diff options
| author | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:08:49 -0700 |
|---|---|---|
| committer | Roger Frank <rfrank@pglaf.org> | 2025-10-14 20:08:49 -0700 |
| commit | 0438a165641d2d6e00be06e226a5a61246f45898 (patch) | |
| tree | 1f41c22761c0c03625a4466fe45acd6912ec4ab2 /old | |
Diffstat (limited to 'old')
| -rw-r--r-- | old/20111018-37791-0.txt | 3230 | ||||
| -rw-r--r-- | old/20111018-37791-0.zip | bin | 0 -> 85229 bytes |
2 files changed, 3230 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20111018-37791-0.txt b/old/20111018-37791-0.txt new file mode 100644 index 0000000..313f45a --- /dev/null +++ b/old/20111018-37791-0.txt @@ -0,0 +1,3230 @@ +The Project Gutenberg EBook of The Snow Queen, by H. C. Andersen + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + + +Title: The Snow Queen + +Author: H. C. Andersen + +Translator: Anastasia Chatziarapi + +Release Date: October 18, 2011 [EBook #37791] + +Language: Greek + +Character set encoding: UTF-8 + +*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE SNOW QUEEN *** + + + + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + + + + + +The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The +spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words are +included in &. A footnote has been transferred at the end of the book. + +Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά +τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους +χαρακτήρες περικλείονται σε &. Μία υποσημείωση σελίδας έχει μεταφερθεί +στο τέλος του βιβλίου. + + + + +ΑΝΑΣΤΙΑΣΑΔΗ ΧΑΤΖΗΑΡΑΠΗ + +ΔΙΔAKTOPOΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ + + + +Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ + + + +(TOY ANDERSEN — ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ) + +μετά Προλόγου της μεταφρασάσης + + +ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ + +TΥΠΟΙΣ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ + +1 — Οδός Μιλτιάδου — 1 1914 + + + +Εις τα αγαπητά μου αδέλφια + +ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΝ, καθηγητήν + +ΙΩΑΝΝΗΝ, νομικόν + +ΜΑΤΘΙΛΔΗΝ + + Αφιερώ + + + +ΠΡΟΛΟΓΟΣ +ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΑΣΗΣ + + + +Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΗ ΚΙΝΗΣΕΙ + + +Εκάστη εποχή έχει τα ιδιάζοντα εις αυτήν Πρόσωπα και πας σταθμός του εις +το Άπειρον αεί κυλιομένου χρόνου, είναι πίναξ Κέβητος παρουσιάζων εις το +περιεχόμενόν του το μυστικόν άφωνον πρόβλημα, το συγκεντρωτικόν σημείον +του εξελισσομένου πολιτισμού, την χαρακτηριστικήν μορφήν του, τους +ανθρώπους του, οίτινες εκυλίσθησαν εις την κονίστραν των αγώνων του. +Έχει η εποχή τους ανθρώπους της· αλλά μεταξύ αυτών υπάρχει η γενικωτέρα +Μορφή, ο γενικώτερος παρατηρητής, ο διερμηνεύς και της εποχής του και +της ανθρωπίνης φύσεως, ο κληροδότης της προόδου του Παρελθόντος εις το +Μέλλον. Ποιηταί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, φυσιοδίφαι, οι των μεγάλων +ανακαλύψεων εργάται είναι οι σκαπανείς της Προόδου, οι φωστήρες της +ανθρωπότητος, τα Lumina Mundi, τα καταυγάζοντα και κληροδοτούντα τον +Πολιτισμόν εις τας γενεάς. Παρά την έρευναν της Επιστήμης της Τέχνης, +της Φύσεως βαδίζει ο Υμνωδός των φαινομένων αυτών. Οι σταδιοδρόμοι των +Επιστημών ευρύνουσι τας ατραπούς αυτών και οι χείμαρροι της Χρησιμότητος +και του φωτός της Αληθείας καθοδηγούσι τον άνθρωπον εις το ωφέλιμον και +το καλόν· η καλλιέργεια των τεχνών προάγει τον άνθρωπον εις την +ευημερίαν του, αι ανακαλύψεις αποκαλύπτουσι προς ωφέλειαν και τέρψιν του +τα τας δυνάμεις της Φύσεως ερμηνεύοντα μυστήρια· και παρά ταύτα +συμβαδίζει ο Υμνωδός ο αποθανατίζων την πρόοδον και την δράσιν. + +Εν τη ποικιλία των διαθέσεων εν τη ρεούση και μεταβαλλομένη της +Ανθρωπότητος Μορφή, ήτις εν τω κατόπτρω του σταθμεύοντος βίου της +παρουσιάζεται με το εκάστοτε νεώτερον πνεύμα, υπάρχει πάντοτε η διαδοχή +των ομοίων Μορφών η μυστικώς συνεχιζομένη δι' εσωτερικής κληρονομίας της +ανθρωπίνης φύσεως. + +Ίσως τοιαύτη ομοιότης γεννά τον πόθον να ερμηνεύσωμεν προγενεστέρας +μεγάλας Μορφάς και διαρκώς ο Ωκεανός του χρόνου φαίνεται, ότι +φιλοτιμείται διά των ανθρωπίνων κυμάτων να φέρη εκ των σπλάγχνων του εις +την επιφάνειαν και να επιδεικνύη εκάστοτε φιλοδόξως, τι έχει +κατοποντίσει, τας μεγάλας αυτάς Μορφάς, αι οποίαι επιφαίνονται ωσεί να +κατοπτεύσουν υπερήφανοι το πνεύμα της νέας εποχής, ης προϋπήρξαν οι +Πρόδρομοι. + +Παρουσιάζοντες ταύτας παρουσιάζομεν ασυναισθήτως εν ταυτώ ενίοτε τας +κλίσεις, τα αισθήματα τον ατομικόν χαρακτήρα, τα οποία μυστικά μας +συνδέουν με ό,τι θέλομεν να παρουσιάσωμεν και η διάνοιά μας εντεινομένη +προς τα εκεί, ρίπτει το ακτινοβλόιον της διά να προσλάβη έντονον φως εκ +της φαεινής θαυμαζομένης εικόνος και ό,τι εκείνη είπε, είναι το με ημάς +στενώς συνδεδεμένον εν εκείνω Τέλειον. + +Μεταφράζομεν εκ των ξένων γλωσσών και μεταφέρομεν εκ των αρχαίων +κλασσικών εις τας νέας «Μετάφρασις! . . .». Αλλ' η μετάφρασις ούτε +εύκολος ούτε δυνατή είναι πάντοτε. Έχει ο μεταφράζων να παλαίση προς +τόσα! Έχει να άρη την γριφώδη σκηνήν την περικαλύπτουσαν τα +κρυσταλλοπαγή ανάκτορα της αρχαίας γλώσσης, και μάτην πολλάκις κρούομεν +τας Χαλκάς της Αρχαιότητος Πύλας! Δεν δυνάμεθα να θερμάνωμεν την +παγωμένην Μορφήν της διά να προβάλη σαφές το Παρελθόν εις το Παρόν και +το Μέλλον! + +Μένει απαθής· όπως ο μαρμάρινος των Μουσείων και Μνημείων κόσμος με τας +διαφόρους φυσιογνωμίας και καλλιτεχνικάς μορφάς του παρουσιάζει εις ημάς +την ιστορίαν παρελθούσης εποχής, αλλά μένει πολλάκις απαθής θεατής της +ερεύνης ημών με τας μαρμαρωμένας εκφράσεις και συγκινήσεις, ζηλοτύπως +πολλάκις υπό το άφωνον μειδίαμα των Μορφών εγκλείων εντός του +αρχαιοπινούς λίθου το μυστήριον του Παρελθόντος! ο οποίος εντούτοις και +πόσα δεν λέγει εις την νέαν εποχήν και την έρευναν. + +Έχει ο μεταφράζων να παλαίση με το γλωσσικόν της ξένης γλώσσης αίσθημα, +με τας μεστάς και βαθείας του συγγραφέως εννοίας, με ποικίλας εκ των +πραγμάτων δυσκολίας, όπερ απαιτεί άλλας ιδιαιτέρας μελέτας και με την +ατομικήν δύναμιν και ικανότητα, διά των οποίων θ' αποτυπώση το κάλλος +του πρωτοτύπου εις την ψυχήν του, θα το αισθανθή και θα το αναπαραστήση +ως να εξεπήγασεν εκ της ιδίας ψυχής. + +Τιθέμενος υπό την σκιάν της δόξης, δια να μεταχειρισθώ φράσιν του Edmond +Rostan, μεγάλου ονόματος οιουδήποτε είδους, πρέπει να πληρωθή εκ του +αυτού μεγαλείου και της αυτής δυνάμεως της παραστάσεως των πραγμάτων· +και επειδή ο μεταφράζων συλλαβίζει σχεδόν ειπείν τας εννοίας και ιδέας +του πρωτοτύπου, συναισθάνεται διαρκέστερον και βαθύτερον το κάλλος των, +ταυτίζει εν τη ψυχή του με ό,τι αυτός όμοιον αισθάνεται και προσπαθεί, +ως όντως να εκπηγάζη εκ της ιδίας ψυχής, να το αποδώση με την αυτήν +γοητείαν και μαγικήν αφέλειαν, προσπαθεί να εμπλέξη με τα αυτά μαγικά +της διηγήσεως δίκτυα διά να σαγηνεύση όχι μόνον ευσυνειδήτως παρουσιάζων +το προτιθέμενον, αλλά και ως καλλιτέχνης αποδίδων την χάριν και το +κάλλος του πρωτοτύπου, ώστε να αισθάνηται ο αναγινώσκων ό,τι εκ του +πρωτοτύπου θα ησθάνετο. + +Και τι δεν έχει να αποδώση ο ποιητήν μεταφράζων; + +Ο ποιητής διά των ασμάτων του, της διηγήσεώς του, παρουσιάζει εις την +ορχήστραν του κοινού, τα αισθήματα, τας κλίσεις του, τον εσωτερικόν της +διανοίας και της καρδίας του κόσμον. Εις την ορχήστραν και την +συγχορδίαν! χορδαί θα κινηθώσι, ορχήσεις θα εξεγερθώσι· χορδαί τόσων +και ποικίλων αισθημάτων, ορχήσεις τόσων και ποικίλων συγκινήσεων. Ό,τι +αυτός ησθάνθη, δεν έχει τον εγωισμόν να το κρατήση διά τον εαυτόν του· +αλλά θα έλεγε κανείς εγωϊσμόν το να θέλη τα αυτά αισθήματα να αισθανθή +και ο άλλος ; Ό,τι αυτός ησθάνθη του παρέσχε τέρψιν εν τη εξεγέρσει του +αναλόγου αισθήματος είτε τούτο είνε χαρά, είτε λύπη, είτε μελαγχολία, +είτε σκληρότης και απογοήτευσις, είτε και αυτή η φρίκη και αποτροπίασις. +Η κάθε εντύπωσίς του τον πολιορκεί στενώς και τον ωθεί εις εκδήλωσιν. Η +Φύσις με τας ποικίλας εικόνας της, ο βίος με όλας τας λεπτομερείας του, +ο εαυτός του με τα αισθήματά του και τας περιπετείας του, οι άλλοι με τα +αισθήματά των και τας ποικίλας σχέσεις των, αι μελέται του με τας +εντυπώσεις των. Και τι δεν είναι δι' αυτόν ασυναίσθητος πηγή μελέτης, +παρατήρησις, κινητήριος εκδηλωτική δύναμις; Το βλέμμα του, η ψυχή του +έχει ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να ικανοποιήση, το παν έχει δι' +αυτόν ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να λύση. + +Η προθυμία της εκφράσεως και εκδηλώσεώς του φύσει τέρπει τον άνθρωπον· +μετά χαράς τον ακούει και αναγινώσκει την αυθόρμητον των αισθημάτων και +εντυπώσεων του μαγικήν ευγλωττίαν. Μήπως αυτό το ερωτηματικόν το μέγα +και το εν τη φύσει και βίω, και το εν τη καρδία δεν υπάρχει εις όλους, +δεν το αισθάνονται όλοι ; Ο διηγηματογράφος, ο ποιητής ερμηνεύει και +ικανοποιεί το εν μικρά και ασαφεί δόσει ερωτηματικόν της ανθρωπίνης +περιεργείας και ερμηνείας της, η οποία πολλάκις εις πολλούς φθάνει μέχρι +της εκφράσεως ενός θαυμασμού και ο θαυμασμός είναι ο πρώτος βαθμός και η +εισαγωγή του πόθου της εκφράσεως. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος, ο +μυθιστοριογράφος τέρπει, διότι αυθορμήτως εξεγείρει αισθήματα, που ποθεί +ο άνθρωπος να εξεγερθώσιν εν αυτώ μετά περιεργείας, να αισθανθή τα διά +τα αλλότρια έστω πάθη αισθήματα της χαράς, της λύπης, της μελαγχολίας, +του ενθουσιασμού, του θαυμασμού· ποθεί να του ερμηνευθή το κεκινημένον +και αχαλίνωτον, το θερμόν και περιπαθές, το αλλόκοτον και μυστηριώδες, +ως και το χρήσιμον και τερπνόν, το αστείον και κωμικόν. + +Ζωή είναι η κίνησις και εις αυτά όλα γίνεται κίνησις εν τη ψυχή εν +κεκινημένη ορμή. Ο εργάτης εργάζεται το μονότονον τεχνικόν έργον του, +του επιστήμονος η διάνοια ευρίσκεται εις αδιαλείπτως εναλλασσομένας +παραστάσεις, ο έμπορος και ο βιομήχανος απασχολείται με τους αριθμούς +του κέρδους, η γυνή εις τον κύκλον της· αλλά εις τον διάφορον ορίζοντα, +εν τω οποίω έκαστος ζη και κινείται έχει τα όμοια και συγγενή αισθήματα, +τα οποία το αυτό περιβάλλον και η ανθρωπίνη φύσις γεννά ευθύς ως οι +οφθαλμοί εξέλθουν του ορίζοντος της εργασίας. Τότε αρχίζει η της αφέτου +διανοίας και της απολύτου καρδίας εργασία, ο πόθος της γνώσεως και ο +πόθος του αισθήματος. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος εξεγείρει και +ικανοποιεί αμφότερα, γίνεται ο προσφιλής και τερπνός σύντροφος +εκφραζόμενος, ερμηνεύων. + +Οι ραψωδοί ήσαν οι τας πανηγύρεις της αρχαιότητος κοσμούντες, τα δράματα +και αι κωμωδίαι ήσαν και είναι των κυριωτέρων του άνθρωπου διασκεδάσεων +και κατά τας των μεγάρων διασκεδάσεις παρά τω &ρέοντι εις τους κρατήρας +οίνω&, έρρεε και των αοιδών το άσμα συνοδευόμενον από την φόρμιγγα, και +έρρεεν εις τας καρδίας των συμποσιάζοντων η συγκίνησις. + +Ωδαί είναι των ποιητών αι συνθέσεις, και των μυθιστοριογράφων αι έντονοι +διηγήσεις. Ωδαί τονισμέναι εις την λύραν της ψυχής των, την οποίαν +ηρμόνισαν ή προς το ουρανίου κάλλους επτάχορδον της Φύσεως ή εις των +ανθρωπίνων παθών τον κεκινημένον πόνον, ή εις της ηρέμου ευτυχίας την +απαλήν και γαληναίαν αρμονίαν. + +Όλοι βλέπομεν ό,τι ο ποιητής βλέπει αλλά δεν βλέπομεν ούτε τας +λεπτομερείας, τας οποίας αυτός βλέπει, ούτε κάτι ιδιαίτερον, που αυτός +μυστικά με το μαγικόν μικροσκοπικόν του βλέπει. Τα ποικιλόσχημα σύννεφα, +τα πένθιμα ή αραχνοϋφή, τα ποικίλως σχηματιζόμενα και πτυχούμενα, +χρωματιζόμενα ή κρεμάμενα, που ταξειδεύοντα διασχίζουν τας γαλανάς του +αιθέρος εκτάσεις, αι ροδόχροοι ανατέλλουσαι και δύουσαι Ακτίνες, οι +γιγάντιοι της γης όγκοι με τας παραδόξους κορυφάς, ράχεις, και πλευράς +των, αι δασόφυτοι χαράδραι, οι ρόδινοι χλοεροί λόφοι, οι αργυρόχροοι +ελισσόμενοι ρύακες, οι ορμητικοί καταρράκται, τα ψιθυρίζοντα φύλλα, τα +ερωτικώς, φαιδρώς ή περιπαθώς άδοντα πτηνά, οι εκτεινόμενοι κλάδοι, αι +σκιαί, τα ρεμβώδη των κήπων μονοπάτια, ο δροσερός αρωματώδης του βουνού +αήρ τέρπουν πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν και πάσαν φαντασίαν. Αλλά εις την +κεκινημένην, ερευνητικήν, ενθουσιώδη του ποιητού ψυχήν ομιλούν +ιδιαιτέραν γοητευτικήν γλώσσαν τα πάντα ως και αυτά τα απόβλητα του βίου +ράκη. Η αγρία θύελλα εισδύεται εις την ψυχήν του, αι δυνάμεις της Φύσεως +τον συμπαρασύρουν εις την αγρίαν γοητείαν των. Η άφωνος των φαινομένων +της Φύσεως γλώσσα η συνοδευομένη ενίοτε από τους φανερούς μονοτόνους +γλυκείς ή τρομακτικούς του επταχόρδου της ήχους λύεται εις μουσικήν +ευγλωττίαν και εισδύεται ορμητικώτερον εις την πρόθυμον και θυελλώδη, +εις την απλήστως άρπαγα του ποιητού ψυχήν και κρούει το εν αυτή +αντίστοιχον επτάχορδον διά να ανακρούση τας αντιψάλμους ωδάς. Αυταί αι +έννοιαι, αι ιδέαι, αι δυνάμεις διαμορφούνται εις Πρόσωπα, όπως και τα +διάφορα φυσικά φαινόμενα. + +Εις την ψυχήν του πεπαιδευμένου ποιητού συμπίπτει η ψυχή του λαού η +πρωτογενής και η διά της παιδείας ανεπτυγμένη, είναι το συγκεντρωμένον +μυριόστομον του λαού στόμα εν ιδιαζούση ισχυρά αισθήσει και η διά της +μορφώσεως καλλιεργημένη φαντασία, η αποτυπώνουσα μόλα ταύτα πολλάκις και +ισχυρότερον την διά της αισθήσεως εντύπωσιν των φαινομένων, την +πρωτογενή, την λαϊκήν. + +Η μυστική εν τη ανθρωπίνη φύσει δύναμις, η γεννήσασα την ποιητικήν της +Ελληνικής αρχαιότητος θρησκείαν εις τας αφελείς των ανθρώπων ψυχάς, αι +οποίαι έφρισσον εις τον ψιθυρισμόν του δάσους και τας θερινάς της +μεσημβρίας σκιάς, αι γοητευόμεναι προ του Ωκεανείου και Ουρανίου κόσμου +και των φαινομένων των, αι κηλούμεναι από τον ήχον του συρίζοντος +Ανέμου, ώστε να ορθωθώσι προ της δημιουργικής φαντασίας των τόσα +μυστηριώδη της φύσεως Πρόσωπα, η αυτή μυστική ενθουσιώδης δύναμις πληροί +την νευρικήν και έτοιμον του Ποιητού φύσιν εις παρομοίαν πρωτογενή +ισχυράν επί των αισθήσεων εντύπωσιν και η φαινομένη αλληγορία δεν είναι +πάντοτε αλληγορία, ούτε μεταπεσούσαι λέξεις, αλλά αυταί αι εικόνες, τας +οποίας η πρώτη εντύπωσις παρέστησε και εχάραξεν εις την ψυχήν του, αι +εικόνες τας οποίας μυρίας και ποικίλας ο ωραίος της Φύσεως κόσμος +κατοπτρίζει. Η ωραία και δημιουργική του Ποιητού φαντασία, εξαίρεται +εξίσταται και ανεξάντλητος ο χρωστήρ αυτής περιγράφει και ζωγραφίζει- +Πρόσωπα και Μορφαί εν αυτή διαγράφονται, Μυθολογίαι και Θρησκείαι +αναπαρίστανται. + +Και δεν είναι ισχυρά εις την δημιουργικήν του Ποιητού φαντασίαν μόνον η +από της Φύσεως αίσθησις. Ισχυραί είναι και αι από των ανθρωπίνων παθών +και των του βίου ποικίλων περιστάσεων εντυπώσεις, αι λαμβάνουσαι κίνησιν +και ορμήν εις τα ποικίλα θέματα, εις τα οποία στρέφεται η γόησσα του +ποιητού φαντασία και δίδει την θέλγουσαν μορφήν, καθόσον η άφωνος του +περιβάλλοντος γλώσσα ιδιάζουσαν εν αυτή λαμβάνει ζωήν. + +Φύσις δεν είναι βέβαια μόνον η κυρίως καλουμένη Φύσις· Φύσις είναι και η +ανθρωπίνη εικών, η ανθρωπίνη Μορφή, η ανθρωπίνη Ψυχή. Η Μορφή με τας +εκφράσεις της, η Ψυχή η αποτυπουμένη εις τας πράξεις, αλλά και εις την +μορφήν, εις τας χειρονομίας, η κινούσα τα μάλιστα την ανθρωπίνην +καρδίαν. + +Και πώς όχι; + +Μήπως άγνωστοι φυσιογνωμίαι δεν ομιλούν ισχυρότατα πολλάκις εις την +ανθρωπίνην ψυχήν ή με το δωρικόν και μεγαλοπρεπές κάλλος των ή με την +φαιδράν και με ρέμβην μειδιώσαν μορφήν ή με άκαμπτον αλλά επαγωγόν +σκληρότητα, με τας θωπείας και χάριτας, αι οποίαι πλανώνται επί των +απαλών κινήσεων και γραμμών ή και με απροσδόκητον μυστικήν γλώσσαν μη +προσαρμοζομένην εις δύσμορφον πρόσωπον; και δεν γίνονται πρόξενοι ή +φαιδράς ευτυχίας μελαγχολικής αφοσιώσεως ή ιδανικής περιπαθείας ή και +αγρίων δραμάτων, εις τα οποία ή παρασύρει χαύνωσις αισθημάτων ή αγρία +παραφορά, αλλά και ευτυχώς μετριάζει και χαλινώνει εις ευπειθή υποταγήν +ή ήρεμον αισθηματικήν απόλαυσιν ψυχική μόρφωσις και ηθική χαρακτήρος +ενίσχυσις; Η ευτυχία της απολαύσεως ερεθίζει κατά ψυχικούς συνδυασμούς +τον εγωισμόν παλαίοντα προς την ηθικήν υπερηφάνειαν και απαιτούντα την +νίκην, την κατοχήν και την συμμόρφωσιν του ποθουμένου προς το ποθούν, +και η έλλειψις ηθικής ενισχύσεως χαρακτήρος επιφέρει τα επεισόδια, των +οποίων κέντρον είναι ο Έρως, ο τιθέμενος πολλάκις βάσις της ευτυχίας, ο +τόσην την δράσιν έχων, ο μη φειδόμενος ούτε τους σοβαρούς ούτε τους +φαιδρούς. Ο Έρως ορχούμενος, παίζων και σκωπτικώς γελών εν μέσω των +οπαδών του — και είναι πολλοί, ο Γέλως και ο Πόθος, αι Παιδιαί και ο +Πόνος, η Ρέμβη και ο Ίλιγγος, αι Θωπείαι και η Ζηλοτυπία, αι Χάριτες, αι +Γοητείαι και αι Μαγείαι, η Εκδίκησις και η Ερινύς, η Ευτυχία και η Χαρά +— ο Έρως εν μέσω των σχετικών παθών διευθύνει τα βλέμματα, και τοξεύων +τας καρδίας γεννά το ισχυρόν ενδιαφέρον περιέργως, απροσδοκήτως +αλλοκότως προς αγνώστους φυσιογνωμίας και συνδέει την ψυχήν στενότατα, +εγγύτατα, προσφιλέστατα προς αυτήν· τοξεύει και εμβάλλει την +ασυναίσθητον τάσιν, ήτις εντείνεται εις βαθμόν, ώστε να αποτελή μία +φυσιογνωμία το κέντρον και κράτιστον σημείον των ουρανίων σφαιρών, όπου +η ψυχή εξαίρεται και εν μέσω των οποίων εκλάμπει εκείνη ως η +γλυκυπρόσωπος Ευτυχία. Η δυστυχία, η αδιαφορία, η ψυχρότης, η αυστηρότης +δεν ισχύει να αποτρέψη ούτε να συνταράξη τας ευχρώμους θελκτικάς +εικόνας, που δημιουργεί η διάνοια ακουσίως εκπλησσομένη και δειλιώσα προ +μυστηριώδους επιβολής και δυνάμεως, πονούσα και επιμένουσα θαυμάζουσα +και τολμώσα. Η Ευτυχία που διά μερικούς ανθρώπους είναι ασύλληπτον και +ιερόν, άθικτον ιδανικόν Ίνδαλμα με ουρανίαν Μορφήν, η οποία δίδει όλας +τας ευδαίμονας συγκινήσεις ουρανίων απείρων θωπειών και συγκινήσεων. + +Ομιλούν εις την ψυχήν του ανθρώπου αι φυσιογνωμίαι ισχυρώς έλκουσαι το +όμοιον, διότι δύνανται να συνδέσωσι τα ανάλογα αισθήματα· εν τη αρμονία +αυτή γεννώνται ήπια ή και σφοδρά πάθη, η Φιλία, η Πίστις, ο Πόθος, ο +Έρως κ.τ.λ. + +Την Φιλίαν, τον Πόθον, τον Έρωτα, ερμηνεύει, άδει ο ποιητής, ο +μυθιστοριογράφος, εις το άσμα, την κωμωδίαν, το δράμα και τα λοιπά της +ποιήσεως και φιλολογίας έργα. + +Και από την έμψυχον ταύτην ερμηνείαν πάλιν αποσπά ο άνθρωπος, ο +ψυχολόγος, ο ηθοποιός, το άφωνον δράμα με τας ισχυράς εκφράσεις, τας +συγκινούσας κινήσεις, τας κινήσεις εις εκάστην των οποίων λανθάνουσιν +ευγλώττως οι αντίστοιχοι λόγοι. + +Κίνησις και διά λόγου παράστασις είναι τόσον αναποσπάστως συνδεδεμέναι, +ώστε το έν παρουσιάζει το έτερον, ο λόγος πaρουσιάζει εις την ψυχήν μας +την λανθάνουσαν εν αυτώ διά της κινήσεως παράστασιν και η κίνησις μας +αναγινώσκει εν εαυτή τας λανθανούσας ανάλογους εν λόγοις εκφράσεις, και +αι άφωνοι κινήσεις επιδρώσι πολλάκις ισχυρότερον επί της ψυχής, ελκύουσι +και σαγηνεύουσι περισσότερον ολοκλήρου ευγλωττίας. Μία χειρονομία, μία +του προσώπου έκφρασις πόσα ισχυρά αποτελέσματα πολλάκις δεν φέρουσι; . . . +Την άφωνον των κινήσεων γοητείαν δυνάμεθα να εκτιμήσωμεν καλώς εις τα +διά των Κινηματογράφων έργα. + +Τα άφωνα επί των ταινιών εντόνως κινούμενα ινδάλματα και φάσματα μας +παριστάνουσι τα ισχυρώς εν τη φαντασία του Ποιητού δρώντα Πρόσωπα και +Μορφάς, τα οποία ο ψυχολόγος ηθοποιός φέρει εν τη ζωή, και αποτυπώνει, +πώς εν τη δημιουργική εκείνου φαντασία ειργάσθησαν, είτε Αισχύλος, +Σοφοκλής, Ευριπίδης ήτο, είτε Σαίξπηρ και Γκαίτε, είτε Αριστοφάνης και +Μολιέρος, είτε Βύρων, Ζολά, Μοντεπαίν, Hauptamann. Εις τον οφθαλμόν και +την έκφρασιν του προσώπου και της χειρονομίας εκφράζεται όλος ο ηθικός +χαρακτήρ μιας Μορφής, εις τον οφθαλμόν, το πρόσωπον και την χειρονομίαν +διακρίνομεν τα πρώτα ορχηστικά διαγράμματα, την πρώτην εντύπωσιν και +παράστασιν η οποία παράγει τους συνδυασμούς των παραστάσεων εις την +ψυχήν του ποιητού. Η αγριωπή του οφθαλμού ρέμβη, η έκφρασις του προσώπου, +η χειρονομία είναι η αποτρόπαιος όρχησις η περιέχουσα πολλάκις την +σύλληψιν ολοκλήρου δράματος καταστροφής εν τη διανοία ενός χαρακτήρος +και το αφώνως δρων Πρόσωπον εν τη δημιουργική του ποιητού φαντασία. Διά +να αναφέρω προχείρως έν πρόσωπον του «Germinal» του Ζολά, η εν τη +βιοπάλη προσβαλλομένη αξία και η κατατρυχομένη εργασία μεταβάλλεται εις +καταστροφήν και η καταστροφή εκδηλούται εις ολίγας κινήσεις. ( 1). + +Εγεννήθη ο ποιητής και εκαλλιέργησε το έργον του. Σμήνη ποιητών +εφιλοτέχνησαν τας γλυκείας της Ποιήσεως κυψέλας. Ο Χρόνος εκυλίετο +μεταστρέφων τον Πολιτισμόν και ο Πολιτισμός τον Βίον. Μετεστρέφετο και η +καλλιεργουμένη Ποίησις και εγεννώντο τα διάφορα της Ποιήσεως φιλολογικά +είδη εις διαφόρους και ποικίλας μορφάς. Έψαλλαν, συνέδεσαν και +ερρύθμισαν εις την μελωδίαν των μέτρων και της ομοιοκαταληξίας είτε και +εις πεζόν λόγον την Φύσιν, τα φαινόμενα αυτής και ό,τι το Εγώ του +άνθρωπου, γενόμενον ή Θεός κατοχής και κυριαρχίας ή θυσίας και συντριβής +εδημιούργησε Θρησκείαν, Πατρίδα, Ελευθερίαν, Έρωτα και πάσας τας +ελευθέρας ιδέας και τα ελεύθερα Συναισθήματα. + +Ο μέγας της Δανίας ποιητής Andersen εγεννήθη τη 2 Απριλίου 1805 και +απέθανε το έτος 1875, δηλαδή έδρασε την 19ην εκατονταετηρίδα. Καλόν +νομίζω εν ολίγοις να παρουσιάσω εις τους φιλοσπούδους αναγνώστας μου το +κάτοπτρον της φιλολογικής κινήσεως εν Ευρώπη κατά την 18ην και 19ην +εκατονταετηρίδα, καθ' ας μεγάλα γεγονότα ανέτρεψαν τον βίον, ου ένεκα +άλλα ανέτειλαν ιδανικά, και καθ' ας εμεσουράνησαν οι μεγαλύτεροι της +Διανοίας Αστέρες, οίτινες υπήρξαν οι φιλολογικοί του Andersen πρόδρομοι. +Ο Γερμανός Vilmar εν τη περιτέχνω εθνική του λογοτεχνία και ο Δανός G. +Brandes μας διανοίγουν την σκηνήν του θεάτρου της δράσεως αυτών. + +Ο G. Brandes πνευματώδης κριτικός και φιλόσοφος Δανός, πνεύμα +ρηξικέλευθον και δραστήριον, όστις εγένετο ο εισηγητής των νεωτέρων της +προόδου ιδεών εν Κοπεγχάγη εκ Γαλλίας και Αμερικής, εις το +περισπούδαστον έργον του «die hauptströmungen der litterarur des 19 +Jahrhunderts» «τα κυριώτερα φιλολογικά ρεύματα της 19ης +εκατονταετηρίδος», μας δίδει εκτενή και σαφή εικόνα της κινήσεως ταύτης, +στηρίξας τας μελέτας του επί της ψυχολογίας και της ελευθέρας ερεύνης +και κριτικής της συγκριτικής φιλολογίας, ήτις διανοίγει τον τρόπον του +αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι, τας ιδιοφυίας των λαών και τίνα εκάστοτε +ήσαν τα ιδανικά και τα προβλήματα αυτών εις τας θρησκευτικάς, πολιτικάς +κοινωνικάς σχέσεις και τίνας επιδράσεις έσχον αι φιλολογίαι των εθνών +προς αλλήλας και διά των μεγάλων διανοιών επί τους λαούς. + +Ισχυραί επαναστατικαί κινήσεις κατά το τέλος του 18ου αιώνος επέσυραν +μεγάλα αποτελέσματα εν τε τη πολιτεία και τη κοινωνία· αι δύο μεγάλαι +ουσιώδεις ιδέαι αυτών ήσαν ελευθέρα εν τη επιστήμη έρευνα και ελευθέρα +ανάπτυξις των ανθρωπιστικών ιδεών εν τη πολιτεία. Η φιλολογική κίνησις +του πρώτου ημίσεως της 19ης εκατονταετηρίδος έτεινε διά των τάσεων και +φιλολογικών της εμφανίσεων να καταδύση την ζωήν του αισθήματος και της +σκέψεως της προγενεστέρας εποχής· ο επαναστατικός χείμαρρος υπερεπήδησε +τα όρια, συμπαρέλαβε τους παραποτάμους του, ο αγών της ελευθερίας του +πνεύματος εισήγαγε τας νέας ιδέας, κατηύθυνεν εις νέα ιδανικά και +κοινωνικά προβλήματα, έφερεν εις συζήτησιν και λύσιν, την σχέσιν των +γενών, την θρησκείαν, την ιδιοκτησίαν, τας κοινωνικάς σχέσεις και ετράπη +την κατεύθυνσίν του με τας νέας αρχάς, έχων σύνθημα την ελευθερίαν της +σκέψεως, την διασάφησιν, και την αναμόρφωσιν της κοινωνίας. + +Οι αριστείς οι ούτω αγωνισθέντες και τα καλλιτεχνικά αυτών τάλαντα +αναπτύξαντες είναι εν τη Γαλλία ο Ρουσσώ και οι απ' αυτού απορρεύσαντες, +εν τη Γερμανία η θερμή του Κλοπστόκ ελεγειακή απαλότης, του Γκαίτε και +Σίλλερ η μεγαλοφυία και οι λοιποί της κλασσικής περιόδου της ποιηταί. +Την Αγγλίαν αντιπροσωπεύει η ευγενής και μεγαλοφυής φιλελληνική του +Βύρωνος λύρα. Ο ηρωικός και μεγάθυμος αγών και θάνατος του Βύρωνος υπέρ +της Ελληνικής Ελευθερίας νέον ενθουσιασμόν γεννά ανά την Ευρώπην και προ +της Ιουλιανής της Γαλλίας επαναστάσεως μεγάλα πνεύματα, Hugo, Lamennais, +Musser, G. Sand πλουτίζουν με τον ρωμαντισμόν των την φιλολογίαν με νέας +ιδέας. Εντεύθεν φιλολογική πνοή διαπνέει την Γερμανίαν και οι νέοι της +Γερμανίας ποιηταί Heine κλ. αναγνωρίζουσιν εν τη μεγάλη του Βύρωνος σκιά +τον μέγαν αυτών Ηγέτην, οίτινες μετά των Γάλλων ποιητών γεννώσι την +ανατροπήν του 1848. + +Τω 1832 κατέλιπε τον βίον η ποιητική του 19ου αιώνος μεγαλοφυία του +Γκαίτε και η ποιητική ικανότης εν Γερμανία εφαίνετο μειουμένη. Αλλά αι +μεγάλαι αναστατώσεις και η αναστήλωσις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας +έφερε μεταβολήν πεποιθήσεων· νέα ανερεύνησις της ζωής των μεταβληθεισών +κατά τας ανάγκας της εποχής διαθέσεων και η επίδρασις της ρωμαντικής και +κλασσικής ποιήσεως αφ' έτερου εξήγειρε την ορμήν της συνενώσεως των +αρχαίων επιδράσεων της ποιήσεως προς την νέαν ζωήν και την +πραγματικότητα διά της ανερευνήσεως της όλης κοσμικής και ψυχικής ζωής. +Αι διαθέσεις αύται εγέννησαν την νέαν Γερμανικήν ρωμαντικήν ποίησιν με +αεί αυξανόμενον ορίζοντα, με ιδίας σκέψεις, προβλήματα και μορφάς εκ των +γνησίων της ζωής πηγών, ήτις τείνουσα να εξεγείρη και ενισχύση το +εθνικόν Γερμανικόν φρόνημα, εισήγαγε νέον τόνον, έδωσε νέον εις τα έργα +χρώμα επί νέων διαθέσεων και σχεδίων, των λαϊκών ασμάτων, λαϊκών +διηγημάτων και παντός συνδεδεμένου με την ψυχήν του λαού. + +Τούτων αντιπρόσωποι είναι ο Tieck και Hoffmann κλπ. Ο Hoffmann είναι ο +πρόδρομος του ημετέρου Δανού Andersen. + +Εκ τούτων βλέπομεν ότι δεν κατέφθασαν τότε εις την Δανίαν τα μεγάλα +επαναστατικά και υπεραφρισμένα δραστικά φιλολογικά ρεύματα, τα από των +κορυφαίων Γκαίτε, Λέσσιγκ κλ. ουδέ και με πάσας αυτών τας εκφάνσεις, +καθόσον διά το θεολογικόν και συντηρητικόν της Δανίας πνεύμα, αι +ανθρωπιστικαί της Προόδου ιδέαι ήσαν διαλυτικά των ηθικών και κοινωνικών +δεσμών στοιχεία. Η φιλολογία της Δανίας δεν συμμετέσχε μεν εις του +αγώνος την δράσιν, αλλ' έχει και αυτή τον φιλολογικόν βωμόν της, όστις +έχει το χρώμα της λαϊκής και παιδικής αφελείας, του αφηρημένου +ιδεαλισμού ενδεικνυμένου εις την εκλογήν των προσώπων και την παράστασιν +της ύλης, εν τη αλληγορία των μύθων και τω θεολογικώ μυστικισμώ· +παρέλαβε τας αναμορφωτικάς της Γερμανίας ιδέας και της Γαλλίας τας +επαναστατικάς. + +Η σύγκρισις της Δανικής φιλολογίας προς την πρόδρομον Γερμανικήν, +δεικνύει, ότι η Δανική λαμβάνει την πρώτην εκ της Γερμανίας ώθησιν, αλλ' +ακολουθεί ίδιον δρόμον διατηρούσα την βόρειον ιδιάζουσαν χαρακτηριστικήν +αυτής φλέβα. Ανέγνωσαν οι Δανοί ποιηταί τους Γερμανούς, ιδιοποίησαν το +ξένον στοιχείον, την ύλην και τας ιδέας, και το επροίκισαν και +επλούτισαν με περισσοτέραν τέχνην, δώσαντες έκφρασιν και επεξεργασθέντες +την ύλην. Οι Γερμανοί έχουσι περισσοτέραν ζωήν και αλήθειαν, οι Δανοί +σαφήνειαν και μορφήν. Ο Andersen είναι τέλειος ποιητής εις πάντα τα έργα +του εξ αρχής· ως φανταστικός διηγηματογράφος αποβάλλει το δυσοίωνον και +βαρύ του Γερμανού. Ο ρωμαντισμός ηύρεν εν αυτώ νηφαλίαν περιεσκεμμένην +και ήρεμον φύσιν και μεταβάλλεται εις μειδιώντα και ειδυλλιακόν τόνον. +Τα παραμύθια του έχουν τας ποιητικάς ιδιότητας, φαντασίαν, ευθυμίαν και +νεανικήν δροσερότητα, χαρακτήρας επιτυχείς και παιδικήν αφέλειαν- έχει +επίγνωσιν του έργου του, όπερ ρυθμίζει ως αληθής καλλιτέχνης, βαίνει με +το αίσθημα της ασφαλείας και με το υγιές και ισχυρόν αίσθημα της φύσεως, +άτινα είναι ιδιώματα του ευγενούς και κυρίου επί του εαυτού του +πνεύματος του Δανού. + +Ο Andersen εγεννήθη εν Οδένση της Φιλανδίας, νήσου της Δανίας, ουχί εξ +επιφανών γονέων. Υποδηματοποιός ήτο ο πατήρ του, αλλ' ευγενής, +ευαίσθητος και φύσεως καλλιτεχνικής· πτωχός, ώστε μόνος κατεσκεύασε την +κλίνην του εκ σανίδων βάθρου φερέτρου· επ' αυτής εγεννήθη ο Χανς +Χριστιανός (Άνδερσεν), βρέφος διαρκώς κλαίον. Την πρώτην αγωγήν έλαβεν +εκ του πατρός του αναγινώσκοντος αυτώ κωμωδίας και διηγήματα και +παίζοντος μετ' αυτού με νευρόσπαστα. Ήτο παιδίον ρεμβώδες και αλλόκοτον, +απέφευγε τα άλλα παιδία κατά την μικράν σχολικήν του εκπαίδευσιν, +πρεσβύτερος ων αυτών και δειλός· ως ευφάνταστος εβασανίζετο διαρκώς υπό +τινος τρόμου. Ο πατήρ του εγένετο στρατιώτης του Ναπολέοντος, επανήλθε +δε μετά την ειρήνην ασθενών και απέθανε. Μετά πολλάς περιπετειώδεις +δυστροπίας της τύχης, ενεγράφη διά της ελευθεροδωρίας του μονάρχου εις +το Πανεπιστήμιον τω 1828 είκοσι τριών ετών, ένθα εσπούδασε φιλολογίαν +και φιλοσοφίαν, οπότε αρχίζει η λίαν ευδόκιμος ποιητική δράσις του, εφ' +ης πολύ επέδρασαν και τα ανά την Ευρώπην, Ανατολήν και Αφρικήν ταξείδιά +του. Έγραψε πολλά έργα, εν οις και ποιήματα, αλλά περιώνυμα έμειναν +παγκοίνως τα παραμύθια του, αι λαϊκαί διηγήσεις. + +Η θαυμασία της Ελβετίας φύσις περιάγει τον θεατήν από εκπλήξεως εις +έκπληξιν ανά παν βήμα· γραφικαί κοιλάδες και τοπεία, μαγικαί λίμναι, +δάση, αλύσσεις χιονοσκεπών ορέων, καταρράκται, παράδοξα φυσικά +φαινόμενα, τέλος και προ πάντων παγερός των αλλεπαλλήλων Παγώνων κόσμος, +ανακαλών την εποχήν, καθ' ην άπασα η Ευρώπη ήτο κεκαλυμμένη υπό πάγων +και, ως λέγει ο Agassiz, σιγή θανάτου εβασίλευε και αι ακτίνες του ηλίου +εάν έφθανον έως εκεί, εχαιρετώντο μόνον από τας πνοάς του βορείου ανέμου +και από τους βρόντους των διανοιγομένων επί των πάγων ρηγμάτων. Ταύτα +πάντα δικαίως συνεκίνησαν και ηρέθισαν την ευφάνταστον και ρωμαντικήν +του Άνδερσεν ψυχήν και εξέρρευσεν η ανταύγεια των πολυχρώμων της ψυχής +του εικόνων εις αριστούργημα τέλειον. Η Oberland Rernois και το +Interlacken και Γκρίντελβάλτ, το καντόνιον Βαλαί με τον κραταιόν ποταμόν +του Ροδανόν, τον κατά το ήμισυ αιχμάλωτον και υπό την κρυσταλλώδη εν +Παγώνι μορφήν του — ως λέγει ο περίφημος γεωγράφος και καλλιτέχνης εν τω +είδει του Reclus — και κατά το ήμισυ ελεύθερον και ρέοντα, και με τους +Παγώνας του, τους παγωμένους και εις πέδας συνεσφιγμένους αυτούς +ποταμούς, οίτινες και αυτοί κατά φυσικούς νόμους κινούνται και αφ' ων +παφλάζουσι τα εκ των τηκομένων πάγων καταρρέοντα ύδατα, το καντόνιον +Βωντ με το Μοντρέ, το φρούριον Σιγιόν και την Γενεύην λίμνην, είναι το +θέατρον του βίου του προσφιλούς του Andersen ήρωος Ρούντυ εν τω +μυθιστορηματίω, όπερ παρουσιάζομεν εν τη μεταφράσει μας. + +Αι μορφαί του ειδυλλιακού και περιγραφικού αυτού έπους είναι σαφώς +περιγεγραμμέναι, ζώσαι, ηθικώς τέλειαι. Παντού αρμονία, τελειότης, ζωή, +κίνησις, αλήθεια. Το φανταστικόν και το ρωμαντικόν ενεργεί μόνον όπου η +φύσις χρωματίζεται δι' εικόνων και όπου αι δυνάμεις και τα φαινόμενα της +φύσεως αντλούσιν εκ της ποιήσεως Μορφήν και αλληγορίαν. + +Πολλάκις οι ποιηταί εισάγουσιν εις τους υπ' αυτών διαγραφομένους ήρωας +ατομικάς περιστάσεις. Τούτο και ενταύθα δυνάμεθα να διακρίνωμεν και δη ο +μικρός Ρούντυ είναι ο μικρός Άνδερσεν· βρέφος πεσόν εις τον παράδοξον +κόσμον του Παγώνος εις τας αγκάλας της μητρός του έχασε την αίσθησιν του +γέλωτος, όπως ο μικρός Άνδερσεν διαρκώς έκλαιε εις την παράδοξον +νεκρικής καταγωγής κλίνην· ήτο ρεμβώδες και αλλόκοτον ως αυτός παιδίον, +φεύγον την συναναναστροφήν των παιδίων, ελκύον ως και εκείνος την +προσοχήν· ο θείος του ήτο θαυμαστής του Ναπολέοντος, ενετρύφα και αυτός +εις τας διηγήσεις, ετέρπετο εις τα φαινόμενα της φύσεως· αλλ' αντιθέτως +αυτού ήτο ατρόμητος, μη φοβηθείς και να ριφθή υπέρ τας φάραγγας άνω της +αβύσσου, μετέωρος, να αρπάση τον αετιδέα χάριν του έρωτός του· δεν +έσπασε τον λαιμόν του, διότι &εκρατείτο στερεά&, αλλά και ο Άνδερσεν +αυτό είχεν ως αρχήν του, μεταβάλλων μεν τας σειομένας σκιάς εις Πρόσωπα +και φρικιών εις τους ήχους αλλά διά της επιμονής και καρτερίας του +δρέψας την αθανασίαν. Ήτο παιδίον υπερφυσικόν, δένον τα στοιχεία της +φύσεως, αλλά και ο Άνδερσεν την αυτήν γοητευτικήν δύναμιν είχε διά της +γοητείας της φαντασίας του· ούτω αυξάνει ο Ρούντυ πίνων το άρωμα του +βουνού, διδασκόμενος από τα ζώα, συνοδευόμενος από τας χελιδόνας και τας +αίγας και αναρριχώμενος διαρκώς υψηλότερα πλήρης σφρίγους και +σταθερότητος. + +Αι από της φύσεως επιδράσεις παρά τω Άνδερσεν είναι ισχυραί και +ανεξάντλητοι, ο χρωστήρ της γονίμου και πλουσίας φαντασίας του +ζωγραφίζει αφειδής εις παραστάσεις, αφ' ων ως από καλλιχρόου και ευρείας +πηγής δύναται ο καλλιτέχνης ν' αντλή ανεξαντλήτως εικόνας· κατοπτρίζεται +η πόλις εν τη ηρεμία της φύσεως εις το ωραίον του ουρανού βάθος, τα +σύννεφα διαρκώς χρωματιζόμενα και σχηματιζόμενα δύνανται να δώσουν +μορφάς εις την μιμικήν ορχησιν, και ο κινηματογράφος της διηγήσεώς του +μας οδηγεί ανά τα θελκτικά τοπεία· ακούομεν τα πτηνά άδοντα, τας +χιονοστιβάδας να κατακυλίωνται, τα κτυπήματα του πελέκεως να ρίπτουν +κατά την δύσιν τους κορμούς εις τας πλευράς των ορέων. + +Η διήγησίς του είναι αφελής, παραστατική και ζωγραφική· διά να +μεταχειρισθώ φράσιν του, δεν είναι δυσπρόσιτος, επίσημος και ξένη, αλλά +δημοτική, έρχεται απ' ευθείας εις συνάφειαν με την καρδίαν, συνεννοείται +κάλλιστα με αυτήν και την μαγεύει· το κάθε τι μεταβάλλεται εις κίνησιν +και λαμβάνει ζωήν· τρέχουν προ της φαντασίας του τα σπιτάκια από το +βουνό διά να παραταχθούν και σχηματίσουν την κομψήν πόλιν· η αφέλεια της +διηγήσεώς του θωπεύει ως αφελές παιδίον και πρόσκειται εναγκαλιζομένη +την καρδίαν ως το ευπρόσιτον και μαγικόν του λαού στόμα. Και πού δεν +είναι ζωή, πού δεν είναι δύναμις; Η νεότης δροσίζει την ψυχήν μας, η της +ζωής απόλαυσις θερμαίνει, η ψυχική μέθη ρίπτει την φλόγα του φλογερού +οίνου εις την ψυχήν και τας φλέβας· η ζωηρά, θερμή και ρωμαντική μετά +μελαγχολίας τινός και σκέψεως φαντασία του ποιητού αρδεύει με ζωήν +θερμότητα και ρωμαντισμόν τας λεπτομερείας του έργου. + +Την μαγικήν του ποιητού αφέλειαν κοσμεί ως ο δακτυλιόλιθος τον χρυσόν, +το στενώτατα αλλά και αρμονικώτατα μετ' αυτής συνημμένον κλασσικόν, οι +της παιδείας αδάμαντες, οι μαργαρίται των αντιθέσεων· συνταράσσουν την +ψυχήν του νεαρού και θερμού των Άλπεων κυνηγού αι πανσθενείς του έρωτος +σκέψεις και όμως ίσταται παρά τον τηλεγραφικόν στύλον ως απολιθωμένη +έλαφος· κοσμούν οι αδάμαντες καταλλήλων παραβολών, ζωοποιείται η +φαντασία προσωποποιούσα τας δυνάμεις της φύσεως και περιγράφουσα τα +Πνεύματα ανέρχεται εις επικόν ύψος. + +Αι Δυνάμεις, τα Φαινόμενα και αι έννοιαι ακόμη προσωποποιούνται. Όπισθεν +του συρίζοντος Ανέμου, όπισθεν εκάστου φαινομένου είναι και Μορφαί. Η +ρωγμή του Παγώνος είναι τα πράσινα χείλη του· αι δύουσαι Ακτίνες είναι +θυγατέρες του Ηλίου, λημεριάζουν εις την κορυφήν του βουνού διά να +εξυπνήσουν ως ανατέλλουσαι, είναι πνεύματα αγαθοποιά, πλήρη αγάπης, +αγαπώντα τα άνθη, τα πτηνά και προ πάντων τον ήρωά του Ρούντυ, τον +οποίον θωπεύουν με στοργήν και φιλούν διά να λυώσουν το παγωμένο φιλί, +που του έδωσε η Νεράιδα και τον έκαμεν ιδικόν της, του τραγουδούν το +άσμα του οδοιπόρου και περί των Δυνάμεων της ανθρωπίνης διανοίας, αι +οποίαι είναι κυρίαρχοι των Δυνάμεων της φύσεως. + +Η φεύγουσα μικρά έλαφος είναι η εις τον κίνδυνον και την φυγήν ησκημένη +Ζωή. + +Προσωποποιείται και ο Ίλιγγος εις θεράποντα της Βασιλίσσης του Παγώνος, +σύρων τον χορόν των ακολούθων του. + +Αλλ' η κυρία και ισχυρά Μορφή η αποκτήσασα διά της δυνάμεώς της τον +Ρούντυ είναι η Νεράιδα του Πάγου, η βασίλισσα του Παγώνος. Μακρά και +κυανοπρασίνη είναι η κόμη της, μακρά και κυανοπρασύνη η εσθής της. ως ο +υδάτινος των λιμνών πέπλος· ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον· η έπαυλίς της +αυξάνει κατ' όγκον τον χειμώνα· αναπαύεται επί προσκεφαλαίων εκ χιόνος· +πλέει επί ευθραύστου πλοίου, του ελάτου, γέλως της είναι το κατρακύλισμα +της χιονοστιβάδος, δύναμίς της είναι να νεκρώνη. Αυτή εφίλησε τον Ρούντυ +μικρόν, τον απέκτησε νέον την παραμονήν των γάμων του, αφού του επήρε +πρότερον τον αρραβώνα αποπλανήσασα επί των ορέων και με αυτόν τον +εδελέασεν εντός του παγερού της λίμνης βαράθρου. + +Αλλά και ο Ρούντυ είχε ζήσει ευτυχής, απέκτησε το ποθούμενον, η γη δεν +είχε άλλο να του δώση περισσότερον. + +Η ωραία και αφελής του Andersen ψυχή ήτο πλήρης αγάπης και τον ήρωά του +τον περιάγει από αγάπης εις αγάπην. Τον ηγάπων τα ζώα, τον συνώδευον τα +πτηνά, τον ηγάπων αι Ακτίνες, την αγάπην της Μπαμπέττας διαδέχονται της +Νεράιδας τα φιλήματα και από την αγάπην της φθαρτής γης μεταβαίνει ο +Ρούντυ εις την αγάπην του Απείρου. «Με αγαπούν όλοι» έλεγεν ο Andersen +δι' εαυτόν και πράγματι, ου μόνον οι σύγχρονοι ηγάπων τον συμπαθή +λαοφίλητον ποιητήν, αλλά και μετά θάνατον τον ηγάπησαν πάντες και οι +πατριώται του την ημέραν των γενεθλίων του ετίμησαν ως εθνικήν εορτήν +πριν αποθάνη· έστησαν τέλος τον ανδριάντα αυτού, ώστε η συμπαθής, +αφελής, πλήρης αγάπης Μεγάλη Μορφή δι' αγάπης υψούται εις το Άπειρον! + + ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΗΤΖΗΑΡΑΠΗ + — Διδάκτωρ της Φιλολογίας +Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1914 + + + + +Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ + + + + +1. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΟΥΝΤΥ + + + +Ας επισκεφθώμεν την Ελβετίαν. Ας περιοδεύσωμεν την θαυμασίαν των υψηλών +ορέων χώραν! + +Εδώ προσφύονται τα δάση και ριζοβολούσιν επάνω εις τους αποκρήμνους +πετρίνους τοίχους των ανωφερών κλιτύων των ορέων. Αναβαίνει κανείς επάνω +εις εκτυφλωτικά χιονοπέδια και καταβαίνει πάλιν μέσα εις χλοερούς +λειμώνας, τους οποίους ποταμοί και ρύακες παφλάζοντες διασχίζουσιν +επειγόμενοι, ως να φοβώνται μήπως δεν φθάσωσι πολύ ταχέως εις την +θαλασσαν να εξαφανισθώσιν. Καυστικός ίσταται ο ήλιος επάνω από την +βαθείαν κοιλάδα, και την περιφλέγει, καθώς περιφλέγει και τας ογκώδεις +της χιόνος μάζας, αι οποίαι κατά μικρόν συντήκονται εις διαλάμποντας +πάγου όγκους· οι όγκοι κυλίονται εις χιονοστιβάδας και πυργούμενοι +μορφούνται εις Παγώνας. + +Δυο τοιούτοι παγώνες κείνται μέσα εις τας ευρείας των βράχων φάραγγας +κοντά εις την ορεινήν πολίχνην Γκρίντελβαλντ κάτω από τας κορυφάς +Σρέκχορν και Βέττερχορν. Αξιοθέατοι πολλούς πάντοθεν ελκύουσι ξένους και +δη κατά το θέρος. Έρχονται οι επισκέπται και επάνω από τα χιονοσκεπή +όρη, ανέρχονται και από τας βαθείας κοιλάδας· αλλά τότε πρέπει να +αναβαίνουν πολλάς ώρας· και ενώ αναβαίνουν, βυθίζεται πάλιν η κοιλάς +βαθύτερον και βλέπουν κάτω μέσα εις αυτήν, σαν να έβλεπον από +αερόστατον. Υπεράνω των κρέμανται συχνά τα νέφη ως πυκνοί βαρείς πέπλοι +γύρω εις τας οξείας των ορέων κορυφάς, ενώ κάτω μέσα εις την κοιλάδα, +όπου είναι σκορπισμένα τα πολλά καστανά ξύλινα σπιτάκια, λάμπει ακόμη +μία ακτίς του ηλίου και προβάλλει την μορφήν της τοποθεσία μέσα από +ακτινοβολούν πράσινον, σαν να είναι διαφανές. Εδώ κάτω βομβεί και +παταγεί και παφλάζει το ύδωρ· εκεί επάνω ηρέμα κελαρύζει και ηχεί +κατερχόμενον εκ των βράχων εις αργυράς ταινίας. + +Και εις τας δυο πλευράς του δρόμου, ο οποίος πηγαίνει προς τον ανήφορον +του βουνού εις το Γκρίντελβαλντ, είναι σπιτάκια φιασμένα από κορμούς +δένδρων. Το κάθε σπίτι είναι απαραιτήτως εφωδιασμένον με κήπον· ο κήπος +είναι καλλιεργημένος με πατάτες· πολλοί λαιμοί είναι μέσα 'ς της +καλύβες, παιδιά είναι άφθονα να της καταβροχθίσουν. Από παντού +εμφανίζονται τα παιδιά και βρίθουν γύρω εις τους ταξειδιώτας είτε πεζοί +έρχονται αυτοί είτε με τας αμάξας· όλον αυτό το παιδομάνι ασκεί το +εμπόριόν του· και είτε βρέχει είτε ακτινοβολεί ο ήλιος, παρόντα είναι τα +παιδιά και προσφέρουν καθέν το είδος του, κομψά σκαλισμένα σπιτάκια, +όμοια με τα οικοδομημένα επάνω εις το βουνό. + +Προ είκοσι περίπου ετών, συχνά, αλλά κάπως μακρύτερα από τα άλλα παιδιά, +εστέκετο εκεί και μικρός παις· μετείχε και αυτός του παιδικού εμπορίου· +εις το πρόσωπόν του έδιδε πολύ σοβαρόν ύφος και εκράτει το κιβώτιόν του +με τα λεπτουργημένα εμπορεύματά του τόσον σφιγκτά με τα δυο του χέρια, +ώστε θα έλεγε κανείς, ότι ο μικρός εκουσίως του δεν θέλει να τα +αποχωρισθή· και ακριβώς αυτή η σοβαρά στάσις συνδιαζομένη με την +μικρότητά του προσέλκυε τα βλέμματα των ξένων. Και λοιπόν συχνά τον +εκάλουν οι ταξειδιώται και ο μικρός είχε την μεγαλυτέραν κατανάλωσιν +χωρίς να γνωρίζη και αυτός διατί. Μίαν ώραν μακράν από εδώ, υψηλότερα +επάνω εις το βουνό έμενεν ο πάππος του· αυτός του ελεπτούργει τα κομψά +σπιτάκια του και εκεί εις το δωμάτιον του γέρου ήτο ένα μεγαλύτερο +ντουλάπι γεμάτο με τέτοιου είδους λεπτουργημένα αντικείμενα· +καρυοθραύσται, μαχαίρια, κουτάλια, κουτιά, που είχαν μέσα φυλλώματα με +αιγάγρους πηδώσας, άφθονα-άφθονα ήσαν εκεί μέσα· δηλαδή περιεχόμενον, +που ήτο ίσα-ίσα η χαρά των παιδικών οφθαλμών. + +Αλλά ο Ρούντυ — έτσι ωνομάζετο το αγόρι — με μεγαλυτέραν όρεξιν και με +'μάτι πλήρες πόθου έβλεπε την παλαιάν καραμπίνα, που ήτο κρεμασμένη κάτω +από τας δοκούς της στέγης, και του την είχε υποσχεθή ο παππούς· θα την +έπαιρνε αργότερα· πρώτα όμως έπρεπε να μεγαλώση και να γίνη δυνατός, διά +να ημπορή να την μεταχειρίζεται. + +Ας ήτο μικρός ο Ρούντυ, είχεν έργον να βόσκη της κατσίκες· και ήτο καλός +φύλαξ, αφού ήξευρε να αναρριχάται μαζί των, όπως και αυταί. Μάλιστα +εσκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο κάπως υψηλότερα· του ήρεσε να αρπάζη της +φωλιές των πουλιών επάνω από τα υψηλά δένδρα· ήτο ριψοκίνδυνος και +τολμηρός, αλλά όσο για να γελά, τον έβλεπε κανείς μόνον, οσάκις εστέκετο +κοντά εις την όχθην του παφλάζοντος καταρράκτου ή όταν ήκουε το +κατρακύλισμα χιονοστιβάδος. Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε +μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να +πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις +το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να +αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του +και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους +ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο +γενέθλιος του παππού τόπος. Οι άνθρωποι εις το Μάιρινγκεν, έλεγεν ο +παππούς δεν ήσαν αυτόχθονες, ήσαν μετανάσται· ήλθαν υψηλά από τον +βορράν, όπου έμενον οι πρόγονοί των και ελέγοντο Σουηδοί. Ο Ρούντυ +εύρισκε αυτά κάπως πολύ ευχάριστα, να τα μανθάνη. + +Εμάνθανεν όμως ο Ρούντυ και με άλλην αξιόλογον συναναστροφήν· την είχε +μεταξύ των συγκατοίκων του και ανήκεν εις το βασίλειον των ζώων. Ήτο +δηλαδή ένα μεγάλο σκυλί, που ωνομάζετο Αγιόλας, και ήτο του πατρός του +Ρούντυ, και ένας γάτος· μάλιστα αυτός ο γάτος ήτο εν τιμή εις την ψυχήν +του Ρούντυ, γιατί τον είχε μάθει την α ν α ρ ρ ί χ η σ ι ν. + + — Έλα μοναχά μαζί μου έξω επάνω εις την στέγην!, του είχε πη η γάτα, +και μάλιστα με πολύ σαφή τρόπον και καταληπτόν· διότι όταν είναι κανείς +παιδί και δεν ηξεύρει ακόμη να ομιλή, όμως καταλαβαίνει πολύ καλά της +κότες και της πάπιες. Οι γάτες και οι σκύλοι μας ομιλούν τόσον +καταληπτά, όπως ο πατέρας μας και η μητέρα μας, αλλά πρέπει να είναι +κανείς πολύ μικρός· ακόμη και το μπαστούνι του παππού ημπορεί κάλλιστα +να χρεμετίζη και να γίνη ένα ολόκληρο άλογο με κεφάλι, πόδια και ουράν. +Εις μερικά παιδία παύει αυτή η συνεννόησις πολύ αργότερα από τα άλλα και +τότε λέγουν γι' αυτά οι άνθρωποι, ότι έμειναν πολύ 'πίσω, ότι μακρόν +χρόνον έμειναν παιδιά. Και τι δεν λέγει κανείς για όλα; + + — Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος, +που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για +κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το +φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε +με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτια 'ς +το κεφάλι και εύκαμπτα μέλη! Παρουσιάζεται κανένα βάραθρον; αρκεί να +πηδήσης και να κρατηθής στερεά· έτσι κάνω και εγώ!» Και λοιπόν έτσι +έκαμε και ο Ρούντυ· γι' αυτό κάθεται τόσον συχνά επάνω εις την κορυφήν +της στέγης κοντά με την γάταν· κάθεται μαζί της και εις την κορυφήν των +δένδρων και μάλιστα και υψηλά επάνω εις το χείλος του απορρώγος, όπου η +γάτα δεν τα εκατάφερνε εκεί ψηλά. «Επάνω υψηλότερα, έλεγον δένδρα και +θάμνοι. Βλέπεις, εμείς, πώς αναρριχώμεθα, πόσον υψηλά φθάνομεν, πώς +κρατούμεθα στερεά, ακόμη και εις την άκρη-άκρη του στενού χείλους του +βράχου!» + +Ο Ρούντυ έφθανεν επάνω εις την κορυφήν του βουνού, εκεί που ο ήλιος +πολλάς φοράς δεν είχεν ακόμη φθάσει, και εκεί ερρόφα το πρωινόν του +ποτόν, τον δροσερόν δυναμωτικόν αέρα του βουνού, το ποιόν, το οποίον +μόνον ο αγαθός Θεός, ηξεύρει να παρασκευάση, και οι άνθρωποι μόνον την +συνταγήν του ημπορούν να διαβάζουν, εις την οποίαν είναι γραμμένον: + +«Το δροσερόν άρωμα από τα βότανα του βουνού, από την αγριόμεντα και το +θυμάρι της κοιλάδος.» + +Ό,τι είναι βαρύ, το απορροφώσι τα κρεμάμενα νέφη και ο άνεμος το +συμπαρασύρει και το τρίβει επάνω εις τας κορυφάς των ελάτων- ο αιθήρ του +αρώματος γίνεται αεράκι ελαφρό και δροσερό, με διαρκώς αυξάνουσαν +δροσερότητα. + +Αυτό ήτο το πρωινόν ποτόν του Ρούντυ. + +Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του +και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες +από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν +προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον. + +«Εμείς και σεις! Εσείς και μεις.» + +Έφερον χαιρετισμούς από το σπίτι, από τον παππού, ως και από αυτές της +δυο κόττες, τα μόνα πουλιά του σπιτιού, που μόλα ταύτα ο Ρούντυ ουδέποτε +τα συναναστρέφετο. + +Αν και ήτο πολύ μικρός ο Ρούντυ, είχε ταξιδεύσει και μάλιστα όχι και +μικρό ταξίδι διά μικρόν παιδίον. Είχε γεννηθή πέρα εις το καντόνιον +Βαλαί, αλλά τον είχαν μεταφέρει επάνω από το βουνό εδώ, εις το μέρος που +διέμενε τώρα, εις το Γκρίντελβαλντ. Εσχάτως είχεν επισκεφή πεζός τον +γειτονικόν καταρράκτην Στάουμμπάχ, ο οποίος κυμαίνεται εις τον αέρα ως +αργυρούς πέπλος εμπρός από το χιονοσκεπές με εκτυφλωτικήν λευκότητα όρος +Γιούνγκφράου. Και επάνω εις τον γειτονικόν του Γκρίντελβαλντ παγώνα +ευρέθη· αυτό όμως είναι λυπηρά ιστορία· εκεί ηύρε η μητέρα του τον +θάνατον, εκεί έγινεν άφαντος η παιδική του Ρούντυ χαρά, το έλεγε ο +παππούς. «Όταν το παιδί δεν ήτο ακόμη ενός έτους περισσότερον &εγέλα +παρά έκλαιε»&, είχε γράψει η μητέρα του 'ς τον παππού. Αλλά από τον +καιρόν που είχε επικαθίσει μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος, του είχε +έλθει αλλοιώτικη αίσθησις. Ο παππούς σπανίως ωμίλει περί αυτού του +πράγματος, αλλά ήτο γνωστόν ήδη εις όλο το βουνόν. + +Ο πατήρ του Ρούντυ ήτο ταχυδρόμος· ο μεγάλος σκύλος, που έμενε εις το +δωμάτιον κοντά εις τον πάππον, ηκολούθει διαρκώς τον πατέρα του Ρούντυ +κατά την περιοδείαν, που έκαμε πέραν από το Σιμπλόν κάτω προς την λίμνην +της Γενεύης. Εις την κοιλάδα του Ροδανού εις το καντόνιον Βαλαί ακόμη +έμενον προς πατρός συγγενείς του Ρούντυ. Ο θείος του ήτο δεινός κυνηγός +αιγάγρων και πασίγνωστος οδηγός. Ο Ρούντυ ήτο μόνον ενός έτους, όταν +έχασε τον πατέρα του, και τότε η μητέρα του επεθύμησε να επιστρέψη με το +παιδί της εις την Ά ν ω Β έ ρ ν η ν, εις τους συγγενείς της· ο πατήρ +της έμενεν ολίγας ώρας μακράν του Γκρίντελβαλντ· ήτο ξυλοκόπος και +εκέρδιζε εδώ τόσα, με όσα ημπορούσε να ζη. Εξεκίνησε λοιπόν κατά τον +μήνα Ιούνιον η μητέρα με το παιδί και με συνοδείαν δυο κυνηγών και +ήρχετο προς το Γκρίντελβαλντ διά του Γκέμμι. Ήδη είχον διανύσει την +μεγαλυτέραν απόστασιν, είχον φθάσει διά των υψηλών του βουνού ράχεων εις +το χιονοπέδιον, και ήδη έβλεπον την γενέθλιον κοιλάδα με όλας τας εκ +κορμών δένδρων οικίας της, τας τόσον γνωστάς και οικείας, και τους +έμειναν ακόμη να διέλθωσι τον ένα μεγάλον παγώνα. Η χιών είχε πέσει +πρόστρατος και έκρυπτε μίαν χαράδραν, η οποία δεν έφθανε μεν βέβαια έως +κάτω τον βαθύν βυθόν, όπου επάφλαζε το ύδωρ, αλλ' όμως ήτο βαθυτέρα του +ύψους του ανθρώπου: Η νέα γυνή, η οποία εκρατούσε το παιδί της, +εγλύστρισε, εβυθίσθη και εξηφανίσθη. Καμμίαν φωνήν δεν ήκουσαν, κανένα +στεναγμόν! και μόνον αντελήφθησαν το κλαυθμήρισμα μικρού παιδιού! +Απέρασε περισσότερον της ώρας διάστημα, έως ότου οι δύο συνοδοί της +προμηθευθούν από τα πλησιέστατα σπιτάκια καραβόσχοινα και κοντάρια διά +να παράσχουν βοήθειαν το κατά δύναμιν και μετά πολλάς προσπαθείας έφεραν +έξω από την παγεράν φάραγγα δυο πτώματα, ως εφαίνετο. Μετεχειρίσθησαν +όλα τα μέσα· κατώρθωσαν το παιδίον, αλλ' όχι και την μητέρα να φέρωσιν +εις τας αισθήσεις της. Με αυτό λοιπόν το συμβάν απέκτησεν ο γέρων πάππος +εις το σπίτι του ένα ορφανόν, αυτό το αγόρι, που περισσότερον &γελούσε +παρά έκλαιγε& εφαίνετο όμως ότι του είχεν εξαφανισθή το γέλοιο· και αυτή +η αλλοίωσις συνετελέσθη βέβαια μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος μέσα +εις τον κρύον παράδοξον του Πάγου κόσμον, όπου αι ψυχαί των κολασμένων +είναι εγκαθειργμέναι μέχρι της δευτέρας παρουσίας, όπως πιστεύει ο +Ελβετός χωρικός. + +Παφλάζοντα ύδατα εις πάγον πεπηγμένα και συμπιεσθέντα εις πρασίνους +κρυσταλλίνους όγκους, κείται ο Παγών, μεγάλοι όγκοι πάγου ο είς κυλίσας +επί του άλλου. Κάτω εις το βάθος παφλάζει ορμητικός χείμαρρος τετηγμένης +χιόνος και πάγου εν διαλύσει καταρρεύσαντος. Βαθέα βάραθρα, μεγάλαι +φάραγγες εκτείνονται εκεί κάτω: είναι θαυμάσιον κρυστάλλινον ανάκτορον +και μέσα εις αυτό μένει &η Νεράιδα του Πάγου&, η Βασίλισσα του Παγώνος. + +Αυτή, η νεκρώνουσα, η συνθλίβουσα, είναι το μεν τέκνον του αέρος, το δε +η κραταιά του ποταμού κυρίαρχος: διά τούτο δύναται και εις την +υψηλοτέραν κορυφήν του όρους με ταχύτητα δορκάδος να μετεωρισθή, όπου +μόλις βαθμίδας διά τα βήματά των οι τολμηροί ορειβάται επί του πάγου +πρέπει να τάμωσιν και πλέει και τον ορμητικόν χείμαρον επί των λεπτών +φυλλωμάτων ελάτων και πηδά εκεί από του ενός βραχώδους όγκου εις τον +άλλον περιβαλλομένη ως διά πτερύγων από την λευκήν χιονώδη κόμην της και +την κυανοπρασίνην εσθήτα της, ήτις λάμπει όπως το ύδωρ μέσα εις τας +βαθείας της Ελβετίας λίμνας. + +«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μου!» έλεγε «Ένα +ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα +νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις +το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους +άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν +μου!» + +Έδωσε παραγγελίαν εις τον Ίλιγγον να εργασθή δι' αυτήν, επειδή ήτο πολύ +πνιγηρόν διά την Νεράιδα του Πάγου κατά το θέρος, επάνω εις την χλόην, +όπου βλαστάνει η μέντα. Ο Ίλιγγος ανεβοκαταβαίνει· σηκώνεται ένας, +σηκώνονται τρεις! Ο Ίλιγγος έχει πολλούς αδελφούς, ένα κοπάδι· η Νεράιδα +του Πάγου εκλέγει τον δυνατότερον από τους πολλούς, οι οποίοι διάγουν +τον βίον των και μέσα και έξω. Κάθονται δηλαδή επάνω 'ς τα κάγκελα και +'ς της σκάλαις των πύργων και τρέχουν γραμμή πέρα-πέρα το χείλος των +βράχων, πηδούν έξω επάνω από κάγκελα και μονοπάτια και διαβαίνουν ελαφρά +τον αέρα, όπως ο κολυμβητής το ύδωρ και γοητεύοντες δελεάζουν το θύμα +των έξω και κάτω εις την άβυσσον. &Ο Ίλιγγος και η Νεράιδα τον Πάγου& +συναρπάζουν και οι δυο τους ανθρώπους, όπως ο πολύπους συναρπάζει παν +ό,τι τον προσεγγίση! Ο Ίλιγγος έλαβεν εντολήν να πιάση τον Ρούντυ. + +«Μάλιστα! να τον πιάσω αυτόν!» είπεν ο Ίλιγγος, «αυτό δεν το μπορώ! το +θηρίο η γάτα τον έχει διδάξει την τέχνην της. Αυτό το γέννημα ανθρώπου +έχει δύναμιν ιδιάζουσαν, αλλόκοτον, που με απωθεί· δεν μπορώ να το φθάσω +αυτό το παιδί, όταν κρεμιέται επάνω εις τους κλάδους, εκεί έξω επάνω +από την άβυσσον. Και όμως με πόσην ευχαρίστησιν του γαργαλίζω τα πέλματά +του, ή τον σπρώχνω κατακέφαλα έξω εις τον αέρα! Αλλά δεν 'μπορώ να το +καταφέρω! + + — Θα το καταφέρωμεν πλέον! έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Συ ή εγώ! Εγώ, +εγώ!» + + — Όχι, όχι! ηκούετο ένας ήχος γύρω της, ήχος που έμοιαζε σαν Ηχώ επάνω +εις τα βουνά από ήχους των κωδώνων των εκκλησιών. + +Αλλ' ήτο άσμα, ήτο ομιλία, ήτο συμφωνία, την οποίαν έψαλλε Χορός άλλων +Πνευμάτων της Φύσεως, Πνευμάτων αγαθών, Πνευμάτων που είναι γεμάτα +αγάπην. Ήσαν αι κόραι των Ακτίνων του Ηλίου, αι οποίαι κάθε εσπέραν +λημεριάζουν σαν στεφάνη γύρω γύρω εις την κορυφήν του βουνού. Εκεί +εκτείνουν τας ροδοχρόους πτέρυγάς των, γίνονται φλογερώτεραι επί μάλλον +και μάλλον κατά την δύσιν του ηλίου και ροδίζουν τας υψηλάς Άλπεις! οι +άνθρωποι το λέγουν αυτό ρ ό δ ι σ μ α τ ω ν Ά λ π ε ω ν. + +Κατόπιν, όταν ο ήλιος βασιλεύση, αποσύρονται εις την κορυφήν του όρους +μέσα εις την λευκήν χιόνα και κοιμώνται εκεί ελαφρά, μέχρις ότου +ανατείλη πάλιν ο ήλιος, και τότε πάλιν εμφανίζονται εκ νέου. Αυταί +αγαπώσιν ιδίως τα άνθη, της πεταλούδες και τους ανθρώπους και μεταξύ των +ανθρώπων ιδιαιτέρως ηγάπων τον εκλεκτόν των Ρούντυ. + + — Δεν τον αρπάζετε, δεν τον πιάνετε!, έλεγον. + + — Δυνατώτερα και ισχυρότερα τον έπιασα εγώ!, έλεγε η Νεράιδα του Πάγου. + +Τότε ετραγουδούσαν αι Κόραι του Ηλίου το άσμα του οδοιπόρου που η θύελλα +του συμπαρέσυρε το επανωφόρι του μακρυά. — Ο άνεμος επήρε το περίβλημα, +αλλ' όχι και τον άνθρωπον. «Ημπορεί να τον πιάσετε, αλλά όχι και να τον +κρατήσετε στερεά, Σεις Παιδιά της Δυνάμεως. Είναι ισχυρότερος, είναι +πνευματωδέστερος από εμάς! Ανεβαίνει υψηλότερα, όπως ο Ήλιος, ο πατέρας +μας, έχει τα μάγια και τα λόγια των, δένει τον άνεμο και το νερό, ώστε +τον υπακούουν και τον υπηρετούν. Σεις λύνετε το βαρύ, το καταπιέζον +βάρος και αυτός σηκώνεται υψηλότερα. + +Ωραία ηχούσε ο χορός ως ηχούσα κωδωνοκρουσία! + +Κάθε πρωί εισεχώρουν αι Ακτίνες του Ηλίου μέσα από το έν και μόνον +μικρόν παράθυρον της οικίας του παππού και εφώτιζαν το σιωπηλόν παιδίον. +Αι Κόραι του Ηλίου το εφιλούσαν, ήθελαν να διαλύσουν το πάγωμα του +παγωμένου φιλιού, να το λυώσουν, να το συμπαρασύρουν μακράν, εκείνο το +φίλημα, που &η Βασίλισα του Παγώνος, η Νεράιδα τον Πάγου& του έδωκε, +όταν ήτανε πλαγιασμένο εις το στήθος της νεκράς μητέρας του μέσα εις την +βαθείαν του πάγου φάραγγα και από εκεί ως εκ θαύματος εσώθη. + + + +2. ΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑΝ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ + + + +Ο Ρούντυ ήτο ήδη οκτώ ετών. Ο θείος του διαμένων πέραν του όρους, εις +την κοιλάδα του Ροδανού ήθελε να παραλάβη το παιδίον πλησίον του διά να +το διδάξη κάτι, διά να προκόψη καλύτερα. Αυτό το παρετήρησε και ο +παππούς και του τον άφησε να τον αναθρέψη. + +Ο Ρούντυ απεχαιρέτησε· εκτός του παππού όμως ήσαν και άλλοι εκεί, που +έπρεπε να τους αφήση υγείαν, και πρώτα πρώτα ο Αγιόλας, ο γηραιός +σκύλος. + +«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο +Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και +γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου +να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή +επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον. Θα σου +διηγηθώ μίαν ιστορίαν, που την περιετριγύριζα μακρόν χρόνον μαζί μου και +που την ανεμάσσησα πολύν χρόνον· δεν την καταλαβαίνω όμως και δεν θα την +καταλάβης και συ, αλλά αδιάφορον: όμως αντελήφθην τουλάχιστον τόσον, ότι +δηλαδή εις τον κόσμον δεν έχει γίνει ορθή διανομή ούτε για τους σκύλους +ούτε για τους ανθρώπους. Δεν είναι όλα φιασμένα να τα κρατάη κανείς 'ς +το στήθος και να βυζαίνουν γάλα· εγώ δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιο +πράγμα. Μόλα ταύτα είδα εγώ ένα σκυλάκι να έρχεται αμαξάδα μαζί μέσα εις +την ταχυδρομικήν άμαξαν και να του φέρωνται σαν να ήτανε άνθρωπος. Η +κυρία, η οποία ήτο κυρία του ή της οποίας αυτό ήτανε η κυρία, έφερνε +μαζί της ένα ρωγοβύζι με γάλα, και από αυτό εποτιζότανε το σκυλάκι· του +έδινε και ζαχαρωτά, αλλά αυτό, το πολύ-πολύ, τα εμύριζε και τα έγλυφε, +δεν ημπορούσε ούτε μια φορά να τα φάγη και έτσι τα έτρωγε η ίδια. Εγώ +έτρεχα μέσα 'ς τη λάσπη, κοντά 'ς την άμαξα, πεινασμένος, ακριβώς έτσι, +όπως πρέπει να είναι το σκυλί. Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν +ήτο καθόλου εν τάξει — αλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί +εσένα να σε κρατάνε 'ς το στήθος και να πηγαίνης μέσα 'ς την άμαξα. +Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το +ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα.» + +Αυτοί ήσαν οι λόγοι του Αγιόλα, και ο Ρούντυ τον αγκάλιασε και τον +εφίλησε με την καρδιά του 'ς το υγρό του μουσούδι· έπειτα επήρε την γάτα +'ς τα χέρια, αλλά αυτή εκαμπούριαζε τη ράχη της και εξανίστατο. + +«Μου είσαι πολύ δυνατός και δεν θέλω να μεταχειρισθώ τα νύχια μου +εναντίον σου! Σκαρφάλωσε τουλάχιστον επάνω 'ς το βουνό, σου εδίδαξα να +σκαρφαλώνης! Μόνον να μη φαντασθής, ότι μπορείς να πέσης, γιατί τότε +έμεινες και κρεμασμένος!» + +Με αυτά τα λόγια επήδησε πέρα η γάτα, επειδή δεν ήθελε να παρατηρήση ο +Τούντυ, ότι η λύπη εζωγραφίζετο 'ς τα μάτια της! + +Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει +την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε +σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για +αρπακτικό πουλί. + + — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα. + + — Έχει πάντοτε τέτοια βιασίλα!, είπεν η άλλη. «Τον χωρίζομαι όχι με +χαρά.» και με αυτά τα λόγια έτρεξαν και αι δύο πέρα. Εχαιρέτησε και της +κατσικούλες του και αυταί εμηκώντο και ήθελαν να τον ακολουθήσουν «μμε ε +ε, μμε ε ε»· ήτο πολύ λυπηρόν! + +Δύο ικανοί οδηγοί της χώρας, οι οποίοι θα επερνούσαν το βουνό προς την +άλλην πλευράν του Γκέμμι, επήραν μαζί των τον Ρούντυ και αυτός τους +ηκολούθησε πεζός. Ήτο κομμάτι στρυφνή η πορεία για ένα τέτοιο δα +παιδάκι, αλλά είχε καλάς δυνάμεις και δεν έχανε το θάρρος του. + +Αι χελιδόνες επέταξαν μαζί του ολίγον διάστημα. + +«Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις» εκελαϊδούσαν. + +Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών +χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ. +Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι. +Όταν έφθασαν πέραν εις το δάσος, το κατάφυτον με κλήθρα, ήρχισαν να +ανεβαίνουν το όρος εις εκείνο το μέρος του, όπου ο Παγών χωρίζεται από +το τοίχωμα του βουνού και ήρχισαν τώρα να πατώσιν επάνω εις +κρυσταλλωμένους όγκους πάγου μέχρις ότου περί τοιούτους βαδίζοντες +εβγήκαν επάνω εις τον Παγώνα. Ο Ρούντυ ηναγκάζετο άλλοτε να αναρριχάται +και άλλοτε να βαδίζη· τα μάτια του ακτινοβολούσαν από μεγάλην χαράν και +εβάδιζε τόσον στερεά με τα οδοιπορικά του βουνού υποδήματά του τα +επιστρωμένα με σίδερα, 'σάν να έπρεπε σε κάθε βήμα του να αφήση ένα +σημάδι. + +Η μαύρη γη, που ο χείμαρρος του βουνού είχεν αποθέσει επάνω εις τον +Παγώνα, του έδιδεν όψιν συμπεφυρμένην· εν τοσούτω διεφαίνετο ο +κιτρινοπράσινος υαλώδης κρυσταλλωμένος πάγος. Έπρεπε να διέλθουν τας +μικράς λίμνας, αι οποίαι είχον σχηματισθή από τους όγκους του πάγου, οι +οποίοι ως πρόχωμα τας περικλείουν· και με τοιαύτην πορείαν έφθασαν +πλησίον μεγάλου βράχου, ο οποίος έκειτο ταλαντευόμενος μέσα εις τον +πάγον, επάνω εις το χείλος ρωγμής· ο βράχος έχασε την ισορροπίαν του, +εκυλίσθη κάτω και έκαμε την Ηχώ να αντηχήση επάνω από τας βαθείας, +σπηλαιώδεις του Παγώνος φάραγγας. + +Η πορεία εγίνετο επί μάλλον και μάλλον ανωφερής. Aυτός ο Παγών +εξετείνετο ανωφερής και εφαίνετο ως ποταμός από αγρίως πυργωμένας μάζας +πάγου, συνεσφιγμένας μέσα ως αποκρήμνους βράχους. Ο Ρούντυ εσκέφθη μίαν +στιγμήν εκείνο που του διηγήθησαν, ότι ήτο πεσμένος με την μητέρα του +κάτω βαθιά, μέσα εις μίαν ψύχος αποπνέουσαν φάραγγα· αλλ' αυταί αι +σκέψεις ήσαν φευγαλέαι και του εφάνη και αυτή η διήγησις, όπως όλαι αι +τόσαι άλλαι ιστορίαι, που είχεν ακούσει να του διηγούνται. Πότε-πότε, +όταν οι οδηγοί ενόμιζαν, ότι η οδός γίνεται πολύ δύσκολος διά το παιδί, +του άπλωναν το χέρι των, αλλά αυτό δεν ησθάνετο κόπωσιν και εστέκετο +επάνω εις τον ολισθηρόν πάγον σαν αίγαγρος. + +Επατούσαν τώρα αυτούς τους βράχους του βουνού και εβάδιζαν άλλοτε επάνω +εις φαλακράς πέτρας και άλλοτε μέσα εις τα έλατα και πάλιν έξω από αυτά +εις τους χλοερούς λειμώνας, πάντοτε διά νέων τοπείων διαρκώς +εναλλασσομένων. Γύρω των υψούντο τα χιονώδη όρη, των οποίων τα ονόματα +Γιουνγκφράου, Μενχ, Άιγκερ ήσαν γνωστά 'στο κάθε παιδί και δη και εις +τον Ρούντυ. Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ +ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος. +Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα +οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν +τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της +θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς. Ο +καθένας των είναι κρυστάλλινον παλάτι διά την Νεράιδα του Πάγου, της +οποίας δύναμις και θέλησις είναι να πιάνη, να νεκρώνη. O ήλιος +ακτινοβολούσε θερμά, η χιών ετύφλωνε λευκή και σαν με διαμάντια +σπαρμένη, που ήστραπτον και ετόξευον κυανολεύκους μαρμαρυγάς. +Απειράριθμα έντομα, ιδίως πεταλούδες και μέλισσαι έκειντο σωρηδόν νεκρά +επάνω εις την έκτασιν της χιόνος· είχον τολμήσει τόσον υψηλά, ή ο άνεμος +τα έφερε τόσον υψηλά, μέχρις ότου εξέπνευσαν εις το ψύχος. Περί το +Βέττερχορν εκρέματο απειλητικόν σύννεφον, σαν λεπτή κατάμαυρη τουλούπα +μαλλιού· κατέβαινε βυθιζόμενον χαμηλά και ήτο γεμάτο σφρίγος από εκείνο +που μέσα του έκρυπτε: έκρυπτε Λίβαν βίαιον, εάν εξέσπαγε. Η εντύπωσις +όλης αυτής της οδοιπορίας, το νυκτερινόν εδώ επάνω κατάλυμα η εν καιρώ +νυκτός πορεία, αι φάραγγες μέσα εις τους βράχους όπου το νερό πριονίζει +τους πετρίνους όγκους εις χρονικόν διάστημα, του οποίου η μέτρησις +εκπλήσσει την διάνοιαν, εχαράχθησαν αλησμόνητα μέσα εις τον νουν του +Ρούντυ. + +Εγκαταλελειμμένον πέτρινον οικοδόμημα πέραν του χιονώδους πελάγους +παρέσχε προστασίαν να διανυκτερεύσουν· εδώ ηύραν ξυλάνθρακας και +κλωνάρια ελάτης. Αμέσως άναψαν φωτιά, ετοίμασαν τα στρώματα, όσον τους +ήτο δυνατόν καλύτερα. Οι άνδρες εκάθησαν γύρω 'στη φωτιά, ερροφούσαν τον +καπνόν των και έπιναν το θερμόν αρωματικόν ποτόν των, το οποίον μόνοι +των παρεσκεύασαν· και ο Ρούντυ είχε το μερτικό του από το ζεστό και +ήρχισαν να διηγώνται διά τα μυστηριώδη Πνεύματα της χώρας των Άλπεων, +διά τα παράδοξα γιγαντώδη φίδια μέσα εις τας βαθείας λίμνας, διά την +νυκτερινήν λεγεώνα των δαιμονίων, που έφεραν τους κοιμωμένους διά του +αέρος εις την αλλόκοτον πόλιν Βενετίαν η οποία κολυμβά· διηγήθησαν και +για τον άγριον Βοσκόν, που βόσκει τα μαύρα πρόβατά του επάνω εις τα +λειβάδια· αν και δεν τον βλέπει κανείς, ακούει όμως το κουδούνισμα, που +κάνουν τα κουδουνάκια τους, και τα απαίσια βελάσματα, που κάνει το +κοπάδι, κακό προμήνυμα. Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν, +αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που +άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα· +ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες, +εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν +εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή. + +Εσηκώθη Λίβας, εκείνος ο ισχυρός θυελλώδης άνεμος, που ρίχνεται από τα +βουνά κάτω μέσ' στην κοιλάδα, και με την δύναμίν του τσακίζει τα δένδρα +'σάν να ήσαν ελαφρά καλάμια, και καταρρίπτει από την μίαν όχθην του +ποταμού πέραν εις την άλλην τα σπίτια με τας δοκούς, όπως εμείς +μεταθέτομεν της φιγούρες του ζατρικίου από την μια μεριά εις την άλλην. + +Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι +ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη, +όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα. + +Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον +Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια. Εισήλθον εις το +καντόνιον Βαλαί εις τα νώτα του βουνού τα αντίθετα εκείνων, που βλέπει +κανείς από το Γκρίντελβαλντ, αλλά μακράν ακόμη από την νέαν κατοικίαν. +Άλλαι φάραγγες επαρουσιάζοντο, άλλοι βοσκοί, άλλα δάση, άλλα μονοπάτια, +ως και αλλοιώτικα σπίτια και αλλοιώτικοι άνθρωποι, Αλλά τι είδους +άνθρωποι! Ήσαν κακόμορφα, απαίσια, παχέα λευκοκίτρινα πρόσωπα, με βαρείς +λαιμούς· δυσειδείς όγκοι κρέατος σαν σάκκοι κρεμασμένοι· ήσαν ηλίθιοι, +εσύροντο προς τα εμπρός καχεκτικοί, και εκύτταζαν τους ξένους με +ηλιθίους οφθαλμούς. Αι γυναίκες ιδίως εφαίνοντο αποτρόπαιοι. Αυτοί ήσαν +οι άνθρωποι εις την νέαν κατοικίαν; + + + +Ο ΘΕΙΟΣ + + + +Εις το σπίτι του θείου, όπου έζη ο Ρούντυ, εφαίνοντο, δόξα τω Θεώ, οι +άνθρωποι, όπως ήτο συνηθισμένος να τους βλέπη. Εδώ ήτο ένας μόνον +ηλίθιος· ένας πτωχός, ανεπαρκούς διανοίας νέος, από αυτά τα αξιοθρήνητα +πλάσματα, τα οποία εις το καντόνιον Βαλαί ζουν διαρκώς εν εγκαταλείψει, +από οικίας εις οικίαν, και μένουν εις κάθε οικογένειαν κάνα δυο μήνας. Ο +καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ. + +Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του +ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και +μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι. + +Εδώ όλα ήσαν διά τον Ρούντυ νέα· ενδυμασία, ήθη και έθιμα και αυτή η +γλώσσα· εν τούτοις το αυτί του παιδιού γρήγορα θα εμάνθανε να την εννοή. +Εδώ εφαίνετο ευμάρεια σχετικώς με την προτέραν του παππού κατοικίαν. Το +δωμάτιον ήτο μεγαλύτερον, οι τοίχοι ήστραπτον από τα εκ του κυνηγίου +αναθήματα εκ των αιγάγρων και στιλβωμένα έλαμπον τα κυνηγετικά όπλα· +επάνω από την πόρτα εκρέμετο εικόνισμα της Θεομήτορος· δροσερά +τριαντάφυλλα των Άλπεων και αναμμένο κανδήλι ήσαν εμπρός της. + +Ο θείος, καθώς είπομεν, ήτo ο δεινότερος κυνηγός αιγάγρων όλης της χώρας +και ήτο και άριστος οδηγός. Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το +χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα +γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το +κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα +χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με +τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις. Ο Ρούντυ +εχάιδευσε τον σκύλον, αλλά αυτός δεν έκαμε πλέον σχέσεις με τους ξένους +και ξένος ήτο ο Ρούντυ ακόμη· δεν έμεινεν όμως μακρόν χρόνον ξένος· +έπιασε γρήγορα ρίζες και 'στο σπίτι και 'στην καρδιά, + +«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος· +«και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια· +εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν +διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι +καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη +γύρω-γύρω κοιλάδα μας. Πάντοτε παρουσιάζεται κάτι καλύτερο, όταν το +μεταχειρισμένο πέφτη!» έλεγεν ο θείος· και όταν ο θείος ήτο διαχυτικός +εις ανακοινώσεις, διηγείτο διά τα χρόνια της νεότητός του και πέραν +επάνω έως τα πολύ ακμαία χρόνια του πατέρα του, όταν το Βαλαί καθώς +αυτός εξεφράζετο — ήτο ακόμη σάκκος κλεισμένος γεμάτος από πολλούς +ασθενείς, αξιοθρηνήτους ηλιθίους. «Αλλά οι Γάλλοι στρατιώται ήλθαν μέσα +στον τόπον μας, ήτανε σωστοί γιατροί· εκτύπησαν την αρρώστια και την +εξεπάστρεψαν και εκτύπησαν και τους ανθρώπους και τους επάστρεψαν και +αυτούς· το κτύπημα το ήξευραν οι Γάλλοι να το κτυπούν πολεμώντες κατά +διαφόρους τρόπους· και τα κορίτσα, το καταλάβαιναν και αυτά επίσης». Εδώ +έλεγε αυτά ο θείος, έκανε το μάτι 'στην γυναίκα του, η οποία ήτο +γαλλικής καταγωγής και εγέλασε. Οι Γάλλοι εκτύπησαν γερά και της +πέτρες. Εκτύπησαν τους βράχους και έκοψαν τον δρόμον του Σιμπλόν, ένα +δρόμον, που αν εγώ 'πώ εις ένα παιδί τριών χρόνων: + + — Πήγαινε κάτω 'στην Ιταλία, κράτησε μόνον γραμμή το δρόμο! το παιδί θα +φθάση χωρίς να λαθέψη εις την Ιταλίαν, αρκεί να κρατηθή γραμμή επάνω εις +τον δρόμο! Ύστερα ετραγουδούσε ο θείος ένα γαλλικόν άσμα και εφώναζε: +Ουρρά! και «Ζήτω Ναπολέων ο Βοναπάρτης!» + +Εδώ ήκουσεν ο Ρούντυ διά πρώτην φοράν να διηγούνται περί Γαλλίας, περί +της Λυών, της μεγάλης πόλεως επί του Ροδαινού: είχε πάει εκεί ο θείος. + +Δεν επέρασαν πολλά χρόνια και ο Ρούντυ έγινεν ευσταλής αιγάγρων κυνηγός· +ή τ α ν ε α π ό α υ τ ό τ ο π α ν ί, έλεγεν ο θείος· και αυτός τον +εδίδαξε να κρατή το όπλον και του έμαθε σημάδι και σκοποβολή· τον +έπαιρνε μαζί του εις το βουνό, όταν ήτο καιρός του κυνηγίου και τον +συνεβούλευσε να πιη ζεστό αίμα αιγάγρου, γιατί αφαιρεί από τον κυνηγόν +τον ίλιγγον· τον έμαθε ακόμη να διακρίνη τον καιρόν, οσάκις επάνω εις τα +διάφορα βουνά τυχαίνει να κυλίωνται αι χιονοστιβάδες, το μεσημέρι ή το +βράδυ, αναλόγως των περιστάσεων βέβαια, που αι ακτίνες, του ηλίου +επιδρώσιν εις αυτάς. Τον εδίδαξε να εντείνη την προσοχήν του εις τας +αιγάγρους και το πήδημά των, ώστε εις το πήδημα να ημπορή να στέκεται +στα πόδια του και αυτός και να στερεώνεται· και αν μέσα εις της +σχισμάδες των βράχων δεν είναι καθόλου στήριγμα διά τα πόδια, τότε +πρέπει ο άνθρωπος να γαντζώνη με τους αγκώνας, με τους μηρούς και με τας +κνήμας, και ακόμη και με τον τράχηλον να σφικτοδαγκώση, όταν το απαιτήση +η περίστασις. Αι αίγαγροι είναι πονηροί, τοποθετούν προφυλακάς· αλλά ο +κυνηγός πρέπει να είναι συνετώτερος, να τας απομακρύνη από τα ίχνη του, +ώστε να μη τον παίρνουν αυταί μυρωδιά, και να τας αποπλανήση. + +Μίαν ημέραν ο Ρούντυ ήτο εις το κυνήγιον με τον θείον· εκρέμασε ο θείος +το ένδυμά του και το καπέλλο του επάνω στο ορεινό ραβδί του και εξέλαβον +αι αίγαγροι το ραβδί για άνθρωπον. + +Το μονοπάτι των βράχων ήτο στενόν, μάλιστα σχεδόν δεν υπήρχε μονοπάτι, +αλλά στενότατον πεζούλι κατά μήκος της χαινούσης αβύσσου. Η χιών, που +εξετείνετο εδώ, ήτο μισολυωμένη, το πέτρωμα εθρύπτετο, άμα το επατούσε +κανείς, γι' αυτό ο θείος εξηπλώθη χάμω και εσύρετο σκαρφαλωτά προς τα +επάνω. Κάθε κομματάκι, που απεσπάτο από τον βράχον, έπιπτε και +ανεπάλλετο, επήδα και εκυλίετο από τον ένα βράχον εις τον άλλον μέχρις +ότου έφθανε εις το βάθος και εκεί ησύχαζε. Ο Ρούντυ εστέκετο εκατόν +περίπου βήματα όπισθεν του θείου, επάνω εις στερεάν κορυφήν προεξέχοντος +βράχου. Από εδώ παρετήρησε μέγαν γυπαετόν, ο οποίος έκαμε κύκλους εις +τον αέρα και έμεινε μετέωρος επάνω από τον θείον- ήθελε πετώντας να τον +κτυπήση με τας πτέρυγάς του και να τον ρίψη μέσα εις την άβυσσον, για να +τον κάμη λείαν του. Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία +με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο +Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον +τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον. Τότε ανεπήδησεν +αιφνιδίως η αίγαγρος, ο θείος επυροβόλησε και επέτυχε το ζώον η +θανατηφόρος σφαίρα, αλλά το μικρόν επήδησε πέρα, 'σάν να ήτο μακρά ζωή +ησκημένη εις την φυγήν και τον κίνδυνον. Το μέγα πτηνόν επτοήθη από τον +κρότον του πυροβολισμού και ετράπη άλλην διεύθυνσιν· ο θείος δεν ήξευρε +τίποτε περί του κινδύνου, μέσα εις τον οποίον εκρεμάσθη· κατόπιν το +έμαθε από τον Ρούντυ. + +Ενώ επέστρεφον εις το σπίτι των ευθυμότατοι και ο θείος εσφύριζεν ένα +άσμα των χρόνων της νεότητάς του, άκουσαν αιφνιδίως ήχον χαρακτηριστικόν +να έρχεται από εκεί κοντά των· εκύτταξαν γύρω των και εκεί υψηλά επάνω +εις την κλιτύν των βράχων υψώθη το χιονώδες επικάλυμμα και εκινήθη +κυματοειδώς 'σάν ένα τμήμα απλωμένου λιναριού, όταν ο άνεμος πνέων +φέρεται εις αυτό. Τα χιονώδη κύματα έσκασαν και διελύθησαν, αυτά τα +πρότερον ολισθηρά και ως πλάκες μαρμάρου στερεά, εις ορμητικά ύδατα, τα +οποία αφρισμένα εβρόντουν ως υπόκωφοι κεραυνοί· ήτο χιονοστιβάς, η οποία +κατεκρημνίζετο όχι επάνω εις τον Ρούντυ και τον θείον, αλλά πλησίον των, +πολύ πλησίον των. + + — Κρατήσου στερεά Ρούντυ! εφώναξε ο θείος· «στερεά με όλην την δύναμίν +σου!» + +Και ο Ρούντυ αγκάλιασε και εγάντζωσε τον κορμόν του πλησιεστάτου +δένδρου· ο θείος εσκαρφάλωσε επάνω εις το δένδρον και εκρατήθη εκεί +στερεά, ενώ η χιονοστιβάς εκυλίσθη πολλούς πόδας μακράν από αυτούς· αλλά +η Ατμοσφαιρική Πίεσις, η φτερούγα της θυελλωδώς κατρακυλιομένης +Χιονοστιβάδος συνέτριψε γύρω δένδρα και θάμνους, 'σάν να ήσαν ξηρά +καλάμια και τα έρριψε γύρω γύρω μακράν. Ο Ρούντυ ήτο εκεί χάμω εις το +έδαφος μαζωμένος και συγκαθισμένος· ο κορμός του δένδρου, επί του οποίου +εκρατείτο σφικτά, αποσπαθείς σαν να εκόπη με πριόνι, εξεσφενδονίσθη +μακράν· και εκεί ανάμεσα εις τους σπασμένους κλάδους έκειτο εκτάδην ο +θείος με συντριμμένην την κεφαλήν· τα χέρια του ήσαν ακόμη ζεστά, αλλά το +πρόσωπόν του δεν ανεγνωρίζετο πλέον. Ο Ρούντυ εστέκετο εκεί ωχρός και +τρέμων. Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν +ησθάνθη. + +Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το +οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και +μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος +εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην +ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ. + + — Γράψε μου ένα γράμμα! Ο Σάπερλι δεν 'ξέρει να γράφη! Ο Σάπερλι μπορεί +να πάη το γράμμα 'στο ταχυδρομείον! + + — Γράμμα εκ μέρους σου, είπεν ο Ρούντυ· «και προς ποίον;» + + — Προς τον κύριον Χριστόν! + + — Προς ποίον, λέγεις; + +Και ο βλάκας, όπως έλεγαν τον ηλίθιον, εκύτταζε με συγκινητικόν βλέμμα +τον Ρούντυ, συνέδεσε τα χέρια του και είπεν επισήμως και ευλαβώς: +«Ιησούν Χριστόν! Ο Σάπερλι θέλει να του στείλη γράμμα, να τον +παρακαλέση, ότι ο Σάπερλι πρέπει να πεθάνη και όχι ο κύριος του σπιτιού +εδώ!» + +Ο Ρούντυ του έσφιξε το χέρι και του είπε· «Η επιστολή δεν πηγαίνει +εκεί! Δεν μας τον δίνει πίσω!» + +Δεν ήτο εύκολον να τον διαφωτίση ο Ρούντυ περί του αδυνάτου. + + — Τώρα είσαι το στήριγμα του σπιτιού», του είπε η θεία και ψυχομητέρα +του και ο Ρούντυ πράγματι έγινε. + + + +Η ΜΠΑΜΠΕΤΤΑ + + + +Ποιος είναι ο εξοχώτερος σκοπευτής εις το καντόνιον Βαλαί; Αυτό το +ήξευραν πλέον αι αίγαγροι: «Φυλάξου από τον Ρούντυ!» ημπορούσαν να +'πούν. + +Ποιός είναι ο κομψότερος σκοπευτής; + + — Είναι ο Ρούντυ! έλεγαν τα κορίτσα, αλλά δεν έλεγαν: «Φυλάξου από τον +Ρούντυ!» + +Αυτό δεν το έλεγαν ούτε και αι σοβαραί μητέρες, διότι και εις αυτάς +ένευεν, επίσης φιλικώς, όπως και εις τα νεαρά κοράσια. Πόσον ήτο +τολμηρός και φαιδρός! αι παρειαί του ήσαν ηλιοκαείς, οι οδόντες του +ζωηροί και λευκοί, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούντες μέλανες· ήτο κομψός +νέος είκοσι χρόνων. Το παγερόν ύδωρ δεν ημπορούσε να τον βλάψη, όταν +εκολύμβα. Ημπορούσε 'σάν ψάρι να στρέφεται και να γυροβολά μέσα εις το +νερό, ημπορούσε και να σκαρφαλώνη καλύτερα από κάθε άλλον και να +προσκολλάται στερεά επάνω εις τας πλευράς των βράχων σαν κοχλίας· είχε +ισχυρά νεύρα και τένοντας, και αυτό το εδείκνυεν εις το πήδημα, που το +έμαθε πρώτα από την γάτα και κατόπιν από την αίγαγρον. Ο Ρούντυ ήτο ο +καλύτερος οδηγός, εις τον οποίον ημπορούσε κανείς να έχη εμπιστοσύνην· +ημπορούσε να σχηματίση ολόκληρον περιουσίαν ως οδηγός· και η +βαρελοποιία, που του είχε διδάξει ο θείος του, αλλά δεν του ήρεσε — το +κυνήγιον των αιγάγρων ήτο η χαρά του — του προσεπόριζε και αυτή χρήματα. +Ο Ρούντυ ήτο, όπως λέγουν, καλός γαμβρός, αρκεί μόνον να μην ήθελε να +αποβλέψη εκτός της κοινωνικής του σειράς. Ήτο χορευτής, που τα κορίτσα +τον έβλεπαν 'στο όνειρόν των αλλά και τον οποίον και το ένα και το άλλο +και ξύπνια τον περιέφεραν μαζί των μέσα εις τας σκέψεις των. + +«Εμένα εφίλησεν εις τον χορόν!» έλεγεν εις την προσφιλεστέραν φίλην της +η Αννέτα, η κόρη του διευθυντού του Σχολείου, αυτό όμως δεν έπρεπε να το +'πη ούτε και εις την στενοτέραν της φίλην. Τέτοια πράγματα δεν είναι +εύκολον να τα κρατήση κανείς μυστικά· είναι σαν άμμος μέσα εις κόσκινον, +και τρέχει έξω· μετ' ολίγον ήξευραν όλοι, ότι ο Ρούντυ, αν και ήτο καλό +παλληκάρι, όμως έδινε φιλιά εις τον χορόν και μόλα ταύτα δεν είχε +φιλήσει ίσα ίσα εκείνην, που θα εφιλούσε με όλην του την καρδιά. + +«Μάλιστα αυτός!», έλεγεν ένας γέρων κυνηγός, «που εφίλησε την Αννέτταν +εις τον χορόν, έχει αρχίσει με το Α και θα φιλήση πέρα και πέρα όλον το +αλφάβητον. + +Ένα φιλί εις τον χορόν ήτο όλο-όλο, που αι ακούραστοι γλώσσαι ηδύναντο +έως τώρα περί αυτού να είπουν· πραγματικώς είχε φιλήσει την Αννέττα και +μόλα ταύτα καθόλου δεν ήτο αυτή το άνθος της καρδιάς του. + +Κάτω εις την κοιλάδα κοντά εις το Βεξ ανάμεσα εις της μεγάλες καρυδιές, +πλησίον εις μικρόν ορμητικόν χείμαρρον κατώκει ο πλούσιος μυλωθρός· η +κατοικία του ήτο μέγα κτίριον με τρία πατώματα, με μικρούς πύργους· οι +πύργοι ήσαν στεγασμένοι με σχίζες και ήσαν στρωμένοι επάνω με πλάκας +λευκοσιδήρου που κατέλαμπον εις το φως του ηλίου και της σελήνης. Ο +μεγαλύτερος πύργος είχε ως ανεμοδείκτην βέλος αστράπτον, το οποίον +διετρύπα μήλον και υπενθύμιζε βέβαια του Τέλλου την τόξευσιν. Ο Μύλος +ήτο κομψός και εδείκνυεν ευπορίαν, μάλιστα και τον εζωγράφιζον και τον +περιέγραφον· αλλά την κόρην του μυλωθρού, δεν ήτο δυνατόν κανείς ούτε να +την ζωγραφίση ούτε να την περιγράψη — έτσι τουλάχιστον είχαν ειπή εις +τον Ρούντυ — και όμως ήτο ζωγραφισμένη μέσα 'στην καρδιά του· τα μάτια +της ακτινοβολούσαν εκεί τόσον 'σάν να ήτο αληθινή φωτιά εκεί μέσα· +έξαφνα είχεν εισβάλη εκεί μέσα, όπως εισβάλλει κάθε φωτιά και το +παραδοξότερον μάλιστα ήτο, ότι η κόρη του μυλωθρού, η ωραία Μπαμπέττα, +δεν είχε καμμίαν ιδέαν δι' αυτό το πράγμα· αυτή και ο Ρούντυ δεν είχαν +ακόμη ούτε λέξιν ανταλλάξει μεταξύ των. + +Ο μυλωθρός ήτο πλούσιος, και αυτός ο πλούτος ανέβαζε την Μπαμπέττα πολύ +υψηλά, που ήτο δύσκολον να την πιάσουν. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσον +υψηλά, που να μη ημπορή κανείς να το φθάση. Αρκεί να σκαρφαλώση. Και να +πέση κανείς δεν μπορεί, αν δεν το σκεφθή. Την διδασκαλίαν αυτήν την είχε +ο Ρούντυ από το σπίτι του. + +Έτυχε να έχη ο Ρούντυ να διακανονίση κάποτε κάτι εις το Βεξ· έως εκεί +ήτο ολόκληρον ταξείδι και ο σιδηρόδρομος δεν είχε ακόμη γίνει. Από τον +παγώνα του Ροδανού κατά μήκος εις τους πρόποδας του Σιμπλόν μεταξύ +πολλών υψωμάτων βουνών, τα οποία διαδέχονται άλληλα, εκτείνεται η ευρεία +του Βαλαί κοιλάς με τον κραταιόν ποταμόν της, τον Ροδανόν, όστις συχνά +εξέρχεται από την κοίτην του και κατακλύζει αγρούς και οδούς, +καταστρέφων τα πάντα. Μεταξύ των πόλεων Σιών και αγίου Μαυρικίου η +κοιλάς σχηματίζει μίαν κύρτωσιν, κάμπτεται σχηματίζων αγκώνα, και +γίνεται τόσον στενή όπισθεν του αγίου Μαυρικίου, ώστε έχει θέσιν μόνον +διά την κοίτην του ποταμού και διά την μικράν αμαξιτήν οδόν. Εδώ προ του +καντονίου Βαλαί, το οποίον περατούται εις αυτό το μέρος, ίσταται παλαιός +πύργος ως φρουρός, και βλέπει πέραν της μαρμαρίνης γεφύρας προς το επί +της άλλης πλευράς τελωνείον. Εκεί αρχίζει το καντόνιον Βωντ. Η εγγυτάτη +πόλις η ουχί πολύ απέχουσα εντεύθεν είναι το Βεξ. + +Εδώ εις κάθε βήμα το παν είναι είς σφρίγος και ογκούται εν αφθονία και +τρυφή· νομίζει κανείς, ότι ευρίσκεται μέσα εις κήπον με καστανιές και +καρυδιές· κάπου-κάπου προβάλλουν κυπαρίσια και ροδιές· εδώ είναι +μεσημβρινή θερμότης 'σάν να ευρίσκεται κανείς εις την Ιταλίαν. + +Ο Ρούντυ έφθασεν εις το Βεξ και εφρόντισε περί εκείνου, το οποίον είχε +να κανονίση εδώ, και περιήλθε την πόλιν αλλά ούτε καν υπηρέτην του Μύλου +όχι την Μπαμπέτα επήρε το 'μάτι του. Αυτό δεν ήτο, όπως επερίμενε + +Άρχισε να βραδυάζη· η ατμόσφαιρα ήτο πεπληρωμένη με το άρωμα του αγρίου +θυμαριού και της ανθισμένης φιλύρας· γύρω γύρω εις τα πράσινα από τα +δάση βουνά ήτο απλωμένος ο φωτεινός υποκύανος του αιθέρος πέπλος· βαθεία +και ευρεία εβασίλευε γαλήνη· όχι η γαλήνη του ύπνου ή του θανάτου, όχι! +ήτο 'σάν να εκρατούσε η όλη Φύσις την αναπνοήν της, 'σάν να ησθάνετο τον +εαυτόν της διευθετημένον διά να φωτογραφηθή η εικών της επάνω εις το +γαλανόν του ουρανού βάθος. Εδώ και εκεί, ανάμεσα εις τα δένδρα, επάνω +εις τους πρασίνους αγρούς ήσαν στημέναι δοκοί, αι οποίαι υπεστήριζον τα +τηλεγραφικά σύρματα, άτινα διήρχοντο την ήρεμον κοιλάδα· εις μίαν από +αυτάς τας δοκούς εστηρίζετο ένα πράγμα τόσον ακίνητον, ώστε ημπορούσε +κανείς να το εκλάβη κορμόν δένδρου: ήτο ο Ρούντυ· εστέκετο εκεί τόσον +ήσυχα, όπως ήτο κατ' αυτήν την στιγμήν και όλον το περιβάλλον δεν +κοιμάται, ακόμη περισσότερον δεν είναι νεκρός! αλλά όπως συχνά συμβαίνει +να πετώσι διά των τηλεγραφικών συρμάτων ανθρώπινα περιστατικά — στιγμαί +του βίου μεγάλης σημασίας διά τα άτομα — χωρίς το σύρμα να το δηλώση διά +τρόμου ή άλλου θορύβου, ούτω διά μέσου του ηρέμου Ρούντυ έτρεμον αι +κραταιαί, αι πανσθενείς του σκέψεις: η ευτυχία της ζωής του ήτο εις το +εξής εις αδιαλείπτως σταθεράν σκέψιν. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν εις +έν σημείον, εις έν φως, το οποίον διά μέσου των φυλλωμάτων εφαίνετο εις +την κατοικίαν του μυλωθρού, όπου έμενε η Μπαμπέττα. + +Με αυτόν τον τρόπον όπως ίστατο ο Ρούντυ ακίνητος, θα ενόμιζε κανείς, +ότι σημαδεύει αίγαγρον· αλλά αυτός ο ίδιος ήτο αυτήν την στιγμήν όμοιος +με αίγαγρον, η οποία επί τινα λεπτά δύναται να σταθή σαν να είναι από +λίθον πελεκημένη, και αιφνιδίως ανασκιρτά και τρέπεται εις φυγήν, εάν +κανένα λιθάρι κατρακυλίση. Ακριβώς το ίδιο έκαμε και ο Ρούντυ: Μία +σκέψις εκύλισε μέσα του. + +«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαι!» εφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον! +καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει +κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια +φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!» + +Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον. +Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν. + +Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και +φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του. + +O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού. + + — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών: + + &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς! + Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»& + +Η γάτα του σπιτιού εστέκετο επάνω εις της σκάλες, εκύρτωνε την ράχη της +και έλεγε: «Μιάου!» Αλλά ο Ρούντυ δεν εννοούσε τι του έλεγε· εκτύπησε· +κανείς δεν τον άκουσε, κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα. «Μιάου!» έλεγε η +γάτα. Εάν ο Ρούντυ ήτο ακόμη παιδί, θα εκαταλάβαινε την γλώσσαν και θα +εννοούσε, ότι η γάτα ήθελε να του 'πή ακριβώς: «Εδώ κανείς δεν είναι, +'στο σπίτι!» Κατ' ανάγκην λοιπόν επέρασε εις τον Μύλον, διά να ερωτήση, +και εκεί έλαβε πληροφορίας, ότι ο Μυλωθρός είχεν αποδημήσει πέραν εις το +Ιντερλάκεν και μαζί με αυτόν και η Μπαμπέττα· ότι εκεί ήτο μεγάλη +σκοπευτική εορτή, θα ήρχιζε την επαύριον και θα διήρκει οκτώ ολοκλήρους +ημέρας. Θα ήσαν εκεί άνθρωποι από όλα τα γερμανικά καντόνια. + +Καϋμένε Ρούντυ! Θα έλεγε κανείς, ότι δεν είχεν εκλέξει ευτυχή ημέραν διά +την εις το Βεξ επίσκεψίν του. Τώρα έπρεπε να επιστρέψη. Επέστρεψε λοιπόν +και εβάδισε πέραν προς τον άγιον Μαυρίκιον και την Σιών, προς την +κοιλάδα της πατρίδος του, προς τα βουνά της πατρίδος του, αλλά δεν +απεθαρρύνθη. Όταν ανέτειλε την άλλην ημέραν ο ήλιος, η εύθυμος διάθεσίς +του ήτο πολύ μεγάλη, η οποία ποτέ ακόμη δεν είχε σβύσει. + + — Η Μπαμπέττα είναι εις το Ιντερλάκεν, ταξείδιον πολλών ημερών από εδώ, +έλεγε καθ' εαυτόν. Η προς τα εκεί οδός είναι μακρά, εάν κανείς πορευθή +την ευρείαν λεωφόρον αλλά δεν είναι τόσον μακράν εάν κανείς αναιβή το +βουνόν εγκαρσίως και ίσα ίσα αυτός είναι ο δρόμος διά κυνηγόν αιγάγρων. +Αυτόν τον δρόμον τον εβάδισα προτήτερα· εκεί πέραν είναι η πατρίς μου, +όπου ήμην εγώ παιδί κοντά 'στον παππούν μου· και εις το Ιντερλάκεν είναι +σκοπευτική εορτή! Θέλω να είμαι εκεί, και θέλω να είμαι ο πρώτος, και +θέλω και να είμαι και κοντά εις την Μπαμπέτταν, όταν διά πρώτην φοράν +κάμω τέλος πάντων την γνωριμίαν της! + +Έρριψεν ο Ρούντυ εις τους ώμους του το ελαφρόν του ταγάρι με τα +κυριακάτικά του, το όπλον του και τον κυνηγετικόν του σάκκον και +ανέβαινε το βουνό την σύντομον οδόν, η οποία όμως ήτο πολύ μακρά. Αλλά η +σκοπευτική εορτή ήρχισε μόλις αυτήν την ημέραν και θα διήρκει ολόκληρον +την εβδομάδα και πέραν. Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός +και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο +Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ. + +Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν, +δυναμωτικόν αέρα του βουνού. Η κοιλάς εβυθίζετο ολοένα κάτω αυτού +βαθύτερον, ο ορίζων εγίνετο ευρύτερος· εδώ μία χιονοσκεπής κορυφή, πάρα +πέρα άλλη και μετ' ολίγον η φωταυγής λευκή άλυσις των Άλπεων. Ο Ρούντυ +ήξευρε το κάθε βουνόν· επλησίασε το Σρεκχόρν, το οποίον εκτείνει υψηλά +εις τον κυανούν αιθέρα το πέτρινον δάκτυλό του, το πασπαλισμένο με +χιόνι. + +Τέλος πάντων εβγήκε επάνω εις την υψηλήν ράχην· αι χλοεραί βοσκαί +κατήρχοντο βυθιζόμενοι προς την κοιλάδα της πατρίδος του· ο αήρ ήτο +ελαφρός, ο νους ήτο ελαφρός· όρος και κοιλάς απήστραπτον εν πλησμονή με +άνθη και χλόην. Η καρδία του ήτο γεμάτη αίσθημα νεότητος, εις την οποίαν +σκέψις γήρατος και θανάτου είναι μακράν. Η ν ε ό τ η ς ε ί ν α ι ν α +ζ η κ α ν ε ί ς, ν α κ υ ρ ι α ρ χ ή, ν α α π ο λ α ύ η. Ελεύθερος +ως πτηνόν, ελαφρός ως πτηνόν ήτο ο Ρούντυ. Και αι χελιδόνες επετούσαν +πλησίον του προηγούμενοι και εκελαϊδούσαν, όπως εκελαϊδούσαν, όταν ήτο +παιδί. + + «Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις». + Το παν ήτο πτήσις και χαρά! + +Εκεί από κάτω εξετείνετο η βελουδίνη των λειμώνων χλόη, κατεσπαρμένη με +τα καστανόχροα ξύλινα σπίτια, η Λουτσίνη εβομβούσε και επάφλαζε. +Παρετήρει ο Ρούντυ τον Παγώνα με τα κρυστάλλινα πράσινα χείλη και το +λερωμένο χιόνι, έβλεπε μέσα την βαθείαν ρωγμήν, έβλεπε και τον Άνω +Παγώνα και τον Κάτω. Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να +ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα +σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα +για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη +εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις. + +Πάλιν εβάδισε την οδόν εκείνην, όπου μικρό παιδί με τα άλλα παιδιά +εστέκετο και επώλει λεπτουργημένα σπιτάκια. Εκεί επάνω, 'πίσω από τα +έλατα ήτο ακόμη το σπίτι του εκ μητρός πάππου του· ξένοι τώρα το +κατοικούσαν. Παιδιά έτρεχον καθ' οδόν προς αυτόν· ήθελαν να του +προσφέρουν εμπόρευμα· έν από αυτά του προσέφερε τριαντάφυλλον των +Άλπεων· ο Ρούντυ εξέλαβε το ρόδον καλόν σημείον και ο νους του επήγεν +εις την Μπαμπέτταν. Μετ' ολίγον επέρασε την γέφυραν, όπου ενώνονται αι +δύο Λουτσίναι· τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν πυκνότερα εδώ, και η καρυδιές +έρριχναν σκιάν. Ήδη έβλεπε την σημαίαν, η οποία εκυμάτιζε, τον λευκόν +σταυρόν της επάνω εις την ερυθράν επιφάνειαν, όπως έχουν οι Ελβετοί και +οι Δανοί· εμπρός του εξετείνετο το Ιντερλάκεν. + +Ήτο αληθώς πόλις μεγαλοπρεπής, περισσότερον από κάθε άλλην, εσκέφθη ο +Ρούντυ. Μικρά Ελβετική πόλις εν στολή Κυριακής. Αυτή δεν εφαίνετο, όπως +αι άλλαι πόλεις, βαρείαι, σωρός λιθίνων βαρειών οικιών, ξένη και +απρόσιτος, επιφανής άνευ δημοτικότητος· όχι! Εδώ εφαίνετο 'σάν να είχαν +τρέξει επάνω από το βουνό τα ξύλινα σπίτια κάτω εις την πρασίνην κοιλάδα +και 'σάν να είχαν παραταχθή παρά τον διαυγή ορμητικώς με ταχύτητα βέλους +ρέοντα ποταμόν, αλλά ολίγον πιο μέσα και αλλά πιο έξω, αλλ' όμως +σχηματίζοντα κομψάς οδούς. Η πολυτελεστέρα όλων των οδών είχεν αληθώς +αυξήσει εκταθείσα από την εποχήν, που ήτο εδώ παιδί ο Ρούντυ· του εφάνη +'σάν να είχε γίνει από όλα τα κομψά σπιτάκια, που είχε ο παππούς του +λεπτουργήσει και με τα οποία ήτο γεμάτη η σκευοθήκη, του σπιτιού· 'σάν +να είχαν αυτά παραταχθή και 'σάν να ελάβον δυνάμεις και να αύξησαν, όπως +και η παλαιές, η παμπάλαιες καστανιές. Το κάθε σπίτι ήτο ξενοδοχείον, +όπως το ωνόμαζον, με κομψοτεχνημένην ξυλείαν περί τα παράθυρα και τα +μπαλκόνια, με προεξέχουσαν στέγην, κοσμημένην και κομψήν· εμπρός από κάθε +σπίτι ήτο κήπος ανθέων προς την ευρείαν πλακοστρωμένην λεωφόρον· κατά +μήκος αυτής ήσαν τα σπίτια· αλλά μόνον εις την μίαν πλευράν, γιατί +αλλοιώς θα εσκεπάζοντο αι δροσεραί χλοεραί νομαί, όπου περιδιέβαινον η +αγελάδες με τα κουδούνια των περί τον λαιμόν, που εκουδούνιζαν, όπως +επάνω εις τας υψηλάς Άλπεις. Αι βοσκαί περιεβάλλοντο από υψηλά όρη, τα +οποία εις το μέσον υπεχώρουν τρόπον τινά προς τα πλάγια, διά να ημπορή +κανείς ευκόλως να βλέπη καθαρά το ακτινοβολούν χιονοσκεπές όρος +Γουνγκφράου, το οποίον είναι ωραιότερα σχηματισμένον από όλα τα βουνά +της Ελβετίας. + +Πόσοι κομψοί κύριοι και κυρίαι από ξένους τόπους! Τι διαρκής κίνησις των +ανθρώπων από τα διάφορα καντόνια! Κάθε σκοπευτής είχε τον αριθμόν του +της σκοποβολής εις ένα στεφάνι γύρω εις το καπέλλο του. Μουσική και +άσμα, κασσελίτσες με λύρες, σάλπιγγες, φωναί, θόρυβος ήσαν εδώ. Οικίαι +και γέφυραι ήσαν στολισμέναι, με εμβλήματα και στίχους. Σημαίες και +σημαιούλες εκυμάτιζαν· τα όπλα εξεπυρσοκότουν την μίαν βολήν επάνω εις +την άλλην και οι πυροβολισμοί ήσαν διά τα αυτιά του Ρούντυ η ωραιοτέρα +μουσική· μέσα εις αυτήν την οχλοβοήν ελησμόνησε καθ' ολοκληρίαν την +Μπαμπέτταν, που προς χάριν της μόλα ταύτα είχεν έλθει εδώ. + +Οι σκοπευταί συνωθούντο εις την σκοποβολίαν και μετ' ολίγον ίστατο και ο +Ρούντυ μεταξύ αυτών. Ήτο ο δεινότερος και ο ευτυχέστερος όλων. Διαρκώς η +βολή του επετύγχανε μέσα το μαύρο σημάδι. + + — Ποίος είναι τέλος πάντων ο ξένος νεαρός κυνηγός; ηρώτων. + + — Ομιλεί τα Γαλλικά, που ομιλούμεν εις το καντόνιον Βαλαί. Εννοεί εν +τούτοις πολύ καλά τα Γερμανικά μας, έλεγον μερικοί. + + — Ως παιδί είχε ζήσει περί το Γκρίντελβαλτ, εγνώριζε κάποιος από τους +κυνηγούς. + +Και ήτο γεμάτος ζωήν αυτός ο νεαρός ξένος. Τα 'μάτια του 'πετούσαν +φλόγες, το βλέμμα του και ο βραχίων του ήτο εύστοχος, διά τούτο +επετύγχανε. Η ευτυχία δίδει θάρρος και θάρρος είχε βέβαια διαρκώς ο +Ρούντυ. Εντός ολίγου είχε συναγμένον εδώ κύκλον ξένων γύρω του· τον +ετίμων, μάλιστα τον εσέβοντο. Η Μπαμπέττα είχεν εξαφανιστθή εντελώς από +την σκέψιν του. Τότε εκτύπησε τον ώμον του ένα βαρύ χέρι και κάποια +βαθειά φωνή του ωμίλησεν εις την Γαλλικήν γλώσσαν. + + — Είσθε από το καντόνιον Βαλαί; + +Ο Ρούντυ εστράφη και είδε ένα ερυθρωπόν φαιδρόν πρόσωπον, ένα παχύν +άνδρα: Ήτο ο πλούσιος του Βεξ μυλωθρός· με το μεγάλων διαστάσεων σώμα +του έκρυπτε την λεπτήν, κομψήν Μπαμπέτταν, η οποία εν τούτοις επρόβαλε +μετ' ολίγον με τα ακτινοβολούντα σκοτεινά μάτια της. Είχε κολακεύσει τον +πλούσιον μυλωθρόν, ότι ήτο κυνηγός από το καντόνιόν του εκείνος, που +έρριπτε τας καλυτέρας βολάς και ετιμάτο από όλους τους άλλους. Τώρα +πράγματι ήτο ο Ρούντυ το αγαπημένο της τύχης παιδί: αυτό το πράγμα χάριν +του οποίου περιώδευσε εδώ, και εδώ επί τόπου είχε σχεδόν λησμονηθή, τον +ανεζήτει αυτό. + +Όταν συντοπίται συναντηθούν εις έν μέρος μακράν της πατρίδος των, τότε +ομιλούν ο ένας με τον άλλον και κάνουν γνωριμίαν μεταξύ των. Ο Ρούντυ +κατά την σκοπευτικήν εορτήν διά της επιτυχίας των βολών του ήτο ο +πρώτος, όπως ο μυλωθρός ήτο ο πρώτος εις την κοινωνίαν του Βεξ διά το +χρήμα και τον κομψόν του Μύλον. Ούτω έσφιξαν οι δυο άνδρες τα χέρια, +όπερ πρότερον μέχρι τούδε δεν είχον κάμει· και η Μπαμπέττα επίσης +έτεινεν εις τον Ρούντυ το χέρι με ειλικρινή συμπάθειαν και της έσφιξε +αυτός το χέρι και την εκύτταζε με επίμονον βλέμμα, ώστε αυτή έγινε +κατέρυθρος. + +Ο μυλωθρός διηγήθη περί της μακράς οδού, που είχον έως εδώ ταξειδεύσει, +και περί των πολλών μεγάλων πόλεων, τας οποίας είχον ίδει· είχον κάμει, +κατά την ιδέαν του, μεγάλο ταξείδιον, και είχαν ταξειδεύσει με το +ατμόπλοιον, με την ατμάμαξαν ως και με την ταχυδρομικήν άμαξαν. + + — Εγώ ήλθα την σύντομον οδόν, είπεν ο Ρούντυ. «Ήλθα επάνω από τα βουνά· +καμμιά οδός δεν είναι τόσον υψηλά, που να μην ημπορή κανείς να την +διαβή.» + + — Αλλά και να σπάση και τον λαιμόν! είπεν ο μυλωθρός. «Και σεις μου +φαίνεσθε ακριβώς 'σάν να εσπάσατε επί τέλους τον λαιμόν σας. Είσθε πολύ +ριψοκίνδυνος!» + + — Ω! δεν πέφτει κάτω κανείς, εάν δεν το σκεφθή, είπεν ο Ρούντυ. + +Οι συγγενείς του μυλωθρού εν Ιντερλάκεν, εις επίσκεψιν των οποίον ο +μυλωθρός και η Μπαμπέττα είχον έλθει, προσεκάλεσαν τον Ρούντυ να +καταλύση εις το σπίτι των, αφού ήτο από το ίδιον καντόνιον, οπόθεν και ο +μυλωθρός. Αυτό ήτο επίκαιρος προσφορά· η ευτυχία ήτο ευνοϊκή εις τον +Ρούντυ, όπως είναι πάντοτε εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί επί του +εαυτού του, και σκέπτεται ότι: «Ο Θεός μας δίδει τα καρύδια αλλά και δεν +μας τα σπάει». + +Ο Ρούντυ εκάθισεν εκεί εις τους συγγενείς του μυλωθρού 'σάν να ανήκεν +εις την οικογένειαν· εκένωσαν και τα ποτήρια εις υγείαν του αρίστου +σκοπευτού. Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ +ευχαρίστησε διά την πρόποσιν. + +Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά +μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας· +και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ +να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν. Έχαιρε τόσον πολύ, +διότι συνήντησεν ανθρώπους από το Βωνττ, έλεγεν αυτός· Βωνττ και Βαλαί +ήσαν πολύ καλά γειτονικά καντόνια. Εξέφραζε την χαράν του τόσον +εγκαρδίως, ώστε δεν ημπόρεσε να παραλείψη η Μπαμπέττα να του σφίξη το +χέρι δι' αυτό. Επήγαιναν ο ένας κοντά εις τον άλλον 'σάν να ήσαν παλαιοί +γνώριμοι. Η Μπαμπέττα ωμιλούσε και διηγείτο· και της ήρμοζε πολύ καλά, +— ενόμιζε ο Ρούντυ· να κάνη παρατηρήσεις διά το γελοίον και υπερβολικόν, +που είχαν αι ξέναι κυρίαι εις τα ενδύματά των και εις το βάδισμά των· +αυτό δεν το έκαμε διά να τας χλευάση, επειδή ημπορεί να ήσαν ενάρετοι +άνθρωποι και μάλιστα αγαπητοί και αγαθοί· αυτό το ήξευρε καλά η +Μπαμπέττα, γιατί και αυτή η ίδια είχε μίαν ανάδοχον, που ήτο επιφανής +Κυρία Αγγλίς, τοιαύτη. Προ δεκαοκτώ ετών, όταν εβαπτίσθη η Μπαμπέττα, +είχεν έλθει αυτή η νονά της εις το Βεξ. Είχε δωρήσει εις την Μπαμπέτταν +την πολύτιμον καρφίτσα, που εφορούσε εις το στήθος της. Είχε γράψει δύο +φοράς η νονά, και το έτος τούτο θα συνηντώντο με αυτήν και τας θυγατέρας +της εδώ εις το Ιντερλάκεν. Αι θυγατέρες ήσαν ανύπανδροι τριάκοντα +περίπου χρόνων, ενώ αυτή ήτο μόλις δεκαοκτώ. + +Το μικρό γλυκύ στόμα δεν έμενε ήσυχο ούτε μια στιγμή, και ό,τι έλεγε η +Μπαμπέττα ηχούσε εις τα ώτα του Ρούντυ ως πράγμα μεγίστης σπουδαιότητος· +και αυτός πάλιν διηγείτο, ό,τι είχε να διηγηθή· δηλαδή πόσας φοράς +επήγεν εις το Βεξ, ότι εγνώριζε καλά τον Μύλον, και πόσας φοράς είχεν +ιδεί την Μπαμπέτταν, ενώ αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ποτέ δεν τον είχε +παρατηρήσει· και ότι τώρα τελευταίως, όταν επήγεν εις τον Μύλον και +μάλιστα με πολλάς σκέψεις, τας οποίας δεν ηδύνατο να εκφράση, απουσίαζον +αυτή και ο πατήρ της μακράν ταξειδιώται, αλλά μόλα ταύτα όχι τόσον +μακράν, ώστε να μην ημπορή να σκαρφαλώση επάνω εις τα τείχη, τα οποία +καθίστων την οδόν μακράν. + +Μάλιστα, αυτό έλεγε και έλεγε πάρα πολλά· έλεγε δηλαδή, ότι ευχαρίστως +ηδύνατο να υποφέρη την επίπονον οδόν και ότι προς χάριν της και όχι +χάριν της σκοπευτικής εορτής ήλθεν. + +Η Μπαμπέττα έγινεν άφωνος εις όλα αυτά· ήτο 'σάν να της απήτει να +υποφέρη πάρα πολύ. + +Ενώ αυτοί έκαμαν προς τα εκεί την περιήγησίν των, έδυσεν ο ήλιος 'πίσω +από την κλιτύν του βράχου. Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία +και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς +ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ +και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν. + + — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα. + + — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν. + + — Αύριον πρέπει να επανέλθω εις το σπίτι! έλεγεν ο Ρούντυ, ολίγας +στιγμάς βραδύτερον. + + — «Έλα να μας επισκεφθής εις το Βεξ!» εψιθύρισεν η Μπαμπέττα. «Θα +ευχαριστηθή ο πατέρας». + + + +ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΟΔΟΝ + + + +Ω! πόσα είχε να φέρη ο Ρούντυ, όταν την αμέσως επομένην επανήρχετο εις +το σπίτι του επάνω από τα υψηλά βουνά· Μάλιστα! είχε τρία αργυρά +ποτήρια, δύο ωραία όπλα, και ένα άργυρο μπρίκι· το μπρίκι θα το +μετεχειρίζετο, όταν θα έκανε νοικοκυριό. Αλλά αυτά όλα δεν ήσαν το +σπουδαιότερον· κάτι σπουδαιότερον, κραταιότερον έφερε, ή τον έφερεν +επάνω από τα υψηλά βουνά προς την πατρίδα του. Ο καιρός εν τοσούτω ήτο +τραχύς, φαιός, βροχερός και βαρύς. Τα σύννεφα κατέπιπτον σαν πένθιμος +πέπλος από τα ύψη των βουνών και περιέβαλλον την ακτινοβολούσαν κορυφήν. +Από το βάθος του δάσους αντήχουν τα καταφερόμενα τελευταία του πελέκεως +κτυπήματα και οι κορμοί των δένδρων κατεκυλίοντο εις τας κλιτύς του +όρους· από το ύψος επάνω εφαίνοντο ως λεπταί ράβδοι και όμως ήσαν ως οι +μεγαλύτεροι των πλοίων ιστοί. Η Λουτσίνη παφλάζουσα έκρουε την μονότονον +συμφωνίαν της, ο άνεμος εσφύριζε, τα σύννεφα εταξείδευον. + +Εκεί αιφνιδίως ήλθε πλησιέστατα εις τον Ρούντυ μία νέα κόρη. Δεν είχε +παρατηρήσει την κόρην προτήτερα, παρά μόνον, όταν ήλθε εντελώς κοντά εις +το πλευρόν του. Ήθελε και αυτή να ανεβή επάνω εις τους βράχους. Της +κόρης τα μάτια εξήσκουν ιδιάζουσαν επιβολήν· ηναγκάζετο κανείς να +κυττάζη εξάπαντος μέσα εις αυτά· ήσαν όλως διόλου παράξενα, διαυγή σαν +κρύσταλλος, βαθιά, βαθιά, ατελεύτητα. + + — Έχεις ερωμένον; ηρώτησεν ο Ρούντυ. Αι σκέψεις του κατηυθύνοντο όλαι +εις τον έρωτα. + + — Δεν έχω! απήντησε το κορίτσι και εγελούσε· αλλά όμως εφαίνετο 'σάν να +μην ήσαν αληθινά τα λόγια της. «Ας μην κάνωμεν όμως λοξοδρομίας!» είπε +αυτή. «Πρέπει να πάμε αριστερώτερα, διότι είναι συντομώτερος έτσι ο +δρόμος». + + — Βέβαια, διά να κρημνισθώμεν μέσα 'σε καμμιά χαράδρα πάγου!» είπεν ο +Ρούντυ. «Δεν ηξεύρεις τον δρόμον καλά-καλά, και θέλεις να κάνης και τον +οδηγόν;!» + + — Ξεύρω ακριβώς τον δρόμο!» είπε το κορίτσι· «και έχω και το μααλό μου +κοντά μου. Το 'δικό σου είναι βέβαια κάτω εις την κοιλάδα· αλλά εδώ +επάνω πρέπει κανείς να σκέπτεται την Νεράιδα του Πάγου· δεν είναι καλή +προς τους ανθρώπους, λέγουν οι άνθρωποι!» + + — Δεν την φοβούμαι! . . » είπεν ο Ρούντυ. «Με έδωσε 'πίσω, όταν ήμην +ακόμη παιδί, δεν θα της παραδοθώ, όταν είμαι μεγάλος!» + +Και το σκότος ηύξανε. η βροχή κατέπιπτε, επήλθε, και χιόνι, έλαμπε, +ετύφλωνε. + + — Δώσε μου το χέρι σου!» είπε η κόρη, «θα σε βοηθήσω εις την ανάβασιν»· +και ο Ρούντυ ησθάνετο να εγγίζεται από παγωμένα δάκτυλα + + — Συ να με βοηθήσης!» είπεν ο Ρούντυ, «ακόμη δεν εχρειάσθηκα την +βοήθειαν γυναικός, διά να σκαρφαλώσω!» Και εβάδισε ταχύτερον προς τα +εμπρός, μακράν από αυτήν ο χιονοστρόβιλος τον περιεκάλυψε σαν μέσα εις +πέπλον, ο άνεμος εβόιζε και πίσω ήκουε την κόρη να γελά και να τραγουδή· +ήτο παράδοξος ήχος. Θα ήτο μυστηριώδες φάντασμα εις την υπηρεσίαν της +Νεράιδας του Πάγου. Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν +αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά, +που τα περιώδευσε. + +Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε +πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς +και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου. + +Όταν ο Ρούντυ έφθασεν επί τέλους την ανωτάτην του όρους επιφάνειαν, +οπόθεν το μονοπάτι έφερε κάτω εις την κοιλάδα του Ροδανού, είδε προς την +Σαμονύ, να στέκωνται εις τον διαυγή κυανούν αιθέρα δύο λαμπρά άστρα· +έλαμπον και ακτινοβολούσαν και εσκέφθη την Μπαμπέττα, τον εαυτόν του και +την ευτυχίαν του και με αυτήν την σκέψιν εθερμάνθη. + + + +Η ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΛΟΝ + + + + — Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτι!» είπεν η γραία θετή μητέρα +του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν +της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής, +Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάρι!» + +Και ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν +του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα. + + — Πόσον ωραίος είσαι Ρούντυ! είπεν η γραία. + + — Μη με κάνης να το πάρω επάνω μου!» είπεν ο Ρούντυ και εγέλα· αλλά +τον ευχαριστούσε αυτό. + + — Σου το λέγω πάλιν, είπεν η γραία: «η ευτυχία είναι μαζί σου!» + + — Όσο γι' αυτό έχεις δίκαιον! είπε και εσκέφθη την Μπαμπέτταν. + +Ποτέ ακόμη δεν είχε δοκιμάσει τοιούτον πόθον κάτω εκεί μέσ' 'στη βαθιά +κοιλάδα. + + — Θα είναι φθασμένοι εις το σπίτι των», είπε καθ' εαυτόν. «Είναι πλέον +δύο ημέραι περισσότερον από τον χρόνον, που πρέπει να έχουν επανέλθει. +Πρέπει να υπάγω εις το Βεξ!» + +Ο Ρούντυ επήγε εις το Βεξ και εκεί εις τον Μύλον πράγματι ήσαν εις το +σπίτι! + +Του έκαμαν καλήν υποδοχήν και του έφεραν και χαιρετίσματα από την +οικογένειαν του Ιντερλάκεν· η Μπαμπέττα δεν ωμίλει πολλά, είχε γίνει +πολύ σιωπηλή· αλλά 'μιλούσαν τα μάτια της και τούτο ικανοποιούσε πολύ +τον Ρούντυ. Εφάνη ο Μυλωθρός, ο οποίος άλλοτε είχε αυτός τον λόγον — ήτο +συνηθισμένος πάντοτε να γελούν διά τας ευφυολογίας του και τα +λογοπαίγνιά του, αφού ήτο ο πλούσιος μυλωθρός — σαν να ήκουε μόλα ταύτα +ευχαρίστως τον Ρούντυ διηγούμενον τα αλλόκοτα του κυνηγίου επεισόδια· +και διηγείτο ο Ρούντυ και διά τας δυσκολίας και τους κινδύνους, που οι +κυνηγοί των αιγάγρων υφίστανται επάνω εις τας υψηλάς των ορέων κορυφάς, +όταν είναι ηναγκασμένοι να αναρριχώνται κατά μήκος των επισφαλών από +χιόνι ακροτοιχίων, τα οποία από τον άνεμον και την κακοκαιρίαν +προσκολλώνται επάνω εις τα χείλη των βράχων και όταν είναι ηναγκασμένοι +να αναρριχώνται και επάνω εις τας επικίνδυνους γεφύρας, τας οποίας ο +χιονοστρόβιλος μέσα εις βαθείας χαράδρας έχει καταρρίψει. Οι οφθαλμοί +του ριψοκινδύνου Ρούντυ έλαμπον, ενώ διηγείτο περί της ζωής του κυνηγού, +περί της πανουργίας των αιγάγρων και των τολμηρών πηδημάτων των, περί +του θυελλώδους Λίβα και των κυλιομένων χιονοστιβάδων. Παρετήρει καλώς, +ότι εις κάθε νέαν περιγραφήν πάντοτε εκέρδιζε τον μυλωθρόν υπέρ εαυτού, +και ιδίως ότι ησθάνετο ενθουσιασμόν, όταν αυτός του διηγείτο περί των +γυπαετών και των σταυραετών. + +Όχι μακράν από εδώ, εις το καντόνιον Βαλαί, έλεγεν ο Ρούντυ, ήτο φωλεά +αετού τεχνικωτάτη, κτισμένη κάτω από ένα υψηλόν προεξέχον χείλος βράχου· +εκεί επάνω μέσα εις τη φωλιά ευρίσκετο μικρός αετιδεύς, αλλά αυτόν δεν +ήτο δυνατόν να τον πάρη κανείς από εκεί μέσα! Ένας Άγγλος προ ολίγων +ημερών είχε προσφέρει εις τον Ρούντυ μια ολόκληρη χούφτα γεμάτη χρυσόν, +αν ήθελε να του προσκομίση ζωντανόν τον αετιδέα· «αλλά όλα έχουν τα όριά +των» είπε ο Ρούντυ. «Ο αετός δεν παίρνεται· θα ήτο τρέλλα να ρίψη κανείς +τον εαυτόν του εκεί επάνω». + +Ο οίνος έρρεε και ο λόγος έρρεε· αλλά η βραδιά ήτο πολύ σύντομος, εφάνη +εις τον Ρούντυ· και μόλα ταύτα είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, όταν αυτός +μετά την πρώτην του εις τον Μύλον επίσκεψιν ήλθεν εις το σπίτι του. + +Τα φώτα έλαμπαν ακόμη ολίγον διάστημα διά των παράθυρα του Μύλου μέσα +εις το πράσινον των δένδρων φύλλωμα. Από τον ανοικτόν της στέγης +φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης +την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας. + + — Ξέρεις νέα εις τον Μύλον;» ηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι +λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι. Ο πατέρας δεν 'ξέρει ακόμη τίποτα· ο +Ρούντυ και η Μπαμπέττα όλο το βράδυ από κάτω από το τραπέζι επατούσαν τα +πόδια των· με επάτησαν δυο φορές, αλλά δεν ενιαούριζα, γιατί αυτό θα +έδινε υπονοίας». + + — Εγώ θα ενιαούριζα! είπε η γάτα της κουζίνας. + + — Ό,τι αρμόζει εις την κουζίναν, δεν αρμόζει εις το δωμάτιον, είπεν η +γάτα του δωματίου. Αλλά είμαι περίεργη να μάθω τι θα 'πή ο μυλωθρός, +όταν μάθη τα αρραβωνιάσματα . . . . + +Μάλιστα, τι θα έλεγεν ο μυλωθρός! Αυτό και ο Ρούντυ με ευχαρίστησίν του +ήθελε να το γνωρίζη, αλλά δεν ημπορούσε να περιμένη μακρόν χρόνον διά να +το μάθη. Όταν ολίγας ημέρας βραδύτερον το λεωφορείον πέραν της γεφύρας +του Ροδανού μεταξύ Βαλαί και Βωντ επήγαινε βροντώντας, εκάθητο και ο +Ρούντυ μέσα εις αυτό, εύθυμος ως πάντοτε, και ελικνίζετο με ωραίας +σκέψεις διά την συγκατάθεσιν, την οποίαν ενόμιζεν, ότι θα έχη αυτήν την +εσπέραν. + +Και όταν ήλθε το βράδυ και επανήρχετο το λεωφορείον την αυτήν οδόν τότε +και πάλιν ο Ρούντυ εκάθητο μέσα, την αυτήν οδόν, επανερχόμενος· αλλά εις +τον Μύλον η γάτα του δωματίου περιέτρεχε με νέα. + + — Ξέρεις εσύ! συ από την κουζίνα! Ο μυλωθρός τώρα τα ξέρει όλα. + +Αλλά η υπόθεσις επήρε ωραίον τέλος! Ο Ρούντυ ήλθεν εδώ κατά το βράδυ· +είχαν πολλά να ψιθυρίσουν αυτός και η Μπαμπέττα και μυστικά να 'πούν +αναμεταξύ των· εστέκοντο εις τον διάδρομον εμπρός εις το δωμάτιον του +μυλωθρού. Ήμανε 'ξαπλωμένη κοντά 'ς τα πόδια των, αλλά αυτοί δεν είχαν +ούτε 'μάτια ούτε μυαλό για μένα. «Θα πάω χωρίς άλλο μέσα 'ς τον πατέρα +σου!» έλεγεν ο Ρούντυ, «πρόκειται περί τιμίου πράγματος». «Πρέπει να +έλθω μαζί σου;» ηρώτησεν η Μπαμπέττα. «Αυτό θα σου δώση θάρρος.» — «Έχω +αρκετόν θάρρος!» είπεν ο Ρούντυ· «αλλά αν είσαι και συ μαζί, θα είναι +βέβαια ευνοϊκός, είτε θελήση είτε όχι!» Κατόπιν επροχώρησαν μαζί. O +Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος· +εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να +ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα +μόλα ταύτα επάνω 'ς τη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα +θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ. Αλλά επαρουσιάσθη ο μυλωθρός έδωσε ένα +γενναίο κλώτσο· ο άλλος — έξω απ' την πόρτα και 'ς το βουνό επάνω εις +τας αιγάγρους, που αυτός ο Ρούντυ τώρα θα σημαδεύη και όχι την Μπαμπέττα +μας!» + + — Αλλά τι ωμίλησαν, τι είπαν; ηρώτησε η γάτα της κουζίνας. + + — Τι είπαν; — Είπαν όλα, όσα συνηθίζουν οι άνθρωποι να λέγουν εις +τοιαύτας περιστάσεις, όταν έρχωνται να ζητήσουν εις γάμον: Την αγαπώ και +με αγαπά· Και εκεί που είναι εδώ γάλα μέσα 'στον κάδο για ένα, είναι και +για δυο!» + + — Αλλά για σένα είναι πολύ υψηλά!, είπεν ο μυλωθρός, «κάθεται επάνω σε +σιμιγδάλι, σε χρυσοσιμίγδαλο, καθώς ξέρεις· δεν μπορείς να την φθάσης.» + + — Τίποτε δεν κάθεται τόσον υψηλά! Το φθάνει κανείς επί τέλους αρκεί να +θέλη απήντησεν ο Ρούντυ, επειδή είναι ριψοκίνδυνο παλληκάρι. + + — Αλλά τον αετιδέα δεν μπορείς μόλα ταύτα να τον φθάσης· ο ίδιος το +έλεγε εσχάτως. Η Μπαμπέτα κάθεται ακόμη υψηλότερα! + + — Τους παίρνω και τους δύο! είπεν ο Ρούντυ. + + — Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . . +είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά +τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής +αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!». + +Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν +ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του. + + — Ένας λόγος — ένας άνδρας! είπεν ο Ρούντυ. «Μην κλαις Μπαμπέττα τον +φέρνω τον αετιδέα!» + + — Θα σπάσης τον λαιμό σου, ελπίζω!» είπεν ο Μυλωθρός «και θα μας +απαλλάξης τότε από της τρεχάλες σου!» + +«Αυτό εγώ το ονομάζω γενναίον κλώτσο! Τώρα ο Ρούντυ είνε μακρυά και η +Μπαμπέττα καίγεται και κλαίει, αλλά ο μυλωθρός τραγουδάει το γερμανικό +τραγούδι, που έμαθε τώρα εσχάτως 'στο ταξείδι! Δεν πρέπει όμως να είμαι +γι' αυτό λυπημένη· αυτό δεν ωφελεί τίποτα!» + + — Αλλ' όμως υπάρχει μόλα ταύτα ακόμη και κάποια ελπίς είπεν η γάτα του +μαγειρείου. + + + +Η ΦΩΛΕΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ + + + +Κάτω από το μονοπάτι του βράχου αντηχούσε ο λαρυγγισμός εύθυμος και +ισχυρός· εσήμαινεν εύθυμον διάθεσιν και ακμαίον θάρρος· ήτο ο Ρούντυ· +ήλθε να αναζητήση τον φίλον του Φεζινάνδον. + + — Πρέπει να μου παράσχης την αρωγήν σου! θα πάρωμε μαζί και τον Νάγκλι· +πρέπει να πάρω επάνω από το χείλος του βράχου τον αετιδέα. + + — Δεν παίρνεις πρώτα καλύτερα το Μαύρο από το φεγγάρι· είναι ίδια κι' +απαράλλακτα εύκολον, είπεν ο Φεζινάνδος. «Βλέπω είσαι εύθυμος!» + + — Μάλιστα! γιατί όχι! σκέπτομαι να πανδρευθώ! Αλλά διά να ομιλήσω +σοβαρά, θα σου 'πώ, πώς ευρίσκονται αι περιστάσεις μου!» + +Και μετ' ολίγον εγνώριζον και ο Φεζινάνδος και ο Νάγκλι τι ήθελεν ο +Ρούντυ. + + — Είσαι ριψοκίνδυνο παλληκάρι, είπον «αυτό δεν γίνεται! Θα σπάσης τον +λαιμόν σου!» + + — Δεν πέφτει κανείς κάτω, αν δεν το φαντασθή ο ίδιος μόνος του, είπεν ο +Ρούντυ. + +Κατά το μεσονύκτιον εξεκίνησαν με καμάκια, σκάλες και σχοινιά· Ο δρόμος +επερνούσε ανάμεσα από δάσος και λόχμην, επάνω από κυλιομένας πέτρας, +πάντοτε προς τα επάνω, προς τα επάνω, μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα. Το +νερό έβραζε κάτω παφλάζον, νερό εκελάρυζε επάνω, υγρά σύνεφα έτρεχαν εις +τον αέρα. Οι κυνηγοί έφθασαν εις το απόκρημνον του βράχου χείλος· εδώ το +σκότος εγίνετο πυκνότερον, αι πλευραί των βράχων σχεδόν συνηντώντο και +μόνον υψηλά επάνω εις την στενήν ρωγμήν ήτο φωτεινός ο αήρ· πλησιέστατα +εις αυτοίς, κάτω από αυτούς εξετείνετο η βαθεία άβυσσος με τα παφλάζοντα +νερά. Οι τρεις των εκάθισαν επάνω εις τας πέτρας, ήθελαν να περιμένουν +το αμφίβολον του χαράγματος φως, όταν θα πετάξη ο αετός έξω από την +φωλεάν· έπρεπε να πυροβολήσουν πρώτα την μητέρα, πριν γίνουν κύριοι του +μικρού. Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα +κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με +σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το +είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο +κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος. +Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν. + +Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον +αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον +όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν. Έπεσεν ο ένας +πυροβολισμός! εκινήθησαν μίαν στιγμήν αι εκτεταμένοι πτέρυγες, έπειτα +κατέπεσε το πτηνόν βραδέως και εφαίνετο σαν να επρόκειτο με το μέγεθός +του και με τας ευρείας εκτεταμένος πτέρυγάς του να γεμίση όλην την +χαράδραν, και κατά την πτώσιν του να συμπαρασύρη και τους κυνηγούς. Ο +αετός εβυθίσθη εκεί κάτω εις το βάθος· κλάδοι και θάμνοι έσπασαν κατά +την πτώσιν του πτηνού. + +Τώρα εσηκώθησαν οι κυνηγοί: τρεις μακροτάτας κλίμακας έδεσαν μαζί την +μίαν με την άλλην — αύται βέβαια θα έφθανον εκεί επάνω· τας έστησαν εις +το ακρότατον τελευταίον στερεόν σημείον, κοντά εις το χείλος της +αβύσσου· και μόλα ταύτα δεν έφθανον εκεί επάνω και ο τοίχος του βράχου +ολισθηρός σαν μάρμαρον επήγαινε ακόμη υψηλότερα, εκεί όπου η φωλεά +εκρύπτετο προστατευομένη από κάτω από την προεξέχουσαν κορυφήν. Μετά +τινας διασκέψεις συνεφώνησαν να δέσουν μαζί δύο άλλας κλίμακας, και να +τας αφήσουν κρεμασμένας από το επάνω μέρος της χαράδρας· και αυτάς πάλιν +να της δέσουν με τας τρεις τοποθετημένας κάτω. Με μεγάλον κόπον έσυραν +προς τα επάνω τας δύο δεμένας κλίμακας και εστερέωσαν επάνω τα σχοινιά· +έσπρωξαν της σκάλες επάνω προς τον προεξέχοντα βράχον και τας εκρέμασαν +εκεί ελευθέρας και μετεώρους επάνω από την άβυσσον. Ο Ρούντυ ήτο ήδη +καθισμένος επάνω εις το τελευταίον των σκαλοπάτι. Ήτο παγερά πρωία· +σύννεφα ομίχλης ανέβαιναν επάνω από την ζοφεράν άβυσσον. Ο Ρούντυ +εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου, +που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος +υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί, +εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να +σπάση. + +Ο άνεμος εβόιζε γύρω του· κάτω μέσα εις την άβυσσον έβραζαν τα νερά, που +έλυωναν από τον Παγώνα, το Παλάτι της Νεράιδας του Πάγου. + +Τώρα έθεσεν εις ταλαντευτικήν κίνησιν τας κλίμακας, όπως η αράχνη +ταλαντεύεται, όταν θέλη να πιάση κάτι, κρεμασμένη από το μακρόν +αιωρούμενον νήμα της· και όταν ο Ρούντυ διά τετάρτην φοράν ήγγισε την +κορυφήν των κλιμάκων, οι οποίαι μαζί δεμέναι η μία με την άλλην ήσαν +στημένοι κάτω, την έπιασε, συνήψε και συνέδεσε τας επάνω με τας κάτω με +ασφαλές και δυνατόν χέρι· αλλά εκραδαίνοντο και επλατάγουν, σον να είχαν +κουρδισμένα αγκίστρια. + +Αι πέντε μακραί κλίμακες, αι οποίαι έφθανον μέχρις επάνω εις την φωλεάν +και ήσαν στηριγμένοι καθέτως εις την πλευράν του βράχου, εφαίνοντο ότι +ήσαν ασθενές καλάμι· και τώρα μόλις είχον να υποστώσι το +επικινδυνωδέστατον· έπρεπε να αναρριχηθή κανείς, όπως ημπορεί και +αναρριχάται η γάτα· αλλά ο Ρούντυ αυτό ίσα-ίσα το ήξευρε, του το είχε +διδάξει η γάτα· ούτε έπαιρνε μυρωδιά από τον Ίλιγγον, ο οποίος 'πίσω του +ήτο μέσα 'στον αέρα και είχε τεντωμένους επάνω του τους ως πολύποδας +βραχίονάς του. Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης +σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε +να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να +φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί +συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος +της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την +σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα +στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος +πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι, +πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει. Ο Ίλιγγος, ο οποίος καθόλου +δεν ημπορούσε να τον βλάψη, του εφύσησε την δηλητηριώδη οσμήν εις το +πρόσωπον, διά να του φέρη σύγχυσιν και κάρωσιν και κάτω εις το μαύρον +χαίνον βάραθρον επάνω εις τα ορμητικώς σπεύδοντα νερά εκάθητο η ίδια η +Νεράιδα του Πάγου με την μακράν λευκοπρασίνην κόμην της και του +προσήλωνε τα μάτια της, που ήσαν μάτια θανατοβόλα 'σάν δύο πυροβολισμοί. + + — Τώρα σε πιάνω! + +Εις μίαν γωνίαν της φωλεάς του αετού παρετήρησεν ο Ρούντυ, ότι μέγας και +πολύς εκάθητο ο αετιδεύς, ο οποίος ακόμη δεν είχε ξεπετάξει. Ο Ρούντυ +προσήλωσε τα μάτια του επάνω του, εκρατήθη με όλην του την δύναμιν με το +ένα χέρι, και με το άλλο έρριψε τον βρόχον περί τον νεαρόν αετιδέα· ήτο +πιασμένος ζωντανός! Αι κνήμαι του Ρούντυ ήσαν χωμέναι μέσα εις το +χιονισμένο σχοινί, έρριψεν εις τον ώμον του τον βρόχον με το πτηνόν, +ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον εκρέματο το ζώον καλόν βάρος 'πίσω του, την +ώραν, που αυτός έστηρίζετο επάνω εις ένα άλλο κρεμασμένο παλαμάρι, +επιβοηθητικόν, διά να πατήσουν πάλιν τα άκρα των ποδών του το επάνω +επάνω σκαλί της σκάλας. + + — Κρατήσου στερεά· μη πιστεύσης μόνον, ότι ημπορεί να πέσης κάτω· τότε +δεν πέφτεις! ήτο η παλαιά διδασκαλία και αυτήν ηκολούθησε· εκρατήθη +στερεά, εσκαρφάλωσε· ήτο βεβαιωμένον, ότι δεν θα πέση και δεν έπεσε. + +Ήδη αντήχει λαρυγγισμός, δυνατός και εύθυμος. Ο Ρούντυ εστέκετο επάνω +εις τον στερεόν βράχον με τον αετιδέα του. + + + +ΤΙ ΝΕΑ ΗΞΕΥΡΕ ΝΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙ Η ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ + + + + — Εδώ είναι το ποθούμενον! είπεν ο Ρούντυ, όταν εισήλθεν εις το σπίτι +του μυλωθρού εν Βεξ· ετοποθέτησε κάτω εις το πάτωμα ένα μεγάλο κοφίνι +και αφήρεσε το ύφασμα με το οποίον ήτο σκεπασμένον. Δύο κίτρινα με μαύρα +περιθώρια γύρω γύρω μάτια επρόβαλαν γουρλωμένα, τινάζοντα σπίθες άγριες +'σάν να ήθελαν να κατακαύσουν και να δαγκάσουν δυνατά, όπου εκύτταζαν. +Το κοντόν δυνατόν ράμφος ήτο ανοιγμένον προς δάγκαμα ο λαιμός ήτο +κόκκινος και ήτο σκεπασμένος με μπιμπίκια. + + — Ο αετιδεύς! εφώναξεν ο μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εξεφώνησε και επήδησε +προς τα οπίσω, αλλά δεν ημπορούσε να αποστρέψη τα μάτια της ούτε από τον +Ρούντυ ούτε από τον αετόν. + + — Δεν τρομάζεις! . . είπεν ο μυλωθρός. + + — Και εσείς κρατείτε σταθερά τον λόγον σας!. . είπεν ο Ρούντυ· «Καθένας +έχει το χαρακτηριστικόν του γνώρισμα!» + + — Αλλά πώς δεν έσπασες τον λαιμόν σου; είπεν ο μυλωθρός. + + — Επειδή εκρατιόμανε στερεά! απήντησεν ο Ρούντυ· «και αυτό το κάμω +ακόμη! Κρατώ στερεά την Μπαμπέττα!» + + — Πρώτα όμως κύτταξε να την έχης!» είπεν ο μυλωθρός και εγέλα· και αυτό +ήτο αρκετή ένδειξις, την οποίαν ήξευρεν η Μπαμπέττα. + +«Πρέπει να τον βγάλωμεν έξω από το κοφίνι. Είναι, να τρελλαθή κανείς, +όπως γουρλώνει τα μάτια του. Αλλά πώς ημπόρεσες και τον έπιασες;» + +Ο Ρούντυ διηγήθη και ο μυλωθρός άνοιγε διαρκώς τα μάτια του μεγάλα από +έκπληξιν. + + — Με την τόλμην σου και την ευτυχίαν σου ημπορείς τρεις γυναίκες να +θρέψης, είπεν ο μυλωθρός. + + — Σας ευχαριστώ! . . . είπεν ο Ρούντυ. + + — Αλήθεια όμως την Μπαμπέττα δεν την έχεις ακόμη!» είπεν ο μυλωθρύς και +εκτύπησε με αστειότητα εις τους ώμους τον νεαρόν των Άλπεων κυνηγόν. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +«Ξέρεις τα νεώτερα εις τον Μύλον;» έλεγεν η γάτα του δωματίου εις την +γάταν της κουζίνας. «Ο Ρούντυ μας έφερε τον αετιδέα και επήρε εις +αντάλλαγμα την Μπαμπέτταν. Εφιληθήκανε και τους είδε και ο γέρος! Αυτό +είναι ωραίον σαν αρραβώνιασμα. Ο γέρος ήτο πολύς ευγενής· είχε μαζέψει +τα νύχια του, εκοιμήθη τον μεσημερινόν του υπνάκο και άφησε τους δυο να +κάθωνται να ερωτοτροπούν· έχουν τόσα πολλά να 'πούν· ούτε ίσα με τα +Χριστούγεννα δεν θα έχουν τελειωμό· και πράγματι δεν ήσαν έως τα +Χριστούγεννα έτοιμοι! + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Ο άνεμος εστροφοδινούσε με το φύσημά του το πράσινον φύλλωμα. Το χιόνι +εστοιβάζετο εις την κοιλάδα, όπως και επάνω εις τα υψηλά βουνά. Η +Νεράιδα του Πάγου εκάθητο εις την υπερήφανον έπαυλίν της, η οποία κατά +τον χειμώνα αυξάνει εις μέγεθος. Αι πλευραί των βράχων ήσαν +επικαλυμμένοι με λεπτόν κρύσταλλον και κύλινδροι πάγου ισοπαχείς με +δένδρο, βαρείς σαν ελέφαντες εκρέμαντο εκεί κάτω, όπου κατά το θέρος ο +Χείμαρρος μέσα 'ς τους βράχους αφήνει τον υδάτινον πέπλον του να +κυμαίνεται. Πάγου γιρλάντες από φανταστούς κρυστάλλους παρατάσσονται και +λαμποκοπούν επάνω εις τα χιονοπασπαλισμένα έλατα. Η Νεράιδα του Πάγου +ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον και εποχείται εις τας βαθυτάτας κοιλάδας. Η +σινδών της χιόνος εκτείνεται κάτω και κάτω εις το Βεξ, η Νεράιδα του +Πάγου έρχεται και εκεί και βλέπει τον Ρούντυ να κάθεται μέσα εις τον +Μύλον· εκάθητο αυτόν τον χειμώνα μέσα εις το δωμάτιον περισσότερον από +όσον ήτο η συνήθειά του άλλοτε· εκάθητο κοντά εις την Μπαμπέτταν. Το +προσεχές θέρος θα εγίνοντο οι γάμοι· συχνά εκουδούνιζαν τα αυτιά του, +όσες φορές εμιλούσαν γι' αυτό οι φίλοι του. Μέσα εις τον Μύλον ήτο +φέγγος και θαλπωρή ηλίου, έθαλλε το ωραιότερον των Άλπεων Ρόδον, η +φαιδρά, η μειδιώσα Μπαμπέττα, ωραία ως η ερχομένη Άνοιξις, η Άνοιξις, +που κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν θέρος και γάμον. + + — Όμως πώς κάθονται οι δύο τους πάντοτε ο ένας κοντά εις τον άλλον», +έλεγεν η γάτα του δωματίου. «Τώρα έχω να μιαουρίσω πολλά!» + + + +Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ + + + +Η Άνοιξις είχε ξεδιπλώσει τα χυμώδη πράσινα με καρυδιές και καστανιές +στολίδια της και με περισσότερον σφρύγος εβλάστανον από την παρά τον +άγιον Μαυρίκιον γέφυραν μέχρι της όχθης της λίμνης της Γενεύης κατά +μήκος του Ροδανού, ο οποίος ορμά με ισχυρόν ρεύμα εκχυνόμενος πέραν, από +την έξοδόν του κάτω από τον πρασινωπόν Παγώνα, το κρυστάλλινον Παλάτι, +όπου η Νεράιδα του Πάγου διαμένει. Από εδώ την παραλαμβάνει ο δριμύς +Άνεμος και την φέρει επάνω εις το υψηλότατον χιονοπέδιον και εξαπλώνεται +εις το ισχυρόν του ηλίου φως επάνω εις τα από χιόνι σαν από πούπουλα +προσκέφαλά της. Εκεί εκάθισε· και με βλέμμα ευρέως εκτεταμένον +παρετήρει, κάτω εις τας βαθείας κοιλάδας, όπου οι άνθρωποι ήσαν εις +άοκνον κίνησιν, όπως οι μύρμηκες επάνω εις τον από τον ήλιον λάμποντα +βράχον. + + — Διανοητικαί Δυνάμεις! όπως σας αποκαλούν τα Παιδιά του Ηλίου!» έλεγεν +η Νεράιδα του Πάγου. «Σκώληκες είοθε! Μία κυλιομένη σφαίρα πάγου — και +σεις, τα σπίτια σας, αι πόλεις σας γίνεσθε συντρίμματα, εξαφανίζεσθε!» +Υψηλότερα ύψωνε την υπερήφανον κεφαλήν της και εκύτταζε κατά μήκος και +κατά πλάτος με μάτια αστράπτοντα θάνατον. Αλλά επάνω από την κοιλάδα +αντηχούσε κατρακύλισμα, βράχοι εξετινάσσοντο: Ανθρώπινα έργα! Οδοί και +σήραγγες διά τον σιδηρόδρομον εθεμελιώνοντο. + + — Παίζουν τον τυφλοπόντικον! έλεγε· «κατορύττουν διαδρόμους κάτω από +την γην, και γι' αυτό αυτός ο κρότος 'σάν να πέφτουν πυροβολισμοί. Όταν +εγώ μεταθέτω τας επαύλεις μου, βομβεί δυνατώτερα από το βρόντημα του +κεραυνού!» + +Επάνω από την κοιλάδα υψώθη καπνός και εκινείτο προς τα επάνω ως πέπλος +κυμαινόμενος, κυματίζον λοφείον της ατμομηχανής, η οποία διηύθυνε εκείσε +την αμαξοστοιχίαν του νεωστί ανοιχθέντος σιδηροδρόμου, αυτού του +ελισσομένου όφεως, του οποίου μέλη είναι βαγόνια κοντά σε βαγόνια. +Ταχεία ως βέλος επέτα προς τα εκεί η αμαξοστοιχία. + + — Κάνετε τους κυρίους εκεί κάτω, σεις αι Διανοητικαί Δυνάμεις!» έλεγεν +η Νεράιδα του Πάγου. «Αλλά αι Δυνάμεις της Φύσεως είναι αι +κυριαρχούσαι!» Εγέλα, ετραγουδούσε και εις την κοιλάδα βρόντος ηκούετο. + + — Εκεί κατρακυλίεται χιονοστιβάς!» έλεγαν οι άνθρωποι. + +Αλλά τα Παιδιά του Ηλίου ακόμη δυνατώτερα ετραγουδούσαν περί της +ανθρωπίνης Σκέψεως, η οποία ήτο εκεί κυρίαρχος, η οποία ζεύγει εις ζυγόν +την θάλασσαν, βουνά μεταθέτει, κοιλάδας απογεμίζει· περί της ανθρωπίνης +Σκέψεως η οποία είναι η κυρία επί της δυνάμεως της Φύσεως. Κατ' αυτόν +τον χρόνον εις το χιονοπέδιον, όπου εκάθητο η Νεράιδα του Πάγου, ήλθεν +ομάς ταξειδιωτών. Οι άνθρωποι είχαν δεθή εδώ στερεά αναμεταξύ των με +σχοινιά διά να σχηματίσουν τρόπον τινά ισχυρότερον σώμα επάνω εις την +ολισθηράν του πάγου επιφάνειαν, παρά το χείλος της αβύσσου. + + — Σκώληκες! είπεν η Νεράιδα του Πάγου. «Σεις, οι κυρίαρχοι των Δυνάμεων +της Φύσεως!» και απέστρεψε το πρόσωπον από την ομάδα και εκύτταζε +κακεντρεχώς κάτω εις την βαθείαν κοιλάδα, όπου η σιδηροδρομική +αμαξοστοιχία εβομβούσε διερχομένη! + + — Εκεί κάθονται αύται αι Σκέψεις! κάθονται υποχείριοι εις τας Δυνάμεις +της Φύσεως! Τους βλέπω και όλους και τον καθένα! + + — Ένας κάθεται υπερήφανος 'σάν βασιλεύς, μόνος! Εκεί κάθονται κουβάρι! +Εκεί, κοιμώνται οι 'μισοί, και όταν σταματήση ο καπνόν αποπνέων Δράκων, +κατεβαίνουν έξω και πηγαίνουν τον δρόμον των! Αι Σκέψεις πηγαίνουν έξω +εις τον κόσμον!» Και εγέλα. + + — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάς!» είπαν κάτω μέσα εις την +κοιλάδα. + + — Δεν μας φθάνει! . . . είπαν δύο, οι οποίοι εκάθηντο εις τα νώτα του +καπνόν φυσώντος Δράκοντος, «δύο καρδίαι, είς παλμός» καθώς λέγουν. Ήσαν +ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Και ο μυλωθρός ακόμη ήτο εκεί. + + — 'Σαν αποσκευή! . . . έλεγεν αυτός. «Είμαι εδώ ως το αναγκαίον +προσάρτημα». + + — Εκεί κάθονται οι δύο! είπεν η Νεράιδα του Πάγου. Πολλάς ορεινάς αίγας +έχω συντρίψει, εκατομμύρια τριαντάφυλλα των Άλπεων έχω καταλυγίσει και +κατασπάσει, ούτε της ρίζες των δεν ελυπήθηκα! Τας ξεμπερδεύω και αυτάς +τας Σκέψεις, τας Διανοητικάς Δυνάμεις!» και εγέλα. + + — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάς! έλεγαν κάτω μέσα εις την +κοιλάδα! . . . + + + +Η ΑΝΑΔΟΧΟΣ + + + +Εις την πόλιν Μοντρέ, η οποία ευρισκομένη εγγύτατα μετά της Κλαράν, +Βεβαί και σχηματίζει μετ' αυτών στεφάνην περί το βορειοανατολικόν μέρος +της Γενεύης λίμνης, έμενε η νονά της Μπαμπέττας, η επιφανής Αγγλίς κυρία +με τας θυγατέρας της και ένα νεαρόν συγγενή της. Είχον μεν φθάσει πολύ +εσχάτως εκεί, αλλ' ήδη τους είχεν επισκεφθή ο μυλωθρός, διά να τους +ανακοινώση τον αρραβώνα της Μπαμπέττας. Τους διηγήθη και περί του Ρούντυ +και αετιδέως, περί της εις Ιντερλάκεν εσχάτως επισκέψεώς των και εν +γένει όλην την ιστορίαν· και αυτή εχάρη τα μέγιστα και κατεγοητεύθη διά +τον Ρούντυ και την Μπαμπέττα και ακόμη και διά τον Μυλωθρόν. Τους +υπεχρέωσε λοιπόν να έλθουν χωρίς άλλο και οι τρεις εδώ· και λοιπόν +ήλθαν. Η Μπαμπέττα ήθελε να ιδή την νονά της και η νονά την Μπαμπέτταν. + +Παρά την πολίχνην Βιλλνεύφ, εις το άκρον της λίμνης της Γενεύης +εστάθμευε το ατμόπλοιον, το οποίον εις ημισείας ώρας ταξείδιον από εδώ +προς την Βεβαί προσορμίζεται κάτω του Μοντρέ. Η παραλία αυτή εψάλη υπό +των ποιητών· εδώ, κάτω από της καρυδιές παρά την βαθείαν κυανοπράσινον +λίμνην εκάθητο ο Βύρων και έγραφε τους μελωδικούς στίχους του περί των +καθειργμένων μέσα εις το κατηφές επί των βράχων φρούριον Σιγιόν. Εκεί, +όπου η Κλαράν κατοπτρίζεται με τας φιλοδάκρυας ιτέας της μέσα εις τα +νερά, περιεβάδιζεν ο Ρουσσώ αναπολών την Ελοΐζαν του. Ο Ροδανός ορμά +πέραν κάτω από τα υψηλά χιονοσκεπή της Σαβοΐας όρη. Εδώ, ουχί μακράν της +εις την λίμνην εκβολής του κείται εν τη λίμνη νήσος μικρά· είναι τόσον +μικρά, ώστε αν την βλέπη κανείς από την ακτήν, φαίνεται ως φορείον μέσα +εις τα νερά. Η νήσος είναι κρηπίδωμα βράχου· τούτο προ εκατόν περίπου +ετών μία κυρία περιέκλεισε γύρω με πρόχωμα από πέτρας, το εσκέπασε με +χώμα και εφύτευσε τρεις ακακίας· αι ακακίαι σκιάζουν σήμερον όλο το +νησάκι. Η Μπαμπέττα ήτο τελείως μαγευμένη με αυτό το τοπείον· εις τα +μάτια της ήτο το ωραιότερον από όλον το ταξείδιον· εκεί επάνω έπρεπε να +υπάγη κανείς, εσκέπτετο, εκεί θα ήτο θαυμασίως ωραία. Αλλά το ατμόπλοιον +παρήλθε προ αυτού και προσωρμίσθη, όπως εσκόπευε, εις την Βεβαί. + +Η μικρά συντροφιά από εδώ εβάδισε προς τον ανήφορον μέσα από τους +λευκούς ηλιολούστους τοίχους οι οποίοι περιβάλλουν τας προ της ορεινής +πόλεως Μοντρέ αμπέλους· συκαί την οικίαν του χωρικού σκιάζουν, δάφναι +και κυπάρισσοι αυξάνουν εις τους κήπους. Εις το μέσον της οδού επί του +όρους ήτο το οικοτροφείον, όπου έμενεν η νονά. + +Η υποδοχή ήτο εγκάρδιος. Η νονά ήτο ευπροσήγορος κυρία με στρογγυλόν +μειδιών πρόσωπoν ως παιδί, αληθώς υπήρξεν αυτή αληθινή κεφαλή αγγέλου +του Ραφαήλ· τώρα ήτο γηραιά κεφαλή αγγέλου, περιβαλλομένη με την +πλουσίως βοστρυχώδη αργυρότριχον κόμην της. Αι θυγατέρες της ήσαν κομψά, +λεπτά, υψηλά λιγερά κορίτσια. Ο νεαρός εξάδελφος, τον οποίον είχον +συμπαραλάβει μαζί των, ήτο από κεφαλής μέχρι ποδών λευκά ενδεδυμένος, +είχε χρυσόξανθα μαλλιά και χρυσόξανθον γένειον, τόσον μεγάλον, ώστε +ημπορούσε να το μοιράση εις τρεις τζέντελμαν· αυτός έδειξεν αμέσως, εις +την Μπαμπέτταν μεγάλην περιποίησιν. + +Βιβλία πλουσίως δεδεμένα, τετράδια μουσικής και ιχνογραφήματα ήσαν +σκορπισμένα επάνω εις τηv μεγάλην τράπεζαν· η θύρα του εξώστου ήτο +ανοικτή προς την λίμνην, η οποία ωραία εξετείνετο έξω και ήτο τόσον +στιλπνή και ήρεμος, ώστε τα βουνά της Σοβοΐας με τας πόλεις, τα δάση και +τας χιονισμένας κορυφάς των κατωπτρίζοντο μέσα ες το υδάτινον αυτό +κάτοπτρον ανεστραμμένα. + +Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς +συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο +σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο +καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον +Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν +νωθρότητα και με πολλήν ανίαν. Ο Ρούντυ έπρεπε να κάνη δύο βήματα εμπρός +και ένα 'πίσω διά να μένη κατά το βάδισμα μαζί με τους άλλους. Έκαμαν +τον περίπατόν των κάτω προς την Σιγιόν, το παλαιόν σκυθρωπόν φρούριον, +το κτισμένον επάνω εις το νησάκι των βράχων, μόνον και μόνον διά να +ίδουν τα μαρτυρικά σκεύη, τα νεκρικά δεσμωτήρια, της σκουριασμένες +αλυσσίδες εις τους βραχώδεις τοίχους, τους διά τους εις θάνατον +καταδικασμένους πετρίνους κοπάνους, τας θύρας της πτώσεως, διά των +οποίων κατεκρήμνιζον τους δυστυχείς και τους διαπερνούσαν εις σιδηρούς, +σουβλερούς πασσάλους διά να τους καύσουν. Ευχαρίστησιν, έλεγαν, να +βλέπουν όλα αυτά τα πράγματα. Ήτο τόπος μαρτυρίου, τον οποίον το άσμα +του Βύρωνος ανύψωσεν εις τον κόσμον της ποιήσεως. + +Ο Ρούντυ είχε το αίσθημα, ότι ωδηγήθη αυτός εις τόπον μαρτυρίου. +Εστηρίζετο εις το πλαίσιον ενός από τα μεγάλα πέτρινα παράθυρα και +έβλεπε κάτω μέσα εις το βαθύ κυανοπράσινον ύδωρ και πέραν εκεί προς την +μικράν νήσον με τας τρεις ακακίας· εκεί αυτός επιθυμούσε να είναι, +ελεύθερος από όλην αυτήν την φλυαρούσαν συντροφιάν· αλλά η Μπαμπέττα +εσυμφωνούσε με αυτήν και ήτο εκτάκτως φαιδρά. Είχε διασκεδάσει λαμπρά, +έλεγε· ο εξάδελφος, ήτο καθολοκληρίαν τέλειος, εύρισκε αυτή. + + — Μάλιστα, ένας καθ' ολοκληρίαν τέλειος βλάκας! έλεγεν ο Ρούντυ και ήτο +η πρώτη φορά, που έλεγεν ο Ρούντυ πράγμα, που δεν ήρεσεν εις αυτήν. Ο +Άγγλος της εχάρισε και ένα μικρόν βιβλίον, εις ανάμνησιν της Σιγιόν, το +ποίημα του Βύρωνος: «Οι φυλακισμένοι της Σιγιόν» μεταφρασμένον εις την +Γαλλικήν, διά να δυνηθή να το αναγνώση η Μπαμπέττα. + + — «Το βιβλίον βέβαια είναι καλόν», είπεν ο Ρούντυ, «αλλά ο +κομψοκτενισμένος νέος δεν μου αρέσει!» + + — «Φαίνεται ακριβώς σαν τσουβάλι αλευριού χωρίς αλεύρι», είπεν ο +μυλωθρός και εκορόιδευε με την ιδιάζουσαν ευφυολογίαν του. Και ο Ρούντυ +εγέλα και έλεγε και αυτός ότι μάλιστα ακριβώς έτσι φαίνεται. + + + +Ο ΕΞΑΔΕΛΦΟΣ + + + +Όταν ο Ρούντυ μερικάς ημέρας βραδύτερον επεσκέφθη τον Μύλον, ηύρεν εκεί +τον νεαρόν Άγγλον· η Μπαμπέττα ίσα-ίσα εσκέφθη να προσφέρη εις αυτόν +βρασμένες πέστροφες, που με τα ίδια τα χέρια της της εκαρίκευσε με +μαϊντανό διά να του φανούν πολύ ορεκτικαί. Αλλά αυτό δεν ήτο καθόλου +αναγκαίον. Τι ήθελεν ο Άγγλος εδώ; Τι είχε να κάμη εδώ; Να φιλοξενηθή +από την Μπαμπέτταν και να του δώση αυτή να φάγη και να πιη! Ο Ρούντυ ήτο +ζηλότυπος και τούτο εχαροποίει την Μπαμπέτταν. Της προυξένει +ευχαρίστησιν να γνωρίζη την καρδίαν του από όλες της μεριές, και της +ισχυρές και της ασθενείς. Ο έρως ήτο ακόμη δι' αυτήν παιγνίδι και έπαιζε +με όλην την καρδιά του Ρούντυ· και όμως — αυτό πρέπει να λεχθή — αυτός +ήτο η ευτυχία της, όλη η ζωή της, η διαρκής σκέψις της, το καλύτερον και +λαμπρότερον που είχεν εις τον κόσμον αλλά όσον περισσότερον εσκυθρώπαζε +το βλέμμα του, τόσον περισσότερον εγελούσαν τα μάτια της· ημπορούσε να +φιλήση τον ξανθόν Άγγλον με τα χρυσόξανθά γένεια, εάν κατώρθωνε με αυτό +να πιάση τρέλλα τον Ρούντυ και να φύγη τρεχάτος· αυτό ίσα ίσα θα της +έδειχνε πόσον την αγαπά. Αυτό δεν ήτο καλόν εκ μέρους της Μπαμπέττας, +αλλά ήτο μόλις δεκαεννέα ετών. Αυτό δεν το πολυεσκέπτετο και ακόμη +ολιγώτερον εσκέπτετο, ότι η συμπεριφορά του Άγγλου προς αυτήν ήτο ελαφρά +και κάθε άλλο ημπορούσε να δείξη παρά εκείνο που ήρμοζε προς την τιμίαν +αρραβωνιασμένην κόρην του μυλωθρού. + +Ο Μύλος έκειτο εκεί, όπου η του Βεξ λεωφόρος πηγαίνει υπό τας +χιονοσκεπείς βραχώδεις κορυφάς, οι οποίαι εις την εκεί τοπικήν γλώσσαν +λέγονται Ντιαμπλερέτ, όχι μακράν από ορμητικόν χείμαρρον του βουνού, ο +οποίος ήτο λευκόφαιος σαν κτυπημένη σαπουνάδα. Εν τούτοις δεν κινεί +αυτός τον Μύλον· αλλά τον μέγαν του μύλου τροχόν, τον περιστρέφει +μικρότερον ρεύμα, το οποίον καταπίπτει από των βράχων εις την άλλην του +ποταμού πλευράν και διά πετρίνου προχώματος αυξάνει την δύναμιν και την +ορμήν του και τρέπεται μέσα εις δεξαμενήν από δοκούς, και ως ευρύς +οχετός φέρεται υπέρ τον ορμητικόν ποταμόν. Ο οχετός ήτο τόσον πλούσιος +εις ύδωρ, ώστε επλημμύρει και καθίστα υγρόν και ολισθηρόν δρόμον, εάν +ετύχαινε να θέλη κανείς να έλθη εις τον Μύλον ταχύτερον δι' αυτού του +μέρους και αυτή η περίπτωσις έτυχε εις ένα νέον, τον Άγγλον. Λευκά +ενδεδυμένος σαν εργάτης του μύλου κατά το βράδυ ανερριχάτο εκεί επάνω, +οδηγούμενος από το φως, που ηκτινοβόλει από το παράθυρον του δεματίου +της Μπαμπέττας. Αλλά αυτός δεν είχε μάθει να αναρριχάται και εκινδύνευσε +να πέση, κατακέφαλα μέσα εις το ρεύμα· όμως την εγλύτωσε με βρεμένα +μανίκια και πιτσιλισμένα τα πανταλόνια· μουσκεμένος και με ιλύν +πιτσιλισμένος έφθασε κάτω από το παράθυρον της Μπαμπέττας· εδώ +εσκαρφάλωσε επάνω εις την γηραιάν φιλύραν και ήρχισε να μιμήται την +φωνήν της κουκουβάγιας, γιατί δεν εγνώριζε κελάιδημα άλλου πουλιού να +μιμηθή. Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών +παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον +άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά +και από θυμόν. + +Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν +βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε. + +Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν +ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν. +Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να +σκοτωθούν. + +Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ, +του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε. + +Δεν ανέχεσαι να μείνω; εφώναξε, «είμεθα σύμφωνοι! Περιμένεις καλούς +φίλους, καλυτέρους από μένα!» Ντροπή Μπαμπέττα!» + + — Είσαι αποτρόπαιος! είπεν η Μπομπέττα. Σε μισώ! και έκλαιε. Φύγε, +φύγε!» + +Αυτό δεν το άξιζα! είπεν ο Ρούντυ και έφυγε· τα μάγουλά του ήσαν +αναμμένα σαν φωτιά, η καρδιά του ήτο αναμμένη σον φωτιά. + +Η Μπαμπέττα έπεσε 'στο κρεββάτι της και έκλαιε. + + — Πόσον πολύ σε αγαπώ Ρούντυ! και συ μπορείς να σκεφθής κακόν για +μένα» + +Εξέσπασε την οργήν της και αυτό την ωφέλησε πολύ, γιατί αλλοιώς θα +εγίνετο πολύ μελαγχολική· τώρα ημπορούσε να αποκοιμηθή, να κοιμηθή τον +δυναμωτικόν της Αρετής ύπνον. + + + +ΚΑΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ + + + +Ο Ρούντυ κατέλιπε το Βεξ, και επήρε το δρόμο προς το σπίτι του· επήρε το +βουνό προς τον καθαρόν δροσιστικόν αέρα, εκεί που εξετείνετο χάμω το +χιόνι, όπου η Νεράιδα του Πάγου εκυριάρχει. Τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν +κάτω αυτού βαθιά, και εφαίνοντο σαν να ήσαν πατατιές· οι θάμνοι εδώ +επάνω εγίνοντο μικρότεροι, τα τριαντάφυλλα των Άλπεων εξεφύτρωναν πλάι- +πλάι 'στο χιόνι, που ήτο στρωμένο λωρίδες, λωρίδες, όπως τα πανιά εις το +πλυντήριον. Μια γαλανή γεντιανή, που ευρέθη εμπρός εις τον δρόμον του, +την εζούλισε με τον υποκόπανον του όπλου του. + +Ακόμη υψηλότερα επάνω εφάνησαν δύο ορειναί αίγες· του Ρούντυ τα μάτια +ήστραψαν, αι σκέψεις του επήραν νέον δρόμον, αλλά δεν ήτο αρκετά +πλησίον, ώστε να ημπορέση να της σημαδεύση με ασφαλές σημάδι. Ανέβη +υψηλότερα επάνω, όπου τραχεία μόνον χλόη μέσα εις τους πετρίνους όγκους +ηύξανεν· αι αίγαγροι επήγαιναν με άνεσιν επάνω εις το χιονοπέδιον, +ετάχυνε το βήμα του. Η νεφώδης ομίχλη εβυθίζετο κατερχομένη περί αυτόν +και αιφνιδίως ευρέθη προ αποκρήμνου πλευράς βράχου· ήρχισε να καταρρέη +βροχή. + +Ησθάνετο καυστικήν δίψαν, φλόγα εις το κεφάλι, ψύχος εις όλα τα μέλη· +επήρε το κυνηγετικό του φλασκί, αλλά ήτο άδειο, δεν το είχε σκεφθή να το +γεμίση, όταν ετράπη προς το βουνό επάνω. Ουδέποτε προτήτερα είχεν +ασθενήσει, αλλά τώρα είχε το αίσθημα τοιαύτης καταστάσεως· ήτο +κουρασμένος· ησθάνετο επιθυμίαν να κατακλιθή, πόθον να κοιμηθή, παντού +όμως έπεφτε βροχή· προσεπάθησε να συνέλθη, έτρεμον και εχόρευον τα +αντικείμενα εμπρός εις τα μάτια του με παράδοξον τρόπον. Τότε διέκρινε +έξαφνα πράγμα, που ποτέ ακόμη δεν είχε ιδή εδώ· ένα καινούργιο χαμηλό +σπίτι ήτο στηριγμένο εις τους βράχους. Εις την πόρτα εστέκετο μία νέα +κόρη, που την παρωμοίαζε με την Αννέτταν, την κόρην του διδασκάλου που +μια φορά την είχε φιλήσει εις τον χορόν αλλά δεν ήτο η Αννέττα· μόλα +ταύτα είχε ιδή κάποτε προτήτερα το κορίτσι, ίσως εις το Γκρίντελβαλτ +εκείνο το βράδυ, που από την σκοπευτικήν εις το Ιντερλάκεν εορτήν +επανήρχετο, + + — Πώς ευρίσκεσαι εδώ; ηρώτησε. + + — Είμαι εδώ στο σπίτι, βόσκω το κοπάδι μου! + + — Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι! + + — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας, +κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω +με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!» + + — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ. + + — Και συ! απήντησε το κορίτσι. + + — Έχεις γάλα στο σπίτι; δώσε μου να πιω, διψώ φοβερά. + + — Έχω κάτι καλύτερο από γάλα! είπε το κορίτσι· και θα σου το δώσω. Χθες +ήσαν εδώ ταξειδιώται με τους οδηγούς των, ελησμόνησαν μισή μποτίλια +κρασί, τέτοιο, που δεν έχεις συ ακόμη γευθή· δεν θα το πάρουν 'πίσω, εγώ +δεν πίνω, πιε συ! + +Και το κορίτσι έφερε το κρασί κοντά του, έχυσε μέσα σε μια ξυλίνη κούπα +και την προσέφερε εις τον Ρούντυ. + + — Αυτό είναι καλό! . . . είπεν αυτός. «Ακόμη δεν έχω δοκιμάσει κρασί +σαν αυτό, που ζεσταίνει σαν φωτιά!» Τα μάτια του ακτινοβολούσαν. Ζωή, +φλόγα καυστική τον επλήρωσε, κάθε μέριμνα, κάθε στενοχώρια εξητμίζετο· η +παφλάζουσα, σφριγώσα ανθρωπίνη φύσις συνεταράσσετο και εκινείτο μέσα +του. + + — Μα είναι η Αννέετα! . . . εφώναξε· «δώσε μου ένα φιλί!» + + — Μάλιστα! δώσε μου το ωραίο δακτυλίδι, που έχεις στο δάκτυλο. + + — Τον αρραβώνα μου; + + — Μάλιστα, ακριβώς αυτόν! . . . είπε το κορίτσι, και έχυσεν εκ νέου +κρασί μέσα εις το τάσι, του το έθεσεν εις τα χείλη του και αυτός ήπιεν. +Ο πόθος της απολαύσεως έρρευσε μέσα εις το αίμα του· όλος ο κόσμος του +εφάνη 'δικός του, γιατί να μαραίνεται; Το παν έχει γίνει διά να το +απολαύσωμεν, διά να μας κάμη ευτυχείς. Το ποτάμι της Ζωής είναι της +Χαράς το ποτάμι, που η Ζωή το συμπαρασύρει εις το δικό της, αυτό είναι +ευδαιμονία . . . Εκυτταζε την νέαν, ήτο η Αννέττα και μόλα ταύτα δεν +ήτο· και ακόμη ολιγώτερον δεν ήτο το φάντασμα, η μυστηριώδης μορφή — +όπως το έλεγεν αυτός — που συνήντησεν εις το Γκρίντελβαλτ. Το κορίτσι +αυτό εδώ επάνω εις το βουνό ήτο δροσερό, 'σάν το λευκό το χιόνι, γεμάτο +σφρίγος σαν το τριαντάφυλλον των Άλπεων και ταχύπους σαν το ζαρκάδι, +αλλά όμως από την πλευράν του Αδάμ φιασμένο, όπως και ο Ρούντυ. +Περιέβαλε με τα χέρια του την Έμμορφη, εκύτταζε μέσα εις τα παραδόξως +διαυγή μάτια της· το βλέμμα αυτό ένα δευτερόλεπτον μόνον διήρκεσε και +εις το δευτερόλεπτον αυτό, ναι, ποιος ημπορεί να το εξηγήση, με λόγια να +το παραστήση; Η ζωή του Πνεύματος ήτο ή του Θανάτου εκείνο που τον +κατέκλυζε; ανυψούτο αυτός ή εβυθίζετο μέσα εις την βαθείαν, νεκρώνουσαν +παγεράν φάραγγα βαθύτερα, διαρκώς βαθύτερα; εκύτταζε τους παγετώδεις +τοίχους, που ήσαν σαν κυανοπράσινο γυαλί· άπειρα βάραθρα έχαινον γύρω +του και το νερό κατέσταζε κελαρύζον με ήχον σαν κουδούνισμα, και +διαυγές, καταλάμπον σαν μαργαριτάρια με λευκοκυάνους μαρμαρυγάς . . . &Η +Νεράιδα του Πάγου τον εφίλησε& φίλημα, που τον έκαμε να φρικά παγεράν +φρικίασιν από του τραχήλου μέχρι του μετώπου· κραυγή άλγους του διέφυγε, +παρέλυσε, εκλονίσθη και — έγινε νύκτα μπρος εις τα μάτια του . . . αλλά +τα άνοιξε πάλιν. Κακαί Δυνάμεις τον έσυρον έρμαιόν των . . . . + +Η Κόρη των Άλπεων εξηφανίσθη, εξηφανίσθη και η στεγάσασα καλύβη. Το νερό +κατέρρεε κελαρύζον εις τας γυμνάς των βράχων πλευράς· χιόνι ήτο απλωμένο +γύρω του. Ο Ρούντυ έτρεμεν από το ψύχος διάβροχος μέχρι δέρματος, το +δακτυλίδι του είχεν εξαφανισθή, ο αρραβών του, που του το είχε βάλει η +Μπαμπέττα στο δάκτυλό του. Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά +του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά, +πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την +φάραγγα. Ο Ίλιγγος εκάθητο εκεί και παρεμόνευε την άτονον άνευ των +δυνάμεών της λείαν του, και κάτω εις την βαθείαν φάραγγα αντηχούσε ήχος, +'σάν να εκρημνίζετο ογκώδης βράχος ο οποίος τα πάντα συντρίβει και +παρασύρει παν ό,τι τον εμποδίζει εις τη πτώσιν του. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Αλλά εις τον Μύλον εκάθητο η Μμαμπέττα και έκλαιε. + +Ο Ρούντυ δεν είχε φανή έξ ημέρας, αυτός, που είχε το άδικον αυτός, που +έπρεπε να ζητήση συγγνώμην, που τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά. + + + +ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΛΟΝ + + + + — Τι είδους πράγμα σου είναι αυτοί οι άνθρωποι!» έλεγεν η γάτα του +δωματίου εις την γάταν της κουζίνας. «Τώρα πάλιν είναι μακρυά ο ένας από +τον άλλον, ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Αυτή κλαίει και αυτός ούτε την +σκέπτεται καθόλου.» + + — Αυτό δεν μου αρέσει, έλεγεν η γάτα της κουζίνας. + + — Ούτε και μένα! έλεγεν η του δωματίου «αλλά δεν το παίρνω κατάκαρδα! Η +Μπομπέττα ημπορεί βέβαια να αρραβωνισθή με τον κοκκινογένη! Αλλά και +αυτός δεν ξαναήλθε εδώ, από τότε που ήθελε να ανεβή επάνω 'στη στέγη!» + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Κακαί Δυνάμεις ασκούν το παιγνίδι των γύρω μας και μέσα μας. Αυτό το +είχε αντιληφθή ο Ρούντυ και είχε πολύ συλλογισθή γι' αυτό το πράγμα. Τι +ήτο αυτό όλον, που είχε συμβή γύρω του και μέσα του εκεί επάνω εις το +βουνό; Ήσαν άρα γε φαντάσματα ή ονείρατα πυρετού; Προτήτερα ούτε πυρετόν +ούτε καμμίαν άλλην ασθένειαν είχε ποτέ γνωρίσει. Αλλά, όταν έκρινε την +Μπαμπέτταν, έρριψε και ένα βλέμμα και εις το ιδικόν του εσωτερικόν. +Είχεν ανιχνεύσει μέσα 'στην καρδιά του το άγριον κυνήγιον, τον θερμόν +Λίβαν, που είχε στήσει εκεί την έδραν του. Θα ηδύνατο να εξομολογηθή και +εις την Μπαμπέτταν το παν, να εξομολογηθή κάθε σκέψιν, η οποία ημπορούσε +και να πραγματοποιηθή από αυτόν κατά την ώραν του πειρασμού; Είχε χάσει +το δακτυλίδι του και ακριβώς δι' αυτής της απωλείας τον ανέκτησε αυτή. +Θα ημπορούσε πάλι να του εξομολογηθή και αυτή; Του εφαίνετο ότι θα +ξεσχισθή η καρδιά του, όταν την εσυλλογίζετο. Πόσαι αναμνήσεις δεν +ανέβαιναν εις το κεφάλι του! Την έβλεπε σαν να εστέκετο εμπρός του +πραγματική, με το σώμα της, μειδιώσα, καλόκαρδον παιδίον. Κάθε προσφιλής +τρυφερά λέξις, που του είχε πη εκ της πλησμονής της καρδίας της, +εισέδυσεν ως ηλιακή φωτοβολία μέσα εις το στήθος του και αμέσως το παν +έγινεν εκεί μέσα φως ηλιακόν με την σκέψιν της Μπαμπέττας. Μάλιστα, να +του εξομολογηθή και έπρεπε και ώφειλε. + +Επήγε εις τον Μύλον, εξωμολογήθησαν· ήρχισε η Μπαμπέττα με ένα φίλημα +και ετελείωσε με το ότι ο Ρούντυ ήτο αμαρτωλός. Η μεγαλυτέρα αμαρτία του +ήτο, ότι ημπόρεσε να αμφιβάλλη διά την πίστιν της Μπαμπέττας· ήτο +αποτρόπαιον εκ μέρους του, Τοιαύτη έλλειψις εμπιστοσύνης, τοιαύτη +βιαιότης ημπορούσε και τους δύο να κρημνίση εις την δυστυχίαν. Ναι, +βέβαια, ημπορούσε! Γι' αυτό του έκαμε η Μπαμπέττα ένα μικρό κήρυγμα, το +οποίον και αυτήν την ιδίαν εφαίδρυνε και το εστόλισε και ευχάριστα· μόλα +ταύτα είχε και ο Ρούντυ εις έν σημείον δίκαιον: ο ανεψιός της νονάς της +Μπαμπέττας ήτο βλαξ, ήθελε να κάψη και το βιβλίον, που της είχε αυτός +χαρίσει, και δεν ήθελε η Μπαμπέττα να κρατήση το ελάχιστον, που θα της +έφερε την ανάμνησίν του. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + + — Τώρα επέρασεν εκείνο! είπεν η γάτα του δωματίου· «ο Ρούντυ είναι +πάλιν εδώ, εννούνται αναμεταξύ των, και αυτό είναι, λέγουν, ευτυχία.» + + — Εγώ πάλι άκουσα αυτή την νύκτα από τους ποντικούς, είπεν η γάτα του +μαγειρείου, «ότι η μεγαλύτερα ευτυχία είναι να τρώγουν το ξυγκοκέρι και +να αισθάνωνται την γεύσιν του τσαγκού λίπους· ποίον να πιστεύση κανείς, +τους ποντικούς ή τους ερωτευμένους; + + — Κανένα από τους δυο . . . είπε η γάτα του δωματίου· «αυτό πάντοτε +είναι το ασφαλέστατον! . . .» + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Η μεγαλυτέρα ευτυχία του Ρούντυ και της Μπαμπέττας η ωραιοτέρα ημέρα, +όπως την έλεγαν αυτοί, η ημέρα του γάμου των, ήτο εγγύς εμπρός των. + +Όπως δήποτε ούτε εις την εκκλησίαν εις το Βεξ, ούτε εις τον Μύλον θα +εγίνετο η τελετή του γάμου· η νονά ήθελε να τελεσθή ο γάμος εις το σπίτι +της και η στεφάνωσις να γίνη εις την ωραίαν μικράν εκκλησίαν του Μοντρέ. +Ο Μυλωθρός επέμεινε και αυτός και ούτω εξετελέσθη αυτή η επιθυμία, αυτός +μόνον ήξευρε τι επεφύλαττεν η νονά διά τους νεονύμφους. Θα τους έδιδε +γαμήλιον δώρον, που θα ήτο βέβαια αντάξιον της εις την θέλησίν της +ευπειθείας των. Η ημέρα είχε καθορισθή· ήδη αφ' εσπέρας θα εταξείδευον +εις Βιλλνεύβ διά ν' ανεβούν με το αμάξι την αμέσως επιούσαν πρωίαν· πολύ +ενωρίς εις το Μοντρέ διά να κοσμήσουν την νύμφην αι θυγατέρες της νονάς. + + — Βέβαια θα δώσουν και εδώ 'στο σπίτι συμπόσιον διά τον γάμον, είπεν η +γάτα του δωματίου. «Αν όμως δεν δώσουν, τότε ούτε ένα μιάου δεν θα βγάλω +για όλην αυτήν την ιστορίαν.» + + — Εδώ, να λέγεται, θα γίνη συμπόσιον! είπε η γάτα της κουζίνας. +«Εσφαχθήκανε πάπιες, επελεκηθήκανε περιστέρια και ένα ολόκληρο πλατώνι +κρέμεται 'στον τοίχον. Με γαργαλάνε τα γούλια μου, όσο τα συλλογίζομαι! +Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!» + + — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για +τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες +εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το +καλύτερον». + + + +ΝΥΚΤΕΡΙΝΑΙ ΕΝ ΟΝΕΙΡΩ ΜΟΡΦΑΙ + + + +Ο Ήλιος είχε δύσει, τα σύννεφα κατέβαιναν βυθιζόμενα εις την κοιλάδα του +Ροδανού, ανάμεσα εις τα υψηλά βουνά· άνεμος εφύσα μεσημβρινός· άνεμος εξ +Αφρικής πνέων εφέρετο υπέρ τας υψηλάς Άλπεις. Λίβας, όστις διέσπα τα +σύννεφα και όταν ο άνεμος διερχόμενος πέραν αυτών εκόπαζε, εγίνετο μίαν +στιγμήν γαλήνη. + +Τα διεσπασμένα σύννεφα εκρέμαντο εις φανταστικά σχήματα και ανάμεσα εις +τα δασόφυτα όρη, και επάνω από το σπεύδον του Ροδανού ρεύμα· εκρέμαντο +σχηματισμένα εις Μορφάς ομοίας με τα θαλάσσια ζώα του πρωτογενούς +κόσμου, όμοια με τον πτερυγίζοντα αετόν του αέρος με τους πηδώντας του +έλους βατράχους· κατέβαινον επάνω εις τον ορμητικόν χείμαρρον, +εταξείδευαν επάνω εις αυτόν και μόλα ταύτα έπλεον εις τον αέρα. Ο +Χείμαρρος συμπαρέφερε κάποιο ξερριζωμένον έλατον και εις το νερό +εσχηματίζοντο εμπρός στρεφοδινούμενοι κύκλοι· ήτο ο Ίλιγγος, +περισσότεροι του ενός, εκείνοι που στροβιλίζουν επί του εν παφλασμώ +χωρούντος Χειμάρρου· η σελήνη εφώτιζε το σωριασμένο επάνω εις τας +κορυφάς των ορέων χιόνι, εφώτιζε και τα ζοφερά δάση και τα λευκά +παραδοξόσχημα σύννεφα, τας νυκτερινός Μορφάς, τα Πνεύματα των Δυνάμεων +της φύσεως· ο κάτοικος του βουνού τα έβλεπε μέσα από τα τζάμια των +παραθύρων του· έπλεον εκεί κάτω αγεληδόν εμπρός από την &Νεράιδα του +Πάγου.& + +Αυτή είχεν εξελίξει από την επαυλίν της, τον Παγώνα· εκάθητο επάνω εις +εύθραστον πλοίον, επάνω εις το ξερριζωμένον έλατον· το νερό του Παγώνος +την έφερεν επί του ρεύματος προς τα κάτω έως την ανοικτήν λίμνην. + + — Οι διά τον γάμον ξένοι έρχονται, ηκούετο ένας ψιθυρισμός και ένα άσμα +μέσα εις τον αέρα και εις το νερό. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Πρόσωπα έξω, Πρόσωπα μέσα. Η Μπαμπέττα ωνειρεύετο παράδοξον όνειρον. + +Της εφάνη σαν να ήτο νυμφευμένη με τον Ρούντυ και μάλιστα από πολλών +ετών ότι αυτός ήτο εις το κυνήγιον, και αυτή εις το σπίτι, εις την +κατοικίαν της, και ότι εκεί εκάθητο ο Άγγλος, ο χρυσόξανθος γενειοφόρος +κοντά της! Τα μάτια του ήσαν τόσον θερμά και εύγλωττα, τα λόγια του +γοητευτικά! Της έτεινε το χέρι και αυτή τον ηκολούθησε! Εβάδισαν μακρυά +από το σπίτι, διαρκώς μακρύτερα! Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις +την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς +τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα +ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν' +ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος +του βράχου τον Ρούντυ. Εξέτεινε τον βραχίονά της προς αυτόν, αλλά δεν +ετόλμησε να του φωνάξη, δεν ετόλμησε να τον παρακαλέση! Αλλά και δεν θα +την ωφέλει καθόλου, διότι αμέσως ανεκάλυψε, ότι δεν ήτο αυτός, αλλά +μόνον το κυνηγετικόν του ένδυμα και ο σκούφος του, που εκρέμοντο επάνω +εις το ορεινό ραβδί του, που τοποθετούν οι κυνηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον +διά να εξαπατήσουν τας αιγάγρους! Και εν απείρω οδύνη εθρήνει η +Μπαμπέττα: «Ω! ας επέθαινα καν κατά την ημέραν του γάμου μου, την +ευτυχεστέραν μου ημέραν! Θεέ μου τούτο θα ήτο έλεος, μεγάλη ευτυχία! +Αυτό θα ήτο το άριστον, που ημπορούσε να συμβή δι' εμέ και διά τον +Ρούντυ! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον του.» Και εν οδύνη ανοσία +εκρημνίσθη εις το βαθύ του βράχου βάραθρον. + + — Μία χορδή έσπασε, πένθιμος τόνος αντήχησε! + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Η Μπαμπέττα εξύπνησε, το όνειρον παρήλθε και εξηφανίσθη, αλλά είχε αυτή +την συναίσθησιν, ότι κάτι φοβερόν είχεν ονειρευθή περί του +Άγγλου, τον οποίον από πολλών μηνών δεν τον είχε ιδή, τον οποίον δεν +είχε καν σκεφθή. + +Άρα γε μήπως ευρίσκετο εις το Μοντρέ; μήπως θα ετύχαινε να συναντηθούν +εις τον γάμον; Μικρά σκιά ωλίσθησεν εις το λεπτόν στόμα, τα φρύδια της +συνεσπάσθησαν. Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες +ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και +αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ. + +Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ' +ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ. + +Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και +ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά. + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + + — Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του +δωματίου. + + + +ΤΕΛΟΣ + + + +Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις +Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα, +εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο. Οι νεαροί μελλόνυμφοι επήγαν +έξω εις την πόλιν μπράτσο και εβάδισαν την αμαξιτήν οδόν κάτω από τους +καταφύτους με χαμόδενδρα βράχους, παρά την κυανοπράσινον βαθείαν λίμνην. +Η σκυθρωπή Σιγιόν κατώπτριζε τους φαιούς τοίχους της και τους βαρείς της +πύργους εις την διαυγή κυματωγήν· η μικρά νήσος με τας τρεις ακακίας +έκειτο πλησιέστερα· εφαίνετο 'σάν ανθοδέσμη μέσα εις την λίμνην. + + — Θα είναι μαγεία εκεί!» είπεν η Μπαμπέττα. Πάλιν είχε μεγίστην όρεξιν +να μεταβούν εκεί και αυτός ο πόθος ημπορούσε ομοίως να πραγματοποιηθή· +εις την όχθην ήτο κάποιο ακάτιον, εύκολον ήτο να λύσουν το σχοινί, με το +οποίον ήτο δεμένο, κανένα δεν έβλεπαν να τον παρακαλέσουν να τους δώση +την άδειαν να το μεταχειρισθούν, και έτσι συντόμως χωρίς διαδικασίαν +επήραν το ακάτιον· ο Ρούντυ μάλιστα ήξευρε να μεταχειρίζεται τα κουπιά. + +Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό, +που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να +φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν +την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να +κατασυντρίψη. Αφρίζων αύλαξ εσχηματίζετο 'πίσω από το ακάτιον, το οποίον +εις ολίγα λεπτά έφθασε με τους δύο πέρα εις το νησάκι όπου +απεβιβάσθησαν. Το νησάκι είχε χώρον διά να χορεύσουν μόνον δύο άνθρωποι. + +Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από +το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών +κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα +εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου. Τα δάση των ελάτων επάνω εις τα +βουνά εχρωματίζοντο με ιώδη και ρόδινα χρώματα, σαν να ήσαν θάλλουσα +ερείκη, και όπου έπαυαν τα δένδρα και επρόβαλλε το πέτρωμα, έλαμπε +φλογισμένο, σαν να ήσαν διαφανείς οι βράχοι· τα σύννεφα εις τον ουρανόν +έλαμπον σαν κόκκινη φωτιά και φλέγων χρυσός· όλη η λίμνη ήτο ως δροσερόν +ροδισμένον φύλλον τριανταφύλλου. Βαθμηδόν ανέβησαν αι σκιαί επάνω προς +τα χιονοσκεπή της Σαβοΐας όρη και αυτά εχρωματίσθησαν βαθυκύανα, ενώ +μόνον η υψηλοτέρα κορυφή έλαμπε σαν ερυθρά λάβα, έδειξαν μίαν στιγμήν +της ιστορίας της μορφολογίας των, όταν οι όγκοι ούτοι διάπυροι υψώθησαν +από τον κόλπον της γης και δεν είχον ακόμη καταψυγή . . . Ο Ρούντυ και η +Μπαμπέττα εξέφρασαν, ότι δεν είχαν ακόμη ιδεί τοιούτον &ρόδισμα των +Άλπεων&. Τα χιονοσκεπή όρη Νταν ντι μιντί είχον λάμψιν ομοίαν του δίσκου +της πανσελήνου, όταν αυτή τον ορίζοντα αναβαίνη. + + — Πόση ωραιότης! πόση ευτυχία! έλεγαν και οι δύο. + + — Η γη δεν έχει να μου δώση τίποτε περισσότερον, έλεγεν ο Ρούντυ. «Μία +τέτοια βραδιά είνε ολόκληρη ζωή! Πόσες φορές ρεμβάζων ησθάνθην την +ευτυχίαν μου, όπως τώρα την αισθάνομαι εις την πραγματικότητα και +εσκεπτόμην ότι και αν το παν εκείνην την στιγμήν ετελείωνε, όμως πόσον +ευτυχής θα είχα ζήσει! . . . και η ημέρα ετελείωνε, αλλά νέα ήρχιζε, και +μοι εφαίνετο ακόμη ωραιότερα! Πόσον ευλογημένος είναι αυτός ο κόσμος! +Πόσον απείρως καλός είναι ο Θεός, Μπαμπέττα!». + + — Είμαι αληθώς εγκαρδίως ευτυχής! είπεν εκείνη. + + — Η γη δεν μου επιφυλάσσει περισσότερον! εφώναξε ο Ρούντυ. Και οι +εσπερινοί κώδωνες ήχουν από τα όρη της Σαβοΐας, από τα όρη της Ελβετίας +και προς την δύσιν υψούτο μέσα εις χρυσήν λάμψιν το βαθυκύανον όρος +Ιούρας. + + — Ο Θεός να σου δώση το λαμπρότερον και κάλλιστον, είπεν η Μπαμπέττα, +με γλυκύτητα και τρυφερότητα. + + — Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι +εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» + + — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. + +Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη +από το νησάκι. + + — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ. Έρριψε το ένδυμά του από επάνω του, +έβγαλε τα υποδήματά του, επήδησεν εις την λίμνην και εκολύμβα με ισχυρά +κολυμβήματα προς το ακάτιον. + +Ψυχρόν και βαθύ ήτο το διαυγές κυανοπράσινον παγερόν ύδωρ από τον Παγώνα +των βουνών. Ο Ρούντυ εκύτταζε κάτω μέσα εις τα νερά· έν και μόνον βλέμμα +και του εφάνη σαν να έβλεπε χρυσό δακτυλίδι να κυλίεται, να λάμπη, να +σπινθηροβολή και να παίζη· του ήλθεν εις τον νουν του ο αρραβών του, και +το δαχτυλίδι εγίνετο μεγαλύτερον, ηυρύνθη εις σπινθηροβολούντα κύκλον +και μέσα εις αυτόν έλαμπεν ο διαυγής Παγών. Βαθέα βάραθρα ήσαν με +χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική +κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε +αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν. Νεαροί κυνηγοί και +νεάνιδες, άνδρες και γυναίκες, που κάποτε μέσα εις τα βάραθρα του +Παγώνος κατεβυθίσθησαν, ίσταντο εκεί ζωντανοί με ανοικτόν και +διεσπασμένον εις γέλωτα στόμα, και βαθιά αποκάτω ήχουν οι κώδωνες +εκκλησιών πόλεων, που κατεποντίσιθησαν· το Κοινόν ήτο γονατισμένον κάτω +από τον θόλον της εκκλησίας, ράβδοι πάγου εσχημάτιζον τους φωνητικούς +του εκκλησιαστικού οργάνου αυλούς, ο χείμαρρος του βράχου το έκρουε: Η +&Νεράιδα του Πάγου& εκάθητο επάνω εις τον πυθμένα, ανυψώνετο επάνω προς +τον Ρούντυ, εφιλούσε τους πόδας του και παγετώδης ψυχρά φρίκη θανάτου +διέτρεχε τα μέλη του, ηλεκτρικός κλονισμός. + + — Πάγος και Πυρ συγχρόνως. Δεν κάμνει κανείς διάκρισιν μεταξύ αυτών +κατά την βραχείαν επαφήν. + + — «Δικός μου! 'δικός μου!» ήχει γύρω του και μέσα του! «Σε εφίλησα, +όταν ήσο μικρός, σε εφίλησα εις το στόμα! Τώρα σε φιλώ εις τα δάκτυλα +των ποδών σου και της πτέρνες σου! Είσαι όλος 'δικός μου». + +Και εξηφανίσθη εις τα διαυγή κυανά νερά. + +Το παν ήτο ήρεμον: οι κώδωνες των εκκλησιών εσίγησαν, οι τελευταίοι ήχοι +εξηφανίσθησαν μαζί με την λάμψιν των ερυθρών νεφών. + + — Δικός μου είσαι! ήχει εις το βάθος. Είσαι δικός μου!» ήχει εκ του +ύψους, εκ του Απείρου! . . . + +Θείον! από αγάπης εις αγάπην, από της γης εις τον ουρανόν να πετάξη +κανείς. Μία χορδή έσπασε, πένθιμος ήχος ήχησε. + +Το παγερόν φίλημα του θανάτου ενίκησε το εφήμερον. Το προανάκρουσμα +ετελείωσε, διά να δυνηθή να αρχίση το όραμα της ζωής, η δυσαρμονία +διελύθη αντικατασταθείσα εν τη αρμονία. Καλείς τούτο πένθιμον ιστορίαν; + +. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . + +Η καϋμένη η Μπαμπέττα! Ήτο εις ανέκφραστον αγωνίαν. Το ακάτιον επροχώρει +διαρκώς μακρύτερα. Κανείς εις την ξηράν δεν ήξευρεν, ότι το ζεύγος των +μνηστευμένων είχε μεταβή εις την μικράν νήσον. Τα σύννεφα επυκνούντο +βιθυζόμενα, η βραδυά ήτο σκοτεινή. Μόνη, άπελπις, θρηνούσα ήτο εκεί. +Θύελλα εκρέμετο επάνω της, η μία αστραπή διεδέχετο την άλλην και έλαμπεν +υπέρ τον Ιούραν, υπέρ την Ελβετίαν και υπέρ την Σαβοΐαν· από παντού +ετοξεύετο αστραπή επί αστραπής και αι βρονταί εκυλίοντο η μία μετά την +άλλην συγκρουόμεναι επί δευτερόλεπτον. Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν +ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι, +αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί +σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο +γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των +βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν. +Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί +βροχής . . . . . . . . + + — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την +τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός. + +Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν +επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!. + + — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από +τον Παγώνα! + +Εις την σκέψιν της ανέβη, τι είχε διηγηθή ο Ρούντυ περί του θανάτου της +μητρός του, τι περί της σωτηρίας του, όταν πτώμα τον είχαν ανασύρει έξω +από την χαράδραν του Παγώνος. + +&«Η Νεράιδα του Πάγου τον επανέκτησε πάλιν».& + +Αστραπή έλαμψε, που με την λάμψιν της ετύφλωνε, όπως η λάμψις του ηλίου +επάνω εις το λευκό χιόνι. Η Μπαμπέττα ανετινάχθη. Η λίμνη αυτήν τη +στιγμήν υψώθη ως καταλάμπων Παγών, η Νεράιδα του Πάγου ίστατο εκεί +ηγεμονική, κυανωπώς ωχρά, λάμπουσα, και εις τους πόδας της εκείτο +εκτάδην &το πτώμα του Ρούντυ&: «Δικός μου!» έλεγε, και πάλιν γύρω έγινε +σκότος, κυλιόμενοι κρουνοί. + + — Τι άσπλαγχνος!» εθρήνει η Μπαμπέττα. «Διατί λοιπόν να αποθάνη, όταν +εχάραζε η ημέρα της ευτυχίας; Θεέ μου! φώτισε τον νουν μου! Φώτισε μέσα +την καρδίαν μου! Δεν εννοώ τας οδούς Σου! Παραπλανώμαι πανταχόθεν +ερευνώσα τας αποφάσεις της Παντοδυναμίας και Σοφίας Σου!» + +Και ο Θεός εφώτισε τα ενδόμυχα της καρδίας της. Αστραπή σκέψεως, ακτίς +χάριτος, το όνειρον της παρελθούσης νυκτός ζωηρόν, όπως υπήρξε, την +διεφώτισε· ενεθυμήθη τους λόγους της ευχής, την οποίαν εξέφρασε, τι εις +αυτήν και εις τον Ρούντυ θα ήτο άριστον. + + — Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην +καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή +έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ! + +Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι. Μέσα εις +την βαθείαν ησυχίαν της εφαίνετο, ότι ηχούν ακόμη, οι λόγοι του Ρούντυ, +οι τελευταίοι, που είπε εδώ: &«Περισσότερον δεν έχει η γη να μου +χαρίση!»& Ήχησαν εν τη πληθώρα της χαράς του, επανελαμβάνοντο εν τη +βαθεία θλίψει. + +*** + +Έτη από τότε παρήλθον. Γελά η λίμνη, γελούν αι όχθαι της· η κλιματαριά +ξεπετά επάνω της χυμοβριθή, σφριγώντα σταφύλια. Ατμόπλοια με σημαίας, +που κυματίζουν, τρέχουν πέρα. Διασκεδαστικά ακάτια με τα φουσκωμένα +πανιά των πετούν επάνω από το υδάτινον κάτοπρον σαν λευκές πεταλούδες. Ο +διά της Σιγιόν σιδηρόδρομος ήρχισε να &λειτουργή&, πηγαίνει βαθιά μέσα +εις την κοιλάδα του Ροδανού. Εις κάθε σταθμόν κατεβαίνουν ξένοι, κρατούν +εις τα χέρια των τους δεμένους με κόκκινον δέμα οδηγούς των και +διαβάζουν, ό,τι αξιοπαρατήρητον έχουν να ιδούν. Επισκέπτονται την +Σιγιόν, βλέπουν έξω εις την λίμνην το νησάκι με τας τρεις ακακίας, +διαβάζουν περί του ζεύγους των μελλονύμφων, που μια βραδυά το έτος 1856 +έπλευσε εκεί, περί του θανάτου του γαμβρού και: &«μόλις την ακόλουθον +πρωίαν ήκουσαν από την ακτήν τας θρηνώδεις απέλπιδας κραυγάς της +νύμφης».& + +Αλλά ο &Οδηγός& δεν διηγείται τίποτε διά τον ήρεμον βίον, που διάγει η +Μπαμπέττα κοντά εις τον πατέρα της, όχι εις τον Μύλον — εκεί τώρα μένουν +άλλοι άνθρωποι — αλλά εις το ωραίο σπίτι κοντά εις τον σταθμόν του +σιδηροδρόμου, που από τα παράθυρά του αυτή ακόμη κάθε βράδυ βλέπει πέρα +προς της καστανιές, προς τα χιονοσκεπή όρη, όπου άλλοτε ο Ρούντυ +περιεφέρετο. Βλέπει κατά το βράδυ το &ρόδισμα των Άλπεων, τα Παιδιά του +Ηλίου,& να μημεριάζουν επάνω εις τα υψηλά βουνά και να επαναλαμβάνουν το +άσμα του οδοιπόρου, που ο ανεμοστρόβιλος του παρέσυρε το επανωφόρι του, +επήρε το περικάλυμα, όχι όμως και τον άνδρα. + +Εδώ επάνω εις τα χιόνια των βουνών λάμψις ρόδων λάμπει· ρόδων λάμψις +λάμπει και σε κάθε καρδιά, που μέσα της κατοικεί η σκέψις: «Ο Θεός +αφήνει να γίνεται το δι' ημάς άριστον! Αλλά δεν μας εκδηλώνεται πάντοτε, +όπως εξεδηλώθη εις την Μπαμπέτταν, εις το όνειρόν της. + +*** + +1) Π. χ. Εν τω προσώπω του Savorin. + + + + + + + + + + +End of the Project Gutenberg EBook of The Snow Queen, by H. C. Andersen + +*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE SNOW QUEEN *** + +***** This file should be named 37791-0.txt or 37791-0.zip ***** +This and all associated files of various formats will be found in: + http://www.gutenberg.org/3/7/7/9/37791/ + +Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for +his major work in proofreading. + + +Updated editions will replace the previous one--the old editions +will be renamed. + +Creating the works from public domain print editions means that no +one owns a United States copyright in these works, so the Foundation +(and you!) can copy and distribute it in the United States without +permission and without paying copyright royalties. Special rules, +set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to +copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to +protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project +Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you +charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you +do not charge anything for copies of this eBook, complying with the +rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose +such as creation of derivative works, reports, performances and +research. They may be modified and printed and given away--you may do +practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is +subject to the trademark license, especially commercial +redistribution. + + + +*** START: FULL LICENSE *** + +THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE +PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK + +To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free +distribution of electronic works, by using or distributing this work +(or any other work associated in any way with the phrase "Project +Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project +Gutenberg-tm License (available with this file or online at +http://gutenberg.org/license). + + +Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm +electronic works + +1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm +electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to +and accept all the terms of this license and intellectual property +(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all +the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy +all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession. +If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project +Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the +terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or +entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8. + +1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be +used on or associated in any way with an electronic work by people who +agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few +things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works +even without complying with the full terms of this agreement. See +paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project +Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement +and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic +works. See paragraph 1.E below. + +1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation" +or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project +Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the +collection are in the public domain in the United States. If an +individual work is in the public domain in the United States and you are +located in the United States, we do not claim a right to prevent you from +copying, distributing, performing, displaying or creating derivative +works based on the work as long as all references to Project Gutenberg +are removed. Of course, we hope that you will support the Project +Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by +freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of +this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with +the work. You can easily comply with the terms of this agreement by +keeping this work in the same format with its attached full Project +Gutenberg-tm License when you share it without charge with others. + +1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern +what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in +a constant state of change. If you are outside the United States, check +the laws of your country in addition to the terms of this agreement +before downloading, copying, displaying, performing, distributing or +creating derivative works based on this work or any other Project +Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning +the copyright status of any work in any country outside the United +States. + +1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg: + +1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate +access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently +whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the +phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project +Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed, +copied or distributed: + +This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with +almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or +re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included +with this eBook or online at www.gutenberg.org + +1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived +from the public domain (does not contain a notice indicating that it is +posted with permission of the copyright holder), the work can be copied +and distributed to anyone in the United States without paying any fees +or charges. If you are redistributing or providing access to a work +with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the +work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1 +through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the +Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or +1.E.9. + +1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted +with the permission of the copyright holder, your use and distribution +must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional +terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked +to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the +permission of the copyright holder found at the beginning of this work. + +1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm +License terms from this work, or any files containing a part of this +work or any other work associated with Project Gutenberg-tm. + +1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this +electronic work, or any part of this electronic work, without +prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with +active links or immediate access to the full terms of the Project +Gutenberg-tm License. + +1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary, +compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any +word processing or hypertext form. However, if you provide access to or +distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than +"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version +posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org), +you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a +copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon +request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other +form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm +License as specified in paragraph 1.E.1. + +1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying, +performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works +unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9. + +1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing +access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided +that + +- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from + the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method + you already use to calculate your applicable taxes. The fee is + owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he + has agreed to donate royalties under this paragraph to the + Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments + must be paid within 60 days following each date on which you + prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax + returns. Royalty payments should be clearly marked as such and + sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the + address specified in Section 4, "Information about donations to + the Project Gutenberg Literary Archive Foundation." + +- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies + you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he + does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm + License. You must require such a user to return or + destroy all copies of the works possessed in a physical medium + and discontinue all use of and all access to other copies of + Project Gutenberg-tm works. + +- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any + money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the + electronic work is discovered and reported to you within 90 days + of receipt of the work. + +- You comply with all other terms of this agreement for free + distribution of Project Gutenberg-tm works. + +1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm +electronic work or group of works on different terms than are set +forth in this agreement, you must obtain permission in writing from +both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael +Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the +Foundation as set forth in Section 3 below. + +1.F. + +1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable +effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread +public domain works in creating the Project Gutenberg-tm +collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic +works, and the medium on which they may be stored, may contain +"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or +corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual +property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a +computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by +your equipment. + +1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right +of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project +Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project +Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all +liability to you for damages, costs and expenses, including legal +fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT +LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE +PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE +TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE +LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR +INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH +DAMAGE. + +1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a +defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can +receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a +written explanation to the person you received the work from. If you +received the work on a physical medium, you must return the medium with +your written explanation. The person or entity that provided you with +the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a +refund. If you received the work electronically, the person or entity +providing it to you may choose to give you a second opportunity to +receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy +is also defective, you may demand a refund in writing without further +opportunities to fix the problem. + +1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth +in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER +WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO +WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE. + +1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied +warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages. +If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the +law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be +interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by +the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any +provision of this agreement shall not void the remaining provisions. + +1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the +trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone +providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance +with this agreement, and any volunteers associated with the production, +promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works, +harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees, +that arise directly or indirectly from any of the following which you do +or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm +work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any +Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause. + + +Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm + +Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of +electronic works in formats readable by the widest variety of computers +including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists +because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from +people in all walks of life. + +Volunteers and financial support to provide volunteers with the +assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's +goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will +remain freely available for generations to come. In 2001, the Project +Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure +and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations. +To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation +and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4 +and the Foundation web page at http://www.pglaf.org. + + +Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive +Foundation + +The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit +501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the +state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal +Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification +number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at +http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent +permitted by U.S. federal laws and your state's laws. + +The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S. +Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered +throughout numerous locations. Its business office is located at +809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email +business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact +information can be found at the Foundation's web site and official +page at http://pglaf.org + +For additional contact information: + Dr. Gregory B. Newby + Chief Executive and Director + gbnewby@pglaf.org + + +Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg +Literary Archive Foundation + +Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide +spread public support and donations to carry out its mission of +increasing the number of public domain and licensed works that can be +freely distributed in machine readable form accessible by the widest +array of equipment including outdated equipment. Many small donations +($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt +status with the IRS. + +The Foundation is committed to complying with the laws regulating +charities and charitable donations in all 50 states of the United +States. Compliance requirements are not uniform and it takes a +considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up +with these requirements. We do not solicit donations in locations +where we have not received written confirmation of compliance. To +SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any +particular state visit http://pglaf.org + +While we cannot and do not solicit contributions from states where we +have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition +against accepting unsolicited donations from donors in such states who +approach us with offers to donate. + +International donations are gratefully accepted, but we cannot make +any statements concerning tax treatment of donations received from +outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff. + +Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation +methods and addresses. Donations are accepted in a number of other +ways including checks, online payments and credit card donations. +To donate, please visit: http://pglaf.org/donate + + +Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic +works. + +Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm +concept of a library of electronic works that could be freely shared +with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project +Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support. + + +Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed +editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S. +unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily +keep eBooks in compliance with any particular paper edition. + + +Most people start at our Web site which has the main PG search facility: + + http://www.gutenberg.org + +This Web site includes information about Project Gutenberg-tm, +including how to make donations to the Project Gutenberg Literary +Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to +subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks. + diff --git a/old/20111018-37791-0.zip b/old/20111018-37791-0.zip Binary files differnew file mode 100644 index 0000000..4849264 --- /dev/null +++ b/old/20111018-37791-0.zip |
