summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/old
diff options
context:
space:
mode:
authorRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:08:49 -0700
committerRoger Frank <rfrank@pglaf.org>2025-10-14 20:08:49 -0700
commit0438a165641d2d6e00be06e226a5a61246f45898 (patch)
tree1f41c22761c0c03625a4466fe45acd6912ec4ab2 /old
initial commit of ebook 37791HEADmain
Diffstat (limited to 'old')
-rw-r--r--old/20111018-37791-0.txt3230
-rw-r--r--old/20111018-37791-0.zipbin0 -> 85229 bytes
2 files changed, 3230 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20111018-37791-0.txt b/old/20111018-37791-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..313f45a
--- /dev/null
+++ b/old/20111018-37791-0.txt
@@ -0,0 +1,3230 @@
+The Project Gutenberg EBook of The Snow Queen, by H. C. Andersen
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+
+Title: The Snow Queen
+
+Author: H. C. Andersen
+
+Translator: Anastasia Chatziarapi
+
+Release Date: October 18, 2011 [EBook #37791]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE SNOW QUEEN ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+
+The tonic system has been changed from polytonic to monotonic. The
+spelling of the book has not been changed otherwise. Bold words are
+included in &. A footnote has been transferred at the end of the book.
+
+Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά
+τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με έντονους
+χαρακτήρες περικλείονται σε &. Μία υποσημείωση σελίδας έχει μεταφερθεί
+στο τέλος του βιβλίου.
+
+
+
+
+ΑΝΑΣΤΙΑΣΑΔΗ ΧΑΤΖΗΑΡΑΠΗ
+
+ΔΙΔAKTOPOΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
+
+
+
+Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
+
+
+
+(TOY ANDERSEN — ΕΚ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ)
+
+μετά Προλόγου της μεταφρασάσης
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+TΥΠΟΙΣ Δ. Γ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ
+
+1 — Οδός Μιλτιάδου — 1 1914
+
+
+
+Εις τα αγαπητά μου αδέλφια
+
+ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΝ, καθηγητήν
+
+ΙΩΑΝΝΗΝ, νομικόν
+
+ΜΑΤΘΙΛΔΗΝ
+
+ Αφιερώ
+
+
+
+ΠΡΟΛΟΓΟΣ
+ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΑΣΗΣ
+
+
+
+Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΗ ΚΙΝΗΣΕΙ
+
+
+Εκάστη εποχή έχει τα ιδιάζοντα εις αυτήν Πρόσωπα και πας σταθμός του εις
+το Άπειρον αεί κυλιομένου χρόνου, είναι πίναξ Κέβητος παρουσιάζων εις το
+περιεχόμενόν του το μυστικόν άφωνον πρόβλημα, το συγκεντρωτικόν σημείον
+του εξελισσομένου πολιτισμού, την χαρακτηριστικήν μορφήν του, τους
+ανθρώπους του, οίτινες εκυλίσθησαν εις την κονίστραν των αγώνων του.
+Έχει η εποχή τους ανθρώπους της· αλλά μεταξύ αυτών υπάρχει η γενικωτέρα
+Μορφή, ο γενικώτερος παρατηρητής, ο διερμηνεύς και της εποχής του και
+της ανθρωπίνης φύσεως, ο κληροδότης της προόδου του Παρελθόντος εις το
+Μέλλον. Ποιηταί, φιλόσοφοι, ιστορικοί, φυσιοδίφαι, οι των μεγάλων
+ανακαλύψεων εργάται είναι οι σκαπανείς της Προόδου, οι φωστήρες της
+ανθρωπότητος, τα Lumina Mundi, τα καταυγάζοντα και κληροδοτούντα τον
+Πολιτισμόν εις τας γενεάς. Παρά την έρευναν της Επιστήμης της Τέχνης,
+της Φύσεως βαδίζει ο Υμνωδός των φαινομένων αυτών. Οι σταδιοδρόμοι των
+Επιστημών ευρύνουσι τας ατραπούς αυτών και οι χείμαρροι της Χρησιμότητος
+και του φωτός της Αληθείας καθοδηγούσι τον άνθρωπον εις το ωφέλιμον και
+το καλόν· η καλλιέργεια των τεχνών προάγει τον άνθρωπον εις την
+ευημερίαν του, αι ανακαλύψεις αποκαλύπτουσι προς ωφέλειαν και τέρψιν του
+τα τας δυνάμεις της Φύσεως ερμηνεύοντα μυστήρια· και παρά ταύτα
+συμβαδίζει ο Υμνωδός ο αποθανατίζων την πρόοδον και την δράσιν.
+
+Εν τη ποικιλία των διαθέσεων εν τη ρεούση και μεταβαλλομένη της
+Ανθρωπότητος Μορφή, ήτις εν τω κατόπτρω του σταθμεύοντος βίου της
+παρουσιάζεται με το εκάστοτε νεώτερον πνεύμα, υπάρχει πάντοτε η διαδοχή
+των ομοίων Μορφών η μυστικώς συνεχιζομένη δι' εσωτερικής κληρονομίας της
+ανθρωπίνης φύσεως.
+
+Ίσως τοιαύτη ομοιότης γεννά τον πόθον να ερμηνεύσωμεν προγενεστέρας
+μεγάλας Μορφάς και διαρκώς ο Ωκεανός του χρόνου φαίνεται, ότι
+φιλοτιμείται διά των ανθρωπίνων κυμάτων να φέρη εκ των σπλάγχνων του εις
+την επιφάνειαν και να επιδεικνύη εκάστοτε φιλοδόξως, τι έχει
+κατοποντίσει, τας μεγάλας αυτάς Μορφάς, αι οποίαι επιφαίνονται ωσεί να
+κατοπτεύσουν υπερήφανοι το πνεύμα της νέας εποχής, ης προϋπήρξαν οι
+Πρόδρομοι.
+
+Παρουσιάζοντες ταύτας παρουσιάζομεν ασυναισθήτως εν ταυτώ ενίοτε τας
+κλίσεις, τα αισθήματα τον ατομικόν χαρακτήρα, τα οποία μυστικά μας
+συνδέουν με ό,τι θέλομεν να παρουσιάσωμεν και η διάνοιά μας εντεινομένη
+προς τα εκεί, ρίπτει το ακτινοβλόιον της διά να προσλάβη έντονον φως εκ
+της φαεινής θαυμαζομένης εικόνος και ό,τι εκείνη είπε, είναι το με ημάς
+στενώς συνδεδεμένον εν εκείνω Τέλειον.
+
+Μεταφράζομεν εκ των ξένων γλωσσών και μεταφέρομεν εκ των αρχαίων
+κλασσικών εις τας νέας «Μετάφρασις! . . .». Αλλ' η μετάφρασις ούτε
+εύκολος ούτε δυνατή είναι πάντοτε. Έχει ο μεταφράζων να παλαίση προς
+τόσα! Έχει να άρη την γριφώδη σκηνήν την περικαλύπτουσαν τα
+κρυσταλλοπαγή ανάκτορα της αρχαίας γλώσσης, και μάτην πολλάκις κρούομεν
+τας Χαλκάς της Αρχαιότητος Πύλας! Δεν δυνάμεθα να θερμάνωμεν την
+παγωμένην Μορφήν της διά να προβάλη σαφές το Παρελθόν εις το Παρόν και
+το Μέλλον!
+
+Μένει απαθής· όπως ο μαρμάρινος των Μουσείων και Μνημείων κόσμος με τας
+διαφόρους φυσιογνωμίας και καλλιτεχνικάς μορφάς του παρουσιάζει εις ημάς
+την ιστορίαν παρελθούσης εποχής, αλλά μένει πολλάκις απαθής θεατής της
+ερεύνης ημών με τας μαρμαρωμένας εκφράσεις και συγκινήσεις, ζηλοτύπως
+πολλάκις υπό το άφωνον μειδίαμα των Μορφών εγκλείων εντός του
+αρχαιοπινούς λίθου το μυστήριον του Παρελθόντος! ο οποίος εντούτοις και
+πόσα δεν λέγει εις την νέαν εποχήν και την έρευναν.
+
+Έχει ο μεταφράζων να παλαίση με το γλωσσικόν της ξένης γλώσσης αίσθημα,
+με τας μεστάς και βαθείας του συγγραφέως εννοίας, με ποικίλας εκ των
+πραγμάτων δυσκολίας, όπερ απαιτεί άλλας ιδιαιτέρας μελέτας και με την
+ατομικήν δύναμιν και ικανότητα, διά των οποίων θ' αποτυπώση το κάλλος
+του πρωτοτύπου εις την ψυχήν του, θα το αισθανθή και θα το αναπαραστήση
+ως να εξεπήγασεν εκ της ιδίας ψυχής.
+
+Τιθέμενος υπό την σκιάν της δόξης, δια να μεταχειρισθώ φράσιν του Edmond
+Rostan, μεγάλου ονόματος οιουδήποτε είδους, πρέπει να πληρωθή εκ του
+αυτού μεγαλείου και της αυτής δυνάμεως της παραστάσεως των πραγμάτων·
+και επειδή ο μεταφράζων συλλαβίζει σχεδόν ειπείν τας εννοίας και ιδέας
+του πρωτοτύπου, συναισθάνεται διαρκέστερον και βαθύτερον το κάλλος των,
+ταυτίζει εν τη ψυχή του με ό,τι αυτός όμοιον αισθάνεται και προσπαθεί,
+ως όντως να εκπηγάζη εκ της ιδίας ψυχής, να το αποδώση με την αυτήν
+γοητείαν και μαγικήν αφέλειαν, προσπαθεί να εμπλέξη με τα αυτά μαγικά
+της διηγήσεως δίκτυα διά να σαγηνεύση όχι μόνον ευσυνειδήτως παρουσιάζων
+το προτιθέμενον, αλλά και ως καλλιτέχνης αποδίδων την χάριν και το
+κάλλος του πρωτοτύπου, ώστε να αισθάνηται ο αναγινώσκων ό,τι εκ του
+πρωτοτύπου θα ησθάνετο.
+
+Και τι δεν έχει να αποδώση ο ποιητήν μεταφράζων;
+
+Ο ποιητής διά των ασμάτων του, της διηγήσεώς του, παρουσιάζει εις την
+ορχήστραν του κοινού, τα αισθήματα, τας κλίσεις του, τον εσωτερικόν της
+διανοίας και της καρδίας του κόσμον. Εις την ορχήστραν και την
+συγχορδίαν! χορδαί θα κινηθώσι, ορχήσεις θα εξεγερθώσι· χορδαί τόσων
+και ποικίλων αισθημάτων, ορχήσεις τόσων και ποικίλων συγκινήσεων. Ό,τι
+αυτός ησθάνθη, δεν έχει τον εγωισμόν να το κρατήση διά τον εαυτόν του·
+αλλά θα έλεγε κανείς εγωϊσμόν το να θέλη τα αυτά αισθήματα να αισθανθή
+και ο άλλος ; Ό,τι αυτός ησθάνθη του παρέσχε τέρψιν εν τη εξεγέρσει του
+αναλόγου αισθήματος είτε τούτο είνε χαρά, είτε λύπη, είτε μελαγχολία,
+είτε σκληρότης και απογοήτευσις, είτε και αυτή η φρίκη και αποτροπίασις.
+Η κάθε εντύπωσίς του τον πολιορκεί στενώς και τον ωθεί εις εκδήλωσιν. Η
+Φύσις με τας ποικίλας εικόνας της, ο βίος με όλας τας λεπτομερείας του,
+ο εαυτός του με τα αισθήματά του και τας περιπετείας του, οι άλλοι με τα
+αισθήματά των και τας ποικίλας σχέσεις των, αι μελέται του με τας
+εντυπώσεις των. Και τι δεν είναι δι' αυτόν ασυναίσθητος πηγή μελέτης,
+παρατήρησις, κινητήριος εκδηλωτική δύναμις; Το βλέμμα του, η ψυχή του
+έχει ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να ικανοποιήση, το παν έχει δι'
+αυτόν ερωτηματικόν, το οποίον προσπαθεί να λύση.
+
+Η προθυμία της εκφράσεως και εκδηλώσεώς του φύσει τέρπει τον άνθρωπον·
+μετά χαράς τον ακούει και αναγινώσκει την αυθόρμητον των αισθημάτων και
+εντυπώσεων του μαγικήν ευγλωττίαν. Μήπως αυτό το ερωτηματικόν το μέγα
+και το εν τη φύσει και βίω, και το εν τη καρδία δεν υπάρχει εις όλους,
+δεν το αισθάνονται όλοι ; Ο διηγηματογράφος, ο ποιητής ερμηνεύει και
+ικανοποιεί το εν μικρά και ασαφεί δόσει ερωτηματικόν της ανθρωπίνης
+περιεργείας και ερμηνείας της, η οποία πολλάκις εις πολλούς φθάνει μέχρι
+της εκφράσεως ενός θαυμασμού και ο θαυμασμός είναι ο πρώτος βαθμός και η
+εισαγωγή του πόθου της εκφράσεως. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος, ο
+μυθιστοριογράφος τέρπει, διότι αυθορμήτως εξεγείρει αισθήματα, που ποθεί
+ο άνθρωπος να εξεγερθώσιν εν αυτώ μετά περιεργείας, να αισθανθή τα διά
+τα αλλότρια έστω πάθη αισθήματα της χαράς, της λύπης, της μελαγχολίας,
+του ενθουσιασμού, του θαυμασμού· ποθεί να του ερμηνευθή το κεκινημένον
+και αχαλίνωτον, το θερμόν και περιπαθές, το αλλόκοτον και μυστηριώδες,
+ως και το χρήσιμον και τερπνόν, το αστείον και κωμικόν.
+
+Ζωή είναι η κίνησις και εις αυτά όλα γίνεται κίνησις εν τη ψυχή εν
+κεκινημένη ορμή. Ο εργάτης εργάζεται το μονότονον τεχνικόν έργον του,
+του επιστήμονος η διάνοια ευρίσκεται εις αδιαλείπτως εναλλασσομένας
+παραστάσεις, ο έμπορος και ο βιομήχανος απασχολείται με τους αριθμούς
+του κέρδους, η γυνή εις τον κύκλον της· αλλά εις τον διάφορον ορίζοντα,
+εν τω οποίω έκαστος ζη και κινείται έχει τα όμοια και συγγενή αισθήματα,
+τα οποία το αυτό περιβάλλον και η ανθρωπίνη φύσις γεννά ευθύς ως οι
+οφθαλμοί εξέλθουν του ορίζοντος της εργασίας. Τότε αρχίζει η της αφέτου
+διανοίας και της απολύτου καρδίας εργασία, ο πόθος της γνώσεως και ο
+πόθος του αισθήματος. Ο ποιητής, ο διηγηματογράφος εξεγείρει και
+ικανοποιεί αμφότερα, γίνεται ο προσφιλής και τερπνός σύντροφος
+εκφραζόμενος, ερμηνεύων.
+
+Οι ραψωδοί ήσαν οι τας πανηγύρεις της αρχαιότητος κοσμούντες, τα δράματα
+και αι κωμωδίαι ήσαν και είναι των κυριωτέρων του άνθρωπου διασκεδάσεων
+και κατά τας των μεγάρων διασκεδάσεις παρά τω &ρέοντι εις τους κρατήρας
+οίνω&, έρρεε και των αοιδών το άσμα συνοδευόμενον από την φόρμιγγα, και
+έρρεεν εις τας καρδίας των συμποσιάζοντων η συγκίνησις.
+
+Ωδαί είναι των ποιητών αι συνθέσεις, και των μυθιστοριογράφων αι έντονοι
+διηγήσεις. Ωδαί τονισμέναι εις την λύραν της ψυχής των, την οποίαν
+ηρμόνισαν ή προς το ουρανίου κάλλους επτάχορδον της Φύσεως ή εις των
+ανθρωπίνων παθών τον κεκινημένον πόνον, ή εις της ηρέμου ευτυχίας την
+απαλήν και γαληναίαν αρμονίαν.
+
+Όλοι βλέπομεν ό,τι ο ποιητής βλέπει αλλά δεν βλέπομεν ούτε τας
+λεπτομερείας, τας οποίας αυτός βλέπει, ούτε κάτι ιδιαίτερον, που αυτός
+μυστικά με το μαγικόν μικροσκοπικόν του βλέπει. Τα ποικιλόσχημα σύννεφα,
+τα πένθιμα ή αραχνοϋφή, τα ποικίλως σχηματιζόμενα και πτυχούμενα,
+χρωματιζόμενα ή κρεμάμενα, που ταξειδεύοντα διασχίζουν τας γαλανάς του
+αιθέρος εκτάσεις, αι ροδόχροοι ανατέλλουσαι και δύουσαι Ακτίνες, οι
+γιγάντιοι της γης όγκοι με τας παραδόξους κορυφάς, ράχεις, και πλευράς
+των, αι δασόφυτοι χαράδραι, οι ρόδινοι χλοεροί λόφοι, οι αργυρόχροοι
+ελισσόμενοι ρύακες, οι ορμητικοί καταρράκται, τα ψιθυρίζοντα φύλλα, τα
+ερωτικώς, φαιδρώς ή περιπαθώς άδοντα πτηνά, οι εκτεινόμενοι κλάδοι, αι
+σκιαί, τα ρεμβώδη των κήπων μονοπάτια, ο δροσερός αρωματώδης του βουνού
+αήρ τέρπουν πάσαν ανθρωπίνην ψυχήν και πάσαν φαντασίαν. Αλλά εις την
+κεκινημένην, ερευνητικήν, ενθουσιώδη του ποιητού ψυχήν ομιλούν
+ιδιαιτέραν γοητευτικήν γλώσσαν τα πάντα ως και αυτά τα απόβλητα του βίου
+ράκη. Η αγρία θύελλα εισδύεται εις την ψυχήν του, αι δυνάμεις της Φύσεως
+τον συμπαρασύρουν εις την αγρίαν γοητείαν των. Η άφωνος των φαινομένων
+της Φύσεως γλώσσα η συνοδευομένη ενίοτε από τους φανερούς μονοτόνους
+γλυκείς ή τρομακτικούς του επταχόρδου της ήχους λύεται εις μουσικήν
+ευγλωττίαν και εισδύεται ορμητικώτερον εις την πρόθυμον και θυελλώδη,
+εις την απλήστως άρπαγα του ποιητού ψυχήν και κρούει το εν αυτή
+αντίστοιχον επτάχορδον διά να ανακρούση τας αντιψάλμους ωδάς. Αυταί αι
+έννοιαι, αι ιδέαι, αι δυνάμεις διαμορφούνται εις Πρόσωπα, όπως και τα
+διάφορα φυσικά φαινόμενα.
+
+Εις την ψυχήν του πεπαιδευμένου ποιητού συμπίπτει η ψυχή του λαού η
+πρωτογενής και η διά της παιδείας ανεπτυγμένη, είναι το συγκεντρωμένον
+μυριόστομον του λαού στόμα εν ιδιαζούση ισχυρά αισθήσει και η διά της
+μορφώσεως καλλιεργημένη φαντασία, η αποτυπώνουσα μόλα ταύτα πολλάκις και
+ισχυρότερον την διά της αισθήσεως εντύπωσιν των φαινομένων, την
+πρωτογενή, την λαϊκήν.
+
+Η μυστική εν τη ανθρωπίνη φύσει δύναμις, η γεννήσασα την ποιητικήν της
+Ελληνικής αρχαιότητος θρησκείαν εις τας αφελείς των ανθρώπων ψυχάς, αι
+οποίαι έφρισσον εις τον ψιθυρισμόν του δάσους και τας θερινάς της
+μεσημβρίας σκιάς, αι γοητευόμεναι προ του Ωκεανείου και Ουρανίου κόσμου
+και των φαινομένων των, αι κηλούμεναι από τον ήχον του συρίζοντος
+Ανέμου, ώστε να ορθωθώσι προ της δημιουργικής φαντασίας των τόσα
+μυστηριώδη της φύσεως Πρόσωπα, η αυτή μυστική ενθουσιώδης δύναμις πληροί
+την νευρικήν και έτοιμον του Ποιητού φύσιν εις παρομοίαν πρωτογενή
+ισχυράν επί των αισθήσεων εντύπωσιν και η φαινομένη αλληγορία δεν είναι
+πάντοτε αλληγορία, ούτε μεταπεσούσαι λέξεις, αλλά αυταί αι εικόνες, τας
+οποίας η πρώτη εντύπωσις παρέστησε και εχάραξεν εις την ψυχήν του, αι
+εικόνες τας οποίας μυρίας και ποικίλας ο ωραίος της Φύσεως κόσμος
+κατοπτρίζει. Η ωραία και δημιουργική του Ποιητού φαντασία, εξαίρεται
+εξίσταται και ανεξάντλητος ο χρωστήρ αυτής περιγράφει και ζωγραφίζει-
+Πρόσωπα και Μορφαί εν αυτή διαγράφονται, Μυθολογίαι και Θρησκείαι
+αναπαρίστανται.
+
+Και δεν είναι ισχυρά εις την δημιουργικήν του Ποιητού φαντασίαν μόνον η
+από της Φύσεως αίσθησις. Ισχυραί είναι και αι από των ανθρωπίνων παθών
+και των του βίου ποικίλων περιστάσεων εντυπώσεις, αι λαμβάνουσαι κίνησιν
+και ορμήν εις τα ποικίλα θέματα, εις τα οποία στρέφεται η γόησσα του
+ποιητού φαντασία και δίδει την θέλγουσαν μορφήν, καθόσον η άφωνος του
+περιβάλλοντος γλώσσα ιδιάζουσαν εν αυτή λαμβάνει ζωήν.
+
+Φύσις δεν είναι βέβαια μόνον η κυρίως καλουμένη Φύσις· Φύσις είναι και η
+ανθρωπίνη εικών, η ανθρωπίνη Μορφή, η ανθρωπίνη Ψυχή. Η Μορφή με τας
+εκφράσεις της, η Ψυχή η αποτυπουμένη εις τας πράξεις, αλλά και εις την
+μορφήν, εις τας χειρονομίας, η κινούσα τα μάλιστα την ανθρωπίνην
+καρδίαν.
+
+Και πώς όχι;
+
+Μήπως άγνωστοι φυσιογνωμίαι δεν ομιλούν ισχυρότατα πολλάκις εις την
+ανθρωπίνην ψυχήν ή με το δωρικόν και μεγαλοπρεπές κάλλος των ή με την
+φαιδράν και με ρέμβην μειδιώσαν μορφήν ή με άκαμπτον αλλά επαγωγόν
+σκληρότητα, με τας θωπείας και χάριτας, αι οποίαι πλανώνται επί των
+απαλών κινήσεων και γραμμών ή και με απροσδόκητον μυστικήν γλώσσαν μη
+προσαρμοζομένην εις δύσμορφον πρόσωπον; και δεν γίνονται πρόξενοι ή
+φαιδράς ευτυχίας μελαγχολικής αφοσιώσεως ή ιδανικής περιπαθείας ή και
+αγρίων δραμάτων, εις τα οποία ή παρασύρει χαύνωσις αισθημάτων ή αγρία
+παραφορά, αλλά και ευτυχώς μετριάζει και χαλινώνει εις ευπειθή υποταγήν
+ή ήρεμον αισθηματικήν απόλαυσιν ψυχική μόρφωσις και ηθική χαρακτήρος
+ενίσχυσις; Η ευτυχία της απολαύσεως ερεθίζει κατά ψυχικούς συνδυασμούς
+τον εγωισμόν παλαίοντα προς την ηθικήν υπερηφάνειαν και απαιτούντα την
+νίκην, την κατοχήν και την συμμόρφωσιν του ποθουμένου προς το ποθούν,
+και η έλλειψις ηθικής ενισχύσεως χαρακτήρος επιφέρει τα επεισόδια, των
+οποίων κέντρον είναι ο Έρως, ο τιθέμενος πολλάκις βάσις της ευτυχίας, ο
+τόσην την δράσιν έχων, ο μη φειδόμενος ούτε τους σοβαρούς ούτε τους
+φαιδρούς. Ο Έρως ορχούμενος, παίζων και σκωπτικώς γελών εν μέσω των
+οπαδών του — και είναι πολλοί, ο Γέλως και ο Πόθος, αι Παιδιαί και ο
+Πόνος, η Ρέμβη και ο Ίλιγγος, αι Θωπείαι και η Ζηλοτυπία, αι Χάριτες, αι
+Γοητείαι και αι Μαγείαι, η Εκδίκησις και η Ερινύς, η Ευτυχία και η Χαρά
+— ο Έρως εν μέσω των σχετικών παθών διευθύνει τα βλέμματα, και τοξεύων
+τας καρδίας γεννά το ισχυρόν ενδιαφέρον περιέργως, απροσδοκήτως
+αλλοκότως προς αγνώστους φυσιογνωμίας και συνδέει την ψυχήν στενότατα,
+εγγύτατα, προσφιλέστατα προς αυτήν· τοξεύει και εμβάλλει την
+ασυναίσθητον τάσιν, ήτις εντείνεται εις βαθμόν, ώστε να αποτελή μία
+φυσιογνωμία το κέντρον και κράτιστον σημείον των ουρανίων σφαιρών, όπου
+η ψυχή εξαίρεται και εν μέσω των οποίων εκλάμπει εκείνη ως η
+γλυκυπρόσωπος Ευτυχία. Η δυστυχία, η αδιαφορία, η ψυχρότης, η αυστηρότης
+δεν ισχύει να αποτρέψη ούτε να συνταράξη τας ευχρώμους θελκτικάς
+εικόνας, που δημιουργεί η διάνοια ακουσίως εκπλησσομένη και δειλιώσα προ
+μυστηριώδους επιβολής και δυνάμεως, πονούσα και επιμένουσα θαυμάζουσα
+και τολμώσα. Η Ευτυχία που διά μερικούς ανθρώπους είναι ασύλληπτον και
+ιερόν, άθικτον ιδανικόν Ίνδαλμα με ουρανίαν Μορφήν, η οποία δίδει όλας
+τας ευδαίμονας συγκινήσεις ουρανίων απείρων θωπειών και συγκινήσεων.
+
+Ομιλούν εις την ψυχήν του ανθρώπου αι φυσιογνωμίαι ισχυρώς έλκουσαι το
+όμοιον, διότι δύνανται να συνδέσωσι τα ανάλογα αισθήματα· εν τη αρμονία
+αυτή γεννώνται ήπια ή και σφοδρά πάθη, η Φιλία, η Πίστις, ο Πόθος, ο
+Έρως κ.τ.λ.
+
+Την Φιλίαν, τον Πόθον, τον Έρωτα, ερμηνεύει, άδει ο ποιητής, ο
+μυθιστοριογράφος, εις το άσμα, την κωμωδίαν, το δράμα και τα λοιπά της
+ποιήσεως και φιλολογίας έργα.
+
+Και από την έμψυχον ταύτην ερμηνείαν πάλιν αποσπά ο άνθρωπος, ο
+ψυχολόγος, ο ηθοποιός, το άφωνον δράμα με τας ισχυράς εκφράσεις, τας
+συγκινούσας κινήσεις, τας κινήσεις εις εκάστην των οποίων λανθάνουσιν
+ευγλώττως οι αντίστοιχοι λόγοι.
+
+Κίνησις και διά λόγου παράστασις είναι τόσον αναποσπάστως συνδεδεμέναι,
+ώστε το έν παρουσιάζει το έτερον, ο λόγος πaρουσιάζει εις την ψυχήν μας
+την λανθάνουσαν εν αυτώ διά της κινήσεως παράστασιν και η κίνησις μας
+αναγινώσκει εν εαυτή τας λανθανούσας ανάλογους εν λόγοις εκφράσεις, και
+αι άφωνοι κινήσεις επιδρώσι πολλάκις ισχυρότερον επί της ψυχής, ελκύουσι
+και σαγηνεύουσι περισσότερον ολοκλήρου ευγλωττίας. Μία χειρονομία, μία
+του προσώπου έκφρασις πόσα ισχυρά αποτελέσματα πολλάκις δεν φέρουσι; . . .
+Την άφωνον των κινήσεων γοητείαν δυνάμεθα να εκτιμήσωμεν καλώς εις τα
+διά των Κινηματογράφων έργα.
+
+Τα άφωνα επί των ταινιών εντόνως κινούμενα ινδάλματα και φάσματα μας
+παριστάνουσι τα ισχυρώς εν τη φαντασία του Ποιητού δρώντα Πρόσωπα και
+Μορφάς, τα οποία ο ψυχολόγος ηθοποιός φέρει εν τη ζωή, και αποτυπώνει,
+πώς εν τη δημιουργική εκείνου φαντασία ειργάσθησαν, είτε Αισχύλος,
+Σοφοκλής, Ευριπίδης ήτο, είτε Σαίξπηρ και Γκαίτε, είτε Αριστοφάνης και
+Μολιέρος, είτε Βύρων, Ζολά, Μοντεπαίν, Hauptamann. Εις τον οφθαλμόν και
+την έκφρασιν του προσώπου και της χειρονομίας εκφράζεται όλος ο ηθικός
+χαρακτήρ μιας Μορφής, εις τον οφθαλμόν, το πρόσωπον και την χειρονομίαν
+διακρίνομεν τα πρώτα ορχηστικά διαγράμματα, την πρώτην εντύπωσιν και
+παράστασιν η οποία παράγει τους συνδυασμούς των παραστάσεων εις την
+ψυχήν του ποιητού. Η αγριωπή του οφθαλμού ρέμβη, η έκφρασις του προσώπου,
+η χειρονομία είναι η αποτρόπαιος όρχησις η περιέχουσα πολλάκις την
+σύλληψιν ολοκλήρου δράματος καταστροφής εν τη διανοία ενός χαρακτήρος
+και το αφώνως δρων Πρόσωπον εν τη δημιουργική του ποιητού φαντασία. Διά
+να αναφέρω προχείρως έν πρόσωπον του «Germinal» του Ζολά, η εν τη
+βιοπάλη προσβαλλομένη αξία και η κατατρυχομένη εργασία μεταβάλλεται εις
+καταστροφήν και η καταστροφή εκδηλούται εις ολίγας κινήσεις. ( 1).
+
+Εγεννήθη ο ποιητής και εκαλλιέργησε το έργον του. Σμήνη ποιητών
+εφιλοτέχνησαν τας γλυκείας της Ποιήσεως κυψέλας. Ο Χρόνος εκυλίετο
+μεταστρέφων τον Πολιτισμόν και ο Πολιτισμός τον Βίον. Μετεστρέφετο και η
+καλλιεργουμένη Ποίησις και εγεννώντο τα διάφορα της Ποιήσεως φιλολογικά
+είδη εις διαφόρους και ποικίλας μορφάς. Έψαλλαν, συνέδεσαν και
+ερρύθμισαν εις την μελωδίαν των μέτρων και της ομοιοκαταληξίας είτε και
+εις πεζόν λόγον την Φύσιν, τα φαινόμενα αυτής και ό,τι το Εγώ του
+άνθρωπου, γενόμενον ή Θεός κατοχής και κυριαρχίας ή θυσίας και συντριβής
+εδημιούργησε Θρησκείαν, Πατρίδα, Ελευθερίαν, Έρωτα και πάσας τας
+ελευθέρας ιδέας και τα ελεύθερα Συναισθήματα.
+
+Ο μέγας της Δανίας ποιητής Andersen εγεννήθη τη 2 Απριλίου 1805 και
+απέθανε το έτος 1875, δηλαδή έδρασε την 19ην εκατονταετηρίδα. Καλόν
+νομίζω εν ολίγοις να παρουσιάσω εις τους φιλοσπούδους αναγνώστας μου το
+κάτοπτρον της φιλολογικής κινήσεως εν Ευρώπη κατά την 18ην και 19ην
+εκατονταετηρίδα, καθ' ας μεγάλα γεγονότα ανέτρεψαν τον βίον, ου ένεκα
+άλλα ανέτειλαν ιδανικά, και καθ' ας εμεσουράνησαν οι μεγαλύτεροι της
+Διανοίας Αστέρες, οίτινες υπήρξαν οι φιλολογικοί του Andersen πρόδρομοι.
+Ο Γερμανός Vilmar εν τη περιτέχνω εθνική του λογοτεχνία και ο Δανός G.
+Brandes μας διανοίγουν την σκηνήν του θεάτρου της δράσεως αυτών.
+
+Ο G. Brandes πνευματώδης κριτικός και φιλόσοφος Δανός, πνεύμα
+ρηξικέλευθον και δραστήριον, όστις εγένετο ο εισηγητής των νεωτέρων της
+προόδου ιδεών εν Κοπεγχάγη εκ Γαλλίας και Αμερικής, εις το
+περισπούδαστον έργον του «die hauptströmungen der litterarur des 19
+Jahrhunderts» «τα κυριώτερα φιλολογικά ρεύματα της 19ης
+εκατονταετηρίδος», μας δίδει εκτενή και σαφή εικόνα της κινήσεως ταύτης,
+στηρίξας τας μελέτας του επί της ψυχολογίας και της ελευθέρας ερεύνης
+και κριτικής της συγκριτικής φιλολογίας, ήτις διανοίγει τον τρόπον του
+αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι, τας ιδιοφυίας των λαών και τίνα εκάστοτε
+ήσαν τα ιδανικά και τα προβλήματα αυτών εις τας θρησκευτικάς, πολιτικάς
+κοινωνικάς σχέσεις και τίνας επιδράσεις έσχον αι φιλολογίαι των εθνών
+προς αλλήλας και διά των μεγάλων διανοιών επί τους λαούς.
+
+Ισχυραί επαναστατικαί κινήσεις κατά το τέλος του 18ου αιώνος επέσυραν
+μεγάλα αποτελέσματα εν τε τη πολιτεία και τη κοινωνία· αι δύο μεγάλαι
+ουσιώδεις ιδέαι αυτών ήσαν ελευθέρα εν τη επιστήμη έρευνα και ελευθέρα
+ανάπτυξις των ανθρωπιστικών ιδεών εν τη πολιτεία. Η φιλολογική κίνησις
+του πρώτου ημίσεως της 19ης εκατονταετηρίδος έτεινε διά των τάσεων και
+φιλολογικών της εμφανίσεων να καταδύση την ζωήν του αισθήματος και της
+σκέψεως της προγενεστέρας εποχής· ο επαναστατικός χείμαρρος υπερεπήδησε
+τα όρια, συμπαρέλαβε τους παραποτάμους του, ο αγών της ελευθερίας του
+πνεύματος εισήγαγε τας νέας ιδέας, κατηύθυνεν εις νέα ιδανικά και
+κοινωνικά προβλήματα, έφερεν εις συζήτησιν και λύσιν, την σχέσιν των
+γενών, την θρησκείαν, την ιδιοκτησίαν, τας κοινωνικάς σχέσεις και ετράπη
+την κατεύθυνσίν του με τας νέας αρχάς, έχων σύνθημα την ελευθερίαν της
+σκέψεως, την διασάφησιν, και την αναμόρφωσιν της κοινωνίας.
+
+Οι αριστείς οι ούτω αγωνισθέντες και τα καλλιτεχνικά αυτών τάλαντα
+αναπτύξαντες είναι εν τη Γαλλία ο Ρουσσώ και οι απ' αυτού απορρεύσαντες,
+εν τη Γερμανία η θερμή του Κλοπστόκ ελεγειακή απαλότης, του Γκαίτε και
+Σίλλερ η μεγαλοφυία και οι λοιποί της κλασσικής περιόδου της ποιηταί.
+Την Αγγλίαν αντιπροσωπεύει η ευγενής και μεγαλοφυής φιλελληνική του
+Βύρωνος λύρα. Ο ηρωικός και μεγάθυμος αγών και θάνατος του Βύρωνος υπέρ
+της Ελληνικής Ελευθερίας νέον ενθουσιασμόν γεννά ανά την Ευρώπην και προ
+της Ιουλιανής της Γαλλίας επαναστάσεως μεγάλα πνεύματα, Hugo, Lamennais,
+Musser, G. Sand πλουτίζουν με τον ρωμαντισμόν των την φιλολογίαν με νέας
+ιδέας. Εντεύθεν φιλολογική πνοή διαπνέει την Γερμανίαν και οι νέοι της
+Γερμανίας ποιηταί Heine κλ. αναγνωρίζουσιν εν τη μεγάλη του Βύρωνος σκιά
+τον μέγαν αυτών Ηγέτην, οίτινες μετά των Γάλλων ποιητών γεννώσι την
+ανατροπήν του 1848.
+
+Τω 1832 κατέλιπε τον βίον η ποιητική του 19ου αιώνος μεγαλοφυία του
+Γκαίτε και η ποιητική ικανότης εν Γερμανία εφαίνετο μειουμένη. Αλλά αι
+μεγάλαι αναστατώσεις και η αναστήλωσις της Γερμανικής Αυτοκρατορίας
+έφερε μεταβολήν πεποιθήσεων· νέα ανερεύνησις της ζωής των μεταβληθεισών
+κατά τας ανάγκας της εποχής διαθέσεων και η επίδρασις της ρωμαντικής και
+κλασσικής ποιήσεως αφ' έτερου εξήγειρε την ορμήν της συνενώσεως των
+αρχαίων επιδράσεων της ποιήσεως προς την νέαν ζωήν και την
+πραγματικότητα διά της ανερευνήσεως της όλης κοσμικής και ψυχικής ζωής.
+Αι διαθέσεις αύται εγέννησαν την νέαν Γερμανικήν ρωμαντικήν ποίησιν με
+αεί αυξανόμενον ορίζοντα, με ιδίας σκέψεις, προβλήματα και μορφάς εκ των
+γνησίων της ζωής πηγών, ήτις τείνουσα να εξεγείρη και ενισχύση το
+εθνικόν Γερμανικόν φρόνημα, εισήγαγε νέον τόνον, έδωσε νέον εις τα έργα
+χρώμα επί νέων διαθέσεων και σχεδίων, των λαϊκών ασμάτων, λαϊκών
+διηγημάτων και παντός συνδεδεμένου με την ψυχήν του λαού.
+
+Τούτων αντιπρόσωποι είναι ο Tieck και Hoffmann κλπ. Ο Hoffmann είναι ο
+πρόδρομος του ημετέρου Δανού Andersen.
+
+Εκ τούτων βλέπομεν ότι δεν κατέφθασαν τότε εις την Δανίαν τα μεγάλα
+επαναστατικά και υπεραφρισμένα δραστικά φιλολογικά ρεύματα, τα από των
+κορυφαίων Γκαίτε, Λέσσιγκ κλ. ουδέ και με πάσας αυτών τας εκφάνσεις,
+καθόσον διά το θεολογικόν και συντηρητικόν της Δανίας πνεύμα, αι
+ανθρωπιστικαί της Προόδου ιδέαι ήσαν διαλυτικά των ηθικών και κοινωνικών
+δεσμών στοιχεία. Η φιλολογία της Δανίας δεν συμμετέσχε μεν εις του
+αγώνος την δράσιν, αλλ' έχει και αυτή τον φιλολογικόν βωμόν της, όστις
+έχει το χρώμα της λαϊκής και παιδικής αφελείας, του αφηρημένου
+ιδεαλισμού ενδεικνυμένου εις την εκλογήν των προσώπων και την παράστασιν
+της ύλης, εν τη αλληγορία των μύθων και τω θεολογικώ μυστικισμώ·
+παρέλαβε τας αναμορφωτικάς της Γερμανίας ιδέας και της Γαλλίας τας
+επαναστατικάς.
+
+Η σύγκρισις της Δανικής φιλολογίας προς την πρόδρομον Γερμανικήν,
+δεικνύει, ότι η Δανική λαμβάνει την πρώτην εκ της Γερμανίας ώθησιν, αλλ'
+ακολουθεί ίδιον δρόμον διατηρούσα την βόρειον ιδιάζουσαν χαρακτηριστικήν
+αυτής φλέβα. Ανέγνωσαν οι Δανοί ποιηταί τους Γερμανούς, ιδιοποίησαν το
+ξένον στοιχείον, την ύλην και τας ιδέας, και το επροίκισαν και
+επλούτισαν με περισσοτέραν τέχνην, δώσαντες έκφρασιν και επεξεργασθέντες
+την ύλην. Οι Γερμανοί έχουσι περισσοτέραν ζωήν και αλήθειαν, οι Δανοί
+σαφήνειαν και μορφήν. Ο Andersen είναι τέλειος ποιητής εις πάντα τα έργα
+του εξ αρχής· ως φανταστικός διηγηματογράφος αποβάλλει το δυσοίωνον και
+βαρύ του Γερμανού. Ο ρωμαντισμός ηύρεν εν αυτώ νηφαλίαν περιεσκεμμένην
+και ήρεμον φύσιν και μεταβάλλεται εις μειδιώντα και ειδυλλιακόν τόνον.
+Τα παραμύθια του έχουν τας ποιητικάς ιδιότητας, φαντασίαν, ευθυμίαν και
+νεανικήν δροσερότητα, χαρακτήρας επιτυχείς και παιδικήν αφέλειαν- έχει
+επίγνωσιν του έργου του, όπερ ρυθμίζει ως αληθής καλλιτέχνης, βαίνει με
+το αίσθημα της ασφαλείας και με το υγιές και ισχυρόν αίσθημα της φύσεως,
+άτινα είναι ιδιώματα του ευγενούς και κυρίου επί του εαυτού του
+πνεύματος του Δανού.
+
+Ο Andersen εγεννήθη εν Οδένση της Φιλανδίας, νήσου της Δανίας, ουχί εξ
+επιφανών γονέων. Υποδηματοποιός ήτο ο πατήρ του, αλλ' ευγενής,
+ευαίσθητος και φύσεως καλλιτεχνικής· πτωχός, ώστε μόνος κατεσκεύασε την
+κλίνην του εκ σανίδων βάθρου φερέτρου· επ' αυτής εγεννήθη ο Χανς
+Χριστιανός (Άνδερσεν), βρέφος διαρκώς κλαίον. Την πρώτην αγωγήν έλαβεν
+εκ του πατρός του αναγινώσκοντος αυτώ κωμωδίας και διηγήματα και
+παίζοντος μετ' αυτού με νευρόσπαστα. Ήτο παιδίον ρεμβώδες και αλλόκοτον,
+απέφευγε τα άλλα παιδία κατά την μικράν σχολικήν του εκπαίδευσιν,
+πρεσβύτερος ων αυτών και δειλός· ως ευφάνταστος εβασανίζετο διαρκώς υπό
+τινος τρόμου. Ο πατήρ του εγένετο στρατιώτης του Ναπολέοντος, επανήλθε
+δε μετά την ειρήνην ασθενών και απέθανε. Μετά πολλάς περιπετειώδεις
+δυστροπίας της τύχης, ενεγράφη διά της ελευθεροδωρίας του μονάρχου εις
+το Πανεπιστήμιον τω 1828 είκοσι τριών ετών, ένθα εσπούδασε φιλολογίαν
+και φιλοσοφίαν, οπότε αρχίζει η λίαν ευδόκιμος ποιητική δράσις του, εφ'
+ης πολύ επέδρασαν και τα ανά την Ευρώπην, Ανατολήν και Αφρικήν ταξείδιά
+του. Έγραψε πολλά έργα, εν οις και ποιήματα, αλλά περιώνυμα έμειναν
+παγκοίνως τα παραμύθια του, αι λαϊκαί διηγήσεις.
+
+Η θαυμασία της Ελβετίας φύσις περιάγει τον θεατήν από εκπλήξεως εις
+έκπληξιν ανά παν βήμα· γραφικαί κοιλάδες και τοπεία, μαγικαί λίμναι,
+δάση, αλύσσεις χιονοσκεπών ορέων, καταρράκται, παράδοξα φυσικά
+φαινόμενα, τέλος και προ πάντων παγερός των αλλεπαλλήλων Παγώνων κόσμος,
+ανακαλών την εποχήν, καθ' ην άπασα η Ευρώπη ήτο κεκαλυμμένη υπό πάγων
+και, ως λέγει ο Agassiz, σιγή θανάτου εβασίλευε και αι ακτίνες του ηλίου
+εάν έφθανον έως εκεί, εχαιρετώντο μόνον από τας πνοάς του βορείου ανέμου
+και από τους βρόντους των διανοιγομένων επί των πάγων ρηγμάτων. Ταύτα
+πάντα δικαίως συνεκίνησαν και ηρέθισαν την ευφάνταστον και ρωμαντικήν
+του Άνδερσεν ψυχήν και εξέρρευσεν η ανταύγεια των πολυχρώμων της ψυχής
+του εικόνων εις αριστούργημα τέλειον. Η Oberland Rernois και το
+Interlacken και Γκρίντελβάλτ, το καντόνιον Βαλαί με τον κραταιόν ποταμόν
+του Ροδανόν, τον κατά το ήμισυ αιχμάλωτον και υπό την κρυσταλλώδη εν
+Παγώνι μορφήν του — ως λέγει ο περίφημος γεωγράφος και καλλιτέχνης εν τω
+είδει του Reclus — και κατά το ήμισυ ελεύθερον και ρέοντα, και με τους
+Παγώνας του, τους παγωμένους και εις πέδας συνεσφιγμένους αυτούς
+ποταμούς, οίτινες και αυτοί κατά φυσικούς νόμους κινούνται και αφ' ων
+παφλάζουσι τα εκ των τηκομένων πάγων καταρρέοντα ύδατα, το καντόνιον
+Βωντ με το Μοντρέ, το φρούριον Σιγιόν και την Γενεύην λίμνην, είναι το
+θέατρον του βίου του προσφιλούς του Andersen ήρωος Ρούντυ εν τω
+μυθιστορηματίω, όπερ παρουσιάζομεν εν τη μεταφράσει μας.
+
+Αι μορφαί του ειδυλλιακού και περιγραφικού αυτού έπους είναι σαφώς
+περιγεγραμμέναι, ζώσαι, ηθικώς τέλειαι. Παντού αρμονία, τελειότης, ζωή,
+κίνησις, αλήθεια. Το φανταστικόν και το ρωμαντικόν ενεργεί μόνον όπου η
+φύσις χρωματίζεται δι' εικόνων και όπου αι δυνάμεις και τα φαινόμενα της
+φύσεως αντλούσιν εκ της ποιήσεως Μορφήν και αλληγορίαν.
+
+Πολλάκις οι ποιηταί εισάγουσιν εις τους υπ' αυτών διαγραφομένους ήρωας
+ατομικάς περιστάσεις. Τούτο και ενταύθα δυνάμεθα να διακρίνωμεν και δη ο
+μικρός Ρούντυ είναι ο μικρός Άνδερσεν· βρέφος πεσόν εις τον παράδοξον
+κόσμον του Παγώνος εις τας αγκάλας της μητρός του έχασε την αίσθησιν του
+γέλωτος, όπως ο μικρός Άνδερσεν διαρκώς έκλαιε εις την παράδοξον
+νεκρικής καταγωγής κλίνην· ήτο ρεμβώδες και αλλόκοτον ως αυτός παιδίον,
+φεύγον την συναναναστροφήν των παιδίων, ελκύον ως και εκείνος την
+προσοχήν· ο θείος του ήτο θαυμαστής του Ναπολέοντος, ενετρύφα και αυτός
+εις τας διηγήσεις, ετέρπετο εις τα φαινόμενα της φύσεως· αλλ' αντιθέτως
+αυτού ήτο ατρόμητος, μη φοβηθείς και να ριφθή υπέρ τας φάραγγας άνω της
+αβύσσου, μετέωρος, να αρπάση τον αετιδέα χάριν του έρωτός του· δεν
+έσπασε τον λαιμόν του, διότι &εκρατείτο στερεά&, αλλά και ο Άνδερσεν
+αυτό είχεν ως αρχήν του, μεταβάλλων μεν τας σειομένας σκιάς εις Πρόσωπα
+και φρικιών εις τους ήχους αλλά διά της επιμονής και καρτερίας του
+δρέψας την αθανασίαν. Ήτο παιδίον υπερφυσικόν, δένον τα στοιχεία της
+φύσεως, αλλά και ο Άνδερσεν την αυτήν γοητευτικήν δύναμιν είχε διά της
+γοητείας της φαντασίας του· ούτω αυξάνει ο Ρούντυ πίνων το άρωμα του
+βουνού, διδασκόμενος από τα ζώα, συνοδευόμενος από τας χελιδόνας και τας
+αίγας και αναρριχώμενος διαρκώς υψηλότερα πλήρης σφρίγους και
+σταθερότητος.
+
+Αι από της φύσεως επιδράσεις παρά τω Άνδερσεν είναι ισχυραί και
+ανεξάντλητοι, ο χρωστήρ της γονίμου και πλουσίας φαντασίας του
+ζωγραφίζει αφειδής εις παραστάσεις, αφ' ων ως από καλλιχρόου και ευρείας
+πηγής δύναται ο καλλιτέχνης ν' αντλή ανεξαντλήτως εικόνας· κατοπτρίζεται
+η πόλις εν τη ηρεμία της φύσεως εις το ωραίον του ουρανού βάθος, τα
+σύννεφα διαρκώς χρωματιζόμενα και σχηματιζόμενα δύνανται να δώσουν
+μορφάς εις την μιμικήν ορχησιν, και ο κινηματογράφος της διηγήσεώς του
+μας οδηγεί ανά τα θελκτικά τοπεία· ακούομεν τα πτηνά άδοντα, τας
+χιονοστιβάδας να κατακυλίωνται, τα κτυπήματα του πελέκεως να ρίπτουν
+κατά την δύσιν τους κορμούς εις τας πλευράς των ορέων.
+
+Η διήγησίς του είναι αφελής, παραστατική και ζωγραφική· διά να
+μεταχειρισθώ φράσιν του, δεν είναι δυσπρόσιτος, επίσημος και ξένη, αλλά
+δημοτική, έρχεται απ' ευθείας εις συνάφειαν με την καρδίαν, συνεννοείται
+κάλλιστα με αυτήν και την μαγεύει· το κάθε τι μεταβάλλεται εις κίνησιν
+και λαμβάνει ζωήν· τρέχουν προ της φαντασίας του τα σπιτάκια από το
+βουνό διά να παραταχθούν και σχηματίσουν την κομψήν πόλιν· η αφέλεια της
+διηγήσεώς του θωπεύει ως αφελές παιδίον και πρόσκειται εναγκαλιζομένη
+την καρδίαν ως το ευπρόσιτον και μαγικόν του λαού στόμα. Και πού δεν
+είναι ζωή, πού δεν είναι δύναμις; Η νεότης δροσίζει την ψυχήν μας, η της
+ζωής απόλαυσις θερμαίνει, η ψυχική μέθη ρίπτει την φλόγα του φλογερού
+οίνου εις την ψυχήν και τας φλέβας· η ζωηρά, θερμή και ρωμαντική μετά
+μελαγχολίας τινός και σκέψεως φαντασία του ποιητού αρδεύει με ζωήν
+θερμότητα και ρωμαντισμόν τας λεπτομερείας του έργου.
+
+Την μαγικήν του ποιητού αφέλειαν κοσμεί ως ο δακτυλιόλιθος τον χρυσόν,
+το στενώτατα αλλά και αρμονικώτατα μετ' αυτής συνημμένον κλασσικόν, οι
+της παιδείας αδάμαντες, οι μαργαρίται των αντιθέσεων· συνταράσσουν την
+ψυχήν του νεαρού και θερμού των Άλπεων κυνηγού αι πανσθενείς του έρωτος
+σκέψεις και όμως ίσταται παρά τον τηλεγραφικόν στύλον ως απολιθωμένη
+έλαφος· κοσμούν οι αδάμαντες καταλλήλων παραβολών, ζωοποιείται η
+φαντασία προσωποποιούσα τας δυνάμεις της φύσεως και περιγράφουσα τα
+Πνεύματα ανέρχεται εις επικόν ύψος.
+
+Αι Δυνάμεις, τα Φαινόμενα και αι έννοιαι ακόμη προσωποποιούνται. Όπισθεν
+του συρίζοντος Ανέμου, όπισθεν εκάστου φαινομένου είναι και Μορφαί. Η
+ρωγμή του Παγώνος είναι τα πράσινα χείλη του· αι δύουσαι Ακτίνες είναι
+θυγατέρες του Ηλίου, λημεριάζουν εις την κορυφήν του βουνού διά να
+εξυπνήσουν ως ανατέλλουσαι, είναι πνεύματα αγαθοποιά, πλήρη αγάπης,
+αγαπώντα τα άνθη, τα πτηνά και προ πάντων τον ήρωά του Ρούντυ, τον
+οποίον θωπεύουν με στοργήν και φιλούν διά να λυώσουν το παγωμένο φιλί,
+που του έδωσε η Νεράιδα και τον έκαμεν ιδικόν της, του τραγουδούν το
+άσμα του οδοιπόρου και περί των Δυνάμεων της ανθρωπίνης διανοίας, αι
+οποίαι είναι κυρίαρχοι των Δυνάμεων της φύσεως.
+
+Η φεύγουσα μικρά έλαφος είναι η εις τον κίνδυνον και την φυγήν ησκημένη
+Ζωή.
+
+Προσωποποιείται και ο Ίλιγγος εις θεράποντα της Βασιλίσσης του Παγώνος,
+σύρων τον χορόν των ακολούθων του.
+
+Αλλ' η κυρία και ισχυρά Μορφή η αποκτήσασα διά της δυνάμεώς της τον
+Ρούντυ είναι η Νεράιδα του Πάγου, η βασίλισσα του Παγώνος. Μακρά και
+κυανοπρασίνη είναι η κόμη της, μακρά και κυανοπρασύνη η εσθής της. ως ο
+υδάτινος των λιμνών πέπλος· ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον· η έπαυλίς της
+αυξάνει κατ' όγκον τον χειμώνα· αναπαύεται επί προσκεφαλαίων εκ χιόνος·
+πλέει επί ευθραύστου πλοίου, του ελάτου, γέλως της είναι το κατρακύλισμα
+της χιονοστιβάδος, δύναμίς της είναι να νεκρώνη. Αυτή εφίλησε τον Ρούντυ
+μικρόν, τον απέκτησε νέον την παραμονήν των γάμων του, αφού του επήρε
+πρότερον τον αρραβώνα αποπλανήσασα επί των ορέων και με αυτόν τον
+εδελέασεν εντός του παγερού της λίμνης βαράθρου.
+
+Αλλά και ο Ρούντυ είχε ζήσει ευτυχής, απέκτησε το ποθούμενον, η γη δεν
+είχε άλλο να του δώση περισσότερον.
+
+Η ωραία και αφελής του Andersen ψυχή ήτο πλήρης αγάπης και τον ήρωά του
+τον περιάγει από αγάπης εις αγάπην. Τον ηγάπων τα ζώα, τον συνώδευον τα
+πτηνά, τον ηγάπων αι Ακτίνες, την αγάπην της Μπαμπέττας διαδέχονται της
+Νεράιδας τα φιλήματα και από την αγάπην της φθαρτής γης μεταβαίνει ο
+Ρούντυ εις την αγάπην του Απείρου. «Με αγαπούν όλοι» έλεγεν ο Andersen
+δι' εαυτόν και πράγματι, ου μόνον οι σύγχρονοι ηγάπων τον συμπαθή
+λαοφίλητον ποιητήν, αλλά και μετά θάνατον τον ηγάπησαν πάντες και οι
+πατριώται του την ημέραν των γενεθλίων του ετίμησαν ως εθνικήν εορτήν
+πριν αποθάνη· έστησαν τέλος τον ανδριάντα αυτού, ώστε η συμπαθής,
+αφελής, πλήρης αγάπης Μεγάλη Μορφή δι' αγάπης υψούται εις το Άπειρον!
+
+ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΗΤΖΗΑΡΑΠΗ
+ — Διδάκτωρ της Φιλολογίας
+Εν Αθήναις τη 10 Μαρτίου 1914
+
+
+
+
+Η ΝΕΡΑΙΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
+
+
+
+
+1. Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΟΥΝΤΥ
+
+
+
+Ας επισκεφθώμεν την Ελβετίαν. Ας περιοδεύσωμεν την θαυμασίαν των υψηλών
+ορέων χώραν!
+
+Εδώ προσφύονται τα δάση και ριζοβολούσιν επάνω εις τους αποκρήμνους
+πετρίνους τοίχους των ανωφερών κλιτύων των ορέων. Αναβαίνει κανείς επάνω
+εις εκτυφλωτικά χιονοπέδια και καταβαίνει πάλιν μέσα εις χλοερούς
+λειμώνας, τους οποίους ποταμοί και ρύακες παφλάζοντες διασχίζουσιν
+επειγόμενοι, ως να φοβώνται μήπως δεν φθάσωσι πολύ ταχέως εις την
+θαλασσαν να εξαφανισθώσιν. Καυστικός ίσταται ο ήλιος επάνω από την
+βαθείαν κοιλάδα, και την περιφλέγει, καθώς περιφλέγει και τας ογκώδεις
+της χιόνος μάζας, αι οποίαι κατά μικρόν συντήκονται εις διαλάμποντας
+πάγου όγκους· οι όγκοι κυλίονται εις χιονοστιβάδας και πυργούμενοι
+μορφούνται εις Παγώνας.
+
+Δυο τοιούτοι παγώνες κείνται μέσα εις τας ευρείας των βράχων φάραγγας
+κοντά εις την ορεινήν πολίχνην Γκρίντελβαλντ κάτω από τας κορυφάς
+Σρέκχορν και Βέττερχορν. Αξιοθέατοι πολλούς πάντοθεν ελκύουσι ξένους και
+δη κατά το θέρος. Έρχονται οι επισκέπται και επάνω από τα χιονοσκεπή
+όρη, ανέρχονται και από τας βαθείας κοιλάδας· αλλά τότε πρέπει να
+αναβαίνουν πολλάς ώρας· και ενώ αναβαίνουν, βυθίζεται πάλιν η κοιλάς
+βαθύτερον και βλέπουν κάτω μέσα εις αυτήν, σαν να έβλεπον από
+αερόστατον. Υπεράνω των κρέμανται συχνά τα νέφη ως πυκνοί βαρείς πέπλοι
+γύρω εις τας οξείας των ορέων κορυφάς, ενώ κάτω μέσα εις την κοιλάδα,
+όπου είναι σκορπισμένα τα πολλά καστανά ξύλινα σπιτάκια, λάμπει ακόμη
+μία ακτίς του ηλίου και προβάλλει την μορφήν της τοποθεσία μέσα από
+ακτινοβολούν πράσινον, σαν να είναι διαφανές. Εδώ κάτω βομβεί και
+παταγεί και παφλάζει το ύδωρ· εκεί επάνω ηρέμα κελαρύζει και ηχεί
+κατερχόμενον εκ των βράχων εις αργυράς ταινίας.
+
+Και εις τας δυο πλευράς του δρόμου, ο οποίος πηγαίνει προς τον ανήφορον
+του βουνού εις το Γκρίντελβαλντ, είναι σπιτάκια φιασμένα από κορμούς
+δένδρων. Το κάθε σπίτι είναι απαραιτήτως εφωδιασμένον με κήπον· ο κήπος
+είναι καλλιεργημένος με πατάτες· πολλοί λαιμοί είναι μέσα 'ς της
+καλύβες, παιδιά είναι άφθονα να της καταβροχθίσουν. Από παντού
+εμφανίζονται τα παιδιά και βρίθουν γύρω εις τους ταξειδιώτας είτε πεζοί
+έρχονται αυτοί είτε με τας αμάξας· όλον αυτό το παιδομάνι ασκεί το
+εμπόριόν του· και είτε βρέχει είτε ακτινοβολεί ο ήλιος, παρόντα είναι τα
+παιδιά και προσφέρουν καθέν το είδος του, κομψά σκαλισμένα σπιτάκια,
+όμοια με τα οικοδομημένα επάνω εις το βουνό.
+
+Προ είκοσι περίπου ετών, συχνά, αλλά κάπως μακρύτερα από τα άλλα παιδιά,
+εστέκετο εκεί και μικρός παις· μετείχε και αυτός του παιδικού εμπορίου·
+εις το πρόσωπόν του έδιδε πολύ σοβαρόν ύφος και εκράτει το κιβώτιόν του
+με τα λεπτουργημένα εμπορεύματά του τόσον σφιγκτά με τα δυο του χέρια,
+ώστε θα έλεγε κανείς, ότι ο μικρός εκουσίως του δεν θέλει να τα
+αποχωρισθή· και ακριβώς αυτή η σοβαρά στάσις συνδιαζομένη με την
+μικρότητά του προσέλκυε τα βλέμματα των ξένων. Και λοιπόν συχνά τον
+εκάλουν οι ταξειδιώται και ο μικρός είχε την μεγαλυτέραν κατανάλωσιν
+χωρίς να γνωρίζη και αυτός διατί. Μίαν ώραν μακράν από εδώ, υψηλότερα
+επάνω εις το βουνό έμενεν ο πάππος του· αυτός του ελεπτούργει τα κομψά
+σπιτάκια του και εκεί εις το δωμάτιον του γέρου ήτο ένα μεγαλύτερο
+ντουλάπι γεμάτο με τέτοιου είδους λεπτουργημένα αντικείμενα·
+καρυοθραύσται, μαχαίρια, κουτάλια, κουτιά, που είχαν μέσα φυλλώματα με
+αιγάγρους πηδώσας, άφθονα-άφθονα ήσαν εκεί μέσα· δηλαδή περιεχόμενον,
+που ήτο ίσα-ίσα η χαρά των παιδικών οφθαλμών.
+
+Αλλά ο Ρούντυ — έτσι ωνομάζετο το αγόρι — με μεγαλυτέραν όρεξιν και με
+'μάτι πλήρες πόθου έβλεπε την παλαιάν καραμπίνα, που ήτο κρεμασμένη κάτω
+από τας δοκούς της στέγης, και του την είχε υποσχεθή ο παππούς· θα την
+έπαιρνε αργότερα· πρώτα όμως έπρεπε να μεγαλώση και να γίνη δυνατός, διά
+να ημπορή να την μεταχειρίζεται.
+
+Ας ήτο μικρός ο Ρούντυ, είχεν έργον να βόσκη της κατσίκες· και ήτο καλός
+φύλαξ, αφού ήξευρε να αναρριχάται μαζί των, όπως και αυταί. Μάλιστα
+εσκαρφάλωνε σαν αγριοκάτσικο κάπως υψηλότερα· του ήρεσε να αρπάζη της
+φωλιές των πουλιών επάνω από τα υψηλά δένδρα· ήτο ριψοκίνδυνος και
+τολμηρός, αλλά όσο για να γελά, τον έβλεπε κανείς μόνον, οσάκις εστέκετο
+κοντά εις την όχθην του παφλάζοντος καταρράκτου ή όταν ήκουε το
+κατρακύλισμα χιονοστιβάδος. Ποτέ δεν έπαιζε με τα άλλα παιδιά· τότε
+μόνον επήγαινε μαζί των, όταν ο παππούς τον έστελνε κάτω από το βουνό να
+πωλήση εμπόρευμα και ο Ρούντυ δεν έτρεφε καμμίαν ιδιαιτέραν αγάπην εις
+το εμπόριον· εκείνο διά το οποίον ησθάνετο ευχαρίστησιν, ήτο να
+αναρριχάται επάνω εις τα βουνά ή να κάθεται κοντά εις τον παππούν του
+και να τον ακούη να του διηγήται για τα παληά τα χρόνια και για τους
+ανθρώπους, που κατοικούν τον γειτονικόν τόπον Μάιρινγκεν, που ήτο ο
+γενέθλιος του παππού τόπος. Οι άνθρωποι εις το Μάιρινγκεν, έλεγεν ο
+παππούς δεν ήσαν αυτόχθονες, ήσαν μετανάσται· ήλθαν υψηλά από τον
+βορράν, όπου έμενον οι πρόγονοί των και ελέγοντο Σουηδοί. Ο Ρούντυ
+εύρισκε αυτά κάπως πολύ ευχάριστα, να τα μανθάνη.
+
+Εμάνθανεν όμως ο Ρούντυ και με άλλην αξιόλογον συναναστροφήν· την είχε
+μεταξύ των συγκατοίκων του και ανήκεν εις το βασίλειον των ζώων. Ήτο
+δηλαδή ένα μεγάλο σκυλί, που ωνομάζετο Αγιόλας, και ήτο του πατρός του
+Ρούντυ, και ένας γάτος· μάλιστα αυτός ο γάτος ήτο εν τιμή εις την ψυχήν
+του Ρούντυ, γιατί τον είχε μάθει την α ν α ρ ρ ί χ η σ ι ν.
+
+ — Έλα μοναχά μαζί μου έξω επάνω εις την στέγην!, του είχε πη η γάτα,
+και μάλιστα με πολύ σαφή τρόπον και καταληπτόν· διότι όταν είναι κανείς
+παιδί και δεν ηξεύρει ακόμη να ομιλή, όμως καταλαβαίνει πολύ καλά της
+κότες και της πάπιες. Οι γάτες και οι σκύλοι μας ομιλούν τόσον
+καταληπτά, όπως ο πατέρας μας και η μητέρα μας, αλλά πρέπει να είναι
+κανείς πολύ μικρός· ακόμη και το μπαστούνι του παππού ημπορεί κάλλιστα
+να χρεμετίζη και να γίνη ένα ολόκληρο άλογο με κεφάλι, πόδια και ουράν.
+Εις μερικά παιδία παύει αυτή η συνεννόησις πολύ αργότερα από τα άλλα και
+τότε λέγουν γι' αυτά οι άνθρωποι, ότι έμειναν πολύ 'πίσω, ότι μακρόν
+χρόνον έμειναν παιδιά. Και τι δεν λέγει κανείς για όλα;
+
+ — Έλα μαζί μου επάνω εις την στέγην Ρούντυ! ήτο βέβαια ο πρώτος λόγος,
+που του είπε η γάτα και ο Ρούντυ εκατάλαβε. «Ό,τι οι άνθρωποι λέγουν για
+κατρακύλισμα, είναι κενή φαντασιοπληξία! δεν πέφτει κανείς, αν δεν το
+φοβηθή προτήτερα. Έλα εσύ, βάλε το ένα πόδι έτσι, το άλλο έτσι! Δοκίμασε
+με τα μπροστινά πόδια να αισθανθής καλά. Πρέπει κανείς να έχη μάτια 'ς
+το κεφάλι και εύκαμπτα μέλη! Παρουσιάζεται κανένα βάραθρον; αρκεί να
+πηδήσης και να κρατηθής στερεά· έτσι κάνω και εγώ!» Και λοιπόν έτσι
+έκαμε και ο Ρούντυ· γι' αυτό κάθεται τόσον συχνά επάνω εις την κορυφήν
+της στέγης κοντά με την γάταν· κάθεται μαζί της και εις την κορυφήν των
+δένδρων και μάλιστα και υψηλά επάνω εις το χείλος του απορρώγος, όπου η
+γάτα δεν τα εκατάφερνε εκεί ψηλά. «Επάνω υψηλότερα, έλεγον δένδρα και
+θάμνοι. Βλέπεις, εμείς, πώς αναρριχώμεθα, πόσον υψηλά φθάνομεν, πώς
+κρατούμεθα στερεά, ακόμη και εις την άκρη-άκρη του στενού χείλους του
+βράχου!»
+
+Ο Ρούντυ έφθανεν επάνω εις την κορυφήν του βουνού, εκεί που ο ήλιος
+πολλάς φοράς δεν είχεν ακόμη φθάσει, και εκεί ερρόφα το πρωινόν του
+ποτόν, τον δροσερόν δυναμωτικόν αέρα του βουνού, το ποιόν, το οποίον
+μόνον ο αγαθός Θεός, ηξεύρει να παρασκευάση, και οι άνθρωποι μόνον την
+συνταγήν του ημπορούν να διαβάζουν, εις την οποίαν είναι γραμμένον:
+
+«Το δροσερόν άρωμα από τα βότανα του βουνού, από την αγριόμεντα και το
+θυμάρι της κοιλάδος.»
+
+Ό,τι είναι βαρύ, το απορροφώσι τα κρεμάμενα νέφη και ο άνεμος το
+συμπαρασύρει και το τρίβει επάνω εις τας κορυφάς των ελάτων- ο αιθήρ του
+αρώματος γίνεται αεράκι ελαφρό και δροσερό, με διαρκώς αυξάνουσαν
+δροσερότητα.
+
+Αυτό ήτο το πρωινόν ποτόν του Ρούντυ.
+
+Αι Ακτίνες, αι ευλογημέναι θυγατέρες του ηλίου εφιλούσαν τα μάγουλά του
+και ο Ίλιγγος επαραμόνευε· δεν ετόλμα όμως να τον πλησιάση· αι χελιδόνες
+από το σπίτι του παππού του, όπου ήσαν επτά σωστές φωλιές, επετούσαν
+προς αυτόν υψηλά και της κατσίκες του και έψαλλον.
+
+«Εμείς και σεις! Εσείς και μεις.»
+
+Έφερον χαιρετισμούς από το σπίτι, από τον παππού, ως και από αυτές της
+δυο κόττες, τα μόνα πουλιά του σπιτιού, που μόλα ταύτα ο Ρούντυ ουδέποτε
+τα συναναστρέφετο.
+
+Αν και ήτο πολύ μικρός ο Ρούντυ, είχε ταξιδεύσει και μάλιστα όχι και
+μικρό ταξίδι διά μικρόν παιδίον. Είχε γεννηθή πέρα εις το καντόνιον
+Βαλαί, αλλά τον είχαν μεταφέρει επάνω από το βουνό εδώ, εις το μέρος που
+διέμενε τώρα, εις το Γκρίντελβαλντ. Εσχάτως είχεν επισκεφή πεζός τον
+γειτονικόν καταρράκτην Στάουμμπάχ, ο οποίος κυμαίνεται εις τον αέρα ως
+αργυρούς πέπλος εμπρός από το χιονοσκεπές με εκτυφλωτικήν λευκότητα όρος
+Γιούνγκφράου. Και επάνω εις τον γειτονικόν του Γκρίντελβαλντ παγώνα
+ευρέθη· αυτό όμως είναι λυπηρά ιστορία· εκεί ηύρε η μητέρα του τον
+θάνατον, εκεί έγινεν άφαντος η παιδική του Ρούντυ χαρά, το έλεγε ο
+παππούς. «Όταν το παιδί δεν ήτο ακόμη ενός έτους περισσότερον &εγέλα
+παρά έκλαιε»&, είχε γράψει η μητέρα του 'ς τον παππού. Αλλά από τον
+καιρόν που είχε επικαθίσει μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος, του είχε
+έλθει αλλοιώτικη αίσθησις. Ο παππούς σπανίως ωμίλει περί αυτού του
+πράγματος, αλλά ήτο γνωστόν ήδη εις όλο το βουνόν.
+
+Ο πατήρ του Ρούντυ ήτο ταχυδρόμος· ο μεγάλος σκύλος, που έμενε εις το
+δωμάτιον κοντά εις τον πάππον, ηκολούθει διαρκώς τον πατέρα του Ρούντυ
+κατά την περιοδείαν, που έκαμε πέραν από το Σιμπλόν κάτω προς την λίμνην
+της Γενεύης. Εις την κοιλάδα του Ροδανού εις το καντόνιον Βαλαί ακόμη
+έμενον προς πατρός συγγενείς του Ρούντυ. Ο θείος του ήτο δεινός κυνηγός
+αιγάγρων και πασίγνωστος οδηγός. Ο Ρούντυ ήτο μόνον ενός έτους, όταν
+έχασε τον πατέρα του, και τότε η μητέρα του επεθύμησε να επιστρέψη με το
+παιδί της εις την Ά ν ω Β έ ρ ν η ν, εις τους συγγενείς της· ο πατήρ
+της έμενεν ολίγας ώρας μακράν του Γκρίντελβαλντ· ήτο ξυλοκόπος και
+εκέρδιζε εδώ τόσα, με όσα ημπορούσε να ζη. Εξεκίνησε λοιπόν κατά τον
+μήνα Ιούνιον η μητέρα με το παιδί και με συνοδείαν δυο κυνηγών και
+ήρχετο προς το Γκρίντελβαλντ διά του Γκέμμι. Ήδη είχον διανύσει την
+μεγαλυτέραν απόστασιν, είχον φθάσει διά των υψηλών του βουνού ράχεων εις
+το χιονοπέδιον, και ήδη έβλεπον την γενέθλιον κοιλάδα με όλας τας εκ
+κορμών δένδρων οικίας της, τας τόσον γνωστάς και οικείας, και τους
+έμειναν ακόμη να διέλθωσι τον ένα μεγάλον παγώνα. Η χιών είχε πέσει
+πρόστρατος και έκρυπτε μίαν χαράδραν, η οποία δεν έφθανε μεν βέβαια έως
+κάτω τον βαθύν βυθόν, όπου επάφλαζε το ύδωρ, αλλ' όμως ήτο βαθυτέρα του
+ύψους του ανθρώπου: Η νέα γυνή, η οποία εκρατούσε το παιδί της,
+εγλύστρισε, εβυθίσθη και εξηφανίσθη. Καμμίαν φωνήν δεν ήκουσαν, κανένα
+στεναγμόν! και μόνον αντελήφθησαν το κλαυθμήρισμα μικρού παιδιού!
+Απέρασε περισσότερον της ώρας διάστημα, έως ότου οι δύο συνοδοί της
+προμηθευθούν από τα πλησιέστατα σπιτάκια καραβόσχοινα και κοντάρια διά
+να παράσχουν βοήθειαν το κατά δύναμιν και μετά πολλάς προσπαθείας έφεραν
+έξω από την παγεράν φάραγγα δυο πτώματα, ως εφαίνετο. Μετεχειρίσθησαν
+όλα τα μέσα· κατώρθωσαν το παιδίον, αλλ' όχι και την μητέρα να φέρωσιν
+εις τας αισθήσεις της. Με αυτό λοιπόν το συμβάν απέκτησεν ο γέρων πάππος
+εις το σπίτι του ένα ορφανόν, αυτό το αγόρι, που περισσότερον &γελούσε
+παρά έκλαιγε& εφαίνετο όμως ότι του είχεν εξαφανισθή το γέλοιο· και αυτή
+η αλλοίωσις συνετελέσθη βέβαια μέσα εις την χαράδραν του Παγώνος μέσα
+εις τον κρύον παράδοξον του Πάγου κόσμον, όπου αι ψυχαί των κολασμένων
+είναι εγκαθειργμέναι μέχρι της δευτέρας παρουσίας, όπως πιστεύει ο
+Ελβετός χωρικός.
+
+Παφλάζοντα ύδατα εις πάγον πεπηγμένα και συμπιεσθέντα εις πρασίνους
+κρυσταλλίνους όγκους, κείται ο Παγών, μεγάλοι όγκοι πάγου ο είς κυλίσας
+επί του άλλου. Κάτω εις το βάθος παφλάζει ορμητικός χείμαρρος τετηγμένης
+χιόνος και πάγου εν διαλύσει καταρρεύσαντος. Βαθέα βάραθρα, μεγάλαι
+φάραγγες εκτείνονται εκεί κάτω: είναι θαυμάσιον κρυστάλλινον ανάκτορον
+και μέσα εις αυτό μένει &η Νεράιδα του Πάγου&, η Βασίλισσα του Παγώνος.
+
+Αυτή, η νεκρώνουσα, η συνθλίβουσα, είναι το μεν τέκνον του αέρος, το δε
+η κραταιά του ποταμού κυρίαρχος: διά τούτο δύναται και εις την
+υψηλοτέραν κορυφήν του όρους με ταχύτητα δορκάδος να μετεωρισθή, όπου
+μόλις βαθμίδας διά τα βήματά των οι τολμηροί ορειβάται επί του πάγου
+πρέπει να τάμωσιν και πλέει και τον ορμητικόν χείμαρον επί των λεπτών
+φυλλωμάτων ελάτων και πηδά εκεί από του ενός βραχώδους όγκου εις τον
+άλλον περιβαλλομένη ως διά πτερύγων από την λευκήν χιονώδη κόμην της και
+την κυανοπρασίνην εσθήτα της, ήτις λάμπει όπως το ύδωρ μέσα εις τας
+βαθείας της Ελβετίας λίμνας.
+
+«Να συντρίβω, να κρατώ πιασμένους, είναι η δύναμίς μου!» έλεγε «Ένα
+ωραίο αγόρι μου έκλεψαν, ένα αγόρι, που το εφίλησα, αλλά δεν το εφίλησα
+νεκρόν. Επανήλθε πάλιν μεταξύ των ανθρώπων, βόσκει τας αίγας επάνω εις
+το βουνό, αναρριχάται προς τα επάνω, πάντοτε υψηλότερα, μακράν από τους
+άλλους, όχι όμως από εμέ! Είναι ιδικόν μου! Το έχω διά τον εαυτόν
+μου!»
+
+Έδωσε παραγγελίαν εις τον Ίλιγγον να εργασθή δι' αυτήν, επειδή ήτο πολύ
+πνιγηρόν διά την Νεράιδα του Πάγου κατά το θέρος, επάνω εις την χλόην,
+όπου βλαστάνει η μέντα. Ο Ίλιγγος ανεβοκαταβαίνει· σηκώνεται ένας,
+σηκώνονται τρεις! Ο Ίλιγγος έχει πολλούς αδελφούς, ένα κοπάδι· η Νεράιδα
+του Πάγου εκλέγει τον δυνατότερον από τους πολλούς, οι οποίοι διάγουν
+τον βίον των και μέσα και έξω. Κάθονται δηλαδή επάνω 'ς τα κάγκελα και
+'ς της σκάλαις των πύργων και τρέχουν γραμμή πέρα-πέρα το χείλος των
+βράχων, πηδούν έξω επάνω από κάγκελα και μονοπάτια και διαβαίνουν ελαφρά
+τον αέρα, όπως ο κολυμβητής το ύδωρ και γοητεύοντες δελεάζουν το θύμα
+των έξω και κάτω εις την άβυσσον. &Ο Ίλιγγος και η Νεράιδα τον Πάγου&
+συναρπάζουν και οι δυο τους ανθρώπους, όπως ο πολύπους συναρπάζει παν
+ό,τι τον προσεγγίση! Ο Ίλιγγος έλαβεν εντολήν να πιάση τον Ρούντυ.
+
+«Μάλιστα! να τον πιάσω αυτόν!» είπεν ο Ίλιγγος, «αυτό δεν το μπορώ! το
+θηρίο η γάτα τον έχει διδάξει την τέχνην της. Αυτό το γέννημα ανθρώπου
+έχει δύναμιν ιδιάζουσαν, αλλόκοτον, που με απωθεί· δεν μπορώ να το φθάσω
+αυτό το παιδί, όταν κρεμιέται επάνω εις τους κλάδους, εκεί έξω επάνω
+από την άβυσσον. Και όμως με πόσην ευχαρίστησιν του γαργαλίζω τα πέλματά
+του, ή τον σπρώχνω κατακέφαλα έξω εις τον αέρα! Αλλά δεν 'μπορώ να το
+καταφέρω!
+
+ — Θα το καταφέρωμεν πλέον! έλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Συ ή εγώ! Εγώ,
+εγώ!»
+
+ — Όχι, όχι! ηκούετο ένας ήχος γύρω της, ήχος που έμοιαζε σαν Ηχώ επάνω
+εις τα βουνά από ήχους των κωδώνων των εκκλησιών.
+
+Αλλ' ήτο άσμα, ήτο ομιλία, ήτο συμφωνία, την οποίαν έψαλλε Χορός άλλων
+Πνευμάτων της Φύσεως, Πνευμάτων αγαθών, Πνευμάτων που είναι γεμάτα
+αγάπην. Ήσαν αι κόραι των Ακτίνων του Ηλίου, αι οποίαι κάθε εσπέραν
+λημεριάζουν σαν στεφάνη γύρω γύρω εις την κορυφήν του βουνού. Εκεί
+εκτείνουν τας ροδοχρόους πτέρυγάς των, γίνονται φλογερώτεραι επί μάλλον
+και μάλλον κατά την δύσιν του ηλίου και ροδίζουν τας υψηλάς Άλπεις! οι
+άνθρωποι το λέγουν αυτό ρ ό δ ι σ μ α τ ω ν Ά λ π ε ω ν.
+
+Κατόπιν, όταν ο ήλιος βασιλεύση, αποσύρονται εις την κορυφήν του όρους
+μέσα εις την λευκήν χιόνα και κοιμώνται εκεί ελαφρά, μέχρις ότου
+ανατείλη πάλιν ο ήλιος, και τότε πάλιν εμφανίζονται εκ νέου. Αυταί
+αγαπώσιν ιδίως τα άνθη, της πεταλούδες και τους ανθρώπους και μεταξύ των
+ανθρώπων ιδιαιτέρως ηγάπων τον εκλεκτόν των Ρούντυ.
+
+ — Δεν τον αρπάζετε, δεν τον πιάνετε!, έλεγον.
+
+ — Δυνατώτερα και ισχυρότερα τον έπιασα εγώ!, έλεγε η Νεράιδα του Πάγου.
+
+Τότε ετραγουδούσαν αι Κόραι του Ηλίου το άσμα του οδοιπόρου που η θύελλα
+του συμπαρέσυρε το επανωφόρι του μακρυά. — Ο άνεμος επήρε το περίβλημα,
+αλλ' όχι και τον άνθρωπον. «Ημπορεί να τον πιάσετε, αλλά όχι και να τον
+κρατήσετε στερεά, Σεις Παιδιά της Δυνάμεως. Είναι ισχυρότερος, είναι
+πνευματωδέστερος από εμάς! Ανεβαίνει υψηλότερα, όπως ο Ήλιος, ο πατέρας
+μας, έχει τα μάγια και τα λόγια των, δένει τον άνεμο και το νερό, ώστε
+τον υπακούουν και τον υπηρετούν. Σεις λύνετε το βαρύ, το καταπιέζον
+βάρος και αυτός σηκώνεται υψηλότερα.
+
+Ωραία ηχούσε ο χορός ως ηχούσα κωδωνοκρουσία!
+
+Κάθε πρωί εισεχώρουν αι Ακτίνες του Ηλίου μέσα από το έν και μόνον
+μικρόν παράθυρον της οικίας του παππού και εφώτιζαν το σιωπηλόν παιδίον.
+Αι Κόραι του Ηλίου το εφιλούσαν, ήθελαν να διαλύσουν το πάγωμα του
+παγωμένου φιλιού, να το λυώσουν, να το συμπαρασύρουν μακράν, εκείνο το
+φίλημα, που &η Βασίλισα του Παγώνος, η Νεράιδα τον Πάγου& του έδωκε,
+όταν ήτανε πλαγιασμένο εις το στήθος της νεκράς μητέρας του μέσα εις την
+βαθείαν του πάγου φάραγγα και από εκεί ως εκ θαύματος εσώθη.
+
+
+
+2. ΤΟ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΕΑΝ ΚΑΤΟΙΚΙΑΝ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ
+
+
+
+Ο Ρούντυ ήτο ήδη οκτώ ετών. Ο θείος του διαμένων πέραν του όρους, εις
+την κοιλάδα του Ροδανού ήθελε να παραλάβη το παιδίον πλησίον του διά να
+το διδάξη κάτι, διά να προκόψη καλύτερα. Αυτό το παρετήρησε και ο
+παππούς και του τον άφησε να τον αναθρέψη.
+
+Ο Ρούντυ απεχαιρέτησε· εκτός του παππού όμως ήσαν και άλλοι εκεί, που
+έπρεπε να τους αφήση υγείαν, και πρώτα πρώτα ο Αγιόλας, ο γηραιός
+σκύλος.
+
+«Ο πάτερας σου ήτανε ταχυδρόμος και εγώ ταχυδρομικός σκύλος» είπεν ο
+Αγιόλας· «επηγαίναμε με την ταχυδρομικήν άμαξαν εκείθε και εδώθε και
+γνωρίζω και σκύλους και ανθρώπους πέρα από το βουνό. Δεν ήτο δουλειά μου
+να λέγω πολλά· τώρα όμως θα σου 'πω κάτι περισσότερον από άλλοτε, επειδή
+επί μακρόν χρόνον βέβαια δεν θα ομιλήσωμεν ο ένας εις τον άλλον. Θα σου
+διηγηθώ μίαν ιστορίαν, που την περιετριγύριζα μακρόν χρόνον μαζί μου και
+που την ανεμάσσησα πολύν χρόνον· δεν την καταλαβαίνω όμως και δεν θα την
+καταλάβης και συ, αλλά αδιάφορον: όμως αντελήφθην τουλάχιστον τόσον, ότι
+δηλαδή εις τον κόσμον δεν έχει γίνει ορθή διανομή ούτε για τους σκύλους
+ούτε για τους ανθρώπους. Δεν είναι όλα φιασμένα να τα κρατάη κανείς 'ς
+το στήθος και να βυζαίνουν γάλα· εγώ δεν είμαι συνηθισμένος σε τέτοιο
+πράγμα. Μόλα ταύτα είδα εγώ ένα σκυλάκι να έρχεται αμαξάδα μαζί μέσα εις
+την ταχυδρομικήν άμαξαν και να του φέρωνται σαν να ήτανε άνθρωπος. Η
+κυρία, η οποία ήτο κυρία του ή της οποίας αυτό ήτανε η κυρία, έφερνε
+μαζί της ένα ρωγοβύζι με γάλα, και από αυτό εποτιζότανε το σκυλάκι· του
+έδινε και ζαχαρωτά, αλλά αυτό, το πολύ-πολύ, τα εμύριζε και τα έγλυφε,
+δεν ημπορούσε ούτε μια φορά να τα φάγη και έτσι τα έτρωγε η ίδια. Εγώ
+έτρεχα μέσα 'ς τη λάσπη, κοντά 'ς την άμαξα, πεινασμένος, ακριβώς έτσι,
+όπως πρέπει να είναι το σκυλί. Αναμασσούσα τας σκέψεις μου, ότι αυτό δεν
+ήτο καθόλου εν τάξει — αλλά και πολλά άλλα δεν είνε εν τάξει. Μπορεί
+εσένα να σε κρατάνε 'ς το στήθος και να πηγαίνης μέσα 'ς την άμαξα.
+Χαλάλι σου! δεν σε ζηλεύω. Εγώ δεν μπορώ να το κατορθώσω· δεν το
+ημπόρεσα ούτε με γαυγίσματα ούτε με ουρλιάσματα.»
+
+Αυτοί ήσαν οι λόγοι του Αγιόλα, και ο Ρούντυ τον αγκάλιασε και τον
+εφίλησε με την καρδιά του 'ς το υγρό του μουσούδι· έπειτα επήρε την γάτα
+'ς τα χέρια, αλλά αυτή εκαμπούριαζε τη ράχη της και εξανίστατο.
+
+«Μου είσαι πολύ δυνατός και δεν θέλω να μεταχειρισθώ τα νύχια μου
+εναντίον σου! Σκαρφάλωσε τουλάχιστον επάνω 'ς το βουνό, σου εδίδαξα να
+σκαρφαλώνης! Μόνον να μη φαντασθής, ότι μπορείς να πέσης, γιατί τότε
+έμεινες και κρεμασμένος!»
+
+Με αυτά τα λόγια επήδησε πέρα η γάτα, επειδή δεν ήθελε να παρατηρήση ο
+Τούντυ, ότι η λύπη εζωγραφίζετο 'ς τα μάτια της!
+
+Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει
+την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε
+σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για
+αρπακτικό πουλί.
+
+ — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα.
+
+ — Έχει πάντοτε τέτοια βιασίλα!, είπεν η άλλη. «Τον χωρίζομαι όχι με
+χαρά.» και με αυτά τα λόγια έτρεξαν και αι δύο πέρα. Εχαιρέτησε και της
+κατσικούλες του και αυταί εμηκώντο και ήθελαν να τον ακολουθήσουν «μμε ε
+ε, μμε ε ε»· ήτο πολύ λυπηρόν!
+
+Δύο ικανοί οδηγοί της χώρας, οι οποίοι θα επερνούσαν το βουνό προς την
+άλλην πλευράν του Γκέμμι, επήραν μαζί των τον Ρούντυ και αυτός τους
+ηκολούθησε πεζός. Ήτο κομμάτι στρυφνή η πορεία για ένα τέτοιο δα
+παιδάκι, αλλά είχε καλάς δυνάμεις και δεν έχανε το θάρρος του.
+
+Αι χελιδόνες επέταξαν μαζί του ολίγον διάστημα.
+
+«Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις» εκελαϊδούσαν.
+
+Η οδός επερνούσε από την ορμητικήν Λουτσίνην, η οποία διά πολλών μικρών
+χειμάρρων εξορμά από το μαύρον βάραθρον του Παγώνος του Γκρίντελβαλντ.
+Ως γέφυραι εδώ χρησιμεύουν ριγμένοι κορμοί δένδρων και ογκώδεις πέτραι.
+Όταν έφθασαν πέραν εις το δάσος, το κατάφυτον με κλήθρα, ήρχισαν να
+ανεβαίνουν το όρος εις εκείνο το μέρος του, όπου ο Παγών χωρίζεται από
+το τοίχωμα του βουνού και ήρχισαν τώρα να πατώσιν επάνω εις
+κρυσταλλωμένους όγκους πάγου μέχρις ότου περί τοιούτους βαδίζοντες
+εβγήκαν επάνω εις τον Παγώνα. Ο Ρούντυ ηναγκάζετο άλλοτε να αναρριχάται
+και άλλοτε να βαδίζη· τα μάτια του ακτινοβολούσαν από μεγάλην χαράν και
+εβάδιζε τόσον στερεά με τα οδοιπορικά του βουνού υποδήματά του τα
+επιστρωμένα με σίδερα, 'σάν να έπρεπε σε κάθε βήμα του να αφήση ένα
+σημάδι.
+
+Η μαύρη γη, που ο χείμαρρος του βουνού είχεν αποθέσει επάνω εις τον
+Παγώνα, του έδιδεν όψιν συμπεφυρμένην· εν τοσούτω διεφαίνετο ο
+κιτρινοπράσινος υαλώδης κρυσταλλωμένος πάγος. Έπρεπε να διέλθουν τας
+μικράς λίμνας, αι οποίαι είχον σχηματισθή από τους όγκους του πάγου, οι
+οποίοι ως πρόχωμα τας περικλείουν· και με τοιαύτην πορείαν έφθασαν
+πλησίον μεγάλου βράχου, ο οποίος έκειτο ταλαντευόμενος μέσα εις τον
+πάγον, επάνω εις το χείλος ρωγμής· ο βράχος έχασε την ισορροπίαν του,
+εκυλίσθη κάτω και έκαμε την Ηχώ να αντηχήση επάνω από τας βαθείας,
+σπηλαιώδεις του Παγώνος φάραγγας.
+
+Η πορεία εγίνετο επί μάλλον και μάλλον ανωφερής. Aυτός ο Παγών
+εξετείνετο ανωφερής και εφαίνετο ως ποταμός από αγρίως πυργωμένας μάζας
+πάγου, συνεσφιγμένας μέσα ως αποκρήμνους βράχους. Ο Ρούντυ εσκέφθη μίαν
+στιγμήν εκείνο που του διηγήθησαν, ότι ήτο πεσμένος με την μητέρα του
+κάτω βαθιά, μέσα εις μίαν ψύχος αποπνέουσαν φάραγγα· αλλ' αυταί αι
+σκέψεις ήσαν φευγαλέαι και του εφάνη και αυτή η διήγησις, όπως όλαι αι
+τόσαι άλλαι ιστορίαι, που είχεν ακούσει να του διηγούνται. Πότε-πότε,
+όταν οι οδηγοί ενόμιζαν, ότι η οδός γίνεται πολύ δύσκολος διά το παιδί,
+του άπλωναν το χέρι των, αλλά αυτό δεν ησθάνετο κόπωσιν και εστέκετο
+επάνω εις τον ολισθηρόν πάγον σαν αίγαγρος.
+
+Επατούσαν τώρα αυτούς τους βράχους του βουνού και εβάδιζαν άλλοτε επάνω
+εις φαλακράς πέτρας και άλλοτε μέσα εις τα έλατα και πάλιν έξω από αυτά
+εις τους χλοερούς λειμώνας, πάντοτε διά νέων τοπείων διαρκώς
+εναλλασσομένων. Γύρω των υψούντο τα χιονώδη όρη, των οποίων τα ονόματα
+Γιουνγκφράου, Μενχ, Άιγκερ ήσαν γνωστά 'στο κάθε παιδί και δη και εις
+τον Ρούντυ. Ο Ρούντυ ποτέ προτήτερα δεν είχε πάει τόσον υψηλά, ποτέ
+ακόμη δεν είχε πατήσει το πόδι του το εκτεταμένον της χιόνος πέλαγος.
+Εδώ εμπρός του έκειτο τώρα, με τα ασάλευτα χιονώδη κύματά του, από τα
+οποία ο άνεμος πότε-πότε παρέσυρε μακράν με το φύσημά του μίαν
+τουλούπα, όπως παίρνει με το φύσημά του τον αφρόν από τα κύματα της
+θαλάσσης. Οι Παγώνες ίσταντο εδώ χέρι με χέρι, ημπορεί να πη κανείς. Ο
+καθένας των είναι κρυστάλλινον παλάτι διά την Νεράιδα του Πάγου, της
+οποίας δύναμις και θέλησις είναι να πιάνη, να νεκρώνη. O ήλιος
+ακτινοβολούσε θερμά, η χιών ετύφλωνε λευκή και σαν με διαμάντια
+σπαρμένη, που ήστραπτον και ετόξευον κυανολεύκους μαρμαρυγάς.
+Απειράριθμα έντομα, ιδίως πεταλούδες και μέλισσαι έκειντο σωρηδόν νεκρά
+επάνω εις την έκτασιν της χιόνος· είχον τολμήσει τόσον υψηλά, ή ο άνεμος
+τα έφερε τόσον υψηλά, μέχρις ότου εξέπνευσαν εις το ψύχος. Περί το
+Βέττερχορν εκρέματο απειλητικόν σύννεφον, σαν λεπτή κατάμαυρη τουλούπα
+μαλλιού· κατέβαινε βυθιζόμενον χαμηλά και ήτο γεμάτο σφρίγος από εκείνο
+που μέσα του έκρυπτε: έκρυπτε Λίβαν βίαιον, εάν εξέσπαγε. Η εντύπωσις
+όλης αυτής της οδοιπορίας, το νυκτερινόν εδώ επάνω κατάλυμα η εν καιρώ
+νυκτός πορεία, αι φάραγγες μέσα εις τους βράχους όπου το νερό πριονίζει
+τους πετρίνους όγκους εις χρονικόν διάστημα, του οποίου η μέτρησις
+εκπλήσσει την διάνοιαν, εχαράχθησαν αλησμόνητα μέσα εις τον νουν του
+Ρούντυ.
+
+Εγκαταλελειμμένον πέτρινον οικοδόμημα πέραν του χιονώδους πελάγους
+παρέσχε προστασίαν να διανυκτερεύσουν· εδώ ηύραν ξυλάνθρακας και
+κλωνάρια ελάτης. Αμέσως άναψαν φωτιά, ετοίμασαν τα στρώματα, όσον τους
+ήτο δυνατόν καλύτερα. Οι άνδρες εκάθησαν γύρω 'στη φωτιά, ερροφούσαν τον
+καπνόν των και έπιναν το θερμόν αρωματικόν ποτόν των, το οποίον μόνοι
+των παρεσκεύασαν· και ο Ρούντυ είχε το μερτικό του από το ζεστό και
+ήρχισαν να διηγώνται διά τα μυστηριώδη Πνεύματα της χώρας των Άλπεων,
+διά τα παράδοξα γιγαντώδη φίδια μέσα εις τας βαθείας λίμνας, διά την
+νυκτερινήν λεγεώνα των δαιμονίων, που έφεραν τους κοιμωμένους διά του
+αέρος εις την αλλόκοτον πόλιν Βενετίαν η οποία κολυμβά· διηγήθησαν και
+για τον άγριον Βοσκόν, που βόσκει τα μαύρα πρόβατά του επάνω εις τα
+λειβάδια· αν και δεν τον βλέπει κανείς, ακούει όμως το κουδούνισμα, που
+κάνουν τα κουδουνάκια τους, και τα απαίσια βελάσματα, που κάνει το
+κοπάδι, κακό προμήνυμα. Ο Ρούντυ τα άκουγε προσεκτικά με περιέργειαν,
+αλλά χωρίς καθόλου φόβον, — δεν τον ήξευρε τι πράμμα είναι· και εκεί που
+άκουγε, του εφάνηκε 'σάν να άκουγε το δαιμονικόν υπόκωφον μούγκρισμα·
+ναι, εγίνετο περισσότερο ακουστόν, το άκουγαν ακόμη και οι άνδρες,
+εκρατούσαν την ομιλίαν των μέσα των, ενέτειναν την ακοήν των, και έλεγαν
+εις τον Ρούντυ πως δεν πρέπει να κοιμηθή.
+
+Εσηκώθη Λίβας, εκείνος ο ισχυρός θυελλώδης άνεμος, που ρίχνεται από τα
+βουνά κάτω μέσ' στην κοιλάδα, και με την δύναμίν του τσακίζει τα δένδρα
+'σάν να ήσαν ελαφρά καλάμια, και καταρρίπτει από την μίαν όχθην του
+ποταμού πέραν εις την άλλην τα σπίτια με τας δοκούς, όπως εμείς
+μεταθέτομεν της φιγούρες του ζατρικίου από την μια μεριά εις την άλλην.
+
+Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι
+ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη,
+όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα.
+
+Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον
+Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια. Εισήλθον εις το
+καντόνιον Βαλαί εις τα νώτα του βουνού τα αντίθετα εκείνων, που βλέπει
+κανείς από το Γκρίντελβαλντ, αλλά μακράν ακόμη από την νέαν κατοικίαν.
+Άλλαι φάραγγες επαρουσιάζοντο, άλλοι βοσκοί, άλλα δάση, άλλα μονοπάτια,
+ως και αλλοιώτικα σπίτια και αλλοιώτικοι άνθρωποι, Αλλά τι είδους
+άνθρωποι! Ήσαν κακόμορφα, απαίσια, παχέα λευκοκίτρινα πρόσωπα, με βαρείς
+λαιμούς· δυσειδείς όγκοι κρέατος σαν σάκκοι κρεμασμένοι· ήσαν ηλίθιοι,
+εσύροντο προς τα εμπρός καχεκτικοί, και εκύτταζαν τους ξένους με
+ηλιθίους οφθαλμούς. Αι γυναίκες ιδίως εφαίνοντο αποτρόπαιοι. Αυτοί ήσαν
+οι άνθρωποι εις την νέαν κατοικίαν;
+
+
+
+Ο ΘΕΙΟΣ
+
+
+
+Εις το σπίτι του θείου, όπου έζη ο Ρούντυ, εφαίνοντο, δόξα τω Θεώ, οι
+άνθρωποι, όπως ήτο συνηθισμένος να τους βλέπη. Εδώ ήτο ένας μόνον
+ηλίθιος· ένας πτωχός, ανεπαρκούς διανοίας νέος, από αυτά τα αξιοθρήνητα
+πλάσματα, τα οποία εις το καντόνιον Βαλαί ζουν διαρκώς εν εγκαταλείψει,
+από οικίας εις οικίαν, και μένουν εις κάθε οικογένειαν κάνα δυο μήνας. Ο
+καϋμένος ο Σάπερλι ήτο ακριβώς εις του θείου, όταν έφθασεν ο Ρούντυ.
+
+Ο θείος ήτο ακόμη δεινός κυνηγός και ήτο και βαρελοποιός· η σύζυγός του
+ήτο μικρόν ζωηρόν πλάσμα με πρόσωπον πουλιού, 'μάτια 'σάν του αετού και
+μακρόν λαιμόν σκεπασμένον έως επάνω κι' επάνω με χνούδι.
+
+Εδώ όλα ήσαν διά τον Ρούντυ νέα· ενδυμασία, ήθη και έθιμα και αυτή η
+γλώσσα· εν τούτοις το αυτί του παιδιού γρήγορα θα εμάνθανε να την εννοή.
+Εδώ εφαίνετο ευμάρεια σχετικώς με την προτέραν του παππού κατοικίαν. Το
+δωμάτιον ήτο μεγαλύτερον, οι τοίχοι ήστραπτον από τα εκ του κυνηγίου
+αναθήματα εκ των αιγάγρων και στιλβωμένα έλαμπον τα κυνηγετικά όπλα·
+επάνω από την πόρτα εκρέμετο εικόνισμα της Θεομήτορος· δροσερά
+τριαντάφυλλα των Άλπεων και αναμμένο κανδήλι ήσαν εμπρός της.
+
+Ο θείος, καθώς είπομεν, ήτo ο δεινότερος κυνηγός αιγάγρων όλης της χώρας
+και ήτο και άριστος οδηγός. Εις αυτό το σπίτι θα ήτο ο Ρούντυ το
+χαϊδεμένο παιδί. Υπήρχε εδώ βέβαια και ένα άλλο χαϊδεμένο δηλαδή ένα
+γέρικο, τυφλό και κουφό σκυλί, που δεν επήγαινε πλέον μαζί εις το
+κυνήγι, αλλά πρώτα το έπαιρναν. Δεν είχαν λησμονήσει τα καλά του τα
+χαρίσματα από τα πριν χρόνια και διά τούτο ελογαριάζετο τώρα το ζώον με
+τα μέλη της οικογενείας και ελάμβανε και περιποιήσεις. Ο Ρούντυ
+εχάιδευσε τον σκύλον, αλλά αυτός δεν έκαμε πλέον σχέσεις με τους ξένους
+και ξένος ήτο ο Ρούντυ ακόμη· δεν έμεινεν όμως μακρόν χρόνον ξένος·
+έπιασε γρήγορα ρίζες και 'στο σπίτι και 'στην καρδιά,
+
+«Εδώ εις το καντόνιον Βαλαί δεν είναι και τόσον άσχημα, έλεγεν ο θείος·
+«και έχομεν και αιγάγρους, που δεν εκλείπουν γρήγορα, όπως τα πλατώνια·
+εδώ είναι πολύ καλύτερα τώρα από τα παλαιότερα χρόνια· όσα καλά κι' αν
+διηγούνται για να τιμήσουν της παληές ημέρας, οι δικές μας είναι
+καλύτερες· ο σάκκος είναι ανοικτός, φυσάει αεράκι μέσα 'στην κλεισμένη
+γύρω-γύρω κοιλάδα μας. Πάντοτε παρουσιάζεται κάτι καλύτερο, όταν το
+μεταχειρισμένο πέφτη!» έλεγεν ο θείος· και όταν ο θείος ήτο διαχυτικός
+εις ανακοινώσεις, διηγείτο διά τα χρόνια της νεότητός του και πέραν
+επάνω έως τα πολύ ακμαία χρόνια του πατέρα του, όταν το Βαλαί καθώς
+αυτός εξεφράζετο — ήτο ακόμη σάκκος κλεισμένος γεμάτος από πολλούς
+ασθενείς, αξιοθρηνήτους ηλιθίους. «Αλλά οι Γάλλοι στρατιώται ήλθαν μέσα
+στον τόπον μας, ήτανε σωστοί γιατροί· εκτύπησαν την αρρώστια και την
+εξεπάστρεψαν και εκτύπησαν και τους ανθρώπους και τους επάστρεψαν και
+αυτούς· το κτύπημα το ήξευραν οι Γάλλοι να το κτυπούν πολεμώντες κατά
+διαφόρους τρόπους· και τα κορίτσα, το καταλάβαιναν και αυτά επίσης». Εδώ
+έλεγε αυτά ο θείος, έκανε το μάτι 'στην γυναίκα του, η οποία ήτο
+γαλλικής καταγωγής και εγέλασε. Οι Γάλλοι εκτύπησαν γερά και της
+πέτρες. Εκτύπησαν τους βράχους και έκοψαν τον δρόμον του Σιμπλόν, ένα
+δρόμον, που αν εγώ 'πώ εις ένα παιδί τριών χρόνων:
+
+ — Πήγαινε κάτω 'στην Ιταλία, κράτησε μόνον γραμμή το δρόμο! το παιδί θα
+φθάση χωρίς να λαθέψη εις την Ιταλίαν, αρκεί να κρατηθή γραμμή επάνω εις
+τον δρόμο! Ύστερα ετραγουδούσε ο θείος ένα γαλλικόν άσμα και εφώναζε:
+Ουρρά! και «Ζήτω Ναπολέων ο Βοναπάρτης!»
+
+Εδώ ήκουσεν ο Ρούντυ διά πρώτην φοράν να διηγούνται περί Γαλλίας, περί
+της Λυών, της μεγάλης πόλεως επί του Ροδαινού: είχε πάει εκεί ο θείος.
+
+Δεν επέρασαν πολλά χρόνια και ο Ρούντυ έγινεν ευσταλής αιγάγρων κυνηγός·
+ή τ α ν ε α π ό α υ τ ό τ ο π α ν ί, έλεγεν ο θείος· και αυτός τον
+εδίδαξε να κρατή το όπλον και του έμαθε σημάδι και σκοποβολή· τον
+έπαιρνε μαζί του εις το βουνό, όταν ήτο καιρός του κυνηγίου και τον
+συνεβούλευσε να πιη ζεστό αίμα αιγάγρου, γιατί αφαιρεί από τον κυνηγόν
+τον ίλιγγον· τον έμαθε ακόμη να διακρίνη τον καιρόν, οσάκις επάνω εις τα
+διάφορα βουνά τυχαίνει να κυλίωνται αι χιονοστιβάδες, το μεσημέρι ή το
+βράδυ, αναλόγως των περιστάσεων βέβαια, που αι ακτίνες, του ηλίου
+επιδρώσιν εις αυτάς. Τον εδίδαξε να εντείνη την προσοχήν του εις τας
+αιγάγρους και το πήδημά των, ώστε εις το πήδημα να ημπορή να στέκεται
+στα πόδια του και αυτός και να στερεώνεται· και αν μέσα εις της
+σχισμάδες των βράχων δεν είναι καθόλου στήριγμα διά τα πόδια, τότε
+πρέπει ο άνθρωπος να γαντζώνη με τους αγκώνας, με τους μηρούς και με τας
+κνήμας, και ακόμη και με τον τράχηλον να σφικτοδαγκώση, όταν το απαιτήση
+η περίστασις. Αι αίγαγροι είναι πονηροί, τοποθετούν προφυλακάς· αλλά ο
+κυνηγός πρέπει να είναι συνετώτερος, να τας απομακρύνη από τα ίχνη του,
+ώστε να μη τον παίρνουν αυταί μυρωδιά, και να τας αποπλανήση.
+
+Μίαν ημέραν ο Ρούντυ ήτο εις το κυνήγιον με τον θείον· εκρέμασε ο θείος
+το ένδυμά του και το καπέλλο του επάνω στο ορεινό ραβδί του και εξέλαβον
+αι αίγαγροι το ραβδί για άνθρωπον.
+
+Το μονοπάτι των βράχων ήτο στενόν, μάλιστα σχεδόν δεν υπήρχε μονοπάτι,
+αλλά στενότατον πεζούλι κατά μήκος της χαινούσης αβύσσου. Η χιών, που
+εξετείνετο εδώ, ήτο μισολυωμένη, το πέτρωμα εθρύπτετο, άμα το επατούσε
+κανείς, γι' αυτό ο θείος εξηπλώθη χάμω και εσύρετο σκαρφαλωτά προς τα
+επάνω. Κάθε κομματάκι, που απεσπάτο από τον βράχον, έπιπτε και
+ανεπάλλετο, επήδα και εκυλίετο από τον ένα βράχον εις τον άλλον μέχρις
+ότου έφθανε εις το βάθος και εκεί ησύχαζε. Ο Ρούντυ εστέκετο εκατόν
+περίπου βήματα όπισθεν του θείου, επάνω εις στερεάν κορυφήν προεξέχοντος
+βράχου. Από εδώ παρετήρησε μέγαν γυπαετόν, ο οποίος έκαμε κύκλους εις
+τον αέρα και έμεινε μετέωρος επάνω από τον θείον- ήθελε πετώντας να τον
+κτυπήση με τας πτέρυγάς του και να τον ρίψη μέσα εις την άβυσσον, για να
+τον κάμη λείαν του. Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία
+με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο
+Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον
+τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον. Τότε ανεπήδησεν
+αιφνιδίως η αίγαγρος, ο θείος επυροβόλησε και επέτυχε το ζώον η
+θανατηφόρος σφαίρα, αλλά το μικρόν επήδησε πέρα, 'σάν να ήτο μακρά ζωή
+ησκημένη εις την φυγήν και τον κίνδυνον. Το μέγα πτηνόν επτοήθη από τον
+κρότον του πυροβολισμού και ετράπη άλλην διεύθυνσιν· ο θείος δεν ήξευρε
+τίποτε περί του κινδύνου, μέσα εις τον οποίον εκρεμάσθη· κατόπιν το
+έμαθε από τον Ρούντυ.
+
+Ενώ επέστρεφον εις το σπίτι των ευθυμότατοι και ο θείος εσφύριζεν ένα
+άσμα των χρόνων της νεότητάς του, άκουσαν αιφνιδίως ήχον χαρακτηριστικόν
+να έρχεται από εκεί κοντά των· εκύτταξαν γύρω των και εκεί υψηλά επάνω
+εις την κλιτύν των βράχων υψώθη το χιονώδες επικάλυμμα και εκινήθη
+κυματοειδώς 'σάν ένα τμήμα απλωμένου λιναριού, όταν ο άνεμος πνέων
+φέρεται εις αυτό. Τα χιονώδη κύματα έσκασαν και διελύθησαν, αυτά τα
+πρότερον ολισθηρά και ως πλάκες μαρμάρου στερεά, εις ορμητικά ύδατα, τα
+οποία αφρισμένα εβρόντουν ως υπόκωφοι κεραυνοί· ήτο χιονοστιβάς, η οποία
+κατεκρημνίζετο όχι επάνω εις τον Ρούντυ και τον θείον, αλλά πλησίον των,
+πολύ πλησίον των.
+
+ — Κρατήσου στερεά Ρούντυ! εφώναξε ο θείος· «στερεά με όλην την δύναμίν
+σου!»
+
+Και ο Ρούντυ αγκάλιασε και εγάντζωσε τον κορμόν του πλησιεστάτου
+δένδρου· ο θείος εσκαρφάλωσε επάνω εις το δένδρον και εκρατήθη εκεί
+στερεά, ενώ η χιονοστιβάς εκυλίσθη πολλούς πόδας μακράν από αυτούς· αλλά
+η Ατμοσφαιρική Πίεσις, η φτερούγα της θυελλωδώς κατρακυλιομένης
+Χιονοστιβάδος συνέτριψε γύρω δένδρα και θάμνους, 'σάν να ήσαν ξηρά
+καλάμια και τα έρριψε γύρω γύρω μακράν. Ο Ρούντυ ήτο εκεί χάμω εις το
+έδαφος μαζωμένος και συγκαθισμένος· ο κορμός του δένδρου, επί του οποίου
+εκρατείτο σφικτά, αποσπαθείς σαν να εκόπη με πριόνι, εξεσφενδονίσθη
+μακράν· και εκεί ανάμεσα εις τους σπασμένους κλάδους έκειτο εκτάδην ο
+θείος με συντριμμένην την κεφαλήν· τα χέρια του ήσαν ακόμη ζεστά, αλλά το
+πρόσωπόν του δεν ανεγνωρίζετο πλέον. Ο Ρούντυ εστέκετο εκεί ωχρός και
+τρέμων. Ήτο ο πρώτος της ζωής του τρόμος, η πρώτη φρίκη, την οποίαν
+ησθάνθη.
+
+Αργά το βράδυ επανήλθε φέρων την είδησιν του θανάτου εις το σπίτι, το
+οποίον τώρα έγινε σπίτι πένθους. Η γυναίκα δεν εύρισκε δάκρυα· και
+μόνον, όταν έφεραν το πτώμα, εξέσπασεν η οδύνη. Ο καϋμένος ο ηλίθιος
+εχώθη μέσα εις το κρεββάτι του· δεν τον είδε κανείς όλην την άλλην
+ημέραν, και μόλις το βράδυ ήλθε προς τον Ρούντυ.
+
+ — Γράψε μου ένα γράμμα! Ο Σάπερλι δεν 'ξέρει να γράφη! Ο Σάπερλι μπορεί
+να πάη το γράμμα 'στο ταχυδρομείον!
+
+ — Γράμμα εκ μέρους σου, είπεν ο Ρούντυ· «και προς ποίον;»
+
+ — Προς τον κύριον Χριστόν!
+
+ — Προς ποίον, λέγεις;
+
+Και ο βλάκας, όπως έλεγαν τον ηλίθιον, εκύτταζε με συγκινητικόν βλέμμα
+τον Ρούντυ, συνέδεσε τα χέρια του και είπεν επισήμως και ευλαβώς:
+«Ιησούν Χριστόν! Ο Σάπερλι θέλει να του στείλη γράμμα, να τον
+παρακαλέση, ότι ο Σάπερλι πρέπει να πεθάνη και όχι ο κύριος του σπιτιού
+εδώ!»
+
+Ο Ρούντυ του έσφιξε το χέρι και του είπε· «Η επιστολή δεν πηγαίνει
+εκεί! Δεν μας τον δίνει πίσω!»
+
+Δεν ήτο εύκολον να τον διαφωτίση ο Ρούντυ περί του αδυνάτου.
+
+ — Τώρα είσαι το στήριγμα του σπιτιού», του είπε η θεία και ψυχομητέρα
+του και ο Ρούντυ πράγματι έγινε.
+
+
+
+Η ΜΠΑΜΠΕΤΤΑ
+
+
+
+Ποιος είναι ο εξοχώτερος σκοπευτής εις το καντόνιον Βαλαί; Αυτό το
+ήξευραν πλέον αι αίγαγροι: «Φυλάξου από τον Ρούντυ!» ημπορούσαν να
+'πούν.
+
+Ποιός είναι ο κομψότερος σκοπευτής;
+
+ — Είναι ο Ρούντυ! έλεγαν τα κορίτσα, αλλά δεν έλεγαν: «Φυλάξου από τον
+Ρούντυ!»
+
+Αυτό δεν το έλεγαν ούτε και αι σοβαραί μητέρες, διότι και εις αυτάς
+ένευεν, επίσης φιλικώς, όπως και εις τα νεαρά κοράσια. Πόσον ήτο
+τολμηρός και φαιδρός! αι παρειαί του ήσαν ηλιοκαείς, οι οδόντες του
+ζωηροί και λευκοί, οι οφθαλμοί του σπινθηροβολούντες μέλανες· ήτο κομψός
+νέος είκοσι χρόνων. Το παγερόν ύδωρ δεν ημπορούσε να τον βλάψη, όταν
+εκολύμβα. Ημπορούσε 'σάν ψάρι να στρέφεται και να γυροβολά μέσα εις το
+νερό, ημπορούσε και να σκαρφαλώνη καλύτερα από κάθε άλλον και να
+προσκολλάται στερεά επάνω εις τας πλευράς των βράχων σαν κοχλίας· είχε
+ισχυρά νεύρα και τένοντας, και αυτό το εδείκνυεν εις το πήδημα, που το
+έμαθε πρώτα από την γάτα και κατόπιν από την αίγαγρον. Ο Ρούντυ ήτο ο
+καλύτερος οδηγός, εις τον οποίον ημπορούσε κανείς να έχη εμπιστοσύνην·
+ημπορούσε να σχηματίση ολόκληρον περιουσίαν ως οδηγός· και η
+βαρελοποιία, που του είχε διδάξει ο θείος του, αλλά δεν του ήρεσε — το
+κυνήγιον των αιγάγρων ήτο η χαρά του — του προσεπόριζε και αυτή χρήματα.
+Ο Ρούντυ ήτο, όπως λέγουν, καλός γαμβρός, αρκεί μόνον να μην ήθελε να
+αποβλέψη εκτός της κοινωνικής του σειράς. Ήτο χορευτής, που τα κορίτσα
+τον έβλεπαν 'στο όνειρόν των αλλά και τον οποίον και το ένα και το άλλο
+και ξύπνια τον περιέφεραν μαζί των μέσα εις τας σκέψεις των.
+
+«Εμένα εφίλησεν εις τον χορόν!» έλεγεν εις την προσφιλεστέραν φίλην της
+η Αννέτα, η κόρη του διευθυντού του Σχολείου, αυτό όμως δεν έπρεπε να το
+'πη ούτε και εις την στενοτέραν της φίλην. Τέτοια πράγματα δεν είναι
+εύκολον να τα κρατήση κανείς μυστικά· είναι σαν άμμος μέσα εις κόσκινον,
+και τρέχει έξω· μετ' ολίγον ήξευραν όλοι, ότι ο Ρούντυ, αν και ήτο καλό
+παλληκάρι, όμως έδινε φιλιά εις τον χορόν και μόλα ταύτα δεν είχε
+φιλήσει ίσα ίσα εκείνην, που θα εφιλούσε με όλην του την καρδιά.
+
+«Μάλιστα αυτός!», έλεγεν ένας γέρων κυνηγός, «που εφίλησε την Αννέτταν
+εις τον χορόν, έχει αρχίσει με το Α και θα φιλήση πέρα και πέρα όλον το
+αλφάβητον.
+
+Ένα φιλί εις τον χορόν ήτο όλο-όλο, που αι ακούραστοι γλώσσαι ηδύναντο
+έως τώρα περί αυτού να είπουν· πραγματικώς είχε φιλήσει την Αννέττα και
+μόλα ταύτα καθόλου δεν ήτο αυτή το άνθος της καρδιάς του.
+
+Κάτω εις την κοιλάδα κοντά εις το Βεξ ανάμεσα εις της μεγάλες καρυδιές,
+πλησίον εις μικρόν ορμητικόν χείμαρρον κατώκει ο πλούσιος μυλωθρός· η
+κατοικία του ήτο μέγα κτίριον με τρία πατώματα, με μικρούς πύργους· οι
+πύργοι ήσαν στεγασμένοι με σχίζες και ήσαν στρωμένοι επάνω με πλάκας
+λευκοσιδήρου που κατέλαμπον εις το φως του ηλίου και της σελήνης. Ο
+μεγαλύτερος πύργος είχε ως ανεμοδείκτην βέλος αστράπτον, το οποίον
+διετρύπα μήλον και υπενθύμιζε βέβαια του Τέλλου την τόξευσιν. Ο Μύλος
+ήτο κομψός και εδείκνυεν ευπορίαν, μάλιστα και τον εζωγράφιζον και τον
+περιέγραφον· αλλά την κόρην του μυλωθρού, δεν ήτο δυνατόν κανείς ούτε να
+την ζωγραφίση ούτε να την περιγράψη — έτσι τουλάχιστον είχαν ειπή εις
+τον Ρούντυ — και όμως ήτο ζωγραφισμένη μέσα 'στην καρδιά του· τα μάτια
+της ακτινοβολούσαν εκεί τόσον 'σάν να ήτο αληθινή φωτιά εκεί μέσα·
+έξαφνα είχεν εισβάλη εκεί μέσα, όπως εισβάλλει κάθε φωτιά και το
+παραδοξότερον μάλιστα ήτο, ότι η κόρη του μυλωθρού, η ωραία Μπαμπέττα,
+δεν είχε καμμίαν ιδέαν δι' αυτό το πράγμα· αυτή και ο Ρούντυ δεν είχαν
+ακόμη ούτε λέξιν ανταλλάξει μεταξύ των.
+
+Ο μυλωθρός ήτο πλούσιος, και αυτός ο πλούτος ανέβαζε την Μπαμπέττα πολύ
+υψηλά, που ήτο δύσκολον να την πιάσουν. Αλλά τίποτε δεν είναι τόσον
+υψηλά, που να μη ημπορή κανείς να το φθάση. Αρκεί να σκαρφαλώση. Και να
+πέση κανείς δεν μπορεί, αν δεν το σκεφθή. Την διδασκαλίαν αυτήν την είχε
+ο Ρούντυ από το σπίτι του.
+
+Έτυχε να έχη ο Ρούντυ να διακανονίση κάποτε κάτι εις το Βεξ· έως εκεί
+ήτο ολόκληρον ταξείδι και ο σιδηρόδρομος δεν είχε ακόμη γίνει. Από τον
+παγώνα του Ροδανού κατά μήκος εις τους πρόποδας του Σιμπλόν μεταξύ
+πολλών υψωμάτων βουνών, τα οποία διαδέχονται άλληλα, εκτείνεται η ευρεία
+του Βαλαί κοιλάς με τον κραταιόν ποταμόν της, τον Ροδανόν, όστις συχνά
+εξέρχεται από την κοίτην του και κατακλύζει αγρούς και οδούς,
+καταστρέφων τα πάντα. Μεταξύ των πόλεων Σιών και αγίου Μαυρικίου η
+κοιλάς σχηματίζει μίαν κύρτωσιν, κάμπτεται σχηματίζων αγκώνα, και
+γίνεται τόσον στενή όπισθεν του αγίου Μαυρικίου, ώστε έχει θέσιν μόνον
+διά την κοίτην του ποταμού και διά την μικράν αμαξιτήν οδόν. Εδώ προ του
+καντονίου Βαλαί, το οποίον περατούται εις αυτό το μέρος, ίσταται παλαιός
+πύργος ως φρουρός, και βλέπει πέραν της μαρμαρίνης γεφύρας προς το επί
+της άλλης πλευράς τελωνείον. Εκεί αρχίζει το καντόνιον Βωντ. Η εγγυτάτη
+πόλις η ουχί πολύ απέχουσα εντεύθεν είναι το Βεξ.
+
+Εδώ εις κάθε βήμα το παν είναι είς σφρίγος και ογκούται εν αφθονία και
+τρυφή· νομίζει κανείς, ότι ευρίσκεται μέσα εις κήπον με καστανιές και
+καρυδιές· κάπου-κάπου προβάλλουν κυπαρίσια και ροδιές· εδώ είναι
+μεσημβρινή θερμότης 'σάν να ευρίσκεται κανείς εις την Ιταλίαν.
+
+Ο Ρούντυ έφθασεν εις το Βεξ και εφρόντισε περί εκείνου, το οποίον είχε
+να κανονίση εδώ, και περιήλθε την πόλιν αλλά ούτε καν υπηρέτην του Μύλου
+όχι την Μπαμπέτα επήρε το 'μάτι του. Αυτό δεν ήτο, όπως επερίμενε
+
+Άρχισε να βραδυάζη· η ατμόσφαιρα ήτο πεπληρωμένη με το άρωμα του αγρίου
+θυμαριού και της ανθισμένης φιλύρας· γύρω γύρω εις τα πράσινα από τα
+δάση βουνά ήτο απλωμένος ο φωτεινός υποκύανος του αιθέρος πέπλος· βαθεία
+και ευρεία εβασίλευε γαλήνη· όχι η γαλήνη του ύπνου ή του θανάτου, όχι!
+ήτο 'σάν να εκρατούσε η όλη Φύσις την αναπνοήν της, 'σάν να ησθάνετο τον
+εαυτόν της διευθετημένον διά να φωτογραφηθή η εικών της επάνω εις το
+γαλανόν του ουρανού βάθος. Εδώ και εκεί, ανάμεσα εις τα δένδρα, επάνω
+εις τους πρασίνους αγρούς ήσαν στημέναι δοκοί, αι οποίαι υπεστήριζον τα
+τηλεγραφικά σύρματα, άτινα διήρχοντο την ήρεμον κοιλάδα· εις μίαν από
+αυτάς τας δοκούς εστηρίζετο ένα πράγμα τόσον ακίνητον, ώστε ημπορούσε
+κανείς να το εκλάβη κορμόν δένδρου: ήτο ο Ρούντυ· εστέκετο εκεί τόσον
+ήσυχα, όπως ήτο κατ' αυτήν την στιγμήν και όλον το περιβάλλον δεν
+κοιμάται, ακόμη περισσότερον δεν είναι νεκρός! αλλά όπως συχνά συμβαίνει
+να πετώσι διά των τηλεγραφικών συρμάτων ανθρώπινα περιστατικά — στιγμαί
+του βίου μεγάλης σημασίας διά τα άτομα — χωρίς το σύρμα να το δηλώση διά
+τρόμου ή άλλου θορύβου, ούτω διά μέσου του ηρέμου Ρούντυ έτρεμον αι
+κραταιαί, αι πανσθενείς του σκέψεις: η ευτυχία της ζωής του ήτο εις το
+εξής εις αδιαλείπτως σταθεράν σκέψιν. Οι οφθαλμοί του προσηλώθησαν εις
+έν σημείον, εις έν φως, το οποίον διά μέσου των φυλλωμάτων εφαίνετο εις
+την κατοικίαν του μυλωθρού, όπου έμενε η Μπαμπέττα.
+
+Με αυτόν τον τρόπον όπως ίστατο ο Ρούντυ ακίνητος, θα ενόμιζε κανείς,
+ότι σημαδεύει αίγαγρον· αλλά αυτός ο ίδιος ήτο αυτήν την στιγμήν όμοιος
+με αίγαγρον, η οποία επί τινα λεπτά δύναται να σταθή σαν να είναι από
+λίθον πελεκημένη, και αιφνιδίως ανασκιρτά και τρέπεται εις φυγήν, εάν
+κανένα λιθάρι κατρακυλίση. Ακριβώς το ίδιο έκαμε και ο Ρούντυ: Μία
+σκέψις εκύλισε μέσα του.
+
+«Ποτέ δεν αποθαρρύνομαι!» εφώναξε. «Μία επίσκεψις εις τον Μύλον!
+καλησπέρα εις τον μυλωθρόν, καλησπέρα εις την Μπαμπέττα. Δεν πέφτει
+κανείς, εάν δεν το σκεφθή. Πρέπει τέλος πάντων να με ιδή η Μπαμπέττα μια
+φορά. Θέλω να γίνω άνδρας της!»
+
+Ο Ρούντυ εγέλα, είχε φαιδράς διαθέσεις και εβάδισε προς τον Μύλον.
+Ήξευρε τι ήθελε: ήθελε να έχη την Μπαμπέτταν.
+
+Ο ποταμός με τον λευκοκίτρινον βυθόν του επάφλαζε τρέχων. Ιτέαι και
+φιλύραι εκρέμαντο επάνω από τα σπεύδοντα νερά του.
+
+O Ρούντυ εβάδισε όλο το μονοπάτι το προς την κατοικίαν του Μυλωθρού.
+
+ — Αλλά όπως λέει το τραγούδι των παιδιών:
+
+ &«Μα 'στο σπίτι πού κανείς!
+ Μόνον βγαίν' η γάζα ευθύς!»&
+
+Η γάτα του σπιτιού εστέκετο επάνω εις της σκάλες, εκύρτωνε την ράχη της
+και έλεγε: «Μιάου!» Αλλά ο Ρούντυ δεν εννοούσε τι του έλεγε· εκτύπησε·
+κανείς δεν τον άκουσε, κανείς δεν του άνοιξε την πόρτα. «Μιάου!» έλεγε η
+γάτα. Εάν ο Ρούντυ ήτο ακόμη παιδί, θα εκαταλάβαινε την γλώσσαν και θα
+εννοούσε, ότι η γάτα ήθελε να του 'πή ακριβώς: «Εδώ κανείς δεν είναι,
+'στο σπίτι!» Κατ' ανάγκην λοιπόν επέρασε εις τον Μύλον, διά να ερωτήση,
+και εκεί έλαβε πληροφορίας, ότι ο Μυλωθρός είχεν αποδημήσει πέραν εις το
+Ιντερλάκεν και μαζί με αυτόν και η Μπαμπέττα· ότι εκεί ήτο μεγάλη
+σκοπευτική εορτή, θα ήρχιζε την επαύριον και θα διήρκει οκτώ ολοκλήρους
+ημέρας. Θα ήσαν εκεί άνθρωποι από όλα τα γερμανικά καντόνια.
+
+Καϋμένε Ρούντυ! Θα έλεγε κανείς, ότι δεν είχεν εκλέξει ευτυχή ημέραν διά
+την εις το Βεξ επίσκεψίν του. Τώρα έπρεπε να επιστρέψη. Επέστρεψε λοιπόν
+και εβάδισε πέραν προς τον άγιον Μαυρίκιον και την Σιών, προς την
+κοιλάδα της πατρίδος του, προς τα βουνά της πατρίδος του, αλλά δεν
+απεθαρρύνθη. Όταν ανέτειλε την άλλην ημέραν ο ήλιος, η εύθυμος διάθεσίς
+του ήτο πολύ μεγάλη, η οποία ποτέ ακόμη δεν είχε σβύσει.
+
+ — Η Μπαμπέττα είναι εις το Ιντερλάκεν, ταξείδιον πολλών ημερών από εδώ,
+έλεγε καθ' εαυτόν. Η προς τα εκεί οδός είναι μακρά, εάν κανείς πορευθή
+την ευρείαν λεωφόρον αλλά δεν είναι τόσον μακράν εάν κανείς αναιβή το
+βουνόν εγκαρσίως και ίσα ίσα αυτός είναι ο δρόμος διά κυνηγόν αιγάγρων.
+Αυτόν τον δρόμον τον εβάδισα προτήτερα· εκεί πέραν είναι η πατρίς μου,
+όπου ήμην εγώ παιδί κοντά 'στον παππούν μου· και εις το Ιντερλάκεν είναι
+σκοπευτική εορτή! Θέλω να είμαι εκεί, και θέλω να είμαι ο πρώτος, και
+θέλω και να είμαι και κοντά εις την Μπαμπέτταν, όταν διά πρώτην φοράν
+κάμω τέλος πάντων την γνωριμίαν της!
+
+Έρριψεν ο Ρούντυ εις τους ώμους του το ελαφρόν του ταγάρι με τα
+κυριακάτικά του, το όπλον του και τον κυνηγετικόν του σάκκον και
+ανέβαινε το βουνό την σύντομον οδόν, η οποία όμως ήτο πολύ μακρά. Αλλά η
+σκοπευτική εορτή ήρχισε μόλις αυτήν την ημέραν και θα διήρκει ολόκληρον
+την εβδομάδα και πέραν. Καθ' όλον αυτόν τον χρόνον θα έμενεν ο μυλωθρός
+και η Μπαμπέττα εις τους συγγενείς των εν Ιντερλάκεν, του είπαν. Ο
+Ρούντυ επέρασε το Γκέμμι, ήθελε να καταιβή εις το Γκρίντελβάλτ.
+
+Δροσερός και φαιδρός εβάδισε προς τα άνω εις τον δροσερόν, ελαφρόν,
+δυναμωτικόν αέρα του βουνού. Η κοιλάς εβυθίζετο ολοένα κάτω αυτού
+βαθύτερον, ο ορίζων εγίνετο ευρύτερος· εδώ μία χιονοσκεπής κορυφή, πάρα
+πέρα άλλη και μετ' ολίγον η φωταυγής λευκή άλυσις των Άλπεων. Ο Ρούντυ
+ήξευρε το κάθε βουνόν· επλησίασε το Σρεκχόρν, το οποίον εκτείνει υψηλά
+εις τον κυανούν αιθέρα το πέτρινον δάκτυλό του, το πασπαλισμένο με
+χιόνι.
+
+Τέλος πάντων εβγήκε επάνω εις την υψηλήν ράχην· αι χλοεραί βοσκαί
+κατήρχοντο βυθιζόμενοι προς την κοιλάδα της πατρίδος του· ο αήρ ήτο
+ελαφρός, ο νους ήτο ελαφρός· όρος και κοιλάς απήστραπτον εν πλησμονή με
+άνθη και χλόην. Η καρδία του ήτο γεμάτη αίσθημα νεότητος, εις την οποίαν
+σκέψις γήρατος και θανάτου είναι μακράν. Η ν ε ό τ η ς ε ί ν α ι ν α
+ζ η κ α ν ε ί ς, ν α κ υ ρ ι α ρ χ ή, ν α α π ο λ α ύ η. Ελεύθερος
+ως πτηνόν, ελαφρός ως πτηνόν ήτο ο Ρούντυ. Και αι χελιδόνες επετούσαν
+πλησίον του προηγούμενοι και εκελαϊδούσαν, όπως εκελαϊδούσαν, όταν ήτο
+παιδί.
+
+ «Εμείς και σεις, εσείς και 'μεις».
+ Το παν ήτο πτήσις και χαρά!
+
+Εκεί από κάτω εξετείνετο η βελουδίνη των λειμώνων χλόη, κατεσπαρμένη με
+τα καστανόχροα ξύλινα σπίτια, η Λουτσίνη εβομβούσε και επάφλαζε.
+Παρετήρει ο Ρούντυ τον Παγώνα με τα κρυστάλλινα πράσινα χείλη και το
+λερωμένο χιόνι, έβλεπε μέσα την βαθείαν ρωγμήν, έβλεπε και τον Άνω
+Παγώνα και τον Κάτω. Οι κώδωνες της εκκλησίας εσήμαινον προς αυτόν ως να
+ήθελον να του σημάνουν με τους ήχους των: «καλώς ώρισες εις την πατρίδα
+σου!» Η καρδιά του έπαλλε δυνατώτερα, ωγκούτο τόσον, ώστε η Μπαμπέττα
+για μια στιγμή εξηφανίζετο καθ' ολοκληρίαν εκεί μέσα· τόσον μεγάλη
+εγίνετο η καρδιά του, τόσον εγέμιζε με αναμνήσεις.
+
+Πάλιν εβάδισε την οδόν εκείνην, όπου μικρό παιδί με τα άλλα παιδιά
+εστέκετο και επώλει λεπτουργημένα σπιτάκια. Εκεί επάνω, 'πίσω από τα
+έλατα ήτο ακόμη το σπίτι του εκ μητρός πάππου του· ξένοι τώρα το
+κατοικούσαν. Παιδιά έτρεχον καθ' οδόν προς αυτόν· ήθελαν να του
+προσφέρουν εμπόρευμα· έν από αυτά του προσέφερε τριαντάφυλλον των
+Άλπεων· ο Ρούντυ εξέλαβε το ρόδον καλόν σημείον και ο νους του επήγεν
+εις την Μπαμπέτταν. Μετ' ολίγον επέρασε την γέφυραν, όπου ενώνονται αι
+δύο Λουτσίναι· τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν πυκνότερα εδώ, και η καρυδιές
+έρριχναν σκιάν. Ήδη έβλεπε την σημαίαν, η οποία εκυμάτιζε, τον λευκόν
+σταυρόν της επάνω εις την ερυθράν επιφάνειαν, όπως έχουν οι Ελβετοί και
+οι Δανοί· εμπρός του εξετείνετο το Ιντερλάκεν.
+
+Ήτο αληθώς πόλις μεγαλοπρεπής, περισσότερον από κάθε άλλην, εσκέφθη ο
+Ρούντυ. Μικρά Ελβετική πόλις εν στολή Κυριακής. Αυτή δεν εφαίνετο, όπως
+αι άλλαι πόλεις, βαρείαι, σωρός λιθίνων βαρειών οικιών, ξένη και
+απρόσιτος, επιφανής άνευ δημοτικότητος· όχι! Εδώ εφαίνετο 'σάν να είχαν
+τρέξει επάνω από το βουνό τα ξύλινα σπίτια κάτω εις την πρασίνην κοιλάδα
+και 'σάν να είχαν παραταχθή παρά τον διαυγή ορμητικώς με ταχύτητα βέλους
+ρέοντα ποταμόν, αλλά ολίγον πιο μέσα και αλλά πιο έξω, αλλ' όμως
+σχηματίζοντα κομψάς οδούς. Η πολυτελεστέρα όλων των οδών είχεν αληθώς
+αυξήσει εκταθείσα από την εποχήν, που ήτο εδώ παιδί ο Ρούντυ· του εφάνη
+'σάν να είχε γίνει από όλα τα κομψά σπιτάκια, που είχε ο παππούς του
+λεπτουργήσει και με τα οποία ήτο γεμάτη η σκευοθήκη, του σπιτιού· 'σάν
+να είχαν αυτά παραταχθή και 'σάν να ελάβον δυνάμεις και να αύξησαν, όπως
+και η παλαιές, η παμπάλαιες καστανιές. Το κάθε σπίτι ήτο ξενοδοχείον,
+όπως το ωνόμαζον, με κομψοτεχνημένην ξυλείαν περί τα παράθυρα και τα
+μπαλκόνια, με προεξέχουσαν στέγην, κοσμημένην και κομψήν· εμπρός από κάθε
+σπίτι ήτο κήπος ανθέων προς την ευρείαν πλακοστρωμένην λεωφόρον· κατά
+μήκος αυτής ήσαν τα σπίτια· αλλά μόνον εις την μίαν πλευράν, γιατί
+αλλοιώς θα εσκεπάζοντο αι δροσεραί χλοεραί νομαί, όπου περιδιέβαινον η
+αγελάδες με τα κουδούνια των περί τον λαιμόν, που εκουδούνιζαν, όπως
+επάνω εις τας υψηλάς Άλπεις. Αι βοσκαί περιεβάλλοντο από υψηλά όρη, τα
+οποία εις το μέσον υπεχώρουν τρόπον τινά προς τα πλάγια, διά να ημπορή
+κανείς ευκόλως να βλέπη καθαρά το ακτινοβολούν χιονοσκεπές όρος
+Γουνγκφράου, το οποίον είναι ωραιότερα σχηματισμένον από όλα τα βουνά
+της Ελβετίας.
+
+Πόσοι κομψοί κύριοι και κυρίαι από ξένους τόπους! Τι διαρκής κίνησις των
+ανθρώπων από τα διάφορα καντόνια! Κάθε σκοπευτής είχε τον αριθμόν του
+της σκοποβολής εις ένα στεφάνι γύρω εις το καπέλλο του. Μουσική και
+άσμα, κασσελίτσες με λύρες, σάλπιγγες, φωναί, θόρυβος ήσαν εδώ. Οικίαι
+και γέφυραι ήσαν στολισμέναι, με εμβλήματα και στίχους. Σημαίες και
+σημαιούλες εκυμάτιζαν· τα όπλα εξεπυρσοκότουν την μίαν βολήν επάνω εις
+την άλλην και οι πυροβολισμοί ήσαν διά τα αυτιά του Ρούντυ η ωραιοτέρα
+μουσική· μέσα εις αυτήν την οχλοβοήν ελησμόνησε καθ' ολοκληρίαν την
+Μπαμπέτταν, που προς χάριν της μόλα ταύτα είχεν έλθει εδώ.
+
+Οι σκοπευταί συνωθούντο εις την σκοποβολίαν και μετ' ολίγον ίστατο και ο
+Ρούντυ μεταξύ αυτών. Ήτο ο δεινότερος και ο ευτυχέστερος όλων. Διαρκώς η
+βολή του επετύγχανε μέσα το μαύρο σημάδι.
+
+ — Ποίος είναι τέλος πάντων ο ξένος νεαρός κυνηγός; ηρώτων.
+
+ — Ομιλεί τα Γαλλικά, που ομιλούμεν εις το καντόνιον Βαλαί. Εννοεί εν
+τούτοις πολύ καλά τα Γερμανικά μας, έλεγον μερικοί.
+
+ — Ως παιδί είχε ζήσει περί το Γκρίντελβαλτ, εγνώριζε κάποιος από τους
+κυνηγούς.
+
+Και ήτο γεμάτος ζωήν αυτός ο νεαρός ξένος. Τα 'μάτια του 'πετούσαν
+φλόγες, το βλέμμα του και ο βραχίων του ήτο εύστοχος, διά τούτο
+επετύγχανε. Η ευτυχία δίδει θάρρος και θάρρος είχε βέβαια διαρκώς ο
+Ρούντυ. Εντός ολίγου είχε συναγμένον εδώ κύκλον ξένων γύρω του· τον
+ετίμων, μάλιστα τον εσέβοντο. Η Μπαμπέττα είχεν εξαφανιστθή εντελώς από
+την σκέψιν του. Τότε εκτύπησε τον ώμον του ένα βαρύ χέρι και κάποια
+βαθειά φωνή του ωμίλησεν εις την Γαλλικήν γλώσσαν.
+
+ — Είσθε από το καντόνιον Βαλαί;
+
+Ο Ρούντυ εστράφη και είδε ένα ερυθρωπόν φαιδρόν πρόσωπον, ένα παχύν
+άνδρα: Ήτο ο πλούσιος του Βεξ μυλωθρός· με το μεγάλων διαστάσεων σώμα
+του έκρυπτε την λεπτήν, κομψήν Μπαμπέτταν, η οποία εν τούτοις επρόβαλε
+μετ' ολίγον με τα ακτινοβολούντα σκοτεινά μάτια της. Είχε κολακεύσει τον
+πλούσιον μυλωθρόν, ότι ήτο κυνηγός από το καντόνιόν του εκείνος, που
+έρριπτε τας καλυτέρας βολάς και ετιμάτο από όλους τους άλλους. Τώρα
+πράγματι ήτο ο Ρούντυ το αγαπημένο της τύχης παιδί: αυτό το πράγμα χάριν
+του οποίου περιώδευσε εδώ, και εδώ επί τόπου είχε σχεδόν λησμονηθή, τον
+ανεζήτει αυτό.
+
+Όταν συντοπίται συναντηθούν εις έν μέρος μακράν της πατρίδος των, τότε
+ομιλούν ο ένας με τον άλλον και κάνουν γνωριμίαν μεταξύ των. Ο Ρούντυ
+κατά την σκοπευτικήν εορτήν διά της επιτυχίας των βολών του ήτο ο
+πρώτος, όπως ο μυλωθρός ήτο ο πρώτος εις την κοινωνίαν του Βεξ διά το
+χρήμα και τον κομψόν του Μύλον. Ούτω έσφιξαν οι δυο άνδρες τα χέρια,
+όπερ πρότερον μέχρι τούδε δεν είχον κάμει· και η Μπαμπέττα επίσης
+έτεινεν εις τον Ρούντυ το χέρι με ειλικρινή συμπάθειαν και της έσφιξε
+αυτός το χέρι και την εκύτταζε με επίμονον βλέμμα, ώστε αυτή έγινε
+κατέρυθρος.
+
+Ο μυλωθρός διηγήθη περί της μακράς οδού, που είχον έως εδώ ταξειδεύσει,
+και περί των πολλών μεγάλων πόλεων, τας οποίας είχον ίδει· είχον κάμει,
+κατά την ιδέαν του, μεγάλο ταξείδιον, και είχαν ταξειδεύσει με το
+ατμόπλοιον, με την ατμάμαξαν ως και με την ταχυδρομικήν άμαξαν.
+
+ — Εγώ ήλθα την σύντομον οδόν, είπεν ο Ρούντυ. «Ήλθα επάνω από τα βουνά·
+καμμιά οδός δεν είναι τόσον υψηλά, που να μην ημπορή κανείς να την
+διαβή.»
+
+ — Αλλά και να σπάση και τον λαιμόν! είπεν ο μυλωθρός. «Και σεις μου
+φαίνεσθε ακριβώς 'σάν να εσπάσατε επί τέλους τον λαιμόν σας. Είσθε πολύ
+ριψοκίνδυνος!»
+
+ — Ω! δεν πέφτει κάτω κανείς, εάν δεν το σκεφθή, είπεν ο Ρούντυ.
+
+Οι συγγενείς του μυλωθρού εν Ιντερλάκεν, εις επίσκεψιν των οποίον ο
+μυλωθρός και η Μπαμπέττα είχον έλθει, προσεκάλεσαν τον Ρούντυ να
+καταλύση εις το σπίτι των, αφού ήτο από το ίδιον καντόνιον, οπόθεν και ο
+μυλωθρός. Αυτό ήτο επίκαιρος προσφορά· η ευτυχία ήτο ευνοϊκή εις τον
+Ρούντυ, όπως είναι πάντοτε εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί επί του
+εαυτού του, και σκέπτεται ότι: «Ο Θεός μας δίδει τα καρύδια αλλά και δεν
+μας τα σπάει».
+
+Ο Ρούντυ εκάθισεν εκεί εις τους συγγενείς του μυλωθρού 'σάν να ανήκεν
+εις την οικογένειαν· εκένωσαν και τα ποτήρια εις υγείαν του αρίστου
+σκοπευτού. Η Μπαμπέττα συνέκρουσε το ποτήριόν της και ο Ρούντυ
+ευχαρίστησε διά την πρόποσιν.
+
+Κατά την εσπέραν επήγαν όλοι περίπατον επεριπάτησαν την ωραίαν κατά
+μήκος των μεγαλοπρεπών ξενοδοχείων οδόν κάτω από τας παλαιάς καρυδέας·
+και τόσοι άνθρωποι ήσαν εκεί, τόσος συνωστισμός, ώστε ηναγκάσθη ο Ρούντυ
+να προσφέρη τον βραχίονά του εις την Μπαμπέτταν. Έχαιρε τόσον πολύ,
+διότι συνήντησεν ανθρώπους από το Βωνττ, έλεγεν αυτός· Βωνττ και Βαλαί
+ήσαν πολύ καλά γειτονικά καντόνια. Εξέφραζε την χαράν του τόσον
+εγκαρδίως, ώστε δεν ημπόρεσε να παραλείψη η Μπαμπέττα να του σφίξη το
+χέρι δι' αυτό. Επήγαιναν ο ένας κοντά εις τον άλλον 'σάν να ήσαν παλαιοί
+γνώριμοι. Η Μπαμπέττα ωμιλούσε και διηγείτο· και της ήρμοζε πολύ καλά,
+— ενόμιζε ο Ρούντυ· να κάνη παρατηρήσεις διά το γελοίον και υπερβολικόν,
+που είχαν αι ξέναι κυρίαι εις τα ενδύματά των και εις το βάδισμά των·
+αυτό δεν το έκαμε διά να τας χλευάση, επειδή ημπορεί να ήσαν ενάρετοι
+άνθρωποι και μάλιστα αγαπητοί και αγαθοί· αυτό το ήξευρε καλά η
+Μπαμπέττα, γιατί και αυτή η ίδια είχε μίαν ανάδοχον, που ήτο επιφανής
+Κυρία Αγγλίς, τοιαύτη. Προ δεκαοκτώ ετών, όταν εβαπτίσθη η Μπαμπέττα,
+είχεν έλθει αυτή η νονά της εις το Βεξ. Είχε δωρήσει εις την Μπαμπέτταν
+την πολύτιμον καρφίτσα, που εφορούσε εις το στήθος της. Είχε γράψει δύο
+φοράς η νονά, και το έτος τούτο θα συνηντώντο με αυτήν και τας θυγατέρας
+της εδώ εις το Ιντερλάκεν. Αι θυγατέρες ήσαν ανύπανδροι τριάκοντα
+περίπου χρόνων, ενώ αυτή ήτο μόλις δεκαοκτώ.
+
+Το μικρό γλυκύ στόμα δεν έμενε ήσυχο ούτε μια στιγμή, και ό,τι έλεγε η
+Μπαμπέττα ηχούσε εις τα ώτα του Ρούντυ ως πράγμα μεγίστης σπουδαιότητος·
+και αυτός πάλιν διηγείτο, ό,τι είχε να διηγηθή· δηλαδή πόσας φοράς
+επήγεν εις το Βεξ, ότι εγνώριζε καλά τον Μύλον, και πόσας φοράς είχεν
+ιδεί την Μπαμπέτταν, ενώ αυτή κατά πάσαν πιθανότητα ποτέ δεν τον είχε
+παρατηρήσει· και ότι τώρα τελευταίως, όταν επήγεν εις τον Μύλον και
+μάλιστα με πολλάς σκέψεις, τας οποίας δεν ηδύνατο να εκφράση, απουσίαζον
+αυτή και ο πατήρ της μακράν ταξειδιώται, αλλά μόλα ταύτα όχι τόσον
+μακράν, ώστε να μην ημπορή να σκαρφαλώση επάνω εις τα τείχη, τα οποία
+καθίστων την οδόν μακράν.
+
+Μάλιστα, αυτό έλεγε και έλεγε πάρα πολλά· έλεγε δηλαδή, ότι ευχαρίστως
+ηδύνατο να υποφέρη την επίπονον οδόν και ότι προς χάριν της και όχι
+χάριν της σκοπευτικής εορτής ήλθεν.
+
+Η Μπαμπέττα έγινεν άφωνος εις όλα αυτά· ήτο 'σάν να της απήτει να
+υποφέρη πάρα πολύ.
+
+Ενώ αυτοί έκαμαν προς τα εκεί την περιήγησίν των, έδυσεν ο ήλιος 'πίσω
+από την κλιτύν του βράχου. Η Γιουγκφράου υψούτο εκεί εν μεγαλοπρεπεία
+και λαμπρότητι περιβαλλομένη από τον δασώδη πράσινον στέφανον των εγγύς
+ορέων. Πάντες εσταμάτησαν και εθεώντο το κάλλος της φύσεως. Και ο Ρούντυ
+και η Μπαμπέττα ησθάνοντο και αυτοί την από ταύτης μαγείαν.
+
+ — Πουθενά δεν είναι ωραιότερα από εδώ; έλεγεν η Μπαμπέττα.
+
+ — Πουθενά! έλεγε ο Ρούντυ και εκύτταζε την Μπαμπέτταν.
+
+ — Αύριον πρέπει να επανέλθω εις το σπίτι! έλεγεν ο Ρούντυ, ολίγας
+στιγμάς βραδύτερον.
+
+ — «Έλα να μας επισκεφθής εις το Βεξ!» εψιθύρισεν η Μπαμπέττα. «Θα
+ευχαριστηθή ο πατέρας».
+
+
+
+ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΟΔΟΝ
+
+
+
+Ω! πόσα είχε να φέρη ο Ρούντυ, όταν την αμέσως επομένην επανήρχετο εις
+το σπίτι του επάνω από τα υψηλά βουνά· Μάλιστα! είχε τρία αργυρά
+ποτήρια, δύο ωραία όπλα, και ένα άργυρο μπρίκι· το μπρίκι θα το
+μετεχειρίζετο, όταν θα έκανε νοικοκυριό. Αλλά αυτά όλα δεν ήσαν το
+σπουδαιότερον· κάτι σπουδαιότερον, κραταιότερον έφερε, ή τον έφερεν
+επάνω από τα υψηλά βουνά προς την πατρίδα του. Ο καιρός εν τοσούτω ήτο
+τραχύς, φαιός, βροχερός και βαρύς. Τα σύννεφα κατέπιπτον σαν πένθιμος
+πέπλος από τα ύψη των βουνών και περιέβαλλον την ακτινοβολούσαν κορυφήν.
+Από το βάθος του δάσους αντήχουν τα καταφερόμενα τελευταία του πελέκεως
+κτυπήματα και οι κορμοί των δένδρων κατεκυλίοντο εις τας κλιτύς του
+όρους· από το ύψος επάνω εφαίνοντο ως λεπταί ράβδοι και όμως ήσαν ως οι
+μεγαλύτεροι των πλοίων ιστοί. Η Λουτσίνη παφλάζουσα έκρουε την μονότονον
+συμφωνίαν της, ο άνεμος εσφύριζε, τα σύννεφα εταξείδευον.
+
+Εκεί αιφνιδίως ήλθε πλησιέστατα εις τον Ρούντυ μία νέα κόρη. Δεν είχε
+παρατηρήσει την κόρην προτήτερα, παρά μόνον, όταν ήλθε εντελώς κοντά εις
+το πλευρόν του. Ήθελε και αυτή να ανεβή επάνω εις τους βράχους. Της
+κόρης τα μάτια εξήσκουν ιδιάζουσαν επιβολήν· ηναγκάζετο κανείς να
+κυττάζη εξάπαντος μέσα εις αυτά· ήσαν όλως διόλου παράξενα, διαυγή σαν
+κρύσταλλος, βαθιά, βαθιά, ατελεύτητα.
+
+ — Έχεις ερωμένον; ηρώτησεν ο Ρούντυ. Αι σκέψεις του κατηυθύνοντο όλαι
+εις τον έρωτα.
+
+ — Δεν έχω! απήντησε το κορίτσι και εγελούσε· αλλά όμως εφαίνετο 'σάν να
+μην ήσαν αληθινά τα λόγια της. «Ας μην κάνωμεν όμως λοξοδρομίας!» είπε
+αυτή. «Πρέπει να πάμε αριστερώτερα, διότι είναι συντομώτερος έτσι ο
+δρόμος».
+
+ — Βέβαια, διά να κρημνισθώμεν μέσα 'σε καμμιά χαράδρα πάγου!» είπεν ο
+Ρούντυ. «Δεν ηξεύρεις τον δρόμον καλά-καλά, και θέλεις να κάνης και τον
+οδηγόν;!»
+
+ — Ξεύρω ακριβώς τον δρόμο!» είπε το κορίτσι· «και έχω και το μααλό μου
+κοντά μου. Το 'δικό σου είναι βέβαια κάτω εις την κοιλάδα· αλλά εδώ
+επάνω πρέπει κανείς να σκέπτεται την Νεράιδα του Πάγου· δεν είναι καλή
+προς τους ανθρώπους, λέγουν οι άνθρωποι!»
+
+ — Δεν την φοβούμαι! . . » είπεν ο Ρούντυ. «Με έδωσε 'πίσω, όταν ήμην
+ακόμη παιδί, δεν θα της παραδοθώ, όταν είμαι μεγάλος!»
+
+Και το σκότος ηύξανε. η βροχή κατέπιπτε, επήλθε, και χιόνι, έλαμπε,
+ετύφλωνε.
+
+ — Δώσε μου το χέρι σου!» είπε η κόρη, «θα σε βοηθήσω εις την ανάβασιν»·
+και ο Ρούντυ ησθάνετο να εγγίζεται από παγωμένα δάκτυλα
+
+ — Συ να με βοηθήσης!» είπεν ο Ρούντυ, «ακόμη δεν εχρειάσθηκα την
+βοήθειαν γυναικός, διά να σκαρφαλώσω!» Και εβάδισε ταχύτερον προς τα
+εμπρός, μακράν από αυτήν ο χιονοστρόβιλος τον περιεκάλυψε σαν μέσα εις
+πέπλον, ο άνεμος εβόιζε και πίσω ήκουε την κόρη να γελά και να τραγουδή·
+ήτο παράδοξος ήχος. Θα ήτο μυστηριώδες φάντασμα εις την υπηρεσίαν της
+Νεράιδας του Πάγου. Ο Ρούντυ είχεν ακούσει να ομιλούν γι' αυτά, όταν
+αυτός τότε που ήτο ακόμη παιδί, διενυκτέρευσε εδώ επάνω εις τα βουνά,
+που τα περιώδευσε.
+
+Το χιόνι έπιπτε πυκνότερα, τα σύννεφα ήσαν κάτω απ' αυτόν· εκύτταζε
+πίσω, δεν έβλεπε πλέον κανένα, αλλά αντελήφθη γέλωτας και λαρυγγισμούς
+και ο ήχος των δεν έμοιαζε να βγαίνη από στήθος ανθρώπου.
+
+Όταν ο Ρούντυ έφθασεν επί τέλους την ανωτάτην του όρους επιφάνειαν,
+οπόθεν το μονοπάτι έφερε κάτω εις την κοιλάδα του Ροδανού, είδε προς την
+Σαμονύ, να στέκωνται εις τον διαυγή κυανούν αιθέρα δύο λαμπρά άστρα·
+έλαμπον και ακτινοβολούσαν και εσκέφθη την Μπαμπέττα, τον εαυτόν του και
+την ευτυχίαν του και με αυτήν την σκέψιν εθερμάνθη.
+
+
+
+Η ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΛΟΝ
+
+
+
+ — Αρχοντικά πράγματα φέρνεις εις το σπίτι!» είπεν η γραία θετή μητέρα
+του και τα αλλόκοτα αέτεια μάτια της ήστραψαν, εκίνησε τον ισχνόν λαιμόν
+της ακόμη ταχύτερον από άλλοτε με αλλοκότους στροφάς. «Είσαι ευτυχής,
+Ρούντυ, πρέπει να σε φιλήσω, γλυκό μου παλληκάρι!»
+
+Και ο Ρούντυ εστάθη να τον φιλήση, αλλά ήτο γραμμένον εις το πρόσωπόν
+του, ότι υπέκυπτεν εις δυσχερείας, εις μικρά οικογενειακά βάσανα.
+
+ — Πόσον ωραίος είσαι Ρούντυ! είπεν η γραία.
+
+ — Μη με κάνης να το πάρω επάνω μου!» είπεν ο Ρούντυ και εγέλα· αλλά
+τον ευχαριστούσε αυτό.
+
+ — Σου το λέγω πάλιν, είπεν η γραία: «η ευτυχία είναι μαζί σου!»
+
+ — Όσο γι' αυτό έχεις δίκαιον! είπε και εσκέφθη την Μπαμπέτταν.
+
+Ποτέ ακόμη δεν είχε δοκιμάσει τοιούτον πόθον κάτω εκεί μέσ' 'στη βαθιά
+κοιλάδα.
+
+ — Θα είναι φθασμένοι εις το σπίτι των», είπε καθ' εαυτόν. «Είναι πλέον
+δύο ημέραι περισσότερον από τον χρόνον, που πρέπει να έχουν επανέλθει.
+Πρέπει να υπάγω εις το Βεξ!»
+
+Ο Ρούντυ επήγε εις το Βεξ και εκεί εις τον Μύλον πράγματι ήσαν εις το
+σπίτι!
+
+Του έκαμαν καλήν υποδοχήν και του έφεραν και χαιρετίσματα από την
+οικογένειαν του Ιντερλάκεν· η Μπαμπέττα δεν ωμίλει πολλά, είχε γίνει
+πολύ σιωπηλή· αλλά 'μιλούσαν τα μάτια της και τούτο ικανοποιούσε πολύ
+τον Ρούντυ. Εφάνη ο Μυλωθρός, ο οποίος άλλοτε είχε αυτός τον λόγον — ήτο
+συνηθισμένος πάντοτε να γελούν διά τας ευφυολογίας του και τα
+λογοπαίγνιά του, αφού ήτο ο πλούσιος μυλωθρός — σαν να ήκουε μόλα ταύτα
+ευχαρίστως τον Ρούντυ διηγούμενον τα αλλόκοτα του κυνηγίου επεισόδια·
+και διηγείτο ο Ρούντυ και διά τας δυσκολίας και τους κινδύνους, που οι
+κυνηγοί των αιγάγρων υφίστανται επάνω εις τας υψηλάς των ορέων κορυφάς,
+όταν είναι ηναγκασμένοι να αναρριχώνται κατά μήκος των επισφαλών από
+χιόνι ακροτοιχίων, τα οποία από τον άνεμον και την κακοκαιρίαν
+προσκολλώνται επάνω εις τα χείλη των βράχων και όταν είναι ηναγκασμένοι
+να αναρριχώνται και επάνω εις τας επικίνδυνους γεφύρας, τας οποίας ο
+χιονοστρόβιλος μέσα εις βαθείας χαράδρας έχει καταρρίψει. Οι οφθαλμοί
+του ριψοκινδύνου Ρούντυ έλαμπον, ενώ διηγείτο περί της ζωής του κυνηγού,
+περί της πανουργίας των αιγάγρων και των τολμηρών πηδημάτων των, περί
+του θυελλώδους Λίβα και των κυλιομένων χιονοστιβάδων. Παρετήρει καλώς,
+ότι εις κάθε νέαν περιγραφήν πάντοτε εκέρδιζε τον μυλωθρόν υπέρ εαυτού,
+και ιδίως ότι ησθάνετο ενθουσιασμόν, όταν αυτός του διηγείτο περί των
+γυπαετών και των σταυραετών.
+
+Όχι μακράν από εδώ, εις το καντόνιον Βαλαί, έλεγεν ο Ρούντυ, ήτο φωλεά
+αετού τεχνικωτάτη, κτισμένη κάτω από ένα υψηλόν προεξέχον χείλος βράχου·
+εκεί επάνω μέσα εις τη φωλιά ευρίσκετο μικρός αετιδεύς, αλλά αυτόν δεν
+ήτο δυνατόν να τον πάρη κανείς από εκεί μέσα! Ένας Άγγλος προ ολίγων
+ημερών είχε προσφέρει εις τον Ρούντυ μια ολόκληρη χούφτα γεμάτη χρυσόν,
+αν ήθελε να του προσκομίση ζωντανόν τον αετιδέα· «αλλά όλα έχουν τα όριά
+των» είπε ο Ρούντυ. «Ο αετός δεν παίρνεται· θα ήτο τρέλλα να ρίψη κανείς
+τον εαυτόν του εκεί επάνω».
+
+Ο οίνος έρρεε και ο λόγος έρρεε· αλλά η βραδιά ήτο πολύ σύντομος, εφάνη
+εις τον Ρούντυ· και μόλα ταύτα είχε παρέλθει το μεσονύκτιον, όταν αυτός
+μετά την πρώτην του εις τον Μύλον επίσκεψιν ήλθεν εις το σπίτι του.
+
+Τα φώτα έλαμπαν ακόμη ολίγον διάστημα διά των παράθυρα του Μύλου μέσα
+εις το πράσινον των δένδρων φύλλωμα. Από τον ανοικτόν της στέγης
+φεγγίτην ήλθεν έξω η γάτα του δωματίου, και από την υδρορρόην της στέγης
+την επέρασε πέρα πέρα όλη και ήλθε εδώ κοντά της η γάτα της κουζίνας.
+
+ — Ξέρεις νέα εις τον Μύλον;» ηρώτησεν η γάτα του δωματίου «εδώ είναι
+λαθραία αρραβωνιάσματα 'στο σπίτι. Ο πατέρας δεν 'ξέρει ακόμη τίποτα· ο
+Ρούντυ και η Μπαμπέττα όλο το βράδυ από κάτω από το τραπέζι επατούσαν τα
+πόδια των· με επάτησαν δυο φορές, αλλά δεν ενιαούριζα, γιατί αυτό θα
+έδινε υπονοίας».
+
+ — Εγώ θα ενιαούριζα! είπε η γάτα της κουζίνας.
+
+ — Ό,τι αρμόζει εις την κουζίναν, δεν αρμόζει εις το δωμάτιον, είπεν η
+γάτα του δωματίου. Αλλά είμαι περίεργη να μάθω τι θα 'πή ο μυλωθρός,
+όταν μάθη τα αρραβωνιάσματα . . . .
+
+Μάλιστα, τι θα έλεγεν ο μυλωθρός! Αυτό και ο Ρούντυ με ευχαρίστησίν του
+ήθελε να το γνωρίζη, αλλά δεν ημπορούσε να περιμένη μακρόν χρόνον διά να
+το μάθη. Όταν ολίγας ημέρας βραδύτερον το λεωφορείον πέραν της γεφύρας
+του Ροδανού μεταξύ Βαλαί και Βωντ επήγαινε βροντώντας, εκάθητο και ο
+Ρούντυ μέσα εις αυτό, εύθυμος ως πάντοτε, και ελικνίζετο με ωραίας
+σκέψεις διά την συγκατάθεσιν, την οποίαν ενόμιζεν, ότι θα έχη αυτήν την
+εσπέραν.
+
+Και όταν ήλθε το βράδυ και επανήρχετο το λεωφορείον την αυτήν οδόν τότε
+και πάλιν ο Ρούντυ εκάθητο μέσα, την αυτήν οδόν, επανερχόμενος· αλλά εις
+τον Μύλον η γάτα του δωματίου περιέτρεχε με νέα.
+
+ — Ξέρεις εσύ! συ από την κουζίνα! Ο μυλωθρός τώρα τα ξέρει όλα.
+
+Αλλά η υπόθεσις επήρε ωραίον τέλος! Ο Ρούντυ ήλθεν εδώ κατά το βράδυ·
+είχαν πολλά να ψιθυρίσουν αυτός και η Μπαμπέττα και μυστικά να 'πούν
+αναμεταξύ των· εστέκοντο εις τον διάδρομον εμπρός εις το δωμάτιον του
+μυλωθρού. Ήμανε 'ξαπλωμένη κοντά 'ς τα πόδια των, αλλά αυτοί δεν είχαν
+ούτε 'μάτια ούτε μυαλό για μένα. «Θα πάω χωρίς άλλο μέσα 'ς τον πατέρα
+σου!» έλεγεν ο Ρούντυ, «πρόκειται περί τιμίου πράγματος». «Πρέπει να
+έλθω μαζί σου;» ηρώτησεν η Μπαμπέττα. «Αυτό θα σου δώση θάρρος.» — «Έχω
+αρκετόν θάρρος!» είπεν ο Ρούντυ· «αλλά αν είσαι και συ μαζί, θα είναι
+βέβαια ευνοϊκός, είτε θελήση είτε όχι!» Κατόπιν επροχώρησαν μαζί. O
+Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος·
+εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να
+ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα
+μόλα ταύτα επάνω 'ς τη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα
+θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ. Αλλά επαρουσιάσθη ο μυλωθρός έδωσε ένα
+γενναίο κλώτσο· ο άλλος — έξω απ' την πόρτα και 'ς το βουνό επάνω εις
+τας αιγάγρους, που αυτός ο Ρούντυ τώρα θα σημαδεύη και όχι την Μπαμπέττα
+μας!»
+
+ — Αλλά τι ωμίλησαν, τι είπαν; ηρώτησε η γάτα της κουζίνας.
+
+ — Τι είπαν; — Είπαν όλα, όσα συνηθίζουν οι άνθρωποι να λέγουν εις
+τοιαύτας περιστάσεις, όταν έρχωνται να ζητήσουν εις γάμον: Την αγαπώ και
+με αγαπά· Και εκεί που είναι εδώ γάλα μέσα 'στον κάδο για ένα, είναι και
+για δυο!»
+
+ — Αλλά για σένα είναι πολύ υψηλά!, είπεν ο μυλωθρός, «κάθεται επάνω σε
+σιμιγδάλι, σε χρυσοσιμίγδαλο, καθώς ξέρεις· δεν μπορείς να την φθάσης.»
+
+ — Τίποτε δεν κάθεται τόσον υψηλά! Το φθάνει κανείς επί τέλους αρκεί να
+θέλη απήντησεν ο Ρούντυ, επειδή είναι ριψοκίνδυνο παλληκάρι.
+
+ — Αλλά τον αετιδέα δεν μπορείς μόλα ταύτα να τον φθάσης· ο ίδιος το
+έλεγε εσχάτως. Η Μπαμπέτα κάθεται ακόμη υψηλότερα!
+
+ — Τους παίρνω και τους δύο! είπεν ο Ρούντυ.
+
+ — Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . .
+είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά
+τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής
+αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!».
+
+Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν
+ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του.
+
+ — Ένας λόγος — ένας άνδρας! είπεν ο Ρούντυ. «Μην κλαις Μπαμπέττα τον
+φέρνω τον αετιδέα!»
+
+ — Θα σπάσης τον λαιμό σου, ελπίζω!» είπεν ο Μυλωθρός «και θα μας
+απαλλάξης τότε από της τρεχάλες σου!»
+
+«Αυτό εγώ το ονομάζω γενναίον κλώτσο! Τώρα ο Ρούντυ είνε μακρυά και η
+Μπαμπέττα καίγεται και κλαίει, αλλά ο μυλωθρός τραγουδάει το γερμανικό
+τραγούδι, που έμαθε τώρα εσχάτως 'στο ταξείδι! Δεν πρέπει όμως να είμαι
+γι' αυτό λυπημένη· αυτό δεν ωφελεί τίποτα!»
+
+ — Αλλ' όμως υπάρχει μόλα ταύτα ακόμη και κάποια ελπίς είπεν η γάτα του
+μαγειρείου.
+
+
+
+Η ΦΩΛΕΑ ΤΟΥ ΑΕΤΟΥ
+
+
+
+Κάτω από το μονοπάτι του βράχου αντηχούσε ο λαρυγγισμός εύθυμος και
+ισχυρός· εσήμαινεν εύθυμον διάθεσιν και ακμαίον θάρρος· ήτο ο Ρούντυ·
+ήλθε να αναζητήση τον φίλον του Φεζινάνδον.
+
+ — Πρέπει να μου παράσχης την αρωγήν σου! θα πάρωμε μαζί και τον Νάγκλι·
+πρέπει να πάρω επάνω από το χείλος του βράχου τον αετιδέα.
+
+ — Δεν παίρνεις πρώτα καλύτερα το Μαύρο από το φεγγάρι· είναι ίδια κι'
+απαράλλακτα εύκολον, είπεν ο Φεζινάνδος. «Βλέπω είσαι εύθυμος!»
+
+ — Μάλιστα! γιατί όχι! σκέπτομαι να πανδρευθώ! Αλλά διά να ομιλήσω
+σοβαρά, θα σου 'πώ, πώς ευρίσκονται αι περιστάσεις μου!»
+
+Και μετ' ολίγον εγνώριζον και ο Φεζινάνδος και ο Νάγκλι τι ήθελεν ο
+Ρούντυ.
+
+ — Είσαι ριψοκίνδυνο παλληκάρι, είπον «αυτό δεν γίνεται! Θα σπάσης τον
+λαιμόν σου!»
+
+ — Δεν πέφτει κανείς κάτω, αν δεν το φαντασθή ο ίδιος μόνος του, είπεν ο
+Ρούντυ.
+
+Κατά το μεσονύκτιον εξεκίνησαν με καμάκια, σκάλες και σχοινιά· Ο δρόμος
+επερνούσε ανάμεσα από δάσος και λόχμην, επάνω από κυλιομένας πέτρας,
+πάντοτε προς τα επάνω, προς τα επάνω, μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα. Το
+νερό έβραζε κάτω παφλάζον, νερό εκελάρυζε επάνω, υγρά σύνεφα έτρεχαν εις
+τον αέρα. Οι κυνηγοί έφθασαν εις το απόκρημνον του βράχου χείλος· εδώ το
+σκότος εγίνετο πυκνότερον, αι πλευραί των βράχων σχεδόν συνηντώντο και
+μόνον υψηλά επάνω εις την στενήν ρωγμήν ήτο φωτεινός ο αήρ· πλησιέστατα
+εις αυτοίς, κάτω από αυτούς εξετείνετο η βαθεία άβυσσος με τα παφλάζοντα
+νερά. Οι τρεις των εκάθισαν επάνω εις τας πέτρας, ήθελαν να περιμένουν
+το αμφίβολον του χαράγματος φως, όταν θα πετάξη ο αετός έξω από την
+φωλεάν· έπρεπε να πυροβολήσουν πρώτα την μητέρα, πριν γίνουν κύριοι του
+μικρού. Ο Ρούντυ εκάθησεν εκεί συγκαθισμένος τόσον ήσυχα 'σάν να ήτο ένα
+κομμάτι του βράχου, επί του οποίου εκάθητο, εκράτει το όπλον με
+σηκωμένον τον λύκον έτοιμον να πυροβολήση εμπρός του· το βλέμμα του το
+είχεν προσηλωμένον επάνω εις το ανώτατον μέρος της ρωγμής, όπου ήτο
+κρυμμένη η φωλεά του αετού κάτω από τον βράχον που εξείχε κρεμασμένος.
+Οι τρεις κυνηγοί έπρεπε να περιμένουν πολλήν ώραν.
+
+Ήδη όμως έτριζε και εβόιζε υψηλά από επάνω των· κάποιο μεγάλο μετέωρον
+αντικείμενον εσκοτίνιαζε τον αέρα γύρω των. Δύο πυροβολισμοί εσημάδευον
+όταν η μαύρη του αετού μορφή επετούσε από την φωλεάν. Έπεσεν ο ένας
+πυροβολισμός! εκινήθησαν μίαν στιγμήν αι εκτεταμένοι πτέρυγες, έπειτα
+κατέπεσε το πτηνόν βραδέως και εφαίνετο σαν να επρόκειτο με το μέγεθός
+του και με τας ευρείας εκτεταμένος πτέρυγάς του να γεμίση όλην την
+χαράδραν, και κατά την πτώσιν του να συμπαρασύρη και τους κυνηγούς. Ο
+αετός εβυθίσθη εκεί κάτω εις το βάθος· κλάδοι και θάμνοι έσπασαν κατά
+την πτώσιν του πτηνού.
+
+Τώρα εσηκώθησαν οι κυνηγοί: τρεις μακροτάτας κλίμακας έδεσαν μαζί την
+μίαν με την άλλην — αύται βέβαια θα έφθανον εκεί επάνω· τας έστησαν εις
+το ακρότατον τελευταίον στερεόν σημείον, κοντά εις το χείλος της
+αβύσσου· και μόλα ταύτα δεν έφθανον εκεί επάνω και ο τοίχος του βράχου
+ολισθηρός σαν μάρμαρον επήγαινε ακόμη υψηλότερα, εκεί όπου η φωλεά
+εκρύπτετο προστατευομένη από κάτω από την προεξέχουσαν κορυφήν. Μετά
+τινας διασκέψεις συνεφώνησαν να δέσουν μαζί δύο άλλας κλίμακας, και να
+τας αφήσουν κρεμασμένας από το επάνω μέρος της χαράδρας· και αυτάς πάλιν
+να της δέσουν με τας τρεις τοποθετημένας κάτω. Με μεγάλον κόπον έσυραν
+προς τα επάνω τας δύο δεμένας κλίμακας και εστερέωσαν επάνω τα σχοινιά·
+έσπρωξαν της σκάλες επάνω προς τον προεξέχοντα βράχον και τας εκρέμασαν
+εκεί ελευθέρας και μετεώρους επάνω από την άβυσσον. Ο Ρούντυ ήτο ήδη
+καθισμένος επάνω εις το τελευταίον των σκαλοπάτι. Ήτο παγερά πρωία·
+σύννεφα ομίχλης ανέβαιναν επάνω από την ζοφεράν άβυσσον. Ο Ρούντυ
+εκάθητο εκεί, όπως κάθεται μυίγα επάνω εις την ασθενή καλάμην αχύρου,
+που κάποτε πουλί, που έκτιζε την φωλιά του, το έχασε επάνω εις το χείλος
+υψηλής καπνοδόχου εργοστασίου· αλλά η μυίγα ημπορεί να πετάξη από εκεί,
+εάν το άχυρον διαλυθή· ο Ρούντυ όμως μόνον τον λαιμόν του ημπορεί να
+σπάση.
+
+Ο άνεμος εβόιζε γύρω του· κάτω μέσα εις την άβυσσον έβραζαν τα νερά, που
+έλυωναν από τον Παγώνα, το Παλάτι της Νεράιδας του Πάγου.
+
+Τώρα έθεσεν εις ταλαντευτικήν κίνησιν τας κλίμακας, όπως η αράχνη
+ταλαντεύεται, όταν θέλη να πιάση κάτι, κρεμασμένη από το μακρόν
+αιωρούμενον νήμα της· και όταν ο Ρούντυ διά τετάρτην φοράν ήγγισε την
+κορυφήν των κλιμάκων, οι οποίαι μαζί δεμέναι η μία με την άλλην ήσαν
+στημένοι κάτω, την έπιασε, συνήψε και συνέδεσε τας επάνω με τας κάτω με
+ασφαλές και δυνατόν χέρι· αλλά εκραδαίνοντο και επλατάγουν, σον να είχαν
+κουρδισμένα αγκίστρια.
+
+Αι πέντε μακραί κλίμακες, αι οποίαι έφθανον μέχρις επάνω εις την φωλεάν
+και ήσαν στηριγμένοι καθέτως εις την πλευράν του βράχου, εφαίνοντο ότι
+ήσαν ασθενές καλάμι· και τώρα μόλις είχον να υποστώσι το
+επικινδυνωδέστατον· έπρεπε να αναρριχηθή κανείς, όπως ημπορεί και
+αναρριχάται η γάτα· αλλά ο Ρούντυ αυτό ίσα-ίσα το ήξευρε, του το είχε
+διδάξει η γάτα· ούτε έπαιρνε μυρωδιά από τον Ίλιγγον, ο οποίος 'πίσω του
+ήτο μέσα 'στον αέρα και είχε τεντωμένους επάνω του τους ως πολύποδας
+βραχίονάς του. Τώρα εστέκετο εις το επάνω επάνω σκαλοπάτι της όλης
+σκάλας και παρετήρει, ότι και εδώ δεν έφθανεν ακόμη αρκετά υψηλά, ώστε
+να βλέπη μέσα εις την φωλεάν, και ότι μόνον με το χέρι ημπορούσε να
+φθάνη εκεί επάνω· εξήτασε πόσον στερεοί περίπου ήσαν οι αποκάτω χονδροί
+συμπεπλεγμένοι μεταξύ των κλάδοι, οι οποίοι εσχημάτιζον το κάτω μέρος
+της φωλεάς και ερευνών ηύρε χονδρόν στερεόν κλάδον· ετινάχθη από την
+σκάλα επάνω εις αυτόν, εστηρίχθη επάνω εις τον κλάδον και είχε τώρα
+στήθος και κεφαλήν επάνω από την φωλεάν· εδώ τον προσέβαλλεν χείμαρρος
+πνιγηράς δυσωδίας θνησιμαίων· μέσα εις την φωλεάν ήσαν πρόβατα, αίγαγροι,
+πτηνά, τα οποία είχαν απομείνει εν σήψει. Ο Ίλιγγος, ο οποίος καθόλου
+δεν ημπορούσε να τον βλάψη, του εφύσησε την δηλητηριώδη οσμήν εις το
+πρόσωπον, διά να του φέρη σύγχυσιν και κάρωσιν και κάτω εις το μαύρον
+χαίνον βάραθρον επάνω εις τα ορμητικώς σπεύδοντα νερά εκάθητο η ίδια η
+Νεράιδα του Πάγου με την μακράν λευκοπρασίνην κόμην της και του
+προσήλωνε τα μάτια της, που ήσαν μάτια θανατοβόλα 'σάν δύο πυροβολισμοί.
+
+ — Τώρα σε πιάνω!
+
+Εις μίαν γωνίαν της φωλεάς του αετού παρετήρησεν ο Ρούντυ, ότι μέγας και
+πολύς εκάθητο ο αετιδεύς, ο οποίος ακόμη δεν είχε ξεπετάξει. Ο Ρούντυ
+προσήλωσε τα μάτια του επάνω του, εκρατήθη με όλην του την δύναμιν με το
+ένα χέρι, και με το άλλο έρριψε τον βρόχον περί τον νεαρόν αετιδέα· ήτο
+πιασμένος ζωντανός! Αι κνήμαι του Ρούντυ ήσαν χωμέναι μέσα εις το
+χιονισμένο σχοινί, έρριψεν εις τον ώμον του τον βρόχον με το πτηνόν,
+ώστε κατ' αυτόν τον τρόπον εκρέματο το ζώον καλόν βάρος 'πίσω του, την
+ώραν, που αυτός έστηρίζετο επάνω εις ένα άλλο κρεμασμένο παλαμάρι,
+επιβοηθητικόν, διά να πατήσουν πάλιν τα άκρα των ποδών του το επάνω
+επάνω σκαλί της σκάλας.
+
+ — Κρατήσου στερεά· μη πιστεύσης μόνον, ότι ημπορεί να πέσης κάτω· τότε
+δεν πέφτεις! ήτο η παλαιά διδασκαλία και αυτήν ηκολούθησε· εκρατήθη
+στερεά, εσκαρφάλωσε· ήτο βεβαιωμένον, ότι δεν θα πέση και δεν έπεσε.
+
+Ήδη αντήχει λαρυγγισμός, δυνατός και εύθυμος. Ο Ρούντυ εστέκετο επάνω
+εις τον στερεόν βράχον με τον αετιδέα του.
+
+
+
+ΤΙ ΝΕΑ ΗΞΕΥΡΕ ΝΑ ΔΙΗΓΗΘΕΙ Η ΓΑΤΑ ΤΟΥ ΔΩΜΑΤΙΟΥ
+
+
+
+ — Εδώ είναι το ποθούμενον! είπεν ο Ρούντυ, όταν εισήλθεν εις το σπίτι
+του μυλωθρού εν Βεξ· ετοποθέτησε κάτω εις το πάτωμα ένα μεγάλο κοφίνι
+και αφήρεσε το ύφασμα με το οποίον ήτο σκεπασμένον. Δύο κίτρινα με μαύρα
+περιθώρια γύρω γύρω μάτια επρόβαλαν γουρλωμένα, τινάζοντα σπίθες άγριες
+'σάν να ήθελαν να κατακαύσουν και να δαγκάσουν δυνατά, όπου εκύτταζαν.
+Το κοντόν δυνατόν ράμφος ήτο ανοιγμένον προς δάγκαμα ο λαιμός ήτο
+κόκκινος και ήτο σκεπασμένος με μπιμπίκια.
+
+ — Ο αετιδεύς! εφώναξεν ο μυλωθρός. Η Μπαμπέττα εξεφώνησε και επήδησε
+προς τα οπίσω, αλλά δεν ημπορούσε να αποστρέψη τα μάτια της ούτε από τον
+Ρούντυ ούτε από τον αετόν.
+
+ — Δεν τρομάζεις! . . είπεν ο μυλωθρός.
+
+ — Και εσείς κρατείτε σταθερά τον λόγον σας!. . είπεν ο Ρούντυ· «Καθένας
+έχει το χαρακτηριστικόν του γνώρισμα!»
+
+ — Αλλά πώς δεν έσπασες τον λαιμόν σου; είπεν ο μυλωθρός.
+
+ — Επειδή εκρατιόμανε στερεά! απήντησεν ο Ρούντυ· «και αυτό το κάμω
+ακόμη! Κρατώ στερεά την Μπαμπέττα!»
+
+ — Πρώτα όμως κύτταξε να την έχης!» είπεν ο μυλωθρός και εγέλα· και αυτό
+ήτο αρκετή ένδειξις, την οποίαν ήξευρεν η Μπαμπέττα.
+
+«Πρέπει να τον βγάλωμεν έξω από το κοφίνι. Είναι, να τρελλαθή κανείς,
+όπως γουρλώνει τα μάτια του. Αλλά πώς ημπόρεσες και τον έπιασες;»
+
+Ο Ρούντυ διηγήθη και ο μυλωθρός άνοιγε διαρκώς τα μάτια του μεγάλα από
+έκπληξιν.
+
+ — Με την τόλμην σου και την ευτυχίαν σου ημπορείς τρεις γυναίκες να
+θρέψης, είπεν ο μυλωθρός.
+
+ — Σας ευχαριστώ! . . . είπεν ο Ρούντυ.
+
+ — Αλήθεια όμως την Μπαμπέττα δεν την έχεις ακόμη!» είπεν ο μυλωθρύς και
+εκτύπησε με αστειότητα εις τους ώμους τον νεαρόν των Άλπεων κυνηγόν.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+«Ξέρεις τα νεώτερα εις τον Μύλον;» έλεγεν η γάτα του δωματίου εις την
+γάταν της κουζίνας. «Ο Ρούντυ μας έφερε τον αετιδέα και επήρε εις
+αντάλλαγμα την Μπαμπέτταν. Εφιληθήκανε και τους είδε και ο γέρος! Αυτό
+είναι ωραίον σαν αρραβώνιασμα. Ο γέρος ήτο πολύς ευγενής· είχε μαζέψει
+τα νύχια του, εκοιμήθη τον μεσημερινόν του υπνάκο και άφησε τους δυο να
+κάθωνται να ερωτοτροπούν· έχουν τόσα πολλά να 'πούν· ούτε ίσα με τα
+Χριστούγεννα δεν θα έχουν τελειωμό· και πράγματι δεν ήσαν έως τα
+Χριστούγεννα έτοιμοι!
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Ο άνεμος εστροφοδινούσε με το φύσημά του το πράσινον φύλλωμα. Το χιόνι
+εστοιβάζετο εις την κοιλάδα, όπως και επάνω εις τα υψηλά βουνά. Η
+Νεράιδα του Πάγου εκάθητο εις την υπερήφανον έπαυλίν της, η οποία κατά
+τον χειμώνα αυξάνει εις μέγεθος. Αι πλευραί των βράχων ήσαν
+επικαλυμμένοι με λεπτόν κρύσταλλον και κύλινδροι πάγου ισοπαχείς με
+δένδρο, βαρείς σαν ελέφαντες εκρέμαντο εκεί κάτω, όπου κατά το θέρος ο
+Χείμαρρος μέσα 'ς τους βράχους αφήνει τον υδάτινον πέπλον του να
+κυμαίνεται. Πάγου γιρλάντες από φανταστούς κρυστάλλους παρατάσσονται και
+λαμποκοπούν επάνω εις τα χιονοπασπαλισμένα έλατα. Η Νεράιδα του Πάγου
+ιππεύει τον συρίζοντα Άνεμον και εποχείται εις τας βαθυτάτας κοιλάδας. Η
+σινδών της χιόνος εκτείνεται κάτω και κάτω εις το Βεξ, η Νεράιδα του
+Πάγου έρχεται και εκεί και βλέπει τον Ρούντυ να κάθεται μέσα εις τον
+Μύλον· εκάθητο αυτόν τον χειμώνα μέσα εις το δωμάτιον περισσότερον από
+όσον ήτο η συνήθειά του άλλοτε· εκάθητο κοντά εις την Μπαμπέτταν. Το
+προσεχές θέρος θα εγίνοντο οι γάμοι· συχνά εκουδούνιζαν τα αυτιά του,
+όσες φορές εμιλούσαν γι' αυτό οι φίλοι του. Μέσα εις τον Μύλον ήτο
+φέγγος και θαλπωρή ηλίου, έθαλλε το ωραιότερον των Άλπεων Ρόδον, η
+φαιδρά, η μειδιώσα Μπαμπέττα, ωραία ως η ερχομένη Άνοιξις, η Άνοιξις,
+που κάνει τα πουλιά να κελαϊδούν θέρος και γάμον.
+
+ — Όμως πώς κάθονται οι δύο τους πάντοτε ο ένας κοντά εις τον άλλον»,
+έλεγεν η γάτα του δωματίου. «Τώρα έχω να μιαουρίσω πολλά!»
+
+
+
+Η ΝΕΡΑΪΔΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ
+
+
+
+Η Άνοιξις είχε ξεδιπλώσει τα χυμώδη πράσινα με καρυδιές και καστανιές
+στολίδια της και με περισσότερον σφρύγος εβλάστανον από την παρά τον
+άγιον Μαυρίκιον γέφυραν μέχρι της όχθης της λίμνης της Γενεύης κατά
+μήκος του Ροδανού, ο οποίος ορμά με ισχυρόν ρεύμα εκχυνόμενος πέραν, από
+την έξοδόν του κάτω από τον πρασινωπόν Παγώνα, το κρυστάλλινον Παλάτι,
+όπου η Νεράιδα του Πάγου διαμένει. Από εδώ την παραλαμβάνει ο δριμύς
+Άνεμος και την φέρει επάνω εις το υψηλότατον χιονοπέδιον και εξαπλώνεται
+εις το ισχυρόν του ηλίου φως επάνω εις τα από χιόνι σαν από πούπουλα
+προσκέφαλά της. Εκεί εκάθισε· και με βλέμμα ευρέως εκτεταμένον
+παρετήρει, κάτω εις τας βαθείας κοιλάδας, όπου οι άνθρωποι ήσαν εις
+άοκνον κίνησιν, όπως οι μύρμηκες επάνω εις τον από τον ήλιον λάμποντα
+βράχον.
+
+ — Διανοητικαί Δυνάμεις! όπως σας αποκαλούν τα Παιδιά του Ηλίου!» έλεγεν
+η Νεράιδα του Πάγου. «Σκώληκες είοθε! Μία κυλιομένη σφαίρα πάγου — και
+σεις, τα σπίτια σας, αι πόλεις σας γίνεσθε συντρίμματα, εξαφανίζεσθε!»
+Υψηλότερα ύψωνε την υπερήφανον κεφαλήν της και εκύτταζε κατά μήκος και
+κατά πλάτος με μάτια αστράπτοντα θάνατον. Αλλά επάνω από την κοιλάδα
+αντηχούσε κατρακύλισμα, βράχοι εξετινάσσοντο: Ανθρώπινα έργα! Οδοί και
+σήραγγες διά τον σιδηρόδρομον εθεμελιώνοντο.
+
+ — Παίζουν τον τυφλοπόντικον! έλεγε· «κατορύττουν διαδρόμους κάτω από
+την γην, και γι' αυτό αυτός ο κρότος 'σάν να πέφτουν πυροβολισμοί. Όταν
+εγώ μεταθέτω τας επαύλεις μου, βομβεί δυνατώτερα από το βρόντημα του
+κεραυνού!»
+
+Επάνω από την κοιλάδα υψώθη καπνός και εκινείτο προς τα επάνω ως πέπλος
+κυμαινόμενος, κυματίζον λοφείον της ατμομηχανής, η οποία διηύθυνε εκείσε
+την αμαξοστοιχίαν του νεωστί ανοιχθέντος σιδηροδρόμου, αυτού του
+ελισσομένου όφεως, του οποίου μέλη είναι βαγόνια κοντά σε βαγόνια.
+Ταχεία ως βέλος επέτα προς τα εκεί η αμαξοστοιχία.
+
+ — Κάνετε τους κυρίους εκεί κάτω, σεις αι Διανοητικαί Δυνάμεις!» έλεγεν
+η Νεράιδα του Πάγου. «Αλλά αι Δυνάμεις της Φύσεως είναι αι
+κυριαρχούσαι!» Εγέλα, ετραγουδούσε και εις την κοιλάδα βρόντος ηκούετο.
+
+ — Εκεί κατρακυλίεται χιονοστιβάς!» έλεγαν οι άνθρωποι.
+
+Αλλά τα Παιδιά του Ηλίου ακόμη δυνατώτερα ετραγουδούσαν περί της
+ανθρωπίνης Σκέψεως, η οποία ήτο εκεί κυρίαρχος, η οποία ζεύγει εις ζυγόν
+την θάλασσαν, βουνά μεταθέτει, κοιλάδας απογεμίζει· περί της ανθρωπίνης
+Σκέψεως η οποία είναι η κυρία επί της δυνάμεως της Φύσεως. Κατ' αυτόν
+τον χρόνον εις το χιονοπέδιον, όπου εκάθητο η Νεράιδα του Πάγου, ήλθεν
+ομάς ταξειδιωτών. Οι άνθρωποι είχαν δεθή εδώ στερεά αναμεταξύ των με
+σχοινιά διά να σχηματίσουν τρόπον τινά ισχυρότερον σώμα επάνω εις την
+ολισθηράν του πάγου επιφάνειαν, παρά το χείλος της αβύσσου.
+
+ — Σκώληκες! είπεν η Νεράιδα του Πάγου. «Σεις, οι κυρίαρχοι των Δυνάμεων
+της Φύσεως!» και απέστρεψε το πρόσωπον από την ομάδα και εκύτταζε
+κακεντρεχώς κάτω εις την βαθείαν κοιλάδα, όπου η σιδηροδρομική
+αμαξοστοιχία εβομβούσε διερχομένη!
+
+ — Εκεί κάθονται αύται αι Σκέψεις! κάθονται υποχείριοι εις τας Δυνάμεις
+της Φύσεως! Τους βλέπω και όλους και τον καθένα!
+
+ — Ένας κάθεται υπερήφανος 'σάν βασιλεύς, μόνος! Εκεί κάθονται κουβάρι!
+Εκεί, κοιμώνται οι 'μισοί, και όταν σταματήση ο καπνόν αποπνέων Δράκων,
+κατεβαίνουν έξω και πηγαίνουν τον δρόμον των! Αι Σκέψεις πηγαίνουν έξω
+εις τον κόσμον!» Και εγέλα.
+
+ — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάς!» είπαν κάτω μέσα εις την
+κοιλάδα.
+
+ — Δεν μας φθάνει! . . . είπαν δύο, οι οποίοι εκάθηντο εις τα νώτα του
+καπνόν φυσώντος Δράκοντος, «δύο καρδίαι, είς παλμός» καθώς λέγουν. Ήσαν
+ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Και ο μυλωθρός ακόμη ήτο εκεί.
+
+ — 'Σαν αποσκευή! . . . έλεγεν αυτός. «Είμαι εδώ ως το αναγκαίον
+προσάρτημα».
+
+ — Εκεί κάθονται οι δύο! είπεν η Νεράιδα του Πάγου. Πολλάς ορεινάς αίγας
+έχω συντρίψει, εκατομμύρια τριαντάφυλλα των Άλπεων έχω καταλυγίσει και
+κατασπάσει, ούτε της ρίζες των δεν ελυπήθηκα! Τας ξεμπερδεύω και αυτάς
+τας Σκέψεις, τας Διανοητικάς Δυνάμεις!» και εγέλα.
+
+ — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάς! έλεγαν κάτω μέσα εις την
+κοιλάδα! . . .
+
+
+
+Η ΑΝΑΔΟΧΟΣ
+
+
+
+Εις την πόλιν Μοντρέ, η οποία ευρισκομένη εγγύτατα μετά της Κλαράν,
+Βεβαί και σχηματίζει μετ' αυτών στεφάνην περί το βορειοανατολικόν μέρος
+της Γενεύης λίμνης, έμενε η νονά της Μπαμπέττας, η επιφανής Αγγλίς κυρία
+με τας θυγατέρας της και ένα νεαρόν συγγενή της. Είχον μεν φθάσει πολύ
+εσχάτως εκεί, αλλ' ήδη τους είχεν επισκεφθή ο μυλωθρός, διά να τους
+ανακοινώση τον αρραβώνα της Μπαμπέττας. Τους διηγήθη και περί του Ρούντυ
+και αετιδέως, περί της εις Ιντερλάκεν εσχάτως επισκέψεώς των και εν
+γένει όλην την ιστορίαν· και αυτή εχάρη τα μέγιστα και κατεγοητεύθη διά
+τον Ρούντυ και την Μπαμπέττα και ακόμη και διά τον Μυλωθρόν. Τους
+υπεχρέωσε λοιπόν να έλθουν χωρίς άλλο και οι τρεις εδώ· και λοιπόν
+ήλθαν. Η Μπαμπέττα ήθελε να ιδή την νονά της και η νονά την Μπαμπέτταν.
+
+Παρά την πολίχνην Βιλλνεύφ, εις το άκρον της λίμνης της Γενεύης
+εστάθμευε το ατμόπλοιον, το οποίον εις ημισείας ώρας ταξείδιον από εδώ
+προς την Βεβαί προσορμίζεται κάτω του Μοντρέ. Η παραλία αυτή εψάλη υπό
+των ποιητών· εδώ, κάτω από της καρυδιές παρά την βαθείαν κυανοπράσινον
+λίμνην εκάθητο ο Βύρων και έγραφε τους μελωδικούς στίχους του περί των
+καθειργμένων μέσα εις το κατηφές επί των βράχων φρούριον Σιγιόν. Εκεί,
+όπου η Κλαράν κατοπτρίζεται με τας φιλοδάκρυας ιτέας της μέσα εις τα
+νερά, περιεβάδιζεν ο Ρουσσώ αναπολών την Ελοΐζαν του. Ο Ροδανός ορμά
+πέραν κάτω από τα υψηλά χιονοσκεπή της Σαβοΐας όρη. Εδώ, ουχί μακράν της
+εις την λίμνην εκβολής του κείται εν τη λίμνη νήσος μικρά· είναι τόσον
+μικρά, ώστε αν την βλέπη κανείς από την ακτήν, φαίνεται ως φορείον μέσα
+εις τα νερά. Η νήσος είναι κρηπίδωμα βράχου· τούτο προ εκατόν περίπου
+ετών μία κυρία περιέκλεισε γύρω με πρόχωμα από πέτρας, το εσκέπασε με
+χώμα και εφύτευσε τρεις ακακίας· αι ακακίαι σκιάζουν σήμερον όλο το
+νησάκι. Η Μπαμπέττα ήτο τελείως μαγευμένη με αυτό το τοπείον· εις τα
+μάτια της ήτο το ωραιότερον από όλον το ταξείδιον· εκεί επάνω έπρεπε να
+υπάγη κανείς, εσκέπτετο, εκεί θα ήτο θαυμασίως ωραία. Αλλά το ατμόπλοιον
+παρήλθε προ αυτού και προσωρμίσθη, όπως εσκόπευε, εις την Βεβαί.
+
+Η μικρά συντροφιά από εδώ εβάδισε προς τον ανήφορον μέσα από τους
+λευκούς ηλιολούστους τοίχους οι οποίοι περιβάλλουν τας προ της ορεινής
+πόλεως Μοντρέ αμπέλους· συκαί την οικίαν του χωρικού σκιάζουν, δάφναι
+και κυπάρισσοι αυξάνουν εις τους κήπους. Εις το μέσον της οδού επί του
+όρους ήτο το οικοτροφείον, όπου έμενεν η νονά.
+
+Η υποδοχή ήτο εγκάρδιος. Η νονά ήτο ευπροσήγορος κυρία με στρογγυλόν
+μειδιών πρόσωπoν ως παιδί, αληθώς υπήρξεν αυτή αληθινή κεφαλή αγγέλου
+του Ραφαήλ· τώρα ήτο γηραιά κεφαλή αγγέλου, περιβαλλομένη με την
+πλουσίως βοστρυχώδη αργυρότριχον κόμην της. Αι θυγατέρες της ήσαν κομψά,
+λεπτά, υψηλά λιγερά κορίτσια. Ο νεαρός εξάδελφος, τον οποίον είχον
+συμπαραλάβει μαζί των, ήτο από κεφαλής μέχρι ποδών λευκά ενδεδυμένος,
+είχε χρυσόξανθα μαλλιά και χρυσόξανθον γένειον, τόσον μεγάλον, ώστε
+ημπορούσε να το μοιράση εις τρεις τζέντελμαν· αυτός έδειξεν αμέσως, εις
+την Μπαμπέτταν μεγάλην περιποίησιν.
+
+Βιβλία πλουσίως δεδεμένα, τετράδια μουσικής και ιχνογραφήματα ήσαν
+σκορπισμένα επάνω εις τηv μεγάλην τράπεζαν· η θύρα του εξώστου ήτο
+ανοικτή προς την λίμνην, η οποία ωραία εξετείνετο έξω και ήτο τόσον
+στιλπνή και ήρεμος, ώστε τα βουνά της Σοβοΐας με τας πόλεις, τα δάση και
+τας χιονισμένας κορυφάς των κατωπτρίζοντο μέσα ες το υδάτινον αυτό
+κάτοπτρον ανεστραμμένα.
+
+Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς
+συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο
+σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο
+καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον
+Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν
+νωθρότητα και με πολλήν ανίαν. Ο Ρούντυ έπρεπε να κάνη δύο βήματα εμπρός
+και ένα 'πίσω διά να μένη κατά το βάδισμα μαζί με τους άλλους. Έκαμαν
+τον περίπατόν των κάτω προς την Σιγιόν, το παλαιόν σκυθρωπόν φρούριον,
+το κτισμένον επάνω εις το νησάκι των βράχων, μόνον και μόνον διά να
+ίδουν τα μαρτυρικά σκεύη, τα νεκρικά δεσμωτήρια, της σκουριασμένες
+αλυσσίδες εις τους βραχώδεις τοίχους, τους διά τους εις θάνατον
+καταδικασμένους πετρίνους κοπάνους, τας θύρας της πτώσεως, διά των
+οποίων κατεκρήμνιζον τους δυστυχείς και τους διαπερνούσαν εις σιδηρούς,
+σουβλερούς πασσάλους διά να τους καύσουν. Ευχαρίστησιν, έλεγαν, να
+βλέπουν όλα αυτά τα πράγματα. Ήτο τόπος μαρτυρίου, τον οποίον το άσμα
+του Βύρωνος ανύψωσεν εις τον κόσμον της ποιήσεως.
+
+Ο Ρούντυ είχε το αίσθημα, ότι ωδηγήθη αυτός εις τόπον μαρτυρίου.
+Εστηρίζετο εις το πλαίσιον ενός από τα μεγάλα πέτρινα παράθυρα και
+έβλεπε κάτω μέσα εις το βαθύ κυανοπράσινον ύδωρ και πέραν εκεί προς την
+μικράν νήσον με τας τρεις ακακίας· εκεί αυτός επιθυμούσε να είναι,
+ελεύθερος από όλην αυτήν την φλυαρούσαν συντροφιάν· αλλά η Μπαμπέττα
+εσυμφωνούσε με αυτήν και ήτο εκτάκτως φαιδρά. Είχε διασκεδάσει λαμπρά,
+έλεγε· ο εξάδελφος, ήτο καθολοκληρίαν τέλειος, εύρισκε αυτή.
+
+ — Μάλιστα, ένας καθ' ολοκληρίαν τέλειος βλάκας! έλεγεν ο Ρούντυ και ήτο
+η πρώτη φορά, που έλεγεν ο Ρούντυ πράγμα, που δεν ήρεσεν εις αυτήν. Ο
+Άγγλος της εχάρισε και ένα μικρόν βιβλίον, εις ανάμνησιν της Σιγιόν, το
+ποίημα του Βύρωνος: «Οι φυλακισμένοι της Σιγιόν» μεταφρασμένον εις την
+Γαλλικήν, διά να δυνηθή να το αναγνώση η Μπαμπέττα.
+
+ — «Το βιβλίον βέβαια είναι καλόν», είπεν ο Ρούντυ, «αλλά ο
+κομψοκτενισμένος νέος δεν μου αρέσει!»
+
+ — «Φαίνεται ακριβώς σαν τσουβάλι αλευριού χωρίς αλεύρι», είπεν ο
+μυλωθρός και εκορόιδευε με την ιδιάζουσαν ευφυολογίαν του. Και ο Ρούντυ
+εγέλα και έλεγε και αυτός ότι μάλιστα ακριβώς έτσι φαίνεται.
+
+
+
+Ο ΕΞΑΔΕΛΦΟΣ
+
+
+
+Όταν ο Ρούντυ μερικάς ημέρας βραδύτερον επεσκέφθη τον Μύλον, ηύρεν εκεί
+τον νεαρόν Άγγλον· η Μπαμπέττα ίσα-ίσα εσκέφθη να προσφέρη εις αυτόν
+βρασμένες πέστροφες, που με τα ίδια τα χέρια της της εκαρίκευσε με
+μαϊντανό διά να του φανούν πολύ ορεκτικαί. Αλλά αυτό δεν ήτο καθόλου
+αναγκαίον. Τι ήθελεν ο Άγγλος εδώ; Τι είχε να κάμη εδώ; Να φιλοξενηθή
+από την Μπαμπέτταν και να του δώση αυτή να φάγη και να πιη! Ο Ρούντυ ήτο
+ζηλότυπος και τούτο εχαροποίει την Μπαμπέτταν. Της προυξένει
+ευχαρίστησιν να γνωρίζη την καρδίαν του από όλες της μεριές, και της
+ισχυρές και της ασθενείς. Ο έρως ήτο ακόμη δι' αυτήν παιγνίδι και έπαιζε
+με όλην την καρδιά του Ρούντυ· και όμως — αυτό πρέπει να λεχθή — αυτός
+ήτο η ευτυχία της, όλη η ζωή της, η διαρκής σκέψις της, το καλύτερον και
+λαμπρότερον που είχεν εις τον κόσμον αλλά όσον περισσότερον εσκυθρώπαζε
+το βλέμμα του, τόσον περισσότερον εγελούσαν τα μάτια της· ημπορούσε να
+φιλήση τον ξανθόν Άγγλον με τα χρυσόξανθά γένεια, εάν κατώρθωνε με αυτό
+να πιάση τρέλλα τον Ρούντυ και να φύγη τρεχάτος· αυτό ίσα ίσα θα της
+έδειχνε πόσον την αγαπά. Αυτό δεν ήτο καλόν εκ μέρους της Μπαμπέττας,
+αλλά ήτο μόλις δεκαεννέα ετών. Αυτό δεν το πολυεσκέπτετο και ακόμη
+ολιγώτερον εσκέπτετο, ότι η συμπεριφορά του Άγγλου προς αυτήν ήτο ελαφρά
+και κάθε άλλο ημπορούσε να δείξη παρά εκείνο που ήρμοζε προς την τιμίαν
+αρραβωνιασμένην κόρην του μυλωθρού.
+
+Ο Μύλος έκειτο εκεί, όπου η του Βεξ λεωφόρος πηγαίνει υπό τας
+χιονοσκεπείς βραχώδεις κορυφάς, οι οποίαι εις την εκεί τοπικήν γλώσσαν
+λέγονται Ντιαμπλερέτ, όχι μακράν από ορμητικόν χείμαρρον του βουνού, ο
+οποίος ήτο λευκόφαιος σαν κτυπημένη σαπουνάδα. Εν τούτοις δεν κινεί
+αυτός τον Μύλον· αλλά τον μέγαν του μύλου τροχόν, τον περιστρέφει
+μικρότερον ρεύμα, το οποίον καταπίπτει από των βράχων εις την άλλην του
+ποταμού πλευράν και διά πετρίνου προχώματος αυξάνει την δύναμιν και την
+ορμήν του και τρέπεται μέσα εις δεξαμενήν από δοκούς, και ως ευρύς
+οχετός φέρεται υπέρ τον ορμητικόν ποταμόν. Ο οχετός ήτο τόσον πλούσιος
+εις ύδωρ, ώστε επλημμύρει και καθίστα υγρόν και ολισθηρόν δρόμον, εάν
+ετύχαινε να θέλη κανείς να έλθη εις τον Μύλον ταχύτερον δι' αυτού του
+μέρους και αυτή η περίπτωσις έτυχε εις ένα νέον, τον Άγγλον. Λευκά
+ενδεδυμένος σαν εργάτης του μύλου κατά το βράδυ ανερριχάτο εκεί επάνω,
+οδηγούμενος από το φως, που ηκτινοβόλει από το παράθυρον του δεματίου
+της Μπαμπέττας. Αλλά αυτός δεν είχε μάθει να αναρριχάται και εκινδύνευσε
+να πέση, κατακέφαλα μέσα εις το ρεύμα· όμως την εγλύτωσε με βρεμένα
+μανίκια και πιτσιλισμένα τα πανταλόνια· μουσκεμένος και με ιλύν
+πιτσιλισμένος έφθασε κάτω από το παράθυρον της Μπαμπέττας· εδώ
+εσκαρφάλωσε επάνω εις την γηραιάν φιλύραν και ήρχισε να μιμήται την
+φωνήν της κουκουβάγιας, γιατί δεν εγνώριζε κελάιδημα άλλου πουλιού να
+μιμηθή. Η Μπαμπέττα ήκουσε και παρετήρησε έξω διά των λεπτών
+παραπετασμάτων του παραθύρου της· όταν όμως είδε τον λευκοφορεμένον
+άνδρα και εσκέφθη ποίος είναι, εκτυπούσε η καρδούλα της από φόβον, αλλά
+και από θυμόν.
+
+Έσβυσε τάχιστα το φως, εδοκίμασε αν όλοι οι σύρται των παραθύρων ήσαν
+βαλμένοι, και τον άφησε τώρα να κουκουβαγιάζη και να βουίζη όσον ήθελε.
+
+Θα ήτο φοβερόν, εάν τώρα ήτο ο Ρούντυ εις τον Μύλον. Αλλά ο Ρούντυ δεν
+ήτο εις τον Μύλον, όχι· όπερ ήτο χειρότερον, ήτο κάτω από την φιλύραν.
+Ηκούοντο δυνατά λόγοι θυμού, ημπορούσε να κτυπηθούν, ίσως και να
+σκοτωθούν.
+
+Η Μπαμπέττα ήνοιξεν εν αγωνία το παράθυρον· εφώναξε το όνομα του Ρούντυ,
+του είπεν ότι ημπορεί να φύγη; δεν ανέχεται να μείνη του είπε.
+
+Δεν ανέχεσαι να μείνω; εφώναξε, «είμεθα σύμφωνοι! Περιμένεις καλούς
+φίλους, καλυτέρους από μένα!» Ντροπή Μπαμπέττα!»
+
+ — Είσαι αποτρόπαιος! είπεν η Μπομπέττα. Σε μισώ! και έκλαιε. Φύγε,
+φύγε!»
+
+Αυτό δεν το άξιζα! είπεν ο Ρούντυ και έφυγε· τα μάγουλά του ήσαν
+αναμμένα σαν φωτιά, η καρδιά του ήτο αναμμένη σον φωτιά.
+
+Η Μπαμπέττα έπεσε 'στο κρεββάτι της και έκλαιε.
+
+ — Πόσον πολύ σε αγαπώ Ρούντυ! και συ μπορείς να σκεφθής κακόν για
+μένα»
+
+Εξέσπασε την οργήν της και αυτό την ωφέλησε πολύ, γιατί αλλοιώς θα
+εγίνετο πολύ μελαγχολική· τώρα ημπορούσε να αποκοιμηθή, να κοιμηθή τον
+δυναμωτικόν της Αρετής ύπνον.
+
+
+
+ΚΑΚΑΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
+
+
+
+Ο Ρούντυ κατέλιπε το Βεξ, και επήρε το δρόμο προς το σπίτι του· επήρε το
+βουνό προς τον καθαρόν δροσιστικόν αέρα, εκεί που εξετείνετο χάμω το
+χιόνι, όπου η Νεράιδα του Πάγου εκυριάρχει. Τα φυλλοφόρα δένδρα ήσαν
+κάτω αυτού βαθιά, και εφαίνοντο σαν να ήσαν πατατιές· οι θάμνοι εδώ
+επάνω εγίνοντο μικρότεροι, τα τριαντάφυλλα των Άλπεων εξεφύτρωναν πλάι-
+πλάι 'στο χιόνι, που ήτο στρωμένο λωρίδες, λωρίδες, όπως τα πανιά εις το
+πλυντήριον. Μια γαλανή γεντιανή, που ευρέθη εμπρός εις τον δρόμον του,
+την εζούλισε με τον υποκόπανον του όπλου του.
+
+Ακόμη υψηλότερα επάνω εφάνησαν δύο ορειναί αίγες· του Ρούντυ τα μάτια
+ήστραψαν, αι σκέψεις του επήραν νέον δρόμον, αλλά δεν ήτο αρκετά
+πλησίον, ώστε να ημπορέση να της σημαδεύση με ασφαλές σημάδι. Ανέβη
+υψηλότερα επάνω, όπου τραχεία μόνον χλόη μέσα εις τους πετρίνους όγκους
+ηύξανεν· αι αίγαγροι επήγαιναν με άνεσιν επάνω εις το χιονοπέδιον,
+ετάχυνε το βήμα του. Η νεφώδης ομίχλη εβυθίζετο κατερχομένη περί αυτόν
+και αιφνιδίως ευρέθη προ αποκρήμνου πλευράς βράχου· ήρχισε να καταρρέη
+βροχή.
+
+Ησθάνετο καυστικήν δίψαν, φλόγα εις το κεφάλι, ψύχος εις όλα τα μέλη·
+επήρε το κυνηγετικό του φλασκί, αλλά ήτο άδειο, δεν το είχε σκεφθή να το
+γεμίση, όταν ετράπη προς το βουνό επάνω. Ουδέποτε προτήτερα είχεν
+ασθενήσει, αλλά τώρα είχε το αίσθημα τοιαύτης καταστάσεως· ήτο
+κουρασμένος· ησθάνετο επιθυμίαν να κατακλιθή, πόθον να κοιμηθή, παντού
+όμως έπεφτε βροχή· προσεπάθησε να συνέλθη, έτρεμον και εχόρευον τα
+αντικείμενα εμπρός εις τα μάτια του με παράδοξον τρόπον. Τότε διέκρινε
+έξαφνα πράγμα, που ποτέ ακόμη δεν είχε ιδή εδώ· ένα καινούργιο χαμηλό
+σπίτι ήτο στηριγμένο εις τους βράχους. Εις την πόρτα εστέκετο μία νέα
+κόρη, που την παρωμοίαζε με την Αννέτταν, την κόρην του διδασκάλου που
+μια φορά την είχε φιλήσει εις τον χορόν αλλά δεν ήτο η Αννέττα· μόλα
+ταύτα είχε ιδή κάποτε προτήτερα το κορίτσι, ίσως εις το Γκρίντελβαλτ
+εκείνο το βράδυ, που από την σκοπευτικήν εις το Ιντερλάκεν εορτήν
+επανήρχετο,
+
+ — Πώς ευρίσκεσαι εδώ; ηρώτησε.
+
+ — Είμαι εδώ στο σπίτι, βόσκω το κοπάδι μου!
+
+ — Το κοπάδι σου!; και πού βόσκει εδώ; Εδώ μόνον χιόνι και βράχοι είναι!
+
+ — Ξέρεις πολύ, τι είναι εδώ! είπε το κορίτσι και εγέλα. «Εδώ πίσω μας,
+κάτω, είναι ένα λαμπρό λιβάδι! εκεί πηγαίνουν η κατσίκες μου! Της βόσκω
+με επιμέλειαν! καμμία δεν χάνω. Ό,τι είναι δικό μου, μένει δικό μου!»
+
+ — Είσαι θρασεία! είπεν ο Ρούντυ.
+
+ — Και συ! απήντησε το κορίτσι.
+
+ — Έχεις γάλα στο σπίτι; δώσε μου να πιω, διψώ φοβερά.
+
+ — Έχω κάτι καλύτερο από γάλα! είπε το κορίτσι· και θα σου το δώσω. Χθες
+ήσαν εδώ ταξειδιώται με τους οδηγούς των, ελησμόνησαν μισή μποτίλια
+κρασί, τέτοιο, που δεν έχεις συ ακόμη γευθή· δεν θα το πάρουν 'πίσω, εγώ
+δεν πίνω, πιε συ!
+
+Και το κορίτσι έφερε το κρασί κοντά του, έχυσε μέσα σε μια ξυλίνη κούπα
+και την προσέφερε εις τον Ρούντυ.
+
+ — Αυτό είναι καλό! . . . είπεν αυτός. «Ακόμη δεν έχω δοκιμάσει κρασί
+σαν αυτό, που ζεσταίνει σαν φωτιά!» Τα μάτια του ακτινοβολούσαν. Ζωή,
+φλόγα καυστική τον επλήρωσε, κάθε μέριμνα, κάθε στενοχώρια εξητμίζετο· η
+παφλάζουσα, σφριγώσα ανθρωπίνη φύσις συνεταράσσετο και εκινείτο μέσα
+του.
+
+ — Μα είναι η Αννέετα! . . . εφώναξε· «δώσε μου ένα φιλί!»
+
+ — Μάλιστα! δώσε μου το ωραίο δακτυλίδι, που έχεις στο δάκτυλο.
+
+ — Τον αρραβώνα μου;
+
+ — Μάλιστα, ακριβώς αυτόν! . . . είπε το κορίτσι, και έχυσεν εκ νέου
+κρασί μέσα εις το τάσι, του το έθεσεν εις τα χείλη του και αυτός ήπιεν.
+Ο πόθος της απολαύσεως έρρευσε μέσα εις το αίμα του· όλος ο κόσμος του
+εφάνη 'δικός του, γιατί να μαραίνεται; Το παν έχει γίνει διά να το
+απολαύσωμεν, διά να μας κάμη ευτυχείς. Το ποτάμι της Ζωής είναι της
+Χαράς το ποτάμι, που η Ζωή το συμπαρασύρει εις το δικό της, αυτό είναι
+ευδαιμονία . . . Εκυτταζε την νέαν, ήτο η Αννέττα και μόλα ταύτα δεν
+ήτο· και ακόμη ολιγώτερον δεν ήτο το φάντασμα, η μυστηριώδης μορφή —
+όπως το έλεγεν αυτός — που συνήντησεν εις το Γκρίντελβαλτ. Το κορίτσι
+αυτό εδώ επάνω εις το βουνό ήτο δροσερό, 'σάν το λευκό το χιόνι, γεμάτο
+σφρίγος σαν το τριαντάφυλλον των Άλπεων και ταχύπους σαν το ζαρκάδι,
+αλλά όμως από την πλευράν του Αδάμ φιασμένο, όπως και ο Ρούντυ.
+Περιέβαλε με τα χέρια του την Έμμορφη, εκύτταζε μέσα εις τα παραδόξως
+διαυγή μάτια της· το βλέμμα αυτό ένα δευτερόλεπτον μόνον διήρκεσε και
+εις το δευτερόλεπτον αυτό, ναι, ποιος ημπορεί να το εξηγήση, με λόγια να
+το παραστήση; Η ζωή του Πνεύματος ήτο ή του Θανάτου εκείνο που τον
+κατέκλυζε; ανυψούτο αυτός ή εβυθίζετο μέσα εις την βαθείαν, νεκρώνουσαν
+παγεράν φάραγγα βαθύτερα, διαρκώς βαθύτερα; εκύτταζε τους παγετώδεις
+τοίχους, που ήσαν σαν κυανοπράσινο γυαλί· άπειρα βάραθρα έχαινον γύρω
+του και το νερό κατέσταζε κελαρύζον με ήχον σαν κουδούνισμα, και
+διαυγές, καταλάμπον σαν μαργαριτάρια με λευκοκυάνους μαρμαρυγάς . . . &Η
+Νεράιδα του Πάγου τον εφίλησε& φίλημα, που τον έκαμε να φρικά παγεράν
+φρικίασιν από του τραχήλου μέχρι του μετώπου· κραυγή άλγους του διέφυγε,
+παρέλυσε, εκλονίσθη και — έγινε νύκτα μπρος εις τα μάτια του . . . αλλά
+τα άνοιξε πάλιν. Κακαί Δυνάμεις τον έσυρον έρμαιόν των . . . .
+
+Η Κόρη των Άλπεων εξηφανίσθη, εξηφανίσθη και η στεγάσασα καλύβη. Το νερό
+κατέρρεε κελαρύζον εις τας γυμνάς των βράχων πλευράς· χιόνι ήτο απλωμένο
+γύρω του. Ο Ρούντυ έτρεμεν από το ψύχος διάβροχος μέχρι δέρματος, το
+δακτυλίδι του είχεν εξαφανισθή, ο αρραβών του, που του το είχε βάλει η
+Μπαμπέττα στο δάκτυλό του. Το όπλον του ήτο χάμω μέσα στο χιόνι κοντά
+του. Το ανεσήκωσε, ήθελε να πυροβολήση, αυτό δεν έπαιρνε φωτιά. Υγρά,
+πυκνά, ως στερεοί όγκοι χιόνων σύννεφα ήσαν σωρευμένοι μέσα εις την
+φάραγγα. Ο Ίλιγγος εκάθητο εκεί και παρεμόνευε την άτονον άνευ των
+δυνάμεών της λείαν του, και κάτω εις την βαθείαν φάραγγα αντηχούσε ήχος,
+'σάν να εκρημνίζετο ογκώδης βράχος ο οποίος τα πάντα συντρίβει και
+παρασύρει παν ό,τι τον εμποδίζει εις τη πτώσιν του.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Αλλά εις τον Μύλον εκάθητο η Μμαμπέττα και έκλαιε.
+
+Ο Ρούντυ δεν είχε φανή έξ ημέρας, αυτός, που είχε το άδικον αυτός, που
+έπρεπε να ζητήση συγγνώμην, που τον αγαπούσε με όλη της την καρδιά.
+
+
+
+ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΥΛΟΝ
+
+
+
+ — Τι είδους πράγμα σου είναι αυτοί οι άνθρωποι!» έλεγεν η γάτα του
+δωματίου εις την γάταν της κουζίνας. «Τώρα πάλιν είναι μακρυά ο ένας από
+τον άλλον, ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα. Αυτή κλαίει και αυτός ούτε την
+σκέπτεται καθόλου.»
+
+ — Αυτό δεν μου αρέσει, έλεγεν η γάτα της κουζίνας.
+
+ — Ούτε και μένα! έλεγεν η του δωματίου «αλλά δεν το παίρνω κατάκαρδα! Η
+Μπομπέττα ημπορεί βέβαια να αρραβωνισθή με τον κοκκινογένη! Αλλά και
+αυτός δεν ξαναήλθε εδώ, από τότε που ήθελε να ανεβή επάνω 'στη στέγη!»
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Κακαί Δυνάμεις ασκούν το παιγνίδι των γύρω μας και μέσα μας. Αυτό το
+είχε αντιληφθή ο Ρούντυ και είχε πολύ συλλογισθή γι' αυτό το πράγμα. Τι
+ήτο αυτό όλον, που είχε συμβή γύρω του και μέσα του εκεί επάνω εις το
+βουνό; Ήσαν άρα γε φαντάσματα ή ονείρατα πυρετού; Προτήτερα ούτε πυρετόν
+ούτε καμμίαν άλλην ασθένειαν είχε ποτέ γνωρίσει. Αλλά, όταν έκρινε την
+Μπαμπέτταν, έρριψε και ένα βλέμμα και εις το ιδικόν του εσωτερικόν.
+Είχεν ανιχνεύσει μέσα 'στην καρδιά του το άγριον κυνήγιον, τον θερμόν
+Λίβαν, που είχε στήσει εκεί την έδραν του. Θα ηδύνατο να εξομολογηθή και
+εις την Μπαμπέτταν το παν, να εξομολογηθή κάθε σκέψιν, η οποία ημπορούσε
+και να πραγματοποιηθή από αυτόν κατά την ώραν του πειρασμού; Είχε χάσει
+το δακτυλίδι του και ακριβώς δι' αυτής της απωλείας τον ανέκτησε αυτή.
+Θα ημπορούσε πάλι να του εξομολογηθή και αυτή; Του εφαίνετο ότι θα
+ξεσχισθή η καρδιά του, όταν την εσυλλογίζετο. Πόσαι αναμνήσεις δεν
+ανέβαιναν εις το κεφάλι του! Την έβλεπε σαν να εστέκετο εμπρός του
+πραγματική, με το σώμα της, μειδιώσα, καλόκαρδον παιδίον. Κάθε προσφιλής
+τρυφερά λέξις, που του είχε πη εκ της πλησμονής της καρδίας της,
+εισέδυσεν ως ηλιακή φωτοβολία μέσα εις το στήθος του και αμέσως το παν
+έγινεν εκεί μέσα φως ηλιακόν με την σκέψιν της Μπαμπέττας. Μάλιστα, να
+του εξομολογηθή και έπρεπε και ώφειλε.
+
+Επήγε εις τον Μύλον, εξωμολογήθησαν· ήρχισε η Μπαμπέττα με ένα φίλημα
+και ετελείωσε με το ότι ο Ρούντυ ήτο αμαρτωλός. Η μεγαλυτέρα αμαρτία του
+ήτο, ότι ημπόρεσε να αμφιβάλλη διά την πίστιν της Μπαμπέττας· ήτο
+αποτρόπαιον εκ μέρους του, Τοιαύτη έλλειψις εμπιστοσύνης, τοιαύτη
+βιαιότης ημπορούσε και τους δύο να κρημνίση εις την δυστυχίαν. Ναι,
+βέβαια, ημπορούσε! Γι' αυτό του έκαμε η Μπαμπέττα ένα μικρό κήρυγμα, το
+οποίον και αυτήν την ιδίαν εφαίδρυνε και το εστόλισε και ευχάριστα· μόλα
+ταύτα είχε και ο Ρούντυ εις έν σημείον δίκαιον: ο ανεψιός της νονάς της
+Μπαμπέττας ήτο βλαξ, ήθελε να κάψη και το βιβλίον, που της είχε αυτός
+χαρίσει, και δεν ήθελε η Μπαμπέττα να κρατήση το ελάχιστον, που θα της
+έφερε την ανάμνησίν του.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+ — Τώρα επέρασεν εκείνο! είπεν η γάτα του δωματίου· «ο Ρούντυ είναι
+πάλιν εδώ, εννούνται αναμεταξύ των, και αυτό είναι, λέγουν, ευτυχία.»
+
+ — Εγώ πάλι άκουσα αυτή την νύκτα από τους ποντικούς, είπεν η γάτα του
+μαγειρείου, «ότι η μεγαλύτερα ευτυχία είναι να τρώγουν το ξυγκοκέρι και
+να αισθάνωνται την γεύσιν του τσαγκού λίπους· ποίον να πιστεύση κανείς,
+τους ποντικούς ή τους ερωτευμένους;
+
+ — Κανένα από τους δυο . . . είπε η γάτα του δωματίου· «αυτό πάντοτε
+είναι το ασφαλέστατον! . . .»
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η μεγαλυτέρα ευτυχία του Ρούντυ και της Μπαμπέττας η ωραιοτέρα ημέρα,
+όπως την έλεγαν αυτοί, η ημέρα του γάμου των, ήτο εγγύς εμπρός των.
+
+Όπως δήποτε ούτε εις την εκκλησίαν εις το Βεξ, ούτε εις τον Μύλον θα
+εγίνετο η τελετή του γάμου· η νονά ήθελε να τελεσθή ο γάμος εις το σπίτι
+της και η στεφάνωσις να γίνη εις την ωραίαν μικράν εκκλησίαν του Μοντρέ.
+Ο Μυλωθρός επέμεινε και αυτός και ούτω εξετελέσθη αυτή η επιθυμία, αυτός
+μόνον ήξευρε τι επεφύλαττεν η νονά διά τους νεονύμφους. Θα τους έδιδε
+γαμήλιον δώρον, που θα ήτο βέβαια αντάξιον της εις την θέλησίν της
+ευπειθείας των. Η ημέρα είχε καθορισθή· ήδη αφ' εσπέρας θα εταξείδευον
+εις Βιλλνεύβ διά ν' ανεβούν με το αμάξι την αμέσως επιούσαν πρωίαν· πολύ
+ενωρίς εις το Μοντρέ διά να κοσμήσουν την νύμφην αι θυγατέρες της νονάς.
+
+ — Βέβαια θα δώσουν και εδώ 'στο σπίτι συμπόσιον διά τον γάμον, είπεν η
+γάτα του δωματίου. «Αν όμως δεν δώσουν, τότε ούτε ένα μιάου δεν θα βγάλω
+για όλην αυτήν την ιστορίαν.»
+
+ — Εδώ, να λέγεται, θα γίνη συμπόσιον! είπε η γάτα της κουζίνας.
+«Εσφαχθήκανε πάπιες, επελεκηθήκανε περιστέρια και ένα ολόκληρο πλατώνι
+κρέμεται 'στον τοίχον. Με γαργαλάνε τα γούλια μου, όσο τα συλλογίζομαι!
+Αύριον πια αρχίζει το ταξείδι!»
+
+ — Μάλιστα, αύριον! Αυτή τη βραδυά εκάθισε ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα για
+τελευταίαν φοράν εις τον Μύλον ως αρραβωνιασμένοι.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Έξω ήσαν ροδισμέναι αι Άλπεις, οι εσπερινοί της εκκλησίας κώδωνες
+εσήμαιναν, αι θυγατέρες του Ηλίου ετραγουδούσαν: «Ας συμβή το
+καλύτερον».
+
+
+
+ΝΥΚΤΕΡΙΝΑΙ ΕΝ ΟΝΕΙΡΩ ΜΟΡΦΑΙ
+
+
+
+Ο Ήλιος είχε δύσει, τα σύννεφα κατέβαιναν βυθιζόμενα εις την κοιλάδα του
+Ροδανού, ανάμεσα εις τα υψηλά βουνά· άνεμος εφύσα μεσημβρινός· άνεμος εξ
+Αφρικής πνέων εφέρετο υπέρ τας υψηλάς Άλπεις. Λίβας, όστις διέσπα τα
+σύννεφα και όταν ο άνεμος διερχόμενος πέραν αυτών εκόπαζε, εγίνετο μίαν
+στιγμήν γαλήνη.
+
+Τα διεσπασμένα σύννεφα εκρέμαντο εις φανταστικά σχήματα και ανάμεσα εις
+τα δασόφυτα όρη, και επάνω από το σπεύδον του Ροδανού ρεύμα· εκρέμαντο
+σχηματισμένα εις Μορφάς ομοίας με τα θαλάσσια ζώα του πρωτογενούς
+κόσμου, όμοια με τον πτερυγίζοντα αετόν του αέρος με τους πηδώντας του
+έλους βατράχους· κατέβαινον επάνω εις τον ορμητικόν χείμαρρον,
+εταξείδευαν επάνω εις αυτόν και μόλα ταύτα έπλεον εις τον αέρα. Ο
+Χείμαρρος συμπαρέφερε κάποιο ξερριζωμένον έλατον και εις το νερό
+εσχηματίζοντο εμπρός στρεφοδινούμενοι κύκλοι· ήτο ο Ίλιγγος,
+περισσότεροι του ενός, εκείνοι που στροβιλίζουν επί του εν παφλασμώ
+χωρούντος Χειμάρρου· η σελήνη εφώτιζε το σωριασμένο επάνω εις τας
+κορυφάς των ορέων χιόνι, εφώτιζε και τα ζοφερά δάση και τα λευκά
+παραδοξόσχημα σύννεφα, τας νυκτερινός Μορφάς, τα Πνεύματα των Δυνάμεων
+της φύσεως· ο κάτοικος του βουνού τα έβλεπε μέσα από τα τζάμια των
+παραθύρων του· έπλεον εκεί κάτω αγεληδόν εμπρός από την &Νεράιδα του
+Πάγου.&
+
+Αυτή είχεν εξελίξει από την επαυλίν της, τον Παγώνα· εκάθητο επάνω εις
+εύθραστον πλοίον, επάνω εις το ξερριζωμένον έλατον· το νερό του Παγώνος
+την έφερεν επί του ρεύματος προς τα κάτω έως την ανοικτήν λίμνην.
+
+ — Οι διά τον γάμον ξένοι έρχονται, ηκούετο ένας ψιθυρισμός και ένα άσμα
+μέσα εις τον αέρα και εις το νερό.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Πρόσωπα έξω, Πρόσωπα μέσα. Η Μπαμπέττα ωνειρεύετο παράδοξον όνειρον.
+
+Της εφάνη σαν να ήτο νυμφευμένη με τον Ρούντυ και μάλιστα από πολλών
+ετών ότι αυτός ήτο εις το κυνήγιον, και αυτή εις το σπίτι, εις την
+κατοικίαν της, και ότι εκεί εκάθητο ο Άγγλος, ο χρυσόξανθος γενειοφόρος
+κοντά της! Τα μάτια του ήσαν τόσον θερμά και εύγλωττα, τα λόγια του
+γοητευτικά! Της έτεινε το χέρι και αυτή τον ηκολούθησε! Εβάδισαν μακρυά
+από το σπίτι, διαρκώς μακρύτερα! Η Μπαμπέττα ησθάνετο σαν να είχε εις
+την καρδιά της βάρος, που εγίνετο όλο και βαρύτερον· ήτο η ενοχή προς
+τον Ρούντυ, ενοχή προς τον Θεόν· αιφνιδίως έμεινεν εγκαταλελειμμένη· τα
+ενδύματά της ήσαν ξεσχισμένα από τα αγκάθια, τα μαλλιά της άρχισαν ν'
+ασπρίζουν, εν τη οδύνη της εκύτταξε προς τα επάνω και είδε εις το χείλος
+του βράχου τον Ρούντυ. Εξέτεινε τον βραχίονά της προς αυτόν, αλλά δεν
+ετόλμησε να του φωνάξη, δεν ετόλμησε να τον παρακαλέση! Αλλά και δεν θα
+την ωφέλει καθόλου, διότι αμέσως ανεκάλυψε, ότι δεν ήτο αυτός, αλλά
+μόνον το κυνηγετικόν του ένδυμα και ο σκούφος του, που εκρέμοντο επάνω
+εις το ορεινό ραβδί του, που τοποθετούν οι κυνηγοί κατ' αυτόν τον τρόπον
+διά να εξαπατήσουν τας αιγάγρους! Και εν απείρω οδύνη εθρήνει η
+Μπαμπέττα: «Ω! ας επέθαινα καν κατά την ημέραν του γάμου μου, την
+ευτυχεστέραν μου ημέραν! Θεέ μου τούτο θα ήτο έλεος, μεγάλη ευτυχία!
+Αυτό θα ήτο το άριστον, που ημπορούσε να συμβή δι' εμέ και διά τον
+Ρούντυ! Κανείς δεν γνωρίζει το μέλλον του.» Και εν οδύνη ανοσία
+εκρημνίσθη εις το βαθύ του βράχου βάραθρον.
+
+ — Μία χορδή έσπασε, πένθιμος τόνος αντήχησε!
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η Μπαμπέττα εξύπνησε, το όνειρον παρήλθε και εξηφανίσθη, αλλά είχε αυτή
+την συναίσθησιν, ότι κάτι φοβερόν είχεν ονειρευθή περί του
+Άγγλου, τον οποίον από πολλών μηνών δεν τον είχε ιδή, τον οποίον δεν
+είχε καν σκεφθή.
+
+Άρα γε μήπως ευρίσκετο εις το Μοντρέ; μήπως θα ετύχαινε να συναντηθούν
+εις τον γάμον; Μικρά σκιά ωλίσθησεν εις το λεπτόν στόμα, τα φρύδια της
+συνεσπάσθησαν. Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες
+ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και
+αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ.
+
+Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ'
+ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ.
+
+Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και
+ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+ — Τώρα είμαστε οι κύριοι εδώ μέσα εις το σπίτι! έλεγε η γάτα του
+δωματίου.
+
+
+
+ΤΕΛΟΣ
+
+
+
+Δεν είχεν ακόμη βραδυάσει, όταν οι τρεις εύθυμοι άνθρωποι έφθασαν εις
+Βιλλνεύβ και εκεί εγευμάτισαν. Ο Μυλωθρός εκάθισε εις την πολυθρόνα,
+εκάπνισε την πίπα του και επήρε ένα υπνάκο. Οι νεαροί μελλόνυμφοι επήγαν
+έξω εις την πόλιν μπράτσο και εβάδισαν την αμαξιτήν οδόν κάτω από τους
+καταφύτους με χαμόδενδρα βράχους, παρά την κυανοπράσινον βαθείαν λίμνην.
+Η σκυθρωπή Σιγιόν κατώπτριζε τους φαιούς τοίχους της και τους βαρείς της
+πύργους εις την διαυγή κυματωγήν· η μικρά νήσος με τας τρεις ακακίας
+έκειτο πλησιέστερα· εφαίνετο 'σάν ανθοδέσμη μέσα εις την λίμνην.
+
+ — Θα είναι μαγεία εκεί!» είπεν η Μπαμπέττα. Πάλιν είχε μεγίστην όρεξιν
+να μεταβούν εκεί και αυτός ο πόθος ημπορούσε ομοίως να πραγματοποιηθή·
+εις την όχθην ήτο κάποιο ακάτιον, εύκολον ήτο να λύσουν το σχοινί, με το
+οποίον ήτο δεμένο, κανένα δεν έβλεπαν να τον παρακαλέσουν να τους δώση
+την άδειαν να το μεταχειρισθούν, και έτσι συντόμως χωρίς διαδικασίαν
+επήραν το ακάτιον· ο Ρούντυ μάλιστα ήξευρε να μεταχειρίζεται τα κουπιά.
+
+Τα κουπιά σαν φτερούγες ψαριού ήγγιζαν το νερό, που υπεχώρει, το νερό,
+που τόσον εύκαμπτον και όμως τόσον ισχυρόν είναι, που έχει ράχην διά να
+φέρη επάνω του και φάρυγγα διά να καταπίνη, που ηπίως μειδιά, που αυτήν
+την μαλακότητα αλλά όμως και τον φόβον ενσταλλάζει, που είναι ικανόν να
+κατασυντρίψη. Αφρίζων αύλαξ εσχηματίζετο 'πίσω από το ακάτιον, το οποίον
+εις ολίγα λεπτά έφθασε με τους δύο πέρα εις το νησάκι όπου
+απεβιβάσθησαν. Το νησάκι είχε χώρον διά να χορεύσουν μόνον δύο άνθρωποι.
+
+Ο Ρούντυ έσυρε την Μπαμπέτταν δυο τρεις γύρους· κατόπιν κρατούμενοι από
+το χέρι εκάθησαν εις τον μικρόν πάγκον υπό τους κρεμαμένους των ακακιών
+κλάδους, εκυττάζοντο εις τα μάτια, ενώ το παν γύρω των ηκτινοβόλει μέσα
+εις την ανταύγειαν του δύοντος ηλίου. Τα δάση των ελάτων επάνω εις τα
+βουνά εχρωματίζοντο με ιώδη και ρόδινα χρώματα, σαν να ήσαν θάλλουσα
+ερείκη, και όπου έπαυαν τα δένδρα και επρόβαλλε το πέτρωμα, έλαμπε
+φλογισμένο, σαν να ήσαν διαφανείς οι βράχοι· τα σύννεφα εις τον ουρανόν
+έλαμπον σαν κόκκινη φωτιά και φλέγων χρυσός· όλη η λίμνη ήτο ως δροσερόν
+ροδισμένον φύλλον τριανταφύλλου. Βαθμηδόν ανέβησαν αι σκιαί επάνω προς
+τα χιονοσκεπή της Σαβοΐας όρη και αυτά εχρωματίσθησαν βαθυκύανα, ενώ
+μόνον η υψηλοτέρα κορυφή έλαμπε σαν ερυθρά λάβα, έδειξαν μίαν στιγμήν
+της ιστορίας της μορφολογίας των, όταν οι όγκοι ούτοι διάπυροι υψώθησαν
+από τον κόλπον της γης και δεν είχον ακόμη καταψυγή . . . Ο Ρούντυ και η
+Μπαμπέττα εξέφρασαν, ότι δεν είχαν ακόμη ιδεί τοιούτον &ρόδισμα των
+Άλπεων&. Τα χιονοσκεπή όρη Νταν ντι μιντί είχον λάμψιν ομοίαν του δίσκου
+της πανσελήνου, όταν αυτή τον ορίζοντα αναβαίνη.
+
+ — Πόση ωραιότης! πόση ευτυχία! έλεγαν και οι δύο.
+
+ — Η γη δεν έχει να μου δώση τίποτε περισσότερον, έλεγεν ο Ρούντυ. «Μία
+τέτοια βραδιά είνε ολόκληρη ζωή! Πόσες φορές ρεμβάζων ησθάνθην την
+ευτυχίαν μου, όπως τώρα την αισθάνομαι εις την πραγματικότητα και
+εσκεπτόμην ότι και αν το παν εκείνην την στιγμήν ετελείωνε, όμως πόσον
+ευτυχής θα είχα ζήσει! . . . και η ημέρα ετελείωνε, αλλά νέα ήρχιζε, και
+μοι εφαίνετο ακόμη ωραιότερα! Πόσον ευλογημένος είναι αυτός ο κόσμος!
+Πόσον απείρως καλός είναι ο Θεός, Μπαμπέττα!».
+
+ — Είμαι αληθώς εγκαρδίως ευτυχής! είπεν εκείνη.
+
+ — Η γη δεν μου επιφυλάσσει περισσότερον! εφώναξε ο Ρούντυ. Και οι
+εσπερινοί κώδωνες ήχουν από τα όρη της Σαβοΐας, από τα όρη της Ελβετίας
+και προς την δύσιν υψούτο μέσα εις χρυσήν λάμψιν το βαθυκύανον όρος
+Ιούρας.
+
+ — Ο Θεός να σου δώση το λαμπρότερον και κάλλιστον, είπεν η Μπαμπέττα,
+με γλυκύτητα και τρυφερότητα.
+
+ — Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι
+εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!»
+
+ — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα.
+
+Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη
+από το νησάκι.
+
+ — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ. Έρριψε το ένδυμά του από επάνω του,
+έβγαλε τα υποδήματά του, επήδησεν εις την λίμνην και εκολύμβα με ισχυρά
+κολυμβήματα προς το ακάτιον.
+
+Ψυχρόν και βαθύ ήτο το διαυγές κυανοπράσινον παγερόν ύδωρ από τον Παγώνα
+των βουνών. Ο Ρούντυ εκύτταζε κάτω μέσα εις τα νερά· έν και μόνον βλέμμα
+και του εφάνη σαν να έβλεπε χρυσό δακτυλίδι να κυλίεται, να λάμπη, να
+σπινθηροβολή και να παίζη· του ήλθεν εις τον νουν του ο αρραβών του, και
+το δαχτυλίδι εγίνετο μεγαλύτερον, ηυρύνθη εις σπινθηροβολούντα κύκλον
+και μέσα εις αυτόν έλαμπεν ο διαυγής Παγών. Βαθέα βάραθρα ήσαν με
+χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική
+κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε
+αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν. Νεαροί κυνηγοί και
+νεάνιδες, άνδρες και γυναίκες, που κάποτε μέσα εις τα βάραθρα του
+Παγώνος κατεβυθίσθησαν, ίσταντο εκεί ζωντανοί με ανοικτόν και
+διεσπασμένον εις γέλωτα στόμα, και βαθιά αποκάτω ήχουν οι κώδωνες
+εκκλησιών πόλεων, που κατεποντίσιθησαν· το Κοινόν ήτο γονατισμένον κάτω
+από τον θόλον της εκκλησίας, ράβδοι πάγου εσχημάτιζον τους φωνητικούς
+του εκκλησιαστικού οργάνου αυλούς, ο χείμαρρος του βράχου το έκρουε: Η
+&Νεράιδα του Πάγου& εκάθητο επάνω εις τον πυθμένα, ανυψώνετο επάνω προς
+τον Ρούντυ, εφιλούσε τους πόδας του και παγετώδης ψυχρά φρίκη θανάτου
+διέτρεχε τα μέλη του, ηλεκτρικός κλονισμός.
+
+ — Πάγος και Πυρ συγχρόνως. Δεν κάμνει κανείς διάκρισιν μεταξύ αυτών
+κατά την βραχείαν επαφήν.
+
+ — «Δικός μου! 'δικός μου!» ήχει γύρω του και μέσα του! «Σε εφίλησα,
+όταν ήσο μικρός, σε εφίλησα εις το στόμα! Τώρα σε φιλώ εις τα δάκτυλα
+των ποδών σου και της πτέρνες σου! Είσαι όλος 'δικός μου».
+
+Και εξηφανίσθη εις τα διαυγή κυανά νερά.
+
+Το παν ήτο ήρεμον: οι κώδωνες των εκκλησιών εσίγησαν, οι τελευταίοι ήχοι
+εξηφανίσθησαν μαζί με την λάμψιν των ερυθρών νεφών.
+
+ — Δικός μου είσαι! ήχει εις το βάθος. Είσαι δικός μου!» ήχει εκ του
+ύψους, εκ του Απείρου! . . .
+
+Θείον! από αγάπης εις αγάπην, από της γης εις τον ουρανόν να πετάξη
+κανείς. Μία χορδή έσπασε, πένθιμος ήχος ήχησε.
+
+Το παγερόν φίλημα του θανάτου ενίκησε το εφήμερον. Το προανάκρουσμα
+ετελείωσε, διά να δυνηθή να αρχίση το όραμα της ζωής, η δυσαρμονία
+διελύθη αντικατασταθείσα εν τη αρμονία. Καλείς τούτο πένθιμον ιστορίαν;
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η καϋμένη η Μπαμπέττα! Ήτο εις ανέκφραστον αγωνίαν. Το ακάτιον επροχώρει
+διαρκώς μακρύτερα. Κανείς εις την ξηράν δεν ήξευρεν, ότι το ζεύγος των
+μνηστευμένων είχε μεταβή εις την μικράν νήσον. Τα σύννεφα επυκνούντο
+βιθυζόμενα, η βραδυά ήτο σκοτεινή. Μόνη, άπελπις, θρηνούσα ήτο εκεί.
+Θύελλα εκρέμετο επάνω της, η μία αστραπή διεδέχετο την άλλην και έλαμπεν
+υπέρ τον Ιούραν, υπέρ την Ελβετίαν και υπέρ την Σαβοΐαν· από παντού
+ετοξεύετο αστραπή επί αστραπής και αι βρονταί εκυλίοντο η μία μετά την
+άλλην συγκρουόμεναι επί δευτερόλεπτον. Αι αστραπαί είχον συχνά λάμψιν
+ηλίου και έβλεπε κανείς το κάθε αμπέλι, όπως τo βλέπει και το μεσημέρι,
+αλλά αμέσως εκαλύπτετο πάλιν το παν μέσα εις το σκοτάδι. Αι αστραπαί
+σχημάτιζαν φιόγκους, γραμμάς ελικοειδείς και τεθλασμένας, εμπηγνύοντο
+γύρω γύρω μέσα εις την λίμνην, έλαμπον από παντού και η Ηχώ ηύξανε των
+βροντών τον κρότον . . . Εις την ξηράν έσυραν τα ακάτια εις την ακτήν.
+Ό,τι, έχει ζωήν ζητεί προστασίαν! Τώρα κατέπιπτον κρουνοί
+βροχής . . . . . . . .
+
+ — Πού να είναι τέλος πάντων ο Ρούντυ και η Μπαμπέττα με αυτήν την
+τρικυμίαν; είπεν ο Μυλωθρός.
+
+Η Μπαμπέττα εκάθητο με σταυρωμένα τα χέρια, με κεκλιμένην την κεφαλήν
+επί του στήθους άφωνος εκ λύπης· έκλαιε, δεν εθρήνει πλέον!.
+
+ — Μέσα εις το βαθύ νερό! έλεγε μέσα της. Είναι κάτω βαθιά, σαν κάτω από
+τον Παγώνα!
+
+Εις την σκέψιν της ανέβη, τι είχε διηγηθή ο Ρούντυ περί του θανάτου της
+μητρός του, τι περί της σωτηρίας του, όταν πτώμα τον είχαν ανασύρει έξω
+από την χαράδραν του Παγώνος.
+
+&«Η Νεράιδα του Πάγου τον επανέκτησε πάλιν».&
+
+Αστραπή έλαμψε, που με την λάμψιν της ετύφλωνε, όπως η λάμψις του ηλίου
+επάνω εις το λευκό χιόνι. Η Μπαμπέττα ανετινάχθη. Η λίμνη αυτήν τη
+στιγμήν υψώθη ως καταλάμπων Παγών, η Νεράιδα του Πάγου ίστατο εκεί
+ηγεμονική, κυανωπώς ωχρά, λάμπουσα, και εις τους πόδας της εκείτο
+εκτάδην &το πτώμα του Ρούντυ&: «Δικός μου!» έλεγε, και πάλιν γύρω έγινε
+σκότος, κυλιόμενοι κρουνοί.
+
+ — Τι άσπλαγχνος!» εθρήνει η Μπαμπέττα. «Διατί λοιπόν να αποθάνη, όταν
+εχάραζε η ημέρα της ευτυχίας; Θεέ μου! φώτισε τον νουν μου! Φώτισε μέσα
+την καρδίαν μου! Δεν εννοώ τας οδούς Σου! Παραπλανώμαι πανταχόθεν
+ερευνώσα τας αποφάσεις της Παντοδυναμίας και Σοφίας Σου!»
+
+Και ο Θεός εφώτισε τα ενδόμυχα της καρδίας της. Αστραπή σκέψεως, ακτίς
+χάριτος, το όνειρον της παρελθούσης νυκτός ζωηρόν, όπως υπήρξε, την
+διεφώτισε· ενεθυμήθη τους λόγους της ευχής, την οποίαν εξέφρασε, τι εις
+αυτήν και εις τον Ρούντυ θα ήτο άριστον.
+
+ — Αλλοίμονον εις εμέ! Ήτο τούτο της αμαρτίας το σπέρμα μέσα 'στην
+καρδιά μου; Το όνειρόν μου ήτο η Ζωή του Μέλλοντος, του οποίου η χορδή
+έπρεπε να σπάση χάριν της σωτηρίας μου; Α! η ταλαίπωρος εγώ!
+
+Θρηνούσα εκάθητο εκεί μέσα εις το ζοφερόν της νυκτός σκοτάδι. Μέσα εις
+την βαθείαν ησυχίαν της εφαίνετο, ότι ηχούν ακόμη, οι λόγοι του Ρούντυ,
+οι τελευταίοι, που είπε εδώ: &«Περισσότερον δεν έχει η γη να μου
+χαρίση!»& Ήχησαν εν τη πληθώρα της χαράς του, επανελαμβάνοντο εν τη
+βαθεία θλίψει.
+
+***
+
+Έτη από τότε παρήλθον. Γελά η λίμνη, γελούν αι όχθαι της· η κλιματαριά
+ξεπετά επάνω της χυμοβριθή, σφριγώντα σταφύλια. Ατμόπλοια με σημαίας,
+που κυματίζουν, τρέχουν πέρα. Διασκεδαστικά ακάτια με τα φουσκωμένα
+πανιά των πετούν επάνω από το υδάτινον κάτοπρον σαν λευκές πεταλούδες. Ο
+διά της Σιγιόν σιδηρόδρομος ήρχισε να &λειτουργή&, πηγαίνει βαθιά μέσα
+εις την κοιλάδα του Ροδανού. Εις κάθε σταθμόν κατεβαίνουν ξένοι, κρατούν
+εις τα χέρια των τους δεμένους με κόκκινον δέμα οδηγούς των και
+διαβάζουν, ό,τι αξιοπαρατήρητον έχουν να ιδούν. Επισκέπτονται την
+Σιγιόν, βλέπουν έξω εις την λίμνην το νησάκι με τας τρεις ακακίας,
+διαβάζουν περί του ζεύγους των μελλονύμφων, που μια βραδυά το έτος 1856
+έπλευσε εκεί, περί του θανάτου του γαμβρού και: &«μόλις την ακόλουθον
+πρωίαν ήκουσαν από την ακτήν τας θρηνώδεις απέλπιδας κραυγάς της
+νύμφης».&
+
+Αλλά ο &Οδηγός& δεν διηγείται τίποτε διά τον ήρεμον βίον, που διάγει η
+Μπαμπέττα κοντά εις τον πατέρα της, όχι εις τον Μύλον — εκεί τώρα μένουν
+άλλοι άνθρωποι — αλλά εις το ωραίο σπίτι κοντά εις τον σταθμόν του
+σιδηροδρόμου, που από τα παράθυρά του αυτή ακόμη κάθε βράδυ βλέπει πέρα
+προς της καστανιές, προς τα χιονοσκεπή όρη, όπου άλλοτε ο Ρούντυ
+περιεφέρετο. Βλέπει κατά το βράδυ το &ρόδισμα των Άλπεων, τα Παιδιά του
+Ηλίου,& να μημεριάζουν επάνω εις τα υψηλά βουνά και να επαναλαμβάνουν το
+άσμα του οδοιπόρου, που ο ανεμοστρόβιλος του παρέσυρε το επανωφόρι του,
+επήρε το περικάλυμα, όχι όμως και τον άνδρα.
+
+Εδώ επάνω εις τα χιόνια των βουνών λάμψις ρόδων λάμπει· ρόδων λάμψις
+λάμπει και σε κάθε καρδιά, που μέσα της κατοικεί η σκέψις: «Ο Θεός
+αφήνει να γίνεται το δι' ημάς άριστον! Αλλά δεν μας εκδηλώνεται πάντοτε,
+όπως εξεδηλώθη εις την Μπαμπέτταν, εις το όνειρόν της.
+
+***
+
+1) Π. χ. Εν τω προσώπω του Savorin.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of The Snow Queen, by H. C. Andersen
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK THE SNOW QUEEN ***
+
+***** This file should be named 37791-0.txt or 37791-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/7/9/37791/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.org/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.org
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.org),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH F3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need, are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including checks, online payments and credit card donations.
+To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.org
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
+
diff --git a/old/20111018-37791-0.zip b/old/20111018-37791-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..4849264
--- /dev/null
+++ b/old/20111018-37791-0.zip
Binary files differ