εκλογικών
+συνδυασμών μυστικά διαβούλια των επαρχιακών υποψηφίων, άτινα εν τούτοις
+γίνονται εν Αθήναις, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να ερωτηθώσι κάπως και οι
+μέλλοντες ψηφοφόροι, οίτινες κατατίθενται απλώς εις την μέλλουσαν εκλογικήν
+εταιρείαν, ως κατατίθενται εις κερδοσκοπικόν τινα εμπορικόν συνεταιρισμόν
+εκατόν δέματα βακαλάου, είκοσι βαρέλια σακχάρεως και πεντήκοντα κάσσαι
+πετρελαίου. Ήρκει τέλος να κάμω μαζή σου μικρόν τινα περίπατον εις την αγοράν
+και τας οδούς των Αθηνών, και να διασκεδάσωμεν ομού, θεωρούσαι αδιακρίτως
+εις τα βάθη των υπογείων οινοπωλείων, όπου θα εβλέπαμεν τον μελανόν
+επενδύτην προστριβόμενον οικείως εις την λιπαράν εφεστρίδα του χωρικού, το
+στίλβον υπόδημα πατούμενον εν φιλική διαχύσει υπό του λασπωμένου
+τσαρουχίου, και τους γλαφυρούς δακτύλους κομψού τινος υποψηφιδίου
+θωπεύοντας τον πιναρόν τράχηλον οινοβαρούς εκλογέως. Αλλ' αυτά ως προείπα
+είνε πολιτικά, και ειξεύρω ότι δεν τα νοστιμεύεσαι. Αν τουλάχιστον ενοστιμεύεσο
+τα διασκεδαστικά μεν αλλά κάπως κακολόγα ανέκδοτα, άτινα τοσάκις ρητώς μου
+απηγόρευσες, θα σου διηγούμην πολλά περίεργα της εβδομάδος ταύτης
+σκάνδαλα. Αλλά συ λέγεις·<span class="sp"> Ουαί</span> όχι μόνον
+<span class="sp"> δι' ου</span> αλλά και<span class="sp"> εις ον το σκάνδαλον</span>
+ έρχεται, και πτύεις εις τον κόλπον σου τρις και σταυροκοπείσαι προς την
+κακολογίαν.</p>
+
+<p>Ανατρέχω λοιπόν εις τα παλαιά, καταβαίνω μαζή σου εις Φάληρον, εις το μέγα
+και πολύ Φάληρον, το οποίον κατήντησε πλέον ανάγκη εις διασκέδασιν του καλού
+κόσμου των Αθηνών, και σε οδηγώ εις μίαν των πρώτων παραστάσεων των Cloche
+de Corville. Το κωμικόν αυτό μελόδραμα, το οποίον υπήρξε πέρυσι, κατά την
+Παγκόσμιον έκθεσιν των Παρισίων, έν των μεγίστων θελγήτρων του παντοδαπού
+εκείνου πληθυσμού, όστις συρρέει εις την νέαν Βαβυλώνα, ίνα δαπανήση
+τερπνότερον τα αποταμιεύματά του, εδόθη κατ' ανάγκην εφέτος και από του
+φαληρικού θεάτρου, ως επεκράτησε να ονομάζεται το επί των άμμων του
+Φαλήρου εστημένον ξύλινον παράπηγμα. Λέγω<span class="sp"> κατ' ανάγκην</span>, διότι εννοείς
+πολύ καλά, ότι δεν ήτο δυνατόν να μη χειροκροτήσωσιν αι Αθήναι πράγμα το
+οποίον εχειροκρότησαν οι Παρίσιοι. Εχειροκρότησε λοιπόν και επεδοκίμασεν
+ενθουσιωδώς το αθηναϊκόν κοινόν το<span class="sp"> χαριέστατον</span> αυτό, ως ωνομάσθη,
+μελόδραμα, και το εχειροκρότησε μάλιστα όπως ουδ' εις τους Παρισίους αυτούς
+εχειροκροτήθη. Οι σκαιοί παρισινοί, ως τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδέποτε
+κατώρθωσαν να εννοήσωσι και εκτιμήσωσι την κομψήν εκείνην χάριν, μεθ' ης
+ανατρέπει την τράπεζαν του ο είς των τριών γραφέων εν αρχή της τρίτης πράξεως,
+και συνανατρέπεται μετ' αυτής κυλιόμενος επί της σκηνής. Ημείς όμως
+εξετιμήσαμεν εις το Φάληρον και την δραματικήν του γεγονότος τούτου
+σπουδαιότητα, και την ρυθμικήν αυτού χάριν και την νοήμονά του εκτέλεσιν. Διά
+τούτο δε και το εχειροκροτήσαμεν, και την επανάληψιν του εζητήσαμεν, και ο
+ταλαίπωρος Frederic ηναγκάσθη να πέση εκ νέου και να κυλισθή εκ δευτέρου επί
+της σκηνής εν μέσω ραγδαίων χειροκροτημάτων. Ότε όμως το ενθουσιώδες κοινόν
+εζήτησε και την εκ τρίτου επανάληψιν του σκηνικού εκείνου επεισοδίου, ο
+δυστυχής γραφεύς είχε, φαίνεται, βαρυνθή την κάπως κουραστικήν αυτήν διά την
+ράχιν του διασκέδασιν, και παρελθών εις το προσκήνιον, είπεν ευσεβάστως εις
+τους θαυμαστάς του: «Si ces messiers ne sont pas contents, je n' en suis pas non
+plus». Το κοινόν τότε ευχαριστήθη και ησύχασεν, αρκεσθέν εκόν άκον εις τα
+μουσικά του έργου θέλγητρα. Τα θέλγητρα ταύτα λέγονται πολλά και ποικίλα υπό
+του κοινού. Το κατ' εμέ δεν ηξεύρω αληθώς πώς να σου παραστήσω την
+εντύπωσιν, ην μοι επροξένησε το παράδοξον αυτό μουσικόν έργον. Δεν ομιλώ περί
+του είδους της δραματικής μουσικής εις την οποίαν ανήκει, διότι δεν κατώρθωσα
+να το κατατάξω. Ούτε σπουδαίον μελόδραμα είνε, ούτε εις την ιταλικήν opera
+buffa ανήκει, ούτε opera comique γαλλική δύναται να ονομασθή, ούτε
+οφφεμπαχιάς είνε καθαρά. Είνε κάτι τι αμφίβιον και hybride, ετερόκλιτον και
+χιμαιροειδές. Είνε είδος τι μωσαϊκού αλλοκότου, ευάρεστον μεν εν συνόλω ως εκ
+της ποικιλίας των χρωμάτων και της συμπλοκής των αραβουργημάτων του, μη
+έχον όμως οιονδήποτε σχέδιον, ουδέ σκοπόν, ούτε ιδέαν, ούτε αναλογίας, ούτε
+φωτοσκίασιν. Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη τις, η
+ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν, όπου αλλαχού μεν
+αναγνωρίζεις τον<span class="sp"> Κουρέα της Σεβίλλης</span>
+ και τους<span class="sp"> Δραγόνους</span> του<span class="sp"> Βιλλάρ</span>
+ και την<span class="sp"> Κόρην</span> της<span class="sp"> Αγγώ</span>, αλλαχού δε απορείς προς το γνώριμον του
+μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής. Αι πλείσται των μουσικών
+του φράσεων είνε ράκη γνωστών παλαιοτέρων μελωδιών, επιδεξίως όμως
+συνερραμμένα εις τριβώνιον πολύχρωμον, το οποίον θαμβόνει την όρασιν και την
+ευχαριστεί εφ' ικανάς στιγμάς. Η εκτέλεσίς του δεν υπήρξε κακή· πολλοί μάλιστα
+διατείνονται ότι ήτο εξαίρετος. Σημείωσε όμως, ότι εις τους πολλούς τούτους
+κατατάσσονται οι όχι ολίγοι θαυμασταί των εφετεινών μας υψιφώνων κυριών, οι
+πωληταί των ανθοδεσμών και οι πτηνοπώλαι, νομίζω, ακόμη, οι προμηθεύοντες
+τας περιστεράς, όσαι ρίπτονται καθ' εσπέραν εις την σκηνήν, ως τρυφεροί
+ερμηνείς του ενθουσιασμού θεατών τινων.<br /></p>
+
+<h4>ΙΒ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 19 Αυγούστου 1879.</p>
+
+<p>Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου, ότι δεν
+έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ έχεις ανάγκην
+συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου ήτο πληρωμή της
+ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική. Αφορμή της σιωπής μου ήτο
+άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η αμέλεια. Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά
+τοσαύτη με είχε καταλάβει την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός
+κατά την εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν
+ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου εβαρύνετο να
+σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω την οκνηρίαν μου, αλλά και
+πάλιν δεν το κατώρθωσα. Σ' ενθυμήθην, ενθυμήθην το χρέος μου, αλλ' αδύνατον
+ήτο να κρατήσουν οι δάκτυλοί μου τον κάλαμον. Ο χάρτης έμενεν εμπρός μου
+λευκός, η χειρ μου κατέπεσεν αδρανής, εχασμήθην, και . . . Αλλ' αρκεί· κινδυνεύω
+να πάθω και τώρα τα ίδια, περιγραφούσα την παλαιάν μου κατάστασιν. Η
+ανάμνησις μόνη του παλαιού εκείνου και ηδονικού χασμήματος διαστέλλει και
+πάλιν τας σιαγόνας μου εις χάσμημα νέον. Σήμερον όμως έχω θέλησιν. Αφίνω τον
+κάλαμον επί στιγμήν· εγείρομαι, κάμνω δύο τρία βήματα εις το δωμάτιόν μου,
+πίνω έν ποτήριον ύδατος ψυχρού και διαυγούς — από το φρέαρ της οικίας μου,
+σημείωσε, διότι το ύδωρ της πόλεως δεν πίνεται πλέον — και αναλαμβάνω την
+εργασίαν μου, διότι αλλέως, αν σ' άφινα και αυτήν την εβδομάδα χωρίς επιστολήν,
+δεν ηξεύρω τι ήθελες μου ψάλει την επομένην.</p>
+
+<p>Έλα, λοιπόν, πηγαίνωμεν ομού εις το Άντρον των Νυμφών, να ακούσωμεν την
+Ειρήνην ψάλλουσαν. Σου την είχα ονομάσει<span class="sp"> Γιαννούλαν</span> εις μίαν των
+προηγουμένων μου επιστολών, αλλ' έκαμα λάθος και σπεύδω να το διορθώσω.
+<span class="sp">Γιαννούλα</span> είνε το άσμα και όχι η αοιδός, καθώς θα ιδής μετ' ολίγον.
+Εισερχόμενα λοιπόν και πάλιν εις το πολυπαθές εκείνο Άντρον, όπου προ δύο
+περίπου μηνών ηκούσαμεν υλακτούσας τας γερμανικάς χάριτας. Ο θίασος εκείνος
+ο γερμανικός κατέλιπεν ήδη προ ενός περίπου μηνός την σκηνήν, επί της οποίας
+δεν κατώρθονε, φαίνεται, ν' ανανεώση τους παλαιούς του θριάμβους, και
+μετεκομίσθη με όλα του τα τύμπανα και τα κρόταλα εις τον παρά τας στήλας του
+Ολυμπίου Διός φυτρώσαντα εντός του ρεύματος Κήπον του Παρθενώνος. Την
+θέσιν του δε κατέλαβε συμμιγής τις άλλη, ωδική και μιμική και χορευτική
+συγχρόνως, εταιρεία, εξ Ελλήνων συνάμα και Ιταλών και Ανατολιτών προχείρως
+συγκροτηθείσα. Ο θίασος δε ούτος ο ποικίλος και αστειότατος — χωρίς να το θέλη,
+εννοείται, — ορχήστραν του έχει ένα και μόνον Άτλαντα, δέροντα ευσυνειδήτως
+καθ' εσπέραν επί πέντε συνεχείς ώρας παράφωνον κλειδοκύμβαλον, ούτινος η
+ηλικία τουλάχιστον επέβαλλε πλειότερον σεβασμόν (ή ανασκοπήν ως λέγουσι
+σήμερον), και αδάμαντά του την σμυρναίαν Ειρήνην, ήτις τετράκις ή πεντάκις της
+εσπέρας εναλλάσσει το τουρκικόν<span class="sp"> σαβαί</span> προς το βαρύ και παθητικόν μέλος
+δημοτικού τινος άσματος. Το πλείστον μέρος των θεατών έρχεται ν' ακούση αυτάς
+ιδίως τας ανατολικάς της Ειρήνης μελωδίας, μονοτόνους μεν ως επί το πολύ αλλ'
+οικείας όμως εις τα ώτα των ακροατών, συνοδευομένας δε δι' ενός βιολίου υπό
+σμυρναίου μουσικού, και υπ' αυτής της αοιδού διά παραδόξου τινός οργάνου,
+πολλήν έχοντος την ομοιότητα προς το γερμανικόν Zither. Δι' αυτόν δε τον λόγον
+είνε συνήθως το κοινόν του Άντρου ικανώς συμμιγές, ουδ' αποπνέει ως επί το
+πολύ αρώματα του Lubin και του Atkinson. Υπάρχουσιν όμως μεταξύ αυτού και
+θεαταί ευρωπαϊκωτέραν έχοντες την καλαισθησίαν, οίτινες τέρπονται πλειότερον
+εκ της βραχνής κραυγής κολοσσιαίου τινός βαρυτόνου, περιφερομένου εις την
+σκηνήν και παθητικώτατα χειρονομούντος μονωδίαν τινα του Trovatore, ή εκ του
+οξέος συριγμού μελιταίας τινός υψιφώνου, ην η πρασινοπόρφυρος ενδυμασία της
+μεταβάλλει εις αληθή χρυσομυίαν, ή εκ των στερεοτύπων μορφασμών του
+αλευρωμένου προσώπου ηλιθίου τινός pagliaccio, ή τέλος και εκ των χαριεστάτων
+δύο αυτοχειροτονήτων χορευτριών, αίτινες ουδεμίαν έχουσι δυσκολίαν να
+περιφέρωσι τον δίσκον των εις το κοινόν χωρίς να προσθέτωσιν ο,τιδήποτε εις την
+στοιχειώδη αυτών ενδυμασίαν, συνοδευόμεναι όμως πάντοτε υπό δεκαετούς
+τινος βρακοφόρου και ανυποδήτου<span class="sp"> κισλάρ-αγά</span>.</p>
+
+<p>Αλλ' αυτά αποτελούσι το αστείον μέρος της παραστάσεως. Το σπουδαίον και
+ικανώς άξιον προσοχής αποτελεί το ανατολικόν άσμα της Ειρήνης. Ηξεύρω, ότι η
+μουσική αυτή δεν σ' ενθουσιάζει τόσον όσον τον Κ. Ducoudray. Σου φαίνεται, ως
+πολλάκις μου είπες, φοβερά μονότονος και παντελώς άρρυθμος, ίσως δε δεν έχεις
+και πολύ άδικον. Σημείωσε όμως, ότι δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον, διότι τα
+ανατολικά μέλη είνε ικανώς μονότονα και άρρυθμα, απαραίτητον είνε, όπως
+ευαρεστήσωσι, να άδωνται υπό ψάλτου, όστις και φωνήν ιδία προς τούτο
+πεπλασμένην να έχη, και να αισθάνεται βαθέως, και ησκημένος να ήνε διά
+μακρών.</p>
+
+<p>Τότε με συγκινεί πολλάκις η ανατολική μελωδία μέχρι μυχών της καρδίας μου·
+η μονότονος εκείνη, η κατ'<span class="sp"> ελάσσονα τόνον</span> (minore) αδιακόπως φερομένη,
+αλλ' εντέχνως όμως ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμού μουσική φράσις
+μου προξενεί ανέκφραστόν τινα αλλά γλυκείαν βαρυθυμίαν, και το ους μου όχι
+μόνον δεν κουράζεται υπό του βαρέως συρομένου ρυθμού, όστις ούτε τέλος έχει
+πολλάκις ούτε αρχήν, αλλά τον παρακολουθεί τουναντίον ευαρέστως, και όταν το
+άσμα παύση, τον παρατείνει πολλάκις δι' ενδομύχου τινός και μυστηριώδους
+ηχούς.</p>
+
+<p>Αυτό μου συνέβη προχθές, ότε ήκουσα την Ειρήνην ψάλλουσαν τους ωραίους
+τούτους δημοτικούς στίχους·</p>
+
+<p class="poem"><i>Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια,<br />
+κ' εγώ η Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη.<br />
+Σιμά του πάντα κάθομαι· του κρένω δεν μου κρένει· <br />
+ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν το πίνει.</i></p>
+
+<p>Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της πρώτης
+νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος. Είνε φωνή μεσοφώνου βαθεία,
+πλήρης, ηχηρά και ομαλωτάτη, εκφράζει δε πάθος αληθές και ανεπιτήδευτον, και
+— όπερ σπανιώτατον εις ανατολίτας αοιδούς, — είνε καθαρά του στήθους φωνή,
+ουδέποτε επικαλουμένη της ρινός την βοήθειαν, ως επικαλούνται την βοήθειαν
+του fausset οι ευρωπαίοι ψάλται. Κρίμα αληθώς, ότι τοιαύτη φωνή δεν έτυχεν
+ευρωπαίου διδασκάλου ουδ' εμορφώθη διά σπουδών τακτικών.</p>
+
+<p>Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν σου
+έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες ότι καταστρέφω
+την θεραπείαν σου.<br /></p>
+
+<h4>ΙΓ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.</p>
+
+<p>Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι με είχες
+εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας, όθεν έλειψα καθ' όλον
+σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως
+επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε
+λεπτομερειών των περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου. Και εις μεν
+τα παράπονά σου άπαντα επαρκώς, ελπίζω, η απουσία μου, ήτις, ανάγραψε και
+τούτο εις λογαριασμόν της ειλικρινείας μου, μ' έδωκε νέαν αφορμήν, όχι μόνον να
+εκτιμήσω την αγάπην σου, αλλά και να καμαρώσω πάλιν διά την ευχαρίστησιν την
+οποίαν σου προξενεί η αθηναϊκή μου φλυαρία. Αι δε λεπτομέρειαι της κατά το
+πεντάμηνον αυτό διάστημα ζωής σου, γραμμέναι μεθ' όλης εκείνης της χάριτος
+και της αφελούς ασυναρτησίας, ήτις χαρακτηρίζει την νωχελή σου φύσιν, με
+κατεγοήτευσαν αληθώς, και με μετεβίβασαν πολλάκις, ως εν ονείρω, από της
+μικράς μου αθηναϊκής φωλεάς εις τον ευρύν ορίζοντα του ευρωπαϊκού κόσμου. Αι
+λεπτομέρειαι ιδίως του παρισινού χειμώνος, η ωραία σου περιγραφή της
+χιονοσκεπούς λεωφόρου των Ηλυσίων και του παγωμένου Σηκουάνα, και η
+οδυνηρά σου αφήγησις της διαρκούς φρικιάσεως, ήτις σε κατείχεν υπό όλας σου
+τας σισύρας και με όλην την σπινθηρακίζουσαν εστίαν σου, μ' έκαμαν πολλάκις να
+διαρραγώ εις άσβεστον γέλωτα. Ηξεύρεις διατί; Ενθυμήθην τας καλοκαιρινάς σου
+επιστολάς, και την δροσομανίαν ήτις σε είχε καταλάβει· ανεμνήσθην ότι αφήκες εν
+μηνί Αυγούστω την Ελβετίαν, διότι δεν την εύρισκες αρκετά δροσεράν, και ότι
+εβάδιζες προς βορράν εις αναζήτησιν ψύχους· εσυλλογίσθην τέλος την δημώδη
+ελληνικήν παροιμίαν:<span class="sp"> τα μικρά δεν ήθελες τα μεγάλα γύρευες</span>, και
+ξεκαρδίσθην σκεπτομένη, ότι δεκαπέντε βαθμοί υπό το μηδέν ευχαρίστησαν επί
+τέλους με το παραπάνω την απληστίαν σου.</p>
+
+<p>Ηξεύρεις όμως, ότι και ημείς οι μικροί και άσημοι Αθηναίοι δεν
+καθυστερήσαμεν εις την<span class="sp"> τουρτουριστικήν</span> αυτήν συναυλίαν, την οποίαν
+συνεκρότησαν εφέτος οι πάγοι καθ' όλην την Ευρώπην; Τετράκις μέχρι τούδε
+ελεύκανεν η χιών τας οδούς και τους ορόφους των οίκων μας! Ο βοριάς, του
+οποίον εθρηνούμεν άλλοτε και ιδίως πέρυσι την απουσίαν, πνέει αδιακόπως
+σχεδόν από δύο ήδη μηνών, και τα ύδατα των υπαίθρων αυλάκων παγόνουσι κατά
+πάσαν σχεδόν νύκτα. Ευτυχώς παγόνει μαζή των και ο πηλός των οδών μας,
+αίτινες στίλβουσιν ούτω και λαμποκοπούσι την πρωίαν, όσον ουδεμία δημοτική
+αρχή ποτέ θα το κατώρθονε.</p>
+
+<p>Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον δύνανται
+να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους εζήσαμεν ημείς, εις
+τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας
+πορφυράς μας ρίνας τα είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και
+ποικιλώτερα, και ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις
+επταρνίσθην κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας
+χιονίστρας των χειρών μου. Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι απαραιτήτως θέλεις να
+σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το
+θέατρον; Ακούομεν μουσικήν; Γίνονται συναστροφαί;</p>
+
+<p>Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να απαντήσω διά
+μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν θα σε αφήσω
+δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.</p>
+
+<p>Σου υπόσχομαι να βαρυνθής επί τέλους την φλυαρίαν μου, επί τω όρω bien
+entendu να βαρυνθώ και εγώ την ιδικήν σου. Χορεύομεν; ερωτάς. Και τι άλλο
+κάμνομεν, σου απαντώ. Οι χοροί και αι χορευτικαί εσπερίδες και αι<span class="sp">
+ δευτέραι</span> (θα έπρεπε ίσως<span class="sp"> δεύτεραι</span> κατά σε, ήτις
+είσαι &agrave; cheval sur la grammaire, αλλά
+τι να σου ειπώ; δεν μου έρχεται) και αι τρίται ήρχισαν ήδη από του παρελθόντος
+μηνός, και φαντάσου τι κακόν έχει να γείνη μέχρι των απόκρεω, αι οποίαι
+συμπίπτουν εφέτος την τρίτην Μαρτίου. Αι χορευτικαί και διασκεδαστικαί μας
+ορέξεις ανεπτύχθησαν, βλέπεις, κατ' ευθύν λόγον προς την διάρκειαν των
+απόκρεω, και από της α'. Ιανουαρίου, ότε εδόθη ο πρώτος γενικός χορός της
+Αυλής, επέρχονται καθ' εβδομάδα αλλεπάλληλοι προσκλήσεις, αι δε ολίγαι μας
+ράπτριαι δεν προφθάνουσιν, όχι να μας ράπτωσωσιν αλλ' ουδέ να μας ακούωσι.
+Κατήντησαν και αυταί personnages, και πολύ φοβούμαι μήπως ορίσωσιν επί
+τέλους ώρας ακροάσεων, καθώς οι υπουργοί μας.</p>
+
+<p>Περί του αυλικού χορού της πρώτης του έτους δεν σου γράφω τίποτε. Ήτο
+όμοιος κατά την λαμπρότητα προς τους χορούς των παρελθόντων ετών, τους
+οποίους γνωρίζεις, διότι είδες πολλούς· επιφυλάσσομαι δε να σου γράψω
+λεπτομερέστερον περί του μικρού χορού, όστις δίδεται απόψε, διά της προσεχούς
+μου επιστολής. Ας σου είπω σήμερον ολίγα τινά περί του χορού της Κας Σ., και
+αυτά όχι μεθ' όλης της λεπτομερείας, την οποίαν ποθεί η άπληστός σου
+περιέργεια, διότι ούτε τα όρια απλής επιστολής θα εχώρουν όσα θέλεις συ, ούτε ο
+κάλαμος της φίλης σου θα επήρκει. Περί την χορευτικήν αυτήν εσπερίδα — διότι
+ούτω την ωνόμαζον μετριοφρόνως τα προσκλητήρια — εγένετο πολύς εκ
+προοιμίων ο πάταγος, και αμύθητον υπήρξε το πλήθος — άρρεν και θήλυ — το
+οποίον έφερε την προχθές εσπέραν ένδυμα γάμου. Ούτω δε το μέγα εκείνο
+μέγαρον, του οποίον εθαυμάσαμεν, ενθυμείσαι, άλλοτε ομού τας ημιτελείς μεν
+αλλ' ευρείας και συνεχείς αιθούσας, επληρώθη μέχρι και αυτών των τελευταίων
+γωνιών του μεσορόφου, κ' ενόμιζεν ο περί την δεκάτην ώραν του προχθές
+Σαββάτου εισερχόμενος εις τα κατάκοσμα εκείνα δώματα, ότι παρίσταται εις
+δημοσίαν τινά αγόρευσιν του νέου ημών ιεροφάντου Μακράκη, πολύ πριν ή ο
+εισαγγελεύς μετριάση κάπως τον ενθουσιασμόν του νοήμονος κοινού· της
+πρωτευούσης, το οποίον ετίμησεν εσχάτως τον προφήτην, κατά τας τελευταίας
+βουλευτικάς εκλογάς, δι' επτά χιλιάδων ψήφων, εις δόξαν της καθολικής
+ψηφοφορίας! Η πληθύς δε αυτή, κατά την ομόφωνον της ιδίας πληθύος γνώμην,
+υπήρξε το μόνον ελάττωμα της λαμπράς εκείνης εσπερίδος, καθ' ην ημιλλώντο η
+αμίμητος καλλιτεχνική του οίκου διακόσμησις, ο άπλετος φωτισμός των
+περιχρύσων αιθουσών, η της ορχήστρας τελειότης, ο πλούτος και η κομψότης των
+εσθήτων, η χάρις των χορευτριών, η κοινωνική σημασία των προσκεκλημένων, του
+δείπνου η άφθονος και αριστοτεχνική ποικιλία, και επί πάσιν η προσηνής
+ευγένεια και περιποιητικότης των οικοδεσποτών. Δεν επιχειρώ, φιλτάτη, να σου
+περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των
+ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου
+καταδείξω διά λέξεων την βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου
+επροξένησεν η κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος
+αίθουσα κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις
+δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ' αυτή
+δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων κατά τον επί
+Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί των τοίχων της οποίας
+ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς των πομπηιανών δωμάτων, το
+περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και
+τέλος το εκ ξύλου δρυός περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον
+κυλικείον ανέψυχε τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν
+πεινώντας στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.</p>
+
+<p>Άλλως δε η περιέργεια σου επιθυμεί αναντιρρήτως λεπτομερεστέραν και
+φλυαροτέραν την περιγραφήν των κυριών και των ενδυμασιών των. Και δι' αυτό
+όμως . . . τι να σου είπω; εντρέπομαι, αλλ' η αλήθεια είνε, ότι ολίγα ενθυμούμαι,
+διότι ολίγα είδα. Ήμεθα τόσον πολλαί και τόσον πυκναί, ώστε σε βεβαιώ, ότι
+πολλάς μας φίλας μόλις κατώρθωσα να ιδώ και να χαιρετίσω εις το τέλος του
+χορού. Σου αναφέρω μόνον εν γένει, ότι αι εσθήτες των χορευτριών ήσαν βαρείαι
+ως επί το πολύ και όλαι σχεδόν πλούσιαι, εκτός ολιγίστων — δυστυχώς! —
+εξαιρέσεων. Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points d' Angleterre et de point de
+Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα, φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και
+μαργαρίται εις σχήματα περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη
+χαριέστατα, ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . . τόσον
+μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν. Και ποίαι ήσαν αι
+ωραιότεραι του χορού; θα μ' ερωτήσης βέβαια. Τι να σου ειπώ; Ηξεύρεις, ότι έχω
+το φοβερόν ελάττωμα να ήμαι δύσκολος, και ότι σπανίως τολμώ ν' απονέμω
+τίτλους καλλονής. Πρέπει όμως οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την
+ζωηρότητα και την χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την
+ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ' ανθηρότατον
+κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς εκτιμά η ράπτριά της. Εκ των
+δεσποινίδων μου ήρεσαν πολύ δύο μικρά αλλά χαριέστατα κοράσια, άτινα
+διατηρούσιν επί του αφελούς των προσώπου όλην την χάριν της νεαράς των
+ηλικίας, και ανατέλλουσιν επί της ερυθριώσης μορφής των όλον εκείνο το
+ανέκφραστον της αθωότητος γόητρον, το οποίον δυστυχώς εξαλείφει παρ' ημίν
+από ημέρας εις ημέραν η μετάγγισις του πολιτισμού της Εσπερίας. Η δεσποινίς Κ.
+και η δεσποινίς Κ. είνε κομψόταται κόραι, και πεποίθησιν έχω, ότι θα γείνωσιν έτι
+κομψότεραι και ωραίαι κυρίαι.</p>
+
+<p>Ο χορός υπήρξε ζωηρότατος και πλήρης αδιαπτώτου ευθυμίας απ' αρχής μέχρι
+τέλους· το δε ακροτελεύτιον cotillon διέκριναν ωραιόταται εικόνες — σου
+μεταφράζω ούτω τας figures — ων δύο ιδίως παρήγαγαν αληθώς μαγευτικόν
+αποτέλεσμα. Κατά την μίαν εξ αυτών ευρέθησαν διά μιας οι πλείστοι των
+χορευτών περιβεβλημένοι πολυχρώμους και ποικίλας εκ σιγαροχάρτου
+ενδυμασίας, ας εξήγον αι χορεύτριαί των εκ μικρών περιχρύσων κιλίνδρων
+διανεμηθέντων εις αυτάς επί τούτω· περιεδινούντο δε ούτω τα χορεύοντα ζεύγη
+εντός της καταφώτου αιθούσης, και το θέαμα μοι ανέμνησε τοιχογραφίαν τινά
+παριστάνουσαν τας απόκρεω της Βενετίας, την οποίαν είδα ποτέ εν Ιταλία. Κατά
+την άλλην έθραυον αι χορεύτριαι κατά της κεφαλής των χορευτών των λευκάς εκ
+λεπτού χαρτίου σφαίρας, και ανεπήδα εξ αυτών νέφος ολόκληρον μικρών
+τεμαχίων χάρτου λευκού, άτινα επλήρουν ως χιόνος νιφάδες τον αέρα, το έδαφος,
+τας κόμας των κυριών και των κυρίων τα μελανά φορέματα. Ενόμιζες ότι χιών
+κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο παγωμένους
+τους λοβούς των ωτίων σου.</p>
+
+<p>Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν, και τους
+λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα των Αθηνών, εν
+μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον οίκαδε.<br /></p>
+
+<h4>ΙΔ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.</p>
+
+<p>Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του πρώτου
+μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να εκπληρώσω την
+υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν
+αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα, ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του
+παραθύρου μου, και ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών,
+αδελφή μου, είνε ο εφετεινός! Υπεδέχθημεν προ ενός και ημίσεος μηνός την χιόνα
+μετ' ευθύμου σχεδόν εκπλήξεως, και την συνελέξαμεν ιδίαις χερσίν από της φλιάς
+των παραθύρων μας, και εσφαιροβολήθημεν δι' αυτής, και την κατεπατήσαμεν
+χαίρουσαι, πριν ή έτι αναλυθή εις ρύπον και πηλόν, ελπίζουσαι ότι, ως συνήθως,
+ουδέν άλλο ήτο η ωραία τις χειμερινή σκηνογραφία, παρασκευασθείσα εις
+στιγμιαίαν ημών διασκέδασιν υπό του αθηναϊκού χειμώνος, και μέλλουσα να
+διαλυθή την επαύριον υπό το φαιδρόν του ηλίου θάλπος. Και διελύθη μεν
+αληθώς, αλλά τι το όφελος, αφού μετ' ολίγας ημέρας υπεδέχθημεν την δευτέραν
+της έκδοσιν; Εξεπλάγημεν και τότε, εννοείται, αλλ' η έκπληξίς μας ουδέν είχε πλέον
+το εύθυμον. Ότε δε μετά μίαν μόλις εβδομάδα ελεύκανε τας στέγας εκ τρίτου η
+χιών, και μετ' ολίγας πάλιν ημέρας εκ τετάρτου, και επάγωσαν των ρυάκων τα
+ύδατα, και είδαμεν τας λεμονοπορτακαλλέας των κήπων μας φυλλορροούσας και<span class="sp">
+μελαγχολικάς</span> — κατά την ωραίαν έκφρασιν, ην μετεχειρίσθη προχθές ο
+βασιλεύς, ομιλών εν τω χορώ μετά τινος των προσκεκλημένων, — τότε πλέον η
+έκπληξίς μας εκορυφώθη εις αδημονίαν, και η παιδική εκείνη από των πρώτων
+χιόνων χαρά μετετράπη εις αγανάκτησιν, ην από ενός ήδη μηνός μαρτυρούμεν δι'
+επιφωνημάτων και βηχός, διά πατάγου ρινών και<span class="sp"> χουχουλισμάτων</span>.</p>
+
+<p>Και μ' όλα αυτά εν τούτοις, και μ' όλας τας απαισίας προρρήσεις των
+αστρονόμων μας, αίτινες προεικάζουσι βαρύτερον έτι το επερχόμενον ψύχος,
+διασκεδάζομεν εφέτος πολύ περισσότερον παρ' όσον διεσκεδάζομεν πέρυσι, ότε
+δεν είδαμεν σχεδόν χειμώνα και ολίγον έλειψε να μεταβληθώμεν εις αμφίβια, υπό
+τας αδιακόπους βροχάς, δι' ων μας εφιλοδώρει ο νότος. Είπα:<span class="sp"> μ' όλα αυτά</span>, ενώ
+έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω·<span class="sp"> δι' όλα αυτά</span>. Αφού οι χοροί και αι
+συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν
+ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο
+συνέβη και εφέτος, ως σου έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα. Ηνοίχθησαν τα
+διάκοσμα δώματα των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα
+δ' εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και φαιδρόν
+όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω συρίζει ο βορράς και
+λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι, αποζημιούσι τας εκ της αργίας του
+παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας. Και
+αυτοί δε οι χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων
+αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η καλή των
+Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών διασκέδασαν ως ωρισμένον
+ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.</p>
+
+<p>Ο την παρελθούσαν Δευτέραν δοθείς μικρός χορός — ή συναστροφή, ως καλεί
+αυτόν η αυλική γλώσσα, — υπήρξεν αναντιρρήτως είς των ωραιοτέρων χορών
+όσους περιέλαβον ποτέ αι υψόροφοι εκείναι και αληθώς λαμπραί αίθουσαι, ας
+γερμανοί αρχιτέκτονες και ιταλοί ζωγράφοι κατεσκεύασαν και διεκόσμησαν εν έτει
+1848 εν μέσω των βασιλικών ανακτόρων των Αθηνών, και τας οποίας θαυμάζουσι
+δικαίως και αυτοί οι την πρωτεύουσαν επισκεπτόμενοι ξένοι.</p>
+
+<p>Εις τας αιθούσας αυτάς δίδονται υπό της νέας βασιλείας ου μόνον οι μεγάλοι
+αλλά και οι μικροί χοροί.</p>
+
+<p>Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και μάλιστα
+χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα πολλάκις δώματα του
+τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την
+ευάριθμον και αραιάν ομάδα των εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των
+μικρών χορών της πρώην Αυλής. Προτιμώ δε και προτιμώσι μαζή μου, είμαι
+βεβαία, τας αιθούσας των μεγάλων χορών πάντες οι προσκεκλημένοι, διότι πρώτη
+και απαραίτητος ανάγκη παντός χορού, — είτε χορός καλείται είτε συναναστροφή
+είτε ο,τιδήποτε άλλο — είνε αίθουσα ευρεία, αδιάσειστον έχουσα το έδαφος,
+υψηλή και ευάερος. Είνε τόσον ευχάριστον να χορεύης ανέτως, χωρίς να πνίγεσαι
+εντός του πλήθους, μηδέ να κινδυνεύης να πατηθής ή να πατήσης ανά πάσαν
+στιγμήν, μηδέ να αισθάνεσαι ότι ενδίδει το έδαφος υπό τους πόδας σου, μηδέ να
+δυσκολεύεσαι ν' αναπνεύσης εντός πνιγηράς και θερμής ατμοσφαίρας. Τα
+προσόντα δε ταύτα συνενούσιν άπαντα εν ωραιοτάτω συνδέσμω αι ανακτορικαί
+αίθουσαι των μεγάλων χορών. Όταν μάλιστα αναλογίζωμαι ιδιωτικάς τινας
+αιθούσας, τας οποίας αρέσκονται συνήθως οι προσκαλούντες να πληρώσι μέχρι
+και των προθαλάμων, φρονούντες ίσως μετά του K. de Montlucar Scribe «qu il vaut
+mieux entasser ses amis dans l' antichambre . . . et quel-ques-uns m&ecirc;
+me sur l'
+escalier», και μεριμνώντες ως εκείνοι ουχί πώς να διασκεδάσωσιν οι ξένοι των,
+αλλά πώς μάλλον να επιδείξωσιν αυτοί το πλήθος των σχέσεών των, αισθάνομαι
+αληθινήν χαράν και ανακούφισιν, ούτως ειπείν, οσάκις ευρίσκομαι εν μέσω των
+περιχρύσων εκείνων και υψηλών δωμάτων, και φέρομαι ανάρπαστος υπό του
+χορού διά της δροσεράς των ατμοσφαίρας, προς το γοργόν και εναρμόνιον μέλος
+τελείας ορχήστρας, υπό το άπλετον φως των πολλαπλών πολυελαίων, ων η
+άνωθεν καταπεμπομένη λάμψις μαγεύει χωρίς να κουράζη τους οφθαλμούς.</p>
+
+<p>Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν δευτέραν, αν
+και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ προηγουμένων αγρυπνιών. Οι
+αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου,
+διότι η ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή να
+μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την νυκτερινήν
+αυτής αγρυπνίαν. Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε της χορευτικής
+διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο περιχαρής, ως πάντοτε, και
+φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον
+εύχαρις θάλλει έτι της νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής
+μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον εύπτερον
+όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν της. Εφόρει χαριεστάτην
+μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου
+αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι
+ανθηροτέρα υπό της αμαυράς εκείνης αναβολής. Ηξεύρεις βεβαίως συ η παρισινή,
+πόσον τα μελανά φορέματα είνε εφέτος του συρμού κατά τους χορούς και τας
+εσπερίδας· αγνοείς όμως, ότι και ημείς αι οσημέραι τελειοποιούμεναι
+κατηντήσαμεν πλέον τόσον ενήμεροι εις τους νόμους του Κ. Worth, ώςτε
+μετεφυτεύσαμεν ήδη τας μελανάς εσθήτας εν Αθήναις, χωρίς ν' αφήσωμεν να
+παλαιώση μηδ' ένα καν χειμώνα ο συρμός των. Ούτω δε πλησίον της βασιλικής
+τέσσαρες άλλαι μελαναί ενδυμασίαι ανέπτυσσον άλλη μεν τα λευκά της τρίχαπτα,
+άλλη δε τους διανθείς της στεφάνους, και άλλη τους πολυχρώμους θυσάνους της,
+αλλ' ήσαν όμως όλαι σχεδόν άκομψοι και εζητημέναι, προκαλούσαι μεν το βλέμμα
+αλλά μη ευχαριστούσαι αυτό. Περί άλλων φορεμάτων μη μ' ερωτάς. Όχι διότι δεν
+ήσαν ωραία· τουναντίον, ήσαν ωραιότατα, πλουσιώτατα, βαρυτιμότατα τα
+πλείστα· αλλά δι' αυτό ίσα ίσα σου λέγω, μη μ' ερωτάς. Δεν ηξεύρω ποίον είνε το
+ιδικόν σου φρόνημα· το κατ' εμέ όμως λυπούμαι φοβερά, και ελεεινολογώ τον
+τόπον μας και το μέλλον του, οσάκις βλέπω εις ποίον ύψος πολυτελείας ανήγαγε
+την ενδυμασίαν μας η ούτω καλουμένη αλλά κακώς εννοουμένη — κοινωνική
+ανάγκη.</p>
+
+<p>Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον τελευταίον
+ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε αι λυπηραί σκέψεις, τας
+οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην
+προσεπάθησα ν' αποδιώξω καθ' όλην την εσπέραν. Ανελογίσθην τους δυστυχείς
+συζύγους των κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των,
+τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της αιθούσης τας
+πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος
+η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ' εμαυτήν . . . — περιττόν να σου το επαναλάβω,
+διότι καμμίαν βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις
+της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.</p>
+
+<p>Τώρα θα μ' ερωτήσης βεβαίως, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού, διότι συ,
+— το ηξεύρω — δεν αρκείσαι εις την ερώτησιν, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι toilettes,
+ήτις μόνη σήμερον είνε του συρμού εν Αθήναις. Η απάντησίς μου θα ήνε
+απαράλλακτος με την απάντησιν, την οποίαν έδωκα την παρελθούσαν εβδομάδα
+εις το ίδιόν σου ερώτημα. Η Κυρία Κ., η Κυρία Λ., και πάσαι κατά δεύτερον λόγον
+αι άλλαι. Συλλογήν ωραίων γυναικών δεν έχει δυστυχώς άφθονον η ελληνική
+πρωτεύουσα, και την πλειάδα εκάστου χορού και πάσης εσπερίδος αποτελούσιν
+ως επί το πλείστον τα ίδια πρόσωπα.</p>
+
+<p>Το δείπνον παρετέθη ενωρίτερον ή άλλοτε, περί το μεσονύκτιον, εν τη μεγάλη
+αιθούση, ης εσύρθησαν αίφνης, προς δοθέν σημείον, αι διά των διαμέσων στηλών
+ανηρτημέναι αυλαίαι, και απεκάλυψαν διά μιας τας εστρωμένας τραπέζας, ων
+ηκτινοβόλουν τα κρύσταλλα υπό τους πολυφώτους λυχνούχους. Έγεινε τότε . . . . .
+η φοβερά έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη
+τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος εκόπασεν,
+ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι
+δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο καμπανίτης λίαν άφθονος. Οι παραπονούμενοι
+ήσαν γνωστοί μου· γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι
+συνήθη των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον. Η
+ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και ότε επέστρεψα
+εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους δυσκόλους εκείνους
+συνδαιτυμόνας.</p>
+
+<p>Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε;<br /></p>
+
+<h4>ΙΕ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.</p>
+
+<p>Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και πληκτική
+ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου επιστολήν από την
+νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα,
+και ήτις μας απειλεί διά νέων πάλιν χιόνων και νέων παγετών. Αλλ' εσκέφθην και
+θα σκεφθής ομοίως ελπίζω, ότι αρκετά είνε πλέον τα χειμερινά μας μυρολόγια,
+αφού ούτε μας παρηγορούν ούτε το κακόν εξορκίζουν. Τι όμως να σου γράψω, διά
+να μη γείνω μονότονος, αφού χειμών και χοροί επλήρωσαν δύο μου ήδη
+γράμματα, χειμών δε μόνον και χοροί είνε και αυτής της εβδομάδος τα νέα; Χορός
+παρά τω γραμματεί της γαλλικής Πρεσβείας, ούτινος θα ενθυμείσαι βεβαίως τον
+ωραίον bal costum&eacute;, τον οποίον έδωκε πέρυσι κατά την αυτήν εποχήν χορός — ο
+δεύτερος ήδη — της εν Αθήναις γερμανικής παροικίας εν τη Philadelphia· χορός
+τέλος πάντων masqu&eacute; et par&eacute; εν τω θεάτρω, — ιδού εν ολίγοις ο χορευτικός
+ισολογισμός των τελευταίων ημερών. Ο πρώτος εξ αυτών υπήρξεν ωραία αληθώς
+εσπερίς, συναθροίσασα εκατόν περίπου προσκεκλημένους εκ των κορυφών της
+αθηναϊκής κοινωνίας· είχε δε τούτο ιδίως το ευάρεστον χαρακτηριστικόν, ότι δίκην
+ανθοδέσμης, αποτελουμένης εξ ευωδών μόνον ανθέων, περιελάμβανε νεαρά
+μόνον πρόσωπα και χορευτικάς μόνον κνήμας. Tapisserie, ήτοι στασίδια, ως
+προσφυώς μετέφρασέ ποτε την λέξιν ο κ. Σκυλίσσης, έλειπον σχεδόν εντελώς, και
+πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει
+αληθώς εν<span class="sp"> ιδρώτι του προσώπου των</span>. Ο γερμανικός χορός της
+Ρhiladelphia, όστις από έτους εις έτος λαμβάνει μεγαλοπρεπεστέρας τας
+διαστάσεις, ήτο αφελεστάτη ως πάντοτε και χωρίς τινος αυστηράς εθιμοτυπίας
+συνάθροισις, όπου οι νεαροί χορευταί και αι εύπτεροι χορεύτριαι, ξανθόκομοι
+Τεύτονες οι πλείστοι, εχόρευον μετά προδήλου ευχαριστήσεως και ακάματοι απ'
+αρχής μέχρι τέλους, διακοπτόμενοι μόνον ενίοτε όπως πίωσι ποτήριον ζύθου ή
+φάγωσι τεμάχιον χοιρομηρίου.</p>
+
+<p>Τας ατελείς αυτάς και ανεπαρκείς βεβαίως διά σε πληροφορίας σου δίδω ουχί
+εξ ιδίας όψεως, αλλ' εξ ακοής μόνον και εκ παραδόσεως νεαρού χορευτού, όστις
+μου εξωμολογήθη, ότι ουδαμού διεσκέδασε τόσον, όσον εν μέσω της
+απροσποιήτου εκείνης και ανεπιτηδεύτου ομηγύρεως, όπου άλλως δεν ήτο
+υποχρεωμένος, έλεγε, να προσέχη αδιακόπως, πού θέτει τον πόδα του, εκ φόβου
+μη σχίση την ουράν βαρυτίμου τινός μεταξωτού φορέματος δισχιλίων
+φράγκων.</p>
+
+<p>Η διασκεδαστική όμως συνάθροισις της παρελθούσης εβδομάδος, εκείνη εις
+ην ομοθύμως — και δικαίως ως φαίνεται — απένειμαν την δάφνην, ουχί τόσον οι
+χορευταί όσον οι θεαταί της, είνε ο εν τω χειμερινώ θεάτρω των Αθηνών δοθείς
+χορός μετημφιεσμένων. Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ
+πιστής τινος και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν
+Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι συνήθως
+αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή ξενοδοχείων, τρέφοντες την
+εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και
+ουχί εκτάκτως ελκυστικά ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι
+χοροδιδάσκαλοι, υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους
+επιμελείς τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων
+και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν ετεροφύλων
+χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως επί το πλείστον ο τας
+ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή
+μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα. Θα
+εγέλασες δε βεβαίως εξ όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των
+χορευτών μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το
+αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον του χορού
+διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης και εκφωνούντα μετ'
+απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα των αντιχόρων, ή το
+συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή
+του υπό των στομάχων των χορευτών χωνευομένου οίνου.</p>
+
+<p>Και τοιούτος λοιπόν ήτο, θα ερωτήσης βεβαίως, ο εις το θέατρον δοθείς χορός
+μετημφιεσμένων; — Όχι ακριβώς, σου απαντώ, αλλά περίπου τοιούτος. Κατά
+βάθος ολίγον διέφερε των άλλων εκείνων, περί ων ήκουσες διηγούμενα όσα έλεγα
+προ μικρού· ήτο δε μόνον κατά τι επηυξημένος και διωρθωμένος, ως πάσαι αι
+νεώτεραι εκδόσεις. — Και τον είδες λοιπόν; θα εξακολουθήσης ερωτώσα. — Τον
+είδα βέβαια· διατί να μην τον ιδώ; και τι άλλο θέλεις να ιδώ εγώ εν Αθήναις, όταν
+συ βλέπης τους bal de l' Op&eacute;ra εν Παρισίοις; Η μόνη διαφορά μεταξού εμού και
+σου είνε, ότι συ μεν, διά να ίδης τους χορούς του παρισινού μελοδράματος, θα
+ηναγκάσθης πιθανώς να φορέσης<span class="sp"> δόμινον</span> και προσωπείον, εγώ δε
+ανυπόκριτος και αμεταμφίεστος ενεθρονίσθην εις έν θεωρείον, και απήλαυσα
+ανέτως το περίεργον και αστειότατον εκείνο θέαμα, εφ' όσον, εννοείται, μου το
+επέτρεπεν ο πυκνός καπνός, τον οποίον έστελλον εις την αίθουσαν οι από των
+διαδρόμων του θεάτρου καπνίζοντες χορευταί, και ο υπό τους πόδας των
+χορευόντων αδιακόπως αναδιδόμενος κονιορτός. Κύριον θέλγητρον του χορού
+επρόκειτο να ήνε κατά το πρόγραμμα του θεατρώνου, και υπήρξεν εν μέρει, η
+παρουσία του προσωπικού του θεάτρου en costume, και η μετοχή αυτού εις τον
+χορόν. Ο κ. Moreau είχε πεισθή, ως φαίνεται, μετά δίμηνον πείραν, ότι οι ψάλται
+και αι ψάλτριαι, τους οποίους από δύο ήδη μηνών έτρεφε διά μόνης της πρωινής
+δρόσου, — ίνα μη πάθη πιθανώς η φωνή των — ου μόνον δεν κατώρθοναν να
+μεταβληθώσιν εις τέττιγας, μ' όλην την ανακρεόντειον δίαιταν, εις την οποίαν τους
+υπέβαλλεν, αλλ' εμαρτύρουν τουναντίον ορχηστικήν τινα ειδικότητα, αξίαν
+μείζονος προσοχής και εμψυχώσεως. Απεφάσισε λοιπόν να χρησιμοποιήση
+δημοσία τα κεκρυμμένα του θιάσου του προτερήματα και, tirant deux moutures
+du m&ecirc;me sac, να πληρώση συνάμα την συνήθως κενήν αίθουσαν του θεάτρου του.
+Πρώτην φοράν εφέτος ο κ. Moreau είχε την τύχην να φανή ευφυής· και το θέατρον
+επληρώθη όσον ουδέποτε το παρελθόν Σάββατον, και οι ηθοποιοί του εχόρευσαν
+όπως ουδέποτε είχον τραγουδήσει. Ο αντίχορος μάλιστα, τον οποίον επί το
+κορδακικώτερον συνεκρότησαν οι αποτυχόντες τέττιγες του θεατρώνου μας,
+υπήρξε γραφικώτατος και ζωηρότατος, προς μεγίστην του κοινού ευχαρίστησιν, ο
+δε κωμικός Gregoire, ενδυμένος παράδοξον και ιδιότροπον ιπποκόμου στολήν,
+απέδειξεν ότι ηδύνατο να διαπρέψη ως homme caoutchouc εις οιονδήποτε
+ιππόδρομον της Ευρώπης.</p>
+
+<p>Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης κομψόταται, και
+πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των βλέποντες τας ενδυμασίας των. Το
+υπόλοιπον θεατρικόν τάγμα έμεινεν ως επί το πολύ μετριοφρόνως incognito υπό
+τα πολύχρωμα dominos της θεατρικής ιματιοθήκης, και απέβαλλε μόνον ενίοτε τα
+προσωπεία, οσάκις η ανάγκη<span class="sp"> πόσιος η δ' εδητύος</span> ωδήγει αυτό εις το
+κυλικείον του θεάτρου. Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις, φαίνεται,
+συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ.
+Moreau, διότι περί τα τέλη της νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να
+λησμονώσιν οι πόδες των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των
+προ μικρού συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος
+παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν τοις θεωρείοις
+περίεργοι. Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου
+αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως
+ακούω, να επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των
+απόκρεω.</p>
+
+<p>Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του θεατρικού
+χορού. Ήτο Άγγλος τις, αληθής και γνήσιος, εκ των αμιμήτων εκείνων, ους
+απηθανάτισεν η γραφίς του Dor&eacute; και ο κάλαμος του F&eacute;val, και τους οποίους
+παρακολουθούσι συνήθως οι αγυιόπαιδες των Παρισίων. Ο άνθρωπος είχε
+προδήλως ακατάσχετον επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν;
+Έκοψε τον ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη
+γυναικείαν εσθήτα decollet&eacute;e, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν διά πυκνού
+στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι αφθόνου<span class="sp">
+γάλακτος παρθενικού</span>, και ήλθεν εις τον χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη
+των ευσάρκων του βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων
+χορευτριών του θεάτρου. Νομίζω δε ότι το επέτυχεν· αν τουλάχιστον ερωτηθώσιν
+οι βραχίονές του, εφ' ων πολλαπλά και ποικίλα απέμειναν τα ίχνη τολμηρών τινων
+δακτύλων, αναντιρρήτως θα είπωσι το ίδιον. Ίσως επόνεσεν ολίγον ο ιδιότροπος
+Άγγλος· αλλά<span class="sp"> εμπρός 'ς τα κάλλη τ' είν' ο πόνος</span> ! κατά την δημώδη
+παροιμίαν. Υποθέτεις ότι θα το ξανακάμη το ερχόμενον Σάββατον; Τις οίδε! That is
+very comical, θα είπε καθ' εαυτόν, και θα επαναλάβη πιθανώς την
+διασκέδασιν.<br /></p>
+
+<h4>ΣΤ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 10 Φεβρουαρίου 1880.</p>
+
+<p>Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα, διότι εβαρύνθην πλέον να
+γράφω περί χορών και διασκεδάσεων, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι εβαρύνθην να
+χορεύω και να διασκεδάζω. Και όμως χοροί και διασκεδάσεις είνε το μόνον
+πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας
+απεχαιρέτισεν ο δριμύς χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους
+δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.</p>
+
+<p>Περί πολιτικών δεν σου έγραψα ποτέ, και ουδέ σήμερον θα σου γράψω,
+μολονότι τα πράγματα, ως λέγουσιν οι αρμόδιοι, είνε σπουδαία, διότι πρόκειται,
+φαίνεται, και πάλιν να πέση το Υπουργείον.</p>
+
+<p>Περί των απόκρεω δεν είνε καιρός ακόμη να γείνη λόγος, διότι, μολονότι
+ήρχισε σήμερον το τριώδιον, και ανυπόμονοί τινες μετημφιεσμένοι
+ενεφανίσθησαν ήδη εις την οδόν Σταδίου, και η περιλάλητος<span class="sp"> καμήλα</span> εθεάθη
+προχθές ορχουμένη προ του Σολωνείου εν μέσω πυκνού ομίλου περιέργων, ουχ
+ήττον ο κόσμος ο πολύς επιφυλάσσεται ακόμη, τα δε μικρά μαγαζεία των οδών
+Αιόλου και Ερμού, άτινα εκ του προχείρου μετεβλήθησαν εις εμπορεία
+προσωπίδων και μεταμφιέσεων, μάτην αναπτύσσουσιν από των θυρών και
+παραθύρων των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύσχημα ράκη, άτινα, μ' όλα της
+υπηρεσίας των τα έτη και τας πολυαρίθμους αυτών πληγάς, δεν απεφάσισαν οι
+απάνθρωποι ενοικιασταί των να κατατάξωσιν εις απομαχίαν. Φαίνεται εν τούτοις,
+ότι θα έχωμεν εφέτος ζωηροτάτας απόκρεω, περιεργοτέρας πολύ των
+παρελθόντων ετών, και μετά τινων μάλιστα νεωτερισμών. Αν τουλάχιστον
+πιστεύσω εις ακριτόμυθά τινα εκμυστηρεύματα φίλων μας, των οποίων δεν μου
+επετρέπεται σήμερον να σου γράψω τα ονόματα, οργανίζεται είδος τι corso διά
+των οδών Σταδίου και Πατησίων, ούτινος τα κυριώτερα πρόσωπα θα είνε ηρωίδες
+μάλλον ή ήρωες. Λέγεται μάλιστα, . . αλλ' αρκετά και ίσως πλέον του δέοντος
+εφλυάρησα. Αν και όταν γείνη το πράγμα, θα σου το περιγράψω εν πάση
+λεπτομερεία, και η περιέργειά σου θα κερδήση μάλλον ή θα ζημιωθή
+αναμένουσα.</p>
+
+<p>Η εχεμυθία αυτή με στενοχωρεί, έσο βεβαία, πολύ περισσότερον ή σε, διότι θα
+ηδυνάμην άλλως να γεμίσω σήμερον εξαίρετα την επιστολήν μου, και δεν θα
+ευρισκόμην εις την φοβεράν αυτήν αμηχανίαν του να μη έχω τι να σου γράψω, και
+να αναγκάζωμαι επί τέλους, αποφεύγουσα τα περί χορών και εσπερίδων και
+διασκεδάσεων, να σου ομιλήσω σήμερον . . . περί του<span class="sp">
+υποβρυχίου πλοίου</span>, διά του οποίου πρόκειται, καθ' όλα τα φαινόμενα, να συνταράξη εντός ολίγου
+τον ευρωπαϊκόν κόσμον η μικρά Ελλάς.</p>
+
+<p>&nbsp;— «Υποβρυχίου πλοίου!» θ' ανακράξης βέβαια, διακόπτουσα την
+ανάγνωσιν των γραμμών αυτών. «Πώς! έχετε υποβρύχιον πλοίον εις την
+Ελλάδα;»</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι, κυρία μου, δεν έχομεν ακόμη, αλλά θα έχωμεν, ελπίζω, εντός
+ολίγου, και τότε πλέον, εννοείς, gare aux cuirrass&eacute;s! Μη γελάς! Το μέγα πρόβλημα,
+ούτινος η λύσις τοσάκις μάτην απησχόλησε τους μεγαλειτέρους ναυπηγούς της
+Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αμερικής, και θα μετέβαλλεν ίσως, αν επετυγχάνετο,
+τον χάρτην της Ευρώπης εντός ολίγων ετών, το πρόβλημα αυτό πλησιάζει, ως
+λέγουν, να λύση παρ' ημίν ουχί ναυτικός τις, ουχί επιστήμων, μαθηματικός,
+μηχανικός ή άλλος, αλλ' άνθρωπός τις κοινός, απλούς, απαίδευτος, περικλείων
+όμως, φαίνεται, εις τα προνομοιούχα του στήθη το θείον εκείνο πυρ, όπερ
+μετέβαλεν άλλοτε τους αλιείς εις αποστόλους, και τοσαύτας ενεργεί παραδόξους
+μεταβολάς και σήμερον έτι εν Ελλάδι, χώρα κατ' εξοχήν προνομιούχω. — «Αλλά,
+θα μου παρατηρήσης μεθ' όλης της δυνατής δειλίας του χαρακτήρος σου, αλλά
+νομίζω, ότι ίνα επιτύχη μηχανική τις εφεύρεσις δεν αρκεί μόνον το θείον πυρ αλλά
+χρειάζεται και κάποια επιστημονική προπαίδευσις, διότι άλλως, αν π. χ. δεν
+ηξεύρη τις ότι δύο και δύο κάμνουν τέσσαρα, δύναται να υποθέση,
+παραπλανώμενος υπό του θείου πυρός, ότι κάμνουν πέντε, και τότε;» — Αι,
+φιλτάτη! πιθανόν να έχης δίκαιον, διότι έχεις υπ' όψιν σου την Ευρώπην· εις την
+Ελλάδα όμως το πράγμα είνε κάπως διαφορετικόν, και ότι είνε διαφορετικόν
+απέδειξαν τα μέχρι τούδε γενόμενα πειράματα, άτινα επέτυχον πληρέστατα.</p>
+
+<p>Πριν δε με διακόψης και πάλιν, άκουσε. Ο μέλλων εφευρέτης του υποβρυχίου
+πλοίου, αφού πολλάκις πρότερον, παρόντων ευαρίθμων μόνον θεατών,
+κατεβύθισε το υποβρύχιον σκάφος του εν τω όρμω του Φαλήρου, και διαμείνας
+ικανήν ώραν υπό τα ύδατα, ανέδυ πάλιν σώος και υγιής, προσεκάλεσε πρό τινων
+ημερών διά δημοσίας αγγελίας κόσμον πολύν εις το Φάληρον, και ενώπιον πυκνού
+ομίλου περιέργων και δυσπίστων κατεβυθίσθη αυτός και τα τέκνα του εντός του
+υποβρυχίου σκάφους του, διέμεινε πέντε περίπου ώρας υπό τα ύδατα, και ανέδυ
+μετά ταύτα υγιέστατος, εν μέσω των παταγωδών ευφημιών των παρισταμένων.
+Συγκεκινημένος τότε ανέβη εις έν τραπέζιον του καφενείου, και απέτεινε
+θερμοτάτην και πλήρη πεποιθήσεως προσφώνησιν εις τους θεατάς του, ήτις
+κατέληξε διά της δηλώσεως, ότι προς τελειοποίησιν της εφευρέσεώς του του
+εχρειάζοντο τρεις χιλιάδες φράγκων, άτινα ήλπιζεν, είπεν, ότι προθύμως ήθελον
+συνεισφέρει οι ενδιαφερόμενοι υπέρ της επιτυχίας του. Η προσφώνησις αύτη
+εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού· είς των παρισταμένων
+αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι ησθάνθησαν υγραινομένους τους
+οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των,
+επιτροπή δε πάραυτα συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των
+τρισχιλίων φράγκων. Η επιτροπή ανέλαβε προθύμως το έργον, ωργάνωσε λαχείον,
+και είνε πάσης αμφιβολίας εκτός, ότι το χρήμα θέλει ταχέως συμποσωθή, και ότι η
+σπουδαία εφεύρεσις θα<span class="sp"> τιμήση τον τόπον</span>. Τι λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη
+με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν
+βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το
+σπουδαίον είνε να κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού
+κυβερνήτης, να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το
+ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι τινές φύσει
+φιλοκατήγοροι. Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έχουσι πατριωτισμόν, όσοι δεν
+αισθάνονται αναπτερούμενον τον νουν των και θερμαινομένην την καρδίαν των
+προς το μεγαλείον και την δόξαν της πατρίδος των, όσοι τέλος πάντων νομίζουσιν,
+ότι επιδεικνύουσι σοφίαν, αμφιβάλλοντες περί πάντων και προς πάντα
+δυσπιστούντες. Συ όμως είσαι αγνή πατριώτις, και τοιούτοι λόγοι δεν αρμόζουν εις
+τα χείλη σου. Εύχου μόνον υπέρ της επιτυχίας του έργου και πίστευε, διότι
+ηξεύρεις ότι η πίστις μεταθέτει όρη, και πληροί κοιλάδας, και . . . . . κατασκευάζει
+υποβρύχια πλοία· — διατί όχι;</p>
+
+<p>Απόψε δίδεται μουσική συμφωνία εις το Ωδείον, υπό του εν Αθήναις προ τινος
+χρόνου εγκατεστημένου ιταλού κλειδοκυμβαλιστού Lacalamita. Το πρόγραμμα του
+είνε αρκετά ελκυστικόν. Επεθύμουν ιδίως ν' ακούσω την περιλαμβανομένην εν
+αυτώ ωραίαν τετραφωνίαν του Mozart, και περιπαθές τι Andante apassionato,
+έργον διακεκριμένου έλληνος μουσουργού και μελοποιού, του κ. Αυγερινού, ον
+είχες, υποθέτω, την ευτυχίαν ν' ακούσης συ άλλοτε εν Αγγλία. Έγραψα,
+επεθύμουν, διότι δυστυχώς δεν θα υπάγω· όχι διότι μ' επηρεάζει το άδικον
+λογοπαίγνιον, όπερ διά της παρατονίσεως του ονόματος εδημιούργησεν άλλοτε
+ευφυολόγος τις αθηναίος εις βάρος του κ. Lacalamita, αλλά διότι . . . πρέπει να
+χορεύσω και απόψε!</p>
+
+<p class="poem">Madame, . . . ah! Madame . . . plaignez mon tourment.<br /></p>
+
+<h4>ΙΖ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 17 Φεβρουαρίου 1880</p>
+
+<p>Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών και
+εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν την φοράν η
+τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ'
+αρέσκει η καλή και αληθής μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς
+την ευχαρίστησιν, την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ
+φιλολογικής μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος Γ.
+Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω<span class="sp"> Παρνασσώ</span>, και εκ μουσικής
+εσπερίδος, εις την οποίαν ο κοινός ημών φίλος κ. Δ. συνεκάλεσε την επαύριον
+Πέμπτην ευάριθμον ομήγυριν φίλων.</p>
+
+<p>Και αι δύο αυταί εσπεριναί διατριβαί υπήρξαν δι' εμέ ου μόνον ευχάριστος
+ανακούφισις από του χορευτικού πανδαιμονίου, το οποίον κατέκλυσεν εφέτος τας
+Αθήνας, αλλά και απόλαυσις αληθής, εξ εκείνων αίτινες και διαρκούσαι θέλγουσι
+την ψυχήν και την καρδίαν, και παύουσαι καταλείπουσιν οπίσω των ανάμνησιν
+ιλαράν και γλυκύθυμον, ήτις αυτή καθ' εαυτήν είνε τέρψις, ως είνε τέρψις το
+ηδύπνουν άρωμα, όπερ αφίνει κατόπιν της ωραία γυνή, ως είνε τέρψις η διάβασις
+χλοεράς ατραπού,</p>
+
+<p class="poem">o&ugrave; le vent balaya des roses,</p>
+
+<p>κατά την ωραιοτάτην έκφρασιν του Sully Prudhomme.</p>
+
+<p>0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις Παρισίους,
+όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε νεώτερος αδελφός του
+γνωστού ποιητού της<span class="sp"> Μερόπης</span> και άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της
+ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω. Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων
+ήδη έργων τιμήσας τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην
+εν τω<span class="sp"> Παρνασσώ</span>, ότι και ποιητικήν έχει την ψυχήν, ως ο πρεσβύτερος αυτού
+αδελφός, και την χάριν του λόγου ίσην σχεδόν προς εκείνον. Θέμα του λόγου του ή
+μάλλον αφορμήν αυτού έλαβεν ανέκδοτόν τι απόσπασμα του Ευριπίδου, το
+οποίον δημοσιευθέν πρό τινος εν Παρισίοις πολύ φυσικώς επροξένησε πάταγον
+μεταξύ των ελληνιστών της Δύσεως, και πολλάς προεκάλεσε συζητήσεις, και
+μεγάλως διήρεσε τας γνώμας των σοφών, περίπου τις ήτο άρα γε η απολεσθείσα
+τραγωδία του τραγικωτάτου των αρχαίων ποιητών, ης απετέλει αέρος το
+ανευρεθέν λείψανον. Δεν περιμένεις βέβαια να σου μνημονεύσω τας γνώμας των
+ξένων φιλολόγων, ούτε τους λόγους δι' ων κατεπολέμησεν αυτάς ο έλλην
+συνάδελφός των. Το πράγμα θ' απέβαινε πολύ σοφόν, σοφώτερον αναμφιβόλως
+και σου και εμού. Όταν σου αναφέρω απλώς, ότι κατά την γνώμην του κ.
+Βερναρδάκη το δημοσιευθέν απόσπασμα ανήκει εις τραγωδίαν του Ευριπίδου
+«<span class="sp">Ανδρομέδαν</span>», της οποίας υπάρχουσιν ήδη γνωστά και δημοσιευμένα
+πεντήκοντα περίπου άλλα αποσπάσματα, πολύ όμως μικρότερα και ασημότερα,
+είνε νομίζω τούτο αρκετόν διά την φιλολογικήν σου περιέργειαν. Ίσως ίσως δε και
+αυτό θα σου ήνε αδιάφορον, διότι ουδείς πιθανώς υπάρχει λόγος να ανησυχής, αν
+εις τα σωζόμενα μέχρι τούδε δίστιχα ή τετράστιχα αποσπάσματα απολεσθείσης
+αρχαίας τραγωδίας προσετέθη και άλλο νέον, έστω τούτο και
+τεσσαρακοντάστιχον, έστω και ωραίον αληθώς υπό πάσαν έποψιν. Ό,τι όμως
+βεβαίως δεν θα σου ήνε αδιάφορον, ό,τι πολύ θα επεθύμεις να ήκουες και συ
+όπως ήκουσα και εγώ, είνε αυτή η απολεσθείσα τραγωδία του Ευριπίδου, ης
+προδήλως — κατά την ταπεινήν μου γνώμην — απετέλει μέρος το δημοσιευθέν
+εσχάτως τεμάχιον.</p>
+
+<p>Και πού λοιπόν, θ' αναφωνήσης, ευρέθη αυτή η τραγωδία, και πώς δεν μου το
+λέγεις τόσην ώραν; — Δεν ευρέθη, φίλη μου, δυστυχώς· ευτυχώς όμως ανεπλάσθη
+συγκολληθείσα εκ των αμόρφων εκείνων λειψάνων, ανεδημιουργήθη ούτως ειπείν
+εκ του μη όντος υπό της καλλιτέχνου χειρός του νεαρού φιλολόγου, άρτιον δε
+σχεδόν ούτω και καλλίμορφον ανεπτύχθη προ των εκθάμβων ακροατών το ωραίον
+εκείνο έργον του μεγάλου τραγικού, όπερ ομοφώνως κατέτασσον οι αρχαίοι
+μεταξύ των αριστουργημάτων του. Δεν ηξεύρω, αν σ' έτυχέ ποτε — και θα σ' έτυχε
+βεβαίως — να ιδής που αναπλαστικήν εικόνα αρχαίου μνημείου, εξ εκείνων τας
+οποίας οι Γερμανοί ιδίως επιτηδεύονται, οι επιστημονικώς ως επί το πλείστον
+παιδεύοντες την καλλιτεχνικήν των γραφίδα. Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε μετ'
+ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς εντύπωσιν, την οποίαν μου
+επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb
+άνωθεν της εισόδου της ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου. Ώρας
+ολοκλήρους έμεινα θεωμένη την χαριεστάτην εκείνην και πλήρη εμπνεύσεως
+ανάπλασιν των αμιμήτων αριστουργημάτων, άτινα εκάλλυνον προ αιώνων τον
+ιερόν βράχον της Αθήνας· και τοσούτον επί στιγμήν ελησμόνησα και τα κύκλω μου
+γύψινα εκμαγεία ελληνικών αγαλμάτων και την μακράν μου — επί της πατρίας γης
+— λυπηράν των ερειπίων πραγματικότητα, τοσούτον εν παραδόξω εκστάσει
+ανυψώθην ανεπαισθήτως εις των ονείρων τον κόσμον, ώστε υπέλαβον την εικόνα
+πιστήν μάλλον της αληθείας αντιγραφήν ή ανάπλασιν του μη υπαρχοντος, και
+ήλπισα, ότι επανερχομένη εις τας Αθήνας ήθελα επανεύρει την Ακρόπολίν μου
+λαμπράν και απαστράπτουσαν εκ κάλλους και νεότητος, οποίαν είχε φαντασθή και
+γράψει αυτήν ο γερμανός ζωγράφος επί του τοίχου του βερολινείου Μουσείου.
+Τοσαύτη ήτο η μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου,
+ούτινος η γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους
+συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την Πρόμαχον,
+αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος, επαναφέρουσα εις την
+ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και συμπληρούσα τον απωρφανωμένον
+όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε
+δυστυχώς εις ακανθώδεις τρίβους η δημοσιογραφία·</p>
+
+<p class="poem"><i>Του Παρθενώνος θεωρών τας στήλας πετωκυίας,<br />
+τον πλάττω ως τον έπλασεν ακμαίον ο Φειδίας,<br />
+ο πλάστης ούτος των θεών,<br />
+και παν εκπλύνων λείψανον των δουλικών κηλίδων,<br />
+κοσμώ και με την λείπουσαν εκ των Καρυατίδων<br />
+του Ερεχθέως τον ναόν.</i></p>
+
+<p>Τοιαύτη περίπου υπήρξε και η εντύπωσις, ην μοι επροξένησε την
+παρελθούσαν τετάρτην η υπό του Κ. Βερναρδάκη ανάπλασις της «Ανδρομέδας»
+του Ευριπίδου. Ακούσασα αυτόν συνθέτοντα μετ' ευλαβείας το απολεσθέν δράμα
+εκ των περισωθέντων λειψάνων του, συγκολλώντα ούτως ειπείν και
+προσαρμόζοντα τα μικρά εκείνα συντρίμματα, αναπληρούντα τα κενά διά λόγου
+ποιητικού, εγκρατούς και αρχαιοπρεπές έχοντος το κάλλος, υποβάλλοντα εκάστοτε
+τον προσήκοντα λόγον εις του Περσέως, της Ανδρομέδας και του Κηφέως το
+στόμα, και την προσήκουσαν συμβουλήν και κρίσιν εις τα χείλη του κορυφαίου
+του χορού, ενόμισα προς ώραν, ότι ανέλυε μάλλον υπάρχουσαν και σωζομένην
+τραγωδίαν ο ρήτωρ και εφαντάσθην ότι επανερχομένη εις την οικίαν μου και
+ανοίγουσα τον Ευριπίδην θα ανεύρισκον εντός αυτού την «Ανδρομέδαν»
+ολόκληρον, οποίαν προ μικρού είχεν αναπλάσει αυτήν ο κ. Βερναρδάκης.
+Τοσούτον είχε το γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε
+την χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή αυτού
+ενσάρκωσις του δράματος.</p>
+
+<p>Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον ήκουες;
+Παρηγορήσου όμως. Ο λόγος του νεαρού αλλά διακεκριμένου ήδη φιλολόγου
+θέλει δημοσιευθή προσεχώς, και δύνασαι τότε ν' απολαύσης εκ της αναγνώσεως
+όσην εγώ απήλαυσα εκ της ακροάσεως ευχαρίστησιν. Θέλεις δε βεβαίως πεισθή
+και συ, ως εγώ επείσθην, ότι ο τόπος ημών ο πάντων αφθονών αλλά και πάντων
+σπανίζων, απέκτησεν επιστήμονα των γραμμάτων ουχί συνήθη, ουδέ όμοιον προς
+το πολύ πλήθος των ημετέρων φιλολόγων, ων η περί τας λέξεις σοφία ουδέν
+σχεδόν άλλο κατώρθωσε δυστυχώς μέχρι τούδε, ή να εμπνεύση εις τους πολλούς
+αποστροφήν μάλλον ή έρωτα προς τα αθάνατα έργα των παλαιών, άτινα εις τούτο
+και μόνον κρίνονται ως επί το πλείστον χρήσιμα, εις το ν' ασκώσι δίκην πτωμάτων
+τα μικροσκόπια της κριτικής και τα μαχαίρια της γραμματικής ανατομίας.</p>
+
+<p>Έχει και ο Κ. Βερναρδάκης μικροσκόπιον, και διά πολλών ήδη κατέδειξεν, ότι
+διαυγέστατος είνε του μικροσκοπίου του ο φακός· αλλ' έχει όμως και οφθαλμόν,
+οφθαλμόν ψυχής συνάμα και καρδίας, και τούτο είνε δι' εμέ, την μη σοφήν, η
+μεγίστη του σοφία.</p>
+
+
+<p>Δεν μου περισσεύει, βλέπεις, χάρτης διά την μουσικήν εσπερίδα. Αλλά ce qui
+est diff&eacute;r&eacute; n' est pas perdu. Επιφυλάξου διά την προσεχή εβδομάδα.<br /></p>
+
+<h4>ΙΗ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880.</p>
+
+<p>Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις τους
+δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι! Πόσαι και ποίαι φωναί, και πόσος
+πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος κονιορτός! — Και κονιορτός; — Και
+κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν
+απελπίσει τους Αθηναίους, βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την
+από των Κρονίων προσδοκωμένην διασκέδασίν των.</p>
+
+<p>Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την οικίαν
+μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την οδόν Αιόλου από της
+πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη λέξει<span class="sp"> Ωραίας Ελλάδος</span>, και
+εκείθεν την οδόν Ερμού μέχρι της πλατείας του<span class="sp"> Συντάγματος</span>, και εκείθεν την
+οδόν<span class="sp"> Σταδίου</span> μέχρι του<span class="sp"> Σολωνείου</span>, και εκείθεν πάλιν την οδόν Αιόλου,
+και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης
+Ασώπιος. Το τι επατήθην κατ' αυτήν μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και
+εξεκωφάθην, και εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . .
+πλην είνε αδύνατον να φαντασθής. Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ ολίγων ωρών, να
+πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης
+αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως, την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη
+σου κατά τας εφετεινάς απόκρεω. Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω
+ατελώς τας εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής, αν
+σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και άτακτον είνε εις την
+κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη, πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε
+μέθοδον.</p>
+
+<p>Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος εντύπωσις των
+Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών
+μεταμφιέσεων. Εκτός δύο ωραίων εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ'
+ολίγον, το πολύ και αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε
+μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας, νομίσαντας δε,
+φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι' αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος,
+να φορέσουν έν ενοικιασμένον domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και
+καθάριον, να ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας
+λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους — η σπατάλη των δεν
+προέβη μέχρι<span class="sp"> κουφέτων</span> — ή μοιράζοντες τυπωμένην την ευφυίαν των δι'
+επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo et Cie·
+<span class="sp"> Να μας γράφετε</span>», και ακούοντες κύκλω του τα πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμού<span class="sp">
+Κόφ' το! Κόφ' το</span>! Μη μ' ερωτάς επί του παρόντος, τι σημαίνει η περίεργος
+αύτη φράσις, την οποίαν, μιμούμενον τους παρισινούς, καθιέρωσεν εφέτος το
+αθηναϊκόν κοινόν. Θα την ακούσωμευ μετ' ολίγον εντονωτέραν, και τότε θα σου
+την εξηγήσω.</p>
+
+<p>Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και πηγαίνωμεν προς
+στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους, όπερ φέρεται πυκνόν από της
+πλατείας της<span class="sp"> Ομονοίας</span> προς την οδόν του<span class="sp"> Αιόλου</span>. Προσοχή μη μας
+πατήσουν, ή μη πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία
+σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα διασκεδάσωσι.</p>
+
+<p>Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού θεατριδίου, το
+οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά σινδών, και εις του οποίου την
+ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι
+ακατανόητα διά του στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον
+αδέξιαι, ώστε ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας
+προχωρήσωμεν. Α! Ιδού ευθύς έν<span class="sp"> κάρρον</span>, του οποίου οι κάτοικοι
+διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν διασκεδάζουν και οι θεαταί
+των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς,
+άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν, άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην
+ασβόλην από της εστίας του. Εφόρεσαν ό,τι εύρον· οι μεν το πάπλωμά των, οι δε
+των συζύγων των τα φορέματα, άλλοι πίλους υψηλούς, και άλλοι σπυρίδας
+ανεστραμμένας. Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον περιπλέον,
+εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός και ατάραχος επιδεικνύει
+τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι'
+ολίγων οκάδων ρητινίτου εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν,
+εκίνησαν θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες
+περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν καταδέχονται. Δεν
+ειξεύρω διατί, αλλά μ' αρέσκουσιν οι μιλτοπάρειοι αυτοί αρματηλάται. Ουδέν
+εμπαίζουσιν, ουδ' έχουσι την αξίωσιν να εμπαίξωσι. Διασκεδάζουσι μόνον, διότι
+τούτο και μόνον ηθέλησαν, και εννοούσι τας Απόκρεω κατά την αληθή και
+φυσικήν αυτών σημασίαν, απαράλλακτα όπως εννόουν τα Κρόνια του οι παλαιοί
+Ρωμαίοι. Τους προτιμώ μυριάκις των ανόστων δομινοφόρων, δι' ων ο αύξων
+πολιτισμός του ελληνικού και η ξενική μίμησις αντικατέστησαν σήμερον τους
+παλαιοτέρους<span class="sp"> μακηδόνους</span>,
+τους<span class="sp"> κουδουνάτους</span>, τους<span class="sp"> διαβόλους</span>,
+τους<span class="sp"> ψαράδες</span> και τους<span class="sp"> τουρκαλάδες</span>.</p>
+
+<p>Ολίγον περαιτέρω, επί της πλατείας της Τραπέζης, παίζουσι τα πασίγνωστα
+<span class="sp"> ρόπαλα</span>. Τα γνωρίζεις βεβαίως εν πάση αυτών τη αηδία και ρυπαρότητι, ώστε
+περιττόν είνε να σταματήσωμεν. Non guarda e passa· ας ρίψωμεν δε μόνον, αν
+θέλης, μίαν δεκάραν εις τον τενεκέν του θεατρώνου. Παρέκει προφαίνεται από της
+παρόδου των Αγίων Θεοδώρων το γεγηρακός ήδη αλλά παραδόξως ανανεωθέν
+εφέτος<span class="sp"> Γαϊτανάκι</span>. Κερδοσκοπική και αυτή
+μεταμφίεσις, ως τα<span class="sp"> ρόπαλα</span> και
+το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον
+κατά τούτο εκείνων, ότι οι θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και
+ευπρεπέστερον ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον
+ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό των έτι
+ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.</p>
+
+<p>Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως ενδεδυμένος
+μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον μέχρι πώγωνος, φορεί
+υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και
+κρατεί μάστιγα. Έχει το ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά
+του, ως άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον
+δυσαρεστήσει το ήθος. Αντί παντός προσωπείου, καλύπτει την κεφαλήν αυτού
+ολόκληρον ωραία και επιτυχεστάτη όνου κεφαλή. Μαντεύεις βεβαίως, τι ήθελε να
+σατυρίση· πολύ φοβούμαι όμως, μη το μαντεύσωσι και άλλοι εντός ολίγου, και ο
+τολμηρός σατυριστής επιστρέψη εις την οικίαν του μώλωπας φέρων πολλούς από
+τινός αρειμανίου χειρός και μετάνοιαν πλείονα της τόλμης του.</p>
+
+<p>Ας προχωρώμεν εν τούτοις, καταστέλλουσαι όσον δυνατόν την περιέργειάν
+μας, διότι το πλήθος είνε πυκνόν, και το ρεύμα του δεν επιτρέπει ανέτους
+παρατηρήσεις. Άλλως τε και δεν έχομεν τι περίεργον να παρατηρήσωμεν. Ούτε ο
+νεανίσκος αυτός, όστις θέλει δήθεν να σατυρίση τους γυναικείους συρμούς, και
+περιεβλήθη προς τούτο παν δυνατόν και ακατονόμαστον ράκος· ούτε οι εφ'
+αμάξης εκείνοι δύο, οίτινες έκρυψαν τας μικράς των κεφαλάς εντός μεγαλειτέρων
+εκ ναστοχάρτου, τας οποίας αναγκάζονται να υποκρατώσι διά των χειρών των·
+ούτε ο μείραξ αυτός, όστις εφόρεσε πορφυρούν επώμιον και πορφυράν φενάκην
+και διευθύνει μόνος του το κομψόν του αμάξιον, είνε θεάματα παρατηρήσεως
+άξια. Ας κάμψωμεν λοιπόν την γωνίαν της<span class="sp"> Ωραίας Ελλάδος</span>, και ας
+τραπώμεν την οδόν<span class="sp"> Ερμού</span>.</p>
+
+<p>Πλήθος συμπαγές, εντός του οποίον μόλις κατορθόνει να κινήται η δεξιά
+πάντοτε βαίνουσα σειρά των αμαξών, εξώσται πλήρεις περιέργων, αλλ' ουδ' είς
+σχεδόν μετημφιεσμένος, εκτός των εποχουμένων δομινοφόρων. Αδύνατον να
+στραφώμεν προς τα οπίσω· ας αφήσωμεν να μας κινή το ρεύμα.</p>
+
+<p>Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του
+Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας. Ημπορούμεν
+δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν' απολαύσωμεν την χαριτωμένην
+θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί
+κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις
+τεθνεώτα . . . . όνον, τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας
+πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα. Σημείωσε και αυτόν ως
+δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς την οδόν
+<span class="sp"> Σταδίου</span>.</p>
+
+<p>Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά των ξίφη,
+στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν αλαλαγμώ τον αρχηγόν
+αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και ανέτως επί μαλακών
+προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων την καπνοσύριγγά του εν
+πλήρει ψυχική γαλήνη. Τίνα εκστρατείαν άρα γε παρωδεί η κωμική αυτή πομπή;
+Το παριστάμενον πλήθος φαίνεται κατενθουσιασμένον. Φωνάζει, επευφημεί,
+κροτεί τας χείρας, και κραυγάζει μετά παραφοράς την φράσιν του συρμού:
+<span class="sp"> Κόφ' το! Κόφ' το</span>!</p>
+
+<p>Αλλά τι λοιπόν σημαίνει η παράδοξος αυτή φράσις; Ουδέν άλλο ή:
+<span class="sp"> Αρκεί! Φθάνει</span>! Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι' αυτής και συνοδεύει πάντα
+παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως τους κομψούς δομινοφόρους των
+αμαξών, προς τους οποίους, μα την αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη
+η κραυγή του πλήθους. Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να
+μάθης και πόθεν η καταγωγή του<span class="sp"> Κόφ' το</span>, λυπούμαι μη δυναμένη να σου
+μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν. Συζήτησις γίνεται μεγάλη τας ημέρας αυτάς εν
+Αθήναις, γνώμαι συγκρούονται πολλαί περί της φύτρας και ρίζης του πράγματος,
+λογομαχία αυτόχρημα βυζαντηνή ανεπτύχθη μεταξύ των αρμοδίων, αλλά δεν
+κατωρθώθη έτι να<span class="sp"> διαλευκανθή</span>, ως λέγουσιν οι φιλόλογοι, το ζήτημα.
+Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το<span class="sp"> Κόφ' το</span> γηραιός τις
+εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά, και σταματών συχνά
+πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά
+του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων. Τα ζιζάνια των οδών, άτινα εβαπτίσθησαν
+προσφάτως επί το ποιητικώτερον<span class="sp"> υποδηματοσμήκται</span>, — οι άλλως
+αμαθέστερον και ευνοητότερον<span class="sp"> λούστροι</span> καλούμενοι, — ήρχισαν φωνούντα
+<span class="sp"> Κόφ'</span> το εις τον δυστυχή εφημεριδοπώλην, και εκ τούτου η φράσις. Άλλοι, ως
+προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν
+ανησυχούμεν, εννοείται, πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους
+οποίους πολύ φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να
+φωνήση τις<span class="sp"> Κόφ</span> 'το.<br /></p>
+
+<h4>
+ΙΘ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.</p>
+
+<p>Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις ολόκληρος,
+μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . . καλύπτεται σήμερον διά
+παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε
+κάτοικοί της θρηνούσι και ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο
+καιρός εχάλασε τας διασκεδάσεις των.</p>
+
+<p>Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους θεολόγους, οίτινες
+προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός, διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του
+Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον
+χρηστού ανδρός απέδωκαν εις οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον
+υποστηρίζοντα την διάλυσιν των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ
+τον αιφνίδιον αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των
+τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη χορτάσαντας ακόμη
+Αθηναίους. Αν ήμην μετεωρολόγος, θα έλεγον το πράγμα φυσικόν και
+προσδοκώμενον, συνδυάζουσα, εννοείται, το βαρόμετρον και τα μετεωρολογικά
+τηλεγραφήματα, τα ρεύματα των άνω και κάτω στρωμάτων της ατμοσφαίρας, και
+δεν ηξεύρω πόσα άλλα πράγματα ακόμη. Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και
+αρκούμαι επομένως οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν
+χειμώνα, όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν
+ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.</p>
+
+<p>Παράδοξος βεβαίως θα σου φανή η αρχή της επιστολής μου, και
+απροσδόκητος η αγγελία της πέμπτης και έκτης εκδόσεως χιόνος, την οποίαν
+εδημοσίευσεν αναχωρών ο Φεβρουάριος. Τι θα ειπής όμως, όταν μάθης ότι εντός
+μιας και μόνης εβδομάδος είχαμεν όλα τα είδη των καιρών, αιθρίαν και ήλιον,
+άνεμον και βροχήν, χιόνα και πάγους;</p>
+
+<p>Την παρελθούσαν Κυριακήν<span class="sp"> χαρά θεού</span>, ως λέγει ο λαός· ήλιος λάμπων και
+θερμαίνων, ουρανός αθηναϊκός, και πλήθος φαιδρόν εις τους δρόμους. Την
+Δευτέραν άνεμος φοβερός, και την νύκτα θύελλα αληθινή, αναρπάζουσα τας
+καπνοδόχας των οικιών, εκριζούσα δένδρα και αναποδογυρίζουσα τας κεράμους
+των ορόφων. Την Τρίτην . . . αλλοίμονον εις όσους εξήλθον της οικίας των! Οι πίλοι
+των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι των
+εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των απέμενον αδρανείς εν
+μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν.
+Την τετάρτην και την πέμπτην ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος,
+μεταγγίσασαι τας Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους
+αγρούς, όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν
+ανεπαισθήτου αύρας. Έλεγέ τις ότι ο Μάιος, ωφελούμενος από τας Απόκρεω,
+περιεφέρετο incognito εις την χλοεράν πεδιάδα, όπου ευφυείς τινες ανεμώναι τον
+εννόησαν και προέκυψαν πρώιμοι εις προϋπάντησίν του. Ηπατάτο όμως όστις το
+έλεγεν. Ήτο ο Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος<span class="sp"> Κουτσοφλέβαρος</span>
+του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο τον Μάιον,
+αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην του ψύχους και του
+βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε βροχήν παγετώδη, και την επομένην
+πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας
+τας στέγας. Δεν το κατώρθωσαν την ημέραν εκείνην, αλλά το κατώρθωσαν όμως
+την επομένην, καθ' ην ο ορίζων των Αθηνών μετεβλήθη διά μιας εις ορίζοντα του
+Βερολίνου, και το θερμόμετρον κατέβη εις 6 βαθμούς υπό το μηδέν, και αι μύται
+μας εκοκκίνησαν ως μήκωνες ανθηραί. Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι
+είχον την όψιν πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους,
+ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην. Μιας
+σπιθαμής, — ακούεις; — μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και καθ' ην ώραν σου
+γράφω,</p>
+
+<p class="poem"><i>εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,</i></p>
+
+<p>πίπτει πάντοτε πυκνή και αδρά, ως πίπτουσιν από τινος αι ιδέαι πυκναί και
+αδραί εντός του ελληνικού βουλευτηρίου, όπου θα έμαθες βέβαια εκ των
+εφημερίδων, οποίον ηρωικόν θόρυβον παρήγαγεν εσχάτως μία μας ομόφυλος,
+ανανεώσασα τας παραδόσεις της παλαιάς αγοράς, και τακτικόν συνάψασα
+διάλογον από των ακροατηρίων προς τους εν τη αιθούση . . . αγορεύοντας.</p>
+
+<p>Φαντάζεσαι οποίαν λύπην, οποίαν αγανάκτησιν, οποίαν απόγνωσιν παρήγαγεν
+η παράδοξος αυτή και απευκταία του χειμώνος εμφάνισις εν τέλει των αθηναϊκών
+Κρονίων. Εκτός ίσως των οικοδεσποτών και των αμφιτρυώνων, οίτινες εύρον
+ευπρόσδεκτον αφορμήν να κλείσωσι τους οίκους των προς τον βορράν και τους . . .
+μετημφιεσμένους, πάντες οι άλλοι, οι θέλοντες να χορεύσωσιν, οι θέλοντες να
+μεταμφιεσθώσιν, οι θέλοντες να<span class="sp"> σεριανίσωσιν</span>, οι θέλοντες να ίδωσι τέλος
+πάντων, είνε απαρηγόρητοι. Δεν σου λέγω το<span class="sp"> φυσούν</span> και δεν<span class="sp"> κρυόνει</span>,
+κατά την παροιμίαν, καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η
+χιών, αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν<span class="sp"> ζεσταίνεται</span>. Δεν εννοούν, πώς
+είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν Κυριακήν των Απόκρεω, αφού
+διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας
+εβδομάδας. Και πώς διεσκέδασαν, και πώς μετημφιέσθησαν! Το γνωρίζεις ήδη
+αρκετά, διότι όλα μου τα γράμματα από δύο σχεδόν μηνών δεν ήσαν άλλο τίποτε ή
+χρονικά των αθηναϊκών διασκεδάσεων, και χρονικά ατελή — σημείωσε, — διότι εν
+μέσω του κατακλυσμού εκείνου της ευθυμίας και της τέρψεως, όπου επί έξ όλας
+εβδομάδας έπλεεν αμέριμνος η χορευτική των Αθηναίων κιβωτός, πολλάς κατ'
+ανάγκην ελησμόνησα εσπερίδας και πολλούς παρέλειψα χορούς. Ούτε τας ωραίας
+εσπερίδας της Κυρίας Σ. σου εμνημόνευσα, αίτινες ανά πάσαν Δευτέραν
+συνεκέντρουν εντός πολυτελεστάτων αιθουσών το άνθος του αθηναϊκού κόσμου,
+ούτε τας συναστροφάς της Κυρίας Δ., όπου ολίγος μεν αλλ' οικείος και εύθυμος
+όμιλος παρέτεινε μέχρι της τετάρτης πρωινής ώρας το ταραχώδες cotillon, ούτε
+άλλας μεμονωμένας και μικροτέρας νυκτερινάς ομηγύρεις, των οποίων και τώρα
+πλέον, — κατόπιν εορτής — θ' απέβαινε μακρά και η απλή μόνον
+απαρίθμησις.</p>
+
+<p>Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι θρηνούσι
+σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν εμείναμεν άγευστοι
+πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων. Πλην του ωραίου χορού της Κυρίας Λ., δι' ου
+φαιδρώς εωρτάσθησαν οι πρόσφατοι αρραβώνες ζεύγους νεαρού, πλην του
+δευτέρου χορού της εν Πειραιεί Λέσχης, όστις επέτυχεν, ως λέγεται, πολύ
+περισσότερον του πρώτου, η παρά τη Κυρία Ν. Σ. λαμπρά εσπερίς της
+παρελθούσης πέμπτης υπήρξεν αληθώς η μεγαλοπρεπεστέρα προπομπή των
+εφετεινών απόκρεω, και αφήκεν ανεξάλειπτον την μαγευτικήν της εντύπωσιν εις
+πάντων των προσκεκλημένων την μνήμην. Ούτε των ωραίων αιθουσών η πλήρης
+καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των εσθήτων αυτών ο
+πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία, αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου
+είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου
+διπλούν δείπνον και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της
+μοναδικής εκείνης συναναστροφής. Υπέρ πάντα ταύτα επέλαμπε και εζωογόνει και
+εφαίδρυνε την ομήγυριν η ανέκφραστος εκείνη χάρις, ης η οικοδέσποινα κατέχει
+το μυστήριον, η φυσική εκείνη και εγγενής ούτως ειπείν προσήνεια του ήθους, το
+ανεπιτήδευτον και όμως διακεκριμένου των τρόπων, η αβρά εκείνη φιλοφροσύνη,
+ήτις vous met si bien a votre aise, όπως λέγουσιν οι Γάλλοι, και όπως δυστυχώς
+δεν δυνάμεθα να είπωμεν ημείς ακόμη ελληνιστί, στερούμενοι πιθανώς την
+έκφρασιν διότι στερούμεθα εν γένει και το πράγμα.</p>
+
+<p>Ως προς τους μετημφιεσμένους, ή μάλλον ειπείν τους θέλοντας να
+μεταμφιεσθώσι, μη νομίσης ότι τους εζημίωσε και πολύ η χθεσινή και σημερινή
+χιών. Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς μεγίστην λύπην των κεχηναίων,
+οίτινες μόνον προς τον συννεφή ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι
+το<span class="sp"> ευφυές</span> των<span class="sp"> Κόφ' το</span>,
+ ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες άκοντες
+ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα στίφη, άτινα, καίτοι
+ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν
+της ευφυίας των σπόρον. Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη
+προ ημερών τους κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως·
+«Αύριον δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σεις;»</p>
+
+<p>Εννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη πιθανώτατα και απόψε.
+Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει να δαπανηθή, και πόσον θα
+διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και
+πολύστομα σμήνη, άτινα εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι
+φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται άγνωστα και
+κατευχαριστημένα.</p>
+
+<p>Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις αυτή έχει
+ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ ολίγων ημερών ευάριθμος
+αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών
+ζητούσα διασκέδασιν και χορόν εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα
+παράθυρα. Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει άλλοτε
+γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι νυκτοπλάνητες είδον φως εις
+τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς
+τινος δισταγμού εζήτησαν διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν. Η
+άδεια, εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας ευρίσκοντο εν
+μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . . παραδόξως ουδένα
+κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς υποδεχθέντες αυτούς είχον
+άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους
+τρόπους υπερβαλλόντως κοσμίους.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πού είνε ο κύριος Λ; έλεγεν ο άλλος, και εννόει τον προ τεσσάρων
+μηνών μετοικήσαντα οικοδεσπότην.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν γνωρίζω ψυχήν! παρετήρει τρίτος, και πάντες έμενον βωβοί και
+κατάπληκτοι, ότε είς των χορευτών, ρωμαλέος και πορφυρούς την όψιν Ηρακλής,
+πλησιάζει εις τον παρείσακτον όμιλον, και ερωτά διά βροντώδους φωνής·</p>
+
+<p>&nbsp;— Έχετε άδειαν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βέβαια. Εζητήσαμεν άδειαν, πριν αναβούμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον αμαξάν
+μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ! </p>
+
+<p>Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν παράδοξον και
+ικανώς ανησυχητικήν. Ως δροσιστικά προσεφέροντο εις τους χορευτάς αμύγδαλα,
+πορτοκάλλια και ριζόγαλον μετά πολλής κανέλλας, η δε ορχήστρα αποτελουμένη
+εκ δύο<span class="sp"> ζυγιών βιολίου</span> και
+<span class="sp"> μπουζουκίου</span> ήρχισε μέλπουσα<span class="sp"> συρτόν</span>! Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της ορέξεώς των, ενώ δε η
+λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν τον ορχηστικόν της κύκλον, οι
+δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως φαντάσματα προς την θύραν, και
+ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού,
+τοποθετείται δίκην Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας
+μούτρα;</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται
+περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός, τα
+μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας είπεν, ότι είμεθα
+ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κυρ Γιάννη! φωνεί τότε η κυρία πρός τινα των χορευτών, αυτό το
+πράγμα δεν γίνεται! πρέπει κάποιος να βγάλη την μάσκα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Έννοια σας, κυρία Ουρανία, λέγει σοβαρός προσερχόμενος ο
+πορφυρούς την όψιν Ηρακλής. Έννοια σας! αφήστε το πράγμα επάνω μου, και θα
+ιδήτε.</p>
+
+<p>Στρεφόμενος δε προς τους δομινοφόρους, οίτινες πολύ πιθανώς είχον αρχίσει
+να οσφραίνωνται δυσάρεστα, παρατηρεί μεθ' ικανού μεγαλείου·</p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη την
+μάσκα του.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά ο αμαξάς μας . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των
+μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο
+Νικόλας.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και ο
+πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός 'ς το
+καλό!</p>
+
+<p>&nbsp;— Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!</p>
+
+<p>Οι φίλοι κατέβησαν, εννοείται, τας βαθμίδας ανά δύο, δεν αναφέρει δε η
+ιστορία αν εξηκολούθησαν την νυκτερινήν αυτών εκδρομήν.</p>
+
+<p>Μαντεύεις τι είχε συμβή; Ο μάγειρος του οικοδεσπότου, λαβών παρά του
+κυρίου του την άδειαν, είχε συγκαλέσει εν τη κενή οικία τους συναδέλφους και
+φίλους του εις χορόν. Τα λοιπά εξηγούνται.</p>
+
+<p>Η χιών έπαυσε να πίπτη καθ' ην ώραν κλείω την επιστολήν μου. Ανοίγω το
+παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν. Φαντάσου, αν αύριον
+είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και το Φάληρον.<br /></p>
+
+<h4>Κ'.<br /></h4>
+
+<p style="text-align: right;">Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.</p>
+
+<p>Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας απήλλαξε
+τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται ενδυμασία προς χορόν, της
+έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός, και της φοβερωτάτης πασών, ήτις
+ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.</p>
+
+<p>Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν πάση
+ανέσει, διά<span class="sp"> μετανοιών</span> και χαβιαροφαγίας, να καθαρισθώμεν από πάσης
+χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν πάντα τα από των απόκρεω και των
+μεταμφιέσεων κρίματα ημών. Θα το κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το
+κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης,
+ότι χθες ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής,
+εχόρευον — όχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . . μέχρις της
+τρίτης μετά το μεσονύκτιον. Και πώς λοιπόν! θ' αναφωνήσης βέβαια· δεν
+εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι
+πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και
+κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων
+περί βροχής και ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και
+Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος; Όχι,
+αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν. Απόδειξις δε τούτου το
+φοβερόν χθεσινόν πραξικόπημα, το οποίον, ως μανθάνω, πρόκειται να
+επακολουθήσωσι και άλλα όμοια εντός ολίγου. Δεν ηξεύρω, αν ο κόσμος εν γένει
+ελωλάθη εφέτος, ή εγώ παραδόξως πρεσβυτίζω. Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία
+των διασκεδάσεων, των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον
+το δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο ανεκδιήγητος
+χειμών της παρελθούσης εβδομάδος. Ούτω δε, μολονότι κ' εφέτος καθ' όλους τους
+τύπους εωρτάσαμεν τα<span class="sp"> Κούλουμα</span>, μολονότι, ως εμάντευον εις το τέλος της
+παρελθούσης μου επιστολής, ηθρίασεν αίφνης την Καθαράν Δευτέραν ο καιρός,
+οιονεί από σκοπού καταδεικνύων, ότι ετραχύνθη μεν ίνα κόψη τας αμαρτωλάς
+ημών διασκεδάσεις, εγλυκάνθη δε πάλιν εν μια νυκτί, ίνα καλέση ημάς εις
+πανηγυρικήν προϋπάντησιν των νηστειών και της μετανοίας, ημείς όμως
+<span class="sp"> ου βουλόμεθα συνιέναι</span>, ούτε σημεία εκτιμώμεν ούτε οιωνούς, εμμένομεν δε
+σκληροτράχηλοι εις την παραλυσίαν, και ο θεός πλέον. . . .
+<span class="sp"> ελεήσαι και οικτειρήσαι ημάς</span>. Αυτά δε περίπου έλεγε και σήμερον εν πολλή κατανύξει
+καλοθρεμμένος τις ιεροκήρυξ, όστις εφρόντισεν επί τέλους να μνημονεύση
+επιδεξίως προς τους ακροατάς του και μικρόν τι αυτού συγραμμάτιον, ορίζων
+συνάμα και το βιβλιοπωλείον, όπου ηδύνατο να το αγοράση ο βουλόμενος προς
+ψυχικήν αυτού οικοδομήν, αντί<span class="sp"> ευτελούς τιμής</span>. Γνωρίζετε σεις αυτού, εν
+Παρισίοις, το είδος αυτό της R&eacute;clame, το οποίον υπερβαίνει, ως βλέπεις, παν ό,τι
+ομοειδές επενόησαν μέχρι τούδε οι Αμερικανοί;</p>
+
+<p>Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και μετανοούντες
+εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω, εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι
+κατ' εξοχήν τυπικοί ν' αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν
+αυτών, άλλοι μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.
+Εννοείς, ότι αφότου η ακτή του νέου Φαλήρου ήρχισε να κάμνη ανταγωνισμόν εις
+τας στήλας του Ολυμπίου Διός, ο κόσμος των καθαυτό Κουλούμων έγεινεν
+αραιότερος και από έτους εις έτος ελαττούται. Μάτην ήθελέ τις και εφέτος
+αναζητήσει επί των γραφικών καίτοι φαλακρών λόφων, οίτινες δεσπόζουσι των
+οχθών του ξηρού Ιλισσού, τας ποικίλας εκείνας συστάδας των σταυροποδητί
+καθημένων πέριξ τρυβλίου ελαιών, κρομμύων, θριδάκων και της απαραιτήτου
+<span class="sp"> πλώσκας</span>· μάτην ήθελέ τις ζητήσει τα παλαιά εκείνα και παροιμιακά όρη των
+στραγαλίων, άτινα έφρασσε κυκλοειδής πορτοκαλλίων παράταξις, και το
+απειράριθμον τάγμα των<span class="sp"> κουλουρτζήδων</span>, πέριξ των οποίων εσκίρτων εκ
+χαράς των νηπίων τα ροδοπάρεια στίφη, και τους σκοροδοστεφείς<span class="sp"> βιολιστάς</span>,
+και τους όπισθεν της κεφαλής των φέροντας την προσωπίδα μετημφιεσμένους, και
+των υπό τας στήλας του Ολυμπιείου ορχουμένων παλληκαρίων τον όμιλον, και το
+πυκνόν, πυκνότατον εκείνο πλήθος των θεατών, οίτινες κατέκλυζον τον πέριξ
+χώρον, δίκην μυρμήκων στρατιάς. Όλα εκείνα τα παλαιά, όλη εκείνη η φαιδρά
+αληθώς πανήγυρις, ήτις έτι τοσαύτα έτη αντείχεν επίμονος εις παν εκκλησιαστικόν
+ανάθεμα και πάσαν επισκοπικήν προγραφήν, παρήλθε πλέον σήμερον
+ανεπιστρεπτεί, και ό,τι δεν κατώρθωσεν η εκκλησία κατώρθωσεν ούτως ειπείν ο
+πολιτισμός. Λέγω ούτως ειπείν, διότι μετέθηκεν απλώς ό,τι μάτην εκείνη
+προσεπάθει να εξοντώση. Δεν γίνεται πλέον εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός το
+προσκύνημα της Καθαράς Δευτέρας, αλλά γίνεται όμως από πέντε ήδη ετών εις το
+Φάληρον. Εις τους λόφους του Ιλισσού απέμειναν πιστοί αποδημηταί ολίγιστοι
+μόνον, μη πολιτισμένοι και εις τας κατωτέρας του λαού τάξεις ανήκοντες. Αυτοί
+μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας
+ελαίας των και τα σκόροδά των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον
+ρητινίτην, και τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον
+βραχνού τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε ολίγοι
+και οι θεαταί των. Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και νεωτερίζουσα στρατιά
+πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον
+της Εταιρίας του σιδηροδρόμου, όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα
+εξοχικά, όπου δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων
+μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί αποκαλούσι
+κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος ονομάζεται θέατρον, και . . . .
+. την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την
+θαλασσίαν αύραν τας ερυθράς της πτέρυγας. Τα πολλά ταύτα και ποικίλα
+θέλγητρα του Φαλήρου, εις τα οποία μη λησμονήσης να προσθέσης το μέγιστον
+εκείνο, όπερ συνοψίζουσιν αι γαλλικαί λέξεις: voir et &ecirc;
+tre vu, συγκαλούσι συνήθως
+την Καθαράν Δευτέραν παρά τον φαληρικόν αιγιαλόν τον ούτω καλούμενον καλόν
+κόσμον των Αθηνών, όστις, αφού περιπατήση ώρας τινάς, και ακούση ρακένδυτόν
+τινα και άνιπτον ιταλόπαιδα παίζοντα διά της άρπας του την Mandolinata και την
+Stelle Confidente, επιστρέφει οίκαδε κατευχαριστημένος, και διηγείται την
+επιούσαν ότι επέρασε θαυμάσια εις το Φάληρον. Εφέτος όμως και του Φαλήρου
+τα<span class="sp"> Κούλουμα</span> ήσαν πενιχρά και μέτρια. Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο
+άφθονος πηλός των οδών εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από
+της οικίας των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν και
+δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε εστιατόριον του
+σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών της προτεραίας είχε παγώσει
+τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του ξενοδόχου. Ούτω πάσαι αι διασκεδάσεις,
+τας οποίας προ μικρού ανέφερα, έγειναν μεν, αλλ' έγειναν κατά πολύ μικροτέρας
+διαστάσεις, και ως greatest attraction της ημέρας έμεινεν η ανεμαντλία του
+σιδηροδρόμου, ήτις αντικατέστησεν από τινων μηνών το δυστυχές ονάριον,
+ούτινος οι αφιλοκερδείς αγώνες επότιζον άλλοτε τον κήπον της Εταιρείας.</p>
+
+<p>Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός θίασος,
+όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την τεσσαρακοστήν από της
+σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε
+. . . . πολύ ωραία. Συ θα ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου
+ουδείς έγεινε λόγος μέχρι τούδε υπό του<span class="sp"> φιλομούσου</span> κοινού.</p>
+
+<p>Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το
+Υπουργείον.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΠΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ,<br />
+
+ΛΙΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn11' id='ref11'>11</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της προκειμένης
+μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς φυσικώς και κατά τάξιν ανά
+δύο, την μεν πτωχείαν μετά της λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου.
+Σκεπτόμενος βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι
+τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε λίχνευμα μάλλον ή
+φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα φαγητά, θέλει συμπεραίνει,
+κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και
+τρώγουσι συνήθως νεοφανείς ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και
+αφθονούσιν, εννοείται, χρήματος. Περί ορέξεως δεν πρόκειται, καθότι η όρεξις
+των προσφάτων ασπαράγων δεν είνε προνόμιον εξαιρετικόν τάξεώς τινος
+ανθρώπων, και αν η μοίρα εδημιούργησε διάφορα τα βαλάντια και το
+περιεχόμενον αυτών, η φύσις όμως εδημιούργησεν ομοίους τους ουρανίσκους των
+ανθρώπων και ομοίους σχεδόν αυτών τους στομάχους. Αν δε μετά της αυτής
+λογικής ακριβείας εξακολουθήση σκεπτόμενος ο ημέτερος αναγνώστης, θέλει
+επίσης σκεφθή, ότι, επειδή αι μεταξωταί εσθήτες και τα τρίχαπτα είνε ακριβαί
+συνήθως και βαρύτιμοι, δεν είνε δυνατόν να φορώσιν αυτάς ειμή μόνον των
+πλουσίων αι γυναίκες, εκείνων δηλαδή, οίτινες τοσούτον έχουσι στρογγύλον το
+πουγγίον αυτών, ώςτε, αφού φάγωσι μέχρι κόρου προσφάτους ασπαράγους,
+δύνανται να ενδύσωσι και τας συζύγους αυτών μέχρι κόρου δι' εσθήτων
+μεταξωτών.</p>
+
+<p>Τας σκέψεις ταύτας επιβάλλει η λογική· και δι' αυτό ελέγομεν ανωτέρω, ότι ο
+λογικός ημών αναγνώστης θέλει συνάψει τον πλούτον μετά της πολυτελείας και
+την πτωχείαν μετά της λιτότητος, αναλογιζόμενος και συμπεραίνων, ότι, όπως η
+πολυτέλεια είνε ακολούθημα του πλούτου, ούτω και η λιτότης είνε της πτωχείας
+ανάγκη. Δυστυχώς όμως η λογική δεν συμφωνεί πάντοτε και πανταχού προς τα
+πράγματα· εν Ελλάδι δε ιδίως, και μάλιστα εν Αθήναις, ψεύδει συνήθως η των
+πραγμάτων αλήθεια την αυστηρότητα της λογικής. Είνε δε φυσική η τοιαύτη παρ'
+ημίν ανωμαλία, ουδέ πρέπει να ξενίζη τον προσεκτικόν παρατηρητήν. Όπως τα εν
+ζυμώσει διατελούντα ρευστά φέρουσι συνήθως επί της επιφανείας αυτών όλην
+εκείνην την ιλύν, ήτις εις τρύγα μεταβαλλομένη θέλει μετ' ολίγον καταβή εις τον
+πυθμένα — την φυσικήν αυτής θέσιν, — ούτω και εις τας αστάτους και
+ζυμουμένας έτι κοινωνίας ανατρέπεται ως επί το πολύ η φυσική των πραγμάτων
+θέσις, και πολλά γίνονται άνω κάτω, και απορεί προς το παράδοξον ο επιπολαίως
+τα πράγματα μελετών. Τοιούτο τι συμβαίνει σήμερον και εν τη ελληνική κοινωνία,
+ιδίως δε τη Αθηναϊκή, ήτις ως πρωτευούσης κοινωνία ου μόνον ευλόγως αξιοί να
+νομοθετή και διά την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και ήρχισεν από τινος πράγματι να
+γίνεται πρότυπον των επαρχιών.</p>
+
+<p>Η ανατροπή αυτή της φυσικής των κοινωνικών φαινομένων αναπτύξεως είνε
+δυστύχημα πάντως όπου και αν επέλθη, πολύ δε μείζον και λυπηρότερον
+αναντιρρήτως, οσάκις επέρχεται εις έθνη μικρά, εις πολιτείας πτωχάς και μόλις την
+βρεφικήν αυτών ηλικίαν καταλιπούσας. Τοιαύτη νηπιώδης έτι κοινωνία είνε η
+ελληνική, και διά τούτο μέγα δι' αυτήν δύναται να κληθή δυστύχημα το
+φαινόμενον εκείνο, περί ου επιλαμβανόμεθα να ανακοινώσωμεν εις τον
+αναγνώστην ολίγας σκέψεις και παρατηρήσεις.</p>
+
+<p>Η πολυτέλεια εκρίθη πάντοτε και κρίνεται σήμερον έτι διαφόρως και ποικίλως
+υπό των κοινωνιολόγων. Πολλοί αποκαλούσιν αυτήν λέπραν εν πάση οιαδήποτε
+περιπτώσει, και παρ' αυτοίς έτι τοις πλουσίοις, και την καταδικάζουσιν
+ανεπιφυλάκτως, ισχυριζόμενοι, ότι η εφ' α μη δει δαπάνη, η θεραπεία ουχί
+πραγματικών αλλ' ανυπάρκτων, συνθηματικών και φαντασιωδών μόνον αναγκών,
+και αυτή τέλος η εκ του περιττού των περιττών προμήθεια είνε νόσημα
+κοινωνικόν, παραλύον τα νεύρα και την παραγωγικήν δύναμιν των εθνών,
+μαραίνον τα ευγενή των αισθήματα, καταστρέφον διά της αβροδιαίτης το
+γενναίον του φρονήματος και αποπνίγον εν εκείναις μάλιστα ταις πολιτείαις, όσων
+ο εθνικός προορισμός διατελεί έτι ανεκπλήρωτος, πάσαν περί του μέλλοντος
+σκέψιν και πάσαν περί εθνικού μεγαλείου μέριμναν.</p>
+
+<p>Άλλοι δε τουναντίον, ουχί δυστυχώς οι ασημότεροι ούτε οι ολιγώτερον έχοντες
+το κύρος του λόγου, αντεδοξούσιν ότι η πολυτέλεια είνε ου μόνον ανάγκη των
+πλουσίων κοινωνιών, αλλ' αυτόχρημα καθήκον των ευπορούντων.</p>
+
+<p>Η πολυτέλεια, λέγουσιν ούτοι, ανοίγει πόρους εις την βιομηχανικήν των εθνών
+παραγωγήν, προκαλούσα την άμιλλαν των βιομηχάνων και κεντρίζουσα την
+εφευρετικότητα του πνεύματός των, ασχολούσα τας εργατικάς δυνάμεις της
+πολιτείας, πληρούσα εκ του περισσεύματος των πλουσίων ταμείων το κενόν του
+πτωχού βαλαντίου, και διατιθεμένη τα ψιχία της αφθονούσης τραπέζης εις
+χορτασμόν του πεινώντος πένητος.</p>
+
+<p>Αλλ' οπωςδήποτε και αν κρίνωσι περί της πολυτελείας οι περί τας κοινωνίας
+σήμερον φιλοσοφούντες, αι περί αυτών κρίσεις των δεν ανάγονται εις το
+προκείμενον ημών θέμα του λόγου, καθότι περιστρέφονται εις την εύλογον και
+φυσικήν και ευεξήγητον πολυτέλειαν, την εκ του περιττού πολυτέλειαν των
+ευπόρων και πλουσίων. Το να δαπανά ο πλούσιος όσα και όπου και όπως θέλει,
+είνε λίαν φυσικόν. Δεν βλάπτει μεν εαυτόν, ωφελεί δε μάλλον ή ζημιοί, αμέσως
+τουλάχιστον, τους άλλους. Κάμνει μεν την επίδειξίν του, διότι τέλος πάντων είνε
+κύριος να ζη κάλλιον των άλλων, να τρώγη ό,τι θέλει, να ενδύεται όπως θέλη, να
+έχη αμάξας και θεωρεία, να δίδη γεύματα και χορούς· αλλ' η επίδειξις αύτη, όσον
+αυστηρώς και αν κριθή υπό βαθυτέραν ηθικολογικήν έποψιν, δεν δύναται να
+καταλογισθή εις κοινωνικόν έγκλημα, εν μέσω τουλάχιστον μεγάλων και
+κατηρτισμένων κοινωνιών, όπου και αι κοινωνικαί κλάσεις εισίν ακριβώς και
+δυσυπερβάτως διακεκριμέναι, και ο της μιμήσεως πειρασμός δεν είνε πλέον
+νόσημα κοινωνικόν, και οι άνθρωποι εν γένει ου μόνον γνωρίζουσι τι είνε και τι
+έχουσιν, αλλά και αν το λησμονήσωσιν ενίοτε, αναγκάζονται να το ενθυμηθώσιν
+υπό την χλεύην και την επιτακτικήν πίεσιν της κοινής γνώμης.</p>
+
+<p>Παρ' ημίν όμως σπανίζει μεγάλως η φυσική εκείνη και εύλογος πολυτέλεια,
+αφθονεί δε τουναντίον η άλογος και η παράδοξος. Παρ' ημίν δαπανώσιν ως επί το
+πολύ αφθόνως και σπατάλως οι δυσαναλόγους προς την σπατάλην ταύτην έχοντες
+τους οικονομικούς αυτών πόρους, οι πτωχοί απλώς ειπείν ή καν μετρίας
+περιουσίας άνθρωποι, οι πλούσιοι δε τουναντίον φειδωλεύονται και
+χρηματίζονται έτι μάλλον.</p>
+
+<p>Πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, αίτινες παρέχουσιν εν τη καθ' ημάς
+κοινωνία το θέαμα της ελλόγου πολυτελείας, ο πλούτος εν Ελλάδι σπανίως που
+συναντάται μετ' αυτής, και αν που συναντηθή, αφορμή ως επί το πλείστον της
+τοιαύτης συμπτώσεως είνε η οψιμότης του πλούτου, ή επιδείξεως πυρετός, ή
+κενόδοξον σχέδιον πολιτικής και κοινωνικής προαγωγής. Ουδέν σχεδόν απαντά τις
+παρ' ημίν παράδειγμα του σοβαρού εκείνου, του εαυτόν σεβομένου και την
+αποστολήν του συνειδότος πλούτου, όστις εν ταις ανωτέραις τάξεσι των
+ευρωπαϊκών κοινωνιών μεταβάλλει σχεδόν πάντοτε τους οίκους των πλουσίων διά
+της λογικής και ευκόσμου πολυτελείας εις κυψέλας ευεργετικάς, αφ' ων ου μόνον
+αμέσως ή εμμέσως σιτίζεται κόσμος ολόκληρος εργατικός και βιομήχανος, αλλά
+και άλλος κόσμος, ανώτερος μεν διανοητικώς αλλά πενιχρόν παρά της μοίρας
+λαχών του χρήματος το τάλαντον, αποδέχεται φως και θερμότητα, εμψύχωσιν
+υλικήν και νοήμονα υποστήριξιν. Σπάνιον δυστυχώς εύρημα είνε παρ' ημίν έστω
+και πενιχρά τις βιβλιοθήκη εις οίκον πλουσίου, έτι δε σπανιώτερον πινακοθήκη εξ
+ολίγων αλλά καλών εικόνων ή εύμορφόν τι γλυπτικόν καλλιτέχνημα. Και αυτά δε
+τα εξωτερικά και καταφανέστερα του πλούτου δείγματα, τα ανετωτέραν μεν την
+απόλαυσιν του υλικού βίου μαρτυρούντα, κατελέγχοντα δε συνάμα και την
+συναίσθησιν της φυσικής εκείνης ανάγκης του πλούτου εις μετάδοσιν αυτού και
+κοινολόγησιν, είνε επίσης σπάνια εν τη ελληνική κοινωνία, ή, αν που
+αναφαίνωνται, υπεμφαίνουσιν, ουχί την ειλικρινή εκείνην πολυτέλειαν των
+πλουσίων, αλλά τον τύφον μάλλον και τον επιδεικτικόν πυρετόν των
+οψιπλούτων.</p>
+
+<p>Τι τούτο βλάπτει; ίσως ερωτήση τις. Ουδέν, αποκρινόμεθα, ουδέ
+μνημονεύομεν του πράγματος όπως το κατακρίνωμεν. Είνε μεν αληθές, ότι est
+modus in rebus, ήτοι ότι το<span class="sp"> καλόν ουκ
+έστι καλόν εάν μη καλώς γένηται</span>, και ότι επομένως και αυτή η των πλουσίων πολυτέλεια, κακώς γινομένη,
+ζημιοί μάλλον ή ωφελεί την κοινωνίαν, διότι και τον φθόνον κινεί, και της
+μιμήσεως τον πειρασμόν διεγείρει, και εις ευολίσθους παράγει ατραπούς τους
+ανοήτους. Αλλά τέλος πάντων,<span class="sp"> τι μας μέλει</span>, δύνανται ευλόγως να
+παρατηρήσωσιν οι ούτω δαπανώντες πλούσιοι, τι μας μέλει, αν υπάρχουσι
+φθονεροί και ανόητοι, τι πταίομεν ημείς αν σκάσωσιν ολίγοι βάτραχοι, διότι
+θέλουσι και καλά να γείνωσι βόες ως ημείς. Ουδέν βεβαίως τους μέλει, ούτε
+πρέπει να τους μέλη εκ της ατομικής των επόψεως. Μέλει όμως πολύ τον πολύν
+κόσμον, έτι δε περισσότερον μέλει και πρέπει να μέλη τον περί της εν γένει καλής
+ή κακής, υγιούς ή νοσηράς καταστάσεως της ημετέρας κοινωνίας μελετώντα και
+ευλόγως περί αυτής ενδιαφερόμενον.</p>
+
+<p>Αλλά το θέμα τούτο, όπερ μακράς και σπουδαίας μελέτης ηδύνατο να καταστή
+υποκείμενον, είνε ξένον της σημερινής ημών διατριβής. Δεν αδιαφορούμεν μεν, αν
+και πώς δαπανώσιν οι πλούσιοι παρ' ημίν, αφίνομεν όμως εις άλλην ευκαιρίαν την
+περί τούτου μελέτην, επιλαμβανόμεθα δε του δευτέρου μέρους του κοινωνικού
+ημών παραδόξου, τουτέστι της πολυτελείας των μη πλουσίων, ήτις και παριστά τα
+συμπτώματα πολύ σπουδαιοτέρας και κινδυνωδεστέρας κοινωνικής νόσου, θέλει
+δε, δεινουμένη, καταστή αναποδράστως θανατηφόρος γάγγραινα της
+Ελλάδος.</p>
+
+<p>Εις βεβαίωσιν του λυπηρού τούτου φαινομένου αρκεί μικρά τις μόνον, έστω
+και επιπολαία, παρατήρησις της αθηναϊκής κοινωνίας, κατά τας δημοσίας αυτής
+συναθροίσεις. Ας εξέλθη ο παρατηρητικός ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή
+μουσικής ημέραν εις τας πλατείας του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας
+παρακολουθήση τον περίπατον των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν
+εις του Απόλλωνος και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν
+αυτή τη αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς το
+βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον. Είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα.
+Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και βαθύτερον έτι και
+λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος και πόθεν, τι πράττει, και — το
+σπουδαιότερον — τι έχει.</p>
+
+<p>Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος. Εκεί μεν θα ίδη
+διακοσιοδράχμου τινος δημοσίου μισθοφόρου την σύζυγον μετακαλούσαν εις
+εσθήτα μεταξωτήν ολόκληρον του ανδρός της μηνιαίον· εδώ δε της πλυντρίας
+αυτού την θυγατέρα — εκείνην ακριβώς, ήτις χθες έτι το εσπέρας του έφερεν
+εντός κανίστρου τα υποκάμισά του, και εις ην εδώρησεν ολίγα κέρματα διά τον
+κόπον της, μεταμορφωμένην μεν εις περίκοσμον κυρίαν, και φέρουσαν επάνω της
+τους κόπους εβδομάδων όλων της ταλαίνης μητρός της, ελέγχουσαν όμως συνάμα
+διά της χροιάς της μορφής της — αν τυχόν δεν είνε και αυτή εορτάσιμος — ότι
+μακράς ημέρας ενήστευσε χάριν του κυριακού εκείνου περιπάτου. Παρέκει θ'
+απαντήση μικρόν τινα υπάλληλον εμπορικού γραφείου, αναβοκαταβαίνοντα
+μόνον εντός αμάξης του Σταδίου και των Πατησίων την λεωφόρον με άνθος εις την
+κομβιοδόχην και την λαβήν του ραβδίου του εις τα χείλη, οφείλοντα δε, βεβαίως
+μεν τον κομψόν του επενδύτην εις δυστυχή τινα ράπτην, πιθανώτατα δε και
+εβδομάδων όλων γεύματα εις ελεήμονα τινα ξενοδόχον. Εις του Φαλήρου την
+ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών
+πολυπληθείς οικογενείας — πατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και
+μεγάλους — προσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ
+βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν. Εις του χειμερινού μας τέλος θεάτρου τα
+θεωρεία θα ίδη ανέτως αναπαυομένας και επιχαρίτως μειδιώσας οικοδεσποίνας,
+αίτινες κατέλιπον βεβαίως οίκοι σωρείαν παιδίων ατημελήτων και φωνασκούντων,
+κυλιομένων πιθανώς επί του εδάφους εν μέσω τεμαχίων άρτου και τυρού, υπό την
+επιτήρησιν ρυπαράς τινάς ανδρίας υπηρέτιδος. Πανταχού δε απλώς ειπείν,
+πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την μεγαλοπρεπώς
+κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν
+εν μέσω του πλήθους, την εκ της ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το
+περίσσευμα της εσθήτος, την αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί
+πλούτου. Τις όμως εν τη μικρά ημών κοινωνία, απατάται εκ της προς το θεαθήναι
+παράφρονος δαπάνης; τις ο αγνοών το περιεχόμενον και θαμβούμενος εκ του
+περιέχοντος; τις ο αφελής εκείνος, όστις παραγνωρίζει το σεσηπός ξύλον υπό τον
+καλύπτοντα ψευδόχρυσον; Ουδείς βεβαίως, διότι, ως προείπομεν, είμεθα ολίγοι
+δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Διά τούτο δε, όσον και όπως αν ενδυθώσιν, όσον και
+όπως αν επιδειχθώσι δημοσία, όσον και όπως αν καλύψωσιν αληθή και έντιμον
+πολλάκις πενίαν υπό πλούτον ψευδή οι νομίζοντες αρκούσαν των πολλών την
+γνώμην εις ευτυχίαν των ολίγων, ματαία πάντως είνε η προσπάθεια, και
+ανωφελείς οι αγώνες των· διότι βλέποντες αυτούς μειδιώσι μεν εξ οίκτου οι
+απαθέστεροι, ερωτώσι δε περιέργως αλλήλους οι νευρικώτεροι: «Πού τα βρίσκει
+λοιπόν κ' εξοδεύει;» οι δε απερισκεστότεροι και αναφωνούσιν ίσως δυσάρεστόν τι
+και προπετές επιφώνημα εν μέσω της οδού. Πάντες δε γελώσιν, οι μεν ενδομύχως,
+οι δε και εκφανώς προς την παράδοξον εκείνην μωρίαν, ήτις αφίνει νήστιν τον
+ίδιον στόμαχον, ίνα τέρψη τους ξένους οφθαλμούς. Ίσως και διά τους γελώντας
+γελώσιν οι άλλοι. Ουδέν παράδοξον, διότι ο μύθος της ξένης δοκού, όσον παλαιός
+και αν ήνε, έχει επίκαιρον πάντοτε και πανταχού την εφαρμογήν. Τούτο όμως
+αποδεικνύει, ότι οι ανοήτως παρ' ημίν σπαταλώντες είνε πολύ πλείονες των
+υποτιθεμένων, και ότι η επιδημία είνε πολύ μάλλον διαδεδομένη.</p>
+
+<p>Και ταύτα μεν περί της νόσου και της αιτιολογίας της, ίνα λαλήσωμεν επί το
+παθολογικώτερον. Τα δε περί της προγνώσεως αυτής και της εκβάσεως, ως
+λέγουσιν οι ιατροί, είνε βεβαίως πολύ δυσαρεστότερα και απαισιώτερα. Αν η
+ανόητος πολυτέλεια είνε καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και
+ασυμπήκτων έτι κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ
+στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων άλλων και
+δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα κοινωνικόν ανίατον, φέρον
+εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην
+κοινωνίαν, ης υπονομεύει το σώμα.</p>
+
+<p>Πόθεν — αληθώς — επληρώθη χθες, ή πόθεν θα πληρωθή αύριον ή
+μεθαύριον, ή την άλλην εβδομάδα το μεταξωτόν εκείνο φόρεμα της συζύγου του
+διακοσιοδράχμου υπαλλήλου; Σήμερον ίσως εκ της τοκογλυφικής προεξοφλήσεως
+του μισθού του, αύριον εκ βαρυτόκου συναλλάγματος, μεθαύριον εκ
+καταχρήσεως, και την άλλην εβδομάδα εξ άλλης αρρήτου πηγής.</p>
+
+<p>Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του
+μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος σήμερον
+προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά κρυπτού μεθαύριον, και
+μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.</p>
+
+<p>Πώς κατορθόνει ο ταλαίπωρος εκείνος οικογενειάρχης να οδηγή τρις και
+τετράκις της εβδομάδος την οικογένειάν του εις τα θερινά θέατρα, και να παρέχη
+αυτή απαραιτήτως την διασκέδασιν εκείνην, ης κάλλιστα εστερούντο άλλοτε οι
+αθηναίοι αστοί, — ότε δεν είχον αι Αθήναι Φάληρον και Απόλλωνα — ήτις όμως
+κατέστη πλέον αναπόφευκτος εις την υγείαν των; Ουδ' αυτός ακριβώς το γνωρίζει.
+Γνωρίζει τούτο μόνον· ότι χρειάζεται πάσαν εσπέραν τοιαύτης θεατρικής
+ψυχαγωγίας δέκα περίπου δραχμάς, ότι δαπανά ούτως έκαστον μήνα υπέρ τας
+διακοσίας, ότι εσπατάλησε βαθμηδόν μικρόν τι αποταμίευμα, όπερ είχε
+διαφυλάξει δι' απευκταίαν ενδεχομένην ανάγκην, και ότι . . . . πρό τινων
+εβδομάδων έχασεν έν τέκνον του, διότι δεν είχε τα μέσα να το νοσηλεύση. Χάριν
+της υγείας των άλλων, τα φέρει εις το θέατρον του Φαλήρου!</p>
+
+<p>Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν σχεδόν
+εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα κατακλίνονται
+άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της, όστις αναγκάζεται να επαιτή
+δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου, όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον
+πεντήκοντα δραχμών, και αύριον θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της
+ημέρας.</p>
+
+<p>Πού δε απολήγει ούτως η ποικιλότροπος αυτή αλλά μία πάντοτε κατά βάθος
+και η αυτή πανταχού παραφροσύνη, η διά της ανοήτου δαπάνης κενή και ματαία
+επίδειξις, η χωρίς τινος λόγου δημιουργία φανταστών αναγκών και η εκ παντός
+τρόπου προσπάθεια εις θεραπείαν των;</p>
+
+<p>Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ' ολίγον εις
+την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του ποινικού νόμου.</p>
+
+<p>Εις ταύτα δε δυστυχώς και πάντοτε, ταχέως ή βραδέως, λήγει συνήθως το
+στάδιον της εν τη πτωχεία σπατάλης· τοιαύτη ως επί το πλείστον είνε η λυπηρά
+έκβασις της μανίας εκείνης, ης τα ατυχή θύματα ουδέν άλλο επιδιώκουσιν ή την
+στίλβουσαν επιφάνειαν και προς ουδέν άλλο ζώσιν ή προς απάτην του
+κόσμου.</p>
+
+<p>Πλην, «τι σε μέλει περί των απολωλότων τούτων;» θα αναφωνήσωσιν ίσως
+πολλοί των αναγνωστών μου. «Τι μεριμνάς περί ανθρώπων προφανώς
+παραφρόνων, οίτινες πάσχουν μεν βεβαίως ηθικώς και διανοητικώς, αλλ' επί
+τέλους είνε κύριοι να δαπανώσιν όσα και όπως θέλουσιν, όσα και όπως
+ευρίσκουσι;» Δικαιοτάτη και ορθή η παρατήρησις· σπεύδω δ' ευθύς να
+διαβεβαιώσω τους περιέργους μου τούτους αναγνώστας, ότι ουδ' ελαχίστην έχω
+περί αυτών φροντίδα, ούτε έχω την απλότητα να φρονώ, ότι δύναταί τις,
+ο,τιδήποτε λέγων και οιαδήποτε μαντευόμενος, να συνετίση αυτούς ή διδάξη· οι
+παθόντες άπαξ το ηθικόν τούτο νόσημα εισίν ανίατοι δυστυχώς, και μάτην ήθελε
+τις προσπαθήσει να αποτρέψη το βήμα των της εις το βάραθρον αγούσης. Η οδός
+είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει
+γοητεία διέρχονται αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η
+ώρα της απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως και
+ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο λόγος εις
+οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor. Αφίνομεν τους νεκρούς θάπτειν
+τους εαυτών νεκρούς, και παρερχόμεθα. Δεν λησμονούμεν όμως τους παλαιούς
+εκείνους και βαθυσόφους Σπαρτιάτας, οίτινες εμέθυσκον τους είλωτάς των και
+τους εξέθετον κατόπιν οινοβαρείς και παραπαίοντας εις τα όμματα των υιών των,
+εις σωτήριον αυτών παραδειγματισμόν. Ο άνθρωπος εν γένει είνε ζώον μιμητικόν·
+πολύ δε μιμητικώτερον είνε ο Έλλην, και κατά μείζονα έτι λόγον μιμητής είνε ο
+όμοιος του ομοίου του. Παρ' ημίν δε μάλιστα, όπου και πολιτεύματος πλημμέλειαι
+και πολιτικής και ηθικής ανατροφής έλλειψις από καιρού ήδη ήρχισαν
+καταπίπτουσαι και καταρρίπτουσιν οσημέραι τα περισωζόμενα έτι οπωςδήποτε
+παρ' άλλοις λαοίς διαχωριστικά των κοινωνικών τάξεων όρια, και όπου η ισότητος
+αξίωσις σπανιώτατα μεν γεννά την ευγενή εκείνην άμιλλαν προς απόκτησιν
+μείζονος ικανότητος και μαθήσεως, συχνότατα δε τουναντίον παράγει εις την
+δουλικήν απομίμησιν των εξωτερικών μόνον τρόπων, του ήθους και της
+ενδυμασίας, παρ' ημίν ο εκ της μιμήσεως του κακού κίνδυνος είνε μέγας και
+εγκυμονεί αναπόδραστον όλεθρον. Αν δε ανωτέρω, περί της πολιτείας των
+πλουσίων λαλούντες, εφοβήθημεν τον πειρασμόν της μιμήσεως, και τα απευκταία
+του επί των απόρων αποτελέσματα, προκειμένου όμως περί της σπατάλης των μη
+πλουσίων δεν γεννάται πλέον φόβος εν ημίν, αλλ' αυτόχρημα βεβαιότης, ότι το
+μίασμα της νόσου θέλει διαδοθή εις τα υγιά έτι όμοια στρώματα της κοινωνίας, αν
+μη πάντες οι δυνάμενοι συντελέσωσιν εις την χάραξιν βαθείας υγειονομικής
+γραμμής μεταξύ υγιών και νοσούντων. Αποχωρίσωμεν, όπως είνε δυνατόν, τους
+προσβεβλημένους από των απροσβλήτων, εμπνεύσωμεν εις τούτους τον τρόμον
+της ασθενείας και των συνεπειών αυτής· εργασθώμεν τέλος να σώσωμεν το
+δυνάμενον έτι να σωθή, ίνα μη ταχέως μεταβληθή η αθηναϊκή κοινωνία σύμπασα
+εις «Ηοspice d' Incurables». </p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn12' id='ref12'>12</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Όστις ποτέ, υπομονής περισσεύων και θάρρους ευπορών, θελήση να συγγράψη
+την ηθικήν νοσολογίαν της νέας ελληνικής κοινωνίας, και ιδίως των ούτω
+καλουμένων ανωτέρων αυτής στρωμάτων, βεβαίως και αναποδράστως θέλει τάξει
+μεταξύ των πρώτων και κυριωτάτων αυτής ηθικών αρρωστιών την<span class="sp"> ανυπομονησίαν</span>. Το νόσημα είνε γενικόν δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένον, ως επιδημία
+μεγάλη και πολυπλόκαμος, αλλ' εθνικώτατον όμως και ενδημικώτατον. Μηδέ τις
+υπολάβη, ότι εισήχθη και αυτό μετά πολλών άλλων φραγκικών — ως λέγομεν —
+πληγών εκ της αλλοδαπής, και παρηγορήση μεν ούτω προχείρως την εθνικήν
+αυτού φιλαυτίαν, καταρασθή δε πατριωτικώς της ελληνικής διοικήσεως, ότι
+ωλιγώρησε δήθεν καθάρσεων και υγειονομικών φραγμών κατά της εισβολής του
+μολύσματος. Πάσχει και η σύγχρόνος ευρωπαϊκή κοινωνία ανυπομονησίαν· αλλ' η
+ανυπομονησία αυτή είνε ειδική ειδικωτάτη εκδήλωσις του καθολικού νοσήματος,
+όπερ λυμαίνεται τον ελληνικόν κόσμον. Ανυπομονούσιν εν τη Δύσει οι άνθρωποι·
+αλλ' ανυπομονούσιν ιδίως να πλουτήσωσι. Του εκατομμυρίου το όνειρον είνε της
+νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι
+παίδων, φέρονται πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και
+αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του χρυσοφόρου βουνού,
+και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις τας τριβόλους και τας ακάνθας της
+ατραπού, και παρακάμπτουσιν οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους
+του νόμου, και φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα
+πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα. Εκεί από μακρού ήδη λέγεται, ότι
+το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον περισώζονται μωροί αμφισβητούντες
+του ρητού την ορθότητα. Διά τούτο εκεί των πολλών ο βίος είνε συνεχής και
+ακάματος κερμάτων θήρα· διά τούτο, — πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων,
+προκατακλυσμιαίων ίσως λειψάνων άλλης εποχής — πάντες εκεί των νέων ιδεών
+οι άνθρωποι, επιστήμονες και βιομήχανοι, καλλιτέχναι και έμποροι, ποιηταί και
+τραπεζίται, γραμμάτων άνθρωποι και κυβευταί, μίαν μόνην έχουσι του σταδίου
+αυτών βαλβίδα: το τι<span class="sp"> εξοδεύεται</span>, και ένα μόνον πάσης των εργασίας σκοπόν:
+τα εκατομμύρια. Ανυπομονούσι δε φυσικώ τω λόγω να τα αποκτήσωσι, διότι
+κάλλιστα γνωρίζουσι και εκ των καθ' ημέραν παραδειγμάτων διδάσκονται, ότι διά
+της χρυσής εκείνης κλειδός πάσης δόξης το τέμενος ανοίγεται και πάσης δυνάμεως
+αλίσκεται η ακρόπολις.</p>
+
+<p>Την ειδικήν ταύτην ανυπομονησίαν πάσχομεν εν μέρει και ημείς, αλλά
+πάσχομεν αυτήν εν μικρώ. Μη κατορθώσαντες έτι — ευτυχώς ή δυστυχώς,
+αδιάφορον — να φθάσωμεν εις την περιωπήν εκείνην του δυτικού πολιτισμού,
+καθ' ην πάντα σχεδόν διατιμώνται εις χρήματα, καθ' ην πάσα ευφυία και πάσα
+ικανότης, παν αίσθημα και παν φρόνημα, και αυτή η αρετή και αυτή η κακία εισίν
+αξίαι ανταλλακτικαί, έχουσαι την θέσιν αυτών εν τοις τιμολογίοις ειδικών
+εμπόρων, και εν τοις καταλόγοις χρηματιστηρίων, υπολειπόμεθα βεβαίως του
+ευρωπαϊκού μεγαλείου ως προς την ειδικήν ταύτην όψιν του γενικού εκείνου
+νοσήματος. Υπάρχουσι μεν και παρ' ημίν αραιά τινα, πού και πού παρατηρούμενα
+κρούσματα χρηματιστικής ανυπομονησίας, ολίγα εκ πλειόνων περισωθέντα, μετά
+το προ διετίας μέγα<span class="sp"> θανατικόν</span>· αλλά δεν είνε, ως λέγουσιν οι ιατροί,
+περιπτώσεις άξιαι της κλινικής νοσολόγου, ουδ' έχουσι σημασίαν καθιστώσαν
+επίφοβον την εις επιδημίαν τροπήν του νοσήματος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Η ανυπομονησία ημών, ως προείπομεν, είνε γενική της κοινωνίας ημών
+αρρώστια· εγγενής ούτως ειπείν εις τον εθνικόν ημών χαρακτήρα, τον ελαφρόν και
+αψίκορον, εκδηλουμένη δε επί πάσης σχεδόν οιασδήποτε εργασίας του νεωτέρου
+Έλληνος, και λυμαινομένη δίκην φυτού παρασίτου πάντα μεν κλάδον υλικής και
+διανοητικής παραγωγής και δραστηριότητος, ιδία δε και προ πάντων την ανίκανον
+αδράνειαν και την αυτάρκη αργίαν. Και δεν άγει μεν ταχέως εις βιαίαν
+καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος πυρετός της
+χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως
+δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν, και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και
+σχεδόν ασυνειδήτους παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως
+αποπληξία, τήκει όμως ως φθίσις.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Δύο απλαί και σύντομοι αλλά βαρείαν έχουσαι την έννοιαν φράσεις δύνανται
+ασφαλώς να θεωρηθώσιν ως παριστώσαι τα μικρόβια ή βακτηρίδια της πρώτης
+και αρχικής μορφής του νοσήματος, αι φράσεις·<span class="sp">
+ Δεν πειράζει</span>! και<span class="sp"> Δεν βαρηέσαι</span>!
+ Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα
+ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και απαθείας,
+ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να πνίξωσιν υπό την
+βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον βλάστησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το
+έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα, πεποίθησιν έχων
+αδιάσειστον, ότι το<span class="sp"> δεν πειράζει</span> εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του
+ατέλειαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να
+αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον
+υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος.</p>
+
+<p>Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η ανυπομονησία του
+παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία, κυρούται της ημιμαθείας το
+κράτος και ανακηρύσσεται της ημιτελείας το βασίλειον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν ηγανάκτησαν,
+ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των λέγοντα μετά ιλαρού
+μειδιάματος· δεν<span class="sp"> πειράζει</span>! διότι παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του
+καινουργούς των επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του
+ήσαν παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του
+χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του χρωστήρος τας
+ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των, καταστρέψαντος εν βία διά της
+σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον, ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων
+εκτελέσαντος;</p>
+
+<p>Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν<span class="sp"> πειράζει</span> φέρουσι διά στόματος,
+ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως αλεξιτήριον πάσης
+κατακρίσεως και μομφής.<span class="sp"> Δουλειά να γίνεται</span>, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος
+να περάνη ή κάλλιον ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα,
+ιδού το γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου. Τι το άπορον, αν η
+εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού κεντρίζει μεν αυτήν
+αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή,
+ως ελέγομεν, την ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;</p>
+
+<p>Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών, ακούσας το
+φοβερόν εκείνο<span class="sp"> δεν πειράζει</span> χωρίς να το περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε
+δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις είπεν αυτός<span class="sp">: δεν βαρηέσαι</span>, χωρίς να το
+προσδοκά ο εις ον απετείνετο.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!</p>
+
+<p>Γλυκεία και μελιτώδης φράσις, αναπαύουσα προχείρως την συνείδησιν του
+Έλληνος, βαυκαλώσα την αβελτηρίαν αυτού, παρηγορούσα την ατέλειαν των
+έργων του, εγκαρδιούσα το αψίκορόν του, και αδελφούσα των ανυπομόνων την
+ποίμνην εις αιωνίαν μακαριότητα.</p>
+
+
+<p>&nbsp;— Ανέγνωσες το βιβλίον του Χ . . . ; έχει πολλάς απροσεξίας. Εβιάσθη,
+φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας αποφύγη . . . και η γλώσσα
+του είνε εις πολλά μέρη . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες; </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς τα
+εκράτησες;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις παιδί;
+Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν βαρηέσαι!</p>
+
+<p>Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και απολύομεν
+πάντα πταίστην.<span class="sp"> Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι </span>λέγομεν περί παντός
+λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και
+ημείς ως και συ. Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις ότι
+έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να παραγάγης, και
+ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και συ κακώς και ημείς κακώς
+απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι
+θέλεις και άφινέ μας ησύχους.</p>
+
+<p>Ούτω δε αφίνομεν και ημείς ησύχους πάντας τους ασθενείς αλλ' ανυπομόνους
+σταδιοδρόμους, και αν ενίοτε γελώμεν βλέποντες αυτούς παραπατούντας και
+πίπτοντας, ουδόλως όμως ξενιζόμεθα, ως επί το πλείστον, οσάκις θεωρούμεν
+αυτούς ορθουμένους αίφνης εν μέση τη οδώ, ισχυριζομένους ότι επέραναν τον
+δρόμον των, και αξιούντας να τύχωσι του άθλου.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο εκείνων
+φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου· η προς την δόξαν και
+τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς δημοσίας λειτουργίας ακράτητος
+ανυπομονησία της νέας ελληνικής γενεάς.</p>
+
+<p>Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του
+πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και τελειοκάρπου
+εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε να ευφημηθή τις πρώτον
+ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν
+απλουστεύει πάντα ταύτα και ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του
+<span class="sp"> Δεν πειράζει</span> και του<span class="sp"> Δεν βαρηέσαι</span>.</p>
+
+<p>Άλλοτε, εν παλαιοτέροις χρόνοις, είχον και εδώ κάπως άλλως τα πράγματα,
+ουδ' ενομίζετο συζητήσεως αντικείμενον, ότι αναγκαίον ήτο να βαδίση τις, ίνα
+φθάση εις το άκρον της οδού. Η εργασία εκρίνετο αναγκαίος πρόδρομος της
+επιτυχίας, ουδ' εφαντάζοντο οι άνθρωποι δυνατόν το Πάσχα χωρίς προηγουμένης
+τεσσαρακοστής.</p>
+
+<p>Σήμερον όμως αι νηστείαι κατελύθησαν, και ήλλαξαν φυσικώς οι φυσικοί
+πάσης προόδου όροι. Σήμερον εννοούσιν οι πολλοί να θερίσωσιν άνευ σποράς, και
+ν' απολαύσωσιν άνευ κόπου. Και διατί να μη το εννοώσι;</p>
+
+<p>Πόσοι παρ' ημίν ήνυσαν το στάδιον αυτών ωθούμενοι μάλλον ή
+περιπατούντες! Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της ικανότητος τα
+εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ δε υπό φίλης χειρός
+μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα αλλά και δυσθεώρητα εις τους
+συνωστιζομένους κάτω αληθείς εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και
+διά μηδενικών βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί! Πόσοι
+τέλος, βιώσαντες εν τη μακαρία ραστώνη του<span class="sp"> Δεν πειράζει</span>, επροχώρησαν
+πάντοτε και έφθασαν οπού έφθασαν, ακούοντες οπίσω των την διαρκή
+ενθάρρυνσιν του<span class="sp"> Δεν βαρηέσαι</span>!</p>
+
+<p>Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και πολυμερές
+φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα παραδείγματα; Τι άλλο,
+ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία, και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι
+άλλο, ή ότι προτιμότερον είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των
+εφημερίδων — οσάκις δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής — , να ζητή τον
+στέφανον πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν τυχόν ο
+στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν, ότι δεν παραμερίζει
+τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;</p>
+
+<p>Και ταύτα δυστυχώς τους εδίδαξε, και ταύτα βλέπομεν καθ' εκάστην πέριξ
+ημών, όπου αν στρέψωμεν το βλέμμα.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο κύριος Τάδε χθες μόλις επανήλθεν εξ Ευρώπης, όπου κατώρθωσε μόνον
+ίσως να απομάθη την γλώσσαν του χωρίς να την αντικαταστήση. Εν τω
+ατμοκινήτω, όπερ τον μετεκόμισεν, επρονόησε να βαπτίση εαυτόν εις την
+κολυμβήθραν επιστημονικής τινος ειδικότητος, εκείνης περίπου ην υποθέτει
+δυναμένην να εξοδευθή εν Αθήναις. Εφρόντισε δε και ν' αναγγείλη εγκαίρως εις το
+κοινόν διά του τύπου την άφιξιν αυτού, μη παραμελήσας, εννοείται, να
+πληροφορήση αυτό και περί των διασήμων καθηγητών του.</p>
+
+<p>Παρήλθον μόλις ολίγοι μήνες, και απορεί πώς δεν συνεκινήθησαν έτι αι
+Αθήναι.</p>
+
+<p>Παρήλθον ακόμη ολίγοι, και εξίσταται πώς η κυβέρνησις δεν τον διώρισεν . . .
+ουδ' εγώ δεν ηξεύρω τι.</p>
+
+<p>Ο κύριος Δείνα είνε διδάκτωρ της νομικής — αδιάφορον πώς έγεινε. Δικηγορεί
+από τινων ετών, οσάκις τον ζητήσουν — πράγμα σπάνιον· προτιμά δε μάλλον να
+αναμιγνύεται εις την διαδικασίαν των πτωχεύσεων, όπερ συχνότερον και μάλλον,
+φαίνεται, προσοδοφόρον. Έντυπα οιαδήποτε, πλην των εφημερίδων, ήνοιξεν ολίγα
+μετά το πέρας των σπουδών αυτού. Προτιμά το σφαιριστήριον και την
+πολιτικολογίαν. Θέλει όμως θέσιν δημοσίαν, και την θέλει μεγάλην. Αγανακτεί δε
+η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. — Είνε κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί
+πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε
+κυβέρνησις.</p>
+
+<p>Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα και η
+ανυπομονησία. Είνε γραφεύς υπουργικός· αλλά του υπουργείου μόνον κατά τας
+αρχάς εκάστου μηνός πατεί την φλιάν, και τούτο διά δύο λόγους· πρώτον διότι
+τότε συνήθως εκδίδονται τα μισθοδοτικά εντάλματα, δεύτερον δε διότι, ως λέγει,
+δεν εννοεί να εργασθή, αν δεν τον εκτιμήση — και αυτόν — η κυβέρνησις και τον
+προαγάγη κατά την αξίαν του. Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού
+λειτουργού, από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά.</p>
+
+<p>Άλλος γράφει ποιήματα — όχι άσχημα — αλλ' αδημονεί ότι δεν ήρχισαν ήδη να
+εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων.</p>
+
+<p>Ούτος δημοσιογραφεί — ανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν μαντεύει τα
+άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα της εφημερίδος, ήτις τα
+δημοσιεύει.</p>
+
+<p>Εκείνος θαυμάζει, πώς η Com&eacute;die Fran&ccedil;aise δεν παρήγγειλεν έτι να
+μεταφρασθώσι τα δραματικά του έργα, ίνα χειροκροτηθώσι παρά γάλλων
+πλειότερον ή μέχρι τούδε παρ' ελλήνων.</p>
+
+<p>Αυτός θέλει να γείνη ονομαστός εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, εκείνος ένδοξος
+εντός μιας εβδομάδος, άλλος, υπομονητικώτερος, φθάνει μέχρι του μηνός.</p>
+
+<p>Ως τα παιδία, ων δεν εξικνείται εις ύψος η χειρ αναβαίνουσιν επί καθέδρας και
+υπολαμβάνουσι προς στιγμήν ότι ηυξήθησαν εις άνδρας, ούτω και οι ανυπόμονοι
+ημών σταδιόδρομοι νομίζουσιν ότι αληθώς μεγεθύνονται, βαίνοντες επί των
+καλοβάθρων της εθελοφημίας.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και πόση την ανυπομονησίαν έπειτα διαδέχεται απογοήτευσις πολλάκις και
+πικρία! Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η φήμη, όσον ευκόλως και αν
+μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ'
+αρκούνται οι πρακτικότατοι έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα.
+Εννοούσι κάπως ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν. Ναι . . .
+δεν λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και το θυμίαμα
+ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά τούτο δε ίσως και τόσον
+ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες, όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται
+να τραφώσι διά δόξης μόνον και λιβανωτού. Έπρεπε, . . και αρχίζει τότε μακρά
+ανάπτυξις και συζήτησις περί του τι έπρεπε να πράξη, — τι λέγω, να πράξη; να έχη
+ήδη πεπραγμένον η κυβέρνησις, περί του καθήκοντος όπερ επεβάλλετο εις τους
+πλουσίους ομογενείς, περί του πατριωτικού αισθήματος όπερ έπρεπε να φλέγη
+υπέρ της εθνικής δόξης τας καρδίας των έξω ελλήνων, και να αναλύεται από
+καιρού εις καιρόν εις χρηματικά τινα χορηγήματα υπέρ της προαγωγής και της
+αποκαταστάσεως των διακεκριμένων έσω ελλήνων. Καλά ταύτα πάντα και
+βεβαίως ευκταία· αλλ' υστερούσι δυστυχώς ως επί το πλείστον· αντηχεί δε τότε
+μέχρι τρίτου ουρανού κραυγή αγανακτήσεως κατά της απαθείας και αδιαφορίας
+του κοινού, κατά της αβελτηρίας και ακαλαισθησίας των ευπορούντων, κατά της
+ακατονομάστου ψυχρότητος της Κυβερνήσεως. Είνε δυνατόν να παραμελήται ο
+φωστήρ αυτός; Είνε επιτετραμμένον να αγνοήται η μεγαλοφυία εκείνη;
+Υποφέρεται ν' αναξιοπαθή τούτου η ικανότης και να πένεται του άλλου το
+τάλαντον; Εχάθη μία καθηγεσία δι' αυτόν η μία θέσις αμεριμνομερίμνης δι'
+εκείνον;</p>
+
+<p>Και πολύς, εννοείται, ο κοπετός και μέγας των ανυπομονούντων ο
+πάταγος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Υπομονή, υπομονή ολίγη! Δεν διορθούνται δυστυχώς άλλως τα πράγματα. Είνε
+βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον
+πρωίμως αι εξοχότητες, όσον αλλαχού — καθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι
+ανυπόμονοι. Αλλ' ας ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος
+είνε ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως
+δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια, αμιλλώμενα
+κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα απαραίτητα, ουδέ
+περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ' ημίν πολύς έτι θα παρέλθη
+χρόνος, έως ου κατορθωθή να νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η
+άωρος.</p>
+
+<p>Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΑΡΤΟΣ ΠΙΤΥΡΙΤΗΣ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn13' id='ref13'>13</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+«Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο μακαρίτης Ράμφος, ο
+ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς, ο τοσούτον έχων το
+μυθιστοριογραφικόν τάλαντον. Το σοφόν δε τούτο απόφθεγμα του συνετού
+ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως
+έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου
+πολιτικής απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις
+έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών ζυμώσεως, καθ'
+ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την επιφάνειαν. Σήμερον όμως
+ιδίως, ότε βαρύς επελθών ο τυφών διέλυσεν εν μια στιγμή τας ροδίνας νεφέλας
+των χρηματιστικών ημών ονείρων, σήμερον, ότε δριμύς έπνευσεν ο βορράς και
+ετράπη εις ρίγος κρυερόν αχρηματίας πάσα εκείνη της υπερτιμήσεως και της
+κερδοσκοπίας η θέρμη, σήμερον είν' ευκαιρία να επιγραφώσιν αι λέξεις αύται
+πάσης οιασδήποτε μελέτης περί της καταστάσεως ημών, ήτις ουδέν άλλο είνε ή
+οξεία εμφάνισις ενός και του αυτού χρονίου νοσήματος, από μακρού ήδη
+κατατρύχοντος την κοινωνικήν ημών ύπαρξιν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ας αναδράμωμεν ολίγον προς το παρελθόν, και ας επισκοπήσωμεν ποσάκις
+μέχρι τούδε εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να κατασκευάσωμεν<span class="sp">
+ ψωμί με πίτυρα</span>, ποσάκις το εζυμώσαμεν, και ποσάκις εκηρύξαμεν άρτον το αηδές αυτό
+φύραμα.</p>
+
+<p>Αφίνομεν κατά μέρος την πολιτικήν· ούτε σκοπός ημών είνε ούτε διάθεσιν
+έχομεν επί του παρόντος να εξετάσωμεν, αν και κατά πόσον δύναται να ονομασθή
+ευπροσώπως άρτος η συνταγματική και κοινοβουλευτική κουραμάνα, ην
+επροίκισαν την Ελλάδα δύο μεγάλαι της νεωτέρας ημών ιστορίας εποχαί.
+Σημειούμεν απλώς, ότι από τεσσαρακονταετίας ήδη την τρώγομεν και ακόμη δεν
+επαχύναμεν.</p>
+
+<p>Ανοίγομεν την βίβλον του κοινωνικού ημών βίου του τε δημοσίου και του
+ιδιωτικού, και φυλλομετρούμεν αυτήν εική και τυχαίως. Είνε πολύ μάλλον
+πρόχειρος και πολύ διδακτικωτέρα· παρέχει δε κατά πάσαν σχεδόν αυτής σελίδα
+το θέαμα μερίδος τινός Ελλήνων, σήμερον αυτής και αύριον εκείνης,
+ασχολουμένων ανενδότως και καλή τη πίστει να ζυμόνωσιν άρτον πιτυρίτην, εις
+τροφήν εαυτών και των άλλων.</p>
+
+<p>Αλλ' ουδέ ήτο δυνατόν να γείνη άλλως. </p>
+
+<p>Εφαντάσθημεν πάντοτε — και σήμερον ακόμη το φανταζόμεθα, και κύριος
+οίδε πόσον έτι χρόνον θα το νομίζωμεν — ότι είμεθα ο περιούσιος λαός του
+κυρίου· ότι περιεσώθημεν κατά θείαν ευδοκίαν εκ του κατακλυσμού των χρόνων
+εις πλήρωσιν μεγάλης και υψηλής αποστολής, και ότι πρώτιστον ημών καθήκον
+ήτο, όχι να ζήσωμεν — αφού είχαμεν την τύχην ν' αναγεννηθώμεν — αλλά να
+διακριθώμεν προ πάντων και να λάμψωμεν.</p>
+
+<p>Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών ζητημάτων πριν
+ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι περιεβάλομεν κράνος την ασθενή
+ημών κεφαλήν.</p>
+
+<p>Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της δόξης, αντί
+να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν της εργασίας.
+Εφροντίσαμεν πώς να ενδυθώμεν και στολισθώμεν, πριν ή μεριμνήσωμεν πού να
+κατοικήσωμεν και τι να φάγωμεν. Ούτω δε, κατά φυσικήν και αναπόδραστον
+συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας,
+ανάγκας ζωτικάς, ων η θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής
+ημών ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του
+εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς ανάγκας
+ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και καταναλίσκομεν έτι
+εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον κεφάλαιον των εθνικών ημών
+δυνάμεων.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τα επελθόντα έπρεπεν αναγκαίως να επέλθωσιν.</p>
+
+<p>Ανάγκαι επακταί διά δανείων μόνον θεραπεύονται.</p>
+
+<p>Απηξιώσαμεν να εργασθώμεν πάντες εις παρασκευήν του εθνικού ημών άρτου
+διά του εθνικού ημών αλεύρου, και επροτιμήσαμεν ν' ασχοληθώμεν, ολίγοι χάριν
+ολίγων, εις παρασκευήν άρτου ευρωπαϊκού δι' αλεύρου των Τριών Σίγμα, και
+εζητήσαμεν την άχνην αυτήν, ήτις μας έλειπε, δάνειον παρά της Ευρώπης.</p>
+
+<p>Αλλά το άλευρον αυτό το ευρωπαϊκόν πόσοι το εγνώριζον, και πόσοι ηδύναντο
+να το διακρίνωσιν; Ολίγοι μόλις. Οι άλλοι εδανείσθησαν πίτυρα και τα εξέλαβον
+ως άχνην. Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους και τους ενόμισαν άρτον, και
+ετράφησαν δι' αυτών, και τους εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και
+εναβρυνόμενοι, ότι δεν έτρωγον το<span class="sp"> μαύρον σπιτικόν ψωμί</span> του
+απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον ακόπως
+πολιτισθέντες.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Επολιτίσθησαν ούτω κατ' αρχάς ολίγοι, ενόμισαν δηλαδή ότι επολιτίσθησαν,
+και παρακολούθησαν αυτούς κατόπιν οι ασμένως πιθηκίζοντες πάντοτε το καινόν
+και το στίλβον.</p>
+
+<p>Και εισεκομίζοντο ούτω αφθονώτερα πάντοτε τα ευρωπαϊκά άλευρα εις
+Αθήνας, κ' εζυμούντο δι' αυτών ευρωπαϊκοί πλακούντες εις κατανάλωσιν του
+φιλοπροόδου Έλληνος.</p>
+
+<p>Η ζήτησις κατά φυσικόν λόγον επετείνετο, διότι οι Έλληνες ήθελον ολόιδια μιας
+να γείνωσιν Ευρωπαίοι, και η από της εσπερίας προμήθεια εσπάνιζε πολλάκις, και
+το σπανίζον υπερετιμάτο.</p>
+
+<p>Ήλθε τότε η νοθεία επίκουρος, και τα εγχώρια πίτυρα ήρχισαν παρεισαγόμενα
+εις την κατασκευήν των πλακούντων του νεοελληνικού πολιτισμού. Κατ' αρχάς
+ανεμίχθησαν με τα ξένα· είτα δε βαθμηδόν και κατ' ολίγον αντικατέστησαν εκείνα
+εντελώς.</p>
+
+<p>Πίτυρα και πίτυρα, ολίγον διέφερον αλλήλων κατά την γεύσιν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του βδελυρωτάτου των
+ζυγών, και φέροντες έτι — πώς άλλως; — της δουλείας τους μώλωπας επί του
+κοινωνικού ημών σώματος, ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα
+βήματα του ελευθέρου ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και
+ότι προς τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας,
+και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.</p>
+
+<p>Ορέξεις είχομεν πολλάς, και ήτο φυσικόν να τας έχωμεν, διότι χρόνους
+μακρούς είχομεν πεινάσει και διψήσει εν δουλεία. Αλλ' όχι μόνον αυτάς
+ηθελήσαμεν πάσας διά μιας να θεραπεύσωμεν, αλλά και νέας άλλας ησθάνθημεν
+αίφνης, ως πάντες οι οψίδοξοι και οψίπλουτοι, και ωρμήσαμεν ακατάσχετοι εις
+πλήρωσιν αυτών, δίκην στρατού βαρβάρων νικηφόρου, εισελαύνοντος εις
+δορυάλωτον χώραν και σπεύδοντος να λεηλατήση αυτήν μέχρι του εσχάτου των
+τριόδων της κάρφους, εκ φόβου μη δεν εύρη πλέον τίποτε την επαύριον.</p>
+
+<p>Δεν εσυλλογίσθημεν, ότι ανεβλέπομεν από τυφλότητος μακράς, και ότι το φως
+το άπλετον ηδύνατο ν' αποβή ολέθριον εις την νέαν και ασθενή ημών όρασιν.</p>
+
+<p>Δεν εσκέφθημεν, ότι όπως απολαύσωμεν όσων ωρεγόμεθα, είχομεν πόρων
+ανάγκην και πόρων πολλών, ενώ ήμεθα γυμνοί έτι από της δουλείας και
+ρακένδυτοι από της βαρβαρότητος.</p>
+
+<p>Αντί να μεριμνήσωμεν εγκρατώς και περιεσκεμμένως περί της προχείρου
+παρασκευής απερίττου ενδυμασίας, δυναμένης να καλύψη τα ριγούντα ημών
+μέλη, ωνειρεύθημεν αμέσως ενδύματα πολυτελή και χρυσοποίκιλτα, ως μόνην
+αναβολήν αξίαν των ενδόξων απογόνων του Περικλέους, δυναμένην
+ανεπαισχύντως να επιδειχθή εις των Ευρωπαίων τα όμματα. Είχομεν, βλέπετε, να
+<span class="sp"> κρατήσωμεν την θέσιν μας</span>, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος
+υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, — αν πληρώση — την
+μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.</p>
+
+<p>Ούτω δε, αντί να περιορίσωμεν εξ αρχής τας ανάγκας ημών αναλόγως των
+πόρων μας, ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα έτι δυστυχώς να αυξήσωμεν τους
+πόρους ημών αναλόγως των αναγκών μας, και τούτων ουχί αληθών και
+πραγματικών, αλλά ψευδών ως επί το πολύ και εκ μωράς συνθήκης
+υπαγορευομένων.</p>
+
+<p>Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα πτωχοί, . . . και
+ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν έχομεν.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους, όστις να
+οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους προς την άβυσσον
+χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των ποδών των.</p>
+
+<p>Τουναντίον. Εκείνοι παρ' ων έπρεπεν άλλως να προσδοκάται σωτήριος τις
+απόπειρα προς ανακοπήν του γεύματος, όπερ παρέσυρε τα πλήθη, εκείνοι
+ακριβώς υπήρξαν οι συντελέσαντες εις αύξησιν αυτού και εξόγκωσιν.</p>
+
+<p>Οι μεν αυτών επέστρεφον εκ της Εσπερίας, κομίζοντες, πλην ολίγων απέπτων
+και συγκεχυμένων γνώσεων, βαθυτάτην του ελληνικού βίου περιφρόνησιν και
+χλεύην προς τα ήθη των πατέρων αυτών, οίτινες είχον δαπανήσει εις μόρφωσίν
+των.</p>
+
+<p>Οι δε, όψιμοι πλέον παραφυάδες παλαιοτέρων κ' ευρωστοτέρων κορμών,
+καλύπτοντες υπό αξιώσεις αμέτρους αδράνειαν γεροντικήν και παντελή βιωτικήν
+εξάντλησιν, διετήρουν έτι ως κειμήλιον τας ξενοτρόπους του παρελθόντος αυτών
+παραδόσεις, και ανέπτυσσον αυτάς εις ολέθριον πειρασμόν του πλήθους.</p>
+
+<p>Άλλοι τέλος, από παντοίων επεισάκτων αναγνωσμάτων φθειρόμενοι, και τους
+νοσηρούς αυτών πόθους ως αληθείς ανάγκας υπολαμβάνοντες, σκοπόν του βίου
+των προετίθεντο την εκ παντός τρόπου πλήρωσιν αυτών, εις ταύτην και μόνην
+συνοψίζοντες του πολιτισμού των το ευαγγέλιον.</p>
+
+<p>Ούτω δε κατήρξαντο πρώτοι της ολισθηράς πορείας όσοι έπρεπε να
+οδηγήσωσιν εις την ευθείαν τους πολλούς, και ηκολούθησαν εκ τούτων όσοι
+υπέλαβον ότι ηδύναντο να εξισώσωσι τους πόρους αυτών προς τας δαπάνας της
+νέας διαίτης, μεθ' όσης ευκολίας εξισούντο αι ορέξεις των προς τας ορέξεις των
+άλλων.</p>
+
+<p>Ο άνθρωπος είνε μιμητής, και ο Έλλην είνε ο μιμητικώτατος των
+ανθρώπων.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ' ην,
+λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ ιδίων, να μη
+εμιμήθημεν τους ξένους.</p>
+
+<p>Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός μεγαλεία,
+μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας ημών εντείνοντες τας
+δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και περιωπήν.</p>
+
+<p>Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι πλέον
+σήμερον τα θαύματα;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και κυρία των
+γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των ελληνικά· και τα εμάνθανον
+αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού. Αλλά την
+εποχήν εκείνην διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν
+ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι. Τι να τα
+κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και άγιον των πατέρων υμών
+άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του
+κατακλυσμού την εθνικότητα αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν
+χωρίς γαλλικά;</p>
+
+<p>Ενομίσαμεν ούτω απαραίτητον, όπως αποδειχθώμεν άξιοι της περιβλέπτου
+θέσεως ην εκλήρου ημίν η θεία πρόνοια, να μάθωμεν γαλλικά, πριν ή διδαχθώμεν
+την πατρικήν ημών γλώσσαν. Και παρεδώκαμεν επί τούτω τα τέκνα ημών, από
+νεαράς αυτών ηλικίας, εις ξένας παιδαγωγούς, ων αι πλείσται πάντη αλλοίαν
+έχουσιν ως εκ του παρελθόντος αυτών την ειδικότητα, και ερυθριώμεν σχεδόν εξ
+υπερηφανείας, όταν τα ακούωμεν στρεβλούντα μετά πολλών μορφασμών ολίγας
+γαλλικάς λέξεις, και υπολαμβάνομεν εαυτούς αληθώς ευδαίμονας, οσάκις τα
+βλέπομεν κρατούντα γαλλικόν βιβλίον, όπερ ως επί το πλείστον είνε
+μυθιστόρημα.</p>
+
+<p>Και έχομεν πλήρη και αδιάσειστον την πεποίθησιν, ότι δίδομεν τοιουτοτρόπως
+καλήν ανατροφήν εις την νέαν γενεάν.</p>
+
+<p>Δεν είνε τούτο άρτος πιτυρίτης, και χειρίστης μάλιστα πoιότητος;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Παρατηρήσατε εις τας οδούς και τας πλατείας των Αθηνών τον κομψόν εκείνον
+νεανίσκον, όστις υπό τα στενά του ενδύματα φαίνεται ως αλεξιβρόχιον εντός της
+θήκης του. Δεν θα δυσκολευθήτε να τον εύρετε, διότι είνε πολλοί και ομοιάζουν
+όλοι απαράλλακτα. Είνε υιός καλής οικογενείας, ήτις αφού μάτην εδαπάνησεν
+εκούσα εις εκπαίδευσίν του, δαπανά σήμερον άκουσα εις ενδυμασίαν αυτού και
+διασκέδασιν. Αν είχε το ευτύχημα να γεννηθή εις χρόνους παλαιούς, θα
+επεμελείτο χαίρων των πατρικών κτημάτων, θα εφρόντιζε περί ευρέσεως
+τελειοτέρου τινος λιπάσματος, και θα προσεπάθει ν' αυξήση το ετήσιον από γης
+εισόδημά του. Σήμερον πράττει άλλως, διότι άλλως ανετράφη. Τρώγει, μόνος
+αυτός, την μείζονα μερίδα της πατρικής προσόδου, και προεξοφλεί το υπόλοιπον
+εις τους τοκογλύφους. Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι ευρίσκει
+πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια σφαιριστήριον, ομιλεί περί των
+πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει
+βαθυτάτην περιφρόνησιν προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται
+διπλωματικήν τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ'
+ων καρυκεύει την ομιλίαν του.</p>
+
+<p>Πιτυρίτης και αυτός, και πιτυρίτης αφθονότατος σήμερον εν τη Αθηναϊκή
+αγορά.</p>
+
+<p>Η αγαθή αυτή κυρία, ήτις φοιτά τακτικώτατα εις τας παραστάσεις του εν
+Φαλήρω γαλλικού θεάτρου — χωρίς να γνωρίζη γαλλικά — μετά της θυγατρός της,
+ήτις γνωρίζει τόσα μόνον, ώστε να εννοή τας σεμνάς χειρονομίας των ηθοποιών,
+πιτυρίτην άρτον τρώγει και αυτή.</p>
+
+<p>Πόθος της ενδόμυχος — ιερός και άγιος πόθος μητρός — είνε να νυμφεύση την
+κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει
+πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από
+γένος, και η κόρη της τον θέλει με θέσιν κοινωνικήν. Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι
+του είδους αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός
+κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί τρόποι. Τι δε εννοεί
+καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως, παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της
+κόρης και την αναβολήν αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και
+παρακολουθών τα βλέμματά της τα αεικίνητα. Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα
+εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο σεμνοτέρα, και θα
+υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει ολιγώτερα και σωφρονέστερα.</p>
+
+<p>Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους τέιον και
+πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του υστερήματος του στομάχου των, η
+δε κόρη γυμνάζεται εις την αλιείαν.</p>
+
+<p>Το δίκτυόν της δεν συνέλαβεν ακόμη τίποτε, και ο γέρων πατήρ της — ωρίμου
+πείρας άνθρωπος — εκφράζει πολλούς δισταγμούς περί της αποτελεσματικότητος
+της μητρικής μεθόδου.</p>
+
+<p>Αλλά τις τον ακούει! Όταν ομιλή, μήτηρ και θυγάτηρ ανταλλάσσουσι βλέμματα
+πολυσήμαντα, και όταν απέρχεται, γελώσιν ενίοτε εις βάρος του.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν έντιμοι
+άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες εγχώριον άρτον από
+εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των
+ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων, και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την
+άρρητον εκείνην γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον
+μόχθον. Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το
+εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν αίφνης από τας
+μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας λεπτομερείας, και εσκέφθησαν
+φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον
+άρτου, ενώ το χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του. Ο δρόμος
+ήτο εύκολος, γνωστός και πλήθων κόσμου. Ηκολούθησαν το πλήθος.
+Εφαντάσθησαν και αυτοί — τις δεν το εφαντάσθη; — ότι προχειρότατον ήτο να
+τραφώσι μαγειρεύοντες αέρα και ακοπώτατον να πλουτήσωσιν από μηδενικών. Ο
+πρώτος αυτών πλους διά του πελάγους των χαρτίνων εκατομμυρίων υπήρξεν
+αίσιος, και ο πρώτος πιτυρίτης άρτος τον οποίον εμάσσησαν εφάνη εις αυτούς του
+γλυκυτέρου πλακούντος γλυκύτερος. Τι βλάκες ήσαν τόσον καιρόν! Ήλλαξαν έξεις,
+και αντί να πίνωσιν, ως άλλοτε, τον καφέν και τον ναργιλέν των εις το μικρόν
+γειτονικόν των καφενείου, κατά την μεσημβρινήν της εργασίας των ανάπαυλαν,
+εφοίτησαν εις του Χαραμή, ανέγνωσαν εφημερίδας και συνεζήτησαν περί των
+ενδεχομένων αποτελεσμάτων της εν Τσερνιέβιτς συνεντεύξεως των τριών
+αυτοκρατόρων. </p>
+
+<p>Αλλά δυστυχώς . . . </p>
+
+<p>Ας συμπληρώση ο αναγνώστης την φράσιν. Το πράγμα είνε ευκολώτατον
+σήμερον, ότε γενική σχεδόν πάντων ασχολία είνε η απόδοσις του φοβερού αυτού
+α λ λ ά.</p>
+
+<p>
+Το κακόν είνε ότι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι απέμαθον πλέον να εργάζωνται, και
+περιφέρονται ακόμη, αληθή κ α μ ό ν τ ω ν είδωλα, εις τας παρόδους του
+χρηματιστηρίου, ονειρευόμενοι ενίοτε το παρελθόν, και πλάττοντες πάντοτε
+πιτυρίτην άρτον διά της φαντασίας των.</p>
+
+<p>Και όμως αυξάνουσιν ολονέν τα πίτυρα εν Αθήναις.</p>
+
+<p>Χθες έτι μόλις ενέσκηψεν ως τυφών επί τας κεφαλάς ημών το άκουσμα του
+βουλγαρικού τολμήματος, ούτινος κατά μέγα μέρος είμεθα ημείς πρώτοι
+συνένοχοι· διότι επί μακρόν χρόνον εφαντάσθημεν, — ίσως δε το φανταζόμεθα
+και σήμερον ακόμη — ότι το ασφαλέστερον μέσον προς ενίσχυσιν και προαγωγήν
+του ελληνισμού εν Μακεδονία και Θράκη είνε να στέλλωμεν αποφοίτους τινάς του
+Αρσακείου εις νηπιαγώγησιν των βουλγαροφώνων ελληνοπαίδων, — ούτως
+αποκαλούμεν συγκαταβαίνοντες τους βουλγαρόπαιδας, — να γράφωμεν χαρτία
+πολλά και υπομνήματα προς διεκδίκησιν των εν Μακεδονία προπατορικών ημών
+δικαιωμάτων, και να ζητώμεν εθνικούς εράνους, όπως εκτυπώσωμεν εις μυριάδας
+αντιτύπων τας εικόνας του μεγάλου Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους, και
+διανείμωμεν αυτάς εις τους κατοίκους της, προς αναρρίπισιν εθνικού φρονήματος.
+Διά τοιούτων μωρών πιτύρων εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να
+παρασκευάσωμεν ελληνικόν άρτον εν Μακεδονία. Διά τοιούτων πιτύρων
+υπεθέσαμεν και σήμερον έτι εν τω αφελεί ημών ενθουσιασμώ, ότι ήτο δυνατόν να
+εξορκίσωμεν τον κίνδυνον και να αποτρέψωμεν την καταιγίδα. Οι βυζαντηνοί
+έκαμνον λειτουργίας· ημείς κάμνομεν συλλαλητήρια. Οι βυζαντηνοί συνέτασσον
+τροπάρια· ημείς συντάσσομεν ψηφίσματα. Συναζόμεθα το εσπέρας,
+επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι και μη περίεργοι, περί την εξέδραν
+της μουσικής. Διώκομεν τους μουσικούς και ανάπτομεν αυθαιρέτως τους φανούς,
+πραξικοπούντες και ημείς εν μικρώ, ως λαός ενθουσιώδης εννοών να υποτάξη τα
+πάντα εις τον πατριωτικόν αυτού πυρετόν, και . . . χαίνομεν έπειτα προς τους
+λόγους του πρώτου τυχόντος υπαιθρίου ρήτορος, όστις μας διαβεβαιοί, εν πάση
+σπουδαιότητητι και κατανύξει, ότι ο θεός και η πατρίς και η συνείδησίς του
+παρήγγειλαν εις αυτόν να υπομνήση τους Έλληνας, ότι η Μακεδονία είνε χώρα
+ελληνική. Χειροκροτούμεν έξαλλοι εκ πατριωτισμού — τι άλλο να κάμωμεν; —
+ψηφίζομεν έπειτα ψηφίσματα φλογερά, διατρέχομεν τας οδούς εν φωναίς και
+σημαίαις, και την επαύριον αρχίζομεν πάλιν τα ίδια, και αι επαρχίαι μας
+μιμούνται, και φρονούμεν αδιστάκτως, ότι η Ευρώπη αδύνατον είνε να μη λάβη
+υπ' όψιν τα ελληνικά συλλαλητήρια. Αν δε τυχόν εν ώρα μικροψυχίας διστάσωμεν
+επί στιγμήν περί της εντυπώσεως, ην δύνανται να παραγάγωσιν εν Ευρώπη τα
+πατριωτικά ημών ψηφίσματα, εύκολον πρόκειται και πρόχειρον του δισταγμού
+ημών το ιατρικόν. Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών ρήτορας αποστόλους του
+ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον
+συγκομιδήν ευρωπαϊκών συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των
+εκκλησιών αναμένουσι προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων
+περισυναγόμενα κέρματα των πιστών.</p>
+
+<p>Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Αλλ' αρκεί.</p>
+
+<p>Όπου και αν στρέψη τις κύκλω βλέμμα παρατηρητικόν, πανταχού σχεδόν θα
+απαντήση μικρόν ή μέγα εργαστήριον παρασκευάζον άρτον εκ πιτύρων, πανταχού
+θα ίδη μικράν ή μέγα οπτανείον, μαγειρεύον το ψεύδος ίνα κενώση αυτό ως
+αλήθειαν. Αδύνατον είνε να τ' αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και
+η απαρίθμησις; Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των
+καταναλωτών τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται
+τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται περιβεβλημένοι
+αλήθειαν. Μήπως κ' εξ αυτών οι πλείστοι δεν παράγουσι πιτυρίτην, όπου και όπως
+έκαστος δύναται; Μη δεν είνε και μένει και θα μένη πάντοτε η ελληνικωτάτη των
+παροιμιών:<span class="sp"> Γέλα με να σε γελώ</span>;</p>
+
+<p>Πομφόλυγες στιλπναί και μεγάλαι, φυσώμεναι καθ' εκάστην υπό της ιδίας
+ημών μωρίας, αντιπαρερχόμεθα αλλήλους εν ταις οδοίς και ταις τριόδοις, και
+θαυμαζόμεθα, και φθονούμεν αι μικρότεραι τας μεγαλειτέρας.</p>
+
+<p>Ενίοτε πνέει αίφνης ο άνεμος, και διαρρήγνυνται μερικαί και γελώσιν αι άλλαι.
+Το δε τέλος;</p>
+
+<p>Το αγνοώ, αλλά το εύχομαι. Έστω οιονδήποτε.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn14' id='ref14'>14</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<h4>
+Α'.<br /></h4>
+
+<p>Αι δύο αύται λέξεις, και αι έννοιαι ας εκφράζουσιν, αποτελούσιν αναντιρρήτως
+εν των περιεργοτέρων φαινομένων εν τω βίω της νεωτέρας Ελλάδος.</p>
+
+<p>Δεν γνωρίζω, αλλ' αμφιβάλλω ειλικρινώς, αν υπάρχει έθνος εκ των συγχρόνων
+οίον δήποτε, όπερ να διήρεσε πάντας σχεδόν τους αλλοεθνείς εις τας δύο ταύτας
+κατηγορίας, και κατατάσσον έκαστον εις μίαν εξ αυτών να παρεδέχθη, ότι
+αδύνατον είνε να υπάρχη ξένος οίος δήποτε, όστις να μη ήνε φίλος του ένθερμος
+και φανατικός ή εχθρός του θανάσιμος. Και σημειωτέον ότι αι απλαί αύται και
+άκακοι λέξεις<span class="sp"> φίλος και εχθρός</span> ουδόλως αποδίδουσι την ειδικήν εκείνην
+έννοιαν, ην συνδέομεν ημείς οι νεώτεροι Έλληνες προς τας πολυσημάντους και
+βαρείας λέξεις<span class="sp"> φιλέλλην</span> και<span class="sp"> μισέλλην</span>, ας και εδημιουργήσαμεν, βλέπετε,
+επίτηδες προς έκφρασιν του πράγματος.</p>
+
+<p>Εδημιουργήσαμεν, είπον, καίτοι εύρομεν αληθώς τας λέξεις ετοίμους εν τη
+γλώσση, από των κλασικών ήδη χρόνων πλασθείσας υπό των ημετέρων προγόνων.
+Αλλά μετεχειρίζοντο άρα γε και εκείνοι τους όρους αυτούς, όπου και όπως
+εφαρμόζομεν ημείς αυτούς σήμερον; Ήτο άραγε ο πρώτος αυτών φιλέλλην Άμασις
+και ο πρώτος των μισέλλην Τισαφέρνης ό,τι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες και
+μισέλληνες; Αληθεύει και επί του προκειμένου ό,τι έλεγέ ποτε γάλλος τις
+πρόξενος εις τον λόρδον Βύρωνα, ότι δηλαδή είμεθα πάντοτε la m&ecirc;
+me canaille que
+temps de P&eacute;ricl&egrave;s; Καλή ή κακή, θα ήτο παρηγορία όπως δήποτε, αν ηλήθευεν η
+ρήσις. Αλλ' έχω, το κατ' εμέ, πολλούς περί τούτου δισταγμούς· φρονώ δε μάλλον,
+ότι παραλαβόντες τας λέξεις εκείνας, παρελάβομεν αυτάς ως και τόσας άλλας,
+μεταβαλόντες το νόημά των. Εδημιουργήσαμεν νέας εννοίας και τας ενεδύσαμεν
+διά των παλαιών λέξεων. Πόσον δε νέαι αληθώς και ειδικαί και πάντη άσχετοι
+προς την γραμματικήν των λέξεων σημασίαν είνε αι έννοιαι ας αποδίδομεν εις
+αυτάς οι νεώτεροι Έλληνες, θέλει αμέσως μετ' ολίγον καταδειχθή. Ας μείνωμεν
+λοιπόν και των λέξεων δημιουργοί. Δεν βλάπτει.</p>
+
+<p>Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε αυτοί οι Ιταλοί οι
+πλείστην έχοντες προς ημάς ομοιότητα, έχουσιν εν τη γλώσση αυτών λέξεις
+ανάλογους προς τας λέξεις εκείνας, διά τον απλούστατον λόγον, ότι ουδέποτε
+συνέλαβον τας εννοίας, αίτινες ήθελον υπαγορεύσει την δημιουργίαν των λέξεων.
+Διακρίνουσι βεβαίως μεταξύ των ξένων τους ορθώς ή εσφαλμένως περί αυτών
+κρίνοντας, τους μάλλον ή ήττον γνωρίζοντας τα κατ' αυτούς, τους πλειότερον ή
+ολιγώτερον ασχολουμένους εις τα του βίου των υφ' οιανδήποτε έποψιν, πολιτικήν,
+φιλολογικήν ή άλλην. Αλλ' ουδέποτε όμως διενοήθησαν να χωρίσωσι τους ξένους
+εις δύο μεγάλας τάξεις, να ορύξωσι τάφρον μεταξύ αυτών, και ν' απονείμωσιν εις
+τούτους μεν τιμητικάς εις εκείνους δε ονειδιστικάς προσωνυμίας. Ουδέν ποτε
+έθνος, πλην του νεωτέρου ελληνικού, εθεώρησε τους ξένους ως μη δυναμένους να
+κριθώσιν άλλως ή κατ' αναφοράν προς αυτό και μόνον, ως ει αυτό κατ' εξοχήν
+απετέλει το κέντρον του πλανητικού συστήματος των εθνών. </p>
+
+<p>Αλλά διατί λοιπόν πράττομεν τούτο ημείς; </p>
+
+<p>Διατί κατηντήσαμεν σήμερον, από ετών τελειοποιούμενοι, εις το αναντιρρήτως
+κωμικόν σημείον να μη ακούωμεν όνομα ξένου προφερόμενον, χωρίς να
+ερωτώμεν αμέσως αν είνε φιλέλλην, και να χαρακτηρίζωμεν αυτόν μισέλληνα εν
+περιπτώσει αποφατικής απαντήσεως;</p>
+
+<p>Υπολαμβάνομεν άρα γε ημάς αυτούς τοσούτον μεγάλους και σημαντικούς,
+ώστε να υποθέτωμεν ότι αδύνατον είνε να υπάρχωσι και άνθρωποι
+αδιαφορούντες περί ημών; Ή μη τυχόν ομοιάζομεν τους παροδίους εκείνους
+επαίτας, τους τείνοντας διαρκώς την χείρα προς τους διαβάτας, και διακρίνοντας
+φυσικώ τω λόγω ολόκληρον το ανθρώπινον γένος εις δύο μόνον μεγάλας τάξεις,
+εις δίδοντας και μη δίδοντας;</p>
+
+<p>Ηδύνατό τις ίσως να πιστεύση το δεύτερον μάλλον ή το πρώτον· αλλ'
+ασφαλέστερον και ορθότερον, πάντως δε πατριωτικώτερον νομίζω να παραδεχθή
+τις αμφότερα τα κατ' επιφάνειαν τοσούτον δυσσυμβίβαστα φαινόμενα μέρη του
+διλήμματος. Ολίγοι τάχα είνε οι μεγάλην μεν και επιβάλλουσαν έχοντες την
+αναβολήν, επαιτικόν δε κατά βάθος το φρόνημα; Μήπως δεν έχομεν και λέξιν
+ελληνικήν, την<span class="sp"> πτωχαλαζονείαν</span>, θαυμασίως εκφράζουσαν τον περίεργον
+αυτόν σύνδεσμον εννοιών τοσούτον αντιθέτων, και αμετάφραστον εις οιανδήποτε
+ξένην γλώσσαν;</p>
+
+<p>Αλλά περί της νεοελληνικής πτωχαλαζονείας άλλοτε και ευκαιρότερον
+πλείονα.</p>
+
+<p>Επί του παρόντος τούτο και μόνον αρκεί να σημειωθή, εις εξήγησιν της
+εθνολογικής ημών εκείνης ιδιοσυγκρασίας, περί ης έλεγον εν αρχή των γραμμών
+τούτων· ότι, μη παραδεχόμενοι δυνατήν την ύπαρξιν ξένου οιουδήποτε, πλην των
+φιλελλήνων ή μισελλήνων, και επαιτούμεν χωρίς να το αισθανώμεθα, και
+κομπούμεθα εις όγκον, ούτινος ουδ' η σκιά καν μας προσήκει.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πριν ή δε προχωρήσω εξετάζων το νοσολογικόν τούτο φαινόμενον του
+νεωτέρου ελληνισμού, — διότι νόσος αληθώς πρέπει τούτο να κληθή — ανάγκην
+απαραίτητον αισθάνομαι να εξαιρέσω ευθύς εν αρχή του πολυαρίθμου τάγματος
+των νεοτευχών φιλελλήνων, ους εδημιουργήσαμεν οι νεώτεροι Έλληνες εις
+θεραπείαν ημών αυτών, την σεμνήν εκείνην χορείαν των ευγενών ξένων, οίτινες
+δραμόντες από περάτων του κόσμου εις αρωγήν της αγωνιζομένης ημών
+ελευθερίας, εβάπτισαν αυτοί εαυτούς φιλέλληνας εν αίματι και πυρίτιδι, και
+έσπειραν προ εξήκοντα ετών τα οστά των εν Πέτα και Χαϊδαρίω, εν Καρύστω και
+Καματερώ. Ιερά έστω αυτών η μνήμη, και εύφημον εις αιώνας το όνομα!</p>
+
+<p>Αλλ' άλλοι τότε ήσαν οι καιροί, και πολύ έκτοτε μετεβλήθησαν.</p>
+
+<p>Τότε εφονεύετο εν Σφακτηρία ο Σάντα Ρόζας και έθνησκεν ο Νόρμαν εν
+Μεσολογγίω. Σήμερον. . . . </p>
+
+<p>Αλλά μη προτρέχωμεν.</p>
+
+<p>Οι σημερινοί φιλέλληνες, εκείνοι δηλαδή ους ημείς ούτω καλούμεν,
+διαφέρουσι πολύ των παλαιών, περί ων κυρίως ο σοφός μου φίλος κ.
+Κουμανούδης τοσαύτα εχαριτολόγησεν άλλοτε εν τω Αθηναίω. Εκείνους έπλαττε
+φιλέλληνας αληθείς η αληθινή των προς την Ελλάδα αγάπη, και την προσωνυμίαν
+των ταύτην, ην μόνοι των αυτοί ελάμβανον εν υπερηφανεία, εκύρουν μεν
+περιφανώς τα έργα αυτών, εταμειεύομεν δ' ημείς κατόπιν ευγνώμονες εν τη
+ημετέρα καρδία. Ήσαν εκείνοι φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος της
+ποιητικής εποχής της παλινορθώσεως, ούτινος η αίγλη ωχράνθη μικράν κατά
+μικρόν, και εσβέσθη τέλος μετά της σεμνής κορυφής του φαεινότατου αυτής
+αντιπροσώπου, του Βίκτωρος Ουγώ. Ήσαν ούτως ειπείν αυτοχειροτόνητοι
+μεσαιωνικοί ιππόται, στρατεύοντες πάνοπλοι εις ανόρθωσιν της αδικίας και
+προστασίαν των τυραννουμένων, διότι ήσαν τότε καιροί, καθ' ους υπήρχον και
+άνθρωποι αισθανόμενοι την ανάγκην ταύτην.</p>
+
+<p>Τους σημερινούς όμως φιλέλληνας, τους ακόπους φιλέλληνας των εφημερίδων
+και των περιηγήσεων, τους δημιουργούμεν ημείς ως επί το πλείστον· ημείς τους
+βαπτίζομεν, και ημείς επί τέλους, διά του υπουργείου των Εξωτερικών, τους
+χειροτονούμεν και ιππότας.</p>
+
+<p>Ουδόλως απίθανον, πιθανώτατον δε μάλιστα είνε, ότι οι παλαιοί εκείνοι, οι
+αφιλοκερδείς, οι πλήρεις ποιητικού ενθουσιασμού και γενναίων αισθημάτων φίλοι
+της Ελλάδος, παρήγαγον βαθμηδόν την φυλήν των σημερινών φιλελλήνων· αλλ'
+εξεφυλίσθη κατά μικρόν το είδος από γενεάς εις γενεάν, και οι σήμερον ούτω
+καλούμενοι είνε επίγονοι αληθείς, ως επίγονοι είμεθα ημείς των παλαιών εκείνων
+ανδρών της μεγάλης εποχής του μεγάλου ημών αγώνος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τους φιλέλληνας της σήμερον δημιουργούμεν, ως προέλεγον, ημείς αυτοί ως
+επί το πλείστον, κατά φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην της νοσηράς ημών
+εθνικής ιδιοσυγκρασίας. Ημείς αυτοί δημιουργούμεν και τους μισέλληνας. Οι
+πλείστοι και τούτων και εκείνων ουδ' ενόησαν ίσως ουδέ συνησθάνθησαν την
+ιδιότητα, ην απεδώκαμεν ημείς εκάστοτε εις αυτούς, πριν ή μάθωσιν εξ ελληνικής
+φήμης τας υπό της δημοσιογραφίας ημών διασαλπισθείσας αρετάς των, ή τας
+κακίας όσας εφορτώσαμεν εις την ράχιν των. Πολλοί δε και ηπόρησαν ίσως
+βαθυτάτην απορίαν, ακούσαντες τους πανηγυρισμούς ημών ή ονειδισμούς, και
+ηρώτησαν εαυτούς, τι αγαθόν άρα ή κακόν εποίησαν, όπως αξιωθώσι τοσούτου
+πάταγου τα ονόματά των, συνειδότες οι ταλαίπωροι, ότι δεν</p>
+
+<p class="poem">
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;
+&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;m&eacute;rit&eacute;
+ni cet exc&egrave;s d' honneur ni cette indignit&eacute;.</p>
+
+<p>Aλλά τι ταύτα προς ημάς; Hμείς είχομεν και έχομεν απαραίτητον ανάγκην
+φίλων και εχθρών, και τους πλάττομεν και τους φανταζόμεθα οσάκις μας
+λείπουσιν, ως οι μικρομέγαλοι εκείνοι άνθρωποι, οίτινες ονειρεύονται παντού
+προστάτας και πάτρωνας και υπερασπιστάς και φίλους, και τόσον σπουδαίως
+κατορθόνουσιν επί τέλους να πείσωσιν εαυτούς περί της αληθείας των ονείρων
+των, ώστε υπολαμβάνουσιν εχθρούς των ασπόνδους πάντας τους οπωσδήποτε
+αγνοούντας αυτούς. Ότι είμεθα και ημείς μικροί, ουδείς δύναται ν' αμφισβητήση,
+ουδ' αυτοί οι αισιοδοξότατοι του ελληνισμού υμνογράφοι. Αλλ' ουδ' έγκλημα είνε
+τούτο, ουδ' αμάρτημα καν· ατύχημα μόνον. Το κακόν είνε ότι είμεθα μικροί και
+φανταζόμεθα ότι είμεθα μεγάλοι, το δε χείριστον ότι έχομεν πάσας τας κακίας της
+αληθούς ημών μικρότητος και της ψευδούς ημών μεγαλειότητος.</p>
+
+<p>Του λυπηρού δε τούτου κράματος αποτέλεσμα υπήρξε και υπάρχει η περί των
+ξένων πάντων γενική ημών γνώμη, η διαιρέσασα αυτούς εις ποίμνην προβάτων και
+ποίμνην αιγών, εις τάγμα φιλελλήνων και τάγμα μισελλήνων.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τίνες δε και ποίοι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες;</p>
+
+<p>Ας εξετάσωμεν το πράγμα λεπτομερέστερον, εξαιρούντες, εννοείται, της
+μεγάλης αυτών στρατιάς, — διότι μεγάλην και πολυάριθμον έπλασεν αυτήν
+πάντοτε και πλάττει και σήμερον έτι η εθνική ημών φιλοτιμία — τους σπανίους
+εκείνους και αληθείς της Ελλάδος φίλους, τους αγαπήσαντας τα άξια ημών αγάπης
+και κατακρίναντας τα άξια κατακρίσεως, τους προμαχήσαντας ημών εν δικαίω
+αλλά και παραινέσαντας και επιτιμήσαντας ημάς μωραίνοντας. Ούτοι
+εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής μάλλον ή
+υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον νεοελληνικόν βάπτισμα,
+μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν
+ετοίμους ορέγοντες τας χείρας πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη
+επινέμεται ακοίμητον το άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.</p>
+
+<p>Φιλέλληνες σήμερον είνε, ή κάλλιον και ορθότερον ειπείν φιλέλληνες σήμερον
+καλούνται παρ' ημών οι γράφοντες και δημοσιεύοντες εν τω ευρωπαϊκώ τύπω
+άρθρα οιαδήποτε και οσαδήποτε υπέρ Ελλάδος· οι εξυμνούντες τας προπατορικάς
+ημών αρετάς, εξηγούντες δε και δικαιολογούντες τας απογονικάς ημών κακίας —
+όσας γνωρίζουσιν· οι εκ μικράς ή μεγάλης εν Ελλάδι διαμονής, πολλάκις δε και
+από του μαλακού κλιντήρος του σπουδαστηρίου των, θαυμάσαντες τας ποικίλας
+αποχρώσεις του αττικού ορίζοντος περί ηλίου δυσμάς, και του Παρθενώνος τα
+χρυσίζοντα ερείπια και την φωταυγή διαφάνειαν της αθηναϊκής ατμοσφαίρας· οι
+ανακηρύξαντες καταπληκτικάς και μονονού θαύματος αποτέλεσμα τας κοινωνικάς
+προόδους της νέας Ελλάδος· οι αφειδώς σπαταλήσαντες πάντα του λεξιλογίου
+αυτών τα κοσμητικά επίθετα υπέρ παντός Έλληνος ποτίσαντος αυτούς εν κύπελλον
+τεΐου· οι ετοίμως χειροκροτήσαντες και ακόπως πανηγυρίσαντες όσα ουδέποτε
+ανέγνωσαν νεοελληνικά συγγράμματα· οι επιχειρήσαντες τέλος να γράψωσι περί
+των καθ' ημάς πολιτικών ή κοινωνικών ή φιλολογικών πραγμάτων, χωρίς να
+γνωρίζωσι καν την γλώσσαν ημών, μόνον δε και μόνον όπως καύσωσιν ολίγον και
+ευθηνόν θυμίαμα υπό την ρίνα των νεολληνικών Σαλμωνέων, και ευφημηθώσιν
+έπειτα υπ' αυτών, προθύμως ανταποδιδόντων τα ίσα.</p>
+
+<p>Πόσων εκ τούτων τα ονόματα, δημοτικώτατα παρ' ημίν και κοσμούμενα καθ'
+εκάστην υπό των εφημερίδων διά των ευηχοτάτων του ελληνικού λεξικού
+επιθέτων, εισίν άγνωστα σχεδόν εν τη ιδία αυτών χώρα! Πόσοι των υμνητών μας
+εκείνων εξέλεξαν ως φιλολογικόν των αγρόν την νέαν Ελλάδα και τους νέους
+Έλληνας, μόνον και μόνον διότι ηδύναντο να γράφωσιν ό,τι ήθελον περί
+πραγμάτων αγνώστων εις τους αναγνώστας των, και να πιστεύωνται μεν υπ'
+εκείνων παραδοξολογούντες, να πιστεύωνται δε και υφ' ημών κολακεύοντες;
+Μηδένα τούτο ξενίση. Η νέα Ελλάς είνε και σήμερον έτι, μ' όσα και αν εγράφησαν
+περί αυτής, ή μάλλον διότι τόσα περί αυτής εγράφησαν, χώρα άγνωστος εις τους
+Ευρωπαίους. Υπάρχουσιν εξ αυτών πολλοί, απολαμβάνοντες τον τόπον ημών
+αποτελούντα μέρος της άκρας Ανατολής (Extr&ecirc;me Orient), άλλοι νομίζοντες ότι η
+Ελλάς είνε ακόμη μέρος της Τουρκίας, και άλλοι πεποίθησιν έχοντες αδιάσειστον,
+ότι οι νέοι Έλληνες τρώγουσιν έτι διά των δακτύλων. Ήκουσα εν τη Εσπερία,
+ανθρώπους ερωτώντας με αν αι οικίαι ημών έχουσι παράθυρα, και είδον εν
+Αθήναις ξένους απορούντας ότι αι γυναίκες εξέρχονται ακωλύτως εις περίπατον.
+Ουδέν επομένως άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών
+γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους υπέρ ημών
+γράφοντας.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους χρόνους! Αν από
+χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει</p>
+
+<p class="poem">&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;&nbsp;<i>
+τον υπό βλεφάροις<br />
+φοίνικ' ερύθημα προσώπου,</i></p>
+
+<p>ως λέγει που ο Ευριπίδης, βαθείαν και οχληροτάτην έπρεπε να αισθανώμεθα
+εντροπήν, αναγινώσκοντες όσους ετόλμησαν και τολμώσιν έτι να γράφωσιν αίνους
+εις δόξαν ημών οι της Εσπερίας φιλέλληνες. Αλλ' ημείς ομοιάζομεν δυστυχώς τας
+ασχήμους εκείνας και ερωτοτρόπους γυναίκας, αίτινες ου μόνον ευκόλως
+πιστεύουσιν ότι είνε Ασπασίαι και Αφροδίται, όταν ακούωσι τούτο λεγόμενον υπό
+των μαλακοκολάκων, αλλά και θαυμάζουσιν ενδομύχως τους λέγοντας, ως
+ανθρώπους λεπτήν έχοντας την καλαισθησίαν και άπταιστον την παρατήρησιν. Η
+άκομψος και σκαιά κολακεία είνε προς τους νοήμονας πολύ πολλάκις
+επαχθεστέρα του ψόγου και της κατακρίσεως. Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, — και
+τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες αι νεοελληνικαί — οι ευαρέστως
+οσφραινόμενοι και αυτής της χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και
+ασφυκτικόν θυμίαμα, χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον
+έχοντες την πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και
+οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και αυτοί την τιμήν
+ν' αποτελώσι μέρος.</p>
+
+<p>Οι ρώθωνες δε ημών ούτοι και η ιδιοσυγκρασία αυτών αποδεικνύουσι, πόσον
+δίκαιον είχεν ο Μολιέρος, ειπών ότι πάσαν αυθάδειαν και πάσαν μωρίαν δύναταί
+τις να καταστήση ευκατάποτον, καρυκεύων αυτήν εις κολακείαν.</p>
+
+<p>Διά τούτο δε και ημείς ου μόνον δεν εντράπημεν ουδ' εντρεπόμεθα, ου μόνον
+δεν ηγανακτήσαμεν ουδ' αγανακτούμεν δι' όσα μωρά και ανούσια κολακεύματα
+σιτίζουσιν ημάς οι από της Δύσεως νεοφώτιστοι ημών φίλοι, αλλά και κομπάζομεν
+επ' αυτοίς και βρενθυόμεθα, και απορούμεν πολλάκις, πώς δεν γράφονται
+περισσότερα και θερμότερα υπέρ του περιουσίου λαού του Κυρίου, και
+θηρεύομεν αίνους και λιβανωτόν πάση δυνάμει και διά παντός μέσου, και
+γράφομεν επαιτούντες, και οδοιπορούμεν οδοιπορίας μακράς εις αναζήτησιν
+συμπαθειών και φίλων, κ' ευτελιζόμεθα εκλιπαρούντες ευνοίας και θωπεύματα,
+και χαίρομεν χαράν ανεκλάλητον, οσάκις κατορθώσωμεν να αυξήσωμεν δι'
+ευγενούς τινος νεοσυλλέκτου το τάγμα των φιλελλήνων, και δημοσιευθή που της
+Ευρώπης νέον άρθρον εις ύμνον των απογόνων του Περικλέους και της
+περικαλλούς αυτών χώρας.</p>
+
+<p>Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις!</p>
+
+<p>Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω μέχρι τρίτου
+ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν. Η νοημοσύνη αυτού και η
+πολυμάθεια, η του καλάμου του δεινότης και των ιδεών αυτού η αδρότης και η
+δύναμις, ιδίως δε και προ πάντων η της κρίσεως αυτού ευμένεια και τα<span class="sp">
+ φιλελληνικά του αισθήματα</span> — το κυριώτατον αυτού προσόν, — περιάδονται
+και διασαλπίζονται εν χορδαίς και οργάνοις, το δε κοινόν κροτεί τας χείρας, ή, αν
+βαρύνεται να πράξη τούτο, παρατρίβει καν αυτάς εξ ευχαριστήσεως, και
+κρατύνεται φρονούν ακραδάντως, ότι μέγα μέλλον έχει ο λαός ο τοιούτους έχων
+φίλους, ότι αδύνατον είνε να παρίδη εις τέλος η Ευρώπη την έντονον έκφρασιν της
+κοινής γνώμης, και ότι περιττή και ανωφελής θα ήτο οιαδήποτε εθνική του
+εργασία υπέρ βελτιώσεως της τύχης του, αφού περί τούτου μεριμνώσιν άλλοι . . .
+και μεγάλοι.</p>
+
+<p>Τα ονόματα των νέων εκάστοτε δημοσιογραφικών προμάχων του ελληνισμού
+ταμιεύει ούτω ευγνώμων η ελληνική δημοσιογραφία, και η μνήμη αυτών αξιοί
+ευλόγως να καταλάβη θέσιν τιμητικήν εν τω μεγάλω καταλόγω των φίλων της
+Ελλάδος.</p>
+
+<p>Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται πολλάκις
+οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν είνε το νόσημά των,
+και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε
+προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα
+κατορθώση να μας πείση, αν ευρεθή,</p>
+
+<p class="poem"><i>ξενικοίς λόγοις μη λίαν εξαπατάσθαι, <br />
+μηδ' ήδεσθαι θωπευομένους μήτ' είναι χαυνοπολίτας,</i></p>
+
+<p>ως έλεγεν ο ποιητής των Αχαρνέων. Όπως δε οι παλαιοί του εκείνοι Αθηναίοι,
+ους</p>
+
+<p class="poem"><i>από των πόλεων οι πρέσβεις εξαπατώντες . . ιοστεφάνους εκάλουν, . .<br />
+ευθύς διά τους στεφάνους επ' άκρων των πυγιδίων εκάθηντο,</i></p>
+
+<p>ούτω και ημείς σήμερον ου μόνον πιστεύομεν όσα μας λέγουσιν οι τη μωρία
+ημών χαριζόμενοι ξένοι, αλλά και αλαζονευόμεθα επί τω πανηγυρισμώ, και
+ευθηνόν ευρίσκοντες των επαίνων το νόμισμα, προθύμως ανταποδίδομεν αυτό
+πολλαπλάσιον.</p>
+
+<p>Μηδέ τις φοβηθή, ότι είνε δυνατόν να αμελήση η νεοελληνική ευγνωμοσύνη
+του προσήκοντος αντιπανηγυρισμού της ευρωπαϊκής φιλελληνικότητος. Περί την
+εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος είμεθα ακριβέστατοι, και την οφειλήν
+ημών αποδίδομεν έγκαιρον πάντοτε και έντοκον και δεκαπλήν. Αν δε — ό μη
+γένοιτο — λησμονήσωμεν ημείς ή οκνήσωμεν, ευκολύνουσιν ημάς εις το έργον,
+ενίοτε δε και μας αναπληρούσιν αυτοί οι φιλέλληνες φίλοι μας. Ο γράφων τας
+γραμμάς ταύτας είδεν, ουχί προ πολλού, αρθρίδια επαινετικά μεγάλου
+φιλελληνικού άρθρου, γεγραμμένα υπ' αυτού του φιλέλληνος συγγραφέως, και
+αποσταλέντα εις Αθήνας, όπως μεταφρασθώσι και δημοσιευθώσι διά του
+ελληνικού τύπου εις εγκώμιον του διαπρεπούς ημών φίλου.</p>
+
+<p>Η μέθοδος, βλέπετε, τελειοποιείται βαθμηδόν, ως τελειοποιείται κατά τους
+χρόνους τούτους και προοδεύει πάσα βιομηχανία.<br /></p>
+
+<h4>Β'.<br /></h4>
+
+<p>Τα είδη των φιλελλήνων είνε ποικίλα και ανάλογα προς τας νεοελληνικάς ημών
+ανάγκας. Αλλά τα ακμαιότερα εξ αυτών είνε δύο· πολιτικοί φιλέλληνες, και
+φιλέλληνες λόγιοι. Έμποροι και βιομήχανοι φιλέλληνες δεν ανεπτύχθησαν εισέτι,
+ουδ' υπάρχει ελπίς ν' αναπτυχθώσιν εν τω μέλλοντι, ενόσω, τουλάχιστον δεν
+εξευρεθή τρόπος να τρέφεται η βιομηχανία και το εμπόριον δι' ευγνωμοσύνης και
+παρασήμων.</p>
+
+<p>Οι φιλέλληνες πολιτικοί είνε οι αφθονώτεροι, διότι και αι ανάγκαι ημών αι
+πολιτικαί είνε πλειότεραι και σπουδαιότεραι των άλλων. Εννοείται ότι οι πλείστοι
+εξ αυτών ουδεμίαν απολύτως έχουσι καθαράν και ητιολογημένην συνείδησιν του
+φιλελληνισμού αυτών· αλλά τούτο είνε προς ημάς πάντη αδιάφορον. Ο μεν
+έγραψέ ποτε — αν δεν υπέγραψε μόνον — ολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν
+οιαδήποτε ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της
+πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ των
+Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής. Άλλος απηύθυνεν
+επιστολήν είς τινα των πολιτικών ημών ανδρών, γνώμην αποφαινόμενος, ότι εις
+ημάς μόνους ανήκει η κληρονομιά του Βυζαντίου· άλλος ενθουσιωδέστερος
+ελάλησεν από του κοινοβουλευτικού βήματος υπέρ της πολιτικής ζωτικότητος του
+έθνους ημών, και άλλος τέλος — κυβερνήτης αυτός ξένου Κράτους, ύψωσε την
+φωνήν αυτού υπέρ των απαράγραπτων ημών δίκαιων, ή διεβεβαίωσε καν
+απόστολόν τινα οιονδήποτε του ελληνισμού περί των προς την νέαν Ελλάδα
+θερμών αυτού συμπαθειών.</p>
+
+<p>Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι τελευταίοι,
+εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού
+ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του Πλάτωνος και τους απογόνους του
+Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών.
+Ουδέν άλλο πλάγιον, πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή
+τον κάλαμον. Τουναντίον μάλιστα· πάσα οιαδήποτε σκέψις περί των
+συμφερόντων της ιδίας αυτών πατρίδος υπετάγη κατ' ανάγκην εις τους
+φιλελληνικούς της καρδίας των παλμούς. Άλλως πώς θα ήσαν φιλέλληνες;</p>
+
+<p>Τοιούτος είνε ο πήχυς δι' ου μετρούμεν τον φιλελληνισμόν. Ανάλογοι δε προς
+τον πήχυν αυτόν είνε και αι ημέτεραι αξιώσεις.</p>
+
+<p>Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί της νέας
+Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών αυτών δικαιωμάτων και
+των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το
+<span class="sp"> στόμα του με ροδόσταμον</span>;</p>
+
+<p>Είνε δυνατόν, ασχολούμενοι περί της νέας Ελλάδος οι ξένοι, να λησμονώσιν,
+ότι η ευγενής αυτή και ένδοξος χώρα επότισε την βάρβαρον Ευρώπην τα νάματα
+του πολιτισμού, και ότι καθήκον επομένως έχουσι, καθήκον ευγνωμοσύνης ιερόν
+και απαράβατον, να εργασθώσιν υπέρ του μεγαλείου της;</p>
+
+<p>Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε πολιτικόν άνδρα της αλλοδαπής, — εξ
+ανωτέρας, εννοείται, ηθικής και ποιητικής επόψεως εξεταζομένου του πράγματος,
+— να συλλογίζεται κατά πρώτον λόγον τα συμφέροντα της πατρίδος του και κατά
+δεύτερον τα της Ελλάδος, και να προτιμά τούτων εκείνα, αν τυχόν συμπέση να μη
+συμβιβάζονται;</p>
+
+<p>Τοιαύται έννοιαι δεν χωρούσιν εις Έλληνος κεφαλήν, ουδέ δύναται ποτε
+ελληνική καρδία να παραδεχθή και επιτρέψη τοιαύτην πώρωσιν.</p>
+
+<p>Διά τούτο απαιτούμεν να ενδιαφέρωνται υπέρ ημών οι ξένοι περισσότερον ή
+όσον ημείς αυτοί υπέρ εαυτών ενδιαφερόμεθα, να εργάζωνται υπέρ της
+πραγματοποιήσεως της εθνικής ημών ιδέας πολύ συντονώτερον ημών των ιδίων,
+να πράττωσιν εκείνοι πλειότερα όσων ημείς λέγομεν, και απλώς ειπείν να ήνε των
+Ελλήνων ελληνίστεροι.</p>
+
+<p>Διά τούτο οσάκις ακούομεν ή αναγινώσκομεν τρεις λέξεις υπέρ ημών, τις οίδε
+πόθεν και πώς λεχθείσας ή γραφείσας, τις οίδε τίνα εχούσας σκοπόν ή κρυφίαν
+υπαγόρευσιν, ενθουσιώμεν ευθύς και αλαλάζομεν και πλαταγούμεν, και
+δράττοντες τα εθνικά ημών κατάστιχα ανοίγομεν αμέσως μερίδα εις τον νέον
+φιλέλληνα.</p>
+
+<p>Συμβαίνει ενίοτε, — και ποσάκις μέχρι τούδε συνέβη! — να ανακαλύψωμεν
+βραδύτερον ότι ηπατήθημεν, η ευγενής δ' εκείνη φωνή, ην είχον έτι έναυλον τα
+πατριωτικά ημών ώτα, να σιγήση αίφνης αγενώς ή και ν' αλλάξη σκοπόν, γινομένη
+κατήγορος από υμνητού και επαινέτου.</p>
+
+<p>Λυπούμεθα βεβαίως διά το εθνικόν ατύχημα, αλλά δεν ταραττόμεθα και πολύ.
+Ανοίγομεν και πάλιν το εθνικόν ημών καθολικόν, εγγράφομεν τον αποστάτην εις
+την μερίδα των μισελλήνων, και παραδίδομεν αυτόν εις τας αράς και το μίσος του
+έθνους.</p>
+
+<p>Αν όμως συμβή το αντίστροφον! Αν, χάρις εις την παντοδύναμον ευγλωττίαν
+ειδικών τινων arguments sans replique ως έλεγεν ο Δον Βασίλειος, ακουσθή
+αίφνης ότι μετενόησαν αμαρτωλοί, και χρόνιοι εχθροί ετράπησαν εις φίλους, και
+ανταποκριταί φοβεροί παγκοσμίων εφημερίδων ανέμελψαν αίφνης το Ω σ α ν ά,
+ενώ χθες μόλις εκραύγαζον<span class="sp"> σταύρωσον, σταύρωσον αυτούς</span>, ω! η
+αγαλλίασις ημών τότε ούτε λέγεται ούτε περιγράφεται. Μη δεν είπεν ο Χριστός,
+ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί
+ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Των λογίων φιλελλήνων το γένος δεν είνε μεν βεβαίως τοσούτον επίσημον
+ουδέ περιφανές, όσον οι πολιτικοί φιλέλληνες, αλλ' αφθονεί όμως επίσης και
+ακμάζει, αυξάνει δε διαρκώς διά των νέων προσηλύτων, ους βαπτίζουσιν εκάστοτε
+οι παρ' ημίν λόγιοι, ουχί πάντες βεβαίως, αλλ' εκείνοι ιδίως, εις ους απονέμουσι
+προχείρως ευρωπαϊκής αθανασίας διπλώματα οι της δύσεως σοφοί.</p>
+
+<p>Αφ' ότου της εθελοφημίας η νόσος απέκτησε και παρ' ημίν ενδημικόν
+χαρακτήρα, οι δε λογογραφούντες Έλληνες ήρχισαν αλιεύοντες δόξαν από των
+τελευταίων σελίδων των εφημερίδων, και απ' αυτών έτι των γωνιών των οδών διά
+πολυχρώμων τοιχοκολλημάτων, ήνοιξε φυσικώ τω λόγω και η όρεξις αυτών, η δε
+φιλοδοξία των ωνειρεύθη άλλον ευρύν, ευρύτερον του ελληνικού ορίζοντα.</p>
+
+<p>Do ut des, είπομεν τότε προς τους ξένους, όσοι εφαίνοντο ορεγόμενοι
+νεοελληνικής δόξης. Σας κηρύττομεν φιλέλληνας, — και ηξεύρετε πόσον
+μυρίπνουν και ιερόν είνε αυτό το όνομα — αλλά πρέπει να μας κηρύξετε και σεις
+μεγάλους συγγραφείς. Και το πράγμα έγεινε, και των αλλοδαπών φιλελλήνων
+λογίων η στρατιά πληθύνεται οσημέραι εις δόξαν και κλέος των νεοελληνικών
+γραμμάτων.</p>
+
+<p>Διά τούτο δε βλέπομεν και αναγινώσκομεν καθ' εκάστην εις τας εφημερίδας
+και τα περιοδικά ημών συγγράμματα, ότι ο δείνα σοφός, υπό των<span class="sp">
+ φιλελληνικωτάτων αισθημάτων εμπνεόμενος</span>, εδημοσίευσεν εν τω δείνα
+ευρωπαϊκώ περιοδικώ επαινετικήν διατριβήν περί ταύτης ή εκείνης της
+νεοελληνικής συγγραφής· ότι ο άλλος εκείνος διάσημος φιλέλλην,
+<span class="sp"> ούτινος τόσον ευφήμως κατέστησαν γνωσταί</span> αι περί την μεσαιωνικήν ή την
+νέαν ημών φιλολογίαν μελέται, μετέφρασεν εις την γαλλικήν ή γερμανικήν, ενίοτε
+και την δανικήν ή την ρωσικήν ή τις οίδε ποίαν άλλην ευρωπαϊκήν ή και σημιτικήν
+γλώσσαν, την τάδε πραγματείαν νεοελληνικού σοφού· ότι ο ονομαστός ελληνιστής
+και φιλόλογος Άλφα εμνημόνευσε μετ' επαίνων τούτου ή εκείνου του
+νεοελληνικού βιβλίου, και ότι η διαπρεπής εν τω κόσμω των γραμμάτων κυρία
+Βήτα απένειμε τον στέφανον της αθανασίας εις τούτο ή εκείνο το ποίημα.</p>
+
+<p>Και ταύτα πάντα διαθρύπτουσι την εθνικήν φιλοτιμίαν ου μόνον των πολλών,
+οίτινες γνωρίζουσιν ίσως τα επαινούμενα έργα, αλλά και των ολίγων, οίτινες, πλην
+αυτών, γνωρίζουσι και τους επαινέτας. Αυξάνουσι δε ούτω και κορυφούνται αι εν
+τη νέα Ελλάδι φιλολογικαί επισημότητες, κλεϊζόμεναι υπό των αλλοδαπών σοφών,
+αυξάνει δε συγχρόνως και κραταιούται η ευγενής των λογίων φιλελλήνων τάξις,
+απαθανατιζομένη υπό των δι' αυτής απαθανατισθέντων.</p>
+
+<p>Είνε αληθές — ας μείνη δε τούτο μεταξύ μας — ότι οι πλείστοι των κρινόντων
+και θαυμαζόντων ή και μεταφραζόντων έτι τα προϊόντα της νεωτέρας ημών
+φιλολογίας αλλοδαπών, έχουσι το ατύχημα να αγνοώσι την γλώσσαν ημών, ή να
+γνωρίζωσι καν αυτήν τοσούτον ατελώς, ώστε να διαφεύγωσιν αυτούς τα κάλλη
+των συγγραμμάτων άτινα πανηγυρίζουσιν. Αλλά τούτο<span class="sp">
+ουδέν προς τάλφιτα. Η δουλειά</span> μας να γίνεται, λέγομεν οι ευφυείς και επιτήδειοι ημείς, δουλειά
+μας δε είνε να υπολαμβανώμεθα εκ παντός τρόπου μεγάλοι και σημαντικοί, να
+έχωμεν κολάκων εσμόν και φίλων πλημμύραν, και οι φιλέλληνές μας να αγαπώσι
+πάντοτε τους Έλληνάς των.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Περιττόν ίσως θα ήτο μετά τα ρηθέντα να λεπτολογηθώσι τα έξοχα
+προτερήματα, άτινα κατά τας εννοίας ημών κοσμούσιν απαραιτήτως πάντα
+φιλέλληνα. Δεν βλάπτει όμως και το περιττόν, οσάκις χρησιμεύει μεν εις τελείωσιν
+της εικόνος, δύναται δε ίσως — τις οίδε — να στρατολογήση και νέους άλλους του
+ευγενούς αγώνος μαχητάς.</p>
+
+<p>Πας φιλέλλην είνε εν πρώτοις και προ πάντων ευφυέστατος άνθρωπος. Αλλά τι
+σημαίνει τούτο και μόνον δι' ημάς τους Έλληνας, τους ευφυεστάτους των
+ανθρώπων; Θα ήτο το αυτό και αν ελέγομεν, ότι πας φιλέλλην έχει δύο οφθαλμούς
+και μίαν ρίνα. Δεν αρκούμεθα επομένως εις αυτό και μόνον. Οι φιλέλληνες είνε
+άνδρες μεγαλοφυείς, φαινόμενα έκτακτα εν τω διανοητικώ κόσμω των εθνών,
+<span class="sp"> υπάρξεις προνομιούχοι</span>, ως λέγουσι σήμερον επί το ελληνογαλλικώτερον αι
+νεοελληνικαί εφημερίδες. Οι φιλέλληνες έχουσιν ευρείαν την διάνοιαν και
+μεγάλην την καρδίαν, υψηλόν το φρόνημα και το αίσθημα ευγενές.</p>
+
+<p>Οι φιλέλληνες έχουσι τον νουν αυτών απρόσιτον εις πάσαν ιδέαν μικράν και
+ταπεινήν, τα δε στέρνα αυτών κεκλεισμένα προς παν αίσθημα αδικίας. Οι
+φιλέλληνες είνε και φιλελεύθεροι· ουδέ είνε δυνατόν να ήνε οπισθοδρομικοί,
+αφού είνε φιλέλληνες. Είνε προς τούτοις αναγκαίως και αναποδράστως άνθρωποι
+πολυμαθείς, ποτισθέντες τα νάματα της υγιούς παιδείας εν τη μελέτη των
+κλασικών μνημείων της προγονικής ημών φιλολογίας, άτινα κατανοούσι και
+εκτιμώσιν, εννοείται, κάλλιον παντός άλλου. Είνε πεφωτισμένοι λάτρεις του
+καλού, νοημονέστατοι και αδέκαστοι κριταί της αρετής και της αξίας, όντα ενί
+λόγω τέλεια και ιδανικά. </p>
+
+<p>Και πώς άλλως; Μόνον τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να ήνε φίλοι μας. </p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Οι δε μισέλληνες;</p>
+
+<p>Οι μισέλληνες είνε πολλοί. Πολύ πλείονες δυστυχώς των φιλελλήνων, διότι είνε
+πάντες οι μη φιλέλληνες.</p>
+
+<p>Τούτους μεν κατορθούμεν οπωςδήποτε ν' αριθμώμεν, διότι τους ακούομεν·
+τους αναγινώσκομεν, τους γνωρίζομεν, τους θυμιώμεν και τους λατρεύομεν. Αλλά
+τους δυστυχείς εκείνους παρίας, ων η πεπωρωμένη καρδία ουδέποτε έπαλεν υπέρ
+της Ελλάδος και των Ελλήνων, ων ουδέποτ' εξέφυγε τα χείλη κ α λ ό ς λ ό γ ο ς
+υπέρ ημών, πού να τους μάθωμεν ίνα τους αριθμήσωμεν;</p>
+
+<p>Ακούομεν τους κατακριτάς ημών και κατηγόρους, τους εξ οιουδήποτε λόγου
+μη θελήσαντας να δρέψωσι δάφνας εκ του φιλελληνικού λειμώνος, τους
+υπολαβόντας εκ κακίας ή συμφέροντος οιουδήποτε, εκ γνώσεως ή εξ αγνοίας, ότι
+ουδεμιάς συμπαθείας ή ενδιαφέροντος είμεθα άξιοι, τους εξευτελίζοντας και
+προπηλακίζοντας ημάς. Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν
+να μας χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν
+αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας δάφνας
+των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των, αλλά τεινόντων
+συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και εκλιπαρούντων τον οβολόν
+των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι
+τείνουσι διαρκώς την χείρα προς τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι
+είχον την δόξαν να γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.</p>
+
+<p>Αλλά οι τοιούτοι κατακριταί ημών και κατήγοροι είνε ολίγοι και ευάριθμοι,
+ουδ' είνε δυνατόν να μας αρκέσωσι. Τι σημασίαν θα είχαμεν, αν τόσον ολίγους
+μόνον είχαμεν εχθρούς; Εχθροί μας επομένως, τουτέστι μισέλληνες, είνε όχι μόνον
+εκείνοι, αλλά και πάντες όσοι μας αγνοούσι και αδιαφορούσιν εντελώς περί ημών.
+Οι προπάτορες ημών οι παλαιοί έλεγον εν αυταρκεία γνησίως ελληνική:<span class="sp"> πας μη
+Έλλην βάρβαρος</span>, και είχον ίσως δίκαιον κατ' εκείνους τους χρόνους. Ημείς,
+οίτινες δεν τολμώμεν έτι να φθάσωμεν έως εκεί, αρκούμεθα εις την παρωδίαν του
+παλαιού λογίου, και λέγομεν απλούστερον:<span class="sp"> πας μη φιλέλλην μισέλλην</span>.</p>
+
+<p>Είνε δυνατόν, λέγομεν, να αγνοή τις σήμερον την νέαν Ελλάδα και τους νέους
+Έλληνας, εκτός αν το κάμνη επίτηδες; Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε καθώς
+πρέπει άνθρωπον να μη μας γνωρίζη, δηλαδή να μη μας επαινή; Και τι λοιπόν
+άλλο, ή εχθροί της Ελλάδος πρέπει να ονομασθώσιν οι αμαθείς και βάρβαροι, οι
+απαίδευτοι και ανόητοι εκείνοι, οι νομίζοντες ότι είνε ποτέ δυνατόν να γείνη
+οιοσδήποτε περί αυτών ονομαστί λόγος, χωρίς αυτοί να λαλήσωσι περί των νέων
+Ελλήνων;</p>
+
+<p>Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα
+ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως
+μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να μη
+ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το τάγμα, και
+αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.</p>
+
+<p>Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους πρέπει, και
+αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα
+θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει πως και υπερηφανείας. Οργιζόμεθα μεν ότι
+αδιαφορούσι περί ημών, ως οργίζεται η ερωτότροπος γεροντοκόρη παρερχομένη
+ενώπιον απαθών ομμάτων και ουδέν ακούουσα θαυμαστικόν επιφώνημα, αλλά
+παρηγορούμεθα όμως, ως εκείνη, ενδομύχως, πεποίθησιν έχοντες ασφαλή, ότι οι
+ούτω προσφερόμενοι κινούνται τις οίδεν έκ τινος ταπεινού αισθήματος φθόνου ή
+κακίας, και κομπάζομεν διά το πλήθος των εχθρών ημών, αναλογιζόμενοι
+θυμοσόφως, ότι μόνον οι μέγα σημαίνοντες έχουσι πολλούς εχθρούς, διότι </p>
+
+<p class="poem"><i>εις ταπίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί.</i></p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εννοείται ότι δεν υπάρχει λέξις δυσώνυμος ην δεν εκολλήσαμεν εις την ράχιν
+των κακών αυτών ανθρώπων, και ότι μόνον ίσως το ευρωπαϊκής φήμης απολαύον
+υβριολόγιον του Κ. Κόντου θα ήρκει εις προσήκουσαν έκφρασιν των αισθημάτων,
+άτινα προξενεί εις τας πατριωτικάς των Ελλήνων καρδίας η μοχθηρία των
+μισελλήνων. Εκείνους μάλιστα, όσοι μη αρκούμενοι εις περιφρονητικήν
+αδιαφορίαν, ελέγχουσιν ημάς ασυστόλως και κατακρίνουσι και κατηγορούσιν,
+εκείνους οίτινες υποτιμώσι το παρόν και καταστρέφουσι το μέλλον του
+ελληνισμού, ω! αυτούς τους πνίγομεν βεβαίως, αν πέσωσι ποτε εις τας χείρας
+μας.</p>
+
+<p>Τους πνίγομεν εν εθνικώ συλλαλητηρίω, και αμφίβολον είνε αν θα ευρεθή
+κατά την μεγάλην εκείνην και ιεράν στιγμήν Έλλην άνθρωπος, όστις να εγείρη την
+φωνήν αυτού υπέρ των θυμάτων, υπεραπολογούμενος αυτών οπωςδήποτε
+ενώπιον της εξωργισμένης εθνικής ημών συνειδήσεως.</p>
+
+<p>Και όμως — εντρέπομαι αληθώς και καλύπτω το πρόσωπον διά των χειρών
+μου, πριν εκστομίσω την βλασφημίαν — και όμως εις τους εχθρούς ημών και τους
+κατηγόρους οφείλομεν οι νέοι Έλληνες πολύ πλείονα ή εις τους ξένους φίλους και
+κόλακας.</p>
+
+<p>Αν έχομέν τι σήμερον αγαθόν, — και έχομεν ολίγα, μάρτυς μου ο θεός — , αν
+κατωρθώσαμέν τι άξιον λόγου αφ' ης ανεγεννήθημεν, οι μισέλληνες ημών εχθροί
+είνε οι κύριοι αυτού εργάται και οι λόγοι των οι πικροί. Αυτοί μας εξώργισαν και
+μας δυσηρέστησαν, αλλ' αυτοί και επαίδευσαν και εσωφρόνισαν ημάς.</p>
+
+<p>Στομάχους αργούς και αρρώστους δεν ιαίνει αφέψημα γλυκυρρίζης, αλλά
+πικρά κασία και άψινθος. Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και παραλύτους τους
+διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν μεγαλορρημονούμεν εν ώραις
+πατριωτικής αυταρκείας</p>
+
+<p class="poem"><i>αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος <br />
+και μέγιστος,</i></p>
+
+<p>οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών τριόδων
+κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.</p>
+
+<p>Ουδέν ποτε εκερδήσαμεν, ουδ' αγαθόν εμάθομεν ουδ' απεμάθομεν κακόν
+παρά των ευμενών ημών αλλοδαπών φίλων. Ενανουρίσθημεν υπ' αυτών εν τη
+νάρκη του μεγαλοπρεπούς ημών ύπνου, και ετανύσαμεν εν οκνηρία τας κνήμας
+ημών και εχασμήθημεν προ του θάλπους του ηλίου της προγονικής ημών δόξης.
+Αλλ' ουδέν άλλο.</p>
+
+<p>Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας επετίμησαν, είν'
+αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν πολλάκις και μας εξηυτέλισαν,
+αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών
+σαρκός οίον παράγει αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε
+μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων. Εκραυγάσαμεν εξ οδύνης υπό τας
+πληγάς, κατηράσθημεν τους μαστιγούντας, και διεμαρτυρήθημεν ενώπιον Θεού
+και ανθρώπων κατά της αδικίας και βαρβαρότητος· αλλ' εξήγειραν όμως και
+εσωφρόνισαν και ωκοδόμησαν ημάς οι παιδεύοντες, ευηργέτησαν δε
+αναντιρρήτως οι υβρίζοντες και εξουθενούντες.</p>
+
+<p>Αδύνατον είνε οι αναγινώσκοντες τας γραμμάς ταύτας να μη ενθυμώνται, ότι
+και επηνέθησαν πολλάκις και κατεκρίθησαν. Παραδέχομαι δε προς χάριν των, ότι
+και δικαίως πάντοτε επηνέθησαν και αδίκως κατεκρίθησαν· αδιάφορον. Θα
+συνομολογήσωσιν όμως μετ' εμού, εν πάση ειλικρινεία, συνειδήσεως, ότι από των
+κατακρίσεων ιδίως εκαρπώθησαν όσα, τους επαινέτας πιστεύοντες, επελάμβανον
+κεκτημένα.</p>
+
+<p>Το κατ' εμέ τουλάχιστον, και εξομολογούμαι τούτο εν πάση σπουδαιότητι,
+ουδέν ποτε εδιδάχθην ουδ' ωφελήθην από των φιλικών επαίνων, πολλά δε
+τουναντίον οφείλω εις τας εχθρικάς κατακρίσεις, και αυτάς τας από
+δυσμενεστάτης γνώμης.</p>
+
+<p>Πότε θα εννοήσωμεν πάντες, ως έθνος, ότι οι μισέλληνες ημών εχθροί μας
+ωφελούσι πλειότερον των φιλελλήνων ημών φίλων; Πότε δε τέλος θα παύσωμεν
+διακρίνοντες τους περί ημών λαλούντας ή μη λαλούντας εις τας δύο εκείνας
+μεγάλας τάξεις, περί ων έλεγον αρχόμενος του λόγου; Πότε θα μάθωμεν ότι μόνη
+η<span class="sp"> αλήθεια σώσει ημάς</span>;</p>
+
+<p>Μόνον όταν παύσωμεν ημείς αυτοί προς εαυτούς καταψευδόμενοι και τας
+σκιάς των προγόνων περισαίνοντες· μόνον όταν αισθανθώμεν ότι είμεθα μικροί
+υιοί πατέρων μεγάλων, και ότι χειρίστη δίαιτα προς αύξησιν ημών και ανάρρωσιν
+είνε η δίαιτα εκείνη, ην θαυμασίως ωνόμαζεν ο Πλάτων<span class="sp"> οψοποιϊκήν κολακείαν</span>.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΣΥΡΜΟΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ;
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn15' id='ref15'>15</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την πόλιν από
+μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον είχον συναντήσει μονήρη
+πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων, επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο
+αστροφεγγής και γλυκεία. Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του
+Φαλήρου η αύρα του Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την
+μονότονον αυτού ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως
+σβεννυμένη απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος,
+μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της ωραίας
+εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν εις κριθοσπάρτους
+αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.</p>
+
+<p>Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα γοητευτική
+ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν. Επεριπατούμεν ως
+άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή να συντάμωμεν τον δρόμον,
+κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες, αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των
+χειρών τους πίλους ημών και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων
+πνευμόνων την δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της
+γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν.
+Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον ωραίον
+αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του, και όταν ακόμη
+έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός.</p>
+
+<p>&nbsp;— Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου,
+ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον. Την ποιητικήν ερημίαν ολίγοι αγαπούν,
+διότι ολίγοι αισθάνονται τα θέλγητρά της. Οι πολλοί προτιμούν τον κόσμον, το
+πλήθος, τον θόρυβον· και δι' αυτό αυτήν την ώραν, αντί να έλθουν εδώ να ιδούν
+σε ή εμέ, ή πιθανώτερον κανένα, και ν' ακούσουν τον γρύλλον, πηγαίνουν
+καλλίτερα εις το θέατρον των Ολυμπίων ν' ακούσουν τας Δύο Ορφανάς, εις το
+Φάληρον ν' ακούσουν την μουσικήν της Victorieuse και ολίγην κακολογίαν, ή και
+εις το Άντρον των Νυμφών εν εσχάτη ανάγκη, να ιδούν τον Καλλίστην. Υποθέτεις
+άρα γε, ότι εις άλλον τόπον είνε τα πράγματα διαφορετικά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το
+ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις, διότι ο συρμός
+είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν
+παρηκολούθουν ο είς τον άλλον· υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως,
+αλλ' αρκετοί πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω
+και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και των οποίων την
+τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις παραφώνου άσματος ή το θέαμα
+της αλευρωμένης μορφής προστύχου γελωτοποιού.</p>
+
+<p>&nbsp;— Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε πολύ
+ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί
+τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το εκπολιτιστικόν
+κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και να διασκεδάσωμεν παρά
+τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν ηξεύρω, υπέλαβεν εκείνος μετά τινα δισταγμόν, τι να σου
+απαντήσω. Μου γενικεύεις πολύ το ζήτημα, και θα πέσωμεν εις θεωρίας
+κοινωνιολογικάς, αι οποίαι, προκειμένου περί της ιδικής μας κοινωνίας, δεν μου
+είνε, σου τ' ομολογώ ειλικρινώς, ούτε παρήγοροι ούτε ευάρεστοι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αδιάφορον· αν θέλη κανείς σήμερον να ομιλή μόνον περί πραγμάτων
+ευαρέστων και παρηγόρων, πρέπει να σιωπαίνη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί όμως
+προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν; Μήπως ταυτίζεις
+συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την
+αθηναϊκήν κοινωνίαν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαίως τον παραδέχομαι· αλλά παραδέχομαι και κάτι άλλο·
+παραδέχομαι και πολιτισμόν του συρμού· παραδέχομαι δε και κάτι περισσότερον
+ακόμη· ότι ημπορεί κανείς εξαίρετα να ήνε πολιτισμένος, χωρίς ν' ακολουθή τον
+συρμόν, και τουναντίον, ημπορεί ν' ακολουθή πιστότατα τον συρμόν, χωρίς ν'
+αποδεικνύη τούτο ότι είνε πολιτισμένος. Εις αυτήν δε την τελευταίαν κατηγορίαν
+νομίζω ότι κατατάσσεται το πλείστον μέρος της ιδικής μας κοινωνίας, εκείνης,
+εννοώ, η οποία θέλει να φαίνεται πολιτισμένη.</p>
+
+<p>&nbsp;— Φρονείς λοιπόν, υπέλαβον, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη που
+πολιτισμός χωρίς συρμόν, ή συρμός χωρίς πολιτισμόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Βεβαιότατα. Απόδειξις του πρώτου πολλαί πόλεις της Γερμανίας·
+απόδειξις του δευτέρου η πόλις των Αθηνών.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του
+πολιτισμού;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διόλου δεν το αρνούμαι.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τότε . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι
+Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να έχουν αληθή
+πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς να έχουν εκείνον; Τούτο
+δεν ήθελες να ειπής;</p>
+
+<p>&nbsp;— Ακριβώς.</p>
+
+<p>&nbsp;— Απλούστατον. Ο συρμός των Αθηναίων εισάγεται εκ της αλλοδαπής·
+ούτε αυτοφυής εδώ είνε, ούτε προϊόν εγχωρίου καλλιεργείας. Όπως πίνομεν τέιον
+χωρίς να καλλιεργώμεν το φυτόν του, όπως φορούμεν βελούδα χωρίς να τα
+κατασκευάζωμεν, τοιουτοτρόπως έχομεν και συρμόν χωρίς να τον παράγωμεν. Ας
+ήνε καλά η ευάριθμος εκείνη ομάς των λεγομένων πολιτισμένων ή φιλοπροόδων,
+ως τους εβάπτισεν η εφημερίς των, οι οποίοι φροντίζουν να κάμνουν εγκαίρως την
+προμήθειάν των από το εξωτερικόν χάριν των εγχωρίων καταναλωτών, και να
+εξοδεύουν το περιζήτητον εμπόρευμα όχι μόνον προς ίδιον κέρδος, αλλά και προς
+ωφέλειαν ψυχοσωτήριον της πολυαρίθμου πελατείας των.</p>
+
+<p>&nbsp;— Θα μου επιτρέψης όμως μίαν παρατήρησιν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Όσας θέλης· το θέμα είνε άξιον συζητήσεως, και πολύ
+διασκεδαστικόν· αφού δε το ηρχίσαμεν άπαξ, ας το εξαντλήσωμεν όσον το
+δυνατόν. Λέγε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αφού λέγεις, ότι οι εισαγωγείς αυτοί του ξένου συρμού έχουν τόσον
+πολυάριθμον πελατείαν, ότι μ' άλλους λόγους όλος σχεδόν ο κόσμος εις τας
+Αθήνας ακολουθεί τον συρμόν, παρεδέχθης δε ήδη προ ολίγου, ότι υπάρχει
+πολιτισμός τις του συρμού, διατί δεν παραδέχεσαι, ότι οι Αθηναίοι είνε
+πολιτισμένοι;</p>
+
+<p>&nbsp;— Διότι, όταν λέγω<span class="sp"> πολιτισμένος</span> περί ανθρώπου οιουδήποτε ή
+περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του συρμού, τον οποίον μου
+ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον
+του χαιρετισμού, ούτε το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των
+υποδημάτων. Όλα αυτά είνε προσωπείον εύμορφον, το οποίον, ως όλα τα
+προσωπεία, δεν καλύπτει πάντοτε και εύμορφον πρόσωπον. Όλα αυτά
+αγοράζονται προχείρως δι' ολίγων κερμάτων, και είνε εις την διάθεσιν του πρώτου
+ξυλοσχίστου, όστις νομίση φιλοτιμίας ζήτημα να καταβάλη το αντίτιμόν των εκ του
+περισσεύματός του ενίοτε, ή πολύ συχνότερα εκ του υστερήματος αυτού. Υποθέτει
+βεβαίως αυτός — και διά τούτο το κάμνει, — ότι τοιουτοτρόπως πολιτίζεται,
+εξευγενίζεται, ως λέγει, και θαυμάζει ίσως ενδομύχως πόσον εύκολος είνε ο
+πολιτισμός. Αλλά πολιτισμός είνε αυτό; Είνε αυτό μαρτύριον επαρκές της
+μορφώσεως εκείνης του νου, του εξευγενισμού εκείνου της καρδίας, της
+ημερώσεως εκείνης των ηθών, τα οποία όλα ομού είνε απαραίτητα συστατικά
+στοιχεία του αληθούς πολιτισμού;</p>
+
+<p>Ομολογώ, ότι δεν ετόλμησα να απαντήσω, ουδέ ηθέλησα να διακόψω καν τον
+συνοδόν μου, ούτινος κατεφέρετο ήδη ζωηρότερος ο λόγος και βιαιότερον
+ανεπάλλετο η ράβδος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και είνε δυνατόν, εξηκολούθησε, να ονομασθή μία κοινωνία
+πολιτισμένη, απλώς και μόνον διότι έχει γαλλικόν θέατρον, ή διότι συγκροτεί
+χορούς εις τα ξενοδοχεία, ή διότι παίζει Croquet και Rally Papers, ή διότι
+απέκτησεν ιπποδρόμια και λεμβοδρομίας, ενώ υπάρχουν μεταξύ αυτής άνθρωποι,
+και είνε οι περισσότεροι δυστυχώς, οι οποίοι καίουν τα δάση διά ν' αποκτήσουν
+χόρτον τα πρόβατά των, και λατομούσι την Πνύκα διά να κτίσωσιν αχυρώνας; οι
+οποίοι αποσπώσι τους τρυφερούς κλάδους των δενδρυλλίων της οδού διά να
+μαστίσωσι τους όνους των και ρίπτουσι τα καθάρματα των οικιών αυτών προ της
+θύρας των διά να ευωχώνται οι ανέστιοι σκύλοι της γειτονίας; οι οποίοι
+αποκαθηλούσι τα καθίσματα των πλατειών, και χύνουσιν από τα παράθυρα τα
+ρυπαρά των ύδατα επί της ράχεως των διαβατών, και σχίζουσι με τα μαχαίριά των
+τα καθίσματα των αμαξών του σιδηροδρόμου; Ή μη τυχόν είνε δείγμα πολιτισμού
+το να ραπίζωσι τους ανθρώπους οι φρουροί της δημοσίας ασφαλείας, ή το να
+εισέρχωνται έφιπποι αξιωματικοί εις τα ύπαιθρα καφενεία, ή το να θηρεύωνται
+κατά τον χρόνον της επωάσεως τα πτηνά, διά το<span class="sp"> Μουσείον</span> δήθεν και δυνάμει
+επισήμου αδείας της αρχής, ή το να καίωνται το Πάσχα αι Αθήναι
+ από τα<span class="sp"> σμπάρα των αντάμιδων</span>;</p>
+
+<p>Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου προκλητικός
+ως ερωτηματικόν σημείον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς, διότι
+είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου είνε κάπως
+υπερβολικόν.</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν
+επί του πεζοδρομίου.</p>
+
+<p>&nbsp;— Νομίζω, τοιαύτα δείγματα βαρβαρότητος απαντώνται και εις τους
+πλέον πολιτισμένους τόπους . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Μάλιστα, φίλτατε, απαντώνται· αλλ' απαντώνται ως εξαίρεσις, και
+οσάκις απαντώνται αποδοκιμάζονται υπό της κοινής συνειδήσεως, καταδιώκονται
+υπό της αρχής, και τιμωρούνται υπό της δικαιοσύνης.</p>
+
+<p>&nbsp;— Και μήπως εδώ; . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Διόλου! διέκοψεν ατίθασος ο φίλος μου, πριν ή περάνω την φράσιν
+μου. Διόλου. Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι, οι κάπως πολιτισμένοι, τ'
+ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και
+οσάκις τα καταδιώξη θα ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της
+τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων· της δε
+δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς, οι δήθεν
+πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο βουλευτής . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Α! όσον δι' αυτό, διαμαρτύρομαι!</p>
+
+<p>&nbsp;— Αδιάφορον· αν δεν το κάμνεις συ, το κάμνει άλλος συναδελφός σου,
+και είνε το ίδιον. Μη ζητής λοιπόν παραβολάς και ομοιότητας μεταξύ των εδώ
+συμβαινόντων και των γινομένων αλλαχού του πολιτισμένου κόσμου. Ημείς εδώ,
+φίλτατε, είμεθα ακόμη απολίτιστοι, και αν δεν είμεθα βάρβαροι εντελώς, είμεθα
+ημιβάρβαροι, το οποίον είνε πολύ χειρότερον, διότι απατά.</p>
+
+<p>&nbsp;— Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι. Είνε
+και άνθρωποι . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των
+ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγων — σημείωσε — δεν είνε πολιτισμός εθνικός,
+δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου ατμοσφαίρας. Απεκτήθη
+επί ξένης γης ως επί το πολύ, ή διά ξένης μορφώσεως, και ομοιάζει προς τα φυτά
+των θερμοκηπίων, τα οποία θάλλουσιν εν μέσω του χειμώνος στεγόμενα υπό των
+υέλων κατά του βορρά και του ψύχους και θαλπόμενα διά μυστικών θερμαγωγών
+σωλήνων. Αποτελούσι και αυτά μέρος του κήπου, αλλ' ο κήπος κύκλω είνε
+κατάξηρος και χέρσος.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ω! δεν είνε πάλιν τόση η διαφορά . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ
+τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να παραπονώνται
+και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει
+τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της
+προκοπής. Υποθέτουν ότι ο πολύς κόσμος αισθάνεται και πρέπει να αισθάνεται
+τας ιδικάς των ανάγκας, και λησμονούν, ότι αυτοί μεν είνε εμπρός, πολύ εμπρός,
+οι δε άλλοι οπίσω, διότι αυτοί μεν διήνυσαν την οδόν διά του σιδηροδρόμου, οι δε
+άλλοι παρέπονται πεζοί.</p>
+
+<p>Ωμίλει έτι ο φίλος μου, ότε εισήλθομεν εις την πόλιν. Ήτο ήδη νυξ· ευάριθμος
+δε νέων ομάς, αδόντων μεγαλοφώνως, επρόβαλλε την στιγμήν εκείνην εις την
+λεωφόρον από πλαγίας οδού. Το βήμα των ήτο ασταθές και το άσμα των
+όμοιον.</p>
+
+<p>&nbsp;— Ιδού, είπε σταματήσας ο συνοδός μου, έν πρόχειρον δείγμα του
+πολιτισμού μας. Και όμως οι κύριοι αυτοί είνε του συρμού, διότι και στενάς
+περισκελίδας φορούν και μυτερά υποδήματα.</p>
+
+<p>Και εχωρίσθημεν.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn16' id='ref16'>16</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Όστις πρωινός εξέρχεται του οίκου του εν Αθήναις έχει πολλάς διασκεδάσεις και
+τέρψεις ποικίλας, τας οποίας στερούνται συνήθως οι μεσημβρίζοντες οκνηροί.
+Αλλ' υπέρ πάσας όμως τας άλλας, υπέρ την ορθρίζουσαν μουσικήν των ερρίνων
+κραυγών των σαλεπτζήδων και τας οξείας φωνασκίας των εφημεριδοπωλών, όπερ
+το εύχαρι και πλήρες ζωής θέαμα των εις τα σχολεία ταχυβατούντων παιδίων και
+κορασίων, και των από της αγοράς ερχομένων οψοκόμων, έν ιδίως ανεκλάλητον
+και απερίγραπτον, αλλά τακτικώς όμως καθ' ημέραν επαναλαμβανόμενον θέαμα
+ελκύει το βλέμμα του διαβάτου και ανακόπτει πολλάκις το βήμα του. Το θέαμα δε
+τούτο το εξόχως διασκεδαστικόν, εν όλη αυτού τη κακόσμω πολλάκις ρυπαρία,
+είνε το κατά πάσαν πρωίαν προ πάσης σχεδόν εξωθύρας των οικιών τελούμενον
+πανηγυρικόν συμπόσιον των αστέγων και φερεοίκων σκύλων των Αθηνών. Της
+κυνικής δε ταύτης πανδαισίας χορηγός μεν είνε πανταχού ρυπαρά τις και
+λιπαρόχειρ μαγείρισσα, ευμενείς δε και ανεκτικοί προστάται και οιονεί
+τραπεζοκόμοι η αστυνομία της πρωτευούσης και η δημοτική αρχή Αθηναίων.</p>
+
+<p>Πρωί, λίαν πρωί, μόλις χαράξη και ανοίξη η εξώθυρα του οίκου, θα ιδήτε, αν
+έχετε διάθεσιν και είσθε πρωινός, προβάλλουσαν της θύρας νυσταλέαν τινά και
+άνιπτον ανδρίαν ή ναξίαν μέγαιραν, κρατούσαν εις την ευτραφή και σπαργώσαν
+αυτής αγκάλην ευμέγεθες εκ λευκοσιδήρου δοχείον. Το οκτάγωνον αυτό κιβώτιον
+περιείχεν άλλοτε πετρέλαιον. Εταξείδευσε μακρόθεν, εξ Αμερικής, καθ' υψηλήν
+κυβερνητικήν παραγγελίαν, εν πομπή και παρατάξει, σεσημασμένον με βασιλικάς
+σφραγίδας, συνοδευόμενον κατά την πορείαν αυτού διά δηλωτικών και
+πιστοποιήσεων απειραρίθμων, και εταμιεύθη εις αποθήκας δημοσίας, όθεν
+εξήλθεν υπερήφανον επί τη πενταπλασία υπερτιμήσει της αξίας του περιεχομένου
+του. Αλλά το πολύτιμον αυτού αίμα εξέρρευσε βαθμηδόν, φωτίσαν τις οίδε πόσας
+αγρυπνίας και πόσην εργασίαν, πόσας χαράς ή αγωνίας και πόσα όργια ή πένθη,
+το δε πρόστυχον αυτό κέλυφος, κενόν και περιφρονηθέν, αφού ερρίφθη από
+γωνίας εις γωνίαν του μαγειρείου και εδέχθη εις τους κόλπους αυτού παν
+κάθαρμα και πάντα φορυτόν, κατήντησεν επί τέλους το τακτικόν δοχείον των
+σαριδίων του μαγειρείου και των αποτραπεζίων αυτού λειψάνων.</p>
+
+<p>Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της οικοσίτου
+γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από πάσης γωνίας του οίκου.
+Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα
+κελύφη και τα σπογγίσαντα το τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν
+απόβλημα της τραπέζης και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα. Και το πολύτιμον
+αυτό ταμίευμα φυλάσσεται εις την γωνίαν εκεί, μέχρις ου σημάνη εκ της οδού ο
+κώδων της δευτέρας αυτού παρουσίας εν τω κάρρω της αστυνομίας.</p>
+
+<p>Αλλ' ο καρραγωγεύς της καθαριότητος δεν είνε δυστυχώς πάντοτε και
+πανταχού πρωινός. Τις οίδεν εις ποίον πρωινώτερον αυτού οινοπωλείον
+καταγίνεται να στομώση τον στόμαχόν του προς τας μελλούσας αναθυμιάσεις του
+κάρρου του. Άλλως δε και προς τι να σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή
+μήπως κινδυνεύει να επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον
+περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει εις την γωνίαν
+του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.</p>
+
+<p>Η μαγείρισσα επρόβαλεν εις την θύραν, κατεσκόπησε δεξιά και αριστερά την
+οδόν, ουχί μήπως ανακαλύψη ερχόμενον το αμάξιον της καθαριότητος, αλλά
+μήπως ίδη που κοκκινίζοντα πρωινόν τινα κλητήρα, και αφού επείσθη, ότι πάντα
+ηρεμούσιν, ότι ουδέν εχθρικόν βλέμμα την κατοπτεύει, ανέτρεψε διά μιας τον
+τενεκέν της — όχι προ της εξωθύρας του οίκου εν ώ υπηρετεί, αλλά προ της
+γειτονικής συνήθως, ίνα σώση οπωςδήποτε την φιλοτιμίαν των κυρίων της — και
+εξηφανίσθη ταχεία εις τα βάθη της οικίας.</p>
+
+<p>Δεν επρόφθασε να στρωθή η ύπαιθρος τράπεζα, κ' επέδραμον ήδη οι
+συνδαιτυμόνες, ως εξ αοράτου τινος αλλ' ουχί και αόσμου συνθήματος
+συνεννοηθέντες. Οι πλείστοι εξ αυτών είνε τακτικοί πελάται του πρωινού αυτού
+συσσιτίου, Stammg&aring;ste, ως λέγουσιν οι γερμανοί, της πενιχράς εκείνης ευωχίας,
+δι' ης κατορθούσιν οι ταλαίπωροι να συγκρατώσι την λιπότριχα αυτών επιδερμίδα
+επί των ατροφικών των οστών. Αλλ' είνε όμως πού και πού μεταξύ αυτών και
+έκτακτοι ξένοι, διαβάται τυχηροί, ων είλκυσε τον βουλιμιώντα στόμαχον η οσμή, ή
+παρέτρεψε το πλανητικόν βήμα η όψις του απροσδοκήτου θηράματος. Όρμησαν
+όλοι διά μιας συνωθούμενοι και γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός
+διεσκορπίσθη αμέσως εις σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των
+σιαγόνων και τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου.
+Ουδείς εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον άξιον
+χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!</p>
+
+<p>Καταβροχθίζουσιν όλοι όρθιοι και βιαστικοί, σπεύδοντες να τελειώσωσι, πριν ή
+— ως συμβαίνει δυστυχώς ενίοτε — αιφνίδιον λάκτισμα διακόψη την πανδαισίαν
+αυτών ή ράβδου επιφοίτησις ταράξη την χώνευσίν των. Σκαλίζουσιν ανυπόμονοι
+τον φορυτόν διά των ονύχων των, εκλέγουσι τούτο, περιφρόνούσιν εκείνο, — διότι
+είχεν η μαγείρισσα την κακοήθειαν να ταμιεύση εντός του τενεκέ και πράγματα
+άξια της περιφρονήσεώς των — αναπνέουσι μόνον και πνευστιώσι θορυβωδώς,
+αλλ' ουδεμία διακόπτει υλακή την φοβεράν των σιαγόνων των λειτουργίαν.</p>
+
+<p>Εκτός μόνον αν συμπέσωσι δύο ή και τρεις πολλάκις επί το αυτό οστούν. Τότε .
+. . . χαίρε πλέον συμπόσιον και χαίρε ευωχία! Την ειρήνην διεδέχθη ο πόλεμος, το
+ανενόχλητον κοκκάλισμα ρήξις αιματηρά, την κατανυκτικήν σιγήν υλακαί οργής
+και απειλών, και οι οδόντες καρφόνονται εις των εχθρών τας ράχεις, όσοι
+φρονιμώτεροι δεν ετράπησαν εις φυγήν, εκ του φόβου μεγαλειτέρων
+συμφορών.</p>
+
+<p>Τι απομένει εις την οδόν, ευκόλως το φαντάζεταί τις, αν δεν το είδε.</p>
+
+<p>Το κάρρον της καθαριότητος παρέρχεται μετ' ολίγας ώρας — ενίοτε και μετ'
+ολίγας ημέρας — και αναλαμβάνει τα σαπρά λείψανα του συμποσίου των σκύλων,
+αφού έμειναν εκεί τόσον χρόνον, όσος ακριβώς εχρειάζετο διά να αρωματίσωσι
+την οδόν.</p>
+
+<p>Και του συμποσίου τούτου, ως ελέγομεν εν αρχή, επίσημοι τραπεζοκόμοι είνε
+αφ' ενός μεν ο δήμος Αθηναίων, όστις πληρόνει μόνον τα αμάξια της
+καθαριότητος, αλλά δεν έχει, φαίνεται, και το δικαίωμα να τα εξελέγχη, και η
+αστυνομία των Αθηνών, ήτις τα επιτηρεί μεν και τα εξελέγχει, αλλά δεν έχει και το
+δικαίωμα να τα πληρόνη μεν, όταν καθαρίζωσι την πόλιν, να μη τα πληρόνη δε,
+όταν αφίνωσι τα καθάρματα της πόλεως εις ύπαιθρον συμπόσιον των σκύλων
+της.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΙ ΚΥΡΙΑΙ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn17' id='ref17'>17</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Τίποτε δεν τας πτοεί, ούτε τας αναχαιτίζει.</p>
+
+<p>Ούτε το δριμύ ψύχος των ημερών αυτών, το μεταβάλλον εις άμορφα κουβάρια
+τους διαβάτας, ούτε η ακατάσχετος μανία του βορρά, η απειλούσα κατά παν
+αυτών βήμα να ανατρέψη τα ελαφρά των και ευλύγιστα σώματα.</p>
+
+<p>Αν εξέρχεσθε πρωί εις τας οδούς, θα τας απαντήσητε, και το βράδυ, αργά, όταν
+επιστρέφετε εις τας οικίας σας, τας επαναβλέπετε πάλιν.</p>
+
+<p>Διατρέχουσι συνήθως έν μέγα τρίγωνον, αρχόμενον από της πλατείας της
+Ομονοίας, αναβαίνον διά της οδού Σταδίου προς την πλατείαν του Συντάγματος,
+καταβαίνον διά της οδού Ερμού προς την αοίδιμον Ωραίαν Ελλάδα, και καταλήγον
+πάλιν προς την πλατείαν της Ομονοίας διά της οδού Αιόλου.</p>
+
+<p>Ομοιάζουσι πολλάκις — τόσον παρακολουθούσι πυκναί η μία την άλλην,
+μόναι, ή ανά δύο, ή κατά συστάδας — τους εις θήραν τροφής εκστρατεύοντας
+μύρμηκας· μόνον ότι δεν τρίβουσιν, ως εκείνοι, προς αλλήλας τας πορφυράς εκ
+του βορρά ρίνας των. Σταματώσιν όμως, οσάκις συναντήσωσιν ομοφύλους και
+γνωρίμους, αδιαφορούσαι προς την κρυεράν αναπνοήν της Πάρνηθος, ήτις
+κυματίζει τας εσθήτας των, και προδίδει τους μικρούς καμπύλους των πόδας, και
+βάπτει ιανθίνους τας δροσεράς των παρειάς. Ανταλλάσσουσιν έν μειδίαμα και
+μίαν χειραψίαν, ερωτώσιν η μία την άλλην πόθεν έρχεται και πού υπάγει, και
+αποχωρίζονται φαιδραί και σπεύδουσαι εις εκπλήρωσιν της υψηλής αυτών
+αποστολής.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Πόθεν έρχονται και πού υπάγουσιν; </p>
+
+<p>Ως να μη το εγνώριζον!</p>
+
+<p>Έρχονται από τας οικίας των, όπου αφήκαν πρωί πρωί το θάλπος και τα
+κλειστά παράθυρα, την ανημμένην εστίαν και τον διαρραφή των κοιτωνίτην, και
+εξήλθον εις τους παγερούς δρόμους και τας αναπεπταμένας πλατείας, άλλαι με
+τας σισύρας και τα βαρέα των περιώμια και τους πτιλωτούς των<span class="sp"> βόας</span>, και άλλαι,
+ευσταλέστεραι εξ ανάγκης ή φιλαρεσκείας, επιδεικνύουσαι ασκεπή την γλαφυράν
+των οσφύν και αψηφώσαι το δριμύ πνεύμα του ανέμου, εν πλήρει πεποιθήσει εις
+την αντοχήν των τοσάκις αγωνισθέντων ώμων των.</p>
+
+<p>Πηγαίνουσι δε όλαι, ή σχεδόν όλαι, εις . . τα εμπορικά! Εις του Βουγά και του
+Χουτοπούλου, εις του Κατελούζου και του Πατσιφά, και εις όλων των άλλων
+φιλομειδών και επιχαρίτων βαλαντιοσκόπων τας ελκυστικάς και πολυωνύμους
+παγίδας, όσας έχει στήσει ο συρμός εκατέρωθεν των μεγάλων εμπορικών
+αρτηριών της πρωτευούσης.</p>
+
+<p>Πηγαίνουσιν ίσως — θα υποθέσετε όσοι τας βλέπετε μεν αλλά δεν τας
+γνωρίζετε — διά να αγοράσωσιν;</p>
+
+<p>Ενίοτε ναι, αλλ' ως επί το πλείστον όχι, — ευτυχώς!</p>
+
+<p>Αλλοίμονον, εις τους αθηναίους, αν όλαι αυταί αι αθηναίαι μετέβαινον εις τα
+εμπορικά, ίνα κενώσωσι τα βαλάντιά των! Τα δυστυχή αυτά, τα ρικνά και χρόνιον
+ατροφίαν πάσχοντα βαλάντια προ καιρού ήδη πολλού θα είχον εντελώς κενωθή,
+πολύ έτι πριν επιτείλη το σύστημα των οικονομικών συνδυασμών εις τον ελληνικόν
+ορίζοντα, πολύ πριν ή ανακηρυχθώσι χωρίς ποτέ να βασιλεύσωσι τα περιλάλητα
+ισοζύγια, πολύ πριν ή σημάνη η πρώτη Δεκεμβρίου 1893 το<span class="sp"> Δι' ευχών</span> των αγίων
+εις τας ελληνικάς περιουσίας.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Όχι, ευτυχώς!</p>
+
+<p>Δεν πηγαίνουσιν αι αθηναίαι εις τα εμπορικά διά να αγοράσωσιν.</p>
+
+<p>Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν ίσως
+ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά δίωρον βάσανον του
+δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν αισθανθώσι το ερύθημα της
+εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά
+μετά πεντάωρον ριζικήν ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από
+του πρώτου μέχρι του τελευταίου.</p>
+
+<p>Αι κυρίαι των Αθηνών μεταβαίνουσι κυρίως εις τα εμπορικά διά να
+διασκεδάσωσιν. Η εκδρομή των είνε είδος τι περιπάτου, είδος τι<span class="sp"> αλεπούς</span>, της
+οποίας η σύλληψις γίνεται πολλάκις παραδόξως εις το ζαχαροπλαστείον του
+Γιαννάκη, είδος τι προσκυνήματος εις τας προθήκας των εμπορικών, ων η
+εξωτερική λατρεία, ελκύει μεν ως επί το πολύ τας ευλαβεστέρας και εις τα
+ενδότερα του τεμένους, αλλ' όχι πάντοτε και εις απόθεσιν του οβολού των εις τον
+κορβανάν των ιερέων του Ερμού.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τι να κάμωσι το πρωί εις την οικίαν των; Τα παιδία των, αν έχουν, επήγαν ήδη
+εις το σχολείον· η μαγείρισσα επέστρεψεν από την αγοράν· το μυθιστόρημά των
+θα το αναγνώσωσι το εσπέρας· η υπηρέτρια ήνοιξε τα παράθυρα της οικίας και
+ξεσκονίζει.</p>
+
+<p>Ο οίκος των είνε αυτόχρημα ακατοίκητος.</p>
+
+<p>Έπειτα, τι απίθανον να έφερε διά του τελευταίου ατμοπλοίου κανέν νέον
+ύφασμα ο Πατσιφάς ή κανέν νέον κόσμημα της αιθούσης ο Χουτόπουλος; Είνε
+δίκαιον να μη το ίδωσι, και το βράδυ, όταν συναντηθώσι που περί το μικρόν
+τραπέζιον του τεΐου ή την μεγαλειτέραν τράπεζαν του<span class="sp"> Μάους</span>, να φανώσιν
+αυταί διδασκόμεναι παρ' άλλων τα νέα;</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Τας γνωρίζουσιν όλας οι δυστυχείς έμποροι, τας γνωρίζουσιν εκ μακράς,
+ορθίας και κοπιώδους πείρας.</p>
+
+<p>Δι' αυτό εκφράζει ανεκλάλητον χριστιανικήν εγκαρτέρησιν το οξύμωρον εκείνο
+μειδίαμα, το οποίον διαστέλλει τα προσηνή των χείλη, οσάκις νέα προσκυνήτρια
+προσέλθη, αυξάνουσα το άλλο πλήθος των συνηγμένων ήδη εντός του τεμένους
+εκείνου του συρμού. </p>
+
+
+<p>Τας γνωρίζουσι· και εν τούτοις τας υποδέχονται προσκλίνοντες την
+σπονδυλικήν αυτών στήλην, προσφέροντες εις αυτάς κάθισμα, και ερωτώντες
+γλυκερώτατα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι προστάζετε;</p>
+
+<p>Αλλ' εις την ερώτησιν αυτήν σπανίως δίδεται απάντησις. Η νέηλυς κάθηται εν
+πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και σπογγίζει την ρίνα της — ήτις,
+όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε όμως ρις ανθρωπίνη — και αρχίζει έπειτα
+ατελείωτον διάλογον προς τας παρακαθημένας της·</p>
+
+<p>&nbsp;— Τι κάμνετε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς είσθε;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ!</p>
+
+<p>&nbsp;— Πώς είνε τα παιδιά;</p>
+
+<p>&nbsp;— Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . .
+Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Και η νύμφη σας;</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ θα φύγετε, έμαθα! μ' αυτόν τον καιρόν;</p>
+
+<p>&nbsp;— Δεν απεφασίσαμεν ακόμη τίποτε. Ίσως μετά τας εορτάς, . . Και
+σιγώτερα, εις το ους·</p>
+
+<p>&nbsp;— Καλέ, πώς σας εφάνη; η κυρία Κ . . . ν' αφήση τον άνδρα της! . . . </p>
+
+<p>&nbsp;— Η κυρία Α . . . θέλετε να ειπήτε.</p>
+
+<p>&nbsp;— Μπα! και η κυρία Α . . . ; περίεργον. Και πώς αυτό;</p>
+
+<p>&nbsp;— Πολλά λέγονται . . . . . </p>
+
+<p>Και λέγονται αληθώς πολλά, αναρίθμητα, ατελείωτα. </p>
+
+<p>Έχουσι, βλέπετε, και αι κυρίαι τα καφενεία των, ως οι άνδρες.</p>
+
+<p>Τα δε ταλαίπωρα<span class="sp"> γαρσόνια</span> ίστανται εκεί όρθια προ των καταφόρτων
+τραπεζών, όπου υπό τους δυσκόλους δακτύλους των ανορέκτων πελατίδων
+ανεπτύχθησαν ήδη μεταξωτά και μάλλινα, επίκροκα και ταινίαι, στηθόδεσμοι και
+περιτραχήλια, εις μάτην προσμένοντα την εκλογήν των.</p>
+
+<p>Ανοίγει τέλος το στόμα της η νέηλυς, αφού είπεν όσα είχε και ήκουσεν όσα
+ήθελε, και ζητεί κάτι, αλλ' εική, ασκόπως, ως θα εζήτει ο,τιδήποτε άλλο. Αι
+χάρτιναι θήκαι καταβαίνουσι ταχείαι από των θέσεών των, οι υπάλληλοι αρχίζουσι
+τον πανηγυρισμόν του περιεχομένου των, και αι μικραί της κυρίας χείρες
+αναδιφώσι, παραμερίζουσι, σκαλεύουσι, πασπατεύουσι, και καθ' ην στιγμήν
+εφάνη σαν τέλος ότι κάτι εξέλεξαν, και ηκτινοβόλησε του υπαλλήλου ο οφθαλμός,
+και προσέκλινεν ο καταστηματάρχης επιδοκιμάζων την καλαισθησίαν της εκλογής,
+αι μικραί χείρες αποσύρονται αδρανείς, η κυρία εγείρεται, — αφού εξεκουράσθη
+ήδη εντελώς — και λέγει χαριέστατα μειδιώσα·</p>
+
+<p>&nbsp;— Ευχαριστώ . . . . θα ξαναπεράσω!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και ξαναπερνά δυστυχώς, ως τοσάκις ήδη εξαναπέρασε.</p>
+
+<p>Και το προσκύνημα αυτό το ατελείωτον επαναλαμβάνεται καθ' εκάστην·
+αρχίζει την πρωίαν και λήγει την μεσημβρίαν ή και την εσπέραν πολλάκις, χωρίς
+ποτέ να κουρασθώσιν αι προσκυνήτριαι, χωρίς να βαρυνθώσι, χωρίς να
+πεινάσωσιν, όταν σημαίνη μεσημβρία, χωρίς να πτοηθώσι το σκότος, όταν
+ανάπτωνται πλέον οι σπάνιοι φανοί των οδών.</p>
+
+<p>Και επιστρέφουσιν εις τας οικίας των, κατευχαριστημέναι ότι
+καταδιεσκέδασαν, ενώ οι ταλαίπωροι σύζυγοι, οι αδελφοί ή οι πατέρες των
+αναμένουσι πεινώντες την επιστροφήν των, ίνα καθίσωσιν εις την τράπεζαν.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΑΝΑ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn18' id='ref18'>18</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Ας μην ανησυχήση ο κύριος Δήμαρχος Αθηναίων.</p>
+
+<p>Δεν έχομεν σκοπόν να επιθεωρήσωμεν τας οδούς της πόλεως.</p>
+
+<p>Την επιθεώρησιν αυτών θα επιχειρήσωμεν ίσως άλλην τινά ημέραν, όταν
+παρέλθη ο καιρός των βροχών και του βορβόρου, και καταστή ούτως ακίνδυνος
+οπωσδήποτε η ευσυνείδητος του έργου ημών εκπλήρωσις. Δεν θα αναμείνωμεν,
+εννοείται, τον κονιορτόν του θέρους, διότι θα έχωμεν ανάγκην κάτι να ίδωμεν
+χωρίς να τυφλωθώμεν. Θα εκλέξωμεν μίαν των σπανίων ημερών, καθ' ην να μη
+υπάρχη κονιορτός μήτε βόρβορος. Επειδή δε αι ημέραι αύται είνε σπάνιαι,
+σπανιώταται εν Αθήναις, διότι και όταν ήνε κονιορτός, ηξεύρουσι την τέχνην οι
+καταβρέκται του Δήμου να μεταβάλλωσιν αυτόν εις βόρβορον, μειδιά ήδη
+βεβαίως εν μακαριότητι ο κύριος Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι μακρόν καιρόν θα
+αναμείνωμεν την ανατολήν της εξαιρετικής εκείνης ημέρας,</p>
+
+<p>Αι! τις οίδεν; Ο μέγας της Ελλάδος θεός, ο θεός ο δωρήσας εις τους Έλληνας το
+κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και το γαλλικόν θέατρον, ο εισαγαγών παρ' ημίν το
+θείον δώρον του χρηματιστηρίου και πολιτίσας ημάς μέχρι του Κυνηγίου της
+Αλώπεκος και των bals calicot, θα ευδοκήση να χαρίση και εις τας Αθήνας μίαν
+ημέραν άνευ βορβόρου και άνευ κονιορτού. </p>
+
+<p>Δεν την περιμένομεν, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την περιμένομεν
+από τον θεόν, όστις σήμερον τουλάχιστον, εκεί όπου κατηντήσαμεν, αφού δεν
+ευδοκεί να μας βρέξη ολίγον χρυσόν διά τα τοκομερίδια, ημπορεί επί τέλους και
+να παύση βρέχων νερόν δι' ολίγας ημέρας.</p>
+
+<p>Μίαν από τας ημέρας αυτάς θα επιθεωρήσωμεν και ημείς τας οδούς της
+πρωτευούσης και την κατάστασιν αυτών.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Σήμερον σκοπόν μόνον έχομεν να μεταδώσωμεν εις τους αναγνώστας ημών
+ολίγας εκ των προχείρων διασκεδάσεων και τέρψεων, τας οποίας παρέχουσι
+δωρεάν αι οδοί των Αθηνών εις πάντα κάτοικον ή διαβάτην, αστόν ή ξένον,
+επαρχιώτην ή αλλοδαπόν.</p>
+
+<p>Διά να τας απολαύση τις όλας, δεν είνε πάντοτε ανάγκη να εξέλθη εις την οδόν.
+Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου
+έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως κατά την οθωμανικήν παροιμίαν
+μεταβαίνει το βουνόν προς τον Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή
+προς εκείνο.</p>
+
+<p>Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν ανήκουσιν ήδη
+εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα πλέον μεγαλειότης.
+Ηνάγκασε και αυτούς ο προβαίνων ολονέν πολιτισμός των Αθηναίων να γείνωσι
+πολύχειρες και πολυτεχνίται, να προσθέσωσιν εις το αρχικόν και πατριαρχικόν των
+επιτήδευμα πολλά άλλα, να μεταβληθώσιν από πλανοδίων πωλητών εις
+καθιστικούς εμπόρους, να γείνωσι χαλβαδοπώλαι και βουτυροπώλαι, να ανοίξωσι
+τέλος εμπορικά καταστήματα και να γείνωσιν επιτηδευματίαι φορολογούμενοι,
+προς αγαλλίασιν του οικονομικού εφόρου, αφού δεν ηδύναντο άλλως να
+κερδήσωσι τον ολιγαρκή και πενιχρόν αυτών βίον. Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι
+εν Αθήναις, όπου και αυτός ο καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου;
+Μόλις που βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα
+παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του θεάτρου των
+Ποικιλιών.</p>
+
+<p>Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από της οδού η
+φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Αλλ' αντ' αυτής όμως ποία — Θεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη κραυγή, η
+σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής μουσικής, και
+καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε
+σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε
+ροκάνας υπερμεγέθους κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε
+ζώου μυκηθμός ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;</p>
+
+<p>Τίποτε απ' όλ' αυτά.</p>
+
+<p>Είνε απλούστατα η μουσική πρόσκλησις του αρτοπώλου της οικίας.</p>
+
+<p>Ο οιονεί από θριαμβικού δίφρου και δίκην γηίνου τοποτηρητού της θείας
+προνοίας περιφέρων εις των πελατών του τους οίκους τον επιούσιον αυτών άρτον
+εσταμάτησε προ της θύρας σας τον ταχύν τριποδισμόν του ασθματικού του
+ιππαρίου, και φυσά φυσίγναθος την ορειχαλκίνην του βυκάνην. Δεν ομοιάζει
+αυτός τον ράθυμον καραγωγέα της καθαριότητος, όστις αδιαφορεί εντελώς αν
+ακουσθή· θέλει τουναντίον να τον ακούσωσιν όλοι, και ο οξύς του φοβερού του
+σαλπίσματος ήχος, κλονίζων τας υέλους των παραθύρων, σχίζων τα ώτα των
+ενοίκων, παροξύνων εις σπαρακτικάς ωρυγάς τον σκύλον της οικίας και εις
+αγωνίας κακαρίσματα τας όρνιθας της αυλής, φθάνει τέλος διάτορος εις το
+μαγειρείον,</p>
+
+<p>Εσώθημεν! Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το σιτηρέσιον της
+οικίας.</p>
+
+<p>Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του ακούεται
+περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν.</p>
+
+<p>Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την διατάραξιν
+της οικιακής ειρήνης των πολιτών.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Να μείνωμεν ακόμη εντός του οίκου, διά να ακούσωμεν αλληλοδιαδόχως τας
+ποικίλας κραυγάς του αγοράζοντος<span class="sp">
+μποτί...λιαις</span>, του ζητούντος<span class="sp"> χαλκώματα
+να γανώση</span> και του ισχνού γυρολόγου, του πανηγυρίζοντος δι' ερρίνου
+ψαλμωδίας το περιεχόμενον του ονοφορήτου εμπορικού του καταστήματος;</p>
+
+<p>Ας μας λείψη.</p>
+
+<p>Αρκετά ήδη μας εξεκώφανεν ο αρτοφόρος. Ας εξέλθωμεν εις τας οδούς, όπου
+άλλαι και πολλαί μας περιμένουσι ψυχαγωγίαι.</p>
+
+<p>Εν πρώτοις αδύνατον είνε να μη απαντήσωμεν κάπου νωπήν τινα τάφρον
+ανορυσσομένην προ των ποδών μας.</p>
+
+<p>Οι αθηναίοι εσυνείθισαν εκ μακράς ανοχής των αρχών να θεωρώσι τους
+δρόμους της πόλεως των ως ιδιόκτητον αγρόν, τον οποίον αροτριώσι και
+άνασκάπτουσι και διβολίζουσιν, ως αν επρόκειτο να τον φυτεύσωσιν όλον
+σπαράγγια. Ο είς εδώ ανοίγει χάνδακα, διά να φέρη εις την οικίαν του το ύδωρ ή
+το φωταέριον, ο άλλος παρέκει ανοίγει μεγαλείτερον διά να μεταγγίση εις τας
+γηραιάς και απωστεωμένας πλέον αρτηρίας των υπονόμων της πόλεως τας
+περιττάς ευωδίας του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του οίκου του.</p>
+
+<p>Και όλα αυτά γίνονται ελευθέρως, ακωλύτως, όπως θέλει και κρίνει
+πρόσφορον έκαστος συνταγματικός πολίτης των Αθηνών, δικαίαν αξίωσιν έχων, ως
+τακτικώς ψηφοφορών και ατάκτως πληρόνων τους φόρους του, να ασκή
+ανεξελέγκτως όσα νομίζει ελευθέρου πολίτου δικαιώματα.</p>
+
+<p>Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα ίδετε αντ'
+αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας, ότε τον βόρβορον
+απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν η βροχή, ευρύ ρυπαρόν
+αυλάκιον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ας προχωρήσωμεν.</p>
+
+<p>Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν;</p>
+
+<p>Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε ό,τι άλλο
+θέλετε.</p>
+
+<p>Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο
+οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει παρατάξει
+ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του καθέδρας. Εκεί
+πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω ολόκληρα εστιατόρια. Εκεί θα
+προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου
+οίκου εξάγει εις περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα
+σας όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας. Εκεί κινδυνεύετε
+να κρημνισθήτε πολλαχού εις τα ταρτάρεια βάθη των υπογείων αποθηκών των
+εμπορικών καταστημάτων, ων την χαίνουσαν καταπακτήν ελησμόνησε να κλείση ο
+υπηρέτης, ή να ανατραπήτε υπό γιγαντιαίας κενής κιβωτού, όθεν προ μικρού
+εξήχθησαν οι τελευταίοι νεωτερισμοί των Παρισίων. Τα πεζοδρόμια
+χρησιμεύουσιν εν Αθήναις εις πάντα και πάντας· μόνον εις τους πεζούς διαβάτας
+δεν χρησιμεύουσιν. Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι τούδε την
+προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε να εισβάλωσι και εις
+αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα, ότι καλλίτερον είνε να
+<span class="sp"> πέφτη κανείς εις τα μαλακά</span>.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Δόξα τω Θεώ!</p>
+
+<p>Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.</p>
+
+<p>Παρέρχεσθε αργά, βραδυπατών, ελευθέρως αναπνέων. Είσθε αμέριμνος,
+συλλογίζεσθε τις οίδε τι ωραία πράγματα, αναπάλλετε ησύχως το ραβδίον σας, και
+ροφάτε ηδονικώς τον καπνόν του σιγάρου σας, ότε αίφνης . . .<span class="sp"> Πραφ</span>! διά μιας
+αφ' υψηλού, τρία βήματα εμπρός σας — αν είσθε τυχηρός — ή επί της κεφαλής
+σας αυτής αν είσθε ατυχής, χύνεται βαρύς και ρυπαρός Νιαγάρας. Κατάπληκτος,
+διάβροχος και βλασφημών υψούτε το βλέμμα, και βλέπετε υψηλά εκεί φαιδράν
+και γυμνόποδα υπηρέτριαν, σφογγαρίζουσαν τον εξώστην της οικίας και
+βρέχουσαν αμερίμνως επί της κεφαλής σας τον υγρόν αυτής βόρβορον. Φωνάζετε,
+αν είσθε τολμηρός, και ακούετε εις απάντησιν τους γέλωτάς της, συνοδευόμενους
+πολλάκις εν χορώ υπό των παρερχομένων διαβατών. Σιωπάτε, αν είσθε δειλός, και
+παρέρχεσθε, μακαρίζοντες την πρωτεύουσαν και τας αρχάς της. Δεν είσθε ο
+πρώτος, ούτε θα ήσθε ο τελευταίος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Δεν ειξεύρω, τι θα κάμη από πρώτης Ιανουαρίου η στρατιωτική αστυνομία.
+Αλλ' ό,τι έκαμε μέχρι τούδε η διοικητική, διά να καταστήση τας οδούς της
+πρωτευούσης εν ασφαλεία προσιτάς εις τους κατοίκους αυτής, δεν παρέχει
+βεβαίως ύλην εις επικόν ποίημα ή εις λόγον πανηγυρικόν. Ίσως τις των νεωτέρων
+συμβολιστών αντλήση εξ αυτών το θέμα βαθείας τινός αλληγορίας. Το βέβαιον
+όμως είνε, ότι η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού
+προ της αίγλης των Αθηνών.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ ΤΟΝ ΟΔΩΝ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn19' id='ref19'>19</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα ψυχολογία την
+ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και αυτόματος ούτως ειπείν
+έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως
+αντιθέτων, της φαιδρότητος και της μελαγχολίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι τον
+μελαγχολώντα Έλληνα — δεν εννοώ τον περισσότερον ή ολιγώτερον
+εξευρωπαϊσμένον, τον ερρύθμως στενάζοντα προς την σελήνην και υποκώφως
+διακιθαρίζοντα την ψυχικήν αυτού βαρυθυμίαν, αλλά τον γνήσιον και
+ανεπίπλαστον και ημιβάρβαρον μεν αλλ' ελληνίστατον Έλληνα του λαού
+σπανιώτατα ή μάλλον ειπείν ουδέποτε κινεί εις άσμα η μελαγχολία. Άλλως η Ελλάς
+ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον
+ωδείον, οπού οι ελέω<span class="sp"> οικονομικών συνδυασμών </span>πτωχυνθέντες και
+λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον βαρύν την
+μελανήν χολήν του στήθους των.</p>
+
+<p>Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος. Επειδή δε τούτο,
+σήμερον ιδίως, σπανίως του συμβαίνει, αναζητεί την ευθυμίαν εντός του πλήρους
+οίνου ποτηρίου, και όταν την εύρη — πράγμα όχι δύσκολον — την διαλαλεί
+μεγαλοφώνως και μουσικώς, είτε δι' ενός αμανέ είτε διά μιας καντάδας, αναλόγως
+πλέον της καταγωγής αυτού, της μουσικής του ανατροφής, της καλαισθησίας του
+ή της ειδικωτέρας ψυχικής του καταστάσεως. Την διαλαλεί δε τότε οξυφωνότατα
+αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα και ογκούμενος
+μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και
+ουδέν άλλο.</p>
+
+<p>Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά αλήθεια,
+της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και προς αποφυγήν
+μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους Επτανησίους ως εξαιρέσεις. Ο Έλλην
+δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε
+σπανίων εξαιρέσεων ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το
+πλείστον ως ραγισμένος οξύαυλος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και οσάκις μεν ο έλλην τραγουδιστής εκχύνει εις τόνους μάλλον ή ήττον
+αμούσους και τραχείς και εις κραυγάς μάλλον ή ήττον οξείας την τεχνητήν αυτού
+φαιδρότητα εκεί όπου την ηγόρασε, τουτέστι παρά την τράπεζαν του οινοπωλείου,
+meno male, ως λέγουσιν οι Ιταλοί· το κακόν είνε υποφερτόν. Τραγουδισταί και
+ακροαταί είνε συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως
+υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και όσοι δεν
+ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή των γρόνθων αυτών επί
+της τραπέζης. Όλοι των είνε προδήλως ευχαριστημένοι, και υπέρ πάντας
+αναντιρρήτως ο οινοπώλης, ο εκ μακράς πείρας γινώσκων, αν μη υπό του
+Ευαγγελίου διδαχθείς, πότε συνήθως εξοδεύεται<span class="sp"> ο ελάσσων </span>οίνος.</p>
+
+<p>Αλλ' όταν όμως οι ατμοί του οίνου γεμίσωσι τας κεφαλάς των τραγουδιστών,
+και θερμανθή κατ' ολίγον μέχρι πνιγμού η ατμοσφαίρα του οινοπωλείου, και
+στενοχωρηθέντες οι οινόφλυγες ψάλται ποθήσωσιν ύπαιθρον δροσερόν αέρα και
+εκχυθώσιν εις τας οδούς εν ώρα μεσονυκτίου, τότε — οίμοι! — αρχίζει το βάσανον
+των ειρηνικών κατοίκων της πόλεως.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Επεστρέψατε αργά εις την οικίαν σας, αφού ημέραν όλην, από πρωίας μέχρι
+βαθείας πολλάκις νυκτός, ηγωνίσθητε τον ατερπή και βαρύμοχθον αγώνα του
+βίου. Μόλις το δείπνον κατορθοί να διαλύση κάπως την δυσθυμίαν σας, και τις
+οίδε ποίαι σκέψεις και ποίαι περί της αύριον μέριμναι παρακολουθούσι τας έλικας
+του καπνού, τας αναδιδομένας υπό του σιγάρου, το οποίον ανάπτετε μηχανικώς.
+Ποθείτε ανακούφισιν, ανάπαυσιν. Το αισθάνεσθε, και κατακλίνεσθε τέλος,
+καλούντες εκ μέσης ψυχής τον παρήγορον ύπνον επί τα βλέφαρά σας. Αργεί να
+έλθη, αλλά τέλος έρχεται, και αρχίζετε ήδη να αισθάνεσθε την ευχάριστον εκείνην
+έκλυσιν των σωματικών σας δυνάμεων, την ποθητήν εκείνην σύγχυσιν των ιδεών,
+ήτις τον προαγγέλλει, ότε . . . . . αίφνης φοβερά φωνασκία μουσολήπτων
+δαιμόνων αντηχεί από της οδού. Δεν είνε είς, κλαυθμηρίζων ερρίνως, ως άλλοτε,
+τον αμανέν του. Είνε πολλοί, είνε συμμορία ολόκληρος, είνε χορός αποτελών
+συναυλίαν, και αναμιγνύων εις σπαρακτικόν των ώτων σας κράμα πάσαν δυνατήν
+και αδύνατον ζώου φωνήν, από του βαρέος ογκηθμού γεγηρακότος όνου μέχρι της
+οξείας υλακής δερομένου κυναρίου, από του μυκηθμού του βοός μέχρι του
+γρυλλισμού του χοιριδίου. Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και άλλοι
+μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και αμύστακες, παρωδούσιν
+απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των
+λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν,
+ευρωπαϊκούς σκοπούς. Είνε οι πλείστοι εξ αυτών θαμισταί των ωδικών καφενείων,
+και εξ αυτών εταμίευσεν η μουσική των μνήμη όσα βρυχάται το άμουσον αυτών
+στόμα.</p>
+
+<p>Ανασκιρτάτε σπασμωδικώς επί της κλίνης σας, ως από φοβερού εφιάλτου
+εγειρόμενοι, αγανακτείτε, βλασφημείτε, συλλογίζεσθε ότι πληρόνετε τακτικώτατα
+τους φόρους σας, και ότι επομένως έχετε αναμφήριστον το δικαίωμα της οικιακής
+ειρήνης και ασφαλείας, στέλλετε μυριάκις εις τον διάβολον τους νυκτερινούς
+συναυλητάς και τους νεοφωτίστους αστυφύλακας, αλλά μ' όλα ταύτα ή μάλλον
+ειπείν δι' όλα ταύτα ο ύπνος σας επέταξε. Μένετε μ' ανοικτούς οφθαλμούς, . . . και
+ελπίζετε ίσως ότι θα παρέλθη ταχύς ο φοβερός εκείνος μουσικός χείμαρρος προ
+των παραθύρων σας, και θα μεταβή τέλος περαιτέρω, να εξυπνήση και άλλον
+άκακον χριστιανόν. Αλλ' οι συμμορίται παραμένουσι και ξελαρυγγίζονται
+εναμίλλως, τις οίδεν εις τίνος σκληράς μαγειρίσσης την άτεγκτον καρδίαν
+προσφέροντες τον μουσικόν λιβανωτόν των ακαταπονήτων λαρύγγων των.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Αλλ' ίσως δεν κοιμάσθε, ότε αντήχησεν έξωθεν της οικίας σας </p>
+
+<p class="poem">il rauco suon della tartarea tromba</p>
+
+<p>Εργάζεσθε όμως, ή προσπαθείτε καν να εργασθήτε. Ανάψαντες τον λύχνον σας
+εστρώσατε τον χάρτην εμπρός σας, ελάβατε τον κάλαμον εις χείρας, και ηρχίσατε
+κάπως να συγκεντρόνετε τας ιδέας σας, . . . ότε εκρήγνυται διά μιας της μεθύσου
+ομάδος ο απροσδιόνυσος πάταγος. Συμμαζεύσατε τότε πλέον τας ιδέας σας, αν
+ημπορείτε! Έφυγαν όλαι μικραί και μεγάλαι, και μένετε με τον κάλαμον εις την
+μίαν χείρα και με την άλλην χείρα ξύουσαν την άγονον πλέον και ανέλπιδα
+κεφαλήν σας.</p>
+
+<p>Αλλ' ίσως έχετε το ατύχημα μήτε να κοιμάσθε, μήτε να εργάζεσθε, αλλά να
+ασθενήτε, ή να έχετε πλησίον σας εκεί ασθενούντα ένα των οικείων σας.
+Στενάζετε, ή βλέπετ' εκείνον στενάζοντα υπό τον πυρετόν, τυραννούμενον υπό της
+αϋπνίας και κυλιόμενον εν αγωνία, επί της κλίνης του. Φαντάσθητε δε, — και διατί
+να το φαντασθήτε, αφού πολλάκις βεβαίως το επάθετε — το φοβερόν επί του
+ασθενούς αποτέλεσμα της αιφνιδίας εκείνης των μαινομένων λύκων ωρυγής!</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Και διατί ταύτα πάντα;</p>
+
+<p>Διά να μη προσβληθή ίσως η συνταγματική ελευθερία του έλληνος
+πολίτου;</p>
+
+<p>Ή διά να μη παρακωλυθή η ανάπτυξις της μουσικής εν Αθήναις;</p>
+
+<p>Ή διά να διασκεδάζωσιν ελευθέρως οι αθηναίοι ψηφοφόροι, αποσπώμενοι
+πάσης άλλης πολιτικής σκέψεως και μερίμνης περί της αύριον;</p>
+
+<p>Δι' ουδέν τούτων βεβαίως, αλλ' απλώς και μόνον διά να μη κοπιάζωσιν
+υπερανθρώπως τα αστυνομικά όργανα.</p>
+
+<p>Ενθυμούμεθα εν τούτοις τα<span class="sp"> καϋμένα </span>τα ευζωνάκια του εν μακαρία τη
+λήξει Μπαϊρακτάρη, άτινα επί μήνας πολλούς είχον αληθώς ειρηνεύσει τας
+αθηναϊκάς νύκτας, αδυσωπήτως συλλέγοντες από πάσης αγυιάς και λεωφόρου και
+ρύμης της πρωτευούσης πάσαν μεγαλόφωνον μουσικήν συμμορίαν, και
+ευσυνειδήτως ταμιεύοντες τα παραπαίοντα μέλη της εντός των δροσερών
+κατωγείων των αστυνομικών κρατητηρίων, . . . και ευλογούμεν την ωραίαν εκείνην
+εποχήν.</p>
+
+<p>Είνε τόσον δύσκολον άραγε να απαγορευθή αυστηρώς εν Αθήναις δι'
+αστυνομικής διατάξεως ό,τι εις ουδεμίαν, ούτε πρωτεύουσαν ούτε δευτερεύουσαν
+ούτε τριτεύουσαν πόλιν του πολιτισμένου κόσμου επιτρέπεται, και η αστυνομική
+αυτή διάταξις να μη μείνη απλώς επί του χάρτου;</p>
+
+<p>Είνε άραγε υπερβολική η αξίωσις των φιλησύχων αστών της πόλεως να
+τεθώσιν αν μη εν κρείττονι αλλ' εν ίση καν μοίρα προς τους φιλοταράχους, και να
+καταστώσιν ελεύθεροι να κοιμώνται, να εργάζωνται ή και ν' ασθενώσιν εν ειρήνη,
+όπως εκείνοι δύνανται κάλλιστα ν' αφεθώσιν ελεύθεροι να ξεφωνίζωσι και να
+ξελαρυγγίζωνται όπου αλλού θέλουσιν, αλλ' όχι ανά τας οδούς της πόλεως και υπό
+τα παράθυρα των οικιών; Ας σκεφθή, παρακαλούμεν, περί τούτου κατά τας ώρας
+της σχολής αυτής η στρατιωτική αστυνομία.</p>
+
+<h3 style="margin-top: 3em">Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ
+(<span style='font-size: small;'><a href='#fn20' id='ref20'>20</a></span>)
+<br /><br /></h3>
+
+<p>
+<br />
+Δέχεται δηλαδή άπαξ της εβδομάδος διαρκούντος του χειμώνος, εις ώραν
+ωρισμένην, από της πέμπτης συνήθως μέχρι της εβδόμης· έχει τουτέστι την
+ημέραν της, son jour, ως λέγουσιν οι γάλλοι, κατά την οποίαν κάθηται εις την
+οικίαν της, είτε βρέχει είτε δεν βρέχει, είτε ωραίος καιρός είνε ή παγετώδης
+βορράς.</p>
+
+<p>Μη τυχόν υποθέσετε όσοι δεν παρακολουθείτε την εν Ελλάδι εξέλιξιν του
+δυτικού πολιτισμού, ούτε διατελείτε ενήμεροι εις τας εν Αθήναις προόδους του,
+ότι η Κυρία μένει εξαιρετικώς την ημέραν αυτήν εις την οικίαν της, διότι έχει — ως
+άλλοτε εις χρόνους βαρβαρότητος η μήτηρ αυτής ή προμήτωρ — να φροντίση περί
+των εν τω οίκω, να επιστατήση εις την παρασκευήν του γεύματος, να εποπτεύση
+την μελέτην των τέκνων της, ή να ευτρεπίση την ιματιοθήκην των. Αυτά είνε
+γηραιάς εποχής παρωχημένα ασχολήματα, μόλις που σήμερον μνημονευόμενα
+υπό των παλαιών· είνε αναμνήσεις ευρωτιώσαι καιρών παρελθόντων, καθ' ας αι
+κυρίαι ελέγοντο επί το προστυχώτερον οικοκυραί, και ιδρύουσαι οίκον διά του
+γάμου των ήσαν υπερήφανοι διοικούσαι αυτόν ως σύζυγοι και μητέρες.</p>
+
+<p>Σήμερον αι κυρίαι — αι πολιτισμέναι, εννοείται, αι αναγινώσκουσαι τον
+Bourget και τον Delpit, αι έχουσαι λεύκωμα και ομιλούσαι αταράχως περί
+πραγμάτων, άτινα δεν ετόλμων να ακούσωσιν αι μητέρες των, — έχουσιν άλλα
+πολύ μεγαλείτερα καθήκοντα προς τον κόσμον και την εν αυτώ κοινωνικήν των
+θέσιν. Ζώσι διά τον κόσμον μάλλον ή διά τον οίκον των και τους εν αυτώ. Και αυτό
+δε το κάλλιστον του οίκου των μέρος, η αίθουσα, ήτις από τινος απέκτησε μάλιστα
+και τέκνον — το<span class="sp"> σαλονάκι</span>, αν αγαπάτε — είνε διά τον κόσμον ιδίως και την
+υποδοχήν αυτού παρεσκευασμένη. Εκεί έχουσι συμφορηθή πάντα του οίκου τα
+ανάκλιντρα και τραπεζάκια· εκεί τα μεταξωτά ή βελούδινα μικρά προσκεφάλαια,
+άτινα εκέντησαν κατά τας ώρας της αφθόνου σχόλης των η οικοδέσποινα ή αι
+θυγατέρες της, και τα χρυσοποίκιλτα παλαιά υφάσματα, περιδεδεμένα
+καλλιτεχνικώς περί τας φωτογραφίας των οικείων και φίλων· εκεί επί παντός
+τραπεζίου παντοία μικρολογήματα, κρυστάλλινα αγγεία κλονιζόμενα προς παν
+βήμα, λαμπτήρες μικροσκοπικοί περιστεφόμενοι υπό των εκ τριχάπτου σκιαδίων
+των, ανθοδοχεία ναννοφυή μόλις χωρούντα έν ίον, βιβλία εδώ, λευκώματα εκεί,
+και φόρτος παντοίος βαρύτερος της ράχεως των βασταζόντων αυτόν τραπεζίων,
+και κινδυνεύων να ανατραπή χαμαί εις άμορφον σωρόν κατά την πρώτην
+αποτόμου επαφήν αγκώνος ή κνήμης. Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν στολίδιον
+δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού, όπου αναμένει από της
+πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν
+ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας, κενολογίας ή πνεύματος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εις γωνίαν τινά της αιθούσης αυτής — ήτις παρέχει πολλάκις εν συνόλω την
+όψιν βιομηχανικού μουσείου ή συμμιγούς παλαιοπωλείου — αχνίζει επί κομψής
+λευκοστρώτου τραπέζης ή τεϊοδόχη, και παρ' αυτήν παρατάσσονται πινάκια
+ποικιλομεγέθη, άλλο μεν με το φοβερόν εκείνο Cake, το απαραίτητον πλέον διά
+πάσαν οικοδέσποιναν σεβομένην εαυτήν και τους ξένους της, άλλο με
+σακχαροπήκτους καρπούς, και άλλα με παντοία τραγήματα, εις καλλιτέχνους
+πυραμίδας συντεταγμένα, ων την συμμετρίαν ελαθροχείρησαν πού και πού,
+παρεισφρήσαντες προ της ώρας, οι δίποδες ποντικοί της οικίας.</p>
+
+<p>Να εισέλθωμεν ημείς πρώτοι εις επίσκεψιν της κυρίας, καθ' ην ώραν αναμένει
+έτι τους ξένους της, και τείνει έμπλεον προσδοκίας το βλέμμα προς την θύραν, και
+προσέχει ανυπόμονον το ους προς πάντα κρότον του κώδωνος της θύρας;</p>
+
+<p>Καλλίτερα όχι. Δεν είνε ευχάριστον να περιμένη τις, και ακόμη ολιγώτερον να
+βλέπη άλλον περιμένοντα. Ενθυμηθήτε τον ταλαίπωρον Σουφλερύ, όσοι δεν
+ηκούσατε τον Λεπορέλλον ψάλλοντα το αμίμητον εκείνο Aspettare e non venire.
+Είνε στιγμαί αγωνίας πολλάκις αι στιγμαί εκείναι, καθ' ας η κυρία, μάτην
+περιμένουσα και μάτην κατασκοπούσα από του παραθύρου της τον καιρόν και
+τους διαβάτας, αναμετρεί εν συντριβή πόσων γνωρίμων της συναδέλφων τας η μ
+έ ρ α ς παρημέλησεν, εις πόσους των ξένων της δεν εμειδίασεν επαρκώς κατά την
+παρελθούσαν Πέμπτην ή Παρασκευήν, όπως τους ενθαρρύνη εις εξακολούθησιν
+του προσκυνήματος, και συγκυκά εν τη αεικινήτω φαντασία της πολυποίκιλα και
+συγκρουόμενα σχέδια μετανοίας ή εκδικήσεως.</p>
+
+<p>Το θέαμα θα ήτο ίσως ψυχολογικώς ενδιαφέρον, αλλ' όχι και ευχάριστον.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Ας βραδύνωμεν ολίγον, και ας εισέλθωμεν in medias res, ως πράττουσιν οι
+μυθιστοριογράφοι, οι συμμορφούμενοι προς του Ορατίου τα παραγγέλματα. Ας
+εισέλθωμεν εις την πλήθουσαν ήδη αίθουσαν, θερμήν από των αχνιζόντων
+κυπέλλων και ζωηράν από της συνομιλίας. Μη φοβήσθε. Δεν θα ταράξωμεν
+κανένα. Η μεν γενική ομιλία δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος, ούτε αντικείμενον
+ωρισμένον, οι δε κατ' ιδίαν εις τας γωνίας των ανακλίντρων συνημμένοι διάλογοι
+δεν θα διακοπώσι προς χάριν μας. Θα δυσκολευθώμεν ίσως μόνον να εύρωμεν
+θέσιν, αλλά θα το κατορθώσωμεν επί τέλους, προσέχοντες, εννοείται, μη
+ανατρέψωμεν κανέν τραπέζιον και τον επ' αυτού λαμπτήρα, και διολισθαίνοντες
+διά μέσου σκαμνίων και γονάτων μέχρι της κενής εκείνης καθέδρας.</p>
+
+<p>Εκαθίσαμεν τέλος, επήραμεν εκόντες άκοντες το τσάι μας, και φαιδρύναντες
+ευσυνειδήτως το πρόσωπον ημών διά του ιλαρωτάτου των μειδιαμάτων,
+αποπειρώμεθα να μετάσχωμεν και ημείς της συνομιλίας. Το πράγμα δεν είνε
+τόσον εύκολον, όσον φαίνεται. Αν μάλιστα η πλειονοψηφία της ομηγύρεως είνε,
+ως συνήθως συμβαίνει, γυναικεία, μακρά θα ήνε η απόπειρα και ίσως μάταιος επί
+τέλους ο κόπος. Ομιλούσι τόσον ευχαρίστως αι γυναίκες! Έπειτα δε και προς τι
+άλλο δέχεται η κυρία, παρά διά να ομιλήση και ν' ακούση; Τέλος κατορθόνομεν
+και ημείς ν' αρπάσωμεν έν άκρον ενός οιουδήποτε μίτου της συνομιλίας, και
+συμπαρασυρόμεθα μετά των άλλων εις τον συμμιγή εκείνον βόμβον λέξεων,
+φωνών, γελώτων, επιφωνήματων, — ενίοτε και ιδεών.</p>
+
+<p>Τι λέγουσι και τι λέγομεν!</p>
+
+<p>Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το
+σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος άλλης. Εδώ
+ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη, και εκεί απάντησις εις
+ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα θαυμασμού προς ευφυολογίαν την
+οποίαν κανείς δεν εννόησε, και παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει.
+Εδώ απαγγέλλει τις αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του
+Κοππέ από του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν
+συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος της
+οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ επιτιμήσεις και αιτήσεις
+συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις. Και εν
+μέσω του συμμιγούς αυτού βόμβου, του αναμιμνήσκοντος αμυδρώς το
+συγχορδιστικόν προανάκρουσμα πολυπληθούς ορχήστρας, τολμά τις ενίοτε
+αφελής να διηγηθή την υπόθεσιν του τελευταίου μυθιστορήματος το οποίον
+ανέγνωσεν, ή να αναλύση το κωμειδύλλιον του φίλου του ως αν ήτο εχθρός του, ή
+να περιγράψη την ενδυμασίαν της κυρίας δείνα εις τον τάδε χορόν. Η τελευταία
+του αυτή απόπειρα επιτυγχάνει κάπως περισσότερον, και αι κυρίαι τουλάχιστον
+σιωπώσι προς στιγμήν. Αλλοίμονον, αν καθίση αίφνης μία εξ αυτών προ του
+κλειδοκυμβάλου, ή αν νεαρός τις ποιητής αρχίση παρακληθείς την απαγγελίαν του
+τελευταίου του αριστουργήματος! Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και τα δύο
+συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα χειροκροτήματα δεν
+περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το τέλος.</p>
+
+<p style="text-align: center;">* *<br />*</p>
+
+<p>Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο, ψιθυρίζουσιν
+ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά, αλλ' ακούονται μεταξύ των,
+διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον. Ημείς δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά
+και αν τους ηκούαμεν δεν ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα
+ηλικίαν του ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και
+προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το νεαρόν, και
+ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους δεν εθόλωσεν ακόμη της
+σκέψεως το σύννεφον.</p>
+
+<p>Δι' αυτούς είνε αληθής τέρψις και απόλαυσις αι πέμπται της οικοδεσποίνης.
+Κρατούσι σειράν, τας ενθυμούνται, τας περιμένουσι, και συνεχίζουσιν εις την
+επομένην ό,τι δεν ετελείωσαν κατά την παρελθούσαν.</p>
+
+<p>Τις οίδε δε; ίσως κατά βάθος οι νεώτεροι αυτοί και αι νεώτεραι είνε ο κύριος
+λόγος δι' ον η<span class="sp"> Κυρία </span>δέχεται. <br /></p>
+<hr></hr>
+
+<p id="fn1">1) Εδημοσιεύθη το πρώτον υπό αλλοίαν πως μορφήν εν τη<span class="sp"> Πανδώρα </span>της 15 Σεπτεμβρίου 1867.<a href="#ref1" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn2">2) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τω<span class="sp"> Αθηναϊκώ Ημερολογίω </span>
+(Δ. Κορομηλά) του έτους 1874.<a href="#ref2" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn3">3) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εστία </span>του έτους 1883. 4) Το
+διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Πανδώρα </span>του έτους 1860.<a href="#ref3" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn4">4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το
+πρώτον εν τη<span class="sp"> Πανδώρα </span>του έτους 1860.<a href="#ref4" title="πίσω">&#8617;
+</a></p>
+
+<p id="fn5">5) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εστία </span>του έτους 1884.<a
+href="#ref5" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn6">6) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εστία </span>του έτος 1886.<a href="#ref6"
+title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn7">7) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εστία </span>του έτους 1885.<a
+href="#ref7" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn8">8) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span>
+της 8 Δεκεμβρίου 1893.<a href="#ref8" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn9">9) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span>
+της 11 Δεκεμβρίου 1893.<a href="#ref9" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn10">10) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Ημερολογίω<span class="sp"> Ποικίλη Στοά </span>του
+έτους 1884.<a href="#ref10" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn11">11) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Εστία </span>του έτους 1878.<a
+href="#ref11" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn12">12) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω<span class="sp"> Ημερολογίω
+</span>της<span class="sp"> Ε σ τ ί α ς </span>του
+έτους 1887.<a href="#ref12" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn13">13) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Ακροπόλει </span>της 25 Δεκεμβρίου
+1885.<a href="#ref13" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn14">14) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp"> Ακροπόλει </span>της 4 και 5
+Φεβρουαρίου 1886.<a href="#ref14" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn15">15) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω ημερολογίω<span class="sp"> Ποικίλη Στοά </span>του
+έτους 1887.<a href="#ref15" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn16">16) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp">
+ Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span> της
+18 Δεκεμβρίου 1893.<a href="#ref16" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn17">17) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp">
+Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span> της
+20 Δεκεμβρίου 1893.<a href="#ref17" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn18">18) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp">
+Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span> της
+24 Δεκεμβρίου 1893.<a href="#ref18" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn19">19) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp">
+Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span> της
+30 Ιανουαρίου 1894<a href="#ref19" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+<p id="fn20">20) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη<span class="sp">
+Εφημερίδι </span>των<span class="sp"> Συζητήσεων </span>της
+31 Δεκεμβρίου του έτους 1893.<a href="#ref20" title="πίσω">&#8617;</a></p>
+
+
+
+
+
+
+
+
+<pre>
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 37868-h.htm or 37868-h.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/8/6/37868/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License available with this file or online at
+ www.gutenberg.org/license.
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS', WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTABILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation information page at www.gutenberg.org
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at 809
+North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887. Email
+contact links and up to date contact information can be found at the
+Foundation's web site and official page at www.gutenberg.org/contact
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit www.gutenberg.org/donate
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: www.gutenberg.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart was the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For forty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
+
+</pre>
+
+</body>
+</html>
+
+
diff --git a/37868-h/images/1stpage.jpg b/37868-h/images/1stpage.jpg
new file mode 100644
index 0000000..78a38ea
--- /dev/null
+++ b/37868-h/images/1stpage.jpg
Binary files differ
diff --git a/LICENSE.txt b/LICENSE.txt
new file mode 100644
index 0000000..6312041
--- /dev/null
+++ b/LICENSE.txt
@@ -0,0 +1,11 @@
+This eBook, including all associated images, markup, improvements,
+metadata, and any other content or labor, has been confirmed to be
+in the PUBLIC DOMAIN IN THE UNITED STATES.
+
+Procedures for determining public domain status are described in
+the "Copyright How-To" at https://www.gutenberg.org.
+
+No investigation has been made concerning possible copyrights in
+jurisdictions other than the United States. Anyone seeking to utilize
+this eBook outside of the United States should confirm copyright
+status under the laws that apply to them.
diff --git a/README.md b/README.md
new file mode 100644
index 0000000..2ab448e
--- /dev/null
+++ b/README.md
@@ -0,0 +1,2 @@
+Project Gutenberg (https://www.gutenberg.org) public repository for
+eBook #37868 (https://www.gutenberg.org/ebooks/37868)
diff --git a/old/20111027-37868-0.txt b/old/20111027-37868-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..c914801
--- /dev/null
+++ b/old/20111027-37868-0.txt
@@ -0,0 +1,14603 @@
+The Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+
+Title: Analecta Volume 1
+ Short stories - social images and studies
+
+Author: Angelos Vlahos
+
+Release Date: October 27, 2011 [EBook #37868]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold
+words are included in &, while words in italics in _. Footnotes
+have been transferred at the end of the book. The book consists
+of 424 pages. Pages 223-233, part of "Πρώην και νυν Αθήναι" -
+"Αθηναϊκαί επιστολαί" are missing.
+
+Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα.
+Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &, ενώ λέξεις με πλάγιους
+σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος
+του βιβλίου. Το βιβλίο έχει 424 σελίδες. Οι σελίδες 223-233,
+μέρος τψν "Πρώην και νυν Αθήναι" - "Αθηναϊκαί επιστολαί",
+λείπουν.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+
+ΣΥΛΛΟΓΗ
+ΕΚΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ ΤΕ ΕΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΚΑΙ
+ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
+
+ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ.
+
+ΣΠ. ΒΑΣΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.),
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, + Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π.
+ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ (καθ. της φιλ.),
+ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ. ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ
+(δ. φ.), Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), + Ι. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
+(καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ.
+ΠΟΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΥ (δ. φ.), Ε. ΡΟΪΔΟΥ
+(δ. ν.), Σ. Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΥ
+(διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (γυμνασιάρχ.), ΧΡ ΤΣΟΥΝΤΑ
+(εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ.), Γ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω
+Πανεπ.) και άλλων λογίων
+
+ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ
+ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10.
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+
+Α Ν Α Λ Ε Κ Τ Α
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ
+1901
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+ΑΝΑΛΕΚΤΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+1901
+
+
+
+
+
+Τα εν τη διτόμω ταύτη συναγωγή αναλεχθέντα πεζογραφήματα
+κατεχωρίσθησαν το πρώτον τα πλείστα, από τριακονταετίας ήδη και
+πλέον, εις περιοδικά φύλλα, εφημερίδας και ημερολόγια, άλλα μεν
+ως αυθόρμητα προϊόντα λογοτεχνικής διαθέσεως ή παρατηρήσεως, άλλα
+δε ως υπαγορεύσεις καιρικών περιστάσεων ή γεγονότων, ων
+διατηρούσιν ίσως έτι την μνήμην οι πλείστοι των αναγνωστών.
+
+Αν δε η εν σώματι αναδημοσίευσις αυτών φανή πως ευπρόσδεκτος, ως
+ελπίζει ο γράψας, ου μόνον εις τους παλαιούς των γνωρίμους, αλλά
+και εις τους οπωςδήποτε περιέργους προς τα παλαιότερα προϊόντα
+της συγχρόνου ελληνικής λογοτεχνίας, ας αποδώσωσι και ούτοι και
+εκείνοι την χάριν εις τον φιλόμουσον χορηγόν της Βιβλιοθήκης
+ταύτης, τον προθύμως παράσχοντα την ξενίαν της υψιδόμου του
+στέγης εις τα από τοσούτου χρόνου ανεμοφόρητα και περιπλάνητα
+ταύτα φύλλα.
+
+Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους,
+αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας
+επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών
+υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε
+τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της
+αληθείας. Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη
+λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτων
+ — ως υπ' αυτό σημειούται — είδε κατά πρώτον το φως, μήτε να
+παραβάλωσιν εικόνας καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως
+κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα της σήμερον. Αν αι εικόνες
+αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν όμως πάσαι, —
+τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψας — εξ ηρέμου και απαθούς
+παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι
+διατηρούσιν έτι εν τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα,
+εις α αι προκείμεναι σελίδες αναφέρονται. Αν δε υπό την
+παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και τις βαρυθυμία, δεν
+είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και σήμερον
+έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας,
+πηγήν της δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.
+
+Εν Αθήναις, κατά Μάρτιον, 1901
+
+ Α. Β.
+
+
+
+ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
+
+
+
+Έρως και Ψυχή..................................... σελ. 1
+Λαυριακής μετοχής απομνημονεύματα................... » 29
+Εσπερίς του Κ. Σουσαμάκη............................ » 62
+Καθολική μυστική διά σφαιριδίων ψηφοφορία εν Αφρική. » 80
+Το ενθύμημα του Μιμίκου............................. » 102
+Ο πρώτος λαχνός..................................... » 119
+Τα χρήματα ......................................... » 148
+Υιός εκ πατρός .... ................................ » 171
+Το δώρον της θείας.................................. » 188
+Η μπογάτσα ......................................... » 198
+Ο επτάψυχος γάτος................................... » 203
+Πρώην και νυν Αθήναι................................ » 208
+Αθηναϊκαί επιστολαί (Α'.-Κ'.)....................... » 231
+Πτωχεία και πλούτος................................. » 333
+Ελληνική ανυπομονησία............................... » 344
+Άρτος πιτυρίτης..................................... » 355
+Φιλέλληνες και μισέλληνες........................... » 368
+Συρμός ή πολιτισμός;................................ » 388
+Το συμπόσιον των σκύλων............................. » 396
+Τα εμπορικά και αι κυρίαι........................... » 400
+Ανά τας οδούς των Αθηνών............................ » 406
+Οι τραγουδισταί των οδών............................ » 413
+Η Κυρία δέχεται..................................... » 419
+
+
+
+ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ (1)
+
+ (ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)
+
+
+
+ «Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».
+
+ (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)
+
+Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα
+ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν
+ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι;
+Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας,
+τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων
+περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως
+τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της
+θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους
+εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου
+καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα
+στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον
+μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;
+
+Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ
+έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο
+βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες
+βεβαίως και συ — απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας,
+πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την
+κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την
+παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να
+ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα
+πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ'
+αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την
+ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός
+εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της
+παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα
+της υποχωρήσεως.
+
+Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον
+ηδυνάμην τους οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί
+νυσταγμού συκοφαντίας της μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως
+πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν, ανέμενον άπληστος να
+καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να ακουσθή τέλος το
+πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.
+
+Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και
+ζωηρά εις των αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των
+πρώτων εκείνων εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και
+συγκινήσεων, το σβεννύμενον βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του
+χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς των· το κατ' εμέ, όσον
+και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του Δουμά, του
+Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας
+ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους,
+όσον σίκερα και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν
+περιπλάνησιν, δεν απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την
+γλυκύτητα της παιδικής μου μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου
+παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της πρώτης εκείνης αφηγήσεως της
+μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου βαθύ και ανεξίτηλον
+το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα καιρόν».
+
+Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα
+παλαιόν, παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το
+ένδυμα της εποχής, να του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή
+κόρυμβον εντός δικτυωτού κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς
+ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας
+δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού, καθ' έν και μόνον
+όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και αρχίζω
+ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.
+
+Α'.
+
+Μίαν φοράν — λοιπόν — και ένα καιρόν ήτο είς βασιλεύς και μία
+βασίλισσα εις μίαν πολιτείαν του παλαιού κόσμου, μικράν,
+εννοείται, αδιάφορον δε ποίαν, καθότι τότε εβασιλεύοντο πολύ
+πλείονες πόλεις ή σήμερον, και έκαστον σχεδόν πλέθρον γης είχε
+και ένα σκηπτούχον άρχοντα. Οι βασιλείς ούτοι είχον τρεις
+βασιλοπούλας χαριεστάτας και πολυφέρνους, ως ήθελε γράψει σήμερον
+αθηναϊκή τις εφημερίς, αναγγέλλουσα τους αρραβώνας ή τους γάμους
+των. Και αι μεν δύο εξ αυτών, αι πρεσβύτεραι, ωραίαι και πλούσιαι
+νύμφαι ως ήσαν, εζητήθησαν ταχέως εις γάμον, και ηυξήθησαν από
+βασιλοπαίδων βασίλισσαι. Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή
+ήτο κάλλος υπέρ θνητήν· κάλλος εξ εκείνων, άτινα καταπλήττουσι το
+βλέμμα και αποθαρρύνουσι τον πόθον, αντί δε να εμπνεύσωσιν έρωτα
+επιβάλλουσι θαυμασμόν και υπαγορεύουσιν άφωνον λατρείαν. Όσοι την
+έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι
+μόνον να την αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον
+την γενναιότητα να ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να
+ανίδωσι προς το υπερήφανον αυτής μέτωπον. Την ελάτρευον λοιπόν,
+την εσέβοντο, την εφοβούντο σχεδόν, ως ελάτρευον και εφοβούντο
+την απειροπληθή χορείαν του Ολύμπου των, πολλοί δε μάλιστα, οι
+δεισιδαιμονέστεροι, και υπέθετον, ότι η ωραία Ψυχή — όπως
+εκαλείτο η ηρωίς μου — δεν ήτο θνητόν θνητής γέννημα, αλλά θείας
+υπάρξεως μεταμόρφωσις, έμψυχος ενσωμάτωσις της θεάς του κάλλους,
+γήινη ανάπλασις της ουρανίας Αφροδίτης. Επειδή δε οι άνθρωποι
+τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των σημερινών και επομένως λίαν
+δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις
+γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα περίχωρα, και εκ
+των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός της
+Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσαν — και δεν ήσαν πολύ μεγάλα, — δεν
+εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες
+αθρόοι προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους
+βωμούς της αοράτου θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου
+ενσαρκώσεώς της.
+
+Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη,
+δύο μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και
+την αληθή θεάν Αφροδίτην. Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει
+εννοήσει πας πατήρ, ούτινος η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την
+ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως λέγομεν
+σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα·
+της θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή,
+ήτις, συνειθισμένη εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης
+το θυμιατήριον στρεφόμενον προς νέαν θεότητα. Εσκέφθησαν λοιπόν
+φυσικώς και οι δύο, χωρίς διόλου μεταξύ των να συνεννοηθώσι, πώς
+ήτο δυνατόν να απαλλαγώσι της οχληράς εκείνης υπάρξεως, η δε
+δυστυχής κόρη ευρέθη συγχρόνως, χωρίς καν να το υποπτεύη,
+αντικείμενον διπλής επιβουλής.
+
+Και η μεν θεά, άμα συλλογισθείσα, εύρεν αμέσως και το μέσον της
+εκδικήσεως. Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο
+ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το
+καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς
+της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς,
+και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του,
+των έργων του και των ασχολιών του — προς μεγίστην εκείνου
+έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή
+επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματα — τον
+εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της
+πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν. Τον παρεκάλεσε να
+εμφυσήση εις την καρδίαν της τολμηράς θνητής, ήτις ετόλμα να
+σφετερίζεται την λατρείαν της, σφοδρόν και ακαταμάχητον πάθος
+προς τον έσχατον των θνητών, ούτως ώστε η ως θεά υπό πάντων
+λατρευομένη να προσφέρη της ιδίας της αγάπης την λατρείαν εις τον
+ελάχιστον υπαλληλίσκον του πατρικού της βασιλείου, και αντί
+πλουσίου μεγαλεμπόρου της Αλεξανδρείας, ή θυσανοφόρου αξιωματικού
+ή ισχυρού βουληφόρου ή σοφού επιστήμονος, να επιθυμήση ως σύζυγόν
+της γραμματέα τινα ειρηνοδικείου ή τελωνοσταθμάρχην,
+δημοδιδάσκαλόν τινα τρίτης τάξεως ή γυρολόγον ή και χειρώνακτα. Ο
+Έρως, μη δυνάμενος να αντιστή εις την γοητείαν των δακρυσμένων
+οφθαλμών της μητρός του, και πρόσφατον έτι έχων την γεύσιν των
+φιλημάτων της, υπεσχέθη πρόθυμος ό,τι του εζητήθη, και ανεχώρησε
+συλλογιζόμενος, ότι η άγνωστος εκείνη της μητρός του εχθρά θα ήτο
+βεβαίως πολύ, παραπολύ ωραία, ίνα κινήση τόσον την ζηλοτυπίαν της
+αγαθής του μητρός, και ότι αφεύκτως έπρεπε να την ίδη.
+
+Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον
+μυστικήν οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου
+του, μήτε γνωρίζων πού αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη
+τότε εις τους αμηχανούντας οδόν, επορεύθη τουτέστι προς τον
+Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς εξοικονόμησιν των
+επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και
+έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την
+τύχην των. Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του
+Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν
+όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος
+έλειπεν. Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός εξετέλει
+απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει
+την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων
+σπουδαίας άλλας ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά
+του και ο σκοπός της ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν. Ο
+θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον
+και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του,
+και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την
+επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν
+εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο
+προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.
+
+Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος την εσπέραν εκείνην εις
+συμπόσιον των θεών. Νέος Θεός, ο υιός της Αλκμήνης και ουχί του
+συζύγου της Αμφιτρύωνος, αλλά του Διός, ο Ηρακλής, έμελλε να
+εισαχθή εις την χορείαν των Ολυμπίων, νομιμοποιούμενος δι'
+αναγνωρίσεως υπό του πατρός αυτού.
+
+Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή εις τους θεούς του
+Ολύμπου. Ο Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος εις την γην, ίνα
+προμηθευθή κωπαίας εγχέλεις και κλαζομένειον οίνον — διότι η
+επιούσιος αμβροσία και το καθημερινόν νέκταρ δεν εκρίθησαν
+αρμόζοντα εις το έκτακτον της περιστάσεως, κομψά δε και
+καλλιγραφημένα υπό της Ήβης προσκλητήρια είχον διανεμηθή προ μιας
+ήδη εβδομάδος εις τους παλαιούς θεούς. Ο Απόλλων επομένως δεν
+ηδύνατο να λείψη, και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να
+λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός την εκ της προσωρινής
+απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν. Φύσει δε γυναικάρεσκος ων και
+ερωτύλος, εκάθισε πλησίον της Αφροδίτης και ήρχισε να ερωτολογή
+μετ' αυτής, προς μέγαν σκανδαλισμόν του συζύγου της Ηφαίστου και
+του εραστού της Άρεως, και να την διασκεδάζη, αφηγούμενος παν από
+της γης σκανδαλώδες καινολόγημα και πάσαν κακόγλωσσον τερθρείαν
+των πελατών του μαντείου του. Ούτω δε μεταξύ άλλων κατεπρόδωκε
+και την πρόσφατον αίτησίν του πατρός της Ψυχής. Την αγανάκτησιν,
+ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν
+αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν
+η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία
+ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της
+περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις
+ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα
+του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν.
+Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά του γλυκυτάτου
+μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε τον
+θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι
+απαισιώτερον περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του,
+και να είπη προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της
+κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν εις αυτόν η δυσοίωνος
+κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων. Ο δε χαρτόμαντις
+θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της
+συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς
+πολύ ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του
+πελάται, υπεσχέθη το ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την
+επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και
+έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του. «Τέρας, είπεν εις αυτόν,
+αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου. Στόλισέ την ως
+νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την
+ζητήση ο νυμφίος της.»
+
+Β'.
+
+Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου, δεσπόζοντος πυκνοτάτου δάσους,
+κατάκειται την επομένην εσπέραν λιπόθυμος και λυσιπλόκαμος η
+Ψυχή, ενδεδυμένη την νυμφικήν της στολήν.
+
+Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης
+νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά
+μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και
+βράχους και κοιλάδας. Η εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν
+της ημέρας, αι διψώσαι κάλυκες των μηκώνων εγείρουσι τας πορφυράς
+των κεφαλάς, τα δειλινά διαστέλλουσι τα κλεισμένα των χείλη προς
+το φίλημα της νυκτός, και η αναψύχουσα του δάσους πνοή φαιδρύνει
+την λάλον αηδόνα, προσαγορεύουσαν τους διά μέσου του φυλλώματος
+σπινθηρίζοντας αστέρας. Είνε μαγική αληθώς εσπέρα, εσπέρα ανταξία
+ζωής ολοκλήρου, εσπέρα εξ εκείνων, τας οποίας τοσάκις
+απολαμβάνομεν ημείς οι εν Αθήναις, χωρίς να τας εκτιμώμεν, και
+τοσάκις ποθούμεν επί ξένης, χωρίς να τας έχωμεν. Ομοιάζομεν κατά
+τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν
+εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην
+εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην
+επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες. Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο
+η ατυχής κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις
+της, τι ηδύνατο να αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της;
+Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του
+διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν το πρίσμα ήνε αμαυρόν,
+άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή θάλπει.
+Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν, ότε εις νυκτερινόν ψύχος
+μεταβληθείσα η εσπερινή δρόσος αφύπνισε τας κοιμωμένας αισθήσεις
+της. Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους
+της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν
+και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της τύχην, ανέπλασεν
+εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω
+θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν
+μαγείαν της φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς. Έρριψε
+μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και
+τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον
+γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε
+τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και
+η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.
+
+Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος δεν επετρέπετο τότε, και
+ετιμωρείτο φρικτά υπ' αυτού και των άλλων συναδέλφων των θεών,
+αναλόγως της ειδικότητος εκάστου. Ο βασιλεύς εγνώριζε τούτο, αλλ'
+ήτο συνάμα και πατήρ, η δε πατρική του καρδία εδίσταζε να
+υποταχθή εις το απάνθρωπον εκείνο ει και θείον παράγγελμα.
+Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις τα ανάκτορά του· μη αισθανόμενος
+δε ικανήν ψυχικήν δύναμιν, όπως εκτελέση μόνος την παραγγελίαν
+του Απόλλωνος, υπέβαλε τον χρησμόν του Λοξίου εις την σύσκεψιν
+των μυστικοσυμβούλων του, ζητών ενίσχυσιν παρά της αποφάσεως
+αυτών. Ούτοι δε, αφού παρέτριψαν τας χείρας των, και έβηξαν
+ολίγον, και εκυττάχθησαν μεταξύ των, και ουδέν είπον, όπως
+πράττουσι συνήθως οι βασιλικοί σύμβουλοι, οσάκις δεν γνωρίζουσιν
+εκ των προτέρων τας διαθέσεις του υψηλού αυτών κυρίου, έκυψαν
+κύκλω τας κεφαλάς, ως ει εβάρυνεν επ' αυτών ο χρησμός τον θεού,
+και μόνον της πολυτίμου σιωπής των την βοήθειαν παρέσχον εις τον
+βασιλέα των. Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως
+έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν
+των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν
+εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα.
+
+
+Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε
+κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και
+απεκοιμήθη. Ωραίον όνειρον ήλθε τότε να αναπτερώση την
+καταπεπονημένην αυτής φαντασίαν και να γλυκάνη την πικρίαν της
+καρδίας της. Είδε καθ' ύπνους, ότι ευώδης και δροσερά ζεφύρου
+πνοή ανύψωσεν αυτήν υπέρ την γην και την έφερεν εναέριον·
+ησθάνετο εαυτήν ελαφράν ως πτερόν και τα στήθη της τα βεβαρημένα
+διεστέλλοντο ως πέπλος κυματίζων. Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί
+των πτερύγων της αύρας, υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν
+της δρυμούς και βουνά, δεν ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν
+ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν. Υψώθη ούτω υπέρ τα
+σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες έφευγον
+όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό
+του εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα. Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε,
+και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν,
+ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν
+ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον,
+αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου
+καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της. Ανεξήγητος τρόμος και
+αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα
+τάρταρα, ότι εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να
+φωνάξη, ίνα καλέση βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον
+λάρυγγά της, τα χείλη της εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος
+ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η φοβερά εκείνη κατάβασις
+είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής πνοήν.
+Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα
+χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν.
+
+Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την
+περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία
+ηπλούτο περί αυτήν. Θα υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το
+όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν ησθάνετο τους οφθαλμούς
+της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν
+αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον
+εν υπαίθρω, ουδέ κατέκειτο επί βράχων. Δεν έβλεπε πλέον αστέρας
+άνωθέν της, δεν ήκουε της αηδόνος το κελάδημα, ούτε ησθάνετο
+πλέον την δρόσον του δάσους και την πνοήν του ζεφύρου επί των
+παρειών της. Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή χλιαρά και
+μυρίπνους ατμοσφαίρα δωματίου, την προ μικρού πετρώδη κοίτην της
+είχεν αντικαταστήσει μαλακή πτιλώδης κλίνη, το δε αστερόφωτον
+λυκόφως του ουρανού και αι μελαναί του δάσους σκιαί είχον
+μεταβληθη εις εντελή και μονότονον σκοτίαν, ήτις την ετρόμαζεν,
+ως μας τρομάζει το άγνωστον και ακατάληπτον. Πώς μετήλλαξεν
+αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε καθ' ύπνους; πώς
+αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν
+διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην
+κατεπόνει τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της
+ψυχής της η Ψυχή. Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις
+εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη
+εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του μυστηριώδους εκείνου και
+ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των χειλέων της, ότε
+δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και πάλιν τα
+χείλη. Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση
+καν να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον
+φίλημα, και αμέσως άλλο, και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών
+εχύθη επί του προσώπου της, και ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό
+την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως δε νέα και σφριγώσα αγκάλη
+περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι βόστρυχοι κόμης
+μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της. Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν,
+αλλά θερμά χείλη της έφραξαν και πάλιν το στόμα· επρότεινε τους
+ασθενείς της βραχίονας, ίν' αποδιώξη τον βαρύνοντα επ' αυτής
+εφιάλτην, αλλ' αι χείρες της απήντησαν νέον και θερμόν σώμα
+κατακείμενον παρά το πλευρόν της· ηγωνίσθη να αποσπασθή της
+φλογεράς εκείνης αγκάλης, αλλ' η αγκάλη εσφίγχθη στενότερον περί
+τα στήθη της.
+
+Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά των ηλιακών ακτίνων; πότε
+αντέστη ο πάγος κατά του πυρός ; πότε αντηγωνίσθησαν αι νιφάδες
+της νυκτερινής πάχνης κατά του θάλπους ημέρας θερινής; Η αθώα μου
+ηρωίς ταχέως εννόησεν, ότι μάτην ανθίστατο. Αι δυνάμεις της
+ελύθησαν υπό άρρητον αίσθημα μακαριότητος, και της εφάνη ότι
+απέθνησκε θάνατον γλυκύν, γλυκύτερον πάσης ζωής.
+
+Γ'.
+
+Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον.
+
+Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας;
+ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε.
+
+Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα
+της, και ότι ήτο μόνη.
+
+Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα,
+απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.
+Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν τους καταγράφους και
+επιχρύσους τοίχους· η οροφή, τετεχνημένη φιλοκάλως εξ ορυκτής
+υέλου, εμάρμαιρε πυρουμένη υπό των πρωινών ακτίνων, το δε εκ
+ποικίλου ψηφιδωτού δάπεδον έστιλβεν ως κάτοπτρον. Αυλαίαι
+βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες
+σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και
+τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον
+ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και
+ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και
+φιλοκαλίας. Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της
+κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς
+εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως
+οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της
+λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν
+υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ
+λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν
+έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.
+
+Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί
+αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως
+προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου.
+
+Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως
+παιδίον. Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να
+περιτρέχη τον περίκοσμον αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα
+γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων τας γραφάς, οτέ δε
+θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και πού μεν
+κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά
+κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ
+πτερών ταώ ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.
+
+Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ
+ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει
+αυτήν τα κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου. Ήτο αληθώς τόσον ωραία;
+είπε καθ' εαυτήν· ήτο άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό
+του κατόπτρου αντανακλωμένη μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις
+ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη ότι ήσαν πάντα τα από της
+χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η περικαλλής εκείνη
+του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον, είδωλον άρα
+φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; —
+Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από
+της θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της
+ξένον, θα εννοήση ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως
+όμως πάσα μου αναγνώστρια· και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή
+διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια της Ψυχής, από απορίας εις
+απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν έπρεπεν ίσως ν'
+αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον παράδοξον
+σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.
+
+Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την
+αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα;
+πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν
+ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν
+η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και
+αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος. Μη δυνηθείσα όμως, όσον
+και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις
+τα ίδια αυτής ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον,
+ούτινος μικρόν βεβαίως μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ
+ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που κρυπτόμενον τον δραπέτην.
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν μετά το άλλο
+τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα. Λαμπρότης
+και πολυτέλεια πανταχού, γραφαί και αγάλματα, τάπητες και
+αυλαίαι, τράπεζαι και κλιντήρες εις όλους τους θαλάμους και τας
+αιθούσας, αλλ' ουδαμού ψυχή γεννητής το παραδοξότερον δε πάντων
+ήτο, ότι όπου και αν διευθύνετο, ουδεμίαν εύρισκεν έξοδον, το δε
+πλανώμενον βήμα της επανέφερεν αυτήν πάντοτε εις τον αρχικόν της
+κοιτώνα, και τρεπόμενον εκείθεν εις άλλην διεύθυνσιν, εκεί πάλιν
+μετ' ολίγον επανήρχετο. Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές
+μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου εκείνου
+ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της,
+και κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον. Ίσως όμως και
+πεζότερόν τι αίσθημα ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως
+παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου, σημαίνοντες την κοινοτάτην
+των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην επί τους
+οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε
+πιθανώτερον, όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του
+παρακειμένου δωματίου, εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την
+εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου. Έδραμεν η Ψυχή εκεί,
+και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα
+επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.
+
+Μετά τούτο . . . — πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον αναγνώστην,
+να μάθη πώς διήγαγε την επίλοιπον ημέραν η νεάνις, ποσάκις
+περιήλθε και πάλιν την μαγικήν αυτής κατοικίαν, ποσάκις
+εσταμάτησε προ του κατόπτρου διευθετούσα την κόμην της, και
+ποσάκις ήλλαξε στολήν, αντλούσα από των αφθόνων ιματιοθηκών του
+μεγάρου, τας οποίας ανεκάλυψε κατά τας επανειλημμένας αυτής
+εκδρομάς;
+
+Ότε η εσπερινή αμφιλύκη ήρχισε να περιλούη διά των ελαφρών και
+αβεβαίων της ατμών τας κορυφάς των ορέων και τα υψίκομα δένδρα
+του δρυμού, οι δε αστέρες να σπινθηρίζωσι μεμονωμένοι και αραιοί
+εις τον αμαυρούμενον ουρανόν, ο κοιτών της Ψυχής ήρχισε
+πληρούμενος σκότους, η δε καρδία αυτής αορίστου τινός
+συναισθήματος, μετέχοντος τρόμου συνάμα και προσδοκίας. Το στήθος
+της συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η
+καρδία της οτέ μεν εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως
+τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον
+αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ' ολίγον δε πάλιν
+φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και
+εψύχραινε τους κροτάφους της. Καθημένη παρά την θυρίδα του
+θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί
+τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο
+ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το
+κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός. Προσήλου το βλέμμα της εις
+πάσαν ατραπόν, έτεινε τω ους αυτής προς τον αμυδρότατον ήχον, και
+πας κρότος τη εφαίνετο κρότος βημάτων, πάσα σκιά υπεδύετο το
+σχήμα ανθρωπίνου αναστήματος. Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο
+μυστηριώδης εκείνος ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η
+θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο·
+αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός
+ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε
+εξόδους.
+
+Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων
+συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής
+ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να
+διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός. Έν
+μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας κορυφάς των
+υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός και
+την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος
+φυλλώματος. Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν
+και είδε τον κοιτώνα της κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί,
+αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς,
+πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε
+τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή
+ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των
+αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να
+μαντεύση προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και
+ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος
+εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την
+κλίνην της.
+
+Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη
+πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν
+της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η
+Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της
+έκλεισε το στόμα.
+
+Δ'.
+
+Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων
+άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι
+προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν
+ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά
+πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός
+της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ'
+εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν
+να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.
+
+Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο
+το έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής
+όχι μόνον δεν εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά
+και αυστηρώς της απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού·
+προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος δυσαναλόγου προς την παιδικήν
+κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως ιστός αράχνης η
+ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως πνοή,
+διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το
+σκότος και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και
+μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι
+γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.
+
+ — Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι.
+Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου,
+και μη θέλης άλλο περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν
+μας να μάθης το όνομά μου; Κατ' ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την
+καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον έρωτά μου. Θα την
+καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το πρόσωπόν
+μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης
+πλέον. Θα θρηνήσης τότε τον χωρισμόν μας, θα χύσης πικρά
+μετανοίας δάκρυα, αλλά η όψιμός σου μετάνοια δεν θα σε ωφελήση·
+το γνωστόν δεν γίνεται πλέον άγνωστον. Αγάπα με λοιπόν, Ψυχή μου,
+ως σε αγαπώ, αλλ' αγνόει ποίον αγαπάς. Δεν θα γείνη θερμοτέρα η
+αγκάλη μας, αν με γνωρίσης, ούτε τα φιλήματά μας θα γείνουν
+γλυκύτερα. Μη ζητής να ανακαλύψης ό,τι και συ πρέπει να αγνοής
+και οι εχθροί μας να μη γνωρίζωσιν. Άφησε, αγάπη μου, να διαρρέη
+τοιουτοτρόπως άγνωστος και μυστική η αγάπη μας, ως δροσερόν
+μικρόν ρυάκιον, ψιθυρίζον μυστικά υπό τα πράσινα χόρτα· μη
+επιθυμής να αποκαλύψης το μυστικόν του ρείθρου εις τας καυστικάς
+ακτίνας του ηλίου, αι οποία θα το απορροφήσωσι και θα το
+ξηράνωσι. Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις
+είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την
+υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της
+ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας.
+
+Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις
+διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η
+νεαρά νύμφη. Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί
+σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των
+διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς. Αλλ' η
+υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και
+ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή
+η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα
+θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους
+ξένου. Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους του, και προσεπάθησε να
+δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως εγκρίνη απαθώς και την
+ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.
+
+Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις
+εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και
+αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία,
+διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω
+και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις
+τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην
+κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω
+τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του
+οποίου να επέσυρα την έχθραν. Και διατί άραγε θα καταστρέψουν οι
+άγνωστοι αυτοί εχθροί μου την ευτυχίαν μου, αν μάθω εγώ εις τίνα
+την χρεωστώ, αν γνωρίσω ποίον είνε το μυστηριώδες αυτό ον, του
+οποίου με θερμαίνουσι πάσαν νύκτα αι αγκάλαι ; Διατί δεν μου λύει
+το αίνιγμα, αφού θέλει να το σεβασθώ ; . . Όχι· δεν είν' αλήθεια
+όσα μ' έλεγε, αλλά μόνον προφάσεις· ηθέλησε να με φοβήση, διά να
+μη ζητήσω να μάθω τις είνε. Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . .
+αλλά ποίον συμφέρον ; . .
+
+Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος
+αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής
+περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της
+φίλου να μη φωραθή παραβάτις.
+
+Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η
+γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής
+ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του
+σκανδάλου τον πήχυν.
+
+Ε'.
+
+Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του
+εραστού της, απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την
+αυτήν εκείνην νύκτα. Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην
+φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει,
+διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της
+μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ
+της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε
+να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής
+αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον
+μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον
+φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις
+καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη
+παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.
+
+Είπον Έρωτος προ μικρού, ωνόμασα δηλαδή τον μέχρι τούδε και εις
+τον αναγνώστην μου άγνωστον εραστήν της ηρωίδος μου, διότι καιρός
+είνε πλέον να γνωσθή ό,τι και εκείνη μετ' ολίγον θα μάθη. Ο υιός
+της Αφροδίτης, αποφάσισας να γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη
+κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον κάλλος είχεν ανάψει
+τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη μόνος
+εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και
+εγκαταλελειμμένην νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών
+υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά μιας υπό πόθου. Ανήρπασεν αυτήν επί
+των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή μήτε της μητρός του την
+ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του επακόλουθα,
+και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον,
+όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης,
+κρύπτων τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον
+της νυκτός.
+
+Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης
+ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά
+μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή
+του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του.
+Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η
+αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος·
+αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την
+κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ'
+άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του·
+τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην
+προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς,
+επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον
+ο νεαρός θεός.
+
+Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς της νέας γυναικός ευκόλως
+φαντάζεται ο αναγνώστης, αν έτυχε ποτέ να αναγνώση μυθολογικάς
+περιγραφάς του πτερωτού θεόπαιδος. Το θείον του κάλλους πρότυπον,
+ενσαρκωμένον εις σώμα λευκόν ως αλάβαστρος και απαλόν ως ρόδου
+πέταλον, ανέπνεε σιγά με διεσταλμένα και μειδιώντα χείλη υπό τα
+έκθαμβα όμματα της Ψυχής. Ο ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει τας
+ροδίνας αυτού παρειάς, εφ' ων επήνθει ο χνους της παιδικής
+ηλικίας, η δε ουλόθριξ και ξανθή αυτού κόμη, ηπλωμένη ατάκτως
+περί τον τρυφερόν αυτού τράχηλον, έστιλβε χρυσίζουσα υπό το
+τρέμον φως του προδότου λύχνου· τα πορφυρά του χείλη έφερον έτι
+τον υγρόν τύπον των φιλημάτων της Ψυχής, και προετείνοντο
+άπληστα, ωσεί νέον ποθούντα ασπασμόν. Αι ελαφραί του πτέρυγες,
+συνεσταλμέναι περί τους τορευτούς αυτού ώμους, έτρεμον παλλόμεναι
+υπό της ομαλής του αναπνοής, τα δε τα στήθη του, ροδόλευκα ως
+προφαίνουσα ηώς και μαλακά ως ζύμη νεαρά, εστίζοντο υπό των
+διαφανών μαργαριτών του θείου του ιδρώτος.
+
+Η Ψυχή όμως, — η απερίσκεπτος και περίεργος Ψυχή δεν επρόφθασε να
+παρατηρήση μήτε να θαυμάση καθ' έν τα κάλλη του εραστού της.
+Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως
+διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου
+αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου
+εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν
+πλέον άλλο είδεν. Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά
+πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της,
+σκότος βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι
+κατεκυλίετο από ύψους εις βάθος . . . . . .
+
+Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της, φως ηλίου άπλετον κατηύγαζεν, όχι
+πλέον τους καταγράφους τοίχους του μυροβόλου κοιτώνος της, αλλά
+βράχους κύκλω ξηρούς και δάση άγρια, τους αυτούς εκείνους βράχους
+και δρυμούς, ους είχεν εμπρός της καθ' ην ημέραν αι άστοργοι του
+πατρός της χείρες είχον εκθέσει αυτήν εις βοράν των θηρίων.
+
+Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και μαγικού αυτής παρελθόντος
+διέδραμεν ως αστραπή την φαντασίαν της, και υπέθεσε προς στιγμήν,
+ότι από γοητευτικού ονείρου αφύπνωσεν αποτόμως εις την φοβεράν
+πραγματικότητα. Αλλ' η μνήμη αυτής έγεινε κατ' ολίγον ηρεμωτέρα,
+αι λεπτομέρειαι της αποπτάσης ευτυχίας επανήλθον όλαι εις την
+διάνοιάν της, και το μέγεθος της αμαρτίας αυτής περιέσφιγξεν ως
+διά σιδηρού κλοιού την καρδίαν της. Τα ενθυμήθη όλα, και ανελύθη
+εις δάκρυα πικρά. Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε
+και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους,
+όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την
+ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς
+αυτής οι μυχοί του δάσους. Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς
+κανείς να τα σπογγίση, και οι στεναγμοί της εξήχησαν χωρίς να
+ακουσθώσι, μόνη δε η απελπισία ήλθε και εκάθισε σύντροφος αυτής
+παρά το πλευρόν της. Αλλ' όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει την
+ψυχήν και παραλύει την δράσιν ημών επί τη κενή προσδοκία της
+ευτυχίας, η απόγνωσις δε τουναντίον κεντρίζει και ζωογονεί εις
+έσχατον αγώνα πάσας ημών τας δυνάμεις, όπως ο ναυαγός αισθάνεται
+πολλαπλάσιον το ψυχικόν αυτού σθένος και τα νεύρα του εντεινόμενα
+ως χαλύβδινα, και κολυμβά εν τη απελπισία του όσον διάστημα ουδέ
+να φαντασθή ήθελεν άλλως τολμήσει, ούτω και τώρα η παντελής
+απόγνωσις ανεπτέρωσε τας δυνάμεις της Ψυχής και εξήγειρε την
+κατάκοπον διάνοιάν της, η δε αναζήτησις του απολεσθέντος εραστού
+υπήρξε το μόνον φωτεινόν σημείον, εις ο ητένισαν μετά πόθου τα
+αναλάμψαντα ψυχικά της όμματα.
+
+Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να
+καταφύγη εις των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε
+πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον, ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις
+αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την στέρησιν. Ήθελε τον
+απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον ξένον, τον
+γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ'
+αυτού.
+
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και ακάματον διέβη το βήμα της
+βουνούς και κοιλάδας.
+
+Ας την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν πλανωμένην εική δι' αγνώστων
+οδών, ερωτώσαν ανά πάσαν τρίοδον περί του δραπέτου, και
+εκπλήττουσαν τους διαβάτας διά της αλλοκότου περιγραφής του, την
+οποίαν ήντλει από των προσφάτων αυτής αναμνήσεων, και ας
+παρακολουθήσωμεν τον Έρωτα.
+
+ΣΤ'.
+
+Νωπόν έτι και δριμύ φέρων εις τον ώμον του το άλγος του καύματος,
+επέταξεν ούτος εις το ενδιαίτημα της μητρός του, και κατεκλίθη
+εις έν ανάκλιντρον του θαλάμου της, αφού παρεκάλεσε πρότερον τον
+γέροντα Ασκληπιόν, εις ον εξεμυστηρεύθη τα πράγματα επί υποσχέσει
+εχεμυθίας, να του δώση πρόσφορον αλοιφήν διά την πληγήν του. Αλλ'
+ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους σημερινούς απογόνους
+του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά
+νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την
+Αφροδίτην. Η δε φιλόστοργος αυτή μήτηρ, αφού πρώτον ηγανάκτησε
+και εφώναξε και επλατάγησεν, αφού προσεποιήθη τα νεύρα της και
+επετίμησε διά πολλών ακόσμων προσφωνήσεων τον παράλυτον — ως τον
+απεκάλεσεν — υιόν της, εκάθισεν όμως έπειτα, ωριμώτερον και
+απαθέστερον σκεφθείσα, παρά το προσκεφάλαιον του νοσούντος τέκνου
+της, φιλόστοργον μεν έχουσα πρόφασιν την μητρικήν αυτής περί της
+θεραπείας του μέριμναν, λόγον δε αληθή της νοσοκομίας της την
+άγρυπνον φρούρησιν του ατιθάσσου μείρακος. Παρέμενε δ' εκεί
+ημέρας πολλάς, ουδέ βήμα αυτού μακρυνομένη, και αφού έτι επουλώθη
+η πληγή του.
+
+Τις οίδε δε πόσον θα παρετείνετο η επίμονος αύτη μητρική
+φιλοστοργία και ο παντελής αποκλεισμός του ασώτου υιού από του
+έξω κόσμου, αν έκτακτόν τι γεγονός δεν ενέβαλλεν εις πειρασμόν
+την φιλαρέσκειαν της θεάς.
+
+Ο Ζευς έδιδε την επαύριον μεγάλην χορευτικήν εσπερίδα επί του
+Ολύμπου, το δε μητρικόν φίλτρον της Αφροδίτης, όσον βαθέως και αν
+συνησθάνετο αύτη την ανάγκην της κοσμικής του επιδείξεως, δεν
+κατώρθωσε να νικήση τας ορχηστικάς των ποδών της διαθέσεις, τόσον
+μάλλον, όσον η των χαρίτων βασιλίς είχεν ήδη υποσχεθή τον πρώτον
+αντίχορον εις τον νέον εραστήν της Απόλλωνα, και κατ' ουδέ να
+λόγον εννόει να λείψη. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Ερμήν να την
+αναπληρώση δι ολίγας ώρας παρά την κλίνην του εν αναρρώσει
+διατελούντος υιού της, και μετέβη εις τον χορόν.
+
+Ο Ερμής, όστις έτρεφε τότε και αυτός εις τα βάθη του θείου του
+στήθους μυστικόν τι και ουχί εντελώς πλατωνικόν αίσθημα προς την
+θεάν του κάλλους, και προσεπάθει παντί τρόπω να υποσκελίση τον
+συνάδελφον θεόν της μαντικής, δεν ηθέλησεν, εννοείται, να
+δυσαρεστήση την Αφροδίτην, έδραξε δε μάλιστα προθύμως την
+ευκαιρίαν να της παράσχη εκδούλευσιν, της οποίας γλυκυτάτην
+ανέπλαττε την αμοιβήν η λογιστική του φαντασία. Μετέβη λοιπόν
+προς τον Έρωτα, ον εύρε καταγινόμενον εις καθαρισμόν και
+ταξινόμησιν των βελών της φαρέτρας του. Μη έχων τι άλλο να κάμη ο
+υγιέστατος εκείνος ασθενής, χασμώμενος εκ πλήξεως, αδημονών διά
+τον αδικαιολόγητον περιορισμόν του, και στενοχωρούμενος υπό της
+αγωνίας αυτού περί της τύχης της ερωμένης του, προσεπάθει να
+απατήση τον καιρόν, και να διασκεδάση την πλήξιν του αναθεωρών
+και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.
+
+Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ'
+εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του
+διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη
+της ελευθερίας. Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα
+ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν
+αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του
+συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο
+να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή
+εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του. Και όχι
+μόνον συνήνεσε, λαβών αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της
+φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα εις αυτόν και να τον συνδράμη
+εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του. Ήτο δε πολύτιμος
+αληθώς η συνδρομή του επί γης ως επί το πολύ διατρίβοντος και
+περί τα γήινα τυρβάζοντος αλήτου θεού, του επισήμου προστάτου
+πάσης κλοπής και οιασδήποτε λαθρεμπορίας, του ανεγνωρισμένου
+ερωτικού ταχυδρόμου του θείου αυτού πατρός.
+
+Ούτω δε φαιδροί αμφότεροι και κατευχαριστημένοι εγκατέλειψαν μετά
+μικρόν της Αφροδίτης τα δώματα και κατέβησαν εναέριοι εις την
+γην.
+
+Ζ'.
+
+Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν,
+περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω,
+πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το
+θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο
+αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον
+οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος
+θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών
+εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους
+υπό την νυμφικήν της στολήν.
+
+Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος
+όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς
+και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα
+επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η
+Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο
+Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν
+του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν,
+αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του
+όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.
+
+Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του
+παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως
+θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και
+γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, — ως γονυπετούσι σήμερον
+επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν
+αυτούς ερασταί, — ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν
+προετοιμάσει.
+
+Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω
+την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την
+ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά
+καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού
+ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και προστασίαν, ή εις τους υψηλούς
+πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα ευκαιρίαν να
+επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος
+και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και
+μόλις προ ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του
+καλού μου φίλου Ερμού, κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την
+ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην φυλακισμένος, και φυλακισμένος
+υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην θνητής αξίας θεών κατά
+το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου
+αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν
+αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον — διά να μη είπω θεούς — ως
+τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων;
+Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι
+να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά
+του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .
+
+ — Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο
+Ζευς.
+
+ — Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού
+έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ
+μου, ήτις τόσον πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και
+της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν αυτή πρώτη να δίδη το καλόν
+παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των επί γης γυναικών
+διά των σκανδάλων . . .
+
+ — Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ;
+λέγε σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.
+
+ — Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την
+Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή
+και να με καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε
+αυτή κυρία της καρδίας της, και . . .
+
+ — Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς
+λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;
+
+ — Αν την αγαπώ! . .
+
+ — Την νυμφεύεσαι;
+
+ — Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους
+οφθαλμούς.
+
+ — Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και
+τους ηυλόγησε.
+
+Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η
+Ψυχή αθάνατος.
+
+
+
+ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
+ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (2)
+
+
+
+Ι.
+
+Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν
+εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και
+κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της
+τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας
+αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου
+εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι
+επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της
+ημέρας.
+
+ΙΙ.
+
+Την επομένην πρωίαν θόρυβος ηκούσθη μέγας και ταραχή έξωθεν του
+δωματίου.
+
+Πάταγος ανθρώπων συνωθουμένων, βήματα βαρέα, υφ' ων την ορμητικήν
+πίεσιν έτριζε το γηραιόν πάτωμα της αιθούσης, φωναί ανάμικτοι και
+εξηγριωμέναι, γογγυσμοί και παράπονα των πσραγκωνιζομένων,
+κραυγαί θυμώδεις, μεμφόμεναι, ως ηκούομεν, το διοικητικόν
+συμβούλιον επί αδίκω διανομή, συναπετέλουν παταγώδη και
+καταχθόνιον αρμονίαν, ήτις ηδύνατο ίσως να τρομάξη όντα τρυφερά
+και αρτιγενή, οποία ήμεθα ημείς αι ταλαίπωροι μετοχαί, αν
+τουναντίον δεν εκολάκευε την φιλοτιμίαν ημών. Μή τοι δεν εγίνετο
+χάριν ημών ο πάταγος όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως
+επορφύρωσε τας παρειάς μου, όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο
+ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής κορασίδος, ήτις βλέπει
+συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και αγνοεί έτι
+τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του
+χορού.
+
+Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι
+στιβάδες ημών ήρχισαν ελαττούμεναι.
+
+Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι
+μόλις διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και
+φρίκης ενθυμούμαι ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε
+πολλάκις, εν μέσω των πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών,
+αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ,
+ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το ευτύχημα να εγχειρισθώ
+μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου εις σοβαρόν
+τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά
+μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν
+και τω είπεν ολίγας λέξεις εις το ους.
+
+Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου,
+αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους
+κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν
+εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό
+την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα.
+Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του
+νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα
+των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με
+ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.
+
+Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν
+ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση:
+«Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του:
+
+ — «Πόσας;»
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους
+φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.
+
+ — Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην
+εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται!
+μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι.
+
+ — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;
+
+ — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη,
+μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν.
+
+ — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
+
+ — Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός
+μου, ακόμη καλλίτερα.
+
+Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις
+τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον
+ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του
+κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου,
+ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την
+αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς
+εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως
+ήθελεν είπει η Κυρία Jacob:
+
+ — Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας
+μετοχάς;
+
+ — Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;
+
+ — Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον
+αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου.
+
+ — Περίεργος όρεξις!
+
+ — Σε παρακαλώ . .. .
+
+ — Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις;
+
+ — Δος μου πενήντα .
+
+ — Ιδού.
+
+Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας
+τρυφεράς και ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.
+
+Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού
+κιβωτίου, και ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν
+εις το στάδιον του πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν,
+ίσως παρήλθομεν εγγύς αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν.
+
+ΙΙΙ.
+
+Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης,
+θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.
+
+Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του
+τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των
+κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ
+κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού
+κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν.
+Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά
+αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον
+φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία
+διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας,
+γυναικός! Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι
+ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευρα
+— μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου
+μου — πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα
+αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ
+καθαριότητος κύκλω μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα
+τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες
+δε πολύσχημοι και παντοδαπαί περιείχον κόνεις και φυράματα
+ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να εννοήσω τον σκοπόν.
+Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο
+ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής
+χιών καλύπτρας του τραπεζίου.
+
+Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε
+ανοιγείσης δειλώς της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και
+χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν
+φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα
+επί των μελανών αυτής βοστρύχων.
+
+ — Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ
+εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.
+
+ — Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου
+κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την
+κοσμητικήν τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις
+κατορθούσα να αποσπάση το βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα
+αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη εκείνων, εφείλκυον ιδίως
+τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.
+
+Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις
+τας δεξιάς χείρας της κομμωτρίας αυτού.
+
+Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα
+απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.
+
+Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο
+επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και
+των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού
+περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος
+ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της
+περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν
+περιοχής περί τα χείλη μου.
+
+Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους
+περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης
+μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν
+μου εις εικόνα.
+
+Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.
+
+Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου,
+ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα,
+ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της
+υπηρετρίας.
+
+Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της
+κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι
+αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις
+εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν
+τινα θεραπαινίδα ;
+
+Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και
+πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά
+την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι
+άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά
+δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και
+υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.
+
+ — Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η
+κυρία της.
+
+ — Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η
+θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!
+
+ — Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ;
+
+ — Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς
+ανθρώπους.
+
+Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!
+
+ — Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.
+
+Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί,
+ — Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.
+
+Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και
+ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος
+της αιθούσης.
+
+IV.
+
+Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.
+
+Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του
+περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με
+απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους
+παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.
+
+Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις
+το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί
+πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία
+περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη,
+ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση
+εντός αυτού.
+
+Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής
+επιφανείας του καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους
+παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ περιοδικών συγγραμμάτων,
+τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και χρησιμεύοντα
+αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε
+ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος
+δεκανεύς εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.
+
+ — Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο
+περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον
+επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του
+πολυτίμου ατόμου μου.
+
+ — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής
+το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.
+
+ — Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί,
+παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;
+
+Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την
+αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν
+των παρειών της να μετριάση.
+
+ — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις
+εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;
+
+ — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.
+
+ — Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;
+
+ — Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η
+Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες
+ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν
+αλήθειαν.
+
+ — Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!
+
+Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον,
+έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε
+ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το
+κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.
+
+ — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,
+
+ — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;
+
+ — Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και
+αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και
+ητοιμάσθη να εξέλθη.
+
+ — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα
+εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την
+πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.
+
+Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην
+εκλιπαρούμενον υπό του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.
+
+ — Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και
+ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.
+
+Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του
+ανοιγομένου κιβωτίου.
+
+ — Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν
+εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.
+
+ — Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω,
+Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και
+μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη.
+
+Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.
+
+ — Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.
+
+Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της
+εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν
+μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.
+
+ — Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου,
+και όσα έχεις είνε δικά μου;
+
+ — Ναι, αλλά . . . .
+
+ — Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να
+κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;
+
+Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς
+τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις
+χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.
+
+ — Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο
+μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.
+
+ — Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!
+
+V.
+
+Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη
+της νεαράς μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι
+ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά της κεφαλής μου φοβεραί και
+αλλεπάλληλοι.
+
+Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου
+μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ'
+εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ
+θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας,
+μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα
+φύλλα σιγαροχάρτου.
+
+Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου
+κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου
+κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου!
+
+Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε
+βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς
+τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του
+σκοτεινού εκείνου βαράθρου.
+
+Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν
+αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.
+
+Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις
+εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών,
+πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων
+ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε
+την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.
+
+Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το
+καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος
+από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και
+παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε
+πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η
+αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.
+
+Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως,
+διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα
+του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου
+σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του
+τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:
+
+ — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!
+
+ — Μωρέ στάσου!
+
+ — Πούνε την!
+
+ — Για να ιδώ!
+
+ — Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!
+
+ — Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών,
+και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως
+πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.
+
+ — Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν'
+αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!
+
+ — Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός
+τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού
+ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.
+
+ — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο
+δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να
+θέλης.
+
+Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η
+καταιγίς παρετράπη.
+
+ — Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός
+συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του
+Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος!
+
+ — Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού
+πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!
+
+ — Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι
+και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον,
+ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως
+πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο
+με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση
+και η λίρα!
+
+ — Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος
+σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή
+ανθρώπου έχων εξωτερικόν.
+
+ — Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την
+αντιπολίτευσι!
+
+ — Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με
+πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω
+ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.
+
+ — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε
+βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι
+αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη.
+
+ — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
+Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν
+εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.
+
+ — Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο
+παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή
+λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην.
+Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι!
+προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον
+απαισιόδοξον.
+
+ — Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το
+χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;
+
+ — Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο
+δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον
+αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα
+εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει
+μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη
+μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!
+
+ — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των
+περικαθημένων.
+
+ — Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου
+φτάνει και τόσο.
+
+ — Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της
+τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ
+αρχής την συζήτησιν.
+
+ — Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς
+αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.
+
+ — Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη,
+απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι
+να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη
+χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε
+και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.
+
+ — Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το
+ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν
+πρώτα 'ς τη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια,
+ως που να καταντήσει 'ς εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα
+παληόχαρτα.
+
+Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.
+
+Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην
+μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί
+εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι
+δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου. Εγώ,
+η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και
+θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα
+και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης,
+η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών,
+εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης
+οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων
+αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου,
+και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.
+
+Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του
+δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.
+
+Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών
+με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με
+απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.
+
+VI
+
+Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον
+ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν
+αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον,
+ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της
+τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς
+δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.
+
+Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και
+αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον
+χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το
+ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το
+βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.
+
+
+Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου.
+Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του
+οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν,
+ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ'
+αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ'
+αυτού το οινοπωλείον.
+
+VII.
+
+Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με
+τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον
+αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει,
+
+ — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.
+
+Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου,
+μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην
+και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με
+επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων.
+
+ — Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος,
+εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.
+
+&Εκολακεύθη μεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως,
+την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες
+του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.
+
+ — Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του
+πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν
+παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί
+προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ
+εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου
+απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας,
+και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε
+τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας
+αδελφάς.
+
+Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας,
+περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ'
+ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν
+εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.
+
+ — Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.
+
+ — Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν
+ηδυνάμην ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον
+περιμείνω εις το γραφείον του.
+
+Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου,
+στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να
+μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.
+
+Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων
+προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ
+του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της
+μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της
+αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ
+ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα
+νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν
+παχυνθείσαν εν αργία.
+
+ — Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις
+ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων
+αριθμούς.
+
+ — Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον
+καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν
+βλέπομεν.
+
+Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.
+
+ — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε,
+άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο.
+Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι.
+
+ — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;
+
+ — Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν,
+αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.
+
+ — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και
+τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.
+
+ — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .
+
+ — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε
+να μου κάμης όσας ημπορέσης . . .
+
+ — Με τα σαράντα; αδύνατον.
+
+ — Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα
+πενήντα εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.
+
+ — Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.
+
+ — Ιδού χρήματα.
+
+Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού
+δέσμας τινάς χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το
+περιεχόμενον εις τον μεσίτην αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας
+βεβιασμένας υποκλίσεις.
+
+Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η
+χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε
+ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας
+στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και
+άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα.
+
+VIII.
+
+ — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.
+
+Εσπέραν τινά τέλος πάντων ηνοίχθησαν και πάλιν αι σιδηραί της
+πύλαι, και η στιβάς ην απετελούμεν εγώ και αι αδελφαί μου εξήχθη
+της σκοτεινής αβύσσου και απετέθη επί του τραπεζίου, όπου ήρχιζε
+να μας αριθμή ο ευτραφής ημών κάτοχος.
+
+Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον
+γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ'
+όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα,
+κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων.
+
+ — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ
+Γιάννην ο κύριος ημών.
+
+ — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία.
+
+ — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα. Μήπως θέλεις να
+περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών,
+
+ — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν'
+αναιβούν ακόμη.
+
+ — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής
+εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε
+γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της. Εις
+τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να
+φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου.
+
+ — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο
+αυθέντης τι κάμνει.
+
+ — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο
+κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα
+πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις
+τα πεντακόσια . . .
+
+ — Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός,
+διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και
+θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να
+αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;
+
+Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ
+θαυμασμού.
+
+ — Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής
+κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας
+ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.
+
+Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς
+μαθητήν·
+
+ — Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί
+μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν
+πενήντα, και θα κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας
+ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας
+συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος
+ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε εύκολον, και
+έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και
+από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια,
+διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.
+
+Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων
+προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει
+την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη
+την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν.
+
+ — Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως
+στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.
+
+Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου
+ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν
+εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού.
+
+ — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.
+
+IX.
+
+Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι,
+ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος
+ανθρώπων όμιλος.
+
+Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς,
+διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του
+μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.
+
+Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής
+τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες
+έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της
+παραδόξου εκείνης πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ,
+φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους
+ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων
+ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν
+τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί,
+κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων· ας
+φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα
+καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια
+πωλητών και αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας
+μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας
+υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς
+υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των
+ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως
+κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν
+εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την
+διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην,
+ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς
+δι' εμέ θεάματος.
+
+Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του
+ταράχου εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με
+επλήρουν υπερηφανείας, διότι ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της
+αξίας μου.
+
+ — Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου
+άλλον συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.
+
+ — Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της
+φτώχιας, καθώς φαίνεται.
+
+ — Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που
+μας βρίσκεται.
+
+ — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να
+μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;
+
+ — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.
+
+ — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις
+το ους του συναδέλφου του.
+
+ — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.
+
+ — Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι
+είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός
+σου;
+
+ — Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.
+
+Περαιτέρω άλλος διάλογος.
+
+ — Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον
+οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.
+
+ — Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται
+δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη
+δεν βλέπει.
+
+ — Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;
+
+ — Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.
+
+Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις
+άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της
+μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και
+ηγόρασε δύο μετοχάς.
+
+ — Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την
+εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν
+την μανίαν;
+
+ — Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του,
+να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα
+ερήμην.
+
+ — Το λέγεις τάχα δι' εμέ;
+
+ — Και διά σε και δι' εμέ.
+
+Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή,
+προσπαθούντες — κωμικώτατον φαινόμενον — να απατήσωσιν αλλήλους.
+Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι
+ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και
+απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: — Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο
+δε — Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.
+
+Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν
+εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των
+προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων
+αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του
+προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και
+συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων
+άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το
+ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν,
+ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς
+σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον
+επιτήδευμα «του ποδαριού» — ως το απεκάλουν, — την χρηματιστικήν
+μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών
+χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή
+αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο
+συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και
+εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.
+
+ — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .
+
+ — Και μισό, αγαπητέ, και μισό.
+
+ — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.
+
+ — Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .
+
+ — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!
+
+ — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!
+
+ — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;
+
+ — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι
+μακρύ.
+
+ — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου!
+
+ — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!
+
+ — Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα
+ένα.
+
+ — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.
+
+ — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε;
+
+ — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ!
+
+ — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια.
+
+ — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . .
+
+Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος
+εκορυφούτο.
+
+Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος
+περί της τύχης μου αναγνώστης.
+
+Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;
+
+Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν
+ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως
+ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και
+σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον
+καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά
+μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του
+καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν
+πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς,
+φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας
+διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν
+πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη
+μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι
+συναίσθημα, το της πείνης.
+
+Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.
+
+ — Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς
+μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα
+σαρανταεννηά;
+
+ — Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο
+Θοδωράκης.
+
+ — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.
+
+ — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής.
+
+ — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του
+προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.
+
+ — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του
+εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.
+
+ — Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε
+μόνον ένα χαρτάκι . . .
+
+Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα
+είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον,
+συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών.
+Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της
+χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του
+δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ'
+υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα
+φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.
+
+ — Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας
+στιγμάς εν τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο
+μέγας ανήρ και είχε μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός
+ολίγων ημερών να αξίζουσι τα πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι,
+τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων ημερών πεντήκοντα
+φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί διακοσίων.
+Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και
+αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η
+αυτή, κατ' ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον
+επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του
+βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν
+είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν
+διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου
+αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν
+μου. Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου;
+Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς
+απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην
+έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν
+του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου
+του την στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε
+συναγάγει εντός αυτού, και την απέθηκε θριαμβικώς επί της
+τραπέζης.
+
+Χ.
+
+ — Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα
+και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό
+το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον
+κοιμωμένου βρέφους.
+
+Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και
+κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν. Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί
+τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα
+βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε
+ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός.
+
+ — Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας
+φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.
+
+ — Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να
+ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού
+μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα
+αίφνης την εργασίαν της.
+
+ — Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και
+ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της
+ωχράς αυτής παρειάς.
+
+ — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά
+τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της
+συζύγου του απάντησιν.
+
+ — Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά
+διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον
+κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη,
+αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.
+
+ — Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του
+κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί
+ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι
+μου πειράζουν τα νεύρα.
+
+ — Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή
+αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου
+πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η
+δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η
+πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . .
+Θεέ μου! . . .
+
+Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν
+της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις
+λυγμούς.
+
+ — Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . .
+και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . .
+
+Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν.
+
+Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα
+την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της,
+ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,
+
+ — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα
+ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας,
+διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον,
+διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά
+χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον·
+με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον
+ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να
+πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου,
+διά να ζήσωμεν αύριον;
+
+Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της
+συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως
+παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.
+
+ — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;
+
+ — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο
+κερδοσκόπος.
+
+ — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.
+
+ — Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της
+αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας
+πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας
+φράγκα . . .
+
+ — Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;
+
+ — Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός
+ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ'
+ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και
+μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .
+
+Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του
+εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν — Διάβολε!
+πώς μου εξέφυγε!
+
+ — Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα,
+διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν
+σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την
+φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;
+
+Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι
+κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.
+
+Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως
+εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του
+μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της
+συγκινήσεως.
+
+Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των
+άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν
+εντός των σκοτεινών του μυχών.
+
+ — Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το
+βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.
+
+XI.
+
+Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.
+
+Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε
+πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός
+του δωματίου.
+
+Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα
+βλέμματα, ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις:
+διαμαρτύρησις, κατάσχεσις, φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και
+ησθάνθην εμαυτήν τέλος μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.
+
+ — Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε
+εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες
+τετρακόσια φράγκα περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.
+
+ — Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις και κιτρίνη μορφή,
+κτήμα δικαστικού κλητήρος, ως εσυμπέρανα.
+
+ — Κρατήσατε και τα έξοδα, όσα είνε, είπεν ο Θοδωράκης, και
+επιστρέψατέ μου το υπόλοιπον.
+
+ — Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η
+επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος
+κερδοσκόπου.
+
+ — Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την
+σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων
+χαμαί.
+
+ — Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου
+κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και
+περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και
+αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ!
+
+Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.
+
+ΧΙΙ.
+
+Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η
+συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και
+δυστυχίας εργάτις, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την
+φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα
+πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου,
+ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να
+το εννοήσω.
+
+Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της
+νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν
+εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους
+είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.
+
+Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου
+περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι
+τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς
+συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως
+φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο
+τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση
+περισσότερον του άλλου.
+
+Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης
+ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας
+ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες
+ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού
+οβολόν!
+
+Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός
+ην το πλήθος και διελύθη.
+
+Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας
+αλλοκότους ταύτας φράσεις:
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.
+
+ — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.
+
+ — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.
+
+ — Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν
+εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.
+
+ — Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του
+αγοραστού!
+
+Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες
+ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του
+καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»!
+ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί,
+ολίγοι δε αγορασταί.
+
+Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον
+μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον,
+αναφωνήσαντα·
+
+ — Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!
+
+Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις
+εκείνη: ξ ε κ ά μ ν ω!
+
+Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε
+ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;
+
+Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις
+γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν
+και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του
+χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν
+ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ
+προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν
+βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.
+
+ — Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης
+μου.
+
+XIII.
+
+Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.
+
+Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν
+αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη
+μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως
+η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς
+απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου. Και όμως
+ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία φίλον, ως αγαπά
+τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και
+έρημον. Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς
+ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου,
+μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και
+ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός
+μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα.
+
+ — Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξης 'ς την τύχην της κόρης
+μας!
+
+ — Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της
+ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ.
+
+ — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του
+Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και
+με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου
+είσαι, άνδρα;
+
+ — Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η
+κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της!
+
+ — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα
+ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.
+
+Και σπογγίσασα τας χείρας αυτής, με έλαβεν άκροις δακτύλοις,
+εισήλθεν εις το χαμόγειον δωμάτιον της οικίας, και εξαγαγούσα εκ
+των μυχών κολοσσιαίου κιβωτίου μικρόν κομβόδεμα, εν ώ υπήρχον
+συνεπτυγμένα και άλλα παντοειδή κιτρινόχροα και απηρχαιωμένα
+χαρτία, με έδεσε μετ' αυτών.
+
+XIV.
+
+Εδώ, φίλε αναγνώστα, έληξεν — επί του παρόντος — ο πολυτάραχός
+μου βίος.
+
+Εδώ κείμαι εν ησυχία, ως εν τάφω, στενοχωρουμένη εκ της μοναξίας
+και χασμωμένη εκ της πλήξεως.
+
+Εδώ αναμιμνήσκομαι της παρελθούσης μου λαμπρότητος, και εύχομαι
+εν χριστιανική εγκαρτερήσει: «μη χειρότερα».
+
+Εδώ τέλος μ' επήλθεν η ιδέα να γράψω τα απομνημονεύματά μου, ίνα
+διασκεδάσω την πλήξιν μου.
+
+Εύχομαι, όπως διεσκέδασα εγώ γράφουσα, να διασκεδάσης και συ
+αναγινώσκων.
+
+
+
+Η ΕΣΠΕΡΙΣ
+ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ
+
+
+
+Α'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το
+εσπέρας εις συναναστροφήν.
+
+Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο
+κύριος Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει
+του προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν
+ένα οφθαλμών ολιγώτερον αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του
+ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις
+αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε
+χιλιάδας δραχμών προίκα. Ο όλβιος Σουσαμάκης εσυλλογίσθη κατ'
+αρχάς, εις πανηγυρισμόν του σπουδαίου τούτου και ευτυχούς
+συμβεβηκότος του βίου του, να δώση χορόν εις τους παρανύμφους την
+αυτήν των γάμων του εσπέραν· είχε δε μάλιστα παρακαλέσει
+υπαξιωματικόν τινα φίλον του να τω προμηθεύση εκ της στρατιωτικής
+μουσικής έν φλάουτον, έν κλαρινέτον και έν τρομπόνι, ήτοι ένα
+πλαγίαυλον, ένα οξύαυλον και μίαν βαρυσάλπιγγα, ως γράφουσι
+σήμερον οι νεωφώτιστοι της γλώσσης καθαρισταί, όπως το εναρμόνιον
+αυτών μέλος πτερώση τους πόδας των προσκεκλημένων.
+
+Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το
+μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα,
+και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν
+των γάμων του πανηγυρισμόν.
+
+Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία
+επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις
+τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και
+ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω:
+
+_«Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την
+Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την
+οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας»._
+
+Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της
+Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η
+επέτειος της εορτής του νεαρού της συζύγου — ο Σουσαμάκης
+εκαλείτο Ορέστης — και η νεόνυμφος Πασιφάη εσκέφθη, ότι
+προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού χορού και διά
+του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου
+της.
+
+Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί
+συγχρόνως γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του
+Σουσαμάκη, και ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.
+
+Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας
+του Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας,
+καθ' ην στιγμήν ο Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του
+γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν δειλώς ο Σουσαμάκης, και
+περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του ωρολογίου του,
+ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν
+μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·
+
+ — Λοιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά;
+
+ — Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο
+Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και
+προστασίας.
+
+Β'.
+
+Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την
+γιορτήν του, ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων
+συναναστροφών, καθ' ας οι προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον
+τεΐου — οι τολμηρότεροι και δύο, — βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο
+μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί κυμβαλιζόντων ολίγων,
+και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το μεσονύκτιον,
+κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε
+πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των
+διετηρείτο έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του.
+Συναισθανόμενος δε βαθύτατα την ορθότητα του γραφικού ρητού: _ό
+σ υ μ ι σ ε ί ς ετέρω μη ποίησης_, ουδόλως ήθελε να πάθωσιν οι
+ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας εμίσει.
+Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας,
+ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και
+αφού παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και
+δροσιστικά, μη λησμονήσας και τα παγωτά — ήθελε, βλέπετε, να
+φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους προσκεκλημένους του, — επανέκαμψεν εις
+την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού δύο εκ των τροφίμων της σχολής
+των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αυτών.
+
+Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του,
+και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:
+
+ — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.
+
+Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν
+ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την
+κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν
+της λευκήν εσθήτα φορούσα.
+
+ — Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής
+οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ'
+αυτά τα πράγματα, Ορέστη;
+
+ — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι
+προσκεκλημένοι;
+
+ — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;
+
+ — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους
+αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.
+
+ — Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία
+Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με
+κρασί του Σόλωνος.
+
+ — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν
+πισκότα και παγωτά . . .
+
+ — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή
+της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις.
+Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η
+αστειότης!
+
+ — Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;
+
+Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος
+επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών,
+παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:
+
+ — Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;
+
+Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη
+καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη
+σύζυγος.
+
+Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της
+αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω
+διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και
+ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν
+διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.
+
+Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να
+αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας
+ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της,
+ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο
+καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και
+μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.
+
+I'.
+
+Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού,
+τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια
+6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.
+
+ — Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το
+μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της
+βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν
+άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα
+χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.
+
+ — Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε,
+μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.
+
+Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση
+την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.
+
+Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής
+όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ
+του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το
+επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην
+εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:
+
+ — Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.
+
+Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη — Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός
+του Κυρίου Παρδαλού — ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως
+δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η
+επισυμβάσα σκηνή.
+
+Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων,
+οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του
+μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων:
+«αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της
+τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και
+απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην·
+και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να
+περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση
+τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις
+μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το
+ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς
+του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.
+
+Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του
+ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη
+εφυλάκισεν αυτόν.
+
+ — Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις;
+αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό
+κατήντησαν έτσι. — Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να
+τον περιπαίξης;
+
+ — Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά
+μονάχα τον είπα.
+
+ — Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του,
+ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον
+την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.
+
+ — Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος
+Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η
+γενομένη καταστροφή. — Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων
+δραχμών . . .
+
+ — Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . .,
+
+ — Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο
+Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .
+
+ — Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που
+είν' ο άλλος . . .
+
+Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν
+από της ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι
+φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια
+στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει
+ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες
+του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την
+θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς
+εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.
+
+ — Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα,
+νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.
+
+Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και
+τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·
+
+ — Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα,
+δεν με λυπάσαι;
+
+ — Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει,
+συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε
+βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.
+
+ — Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς·
+άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει
+τίποτε, . . μη φοβήσαι.
+
+Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται
+εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος
+αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και
+επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.
+
+ — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού,
+κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.
+
+Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην
+του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και
+αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την
+κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.
+
+ — Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι
+τρέχει;
+
+ — Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε
+απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και
+παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την
+φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν,
+διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.
+
+Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα
+αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά
+της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός
+ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί
+τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της
+οικογενείας Παρδαλού.
+
+ — Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού,
+στενάζουσα μετά κόπου — ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως,
+ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της,
+είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και
+αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. — Ουφ και αυταίς η
+συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις
+μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν
+του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι
+έπαθα.
+
+ — Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος
+Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος — και εξέτεινε την
+χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν
+των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος — τον
+οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.
+
+ — Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.
+
+ — Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν
+απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας
+πέντε;
+
+ — Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί;
+
+ — Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης;
+
+ — Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό
+βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς.
+
+Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·
+
+ — Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν'
+αλλάζω . . .
+
+ — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.
+
+ — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός
+κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .
+
+ — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να
+παραγγείλω αμάξι.
+
+ — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να
+κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη
+συναναστροφάς . . .
+
+ — Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον
+Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον
+υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . .
+επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν
+τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών
+κοντά είνε.
+
+ — Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία
+Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.
+
+ — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα
+μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και
+κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.
+
+Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου
+είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα
+εφώνησε·
+
+ — Θοδωρή!
+
+ — Ορίστε, αφέντη!
+
+ — Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!
+
+ — Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι
+γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της
+η κυρία Ευφροσύνη.
+
+ — Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;
+
+ — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;
+
+ — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την
+παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·
+
+ — Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!
+
+Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·
+
+ — Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη
+λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι!
+Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!
+
+Δ'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί
+να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του
+έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων,
+στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου
+ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει έν μικρόν
+κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως
+συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον
+ενθυμείται, ότι είνε αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν
+αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν,
+διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και
+επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.
+Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα
+είνε προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ
+θερμανθεί, αρκείται εις το ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με
+σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του, λέγων καθ' αυτόν·
+
+ — Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με
+τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .
+
+Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε
+ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,
+
+ — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την
+σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.
+
+ — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας
+κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.
+
+ — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,
+
+ — Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η
+φωνή της υπηρετρίας.
+
+ — Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη
+δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της
+μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός
+επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.
+
+ — Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το
+κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .
+
+ — Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά
+είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά
+τυπικού τινος μειδιάματος.
+
+ — Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά.
+
+Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·
+
+ — Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας
+στείλη το θεωρείον της.
+
+ — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.
+
+ — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.
+
+ — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . .
+μας καθυποχρέωσε!
+
+Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·
+
+ — Κοντεύεις, Δημητράκη;
+
+ — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω
+κι' όλα, και κατακόπηκα . . .
+
+ — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως.
+
+ — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα;
+
+ — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν·
+μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.
+
+Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της
+κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το
+ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου
+ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ
+τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση
+όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ'
+ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.
+
+ — Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου.
+
+ — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία,
+περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί
+αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου
+μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον
+ελεύθερον.
+
+Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της
+συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και
+καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα
+ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός
+της ξυρίζεται.
+
+ — Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας
+λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . .
+να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του
+Σουσαμάκη σου!
+
+ — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου,
+και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη. Ο Ορέστης
+ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και
+σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . .
+
+ — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις,
+λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον
+Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του.
+
+ — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και
+εψώνιζε.
+
+ — Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . .
+
+Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης
+την φράσιν της κυρίας Παρδαλού.
+
+ — Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το
+ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη
+άντυτος.
+
+Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.
+
+ — Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.
+Είνε οκτώ παρά τέταρτον.
+
+Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη
+τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της
+υπηρετρίας.
+
+ — Αφέντη!
+
+ — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης,
+ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·
+
+ — Έφερε τα γάντια μου;
+
+ — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .
+
+ — Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ'
+άγραφα.
+
+ — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . .
+
+ — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον!
+
+ — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα
+πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα!
+προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,
+
+Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και
+καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.
+
+ — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο
+κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα
+προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη,
+και . . .
+
+ — Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η
+κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την
+αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν
+κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα
+έτοιμοι, βλέπετε . . .
+
+ — Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός
+Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της
+φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . .
+
+ — Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . .
+με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία
+Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .
+
+ — Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει
+εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων
+βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και
+επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!
+
+ — Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να
+μειδιάση επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν
+κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση.
+
+ — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και
+πώς;
+
+ — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από
+το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών
+ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον
+μαντεύσωσι τον δυστυχή.
+
+Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία
+Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία,
+εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά
+του.
+
+ — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση.
+
+Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι
+δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν,
+επαναλαμβάνει·
+
+ — Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . .
+Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . .
+μ' έρχεται να σκάσω . . .
+
+ — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι
+να ήνε περαστικά . . .
+
+Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το
+μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους
+οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην
+προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη,
+ή μόνον·
+
+ — Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . .
+δεν είνε έτσι;
+
+Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και
+ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.
+
+Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί
+της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον
+δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον.
+
+Ε'.
+
+Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.
+
+Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας
+καρδίας των — κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.
+
+ — Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή,
+μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία
+Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην
+πάμε . . .
+
+ — Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε
+η γυναίκα του . . .
+
+ — Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε
+σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ'
+έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν
+πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα
+τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν
+την φοράν.
+
+Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων
+αναγνωστών, ότι η κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της
+γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι
+πολλάκις οι άνδρες.
+
+Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του
+ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο
+Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και
+φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι
+τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε
+τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα
+διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και
+εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ'
+όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα
+εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.
+
+Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω
+κυρίω Παρδαλώ.
+
+Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος
+κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.
+
+Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος
+Θοδωρής.
+
+Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν
+μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω
+κόπω. Παρδαλού, αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του
+δυστυχούς Θοδωρή, ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν
+μεταξύ του ωργισμένου κυρίου του και του αμαξηλάτου, ον αυτός
+εμίσθωσεν.
+
+Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν
+κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος
+Παρδαλός.
+
+Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις
+συναναστροφήν οιανδήποτε.
+
+
+
+ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
+ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ
+
+ (Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400). (3)
+
+
+
+
+Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη.
+
+Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να
+προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος
+ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί-
+Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ.
+Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι
+κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι
+της Καζόνδης να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν
+της Σαχάρας η έρημος παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη
+καμήλους και οδοιπόρους, και διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και
+διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν οι αφρικανοί αισθανθώσι
+του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία συρμού, και
+κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και
+λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν
+ψηφοφορίαν, — την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και
+η Αγγλία, — θα έχωσι σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και
+υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς έτι πλείονας, και εκλογικούς
+συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.
+
+Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς
+ούτος αιών των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά
+πεντακόσια έτη. Ίσως επιστή και ταχύτερον, διότι — μα τον
+φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά,
+και το τουρκικόν σύνταγμα — τις δύναται πλέον σήμερον να
+προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης μυρμηκοφωλεάς,
+ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν
+επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια
+έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.
+
+Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά
+πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να
+παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.
+
+
+
+Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς
+αυτών άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και
+δημοτικούς αυτών συμβούλους.
+
+Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του
+κράτους συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού
+δικαίου, ανεκάλυψαν ότι τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο
+κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν
+ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών τινων και ασημάντων
+βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της πολιτικής
+επιστήμης.
+
+Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε
+εκλογείς συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των,
+ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί
+καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η ενδελεχής μελέτη ασχολεί από
+μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και ιδίως τους υποψηφίους
+δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους κατήδων κατά τα
+νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι οι
+κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς
+ελλιπείς, άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων.
+Του ζητήματος τούτου επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή
+δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή, ως διαφωνούσιν οι
+υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε
+διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει
+να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου
+των.
+
+Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην
+εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των
+ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.
+
+
+Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα
+εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών
+καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη
+κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την
+όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την
+ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ,
+έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο
+υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή
+όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.
+
+Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως,
+απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων,
+και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος
+γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ
+ευχαριστήσεως.
+
+ — Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·
+
+ — Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε
+μαζύ τρία χρόνια φυλακή.
+
+ — Αβδέρ-Γεζίτ!
+
+ — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει
+σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.
+
+ — Αβα-ήλ-Μουλεύ!
+
+ — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή,
+μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά
+κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον
+μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του
+υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.
+
+ — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.
+
+ — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης
+μου;
+
+ — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον
+κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.
+
+ — Αβούλ-βεν-Χακήμ!
+
+ — Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί
+κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον
+πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.
+
+ — Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν
+του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.
+
+ — Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής
+του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.
+
+ — Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας —
+εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος —
+εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον
+καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος
+Εδρίς-Μωχαμέτ.
+
+Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο
+ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.
+
+ — Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας
+μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει — ας πάρη κ' ένα κουκί
+παραπάνω!
+
+ — Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν
+να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.
+
+ — Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο
+σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του
+αφθαλμόν.
+
+ — Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο
+αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.
+
+Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ'
+η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.
+
+Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε
+σπουργίτια.
+
+Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί
+την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!
+
+Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε
+και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς
+εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα;
+
+Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.
+
+Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον
+αναγνώστην ο γείτων του.
+
+Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.
+
+Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται,
+διατιμώνται ως εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ
+-Ταρίφ ακτινοβολεί εκ χαράς.
+
+Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ
+των καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει
+το υπόλοιπον πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.
+
+Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε·
+τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του
+υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας
+εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων
+εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του
+θυλάκιον.
+
+Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.
+
+Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του
+Χασάν.
+
+Καθ' οδόν.
+
+ — Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος
+Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.
+
+ — Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....
+
+ — Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ'
+εμείς μετρούμε τους πούντους.
+
+ — Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!
+
+ — Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.
+
+ — Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να
+σου δώση τη ρετσέτα της πήττας
+
+ — Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει
+μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν
+τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει
+καλφάδες.
+
+ — Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;
+
+ — Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του
+πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός
+δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα
+ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα
+πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . .
+
+ — Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον
+Γιακούπ.
+
+ — Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι
+δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ'
+ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα!
+
+ — Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;
+
+ — Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο
+Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η
+καρδία τον, επιφέρει·
+
+ — Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για
+φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;
+
+ — Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε
+τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις
+κάμωμε.
+
+ — Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα
+ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: &δεηθήναι πάντων
+υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων&. Ο κυρ
+Χαλέμ φυσά.
+
+ — Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων.
+
+ — Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα.
+
+ — Την θέλει! φωνεί ο χορός
+
+ — Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το
+λοιπόν τράμπα!
+
+ — Τράμπα! φωνεί ο χορός.
+
+ — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή.
+
+ — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.
+
+ — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;
+
+ — Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις
+γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και
+θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και
+κομματάρχης in partibus . . . absentium.
+
+ — Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο
+πράγμα.
+
+ — Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του
+λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης
+μαζή, μου δίνεις είδησι.
+
+ — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια
+μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.
+
+ — Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με
+καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε
+ηλικία, . . . . αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα!
+Σύμφωνοι;
+
+ — Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και
+αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.
+
+Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες
+τρεις ο ι κ ο κ υ ρ α ί ο ι της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού
+ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί
+κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι
+σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως
+γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί
+διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους
+ιεραποστόλους.
+
+Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των
+οικοκυραίων, των ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται
+κυρίως — ως λέγουσι τουλάχιστον πανταχού του κόσμου οι της τάξεως
+ταύτης άνθρωποι — υπέρ της τάξεως, της ησυχίας και της καλής
+διοικήσεως.
+
+Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος
+υπάλληλος του μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ
+παίδων και παλαιοί συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι,
+οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων ασχέτων προς τα ατομικά των
+συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του δήμου των
+διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών
+υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού,
+τιμιότητος, χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων.
+Προκειμένου περί των αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε
+διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των
+αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις πρόκειται περί
+πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως συνήθως,
+ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.
+
+Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην
+εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.
+
+ — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον·
+εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την
+δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.
+
+ — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
+
+ — Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα
+την προστασίαν του.
+
+ — Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα
+τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του
+κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε
+καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο
+καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;
+
+ — Αυτά είνε αστειότητες.
+
+ — Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης,
+ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;
+
+ — Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;
+
+ — Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα
+κλέψη τα χρήματα του δήμου.
+
+ — Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον.
+Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει
+κεφάλι;
+
+ — Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.
+
+ — Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος,
+αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της
+σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .
+
+ — Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.
+
+ — Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και
+άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .
+
+ — Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.
+
+ — Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες,
+υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι
+δεν του έχεις υποχρέωσιν.
+
+ — Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου.
+Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ'
+εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.
+
+ — Πήρε και δίπλωμα;
+
+ — Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την
+σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η
+απάντησίς του.
+
+ — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που
+δεν 'ξεύρετε;
+
+ — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα
+σε γελάσουν.
+
+ — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας
+θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς
+δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.
+
+ — Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος.
+Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .
+
+Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι
+ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός
+τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο
+αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις
+της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα
+προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την
+εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε
+κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις
+σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους
+πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ' ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της
+μειοδοσίας όριον . . . — το μηδέν.
+
+ — Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος,
+σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,
+
+ — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός,
+δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το
+χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η
+διασκέδασις.
+
+ — Ας μας λείψη!
+
+«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως
+γράφει καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η
+ημέρα της εξασκήσεως τον ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος
+του συνταγματικού πολίτου», ως γράφει άλλη, «επέστη».
+
+Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα
+υποψηφίων δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων
+του δήμου Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη
+κατηχούμενοι, καλούνται να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους
+δημοτικούς.
+
+Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα
+δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η
+χωρητικότης είχεν υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των
+φιλομαθών παίδων της Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών
+της, ων ηύξησε μεγάλως τον αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα
+του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα
+παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων,
+δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι μέλλοντες να
+παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται,
+εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν
+αρμοδίως το ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι
+εν Ταγγέρη γίνεται μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.
+
+Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά
+γραμμάτων μικρών ή μεγάλων — αναλόγως της πεποιθήσεως ή της
+μετριοφροσύνης εκάστου — τα ονόματα των υποψηφίων οτέ μεν
+συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος ή των
+προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των,
+ιλαράν και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά
+των θεατρικών τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα
+συνδημότας των· λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως
+απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς ολιγωτέρους των υποψηφίων.
+
+Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, — και αυτά έτι
+τα ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον
+άρτον του διά δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων — κατέστησαν τόποι
+συνεντεύξεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων.
+Εκεί από πρωίας μέχρι νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι
+υπ' αμφοτέρων α γ ά π α ι. Εκεί περιπτύσσεται εν συγκινητική
+κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και φιλεί τον αγοραίον
+ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν, σφίγγει
+περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί
+ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και
+απατηλαί διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και
+υπουργήματα, και ασφαλίζεται των κλεπτών η ατιμωρησία, και των
+στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται η ψήφος αντί κερμάτων,
+και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου. Εκεί —
+παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ
+απατώνται πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή
+την υπόσχεσιν. Εκεί πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα·
+εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . .
+ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.
+
+Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών
+ήδη μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι,
+απηυδηκότες και ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως,
+σύροντες όπισθεν αυτών αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι
+ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον,
+ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά
+τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον,
+ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο
+υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών
+ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται
+ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του
+μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών
+και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω
+της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω
+φιλεύει μίαν ο κ ά ν εις τ α ό λ α.
+
+Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν
+εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ
+επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα. Επαινεί την
+ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί ασήμαντα ολίγα
+τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι θερμότεροι
+και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων
+και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των
+ταγγερίων, το επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει
+εις μέθην το λυπηρόν γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη
+περί τούτου ανάκρισις.
+
+Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και
+πάντες προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την
+χαράν του Κυρίου των.
+
+
+Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός
+πληροί τα δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.
+
+Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς
+αυτοί υποψήφιοι!
+
+Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της
+πόλεως, και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους
+τοίχους, και έσχισαν εξ αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού
+εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής καπηλείον και εξελιπάρησαν του
+εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη
+και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού
+υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν όσους και όπως
+ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου νομίσματος
+υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.
+
+Και άλλοι μεν αυτών — οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι —
+γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν
+εμφανώς τα χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι
+όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η
+αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον
+νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών
+επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των
+συρφετού.
+
+Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω
+ζητωφωνούντων, και εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και
+κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται λ α γ ο ύ ς μ ε
+π ε τ ρ α χ ή λ ι α εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί
+πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι
+δραστηριότητα, και χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν
+κύκλω εκλογικήν πυράν.
+
+Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω
+του Χαλέ-αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.
+
+Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι,
+οπαδοί και αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα
+ψήφου, περιτρέμματα στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . .
+πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν όσον δυνατόν ακριβώτερα τον
+έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.
+
+Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!
+
+Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον
+υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να
+σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι
+να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο
+φως για τα παιδιά.
+
+ — Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις
+μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε
+παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα
+εκατοστάρικο.
+
+ — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.
+
+ — Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά,
+εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς
+την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος
+μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.
+
+ — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.
+
+ — Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων
+κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε
+παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου
+τα, σε παρακαλώ.
+
+ — Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και
+προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·
+
+ — Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!
+Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;
+
+ — Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως
+και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.
+
+ — Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο
+Εδρίς!
+
+ — Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος
+νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.
+
+ — Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον
+λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις
+φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα
+νέα.
+
+ — Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την
+αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν
+ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!
+
+ — Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο
+υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των
+οινοφλύγων.
+
+ — Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον
+γείτονά του είς των παρακαθημένων,
+
+Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των
+υποψηφίων δημάρχων.
+
+ — Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.
+
+ — Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!
+
+ — Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την
+μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν
+έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το
+τομάρι!
+
+Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω
+τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και
+απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος
+και τας διαστάσεις της μαγκούρας του.
+
+ — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί
+να τους δυσαρεστήσωμεν;
+
+ — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!
+
+Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη
+αιθούση τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ
+περισσότερα.
+
+Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο
+δυστυχής Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ
+κόπου και αηδίας.
+
+
+Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.
+
+Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου
+χίλιοι προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και
+πολύτιμον αυτών δικαίωμα. Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να
+ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από μακρού προς τα
+τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,
+
+Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν,
+εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου
+προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά
+ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ
+και άλλοι συχνότερον.
+
+Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι
+πάλιν.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η διαλογή αρχίζει.
+
+Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.
+
+Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των
+παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν
+να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι
+και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους
+αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως.
+Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά των πάλλει
+περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.
+
+Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την
+όψιν και την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου
+χαραγμένα κατά σειράς και στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της
+πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων. Στρέφουσι και περιστρέφουσιν
+εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του μολυβδοκονδύλου των,
+και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα δελτία των τα
+αποτελέσματα της διαλογής.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των
+ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και
+πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και
+τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου
+εν ώ γραμματεύουσιν.
+
+ — Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.
+
+ — Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του
+Εδρίς.
+
+ — Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το
+θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.
+
+
+Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν.
+Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.
+
+Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε
+παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς,
+μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν
+τίποτε.
+
+Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.
+
+Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και
+ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις
+κατορθών να φωνήση·
+
+ — Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!
+
+Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των
+γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο
+υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον
+μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον
+είδησιν.
+
+Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον
+παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις
+άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής
+απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.
+
+Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:
+
+ — Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!
+
+Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και
+πληρόνει ο υποψήφιος.
+
+ — Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας.
+Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .
+
+Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω
+απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος
+μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.
+
+ — Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;
+
+ — Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!
+
+ — Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων.
+Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .
+
+ — Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους
+όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής.
+Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται
+ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος
+ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν
+σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν
+μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.
+
+ — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.
+
+ — Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.
+
+Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε
+εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός
+επί μιας καθέδρας.
+
+ — Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις
+ακούεται.
+
+ — Εις το τρίτον.
+
+ — Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι
+κεφαλαί.
+
+ — Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.
+
+Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος
+φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν.
+
+ — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν
+εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και
+ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.
+
+ — Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί
+εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!
+
+Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να
+κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.
+
+Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την
+φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.
+
+ — Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.
+
+Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι
+γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον
+άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον·
+
+Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν!
+
+Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου
+οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.
+
+Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται
+ησυχωτέρα, οι θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν
+ακούεται, και ο ταλαίπωρος Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου
+αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει χάλκινον ύπνον.
+
+Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του
+ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει
+το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και
+απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.
+
+Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την
+κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και
+σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ
+λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.
+
+
+
+
+ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ (4)
+
+
+
+Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις
+νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του
+πουγγίου των — και θα υπήρχον βεβαίως πολλοί — , ο μάλλον εξ
+αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.
+
+Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του
+ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.
+
+Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι
+του, τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού
+αδελφός του και η ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής
+περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και
+μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει μεν, όταν εξέρχεται
+της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως
+εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της
+κομμώσεως, διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και
+ατημέλητον, εκ φυσικής και ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο
+Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός. Εγείρεται συνήθως
+αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και αποκοιμάται,
+συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων
+μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των
+οικείων και φίλων.
+
+Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ'
+ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος
+βιβλιοκαπηλεία προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το
+δεκάλεπτον παντός κέπφου διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία
+λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού
+του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά πολλής οικονομίας,
+αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και
+καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί
+συνήθως άφθονα οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα
+απετέλει ο μισθός του αδελφού του Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως
+πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν
+του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τ ρ ι ώ ν
+Σ ω μ α τ ο φ υ λ ά κ ω ν, των Ε π τ ά θ α ν α σ ί μ ω ν
+α μ α ρ τ η μ ά τ ω ν και της Μ α λ β ί ν α ς, και ότε τέλος η
+περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν
+μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν
+ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή
+φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την
+μακαριότητα. Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.
+
+Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του
+Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου
+πνεύματος εις την κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον
+προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των
+καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η μεγάλη πλειονοψηφία
+των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των άνευ
+φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε
+ακόμη άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον
+την εντός ολίγων εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς
+καφενείοις αναλισκομένων συνήθως ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν
+έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των εκδοτικών καταστημάτων τας
+εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων προς χρήσιν
+των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος, προτρέχων της
+εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος
+φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα
+ακροατήρια του Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ
+ψυχαγωγικώτερον της ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών
+διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, — ως
+έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε,
+ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου,
+συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού
+περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα
+των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε
+προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος,
+οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν
+ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων,
+εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός,
+και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της
+πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν
+εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς
+και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν
+ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και
+ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών
+προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του
+έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα
+γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του,
+εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα,
+πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα
+γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας
+των στίχων του.
+
+Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτο — ενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο
+ποιητής.
+
+***
+
+Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους
+χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος
+ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά
+την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν
+επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας. Αλλ' ήτο ευτυχώς ηπίου χαρακτήρος
+και πάντη ανώδυνος η στιχοπάθεια του τότε καιρού, ουδ' ωμοίαζε
+προς τον κακοήθη πυρετόν της αποκαλυπτικής χρησμολογίας, ήτις
+κατατρύχει ως επί το πολύ τους σημερινούς ποιητικούς ιεροφάντας.
+Περιωρίζετο συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις
+εξύμνησιν της αργυράς σελήνης και της εσπερινής αθώας αύρας, ή
+και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς θρηνωδίας προς φανταστικήν
+ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις επικολυρικόν τι
+μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.
+
+Οι στιχοπλόκοι νέοι, τρόφιμοι ως επί το πλείστον του Λαμαρτίνου
+και του Ουγκώ, είχον μελαγχολικώς ερωτόβλητον την φαντασίαν·
+έκαιον δε σχεδόν πάντοτε το θυμίαμα της ποιήσεως αυτών επί του
+βωμού φανταστού τινος ερωτικού ειδώλου, εν ελλείψει υπαρκτού,
+διότι προς πραγματικήν ερωμένην σπανίως που ετόλμα να ατενίση η
+αιδήμων δειλία της τότε άρρενος νεολαίας, ήτις δεν είχεν έτι
+ποτισθή εις τα λιμναία ύδατα της πραγματικής σχολής. Αν δε που
+τολμηροτέρα τις φύσις είχε το θάρρος να αναβλέψη προς την μορφήν
+ωραίας νεάνιδος, το έκτακτον αυτό θάρρος σπανίως ήτο μεμονωμένον.
+Οι πραγματικοί έρωτες εγίνοντο τότε συνήθως εν συνεταιρισμώ,
+όστις θα φανή μεν βεβαίως παράδοξος αν μη και μωρός εις την
+σημερινήν πρακτικήν γενεάν, ήτο φυσικώτατος όμως εις την
+ιδεολογούσαν και ρωμαντικώς νεφελοβάμονα νεότητα του τότε καιρού.
+Αι αξιώσεις των εραστών εκείνων ήσαν μετριώταται, η δε λατρεία,
+ην δύο και τρεις πολλάκις νεανίαι προσέφερον από κοινού εις τον
+βωμόν μιας και της αυτής θεότητος, απετελείτο συνήθως εκ φλογερών
+βλεμμάτων και βαθέων στεναγμών, και εμακάριζεν εαυτήν, οσάκις
+ημείβετο δι' ενός αορίστου ή και διφορουμένου μειδιάματος. Οι
+γενναιότεροι έφθανον μέχρις ακροστιχίδος, και οι ευτυχέστεροι
+εταμίευον επί της καρδίας των την έγγραφον απόδειξιν της
+παραλαβής της. Αν δέ τις των εταίρων κατώρθονε ποτέ και να
+χορεύση μετά του ειδώλου της καρδίας του εις μικράν τινα
+οικογενειακήν ομήγυριν, εξ εκείνων ας συνήγε τότε η πρόφασις
+χορευτικής ασκήσεως περί την κιθάραν του μακαρίτου Πολλάτου, η
+μακαριότης του ευδαίμονος εραστού εκέντριζεν απλώς εις νέους
+ανωδύνους στεναγμούς την ζηλοτυπίαν των συνεραστών αυτού, αλλά
+δεν είχε και τραγικώτερα επακόλουθα. Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα
+ήρχετο και αυτών η σειρά, και εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να
+φθονηθώσι βραδύτερον.
+
+Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο
+Μιμίκος. Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε
+καρδία του, πεποίθησιν έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το
+βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους συμπλωτήρας και ηρκείτο
+ερωτοδρομούσα μόνη.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος προσέφερεν από τριών ήδη μηνών το θυμίαμα της λατρείας
+του εις ξανθήν δεκαεπταετή φίλην της αδελφής αυτού, την
+καστανόφθαλμον Μαριγούλαν, ην είχε γνωρίσει εσπέραν τινά εις
+φιλικήν οικίαν, όπου επαίζετο δ α κ τ υ λ ι δ ά κ ι. Η θέρμη των
+πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της
+γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το
+ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου
+ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου,
+λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον
+νέον αστέρα της Μαρίας.
+
+Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα
+συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί
+της γνωστής — ως έλεγεν — ερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του
+φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της. Ο
+Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν
+φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν
+ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει
+ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν. Δεν εφαντάζετο καν ο Μιμίκος, ότι η
+έκφρασις των μεγάλων του οφθαλμών και οι καστανοί του βόστρυχοι
+θα εκινδύνευον ποτέ να νικηθώσιν υπό της κοινής μορφής και της εν
+είδει ψήκτρας κουρευμένης κόμης του Τριφίλη. Τον ανησύχει μεν
+ολίγον — είνε αληθές — η επί της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή
+επίδρασις του γοήτρου πλουσίου κληρονόμου, οποίον ήτο
+αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου αντιζήλου του· αλλά
+τι εσήμαινεν αυτό — διελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίας —
+απέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης
+δεν ήτο ποιητής! Το εγνώριζε δε τούτο ο Μιμίκος, όστις πολλάκις
+από των ψιχίων της στιχουργικής του τραπέζης είχεν ελεήσει δι'
+ενός τετραστίχου τας κατά καιρούς ερωτικάς εξομολογήσεις του
+φίλου του. Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο Γιάγκος, εν ώρα
+φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις τον
+Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου
+ερωτικού ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή
+ακροστιχίδα εις το γλυκύ όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις
+αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα, και τον ηρώτησε μορφάζων
+μάλλον ή μειδιών·
+
+ — Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας;
+
+ — Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών.
+
+ — Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος.
+
+Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος,
+πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής.
+
+ — Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω
+όπλα, διά να με πολεμήσης.
+
+ — Να σε . . .
+
+ — Ναι! να με πολεμήσης! Δεν γνωρίζεις τάχα, τι συμβαίνει εδώ;
+και ο Μιμίκος έπληξε θεατρικώς το αριστερόν μέρος του στήθους
+του· ή μη τυχόν νομίζεις, ότι θα γείνωμεν συνεργάται; αν το
+νομίζης, είσαι μωρός! αν δεν το νομίζης, και όμως μου ζητείς
+στίχους, το θράσος σου δεν έχει όρια!
+
+Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν
+εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της
+πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.
+
+***
+
+Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η
+ώρα είνε ήδη δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ
+μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι και αχτένιστος· και οτέ μεν
+χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ δε διατείνει
+νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν
+του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του
+νάρκην.
+
+Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά
+μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου,
+διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων
+ολίγας λέξεις. Ενίοτε σταματά, στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών
+τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα υπολείπονται εις τους μυχούς
+κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος μελαγχολικώς επί της
+τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον καπνόν, και
+παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας
+κυανάς του έλικας. Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν
+του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν
+του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις.
+
+Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι
+ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα
+ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του. Αλλ' ο Μιμίκος δεν
+γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν
+επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει·
+
+_Φιλτάτη Μαρία,
+
+Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος,
+διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ
+δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν
+ενθύμημα . . _
+
+Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την
+έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την
+έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην
+προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι
+του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε
+να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.
+
+Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα
+εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόν — κυριολεκτικώς —
+ποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ'
+ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του
+μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως
+οιονδήποτε. Πού να το εύρη όμως το δώρον αυτό, και πόθεν και πώς
+να το προμηθευθή; Το χρήμα, και υπ' αυτήν την κοινωτάτην και
+χυδαιοτάτην της δεκάρας μορφήν, ήτο σπάνιος των θυλακίων του
+ξένος. Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την
+στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος
+του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν
+ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον
+σακχαρωτών. Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών
+τον ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε
+ποιητική του εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν
+αποδειχθή στείρα και ενός μόνου ταλλήρου.
+
+Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες
+εφημερίδων, συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της
+πρώτης του έτους, θα ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας
+αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς των στιχηράς προσφωνήσεις,
+και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη εις αυτούς
+επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το
+πλείστον ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα
+ήτο η εις χρήμα αξία των, έστω και εν υποτιμήσσει. Αλλ' ουδείς
+όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα του, ουδ' αυτός ο του
+περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους στιχηρούς
+ερωτικούς του στεναγμούς. Τας ελπίδας, ας είχε προς στιγμήν
+θεμελιώσει επί του συνήθως ελεήμονος πουγγίου της μητρός αυτού
+και των πενιχρών οικονομιών της αδελφής του, διέλυσαν
+αλληλοδιαδόχως αναγκαίαι διά την πρώτην του έτους οικιακαί
+προμήθειαι των δύο γυναικών εις δε τον αδελφόν του Γιώργιον ουδέ
+διενοήθη καν να αποταθή, διότι τα καινουργή του υποδήματα, τα προ
+δέκα μόλις ημερών κληρωθέντα εκ του αδελφικού υστερήματος,
+υπεμίμνησκον τον Μιμίκον, σφίγγοντα τους πόδας του, ότι πολύ
+σφιγκτότερα ήτο δεμένον το θυλάκιον του υπουργικού γραμματέως.
+
+***
+
+Ούτως είχε φθάσει εις την παραμονήν της μεγάλης ημέρας άνευ
+ελπίδος ή παρήγορου προσδοκίας οιασδήποτε. Μέγα μέρος της
+προτεραίας νυκτός είχεν αγρυπνήσει, τυραννών τον εγκέφαλον αυτού
+και προσπαθών να ανακαλύψη που εις τα βάθη του σκοτεινού
+ορίζοντος της αμηχανίας του αμυδράν τινα παρηγορίας ακτίνα· αλλά
+τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ηδυνήθη να επινοήση. Επινοείται το
+χρήμα; Και αυτός δε ο ύπνος, όστις κατέβαλεν επί τέλους την εις
+μάτην κοπιώσαν φαντασίαν του, δεν επράυνε την ανησυχίαν αυτού.
+Όνειρα πολλά και αλλεπάλληλα, μικρά και ασυνάρτητα, οτέ μεν
+παρεπλάνων την διάνοιάν του εις στενάς και αδιεξόδους ατραπούς
+και εστενοχώρουν αυτόν εις σκοτεινάς γωνίας, όθεν μάτην ηγωνίζετο
+να εξέλθη· οτέ δε τον εγοήτευον σπείροντα προ των ποδών του χρυσά
+νομίσματα, άτινα δεν κατώρθονεν εκείνος να συλλέξη, διότι
+ησθάνετο αίφνης παραλυομένας τας χείρας τον και άλλοτε παρίστανον
+προ των ομμάτων της ψυχής του φαιδρόν και αλαζόνως μειδιώντα τον
+αντίζηλόν του Τριφίλην, προσφέροντα κολοσσιαίαν ανθοδέσμην εις
+την λατρευτήν του Μαρίαν και αμειβόμενον διά του γλυκυτάτου των
+μειδιαμάτων.
+
+Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο
+Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού
+τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και
+ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν
+του καφέν. Εν τω μεταξύ δε τούτω έγραφε και τας ημιτελείς εκείνας
+γραμμάς, όσας προ μικρού ανεγνώσαμεν, ελπίζων πάντοτε, ότι η θεία
+πρόνοια, η σιτίζουσα τα πετεινά του ουρανού και εξανατέλλουσα
+χόρτον τοις κτήνεσι, κατά το ρήμα του θεοπνεύστου εβραίου
+συναδέλφου του, ήθελεν ανατείλει και εις αυτόν μέχρις εσπέρας
+απροσδόκητόν τινα σωτηρίαν.
+
+ — Ας ετοιμάσω, είπε καθ' εαυτόν, το γράμμα μου, και έως το βράδυ
+έχει ο Θεός. Τι ευχή! Θα ευρεθή κανείς να μου δανείση τρεις
+τέσσαρας γελοίας δραχμάς, όσαι μου χρειάζονται διά να σώσω την
+υπόληψίν μου. Διότι περί της υπολήψεώς μου πρόκειται, δεν είνε
+ζήτημα. Εξευτελίζομαι, μηδενίζομαι, καταστρέφομαι, αν αύριον δεν
+λάβη δώρον μου η Μαρία. Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν,
+είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα
+διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε
+τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι
+μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . .
+
+Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου
+έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.
+
+ — Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω,
+αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α!
+
+Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός
+επιφωνήματος απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν,
+αράν κατά της μοίρας, οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι
+λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.
+
+Απέθεσεν ο Μιμίκος ή μάλλον έρριψε την γραφίδα του παρά το
+διψαλέον αυτού μελανοδοχείον, έσυρεν αποτόμως την δεξιάν του
+χείρα διά μέσου της ακτενίστου κόμης του, έξυσε διά της αριστεράς
+το κρανίον του, εχασμήθη, και προσπαθών να συναθροίση έν
+τελευταίον σιγάρον εκ των εσχάτων θρυμμάτων του καπνού του,
+ητένισεν απλανώς το βλέμμα επί τους παρά τον τοίχον αναπαυομένους
+τόμους μυθιστορημάτων, οιονεί έμπνευσιν παρ' αυτών εκδεχόμενος.
+
+Τι όμως ήτο δυνατόν να του εμπνεύση η εκ πάσης όψεως οικτρά θέα
+των αποτετριμμένων εκείνων και παραλύτων βιβλίων, άτινα είχε
+ταμιεύσει εκεί ο φιλαναγνώστης ποιητής, εις διατριβήν των
+νυκτερινών αυτού αγρυπνιών; ουδέν άλλο ίσως, ή ότι είχε
+λησμονήσει έως τότε να αποδώση αυτά εις τους φίλους παρ' ων τα
+είχε δανεισθή. Κατά τι δε θα μετέβαλλεν η σιωπηρά αύτη υπόμνησις
+την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου;
+
+Αι! τις οίδεν; Ό,τι πολλάκις μάτην επιδιώκει ο μεθοδικώτατος
+συλλογισμός και η βαθυτάτη σκέψις, επιτυγχάνει αίφνης
+απροσδοκήτως ο αυτόματος και ανεπίγνωστος, ανεξήγητος δε πολλάκις
+ειρμός των εννοιών. Φαίνεται δε, ότι την στιγμήν εκείνην η ιδέα,
+ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος, ανήκον εις
+άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως,
+διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς
+συνεσταλμένα χείλη του διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.
+
+ — Το ηύρα! εφώνησε μετά πολύ πλειοτέρας χαράς ή ο Αρχιμήδης, ότε
+ανεκάλυπτε τον νόμον της ειδικής βαρύτητος των σωμάτων, και
+ηγέρθη της έδρας του.
+
+***
+
+Ήνοιξε σιγά και μετά περισκέψεως την θύραν του παρακειμένου
+δωματίου, όπου ήτο ο κοιτών της μητρός και της αδελφής του, και
+ιδών ότι ο θάλαμος ήτο κενός, εισήλθεν εις αυτόν αθορύβως. Ότε δε
+πάλιν εξήλθεν εκείθεν μετ' ολίγα λεπτά, εκράτει εις χείρας του
+ικανώς ογκώδες και κομψώς δεμένον βιβλίον, έστρεφε δ' ενίοτε
+οπίσω το βλέμμα του, ως αν εφοβείτο μη παρηκολούθει αυτόν
+αδιάκριτος οφθαλμός. Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν
+εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν
+του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών
+εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη
+το βιβλίον.
+
+ — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το
+βιβλίον της η Ελένη. Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα
+συλλογίσθη βέβαια και την Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση
+αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το μυθιστόρημά
+της, αλλά . . . τέλος πάντων . . .
+
+Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του.
+
+Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών
+συνεπειών του τολμήματός του. Δεν ανησύχει δε, διότι είχεν ήδη
+προ πολλού συνηθίσει αδελφόν και αδελφήν εις ομοίας εξαφανίσεις
+βιβλίων των, και ήξευρεν εκ της παρελθούσης του πείρας, ότι
+προεκάλουν μεν αύται φωνάς και θυέλλας και κλύδωνας, ων την
+έκρηξιν υπέμενεν εκείνος καρτερικώς, αλλά ότι ο θόρυβος όλος και
+ο πάταγος διήρκει μίαν ή δύο ημέρας το πολύ, και εκόπαζε τέλος τη
+παρεμβάσει της αγαθής μητρός του, ήτις είχε τυφλήν αδυναμίαν προς
+τον υστερότοκον και μαμμόθρεπτον υιόν αυτής.
+
+Ο Μιμίκος είχε λίαν ευρείας ιδέας οικιακής κοινοκτημοσύνης, και
+πολλάκις είχε προσπαθήσει, δι' επανειλημμένης πρακτικής ασκήσεως
+των κοινωνιστικών του δογμάτων, να οικειώση προς αυτά τους
+οικείους του. Εφρόνει, ότι το εμόν και το σον ήσαν έννοιαι κατ'
+εξοχήν εγωιστικαί και ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς την ιερότητα των
+οικογενειακών δεσμών και την αυτοθυσίαν ην επιβάλλει η αδελφική
+στοργή. Οσάκις δε της στοργής ταύτης η αυτοθυσία εφαίνετο
+δυστροπούσα ή βραδύνουσα, ανεπλήρονεν εκείνος το έργον της,
+εκβιάζων την οκνούσαν αδελφικήν αυταπάρνησιν.
+
+***
+
+Ήρεμος και ατάραχος ανέλαβε την γραφίδα ο ερωτευμένος ποιητής και
+συνεπλήρωσε φαιδρός την επιστολήν του, προσθέσας εις αυτήν τας
+επομένας σειράς:
+
+_« . . . του οποίου η ανάγνωσις εύχομαι να σας υπενθυμίζει ενίοτε
+τον δωρητήν και όλως αφωσιωμένον Δημήτριον_
+
+Αφού δε και πάλιν ανέγνωσεν εξ αρχής το γράμμα του και
+ευχαριστήθη — φαίνεται — εκ της συντάξεώς του, εξήγαγεν εκ του
+σύρτου το βιβλίον, ετύλιξεν αυτό μετά της επιστολής του εντός
+λευκού φύλλου χάρτου, το εσφράγισε και επέγραψεν όσον
+καλλιγραφικώς ηδύνατο: «Προς την Κυρίαν (η λέξις Δεσποινίς δεν
+είχεν έτι γείνει του συρμού) Μαρίαν Καλίδου. Ενταύθα.
+
+Μετά τούτο εκτενίσθη και ενεδύθη εν σιωπή, έκρυψε τον τόμον υπό
+τον επενδύτην του και εξήλθεν αθορύβως της οικίας, χωρίς κανείς
+να τον παρατηρήση.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος δεν εφάνη καθ' όλην την ημέραν εις τον μητρικόν οίκον.
+Εσυλλογίσθη, ότι φρονιμωτέρα θα ήτο η απουσία του, αν τυχόν
+συνέπιπτε να παρατηρηθή και του βιβλίου η απουσία.
+
+Εγνώριζεν εκ του παρελθόντος, πόσον δυσάρεστοι απέβαινον εις
+αυτόν αι εξ ομοίων περιστάσεων προκαλούμενοι πάντοτε ερωτήσεις
+και ανακρίσεις, και επροτίμησε να εκτεθή εις αυτάς όσον το
+δυνατόν αργότερα.
+
+Αλλ' ήλθε τέλος η εσπέρα, και ο στόμαχός του, όσον ποιητικός και
+αν ήτο, ηναγκάσθη να τραπή την πεζήν οδόν του δείπνου.
+
+Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν
+οίκαδε, κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε
+παίξει εις μικρόν τι καφενείον της Νεαπόλεως.
+
+Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και
+εκάθισεν εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν,
+ότι ουδεμία ηπείλει την κεφαλήν του καταιγίς.
+
+ — Κάτι άργησες απόψε; ηρώτησεν αδιαφόρως ο αδελφός του.
+
+ — Έκαμα ένα μακρυνόν περίπατον, απήντησεν ατάραχος ο ποιητής,
+ενώ βραδέως εξεδίπλονε το χειρόμακτρόν του.
+
+ — Διά να μαζεύσης εντυπώσεις χωρίς άλλο, υπέλαβεν εκείνος,
+ειρωνικώς μειδιών. Να ιδούμεν πότε θ' αρχίσης να μαζεύης και
+τίποτε καλλίτερον.
+
+ — Έλα τώρα και συ! διέκοψεν ηπίως παρεμβαίνουσα η μήτηρ. Θα έλθη
+και αυτό σιγά σιγά.
+
+Ο Μιμίκος δεν εννόει να ταραχθή. Συνησθάνετο πόσην σπουδαιότητα
+είχε δι' αυτόν την στιγμήν εκείνην η οικιακή ειρήνη, και ήρχισε
+να τρώγη μετά πολλής ορέξεως, ότε εισήλθεν η υπηρέτρια και
+παρέθηκεν εις την τράπεζαν εκ μιας μεν χειρός πινάκιον περιέχον
+τυρόν εξ άλλης δε βιβλίον τυλιγμένον εις κυανούν χάρτινον
+περικάλυμμα.
+
+ — Τώρα το έφερε ένας άνθρωπος, είπε.
+
+ — Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την
+επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας!
+
+Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν.
+
+ — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και
+εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της
+ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.
+
+ — Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το
+όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε
+τεμάχιον κρέατος.
+
+Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει
+εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν!
+αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος
+της.
+
+ — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη! Ποιος της την
+έστειλε οπίσω, πριν την διαβάσω; Α! κ' ένα γράμμα. Για σένα
+Μιμίκο.
+
+Και έτεινε προς αυτόν την επιστολήν, προσθέτουσα διά ταπεινοτέρας
+φωνής.
+
+ — Τι νόημα έχει αυτό; Συ της την έστειλες;
+
+ — Ωραίον πράγμα! εφώνησεν ο Μιμίκος, γινόμενος κατακόκκινος·
+ωραίον πράγμα, να μου ανοίγης τα πράγματά μου.
+
+Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα
+ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του.
+
+ — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει;
+
+ — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της.
+
+ — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να
+τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε
+περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες! Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε!
+
+Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η
+εντροπή;
+
+Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν
+του, όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της
+Μαρίας του.
+
+Ιδού δε τι ανέγνωσε·
+
+_Κύριε Δημήτριε,
+
+Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της Μ α τ θ ί λ δ η ς
+συμπεραίνω, ότι η κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει
+το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω,
+και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το ηύρατε. Κρατώ δε τας
+ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας.
+
+Μαρία._
+
+Ο Μιμίκος είχεν ήδη, πριν ή εγερθή της τραπέζης, εννοήσει το
+πάθημά του· αλλ' η ανάγνωσις των γραμμών αυτών τον απελίθωσε.
+
+Τι συνέβη εντός του, θα ήτο μακρόν να περιγραφή.
+
+Τόσον μόνον σημειούμεν, ότι έκτοτε ούτε στίχοι του πλέον
+εγράφησαν εις το όνομα της Μαρίας, ούτε βιβλία άλλα ανελήφθησαν
+από της τραπέζης του αδελφού ή της αδελφής του.
+
+
+
+Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΑΧΝΟΣ (5)
+
+
+
+Ο Κύριος Περδίκης παίζει μετά της κυρίας του σ κ ο υ π ι σ τ ή ν.
+
+Συνάπτων θυμοσόφως το τερπνόν τω ωφελίμω, προτιμά την εσπέραν
+μετά το δείπνον το παιγνίδιον αυτό παντός άλλου, διότι και
+ευχαρίστησιν αισθάνεται πολλήν, οσάκις σκουπίζει από της τραπέζης
+τα χαρτία, και γυμνάζεται οπωςδήποτε εις το έργον του.
+
+Το έργον του Περδίκη δεν είνε ακριβώς ωρισμένον, ή κάλλιον ειπείν
+δεν είνε έν και μόνον. Ο ήρως ημών έχει πολλάς εργασίας, ιδίως
+του ποδαριού, ως λέγει κοινώς ο λαός, αίτινες πάσαι ένα και μόνον
+έχουσι σκοπόν, την εις το βαλάντιον αυτού μετάγγισιν του ξένου
+χρήματος. Προς τον σκοπόν δε τούτον ο κ. Περδίκης ουδέν
+περιφρονεί, ουδέ νομίζει ανάξιον εαυτού. Κάμνει εν γένει τον
+μεσίτην, μεσίτην χρεωγράφων, συναλλαγμάτων, οικοπέδων, μισθώσεων,
+έστω εν ανάγκη και υπηρετριών, μαγείρων και θαλαμηπόλων. Αγοράζει
+ευθηνά και μεταπωλεί όσον ακριβώτερα εύρη όπλα παλαιά,
+αρχαιότητας παντοειδείς, ήτοι αρχαίας και νέας, υφάσματα εξ
+ανατολής και πινάκια εκ Ρόδου, νομίσματα και κειμήλια περίεργα.
+Προστατεύει με το αζημίωτόν του τους ζητούντας θέσιν και εργασίαν
+αργούς, γράφει αναφοράς, απαλλάττει στρατευσίμους, υπερασπίζεται
+καταδικασμένους, προμηθεύει μάρτυρας, επισκέπτεται συχνά την
+εισαγγελίαν και τον οικονομικόν έφορον, και δανείζει τα
+περισσεύματά του με τόκον αρκετά χριστιανικόν, ασφαλιζόμενος δι'
+ενεχύρων, άτινα αγοράζει εικονικώς υπό τον όρον της εξωνήσεως.
+Πλην τούτων πάντων συνάγει συνήθως το εσπέρας, άπαξ ή δις της
+εβδομάδος, εις την οικίαν του μικρόν όμιλον φίλων και παρέχει εις
+αυτούς ευάρεστον χαρτοπαικτικήν διασκέδασιν, ήτις, κατά παράδοξον
+της τύχης επιμονήν, σπανίως αποβαίνει εις ζημίαν του.
+
+Πριν ή ευρύνη τοσούτον ο Κ. Περδίκης τον κύκλον των εργασιών
+αυτού, είχεν άλλο έργον, όπερ βεβαίως δεν έχει την περιέργειαν να
+μάθη ο αναγνώστης. Αν τυχόν την έχη, ας υποθέση ό,τι θέλει, το
+πράγμα είνε εντελώς αδιάφορον. Αρκεί μόνον να γνωρίση, πλην των
+ανωτέρω, και σημειούμεν τούτο εν ολίγοις, ότι σήμερον τουτέστιν
+εν έτει 1883 ο κ. Περδίκης έχει οίκον ίδιον, μ' εξώστην επί της
+λεωφόρου και με φατνώματα περίχρυσα· ότι έχει υπηρέτην με
+λαιμοδέτην λευκόν, ίνα ανοίγη ευπροσώπως την θύραν της οικίας
+του, και κομψόν δίφρον, δι' ου αυτός μεν επισκέπτεται τους
+πελάτας του προ μεσημβρίας, η δε κυρία του εξέρχεται μετά
+μεσημβρίαν εις περίπατον· ότι η σύμβιος και η θυγάτηρ του ξανθή
+δικαεξαέτις κόρη πλήρης ποιήσεως και μυθιστορίας, ενδύονται παρά
+τη Λιζιέ και ότι ο υιός του, αφού γενναίως και καρτερικώς αντέστη
+εις όλην την παιδαγωγικήν σοφίαν των καθηγητών αυτού και
+διδασκάλων, επροτίμησε τέλος να κύψη υπό το κράτος ετερογενών
+παιδαγωγών, των εκ Γαλλίας αφθόνως εισκομιζομένων εις ανατροφήν
+των ελληνοπαίδων, και περιφέρων χάριν αυτών εις την οδόν Σταδίου
+τας στενάς και κοντάς αυτού περισκελίδας και τα μυτερά του
+σανδάλια έχει λόγους, λέγει, να υποθέτη, ότι μία εξ αυτών δεν
+είναι τοσούτον αναίσθητος προς την ελληνογαλλικήν του
+φρασεολογίαν, όσον διατείνονται φθονεροί τινες ομήλικες, πολύ
+ευρυτέρας έχοντες τας αναξυρίδας των και ολιγώτερον μυτερά τα
+πέδιλά των.
+
+Δεν θα ήτο ίσως περιττόν να σημειωθή επί τέλους, προς συμπλήρωσιν
+των ειδήσεων, όσας δυνάμεθα να δώσωμεν περί του ημετέρου ήρωος,
+ότι ο Κ Περδίκης από μακρού ήδη τρέφει δύο διαπύρους πόθους εν τη
+καρδία του· να γείνη ιππότης του Σωτήρος, και να διορισθή
+πρόξενος ξένου τινός κράτους εν Αθήναις, έστω τούτο και
+δημοκρατία τις της μεσημβρινής Αμερικής. Την εκπλήρωσιν του
+πρώτου πόθου υπεσχέθη και εξακολουθεί να υπόσχεται φίλος του τις
+βουλευτής, ανανεών συνήθως παρ' αυτώ μικρά τινα συναλλάγματα. Η
+δευτέρα του επιθυμία είνε όνειρόν του ακόμη, αγνοεί δε ο Περδίκης
+πότε θα πραγματοποιηθή εις τελείωσιν της επιγείου ευδαιμονίας
+του.
+
+Ο Κ. Περδίκης λοιπόν, Ιωάννης το όνομα, ή Γιάγκος, ως αποκαλεί
+αυτόν η σύζυγός του, οσάκις του παρουσιάζει λογαριασμούς προς
+πληρωμήν, παίζει, ως προείπομεν, σ κ ο υ π ι σ τ ή ν μετά της
+κυρίας του.
+
+Η κυρία του είνε γυνή τεσσαράκοντα περίπου ετών, οστεώδης,
+λιπόσαρκος και πλήρης γωνιών, οξείαν έχουσα την ρίνα, προέχοντα
+τον πώγωνα, στικτούς τους οφθαλμούς και ελαφρώς μυστακιών το άνω
+χείλος. Θυγάτηρ αγαθού αγρότου, ήντλει μικρά έτι από του φρέατος
+της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και πολλάκις μετεφέρετο
+από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να τον
+παρακολουθή γυμνόπους. Νυμφευθείσα πτωχή και άπροικος τον
+Περδίκην, ελλείψει άλλου κρείττονος γαμβρού, και μετά σπουδαίαν
+χειροτονίαν του βρακοφόρου πατρός της, όστις ουδεμίαν, έλεγεν,
+είχεν όρεξιν να την βάλη εις το ράφι, ευρέθη αίφνης μετά τινα έτη
+πλουσία σύζυγος κ' έτι πλουσιωτέρα κληρονόμος, ότε ο πατήρ της,
+ανακαλύψας ημέραν τινά εν τω μυχώ παλαιού κιβωτίου κίτρινά τινα
+και σκωληκόβρωτα χαρτιά, κατέλαβε δυνάμει αυτών μεγάλην γαιών
+περιοχήν περί τας Αθήνας, και απεδείχθη αίφνης μεγαλοκτηματίας.
+Είνε αληθές όμως, και πρέπει τούτο να σημειωθή προς τιμήν του
+ήρωος ημών, ότι ο γαμβρός αυτού μεγάλως τον εβοήθησε κατά τε την
+ανακάλυψιν των κιτρίνων χαρτίων και την ανεύρεσιν των γαιών.
+
+Ούτω δε εντός δεκαετίας μόλις από του γάμου του Περδίκη εντελής
+και γενική μεταμόρφωσις επήλθε βαθμηδόν εν τω οίκω του, πάσαι δε
+της οικογενείας αυτού αι κάμπαι προέκυψαν ημέραν τινά του
+βόμβυκος αυτών περικαλλείς χρυσαλλίδες. Και ο οίκος αυτός
+μετεμορφώθη, και η κυρία μετέβαλεν ομιλίαν και ράπτριαν, και ο
+κύριος ήλλαξεν έργον και άλυσιν του ωρολογίου του. Ουδείς βλέπων
+την κυρίαν Περδίκη ηδύνατο να ενθυμηθή την ηλιοκαή και ακτένιστον
+παιδίσκην, ήτις εσάρονέ ποτε τον σταύλον του πατρός της, ούτε
+συνομιλών μετά του συζύγου της ηδύνατο να υποπτεύση ομοιότητά
+τινα μεταξύ της φωνής του και της φωνής του παραγγέλλοντος ένα
+βαρύν και γλυκύν ρυπαρού υπηρέτου μικρού καφενείου της Πλάκας.
+
+Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου
+1883 έπαιζε σ κ ο υ π ι σ τ ή ν εν τω οίκω του Κ. Περδίκη.
+
+Β'.
+
+ — Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων
+δι' ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά.
+
+ — Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις
+χαρτί.
+
+Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.
+
+ — Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον.
+
+ — Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω
+τι του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το
+Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον
+Ταβουλάρη.
+
+Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν.
+
+ — Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ
+ηθικόν.
+
+ — Ανοησίαις! ηθικόν! τόσος καλός κόσμος που πηγαίνει . . .
+
+ — Ναι, δεν σου λέγω, αλλά τι τα θέλεις! θα είχα καλλίτερα να μην
+επήγαινεν η Ασπασία τόσον συχνά. Εγώ μίαν φοράν επήγα όλην όλην,
+και αυτήν διά το χατήρι σου, και εντράπηκα, σε βεβαιόνω. Έπειτα
+είνε και το έξοδο! το Φάληρον τώρα ακρίβηνε. Κάθε φοράν που
+πηγαίνουν κάτω τα παιδιά, θα θέλουν είκοσι φράγκα το ελάχιστον.
+
+ — Αι, καλά τώρα! Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν
+και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου
+πηγαίνουν περίφημα.
+
+ — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε
+λόγος αυτός να τα σκορπούμε.
+
+ — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν
+μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την
+κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα! Η κυρία Μιχάκη μ'
+απάντησε προχθές κ' έκαμε πως δεν μ' εγνώρισε. Παλαιαί
+συμμαθήτριαι γειτόνισσαις τόσα χρόνια, τώρα που πανδρεύθηκε δεν
+ειξεύρω τι της εφάνη! Επειδή τάχα επήρε ένα λοχαγό και πηγαίνει
+εις το παλάτι, ψήλωσ' η μύτη της.
+
+ — Άφησ' την να ψηλώση. Η σακκούλα της να ιδούμε τι έχει.
+
+ — Μα έλα δα!
+
+ — Και πού την απάντησες την Κυρίαν Μιχάκη;
+
+ — Εις της Λιζιέ.
+
+ — Πάλιν εις της Λιζιέ ήσουν; ποιος ξεύρει τι λογαριασμοί με
+περιμένουν! υπολαμβάνει ο Ιωάννης, στενάζων εκ των εγκάτων αυτού.
+
+ — Ου! καϋμένε Γιάγκο! να σε ακούση κανείς, θα ειπή πως σ'
+επτώχυνα· τι λογαριασμοί; Δύο μήνας έχω τώρα που σε παρακαλώ διά
+τον παληό της λογαριασμό από χίλια πεντακόσια φράγκα, και
+ακόμη . . .
+
+ — Θαλθή και αυτουνού η ώρα του, διακόπτει ο Περδίκης, και μη
+στενοχωρηέσαι.
+
+ — Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον;
+
+ — Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και
+αφίνων αίφνης τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν
+τινα σκέψιν
+
+ — Τι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις;
+
+ — Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας! Με
+παρεκάλεσε τόσον πολύ . . . . απαντά δειλώς, μ' όλον αυτής τον
+μύστακα, η Κυρία Πηνελόπη· προσθέτει δε αμέσως, βλέπουσα
+δυσαρέστως μορφάζον το πρόσωπον του συζύγου της·
+
+ — Της εκράτησα από τον μισθόν της τα τρία φράγκα.
+
+ — Δεν έπρεπε να της την δώσης· ας ήνε. Αυτό είνε τύχη, και την
+τύχην του κανείς δεν την πουλεί, ούτε την χαρίζει.
+
+Διενοήθη επί στιγμήν ο Ιωάννης να ερωτήση τον αριθμόν του
+γραμματίου, όπερ είχε παραχωρήση εις την μαγείρισσάν του. Αλλ' ο
+διαλογισμός του αυτός υπήρξε στιγμιαίος και στιγμιαίως
+εξηφανίσθη. Μόλις διανοηθείς αυτόν, ανελογίσθη συνάμα, ότι
+καλλίτερον ήτο να μη τον εκστομίση, και εσίγησε περίφροντις.
+
+ — Τι συλλογίζεσαι; ερωτά η Κ. Πηνελόπη. Κάτι σκεπτικός έγεινες;
+
+ — Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το
+ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με
+περιμένη.
+
+ — Τέτοιαν ώραν θα βγης;
+
+ — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς
+λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του.
+
+ — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν
+έλθης.
+
+ — Το ξεύρω, χρυσό μου, το ξεύρω, λέγει καθησυχάζων την
+τρυφερότητα της συζύγου του και μορφάζων μάλλον ή μειδιών ο
+Γιάγκος.
+
+Και εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, μείνασα μόνη, απλόνει τα χαρτιά επί της
+τραπέζης και ρίπτει την πασιέντσαν του Ναπολέοντος, διά να ίδη αν
+θα κερδήση εις το λαχείον. Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και
+μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και
+θεμιτήν καλπονόθευσιν.
+
+Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η
+θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος,
+υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού
+θεάτρου.
+
+ — Καλό 'ς τα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη,
+διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε;
+ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις;
+
+ — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην
+μητρικήν ερώτησιν.
+
+ — Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν,
+καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου
+του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον
+υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του.
+
+ — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας
+ερωτήσεις της μητρός αυτής.
+
+Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη
+την υπόθεσιν της Μascotte.
+
+Γ'.
+
+Ο Περδίκης εξήλθε του οίκου, αλλά δεν κατηθύνθη εις του φίλου του
+Ξανθάκη, ως είπεν εκ του προχείρου προφασιζόμενος εις την σύζυγόν
+του.
+
+Ανήλθεν αλλόφρων και βραδυπατών την οδόν Σταδίου, διέδραμε την
+πλατείαν του Συντάγματος, κ' ευρέθη μετ' ολίγον υπό την
+δενδροστοιχίαν του κήπου των Ανακτόρων, κατευθύνων το βήμα του
+προς τα Άντρα.
+
+Ο Ιωάννης είνε πολύ σκεπτικός, και ιδέα τις επίμονος φαίνεται
+τυραννούσα την διάνοιαν αυτού.
+
+Είχε, και αυτός δεν ειξεύρει πώς, περίεργον και ανεξήγητον
+προαίσθημα. Φρονεί αδιασείστως, ότι θα κερδήση αύριον τον πρώτον
+λαχνόν κατά την κλήρωσιν των λαχειοφόρων ομολογιών του δανείου
+της Τραπέζης. Αλλά, την μακαριότητα του ωραίου αυτού
+προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού τω ανεκοίνωσεν η
+σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας
+εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του.
+
+Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός;
+
+Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.
+
+ — Δεν είνε άραγε τρόπος; διανοείται ο Περδίκης, και γίνεται
+αυτός μεν σκεπτικώτερος, το δε βήμα του βραδύτερον.
+
+Περικάμπτει ούτω το αγγλικόν νεκροταφείον, φθάνει εις το απέναντι
+αυτού μικρόν καφενείον, και βλέπων, ότι τα τραπέζιά του είνε
+εντελώς έρημα, κάθηται αυτομάτως εις έν εξ αυτών.
+
+Ο Περδίκης τρελαίνεται διά ναργιλέν· αλλ' ουδέ καν συλλογίζεται
+να τον διατάξη. Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την
+αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και
+του παραμέσου τους κροτάφους τον.
+
+ — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος
+νυσταλέος υπηρέτης.
+
+Αλλά μη λαμβάνων απάντησιν, ερμηνεύει ως αποδοχήν εν των
+αλλεπαλλήλων Χμ! δι' ων ο Περδίκης συνοδεύει την επίμονον τριβήν
+των κροτάφων τον, και φέρει μετ' ολίγον τον ναργιλέν, ροφών μεν
+καθ' οδόν από του επιστομίου του, ίνα δήθεν διατηρήση αυτόν
+ανημμένον, σπογγίζων δε κατόπιν αυτό διά της ρυπαράς του παλάμης.
+
+Ο Γιάγκος λαμβάνει αυτομάτως την σύριγγα, την φέρει ανεπιγνώστως
+εις τα χείλη του και ροφά μηχανικώς επί τινα δευτερόλεπτα. Αλλ'
+αίφνης εγείρεται, χωρίς καν να συλλογισθή να πληρώση την δεκάραν
+του, και αναχωρεί κατευθυνόμενος προς την πόλιν.
+
+Η μορφή του είνε πάντη αλλοία· το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη. Αι
+χείρες του αναπάλλονται δεξιόθεν και αριστερόθεν ως εκκρεμή
+ωρολογίου, και το βήμα του έγεινεν ελαφρόν και υπόπτερον βήμα
+σεισοπυγίδος. Προδήλως μετεβλήθησαν και οι διαλογισμοί του.
+Ευρέθη, φαίνεται, ο τρόπος εκείνος . . ., και η φαντασία του
+Περδίκη αρμενίζει τώρα πλησίστιος και φαιδρά διά του απείρου
+πόντου των σχεδίων, ων αναπλάττει δυνατήν και προσεχή την
+πραγματοποίησιν διά του αναποφεύκτου κέρδους των εκατόν χιλιάδων.
+
+Ο νους του μεθίπταται ακάματος από ιδέας εις ιδέαν και από
+επιχειρήσεως εις επιχείρησιν. Αγνοεί τι να εκλέξη και πού να
+σταματήση. Πόσα πράγματα δύναταί τις να κάμη με εκατόν χιλιάδας
+μετρητού χρήματος, ακόπως αποκτηθείσας και αμέσως διαθεσίμους! Ο
+Περδίκης, φαίνεται, θέλει να τα κάμη όλα διά μιας, διότι τα
+διάφορα σχέδιά του σωρεύονται αλλεπάλληλα εν τη διανοία του, και
+μάτην προσπαθεί να τα τακτοποιήση.
+
+Συλλογίζεται εν πρώτοις να αναπτύξη έτι μάλλον τας εργασίας του,
+να αυξήση ιδίως τα επί ενεχύρω δάνειά του, και να συστήση
+συγχρόνως, υπό πιστόν τινα διευθυντήν, ειδικόν κατάστημα πωλήσεως
+των εις την κυριότητά του περιερχομένων ούτω τιμαλφών. Αλλ' αυτό
+θα ηδύνατο να το κάμη και άλλως, χωρίς τας εκατόν.
+
+Διανοείται μετά μικρόν να συστήση εφημερίδα καθημερινήν,
+οικονομικοπολιτικήν, ή κάλλιον πολιτικοσατυρικήν, με πολλά
+ποικίλα, την οποίαν να εκτιμά και να φοβήται, ή κάλλιον να
+φοβήται μάλλον παρά να εκτιμά ο κόσμος, και της οποίας να
+περιποιήται κατ' ανάγκην τον διευθυντήν. Είνε αληθές ότι δεν
+γνωρίζει πολλά γράμματα — περί τούτου δεν πλανάται ο Περδίκης, —
+αλλά τι σημαίνει αυτό; Είνε ανάγκη να ηξεύρη τις πολλά γράμματα
+διά να διευθύνη εφημερίδα;. Αυτός θα λέγη, και άλλος θα γράφη.
+Έπειτα, ο Τηλέμαχος; Αυτός εξεύρει γράμματα περισσότερα παρ' όσα
+χρειάζονται. Θα ήνε ο γραμματεύς της συντάξεως, και θα γράφη
+συγχρόνως και τα θεατρικά, εις τα οποία είνε πολύ δυνατός. Αλλά
+θα κερδίζη η εφημερίς; θ' απαντά τουλάχιστον τα έξοδά της; Περί
+τούτου έχει μερικάς αμφιβολίας ο Περδίκης.
+
+Εν μέσω δε των αμφιβολιών τον αναθρώσκει άλλη ιδέα εις τον
+εγκέφαλόν αυτού να γίνη βουλευτής. Νομίζει, αν δεν τον απατά
+μνήμη και η οικογενειακή παράδοσις, ότι συγγενής της μητρός του
+κατήγετο εκ Θεσσαλίας. Εκεί, λέγει καθ' εαυτόν, είνε κάπως
+ευκολωτέρα η επιτυχία.
+
+Οι άνθρωποι εκεί δεν εγυμνάσθησαν ακόμη αρκετά εις την
+διαχείρισιν του σφαιριδίου, και επιτυχής τις συνδυασμός . . .
+Εννοείται, ότι του συνδυασμού θα καταβάλη αυτός τας εκλογικάς
+δαπάνας. Η θυσία αύτη του φαίνεται πολύ εύλογος. Έπειτα, αφού
+γίνη βουλευτής, αι! τα παρακάτω έρχονται μόνα των. Φωνήν, δόξα τω
+Θεώ, έχει αρκετήν· πόδας έχει διά τας κλίμακας των υπουργείων
+έχει δε και γρόνθους εν ανάγκη στιβαρούς διά τας ταραχώδεις
+βουλευτικάς συζητήσεις.
+
+Περί το τελευταίον τούτο σχέδιον, εις ό ευαρεστότερον παραμένει
+αναπτερωθείσα φαντασία του Ιωάννου, ανακλαδούνται πολλαί άλλαι
+ιδέαι δευτερεύουσαι: προσφοραί τινες εις αγαθοεργά καταστήματα —
+όχι πολύ μεγάλαι βέβαια, αλλ' αρκεταί ως τι να λαλήση περί αυτών
+ο τύπος· γεύματά τινα εις μερικούς φίλους ολίγα δώρα κατάλληλα
+εις πρόσωπα επιρροής και κοινωνικής σημασίας· και είς ή δύο χοροί
+τον χειμώνα — με ορχήστραν, εννοείται, και με δείπνον — κατά τους
+οποίους, τις οίδε, ημπορεί τέλος να τοποθετηθή και η Ασπασία του.
+
+Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη,
+και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης
+τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται.
+
+Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του
+οίκου του. Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το
+κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί
+της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του
+βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων.
+
+Δ'.
+
+Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της
+οικίας του.
+
+Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος. Εκάθητο και ηγείρετο
+άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του
+ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει
+πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το
+ωρολόγιόν του.
+
+Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του,
+και αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν
+νεανίσκον, όστις έγραφε κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και
+εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν έργον γραμματέως συνάμα και
+υπηρέτου, τον ηρώτησε·
+
+ — Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.
+
+ — Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και
+ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του.
+Τι θέλετε; να μάθετε τι ώρα είνε;
+
+ — Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά
+πίσω.
+
+ — Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . .
+
+Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης,
+χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω,
+διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον,
+λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους
+γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το
+γραφείον λέγων·
+
+ — Εννηάμισυ!
+
+ — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει τον σύρτην της τραπέζης του, λαμβάνει
+γραμμάτια τίνα λαχείων απωτεθειμένα εις τους μυχούς αυτού, τα
+μετρεί, γράφει τους αριθμούς των επί μίας σελίδος του
+σημειωματαρείου του, κάτωθεν άλλων ομοίων αριθμών, και λαμβάνων
+βιαίως τον πιλόν του εξέρχεται του γραφείου και κατευθύνεται προς
+την Εθνικήν Τράπεζαν.
+
+Δεν είναι δέκα η ώρα, αλλ' ο Περδίκης αδιαφορεί. Εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου πρόκειται να γείνη η κλήρωσις, κ' εκπλήτεται
+ότι δεν είνε ο πρώτος. Πολλοί άλλοι γνώριμοι και ομότεχνοι τον
+προέλαβον. Παρατηρεί τας ανησύχους αυτών μορφάς, και μειδιά
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα.
+
+ — Όλοι αυτοί θαρρούν πως θα κερδήσουν, λέγει καθ' εαυτόν.
+Πλησιάζει δε εις το ορφανόν κοράσιον, όπερ εκλήθη να εξαγάγη τους
+λαχνούς από της κληρωτίδος, θωπεύει πατρικώς την παρειάν αυτού
+και λίγο ευθύμως·
+
+ — Να σε ιδώ κορίτσι μου! Να δώση ο Θεός να είσαι τυχηρή, και την
+προίκα σου εγώ θα σου την κάμω.
+
+Τέλος τι να βραδύνωμεν; Ο πρώτος αριθμός εξάγεται της κάλπης και
+κηρύσσεται μεγαλοφώνως εις επήκοον των παρισταμένων. Ο Ιωάννης
+διατρέχει διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον
+αριθμόν εκείνον τον μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων
+του σημειωματαρίου του.
+
+Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα
+ανέβη διά μιας εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε
+προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς σφύζουσα βιαίως και οιονεί
+σφυρηλατούσα το στήθος του. Οι οφθαλμοί του εθαμβώθησαν,
+ιλιγγίασεν, εζαλίσθη, και του εφάνη αίφνης ότι τα ψηφία του
+αριθμού του εμεγάλωσαν, εξετάθησαν, και εκάλυψαν τέλος όλην την
+σελίδα του καταλόγου του. Έπειτα εξηκολούθησαν ακόμη να
+διαστέλλωνται, απεσπάσθησαν του χάρτου, έγειναν κολοσσοί, και
+ήρχισαν περιπατούντα εντός της αιθούσης, περιστοιχίζοντα αυτόν
+και μορφάζοντα παραδόξως.
+
+Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα
+διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και
+μονοσύλλαβον·
+
+ — Α!
+
+Και εξήλθε της αιθούσης.
+
+ — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη!
+
+ — Δικός σας είνε ο πρώτος;
+
+ — Σας συγχαίρομεν!
+
+ — Και εις άλλα!
+
+ — Σταθήτε δα!
+
+ — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.
+
+Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ
+τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας.
+Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της
+προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην·
+
+ — 'Σ το σπίτι! γρήγορα!
+
+Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος. Το
+θάμβος των οφθαλμών του διελύθη· ο αριθμός εκείνος, ο φανταστικάς
+έχων τας διαστάσεις και προ μικρού έτι χορεύων τον κόρδακα προ
+των οφθαλμών του, επανέλαβεν ήσυχος την προτέραν αυτού θέσιν επί
+του σημειωματάριου του, και το σημειωματάριον ετέθη πάλιν εις το
+θυλάκιόν του. Η διάνοια του Περδίκη ήρχισε σκεπτομένη ωριμώτερον
+και ψυχρότερον.
+
+ — Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της
+γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον
+να ήνε . . .
+
+Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του.
+
+ — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν
+μέση τη οδώ. Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών
+εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς
+τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας
+αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί
+ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν
+αυτού γωνίαν.
+
+Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε. Είνε ελεύθερος να
+κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την
+χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει
+έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι
+κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και
+ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον.
+
+ — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα. Δράττει
+τότε αποφασιστικώς το κάλυμμα του κιβωτίου και προσπαθεί να το
+ανοίξη, αλλά το κιβώτιον είνε κλειστόν. Εντείνει τας δυνάμεις
+του, ίν' αποσπάση το κάλυμμά του, αλλ' αι χείρες του τρέμουσι
+κάπως, και το κιβώτιον ανθίσταται. Εξάγει τότε τον ορμαθόν των
+κλειδίων του, κύπτει προς το κλείθρον και εισάγει έν εξ αυτών εις
+την οπήν τον.
+
+Το κιβώτιον ανοίγεται, και ο Ιωάννης ανακυνά πυρετωδώς το
+περιεχόμενον. Εις τον έσχατον αυτού μυχόν ευρίσκει τέλος ό,τι
+εζήτει· τον πολύτιμον κλήρον, συνεπτυγμένον εις σχήμα
+μικροσκοπικόν και τυλιγμένον εντός άλλου χαρτίου. Τον
+ανοίγει, . . . και βλέπει ακτινοβολούντα προ των ομμάτων του τον
+μαγικόν εκείνον αριθμόν, ούτινος αρχίζουν πάλιν τα ψηφία να
+μεγεθύνωνται εις γίγαντας και να χορεύουν πυρρίχην εντός του μικρού
+δωματίου. Αλλ' ο Περδίκης δεν λησμονεί, ότι δεν έχει καιρόν
+διαθέσιμον εις ακαίρους φαντασμηγορίας, και η ισχυρά του θέλησις
+επαναφέρει ταχέως την ηρεμίαν εις το πνεύμα του. Εξάγει εκ του
+θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το
+άλλο, και το τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος
+τακτοποιεί επιμελώς το περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά. Είτα το
+κλειδόνει πάλιν ως καλός οικοκύρης, καταβαίνει εις την οδόν όθεν
+ήλθε, και εισέρχεται εις την οικίαν του διά της αυλείου θύρας,
+αφού θορυβωδώς εσήμανε τον κώδωνα, και δρομαίως προσήλθε να του
+ανοίξη ο υπηρέτης του με τον λευκόν λαιμοδέτην.
+
+Ο Περδίκης είνε εντελώς ατάραχος· τα γόνατά του μόνον τρέμουν
+ολίγον.
+
+Ε'.
+
+ — Καλέ Γιάγκο, αλήθεια;
+
+ — Κερδήσαμε, παπάκη;
+
+ — Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το
+Παρίσι.
+
+Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις,
+υποδέχονται τον Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η
+σύζυγος και τα τέκνα του ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.
+
+Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία
+την επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το
+σιγάρον του, εγείρονται δε και οι τρεις και κυκλούσι τον
+Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός, η δε από του
+επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού ονόματος
+και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου
+του.
+
+ — Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε;
+
+ — Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η
+σύζυγος του μεσίτου.
+
+ — Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος,
+προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το
+ιστορικόν γεγονός, χάρις εις τας α π α ν τ ή σ ε ι ς ά ν ε υ
+ε ρ ω τ ή σ ε ω ν της «Ε β δ ο μ ά δ ο ς».
+
+ — Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν;
+
+ — Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το
+κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς,
+διά να μην έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το
+εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το έμαθε και ο Δημήτρης.
+
+ — Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοι 'ς το χρηματιστήριον
+το ξεύρουν,
+
+ — Και ποιος αριθμός εκέρδησε, παπάκη, ερωτά η δεσποινίς Ασπασία·
+μήπως είνε ο δικός μου;
+
+ — Όχι, κόρη μου είνε ο αριθμός που . . . Και παρ' ολίγον
+ωλίσθαινεν εις το βάραθρον η γλώσσα του Περδίκη. Αλλ' ο ευφυής
+Έλλην εκλονίσθη μόνον, χωρίς να πέση, και διορθών αμέσως την
+φράσιν του εξηκολούθησεν ατάραχος·
+
+ — Από τους αριθμούς που είχα φυλάξει εις το γραφείον.
+
+ — Επήρες την ομολογίαν, πατέρα;
+
+ — Θα βγω ύστερα να πάγω να την πάρω. Έχω καιρόν ως το βράδυ
+
+Δεν διατρίβομεν εις λεπτομερή περιγραφήν της αγαλλιάσεως, ήτις
+νέμεται τον οίκον Περδίκη. Δεν αναφέρομεν τα πολυποίκιλα σχέδια,
+άτινα φύονται εις εκάστου την κεφαλήν, ουδέ τας μικράς και
+μεγάλας απαιτήσεις άτινες επιπίπτουσι διά μιας και ως εξ ενέδρας
+κατά των εκατόν χιλιάδων, ουδέ των υπηρετών τα συγχαρητήρια,
+οίτινες εισορμώσι μετά μικρόν εις την αίθουσαν, άλλος από του
+μαγειρείου και άλλος από του υπερώου. Ο αναγνώστης μαντεύει πάντα
+ταύτα ευκόλως, υποθέτομεν· αν δε δυσκολεύεται εις τούτο, ας
+φαντασθή προς στιγμήν, ότι αυτός εκέρδησε τον πρώτον λαχνόν, και
+τα φαντάζεται αμέσως.
+
+Ο Περδίκης, σοβαρός το φαινόμενον και ατάραχος, αποδέχεται τας
+περί αυτόν εκδηλώσεις μετ' ηρεμίας επικής, αρκείται δε μόνον
+πραΰνων τον γενικόν αναβρασμόν διά προσηνών τινων μειδιαμάτων και
+ολίγων γενικών και συντόμων φράσεων·
+
+ — Καλά! Θα ιδούμεν! Μη τρέχετε· υπομονή!
+
+ — Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω
+δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το
+τραπεζάκι τα έβαλα.
+
+Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και
+απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού
+προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν
+παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·
+
+ — Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας;
+
+ — Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως
+δεν σ' αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω.
+
+Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον,
+ενώ η μήτηρ του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως·
+
+ — Μην αργήσης εις το γεύμα!
+
+Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός
+θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς·
+
+ — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί
+προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης
+υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου.
+
+ — Ευλαλία; απαντά εκείνη. Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη·
+χήρα η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς.
+
+Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την
+ανακάλυψιν των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν.
+
+ — Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης.
+
+ — Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου
+γράφει;
+
+& Τώρα θα ιδούμεν.
+
+Και ο Περδίκης αναγινώσκει·
+
+ — _Αγαπητέ μου εξάδελφε
+
+Ο Γεωργάκης μου είπε την καλήν σας τύχην, και σας συγχαίρομαι με
+όλην μου την καρδίαν. Εχάρηκα σαν να ήμην εγώ. Σου εύχομαι του
+Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, και σε παρακαλώ να ενθυμηθείς εις
+αυτήν την περίστασιν και την πτωχήν την εξαδέλφην σου. Έρχεται
+χειμώνας και ο καϋμένος ο Γεωργάκης μου δεν έχει δεύτερον φόρεμα.
+Ο Θεός να σου τα πληθαίνη, εξάδελφέ μου. Χαιρετίσματα εις την
+εξαδέλφην.
+
+ η εξαδέλφη σου
+ Ευλαλία._
+
+ — Να της στείλωμε της καϋμένης κάτι τι, λέγει συγκινημένος ο
+Ιωάννης, συγγενής μας είνε
+
+Η κυρία Πηνελόπη, πολύ ολιγώτερον συγκεκινημένη, ήνοιγε τα χείλη
+προς συζήτησιν των φιλανθρώπων διαθέσεων του συζύγου της, ότε από
+της αυλής της οικίας εκρήγνυται αίφνης παράφωνος αρμονία
+προχείρου οργανικής μουσικής, αποτελουμένης εξ ενός κλαρινέτου,
+μιας κιθάρας και μιας σάλπιγγος, και μελπούσης άρρυθμόν τινα και
+προκατακλυσμιαίαν πόλκαν, εις πανηγυρισμόν της μεγάλης ημέρας.
+
+ — Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην
+η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους!
+
+ — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί
+άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον
+υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.
+
+ — Αφέντη, και εις άλλα! ακούεται μετά μικρόν έξωθεν τριπλή και
+ομόφωνος ευχή, πολύ αρμονικωτέρα της προτέρας μουσικής συμφωνίας.
+
+Οι μουσικοί απέρχονται, και ο Περδίκης αναγινώσκει την δευτέραν
+επιστολήν·
+
+_Αξιότιμε κύριε!
+
+Επεκρότησα πάντοτε εις την προόδόν σας, και χαίρω, ότι πρώτος
+ίσως πάντων σπεύδω να σας εκφράσω τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου
+διά την σημερινήν εύνοιαν της τύχης. Επί τη ευκαιρία δε ταύτη
+συγχορήσατέ με να σας ενοχλήοω με μικράν τινα παράκλησιν. Έχω
+ανάγκην μικρού δανείου τριών χιλιάδων δραχμών, διά να ετοιμάσω τα
+ενδύματα της θυγατρός μου, την οποίαν νυμφεύω μετά ένα μήνα. Δεν
+έχω άλλην ασφάλειαν εκτός της υπογραφής μου. Υποθέτω δε, ότι σεις
+ο οποίος τόσον με γνωρίζετε, γνωρίζετε επίσης ότι είνε υπογραφή
+τιμίου ανθρώπου. Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς.
+
+ Όλος υμέτερος
+ Θ. Ξυλούδης._
+
+ — Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη.
+
+ — Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και
+επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ
+και πέντε χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά,
+βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα να κάμη επιρροήν, διά να γείνη
+υπουργός. Είχε μερικά παραδάκια· του τάφαγαν οι κομματάρχαι, και
+τώρα δεν έχει να κάμη τα ασπρόρρουχα της κόρης του.
+
+ — Και όμως κάθε βράδυ, παρατηρεί η κυρία Πηνελόπη, ενώ μειδίαμα
+οξύγλυκυ κυμαίνει τον επί του αδρού της χείλους επανθούντα
+μύστακα, κάθε βράδυ η κυρία του με ταις κόραις του είνε η πρώτη
+και καλλίτερη εις το Φάληρον. Πώς τα καταφέρνουν;
+
+ — Ό,τι να σου πω σε γελώ. Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα
+έχη ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της.
+
+ — Αι, και θα του δανείσης τώρα συ;
+
+ — Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . .
+
+ — Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του.
+
+ — Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα
+του βρίσκεται.
+
+Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο
+υπηρέτης λέγων·
+
+ — Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.
+
+ — Πήγαινε τον 'ς τη σάλα! παραγγέλλει η κυρία.
+
+Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν
+αγανακτήσει
+
+ — Αι! με παρασκότισαν!
+
+ — Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του.
+
+ — Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου.
+
+Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει
+ποτέ μετ' αυτού εν τω αυτώ καφενείω.
+
+ — Και τι σε ήθελε;
+
+ — Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω
+χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον.
+
+ — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε;
+
+ — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.
+
+Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης
+ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς
+ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την
+αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της
+άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων.
+
+ — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης,
+
+ — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.
+
+Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει·
+
+_Ευγενέστατε κύριε.
+
+Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο
+ταλαίπωρος, ποία ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον
+η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα.
+
+Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει
+η προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας. Μη
+μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και
+γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των
+ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο
+κομιστής αναμένει απάντησιν.
+
+ Συννεφάκος._
+
+ — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός;
+
+ — Ένας κακομοίρης . . .
+
+ — Και τι δουλειάν κάμνει;
+
+ — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.
+
+ — Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη;
+Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν.
+
+ — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από
+κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα
+συγκινητικά . . .
+
+ — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά
+δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης.
+
+ — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς. Δος του ένα πεντάρι, και
+δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά
+δεν έχομε 'ς το σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε.
+
+ — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ'
+εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου.
+
+ — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε
+στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.
+
+ — Δεν σου λέγω, . . . αλλά ήθελα να τελειώσω μίαν ώραν αρχήτερα.
+Δεν ηξεύρει κανείς, τι ημπορεί να συμβή.
+
+ — Τι θα συμβή; Αι ομολογίαι είνε κατατιθειμέναι, λέγουν τα
+γραμμάτια, εις το τραπεζιτικόν κατάστημα του κ. Μαυρίδου. Έως το
+βράδυ έχεις καιρόν να παραλάβης τον αριθμόν μας.
+
+ — Όλα αυτά είνε καλά και άγια, άλλα καμμιά φορά . . . Εγώ λέγω
+να πεταχτώ μίαν στιγμήν· δεν θα αργήσω.
+
+Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την
+θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·
+
+ — Μην αργήσης!
+
+ — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς
+προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην
+στιγμήν έκρουε την θύραν.
+
+Ο επισκέπτης είνε υψηλού μάλλον αναστήματος, ισχνός ως οι λεπτοί
+και ανεμόφθοροι στάχυς του ενυπνίου του Φαραώ, ρυπαρός την
+ενδυμασίαν, αξύριστος, άνιπτος, και θρασύς το ήθος μ' όλην αυτού
+την φαινομένην κατάπτωσιν.
+
+ — Τι αγαπάτε; ερωτά ο Ιωάννης.
+
+ — Εδώ κατοικεί ο Κ. Περδίκης;
+
+ — Μάλιστα, εγώ είμαι. Τι αγαπάτε;
+
+ — Α! η ευγενεία σας είσθε; Έχω πολλήν ευχαρίστησιν.
+
+Και ο άνιπτος κύριος δράττεται διά των ρυπαρών του δακτύλων της
+χειρός του Ιωάννου, και σείει αυτήν μετά προδήλου συγκινήσεως,
+προσθέτων·
+
+ — Επεθύμουν να σας ομιλήσω μίαν στιγμήν ιδιαιτέρως.
+
+ — Με συγχωρείτε . . . δεν έχω τόρα καιρών, έχω κάπου να υπάγω,
+και βιάζομαι . . . , απαντά ο Περδίκης εξερχόμενος εις την οδόν
+και παρακολουθούμενος υπό του αγνώστου. Αν ηθέλατε να περάσετε
+αργότερα . . . προς το εσπέρας . . . Ποίος είσθε, παρακαλώ; δεν
+έχω την τιμήν.
+
+ — Είμαι δημοσιογράφος! απαντά ο άγνωστος μετά πολλής αυταρκείας.
+Εκδίδω την Αλογόμυιγαν, σατυρικήν εφημερίδα . . . την γνωρίζετε,
+βέβαια;
+
+ — Ακούτ' εκεί την αγοράζω τακτικώτατα, και με διασκεδάζει πολύ.
+Του λόγου σας λοιπόν είσθε ο συντάκτης; Χαίρομαι, χαίρομαι!
+
+ — Ευχαριστώ.
+
+ — Και τι ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ερωτά ο Ιωάννης, με ήθος
+ανθρώπου κερδήσαντος εκατόν χιλιάδας δραχμών, και διατεθειμένου
+να προστατεύση κάπως την δημοσιογραφίαν.
+
+ — Να μου χρησιμεύσετε; σεις εις εμέ; αντερωτά ο εκδότης του
+σατυρικού φύλλου, μειδιών εν πλήρει και αδιαπτώτω συνειδήσει της
+ισχύος του. Τίποτε επί του παρόντος. Εγώ ημπορώ να σας
+χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν,
+αν θέλετε.
+
+ — Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει
+προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται;
+
+ — Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . .
+
+ — Ναι, βέβαια, βέβαια.
+
+ — Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ,
+σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν. Χθες μου
+έφεραν μίαν διατριβήν εναντίον σας τρομεράν!
+
+ — Διατριβήν εναντίον μου; και τι έχουν να μου ειπούν;
+
+ — Φοβερά πράγματα. Διακόσια φράγκα πληρόνουν να την καταχωρίσω.
+Αλλά εγώ δεν ηθέλησα να το κάμω, πριν συνεννοηθώ μαζή σας. Όπως
+αυτοί έχουν τόσον συμφέρον να δημοσιευθή η διατριβή των, ίσως
+έχετε και σεις, εσυλλογίσθην, να μη δημοσιευθή. Ώστε . . . αν
+θέλετε . . .
+
+ — Τι να θέλω;
+
+ — Να μη δημοσιεύσω την διατριβήν των . . .
+
+ — Δεν με μέλει. Δημοσίευσε, αδελφέ, ό,τι θέλεις. Δεν ιδρόνει
+εμένα το αυτί μου από αυτά τα πράγματα. Δεν μ' έκαμε ο τύπος ό,τι
+έγεινα, ούτε θα με χαλάση απ' ό,τι είμαι. Αυτά είνε διά τους
+κουτούς.
+
+ — Νομίζω, απατάσθε, κύριε Περδίκη. Εγώ με πολύ ολιγωτέραν θυσίαν
+εκ μέρους σας θα επεθύμουν να μη φανούν εις την δημοσιότητα. —
+όπως δήποτε δυσάρεστον πράγμα θα ήνε . . — Με πενήντα φράγκα
+μόνον . . .
+
+Ο Περδίκης ίσταται και πάλιν, διότι έφθασεν ήδη πλησίον του
+τραπεζιτικού γραφείου, όθεν ηγόρασε την ομολογίαν του. Η μορφή
+του γίνεται κάπως σκεπτική, αλλ' αιθριάζει αμέσως. Τα πεντήκοντα
+φράγκα δεν του φαίνονται πολλά, συλλογίζεται δε ως φρόνιμος
+άνθρωπος και πεπειραμένος Έλλην, ότι καλλίτερον είνε να μη γείνη
+περί αυτού λόγος δημοσιογραφικός.
+
+ — Δεν μου λέγεις, αδελφέ, φωνεί τέλος φαιδρώς προς τον
+δημοσιογράφον, ότι θέλεις πενήντα φράγκα; Νά τα, μάτια μου!
+προσθέτει, εξάγων αυτά εκ του χαρτοφυλακίου του· πάρ' τα και με
+γεια σου! Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου.
+Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν.
+
+ — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και
+απέρχεται υπόπτερος.
+
+ΣΤ'.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν
+μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει.
+Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο
+νους της είνε αλλού. Αι εκατόν χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς
+μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του βιβλίου, και η
+φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας
+εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει
+γρηγορούσα η κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη,
+δεν είδεν Ευρώπην. Και την επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς!
+Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση εις τούτο τον σύζυγόν της,
+αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα τα
+ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα.
+
+Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος.
+
+ — Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονται 'ς το ταξίδι, δεν
+φέρνουν τόκο.
+
+Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε
+προς ώραν τους πόθους αυτής.
+
+Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της
+δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους
+Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα,
+εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη
+τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.
+
+Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία
+Περδίκη να δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και
+πετάσσους, και τρίχαπτα και ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να
+συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον μεγάλων κατόπτρων,
+διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των
+παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και
+μετριόφρονος αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.
+
+Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός
+της, επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και
+φωνών από της θύρας·
+
+ — Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον;
+
+ — Τι είνε, παιδί μου;
+
+ — Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν
+δανεικά, άλλοι . . .
+
+Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την
+επιστροφήν δανεισθέντων.
+
+ — 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον
+λαχνόν.
+
+ — Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του
+μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα.
+
+ — Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς
+εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;
+
+Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων
+δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην.
+
+ — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί,
+επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε;
+
+ — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα.
+
+ — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο
+Τηλέμαχος.
+
+ — Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν.
+
+Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του
+εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα
+κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι
+γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών
+κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.
+Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε
+αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου
+το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα.
+
+ — Καλό 'ς τα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην
+την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτω 'ς το
+παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός! Του
+άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια, γιατί είνε καλός άνθρωπος και
+καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον έχωμε πρώτο
+σύμβουλο, χωρίς άλλο.
+
+Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν
+την προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει
+αμέσως·
+
+ — Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.
+
+ — Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει.
+Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς.
+
+Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του
+χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την
+οικοδέσποιναν.
+
+ — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . —
+πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ;
+
+ — Κωστής Φυσέκης, κυρά!
+
+ — Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα.
+
+ — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη,
+παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το
+χέρι μου.
+
+Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων
+εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου
+ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.
+
+ — Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το
+πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι;
+
+ — Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να
+βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια
+φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου.
+
+ — Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης
+διαρρηγνύμενος εις γέλωτα. Να βάλωμε μίαν ειδοποίησιν αύριον εις
+τας εφημερίδας, ότι παρακαταθέτομεν το ποσόν εις ένα
+συμβολαιογράφον, εις μίαν τράπεζαν, — αδιάφορον πού — και να
+κοπιάση ο κόσμος να παίρνη, ως που να τελειώσουν. Έτσι, μου
+φαίνεται, θα ευρούμε τουλάχιστον την ησυχίαν μας.
+
+ — Στάσου δα πρώτα να ταις πάρωμεν, και ύστερα σκεπτόμεθα, απαντά
+γελώσα επίσης η μήτηρ.
+
+ — Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις
+που λες!
+
+ — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης
+και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου,
+και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει.
+Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη.
+
+Ζ'.
+
+Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και
+κάθηται εις την τράπεζαν.
+
+Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες
+ομιλητικότατοι.
+
+Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν
+του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει
+παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η
+μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του
+ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου. Δεν
+λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει
+κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου.
+
+ — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι
+τρέχει; τι έπαθες;
+
+Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον
+λάρυγγά του.
+
+ — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη,
+Γρήγορα. Έλα!
+
+Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.
+
+ — Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν.
+
+ — Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο
+Ιωάννης. Το κέρδος μας . . .
+
+ — Αι;
+
+ — Έγεινε. . . .
+
+ — Τι;
+
+ — Κα-πνός!
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε
+καπνός;
+
+ — Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . .
+την τελευταίαν δόσιν.
+
+ — Και τι μ' αυτό;
+
+Δεν είνε ακριβώς γνωστόν, τι απήντησεν ο Περδίκης εις την
+ερώτησιν ταύτην της συζύγου του.
+
+
+
+ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ (6)
+
+
+
+Ήσαν δύο οικίαι επί της αυτής οδού, η μία της άλλης αντιμέτωπος.
+
+Η μία μεγάλη, άρχοντος οικία, η άλλη μικρά, ταπεινή, σχεδόν
+καλύβη, πτωχόν πτωχού ενδιαίτημα.
+
+Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων
+παραπετασμάτων μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί
+περικοσμούντες την οικοδομήν, και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις
+τον ήλιον, το δε εις την αύραν την εσπερινήν, και κήπος οπίσω
+θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα πολυάριθμα,
+φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την βαρείαν
+σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.
+
+Είναι μία μόνη μικρά θύρα, και στενόν παράθυρον μόλις που τας
+κυριακάς και τας εορτάς δειλώς ανοιγόμενον, και πέραν εκεί, εις
+το άκρον στενού διαδρόμου και όπισθεν των δύο χαμογείων δωματίων
+άτινα αποτελούν τον πτωχικόν οίκον, αυλή ευρεία, ης το γεώδες
+έδαφος συνεκύλων δι' όλης της ημέρας παιδία γυμνόποδα φαιδρώς
+φωνασκούντα, και όρνιθες κλώζουσαι και ραμφοκοπούσαι το χώμα, ας
+ένθεν μεν κατεδίωκεν ακάκως πυρρόθριξ μολοσσός, απαθής δ' εκείθεν
+αλλά προσηνής το φαινόμενον εθεάτο τεφρόχρους όνος, προσδεδεμένος
+εις φάτνην πενιχράν, υπό την στέγην ολίγων σανίδων.
+
+Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων
+και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν
+είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο
+πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον
+των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον
+ενίοτε τας αίθουσάς των. Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών
+οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου
+οικοδεσποίνης εθόλονε μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό
+τα βλέφαρά της, οσάκις από της σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά
+του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν αυλήν, και έβλεπε τα
+ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και θορύβω το
+κ ε ρ ά κ ι και τον κ ρ υ π τ ό ν.
+
+Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα,
+— έλεγεν αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο. Ότε δε την εσπέραν
+επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε
+σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του
+οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος
+ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον,
+και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο
+βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός. Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο
+εις τους ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον
+άρτον της εσπέρας, άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα
+μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας κνήμας του.
+
+ — Έλα, ησυχάστε! αφήστε τον πατέρα σας να ξανασάση! εφώνει προς
+το στίφος των πολιορκητών η κυρά Δημήτραινα, εύσωμος και
+πορφυρόχρους μεσήλιξ, ης τα σπαργώντα στήθη, ανέτως αναπτυχθέντα
+υπό τα λαίμαργα στόματα δέκα ευρώστων νηπίων και ουδένα ποτέ
+γνωρίσαντα στηθόδεσμον, εκυμαίνοντο μεγαλοπρεπώς μόλις
+συγκρατούμενα υπό των πτυχών του χιτώνος της.
+
+ — Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων
+εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί
+του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του
+ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του.
+
+Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των
+θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι
+άπαιδες άρχοντες. Και εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής,
+από μακρού ήδη τραχυνθείς την καρδίαν εκ των συγκινήσεων της
+υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον προσέβλεπε τας
+θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει, οικογενειακάς
+πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη
+συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών
+αυτού υπολογισμών. Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη
+αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την
+διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα
+και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά
+μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής!
+
+***
+
+Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης
+επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,
+
+Ήτο κατοφορτωμένος.
+
+Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από
+παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί,
+τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην
+εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης,
+πλήρης ξανθού ρητινίτου. Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον,
+εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του
+μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον
+προσωπείον είκοσι λεπτών.
+
+ — Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος.
+
+Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ! Τρία ήρπασαν διά μιας την βαύκαλιν,
+άλλα τόσα το μανδήλιον, ούτινος διεσπάρησαν χαμαί τα περιεχόμενα
+— δύο λεμόνια εδώ, πέντε μήλα εκεί, ολίγα μύγδαλα παρέκει — και η
+γενική κατ' αυτών έφοδος των παιδίων έσωσεν από σοβαρού κινδύνου
+τον ταβάν, ον κατώρθωσε τέλος να παραλάβη σώον και ακέραιον η
+μήτηρ.
+
+ — Κύτταξε, κύτταξε τα διαβολόπουλα! Εφώνει αύτη, και ηγωνίζετο
+ασθμαίνουσα να επαναφέρη την τάξιν εν μέσω του αφηνιάσαντος
+στίφους, ενώ ο πατήρ εκράτει το προσωπείον υψηλά, υψηλότερα των
+κατ' αυτού αναπηδώντων μικρών, και έλεγεν αταράχως·
+
+ — Αι, ησυχία τώρα, ησυχία! Κάμετε φρόνιμα . . . ειδεμή δεν έχει
+μουτσούνα.
+
+ — Μουτσούνα! Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον,
+θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις
+κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του
+μανδηλίου πεσόντας τραυματίας.
+
+Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία
+κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον τ α β ά ν ωσφραίνοντο
+βουλιμιώντα το περιεχόμενον.
+
+Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του
+δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα
+λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας
+διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα
+πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η
+φτώχια θέλει καλοπέραση!
+
+Ούτως ευθύμως ήρχισε και ευθύμως επεράνθη το πτωχικόν του πτωχού
+οίκου δείπνον.
+
+Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του
+ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον
+σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόντας —
+και αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον
+και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια
+εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον
+της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα,
+είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·
+
+ — Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το
+τραγουδήσωμε·
+
+ — Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά
+τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν,
+ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το
+παραγγελθέν η συζυγική προθυμία.
+
+Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.
+Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της
+σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην
+τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν.
+Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων
+αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν
+του πατρός των πεδίον.
+
+ — Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια. Εμπρός ο
+Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο
+Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα!
+
+ — Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν
+θα τη φορέσωμε;
+
+ — Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή.
+
+Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.
+
+Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το
+πάτωμα, αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά
+προχείρου άσματος τον σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων
+ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν έρρινον και βροντόφωνον ωδήν,
+προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο χορός.
+
+ — Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα
+ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι
+που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος,
+μόνον κάθεσαι και. . . .
+
+Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την
+φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν.
+
+ — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του
+και εγειρόμενος. Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν
+αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και
+μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του
+ανέμου την πτώσιν.
+
+Και εβάδισε προς την θύραν.
+
+***
+
+Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής
+καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
+
+Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον
+ουδέν είχεν ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς
+την απόκρεω, ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν
+επί σοφά μαλακού, καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα
+τον καφέν του, αυτή δε επί του εγγυτάτου εις την τράπεζαν
+κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και δακτυλιοφόρου
+χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος
+μακαρίως επί των γονάτων της.
+
+Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη
+αιθούση.
+
+Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν
+ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος,
+ανεκάθισε μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις
+την κνήμην, και είπεν, αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·
+
+ — Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη;
+
+ — Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν
+εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα
+αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον
+των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα.
+
+ — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή
+απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.
+
+ — Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον
+ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά;
+
+ — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις.
+
+ — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης;
+
+ — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . .
+μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,
+
+ — Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς
+του χειμώνος είνε ατελείωταις.
+
+Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν
+επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·
+
+ — Ταχυδρομείον!
+
+ — Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της
+ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε
+την ανάγνωσιν από του τέλους.
+
+Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως,
+και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της
+αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία
+Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων.
+
+ — Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα
+πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.
+
+Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν
+απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ
+Δημήτρη.
+
+ — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του·
+άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις,
+Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το
+κοπάδι του;
+
+ — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.
+Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν;
+
+ — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν
+εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε.
+
+ — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία
+Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί
+της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του.
+
+ — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.
+
+Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την
+ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·
+
+ — Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε,
+Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και
+ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ'
+ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.
+
+ — Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η
+όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά!
+
+Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την
+εστίαν.
+
+ — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας
+φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της
+φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;
+
+ — Και είνε να μην τους ζηλεύση κανείς; Δεν βλέπεις τι
+ευτυχισμένοι που ζουν! Πως είνε πτωχοί, . . αδιάφορον! Όλοι
+ροδοκόκκινοι από υγείαν . . . Ανάγκας δεν έχουν. . . . φροντίδας
+δεν έχουν. . . . Σπίτι γεμάτο ζωήν και χαράν! Όταν είνε να
+δουλεύσουν δουλεύουν, και όταν είνε να διασκεδάσουν διασκεδάζουν.
+Όχι . . .
+
+ — Όχι 'σάν εμάς; ήθελες να ειπής κ' εστάθης.
+
+ — Βέβαια. Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους.
+Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι,
+με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα,
+'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη,
+δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις. Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω,
+εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να
+μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί
+με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν
+αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος
+πάντων. Διατί αυτό;
+
+ — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω
+εν τη αιθούση. Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης
+απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως
+επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·
+
+ — Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να
+παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος;
+
+ — Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν
+οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της. Όχι, . . . μη τους
+κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν;
+
+ — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου
+εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε.
+Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής!
+
+ — Μα τι σκοπόν έχεις;
+
+Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και
+καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις
+ταπεινή τη φωνή.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν
+του κυρ Δημήτρη.
+
+Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και
+του συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον,
+υπεδύθη κατόπιν έν ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από
+πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας
+δ ε σ π ο τ ι κ ά ς ε ο ρ τ ά ς, εφόρεσε το καλόν του φέσιον, και
+ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού αναβολήν,
+ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·
+
+ — Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του.
+
+ — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα;
+Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι
+'πίσω.
+
+ — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . .
+
+ — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η
+συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν.
+
+Και εξήλθε λέγων·
+
+ — Πλάγιασε τα παιδιά!
+
+Η κυρά Δημήτραινα, μείνασα μόνη, κατέκλινε πρώτον τον πολυάριθμον
+αυτής τόκον επί δύο ευρέων στρωμάτων, χαμαί ηπλωμένων εντός του
+παρακειμένου θαλάμου, είτα δε καθεσθείσα παρά τον λύχνου της,
+ήρχισε πλέκουσα κάλτσαν και διανοούμενη τι άρα γε ήθελε τον
+σύζυγόν της ο κύριος Αγησίλαος.
+
+ — Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά
+καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να
+ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να
+πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά,
+ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά
+δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης. Αι! δόξα σοι ο
+Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και
+σταυροκοπουμένη.
+
+Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν
+ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου.
+
+ — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε
+διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να
+μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα. Θάκανα και
+το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε
+τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι
+να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να
+σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια
+με μπαλώματα . . .
+
+Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν
+ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε
+την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ'
+εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την
+κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·
+
+ — Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός
+του. Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα!
+
+ — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης,
+ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι
+σου ήλθε;
+
+ — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
+
+Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν
+Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι
+οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή
+ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη.
+
+ — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η
+κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος.
+
+ — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!
+
+Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων,
+κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του.
+
+Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά
+της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν
+ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους
+της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν
+η συγκίνησις.
+
+ — Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν
+ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες
+αυτά τα χρήματα;
+
+Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της
+αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η
+αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν
+του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.
+
+ — Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν,
+ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν!
+
+ — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς
+την 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη!
+
+ — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . .
+
+ — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις! Κάθισε·
+κάθισε να σ' τα πω!
+
+Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα
+γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις
+αυτού και τα αισθήματά του.
+
+ — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που
+τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . .
+
+ — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά
+Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε!
+
+ — Στάσου δα, μη βιάζεσαι. Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε
+κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστά 'ς τον κυρ
+Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια
+μου παπούτσια.
+
+ — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις.
+
+ — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε,
+πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.
+Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα
+παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάω 'ς τον άι
+Δημήτρη.
+
+ — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου
+τάδωσε;
+
+ — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε. Μας βλέπει, λέει, από τα
+παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή
+καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι
+ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα
+του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . .
+Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και
+σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε,
+λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους. Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι
+να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη.
+
+ — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι
+δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί
+σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω!
+
+ — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η
+μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη
+σακκούλα.
+
+Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του
+επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου.
+
+ — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με
+αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη.
+Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα
+δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.
+Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη,
+μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις
+χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ,
+κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να
+μη τα πάρω;
+
+Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε. Το όνειρόν της
+εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας
+της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία.
+Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . .
+ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν.
+
+Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της
+Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η
+κυρά Δημήτραινα.
+
+ — Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν
+ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να
+νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω
+τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης.
+
+ — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την
+υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν.
+
+ — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις. Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που
+έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η
+παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε
+την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια.
+
+ — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;
+
+ — Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά·
+τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται
+προσοχή και φρόνηση.
+
+ — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου;
+
+ — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του,
+αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά
+μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και
+αύριο τα λέμε. Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισά
+'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου.
+
+ — Γιατί;
+
+ — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε
+για παιδιά.
+
+ — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν;
+
+ — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ'
+αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω.
+
+ — Καλά.
+
+Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως
+άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας
+καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών
+διάνοιαν.
+
+Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης! Τι
+να τα κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν'
+αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν; Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα;
+Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν αυτών οίκον, . . .
+τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . .
+και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην
+εννοήσουν οι συγγενείς των — πτωχοί επίσης ημερόβιοι — ότι
+επλούτησαν.
+
+Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά — και αγύριστα βεβαίως — και αιτήσεις
+βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως
+ακόμη, — τις οίδε — περί της πηγής του πλούτου των . . και
+φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής
+είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς
+των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο!
+αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .
+
+Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο
+με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος
+ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον.
+
+Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε,
+και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του.
+
+ — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε. Εγώ, τι να σου πω, δεν μου
+κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα.
+
+ — Αμ' εμένα;
+
+ — Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . .
+γιατί . . .
+
+ — Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι.
+
+ — Εγώ λέω, γυναίκα . . .
+
+Και ήρχισε συζήτησις μακρά μεταξύ των συζύγου περί της διαθέσεως
+του σοβαρού εκείνου περιεχομένου του σάκκου· συζήτησις ήρεμος το
+κατ' αρχάς, ζωηροτέρα κατόπιν, τραχυνθείσα δε βαθμηδόν εις έριδα,
+και απολήξασα μετά τινα ώραν εις πείσμονα μεγαλόφωνον λογομαχίαν,
+— την πρώτην ην ήκουον οι ταπεινοί της οικίας των τοίχοι.
+
+Άλλα ήθελεν ο είς και άλλα ήθελεν ο άλλος. Εκείνη γνώμην είχε ν'
+αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε
+καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να
+επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή
+πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην
+ανάπαυσιν.
+
+ — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα·
+για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!
+
+ — Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και
+εγερθείς κατέλιπε την κλίνην.
+
+ — Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας;
+
+ — Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων
+την χείρα κατά της συζύγου του.
+
+ — Θέλεις και να με δείρης;
+
+Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα
+τέκνων του! Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η
+χειρ του κατέπεσεν αδρανής.
+
+ — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη
+είσαι ανόητη.
+
+ — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν
+εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της.
+
+ — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου
+έρχεται μία ιδέα.
+
+ — Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθής
+
+ — Μου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα.
+
+ — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε;
+
+ — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής;
+
+ — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα
+χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα;
+
+Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της
+ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.
+
+ — Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . .
+Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν
+ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον.
+
+ — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού.
+
+ — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ.
+Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.
+
+***
+
+Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν
+ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας,
+αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.
+
+Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις
+την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των
+φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος
+προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν
+επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.
+
+ — Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το
+έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ.
+
+ — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε,
+γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . .
+
+ — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς,
+ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο
+αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα. Ψωμί έχομε ολίγο . . .
+δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί.
+
+ — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα
+κρύβεις;
+
+ — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω.
+
+ — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις
+ύψος τους βραχίονας.
+
+ — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι;
+
+ — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι! Πεντακόσια τάλλαρα, . . .
+μεγάλο πράγμα!
+
+Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε.
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος.
+
+ — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το
+φέσι μου.
+
+ — Έτσι γεια σου!
+
+Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν.
+
+ — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν
+εισήλθεν εις τον οίκον της.
+
+Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της
+έλειπεν, εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως
+έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να
+περιμένη το σήμαντρον της Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν.
+Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η ώρα να περάση. Εσυγύριζεν η
+Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα,
+ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να
+κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να
+ιδή ολίγον, να ιδή μόνον — τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν
+είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή. Αλλ'
+ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμα!» είπε
+καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των
+παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν
+άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς.
+
+Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει
+από της αγοράς.
+
+ — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ. Καλά που δεν είνε εδώ τα
+παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά.
+
+Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της
+προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της.
+
+ — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν.
+
+Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα.
+
+Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί,
+ελαφρότερον τον εαυτόν του. Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας
+νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του
+κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων
+το δημοτικόν άσμα της απόκρεω: Κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν τ η γ ά τ α
+μ α ς, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν
+εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν. Εσκέπτετο,
+υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών,
+κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το
+καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους,
+τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα
+υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων
+ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.
+Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν'
+αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλά
+— κακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα
+καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του
+Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής.
+
+ — Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;
+
+Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν
+εξώρμα αθυρόστομος.
+
+ — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα
+λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να
+διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του.
+
+Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί
+μέχρι νυκτός.
+
+Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και
+παραπαίων, υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη
+κατά μήκος πλάτος διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων
+ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το τελευταίον του ποτήριον,
+είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το μυστικώτατον και
+νωπότατον, το του θησαυρού του.
+
+Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος,
+εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα
+τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον
+ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της.
+
+ — Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το
+σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα;
+
+ — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του
+Δημήτρη. Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου
+λέω . . .
+
+ — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής.
+Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια
+μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . .
+και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . .
+κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!
+
+Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον
+εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης.
+
+ — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος
+γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου.
+Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;
+
+ — Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων,
+προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του.
+
+ — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή
+προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία
+επί της παρειάς του παιδός.
+
+Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ'
+ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
+
+Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το
+πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν.
+
+ — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε
+χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού
+και πού μόνον καμμία λογομαχία . . .
+
+ — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε;
+ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή. Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους
+κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά!
+
+ — Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους
+κατήγγειλα ούτε τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να
+τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν.
+
+ — Είνε δυνατόν;
+
+ — Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . .
+
+Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα
+ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν'
+ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά
+η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης
+εζήτει να ιδή τον Κύριον.
+
+ — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.
+
+Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός,
+ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό
+της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν
+ημίν ήδη σάκκον.
+
+ — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής.
+
+ — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . .
+δεμένα όπως ήτανε . . .
+
+ — Διατί;
+
+ — Δεν μας κάνουν, αφέντη.
+
+ — Πώς; σας είνε ολίγα;
+
+ — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ'
+εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα.
+Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο. Μ' έκαμαν να δείρω τα
+παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέρι 'ς τη γυναίκα
+μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ'
+εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη
+φορά 'ς τη ζωή μου. Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ'
+εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου
+ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να
+παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . .
+σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του
+λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.
+
+Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του,
+περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι
+του.
+
+Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του
+περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.
+
+
+
+ΥΙΟΣ ΕΚ ΠΑΤΡΟΣ
+
+
+
+Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης
+δύσθυμος άνευ λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις
+τον ανήλιον κοιτώνα μου, προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν
+διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος αίφνης κωδωνισμός της θύρας με
+διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως
+λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και τρέμομεν να το
+ανοίξωμεν. Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις
+το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός,
+τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της
+τόσον πρωινής του επισκέψεως·
+
+ — Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας
+λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε!
+
+ — Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή.
+
+ — Ο Αλέξανδρος.
+
+ — Πώς; πότε; διατί;
+
+ — Με πιστόλι, χθες την νύκτα εις την κοίτην του Ιλισσού. Το
+διατί είνε μυστήριον. Μικρά σημείωσις, η οποία ευρέθη επάνω του,
+φέρει ως λόγον της αυτοκτονίας του χρόνιον και ανίατον, ως λέγει,
+νόσημα· αλλ' ο λόγος αυτός βεβαίως είνε πρόφασις.
+
+ — Ανίατον νόσημα; υπέλαβον εγώ· τι νόσημα; Δεν μου φαίνεται να
+έπασχε. Η όψις του τουλάχιστον . . .
+
+ — Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος,
+ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον
+μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως
+ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να
+δημιουργή τα αιώνια εκείνα — ηξεύρεις; — σχέδιά του περί
+πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.
+
+ — Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν.
+
+ — Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ
+ελαττωθή.
+
+ — Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;
+
+ — Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους
+δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν
+συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να
+μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε
+την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε
+δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του.
+
+ — Περίεργος άνθρωπος! Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και
+να τελειώση . . .
+
+Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες.
+
+Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον,
+και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν
+φωνήν.
+
+ — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση.
+
+ — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.
+
+ — Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή
+τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του
+Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας
+ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του;
+
+ — Δεν ενθυμούμαι, απήντησα.
+
+Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον
+αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας. Μας είχε
+συνδέσει άλλοτε παλαιά νεανική φιλία, εγνώριζα κάπως την
+οικογένειάν του, είχα δε γνωρίσει ολίγον και τον προ δεκαετίας
+αποθανόντα πατέρα του, όστις από πλουσίου κτηματίου των Αθηνών
+είχε πτωχύνει — διά του χαρτοπαιγνίου ως ελέγετο, — αλλ' από ετών
+ήδη πολλών αι σχέσεις μας είχον αραιωθή, και μάλιστα αφότου εκ
+δικηγορικής του αμελείας είχεν απολεσθή σπουδαία οικογενειακή μου
+δίκη.
+
+ — Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν
+να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και
+τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο
+οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω;
+
+ — Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το
+βράδυ! Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος,
+διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι,
+έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον
+ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ
+έφριττες και διεμαρτύρεσο.
+
+ — Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε
+σπουδάζων. Ο ζύθος είχε λύσει την γλώσσαν του, και η γλώσσα του
+επρόδιδε τους βαθείς μυχούς της διανοίας του. Είχεν ήδη αρχίσει
+πρό τινων ετών να βαρύνεται το χειρωνακτικόν, ως το απεκάλει,
+επάγγελμα του δικηγόρου, και να πλησιάζη κάπως εις το
+χρηματιστήριον. Οι άνθρωποι με τους οποίους εσχετίσθη τον έκαμαν
+τολμηρότερον, και μερικαί επιτυχίαι εις την αρχήν του ήνοιξαν την
+όρεξιν. Αλλ' έπειτα ήλθαν φυσικώς αι ατυχίαι, η τόλμη του έγεινε
+πείσμα, και ο Αλέξανδρος έπεσε κατά κεφαλής εις παν είδος
+επιχειρήσεων, από τας οποίας ήλπιζε κέρδος. Εν τω μεταξύ είχε
+νυμφευθή, ως ηξεύρεις, και αι ανάγκαι του είχον αυξήσει. Δεν
+ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι
+καθαραί, ούτε απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής,
+όπως πολλάκις έλαβον αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων,
+οίτινες είχον συναλλαχθή μετ' αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει,
+ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν
+του . . .
+
+ — Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.
+
+ — Ήτο άλλοτε . . . και πολύ αλλά τελευταίον εδέχετο μόνον
+χαρτοπαίκτας, και τους εξεμεταλλεύετο.
+
+ — Και αυτό ακόμη; Εις τόσον εξευτελισμόν είχε καταντήσει;
+
+ — Δυστυχώς· και το λυπηρότερον είνε, ότι αναποδράστως έμελλε να
+καταντήση εκεί.
+
+ — Πώς αυτό;
+
+ — Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή,
+περιβάλλον, . . — όπως θέλεις ειπέ το, — είχε κάτι εντός του ο
+Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν επί τέλους αναποφεύκτως εις την
+καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, — δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη
+ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε.
+
+ — Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με
+αμέσως.
+
+ — Άκουσε, είπε. Έξω βρέχει, ο καιρός είνε άθλιος, εργασίαν δεν
+έχεις, ούτε θα εξέλθης βέβαια, καθώς κ' εγώ. Άκουσε λοιπόν να σου
+διηγηθώ συντόμως την παλαιάν ιστορίαν του Σοφή. Είνε αρκετά
+χαρακτηριστική, και θα ιδής αν έχω δίκαιον.
+
+Ανήψε νέον σιγάρον, εκάθισεν αναπαυτικώς εις ένα κλιντήρα, και
+ήρχισε διηγούμενος.
+
+Με τον Αλέξανδρον ήμεθα συμμαθηταί. Παιδία μόλις δωδεκαετή
+εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε
+ελληνικόν σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις
+την Πλάκαν, εις την οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και
+ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το
+μάθημά του εξεταζόμενος. Τα απ' έξω ιδίως, αι τόσον αγαπηταί τότε
+εις τους διδασκάλους αποστηθίσεις, ήσαν ο εφιάλτης του. Ποτέ δεν
+κατώρθωσε να απαγγείλη ακριβώς την τερατώδη εκείνην — αν την
+ενθυμείσαι — περιγραφήν της τοποθεσίας της Ελλάδος εκ της
+Γεωγραφίας του Βακαλοπούλου, ούτε τον ορισμόν της Ευχαριστίας εκ
+της Κατηχήσεως του Δαρβάρεως. Δεν ήτο εν τούτοις οκνηρός ούτε
+αφιλομαθής. Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο
+αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν.
+Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς
+αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το
+Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν
+πολλήν εις τα θρανία του σχολείου. Και τούτο δε οσάκις του
+συνέβαινε, σπανίως κατώρθονε να προσέχη εις το βιβλίον του ή εις
+του διδασκάλου τους λόγους. Η προσφιλής του ενασχόλησις ήτο να
+συλλαμβάνη μυίας υπό το θρανίον — και είχεν εις τούτο θαυμασίαν
+αληθώς δεξιότητα, — να τας ανασκολοπίζη με μικρά ξυλάρια, εις των
+οποίων το άκρον εκόλλα τεμάχια χαρτίου, και να τας αφίνη κατόπιν
+να πετούν εντός της παραδόσεως, προς θορυβώδη σκανδαλισμόν των
+επιμελών και μεγίστην αγαλλίασιν των απροσέκτων. Αν τούτο ήτο
+δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα πτερωτά του θύματα, είτε διότι
+επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του πιθανού, έσκαπτε διά
+του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή
+εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή
+ετύπονε φανταστικάς εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ'
+αυτών μελάνην, και συμπιέζων έπειτα εις δύο τα φύλλα των. Αν δε
+διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω των σπουδαίων εκείνων
+ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλου — διότι οι διδάσκαλοι τότε
+είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, — ο Σοφής δεν
+εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ
+αιδούς ή οργής. Απαθής, ύψονε το βλέμμα προς την οροφήν και
+ηρίθμει τα πολύχρωμά της κοσμήματα, επιφυλασσόμενος, άμα ως
+παρήρχετο η καταιγίς, να επαναλάβη την διακοπείσαν του εργασίαν.
+
+Δύο μόνα μαθήματα είλκυον κατ' εξαίρεσιν την προσοχήν του και τον
+είχον τακτικόν φοιτητήν: η αριθμητική και τα ιερά. Αυτά μεν χάριν
+του διδασκάλου, εκείνη δε χάριν των αριθμών. Η διδασκαλία των
+ιερών μαθημάτων ήτο δι' αυτόν θέαμα μάλλον ή μάθημα. Ότε πρωί
+πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου
+κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την
+έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον,
+σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον
+γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και
+αγαλλίασιν. Ότε δ' εκείνος, ανασύρων προς τον αγκώνα το
+απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του φωνήν να
+αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το
+όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς
+προσδοκίας. Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η
+στερεότυπος φράσις, διά της οποίας ο διδάσκαλος συνώδευε την
+κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν μαθητού.
+
+ — Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ.
+
+ — Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός
+Σοφής.
+
+Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και
+ήτο τούτο σπάνιον — συχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να
+σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον
+κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος
+και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο
+συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και
+ο σκούφος. Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε
+κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων
+ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου
+κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία,
+συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά
+σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος. Ησπάζετο εν μετανοία
+την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως
+την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του,
+διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια.
+
+Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον
+Αλέξανδρον. Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον
+αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο
+βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν
+μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν
+ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή. Αι
+τέσσαρες πράξεις συνώψιζον δι' αυτόν πάσαν γνώσιν ανθρωπίνην και
+απετέλουν ούτως ειπείν το μη περαιτέρω της μαθήσεως. Παιδίον
+δωδεκαετές μόλις, είχε παράδοξον λογιστικήν πρωιμότητα, την
+οποίαν εθαύμαζε πολλάκις και αυτός ο διδάσκαλος. Πρώτος εξ όλων
+μας έλυε τα διδόμενα εις τους μαθητάς προβλήματα, και μόνος αυτός
+πολλάκις τα δυσκολώτερα. Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν
+προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά
+τας οποίας εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας
+μας. Είχεν αναντιρρήτως λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν.
+Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας καθημερινάς του σχέσεις
+μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν ευρίσκετο εις
+συναλλαγάς μαζή των. Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί
+χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν
+του τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού
+προηγουμένως εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν
+άθικτον ιδικόν του. Οσάκις νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις
+την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε έμελλε να τελειώση η
+διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα μαθήματα,
+διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι
+ολίγον εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους
+ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως
+των υπολογισμών του το πόρισμα.
+
+Φίλον στενόν και διαρκή, οποίους είχαμεν ημείς οι άλλοι, ουδέποτε
+απέκτησεν εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. Είχε συμπαίκτορας και
+συντρόφους των εκδρομών του, είχε θύματα της λογιστικής του
+επιτηδειότητος, τα οποία και ιδιαιτέρως επεριποιείτο, ενόσω
+διήρκουν αι μετ' αυτών διαπραγματεύσεις του, αλλά φίλον αληθή δεν
+είχεν. Εδοκίμασαν τινές των συμμαθητών μας να οικειωθώσι προς
+αυτόν διαρκέστερον, αλλ' απέτυχον όλοι. Εις τας παιδικάς των
+διαχύσεις ή τας αφελείς αυτών εκμυστηρεύσεις ουδέποτε απεκρίνετο
+δι' ομοίων ο Σοφής, απήντα δε συνήθως διά γέλωτος ή σιωπής.
+Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας σχεδόν τας οικιακάς
+περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι
+έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι
+έκαμνον, και όσα άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο
+δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και
+εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ ημών και εκείνου. Μας
+εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η ενδυμασία
+του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα
+καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς
+τινα λόγον, ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και
+κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη, εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ
+να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της
+φθοράς. Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο αίνιγμα τούτο δι'
+ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του.
+
+Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν.
+Ήρχοντο τρις και τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να
+ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των προόδων και της επιμελείας
+μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας εξετάσεις του
+παρευρέθη ποτέ. Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος
+των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν,
+ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της
+ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·
+
+ — Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα;
+
+Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν
+τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.
+
+Μίαν ημέραν — ήτο μάθημα Γεωγραφίας — ο Σοφής διεσκέδαζεν ως
+συνήθως χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά
+επί του θρανίου, ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος
+την άτακτον εκείνην ασχολίαν. Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος
+εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μας — έβαλε τας
+φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το
+θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις
+μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον
+με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως
+τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε
+πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.
+Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και υβρίζων πάντοτε εις την
+καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους οποίους
+καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ'
+ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το
+φαινόμενον, αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον.
+Έκυπτον δε μαζή του οι εκ δεξιών και αριστερών γείτονές του,
+περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες, ανταλλάσσοντες δε σιγά τας
+εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε να κάθημαι
+όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν
+να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή. Ανωρθώθην
+ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον
+ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον
+Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους
+γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους
+σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών,
+γυναικών και γερόντων.
+
+ — Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.
+
+ — Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων.
+
+ — Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και
+εφάνη εμπρός του ο διδάσκαλος. Έκυψε και αυτός, είδε, και πριν
+καν εννοήσωσιν οι άλλοι τι συνέβαινε, πριν ή συνέλθη ο ένοχος εκ
+της καταπλήξεως, έγεινεν ανάρπαστος από το θρανίον του και
+εβροντοκοπήθη εις το πάτωμα της παραδόσεως ως αν ήτο τόπι
+ελαστικόν. Ο διδάσκαλός μας είχεν αθλητικόν ανάστημα ως αχθοφόρου
+και χείρας μεγάλας ως των εικόνων του παντοκράτορος. Ύψωσε
+καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις
+γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής
+απανθρώπως, γρυλλίζων·
+
+ — Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη
+σου προκοπή!
+
+Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα.
+Αλλά το αποτέλεσμα του πρώτου γρονθοκοπήματος επτόησε, φαίνεται,
+την τόλμην του βαναύσου μας διδασκάλου και εψύχρανε διά μιας την
+οργήν του. Ο μικρός Σοφής είχε πέσει χαμαί, άπνους σχεδόν και
+ακίνητος, ημείς δε οι άλλοι, ανορθωθέντες διά μιας επί των
+θρανίων, εκραυγάζαμεν σπαρακτικώς, ως αν εδερόμεθα όλοι ομού.
+Απερίγραπτος υπήρξεν η επακολουθήσασα ταραχή. Εξ όλων των
+δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την
+αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος
+γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ
+μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και
+απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος.
+
+ — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους
+λοιπούς διδασκάλους,
+
+ — Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε!
+εφώναξε προς τους μαθητάς.
+
+ — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι
+εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν.
+
+Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου
+εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν
+άμαξαν.
+
+Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·
+
+ — Άνοιξε τα μάτια του;
+
+ — Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος
+πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία.
+
+Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ'
+οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του
+Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η
+ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι
+δεν είχε πάθει τίποτε. Ηυχαριστήθημεν δε πολύ περισσότερον από
+την απροσδόκητον σκηνήν, ήτις επηκολούθησε μετά τινας ημέρας.
+
+Ο Σοφής δεν ήλθε πλέον εις το σχολείον, ούτε την επαύριον, ούτε
+τας επομένας ημέρας. Ησθένησεν άρα γε και έμενε κλινήρης, ή άλλος
+τις ήτο της απουσίας του ο λόγος; Κανείς δεν ήξευρεν. Αλλά την
+δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά
+το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της
+παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την
+αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και
+ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον
+διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την
+στιγμήν εκείνην.
+
+ — Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις
+και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ'
+εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου;
+
+Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος,
+και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε,
+μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η
+συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.
+
+ — Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος,
+τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του
+Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα.
+
+Και υψώσας ταχέως την χείρα του — θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη,
+και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το
+πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.
+
+ — Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να
+κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου.
+
+Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η
+αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν
+ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη
+εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν
+εντός ολίγου την παράδοσιν.
+
+ — Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος,
+στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν
+τον κύριον πώς δέρνουν.
+
+Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει.
+
+Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς
+την κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.
+
+Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν
+καιρόν δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς
+ήκουσα ότι ο βουλευτής του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε
+πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας Αθήνας. Τίποτε απίθανον να
+διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του βουλευτήν.
+
+Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον
+εκείνον διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν
+χαράν έσπευσα να διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα
+εις το σχολείον, και να περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν
+κατόρθωμα του πατρός του συμμαθητού μας. Ο πατήρ μου, σοβαρός
+συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με ολίγας λέξεις την διαγωγήν
+του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του Σοφή, απέφυγε
+δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του
+απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον
+είχε.
+
+ — Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα
+πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.
+
+Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα
+εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα
+οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως
+έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με
+πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν
+η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς,
+και απήντησε·
+
+ — Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . .
+δεν έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος.
+Είχε περιουσίαν και καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το
+κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς κτηματίας των Αθηνών.
+Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά. Έπειτα υπανδρεύθη,
+εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα
+κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά
+εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός
+και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά.
+
+ — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά;
+Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως
+απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου. Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ'
+εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο
+Αλέξανδρος.
+
+ — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η
+μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου!
+μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε
+κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που
+τον κατήντησαν.
+
+ — Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ
+περιέργως.
+
+Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου,
+διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν
+της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν.
+
+ — Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε
+ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.
+
+Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου
+του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε
+μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον
+με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία.
+
+Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος,
+πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα. Ποτέ δε άλλοτε,
+όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του
+οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ
+περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου.
+
+Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας
+εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το
+ανδραγάθημά του. Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ
+των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα,
+τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των.
+Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και
+σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του.
+Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να
+πάθη τίποτε. Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι
+γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί
+ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν
+από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν
+ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν. Εψιθύριζον δε άλλοι
+δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του
+Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του
+αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων
+ημερών και ο γεωγράφος μας.
+
+Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ
+εις την διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε
+λησμονηθή εντελώς, όπως ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος.
+
+Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην
+εις το πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε
+επέστρεψα, μετά χρόνους πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ'
+οδόν. Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος του δεν είχε διόλου
+μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν
+συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι
+του ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν
+διάχυσιν. Τον ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του
+απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!
+
+Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο
+η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς
+της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν
+περισσότερον. Είχε, φαίνεται, αρχίσει από τότε να ριζοβολή εις
+τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου
+πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς,
+είχον αποβή επί τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον
+επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε επέστρεψα από την
+Αίγυπτον. Εκεί έμαθα, ότι είχε διατελέσει προ ετών υποπρόξενος
+εις έν από τα μικρά υποπροξενεία της Αιγύπτου, και ότι δεν άφησε
+πολύ καλάς αναμνήσεις εις την ελληνικήν κοινότητα. Μερικοί
+μάλιστα έλεγον, ότι είχε παυθή ένεκα καταχρήσεων κατά την
+απογραφήν μιας κληρονομίας. Ενόμισα τας φήμας αυτάς υπερβολάς, εκ
+των συνήθων εις τας ελληνικάς κοινότητας, ιδίως του εξωτερικού.
+Αλλ' ότε τον επανεύρον εδώ δικηγορούντα, έχοντα μάλιστα φήμην
+ευφυούς δικηγόρου, και ήκουσα μερικά δείγματα της ευφυίας του, τα
+οποία, ομολογώ, δεν με ενθουσίασαν, ενθυμήθην αμέσως τας φήμας
+εκείνας. Όσας δίκας του ενεπιστεύοντο, τας εθεώρει ο Σοφής ως
+είδος τι επιχειρήσεων, από τας οποίας εννόει να κερδήση αυτός
+οπωσδήποτε περισσότερα των πελατών του. Δεν τον είχες και συ
+δικηγόρον, νομίζω;
+
+ — Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην.
+
+ — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο
+Δημήτριος.
+
+ — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός!
+
+ — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου.
+
+ — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα.
+
+ — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.
+
+ — Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις
+της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου
+αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του
+χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.
+
+ — Βεβαίως! . . δεν είνε ζήτημα, απήντησεν ο Δημήτριος, και αυτός
+χωρίς άλλο θα τον έφερεν επί τέλους εις συνάφειαν με τον ποινικόν
+νόμον, τον οποίον μόνον εφοβείτο, καθώς μας έλεγεν εκείνο το
+βράδυ. Αλλά πόθεν εγεννήθη ο σκώληξ αυτός εις την ψυχήν του;
+Ποίος έβαλεν εκεί το σπέρμα του φοβερού αυτού μολύσματος; Ο πατήρ
+του και το χαρτοπαικτείον του. Υιός εκ πατρός υπήρξεν
+αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό
+των προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών
+του.
+
+ — Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες,
+νυμφευθή;
+
+ — Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα
+ταφή μαζή του.
+
+Και αυτός υπήρξεν ο μόνος επί του δυστυχούς Αλεξάνδρου ψυχρός
+επικήδειος του παλαιού του συμμαθητού.
+
+
+
+ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ (7)
+
+
+
+Α'.
+
+Ήτο παραμονή της πρώτης Ιανουαρίου του 186 . .
+
+Ο Γεώργης, μικρός δωδεκαετής υπηρέτης του κυρίου Λευκοπούλου, ήτο
+κατάκοπος εκ της προσθέτου εργασίας, ην είχεν απαιτήσει η
+έκτακτος και πολυάσχολος ημέρα.
+
+Αφού έτριψε και εκαθάρισε τα σκεύη της τραπέζης και τα σκεύη της
+οικίας, επιμελέστερον του συνήθους, αφού εβοήθησεν, αναλόγως της
+ηλικίας και της νοημοσύνης του, την οικοδέσποιναν εις παρασκευήν
+των γλυκυσμάτων της πρώτης του έτους, αφού εκόμισεν ικανά εξ αυτών
+πινάκια εις τους συγγενείς και φίλους της οικίας, αφού τέλος
+έστρωσε την εσπέραν την τράπεζαν του δείπνου, και εδείπνησε και
+αυτός εκ των περισσευμάτων, και έπλυνε τα πινάκια, εκάθισε
+κεκμηκώς εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου.
+
+Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την
+μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων
+του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας
+μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων
+της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το
+αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς
+να αποκριθή. Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και
+τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η
+υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν
+ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν
+συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των. Είχεν ενώπιον αυτού, επί των
+γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η
+κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη
+το πρόσωπόν του.
+
+Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον
+πατρικόν αυτού οίκον.
+
+Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν
+συζύγου και τριών τέκνων, — αυτού και δύο κορασίδων, — είχεν
+εκμισθωθή αντί πεντήκοντα δραχμών ετησίως εις αθηναίον
+επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων μετέβαλλεν αυτόν
+εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.
+
+Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν
+ήσαν, θα ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν
+αυτόν, αν δεν επάχυνον το βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ'
+αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο τεμάχια ξηρού άρτου καθ'
+εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως της ημέρας,
+οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού
+κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο
+γλίσχρον το προϊόν της εργασίας του παιδός.
+
+Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και
+γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή
+την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών,
+κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς
+συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων —
+ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να
+τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου
+είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
+
+Και δεν ήρκεσαν αυτά.
+
+Ημέραν τινά ομήλιξ συμπατριώτης, νέηλυς εκ Κορίνθου, του έφερε
+την μαύρην είδησιν, ότι αι δύο μικραί του αδελφαί απέθανον αίφνης
+εντός μιας εβδομάδος εξ ευλογίας, και ότι η μήτηρ του, παράφρων
+σχεδόν εκ της λύπης, κατέκειτο βαρέως νοσούσα. Δεν επρόφθασε να
+κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και
+τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της
+πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του.
+Διεσκέδαζε, του είπον, κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την
+διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες, τας έριδας πυροβολισμοί, και
+μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. — Και η μήτηρ του;
+ηρώτησεν ο ατυχής παις. — Κατάκοιτος πάντοτε.
+
+Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν
+εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του
+πατρός του, την κυρά Βαγγελήν.
+
+ — Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά
+δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ'
+η μάνα σου.
+
+Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν
+εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση.
+
+ — Έλα, πάμε! προσέθηκε.
+
+ — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και
+εσκίρτησεν η καρδιά του.
+
+ — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.
+
+Και στραφείσα προς τον μισθωτήν του παιδός, όστις προσέβλεπεν
+απαθής τα γινόμενα,
+
+ — Το παιδί το παίρνω, είπε. Σου χαρίζομε και το νοίκι της
+χρονιάς, και ξοφλούμε.
+
+Διενοήθη εκείνος προς στιγμήν να αντιστή. Είχεν υπέρ εαυτού το
+γράμμα του συμβολαίου. Η δουλεία του Γεώργη έληγε μετά δυο έτη.
+Αλλά τι τον ήθελε πλέον — εσκέφθη — τον ορφανόν; Η λύπη και τα
+κλαύματα δεν θα του άφιναν όρεξιν να εργάζεται.
+
+Και απήντησε σχεδόν αμέσως·
+
+ — Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το
+παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.
+
+Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του
+θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός,
+όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού
+ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη,
+ως έλεγε, τον ανεψιόν της.
+
+Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή
+εκ των ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ
+περί τούτου εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η
+κυρά Βαγγελή. Αλλ' η σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και
+διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις
+μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης υπηρέτης παρά τω Κυρίω
+Λευκοπούλω.
+
+ — Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν
+η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει
+να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . .
+
+Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί,
+και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους
+εκ των δακρύων οφθαλμούς της.
+
+Β'.
+
+Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου
+186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του,
+την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του,
+όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν
+ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον
+εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας
+αγκάλας της λέγουσα·
+
+ — Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου
+κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου.
+
+Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια
+εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη
+απέθνησκεν.
+
+Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας
+οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου
+έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην
+ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ
+μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.
+
+Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν
+θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω
+νοσοκομείω.
+
+Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να
+συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις
+το σχολείον πυρέσσουσα.
+
+Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την
+έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
+
+Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν
+Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν
+εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον
+χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την
+ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν
+εις αυτόν η θεία του.
+
+Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας
+αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας;
+
+Γ'.
+
+Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν
+επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του.
+
+ — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η
+κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·
+
+ — Πού ξεύρεις πού θα παραλύη. Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε
+χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε.
+
+Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε.
+
+Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του,
+είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν του — ήξευρεν ότι έκαμνον
+καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας
+έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.
+
+Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία,
+και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ
+της θύρας.
+
+ — Πώς είνε;
+
+ — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την
+ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . .
+
+Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο. Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της
+κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος
+απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε.
+
+ — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . .
+Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου.
+
+Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον
+χείρα της.
+
+Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.
+
+Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν
+εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα
+της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς
+την μικράν χείρα του ορφανού.
+
+ — Καλό 'ς το! είπεν ασθενώς· καλό 'ς το!
+
+Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και
+κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.
+
+ — Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού
+σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου.
+
+Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον
+σωρόν της.
+
+Δ'.
+
+Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα
+υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους
+ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.
+
+ — Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ.
+Λευκόπουλος.
+
+Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός.
+
+ — Διατί κλαις;
+
+ — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός
+υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου.
+
+ — Καϋμένο παιδί!
+
+Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του
+παιδός.
+
+Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη
+την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του
+πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον
+εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και
+θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·
+
+ — Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν.
+
+ — Τι θέλεις, παιδί μου;
+
+ — Μα μη μου δίδετε μισθόν . . .
+
+ — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται.
+
+ — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . .
+και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος.
+
+ — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα;
+
+ — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η
+θειά μου.
+
+ — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ.
+
+Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.
+
+Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον;
+
+Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του;
+
+ — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω
+μοναχός μου.
+
+Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού
+υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·
+
+ — Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . .
+να πας.
+
+Ε'.
+
+Μετά ένα μήνα ο Γεώργης έλυεν εν τω υπερώω, όπου κατεκλίνετο, την
+μικράν εκείνην δέσμην των κιτρίνων χαρτίων, άτινα είχε δωρήσει
+εις αυτόν η θεία του, και προσεπάθει να αναγνώση το πρώτον εξ
+αυτών. Αλλά τα γράμματα δεν ωμοίαζον δυστυχώς μ' εκείνα τα οποία
+εμάνθανεν εις το σχολείον. Εκοπίασε πολύ, πλην εκοπίασεν εις
+μάτην.
+
+Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας
+επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την
+φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ'
+αναγνώση, . . . αδύνατον.
+
+Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος.
+
+Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα.
+
+Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.
+Εξημερώθη παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την
+ανάγνωσιν του τελευταίου, το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των
+ρωγμών του παραθύρου του.
+
+Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών
+χαρτίων, αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον
+ορίζοντα προ της παιδικής του διανοίας.
+
+Ο τόπος αυτός όπου έζη, η Ελλάς, η χώρα εκείνη όπου είχε γεννηθή,
+η Κόρινθος, είχον πολεμήσει εναντίον ανθρώπων κακών, βαρβάρων,
+τυράννων, ως τους έλεγον τα παλαιά εκείνα χαρτία.
+
+Ο πάππος του είχε πολεμήσει και αυτός, και είχε μάλιστα ακουσθή
+ — τα χαρτία το έλεγον. Δεν ήτο λοιπόν ασήμαντος άνθρωπος ο πάππος
+του. Είχε προσφέρει εις την πατρίδα τον βραχίονά του, όστις είχε
+κολοβωθή υπό σφαίρας, την οικίαν του, την οποίαν κατέκαυσαν οι
+Τούρκοι, την περιουσίαν του, ήτις εδαπανήθη εις τας ανάγκας του
+πολέμου. Τα παλαιά χαρτία τα έλεγον όλ' αυτά.
+
+Διατί όμως μ' όλας αυτάς τας θυσίας του είχε μείνει ο πάππος του,
+ιδιώτης, και απέθανε καλλιεργών τους αγρούς του διά της μιας
+αυτού χειρός;
+
+Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο
+κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα.
+
+Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε
+χωρίς ν' αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά;
+
+Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν
+εις τας απορίας αυτού.
+
+Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της
+εσχάτης της κλίνης του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα,
+ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να μάθη γράμματα, και ανελογίζετο
+τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε εστίλβονε, γονυπετών
+επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός πενταλέπτου.
+
+Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι
+παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του.
+
+Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της
+αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων
+του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του,
+ζητούντος τον καφέν του.
+
+ΣΤ'.
+
+Μετά τρία έτη ο Γεώργιος ετελείονε το ελληνικόν σχολείον, και
+ειργάζετο ως γραφεύς παρά τινι των συμβολαιογράφων των Αθηνών.
+
+Μετά άλλα τρία κατετάσσετο εις την ιατρικήν σχολήν του
+πανεπιστημίου, και ελάμβανε εξηκοντάδραχμον υποτροφίαν, πρωτεύων
+εν διαγωνισμώ.
+
+Μετά πέντε δε άλλα ήτο ιατρός εν τη πατρίδι του, και ανακομίζων
+εξ Αθηνών τα λείψανα της θείας Βαγγελής, έθαπτεν αυτά υπό τάφον
+κοινόν μετά των οστών του πατρός, της μητρός και των δύο του
+μικρών αδελφών, τας οποίας τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν
+βρέφη.
+
+
+
+
+Η ΜΠΟΓΑΤΣΑ
+Ανατολικός μύθος (8)
+
+
+
+
+Είνε χειμώνος εσπέρα.
+
+Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες,
+σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας
+μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον
+οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν
+και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των
+και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού
+ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη
+ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να
+σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων,
+όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους
+παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του
+κενού στομάχου.
+
+Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου
+κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του
+κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.
+
+Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την
+προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι,
+και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε
+πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του
+πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και
+η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους
+παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η
+κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν
+παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον
+δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει,
+υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου
+πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και
+παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του
+στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ
+του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας,
+ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.
+
+
+Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι
+οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του
+ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του
+συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία.
+Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από
+πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως
+εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας
+πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ
+επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς.
+Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . .
+εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!
+
+Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και
+της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού
+του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το
+λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν
+καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την
+πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων
+και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της
+κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν
+ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και
+περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του
+ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν
+αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες
+ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της
+χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε,
+και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας
+φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών
+εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και
+μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.
+
+Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας,
+και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού
+θεάματος. Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη
+απόγνωσις του λιμώττοντος Παρίου, η από των οφθαλμών του
+αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της
+πείνης κυρτούμενον σώμα του.
+
+ — Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού;
+
+ — Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
+
+ — Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα;
+
+Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και
+το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
+
+ — Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός
+τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!
+
+ — Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα
+κομμάτι;
+
+ — Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
+
+ — Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και
+υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.
+
+ — Κι' αν δεν τη φας;
+
+ — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου.
+
+Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.
+
+Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της
+κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
+
+Ενέπηξε τους όνυχάς του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως
+αν επρόκειτο να αποσπάση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η
+πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον. Την πρώτην
+παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο
+αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος
+στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο
+κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.
+
+ — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός
+αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη
+σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.
+
+Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και
+κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε
+πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα
+χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των
+χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της
+μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η
+καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου
+εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και
+ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιουμένη, και η μάχη . . διά
+μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι
+βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον . . . αλλ' η χειρ του
+κατέπεσεν αδρανής, και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον
+γενναίον χορηγόν.
+
+ — Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ
+πεια!
+
+Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του
+ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού,
+προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.
+
+Επιμύθιον
+
+Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ'
+ημών, αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα
+το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά
+προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων
+αρχόντων.
+
+
+
+Ο ΕΠΤΑΨΥΧΟΣ ΓΑΤΟΣ
+
+Αλληγορία (9)
+
+
+
+Ήμην παιδίον, επτά ίσως μόλις ή οκτώ ετών.
+
+Αλλά τον ενθυμούμαι ακόμη ζωηρότατα, και θαρρώ ότι τον βλέπω
+εμπρός μου ζωγραφιστόν, ολοζώντανον, με το λευκόν του τρίχωμα, το
+οποίον έστιζον εδώ και εκεί ολίγαι κίτριναι κηλίδες, με την
+μεγάλην του κεφαλήν, την κιτρίνην του ουράν, τους κιτρίνους του
+οφθαλμούς, και το ύπουλον αθόρυβον βήμα του — αληθές βήμα
+νυκτοκλέπτου.
+
+Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και
+ληστής αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του
+οίκου μας, αλλά και πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των
+γειτονικών οικιών. Κυνηγός μόνον δεν ήτο. Περιεφρόνει άρα γε
+πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της ωρίμου του ηλικίας, ή
+μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους θηράματος την
+ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των
+μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της
+χύτρας ή των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως. Το
+βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το
+βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα
+εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν
+όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή
+προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των
+φωλεών των.
+
+Το στρογγύλον και παχυνθέν εκ της κλοπής σώμα του έλαμπεν υπό
+βαθύ και λάσιον τρίχωμα, οι οφθαλμοί του, κλειστοί συνήθως από
+της ραστώνης, ηνοίγοντο και διεστέλλοντο προ της ασθενεστάτης
+οσμής οιουδήποτε λιχνεύματος, και το αδρανές και συρόμενον βήμα
+του μετεβάλλετο αίφνης εις τίγρεως άλμα από του εδάφους επί την
+τράπεζαν και απ' αυτής εις την οδόν εκεί, αναρριχώμενος ταχύς επί
+την κορυφήν του πρώτου προστυχόντος τοίχου, ετρωγάλιζε μακαρίως
+την λείαν του, ένιπτεν έπειτα διά του ποδός την λιπάραντον
+μορφήν, και εξηπλούτο κατόπιν προς τον ήλιον, διά να κάμη την
+χώνευσίν του, ουδέ βλέμματος αξιών τα περιιπτάμενα πτηνά ή τας
+ενοχλούσας αυτόν μυίας.
+
+Αλλ' αι κλεπτικαί του έφοδοι δεν ετελείονον πάντοτε τόσον αισίως.
+Είχεν από μακρού επικηρυχθή ο ληστής υφ' όλων των μαγειρισσών της
+γειτονίας, και πολλάκις είχον στηθή ενέδραι κατά των κλεπτικών
+του κατορθωμάτων, και πολλάκις η καταδίωξίς του δεν απέβη ματαία.
+Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς σφεγδονισθή κατά της κεφαλής
+του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της ράχεώς του, και πόσαι
+χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα! Είχε
+μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του
+είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και
+πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και
+ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της
+ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας.
+
+Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και
+λαίμαργος εκ φύσεως. Το κατ' εξοχήν και προχειρότατον εις αυτόν
+πεδίον των ληστροπραξιών του ήτο, εννοείται, η πάτριος αυτού γη,
+το μαγειρείον της οικίας μας, όπου πρωίαν τινά χειμώνος είχε
+γεννηθή εντός της ανθρακοθήκης. Εκεί ηνδραγάθει και δις και τρις
+πολλάκις της ημέρας, εκεί είχε συλλέξει και τας πλείστας των
+πληγών, αίτινες εκόσμουν το ηρωικόν αυτού σώμα, εκεί δ' επήλθε
+τέλος και η φοβερά τραγωδία, της οποίας ημέραν τινά παρέστηυ
+ακούσιος μάρτυς.
+
+Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον
+αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την
+εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την
+παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο
+συνήθως εν τω οίκω. Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου
+στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής
+π ά ν α ν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν
+κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά
+εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως
+δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας
+χύτρας. Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί
+πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου
+κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και
+τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν.
+Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της
+τραπέζης.
+
+Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα. Ήτο
+αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς
+την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα
+εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των
+οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το
+πλακοστρώτον του μαγειρείου. Μία, δύο, τρεις, και ο κλέπτης
+κατέκειτο εκτάδην ακίνητος, παράλυτος, με κλειστούς οφθαλμούς, μ'
+αιμόφυρτον το στόμα και τας σιαγόνας σπασμωδικώς
+ανοιγοκλειομένας.
+
+ — Α! εφώνησε θριαμβικώς η ναξία Νέμεσις. Τώρα πεια σε γλυτόνω
+μια για πάντα!
+
+Και δεν ηρκέσθη εις τούτο η φοβερά Μορμώ. Ήρπασε το πτώμα του
+ληστού, το έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το
+εστρηφογύρισεν εντός αυτής δις και τρις διά της π ά ν α ς της,
+το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον, μελανόν, παράμορφον,
+έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις απέκειτο
+προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.
+
+Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η
+τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς
+τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον,
+μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του
+περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα
+κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν
+ρόγχον του λασίου του στήθους. Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς
+ημέρας εξηκολούθουν να τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου,
+ότε ημέραν τινά — τις το πιστεύει; — βλέπω εισερχόμενον εις το
+μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο εκείνος
+αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του
+δημίου του.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και
+εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι! Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος!
+Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . .
+
+Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής. Εκ του τριχώματός του ολίγα
+τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η
+κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο
+σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως,
+εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος
+οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το
+μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.
+
+ — Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και
+εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος,
+όστις αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις
+φυγήν.
+
+Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν ο
+ε π τ ά ψ υ χ ο ς γ ά τ ο ς, και μυθική παράδοσις μεγάλη και
+πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην του μορφήν. Αλλ' η παράδοσις
+εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το πολύπαθές του γήρας,
+επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού τέλος.
+
+Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να
+λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον
+ουδέ χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ
+ετόλμησε να επανέλθη από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον. Πόλεμος
+ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των
+αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο
+τον εδίωκε λάκτισμα. Άνελπις, απειρηκώς και μόλις αναπνέων
+ετρύπωσε μίαν ημέραν εις μίαν γωνίαν, και εκεί, ακίνητος, άμαχος,
+— τις οίδεν αν μετανοήσας ή μη διά το ληστρικόν αυτού παρελθόν —
+ετάφη υπό σωρείαν λίθων, τους οποίους εσφενδόνισαν αλλεπαλλήλως
+κατά της λιπότριχος κεφαλής του οι αδυσώπητοι αυτού διώκται.
+
+
+
+ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΘΗΝΑΙ (10)
+
+
+
+Όσοι, γνωρίσαντες τας Αθήνας προ τριάκοντα περίπου ετών,
+κατέλιπον αυτάς και επανέρχονται σήμερον εις την πρωτεύουσαν του
+ελληνικού βασιλείου, τρίβουσιν έκπληκτοι τους οφθαλμούς των, και
+δεν δύνανται να τας αναγνωρίσωσιν.
+
+Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζης —
+ήτο μία μόνη τότε — ευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα
+πανηγυρίζοντα πάσαν βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα
+τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν! Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων
+απώλετο μετ' ήχου η μνήμη. Προχωρούσι περαιτέρω, παρέρχονται το
+παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί
+πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων
+συνηθροίζοντο τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών.
+Προβαίνουσιν ολίγα βήματα, και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι·
+προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το Παυσίλυπον. Έκθαμβοι
+πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του
+χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης,
+αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ
+αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν
+φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα.
+
+ — Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα
+χείλη.
+
+ — Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε! Περίεργον να ζης ακόμη! λέγει η
+καρδία.
+
+Και αισθάνονται πιθανώς, ότι η καρδία των
+
+ recht angenehm verblutet,
+
+ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile
+και — οι αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους
+γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου Λόντου, και τας σατύρας του
+Ορφανίδου, — και παρέρχονται ηδέως βαρυθυμούντες, και
+ε υ α ρ έ σ τ ω ς α ι μ ά σ σ ο ν τ ε ς τ η ν κ α ρ δ ί α ν.
+
+Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον,
+εξετείνοντο κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι
+περαιτέρω χλοάζουσαι, και τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν'
+αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ' ανακόπτει ευθύς το βήμα των
+κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των βαρεία η άμαξα του
+ιπποσιδηροδρόμου. Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και αλωνίων
+και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το
+τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του
+βραχίονας.
+
+Έκπληκτοι πάντοτε, ενεοί και ως εν ονείρω, αναβαίνουσι την οδόν
+Πειραιώς, φράσσοντες τα ώτα των προς τους συμμιγείς μουσικούς
+θορύβους του ωδείου, και φθάνουσιν εις την Πλατείαν της Ομονοίας,
+ήτις, δεν ενθυμούνται καλώς, αλλά νομίζουσιν ότι είχεν άλλο ποτέ
+όνομα. Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον, εσθήτας μεταξωτάς
+ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών
+εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους
+σεισοπυγίζοντας δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν
+μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους
+οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι γρηγορούσι.
+
+Μάτην αναζητούσι γνώριμον μορφήν μεταξύ του πλήθους εκείνου του
+ποικίλου. Οι πλείστοι περί αυτούς είνε νέοι, οι δε γέροντες, όσοι
+αγνοούσιν έτι το ύδωρ της Allen, παρήλλαξαν τόσον! Ουδ' αναβολή
+τις καν εκ των παλαιών ευφραίνει πλέον το βλεμμάτων. Φουστανέλλας
+μόλις που σπάνιον απολείπεται ίχνος, είνε δ' από πολλού ήδη
+πρόσωπα ιστορικά οι ν τ ο υ μ α ν ά δ ε ς, οι εορτάσιμοι των
+υπηρετριών κατακτηταί, με τα γαροφαλλοκέντητα πορτοκάλλιά των και
+τας ερυθράς των καλαμάτας.
+
+Όλα κύκλω των μετεβλήθησαν· όλα! Και ό,τι ακούουσι και ό,τι
+βλέπουσι. Μόνον ο κονιορτός, ευσταλής και ακμαίος ως άλλοτε, και
+των οδών η ακαθαρσία και οι ρακένδυτοι στραγαλοπώλαι
+αναμιμνήσκουσιν αυτούς αμυδρώς τας παλαιάς των Αθήνας, και
+αναπαύουσι τα βλέμματά των ως μεμονωμένα νησίδια εν μέσω της
+κυκλούσης αυτούς εκπολιτιστικής πλημμύρας.
+
+***
+
+Ας φαντασθή τις επί μικρόν τοιούτον τινα Επιμενίδην, όχι
+κοιμηθέντα επτά και πεντήκοντα έτη, ως ο σοφός της Κνωσσού, αλλά
+διαμείναντα μακράν της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου
+τριάκοντα, εικοσιπέντε, ή και είκοσι μόνον χρόνους. Δεν λέγομεν
+τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα, διότι εξ αυτών παρήλλαξαν ήδη τον βίον
+οι πλείστοι, αφού εμερίμνησαν, εννοείται, άλλοι μεν να
+κληροδοτήσωσι το χρήμα των εις το εθνικόν Πανεπιστήμιον, ίνα οι
+σοφοί του πρυτάνεις αναλώσωσιν αυτό εις γελοιογλυφίας του Ρήγα
+και του Γρηγορίου, άλλοι δε θυμοσοφώτεροι να ορίσωσι την χρήσιν
+αυτού εις ίδρυσιν φρενοκομείου, και άλλοι να τάξωσι την πρόσοδόν
+του εις μόρφωσιν διδασκάλων της εβραϊκής γλώσσης ή ερμηνευτών του
+Σειράχ.
+
+Ο Επιμενίδης ούτος δεν επανέρχεται, ως προείπομεν, εις τας
+Αθήνας, αλλά τας διέρχεται μόνον. Δεν έρχεται να καταλύση τον
+βίον υπό τον γλαυκόν ουρανόν του άστεος της Παλλάδος, ουδέ να
+διαθέση το αποταμίευμά του εις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ουδέ να
+συνοικίση τας ακανθοσπάρτους χέρσους των περιχώρων, ουδέ να
+διδάξη τους Αθηναίους την χρηματιστικήν. Δεν παρώξυνε τοσούτον η
+νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την
+φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει
+περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η
+περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας,
+αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε. Εγνώρισε
+νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και
+επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα
+ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το
+πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε
+πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον
+Παπαρρηγόπουλον. Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην
+τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και
+τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο
+ασθμαίνων και περιπόρφυρος. Εγνώρισε και συνηλλάχθη πολλάκις προς
+τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως, οίτινες αντί μιας
+μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον χάρτινον
+κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά.
+Ενθυμείται του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την
+μαθητικήν του κοιλίαν δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά. Ενθυμείται
+έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους
+αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός
+τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου
+ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και
+τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν
+ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης. Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών
+εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και
+ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των
+τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά
+διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος. Δεν ελησμόνησε τα
+δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω!
+των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να
+συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται
+ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον
+κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών
+Ι σ χ ύ ν τ ο υ Ν ό μ ο υ. Ενθυμείται, . . . και τι δεν
+ενθυμείται! Αλλ' ουδέν σχεδόν — είπον φίλοι προς αυτόν — σώζεται
+πλέον εξ όσων ενθυμείται. Εξέλιπον, τω είπον, πάντα εκείνα τα παλαιά
+της μικροπόλεως γνωρίσματα, και αι Αθήναι ήλλαξαν όψιν. Αι οδοί των
+ηυρύνθησαν, και αι οικίαι των ηύξησαν εις όγκον και ύψος. Τα
+καφενεία των επληθύνθησαν περίκομψα και μεγάλα, οι δε φοιτηταί
+των εδεκαπλασιάσθησαν, όσον σχεδόν και του Πανεπιστημίου οι
+φοιτηταί. Ολίγοι μόνον πρεσβύται και πρεσβυτίζοντες παίζουσιν έτι
+δόμινον εις τα καφενεία· οι άνδρες και οι νέοι παίζουσιν ε κ α ρ τ έ
+και β α κ κ α ρ ά εις την λέσχην, και η ενθήκη δεν είνε πλέον
+έν τρίγωνον, αλλά πολλαί δραχμών νέων χιλιάδες. Εξηφανίσθησαν τα
+δίτροχα αμάξια, και αι άμαξαι της ελληνικής πρωτευούσης είνε
+σήμερον αι ωραιότεραι της Ευρώπης. Το ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω
+δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα
+όλων χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε
+ετελείονον άλλοτε, οι δε αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον
+ράβδους χονδράς αλλά προφυράς εφεστρίδας.
+
+Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών
+φίλοι, και άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της
+αγαπητής πόλεως των νεανικών του χρόνων.
+
+Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να
+θαυμάση ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον
+του πολιτισμού, αλλά των πολιτισμών της Εσπερίας. Έρχεται να ίδη
+την προ τριακονταετίας άμορφον κάμπην μεταμορφωθείσαν εις
+περικαλλή χρυσαλλίδα. Έρχεται να ανανεώση εις εφόδιον των
+πρεσβυτικών του ημερών την εις τας δέλτους της μνήμης του
+ταμιευμένην παλαιάν εικόνα του άστεος, ως ανανεούσιν, από ηλικίας
+εις ηλικίαν, τα φωτογραφήματα των τέκνων των οι φιλόστοργοι
+πατέρες.
+
+***
+
+Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και
+ανήλθεν, εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου.
+Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ
+αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα κατορθώσωσι να εξέλθωσι της
+αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν τας παλαιάς του
+Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το τραχύ
+του ακούσματος. Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το
+ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού
+του ταξειδίου.
+
+ — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου
+ευχαριστήσεως.
+
+Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον
+κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων
+ανά παν βήμα διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα
+εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια, και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας
+θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το ξενοδοχείον της Μασσαλίας
+— ήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το εγνώριζε — κ' εζήτησε
+δωμάτιον επί της οδού.
+
+Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν.
+Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως
+εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα
+πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά
+ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα. Ήθελε να
+ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας
+αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και
+περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν'
+αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία
+του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην
+ηγρύπνει. Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας
+πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον
+κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της,
+ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την
+αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας
+ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά
+τόσον μόνον.
+
+Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη.
+
+Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν,
+και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να
+τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν.
+
+Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον,
+κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν. Εισήλθε δε εις το
+πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του, απέναντι της μεγάλης οικίας του
+Μελά.
+
+Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνος — ήτο ακόμη πολύ πρωί — και
+ν' αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί
+τούτω είχεν αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου.
+Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι
+περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό
+το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν
+εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς
+ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν
+και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία
+του.
+
+Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο
+όπερ τον περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι
+κραυγαί των παρερχομένων εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων
+υπηρετών του καφενείου, ετάραττον μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον
+έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας προσδοκίας του.
+
+ — Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και
+εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση
+και τας εφημερίδας του.
+
+Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας
+στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα,
+
+ — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών.
+
+ — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει
+τέλος να δώσωμεν έν όνομα.
+
+ — Ολόκληρος. Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες;
+
+ — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου.
+
+ — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας
+χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να
+θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών.
+
+ — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι
+κάμνεις;
+
+ — Το βλέπεις, τι κάμνω.
+
+ — Δεν το βλέπω διόλου.
+
+ — Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι;
+
+ — Εις καφενείον, υποθέτω.
+
+ — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών.
+
+ — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος;
+
+ — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ
+δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί
+τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης.
+
+ — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;
+
+ — Κερδίζω κατά μήνα όσα έπαιρνα κατ' έτος από το δημόσιον.
+
+ — Λαμπρά· και όλοι αυτοί είνε συνάδελφοι σου;
+
+ — Οι περισσότεροι. Άλλοι παλαιοί υπάλληλοι ως εγώ· άλλοι νέοι
+επιστήμονες, τους οποίους άφινε νηστικούς η επιστήμη· άλλοι
+φοιτηταί, οι οποίοι ευρίσκουν περισσότερον προσοδοφόρον να
+φοιτούν εδώ παρά εις το Πανεπιστήμιον. Άλλοι είχαν έργον και το
+άφησαν, άλλοι δεν είχαν και ηύραν. Όλοι των τέλος πάντων τους
+οποίους βλέπεις εδώ συναθροισμένους, πάσχουν μίαν κοινήν
+ασθένειαν . . . δίψαν χρημάτων.
+
+ — Να την έχουν οι άνδρες και οι γέροντες, δεν απορώ.
+
+Όταν κανείς δεν έχη πλέον πόθους, ούτε ελπίδας, ούτε φιλοδοξίαν
+οιανδήποτε, εννοώ να κυνηγά τα χρήματα. Όταν ξηρανθή η καρδία,
+μόνον με χρήματα ποτίζεται, συμφωνώ· αλλά να πάσχουν δίψαν
+χρημάτων και οι νέοι. . . .
+
+ — Είνε κάπως περίεργον, θα ειπής.
+
+ — Περίεργον; Είνε λυπηρόν, πολύ λυπηρόν διά το μέλλον του τόπου.
+Ποίους άνδρας του ετοιμάζουν οι νέοι αυτοί, οι οποίοι εγήρασαν
+τόσον πρόωρα; Ποίας ηθικάς δυνάμεις του φυλάττουν οι αμύστακες
+αυτοί μεσίται, τους οποίους εξήντλησεν ή θα εξαντλήση βέβαια ο
+πυρετός των χρημάτων; Ποίον ευγενές αίσθημα θα μείνη εις την
+καρδίαν των, όταν γείνουν άνδρες, αφού όλη των η ύπαρξις
+συνεκεντρώθη από τώρα εις το υλικόν κέρδος; Τι κεφάλαιον γνώσεων,
+μαθήσεως, εργασίας, ηθικότητος θα ταμιεύσουν αυτοί οι ίδιοι διά
+το μέλλον των;
+
+ — Ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, διά πράγματα, διά τα οποία αυτοί πολύ
+ολίγον ενδιαφέρονται. Συ εταμίευσες αρκετήν ποίησιν από την
+νεότητά σου. Αυτοί εργάζονται να ταμιεύσουν χρήματα, διότι τα
+χρήματα μόνον σήμερον κάμνουν τον άνθρωπον.
+
+ — Αυτού κατηντήσατε και σεις; σας συγχαίρω.
+
+ — Διατί να μη καταντήσωμεν, αφού κατήντησεν αυτού όλος ο κόσμος;
+
+ — Διότι ο άλλος κόσμος είνε γέρων, και η Ελλάς είνε ακόμη νέα·
+νά, διατί! Αν ο άλλος κόσμος έσπασεν αλληλοδιαδόχως όλους τους
+πήχεις με τους οποίους εμέτρει άλλοτε την αξίαν, και την μετρεί
+μόνον σήμερον με τα χρήματα, είχε καιρόν να το κάμη, διότι ζη προ
+αιώνων. Σεις όμως είσθε ακόμη νήπια. Εβγήκατε χθες από το αυγόν·
+δεν έχετε βιομηχανίαν, δεν έχετε εμπόριον, δεν έχετε σχολεία, δεν
+έχετε κλήρον, δεν έχετε τίποτε, και νομίζετε ότι το άλφα και το
+ωμέγα του πολιτισμού είνε τα πλήρη χρηματοκιβώτια.
+
+ — Είσαι κάπως υπερβολικός. Λησμονείς, ότι οι άνθρωποι σήμερον
+έχουν πολύ περισσοτέρας ανάγκας, παρ' όσας είχαν προ τριάκοντα
+ετών, και ότι αι ανάγκαι αυταί δεν θεραπεύονται με δρόσον, με
+σύννεφα και με πανσέληνον.
+
+ — Δεν το λησμονώ διόλου. Βλέπω μάλιστα με λύπην μου, ότι
+ηυξήσατε τας ανάγκας σας εκείνας, αι οποίαι θεραπεύονται μόνον με
+χρήματα, και αι οποίαι δεν είνε βέβαια αι ευγενέστεραι ανάγκαι
+του ανθρώπου. Διατί όμως τας ηυξήσατε; Ποίος σας εβίασε;
+
+ — Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι
+Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά
+εκατόν χιλιάδας κατοίκους; ότι . . .
+
+ — Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου
+ειπώ; το πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν
+είνε πολύ ορεκτικόν.
+
+ — Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην. Αλλά τώρα με
+συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται
+μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και
+έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από
+το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες;
+
+ — Εις την Μασσαλίαν.
+
+ — Λοιπόν αναβλεπώμεθα.
+
+Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.
+
+***
+
+Ο Δημητράκης έμεινε μόνος, αλλά δεν έμεινεν εν τω καφενείω· τα
+πέριξ αυτού γινόμενα δεν εκίνουν πλέον την περιέργειάν του,
+ετάραττον δε την πατριωτικήν του χολήν. Είχε τόσους γνωρίσει
+οικείους και φίλους, καταποθέντας εις την άβυσσον των
+χρηματιστηρίων! Ενθυμείτο άλλους, και αυτοί ήσαν οι ολιγώτεροι,
+ων είχε ρικνώσει την καρδίαν το από της κυβείας χρήμα, και
+εθεώρει τον κύκλω τυρβάζοντα όμιλον ως αγέλην θυμάτων, αγομένην
+ταχέως ή βραδέως αλλ' αναποδράστως πάντοτε εις τα σφαγεία δύο ή
+τριών μεγάλων κερδοσκόπων.
+
+Συνήγαγε τας εφημερίδας του, εταμίευσεν αυτάς διά τον μεσημβρινόν
+του ύπνον εις το θυλάκιόν του, και εξήλθεν εις την οδόν.
+
+Ουδένα είχε σκοπόν το βήμα του. Ήθελεν απλώς να περιέλθη την
+πόλιν, και να ίδη τας εξωτερικάς και ορατάς ούτως ειπείν προόδους
+της.
+
+Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του
+πλήθους των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης
+του ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού
+ευρίσκετο, βλέπων δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του
+Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό τον όγκον των πέριξ οικοδομών. Είδε
+κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των εν υπαίθρω καθημένων,
+ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο τα
+υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και
+άλλοι, οι ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους.
+
+ — Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν
+τόσους αργούς και τόσα καφενεία.
+
+Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.
+
+Εδώ αληθώς τα έχασε.
+
+Ούτε τάφρος πλέον, ούτε γεφύρια συνδέοντα τας βραχώδεις πλευράς
+της, ούτε μάνδραι κατηρειπωμέναι, ως άλλοτε, ούτε οικόπεδα
+αναπεπταμένα εις πάσαν του παροδίτου ανάγκην.
+
+Οικίαι εκατέρωθεν μεγάλαι, και πεζοδρόμια πλακόστρωτα, και
+σύρματα πολλαπλά τηλεγράφων, και δενδροστοιχίαι, και ικριώματα
+κολοσσιαία μεγάρων οικοδομουμένων.
+
+Είνε αληθές, ότι ολίγου δειν εξώρυττε τον οφθαλμόν του η λατύπη
+των επί του πεζοδρομίου μαρμαροκοπούντων οικοδομών, και εκηλίδου
+τον ιματισμόν αυτού το άνωθεν καταπίπτον κονίαμα. Αλλά τι
+εσήμαινον τα παροδικά ταύτα μικρολογήματα απέναντι της
+καλλιμαρμάρου οικοδομής;
+
+Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων,
+άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της
+οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις
+τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς
+βρύσις κατακλύζουσα την οδόν. Προσεπάθησε να εύρη πατριωτικήν
+τινα εξήγησιν του πράγματος, αλλά δεν το κατώρθωσεν, ως δεν
+κατώρθωσεν επίσης να εννοήση, διατί η μεν οδός ήτο πλήρης πηλού
+εκ του καταβρέγματος, τα δε πεζοδρόμια πλήρη κονιορτού και
+χωμάτων και σκυβάλων.
+
+Έφθασεν ούτω απορών προ του Πανεπιστημίου, και εσταμάτησεν εκεί
+μικρόν, και μετά συγκινήσεως ανεπόλησεν ημέρας αρχαίας. Περιήλθε
+χαίρων το θαλερόν του κηπάριον, εντράπη ολίγον, ιδών δι' οποίων
+αγαλμάτων ετίμησεν η ελληνική επιστήμη την μνήμην του Ρήγα και
+του Γρηγορίου, και εισήλθεν εις τον αριστερά πευκώνα, ίνα επανίδη
+τον τάφον των ιερολοχιτών. Εδώ κατεξανέστη η καρδία του, — αφού
+κατεξανέστη πρότερον η όσφρησίς του — και εκάλυψεν εξ αισχύνης το
+πρόσωπον, βλέπων οποίον φόρον σεβασμού εκλήθησαν οι παροδίται και
+οι φοιτηταί του Πανεπιστημίου να προσφέρωσιν εις τους ήρωας του
+Δραγατσανίου.
+
+Κατέλιπε βαρυθυμών τον δυσώδη περίβολον, και χαιρετίσας διά
+τρυφερού βλέμματος την απέναντι μεγάλην οικίαν, ης μαθητής ποτε
+προ χρόνων πολλών είχε κατοικήσει έν στενόν δωμάτιον, επροχώρησεν
+αναβαίνων την λεωφόρον Πανεπιστημίου.
+
+Ωραία, πολύ ωραία του εφάνη η Ακαδημία.
+
+ — Τι θα το κάμουν άραγε το κατάχρυσον αυτό οικοδόμημα; είπε καθ'
+εαυτόν, και ενθυμηθείς τους στίχους του Bodenstedt
+
+ Geld lieber ohne Taschen
+ als Taschen ohne Geld,
+
+ — Καλλίτερα, είπε παρωδών, να είχαμεν ακαδημαϊκούς χωρίς
+Ακαδημίαν, παρά Ακαδημίαν χωρίς ακαδημαϊκούς.
+
+Παρήλθε τους βασιλικούς σταύλους, ους εύρεν ως τους είχεν αφήσει,
+και θαυμάζων πάντοτε τα εκατέρωθεν της οδού νεόδμητα μέγαρα,
+έφθασεν εις την πλατείαν των ανακτόρων.
+
+Τι ήτο αυτό! Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι
+πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού!
+
+ — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και
+εσταυροκοπήθη.
+
+Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος,
+μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού.
+
+ — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.
+Πολιτισμόν Λονδίνου και πολιτισμόν χωρίου της Βουλγαρίας.
+
+Αλλ' ο ήλιος των Αθηνών ο καυστικός και απολίτιστος ήρχιζεν ήδη
+να φλέγη την φαλακράν κεφαλήν του νεήλυδος πατριώτου.
+
+ — Το εσπέρας βλέπω τα άλλα με τον Γιαννάκην! διελογίσθη, και
+επανέκαμψεν εις το ξενοδοχείον του.
+
+Ας αφήσωμεν τον ξένον ημών να αναγνώση ήσυχος τας πρωινάς του
+εφημερίδας, χωρίς ν' αναγράψωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις του περί
+της γλωσσικής και δημοσιογραφικής προόδου των Αθηνών.
+
+Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ'
+όσην αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι
+κώνωπες της κλασικής πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την
+εσπέραν, εξερχόμενον εις περίπατον μετά του Γιαννάκη.
+
+Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του,
+έχει, εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον
+του, αναφωνούντα φαιδρώς·
+
+ — Έχεις και αμάξι, βλέπω.
+
+ — Μεσίτης και ιατρός χωρίς αμάξι δεν κάμνει σήμερον δουλειά εις
+τας Αθήνας, αγαπητέ.
+
+Και φωνεί προς τον αμαξηλάτην·
+
+ — Τράβα εις τα Πατήσια!
+
+ — Εδώ είνε το Πολυτεχνείον, λέγει μετά μικρόν εις τον νεήλυδα
+φίλον· θα το ενθυμείσαι βέβαια.
+
+ — Το εθεμελίοναν, νομίζω, όταν έφυγα· πώς; δεν ετελείωσεν ακόμη;
+
+ — Ετελείωσαν τα χρήματα.
+
+ — Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε;
+θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και
+αυτό το άλλο, τι είνε;
+
+ — Το αρχαιολογικόν Μουσείον.
+
+ — Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα
+σχέδια και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να
+ιδούμεν ολίγον και τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία
+εις το αμάξι;
+
+ — Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου
+ειπώ . . .
+
+ — Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα
+εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις
+το πεζοδρόμιον.
+
+ — Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει.
+
+ — Και διατί ενδύεται έτσι;
+
+ — Είνε συρμός, φαίνεται.
+
+ — Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας,
+βλέπω, δεν εκλέγουν τον καλλίτερον. Και αυτή η άλλη κυρία εις το
+αμάξι, ποία είνε;
+
+ — Ό,τι ήτον η πρώτη.
+
+ — Αι! να σου ειπώ, καλά προωδεύσατε. Με το έλεγαν . . .
+
+Αλλά διακόπτει αίφνης τους λόγους του αγαθού ξένου θόρυβος φωνών,
+κραυγών, ύβρεων, ανταλλασσομένων μεταξύ κ α ρ ρ α γ ω γ έ ω ς
+ελαύνοντος το αμάξιόν του από ρυτήρος και κλητήρος αστυνομικού
+διατάσσοντος αυτόν να σταματήση. Ο αμαξηλάτης φαίνεται πως
+υποβεβρεγμένος, ο δε κλητήρ δεν φαίνεται νήστις.
+
+Τι προσφωνούσιν αλλήλους εν τοιαύτη καταστάσει, ευκόλως δύναταί
+τις να φαντασθή. Το αμάξιον τρέχει πάντοτε, ο κλητήρ μονολογεί,
+χειρονομών τραγικώς ως πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου, διότι
+ουδεμίαν έχει αυτός διάθεσιν ούτε αι κνήμαι του δύναμιν να
+τρέξωσι κατόπιν του παραβάτου των αστυνομικών διατάξεων, οι δε
+διαβάται υποχωρούσι μεν φρονίμως προ του καλπάζοντος ιππαρίου,
+συναγείρονται δε περί τον κλητήρα και σχολιάζουσι πατριωτικώς τα
+συμβαίνοντα. Αλλά διά μιας η σκηνή μεταβάλλεται. Το αμάξιον
+τρέχον πάντοτε ανατρέπει εν μέση οδώ αμέριμνον χωρικόν,
+μεταβαίνοντα επί του όνου του εις την πόλιν, και το ιππάριον
+σταματά, έκπληκτον και αυτό προ του κατορθώματός του. Ο κλητήρ
+καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει,
+δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός
+λακτίσματος του αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν.
+
+ — Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και
+τινάσσων τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού
+θα μου πας!
+
+Και επιβαίνων μεγαλοπρεπώς του κ ά ρ ρ ο υ, δράττεται των
+χαλινών, και οδηγεί αυτό εις την Αστυνομίαν, αφίνων εις τους
+διαβάτας να μεριμνήσωσι περί του μωλωπισθέντος χωρικού.
+
+ — Πώς σου εφάνη η σκηνή; ερωτά ο μεσίτης τον φίλον του.
+
+ — Ας επιστρέψωμεν, απαντά εκείνος, χωρίς ν' απαντήση.
+
+ — Εις τα Ολύμπια! διατάσσει ο Γιαννάκης τον αμαξηλάτην ταυ, και
+ο δίφρος διαβαίνων ταχύς την οδόν Πατησίων και την οδόν Σταδίου,
+διελαύνει την πλατείαν του Συντάγματος.
+
+Η στρατιωτική μουσική παίζει από της κεντρικής εξέδρας, και
+κόσμος πολύς πληροί την πλατείαν. Οι μεν κάθηνται κύκλω, ροφώντες
+μετά του κανιορτού τον καφέν των, οι δε περιπατούσιν άνω και
+κάτω, και ολίγοι, πολύ ολίγοι κυκλούσι την εξέδραν, προσέχοντες
+εις την μουσικήν.
+
+ — Ο δήμος, λέγει ο Δημητράκης, πρέπει να κερδίζη αρκετά απ' αυτά
+τα καφενεία.
+
+ — Πώς, δηλαδή;
+
+ — Πόσον τους ενοικιάζει το μέρος της πλατείας το οποίον τους
+παραχωρεί διά την τοποθέτησιν των τραπεζίων των;
+
+ — Ο δήμος δεν ενοικιάζει τίποτε. Αυτό δα έλειπε, να μας
+ενοικιάζη τόρα ο δήμος και τους δρόμους. Οι άνθρωποι βάζουν τα
+τραπέζια των εμπρός εις τα καταστήματά των, και κανείς δεν τους
+εμποδίζει.
+
+ — Α! έτσι εννοείτε σεις εδώ τας πλατείας. Πολύ καλά· ως προς
+τούτο δεν εγείνατε, βλέπω, ακόμη παρισινοί, ενώ τους επεράσατε ως
+προς τας αγγελίας των δημοσίων θεαμάτων.
+
+Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη
+θεατρικήν ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων
+μικρού γεροντίου.
+
+Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την
+αγγλικήν εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους.
+
+ — Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα...
+
+[λείπουν οι σελίδες 223 233 - Όνομα νέου πεζογραφήματος: Αθηναϊκαί
+επιστολαί]
+
+ _πάψε κ' εβαρεθήκαμε,
+ κάμε και λίγη κάψα!
+ Την ώρα δεν εβλέπαμε
+ ναρθής, για να μπορέσουμε
+ τουλάχιστον τα ρούχα μας
+ τα άλλα να φορέσουμε.
+ Αλλά και συ κλαψόμηνας,
+ απ' ό,τι βλέπω, γένεσαι.
+ Μα ταις μοσκαίς και τάνθη σου.
+ για Μάης δε μου φαίνεσαι!_
+
+Αγνοώ αν οι εξορκισμοί του κ. Αβλίχου επτόησαν τον χειμερινόν μας
+Μάιον, ή αν συνεκίνησεν αυτόν η περίφρων σιγή των λοιπών βάρδων
+του ελληνικού Παρνασού. Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών
+ήλλαξε πάλιν γνώμην, και έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι
+θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και πάλιν
+παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας
+εβδομάδος διά το ψύχος. Αλλ' ο Μάιος δεν έχει βεβαίως σκοπόν να
+μεταβληθή εις φούρνον του Νασρεδίν-Χότζα, διά να ευχαριστήση
+τας ιδιοτροπίας μας· και θα ψηθώμεν επομένως τακτικά, ως πάντοτε,
+ακούοντες την ημέραν τους τέττιγας και την εσπέραν τας γαλλίδας
+τραγουδιστρίας του Φαλήρου ή τον Νικηφόρον και τον Αλεξιάδην των
+ιλισσίων θεάτρων. Αυτά όλα τα ζηλεύεις συ, και θα τα ποθής
+βεβαίως εντός ολίγου από της Ω ρ α ί α ς Ν ή σ ο υ της λίμνης
+σου. Μη απελπίζεσαι όμως, και εγώ σου στέλλω προσεχώς ένα
+αθηναίον τέττιγα, ίνα παρηγορή, διά της θέας του καν, τας ώρας
+της ανίας σου.
+
+ — Τι άλλο να σου γράψω; Α! έχω έν νέον, πένθιμον όμως και βαρύ,
+το οποίον θα θολώση βεβαίως τους οφθαλμούς σου και θα σφίγξη την
+καρδίαν σου. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και
+ακμαίος πολιτικός ανήρ ο γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και
+χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός τεσσάρων ημερών υπό νόσου
+οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν επιβουλευθή,
+καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το εξηντλημένον
+σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου. Τέσσαρες ημέραι αγωνίας,
+καθ' ας συνηγωνία μετ' αυτού ολόκληρος η πόλις των Αθηνών,
+ήρκεσαν να νεκρώσωσιν την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν, ήτις
+τοσάκις είχε γοητεύσει τα ακροατήρια της Βουλής. Ενθυμείσαι, . . .
+ότε προ τεσσάρων ετών συνωθούμεναι και αι δύο διά της στενής
+κλίμακος, κατωρθώσαμεν μετά κόπον πολύν να εύρωμεν θέσιν εντός
+του μικρού ακροατηρίου, και προσμένουσαι ανυπομόνως να τον
+ακούσωμεν εκινούμεν τα ριπίδιά μας ως μηχαναί, διά να μη
+λιποθυμήσωμεν εκ του καύσωνος και της στενοχωρίας; «Ο Δεληγεώργης
+θα ομιλήση! θα ομιλήση ο Δεληγεώργης!» εψιθύριζον πέριξ ημών τα
+πυκνά ακροατήρια, και μετ' ολίγον αληθώς τον είδομεν
+εγκαταλείποντα την θέσιν αυτού και αναβαίνοντα εις το βήμα.
+Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως
+σιωπηλά στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς
+εισώρμησαν αίφνης διά μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες,
+εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον εν ησυχία τας θέσεις των,
+και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη χάσωσι μίαν του
+συλλαβήν. Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω
+την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία,
+ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η
+σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το
+ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν
+ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη
+γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα! Δεν ήτο, έλεγες, φωνή εκείνη, αλλά
+γλυκεία τις και μυστηριώδης απήχησις κώδωνος κρυσταλλίνου,
+μαγεύουσα την ακοήν και κρατούσα υπό διαρκές και ακαταμάχητον
+θέλγητρον τον ακροατήν. Ουδέποτε ήκουσα γλυκυτέραν ανθρώπου
+φωνήν, σπανίως δε και ήχου οιανδήποτε κλαγγήν, ήτις να έχη τόσην
+την μυστηριώδη της μαγείαν. Μετά τας πρώτας του λέξεις δεν
+εννόουν πλέον τι έλεγε, διότι — σου εξωμολογήθην το πάθημά μου —
+δεν επρόσεχον πλέον εις την έννοιαν των λεγομένων — μου ήρκει η
+διαρκής εκείνη μουσική, ην απλήστως κατέπιναν ούτως ειπείν τα ώτα
+μου, μου ήρκει η μελωδία εκείνη του λόγου, η αρμονία της φράσεως,
+η ουδέποτε προσκόπτουσα, ο ρυθμός εκείνος, όστις ενετείνετο και
+εχαλαρούτο, παλλόμενος ως βαρβίτου χορδή υπό τόξον αριστοτέχνου,
+το μυστηριώδες εκείνο μέλος, όπερ εξέπνεεν ηρέμα εις το τέλος της
+φράσεως, ως ο επί της λείας άμμου εκπνέων φλοίσβος του κύματος.
+Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ
+εξύπνησα όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο
+Δεληγεώργης είχε καταβή από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα
+ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ' επερίπαιξες διά το πάθημά
+μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες. Αλλοίμονον! δεν
+θα το πάθω πλέον αυτό το πάθημα, διότι θ' αργήση πολύ ν' αποκτήση
+άλλον Δεληγεώργην το βήμα της βουλής. Πόσον βαθέως συνησθάνθη την
+απώλειάν του ο λαός των Αθηνών! Είδα, φίλη μου, πένθος αληθινόν
+και εγκάρδιον εικονισμένον εις όλων τας μορφάς, είδα τας θύρας
+και τα παράθυρα των εμπορικών καταστημάτων ενδυμένας μελανά
+παραπετάσματα· είδα τριάκοντα στεφάνους σωρευμένους επί του
+φερέτρου του· είδα δάκρυα ανεπίπλαστα σταλάζοντα επί του ψυχρού
+του μετώπου!
+
+Κλείω βαρύθυμος την επιστολήν μου, ήτις και εις σε βεβαίως
+βαρυθυμίαν θέλει προξενήσει. Αλλ' ήτο δυνατόν να σου γράψω, και
+ν' αποσιωπήσω το φοβερόν αυτό δυστύχημα, το οποίον απωρφάνωσεν
+όχι μόνον μίαν οικογένειαν, αλλ' έθνος ολόκληρον;
+
+Ευχήσου να ήμαι φαιδροτέρα την ερχομένην εβδομάδα, και μη με
+μαλώσης πλέον διότι βλέπεις πώς σε τιμωρώ· αντί επιστολής σου
+γράφω . . . σωστόν σύγγραμμα.
+
+Β'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879
+
+Θα μείνης, μου γράφεις, ακόμη ημέρας τινάς εις Φλωρεντίαν, διά ν'
+απολαύσης ανέτως τα παντοειδή θέλγητρα της τοσκανικής
+μεγαλοπόλεως. Θέλεις να θαυμάσης μέχρι κόρου την Α φ ρ ο δ ί τ η ν
+και τους Π α λ α ι σ τ ά ς της Tribuna, τας θαυμασίας γλυφάς
+του Γιβέρτη επί των ορειχαλκίνων πυλών του Βαπτιστηρίου, την
+περιώνυμον Κ α θ η μ έ ν η ν Π α ν α γ ί α ν του Ραφαήλου εν
+τω μεγάρω Πίττη και την Ν ύ κ τ α, το γλυπτικόν αριστούργημα του
+Μιχαήλ Αγγέλου, εν τη εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου. Θέλεις να
+επανίδης εκ τετάρτου και πέμπτου το σύμπλεγμα των Νιοβιδών, να
+παραδράμης τον Άρνον υπό την δροσεράν σκιάν των πυκνών
+δενδροστοιχιών των Cascine, να καθίσης άπαξ έτι υπό την ερυθράν
+σκιάδα του Bello Sguardo και να εκδράμης πρωί, πριν ή ανατείλη ο
+ήλιος, εις το Φιέζολε, διά της μυροβόλου φλωρεντινής πεδιάδος,
+την οποίον κοσμεί αυτοφυής η αγριορροδή και ο ίασμος. Όλα αυτά
+μου τα γράφεις με τόσην αυτάρκη ευχαρίστησιν, ώστε μα την
+αλήθειαν θα επίστευα, ότι το κάμνεις διά να κινήσης τον φθόνον
+μου, αν συγχρόνως δεν μου εζήτεις και νέα αθηναϊκά. Δεν
+επαναλαμβάνεις μεν πλέον τας επιτιμήσεις της πρώτης σου
+επιστολής, ουδέ πνέει πλέον το γράμμα σου θυμόν και αγανάκτησιν,
+αλλ' ο φιλαθηναϊσμός σου, αν και δεν έχει την πρώτην εκείνην
+αγρίαν του έξαψιν, έγεινεν όμως επιμονώτερος, και κινδυνεύει να
+μεταβληθή εις νόσον χρονίαν. Τι κάμνουν αι Αθήναι; Ήρχισε το
+Φάληρον; εκτίσθη το νέον θέατρον του Απόλλωνος; Ήλθεν ο θίασος
+του Ταβουλάρη; Έγειναν αι εξετάσεις του Ωδείου; Όλα σου αυτά τα
+ερωτήματα παρατάσσονται κομβολογηδόν εις την επιστολήν σου, και
+ζητούν απάντησιν ταχείαν και λεπτομερή.
+
+
+Ας σου απαντήσω λοιπόν, αφού
+
+ Il n' est pas avec toi des accommodements,
+
+ως θα έλεγε φίλος μου τις επιφυλλιδογράφος, παρωδών χάριν σου τον
+στίχον του Μολιέρου.
+
+Και εν πρώτοις, τι κάμνουν αι Αθήναι. Αι Αθήναι προ παντός,
+αγαπητή μου, ομιλούν πολιτικά. Ερωτούν, αν έφθασεν ο Φουρνιέ εις
+την Κωνσταντινούπολιν, αν προσεκλήθη η κυβέρνησις να διορίση εκεί
+αντιπρόσωπον, αν και πότε πρόκειται να διαταχθούν αι νέαι
+βουλευτικαί εκλογαί, αν έγειναν οι συνδυασμοί της δείνα και δείνα
+επαρχίας, αν το δάνειόν μας καλύπτεται ταχέως, και τα λοιπά, και
+τα λοιπά.
+
+Περί αυτών όμως πάντων ευτυχώς συ δεν ενδιαφέρεσαι. Ο Θεός σ'
+επροφύλαξεν από την λύμην της πολιτικής. Τα κύρια άρθρα των
+αθηναϊκών εφημερίδων δεν κινούσιν ευτυχώς τον θαυμασμόν σου· δεν
+αναγινώσκεις συ τον Μακώλαιϋ, ουδέ τους λόγους του Κικέρωνος εις
+γαλλικήν μετάφρασιν, και προτιμάς να ομιλής περί της βροχής και
+του κονιορτού μάλλον ή περί της προσεχούς εκβάσεως των
+βουλευτικών εκλογών.
+
+Δεν σου ομιλώ λοιπόν περί πολιτικών, διότι άλλως ούτε τα ηξεύρω
+ούτε τα εννοώ. Σου σημειόνω μόνον εν παρόδω, ότι οσάκις οι
+Αθηναίοι δεν ομιλούν περί πολιτικών, ασχολούνται σπογγίζοντες τον
+ιδρώτα όστις περιρρέει τα πρόσωπά των, ροφώντες, ουχί ευχαρίστως
+εννοείται, τον κονιορτόν, όστις, κατά το βαθύ λόγιον της πρώην
+δημοτικής αρχής, θα μείνη εν Αθήναις εφ' όσον θα μείνη και η
+ομίχλη εν Λονδίνω, παγωτοφαγούντες και γλωσσωλγούντες το εσπέρας
+εν τω Σολωνείω, και μη κατορθόνοντες πολλάκις μ' όλην αυτών την
+παταγώδη και ασθματικήν αναπνοήν να δροσίσωσιν ολίγον τον αέρα,
+όστις την παρελθούσαν εβδομάδα ήτο αληθώς πνιγηρός.
+
+Τώρα, — προχωρώ βλέπεις κατά τάξιν — τι κάμνει το Φάληρον;
+
+Το Φάληρον ήρχισε τας πανηγύρεις του την προχθές Κυριακήν. Τα
+λουτρά, εννοείται, δεν ήρχισαν ακόμη, αρκείται δε ο κόσμος
+αναπνέων από της ακτής την ιωδούχον αύραν των κυμάτων, πλην ενός
+μόνου κυρίου, εις τον οποίον οι ιατροί, ένεκα της πασχούσης
+υγείας των ροδίνων του παρειών, παρήγγειλαν, ως λέγει, να κάμνη
+ενενήκοντα λουτρά και να τρώγη ενενηκοντάκις την mayonnaise του
+φαληρικού εστιατορίου, και όστις επομένως αρχίζει πρώτος πάντοτε
+τα λουτρά του και τα τελειόνει τελευταίος. Διηγούνται μάλιστα,
+ότι πέρυσιν, ότε περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου απεφασίσθη να
+αφαιρεθώσιν οι λουτήρες ένεκα ελλείψεως λουομένων, εύρον αυτόν εν
+τούτοις οι εργάται εντός ενός λουτήρος, ενδυμένον, εννοείται, ως
+ο Αδάμ προ της αμαρτίας, κρατούντα σφιγκτά τας δοκούς του
+παραπήγματος, και μη συναινούντα να παύση τα λουτρά του, διότι . .
+του έλειπαν ακόμη δύο προς συμπλήρωσιν των ενενήκοντα. Αν δεν
+ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις.
+Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν
+παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα
+σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και
+προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει
+εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.
+
+Έχομεν λοιπόν και εφέτος θέατρον εις το Φάληρον, και θέατρον
+μάλιστα γαλλικόν, και συρρέομεν πάλιν εκεί αθρόοι από της προχθές
+Κυριακής, άνδρες γυναίκες και παιδία, και συνωθούμεθα να
+ακούσωμεν την Ω ρ α ί α ν Μ υ ρ ο π ώ λ ι δ α, και απολαύομεν
+πάλιν μετά το τέλος της παραστάσεως του θορυβώδους μεν αλλά
+διασκεδαστικού εκείνου θεάματος, το οποίον παρέχουσιν οι επί του
+κρηπιδώματος του σιδηροδρόμου συσσωρευόμενοι άνδρες, οι ως επί το
+πλείστον ηρωικώς αγωνιζόμενοι προς προκατάληψιν θέσεως εν τη
+αμαξοστοιχία. Ο εφετεινός θίασος δεν είνε κακός εν συνόλω, ούτε
+δικαιούται τις να έχη μείζονας παρ' αυτού απαιτήσεις, όταν
+αναλογισθή ότι είνε θίασος υπαιθρίου θεάτρου, και ότι μία δραχμή
+είνε η τιμή της εισόδου. Είνε αληθές ότι άλλοτε η εταιρεία του
+σιδηροδρόμου μας είχε συνειθίσει να πληρόνωμεν δέκα μόνον λεπτά
+διά το θέατρον, και ότι ενθυμούμεθα την ευδαίμονα εκείνην εποχήν.
+Λέγουν μάλιστα, ότι ο χρυσούς εκείνος αιών υπήρξε και διά την
+εταιρίαν χρυσούς. Αλλ' οπωςδήποτε η δεκάρα εκείνη ήτο απλώς
+αστειότης, και δεν δύναται τις ευλόγως να ζητή καθ' εκάστην
+αστειότητας. Το βέβαιον είνε, ότι η φαληρική εκείνη διασκέδασις
+είνε μία των ωραιοτέρων μας θερινών διασκεδάσεων, αίτινες άλλως
+δεν είνε λίαν άφθονοι· οσάκις δε μάλιστα, ως εφέτος, δεν λαμβάνει
+τας τραγικάς διαστάσεις του Φ ά ο υ σ τ, της Λ ο υ κ ί α ς, της
+Ν ό ρ μ α ς και των Κ α θ α ρ ι σ τ ώ ν, αλλά περιορίζεται εις
+πινάκια ελαφρά και ευκατάποτα, οποία είνε μ' όλα των τα ελαττώματα
+αι Οφφεμπαχιάδες, δύναται τις να λησμονήση ευαρέστως παρά το
+γλαυκόν κύμα του Φαλήρου, υπό την θερινήν πανσέληνον, και προς
+ορχηστικήν τινα μελωδίαν του γαλλικού θεάτρου, τον καύσωνα και τον
+κονιορτόν της πρωτευούσης.
+
+Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων
+διασκεδάσεων δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να
+τας ίδω. Ο ιατρός μου, όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας
+τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει να μεταβώ εκεί την εσπέραν,
+διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία. Δεν θα τον ακούσω όμως — σου το
+εξομολογούμαι υπό πάσαν εμπιστοσύνην — και η προσεχής μου
+επιστολή θα ήνε πλήρης γερμανικών ασμάτων, και πάθους ελλήνων
+υποκριτών, και αμανέ ανατολικού, αν, ως ελπίζω, έλθη έως τότε ο
+ανυπομόνως εκ Σμύρνης προσδοκώμενος θίασος.
+
+Εις το Ωδείον τώρα, το οποίον βλέπεις αφήκα τελευταίον pour la
+bonne bouche. Ότε προ οκτώ ετών συνεστήθη ο μουσικός και
+δραματικός σύλλογος εν Αθήναις, και σκοπόν αυτού εκήρυξε την
+μόρφωσιν Ελλήνων αοιδών και ηθοποιών, και την διάδοσιν εν γένει
+του ευρωπαϊκού μουσικού αισθήματος εις τόπον όπου απόλυτος σχεδόν
+κύριος εδέσποζεν ο αμανές, οι πλείστοι, ενθυμούμαι, εχαιρέτισαν
+την σύστασιν αυτού με δυσπιστίας μειδίαμα, ολίγοι δε μόλις
+πλήρεις ελπίδων αισιόδοξοι επίστευσαν εις την επιτυχίαν του νέου
+ιδρύματος. Τα πράγματα σήμερον δεν εδικαίωσαν μεν εισέτι τους
+αισιοδόξους, διέψευσαν όμως ήδη τους δυσκόλους εκείνους, οίτινες
+αφθονούσι δυστυχώς παρ' ημίν, και νομίζουσι πάντοτε, ότι
+παρέχουσι δείγματα βαθείας κρίσεως και δυνάμεως μαντικής, αν εκ
+προοιμίων φανώσι δυσπιστούντες προς την επιτυχίαν γενναίας τινός
+επιχειρήσεως, και καταδικάσωσιν εκ προκαταβολής, ως ματαίαν ή
+πρόωρον, την παρ' ημίν εισαγωγήν των στοιχείων εκείνων του
+νεωτέρου πολιτισμού, άτινα αποτελούσι τα υγιέστερα των συστατικών
+του. Το Ωδείον των Αθηνών, ήτοι το κύριον ίδρυμα του μουσικού και
+δραματικού συλλόγου, δεν παρήγαγεν ακόμη, είνε αληθές, ηθοποιούς,
+διότι αρχήθεν, αγνοώ έκ τινων σκέψεων ορμώμενος, επέστησεν ο
+σύλλογος την προσοχήν αυτού εις καταρτισμόν και μόρφωσιν του
+μουσικού ιδίως τμήματος. Παρήγαγεν όμως ήδη ικανώς μορφωμένους
+μουσικούς και αοιδούς εκατέρου του φίλου, εξεπαίδευσεν ορχήστραν
+ολόκληρον, εκ τεχνιτών συγκειμένην και βιομηχάνων, εδίδαξε την
+μουσικήν και την ωδικήν τους τροφίμους του Ορφανοτροφείου Χατζή
+Κώστα, έδωκε πολλάς μέχρι τούδε συναυλίας, ακουσθείσας μετ'
+ευχαριστήσεως και δικαίας, εννοείται, επιεικείας, και τέλος
+πάντων — τώρα ετοίμασε το μεγαλείτερον των επιφωνημάτων σου —
+εξετέλεσε πρό τινων ημερών ολόκληρον μελόδραμα — την Βετλήν του
+Δονιζέττη — από της μικράς σκηνής του θεάτρου του. Το επερίμενες
+αυτό; Εγώ, σε βεβαιώ, δεν το επερίμενα. Δεν σου γράφω περί του
+κειμένου του μελοδράματος, όπερ είς των καθηγητών του Ωδείου
+μετέφρασεν ελληνιστί, διότι είνε αυτό καθ' εαυτό ασήμαντον, και
+ολίγη επομένως η βλάβη, αν η ελληνική μετάφρασις ηύξησε κάπως την
+ασημαντότητά του· εκτός δε τούτου ευτυχώς αι λέξεις δεν
+ακούονται, και ο ακροατής, ευχαριστούμενος εκ της ελαφράς
+μελωδίας και του υποπτέρου ρυθμού της μουσικής, δεν προσέχει εις
+τας περιέργως περιπαθείς φράσεις, τας οποίας ανταλλάσσουσιν οι
+δύο ερασταί. Ό,τι όμως πρέπει να σου γράψω, διότι μεγάλην και
+απροσδόκητον μ' επροξένησεν εντύπωσιν, είνε η επιτυχία των χορών
+κατά πρώτου λόγου και της ορχήστρας κατά δευτέρου. Η επιτυχία
+αύτη είνε καθαρόν και αναντίρρητον προϊόν της διδασκαλίας του
+Ωδείου, και αληθή παρήγαγεν έκπληξιν εις τους ακροατάς. Νέοι και
+νέαι, από δύο μόλις ή από τριών ετών διδασκόμενοι εν τω Ωδείω,
+εξετέλεσαν τους χορούς και τας ομοφωνίας του μελοδραματίου με
+πολλήν και τονικήν και χρονικήν ακρίβειαν, και ουδόλως ήσαν
+υπερβολικά τα χειροκροτήματα των θεατών, άτινα επεδοκίμασαν και
+ενεθάρρυναν τον νεαρόν εκείνον θίασον. Δικαία επίσης ήτο η
+επιδοκιμασία και ενθάρρυνσις της πρωταγωνιστρίας δεσποινίδος
+Βέσσελ, ήτις δεν έχει μεν πλήρη και τελείαν φωνήν υψιφώνου,
+έψαλεν όμως αψόγως το μέρος της, και θέλει βεβαίως καταστή
+δόκιμος ελαφρά υψίφωνος, αν εξακολουθήση ασκουμένη μετά του αυτού
+ζήλου, και αποφεύγη ιδίως να κουράζη την φωνήν αυτής. Περί των
+δύο ανδρών, του υψιφώνου και βαρυφώνου, non ragioniam, ως λέγει ο
+Δάντης· προθυμίαν είχον πολλήν και οι δύο αλλ' ενθυμείσαι τι
+λέγει το γραφικόν ρητόν.
+
+Τέλος πάντων, φιλτάτη, ηκούσαμεν εν Αθήναις μελόδραμα ελληνιστί
+αδόμενον υπό ελλήνων. Το πράγμα είνε άξιον λόγου, φαντάζομαι δε
+ποίος ενθουσιασμός θα καταλάβη σε την πατριώτιδα, και ποίος
+διθύραμβος θα ήνε η απάντησίς σου εις την επιστολήν μου.
+
+Γ'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879.
+
+Έχεις δίκαιον. Τα Μεδιόλανα είνε αναντιρρήτως η ωραιοτέρα πόλις
+της Ιταλίας. Δεν έχουν βεβαίως ούτε την ζωηρότητα της Νεαπόλεως,
+ούτε το κλασικόν γόητρον της Ρώμης, ούτε την επιβάλλουσαν εκείνην
+σεμνότητα της Φλωρεντίας. Δεν έχουσιν όμως επίσης ούτε τον
+επαιτικόν και ρυπαρόν πληθυσμόν της πρώην πρωτευούσης του παλαιού
+νεαπολιτικού βασιλείου, ούτε τους ρασοφόρους και τας
+κωδωνοκρουσίας και τους λοιμώδεις πυρετούς της ουρανίας πόλεως,
+ούτε την ερημίαν εκείνην της βασιλίδος της Τοσκάνης, ήτις εμπνέει
+σήμερον αληθή λύπην εις τον γνωρίσαντα την Φλωρεντίαν άλλοτε
+ποτε, εις ημέρας δόξης παρελθούσης. Ολίγας ημέρας έμεινα προ ετών
+εις Μεδιόλανα. Με ηύφρανεν όμως, σε βεβαιώ, κατά το βραχύ αυτό
+διάστημα, το εξωτερικόν εκείνο ήθος της ευτυχίας, το οποίον
+βλέπει ευθύς πρώτον ο επισκεπτόμενος την πόλιν, και το οποίον
+διαθέτει τόσον ευχαρίστως του θεατήν, οπουδήποτε και αν το
+απαντήση, είτε εις πόλιν ολόκληρον, είτε εις οικίαν είτε εις
+άτομον απλούν. Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν, και θα ιδής πόσην
+θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή καθάρια και
+εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων
+αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα
+κλείθρα λάμποντα ως κάτοπτρα. Αισθάνεσαι ευθύς, ότι ο ιδιοκτήτης
+ου μόνον ευπορεί, αλλά και γνωρίζει πώς πρέπει να ζήση εν
+ευπορία· τον μακαρίζεις ενδομύχως, η ευημερία εκείνη αντανακλάται
+εις την ψυχήν σου και ανατέλλει κατόπιν επί του προσώπου σου, και
+η καρδία σου ευρύνεται υπό ανεξήγητόν τι αλλ' ευάρεστον
+συναίσθημα, όμοιον προς εκείνο το οποίον μας προξενεί το άρωμα
+ευόσμου άνθους.
+
+Δεν ηξεύρω, αν ερμηνεύω καλώς την ιδικήν σου ευχαρίστησιν, αλλ'
+εις εμέ τουλάχιστον τοιαύτην τινά επροξένησεν εντύπωσιν η πόλις
+σου, ότε κατά πρώτον την είδα. Η καθαριότης των οδών και των
+κατοίκων, η αυτάρκης εκείνη ευχαρίστησις η λάμπουσα επί της
+χρηστής αυτών και ακάκου μορφής, το σπεύδον και συγχρόνως
+μετρημένον βήμα των, εκ του οποίου εσυμπέραινέ τις ευθύς, ότι οι
+βαδίζοντες ούτε κηφήνες ήσαν, ούτε περίεργοι, αλλά μετέβαινον εις
+το έργον των, όλα αυτά ως και η παντελής έλλειψις επαιτών και
+αργών ανθρώπων, μου επροξένησαν εντύπωσιν, οποίαν εις ουδεμίαν
+άλλην ησθάνθην ευρωπαϊκήν πόλιν.
+
+«Αλλά, θα εκφωνήσης βέβαια, εγώ σου ζητώ νέα εξ Αθηνών, και συ
+μου γράφεις διά τα Μεδιόλανα!» Συγχώρει με, αγαπητή μου· έχεις
+δίκαιον. Ελησμονήθην προς στιγμήν, αλλά δεν σου γράφω και διατί
+ελησμονήθην, διότι . . . γνωρίζω ότι θέλεις επιστολάς couleur de
+rose, και αν σου έγραφον την αιτίαν της λήθης μου, πολύ
+διαφορετικόν θα είχεν η αιτιολογία μου το χρώμα.
+
+Νέον εξ Αθηνών δεν έχω άλλο μεγαλείτερον και σπουδαιότερον να σου
+γράψω, ειμή ότι ο θίασος του Ταβουλάρη ήρχισε τέλος πάντων τας
+παραστάσεις του παρά τας όχθας του Ιλισσού. Λέγω όχθας εξ απλής
+παραδόσεως, χωρίς να εννοώ παντάπασι να προσβάλω τον ειρηνικόν
+μας Ιλισσόν, ονομάζουσα αυτόν ποτάμιον. Είνε αληθές, ότι η επί
+του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν αναγκαίον να εγείρη
+παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της οδού
+εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος. Αλλ' ο
+πτωχός — τω ύδατι — Ιλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς,
+και ομοιάζει, νομίζω, αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν
+επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση,
+ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη
+εγχειρήματα. Ήρχισε λοιπόν ο κλασικός Μένανδρος τας κλασικάς του
+παραστάσεις παρά το κλασικόν ποτάμιον, ή κυριολεκτικώτερον παρά
+τα χαλίκια του κλασικού ποταμίου, επί θεάτρου ανακαινισθέντος εκ
+βάθρων, υπό την λάμψιν αεριόφωτος αυτήν την φοράν, και απέναντι
+κοινού, το οποίον τίποτε άλλο δεν θέλει καλλίτερον, ειμή να
+ανατριχιάζη εκατοντάκις της εσπέρας προς τας φοβεράς σκηνάς των
+οικογενειακών δραμάτων του Dennery, να μοσχεύη τέσσαρα
+τουλάχιστον μανδήλια διά των δακρύων, άτινα προκαλεί η περιπαθής
+απαγγελία της πρωταγωνιστρίας, και να χειροκροτή εκθύμως la prose
+του κ. Ταβουλάρη, όστις από τινος έγεινε και μεταφραστής, και, —
+μα τον θεόν, νομίζω και συγγραφεύς. Εις αυτού τουλάχιστον τον
+κάλαμον απέδωκε το κοινόν την προκήρυξιν, δι' ης ο θίασός του
+εδήλωσεν εις τους Αθηναίους την έναρξιν των παραστάσεων αυτού.
+Υποθέτω, ότι θα έχης την φυσικήν και πατριωτικήν περιέργειαν να
+την αναγνώσης· επειδή δε μου είνε αδύνατον να την αντιγράψω
+ολόκληρον εντός επιστολής, σου μεταδίδω μόνον την αρχήν της.
+«Αφιππεύοντες», λέγουσιν οι έλληνες ηθοποιοί, «εκ του Πηγάσου,
+όστις εν τω παρελθόντι κατά την νηπιώδη της ελληνικής σκηνής
+κατάστασιν συμπαρέσυρεν ημάς πολλάκις εις αιθέρια ύψη, εις
+ελπιδοφόρα και ψυχοτερπή όνειρα, αλλά και εις απροσπελάστους τοις
+πλείστοις κορυφάς, ένθα αι μούσαι μεθύσκουσι τους θνητούς εκ των
+αθανάτων ναμάτων της Ιπποκρήνης, λέγομεν ξηρά ξηρά . . . κ. τ.
+λ.» Σου ορκίζομαι, ότι ούτε παρέλειψα ούτε προσέθηκα συλλαβήν εις
+το αυθεντικόν της προκηρύξεως κείμενον. Δεν προσθέτω δε σχόλιον
+κανέν, διότι . . . ουδέ διότι, νομίζω, χρειάζεται.
+
+Πρώτη παράστασις υπήρξεν η του Μ ά ξ β ε λ, «εξόχου δράματος του
+Ιουλίου Βαρβιέ», ως λέγει η θεατρική προκήρυξις, «εις πράξεις
+πέντε και ένα πρόλογον, μεγάλην εμποιήσαντος αίσθησιν εν
+Παρισίοις, διότι παριστά την πάσχουσαν και πεπλανημένην
+δικαιοσύνην». Φέρουσα δε ο πρόλογος και αι πέντε του δράματος
+πράξεις τας εξής φοβεράς επιγραφάς· «Θ α ν α τ ι κ ή
+ε κ τ έ λ ε σ ι ς, Ο υ ι ό ς τ ο υ δ ο λ ο φ ό ν ο υ,
+Α δ ε λ φ ό ς κ α ι α δ ε λ φ ή, Τ ο ε γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν,
+Τ ο ό ρ α μ α, Η τ ι μ ω ρ ί α». Φοβείσαι; εγώ φοβούμαι, αγαπητή,
+και δι' αυτό, σου εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, μόλις κατώρθωσα
+να ακούσω τον πρόλογον. Η φρίκη μου υπήρξε τόση, ώστε τα νεύρα μου
+ήρχισαν να χορεύουν, και ανεχώρησα ευθύς με σφοδρόν πονοκέφαλον.
+Αναντιρρήτως αι σφοδραί συγκινήσεις δεν με στέργουν. Ήμην πάντοτε
+κράσεως ασθενούς, και δι' αυτό κάμνω ακόμη ψυχρολουσίαν.
+
+Πλην τι τα θέλεις; μ' όλην αυτήν την τακτικήν θεραπείαν, των
+νεύρων μου, είνε ακόμη απρόσιτοι εις εμέ αι συγκινήσεις των
+«ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ώ ν δ ρ α μ ά τ ω ν» του Μενάνδρου. Δεν
+δύναμαι λοιπόν, βλέπεις, να σου γράψω λεπτομερέστερον τα κατά την
+πρώτην παράστασιν του Απόλλωνος, επιφυλάττομαι δε να σου λαλήσω
+εκτενέστερον περί του ελληνικού μας θεάτρου, όταν δοθή καμμία
+κωμωδία ή άλλη τις παράστασις ηρεμωτέρα, την οποίαν να καταπίνη
+ευκολώτερον ο ασθενής μου στόμαχος.
+
+Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι
+εις το Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί
+θίασος γερμανών και γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και
+βοημίδων. Quantum mutatum ab illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε
+άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων ψίθυρος, ούτε παράσχειον
+μονοπάτι! Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και τραπέζια με ποτήρια
+ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς των έλικας
+διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και
+σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ
+και εκεί κατά τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου.
+Αφ' ότου το πρώτον, προ οκτώ ετών, εισέβαλεν εις τον ποιητικόν
+εκείνον χώρον ο πρώτος επισκεφθείς τας Αθήνας γερμανικός μουσικός
+θίασος, ήτοι η Μ α ρ ί κ α ι ς, ως επωνόμασεν αυτόν το πυκνόν
+πλήθος των θαυμαστών του, τι δεν είδε το πτωχόν αυτό Άντρον, και
+τι δεν ήκουσεν! Ήκουσε την Risette τραγουδούσαν διά της ανδρικής
+της φωνής την Femme du sapeur· ήκουσε την Stella del nostro amore
+εν ιταλική δυωδία, και τας κωμικάς προσλαλιάς του έλληνος clown
+Μανώλη· είδε τον Φραντζήν και την αμερικανήν σχοινοβάτιδα, ήτις
+ανήρτα από του τραχήλου της εκατόν οκάδων βάρος· ήκουσεν αμανέν
+και είδε ταχυδακτυλουργίαν! Όλα τα είδε, και σήμερον πάλιν
+επανέρχεται εις τα πρώτα του,
+
+ comme on revient toujours
+ a ses prémieres amours,
+
+και έχει βοημούς μουσουργούς, οίτινες πίνουσι τον ζύθον των
+απαθέστατα, οσάκις δεν παίζουσι, και αοιδούς βοημίδας, αίτινες,
+οσάκις δεν ψάλλουσι, περιφέρουσι το ιλαρόν τον μειδίαμα και το
+πινάκιόν των εις τους θεατάς.
+
+_Άλλαξαν όμως οι καιροί ς' τον κόσμον εδώ κάτω!_
+
+Δεν βρέχει πλέον αργυρά νομίσματα ούτε χαρτονομίσματα αιδημόνως
+συνεπτυγμένα η περιπαθής λατρεία των θεατών· δεν φωλεύουσι πλέον
+εις τα άδυτα των αδύτων του συμφύτου άλλοτε κήπου οι γηραιοί
+λάτρεις της Τούμπλας και της Άννας, αναμένοντες έν των μειδίαμα
+ως δρόσον του ουρανού· ουδέ υπάρχει πλέον ανάγκη να συνοδεύωσι
+τας μουσουργούς νεάνιδας εις τας οικίας των κλητήρες και
+χωροφύλακες μετά το τέλος της παραστάσεως, ίνα προφυλάττωσιν
+αυτάς κατά του εξημμένου ενθουσιασμού των ακροατών. Οι χρυσοί
+χρόνοι της ποιητικής εκείνης νηπιότητος του αθηναϊκού κοινού
+παρήλθον ανεπιστρεπτεί, και σήμερον μόλις που τολμά η δεκάρα να
+περιφρονήση το πεντάλεπτον επί του λευκού χειρομάκτρου του
+πινακίου, μόλις δε το χείλος των αδιαφόρων ακροατών ανοίγεται εις
+ανάλατόν τινα φιλοφροσύνην προς την χαλκολογούσαν μουσουργόν, και
+το περικαθήμενον κοινόν δυσκόλως μόλις συγκατατίθεται να μειδιάση
+προς την τετράφωνον μελωδίαν του
+
+Auf der Au, Au . . Au, Au . . Au!
+
+την οποίαν υλακτούσιν εναμίλλως τέσσαρες γερμανικαί χάριτες,
+φορούσαι κατά παράδοξον καλαισθησίαν όλα της ίριδος τα χρώματα.
+
+Γινόμεθα βλέπεις πρακτικώτεροι οσημέραι και ημείς οι εν Αθήναις.
+Επαύσαμεν προ καιρού να τρεφώμεθα με ατμούς και αισθήματα·
+αποβλέπομεν εις την ουσίαν κυρίως· ανάγομεν όλα εις την
+υ π ε ρ τ ί μ η σ ι ν ή υ π ο τ ί μ η σ ι ν, και φιλολογικώς
+κινδυνεύομεν, μα την αλήθειαν, να γείνωμεν οπαδοί της πραγματικής
+σχολής του Assomoir ή του Α υ τ ο κ τ ο ν ε ί ο υ (!!), αν
+προτιμάς την πρόσφατον ελληνικήν μετάφρασιν.
+
+Απέρχεσαι τέλος, μου γράφεις, εις την λίμνην του Κόμου, και εκεί
+θα σου διευθύνω την προσεχή μου επιστολήν. Μη λησμονήσης, ότι
+θέλω λεπτομερή έκθεσιν των πρώτων σου εντυπώσεων.
+
+Δ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 11 Ιουνίου 1879.
+
+Σου γράφω και σήμερον εις Μεδιόλανα, διότι, μη λαβούσα επιστολήν
+σου αυτήν την εβδομάδα, δεν ηξεύρω πού αλλού να διευθύνω το
+γράμμα μου. Είμαι τουλάχιστον βεβαία τοιουτοτρόπως, ότι η
+επιστολή μου θα σε πάρη το κατόπιν, και θα σε φθάση επί τέλους
+όπου ευρίσκεσαι, χωρίς να πάθη ό,τι φοβούμαι ότι έπαθεν η ιδική
+σου εις το ελληνικόν ταχυδρομείον. Τι τα θέλεις όμως; ήθελα πολύ
+να είχες φθάσει εις την λίμνην του Κόμου. Πρώτον, διότι θα
+επέγραφα με αρχαιολογικήν υπερηφάνειαν την επιστολήν μου: Εις
+Λ ά ρ ι ο ν Λ ί μ ν η ν, και θα σου εδείκνυα τοιουτοτρόπως σοφίαν
+γεωγραφικήν, την οποίαν βεβαίως δεν θα επερίμενες, διότι δεν
+υποπτεύεις συ — η άκακος και ενθουσιώδης φύσις — ότι αρκεί τις να
+φυλλομετρήση επ' ολίγα μόνον λεπτά τον πρώτον τυχόντα
+ερυθρόφυλλον Οδηγόν, διά να μάθη πώς έλεγον οι παλαιοί την
+λίμνην, της οποίας αι όχθαι θα ακούσουν εφέτος τα θαυμαστικά σου
+επιφωνήματα. Δεύτερον, διότι θα είχα αφορμήν, απαντώσα εις τας
+ιδικάς σου εντυπώσεις, να φλυαρήσω και εγώ ολίγον περί της
+μαγευτικής εκείνης λίμνης, και να γεμίσω κάπως το σημερινόν μου
+γράμμα, το οποίον κινδυνεύει τώρα να μείνη κενόν, κενότατον και
+πτωχόν. Διότι — τι να σου το κρύπτω αγαπητή μου; — αι Αθήναι,
+όσον και αν εξογκούνται, όπως ομοιωθώσι με τας ευρωπαϊκάς
+μεγαλοπόλεις, όσον και αν αντιγράφουν — με στραβόν, εννοείται,
+χάρακα, — τον δυτικόν πολιτισμόν, όσον και αν ετελειοποιήθησαν
+κατά το φαγητόν, την ενδυμασίαν και τας διασκεδάσεις, μένουσιν
+όμως πάντοτε και είνε πόλις μικρά, μικροσκοπική, μικρόσοφος και
+μικρολόγος· μ' όλας δε τας εβδομήκοντα δύο χιλιάδας κατοίκων, τας
+οποίας έχουν σήμερον κατά την τελευταίαν απογραφήν, δεν
+παρέχουσιν όμως ύλην δι' επιστολάς εβδομαδιαίας, οποίας τας
+θέλεις συ . . . — φλυάρους δηλαδή, λεπτομερείς και παραγεμισμένας
+με νέα, — με νέα, εννοείται, περίεργα και ενδιαφέροντα, άσχετα με
+την πολιτικήν, μη μετέχοντα κακογλωσσίας, αποτασσόμενα δε τω
+Σατανά και πάση τη πομπή αυτού.
+
+Πού να τα εύρω λοιπόν εγώ, αυτά τα νέα; Να τα δημιουργήσω; Ούτε
+το θέλεις, ούτε, αν το ήθελες, έχω αυτήν την ικανότητα. Δεν μου
+μένει άλλο, ή να επιχειρήσω λεπτομερή ανάλυσιν της Perichole και
+του Oeil crevé, τα οποία δίδει τώρα ο γαλλικός θίασος του
+Φαλήρου. Αλλά και γνωρίζεις και γνωρίζω και γνωρίζομεν όλοι, εκ
+της ενδόξου ιστορίας του εν Αθήναις γαλλικού θεάτρου, τα μουσικά
+αυτά αριστουργήματα, των οποίων δικαιοί τον τίτλον αυτόν
+αναντιρρήτως η καθ' εκάστην εσπέραν πυκνή συρροή του κοινού επί
+των αναπαυτικών σκάμνων του θεάτρου. Να σου απαριθμήσω τα
+παντοειδή πολεμικά πλοία, άτινα σταθμεύουσι τώρα εις Φάληρον; Να
+σου περιγράψω το cricket των άγγλων ναυτών, οίτινες με
+απαραμείωτον ευσυνειδησίαν παρέχουσι καθ' εσπέραν σχεδόν εις το
+περίεργον κοινόν το διασκεδαστικόν αυτό θέαμα, ως θεατρικόν τινα
+πρόλογον, ούτως ειπείν, των εσπερινών παραστάσεων; Αλλ' η
+περιγραφή μου δεν θα είχε κανέν θέλγητρον διά σε, ήτις ηξεύρω
+πόσον αηδιάζεις τους άνδρας, όταν παίζωσιν ως παιδία. Ώστε, αφού
+και καλά θέλεις νέα αθηναϊκά, ηξεύρεις τι συλλογίζομαι; Να πάρω
+κατά σειράν τα σχολεία και τα παντοειδή εκπαιδευτήρια των Αθηνών,
+τα οποία κάμνουν τώρα τας εξετάσεις των, και να σου καταστρώσω
+λεπτομερεστάτην έκθεσιν του αποτελέσματός των. Το πράγμα δεν θα
+ήτο πληκτικόν όσον υποθέτεις, ούτε διδακτικόν μόνον, αλλά και
+κωμικόν εν μέρει και πολύ οπωςδήποτε ευάρεστον. Θα ήρχιζα,
+φαντάσου, από τας αγγελίας των διευθυντών και τα εκ προκαταβολής
+επαινετικά διάφορα των εφημερίδων· θα μετέβαινα κατόπιν εις τους
+πανηγυρικούς λόγους των διδασκάλων, οίτινες, ως μεγάλα παιδία,
+έχουσι και αυτοί την αθώαν επιθυμίαν να κάμωσι την επίδειξίν των·
+θα σου ανέφερα μερικάς φράσεις των διδασκαλικών αυτών αγορεύσεων,
+αίτινες μου ενθύμισαν τον θαυμάσιον εκείνον ορισμόν: «Παιδεία
+εστί γνώσις συνειδήσεων της ανθρωπότητος καθόλου φύσεως», δι' ου
+γυμνασιάρχης τις ποτέ επροοιμίασε τον εναρκτήριον των εξετάσεων
+λόγων του· θα σου απεμνημόνευα των διδασκάλων τας ερωτήσεις και
+τας απαντήσεις των μαθητών, τας συγκινήσεις των γονέων και των
+θεατών τα σχόλια· δεν θα παρέλιπα να σου περιγράψω τας
+λευχείμονας ως περιστεράς μαθητρίας, και την ενδυμασίαν των
+διδασκαλισσών, προσπαθούσαν να συμβιβάση την διδασκαλικήν
+σοβαρότητα προς την κοσμικήν φιλαρέσκειαν· θα σου ανήγγελλα κ'
+εγώ, ως αι εφημερίδες, τα ονόματα των τάδε μαθητών και των δείνα
+μαθητριών, όσαι εγοήτευσαν τους ακροατάς διά των ευφυών των
+απαντήσεων, και επί τέλους θα ανέγραφα τους θριάμβους εκάστου
+εκπαιδευτηρίου, συμφώνως προς όσα δημοσιεύουσι συνήθως περί αυτών
+οι διευθυνταί των, οι διδάσκαλοι, οι φίλοι, και των παιδίων αυτών
+οι γονείς, οίτινες νομίζουσιν, ότι δεν είνε αρκετή η επιτυχία των
+τέκνων των, αν δεν τυπωθή και το όνομά των εις την εφημερίδα.
+Αλλά όλος αυτός ο κόπος μου θα ήτο περιττός διά σε, ήτις
+λαμβάνεις όλας σχεδόν τας καθημερινάς εφημερίδας των Αθηνών, και
+θα έχης επομένως εγκαίρους και νωπάς και λεπτομερείς όλας τας
+περί των εξετάσεων των σχολείων μας ειδήσεις.
+
+Τι λοιπόν να σου γράψω, αφού πρέπει οπωςδήποτε να γεμίση η
+επιστολή μου; Να σου γράψω, ότι, αφ' ότου ήρχισαν να πνέωσιν οι
+ετησίαι, έχομεν πάλιν τόσον εν Αθήναις κονιορτόν, ώστε, αφού αι
+εβδομήκοντα δύο χιλιάδες κάτοικοι της πρωτευούσης τρώγουσι και
+ροφούσι καθ' ημέραν τρισμέγιστον αυτού ποσόν, μένει πάλιν τόσον
+πολύς, ώστε κινδυνεύει να μας θάψη όλους; Το πράγμα δεν είνε
+νέον. Είνε τόσον παλαιόν, ώστε, ως ηξεύρεις, οι προπάτορές μας
+γηγενείς Αθηναίοι εκαυχώντο ότι εφύτρωσαν από την κόνιν αυτήν της
+πατρίδος των, όπως επίστευον ότι εφύτρωσαν και οι τέττιγες, και
+εκόσμουν την κόμην των διά τούτο με τέττιγας χρυσούς, όπως ημείς
+με πολύ ολιγωτέραν καλαισθησίαν κοσμούμεν αυτήν με ταριχευμένα
+πτηνά και με χρυσοκανθάρους. Τι τα θέλεις όμως, φιλτάτη μου;
+παλαιόν ή νέον, το πράγμα είνε οχληρότατον και αηδέστατον. Έχουσι
+και η Νεάπολις και η Αλεξάνδρεια και άλλαι πόλεις κονιορτόν, αλλ'
+ο ιδικός μας κονιορτός, ο κονιορτός εκείνος, από τον οποίον
+υπάρχει φόβος ότι θα φυτρώσουν μίαν ημέραν οι μέλλοντες κλασικοί
+κάτοικοι των Αθηνών, είνε κάτι τι ξεχωριστόν και μέχρις
+απελπισίας αφόρητον. Είνε εχθρός φοβερός και ακαταμάχητος, όστις
+σε πολεμεί και μακρόθεν και εκ του συστάδην, μετά παρρησίας
+συνάμα και υπουλότητος, και κατά του οποίον ουδεμία είνε δυνατή
+υπεράσπισις. Σου τυφλόνει τους οφθλαμούς, σου παραγεμίζει το
+στόμα, σου φράττει τα ώτα, σου ξηραίνει και αυτόν σου τον
+λάρυγγα, διότι αναγκάζεσαι επί τέλους να τον αναπνεύσης θέλουσα
+και μη θέλουσα. Εις μάτην κλείεσαι εις την οικίαν σου· σε
+παρακολουθεί διά της θύρας, εισέρχεται διά των παραθύρων, εισδύει
+διά των υέλων, και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι και διά των τοίχων
+αυτών εισχωρεί. Σημείωσε δε, ότι όπως ο ανατολίτης υπό το
+πεπρωμένον, κύπτομεν και ημείς οι δυστυχείς την κεφαλήν υπό το
+παντοδύναμον κράτος της θεομηνίας, υποτασσόμεθα εις την μάστιγα
+του κονιορτού, και ουδ' επιχειρούμεν καν πλέον να τον
+πολεμήσωμεν. Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας
+οδούς και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο
+αδάμαστος ημών εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων
+ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και
+ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος
+υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα υποδήματα του κυρίου
+του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον να
+λασπωθούν. Τώρα καταβρέχομεν μόνον ενίοτε. Ημέραν παρ' ημέραν
+μόλις, ή κάλλιον ειπείν νύκτα παρά νύκτα, διότι και τούτο γίνεται
+πολύ μετά την δύσιν του ηλίου (τοσούτος βλέπεις είνε ο φόβος
+μας!) — περιφέρονται είς τινας των δρόμων ισχνοί τινες,
+κατεσκληκότες και πεφοβισμένοι ημίονοι, σύροντες όπισθέν των
+σαθρά τινά βαρέλια, τα οποία λασπόνουν πού και πού τον δρόμον,
+σέβονται δε θρησκευτικώς το πλείστον μέρος του κονιορτού, όστις
+ευθύς κατόπιν των εγείρεται θυμώδης και περικαλύπτει και
+ημιονηλάτην και ημίονον και βαρέλιον. Έχουσι δε τότε οι διαβάται
+διπλήν διασκέδασιν· την μίαν θερινήν, τον κονιορτόν, και την
+άλλην χειμερινήν, την λάσπην. Λέγουν εν τούτοις πολλοί, ότι δεν
+είνε δεισιδαίμων φόβος η αιτία της προς τον κονιορτόν ανοχής μας,
+αλλ' άλλη τις πεζοτέρα και πραγματικωτέρα, . . . . η έλλειψις
+ύδατος. Ίσως έχουσι δίκαιον. Φοβούμαι όμως μη και τα δύο
+συμπίπτουσι. Διότι τέλος πάντων δεν ήτο δυνατόν με το ολίγον
+νερόν το οποίον έχομεν διαθέσιμον να καταβρέχωμεν περισσοτέρους
+δρόμους καθ' εκάστην, παρά να λασπόνωμεν ολιγωτέρους ημέραν παρ'
+ημέραν; Η σκέψις μου, βλέπεις, δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής
+βαθύτητος, αλλ' είνε απλή τις και πρόχειρος ιδέα, η οποία απορώ
+πώς δεν έρχεται και εις των αρμοδίων τον νουν.
+
+Οπωσδήποτε το ζήτημα των υδάτων της πόλεώς μας αποκτά καθ' ημέραν
+μεγαλειτέραν σπουδαιότητα, και πολύ επικαίρως εδημοσιεύθη εσχάτως
+επί του αντικειμένου τούτου πραγματεία τις αληθούς επιστήμονος,
+του κ. Κορδέλλα. Δεν ανέγνωσα ακόμη το βιβλίον. Θα το αναγνώσω
+όμως αυτήν την εβδομάδα και θα σου γράψω την προσεχή.
+
+Ε'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιουνίου 1879.
+
+Είσαι κατενθουσιασμένη, μου γράφεις, και εννοώ κάλλιστα τον
+ενθουσιασμόν σου, και θα τον υπέθετα, αν δεν μου τον έγραφες.
+Φαντάζομαι δε πού θ' αναβή ο ενθουσιασμός σου αυτός ακόμη, όταν
+σιγά σιγά περιπλεύσης ανέτως, όχι δι' ατμοκινήτου αλλά διά μικράς
+λέμβου, την λίμνην ολόκληρον, ή περιέλθης ανέτως τας όχθας της,
+και επισκεφθής και θαυμάσης τας μαγευτικάς εκείνας επαύλεις,
+αίτινες κοσμούσι τους χλοερούς των λόφους. Τότε θα ιδής . . . —
+δεν εξακολουθώ, διότι είμαι βεβαία ότι θα θυμώσης, ως εθύμονες
+άλλοτε κωμικώτατα, ότε με κατελάμβανεν — ενθυμείσαι; — η σατανική
+επιθυμία να σου διηγούμαι το τέλος μυθιστορήματος, ούτινος συ
+ανεγίνωσκες την αρχήν. Ας έλθω λοιπόν εις τας Αθήνας μας, και ας
+αφήσω την Ιταλίαν σου. Ας υποταχθώ εκούσα άκουσα εις τον φοβερόν
+σου εγωισμόν, όστις δεν αρκείται μόνον εις τας εκ της ξενιτείας
+απολαύσεις, αλλά θέλει ως καρύκευμα εβδομαδιαίον και τας από της
+πατρίδος ειδήσεις, και τας θέλει ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς.
+Ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς! Αυτό δα είνε! Ηξεύρεις, ότι
+κατήντησες τυραννική; Δεν θέλεις, λέγεις, να σου αναφέρω τα
+δυσάρεστα των Αθηνών, ούτε να ακονίζω την ευφυίαν μου — ευχαριστώ
+διά την φιλοφροσύνην — εις τας ελλείψεις της ελληνικής
+πρωτευούσης· τας γνωρίζεις, λέγεις, και επιθυμείς να τας
+λησμονήσης· δι' αυτό ίσα ίσα εταξείδευσες, διά να μη βλέπης το
+θέαμα των μικρών μας ασχημιών, και ν' ατενίζης μόνον μακρόθεν την
+Ελλάδα, ως ωραίον σκηνογράφημα, το οποίον δι' αυτό ακριβώς
+εζωγραφήθη, διά να βλέπεται μακρόθεν. Σου ταράττει, γράφεις, τα
+νεύρα σου, η έστω και ανώδυνος και αθώα κακολογία· σ' εμποδίζει
+να χωνεύης τακτικά τα ωραία ελβετικά χαμοκέρασα, τα οποία σου
+παραθέτει ο προγάστωρ και φαιδρός σου ξενοδόχος, και τέλος
+πάντων, kurz und gut, ως λέγει πάλιν ο γερμανός σου υπηρέτης,
+θέλεις να σου γράφω τα ωραία πράγματα των Αθηνών, τα ευχάριστα
+μόνον και τα ιλαρά, διότι αυτό σε ωφελεί εις την υγείαν! Έχεις εν
+μέρει δίκαιον. Ταξειδεύεις χάριν θεραπείας . . . νοσήματος το
+οποίον αγνοείς και συ, ως το αγνοούσι και οι . . ιατροί σου, αλλ'
+αδιάφορον — και εννοείς, πολύ λογικώς και συνεπώς, να αποτελώσι
+και αι επιστολαί μου μέρος ολοκληρωτικού της θεραπείας σου: τρις
+της εβδομάδος λουτρά, πάσαν πρωίαν τυρόγαλα, δύο ώρας περιπάτου
+καθ' ημέραν, και άπαξ της εβδομάδος . . . μίαν φαιδράν επιστολήν
+εξ Αθηνών! Ωραία, μα την αλήθειαν, ετακτοποίησες την υγιεινήν σου
+δίαιταν, και θα είχα μαύρην αληθώς την καρδίαν, αν εγώ μόνη εκ
+κακής μου θελήσεως ετάραττα την συνταγήν σου.
+
+Πλην, φίλη μου, . . . — αλλ' έστω· ουδέ δικαιολογούμαι καν, διότι
+συλλογίζομαι τα πορφυρά σου ευώδη χαμοκέρασα, και την ενδεχομένην
+κακήν των χώνευσιν. Τούτο μόνον συλλογίσου· ότι αν έξαφνα καμμίαν
+εβδομάδα δεν λάβης επιστολήν μου, δεν πρέπει να το αποδώσης εις
+κακήν μου θέλησιν, μήτε εις αμέλειαν, μήτε εις οκνηρίαν, αλλά
+μόνον και απλούστατα εις εξάντλησιν ή προσωρινήν τουλάχιστον
+έλλειψιν των συστατικών του χαροποιού αερίου, όπερ επιθυμείς και
+καλά να φέρωσιν υπό την ρίνα σου τα γράμματά μου. Où le peuple
+n' a rien, le roi perd ses droits λέγουν οι γάλλοι, συ δε βεβαίως
+δεν έχεις την αξίωσιν να δεσπόσης των αδυνάτων, ούτε θα οργισθής
+διότι δεν σου δίδεται το μη υπάρχον. Αλλά και αν οργισθής, θ'
+ακούσης το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», και θα ησυχάσης.
+
+Αυτήν ευτυχώς την εβδομάδα έχω κάτι να σου διηγηθώ, και χαίρω ότι
+η υγεία σου είνε ακόμη εξησφαλισμένη δι' οκτώ ημέρας.
+
+Την παρελθούσαν ή μάλλον ειπείν την προπαρελθούσαν τρίτην κατέβην
+με τον I . . . εις το Φάληρον. Μη με μαλώσης, σε παρακαλώ, ότι
+καταβαίνω συχνά εις το Φάληρον, μήτε υποθέσης άλλ' αντ' άλλων. Το
+εσπέρας δεν έχομεν τι άλλο να κάμωμεν, όσοι δεν θέλομεν να
+μείνωμεν εις το Σολωνείον καθήμενοι ή εις την πλατείαν του
+Συντάγματος περιπατούντες, παρά να καταβώμεν εις το Φάληρον, ή να
+υπάγωμεν εις τον Απόλλωνα, ή να μείνωμεν θαυμάζοντες την σελήνην
+εις το καφενείον των Ολυμπίων. Εγώ προτιμώ το πρώτον, όχι μόνον
+διότι είνε δροσερώτερον, αλλά και διότι είνε μακρύτερα από τα
+περιπαθή άσματα των γερμανίδων. Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον,
+εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν
+μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω θεωρούσα τα
+πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών
+οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις
+την 12 υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος.
+Οι βασιλείς, ως γνωρίζεις ήδη πιθανώς εκ των εφημερίδων,
+κατοικούσι και εφέτος θερινά τινα οικήματα, εκ των ωραίων εκείνων
+και κομψών, άτινα κατεσκεύασε πρό τινων ετών επί του
+μεσημβρινοανατολικού λόφου της Μουνυχίας και αντικρύ της
+Φρεαττύος ο φιλόκαλος γερμανός αρχιτέκτων Τσίλλερ. Η από του νέου
+Φαλήρου άγουσα εκεί οδός, ήτις πρό τινων ετών περιωρίζετο εις
+ανώμαλον και θαμνόσπαρτον ατραπόν, τέμνουσα ελικοειδώς τον παρά
+την παραλίαν υψούμενον λόφον, είνε σήμερον ωραία αμαξιτός
+λεωφόρος περικάμπτουσα τον λόφον, παρατρέχουσα τον αιγιαλόν,
+διερχομένη κάτωθεν του ερημικού πύργου του πρωθυπουργού ημών, και
+καταλήγουσα διά κομψοτάτης καμπής εις την Μουνυχίαν.
+
+Πρό τινων ετών, ως ενθυμείσαι, ουδέν άλλο υπήρχεν εκεί, ή γυμνοί
+τινες μόνον βράχοι, όπου ουδέ άκανθαι εύρισκον τροφήν, παραλία
+κάτωθεν αμμώδης και παντέρημος, και μόλις που το εσπέρας κάρρα
+τινά μεταφέροντα εις τα γαλανά του Φαλήρου και της Μουνυχίας
+κύματα τέκνα τινά του λαού, άτινα, επόμενα εις τον παντοκράτορα
+συρμόν, ενόμιζον και αυτά απαραίτητον εις την υγείαν των την
+χρήσιν των λουτρών. Σήμερον ήλλαξαν τα πράγματα· και το μεν
+Φάληρον μεταμορφούται από ημέρας εις ημέραν εις χαριεστάτην
+θερινήν διαμονήν, της οποίας επιφυλάττω την περιγραφήν εις κανέν
+άλλο μου γράμμα — οικονομούσα ως βλέπεις τα γλυκύσματά μου, ώςτε
+να έχω με τι να τρέφω την πεινώσαν υγείαν σου, — ο δε παρ αυτό
+λόφος, ούτινος την κορυφήν κατέχει δίκην σκοπιάς ο πύργος του κ.
+Κουμουνδούρου, ήρχισε και αυτός να στολίζεται, να οικοδομήται και
+να αποκτά κατοίκους και λάτρεις. Την εσπέραν μάλιστα εκείνην η εξ
+αυτού θέα ήτο αληθώς μαγευτική.
+
+Δεν αισθάνεσαι τώρα κάπως τον εαυτόν σου καλλίτερα; Αι; Η βραδυά
+ήτο γαληναία και δροσερά, τα δε νερά του Φαλήρου και της
+Μουνυχίας ουδέ καν εσείοντο πέριξ των παντοειδών πολεμικών
+πλοίων, τα οποία σταθμεύουσιν από τινος προ του όρμου της
+Καλλιθέας, και των οποίων τους προτόνους εκόσμουν από τινος
+πολύχρωμοι σημαίαι, οιονεί ανθόπλεκτοι στέφανοι. Πέραν εις το
+βάθος διεγράφετο καθαρώς ο φαληρικός κόλπος, όστις μίαν ημέραν θ'
+αμιλλάται ίσως προς τον ονομαστόν κόλπον της Νεαπόλεως, και
+ούτινος τον αιγιαλόν διέστιζον ήδη πού και πού τ' αναπτόμενα φώτα
+των επ' αυτού οικιών και καφενείων. Μακρότερον δε προς ανατολάς
+ανέδυεν έτι από της εσπερινής ομίχλης το ποικίλον πανόραμα των
+Αθηνών, ούτινος εδέσποζον τα απαράμιλλα του Παρθενώνος ερείπια,
+χρυσούμενα υπό των ακτίνων της νέας σελήνης. Πολλάκις εσταμάτησα
+καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον
+εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την
+ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον
+μου. Μετά ημισείας ώρας δρόμον εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το
+μικρόν καφενείον της Καλλιθέας, όπου προ δέκα μεν περίπου ετών
+εφύετο ρικνή τις και νανοφυής αγριαπιδιά, σήμερον δε υπάρχουν
+δένδρα σκιερά, και καθίσματα αναπαυτικά παρά την θάλασσαν, και
+παίγνια γυμναστικά, ως εκείνα τα οποία θ' απαντήσης μετά τινας
+εβδομάδας εις όλα τα χωρία της Ελβετίας, και κόσμος τέλος πάντων,
+κόσμος καπνίζων το σιγάρον του και πίνων τον ζύθον του εν
+ευαρέστω λήθη των κόπων της ημέρας. Επί του ωραίου τούτου λόφου
+κατοικεί από τριών ήδη περίπου εβδομάδων η βασιλική οικογένεια. Ο
+βασιλεύς, αληθής ναυτική φύσις, ως γνωρίζεις, αγαπά, λέγουσι,
+πολύ το μέρος τούτο, όπερ αποτελεί ούτως ειπείν trait d' union
+μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς, και το πλείστον σχεδόν της ημέρας
+και της εσπέρας διατρίβει επί της θαλάσσης, οτέ μεν κολυμβών οτέ
+δε αλιεύων, άλλοτε κωπηλατών και άλλοτε επισκεπτόμενος και
+εξετάζων ως εμπειροπράγμων τα προ της Καλλιθέας ορμούντα πολεμικά
+πλοία, ελληνικά ή ξένα. Μεταξύ τούτων ευρίσκετο την εσπέραν
+εκείνην και η ωραία ρωσσική θαλαμηγός «Μ έ γ α ς
+Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς» εκείνη ακριβώς, ήτις μετήγαγε προ μικρού
+την βασίλισσαν ημών από της Κριμαίας, και ήτις, ως ελέγετο,
+επρόκειτο να αποπλεύση μετά τινας ημέρας εις Νεάπολιν, ίνα
+παραλάβη και μεταφέρη εις Κωνσταντινούπολιν και Βάρναν τον
+πρίγκιπα Βάτεμβεργ.
+
+Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της
+προπαρελθούσης τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων.
+Επέβημεν λοιπόν χάριν πλειοτέρας ανέσεως εις μικράν αλιευτικήν
+λέμβον, και κωπηλατήσαντες μέχρι του στομίου της Μουνυχίας,
+εστάθημεν εκεί, ίνα απολαύσωμεν το θέαμα των πυροτεχνημάτων,
+άτινα είχον παρασκευασθή τη επιμελεία της δημαρχίας Πειραιώς, και
+του ηλεκτρικού φωτός, διά του οποίον ο κ. Τιμολέων Αργυρόπουλος
+έμελλε να φωτίση τα πέριξ. Ηκούσαμεν δε τοιουτοτρόπως μακρόθεν
+και πολύ ευαρεστότερον τας μουσικάς της φρουράς και του
+Φιλαρμονικού θιάσου Πειραιώς, αίτινες συνηλλάσσοντο μουσουργούσαι
+καθ' όλον της φωταψίας τον χρόνον. Τα πυροτεχνήματα δεν σου τα
+περιγράφω, διότι ήσαν μεν ωραία, αλλ' ουδέν είχον το καινοφανές.
+Και είδες και είδαμεν πολλάκις εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+και εις το Φάληρον τους τυπικούς μύλους και τας τυπικωτέρας
+ρ ο υ κ έ τ α ς. Το ηλεκτρικόν όμως φως, ούτινος η εστία είχε
+τοποθετηθή εις το απέναντι της βασιλικής επαύλεως κτήμα του κ.
+Μελετοπούλου, και απετελείτο, ως μοι είπον, εκ μεγάλου
+παραβολοειδούς επαργύρου κατόπτρου, παρήγαγε μαγευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν εις τους παρεστώτας, ων πολλοί το έβλεπον βεβαίως
+πρώτην φοράν, και δι' αυτό δεν κατώρθωσαν να κρατήσουν την
+μεγαλόφωνον του θαυμασμού των εκδήλωσιν. Υπό την λευκήν και
+άπλετον λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των
+ηρέμων υδάτων, διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον
+βασιλέα και την βασίλισσαν, επί άλλης δε τους βασιλόπαιδας
+εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν των.
+
+Είδαμεν άλλοτε μαζή, αν ενθυμείσαι, τους πίδακας των Βερσαλλιών
+φωτιζομένους, τους κήπους του Schönbrun της Βιέννης καταφώτους
+επίσης υπό ηλεκτρικών ακτίνων, τοξευομένων άνωθεν από της οροφής
+των ανακτόρων, και πέρυσι μόλις την Avenue de l' Opera των
+Παρισίων ηλεκτρόφωτον.
+
+Τι να σου ειπώ, όμως; Τα κύματα της Μουνυχίας υπό την λευκήν
+εκείνην μαρμαρυγήν είχαν άλλην τινά μαγείαν. Μη νομίσης δε, ότι
+σου λέγω και τούτο χάριν της υγείας σου. Όχι! είνε αληθής μου
+εντύπωσις.
+
+Εν Αθήναις, τη 27 Ιουνίου 1879.
+
+Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι
+απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και
+αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις
+περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των
+διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι
+καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες
+το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και
+σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα
+δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος.
+Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η
+ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των
+Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν.
+Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε
+να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την
+σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν
+περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως
+ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του
+καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον
+αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας
+δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον,
+όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και
+κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να
+εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν
+και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας
+τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου
+περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην
+κορδέλλα, ως πολλάκις — entre-nous εννοείται, — μου συνέβη και
+σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών
+τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων
+τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των
+τολμηροτέρων έπαθεν η υγεία — άλλων, εννοείται, η σωματική και
+άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν
+αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν
+συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και
+των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλεις — ήσαν ως επί το πλείστον
+ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως
+ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η
+περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε
+να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν
+επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού,
+διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της à la
+Pompadour ενδυμασίας της. Άλλης τινός κομψής θεραπαινίδος τοσούτο
+εξηρέθισε, λέγουσι, την ζηλοτυπίαν ο καύσων του ηλίου, προστεθείς
+εις του μαγειρείου τον καύσωνα, ώστε ολίγου δειν εξερρίζονε τον
+μύστακα του σπαθάτου της δορυφόρου, εις ώραν παροξυσμού, αν
+προλαμβάνων εκείνος δεν εδρόσιζε κάπως τας παρειάς της διά της
+επαφής των στιβαρών του χειρών. Τρίτη τις άλλη ερρίφθη πρό τινων
+ημερών εις το φρέαρ της οικίας, ζητούσα όχι τον θάνατον, υποθέτω,
+ως έγραψαν αι εφημερίδες, αλλ' απλώς μόνον ολίγον ύδωρ δροσερόν.
+
+Βλέπεις λοιπόν πού ευρισκόμεθα, και ευλόγει μάλλον τον Θεόν, ότι
+δεν είσαι εις τας Αθήνας, αντί να αγνωμονής προς την δρόσον και
+την χλόην της λίμνης σου.
+
+Εν τούτοις μ' όλον αυτόν τον καύσωνα και τους σπουδαίους του
+κινδύνους ετόλμησα την παρελθούσαν εβδομάδα να εξέλθω της οικίας
+μου, διά να παρευρεθώ εις τας εξετάσεις του προτύπου σχολείου, το
+οποίον συνέστησεν προ ενός έτους το Υπουργείου της Παιδείας ως
+παράρτημα του Διδασκαλείου, προς πρακτικήν άσκησιν των νεοφύτων
+διδασκάλων. Πρέπει δε να σου ομολογήσω, εξ ιδίου ενθουσιασμού
+αυτήν την φοράν και όχι χαριζομένη εις την πατριωτικήν σου
+αισιοδοξίαν, ότι με κατέπληξαν αληθώς τα ευχάριστα αποτελέσματα
+του νέου συστήματος της διδασκαλίας, το οποίον εφηρμόσθη εις το
+νεοσύστατον σχολείον. Το σχολείον αυτό είνε μακράν της πόλεως,
+όπισθεν του βασιλικού κήπου, και οι μαθηταί του είνε κατ' ανάγκην
+παίδες αγροτών και χωρικών. Αι εξετάσεις εν τούτοις των χωρικών
+εκείνων παίδων, οίτινες ούτε εορτάσιμα εφόρουν, ούτε υπερτροφίαν
+έπασχον, κατέδειξαν εμφανώς και πάλιν — αν υποτεθή ότι υπήρχεν
+ανάγκη νέας του πράγματος αποδείξεως, — δύο τινά· πρώτον ότι η
+αγάπη των γραμμάτων δεν είνε συνήθως του πλούτου περίσσευμα, και
+δεύτερον ότι ανάγκη ριζικής μεταβολής του συστήματος, το οποίον
+διέπει έως σήμερον την δημοτικήν μας εκπαίδευσιν. Τα παιδία δεν
+πρέπει να διδάσκωνται ως παπαγάλλοι, αναγκαζόμενοι να
+αποστηθίζωσι πράγματα τα οποία δεν εννοούσιν, αλλά να
+εκπαιδεύωνται απ' αυτού του αλφαβήτου τοιουτοτρόπως, ώστε να
+εξυπνά η νεαρά των διάνοια, αναβαίνουσα βαθμίδα προς βαθμίδα την
+κλίμακα των γνώσεων, και να μορφούται η εύπλαστος καρδία των,
+αποκτώσα βαθμηδόν την αγάπην του καλού και του αγαθού. Αλλέως . . .
+— πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ
+βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να
+σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς.
+
+Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν
+πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει
+πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του
+Οδυσσέως Ανδρούτσου! Ουδέ καν εφαντάζεσο ίσως, ότι έζη έτι εις
+τας Αθήνας ενενηκοντούτις περίπου, έρημος, μόνη και λησμονημένη
+εντός πενιχράς — όχι οικίας, αλλά σχεδόν καλύβης, η περικαλλής
+ποτε εκείνη αμαζών, ην θαλεράν έτι νεανίδα είχε συζεύξει μετά του
+οπλαρχηγού του Οδυσσέως ο φοβερός της Ηπείρου τύραννος Αλή-Πασάς,
+ήτις όλον τον μέγαν αγώνα του 1821 παρηκολούθει πότ' εγγύθεν και
+πότε μακρόθεν τον πολυπλάνητον σύζυγόν της, μέχρις ου τον
+εθρήνησε τέλος κρεμάμενον από των προμαχώνων της Ακροπόλεως,
+και της οποίας ο βίος ολόκληρος υπήρξε σειρά δυστυχημάτων και
+δοκιμασιών. Μη βαρυθυμής όμως διά την άγνοιάν σου, διότι πολλοί,
+οι πλείστοι σχεδόν των εν Αθήναις ηγνόουν ως και συ μέχρι του
+προχθές σαββάτου, ότι η Ελένη Ανδρούτσου, η Ο δ υ σ σ έ α ι ν α,
+ως την εκάλει του αγώνος η γενεά, έζη έτι εν Αθήναις. Ολίγοι,
+ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι
+υπάλληλοι του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες
+της έδιδον κατά μήνα μικρόν τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι'
+ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον.
+Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια! Τόσον εύκολον και ευπρόσιτον
+παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα του Οδυσσέως
+Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις!
+Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την
+ενθυμηθώμεν, και οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη
+έτι η χήρα του Οδυσσέως, και ετέλει — αυτή μόνη, διότι τις άλλος
+είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου — την ανακομιδήν των οστών
+του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς. Έκτοτε όμως
+την είχαμεν λησμονήσει εντελώς! Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς,
+η γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ
+του Χρήστου Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή
+καλύβη την Ελλάδα. Ότε δε προ ενός και ημίσεος έτους ευοίωνα τινα
+αλλ' απατηλά δυστυχώς σημεία υπέδειξαν, ότι επρόκειτο να εξαναστή
+το Ελληνικόν, και οι άνδρες ωπλίζοντο και εβάδιζον προς τα
+σύνορα, ημείς δε αι γυναίκες, υπακούοντες εις το ευγενές φώνημα
+της ελληνικής μας βασιλίσσης, ερράπτομεν χιτώνας και εξαίναμεν
+μοτόν διά τους μέλλοντας τραυματίας του νέου ιερού αγώνος, η χήρα
+του Οδυσσέως ησθάνθη και πάλιν την γηραιάν της καρδίαν
+θερμαινομένην· εμνήσθη ημερών αρχαίων, ενθυμήθη την υπό τον ζυγόν
+πατρίδα της, ωνειρεύθη την σοβαράν μορφήν του απαγχονισθέντος
+ήρωός της, και έμεινε νύκτας πολλάς αγρυπνούσα υπό το αμυδρόν φως
+της διψώσης λυχνίας της, ίνα . . . ξαίνη μοτόν δ ι ά τ α
+π α λ λ η κ ά ρ ι α!
+
+Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της
+δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η
+ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό
+εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε
+ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο
+αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής
+χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν
+η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.
+
+Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις,
+και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό
+εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι,
+αγαπητή μου! Ημείς, οι ευγενείς και πεφωτισμένοι και τοσούτον
+ευαίσθητοι κάτοικοι της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου,
+οίτινες συνοδεύομεν πυκνοί και πρόθυμοι την πρώτην κηδείαν ήτις
+θα παρέλθη προ των παραθύρων μας — όταν μάλιστα έχη και μουσικήν
+— ωκνήσαμεν να πληρώσωμεν εις του Οδυσσέως την χήραν ένα έσχατον
+φόρον συμπαθείας και ελέου, τον οποίον εχρεωστούσαμεν, εννοείς;
+εχρεωστούσαμεν και εις αυτήν και εις τον άνδρα της. Δεν το
+εσυλλογίσθημεν, βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . .
+μήπως είχε μουσικήν; Μήπως είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να
+κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον του αρχιμουσικού μας;
+
+Ζ'.
+
+Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879
+
+Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως
+μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα
+σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία
+διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα
+ευκραέστερα. Σε κατέλαβε και πάλιν, βλέπω, η κινητική σου εκείνη
+μανία, διά την οποίαν ο μεν σοφός σου φίλος Ξ. σε ωνόμαζεν άλλοτε
+perpetuum mobile, ημείς δε οι άλλοι οι μη σοφοί σ' ελέγαμεν
+αεικίνητον, και σε εσυμβουλεύαμεν, ενθυμείσαι, αστειευόμενοι να
+ζητήσης brevet d' invention από την κυβέρνησιν, πριν ή σε προλάβη
+ο ατυχής εκείνος νέος Κ., ούτινος η μεγαλοφυής εφεύρεσις επέπρωτο
+τέλος να εξατμισθή εντός . . . φρενοκομείου. Αλλά την μονομανίαν
+σου αυτήν μας την ενδύει τώρα με το ωραίον πρόσχημα της επιθυμίας
+δροσερωτέρας διαμονής. Έστω και τούτο· δεν φιλονεικώ μαζή σου διά
+τόσον μικρόν πράγμα. Είμαι όμως περίεργος να ιδώ, αν ο λόγος
+αυτός της αδιάκοπου σου κινήσεως δεν θα σε ωθήση επί τέλους μέχρι
+της βορείου θαλάσσης. Πολύ φοβούμαι, μήπως λάβω καμμίαν ημέραν
+επιστολήν σου, ήτις να μου αναγγέλλη, ότι επεβιβάσθης εις
+ατμοκίνητον εκπλέον εις τας βορείους ακτάς της Νορβηγίας. Μη
+μειδιάς· σε βεβαιόνω, ότι η είδησις δεν θα με εκπλήξη διόλου.
+Οπωσδήποτε εγώ διευθύνω το γράμμα μου εις την παλαιάν σου
+διαμονήν, και είμαι ήσυχος ότι κάπου θα σ' εύρη.
+
+Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να
+αναγνώσω το περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ.
+Κορδέλλα, και να σου γράψω περί αυτού. Υπέθεσα τότε και υποθέτω
+ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε να γνωρίζης, αν ο
+λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς να
+εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους
+κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν
+ημέραν και το πολυπλάνητον βήμα σου. Το ανέγνωσα λοιπόν απ' αρχής
+μέχρι τέλους, αλλά δεν σου γράφω περί αυτού, και προτιμώ να σου
+το στείλω υπό ταινίαν, ως λέγει παρ' ημίν η επίσημος των γραφείων
+γλώσσα.
+
+Δεν σου γράφω εν εκτάσει περί αυτού, και αρκούμαι μόνον να
+συστήσω εις την προσοχήν σου το πολύτιμόν του περιεχόμενον, διότι
+αδύνατον μου είνε δυστυχώς να συνοψίσω εντός επιστολής τας
+πολυειδείς και ποικίλας ειδήσεις περί της γεωλογικής και
+υδρογραφικής καταστάσεως των Αθηνών, όσας ο συγγραφεύς εταμίευσεν
+εντός αυτού, διά πολλών κόπων και μελέτης μακράς. Σου σημειόνω
+μόνον εν παρόδω, και τούτο διά να λάβης εγκαίρως τα μέτρα σου,
+πριν ή αποκατασταθής οριστικώς εν Αθήναις, ότι κατά τον κύριον
+Κορδέλλαν απαιτείται δαπάνη τριών περίπου εκατομμυρίων δραχμών,
+ίνα διοχετευθώσιν εις τας Αθήνας τα αναγκαία εις τους κατοίκους
+της ύδατα. Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν περιλαμβάνεται
+εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι
+περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι
+δηλαδή ο αρχοντικός ούτος δήμος, — όστις κατά τούτο ομοιάζει τους
+άρχοντας, ότι τα χρέη του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων
+του — έχει ήδη τριών περίπου εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι
+αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς του τόκον . . έν
+σχεδόν τοις εκατόν. Υποθέτεις συ, ότι είνε εύκολον εις τοιούτον
+οφειλέτην να εύρη και νέον δάνειον; Εγώ δυσκολεύομαι να το
+ελπίσω, και διά τούτο εφρόντισα ήδη εγκαίρως να ανοίξω φρέαρ
+εντός της οικίας μου, ίνα προλάβω την κόρυζαν, από την οποίαν
+πολύ φοβούμαι ότι είνε προωρισμένοι ν' αποθάνωσι μίαν ημέραν
+επιδημικώς οι κάτοικοι των Αθηνών.
+
+Αι ειδήσεις αύται δεν θα σου ήνε βεβαίως πολύ ευχάριστοι, και
+φοβούμαι μη πειράξουν την επισφαλή σου υγείαν. Διά τούτο δε και
+ως ευάρεστον αντίδοτον σου στέλλω συγχρόνως σήμερον, υπό την
+αυτήν ταινίαν, περίεργόν τι και διασκεδαστικώτατον βιβλίον,
+επιγραφόμενον: «Η σύγχρονος Ελλάς, ήτοι απάντησις τω γάλλω
+Edmonton About, μετάφρασις εκ του χειρογράφου της αγγλίδος F. Ε.
+Μ.» Το μικρόν αυτό τομίδιον, το οποίον, ως βλέπεις, περιέχει
+μετάφρασιν ανεκδότου χειρογράφου, θα σε διασκεδάση τρομερά· διότι
+ηξεύρω εγώ πώς διατίθεται ο φύσει εύθυμος χαρακτήρ σου προς τα
+παράδοξα, ή τα παράξενα, ως κοινότερον λέγομεν. Σε παρακαλώ μόνον
+να μη σταματήσης εις την επιγραφήν· να μην ερωτήσης, διατί άραγε
+και πόθεν και πώς και προς τι η απάντησις αύτη εις τον ευφυή
+γάλλον μετά εικοσιπέντε όλα έτη από της δημοσιεύσεως της δηκτικής
+εκείνης σατύρας κατά της Ελλάδος, ήτις κατέστησεν εν τούτοις
+αυτήν πολύ γνωστοτέραν εις τον ευρωπαϊκόν κόσμον ή όλοι των φίλων
+της οι ύμνοι· να μην απορήσης διατί, πριν ή δημοσιευθή το
+πρωτότυπον, δημοσιεύεται η ελληνική μετάφρασις· να μη κινήσουν
+τέλος την περιέργειάν σου. τα τρία αρχικά στοιχεία, υπό τα οποία
+έκρυψεν αιδημόνως ο μεταφραστής την συγγραφέα. Εις όλας σου αυτάς
+τας απορίας ηδυνάμην εγώ να σου δώσω λεπτομερή απάντησιν· δεν το
+κάμνω όμως, πρώτον μεν διότι νομίζω, ότι πρέπει τις να σέβεται τα
+ξένα μυστικά, όσον διασκεδαστική και αν είνε η αποκάλυψίς των,
+και δεύτερον διότι η λύσις των αποριών εκείνων ουδόλως είνε
+αναγκαία όπως διατεθής ευθύμως. Άνοιξε μόνον, σε παρακαλώ, κατά
+τύχην το βιβλίον και σταμάτησε το βλέμμα σου όπου θέλης. Πρόσεξε
+δε ιδίως εις την εξής περίοδον, την οποίαν σου αντιγράφω κατά
+λέξιν από την ενενηκοστήν ογδόην σελίδα — σου λέγω κατά λέξιν,
+διά να μη καταλογίσης τυχόν εις βάρος μου την γλαφυρότητα της
+μεταφράσεως — «Αμέσως, λέγει η φιλέλλην αγγλίς περιγράφουσα την
+εις Πειραιά απόβασίν της, περιεστοιχήθην υπό πλήθους
+παραγγελιοδόχων και διερμηνέων, οίτινες, φαίνεται, μαντεύσαντες
+ότι ήμην ξένη μοι προσέφεραν τας λέμβους των και παν ό,τι
+αναγκαίον προς υπηρεσίαν μου, ου μην αλλά δριμέως κρίνουσα περί
+αυτών εκ της σκληράς φήμης, και έχουσα πείραν των Ιταλών κλεπτών,
+προσεποιήθην ότι δεν ενόησα την νεωτέραν ελληνικήν, σφάλμα δι' ό
+ουδέποτε θέλω συγχωρήσει εμαυτήν . . . Τα των λεμβούχων και τα
+τελωνειακά μπαξίς εισίν όλως άγνωστα ενταύθα . . . Ίσως οι
+σφοδροί κατήγοροι των Ελλήνων επί του αντικειμένου τούτου
+εκφράσωσιν αμφιβολίας. Αλλ' ιδού πώς έχουν τα πράγματα· οι
+λεμβούχοι διακηρύττουσιν, ότε η απλή ευχαριστία του ν'
+αποβιβάσωσεν εις την ξηράν ξένον τινά ήτο αρκούσα αμοιβή διά τους
+κόπους του, αφού μάλιστα πληρόνονται τακτικώς έκ τινος ωρισμένου
+τιμολογίου. Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι
+προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον
+πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον
+ανάγκην των υπηρεσιών του. Μετά τούτο δε δύο αχθοφόροι έλαβον την
+αποσκευήν μου, . . . (και) ηρνήθησαν να λάβωσι το ανήκον αυτοίς,
+λέγοντες ότι ουδείς ποτέ Αθηναίος ζητεί να πληρωθή όπως πράξη το
+καθήκον του, αυτοί δε ουδέν άλλο έπραξαν ή τούτο, ιδόντες ότι
+ήμην ξένη. Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των υπαλλήλων
+του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν
+υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους
+ξένους τους επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ'
+ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα.
+Πώς σου φαίνεται, εις σε την ελληνίδα, την ζήσασαν . . . (μη
+φοβήσαι, δεν λέγω πόσα) έτη εις την Ελλάδα, η θαυμαστή αυτή
+ανακάλυψις λεμβούχων και αχθοφόρων μη δεχομένων πληρωμήν, και
+σιδηροδρομικών υπαλλήλων παρεχόντων δωρεάν εισιτήρια;
+
+Τι πρέπει άρα γε να υποθέση ο αναγινώσκων την διασκεδαστικήν
+αυτήν μυθολογίαν; ότι είνε σκόπιμον μαγείρευμα προς αποστόμωσιν
+των κατηγόρων της Ελλάδος, ή μάλλον ότι είνε αποτέλεσμα αστείας
+τινός παιδιάς φιλόφρονος μεν αλλ' ιδιοτρόπου συνοδοιπόρου, όστις
+επλήρωσεν αυτός τα μικρά έξοδα της Αγγλίδος, και της επώλησεν
+έπειτα, ότι οι αχθοφόροι, οι λεμβούχοι και ο σιδηρόδρομος δεν
+λαμβάνουσιν εν Ελλάδι πληρωμήν παρά των ξένων; Το κατ' εμέ
+υποθέτω αδιστάκτως το δεύτερον, διότι άλλως θα ευρισκόμην εις την
+δυσάρεστον ανάγκην να παραδεχθώ, ότι η φιλέλλην συγγραφεύς,
+μυθολογούσα τοιαύτα πράγματα προς τους αναγνώστας της, νομίζει
+φοβερόν πράγμα και πάσης μομφής άξιον το να πληρόνωνται οι
+λεμβούχοι και οι αχθοφόροι και οι σιδηρόδρομοι, και εν τω ακράτω
+της φιλελληνισμώ βλέπει 'ς τον ο υ ρ α ν ό φ ε γ γ ά ρ ι εν
+πλήρει μεσημβρία κατά το κοινόν λόγιον. Αλλ' ό,τι δήποτε και αν
+υποθέση τις, δεν έχει άδικον η ιταλική εκείνη παροιμία: Dagli
+amici mi guardi. Iddio che dai nemici mi guardo io, ούτε η άλλη
+εκείνη ισπανική: Quien te cubre te descubre.
+
+Ευτυχώς το βιβλίον αυτό, το οποίον, δεν αμφιβάλλω, θα συντελέση
+εις την ευθυμίαν σου πλειότερον όλων σου των ταξειδίων, δεν
+εδημοσιεύθη ακόμη αγγλιστί, και οι ευρωπαίοι, ευτυχέστεροι ημών
+και κατά τούτο, αγνοούσιν έτι τους υπέρ της Ελλάδος πανηγυρισμούς
+της συγγραφέως. Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και από βάθους καρδίας
+εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το ποτήριον
+τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα
+ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της
+Ελλάδος, ουδέ παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και
+εις βάρος της.
+
+Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν! Μας
+ξεσκεπάζουν αντί να μας σκεπάζουν, ως λέγουσιν οι Ισπανοί· και
+συμφωνώ με τους Ιταλούς, οίτινες επικαλούνται κατ' αυτών την
+προστασίαν του θεού. Πόσα ημείς ιδίως οι ταλαίπωροι Έλληνες
+επάθαμεν έως τώρα από τον άκρατον και φιλελληνικόν έρωτα πολλών
+φίλων μας! Τι να γείνη! On n' est trahi que par les siens! και
+ομοιάσαμεν πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά
+των πολλών της φιλημάτων εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος
+μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν τοιούτοι φίλοι.
+Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την
+κυρίαν F. Ε. Μ.
+
+Η'.
+
+Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα διά πολλούς και διαφόρους
+σπουδαίους λόγους, των οποίων ο σπουδαιότερος είνε, ότι δεν είχα
+τι να σου γράψω. Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω,
+της απαριθμήσεως των άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως
+ο αφελής εκείνος δήμαρχος, όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και
+δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε πυροβολισμούς επί τη ελεύσει
+του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι
+της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση ταπεινότητι,
+ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος. Ο μεγάθυμος βασιλεύς
+τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα
+λόγων· ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή
+τουλάχιστον ίση, αν όχι και ανωτέρα της βασιλικής.
+
+Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν
+σου επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον,
+πολύ περισσότερον και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς. Συ
+μεγάθυμος; κάθε άλλο! Αν είχες συ την χριστιανικήν αυτήν αρετήν,
+δεν θα μου έγραφες βεβαίως την επιστολήν, την οποίαν μου έγραψες.
+Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά σου καρδία προς
+την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των Αθηνών
+εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται
+από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν
+ευχαρίστησιν τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την
+Μείζονα Λίμνην εις την Λίμνην της Λυκέρνης. Θα περιωρίζεσο μόνον
+να καταρασθής τα πυκνά του κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ'
+ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας και του Αϋρόλου, θα
+ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου Ξενοδοχείου της
+Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των
+περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα
+εγώ εν μέσω των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην
+βέβαια με μειδίαμα ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των
+ιδικών σου διασκεδάσεων και τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου
+πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου, επί των οποίων
+έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω! Αλλά είσαι άσπλαγχνος
+και εγωιστική φύσις. Ούτε την περιγραφήν του αμιμήτου δρόμου
+παρέλειψες, όστις υπεραναβαίνων το γιγάντειον όρος διαγράφει 46
+καμπάς μόνον εντός της κοιλάδος της Τρέμολας, ούτε την εκατέρωθεν
+της οδού εστιβασμένην εξ αμνημονεύτων χρόνων και άλυτον πλέον
+χιόνα, ούτε την πρασίνην χλόην ήτις θάλλει επί του φυτικού
+χώματος, το οποίον απέθηκεν βαθμηδόν ο άνεμος επί της επιφανείας
+των χιόνων, ούτε τους καταρράκτας, οίτινες χωνευόμενοι υπό τους
+προαιωνίους πάγους, αναδύουσι μακρότερον και κατακρημνίζονται επί
+τας μελανάς των ελατών κορυφάς· ούτε τους κολοσσιαίους και
+προσηνείς σκύλους του ξενώνος του Αγίου Γοθάρδου, οίτινες σε
+έσυρον ηρέμα από της εσθήτος, ίνα λάβωσι μικράν μερίδα του
+προγεύματός σου· ούτε τας γραφικάς των ελβετίδων ενδυμασίας, ούτε
+την καταπληκτικήν Γέφυραν του Διαβόλου, ούτε του Φλύλεν την
+αμίμητον τοποθεσίαν, ούτε της λίμνης σου τα πράσινα κύματα,
+ούτε . . . . ούτε τίποτε τέλος πάντων, το οποίον ηδύνατο να
+κινήση την ζηλείαν μου και τον φθόνον μου, και να μου καταστήση
+αφορητοτέραν την εν Αθήναις θερινήν διαμονήν. Είνε φιλικόν
+αυτό; είνε εύσπλαγχνον; είνε χριστιανικόν; Ας όψεσαι εν ημέρα
+κρίσεως, ότε ο Πλάστης θα σ' ερωτήση, — και θα σ' ερωτήση
+βεβαίως, διατί εταξείδευες εις την Ελβετίαν, ότε η φίλη σου
+έμενεν εις τας Αθήνας; και διατί συ εκρύονες επί των Άλπεων, ότε
+η ταλαίπωρος εκείνη ανελύετο εις ιδρώτα εν μέση πλατεία του
+Συντάγματος;
+
+Μη νομίσης όμως, ότι δεν είχαμεν και ημείς οι Αθηναίοι τας μικράς
+μας διασκεδάσεις αυτάς τας ημέρας. Λέγω μικράς, βλέπεις, με όλην
+την πρέπουσαν μετριοφροσύνην, καθότι περί μεγάλων παρ' ημίν δεν
+πρόκειται, όσον και αν προσποιούμεθα τους μεγάλους. Εν πρώτοις
+είχαμεν πολιτικήν ανεμοταραχήν, ήτοι σάλον κοινοβουλευτικόν, ως
+λέγουσιν οι πολιτικοί. Η κυβέρνησις δηλαδή συνεκάλεσε την βουλήν,
+η βουλή απεδοκίμασε την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έδωκε την
+παραίτησίν της, έπειτα πάλιν έμεινε, διότι η αντιπολίτευσις δεν
+εσχημάτισεν άλλο υπουργείον, και επειδή η αντιπολίτευσις εφάνη
+ότι είχε και πάλιν διάθεσιν να αποδοκιμάση την κυβέρνησιν, η
+κυβέρνησις έστειλε την βουλήν όθεν ήλθεν. Εννοείς συ τίποτε από
+όλα αυτά; όχι βέβαια· ούτ' εγώ. Σε μέλει; ολίγον, αναντιρρήτως· κ'
+εμέ το ίδιον. Λέγουν τριγύρω μου, ότι τα πράγματα είνε σπουδαία·
+αλλ' όσοι το λέγουν φαίνονται ως ν' αστειεύωνται, και δεν τους
+πιστεύω. Το μόνον σπουδαίον είνε κατ' εμέ αι διακόσιαι πεντήκοντα
+περίπου χιλιάδες δραχμαί, αι οποίαι υπήρξαν το τίμημα της
+οκταημέρου εκτάκτου συνόδου της βουλής μας. Ο ταλαίπωρος
+ελληνικός λαός πληρόνει επί τέλους πάντοτε les pots cassés.
+
+Έπειτα πλην των πολιτικών είχαμεν και έν έκτακτον συμβάν, ικανώς
+κωμικοδραματικόν, το οποίον αρκετά μας συνεκίνησε και μας
+διεσκέδασεν αυτήν την εβδομάδα. Πολύ φοβούμαι, ότι εις σε δεν θα
+κάμη μεγάλην εντύπωσιν· ημείς όμως οι μικροπολίται, οίτινες δεν
+έχομεν καθ' ημέραν τοιαύτα τυχηρά, αρκούμεθα και εις τα ολίγα,
+αναλογιζόμενοι την παλαιάν παροιμίαν «όταν μη κρέας παρή και
+ταρίχω στερκτέον», την οποίαν ο υπηρέτης μου μεταφράζει «εν
+ελλείψει χαρτοσήμου καλό 'ν' και το στουπόχαρτο». Επειδή δε
+νομίζω και εγώ ότι η τυχηρά αυτή διασκέδασις ημών των
+μικροπολιτών δύναται να διασκεδάση και σε την κοσμοπολίτιδα, σου
+διηγούμαι το γεγονός. Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν θέλης,
+εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών
+του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην
+του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Θύμα δε πρόχειρον των
+φονικών του βλεμμάτων ευρέθη κόρη τις απλή και άκακος,
+δεκαπενταέτις μόλις, ήτις και καταλιπούσα τον πατρικόν οίκον,
+όπου είχεν ίσως βαρυνθή να ακούη από πρωίας μέχρις εσπέρας το
+τ ύ π τ ω τ ύ π τ ε ι ς του διδασκάλου πατρός της, — ίσως δε και
+να το αισθάνεται ενίοτε, παρηκολούθησε τον εκπορθητήν της καρδίας
+της εις μικρόν τινά εν Νεαπόλει (των Αθηνών) οικίσκον, όπου,
+αλλάξασα γραμματικήν, έκλινε το j' aime, tu aimes αντί του βαρέος
+εκείνου ελληνικού ρήματος.
+
+Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε
+τον παραπλανηθέντα ήρωά της. Ανεζητήθη λοιπόν το ερημητήριον των
+δύο περιστερών, ευρέθη μετά κόπους πολλούς, και τα πεζά της
+εξουσίας όργανα — όχι, ελησμόνησα· ήσαν και ιππείς — προσεκάλεσαν
+τον νεαρόν Άρην να παραδώση εις τον πατέρα της την νεαρωτέραν
+Αφροδίτην. Αλλά το ζεύγος το ερωτικόν, ενθυμούμενον και
+αντίγραφον ίσως το επινόημα του Σελεστίνου και του Ξαβιέρου του
+Méry, εκλείσθη και εμανδαλώθη εντός της φωλεάς του, και εδήλωσεν
+εις τους πολιορκούντας αυτό κλητήρας και στρατιώτας, ότι κατ'
+ουδένα τρόπον εννόει να χωρισθή. Εις μάτην αι παρακλήσεις των
+κλητήρων, εις μάτην αι επιταγαί της στρατιωτικής αρχής. Ο ήρως
+της κωμωδίας, προσαγορεύων από του εξώστου του ερωτικού του
+φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και
+κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και
+δυναμίτιδα και πυρ και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι
+εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά
+του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον λαιμόν της ερωτικής του
+περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . . πριν ή
+ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν
+αυτοκτονήσει διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής. Το πράγμα,
+εννοείς, εφάνη κάπως σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι
+ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον τον ήρωα. Το περιεστώς
+πλήθος έφριξε, τα όργανα της εξουσίας συνεκινήθησαν και κάπως το
+εσυλλογίσθησαν, επλατύνθη δε ικανώς ο κύκλος των περιέργων,
+οίτινες την εσπέραν εκείνην είχον προτιμήσει το εν Νεαπόλει θέαμα
+από την παράστασιν του Ά μ λ ε τ εν τω Απόλλωνι και του
+Ο ρ φ έ ω ς εν Φαλήρω. Συμβουλίου γενομένου, εκρίθη καλόν να
+αλωθώσιν οι ποιητικοί ερασταί διά του πεζοτάτου μέσου της πείνης.
+Φρουρά τακτική εστήθη προ του ερημητηρίου των δύο περιστερών, και
+περιπολίαι τακτικαί μετηλλάσσοντο εις ώρας τακτάς, προς
+ανέκφραστον διασκέδασιν των αργών Αθηναίων και των περιέργων
+γειτόνων, οίτινες ούτε Άντρον των Νυμφών εσυλλογίζοντο πλέον,
+ούτε Βουλήν, ούτε πλατείαν του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως το
+πράγμα εκοινολογήθη, η πόλις ήρχισε να συγκινήται, ο σπουδαίος
+τύπος επελήφθη του ζητήματος, και η κοινή γνώμη απήτει την
+αυστηράν του νόμου εκτέλεσιν. Αι αρχαί κατενόησαν ότι δεν
+ηδύναντο πλέον να μένωσιν απαθείς — ή και συγκεκινημένοι,
+αδιάφορον — θεαταί των γινομένων, και απεφάσισαν να προβώσιν εις
+την εξ εφόδου άλωσιν της ερωτικής ακροπόλεως. Προχθές λοιπόν την
+πρωίαν έγεινεν εν πρώτοις, κατά τα νόμιμα του πολέμου, η εις
+παράδοσιν πρόσκλησις των πολιορκουμένων. Αλλ' ο ήρως εξελθών εις
+τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς
+ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του
+διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και
+εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού
+ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον
+οίκον. Την δήλωσιν μάλιστα ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις
+παντομίμα, καθ' ην ε κ ε ί ν ο ς μεν προσήγαγε την σπάθην του
+εις τον τράχηλον ε κ ε ί ν η ς, εκείνη δε έκλεισεν εν ερωτική
+εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα
+εις την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε
+πρόσφορον να φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου. Αλλ' οι
+στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε
+διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών
+από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην
+του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και
+προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις
+τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι. Πριν ή όμως τον
+συλλάβωσι, προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την
+οδόν . . . τίνα υποθέτεις; την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού
+δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε
+απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς εις
+παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε
+διεσκέδασεν η ιστορία μου; το ελπίζω. Αν τώρα σου έλθη η
+περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον κάμουν τον παράδοξον αυτόν
+ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν έζων αλλού, θα το
+ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή.
+
+Θ'.
+
+Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1879
+
+Η κωμικοτραγική μου διήγησις της παρελθούσης εβδομάδος τόσον
+εξετάθη, ως είδες, ώστε με εμπόδισε να εκκαθαρίσω μαζή σου τον
+εβδομαδιαίον μου λογαριασμόν, και μ' αφήκε μάλιστα υπό το βάρος
+καθυστερούντων, άτινα σπεύδω να πληρώσω σήμερον, μη θέλουσα να
+μιμηθώ κατά τούτο τους μάλλον φ ο ρ ο λ ο γ ο υ μ έ ν ο υ ς
+ευδαίμονός τινος χώρας, ων αι προς το δημόσιον ταμείον οφειλαί
+αναβαίνουσι μέχρι σήμερον εις το ασήμαντον ποσόν των εβδομήκοντα
+περίπου . . . εκατομμυρίων.
+
+Και εν πρώτοις λοιπόν ας σου αναφέρω την συναυλίαν Frigeri, την
+οποίαν απηλαύσαμεν προ δεκαπέντε ημερών εν Φαλήρω. Δεν ενθυμούμαι
+τώρα, τις μοχθηρός τεχνοκρίτης έγραψέ ποτε, ότι η μουσική
+κατήντησε σήμερον θόρυβός τις ικανώς δυσάρεστος, διαφέρων παντός
+οιουδήποτε άλλου θορύβου κατά τούτο και μόνον ότι πληρόνεται
+ακριβώτερα. Αγνοώ ποία μουσική ακρόασις προεκάλεσε τον φοβερόν
+αυτόν αφορισμόν του κριτικού εκείνου· υποθέτω όμως, ότι θα ήτο
+πρώτη τουλάχιστον εξαδέλφη, αν όχι και αδελφή, της μοναδικής
+συναυλίας την οποίαν μας προσέφερεν η εν Αθήναις επίδημος ιταλίς
+αοιδός. Αι Αθήναι, βλέπεις, εξομοιούνται ολονέν προς τα μεγάλα
+κέντρα του δυτικού πολιτισμού. Αφού απέκτησαν operette ως οι
+Παρίσιοι, και season ως το Λονδίνον, και Damenorchester ως η
+Βιέννα, ήρχισαν από τινος ν' αποκτώσι και μουσουργούς επιδήμους,
+οίτινες φέρουσιν από καιρού εις καιρόν τον πλάνητα πόδα των εις
+την κλασικήν χώραν των ωραίων τεχνών, θηρεύοντες μεν ίσως και
+αυτοί τα φειδωλά κέρματα των Αθηναίων, ως οι δεκαετείς αλήται
+αρπισταί της Μεσσήνης και του Τράνι, αλλά ποθούντες ιδίως να
+προσθέσωσι κλάδον ελαίας Αττικής εις τους λοιπούς των στεφάνους.
+Ημείς δε, άνθρωποι πρακτικοί, φειδόμεθα μεν των κερμάτων, όσον
+και αν εξεχείλισαν εσχάτως εν Ελλάδι αι χάλκιναι εικόνες του
+βασιλέως ημών, αφειδούμεν όμως στεφάνων και πανηγυρισμών,
+διότι . . . die kosten ja nichts, ως λέγουσιν οι πολύ ημών
+πρακτικώτεροι γερμανοί. Ούτω θα ανέγνωσες βέβαια εις τας
+αθηναϊκάς εφημερίδας, τας οποίας σου έφερε το παρελθόν
+ταχυδρομείον, τους θριάμβους της ιταλίδος ψαλτρίας, αλλά θα
+παρετήρησες συνάμα, ότι των θριάμβων αυτών πολύ αραιοί υπήρξαν
+οι μάρτυρες. Μεταξύ αυτών υπήρξα δυστυχώς και εγώ· το δε
+μ α ρ τ ύ ρ ι ό ν μου διήρκεσε δύο περίπου ώρας. Ευτυχώς όμως
+«Ο τρώσας και πάλιν ιάσεται» λέγει η Γραφή. Το μαρτύριόν μου
+είχεν εν εαυτώ και την θεραπείαν του. Η φωνή της Κ. Frigeri ήτο
+τοσούτον μετριοφρόνως ολίγη και τόσον δειλώς οικονομική, οι δε
+συμπαραστατούντες αυτή μουσουργοί τοσούτον συμπαθώς είχον
+αποσυρθή εις τα μύχια βάθη της φαληρικής σκηνής, ίνα μη
+καταστήσωσι φαίνεται προδηλοτέραν διά της παραβολής την φωνητικήν
+ανέχειαν της ψαλτρίας, ώςτε η όλη συναυλία δεν υπερέβη την
+ευάρεστον διαπασών υποκώφου τινός μορμυρισμού, συγχεομένου
+μυστηριωδώς προς τον ήρεμον φλοίσβον των επί των άμμων του
+Φαλήρου εκπνεόντων κυμάτων.
+
+Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά
+πάθους πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα
+τόξα των επί των χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών
+ρέμβη δεν εταράσσετο· εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας
+κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα ευχαριστημένοι.
+Μόλις πού και πού η φωνή της ψαλλούσης έκρινε καλόν να βεβαιώση
+την ύπαρξίν της δι' εκτάκτου αγώνος, και κραυγή τις τότε οξεία
+μας εξήγειρε του ύπνου, ως ψυχρού λουτρού καταρράκτης επί την
+κεφαλήν οπιοφάγου κινέζου. Αλλά τα έκτακτα αυτά ήσαν σπάνια· η δε
+καθόλου της μουσικής ημών διασκεδάσεως εντύπωσις ωμοίαζε προς την
+παράδοξον εκείνην και μυστηριώδη συγκίνησιν, ην προξενεί φωνή
+εγγαστρίμυθου.
+
+Έρχομαι τώρα εις τον papa Lavergne. Τον ενθυμείσαι, τον εύσωμον
+εκείνον και φαιδρόν Ολύμπιον Δία, όστις επιδεικνύων εις την
+χορείαν του δωδεκαθέου τας ευσάρκους του κνήμας, ανεφώνει μετά
+δικαίας υπερηφανείας: et pas coton! Τον ενθυμείσαι βέβαια· τον
+εθαυμάσαμεν μαζή κατά το 1871, ότε απετέλει τον ακράδαντον στόλον
+του γαλλικού θεάτρου των Αθηνών. Τον εχειροκροτήσαμεν τότε ως
+Général Boum και ως Jupiter, ήλπιζα δε να τον χειροκροτήσω και
+εφέτος, ότε η διεύθυνσις του φαληρικού θεάτρου ενόμισε πρόσφορον
+να καρυκεύση τα μουσικά της μαγειρεύματα διά των εκ του
+παρελθόντος ευαρέστων αναμνήσεων των θεατών. Ήλθε λοιπόν και
+πάλιν και ανέβη εις το φαληρικόν σανίδωμα ο Ζευς του 1871. Πόσον
+όμως μεταβεβλημένος! Πόσον ισχνός και μαραμμένος ο ταλαίπωρος!
+Ούτε παρειαί πλέον στρογγύλαι, ούτε κνήμαι στρογγυλώτεραι, ούτε
+κοιλία στρογγυλωτάτη. Πομφόλυγες ήσαν πάντα και διερράγησαν. Και
+αυτοί νομίζω οι τρεις τέσσαρες οδόντες του π α τ ρ ό ς
+α ν δ ρ ώ ν τε θ ε ώ ν τε, οίτινες επένθουν άλλοτε εν ερημία
+την στέρησιν των αδελφών των, μετέβησαν εις εντάμωσιν εκείνων,
+και το άσμα του εφετεινού Διός ήτο άναρθρός τις φωνή, βαρεία μεν
+ως πάντοτε και ηχηρά, αλλά τίποτε περιπλέον. Φαντάσου την
+απογοήτευσιν των παλαιών του θαυμαστών. Φαντάσου δε και την λύπην
+αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν
+η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος,
+ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη
+από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!
+Αστείος τις, αλλά σκληροκάρδιος και απαθής προς το φοβερόν αυτό
+δυστύχημα του φαληρικού Ολύμπου, είπεν, ότι εις το νέον του
+violon θα εννόησεν ο Ζευς πόσον τερπνόν ήτο και προτιμότερον το
+violon του Ορφέως. Το λογοπαίγνιον είνε άσχημον, ως βλέπεις, και
+διά τον δυστυχή Lavergne ήτο πολύ ασχημότερον. Ευτυχώς ευρέθη,
+φαίνεται, θεός τις από μηχανής ισχυρότερος του Διός, και
+απεφυλάκισε τον νεφεληγερέτην. Τον έχομεν λοιπόν και πάλιν,
+μέχρις ου φυτρώση κανείς άλλος δανειστής.
+
+Ιδού εξώφλησα τα καθυστερούντα μου, και μεταβαίνω εις τον
+τ ρ ε χ ο ύ μ εν ον, ως λέγουσιν οι έμποροι. Επειδή δε είπα την
+λέξιν τρεχούμενος, ηξεύρεις ποία είνε σήμερον η π λ έ ο ν
+τ ρ ε χ ο ύ μ ε ν η δ ι α σ κ έ δ α σ ι ς (μεταφράζω κατά τον
+συρμόν l' amusement le plus courou) των Αθηνών; Η Lilly, αγαπητή
+μου. Συ δεν γνωρίζεις βέβαια την Lilly· δυστυχής θνητή! Η Lilly,
+φιλτάτη, είνε χαριτωμένη τις Αγγλίς, τραγουδίστρια των εν υπαίθρω
+σκηνών, ολίγον χορεύτρια, κάπως μίμος, πολύ πολύ όμως εύμορφη, και
+πολύ περισσότερον ευμελής και εύσωμος. Διά να εννοήσης δε πόσον
+είνε εύσωμος η νέηλυς αοιδός του Κήπου των Μουσών, αρκεί να σου
+αναφέρω, ότι κυρία τις πρό τινων ημερών καθημένη πλησίον μου, —
+ομοιάζουσα δε, σημείωσε καλώς, τσίρον της περυσινής εσοδείας, —
+δεν ηδυνήθη να καταστείλη την ιεράν της αγανάκτησιν, βλέπουσα τας
+τορνευτάς κνήμας της Αγγλίδος διαγραφομένας υπό το ροδόχρουν της
+πλέγμα. «Αχ! τι εντροπή!» ανεφώνησεν· εγώ δε εμειδίασα εις
+απάντησιν, συλλογιζομένη, ότι η τόσον αιδήμων γείτων μου είνε
+τακτική φοιτήτρια του φαληρικού θεάτρου, και ότι πολλάκις είδε
+και την Perichole και την Jolie Parfumeuse, και τας λοιπάς
+ευωδίας του εφετεινού μας θιάσου. Η Αγγλίς λοιπόν αυτή
+εγκατεστάθη εφέτος εις έν των επτά Άντρων, άτινα εφύτρωσαν ένθεν
+και ένθεν της ξηράς κοίτης του Ιλισσού, και μετέβαλον, ως λέγει
+ενθουσιώδης τις φίλος μου, το μέρος εκείνο της πόλεως εις άλλα
+Champs Elysées. Ψάλλει αγγλιστί ελαφρά τινα ασμάτια, εις τα
+οποία αναμιγνύει πού και πού και γερμανικάς ή γαλλικάς επωδούς,
+και διά του απλού αυτού μέσου καταμαγεύει εις τοιούτον βαθμόν
+τους ακροατάς της, ώστε ηρημώθησαν πέριξ και Άντρον των Νυμφών,
+και Απόλλων και γερμανικοί θίασοι, και Γιαννούλα — είνε η
+σμυρναία αοιδός του αμανέ, περί ης άλλοτε θα σου γράψω — και
+αθρόος ο κόσμος συρρέει καθ' εσπέραν εις τους αναριθμήτους —
+ολίγους όμως σκάμνους του θεάτρου, και συνωθείται ίνα καταλάβη
+θέσιν παρέχουσαν και εις τα ώτα και εις τους οφθαλμούς συγχρόνως
+τέρψιν. Το κύριον δε θέλγητρον της Lilly δεν είνε ούτε το μέτριον
+άλλως άσμα της, ούτε αι υπέρ το μέτριον κνήμαι της, αλλ' η χάρις
+του αναστήματος και της αναβολής αυτής, το εμμελές και αρμονικόν
+των κινήσεών της και η περί την ενδυμασίαν της άπειρος τέχνη.
+Αδύνατον να την υπολάβη τις Αγγλίδα, πριν ανοίξη το στόμα της.
+«Έπιε νερόν του Σηκουάνα η Αγγλίς αυτή», μ' έλεγεν ο ίδιος
+εκείνος φίλος μου, και νομίζω ότι δεν είχεν άδικον. Φαντάζεσαι
+τώρα ευκόλως, εις ποίας υπερβολάς ωθεί καθ' εσπέραν ο
+ενθουσιασμός το ευφάνταστον και ενθουσιώδες κοινόν των Αθηνών. Αι
+φιλοφροσύναι γίνονται μεγαλοφώνως διά λόγων και σχημάτων, τα
+επιφωνήματα του θαυμασμού ομοιάζουσιν ενίοτε με βρυχηθμούς, αι
+ανθοδέσμαι δε και αι περιστεραί βρέχουσι κατά κεφαλής της Lilly,
+ήτις ουδεμίαν συνήθως αισθάνεται δυσκολίαν να ανταποδίδη
+μεγαλοφώνως επίσης και εκφραστικώτατα τας φιλοφρονήσεις των
+θυμάτων της. Περί του συντρόφου της Lavator, κοινοτάτου κωμικού,
+τις οίδε τινος ιπποδρόμου της Ευρώπης, ουδέ λόγος δύναται να
+γείνη, ειμή μόνον ότι είνε σύζυγος της Lilly, — ως λέγει.
+
+Δεν εξακολουθώ την επιστολήν μου σήμερον, διότι η συνέχεια θα ήτο
+λυπηρά. Προτιμώ να σου μείνω και πάλιν χρεώστης.
+
+Ι'.
+
+Εν Αθήναις, τη 2 Αυγούστου 1879.
+
+Ανέβης λοιπόν εις το Ρίγι και δεν ετρόμαξες! Ανερριχήθης διά
+τολμηράς και παραδόξου σιδηροδρομικής τροχιάς εις δύο χιλιάδων
+περίπου ποδών ύψος, και ούτε ζάλην ησθάνθης, ούτε ιλιγγίασιν,
+ούτε φόβον! Καλόν σημείον. Θα ειπή, ότι το νευρικόν σου σύστημα
+εδυναμώθη, ότι η επισφαλής εκείνη υγεία σου, — ήτις ως
+ενθυμείσαι, δεν ενέπνεεν εις τους φίλους σου τόσους φόβους, όσους
+εις σε, — ανέλαβε πάλιν. Δεν ηξεύρω κατά πόσον συνετέλεσεν εις
+τούτο η περιηγητική σου θεραπεία· έχω όμως τον εγωισμόν να
+νομίζω, ότι και τα ιδικά μου γράμματα ενήργησαν κάπως προς το
+ευάρεστον αυτό αποτέλεσμα. Δεν δύνασαι τουλάχιστον να μου
+αρνηθής, ότι συμμορφουμένη ακριβώς προς τας οδηγίας σου,
+προσεπάθησα μέχρι τούδε πάση δυνάμει να φαιδρύνω τας ώρας της
+ξενητείας σου, ότι απέφυγα επιμελώς πάσαν αφήγησιν και πάσαν
+περιγραφήν δυναμένην να λυπήση τον πατριωτισμόν σου, και ότε η
+αττική εκείνη αύρα, την οποίαν κατά τας ποιητικάς απαιτήσεις σου
+προσεπάθουν να αποταμιεύω εκάστην εβδομάδα εντός των επιστολών
+μου, περιείχεν ικανήν ποσότητα σκοπίμου φαιδρότητος. Σημείωσε δε,
+ότι θα περιείχεν ακόμη περεσσοτέραν, αν μου επέτρεπες να
+αναμιγνύω ενίοτε εις την σκευασίαν μου και μικρόν τι srupulum
+κακολογίας, και να σου διηγώμαι παραδείγματος χάριν . . . πλην
+δεν το θέλεις, μου το απηγόρευσες. N' en parlons plus.
+
+Δι' αυτόν τον λόγον κ' εγώ απέφυγα να σου αναγγείλω διά της
+παρελθούσης μου επιστολής λυπηράν τινά είδησιν, και σου έμεινα
+και πάλιν χρεώστης, περιμένουσα να την μάθης παρά των εφημερίδων
+πρώτον και κατόπιν παρ' εμού. Δεν θα έχη μεν πλέον το θέλγητρον
+του νέου, αλλά τοσούτων νέων θέλγητρον ας μην έχη ποτέ κανέν μου
+γράμμα. Ναι, φίλη μου, και σήμερον έτι, ότε παρήλθον ήδη δέκα
+ημέραι από του απαισίου γεγονότος — και ηξεύρεις πόσα και ποία
+πράγματα ψυχραίνονται συνήθως και λησμονούνται παρ' ημίν εντός
+δέκα ημερών, — και σήμερον έτι έχω βαρυαλγή την καρδίαν, όχι
+πλέον αναγγέλλουσα αλλά γράφουσα και εγώ, ότι ο ποιητής
+Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απέθανεν. Είμαι δε βεβαία, ότι και εις σε
+την αυτήν λύπην θα προξενήσωσιν αι ολίγαι αύται σειραί, όσην σου
+επροξένησε το πρώτον του θανάτου άγγελμα, και ότι το δάκρυ το
+οποίον θα θολώση και πάλιν τους οφθαλμούς σου δεν θα ήνε
+ολιγώτερον θερμόν εκείνου, όπερ εστάλαξεν επί της πρώτης εντύπου
+αγγελίας του δυστυχήματος, την οποίαν σου έφεραν αι εφημερίδες.
+Είχαμεν και αι δύο το ευτύχημα να γνωρίσωμεν εκ του πλησίον τον
+ευγενή εκείνον άνδρα· και αν οι πολλοί πενθούσι σήμερον την
+μεγάλην και πρόωρον απώλειαν, ην υπέστησαν τα ελληνικά γράμματα
+διά του θανάτου ενός των καλλιτέρων λυρικών ποιητών της νέας
+Ελλάδος, ημείς πενθούμεν συγχρόνως και το άωρον τέρμα του βίου
+ανδρός ευγενούς και υψηλόφρονος, ούτινος η μεγάλη και ευπαθής
+καρδία, πλήρης φλογερού και δυσαπαλλάκτου πατριωτισμού, διερράγη
+επί τέλους μοιραίως υπό την βιαιότητα των παλμών της. Ο
+Βαλαωρίτης, ως ήξευρες, έπασχεν από πολλού βαρύ καρδιακόν νόσημα,
+ούτινος ουδ' αυτόν τον ίδιον διέφευγεν η σπουδαιότης. Από καιρού
+ήδη δεν κατεκλίνετο πλέον, και μόλις που κατώρθονε να κλείη τα
+βεβαρημένα του βλέφαρα ανακύπτων επί βραχείας ώρας εις το
+ανάκλιντρόν του. Η σωματική αυτή βάσανος είχεν εμπνεύσει
+αναγκαίως εις τον ταλαιπωρούμενον ποιητήν της Κ υ ρ ά
+Φ ρ ο σ ύ ν η ς βαρύθυμόν τινα μισοκοσμίαν· διά τούτο δε φεύγων
+πάσαν κοινωνικήν αναστροφήν, είχεν αποσυρθή εις την παρά
+τα γαλανά της Λευκάδος ύδατα εκτεινομένην ωραίαν εξοχικήν του
+έπαυλιν, και εμόναζεν εις την Μ α δ ο υ ρ ή ν του. Εκεί, θεώμενος
+από των παραθύρων του τα μελανά της Ακαρνανίας όρη και βαθύτερον
+τας κυανάς κορυφάς του Ζυγού, αναπνέων την βαλσαμώδη αύραν, ήτις
+προσέπνεεν από τας ελάτας των ηπειρωτικών βουνών και από τα βάθη
+του Αμβρακικού κόλπου, αναπολών την αιματηράν ιστορίαν του Αλή-
+Πασσά και τα καρυοφίλια των αρματωλών, ανέπλαττεν εν εκστάσει της
+Φροσύνης τον έσχατον στεναγμόν, πνιγόμενον υπό τα κύματα της
+Λίμνης, και τους άθλους των Σουλιωτών επί των βράχων της Κιάφας·
+έβλεπε το οικτρόν φάσμα του Θανάση Βάγια, και την σεμνήν μορφήν
+του Σαμουήλ, ανατινάσσοντος το Κ ο ύ γ κ ι εις τον αέρα, και
+έτεινεν άπληστον το ους, οιονεί προς μακρυνήν τινα και μυστηριώδη
+μελωδίαν, προς την αρμονικήν λαλιάν των κλεφτών, την οποίαν μετά
+τοσαύτης θρησκευτικής ευλαβείας απεταμίευσεν εις τα ποιήματά του.
+Ενίοτε η έκστασις εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη
+μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο
+εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας έφερεν εις Αθήνας
+νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια δυστυχώς τα
+ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει
+και ωνειρεύετο. Ωνειρεύετο, φευ! ό,τι δεν του εχάρισεν η μοίρα να
+ίδη πραγματοποιούμενον. Ωνειρεύετο τα Γ ι ά ν ν ε ν ά του
+ελεύθερα· ωνειρεύετο νέον προσκύνημα εις την ηρωικήν εκείνην γην,
+της οποίας υπήρξεν ο ψάλτης· ωνειρεύετο ά σ μ α κ α ι ν ό ν
+ως τέρμα των παλαιών του ασμάτων, ωνειρεύετο να εορτάση το Πάσχα
+εκεί, όπου ενηστεύθη τεσσάρων αιώνων τεσσαρακοστή. Αλλ' ο θάνατος
+έκοψε τα όνειρα του ποιητού, και το αρρενωπόν του άσμα δεν θα
+πανηγυρίση της Ηπείρου την ελευθερίαν. Όταν εκεί ποτε την
+αιματοβαφή σημαίαν αντικαταστήση η κυανόλευκος και ο σταυρός την
+ημισέληνον, όταν τείνη ένθους η Ήπειρος το ους προς την Λευκάδα,
+ίνα ακούση την γνώριμον φωνήν πανηγυρίζουσαν την χαράν της, η
+Λευκάς θα μείνη βωβή, και τα κύματα της μόνον, εκπνέοντα εις της
+Πρεβέζης τον αιγιαλόν, θα φλοισβίσωσι πενθίμως, ότι . . . ο
+Βαλαωρίτης δεν ζη πλέον.
+
+Συγχώρει, αν δεν σου γράφω σήμερον περισσότερα και φαιδρότερα.
+Άφες την συγκίνησίν μου αμιγή, και ας μείνη και η ιδική σου
+τοιαύτη.
+
+ΙΑ'.
+
+Εν Αθήναις τη 8 Αυγούστου 1879
+
+Τίποτε σχεδόν άξιον λόγου δεν έχω να σου αναγγείλω εξ Αθηνών
+αυτήν την εβδομάδα, και εντρέπομαι τη αληθεία, όχι εννοείται εις
+λογαριασμόν μου, αλλ' εις λογαριασμόν της ελληνικής μεγαλοπόλεως
+διά την νεολογικήν αυτής πτωχείαν. Και όμως αι Αθήναι ως και
+άλλοτε σου έγραψα, μεγαλύνονται ολονέν, μεγαλύνονται και
+αυξάνουσι, το δε μέτρον του σημερινού των μεγαλείου σου παρέχει
+τούτο και μόνον το γεγονός, ότι η πρωτεύουσα του ελληνικού
+βασιλείου θα εκλέξη εφέτος, κατά τας προσεχείς βουλευτικάς
+εκλογάς, όχι πλέον έξ, ως μέχρι τούδε, αλλά οκτώ αντιπροσώπους.
+Δεν δύνασαι, πιστεύω, να μου αρνηθής, ότι τούτο είνε πρόοδος,
+πρόοδος αληθινή και αδιαφιλονείκητος, την οποίαν ουδ' αυτοί της
+Ελλάδος οι εχθροί δύνανται ν' αρνηθώσιν. Ημπορεί τις ίσως, αν ήνε
+μάλιστα φύσει δύσκολος άνθρωπος, φιλόψογος και μεμψίμοιρος, να μη
+παραδέχεται ως εκφανή μαρτύρια της αναπτύξεως και προόδου των
+Αθηνών, κατά την τελευταίαν από του 1870 δεκαετίαν, τον
+εγκληματισμόν του γαλλικού θεάτρου παρ' ημίν, την εισαγωγήν των
+raoûts και των αθώων questions, τας μονομαχίας χάριν ενός
+μανδηλίου μιας γαλλίδος ηθοποιού, τους bals costumés, την Lilly
+και άλλα πολλά πειστικώτατα εν τούτοις τεκμήρια, μαρτυρούντα ότι
+αι Αθήναι δεν δύνανται να κοιμηθώσιν από την ζηλοτυπίαν των,
+ακούουσαι ότι οι Παρίσιοι ονομάζονται ενίοτε nouvelle Athènes,
+και προσπαθούσι να γίνωσι Παρίσιοι διά να ήνε άξιαι του ονόματός
+των. Όλα αυτά φιλονεικούνται ίσως και δύνανται να φιλονεικηθώσι.
+Δύναται τις ίσως μάλιστα· και να ισχυρισθή, ότι αι Αθήναι
+απέχουσιν έτι πολύ των Παρισίων, διότι που combles ακόμη
+και . . . . πολλά άλλα πράγματα. Τις όμως, σε παρακαλώ, θα
+διαμφισβητήση, ότι δεν προώδευσε και δεν ανεπτύχθη καταπληκτικώς
+πόλις, ήτις μετά ένα περίπου μήνα θα έχη οκτώ ε κ λ εκ τ ο ύ ς —
+δηλ. βουλευτάς — εκ τριάκοντα περίπου κ λ η τ ώ ν ήτοι υποψηφίων,
+ενώ είχε τέσσαρας μόνον κατά το 1860, πέντε κατά το 1865 και έξ
+κατά το 1871; Φαντάσου επί στιγμήν, ότι μετά ένα αιώνα, αν τα
+πράγματα θεού ευδοκούντος βαίνωσιν ως βαίνουσι, και αι Αθήναι μας
+προοδεύσωσιν ως προοδεύουσι, θα έχωσι των εγγόνων μας οι εγγονοί
+τ ρ ι ά κ ο ν τ α τουλάχιστον βουλευτάς! Δεν ζηλεύεις την δόξαν
+των; και δεν λυπείσαι και συ φοβερά, ως εγώ λυπούμαι ενίοτε, ότι
+εγεννήθης εκατόν έτη πρωιμώτερα παρ' ότι έπρεπε; Φαντάσου
+τριάκοντα αντιπροσώπους, μεριμνώντας ημέραν και νύκτα περί της
+ευημερίας και προόδου της κλεινής πόλεως, ωχρούς εκ των
+πατριωτικών των αγρυπνιών και ισχνούς εκ της από του βήματος
+ρητορείας των, μη τρώγοντας, μη πίνοντας, μηδέ κοιμωμένους χάριν
+του κοινού καλού, — και ειπέ μου, σε παρακαλώ, αν μετά εκατόν έτη
+δεν θα δικαιούνται να λέγωσιν οι απόγονοί μας, παρωδούντες το
+μασσαλιωτικόν λόγιον: si Paris avait trente députés serait une
+petite Athènes. Μη αμφιβάλλης δε περί τούτου. Αι Αθήναι έχουσι
+μέλλον, και ευδαίμονες εκείνοι δι' ους το μέλλον αυτό θα ήνε
+παρόν. Σήμερον όμως, μ' όλον το σχετικόν των μεγαλείον και τους
+προσεχείς οκτώ των βουλευτάς, είνε δι' εμέ Σαχάρα αυχμηρά, όθεν
+δεν ευρίσκω να συλλέξω προς ψυχαγωγίαν σου ουδέ το ελάχιστον
+ειδησείδιον. Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας
+και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα
+πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και
+πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι. Ήρκει μόνον να σου
+περιγράψω την εκλογικήν εκστρατείαν των υποψηφίων μας βουλευτών,
+τα γλυκερά των μειδιάματα, τας μελισταγείς των θωπείας και τας
+χονδράς των υποσχέσεις, αίτινες κατά τούτο και μόνον διαφέρουσιν
+από τας υποσχέσεις των εκλογέων, ότι είνε κάπως μεγαλείτεραι κατά
+το περιέχον και κενότεραι επομένως κατά το περιεχόμενον. Ήρκει να
+σου εκθέσω εν συνόψει τα περί εκλογικών συνδυασμών μυστικά
+διαβούλια των επαρχιακών υποψηφίων, άτινα εν τούτοις γίνονται εν
+Αθήναις, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να ερωτηθώσι κάπως και οι
+μέλλοντες ψηφοφόροι, οίτινες κατατίθενται απλώς εις την μέλλουσαν
+εκλογικήν εταιρείαν, ως κατατίθενται εις κερδοσκοπικόν τινα
+εμπορικόν συνεταιρισμόν εκατόν δέματα βακαλάου, είκοσι βαρέλια
+σακχάρεως και πεντήκοντα κάσσαι πετρελαίου. Ήρκει τέλος να κάμω
+μαζή σου μικρόν τινα περίπατον εις την αγοράν και τας οδούς των
+Αθηνών, και να διασκεδάσωμεν ομού, θεωρούσαι αδιακρίτως εις τα
+βάθη των υπογείων οινοπωλείων, όπου θα εβλέπαμεν τον μελανόν
+επενδύτην προστριβόμενον οικείως εις την λιπαράν εφεστρίδα του
+χωρικού, το στίλβον υπόδημα πατούμενον εν φιλική διαχύσει υπό του
+λασπωμένου τσαρουχίου, και τους γλαφυρούς δακτύλους κομψού τινος
+υποψηφιδίου θωπεύοντας τον πιναρόν τράχηλον οινοβαρούς εκλογέως.
+Αλλ' αυτά ως προείπα είνε πολιτικά, και ειξεύρω ότι δεν τα
+νοστιμεύεσαι. Αν τουλάχιστον ενοστιμεύεσο τα διασκεδαστικά μεν
+αλλά κάπως κακολόγα ανέκδοτα, άτινα τοσάκις ρητώς μου
+απηγόρευσες, θα σου διηγούμην πολλά περίεργα της εβδομάδος ταύτης
+σκάνδαλα. Αλλά συ λέγεις· Ο υ α ί όχι μόνον δ ι' ο υ αλλά και
+ε ι ς ο ν τ ο σ κ ά ν δ α λ ο ν έρχεται, και πτύεις εις τον
+κόλπον σου τρις και σταυροκοπείσαι προς την κακολογίαν.
+
+Ανατρέχω λοιπόν εις τα παλαιά, καταβαίνω μαζή σου εις Φάληρον,
+εις το μέγα και πολύ Φάληρον, το οποίον κατήντησε πλέον ανάγκη
+εις διασκέδασιν του καλού κόσμου των Αθηνών, και σε οδηγώ εις
+μίαν των πρώτων παραστάσεων των Cloche de Corville. Το κωμικόν
+αυτό μελόδραμα, το οποίον υπήρξε πέρυσι, κατά την Παγκόσμιον
+έκθεσιν των Παρισίων, έν των μεγίστων θελγήτρων του παντοδαπού
+εκείνου πληθυσμού, όστις συρρέει εις την νέαν Βαβυλώνα, ίνα
+δαπανήση τερπνότερον τα αποταμιεύματά του, εδόθη κατ' ανάγκην
+εφέτος και από του φαληρικού θεάτρου, ως επεκράτησε να ονομάζεται
+το επί των άμμων του Φαλήρου εστημένον ξύλινον παράπηγμα. Λέγω
+κ α τ' α ν ά γ κ η ν, διότι εννοείς πολύ καλά, ότι δεν ήτο
+δυνατόν να μη χειροκροτήσωσιν αι Αθήναι πράγμα το οποίον
+εχειροκρότησαν οι Παρίσιοι. Εχειροκρότησε λοιπόν και επεδοκίμασεν
+ενθουσιωδώς το αθηναϊκόν κοινόν το χ α ρ ι έ σ τ α τ ο ν αυτό,
+ως ωνομάσθη, μελόδραμα, και το εχειροκρότησε μάλιστα όπως ουδ'
+εις τους Παρισίους αυτούς εχειροκροτήθη. Οι σκαιοί παρισινοί, ως
+τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδέποτε κατώρθωσαν να εννοήσωσι και
+εκτιμήσωσι την κομψήν εκείνην χάριν, μεθ' ης ανατρέπει την
+τράπεζαν του ο είς των τριών γραφέων εν αρχή της τρίτης πράξεως,
+και συνανατρέπεται μετ' αυτής κυλιόμενος επί της σκηνής. Ημείς
+όμως εξετιμήσαμεν εις το Φάληρον και την δραματικήν του γεγονότος
+τούτου σπουδαιότητα, και την ρυθμικήν αυτού χάριν και την νοήμονά
+του εκτέλεσιν. Διά τούτο δε και το εχειροκροτήσαμεν, και την
+επανάληψιν του εζητήσαμεν, και ο ταλαίπωρος Frederic ηναγκάσθη να
+πέση εκ νέου και να κυλισθή εκ δευτέρου επί της σκηνής εν μέσω
+ραγδαίων χειροκροτημάτων. Ότε όμως το ενθουσιώδες κοινόν εζήτησε
+και την εκ τρίτου επανάληψιν του σκηνικού εκείνου επεισοδίου, ο
+δυστυχής γραφεύς είχε, φαίνεται, βαρυνθή την κάπως κουραστικήν
+αυτήν διά την ράχιν του διασκέδασιν, και παρελθών εις το
+προσκήνιον, είπεν ευσεβάστως εις τους θαυμαστάς του: «Si ces
+messiers ne sont pas contents, je n' en suis pas non plus». Το
+κοινόν τότε ευχαριστήθη και ησύχασεν, αρκεσθέν εκόν άκον εις τα
+μουσικά του έργου θέλγητρα. Τα θέλγητρα ταύτα λέγονται πολλά και
+ποικίλα υπό του κοινού. Το κατ' εμέ δεν ηξεύρω αληθώς πώς να σου
+παραστήσω την εντύπωσιν, ην μοι επροξένησε το παράδοξον αυτό
+μουσικόν έργον. Δεν ομιλώ περί του είδους της δραματικής μουσικής
+εις την οποίαν ανήκει, διότι δεν κατώρθωσα να το κατατάξω. Ούτε
+σπουδαίον μελόδραμα είνε, ούτε εις την ιταλικήν opera buffa
+ανήκει, ούτε opéra comique γαλλική δύναται να ονομασθή, ούτε
+οφφεμπαχιάς είνε καθαρά. Είνε κάτι τι αμφίβιον και hybride,
+ετερόκλιτον και χιμαιροειδές. Είνε είδος τι μωσαϊκού αλλοκότου,
+ευάρεστον μεν εν συνόλω ως εκ της ποικιλίας των χρωμάτων και της
+συμπλοκής των αραβουργημάτων του, μη έχον όμως οιονδήποτε
+σχέδιον, ουδέ σκοπόν, ούτε ιδέαν, ούτε αναλογίας, ούτε
+φωτοσκίασιν. Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη
+τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν,
+όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς
+Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ
+και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το
+γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.
+Αι πλείσται των μουσικών του φράσεων είνε ράκη γνωστών παλαιοτέρων
+μελωδιών, επιδεξίως όμως συνερραμμένα εις τριβώνιον πολύχρωμον,
+το οποίον θαμβόνει την όρασιν και την ευχαριστεί εφ' ικανάς
+στιγμάς. Η εκτέλεσίς του δεν υπήρξε κακή· πολλοί μάλιστα
+διατείνονται ότι ήτο εξαίρετος. Σημείωσε όμως, ότι εις τους
+πολλούς τούτους κατατάσσονται οι όχι ολίγοι θαυμασταί των
+εφετεινών μας υψιφώνων κυριών, οι πωληταί των ανθοδεσμών και οι
+πτηνοπώλαι, νομίζω, ακόμη, οι προμηθεύοντες τας περιστεράς, όσαι
+ρίπτονται καθ' εσπέραν εις την σκηνήν, ως τρυφεροί ερμηνείς του
+ενθουσιασμού θεατών τινων.
+
+ΙΒ'.
+
+Εν Αθήναις τη 19 Αυγούστου 1879.
+
+Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου,
+ότι δεν έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ
+έχεις ανάγκην συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου
+ήτο πληρωμή της ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική.
+Αφορμή της σιωπής μου ήτο άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η
+αμέλεια. Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει
+την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την
+εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν
+ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου
+εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω
+την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα. Σ' ενθυμήθην,
+ενθυμήθην το χρέος μου, αλλ' αδύνατον ήτο να κρατήσουν οι
+δάκτυλοί μου τον κάλαμον. Ο χάρτης έμενεν εμπρός μου λευκός, η
+χειρ μου κατέπεσεν αδρανής, εχασμήθην, και . . . Αλλ' αρκεί·
+κινδυνεύω να πάθω και τώρα τα ίδια, περιγραφούσα την παλαιάν μου
+κατάστασιν. Η ανάμνησις μόνη του παλαιού εκείνου και ηδονικού
+χασμήματος διαστέλλει και πάλιν τας σιαγόνας μου εις χάσμημα
+νέον. Σήμερον όμως έχω θέλησιν. Αφίνω τον κάλαμον επί στιγμήν·
+εγείρομαι, κάμνω δύο τρία βήματα εις το δωμάτιόν μου, πίνω έν
+ποτήριον ύδατος ψυχρού και διαυγούς — από το φρέαρ της οικίας
+μου, σημείωσε, διότι το ύδωρ της πόλεως δεν πίνεται πλέον — και
+αναλαμβάνω την εργασίαν μου, διότι αλλέως, αν σ' άφινα και αυτήν
+την εβδομάδα χωρίς επιστολήν, δεν ηξεύρω τι ήθελες μου ψάλει την
+επομένην.
+
+Έλα, λοιπόν, πηγαίνωμεν ομού εις το Άντρον των Νυμφών, να
+ακούσωμεν την Ειρήνην ψάλλουσαν. Σου την είχα ονομάσει
+Γ ι α ν ν ο ύ λ α ν εις μίαν των προηγουμένων μου επιστολών,
+αλλ' έκαμα λάθος και σπεύδω να το διορθώσω. Γ ι α ν ν ο ύ λ α
+είνε το άσμα και όχι η αοιδός, καθώς θα ιδής μετ' ολίγον.
+Εισερχόμενα λοιπόν και πάλιν εις το πολυπαθές εκείνο Άντρον, όπου
+προ δύο περίπου μηνών ηκούσαμεν υλακτούσας τας γερμανικάς χάριτας.
+Ο θίασος εκείνος ο γερμανικός κατέλιπεν ήδη προ ενός περίπου μηνός
+την σκηνήν, επί της οποίας δεν κατώρθονε, φαίνεται, ν' ανανεώση
+τους παλαιούς του θριάμβους, και μετεκομίσθη με όλα του τα τύμπανα
+και τα κρόταλα εις τον παρά τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+φυτρώσαντα εντός του ρεύματος Κήπον του Παρθενώνος. Την θέσιν του
+δε κατέλαβε συμμιγής τις άλλη, ωδική και μιμική και χορευτική
+συγχρόνως, εταιρεία, εξ Ελλήνων συνάμα και Ιταλών και Ανατολιτών
+προχείρως συγκροτηθείσα. Ο θίασος δε ούτος ο ποικίλος και
+αστειότατος — χωρίς να το θέλη, εννοείται, — ορχήστραν του έχει
+ένα και μόνον Άτλαντα, δέροντα ευσυνειδήτως καθ' εσπέραν επί
+πέντε συνεχείς ώρας παράφωνον κλειδοκύμβαλον, ούτινος η ηλικία
+τουλάχιστον επέβαλλε πλειότερον σεβασμόν (ή ανασκοπήν ως λέγουσι
+σήμερον), και αδάμαντά του την σμυρναίαν Ειρήνην, ήτις τετράκις ή
+πεντάκις της εσπέρας εναλλάσσει το τουρκικόν σ α β α ί προς το
+βαρύ και παθητικόν μέλος δημοτικού τινος άσματος. Το πλείστον
+μέρος των θεατών έρχεται ν' ακούση αυτάς ιδίως τας ανατολικάς της
+Ειρήνης μελωδίας, μονοτόνους μεν ως επί το πολύ αλλ' οικείας όμως
+εις τα ώτα των ακροατών, συνοδευομένας δε δι' ενός βιολίου υπό
+σμυρναίου μουσικού, και υπ' αυτής της αοιδού διά παραδόξου τινός
+οργάνου, πολλήν έχοντος την ομοιότητα προς το γερμανικόν Zither.
+Δι' αυτόν δε τον λόγον είνε συνήθως το κοινόν του Άντρου ικανώς
+συμμιγές, ουδ' αποπνέει ως επί το πολύ αρώματα του Lubin και του
+Atkinson. Υπάρχουσιν όμως μεταξύ αυτού και θεαταί ευρωπαϊκωτέραν
+έχοντες την καλαισθησίαν, οίτινες τέρπονται πλειότερον εκ της
+βραχνής κραυγής κολοσσιαίου τινός βαρυτόνου, περιφερομένου εις
+την σκηνήν και παθητικώτατα χειρονομούντος μονωδίαν τινα του
+Trovatore, ή εκ του οξέος συριγμού μελιταίας τινός υψιφώνου, ην η
+πρασινοπόρφυρος ενδυμασία της μεταβάλλει εις αληθή χρυσομυίαν, ή
+εκ των στερεοτύπων μορφασμών του αλευρωμένου προσώπου ηλιθίου
+τινός pagliaccio, ή τέλος και εκ των χαριεστάτων δύο
+αυτοχειροτονήτων χορευτριών, αίτινες ουδεμίαν έχουσι δυσκολίαν να
+περιφέρωσι τον δίσκον των εις το κοινόν χωρίς να προσθέτωσιν
+ο,τιδήποτε εις την στοιχειώδη αυτών ενδυμασίαν, συνοδευόμεναι
+όμως πάντοτε υπό δεκαετούς τινος βρακοφόρου και ανυποδήτου
+κ ι σ λ ά ρ - α γ ά.
+
+Αλλ' αυτά αποτελούσι το αστείον μέρος της παραστάσεως. Το
+σπουδαίον και ικανώς άξιον προσοχής αποτελεί το ανατολικόν άσμα
+της Ειρήνης. Ηξεύρω, ότι η μουσική αυτή δεν σ' ενθουσιάζει τόσον
+όσον τον Κ. Ducoudray. Σου φαίνεται, ως πολλάκις μου είπες,
+φοβερά μονότονος και παντελώς άρρυθμος, ίσως δε δεν έχεις και
+πολύ άδικον. Σημείωσε όμως, ότι δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον,
+διότι τα ανατολικά μέλη είνε ικανώς μονότονα και άρρυθμα,
+απαραίτητον είνε, όπως ευαρεστήσωσι, να άδωνται υπό ψάλτου, όστις
+και φωνήν ιδία προς τούτο πεπλασμένην να έχη, και να αισθάνεται
+βαθέως, και ησκημένος να ήνε διά μακρών.
+
+Τότε με συγκινεί πολλάκις η ανατολική μελωδία μέχρι μυχών της
+καρδίας μου· η μονότονος εκείνη, η κατ' ε λ ά σ σ ο ν α
+τ ό ν ο ν (minore) αδιακόπως φερομένη, αλλ' εντέχνως όμως
+ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμού μουσική φράσις μου προξενεί
+ανέκφραστόν τινα αλλά γλυκείαν βαρυθυμίαν, και το ους μου όχι
+μόνον δεν κουράζεται υπό του βαρέως συρομένου ρυθμού, όστις ούτε
+τέλος έχει πολλάκις ούτε αρχήν, αλλά τον παρακολουθεί τουναντίον
+ευαρέστως, και όταν το άσμα παύση, τον παρατείνει πολλάκις δι'
+ενδομύχου τινός και μυστηριώδους ηχούς.
+
+Αυτό μου συνέβη προχθές, ότε ήκουσα την Ειρήνην ψάλλουσαν τους
+ωραίους τούτους δημοτικούς στίχους·
+
+_Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η
+Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του
+κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν
+το πίνει._
+
+Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της
+πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος. Είνε φωνή
+μεσοφώνου βαθεία, πλήρης, ηχηρά και ομαλωτάτη, εκφράζει δε πάθος
+αληθές και ανεπιτήδευτον, και — όπερ σπανιώτατον εις ανατολίτας
+αοιδούς, — είνε καθαρά του στήθους φωνή, ουδέποτε επικαλουμένη
+της ρινός την βοήθειαν, ως επικαλούνται την βοήθειαν του fausset
+οι ευρωπαίοι ψάλται. Κρίμα αληθώς, ότι τοιαύτη φωνή δεν έτυχεν
+ευρωπαίου διδασκάλου ουδ' εμορφώθη διά σπουδών τακτικών.
+
+Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν
+σου έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες
+ότι καταστρέφω την θεραπείαν σου.
+
+ΙΓ'.
+
+Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.
+
+Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι
+με είχες εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας,
+όθεν έλειψα καθ' όλον σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της
+τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν
+παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε λεπτομερειών των
+περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου. Και εις μεν τα
+παράπονά σου άπαντα επαρκώς, ελπίζω, η απουσία μου, ήτις,
+ανάγραψε και τούτο εις λογαριασμόν της ειλικρινείας μου, μ' έδωκε
+νέαν αφορμήν, όχι μόνον να εκτιμήσω την αγάπην σου, αλλά και να
+καμαρώσω πάλιν διά την ευχαρίστησιν την οποίαν σου προξενεί η
+αθηναϊκή μου φλυαρία. Αι δε λεπτομέρειαι της κατά το πεντάμηνον
+αυτό διάστημα ζωής σου, γραμμέναι μεθ' όλης εκείνης της χάριτος
+και της αφελούς ασυναρτησίας, ήτις χαρακτηρίζει την νωχελή σου
+φύσιν, με κατεγοήτευσαν αληθώς, και με μετεβίβασαν πολλάκις, ως
+εν ονείρω, από της μικράς μου αθηναϊκής φωλεάς εις τον ευρύν
+ορίζοντα του ευρωπαϊκού κόσμου. Αι λεπτομέρειαι ιδίως του
+παρισινού χειμώνος, η ωραία σου περιγραφή της χιονοσκεπούς
+λεωφόρου των Ηλυσίων και του παγωμένου Σηκουάνα, και η οδυνηρά
+σου αφήγησις της διαρκούς φρικιάσεως, ήτις σε κατείχεν υπό όλας
+σου τας σισύρας και με όλην την σπινθηρακίζουσαν εστίαν σου, μ'
+έκαμαν πολλάκις να διαρραγώ εις άσβεστον γέλωτα. Ηξεύρεις διατί;
+Ενθυμήθην τας καλοκαιρινάς σου επιστολάς, και την δροσομανίαν
+ήτις σε είχε καταλάβει· ανεμνήσθην ότι αφήκες εν μηνί Αυγούστω
+την Ελβετίαν, διότι δεν την εύρισκες αρκετά δροσεράν, και ότι
+εβάδιζες προς βορράν εις αναζήτησιν ψύχους· εσυλλογίσθην τέλος
+την δημώδη ελληνικήν παροιμίαν: τ α μ ι κ ρ ά δ ε ν
+ή θ ε λ ε ς τ α μ ε γ ά λ α γ ύ ρ ε υ ες, και ξεκαρδίσθην
+σκεπτομένη, ότι δεκαπέντε βαθμοί υπό το μηδέν ευχαρίστησαν επί
+τέλους με το παραπάνω την απληστίαν σου.
+
+Ηξεύρεις όμως, ότι και ημείς οι μικροί και άσημοι Αθηναίοι δεν
+καθυστερήσαμεν εις την τ ο υ ρ τ ο υ ρ ι σ τ ι κ ή ν αυτήν
+συναυλίαν, την οποίαν συνεκρότησαν εφέτος οι πάγοι καθ' όλην την
+Ευρώπην; Τετράκις μέχρι τούδε ελεύκανεν η χιών τας οδούς και τους
+ορόφους των οίκων μας! Ο βοριάς, του οποίον εθρηνούμεν άλλοτε και
+ιδίως πέρυσι την απουσίαν, πνέει αδιακόπως σχεδόν από δύο ήδη
+μηνών, και τα ύδατα των υπαίθρων αυλάκων παγόνουσι κατά πάσαν
+σχεδόν νύκτα. Ευτυχώς παγόνει μαζή των και ο πηλός των οδών μας,
+αίτινες στίλβουσιν ούτω και λαμποκοπούσι την πρωίαν, όσον ουδεμία
+δημοτική αρχή ποτέ θα το κατώρθονε.
+
+Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον
+δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους
+εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα
+συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα
+είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και
+ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην
+κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας
+χιονίστρας των χειρών μου. Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι
+απαραιτήτως θέλεις να σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν
+εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το θέατρον; Ακούομεν μουσικήν;
+Γίνονται συναστροφαί;
+
+Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να
+απαντήσω διά μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν
+θα σε αφήσω δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.
+
+Σου υπόσχομαι να βαρυνθής επί τέλους την φλυαρίαν μου, επί τω όρω
+bien entendu να βαρυνθώ και εγώ την ιδικήν σου. Χορεύομεν;
+ερωτάς. Και τι άλλο κάμνομεν, σου απαντώ. Οι χοροί και αι
+χορευτικαί εσπερίδες και αι δ ε υ τ έ ρ α ι (θα έπρεπε ίσως
+δ ε ύ τ ε ρ α ι κατά σε, ήτις είσαι à cheval sur la grammaire,
+αλλά τι να σου ειπώ; δεν μου έρχεται) και αι τρίται ήρχισαν ήδη
+από του παρελθόντος μηνός, και φαντάσου τι κακόν έχει να γείνη
+μέχρι των απόκρεω, αι οποίαι συμπίπτουν εφέτος την τρίτην Μαρτίου.
+Αι χορευτικαί και διασκεδαστικαί μας ορέξεις ανεπτύχθησαν,
+βλέπεις, κατ' ευθύν λόγον προς την διάρκειαν των απόκρεω, και από
+της α'. Ιανουαρίου, ότε εδόθη ο πρώτος γενικός χορός της Αυλής,
+επέρχονται καθ' εβδομάδα αλλεπάλληλοι προσκλήσεις, αι δε ολίγαι
+μας ράπτριαι δεν προφθάνουσιν, όχι να μας ράπτωσωσιν αλλ' ουδέ να
+μας ακούωσι. Κατήντησαν και αυταί personnages, και πολύ φοβούμαι
+μήπως ορίσωσιν επί τέλους ώρας ακροάσεων, καθώς οι υπουργοί μας.
+
+Περί του αυλικού χορού της πρώτης του έτους δεν σου γράφω τίποτε.
+Ήτο όμοιος κατά την λαμπρότητα προς τους χορούς των παρελθόντων
+ετών, τους οποίους γνωρίζεις, διότι είδες πολλούς· επιφυλάσσομαι
+δε να σου γράψω λεπτομερέστερον περί του μικρού χορού, όστις
+δίδεται απόψε, διά της προσεχούς μου επιστολής. Ας σου είπω
+σήμερον ολίγα τινά περί του χορού της Κας Σ., και αυτά όχι μεθ'
+όλης της λεπτομερείας, την οποίαν ποθεί η άπληστός σου
+περιέργεια, διότι ούτε τα όρια απλής επιστολής θα εχώρουν όσα
+θέλεις συ, ούτε ο κάλαμος της φίλης σου θα επήρκει. Περί την
+χορευτικήν αυτήν εσπερίδα — διότι ούτω την ωνόμαζον μετριοφρόνως
+τα προσκλητήρια — εγένετο πολύς εκ προοιμίων ο πάταγος, και
+αμύθητον υπήρξε το πλήθος — άρρεν και θήλυ — το οποίον έφερε την
+προχθές εσπέραν ένδυμα γάμου. Ούτω δε το μέγα εκείνο μέγαρον, του
+οποίον εθαυμάσαμεν, ενθυμείσαι, άλλοτε ομού τας ημιτελείς μεν
+αλλ' ευρείας και συνεχείς αιθούσας, επληρώθη μέχρι και αυτών των
+τελευταίων γωνιών του μεσορόφου, κ' ενόμιζεν ο περί την δεκάτην
+ώραν του προχθές Σαββάτου εισερχόμενος εις τα κατάκοσμα εκείνα
+δώματα, ότι παρίσταται εις δημοσίαν τινά αγόρευσιν του νέου ημών
+ιεροφάντου Μακράκη, πολύ πριν ή ο εισαγγελεύς μετριάση κάπως τον
+ενθουσιασμόν του νοήμονος κοινού· της πρωτευούσης, το οποίον
+ετίμησεν εσχάτως τον προφήτην, κατά τας τελευταίας βουλευτικάς
+εκλογάς, δι' επτά χιλιάδων ψήφων, εις δόξαν της καθολικής
+ψηφοφορίας! Η πληθύς δε αυτή, κατά την ομόφωνον της ιδίας πληθύος
+γνώμην, υπήρξε το μόνον ελάττωμα της λαμπράς εκείνης εσπερίδος,
+καθ' ην ημιλλώντο η αμίμητος καλλιτεχνική του οίκου διακόσμησις,
+ο άπλετος φωτισμός των περιχρύσων αιθουσών, η της ορχήστρας
+τελειότης, ο πλούτος και η κομψότης των εσθήτων, η χάρις των
+χορευτριών, η κοινωνική σημασία των προσκεκλημένων, του δείπνου η
+άφθονος και αριστοτεχνική ποικιλία, και επί πάσιν η προσηνής
+ευγένεια και περιποιητικότης των οικοδεσποτών. Δεν επιχειρώ,
+φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον
+καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα
+εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την
+βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η
+κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα
+κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις
+δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ'
+αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων
+κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί
+των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς
+των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των
+αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός
+περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε
+τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας
+στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.
+
+Άλλως δε η περιέργεια σου επιθυμεί αναντιρρήτως λεπτομερεστέραν
+και φλυαροτέραν την περιγραφήν των κυριών και των ενδυμασιών των.
+Και δι' αυτό όμως . . . τι να σου είπω; εντρέπομαι, αλλ' η
+αλήθεια είνε, ότι ολίγα ενθυμούμαι, διότι ολίγα είδα. Ήμεθα τόσον
+πολλαί και τόσον πυκναί, ώστε σε βεβαιώ, ότι πολλάς μας φίλας
+μόλις κατώρθωσα να ιδώ και να χαιρετίσω εις το τέλος του χορού.
+Σου αναφέρω μόνον εν γένει, ότι αι εσθήτες των χορευτριών ήσαν
+βαρείαι ως επί το πολύ και όλαι σχεδόν πλούσιαι, εκτός ολιγίστων
+— δυστυχώς! — εξαιρέσεων. Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points
+d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα,
+φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα
+περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα,
+ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . .
+τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν. Και
+ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού; θα μ' ερωτήσης βέβαια. Τι να
+σου ειπώ; Ηξεύρεις, ότι έχω το φοβερόν ελάττωμα να ήμαι δύσκολος,
+και ότι σπανίως τολμώ ν' απονέμω τίτλους καλλονής. Πρέπει όμως
+οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την ζωηρότητα και την
+χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την
+ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ'
+ανθηρότατον κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς
+εκτιμά η ράπτριά της. Εκ των δεσποινίδων μου ήρεσαν πολύ δύο
+μικρά αλλά χαριέστατα κοράσια, άτινα διατηρούσιν επί του αφελούς
+των προσώπου όλην την χάριν της νεαράς των ηλικίας, και
+ανατέλλουσιν επί της ερυθριώσης μορφής των όλον εκείνο το
+ανέκφραστον της αθωότητος γόητρον, το οποίον δυστυχώς εξαλείφει
+παρ' ημίν από ημέρας εις ημέραν η μετάγγισις του πολιτισμού της
+Εσπερίας. Η δεσποινίς Κ. και η δεσποινίς Κ. είνε κομψόταται
+κόραι, και πεποίθησιν έχω, ότι θα γείνωσιν έτι κομψότεραι και
+ωραίαι κυρίαι.
+
+Ο χορός υπήρξε ζωηρότατος και πλήρης αδιαπτώτου ευθυμίας απ'
+αρχής μέχρι τέλους· το δε ακροτελεύτιον cotillon διέκριναν
+ωραιόταται εικόνες — σου μεταφράζω ούτω τας figures — ων δύο
+ιδίως παρήγαγαν αληθώς μαγευτικόν αποτέλεσμα. Κατά την μίαν εξ
+αυτών ευρέθησαν διά μιας οι πλείστοι των χορευτών περιβεβλημένοι
+πολυχρώμους και ποικίλας εκ σιγαροχάρτου ενδυμασίας, ας εξήγον αι
+χορεύτριαί των εκ μικρών περιχρύσων κιλίνδρων διανεμηθέντων εις
+αυτάς επί τούτω· περιεδινούντο δε ούτω τα χορεύοντα ζεύγη εντός
+της καταφώτου αιθούσης, και το θέαμα μοι ανέμνησε τοιχογραφίαν
+τινά παριστάνουσαν τας απόκρεω της Βενετίας, την οποίαν είδα ποτέ
+εν Ιταλία. Κατά την άλλην έθραυον αι χορεύτριαι κατά της κεφαλής
+των χορευτών των λευκάς εκ λεπτού χαρτίου σφαίρας, και ανεπήδα εξ
+αυτών νέφος ολόκληρον μικρών τεμαχίων χάρτου λευκού, άτινα
+επλήρουν ως χιόνος νιφάδες τον αέρα, το έδαφος, τας κόμας των
+κυριών και των κυρίων τα μελανά φορέματα. Ενόμιζες ότι χιών
+κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο
+παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου.
+
+Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν,
+και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα
+των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον
+οίκαδε.
+
+ΙΔ'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.
+
+Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του
+πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να
+εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η
+ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα,
+ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και
+ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή
+μου, είνε ο εφετεινός! Υπεδέχθημεν προ ενός και ημίσεος μηνός την
+χιόνα μετ' ευθύμου σχεδόν εκπλήξεως, και την συνελέξαμεν ιδίαις
+χερσίν από της φλιάς των παραθύρων μας, και εσφαιροβολήθημεν δι'
+αυτής, και την κατεπατήσαμεν χαίρουσαι, πριν ή έτι αναλυθή εις
+ρύπον και πηλόν, ελπίζουσαι ότι, ως συνήθως, ουδέν άλλο ήτο η
+ωραία τις χειμερινή σκηνογραφία, παρασκευασθείσα εις στιγμιαίαν
+ημών διασκέδασιν υπό του αθηναϊκού χειμώνος, και μέλλουσα να
+διαλυθή την επαύριον υπό το φαιδρόν του ηλίου θάλπος. Και διελύθη
+μεν αληθώς, αλλά τι το όφελος, αφού μετ' ολίγας ημέρας
+υπεδέχθημεν την δευτέραν της έκδοσιν; Εξεπλάγημεν και τότε,
+εννοείται, αλλ' η έκπληξίς μας ουδέν είχε πλέον το εύθυμον. Ότε
+δε μετά μίαν μόλις εβδομάδα ελεύκανε τας στέγας εκ τρίτου η χιών,
+και μετ' ολίγας πάλιν ημέρας εκ τετάρτου, και επάγωσαν των ρυάκων
+τα ύδατα, και είδαμεν τας λεμονοπορτακαλλέας των κήπων μας
+φυλλορροούσας και μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ά ς — κατά την ωραίαν
+έκφρασιν, ην μετεχειρίσθη προχθές ο βασιλεύς, ομιλών εν τω χορώ
+μετά τινος των προσκεκλημένων, — τότε πλέον η έκπληξίς μας
+εκορυφώθη εις αδημονίαν, και η παιδική εκείνη από των πρώτων
+χιόνων χαρά μετετράπη εις αγανάκτησιν, ην από ενός ήδη μηνός
+μαρτυρούμεν δι' επιφωνημάτων και βηχός, διά πατάγου ρινών και
+χ ο υ χ ο υ λ ι σ μ ά τ ω ν.
+
+Και μ' όλα αυτά εν τούτοις, και μ' όλας τας απαισίας προρρήσεις
+των αστρονόμων μας, αίτινες προεικάζουσι βαρύτερον έτι το
+επερχόμενον ψύχος, διασκεδάζομεν εφέτος πολύ περισσότερον παρ'
+όσον διεσκεδάζομεν πέρυσι, ότε δεν είδαμεν σχεδόν χειμώνα και
+ολίγον έλειψε να μεταβληθώμεν εις αμφίβια, υπό τας αδιακόπους
+βροχάς, δι' ων μας εφιλοδώρει ο νότος. Είπα: μ' ό λ α α υ τ ά,
+ενώ έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω· δ ι' ό λ α α υ τ ά. Αφού οι
+χοροί και αι συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις
+χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον
+αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο συνέβη και εφέτος, ως σου
+έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα. Ηνοίχθησαν τα διάκοσμα δώματα
+των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα δ'
+εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και
+φαιδρόν όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω
+συρίζει ο βορράς και λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι,
+αποζημιούσι τας εκ της αργίας του παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας
+των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας. Και αυτοί δε οι
+χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων
+αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η
+καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών
+διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν
+εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.
+
+Ο την παρελθούσαν Δευτέραν δοθείς μικρός χορός — ή συναστροφή, ως
+καλεί αυτόν η αυλική γλώσσα, — υπήρξεν αναντιρρήτως είς των
+ωραιοτέρων χορών όσους περιέλαβον ποτέ αι υψόροφοι εκείναι και
+αληθώς λαμπραί αίθουσαι, ας γερμανοί αρχιτέκτονες και ιταλοί
+ζωγράφοι κατεσκεύασαν και διεκόσμησαν εν έτει 1848 εν μέσω των
+βασιλικών ανακτόρων των Αθηνών, και τας οποίας θαυμάζουσι δικαίως
+και αυτοί οι την πρωτεύουσαν επισκεπτόμενοι ξένοι.
+
+Εις τας αιθούσας αυτάς δίδονται υπό της νέας βασιλείας ου μόνον
+οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί χοροί.
+
+Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και
+μάλιστα χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα
+πολλάκις δώματα του τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία
+συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την ευάριθμον και αραιάν ομάδα των
+εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των μικρών χορών της
+πρώην Αυλής. Προτιμώ δε και προτιμώσι μαζή μου, είμαι βεβαία, τας
+αιθούσας των μεγάλων χορών πάντες οι προσκεκλημένοι, διότι πρώτη
+και απαραίτητος ανάγκη παντός χορού, — είτε χορός καλείται είτε
+συναναστροφή είτε ο,τιδήποτε άλλο — είνε αίθουσα ευρεία,
+αδιάσειστον έχουσα το έδαφος, υψηλή και ευάερος. Είνε τόσον
+ευχάριστον να χορεύης ανέτως, χωρίς να πνίγεσαι εντός του
+πλήθους, μηδέ να κινδυνεύης να πατηθής ή να πατήσης ανά πάσαν
+στιγμήν, μηδέ να αισθάνεσαι ότι ενδίδει το έδαφος υπό τους πόδας
+σου, μηδέ να δυσκολεύεσαι ν' αναπνεύσης εντός πνιγηράς και θερμής
+ατμοσφαίρας. Τα προσόντα δε ταύτα συνενούσιν άπαντα εν ωραιοτάτω
+συνδέσμω αι ανακτορικαί αίθουσαι των μεγάλων χορών. Όταν μάλιστα
+αναλογίζωμαι ιδιωτικάς τινας αιθούσας, τας οποίας αρέσκονται
+συνήθως οι προσκαλούντες να πληρώσι μέχρι και των προθαλάμων,
+φρονούντες ίσως μετά του K. de Montlucar Scribe «qu il vaut mieux
+entasser ses amis dans l' antichambre . . . et quel-ques-uns
+même sur l' escalier», και μεριμνώντες ως εκείνοι ουχί πώς να
+διασκεδάσωσιν οι ξένοι των, αλλά πώς μάλλον να επιδείξωσιν αυτοί
+το πλήθος των σχέσεών των, αισθάνομαι αληθινήν χαράν και
+ανακούφισιν, ούτως ειπείν, οσάκις ευρίσκομαι εν μέσω των
+περιχρύσων εκείνων και υψηλών δωμάτων, και φέρομαι ανάρπαστος υπό
+του χορού διά της δροσεράς των ατμοσφαίρας, προς το γοργόν και
+εναρμόνιον μέλος τελείας ορχήστρας, υπό το άπλετον φως των
+πολλαπλών πολυελαίων, ων η άνωθεν καταπεμπομένη λάμψις μαγεύει
+χωρίς να κουράζη τους οφθαλμούς.
+
+Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν
+δευτέραν, αν και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ
+προηγουμένων αγρυπνιών. Οι αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν
+παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου, διότι η
+ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή
+να μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την
+νυκτερινήν αυτής αγρυπνίαν. Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε
+της χορευτικής διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο
+περιχαρής, ως πάντοτε, και φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η
+δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον εύχαρις θάλλει έτι της
+νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής
+μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον
+εύπτερον όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν
+της. Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων
+λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον
+η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς
+εκείνης αναβολής. Ηξεύρεις βεβαίως συ η παρισινή, πόσον τα μελανά
+φορέματα είνε εφέτος του συρμού κατά τους χορούς και τας
+εσπερίδας· αγνοείς όμως, ότι και ημείς αι οσημέραι
+τελειοποιούμεναι κατηντήσαμεν πλέον τόσον ενήμεροι εις τους
+νόμους του Κ. Worth, ώςτε μετεφυτεύσαμεν ήδη τας μελανάς εσθήτας
+εν Αθήναις, χωρίς ν' αφήσωμεν να παλαιώση μηδ' ένα καν χειμώνα ο
+συρμός των. Ούτω δε πλησίον της βασιλικής τέσσαρες άλλαι μελαναί
+ενδυμασίαι ανέπτυσσον άλλη μεν τα λευκά της τρίχαπτα, άλλη δε
+τους διανθείς της στεφάνους, και άλλη τους πολυχρώμους θυσάνους
+της, αλλ' ήσαν όμως όλαι σχεδόν άκομψοι και εζητημέναι,
+προκαλούσαι μεν το βλέμμα αλλά μη ευχαριστούσαι αυτό. Περί άλλων
+φορεμάτων μη μ' ερωτάς. Όχι διότι δεν ήσαν ωραία· τουναντίον,
+ήσαν ωραιότατα, πλουσιώτατα, βαρυτιμότατα τα πλείστα· αλλά δι'
+αυτό ίσα ίσα σου λέγω, μη μ' ερωτάς. Δεν ηξεύρω ποίον είνε το
+ιδικόν σου φρόνημα· το κατ' εμέ όμως λυπούμαι φοβερά, και
+ελεεινολογώ τον τόπον μας και το μέλλον του, οσάκις βλέπω εις
+ποίον ύψος πολυτελείας ανήγαγε την ενδυμασίαν μας η ούτω
+καλουμένη αλλά κακώς εννοουμένη — κοινωνική ανάγκη.
+
+Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον
+τελευταίον ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε
+αι λυπηραί σκέψεις, τας οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις
+δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην προσεπάθησα ν' αποδιώξω
+καθ' όλην την εσπέραν. Ανελογίσθην τους δυστυχείς συζύγους των
+κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των,
+τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της
+αιθούσης τας πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών
+φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ'
+εμαυτήν . . . — περιττόν να σου το επαναλάβω, διότι καμμίαν
+βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις
+της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.
+
+Τώρα θα μ' ερωτήσης βεβαίως, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού,
+διότι συ, — το ηξεύρω — δεν αρκείσαι εις την ερώτησιν, ποίαι ήσαν
+αι ωραιότεραι toilettes, ήτις μόνη σήμερον είνε του συρμού εν
+Αθήναις. Η απάντησίς μου θα ήνε απαράλλακτος με την απάντησιν,
+την οποίαν έδωκα την παρελθούσαν εβδομάδα εις το ίδιόν σου
+ερώτημα. Η Κυρία Κ., η Κυρία Λ., και πάσαι κατά δεύτερον λόγον αι
+άλλαι. Συλλογήν ωραίων γυναικών δεν έχει δυστυχώς άφθονον η
+ελληνική πρωτεύουσα, και την πλειάδα εκάστου χορού και πάσης
+εσπερίδος αποτελούσιν ως επί το πλείστον τα ίδια πρόσωπα.
+
+Το δείπνον παρετέθη ενωρίτερον ή άλλοτε, περί το μεσονύκτιον, εν
+τη μεγάλη αιθούση, ης εσύρθησαν αίφνης, προς δοθέν σημείον, αι
+διά των διαμέσων στηλών ανηρτημέναι αυλαίαι, και απεκάλυψαν διά
+μιας τας εστρωμένας τραπέζας, ων ηκτινοβόλουν τα κρύσταλλα υπό
+τους πολυφώτους λυχνούχους. Έγεινε τότε . . . . . η φοβερά
+έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη
+τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος
+εκόπασεν, ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και
+παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο
+καμπανίτης λίαν άφθονος. Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου·
+γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη
+των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον.
+Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και
+ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους
+δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας.
+
+Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε;
+
+ΙΕ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.
+
+Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και
+πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου
+επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ
+πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων
+πάλιν χιόνων και νέων παγετών. Αλλ' εσκέφθην και θα σκεφθής
+ομοίως ελπίζω, ότι αρκετά είνε πλέον τα χειμερινά μας μυρολόγια,
+αφού ούτε μας παρηγορούν ούτε το κακόν εξορκίζουν. Τι όμως να σου
+γράψω, διά να μη γείνω μονότονος, αφού χειμών και χοροί επλήρωσαν
+δύο μου ήδη γράμματα, χειμών δε μόνον και χοροί είνε και αυτής
+της εβδομάδος τα νέα; Χορός παρά τω γραμματεί της γαλλικής
+Πρεσβείας, ούτινος θα ενθυμείσαι βεβαίως τον ωραίον bal costumé,
+τον οποίον έδωκε πέρυσι κατά την αυτήν εποχήν χορός — ο δεύτερος
+ήδη — της εν Αθήναις γερμανικής παροικίας εν τη Philadelphia·
+χορός τέλος πάντων masqué et paré εν τω θεάτρω, — ιδού εν
+ολίγοις ο χορευτικός ισολογισμός των τελευταίων ημερών. Ο πρώτος
+εξ αυτών υπήρξεν ωραία αληθώς εσπερίς, συναθροίσασα εκατόν
+περίπου προσκεκλημένους εκ των κορυφών της αθηναϊκής κοινωνίας·
+είχε δε τούτο ιδίως το ευάρεστον χαρακτηριστικόν, ότι δίκην
+ανθοδέσμης, αποτελουμένης εξ ευωδών μόνον ανθέων, περιελάμβανε
+νεαρά μόνον πρόσωπα και χορευτικάς μόνον κνήμας. Tapisserie, ήτοι
+στασίδια, ως προσφυώς μετέφρασέ ποτε την λέξιν ο κ. Σκυλίσσης,
+έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις
+το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ι δ ρ ώ τ ι
+τ ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ τ ω ν. Ο γερμανικός χορός της
+Ρhiladelphia, όστις από έτους εις έτος λαμβάνει μεγαλοπρεπεστέρας
+τας διαστάσεις, ήτο αφελεστάτη ως πάντοτε και χωρίς τινος
+αυστηράς εθιμοτυπίας συνάθροισις, όπου οι νεαροί χορευταί και αι
+εύπτεροι χορεύτριαι, ξανθόκομοι Τεύτονες οι πλείστοι, εχόρευον
+μετά προδήλου ευχαριστήσεως και ακάματοι απ' αρχής μέχρι τέλους,
+διακοπτόμενοι μόνον ενίοτε όπως πίωσι ποτήριον ζύθου ή φάγωσι
+τεμάχιον χοιρομηρίου.
+
+Τας ατελείς αυτάς και ανεπαρκείς βεβαίως διά σε πληροφορίας σου
+δίδω ουχί εξ ιδίας όψεως, αλλ' εξ ακοής μόνον και εκ παραδόσεως
+νεαρού χορευτού, όστις μου εξωμολογήθη, ότι ουδαμού διεσκέδασε
+τόσον, όσον εν μέσω της απροσποιήτου εκείνης και ανεπιτηδεύτου
+ομηγύρεως, όπου άλλως δεν ήτο υποχρεωμένος, έλεγε, να προσέχη
+αδιακόπως, πού θέτει τον πόδα του, εκ φόβου μη σχίση την ουράν
+βαρυτίμου τινός μεταξωτού φορέματος δισχιλίων φράγκων.
+
+Η διασκεδαστική όμως συνάθροισις της παρελθούσης εβδομάδος,
+εκείνη εις ην ομοθύμως — και δικαίως ως φαίνεται — απένειμαν την
+δάφνην, ουχί τόσον οι χορευταί όσον οι θεαταί της, είνε ο εν τω
+χειμερινώ θεάτρω των Αθηνών δοθείς χορός μετημφιεσμένων.
+Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ πιστής τινος
+και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν
+Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι
+συνήθως αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή
+ξενοδοχείων, τρέφοντες την εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω
+της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και ουχί εκτάκτως ελκυστικά
+ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι χοροδιδάσκαλοι,
+υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους επιμελείς
+τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων
+και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν
+ετεροφύλων χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως
+επί το πλείστον ο τας ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά
+τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των
+ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα. Θα εγέλασες δε βεβαίως εξ
+όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των χορευτών
+μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το
+αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον
+του χορού διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης
+και εκφωνούντα μετ' απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα
+των αντιχόρων, ή το συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας
+άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή του υπό των στομάχων των
+χορευτών χωνευομένου οίνου.
+
+Και τοιούτος λοιπόν ήτο, θα ερωτήσης βεβαίως, ο εις το θέατρον
+δοθείς χορός μετημφιεσμένων; — Όχι ακριβώς, σου απαντώ, αλλά
+περίπου τοιούτος. Κατά βάθος ολίγον διέφερε των άλλων εκείνων,
+περί ων ήκουσες διηγούμενα όσα έλεγα προ μικρού· ήτο δε μόνον
+κατά τι επηυξημένος και διωρθωμένος, ως πάσαι αι νεώτεραι
+εκδόσεις. — Και τον είδες λοιπόν; θα εξακολουθήσης ερωτώσα. — Τον
+είδα βέβαια· διατί να μην τον ιδώ; και τι άλλο θέλεις να ιδώ εγώ
+εν Αθήναις, όταν συ βλέπης τους bal de l' Opéra εν Παρισίοις; Η
+μόνη διαφορά μεταξού εμού και σου είνε, ότι συ μεν, διά να ίδης
+τους χορούς του παρισινού μελοδράματος, θα ηναγκάσθης πιθανώς να
+φορέσης δ ό μ ι ν ο ν και προσωπείον, εγώ δε ανυπόκριτος και
+αμεταμφίεστος ενεθρονίσθην εις έν θεωρείον, και απήλαυσα ανέτως
+το περίεργον και αστειότατον εκείνο θέαμα, εφ' όσον, εννοείται,
+μου το επέτρεπεν ο πυκνός καπνός, τον οποίον έστελλον εις την
+αίθουσαν οι από των διαδρόμων του θεάτρου καπνίζοντες χορευταί,
+και ο υπό τους πόδας των χορευόντων αδιακόπως αναδιδόμενος
+κονιορτός. Κύριον θέλγητρον του χορού επρόκειτο να ήνε κατά το
+πρόγραμμα του θεατρώνου, και υπήρξεν εν μέρει, η παρουσία του
+προσωπικού του θεάτρου en costume, και η μετοχή αυτού εις τον
+χορόν. Ο κ. Moreau είχε πεισθή, ως φαίνεται, μετά δίμηνον πείραν,
+ότι οι ψάλται και αι ψάλτριαι, τους οποίους από δύο ήδη μηνών
+έτρεφε διά μόνης της πρωινής δρόσου, — ίνα μη πάθη πιθανώς η φωνή
+των — ου μόνον δεν κατώρθοναν να μεταβληθώσιν εις τέττιγας, μ'
+όλην την ανακρεόντειον δίαιταν, εις την οποίαν τους υπέβαλλεν,
+αλλ' εμαρτύρουν τουναντίον ορχηστικήν τινα ειδικότητα, αξίαν
+μείζονος προσοχής και εμψυχώσεως. Απεφάσισε λοιπόν να
+χρησιμοποιήση δημοσία τα κεκρυμμένα του θιάσου του προτερήματα
+και, tirant deux moutures du même sac, να πληρώση συνάμα την
+συνήθως κενήν αίθουσαν του θεάτρου του. Πρώτην φοράν εφέτος ο κ.
+Moreau είχε την τύχην να φανή ευφυής· και το θέατρον επληρώθη
+όσον ουδέποτε το παρελθόν Σάββατον, και οι ηθοποιοί του εχόρευσαν
+όπως ουδέποτε είχον τραγουδήσει. Ο αντίχορος μάλιστα, τον οποίον
+επί το κορδακικώτερον συνεκρότησαν οι αποτυχόντες τέττιγες του
+θεατρώνου μας, υπήρξε γραφικώτατος και ζωηρότατος, προς μεγίστην
+του κοινού ευχαρίστησιν, ο δε κωμικός Gregoire, ενδυμένος
+παράδοξον και ιδιότροπον ιπποκόμου στολήν, απέδειξεν ότι ηδύνατο
+να διαπρέψη ως homme caoutchouc εις οιονδήποτε ιππόδρομον της
+Ευρώπης.
+
+Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης
+κομψόταται, και πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των
+βλέποντες τας ενδυμασίας των. Το υπόλοιπον θεατρικόν τάγμα έμεινεν
+ως επί το πολύ μετριοφρόνως incognito υπό τα πολύχρωμα dominos
+της θεατρικής ιματιοθήκης, και απέβαλλε μόνον ενίοτε τα
+προσωπεία, οσάκις η ανάγκη π ό σ ι ο ς η δ' ε δ η τ ύ ο ς ωδήγει
+αυτό εις το κυλικείον του θεάτρου. Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις,
+φαίνεται, συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως
+νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ. Moreau, διότι περί τα τέλη της
+νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να λησμονώσιν οι πόδες
+των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των προ μικρού
+συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος
+παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν
+τοις θεωρείοις περίεργοι. Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε
+δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής
+εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να
+επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω.
+
+Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του
+θεατρικού χορού. Ήτο Άγγλος τις, αληθής και γνήσιος, εκ των
+αμιμήτων εκείνων, ους απηθανάτισεν η γραφίς του Doré και ο
+κάλαμος του Féval, και τους οποίους παρακολουθούσι συνήθως οι
+αγυιόπαιδες των Παρισίων. Ο άνθρωπος είχε προδήλως ακατάσχετον
+επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν; Έκοψε τον
+ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη
+γυναικείαν εσθήτα decolletée, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν
+διά πυκνού στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι
+αφθόνου γ ά λ α κ τ ο ς π α ρ θ ε ν ι κ ο ύ, και ήλθεν εις τον
+χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη των ευσάρκων του
+βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων χορευτριών του
+θεάτρου. Νομίζω δε ότι το επέτυχεν· αν τουλάχιστον ερωτηθώσιν οι
+βραχίονές του, εφ' ων πολλαπλά και ποικίλα απέμειναν τα ίχνη
+τολμηρών τινων δακτύλων, αναντιρρήτως θα είπωσι το ίδιον. Ίσως
+επόνεσεν ολίγον ο ιδιότροπος Άγγλος· αλλά ε μ π ρ ό ς 'ς τ α
+κ ά λ λ η τ' ε ί ν' ο π ό ν ο ς! κατά την δημώδη παροιμίαν.
+Υποθέτεις ότι θα το ξανακάμη το ερχόμενον Σάββατον; Τις οίδε!
+That is very comical, θα είπε καθ' εαυτόν, και θα επαναλάβη
+πιθανώς την διασκέδασιν.
+
+ιΣΤ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 10 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα, διότι εβαρύνθην πλέον να
+γράφω περί χορών και διασκεδάσεων, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι
+εβαρύνθην να χορεύω και να διασκεδάζω. Και όμως χοροί και
+διασκεδάσεις είνε το μόνον πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις
+σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας απεχαιρέτισεν ο δριμύς
+χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους
+δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.
+
+Περί πολιτικών δεν σου έγραψα ποτέ, και ουδέ σήμερον θα σου
+γράψω, μολονότι τα πράγματα, ως λέγουσιν οι αρμόδιοι, είνε
+σπουδαία, διότι πρόκειται, φαίνεται, και πάλιν να πέση το
+Υπουργείον.
+
+Περί των απόκρεω δεν είνε καιρός ακόμη να γείνη λόγος, διότι,
+μολονότι ήρχισε σήμερον το τριώδιον, και ανυπόμονοί τινες
+μετημφιεσμένοι ενεφανίσθησαν ήδη εις την οδόν Σταδίου, και η
+περιλάλητος κ α μ ή λ α εθεάθη προχθές ορχουμένη προ του
+Σολωνείου εν μέσω πυκνού ομίλου περιέργων, ουχ ήττον ο κόσμος ο
+πολύς επιφυλάσσεται ακόμη, τα δε μικρά μαγαζεία των οδών Αιόλου
+και Ερμού, άτινα εκ του προχείρου μετεβλήθησαν εις εμπορεία
+προσωπίδων και μεταμφιέσεων, μάτην αναπτύσσουσιν από των θυρών
+και παραθύρων των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύσχημα ράκη, άτινα,
+μ' όλα της υπηρεσίας των τα έτη και τας πολυαρίθμους αυτών
+πληγάς, δεν απεφάσισαν οι απάνθρωποι ενοικιασταί των να
+κατατάξωσιν εις απομαχίαν. Φαίνεται εν τούτοις, ότι θα έχωμεν
+εφέτος ζωηροτάτας απόκρεω, περιεργοτέρας πολύ των παρελθόντων
+ετών, και μετά τινων μάλιστα νεωτερισμών. Αν τουλάχιστον πιστεύσω
+εις ακριτόμυθά τινα εκμυστηρεύματα φίλων μας, των οποίων δεν μου
+επετρέπεται σήμερον να σου γράψω τα ονόματα, οργανίζεται είδος τι
+corso διά των οδών Σταδίου και Πατησίων, ούτινος τα κυριώτερα
+πρόσωπα θα είνε ηρωίδες μάλλον ή ήρωες. Λέγεται μάλιστα, . . αλλ'
+αρκετά και ίσως πλέον του δέοντος εφλυάρησα. Αν και όταν γείνη το
+πράγμα, θα σου το περιγράψω εν πάση λεπτομερεία, και η περιέργειά
+σου θα κερδήση μάλλον ή θα ζημιωθή αναμένουσα.
+
+Η εχεμυθία αυτή με στενοχωρεί, έσο βεβαία, πολύ περισσότερον ή
+σε, διότι θα ηδυνάμην άλλως να γεμίσω σήμερον εξαίρετα την
+επιστολήν μου, και δεν θα ευρισκόμην εις την φοβεράν αυτήν
+αμηχανίαν του να μη έχω τι να σου γράψω, και να αναγκάζωμαι επί
+τέλους, αποφεύγουσα τα περί χορών και εσπερίδων και διασκεδάσεων,
+να σου ομιλήσω σήμερον . . . περί του υ π ο β ρ υ χ ί ο υ
+π λ ο ί ο υ, διά του οποίου πρόκειται, καθ' όλα τα φαινόμενα, να
+συνταράξη εντός ολίγου τον ευρωπαϊκόν κόσμον η μικρά Ελλάς.
+
+ — «Υποβρυχίου πλοίου!» θ' ανακράξης βέβαια, διακόπτουσα την
+ανάγνωσιν των γραμμών αυτών. «Πώς! έχετε υποβρύχιον πλοίον εις
+την Ελλάδα;»
+
+ — Όχι, κυρία μου, δεν έχομεν ακόμη, αλλά θα έχωμεν, ελπίζω,
+εντός ολίγου, και τότε πλέον, εννοείς, gare aux cuirrassés! Μη
+γελάς! Το μέγα πρόβλημα, ούτινος η λύσις τοσάκις μάτην απησχόλησε
+τους μεγαλειτέρους ναυπηγούς της Αγγλίας, της Γαλλίας και της
+Αμερικής, και θα μετέβαλλεν ίσως, αν επετυγχάνετο, τον χάρτην της
+Ευρώπης εντός ολίγων ετών, το πρόβλημα αυτό πλησιάζει, ως λέγουν,
+να λύση παρ' ημίν ουχί ναυτικός τις, ουχί επιστήμων, μαθηματικός,
+μηχανικός ή άλλος, αλλ' άνθρωπός τις κοινός, απλούς, απαίδευτος,
+περικλείων όμως, φαίνεται, εις τα προνομοιούχα του στήθη το θείον
+εκείνο πυρ, όπερ μετέβαλεν άλλοτε τους αλιείς εις αποστόλους, και
+τοσαύτας ενεργεί παραδόξους μεταβολάς και σήμερον έτι εν Ελλάδι,
+χώρα κατ' εξοχήν προνομιούχω. — «Αλλά, θα μου παρατηρήσης μεθ'
+όλης της δυνατής δειλίας του χαρακτήρος σου, αλλά νομίζω, ότι ίνα
+επιτύχη μηχανική τις εφεύρεσις δεν αρκεί μόνον το θείον πυρ αλλά
+χρειάζεται και κάποια επιστημονική προπαίδευσις, διότι άλλως, αν
+π. χ. δεν ηξεύρη τις ότι δύο και δύο κάμνουν τέσσαρα, δύναται να
+υποθέση, παραπλανώμενος υπό του θείου πυρός, ότι κάμνουν πέντε,
+και τότε;» — Αι, φιλτάτη! πιθανόν να έχης δίκαιον, διότι έχεις
+υπ' όψιν σου την Ευρώπην· εις την Ελλάδα όμως το πράγμα είνε
+κάπως διαφορετικόν, και ότι είνε διαφορετικόν απέδειξαν τα μέχρι
+τούδε γενόμενα πειράματα, άτινα επέτυχον πληρέστατα.
+
+Πριν δε με διακόψης και πάλιν, άκουσε. Ο μέλλων εφευρέτης του
+υποβρυχίου πλοίου, αφού πολλάκις πρότερον, παρόντων ευαρίθμων
+μόνον θεατών, κατεβύθισε το υποβρύχιον σκάφος του εν τω όρμω του
+Φαλήρου, και διαμείνας ικανήν ώραν υπό τα ύδατα, ανέδυ πάλιν σώος
+και υγιής, προσεκάλεσε πρό τινων ημερών διά δημοσίας αγγελίας
+κόσμον πολύν εις το Φάληρον, και ενώπιον πυκνού ομίλου περιέργων
+και δυσπίστων κατεβυθίσθη αυτός και τα τέκνα του εντός του
+υποβρυχίου σκάφους του, διέμεινε πέντε περίπου ώρας υπό τα ύδατα,
+και ανέδυ μετά ταύτα υγιέστατος, εν μέσω των παταγωδών ευφημιών
+των παρισταμένων. Συγκεκινημένος τότε ανέβη εις έν τραπέζιον του
+καφενείου, και απέτεινε θερμοτάτην και πλήρη πεποιθήσεως
+προσφώνησιν εις τους θεατάς του, ήτις κατέληξε διά της δηλώσεως,
+ότι προς τελειοποίησιν της εφευρέσεώς του του εχρειάζοντο τρεις
+χιλιάδες φράγκων, άτινα ήλπιζεν, είπεν, ότι προθύμως ήθελον
+συνεισφέρει οι ενδιαφερόμενοι υπέρ της επιτυχίας του. Η
+προσφώνησις αύτη εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού·
+είς των παρισταμένων αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι
+ησθάνθησαν υγραινομένους τους οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους
+σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των, επιτροπή δε πάραυτα
+συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των τρισχιλίων φράγκων.
+Η επιτροπή ανέλαβε προθύμως το έργον, ωργάνωσε λαχείον, και είνε
+πάσης αμφιβολίας εκτός, ότι το χρήμα θέλει ταχέως συμποσωθή, και
+ότι η σπουδαία εφεύρεσις θα τ ι μ ή σ η τ ο ν τ ό π ο ν. Τι
+λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα
+μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν
+καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το σπουδαίον είνε να
+κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού κυβερνήτης,
+να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το
+ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι
+τινές φύσει φιλοκατήγοροι. Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έχουσι
+πατριωτισμόν, όσοι δεν αισθάνονται αναπτερούμενον τον νουν των
+και θερμαινομένην την καρδίαν των προς το μεγαλείον και την δόξαν
+της πατρίδος των, όσοι τέλος πάντων νομίζουσιν, ότι επιδεικνύουσι
+σοφίαν, αμφιβάλλοντες περί πάντων και προς πάντα δυσπιστούντες.
+Συ όμως είσαι αγνή πατριώτις, και τοιούτοι λόγοι δεν αρμόζουν εις
+τα χείλη σου. Εύχου μόνον υπέρ της επιτυχίας του έργου και
+πίστευε, διότι ηξεύρεις ότι η πίστις μεταθέτει όρη, και πληροί
+κοιλάδας, και . . . . . κατασκευάζει υποβρύχια πλοία· — διατί
+όχι;
+
+Απόψε δίδεται μουσική συμφωνία εις το Ωδείον, υπό του εν Αθήναις
+προ τινος χρόνου εγκατεστημένου ιταλού κλειδοκυμβαλιστού
+Lacalamita. Το πρόγραμμα του είνε αρκετά ελκυστικόν. Επεθύμουν
+ιδίως ν' ακούσω την περιλαμβανομένην εν αυτώ ωραίαν τετραφωνίαν
+του Mozart, και περιπαθές τι Andante apassionato, έργον
+διακεκριμένου έλληνος μουσουργού και μελοποιού, του κ. Αυγερινού,
+ον είχες, υποθέτω, την ευτυχίαν ν' ακούσης συ άλλοτε εν Αγγλία.
+Έγραψα, επεθύμουν, διότι δυστυχώς δεν θα υπάγω· όχι διότι μ'
+επηρεάζει το άδικον λογοπαίγνιον, όπερ διά της παρατονίσεως του
+ονόματος εδημιούργησεν άλλοτε ευφυολόγος τις αθηναίος εις βάρος
+του κ. Lacalamita, αλλά διότι . . . πρέπει να χορεύσω και απόψε!
+
+Madame, . . . ah! Madame . . . plaignez mon tourment.
+
+ΙΖ'.
+
+Εν Αθήναις τη 17 Φεβρουαρίου 1880
+
+Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών
+και εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν
+την φοράν η τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις
+φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ' αρέσκει η καλή και αληθής
+μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς την ευχαρίστησιν,
+την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ φιλολογικής
+μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος
+Γ. Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω Π α ρ ν α σ σ ώ, και εκ
+μουσικής εσπερίδος, εις την οποίαν ο κοινός ημών φίλος κ. Δ.
+συνεκάλεσε την επαύριον Πέμπτην ευάριθμον ομήγυριν φίλων.
+
+Και αι δύο αυταί εσπεριναί διατριβαί υπήρξαν δι' εμέ ου μόνον
+ευχάριστος ανακούφισις από του χορευτικού πανδαιμονίου, το οποίον
+κατέκλυσεν εφέτος τας Αθήνας, αλλά και απόλαυσις αληθής, εξ
+εκείνων αίτινες και διαρκούσαι θέλγουσι την ψυχήν και την
+καρδίαν, και παύουσαι καταλείπουσιν οπίσω των ανάμνησιν ιλαράν
+και γλυκύθυμον, ήτις αυτή καθ' εαυτήν είνε τέρψις, ως είνε τέρψις
+το ηδύπνουν άρωμα, όπερ αφίνει κατόπιν της ωραία γυνή, ως είνε
+τέρψις η διάβασις χλοεράς ατραπού,
+
+où le vent balaya des roses,
+
+κατά την ωραιοτάτην έκφρασιν του Sully Prudhomme.
+
+0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις
+Παρισίους, όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε
+νεώτερος αδελφός του γνωστού ποιητού της Μ ε ρ ό π η ς και
+άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω.
+Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων ήδη έργων τιμήσας
+τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην εν τω
+Π α ρ ν α σ σ ώ, ότι και ποιητικήν έχει την ψυχήν, ως ο πρεσβύτερος
+αυτού αδελφός, και την χάριν του λόγου ίσην σχεδόν προς εκείνον.
+Θέμα του λόγου του ή μάλλον αφορμήν αυτού έλαβεν ανέκδοτόν τι
+απόσπασμα του Ευριπίδου, το οποίον δημοσιευθέν πρό τινος εν
+Παρισίοις πολύ φυσικώς επροξένησε πάταγον μεταξύ των ελληνιστών
+της Δύσεως, και πολλάς προεκάλεσε συζητήσεις, και μεγάλως διήρεσε
+τας γνώμας των σοφών, περίπου τις ήτο άρα γε η απολεσθείσα
+τραγωδία του τραγικωτάτου των αρχαίων ποιητών, ης απετέλει αέρος
+το ανευρεθέν λείψανον. Δεν περιμένεις βέβαια να σου μνημονεύσω
+τας γνώμας των ξένων φιλολόγων, ούτε τους λόγους δι' ων
+κατεπολέμησεν αυτάς ο έλλην συνάδελφός των. Το πράγμα θ' απέβαινε
+πολύ σοφόν, σοφώτερον αναμφιβόλως και σου και εμού. Όταν σου
+αναφέρω απλώς, ότι κατά την γνώμην του κ. Βερναρδάκη το
+δημοσιευθέν απόσπασμα ανήκει εις τραγωδίαν του Ευριπίδου
+«Α ν δ ρ ο μ έ δ α ν», της οποίας υπάρχουσιν ήδη γνωστά και
+δημοσιευμένα πεντήκοντα περίπου άλλα αποσπάσματα, πολύ όμως
+μικρότερα και ασημότερα, είνε νομίζω τούτο αρκετόν διά την
+φιλολογικήν σου περιέργειαν. Ίσως ίσως δε και αυτό θα σου ήνε
+αδιάφορον, διότι ουδείς πιθανώς υπάρχει λόγος να ανησυχής, αν εις
+τα σωζόμενα μέχρι τούδε δίστιχα ή τετράστιχα αποσπάσματα
+απολεσθείσης αρχαίας τραγωδίας προσετέθη και άλλο νέον, έστω τούτο
+και τεσσαρακοντάστιχον, έστω και ωραίον αληθώς υπό πάσαν έποψιν.
+Ό,τι όμως βεβαίως δεν θα σου ήνε αδιάφορον, ό,τι πολύ θα επεθύμεις
+να ήκουες και συ όπως ήκουσα και εγώ, είνε αυτή η απολεσθείσα
+τραγωδία του Ευριπίδου, ης προδήλως — κατά την ταπεινήν μου
+γνώμην — απετέλει μέρος το δημοσιευθέν εσχάτως τεμάχιον.
+
+Και πού λοιπόν, θ' αναφωνήσης, ευρέθη αυτή η τραγωδία, και πώς
+δεν μου το λέγεις τόσην ώραν; — Δεν ευρέθη, φίλη μου, δυστυχώς·
+ευτυχώς όμως ανεπλάσθη συγκολληθείσα εκ των αμόρφων εκείνων
+λειψάνων, ανεδημιουργήθη ούτως ειπείν εκ του μη όντος υπό της
+καλλιτέχνου χειρός του νεαρού φιλολόγου, άρτιον δε σχεδόν ούτω
+και καλλίμορφον ανεπτύχθη προ των εκθάμβων ακροατών το ωραίον
+εκείνο έργον του μεγάλου τραγικού, όπερ ομοφώνως κατέτασσον οι
+αρχαίοι μεταξύ των αριστουργημάτων του. Δεν ηξεύρω, αν σ' έτυχέ
+ποτε — και θα σ' έτυχε βεβαίως — να ιδής που αναπλαστικήν εικόνα
+αρχαίου μνημείου, εξ εκείνων τας οποίας οι Γερμανοί ιδίως
+επιτηδεύονται, οι επιστημονικώς ως επί το πλείστον παιδεύοντες
+την καλλιτεχνικήν των γραφίδα. Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε
+μετ' ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της
+Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb άνωθεν της εισόδου της
+ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου. Ώρας ολοκλήρους
+έμεινα θεωμένη την χαριεστάτην εκείνην και πλήρη εμπνεύσεως
+ανάπλασιν των αμιμήτων αριστουργημάτων, άτινα εκάλλυνον προ
+αιώνων τον ιερόν βράχον της Αθήνας· και τοσούτον επί στιγμήν
+ελησμόνησα και τα κύκλω μου γύψινα εκμαγεία ελληνικών αγαλμάτων
+και την μακράν μου — επί της πατρίας γης — λυπηράν των ερειπίων
+πραγματικότητα, τοσούτον εν παραδόξω εκστάσει ανυψώθην
+ανεπαισθήτως εις των ονείρων τον κόσμον, ώστε υπέλαβον την εικόνα
+πιστήν μάλλον της αληθείας αντιγραφήν ή ανάπλασιν του μη
+υπαρχοντος, και ήλπισα, ότι επανερχομένη εις τας Αθήνας ήθελα
+επανεύρει την Ακρόπολίν μου λαμπράν και απαστράπτουσαν εκ κάλλους
+και νεότητος, οποίαν είχε φαντασθή και γράψει αυτήν ο γερμανός
+ζωγράφος επί του τοίχου του βερολινείου Μουσείου. Τοσαύτη ήτο η
+μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου, ούτινος η
+γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους
+συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την
+Πρόμαχον, αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος,
+επαναφέρουσα εις την ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και
+συμπληρούσα τον απωρφανωμένον όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως
+λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε δυστυχώς εις ακανθώδεις
+τρίβους η δημοσιογραφία·
+
+ _Του Παρθενώνος θεωρών τας στήλας πετωκυίας,
+ τον πλάττω ως τον έπλασεν ακμαίον ο Φειδίας,
+ ο πλάστης ούτος των θεών,
+ και παν εκπλύνων λείψανον των δουλικών κηλίδων,
+ κοσμώ και με την λείπουσαν εκ των Καρυατίδων
+ του Ερεχθέως τον ναόν._
+
+Τοιαύτη περίπου υπήρξε και η εντύπωσις, ην μοι επροξένησε την
+παρελθούσαν τετάρτην η υπό του Κ. Βερναρδάκη ανάπλασις της
+«Ανδρομέδας» του Ευριπίδου. Ακούσασα αυτόν συνθέτοντα μετ'
+ευλαβείας το απολεσθέν δράμα εκ των περισωθέντων λειψάνων του,
+συγκολλώντα ούτως ειπείν και προσαρμόζοντα τα μικρά εκείνα
+συντρίμματα, αναπληρούντα τα κενά διά λόγου ποιητικού, εγκρατούς
+και αρχαιοπρεπές έχοντος το κάλλος, υποβάλλοντα εκάστοτε τον
+προσήκοντα λόγον εις του Περσέως, της Ανδρομέδας και του Κηφέως
+το στόμα, και την προσήκουσαν συμβουλήν και κρίσιν εις τα χείλη
+του κορυφαίου του χορού, ενόμισα προς ώραν, ότι ανέλυε μάλλον
+υπάρχουσαν και σωζομένην τραγωδίαν ο ρήτωρ και εφαντάσθην ότι
+επανερχομένη εις την οικίαν μου και ανοίγουσα τον Ευριπίδην θα
+ανεύρισκον εντός αυτού την «Ανδρομέδαν» ολόκληρον, οποίαν προ
+μικρού είχεν αναπλάσει αυτήν ο κ. Βερναρδάκης. Τοσούτον είχε το
+γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε την
+χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή
+αυτού ενσάρκωσις του δράματος.
+
+Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον
+ήκουες; Παρηγορήσου όμως. Ο λόγος του νεαρού αλλά διακεκριμένου
+ήδη φιλολόγου θέλει δημοσιευθή προσεχώς, και δύνασαι τότε ν'
+απολαύσης εκ της αναγνώσεως όσην εγώ απήλαυσα εκ της ακροάσεως
+ευχαρίστησιν. Θέλεις δε βεβαίως πεισθή και συ, ως εγώ επείσθην,
+ότι ο τόπος ημών ο πάντων αφθονών αλλά και πάντων σπανίζων,
+απέκτησεν επιστήμονα των γραμμάτων ουχί συνήθη, ουδέ όμοιον προς
+το πολύ πλήθος των ημετέρων φιλολόγων, ων η περί τας λέξεις σοφία
+ουδέν σχεδόν άλλο κατώρθωσε δυστυχώς μέχρι τούδε, ή να εμπνεύση
+εις τους πολλούς αποστροφήν μάλλον ή έρωτα προς τα αθάνατα έργα
+των παλαιών, άτινα εις τούτο και μόνον κρίνονται ως επί το
+πλείστον χρήσιμα, εις το ν' ασκώσι δίκην πτωμάτων τα μικροσκόπια
+της κριτικής και τα μαχαίρια της γραμματικής ανατομίας.
+
+Έχει και ο Κ. Βερναρδάκης μικροσκόπιον, και διά πολλών ήδη
+κατέδειξεν, ότι διαυγέστατος είνε του μικροσκοπίου του ο φακός·
+αλλ' έχει όμως και οφθαλμόν, οφθαλμόν ψυχής συνάμα και καρδίας,
+και τούτο είνε δι' εμέ, την μη σοφήν, η μεγίστη του σοφία.
+
+Δεν μου περισσεύει, βλέπεις, χάρτης διά την μουσικήν εσπερίδα.
+Αλλά ce qui est différé n' est pas perdu. Επιφυλάξου διά την
+προσεχή εβδομάδα.
+
+ΙΗ'.
+
+Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις
+τους δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι! Πόσαι και ποίαι
+φωναί, και πόσος πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος
+κονιορτός! — Και κονιορτός; — Και κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην
+την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν απελπίσει τους Αθηναίους,
+βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την από των Κρονίων
+προσδοκωμένην διασκέδασίν των.
+
+Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την
+οικίαν μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την
+οδόν Αιόλου από της πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη
+λέξει Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και εκείθεν την οδόν Ερμού
+μέχρι της πλατείας του Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς, και εκείθεν την
+οδόν Σ τ α δ ί ο υ μέχρι του Σ ο λ ω ν ε ί ο υ, και εκείθεν
+πάλιν την οδόν Αιόλου, και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και
+καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης Ασώπιος. Το τι επατήθην κατ' αυτήν
+μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και εξεκωφάθην, και
+εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . .
+πλην είνε αδύνατον να φαντασθής. Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ
+ολίγων ωρών, να πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης
+ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως,
+την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη σου κατά τας εφετεινάς
+απόκρεω. Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω ατελώς τας
+εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής,
+αν σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και
+άτακτον είνε εις την κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη,
+πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε μέθοδον.
+
+Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος
+εντύπωσις των Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η
+παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών μεταμφιέσεων. Εκτός δύο ωραίων
+εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ' ολίγον, το πολύ και
+αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε
+μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας,
+νομίσαντας δε, φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι'
+αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος, να φορέσουν έν ενοικιασμένον
+domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και καθάριον, να
+ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας
+λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους — η σπατάλη των
+δεν προέβη μέχρι κ ο υ φ έ τ ω ν — ή μοιράζοντες τυπωμένην την
+ευφυίαν των δι' επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo
+et Cie· Ν α μ α ς γ ρ ά φ ε τ ε», και ακούοντες κύκλω του τα
+πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμού Κ ό φ' τ ο!
+Κ ό φ' τ ο! Μη μ' ερωτάς επί του παρόντος, τι σημαίνει η
+περίεργος αύτη φράσις, την οποίαν, μιμούμενον τους παρισινούς,
+καθιέρωσεν εφέτος το αθηναϊκόν κοινόν. Θα την ακούσωμευ μετ'
+ολίγον εντονωτέραν, και τότε θα σου την εξηγήσω.
+
+Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και
+πηγαίνωμεν προς στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους,
+όπερ φέρεται πυκνόν από της πλατείας της Ο μ ο ν ο ί α ς προς
+την οδόν του Α ι ό λ ο υ. Προσοχή μη μας πατήσουν, ή μη
+πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία
+σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα
+διασκεδάσωσι.
+
+Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού
+θεατριδίου, το οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά
+σινδών, και εις του οποίου την ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν
+κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι ακατανόητα διά του
+στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον αδέξιαι, ώστε
+ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας
+προχωρήσωμεν. Α! Ιδού ευθύς έν κ ά ρ ρ ο ν, του οποίου οι
+κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν
+διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα
+είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν,
+άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της
+εστίας του. Εφόρεσαν ό,τι εύρον· οι μεν το πάπλωμά των, οι δε των
+συζύγων των τα φορέματα, άλλοι πίλους υψηλούς, και άλλοι σπυρίδας
+ανεστραμμένας. Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον
+περιπλέον, εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός
+και ατάραχος επιδεικνύει τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς
+ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι' ολίγων οκάδων ρητινίτου
+εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν, εκίνησαν
+θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες
+περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν
+καταδέχονται. Δεν ειξεύρω διατί, αλλά μ' αρέσκουσιν οι
+μιλτοπάρειοι αυτοί αρματηλάται. Ουδέν εμπαίζουσιν, ουδ' έχουσι
+την αξίωσιν να εμπαίξωσι. Διασκεδάζουσι μόνον, διότι τούτο και
+μόνον ηθέλησαν, και εννοούσι τας Απόκρεω κατά την αληθή και
+φυσικήν αυτών σημασίαν, απαράλλακτα όπως εννόουν τα Κρόνια του οι
+παλαιοί Ρωμαίοι. Τους προτιμώ μυριάκις των ανόστων δομινοφόρων,
+δι' ων ο αύξων πολιτισμός του ελληνικού και η ξενική μίμησις
+αντικατέστησαν σήμερον τους παλαιοτέρους μ α κ η δ ό ν ο υ ς,
+τους κ ο υ δ ο υ ν ά τ ο υ ς, τους δ ι α β ό λ ο υ ς, τους
+ψ α ρ ά δ ε ς και τους τ ο υ ρ κ α λ ά δ ε ς.
+
+Ολίγον περαιτέρω, επί της πλατείας της Τραπέζης, παίζουσι τα
+πασίγνωστα ρ ό π α λ α. Τα γνωρίζεις βεβαίως εν πάση αυτών τη
+αηδία και ρυπαρότητι, ώστε περιττόν είνε να σταματήσωμεν. Non
+guarda e passa· ας ρίψωμεν δε μόνον, αν θέλης, μίαν δεκάραν εις
+τον τενεκέν του θεατρώνου. Παρέκει προφαίνεται από της παρόδου
+των Αγίων Θεοδώρων το γεγηρακός ήδη αλλά παραδόξως ανανεωθέν
+εφέτος Γ α ϊ τ α ν ά κ ι. Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως
+τα ρ ό π α λ α και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού
+απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι
+θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον
+ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον
+ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό
+των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.
+
+Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως
+ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον
+μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει
+πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το
+ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως
+άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον
+δυσαρεστήσει το ήθος. Αντί παντός προσωπείου, καλύπτει την
+κεφαλήν αυτού ολόκληρον ωραία και επιτυχεστάτη όνου κεφαλή.
+Μαντεύεις βεβαίως, τι ήθελε να σατυρίση· πολύ φοβούμαι όμως, μη
+το μαντεύσωσι και άλλοι εντός ολίγου, και ο τολμηρός σατυριστής
+επιστρέψη εις την οικίαν του μώλωπας φέρων πολλούς από τινός
+αρειμανίου χειρός και μετάνοιαν πλείονα της τόλμης του.
+
+Ας προχωρώμεν εν τούτοις, καταστέλλουσαι όσον δυνατόν την
+περιέργειάν μας, διότι το πλήθος είνε πυκνόν, και το ρεύμα του
+δεν επιτρέπει ανέτους παρατηρήσεις. Άλλως τε και δεν έχομεν τι
+περίεργον να παρατηρήσωμεν. Ούτε ο νεανίσκος αυτός, όστις θέλει
+δήθεν να σατυρίση τους γυναικείους συρμούς, και περιεβλήθη προς
+τούτο παν δυνατόν και ακατονόμαστον ράκος· ούτε οι εφ' αμάξης
+εκείνοι δύο, οίτινες έκρυψαν τας μικράς των κεφαλάς εντός
+μεγαλειτέρων εκ ναστοχάρτου, τας οποίας αναγκάζονται να
+υποκρατώσι διά των χειρών των· ούτε ο μείραξ αυτός, όστις εφόρεσε
+πορφυρούν επώμιον και πορφυράν φενάκην και διευθύνει μόνος του το
+κομψόν του αμάξιον, είνε θεάματα παρατηρήσεως άξια. Ας κάμψωμεν
+λοιπόν την γωνίαν της Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και ας
+τραπώμεν την οδόν Ε ρ μ ο ύ.
+
+Πλήθος συμπαγές, εντός του οποίον μόλις κατορθόνει να κινήται η
+δεξιά πάντοτε βαίνουσα σειρά των αμαξών, εξώσται πλήρεις
+περιέργων, αλλ' ουδ' είς σχεδόν μετημφιεσμένος, εκτός των
+εποχουμένων δομινοφόρων. Αδύνατον να στραφώμεν προς τα οπίσω· ας
+αφήσωμεν να μας κινή το ρεύμα.
+
+Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του
+Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας.
+Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν'
+απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου
+ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού
+ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον,
+τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας
+πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα. Σημείωσε και
+αυτόν ως δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς
+την οδόν Σ τ α δ ί ο υ.
+
+Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά
+των ξίφη, στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν
+αλαλαγμώ τον αρχηγόν αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και
+ανέτως επί μαλακών προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων
+την καπνοσύριγγά του εν πλήρει ψυχική γαλήνη. Τίνα εκστρατείαν
+άρα γε παρωδεί η κωμική αυτή πομπή; Το παριστάμενον πλήθος
+φαίνεται κατενθουσιασμένον. Φωνάζει, επευφημεί, κροτεί τας
+χείρας, και κραυγάζει μετά παραφοράς την φράσιν του συρμού:
+Κ ό φ' τ ο! Κ ό φ' τ ο!
+
+Αλλά τι λοιπόν σημαίνει η παράδοξος αυτή φράσις; Ουδέν άλλο ή: Α
+ρ κ ε ί! Φ θ ά ν ε ι! Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι'
+αυτής και συνοδεύει πάντα παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως
+τους κομψούς δομινοφόρους των αμαξών, προς τους οποίους, μα την
+αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη η κραυγή του πλήθους.
+Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να μάθης και
+πόθεν η καταγωγή του Κ ό φ' το, λυπούμαι μη δυναμένη να σου
+μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν. Συζήτησις γίνεται μεγάλη τας
+ημέρας αυτάς εν Αθήναις, γνώμαι συγκρούονται πολλαί περί της
+φύτρας και ρίζης του πράγματος, λογομαχία αυτόχρημα βυζαντηνή
+ανεπτύχθη μεταξύ των αρμοδίων, αλλά δεν κατωρθώθη έτι να
+δ ι α λ ε υ κ α ν θ ή, ως λέγουσιν οι φιλόλογοι, το ζήτημα.
+Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κ ό φ' το
+γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά,
+και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα
+δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων.
+Τα ζιζάνια των οδών, άτινα εβαπτίσθησαν προσφάτως επί το
+ποιητικώτερον υ π ο δ η μ α τ ο σ μ ή κ τ α ι, — οι άλλως
+αμαθέστερον και ευνοητότερον λ ο ύ σ τ ρ ο ι καλούμενοι, —
+ήρχισαν φωνούντα Κ ό φ' το εις τον δυστυχή εφημεριδοπώλην, και
+εκ τούτου η φράσις. Άλλοι, ως προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς
+και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν ανησυχούμεν, εννοείται,
+πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους οποίους πολύ
+φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να
+φωνήση τις Κ ό φ 'το.
+
+
+ΙΘ'.
+
+Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.
+
+Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις
+ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . .
+καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η
+πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και
+ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε
+τας διασκεδάσεις των.
+
+Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους
+θεολόγους, οίτινες προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός,
+διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής
+καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον χρηστού ανδρός απέδωκαν εις
+οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον υποστηρίζοντα την διάλυσιν
+των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ τον αιφνίδιον
+αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των
+τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη
+χορτάσαντας ακόμη Αθηναίους. Αν ήμην μετεωρολόγος, θα έλεγον το
+πράγμα φυσικόν και προσδοκώμενον, συνδυάζουσα, εννοείται, το
+βαρόμετρον και τα μετεωρολογικά τηλεγραφήματα, τα ρεύματα των άνω
+και κάτω στρωμάτων της ατμοσφαίρας, και δεν ηξεύρω πόσα άλλα
+πράγματα ακόμη. Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και αρκούμαι επομένως
+οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν χειμώνα,
+όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν
+ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.
+
+Παράδοξος βεβαίως θα σου φανή η αρχή της επιστολής μου, και
+απροσδόκητος η αγγελία της πέμπτης και έκτης εκδόσεως χιόνος, την
+οποίαν εδημοσίευσεν αναχωρών ο Φεβρουάριος. Τι θα ειπής όμως,
+όταν μάθης ότι εντός μιας και μόνης εβδομάδος είχαμεν όλα τα είδη
+των καιρών, αιθρίαν και ήλιον, άνεμον και βροχήν, χιόνα και
+πάγους;
+
+Την παρελθούσαν Κυριακήν χ α ρ ά θ ε ο ύ, ως λέγει ο λαός·
+ήλιος λάμπων και θερμαίνων, ουρανός αθηναϊκός, και πλήθος φαιδρόν
+εις τους δρόμους. Την Δευτέραν άνεμος φοβερός, και την νύκτα
+θύελλα αληθινή, αναρπάζουσα τας καπνοδόχας των οικιών, εκριζούσα
+δένδρα και αναποδογυρίζουσα τας κεράμους των ορόφων. Την
+Τρίτην . . . αλλοίμονον εις όσους εξήλθον της οικίας των! Οι πίλοι
+των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι
+των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των
+απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των
+εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν. Την τετάρτην και την πέμπτην
+ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας
+Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς,
+όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν
+ανεπαισθήτου αύρας. Έλεγέ τις ότι ο Μάιος, ωφελούμενος από τας
+Απόκρεω, περιεφέρετο incognito εις την χλοεράν πεδιάδα, όπου
+ευφυείς τινες ανεμώναι τον εννόησαν και προέκυψαν πρώιμοι εις
+προϋπάντησίν του. Ηπατάτο όμως όστις το έλεγεν. Ήτο ο
+Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος Κ ο υ τ σ ο φ λέ β α ρ ο ς
+του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο
+τον Μάιον, αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην
+του ψύχους και του βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε
+βροχήν παγετώδη, και την επομένην πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες
+απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας τας στέγας. Δεν το
+κατώρθωσαν την ημέραν εκείνην, αλλά το κατώρθωσαν όμως την
+επομένην, καθ' ην ο ορίζων των Αθηνών μετεβλήθη διά μιας εις
+ορίζοντα του Βερολίνου, και το θερμόμετρον κατέβη εις 6 βαθμούς
+υπό το μηδέν, και αι μύται μας εκοκκίνησαν ως μήκωνες ανθηραί.
+Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι είχον την όψιν
+πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους,
+ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην.
+Μιας σπιθαμής, — ακούεις; — μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και
+καθ' ην ώραν σου γράφω,
+
+ _εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,_
+
+πίπτει πάντοτε πυκνή και αδρά, ως πίπτουσιν από τινος αι ιδέαι
+πυκναί και αδραί εντός του ελληνικού βουλευτηρίου, όπου θα έμαθες
+βέβαια εκ των εφημερίδων, οποίον ηρωικόν θόρυβον παρήγαγεν
+εσχάτως μία μας ομόφυλος, ανανεώσασα τας παραδόσεις της παλαιάς
+αγοράς, και τακτικόν συνάψασα διάλογον από των ακροατηρίων προς
+τους εν τη αιθούση . . . αγορεύοντας.
+
+Φαντάζεσαι οποίαν λύπην, οποίαν αγανάκτησιν, οποίαν απόγνωσιν
+παρήγαγεν η παράδοξος αυτή και απευκταία του χειμώνος εμφάνισις
+εν τέλει των αθηναϊκών Κρονίων. Εκτός ίσως των οικοδεσποτών και
+των αμφιτρυώνων, οίτινες εύρον ευπρόσδεκτον αφορμήν να κλείσωσι
+τους οίκους των προς τον βορράν και τους . . . μετημφιεσμένους,
+πάντες οι άλλοι, οι θέλοντες να χορεύσωσιν, οι θέλοντες να
+μεταμφιεσθώσιν, οι θέλοντες να σ ε ρ ι α ν ί σ ω σ ι ν, οι
+θέλοντες να ίδωσι τέλος πάντων, είνε απαρηγόρητοι. Δεν σου λέγω
+το φ υ σ ο ύ ν και δεν κ ρ υ ό ν ε ι, κατά την παροιμίαν,
+καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η χιών,
+αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν ζ ε σ τ α ί ν ε τ α ι. Δεν
+εννοούν, πώς είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν
+Κυριακήν των Απόκρεω, αφού διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και
+έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας εβδομάδας. Και πώς διεσκέδασαν, και
+πώς μετημφιέσθησαν! Το γνωρίζεις ήδη αρκετά, διότι όλα μου τα
+γράμματα από δύο σχεδόν μηνών δεν ήσαν άλλο τίποτε ή χρονικά των
+αθηναϊκών διασκεδάσεων, και χρονικά ατελή — σημείωσε, — διότι εν
+μέσω του κατακλυσμού εκείνου της ευθυμίας και της τέρψεως, όπου
+επί έξ όλας εβδομάδας έπλεεν αμέριμνος η χορευτική των Αθηναίων
+κιβωτός, πολλάς κατ' ανάγκην ελησμόνησα εσπερίδας και πολλούς
+παρέλειψα χορούς. Ούτε τας ωραίας εσπερίδας της Κυρίας Σ. σου
+εμνημόνευσα, αίτινες ανά πάσαν Δευτέραν συνεκέντρουν εντός
+πολυτελεστάτων αιθουσών το άνθος του αθηναϊκού κόσμου, ούτε τας
+συναστροφάς της Κυρίας Δ., όπου ολίγος μεν αλλ' οικείος και
+εύθυμος όμιλος παρέτεινε μέχρι της τετάρτης πρωινής ώρας το
+ταραχώδες cotillon, ούτε άλλας μεμονωμένας και μικροτέρας
+νυκτερινάς ομηγύρεις, των οποίων και τώρα πλέον, — κατόπιν εορτής
+— θ' απέβαινε μακρά και η απλή μόνον απαρίθμησις.
+
+Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι
+θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν
+εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων. Πλην του
+ωραίου χορού της Κυρίας Λ., δι' ου φαιδρώς εωρτάσθησαν οι
+πρόσφατοι αρραβώνες ζεύγους νεαρού, πλην του δευτέρου χορού της
+εν Πειραιεί Λέσχης, όστις επέτυχεν, ως λέγεται, πολύ περισσότερον
+του πρώτου, η παρά τη Κυρία Ν. Σ. λαμπρά εσπερίς της παρελθούσης
+πέμπτης υπήρξεν αληθώς η μεγαλοπρεπεστέρα προπομπή των εφετεινών
+απόκρεω, και αφήκεν ανεξάλειπτον την μαγευτικήν της εντύπωσιν εις
+πάντων των προσκεκλημένων την μνήμην. Ούτε των ωραίων αιθουσών η
+πλήρης καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των
+εσθήτων αυτών ο πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία,
+αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το
+ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου διπλούν δείπνον
+και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της
+μοναδικής εκείνης συναναστροφής. Υπέρ πάντα ταύτα επέλαμπε και
+εζωογόνει και εφαίδρυνε την ομήγυριν η ανέκφραστος εκείνη χάρις,
+ης η οικοδέσποινα κατέχει το μυστήριον, η φυσική εκείνη και
+εγγενής ούτως ειπείν προσήνεια του ήθους, το ανεπιτήδευτον και
+όμως διακεκριμένου των τρόπων, η αβρά εκείνη φιλοφροσύνη, ήτις
+vous met si bien a votre aise, όπως λέγουσιν οι Γάλλοι, και όπως
+δυστυχώς δεν δυνάμεθα να είπωμεν ημείς ακόμη ελληνιστί,
+στερούμενοι πιθανώς την έκφρασιν διότι στερούμεθα εν γένει και το
+πράγμα.
+
+Ως προς τους μετημφιεσμένους, ή μάλλον ειπείν τους θέλοντας να
+μεταμφιεσθώσι, μη νομίσης ότι τους εζημίωσε και πολύ η χθεσινή
+και σημερινή χιών. Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς
+μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή
+ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των
+Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες
+άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα
+στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να
+αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.
+Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους
+κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον
+δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σεις;»
+
+Εννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη
+πιθανώτατα και απόψε. Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει
+να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την
+στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα
+εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι
+φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται
+άγνωστα και κατευχαριστημένα.
+
+Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις
+αυτή έχει ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ
+ολίγων ημερών ευάριθμος αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο
+εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών ζητούσα διασκέδασιν και χορόν
+εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα παράθυρα.
+Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει
+άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι
+νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο
+φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν
+διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν. Η άδεια,
+εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας
+ευρίσκοντο εν μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . .
+παραδόξως ουδένα κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς
+υποδεχθέντες αυτούς είχον άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί
+εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους τρόπους υπερβαλλόντως
+κοσμίους.
+
+ — Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.
+
+ — Πού είνε ο κύριος Λ; έλεγεν ο άλλος, και εννόει τον προ
+τεσσάρων μηνών μετοικήσαντα οικοδεσπότην.
+
+ — Δεν γνωρίζω ψυχήν! παρετήρει τρίτος, και πάντες έμενον βωβοί
+και κατάπληκτοι, ότε είς των χορευτών, ρωμαλέος και πορφυρούς την
+όψιν Ηρακλής, πλησιάζει εις τον παρείσακτον όμιλον, και ερωτά διά
+βροντώδους φωνής·
+
+ — Έχετε άδειαν;
+
+ — Βέβαια. Εζητήσαμεν άδειαν, πριν αναβούμεν.
+
+ — Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε;
+
+ — Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον
+αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . .
+
+ — Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ!
+
+Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν
+παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν. Ως δροσιστικά προσεφέροντο εις
+τους χορευτάς αμύγδαλα, πορτοκάλλια και ριζόγαλον μετά πολλής
+κανέλλας, η δε ορχήστρα αποτελουμένη εκ δύο ζ υ γ ι ώ ν
+β ι ο λ ί ο υ και μ π ο υ ζ ο υ κ ί ο υ ήρχισε μέλπουσα
+σ υ ρ τ όν! Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της
+ορέξεώς των, ενώ δε η λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν
+τον ορχηστικόν της κύκλον, οι δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως
+φαντάσματα προς την θύραν, και ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την
+φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού, τοποθετείται δίκην
+Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·
+
+ — Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας
+μούτρα;
+
+ — Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται
+περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός,
+τα μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας
+είπεν, ότι είμεθα ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.
+
+ — Κυρ Γιάννη! φωνεί τότε η κυρία πρός τινα των χορευτών, αυτό το
+πράγμα δεν γίνεται! πρέπει κάποιος να βγάλη την μάσκα του.
+
+ — Έννοια σας, κυρία Ουρανία, λέγει σοβαρός προσερχόμενος ο
+πορφυρούς την όψιν Ηρακλής. Έννοια σας! αφήστε το πράγμα επάνω
+μου, και θα ιδήτε.
+
+Στρεφόμενος δε προς τους δομινοφόρους, οίτινες πολύ πιθανώς είχον
+αρχίσει να οσφραίνωνται δυσάρεστα, παρατηρεί μεθ' ικανού
+μεγαλείου·
+
+ — Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη
+την μάσκα του.
+
+ — Αλλά ο αμαξάς μας . . .
+
+ — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας;
+
+ — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των
+μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο
+Νικόλας.
+
+ — Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και
+ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου.
+
+ — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά.
+
+ — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός
+'ς το καλό!
+
+ — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!
+
+Οι φίλοι κατέβησαν, εννοείται, τας βαθμίδας ανά δύο, δεν αναφέρει
+δε η ιστορία αν εξηκολούθησαν την νυκτερινήν αυτών εκδρομήν.
+
+Μαντεύεις τι είχε συμβή; Ο μάγειρος του οικοδεσπότου, λαβών παρά
+του κυρίου του την άδειαν, είχε συγκαλέσει εν τη κενή οικία τους
+συναδέλφους και φίλους του εις χορόν. Τα λοιπά εξηγούνται.
+
+Η χιών έπαυσε να πίπτη καθ' ην ώραν κλείω την επιστολήν μου.
+Ανοίγω το παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν.
+Φαντάσου, αν αύριον είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και
+το Φάληρον.
+
+Κ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.
+
+Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας
+απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται
+ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός,
+και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας
+και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
+
+Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν
+πάση ανέσει, διά μ ε τ α ν ο ι ώ ν και χαβιαροφαγίας, να
+καθαρισθώμεν από πάσης χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν
+πάντα τα από των απόκρεω και των μεταμφιέσεων κρίματα ημών. Θα το
+κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω
+πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες
+ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής,
+εχόρευον — όχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . .
+μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον. Και πώς λοιπόν! θ'
+αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και
+λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι
+ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν
+αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και
+ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και
+Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος;
+Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν. Απόδειξις
+δε τούτου το φοβερόν χθεσινόν πραξικόπημα, το οποίον, ως μανθάνω,
+πρόκειται να επακολουθήσωσι και άλλα όμοια εντός ολίγου. Δεν
+ηξεύρω, αν ο κόσμος εν γένει ελωλάθη εφέτος, ή εγώ παραδόξως
+πρεσβυτίζω. Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία των διασκεδάσεων,
+των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον το
+δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο
+ανεκδιήγητος χειμών της παρελθούσης εβδομάδος. Ούτω δε, μολονότι
+κ' εφέτος καθ' όλους τους τύπους εωρτάσαμεν τα Κ ο ύ λ ο υ μ α,
+μολονότι, ως εμάντευον εις το τέλος της παρελθούσης μου
+επιστολής, ηθρίασεν αίφνης την Καθαράν Δευτέραν ο καιρός, οιονεί
+από σκοπού καταδεικνύων, ότι ετραχύνθη μεν ίνα κόψη τας αμαρτωλάς
+ημών διασκεδάσεις, εγλυκάνθη δε πάλιν εν μια νυκτί, ίνα καλέση
+ημάς εις πανηγυρικήν προϋπάντησιν των νηστειών και της μετανοίας,
+ημείς όμως ο υ β ο υ λ ό μ ε θ α σ υ ν ι έ ν α ι, ούτε σημεία
+εκτιμώμεν ούτε οιωνούς, εμμένομεν δε σκληροτράχηλοι εις την
+παραλυσίαν, και ο θεός πλέον. . . . ε λ ε ή σ α ι κ α ι
+ο ι κ τ ε ι ρ ή σ α ι η μ ά ς. Αυτά δε περίπου έλεγε και σήμερον
+εν πολλή κατανύξει καλοθρεμμένος τις ιεροκήρυξ, όστις εφρόντισεν
+επί τέλους να μνημονεύση επιδεξίως προς τους ακροατάς του και
+μικρόν τι αυτού συγραμμάτιον, ορίζων συνάμα και το βιβλιοπωλείον,
+όπου ηδύνατο να το αγοράση ο βουλόμενος προς ψυχικήν αυτού
+οικοδομήν, αντί ε υ τ ε λ ο ύ ς τι μ ή ς. Γνωρίζετε σεις αυτού,
+εν Παρισίοις, το είδος αυτό της Réclame, το οποίον υπερβαίνει, ως
+βλέπεις, παν ό,τι ομοειδές επενόησαν μέχρι τούδε οι Αμερικανοί;
+
+Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και
+μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω,
+εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν'
+αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι
+μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.
+Εννοείς, ότι αφότου η ακτή του νέου Φαλήρου ήρχισε να κάμνη
+ανταγωνισμόν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, ο κόσμος των
+καθαυτό Κουλούμων έγεινεν αραιότερος και από έτους εις έτος
+ελαττούται. Μάτην ήθελέ τις και εφέτος αναζητήσει επί των
+γραφικών καίτοι φαλακρών λόφων, οίτινες δεσπόζουσι των οχθών του
+ξηρού Ιλισσού, τας ποικίλας εκείνας συστάδας των σταυροποδητί
+καθημένων πέριξ τρυβλίου ελαιών, κρομμύων, θριδάκων και της
+απαραιτήτου π λ ώ σ κ α ς· μάτην ήθελέ τις ζητήσει τα παλαιά
+εκείνα και παροιμιακά όρη των στραγαλίων, άτινα έφρασσε
+κυκλοειδής πορτοκαλλίων παράταξις, και το απειράριθμον τάγμα των
+κ ο υ λ ο υ ρ τ ζ ή δ ω ν, πέριξ των οποίων εσκίρτων εκ χαράς των
+νηπίων τα ροδοπάρεια στίφη, και τους σκοροδοστεφείς
+β ι ο λ ι σ τ ά ς, και τους όπισθεν της κεφαλής των φέροντας την
+προσωπίδα μετημφιεσμένους, και των υπό τας στήλας του Ολυμπιείου
+ορχουμένων παλληκαρίων τον όμιλον, και το πυκνόν, πυκνότατον
+εκείνο πλήθος των θεατών, οίτινες κατέκλυζον τον πέριξ χώρον,
+δίκην μυρμήκων στρατιάς. Όλα εκείνα τα παλαιά, όλη εκείνη η
+φαιδρά αληθώς πανήγυρις, ήτις έτι τοσαύτα έτη αντείχεν επίμονος
+εις παν εκκλησιαστικόν ανάθεμα και πάσαν επισκοπικήν προγραφήν,
+παρήλθε πλέον σήμερον ανεπιστρεπτεί, και ό,τι δεν κατώρθωσεν η
+εκκλησία κατώρθωσεν ούτως ειπείν ο πολιτισμός. Λέγω ούτως ειπείν,
+διότι μετέθηκεν απλώς ό,τι μάτην εκείνη προσεπάθει να εξοντώση.
+Δεν γίνεται πλέον εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός το προσκύνημα
+της Καθαράς Δευτέρας, αλλά γίνεται όμως από πέντε ήδη ετών εις το
+Φάληρον. Εις τους λόφους του Ιλισσού απέμειναν πιστοί αποδημηταί
+ολίγιστοι μόνον, μη πολιτισμένοι και εις τας κατωτέρας του λαού
+τάξεις ανήκοντες. Αυτοί μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον
+μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας ελαίας των και τα σκόροδά
+των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον ρητινίτην, και
+τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον βραχνού
+τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε
+ολίγοι και οι θεαταί των. Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και
+νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το
+Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου,
+όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου
+δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων
+μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί
+αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος
+ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις
+ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας
+ερυθράς της πτέρυγας. Τα πολλά ταύτα και ποικίλα θέλγητρα του
+Φαλήρου, εις τα οποία μη λησμονήσης να προσθέσης το μέγιστον
+εκείνο, όπερ συνοψίζουσιν αι γαλλικαί λέξεις: voir et être vu,
+συγκαλούσι συνήθως την Καθαράν Δευτέραν παρά τον φαληρικόν
+αιγιαλόν τον ούτω καλούμενον καλόν κόσμον των Αθηνών, όστις, αφού
+περιπατήση ώρας τινάς, και ακούση ρακένδυτόν τινα και άνιπτον
+ιταλόπαιδα παίζοντα διά της άρπας του την Mandolinata και την
+Stelle Confidente, επιστρέφει οίκαδε κατευχαριστημένος, και
+διηγείται την επιούσαν ότι επέρασε θαυμάσια εις το Φάληρον.
+Εφέτος όμως και του Φαλήρου τα Κ ο ύ λ ο υ μ α ήσαν πενιχρά και
+μέτρια. Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών
+εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας
+των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν
+και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε
+εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών
+της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του
+ξενοδόχου. Ούτω πάσαι αι διασκεδάσεις, τας οποίας προ μικρού
+ανέφερα, έγειναν μεν, αλλ' έγειναν κατά πολύ μικροτέρας
+διαστάσεις, και ως greatest attraction της ημέρας έμεινεν η
+ανεμαντλία του σιδηροδρόμου, ήτις αντικατέστησεν από τινων μηνών
+το δυστυχές ονάριον, ούτινος οι αφιλοκερδείς αγώνες επότιζον
+άλλοτε τον κήπον της Εταιρείας.
+
+Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός
+θίασος, όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την
+τεσσαρακοστήν από της σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε
+ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε . . . . πολύ ωραία. Συ θα
+ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου ουδείς έγεινε
+λόγος μέχρι τούδε υπό του φ ι λ ο μ ο ύ σ ο υ κοινού.
+
+Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το
+Υπουργείον.
+
+
+
+ΠΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ,
+
+ΛΙΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ (11)
+
+
+
+Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της
+προκειμένης μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς
+φυσικώς και κατά τάξιν ανά δύο, την μεν πτωχείαν μετά της
+λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου. Σκεπτόμενος
+βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι
+τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε
+λίχνευμα μάλλον ή φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα
+φαγητά, θέλει συμπεραίνει, κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι
+εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και τρώγουσι συνήθως νεοφανείς
+ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και αφθονούσιν, εννοείται,
+χρήματος. Περί ορέξεως δεν πρόκειται, καθότι η όρεξις των
+προσφάτων ασπαράγων δεν είνε προνόμιον εξαιρετικόν τάξεώς τινος
+ανθρώπων, και αν η μοίρα εδημιούργησε διάφορα τα βαλάντια και το
+περιεχόμενον αυτών, η φύσις όμως εδημιούργησεν ομοίους τους
+ουρανίσκους των ανθρώπων και ομοίους σχεδόν αυτών τους στομάχους.
+Αν δε μετά της αυτής λογικής ακριβείας εξακολουθήση σκεπτόμενος ο
+ημέτερος αναγνώστης, θέλει επίσης σκεφθή, ότι, επειδή αι
+μεταξωταί εσθήτες και τα τρίχαπτα είνε ακριβαί συνήθως και
+βαρύτιμοι, δεν είνε δυνατόν να φορώσιν αυτάς ειμή μόνον των
+πλουσίων αι γυναίκες, εκείνων δηλαδή, οίτινες τοσούτον έχουσι
+στρογγύλον το πουγγίον αυτών, ώςτε, αφού φάγωσι μέχρι κόρου
+προσφάτους ασπαράγους, δύνανται να ενδύσωσι και τας συζύγους
+αυτών μέχρι κόρου δι' εσθήτων μεταξωτών.
+
+Τας σκέψεις ταύτας επιβάλλει η λογική· και δι' αυτό ελέγομεν
+ανωτέρω, ότι ο λογικός ημών αναγνώστης θέλει συνάψει τον πλούτον
+μετά της πολυτελείας και την πτωχείαν μετά της λιτότητος,
+αναλογιζόμενος και συμπεραίνων, ότι, όπως η πολυτέλεια είνε
+ακολούθημα του πλούτου, ούτω και η λιτότης είνε της πτωχείας
+ανάγκη. Δυστυχώς όμως η λογική δεν συμφωνεί πάντοτε και πανταχού
+προς τα πράγματα· εν Ελλάδι δε ιδίως, και μάλιστα εν Αθήναις,
+ψεύδει συνήθως η των πραγμάτων αλήθεια την αυστηρότητα της
+λογικής. Είνε δε φυσική η τοιαύτη παρ' ημίν ανωμαλία, ουδέ πρέπει
+να ξενίζη τον προσεκτικόν παρατηρητήν. Όπως τα εν ζυμώσει
+διατελούντα ρευστά φέρουσι συνήθως επί της επιφανείας αυτών όλην
+εκείνην την ιλύν, ήτις εις τρύγα μεταβαλλομένη θέλει μετ' ολίγον
+καταβή εις τον πυθμένα — την φυσικήν αυτής θέσιν, — ούτω και εις
+τας αστάτους και ζυμουμένας έτι κοινωνίας ανατρέπεται ως επί το
+πολύ η φυσική των πραγμάτων θέσις, και πολλά γίνονται άνω κάτω,
+και απορεί προς το παράδοξον ο επιπολαίως τα πράγματα μελετών.
+Τοιούτο τι συμβαίνει σήμερον και εν τη ελληνική κοινωνία, ιδίως
+δε τη Αθηναϊκή, ήτις ως πρωτευούσης κοινωνία ου μόνον ευλόγως
+αξιοί να νομοθετή και διά την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και ήρχισεν από
+τινος πράγματι να γίνεται πρότυπον των επαρχιών.
+
+Η ανατροπή αυτή της φυσικής των κοινωνικών φαινομένων αναπτύξεως
+είνε δυστύχημα πάντως όπου και αν επέλθη, πολύ δε μείζον και
+λυπηρότερον αναντιρρήτως, οσάκις επέρχεται εις έθνη μικρά, εις
+πολιτείας πτωχάς και μόλις την βρεφικήν αυτών ηλικίαν
+καταλιπούσας. Τοιαύτη νηπιώδης έτι κοινωνία είνε η ελληνική, και
+διά τούτο μέγα δι' αυτήν δύναται να κληθή δυστύχημα το φαινόμενον
+εκείνο, περί ου επιλαμβανόμεθα να ανακοινώσωμεν εις τον
+αναγνώστην ολίγας σκέψεις και παρατηρήσεις.
+
+Η πολυτέλεια εκρίθη πάντοτε και κρίνεται σήμερον έτι διαφόρως και
+ποικίλως υπό των κοινωνιολόγων. Πολλοί αποκαλούσιν αυτήν λέπραν
+εν πάση οιαδήποτε περιπτώσει, και παρ' αυτοίς έτι τοις πλουσίοις,
+και την καταδικάζουσιν ανεπιφυλάκτως, ισχυριζόμενοι, ότι η εφ' α
+μη δει δαπάνη, η θεραπεία ουχί πραγματικών αλλ' ανυπάρκτων,
+συνθηματικών και φαντασιωδών μόνον αναγκών, και αυτή τέλος η εκ
+του περιττού των περιττών προμήθεια είνε νόσημα κοινωνικόν,
+παραλύον τα νεύρα και την παραγωγικήν δύναμιν των εθνών, μαραίνον
+τα ευγενή των αισθήματα, καταστρέφον διά της αβροδιαίτης το
+γενναίον του φρονήματος και αποπνίγον εν εκείναις μάλιστα ταις
+πολιτείαις, όσων ο εθνικός προορισμός διατελεί έτι ανεκπλήρωτος,
+πάσαν περί του μέλλοντος σκέψιν και πάσαν περί εθνικού μεγαλείου
+μέριμναν.
+
+Άλλοι δε τουναντίον, ουχί δυστυχώς οι ασημότεροι ούτε οι
+ολιγώτερον έχοντες το κύρος του λόγου, αντεδοξούσιν ότι η
+πολυτέλεια είνε ου μόνον ανάγκη των πλουσίων κοινωνιών, αλλ'
+αυτόχρημα καθήκον των ευπορούντων.
+
+Η πολυτέλεια, λέγουσιν ούτοι, ανοίγει πόρους εις την βιομηχανικήν
+των εθνών παραγωγήν, προκαλούσα την άμιλλαν των βιομηχάνων και
+κεντρίζουσα την εφευρετικότητα του πνεύματός των, ασχολούσα τας
+εργατικάς δυνάμεις της πολιτείας, πληρούσα εκ του περισσεύματος
+των πλουσίων ταμείων το κενόν του πτωχού βαλαντίου, και
+διατιθεμένη τα ψιχία της αφθονούσης τραπέζης εις χορτασμόν του
+πεινώντος πένητος.
+
+Αλλ' οπωςδήποτε και αν κρίνωσι περί της πολυτελείας οι περί τας
+κοινωνίας σήμερον φιλοσοφούντες, αι περί αυτών κρίσεις των δεν
+ανάγονται εις το προκείμενον ημών θέμα του λόγου, καθότι
+περιστρέφονται εις την εύλογον και φυσικήν και ευεξήγητον
+πολυτέλειαν, την εκ του περιττού πολυτέλειαν των ευπόρων και
+πλουσίων. Το να δαπανά ο πλούσιος όσα και όπου και όπως θέλει,
+είνε λίαν φυσικόν. Δεν βλάπτει μεν εαυτόν, ωφελεί δε μάλλον ή
+ζημιοί, αμέσως τουλάχιστον, τους άλλους. Κάμνει μεν την επίδειξίν
+του, διότι τέλος πάντων είνε κύριος να ζη κάλλιον των άλλων, να
+τρώγη ό,τι θέλει, να ενδύεται όπως θέλη, να έχη αμάξας και
+θεωρεία, να δίδη γεύματα και χορούς· αλλ' η επίδειξις αύτη, όσον
+αυστηρώς και αν κριθή υπό βαθυτέραν ηθικολογικήν έποψιν, δεν
+δύναται να καταλογισθή εις κοινωνικόν έγκλημα, εν μέσω
+τουλάχιστον μεγάλων και κατηρτισμένων κοινωνιών, όπου και αι
+κοινωνικαί κλάσεις εισίν ακριβώς και δυσυπερβάτως διακεκριμέναι,
+και ο της μιμήσεως πειρασμός δεν είνε πλέον νόσημα κοινωνικόν,
+και οι άνθρωποι εν γένει ου μόνον γνωρίζουσι τι είνε και τι
+έχουσιν, αλλά και αν το λησμονήσωσιν ενίοτε, αναγκάζονται να το
+ενθυμηθώσιν υπό την χλεύην και την επιτακτικήν πίεσιν της κοινής
+γνώμης.
+
+Παρ' ημίν όμως σπανίζει μεγάλως η φυσική εκείνη και εύλογος
+πολυτέλεια, αφθονεί δε τουναντίον η άλογος και η παράδοξος. Παρ'
+ημίν δαπανώσιν ως επί το πολύ αφθόνως και σπατάλως οι
+δυσαναλόγους προς την σπατάλην ταύτην έχοντες τους οικονομικούς
+αυτών πόρους, οι πτωχοί απλώς ειπείν ή καν μετρίας περιουσίας
+άνθρωποι, οι πλούσιοι δε τουναντίον φειδωλεύονται και
+χρηματίζονται έτι μάλλον.
+
+Πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, αίτινες παρέχουσιν εν τη καθ'
+ημάς κοινωνία το θέαμα της ελλόγου πολυτελείας, ο πλούτος εν
+Ελλάδι σπανίως που συναντάται μετ' αυτής, και αν που συναντηθή,
+αφορμή ως επί το πλείστον της τοιαύτης συμπτώσεως είνε η οψιμότης
+του πλούτου, ή επιδείξεως πυρετός, ή κενόδοξον σχέδιον πολιτικής
+και κοινωνικής προαγωγής. Ουδέν σχεδόν απαντά τις παρ' ημίν
+παράδειγμα του σοβαρού εκείνου, του εαυτόν σεβομένου και την
+αποστολήν του συνειδότος πλούτου, όστις εν ταις ανωτέραις τάξεσι
+των ευρωπαϊκών κοινωνιών μεταβάλλει σχεδόν πάντοτε τους οίκους
+των πλουσίων διά της λογικής και ευκόσμου πολυτελείας εις κυψέλας
+ευεργετικάς, αφ' ων ου μόνον αμέσως ή εμμέσως σιτίζεται κόσμος
+ολόκληρος εργατικός και βιομήχανος, αλλά και άλλος κόσμος,
+ανώτερος μεν διανοητικώς αλλά πενιχρόν παρά της μοίρας λαχών του
+χρήματος το τάλαντον, αποδέχεται φως και θερμότητα, εμψύχωσιν
+υλικήν και νοήμονα υποστήριξιν. Σπάνιον δυστυχώς εύρημα είνε παρ'
+ημίν έστω και πενιχρά τις βιβλιοθήκη εις οίκον πλουσίου, έτι δε
+σπανιώτερον πινακοθήκη εξ ολίγων αλλά καλών εικόνων ή εύμορφόν τι
+γλυπτικόν καλλιτέχνημα. Και αυτά δε τα εξωτερικά και
+καταφανέστερα του πλούτου δείγματα, τα ανετωτέραν μεν την
+απόλαυσιν του υλικού βίου μαρτυρούντα, κατελέγχοντα δε συνάμα και
+την συναίσθησιν της φυσικής εκείνης ανάγκης του πλούτου εις
+μετάδοσιν αυτού και κοινολόγησιν, είνε επίσης σπάνια εν τη
+ελληνική κοινωνία, ή, αν που αναφαίνωνται, υπεμφαίνουσιν, ουχί
+την ειλικρινή εκείνην πολυτέλειαν των πλουσίων, αλλά τον τύφον
+μάλλον και τον επιδεικτικόν πυρετόν των οψιπλούτων.
+
+Τι τούτο βλάπτει; ίσως ερωτήση τις. Ουδέν, αποκρινόμεθα, ουδέ
+μνημονεύομεν του πράγματος όπως το κατακρίνωμεν. Είνε μεν αληθές,
+ότι est modus in rebus, ήτοι ότι το κ α λ ό ν ο υ κ έ σ τ ι
+κ α λ ό ν ε ά ν μ η κ α λ ώ ς γ έ ν η τ α ι, και ότι επομένως
+και αυτή η των πλουσίων πολυτέλεια, κακώς γινομένη, ζημιοί μάλλον
+ή ωφελεί την κοινωνίαν, διότι και τον φθόνον κινεί, και της
+μιμήσεως τον πειρασμόν διεγείρει, και εις ευολίσθους παράγει
+ατραπούς τους ανοήτους. Αλλά τέλος πάντων, τ ι μ α ς
+μ έ λ ε ι, δύνανται ευλόγως να παρατηρήσωσιν οι ούτω δαπανώντες
+πλούσιοι, τι μας μέλει, αν υπάρχουσι φθονεροί και ανόητοι, τι
+πταίομεν ημείς αν σκάσωσιν ολίγοι βάτραχοι, διότι θέλουσι και καλά
+να γείνωσι βόες ως ημείς. Ουδέν βεβαίως τους μέλει, ούτε πρέπει να
+τους μέλη εκ της ατομικής των επόψεως. Μέλει όμως πολύ τον πολύν
+κόσμον, έτι δε περισσότερον μέλει και πρέπει να μέλη τον περί της
+εν γένει καλής ή κακής, υγιούς ή νοσηράς καταστάσεως της ημετέρας
+κοινωνίας μελετώντα και ευλόγως περί αυτής ενδιαφερόμενον.
+
+Αλλά το θέμα τούτο, όπερ μακράς και σπουδαίας μελέτης ηδύνατο να
+καταστή υποκείμενον, είνε ξένον της σημερινής ημών διατριβής. Δεν
+αδιαφορούμεν μεν, αν και πώς δαπανώσιν οι πλούσιοι παρ' ημίν,
+αφίνομεν όμως εις άλλην ευκαιρίαν την περί τούτου μελέτην,
+επιλαμβανόμεθα δε του δευτέρου μέρους του κοινωνικού ημών
+παραδόξου, τουτέστι της πολυτελείας των μη πλουσίων, ήτις και
+παριστά τα συμπτώματα πολύ σπουδαιοτέρας και κινδυνωδεστέρας
+κοινωνικής νόσου, θέλει δε, δεινουμένη, καταστή αναποδράστως
+θανατηφόρος γάγγραινα της Ελλάδος.
+
+Εις βεβαίωσιν του λυπηρού τούτου φαινομένου αρκεί μικρά τις
+μόνον, έστω και επιπολαία, παρατήρησις της αθηναϊκής κοινωνίας,
+κατά τας δημοσίας αυτής συναθροίσεις. Ας εξέλθη ο παρατηρητικός
+ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή μουσικής ημέραν εις τας πλατείας
+του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας παρακολουθήση τον περίπατον
+των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν εις του Απόλλωνος
+και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν αυτή τη
+αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς
+το βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον. Είμεθα ολίγοι δυστυχώς
+και γνωριζόμεθα. Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και
+βαθύτερον έτι και λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος
+και πόθεν, τι πράττει, και — το σπουδαιότερον — τι έχει.
+
+Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος. Εκεί μεν θα ίδη
+διακοσιοδράχμου τινος δημοσίου μισθοφόρου την σύζυγον
+μετακαλούσαν εις εσθήτα μεταξωτήν ολόκληρον του ανδρός της
+μηνιαίον· εδώ δε της πλυντρίας αυτού την θυγατέρα — εκείνην
+ακριβώς, ήτις χθες έτι το εσπέρας του έφερεν εντός κανίστρου τα
+υποκάμισά του, και εις ην εδώρησεν ολίγα κέρματα διά τον κόπον
+της, μεταμορφωμένην μεν εις περίκοσμον κυρίαν, και φέρουσαν επάνω
+της τους κόπους εβδομάδων όλων της ταλαίνης μητρός της,
+ελέγχουσαν όμως συνάμα διά της χροιάς της μορφής της — αν τυχόν
+δεν είνε και αυτή εορτάσιμος — ότι μακράς ημέρας ενήστευσε χάριν
+του κυριακού εκείνου περιπάτου. Παρέκει θ' απαντήση μικρόν τινα
+υπάλληλον εμπορικού γραφείου, αναβοκαταβαίνοντα μόνον εντός
+αμάξης του Σταδίου και των Πατησίων την λεωφόρον με άνθος εις την
+κομβιοδόχην και την λαβήν του ραβδίου του εις τα χείλη, οφείλοντα
+δε, βεβαίως μεν τον κομψόν του επενδύτην εις δυστυχή τινα ράπτην,
+πιθανώτατα δε και εβδομάδων όλων γεύματα εις ελεήμονα τινα
+ξενοδόχον. Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα
+εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείας —
+πατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλους —
+προσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ
+βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν. Εις του χειμερινού μας τέλος
+θεάτρου τα θεωρεία θα ίδη ανέτως αναπαυομένας και επιχαρίτως
+μειδιώσας οικοδεσποίνας, αίτινες κατέλιπον βεβαίως οίκοι σωρείαν
+παιδίων ατημελήτων και φωνασκούντων, κυλιομένων πιθανώς επί του
+εδάφους εν μέσω τεμαχίων άρτου και τυρού, υπό την επιτήρησιν
+ρυπαράς τινάς ανδρίας υπηρέτιδος. Πανταχού δε απλώς ειπείν,
+πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την
+μεγαλοπρεπώς κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό
+αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν εν μέσω του πλήθους, την εκ της
+ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το περίσσευμα της εσθήτος, την
+αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί πλούτου. Τις όμως εν τη
+μικρά ημών κοινωνία, απατάται εκ της προς το θεαθήναι παράφρονος
+δαπάνης; τις ο αγνοών το περιεχόμενον και θαμβούμενος εκ του
+περιέχοντος; τις ο αφελής εκείνος, όστις παραγνωρίζει το σεσηπός
+ξύλον υπό τον καλύπτοντα ψευδόχρυσον; Ουδείς βεβαίως, διότι, ως
+προείπομεν, είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Διά τούτο δε,
+όσον και όπως αν ενδυθώσιν, όσον και όπως αν επιδειχθώσι δημοσία,
+όσον και όπως αν καλύψωσιν αληθή και έντιμον πολλάκις πενίαν υπό
+πλούτον ψευδή οι νομίζοντες αρκούσαν των πολλών την γνώμην εις
+ευτυχίαν των ολίγων, ματαία πάντως είνε η προσπάθεια, και
+ανωφελείς οι αγώνες των· διότι βλέποντες αυτούς μειδιώσι μεν εξ
+οίκτου οι απαθέστεροι, ερωτώσι δε περιέργως αλλήλους οι
+νευρικώτεροι: «Πού τα βρίσκει λοιπόν κ' εξοδεύει;» οι δε
+απερισκεστότεροι και αναφωνούσιν ίσως δυσάρεστόν τι και προπετές
+επιφώνημα εν μέσω της οδού. Πάντες δε γελώσιν, οι μεν ενδομύχως,
+οι δε και εκφανώς προς την παράδοξον εκείνην μωρίαν, ήτις αφίνει
+νήστιν τον ίδιον στόμαχον, ίνα τέρψη τους ξένους οφθαλμούς. Ίσως
+και διά τους γελώντας γελώσιν οι άλλοι. Ουδέν παράδοξον, διότι ο
+μύθος της ξένης δοκού, όσον παλαιός και αν ήνε, έχει επίκαιρον
+πάντοτε και πανταχού την εφαρμογήν. Τούτο όμως αποδεικνύει, ότι
+οι ανοήτως παρ' ημίν σπαταλώντες είνε πολύ πλείονες των
+υποτιθεμένων, και ότι η επιδημία είνε πολύ μάλλον διαδεδομένη.
+
+Και ταύτα μεν περί της νόσου και της αιτιολογίας της, ίνα
+λαλήσωμεν επί το παθολογικώτερον. Τα δε περί της προγνώσεως αυτής
+και της εκβάσεως, ως λέγουσιν οι ιατροί, είνε βεβαίως πολύ
+δυσαρεστότερα και απαισιώτερα. Αν η ανόητος πολυτέλεια είνε
+καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και ασυμπήκτων έτι
+κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ
+στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων
+άλλων και δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα
+κοινωνικόν ανίατον, φέρον εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις
+σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην κοινωνίαν, ης υπονομεύει το
+σώμα.
+
+Πόθεν — αληθώς — επληρώθη χθες, ή πόθεν θα πληρωθή αύριον ή
+μεθαύριον, ή την άλλην εβδομάδα το μεταξωτόν εκείνο φόρεμα της
+συζύγου του διακοσιοδράχμου υπαλλήλου; Σήμερον ίσως εκ της
+τοκογλυφικής προεξοφλήσεως του μισθού του, αύριον εκ βαρυτόκου
+συναλλάγματος, μεθαύριον εκ καταχρήσεως, και την άλλην εβδομάδα
+εξ άλλης αρρήτου πηγής.
+
+Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του
+μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος
+σήμερον προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά
+κρυπτού μεθαύριον, και μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.
+
+Πώς κατορθόνει ο ταλαίπωρος εκείνος οικογενειάρχης να οδηγή τρις
+και τετράκις της εβδομάδος την οικογένειάν του εις τα θερινά
+θέατρα, και να παρέχη αυτή απαραιτήτως την διασκέδασιν εκείνην,
+ης κάλλιστα εστερούντο άλλοτε οι αθηναίοι αστοί, — ότε δεν είχον
+αι Αθήναι Φάληρον και Απόλλωνα — ήτις όμως κατέστη πλέον
+αναπόφευκτος εις την υγείαν των; Ουδ' αυτός ακριβώς το γνωρίζει.
+Γνωρίζει τούτο μόνον· ότι χρειάζεται πάσαν εσπέραν τοιαύτης
+θεατρικής ψυχαγωγίας δέκα περίπου δραχμάς, ότι δαπανά ούτως
+έκαστον μήνα υπέρ τας διακοσίας, ότι εσπατάλησε βαθμηδόν μικρόν
+τι αποταμίευμα, όπερ είχε διαφυλάξει δι' απευκταίαν ενδεχομένην
+ανάγκην, και ότι . . . . πρό τινων εβδομάδων έχασεν έν τέκνον
+του, διότι δεν είχε τα μέσα να το νοσηλεύση. Χάριν της υγείας των
+άλλων, τα φέρει εις το θέατρον του Φαλήρου!
+
+Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν
+σχεδόν εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα
+κατακλίνονται άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της,
+όστις αναγκάζεται να επαιτή δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου,
+όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον πεντήκοντα δραχμών, και αύριον
+θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της ημέρας.
+
+Πού δε απολήγει ούτως η ποικιλότροπος αυτή αλλά μία πάντοτε κατά
+βάθος και η αυτή πανταχού παραφροσύνη, η διά της ανοήτου δαπάνης
+κενή και ματαία επίδειξις, η χωρίς τινος λόγου δημιουργία
+φανταστών αναγκών και η εκ παντός τρόπου προσπάθεια εις θεραπείαν
+των;
+
+Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ'
+ολίγον εις την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του
+ποινικού νόμου.
+
+Εις ταύτα δε δυστυχώς και πάντοτε, ταχέως ή βραδέως, λήγει
+συνήθως το στάδιον της εν τη πτωχεία σπατάλης· τοιαύτη ως επί το
+πλείστον είνε η λυπηρά έκβασις της μανίας εκείνης, ης τα ατυχή
+θύματα ουδέν άλλο επιδιώκουσιν ή την στίλβουσαν επιφάνειαν και
+προς ουδέν άλλο ζώσιν ή προς απάτην του κόσμου.
+
+Πλην, «τι σε μέλει περί των απολωλότων τούτων;» θα αναφωνήσωσιν
+ίσως πολλοί των αναγνωστών μου. «Τι μεριμνάς περί ανθρώπων
+προφανώς παραφρόνων, οίτινες πάσχουν μεν βεβαίως ηθικώς και
+διανοητικώς, αλλ' επί τέλους είνε κύριοι να δαπανώσιν όσα και
+όπως θέλουσιν, όσα και όπως ευρίσκουσι;» Δικαιοτάτη και ορθή η
+παρατήρησις· σπεύδω δ' ευθύς να διαβεβαιώσω τους περιέργους μου
+τούτους αναγνώστας, ότι ουδ' ελαχίστην έχω περί αυτών φροντίδα,
+ούτε έχω την απλότητα να φρονώ, ότι δύναταί τις, ο,τιδήποτε λέγων
+και οιαδήποτε μαντευόμενος, να συνετίση αυτούς ή διδάξη· οι
+παθόντες άπαξ το ηθικόν τούτο νόσημα εισίν ανίατοι δυστυχώς, και
+μάτην ήθελε τις προσπαθήσει να αποτρέψη το βήμα των της εις το
+βάραθρον αγούσης. Η οδός είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον
+συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει γοητεία διέρχονται
+αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η ώρα της
+απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως
+και ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο
+λόγος εις οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor.
+Αφίνομεν τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς, και
+παρερχόμεθα. Δεν λησμονούμεν όμως τους παλαιούς εκείνους και
+βαθυσόφους Σπαρτιάτας, οίτινες εμέθυσκον τους είλωτάς των και
+τους εξέθετον κατόπιν οινοβαρείς και παραπαίοντας εις τα όμματα
+των υιών των, εις σωτήριον αυτών παραδειγματισμόν. Ο άνθρωπος εν
+γένει είνε ζώον μιμητικόν· πολύ δε μιμητικώτερον είνε ο Έλλην,
+και κατά μείζονα έτι λόγον μιμητής είνε ο όμοιος του ομοίου του.
+Παρ' ημίν δε μάλιστα, όπου και πολιτεύματος πλημμέλειαι και
+πολιτικής και ηθικής ανατροφής έλλειψις από καιρού ήδη ήρχισαν
+καταπίπτουσαι και καταρρίπτουσιν οσημέραι τα περισωζόμενα έτι
+οπωςδήποτε παρ' άλλοις λαοίς διαχωριστικά των κοινωνικών τάξεων
+όρια, και όπου η ισότητος αξίωσις σπανιώτατα μεν γεννά την ευγενή
+εκείνην άμιλλαν προς απόκτησιν μείζονος ικανότητος και μαθήσεως,
+συχνότατα δε τουναντίον παράγει εις την δουλικήν απομίμησιν των
+εξωτερικών μόνον τρόπων, του ήθους και της ενδυμασίας, παρ' ημίν
+ο εκ της μιμήσεως του κακού κίνδυνος είνε μέγας και εγκυμονεί
+αναπόδραστον όλεθρον. Αν δε ανωτέρω, περί της πολιτείας των
+πλουσίων λαλούντες, εφοβήθημεν τον πειρασμόν της μιμήσεως, και τα
+απευκταία του επί των απόρων αποτελέσματα, προκειμένου όμως περί
+της σπατάλης των μη πλουσίων δεν γεννάται πλέον φόβος εν ημίν,
+αλλ' αυτόχρημα βεβαιότης, ότι το μίασμα της νόσου θέλει διαδοθή
+εις τα υγιά έτι όμοια στρώματα της κοινωνίας, αν μη πάντες οι
+δυνάμενοι συντελέσωσιν εις την χάραξιν βαθείας υγειονομικής
+γραμμής μεταξύ υγιών και νοσούντων. Αποχωρίσωμεν, όπως είνε
+δυνατόν, τους προσβεβλημένους από των απροσβλήτων, εμπνεύσωμεν
+εις τούτους τον τρόμον της ασθενείας και των συνεπειών αυτής·
+εργασθώμεν τέλος να σώσωμεν το δυνάμενον έτι να σωθή, ίνα μη
+ταχέως μεταβληθή η αθηναϊκή κοινωνία σύμπασα εις «Ηοspice d'
+Incurables».
+
+
+
+ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ (12)
+
+
+
+Όστις ποτέ, υπομονής περισσεύων και θάρρους ευπορών, θελήση να
+συγγράψη την ηθικήν νοσολογίαν της νέας ελληνικής κοινωνίας, και
+ιδίως των ούτω καλουμένων ανωτέρων αυτής στρωμάτων, βεβαίως και
+αναποδράστως θέλει τάξει μεταξύ των πρώτων και κυριωτάτων αυτής
+ηθικών αρρωστιών την α ν υ π ο μ ο ν η σ ί α ν. Το νόσημα είνε
+γενικόν δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένον, ως επιδημία μεγάλη και
+πολυπλόκαμος, αλλ' εθνικώτατον όμως και ενδημικώτατον. Μηδέ τις
+υπολάβη, ότι εισήχθη και αυτό μετά πολλών άλλων φραγκικών — ως
+λέγομεν — πληγών εκ της αλλοδαπής, και παρηγορήση μεν ούτω
+προχείρως την εθνικήν αυτού φιλαυτίαν, καταρασθή δε πατριωτικώς
+της ελληνικής διοικήσεως, ότι ωλιγώρησε δήθεν καθάρσεων και
+υγειονομικών φραγμών κατά της εισβολής του μολύσματος. Πάσχει και
+η σύγχρόνος ευρωπαϊκή κοινωνία ανυπομονησίαν· αλλ' η ανυπομονησία
+αυτή είνε ειδική ειδικωτάτη εκδήλωσις του καθολικού νοσήματος,
+όπερ λυμαίνεται τον ελληνικόν κόσμον. Ανυπομονούσιν εν τη Δύσει
+οι άνθρωποι· αλλ' ανυπομονούσιν ιδίως να πλουτήσωσι. Του
+εκατομμυρίου το όνειρον είνε της νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν
+από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι παίδων, φέρονται
+πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και
+αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του
+χρυσοφόρου βουνού, και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις
+τας τριβόλους και τας ακάνθας της ατραπού, και παρακάμπτουσιν
+οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους του νόμου, και
+φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα
+πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα. Εκεί από μακρού
+ήδη λέγεται, ότι το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον
+περισώζονται μωροί αμφισβητούντες του ρητού την ορθότητα. Διά
+τούτο εκεί των πολλών ο βίος είνε συνεχής και ακάματος κερμάτων
+θήρα· διά τούτο, — πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων,
+προκατακλυσμιαίων ίσως λειψάνων άλλης εποχής — πάντες εκεί των
+νέων ιδεών οι άνθρωποι, επιστήμονες και βιομήχανοι, καλλιτέχναι
+και έμποροι, ποιηταί και τραπεζίται, γραμμάτων άνθρωποι και
+κυβευταί, μίαν μόνην έχουσι του σταδίου αυτών βαλβίδα: το τι
+ε ξ ο δ ε ύ ε τ α ι, και ένα μόνον πάσης των εργασίας σκοπόν: τα
+εκατομμύρια. Ανυπομονούσι δε φυσικώ τω λόγω να τα αποκτήσωσι,
+διότι κάλλιστα γνωρίζουσι και εκ των καθ' ημέραν παραδειγμάτων
+διδάσκονται, ότι διά της χρυσής εκείνης κλειδός πάσης δόξης το
+τέμενος ανοίγεται και πάσης δυνάμεως αλίσκεται η ακρόπολις.
+
+Την ειδικήν ταύτην ανυπομονησίαν πάσχομεν εν μέρει και ημείς,
+αλλά πάσχομεν αυτήν εν μικρώ. Μη κατορθώσαντες έτι — ευτυχώς ή
+δυστυχώς, αδιάφορον — να φθάσωμεν εις την περιωπήν εκείνην του
+δυτικού πολιτισμού, καθ' ην πάντα σχεδόν διατιμώνται εις χρήματα,
+καθ' ην πάσα ευφυία και πάσα ικανότης, παν αίσθημα και παν
+φρόνημα, και αυτή η αρετή και αυτή η κακία εισίν αξίαι
+ανταλλακτικαί, έχουσαι την θέσιν αυτών εν τοις τιμολογίοις
+ειδικών εμπόρων, και εν τοις καταλόγοις χρηματιστηρίων,
+υπολειπόμεθα βεβαίως του ευρωπαϊκού μεγαλείου ως προς την ειδικήν
+ταύτην όψιν του γενικού εκείνου νοσήματος. Υπάρχουσι μεν και παρ'
+ημίν αραιά τινα, πού και πού παρατηρούμενα κρούσματα
+χρηματιστικής ανυπομονησίας, ολίγα εκ πλειόνων περισωθέντα, μετά
+το προ διετίας μέγα θ α ν α τ ι κ ό ν· αλλά δεν είνε, ως
+λέγουσιν οι ιατροί, περιπτώσεις άξιαι της κλινικής νοσολόγου,
+ουδ' έχουσι σημασίαν καθιστώσαν επίφοβον την εις επιδημίαν τροπήν
+του νοσήματος.
+
+***
+
+Η ανυπομονησία ημών, ως προείπομεν, είνε γενική της κοινωνίας
+ημών αρρώστια· εγγενής ούτως ειπείν εις τον εθνικόν ημών
+χαρακτήρα, τον ελαφρόν και αψίκορον, εκδηλουμένη δε επί πάσης
+σχεδόν οιασδήποτε εργασίας του νεωτέρου Έλληνος, και λυμαινομένη
+δίκην φυτού παρασίτου πάντα μεν κλάδον υλικής και διανοητικής
+παραγωγής και δραστηριότητος, ιδία δε και προ πάντων την ανίκανον
+αδράνειαν και την αυτάρκη αργίαν. Και δεν άγει μεν ταχέως εις
+βιαίαν καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος
+πυρετός της χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω
+ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν,
+και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και σχεδόν ασυνειδήτους
+παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως αποπληξία,
+τήκει όμως ως φθίσις.
+
+***
+
+Δύο απλαί και σύντομοι αλλά βαρείαν έχουσαι την έννοιαν φράσεις
+δύνανται ασφαλώς να θεωρηθώσιν ως παριστώσαι τα μικρόβια ή
+βακτηρίδια της πρώτης και αρχικής μορφής του νοσήματος, αι
+φράσεις· Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι! και Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα
+ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και
+απαθείας, ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να
+πνίξωσιν υπό την βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον
+βλάστησιν.
+
+ — Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το
+έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα,
+πεποίθησιν έχων αδιάσειστον, ότι το δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι
+εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του ατέλειαν.
+
+ — Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να
+αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον
+υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος.
+
+Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η
+ανυπομονησία του παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία,
+κυρούται της ημιμαθείας το κράτος και ανακηρύσσεται της
+ημιτελείας το βασίλειον.
+
+***
+
+Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν
+ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των
+λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι
+παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των
+επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν
+παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του
+χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του
+χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των,
+καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον,
+ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;
+
+Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι φέρουσι
+διά στόματος, ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως
+αλεξιτήριον πάσης κατακρίσεως και μομφής. Δ ο υ λ ε ι ά ν α
+γ ί ν ε τ α ι, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος να περάνη ή κάλλιον
+ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα, ιδού το
+γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου. Τι το άπορον,
+αν η εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού
+κεντρίζει μεν αυτήν αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και
+προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή, ως ελέγομεν, την
+ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;
+
+Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών,
+ακούσας το φοβερόν εκείνο δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι χωρίς να το
+περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις
+είπεν αυτός: δ ε ν β α ρ η έ σ α ι, χωρίς να το προσδοκά ο εις
+ον απετείνετο.
+
+ — Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!
+
+Γλυκεία και μελιτώδης φράσις, αναπαύουσα προχείρως την συνείδησιν
+του Έλληνος, βαυκαλώσα την αβελτηρίαν αυτού, παρηγορούσα την
+ατέλειαν των έργων του, εγκαρδιούσα το αψίκορόν του, και
+αδελφούσα των ανυπομόνων την ποίμνην εις αιωνίαν μακαριότητα.
+
+ — Ανέγνωσες το βιβλίον του Χ . . . ; έχει πολλάς απροσεξίας.
+Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας
+αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς
+τα εκράτησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις
+παιδί; Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και
+απολύομεν πάντα πταίστην. Α φ ί ε ν τ α ί σ ο ι α ι
+α μ α ρ τ ί α ι λέγομεν περί παντός λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν
+πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και ημείς ως
+και συ. Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις
+ότι έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να
+παραγάγης, και ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και
+συ κακώς και ημείς κακώς απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε
+να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι θέλεις και άφινέ μας ησύχους.
+
+Ούτω δε αφίνομεν και ημείς ησύχους πάντας τους ασθενείς αλλ'
+ανυπομόνους σταδιοδρόμους, και αν ενίοτε γελώμεν βλέποντες αυτούς
+παραπατούντας και πίπτοντας, ουδόλως όμως ξενιζόμεθα, ως επί το
+πλείστον, οσάκις θεωρούμεν αυτούς ορθουμένους αίφνης εν μέση τη
+οδώ, ισχυριζομένους ότι επέραναν τον δρόμον των, και αξιούντας να
+τύχωσι του άθλου.
+
+***
+
+Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο
+εκείνων φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου·
+η προς την δόξαν και τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς
+δημοσίας λειτουργίας ακράτητος ανυπομονησία της νέας ελληνικής
+γενεάς.
+
+Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του
+πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και
+τελειοκάρπου εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε
+να ευφημηθή τις πρώτον ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα
+τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν απλουστεύει πάντα ταύτα και
+ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του Δ ε ν
+π ε ι ρ ά ζ ε ι και του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι.
+
+Άλλοτε, εν παλαιοτέροις χρόνοις, είχον και εδώ κάπως άλλως τα
+πράγματα, ουδ' ενομίζετο συζητήσεως αντικείμενον, ότι αναγκαίον
+ήτο να βαδίση τις, ίνα φθάση εις το άκρον της οδού. Η εργασία
+εκρίνετο αναγκαίος πρόδρομος της επιτυχίας, ουδ' εφαντάζοντο οι
+άνθρωποι δυνατόν το Πάσχα χωρίς προηγουμένης τεσσαρακοστής.
+
+Σήμερον όμως αι νηστείαι κατελύθησαν, και ήλλαξαν φυσικώς οι
+φυσικοί πάσης προόδου όροι. Σήμερον εννοούσιν οι πολλοί να
+θερίσωσιν άνευ σποράς, και ν' απολαύσωσιν άνευ κόπου. Και διατί
+να μη το εννοώσι;
+
+Πόσοι παρ' ημίν ήνυσαν το στάδιον αυτών ωθούμενοι μάλλον ή
+περιπατούντες! Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της
+ικανότητος τα εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ
+δε υπό φίλης χειρός μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα
+αλλά και δυσθεώρητα εις τους συνωστιζομένους κάτω αληθείς
+εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και διά μηδενικών
+βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί! Πόσοι τέλος,
+βιώσαντες εν τη μακαρία ραστώνη του Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι,
+επροχώρησαν πάντοτε και έφθασαν οπού έφθασαν, ακούοντες οπίσω των
+την διαρκή ενθάρρυνσιν του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+
+Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και
+πολυμερές φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα
+παραδείγματα; Τι άλλο, ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία,
+και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι άλλο, ή ότι προτιμότερον
+είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των εφημερίδων — οσάκις
+δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής — , να ζητή τον στέφανον
+πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν
+τυχόν ο στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν,
+ότι δεν παραμερίζει τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;
+
+Και ταύτα δυστυχώς τους εδίδαξε, και ταύτα βλέπομεν καθ' εκάστην
+πέριξ ημών, όπου αν στρέψωμεν το βλέμμα.
+
+***
+
+Ο κύριος Τάδε χθες μόλις επανήλθεν εξ Ευρώπης, όπου κατώρθωσε
+μόνον ίσως να απομάθη την γλώσσαν του χωρίς να την αντικαταστήση.
+Εν τω ατμοκινήτω, όπερ τον μετεκόμισεν, επρονόησε να βαπτίση
+εαυτόν εις την κολυμβήθραν επιστημονικής τινος ειδικότητος,
+εκείνης περίπου ην υποθέτει δυναμένην να εξοδευθή εν Αθήναις.
+Εφρόντισε δε και ν' αναγγείλη εγκαίρως εις το κοινόν διά του
+τύπου την άφιξιν αυτού, μη παραμελήσας, εννοείται, να πληροφορήση
+αυτό και περί των διασήμων καθηγητών του.
+
+Παρήλθον μόλις ολίγοι μήνες, και απορεί πώς δεν συνεκινήθησαν έτι
+αι Αθήναι.
+
+Παρήλθον ακόμη ολίγοι, και εξίσταται πώς η κυβέρνησις δεν τον
+διώρισεν . . . ουδ' εγώ δεν ηξεύρω τι.
+
+Ο κύριος Δείνα είνε διδάκτωρ της νομικής — αδιάφορον πώς έγεινε.
+Δικηγορεί από τινων ετών, οσάκις τον ζητήσουν — πράγμα σπάνιον·
+προτιμά δε μάλλον να αναμιγνύεται εις την διαδικασίαν των
+πτωχεύσεων, όπερ συχνότερον και μάλλον, φαίνεται, προσοδοφόρον.
+Έντυπα οιαδήποτε, πλην των εφημερίδων, ήνοιξεν ολίγα μετά το
+πέρας των σπουδών αυτού. Προτιμά το σφαιριστήριον και την
+πολιτικολογίαν. Θέλει όμως θέσιν δημοσίαν, και την θέλει μεγάλην.
+Αγανακτεί δε η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. — Είνε
+κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι
+του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε κυβέρνησις.
+
+Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα
+και η ανυπομονησία. Είνε γραφεύς υπουργικός· αλλά του υπουργείου
+μόνον κατά τας αρχάς εκάστου μηνός πατεί την φλιάν, και τούτο διά
+δύο λόγους· πρώτον διότι τότε συνήθως εκδίδονται τα μισθοδοτικά
+εντάλματα, δεύτερον δε διότι, ως λέγει, δεν εννοεί να εργασθή, αν
+δεν τον εκτιμήση — και αυτόν — η κυβέρνησις και τον προαγάγη κατά
+την αξίαν του. Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού,
+από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά.
+
+Άλλος γράφει ποιήματα — όχι άσχημα — αλλ' αδημονεί ότι δεν
+ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων.
+
+Ούτος δημοσιογραφεί — ανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν
+μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα
+της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.
+
+Εκείνος θαυμάζει, πώς η Comédie Française δεν παρήγγειλεν έτι
+να μεταφρασθώσι τα δραματικά του έργα, ίνα χειροκροτηθώσι παρά
+γάλλων πλειότερον ή μέχρι τούδε παρ' ελλήνων.
+
+Αυτός θέλει να γείνη ονομαστός εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, εκείνος
+ένδοξος εντός μιας εβδομάδος, άλλος, υπομονητικώτερος, φθάνει
+μέχρι του μηνός.
+
+Ως τα παιδία, ων δεν εξικνείται εις ύψος η χειρ αναβαίνουσιν επί
+καθέδρας και υπολαμβάνουσι προς στιγμήν ότι ηυξήθησαν εις άνδρας,
+ούτω και οι ανυπόμονοι ημών σταδιόδρομοι νομίζουσιν ότι αληθώς
+μεγεθύνονται, βαίνοντες επί των καλοβάθρων της εθελοφημίας.
+
+***
+
+Και πόση την ανυπομονησίαν έπειτα διαδέχεται απογοήτευσις
+πολλάκις και πικρία! Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η
+φήμη, όσον ευκόλως και αν μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και
+αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ' αρκούνται οι πρακτικότατοι
+έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα. Εννοούσι κάπως
+ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν. Ναι . . . δεν
+λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και
+το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά
+τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες,
+όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον
+και λιβανωτού. Έπρεπε, . . και αρχίζει τότε μακρά ανάπτυξις και
+συζήτησις περί του τι έπρεπε να πράξη, — τι λέγω, να πράξη; να
+έχη ήδη πεπραγμένον η κυβέρνησις, περί του καθήκοντος όπερ
+επεβάλλετο εις τους πλουσίους ομογενείς, περί του πατριωτικού
+αισθήματος όπερ έπρεπε να φλέγη υπέρ της εθνικής δόξης τας
+καρδίας των έξω ελλήνων, και να αναλύεται από καιρού εις καιρόν
+εις χρηματικά τινα χορηγήματα υπέρ της προαγωγής και της
+αποκαταστάσεως των διακεκριμένων έσω ελλήνων. Καλά ταύτα πάντα
+και βεβαίως ευκταία· αλλ' υστερούσι δυστυχώς ως επί το πλείστον·
+αντηχεί δε τότε μέχρι τρίτου ουρανού κραυγή αγανακτήσεως κατά της
+απαθείας και αδιαφορίας του κοινού, κατά της αβελτηρίας και
+ακαλαισθησίας των ευπορούντων, κατά της ακατονομάστου ψυχρότητος
+της Κυβερνήσεως. Είνε δυνατόν να παραμελήται ο φωστήρ αυτός; Είνε
+επιτετραμμένον να αγνοήται η μεγαλοφυία εκείνη; Υποφέρεται ν'
+αναξιοπαθή τούτου η ικανότης και να πένεται του άλλου το
+τάλαντον; Εχάθη μία καθηγεσία δι' αυτόν η μία θέσις
+αμεριμνομερίμνης δι' εκείνον;
+
+Και πολύς, εννοείται, ο κοπετός και μέγας των ανυπομονούντων ο
+πάταγος.
+
+***
+
+Υπομονή, υπομονή ολίγη! Δεν διορθούνται δυστυχώς άλλως τα
+πράγματα. Είνε βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε
+διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον πρωίμως αι εξοχότητες, όσον
+αλλαχού — καθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι ανυπόμονοι. Αλλ' ας
+ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος είνε
+ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως
+δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια,
+αμιλλώμενα κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα
+απαραίτητα, ουδέ περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ'
+ημίν πολύς έτι θα παρέλθη χρόνος, έως ου κατορθωθή να
+νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η άωρος.
+
+Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται.
+
+
+
+ΑΡΤΟΣ ΠΙΤΥΡΙΤΗΣ (13)
+
+
+
+«Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο
+μακαρίτης Ράμφος, ο ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς,
+ο τοσούτον έχων το μυθιστοριογραφικόν τάλαντον. Το σοφόν δε τούτο
+απόφθεγμα του συνετού ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής
+παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν
+τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου πολιτικής
+απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις
+έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών
+ζυμώσεως, καθ' ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την
+επιφάνειαν. Σήμερον όμως ιδίως, ότε βαρύς επελθών ο τυφών
+διέλυσεν εν μια στιγμή τας ροδίνας νεφέλας των χρηματιστικών ημών
+ονείρων, σήμερον, ότε δριμύς έπνευσεν ο βορράς και ετράπη εις
+ρίγος κρυερόν αχρηματίας πάσα εκείνη της υπερτιμήσεως και της
+κερδοσκοπίας η θέρμη, σήμερον είν' ευκαιρία να επιγραφώσιν αι
+λέξεις αύται πάσης οιασδήποτε μελέτης περί της καταστάσεως ημών,
+ήτις ουδέν άλλο είνε ή οξεία εμφάνισις ενός και του αυτού χρονίου
+νοσήματος, από μακρού ήδη κατατρύχοντος την κοινωνικήν ημών
+ύπαρξιν.
+
+***
+
+Ας αναδράμωμεν ολίγον προς το παρελθόν, και ας επισκοπήσωμεν
+ποσάκις μέχρι τούδε εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να
+κατασκευάσωμεν ψ ω μ ί μ ε π ί τ υ ρ α, ποσάκις το εζυμώσαμεν,
+και ποσάκις εκηρύξαμεν άρτον το αηδές αυτό φύραμα.
+
+Αφίνομεν κατά μέρος την πολιτικήν· ούτε σκοπός ημών είνε ούτε
+διάθεσιν έχομεν επί του παρόντος να εξετάσωμεν, αν και κατά πόσον
+δύναται να ονομασθή ευπροσώπως άρτος η συνταγματική και
+κοινοβουλευτική κουραμάνα, ην επροίκισαν την Ελλάδα δύο μεγάλαι
+της νεωτέρας ημών ιστορίας εποχαί. Σημειούμεν απλώς, ότι από
+τεσσαρακονταετίας ήδη την τρώγομεν και ακόμη δεν επαχύναμεν.
+
+Ανοίγομεν την βίβλον του κοινωνικού ημών βίου του τε δημοσίου και
+του ιδιωτικού, και φυλλομετρούμεν αυτήν εική και τυχαίως. Είνε
+πολύ μάλλον πρόχειρος και πολύ διδακτικωτέρα· παρέχει δε κατά
+πάσαν σχεδόν αυτής σελίδα το θέαμα μερίδος τινός Ελλήνων, σήμερον
+αυτής και αύριον εκείνης, ασχολουμένων ανενδότως και καλή τη
+πίστει να ζυμόνωσιν άρτον πιτυρίτην, εις τροφήν εαυτών και των
+άλλων.
+
+Αλλ' ουδέ ήτο δυνατόν να γείνη άλλως.
+
+Εφαντάσθημεν πάντοτε — και σήμερον ακόμη το φανταζόμεθα, και
+κύριος οίδε πόσον έτι χρόνον θα το νομίζωμεν — ότι είμεθα ο
+περιούσιος λαός του κυρίου· ότι περιεσώθημεν κατά θείαν ευδοκίαν
+εκ του κατακλυσμού των χρόνων εις πλήρωσιν μεγάλης και υψηλής
+αποστολής, και ότι πρώτιστον ημών καθήκον ήτο, όχι να ζήσωμεν —
+αφού είχαμεν την τύχην ν' αναγεννηθώμεν — αλλά να διακριθώμεν προ
+πάντων και να λάμψωμεν.
+
+Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών
+ζητημάτων πριν ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι
+περιεβάλομεν κράνος την ασθενή ημών κεφαλήν.
+
+Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της
+δόξης, αντί να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν
+της εργασίας. Εφροντίσαμεν πώς να ενδυθώμεν και στολισθώμεν, πριν
+ή μεριμνήσωμεν πού να κατοικήσωμεν και τι να φάγωμεν. Ούτω δε,
+κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας
+αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η
+θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών
+ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του
+εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς
+ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και
+καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον
+κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.
+
+***
+
+Τα επελθόντα έπρεπεν αναγκαίως να επέλθωσιν.
+
+Ανάγκαι επακταί διά δανείων μόνον θεραπεύονται.
+
+Απηξιώσαμεν να εργασθώμεν πάντες εις παρασκευήν του εθνικού ημών
+άρτου διά του εθνικού ημών αλεύρου, και επροτιμήσαμεν ν'
+ασχοληθώμεν, ολίγοι χάριν ολίγων, εις παρασκευήν άρτου ευρωπαϊκού
+δι' αλεύρου των Τριών Σίγμα, και εζητήσαμεν την άχνην αυτήν, ήτις
+μας έλειπε, δάνειον παρά της Ευρώπης.
+
+Αλλά το άλευρον αυτό το ευρωπαϊκόν πόσοι το εγνώριζον, και πόσοι
+ηδύναντο να το διακρίνωσιν; Ολίγοι μόλις. Οι άλλοι εδανείσθησαν
+πίτυρα και τα εξέλαβον ως άχνην. Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους
+και τους ενόμισαν άρτον, και ετράφησαν δι' αυτών, και τους
+εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και εναβρυνόμενοι, ότι δεν
+έτρωγον το μ α ύ ρ ο ν σ π ι τ ι κ ό ν ψ ω μ ί του
+απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον
+ακόπως πολιτισθέντες.
+
+***
+
+Επολιτίσθησαν ούτω κατ' αρχάς ολίγοι, ενόμισαν δηλαδή ότι
+επολιτίσθησαν, και παρακολούθησαν αυτούς κατόπιν οι ασμένως
+πιθηκίζοντες πάντοτε το καινόν και το στίλβον.
+
+Και εισεκομίζοντο ούτω αφθονώτερα πάντοτε τα ευρωπαϊκά άλευρα εις
+Αθήνας, κ' εζυμούντο δι' αυτών ευρωπαϊκοί πλακούντες εις
+κατανάλωσιν του φιλοπροόδου Έλληνος.
+
+Η ζήτησις κατά φυσικόν λόγον επετείνετο, διότι οι Έλληνες ήθελον
+ολόιδια μιας να γείνωσιν Ευρωπαίοι, και η από της εσπερίας
+προμήθεια εσπάνιζε πολλάκις, και το σπανίζον υπερετιμάτο.
+
+Ήλθε τότε η νοθεία επίκουρος, και τα εγχώρια πίτυρα ήρχισαν
+παρεισαγόμενα εις την κατασκευήν των πλακούντων του νεοελληνικού
+πολιτισμού. Κατ' αρχάς ανεμίχθησαν με τα ξένα· είτα δε βαθμηδόν
+και κατ' ολίγον αντικατέστησαν εκείνα εντελώς.
+
+Πίτυρα και πίτυρα, ολίγον διέφερον αλλήλων κατά την γεύσιν.
+
+***
+
+Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του
+βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτι — πώς άλλως; — της
+δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος,
+ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου
+ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς
+τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας,
+και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.
+
+Ορέξεις είχομεν πολλάς, και ήτο φυσικόν να τας έχωμεν, διότι
+χρόνους μακρούς είχομεν πεινάσει και διψήσει εν δουλεία. Αλλ' όχι
+μόνον αυτάς ηθελήσαμεν πάσας διά μιας να θεραπεύσωμεν, αλλά και
+νέας άλλας ησθάνθημεν αίφνης, ως πάντες οι οψίδοξοι και
+οψίπλουτοι, και ωρμήσαμεν ακατάσχετοι εις πλήρωσιν αυτών, δίκην
+στρατού βαρβάρων νικηφόρου, εισελαύνοντος εις δορυάλωτον χώραν
+και σπεύδοντος να λεηλατήση αυτήν μέχρι του εσχάτου των τριόδων
+της κάρφους, εκ φόβου μη δεν εύρη πλέον τίποτε την επαύριον.
+
+Δεν εσυλλογίσθημεν, ότι ανεβλέπομεν από τυφλότητος μακράς, και
+ότι το φως το άπλετον ηδύνατο ν' αποβή ολέθριον εις την νέαν και
+ασθενή ημών όρασιν.
+
+Δεν εσκέφθημεν, ότι όπως απολαύσωμεν όσων ωρεγόμεθα, είχομεν
+πόρων ανάγκην και πόρων πολλών, ενώ ήμεθα γυμνοί έτι από της
+δουλείας και ρακένδυτοι από της βαρβαρότητος.
+
+Αντί να μεριμνήσωμεν εγκρατώς και περιεσκεμμένως περί της
+προχείρου παρασκευής απερίττου ενδυμασίας, δυναμένης να καλύψη τα
+ριγούντα ημών μέλη, ωνειρεύθημεν αμέσως ενδύματα πολυτελή και
+χρυσοποίκιλτα, ως μόνην αναβολήν αξίαν των ενδόξων απογόνων του
+Περικλέους, δυναμένην ανεπαισχύντως να επιδειχθή εις των
+Ευρωπαίων τα όμματα. Είχομεν, βλέπετε, να κ ρ α τ ή σ ω μ ε ν
+τ η ν θ έ σ ι ν μ α ς, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος
+υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, — αν πληρώση —
+την μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.
+
+Ούτω δε, αντί να περιορίσωμεν εξ αρχής τας ανάγκας ημών αναλόγως
+των πόρων μας, ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα έτι δυστυχώς να
+αυξήσωμεν τους πόρους ημών αναλόγως των αναγκών μας, και τούτων
+ουχί αληθών και πραγματικών, αλλά ψευδών ως επί το πολύ και εκ
+μωράς συνθήκης υπαγορευομένων.
+
+Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα
+πτωχοί, . . . και ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν
+έχομεν.
+
+***
+
+Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους,
+όστις να οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους
+προς την άβυσσον χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των
+ποδών των.
+
+Τουναντίον. Εκείνοι παρ' ων έπρεπεν άλλως να προσδοκάται σωτήριος
+τις απόπειρα προς ανακοπήν του γεύματος, όπερ παρέσυρε τα πλήθη,
+εκείνοι ακριβώς υπήρξαν οι συντελέσαντες εις αύξησιν αυτού και
+εξόγκωσιν.
+
+Οι μεν αυτών επέστρεφον εκ της Εσπερίας, κομίζοντες, πλην ολίγων
+απέπτων και συγκεχυμένων γνώσεων, βαθυτάτην του ελληνικού βίου
+περιφρόνησιν και χλεύην προς τα ήθη των πατέρων αυτών, οίτινες
+είχον δαπανήσει εις μόρφωσίν των.
+
+Οι δε, όψιμοι πλέον παραφυάδες παλαιοτέρων κ' ευρωστοτέρων
+κορμών, καλύπτοντες υπό αξιώσεις αμέτρους αδράνειαν γεροντικήν
+και παντελή βιωτικήν εξάντλησιν, διετήρουν έτι ως κειμήλιον τας
+ξενοτρόπους του παρελθόντος αυτών παραδόσεις, και ανέπτυσσον
+αυτάς εις ολέθριον πειρασμόν του πλήθους.
+
+Άλλοι τέλος, από παντοίων επεισάκτων αναγνωσμάτων φθειρόμενοι,
+και τους νοσηρούς αυτών πόθους ως αληθείς ανάγκας υπολαμβάνοντες,
+σκοπόν του βίου των προετίθεντο την εκ παντός τρόπου πλήρωσιν
+αυτών, εις ταύτην και μόνην συνοψίζοντες του πολιτισμού των το
+ευαγγέλιον.
+
+Ούτω δε κατήρξαντο πρώτοι της ολισθηράς πορείας όσοι έπρεπε να
+οδηγήσωσιν εις την ευθείαν τους πολλούς, και ηκολούθησαν εκ
+τούτων όσοι υπέλαβον ότι ηδύναντο να εξισώσωσι τους πόρους αυτών
+προς τας δαπάνας της νέας διαίτης, μεθ' όσης ευκολίας εξισούντο
+αι ορέξεις των προς τας ορέξεις των άλλων.
+
+Ο άνθρωπος είνε μιμητής, και ο Έλλην είνε ο μιμητικώτατος των
+ανθρώπων.
+
+***
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ'
+ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ
+ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους.
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός
+μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας
+ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και
+περιωπήν.
+
+Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι
+πλέον σήμερον τα θαύματα;
+
+***
+
+Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και
+κυρία των γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των
+ελληνικά· και τα εμάνθανον αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα
+διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού. Αλλά την εποχήν εκείνην
+διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν
+ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι.
+Τι να τα κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και
+άγιον των πατέρων υμών άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και
+σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του κατακλυσμού την εθνικότητα
+αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν χωρίς γαλλικά;
+
+Ενομίσαμεν ούτω απαραίτητον, όπως αποδειχθώμεν άξιοι της
+περιβλέπτου θέσεως ην εκλήρου ημίν η θεία πρόνοια, να μάθωμεν
+γαλλικά, πριν ή διδαχθώμεν την πατρικήν ημών γλώσσαν. Και
+παρεδώκαμεν επί τούτω τα τέκνα ημών, από νεαράς αυτών ηλικίας,
+εις ξένας παιδαγωγούς, ων αι πλείσται πάντη αλλοίαν έχουσιν ως εκ
+του παρελθόντος αυτών την ειδικότητα, και ερυθριώμεν σχεδόν εξ
+υπερηφανείας, όταν τα ακούωμεν στρεβλούντα μετά πολλών μορφασμών
+ολίγας γαλλικάς λέξεις, και υπολαμβάνομεν εαυτούς αληθώς
+ευδαίμονας, οσάκις τα βλέπομεν κρατούντα γαλλικόν βιβλίον, όπερ
+ως επί το πλείστον είνε μυθιστόρημα.
+
+Και έχομεν πλήρη και αδιάσειστον την πεποίθησιν, ότι δίδομεν
+τοιουτοτρόπως καλήν ανατροφήν εις την νέαν γενεάν.
+
+Δεν είνε τούτο άρτος πιτυρίτης, και χειρίστης μάλιστα πoιότητος;
+
+***
+
+Παρατηρήσατε εις τας οδούς και τας πλατείας των Αθηνών τον κομψόν
+εκείνον νεανίσκον, όστις υπό τα στενά του ενδύματα φαίνεται ως
+αλεξιβρόχιον εντός της θήκης του. Δεν θα δυσκολευθήτε να τον
+εύρετε, διότι είνε πολλοί και ομοιάζουν όλοι απαράλλακτα. Είνε
+υιός καλής οικογενείας, ήτις αφού μάτην εδαπάνησεν εκούσα εις
+εκπαίδευσίν του, δαπανά σήμερον άκουσα εις ενδυμασίαν αυτού και
+διασκέδασιν. Αν είχε το ευτύχημα να γεννηθή εις χρόνους παλαιούς,
+θα επεμελείτο χαίρων των πατρικών κτημάτων, θα εφρόντιζε περί
+ευρέσεως τελειοτέρου τινος λιπάσματος, και θα προσεπάθει ν'
+αυξήση το ετήσιον από γης εισόδημά του. Σήμερον πράττει άλλως,
+διότι άλλως ανετράφη. Τρώγει, μόνος αυτός, την μείζονα μερίδα της
+πατρικής προσόδου, και προεξοφλεί το υπόλοιπον εις τους
+τοκογλύφους. Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι
+ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια
+σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης
+μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν
+προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν
+τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων
+καρυκεύει την ομιλίαν του.
+
+Πιτυρίτης και αυτός, και πιτυρίτης αφθονότατος σήμερον εν τη
+Αθηναϊκή αγορά.
+
+Η αγαθή αυτή κυρία, ήτις φοιτά τακτικώτατα εις τας παραστάσεις
+του εν Φαλήρω γαλλικού θεάτρου — χωρίς να γνωρίζη γαλλικά — μετά
+της θυγατρός της, ήτις γνωρίζει τόσα μόνον, ώστε να εννοή τας
+σεμνάς χειρονομίας των ηθοποιών, πιτυρίτην άρτον τρώγει και αυτή.
+
+Πόθος της ενδόμυχος — ιερός και άγιος πόθος μητρός — είνε να
+νυμφεύση την κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει
+ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της
+τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από γένος, και η κόρη της τον
+θέλει με θέσιν κοινωνικήν. Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι του είδους
+αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός
+κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί
+τρόποι. Τι δε εννοεί καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως,
+παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της κόρης και την αναβολήν
+αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και παρακολουθών
+τα βλέμματά της τα αεικίνητα. Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα
+εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο
+σεμνοτέρα, και θα υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει
+ολιγώτερα και σωφρονέστερα.
+
+Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους
+τέιον και πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του
+υστερήματος του στομάχου των, η δε κόρη γυμνάζεται εις την
+αλιείαν.
+
+Το δίκτυόν της δεν συνέλαβεν ακόμη τίποτε, και ο γέρων πατήρ της
+— ωρίμου πείρας άνθρωπος — εκφράζει πολλούς δισταγμούς περί της
+αποτελεσματικότητος της μητρικής μεθόδου.
+
+Αλλά τις τον ακούει! Όταν ομιλή, μήτηρ και θυγάτηρ ανταλλάσσουσι
+βλέμματα πολυσήμαντα, και όταν απέρχεται, γελώσιν ενίοτε εις
+βάρος του.
+
+***
+
+Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν
+έντιμοι άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες
+εγχώριον άρτον από εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της
+εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων,
+και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την άρρητον εκείνην
+γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον μόχθον.
+Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το
+εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν
+αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας
+λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να
+κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το
+χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του. Ο δρόμος ήτο
+εύκολος, γνωστός και πλήθων κόσμου. Ηκολούθησαν το πλήθος.
+Εφαντάσθησαν και αυτοί — τις δεν το εφαντάσθη; — ότι
+προχειρότατον ήτο να τραφώσι μαγειρεύοντες αέρα και ακοπώτατον να
+πλουτήσωσιν από μηδενικών. Ο πρώτος αυτών πλους διά του πελάγους
+των χαρτίνων εκατομμυρίων υπήρξεν αίσιος, και ο πρώτος πιτυρίτης
+άρτος τον οποίον εμάσσησαν εφάνη εις αυτούς του γλυκυτέρου
+πλακούντος γλυκύτερος. Τι βλάκες ήσαν τόσον καιρόν! Ήλλαξαν
+έξεις, και αντί να πίνωσιν, ως άλλοτε, τον καφέν και τον ναργιλέν
+των εις το μικρόν γειτονικόν των καφενείου, κατά την μεσημβρινήν
+της εργασίας των ανάπαυλαν, εφοίτησαν εις του Χαραμή, ανέγνωσαν
+εφημερίδας και συνεζήτησαν περί των ενδεχομένων αποτελεσμάτων της
+εν Τσερνιέβιτς συνεντεύξεως των τριών αυτοκρατόρων.
+
+Αλλά δυστυχώς . . .
+
+Ας συμπληρώση ο αναγνώστης την φράσιν. Το πράγμα είνε ευκολώτατον
+σήμερον, ότε γενική σχεδόν πάντων ασχολία είνε η απόδοσις του
+φοβερού αυτού α λ λ ά.
+
+
+Το κακόν είνε ότι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι απέμαθον πλέον να
+εργάζωνται, και περιφέρονται ακόμη, αληθή κ α μ ό ν τ ω ν
+είδωλα, εις τας παρόδους του χρηματιστηρίου, ονειρευόμενοι ενίοτε
+το παρελθόν, και πλάττοντες πάντοτε πιτυρίτην άρτον διά της
+φαντασίας των.
+
+Και όμως αυξάνουσιν ολονέν τα πίτυρα εν Αθήναις.
+
+Χθες έτι μόλις ενέσκηψεν ως τυφών επί τας κεφαλάς ημών το άκουσμα
+του βουλγαρικού τολμήματος, ούτινος κατά μέγα μέρος είμεθα ημείς
+πρώτοι συνένοχοι· διότι επί μακρόν χρόνον εφαντάσθημεν, — ίσως δε
+το φανταζόμεθα και σήμερον ακόμη — ότι το ασφαλέστερον μέσον προς
+ενίσχυσιν και προαγωγήν του ελληνισμού εν Μακεδονία και Θράκη
+είνε να στέλλωμεν αποφοίτους τινάς του Αρσακείου εις νηπιαγώγησιν
+των βουλγαροφώνων ελληνοπαίδων, — ούτως αποκαλούμεν
+συγκαταβαίνοντες τους βουλγαρόπαιδας, — να γράφωμεν χαρτία πολλά
+και υπομνήματα προς διεκδίκησιν των εν Μακεδονία προπατορικών
+ημών δικαιωμάτων, και να ζητώμεν εθνικούς εράνους, όπως
+εκτυπώσωμεν εις μυριάδας αντιτύπων τας εικόνας του μεγάλου
+Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους, και διανείμωμεν αυτάς εις τους
+κατοίκους της, προς αναρρίπισιν εθνικού φρονήματος. Διά τοιούτων
+μωρών πιτύρων εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να παρασκευάσωμεν
+ελληνικόν άρτον εν Μακεδονία. Διά τοιούτων πιτύρων υπεθέσαμεν και
+σήμερον έτι εν τω αφελεί ημών ενθουσιασμώ, ότι ήτο δυνατόν να
+εξορκίσωμεν τον κίνδυνον και να αποτρέψωμεν την καταιγίδα. Οι
+βυζαντηνοί έκαμνον λειτουργίας· ημείς κάμνομεν συλλαλητήρια. Οι
+βυζαντηνοί συνέτασσον τροπάρια· ημείς συντάσσομεν ψηφίσματα.
+Συναζόμεθα το εσπέρας, επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι
+και μη περίεργοι, περί την εξέδραν της μουσικής. Διώκομεν τους
+μουσικούς και ανάπτομεν αυθαιρέτως τους φανούς, πραξικοπούντες
+και ημείς εν μικρώ, ως λαός ενθουσιώδης εννοών να υποτάξη τα
+πάντα εις τον πατριωτικόν αυτού πυρετόν, και . . . χαίνομεν
+έπειτα προς τους λόγους του πρώτου τυχόντος υπαιθρίου ρήτορος,
+όστις μας διαβεβαιοί, εν πάση σπουδαιότητητι και κατανύξει, ότι ο
+θεός και η πατρίς και η συνείδησίς του παρήγγειλαν εις αυτόν να
+υπομνήση τους Έλληνας, ότι η Μακεδονία είνε χώρα ελληνική.
+Χειροκροτούμεν έξαλλοι εκ πατριωτισμού — τι άλλο να κάμωμεν; —
+ψηφίζομεν έπειτα ψηφίσματα φλογερά, διατρέχομεν τας οδούς εν
+φωναίς και σημαίαις, και την επαύριον αρχίζομεν πάλιν τα ίδια,
+και αι επαρχίαι μας μιμούνται, και φρονούμεν αδιστάκτως, ότι η
+Ευρώπη αδύνατον είνε να μη λάβη υπ' όψιν τα ελληνικά
+συλλαλητήρια. Αν δε τυχόν εν ώρα μικροψυχίας διστάσωμεν επί
+στιγμήν περί της εντυπώσεως, ην δύνανται να παραγάγωσιν εν Ευρώπη
+τα πατριωτικά ημών ψηφίσματα, εύκολον πρόκειται και πρόχειρον του
+δισταγμού ημών το ιατρικόν. Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών
+ρήτορας αποστόλους του ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και
+αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον συγκομιδήν ευρωπαϊκών
+συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των εκκλησιών αναμένουσι
+προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων περισυναγόμενα κέρματα
+των πιστών.
+
+Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός;
+
+***
+
+Αλλ' αρκεί.
+
+Όπου και αν στρέψη τις κύκλω βλέμμα παρατηρητικόν, πανταχού
+σχεδόν θα απαντήση μικρόν ή μέγα εργαστήριον παρασκευάζον άρτον
+εκ πιτύρων, πανταχού θα ίδη μικράν ή μέγα οπτανείον, μαγειρεύον
+το ψεύδος ίνα κενώση αυτό ως αλήθειαν. Αδύνατον είνε να τ'
+αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και η απαρίθμησις;
+Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των καταναλωτών
+τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται
+τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται
+περιβεβλημένοι αλήθειαν. Μήπως κ' εξ αυτών οι πλείστοι δεν
+παράγουσι πιτυρίτην, όπου και όπως έκαστος δύναται; Μη δεν είνε
+και μένει και θα μένη πάντοτε η ελληνικωτάτη των παροιμιών:
+Γ έ λ α μ ε ν α σ ε γ ε λ ώ;
+
+Πομφόλυγες στιλπναί και μεγάλαι, φυσώμεναι καθ' εκάστην υπό της
+ιδίας ημών μωρίας, αντιπαρερχόμεθα αλλήλους εν ταις οδοίς και
+ταις τριόδοις, και θαυμαζόμεθα, και φθονούμεν αι μικρότεραι τας
+μεγαλειτέρας.
+
+Ενίοτε πνέει αίφνης ο άνεμος, και διαρρήγνυνται μερικαί και
+γελώσιν αι άλλαι.
+
+Το δε τέλος;
+
+Το αγνοώ, αλλά το εύχομαι. Έστω οιονδήποτε.
+
+
+
+ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ (14)
+
+
+
+Α'.
+
+Αι δύο αύται λέξεις, και αι έννοιαι ας εκφράζουσιν, αποτελούσιν
+αναντιρρήτως εν των περιεργοτέρων φαινομένων εν τω βίω της
+νεωτέρας Ελλάδος.
+
+Δεν γνωρίζω, αλλ' αμφιβάλλω ειλικρινώς, αν υπάρχει έθνος εκ των
+συγχρόνων οίον δήποτε, όπερ να διήρεσε πάντας σχεδόν τους
+αλλοεθνείς εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, και κατατάσσον έκαστον
+εις μίαν εξ αυτών να παρεδέχθη, ότι αδύνατον είνε να υπάρχη ξένος
+οίος δήποτε, όστις να μη ήνε φίλος του ένθερμος και φανατικός ή
+εχθρός του θανάσιμος. Και σημειωτέον ότι αι απλαί αύται και
+άκακοι λέξεις φ ί λ ο ς κ α ι ε χ θ ρ ό ς ουδόλως αποδίδουσι
+την ειδικήν εκείνην έννοιαν, ην συνδέομεν ημείς οι νεώτεροι
+Έλληνες προς τας πολυσημάντους και βαρείας λέξεις φ ι λ έ λ λ η ν
+και μ ι σ έ λ λ η ν, ας και εδημιουργήσαμεν, βλέπετε, επίτηδες
+προς έκφρασιν του πράγματος.
+
+Εδημιουργήσαμεν, είπον, καίτοι εύρομεν αληθώς τας λέξεις ετοίμους
+εν τη γλώσση, από των κλασικών ήδη χρόνων πλασθείσας υπό των
+ημετέρων προγόνων. Αλλά μετεχειρίζοντο άρα γε και εκείνοι τους
+όρους αυτούς, όπου και όπως εφαρμόζομεν ημείς αυτούς σήμερον; Ήτο
+άραγε ο πρώτος αυτών φιλέλλην Άμασις και ο πρώτος των μισέλλην
+Τισαφέρνης ό,τι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες και μισέλληνες;
+Αληθεύει και επί του προκειμένου ό,τι έλεγέ ποτε γάλλος τις
+πρόξενος εις τον λόρδον Βύρωνα, ότι δηλαδή είμεθα πάντοτε la
+même canaille que temps de Périclès; Καλή ή κακή, θα ήτο
+παρηγορία όπως δήποτε, αν ηλήθευεν η ρήσις. Αλλ' έχω, το κατ'
+εμέ, πολλούς περί τούτου δισταγμούς· φρονώ δε μάλλον, ότι
+παραλαβόντες τας λέξεις εκείνας, παρελάβομεν αυτάς ως και τόσας
+άλλας, μεταβαλόντες το νόημά των. Εδημιουργήσαμεν νέας εννοίας
+και τας ενεδύσαμεν διά των παλαιών λέξεων. Πόσον δε νέαι αληθώς
+και ειδικαί και πάντη άσχετοι προς την γραμματικήν των λέξεων
+σημασίαν είνε αι έννοιαι ας αποδίδομεν εις αυτάς οι νεώτεροι
+Έλληνες, θέλει αμέσως μετ' ολίγον καταδειχθή. Ας μείνωμεν λοιπόν
+και των λέξεων δημιουργοί. Δεν βλάπτει.
+
+Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε αυτοί οι
+Ιταλοί οι πλείστην έχοντες προς ημάς ομοιότητα, έχουσιν εν τη
+γλώσση αυτών λέξεις ανάλογους προς τας λέξεις εκείνας, διά τον
+απλούστατον λόγον, ότι ουδέποτε συνέλαβον τας εννοίας, αίτινες
+ήθελον υπαγορεύσει την δημιουργίαν των λέξεων. Διακρίνουσι
+βεβαίως μεταξύ των ξένων τους ορθώς ή εσφαλμένως περί αυτών
+κρίνοντας, τους μάλλον ή ήττον γνωρίζοντας τα κατ' αυτούς, τους
+πλειότερον ή ολιγώτερον ασχολουμένους εις τα του βίου των υφ'
+οιανδήποτε έποψιν, πολιτικήν, φιλολογικήν ή άλλην. Αλλ' ουδέποτε
+όμως διενοήθησαν να χωρίσωσι τους ξένους εις δύο μεγάλας τάξεις,
+να ορύξωσι τάφρον μεταξύ αυτών, και ν' απονείμωσιν εις τούτους
+μεν τιμητικάς εις εκείνους δε ονειδιστικάς προσωνυμίας. Ουδέν
+ποτε έθνος, πλην του νεωτέρου ελληνικού, εθεώρησε τους ξένους ως
+μη δυναμένους να κριθώσιν άλλως ή κατ' αναφοράν προς αυτό και
+μόνον, ως ει αυτό κατ' εξοχήν απετέλει το κέντρον του πλανητικού
+συστήματος των εθνών.
+
+Αλλά διατί λοιπόν πράττομεν τούτο ημείς;
+
+Διατί κατηντήσαμεν σήμερον, από ετών τελειοποιούμενοι, εις το
+αναντιρρήτως κωμικόν σημείον να μη ακούωμεν όνομα ξένου
+προφερόμενον, χωρίς να ερωτώμεν αμέσως αν είνε φιλέλλην, και να
+χαρακτηρίζωμεν αυτόν μισέλληνα εν περιπτώσει αποφατικής
+απαντήσεως;
+
+Υπολαμβάνομεν άρα γε ημάς αυτούς τοσούτον μεγάλους και
+σημαντικούς, ώστε να υποθέτωμεν ότι αδύνατον είνε να υπάρχωσι και
+άνθρωποι αδιαφορούντες περί ημών; Ή μη τυχόν ομοιάζομεν τους
+παροδίους εκείνους επαίτας, τους τείνοντας διαρκώς την χείρα προς
+τους διαβάτας, και διακρίνοντας φυσικώ τω λόγω ολόκληρον το
+ανθρώπινον γένος εις δύο μόνον μεγάλας τάξεις, εις δίδοντας και
+μη δίδοντας;
+
+Ηδύνατό τις ίσως να πιστεύση το δεύτερον μάλλον ή το πρώτον· αλλ'
+ασφαλέστερον και ορθότερον, πάντως δε πατριωτικώτερον νομίζω να
+παραδεχθή τις αμφότερα τα κατ' επιφάνειαν τοσούτον δυσσυμβίβαστα
+φαινόμενα μέρη του διλήμματος. Ολίγοι τάχα είνε οι μεγάλην μεν
+και επιβάλλουσαν έχοντες την αναβολήν, επαιτικόν δε κατά βάθος το
+φρόνημα; Μήπως δεν έχομεν και λέξιν ελληνικήν, την
+π τ ω χ α λ α ζ ο ν ε ί α ν, θαυμασίως εκφράζουσαν τον περίεργον
+αυτόν σύνδεσμον εννοιών τοσούτον αντιθέτων, και αμετάφραστον εις
+οιανδήποτε ξένην γλώσσαν;
+
+Αλλά περί της νεοελληνικής πτωχαλαζονείας άλλοτε και ευκαιρότερον
+πλείονα.
+
+Επί του παρόντος τούτο και μόνον αρκεί να σημειωθή, εις εξήγησιν
+της εθνολογικής ημών εκείνης ιδιοσυγκρασίας, περί ης έλεγον εν
+αρχή των γραμμών τούτων· ότι, μη παραδεχόμενοι δυνατήν την
+ύπαρξιν ξένου οιουδήποτε, πλην των φιλελλήνων ή μισελλήνων, και
+επαιτούμεν χωρίς να το αισθανώμεθα, και κομπούμεθα εις όγκον,
+ούτινος ουδ' η σκιά καν μας προσήκει.
+
+***
+
+Πριν ή δε προχωρήσω εξετάζων το νοσολογικόν τούτο φαινόμενον του
+νεωτέρου ελληνισμού, — διότι νόσος αληθώς πρέπει τούτο να κληθή —
+ανάγκην απαραίτητον αισθάνομαι να εξαιρέσω ευθύς εν αρχή του
+πολυαρίθμου τάγματος των νεοτευχών φιλελλήνων, ους
+εδημιουργήσαμεν οι νεώτεροι Έλληνες εις θεραπείαν ημών αυτών, την
+σεμνήν εκείνην χορείαν των ευγενών ξένων, οίτινες δραμόντες από
+περάτων του κόσμου εις αρωγήν της αγωνιζομένης ημών ελευθερίας,
+εβάπτισαν αυτοί εαυτούς φιλέλληνας εν αίματι και πυρίτιδι, και
+έσπειραν προ εξήκοντα ετών τα οστά των εν Πέτα και Χαϊδαρίω, εν
+Καρύστω και Καματερώ. Ιερά έστω αυτών η μνήμη, και εύφημον εις
+αιώνας το όνομα!
+
+Αλλ' άλλοι τότε ήσαν οι καιροί, και πολύ έκτοτε μετεβλήθησαν.
+
+Τότε εφονεύετο εν Σφακτηρία ο Σάντα Ρόζας και έθνησκεν ο Νόρμαν
+εν Μεσολογγίω. Σήμερον. . . .
+
+Αλλά μη προτρέχωμεν.
+
+Οι σημερινοί φιλέλληνες, εκείνοι δηλαδή ους ημείς ούτω καλούμεν,
+διαφέρουσι πολύ των παλαιών, περί ων κυρίως ο σοφός μου φίλος κ.
+Κουμανούδης τοσαύτα εχαριτολόγησεν άλλοτε εν τω Αθηναίω. Εκείνους
+έπλαττε φιλέλληνας αληθείς η αληθινή των προς την Ελλάδα αγάπη,
+και την προσωνυμίαν των ταύτην, ην μόνοι των αυτοί ελάμβανον εν
+υπερηφανεία, εκύρουν μεν περιφανώς τα έργα αυτών, εταμειεύομεν δ'
+ημείς κατόπιν ευγνώμονες εν τη ημετέρα καρδία. Ήσαν εκείνοι
+φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος της ποιητικής εποχής της
+παλινορθώσεως, ούτινος η αίγλη ωχράνθη μικράν κατά μικρόν, και
+εσβέσθη τέλος μετά της σεμνής κορυφής του φαεινότατου αυτής
+αντιπροσώπου, του Βίκτωρος Ουγώ. Ήσαν ούτως ειπείν
+αυτοχειροτόνητοι μεσαιωνικοί ιππόται, στρατεύοντες πάνοπλοι εις
+ανόρθωσιν της αδικίας και προστασίαν των τυραννουμένων, διότι
+ήσαν τότε καιροί, καθ' ους υπήρχον και άνθρωποι αισθανόμενοι την
+ανάγκην ταύτην.
+
+Τους σημερινούς όμως φιλέλληνας, τους ακόπους φιλέλληνας των
+εφημερίδων και των περιηγήσεων, τους δημιουργούμεν ημείς ως επί
+το πλείστον· ημείς τους βαπτίζομεν, και ημείς επί τέλους, διά του
+υπουργείου των Εξωτερικών, τους χειροτονούμεν και ιππότας.
+
+Ουδόλως απίθανον, πιθανώτατον δε μάλιστα είνε, ότι οι παλαιοί
+εκείνοι, οι αφιλοκερδείς, οι πλήρεις ποιητικού ενθουσιασμού και
+γενναίων αισθημάτων φίλοι της Ελλάδος, παρήγαγον βαθμηδόν την
+φυλήν των σημερινών φιλελλήνων· αλλ' εξεφυλίσθη κατά μικρόν το
+είδος από γενεάς εις γενεάν, και οι σήμερον ούτω καλούμενοι είνε
+επίγονοι αληθείς, ως επίγονοι είμεθα ημείς των παλαιών εκείνων
+ανδρών της μεγάλης εποχής του μεγάλου ημών αγώνος.
+
+***
+
+Τους φιλέλληνας της σήμερον δημιουργούμεν, ως προέλεγον, ημείς
+αυτοί ως επί το πλείστον, κατά φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην
+της νοσηράς ημών εθνικής ιδιοσυγκρασίας. Ημείς αυτοί
+δημιουργούμεν και τους μισέλληνας. Οι πλείστοι και τούτων και
+εκείνων ουδ' ενόησαν ίσως ουδέ συνησθάνθησαν την ιδιότητα, ην
+απεδώκαμεν ημείς εκάστοτε εις αυτούς, πριν ή μάθωσιν εξ ελληνικής
+φήμης τας υπό της δημοσιογραφίας ημών διασαλπισθείσας αρετάς των,
+ή τας κακίας όσας εφορτώσαμεν εις την ράχιν των. Πολλοί δε και
+ηπόρησαν ίσως βαθυτάτην απορίαν, ακούσαντες τους πανηγυρισμούς
+ημών ή ονειδισμούς, και ηρώτησαν εαυτούς, τι αγαθόν άρα ή κακόν
+εποίησαν, όπως αξιωθώσι τοσούτου πάταγου τα ονόματά των,
+συνειδότες οι ταλαίπωροι, ότι δεν
+
+ mérité
+ ni cet excès d' honneur ni cette indignité.
+
+Aλλά τι ταύτα προς ημάς; Hμείς είχομεν και έχομεν απαραίτητον
+ανάγκην φίλων και εχθρών, και τους πλάττομεν και τους φανταζόμεθα
+οσάκις μας λείπουσιν, ως οι μικρομέγαλοι εκείνοι άνθρωποι,
+οίτινες ονειρεύονται παντού προστάτας και πάτρωνας και
+υπερασπιστάς και φίλους, και τόσον σπουδαίως κατορθόνουσιν επί
+τέλους να πείσωσιν εαυτούς περί της αληθείας των ονείρων των,
+ώστε υπολαμβάνουσιν εχθρούς των ασπόνδους πάντας τους οπωσδήποτε
+αγνοούντας αυτούς. Ότι είμεθα και ημείς μικροί, ουδείς δύναται ν'
+αμφισβητήση, ουδ' αυτοί οι αισιοδοξότατοι του ελληνισμού
+υμνογράφοι. Αλλ' ουδ' έγκλημα είνε τούτο, ουδ' αμάρτημα καν·
+ατύχημα μόνον. Το κακόν είνε ότι είμεθα μικροί και φανταζόμεθα
+ότι είμεθα μεγάλοι, το δε χείριστον ότι έχομεν πάσας τας κακίας
+της αληθούς ημών μικρότητος και της ψευδούς ημών μεγαλειότητος.
+
+Του λυπηρού δε τούτου κράματος αποτέλεσμα υπήρξε και υπάρχει η
+περί των ξένων πάντων γενική ημών γνώμη, η διαιρέσασα αυτούς εις
+ποίμνην προβάτων και ποίμνην αιγών, εις τάγμα φιλελλήνων και
+τάγμα μισελλήνων.
+
+***
+
+Τίνες δε και ποίοι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες;
+
+Ας εξετάσωμεν το πράγμα λεπτομερέστερον, εξαιρούντες, εννοείται,
+της μεγάλης αυτών στρατιάς, — διότι μεγάλην και πολυάριθμον
+έπλασεν αυτήν πάντοτε και πλάττει και σήμερον έτι η εθνική ημών
+φιλοτιμία — τους σπανίους εκείνους και αληθείς της Ελλάδος
+φίλους, τους αγαπήσαντας τα άξια ημών αγάπης και κατακρίναντας τα
+άξια κατακρίσεως, τους προμαχήσαντας ημών εν δικαίω αλλά και
+παραινέσαντας και επιτιμήσαντας ημάς μωραίνοντας. Ούτοι
+εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής
+μάλλον ή υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον
+νεοελληνικόν βάπτισμα, μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους
+εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν ετοίμους ορέγοντες τας χείρας
+πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη επινέμεται ακοίμητον το
+άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.
+
+Φιλέλληνες σήμερον είνε, ή κάλλιον και ορθότερον ειπείν
+φιλέλληνες σήμερον καλούνται παρ' ημών οι γράφοντες και
+δημοσιεύοντες εν τω ευρωπαϊκώ τύπω άρθρα οιαδήποτε και οσαδήποτε
+υπέρ Ελλάδος· οι εξυμνούντες τας προπατορικάς ημών αρετάς,
+εξηγούντες δε και δικαιολογούντες τας απογονικάς ημών κακίας —
+όσας γνωρίζουσιν· οι εκ μικράς ή μεγάλης εν Ελλάδι διαμονής,
+πολλάκις δε και από του μαλακού κλιντήρος του σπουδαστηρίου των,
+θαυμάσαντες τας ποικίλας αποχρώσεις του αττικού ορίζοντος περί
+ηλίου δυσμάς, και του Παρθενώνος τα χρυσίζοντα ερείπια και την
+φωταυγή διαφάνειαν της αθηναϊκής ατμοσφαίρας· οι ανακηρύξαντες
+καταπληκτικάς και μονονού θαύματος αποτέλεσμα τας κοινωνικάς
+προόδους της νέας Ελλάδος· οι αφειδώς σπαταλήσαντες πάντα του
+λεξιλογίου αυτών τα κοσμητικά επίθετα υπέρ παντός Έλληνος
+ποτίσαντος αυτούς εν κύπελλον τεΐου· οι ετοίμως χειροκροτήσαντες
+και ακόπως πανηγυρίσαντες όσα ουδέποτε ανέγνωσαν νεοελληνικά
+συγγράμματα· οι επιχειρήσαντες τέλος να γράψωσι περί των καθ'
+ημάς πολιτικών ή κοινωνικών ή φιλολογικών πραγμάτων, χωρίς να
+γνωρίζωσι καν την γλώσσαν ημών, μόνον δε και μόνον όπως καύσωσιν
+ολίγον και ευθηνόν θυμίαμα υπό την ρίνα των νεολληνικών
+Σαλμωνέων, και ευφημηθώσιν έπειτα υπ' αυτών, προθύμως
+ανταποδιδόντων τα ίσα.
+
+Πόσων εκ τούτων τα ονόματα, δημοτικώτατα παρ' ημίν και κοσμούμενα
+καθ' εκάστην υπό των εφημερίδων διά των ευηχοτάτων του ελληνικού
+λεξικού επιθέτων, εισίν άγνωστα σχεδόν εν τη ιδία αυτών χώρα!
+Πόσοι των υμνητών μας εκείνων εξέλεξαν ως φιλολογικόν των αγρόν
+την νέαν Ελλάδα και τους νέους Έλληνας, μόνον και μόνον διότι
+ηδύναντο να γράφωσιν ό,τι ήθελον περί πραγμάτων αγνώστων εις τους
+αναγνώστας των, και να πιστεύωνται μεν υπ' εκείνων
+παραδοξολογούντες, να πιστεύωνται δε και υφ' ημών κολακεύοντες;
+Μηδένα τούτο ξενίση. Η νέα Ελλάς είνε και σήμερον έτι, μ' όσα και
+αν εγράφησαν περί αυτής, ή μάλλον διότι τόσα περί αυτής
+εγράφησαν, χώρα άγνωστος εις τους Ευρωπαίους. Υπάρχουσιν εξ αυτών
+πολλοί, απολαμβάνοντες τον τόπον ημών αποτελούντα μέρος της άκρας
+Ανατολής (Extrême Orient), άλλοι νομίζοντες ότι η Ελλάς είνε
+ακόμη μέρος της Τουρκίας, και άλλοι πεποίθησιν έχοντες
+αδιάσειστον, ότι οι νέοι Έλληνες τρώγουσιν έτι διά των δακτύλων.
+Ήκουσα εν τη Εσπερία, ανθρώπους ερωτώντας με αν αι οικίαι ημών
+έχουσι παράθυρα, και είδον εν Αθήναις ξένους απορούντας ότι αι
+γυναίκες εξέρχονται ακωλύτως εις περίπατον. Ουδέν επομένως
+άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών
+γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους
+υπέρ ημών γράφοντας.
+
+***
+
+Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους
+χρόνους! Αν από χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει
+
+ _τον υπό βλεφάροις
+ φοίνικ' ερύθημα προσώπου,_
+
+ως λέγει που ο Ευριπίδης, βαθείαν και οχληροτάτην έπρεπε να
+αισθανώμεθα εντροπήν, αναγινώσκοντες όσους ετόλμησαν και τολμώσιν
+έτι να γράφωσιν αίνους εις δόξαν ημών οι της Εσπερίας φιλέλληνες.
+Αλλ' ημείς ομοιάζομεν δυστυχώς τας ασχήμους εκείνας και
+ερωτοτρόπους γυναίκας, αίτινες ου μόνον ευκόλως πιστεύουσιν ότι
+είνε Ασπασίαι και Αφροδίται, όταν ακούωσι τούτο λεγόμενον υπό των
+μαλακοκολάκων, αλλά και θαυμάζουσιν ενδομύχως τους λέγοντας, ως
+ανθρώπους λεπτήν έχοντας την καλαισθησίαν και άπταιστον την
+παρατήρησιν. Η άκομψος και σκαιά κολακεία είνε προς τους νοήμονας
+πολύ πολλάκις επαχθεστέρα του ψόγου και της κατακρίσεως.
+Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, — και τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες
+αι νεοελληνικαί — οι ευαρέστως οσφραινόμενοι και αυτής της
+χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και ασφυκτικόν θυμίαμα,
+χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον έχοντες την
+πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και
+οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και
+αυτοί την τιμήν ν' αποτελώσι μέρος.
+
+Οι ρώθωνες δε ημών ούτοι και η ιδιοσυγκρασία αυτών αποδεικνύουσι,
+πόσον δίκαιον είχεν ο Μολιέρος, ειπών ότι πάσαν αυθάδειαν και
+πάσαν μωρίαν δύναταί τις να καταστήση ευκατάποτον, καρυκεύων
+αυτήν εις κολακείαν.
+
+Διά τούτο δε και ημείς ου μόνον δεν εντράπημεν ουδ' εντρεπόμεθα,
+ου μόνον δεν ηγανακτήσαμεν ουδ' αγανακτούμεν δι' όσα μωρά και
+ανούσια κολακεύματα σιτίζουσιν ημάς οι από της Δύσεως νεοφώτιστοι
+ημών φίλοι, αλλά και κομπάζομεν επ' αυτοίς και βρενθυόμεθα, και
+απορούμεν πολλάκις, πώς δεν γράφονται περισσότερα και θερμότερα
+υπέρ του περιουσίου λαού του Κυρίου, και θηρεύομεν αίνους και
+λιβανωτόν πάση δυνάμει και διά παντός μέσου, και γράφομεν
+επαιτούντες, και οδοιπορούμεν οδοιπορίας μακράς εις αναζήτησιν
+συμπαθειών και φίλων, κ' ευτελιζόμεθα εκλιπαρούντες ευνοίας και
+θωπεύματα, και χαίρομεν χαράν ανεκλάλητον, οσάκις κατορθώσωμεν να
+αυξήσωμεν δι' ευγενούς τινος νεοσυλλέκτου το τάγμα των
+φιλελλήνων, και δημοσιευθή που της Ευρώπης νέον άρθρον εις ύμνον
+των απογόνων του Περικλέους και της περικαλλούς αυτών χώρας.
+
+Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις!
+
+Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω
+μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν. Η
+νοημοσύνη αυτού και η πολυμάθεια, η του καλάμου του δεινότης και
+των ιδεών αυτού η αδρότης και η δύναμις, ιδίως δε και προ πάντων
+η της κρίσεως αυτού ευμένεια και τα φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ά
+τ ο υ α ι σ θ ή μ α τ α — το κυριώτατον αυτού προσόν, —
+περιάδονται και διασαλπίζονται εν χορδαίς και οργάνοις, το δε
+κοινόν κροτεί τας χείρας, ή, αν βαρύνεται να πράξη τούτο, παρατρίβει
+καν αυτάς εξ ευχαριστήσεως, και κρατύνεται φρονούν ακραδάντως, ότι
+μέγα μέλλον έχει ο λαός ο τοιούτους έχων φίλους, ότι αδύνατον είνε
+να παρίδη εις τέλος η Ευρώπη την έντονον έκφρασιν της κοινής γνώμης,
+και ότι περιττή και ανωφελής θα ήτο οιαδήποτε εθνική του εργασία
+υπέρ βελτιώσεως της τύχης του, αφού περί τούτου μεριμνώσιν
+άλλοι . . . και μεγάλοι.
+
+Τα ονόματα των νέων εκάστοτε δημοσιογραφικών προμάχων του
+ελληνισμού ταμιεύει ούτω ευγνώμων η ελληνική δημοσιογραφία, και η
+μνήμη αυτών αξιοί ευλόγως να καταλάβη θέσιν τιμητικήν εν τω
+μεγάλω καταλόγω των φίλων της Ελλάδος.
+
+Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται
+πολλάκις οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν
+είνε το νόσημά των, και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον
+δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι
+τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα κατορθώση να μας πείση,
+αν ευρεθή,
+
+ _ξενικοίς λόγοις μη λίαν εξαπατάσθαι,
+ μηδ' ήδεσθαι θωπευομένους μήτ' είναι χαυνοπολίτας,_
+
+ως έλεγεν ο ποιητής των Αχαρνέων. Όπως δε οι παλαιοί του εκείνοι
+Αθηναίοι, ους
+
+ _από των πόλεων οι πρέσβεις εξαπατώντες . . ιοστεφάνους εκάλουν, . .
+ ευθύς διά τους στεφάνους επ' άκρων των πυγιδίων εκάθηντο,_
+
+ούτω και ημείς σήμερον ου μόνον πιστεύομεν όσα μας λέγουσιν οι τη
+μωρία ημών χαριζόμενοι ξένοι, αλλά και αλαζονευόμεθα επί τω
+πανηγυρισμώ, και ευθηνόν ευρίσκοντες των επαίνων το νόμισμα,
+προθύμως ανταποδίδομεν αυτό πολλαπλάσιον.
+
+Μηδέ τις φοβηθή, ότι είνε δυνατόν να αμελήση η νεοελληνική
+ευγνωμοσύνη του προσήκοντος αντιπανηγυρισμού της ευρωπαϊκής
+φιλελληνικότητος. Περί την εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος
+είμεθα ακριβέστατοι, και την οφειλήν ημών αποδίδομεν έγκαιρον
+πάντοτε και έντοκον και δεκαπλήν. Αν δε — ό μη γένοιτο —
+λησμονήσωμεν ημείς ή οκνήσωμεν, ευκολύνουσιν ημάς εις το έργον,
+ενίοτε δε και μας αναπληρούσιν αυτοί οι φιλέλληνες φίλοι μας. Ο
+γράφων τας γραμμάς ταύτας είδεν, ουχί προ πολλού, αρθρίδια
+επαινετικά μεγάλου φιλελληνικού άρθρου, γεγραμμένα υπ' αυτού του
+φιλέλληνος συγγραφέως, και αποσταλέντα εις Αθήνας, όπως
+μεταφρασθώσι και δημοσιευθώσι διά του ελληνικού τύπου εις
+εγκώμιον του διαπρεπούς ημών φίλου.
+
+Η μέθοδος, βλέπετε, τελειοποιείται βαθμηδόν, ως τελειοποιείται
+κατά τους χρόνους τούτους και προοδεύει πάσα βιομηχανία.
+
+Β'.
+
+Τα είδη των φιλελλήνων είνε ποικίλα και ανάλογα προς τας
+νεοελληνικάς ημών ανάγκας. Αλλά τα ακμαιότερα εξ αυτών είνε δύο·
+πολιτικοί φιλέλληνες, και φιλέλληνες λόγιοι. Έμποροι και
+βιομήχανοι φιλέλληνες δεν ανεπτύχθησαν εισέτι, ουδ' υπάρχει ελπίς
+ν' αναπτυχθώσιν εν τω μέλλοντι, ενόσω, τουλάχιστον δεν εξευρεθή
+τρόπος να τρέφεται η βιομηχανία και το εμπόριον δι' ευγνωμοσύνης
+και παρασήμων.
+
+Οι φιλέλληνες πολιτικοί είνε οι αφθονώτεροι, διότι και αι ανάγκαι
+ημών αι πολιτικαί είνε πλειότεραι και σπουδαιότεραι των άλλων.
+Εννοείται ότι οι πλείστοι εξ αυτών ουδεμίαν απολύτως έχουσι
+καθαράν και ητιολογημένην συνείδησιν του φιλελληνισμού αυτών·
+αλλά τούτο είνε προς ημάς πάντη αδιάφορον. Ο μεν έγραψέ ποτε — αν
+δεν υπέγραψε μόνον — ολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν οιαδήποτε
+ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της
+πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ
+των Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής.
+Άλλος απηύθυνεν επιστολήν είς τινα των πολιτικών ημών ανδρών,
+γνώμην αποφαινόμενος, ότι εις ημάς μόνους ανήκει η κληρονομιά του
+Βυζαντίου· άλλος ενθουσιωδέστερος ελάλησεν από του
+κοινοβουλευτικού βήματος υπέρ της πολιτικής ζωτικότητος του
+έθνους ημών, και άλλος τέλος — κυβερνήτης αυτός ξένου Κράτους,
+ύψωσε την φωνήν αυτού υπέρ των απαράγραπτων ημών δίκαιων, ή
+διεβεβαίωσε καν απόστολόν τινα οιονδήποτε του ελληνισμού περί των
+προς την νέαν Ελλάδα θερμών αυτού συμπαθειών.
+
+Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι
+τελευταίοι, εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την
+Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του
+Πλάτωνος και τους απογόνους του Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και
+αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών. Ουδέν άλλο πλάγιον,
+πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή τον
+κάλαμον. Τουναντίον μάλιστα· πάσα οιαδήποτε σκέψις περί των
+συμφερόντων της ιδίας αυτών πατρίδος υπετάγη κατ' ανάγκην εις
+τους φιλελληνικούς της καρδίας των παλμούς. Άλλως πώς θα ήσαν
+φιλέλληνες;
+
+Τοιούτος είνε ο πήχυς δι' ου μετρούμεν τον φιλελληνισμόν.
+Ανάλογοι δε προς τον πήχυν αυτόν είνε και αι ημέτεραι αξιώσεις.
+
+Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί
+της νέας Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών
+αυτών δικαιωμάτων και των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη
+πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το σ τ ό μ α τ ο υ μ ε
+ρ ο δ ό σ τ α μ ο ν;
+
+Είνε δυνατόν, ασχολούμενοι περί της νέας Ελλάδος οι ξένοι, να
+λησμονώσιν, ότι η ευγενής αυτή και ένδοξος χώρα επότισε την
+βάρβαρον Ευρώπην τα νάματα του πολιτισμού, και ότι καθήκον
+επομένως έχουσι, καθήκον ευγνωμοσύνης ιερόν και απαράβατον, να
+εργασθώσιν υπέρ του μεγαλείου της;
+
+Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε πολιτικόν άνδρα της αλλοδαπής,
+— εξ ανωτέρας, εννοείται, ηθικής και ποιητικής επόψεως
+εξεταζομένου του πράγματος, — να συλλογίζεται κατά πρώτον λόγον
+τα συμφέροντα της πατρίδος του και κατά δεύτερον τα της Ελλάδος,
+και να προτιμά τούτων εκείνα, αν τυχόν συμπέση να μη
+συμβιβάζονται;
+
+Τοιαύται έννοιαι δεν χωρούσιν εις Έλληνος κεφαλήν, ουδέ δύναται
+ποτε ελληνική καρδία να παραδεχθή και επιτρέψη τοιαύτην πώρωσιν.
+
+Διά τούτο απαιτούμεν να ενδιαφέρωνται υπέρ ημών οι ξένοι
+περισσότερον ή όσον ημείς αυτοί υπέρ εαυτών ενδιαφερόμεθα, να
+εργάζωνται υπέρ της πραγματοποιήσεως της εθνικής ημών ιδέας πολύ
+συντονώτερον ημών των ιδίων, να πράττωσιν εκείνοι πλειότερα όσων
+ημείς λέγομεν, και απλώς ειπείν να ήνε των Ελλήνων ελληνίστεροι.
+
+Διά τούτο οσάκις ακούομεν ή αναγινώσκομεν τρεις λέξεις υπέρ ημών,
+τις οίδε πόθεν και πώς λεχθείσας ή γραφείσας, τις οίδε τίνα
+εχούσας σκοπόν ή κρυφίαν υπαγόρευσιν, ενθουσιώμεν ευθύς και
+αλαλάζομεν και πλαταγούμεν, και δράττοντες τα εθνικά ημών
+κατάστιχα ανοίγομεν αμέσως μερίδα εις τον νέον φιλέλληνα.
+
+Συμβαίνει ενίοτε, — και ποσάκις μέχρι τούδε συνέβη! — να
+ανακαλύψωμεν βραδύτερον ότι ηπατήθημεν, η ευγενής δ' εκείνη φωνή,
+ην είχον έτι έναυλον τα πατριωτικά ημών ώτα, να σιγήση αίφνης
+αγενώς ή και ν' αλλάξη σκοπόν, γινομένη κατήγορος από υμνητού και
+επαινέτου.
+
+Λυπούμεθα βεβαίως διά το εθνικόν ατύχημα, αλλά δεν ταραττόμεθα
+και πολύ. Ανοίγομεν και πάλιν το εθνικόν ημών καθολικόν,
+εγγράφομεν τον αποστάτην εις την μερίδα των μισελλήνων, και
+παραδίδομεν αυτόν εις τας αράς και το μίσος του έθνους.
+
+Αν όμως συμβή το αντίστροφον! Αν, χάρις εις την παντοδύναμον
+ευγλωττίαν ειδικών τινων arguments sans replique ως έλεγεν ο Δον
+Βασίλειος, ακουσθή αίφνης ότι μετενόησαν αμαρτωλοί, και χρόνιοι
+εχθροί ετράπησαν εις φίλους, και ανταποκριταί φοβεροί παγκοσμίων
+εφημερίδων ανέμελψαν αίφνης το Ω σ α ν ά, ενώ χθες μόλις
+εκραύγαζον σ τ α ύ ρ ω σ ο ν, σ τ α ύ ρ ω σ ο ν α υ τ ο ύ ς, ω!
+η αγαλλίασις ημών τότε ούτε λέγεται ούτε περιγράφεται. Μη δεν
+είπεν ο Χριστός, ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί
+αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες
+χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»
+
+***
+
+Των λογίων φιλελλήνων το γένος δεν είνε μεν βεβαίως τοσούτον
+επίσημον ουδέ περιφανές, όσον οι πολιτικοί φιλέλληνες, αλλ'
+αφθονεί όμως επίσης και ακμάζει, αυξάνει δε διαρκώς διά των νέων
+προσηλύτων, ους βαπτίζουσιν εκάστοτε οι παρ' ημίν λόγιοι, ουχί
+πάντες βεβαίως, αλλ' εκείνοι ιδίως, εις ους απονέμουσι προχείρως
+ευρωπαϊκής αθανασίας διπλώματα οι της δύσεως σοφοί.
+
+Αφ' ότου της εθελοφημίας η νόσος απέκτησε και παρ' ημίν ενδημικόν
+χαρακτήρα, οι δε λογογραφούντες Έλληνες ήρχισαν αλιεύοντες δόξαν
+από των τελευταίων σελίδων των εφημερίδων, και απ' αυτών έτι των
+γωνιών των οδών διά πολυχρώμων τοιχοκολλημάτων, ήνοιξε φυσικώ τω
+λόγω και η όρεξις αυτών, η δε φιλοδοξία των ωνειρεύθη άλλον
+ευρύν, ευρύτερον του ελληνικού ορίζοντα.
+
+Do ut des, είπομεν τότε προς τους ξένους, όσοι εφαίνοντο
+ορεγόμενοι νεοελληνικής δόξης. Σας κηρύττομεν φιλέλληνας, — και
+ηξεύρετε πόσον μυρίπνουν και ιερόν είνε αυτό το όνομα — αλλά
+πρέπει να μας κηρύξετε και σεις μεγάλους συγγραφείς. Και το
+πράγμα έγεινε, και των αλλοδαπών φιλελλήνων λογίων η στρατιά
+πληθύνεται οσημέραι εις δόξαν και κλέος των νεοελληνικών
+γραμμάτων.
+
+Διά τούτο δε βλέπομεν και αναγινώσκομεν καθ' εκάστην εις τας
+εφημερίδας και τα περιοδικά ημών συγγράμματα, ότι ο δείνα σοφός,
+υπό των φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ω τ ά τ ω ν α ι σ θ η μ ά τ ω ν
+ε μ π ν ε ό μ ε ν ο ς, εδημοσίευσεν εν τω δείνα ευρωπαϊκώ περιοδικώ
+επαινετικήν διατριβήν περί ταύτης ή εκείνης της νεοελληνικής
+συγγραφής· ότι ο άλλος εκείνος διάσημος φιλέλλην, ο ύ τ ι ν ο ς
+τ ό σ ο ν ε υ φ ή μ ω ς κ α τ έ σ τ η σ α ν γ ν ω σ τ α ί αι
+περί την μεσαιωνικήν ή την νέαν ημών φιλολογίαν μελέται,
+μετέφρασεν εις την γαλλικήν ή γερμανικήν, ενίοτε και την δανικήν
+ή την ρωσικήν ή τις οίδε ποίαν άλλην ευρωπαϊκήν ή και σημιτικήν
+γλώσσαν, την τάδε πραγματείαν νεοελληνικού σοφού· ότι ο ονομαστός
+ελληνιστής και φιλόλογος Άλφα εμνημόνευσε μετ' επαίνων τούτου ή
+εκείνου του νεοελληνικού βιβλίου, και ότι η διαπρεπής εν τω κόσμω
+των γραμμάτων κυρία Βήτα απένειμε τον στέφανον της αθανασίας εις
+τούτο ή εκείνο το ποίημα.
+
+Και ταύτα πάντα διαθρύπτουσι την εθνικήν φιλοτιμίαν ου μόνον των
+πολλών, οίτινες γνωρίζουσιν ίσως τα επαινούμενα έργα, αλλά και
+των ολίγων, οίτινες, πλην αυτών, γνωρίζουσι και τους επαινέτας.
+Αυξάνουσι δε ούτω και κορυφούνται αι εν τη νέα Ελλάδι φιλολογικαί
+επισημότητες, κλεϊζόμεναι υπό των αλλοδαπών σοφών, αυξάνει δε
+συγχρόνως και κραταιούται η ευγενής των λογίων φιλελλήνων τάξις,
+απαθανατιζομένη υπό των δι' αυτής απαθανατισθέντων.
+
+Είνε αληθές — ας μείνη δε τούτο μεταξύ μας — ότι οι πλείστοι των
+κρινόντων και θαυμαζόντων ή και μεταφραζόντων έτι τα προϊόντα της
+νεωτέρας ημών φιλολογίας αλλοδαπών, έχουσι το ατύχημα να αγνοώσι
+την γλώσσαν ημών, ή να γνωρίζωσι καν αυτήν τοσούτον ατελώς, ώστε
+να διαφεύγωσιν αυτούς τα κάλλη των συγγραμμάτων άτινα
+πανηγυρίζουσιν. Αλλά τούτο ο υ δ έ ν π ρ ο ς τ ά λ φ ι τ α. Η
+δ ο υ λ ε ι ά μας να γίνεται, λέγομεν οι ευφυείς και επιτήδειοι
+ημείς, δουλειά μας δε είνε να υπολαμβανώμεθα εκ παντός τρόπου
+μεγάλοι και σημαντικοί, να έχωμεν κολάκων εσμόν και φίλων
+πλημμύραν, και οι φιλέλληνές μας να αγαπώσι πάντοτε τους Έλληνάς
+των.
+
+
+***
+
+Περιττόν ίσως θα ήτο μετά τα ρηθέντα να λεπτολογηθώσι τα έξοχα
+προτερήματα, άτινα κατά τας εννοίας ημών κοσμούσιν απαραιτήτως
+πάντα φιλέλληνα. Δεν βλάπτει όμως και το περιττόν, οσάκις
+χρησιμεύει μεν εις τελείωσιν της εικόνος, δύναται δε ίσως — τις
+οίδε — να στρατολογήση και νέους άλλους του ευγενούς αγώνος
+μαχητάς.
+
+Πας φιλέλλην είνε εν πρώτοις και προ πάντων ευφυέστατος άνθρωπος.
+Αλλά τι σημαίνει τούτο και μόνον δι' ημάς τους Έλληνας, τους
+ευφυεστάτους των ανθρώπων; Θα ήτο το αυτό και αν ελέγομεν, ότι
+πας φιλέλλην έχει δύο οφθαλμούς και μίαν ρίνα. Δεν αρκούμεθα
+επομένως εις αυτό και μόνον. Οι φιλέλληνες είνε άνδρες
+μεγαλοφυείς, φαινόμενα έκτακτα εν τω διανοητικώ κόσμω των εθνών,
+υ π ά ρ ξ ε ι ς π ρ ο ν ο μ ι ο ύ χ ο ι, ως λέγουσι σήμερον επί
+το ελληνογαλλικώτερον αι νεοελληνικαί εφημερίδες. Οι φιλέλληνες
+έχουσιν ευρείαν την διάνοιαν και μεγάλην την καρδίαν, υψηλόν το
+φρόνημα και το αίσθημα ευγενές.
+
+Οι φιλέλληνες έχουσι τον νουν αυτών απρόσιτον εις πάσαν ιδέαν
+μικράν και ταπεινήν, τα δε στέρνα αυτών κεκλεισμένα προς παν
+αίσθημα αδικίας. Οι φιλέλληνες είνε και φιλελεύθεροι· ουδέ είνε
+δυνατόν να ήνε οπισθοδρομικοί, αφού είνε φιλέλληνες. Είνε προς
+τούτοις αναγκαίως και αναποδράστως άνθρωποι πολυμαθείς,
+ποτισθέντες τα νάματα της υγιούς παιδείας εν τη μελέτη των
+κλασικών μνημείων της προγονικής ημών φιλολογίας, άτινα
+κατανοούσι και εκτιμώσιν, εννοείται, κάλλιον παντός άλλου. Είνε
+πεφωτισμένοι λάτρεις του καλού, νοημονέστατοι και αδέκαστοι
+κριταί της αρετής και της αξίας, όντα ενί λόγω τέλεια και
+ιδανικά.
+
+Και πώς άλλως; Μόνον τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να ήνε φίλοι μας.
+
+***
+
+Οι δε μισέλληνες;
+
+Οι μισέλληνες είνε πολλοί. Πολύ πλείονες δυστυχώς των φιλελλήνων,
+διότι είνε πάντες οι μη φιλέλληνες.
+
+Τούτους μεν κατορθούμεν οπωςδήποτε ν' αριθμώμεν, διότι τους
+ακούομεν· τους αναγινώσκομεν, τους γνωρίζομεν, τους θυμιώμεν και
+τους λατρεύομεν. Αλλά τους δυστυχείς εκείνους παρίας, ων η
+πεπωρωμένη καρδία ουδέποτε έπαλεν υπέρ της Ελλάδος και των
+Ελλήνων, ων ουδέποτ' εξέφυγε τα χείλη κ α λ ό ς λ ό γ ο ς υπέρ
+ημών, πού να τους μάθωμεν ίνα τους αριθμήσωμεν;
+
+Ακούομεν τους κατακριτάς ημών και κατηγόρους, τους εξ οιουδήποτε
+λόγου μη θελήσαντας να δρέψωσι δάφνας εκ του φιλελληνικού
+λειμώνος, τους υπολαβόντας εκ κακίας ή συμφέροντος οιουδήποτε, εκ
+γνώσεως ή εξ αγνοίας, ότι ουδεμιάς συμπαθείας ή ενδιαφέροντος
+είμεθα άξιοι, τους εξευτελίζοντας και προπηλακίζοντας ημάς.
+Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας
+χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν
+αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας
+δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των,
+αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και
+εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των
+μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς
+τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να
+γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.
+
+Αλλά οι τοιούτοι κατακριταί ημών και κατήγοροι είνε ολίγοι και
+ευάριθμοι, ουδ' είνε δυνατόν να μας αρκέσωσι. Τι σημασίαν θα
+είχαμεν, αν τόσον ολίγους μόνον είχαμεν εχθρούς; Εχθροί μας
+επομένως, τουτέστι μισέλληνες, είνε όχι μόνον εκείνοι, αλλά και
+πάντες όσοι μας αγνοούσι και αδιαφορούσιν εντελώς περί ημών. Οι
+προπάτορες ημών οι παλαιοί έλεγον εν αυταρκεία γνησίως ελληνική:
+π α ς μ η Έ λ λ ην β ά ρ β α ρ ο ς, και είχον ίσως δίκαιον
+κατ' εκείνους τους χρόνους. Ημείς, οίτινες δεν τολμώμεν έτι να
+φθάσωμεν έως εκεί, αρκούμεθα εις την παρωδίαν του παλαιού λογίου,
+και λέγομεν απλούστερον: π α ς μ η φ ι λ έ λ λ η ν
+μ ι σ έ λ λ η ν.
+
+Είνε δυνατόν, λέγομεν, να αγνοή τις σήμερον την νέαν Ελλάδα και
+τους νέους Έλληνας, εκτός αν το κάμνη επίτηδες; Είνε
+επιτετραμμένον εις οιονδήποτε καθώς πρέπει άνθρωπον να μη μας
+γνωρίζη, δηλαδή να μη μας επαινή; Και τι λοιπόν άλλο, ή εχθροί
+της Ελλάδος πρέπει να ονομασθώσιν οι αμαθείς και βάρβαροι, οι
+απαίδευτοι και ανόητοι εκείνοι, οι νομίζοντες ότι είνε ποτέ
+δυνατόν να γείνη οιοσδήποτε περί αυτών ονομαστί λόγος, χωρίς
+αυτοί να λαλήσωσι περί των νέων Ελλήνων;
+
+Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα
+ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως
+μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να
+μη ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το
+τάγμα, και αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.
+
+Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους
+πρέπει, και αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον
+μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει
+πως και υπερηφανείας. Οργιζόμεθα μεν ότι αδιαφορούσι περί ημών,
+ως οργίζεται η ερωτότροπος γεροντοκόρη παρερχομένη ενώπιον απαθών
+ομμάτων και ουδέν ακούουσα θαυμαστικόν επιφώνημα, αλλά
+παρηγορούμεθα όμως, ως εκείνη, ενδομύχως, πεποίθησιν έχοντες
+ασφαλή, ότι οι ούτω προσφερόμενοι κινούνται τις οίδεν έκ τινος
+ταπεινού αισθήματος φθόνου ή κακίας, και κομπάζομεν διά το πλήθος
+των εχθρών ημών, αναλογιζόμενοι θυμοσόφως, ότι μόνον οι μέγα
+σημαίνοντες έχουσι πολλούς εχθρούς, διότι
+
+ _εις ταπίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί._
+
+***
+
+Εννοείται ότι δεν υπάρχει λέξις δυσώνυμος ην δεν εκολλήσαμεν εις
+την ράχιν των κακών αυτών ανθρώπων, και ότι μόνον ίσως το
+ευρωπαϊκής φήμης απολαύον υβριολόγιον του Κ. Κόντου θα ήρκει εις
+προσήκουσαν έκφρασιν των αισθημάτων, άτινα προξενεί εις τας
+πατριωτικάς των Ελλήνων καρδίας η μοχθηρία των μισελλήνων.
+Εκείνους μάλιστα, όσοι μη αρκούμενοι εις περιφρονητικήν
+αδιαφορίαν, ελέγχουσιν ημάς ασυστόλως και κατακρίνουσι και
+κατηγορούσιν, εκείνους οίτινες υποτιμώσι το παρόν και
+καταστρέφουσι το μέλλον του ελληνισμού, ω! αυτούς τους πνίγομεν
+βεβαίως, αν πέσωσι ποτε εις τας χείρας μας.
+
+Τους πνίγομεν εν εθνικώ συλλαλητηρίω, και αμφίβολον είνε αν θα
+ευρεθή κατά την μεγάλην εκείνην και ιεράν στιγμήν Έλλην άνθρωπος,
+όστις να εγείρη την φωνήν αυτού υπέρ των θυμάτων,
+υπεραπολογούμενος αυτών οπωςδήποτε ενώπιον της εξωργισμένης
+εθνικής ημών συνειδήσεως.
+
+Και όμως — εντρέπομαι αληθώς και καλύπτω το πρόσωπον διά των
+χειρών μου, πριν εκστομίσω την βλασφημίαν — και όμως εις τους
+εχθρούς ημών και τους κατηγόρους οφείλομεν οι νέοι Έλληνες πολύ
+πλείονα ή εις τους ξένους φίλους και κόλακας.
+
+Αν έχομέν τι σήμερον αγαθόν, — και έχομεν ολίγα, μάρτυς μου ο
+θεός — , αν κατωρθώσαμέν τι άξιον λόγου αφ' ης ανεγεννήθημεν, οι
+μισέλληνες ημών εχθροί είνε οι κύριοι αυτού εργάται και οι λόγοι
+των οι πικροί. Αυτοί μας εξώργισαν και μας δυσηρέστησαν, αλλ'
+αυτοί και επαίδευσαν και εσωφρόνισαν ημάς.
+
+Στομάχους αργούς και αρρώστους δεν ιαίνει αφέψημα γλυκυρρίζης,
+αλλά πικρά κασία και άψινθος. Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και
+παραλύτους τους διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν
+μεγαλορρημονούμεν εν ώραις πατριωτικής αυταρκείας
+
+ _αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος και μέγιστος,_
+
+οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών
+τριόδων κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.
+
+Ουδέν ποτε εκερδήσαμεν, ουδ' αγαθόν εμάθομεν ουδ' απεμάθομεν
+κακόν παρά των ευμενών ημών αλλοδαπών φίλων. Ενανουρίσθημεν υπ'
+αυτών εν τη νάρκη του μεγαλοπρεπούς ημών ύπνου, και ετανύσαμεν εν
+οκνηρία τας κνήμας ημών και εχασμήθημεν προ του θάλπους του ηλίου
+της προγονικής ημών δόξης. Αλλ' ουδέν άλλο.
+
+Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας
+επετίμησαν, είν' αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν
+πολλάκις και μας εξηυτέλισαν, αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών
+παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών σαρκός οίον παράγει
+αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε
+μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων. Εκραυγάσαμεν εξ οδύνης υπό
+τας πληγάς, κατηράσθημεν τους μαστιγούντας, και διεμαρτυρήθημεν
+ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά της αδικίας και βαρβαρότητος· αλλ'
+εξήγειραν όμως και εσωφρόνισαν και ωκοδόμησαν ημάς οι
+παιδεύοντες, ευηργέτησαν δε αναντιρρήτως οι υβρίζοντες και
+εξουθενούντες.
+
+Αδύνατον είνε οι αναγινώσκοντες τας γραμμάς ταύτας να μη
+ενθυμώνται, ότι και επηνέθησαν πολλάκις και κατεκρίθησαν.
+Παραδέχομαι δε προς χάριν των, ότι και δικαίως πάντοτε επηνέθησαν
+και αδίκως κατεκρίθησαν· αδιάφορον. Θα συνομολογήσωσιν όμως μετ'
+εμού, εν πάση ειλικρινεία, συνειδήσεως, ότι από των κατακρίσεων
+ιδίως εκαρπώθησαν όσα, τους επαινέτας πιστεύοντες, επελάμβανον
+κεκτημένα.
+
+Το κατ' εμέ τουλάχιστον, και εξομολογούμαι τούτο εν πάση
+σπουδαιότητι, ουδέν ποτε εδιδάχθην ουδ' ωφελήθην από των φιλικών
+επαίνων, πολλά δε τουναντίον οφείλω εις τας εχθρικάς κατακρίσεις,
+και αυτάς τας από δυσμενεστάτης γνώμης.
+
+Πότε θα εννοήσωμεν πάντες, ως έθνος, ότι οι μισέλληνες ημών
+εχθροί μας ωφελούσι πλειότερον των φιλελλήνων ημών φίλων; Πότε δε
+τέλος θα παύσωμεν διακρίνοντες τους περί ημών λαλούντας ή μη
+λαλούντας εις τας δύο εκείνας μεγάλας τάξεις, περί ων έλεγον
+αρχόμενος του λόγου; Πότε θα μάθωμεν ότι μόνη η α λ ή θ ε ι α
+σ ώ σ ε ι η μ ά ς;
+
+Μόνον όταν παύσωμεν ημείς αυτοί προς εαυτούς καταψευδόμενοι και
+τας σκιάς των προγόνων περισαίνοντες· μόνον όταν αισθανθώμεν ότι
+είμεθα μικροί υιοί πατέρων μεγάλων, και ότι χειρίστη δίαιτα προς
+αύξησιν ημών και ανάρρωσιν είνε η δίαιτα εκείνη, ην θαυμασίως
+ωνόμαζεν ο Πλάτων ο ψ ο π ο ι ϊ κ ή ν κ ο λ α κ ε ί α ν.
+
+
+
+ΣΥΡΜΟΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ; (15)
+
+
+
+Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την
+πόλιν από μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον
+είχον συναντήσει μονήρη πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων,
+επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο αστροφεγγής και γλυκεία.
+Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του
+Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού
+ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη
+απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος,
+μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της
+ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν
+εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.
+
+Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα
+γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν.
+Επεριπατούμεν ως άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή
+να συντάμωμεν τον δρόμον, κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες,
+αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των χειρών τους πίλους ημών
+και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων πνευμόνων την
+δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της
+γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.
+
+ — Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν.
+Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον
+ωραίον αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του,
+και όταν ακόμη έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός.
+
+ — Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου,
+ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον. Την ποιητικήν ερημίαν
+ολίγοι αγαπούν, διότι ολίγοι αισθάνονται τα θέλγητρά της. Οι
+πολλοί προτιμούν τον κόσμον, το πλήθος, τον θόρυβον· και δι' αυτό
+αυτήν την ώραν, αντί να έλθουν εδώ να ιδούν σε ή εμέ, ή
+πιθανώτερον κανένα, και ν' ακούσουν τον γρύλλον, πηγαίνουν
+καλλίτερα εις το θέατρον των Ολυμπίων ν' ακούσουν τας Δύο
+Ορφανάς, εις το Φάληρον ν' ακούσουν την μουσικήν της Victorieuse
+και ολίγην κακολογίαν, ή και εις το Άντρον των Νυμφών εν εσχάτη
+ανάγκη, να ιδούν τον Καλλίστην. Υποθέτεις άρα γε, ότι εις άλλον
+τόπον είνε τα πράγματα διαφορετικά;
+
+ — Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το
+ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις,
+διότι ο συρμός είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο
+μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν παρηκολούθουν ο είς τον άλλον·
+υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως, αλλ' αρκετοί
+πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω
+και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και
+των οποίων την τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις
+παραφώνου άσματος ή το θέαμα της αλευρωμένης μορφής προστύχου
+γελωτοποιού.
+
+ — Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε
+πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά.
+
+ — Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί
+τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το
+εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και
+να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;
+
+ — Δεν ηξεύρω, υπέλαβεν εκείνος μετά τινα δισταγμόν, τι να σου
+απαντήσω. Μου γενικεύεις πολύ το ζήτημα, και θα πέσωμεν εις
+θεωρίας κοινωνιολογικάς, αι οποίαι, προκειμένου περί της ιδικής
+μας κοινωνίας, δεν μου είνε, σου τ' ομολογώ ειλικρινώς, ούτε
+παρήγοροι ούτε ευάρεστοι.
+
+ — Αδιάφορον· αν θέλη κανείς σήμερον να ομιλή μόνον περί
+πραγμάτων ευαρέστων και παρηγόρων, πρέπει να σιωπαίνη.
+
+ — Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί
+όμως προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν;
+Μήπως ταυτίζεις συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το
+παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την αθηναϊκήν κοινωνίαν.
+
+ — Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;
+
+ — Βεβαίως τον παραδέχομαι· αλλά παραδέχομαι και κάτι άλλο·
+παραδέχομαι και πολιτισμόν του συρμού· παραδέχομαι δε και κάτι
+περισσότερον ακόμη· ότι ημπορεί κανείς εξαίρετα να ήνε
+πολιτισμένος, χωρίς ν' ακολουθή τον συρμόν, και τουναντίον,
+ημπορεί ν' ακολουθή πιστότατα τον συρμόν, χωρίς ν' αποδεικνύη
+τούτο ότι είνε πολιτισμένος. Εις αυτήν δε την τελευταίαν
+κατηγορίαν νομίζω ότι κατατάσσεται το πλείστον μέρος της ιδικής
+μας κοινωνίας, εκείνης, εννοώ, η οποία θέλει να φαίνεται
+πολιτισμένη.
+
+ — Φρονείς λοιπόν, υπέλαβον, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη που
+πολιτισμός χωρίς συρμόν, ή συρμός χωρίς πολιτισμόν;
+
+ — Βεβαιότατα. Απόδειξις του πρώτου πολλαί πόλεις της Γερμανίας·
+απόδειξις του δευτέρου η πόλις των Αθηνών.
+
+ — Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του
+πολιτισμού;
+
+ — Διόλου δεν το αρνούμαι.
+
+ — Αλλά τότε . . .
+
+ — Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι
+Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να
+έχουν αληθή πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς
+να έχουν εκείνον; Τούτο δεν ήθελες να ειπής;
+
+ — Ακριβώς.
+
+ — Απλούστατον. Ο συρμός των Αθηναίων εισάγεται εκ της αλλοδαπής·
+ούτε αυτοφυής εδώ είνε, ούτε προϊόν εγχωρίου καλλιεργείας. Όπως
+πίνομεν τέιον χωρίς να καλλιεργώμεν το φυτόν του, όπως φορούμεν
+βελούδα χωρίς να τα κατασκευάζωμεν, τοιουτοτρόπως έχομεν και
+συρμόν χωρίς να τον παράγωμεν. Ας ήνε καλά η ευάριθμος εκείνη
+ομάς των λεγομένων πολιτισμένων ή φιλοπροόδων, ως τους εβάπτισεν
+η εφημερίς των, οι οποίοι φροντίζουν να κάμνουν εγκαίρως την
+προμήθειάν των από το εξωτερικόν χάριν των εγχωρίων καταναλωτών,
+και να εξοδεύουν το περιζήτητον εμπόρευμα όχι μόνον προς ίδιον
+κέρδος, αλλά και προς ωφέλειαν ψυχοσωτήριον της πολυαρίθμου
+πελατείας των.
+
+ — Θα μου επιτρέψης όμως μίαν παρατήρησιν.
+
+ — Όσας θέλης· το θέμα είνε άξιον συζητήσεως, και πολύ
+διασκεδαστικόν· αφού δε το ηρχίσαμεν άπαξ, ας το εξαντλήσωμεν
+όσον το δυνατόν. Λέγε.
+
+ — Αφού λέγεις, ότι οι εισαγωγείς αυτοί του ξένου συρμού έχουν
+τόσον πολυάριθμον πελατείαν, ότι μ' άλλους λόγους όλος σχεδόν ο
+κόσμος εις τας Αθήνας ακολουθεί τον συρμόν, παρεδέχθης δε ήδη προ
+ολίγου, ότι υπάρχει πολιτισμός τις του συρμού, διατί δεν
+παραδέχεσαι, ότι οι Αθηναίοι είνε πολιτισμένοι;
+
+ — Διότι, όταν λέγω π ο λ ι τ ι σ μ έ ν ο ς περί ανθρώπου
+οιουδήποτε ή περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του
+συρμού, τον οποίον μου ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την
+επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον του χαιρετισμού, ούτε
+το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των υποδημάτων.
+Όλα αυτά είνε προσωπείον εύμορφον, το οποίον, ως όλα τα
+προσωπεία, δεν καλύπτει πάντοτε και εύμορφον πρόσωπον. Όλα αυτά
+αγοράζονται προχείρως δι' ολίγων κερμάτων, και είνε εις την
+διάθεσιν του πρώτου ξυλοσχίστου, όστις νομίση φιλοτιμίας ζήτημα
+να καταβάλη το αντίτιμόν των εκ του περισσεύματός του ενίοτε, ή
+πολύ συχνότερα εκ του υστερήματος αυτού. Υποθέτει βεβαίως αυτός —
+και διά τούτο το κάμνει, — ότι τοιουτοτρόπως πολιτίζεται,
+εξευγενίζεται, ως λέγει, και θαυμάζει ίσως ενδομύχως πόσον
+εύκολος είνε ο πολιτισμός. Αλλά πολιτισμός είνε αυτό; Είνε αυτό
+μαρτύριον επαρκές της μορφώσεως εκείνης του νου, του εξευγενισμού
+εκείνου της καρδίας, της ημερώσεως εκείνης των ηθών, τα οποία όλα
+ομού είνε απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αληθούς πολιτισμού;
+
+Ομολογώ, ότι δεν ετόλμησα να απαντήσω, ουδέ ηθέλησα να διακόψω
+καν τον συνοδόν μου, ούτινος κατεφέρετο ήδη ζωηρότερος ο λόγος
+και βιαιότερον ανεπάλλετο η ράβδος.
+
+ — Και είνε δυνατόν, εξηκολούθησε, να ονομασθή μία κοινωνία
+πολιτισμένη, απλώς και μόνον διότι έχει γαλλικόν θέατρον, ή διότι
+συγκροτεί χορούς εις τα ξενοδοχεία, ή διότι παίζει Croquet και
+Rally Papers, ή διότι απέκτησεν ιπποδρόμια και λεμβοδρομίας, ενώ
+υπάρχουν μεταξύ αυτής άνθρωποι, και είνε οι περισσότεροι
+δυστυχώς, οι οποίοι καίουν τα δάση διά ν' αποκτήσουν χόρτον τα
+πρόβατά των, και λατομούσι την Πνύκα διά να κτίσωσιν αχυρώνας; οι
+οποίοι αποσπώσι τους τρυφερούς κλάδους των δενδρυλλίων της οδού
+διά να μαστίσωσι τους όνους των και ρίπτουσι τα καθάρματα των
+οικιών αυτών προ της θύρας των διά να ευωχώνται οι ανέστιοι
+σκύλοι της γειτονίας; οι οποίοι αποκαθηλούσι τα καθίσματα των
+πλατειών, και χύνουσιν από τα παράθυρα τα ρυπαρά των ύδατα επί
+της ράχεως των διαβατών, και σχίζουσι με τα μαχαίριά των τα
+καθίσματα των αμαξών του σιδηροδρόμου; Ή μη τυχόν είνε δείγμα
+πολιτισμού το να ραπίζωσι τους ανθρώπους οι φρουροί της δημοσίας
+ασφαλείας, ή το να εισέρχωνται έφιπποι αξιωματικοί εις τα ύπαιθρα
+καφενεία, ή το να θηρεύωνται κατά τον χρόνον της επωάσεως τα
+πτηνά, διά το Μ ο υ σ ε ί ο ν δήθεν και δυνάμει επισήμου αδείας
+της αρχής, ή το να καίωνται το Πάσχα αι Αθήναι από τα σ μ π ά ρ α
+των α ν τ ά μ ι δ ω ν;
+
+Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου
+προκλητικός ως ερωτηματικόν σημείον.
+
+ — Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς,
+διότι είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου
+είνε κάπως υπερβολικόν.
+
+ — Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν
+επί του πεζοδρομίου.
+
+ — Νομίζω, τοιαύτα δείγματα βαρβαρότητος απαντώνται και εις τους
+πλέον πολιτισμένους τόπους . . .
+
+ — Μάλιστα, φίλτατε, απαντώνται· αλλ' απαντώνται ως εξαίρεσις,
+και οσάκις απαντώνται αποδοκιμάζονται υπό της κοινής συνειδήσεως,
+καταδιώκονται υπό της αρχής, και τιμωρούνται υπό της δικαιοσύνης.
+
+ — Και μήπως εδώ; . . .
+
+ — Διόλου! διέκοψεν ατίθασος ο φίλος μου, πριν ή περάνω την
+φράσιν μου. Διόλου. Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι,
+οι κάπως πολιτισμένοι, τ' ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το
+πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και οσάκις τα καταδιώξη θα
+ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της
+τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων·
+της δε δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς,
+οι δήθεν πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο
+βουλευτής . . .
+
+ — Α! όσον δι' αυτό, διαμαρτύρομαι!
+
+ — Αδιάφορον· αν δεν το κάμνεις συ, το κάμνει άλλος συναδελφός
+σου, και είνε το ίδιον. Μη ζητής λοιπόν παραβολάς και ομοιότητας
+μεταξύ των εδώ συμβαινόντων και των γινομένων αλλαχού του
+πολιτισμένου κόσμου. Ημείς εδώ, φίλτατε, είμεθα ακόμη
+απολίτιστοι, και αν δεν είμεθα βάρβαροι εντελώς, είμεθα
+ημιβάρβαροι, το οποίον είνε πολύ χειρότερον, διότι απατά.
+
+ — Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι.
+Είνε και άνθρωποι . . .
+
+ — Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των
+ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγων — σημείωσε — δεν είνε πολιτισμός
+εθνικός, δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου
+ατμοσφαίρας. Απεκτήθη επί ξένης γης ως επί το πολύ, ή διά ξένης
+μορφώσεως, και ομοιάζει προς τα φυτά των θερμοκηπίων, τα οποία
+θάλλουσιν εν μέσω του χειμώνος στεγόμενα υπό των υέλων κατά του
+βορρά και του ψύχους και θαλπόμενα διά μυστικών θερμαγωγών
+σωλήνων. Αποτελούσι και αυτά μέρος του κήπου, αλλ' ο κήπος κύκλω
+είνε κατάξηρος και χέρσος.
+
+ — Ω! δεν είνε πάλιν τόση η διαφορά . . .
+
+ — Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ
+τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να
+παραπονώνται και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι
+στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή
+ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της προκοπής. Υποθέτουν
+ότι ο πολύς κόσμος αισθάνεται και πρέπει να αισθάνεται τας ιδικάς
+των ανάγκας, και λησμονούν, ότι αυτοί μεν είνε εμπρός, πολύ
+εμπρός, οι δε άλλοι οπίσω, διότι αυτοί μεν διήνυσαν την οδόν διά
+του σιδηροδρόμου, οι δε άλλοι παρέπονται πεζοί.
+
+Ωμίλει έτι ο φίλος μου, ότε εισήλθομεν εις την πόλιν. Ήτο ήδη
+νυξ· ευάριθμος δε νέων ομάς, αδόντων μεγαλοφώνως, επρόβαλλε την
+στιγμήν εκείνην εις την λεωφόρον από πλαγίας οδού. Το βήμα των
+ήτο ασταθές και το άσμα των όμοιον.
+
+ — Ιδού, είπε σταματήσας ο συνοδός μου, έν πρόχειρον δείγμα του
+πολιτισμού μας. Και όμως οι κύριοι αυτοί είνε του συρμού, διότι
+και στενάς περισκελίδας φορούν και μυτερά υποδήματα.
+
+Και εχωρίσθημεν.
+
+
+
+ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ (16)
+
+
+
+Όστις πρωινός εξέρχεται του οίκου του εν Αθήναις έχει πολλάς
+διασκεδάσεις και τέρψεις ποικίλας, τας οποίας στερούνται συνήθως
+οι μεσημβρίζοντες οκνηροί. Αλλ' υπέρ πάσας όμως τας άλλας, υπέρ
+την ορθρίζουσαν μουσικήν των ερρίνων κραυγών των σαλεπτζήδων και
+τας οξείας φωνασκίας των εφημεριδοπωλών, όπερ το εύχαρι και
+πλήρες ζωής θέαμα των εις τα σχολεία ταχυβατούντων παιδίων και
+κορασίων, και των από της αγοράς ερχομένων οψοκόμων, έν ιδίως
+ανεκλάλητον και απερίγραπτον, αλλά τακτικώς όμως καθ' ημέραν
+επαναλαμβανόμενον θέαμα ελκύει το βλέμμα του διαβάτου και
+ανακόπτει πολλάκις το βήμα του. Το θέαμα δε τούτο το εξόχως
+διασκεδαστικόν, εν όλη αυτού τη κακόσμω πολλάκις ρυπαρία, είνε το
+κατά πάσαν πρωίαν προ πάσης σχεδόν εξωθύρας των οικιών τελούμενον
+πανηγυρικόν συμπόσιον των αστέγων και φερεοίκων σκύλων των
+Αθηνών. Της κυνικής δε ταύτης πανδαισίας χορηγός μεν είνε
+πανταχού ρυπαρά τις και λιπαρόχειρ μαγείρισσα, ευμενείς δε και
+ανεκτικοί προστάται και οιονεί τραπεζοκόμοι η αστυνομία της
+πρωτευούσης και η δημοτική αρχή Αθηναίων.
+
+Πρωί, λίαν πρωί, μόλις χαράξη και ανοίξη η εξώθυρα του οίκου, θα
+ιδήτε, αν έχετε διάθεσιν και είσθε πρωινός, προβάλλουσαν της
+θύρας νυσταλέαν τινά και άνιπτον ανδρίαν ή ναξίαν μέγαιραν,
+κρατούσαν εις την ευτραφή και σπαργώσαν αυτής αγκάλην ευμέγεθες
+εκ λευκοσιδήρου δοχείον. Το οκτάγωνον αυτό κιβώτιον περιείχεν
+άλλοτε πετρέλαιον. Εταξείδευσε μακρόθεν, εξ Αμερικής, καθ' υψηλήν
+κυβερνητικήν παραγγελίαν, εν πομπή και παρατάξει, σεσημασμένον με
+βασιλικάς σφραγίδας, συνοδευόμενον κατά την πορείαν αυτού διά
+δηλωτικών και πιστοποιήσεων απειραρίθμων, και εταμιεύθη εις
+αποθήκας δημοσίας, όθεν εξήλθεν υπερήφανον επί τη πενταπλασία
+υπερτιμήσει της αξίας του περιεχομένου του. Αλλά το πολύτιμον
+αυτού αίμα εξέρρευσε βαθμηδόν, φωτίσαν τις οίδε πόσας αγρυπνίας
+και πόσην εργασίαν, πόσας χαράς ή αγωνίας και πόσα όργια ή πένθη,
+το δε πρόστυχον αυτό κέλυφος, κενόν και περιφρονηθέν, αφού
+ερρίφθη από γωνίας εις γωνίαν του μαγειρείου και εδέχθη εις τους
+κόλπους αυτού παν κάθαρμα και πάντα φορυτόν, κατήντησεν επί
+τέλους το τακτικόν δοχείον των σαριδίων του μαγειρείου και των
+αποτραπεζίων αυτού λειψάνων.
+
+Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της
+οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από
+πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα
+δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το
+τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης
+και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα. Και το πολύτιμον αυτό
+ταμίευμα φυλάσσεται εις την γωνίαν εκεί, μέχρις ου σημάνη εκ της
+οδού ο κώδων της δευτέρας αυτού παρουσίας εν τω κάρρω της
+αστυνομίας.
+
+Αλλ' ο καρραγωγεύς της καθαριότητος δεν είνε δυστυχώς πάντοτε και
+πανταχού πρωινός. Τις οίδεν εις ποίον πρωινώτερον αυτού
+οινοπωλείον καταγίνεται να στομώση τον στόμαχόν του προς τας
+μελλούσας αναθυμιάσεις του κάρρου του. Άλλως δε και προς τι να
+σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή μήπως κινδυνεύει να
+επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον
+περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει
+εις την γωνίαν του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η μαγείρισσα επρόβαλεν εις την θύραν, κατεσκόπησε δεξιά και
+αριστερά την οδόν, ουχί μήπως ανακαλύψη ερχόμενον το αμάξιον της
+καθαριότητος, αλλά μήπως ίδη που κοκκινίζοντα πρωινόν τινα
+κλητήρα, και αφού επείσθη, ότι πάντα ηρεμούσιν, ότι ουδέν
+εχθρικόν βλέμμα την κατοπτεύει, ανέτρεψε διά μιας τον τενεκέν της
+— όχι προ της εξωθύρας του οίκου εν ώ υπηρετεί, αλλά προ της
+γειτονικής συνήθως, ίνα σώση οπωςδήποτε την φιλοτιμίαν των κυρίων
+της — και εξηφανίσθη ταχεία εις τα βάθη της οικίας.
+
+Δεν επρόφθασε να στρωθή η ύπαιθρος τράπεζα, κ' επέδραμον ήδη οι
+συνδαιτυμόνες, ως εξ αοράτου τινος αλλ' ουχί και αόσμου
+συνθήματος συνεννοηθέντες. Οι πλείστοι εξ αυτών είνε τακτικοί
+πελάται του πρωινού αυτού συσσιτίου, Stammgäste, ως λέγουσιν οι
+γερμανοί, της πενιχράς εκείνης ευωχίας, δι' ης κατορθούσιν οι
+ταλαίπωροι να συγκρατώσι την λιπότριχα αυτών επιδερμίδα επί των
+ατροφικών των οστών. Αλλ' είνε όμως πού και πού μεταξύ αυτών και
+έκτακτοι ξένοι, διαβάται τυχηροί, ων είλκυσε τον βουλιμιώντα
+στόμαχον η οσμή, ή παρέτρεψε το πλανητικόν βήμα η όψις του
+απροσδοκήτου θηράματος. Όρμησαν όλοι διά μιας συνωθούμενοι και
+γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός διεσκορπίσθη αμέσως εις
+σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των σιαγόνων και
+τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου. Ουδείς
+εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον
+άξιον χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!
+
+Καταβροχθίζουσιν όλοι όρθιοι και βιαστικοί, σπεύδοντες να
+τελειώσωσι, πριν ή — ως συμβαίνει δυστυχώς ενίοτε — αιφνίδιον
+λάκτισμα διακόψη την πανδαισίαν αυτών ή ράβδου επιφοίτησις ταράξη
+την χώνευσίν των. Σκαλίζουσιν ανυπόμονοι τον φορυτόν διά των
+ονύχων των, εκλέγουσι τούτο, περιφρόνούσιν εκείνο, — διότι είχεν
+η μαγείρισσα την κακοήθειαν να ταμιεύση εντός του τενεκέ και
+πράγματα άξια της περιφρονήσεώς των — αναπνέουσι μόνον και
+πνευστιώσι θορυβωδώς, αλλ' ουδεμία διακόπτει υλακή την φοβεράν
+των σιαγόνων των λειτουργίαν.
+
+Εκτός μόνον αν συμπέσωσι δύο ή και τρεις πολλάκις επί το αυτό
+οστούν. Τότε . . . . χαίρε πλέον συμπόσιον και χαίρε ευωχία! Την
+ειρήνην διεδέχθη ο πόλεμος, το ανενόχλητον κοκκάλισμα ρήξις
+αιματηρά, την κατανυκτικήν σιγήν υλακαί οργής και απειλών, και οι
+οδόντες καρφόνονται εις των εχθρών τας ράχεις, όσοι φρονιμώτεροι
+δεν ετράπησαν εις φυγήν, εκ του φόβου μεγαλειτέρων συμφορών.
+
+Τι απομένει εις την οδόν, ευκόλως το φαντάζεταί τις, αν δεν το
+είδε.
+
+Το κάρρον της καθαριότητος παρέρχεται μετ' ολίγας ώρας — ενίοτε
+και μετ' ολίγας ημέρας — και αναλαμβάνει τα σαπρά λείψανα του
+συμποσίου των σκύλων, αφού έμειναν εκεί τόσον χρόνον, όσος
+ακριβώς εχρειάζετο διά να αρωματίσωσι την οδόν.
+
+Και του συμποσίου τούτου, ως ελέγομεν εν αρχή, επίσημοι
+τραπεζοκόμοι είνε αφ' ενός μεν ο δήμος Αθηναίων, όστις πληρόνει
+μόνον τα αμάξια της καθαριότητος, αλλά δεν έχει, φαίνεται, και το
+δικαίωμα να τα εξελέγχη, και η αστυνομία των Αθηνών, ήτις τα
+επιτηρεί μεν και τα εξελέγχει, αλλά δεν έχει και το δικαίωμα να
+τα πληρόνη μεν, όταν καθαρίζωσι την πόλιν, να μη τα πληρόνη δε,
+όταν αφίνωσι τα καθάρματα της πόλεως εις ύπαιθρον συμπόσιον των
+σκύλων της.
+
+
+
+ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΙ ΚΥΡΙΑΙ (17)
+
+
+
+Τίποτε δεν τας πτοεί, ούτε τας αναχαιτίζει.
+
+Ούτε το δριμύ ψύχος των ημερών αυτών, το μεταβάλλον εις άμορφα
+κουβάρια τους διαβάτας, ούτε η ακατάσχετος μανία του βορρά, η
+απειλούσα κατά παν αυτών βήμα να ανατρέψη τα ελαφρά των και
+ευλύγιστα σώματα.
+
+Αν εξέρχεσθε πρωί εις τας οδούς, θα τας απαντήσητε, και το βράδυ,
+αργά, όταν επιστρέφετε εις τας οικίας σας, τας επαναβλέπετε
+πάλιν.
+
+Διατρέχουσι συνήθως έν μέγα τρίγωνον, αρχόμενον από της πλατείας
+της Ομονοίας, αναβαίνον διά της οδού Σταδίου προς την πλατείαν
+του Συντάγματος, καταβαίνον διά της οδού Ερμού προς την αοίδιμον
+Ωραίαν Ελλάδα, και καταλήγον πάλιν προς την πλατείαν της Ομονοίας
+διά της οδού Αιόλου.
+
+Ομοιάζουσι πολλάκις — τόσον παρακολουθούσι πυκναί η μία την
+άλλην, μόναι, ή ανά δύο, ή κατά συστάδας — τους εις θήραν τροφής
+εκστρατεύοντας μύρμηκας· μόνον ότι δεν τρίβουσιν, ως εκείνοι,
+προς αλλήλας τας πορφυράς εκ του βορρά ρίνας των. Σταματώσιν
+όμως, οσάκις συναντήσωσιν ομοφύλους και γνωρίμους, αδιαφορούσαι
+προς την κρυεράν αναπνοήν της Πάρνηθος, ήτις κυματίζει τας
+εσθήτας των, και προδίδει τους μικρούς καμπύλους των πόδας, και
+βάπτει ιανθίνους τας δροσεράς των παρειάς. Ανταλλάσσουσιν έν
+μειδίαμα και μίαν χειραψίαν, ερωτώσιν η μία την άλλην πόθεν
+έρχεται και πού υπάγει, και αποχωρίζονται φαιδραί και σπεύδουσαι
+εις εκπλήρωσιν της υψηλής αυτών αποστολής.
+
+
+***
+
+Πόθεν έρχονται και πού υπάγουσιν;
+
+Ως να μη το εγνώριζον!
+
+Έρχονται από τας οικίας των, όπου αφήκαν πρωί πρωί το θάλπος και
+τα κλειστά παράθυρα, την ανημμένην εστίαν και τον διαρραφή των
+κοιτωνίτην, και εξήλθον εις τους παγερούς δρόμους και τας
+αναπεπταμένας πλατείας, άλλαι με τας σισύρας και τα βαρέα των
+περιώμια και τους πτιλωτούς των β ό α ς, και άλλαι,
+ευσταλέστεραι εξ ανάγκης ή φιλαρεσκείας, επιδεικνύουσαι ασκεπή
+την γλαφυράν των οσφύν και αψηφώσαι το δριμύ πνεύμα του ανέμου,
+εν πλήρει πεποιθήσει εις την αντοχήν των τοσάκις αγωνισθέντων
+ώμων των.
+
+Πηγαίνουσι δε όλαι, ή σχεδόν όλαι, εις . . τα εμπορικά! Εις του
+Βουγά και του Χουτοπούλου, εις του Κατελούζου και του Πατσιφά,
+και εις όλων των άλλων φιλομειδών και επιχαρίτων βαλαντιοσκόπων
+τας ελκυστικάς και πολυωνύμους παγίδας, όσας έχει στήσει ο συρμός
+εκατέρωθεν των μεγάλων εμπορικών αρτηριών της πρωτευούσης.
+
+Πηγαίνουσιν ίσως — θα υποθέσετε όσοι τας βλέπετε μεν αλλά δεν τας
+γνωρίζετε — διά να αγοράσωσιν;
+
+Ενίοτε ναι, αλλ' ως επί το πλείστον όχι, — ευτυχώς!
+
+Αλλοίμονον, εις τους αθηναίους, αν όλαι αυταί αι αθηναίαι
+μετέβαινον εις τα εμπορικά, ίνα κενώσωσι τα βαλάντιά των! Τα
+δυστυχή αυτά, τα ρικνά και χρόνιον ατροφίαν πάσχοντα βαλάντια προ
+καιρού ήδη πολλού θα είχον εντελώς κενωθή, πολύ έτι πριν επιτείλη
+το σύστημα των οικονομικών συνδυασμών εις τον ελληνικόν ορίζοντα,
+πολύ πριν ή ανακηρυχθώσι χωρίς ποτέ να βασιλεύσωσι τα περιλάλητα
+ισοζύγια, πολύ πριν ή σημάνη η πρώτη Δεκεμβρίου 1893 το Δ ι'
+ε υ χ ώ ν των αγίων εις τας ελληνικάς περιουσίας.
+
+***
+
+Όχι, ευτυχώς!
+
+Δεν πηγαίνουσιν αι αθηναίαι εις τα εμπορικά διά να αγοράσωσιν.
+
+Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν
+ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά
+δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν
+αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό
+εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν
+ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι
+του τελευταίου.
+
+Αι κυρίαι των Αθηνών μεταβαίνουσι κυρίως εις τα εμπορικά διά να
+διασκεδάσωσιν. Η εκδρομή των είνε είδος τι περιπάτου, είδος τι
+α λ ε π ο ύ ς, της οποίας η σύλληψις γίνεται πολλάκις παραδόξως
+εις το ζαχαροπλαστείον του Γιαννάκη, είδος τι προσκυνήματος εις
+τας προθήκας των εμπορικών, ων η εξωτερική λατρεία, ελκύει μεν ως
+επί το πολύ τας ευλαβεστέρας και εις τα ενδότερα του τεμένους,
+αλλ' όχι πάντοτε και εις απόθεσιν του οβολού των εις τον κορβανάν
+των ιερέων του Ερμού.
+
+***
+
+Τι να κάμωσι το πρωί εις την οικίαν των; Τα παιδία των, αν έχουν,
+επήγαν ήδη εις το σχολείον· η μαγείρισσα επέστρεψεν από την
+αγοράν· το μυθιστόρημά των θα το αναγνώσωσι το εσπέρας· η
+υπηρέτρια ήνοιξε τα παράθυρα της οικίας και ξεσκονίζει.
+
+Ο οίκος των είνε αυτόχρημα ακατοίκητος.
+
+Έπειτα, τι απίθανον να έφερε διά του τελευταίου ατμοπλοίου κανέν
+νέον ύφασμα ο Πατσιφάς ή κανέν νέον κόσμημα της αιθούσης ο
+Χουτόπουλος; Είνε δίκαιον να μη το ίδωσι, και το βράδυ, όταν
+συναντηθώσι που περί το μικρόν τραπέζιον του τεΐου ή την
+μεγαλειτέραν τράπεζαν του Μ ά ο υ ς, να φανώσιν αυταί
+διδασκόμεναι παρ' άλλων τα νέα;
+
+***
+
+Τας γνωρίζουσιν όλας οι δυστυχείς έμποροι, τας γνωρίζουσιν εκ
+μακράς, ορθίας και κοπιώδους πείρας.
+
+Δι' αυτό εκφράζει ανεκλάλητον χριστιανικήν εγκαρτέρησιν το
+οξύμωρον εκείνο μειδίαμα, το οποίον διαστέλλει τα προσηνή των
+χείλη, οσάκις νέα προσκυνήτρια προσέλθη, αυξάνουσα το άλλο πλήθος
+των συνηγμένων ήδη εντός του τεμένους εκείνου του συρμού.
+
+Τας γνωρίζουσι· και εν τούτοις τας υποδέχονται προσκλίνοντες την
+σπονδυλικήν αυτών στήλην, προσφέροντες εις αυτάς κάθισμα, και
+ερωτώντες γλυκερώτατα·
+
+ — Τι προστάζετε;
+
+Αλλ' εις την ερώτησιν αυτήν σπανίως δίδεται απάντησις. Η νέηλυς
+κάθηται εν πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και
+σπογγίζει την ρίνα της — ήτις, όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε
+όμως ρις ανθρωπίνη — και αρχίζει έπειτα ατελείωτον διάλογον προς
+τας παρακαθημένας της·
+
+ — Τι κάμνετε;
+
+ — Πώς είσθε;
+
+ — Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ!
+
+ — Πώς είνε τα παιδιά;
+
+ — Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . .
+Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;
+
+ — Και η νύμφη σας;
+
+ — Καλέ θα φύγετε, έμαθα! μ' αυτόν τον καιρόν;
+
+ — Δεν απεφασίσαμεν ακόμη τίποτε. Ίσως μετά τας εορτάς, . . Και
+σιγώτερα, εις το ους·
+
+ — Καλέ, πώς σας εφάνη; η κυρία Κ . . . ν' αφήση τον άνδρα
+της! . . .
+
+ — Η κυρία Α . . . θέλετε να ειπήτε.
+
+ — Μπα! και η κυρία Α . . . ; περίεργον. Και πώς αυτό;
+
+ — Πολλά λέγονται . . . . .
+
+Και λέγονται αληθώς πολλά, αναρίθμητα, ατελείωτα.
+
+Έχουσι, βλέπετε, και αι κυρίαι τα καφενεία των, ως οι άνδρες.
+
+Τα δε ταλαίπωρα γ α ρ σ ό ν ι α ίστανται εκεί όρθια προ των
+καταφόρτων τραπεζών, όπου υπό τους δυσκόλους δακτύλους των
+ανορέκτων πελατίδων ανεπτύχθησαν ήδη μεταξωτά και μάλλινα,
+επίκροκα και ταινίαι, στηθόδεσμοι και περιτραχήλια, εις μάτην
+προσμένοντα την εκλογήν των.
+
+Ανοίγει τέλος το στόμα της η νέηλυς, αφού είπεν όσα είχε και
+ήκουσεν όσα ήθελε, και ζητεί κάτι, αλλ' εική, ασκόπως, ως θα
+εζήτει ο,τιδήποτε άλλο. Αι χάρτιναι θήκαι καταβαίνουσι ταχείαι
+από των θέσεών των, οι υπάλληλοι αρχίζουσι τον πανηγυρισμόν του
+περιεχομένου των, και αι μικραί της κυρίας χείρες αναδιφώσι,
+παραμερίζουσι, σκαλεύουσι, πασπατεύουσι, και καθ' ην στιγμήν
+εφάνη σαν τέλος ότι κάτι εξέλεξαν, και ηκτινοβόλησε του υπαλλήλου
+ο οφθαλμός, και προσέκλινεν ο καταστηματάρχης επιδοκιμάζων την
+καλαισθησίαν της εκλογής, αι μικραί χείρες αποσύρονται αδρανείς,
+η κυρία εγείρεται, — αφού εξεκουράσθη ήδη εντελώς — και λέγει
+χαριέστατα μειδιώσα·
+
+ — Ευχαριστώ . . . . θα ξαναπεράσω!
+
+***
+
+Και ξαναπερνά δυστυχώς, ως τοσάκις ήδη εξαναπέρασε.
+
+Και το προσκύνημα αυτό το ατελείωτον επαναλαμβάνεται καθ'
+εκάστην· αρχίζει την πρωίαν και λήγει την μεσημβρίαν ή και την
+εσπέραν πολλάκις, χωρίς ποτέ να κουρασθώσιν αι προσκυνήτριαι,
+χωρίς να βαρυνθώσι, χωρίς να πεινάσωσιν, όταν σημαίνη μεσημβρία,
+χωρίς να πτοηθώσι το σκότος, όταν ανάπτωνται πλέον οι σπάνιοι
+φανοί των οδών.
+
+Και επιστρέφουσιν εις τας οικίας των, κατευχαριστημέναι ότι
+καταδιεσκέδασαν, ενώ οι ταλαίπωροι σύζυγοι, οι αδελφοί ή οι
+πατέρες των αναμένουσι πεινώντες την επιστροφήν των, ίνα
+καθίσωσιν εις την τράπεζαν.
+
+
+
+ΑΝΑ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (18)
+
+
+
+Ας μην ανησυχήση ο κύριος Δήμαρχος Αθηναίων.
+
+Δεν έχομεν σκοπόν να επιθεωρήσωμεν τας οδούς της πόλεως.
+
+Την επιθεώρησιν αυτών θα επιχειρήσωμεν ίσως άλλην τινά ημέραν,
+όταν παρέλθη ο καιρός των βροχών και του βορβόρου, και καταστή
+ούτως ακίνδυνος οπωσδήποτε η ευσυνείδητος του έργου ημών
+εκπλήρωσις. Δεν θα αναμείνωμεν, εννοείται, τον κονιορτόν του
+θέρους, διότι θα έχωμεν ανάγκην κάτι να ίδωμεν χωρίς να
+τυφλωθώμεν. Θα εκλέξωμεν μίαν των σπανίων ημερών, καθ' ην να μη
+υπάρχη κονιορτός μήτε βόρβορος. Επειδή δε αι ημέραι αύται είνε
+σπάνιαι, σπανιώταται εν Αθήναις, διότι και όταν ήνε κονιορτός,
+ηξεύρουσι την τέχνην οι καταβρέκται του Δήμου να μεταβάλλωσιν
+αυτόν εις βόρβορον, μειδιά ήδη βεβαίως εν μακαριότητι ο κύριος
+Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι μακρόν καιρόν θα αναμείνωμεν την
+ανατολήν της εξαιρετικής εκείνης ημέρας,
+
+Αι! τις οίδεν; Ο μέγας της Ελλάδος θεός, ο θεός ο δωρήσας εις
+τους Έλληνας το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και το γαλλικόν
+θέατρον, ο εισαγαγών παρ' ημίν το θείον δώρον του χρηματιστηρίου
+και πολιτίσας ημάς μέχρι του Κυνηγίου της Αλώπεκος και των bals
+calicot, θα ευδοκήση να χαρίση και εις τας Αθήνας μίαν ημέραν
+άνευ βορβόρου και άνευ κονιορτού.
+
+Δεν την περιμένομεν, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την
+περιμένομεν από τον θεόν, όστις σήμερον τουλάχιστον, εκεί όπου
+κατηντήσαμεν, αφού δεν ευδοκεί να μας βρέξη ολίγον χρυσόν διά τα
+τοκομερίδια, ημπορεί επί τέλους και να παύση βρέχων νερόν δι'
+ολίγας ημέρας.
+
+Μίαν από τας ημέρας αυτάς θα επιθεωρήσωμεν και ημείς τας οδούς
+της πρωτευούσης και την κατάστασιν αυτών.
+
+***
+
+Σήμερον σκοπόν μόνον έχομεν να μεταδώσωμεν εις τους αναγνώστας
+ημών ολίγας εκ των προχείρων διασκεδάσεων και τέρψεων, τας οποίας
+παρέχουσι δωρεάν αι οδοί των Αθηνών εις πάντα κάτοικον ή
+διαβάτην, αστόν ή ξένον, επαρχιώτην ή αλλοδαπόν.
+
+Διά να τας απολαύση τις όλας, δεν είνε πάντοτε ανάγκη να εξέλθη
+εις την οδόν. Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις
+εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως
+κατά την οθωμανικήν παροιμίαν μεταβαίνει το βουνόν προς τον
+Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή προς εκείνο.
+
+Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν
+ανήκουσιν ήδη εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα
+πλέον μεγαλειότης. Ηνάγκασε και αυτούς ο προβαίνων ολονέν
+πολιτισμός των Αθηναίων να γείνωσι πολύχειρες και πολυτεχνίται,
+να προσθέσωσιν εις το αρχικόν και πατριαρχικόν των επιτήδευμα
+πολλά άλλα, να μεταβληθώσιν από πλανοδίων πωλητών εις καθιστικούς
+εμπόρους, να γείνωσι χαλβαδοπώλαι και βουτυροπώλαι, να ανοίξωσι
+τέλος εμπορικά καταστήματα και να γείνωσιν επιτηδευματίαι
+φορολογούμενοι, προς αγαλλίασιν του οικονομικού εφόρου, αφού δεν
+ηδύναντο άλλως να κερδήσωσι τον ολιγαρκή και πενιχρόν αυτών βίον.
+Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι εν Αθήναις, όπου και αυτός ο
+καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου; Μόλις που
+βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα
+παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του
+θεάτρου των Ποικιλιών.
+
+Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από
+της οδού η φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.
+
+***
+
+Αλλ' αντ' αυτής όμως ποία — Θεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη
+κραυγή, η σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής
+μουσικής, και καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών
+παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή
+απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε ροκάνας υπερμεγέθους
+κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε ζώου μυκηθμός
+ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;
+
+Τίποτε απ' όλ' αυτά.
+
+Είνε απλούστατα η μουσική πρόσκλησις του αρτοπώλου της οικίας.
+
+Ο οιονεί από θριαμβικού δίφρου και δίκην γηίνου τοποτηρητού της
+θείας προνοίας περιφέρων εις των πελατών του τους οίκους τον
+επιούσιον αυτών άρτον εσταμάτησε προ της θύρας σας τον ταχύν
+τριποδισμόν του ασθματικού του ιππαρίου, και φυσά φυσίγναθος την
+ορειχαλκίνην του βυκάνην. Δεν ομοιάζει αυτός τον ράθυμον
+καραγωγέα της καθαριότητος, όστις αδιαφορεί εντελώς αν ακουσθή·
+θέλει τουναντίον να τον ακούσωσιν όλοι, και ο οξύς του φοβερού
+του σαλπίσματος ήχος, κλονίζων τας υέλους των παραθύρων, σχίζων
+τα ώτα των ενοίκων, παροξύνων εις σπαρακτικάς ωρυγάς τον σκύλον
+της οικίας και εις αγωνίας κακαρίσματα τας όρνιθας της αυλής,
+φθάνει τέλος διάτορος εις το μαγειρείον,
+
+Εσώθημεν! Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το
+σιτηρέσιον της οικίας.
+
+Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του
+ακούεται περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν.
+
+Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την
+διατάραξιν της οικιακής ειρήνης των πολιτών.
+
+***
+
+Να μείνωμεν ακόμη εντός του οίκου, διά να ακούσωμεν
+αλληλοδιαδόχως τας ποικίλας κραυγάς του αγοράζοντος
+μ π ο τ ί . . . λ ι α ι ς, του ζητούντος χ α λ κ ώ μ α τ α ν α
+γ α ν ώ σ η και του ισχνού γυρολόγου, του πανηγυρίζοντος δι'
+ερρίνου ψαλμωδίας το περιεχόμενον του ονοφορήτου εμπορικού του
+καταστήματος;
+
+Ας μας λείψη.
+
+Αρκετά ήδη μας εξεκώφανεν ο αρτοφόρος. Ας εξέλθωμεν εις τας
+οδούς, όπου άλλαι και πολλαί μας περιμένουσι ψυχαγωγίαι.
+
+Εν πρώτοις αδύνατον είνε να μη απαντήσωμεν κάπου νωπήν τινα
+τάφρον ανορυσσομένην προ των ποδών μας.
+
+Οι αθηναίοι εσυνείθισαν εκ μακράς ανοχής των αρχών να θεωρώσι
+τους δρόμους της πόλεως των ως ιδιόκτητον αγρόν, τον οποίον
+αροτριώσι και άνασκάπτουσι και διβολίζουσιν, ως αν επρόκειτο να
+τον φυτεύσωσιν όλον σπαράγγια. Ο είς εδώ ανοίγει χάνδακα, διά να
+φέρη εις την οικίαν του το ύδωρ ή το φωταέριον, ο άλλος παρέκει
+ανοίγει μεγαλείτερον διά να μεταγγίση εις τας γηραιάς και
+απωστεωμένας πλέον αρτηρίας των υπονόμων της πόλεως τας περιττάς
+ευωδίας του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του οίκου του.
+
+Και όλα αυτά γίνονται ελευθέρως, ακωλύτως, όπως θέλει και κρίνει
+πρόσφορον έκαστος συνταγματικός πολίτης των Αθηνών, δικαίαν
+αξίωσιν έχων, ως τακτικώς ψηφοφορών και ατάκτως πληρόνων τους
+φόρους του, να ασκή ανεξελέγκτως όσα νομίζει ελευθέρου πολίτου
+δικαιώματα.
+
+Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα
+ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας,
+ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν
+η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον.
+
+***
+
+Ας προχωρήσωμεν.
+
+Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν;
+
+Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε
+ό,τι άλλο θέλετε.
+
+Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο
+οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει
+παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του
+καθέδρας. Εκεί πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω
+ολόκληρα εστιατόρια. Εκεί θα προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν
+χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου οίκου εξάγει εις
+περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα σας
+όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας. Εκεί
+κινδυνεύετε να κρημνισθήτε πολλαχού εις τα ταρτάρεια βάθη των
+υπογείων αποθηκών των εμπορικών καταστημάτων, ων την χαίνουσαν
+καταπακτήν ελησμόνησε να κλείση ο υπηρέτης, ή να ανατραπήτε υπό
+γιγαντιαίας κενής κιβωτού, όθεν προ μικρού εξήχθησαν οι
+τελευταίοι νεωτερισμοί των Παρισίων. Τα πεζοδρόμια χρησιμεύουσιν
+εν Αθήναις εις πάντα και πάντας· μόνον εις τους πεζούς διαβάτας
+δεν χρησιμεύουσιν. Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι
+τούδε την προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε
+να εισβάλωσι και εις αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα,
+ότι καλλίτερον είνε να π έ φ τ η κ α ν ε ί ς ε ι ς τ α
+μ α λ α κ ά.
+
+***
+
+Δόξα τω Θεώ!
+
+Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.
+
+Παρέρχεσθε αργά, βραδυπατών, ελευθέρως αναπνέων. Είσθε αμέριμνος,
+συλλογίζεσθε τις οίδε τι ωραία πράγματα, αναπάλλετε ησύχως το
+ραβδίον σας, και ροφάτε ηδονικώς τον καπνόν του σιγάρου σας, ότε
+αίφνης . . . Π ρ α φ! διά μιας αφ' υψηλού, τρία βήματα εμπρός σας
+— αν είσθε τυχηρός — ή επί της κεφαλής σας αυτής αν είσθε ατυχής,
+χύνεται βαρύς και ρυπαρός Νιαγάρας. Κατάπληκτος, διάβροχος και
+βλασφημών υψούτε το βλέμμα, και βλέπετε υψηλά εκεί φαιδράν και
+γυμνόποδα υπηρέτριαν, σφογγαρίζουσαν τον εξώστην της οικίας και
+βρέχουσαν αμερίμνως επί της κεφαλής σας τον υγρόν αυτής βόρβορον.
+Φωνάζετε, αν είσθε τολμηρός, και ακούετε εις απάντησιν τους
+γέλωτάς της, συνοδευόμενους πολλάκις εν χορώ υπό των παρερχομένων
+διαβατών. Σιωπάτε, αν είσθε δειλός, και παρέρχεσθε, μακαρίζοντες
+την πρωτεύουσαν και τας αρχάς της. Δεν είσθε ο πρώτος, ούτε θα
+ήσθε ο τελευταίος.
+
+***
+
+Δεν ειξεύρω, τι θα κάμη από πρώτης Ιανουαρίου η στρατιωτική
+αστυνομία. Αλλ' ό,τι έκαμε μέχρι τούδε η διοικητική, διά να
+καταστήση τας οδούς της πρωτευούσης εν ασφαλεία προσιτάς εις τους
+κατοίκους αυτής, δεν παρέχει βεβαίως ύλην εις επικόν ποίημα ή εις
+λόγον πανηγυρικόν. Ίσως τις των νεωτέρων συμβολιστών αντλήση εξ
+αυτών το θέμα βαθείας τινός αλληγορίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι
+η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού προ
+της αίγλης των Αθηνών.
+
+
+
+ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ ΤΟΝ ΟΔΩΝ (19)
+
+
+
+Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα
+ψυχολογία την ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και
+αυτόματος ούτως ειπείν έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής
+καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως αντιθέτων, της φαιδρότητος
+και της μελαγχολίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι τον μελαγχολώντα
+Έλληνα — δεν εννοώ τον περισσότερον ή ολιγώτερον εξευρωπαϊσμένον,
+τον ερρύθμως στενάζοντα προς την σελήνην και υποκώφως
+διακιθαρίζοντα την ψυχικήν αυτού βαρυθυμίαν, αλλά τον γνήσιον και
+ανεπίπλαστον και ημιβάρβαρον μεν αλλ' ελληνίστατον Έλληνα του
+λαού σπανιώτατα ή μάλλον ειπείν ουδέποτε κινεί εις άσμα η
+μελαγχολία. Άλλως η Ελλάς ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών
+μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον ωδείον, οπού οι ελέω
+ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν πτωχυνθέντες και
+λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον
+βαρύν την μελανήν χολήν του στήθους των.
+
+Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος. Επειδή δε
+τούτο, σήμερον ιδίως, σπανίως του συμβαίνει, αναζητεί την
+ευθυμίαν εντός του πλήρους οίνου ποτηρίου, και όταν την εύρη —
+πράγμα όχι δύσκολον — την διαλαλεί μεγαλοφώνως και μουσικώς, είτε
+δι' ενός αμανέ είτε διά μιας καντάδας, αναλόγως πλέον της
+καταγωγής αυτού, της μουσικής του ανατροφής, της καλαισθησίας του
+ή της ειδικωτέρας ψυχικής του καταστάσεως. Την διαλαλεί δε τότε
+οξυφωνότατα αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα
+και ογκούμενος μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι
+τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και ουδέν άλλο.
+
+Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά
+αλήθεια, της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και
+προς αποφυγήν μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους
+Επτανησίους ως εξαιρέσεις. Ο Έλλην δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους
+μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε σπανίων εξαιρέσεων
+ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το πλείστον ως
+ραγισμένος οξύαυλος.
+
+***
+
+Και οσάκις μεν ο έλλην τραγουδιστής εκχύνει εις τόνους μάλλον ή
+ήττον αμούσους και τραχείς και εις κραυγάς μάλλον ή ήττον οξείας
+την τεχνητήν αυτού φαιδρότητα εκεί όπου την ηγόρασε, τουτέστι
+παρά την τράπεζαν του οινοπωλείου, meno male, ως λέγουσιν οι
+Ιταλοί· το κακόν είνε υποφερτόν. Τραγουδισταί και ακροαταί είνε
+συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως
+υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και
+όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή
+των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης. Όλοι των είνε προδήλως
+ευχαριστημένοι, και υπέρ πάντας αναντιρρήτως ο οινοπώλης, ο εκ
+μακράς πείρας γινώσκων, αν μη υπό του Ευαγγελίου διδαχθείς, πότε
+συνήθως εξοδεύεται ο ε λ ά σ σ ω ν οίνος.
+
+Αλλ' όταν όμως οι ατμοί του οίνου γεμίσωσι τας κεφαλάς των
+τραγουδιστών, και θερμανθή κατ' ολίγον μέχρι πνιγμού η ατμοσφαίρα
+του οινοπωλείου, και στενοχωρηθέντες οι οινόφλυγες ψάλται
+ποθήσωσιν ύπαιθρον δροσερόν αέρα και εκχυθώσιν εις τας οδούς εν
+ώρα μεσονυκτίου, τότε — οίμοι! — αρχίζει το βάσανον των ειρηνικών
+κατοίκων της πόλεως.
+
+***
+
+Επεστρέψατε αργά εις την οικίαν σας, αφού ημέραν όλην, από πρωίας
+μέχρι βαθείας πολλάκις νυκτός, ηγωνίσθητε τον ατερπή και
+βαρύμοχθον αγώνα του βίου. Μόλις το δείπνον κατορθοί να διαλύση
+κάπως την δυσθυμίαν σας, και τις οίδε ποίαι σκέψεις και ποίαι
+περί της αύριον μέριμναι παρακολουθούσι τας έλικας του καπνού,
+τας αναδιδομένας υπό του σιγάρου, το οποίον ανάπτετε μηχανικώς.
+Ποθείτε ανακούφισιν, ανάπαυσιν. Το αισθάνεσθε, και κατακλίνεσθε
+τέλος, καλούντες εκ μέσης ψυχής τον παρήγορον ύπνον επί τα
+βλέφαρά σας. Αργεί να έλθη, αλλά τέλος έρχεται, και αρχίζετε ήδη
+να αισθάνεσθε την ευχάριστον εκείνην έκλυσιν των σωματικών σας
+δυνάμεων, την ποθητήν εκείνην σύγχυσιν των ιδεών, ήτις τον
+προαγγέλλει, ότε . . . . . αίφνης φοβερά φωνασκία μουσολήπτων
+δαιμόνων αντηχεί από της οδού. Δεν είνε είς, κλαυθμηρίζων
+ερρίνως, ως άλλοτε, τον αμανέν του. Είνε πολλοί, είνε συμμορία
+ολόκληρος, είνε χορός αποτελών συναυλίαν, και αναμιγνύων εις
+σπαρακτικόν των ώτων σας κράμα πάσαν δυνατήν και αδύνατον ζώου
+φωνήν, από του βαρέος ογκηθμού γεγηρακότος όνου μέχρι της οξείας
+υλακής δερομένου κυναρίου, από του μυκηθμού του βοός μέχρι του
+γρυλλισμού του χοιριδίου. Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και
+άλλοι μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και
+αμύστακες, παρωδούσιν απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις
+οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν
+τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν, ευρωπαϊκούς σκοπούς.
+Είνε οι πλείστοι εξ αυτών θαμισταί των ωδικών καφενείων, και εξ
+αυτών εταμίευσεν η μουσική των μνήμη όσα βρυχάται το άμουσον
+αυτών στόμα.
+
+Ανασκιρτάτε σπασμωδικώς επί της κλίνης σας, ως από φοβερού
+εφιάλτου εγειρόμενοι, αγανακτείτε, βλασφημείτε, συλλογίζεσθε ότι
+πληρόνετε τακτικώτατα τους φόρους σας, και ότι επομένως έχετε
+αναμφήριστον το δικαίωμα της οικιακής ειρήνης και ασφαλείας,
+στέλλετε μυριάκις εις τον διάβολον τους νυκτερινούς συναυλητάς
+και τους νεοφωτίστους αστυφύλακας, αλλά μ' όλα ταύτα ή μάλλον
+ειπείν δι' όλα ταύτα ο ύπνος σας επέταξε. Μένετε μ' ανοικτούς
+οφθαλμούς, . . . και ελπίζετε ίσως ότι θα παρέλθη ταχύς ο φοβερός
+εκείνος μουσικός χείμαρρος προ των παραθύρων σας, και θα μεταβή
+τέλος περαιτέρω, να εξυπνήση και άλλον άκακον χριστιανόν. Αλλ' οι
+συμμορίται παραμένουσι και ξελαρυγγίζονται εναμίλλως, τις οίδεν
+εις τίνος σκληράς μαγειρίσσης την άτεγκτον καρδίαν προσφέροντες
+τον μουσικόν λιβανωτόν των ακαταπονήτων λαρύγγων των.
+
+***
+
+Αλλ' ίσως δεν κοιμάσθε, ότε αντήχησεν έξωθεν της οικίας σας
+
+ il rauco suon della tartarea tromba
+
+Εργάζεσθε όμως, ή προσπαθείτε καν να εργασθήτε. Ανάψαντες τον
+λύχνον σας εστρώσατε τον χάρτην εμπρός σας, ελάβατε τον κάλαμον
+εις χείρας, και ηρχίσατε κάπως να συγκεντρόνετε τας ιδέας
+σας, . . . ότε εκρήγνυται διά μιας της μεθύσου ομάδος ο
+απροσδιόνυσος πάταγος. Συμμαζεύσατε τότε πλέον τας ιδέας σας, αν
+ημπορείτε! Έφυγαν όλαι μικραί και μεγάλαι, και μένετε με τον
+κάλαμον εις την μίαν χείρα και με την άλλην χείρα ξύουσαν την
+άγονον πλέον και ανέλπιδα κεφαλήν σας.
+
+Αλλ' ίσως έχετε το ατύχημα μήτε να κοιμάσθε, μήτε να εργάζεσθε,
+αλλά να ασθενήτε, ή να έχετε πλησίον σας εκεί ασθενούντα ένα των
+οικείων σας. Στενάζετε, ή βλέπετ' εκείνον στενάζοντα υπό τον
+πυρετόν, τυραννούμενον υπό της αϋπνίας και κυλιόμενον εν αγωνία,
+επί της κλίνης του. Φαντάσθητε δε, — και διατί να το φαντασθήτε,
+αφού πολλάκις βεβαίως το επάθετε — το φοβερόν επί του ασθενούς
+αποτέλεσμα της αιφνιδίας εκείνης των μαινομένων λύκων ωρυγής!
+
+***
+
+Και διατί ταύτα πάντα;
+
+Διά να μη προσβληθή ίσως η συνταγματική ελευθερία του έλληνος
+πολίτου;
+
+Ή διά να μη παρακωλυθή η ανάπτυξις της μουσικής εν Αθήναις;
+
+Ή διά να διασκεδάζωσιν ελευθέρως οι αθηναίοι ψηφοφόροι,
+αποσπώμενοι πάσης άλλης πολιτικής σκέψεως και μερίμνης περί της
+αύριον;
+
+Δι' ουδέν τούτων βεβαίως, αλλ' απλώς και μόνον διά να μη
+κοπιάζωσιν υπερανθρώπως τα αστυνομικά όργανα.
+
+Ενθυμούμεθα εν τούτοις τα κ α ϋ μ έ ν α τα ευζωνάκια του εν
+μακαρία τη λήξει Μπαϊρακτάρη, άτινα επί μήνας πολλούς είχον
+αληθώς ειρηνεύσει τας αθηναϊκάς νύκτας, αδυσωπήτως συλλέγοντες
+από πάσης αγυιάς και λεωφόρου και ρύμης της πρωτευούσης πάσαν
+μεγαλόφωνον μουσικήν συμμορίαν, και ευσυνειδήτως ταμιεύοντες τα
+παραπαίοντα μέλη της εντός των δροσερών κατωγείων των αστυνομικών
+κρατητηρίων, . . . και ευλογούμεν την ωραίαν εκείνην εποχήν.
+
+Είνε τόσον δύσκολον άραγε να απαγορευθή αυστηρώς εν Αθήναις δι'
+αστυνομικής διατάξεως ό,τι εις ουδεμίαν, ούτε πρωτεύουσαν ούτε
+δευτερεύουσαν ούτε τριτεύουσαν πόλιν του πολιτισμένου κόσμου
+επιτρέπεται, και η αστυνομική αυτή διάταξις να μη μείνη απλώς επί
+του χάρτου;
+
+Είνε άραγε υπερβολική η αξίωσις των φιλησύχων αστών της πόλεως να
+τεθώσιν αν μη εν κρείττονι αλλ' εν ίση καν μοίρα προς τους
+φιλοταράχους, και να καταστώσιν ελεύθεροι να κοιμώνται, να
+εργάζωνται ή και ν' ασθενώσιν εν ειρήνη, όπως εκείνοι δύνανται
+κάλλιστα ν' αφεθώσιν ελεύθεροι να ξεφωνίζωσι και να
+ξελαρυγγίζωνται όπου αλλού θέλουσιν, αλλ' όχι ανά τας οδούς της
+πόλεως και υπό τα παράθυρα των οικιών;
+
+Ας σκεφθή, παρακαλούμεν, περί τούτου κατά τας ώρας της σχολής
+αυτής η στρατιωτική αστυνομία.
+
+
+
+
+Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ (20)
+
+
+
+Δέχεται δηλαδή άπαξ της εβδομάδος διαρκούντος του χειμώνος, εις
+ώραν ωρισμένην, από της πέμπτης συνήθως μέχρι της εβδόμης· έχει
+τουτέστι την ημέραν της, son jour, ως λέγουσιν οι γάλλοι, κατά
+την οποίαν κάθηται εις την οικίαν της, είτε βρέχει είτε δεν
+βρέχει, είτε ωραίος καιρός είνε ή παγετώδης βορράς.
+
+Μη τυχόν υποθέσετε όσοι δεν παρακολουθείτε την εν Ελλάδι εξέλιξιν
+του δυτικού πολιτισμού, ούτε διατελείτε ενήμεροι εις τας εν
+Αθήναις προόδους του, ότι η Κυρία μένει εξαιρετικώς την ημέραν
+αυτήν εις την οικίαν της, διότι έχει — ως άλλοτε εις χρόνους
+βαρβαρότητος η μήτηρ αυτής ή προμήτωρ — να φροντίση περί των εν
+τω οίκω, να επιστατήση εις την παρασκευήν του γεύματος, να
+εποπτεύση την μελέτην των τέκνων της, ή να ευτρεπίση την
+ιματιοθήκην των. Αυτά είνε γηραιάς εποχής παρωχημένα ασχολήματα,
+μόλις που σήμερον μνημονευόμενα υπό των παλαιών· είνε αναμνήσεις
+ευρωτιώσαι καιρών παρελθόντων, καθ' ας αι κυρίαι ελέγοντο επί το
+προστυχώτερον οικοκυραί, και ιδρύουσαι οίκον διά του γάμου των
+ήσαν υπερήφανοι διοικούσαι αυτόν ως σύζυγοι και μητέρες.
+
+Σήμερον αι κυρίαι — αι πολιτισμέναι, εννοείται, αι αναγινώσκουσαι
+τον Bourget και τον Delpit, αι έχουσαι λεύκωμα και ομιλούσαι
+αταράχως περί πραγμάτων, άτινα δεν ετόλμων να ακούσωσιν αι
+μητέρες των, — έχουσιν άλλα πολύ μεγαλείτερα καθήκοντα προς τον
+κόσμον και την εν αυτώ κοινωνικήν των θέσιν. Ζώσι διά τον κόσμον
+μάλλον ή διά τον οίκον των και τους εν αυτώ. Και αυτό δε το
+κάλλιστον του οίκου των μέρος, η αίθουσα, ήτις από τινος απέκτησε
+μάλιστα και τέκνον — το σ α λ ο ν ά κ ι, αν αγαπάτε — είνε διά
+τον κόσμον ιδίως και την υποδοχήν αυτού παρεσκευασμένη. Εκεί
+έχουσι συμφορηθή πάντα του οίκου τα ανάκλιντρα και τραπεζάκια·
+εκεί τα μεταξωτά ή βελούδινα μικρά προσκεφάλαια, άτινα εκέντησαν
+κατά τας ώρας της αφθόνου σχόλης των η οικοδέσποινα ή αι
+θυγατέρες της, και τα χρυσοποίκιλτα παλαιά υφάσματα, περιδεδεμένα
+καλλιτεχνικώς περί τας φωτογραφίας των οικείων και φίλων· εκεί
+επί παντός τραπεζίου παντοία μικρολογήματα, κρυστάλλινα αγγεία
+κλονιζόμενα προς παν βήμα, λαμπτήρες μικροσκοπικοί περιστεφόμενοι
+υπό των εκ τριχάπτου σκιαδίων των, ανθοδοχεία ναννοφυή μόλις
+χωρούντα έν ίον, βιβλία εδώ, λευκώματα εκεί, και φόρτος παντοίος
+βαρύτερος της ράχεως των βασταζόντων αυτόν τραπεζίων, και
+κινδυνεύων να ανατραπή χαμαί εις άμορφον σωρόν κατά την πρώτην
+αποτόμου επαφήν αγκώνος ή κνήμης. Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν
+στολίδιον δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού,
+όπου αναμένει από της πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η
+οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας,
+κενολογίας ή πνεύματος.
+
+***
+
+Εις γωνίαν τινά της αιθούσης αυτής — ήτις παρέχει πολλάκις εν
+συνόλω την όψιν βιομηχανικού μουσείου ή συμμιγούς παλαιοπωλείου —
+αχνίζει επί κομψής λευκοστρώτου τραπέζης ή τεϊοδόχη, και παρ'
+αυτήν παρατάσσονται πινάκια ποικιλομεγέθη, άλλο μεν με το φοβερόν
+εκείνο Cake, το απαραίτητον πλέον διά πάσαν οικοδέσποιναν
+σεβομένην εαυτήν και τους ξένους της, άλλο με σακχαροπήκτους
+καρπούς, και άλλα με παντοία τραγήματα, εις καλλιτέχνους
+πυραμίδας συντεταγμένα, ων την συμμετρίαν ελαθροχείρησαν πού και
+πού, παρεισφρήσαντες προ της ώρας, οι δίποδες ποντικοί της
+οικίας.
+
+Να εισέλθωμεν ημείς πρώτοι εις επίσκεψιν της κυρίας, καθ' ην ώραν
+αναμένει έτι τους ξένους της, και τείνει έμπλεον προσδοκίας το
+βλέμμα προς την θύραν, και προσέχει ανυπόμονον το ους προς πάντα
+κρότον του κώδωνος της θύρας;
+
+Καλλίτερα όχι. Δεν είνε ευχάριστον να περιμένη τις, και ακόμη
+ολιγώτερον να βλέπη άλλον περιμένοντα. Ενθυμηθήτε τον ταλαίπωρον
+Σουφλερύ, όσοι δεν ηκούσατε τον Λεπορέλλον ψάλλοντα το αμίμητον
+εκείνο Aspettare e non venire. Είνε στιγμαί αγωνίας πολλάκις αι
+στιγμαί εκείναι, καθ' ας η κυρία, μάτην περιμένουσα και μάτην
+κατασκοπούσα από του παραθύρου της τον καιρόν και τους διαβάτας,
+αναμετρεί εν συντριβή πόσων γνωρίμων της συναδέλφων τας
+η μ έ ρ α ς παρημέλησεν, εις πόσους των ξένων της δεν εμειδίασεν
+επαρκώς κατά την παρελθούσαν Πέμπτην ή Παρασκευήν, όπως τους
+ενθαρρύνη εις εξακολούθησιν του προσκυνήματος, και συγκυκά εν τη
+αεικινήτω φαντασία της πολυποίκιλα και συγκρουόμενα σχέδια
+μετανοίας ή εκδικήσεως.
+
+Το θέαμα θα ήτο ίσως ψυχολογικώς ενδιαφέρον, αλλ' όχι και
+ευχάριστον.
+
+***
+
+Ας βραδύνωμεν ολίγον, και ας εισέλθωμεν in medias res, ως
+πράττουσιν οι μυθιστοριογράφοι, οι συμμορφούμενοι προς του
+Ορατίου τα παραγγέλματα. Ας εισέλθωμεν εις την πλήθουσαν ήδη
+αίθουσαν, θερμήν από των αχνιζόντων κυπέλλων και ζωηράν από της
+συνομιλίας. Μη φοβήσθε. Δεν θα ταράξωμεν κανένα. Η μεν γενική
+ομιλία δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος, ούτε αντικείμενον
+ωρισμένον, οι δε κατ' ιδίαν εις τας γωνίας των ανακλίντρων
+συνημμένοι διάλογοι δεν θα διακοπώσι προς χάριν μας. Θα
+δυσκολευθώμεν ίσως μόνον να εύρωμεν θέσιν, αλλά θα το
+κατορθώσωμεν επί τέλους, προσέχοντες, εννοείται, μη ανατρέψωμεν
+κανέν τραπέζιον και τον επ' αυτού λαμπτήρα, και διολισθαίνοντες
+διά μέσου σκαμνίων και γονάτων μέχρι της κενής εκείνης καθέδρας.
+
+Εκαθίσαμεν τέλος, επήραμεν εκόντες άκοντες το τσάι μας, και
+φαιδρύναντες ευσυνειδήτως το πρόσωπον ημών διά του ιλαρωτάτου των
+μειδιαμάτων, αποπειρώμεθα να μετάσχωμεν και ημείς της συνομιλίας.
+Το πράγμα δεν είνε τόσον εύκολον, όσον φαίνεται. Αν μάλιστα η
+πλειονοψηφία της ομηγύρεως είνε, ως συνήθως συμβαίνει, γυναικεία,
+μακρά θα ήνε η απόπειρα και ίσως μάταιος επί τέλους ο κόπος.
+Ομιλούσι τόσον ευχαρίστως αι γυναίκες! Έπειτα δε και προς τι άλλο
+δέχεται η κυρία, παρά διά να ομιλήση και ν' ακούση; Τέλος
+κατορθόνομεν και ημείς ν' αρπάσωμεν έν άκρον ενός οιουδήποτε
+μίτου της συνομιλίας, και συμπαρασυρόμεθα μετά των άλλων εις τον
+συμμιγή εκείνον βόμβον λέξεων, φωνών, γελώτων, επιφωνήματων, —
+ενίοτε και ιδεών.
+
+Τι λέγουσι και τι λέγομεν!
+
+Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το
+σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος
+άλλης. Εδώ ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη,
+και εκεί απάντησις εις ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα
+θαυμασμού προς ευφυολογίαν την οποίαν κανείς δεν εννόησε, και
+παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει. Εδώ απαγγέλλει τις
+αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του Κοππέ από
+του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν
+συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος
+της οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ
+επιτιμήσεις και αιτήσεις συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και
+μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις. Και εν μέσω του συμμιγούς αυτού
+βόμβου, του αναμιμνήσκοντος αμυδρώς το συγχορδιστικόν
+προανάκρουσμα πολυπληθούς ορχήστρας, τολμά τις ενίοτε αφελής να
+διηγηθή την υπόθεσιν του τελευταίου μυθιστορήματος το οποίον
+ανέγνωσεν, ή να αναλύση το κωμειδύλλιον του φίλου του ως αν ήτο
+εχθρός του, ή να περιγράψη την ενδυμασίαν της κυρίας δείνα εις
+τον τάδε χορόν. Η τελευταία του αυτή απόπειρα επιτυγχάνει κάπως
+περισσότερον, και αι κυρίαι τουλάχιστον σιωπώσι προς στιγμήν.
+Αλλοίμονον, αν καθίση αίφνης μία εξ αυτών προ του κλειδοκυμβάλου,
+ή αν νεαρός τις ποιητής αρχίση παρακληθείς την απαγγελίαν του
+τελευταίου του αριστουργήματος! Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και
+τα δύο συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα
+χειροκροτήματα δεν περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το
+τέλος.
+
+***
+
+Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο,
+ψιθυρίζουσιν ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά,
+αλλ' ακούονται μεταξύ των, διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον. Ημείς
+δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά και αν τους ηκούαμεν δεν
+ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα ηλικίαν του
+ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και
+προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το
+νεαρόν, και ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους
+δεν εθόλωσεν ακόμη της σκέψεως το σύννεφον.
+
+Δι' αυτούς είνε αληθής τέρψις και απόλαυσις αι πέμπται της
+οικοδεσποίνης. Κρατούσι σειράν, τας ενθυμούνται, τας περιμένουσι,
+και συνεχίζουσιν εις την επομένην ό,τι δεν ετελείωσαν κατά την
+παρελθούσαν.
+
+Τις οίδε δε; ίσως κατά βάθος οι νεώτεροι αυτοί και αι νεώτεραι
+είνε ο κύριος λόγος δι' ον η Κ υ ρ ί α δέχεται.
+
+
+
+***
+
+
+
+1) Εδημοσιεύθη το πρώτον υπό αλλοίαν πως μορφήν εν τη
+Π α ν δ ώ ρ α της 15 Σεπτεμβρίου 1867.
+
+2) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τω Α θ η ν α ϊ κ ώ
+Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω (Δ. Κορομηλά) του έτους 1874.
+
+3) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1883.
+
+4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το
+πρώτον εν τη Π α ν δ ώ ρ α του έτους 1860.
+
+5) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1884.
+
+6) Εδημοσιεύθη το πρότον εν τη Ε σ τ ί α του έτος 1886.
+
+7) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1885.
+
+8) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 8 Δεκεμβρίου 1893.
+
+9) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 11 Δεκεμβρίου 1893.
+
+10) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1884.
+
+11) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1878.
+
+12) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω της
+Ε σ τ ί α ς του έτους 1887.
+
+13) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 25
+Δεκεμβρίου 1885.
+
+14) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 4 και
+5 Φεβρουαρίου 1886.
+
+15) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1887.
+
+16) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 18 Δεκεμβρίου 1893.
+
+17) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 20 Δεκεμβρίου 1893.
+
+18) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 24 Δεκεμβρίου 1893.
+
+19) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 30 Ιανουαρίου 1894
+
+20) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 31 Δεκεμβρίου του έτους 1893.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 37868-0.txt or 37868-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/8/6/37868/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.net/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.net),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.net
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20111027-37868-0.zip b/old/20111027-37868-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..1566e19
--- /dev/null
+++ b/old/20111027-37868-0.zip
Binary files differ