summaryrefslogtreecommitdiff
path: root/old
diff options
context:
space:
mode:
Diffstat (limited to 'old')
-rw-r--r--old/20111027-37868-0.txt14603
-rw-r--r--old/20111027-37868-0.zipbin0 -> 359854 bytes
2 files changed, 14603 insertions, 0 deletions
diff --git a/old/20111027-37868-0.txt b/old/20111027-37868-0.txt
new file mode 100644
index 0000000..c914801
--- /dev/null
+++ b/old/20111027-37868-0.txt
@@ -0,0 +1,14603 @@
+The Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+
+Title: Analecta Volume 1
+ Short stories - social images and studies
+
+Author: Angelos Vlahos
+
+Release Date: October 27, 2011 [EBook #37868]
+
+Language: Greek
+
+Character set encoding: UTF-8
+
+*** START OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+
+
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+
+
+
+The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
+The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold
+words are included in &, while words in italics in _. Footnotes
+have been transferred at the end of the book. The book consists
+of 424 pages. Pages 223-233, part of "Πρώην και νυν Αθήναι" -
+"Αθηναϊκαί επιστολαί" are missing.
+
+Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα.
+Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με
+έντονους χαρακτήρες περικλείονται σε &, ενώ λέξεις με πλάγιους
+σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος
+του βιβλίου. Το βιβλίο έχει 424 σελίδες. Οι σελίδες 223-233,
+μέρος τψν "Πρώην και νυν Αθήναι" - "Αθηναϊκαί επιστολαί",
+λείπουν.
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+
+ΣΥΛΛΟΓΗ
+ΕΚΚΡΙΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΞΕΝΩΝ ΤΕ ΕΝ ΕΛΛΗΝIΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙ ΚΑΙ
+ΠΡΩΤΟΤΥΠΩΝ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
+
+ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΕΙΑ ΤΩΝ Κ.Κ.
+
+ΣΠ. ΒΑΣΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Γ. ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗ (καθ. εν τω Πανεπ.),
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ, + Σ. Α. ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (καθ. εν τω Πανεπ.), Π.
+ΚΑΡΟΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΚΟΥΡΤΙΔΟΥ (καθ. της φιλ.),
+ΣΠΥΡ. Π. ΛΑΜΠΡΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Μ. ΛΑΠΠΑ (δ. φ.), Θ. ΛΙΒΑΔΑ
+(δ. φ.), Μ. ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), + Ι. ΠΑΝΤΑΖΙΔΟΥ
+(καθ. εν τω Πανεπ.), Θ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. γυμν.), Ν. Γ.
+ΠΟΛΙΤΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Α. ΠΡΟΒΕΛΕΓΙΟΥ (δ. φ.), Ε. ΡΟΪΔΟΥ
+(δ. ν.), Σ. Κ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ (καθ. εν τω Πανεπ.), Ι. ΣΒΟΡΩΝΟΥ
+(διευθ. νομισμ. μουσ.), Γ. ΣΩΤΗΡΙΑΔΟΥ (γυμνασιάρχ.), ΧΡ ΤΣΟΥΝΤΑ
+(εφ. τ. αρχ.), Δ. ΦΙΛΙΟΥ (εφ. τ. αρχ.), Γ. ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ (καθ. εν τω
+Πανεπ.) και άλλων λογίων
+
+ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΕ
+ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ Γ. Χ. ΚΩΝΣΤΑ
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΜΑΡΑΣΛΗ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 10.
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+
+Α Ν Α Λ Ε Κ Τ Α
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΕΚ
+1901
+
+
+
+ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΜΑΡΑΣΛΗ
+
+ΑΓΓΕΛΟΥ ΒΛΑΧΟΥ
+
+ΑΝΑΛΕΚΤΑ
+
+
+
+ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
+
+
+
+ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
+ΚΟΙΝΩΝΙΚΑΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ
+
+ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
+ΤΥΠΟΙΣ Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
+1901
+
+
+
+
+
+Τα εν τη διτόμω ταύτη συναγωγή αναλεχθέντα πεζογραφήματα
+κατεχωρίσθησαν το πρώτον τα πλείστα, από τριακονταετίας ήδη και
+πλέον, εις περιοδικά φύλλα, εφημερίδας και ημερολόγια, άλλα μεν
+ως αυθόρμητα προϊόντα λογοτεχνικής διαθέσεως ή παρατηρήσεως, άλλα
+δε ως υπαγορεύσεις καιρικών περιστάσεων ή γεγονότων, ων
+διατηρούσιν ίσως έτι την μνήμην οι πλείστοι των αναγνωστών.
+
+Αν δε η εν σώματι αναδημοσίευσις αυτών φανή πως ευπρόσδεκτος, ως
+ελπίζει ο γράψας, ου μόνον εις τους παλαιούς των γνωρίμους, αλλά
+και εις τους οπωςδήποτε περιέργους προς τα παλαιότερα προϊόντα
+της συγχρόνου ελληνικής λογοτεχνίας, ας αποδώσωσι και ούτοι και
+εκείνοι την χάριν εις τον φιλόμουσον χορηγόν της Βιβλιοθήκης
+ταύτης, τον προθύμως παράσχοντα την ξενίαν της υψιδόμου του
+στέγης εις τα από τοσούτου χρόνου ανεμοφόρητα και περιπλάνητα
+ταύτα φύλλα.
+
+Ίσως οι νεώτεροι των αναγνωστών εύρωσι πως ωχράς και εξιτήλους,
+αν μη και ανομοίας πλέον κοινωνικάς τινας εικόνας εκ των εις τας
+επομένας σελίδας αποτυπουμένων· ίσως οι αισιοδοξότεροι αυτών
+υπολάβωσι μελανωτέρας του προσήκοντος τας σκιάς των, άλλοι δε
+τουναντίον δυσοιωνότεροι κρίνωσι τα φώτα των ιλαρώτερα της
+αληθείας. Και τούτους και εκείνους παρακαλεί ο γράψας να μη
+λησμονήσωσι τον χρόνον, καθ' ον έκαστον των δημοσιευμάτων τούτων
+ — ως υπ' αυτό σημειούται — είδε κατά πρώτον το φως, μήτε να
+παραβάλωσιν εικόνας καιρών παρωχημένων προς την ενδεχομένως
+κρείττονα ή χείρονα πραγματικότητα της σήμερον. Αν αι εικόνες
+αύται δεν είνε πλέον όλαι ομοιώματα, εγράφησαν όμως πάσαι, —
+τούτο δύναται να βεβαιώση ο γράψας — εξ ηρέμου και απαθούς
+παρατηρήσεως· τούτο δε, ελπίζει, θέλουσιν αναγνωρίσει όσοι
+διατηρούσιν έτι εν τη μνήμη αυτών τους καιρούς και τα πράγματα,
+εις α αι προκείμεναι σελίδες αναφέρονται. Αν δε υπό την
+παρατήρησιν εκείνην φανή που υπολανθάνουσα και τις βαρυθυμία, δεν
+είνε μεν βεβαίως αύτη μείζων εκείνης, ην αισθάνονται και σήμερον
+έτι πολλοί προς τας κοινωνικάς και πολιτικάς ημών αρρωστίας,
+πηγήν της δε πάντως έχει γνώμην αγαθήν και κρείττονα πόθον.
+
+Εν Αθήναις, κατά Μάρτιον, 1901
+
+ Α. Β.
+
+
+
+ΠΙΝΑΞ ΤΩΝ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
+
+
+
+Έρως και Ψυχή..................................... σελ. 1
+Λαυριακής μετοχής απομνημονεύματα................... » 29
+Εσπερίς του Κ. Σουσαμάκη............................ » 62
+Καθολική μυστική διά σφαιριδίων ψηφοφορία εν Αφρική. » 80
+Το ενθύμημα του Μιμίκου............................. » 102
+Ο πρώτος λαχνός..................................... » 119
+Τα χρήματα ......................................... » 148
+Υιός εκ πατρός .... ................................ » 171
+Το δώρον της θείας.................................. » 188
+Η μπογάτσα ......................................... » 198
+Ο επτάψυχος γάτος................................... » 203
+Πρώην και νυν Αθήναι................................ » 208
+Αθηναϊκαί επιστολαί (Α'.-Κ'.)....................... » 231
+Πτωχεία και πλούτος................................. » 333
+Ελληνική ανυπομονησία............................... » 344
+Άρτος πιτυρίτης..................................... » 355
+Φιλέλληνες και μισέλληνες........................... » 368
+Συρμός ή πολιτισμός;................................ » 388
+Το συμπόσιον των σκύλων............................. » 396
+Τα εμπορικά και αι κυρίαι........................... » 400
+Ανά τας οδούς των Αθηνών............................ » 406
+Οι τραγουδισταί των οδών............................ » 413
+Η Κυρία δέχεται..................................... » 419
+
+
+
+ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ (1)
+
+ (ΠΑΛΑΙΟΣ ΜΥΘΟΣ)
+
+
+
+ «Τα παλαιά καινώς διεξελθείν».
+
+ (ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ)
+
+Ενθυμείσαι αναγνώστά μου, ότι υπήρξες ποτέ παιδίον; Ενθυμείσαι τα
+ωραία και ταχύπτερα έτη της φαιδράς εκείνης ηλικίας, ήτις ήρχισεν
+ότε ήρχισες να ομιλής, και ετελείωσεν ότε ήρχισες να σκέπτεσαι;
+Ενθυμείσαι τα ξύλινα άλογά σου, τους μολυβδίνους σου στρατιώτας,
+τας παραφώνους σου σάλπιγγας, τα μακρά καλάμια, εφ' ων ιππεύων
+περιέτρεχες την αυλήν της πατρικής σου οικίας, κυνηγών απανθρώπως
+τας ανακυκώσας το χώμα όρνιθας και ταράσσων τον ύπνον της
+θερμαινομένης εις τον ήλιον γαλής; Ενθυμείσαι τας ατελευτήτους
+εκείνας εσπέρας του χειμώνος, καθ' ας, οκλαδόν προ της μάμμης σου
+καθήμενος, ητένιζες τον γοητευμένον μικρόν σου οφθαλμόν εις τα
+στίλβοντα δίοπτρά της, δι' ων εκείνη προσείχε μη περιπλέξη τον
+μίτον του νυκτερινού της εργοχείρου ;
+
+Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ
+έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο
+βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες
+βεβαίως και συ — απέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας,
+πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την
+κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την
+παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να
+ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα
+πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι! Ανθίστατο κατ'
+αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την
+ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός
+εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της
+παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα
+της υποχωρήσεως.
+
+Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες! Διέστελλον όσον
+ηδυνάμην τους οφθαλμούς, ως ίνα διαψεύσω εκφανώς τας περί
+νυσταγμού συκοφαντίας της μάμμης, και τοποθετούμενος ανέτως
+πλησίον της, διά να μη χάσω συλλαβήν, ανέμενον άπληστος να
+καταπέση το μάννα της γλυκείας της διηγήσεως, να ακουσθή τέλος το
+πολυπόθητον εκείνο: Μίαν φοράν και ένα καιρόν.
+
+Αγνοώ, αν η μαγεία των παιδικών χρόνων παρέμεινε γλυκεία και
+ζωηρά εις των αναγνωστών μου την μνήμην· αγνοώ, αν το ίνδαλμα των
+πρώτων εκείνων εντυπώσεων, των πρώτων εκείνων απολαύσεων και
+συγκινήσεων, το σβεννύμενον βαθμηδόν και ωχριών υπό την πνοήν του
+χρόνου, επιζή έτι ποθεινόν εις τας ψυχάς των· το κατ' εμέ, όσον
+και αν περιέδραμον βραδύτερον τα μυθιστορικά πεδία του Δουμά, του
+Σύη και της Σάνδης, όσον και αν επλανήθην ως άσωτος υιός εις τας
+ολισθηράς τρίβους του αγνώστου, όσας και αν εμάσσησα βαλάνους,
+όσον σίκερα και αν έπιον κατά την πρώτην μου ταύτην διανοητικήν
+περιπλάνησιν, δεν απημβλύνθην όμως την γεύσιν, ούτε απέβαλον την
+γλυκύτητα της παιδικής μου μυθολογίας· αλλ' επί των χειλέων μου
+παρέμεινε πάντοτε αμιγές το μέλι της πρώτης εκείνης αφηγήσεως της
+μυθολόγου μάμμης μου, και εις την μνήμην μου βαθύ και ανεξίτηλον
+το χαρίεν αυτής σύμβολον: «Μίαν φοράν και ένα καιρόν».
+
+Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα
+παλαιόν, παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το
+ένδυμα της εποχής, να του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή
+κόρυμβον εντός δικτυωτού κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς
+ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας
+δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού, καθ' έν και μόνον
+όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και αρχίζω
+ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.
+
+Α'.
+
+Μίαν φοράν — λοιπόν — και ένα καιρόν ήτο είς βασιλεύς και μία
+βασίλισσα εις μίαν πολιτείαν του παλαιού κόσμου, μικράν,
+εννοείται, αδιάφορον δε ποίαν, καθότι τότε εβασιλεύοντο πολύ
+πλείονες πόλεις ή σήμερον, και έκαστον σχεδόν πλέθρον γης είχε
+και ένα σκηπτούχον άρχοντα. Οι βασιλείς ούτοι είχον τρεις
+βασιλοπούλας χαριεστάτας και πολυφέρνους, ως ήθελε γράψει σήμερον
+αθηναϊκή τις εφημερίς, αναγγέλλουσα τους αρραβώνας ή τους γάμους
+των. Και αι μεν δύο εξ αυτών, αι πρεσβύτεραι, ωραίαι και πλούσιαι
+νύμφαι ως ήσαν, εζητήθησαν ταχέως εις γάμον, και ηυξήθησαν από
+βασιλοπαίδων βασίλισσαι. Της τρίτης όμως και νεωτάτης η καλλονή
+ήτο κάλλος υπέρ θνητήν· κάλλος εξ εκείνων, άτινα καταπλήττουσι το
+βλέμμα και αποθαρρύνουσι τον πόθον, αντί δε να εμπνεύσωσιν έρωτα
+επιβάλλουσι θαυμασμόν και υπαγορεύουσιν άφωνον λατρείαν. Όσοι την
+έβλεπον, όχι μόνον να την επιθυμήσωσι σύζυγον δεν ετόλμων, όχι
+μόνον να την αγαπήσωσι δεν ησθάνοντο το θάρρος, αλλά μόλις είχον
+την γενναιότητα να ατενίσωσιν επί τον μέλανα οφθαλμόν της και να
+ανίδωσι προς το υπερήφανον αυτής μέτωπον. Την ελάτρευον λοιπόν,
+την εσέβοντο, την εφοβούντο σχεδόν, ως ελάτρευον και εφοβούντο
+την απειροπληθή χορείαν του Ολύμπου των, πολλοί δε μάλιστα, οι
+δεισιδαιμονέστεροι, και υπέθετον, ότι η ωραία Ψυχή — όπως
+εκαλείτο η ηρωίς μου — δεν ήτο θνητόν θνητής γέννημα, αλλά θείας
+υπάρξεως μεταμόρφωσις, έμψυχος ενσωμάτωσις της θεάς του κάλλους,
+γήινη ανάπλασις της ουρανίας Αφροδίτης. Επειδή δε οι άνθρωποι
+τότε ήσαν θεοσεβέστεροι των σημερινών και επομένως λίαν
+δεισιδαίμονες, η ευσεβής των αύτη υπόνοια ανεκλαδώθη βαθμηδόν εις
+γενικήν πεποίθησιν, το άκουσμα διεδόθη εις τα περίχωρα, και εκ
+των περιχώρων εις όλην την Ελλάδα, τα δε ανάκτορα του πατρός της
+Ψυχής, όσον μεγάλα και αν ήσαν — και δεν ήσαν πολύ μεγάλα, — δεν
+εχώρουν μετ' ολίγον τους λάτρεις της νεοφανούς θεάς, οίτινες
+αθρόοι προσέτρεχον πανταχόθεν, ίνα θύσωσιν, ουχί πλέον εις τους
+βωμούς της αοράτου θεάς, άλλα προ των ποδών της καλλιβλεφάρου
+ενσαρκώσεώς της.
+
+Η προσκύνησις αύτη, η εν αγαλλιάσει και χαρά πανδήμως τελουμένη,
+δύο μόνον όντα δεν ευηρέστει παντάπασι· τον πατέρα της Ψυχής και
+την αληθή θεάν Αφροδίτην. Και εκείνου μεν την λύπην ευκόλως θέλει
+εννοήσει πας πατήρ, ούτινος η θυγάτηρ, μ' όλην αυτής την
+ωραιότητα και τον πλούτον και την επιμελημένην, ως λέγομεν
+σήμερον, ανατροφήν, παρήλλαξεν ήδη άνυμφος την πρώτην νεότητα·
+της θεάς δε το πείσμα θέλει δικαίως εκτιμήσει πάσα ωραία γυνή,
+ήτις, συνειθισμένη εις όλου του κόσμου το θυμίαμα, βλέπει αίφνης
+το θυμιατήριον στρεφόμενον προς νέαν θεότητα. Εσκέφθησαν λοιπόν
+φυσικώς και οι δύο, χωρίς διόλου μεταξύ των να συνεννοηθώσι, πώς
+ήτο δυνατόν να απαλλαγώσι της οχληράς εκείνης υπάρξεως, η δε
+δυστυχής κόρη ευρέθη συγχρόνως, χωρίς καν να το υποπτεύη,
+αντικείμενον διπλής επιβουλής.
+
+Και η μεν θεά, άμα συλλογισθείσα, εύρεν αμέσως και το μέσον της
+εκδικήσεως. Εκάλεσε τον παράλυτον υιόν της, το χαριτωμένον εκείνο
+ζιζάνιον της οικιακής ειρήνης και ευδαιμονίας των θνητών, το
+καλούμενον Έρως, και αφού τον έσφιγξε τρυφερώτατα εις τας λευκάς
+της αγκάλας, και κατεφίλησε φιλοστόργως τας ροδίνας του παρειάς,
+και τον ηρώτησε μετά πολλού ενδιαφέροντος περί της υγείας του,
+των έργων του και των ασχολιών του — προς μεγίστην εκείνου
+έκπληξιν, όστις ουδέν άλλο συνήθως ήκουε παρά της μητρός του ή
+επιπλήξεις, και ουδέν άλλο ελάμβανε παρ' αυτής ή ραπίσματα — τον
+εκάθισε πλησίον της, του ενεπιστεύθη τον κρύφιον της ψυχής της
+πόνον, και εζήτησε παρ' αυτού εκδίκησιν. Τον παρεκάλεσε να
+εμφυσήση εις την καρδίαν της τολμηράς θνητής, ήτις ετόλμα να
+σφετερίζεται την λατρείαν της, σφοδρόν και ακαταμάχητον πάθος
+προς τον έσχατον των θνητών, ούτως ώστε η ως θεά υπό πάντων
+λατρευομένη να προσφέρη της ιδίας της αγάπης την λατρείαν εις τον
+ελάχιστον υπαλληλίσκον του πατρικού της βασιλείου, και αντί
+πλουσίου μεγαλεμπόρου της Αλεξανδρείας, ή θυσανοφόρου αξιωματικού
+ή ισχυρού βουληφόρου ή σοφού επιστήμονος, να επιθυμήση ως σύζυγόν
+της γραμματέα τινα ειρηνοδικείου ή τελωνοσταθμάρχην,
+δημοδιδάσκαλόν τινα τρίτης τάξεως ή γυρολόγον ή και χειρώνακτα. Ο
+Έρως, μη δυνάμενος να αντιστή εις την γοητείαν των δακρυσμένων
+οφθαλμών της μητρός του, και πρόσφατον έτι έχων την γεύσιν των
+φιλημάτων της, υπεσχέθη πρόθυμος ό,τι του εζητήθη, και ανεχώρησε
+συλλογιζόμενος, ότι η άγνωστος εκείνη της μητρός του εχθρά θα ήτο
+βεβαίως πολύ, παραπολύ ωραία, ίνα κινήση τόσον την ζηλοτυπίαν της
+αγαθής του μητρός, και ότι αφεύκτως έπρεπε να την ίδη.
+
+Ο δε πατήρ της Ψυχής εξ ετέρου, μη θέλων να υποβάλη τόσον
+μυστικήν οικογενειακήν υπόθεσιν εις τα φώτα του ανακτοβουλίου
+του, μήτε γνωρίζων πού αλλού να εύρη συμβουλήν, ετράπη την συνήθη
+τότε εις τους αμηχανούντας οδόν, επορεύθη τουτέστι προς τον
+Απόλλωνα, όστις ήτο μεν θεός, αλλά προς εξοικονόμησιν των
+επιγείων του αναγκών μετήρχετο και την μαγείαν επί γης, και
+έρριπτεν εν Δελφοίς τα χαρτιά εις τους θέλοντας να μάθωσι την
+τύχην των. Αφιχθείς ο βασιλεύς εις το μαντικόν κατάστημα του
+Απόλλωνος, εζήτησεν αμέσως ακρόασιν παρά του θεού· αλλ' ήκουσεν
+όμως παρά του γενειήτου και ρασοφόρου θυρωρού, ότι ο Κύριος
+έλειπεν. Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός εξετέλει
+απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει
+την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων
+σπουδαίας άλλας ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά
+του και ο σκοπός της ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν. Ο
+θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον
+και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του,
+και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την
+επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν
+εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο
+προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.
+
+Αληθώς δε ο Απόλλων ήτο προσκεκλημένος την εσπέραν εκείνην εις
+συμπόσιον των θεών. Νέος Θεός, ο υιός της Αλκμήνης και ουχί του
+συζύγου της Αμφιτρύωνος, αλλά του Διός, ο Ηρακλής, έμελλε να
+εισαχθή εις την χορείαν των Ολυμπίων, νομιμοποιούμενος δι'
+αναγνωρίσεως υπό του πατρός αυτού.
+
+Μεγάλη επί τούτω ευωχία είχε παρασκευασθή εις τους θεούς του
+Ολύμπου. Ο Ερμής είχε καταβή προ μιας εβδομάδος εις την γην, ίνα
+προμηθευθή κωπαίας εγχέλεις και κλαζομένειον οίνον — διότι η
+επιούσιος αμβροσία και το καθημερινόν νέκταρ δεν εκρίθησαν
+αρμόζοντα εις το έκτακτον της περιστάσεως, κομψά δε και
+καλλιγραφημένα υπό της Ήβης προσκλητήρια είχον διανεμηθή προ μιας
+ήδη εβδομάδος εις τους παλαιούς θεούς. Ο Απόλλων επομένως δεν
+ηδύνατο να λείψη, και κλείσας το εργαστήριόν του, απήλθε να
+λησμονήση εις την τράπεζαν του Διός την εκ της προσωρινής
+απεργίας χρηματικήν αυτού ζημίαν. Φύσει δε γυναικάρεσκος ων και
+ερωτύλος, εκάθισε πλησίον της Αφροδίτης και ήρχισε να ερωτολογή
+μετ' αυτής, προς μέγαν σκανδαλισμόν του συζύγου της Ηφαίστου και
+του εραστού της Άρεως, και να την διασκεδάζη, αφηγούμενος παν από
+της γης σκανδαλώδες καινολόγημα και πάσαν κακόγλωσσον τερθρείαν
+των πελατών του μαντείου του. Ούτω δε μεταξύ άλλων κατεπρόδωκε
+και την πρόσφατον αίτησίν του πατρός της Ψυχής. Την αγανάκτησιν,
+ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν
+αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν
+η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία
+ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της
+περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις
+ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα
+του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν.
+Συνενώσασα το ιλαρώτατον βλέμμα της μετά του γλυκυτάτου
+μειδιάματός της και των τρυφερωτάτων της λόγων, παρεκάλεσε τον
+θείον γόητα να μαντεύση εις τον πατέρα της πτωχής κόρης ό,τι
+απαισιώτερον περί της τύχης και του μέλλοντος της θυγατρός του,
+και να είπη προς αυτόν, ότι δεν ηδύνατο άλλως να αποτρέψη της
+κεφαλής του όσας συμφοράς παρεσκεύαζεν εις αυτόν η δυσοίωνος
+κόρη, ή εκθέτων αυτήν εις βοράν των θηρίων. Ο δε χαρτόμαντις
+θεός, το μεν χαριζόμενος εις τα απροσμάχητα θέλγητρα της
+συναδέλφου του, το δε και πιστεύων εις τους ιδίους αυτού χρησμούς
+πολύ ολιγώτερον ή όσον επίστευον εις αυτούς οι θνητοί του
+πελάται, υπεσχέθη το ζητηθέν, και ετήρησε την υπόσχεσιν αυτού την
+επομένην ημέραν, ότε λίαν πρωί προσήλθε και πάλιν ο βασιλεύς και
+έκρουσε την θύραν του εργαστηρίου του. «Τέρας, είπεν εις αυτόν,
+αλλ' όχι άνθρωπος θα νυμφευθή την θυγατέρα σου. Στόλισέ την ως
+νύμφην, και άφες αυτήν εκτεθειμένην επί τινος βράχου. Εκεί θα την
+ζητήση ο νυμφίος της.»
+
+Β'.
+
+Εις τους πρόποδας αποτόμου βράχου, δεσπόζοντος πυκνοτάτου δάσους,
+κατάκειται την επομένην εσπέραν λιπόθυμος και λυσιπλόκαμος η
+Ψυχή, ενδεδυμένη την νυμφικήν της στολήν.
+
+Είνε ωραία θερινή εσπέρα, και το ήρεμον λυκόφως της επερχομένης
+νυκτός περιστέλλει ανεπαισθήτως τον ορίζοντα και θάπτει κατά
+μικρόν υπό τας αμφιβόλους και πυκνουμένας σκιάς του δάση και
+βράχους και κοιλάδας. Η εσπερινή δρόσος καταβάλλει τον κονιορτόν
+της ημέρας, αι διψώσαι κάλυκες των μηκώνων εγείρουσι τας πορφυράς
+των κεφαλάς, τα δειλινά διαστέλλουσι τα κλεισμένα των χείλη προς
+το φίλημα της νυκτός, και η αναψύχουσα του δάσους πνοή φαιδρύνει
+την λάλον αηδόνα, προσαγορεύουσαν τους διά μέσου του φυλλώματος
+σπινθηρίζοντας αστέρας. Είνε μαγική αληθώς εσπέρα, εσπέρα ανταξία
+ζωής ολοκλήρου, εσπέρα εξ εκείνων, τας οποίας τοσάκις
+απολαμβάνομεν ημείς οι εν Αθήναις, χωρίς να τας εκτιμώμεν, και
+τοσάκις ποθούμεν επί ξένης, χωρίς να τας έχωμεν. Ομοιάζομεν κατά
+τούτο προς την έκθετον νύμφην, εφ' ης μάτην εκένου την εσπέραν
+εκείνην η φύσις πλήρεις τους θυλάκους των δώρων της, δι' ην μάτην
+εσκόρπιζεν αρώματα η αύρα, και μάτην έψαλλεν η αηδών και μάτην
+επέτελλον του ουρανού οι αδάμαντες. Αλλά και λιπόθυμος αν δεν ήτο
+η ατυχής κόρη, και νάρκη μολυβδίνη αν δεν εβάρυνε τας αισθήσεις
+της, τι ηδύνατο να αισθανθή ή να απολαύση η βαρύθυμος καρδία της;
+Η ευτυχία είνε άχρους ηλιακή ακτίς, αποκτώσα χρώμα μόνον διά του
+διαφανούς πρίσματος της ψυχής μας· όταν το πρίσμα ήνε αμαυρόν,
+άχρους απομένει και η ακτίς, ουδέ φωτίζει καν πλέον ή θάλπει.
+Τούτο συνέβη και εις την Ψυχήν, ότε εις νυκτερινόν ψύχος
+μεταβληθείσα η εσπερινή δρόσος αφύπνισε τας κοιμωμένας αισθήσεις
+της. Είδεν εαυτήν μόνην και εγκαταλελειμμένην εν μέσω του σκότους
+της νυκτός, και τρόμος επάγωσε την καρδίαν της· ενθυμήθη πόθεν
+και πώς ευρέθη εκεί, ανελογίσθη την φοβεράν της τύχην, ανέπλασεν
+εν φρίκη το απαίσιον μέλλον της, και αναίσθητος προς τα κύκλω
+θέλγητρα της θερινής νυκτός, απαθής προς την περιβάλλουσαν αυτήν
+μαγείαν της φύσεως, ανελύθη εις δάκρυα και έκλαυσε πικρώς. Έρριψε
+μακράν από της κεφαλής της τα ρόδα του νυμφικού της στεφάνου, και
+τα άφωνα κατ' αρχάς δάκρυά της ηύξησαν μετά μικρόν εις θρήνον
+γοερόν, Αλλ' ουδείς απήντησεν εις τον θρήνον της, ουδείς ήκουσε
+τον κλαυθμόν της. Ο γρύλλος εξηκολούθησε τρύζων υπό τα χόρτα, και
+η αηδών μέλπουσα υπό το φύλλωμα.
+
+Απείθεια εις τους χρησμούς του Απόλλωνος δεν επετρέπετο τότε, και
+ετιμωρείτο φρικτά υπ' αυτού και των άλλων συναδέλφων των θεών,
+αναλόγως της ειδικότητος εκάστου. Ο βασιλεύς εγνώριζε τούτο, αλλ'
+ήτο συνάμα και πατήρ, η δε πατρική του καρδία εδίσταζε να
+υποταχθή εις το απάνθρωπον εκείνο ει και θείον παράγγελμα.
+Επέστρεψε λοιπόν βαρύθυμος εις τα ανάκτορά του· μη αισθανόμενος
+δε ικανήν ψυχικήν δύναμιν, όπως εκτελέση μόνος την παραγγελίαν
+του Απόλλωνος, υπέβαλε τον χρησμόν του Λοξίου εις την σύσκεψιν
+των μυστικοσυμβούλων του, ζητών ενίσχυσιν παρά της αποφάσεως
+αυτών. Ούτοι δε, αφού παρέτριψαν τας χείρας των, και έβηξαν
+ολίγον, και εκυττάχθησαν μεταξύ των, και ουδέν είπον, όπως
+πράττουσι συνήθως οι βασιλικοί σύμβουλοι, οσάκις δεν γνωρίζουσιν
+εκ των προτέρων τας διαθέσεις του υψηλού αυτών κυρίου, έκυψαν
+κύκλω τας κεφαλάς, ως ει εβάρυνεν επ' αυτών ο χρησμός τον θεού,
+και μόνον της πολυτίμου σιωπής των την βοήθειαν παρέσχον εις τον
+βασιλέα των. Την βαθύσοφον εκείνην σιγήν υπέλαβεν ούτος ως
+έγκρισιν, και αφού τους ηυχαρίστησε διά την σπουδαίαν συνδρομήν
+των φώτων και της πείρας των, απέλυσεν αυτούς, και εξετέλεσεν
+εκών άκων τα υπό του Απόλλωνος παραγγελθέντα.
+
+
+Πολλήν ώραν έκλαυσεν ούτω η δυστυχής κόρη, αλλά τέλος απέκαμε
+κλαίουσα, τα βλέφαρά της εκλείσθησαν υπό το φίλημα του ύπνου, και
+απεκοιμήθη. Ωραίον όνειρον ήλθε τότε να αναπτερώση την
+καταπεπονημένην αυτής φαντασίαν και να γλυκάνη την πικρίαν της
+καρδίας της. Είδε καθ' ύπνους, ότι ευώδης και δροσερά ζεφύρου
+πνοή ανύψωσεν αυτήν υπέρ την γην και την έφερεν εναέριον·
+ησθάνετο εαυτήν ελαφράν ως πτερόν και τα στήθη της τα βεβαρημένα
+διεστέλλοντο ως πέπλος κυματίζων. Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί
+των πτερύγων της αύρας, υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν
+της δρυμούς και βουνά, δεν ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν
+ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν. Υψώθη ούτω υπέρ τα
+σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες έφευγον
+όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό
+του εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα. Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε,
+και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν,
+ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν
+ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον,
+αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου
+καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της. Ανεξήγητος τρόμος και
+αγωνία παράδοξος την εκυρίευσαν· ενόμιζεν ότι θα κρημνισθή εις τα
+τάρταρα, ότι εις ανήλιον σκότος έμελλε να βυθισθή, και ηθέλησε να
+φωνάξη, ίνα καλέση βοήθειαν· αλλ' η φωνή της εκόλλησεν εις τον
+λάρυγγά της, τα χείλη της εκινήθησαν σπασμωδικώς, και ότε τέλος
+ησθάνθη ότι δεν εκινείτο πλέον, ότι η φοβερά εκείνη κατάβασις
+είχε τελειώσει, ενόμισεν ότι εξέπνεε την εσχάτην αυτής πνοήν.
+Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα
+χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν.
+
+Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την
+περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία
+ηπλούτο περί αυτήν. Θα υπελάμβανε δε, ότι και ο ύπνος της και το
+όνειρόν της εξηκολούθουν εισέτι, αν δεν ησθάνετο τους οφθαλμούς
+της ανοικτούς, αν διά των άλλων αυτής αισθήσεων δεν
+αντελαμβάνετο, ότι η θέσις της μετεβλήθη, ότι δεν ευρίσκετο πλέον
+εν υπαίθρω, ουδέ κατέκειτο επί βράχων. Δεν έβλεπε πλέον αστέρας
+άνωθέν της, δεν ήκουε της αηδόνος το κελάδημα, ούτε ησθάνετο
+πλέον την δρόσον του δάσους και την πνοήν του ζεφύρου επί των
+παρειών της. Την οξείαν του θύμου οσμήν είχε διαδεχθή χλιαρά και
+μυρίπνους ατμοσφαίρα δωματίου, την προ μικρού πετρώδη κοίτην της
+είχεν αντικαταστήσει μαλακή πτιλώδης κλίνη, το δε αστερόφωτον
+λυκόφως του ουρανού και αι μελαναί του δάσους σκιαί είχον
+μεταβληθη εις εντελή και μονότονον σκοτίαν, ήτις την ετρόμαζεν,
+ως μας τρομάζει το άγνωστον και ακατάληπτον. Πώς μετήλλαξεν
+αίφνης την προτέραν της θέσιν; Πώς ωδοιπόρησε καθ' ύπνους; πώς
+αλλού κοιμηθείσα, αλλού εξύπνησε; ποίαν τριχίνην γέφυραν
+διέδραμεν εναέριος από βραχώδους πέτρας εις ευώδη κοιτώνα; Μάτην
+κατεπόνει τον νουν της, όπως απαντήση εις τα ερωτήματα ταύτα της
+ψυχής της η Ψυχή. Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις
+εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη
+εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του μυστηριώδους εκείνου και
+ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των χειλέων της, ότε
+δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και πάλιν τα
+χείλη. Πριν ή δε συνέλθη εκ της νέας εκπλήξεως, πριν ή κατορθώση
+καν να ανοίξη το στόμα της εις κραυγήν, έκλεισεν αυτό νέον
+φίλημα, και αμέσως άλλο, και πάλιν άλλο, και λάβα όλη ασπασμών
+εχύθη επί του προσώπου της, και ησθάνθη αναβράζον το αίμα του υπό
+την φλόγα ασθμαινούσης πνοής συγχρόνως δε νέα και σφριγώσα αγκάλη
+περιέβαλε την νεαράν της οσφύν, και άφθονοι βόστρυχοι κόμης
+μεταξίνης εθώπευσαν το μέτωπόν της. Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν,
+αλλά θερμά χείλη της έφραξαν και πάλιν το στόμα· επρότεινε τους
+ασθενείς της βραχίονας, ίν' αποδιώξη τον βαρύνοντα επ' αυτής
+εφιάλτην, αλλ' αι χείρες της απήντησαν νέον και θερμόν σώμα
+κατακείμενον παρά το πλευρόν της· ηγωνίσθη να αποσπασθή της
+φλογεράς εκείνης αγκάλης, αλλ' η αγκάλη εσφίγχθη στενότερον περί
+τα στήθη της.
+
+Πότε η χιών επάλαισε νικηφόρος κατά των ηλιακών ακτίνων; πότε
+αντέστη ο πάγος κατά του πυρός ; πότε αντηγωνίσθησαν αι νιφάδες
+της νυκτερινής πάχνης κατά του θάλπους ημέρας θερινής; Η αθώα μου
+ηρωίς ταχέως εννόησεν, ότι μάτην ανθίστατο. Αι δυνάμεις της
+ελύθησαν υπό άρρητον αίσθημα μακαριότητος, και της εφάνη ότι
+απέθνησκε θάνατον γλυκύν, γλυκύτερον πάσης ζωής.
+
+Γ'.
+
+Η Ψυχή απεκοιμήθη βαθμηδόν, αλλ' όνειρα δεν είδε πλέον.
+
+Πόσην ώραν εκοιμήθη ; εις τίνος νυμφίου εκοιμήθη τας αγκάλας;
+ουδ' αυτή το ήξευρεν, ότε εξύπνησε.
+
+Τούτο μόνον είδεν, ότι φαιδρόν και θάλπον φως επλήρου τον κοιτώνα
+της, και ότι ήτο μόνη.
+
+Ο μυστηριώδης εκείνος κοιτών, όπου τόσον παράδοξου διήγαγε νύκτα,
+απήστραπτεν ήδη όλην αυτού την λαμπρότητα υπό το φως του ηλίου.
+Βαρέα φοινικουργή υφάσματα εκόσμουν τους καταγράφους και
+επιχρύσους τοίχους· η οροφή, τετεχνημένη φιλοκάλως εξ ορυκτής
+υέλου, εμάρμαιρε πυρουμένη υπό των πρωινών ακτίνων, το δε εκ
+ποικίλου ψηφιδωτού δάπεδον έστιλβεν ως κάτοπτρον. Αυλαίαι
+βαρύτιμοι εκρέμαντο από των θυρών και των θυρίδων, τάπητες
+σαρδικοί εκάλυπτον τα περιθέοντα τον κοιτώνα ανάκλιντρα, και
+τρίποδες εκ πορφυρίτου ανείχον δίσκους αργυρούς, εφ' ων έκαιον
+ευώδη θυμιάματα. Η κλίνη της, με περσικάς υποστρώσεις και
+ελεφαντοτεύκτους πόδας, ήτο Αριστοτέχνημα πολυτελείας και
+φιλοκαλίας. Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της
+κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς
+εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως
+οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της
+λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν
+υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ
+λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν
+έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.
+
+Ότε ήνοιξεν η κόρη εντελώς τους οφθαλμούς της και είδε τα περί
+αυτήν, έμεινε χαίνουσα υπό θάμβους και άλαλος εκ της εκπλήξεως
+προς όσα εκύκλουν αυτήν θαύματα τέχνης και πλούτου.
+
+Έβαλλεν ανάρθρους κραυγάς θαυμασμού, και εκρότει τας χείρας ως
+παιδίον. Ηγέρθη, εκάθισε πάλιν, και πάλιν ηγέρθη, και ήρχισε να
+περιτρέχη τον περίκοσμον αυτής κοιτώνα, οτέ μεν προσηλούσα
+γοητευμένον το βλέμμα της εις των τοίχων τας γραφάς, οτέ δε
+θωπεύουσα και ψηλαφώσα τα τρίχαπτα παραπετάσματα, και πού μεν
+κατοπτριζομένη εις τα επί των τοίχων προσηλωμένα μεγάλα αργυρά
+κάτοπτρα, πού δε δροσίζουσα την εξημμένην της μορφήν διά των εκ
+πτερών ταώ ριπίδων, ας εύρισκεν επί των κύκλω ανακλίντρων.
+
+Σταθείσα αίφνης προ ενός των κατόπτρων, ησθάνθη πορφυρουμένας εξ
+ευχαριστήσεως τας παρειάς της. Τόσον ωραίαν ουδέποτε είχον δείξει
+αυτήν τα κάτοπτρα του πατρικού μεγάρου. Ήτο αληθώς τόσον ωραία;
+είπε καθ' εαυτήν· ήτο άρα το πρόσωπόν της εκείνο, ή μήπως η υπό
+του κατόπτρου αντανακλωμένη μορφή ήτο γοητείας πλάνη, παραίσθησις
+ανεξήγητος, ως ήρχιζε να φοβήται η κόρη ότι ήσαν πάντα τα από της
+χθες συμβαίνοντα εις αυτήν θαυμάσια; Και αν η περικαλλής εκείνη
+του κατόπτρου εικών ήτο εξημμένης φαντασίας είδωλον, είδωλον άρα
+φανταστικόν ήτο και ο μυστηριώδης νυκτερινός της σύντροφος; —
+Κατά τίνα παράδοξον ειρμόν μετέβησαν οι λογισμοί της νεάνιδος από
+της θελκτικής θέας του ιδίου της προσώπου εις τον νυκτικόν της
+ξένον, θα εννοήση ευκόλως, αν όχι ο αναγνώστης μου, αλλά βεβαίως
+όμως πάσα μου αναγνώστρια· και διά τούτω περιττόν είνε να εξηγηθή
+διά μακρών, πώς η κατάπληκτος διάνοια της Ψυχής, από απορίας εις
+απορίαν μεταπίπτουσα, έφθασε τέλος εκεί, όθεν έπρεπεν ίσως ν'
+αρχίση, ότε εξυπνήσασα ευρέθη μόνη, τουτέστιν εις τον παράδοξον
+σύντροφον της παραδόξου νυκτός της.
+
+Τι έγεινεν ο μυστηριώδης εκείνος ξένος, ο έχων τόσον θερμήν την
+αγκάλην, τόσον μεταξίνην την κόμην, και τόσον γλυκύ το φίλημα;
+πώς ανελήφθη εγγύθεν της, χωρίς αυτή να το εννοήση; διατί δεν
+ανέμεινε πλησίον της το φως της πρωίας; Αυτά ηρώτα τώρα καθ' εαυτήν
+η νεάνις, αναπολούσα το πρόσφατον παρελθόν, αλλ' ουχί και
+αμέριμνος περί του προσεχούς μέλλοντος. Μη δυνηθείσα όμως, όσον
+και αν ετυράννησε την μικράν της ξανθήν κεφαλήν, να απαντήση εις
+τα ίδια αυτής ερωτήματα, απεφάσισε να περιέλθη το μέγαρον όλον,
+ούτινος μικρόν βεβαίως μόνον μέρος απετέλει ο κοιτών εν ώ
+ευρίσκετο, ελπίζουσα να ανεύρη που κρυπτόμενον τον δραπέτην.
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και διέδραμε το έν μετά το άλλο
+τα δώματα της ευρείας οικοδομής· αλλ' εύρε πάντα έρημα. Λαμπρότης
+και πολυτέλεια πανταχού, γραφαί και αγάλματα, τάπητες και
+αυλαίαι, τράπεζαι και κλιντήρες εις όλους τους θαλάμους και τας
+αιθούσας, αλλ' ουδαμού ψυχή γεννητής το παραδοξότερον δε πάντων
+ήτο, ότι όπου και αν διευθύνετο, ουδεμίαν εύρισκεν έξοδον, το δε
+πλανώμενον βήμα της επανέφερεν αυτήν πάντοτε εις τον αρχικόν της
+κοιτώνα, και τρεπόμενον εκείθεν εις άλλην διεύθυνσιν, εκεί πάλιν
+μετ' ολίγον επανήρχετο. Περιήλθεν ούτω πολλάκις το μεγαλοπρεπές
+μέγαρον· αλλά την κατεπόνησε τέλος η εντός του λαβυρίνθου εκείνου
+ανωφελής περιπλάνησις, ιλιγγίασις εθάμβωσε τους οφθαλμούς της,
+και κατέπεσεν ολιγοδρανής εις έν ανάκλιντρον. Ίσως όμως και
+πεζότερόν τι αίσθημα ήτο αφορμή της σκοτοδινίας της· ίσως
+παράδοξοι τίνες νυγμοί του στομάχου, σημαίνοντες την κοινοτάτην
+των ανθρώπων ανάγκην, έρριψαν την αχλύν εκείνην επί τους
+οφθαλμούς της θνητής ηρωίδος μου· τόσον δε τούτο είνε
+πιθανώτερον, όσον ευώδης μετ' ολίγον κνίσσα, αναδιδωμένη από του
+παρακειμένου δωματίου, εγαργάλισε την όσφρησίν της, και την
+εξήγειρεν από του παροδικού της ληθάργου. Έδραμεν η Ψυχή εκεί,
+και προς ευχάριστον έκπληξίν της εύρε τράπεζαν εστρωμένην και όψα
+επ' αυτής πολλά. Καθίσασα δε . . έφαγε, διότι επείνα πολύ.
+
+Μετά τούτο . . . — πλην τι ενδιαφέρον θα είχε διά τον αναγνώστην,
+να μάθη πώς διήγαγε την επίλοιπον ημέραν η νεάνις, ποσάκις
+περιήλθε και πάλιν την μαγικήν αυτής κατοικίαν, ποσάκις
+εσταμάτησε προ του κατόπτρου διευθετούσα την κόμην της, και
+ποσάκις ήλλαξε στολήν, αντλούσα από των αφθόνων ιματιοθηκών του
+μεγάρου, τας οποίας ανεκάλυψε κατά τας επανειλημμένας αυτής
+εκδρομάς;
+
+Ότε η εσπερινή αμφιλύκη ήρχισε να περιλούη διά των ελαφρών και
+αβεβαίων της ατμών τας κορυφάς των ορέων και τα υψίκομα δένδρα
+του δρυμού, οι δε αστέρες να σπινθηρίζωσι μεμονωμένοι και αραιοί
+εις τον αμαυρούμενον ουρανόν, ο κοιτών της Ψυχής ήρχισε
+πληρούμενος σκότους, η δε καρδία αυτής αορίστου τινός
+συναισθήματος, μετέχοντος τρόμου συνάμα και προσδοκίας. Το στήθος
+της συνεστέλλετο βεβαρημένον, η αναπνοή της διεκόπτετο, και η
+καρδία της οτέ μεν εκτύπα βιαίως ως σφύρα, οτέ δε εθρόει μόλις ως
+τρέμον φύλλον. Ησθάνετο ρεύμα θερμόν αναβαίνον εις το πρόσωπον
+αυτής και πορφυρούν τας παρειάς της, μετ' ολίγον δε πάλιν
+φρικίασις αστραπιαία διέτρεχε τας ρίζας των τριχών αυτής και
+εψύχραινε τους κροτάφους της. Καθημένη παρά την θυρίδα του
+θαλάμου της, και πλανώσα ανήσυχον αορίστου προσδοκίας βλέμμα επί
+τον κυκλούντα το μέγαρον χλοερόν και κατάφυτων κήπων, ησθάνετο
+ότι κάτι ανέμενεν, αλλ' εφωβείτο να ομολογήσει ενδομύχως, ότι το
+κάτι εκείνο ήτο ο άγνωστος της νυκτός. Προσήλου το βλέμμα της εις
+πάσαν ατραπόν, έτεινε τω ους αυτής προς τον αμυδρότατον ήχον, και
+πας κρότος τη εφαίνετο κρότος βημάτων, πάσα σκιά υπεδύετο το
+σχήμα ανθρωπίνου αναστήματος. Και ήτο μεν πεπεισμένη, ότι ο
+μυστηριώδης εκείνος ξένος ήτο άνθρωπος ως αυτή, διότι η
+θετικωτέρα των αισθήσεων, η αφή, την είχε ικανώς διδάξει τούτο·
+αλλ' είχεν όμως την περιέργειαν να ίδη, πώς ο άνθρωπος αυτός
+ήθελεν εισέλθει εις μέγαρον, το οποίον ούτε εισόδους είχεν ούτε
+εξόδους.
+
+Βαθμηδόν όμως τα σκότη επυκνώθησαν, οι κλώνες των δένδρων
+συνεχύθησαν εις μελανόν και άμορφον όγκον, το δε βλέμμα της Ψυχής
+ουδέν κατώρθονε πλέον να διακρίνη, όσον και αν προσεπάθει να
+διαπεράση τον καταπετασθέντα ενώπιόν της πέπλον της νυκτός. Έν
+μόνον είδεν αίφνης προ αυτής και εξεπλάγη· είδε τας κορυφάς των
+υψηλών αιγείρων του κήπου περιβαλλομένας υπό τρομώδους φωτός και
+την σκιάν της κεφαλής της παρατεινομένην επί του φωτισθέντος
+φυλλώματος. Πόθεν η αιφνιδία εκείνη ακτίς; έστρεψε την κεφαλήν
+και είδε τον κοιτώνα της κατάφωτον. Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί,
+αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς,
+πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε
+τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή
+ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των
+αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να
+μαντεύση προσεπάθησε. Συνειθίσασα πλέον εις τα παράδοξα και
+ακατάληπτα, εδέχθη απαθής και το νέον τούτο αίνιγμα. Τέλος
+εβάρυναν τα βλέφαρά της, και μετ' ολίγον η Ψυχή εκοιμάτο εις την
+κλίνην της.
+
+Μετά τινας όμως στιγμάς αι λυχνίαι εσβέσθησαν υπό μυστηριώδη
+πνοήν, θρους ελαφρός, οιονεί πτερυγίσματος, ετάραξε την ηρεμίαν
+της νυκτός, σκιά τις εφάνη ορθουμένη προ του παραθύρου, και η
+Ψυχή εξύπνησε. Δεν επρόφθασε να βάλη κραυγήν, και έν φίλημα της
+έκλεισε το στόμα.
+
+Δ'.
+
+Προς τι να διηγηθώ τα της δευτέρας ταύτης νυκτός και των επομένων
+άλλων; Πολλαί ήλθον και παρήλθον ούτω, όμοιαι και απαράλλακτοι
+προς την πρώτην, και πάσαν νέαν αυγήν η Ψυχή αφυπνούσα έβλεπεν
+ότι ήτο μόνη. Προσεπάθει πάντοτε, ολιγώτερον μεν ανήσυχος αλλά
+πλειότερον περίεργος, να μαντεύση τις και ποίος ήτο ο νυκτερινός
+της φίλος, αλλ' αι προσπάθειαί της απέμενον άγονοι· μόνη δε καθ'
+εσπέραν κατακλινομένη, μόνη και πάλιν αφύπνου, μη κατορθούσα καν
+να εννοήση, πότε την απεχωρίζετο ο νυκτικός της σύντροφος.
+
+Και δεν τον ηρώτα; ίσως ερωτήση τις των αναγνωστών μου. Και τούτο
+το έκαμε, αλλά και αυτό απέβη μάταιον. Ο μυστηριώδης της εραστής
+όχι μόνον δεν εξωμολογήθη τις ήτο εις την νεαράν του φίλην, αλλά
+και αυστηρώς της απηγόρευσε πάσαν ομοίαν ερώτησιν του λοιπού·
+προσέθεσε δε μετά σοβαρότητος δυσαναλόγου προς την παιδικήν
+κλαγγήν της φωνής του, ότι ήθελε διαλυθή ως ιστός αράχνης η
+ευτυχία των, ευθύς ως έπνεεν επ' αυτής η ελαχίστη γνώσεως πνοή,
+διότι η ευδαιμονία εκείνη ήτο ευδαιμονία θάλλουσα μόνον εις το
+σκότος και μαραινομένη εις το φως. Μάτην επέμεινεν η νεάνις, και
+μάτην ικέτευσε και εθώπευσε, . . και έκλαυσεν επί τέλους, ως αι
+γυναίκες ηξεύρουσι να κλαίωσι.
+
+ — Μη ζήτει, Ψυχή μου, απήντησεν εκείνος, να μάθης ποίος είμαι.
+Έσο ευδαίμων εις τας αγκάλας μου, όπως είμαι εις τας ιδικάς σου,
+και μη θέλης άλλο περισσότερον. Κατά τι θ' αυξήση την ευτυχίαν
+μας να μάθης το όνομά μου; Κατ' ουδέν, αγαπητή μου Ψυχή· θα την
+καταστρέψη μάλιστα, σου το ορκίζομαι εις τον έρωτά μου. Θα την
+καταστρέψη, διότι όταν μάθης ποίος είμαι και ιδής το πρόσωπόν
+μου, θα με χάσης από τας αγκάλας σου και δεν θα μ' επανίδης
+πλέον. Θα θρηνήσης τότε τον χωρισμόν μας, θα χύσης πικρά
+μετανοίας δάκρυα, αλλά η όψιμός σου μετάνοια δεν θα σε ωφελήση·
+το γνωστόν δεν γίνεται πλέον άγνωστον. Αγάπα με λοιπόν, Ψυχή μου,
+ως σε αγαπώ, αλλ' αγνόει ποίον αγαπάς. Δεν θα γείνη θερμοτέρα η
+αγκάλη μας, αν με γνωρίσης, ούτε τα φιλήματά μας θα γείνουν
+γλυκύτερα. Μη ζητής να ανακαλύψης ό,τι και συ πρέπει να αγνοής
+και οι εχθροί μας να μη γνωρίζωσιν. Άφησε, αγάπη μου, να διαρρέη
+τοιουτοτρόπως άγνωστος και μυστική η αγάπη μας, ως δροσερόν
+μικρόν ρυάκιον, ψιθυρίζον μυστικά υπό τα πράσινα χόρτα· μη
+επιθυμής να αποκαλύψης το μυστικόν του ρείθρου εις τας καυστικάς
+ακτίνας του ηλίου, αι οποία θα το απορροφήσωσι και θα το
+ξηράνωσι. Δος μου την υπόσχεσιν να μη μ' ερωτήσης πλέον, τις
+είμαι, μήτε να προσπαθήσης καν να το μάθης μόνη σου. Την
+υπόσχεσιν αυτήν σου ζητώ χάριν της αγάπης μας, χάριν σου της
+ιδίας, χάριν της ευτυχίας και των δύο μας.
+
+Εις τους λόγους τούτους τους γλυκείς, τους οποίους πολλάκις
+διέκοψαν γλυκύτερα αυτών φιλήματα, δεν κατώρθωσε να αντιστή, η
+νεαρά νύμφη. Έδωκε την ζητηθείσαν υπόσχεσιν, και οι θερμοί
+σύζυγοι εχωρίσθησαν, πριν ή έτι διολισθήση εις τον κοιτώνα των
+διά της πυκνής αυλαίας του παραθύρου η πρώτη πρωινή ακτίς. Αλλ' η
+υπόσχεσις της Ψυχής ήτο δυστυχώς ανωτέρα των δυνάμεών της και
+ασθενεστέρα πολύ της περιεργείας της· τούτο δε κατενόησε και αυτή
+η ιδία, ευθύς ως απέμεινε μόνη και δεν αντήχουν πλέον εις τα
+θελγόμενα ώτα της αι εύγλωττοι παρακλήσεις του μυστηριώδους
+ξένου. Ανελογίσθη ψυχρότερον τους λόγους του, και προσεπάθησε να
+δικαιολογήση την απαγόρευσιν εκείνου, όπως εγκρίνη απαθώς και την
+ιδίαν αυτής υπόσχεσιν· δεν το κατώρθωσεν όμως.
+
+Τι λόγον έχει, διελογίζετο η Ψυχή, να μη θέλη να φανερωθή εις
+εμέ; αν με αγαπά αληθώς, ως λέγει, διατί δεν με εμπιστεύεται; Και
+αν το μυστικόν είνε απαραίτητον και η δυσπιστία του αναγκαία,
+διατί δεν εξηγεί και εις εμέ την ανάγκην, διά να την αναγνωρίσω
+και υποταχθώ; Ποίοι είνε οι εχθροί μου αυτοί οι άγνωστοι, εις
+τους οποίους πρέπει να μείνη κρυμμένη η αγάπη μας; Εις μάτην
+κοπιάζω τον νουν μου· δεν ευρίσκω κανένα εχθρόν μου· δεν γνωρίζω
+τουλάχιστον ανθρώπων ή θεόν, εις τον οποίον να ημάρτησα, και του
+οποίου να επέσυρα την έχθραν. Και διατί άραγε θα καταστρέψουν οι
+άγνωστοι αυτοί εχθροί μου την ευτυχίαν μου, αν μάθω εγώ εις τίνα
+την χρεωστώ, αν γνωρίσω ποίον είνε το μυστηριώδες αυτό ον, του
+οποίου με θερμαίνουσι πάσαν νύκτα αι αγκάλαι ; Διατί δεν μου λύει
+το αίνιγμα, αφού θέλει να το σεβασθώ ; . . Όχι· δεν είν' αλήθεια
+όσα μ' έλεγε, αλλά μόνον προφάσεις· ηθέλησε να με φοβήση, διά να
+μη ζητήσω να μάθω τις είνε. Έχει λοιπόν συμφέρον να κρύπτεται, . .
+αλλά ποίον συμφέρον ; . .
+
+Και εξηκολούθει βυθιζομένη εις τας σκέψεις της, και εις το βάθος
+αυτών ενόμισεν ότι εύρε τέλος μέσον πρόσφορον και την ιδίαν αυτής
+περιέργειαν να θεραπεύση, και της απαγορεύσεως του νυκτερινού της
+φίλου να μη φωραθή παραβάτις.
+
+Κατίσχυσεν ούτω ορμεμφύτως εν τη αθώα ψυχή της νεάνιδος η
+γυναικεία εκείνη σοφιστεία, η θεμέλιον της κοσμικής ηθικής
+ανακηρύττουσα το «Ποίος θα το μάθη;», η μετρούσα τω κακόν με του
+σκανδάλου τον πήχυν.
+
+Ε'.
+
+Αποφασίσασα η Ψυχή να ίδη εκ παντός τρόπου το πρόσωπον του
+εραστού της, απεφάσισε συνάμα, να εκτελέση το σχέδιόν της την
+αυτήν εκείνην νύκτα. Επειδή δε διά να ίδη είχε προ παντός ανάγκην
+φωτός, διότι ο άγνωστος ήρχετο και απήρχετο εν βαθυτάτω σκότει,
+διενοήθη να σώση ένα των λύχνων του κοιτώνος της από της
+μυστηριώδους και ανεξηγήτου πνοής, ήτις τους έσβυνε μικρόν προ
+της αφίξεως του αγνώστου εραστού, και πρόσφορον προς τούτο έκρινε
+να μετατοπίση και κρύψη ένα εξ αυτών όπισθεν βαρείας και πυκνής
+αυλαίας· τούτο έκαμε, και αληθώς το φως της λυχνίας διέφυγε τον
+μοιραίον του θάνατον και επέζησε, διαλαθόν ου μόνον τον απόκρυφον
+φωτοσβέστην, αλλά και αυτού του Έρωτος τον οφθαλμόν, όστις
+καθιπτάμενος κατάκοπος εις της Ψυχής του τας αγκάλας, κατεκλίθη
+παρ' αυτήν ανύποπτος πάντοτε και αμέριμνος.
+
+Είπον Έρωτος προ μικρού, ωνόμασα δηλαδή τον μέχρι τούδε και εις
+τον αναγνώστην μου άγνωστον εραστήν της ηρωίδος μου, διότι καιρός
+είνε πλέον να γνωσθή ό,τι και εκείνη μετ' ολίγον θα μάθη. Ο υιός
+της Αφροδίτης, αποφάσισας να γνωρίση τις ήτο η περικαλλής εκείνη
+κόρη, της οποίας το πανδήμως λατρευόμενον κάλλος είχεν ανάψει
+τόσην ζηλοτυπίαν εις τα θεία της μητρός του στήθη, μετέβη μόνος
+εις τον βράχον της εκθέσεως, είδε την ωραίαν και
+εγκαταλελειμμένην νεάνιδα, και η καρδία του διεσείσθη μέχρι μυχών
+υπό οίκτου και ανεφλέχθη διά μιας υπό πόθου. Ανήρπασεν αυτήν επί
+των πτερύγων του, χωρίς να συλλογισθή μήτε της μητρός του την
+ενδεχομένην οργήν, μήτε τα λοιπά του τολμήματός του επακόλουθα,
+και την έφερεν, ως είδομεν, εναέριον εις το εξοχικόν του μέγαρον,
+όπου και την επεσκέπτετο πάσαν νύκτα, άγνωστος και μυστηριώδης,
+κρύπτων τους έρωτάς του από τον μητρικού όμματος υπό τον πέπλον
+της νυκτός.
+
+Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης
+ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά
+μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή
+του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του.
+Η Ψυχή προσεποιήθη και αυτή κατ' αρχάς την κοιμωμένην, και η
+αναπνοή της ηνώθη επί μικρόν προς την ατάραχον πνοήν του Έρωτος·
+αλλά μετ' ολίγον απέσυρε σιγά σιγά τον τράχηλον της υπό την
+κεφαλήν του θεού, κατέβη της κλίνης, και βαίνουσα γυμνόπους επ'
+άκρων δακτύλων έλαβε τον υποκλαπέντα λύχνον από της κρύπτης του·
+τρέμουσα δε όλη και κρατούσα την αναπνοήν αυτής, αλλά μάτην
+προσπαθούσα να κρατήση και της καρδίας της τους παλμούς,
+επλησίασεν εις την κλίνην, όπου νήδυμον και βαθύν εκοιμάτο ύπνον
+ο νεαρός θεός.
+
+Ποίον θέαμα παρέστη εις τους οφθαλμούς της νέας γυναικός ευκόλως
+φαντάζεται ο αναγνώστης, αν έτυχε ποτέ να αναγνώση μυθολογικάς
+περιγραφάς του πτερωτού θεόπαιδος. Το θείον του κάλλους πρότυπον,
+ενσαρκωμένον εις σώμα λευκόν ως αλάβαστρος και απαλόν ως ρόδου
+πέταλον, ανέπνεε σιγά με διεσταλμένα και μειδιώντα χείλη υπό τα
+έκθαμβα όμματα της Ψυχής. Ο ύπνος είχεν έτι μάλλον πορφυρώσει τας
+ροδίνας αυτού παρειάς, εφ' ων επήνθει ο χνους της παιδικής
+ηλικίας, η δε ουλόθριξ και ξανθή αυτού κόμη, ηπλωμένη ατάκτως
+περί τον τρυφερόν αυτού τράχηλον, έστιλβε χρυσίζουσα υπό το
+τρέμον φως του προδότου λύχνου· τα πορφυρά του χείλη έφερον έτι
+τον υγρόν τύπον των φιλημάτων της Ψυχής, και προετείνοντο
+άπληστα, ωσεί νέον ποθούντα ασπασμόν. Αι ελαφραί του πτέρυγες,
+συνεσταλμέναι περί τους τορευτούς αυτού ώμους, έτρεμον παλλόμεναι
+υπό της ομαλής του αναπνοής, τα δε τα στήθη του, ροδόλευκα ως
+προφαίνουσα ηώς και μαλακά ως ζύμη νεαρά, εστίζοντο υπό των
+διαφανών μαργαριτών του θείου του ιδρώτος.
+
+Η Ψυχή όμως, — η απερίσκεπτος και περίεργος Ψυχή δεν επρόφθασε να
+παρατηρήση μήτε να θαυμάση καθ' έν τα κάλλη του εραστού της.
+Μόλις τον είδε φωτισθέντα υπό του λύχνου, και κραυγή καταπλήξεως
+διέρρηξε τα χείλη της· ο θαυμασμός της διέσεισεν αυτήν ως τρόμου
+αιφνιδίου ριπή, η χειρ της εκλονίσθη, σταγών διακαούς ελαίου
+εχύθη από του λύχνου επί των ώμων του θεού, και η Ψυχή ουδέν
+πλέον άλλο είδεν. Ο λύχνος έπεσεν από των χειρών της χαμαί μετά
+πατάγου φοβερού, ωσεί κόσμος ολόκληρος κατεκρημνίζετο κύκλω της,
+σκότος βαθύ την περιέβαλε, και τόσον μόνον ησθάνθη, ότι
+κατεκυλίετο από ύψους εις βάθος . . . . . .
+
+Ότε ήνοιξε τους οφθαλμούς της, φως ηλίου άπλετον κατηύγαζεν, όχι
+πλέον τους καταγράφους τοίχους του μυροβόλου κοιτώνος της, αλλά
+βράχους κύκλω ξηρούς και δάση άγρια, τους αυτούς εκείνους βράχους
+και δρυμούς, ους είχεν εμπρός της καθ' ην ημέραν αι άστοργοι του
+πατρός της χείρες είχον εκθέσει αυτήν εις βοράν των θηρίων.
+
+Ταχεία αναπόλησις του προσφάτου και μαγικού αυτής παρελθόντος
+διέδραμεν ως αστραπή την φαντασίαν της, και υπέθεσε προς στιγμήν,
+ότι από γοητευτικού ονείρου αφύπνωσεν αποτόμως εις την φοβεράν
+πραγματικότητα. Αλλ' η μνήμη αυτής έγεινε κατ' ολίγον ηρεμωτέρα,
+αι λεπτομέρειαι της αποπτάσης ευτυχίας επανήλθον όλαι εις την
+διάνοιάν της, και το μέγεθος της αμαρτίας αυτής περιέσφιγξεν ως
+διά σιδηρού κλοιού την καρδίαν της. Τα ενθυμήθη όλα, και ανελύθη
+εις δάκρυα πικρά. Πλην τι ωφέλουν πλέον οι θρήνοι; Μάτην επότισε
+και πάλιν διά των δακρύων της τους αυχμηρούς εκείνους βράχους,
+όπου την είχεν εγκαταλείψει άλλοτε η πατρική αστοργία και την
+ηύρεν η περιπαθεστάτη αγάπη· μάτην αντήχησαν τους ολογυγμούς
+αυτής οι μυχοί του δάσους. Τώρα τα δάκρυά της έρρευσαν χωρίς
+κανείς να τα σπογγίση, και οι στεναγμοί της εξήχησαν χωρίς να
+ακουσθώσι, μόνη δε η απελπισία ήλθε και εκάθισε σύντροφος αυτής
+παρά το πλευρόν της. Αλλ' όπως πολλάκις η μεν ελπίς ναρκόνει την
+ψυχήν και παραλύει την δράσιν ημών επί τη κενή προσδοκία της
+ευτυχίας, η απόγνωσις δε τουναντίον κεντρίζει και ζωογονεί εις
+έσχατον αγώνα πάσας ημών τας δυνάμεις, όπως ο ναυαγός αισθάνεται
+πολλαπλάσιον το ψυχικόν αυτού σθένος και τα νεύρα του εντεινόμενα
+ως χαλύβδινα, και κολυμβά εν τη απελπισία του όσον διάστημα ουδέ
+να φαντασθή ήθελεν άλλως τολμήσει, ούτω και τώρα η παντελής
+απόγνωσις ανεπτέρωσε τας δυνάμεις της Ψυχής και εξήγειρε την
+κατάκοπον διάνοιάν της, η δε αναζήτησις του απολεσθέντος εραστού
+υπήρξε το μόνον φωτεινόν σημείον, εις ο ητένισαν μετά πόθου τα
+αναλάμψαντα ψυχικά της όμματα.
+
+Δεν εσυλλογίσθη το πατρικόν της δώμα, ούτ' εσκέφθη καν να
+καταφύγη εις των βασιλισσών αδελφών της τα ανάκτορα. Ούτε
+πατρικήν εστίαν ήθελε πλέον, ούτε θωπείας επεθύμει αδελφικάς, εις
+αντάλλαγμα εκείνων, ων εθρήνει την στέρησιν. Ήθελε τον
+απολεσθέντα πάγκαλον σύζυγον, τον μυστηριώδη εκείνον ξένον, τον
+γνωρίσαντα εις αυτήν την ευτυχίαν ην ήλπιζε να επανεύρη μετ'
+αυτού.
+
+Ετράπη λοιπόν εις αναζήτησίν του, και ακάματον διέβη το βήμα της
+βουνούς και κοιλάδας.
+
+Ας την αφήσωμεν δε τώρα προς στιγμήν πλανωμένην εική δι' αγνώστων
+οδών, ερωτώσαν ανά πάσαν τρίοδον περί του δραπέτου, και
+εκπλήττουσαν τους διαβάτας διά της αλλοκότου περιγραφής του, την
+οποίαν ήντλει από των προσφάτων αυτής αναμνήσεων, και ας
+παρακολουθήσωμεν τον Έρωτα.
+
+ΣΤ'.
+
+Νωπόν έτι και δριμύ φέρων εις τον ώμον του το άλγος του καύματος,
+επέταξεν ούτος εις το ενδιαίτημα της μητρός του, και κατεκλίθη
+εις έν ανάκλιντρον του θαλάμου της, αφού παρεκάλεσε πρότερον τον
+γέροντα Ασκληπιόν, εις ον εξεμυστηρεύθη τα πράγματα επί υποσχέσει
+εχεμυθίας, να του δώση πρόσφορον αλοιφήν διά την πληγήν του. Αλλ'
+ο θείος ιατρός δεν ωμοίαζεν ακόμη τότε τους σημερινούς απογόνους
+του, οίτινες κρύπτουσιν ενίοτε εις τας μητέρας τα τρυφερά
+νοσήματα των υιών των, και επρόδωκε το μυστικόν εις την
+Αφροδίτην. Η δε φιλόστοργος αυτή μήτηρ, αφού πρώτον ηγανάκτησε
+και εφώναξε και επλατάγησεν, αφού προσεποιήθη τα νεύρα της και
+επετίμησε διά πολλών ακόσμων προσφωνήσεων τον παράλυτον — ως τον
+απεκάλεσεν — υιόν της, εκάθισεν όμως έπειτα, ωριμώτερον και
+απαθέστερον σκεφθείσα, παρά το προσκεφάλαιον του νοσούντος τέκνου
+της, φιλόστοργον μεν έχουσα πρόφασιν την μητρικήν αυτής περί της
+θεραπείας του μέριμναν, λόγον δε αληθή της νοσοκομίας της την
+άγρυπνον φρούρησιν του ατιθάσσου μείρακος. Παρέμενε δ' εκεί
+ημέρας πολλάς, ουδέ βήμα αυτού μακρυνομένη, και αφού έτι επουλώθη
+η πληγή του.
+
+Τις οίδε δε πόσον θα παρετείνετο η επίμονος αύτη μητρική
+φιλοστοργία και ο παντελής αποκλεισμός του ασώτου υιού από του
+έξω κόσμου, αν έκτακτόν τι γεγονός δεν ενέβαλλεν εις πειρασμόν
+την φιλαρέσκειαν της θεάς.
+
+Ο Ζευς έδιδε την επαύριον μεγάλην χορευτικήν εσπερίδα επί του
+Ολύμπου, το δε μητρικόν φίλτρον της Αφροδίτης, όσον βαθέως και αν
+συνησθάνετο αύτη την ανάγκην της κοσμικής του επιδείξεως, δεν
+κατώρθωσε να νικήση τας ορχηστικάς των ποδών της διαθέσεις, τόσον
+μάλλον, όσον η των χαρίτων βασιλίς είχεν ήδη υποσχεθή τον πρώτον
+αντίχορον εις τον νέον εραστήν της Απόλλωνα, και κατ' ουδέ να
+λόγον εννόει να λείψη. Παρεκάλεσε λοιπόν τον Ερμήν να την
+αναπληρώση δι ολίγας ώρας παρά την κλίνην του εν αναρρώσει
+διατελούντος υιού της, και μετέβη εις τον χορόν.
+
+Ο Ερμής, όστις έτρεφε τότε και αυτός εις τα βάθη του θείου του
+στήθους μυστικόν τι και ουχί εντελώς πλατωνικόν αίσθημα προς την
+θεάν του κάλλους, και προσεπάθει παντί τρόπω να υποσκελίση τον
+συνάδελφον θεόν της μαντικής, δεν ηθέλησεν, εννοείται, να
+δυσαρεστήση την Αφροδίτην, έδραξε δε μάλιστα προθύμως την
+ευκαιρίαν να της παράσχη εκδούλευσιν, της οποίας γλυκυτάτην
+ανέπλαττε την αμοιβήν η λογιστική του φαντασία. Μετέβη λοιπόν
+προς τον Έρωτα, ον εύρε καταγινόμενον εις καθαρισμόν και
+ταξινόμησιν των βελών της φαρέτρας του. Μη έχων τι άλλο να κάμη ο
+υγιέστατος εκείνος ασθενής, χασμώμενος εκ πλήξεως, αδημονών διά
+τον αδικαιολόγητον περιορισμόν του, και στενοχωρούμενος υπό της
+αγωνίας αυτού περί της τύχης της ερωμένης του, προσεπάθει να
+απατήση τον καιρόν, και να διασκεδάση την πλήξιν του αναθεωρών
+και τακτοποιών την μικράν αυτού οπλοθήκην.
+
+Ιδών τον Ερμήν προσερχόμενον εχάρη μεγάλως ο νεαρός θεός, ούτ'
+εδυσκολεύθη να ανοίξη εις αυτόν την καρδίαν του, και να του
+διηγηθή τα μυστικά του, ελπίζων να συγκινήση αυτόν και να τύχη
+της ελευθερίας. Ο δε πονηρός υιός της Σεμέλης, βλέπων τον μείρακα
+ταξινομούντα τα βέλη του, και γνωρίζων εκ φήμης την δύναμιν
+αυτών, εφάνη μεν συγκινηθείς εκ των παθημάτων του μικρού του
+συναδέλφου, αλλά της προσποιητής του συμπαθείας κρύφιος λόγος ήτο
+να ανταλλάξη αυτήν προς έν των βελών εκείνων, ίνα το μεταχειρισθή
+εγκαίρως κατά της φιλαρέσκου και ερωτοτρόπου μητρός του. Και όχι
+μόνον συνήνεσε, λαβών αυτό, να ανοίξη εις τον Έρωτα τας θύρας της
+φυλακής του, αλλ' υπεσχέθη μάλιστα εις αυτόν και να τον συνδράμη
+εις ανεύρεσιν της απολεσθείσης ερωμένης του. Ήτο δε πολύτιμος
+αληθώς η συνδρομή του επί γης ως επί το πολύ διατρίβοντος και
+περί τα γήινα τυρβάζοντος αλήτου θεού, του επισήμου προστάτου
+πάσης κλοπής και οιασδήποτε λαθρεμπορίας, του ανεγνωρισμένου
+ερωτικού ταχυδρόμου του θείου αυτού πατρός.
+
+Ούτω δε φαιδροί αμφότεροι και κατευχαριστημένοι εγκατέλειψαν μετά
+μικρόν της Αφροδίτης τα δώματα και κατέβησαν εναέριοι εις την
+γην.
+
+Ζ'.
+
+Πού και πώς ανεκάλυψεν η δυάς των θεών την περιπλανωμένην Ψυχήν,
+περιττόν είνε βεβαίως να διηγηθώ· περιττόν δ' επίσης να εξηγήσω,
+πώς εις την τολμηράν των φαντασίαν ανεφύη αίφνης και ωρίμασε το
+θρασύ σχέδιον, όπερ και αμέσως εξετέλεσαν. Αρκεί μόνον να μάθη ο
+αναγνώστης, ότι, ενώ εις την μεγάλην αίθουσαν του Διός εχόρευον
+οι Ολύμπιοι φαιδροί και ανειμένοι, μακράν παντός βεβήλου όμματος
+θνητών, εισέρχεται αίφνης διά της μεγάλης πύλης ο Έρως, κρατών
+εις τον βραχίονά του την ερωμένην του, αστράπτουσαν εκ κάλλους
+υπό την νυμφικήν της στολήν.
+
+Ευκόλως εννοείται η γενική κατάπληξις των θεών και ο θόρυβος
+όστις διετάραξε την διασκέδασίν των. Ο Ζευς συνέσπασε τας οφρύς
+και έσεισε την κυανήν του χαίτην, η Ήρα έρριψε καχύποπτον βλέμμα
+επί της Ψυχής και έδραξε μίαν άκραν της χλαμύδος του Διός, η
+Αθηνά επορφυρώθη εξ αιδούς, ο Άρης έστρηψε τον μύστακά του, ο
+Απόλλων έφερεν εις τον δεξιόν οφθαλμόν την κρεμαμένην διόπτραν
+του, η δε Αφροδίτη, βαλούσα κραυγήν αγανακτήσεως, ελιποθύμησεν,
+αφού εβεβαιώθη πρότερον ότι έμελλε να πέση εις τας αγκάλας του
+όπισθεν αυτής ισταμένου Απόλλωνος.
+
+Ο Έρως όμως, απαθής και ατρόμητος, ωθούμενος δε κάπως και υπό του
+παρακολουθούντος Ερμού, και ουδόλως υπό της επελθούσης συγχύσεως
+θορυβηθείς, εβάδισε με ευσταθές το βήμα προς τον Δία, και
+γονυπετήσας προ αυτού μετά της Ψυχής, — ως γονυπετούσι σήμερον
+επί θεάτρου προ των ωργισμένων πατέρων οι θέλοντες να εξιλεώσωσιν
+αυτούς ερασταί, — ελάλησε τα εξής, άτινα, είχεν ήδη καθ' οδόν
+προετοιμάσει.
+
+Ζευ πάτερ! είπε· συγχώρησόν με, ότι έλαβον το θάρρος να ταράξω
+την εορτήν σου απρόσκλητος και απροσδόκητος, και να παραβώ την
+ολύμπιον εθιμοτυπίαν, εισάγων θνητήν εις δώματα αθανάτων. Αλλά
+καταδιωκόμενος και ραδιουργούμενος άνευ αιτίας, πού αλλού
+ηδυνάμην να εύρω καταφύγιον και προστασίαν, ή εις τους υψηλούς
+πόδας του θρόνου σου; και πότε άλλοτε θα είχα ευκαιρίαν να
+επικαλεσθώ την θείαν σου ευμένειαν, αφού διετέλουν φυλακισμένος
+και φρουρούμενος, επί τη προφάσει δήθεν ότι ήμην ασθενής, και
+μόλις προ ολίγων ωρών, χάρις εις την αφιλοκερδή αγαθότητα του
+καλού μου φίλου Ερμού, κατώρθωσα να απαλλαγώ και να ανακτήσω την
+ελευθερίαν μου ; Ναι, πάτερ! ήμην φυλακισμένος, και φυλακισμένος
+υπό της μητρός μου. Διατί; διότι ηράσθην θνητής αξίας θεών κατά
+το κάλλος. Και είνε τούτο έγκλημα, ύπατε Ζευ; Αλλά η μήτηρ μου
+αυτή, της οποίας τόσον πολύ, ως φαίνεται, προσέβαλε την θείαν
+αιδώ η πράξις μου, θεόν άρα μόνον — διά να μη είπω θεούς — ως
+τώρα ηγάπησε ; Θεός ήτον ο Αγχίσης ; Θεός ο Άδωνις ; Θεός ο Φάων;
+Συ αυτός, πάτερ θειότατε, εις του οποίου το ύψος δεν δύναται όχι
+να φθάση αλλά μηδέ ν' ατενίση καν η καταλαλιά, δεν ετίμησες διά
+του θείου σου έρωτος την Σεμέλην, την Αλκμήνην, την Ιώ, την . . .
+
+ — Περιτταί αι φωναί και τα κύρια ονόματα! διέκοψε σοβαρώς ο
+Ζευς.
+
+ — Έπειτα, εξηκολούθησεν ο Έρως, έτι μάλλον εξαπτόμενος, αφού
+έβλεπεν ότι η έξαψις του δεν τον εζημίονε, έπειτα η κυρία μήτηρ
+μου, ήτις τόσον πολύ φροντίζει περί της θείας αξιοπρεπείας και
+της ουρανίας ηθικής, έπρεπεν αυτή πρώτη να δίδη το καλόν
+παράδειγμα, και να μη τρέφη την γλωσσαλγίαν των επί γης γυναικών
+διά των σκανδάλων . . .
+
+ — Περιττά τα σκάνδαλα! διέκοψε και πάλιν ο Ζευς. Τι θέλεις ;
+λέγε σύντομα, και άφησε τας παρεκβάσεις.
+
+ — Θέλω να μείνω ανενόχλητος απήντησεν ο Έρως. Θέλω να αγαπώ την
+Ψυχήν μου χωρίς η σεμνή μου μήτηρ να πειράζεται, και να αγανακτή
+και να με καταδιώκη. Θέλω να ήμαι κύριος της καρδίας μου, ως είνε
+αυτή κυρία της καρδίας της, και . . .
+
+ — Αρκεί, αρκεί! παρενέβη και πάλιν φρονίμως ο Ζευς. Την αγαπάς
+λοιπόν με τα σωστά σου την θνητήν αυτήν ;
+
+ — Αν την αγαπώ! . .
+
+ — Την νυμφεύεσαι;
+
+ — Την ενυμφεύθην ήδη, πάτερ! απήντησεν ο Έρως, κάτω νεύων τους
+οφθαλμούς.
+
+ — Έστε λοιπόν ανήρ και γυνή! είπεν ο πατριάρχης των Θεών και
+τους ηυλόγησε.
+
+Ούτως εκυρώθη η συζυγία της Ψυχής και του Έρωτος, και έγεινεν η
+Ψυχή αθάνατος.
+
+
+
+ΛΑΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ
+ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ (2)
+
+
+
+Ι.
+
+Κυοφορηθείσα εν τη κεφαλή φιλοπάτριδος ομογενούς, ετέχθην εν
+εσπέρας επί των πιεστηρίων της Ελληνικής Ανεξαρτησίας, και
+κάθυγρος έτι, αποδίδουσα την ευάρεστον εκείνην οσμήν της
+τυπογραφικής μελάνης, την οποίαν με διεσταλμένους τους ρώθωνας
+αναπνέουσι συνήθως οι σοφοί, μετεκομίσθην μετά των αδελφών μου
+εις μεγάλην τινά και σκοτεινήν αίθουσαν, όπου εστιβάχθημεν όλαι
+επί πολλών τραπεζίων, αναμένουσαι εν παντελεί ασφυξία το φως της
+ημέρας.
+
+ΙΙ.
+
+Την επομένην πρωίαν θόρυβος ηκούσθη μέγας και ταραχή έξωθεν του
+δωματίου.
+
+Πάταγος ανθρώπων συνωθουμένων, βήματα βαρέα, υφ' ων την ορμητικήν
+πίεσιν έτριζε το γηραιόν πάτωμα της αιθούσης, φωναί ανάμικτοι και
+εξηγριωμέναι, γογγυσμοί και παράπονα των πσραγκωνιζομένων,
+κραυγαί θυμώδεις, μεμφόμεναι, ως ηκούομεν, το διοικητικόν
+συμβούλιον επί αδίκω διανομή, συναπετέλουν παταγώδη και
+καταχθόνιον αρμονίαν, ήτις ηδύνατο ίσως να τρομάξη όντα τρυφερά
+και αρτιγενή, οποία ήμεθα ημείς αι ταλαίπωροι μετοχαί, αν
+τουναντίον δεν εκολάκευε την φιλοτιμίαν ημών. Μή τοι δεν εγίνετο
+χάριν ημών ο πάταγος όλος εκείνος; Ερύθημα χαράς και συγκινήσεως
+επορφύρωσε τας παρειάς μου, όμοιον προς το ερωτότροπον εκείνο
+ερύθημα, το βάπτον τας παρειάς δειλής κορασίδος, ήτις βλέπει
+συνωθουμένους περί εαυτήν σμήνος όλον χορευτών, και αγνοεί έτι
+τις πρώτος θέλει παρασύρει αυτήν εις τον μεθυστικόν στρόβιλον του
+χορού.
+
+Τέλος πάντων η θύρα ηνοίχθη, το πλήθος εισέρρευσε, και αι
+στιβάδες ημών ήρχισαν ελαττούμεναι.
+
+Δεν δύναμαι να περιγράψω την σκηνήν εκείνην της διανομής, διότι
+μόλις διατηρώ αυτήν εις την μνήμην μου. Μετά τρόμου όμως και
+φρίκης ενθυμούμαι ακόμη, ότι και η ύπαρξις ημών αυτή εκινδύνευσε
+πολλάκις, εν μέσω των πανταχόθεν προτεινομένων άπληστων χειρών,
+αίτινες διημφισβήτουν την κατοχήν εκάστης εξ ημών. Το κατ' εμέ,
+ταχέως έπαυσεν η αγωνία μου, διότι είχα το ευτύχημα να εγχειρισθώ
+μετ' άλλων τετρακοσίων ενενήκοντα εννέα αδελφών μου εις σοβαρόν
+τινα και μεγαλόσχημον Κύριον, όστις, εισελθών εις το δωμάτιον διά
+μικράς τινος πλαγίας θύρας, επλησίασεν εις τον διανομέα ταμίαν
+και τω είπεν ολίγας λέξεις εις το ους.
+
+Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου,
+αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους
+κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν
+εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό
+την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα.
+Είδα ολίγον, διά μιας μου γωνίας, ήτις προείχε του θυλακίου του
+νέου μου κατόχου, το φως του ηλίου, και θα ήκουα ίσως και το άσμα
+των πτηνών, άτινα εφλυάρουν εις τας λεύκας της οδού, αν δεν με
+ετάραττον οι βίαιοι παλμοί της καρδίας του κτήτορός μου.
+
+Μετ' ολίγον εφθάσαμεν εις την οικίαν, και ο φέρων με κατέπεσεν
+ασθμαίνων επί του ανακλίντρου, μόλις κατορθώσας να απαντήση:
+«Πεντακοσίας!» εις την ερώτησιν της συζύγου του:
+
+ — «Πόσας;»
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησε και πάλιν δι' οξείας και πεισματώδους
+φωνής η κυρία, εύσωμος δέσποινα, ομοιάζουσα με αυγόν κινούμενον.
+
+ — Αι, αγάπη μου, απήντησεν ο σύζυγος με φωνήν μόλις αρθρουμένην
+εις φθόγγους· έπρεπε να ήσουν εκεί, να ιδής τι κακόν γίνεται!
+μόνον πώς δεν δέρνονται οι άνθρωποι.
+
+ — Καλέ τι με λες; θα υψωθούν λοιπόν γρήγορα;
+
+ — Εννοείται. Τριάντα φράγκα υπερτίμησιν μου προσέφεραν ήδη,
+μόλις εβγήκα από την Τράπεζαν.
+
+ — Τι καλά! Φαντάσου αν είχαμεν χιλίας!
+
+ — Και αν είχαμεν δύο χιλιάδας, υπέλαβεν ηλιθίως μειδιών ο κύριός
+μου, ακόμη καλλίτερα.
+
+Δυστυχώς ο διάλογος εκείνος, όστις αντήχει ως ωραία μουσική εις
+τα ώτα μου, διεκόπη ταχέως, και είδα χαίνουσαν μετ' ολίγον
+ενώπιόν μου την θύραν νέας φυλακής, του σιδηρού κιβωτίου του
+κτήτορός μου. Τρόμου φρικίασις διέτρεχεν ήδη τα χάρτινα μέλη μου,
+ότε είδα αίφνης την χονδρήν σύζυγον του κυρίου μου θωπεύουσαν την
+αξύριστον αυτού παρειάν, και την ήκουσα λέγουσαν διά της γλυκεράς
+εκείνης φωνής, της οποίας αι γυναίκες είνε κάτοχοι πτυχιούχοι, ως
+ήθελεν είπει η Κυρία Jacob:
+
+ — Γιάγκο, . . . δεν θα μου δώσης κ' εμένα μερικάς απ' αυτάς τας
+μετοχάς;
+
+ — Τι θα ταις κάμης, ψυχή μου;
+
+ — Τας θέλω . . . προσέθηκε θωπευτικώς κλαυθμηρίζον το κινούμενον
+αυγόν, τας θέλω, να δοκιμάσω κ' εγώ την τύχην μου.
+
+ — Περίεργος όρεξις!
+
+ — Σε παρακαλώ . .. .
+
+ — Πάρε λοιπόν. Πόσας θέλεις;
+
+ — Δος μου πενήντα .
+
+ — Ιδού.
+
+Και από του κόλπου του πρώτου μου κτήτορος μετέβην εις τας
+τρυφεράς και ολοστρογγύλους χείρας της παχείας αυτού συζύγου.
+
+Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού
+κιβωτίου, και ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν
+εις το στάδιον του πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν,
+ίσως παρήλθομεν εγγύς αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν.
+
+ΙΙΙ.
+
+Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης,
+θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.
+
+Ο περί εμέ κόσμος ήτο πάντη νέος· πολύ ευωδέστερος του
+τυπογραφικού πιεστηρίου, όθεν είχον εξέλθει, πολύ καθαρώτερος των
+κονιοσκεπών τραπεζών εφ' ων είχον κατακλιθή βρέφος έτι, και πολύ
+κομψότερος και φωτεινότερος του σκοτεινού άντρου του σιδηρού
+κιβωτίου, όπερ ολίγον δειν εφυλάκιζε την παιδικήν μου ηλικίαν.
+Μέγα κάτοπτρον άνωθέν μου κρεμάμενον εδιπλασίαζε τα κομψά
+αντικείμενα, άτινα με περιεστοίχιζον, και ηύξανεν έτι το άπλετον
+φως, όπερ επλημμύριζε την περικαλλή και ευώδη αίθουσαν. Τι ωραία
+διαμονή είνε κομμωτήριον κομψής και νεαράς, έστω και παχείας,
+γυναικός! Αι παιδικαί μου αισθήσεις, ει και ατελώς έτι
+ανεπτυγμέναι, διετέλουν υπό ναρκωτικήν τινα μέθην, και δεν ήξευρα
+— μα τα πεντήκοντα φράγκα, άτινα ήσαν τυπωμένα επί του μετώπου
+μου — πού πρώτον να στρέψω την προσοχήν μου. Μικρά και κομψότατα
+αθύρματα, ων την χρήσιν ουδέ καν εμάντευον, έστιλβον εκ
+καθαριότητος κύκλω μου, φιαλίδια εκ κρυστάλλου, τα μεν κλεισμένα
+τα δε ημιάνοικτα, απέπνεον αρώματα ηδυπαθή και δροσώδη, πυξίδες
+δε πολύσχημοι και παντοδαπαί περιείχον κόνεις και φυράματα
+ποικίλου χρώματος, ων μάτην προσεπάθουν να εννοήσω τον σκοπόν.
+Ψήκτραι δε και κτένια και ψαλίδια και τριχολαβίδες παρετάσσοντο
+ένθεν και ένθεν ως εύτακτος στρατιά επί της λευκής ως νεοστιβής
+χιών καλύπτρας του τραπεζίου.
+
+Προς τι ταύτα πάντα; Το εννόησα μετ' ολίγας στιγμάς, ότε
+ανοιγείσης δειλώς της θύρας του κομμωτηρίου, εισήλθεν ελαφρά και
+χαρίεσσα κορασίς, απλούστατα μεν αλλά κομψότατα ενδυμένη, λευκόν
+φέρουσα περίζωμα περί την λιγυράν αυτής οσφύν και λευκόν σκούφωμα
+επί των μελανών αυτής βοστρύχων.
+
+ — Θα ενδυθήτε, κυρία; ηρώτησε μετ' επιχαρίτου μειδιάματος, όπερ
+εφαίνετο μόλις τολμών να διαστείλη τα χείλη της τα πορφυρά.
+
+ — Ας ήνε· ας ενδυθώ! απήντησε νωχελής και αφηρημένη η νέα μου
+κάτοχος, το μεν βαρυνομένη να υποβάλη τα εύσαρκά της μέλη εις την
+κοσμητικήν τέχνην της νεαράς αυτής θαλαμηπόλου, το δε μόλις
+κατορθούσα να αποσπάση το βλέμμα από των τεσσαράκοντα εννέα
+αδελφών μου και εμού, ήτις, υπερκειμένη εκείνων, εφείλκυον ιδίως
+τα κερδοσκοπικά της βλέμματα.
+
+Και το αυγόν κινηθέν εκάθισε προ του κατόπτρου και παρεδόθη εις
+τας δεξιάς χείρας της κομμωτρίας αυτού.
+
+Ας μη προσμένωσιν οι αναγνώσται μου να διηγηθώ εν λεπτομερεία τα
+απόκρυφα του καλλωπισμού των αναγνωστριών μου.
+
+Εννοώ κάλλιστα, εκ της ευχαριστήσεως ην το θέαμα εκείνο
+επροξένησεν εις την χαρτίνην μου ύπαρξιν, οποία ήθελεν είναι και
+των αναγνωστών μου η ευχαρίστησις εκ λεπτομερούς αυτού
+περιγραφής. Η σκέψις όμως, ότι υπήρξα απαρατήρητος και κλόπιος
+ούτως ειπείν, βωβός δε και άφωνος νομιζόμενος μάρτυς της
+περιέργου εκείνης σκηνής, θέτει φυλακήν τω στόματί μου και θύραν
+περιοχής περί τα χείλη μου.
+
+Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους
+περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης
+μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν
+μου εις εικόνα.
+
+Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.
+
+Κατεπλάγην όμως τη αλήθεια, μη αναγνωρίσασα πλέον το αυγόν μου,
+ότε περικαλλές και δροσώδες, μύρα δε αποπνέον και αρώματα,
+ακτινοβολούν και περίκοσμον εξήλθε των αριστοτεχνικών χειρών της
+υπηρετρίας.
+
+Πλην, τι να σας ειπώ; και τότε ακόμη επροτίμων την υπηρέτριαν της
+κυρίας. Ίσως δε δεν είμαι μόνη η ούτω φρονούσα. Τι λέγουσιν οι
+αναγνώσται μου, και ιδίως εκείνοι, οίτινες λησμονούμενοι πολλάκις
+εις τας οδούς, παρακολουθούσι, χωρίς να το εννοώσι βέβαια κομψήν
+τινα θεραπαινίδα ;
+
+Η κορασίς ητοιμάζετο να εξέλθη, ότε το εταστικόν αυτής και
+πονηρόν βλέμμα έπεσεν επ' εμέ. Εγνώριζε φαίνεται και αυτή τα κατά
+την γέννησίν μου και τον παρακολουθήσαντα αυτήν πάταγον, διότι
+άφωνος και συνεσταλμένη έμεινε θεωρούσα με εφ' ικανά
+δευτερόλεπτα, και το προς την θύραν τρεπόμενον ελαφρόν και
+υπόπτερον αυτής βήμα ανεστάλη αποτόμως.
+
+ — Τι κυττάζεις, Μαρία; ηρώτησεν αυτήν αυτάρεσκον μειδιώσα η
+κυρία της.
+
+ — Αχ! πόσαι μετοχαί! εψιθύρισε περιπόρφυρος εξ ηδονής η
+θαλαμηπόλος. Να είχα κ' εγώ μίαν η καϋμένη!
+
+ — Τι θα την κάμης συ την μετοχήν ; . . και μίαν μάλιστα ;
+
+ — Αι! κυρία, . . μία μετοχή είνε κάτι τι για μας τους μικρούς
+ανθρώπους.
+
+Το χαρίεν εκείνο πλάσμα ωνόμαζεν εαυτήν μικρόν άνθρωπον!
+
+ — Με μίαν μετοχήν, επανέλαβε, κάμνω την προίκα μου.
+
+Η κυρία διερράγη εις παταγώδη γέλωτα, και λαβούσα με άκρα χειρί,
+ — Ιδού, λοιπόν, είπε· πάρε την, και καλήν τύχην.
+
+Ευχαριστώ, κυρία! κατώρθωσε μόλις να αρθρώση εκ συγκινήσεως και
+ηδονής η μικρά Μαρία, και εξήλθε δι' ασταθούς αλλά γοργού βήματος
+της αιθούσης.
+
+IV.
+
+Ιδού εγώ και πάλιν μεταλλάξασα κάτοχον.
+
+Ελυπήθην μεν επί τινας στιγμάς την ευώδη ατμοσφαίραν του
+περικαλλούς κομμωτηρίου, όπερ κατέλιπον, αλλά ταχέως με
+απεζημίωσαν τρία αλλεπάλληλα φιλήματα, άτινα μετά πυρετώδους
+παραφοράς απέθηκεν επί των παρειών μου η χαρίεσσα κορασίς.
+
+Αναδραμούσα ταχεία τας βαθμίδας αποτόμου κλίμακος, εκλείσθη εις
+το υπό την στέγην της οικίας μικρόν αυτής δωμάτιον, και αφού επί
+πολλήν ώραν με εθεώρησε μετ' ερωτικής εκστάσεως, τις οίδε ποία
+περί του μέλλοντος αυτής αναπλάττουσα όνειρα η ταλαίπωρος κόρη,
+ήνοιξεν επίμηκες πράσινον κιβώτιον και ητοιμάσθη να με κλείση
+εντός αυτού.
+
+Έβλεπον ήδη μετά περιέργου βλέμματος τα επί της εσωτερικής
+επιφανείας του καλύμματος του κιβωτίου προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα χαρτιά, παντοειδή φέροντα ζωγραφήματα και παραδόξους
+παραστάσεις, απεσπασμένα δε, τα μεν εκ περιοδικών συγγραμμάτων,
+τα δε εξ υφασμάτων και άλλοθεν τις οίδε πόθεν, και χρησιμεύοντα
+αντί εικονογραφικού μουσείου εις την φιλόκαλον θαλαμηπόλον, ότε
+ηνοίχθη ησύχως η θύρα του δωματίου, και υψηλός μυστακοφόρος
+δεκανεύς εισήλθε κατακτητικώς εις αυτό.
+
+ — Αχ! πώς μ' ετρόμαξες, καϋμένε! ανέκραξεν η Μαρία, και ήτο
+περίτρομος αληθώς, ουχί όμως τοσούτον διά την απροσδόκητον
+επίσκεψιν, όσον διότι κατελαμβάνετο αίφνης εν κατοχή του
+πολυτίμου ατόμου μου.
+
+ — Πώς μ' ετρόμαξες! επανέλαβε, και σπεύσασα έκλεισε μεθ' ορμής
+το κιβώτιον, πρόφθασα όμως ήδη να με ρίψη εντός αυτού.
+
+ — Σ' ετρόμαξα; α, α! ανεφώνησεν ο μυστακίας, και διατί,
+παρακαλώ, ετρόμαξε το Μαριγάκι μας;
+
+Αι! . . 'ξεύρω κ εγώ, υπετραύλισεν η ανυπόκριτος κόρη, μήτε την
+αλήθειαν του τρόμου αυτής κατορθούσα να κρύψη, μήτε την πορφυραν
+των παρειών της να μετριάση.
+
+ — Δεν ηξεύρεις; επανέλαβεν ο εισβαλών κατακτητής· και εις
+εκείνην λοιπόν την κασέλλαν τι ερρίψαμεν, παρακαλώ;
+
+ — Τίποτε, . . τίποτε, . . ένα γράμμα.
+
+ — Γράμμα; Τι; έχομεν και αλληλογραφίαν τώρα;
+
+ — Είνε από την εδελφήν μου, καϋμένε, από την Σύρα, εψιθύρισεν η
+Μαρία, προσπαθούσα, αλλ' αργά πλέον, να διορθώση το κινδυνώδες
+ψεύδος, δι' ου είχεν αποπειραθή να κρύψη την επικινδυνωδεστέραν
+αλήθειαν.
+
+ — Από την αδελφήν σου; Για να ιδώ!
+
+Και ο δεκανεύς, πλησιάσας διά βαρέος του βήματος εις το κιβωτίον,
+έθηκε την χείρα επ' αυτό και ητοιμάζετο να το ανοίξη, ότε
+ευκίνητος και ταχεία η κομψή θαλαμηπόλος ώρμησεν επίσης προς το
+κιβώτιον, και την ήκουσα καθημένην επ' αυτού.
+
+ — Μαρία, . . με γελάς! και μα τον Θεόν . .,
+
+ — Μα, καϋμένε Δημήτρη, δεν με πιστεύεις, το λοιπόν;
+
+ — Όχι, Κυρία! είπε μετ' αξιοπρεπείας ο εν στολή Άρης, και
+αναστάς μετά επικής ηρεμίας έστρηψε τον μύστακα αυτού, και
+ητοιμάσθη να εξέλθη.
+
+ — Τι; φεύγεις ; ηδυνήθη μόλις να ψελλίση η εγκαταλειπομένη νέα
+εκείνη Καλυψώ, και διά μικράς τινος οπής του κιβωτίου είδον την
+πορφύραν των παρειών αυτής σβεννυμένην υπό νέφος ωχρόν.
+
+Αλλ' Ο Δημήτρης εβάδιζε προς την θύραν, ως το μάτην
+εκλιπαρούμενον υπό του Οδυσσέως φάσμα του Αίαντος.
+
+ — Στάσου, το λοιπόν, στάσου! . . . επεφώνησε τέλος η Μαρία, και
+ανοίξασα το κιβώτιον με έλαβε πάλιν εις χείρας της.
+
+Ο δεκανεύς είχεν ήδη σταθή, και επεστράφη προς τον κρότον του
+ανοιγομένου κιβωτίου.
+
+ — Νά τι είνε όλον το μυστικόν! προσέθηκεν η κόρη, και με έδειξεν
+εις τον τρυφερόν της καρδίας της τύραννον.
+
+ — Ω! ω! . . ανέκραξεν εκείνος, έχομεν και μετοχάς, βλέπω,
+Μαριγάκι; και η φωνή αυτού ήτο μελωδίας αυλού μελωδικωτέρα, και
+μειδίαμα γόητος διέστελλε τα μυστακοφόρα του χείλη.
+
+Μου την εχάρισε σήμερα η κυρία.
+
+ — Και συ . . θα την χαρίσης βέβαια εις τον Δημητράκη σου.
+
+Ω! ανεφώνησεν η ταλαίπωρος θαλαμηπόλος, και το επιφώνημά της
+εκείνο, όπερ εξέφραζε κόσμον ολόκληρον αισθημάτων, διέτρεξεν εν
+μια στιγμή όλην την κατιούσαν φωνητικήν κλίμακα.
+
+ — Τι θα ειπή, ω! αφού θα σε πάρω, αφού όσα έχω είνε δικά σου,
+και όσα έχεις είνε δικά μου;
+
+ — Ναι, αλλά . . . .
+
+ — Έλα τόρα . . . ανοησίαις! Μ' αυτήν την μετοχήν ημπορούμεν να
+κάμωμεν παράδες, το ξεύρεις;
+
+Ο διάλογος εξηκολούθησεν έτι επί το τρυφερώτερον, και σφραγισθείς
+τέλος διά τινων θωπειών και φιλημάτων, αποτέλεσμα έσχε την εις
+χείρας του δεκανέως Δημήτρη μεταβίβασίν μου.
+
+ — Καλά κέρδη το λοιπόν, εφώνησεν ύστατον η μικρά Μαρία, ενώ ο
+μέλλων αυτής σύζυγος διέβαινε την φλιάν του μικρού της δωματίου.
+
+ — Έννοια σου, Μαριγάκι μου, και θα ιδής!
+
+V.
+
+Μόλις αλλάξασα και πάλιν κτήτορα, ησθάνθην ευθύς ότι εσκοτίσθη
+της νεαράς μου υπάρξεως ο ορίζων, και του βίου αι περιπέτειαι
+ήρχισαν ενσκήπτουσαι κατά της κεφαλής μου φοβεραί και
+αλλεπάλληλοι.
+
+Άμα εξελθών εις την οδόν ο κύριος μου, συνέθλασε τα τρυφερά μου
+μέλη διά της πλατείας και χονδροειδούς αυτού χειρός, και μ'
+εβύθισε, συντετριμμένην ούτω και πλήρη μωλώπων, εις το ευρύ
+θυλάκιον της αναξυρίδος του, όπου εύρον συντρόφους δύο δεκάρας,
+μίαν σφάντζικαν, ολίγα τρίμματα ξηρού καπνού, μίαν πίπαν καί τινα
+φύλλα σιγαροχάρτου.
+
+Πού οι κολακευτικοί 'κείνοι παλμοί της καρδίας του πρώτου μου
+κατόχου, πού η ευώδης ατμοσφαίρα του κομμωτηρίου της παχείας μου
+κυρίας, πού τα φλογερά φιλήματα της θαλαμηπόλου!
+
+Άβυσσος πνιγηρά και ανήλιος ήτο η νέα μου κατοικία· τοσούτον δε
+βαρείαν απέφερεν οσμήν, ώστε μετ' ολίγα λεπτά απέβαλον παντελώς
+τας αισθήσεις μου και απέμεινα λιπόθυμος εις τα βάθη του
+σκοτεινού εκείνου βαράθρου.
+
+Αγνοώ πόσην ώραν εκείμην ούτω αναισθητούσα, πού επλανήθην εν
+αγνοία μου, και πότ' ακριβώς εξύπνησα.
+
+Τούτο μόνον ενθυμούμαι και ηξεύρω, ότι ότε συνήλθον και πάλιν εις
+εαυτήν, ήκουσα θόρυβον συγκεχυμένον παντοίων και συμμιγών φωνών,
+πάταγον ποτηριών συγκρουομένων, και παράφωνον μελωδίαν ερρίνων
+ασμάτων, οσμή δε οξεία ρητινίτου αφθόνως σπενδομένου προσέβαλε
+την ασυνήθη εις τοιούτου είδους αρώματα όσφρησίν μου.
+
+Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το
+καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος
+από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και
+παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε
+πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η
+αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.
+
+Ταύτα πάντα είδα δι' ενός μόνου βλέμματος άμα συνελθούσα κάπως,
+διότι ο δεκανεύς μου, εισαγαγών αίφνης εν μέση ομιλία την χείρα
+του εις το θυλάκιόν του, μ' απέσυρεν εκ του βαράθρου μου
+σπαίρουσαν υπό τρόμου και φρίκης, και με απέθηκε βιαίως επί του
+τραπεζίου, ανακράζων διά βραγχώδους και οινοβαρούς φωνής:
+
+ — Κι' αν δεν πιστεύετε, έτηνε!
+
+ — Μωρέ στάσου!
+
+ — Πούνε την!
+
+ — Για να ιδώ!
+
+ — Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου!
+
+ — Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών,
+και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως
+πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων.
+
+ — Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν'
+αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!
+
+ — Εννοείς, δηλαδήτις, να μας προσβάλης; υπέλαβε τραχέως χονδρός
+τις και κοντός συμπότης, συνδυάζων διά του παραδόξου αυτού
+ιματισμού πίλον, αναξυρίδα, περικνημίδας και τσαρούχια.
+
+ — Δεν έχει προσβολή εδώ, Κυρ Γιαννάκη! απήντησεν ηρέμα ο
+δεκανεύς. Το μέλι, μάτια μου, κολλάει 'ς τα δάκτυλα και χωρίς να
+θέλης.
+
+Γενικός γέλως υπεδέχθη το σοφόν απόφθεγμα του κυρίου μου, και η
+καταιγίς παρετράπη.
+
+ — Βάλτε να πιούμε το λοιπόν, ανέκραξεν ισχνός και υψηλός
+συμπότης, ομοιάζων προς φυλορροήσασαν λεύκην, και ζήτω του
+Δημήτρη που έγεινε κεφαλαιούχος!
+
+ — Ζήτω του Τσιγκρού, βρε τόι, υπέλαβεν άλλος, ζήτω του καλού
+πατριώτη, που θα στρώση την Αθήνα με λίρα!
+
+ — Αι, αι! υπέλαβε δειλώς μετ' ειρωνικού μειδιάματος μικρόν τι
+και καχεκτικόν ανθρωπάριον, εις την άκραν της τραπέζης καθήμενον,
+ούτινος η μορφή, φαιά συνάμα και κιτρίνη, ωμοίαζε με προώρως
+πεσόν από του δένδρου ροδάκινον. Αι, αι! ως τώρα την έστρωσε μόνο
+με χαρτιά ο κυρ Τσιγκρός την Αθήνα· να ιδούμε πότε θα φαγγρίση
+και η λίρα!
+
+ — Έλα! χαμένο κορμί, που όλα σου ξυνίζουν εβόησεν ως βαθύφωνος
+σάλπιγξ εύσωμος και ροδοκόκκινος συνδαιτυμών, μνημείου μάλλον ή
+ανθρώπου έχων εξωτερικόν.
+
+ — Άφησ' τον αυτόν, υπέλαβεν ο Κυρ Γιαννάκης, αυτός είναι από την
+αντιπολίτευσι!
+
+ — Ούτε η αντιπολίτευσι μούκοψε μισθό, ούτε η συμπολίτευσι θα με
+πάη 'ς το χατζηλήκι, απήντησεν ο απαισιόδοξος. Ξέρω μόνο να βλέπω
+ξάστερα, και να μη γεμίζω την κοιλιά μου με αέρα κοπανιστό.
+
+ — Αέρας είν' αυτό, βρε κούκο! εφώναξεν ο Δημήτρης, και εξέτεινε
+βιαίως την χείρα μέχρι της ρινός του προλαλήσαντος, σφίγγων δι
+αυτής τα καταπεπονημένα μου μέλη.
+
+ — Δεν είν αέρας, πουλάκι μου, μα, είνε χαρτί, που είνε το ίδιο!
+Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν
+εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του.
+
+ — Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο
+παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή
+λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην.
+Και ο Γιώργης Σταύρος χαρτί είνε, μα κάνει μέταλλο, άδειο κεφάλι!
+προσέθηκε, μετά στιγμής διακοπήν, στρεφόμενος προς τον
+απαισιόδοξον.
+
+ — Κολιός και κολιός! παρετήρησεν εκείνος σεσηρός μειδιών. Ίσα το
+χαρτί του Κυρ Γεώργη και το χαρτί του Τσιγκρού, κυρ φιλόσοφε;
+
+ — Μάλιστα, ίσα και καλλίτερα, αν θέλης να ξέρης! παρετήρησεν ο
+δεκανέας. Τούτο, ματάκια μου, — και βαρύν κατήνεγκε τον γρόνθον
+αυτού· επ' εμού, ήτις εκείμην από τινος επί του τραπεζίου πλέουσα
+εις ρύακα ρητινίτου, — τούτο, ματάκια μου, έχει τόκο, έχει
+μέρισμα, καθώς λένε τώρα 'ς το μεγάλο κόσμο. Και ξέρεις τι θα πη
+μέρισμα από το Λαύριο; θα ειπή εκατό τοις εκατό, το λίγο!
+
+ — Αβάντσο! Αβάντσο! υπέλαβον συνάμα τρεις τέσσαρες των
+περικαθημένων.
+
+ — Εγώ δεν τα φουσκόνω, παρετήρησε μετριοφρόνως ο Δημήτρης. Μου
+φτάνει και τόσο.
+
+ — Ο κυρ δεκανέας ευχαριστηέται με λίγα, διέκοψεν από της
+τραπέζης του ο οινοπώλης, όστις περίεργος είχε παρακολουθήσει εξ
+αρχής την συζήτησιν.
+
+ — Όρσε και ο κυρ Μπούτρος με το λογάκι του! είπεν αναβλέψας προς
+αυτόν ο ρικνός αντιπολιτευόμενος.
+
+ — Ο κυρ Μπούτρος όμως ήτανε 'ς το Λαύριο, σιόρ Σταματάκη,
+απεκρίθη σοβαρός και βρενθυόμενος ο οινοπώλης, και είδε τ' ασήμι
+να τρέχη νερό από της κάνουλαις, και να το κενόνουν με τη
+χουλιάρα, σαν πως κενόνουν τα φασούλια από το τσουκάλι. Κόπιασε
+και του λόγου σου να τα ιδής, και τότες ματαμιλούμε, αν αγαπάς.
+
+ — Το κακό είνε μονάχα, επέμεινεν ο πείσμων απαισιόδοξος, πως το
+ασήμι εκείνο που τρέχει σαν νερό, καθώς λες, δεν θα το κενώσουν
+πρώτα 'ς τη δική σου τη τσέπη, και θα περάση από πολλά κανάλια,
+ως που να καταντήσει 'ς εκείνους που αγόρασαν απ' αυτά τα
+παληόχαρτα.
+
+Και με έδειξε περιφρονητικώς διά του ρυπαρού του δακτύλου.
+
+Όσαι των αναγνωστριών μου εκάθισαν ποτέ εις την καλουμένην
+μπερλίναν, και ήκουσαν τον ορμαθόν των από του κρυπτού και οιονεί
+εξ ενέδρας αποτεινομένων εις αυτάς φιλοφρονήσεων, εκείναι μόναι
+δύνανται να εκτιμήσωσι την ελεεινότητα όλην της θέσεώς μου. Εγώ,
+η εν μεγάλη κεφαλή κυοφορηθείσα, η εν πατάγω γεννηθείσα και
+θορύβω, η εν πομπή και παρατάξει εκδοθείσα, η πολέμους γεννήσασα
+και μάχας, η ακούσασα παλμούς κακίας ουδέποτε άλλοτε δονηθείσης,
+η αισθανθείσα φιλήματα φλογερά επί των παρθενικών μου παρειών,
+εγώ κατεκείμην την στιγμήν εκείνην επί ακαθάρτου τραπέζης
+οινοπωλείου, κολυμβώσα εις ρητινίτην, πνιγομένη υπό κακόσμων
+αναθυμιάσεων και ακούουσα χονδροειδείς αστειότητας εις βάρος μου,
+και μομφάς και κατηγορίας και προπηλακισμούς.
+
+Ευτυχώς το βλέμμα του κυρίου μου παρηκολούθησε το δάκτυλόν του
+δεικνύοντός με, και η οικτρά μου κατάστασις συνεκίνησεν αυτόν.
+
+Μωρέ παιδιά, η μετοχή μου γίνεται τουρσί! ανέκραξε, και αναλαβών
+με φιλοστόργως, με εσπόγγισε διά της χειρίδος αυτού και με
+απέθηκε συμπτύξας επιμελώς εις τον κόλπον του.
+
+VI
+
+Ταφείσα και πάλιν εις τον ζοφερόν εκείνον τάφον, ουδέν πλέον
+ήκουσα, ειμή συγκεχυμένον τινά βόμβον, ισχυρότερον ολονέν
+αποβαίνοντα, και απολήξαντα τέλος εις πανδαιμόνιόν τινα πάταγον,
+ενώ αμυδρώς διέκρινα τον δούπον γρόνθων φερομένων κατά της
+τραπέζης, τον κρότον σκαμνιών θραυομένων κατ' αλλήλων, οιμωγάς
+δερομένων, και οδόντων τριγμούς και βλασφημίας και ύβρεις.
+
+Ησθάνθην τον κύριόν μου αναστάντα από της έδρας του και
+αναμιχθέντα κλονουμένω τω βήματι εις την έριδα, πλην μετ' ολίγον
+χειρ ρωμαλέα έδραξεν αυτόν από του στήθους, τα συνέχοντα το
+ιμάτιον αυτού κομβία διεσπάσθησαν, και εγώ κατέπεσα χαμαί εις το
+βορβορώδες έδαφος του οινοπωλείον.
+
+
+Τα περαιτέρω είνε συγκεχυμένα και αόριστα εις την μνήμην μου.
+Καταπατηθείσα επί πολλήν ώραν υπό των θορυβωδώς εξερχομένων του
+οινοπωλείου, και ζυμωθείσα με τον οινόφυρτον του εδάφους πηλόν,
+ανεσύρθην τέλος υπό του οινοπώλου Κυρ Μπούτρου, εκαθαρίσθην υπ'
+αυτού όσον ήτο δυνατόν, και περί μέσας νύκτας κατέλιπον μετ'
+αυτού το οινοπωλείον.
+
+VII.
+
+Λίαν πρωί εξήλθεν ο οινοπώλης Μπούτρος της οικίας του, φέρων με
+τυλιγμένην εντός παλαιάς εφημερίδος, και απαντών εις την σύζυγον
+αυτού, ερωτώσαν: πού υπάγει,
+
+ — Πάω να ξεκάμω αυτό το διαβολόχαρτο, να μην εύρω τον μπελά μου.
+
+Πλησιάσας δε πραγματικώς μετ' ολίγον περίεργόν τι είδος ανθρώπου,
+μακρόν έχοντος και πιναρόν τον πώγωνα, ατημέλητον δε την κόμην
+και φυσιογνωμίαν μετέχουσαν αλώπεκος συνάμα και γυπός, με
+επώλησεν εις αυτόν επί υπερτιμήσει τεσσαράκοντα φράγκων.
+
+ — Ας ωφεληθούν και άλλοι, είπεν ο ολιγαρκής Μπούτρος,
+εγκαταλείπων με εις τας απλύτους χείρας του νέου μου κατόχου.
+
+&Εκολακεύθη μεν, το ομολογώ, η φιλοτιμία μου εκ της υπερτιμήσεως,
+την οποίαν ήξιζα ήδη, αλλ' αι καπνού και λίπους απόζουσαι χείρες
+του νέου μου κυρίου επείραξαν τα νεύρα μου φοβερά.
+
+ — Ούτος με απέθηκεν επιμελώς εις τα βάθη μεγάλου θυλακίου του
+πανταχόθεν καταρρέοντος επενδύτου του, όπου, προς μικράν μου καν
+παρηγορίαν, απήντησα και άλλας εκ των αδελφών μου τεθαμμένας εκεί
+προ εμού. Ολίγος δε παρήλθε χρόνος, και η ρυπαρά εκείνη χειρ
+εισήλθε και πάλιν εις το θυλάκιον, και νέαι αδελφαί μου
+απετέθησαν πλησίον μου. Το αυτό επανελήφθη πολλάκις της ημέρας,
+και ηπόρουν τη αληθεία, πού ο ρυπαρός εκείνος ρακενδύτης εύρισκε
+τόσα χρήματα, ώστε να πληρόνη υπερτιμημένας όλας μου εκείνας τας
+αδελφάς.
+
+Δεν διήρκεσεν όμως μακρόν η απορία μου, διότι μετά τινας ώρας,
+περί το εσπέρας, ο κάτοχος ημών εγκατέλιπε την αγοράν, και μεθ'
+ικανώς μακράν πορείαν, διά πολλών και σκοτεινών οδών, εισήλθεν
+εις μεγάλην οικίαν, και εζήτησε τον οικοδεσπότην.
+
+ — Τρώγει, τω είπεν η υπηρέτρια.
+
+ — Πολύ καλά, παρετήρησεν εκείνος μετά θρασύτητος, ην δεν
+ηδυνάμην ότε να εξηγήσω. Ειπέ του πως είνε ο Κυρ Γιάννης· θα τον
+περιμείνω εις το γραφείον του.
+
+Και εισήλθε πραγματικώς εις την παρακειμένην αίθουσαν, όπου,
+στρωθείς επί μαλακού ανακλίντρου, άναψε σιγάρον και ήρχισε να
+μετρή το περιεχόμενον του θυλακίου του.
+
+Μετ' ολίγον εισήλθεν ο οικοδεσπότης, εύσαρκος κύριος, ομοιάζων
+προς οικόσιτον ινδικήν όρνιθα, στρογγύλην έχων και λάμπουσαν εκ
+του πάχους την μορφήν, στρέφων δε τον αδρόν αυτού μύστακα διά της
+μιας αυτού χειρός, και βυθίζων την άλλην εις το θυλάκιον της
+αναξυρίδος του. Το εξωτερικόν αυτού εμαρτύρει αυτάρκειαν άνευ
+ορίων, το βήμα του ήτο σταθερόν και μεγαλοπρεπές, ωσεί βήμα
+νικητού θρίαμβον άγοντος, το δε ήθος αυτού ανέφαινε διάνοιαν
+παχυνθείσαν εν αργία.
+
+ — Καλησπέρα κυρ Γιάννη, είπε χαιρετίζων τον ξένον αυτόν, όστις
+ακίνητος και καθήμενος πάντοτε, εξηκολούθει μετρών και γράφων
+αριθμούς.
+
+ — Καλησπέρα σας, αυθέντα, απήντησεν εκείνος. Σας έκαμα σήμερον
+καμμιά εκατοστή κομμάτια με τα σαράντα, και αύριον πάλιν
+βλέπομεν.
+
+Είπε και μας απέθηκε πάσας επί του τραπεζίου.
+
+ — Τόσας μόνον; ηρώτησεν αυταρέσκως μειδιών ο οικοδεσπότης.
+
+ — Και αυτάς με πολλή δυσκολία· τα μυαλά του κόσμου, βλέπετε,
+άρχισαν ν' ανάφτουν, και το πράγμα πηγαίνει ολονένα τον ανήφορο.
+Αγορασταί πολλοί και πωληταί ολίγοι.
+
+ — Ήσαν λοιπόν βασταγμέναι καλά σήμερον;
+
+ — Βασταγμέναι και βασταγμέναι. Δεν ηξεύρω μα την αλήθειαν,
+αυθέντα, πού θα πάη αυτή η ιστορία.
+
+ — Τι θέλεις να το ηξεύρης; ηρώτησεν απαθώς ο οικοδεσπότης, και
+τα χονδρά του χείλη εμόρφασαν παραδόξως.
+
+ — Λέμε δα, αυθέντη, να ξεύρωμε και 'μείς κάπως πού πατούμε . . . .
+
+ — Αφού δεν πατείς διά λογαριασμό σου, τι σε μέλει; Αύριο κύτταξε
+να μου κάμης όσας ημπορέσης . . .
+
+ — Με τα σαράντα; αδύνατον.
+
+ — Μη βιάζεσαι. Πήγαινε και εις τα σαρανταπέντε, . . . και εις τα
+πενήντα εν ανάγκη. Αλλά με τρόπον· εννοείς, ελπίζω.
+
+ — Όσο δα γι' αυτό, δεν είμαστε πρωτάραις.
+
+ — Ιδού χρήματα.
+
+Και ανοίξας ο οικοδεσπότης σιδηρούν κιβώτιον, εξήγαγεν αυτού
+δέσμας τινάς χαρτονομισμάτων, ων ηρίθμησε και παρέδωκε το
+περιεχόμενον εις τον μεσίτην αυτού, αποχωρήσαντα μετά τινας
+βεβιασμένας υποκλίσεις.
+
+Εμέ δε την δυστυχή και τας ομοιοπαθείς αδελφάς μου εδέχθη η
+χαίνουσα του σιδηρού κιβωτίου άβυσσος, όπου ουδέ φωτός ακτίς ούτε
+ήχου παλμός εισέδυε ποτέ, ειμή παροδικώς μόνον και επ' ολίγας
+στιγμάς, οσάκις ηνοίγετο η θύρα, ίνα φυλακισθώσιν εντός αυτού και
+άλλαι ομοιοπαθείς μου, ή αποφυλακισθώσι και άλλα χαρτονομίσματα.
+
+VIII.
+
+ — Πολλάς, αγνοώ πόσας, ημέρας διέμεινα εν φυλακή.
+
+Εσπέραν τινά τέλος πάντων ηνοίχθησαν και πάλιν αι σιδηραί της
+πύλαι, και η στιβάς ην απετελούμεν εγώ και αι αδελφαί μου εξήχθη
+της σκοτεινής αβύσσου και απετέθη επί του τραπεζίου, όπου ήρχιζε
+να μας αριθμή ο ευτραφής ημών κάτοχος.
+
+Εν τω δωματίω υπήρχον έτι, πλην αυτού, ο μεσίτης εκείνος, ον
+γνωρίζουσιν ήδη οι αναγνώσται μου, και κυρία τις, σύζυγος καθ'
+όλα τα φαινόμενα του οικοδεσπότου, εύσωμος και ανθηρά δέσποινα,
+κεκαλυμμένη διά μετάξης και τριχάπτων.
+
+ — Επτακόσιαι ογδοήκοντα! είπεν αναβλέψας και θεωρών τον Κυρ
+Γιάννην ο κύριος ημών.
+
+ — Και θα τας δώσης όλας; ηρώτησεν η κυρία.
+
+ — Εννοείται όλας· απήντησεν εκείνος ηρέμα. Μήπως θέλεις να
+περιμείνωμεν το μέρισμα; προσέθηκε παραδόξως μειδιών,
+
+ — Δεν λέγω διά μέρισμα, αλλά . . . τέλος πάντων ημπορεί ν'
+αναιβούν ακόμη.
+
+ — Δεν υπάρχει πλέον λόγος να υψωθούν, παρετήρησε μετά τραπεζικής
+εμβριθείας ο οικοδεσπότης· η υπογραφή της συμβάσεως έγεινε
+γνωστή, και η υπερτίμησις έφθασεν εις τον ανώτατον όρον της. Εις
+τα εκατόν πενήντα μόνον τρελλοί ημπορούν να αγοράζουν ή να
+φυλάττουν μετοχάς του Λαυρίου.
+
+ — Έννοια σας, κυρία, διέκοψε δειλώς ο Κυρ Γιάννης, ξεύρει ο
+αυθέντης τι κάμνει.
+
+ — Μάλιστα, μάλιστα, απήντησε μετά τινος πείσματος η κυρία· αλλ' ο
+κύριος Πετραδάκης, και αυτός ξεύρει μου φαίνεται, πολύ καλά τα
+πράγματα· έλεγε χθες, ότι αι μετοχαί του Λαυρίου θ' αναίβουν εις
+τα πεντακόσια . . .
+
+ — Αυτό το λέγω κ' εγώ είπεν ο κύριος, καθώς το λέγει και αυτός,
+διότι μας συμφέρει να το λέγωμεν, διότι είμεθα πωληταί, και
+θέλομεν να χάφτη ο κόσμος τοιούτου είδους παραμύθια και να
+αγοράζη. Αν αυτός δεν αγοράζη, εις ποίον θα πωλήσωμεν ημείς;
+
+Ο Κυρ Γιάννης εμειδία εξ ευχαριστήσεως και ηκτινοβόλει εκ
+θαυμασμού.
+
+ — Έννοια σου, ψυχή μου, έννοια σου! προσέθηκεν ο μεγαλοφυής
+κερδοσκόπος, αποτεινόμενος εις την σύζυγόν του, μετ' ολίγας
+ημέρας θα ιδής πόσον φρόνιμα κάμνω σήμερον.
+
+Και στραφείς προς τον Κυρ Γιάννην, ωσεί διδάσκαλός τις προς
+μαθητήν·
+
+ — Άκουσε, κυρ Γιάννη, είπεν εις αυτόν μετ' εμβρίθειας και οιονεί
+μετρών τους λόγους αυτού ένα ένα. Θα αρχίσης από τα εκατόν
+πενήντα, και θα κυττάξης να ξεκάμης εντός της αύριον όσας
+ημπορέσης. Μη δώσης συγχρόνως περισσοτέρας των πενήντα. Δεν μας
+συμφέρει να φανούμεν ότι βγάζομεν μεγάλαις φουρνιαίς. Ο κόσμος
+ημπορεί να τρομάξη και να έλθη στάσις. Αν σου ήνε εύκολον, και
+έχεις ανθρώπους της εμπιστοσύνης σου, μοιράζεις την εργασίαν, και
+από καιρόν εις καιρόν αγοράζεις απ' αυτούς και μερικά κομμάτια,
+διά να κρατήσωμεν τας τιμάς. Εννόησες.
+
+Ο Κυρ Γιάννης είχεν ήδη δείξει διά τον συνεχών αυτού κατανεύσεων
+προς πάσαν φράσιν του οικοδεσπότου, ότι είχε κάλλιστα εννοήσει
+την βαθύτητα και το βάρος των λόγων αυτού, ώστε ουδέ καν ησθάνθη
+την ανάγκην να κατανεύση και πάλιν.
+
+ — Πάρε λοιπόν και πήγαινε! προσέθηκε τέλος ο κύριος, ως
+στρατάρχης τις εκπέμπων στρατηγόν εις μάχην.
+
+Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου
+ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν
+εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού.
+
+ — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα.
+
+IX.
+
+Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι,
+ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος
+ανθρώπων όμιλος.
+
+Το θέαμα της θορυβώδους εκείνης σκηνής, ης υπήρξα ευτυχώς μάρτυς,
+διότι το άνω ήμισυ του σώματός μου εξείχε κατά τύχην του
+μανδηλίου, ουδέποτε μέχρις εσχάτης μου στιγμής θέλω λησμονήσει.
+
+Ας φαντασθώσιν οι αναγνώσται μου ανθρώπους πάσης κοινωνικής
+τάξεως, παντός φύλου και πάσης σχεδόν ηλικίας διότι και γυναίκες
+έτι και παίδες δωδεκαέτεις ανεμιγνύοντο εις τα ενεργά πρόσωπα της
+παραδόξου εκείνης πανηγύρεως· συνωθούμενους εν τη οδώ,
+φωνάζοντας, χειρονομούντας, μεταλλάσσοντας θέσιν μετά πυρετώδους
+ανυπομονησίας, και ομοιάζοντας, απλώς ειπείν, προς χορόν δαιμόνων
+ορχουμένων περί το πυρ της κολάσεως· ας φαντασθώσι πάντα σχεδόν
+τα παρόδια καταστήματα ανοικτά έτι εν προκεχωρημένη νυκτί,
+κατάφωτα και πλήρη ανθρώπων χρηματιζομένων και κυβευόντων· ας
+φαντασθώσι τα καφενεία μεταβεβλημένα εις χρηματιστήρια, τα
+καπνοπωλεία εις μεσιτικά γραφεία, τα χαρτοπωλεία εις εντευκτήρια
+πωλητών και αγοραστών· ας φαντασθώσι τέλος όλας εκείνας τας
+μορφάς εμψυχουμένας υπό της δίψης του χρήματος, παραμορφωμένας
+υπό του κερδοσκοπικού πυρετού, και φωτιζομένας οτέ μεν αμυδρώς
+υπό των φανών της οδού, οτέ δε φαεινότερον υπό των λαμπτήρων των
+ένθεν και ένθεν της οδού καταστημάτων, και θέλουσιν ίσως
+κατορθώσει να σχηματίσωσιν ασθενή τινα πάντως αλλά προσεγγίζουσαν
+εις το αληθές εικόνα της διαβολικής τύρβης, ήτις επλήρου την
+διασταύρωσιν των οδών Αιόλου και Ερμού κατά την εσπέραν εκείνην,
+ότε επέκλωσε και εις εμέ η μοίρα να γίνω μάρτυς του πρωτοφανούς
+δι' εμέ θεάματος.
+
+Ράκη τινά διαλόγων και ομιλιών προσέβαλλον, καθαρώτερον εκ του
+ταράχου εκείνου τας ακοάς μου, και τα πλείστα εξ αυτών με
+επλήρουν υπερηφανείας, διότι ουδέν άλλο ήσαν ή πανηγυρισμοί της
+αξίας μου.
+
+ — Και συ εδώ; ηρώτα ιατρός τις ιστάμενος επί του λιθοστρώτου
+άλλον συνάδελφον αυτού προσερχόμενον την στιγμήν εκείνην.
+
+ — Τι να κάμης, αδελφέ; ήλθε ο καιρός να ειπούμε γεια της
+φτώχιας, καθώς φαίνεται.
+
+ — Κύτταξε μόνον, να μην ειπούμε 'γεια εις το ολίγο ασημικό, που
+μας βρίσκεται.
+
+ — Α, μπα! και δεν πουλώ, αν θέλω, τώρα με τα εκατόν πενήντα, να
+μου μείνη καθαρόν κέρδος δέκα χιλιάδες φράγκα;
+
+ — Το κακό είνε ότι δεν πουλείς, καθώς δεν πουλώ κ' εγώ.
+
+ — Θα ήτον τρέλλα. Αύριον θα έχουν τριακόσια. Και πλησιάσας εις
+το ους του συναδέλφου του.
+
+ — Η σύμβασις δημοσιεύεται αύριον, τω είπε.
+
+ — Αυτό είνε παλαιόν, αγαπητέ . . . και πολύ φοβούμαι ότι ό,τι
+είχε να κάμη η σύμβασις το έκαμε. Αλήθεια, τι κάμνει ο άρρωστός
+σου;
+
+ — Ας κάμη ό,τι τον φωτίση ο ύψιστος.
+
+Περαιτέρω άλλος διάλογος.
+
+ — Μην αγοράζης πλέον, Δημήτρη! έλεγεν οινοπώλης τις εις εύσωμον
+οψοπώλην, ούτινος η μορφή ήτο πορφυρά ως βρασμένος αστακός.
+
+ — Άφησέ με, που δεν θ' αγοράσω! Η τύχη, ματάκια μου, δεν έρχεται
+δυο φοραίς, και όταν έλθη πρέπει να την ιδής εσύ, γιατί εκείνη
+δεν βλέπει.
+
+ — Και συ τόρα νομίζεις ότι βλέπεις;
+
+ — Καλά! μεθαύριο τα μιλούμε.
+
+Εγγύς αυτών αμύσταξ νεανίσκος, παις σχεδόν έτι, εξωμολογείτο εις
+άλλον ομήλικά του, ότι κατορθώσας να υπεξαιρέση πολύτιμα τινα της
+μητρός αυτού κοσμήματα, τα έκαμεν, ως έλεγε, «ψιλούς παράδες» και
+ηγόρασε δύο μετοχάς.
+
+ — Άκουσε το διαβολόπουλο! παρετήρησε δικηγόρος τις, ακούσας την
+εξομολόγησιν του παιδός. Πώς θα καταντήσωμεν, αδελφέ, με αυτήν
+την μανίαν;
+
+ — Θα καταντήσωμεν, απήντησε μειδιών ο ερωτώμενος συναδελφός του,
+να μη πηγαίνωμεν πλέον εις τα δικαστήρια και να δικαζώμεθα
+ερήμην.
+
+ — Το λέγεις τάχα δι' εμέ;
+
+ — Και διά σε και δι' εμέ.
+
+Ολίγον παρέκει μεσίται δυο συνωμίλουν ταπεινή τη φωνή,
+προσπαθούντες — κωμικώτατον φαινόμενον — να απατήσωσιν αλλήλους.
+Αμφότεροι ήθελον να πωλήσωσι, και αμφότεροι προσεποιούντο ότι
+ήσαν αγορασταί. Τέλος επείσθησαν ότι μάτην εκοπίων, και
+απεχωρίσθησαν ψιθυρίζοντες, ο μεν: — Δεν γεληέται, ο διάβολος!, ο
+δε — Και ούτος με το ίδιον αέρα αρμενίζει.
+
+Πλην υπεράνω πάντων αυτών των κατ' ιδίαν διαλόγων και των εν
+εμπιστοσύνη εξομολογήσεων, υπεράνω του υποκώφου ψιθυρισμού των
+προσπαθούντων να απατήσωσιν αλλήλους, των παροτρυνομένων
+αμοιβαίως εις αγοράς και πωλήσεις, και των φιλοσοφούντων επί του
+προ αυτών νοσολογικού κοινωνικού φαινομένου, αντήχει φοβερός και
+συμμιγής ο τάραχος των μεγαλοφωνούντων εξ υπογυίου μεσιτών, ων
+άλλοι άλλα τέως ασκούντες επαγγέλματα, κατέλιπον έν πρωί ο μεν το
+ξυράφιον αυτού και την λεκάνην, ο δε την οψοπωλικήν αυτού ποδιάν,
+ο δε το υπαλληλικόν του γραφείον, ο δε και αυτούς τους μαθητικούς
+σκύμνους, και ετράπησαν προς το διασκεδαστικόν και κερδοφόρον
+επιτήδευμα «του ποδαριού» — ως το απεκάλουν, — την χρηματιστικήν
+μεσιτείαν. Πάντες ούτοι, πλήρεις έχοντες τας χείρας αυτών
+χαρτονομισμάτων και μετοχών, ων η πλήρης ρύπου και μωλώπων μορφή
+αληθή και αδελφικόν μοι ενέπνεεν οίκτον, περιεφέροντο
+συνωθούμενοι και οιονεί δαιμονίωντες μεταξύ του πλήθους, και
+εξελαρυγγίζοντο κραυγάζοντες και εκφωνούντες το εμπόρευμά των.
+
+ — Αγοράζω δέκα κομματάκια με σαρανταεννηά! . . .
+
+ — Και μισό, αγαπητέ, και μισό.
+
+ — Πουλώ είκοσι, με πενήντα.
+
+ — Πουλώ εις τα πενήντα εκατό, διακόσια, όσα θέλετε . . .
+
+ — Δικά μου το λοιπόν, αφού πουλείς όσα θέλω!
+
+ — Τώχαψε ο φίλος σαν λουκούμι! τι κουτός που είσαι καϋμένε!
+
+ — Εγώ είμαι κουτός, ή εσύ είσαι μασκαράς;
+
+ — Α, α! όχι χονδρά λόγια, γιατί ξέρεις πως έχω το χέρι κομμάτι
+μακρύ.
+
+ — Αν ήνε μακρύ, το κονταίνομε, πουλάκι μου!
+
+ — Ελάτε! ησυχία, . . . ντροπή!
+
+ — Έχω δέκα κομματάκια, μιας χήρας, και τα ξεκάμνω εις τα πενήντα
+ένα.
+
+ — Εγώ έχω πέντε ενός ορφανού, και τα ξεκάμνω 'ς τα πενήντα.
+
+ — Όλο εμπρός μου θα βγαίνης, ευλογημένε;
+
+ — Δεν είνε δικά μου, να σε χαρώ!
+
+ — Πάρτε, κύριοι, πάρτε, . . . πριν πάνε 'ς τα διακόσια.
+
+ — Θα γυρεύετε και δεν θα βρίσκετε! . . .
+
+Και αι φωναί εξηκολούθουν, και ο πάταγος ηύξανε, και ο θόρυβος
+εκορυφούτο.
+
+Τι εγίνετο εν τούτοις ο Κυρ Γιάννης; θα ερωτήση ο ενδιαφερόμενος
+περί της τύχης μου αναγνώστης.
+
+Τι εγινόμην εγώ, η εν τω μανδηλίω του Κυρ Γιάννη δεδεμένη;
+
+Ο Κυρ Γιάννης, ως άνθρωπος φρόνιμος και περιεσκεμμένος, περιήλθεν
+ικανήν ώραν το εν τη οδώ πλήθος, οσφραινόμενος πανταχού ως
+ρινηλάτης κύων, λαλών σιγά προς τον ένα, νεύων προς τον άλλον και
+σφίγγων τρίτου την χείρα, εισήλθε μετά ταύτα εις το γωνιαίον
+καφενείον, όπου η αυτή περίπου σκηνή της οδού επανελαμβάνετο κατά
+μικροτέρας διαστάσεις, ανήλθε κατόπιν εις το υπεράνω του
+καφενείου κατάστημα, εβολιδοσκόπησε τας διαθέσεις του πανταχόθεν
+πλημμυρούντος κερδοσκοπικού κοινού, και μη ευχαριστηθείς,
+φαίνεται, κατέβη πάλιν εις την οδόν, όπου ήρχισε νέας
+διπλωματικάς ενεργείας. Μετ' ολίγας στιγμάς ησθάνθην αυτόν
+πλησιάσαντα εις δειλόν τινα και ωχρόν κύριον, ούτινος η μαραμμένη
+μορφή ενέφαινε κάματον, ανησυχίαν, και πεζότερόν τι ίσως έτι
+συναίσθημα, το της πείνης.
+
+Τις οίδε πόσην ώραν είχεν ο ταλαίπωρος να φάγη.
+
+ — Λοιπόν, κυρ Θοδωράκη, δεν θα κάμωμεν τίποτε; ηρώτησεν επαγωγώς
+μειδιών ο κυρ Γιάννης. Δεν θα μου δώσης ένα δεκάρι εις τα
+σαρανταεννηά;
+
+ — Στα πενήντα αγοράζω εγώ, απήντησε μετά πυρετώδους εξάψεως ο
+Θοδωράκης.
+
+ — Πόσα; έσπευσε να ερωτήση ψυχρώς ο μεσίτης μου.
+
+ — Τριάντα . . . αν έχης, απήντησεν ο αγοραστής.
+
+ — Δικά σας! προσέθηκεν ο κυρ Γιάννης, και έτεινε την χείρα του
+προς τον ωχρόν και πυρέσσοντα Θοδωράκην.
+
+ — Τα χρήματα όμως, υπέλαβεν εκείνος, τείνων επίσης την χαρά του
+εις τον μεσίτην, αύριον το πρωί, διότι σήμερον εκτινάχθηκα.
+
+ — Όπως αγαπάτε, παριτήρησε γλυκερώς ο κυρ Γιάννης· μου δίδετε
+μόνον ένα χαρτάκι . . .
+
+Και εισελθόντες εις παρακείμενον καπνοπωλείον, ούτινος η τράπεζα
+είχε προχείρως μεταβληθή εις κολλυβιστικόν λογιστήριον,
+συνετέλεσαν προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν την συναλλαγήν αυτών.
+Λέγω δε, προς μεγίστην μου ευχαρίστησιν, διότι εκτός της
+χορηγηθείσης μοι πάλιν προς ώραν ελευθερίας διά της λύσεως του
+δέματος, όπερ έφερεν υπό μάλης ο κυρ Γιάννης, είδα μεθ'
+υπερηφανείας, ότι μία των εις υπερτίμησιν εκατόν πεντήκοντα
+φράγκων πωληθεισών μετοχών ήμην και εγώ.
+
+ — Αληθώς, διελογιζόμην κατ' εμαυτήν, φερομένη μετ' ολίγας
+στιγμάς εν τω θυλακίω του κυρ Θοδωράκη, αληθώς ο εκδότης μου ήτο
+μέγας ανήρ και είχε μεγαλοφυίαν ουχί των κοινών, κατορθώσας εντός
+ολίγων ημερών να αξίζουσι τα πεντήκοντα φράγκα διακόσια. Διότι,
+τέλος πάντων, εγώ είχα πληρωθή πρό τινων ημερών πεντήκοντα
+φράγκα, και όμως ηγοράσθην πρό τινων στιγμών αντί διακοσίων.
+Τούτο ήτο αλήθεια, ήτο γεγονός, ούτινος υπήρξα αυτήκοος και
+αυτόπτης. Και όμως εγώ ουδόλως είχα μεταβληθή· ήμην πάντοτε η
+αυτή, κατ' ουδέν αυξηθείσα, κατ' ουδέν βελτιωθείσα. Έφερον μόνον
+επ' εμού ολίγας κηλίδας ρητινίτου και στίγματά τινα εκ του
+βορβορώδους εδάφους του καπηλείου, όπου κατά κακήν μου μοίραν
+είχα κυλισθή την αξιομνημόνευτον εκείνην εσπέραν την οποίαν
+διηγήθην ήδη, αλλά δεν ηδυνάμην να εννοήσω, αν αι πρόσθετοί μου
+αύται ιδιότητες ήσαν ικαναί να δικαιολογήσωσι την υπερτίμησίν
+μου. Τι άρα γε συνέβη εν τω μεταξύ, και υψώθη τόσον η αξία μου;
+Ποίοι λόγοι παρεκίνουν τους ανθρώπους να πλειοδοτώσι προς
+απόκτησίν μου; Μάτην προσεπάθουν να το εννοήσω, και εσκεπτόμην
+έτι περί τούτου, ότε ο νέος μου κύριος εισήλθεν εις την οικίαν
+του, και πριν ή έτι αποβάλη τον πίλον αυτού, εξήγαγε του θυλακίου
+του την στιβάδα ημών όλην, ην από πρωίας, φαίνεται, είχε
+συναγάγει εντός αυτού, και την απέθηκε θριαμβικώς επί της
+τραπέζης.
+
+Χ.
+
+ — Ταις εκατάφερα τέλος πάντων εκατόν! εφώνησε προς μικράν τινα
+και κομψήν γυναίκα, καθημένην εγγύς τραπεζίου, και ράπτουσαν υπό
+το αμυδρόν φως μικράς ορειχαλκίνης λυχνίας, παρά το λίκνον
+κοιμωμένου βρέφους.
+
+Αλλ' η σύζυγός του — διότι σύζυγος αυτού ήτο η ωχρά εκείνη και
+κατηφής γυνή, — ουδέν απήντησεν. Ανέβλεψε μόνον περιλύπως επί
+τινας στιγμάς προς τον λαλήσαντα, και καταβιβάσασα πάλιν τα
+βλέμματά της επί την νυκτερινήν αυτής εργασίαν, εξηκολούθησε
+ράπτουσα δι' ασταθούς και τρεμούσης χειρός.
+
+ — Ακόμη ράπτεις, Σοφία; προσέθηκεν ο Θοδωράκης διά ταπεινοτέρας
+φωνής, και αποβαλών τον πίλον αυτού προσήγγισεν εις την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πρέπει να τελειώσω απόψε, απήντησεν η νεαρά γυνή.
+
+ — Τώρα που θα γείνωμεν πλούσιοι, δεν έχεις πλέον ανάγκην να
+ράπτεις, επανέλαβεν ο σύζυγος μειδιών. Αλλά το βεβιασμένον αυτού
+μειδίαμα εφαίνετο θέλον αυτόν μάλλον να φαιδρύνη ή την σύζυγόν
+του.
+
+ — Πλούσιοι! εψιθύρισε μόλις ακουομένη η Σοφία, και παραιτούσα
+αίφνης την εργασίαν της.
+
+ — Έχομεν αύριον να ψωνίσωμεν; ηρώτησε διά ζωηροτέρας φωνής, και
+ανέβλεψεν εις τον σύζυγόν της, ενώ αδρόν δάκρυ εκυλίεττο επί της
+ωχράς αυτής παρειάς.
+
+ — Άρχισες πάλιν τα δάκρυα και τα παράπονα υπέλαβε μετά
+τραχυτέρας φωνής ο Θοδωράκης, αποφεύγων την εις την ερώτησιν της
+συζύγου του απάντησιν.
+
+ — Εννοείς πολύ καλά, ότι τα δάκρυα αυτά δεν είνε δι' εμέ, αλλά
+διά σε περισσότερον και διά το ταλαίπωρον αυτό πλάσμα, το οποίον
+κοιμάται εκεί μέσα, και του οποίου δεν ηξεύρω ποία θα ήνε η τύχη,
+αν εξακολουθής αυτόν τον δρόμον.
+
+ — Αι! να σου ειπώ: διέκοψεν αυτήν ο κερδοσκόπος, και η φωνή του
+κατέστη έτι τραχυτέρα· κλαίε, αν θέλεις, και σου προξενεί
+ευχαρίστησιν, αλλ' άφησε τας συμβουλάς και τας νουθεσίας, διότι
+μου πειράζουν τα νεύρα.
+
+ — Σου πειράζουν τα νεύρα! ανέκραξεν η νεαρά γυνή, και η μορφή
+αυτής επορφυρώθη, και η φωνή της έτρεμεν εξ αγανακτήσεως. Σου
+πειράζουν τα νεύρα! και δεν σου πειράζει τα νεύρα λοιπόν η
+δυστυχία, την οποίαν πολύ γρήγορα θα φέρης εις το σπίτι σου, η
+πτωχεία και η πείνα, την οποίαν μας ετοιμάζεις, η ατιμία . . .
+Θεέ μου! . . .
+
+Και η ταλαίπωρος μήτηρ μη κατορθώσασα να συμπληρώση την φράσιν
+της, εκάλυψε το πρόσωπον αυτής διά των χειρών και ερράγη εις
+λυγμούς.
+
+ — Η ατιμία! ωλόλυξεν ο Θοδωράκης δεν ηξεύρεις τι λέγεις, . . .
+και κάμε μου την χάριν σε παρακαλώ . . .
+
+Είπε, και εβάδισεν απειλητικώς προς την Σοφίαν.
+
+Αλλ' η νεαρά γυνή, ωσεί μεταμορφωθείσα αίφνης, ωσεί στομωθείσα
+την ψυχήν διά των πικρών δακρύων άτινα έχυσαν τα όμματά της,
+ανέστη ορθία, και προσβλέπουσα τον σύζυγον αυτής ασκαρδαμυκτί,
+
+ — Ναι! εφώνησεν, η ατιμία! Επώλησες ό,τι είχαμεν, και αυτά τα
+ολίγα μου κοσμήματα, και αυτόν τον μικρόν σταυρόν της κόρης μας,
+διά να αγοράσης μετοχάς, διά να παίξης εις το χαρτοπαίγνιον,
+διότι τι άλλο τέλος πάντων είνε αυτό το εμπόριον παρά
+χαρτοπαίγνιον! Και όμως δεν ησύχασες! ηγόρασες και άλλας σήμερον·
+με τι τας επλήρωσες; με τι θα τας πληρώσης, αφού δεν έχομεν πλέον
+ούτε μίαν δραχμήν διά να αγοράσωμεν ψωμί, αφού θ' αναγκασθώ να
+πωλήσω το μικρό αυτό υποκαμισάκι, που έρραπτα διά την κόρην μου,
+διά να ζήσωμεν αύριον;
+
+Ο Θεοδωράκης δεν ήτο πλέον ο ίδιος άνθρωπος. Ίστατο προ της
+συζύγου του ενεός και άφωνος, ως μη αναγνωρίζων αυτήν, ως
+παράφρων προς στιγμήν γενόμενος.
+
+ — Λέγε μου λοιπόν! επανέλαβεν η Σοφία, με τι τας επλήρωσες;
+
+ — Θα τας πληρώσω αύριον, . . απήντησε μηχανικώς ούτως ειπείν ο
+κερδοσκόπος.
+
+ — Με τι; με τι; επέμενε κραυγάζουσα η νεαρά γυνή.
+
+ — Πλην, Σοφία μου, υπέλαβεν ο σύζυγος, ηπιώτερος εκ της
+αλλοφροσύνης αυτού ανακύψας, αύριον θα ήνε υπερτιμημέναι, θα τας
+πωλήσω εις τα διακόσια, και θα ωφεληθώμεν πέντε χιλιάδας
+φράγκα . . .
+
+ — Και αν αύριον δεν ήνε υπερτιμημέναι;
+
+ — Θα ήνε μεθαύριον, αντιμεθαύριον, θα ήνε τέλος πάντων εντός
+ενός μηνός. Το πράγμα είνε άφευκτον. Παραγγελίαι έρχονται καθ'
+ημέραν από το εξωτερικόν, από την Κωνσταντινούπολιν . . . και
+μέχρι της λήξεως τον συναλλάγματος . . .
+
+Και ο κερδοσκόπος, ωσεί άκων εξολισθήσας εις την τελευταίαν του
+εξομολόγησιν, ανεστάλη αποτόμως, ψιθυρίζων καθ' εαυτόν — Διάβολε!
+πώς μου εξέφυγε!
+
+ — Συναλλάγματος! εξεφώνησεν η νεαρά γυνή· υπέγραψες συνάλλαγμα,
+διά να αγοράσης παληόχαρτα; Έδωκες την υπογραφήν σου, την τιμήν
+σου, διά να πλουτίσης με τον νουν, διά να έμβης μεθαύριον εις την
+φυλακήν, και να με αφήσης εις τους πέντε δρόμους;
+
+Η Σοφία δεν ηδυνήθη να περάνη τους λόγους της. Οι αλλεπάλληλοι
+κλονισμοί κατέβαλον αυτήν, και έπεσε λιπόθυμος επί τινος έδρας.
+
+Αλλ' η πεπωρωμένη, φαίνεται, του συζύγου του της καρδία ουδόλως
+εκ του θεάματος εκείνου εταράχθη, ενώ εγώ, η απλή μάρτυς του
+μικρού εκείνου οικογενειακού δράματος, έτρεμον όλη εκ της
+συγκινήσεως.
+
+Πλησιάσας ο Θοδωράκης εις το τραπέζιον, εφ' ου εκείμην μετά των
+άλλων μου αδελφών, ήνοιξε τον σύρτην αυτού και μας εκλείδωσεν
+εντός των σκοτεινών του μυχών.
+
+ — Εκείθεν ήκουσα αυτόν μετ' ολίγον απερχόμενον με γοργόν το
+βήμα, και κλείοντα βιαίως όπισθεν αυτού την θύραν του δωματίου.
+
+XI.
+
+Πολλάς, υποθέτω, ημέρας έμεινα εκεί φυλακισμένη.
+
+Ότε ηνοίχθη ο σύρτης, και η χειρ του κυρίου ημών μας εξέβαλε
+πάλιν εις φως, ταραχώδης και δυσάρεστος σκηνή συνέβαινεν εντός
+του δωματίου.
+
+Είδον ξένας και παραδόξους μορφάς αναιδή περιφερούσας πέριξ τα
+βλέμματα, ήκουσα συγκεχυμένας τινας φράσεις, εν αις αι λέξεις:
+διαμαρτύρησις, κατάσχεσις, φυλακή! πολλάκις επανελαμβάνοντο, και
+ησθάνθην εμαυτήν τέλος μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας.
+
+ — Ιδού! είπεν ο Θοδωράκης πρός τινα των παρισταμένων ξένων. Είνε
+εκατόν κομμάτια· με τα εικοσιτέσσαρα κάμνουν επτά χιλιάδες
+τετρακόσια φράγκα περισσότερον αφ' ό,τι οφείλω.
+
+ — Και τα έξοδα; τα έξοδα! προσέθηκε ρικνή τις και κιτρίνη μορφή,
+κτήμα δικαστικού κλητήρος, ως εσυμπέρανα.
+
+ — Κρατήσατε και τα έξοδα, όσα είνε, είπεν ο Θοδωράκης, και
+επιστρέψατέ μου το υπόλοιπον.
+
+ — Βλέπεις πώς έγεινες πλούσιος; υπέλαβε διά σβεννυμένης φωνής η
+επί του ανακλίντρου ασθενής κατακειμένη σύζυγος του πτωχεύσαντος
+κερδοσκόπου.
+
+ — Να πάρη ο διάβολος την αντιπολίτευσιν, η οποία έκαμε την
+σύμβασιν όπως την έκαμε! απήντησεν εκείνος, βλοσυρώς βλέπων
+χαμαί.
+
+ — Όσον δι' αυτό, κυρία, είνε σωστόν! υπέλαβεν ο νέος μου
+κάτοχος, τυλίσσων ημάς πάσας εις ικανώς ογκώδες σπείραμα, και
+περιδένων αυτό διά ρυπαρού λωρίου. — Αλλέως τα επεριμέναμεν και
+αλλέως μας εβγήκαν. Προσκυνώ!
+
+Και εξήλθε του θαλάμου μεθ' ημών.
+
+ΧΙΙ.
+
+Το λυπηρόν θέαμα της τελευταίας σκηνής, ης παρέστην μάρτυς, η
+συνείδησις ότι υπήρξα και εγώ εν μέρει αφορμή δακρύων και
+δυστυχίας εργάτις, και υπέρ πάντα ίσως το προσβάλλον την
+φιλοτιμίαν μου συναίσθημα της φοβεράς μου υποτιμήσεως, ταύτα
+πάντα συνεκίνησαν την καρδίαν μου και εζάλισαν την κεφαλήν μου,
+ώστε δις ίσως και τρις εντός της ημέρας μετήλλαξα κύριον χωρίς να
+το εννοήσω.
+
+Μόλις μεθ' ημέρας, συνελθούσα κάπως εις εμαυτήν, εννόησα εκ της
+νέας, ικανώς κωμικής, σκηνής, εις ην παρευρέθην, ότι διετέλουν
+εις χείρας μικρού τινος εκ των νεοφωτίστων εκείνων μεσιτών, ους
+είχον εμπαίξει εν ώρα ευδαιμονίας.
+
+Ο κάτοχός μου επιτέλει μέρος παραδόξου τινός χορού, συνωθουμένου
+περί το σφαιριστήριον μεγάλου και ικανώς πλήθοντος καφενείου. Οι
+τον κυβευτικόν δ' εκείνον όμιλον συγκροτούντες, κατηφείς
+συγχρόνως και αγρίας έχοντες τας όψεις, αντήλλασσον μεγαλοφώνως
+φράσεις πρωτακούστους εις εμέ και ακαταλήπτους, και ηγωνίζοντο
+τις πρώτος να πωλήση, ως ημιλλώντο άλλοτε τις ν' αγοράση
+περισσότερον του άλλου.
+
+Πού ο πάταγος εκείνος, ο προ δύο μηνών, ο πυρετώδης και πλήρης
+ζωής! πού αι συμμιγείς εκείναι κραυγαί των απλήστων αγοραστών, ας
+ήκουον εν ευφροσύνη τα ώτα μου! πού το εύθυμον εκείνο και πλήρες
+ελπίδων πλήθος, το θυσιάζον υπέρ ημών και τον έσχατον αυτού
+οβολόν!
+
+Πομφόλυγες ήσαν φαίνεται αι ελπίδες των και διερράγησαν, καπνός
+ην το πλήθος και διελύθη.
+
+Τοιαύτα τινα εφιλοσόφουν κατ' εμαυτήν, ακούουσα περί εμέ τας
+αλλοκότους ταύτας φράσεις:
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε, το ένα εμπρός, παραδοτέα την πρώτην.
+
+ — Πουλώ τέσσαρα κομματάκια με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός.
+
+ — Πουλώ δέκα εις τα δεκαπέντε και μισό, μετά το χρηματιστήριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκαπέντε και μισό, το ήμισυ εμπρός δι' αύριον.
+
+ — Αγοράζω με δεκατέσσαρα πενήντα κομμάτια υποχρεωτικά.
+
+ — Πουλώ εις την διάθεσίν μου είκοσι κομμάτια, με δεκαέξ το έν
+εμπρός διά μεθαύριον το πρωί.
+
+ — Πουλώ με δεκαέξ, το ήμισυ εμπρός, εις την διάθεσιν του
+αγοραστού!
+
+Εκ των φράσεων τούτων, και άλλων πολλών ομοίων, αίτινες
+ανεμιγνύοντο αδιακόπως εις τας εκφωνήσεις των υπηρετών του
+καφενείου, διατασσόντων «ένα λουκούμι»! ή «ένα βαρύν και γλυκύν»!
+ουδέν άλλο εννόησα, ή τούτο μόνον, ότι πολλοί ήσαν πωληταί,
+ολίγοι δε αγορασταί.
+
+Μετ' ολίγον ήκουσα και τον κάτοχόν μου, εις ου το θυλάκιον
+μονήρης και τεθλιμμένη εθρήνουν σιγά το παρελθόν μου μεγαλείον,
+αναφωνήσαντα·
+
+ — Μία μόνη μου έμεινε! την ξεκάμνω εις τα δεκατέσσαρα και μισό!
+
+Α! πόσον βαθέως επίκρανε την ψυχήν μου η λέξις
+εκείνη: ξ ε κ ά μ ν ω!
+
+Τοσούτον λοιπόν άχρηστον και οχληρόν σκεύος είχα καταντήσει, ώστε
+ευτυχία ελογίζετο η απαλλαγή μου;
+
+Ουδέποτε ευαίσθητος αλλ' άσχημος δεσποινίς, παρηγκωνισμένη εις
+γωνίαν τινά της αιθούσης χορού, ησθάνθη μεγαλειτέραν ταπείνωσιν
+και λύπην, όσην εγώ την στιγμήν εκείνην εν τω θυλακίω του
+χονδροειδούς και ρυπαρού μου κατόχου, ούτε θερμοτέραν
+ευγνωμοσύνην προς τον καλούντα αίφνης αυτήν χορευτήν, όσην εγώ
+προς τον πλησιάσαντα εις τον πωλητήν μου κοντόν και παχύν
+βρακοφόρον, και ειπόντα μετ' ευμενούς και απλοϊκού μειδιάματος.
+
+ — Φέρ' την εδώ παιδί μου! εγώ την αγοράζω 'ς την τύχην της κόρης
+μου.
+
+XIII.
+
+Και ούτω μετήλλαξα πάλιν κύριον.
+
+Ο νέος μου κάτοχος ούτε την επιβάλλουσαν και σοβαράν είχεν
+αναβολήν του πρώτου μου αγοραστού, ούτε μύρα απέπνεεν ως η πρώτη
+μου κυρία, ούτε φλογερά απέθηκεν επί της παρειάς μου φιλήματα, ως
+η χαρίεσσα θαλαμηπόλος, ούτε εις θυσίας υπεβλήθη χρηματικάς προς
+απόκτησίν μου, ως πολλοί των μετά ταύτα κυρίων μου. Και όμως
+ηγάπησα αυτόν, ως αγαπά τις τον εν τη δυστυχία φίλον, ως αγαπά
+τον φιλανθρώπως παρέχοντα άσυλον εις εγκαταλελειμμένον και
+έρημον. Ούτω δε μετά παλμών αληθινής αγάπης και ακραιφνούς
+ευγνωμοσύνης συνώδευσα αυτόν εις την μικράν του οικίαν, όπου,
+μόλις εισελθών, συνήντησε την σύζυγόν τον, φαιδράν και
+ροδοκοκκίνους έχουσαν τας παρειάς γυναίκα, πλύνουσαν αφελώς εντός
+μικράς σκάφης χονδρά τινα ασπρόρρουχα.
+
+ — Νά! γυναίκα, είπεν· αυτό να το φυλάξης 'ς την τύχην της κόρης
+μας!
+
+ — Τι είνε αυτό, ηρώτησεν εκείνη, και καταλιπούσα την πλύσιν της
+ανήγειρε την κεφαλήν, και έτεινε την υγράν της χείρα προς εμέ.
+
+ — Αυτό, γυναικούλα μου, υπέλαβεν ο αγαθός ανήρ, είνε μετοχή του
+Λαυρίου. Έχει εβδομήντα δύο δραχμαίς και εικοσιπέντε λεπτά, και
+με τον καιρό θα γεννήση πολύ περισότεραις. Φύλαξέ την.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! εφώνησεν η απλή γυνή. 'Σ τα σωστά σου
+είσαι, άνδρα;
+
+ — Άκουσε, που σου λέω! φύλαξέ την και θα ιδής. Αν έχη τύχη η
+κόρη μας, θα της κάμωμε μ' αυτό το χαρτί την προίκα της!
+
+ — Αφού είνε έτσι! υπέλαβεν υποτασσομένη η σύζυγος· συ κάτι θα
+ξέρεις· φέρε να την φυλάξω.
+
+Και σπογγίσασα τας χείρας αυτής, με έλαβεν άκροις δακτύλοις,
+εισήλθεν εις το χαμόγειον δωμάτιον της οικίας, και εξαγαγούσα εκ
+των μυχών κολοσσιαίου κιβωτίου μικρόν κομβόδεμα, εν ώ υπήρχον
+συνεπτυγμένα και άλλα παντοειδή κιτρινόχροα και απηρχαιωμένα
+χαρτία, με έδεσε μετ' αυτών.
+
+XIV.
+
+Εδώ, φίλε αναγνώστα, έληξεν — επί του παρόντος — ο πολυτάραχός
+μου βίος.
+
+Εδώ κείμαι εν ησυχία, ως εν τάφω, στενοχωρουμένη εκ της μοναξίας
+και χασμωμένη εκ της πλήξεως.
+
+Εδώ αναμιμνήσκομαι της παρελθούσης μου λαμπρότητος, και εύχομαι
+εν χριστιανική εγκαρτερήσει: «μη χειρότερα».
+
+Εδώ τέλος μ' επήλθεν η ιδέα να γράψω τα απομνημονεύματά μου, ίνα
+διασκεδάσω την πλήξιν μου.
+
+Εύχομαι, όπως διεσκέδασα εγώ γράφουσα, να διασκεδάσης και συ
+αναγινώσκων.
+
+
+
+Η ΕΣΠΕΡΙΣ
+ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΟΥΣΑΜΑΚΗ
+
+
+
+Α'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός και η κυρία Παρδαλού είνε προσκεκλημένοι το
+εσπέρας εις συναναστροφήν.
+
+Ο Κύριος Σουσαμάκης, υπάλληλος του γραφείου όπερ διευθύνει ο
+κύριος Παρδαλός, ενυμφεύθη πρό τινων μηνών, τη αγαθή συμπράξει
+του προϊσταμένου του, πλουσίαν τινα νύμφην εκ Πατρών, έχουσαν μεν
+ένα οφθαλμών ολιγώτερον αυτού, αλλ' εις αποζημίωσιν του
+ελλείποντος οφθαλμού δεκαπέντε έτη ηλικίας περισσότερα, και εις
+αποζημίωσιν των περισσευόντων δεκαπέντε ετών τριάκοντα πέντε
+χιλιάδας δραχμών προίκα. Ο όλβιος Σουσαμάκης εσυλλογίσθη κατ'
+αρχάς, εις πανηγυρισμόν του σπουδαίου τούτου και ευτυχούς
+συμβεβηκότος του βίου του, να δώση χορόν εις τους παρανύμφους την
+αυτήν των γάμων του εσπέραν· είχε δε μάλιστα παρακαλέσει
+υπαξιωματικόν τινα φίλον του να τω προμηθεύση εκ της στρατιωτικής
+μουσικής έν φλάουτον, έν κλαρινέτον και έν τρομπόνι, ήτοι ένα
+πλαγίαυλον, ένα οξύαυλον και μίαν βαρυσάλπιγγα, ως γράφουσι
+σήμερον οι νεωφώτιστοι της γλώσσης καθαρισταί, όπως το εναρμόνιον
+αυτών μέλος πτερώση τους πόδας των προσκεκλημένων.
+
+Αλλ' είτα μετενόησε, σκεφθείς ότι δεν ήτο καλόν να παρατείνη το
+μεταξύ της στέψεως και της απομονώσεως αυτού χρονικόν διάστημα,
+και απεφάσισε να αναβάλη εις προσφορώτερον καιρόν τον χορευτικόν
+των γάμων του πανηγυρισμόν.
+
+Ούτω λοιπόν την εβδόμην Νοεμβρίου, ημέραν πέμπτην, ωραία
+επισκεπτήρια, δίκην μετριοφρόνων προσκλητηρίων, διενεμήθησαν εις
+τους γνωρίμους και φίλους του κυρίου Σουσαμάκη, ων έν έλαβεν και
+ο Κύριος Παρδαλός, έχον ούτω:
+
+_«Ο Κύριος και η Κυρία Σουσαμάκη παρακαλούσι τον Κύριον και την
+Κυρίαν Παρδαλού να λάβωσι την καλωσύνην να πάρωσι το τσάι εις την
+οικίαν των την Κυριακήν, 10 Νοεμβρίου, εις τας 8 το εσπέρας»._
+
+Σημειωτέον ότι την ημέραν ταύτην εξέλεξεν η αβρά πρόνοια της
+Κυρίας Σουσαμάκη, καθότι την κυριακήν εκείνην συνέπιπτε η
+επέτειος της εορτής του νεαρού της συζύγου — ο Σουσαμάκης
+εκαλείτο Ορέστης — και η νεόνυμφος Πασιφάη εσκέφθη, ότι
+προσφυέστατον ήτο να πανηγυρισθώσι διά του αυτού χορού και διά
+του αυτού κυπέλλου τεΐου ο τε γάμος της και η εορτή του συμβίου
+της.
+
+Ούτω λοιπόν την εσπέραν της Κυριακής, 10 Νοεμβρίου, διπλαί
+συγχρόνως γίνονται ετοιμασίαι· ετοιμασίαι υποδοχής εν τω οίκω του
+Σουσαμάκη, και ετοιμασίαι επισκέψεως εν τω οίκω του Παρδαλού.
+
+Ας μνημονεύσωμεν εν παρόδω, και πριν εισέλθωμεν εις τας οικίας
+του Αμφιτρύωνος και του ξένου του, ότι την προτεραίαν το εσπέρας,
+καθ' ην στιγμήν ο Κ. Παρδαλός ητοιμάζετο να αναχωρήση εκ του
+γραφείου, επλησίασεν εις αυτόν δειλώς ο Σουσαμάκης, και
+περιελίσσων εις τους δακτύλους του την άλυσιν του ωρολογίου του,
+ίνα διασκεδάση πως την δειλίαν αυτού, τω είπε, μειδιών γλυκερόν
+μειδίαμα σεβασμού και υποταγής·
+
+ — Λοιπόν . . . θα σας έχωμεν αύριον το εσπέρας, Κύριε Διευθυντά;
+
+ — Χωρίς άλλο, Κύριε Σουσαμάκη, . . χωρίς άλλο! απήντησεν ο
+Κύριος Παρδαλός, αντιμειδιών και εκείνος μειδίαμα υπεροχής και
+προστασίας.
+
+Β'.
+
+Ο Σουσαμάκης, εννοών να πανηγυρίση τους γάμους του και την
+γιορτήν του, ουδόλως εσκόπει να δώση εκ των τυπικών εκείνων
+συναναστροφών, καθ' ας οι προσκεκλημένοι πίνουσιν έν κύπελλον
+τεΐου — οι τολμηρότεροι και δύο, — βρέχουσιν εντός αυτού έν ή δύο
+μικροσκοπικά παξιμαδάκια, χορεύουσι πολλοί κυμβαλιζόντων ολίγων,
+και απέρχονται τέλος περί τας δύο ή τρείς μετά το μεσονύκτιον,
+κάθιδροι, κατάκοποι, λιμώττοντες και διψώντες. Άνυμφος έτι είχε
+πολλάκις μετάσχει τοιούτων χορευτικών εσπερίδων, και η μνήμη των
+διετηρείτο έτι πλήρης πείνης και ρίγους εν τη φαντασία του.
+Συναισθανόμενος δε βαθύτατα την ορθότητα του γραφικού ρητού: _ό
+σ υ μ ι σ ε ί ς ετέρω μη ποίησης_, ουδόλως ήθελε να πάθωσιν οι
+ξένοι του ό,τι αυτός πολλάκις είχε πάθει και από καρδίας εμίσει.
+Διά τούτο λίαν πρωί εξήλθεν εις την αγοράν, επρομηθεύθη οπώρας,
+ορεκτικά τραγήματα, άρτον ιδίως πολύν και οίνον έτι πλείονα, και
+αφού παρήγγειλεν εις το Σολωνείον τα απαιτούμενα γλυκύσματα και
+δροσιστικά, μη λησμονήσας και τα παγωτά — ήθελε, βλέπετε, να
+φιλεύση μεγαλοπρεπώς τους προσκεκλημένους του, — επανέκαμψεν εις
+την οικίαν του, άγων κατόπιν αυτού δύο εκ των τροφίμων της σχολής
+των απόρων παίδων, κομίζοντας πλήρεις τους καλάθους αυτών.
+
+Αλαζών και βρενθυόμενος εισήλθεν ο Σουσαμάκης εις την οικίαν του,
+και απ' αυτής ήδη της θύρας εφώνησε γεγωνός προς την υπηρέτριαν:
+
+ — Μαρία! έλα πάρτ' αυτά.
+
+Αντί όμως της υπηρετρίας, ήτις την στιγμήν εκείνην μετεκόμιζεν
+ανώνυμά τινα σκεύη εις ανώνυμον της οικίας μέρος, επεφάνη εις την
+κλίμακα η κυρία Πασιφάη, άτακτον έχουσα την κόμην και την πρωινήν
+της λευκήν εσθήτα φορούσα.
+
+ — Μπα, Παναγία μου! ανέκραξε, προσηλούσα τον μονάκριβον αυτής
+οφθαλμόν εις τας προμηθείας του συζύγου της, τι τα ήθελες όλ'
+αυτά τα πράγματα, Ορέστη;
+
+ — Πώς, τι τα ήθελα; και τι θα φάγουν το λοιπόν οι
+προσκεκλημένοι;
+
+ — Τι θα φάγουν; μη δα τους έχομεν τραπέζι;
+
+ — Δεν τους έχομεν τραπέζι, αλλά θα ήνε άνοστον πράγμα να τους
+αφήσωμεν να φύγουν νηστικοί, . . . περασμένα τα μεσάνυκτα.
+
+ — Ωραίον πράγμα! . . . υπέλαβε πικρώς μορφάζουσα η κυρία
+Σουσαμάκη, ωραίον πράγμα! να δροσίζωνται αι κυρίαι με μήλα και με
+κρασί του Σόλωνος.
+
+ — Αι κυρίαι, αν αγαπούν, ας πιουν λεμονάδαις, και ας φάγουν
+πισκότα και παγωτά . . .
+
+ — Λεμονάδαις; πισκότα; παγωτά; ανεφώνησεν η Πασιφάη, και η φωνή
+της ανέβαινε προς την υπάτην καθόσον προυχώρει η απαρίθμησις.
+Χαρά 'ς το! Μα το λοιπόν θα μας κοστίση χίλιαις δραχμαίς αυτή η
+αστειότης!
+
+ — Ουφ! αδελφή, πώς κάμνεις έτσι;
+
+Ο συζυγικός διάλογος ήθελεν ίσως εξακολουθήσει έτι, τραχυνόμενος
+επί μάλλον, αν δεν διέκοπτεν αυτόν ο είς των μικρών κομιστών,
+παρατηρούν κάπως μεγαλοφώνως:
+
+ — Αφεντικό! δεν μας αδειάζεις το καλάθι, να τραβάμε;
+
+Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη
+καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη
+σύζυγος.
+
+Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της
+αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω
+διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και
+ατάραχον. Πολλαί σκηναί όμοιαι προς την προ μικρόν
+διεδραματίσθησαν κατόπιν μέχρι της εσπέρας.
+
+Ποίαι τίνες όμως ήσαν και πού κατέληξαν, δεν δυνάμεθα να
+αφηγηθώμεν, διότι ηθέλομεν ούτω προκαταλάβει τους αναγνώστας
+ημών, και η συνέχεια της διηγήσεως ταύτης, ως και το τέλος της,
+ουδέν ήθελον έχει πλέον το ενδιαφέρον αυτούς. Διά τούτο
+καταλείπομεν επί του παρόντος το νεόνυμφον ζεύγος, και
+μεταβαίνομεν εις την οικίαν τον κυρίου Παρδαλού.
+
+I'.
+
+Η ώρα είνε έκτη μετά μεσημβρίαν και η οικογένεια Παρδαλού,
+τουτέστιν ο κύριος, η κυρία και τα δύο αυτών τέκνα, μικρά αγόρια
+6-8 ετών ηλικίας, κάθηνται περί την τράπεζαν του γεύματος.
+
+ — Πρόσεχε, Γιωργάκη, πρόσεχε παιδί μου, λέγει ο πατήρ προς το
+μικρότερον εξ αυτών, όπερ μάτην προσπαθεί να εισαγάγη διά της
+βίας εις το στόμα του κολοσσιαίου τεμάχιον κρέατος, και ουδέν
+άλλο κατορθοί, ή να περιχρίση διά του εμβάμματος την ρίνα, τα
+χείλη, τας παρειάς και αυτάς του τας σιαγόνας.
+
+ — Αι, αι! ανακράζει ο μεγαλείτερος Παρσαλίδης, κύτταξε, κύτταξε,
+μαμά, πως έγεινε ο Γιωργάκης! σωστός μασκαράς.
+
+Και ταύτα λέγων σύρει την μητέρα του εκ της εσθήτος, ίνα ελκύση
+την προσοχήν αυτής επί το διασκεδαστικόν θέαμα.
+
+Αλλ' ο Γιωργάκης, διαστέλλων φοβερά τα σπινθηρίζοντα εξ οργής
+όμματά του, και πριν ήδη προφθάση να στραφή προς αυτόν η μήτηρ
+του, σφενδονίζει κατά της μορφής του πρεσβυτέρου του αδελφού το
+επί της περόνης του καρφωμένον τεμάχιον κρέατος, όπερ μάτην
+εκοπίαζε να εισβιάση εις το παιδικόν του στόμα, επιφωνών:
+
+ — Μασκαράς; εγώ; να, το λοιπόν, να γείνης και συ μασκαράς.
+
+Τι έγεινεν η μορφή του Γιαννάκη — Γιαννάκης εκαλείτο ο άλλος υιός
+του Κυρίου Παρδαλού — ευκόλως μαντεύει ο αναγνώστης· ό,τι όμως
+δεν μαντεύει, ούτε ημείς δυνάμεθα ευκόλως να περιγράψωμεν, είνε η
+επισυμβάσα σκηνή.
+
+Ο Γεωργάκης ξεκαρδιζόμενος από τα γέλοια· ο Γιαννάκης ξεφωνίζων,
+οδυρόμενος, προσπαθών παντοίαις δυνάμεσι να επιπέση κατά του
+μικρού του αδελφού, ενώ η μήτηρ του τον εμποδίζει, και κραυγάζων:
+«αφήστε με να τον πνίξω»· ο Κύριος Παρδαλός, ανιστάμενος της
+τραπέζης πλήρης οργής, συλλαμβάνων από του ωτός τον Γεωργάκην και
+απάγων αυτόν, κλαίοντα και ανθιστάμενον, εις την καρβουνοθήκην·
+και η κυρία Παρδαλού τέλος, ήτις δεν ηξεύρει τι να πρωτοκάμη· να
+περιστείλη τας φονικάς ορέξεις του πρωτοτόκου της, να εμποδίση
+τον σύζυγόν της από του να φυλακίση τον μικρότερόν της υιόν εις
+μέρος σκοτεινόν, ως λέγει, και γεμάτον ποντικούς, ή να θρηνήση το
+ωραίον μεταξωτόν της φόρεμα, όπερ εκηλίδωσαν οι από της παρειάς
+του Γιαννάκη αναπηδήσαντες ζωμοί.
+
+Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του
+ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη
+εφυλάκισεν αυτόν.
+
+ — Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις;
+αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό
+κατήντησαν έτσι. — Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να
+τον περιπαίξης;
+
+ — Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά
+μονάχα τον είπα.
+
+ — Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του,
+ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον
+την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.
+
+ — Κύτταξε πώς σ' έκαμε το βρωμόπαιδο, παρατηρεί ο Κύριος
+Παρδαλός, ούτινος το βαλάντιον ιδίως συνεκίνει περισσότερον η
+γενομένη καταστροφή. — Πάει 'ς την οργή φόρεμα τριακοσίων
+δραχμών . . .
+
+ — Όχι δα! καθαρίζεται, πιστεύω . .,
+
+ — Παστρεύει, πατέρα, παστρεύει, υπολαμβάνει εμβριθώς ο
+Γιαννάκης· να, με λιγάκι ψωμί να το τρίψη . . .
+
+ — Έλα, σιώπα και συ ανόητε, . . να μη σε βάλω και σένα εκεί που
+είν' ο άλλος . . .
+
+Σημειωτέον δε, ότι την στιγμήν ακριβώς εκείνην ο άλλος παρείχεν
+από της ειρκτής αυτού ταραχωδέστατα της υπάρξεώς του σημεία. Αι
+φωναί του από μελαγχολικού και ηρέμου κλαυθμού έφθανον εν μια
+στιγμή εις οξείας και βραγχώδεις κραυγάς, η γλώσσα του εφλυάρει
+ασχημολογούσα μεγαλοφώνως, υβρίζοντα και απειλούσα, οι δε πόδες
+του και αι χείρες του, πλήττουσαι οτέ μεν το έδαφος οτέ δε την
+θύραν, απετέλουν παράδοξον συναυλίαν, ήτις την στιγμήν ακριβώς
+εκείνην είχε κορυφωθή εις το αφόρητον.
+
+ — Θα, με 'βγάλετε από 'δώ μέσα; εκραύγαζε· θα σπάσω την πόρτα,
+νά! και ελάκτιζε μανιωδώς κατά της θύρας.
+
+Μετ' ολίγον πάλιν εκόπαζεν η εκδικητική του έξαψις, και
+τρεπόμενος επί το ελεγειακώτερον, εθρήνει σπαρακτικώς·
+
+ — Θα με φαν τα ποντίκια, μητέρα μου, . . χρυσή μου μητερούλα,
+δεν με λυπάσαι;
+
+ — Πήγαινε βγάλ' τον, Δημητράκη, αν αγαπάς τον Θεόν, λέγει,
+συγκεκινημένη ήδη, η Κυρία Παρδαλού προς τον σύζυγόν της· πήγαινε
+βγάλ' τον· αρκετά ετιμωρήθη ως τώρα.
+
+ — Κάμνε την δουλειά σου, σε παρακαλώ, απαντά εκείνος σοβαρώς·
+άφησέ τον να εννοήση το σφάλμα του και να διορθωθή, Δεν παθαίνει
+τίποτε, . . μη φοβήσαι.
+
+Αλλ' αίφνης ηχεί ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, βήματα ακούονται
+εις την κλίμακα, ο δε δεσμευθείς Γεωργάκης, εννοών ότι ξένος
+αναβαίνει εις την οικίαν, ωφελείται εκ της περιστάσεως, και
+επιτείνει τας κραυγάς αυτού και τους θρήνους.
+
+ — Έλα, πήγαινε τώρα 'βγάλε τον, επαναλαμβάνει η κυρία Παρδαλού,
+κ' είν' εντροπή να μας ακούουν και ξένοι άνθρωποι.
+
+Ο Παρδαλός, υποτασσόμενος εις την υπερτάτην κοινωνικήν ανάγκην
+του να μη ακουσθή, πορεύεται βραδέως εις την καρβουνοθήκην και
+αποφυλακίζει τον υιόν του, καθ' ην στιγμήν ο αναβαίνων την
+κλίμακα παρίσταται ενώπιον αυτού.
+
+ — Α! εσύ είσαι Γιάννη; λέγει προς αυτόν Ο Κ. Παρδαλός· τι
+τρέχει;
+
+ — Ο αφέντης και η κυρά μ' έστειλαν να 'ρωτήσω αν θα μείνετε
+απόψε εις το σπίτι, . . για να έλθουν.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά, λέγει εξερχομένη του εστιατορίου και
+παρεμβαίνουσα η κυρία Παρδαλού, ήτις είχεν ακούσει έσωθεν την
+φωνήν του υπηρέτου, προσκυνήματα πολλά, και να μας συγχωρούν,
+διότι είμεθα προσκεκλημένοι απόψε εις συναναστροφήν.
+
+Ο υπηρέτης αναχωρεί, τα παιδία ευρεθέντα και πάλιν αντιμέτωπα
+αγριοκυττάζονται, η κυρία Παρδαλού επιθεωρεί εκ τρίτου το φόρεμά
+της, όπερ βλέπει ότι είνε ηναγκασμένη να αλλάξη, ο δε Παρδαλός
+ακοντίζει βλέμμα πολυσήμαντον εις τους υιούς του, όπερ κατορθοί
+τέλος πάντων να επαναφέρη την οικιακήν ειρήνην εν μέσω της
+οικογενείας Παρδαλού.
+
+ — Ουφ! και αυταίς η συναναστροφαίς! επιλέγει η κυρία Παρδαλού,
+στενάζουσα μετά κόπου — ελησμονήσαμεν να παρατηρήσωμεν εγκαίρως,
+ότι η κυρία Ευφροσύνη, η Φρόσω, ως αποκαλεί αυτήν ο σύζυγός της,
+είνε γυνή ικανώς εύσωμος, δι' ην η ελαχίστη σωματική κίνησις, και
+αυτός ο στεναγμός, είνε κόπος σπουδαίος. — Ουφ και αυταίς η
+συναναστροφαίς ταις βαρύνομαι, σε βεβαιόνω, σαν ταις αμαρτίαις
+μου! Αν δεν ήτον τώρα ο κύριος Σουσαμάκης με την συναναστροφήν
+του, ούτ' εγώ θα φορούσα το καλό μου φόρεμα, ούτε θα πάθαινα ό,τι
+έπαθα.
+
+ — Τι σου πταίει, μάτια μου, ο Σουσαμάκης; ερωτά απαθώς ο κύριος
+Παρδαλός· πταίει αυτός ο κακοαναθρεμμένος — και εξέτεινε την
+χείρα του προς τον Γεωργάκην, όστις εκάθητο από τινος εις μίαν
+των γωνιών του δωματίου, σκυθρωπάζων έτι και δυσηρεστημένος — τον
+οποίον θα κρεμάσω, μου φαίνεται, καμμίαν ώραν από τα ποδάρια.
+
+ — Ουμ! εγρύλλιξεν ο Γιωργάκης από της γωνίας του.
+
+ — Σιωπή! εβρυχήθη ο πατήρ αυτού. — Έπειτα, προσέθηκε πάλιν
+απαθώς, διατί να φορέσης, ευλογημένη, το φόρεμά σου από τας
+πέντε;
+
+ — Και πώς ήθελες να σφιχθώ έπειτα, μετά το φαγί;
+
+ — Πώς θα σφιχθής τώρα που θ' αλλάξης;
+
+ — Ούτ' εγώ δεν ξεύρω· όπως ημπορέσω. Μα νά δα, δι' αυτό
+βαρύνομαι κι' εγώ τας συναναστροφάς.
+
+Και μετά μικράν σιγήν προσέθηκεν·
+
+ — Έλα να μην πάμε, Δημητράκη μου, αι; πού να κάθημαι τόρα ν'
+αλλάζω . . .
+
+ — Σου βοηθώ εγώ, δεν πειράζει.
+
+ — Νά η ώρα, που θα μου βοηθήσης εσύ! Έπειτα, κύτταξε τι καιρός
+κάμνει έξω. Κρύο, λάσπαις . . .
+
+ — Τι σημαίνει; μήπως θα πάμε πεζοί; — Α! είδες! λησμόνησα να
+παραγγείλω αμάξι.
+
+ — Τόσο το καλλίτερο λοιπόν· άφησε τον Σουσαμάκη σου να
+κουρεύεται. Πού του ήλθε τώρα κι' αυτού η όρεξις να δίδη
+συναναστροφάς . . .
+
+ — Δεν είνε δυνατόν, Φρόσω μου, να γείνη αυτό το πράγμα, Εις τον
+Σουσαμάκην έχομεν ένα είδος υποχρεώσεως· ημείς σχεδόν τον
+υπανδρεύσαμεν. Σήμερον είνε η επέτειος του γάμου του . . .
+επομένως πρέπει να πάμε· δεν γίνεται. Όσον δι' αμάξι, στέλλομεν
+τον Θοδωρή και πιάνει 'ς την στιγμήν ένα· η πλατεία των αμαξών
+κοντά είνε.
+
+ — Αχ! πώς με στενοχωρείς, Δημητράκη! υπέλαβε γογγύζουσα η κυρία
+Παρδαλού, και λαβούσα έν κηρίον επορεύθη εις το δωμάτιόν της.
+
+ — Σεις πηγαίνετε να πλαγιάσετε, αφού μελετήσετε πρώτον τα
+μαθήματά σας, είπεν ο κύριος Παρδαλός προς τους υιούς του, και
+κυττάξετε να μην πιασθήτε, γιατί . . . αι! τόσο μόνον σας λέγω.
+
+Τα παιδία λαβόντα έν άλλο κηρίον ετράπησαν προς το υπερώον, όπου
+είχον το δωμάτιόν των, ο δε πατήρ αυτών, κύψας εις την κλίμακα
+εφώνησε·
+
+ — Θοδωρή!
+
+ — Ορίστε, αφέντη!
+
+ — Πήγαινε να πιάσης έν αμάξι . . . μετά μισήν ώραν!
+
+ — Πες του να περάση και από της Λιζιέ, να μου πάρη ένα ζευγάρι
+γάντια . . . επτάμισυ αριθμό, άσπρα! εφώνησεν εκ του δωματίου της
+η κυρία Ευφροσύνη.
+
+ — Καλά, . . και τώρα ενθυμήθης να πάρης γάντια, ευλογημένη;
+
+ — Το ελησμόνησα· τι θέλεις να κάμω τώρα;
+
+ — Μη χειρότερα! εψιθύρισεν ο σύζυγος, και διεβίβασε την
+παραγγελίαν εις τον υπηρέτην, όστις απήντησε μεν μεγαλοφώνως·
+
+ — Πολύ καλά, αφέντη, αμέσως!
+
+Αλλ' εψιθύρισεν όμως σιγά και ήκιστα ευσεβάστως·
+
+ — Μα . . . αφεντικά, αλήθεια, που όχι καλλίτερα. Μέσ' 'ς τη
+λάσπη και τη βροχή τρέχα ν' αγοράζης γάντια και να πιάνης αμάξι!
+Α! δεν θα γείνω κ' εγώ αφέντης καμμιά φορά!
+
+Δ'.
+
+Ο Κύριος Παρδαλός εισέρχεται εις τον κοιτώνα τον, και προσπαθεί
+να ενδυθή. Αλλά τούτο είνε αδύνατον, διότι η εύσωμος σύζυγός του
+έχει πλήρες το δωμάτιον εσθήτων, μεσοφορίων, μανδηλίων,
+στηθοδέσμων και πάσης της πολυμόρφου συσκευής του γυναικείου
+ιματισμού. Συνάγει λοιπόν τα ενδύματά του, λαμβάνει έν μικρόν
+κάτοπτρον και έν κηρίον, και απέρχεται εις το γραφείον του, όπως
+συντελέση εν αυτώ την ενδυμασίαν του. Αλλά μετ' ολίγον
+ενθυμείται, ότι είνε αξύριστος, και ότι πρέπει να ξυρισθή πριν
+αλλάξη. Μεταβαίνει πάλιν εις τον κοιτώνα, ανοιγοκλείει την θύραν,
+διαμαρτυρομένης της κυρίας Παρδαλού, ότι θα την κρυώση, και
+επιστρέφει κρατών το ξυράφιόν του και τα λοιπά απαιτούμενα.
+Ενθυμείται τότε, ότι θέλει θερμόν ύδωρ· αλλά παρατηρών ότι η ώρα
+είνε προχωρημένη, και δεν υπολείπεται καιρός ίνα το ύδωρ
+θερμανθεί, αρκείται εις το ψυχρόν, και άρχεται περιαλείφων με
+σάπωνα την σιαγόνα και τας παρειάς του, λέγων καθ' αυτόν·
+
+ — Θα μου έλθη πάλιν καμμιά καταιβασιά εις τα δόντια, που να με
+τρελλάνη, αλλά . . . τι να γείνη!. .
+
+Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε
+ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας,
+
+ — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την
+σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας.
+
+ — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας
+κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή.
+
+ — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,
+
+ — Είνε ανάγκη να σας ιδή τόρα, απαντά μετά τινα δευτερόλεπτα η
+φωνή της υπηρετρίας.
+
+ — Άλλο κακόν! λέγει καθ' εαυτόν ο ατυχής Δημητράκης, και μη
+δυνάμενος να πράξη άλλως, απομάσσει εν τάχει τον σάπωνα από της
+μορφής του, και εξέρχεται του γραφείου του, ενώ ο νυκτερινός
+επισκέπτης αναβαίνει την κλίμακα.
+
+ — Η κυρία Τραχανά, λέγει μειδιών ο νεωστί ελθών, σας στέλλει το
+κλειδί του θεωρείου δι' απόψε . . . Αν αγαπάτε . . .
+
+ — Ευχαριστούμεν πολύ, παιδί μου . . . ευχαριστούμεν, . . αλλά
+είμεθα προσκεκλημένοι εις συναναστροφήν· απαντά ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, προσπαθών να κολάση το οργίλον της μορφής του διά
+τυπικού τινος μειδιάματος.
+
+ — Α, έτσι; προσκυνώ, καλήν νύκτα σας.
+
+ — Προσκυνήματα πολλά.
+
+Και εισέρχεται εις το γραφείον του, γρυλλίζων εκ του θυμού·
+
+ — Διάλεξε και αυτή η ευλογημένη την ημέραν και την ώραν, να μας
+στείλη το θεωρείον της.
+
+ — Ποίος ήτον; φωνεί από του κοιτώνος της η κυρία Παρδαλού.
+
+ — Η κυρία Τραχανά ενθυμήθη να μας στείλη το θεωρείον της.
+
+ — 'Σ πολλάτη της! Όταν βρέχη μόνον και χιονίζη μας θυμάται! . .
+μας καθυποχρέωσε!
+
+Μετ' ολίγας δε στιγμάς ανακράζει και πάλιν·
+
+ — Κοντεύεις, Δημητράκη;
+
+ — Πού να κοντεύω, αδελφή! ακόμη δεν ξυρίσθηκα. Έπειτα, δεν βλέπω
+κι' όλα, και κατακόπηκα . . .
+
+ — Ου, καϋμένε! Έλα 'δω που έχει περισσότερον φως.
+
+ — Αυτού; και πού να σταθώ; εις τον αέρα;
+
+ — Έλα, έλα τώρα, και σου κάμνω τόπον. Εγώ ετελείωσα σχεδόν·
+μόνον την τραχηλιά μου έχω να βάλω.
+
+Ο Παρδαλός πείθεται, συγκινούμενος υπό της συζυγικής μερίμνης της
+κυρίας Φρόσως, λαμβάνει πάλιν το φως, το κάτοπτρον και το
+ξυράφιον, και ημιξύριστος μεταβαίνει εις τον κοιτώνα, όπου
+ευρίσκει την Ευφροσύνην τοποθετημένην προ του κατόπτρου μεταξύ
+τεσσάρων κηρίων και καταγινομένην μετά πολλού κόπου να δέση
+όπισθεν του τραχήλου της μικράν εκ μέλανος βελούδου ταινίαν, αφ'
+ης κρέμαται επί του υπερακμάζοντος στήθους της χρυσούς λοβίσκος.
+
+ — Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος
+Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου.
+
+ — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία,
+περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί
+αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου
+μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον
+ελεύθερον.
+
+Ο Παρδαλός γίνεται κατ' ανάγκην προς στιγμήν και θαλαμηπόλος της
+συζύγου του, ήτις περατοί τέλος την ενδυμασίαν αυτής και
+καταπίπτει κάθιδρος και ασθμαίνουσα επί του ανακλίντρου, φυσώσα
+ως ατμομηχανή και αεριζομένη διά του μανδηλίου της, ενώ ο συζυγός
+της ξυρίζεται.
+
+ — Α! Δημητράκη, . . λέγει, μόλις κατορθούσα να αρθρώση τας
+λέξεις, σε βεβαιόνω . . . μεγάλο ήτον το χατήρι σου απόψε . . .
+να υποφέρω όλον αυτόν τον κόπον, διά να 'πάγω να πιω το τσάι του
+Σουσαμάκη σου!
+
+ — Έννοια σου, Φρόσω μου, απαντά ο Παρδαλός πονηρώς, έννοια σου,
+και δεν θα πιης μόνον τσάι απόψε εις του Σουσαμάκη. Ο Ορέστης
+ξεύρει και κάμνει τα πράγματα καθώς πρέπει . . . θα μας έχη και
+σάντουιτς και κρασάκι και φρούτα . . .
+
+ — Πού το ξεύρεις; υπολαμβάνει ηπιώτερον η κυρία Φρόσω, ήτις,
+λαίμαργος φύσει και πολυφάγος, ήρχιζε να συγχωρή εις τον
+Σουσαμάκην την συναναστροφήν του χάριν του δείπνου του.
+
+ — Το ξεύρω, διότι τον είδα σήμερον το πρωί εις την αγοράν και
+εψώνιζε.
+
+ — Αι, . . τότε κάπως υποφέρεται, διότι μα την αλήθειαν . . .
+
+Κρότος αμάξης σταθείσης προ της θύρας της οικίας διέκοψεν αίφνης
+την φράσιν της κυρίας Παρδαλού.
+
+ — Νά! ανεφώνησεν ο μόλις την στιγμήν εκείνην τελειόνων το
+ξύρισμά του Δημητράκης, το αμάξι ήλθε, κ' εγώ είμαι ακόμη
+άντυτος.
+
+Και σπογγισθείς εν τάχει ήρχισε να ενδύεται.
+
+ — Έχομεν ακόμη ώραν, παρετήρησεν η κυρία βλέπουσα το ωρολόγιον.
+Είνε οκτώ παρά τέταρτον.
+
+Ο Παρδαλός φορεί εν τάχει τον καθαρόν του χιτώνα, και δένει ήδη
+τον λαιμοδέτην του, ότε έξωθεν της θύρας ακούεται η φωνή της
+υπηρετρίας.
+
+ — Αφέντη!
+
+ — Καλό, καλό! ας σταθή λιγάκι, φωνάζει αφ' ενός Ο Δημητράκης,
+ενώ η σύζυγός του φωνάζει αφ' ετέρου·
+
+ — Έφερε τα γάντια μου;
+
+ — Δεν ξεύρω. κυρία, . . . θέλει να είπη κάτι του αφέντη . . .
+
+ — Ο αμαξάς θέλει να μου ειπή κάτι; αυτό δα είνε πάλιν από τ'
+άγραφα.
+
+ — Όχι, αφέντη, είνε ο κύριος Ορέστης . . .
+
+ — Ο Κύριος Ορέστης! αναφωνεί η Φρόσω. Περίεργον!
+
+ — Λέγεις ν' αργήσαμεν; ερωτά ο Παρδαλός· το ωρολόγι μας θα
+πηγαίνει τρομερά πίσω! Ας ορίση 'ς την σάλα, και τόρα έφθασα!
+προσθέτει, εις την υπηρέτριαν αποτεινόμενος,
+
+Και ταύτα λέγων φορεί εν βία τον επενδύτην του και εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου αναμένει αυτόν δειλός, περίλυπος και
+καταβεβλημένον έχων το ήθος ο κύριος Σουσαμάκης.
+
+ — Μας συγχωρείς που αργήσαμεν, φίλτατε κύριε Σουσαμάκη, λέγει ο
+κύριος Παρδαλός εισερχόμενος και τείνων προστατευτικώς την χείρα
+προς τον υπάλληλόν του, αλλά το αμάξι δεν μας ήλθε ακόμη,
+και . . .
+
+ — Καλησπέρα σας, κύριε Σουσαμάκη, υπολαμβάνει διακόπτουσα η
+κυρία Ευφροσύνη, εισερχομένη και αυτή θριαμβευτικώς εις την
+αίθουσαν και ισταμένη πλησίον του λαμπτήρος, όπως σπινθηρίζωσιν
+κάλλιον οι αδάμαντές της. Πώς είσθε; η κυρία είνε καλά; είμεθα
+έτοιμοι, βλέπετε . . .
+
+ — Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός
+Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της
+φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . .
+
+ — Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . .
+με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία
+Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .
+
+ — Ου! εννοείται· ο χορός είνε διά τας κυρίας πανάκεια, προσθέτει
+εν τέλει ο κ. Παρδαλός, μετ' αυταρέσκου μειδιάματος προφέρων
+βραδέως την τελευταίαν λέξιν, οιονεί εναβρυνόμενος δι' αυτήν, και
+επαναλαμβάνων ευθύς, έτι βραδύτερον: πα-νά-κει-α!
+
+ — Ναι, ναι, . . απαντά δειλός ο Σουσαμάκης και προσπαθεί να
+μειδιάση επίσης. Πλην . . . δυστυχώς . . . — και σταματά, ως αν
+κατέλειπεν αυτόν η δύναμις να τελειώση.
+
+ — Τίποτε σπουδαιότερον; ω! επιφωνεί ο προϊστάμενος αυτού· και
+πώς;
+
+ — Δεν ηξεύρω, τη αληθεία, — εκρύωσε φαίνεται, και έχει τώρα από
+το μεσημέρι ένα φοβερόν πυρετόν· είνε εις το κρεβάτι προ τριών
+ωρών . . . ώστε . . . — και σταματά πάλιν, ελπίζων να τον
+μαντεύσωσι τον δυστυχή.
+
+Ουδείς όμως θέλει να τον μαντεύση· ο Κύριος Παρδαλός και η Κυρία
+Παρδαλού ίστανται απέναντι του άφωνοι ως ερωτηματικά σημεία,
+εκείνος δε αισθάνεται έτι η γλώσσα του εκολλήθη εις τον λάρυγγά
+του.
+
+ — Πλην οπωςδήποτε, διαλογίζεται, το πράγμα πρέπει να τελειώση.
+
+Γίνεται λοιπόν τολμηρότερος, και κλείων τους οφθαλμούς, ως οι
+δειλοί ασθενείς οι μέλλοντες να καταπίωσι πικρόν ιατρικόν,
+επαναλαμβάνει·
+
+ — Ώστε . . . είνε αδύνατον απόψε . . . να λάβωμεν την τιμήν . . .
+Δεν ηξεύρετε πώς λυπούμαι, κύριε Διευθυντά . . . σας βεβαιόνω . . .
+μ' έρχεται να σκάσω . . .
+
+ — Α! τίποτε, τίποτε . . . απαντά ψυχρώς ο κ. Παρδαλός, εύχομαι
+να ήνε περαστικά . . .
+
+Η Κυρία Παρδαλού ουδέν λέγει. Φυσά μόνον και αερίζεται με το
+μανδήλιόν της, αισθάνεται δε ακαταμάχητον όρεξιν να εξορύξη τους
+οφθαλμούς του Κυρίου Σουσαμάκη, όστις τέλος, αφού μάτην
+προσεπάθησε να προσθέση μερικάς λέξεις, ουδέν άλλο εύρε να είπη,
+ή μόνον·
+
+ — Καλήν νύκτα σας, . . . μας συγχωρείτε, Κύριε Διευθυντά . . .
+δεν είνε έτσι;
+
+Οι δύο σύζυγοι ένευσαν εκ συμφώνου, ως αυτόματα, την κεφαλήν, και
+ο Σουσαμάκης ανεχώρησε.
+
+Μετά μικρόν ηκούσθησαν τα ψηλαφώντα όπως ειπείν βήματα του επί
+της σκοτεινής κλίμακος, ουδείς δε εσυλλογίσθη να φωτίση τον
+δυστυχή, όπως μη κατρακυλήση τον κατήφορον.
+
+Ε'.
+
+Ο Δημητράκης και η Φρόσω έμειναν μόνοι.
+
+Σιωπώσι δε αμφότεροι, και τα διάφορα αισθήματα κυμαίνουσι τας
+καρδίας των — κατά την φράσιν των τραγικών ποιητών.
+
+ — Τα είδες της λέγει επί τέλους μη δυναμένη πλέον να κρατηθή,
+μήτε ξεθυμαίνουσα αρκούντως διά μόνου του φυσήματος, η κυρία
+Παρδαλού. Τα είδες τα; Ορίστε τόρα! Όταν σου έλεγα εγώ να μην
+πάμε . . .
+
+ — Αι, ματάκια μου, τι θέλεις να κάμη ο άνθρωπος; αφού αρρώστησε
+η γυναίκα του . . .
+
+ — Αμή δεν αρρώστησε η γυναίκα του; Αυτά είνε διά να τα πιστεύετε
+σεις οι άνδρες· εμένα όμως δεν με γελά η κυρά Σουσαμάκαινα, κ'
+έννοια της. Φαντάζομαι εγώ τι θα έτρεξε μεταξύ των· θα τσακώθηκαν
+πάλι, καθώς συμβαίνει τακτικά μιαν φοράν την εβδομάδα
+τουλάχιστον, και το τσάκωμά τους ξέσπασε ΄ς το κεφάλι μας αυτήν
+την φοράν.
+
+Σημειωτέον ενταύθα, χάριν της περιεργείας των ημετέρων
+αναγνωστών, ότι η κυρία Παρδαλού εμάντευεν ορθότατα διά της
+γυναικείας εκείνης οξυνοίας, αφ' ης μάτην αγωνίζονται να κρυβώσι
+πολλάκις οι άνδρες.
+
+Η Κυρία Σουσαμάκη έδιωξε της οικίας τα κομισθέντα εκ του
+ζαχαροπλαστείου αφθόνως γλυκύσματα, δροσιστικά κ. λ., ο
+Σουσαμάκης έμαθε τούτο κατά την άφιξίν του, και οργισθείς και
+φρυάξας εβρόντησε κατά της Πασιφάης του όσον επέτρεπον τούτο αι
+τριάκοντα της προικός του χιλιάδες. Αλλ' η κυρία Σουσαμάκη έπαθε
+τα νεφρά της, εκτύπησε τους τοίχους διά των χειρών της, το πάτωμα
+διά των ποδών αυτής και τον Ορέστην διά της παντούφλας της, και
+εξαπλωθείσα εις την κλίνην της, προσεποιήθη την λιπόθυμον εφ'
+όσην ώραν ενόμισεν ικανήν, όπως πεισθή ο σύζυγός της, ότι πάσα
+εσπερινή συναναστροφή ήτο αδύνατος.
+
+Της καταιγίδος ταύτης είδομεν προ μικρού το αποτέλεσμα παρά τω
+κυρίω Παρδαλώ.
+
+Μόλις είχε τελειώσει την φράσιν αυτής η κυρία Φρόσω, και νέος
+κρότος αμάξης έπαυσε προ της θύρας της οικίας Παρδαλού.
+
+Ήτο η άμαξα, ην μετά πολλού κόπου κατώρθωσε να εύρη ο ταλαίπωρος
+Θοδωρής.
+
+Δεν περιγράφομεν την απελπιστικήν και σπαραξικάρδιον τριωδίαν
+μεταξύ αμαξηλάτου, ζητούντος αδράν αποζημίωσιν επί τω ματαίω
+κόπω. Παρδαλού, αξιούντος να πληρώση μίαν μόνην δραχμήν, και του
+δυστυχούς Θοδωρή, ευρισκομένου εις δυσχερή και δυσέκβολον θέσιν
+μεταξύ του ωργισμένου κυρίου του και του αμαξηλάτου, ον αυτός
+εμίσθωσεν.
+
+Η σκηνή διελύθη επί τέλους, αποζημιωθέντος του αμαξηλάτου. Δεν
+κατωρθώσαμεν όμως να εξακριβώσωμεν τι επλήρωσεν ο Κύριος
+Παρδαλός.
+
+Η Κυρία Παρδαλού ωρκίσθη να μην υπάγη πλέον ποτέ εις
+συναναστροφήν οιανδήποτε.
+
+
+
+ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΜΥΣΤΙΚΗ ΔΙΑ ΣΦΑΙΡΙΔΙΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ
+ΕΝ ΑΦΡΙΚΗ
+
+ (Εκλογικαί σκηναί εν έτει 2400). (3)
+
+
+
+
+Η σκηνή υπόκειται εν Μαρόκω μετά πεντακόσια έτη.
+
+Μέχρι της εποχής εκείνης η Αγγλία θα βαρυνθή βεβαίως να
+προστατεύη τους μαροκηνούς, και θα τους καταστήση τέλος
+ελευθέρους συνταγματικούς πολίτας, απαλλάττουσα αυτούς του Σιδί-
+Μοχαμέτ, ως απήλλαξεν η Γαλλία τους αλγερινούς του Αβδέλ-Καδέρ.
+Όταν δε, χάρις εις τας προόδους του πολιτισμού, παύσωσιν οι
+κροκόδειλοι να καταπίνωσι τους περιηγητάς, και οι ανθρωποφάγοι
+της Καζόνδης να τρωγαλίζωσι τους ρώθωνας των ιεραποστόλων· όταν
+της Σαχάρας η έρημος παύση θάπτουσα υπό των άμμων της τα νέφη
+καμήλους και οδοιπόρους, και διαχαραχθή υπό σιδηροδρόμων και
+διωρύγων και δενδροφύτων περιπάτων· όταν οι αφρικανοί αισθανθώσι
+του συκοφύλλου την ανάγκην και αποκτήσωσι εμπορεία συρμού, και
+κουρεία, και γαλλικόν θέατρον και αναγκαστικήν κυκλοφορίαν και
+λαχειοφόρους ομολογίας, θ' αποκτήσωσι βεβαίως και καθολικήν
+ψηφοφορίαν, — την οποίαν εις το πείσμα των Τόρεων θα έχη τότε και
+η Αγγλία, — θα έχωσι σύνταγμα και εκλογάς, και κομματάρχας και
+υποψηφίους πολλούς, και εκλογείς έτι πλείονας, και εκλογικούς
+συλλόγους, και καθημερινάς εφημερίδας.
+
+Η ευδαίμων αύτη διά την μελαψήν ανθρωπότητα εποχή, ο χρυσούς
+ούτος αιών των αφρικανών θα επέλθη κατά πάσαν πιθανότητα μετά
+πεντακόσια έτη. Ίσως επιστή και ταχύτερον, διότι — μα τον
+φωνογράφον, και το ηλεκτρικόν κλειδοκύμβαλον, και τα τεχνητά ωά,
+και το τουρκικόν σύνταγμα — τις δύναται πλέον σήμερον να
+προϋπολογίση τας προόδους της παραδόξου γηίνης μυρμηκοφωλεάς,
+ήτις καλείται ανθρωπότης! Ημείς όμως είμεθα μέτριοι, και δεν
+επιθυμούμεν να ονομάσωσιν ημάς θερμοκεφάλους όσοι μετά πεντακόσια
+έτη αναγνώσωσι τας σειράς ταύτας αφρικανοί συνταγματικοί πολίται.
+
+Διά τούτο αίρομεν την αυλαίαν του μέλλοντος εν Μαρόκω μετά
+πεντακόσια έτη, και καλούμεν τους ημετέρους αναγνώστας να
+παρακολουθήσωσιν ημάς εκείσε διά των αιώνων.
+
+
+
+Οι Μαροκηνοί εκλέγουσι μετά δεκαπέντε ημέρας τους δημοτικούς
+αυτών άρχοντας, ήτοι τους δημάρχους, δημοτικούς παρέδρους και
+δημοτικούς αυτών συμβούλους.
+
+Οι ουλεμάδες αυτών, ήτοι οι σοφοί οι αποτελούντες το νομικόν του
+κράτους συμβούλιον, αναδιφήσαντες την ιστορίαν του πολιτικού
+δικαίου, ανεκάλυψαν ότι τελειότατος εκλογικός οργανισμός ήτο ο
+κρατών πάλαι ποτέ εν τω ελληνικώ βασιλείω, και μετεφύτευσαν αυτόν
+ήδη προ πολλού εν Μαρόκω μετά μικρών τινων και ασημάντων
+βελτιώσεων, ας υπηγόρευσεν εις αυτούς η πρόοδος της πολιτικής
+επιστήμης.
+
+Ούτω λοιπόν πάντες οι συνταγματικοί μαροκηνοί πολίται είνε
+εκλογείς συγχρόνως και εκλέξιμοι· τα δε ονόματά των,
+ανακαθαρθέντα κατά τας διατάξεις του νόμου, φέρονται τυπωμένα επί
+καινουργών εκλογικών καταλόγων, ων η ενδελεχής μελέτη ασχολεί από
+μηνός ήδη τους πολυαρίθμους υποψηφίους, και ιδίως τους υποψηφίους
+δημάρχους, ανακηρυχθέντας υπό των κατά τόπους κατήδων κατά τα
+νενομισμένα. Φαίνεται δε, ότι δεν είνε πολύ κακά συντεταγμένοι οι
+κατάλογοι ούτοι, διότι άλλοι μεν των υποψηφίων ευρίσκουσιν αυτούς
+ελλιπείς, άλλοι δε τουναντίον αφθονούντας ανυπάρκτων ονομάτων.
+Του ζητήματος τούτου επελήφθη εγκαίρως και η μαροκηνή
+δημοσιογραφία, αλλά διεφώνησε και αυτή, ως διαφωνούσιν οι
+υποψήφιοι. Οπωςδήποτε οι κατάλογοι είνε οριστικοί, οι δε
+διαφωνούντες υποψήφιοι ομοφωνούσι κατά τούτο πάντες, ότι πρέπει
+να καρπωθώσιν όσον το δυνατόν περισσότερον εκ του περιεχομένου
+των.
+
+Η βαθύσοφος αύτη σκέψις επικρατεί της επομένης σκηνής, τελουμένην
+εσπέραν τινα εν της οικία του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ, ενός των
+ισχυροτέρων υποψηφίων δημάρχων της Ταγγέρης.
+
+
+Όχι πλέον επί χαμηλών διβανίων, περιθεόντων την αίθουσαν ως θα
+εγίνετο σήμερον εν Μαρόκω, αλλ' επί στερεών και κομψών αγγλικών
+καθεδρών, ως θα γίνεται βεβαίως αυτόθι μετά πεντακόσια έτη
+κάθηται σοβαρός όμιλος κομματαρχών, ποικίλων την αναβολήν και την
+όψιν. Δεν ευωδιάζουσι βεβαίως όλοι ουδ' ενίφθησαν πάντες την
+ημέραν εκείνην· αλλ' είνε όμως άνθρωποι ισχυροί παρά τω λαώ,
+έχουσιν επιρροήν μεγάλην, γνωρίζουσιν όλον τον κόσμον, και ο
+υποψήφιος Χαλέμ έχει προς αυτούς μεγάλην υπόληψιν, μεγαλειτέραν ή
+όσην έχουσιν ούτοι προς αλλήλους.
+
+Είς εξ αυτών, ο μόνος δυνάμενος να αναγινώσκη απροσκόπτως,
+απαγγέλλει από του εκλογικού καταλόγου τα ονόματα των ψηφοφόρων,
+και οι κομματάρχαι κρατούσι δήθεν σημειώσεις, δι' όσων έκαστος
+γνωρίζει γραμμάτων του αλφαβήτου· ο δε υποψήφιος μειδιά εξ
+ευχαριστήσεως.
+
+ — Αβδαλά-βεν-Ραμάν! φωνεί ο γραμματεύς, και προσθέτει αμέσως·
+
+ — Αφήστε τον αυτόν επάνω μου· είνε δικός μου άνθρωπος. Εκάμαμε
+μαζύ τρία χρόνια φυλακή.
+
+ — Αβδέρ-Γεζίτ!
+
+ — Ο λοκαντιέρης; Είνε κουμπάρος μου· τον παίρνω εγώ, λέγει
+σοβαρώς ο κομματάρχης Χασάν.
+
+ — Αβα-ήλ-Μουλεύ!
+
+ — Ο αμαξάς του ιπποσιδηροδρόμου! αναφωνεί ο Γιουσέφ-Μουχαδή,
+μικρός κομματαρχίσκος, περιφερόμενος εν τη αιθούση διά
+κλονουμένου βήματος, μεθύων και παραπαίων, καπνίζων δε πούρον
+μεγαλοπρεπές, όπερ εξήλθε προ μικρού της σιγαροθήκης του
+υποψηφίου. Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου.
+
+ — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν.
+
+ — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης
+μου;
+
+ — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον
+κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει.
+
+ — Αβούλ-βεν-Χακήμ!
+
+ — Αυτόν μη τον λογαριάζετε. Δεν είνε δικός μας, παρατηρεί
+κομματάρχης υψηλός και ισχνός, ρικνός την όψιν και πιναρός τον
+πώγωνα, προδήλως δε απαισιόδοξος τον χαρακτήρα.
+
+ — Ημπορούμεν όμως να τον πάρωμεν, διακόπτει ο σοβαρός Χασάν, αν
+του τάξωμεν καμμίαν επιστασίαν εις τον φόρον.
+
+ — Να του την τάξωμεν! λέγει ο υποψήφιος, και το ήθος της μορφής
+του παρωδεί το ήθος του Κάτωνος, φωνούντος: Delenda Carthago.
+
+ — Του κάκου αφέντη! παρεμβαίνει αυτάρκης ο υπηρέτης της οικίας —
+εκλογεύς και αυτός και κομματάρχης μάλιστα θεωρούμενος —
+εισερχόμενος την στιγμήν εκείνην και περιφέρων επί δίσκου τον
+καφέν εις τους περικαθημένους. Του κάκου! Αυτός είνε βαφτισμένος
+Εδρίς-Μωχαμέτ.
+
+Αναγκαίον ενταύθα να σημειωθή, ότι Εδρίς-Μωχαμέτ είνε ο
+ισχυρότερος των αντιπάλων του Χαλέμ-αλ-Ταρίφ.
+
+ — Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας
+μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνει — ας πάρη κ' ένα κουκί
+παραπάνω!
+
+ — Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν
+να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν.
+
+ — Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο
+σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του
+αφθαλμόν.
+
+ — Καλά δουλεύει του Χασάν η φάμπρικα, λέγει ταπεινή τη φωνή ο
+αναγνώστης εις τον παρακαθήμενον.
+
+Αυτός, παιδί μου, είνε μάννα!. . . . απαντά εκείνος. Να τελειώσ'
+η εκλογή, και θάβγη πάλι με κανένα καινούργιο σπίτι.
+
+Κ' εμάς μας περνούν με εικοσιπεντάρικα, 'σαν να είμαστε
+σπουργίτια.
+
+Επιλέγει μελαγχολικώς αναστενάζων ο αναγνώστης, και εξακολουθεί
+την ανάγνωσιν, Αλή-ελ-Μούσα!
+
+Θεός σχωρέση τον! φωνεί ο μικρός Μουχαδή, περιφερόμενος πάντοτε
+και καπνίζων το πούρον του. Λυτός σκοτώθηκε 'ς ταις περσιναίς
+εκλογαίς. Ακόμη τον έχουν αυτού μέσα;
+
+Δεν πειράζει! παίρνει άλλος τώνομά του, παρατηρεί ηρέμα ο Χασάν.
+
+Δεν σούλεγα, πως είνε μάννα; ψιθυρίζει και πάλιν εις τον
+αναγνώστην ο γείτων του.
+
+Και η ανάγνωσις εξακολουθεί.
+
+Οι εκλογείς κοσκινίζονται, διαλέγονται, καταγράφονται,
+διατιμώνται ως εμπορεύματα, και η μορφή του υποψηφίου Χαλέμ-αλ
+-Ταρίφ ακτινοβολεί εκ χαράς.
+
+Αφαιρεί, επί το εμπορικώτερον, τεσσαράκοντα τοις εκατόν φύραν εκ
+των καταγραφέντος εις τα δελτία των κομματαρχών του, κ' ευρίσκει
+το υπόλοιπον πρόσβαρον πάντοτε και περισσεύον.
+
+Η σκηνή παρατείνεται πέραν του μεσονυκτίου, τοιαύτη οποία ήρχισε·
+τελειόνει δε διά περιέργου χαιρετισμού ανταλλασσομένου μεταξύ του
+υποψηφίου και των κομματαρχών του. Ούτος μεν προ πάσης χειραψίας
+εξάγει την χείρα εκ του θυλακίου του, έκαστος δε των απερχομένων
+εισάγει μετά την χειραψίαν την χείρα του εις το ιδικόν του
+θυλάκιον.
+
+Και ο συμβολικός ούτος αποχαιρετισμός επαναλαμβάνεται εικοσάκις.
+
+Τέλος απέρχονται πάντες, και ο υποψήφιος μένει μόνος μετά του
+Χασάν.
+
+Καθ' οδόν.
+
+ — Τα είδες τα; λέγει μαδών τον πώγωνά του ο απαισιόδοξος
+Γιακούπ· πάλιν μυστικά έχει ο Χασάν.
+
+ — Αμ· τα ξεύρομε δα τα μυστικά του.....
+
+ — Και πως τα ξεύρομε, τι βγαίνει; Αυτός τραβάει τον παρά, κ'
+εμείς μετρούμε τους πούντους.
+
+ — Ουφ, καϋμένε Γιακούπ, όλο πήταις ονειρεύεσαι!
+
+ — Και δεν τρώγω ουδέ σημίτι. Αύτη είνε η γλύκα.
+
+ — Ρώτησ' τον Χασάν, υπολαμβάνει παρεμβαίνων ο μικρός Μουχαδή, να
+σου δώση τη ρετσέτα της πήττας
+
+ — Αυτός, παιδί μου, λέγει άλλος, την ρετσέτα του την φυλάει
+μυστική· την έχει κληρονομιά από τον πατέρα του, και δεν
+τρελλάθηκε να μας μάθη την τέχνη. Είνε μάστορης που δεν βγάζει
+καλφάδες.
+
+ — Μα τότε το λοιπόν είμαστ' εμείς κουτάβια;
+
+ — Τώρα τώνοιωσες; φωνεί αγρίως και μαδά έτι βιαιότερον του
+πώγωνά του ο Γιακούπ. Τώρα τώνοιωσες; Αν είχαμε εμείς ενός
+δραμιού μυαλό και δύο δραμιών φιλοτιμία, θα μαζευόμαστε πρώτα
+ώμορφα ώμορφα μεταξύ μας, να συννενοηθούμε, . . . και θα
+πηγαίναμε ύστερα 'ς του Κυρ Χαλέμ, να του πούμε παστρικά . . .
+
+ — Τι πράμμα; υπολαμβάνει τις των εταίρων, βλέπων διστάζοντα τον
+Γιακούπ.
+
+ — Τι πράμμα; απαντά ούτος, αφού επί στιγμήν εσκέφθη, ότι οι
+δισταγμοί του ήσαν εντελώς ανόητοι, τι πράμμα; ότι θέλομε κ'
+ημείς μέταλλο! νά τι πράμμα!
+
+ — Δεν είνε 'ντροπή, καϋμένε;
+
+ — Αν μας πάρη η 'ντροπή, φορούμε κόσκινα, απαντά άλλος, ενώ ο
+Γιακούπ, απαθεστάτην έχων την λογικήν αυτού, καίτοι αγανακτεί η
+καρδία τον, επιφέρει·
+
+ — Γιατί ντροπή, κυρ Χακήμ; Αν ο Χασάν πουλεί κωλοφωτιαίς για
+φανάρια, δεν έχομε τάχα κ' εμείς κωλοφωτιαίς για πούλημα;
+
+ — Άλλο τίποτε, απαντά ο προλαλήσας, Κι' αν δεν της πουλήσωμε
+τώρα, που άνοιξε το παζάρι, δεν ειξεύρω τι διάβολο θα ταις
+κάμωμε.
+
+ — Ακούστε, βρε παιδιά, να σας 'πώ! λέγει ο Γιακούπ, απαράλλακτα
+ως έλεγέ ποτε ο Δημοσθένης προς τους Αθηναίους: &δεηθήναι πάντων
+υμών βούλομαι, τους λογισμούς άκουσαί μου διά βραχέων&. Ο κυρ
+Χαλέμ φυσά.
+
+ — Και παραφυσά! φωνεί ο χορός των περιεστώτων.
+
+ — Δεν του φθάνει τώρα ο παράς, θέλει και δόξα.
+
+ — Την θέλει! φωνεί ο χορός
+
+ — Εμείς έχομε δόξα για πούλημα, αυτός έχει παρά για δόσιμο· το
+λοιπόν τράμπα!
+
+ — Τράμπα! φωνεί ο χορός.
+
+ — Κι' αν κάμη τον κουφό; λέγει δειλώς ο μικρός Μουχαδή.
+
+ — Κάνουμε κ' εμείς το στραβό, απαντά αποφθεγματικώς ο Γιακούπ.
+
+ — Ο λόγος μας, που του δώσαμε;
+
+ — Ας τον φυλάξη να παίξη 'ς την ύψωση, λέγει διαρρηγνύμενος εις
+γέλωτα άλλος των εταίρων, πάλαι μεν ποτε περιάκτης πετρελαίου και
+θρυαλλίδων, νυν δε μεσίτης εν τω χρηματιστηρίω της Ταγγέρης και
+κομματάρχης in partibus . . . absentium.
+
+ — Όχι δα, καϋμένε! υπολαμβάνει ο Χακήμ· αυτό δεν είνε τίμιο
+πράγμα.
+
+ — Κολοκύθια! απαντά ο Γιακούπ· θέλεις και τιμή και παρά, του
+λόγου σου; και τη σούβλα άκαη και το αρνί ψημένο; Όταν τα βρης
+μαζή, μου δίνεις είδησι.
+
+ — Γεια σου μωρέ Γιακούπ! εσύ θα γείνης σπουδαίος άνθρωπος μια
+μέρα, φωνεί ένθους ο πρώην θρυαλλιδοπώλης.
+
+ — Το λοιπόν, επαναλαμβάνει λέγων ο μαροκηνός Δημοσθένης, όσοι με
+καταλάβατε, και θαρρώ πως με καταλάβατε όλοι, γιατί όλοι έχετε
+ηλικία, . . . . αύριο βράδυ 'ς του Μπενί-Αλλάχ την ταβέρνα!
+Σύμφωνοι;
+
+ — Σύμφωνοι! απαντώσι πάντες σχεδόν οι συνοδοιπόροι, και
+αφανίζονται εις το σκότος των στενών ατραπών της πόλεως.
+
+Εντός μικράς αιθούσης, κομψώς ηυτρεπισμένης, κάθηνται καπνίζοντες
+τρεις ο ι κ ο κ υ ρ α ί ο ι της Ταγγέρης. Βία του εκπολιστικού
+ανέμου, όστις επέπνευσε το Μαρόκον, οι αγαθοί ούτοι αστοί
+κάθηνται σταυροποδητί επί ευρέος και αναπαυτικού σοφά, ροφώσι
+σοβαροί τον ναργιλέν των, και ομιλούσιν απαθώς και βραδέως, ως
+γνήσιοι αφρικανοί πολίται και του Μωάμεθ λάτρεις, πιστοί
+διαμένοντες εις το πάτριον θρήσκευμα, με όλους τους άγγλους
+ιεραποστόλους.
+
+Ανήκουσιν ως προείπομεν, και οι τρεις εις την τάξιν των
+οικοκυραίων, των ανθρώπων δηλ. εκείνων, οίτινες ενδιαφέρονται
+κυρίως — ως λέγουσι τουλάχιστον πανταχού του κόσμου οι της τάξεως
+ταύτης άνθρωποι — υπέρ της τάξεως, της ησυχίας και της καλής
+διοικήσεως.
+
+Είς εξ αυτών είνε βιομήχανος, ο άλλος έμπορος, και ο τρίτος
+υπάλληλος του μεταξύ Ταγγέρης και Αλγερίου σιδηροδρόμου. Φίλοι εκ
+παίδων και παλαιοί συμμαθηταί, είνε πάντοτε σχεδόν σύμφωνοι,
+οσάκις συζητούσι περί πραγμάτων ασχέτων προς τα ατομικά των
+συμφέροντα. Φρονούσι και οι τρεις, ότι η αγαθή του δήμου των
+διοίκησις είνε πράγμα επιθυμητόν, ότι η χρηστότης των δημοτικών
+υπαλλήλων είνε πράγμα ευκταίον, ότι ανάγκη εν παντί πατριωτισμού,
+τιμιότητος, χρηστότητος, ικανότητος, και πολλών έτι άλλων οτήτων.
+Προκειμένου περί των αφηρημένων τούτων πραγμάτων, ουδέποτε
+διεφώνησαν κατ' αρχήν οι καλοί ούτοι φίλοι. Αλλ' η τρυφερά των
+αύτη ομοφωνία διασπάται δυστυχώς ενίοτε, οσάκις πρόκειται περί
+πραγμάτων συγκεκριμένων, πολύ δε περισσότερον οσάκις, ως συνήθως,
+ενσαρκούνται εις πρόσωπα τα συγκεκριμένα πράγματα.
+
+Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην
+εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν.
+
+ — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον·
+εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την
+δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον.
+
+ — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
+
+ — Αφίνω, ότι το παιδί μου θα ήτον ακόμη στρατιώτης, αν δεν είχα
+την προστασίαν του.
+
+ — Όλ' αυτά δεν θα πουν ότι είνε καλός και διά δήμαρχος. Αγάπα
+τον όσον θέλεις, είχε τον εις την προσευχήν σου, στέλνε του
+κανένα καλάθι χουρμάδες . . . καλά και άγια! Αλλ' όποιος είνε
+καλός φίλος δεν θα πη πως είνε και καλός δήμαρχος. Εσύ είσαι ο
+καλλίτερος φίλος μου· πρέπει λοιπόν να σε κάμω και δήμαρχον;
+
+ — Αυτά είνε αστειότητες.
+
+ — Βέβαια είνε αστειότητες μήπως δεν είνε αστειότης να μου λέγης,
+ότι θα ψηφοφορήσης τον Εδρίς διότι τον έχεις κουμπάρον;
+
+ — Και συ τάχα, διατί ψηφοφορείς τον Ομέρ σε παρακαλώ;
+
+ — Διότι είνε άνθρωπος τίμιος και πλούσιος, και 'ξεύρω πως δεν θα
+κλέψη τα χρήματα του δήμου.
+
+ — Θα τα κλέψουν άλλοι τριγύρω του, που είναι χειρότερον.
+Καλλίτερα μία βδέλλα χονδρή, παρά εκατόν μικραίς. Κεφάλι, έχει
+κεφάλι;
+
+ — Έξη αριθμό καπέλλο φορεί! λέγει παρεμβαίνων ο έμπορος.
+
+ — Του λόγου σου το ξεύρω πως δεν σ' αρέσει, απαντά ο βιομήχανος,
+αξιότιμος φανοποιός και μεσίτης οικοπέδων κατά τας ώρας της
+σχολής αυτού. Συ θέλεις τον Χαλέμ, διότι . . .
+
+ — Διότι είνε ο καλλίτερος απ' όλους.
+
+ — Ο καλλίτερος διά σένα· το παραδέχομαι. Σου έβαλε κεφάλαια και
+άνοιξες το κατάστημά σου· είνε φυσικόν . . .
+
+ — Του τα πλήρωσα με τον τόκον, σαν εγγλέζος.
+
+ — Τα πλήρωσες όταν είχες, και αυτός σου τάδωκε όταν δεν είχες,
+υπολαμβάνει ο σιδηροδρομικός υπάλληλος. Δεν ημπορείς να πης ότι
+δεν του έχεις υποχρέωσιν.
+
+ — Υποχρέωσιν του έχω, αλλά δεν του δίδω δι' αυτό την ψήφον μου.
+Τον θέλω διότι είνε άνθρωπος ικανός, είδε ξενόν κόσμον, κ'
+εσπούδασε και δύο χρόνια εις το Παρίσι τα δημοτικά.
+
+ — Πήρε και δίπλωμα;
+
+ — Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την
+σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η
+απάντησίς του.
+
+ — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που
+δεν 'ξεύρετε;
+
+ — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα
+σε γελάσουν.
+
+ — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας
+θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν. Είμεθα και οι τρείς
+δεμένοι . . . και κανείς δεν ημπορεί να λύση τον άλλον.
+
+ — Και τι ανάγκην έχομεν, σε παρακαλώ; ερωτά ο έμπορος.
+Ανεξάρτητοι άνθρωποι είμεθα· ημπορούμεν νομίζω να σκεφθούμεν . . .
+
+Και εξακολουθούσιν αληθώς συσκεπτόμενοι οι τρεις εκείνοι
+ανεξάρτητοι οικοκυραίοι. Αλλ' η σύσκεψις αυτών, στρεφομένη εντός
+τον κύκλου, ον αμυδρώς διεγράψαμεν, εις ουδέν αποβαίνει άλλο
+αποτέλεσμα, ή εις το παράδοξον τούτο: να απόσχωσι και οι τρεις
+της ψηφοφορίας. Αφού μάτην έκαστος προσεπάθησε να αναδείξη τα
+προτερήματα του υποψηφίου του υπέρτερα των άλλων, ετράπησαν την
+εναντίαν οδόν, και ήρχισαν συζητούντες τα ελαττώματά των· η δε
+κακολογία ήγαγε τέλος τους συνταγματικούς εκείνους πολίτας εις
+σημείον ομοφωνίας. Μη κατορθώσαντες να υπερβάλωσιν αλλήλους
+πλειοδοτούντες, έφθασαν κατ' ανάγκην εις το ανυπέρβλητον της
+μειοδοσίας όριον . . . — το μηδέν.
+
+ — Παρ' τον ένα κτύπα τον άλλον! καθώς βλέπω, είπεν ο έμπορος,
+σφραγίζων την συνδιάσκεψιν,
+
+ — Έπειτα, αδελφέ, προσέθηκε μετά τινος μελαγχολίας ο φανοποιός,
+δεν συλλογίζεστε και ταις εκατόν πενήντα κάλπαις; Βάλε 'βγάλε το
+χέρι μας, θα πιασθούμε ως τα ύστερα. Ας μας λείψη εφέτος αυτή η
+διασκέδασις.
+
+ — Ας μας λείψη!
+
+«Το ωραίον, τερπνόν και υψηλόν θέαμα της εκλογικής πάλης», ως
+γράφει καθημερινή τις εφημερίς της Ταγγέρης, προσεγγίζει. «Η
+ημέρα της εξασκήσεως τον ιερωτάτου και πολυτιμοτάτου δικαιώματος
+του συνταγματικού πολίτου», ως γράφει άλλη, «επέστη».
+
+Μετά δύο ημέρας ανοίγουσιν αι κάλπαι των εκατόν πεντήκοντα
+υποψηφίων δημάρχων, δημαρχικών παρέδρων και δημοτικών συμβουλίων
+του δήμου Ταγγερίων, και οι δημόται πάντες, κατηχούμενοι και μη
+κατηχούμενοι, καλούνται να εκλέξωσι τους άρχοντας αυτών τους
+δημοτικούς.
+
+Την φοβεράν αυτήν καλποστοιχίαν αδύνατον υπήρξε να περιλάβωσι τα
+δημοτικά σχολεία και οι ναοί της πόλεως, διότι αμφοτέρων η
+χωρητικότης είχεν υπολογισθή ανάλογος των ευλαβών αστών και των
+φιλομαθών παίδων της Ταγγέρης, ουχί δε και των φιλοδόξων πολιτών
+της, ων ηύξησε μεγάλως τον αριθμόν το νέον φιλελεύθερον πολίτευμα
+του Μαρόκου. Κατεσκευάσθησαν λοιπόν επί τούτω ευρύχωρα και μεγάλα
+παραπήγματα, όπου παρετάχθησαν μεν ήδη αι κάλπαι των υποψηφίων,
+δεν κινδυνεύουσι δε να πάθωσιν ασφυξίαν οι μέλλοντες να
+παρευρεθώσιν εντός αυτών αντιπρόσωποί των, σφαιριδιοδόται,
+εφορευτικαί επιτροπαί, και άλλοι υπάλληλοι, καθ' α εγνωμοδότησεν
+αρμοδίως το ιατροσυνέδριον, αφού, εννοείται, έλαβεν υπ' όψιν ότι
+εν Ταγγέρη γίνεται μεγαλειτέρα κατανάλωσις σκορόδων ή σάπωνος.
+
+Πάσα τοίχου γωνία φέρει από ημερών ήδη προσκεκολλημένα
+ποικιλόχρωμα και πολύμορφα χαρτία, εφ' ων αποτυπούνται διά
+γραμμάτων μικρών ή μεγάλων — αναλόγως της πεποιθήσεως ή της
+μετριοφροσύνης εκάστου — τα ονόματα των υποψηφίων οτέ μεν
+συνοδευόμενα διά συντόμου σημειώσεως του επαγγέλματος ή των
+προσόντων αυτών, οτέ δε συνοδεύοντα την προσωπογραφίαν των,
+ιλαράν και προσμειδιώσαν. Οι υποψήφιοι αποτείνονται προδήλως διά
+των θεατρικών τούτων προγραμμάτων εις τους γινώσκοντας γράμματα
+συνδημότας των· λησμονούσι δε, ότι τα σχολεία της πόλεως
+απεδείχθησαν χωρούντα μαθητάς ολιγωτέρους των υποψηφίων.
+
+Πάντα της πρωτευούσης τα οινοπωλεία και οψοπωλεία, — και αυτά έτι
+τα ύπαιθρα πολλάκις οπτανεία, όθεν αρτύει συνήθως ο χειρώναξ τον
+άρτον του διά δύο ή τριών τηγανιτών μαρίδων — κατέστησαν τόποι
+συνεντεύξεων και διαπραγματεύσεων μεταξύ εκλογέων και υποψηφίων.
+Εκεί από πρωίας μέχρι νυκτός τελούνται τρυφεραί και πολύσπονδοι
+υπ' αμφοτέρων α γ ά π α ι. Εκεί περιπτύσσεται εν συγκινητική
+κρασοκατανύξει τον τραπεζίτην ο χειρώναξ, και φιλεί τον αγοραίον
+ο μοσχανάθρεπτος νεανίας, και ο χθες επηρμένος την οφρύν, σφίγγει
+περιπαθώς την γλοιώδη χείρα του τυχόντος αλλαντοπώλου. Εκεί
+ανταλλάσσονται υποσχέσεις βεβιασμέναι, και όρκοι ψευδείς, και
+απατηλαί διαβεβαιώσεις. Εκεί προεξοφλούνται θέσεις και
+υπουργήματα, και ασφαλίζεται των κλεπτών η ατιμωρησία, και των
+στρατευσίμων το ακαταδίωκτον, και πωλείται η ψήφος αντί κερμάτων,
+και αγοράζεται η ευθηνή συνείδησις αντί ποτηρίου οίνου. Εκεί —
+παράδοξον φαινόμενον· νομίζουσι πάντες ότι απατώσιν, ενώ
+απατώνται πάντες. Εκεί υπόσχεται έκαστος, απόφασιν έχων να παραβή
+την υπόσχεσιν. Εκεί πωλούσι χωρίς να παραδίδωσι το εμπόρευμα·
+εκεί αγοράζουσιν αέρα αντί αέρος Και είνε πάντες ευχαριστημένοι . . .
+ότι εγέλασαν ο είς τον άλλον.
+
+Οι δραστηριώτεροι των υποψηφίων, όσους δεν εκούρασεν η από τριών
+ήδη μηνών αρξαμένη εκλογική στρατεία, περιέρχονται έξαλλοι,
+απηυδηκότες και ασθμαίνοντες τας αγυιάς και τας ρύμας της πόλεως,
+σύροντες όπισθεν αυτών αποσπάσματα ιχνευμόνων εκλογικών. Οι
+ψηφοθήραι ούτοι σταματώσι τον δυστυχή περιπλανώμενον Ιουδαίον,
+ούτινος έγειναν ciceroni ενώπιον πάσης θύρας λησμονηθείσης κατά
+τας προτέρας εκδρομάς, και τον εισάγουσιν εις έκαστον υπόγειον,
+ούτινος υποθέτουσιν ευμενείς τας διαθέσεις. Εδώ μεν ερωτά ο
+υποψήφιος, πώς έχει η σύζυγος του εκλογέως, λεχώ από τριών
+ημερών, και συγχαίρει επί τω νεογνώ· εκεί δε πληροφορείται
+ανήσυχος, αν προβαίνει τακτική και ακίνδυνος η οδοντοφυία του
+μικρού. Παρά τούτον ζητεί ευμενώς πληροφορίας περί των εργασιών
+και του εμπορίου του· εκείνον συλλυπείται συμπαθώς επί τω θανάτω
+της μάμμης του· άλλου θωπεύει τον ώμον, και άλλους περαιτέρω
+φιλεύει μίαν ο κ ά ν εις τ α ό λ α.
+
+Ο τύπος της πρωτευούσης χαίρων αναγράφει την ζωηράν αυτήν
+εκλογικήν κίνησιν, και σεμνύνεται επί τω ενδιαφέροντι, όπερ
+επιδεικνύει ο λαός προς τον επικείμενον αγώνα. Επαινεί την
+ησυχίαν και την τάξιν ήτις επικρατεί, και θεωρεί ασήμαντα ολίγα
+τινά ξυλοκοπήματα, άτινα ανταλλάσσουσι πού και πού οι θερμότεροι
+και φανατικώτεροι των ψηφοφόρων. Αν δ' ενίοτε, πλην των γρόνθων
+και ράβδων, λύουσι και άλλα όπλα τας εκλογικάς διαμάχας των
+ταγγερίων, το επίσημον αστυνομικόν δελτίον της πόλεως αποδίδει
+εις μέθην το λυπηρόν γεγονός, και βεβαιοί ότι αυστηρά διετάχθη
+περί τούτου ανάκρισις.
+
+Ούτω δε δαρέντες και μη δαρέντες μένουσιν ευχαριστημένοι, και
+πάντες προσδοκώσιν ευέλπιδες να εισέλθωσι την Κυριακήν εις την
+χαράν του Κυρίου των.
+
+
+Είνε παραμονή της μεγάλης ημέρας· πυκνός δε όχλος συνταγματικός
+πληροί τα δωμάτια των ταλαιπώρων υποψηφίων.
+
+Ταλαίπωρα, τη αληθεία, και άξια οίκτου πλάσματα οι δυστυχείς
+αυτοί υποψήφιοι!
+
+Αφού από πολλών ήδη εβδομάδων περιέδραμον πάσαν γωνίαν της
+πόλεως, και εκόλλησαν τα ονόματα των εις πάσης τριόδου τους
+τοίχους, και έσχισαν εξ αυτών των αντιπάλων των τα ονόματα· αφού
+εμεθύσθησαν εις έκαστον αυτής καπηλείον και εξελιπάρησαν του
+εσχάτου αχθοφόρου την εύνοιαν· αφού περιεπτύχθησαν πάντα εξώλη
+και προώλη, και εθώπευσαν πάσαν και την ρυπαρωτάτην παρειάν· αφού
+υπεσχέθησαν και εψεύσθησαν, και εκολάκευσαν όσους και όπως
+ηδυνήθησαν, πληρόνονται πάσαν εσπέραν διά του ιδίου νομίσματος
+υπό των χρηστών εκλογέων, οίτινες πληρούσι τους οίκους αυτών.
+
+Και άλλοι μεν αυτών — οι πονηρότεροι και των πραγμάτων έμπειροι —
+γνωρίζουσι τι σημαίνει η ένθους περί αυτούς συρροή. Μειδιώσιν
+εμφανώς τα χείλη των, αλλά ναυτιά πιθανώς η ψυχή των. Οι πλείστοι
+όμως, όσους, αν δεν απατά η απειρία, πλανά όμως πάντοτε η
+αυτάρκης πεποίθησις, δέχονται μετ' ευγνωμοσύνης το κίβδηλον
+νόμισμα της ψευδούς αφοσιώσεως, δι' ου πληρόνει τας αβαρείς αυτών
+επαγγελίας η παροίνιος ειλικρίνεια του πληρούντος τας οικίας των
+συρφετού.
+
+Και σφίγγουσι λοιπόν αγαλλιώντες τας χείρας των κύκλω
+ζητωφωνούντων, και εναγκαλίζονται περιπαθώς κομματάρχας και
+κομματαρχίσκονς, και επαγγέλλονται λ α γ ο ύ ς μ ε
+π ε τ ρ α χ ή λ ι α εις τους χλιαρωτέρους, και λαλούσι περί
+πατριωτισμού και τιμιότητος προς πάντας, και συνιστώσι
+δραστηριότητα, και χύνουσιν . . . οίνον πολύν εις την φλέγουσαν
+κύκλω εκλογικήν πυράν.
+
+Τοιαύτη περίπου η εκ περιωπής εικών των συμβαινόντων εν τω οίκω
+του Χαλέ-αλ-Ταρίφ κατά την προτεραίαν της ψηφοφορίας εσπέραν.
+
+Αμέτρητον πλήθος πληροί τας αιθούσας του. Φίλοι και ενάντιοι,
+οπαδοί και αντίπαλοι, αδιάφοροι, ετεροδημόται μη έχοντες δικαίωμα
+ψήφου, περιτρέμματα στερούμενοι πολιτικών δικαιωμάτων . . . .
+πάντες ήλθον απόψε να πωλήσωσιν όσον δυνατόν ακριβώτερα τον
+έσχατον του ενθουσιασμού των σπινθήρα.
+
+Αύριον η πανηγύρις τελειόνει, και όσοι πήραν, πήραν!
+
+Άλλοι εξ αυτών έχουσι σπουδαία να εκμυστηρευθώσι μυστικά εις τον
+υποψήφιον· άλλοι θέλουσι να τον συμβουλεύσωσι κάτι, άλλοι να
+σώσωσι και άλλοι να λάβωσιν οδηγίας. Πάντες δε σχεδόν έχουσι κάτι
+να ζητήσωσι, και το κάτι αυτό είνε ως επί το πλείστον . . . ολίγο
+φως για τα παιδιά.
+
+ — Αφέντη! λέγει ο είς, και σύρει αυτόν από του επενδύτου εις
+μιαν γωνίαν. Ο Βεκήρ εις το τρίτον μας κόβει φοβερά. Πέρασε, σε
+παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα
+εκατοστάρικο.
+
+ — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται.
+
+ — Εις του Κερέμ την ταβέρνα, λέγει άλλος (και αυτός μυστικά,
+εννοείται) πρέπει ν' αφήσωμεν αύριον μερικά λεπτά, να κερνά 'ς
+την υγειά σου! Είνε αντικρύ 'ς την ψηφοφορία, και ο κόσμος
+μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας.
+
+ — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.
+
+ — Του λόγου τους, κυρ Χαλέμ, λέγει πλησιάζων νέηλυς άλλος, σύρων
+κατόπιν του μικράν ομάδα ρακενδύτων και μονοσανδάλων, είνε
+παλληκάρια ένα κ' ένα, που πεθαίνουν 'ς τώνομά σου. Περιποιήσου
+τα, σε παρακαλώ.
+
+ — Να μου ζήσης! φωνεί πλησιάζων ο αρχηγός των παλληκαριών, και
+προσθέτει ταπεινοτέρα τη φωνή·
+
+ — Τα παιδιά διψούν! 'Ξελαρυγγίσθηκαν από χθες να φωνάζουν: Ζήτω!
+Δεν μας κατρακυλάς λιγάκι μέταλλο, να τα δροσίσωμε;
+
+ — Τι θέλετε να κάμη ο Χαλέμ-αλ-Ταρίφ; Ό,τι θα εκάμνατε ίσως
+και σεις, αν ήσθε εις την θέσιν του.
+
+ — Δεν πέρασες από του Εμίρ! παρατηρεί άλλος· και μας τον πήρε ο
+Εδρίς!
+
+ — Χρειάζεται ενέργεια εις το τέταρτον! υπολαμβάνει εισερχόμενος
+νέος κομματάρχης. Μας έσπασε ο Ομέρ με τα χρήματα.
+
+ — Κύτταξε το τμήμα σου, σε παρακαλώ, κραυγάζει ακούσας τον
+λαλούντα ισχνός νεανίας, στρέφων μετά κόπου πολλού τον μόλις
+φυόμενον μύστακά του· από το τέταρτο αύριο βράδυ θ' ακούσης τα
+νέα.
+
+ — Ζήτω του δημάρχου! κραυγάζει αίφνης εισβάλλουσα εις την
+αίθουσαν εν ορμή και αταξία ομάς μεθύσων, μόλις συγκρατουμένων εν
+ισορροπία. Χαλέμ και άγιος ο Θεός!
+
+ — Δόσε 'ς τα παιδιά να πιουν! φωνεί προς τον υπηρέτην ο
+υποψήφιος, και παρέχει εαυτόν βοράν εις τας περιπτύξεις των
+οινοφλύγων.
+
+ — Αυτοί έρχονται από του Ομέρ! λέγει ταπεινή τη φωνή εις τον
+γείτονά του είς των παρακαθημένων,
+
+Δεν λησμονεί, ελπίζομεν, ο αναγνώστης, ότι Ομέρ είνε είς των
+υποψηφίων δημάρχων.
+
+ — Και πού το 'ξεύρεις; ερωτά ο γείτων.
+
+ — Τους είδα! Κ' εγώ από 'κεί έρχομαι. Σώπα, να κάμωμε σεριάνι!
+
+ — Βρε κατεργαρέοι! βροντοφωνεί αίφνης εγειρόμενος και πάλλων την
+μαγκούραν του γιγαντόσωμος και ευρύστερνος κομματάρχης, εσείς δεν
+έχετε ψήφο! Τι θέλετ' εδώ; έξω γλήγορα, να μη σας αργάσω το
+τομάρι!
+
+Οι νεήλυδες προσβλέπουσιν επί στιγμήν τον γίγαντα, θεωρούσι κύκλω
+τους παρισταμένους, ανταλλάσσουσι βλέμμα συνεννοήσεως, και
+απέρχονται κατησχυμμένοι, πτοηθέντες το ανάστημα του λαλούντος
+και τας διαστάσεις της μαγκούρας του.
+
+ — Δεν τους αφίνεις, αδελφέ; παρατηρεί ηπίως ο υποψήφιος. Διατί
+να τους δυσαρεστήσωμεν;
+
+ — Ας μας κόψουν το κρέδιτο! Φασκέλωσ' τα τα όρνια!
+
+Και απήλθον μεν εκείνα τα όρνια· παρέμειναν όμως έτι πολλά εν τη
+αιθούση τον ταλαιπώρου Χαλέμ, και προσήλθον βραδύτερον πολύ
+περισσότερα.
+
+Η αγορά παρετάθη πλήθουσα πέραν του μεσονυκτίου· ότε δε ο
+δυστυχής Χαλέμ κατεκλίθη, μόλις είχε την δύναμιν να στενάξη, εκ
+κόπου και αηδίας.
+
+
+Η μεγάλη ημέρα ανέτειλε, και έδυσεν.
+
+Εκ των δεκακισχιλίων εκλογέων του δήμου Ταγγερίων επτάκις περίπου
+χίλιοι προσήλθον εις τας κάλπας και ήσκησαν το ιερόν και
+πολύτιμον αυτών δικαίωμα. Πώς το ήσκησαν, είνε περιττόν να
+ερωτήση ο Έλλην αναγνώστης, οικείος ήδη από μακρού προς τα
+τοιαύτα τερπνά και υψηλά θεάματα,
+
+Εδάρησαν τινές, εμέθυσαν πλείονες, συνεπλάκησαν πολλοί, εφώναξαν,
+εκραύγασαν ζήτω και γιούχα μετά πολλού ενθουσιασμού, αναλόγου
+προς το πληρωθέν επί τούτω χρήμα, διημφισβήτησαν πολλάκις μετά
+ζέσεως την ψευδή των ταυτότητα, και τέλος εψήφισαν, άλλοι άπαξ
+και άλλοι συχνότερον.
+
+Αι κάλπαι εκλείσθησαν, εφραγίσθησαν, και μετά μίαν ώραν ανοίγουσι
+πάλιν.
+
+. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
+
+Η διαλογή αρχίζει.
+
+Πάσα υποψηφίου δημάρχου οικία βρίθει περιέργων.
+
+Μ' όλους τους κόπους και τας αγρυπνίας, μ' όλας τας αηδίας των
+παρελθουσών ημερών, οι πτωχοί υποψήφιοι έχουσιν έτι την δύναμιν
+να ίστανται όρθιοι επί των επάλξεων, να μειδιώσι, να περιπατώσι
+και να δίδωσι τας τελευταίας οδηγίας προς τους ταχυδρόμους, ους
+αποστέλλουσι κομιστάς ειδήσεων εις τα διάφορα τμήματα της πόλεως.
+Είνε σχεδόν οι ίδιοι ως και χθες· μόνον ότι η καρδιά των πάλλει
+περισσότερον και η χειρ των θωπεύει ολιγώτερον.
+
+Τας πέριξ τραπέζας κατέχουσι γραμματείς παντοδαποί, ποικίλοι την
+όψιν και την ηλικίαν, έχοντες έκαστος προ αυτού φύλλα χάρτου
+χαραγμένα κατά σειράς και στήλας ισαρίθμους προς τα τμήματα της
+πόλεως και τα ονόματα των υποψηφίων. Στρέφουσι και περιστρέφουσιν
+εντός του στόματος την νεόκοπον άκραν του μολυβδοκονδύλου των,
+και περιμένουσιν ανυπόμονοι να αναγράψωσιν εις τα δελτία των τα
+αποτελέσματα της διαλογής.
+
+Εν τω μεταξύ τούτω, και μέχρις ου αρχίσωσιν αντηχούντα των
+ταχυδρόμων τα αγγέλματα, ανακοινούσι μεγαλοφώνως τας ιδέας και
+πεποιθήσεις των περί του πιθανού αποτελέσματος της εκλογής, και
+τα συμπεράσματά των ποικίλλουσιν, εννοείται, αναλόγως του οίκου
+εν ώ γραμματεύουσιν.
+
+ — Η εκλογή είνε δική μας! λέγουσιν οι γραμματείς του Χαλέμ.
+
+ — Την εκλογήν την παίρνομε με χίλιους ψήφους, λέγουσιν οι του
+Εδρίς.
+
+ — Τους φάγαμε κ' έννοια σου! φωνούσιν οι του Ομέρ ούτινος το
+θάρρος δεν φαίνεται περισσεύον.
+
+
+Ας εκλέξωμεν ένα των εκλογικών τούτων οίκων και ας εισέλθωμεν.
+Πάντας είνε αδύνατον να επισκεφθώμεν, αφού δεν είμεθα εκλογείς.
+
+Ας προτιμήσωμεν τον Χαλέμ, ούτινος λεπτομερέστερον μέχρι τούδε
+παρηκολουθήσαμεν τον αγώνα. Ο υποψήφιος μας υποδέχεται ευμενώς,
+μας σφίγγει την χείρα, και μας ερωτά ασθενεί τη φωνή αν ηξεύρομεν
+τίποτε.
+
+Ημείς, εννοείται, δεν ηξεύρομεν τίποτε, και σιωπώμεν.
+
+Αίφνης ανοίγει βιαίως η θύρα, και αγυιόπαις ρυπαρός και
+ανυπόδητος εισβάλλει εις την αίθουσαν ασθμαίνων και μόλις
+κατορθών να φωνήση·
+
+ — Χίλιους τρακόσιους εξήντα εις το πρώτον!
+
+Ζήτω! μυριόστομον βροντά εν τη αιθούση, και τα μολυβδοκόνδυλα των
+γραμματέων καταπίπτουσιν όλα συγχρόνως επί των δελτίων, και ο
+υποψήφιος, λιπόθυμος σχεδόν εκ της χαράς, καταφιλεί την άπλυτον
+μορφήν τον μικρού ταχυδρόμου, και αμείβει γενναίως την χαρμόσυνον
+είδησιν.
+
+Ο αγυιόπαις τρέπεται δρομαίος εις φυγήν· αν ήτο δε δυνατόν να τον
+παρακολουθήση τις, θα τον έβλεπε μετά μικρόν εισερχόμενον εις
+άλλου υποψηφίου οικίαν, και θα παρίστατο μάρτυς της αυτής
+απαραλλάκτως σκηνής, ομοίως επαναλαμβανομένης.
+
+Μετά μικρόν άλλο άγγελμα:
+
+ — Εννηακόσιους ογδοήντα εις το τέταρτον!
+
+Και τα ζήτω! επαναλαμβάνονται, και γράφουσιν οι γραμματείς, και
+πληρόνει ο υποψήφιος.
+
+ — Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας.
+Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . .
+
+Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω
+απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος
+μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν.
+
+ — Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι;
+
+ — Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!
+
+ — Πώς; παρατηρεί συρίζουσα η οξεία φωνή ενός των γραμματέων.
+Χίλιους τριακόσιους εξήντα πήραμε, και . . . . .
+
+ — Κολοκύθια! ποιος σας τα είπε; Εξακόσιους τριάντα πήραμε όλους
+όλους. Νά το αποτέλεσμα. Το έχω από το πρωτόκολλον της επιτροπής.
+Οι γραμματείς σβύνουσι τους αριθμούς των, ο υποψήφιος αισθάνεται
+ότι κάπως εκουράσθη, και κάθηται εις μίαν γωνίαν, ο δε ταλαίπωρος
+ταχυδρόμος, εις ον ουδείς . . . ουδείς ευρέθη να προσφέρη έν
+σιγάρον, σύρει την πενιχράν του καπνοθήκην, και περιτυλίσσει έν
+μελαγχολικώς εκ του ιδίου του καπνού.
+
+ — Μήπως παράκουσες, αδελφέ; ερωτά είς των παρισταμένων.
+
+ — Άφησέ με, σε παρακαλώ, και με φθάνει . . . Άλλο δεν λέγει.
+
+Δεν παρέρχονται δυο λεπτά, και καίει έτι το απαίσιον άγγελμα, ότε
+εισέρχεται βραδυπατών άλλος κακών άγγελος και κάθηται σιωπηρός
+επί μιας καθέδρας.
+
+ — Πού ήσουν, Μελήκ, ερωτά ο υποψήφιος, και η φωνή του μόλις
+ακούεται.
+
+ — Εις το τρίτον.
+
+ — Αι; φωνούσι συγχρόνως ανορθούμεναι πάσαι των γραμματέων αι
+κεφαλαί.
+
+ — Εξακόσιους. . . . ογδοήντα. . . . πέντε.
+
+Και ο τόνος της φωνής του ηχεί ως η ακροτελεύτιος επικήδειος
+φράσις: Γ α ί α ν έ χ ο ι ε λ α φ ρ ά ν.
+
+ — Χίλιους οχτακόσιους εις το τρίτον! κραυγάζει την στιγμήν
+εκείνην, εισορμών εις την αίθουσαν παιδάριον ρακένδυτον.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο ταλαίπωρος παις, και
+ράπισμα ισχυρόν ακούεται πλαταγίζον επί της παρειάς του.
+
+ — Νά και μία παραπάνω, να γείνουν χίλιοι οχτακόσιοι ένας! φωνεί
+εγειρόμενος έξαλλος ο προ μικρού εισελθών. Κατεργάρη!
+
+Το παιδίον συναισθάνεται, φαίνεται, ότι δεν έχει το δικαίωμα να
+κλαύση, και φεύγει δρομαίον μεν αλλ' απαθές και ατάραχον.
+
+Ήτο το τελευταίον. Ουδείς πλέον ανήλικος ταχυδρόμος επάτησε την
+φλιάν της θύρας του Χαλέμ την εσπέραν εκείνην.
+
+ — Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν.
+
+Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι
+γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον
+άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον·
+
+Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν!
+
+Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου
+οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.
+
+Οι παριστάμενοι αραιούνται, η οικία του υποψηφίου γίνεται
+ησυχωτέρα, οι θόρυβοι της οδού καταπαύουσι, φωνή κύκλω δεν
+ακούεται, και ο ταλαίπωρος Χαλέμ ναρκούμενος υπό του κόπου
+αποκοιμάται εις την γωνίαν του, και υπνώττει χάλκινον ύπνον.
+
+Αλλ' αίφνης εν βαθεία νυκτί ανατινάσσεται όρθιος από του
+ανακλίντρου του, τρίβει τους οφθαλμούς, σείει την κεφαλήν, τείνει
+το ους προς την οδόν, και δεν ηξεύρει τι κρότος παράδοξος και
+απαίσιος είνε ο ταράττων την ησυχίαν της νυκτός.
+
+Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την
+κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και
+σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ
+λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.
+
+
+
+
+ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΜΑ ΤΟΥ ΜΙΜΙΚΟΥ (4)
+
+
+
+Αν την πρωίαν της παραμονής του έτους 1859 υπήρχον εν Αθήναις
+νέοι στενοχωρημένοι και αδημονούντες διά την κενότητα του
+πουγγίου των — και θα υπήρχον βεβαίως πολλοί — , ο μάλλον εξ
+αυτών αδημονών ήτο κατά πάσαν πιθανότητα ο Δημήτριος Ξυδάκης.
+
+Πριν ή όμως γνωρίση ο αναγνώστης το αίτιον της στενοχωρίας του
+ήρωός μου, καλόν είνε να γνωρίση αυτόν τον ίδιον.
+
+Ο Δημήτριος ή Μιμίκος, ως αποκαλούσιν αυτόν θωπευτικώς οι οικείοι
+του, τουτέστιν η γραία μήτηρ του, ο πολύ πρεσβύτερος αυτού
+αδελφός του και η ολίγον νεωτέρα του αδελφή είνε εικοσαετής
+περίπου νεανίας, ισχνός, ωχρός, με μεγάλους μαύρους οφθαλμούς και
+μακράν καστανήν κόμην, την οποίαν χτενίζει μεν, όταν εξέρχεται
+της οικίας, κατά το πολωνικόν σχήμα, ήτοι εις π ό λ κ α ν, ως
+εκάλουν οι καλλωπισταί του τότε καιρού τον συρμόν αυτόν της
+κομμώσεως, διατηρεί όμως κατ' οίκον ανάτριχον πάντοτε και
+ατημέλητον, εκ φυσικής και ακαταμαχήτου νωθρότητος. Διότι ο
+Μιμίκος είνε δυστυχώς νωθρός, πολύ νωθρός. Εγείρεται συνήθως
+αργά, διότι αργά και κατακλίνεται, αργότερα δε και αποκοιμάται,
+συνήθειαν έχων να αναγινώσκη εις την κλίνην του μυθιστορημάτων
+μεταφράσεις, τας οποίας διά πολλού κόπου προμηθεύεται παρά των
+οικείων και φίλων.
+
+Κατά τους χρόνους του Μιμίκου δεν ήσαν άφθονα και πρόχειρα ουδ'
+ευαπόκτητα τα μυθιστορήματα όσον σήμερον, ότε η κερδοσκόπος
+βιβλιοκαπηλεία προσφέρει αυτά κατά δόσεις ευπρόσιτους εις το
+δεκάλεπτον παντός κέπφου διψώντος πνευματικήν ψυχαγωγίαν. Εκοπία
+λοιπόν ο Δημήτριος πολύ εις προμήθειαν του επιουσίου μυθιστορικού
+του άρτου, και κατηνάλισκεν αυτόν μετά πολλής οικονομίας,
+αναγινώσκων μόνον το εσπέρας, υπό το φως αναιμικής και
+καπνιζούσης λυχνίας, οποίαν μόλις επέτρεπον εις αυτόν τα ουχί
+συνήθως άφθονα οικονομικά της οικίας του, ων κύριον πυρήνα
+απετέλει ο μισθός του αδελφού του Γεωργίου, υπουργικού γραμματέως
+πρώτης τάξεως. Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν
+του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τ ρ ι ώ ν
+Σ ω μ α τ ο φ υ λ ά κ ω ν, των Ε π τ ά θ α ν α σ ί μ ω ν
+α μ α ρ τ η μ ά τ ω ν και της Μ α λ β ί ν α ς, και ότε τέλος η
+περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν
+μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν
+ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή
+φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την
+μακαριότητα. Διότι έργον ο Μιμίκος δεν είχεν.
+
+Ήτο μεν από ικανών ήδη ετών φοιτητής της Νομικής σχολής του
+Πανεπιστημίου· αλλ' ήλπιζεν εκ της επιφοιτήσεως του αγίου
+πνεύματος εις την κεφαλήν αυτού· πολύ πλειότερον, ή όσον
+προσεδόκα εκ της ιδίας αυτού φοιτήσεως εις τας παραδόσεις των
+καθηγητών του. Και δεν είχε μεν έτι τότε η μεγάλη πλειονοψηφία
+των ακαδημαϊκών πολιτών τελειοποιήσει την μέθοδον των άνευ
+φοιτήσεως αποδείξεων και των άνευ ακροάσεως εξετάσεων· ήσαν δε
+ακόμη άγνωστα τα νομικά φροντιστήρια, άτινα επιτηδεύουσι σήμερον
+την εντός ολίγων εβδομάδων αναπλήρωσιν των εν τοις ωδικοίς
+καφενείοις αναλισκομένων συνήθως ακαδημαϊκών εξαμήνων· ουδέ είχεν
+έτι πολλαπλασιάσει η κερματοθηρία των εκδοτικών καταστημάτων τας
+εντύπους περιλήψεις των πανεπιστημιακών παραδόσεων προς χρήσιν
+των χρηστών της πατρίδος ελπίδων. Αλλ' ο Μιμίκος, προτρέχων της
+εποχής του, απετέλει μέρος ευαρίθμου προοδευτικής ομάδος
+φοιτητών, οίτινες επροτίμων ήδη τότε το καφενείον μάλλον ή τα
+ακροατήρια του Πανεπιστημίου, και έκρινον το σφαιριστήριον πολύ
+ψυχαγωγικώτερον της ακροάσεως και γραφής των επιστημονικών
+διδαγμάτων. Εξήρχετο αργά του οίκου, και κατηυθύνετο μεν, — ως
+έλεγεν εις την γραίαν μητέρα του· εις το μάθημα, παρελάμβανε δε,
+ως αθώους ψευδομάρτυρας και φύλλα τινά χάρτου αγράφου,
+συνεσπειρωμένα εις κύλινδρον και τυλιγμένα εντός κυανού
+περικαλύμματος, εφ' ων έμελλε δήθεν να καταγράψη τα σοφά βήματα
+των καθηγητών αυτού· αλλ' άμα φθάνων εις τα βραχώδη τότε
+προπύλαια του επιστημονικού τεμένους, εξηκολούθει, οτέ μεν μόνος,
+οτέ δε μετ' ομόφρονος συντρόφου, την βραχώδη προς τον Λυκαβητόν
+ανάβασιν, και καθήμενος εκεί εν μέσω θύμων και ασφοδέλων,
+εκάπνιζεν, εφ' όσον επήρκει ο λαθροχειρισθείς αδελφικός καπνός,
+και περιέφερεν εική τα βλέμματα επί το πρωινόν πανόραμα της
+πόλεως και τα μαρμαίροντα πέραν γλαυκά νώτα του Σαρωνικού, έμενεν
+εκεί ούτω πολλάκις ώραν μακράν, ημικλείστους έχων τους οφθαλμούς
+και σύνοφρυ το μέτωπον, οιονεί εντυπώσεις ταμιεύων ως έλεγεν
+ασμένως ο ίδιος — , αίφνης δε, σείων αποτόμως την κεφαλήν και
+ανατινάσσων την λιπαράν του πόλκαν, εφαίνετο ως συλλαβών
+προσιπταμένην έμπνευσιν, και ανοίγων τον χάρτινον κύλινδρόν του
+έγραφε διά μολυβδίδος σειράς ανίσους το μήκος, έσβυνε τα
+γραφέντα, έβρεχε το άκρον της μολυβδίδος εις τα χείλη του,
+εκάπνιζεν, έξυε τους κροτάφους του, και έγραφε πάλιν άλλα,
+πολλάκις δε και απήγειλλε μετ' αυταρέσκου μειδιάματος τα
+γραφέντα, μεγαλοφωνών ρυθμικώς τας ομοιοκαταλήκτους κατακλείδας
+των στίχων του.
+
+Ο Μιμίκος έγραφε στίχους· διότι ήτο — ενόμιζε τουλάχιστον ότι ήτο
+ποιητής.
+
+***
+
+Ποιητικός και ρωμαντικός έπνεεν εν Αθήναις ο άνεμος κατά τους
+χρόνους εκείνους· πας δε σχεδόν έφηβος μείραξ, εις ου το χείλος
+ήρχιζε να επανθή ο πρώτος νεανικός χνους, είχε να φοβήται, μετά
+την ίλερην και ανεμοβλογιάν των παιδικών ετών, την στιχουργικήν
+επιδημίαν της εφηβικής ηλικίας. Αλλ' ήτο ευτυχώς ηπίου χαρακτήρος
+και πάντη ανώδυνος η στιχοπάθεια του τότε καιρού, ουδ' ωμοίαζε
+προς τον κακοήθη πυρετόν της αποκαλυπτικής χρησμολογίας, ήτις
+κατατρύχει ως επί το πολύ τους σημερινούς ποιητικούς ιεροφάντας.
+Περιωρίζετο συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις
+εξύμνησιν της αργυράς σελήνης και της εσπερινής αθώας αύρας, ή
+και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς θρηνωδίας προς φανταστικήν
+ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις επικολυρικόν τι
+μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.
+
+Οι στιχοπλόκοι νέοι, τρόφιμοι ως επί το πλείστον του Λαμαρτίνου
+και του Ουγκώ, είχον μελαγχολικώς ερωτόβλητον την φαντασίαν·
+έκαιον δε σχεδόν πάντοτε το θυμίαμα της ποιήσεως αυτών επί του
+βωμού φανταστού τινος ερωτικού ειδώλου, εν ελλείψει υπαρκτού,
+διότι προς πραγματικήν ερωμένην σπανίως που ετόλμα να ατενίση η
+αιδήμων δειλία της τότε άρρενος νεολαίας, ήτις δεν είχεν έτι
+ποτισθή εις τα λιμναία ύδατα της πραγματικής σχολής. Αν δε που
+τολμηροτέρα τις φύσις είχε το θάρρος να αναβλέψη προς την μορφήν
+ωραίας νεάνιδος, το έκτακτον αυτό θάρρος σπανίως ήτο μεμονωμένον.
+Οι πραγματικοί έρωτες εγίνοντο τότε συνήθως εν συνεταιρισμώ,
+όστις θα φανή μεν βεβαίως παράδοξος αν μη και μωρός εις την
+σημερινήν πρακτικήν γενεάν, ήτο φυσικώτατος όμως εις την
+ιδεολογούσαν και ρωμαντικώς νεφελοβάμονα νεότητα του τότε καιρού.
+Αι αξιώσεις των εραστών εκείνων ήσαν μετριώταται, η δε λατρεία,
+ην δύο και τρεις πολλάκις νεανίαι προσέφερον από κοινού εις τον
+βωμόν μιας και της αυτής θεότητος, απετελείτο συνήθως εκ φλογερών
+βλεμμάτων και βαθέων στεναγμών, και εμακάριζεν εαυτήν, οσάκις
+ημείβετο δι' ενός αορίστου ή και διφορουμένου μειδιάματος. Οι
+γενναιότεροι έφθανον μέχρις ακροστιχίδος, και οι ευτυχέστεροι
+εταμίευον επί της καρδίας των την έγγραφον απόδειξιν της
+παραλαβής της. Αν δέ τις των εταίρων κατώρθονε ποτέ και να
+χορεύση μετά του ειδώλου της καρδίας του εις μικράν τινα
+οικογενειακήν ομήγυριν, εξ εκείνων ας συνήγε τότε η πρόφασις
+χορευτικής ασκήσεως περί την κιθάραν του μακαρίτου Πολλάτου, η
+μακαριότης του ευδαίμονος εραστού εκέντριζεν απλώς εις νέους
+ανωδύνους στεναγμούς την ζηλοτυπίαν των συνεραστών αυτού, αλλά
+δεν είχε και τραγικώτερα επακόλουθα. Ήλπιζων οι άλλοι, ότι θα
+ήρχετο και αυτών η σειρά, και εφθόνουν προς ώραν, αναμένοντες να
+φθονηθώσι βραδύτερον.
+
+Εις τοιαύτας όμως ερωτικάς κοινοπραξίας δεν συγκατήρχετο πλέον ο
+Μιμίκος. Η ηλικία του είχε καταστήσει αυτόν τολμηρότερον, η δε
+καρδία του, πεποίθησιν έχουσα εις της ποιήσεως τα ιστία και το
+βαρύ των στίχων του έρμα, απέφευγε τους συμπλωτήρας και ηρκείτο
+ερωτοδρομούσα μόνη.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος προσέφερεν από τριών ήδη μηνών το θυμίαμα της λατρείας
+του εις ξανθήν δεκαεπταετή φίλην της αδελφής αυτού, την
+καστανόφθαλμον Μαριγούλαν, ην είχε γνωρίσει εσπέραν τινά εις
+φιλικήν οικίαν, όπου επαίζετο δ α κ τ υ λ ι δ ά κ ι. Η θέρμη των
+πληγών, όσας εδέχθησαν οι παλάμαι του υπό του στρόμβου της
+γελαστής νεάνιδος, ανέδραμε ταχεία εις την καρδίαν του, και το
+ευχάριστον αυτής θάλπος κατέκλυσε τα στήθη του δι' αρρήτου
+ευδαιμονίας. Από της ημέρας δ' εκείνης οι στίχοι του Μιμίκου,
+λησμονήσαντες και αυγερινόν και σελήνην, ήρχισαν ψάλλοντες τον
+νέον αστέρα της Μαρίας.
+
+Μάτην η πολύ αυτού θετικωτέρα αδελφή του Ελένη, ήτις εμάντευσε τα
+συμβαίνοντα, απεπειράθη να τον φωτίση διά πλαγίων υπαινιγμών περί
+της γνωστής — ως έλεγεν — ερωτοτροπίας της νέας ποιητικής του
+φλογός, και της έτι γνωστοτέρας πληθύος των λατρευτών της. Ο
+Ιωάννης Τριφίλης, υιός πλουσίου εμπόρου, και γνώριμος, σχεδόν
+φίλος του Μιμίκου, ον η αδελφή του παρίστα ως τον κατ' εξοχήν
+ευνοούμενον εκ της πλειάδος των δορυφόρων της Μαρίας, δεν επτόει
+ούτε απεθάρρυνε τον ποιητήν. Δεν εφαντάζετο καν ο Μιμίκος, ότι η
+έκφρασις των μεγάλων του οφθαλμών και οι καστανοί του βόστρυχοι
+θα εκινδύνευον ποτέ να νικηθώσιν υπό της κοινής μορφής και της εν
+είδει ψήκτρας κουρευμένης κόμης του Τριφίλη. Τον ανησύχει μεν
+ολίγον — είνε αληθές — η επί της καρδίας της Μαριγούλας πιθανή
+επίδρασις του γοήτρου πλουσίου κληρονόμου, οποίον ήτο
+αναντιρρήτως το μόνον γόητρον του λεγομένου αντιζήλου του· αλλά
+τι εσήμαινεν αυτό — διελογίζετο αμέσως ο ιδεολόγος νεανίας —
+απέναντι του ποιητικού πλούτου της ιδικής του ψυχής; Ο Τριφίλης
+δεν ήτο ποιητής! Το εγνώριζε δε τούτο ο Μιμίκος, όστις πολλάκις
+από των ψιχίων της στιχουργικής του τραπέζης είχεν ελεήσει δι'
+ενός τετραστίχου τας κατά καιρούς ερωτικάς εξομολογήσεις του
+φίλου του. Διά τούτο δε και ότε ημέραν τινά ο Γιάγκος, εν ώρα
+φιλικών εκμυστηρεύσεων, ήνοιξε και πάλιν την καρδίαν του εις τον
+Μιμίκον, και έδειξεν αυτήν θερμαινομένην εις τας ακτίνας νέου
+ερωτικού ηλίου, και εζήτησε τέλος παρ' αυτού μίαν περιπαθή
+ακροστιχίδα εις το γλυκύ όνομα της Μαρίας, ο ποιητής έρριψεν εις
+αυτόν ανεκφράστου αυταρκείας βλέμμα, και τον ηρώτησε μορφάζων
+μάλλον ή μειδιών·
+
+ — Εις Μαρίαν θέλεις ακροστιχίδας;
+
+ — Ναι· παράξενον σου φαίνεται; αντηρώτησεν ο φίλος απορών.
+
+ — Παράξενον μόνον; Θρασύ μου φαίνεται! εβροντοφώνησεν ο Μιμίκος.
+
+Ο Γιάγκος εκλονίσθη ολίγον εκ της βιαιότητος του επιφωνήματος,
+πριν ή δε προφθάση να εξηγηθή, υπέλαβεν αγανακτών ο ποιητής.
+
+ — Αι φίλτατε, πολύ απλούς είσαι, αν νομίζης, ότι θα σου δώσω
+όπλα, διά να με πολεμήσης.
+
+ — Να σε . . .
+
+ — Ναι! να με πολεμήσης! Δεν γνωρίζεις τάχα, τι συμβαίνει εδώ;
+και ο Μιμίκος έπληξε θεατρικώς το αριστερόν μέρος του στήθους
+του· ή μη τυχόν νομίζεις, ότι θα γείνωμεν συνεργάται; αν το
+νομίζης, είσαι μωρός! αν δεν το νομίζης, και όμως μου ζητείς
+στίχους, το θράσος σου δεν έχει όρια!
+
+Εννοείται ότι ο διάλογος των δυο φίλων ετραχύνθη, και απέληξεν
+εις ρήξιν, ήτις διήρκει από δύο ήδη μηνών, ότε την παραμονήν της
+πρώτης του έτους απηντήσαμεν άθυμον και μελαγχολικόν τον Μιμίκον.
+
+***
+
+Ο λάτρις της Μαριγούλας ηγέρθη προ μικρού της κλίνης, αν και η
+ώρα είνε ήδη δέκα, και κάθηται κατηφής και περιεσκεμμένος προ
+μικρού τραπεζίου, άνιπτος έτι και αχτένιστος· και οτέ μεν
+χασμάται, ωσεί εμπαίζων τον δεκάωρον ύπνον του, οτέ δε διατείνει
+νωχελώς τους βραχίονας και ανακάμπτει αυτούς υπέρ την κεφαλήν
+του, οιονεί αγωνιζόμενος να αποσείση την κατέχουσαν το πνεύμα του
+νάρκην.
+
+Έχει προ αυτού αριστερά μεν κυαθίσκον μαύρου καφέ, όπου βουτά
+μηχανικώς τεμάχιον άρτου, δεξιά δε φύλλον χαρτίου λευκού, εφ' ου,
+διακόπτων το λιτόν αυτού πρόγευμα, χαράσσει εκ διαλειμμάτων
+ολίγας λέξεις. Ενίοτε σταματά, στρέφει έν σιγάρον από πενιχρών
+τινων συντριμμάτων καπνού, άτινα υπολείπονται εις τους μυχούς
+κωνοειδούς χαρτίνου θυλακίου, χαίνοντος μελαγχολικώς επί της
+τραπέζης, ροφά εκ βάθους πνευμόνων τον αναδιδόμενον καπνόν, και
+παρακολουθεί δι' αλλόφρονος βλέμματος τας ηρέμα διαλυομένας
+κυανάς του έλικας. Έπειτα γράφει πάλιν, αφίνει τον κάλαμον χάριν
+του καφέ, και τούτον χάριν του σιγάρου, και στηρίζων την κεφαλήν
+του εις τους αγκώνας του βυθίζεται εις σκέψεις.
+
+Ο βλέπων αυτόν ούτως εσκεμμένον και άθυμον θα υπέθετεν ίσως, ότι
+ο Μιμίκος γράφει στίχους, και μάτην θηρεύει δύσκολόν τινα
+ομοιοκαταληξίαν εις τελείωσιν του στίχου του. Αλλ' ο Μιμίκος δεν
+γράφει στίχους την φοράν αυτήν· γράφει απλούστατα πεζήν
+επιστολήν, και την έχει σχεδόν τελειώσει. Ιδού δε τι γράφει·
+
+_Φιλτάτη Μαρία,
+
+Σου εύχομαι το νέον έτος, και η ευχή μου αυτή είναι εγκάρδιος,
+διότι γνωρίζης ότι η ευτυχία σου είναι ευτυχία μου. Σε παρακαλώ
+δε να μου επιτρέψης να συνοδεύσω την ευχήν μου αυτήν με έν μικρόν
+ενθύμημα . . _
+
+Εις την λέξιν αυτήν είχε σταματήσει ο νέος, αφού πολλάκις την
+έσβυσε και την αντικατέστησε δι' άλλης και πάλιν την έγραψε. Την
+έσβυνε δε, όχι διότι δεν του ήρεσκεν η λέξις και εζήτει άλλην
+προσφορωτέραν, όχι διότι του έλειπε νόημα η έκφρασις, αλλά διότι
+του έλειπε δυστυχώς αυτό εκείνο το πράγμα, διά του οποίου ήθελε
+να συνοδεύση τας τρυφεράς προς την Μαρίαν ευχάς του.
+
+Όσοι ποτέ ευρέθησαν εις την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου, θα
+εννοήσωσι βεβαίως και θα λυπηθώσι τον πτωχόν — κυριολεκτικώς —
+ποιητήν. Συνησθάνετο, ότι καθήκον είχεν απαραίτητον να στείλη επ'
+ευκαιρία της πρώτης του έτους εις την εκλεκτήν της καρδίας του
+μικρόν τι δώρον, έστω πενιχρόν, ασήμαντον, αλλά δώρον όμως
+οιονδήποτε. Πού να το εύρη όμως το δώρον αυτό, και πόθεν και πώς
+να το προμηθευθή; Το χρήμα, και υπ' αυτήν την κοινωτάτην και
+χυδαιοτάτην της δεκάρας μορφήν, ήτο σπάνιος των θυλακίων του
+ξένος. Τα ολίγα δε χάλκινα κέρματα, άτινα μηχανικώς εμέτρει την
+στιγμήν εκείνην η χειρ του εντός του θυλακίου της περισκελίδος
+του, χωρίς να κατορθόνη να τα αυξήση από τεσσάρων εις πέντε, δεν
+ήρκουν ούτε διά μίαν ανθοδέσμην ούτε δι' ένα χάρτινον σάκκον
+σακχαρωτών. Η αμηχανία τον αύτη κατέτρυχεν ήδη από πολλών ημερών
+τον ταλαίπωρον Μιμίκον διά παντοειδών ακάρπων συλλογισμών, η δε
+ποιητική του εύρεσις, η τόσον γόνιμος ομοιοκαταληξιών, είχεν
+αποδειχθή στείρα και ενός μόνου ταλλήρου.
+
+Είχεν ελπίσει προς στιγμήν ο πτωχός ποιητής, ότι διανομείς τινες
+εφημερίδων, συνήθης πελάται της Μούσης του κατά τας παραμονάς της
+πρώτης του έτους, θα ήρχοντο και πάλιν να του ζητήσωσι τας
+αναποφεύκτους προς τους συνδρομητάς των στιχηράς προσφωνήσεις,
+και ότι θα ελάμβανεν ούτως ευκαιρίαν να υποδείξη εις αυτούς
+επιτηδείως, ότι αντί πινακίου γλυκυσμάτων, δι' ων ως επί το
+πλείστον ημείβοντο οι στίχοι του, γλυκυτέρα δι' αυτόν εφέτος θα
+ήτο η εις χρήμα αξία των, έστω και εν υποτιμήσσει. Αλλ' ουδείς
+όμως διανομεύς είχε κρούσει έτι την θύρα του, ουδ' αυτός ο του
+περιοδικού, όπου κατεχώριζεν ενίοτε ο Μιμίκος τους στιχηρούς
+ερωτικούς του στεναγμούς. Τας ελπίδας, ας είχε προς στιγμήν
+θεμελιώσει επί του συνήθως ελεήμονος πουγγίου της μητρός αυτού
+και των πενιχρών οικονομιών της αδελφής του, διέλυσαν
+αλληλοδιαδόχως αναγκαίαι διά την πρώτην του έτους οικιακαί
+προμήθειαι των δύο γυναικών εις δε τον αδελφόν του Γιώργιον ουδέ
+διενοήθη καν να αποταθή, διότι τα καινουργή του υποδήματα, τα προ
+δέκα μόλις ημερών κληρωθέντα εκ του αδελφικού υστερήματος,
+υπεμίμνησκον τον Μιμίκον, σφίγγοντα τους πόδας του, ότι πολύ
+σφιγκτότερα ήτο δεμένον το θυλάκιον του υπουργικού γραμματέως.
+
+***
+
+Ούτως είχε φθάσει εις την παραμονήν της μεγάλης ημέρας άνευ
+ελπίδος ή παρήγορου προσδοκίας οιασδήποτε. Μέγα μέρος της
+προτεραίας νυκτός είχεν αγρυπνήσει, τυραννών τον εγκέφαλον αυτού
+και προσπαθών να ανακαλύψη που εις τα βάθη του σκοτεινού
+ορίζοντος της αμηχανίας του αμυδράν τινα παρηγορίας ακτίνα· αλλά
+τίποτε, απολύτως τίποτε δεν ηδυνήθη να επινοήση. Επινοείται το
+χρήμα; Και αυτός δε ο ύπνος, όστις κατέβαλεν επί τέλους την εις
+μάτην κοπιώσαν φαντασίαν του, δεν επράυνε την ανησυχίαν αυτού.
+Όνειρα πολλά και αλλεπάλληλα, μικρά και ασυνάρτητα, οτέ μεν
+παρεπλάνων την διάνοιάν του εις στενάς και αδιεξόδους ατραπούς
+και εστενοχώρουν αυτόν εις σκοτεινάς γωνίας, όθεν μάτην ηγωνίζετο
+να εξέλθη· οτέ δε τον εγοήτευον σπείροντα προ των ποδών του χρυσά
+νομίσματα, άτινα δεν κατώρθονεν εκείνος να συλλέξη, διότι
+ησθάνετο αίφνης παραλυομένας τας χείρας τον και άλλοτε παρίστανον
+προ των ομμάτων της ψυχής του φαιδρόν και αλαζόνως μειδιώντα τον
+αντίζηλόν του Τριφίλην, προσφέροντα κολοσσιαίαν ανθοδέσμην εις
+την λατρευτήν του Μαρίαν και αμειβόμενον διά του γλυκυτάτου των
+μειδιαμάτων.
+
+Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο
+Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού
+τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και
+ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν
+του καφέν. Εν τω μεταξύ δε τούτω έγραφε και τας ημιτελείς εκείνας
+γραμμάς, όσας προ μικρού ανεγνώσαμεν, ελπίζων πάντοτε, ότι η θεία
+πρόνοια, η σιτίζουσα τα πετεινά του ουρανού και εξανατέλλουσα
+χόρτον τοις κτήνεσι, κατά το ρήμα του θεοπνεύστου εβραίου
+συναδέλφου του, ήθελεν ανατείλει και εις αυτόν μέχρις εσπέρας
+απροσδόκητόν τινα σωτηρίαν.
+
+ — Ας ετοιμάσω, είπε καθ' εαυτόν, το γράμμα μου, και έως το βράδυ
+έχει ο Θεός. Τι ευχή! Θα ευρεθή κανείς να μου δανείση τρεις
+τέσσαρας γελοίας δραχμάς, όσαι μου χρειάζονται διά να σώσω την
+υπόληψίν μου. Διότι περί της υπολήψεώς μου πρόκειται, δεν είνε
+ζήτημα. Εξευτελίζομαι, μηδενίζομαι, καταστρέφομαι, αν αύριον δεν
+λάβη δώρον μου η Μαρία. Είτε εις αμέλειαν αποδώση την έλλειψιν,
+είτε μαντεύση την αληθινήν της αιτίαν και εδώ πικρόν μειδίαμα
+διέστειλε τα χείλη του αμηχανούντος ποιητού, το αποτέλεσμα θα ήνε
+τραγικόν . . . Φαντάζομαι τον γελοίον εκείνον Τριφίλην, τι
+μεγαλοπρεπές δώρον θα της στείλη! . . . Και εγώ . . .
+
+Τοιαύτα τινά και άλλα όμοια εσκέπτετο γράφων ο Μιμίκος, μέχρις ου
+έφθασεν εις την λέξιν ενθύμημα, οπού και εσταμάτησε.
+
+ — Ενθύμημα! είπε καθ' εαυτόν· αλλά τι ενθύμημα! τι να προσθέσω,
+αφού κ' εγώ δεν ηξεύρω τι θα στείλω; . . . Α!
+
+Και το Α! τούτο ήτο βαθύς αναστεναγμός, συνοψίζων δι' ενός
+επιφωνήματος απόγνωσιν και αγανάκτησιν, αποθάρρυνσιν και αράν,
+αράν κατά της μοίρας, οποίαν είχον πρόχειρον πάντοτε, οι
+λαμαρτινίζοντες ποιηταί του τότε καιρόν.
+
+Απέθεσεν ο Μιμίκος ή μάλλον έρριψε την γραφίδα του παρά το
+διψαλέον αυτού μελανοδοχείον, έσυρεν αποτόμως την δεξιάν του
+χείρα διά μέσου της ακτενίστου κόμης του, έξυσε διά της αριστεράς
+το κρανίον του, εχασμήθη, και προσπαθών να συναθροίση έν
+τελευταίον σιγάρον εκ των εσχάτων θρυμμάτων του καπνού του,
+ητένισεν απλανώς το βλέμμα επί τους παρά τον τοίχον αναπαυομένους
+τόμους μυθιστορημάτων, οιονεί έμπνευσιν παρ' αυτών εκδεχόμενος.
+
+Τι όμως ήτο δυνατόν να του εμπνεύση η εκ πάσης όψεως οικτρά θέα
+των αποτετριμμένων εκείνων και παραλύτων βιβλίων, άτινα είχε
+ταμιεύσει εκεί ο φιλαναγνώστης ποιητής, εις διατριβήν των
+νυκτερινών αυτού αγρυπνιών; ουδέν άλλο ίσως, ή ότι είχε
+λησμονήσει έως τότε να αποδώση αυτά εις τους φίλους παρ' ων τα
+είχε δανεισθή. Κατά τι δε θα μετέβαλλεν η σιωπηρά αύτη υπόμνησις
+την αμήχανον θέσιν του Μιμίκου;
+
+Αι! τις οίδεν; Ό,τι πολλάκις μάτην επιδιώκει ο μεθοδικώτατος
+συλλογισμός και η βαθυτάτη σκέψις, επιτυγχάνει αίφνης
+απροσδοκήτως ο αυτόματος και ανεπίγνωστος, ανεξήγητος δε πολλάκις
+ειρμός των εννοιών. Φαίνεται δε, ότι την στιγμήν εκείνην η ιδέα,
+ότι τα βιβλία, άτινα άνελπις προσέβλεπεν ο Μιμίκος, ανήκον εις
+άλλους, υπήρξε γονιμωτέρα πάσης άλλης προτέρας αυτού σκέψεως,
+διότι η όψις του αίφνης ιλαρύνθη, και τα τέως θλιβερώς
+συνεσταλμένα χείλη του διεστάλησαν υπό αμυδρού μειδιάματος.
+
+ — Το ηύρα! εφώνησε μετά πολύ πλειοτέρας χαράς ή ο Αρχιμήδης, ότε
+ανεκάλυπτε τον νόμον της ειδικής βαρύτητος των σωμάτων, και
+ηγέρθη της έδρας του.
+
+***
+
+Ήνοιξε σιγά και μετά περισκέψεως την θύραν του παρακειμένου
+δωματίου, όπου ήτο ο κοιτών της μητρός και της αδελφής του, και
+ιδών ότι ο θάλαμος ήτο κενός, εισήλθεν εις αυτόν αθορύβως. Ότε δε
+πάλιν εξήλθεν εκείθεν μετ' ολίγα λεπτά, εκράτει εις χείρας του
+ικανώς ογκώδες και κομψώς δεμένον βιβλίον, έστρεφε δ' ενίοτε
+οπίσω το βλέμμα του, ως αν εφοβείτο μη παρηκολούθει αυτόν
+αδιάκριτος οφθαλμός. Έπειτα εστάθη προς μικρόν, επέστρεψε πάλιν
+εις την θύραν του κοιτώνος, έκλεισεν αυτήν ως και την άλλην θύραν
+του δωματίου του, την φέρουσαν εις τον διάδρομον, και ελθών
+εκάθισε προ του τραπεζίου του, εις ου τον σύρτην έσπευσε να κρύψη
+το βιβλίον.
+
+ — Δεν πιστεύω, είπε καθ' εαυτόν, να ζητήση ως το βράδυ το
+βιβλίον της η Ελένη. Έχει τόσα να φροντίση, ώστε δεν θα
+συλλογίσθη βέβαια και την Ματθίλδην . . . Ίσως την ζητήση
+αύριον, . . . και θα χαλάση πάλιν τον κόσμον διά το μυθιστόρημά
+της, αλλά . . . τέλος πάντων . . .
+
+Και επέρανε δι' ενός μειδιάματος τον συλλογισμόν του.
+
+Δεν ανησύχει και πολύ ο Μιμίκος, ως βλέπει τις, εκ των δυνατών
+συνεπειών του τολμήματός του. Δεν ανησύχει δε, διότι είχεν ήδη
+προ πολλού συνηθίσει αδελφόν και αδελφήν εις ομοίας εξαφανίσεις
+βιβλίων των, και ήξευρεν εκ της παρελθούσης του πείρας, ότι
+προεκάλουν μεν αύται φωνάς και θυέλλας και κλύδωνας, ων την
+έκρηξιν υπέμενεν εκείνος καρτερικώς, αλλά ότι ο θόρυβος όλος και
+ο πάταγος διήρκει μίαν ή δύο ημέρας το πολύ, και εκόπαζε τέλος τη
+παρεμβάσει της αγαθής μητρός του, ήτις είχε τυφλήν αδυναμίαν προς
+τον υστερότοκον και μαμμόθρεπτον υιόν αυτής.
+
+Ο Μιμίκος είχε λίαν ευρείας ιδέας οικιακής κοινοκτημοσύνης, και
+πολλάκις είχε προσπαθήσει, δι' επανειλημμένης πρακτικής ασκήσεως
+των κοινωνιστικών του δογμάτων, να οικειώση προς αυτά τους
+οικείους του. Εφρόνει, ότι το εμόν και το σον ήσαν έννοιαι κατ'
+εξοχήν εγωιστικαί και ήκιστα συμβιβαζόμεναι προς την ιερότητα των
+οικογενειακών δεσμών και την αυτοθυσίαν ην επιβάλλει η αδελφική
+στοργή. Οσάκις δε της στοργής ταύτης η αυτοθυσία εφαίνετο
+δυστροπούσα ή βραδύνουσα, ανεπλήρονεν εκείνος το έργον της,
+εκβιάζων την οκνούσαν αδελφικήν αυταπάρνησιν.
+
+***
+
+Ήρεμος και ατάραχος ανέλαβε την γραφίδα ο ερωτευμένος ποιητής και
+συνεπλήρωσε φαιδρός την επιστολήν του, προσθέσας εις αυτήν τας
+επομένας σειράς:
+
+_« . . . του οποίου η ανάγνωσις εύχομαι να σας υπενθυμίζει ενίοτε
+τον δωρητήν και όλως αφωσιωμένον Δημήτριον_
+
+Αφού δε και πάλιν ανέγνωσεν εξ αρχής το γράμμα του και
+ευχαριστήθη — φαίνεται — εκ της συντάξεώς του, εξήγαγεν εκ του
+σύρτου το βιβλίον, ετύλιξεν αυτό μετά της επιστολής του εντός
+λευκού φύλλου χάρτου, το εσφράγισε και επέγραψεν όσον
+καλλιγραφικώς ηδύνατο: «Προς την Κυρίαν (η λέξις Δεσποινίς δεν
+είχεν έτι γείνει του συρμού) Μαρίαν Καλίδου. Ενταύθα.
+
+Μετά τούτο εκτενίσθη και ενεδύθη εν σιωπή, έκρυψε τον τόμον υπό
+τον επενδύτην του και εξήλθεν αθορύβως της οικίας, χωρίς κανείς
+να τον παρατηρήση.
+
+***
+
+Ο Μιμίκος δεν εφάνη καθ' όλην την ημέραν εις τον μητρικόν οίκον.
+Εσυλλογίσθη, ότι φρονιμωτέρα θα ήτο η απουσία του, αν τυχόν
+συνέπιπτε να παρατηρηθή και του βιβλίου η απουσία.
+
+Εγνώριζεν εκ του παρελθόντος, πόσον δυσάρεστοι απέβαινον εις
+αυτόν αι εξ ομοίων περιστάσεων προκαλούμενοι πάντοτε ερωτήσεις
+και ανακρίσεις, και επροτίμησε να εκτεθή εις αυτάς όσον το
+δυνατόν αργότερα.
+
+Αλλ' ήλθε τέλος η εσπέρα, και ο στόμαχός του, όσον ποιητικός και
+αν ήτο, ηναγκάσθη να τραπή την πεζήν οδόν του δείπνου.
+
+Εύρε δε δειπνούντας αληθώς τους οικείους του, ότε αργά επανήλθεν
+οίκαδε, κατάκοπος από τετραώρου σφαιριστηρίου, το οποίον είχε
+παίξει εις μικρόν τι καφενείον της Νεαπόλεως.
+
+Παρετήρησεν ευχαρίστως, ότι πάντων τα πρόσωπα ήσαν ιλαρά, και
+εκάθισεν εις την τράπεζαν, ευλογών ενδομύχως την θείαν πρόνοιαν,
+ότι ουδεμία ηπείλει την κεφαλήν του καταιγίς.
+
+ — Κάτι άργησες απόψε; ηρώτησεν αδιαφόρως ο αδελφός του.
+
+ — Έκαμα ένα μακρυνόν περίπατον, απήντησεν ατάραχος ο ποιητής,
+ενώ βραδέως εξεδίπλονε το χειρόμακτρόν του.
+
+ — Διά να μαζεύσης εντυπώσεις χωρίς άλλο, υπέλαβεν εκείνος,
+ειρωνικώς μειδιών. Να ιδούμεν πότε θ' αρχίσης να μαζεύης και
+τίποτε καλλίτερον.
+
+ — Έλα τώρα και συ! διέκοψεν ηπίως παρεμβαίνουσα η μήτηρ. Θα έλθη
+και αυτό σιγά σιγά.
+
+Ο Μιμίκος δεν εννόει να ταραχθή. Συνησθάνετο πόσην σπουδαιότητα
+είχε δι' αυτόν την στιγμήν εκείνην η οικιακή ειρήνη, και ήρχισε
+να τρώγη μετά πολλής ορέξεως, ότε εισήλθεν η υπηρέτρια και
+παρέθηκεν εις την τράπεζαν εκ μιας μεν χειρός πινάκιον περιέχον
+τυρόν εξ άλλης δε βιβλίον τυλιγμένον εις κυανούν χάρτινον
+περικάλυμμα.
+
+ — Τώρα το έφερε ένας άνθρωπος, είπε.
+
+ — Α! εφώνησε φαιδρά η αδελφή του Μιμίκου, μόλις ιδούσα την
+επιγραφήν. Το γράψιμον της Μαριγούλας!
+
+Και ανέγνω ταχέως: Προς τον Κ. Δ η μ ή τ ρ ι ο ν Ξ υ δ ά κ η ν.
+
+ — Τι να σου στέλλη άρα γε, Μιμίκο; ηρώτησεν αφελώς η Ελένη, και
+εστράφη μειδιώσα προς τον αδελφόν της, ενώ περίεργος η χειρ της
+ητοιμάζετο να σχίση το κυανούν περικάλυμμα.
+
+ — Φέρ' το εδώ' Φέρ το εδώ! ανέκραξεν εκείνος, μόλις ακούσας το
+όνομα της αγαπητής του, και σχεδόν επνίγετο, ενώ κατέπινε
+τεμάχιον κρέατος.
+
+Αλλ' η Ελένη είχεν ήδη σχίσει το χάρτινον περικάλυμμα και εκράτει
+εις χείρας της γυμνήν και ολόσωμον . . . την Μ α τθ ί λ δ η ν!
+αυτήν εκείνην, ήτις είχε την πρωίαν αναληφθή από του κοιτώνος
+της.
+
+ — Μπα! ανεφώνησε κατάπληκτος η νεάνις. Η Ματθίλδη! Ποιος της την
+έστειλε οπίσω, πριν την διαβάσω; Α! κ' ένα γράμμα. Για σένα
+Μιμίκο.
+
+Και έτεινε προς αυτόν την επιστολήν, προσθέτουσα διά ταπεινοτέρας
+φωνής.
+
+ — Τι νόημα έχει αυτό; Συ της την έστειλες;
+
+ — Ωραίον πράγμα! εφώνησεν ο Μιμίκος, γινόμενος κατακόκκινος·
+ωραίον πράγμα, να μου ανοίγης τα πράγματά μου.
+
+Και αρπάσας από των χειρών της αδελφής του το γράμμα, ως θα
+ήρπαζεν ιέραξ στρουθίον, έκρυψεν αυτό ταχέως εις τον κόλπον του.
+
+ — Μα δεν μ' ερωτούσες ευλογημένε, αν την είχα τελειώσει;
+
+ — Ενόμισα, . . . εψιθύρισεν ο αδελφός της.
+
+ — Ενόμισες! υπέλαβε σοβαρώς ο Γεώργιος, όστις είχε παύσει να
+τρώγη και προσείχεν εις την παράδοξον σκηνήν, της οποίας εμάντευε
+περιαλγώς τον πρόλογον. Ενόμισες! Δεν εντρέπεσαι, καϋμένε!
+
+Εντρέπετο αληθώς ο Μιμίκος, αλλά τι του εχρησίμευε πλέον η
+εντροπή;
+
+Ηγέρθη κατησχυμμένος από της τραπέζης και μετέβη εις το δωμάτιόν
+του, όπου έσπευσε να ανάψη φως και να αναγνώση την επιστολήν της
+Μαρίας του.
+
+Ιδού δε τι ανέγνωσε·
+
+_Κύριε Δημήτριε,
+
+Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της Μ α τ θ ί λ δ η ς
+συμπεραίνω, ότι η κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει
+το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω,
+και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το ηύρατε. Κρατώ δε τας
+ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας.
+
+Μαρία._
+
+Ο Μιμίκος είχεν ήδη, πριν ή εγερθή της τραπέζης, εννοήσει το
+πάθημά του· αλλ' η ανάγνωσις των γραμμών αυτών τον απελίθωσε.
+
+Τι συνέβη εντός του, θα ήτο μακρόν να περιγραφή.
+
+Τόσον μόνον σημειούμεν, ότι έκτοτε ούτε στίχοι του πλέον
+εγράφησαν εις το όνομα της Μαρίας, ούτε βιβλία άλλα ανελήφθησαν
+από της τραπέζης του αδελφού ή της αδελφής του.
+
+
+
+Ο ΠΡΩΤΟΣ ΛΑΧΝΟΣ (5)
+
+
+
+Ο Κύριος Περδίκης παίζει μετά της κυρίας του σ κ ο υ π ι σ τ ή ν.
+
+Συνάπτων θυμοσόφως το τερπνόν τω ωφελίμω, προτιμά την εσπέραν
+μετά το δείπνον το παιγνίδιον αυτό παντός άλλου, διότι και
+ευχαρίστησιν αισθάνεται πολλήν, οσάκις σκουπίζει από της τραπέζης
+τα χαρτία, και γυμνάζεται οπωςδήποτε εις το έργον του.
+
+Το έργον του Περδίκη δεν είνε ακριβώς ωρισμένον, ή κάλλιον ειπείν
+δεν είνε έν και μόνον. Ο ήρως ημών έχει πολλάς εργασίας, ιδίως
+του ποδαριού, ως λέγει κοινώς ο λαός, αίτινες πάσαι ένα και μόνον
+έχουσι σκοπόν, την εις το βαλάντιον αυτού μετάγγισιν του ξένου
+χρήματος. Προς τον σκοπόν δε τούτον ο κ. Περδίκης ουδέν
+περιφρονεί, ουδέ νομίζει ανάξιον εαυτού. Κάμνει εν γένει τον
+μεσίτην, μεσίτην χρεωγράφων, συναλλαγμάτων, οικοπέδων, μισθώσεων,
+έστω εν ανάγκη και υπηρετριών, μαγείρων και θαλαμηπόλων. Αγοράζει
+ευθηνά και μεταπωλεί όσον ακριβώτερα εύρη όπλα παλαιά,
+αρχαιότητας παντοειδείς, ήτοι αρχαίας και νέας, υφάσματα εξ
+ανατολής και πινάκια εκ Ρόδου, νομίσματα και κειμήλια περίεργα.
+Προστατεύει με το αζημίωτόν του τους ζητούντας θέσιν και εργασίαν
+αργούς, γράφει αναφοράς, απαλλάττει στρατευσίμους, υπερασπίζεται
+καταδικασμένους, προμηθεύει μάρτυρας, επισκέπτεται συχνά την
+εισαγγελίαν και τον οικονομικόν έφορον, και δανείζει τα
+περισσεύματά του με τόκον αρκετά χριστιανικόν, ασφαλιζόμενος δι'
+ενεχύρων, άτινα αγοράζει εικονικώς υπό τον όρον της εξωνήσεως.
+Πλην τούτων πάντων συνάγει συνήθως το εσπέρας, άπαξ ή δις της
+εβδομάδος, εις την οικίαν του μικρόν όμιλον φίλων και παρέχει εις
+αυτούς ευάρεστον χαρτοπαικτικήν διασκέδασιν, ήτις, κατά παράδοξον
+της τύχης επιμονήν, σπανίως αποβαίνει εις ζημίαν του.
+
+Πριν ή ευρύνη τοσούτον ο Κ. Περδίκης τον κύκλον των εργασιών
+αυτού, είχεν άλλο έργον, όπερ βεβαίως δεν έχει την περιέργειαν να
+μάθη ο αναγνώστης. Αν τυχόν την έχη, ας υποθέση ό,τι θέλει, το
+πράγμα είνε εντελώς αδιάφορον. Αρκεί μόνον να γνωρίση, πλην των
+ανωτέρω, και σημειούμεν τούτο εν ολίγοις, ότι σήμερον τουτέστιν
+εν έτει 1883 ο κ. Περδίκης έχει οίκον ίδιον, μ' εξώστην επί της
+λεωφόρου και με φατνώματα περίχρυσα· ότι έχει υπηρέτην με
+λαιμοδέτην λευκόν, ίνα ανοίγη ευπροσώπως την θύραν της οικίας
+του, και κομψόν δίφρον, δι' ου αυτός μεν επισκέπτεται τους
+πελάτας του προ μεσημβρίας, η δε κυρία του εξέρχεται μετά
+μεσημβρίαν εις περίπατον· ότι η σύμβιος και η θυγάτηρ του ξανθή
+δικαεξαέτις κόρη πλήρης ποιήσεως και μυθιστορίας, ενδύονται παρά
+τη Λιζιέ και ότι ο υιός του, αφού γενναίως και καρτερικώς αντέστη
+εις όλην την παιδαγωγικήν σοφίαν των καθηγητών αυτού και
+διδασκάλων, επροτίμησε τέλος να κύψη υπό το κράτος ετερογενών
+παιδαγωγών, των εκ Γαλλίας αφθόνως εισκομιζομένων εις ανατροφήν
+των ελληνοπαίδων, και περιφέρων χάριν αυτών εις την οδόν Σταδίου
+τας στενάς και κοντάς αυτού περισκελίδας και τα μυτερά του
+σανδάλια έχει λόγους, λέγει, να υποθέτη, ότι μία εξ αυτών δεν
+είναι τοσούτον αναίσθητος προς την ελληνογαλλικήν του
+φρασεολογίαν, όσον διατείνονται φθονεροί τινες ομήλικες, πολύ
+ευρυτέρας έχοντες τας αναξυρίδας των και ολιγώτερον μυτερά τα
+πέδιλά των.
+
+Δεν θα ήτο ίσως περιττόν να σημειωθή επί τέλους, προς συμπλήρωσιν
+των ειδήσεων, όσας δυνάμεθα να δώσωμεν περί του ημετέρου ήρωος,
+ότι ο Κ Περδίκης από μακρού ήδη τρέφει δύο διαπύρους πόθους εν τη
+καρδία του· να γείνη ιππότης του Σωτήρος, και να διορισθή
+πρόξενος ξένου τινός κράτους εν Αθήναις, έστω τούτο και
+δημοκρατία τις της μεσημβρινής Αμερικής. Την εκπλήρωσιν του
+πρώτου πόθου υπεσχέθη και εξακολουθεί να υπόσχεται φίλος του τις
+βουλευτής, ανανεών συνήθως παρ' αυτώ μικρά τινα συναλλάγματα. Η
+δευτέρα του επιθυμία είνε όνειρόν του ακόμη, αγνοεί δε ο Περδίκης
+πότε θα πραγματοποιηθή εις τελείωσιν της επιγείου ευδαιμονίας
+του.
+
+Ο Κ. Περδίκης λοιπόν, Ιωάννης το όνομα, ή Γιάγκος, ως αποκαλεί
+αυτόν η σύζυγός του, οσάκις του παρουσιάζει λογαριασμούς προς
+πληρωμήν, παίζει, ως προείπομεν, σ κ ο υ π ι σ τ ή ν μετά της
+κυρίας του.
+
+Η κυρία του είνε γυνή τεσσαράκοντα περίπου ετών, οστεώδης,
+λιπόσαρκος και πλήρης γωνιών, οξείαν έχουσα την ρίνα, προέχοντα
+τον πώγωνα, στικτούς τους οφθαλμούς και ελαφρώς μυστακιών το άνω
+χείλος. Θυγάτηρ αγαθού αγρότου, ήντλει μικρά έτι από του φρέατος
+της οικίας, ίνα ποτίζη τον πατρικόν όνον, και πολλάκις μετεφέρετο
+από των αγρών εντός των καλάθων του, οσάκις απέκαμνε να τον
+παρακολουθή γυμνόπους. Νυμφευθείσα πτωχή και άπροικος τον
+Περδίκην, ελλείψει άλλου κρείττονος γαμβρού, και μετά σπουδαίαν
+χειροτονίαν του βρακοφόρου πατρός της, όστις ουδεμίαν, έλεγεν,
+είχεν όρεξιν να την βάλη εις το ράφι, ευρέθη αίφνης μετά τινα έτη
+πλουσία σύζυγος κ' έτι πλουσιωτέρα κληρονόμος, ότε ο πατήρ της,
+ανακαλύψας ημέραν τινά εν τω μυχώ παλαιού κιβωτίου κίτρινά τινα
+και σκωληκόβρωτα χαρτιά, κατέλαβε δυνάμει αυτών μεγάλην γαιών
+περιοχήν περί τας Αθήνας, και απεδείχθη αίφνης μεγαλοκτηματίας.
+Είνε αληθές όμως, και πρέπει τούτο να σημειωθή προς τιμήν του
+ήρωος ημών, ότι ο γαμβρός αυτού μεγάλως τον εβοήθησε κατά τε την
+ανακάλυψιν των κιτρίνων χαρτίων και την ανεύρεσιν των γαιών.
+
+Ούτω δε εντός δεκαετίας μόλις από του γάμου του Περδίκη εντελής
+και γενική μεταμόρφωσις επήλθε βαθμηδόν εν τω οίκω του, πάσαι δε
+της οικογενείας αυτού αι κάμπαι προέκυψαν ημέραν τινά του
+βόμβυκος αυτών περικαλλείς χρυσαλλίδες. Και ο οίκος αυτός
+μετεμορφώθη, και η κυρία μετέβαλεν ομιλίαν και ράπτριαν, και ο
+κύριος ήλλαξεν έργον και άλυσιν του ωρολογίου του. Ουδείς βλέπων
+την κυρίαν Περδίκη ηδύνατο να ενθυμηθή την ηλιοκαή και ακτένιστον
+παιδίσκην, ήτις εσάρονέ ποτε τον σταύλον του πατρός της, ούτε
+συνομιλών μετά του συζύγου της ηδύνατο να υποπτεύση ομοιότητά
+τινα μεταξύ της φωνής του και της φωνής του παραγγέλλοντος ένα
+βαρύν και γλυκύν ρυπαρού υπηρέτου μικρού καφενείου της Πλάκας.
+
+Τοιούτον εν ολίγοις το ζεύγος, όπερ την εσπέραν της 19 Αύγουστου
+1883 έπαιζε σ κ ο υ π ι σ τ ή ν εν τω οίκω του Κ. Περδίκη.
+
+Β'.
+
+ — Τι έγειναν απόψε τα παιδιά; ερωτά ο οικοδεσπότης, σκουπίζων
+δι' ενός ρήγα τα επί της τραπέζης χαρτιά.
+
+ — Αι! το παράκαμες, κύριε! φωνεί η Κ. Πηνελόπη· δεν μ' αφίνεις
+χαρτί.
+
+Και προσθέτει μετά μικρόν, ρίπτουσα ένα τεσσάρι επί την τράπεζαν.
+
+ — Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον.
+
+ — Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω
+τι του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το
+Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον
+Ταβουλάρη.
+
+Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν.
+
+ — Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ
+ηθικόν.
+
+ — Ανοησίαις! ηθικόν! τόσος καλός κόσμος που πηγαίνει . . .
+
+ — Ναι, δεν σου λέγω, αλλά τι τα θέλεις! θα είχα καλλίτερα να μην
+επήγαινεν η Ασπασία τόσον συχνά. Εγώ μίαν φοράν επήγα όλην όλην,
+και αυτήν διά το χατήρι σου, και εντράπηκα, σε βεβαιόνω. Έπειτα
+είνε και το έξοδο! το Φάληρον τώρα ακρίβηνε. Κάθε φοράν που
+πηγαίνουν κάτω τα παιδιά, θα θέλουν είκοσι φράγκα το ελάχιστον.
+
+ — Αι, καλά τώρα! Συ νάχης την υγείαν σου, και ας διασκεδάσουν
+και λιγάκι τα καϋμένα τα παιδιά. Δόξα σοι ο Θεός, η δουλειαίς σου
+πηγαίνουν περίφημα.
+
+ — Ας ην' οι άνθρωποι καλά, δεν έχω παράπονον. Αλλά δεν είνε
+λόγος αυτός να τα σκορπούμε.
+
+ — Ποιος είπε να τα σκορπούμε; Κανείς δεν τα σκορπά. Ξοδεύομεν
+μόνον όσα πρέπει, διά να κρατούμεν την θέσιν μας εις την
+κοινωνίαν. Αλήθεια . . . δεν ηξεύρεις δα! Η κυρία Μιχάκη μ'
+απάντησε προχθές κ' έκαμε πως δεν μ' εγνώρισε. Παλαιαί
+συμμαθήτριαι γειτόνισσαις τόσα χρόνια, τώρα που πανδρεύθηκε δεν
+ειξεύρω τι της εφάνη! Επειδή τάχα επήρε ένα λοχαγό και πηγαίνει
+εις το παλάτι, ψήλωσ' η μύτη της.
+
+ — Άφησ' την να ψηλώση. Η σακκούλα της να ιδούμε τι έχει.
+
+ — Μα έλα δα!
+
+ — Και πού την απάντησες την Κυρίαν Μιχάκη;
+
+ — Εις της Λιζιέ.
+
+ — Πάλιν εις της Λιζιέ ήσουν; ποιος ξεύρει τι λογαριασμοί με
+περιμένουν! υπολαμβάνει ο Ιωάννης, στενάζων εκ των εγκάτων αυτού.
+
+ — Ου! καϋμένε Γιάγκο! να σε ακούση κανείς, θα ειπή πως σ'
+επτώχυνα· τι λογαριασμοί; Δύο μήνας έχω τώρα που σε παρακαλώ διά
+τον παληό της λογαριασμό από χίλια πεντακόσια φράγκα, και
+ακόμη . . .
+
+ — Θαλθή και αυτουνού η ώρα του, διακόπτει ο Περδίκης, και μη
+στενοχωρηέσαι.
+
+ — Πότε; όταν κερδήσωμεν το λαχείον;
+
+ — Λαχείον είπες; α! ναι, είδες; . . . λέγει ο σύζυγος, και
+αφίνων αίφνης τα χαρτιά επί της τραπέζης, προσθέτει μετά μικράν
+τινα σκέψιν
+
+ — Τι έκαμες ταις πέντε προμέσαις που σου έδωκα ταις προάλλαις;
+
+ — Ταις εφύλαξα. Α! έδωκα μίαν της καϋμένης της μαγείρισσας! Με
+παρεκάλεσε τόσον πολύ . . . . απαντά δειλώς, μ' όλον αυτής τον
+μύστακα, η Κυρία Πηνελόπη· προσθέτει δε αμέσως, βλέπουσα
+δυσαρέστως μορφάζον το πρόσωπον του συζύγου της·
+
+ — Της εκράτησα από τον μισθόν της τα τρία φράγκα.
+
+ — Δεν έπρεπε να της την δώσης· ας ήνε. Αυτό είνε τύχη, και την
+τύχην του κανείς δεν την πουλεί, ούτε την χαρίζει.
+
+Διενοήθη επί στιγμήν ο Ιωάννης να ερωτήση τον αριθμόν του
+γραμματίου, όπερ είχε παραχωρήση εις την μαγείρισσάν του. Αλλ' ο
+διαλογισμός του αυτός υπήρξε στιγμιαίος και στιγμιαίως
+εξηφανίσθη. Μόλις διανοηθείς αυτόν, ανελογίσθη συνάμα, ότι
+καλλίτερον ήτο να μη τον εκστομίση, και εσίγησε περίφροντις.
+
+ — Τι συλλογίζεσαι; ερωτά η Κ. Πηνελόπη. Κάτι σκεπτικός έγεινες;
+
+ — Ενθυμήθηκα ότι κάπου έχω να πάγω, απαντά ο Περδίκης εξάγων το
+ωρολόγιόν του. Διάβολε! δέκα περασμέναις και ο Ξανθάκης θα με
+περιμένη.
+
+ — Τέτοιαν ώραν θα βγης;
+
+ — Δουλειαίς, αγάπη μου, δουλειαίς, απαντά ο Ιωάννης και εγερθείς
+λαμβάνει τον πίλον του και την ράβδον του.
+
+ — Μην αργήσης, να σε χαρώ· ξεύρεις ότι δεν με παίρνει ύπνος πριν
+έλθης.
+
+ — Το ξεύρω, χρυσό μου, το ξεύρω, λέγει καθησυχάζων την
+τρυφερότητα της συζύγου του και μορφάζων μάλλον ή μειδιών ο
+Γιάγκος.
+
+Και εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, μείνασα μόνη, απλόνει τα χαρτιά επί της
+τραπέζης και ρίπτει την πασιέντσαν του Ναπολέοντος, διά να ίδη αν
+θα κερδήση εις το λαχείον. Αλλά τα χαρτία δυστροπούσι φοβερά, και
+μάτην επικαλείται η κυρία εις βοήθειάν της πάσαν δυνατήν και
+θεμιτήν καλπονόθευσιν.
+
+Τα χαρτιά απλούνται ήδη δι' ογδόην φοράν επί της τραπέζης, ότε η
+θύρα σημαίνει. Είνε η δεσποινίς Ασπασία και ο νεαρός Τηλέμαχος,
+υιός και θυγάτηρ του Κ. Περδίκη, επιστρέφοντες από του φαληρικού
+θεάτρου.
+
+ — Καλό 'ς τα! προσφωνεί τα τέκνα της η κυρία Πηνελόπη,
+διακόπτουσα επί στιγμήν την χαρτομαντικήν αυτής. Πώς περάσατε;
+ήτον κόσμος πολύς; πώς επήγεν η παράστασις;
+
+ — Ωραία, μαμά! απαντά η δεσποινίς Ασπασία εις την πρώτην
+μητρικήν ερώτησιν.
+
+ — Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν,
+καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου
+του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον
+υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του.
+
+ — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας
+ερωτήσεις της μητρός αυτής.
+
+Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη
+την υπόθεσιν της Μascotte.
+
+Γ'.
+
+Ο Περδίκης εξήλθε του οίκου, αλλά δεν κατηθύνθη εις του φίλου του
+Ξανθάκη, ως είπεν εκ του προχείρου προφασιζόμενος εις την σύζυγόν
+του.
+
+Ανήλθεν αλλόφρων και βραδυπατών την οδόν Σταδίου, διέδραμε την
+πλατείαν του Συντάγματος, κ' ευρέθη μετ' ολίγον υπό την
+δενδροστοιχίαν του κήπου των Ανακτόρων, κατευθύνων το βήμα του
+προς τα Άντρα.
+
+Ο Ιωάννης είνε πολύ σκεπτικός, και ιδέα τις επίμονος φαίνεται
+τυραννούσα την διάνοιαν αυτού.
+
+Είχε, και αυτός δεν ειξεύρει πώς, περίεργον και ανεξήγητον
+προαίσθημα. Φρονεί αδιασείστως, ότι θα κερδήση αύριον τον πρώτον
+λαχνόν κατά την κλήρωσιν των λαχειοφόρων ομολογιών του δανείου
+της Τραπέζης. Αλλά, την μακαριότητα του ωραίου αυτού
+προαισθήματος ταράττει η είδησις, ην προ μικρού τω ανεκοίνωσεν η
+σύζυγός του, ότι έν των είκοσι γραμματίων, άτινα προς μιας
+εβδομάδος ηγόρασε, περιήλθεν εις χείρας της υπηρετρίας του.
+
+Αν αίφνης ο κερδαίνων λαχνός είνε αυτός;
+
+Το συλλογίζεται μόνον και αισθάνεται ότι κόπτονται τα γόνατά του.
+
+ — Δεν είνε άραγε τρόπος; διανοείται ο Περδίκης, και γίνεται
+αυτός μεν σκεπτικώτερος, το δε βήμα του βραδύτερον.
+
+Περικάμπτει ούτω το αγγλικόν νεκροταφείον, φθάνει εις το απέναντι
+αυτού μικρόν καφενείον, και βλέπων, ότι τα τραπέζιά του είνε
+εντελώς έρημα, κάθηται αυτομάτως εις έν εξ αυτών.
+
+Ο Περδίκης τρελαίνεται διά ναργιλέν· αλλ' ουδέ καν συλλογίζεται
+να τον διατάξη. Σκέπτεται πάντοτε, και φέρων αδιακόπως την
+αριστεράν του χείρα εις το μέτωπον, τρίβει διά του αντίχειρος και
+του παραμέσου τους κροτάφους τον.
+
+ — Το γουργουλίδιόν σας, κυρ Γιάγκο; ερωτά προσερχόμενος
+νυσταλέος υπηρέτης.
+
+Αλλά μη λαμβάνων απάντησιν, ερμηνεύει ως αποδοχήν εν των
+αλλεπαλλήλων Χμ! δι' ων ο Περδίκης συνοδεύει την επίμονον τριβήν
+των κροτάφων τον, και φέρει μετ' ολίγον τον ναργιλέν, ροφών μεν
+καθ' οδόν από του επιστομίου του, ίνα δήθεν διατηρήση αυτόν
+ανημμένον, σπογγίζων δε κατόπιν αυτό διά της ρυπαράς του παλάμης.
+
+Ο Γιάγκος λαμβάνει αυτομάτως την σύριγγα, την φέρει ανεπιγνώστως
+εις τα χείλη του και ροφά μηχανικώς επί τινα δευτερόλεπτα. Αλλ'
+αίφνης εγείρεται, χωρίς καν να συλλογισθή να πληρώση την δεκάραν
+του, και αναχωρεί κατευθυνόμενος προς την πόλιν.
+
+Η μορφή του είνε πάντη αλλοία· το πρόσωπόν του εφαιδρύνθη. Αι
+χείρες του αναπάλλονται δεξιόθεν και αριστερόθεν ως εκκρεμή
+ωρολογίου, και το βήμα του έγεινεν ελαφρόν και υπόπτερον βήμα
+σεισοπυγίδος. Προδήλως μετεβλήθησαν και οι διαλογισμοί του.
+Ευρέθη, φαίνεται, ο τρόπος εκείνος . . ., και η φαντασία του
+Περδίκη αρμενίζει τώρα πλησίστιος και φαιδρά διά του απείρου
+πόντου των σχεδίων, ων αναπλάττει δυνατήν και προσεχή την
+πραγματοποίησιν διά του αναποφεύκτου κέρδους των εκατόν χιλιάδων.
+
+Ο νους του μεθίπταται ακάματος από ιδέας εις ιδέαν και από
+επιχειρήσεως εις επιχείρησιν. Αγνοεί τι να εκλέξη και πού να
+σταματήση. Πόσα πράγματα δύναταί τις να κάμη με εκατόν χιλιάδας
+μετρητού χρήματος, ακόπως αποκτηθείσας και αμέσως διαθεσίμους! Ο
+Περδίκης, φαίνεται, θέλει να τα κάμη όλα διά μιας, διότι τα
+διάφορα σχέδιά του σωρεύονται αλλεπάλληλα εν τη διανοία του, και
+μάτην προσπαθεί να τα τακτοποιήση.
+
+Συλλογίζεται εν πρώτοις να αναπτύξη έτι μάλλον τας εργασίας του,
+να αυξήση ιδίως τα επί ενεχύρω δάνειά του, και να συστήση
+συγχρόνως, υπό πιστόν τινα διευθυντήν, ειδικόν κατάστημα πωλήσεως
+των εις την κυριότητά του περιερχομένων ούτω τιμαλφών. Αλλ' αυτό
+θα ηδύνατο να το κάμη και άλλως, χωρίς τας εκατόν.
+
+Διανοείται μετά μικρόν να συστήση εφημερίδα καθημερινήν,
+οικονομικοπολιτικήν, ή κάλλιον πολιτικοσατυρικήν, με πολλά
+ποικίλα, την οποίαν να εκτιμά και να φοβήται, ή κάλλιον να
+φοβήται μάλλον παρά να εκτιμά ο κόσμος, και της οποίας να
+περιποιήται κατ' ανάγκην τον διευθυντήν. Είνε αληθές ότι δεν
+γνωρίζει πολλά γράμματα — περί τούτου δεν πλανάται ο Περδίκης, —
+αλλά τι σημαίνει αυτό; Είνε ανάγκη να ηξεύρη τις πολλά γράμματα
+διά να διευθύνη εφημερίδα;. Αυτός θα λέγη, και άλλος θα γράφη.
+Έπειτα, ο Τηλέμαχος; Αυτός εξεύρει γράμματα περισσότερα παρ' όσα
+χρειάζονται. Θα ήνε ο γραμματεύς της συντάξεως, και θα γράφη
+συγχρόνως και τα θεατρικά, εις τα οποία είνε πολύ δυνατός. Αλλά
+θα κερδίζη η εφημερίς; θ' απαντά τουλάχιστον τα έξοδά της; Περί
+τούτου έχει μερικάς αμφιβολίας ο Περδίκης.
+
+Εν μέσω δε των αμφιβολιών τον αναθρώσκει άλλη ιδέα εις τον
+εγκέφαλόν αυτού να γίνη βουλευτής. Νομίζει, αν δεν τον απατά
+μνήμη και η οικογενειακή παράδοσις, ότι συγγενής της μητρός του
+κατήγετο εκ Θεσσαλίας. Εκεί, λέγει καθ' εαυτόν, είνε κάπως
+ευκολωτέρα η επιτυχία.
+
+Οι άνθρωποι εκεί δεν εγυμνάσθησαν ακόμη αρκετά εις την
+διαχείρισιν του σφαιριδίου, και επιτυχής τις συνδυασμός . . .
+Εννοείται, ότι του συνδυασμού θα καταβάλη αυτός τας εκλογικάς
+δαπάνας. Η θυσία αύτη του φαίνεται πολύ εύλογος. Έπειτα, αφού
+γίνη βουλευτής, αι! τα παρακάτω έρχονται μόνα των. Φωνήν, δόξα τω
+Θεώ, έχει αρκετήν· πόδας έχει διά τας κλίμακας των υπουργείων
+έχει δε και γρόνθους εν ανάγκη στιβαρούς διά τας ταραχώδεις
+βουλευτικάς συζητήσεις.
+
+Περί το τελευταίον τούτο σχέδιον, εις ό ευαρεστότερον παραμένει
+αναπτερωθείσα φαντασία του Ιωάννου, ανακλαδούνται πολλαί άλλαι
+ιδέαι δευτερεύουσαι: προσφοραί τινες εις αγαθοεργά καταστήματα —
+όχι πολύ μεγάλαι βέβαια, αλλ' αρκεταί ως τι να λαλήση περί αυτών
+ο τύπος· γεύματά τινα εις μερικούς φίλους ολίγα δώρα κατάλληλα
+εις πρόσωπα επιρροής και κοινωνικής σημασίας· και είς ή δύο χοροί
+τον χειμώνα — με ορχήστραν, εννοείται, και με δείπνον — κατά τους
+οποίους, τις οίδε, ημπορεί τέλος να τοποθετηθή και η Ασπασία του.
+
+Πάντα ταύτα ανακυκώνται φύρδην μίγδην εν τη διανοία του Περδίκη,
+και ο Περδίκης βαίνει γοργώ τω βήματι, απομάσσων διά της παλάμης
+τον ιδρώτα του μετώπου του, χωρίς καν να προσέχη πού διευθύνεται.
+
+Τέλος αργά, πολύ αργά, ευρίσκεται ανεπαισθήτως προ της θύρας του
+οίκου του. Εισέρχεται χωρίς να σημάνη, διότι κρατεί πάντοτε το
+κλειδίον του, και ευρίσκει την κυρίαν Πηνελόπην κοιμωμένην επί
+της καθέδρας της, και αναπαύουσαν την κεφαλήν αυτής επί του
+βραχίονός της, εν μέσω σωρείας παιγνιοχάρτων.
+
+Δ'.
+
+Ο Ιωάννης διήγαγε σχεδόν άυπνον νύκτα και εξήλθε λίαν πρωί της
+οικίας του.
+
+Εν τω γραφείω του ήτο διαρκώς αφηρημένος. Εκάθητο και ηγείρετο
+άνευ λόγου, εζωγράφει παντοειδείς χιμαιρικάς εικόνας επί του
+ερυθρού στυπποχάρτου όπερ εκάλυπτε την τράπεζάν του, εμονολόγει
+πολλάκις ασυνάρτητα και ακατάληπτα, και έβλεπεν αδιακόπως το
+ωρολόγιόν του.
+
+Άπαξ ή δις μάλιστα ενόμισεν ότι εστάθη, το έφερεν εις τα ώτα του,
+και αποτεινόμενος εις μικρόν τινα, ωχρόν και καχεκτικόν
+νεανίσκον, όστις έγραφε κεκυφώς επί παρακειμένου τραπεζίου και
+εξετέλει παρά τω Περδίκη το διπλούν έργον γραμματέως συνάμα και
+υπηρέτου, τον ηρώτησε·
+
+ — Τι ώρα έχεις Δημήτρη; α! λησμόνησα ότι δεν έχεις ρωλόγι.
+
+ — Εγώ ρωλόγι, κυρ Γιάγκο! απήντησεν ο ωχρός γραμματεύς, και
+ανέκφραστον μελαγχολικόν μειδίαμα διέστειλε τα άναιμα χείλη του.
+Τι θέλετε; να μάθετε τι ώρα είνε;
+
+ — Ναι, καϋμένε· μου φαίνεται ότι το ρωλόγι μου πηγαίνει τρομερά
+πίσω.
+
+ — Εύκολο πράγμα, Να πεταχθώ μίαν στιγμήν εις το καφενείον . . .
+
+Και πριν ή αναμείνη την έγκρισιν της προτάσεώς του, ο Δημήτρης,
+χαίρων ότι τω παρέχεται ευκαιρία να πεταχτή μίαν στιγμήν έξω,
+διαβαίνει ασκεπής την οδόν, εισέρχεται εις το απέναντι καφενείον,
+λέγει δεξιά και αριστερά ολίγας λέξεις εις τους παρακαθημένους
+γνωρίμους, βλέπει το εκκρεμές του καφενείου, κ' επιστρέφει εις το
+γραφείον λέγων·
+
+ — Εννηάμισυ!
+
+ — Καλά το υπέθετα εγώ. Είκοσι λεπτά πηγαίνω πίσω.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει τον σύρτην της τραπέζης του, λαμβάνει
+γραμμάτια τίνα λαχείων απωτεθειμένα εις τους μυχούς αυτού, τα
+μετρεί, γράφει τους αριθμούς των επί μίας σελίδος του
+σημειωματαρείου του, κάτωθεν άλλων ομοίων αριθμών, και λαμβάνων
+βιαίως τον πιλόν του εξέρχεται του γραφείου και κατευθύνεται προς
+την Εθνικήν Τράπεζαν.
+
+Δεν είναι δέκα η ώρα, αλλ' ο Περδίκης αδιαφορεί. Εισέρχεται εις
+την αίθουσαν, όπου πρόκειται να γείνη η κλήρωσις, κ' εκπλήτεται
+ότι δεν είνε ο πρώτος. Πολλοί άλλοι γνώριμοι και ομότεχνοι τον
+προέλαβον. Παρατηρεί τας ανησύχους αυτών μορφάς, και μειδιά
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα.
+
+ — Όλοι αυτοί θαρρούν πως θα κερδήσουν, λέγει καθ' εαυτόν.
+Πλησιάζει δε εις το ορφανόν κοράσιον, όπερ εκλήθη να εξαγάγη τους
+λαχνούς από της κληρωτίδος, θωπεύει πατρικώς την παρειάν αυτού
+και λίγο ευθύμως·
+
+ — Να σε ιδώ κορίτσι μου! Να δώση ο Θεός να είσαι τυχηρή, και την
+προίκα σου εγώ θα σου την κάμω.
+
+Τέλος τι να βραδύνωμεν; Ο πρώτος αριθμός εξάγεται της κάλπης και
+κηρύσσεται μεγαλοφώνως εις επήκοον των παρισταμένων. Ο Ιωάννης
+διατρέχει διά βλέμματος γοργού τον κατάλογόν του, βλέπει τον
+αριθμόν εκείνον τον μαγικόν, . . . τον βλέπει μεταξύ των πρώτων
+του σημειωματαρίου του.
+
+Το προησθάνετο, το ανέμενε, το είχε βέβαιον, και όμως το αίμα
+ανέβη διά μιας εις την κεφαλήν του, η δε καρδία του εσταμάτησε
+προς στιγμήν και ήρχισεν ευθύς σφύζουσα βιαίως και οιονεί
+σφυρηλατούσα το στήθος του. Οι οφθαλμοί του εθαμβώθησαν,
+ιλιγγίασεν, εζαλίσθη, και του εφάνη αίφνης ότι τα ψηφία του
+αριθμού του εμεγάλωσαν, εξετάθησαν, και εκάλυψαν τέλος όλην την
+σελίδα του καταλόγου του. Έπειτα εξηκολούθησαν ακόμη να
+διαστέλλωνται, απεσπάσθησαν του χάρτου, έγειναν κολοσσοί, και
+ήρχισαν περιπατούντα εντός της αιθούσης, περιστοιχίζοντα αυτόν
+και μορφάζοντα παραδόξως.
+
+Αλλ' όλη όμως αύτη η φαντασμηγορία ολίγα μόνον δευτερόλεπτα
+διήρκεσεν. Ο Περδίκης έβαλε βραγχώδη κραυγήν, μίαν μόνην και
+μονοσύλλαβον·
+
+ — Α!
+
+Και εξήλθε της αιθούσης.
+
+ — Κύριε Περδίκη, κύριε Περδίκη!
+
+ — Δικός σας είνε ο πρώτος;
+
+ — Σας συγχαίρομεν!
+
+ — Και εις άλλα!
+
+ — Σταθήτε δα!
+
+ — Μη λησμονήσετε την προίκα του κοριτσιού.
+
+Αι φωναί αύται καταδιώκουσι θορυβωδώς τον Ιωάννην, οικειότεροι δέ
+τινες των παρισταμένων τρέχουσι και κατόπιν του μέχρι της θύρας.
+Αλλ' εκείνος εξήλθεν ήδη εις την οδόν, επήδησεν εντός της
+προστυχούσης αμάξης, κ' εφώνησεν εις τον αμαξηλάτην·
+
+ — 'Σ το σπίτι! γρήγορα!
+
+Αλλά μόλις εκίνησεν η άμαξα και ο Περδίκης έγεινεν ηρεμώτερος. Το
+θάμβος των οφθαλμών του διελύθη· ο αριθμός εκείνος, ο φανταστικάς
+έχων τας διαστάσεις και προ μικρού έτι χορεύων τον κόρδακα προ
+των οφθαλμών του, επανέλαβεν ήσυχος την προτέραν αυτού θέσιν επί
+του σημειωματάριου του, και το σημειωματάριον ετέθη πάλιν εις το
+θυλάκιόν του. Η διάνοια του Περδίκη ήρχισε σκεπτομένη ωριμώτερον
+και ψυχρότερον.
+
+ — Είνε λοιπόν ο αριθμός αυτός από τους πέντε που έδωσα της
+γυναικός μου, είπε καθ' εαυτόν ο Ιωάννης· και δεν είνε παράξενον
+να ήνε . . .
+
+Και ξύει επιμόνως τον αυχένα του.
+
+ — Στάσου, αμαξά! κραυγάζει αμέσως και καταβαίνει του δίφρου εν
+μέση τη οδώ. Καταλείπων δε την λεωφόρον, μεταβαίνει διά στενωπών
+εις την οικίαν του, εισέρχεται εις αυτήν απαρατήρητος διά μικράς
+τινος υπηρετικής θύρας, αναβαίνει απνευστί διά στενής πλαγίας
+αναβάθρας εις το δωμάτιον της υπηρετρίας του, και χωρεί
+ακροποδητί προς επίμηκες πράσινον κιβώτιον, όπερ κατέχει μίαν
+αυτού γωνίαν.
+
+Εκεί ίσταται και ακροάται. Δεν ακούει τίποτε. Είνε ελεύθερος να
+κάμη ό,τι θέλει, αλλά . . . διστάζει να το κάμη. Εκτείνει την
+χείρα του προς το κιβώτιον και πάλιν την αποσύρει· στρέφει
+έντρομος το βλέμμα του προς την θύραν, διότι του φαίνεται ότι
+κάτι ήκουσεν. Αλλ' είνε μάταιος ο φόβος του. Δεν είνε κανείς, και
+ο Περδίκης πλησιάζει εγγύτερον εις το κιβώτιον.
+
+ — Αι! λέγει καθ' εαυτόν. Πρέπει να τελειόνω και σύντομα. Δράττει
+τότε αποφασιστικώς το κάλυμμα του κιβωτίου και προσπαθεί να το
+ανοίξη, αλλά το κιβώτιον είνε κλειστόν. Εντείνει τας δυνάμεις
+του, ίν' αποσπάση το κάλυμμά του, αλλ' αι χείρες του τρέμουσι
+κάπως, και το κιβώτιον ανθίσταται. Εξάγει τότε τον ορμαθόν των
+κλειδίων του, κύπτει προς το κλείθρον και εισάγει έν εξ αυτών εις
+την οπήν τον.
+
+Το κιβώτιον ανοίγεται, και ο Ιωάννης ανακυνά πυρετωδώς το
+περιεχόμενον. Εις τον έσχατον αυτού μυχόν ευρίσκει τέλος ό,τι
+εζήτει· τον πολύτιμον κλήρον, συνεπτυγμένον εις σχήμα
+μικροσκοπικόν και τυλιγμένον εντός άλλου χαρτίου. Τον
+ανοίγει, . . . και βλέπει ακτινοβολούντα προ των ομμάτων του τον
+μαγικόν εκείνον αριθμόν, ούτινος αρχίζουν πάλιν τα ψηφία να
+μεγεθύνωνται εις γίγαντας και να χορεύουν πυρρίχην εντός του μικρού
+δωματίου. Αλλ' ο Περδίκης δεν λησμονεί, ότι δεν έχει καιρόν
+διαθέσιμον εις ακαίρους φαντασμηγορίας, και η ισχυρά του θέλησις
+επαναφέρει ταχέως την ηρεμίαν εις το πνεύμα του. Εξάγει εκ του
+θυλακίου του έν άλλο γραμμάτιον, το διπλόνει απαραλλάκτως ως το
+άλλο, και το τοποθετεί εις το βάθος του κιβωτίου, ούτινος
+τακτοποιεί επιμελώς το περιεχόμενον ως καλή οικοκυρά. Είτα το
+κλειδόνει πάλιν ως καλός οικοκύρης, καταβαίνει εις την οδόν όθεν
+ήλθε, και εισέρχεται εις την οικίαν του διά της αυλείου θύρας,
+αφού θορυβωδώς εσήμανε τον κώδωνα, και δρομαίως προσήλθε να του
+ανοίξη ο υπηρέτης του με τον λευκόν λαιμοδέτην.
+
+Ο Περδίκης είνε εντελώς ατάραχος· τα γόνατά του μόνον τρέμουν
+ολίγον.
+
+Ε'.
+
+ — Καλέ Γιάγκο, αλήθεια;
+
+ — Κερδήσαμε, παπάκη;
+
+ — Αι, τώρα πατέρα, τελείωσαν τα ψεύματα. Θα με στείλης εις το
+Παρίσι.
+
+Αι τρείς αύται φράσεις, κραυγαί μάλλον ή προσφωνήσεις,
+υποδέχονται τον Περδίκην εισερχόμενον εις την αίθουσαν, όπου η
+σύζυγος και τα τέκνα του ετελείωσαν προ μικρού το πρόγευμά των.
+
+Η κυρία Περδίκη αφήνει την επιφυλλίδα της «Εφημερίδος», η Ασπασία
+την επιφυλλίδα της «Στοάς», ο Τηλέμαχος, . . δεν αφίνει το
+σιγάρον του, εγείρονται δε και οι τρεις και κυκλούσι τον
+Περδίκην, και σύρουσιν αυτόν, η μεν από της χειρός, η δε από του
+επενδύτου του, και ο χαριέστατος κληρονόμος του πατρικού ονόματος
+και των πατρικών αρετών από της χονδράς αλύσεως του ωρολογίου
+του.
+
+ — Το μάθατε κηόλα; ερωτά εκείνος, ποιος σας το πρόφθασε;
+
+ — Ο καϋμένος ο Δημήτρης έτρεξε ευθύς και μας το είπεν, απαντά η
+σύζυγος του μεσίτου.
+
+ — Κ' ελιποθύμησ' ευθύς, 'σαν τον στρατιώτην του Μαραθώνος,
+προσθέτει ο Τηλέμαχος, πρόσφατον έτι έχων εις την μνήμην του το
+ιστορικόν γεγονός, χάρις εις τας α π α ν τ ή σ ε ι ς ά ν ε υ
+ε ρ ω τ ή σ ε ω ν της «Ε β δ ο μ ά δ ο ς».
+
+ — Λέγε μας λοιπόν, πώς έγεινε; ήσουν εις την κλήρωσιν;
+
+ — Εννοείται ήμουν. Το πώς έγεινε είνε απλούστατον. Εβγήκε από το
+κουτί ο αριθμός μου, τον ήκουσα που τον εφώναξαν, κ' έφυγα ευθύς,
+διά να μην έχω συγχαρήκια και αηδίαις. Αλλά φαίνεται το
+εμυρίσθηκε ο κόσμος, αφού το έμαθε και ο Δημήτρης.
+
+ — Ου! διακόπτει Περδίκης ο νεώτερος· όλοι 'ς το χρηματιστήριον
+το ξεύρουν,
+
+ — Και ποιος αριθμός εκέρδησε, παπάκη, ερωτά η δεσποινίς Ασπασία·
+μήπως είνε ο δικός μου;
+
+ — Όχι, κόρη μου είνε ο αριθμός που . . . Και παρ' ολίγον
+ωλίσθαινεν εις το βάραθρον η γλώσσα του Περδίκη. Αλλ' ο ευφυής
+Έλλην εκλονίσθη μόνον, χωρίς να πέση, και διορθών αμέσως την
+φράσιν του εξηκολούθησεν ατάραχος·
+
+ — Από τους αριθμούς που είχα φυλάξει εις το γραφείον.
+
+ — Επήρες την ομολογίαν, πατέρα;
+
+ — Θα βγω ύστερα να πάγω να την πάρω. Έχω καιρόν ως το βράδυ
+
+Δεν διατρίβομεν εις λεπτομερή περιγραφήν της αγαλλιάσεως, ήτις
+νέμεται τον οίκον Περδίκη. Δεν αναφέρομεν τα πολυποίκιλα σχέδια,
+άτινα φύονται εις εκάστου την κεφαλήν, ουδέ τας μικράς και
+μεγάλας απαιτήσεις άτινες επιπίπτουσι διά μιας και ως εξ ενέδρας
+κατά των εκατόν χιλιάδων, ουδέ των υπηρετών τα συγχαρητήρια,
+οίτινες εισορμώσι μετά μικρόν εις την αίθουσαν, άλλος από του
+μαγειρείου και άλλος από του υπερώου. Ο αναγνώστης μαντεύει πάντα
+ταύτα ευκόλως, υποθέτομεν· αν δε δυσκολεύεται εις τούτο, ας
+φαντασθή προς στιγμήν, ότι αυτός εκέρδησε τον πρώτον λαχνόν, και
+τα φαντάζεται αμέσως.
+
+Ο Περδίκης, σοβαρός το φαινόμενον και ατάραχος, αποδέχεται τας
+περί αυτόν εκδηλώσεις μετ' ηρεμίας επικής, αρκείται δε μόνον
+πραΰνων τον γενικόν αναβρασμόν διά προσηνών τινων μειδιαμάτων και
+ολίγων γενικών και συντόμων φράσεων·
+
+ — Καλά! Θα ιδούμεν! Μη τρέχετε· υπομονή!
+
+ — Α! είδες; απολαμβάνει η κυρία Περδίκη λησμόνησα να σου δώσω
+δύο γράμματα . . . — Φέρ' τα μίαν στιγμήν, Ασπασία· επάνω εις το
+τραπεζάκι τα έβαλα.
+
+Η δεσποινίς Περδίκη εκτελεί την μητρικήν παραγγελίαν, και
+απέρχεται κατόπιν εις το δωμάτιόν της ίνα συγυρισθή, αφού
+προηγουμένως εσφράγισε διά τρυφεροτάτου φιλήματος την πατρικήν
+παρειάν, κ' εψιθύρισε σιγά εις το ους του πατρός της·
+
+ — Θα μου πάρης τώρα δάσκαλον της ιππασίας;
+
+ — Εγώ δεν σε φιλώ, πατέρα, λέγει ο Τηλέμαχος, διότι ξεύρω πως
+δεν σ' αρέσει να σε φιλούν· αλλά κύτταξε! το Παρίσι μου το θέλω.
+
+Και ο Περδικίδης εξέρχεται του οίκου, αφού ανήψε νέον σιγάρον,
+ενώ η μήτηρ του φωνεί προς αυτόν φιλοστόργως·
+
+ — Μην αργήσης εις το γεύμα!
+
+Ο Ιωάννης αποσφραγίζει τα δύο γράμματα, και ως άνθρωπος πρακτικός
+θεωρεί ευθύς αμέσως τας υπογραφάς·
+
+ — «Η εξαδέλφη σας Ευλαλία» λέγει μεγαλοφώνως μεν αλλ' οιονεί
+προς εαυτόν αποτεινόμενος, μετά την ανάγνωσιν της πρώτης
+υπογραφής. Ποία είνε αυτή η εξαδέλφη μας; προσθέτει μετά μικρόν,
+αποτεινόμενος προς την σύζυγόν του· δεν την βάζει ο νους μου.
+
+ — Ευλαλία; απαντά εκείνη. Ου! θα είνε του μπάρμπα Ηλία η κόρη·
+χήρα η καϋμένη, . . . δευτέρα ανεψιά της μαμάς.
+
+Η κυρία Πηνελόπη αποκαλεί την μητέρα της μ α μ ά ν, μετά την
+ανακάλυψιν των γηπέδων εκείνων, περί ων εν αρχή ελέγομεν.
+
+ — Δεν την γνωρίζω, δεν την είδα ποτέ μου, υπολαμβάνει ο Ιωάννης.
+
+ — Ήλθ' ένα δυο φοραίς, . . . θα την λησμόνησες. Και τι σου
+γράφει;
+
+& Τώρα θα ιδούμεν.
+
+Και ο Περδίκης αναγινώσκει·
+
+ — _Αγαπητέ μου εξάδελφε
+
+Ο Γεωργάκης μου είπε την καλήν σας τύχην, και σας συγχαίρομαι με
+όλην μου την καρδίαν. Εχάρηκα σαν να ήμην εγώ. Σου εύχομαι του
+Αβραάμ και του Ισαάκ τα καλά, και σε παρακαλώ να ενθυμηθείς εις
+αυτήν την περίστασιν και την πτωχήν την εξαδέλφην σου. Έρχεται
+χειμώνας και ο καϋμένος ο Γεωργάκης μου δεν έχει δεύτερον φόρεμα.
+Ο Θεός να σου τα πληθαίνη, εξάδελφέ μου. Χαιρετίσματα εις την
+εξαδέλφην.
+
+ η εξαδέλφη σου
+ Ευλαλία._
+
+ — Να της στείλωμε της καϋμένης κάτι τι, λέγει συγκινημένος ο
+Ιωάννης, συγγενής μας είνε
+
+Η κυρία Πηνελόπη, πολύ ολιγώτερον συγκεκινημένη, ήνοιγε τα χείλη
+προς συζήτησιν των φιλανθρώπων διαθέσεων του συζύγου της, ότε από
+της αυλής της οικίας εκρήγνυται αίφνης παράφωνος αρμονία
+προχείρου οργανικής μουσικής, αποτελουμένης εξ ενός κλαρινέτου,
+μιας κιθάρας και μιας σάλπιγγος, και μελπούσης άρρυθμόν τινα και
+προκατακλυσμιαίαν πόλκαν, εις πανηγυρισμόν της μεγάλης ημέρας.
+
+ — Τα είπαν άλλοι! τα είπαν άλλοι! φωνεί οργίλη προς τον υπηρέτην
+η κυρία Πηνελόπη. Διώξε τους!
+
+ — Άφησέ τους, ψυχή μου! παρατηρεί μεγαθύμως ο Γιάγκος πτωχοί
+άνθρωποι είνε. Νά! προσθέτει αμέσως στρεφόμενος προς τον
+υπηρέτην, δος τους τρία φράγκα, και πες τους, τους ευχαριστούμεν.
+
+ — Αφέντη, και εις άλλα! ακούεται μετά μικρόν έξωθεν τριπλή και
+ομόφωνος ευχή, πολύ αρμονικωτέρα της προτέρας μουσικής συμφωνίας.
+
+Οι μουσικοί απέρχονται, και ο Περδίκης αναγινώσκει την δευτέραν
+επιστολήν·
+
+_Αξιότιμε κύριε!
+
+Επεκρότησα πάντοτε εις την προόδόν σας, και χαίρω, ότι πρώτος
+ίσως πάντων σπεύδω να σας εκφράσω τα εγκάρδια συγχαρητήρια μου
+διά την σημερινήν εύνοιαν της τύχης. Επί τη ευκαιρία δε ταύτη
+συγχορήσατέ με να σας ενοχλήοω με μικράν τινα παράκλησιν. Έχω
+ανάγκην μικρού δανείου τριών χιλιάδων δραχμών, διά να ετοιμάσω τα
+ενδύματα της θυγατρός μου, την οποίαν νυμφεύω μετά ένα μήνα. Δεν
+έχω άλλην ασφάλειαν εκτός της υπογραφής μου. Υποθέτω δε, ότι σεις
+ο οποίος τόσον με γνωρίζετε, γνωρίζετε επίσης ότι είνε υπογραφή
+τιμίου ανθρώπου. Ελπίζω να μου απαντήσετε δύο λέξεις ευνοϊκάς.
+
+ Όλος υμέτερος
+ Θ. Ξυλούδης._
+
+ — Αυτός που ήτον βουλευτής μια φορά; ερωτά η κυρία Περδίκη.
+
+ — Αυτότατος! λέγει προτάσσων συνεσταλμένα τα χείλη του και
+επινεύων σοβαρώς την κεφαλήν ο σύζυγός της. Τον ενθυμούμαι εδώ
+και πέντε χρόνια . . . πώς αλλάζουν οι καιροί! Ήθελε πολιτικά,
+βλέπεις! Τον έπιασε η μυίγα να κάμη επιρροήν, διά να γείνη
+υπουργός. Είχε μερικά παραδάκια· του τάφαγαν οι κομματάρχαι, και
+τώρα δεν έχει να κάμη τα ασπρόρρουχα της κόρης του.
+
+ — Και όμως κάθε βράδυ, παρατηρεί η κυρία Πηνελόπη, ενώ μειδίαμα
+οξύγλυκυ κυμαίνει τον επί του αδρού της χείλους επανθούντα
+μύστακα, κάθε βράδυ η κυρία του με ταις κόραις του είνε η πρώτη
+και καλλίτερη εις το Φάληρον. Πώς τα καταφέρνουν;
+
+ — Ό,τι να σου πω σε γελώ. Ποιος ξεύρει πόσα τέτοια γράμματα θα
+έχη ως τώρα γραμμένα ο άνδρας της.
+
+ — Αι, και θα του δανείσης τώρα συ;
+
+ — Να ιδούμεν. Αν έχη ασφάλειαν . . .
+
+ — Αφού σου γράφει ότι δεν έχει άλλην από την υπογραφήν του.
+
+ — Αυτό είνε ένας λόγος. Όλοι εις την αρχήν έτσι λέγουν. Κάτι θα
+του βρίσκεται.
+
+Την στιγμήν εκείνην κρούεται η θύρα, και μετ' ολίγον εισέρχεται ο
+υπηρέτης λέγων·
+
+ — Αυθέντη, ένας κύριος σας ζητεί.
+
+ — Πήγαινε τον 'ς τη σάλα! παραγγέλλει η κυρία.
+
+Ο Περδίκης εξέρχεται, και μετά τινα λεπτά επιστρέφει φωνών εν
+αγανακτήσει
+
+ — Αι! με παρασκότισαν!
+
+ — Ποίος ήτον; ερωτά περιέργως η σύζυγός του.
+
+ — Δεν τον γνωρίζεις ένας παλαιός φίλος μου.
+
+Ο Περδίκης αποσιωπά εντελώς, ότι ο παλαιός του φίλος συνυπηρέτει
+ποτέ μετ' αυτού εν τω αυτώ καφενείω.
+
+ — Και τι σε ήθελε;
+
+ — Τι με ήθελε! δεν το καταλαμβάνεις; Ήθελε να του βάλω
+χρήματα . . . ν' ανοίξη καφενείον.
+
+ — Μη χειρότερα. Δανεικά τα ήθελε;
+
+ — Α, μπα! Ήθελε να με κάμη σύντροφον.
+
+Η κυρία Πηνελόπη διαρρήγνυται εις άσβεστον γέλωτα, ο δε Ιωάννης
+ετοιμάζεται ν' αναχωρήση, ίνα μεταβή εις παραλαβήν της ευτυχούς
+ομολογίας του, ότε ο υπηρέτης εισέρχεται και πάλιν εις την
+αίθουσαν, φέρων διά της μιας χειρός επιστολήν, και κρατών διά της
+άλλης υπερμέγεθες δέμα βιβλίων.
+
+ — Τι είνε πάλιν αυτά; ερωτά ο Περδίκης,
+
+ — Ένα παιδί τα έφερε. Είνε έξω, και περιμένει, λέγει, απάντησιν.
+
+Ο Γιάγκος ανοίγει το γράμμα και αναγινώσκει·
+
+_Ευγενέστατε κύριε.
+
+Η τιμή μου είνε εις χείρας εχθρού μου. Πού να φαντασθώ ο
+ταλαίπωρος, ποία ημέρα μου εξημερόνει. Διά σας εμειδίασε σήμερον
+η τύχη δι' εμέ, αλλοίμονον! η τύχη δεν έχει πλέον μειδιάματα.
+
+Δι' εκατόν δραχμάς γελοίας, δι εκατόν γελοίας δραχμάς κινδυνεύει
+η προσωπική μου ελευθερία. Αυτάς τας δραχμάς τας ζητώ από σας. Μη
+μου ειπήτε όχι, μη μου το ειπήτε! Η ευτυχία είνε φιλάνθρωπος και
+γενναία. Δεν σας ζητώ έλεος. Σας στέλλω είκοσι αντίτυπα των
+ποιημάτων μου. Αδελφώσατε την μούσαν μου με τον πλούτον σας. Ο
+κομιστής αναμένει απάντησιν.
+
+ Συννεφάκος._
+
+ — Συννεφάκος; ερωτά η Κ. Περδίκη, ποίος είν' αυτός;
+
+ — Ένας κακομοίρης . . .
+
+ — Και τι δουλειάν κάμνει;
+
+ — Δεν το ήκουσες από το γράμμα του; στίχους γράφει.
+
+ — Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη;
+Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν.
+
+ — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από
+κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα
+συγκινητικά . . .
+
+ — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά
+δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης.
+
+ — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς. Δος του ένα πεντάρι, και
+δος του και τα βιβλία του πίσω. Τον ευχαριστούμε, πες, πολύ, αλλά
+δεν έχομε 'ς το σπίτι βιβλιοθήκη να τα βάλωμε.
+
+ — Η ώρα περνά, προσθέτει, στρεφόμενος προς την σύζυγόν του, κ'
+εγώ πρέπει να πάγω να φροντίσω διά την ομολογίαν μου.
+
+ — Δεν έχεις τώρα καιρόν, παρατηρεί η κυρία. Το τραπέζι είνε
+στρωμένον. Άφησε· πηγαίνεις το απομεσήμερον.
+
+ — Δεν σου λέγω, . . . αλλά ήθελα να τελειώσω μίαν ώραν αρχήτερα.
+Δεν ηξεύρει κανείς, τι ημπορεί να συμβή.
+
+ — Τι θα συμβή; Αι ομολογίαι είνε κατατιθειμέναι, λέγουν τα
+γραμμάτια, εις το τραπεζιτικόν κατάστημα του κ. Μαυρίδου. Έως το
+βράδυ έχεις καιρόν να παραλάβης τον αριθμόν μας.
+
+ — Όλα αυτά είνε καλά και άγια, άλλα καμμιά φορά . . . Εγώ λέγω
+να πεταχτώ μίαν στιγμήν· δεν θα αργήσω.
+
+Και ο Γιάγκος λαμβάνει τον πίλον του και κατευθύνεται προς την
+θύραν, ενώ η συζυγός του φωνάζει κατόπιν του·
+
+ — Μην αργήσης!
+
+ — Δεν πιστεύω, αν όμως αργήσω, μη με περιμένετε.
+
+Ο Περδίκης ανοίγει την εξώθυραν, αλλά συναντάται επί της φλιάς
+προς άνθρωπον τινα παραδόξου εξωτερικού, όστις την αυτήν εκείνην
+στιγμήν έκρουε την θύραν.
+
+Ο επισκέπτης είνε υψηλού μάλλον αναστήματος, ισχνός ως οι λεπτοί
+και ανεμόφθοροι στάχυς του ενυπνίου του Φαραώ, ρυπαρός την
+ενδυμασίαν, αξύριστος, άνιπτος, και θρασύς το ήθος μ' όλην αυτού
+την φαινομένην κατάπτωσιν.
+
+ — Τι αγαπάτε; ερωτά ο Ιωάννης.
+
+ — Εδώ κατοικεί ο Κ. Περδίκης;
+
+ — Μάλιστα, εγώ είμαι. Τι αγαπάτε;
+
+ — Α! η ευγενεία σας είσθε; Έχω πολλήν ευχαρίστησιν.
+
+Και ο άνιπτος κύριος δράττεται διά των ρυπαρών του δακτύλων της
+χειρός του Ιωάννου, και σείει αυτήν μετά προδήλου συγκινήσεως,
+προσθέτων·
+
+ — Επεθύμουν να σας ομιλήσω μίαν στιγμήν ιδιαιτέρως.
+
+ — Με συγχωρείτε . . . δεν έχω τόρα καιρών, έχω κάπου να υπάγω,
+και βιάζομαι . . . , απαντά ο Περδίκης εξερχόμενος εις την οδόν
+και παρακολουθούμενος υπό του αγνώστου. Αν ηθέλατε να περάσετε
+αργότερα . . . προς το εσπέρας . . . Ποίος είσθε, παρακαλώ; δεν
+έχω την τιμήν.
+
+ — Είμαι δημοσιογράφος! απαντά ο άγνωστος μετά πολλής αυταρκείας.
+Εκδίδω την Αλογόμυιγαν, σατυρικήν εφημερίδα . . . την γνωρίζετε,
+βέβαια;
+
+ — Ακούτ' εκεί την αγοράζω τακτικώτατα, και με διασκεδάζει πολύ.
+Του λόγου σας λοιπόν είσθε ο συντάκτης; Χαίρομαι, χαίρομαι!
+
+ — Ευχαριστώ.
+
+ — Και τι ημπορώ να σας χρησιμεύσω; ερωτά ο Ιωάννης, με ήθος
+ανθρώπου κερδήσαντος εκατόν χιλιάδας δραχμών, και διατεθειμένου
+να προστατεύση κάπως την δημοσιογραφίαν.
+
+ — Να μου χρησιμεύσετε; σεις εις εμέ; αντερωτά ο εκδότης του
+σατυρικού φύλλου, μειδιών εν πλήρει και αδιαπτώτω συνειδήσει της
+ισχύος του. Τίποτε επί του παρόντος. Εγώ ημπορώ να σας
+χρησιμεύσω, και διά τούτο ήλθα να σας ιδώ . . . να συννενοηθώμεν,
+αν θέλετε.
+
+ — Με μεγάλην μου ευχαρίστησιν, απαντά ο μεσίτης, και ανακόπτει
+προς στιγμήν το βήμα του. Περί τίνος πρόκειται;
+
+ — Κύριε Περδίκη, έχετε εχθρούς! . . .
+
+ — Ναι, βέβαια, βέβαια.
+
+ — Αλλά του λόγου σας έχετε κακούς εχθρούς. Σας κατατρέχουν πολύ,
+σας κακολογούν, θέλουν να σας βλάψουν εις την κοινωνίαν. Χθες μου
+έφεραν μίαν διατριβήν εναντίον σας τρομεράν!
+
+ — Διατριβήν εναντίον μου; και τι έχουν να μου ειπούν;
+
+ — Φοβερά πράγματα. Διακόσια φράγκα πληρόνουν να την καταχωρίσω.
+Αλλά εγώ δεν ηθέλησα να το κάμω, πριν συνεννοηθώ μαζή σας. Όπως
+αυτοί έχουν τόσον συμφέρον να δημοσιευθή η διατριβή των, ίσως
+έχετε και σεις, εσυλλογίσθην, να μη δημοσιευθή. Ώστε . . . αν
+θέλετε . . .
+
+ — Τι να θέλω;
+
+ — Να μη δημοσιεύσω την διατριβήν των . . .
+
+ — Δεν με μέλει. Δημοσίευσε, αδελφέ, ό,τι θέλεις. Δεν ιδρόνει
+εμένα το αυτί μου από αυτά τα πράγματα. Δεν μ' έκαμε ο τύπος ό,τι
+έγεινα, ούτε θα με χαλάση απ' ό,τι είμαι. Αυτά είνε διά τους
+κουτούς.
+
+ — Νομίζω, απατάσθε, κύριε Περδίκη. Εγώ με πολύ ολιγωτέραν θυσίαν
+εκ μέρους σας θα επεθύμουν να μη φανούν εις την δημοσιότητα. —
+όπως δήποτε δυσάρεστον πράγμα θα ήνε . . — Με πενήντα φράγκα
+μόνον . . .
+
+Ο Περδίκης ίσταται και πάλιν, διότι έφθασεν ήδη πλησίον του
+τραπεζιτικού γραφείου, όθεν ηγόρασε την ομολογίαν του. Η μορφή
+του γίνεται κάπως σκεπτική, αλλ' αιθριάζει αμέσως. Τα πεντήκοντα
+φράγκα δεν του φαίνονται πολλά, συλλογίζεται δε ως φρόνιμος
+άνθρωπος και πεπειραμένος Έλλην, ότι καλλίτερον είνε να μη γείνη
+περί αυτού λόγος δημοσιογραφικός.
+
+ — Δεν μου λέγεις, αδελφέ, φωνεί τέλος φαιδρώς προς τον
+δημοσιογράφον, ότι θέλεις πενήντα φράγκα; Νά τα, μάτια μου!
+προσθέτει, εξάγων αυτά εκ του χαρτοφυλακίου του· πάρ' τα και με
+γεια σου! Πιε, αν θέλης, και μίαν παραπάνω εις την τύχην μου.
+Ξεύρεις, εκέρδισα σήμερα τον πρώτον λαχνόν.
+
+ — Το ήξευρα! απαντά σοβαρός ο ιθύντωρ της κοινής γνώμης, και
+απέρχεται υπόπτερος.
+
+ΣΤ'.
+
+Η κυρία Πηνελόπη, ην αφήκαμεν μόνη προ μικρού, λαμβάνει έν
+μυθιστόρημα, κάθηται νωχελώς επί του ανακλίντρου και αναγινώσκει.
+Αλλ' αναγινώσκει μηχανικώς, χωρίς σχεδόν ν' αντιλαμβάνεται. Ο
+νους της είνε αλλού. Αι εκατόν χιλιάδες παρεμβαίνουσι διαρκώς
+μεταξύ των οφθαλμών της και των γραμμών του βιβλίου, και η
+φαντασία της μεθίπταται από σχεδίου εις σχέδιον και από επινοίας
+εις επίνοιαν. Το προσφιλέστατον όμως των ονείρων, άτινα πλάττει
+γρηγορούσα η κυρία Περδίκη, είνε να ταξιδεύση. Αφότου ενυμφεύθη,
+δεν είδεν Ευρώπην. Και την επεθύμει τόσον, ότε ήτο έτι δεσποινίς!
+Προσεπάθησεν επανειλημμένως να πείση εις τούτο τον σύζυγόν της,
+αφ' ότου μάλιστα ήρχισαν τιμώμενα και υπερτιμώμενα τα
+ανακαλυφθέντα εκείνα γήπεδα.
+
+Αλλ' ο Μερδίκης είνε πρακτικός άνθρωπος.
+
+ — Τα χρήματα, απήντα πάντοτε, που ξοδεύονται 'ς το ταξίδι, δεν
+φέρνουν τόκο.
+
+Και η Πηνελόπη παρητείτο άκουσα των σχεδίων της και κατέπνιγε
+προς ώραν τους πόθους αυτής.
+
+Τώρα όμως, τώρα δεν έχει πλέον ο Γιάγκος να είπη τίποτε. Θα της
+δώση βεβαίως δέκα χιλιάδας, να μεταβή τουλάχιστον έως τους
+Παρισίους· εκεί θα κάμη και τα χειμερινά της ενδύματα, καλλίτερα,
+εννοείται, και ευθηνότερα παρά εις τας Αθήνας, και θα έχη
+τοιουτοτρόπως και οικονομίαν.
+
+Κατά φυσικώτατον δε συνειρμόν ιδεών αρχίζει αμέσως η κυρία
+Περδίκη να δημιουργή εσθήτας και επανωφόρια, και πίλους και
+πετάσσους, και τρίχαπτα και ταινίας, να κόπτη, να ράπτη, να
+συμφωνή τιμάς, να δοκιμάζη φορέματα ενώπιον μεγάλων κατόπτρων,
+διπλών και τριπλών, να κομψεύεται επιχαρίτως ενώπιον των
+παρισινών ραπτριών, και να ακούη μετά προσπεποιημένης και
+μετριόφρονος αιδούς τας προς τα σωματικά της κάλλη κολακείας των.
+
+Από του ευχαρίστου τούτου ονείρου αφυπνίζει αυτήν αίφνης ο υιός
+της, επιστρέφων από του καφενείου, όπου έπαιζε σφαιριστήριον, και
+φωνών από της θύρας·
+
+ — Α, μητέρα! ξεύρεις ότι το πράγμα άρχισε να γίνεται αστείον;
+
+ — Τι είνε, παιδί μου;
+
+ — Όλοι οι φίλοι μου ήθελαν να τους κάμω γεύμα. Άλλοι ήθελαν
+δανεικά, άλλοι . . .
+
+Ο νέος Περδίκης αποσιωπά, ότι οι άλλοι εκείνοι εζήτουν την
+επιστροφήν δανεισθέντων.
+
+ — 'Σάν να είχα κερδήσει εγώ, προσθέτει μετ' ολίγον, τον πρώτον
+λαχνόν.
+
+ — Τον καϋμένον τον Τηλέμαχον! Έννοια σου, και θα πω εγώ του
+μπαμπά σου να σου δώση κάτι τι διά τα έκτακτά σου έξοδα.
+
+ — Κ' εμένα, μαμάκα; ερωτά η την στιγμήν εκείνην ακριβώς
+εισερχομένη Ασπασία, δεν θα μου πέση τίποτε από ταις εκατόν;
+
+Πριν ή απαντήση η Κυρία Περδίκη, εισέρχεται ο υπηρέτης, κομίζων
+δύο επιστολάς και μίαν κολοσσιαίαν ανθοδέσμην.
+
+ — Ακόμη γράμματα; φωνεί η οικοδέσποινα. Καλά! Βάλε τα εκεί,
+επάνω εις το τραπέζι. Και αυτό το μπουκέτο ποίος το έφερε;
+
+ — Ο περιβολάρης, κυρία. Σας συγχαίρεται, λέγει· και εις άλλα.
+
+ — Το πήρε και αυτός μυρωδιά; μη χειρότερα! παρατηρεί ο
+Τηλέμαχος.
+
+ — Δος του πέντε φράγκα, Νικόλα, και πες του, τον ευχαριστούμεν.
+
+Μόλις εξήλθεν ο Νικόλας, και παρίσταται εις την θύραν του
+εστιατορίου άνθρωπός τις του λαού, χυδαίαν έχων την όψιν και τα
+κνήμας γυμνάς, κοντός δε και στενάς φορών αναξυρίδας μέχρι
+γονάτων, εφεστρίδα με διπλήν σειράν σφαιροειδών και θυσσανωτών
+κομβίων, και πέτασσον εκ πιλήματος άμορφον και αποτετριμμένον.
+Διά της μιας αυτού χειρός κρατεί ράβδον χονδράν, διά της άλλης δε
+αναλικνίζει από των τεσσάρων του άκρων μανδήλιον ρυπαρόν, εις ου
+το βάθος κροταλίζουσιν ολίγα κέρματα.
+
+ — Καλό 'ς τα χαίρεστε, κυρά! λέγει ο νέηλυς, βλέπων εστρωμένην
+την τράπεζαν. Ο θεός να σας τα πληθαίνη! Το μάθαμε δα κάτω 'ς το
+παζάρι όλοι μας, και το καταχαρήκαμε, μάρτυς μου ο Θεός! Του
+άξιζε του κυρ Γιάγκου, αλήθεια, γιατί είνε καλός άνθρωπος και
+καλός πατριώτης. Αι! 'ς της άλλαις εκλογαίς θα τον έχωμε πρώτο
+σύμβουλο, χωρίς άλλο.
+
+Ευχαριστούμεν, απαντά δειλώς η κυρία Πηνελόπη, πτοουμένη σχεδόν
+την προστατευτικήν εκείνην οικειότητα της φράσεως, και προσθέτει
+αμέσως·
+
+ — Τι αγαπάτε; τον Γιάγκο θέλετε; δεν ήλθ' ακόμη.
+
+ — Δεν πειράζει, κυρά! αφού είσθε η ευγενεία σας, το ίδιο κάνει.
+Είνε για μια πτωχή οικογένεια . . . ό,τι προαιρείται ο καθείς.
+
+Και ο μέλλων κομματάρχης του Κ. Περδίκη ανοίγει διά των δύο του
+χειρών τας άκρας του μανδηλίου και πλησιάζει δύο βήματα προς την
+οικοδέσποιναν.
+
+ — Νικόλα! φωνάζει η κυρία· δόσε πέντε φράγκα του κυρίου . . . —
+πώς ονομάζεσθε, παρακαλώ;
+
+ — Κωστής Φυσέκης, κυρά!
+
+ — Δόσε του Κυρίου Κωστή, . . εξακολουθεί η οικοδέσποινα.
+
+ — Όχι να μου τα δώση κυρά, όχι! 'Σ το μανδήλι να τα ρίξη,
+παρακαλώ. Αυτά είνε χρήματα ιερά, και εγώ δεν τα πιάνω εις το
+χέρι μου.
+
+Ο Νικόλας αποθέτει εις το μανδήλιον το πεντόφραγκον, ατενίζων
+εκφραστικώτατον και γνώριμον βλέμμα επί τον ευσυνείδητου
+ερανιστήν, όστις αποχαιρετά και απέρχεται.
+
+ — Ξεύρεις, μητέρα, παρατηρεί ο Τηλέμαχος, ότι αν πηγαίνη έτσι το
+πράγμα, αι εκατόν χιλιάδες θα γείνουν πολύ γρήγορα παραμύθι;
+
+ — Αι, καλά! απαντά μειδιώσα η μήτηρ του. Ο άνθρωπος πρέπει να
+βοηθή, όταν ειμπορή και όσον ειμπορή. Μ' εκατό και με διακόσια
+φράγκα δεν θα μας λιγοστευτούν, παιδί μου, κ' έννοια σου.
+
+ — Εμένα μου έρχεται μία ιδέα, υπολαμβάνει ο νεαρός Περδίκης
+διαρρηγνύμενος εις γέλωτα. Να βάλωμε μίαν ειδοποίησιν αύριον εις
+τας εφημερίδας, ότι παρακαταθέτομεν το ποσόν εις ένα
+συμβολαιογράφον, εις μίαν τράπεζαν, — αδιάφορον πού — και να
+κοπιάση ο κόσμος να παίρνη, ως που να τελειώσουν. Έτσι, μου
+φαίνεται, θα ευρούμε τουλάχιστον την ησυχίαν μας.
+
+ — Στάσου δα πρώτα να ταις πάρωμεν, και ύστερα σκεπτόμεθα, απαντά
+γελώσα επίσης η μήτηρ.
+
+ — Ου, καϋμένε Τηλέμαχε, λέγει η δεσποινίς Ασπασία, τι ανοησίαις
+που λες!
+
+ — Κύτταξε που το πίστευσε κ' εφοβήθηκε! υπολαμβάνει ο Περδικίδης
+και γελά έτι θορυβωδέστερον. Έννοια σου, Ασπασάκη! έννοια σου,
+και ο μπαμπάς τέτοιους χωρατάδες άνοστους δεν τους κάμνει.
+Αλήθεια, μητέρα, δεν τρώμε; Είνε μία περασμένη.
+
+Ζ'.
+
+Η οικογένεια Περδίκη απέκαμε να περιμένη τον αρχηγόν αυτής και
+κάθηται εις την τράπεζαν.
+
+Το γεύμα, εννοείται, είνε φαιδρότατον, και οι δαιτυμόνες
+ομιλητικότατοι.
+
+Η κυρία Πηνελόπη υψόνει ήδη το ποτήριόν της προπίνουσα εις υγείαν
+του συζύγου της και ευχομένη καί εις άλλα, ότε ο Περδίκης ανοίγει
+παταγωδώς την θύραν και ενσκήπτει ως κεραυνός εις την αίθουσαν. Η
+μορφή του είνε πορφυρά, οι οφθαλμοί του απλανείς, το βήμα του
+ασταθές, και αι χείρες του κινούνται ως πτέρυγες ανεμόμυλου. Δεν
+λέγει λέξιν, αλλά καταπίπτει επί μιας καθέδρας, και ασθμαίνει
+κοπιωδώς, ως φύσα σιδηρουργείου.
+
+ — Τι είνε; φωνεί αναπηδώσα από της έδρας της η σύζυγός του, Τι
+τρέχει; τι έπαθες;
+
+Ο Περδίκης προσπαθεί να ομιλήση, αλλ' η φωνή του εκπνέει εις τον
+λάρυγγά του.
+
+ — Δος μου εδώ ένα ποτήρι νερό, Ασπασία! κραυγάζει η Κ. Πηνελόπη,
+Γρήγορα. Έλα!
+
+Και ποτίζει τρυφερώς τον συμβίον της.
+
+ — Μα τι τρέχει λοιπόν; Λέγε μου! ερωτά και πάλιν.
+
+ — Τι να τρέχη, αδελφή, απαντά τέλος ανακτών την φωνήν του ο
+Ιωάννης. Το κέρδος μας . . .
+
+ — Αι;
+
+ — Έγεινε. . . .
+
+ — Τι;
+
+ — Κα-πνός!
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; Τι είν' αυτά; τι θα ειπή, έγεινε
+καπνός;
+
+ — Να είπη, ότι η ομολογία μας . . . δεν είχε πληρωμένην . . .
+την τελευταίαν δόσιν.
+
+ — Και τι μ' αυτό;
+
+Δεν είνε ακριβώς γνωστόν, τι απήντησεν ο Περδίκης εις την
+ερώτησιν ταύτην της συζύγου του.
+
+
+
+ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ (6)
+
+
+
+Ήσαν δύο οικίαι επί της αυτής οδού, η μία της άλλης αντιμέτωπος.
+
+Η μία μεγάλη, άρχοντος οικία, η άλλη μικρά, ταπεινή, σχεδόν
+καλύβη, πτωχόν πτωχού ενδιαίτημα.
+
+Εδώ πυλώνες μεγάλοι, και παράθυρα πολλά, διά βαρυτίμων
+παραπετασμάτων μετριάζοντα το άπλετον φως, και εξώσται κομψοί
+περικοσμούντες την οικοδομήν, και άνδηρα, αναπεπταμένα το μεν εις
+τον ήλιον, το δε εις την αύραν την εσπερινήν, και κήπος οπίσω
+θαλερός και βαθύσκιος, και στρουθίων τάγματα πολυάριθμα,
+φλυαρούντα υπό των δένδρων το φύλλωμα και ζωογονούντα την βαρείαν
+σιγήν, ην περιέβαλλε τον οίκον πάσα η σοβαρότης του πλούτου.
+
+Είναι μία μόνη μικρά θύρα, και στενόν παράθυρον μόλις που τας
+κυριακάς και τας εορτάς δειλώς ανοιγόμενον, και πέραν εκεί, εις
+το άκρον στενού διαδρόμου και όπισθεν των δύο χαμογείων δωματίων
+άτινα αποτελούν τον πτωχικόν οίκον, αυλή ευρεία, ης το γεώδες
+έδαφος συνεκύλων δι' όλης της ημέρας παιδία γυμνόποδα φαιδρώς
+φωνασκούντα, και όρνιθες κλώζουσαι και ραμφοκοπούσαι το χώμα, ας
+ένθεν μεν κατεδίωκεν ακάκως πυρρόθριξ μολοσσός, απαθής δ' εκείθεν
+αλλά προσηνής το φαινόμενον εθεάτο τεφρόχρους όνος, προσδεδεμένος
+εις φάτνην πενιχράν, υπό την στέγην ολίγων σανίδων.
+
+Του πλουσίου μεγάρου κάτοικοι, πλην των πολλών οικετών, αφώνων
+και σοβαρών ως ο οίκος, ήσαν δύο μόνοι· ανήρ και γυνή. Ο Θεός δεν
+είχε δώσει τέκνα εις αυτούς, νομίσας ίσως ότι τους ήρκει ο
+πλούτος· αλλ' είχεν όμως δώσει φίλους πολλούς εις τον πλούτον
+των, οίτινες επλήρουν πολλάκις την τράπεζαν αυτών κ' εφαίδρυνον
+ενίοτε τας αίθουσάς των. Δεν εφαίδρυνον όμως και τον οίκον αυτών
+οι ξένοι· πολλάκις δε τα όμματα της πλουσίας αλλ' ερήμου
+οικοδεσποίνης εθόλονε μελαγχολία, και δάκρυ δειλόν ανέβλυζεν υπό
+τα βλέφαρά της, οσάκις από της σιγής του θαλάμου της εθεώρει διά
+του παραθύρου εις την απέναντι πτωχικήν αυλήν, και έβλεπε τα
+ακτένιστα παιδία του γείτονος παίζοντα εν φωναίς και θορύβω το
+κ ε ρ ά κ ι και τον κ ρ υ π τ ό ν.
+
+Διότι είχε πολλά παιδία ο γείτων' ουδ' αυτός ο ίδιος ήξευρε πόσα,
+— έλεγεν αστειευόμενος, οσάκις ηρωτάτο. Ότε δε την εσπέραν
+επέστρεφεν οίκαδε ο ημερόβιος εργάτης, άλλοτε πεζός και άλλοτε
+σοβαρώς κεντρίζων τον όνον του, και ηνοίγετο προ αυτού η θύρα του
+οικίσκου, χωρίς καν εκείνος να την ωθήση, αλαλαγμός χαρμόσυνος
+ηγείρετο από της αυλής, και πάσα παιδιά κατελείπετο εις το μέσον,
+και όλος των παικτόρων ο εσμός, μικρών και μεγάλων, εκρεμάτο
+βοτρυδόν από των φορεμάτων του πατρός. Ο ευσταλέστερος ανερριχάτο
+εις τους ώμους του, η ζωηροτέρα ήρπαζεν από της αγκάλης του τον
+άρτον της εσπέρας, άλλος ανηρτάτο από του τραχήλου του, και τα
+μικρότερα ενηγκαλίζοντο τας κνήμας του.
+
+ — Έλα, ησυχάστε! αφήστε τον πατέρα σας να ξανασάση! εφώνει προς
+το στίφος των πολιορκητών η κυρά Δημήτραινα, εύσωμος και
+πορφυρόχρους μεσήλιξ, ης τα σπαργώντα στήθη, ανέτως αναπτυχθέντα
+υπό τα λαίμαργα στόματα δέκα ευρώστων νηπίων και ουδένα ποτέ
+γνωρίσαντα στηθόδεσμον, εκυμαίνοντο μεγαλοπρεπώς μόλις
+συγκρατούμενα υπό των πτυχών του χιτώνος της.
+
+ — Άσ' τα! μη τα μαλόνης! απήντα ο κυρ Δημήτρης, και αναλαμβάνων
+εις τας αγκάλας του τα δύο δίδυμα μικρά του, εκάθητο κεκμηκώς επί
+του σάγματος του όνου και εσπόγγιζε τον αδρόν του μετώπου του
+ιδρώτα διά της ποδιάς των τέκνων του.
+
+Τοιούτων φαιδρών σκηνών πολλάκις εγίνοντο από του εξώστου των
+θεαταί ο Κύριος Μαρής και η Κυρία Μαρή, του πλουσίου οίκου οι
+άπαιδες άρχοντες. Και εκείνος μεν, εκατομμυριούχος χρηματιστής,
+από μακρού ήδη τραχυνθείς την καρδίαν εκ των συγκινήσεων της
+υψώσεως και του εκπεσμού, δυσθύμως μάλλον προσέβλεπε τας
+θορυβώδεις εκείνας και προστύχους, ως τας απεκάλει, οικογενειακάς
+πανηγύρεις, αίτινες ετάραττον την εσπέραν ου μόνον την κοπιώδη
+συνήθως χώνευσίν του, αλλά και πάσαν την ηρεμίαν των οικονομικών
+αυτού υπολογισμών. Αλλ' η συζυγός του, γυνή και δις ήδη
+αποτυχούσα μήτηρ, μακράν πολλάκις ώραν ελησμονείτο θωρούσα την
+διηνεκή σχεδόν εκείνην τύρβην, και μειδίαμα παράδοξον, χαράς άμα
+και πόνου μαρτύριον, διέστελλε τα χείλη της. Τι δεν έδιδε διά
+μικράν τινα μόνον μερίδα της ζωηρότητος εκείνης και ταραχής!
+
+***
+
+Εσπέραν τινά, ήτο η πρώτη Κυριακή των Απόκρεω ο Δημήτρης
+επέστρεψεν ενωρίτερα εις τον οίκον του,
+
+Ήτο κατοφορτωμένος.
+
+Διά του δεξιού βραχίονος έσφιγγεν ενηγκαλισμένον ταβάν, όθεν από
+παχέος ορύζης στρώματος προέκυπταν πού και πού, ως λόφοι μικροί,
+τεμάχια κρέατος οπτού· κάτωθεν δ' αυτού ανελικνίζετο δίκην
+εκκρεμούς από της δεξιάς του χειρός φιάλη μελάγγρους ευμεγέθης,
+πλήρης ξανθού ρητινίτου. Αριστερόθεν εκράτει μανδήλιον,
+εγκυμονούν τις οίδε τίνα και ποία έκτακτα τραγήματα, και επί του
+μανδηλίου έσφιγγε διά του αντίχειρος χάρτινον πρόστυχον
+προσωπείον είκοσι λεπτών.
+
+ — Έλα, Μαριώ, να ζης! ξεφόρτωσέ με! εφώνησεν εισερχόμενος.
+
+Αλλά πού να προφθάση η Μαριώ! Τρία ήρπασαν διά μιας την βαύκαλιν,
+άλλα τόσα το μανδήλιον, ούτινος διεσπάρησαν χαμαί τα περιεχόμενα
+— δύο λεμόνια εδώ, πέντε μήλα εκεί, ολίγα μύγδαλα παρέκει — και η
+γενική κατ' αυτών έφοδος των παιδίων έσωσεν από σοβαρού κινδύνου
+τον ταβάν, ον κατώρθωσε τέλος να παραλάβη σώον και ακέραιον η
+μήτηρ.
+
+ — Κύτταξε, κύτταξε τα διαβολόπουλα! Εφώνει αύτη, και ηγωνίζετο
+ασθμαίνουσα να επαναφέρη την τάξιν εν μέσω του αφηνιάσαντος
+στίφους, ενώ ο πατήρ εκράτει το προσωπείον υψηλά, υψηλότερα των
+κατ' αυτού αναπηδώντων μικρών, και έλεγεν αταράχως·
+
+ — Αι, ησυχία τώρα, ησυχία! Κάμετε φρόνιμα . . . ειδεμή δεν έχει
+μουτσούνα.
+
+ — Μουτσούνα! Μουτσούνα! εκραύγασεν εν χορώ το παιδοθέμιον,
+θορυβώδη συγκροτούν πυρρίχιον κύκλω του πατρός, ενώ η μήτηρ μόλις
+κατώρθονε να περισυναγάγη από του πεδίου της μάχης τους από του
+μανδηλίου πεσόντας τραυματίας.
+
+Τέλος επήλθεν ησυχία εν τω οίκω του κυρ Δημήτρη. Τα παιδία
+κατηυνάσθησαν, και συναχθέντα περί τον τ α β ά ν ωσφραίνοντο
+βουλιμιώντα το περιεχόμενον.
+
+Η οικοδέσποινα έστρωσεν εν μέσω την βραχύποδα τράπεζαν του
+δείπνου, τον σ ο φ ρ ά ν, και ανήψε παρ' αυτώ κλαυθμηρίζοντα
+λύχνον. Ο κυρ Δημήτρης εκάθισε χαμαί σταυροποδητί, και σταυρώσας
+διά του μαχαιρίου του τον άρτον έκοψε και διένειμε.
+
+ — Δόξα σοι ο Θεός, γυναίκα, είπε σταυροκοπούμενος, η βδομάδα
+πήγε καλά. Βγάλαμε τριάντα δραχμαίς. Υγεία νάχωμε, και οξωνού! Η
+φτώχια θέλει καλοπέραση!
+
+Ούτως ευθύμως ήρχισε και ευθύμως επεράνθη το πτωχικόν του πτωχού
+οίκου δείπνον.
+
+Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του
+ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον
+σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόντας —
+και αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον
+και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια
+εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον
+της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα,
+είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·
+
+ — Δος μου τώρα λιγάκι το μπουζούκι μου, κυρά Μαριώ, να το
+τραγουδήσωμε·
+
+ — Δεν νυστάξατε σεις ακόμη; ηρώτησεν η κυρά Δημήτραινα· αλλά
+τοσαύτα διά μιας απήντησαν όχι, εις μίαν κορυφωθέντα κραυγήν,
+ώστε καθησύχασε μεν η μητρική μέριμνα, εξετέλισε δ' αμέσως το
+παραγγελθέν η συζυγική προθυμία.
+
+Το πρωσαχθέν μπουζούκιον ήτο πατρική κληρονομία τον κυρ Δημήτρη.
+Ο πατήρ αυτού, βαρελοποιός ποτε και μουσικός κατά τας ώρας της
+σχόλης του, μόλις είχε κατορθώσει να διδάξη τον υιόν αυτού, πλην
+τυπικών τινων υποκρούσεων, ένα συρτόν και ήμισυν καλαματιανόν.
+Αλλά το έν και ήμισυ τούτο ήρκει εις διασκέδασιν των παιδίων, ων
+αι χορευτικαί γνώσεις περιωρίζοντο κατ' ανάγκην εις το μουσικόν
+του πατρός των πεδίον.
+
+ — Ελάτε τώρα σεις, είπεν ούτος· πιασθήτε από τα χέρια. Εμπρός ο
+Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο
+Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα!
+
+ — Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν
+θα τη φορέσωμε;
+
+ — Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή.
+
+Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.
+
+Ελαφροί των παιδίων οι μικροί πόδες έπληττον, ρυθμικώς ενίοτε, το
+πάτωμα, αι λάλοι των γλώσσαι συνώδευον κατά διάλείμματα διά
+προχείρου άσματος τον σκοπόν της ορχήστρας, ο δε πατήρ, διακόπτων
+ενίοτε την μουσουργίαν, ανέμελπεν έρρινον και βροντόφωνον ωδήν,
+προς ην αγαλλιών και σκιρτών ανταπήντα ο χορός.
+
+ — Κέφι που τώχεις, ευλογημένε! έλεγεν η κυρά Μαριώ, νανουρίζουσα
+ηρέμα το βρέφος της, — διότι είχε και βρέφος η ευλογημένη. — Κέφι
+που τώχεις! Δεν πέφτεις να πλαγιάσης, που είσαι κουρασμένος,
+μόνον κάθεσαι και. . . .
+
+Κτύπος δυνατός εις την εξώθυραν διέκοψε της Δημήτραινας την
+φράσιν και του Δημήτρη την μουσικήν.
+
+ — Ποιος νάνε τέτοια ώρα! είπεν ούτος, αποθέτων το όργανον του
+και εγειρόμενος. Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν
+αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και
+μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του
+ανέμου την πτώσιν.
+
+Και εβάδισε προς την θύραν.
+
+***
+
+Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής
+καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.
+
+Περάναντες το γεύμα των, όπερ άφθονον ως συνήθως και ποικίλον
+ουδέν είχεν ιδιαίτερον γνώρισμα, το δυνάμενον να αναμνήση αυτούς
+την απόκρεω, ανεκλίθησαν αμφότεροι απέναντι αλλήλων, εκείνος μεν
+επί σοφά μαλακού, καπνίζων το σιγάρον του, και χειλοποτών ηρέμα
+τον καφέν του, αυτή δε επί του εγγυτάτου εις την τράπεζαν
+κλιντήρος, θωπεύουσα νωχελώς διά της λευκής και δακτυλιοφόρου
+χειρός της το λείον τρίχωμα χονδροκεφάλου γάτου, ρέγχοντος
+μακαρίως επί των γονάτων της.
+
+Πλην του ρόγχου τούτου σιγή εντελής επεκράτησεν ικανήν ώραν εν τη
+αιθούση.
+
+Ότε δε τέλος ο κύριος Μαρής ερρόφησε πλην του καφέ του και μικρόν
+ποτήριον κονιάκ, και ησθάνθη το σιγάρον του εγγίζον εις το τέλος,
+ανεκάθισε μορφάζων εκ μικρού ρευματικού νυγμού, ον ησθάνετο εις
+την κνήμην, και είπεν, αφού μεγαλοφώνως εχασμήθη·
+
+ — Δεν παίζεις λιγάκι Boccace, Ερμιόνη;
+
+ — Ουφ! καϋμένε Αγησίλαε, . . να ήξευρες πώς βαρηούμαι! απήντησεν
+εκείνη παρατείνουσα μετά κόπου τας λέξεις και οιονεί συλλαβίζουσα
+αυτάς. Επάνω εις την χώνευσιν . . πού ν' αφήσω τώρα τον καϋμένον
+των Πλούτωνα, που κοιμάται τόσον εύμορφα.
+
+ — Καλά! υπέλαβεν ο Αγησίλαος· και η τελευταία της λέξεως συλλαβή
+απήχησεν εις δεύτερον και φωβερώτερον του πρώτου χάσμημα.
+
+ — Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον
+ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά;
+
+ — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις.
+
+ — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης;
+
+ — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . .
+μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,
+
+ — Ο Θεός να τους φωτίση, να σου ειπώ! Διότι αυταίς η βραδυαίς
+του χειμώνος είνε ατελείωταις.
+
+Την στιγμήν εκείνην εισελθών υπηρέτης άψογος την περιβολήν αφήκεν
+επί της τραπέζης δέσμην εφημερίδων, ειπών απλώς·
+
+ — Ταχυδρομείον!
+
+ — Α! τι καλά! εφώνησεν ευθύμως ο Αγησίλαος, και θεις επί της
+ρινός τας διόπτρας του ανέπτυξε το νεώτατον των φύλλων και ήρχισε
+την ανάγνωσιν από του τέλους.
+
+Ο Πλούτων αφυπνισθείς επήδησε χαμαί άνευ περαιτέρω διατυπώσεως,
+και βυθίσας τους εμπροσθίους του όνυχας εις τον παχύν της
+αιθούσης τάπητα εκύρτωσεν ευαρέστως την ράχιν του, η δε κυρία
+Ερμιόνη ανεγερθείσα ήνοιξε μίαν των επί της οδού θυρίδων.
+
+ — Να πάρωμεν ολίγον αέρα, και κλείω ευθύς, είπε προλαμβάνουσα
+πάσαν του ανδρός της διαμαρτύρησιν.
+
+Αλλ' από της θυρίδος εκείνης, πλην του δροσερού αέρος, εισέβαλεν
+απρόσκλητος ξένος και η φαιδρά αντήχησις του μπουζουκιού του κυρ
+Δημήτρη.
+
+ — Νά τα! είπεν ο χρηματιστής, εξακολουθών την ανάγνωσιν του·
+άρχισαν πάλιν οι αντικρυνοί μας τα συνειθισμένα. Ξεύρεις,
+Ερμιόνη, ότι κατήντησεν ανυπόφορος αυτός ο κυρ Δημήτρης με το
+κοπάδι του;
+
+ — Διατί οι καϋμένοι; ηρώτησε μετ' αγαθότητος η κυρία.
+Διασκεδάζουν . . . . δεν κάμνουν κακόν. Τι σε πειράζουν;
+
+ — Με ανησυχούν. . . . τι άλλο θέλεις να με πειράξουν; απήντησεν
+εκείνος, αναγινώσκων πάντοτε.
+
+ — Εγώ τους ζηλεύω, να σου ειπώ, υπέλαβε μετά μικρόν η κυρία
+Μαρή, πλησιάζουσα εις τον σύζυγόν της και θωπεύουσα ηρέμα τον επί
+της εφημερίδος κύπτοντα τράχηλόν του.
+
+ — Τι σου ήλθεν; είπεν εκείνος αναβλέπων.
+
+Την ερώτησιν ταύτην υπέλαβεν η Ερμιόνη αποτεινομένην εις την
+ζηλείαν μάλλον ή την θωπείαν της, και έσπευσε να προσθέση·
+
+ — Αχ, . . . . ζηλεύω τα παιδιά των. Δεν ξεύρεις πόσα είνε,
+Αγησίλαε, . . . και όλα τόσα . . . τόσα, το ένα μικρότερο και
+ωραιότερο από το άλλο. Να είχαμε κ' εμείς κανένα! . . . είπε μετ'
+ολίγον σιγαλή τη φωνή, κύπτουσα το πρόσωπον προς τον σύζυγόν της.
+
+ — Χα, χα, χα! εφώνησεν εκείνος γελών· με την ώρα σου ήλθεν η
+όρεξις! Ποίος σου πταίει; μην τα κάμνης μισά!
+
+Και αποβαλών τας διόπτρας του ηγέρθη και επλησίασεν εις την
+εστίαν.
+
+ — Με τα σωστά σου λοιπόν, αγάπη μου, εξηκολούθησε διά μειλιχίας
+φωνής, προσπαθών να κολάση την προ μικρού σκαιάν τραχύτητα της
+φράσεώς του, με τα σωστά σου ζηλεύεις τους γείτονάς μας;
+
+ — Και είνε να μην τους ζηλεύση κανείς; Δεν βλέπεις τι
+ευτυχισμένοι που ζουν! Πως είνε πτωχοί, . . αδιάφορον! Όλοι
+ροδοκόκκινοι από υγείαν . . . Ανάγκας δεν έχουν. . . . φροντίδας
+δεν έχουν. . . . Σπίτι γεμάτο ζωήν και χαράν! Όταν είνε να
+δουλεύσουν δουλεύουν, και όταν είνε να διασκεδάσουν διασκεδάζουν.
+Όχι . . .
+
+ — Όχι 'σάν εμάς; ήθελες να ειπής κ' εστάθης.
+
+ — Βέβαια. Ψεύματα; απήντησεν η κυρία Μαρή, υψούσα τους ώμους.
+Ημείς με όλα μας τα καλά . . . με τα πλούτη μας, με ωραίο σπίτι,
+με αμάξια, μαγείρους, υπηρέτας, τα έχομεν αιωνίως κατεβασμένα,
+'σαν να έχωμεν πένθος· και αν δεν έλθη κανείς ξένος να μας ίδη,
+δεν ανοίγομεν το στόμα μας ώραις. Εγώ τουλάχιστον, σε βεβαιόνω,
+εξηκολούθησεν η αγαθή γυνή μετά πικρού μειδιάματος, κατήντησα να
+μην ομιλώ παρά όταν μαλόνω τους υπηρέτας . . . . Αυτοί οι πτωχοί
+με το τίποτε είνε πάντα ευχαριστημένοι, εύθυμοι, διασκεδάζουν
+αδιάκοπα, τραγουδούν, χορεύουν, χαίρονται την ζωήν των τέλος
+πάντων. Διατί αυτό;
+
+ — Διατί! είπε καθ' εαυτόν ο χρηματιστής, περιπατών σιγά άνω κάτω
+εν τη αιθούση. Είτα δε, ωσεί φαεινή τις ιδέα επήλθεν αίφνης
+απαντώσα εις το ενδιάθετον αυτό ερώτημα, έστη αποτόμως
+επιστραφείς ενώπιον της συζύγου του και ηρώτησε·
+
+ — Θέλεις, Ερμιόνη μου, να σιωπήσουν οι γείτονές μας, και να
+παύση όλη αυτή η διασκέδασις και ο θόρυβος;
+
+ — Όχι τους καϋμένους! απήντησεν εκείνη περίτρομος, τις οίδεν
+οποία υποθέτουσα τα σχέδια του συζύγου της. Όχι, . . . μη τους
+κάμης κακόν! άφησέ τους . . . . Τι μας πειράζουν;
+
+ — Κακόν να τους κάμω; απήντησε μειδιών ο κύριος Μαρής. Πού σου
+εφάνη; Έννοια σου, μην ανησυχής . . . . και δεν θα πάθουν τίποτε.
+Καλόν θα τους κάμω . . . και θα σιωπήσουν, θα ιδής!
+
+ — Μα τι σκοπόν έχεις;
+
+Ο Αγησίλαος ουδέν απήντησεν, αλλ' εξελθών της αιθούσης, και
+καλέσας τον υπηρέτην του Γιάννην, είπεν εις αυτόν ολίγας λέξεις
+ταπεινή τη φωνή.
+
+Μετά τινας στιγμάς ο Γιάννης έκρουεν, ως είδομεν ήδη, την θύραν
+του κυρ Δημήτρη.
+
+Την επαύριον εσπέραν ο κυρ Δημήτρης, δειπνήσας συντομώτερον και
+του συνήθους, έπλυνε πρώτον τας χείρας αυτού και το πρόσωπον,
+υπεδύθη κατόπιν έν ζεύγος καινουργών δήθεν σανδαλιών, άτινα από
+πέντε ήδη ετών εφύλαττεν η Μαριώ εντός παλαιού ερμαρίου διά τας
+δ ε σ π ο τ ι κ ά ς ε ο ρ τ ά ς, εφόρεσε το καλόν του φέσιον, και
+ευτρεπίσας όσον κάλλιον ηδύνατο την λοιπήν αυτού αναβολήν,
+ητοιμάσθη να εξέλθη, λέγων·
+
+ — Ας πάμε να ιδούμε τι μας θέλει ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Δε θ' αργήσης; ηρώτησεν η σύζυγός του.
+
+ — Πώς θ' αργήσω; Μήπως έχομε τίποτε να μοιράσωμε με το γείτονα;
+Θάχη καμμιά δουλειά να μου παραγγείλη . . . Σε δύο λεπτά είμαι
+'πίσω.
+
+ — Κύτταξε να μη παραστρατήσης! . . .
+
+ — Με το καλό μου φέσι; απήντησεν ο Δημήτρης, εκπλαγείς ότι η
+συμβίος του υπέθετεν αυτόν ικανόν προς τοιαύτην μωρίαν.
+
+Και εξήλθε λέγων·
+
+ — Πλάγιασε τα παιδιά!
+
+Η κυρά Δημήτραινα, μείνασα μόνη, κατέκλινε πρώτον τον πολυάριθμον
+αυτής τόκον επί δύο ευρέων στρωμάτων, χαμαί ηπλωμένων εντός του
+παρακειμένου θαλάμου, είτα δε καθεσθείσα παρά τον λύχνου της,
+ήρχισε πλέκουσα κάλτσαν και διανοούμενη τι άρα γε ήθελε τον
+σύζυγόν της ο κύριος Αγησίλαος.
+
+ — Να τον φώτιζε ο Θεός, έλεγε καθ' εαυτήν, να μας έδιδε καμμιά
+καλή δουλειά . . . αποκοπή, να βγάλωμε τίποτε. Κανένα χωράφι, να
+ειπούμε, να το βάλη αμπέλι ο Δημήτρης, . . . καλογερικό, να
+πάρωμε και 'μείς λιγάκι επάνω μας. Γιατί μ' όλα αυτά τα παιδιά,
+ζωή νάχουνε! πού να βγη κανείς με το μεροδούλι; . . . ψωμί μοναχά
+δεν μπορεί να τα προφτάξη ο καϋμένος ο Δημήτρης. Αι! δόξα σοι ο
+Θεός! είπεν αίφνης, διακόπτουσα μεγαλοφώνως τας σκέψεις της και
+σταυροκοπουμένη.
+
+Απορούσα δε, ότι ο Δημήτρης δεν επανήρχετο, ανέλαβε πάλιν
+ανεπαισθήτως τον ειρμόν του τερπνού της ονείρου.
+
+ — Θάκανα ένα φουστανάκι της Ελένης μου, εξηκολούθησε
+διαλογιζομένη, και θάστελνα και τον Νικολή μου 'ς το σχολειό να
+μη μείνη στραβό το καϋμένο, και με βλαστημάη μια μέρα. Θάκανα και
+το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε
+τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι
+να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να
+σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια
+με μπαλώματα . . .
+
+Ούτω δε δειλώς ιστιοδρομούσα διά του πελάγους των ονείρων, δεν
+ήκουσεν η Μαριώ ανοιγομένην και κλειομένην την αυλόθυραν, ούτε
+την μετ' ολίγον ημιανοιχθείσαν ηρέμα θύραν του οικίσκου, ούτ'
+εννόησε του κυρ Δημήτρην, όστις προκύψας διά της θύρας την
+κεφαλήν, ηρώτησε σιγαλή τη φωνή, πριν εισέλθη·
+
+ — Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Ου! μ' ετρόμαξες, καϋμένε! εφώνησεν η ανανήψασα αίφνης σύζυγός
+του. Τι στέκεσαι τώρ' αυτού; Τελείωσες; έλα μέσα!
+
+ — Μη φωνάζης! υπέλαβε σιγά σιγά και πάλιν ο κυρ Δημήτρης,
+ιστάμενος πάντοτε επί της φλιάς της θύρας. Κοιμήθηκαν τα παιδιά;
+
+ — Σε καλό σου! κοιμήθηκαν βέβαια. Τι θα πη αυτό; Τι ρωτάς; Τι
+σου ήλθε;
+
+ — Μεγάλα πράγματα, Μαριώ μου! απήντησεν εκείνος εισερχόμενος.
+
+Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν
+Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι
+οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή
+ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη.
+
+ — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η
+κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος.
+
+ — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!
+
+Και λαβών κάτωθεν της μασχάλης του σακκίδιον πλήρες ταλλήρων,
+κατήνεγκεν επ' αυτού βαρύν τον γρόνθον του.
+
+Η πτωχή Μαριώ έγεινε κάτωχρος. Ησθάνθη διά μιας λυόμενα τα γόνατά
+της· ήνοιξε το στόμα της να ομιλήση . . . αλλά πού φωνή! Ενόμισεν
+ότι ο λάρυγξ της είχε καταβή διά μιας εις τα βάθη του στήθους
+της . . Ευτυχώς δεν ήτο φύσις αβρά, ην ηδύνατο να νικήση επί μακρόν
+η συγκίνησις.
+
+ — Δημήτρη! ανέκραξε τέλος συνερχομένη, και η φωνή της εβρόντησεν
+ως φωνή κατηγόρου, και η χειρ της υψώθη απειλητική. Πού τα ηύρες
+αυτά τα χρήματα;
+
+Ο πτωχός Δημήτρης έμεινε κατ' αρχάς ενεός και κατάπληκτος προ της
+αιφνιδίας μεταμορφώσεως της συζύγου του. Αλλ' αστραπή ταχεία, η
+αστραπή της υποψίας της Μαριώς, διέδραμεν αμέσως την διάνοιάν
+του, και ανακαγχάσας παταγωδώς.
+
+ — Χα, χα! χα! εφώνησε· μη θαρρής πως τάκλεψα; Μου τάδωσαν,
+ματάκια μου, μου τα . . . δωσαν, . . . μου τα χάρισαν!
+
+ — Σου τα χάρισαν; Ποιος σου τα χάρισε; Ποιος χαρίζει σήμερα 'ς
+την 'Αθήνα σακκούλια τάλλαρα; . . . Δημήτρη!
+
+ — Έλα, έλα . . . μην ήσαι τρελλή. Μου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος.
+
+ — Σου τα χάρισε ο κυρ Αγησίλαος; . .
+
+ — Πού ο θεός να μου κόβη χρόνια να του δίνη μέραις! Κάθισε·
+κάθισε να σ' τα πω!
+
+Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα
+γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις
+αυτού και τα αισθήματά του.
+
+ — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που
+τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . .
+
+ — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά
+Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε!
+
+ — Στάσου δα, μη βιάζεσαι. Μπήκα το λοιπόν, και από κάμαρα σε
+κάμαρα, μπρος ο δούλος πίσω εγώ, βρέθηκα μπροστά 'ς τον κυρ
+Αγησίλαο. Τι σπίτι, καϋμένη Μαριώ! Καλά που έβαλα τα καινούργια
+μου παπούτσια.
+
+ — Ουφ, καϋμένε . . . λέγε τι σου είπε, και άφησε της φλυαρίαις.
+
+ — Τι μου είπε; και θυμάμαι θαρρείς; Τι κάνουμε, πώς περνούμε,
+πόσα παιδιά έχομε . . . αν είμαστε στενοχωρημένοι, χίλια δυο.
+Καλώτατος άνθρωπος, Μαριώ μου! χρυσός άνθρωπος! Αύριο ευθύς θα
+παραγγείλω μία λαμπάδα, ίσα με μπόι του, να την πάω 'ς τον άι
+Δημήτρη.
+
+ — Καλά όλ' αυτά, . . μα πώς σούδωσε τα χρήματα; γιατί σου
+τάδωσε;
+
+ — Ξέρω κ εγώ γιατί; έτσι θέλησε. Μας βλέπει, λέει, από τα
+παράθυρά του και μας χαίρεται, γιατί έχομε πολλά παιδιά και καλή
+καρδιά, και ζούμε χαρούμενοι και διασκεδάζομε . . . Κάνομε λιγάκι
+ανησυχία καμμιά φορά, μα δεν τον πειράζει, λέει . . . η γυναίκα
+του μας καμαρόνει . . . — δεν έχει, ξεύρεις, παιδί η καϋμένη. . . .
+Τι έλεγα; . . . α ναι το λοιπόν, μας λυπήθηκε, λέει, εμένα και
+σένα, να μας βλέπη έτσι να δουλεύωμε όλη μέρα, και του ήρθε,
+λέει, η ιδέα να μας κάμη ευτυχισμένους. Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι
+να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη.
+
+ — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι
+δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί
+σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω!
+
+ — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η
+μπουκαπόρταις 'ς τα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη
+σακκούλα.
+
+Ταύτα δε λέγων ο κυρ Δημήτρης κατέφερε και πάλιν τον γρόνθον του
+επί του προ ποδών του αποτεθειμένου σακκίου.
+
+ — Εδώ μέσα, λέει, έχει πεντακόσια τάλλαρα. Μπορείς να κάμης με
+αυτά ό,τι δουλειά θέλεις. Παρ' τα! Δεν θέλω χαρτί, ούτε απόδειξη.
+Αν πλουτήσης καμμιά φορά, και παν η δουλειαίς σου καλά, μου τα
+δίνεις . . . . ειδεμή χάρισμά σου. Μου φάνηκε πως ονειρευόμουνα.
+Δεν είξευρα τι να πω, . . τι να κάμω. — Χάρισμά μου; λέω, αφέντη,
+μα πώς . . . — Δεν έχει πώς, λέει· θα τα πάρης! Μου κάνεις
+χάρη, . . . . Και μου σφίγγει το χέρι. Μου σφίγγει το χέρι, Μαριώ,
+κατάλαβες; Τι να κάμω το λοιπόν; τα πήρα. Κακά έκαμα; έπρεπε να
+μη τα πάρω;
+
+Η πτωχή Μαριώ δεν ηδύνατο να απαντήση. Έκλαιε. Το όνειρόν της
+εκείνο, το προ μικρού, ήρχετο πάλιν μειδιών προ της φαντασίας
+της, και το μειδίαμά του δεν ήτο πλέον πλάνη ουδέ γοητεία.
+Ηδύνατο τόρα να στείλη εις το σχολείον τον Νικολή της, . . . .
+ηδύνατο να κάμη το τάμμα της εις την Ευαγγελίστραν.
+
+Εκεί σιμά της έκαιε μικρόν κανδήλιον προ μικρού εικονίσματος της
+Θεοτόκου. Ενώπιον της εικόνος αυτής ευρέθη αυτομάτως γονυπετής η
+κυρά Δημήτραινα.
+
+ — Αμ' δεν είπαμε δα, γυναίκα, ν' αρχίσωμε τα κλάμματα! υπέλαβεν
+ο ανήρ, βλέπων αυτήν σπογγίζουσαν τα δάκρυά της, και προσπαθών να
+νικήση και αυτός την συγκίνησιν, ήτις τον κατελάμβανεν. Έλα, σήκω
+τώρα και πάρ' τ' αυτά να τα φυλάξης.
+
+ — Πού να τα φυλάξω; είπεν εγειρομένη η Μαριώ, αφού επέρανε την
+υπέρ του μεγαλοδώρου ευεργέτου θερμήν αυτής δέησιν.
+
+ — Ξεύρω' γώ; όπου θέλεις. Να εκεί, 'ς τη μεγάλη κασσέλα, που
+έχει και μεγάλο κλειδί. Έτσι! εξηκολούθησεν, αφού εξετελέσθη η
+παραγγελία του. Δος μου τώρα το κλειδί, και βοήθησέ με να βάλωμε
+την κασσέλα αποκάτω από το κρεββάτι για πειό ασφάλεια.
+
+ — Ασφάλεια; και τι φοβάσαι! να μας πατήσουν κλέφταις;
+
+ — Δεν ξεύρω εγώ. . . . όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά·
+τόρα είμαστε πλούσιοι, κυρά Μαριώ, το κατάλαβες; και χρειάζεται
+προσοχή και φρόνηση.
+
+ — Και ποιος μας ξέρει, Δημήτρη μου;
+
+ — Ναι, δε σου λέω, . . . απήντησεν εκείνος ξύων την κεφαλήν του,
+αλλά πού ξεύρεις; ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, . . και πολλά
+μάτια. Καλλίτερα έτσι. Α! σβύσε τώρα το φως να πλαγιάσωμε, και
+αύριο τα λέμε. Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισά
+'ς την αδελφή μου, και τα μισά 'ς τη μάννα σου.
+
+ — Γιατί;
+
+ — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε
+για παιδιά.
+
+ — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν;
+
+ — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ'
+αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω.
+
+ — Καλά.
+
+Και το ανδρόγυνον κατεκλίθη· αλλά δεν απεκοιμήθη αμέσως, όπως
+άλλοτε, ότε ο ύπνος ήρχετο ταχύς αναπαύων τα εκ της εργασίας
+καταπεπονημένα των μέλη, και ναρκών ευκόλως την αργήν αυτών
+διάνοιαν.
+
+Είχον τόσα πράγματα να σκεφθούν απόψε, η Μαριώ και ο Δημήτρης! Τι
+να τα κάμουν αυτά τα χρήματα; διενοείτο εκάτερος· τι ν'
+αγοράσουν; τι να επιχειρήσουν; Πώς να τα καταστήσουν κερδοφόρα;
+Και έπειτα . . . να τα κρατούν εις τον πενιχρόν αυτών οίκον, . . .
+τόσα χρήματα; Ό,τι ήτο να γείνη, έπρεπε να γείνη γρήγορα . . .
+και να γείνη μάλιστα και με τρόπον, ώςτε να μη φανή . . . να μην
+εννοήσουν οι συγγενείς των — πτωχοί επίσης ημερόβιοι — ότι
+επλούτησαν.
+
+Θα ήρχιζαν τότε τα δανεικά — και αγύριστα βεβαίως — και αιτήσεις
+βοηθείας, και μεμψιμοιρίαι, και δυσαρέσκειαι και υποψίαι ίσως
+ακόμη, — τις οίδε — περί της πηγής του πλούτου των . . και
+φθόνος, . . . και χίλια άλλα κακά . . . Έπειτα ο κύριος Μαρής
+είχε ειπεί να του τα επιστρέψουν, αν πάγουν καλά η δουλειαίς
+των . . . Δεν έπρεπε να προσέξουν μήπως ζημιωθούν; Χωρίς άλλο!
+αλλά πώς; . . . απλοί άνθρωποι ως ήσαν; . . .
+
+Και εσκέπτετο ο Δημήτρης, και εσκέπτετο η Μαριώ, και εστρέφοντο
+με κλειστούς οφθαλμούς επί της κλίνης των, προσποιούμενος έκαστος
+ότι εκοιμάτο, ίνα μη αφυπνίση τον άλλον, ον υπέθετε κοιμώμενον.
+
+Τέλος εβαρύνθη ο ανήρ να κρατή κλειστά τα όμματά του. Τα ήνοιξε,
+και είδεν άγρυπνον παρ' αυτώ την γυναίκα του.
+
+ — Δεν κοιμάσαι και συ Μαριώ; είπε. Εγώ, τι να σου πω, δεν μου
+κολλάει ύπνος απόψε, μ' αυτά τα διαβολοχρήματα.
+
+ — Αμ' εμένα;
+
+ — Πρέπει κάτι να τα κάμωμε . . . να τα βγάλωμε από εδώ μέσα . . .
+γιατί . . .
+
+ — Κ' εγώ το ίδιο συλλογίζομαι.
+
+ — Εγώ λέω, γυναίκα . . .
+
+Και ήρχισε συζήτησις μακρά μεταξύ των συζύγου περί της διαθέσεως
+του σοβαρού εκείνου περιεχομένου του σάκκου· συζήτησις ήρεμος το
+κατ' αρχάς, ζωηροτέρα κατόπιν, τραχυνθείσα δε βαθμηδόν εις έριδα,
+και απολήξασα μετά τινα ώραν εις πείσμονα μεγαλόφωνον λογομαχίαν,
+— την πρώτην ην ήκουον οι ταπεινοί της οικίας των τοίχοι.
+
+Άλλα ήθελεν ο είς και άλλα ήθελεν ο άλλος. Εκείνη γνώμην είχε ν'
+αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε
+καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να
+επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή
+πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην
+ανάπαυσιν.
+
+ — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα·
+για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!
+
+ — Κατάλαβα πως είσαι τρελλή, απήντησεν αγροίκως ο Δημήτρης, και
+εγερθείς κατέλιπε την κλίνην.
+
+ — Εγώ είμαι τρελλή, ή εσύ είσαι τεμπέλης και μεθύστακας;
+
+ — Μαριώ! εβρόντησεν εκείνος εξαγριωθείς, κ' επροχώρησεν εγείρων
+την χείρα κατά της συζύγου του.
+
+ — Θέλεις και να με δείρης;
+
+Να την δείρη! ο Δημήτρης να δείρη την Μαριώ! . . την μητέρα δέκα
+τέκνων του! Ησχύνθη αμέσως, ο ταλαίπωρος, ησχύνθη εαυτόν, και η
+χειρ του κατέπεσεν αδρανής.
+
+ — Κ' εγώ είμαι μασκαράς, είπεν ηπίως, . . . μα και συ καϋμένη
+είσαι ανόητη.
+
+ — Έλα, έλα πλάγιασε, Δημήτρη, να ησυχάσης λιγάκι, απήντησεν
+εκείνη, κάμπτουσα εις θωπείαν την τρέμουσαν έτι φωνήν της.
+
+ — Πού να πλαγιάσω τώρα; μου έφυγε ο ύπνος· ξεύρεις όμως; μου
+έρχεται μία ιδέα.
+
+ — Άφησε τώρα της ιδέαις γι' αύριο, κ' έλα να κοιμηθής
+
+ — Μου έρχεται ιδέα . . να μετρήσω τα τάλλαρα.
+
+ — Να τα μετρήσης; και γιατί; πού σου ήλθε;
+
+ — Να ιδώ, είνε σωστά πεντακόσιας ή με γέλασε ο κυρ Μαρής;
+
+ — Να σε γελάση ο άνθρωπος; γιατί να σε γελάση, αφού σου τα
+χάρισε; Δεν σούδινε, σαν ήθελε, λιγώτερα;
+
+Ο Δημήτρης έμεινεν επί στιγμήν σιγών, κύπτων υπό το βάρος της
+ακαταγωνίστου εκείνης ευθύτητος.
+
+ — Έχεις δίκη ο γυναίκα! είπε ταπεινή τη φωνή, έχεις δίκηο . . . .
+Και εντρεπόμενος να εξακολουθήση μεγαλοφώνως, συνεπλήρωσεν
+ενδομύχως την φράσιν του: Τα χρήματα χαλούν τον άνθρωπον.
+
+ — Σαλέπι ζεστό! ηκούσθη αίφνης φωνή βραγχώδης από της οδού.
+
+ — Νά! ξημέρωσε, είπεν εγειρομένη της κλίνης της η κυρά Μαριώ.
+Στάσου να σου πάρω λιγάκι σαλέπι να ζεσταθής.
+
+***
+
+Ότε μετά τινας ώρας εφάνη πλήρης η ημέρα, και φαιδρός εισεχώρησεν
+ο ήλιος διά των χαραμίδων του στενού παραθύρου της μικράς οικίας,
+αθόρυβος επεκράτει εν αυτώ ηρεμία.
+
+Τα μεγαλείτερα και θορυβωδέστερα των παιδίων είχον αποσταλή εις
+την μάμμην των, η Μαριώ εσάρονε την αυλήν και συνήγεν από των
+φωλεών των ορνίθων της τα νωπά των ωά, ο δε Δημήτρης, καθήμενος
+προ της θύρας εκάπνιζε σιωπηλός αλλεπάλληλα σιγάρα κ' έξεεν
+επιμόνως διά της αριστεράς του χειρός τον αξύριστον αυτού πώγωνα.
+
+ — Δεν θα πας σήμερα σε δουλειά; ηρώτησεν αίφνης, διακόπτουσα το
+έργον της και ανακύπτουσα η Μαριώ.
+
+ — Τώρα πειά; πέρασε η ώρα. Έπειτα έχομε και να μιλήσωμε,
+γυναίκα . . . πρέπει να ιδούμε τι θα κάμωμε . . .
+
+ — Έχομε καιρό . . . να μιλήσωμε, απήντησεν εκείνη μελαγχολικώς,
+ενθυμουμένη τα νυκτερινά. Σήκω τώρα! σήκω! Πήγαινε να πάρης λίγο
+αέρα 'ς το παζάρι . . . να ψωνήσης κι' όλα. Ψωμί έχομε ολίγο . . .
+δεν θα μας φτάση. Πάρε ένα καρβέλι . . . λίγο τυρί και κρασί.
+
+ — Δεν βράζεις καμπόσα αυγά λέω εγώ; Τι θα τα κάμης που τα
+κρύβεις;
+
+ — Και τη λαμπρή τι θα βάψωμε; Έλα, έλα, σήκω.
+
+ — Πώς βαρηέμαι, καϋμένη! απήντησεν ο Δημήτρης, διατείνων εις
+ύψος τους βραχίονας.
+
+ — Βαρηέσαι; γιατί τάχα γεινήκαμε πλούσιοι, βαρηέσαι;
+
+ — Πλούσιοι! αμή δε γενήκαμε πλούσιοι! Πεντακόσια τάλλαρα, . . .
+μεγάλο πράγμα!
+
+Η κυρά Δημήτραινα ενόμισεν ότι παρήκουσε.
+
+ — Με τα σωστά σου είσαι; είπεν έκπληκτος.
+
+ — Αι! κατάλαβα πως έχεις πάλι όρεξι για καυγά. . . . Δος μου το
+φέσι μου.
+
+ — Έτσι γεια σου!
+
+Και ο Δημήτρης εξήλθεν εις την οδόν.
+
+ — 'Σ το καλό! εφώνησεν η σύζυγός του, και κλείσασα την θύραν
+εισήλθεν εις τον οίκον της.
+
+Εργασία δεν έλειπε ποτέ εις την πτωχήν οικοδέσποιναν· και αν της
+έλειπεν, εδημιούργει, διότι αδύνατον της ήτο να κάθηται, ως
+έλεγε. Παρήρχετο δε ούτω η ώρα, και πάντοτε σχεδόν ήκουε χωρίς να
+περιμένη το σήμαντρον της Μητροπόλεως αγγέλλον την μεσημβρίαν.
+Αλλά την ημέραν αυτήν δεν ήθελεν η ώρα να περάση. Εσυγύριζεν η
+Μαριώ, έπλυνεν ολίγα φορέματα των μικρών της, διώρθονεν άλλα,
+ήρχιζε το πλέξιμόν της, . . . αλλ' ο καιρός δεν παρήρχετο. Τι να
+κάμη; Της ήλθεν όρεξις ν' ανοίξη το βαρύ εκείνο κιβώτιον, και να
+ιδή ολίγον, να ιδή μόνον — τα τάλληρα του σάκκου. Ποτέ της δεν
+είχεν ιδεί πολλά μαζή, . . . ουδέ ολίγα, η αγαθή γυνή. Αλλ'
+ενθυμήθη αμέσως ότι είχε το κλειδίον ο Δημήτρης. «Κρίμα!» είπε
+καθ' εαυτήν, και εξήλθεν εις την αυλήν, όπου τα νεώτατα των
+παιδιών της έπαιζον μετά του οικοφύλακος μολοσσού, σύροντα αυτόν
+άλλο από των ώτων και άλλο από της ουράς.
+
+Τέλος εσήμανε μεσημβρία, και ο Δημήτρης δεν είχεν έτι επιστρέψει
+από της αγοράς.
+
+ — Κάπου θάμπλεξε, διενοήθη η Μαριώ. Καλά που δεν είνε εδώ τα
+παιδιά, . . . θα τάφινε νηστικά.
+
+Και λαβούσα από του ερμαρίου τεμάχιον άρτου, λείψανον της
+προτεραίας, το εμοιράσθη με τα μικρά της.
+
+ — Εκείνος θάφαγε βέβαια, είπε καθ' εαυτήν.
+
+Αληθώς δε είχε φάγει ο κυρ Δημήτρης, και είχε πίει μάλιστα.
+
+Εξελθών της οικίας του ησθάνθη, και αυτός δεν ήξευρε διατί,
+ελαφρότερον τον εαυτόν του. Ενόμισεν, ότι είχε γείνει διά μιας
+νεώτερος, ότι αι κνήμαι του ήσαν ευσταλέστεραι και το βήμα του
+κουφότερον, και έβαινεν ανατείνων την κεφαλήν και υποτονθορύζων
+το δημοτικόν άσμα της απόκρεω: Κ α τ η γ ο ρ ο ύ ν τ η γ ά τ α
+μ α ς, αμέριμνος, σχεδόν υπόπτερος. Μετ' ολίγας στιγμάς είχεν
+εντελώς λησμονήσει ότι κατηυθύνετο εις την αγοράν. Εσκέπτετο,
+υπελόγιζε, εσχεδιάζε . . . Πάντα δε ταύτα μειδιών,
+κατευχαριστημένος. Χωρίς να το εννοήση, ευρέθη μετ' ολίγον εις το
+καφφενείον του. Παρήγγειλε καφέν, εκέρασε και μερικούς φίλους,
+τους οποίους εύρεν εκεί, έπιε κατόπιν έν δύο ρακιά, φιλευθέντα
+υπό των φίλων, και εξήλθε του καφενείου έτι ευθυμότερος, θωπεύων
+ενίοτε έξωθεν του θυλακίου του το μεγάλο κλειδί της κασσέλας.
+Ενθυμήθη τότε την παραγγελίαν της Μαριώς, ενθυμήθη ότι έπρεπε ν'
+αγοράση άρτον διά τα τέκνα του· και ετράπη προς την αγοράν. Αλλά
+— κακή μοίρα! — εκεί προ της αγοράς έχαινε παρά την οδόν η θύρα
+καπηλείου, και προ της θύρας ίστατο φίλος παλαιός, βλάμης του
+Δημήτρη, ο κυρ Θοδωρής.
+
+ — Βρε, καλό 'ς το Μήτρο! Σκόλη έχεις και συ; Κάτι χαρούμενος;
+
+Η από πολλού ήδη εν σιγή πνιγομένη χαρά του Δημήτρη ολίγου δειν
+εξώρμα αθυρόστομος.
+
+ — Πού να σ' τα . . . είπε, αλλ' ανεκόπη αμέσως. Άλλη ώρα τα
+λέμε, . . . έλα τώρα να σε κεράσω! υπέλαβε ταχέως, θέλων να
+διορθώση διά της ελευθεριότητος την παραδρομήν της γλώσσης του.
+
+Και εισήλθεν εις το καπηλείον ο Δημήτρης, . . . και έμεινεν εκεί
+μέχρι νυκτός.
+
+Ότε δε αργά επέστρεψεν εις τον οίκον του, κλονούμενος και
+παραπαίων, υποστηριζόμενος υπό του βλάμη του Θοδωρή, είχεν ήδη
+κατά μήκος πλάτος διηγηθή τα κατ' αυτόν εις όμιλον φίλων
+ευωχητών, εις τους οποίους, κενώσας το τελευταίον του ποτήριον,
+είχε κενώσει και όλα του τα μυστικά, και αυτό το μυστικώτατον και
+νωπότατον, το του θησαυρού του.
+
+Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος,
+εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα
+τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον
+ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της.
+
+ — Χαρά 'ς το! εφώνησε, χαρά 'ς το! Τέτοια ώρα έρχεσαι 'ς το
+σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα;
+
+ — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του
+Δημήτρη. Μη . . . μου θυμόνης . . . κυρά Μαριώ . . . και σου
+λέω . . .
+
+ — Καλησπέρα, κυρά Δημήτραινα, προσεφώνησε φιλοφρόνως ο Θοδωρής.
+Δεν είνε τίποτε· λίγη ευθυμία! Αλήθεια δα, . . . τα συχαρήκια
+μας. Σας έφεξε πάλι. Μα να μη το πάρετε κι' απάνω σας όμως . . .
+και δεν μας καταδέχεσθε, . . . τώρα που γινήκατε πλούσιοι, . .
+κυρά Δημήτραινα! Καληνύχτα σας!
+
+Και παραδούς τον Δημήτρην εις χείρας της συζύγου του, κατάπληκτον
+εξ όσων έβλεπε και ήκουεν, ανεχώρησεν ο βλάμης.
+
+ — Σε καλό σου, Δημήτρη μου, σε καλό σου! έλεγεν η ταλαίπωρος
+γυνή, σύρουσα ηρέμα τον σύζυγόν της προς την θύραν του οίκου.
+Τέτοιο πράμμα δεν τώπαθες άλλη φορά . . . Πού σου ήλθε;
+
+ — Πατέρα, πού 'νε το ψωμί; εφώνησεν έν των πεινώντων παιδίων,
+προστρέχον ευθύμως εις απάντησιν του πατρός του.
+
+ — Ψω . . μί; Νά! απήντησε βαναύσως ο μέθυσος, και πριν ή
+προφθάση η μήτηρ να κρατήση την χείρα του, κατέπεσεν αύτη βαρεία
+επί της παρειάς του παιδός.
+
+Το μικρόν εκυλίσθη χαμαί ολολύζον, ο δε Δημήτρης κατέπεσε μετ'
+ολίγον βαρύς εις την κλίνην του, όπου απεκοιμήθη.
+
+Μετά δύο ημέρας ο κύριος Μαρής και η κυρία Μαρή έπινον μετά το
+πρόγευμα τον καφέν των εν τη αιθούση, όπου ήδη τους απηντήσαμεν.
+
+ — Το είδες λοιπόν, Ερμιόνη, ότι οι γείτονές μας ησύχασαν; Ούτε
+χοροί πλέον, ούτε τραγούδια, ούτε μουσική, ούτε τίποτε . . . Πού
+και πού μόνον καμμία λογομαχία . . .
+
+ — Μα πώς αυτό, Αγησίλαε; τι συνέβη; μήπως τους έκαμες τίποτε;
+ηρώτησεν ανησύχως η κυρία Μαρή. Μήπως τους εφοβέρισες; μήπως τους
+κατήγγειλες; Δεν έκαμες καλά!
+
+ — Έννοια σου, έννοια σου . . . μην ανησυχής! ούτε τους
+κατήγγειλα ούτε τους εφοβέρισα. Χρήματα μόνον τους έδωκα . . . να
+τα κάμουν ό,τι θέλουν· και τα χρήματα βλέπεις πώς τους άλλαξαν.
+
+ — Είνε δυνατόν;
+
+ — Φαίνεται. Διότι τα χρήματα, πρέπει να ηξεύρης, Ερμιόνη. . . .
+
+Και ο κύριος Αγησίλαος ητοιμάζετο να αυτοσχεδιάση πρόχειρόν τινα
+ομιλίαν περί της επιδράσεως, την οποίαν κατ' αυτόν ηδύνατο ν'
+ασκήση το χρήμα επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου, ότε εκρούσθη σιγά
+η θύρα, εισελθών δε υπηρέτης ανήγγειλεν, ότι ο κυρ Δημήτρης
+εζήτει να ιδή τον Κύριον.
+
+ — Ας έλθη, είπεν εκπλαγείς ο Αγησίλαος.
+
+Και μετά μικρόν εφάνη ο ταλαίπωρος Δημήτρης, ωχρός, ισχνός,
+ερυθρούς έχων τους οφθαλμούς εκ της αϋπνίας, παρηλλαγμένος υπό
+της αργίας και της μερίμνης, και κρατών υπό μάλης τον γνωστόν
+ημίν ήδη σάκκον.
+
+ — Τι είνε κυρ Δημήτρη; τι τρέχει; ηρώτησεν ο χρηματιστής.
+
+ — Με το συμπάθειο, αφέντη, σας έφερα 'πίσω τα χρήματα, . .
+δεμένα όπως ήτανε . . .
+
+ — Διατί;
+
+ — Δεν μας κάνουν, αφέντη.
+
+ — Πώς; σας είνε ολίγα;
+
+ — Όχι, αφέντη, . . με το συμπάθειο· μας είνε πολλά. Δεν είμαστ'
+εμείς άνθρωποι για χρήματα . . . μας χαλούν εμάς τα χρήματα.
+Εμένα με χάλασαν. Μ' έκαμαν κακό άνθρωπο. Μ' έκαμαν να δείρω τα
+παιδιά μου, δίχως αφορμή, . . . να σηκώσω χέρι 'ς τη γυναίκα
+μου! . . . μ' έκαμαν να υποψιασθώ, την αφεντειά σου πως μ'
+εγέλασες . . . μ' έκαμαν να μεθύσω . . . να γείνω τάβλα . . πρώτη
+φορά 'ς τη ζωή μου. Αφίνω πως μας αρρώστησαν από την αϋπνία, κ'
+εμένα και τη γυναίκα μου . . . αφίνω πως τα καϋμένα τα παιδιά μου
+ούτε χορεύουν πεια ούτε τραγουδούν . . , γιατί δεν έχω κέφι να
+παίξω το μπουζούκι μου. Το λοιπόν, αφέντη, με το συμπάθειο . . .
+σας είμαι υπόχρεως, πολύ υπόχρεως, . . μα . . νά κρατήστε του
+λόγου σας τα χρήματα σας, κ' εγώ . . . τη φτώχια μου.
+
+Και χαιρετίσας ο κυρ Δημήτρης επανήλθε φαιδρός εις τον οίκον του,
+περιεπτύχθη τα μικρά του, και εξεκρέμασεν αμέσως το μπουζούκι
+του.
+
+Ο Κύριος Μαρής ενόμισε περιττόν να εξακολουθήση την ομιλίαν του
+περί της επιδράσεως του χρήματος επί του χαρακτήρος του ανθρώπου.
+
+
+
+ΥΙΟΣ ΕΚ ΠΑΤΡΟΣ
+
+
+
+Πρωίαν τινά του χειμώνος του έτους 1880 ηγέρθην της κλίνης
+δύσθυμος άνευ λόγου, και αφού ενεδύθην τρέμων εκ του ψύχους εις
+τον ανήλιον κοιτώνα μου, προσεπάθουν να θερμάνω σώμα και καρδίαν
+διά του πρωινού καφέ, ότε βίαιος αίφνης κωδωνισμός της θύρας με
+διέκοψεν. Εταράχθην, αγνοώ διατί, ως ταρασσόμεθα πολλάκις αλόγως
+λαμβάνοντες απροσδόκητον τηλεγράφημα, και τρέμομεν να το
+ανοίξωμεν. Ευθύς δε μετ' ολίγον εισήλθεν ή μάλλον εισώρμησεν εις
+το δωμάτιόν μου ο στενός μου φίλος Δημήτριος Κ . ., ωχρός,
+τεταραγμένος, και πριν ή προφθάσω να τον ερωτήσω τον λόγον της
+τόσον πρωινής του επισκέψεως·
+
+ — Δεν ηξεύρεις; . . . μου είπε, μόλις κατορθών να αρθρώση τας
+λέξεις του. Ο Σοφής ηυτοκτόνησε!
+
+ — Ο Σοφής; ποιος Σοφής; ηρώτησα εγειρόμενος εν ταραχή.
+
+ — Ο Αλέξανδρος.
+
+ — Πώς; πότε; διατί;
+
+ — Με πιστόλι, χθες την νύκτα εις την κοίτην του Ιλισσού. Το
+διατί είνε μυστήριον. Μικρά σημείωσις, η οποία ευρέθη επάνω του,
+φέρει ως λόγον της αυτοκτονίας του χρόνιον και ανίατον, ως λέγει,
+νόσημα· αλλ' ο λόγος αυτός βεβαίως είνε πρόφασις.
+
+ — Ανίατον νόσημα; υπέλαβον εγώ· τι νόσημα; Δεν μου φαίνεται να
+έπασχε. Η όψις του τουλάχιστον . . .
+
+ — Τίποτε δεν είχε, διέκοψεν ο Δημήτριος· ήτον υγιέστατος,
+ευκίνητος πάντοτε και δραστήριος, ως τον εγνώριζες. Ολίγον μόνον
+μελαγχολικός ήτον εσχάτως, και η φαιδρά του μεγαλαυχία είχε κάπως
+ελαττωθή· ήτο κάμποσος καιρός, που δεν τον ήκουα πλέον να
+δημιουργή τα αιώνια εκείνα — ηξεύρεις; — σχέδιά του περί
+πλουτισμού και εκατομμυρίων, με τα οποία τόσον μας διεσκέδαζε.
+
+ — Δεν εδικηγόρει πάντοτε; Είχε μάλιστα, νομίζω, καλήν πελατείαν.
+
+ — Ναι· είχεν άλλοτε· αλλ' εσχάτως η πελατεία του είχε πολύ
+ελαττωθή.
+
+ — Δεν ήτο, θαρρώ, και μιας τραπέζης δικηγόρος;
+
+ — Ναι· είχεν αρχίσει να επιζητή τοιούτου είδους εμμίσθους
+δικηγορίας, διά να έρχεται, καθώς έλεγεν, εις πλειοτέραν
+συνάφειαν με τα γεμάτα χρηματοκιβώτια, των οποίων ήθελε να
+μετακενώση, ει δυνατόν, το περιεχόμενον εις τα θυλάκιά του. Είχε
+την μανίαν και αυτός να γείνη γρήγορα εκατομμυριούχος. Έπασχε
+δίψαν χρήματος, και αυτό ίσως ήτο το ανίατον νόσημά του.
+
+ — Περίεργος άνθρωπος! Με τόσην ευφυίαν και τόσην ικανότητα, και
+να τελειώση . . .
+
+Εμείναμεν προς στιγμήν και οι δύο σιγώντες.
+
+Ο Δημήτριος εκάθισε, εζήτησε καφέν, έστρηψε μηχανικώς έν σιγάρον,
+και αφού έτριψε το μέτωπον διά της χειρός του, είπε με σιγαλήν
+φωνήν.
+
+ — Αι! ίσως δεν έκαμεν άσχημα ν' αυτοκτονήση.
+
+ — Πώς; τι εννοείς; ηρώτησα έκπληκτος.
+
+ — Ενθυμείσαι, υπέλαβεν ο φίλος μου, μίαν εσπέραν προ τριών ή
+τεσσάρων ετών, ότε συνηντήθημεν μαζή του εις το ζυθοπωλείον του
+Μπερνιουδάκη, εκεί εις το στενόν της Μητροπόλεως, και μας
+ανέπτυξε λεπτομερώς τας περί ευτυχίας και πλούτου ιδέας του;
+
+ — Δεν ενθυμούμαι, απήντησα.
+
+Και δεν ενθυμούμην αληθώς. Τον Αλέξανδρον Σοφήν σπανίως είχον
+αφορμάς να βλέπω, ένεκα της διαφοράς των έργων μας. Μας είχε
+συνδέσει άλλοτε παλαιά νεανική φιλία, εγνώριζα κάπως την
+οικογένειάν του, είχα δε γνωρίσει ολίγον και τον προ δεκαετίας
+αποθανόντα πατέρα του, όστις από πλουσίου κτηματίου των Αθηνών
+είχε πτωχύνει — διά του χαρτοπαιγνίου ως ελέγετο, — αλλ' από ετών
+ήδη πολλών αι σχέσεις μας είχον αραιωθή, και μάλιστα αφότου εκ
+δικηγορικής του αμελείας είχεν απολεσθή σπουδαία οικογενειακή μου
+δίκη.
+
+ — Πώς δεν ενθυμείσαι; ηρώτησεν απορών ο φίλος μου. Είνε δυνατόν
+να μην ενθυμήσαι τας φοβεράς παραδοξολογίας, όσας μας έλεγε, και
+τας οποίας συ μεν απέδιδες εις τον ζύθον της Βιέννης, εγώ δε, ο
+οποίος εγνώριζα τον Σοφήν πολύ καλλίτερά σου, ετρόμαζα να ακούω;
+
+ — Ναι, τώρα ενθυμούμαι, απήντησα. Τι δεν μας είπεν εκείνο το
+βράδυ! Απόφασιν είχεν, έλεγεν, αδιάσειστον να γείνη πλούσιος,
+διότι μόνον οι ανόητοι κατ' αυτόν έμενον πτωχοί. Οι έξυπνοι,
+έλεγε, πρέπει να ψαρεύουν το χρήμα όπου το ευρίσκουν, και μόνον
+ενώπιον του ποινικού νόμου να σταματούν. Εγώ εγελούσα, και συ
+έφριττες και διεμαρτύρεσο.
+
+ — Έφριττα, διότι ησθανόμην, ότι όσα έλεγεν ο Αλέξανδρος τα έλεγε
+σπουδάζων. Ο ζύθος είχε λύσει την γλώσσαν του, και η γλώσσα του
+επρόδιδε τους βαθείς μυχούς της διανοίας του. Είχεν ήδη αρχίσει
+πρό τινων ετών να βαρύνεται το χειρωνακτικόν, ως το απεκάλει,
+επάγγελμα του δικηγόρου, και να πλησιάζη κάπως εις το
+χρηματιστήριον. Οι άνθρωποι με τους οποίους εσχετίσθη τον έκαμαν
+τολμηρότερον, και μερικαί επιτυχίαι εις την αρχήν του ήνοιξαν την
+όρεξιν. Αλλ' έπειτα ήλθαν φυσικώς αι ατυχίαι, η τόλμη του έγεινε
+πείσμα, και ο Αλέξανδρος έπεσε κατά κεφαλής εις παν είδος
+επιχειρήσεων, από τας οποίας ήλπιζε κέρδος. Εν τω μεταξύ είχε
+νυμφευθή, ως ηξεύρεις, και αι ανάγκαι του είχον αυξήσει. Δεν
+ηξεύρω ακριβώς τι εργασίας έκαμνε· αλλά δεν ήσαν βεβαίως όλαι
+καθαραί, ούτε απέσυρεν εξ αυτών καθαράς τας χείρας του ο Σοφής,
+όπως πολλάκις έλαβον αφορμήν να συμπεράνω εκ των λόγων ανθρώπων,
+οίτινες είχον συναλλαχθή μετ' αυτού. Εσχάτως μάλιστα είχα μάθει,
+ότι καθ' εσπέραν σχεδόν εγίνετο χαρτοπαίγνιον εις την οικίαν
+του . . .
+
+ — Ήτο και χαρτοπαίκτης; ηρώτησα.
+
+ — Ήτο άλλοτε . . . και πολύ αλλά τελευταίον εδέχετο μόνον
+χαρτοπαίκτας, και τους εξεμεταλλεύετο.
+
+ — Και αυτό ακόμη; Εις τόσον εξευτελισμόν είχε καταντήσει;
+
+ — Δυστυχώς· και το λυπηρότερον είνε, ότι αναποδράστως έμελλε να
+καταντήση εκεί.
+
+ — Πώς αυτό;
+
+ — Δεν ηξεύρω, . . αλλά κληρονομικότης, αίμα, ανατροφή,
+περιβάλλον, . . — όπως θέλεις ειπέ το, — είχε κάτι εντός του ο
+Αλέξανδρος, το οποίον τον έφερεν επί τέλους αναποφεύκτως εις την
+καταστροφήν. Ήτο προωρισμένος, — δεν αμφιβάλλω δι' αυτό, να γείνη
+ό,τι έγεινε, και να τελειώση όπως ετελείωσε.
+
+ — Δεν εννοώ, . . υπέλαβον· αλλ' ο Δημήτριος, διακόπτων με
+αμέσως.
+
+ — Άκουσε, είπε. Έξω βρέχει, ο καιρός είνε άθλιος, εργασίαν δεν
+έχεις, ούτε θα εξέλθης βέβαια, καθώς κ' εγώ. Άκουσε λοιπόν να σου
+διηγηθώ συντόμως την παλαιάν ιστορίαν του Σοφή. Είνε αρκετά
+χαρακτηριστική, και θα ιδής αν έχω δίκαιον.
+
+Ανήψε νέον σιγάρον, εκάθισεν αναπαυτικώς εις ένα κλιντήρα, και
+ήρχισε διηγούμενος.
+
+Με τον Αλέξανδρον ήμεθα συμμαθηταί. Παιδία μόλις δωδεκαετή
+εγνωρίσθημεν προ τριάκοντα περίπου ετών εις το έν και μόνον τότε
+ελληνικόν σχολείον των Αθηνών, το οποίον ήτο, καθώς ηξεύρεις, εις
+την Πλάκαν, εις την οικίαν του Δοσίου. Είχε το πνεύμα ζωηρόν και
+ανήσυχον, εφοίτα ατάκτως εις τας παραδόσεις και σπανίως ήξευρε το
+μάθημά του εξεταζόμενος. Τα απ' έξω ιδίως, αι τόσον αγαπηταί τότε
+εις τους διδασκάλους αποστηθίσεις, ήσαν ο εφιάλτης του. Ποτέ δεν
+κατώρθωσε να απαγγείλη ακριβώς την τερατώδη εκείνην — αν την
+ενθυμείσαι — περιγραφήν της τοποθεσίας της Ελλάδος εκ της
+Γεωγραφίας του Βακαλοπούλου, ούτε τον ορισμόν της Ευχαριστίας εκ
+της Κατηχήσεως του Δαρβάρεως. Δεν ήτο εν τούτοις οκνηρός ούτε
+αφιλομαθής. Αλλά η ιδιότροπος και δυσυπότακτος φύσις του εφαίνετο
+αποστρεφομένη την τακτικήν εργασίαν και βδελυττομένη τον ζυγόν.
+Επροτίμα να αναρριχάται εις τους βράχους της Ακροπόλεως προς
+αναζήτησιν φωλεών κιρκινεζίων, και να παίζη αμπάριζαν εις το
+Στάδιον, οπού διέπρεπον η κορδέλλαις του, παρά να κάθηται ώραν
+πολλήν εις τα θρανία του σχολείου. Και τούτο δε οσάκις του
+συνέβαινε, σπανίως κατώρθονε να προσέχη εις το βιβλίον του ή εις
+του διδασκάλου τους λόγους. Η προσφιλής του ενασχόλησις ήτο να
+συλλαμβάνη μυίας υπό το θρανίον — και είχεν εις τούτο θαυμασίαν
+αληθώς δεξιότητα, — να τας ανασκολοπίζη με μικρά ξυλάρια, εις των
+οποίων το άκρον εκόλλα τεμάχια χαρτίου, και να τας αφίνη κατόπιν
+να πετούν εντός της παραδόσεως, προς θορυβώδη σκανδαλισμόν των
+επιμελών και μεγίστην αγαλλίασιν των απροσέκτων. Αν τούτο ήτο
+δύσκολον, είτε διότι εσπάνιζον τα πτερωτά του θύματα, είτε διότι
+επρόσεχεν εις αυτόν ο διδάσκαλος πλέον του πιθανού, έσκαπτε διά
+του μαχαιριδίου του σπήλαια εις την σανίδα του θρανίου, ή
+εχάραττεν επ' αυτής τα αρχικά στοιχεία του ονόματός του, ή
+ετύπονε φανταστικάς εικόνας εντός των τετραδίων του, σταλάζων επ'
+αυτών μελάνην, και συμπιέζων έπειτα εις δύο τα φύλλα των. Αν δε
+διαβόλου συνεργεία επεφοίτα αίφνης εν μέσω των σπουδαίων εκείνων
+ασχολιών του η ράβδος του διδασκάλου — διότι οι διδάσκαλοι τότε
+είχον, ως ενθυμείσαι βέβαια, και λόγον και ράβδον, — ο Σοφής δεν
+εκραύγαζεν εκ πόνου, ούτε εταράττετο, ούτε επορφυρούτο καν εξ
+αιδούς ή οργής. Απαθής, ύψονε το βλέμμα προς την οροφήν και
+ηρίθμει τα πολύχρωμά της κοσμήματα, επιφυλασσόμενος, άμα ως
+παρήρχετο η καταιγίς, να επαναλάβη την διακοπείσαν του εργασίαν.
+
+Δύο μόνα μαθήματα είλκυον κατ' εξαίρεσιν την προσοχήν του και τον
+είχον τακτικόν φοιτητήν: η αριθμητική και τα ιερά. Αυτά μεν χάριν
+του διδασκάλου, εκείνη δε χάριν των αριθμών. Η διδασκαλία των
+ιερών μαθημάτων ήτο δι' αυτόν θέαμα μάλλον ή μάθημα. Ότε πρωί
+πρωί ηνοίγετο του σχολαρχείου η θύρα και ο εντός του σχολείου
+κατοικών διδάσκαλος, ο ιερομόναχος Δανιήλ, ανέβαινεν εις την
+έδραν του με τον κοντόν κοιτωνίτην και τον μαύρον του σκούφον,
+σύρων τας εμβάδας του και διευθετών διά της χειρός το ακτένιστον
+γένειόν του, το πρόσωπον του Αλεξάνδρου ηκτινοβόλει από χαράν και
+αγαλλίασιν. Ότε δ' εκείνος, ανασύρων προς τον αγκώνα το
+απαραίτητον κομβολόγιόν του, ήρχιζε με την έρρινόν του φωνήν να
+αναγινώσκη τον κατάλογον, το παρών, διά του οποίου απήντα εις το
+όνομά του ο Σοφής, περιελάμβανε κόσμον όλον ελπίδων και φαιδράς
+προσδοκίας. Αλλ' ό,τι ιδίως επερίμενεν εν εκστάσει, ήτο η
+στερεότυπος φράσις, διά της οποίας ο διδάσκαλος συνώδευε την
+κλήρωσιν του πρώτου καλουμένου εις εξέτασιν μαθητού.
+
+ — Ούτε του θέλοντος ούτε του τρέχοντος, . . . έλεγεν ο Δανιήλ.
+
+ — Αλλά του θεού ευδοκούντος! συνεπλήρου σχεδόν πάντοτε ο μικρός
+Σοφής.
+
+Ο αγαθός ιερομόναχος εγέλα ενίοτε, οσάκις ήτο ευδιάθετος, — και
+ήτο τούτο σπάνιον — συχνότερον όμως ωργίζετο και ήρχιζε τότε να
+σφενδονίζη κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου ό,τι πρόχειρον είχε· τον
+κατάλογόν του κατ' αρχάς, έπειτα το κομβολόγιον, ενίοτε δε τέλος
+και αυτάς τας συρτάς του εμβάδας, ανά μίαν ή και τας δύο
+συγχρόνως. Φοβερόν ήτο, ότε τας εμβάδας παρηκολούθει εναέριος και
+ο σκούφος. Αλλ' ο μαθητής ουδόλως εκ τούτου επτοείτο, ούτε
+κατέστελλε τον γέλωτα. Ανέτεινε μόνον τας χείρας, και συλλαμβάνων
+ασφαλώς, μετεώρους ακόμη, τους ακινδύνους του ιερομονάχου
+κεραυνούς, επέστρεφεν αυτούς εις τον ρασοφόρον Δία,
+συντετριμμένος μεν το φαινόμενον και κάτω νεύων την κεφαλήν, αλλά
+σπαίρων όλος εκ του συγκρατουμένου γέλωτος. Ησπάζετο εν μετανοία
+την χείρα του διδασκάλου, οσάκις εκείνη δεν προκατελάμβανε βιαίως
+την παρειάν του, και επανήρχετο ούτως ή άλλως εις την θέσιν του,
+διά να αρχίση ευκαιρίας δοθείσης τα ίδια.
+
+Της αριθμητικής το θέλγητρον ήτο εντελώς διάφορον διά τον
+Αλέξανδρον. Ο διδάσκαλός της, ισχνός, υψηλός, με κίτρινον
+αυστηρόν πρόσωπον και μαύρον κομβωμένον επενδύτην, δεν ήτο
+βεβαίως αντικείμενον διασκεδάσεως διά τον φιλοθεάμονα συμμαθητήν
+μου· αλλ' εδίδασκεν όμως αριθμητικήν, οι δε αριθμοί ήσκουν
+ακαταμάχητον γοητείαν εις την νεαράν διάνοιαν του Σοφή. Αι
+τέσσαρες πράξεις συνώψιζον δι' αυτόν πάσαν γνώσιν ανθρωπίνην και
+απετέλουν ούτως ειπείν το μη περαιτέρω της μαθήσεως. Παιδίον
+δωδεκαετές μόλις, είχε παράδοξον λογιστικήν πρωιμότητα, την
+οποίαν εθαύμαζε πολλάκις και αυτός ο διδάσκαλος. Πρώτος εξ όλων
+μας έλυε τα διδόμενα εις τους μαθητάς προβλήματα, και μόνος αυτός
+πολλάκις τα δυσκολώτερα. Εξετέλει δε αγράφως και κατά διάνοιαν
+προσθέσεις και πολλαπλασιασμούς, αφαιρέσεις και διαιρέσεις, διά
+τας οποίας εβρέχαμεν ημείς οι άλλοι με άφθονον ιδρώτα τας πλάκας
+μας. Είχεν αναντιρρήτως λογιστικήν την φύσιν και την διάνοιαν.
+Εφαίνετο δε τούτο και εις αυτάς ακόμη τας καθημερινάς του σχέσεις
+μετά των συμμαθητών του, διότι πάντοτε σχεδόν ευρίσκετο εις
+συναλλαγάς μαζή των. Πότε αντήλασσε μετ' αυτών γραφίδας αντί
+χάρτου ή μολυβδοκόνδυλα αντί κονδυλοφόρων, πότε επώλει το καθαρόν
+του τετράδιον ή ηγόραζε το εφθαρμένον άλλου βιβλίον, αφού
+προηγουμένως εξέκαμνε συμφορώτερον το καινουργές και σχεδόν
+άθικτον ιδικόν του. Οσάκις νέον διδακτικόν βιβλίον εισήγετο εις
+την τάξιν, πρώτος αυτός υπελόγιζε, πότε έμελλε να τελειώση η
+διδασκαλία του, αριθμών τας σελίδας και τα υπολειπόμενα μαθήματα,
+διαιρών και πολλαπλασιάζων, όχι, εννοείται, δι' εαυτόν, διότι
+ολίγον εκείνος περί τούτου εφρόντιζεν, αλλά δι' ημάς τους
+ανοήτους, ως μας, έλεγεν, εις τους οποίους και μετέδιδεν αμέσως
+των υπολογισμών του το πόρισμα.
+
+Φίλον στενόν και διαρκή, οποίους είχαμεν ημείς οι άλλοι, ουδέποτε
+απέκτησεν εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. Είχε συμπαίκτορας και
+συντρόφους των εκδρομών του, είχε θύματα της λογιστικής του
+επιτηδειότητος, τα οποία και ιδιαιτέρως επεριποιείτο, ενόσω
+διήρκουν αι μετ' αυτών διαπραγματεύσεις του, αλλά φίλον αληθή δεν
+είχεν. Εδοκίμασαν τινές των συμμαθητών μας να οικειωθώσι προς
+αυτόν διαρκέστερον, αλλ' απέτυχον όλοι. Εις τας παιδικάς των
+διαχύσεις ή τας αφελείς αυτών εκμυστηρεύσεις ουδέποτε απεκρίνετο
+δι' ομοίων ο Σοφής, απήντα δε συνήθως διά γέλωτος ή σιωπής.
+Έκαστος ημών εγνώριζε του άλλου πάσας σχεδόν τας οικιακάς
+περιστάσεις· τι ήτο ο πατήρ του, πόσους είχεν αδελφούς, τι
+έτρωγον συνήθως, πού εκάθηντο, πώς διεσκέδαζον κατ' οίκον, τι
+έκαμνον, και όσα άλλα. Περί του Σοφή τίποτε δεν ηξεύραμεν. Τούτο
+δε όχι μόνον εσκανδάλιζε την παιδικήν ημών περιέργειαν, αλλά και
+εμπόδιζε πάντα δεσμόν οικειότητος μεταξύ ημών και εκείνου. Μας
+εξένιζε δε ακόμη και πάντοτε ανεξήγητος μας εφαίνετο η ενδυμασία
+του συμμαθητού μας και η αιφνιδία της πολλάκις μεταβολή. Τα
+καινουργή του φορέματα διεδέχοντο αίφνης άλλα ωραιότερα, χωρίς
+τινα λόγον, ταύτα δε επαλαιούντο πάλιν εις τους ώμους του και
+κατέπιπτον σχεδόν εις ράκη, εν μέσω χειμώνος πολλάκις, χωρίς ποτέ
+να παρεμβή κλωστή ή βελόνη προς διόρθωσιν ή αναπλήρωσιν της
+φθοράς. Δεν είχεν άρα μητέρα ο Αλέξανδρος; ήτο αίνιγμα τούτο δι'
+ημάς, όπως αίνιγμα ήτο και ο πατήρ του.
+
+Των πλείστων εξ ημών οι πατέρες ήσαν γνωστοί εις την τάξιν.
+Ήρχοντο τρις και τετράκις του έτους εις το σχολείον, διά να
+ερωτήσωσι τους διδασκάλους περί των προόδων και της επιμελείας
+μας· του Αλεξάνδρου όμως ο πατήρ ουδέ εις τας εξετάσεις του
+παρευρέθη ποτέ. Ότε δε άπαξ είς των συμμαθητών του, τολμηρότερος
+των άλλων, απέτεινεν εις αυτόν πλαγίαν περί τούτου ερώτησιν,
+ύψωσεν εκείνος τους ώμους, εμειδίασε μειδίαμα παράδοξον, πολύ της
+ηλικίας του ωριμώτερον, και αντί να απαντήση ηρώτησε·
+
+ — Θάλθης απόψε εις την αμπάριζα;
+
+Αίφνης περίστασίς τις απροσδόκητος έγεινεν αφορμή να γνωρίσωμεν
+τον πατέρα του Αλεξάνδρου και να στερηθώμεν συγχρόνως εκείνον.
+
+Μίαν ημέραν — ήτο μάθημα Γεωγραφίας — ο Σοφής διεσκέδαζεν ως
+συνήθως χαράττων διά μικρού μαχαιρίου τα προσφιλή του ιερογλυφικά
+επί του θρανίου, ότε ανεκάλυψεν από της σκοπιάς του ο διδάσκαλος
+την άτακτον εκείνην ασχολίαν. Προσήλθεν αγριωπός, — ήτο άνθρωπος
+εντελώς χυδαίος, εμπνέων αληθή τρόμον εις όλους μας — έβαλε τας
+φωνάς, κατέσχε το μαχαιρίδιον, το οποίον εταμίευσεν εις το
+θυλάκιόν του ως σώμα του εγκλήματος, και μη αρκεσθείς εις ύβρεις
+μόνον και επιτιμήσεις βαναύσους, ερράπισε τον δυστυχή Αλέξανδρον
+με τόσην κτηνωδίαν, ώστε το ταλαίπωρον παιδίον έφερεν αυτομάτως
+τας δύο του χείρας εις την καταπόρφυρον παρειάν του, και έβαλε
+πόνου κραυγήν, — την πρώτην που ήκουσεν η τάξις από το στόμα του.
+Ο διδάσκαλος επέστρεψε βραδυπατών και υβρίζων πάντοτε εις την
+καθέδραν του· αλλ' ο Αλέξανδρος δεν ήτο εξ εκείνων, τους οποίους
+καταβάλλει επί μακρόν η δριμεία συναίσθησις ενός ραπίσματος. Μετ'
+ολίγα μόλις λεπτά έκυπτε πάλιν ενώπιόν του, απαθής μεν κατά το
+φαινόμενον, αλλά συντόνως ασχολών τας χείρας του υπό το θρανίον.
+Έκυπτον δε μαζή του οι εκ δεξιών και αριστερών γείτονές του,
+περίεργοι, θαυμάζοντες και μειδιώντες, ανταλλάσσοντες δε σιγά τας
+εκ του παραδόξου θεάματος εντυπώσεις των. Έτυχε να κάθημαι
+όπισθέν του την ημέραν εκείνην, και πολλήν ησθάνθην περιέργειαν
+να ίδω τι εκίνει τον θαυμασμόν των γειτόνων του Σοφή. Ανωρθώθην
+ολίγον και έκυψα σιγά προς τα εμπρός, προσέχων να διαφύγω όσον
+ήτο δυνατόν το άγριον βλέμμα του διδασκάλου. Είδα δε τον
+Αλέξανδρον κρατούντα εις χείρας του και δεικνύοντα εις τους
+γείτονάς του ισομεγέθη χαρτίων τεμάχια με περιέργους τύπους
+σημείων ερυθρών και μελανών, και με διπλάς εικόνας ανδρών,
+γυναικών και γερόντων.
+
+ — Αυτά είνε χαρτιά, που παίζουν, έλεγε σιγά ο Σοφής.
+
+ — Και πώς τα παίζουν; ηρώτα ο γείτων.
+
+ — Θα σας το ειπώ ύστερα. Κυττάξετε, τι ωραία που είνε.
+
+Αλλά μόλις είχε τελειώσει την φράσιν του ο πτωχός Αλέξανδρος, και
+εφάνη εμπρός του ο διδάσκαλος. Έκυψε και αυτός, είδε, και πριν
+καν εννοήσωσιν οι άλλοι τι συνέβαινε, πριν ή συνέλθη ο ένοχος εκ
+της καταπλήξεως, έγεινεν ανάρπαστος από το θρανίον του και
+εβροντοκοπήθη εις το πάτωμα της παραδόσεως ως αν ήτο τόπι
+ελαστικόν. Ο διδάσκαλός μας είχεν αθλητικόν ανάστημα ως αχθοφόρου
+και χείρας μεγάλας ως των εικόνων του παντοκράτορος. Ύψωσε
+καταπόρφυρος εξ οργής την βαρείαν του χείρα, σφιγμένην εις
+γρόνθον, κατά κεφαλής του Αλεξάνδρου και την κατέφερεν επ' αυτής
+απανθρώπως, γρυλλίζων·
+
+ — Χαρτιά, αι; χαρτοφόρος! . . . από τώρα! Δεν σε φθάνει η άλλη
+σου προκοπή!
+
+Και ανυψώθη η χειρ του, διά να καταπέση και πάλιν επί το θύμα.
+Αλλά το αποτέλεσμα του πρώτου γρονθοκοπήματος επτόησε, φαίνεται,
+την τόλμην του βαναύσου μας διδασκάλου και εψύχρανε διά μιας την
+οργήν του. Ο μικρός Σοφής είχε πέσει χαμαί, άπνους σχεδόν και
+ακίνητος, ημείς δε οι άλλοι, ανορθωθέντες διά μιας επί των
+θρανίων, εκραυγάζαμεν σπαρακτικώς, ως αν εδερόμεθα όλοι ομού.
+Απερίγραπτος υπήρξεν η επακολουθήσασα ταραχή. Εξ όλων των
+δωματίων έτρεξαν έντρομοι οι διδάσκαλοι, εισώρμησαν εις την
+αίθουσαν οι επιστάται, ο δε σχολάρχης, σεβάσμιος φουστανελλοφόρος
+γέρων, κρατών ακόμη την καπνοσύριγγά του, την οποίαν εκάπνιζε προ
+μικρού αμέριμνος εις το σχολαρχείον, εφάνη εις την θύραν, και
+απέμεινεν άφωνος προ του θεάματος.
+
+ — Αχ! διδάσκαλε! είπεν αμέσως· τι έκαμες! Και στραφείς προς τους
+λοιπούς διδασκάλους,
+
+ — Ορίστε, είπε, κύριοι, εις τας παραδόσεις σας. Σεις διαλυθήτε!
+εφώναξε προς τους μαθητάς.
+
+ — Διαλυθήτε! επανέλαβεν αμέσως εντονώτερον, βλέπων ότι
+εδιστάζομεν να κενώσωμεν την παράδοσιν.
+
+Εξήλθομεν όλοι σιωπηλοί· μετ' ολίγον δε ο επιστάτης του σχολείου
+εσήκωσε τον αναίσθητον Αλέξανδρον και τον επεβίβασεν εις μίαν
+άμαξαν.
+
+Επλησίασα τρέμων, και ηρώτησα δειλώς·
+
+ — Άνοιξε τα μάτια του;
+
+ — Τα άνοιξε, . . . δεν έχει τίποτα, απήντησεν εκείνος καθήμενος
+πλησίον του αμαξηλάτου, και η άμαξα έφυγε δρομαία.
+
+Απήλθομεν βραδυπατούντες εις τας οικίας μας και εσχολιάζομεν καθ'
+οδόν τα συμβάντα. Δεν είχαμεν, ως σου έλεγα, φίλον του
+Αλέξανδρον, ούτε είχαμεν κατορθώσει να τον οικειωθώμεν. Αλλ' η
+ζωηρά του φύσις μας ήτο συμπαθής, και πολύ ηυχαριστήθημεν, ότι
+δεν είχε πάθει τίποτε. Ηυχαριστήθημεν δε πολύ περισσότερον από
+την απροσδόκητον σκηνήν, ήτις επηκολούθησε μετά τινας ημέρας.
+
+Ο Σοφής δεν ήλθε πλέον εις το σχολείον, ούτε την επαύριον, ούτε
+τας επομένας ημέρας. Ησθένησεν άρα γε και έμενε κλινήρης, ή άλλος
+τις ήτο της απουσίας του ο λόγος; Κανείς δεν ήξευρεν. Αλλά την
+δευτέραν ημέραν μετά το συμβάν, την αυτήν περίπου ώραν και κατά
+το αυτό μάθημα, ήνοιξεν αίφνης η προς τον διάδρομον θύρα της
+παραδόσεως, και ανήρ υψηλός και ρωμαλέος εισήλθεν εις την
+αίθουσαν. Είχε το βήμα βαρύ και το ήθος άγριον. Ατάραχος και
+ατενώς βλέπων προς την καθέδραν, εβάδισε κατ' ευθείαν προς τον
+διδάσκαλον, όστις, δεν ηξεύρω, αλλά μ' εφάνη κάπως ωχριάσας την
+στιγμήν εκείνην.
+
+ — Του λόγου σου είσαι, ηρώτησε πλησιάσας εις αυτόν, που ξεύρεις
+και κτυπάς τόσον καλά τα παιδιά, 'σαν να ήσαν μουλάρια, απ'
+εκείνα που βοσκούσες εις την πατρίδα σου;
+
+Ο διδάσκαλος ηθέλησε κάτι να απαντήση, αλλά τόσον έτρεμεν όλος,
+και τόσον ετραύλιζεν η γλώσσα του, ώστε δεν ηκούσαμεν τίποτε,
+μολονότι σιγή βαθεία επεκράτει εις όλην την τάξιν, διότι η
+συγκίνησις είχε δέσει όλων μας τας γλώσσας.
+
+ — Δεν ξεύρεις να δέρνης καλά! Επρόσθεσε δυνατώτερα ο άγνωστος,
+τον οποίον από τους λόγους του εννοήσαμεν, ότι ήτο ο πατήρ του
+Αλεξάνδρου. Εγώ να σε μάθω να δέρνης καλλίτερα.
+
+Και υψώσας ταχέως την χείρα του — θεέ μου! τι χειρ ήτο εκείνη,
+και τι κρότον έκαμε! — κατέφερεν αυτήν τόσον βιαίως εις το
+πρόσωπον του διδασκάλου, ώστε τον εσφενδόνισε κάτω της έδρας του.
+
+ — Βοήθεια! εκραύγασεν εκείνος εγειρόμενος, και προσεπάθησε να
+κινηθή προς την θύραν του σχολαρχείου.
+
+Αλλά την δεξιάν χείρα του πατρός Σοφή παρηκολούθησε ταχεία η
+αριστερά, και ταύτην εκείνη, και εκείνην πάλιν η άλλη, και δεν
+ηξεύρω μα την αλήθειαν πού ήθελε φθάσει η φοβερά εκείνη
+εκδίκησις, αν σχολάρχης και διδάσκαλοι και κλητήρες δεν επλήρουν
+εντός ολίγου την παράδοσιν.
+
+ — Είμαι ο πατέρας του Αλεξάνδρου Σοφή, είπεν εκείνος ατάραχος,
+στρεφόμενος απαθώς προς τους εισελθόντας, και ήλθα να μάθω αυτόν
+τον κύριον πώς δέρνουν.
+
+Και ανεχώρησεν ησύχως, όπως είχεν έλθει.
+
+Το μάθημα, εννοείται, διεκόπη, και ημείς ωρμήσαμεν φαιδροί προς
+την κλίμακα, και κατέβημεν πηδώντες ανά δύο τας βαθμίδας της.
+
+Την άλλην ημέραν εμάθαμεν, ότι ο διδάσκαλος επαύθη, και επί πολύν
+καιρόν δεν ηξεύραμεν τι απέγεινε. Μετά χρόνους μόνον πολλούς
+ήκουσα ότι ο βουλευτής του τον διώρισε κάπου έπαρχον, αργότερα δε
+πολύ τον είδα βουλευτήν εις τας Αθήνας. Τίποτε απίθανον να
+διώρισε και εκείνος έπαρχον τον παλαιόν του βουλευτήν.
+
+Εσιχαινόμεθα όλοι και εγώ ίσως περισσότερον των άλλων τον χυδαίον
+εκείνον διδάσκαλον· εννοείς δε με πόσην ευχαρίστησιν και παιδικήν
+χαράν έσπευσα να διηγηθώ το βράδυ εις τους γονείς μου τα συμβάντα
+εις το σχολείον, και να περιγράψω ιδίως λεπτομερώς το ηρωικόν
+κατόρθωμα του πατρός του συμμαθητού μας. Ο πατήρ μου, σοβαρός
+συνήθως και ολιγόλογος, κατέκρινε με ολίγας λέξεις την διαγωγήν
+του διδασκάλου, απεδοκίμασεν επίσης τον πατέρα του Σοφή, απέφυγε
+δε να απαντήση εις την περίεργον ερώτησιν, την οποίαν του
+απέτεινα, ζητών να μάθω τι ήτο ο πατήρ του Σοφή, και τι έργον
+είχε.
+
+ — Κύτταζε τα μαθήματά σου, μου απήντησε ζωηρώς, και αυτά τα
+πράγματα δεν σ' ενδιαφέρουν.
+
+Αλλ' εγώ, εννοείς, ήμην περίεργος, ουδ' εννόουν, κατά τι θα
+εβλάπτοντο τα μαθήματά μου, αν εμάνθανα τέλος πάντων τα
+οικογενειακά του μυστηριώδους συμμαθητού μου. Διά τούτο, ευθύς ως
+έμεινα μόνος με την μητέρα μου, επανέλαβον ικετευτικώς και με
+πολλά θωπεύματα την ερώτησίν μου, και τόσον επέμεινα, ώστε αφήκεν
+η αγαθή γυνή προς στιγμήν το πλέξιμόν της, μ' εκύτταξε τρυφερώς,
+και απήντησε·
+
+ — Ο συμμαθητής σου ο Αλέξανδρος, παιδί μου, είνε ορφανός, . .
+δεν έχει μητέρα. Ο πατέρας του είνε ένας κακορρίζικος άνθρωπος.
+Είχε περιουσίαν και καλόν όνομα, και τα έχασε και τα δύο από το
+κεφάλι του. Ήτον από τους καλούς κτηματίας των Αθηνών.
+Εκαλλιεργούσε τα κτήματά του και εζούσε καλά. Έπειτα υπανδρεύθη,
+εκακόπεσε, επήρε γυναίκα σπάταλη, κακή νοικοκυρά, . . και τα
+κτήματά του ένα ένα πήγαν εις την δημοπρασίαν. Σιγά σιγά
+εδυστύχησε, . . . έχασε και την γυναίκα του, και τώρα είνε πτωχός
+και άθλιος, . . ζη από τα χαρτιά.
+
+ — Χαρτιά; ηρώτησα εγώ απορών. Τι πράγμα είνε, μητέρα, τα χαρτιά;
+Α! ανεφώνησα αμέσως, πριν ή προφθάση ν' απαντήση η προδήλως
+απορούσα και στενοχωρουμένη μήτηρ μου. Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ'
+εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο
+Αλέξανδρος.
+
+ — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η
+μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου!
+μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε
+κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που
+τον κατήντησαν.
+
+ — Μα πώς λοιπόν μου είπες, ότι ζη από τα χαρτιά; ηρώτησα εγώ
+περιέργως.
+
+Εστενοχώρησε δε, φαίνεται, πολύ την μητέρα μου η ερώτησίς μου,
+διότι μετά τινας στιγμάς δισταγμού επανέλαβε το διακοπέν πλέξιμόν
+της, και είπε με σιγαλοτέραν αλλά πολύ σοβαρωτέραν φωνήν.
+
+ — Νά! βλέπεις που δεν έπρεπε να σου ειπώ τίποτε; Αυταίς δεν είνε
+ομιλίαις διά παιδιά. Πήγαινε τώρα να κοιμηθής, διότι είνε αργά.
+
+Από τους λόγους της μητρός μου ολίγα τότε εννόησα περί του έργου
+του πατρός του Σοφή. Έμαθα όμως, ότι ο Αλέξανδρος δεν είχε
+μητέρα, και τότε εξήγησα, διατί ήρχετο πολλάκις εις το σχολείον
+με το φόρεμά του σχισμένον ή χωρίς κομβία.
+
+Επήγα εις την κλίνην μου βαρύθυμος, και επλάγιασα σκεπτόμενος,
+πώς ήτο δυνατόν έν παιδίον να μην έχη μητέρα. Ποτέ δε άλλοτε,
+όσον την εσπέραν εκείνην, δεν μου εφάνη γλυκύ το φίλημα, διά του
+οποίου μου ηυχήθη καλήν νύκτα η μήτηρ μου, ούτε έσφιγξα ποτέ
+περισσότερον τον τράχηλόν της με τας χείρας μου.
+
+Την επομένην ημέραν, και πολλάς άλλας κατόπιν, η μόνη ομιλία μας
+εις το σχολείον ήτο, εννοείται, ο πατήρ του Σοφή και το
+ανδραγάθημά του. Πολλοί δε από τους συμμαθητάς μου, και ιδίως εκ
+των μεγάλων, διηγούντο περίεργα και παράδοξα δι' αυτόν πράγματα,
+τα οποία είχον μάθει, φαίνεται, και αυτοί από τους γονείς των.
+Είς εδιηγείτο, ότι τόσην είχε δύναμιν ο υψηλός εκείνος και
+σωματώδης άνθρωπος, ώστε έθραυε τραπέζια με τον γρόνθον του.
+Άλλος, ότι έτρωγεν ολόκληρον αρνίον και έπινεν οκάδας χωρίς να
+πάθη τίποτε. Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι
+γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί
+ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν
+από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν
+ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν. Εψιθύριζον δε άλλοι
+δειλώς και με τρόμον, ότι και αυτή η σύζυγός του, η μήτηρ του
+Αλεξάνδρου, τον οποίον δεν επανείδαμεν πλέον, είχε πέσει θύμα του
+αγρίου θυμού του, κτυπηθείσα ίσως, όπως είχε κτυπηθή προ ολίγων
+ημερών και ο γεωγράφος μας.
+
+Όλη αυτή η ιστορία δεν ήτο δυνατόν, εννοείται, να διατηρηθή πολύ
+εις την διάνοιαν παιδίων, και μετ' ολίγας εβδομάδας είχε
+λησμονηθή εντελώς, όπως ελησμονήθη βαθμηδόν και ο Αλέξανδρος.
+
+Ετελείωσα το ελληνικόν σχολείον, ετελείωσα το γυμνάσιον, μετέβην
+εις το πανεπιστήμιον, κατόπιν εις την Ευρώπην, και μόνον ότε
+επέστρεψα, μετά χρόνους πολλούς, τον απήντησα μίαν ημέραν καθ'
+οδόν. Τον ανεγνώρισα αμέσως. Το ήθος του δεν είχε διόλου
+μεταβληθή, το βλέμμα του ήτο το παλαιόν εκείνο εμπαικτικόν
+συγχρόνως και λογιστικόν βλέμμα του συμμαθητού μου, και οι τρόποι
+του ενέπνεον πάντοτε δυσπιστίαν και απέτρεπον πάσαν φιλικήν
+διάχυσιν. Τον ηρώτησα, τι έγεινε τόσον καιρόν, και η μόνη του
+απάντησις ήτο: Μην ερωτάς!
+
+Δεν επέμεινα, εννοείται, διότι ήξευρα κάλλιστα, ότι ματαία θα ήτο
+η επιμονή μου. Ήκουσα όμως μετ' ολίγας ημέρας λεπτομερείας τινάς
+της ζωής του, αι οποίαι μ' ελύπησαν πολύ και με ετρόμαξαν
+περισσότερον. Είχε, φαίνεται, αρχίσει από τότε να ριζοβολή εις
+τον νουν του η ολεθρία εκείνη ιδέα του διά παντός μέσου
+πλουτισμού, και τολμηρά τινα σχέδιά του, αστεία το κατ' αρχάς,
+είχον αποβή επί τέλους τραγικά εις αυτόν. Έπειτα δεν τον
+επανείδα, ειμή προ πέντε ή έξ ετών, ότε επέστρεψα από την
+Αίγυπτον. Εκεί έμαθα, ότι είχε διατελέσει προ ετών υποπρόξενος
+εις έν από τα μικρά υποπροξενεία της Αιγύπτου, και ότι δεν άφησε
+πολύ καλάς αναμνήσεις εις την ελληνικήν κοινότητα. Μερικοί
+μάλιστα έλεγον, ότι είχε παυθή ένεκα καταχρήσεων κατά την
+απογραφήν μιας κληρονομίας. Ενόμισα τας φήμας αυτάς υπερβολάς, εκ
+των συνήθων εις τας ελληνικάς κοινότητας, ιδίως του εξωτερικού.
+Αλλ' ότε τον επανεύρον εδώ δικηγορούντα, έχοντα μάλιστα φήμην
+ευφυούς δικηγόρου, και ήκουσα μερικά δείγματα της ευφυίας του, τα
+οποία, ομολογώ, δεν με ενθουσίασαν, ενθυμήθην αμέσως τας φήμας
+εκείνας. Όσας δίκας του ενεπιστεύοντο, τας εθεώρει ο Σοφής ως
+είδος τι επιχειρήσεων, από τας οποίας εννόει να κερδήση αυτός
+οπωσδήποτε περισσότερα των πελατών του. Δεν τον είχες και συ
+δικηγόρον, νομίζω;
+
+ — Ναι, απήντησα· και μου έχασε μίαν σπουδαίαν δίκην.
+
+ — Ποίον είχε δικηγόρον ο αντίδικός σου, ηρώτησε περιέργως ο
+Δημήτριος.
+
+ — Πού να ενθυμούμαι; Είνε τόσος καιρός!
+
+ — Βέβαια κανένα από τους συνεταίρους του Αλεξάνδρου.
+
+ — Είνε φρικτόν αυτό! ανεφώνησα.
+
+ — Είνε και άλλα, . . είπεν ο φίλος μου, και εσιώπησε.
+
+ — Τον δυστυχή! υπέλαβον μετά τινας στιγμάς, καθ' ας η ανάμνησις
+της προσφάτου καταστροφής κατέπνιξεν αμέσως την στιγμιαίαν μου
+αγανάκτησιν. Τον κατέστρεψεν ο ακοίμητος εκείνος πόθος του
+χρηματισμού, οποίος έβοσκεν άγριος εις τα στήθη του.
+
+ — Βεβαίως! . . δεν είνε ζήτημα, απήντησεν ο Δημήτριος, και αυτός
+χωρίς άλλο θα τον έφερεν επί τέλους εις συνάφειαν με τον ποινικόν
+νόμον, τον οποίον μόνον εφοβείτο, καθώς μας έλεγεν εκείνο το
+βράδυ. Αλλά πόθεν εγεννήθη ο σκώληξ αυτός εις την ψυχήν του;
+Ποίος έβαλεν εκεί το σπέρμα του φοβερού αυτού μολύσματος; Ο πατήρ
+του και το χαρτοπαικτείον του. Υιός εκ πατρός υπήρξεν
+αναντιρρήτως ο Αλέξανδρος, αλλά τελειοποιημένος, εννοείται, υπό
+των προόδων του νεοελληνικού πολιτισμού και των ψευδών αναγκών
+του.
+
+ — Και τώρα τι θα γείνη η οικογένειά του; Δεν είχε, μου είπες,
+νυμφευθή;
+
+ — Ναι· αλλ' ευτυχώς δεν αφίνει τέκνα, . . και ο σκώληξ του θα
+ταφή μαζή του.
+
+Και αυτός υπήρξεν ο μόνος επί του δυστυχούς Αλεξάνδρου ψυχρός
+επικήδειος του παλαιού του συμμαθητού.
+
+
+
+ΤΟ ΔΩΡΟΝ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ (7)
+
+
+
+Α'.
+
+Ήτο παραμονή της πρώτης Ιανουαρίου του 186 . .
+
+Ο Γεώργης, μικρός δωδεκαετής υπηρέτης του κυρίου Λευκοπούλου, ήτο
+κατάκοπος εκ της προσθέτου εργασίας, ην είχεν απαιτήσει η
+έκτακτος και πολυάσχολος ημέρα.
+
+Αφού έτριψε και εκαθάρισε τα σκεύη της τραπέζης και τα σκεύη της
+οικίας, επιμελέστερον του συνήθους, αφού εβοήθησεν, αναλόγως της
+ηλικίας και της νοημοσύνης του, την οικοδέσποιναν εις παρασκευήν
+των γλυκυσμάτων της πρώτης του έτους, αφού εκόμισεν ικανά εξ αυτών
+πινάκια εις τους συγγενείς και φίλους της οικίας, αφού τέλος
+έστρωσε την εσπέραν την τράπεζαν του δείπνου, και εδείπνησε και
+αυτός εκ των περισσευμάτων, και έπλυνε τα πινάκια, εκάθισε
+κεκμηκώς εις μίαν γωνίαν του μαγειρείου.
+
+Ήτο προδήλως μελαγχολικός, ουδέ κατώρθουν να φαιδρύνωσι την
+μορφήν του αι ολίγαι δεκάραι, ας είχε συλλέξει παρά των γνωρίμων
+του οίκου, ως κόμιστρα των γλυκυσμάτων του, και τας οποίας
+μηχανικώς ηρίθμει διά των μικρών του χειρών εντός των θυλακίων
+της περισκελίδος του. Αν τις τον ηρώτα την στιγμήν εκείνην το
+αίτιον της δυσθυμίας του, ουδ' αυτός ο ίδιος θα ήξευρε τι ακριβώς
+να αποκριθή. Ήκουεν εις την εγγύς αίθουσαν σαλπίζοντα και
+τυμπανίζοντα και θορυβούντα τα παιδία της οικογενείας παρ' η
+υπηρέτει, άτινα είχον ήδη λάβει προκαταβολικώς τα δώρα των, πριν
+ή έτι ανατείλη η πρώτη του έτους· αλλ' η μικρά του καρδία δεν
+συνεσκίρτα προς τα σκιρτήματά των. Είχεν ενώπιον αυτού, επί των
+γονάτων του, κομψόν καινουργή πίλον, ον είχε χαρίσει εις αυτόν η
+κυρία του προ μικρού, αλλά και αυτού η θέα δεν ίσχυε να ιλαρύνη
+το πρόσωπόν του.
+
+Τι είχεν; Ενθυμείτο την μικράν νηπιακήν του ηλικίαν και τον
+πατρικόν αυτού οίκον.
+
+Γιος πτωχού κορινθίου χωρικού, μη επαρκούντος εις συντήρησιν
+συζύγου και τριών τέκνων, — αυτού και δύο κορασίδων, — είχεν
+εκμισθωθή αντί πεντήκοντα δραχμών ετησίως εις αθηναίον
+επιχειρηματίαν, όστις από πωλητού φωσφόρων μετέβαλλεν αυτόν
+εναλλάξ εις καθαριστήν υποδημάτων ή κομιστήν οψωνίων.
+
+Αι ημερήσιαι εισπράξεις του μικρού Γεωργίου, όσον πενιχραί και αν
+ήσαν, θα ήρκουν ίσως, ουχί να παχύνωσιν αλλά να θρέψωσι καν
+αυτόν, αν δεν επάχυνον το βαλάντιον του αυθέντου του, όστις αντ'
+αυτών τω εχορήγει μεγαλοδώρως δύο τεμάχια ξηρού άρτου καθ'
+εκάστην, αρτυόμενα δι' ελαιών μεν ή τυρού αναλόγως της ημέρας,
+οσάκις υπελάμβανεν εκείνος επαρκή την είσπραξιν του μικρού
+κορινθίου, διά ραπισμάτων δε και ύβρεων, οσάκις τω εφαίνετο
+γλίσχρον το προϊόν της εργασίας του παιδός.
+
+Τρία όλα έτη έζησεν ούτω ο ταλαίπωρος Γεώργης, πεινών και
+γυμνητεύων, φρικιών υπό ρίγους τον χειμώνα και περιφέρων ασκεπή
+την κεφαλήν του το θέρος υπό τον φλογερόν ήλιον των Αθηνών,
+κοίτην του έχων την γωνίαν ρυπαρού υπογείου, και νυκτερινούς
+συντρόφους του — πλην δύο άλλων ομοίων του ατυχών πλασμάτων —
+ποντικούς υπερμεγέθεις, οίτινες ουχί σπανίως απεθρασύνοντο να
+τρωγαλίζωσι τας μικράς αυτού πτέρνας, οσάκις ο γάτος του οίκου
+είχεν άλλας ασχολίας επί των γειτονικών ορόφων.
+
+Και δεν ήρκεσαν αυτά.
+
+Ημέραν τινά ομήλιξ συμπατριώτης, νέηλυς εκ Κορίνθου, του έφερε
+την μαύρην είδησιν, ότι αι δύο μικραί του αδελφαί απέθανον αίφνης
+εντός μιας εβδομάδος εξ ευλογίας, και ότι η μήτηρ του, παράφρων
+σχεδόν εκ της λύπης, κατέκειτο βαρέως νοσούσα. Δεν επρόφθασε να
+κλαύση τας αδελφάς του, τας οποίας τόσον ηγάπα ο πτωχός, και
+τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν βρέφη, και νέον από της
+πατρίδος μήνυμα του ανήγγειλεν, ότι κακή ώρα εύρε τον πατέρα του.
+Διεσκέδαζε, του είπον, κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την
+διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες, τας έριδας πυροβολισμοί, και
+μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. — Και η μήτηρ του;
+ηρώτησεν ο ατυχής παις. — Κατάκοιτος πάντοτε.
+
+Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν
+εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του
+πατρός του, την κυρά Βαγγελήν.
+
+ — Καϋμένο παιδί! του είπε, και τον περιεπτύχθη, καταφιλούσα μετά
+δακρύων την ακτένιστον κεφαλήν του. Πεντάρφανο απόμεινες· πάει κ'
+η μάνα σου.
+
+Και τον έσφιξεν εις τας αγκάλας της τόσον, ώστε ο Γεώργης δεν
+εύρεν αναπνοήν διά να κλαύση.
+
+ — Έλα, πάμε! προσέθηκε.
+
+ — Πού θα πάμε, θεία; ηρώτησεν ο ορφανός. 'Σ την Κόρθο; Και
+εσκίρτησεν η καρδιά του.
+
+ — Όχι, Γεωργάκη μου, θάρθης να καθίσης μαζή μου.
+
+Και στραφείσα προς τον μισθωτήν του παιδός, όστις προσέβλεπεν
+απαθής τα γινόμενα,
+
+ — Το παιδί το παίρνω, είπε. Σου χαρίζομε και το νοίκι της
+χρονιάς, και ξοφλούμε.
+
+Διενοήθη εκείνος προς στιγμήν να αντιστή. Είχεν υπέρ εαυτού το
+γράμμα του συμβολαίου. Η δουλεία του Γεώργη έληγε μετά δυο έτη.
+Αλλά τι τον ήθελε πλέον — εσκέφθη — τον ορφανόν; Η λύπη και τα
+κλαύματα δεν θα του άφιναν όρεξιν να εργάζεται.
+
+Και απήντησε σχεδόν αμέσως·
+
+ — Όσο γι' αυτό, χάρη μου κάνεις, κυρά. Δεν είνε προκοπή απ' το
+παιδί. Ουδέ το ψωμί του δεν βγάζει. Ας πάη 'ς το καλό.
+
+Ούτως ο Γεώργης κατώκησεν επί τινα χρόνον μετά της αγαθής του
+θείας, ήτις περισυναγαγούσα την πενιχράν κληρονομίαν του παιδός,
+όσην απετέλεσεν η πώλησις των οικιακών σκευών, ενός καχεκτικού
+ιππαρίου και ενός χωλού όνου, ήλθεν εις τας Αθήνας, να κυττάξη,
+ως έλεγε, τον ανεψιόν της.
+
+Πλην πώς να τον κυττάξη, πως να τον θρέψη και να τραφή και αυτή
+εκ των ολίγων κερμάτων, άτινα έφερε μεθ' εαυτής εκ Κορίνθου; Πολύ
+περί τούτου εσκέφθη η θεία, διότι ήτο φρόνιμος και νοήμων γυνή η
+κυρά Βαγγελή. Αλλ' η σκέψις της δεν εγέννα δυστυχώς χρήματα, και
+διά τούτο μετά μίαν εβδομάδα εκείνη μεν εμισθούτο επιστάτρια εις
+μίαν σχολήν κορασίων, ο δε Γεώργης υπηρέτης παρά τω Κυρίω
+Λευκοπούλω.
+
+ — Ήθελα, γυιε μου, να σε μάθω και λίγα γράμματα, είπεν εις αυτόν
+η καλή γραία· αλλ' ας τ' αφήσωμ' αυτά για παραπέρα. Τώρα πρέπει
+να πιάσης απάνω σου λίγο κρέας, για να μη μου . . .
+
+Δεν κατώρθωσε να περάνη την φράσιν της· την έπνιξαν οι λυγμοί,
+και απεχαιρέτισε τον ανεψιόν, σπογγίζουσα τους καταπεπονημένους
+εκ των δακρύων οφθαλμούς της.
+
+Β'.
+
+Ήτο λοιπόν ο Γεώργης μελαγχολικός την παραμονήν της 1 Ιανουαρίου
+186., διότι ενθυμείτο τα παλαιά του· την παιδικήν ηλικίαν του,
+την πατρικήν του καλύβην εν Κορίνθω, τον αδικοθάνατον πατέρα του,
+όστις του έδιδε πάντοτε αυτήν την ημέραν την ευχήν του κ' έν
+ζεύγος καινουργών σανδαλίων, την αγαπητήν του μητέρα, ήτις τον
+εφίλει . . τον εφίλει την πρωτοχρονιάν, και τον έσφιγγεν εις τας
+αγκάλας της λέγουσα·
+
+ — Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου
+κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου.
+
+Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια
+εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη
+απέθνησκεν.
+
+Ενθυμείτο ακόμη τας μικράς του αδελφάς, μικροτέρας αυτού, τας
+οποίας συνώδευεν εις την εκκλησίαν, από βαθέος όρθρου του νέου
+έτους, και ων εκάστην εφίλευεν επιστρέφων ανά μίαν κουλούραν, ην
+ηγόραζεν εκ των ολίγων φιλοδωρημάτων, άτινα είχε συλλέξει προ
+μιας εβδομάδος, ψάλλων τα χριστούγεννα εις τους συγγενείς.
+
+Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν
+θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω
+νοσοκομείω.
+
+Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να
+συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις
+το σχολείον πυρέσσουσα.
+
+Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την
+έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
+
+Ο Γεώργης ενθυμήθη, ότι είχε τρεις ημέρας να την ιδή την θειάν
+Βαγγελήν, και λαβών άδειαν μιας ώρας παρά των κυρίων του έδραμεν
+εις το νοσοκομείον. Ήθελε να ευχηθή περαστικά και καλόν τον νέον
+χρόνου εις την αγαθήν γραίαν, ησθάνετο δε ο έρημος παις και την
+ανάγκην θερμών τινων φιλημάτωυ, εξ εκείνων άτινα τόσον εδαψίλευεν
+εις αυτόν η θεία του.
+
+Τι άλλο είχε πλέον να του ενθυμίζη του πατέρα, την μητέρα και τας
+αδελφάς του, ή τα φιλήματα και τας θωπείας της γραίας;
+
+Γ'.
+
+Αλλ' η νυξ της παραμονής παρήλθεν ολόκληρος, και ο Γεώργης δεν
+επέστρεψεν εις τον οίκον των κυρίων του.
+
+ — Τι να έγεινεν αυτό το παιδί; ηρώτα ο αυθέντης του. Και η
+κυρία, δύσπιστος και καχύποπτος γυνή, απήντα·
+
+ — Πού ξεύρεις πού θα παραλύη. Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε
+χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε.
+
+Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε.
+
+Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του,
+είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν του — ήξευρεν ότι έκαμνον
+καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας
+έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.
+
+Κατηυθύνθη εις την αίθουσαν, όπου ήξευρεν ότι έκεικτο η γραία,
+και μόλις είχε πνοήν να ερωτήση την νοσοκόμον, ην συνήντησε προ
+της θύρας.
+
+ — Πώς είνε;
+
+ — Καλά που ήλθες, απήντησεν εκείνη. Η θειά σου εβάρυνε. Όλη την
+ήμερα σ' εζητούσε. Τώρα. . . .
+
+Ο Γεώργης δεν ήκουσεν άλλο. Ίστατο ήδη άναυδος και τρέμων προ της
+κλίνης της κυρά Βαγγέλης, ήτις τον εθεώρει μεν διά βλέμματος
+απλανούς, αλλά δεν τον έβλεπε.
+
+ — Εγώ είμαι, θείτσα μου, Ο Γεώργης. Δεν είσαι καλλίτερα; . . .
+Καλλίτερα είσαι· δεν βήχεις διόλου.
+
+Και κατεφίλει δακρύων την κρεμαμένην έξω της κλίνης λιπόσαρκον
+χείρα της.
+
+Αληθώς η γραία δεν έβηχε πλέον, διότι . . . εψυχορράγει.
+
+Αίφνης, ωσανεί τα καταλειβόμενα δάκρυα του παιδός μετέδωκαν
+εσχάτην τινά θέρμην εις την αποψυχομένην καρδίαν της, το βλέμμα
+της ανεζωογονήθη, και η νεκρουμένη χειρ αυτής έσφιγξεν ισχυρώς
+την μικράν χείρα του ορφανού.
+
+ — Καλό 'ς το! είπεν ασθενώς· καλό 'ς το!
+
+Και λαβούσα υπό το προσκεφάλαιόν της μικράν δέσμην παλαιών και
+κιτρινισμένων χαρτίων, τυλιγμένων εις μελανήν μετάξινην κλωστήν.
+
+ — Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού
+σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου.
+
+Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον
+σωρόν της.
+
+Δ'.
+
+Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα
+υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους
+ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.
+
+ — Πού ήσουν χθες όλην την νύκτα; ηρώτησεν αποτόμως ο κ.
+Λευκόπουλος.
+
+Και προσέθηκεν ευθύς, βλέπων την ηλλοιωμένην μορφήν του παιδός.
+
+ — Διατί κλαις;
+
+ — Ήμουν εις το νοσοκομείον, αυθέντη, απήντησε δειλός ο μικρός
+υπηρέτης, που . . . πέθανε η θεια μου.
+
+ — Καϋμένο παιδί!
+
+Και πλησιάσας ο κύριος του εθώπευσε πατρικώς την κεφαλήν του
+παιδός.
+
+Ήτο αγαθός ανήρ ο αυθέντης του Γεώργη, και ο Γεώργης το ησθάνθη
+την στιγμήν εκείνην. Του εφάνη, δεν ηξεύρω πώς, ότι η χειρ του
+πατρός του κατήρχετο αοράτως επί της κεφαλής αυτού και τον
+εθώπευεν. Η καρδία του εσκίρτησεν εξ αγάπης και ευγνωμοσύνης, και
+θαρρήσας ανέβλεψε προς τον κύριόν του και τω είπεν·
+
+ — Αυθέντη,. . . . ήθελα να σας ζητήσω μίαν χάριν.
+
+ — Τι θέλεις, παιδί μου;
+
+ — Μα μη μου δίδετε μισθόν . . .
+
+ — Πώς; χάρισμα θα με δουλεύης; Δεν γίνεται.
+
+ — Ήθελα να πάγω εις το σχολείον,. . . . να μάθω γράμματα,. . . .
+και να υπηρετώ, όταν ήμαι εύκαιρος.
+
+ — Να μάθης γράμματα; Ας ήνε. Πώς σου ήλθε αυτή η ιδέα;
+
+ — Θέλω να διαβάσω κάτι χαρτιά που μου εχάρισε χθες η καϋμένη η
+θειά μου.
+
+ — Τι χαρτιά; φέρε τα να σου τα διαβάσω εγώ.
+
+Ο παις έστη επί στιγμήν αμήχανος.
+
+Να αρνηθή εις τον αυθέντην του, όστις του έδιδεν άρτον;
+
+Να λησμονήση την ρητήν παραγγελίαν της θνησκούσης θείας του;
+
+ — Αυθέντη, είπε τέλος, η θειά μου μου παράγγειλε να τα διαβάσω
+μοναχός μου.
+
+Ο κ. Λευκόπουλος ητένισε βαθύ βλέμμα επί την μορφήν του μικρού
+υπηρέτου του, και τω είπεν ευμενώς·
+
+ — Καλά σου παρήγγειλε. Να πας εις το σχολείον, παιδί μου, . . . .
+να πας.
+
+Ε'.
+
+Μετά ένα μήνα ο Γεώργης έλυεν εν τω υπερώω, όπου κατεκλίνετο, την
+μικράν εκείνην δέσμην των κιτρίνων χαρτίων, άτινα είχε δωρήσει
+εις αυτόν η θεία του, και προσεπάθει να αναγνώση το πρώτον εξ
+αυτών. Αλλά τα γράμματα δεν ωμοίαζον δυστυχώς μ' εκείνα τα οποία
+εμάνθανεν εις το σχολείον. Εκοπίασε πολύ, πλην εκοπίασεν εις
+μάτην.
+
+Έδεσε πάλιν τα πολύτιμα χαρτία του, και μετά τρεις μήνας
+επανέλαβε την απόπειραν. Κατώρθωσε κάτι περισσότερον αυτήν την
+φοράν, εσυλλάβισεν επιπόνως ολίγας λέξεις, αλλά να τ'
+αναγνώση, . . . αδύνατον.
+
+Η τρίτη απόπειρα έγεινε μετά έν έτος.
+
+Α! τώρα ετελείωσαν τα ψεύματα.
+
+Ο Γεώργης ανέγνωσε τα πολύτιμα έγγραφα, και τ' ανέγνωσεν όλα.
+Εξημερώθη παρά την πενιχράν του λυχνίαν, και ότε ετελείωσε την
+ανάγνωσιν του τελευταίου, το φως της ημέρας εχάραζεν ήδη διά των
+ρωγμών του παραθύρου του.
+
+Ολίγα εννόησεν εκ της αναγνώσεως των παλαιών εκείνων κιτρινωπών
+χαρτίων, αλλά και τα ολίγα αυτά απεκάλυψαν άγνωστον και παράδοξον
+ορίζοντα προ της παιδικής του διανοίας.
+
+Ο τόπος αυτός όπου έζη, η Ελλάς, η χώρα εκείνη όπου είχε γεννηθή,
+η Κόρινθος, είχον πολεμήσει εναντίον ανθρώπων κακών, βαρβάρων,
+τυράννων, ως τους έλεγον τα παλαιά εκείνα χαρτία.
+
+Ο πάππος του είχε πολεμήσει και αυτός, και είχε μάλιστα ακουσθή
+ — τα χαρτία το έλεγον. Δεν ήτο λοιπόν ασήμαντος άνθρωπος ο πάππος
+του. Είχε προσφέρει εις την πατρίδα τον βραχίονά του, όστις είχε
+κολοβωθή υπό σφαίρας, την οικίαν του, την οποίαν κατέκαυσαν οι
+Τούρκοι, την περιουσίαν του, ήτις εδαπανήθη εις τας ανάγκας του
+πολέμου. Τα παλαιά χαρτία τα έλεγον όλ' αυτά.
+
+Διατί όμως μ' όλας αυτάς τας θυσίας του είχε μείνει ο πάππος του,
+ιδιώτης, και απέθανε καλλιεργών τους αγρούς του διά της μιας
+αυτού χειρός;
+
+Ο Γεώργης αμυδρώς μόλις ενθυμείτο τον γέροντα, αλλά τον ενθυμείτο
+κάλλιστα απλούν γεωργόν και μονόχειρα.
+
+Διατί ο πατήρ του έζησε και εκείνος πτωχός γεωργός, και απέθανε
+χωρίς ν' αφήση άλλην κληρονομίαν ή τα κίτρινα αυτά πιστοποιητικά;
+
+Ο ταλαίπωρος παις ουδεμίαν εύρισκεν εν τη διανοία του απάντησιν
+εις τας απορίας αυτού.
+
+Ανεμιμνήσκετο και πάλιν την γραίαν του θείαν, ήτις από της
+εσχάτης της κλίνης του εκληροδότησε τα πολύτιμα αυτά έγγραφα,
+ενθυμείτο την παραγγελίαν της, να μάθη γράμματα, και ανελογίζετο
+τι ήτο αυτός ο ίδιος προ τεσσάρων ετών, ότε εστίλβονε, γονυπετών
+επί του χώματος, τα υποδήματα των διαβατών αντί ενός πενταλέπτου.
+
+Κόσμος ιδεών νέων κατέκλυσε τον μικρόν αυτού εγκέφαλον, και πόθοι
+παράδοξοι ανέβησαν εις την καρδίαν του.
+
+Εστήριξε την κεφαλήν αυτού επί των δύο του χειρών, και η από της
+αγρυπνίας κόπωσις εκάλει ήδη βαρύν τον ύπνον επί των βλεφάρων
+του, ότε αντήχησεν οξεία μέχρι του υπερώου η φωνή του κυρίου του,
+ζητούντος τον καφέν του.
+
+ΣΤ'.
+
+Μετά τρία έτη ο Γεώργιος ετελείονε το ελληνικόν σχολείον, και
+ειργάζετο ως γραφεύς παρά τινι των συμβολαιογράφων των Αθηνών.
+
+Μετά άλλα τρία κατετάσσετο εις την ιατρικήν σχολήν του
+πανεπιστημίου, και ελάμβανε εξηκοντάδραχμον υποτροφίαν, πρωτεύων
+εν διαγωνισμώ.
+
+Μετά πέντε δε άλλα ήτο ιατρός εν τη πατρίδι του, και ανακομίζων
+εξ Αθηνών τα λείψανα της θείας Βαγγελής, έθαπτεν αυτά υπό τάφον
+κοινόν μετά των οστών του πατρός, της μητρός και των δύο του
+μικρών αδελφών, τας οποίας τοσάκις είχε νανουρίσει, ότε ήσαν
+βρέφη.
+
+
+
+
+Η ΜΠΟΓΑΤΣΑ
+Ανατολικός μύθος (8)
+
+
+
+
+Είνε χειμώνος εσπέρα.
+
+Πυκναί και αδιάκοποι καταπίπτουσι της χιόνος αι νιφάδες,
+σαρονόμεναι υπό του βορρά διά των οδών της πόλεως, εις τας οποίας
+μόλις πού και πού προκύπτει βραδύνας διαβάτης, σπεύδων εις τον
+οίκον του, όπου προσδοκά να εύρη θάλπος παρά την φλέγουσαν εστίαν
+και άρτον επί της τραπέζης. Συσπειρούμενοι υπό τους επενδύτας των
+και κύπτοντες την κεφαλήν υπό την δριμείαν πνοήν του νυκτερινού
+ανέμου, παρέρχονται ταχείς οι παροδίται, προσέχοντες μόνον μη
+ολισθήσωσιν επί της χιόνος, ουδ' έχοντες καιρόν ή διάθεσιν να
+σταματήσωσι δεξιά ή αριστερά προ των ανοικτών έτι οψοπωλείων,
+όπου μεγαλοφωνούσιν οι μεταπράται, καλούντες εις μάτην τους
+παρερχομένους αδιαφόρως πελάτας, κωφούς υπό του ψύχους και του
+κενού στομάχου.
+
+Αλλ' αν το ψύχος και η ασφαλής προσδοκία του αναμένοντος δείπνου
+κωφαίνει, η πείνα όμως εξεγείρει το ους, και η απελπισία του
+κενού στομάχου κεντρίζει την προσοχήν και νικά τον βορράν.
+
+Πολλοί παρήλθον αδιάφοροι προ του ανοικτού εκείνου φούρνου, την
+προθήκην του οποίου κοσμούσι θερμοί έτι και ευωδιάζοντες άρτοι,
+και κουλούραι ξανθαί, και πλακούντια προκλητικά, εν μέσω δε
+πάντων και προ πάντων ταψίον μπογάτσας, αχνιζούσης έτι από του
+πυρός και μυροβολούσης από του βουτύρου. Το ταψίον είνε μέγα και
+η μπογάτσα παχεία και ζακχαρόπαστος. Αναπτύσσει εκεί προς τους
+παρερχομένους πειναλέους διαβάτας τα θερμά αυτής κάλλη, και η
+κνίσσα της η ακαταμάχητος, υπερβαίνουσα της προθήκης το ανοικτόν
+παράθυρον, εισβάλλει θριαμβικώς εις την οδόν και σαγηνεύει τον
+δυστυχή εκείνον και ρακένδυτον αχθοφόρον, όστις μόλις κατορθόνει,
+υπό της πείνης και της εξαντλήσεως, να σύρη επί του παγοστρώτου
+πεζοδρομίου τους κατακόπους αυτού πόδας. Πολλοί διήλθον και
+παρήλθον· αλλ' αυτός δεν κατώρθωσε να παρέλθη. Ο κενός του
+στόμαχος είχε την δύναμιν να τον σύρη έως εκεί· αλλ' εκεί, προ
+του ανοικτού παραθύρου του φούρνου και της αχνιζούσης μπογάτσας,
+ο στόμαχός του απέκαμε και οι πόδες του παρέλυσαν.
+
+
+Εστάθη, και εμειδίασε μειδίαμα ονείρων και προσδοκίας. Οι
+οφθαλμοί του διεστάλησαν και ηκτινοβόλησαν, ο στόμαχός του
+ησθάνθη ανεκλάλητον σπασμόν ηδονής, και τα χείλη του
+συνεδιπλώθησαν λείχοντα το έν το άλλο, εν ευφροσύνω παραισθησία.
+Τι ήτον εκείνο το οποίον έβλεπεν! Ουδέν είχε φάγει άλλο από
+πρωίας, ή μικρόν, μικροσκοπικόν τεμάχιον άρτου, αλιευθέν επιπόνως
+εκ των αποβλήτων περιτριμμάτων προστύχου μαγειρείου. Μάτην ώρας
+πολλάς συνεστέλλετο αλγεινώς ο στόμαχός του και διεστέλλοντο εξ
+επιθυμίας οι οφθαλμοί του. Πανταχού ερημία και χιών και βορράς.
+Και τώρα, εν μέσω της ερημίας η όασις εκείνη η μυροβόλος, . . .
+εν μέσω του ψύχους το θάλπος εκείνο της ευώδους κνίσσης!
+
+Έμεινεν εκεί βωβός, ακίνητος, απολιθωμένος υπό του θάμβους και
+της επιθυμίας, συνθλίβων διά των χειρών τους σπασμούς του κενού
+του στομάχου, και ανεκλάλητον ομιλών ερωτικήν γλώσσαν προς το
+λιπαρόν και κολοσσιαίον εκείνο ταψίον. Εφαντάζετο ήδη εαυτόν
+καθισμένον προ του θερμού και μοσχοβολούντος πλακούντος, και την
+πήτταν αυτήν κτήμα του, ιδιοκτησίαν του, υποκειμένην άνευ όρων
+και περιορισμών εις την θέλησιν των οδόντων και την βουλιμίαν της
+κενής του κοιλίας. Εφαντάζετο την μαλακήν εκείνην και γλυκείαν
+ζύμην κοπτομένην και αναρπαζομένην, όχι διά μαχαιρίου και
+περόνης, αλλά διά των δακτύλων του αυτών και των μακρών του
+ονύχων. Εφαντάζετο την εύχυλον εκείνην και λιπαράν μάζαν
+αναλυομένην διά των οδόντων του, και οι σιελοποιοί του αδένες
+ωγκούντο και εξεχείλιζον επί το ατημέλητον και λευκόν εκ της
+χιόνος γένειόν του. Αλλά τι το όφελος! Αυτός έβλεπε και έβλεπε,
+και ο στόμαχός του εστέναζε και ωλόλυζε διαμαρτυρόμενος. Ας
+φ ύ γ ω μ ε ν! του έλεγεν εμπιστευτικώς. Αλλά πού να φύγη ο πεινών
+εκείνος ιέραξ! Και έμενεν ατενίζων επί το απρόσιτον θύμα του, και
+μάτην βασκαίνων αυτό διά των απορροφητικών του βλεμμάτων.
+
+Αίφνης παρέρχεται προ αυτού η νυκτερινή περίπολος της αστυνομίας,
+και ο οδηγός αυτής ίσταται προ του παραδόξου και δραματικού
+θεάματος. Τον ετρόμαξεν ίσως η εις πραξικόπημα ήδη κορυφουμένη
+απόγνωσις του λιμώττοντος Παρίου, η από των οφθαλμών του
+αστράπτουσα, ή τον εκίνησεν εις οίκτον το εις καμπύλην εκ της
+πείνης κυρτούμενον σώμα του.
+
+ — Τι κυττάζεις, μωρέ, αυτού;
+
+ — Αχ! τη μπογάτσα, αφέντη μου!
+
+ — Σ' αρέσει το λοιπόν η φρέσκα μπογάτσα;
+
+Ο αχθοφόρος δεν απήντησεν, αλλά προσείδε μόνον τον αστυνόμου. Και
+το βλέμμα του εκείνο ήτο δίωρος κοινοβουλευτική ρητορεία.
+
+ — Κόψ' του ένα κομμάτι! διέταξεν ο οικτίρμων δημόσιος λειτουργός
+τον οπτανέα. Δος του να φάη του κακομοίρη!
+
+ — Αμ' ένα κομμάτι μοναχά, αφεντικούλη μου; Τι να το κάμω ένα
+κομμάτι;
+
+ — Μα πόσο θέλεις το λοιπόν; Μη θες να τη φας ολάκερη;
+
+ — Την τρώγω, αφέντη μου, υπέλαβε μετριοφρόνως ο γυμνήτης, και
+υ λ ά κ τ ε ι, ως λέγει ο Όμηρος, ο στόμαχός του εξ αγαλλιάσεως.
+
+ — Κι' αν δεν τη φας;
+
+ — Αν δεν τη φάω . . φτύσε με, αφέντη μου.
+
+Και ένευσεν ο αστυνόμος, και ήρχισεν ο πόλεμος.
+
+Τις να περιγράψη την γιγάντειον εκείνην μονομαχίαν της
+κολοσσιαίας μπογάτσας και του απειροβαθούς στομάχου;
+
+Ενέπηξε τους όνυχάς του εις το ταψίον ο βουλιμιών αχθοφόρος, ως
+αν επρόκειτο να αποσπάση τα εντόσθια θανασίμου εχθρού του, και η
+πρώτη του δραξ κατεβροχθίσθη ως αν ήτο καταπότιον. Την πρώτην
+παρηκολούθησεν άλλη, και ταύτην άλλη, και αι βουκιαί διεδέχοντο
+αλλήλας ως στροφαί ηλεκτρικής δυναμομηχανής, και ο ακένωτος
+στόμαχος κατεβρόχθιζεν αυτάς πριν ή προφθάση καν να τας ίδη ο
+κατάπληκτος χορηγός της παραδόξου εκείνης ευωχίας.
+
+ — Μωρέ στάσου, και θα πνιγής! Ετόλμησεν άπαξ να είπη ο πτωχός
+αστυνόμος, βλέπων ότι το αστείον του πείραμα εκινδύνευε να γείνη
+σοβαρά του βαλαντίου του τραγωδία.
+
+Αλλά πού να πνιγή ο λύκος! Εκείνος δεν έτρωγε· κατέπινε. Και
+κατέπινεν αδηφάγος, ταχύς, οιονεί διωκόμενος, και κατεβρόχθιζε
+πασαλείφων και μύστακα και γένειον, και έλειχεν εν τω μεταξύ τα
+χείλη και τους δακτύλους, πότε της μιας και πότε της άλλης των
+χειρών, και το ταψίον απεγυμνούτο βαθμηδόν, και το ήμισυ της
+μπογάτσας είχεν ήδη μεταβή εις τους μακαρίτας, . . ότε η
+καταβρόχθισις εφάνη πως ανακοπείσα. Οι δάκτυλοι του ορνέου
+εφάνησαν βραδύνοντες, το γένειον του αχθοφόρου έμενε λιπαρόν και
+ασπόγγιστον, η κατάποσις ήρχισεν αραιουμένη, και η μάχη . . διά
+μιας εσταμάτησεν. Επροσπάθησεν ο δυστυχής να καταπίη ένα έτι
+βλωμόν, έφερε την χείρα προς το ταψίον . . . αλλ' η χειρ του
+κατέπεσεν αδρανής, και το αλαμπές του βλέμμα υψώθη προς τον
+γενναίον χορηγόν.
+
+ — Φτύσε με, αφέντη μου! κατόρθωσε μόλις να ψελλίση. Δεν μπορώ
+πεια!
+
+Και σταυρώσας τας χείρας επί του πληρωθέντος στομάχου του
+ανέμεινε χριστιανικώς ο αχθοφόρος το πτύσμα του αφελούς χορηγού,
+προς ον ητένιζεν εναγώνιον βλέμμα ο ανήσυχος οπτανεύς.
+
+Επιμύθιον
+
+Ελπίζομεν ότι η ευφυία των ημετέρων αναγνωστών δεν θα ζητήση παρ'
+ημών, αλλά θ' αναπληρώση μόνη της το ελλείπον επιμύθιον. Και θα
+το κατορθώση ευκόλως, υποθέτομεν, αρκεί μόνον να ενθυμηθή μερικά
+προγράμματα υποψηφίων βουληφόρων και μερικάς επαγγελίας δημοσίων
+αρχόντων.
+
+
+
+Ο ΕΠΤΑΨΥΧΟΣ ΓΑΤΟΣ
+
+Αλληγορία (9)
+
+
+
+Ήμην παιδίον, επτά ίσως μόλις ή οκτώ ετών.
+
+Αλλά τον ενθυμούμαι ακόμη ζωηρότατα, και θαρρώ ότι τον βλέπω
+εμπρός μου ζωγραφιστόν, ολοζώντανον, με το λευκόν του τρίχωμα, το
+οποίον έστιζον εδώ και εκεί ολίγαι κίτριναι κηλίδες, με την
+μεγάλην του κεφαλήν, την κιτρίνην του ουράν, τους κιτρίνους του
+οφθαλμούς, και το ύπουλον αθόρυβον βήμα του — αληθές βήμα
+νυκτοκλέπτου.
+
+Και ήτο νυκτοκλέπτης ο άθλιος, αλλά και ημεροκλέπτης ακόμη, και
+ληστής αληθινός, όχι μόνον του μαγειρείου και οψοφυλακίου του
+οίκου μας, αλλά και πάντων έτι των μαγειρείων και οψοφυλακίων των
+γειτονικών οικιών. Κυνηγός μόνον δεν ήτο. Περιεφρόνει άρα γε
+πλέον τους ποντικούς, ως ανάξιον άθυρμα της ωρίμου του ηλικίας, ή
+μη επροτίμα του ζώντος εκείνου και πως κοπιώδους θηράματος την
+ευκολωτέραν και ετοίμην λείαν των τηγανιστών οψαρίων, των
+μαγειρευμένων ή και αμαγειρεύτων κρεάτων, και παντός λειψάνου της
+χύτρας ή των πινακίων; Άγνωστος ο λόγος της προτιμήσεως. Το
+βέβαιον μόνον είνε, ότι ο γάτος μας δεν εδίωκε ποντικούς, και το
+βεβαιότερον ακόμη, ότι και αν ήθελε να τους κυνηγήση, δεν θα
+εύρισκε κανένα, διότι βραδέως μεν αλλ' ασφαλώς τους ελιμοκτόνησεν
+όλους, καθαρίζων εκάστοτε το μαγειρείον από παντός ψιχίου, πριν ή
+προβάλωσιν εκείνοι το μυστακοφόρον αυτών ρύγχος διά της οπής των
+φωλεών των.
+
+Το στρογγύλον και παχυνθέν εκ της κλοπής σώμα του έλαμπεν υπό
+βαθύ και λάσιον τρίχωμα, οι οφθαλμοί του, κλειστοί συνήθως από
+της ραστώνης, ηνοίγοντο και διεστέλλοντο προ της ασθενεστάτης
+οσμής οιουδήποτε λιχνεύματος, και το αδρανές και συρόμενον βήμα
+του μετεβάλλετο αίφνης εις τίγρεως άλμα από του εδάφους επί την
+τράπεζαν και απ' αυτής εις την οδόν εκεί, αναρριχώμενος ταχύς επί
+την κορυφήν του πρώτου προστυχόντος τοίχου, ετρωγάλιζε μακαρίως
+την λείαν του, ένιπτεν έπειτα διά του ποδός την λιπάραντον
+μορφήν, και εξηπλούτο κατόπιν προς τον ήλιον, διά να κάμη την
+χώνευσίν του, ουδέ βλέμματος αξιών τα περιιπτάμενα πτηνά ή τας
+ενοχλούσας αυτόν μυίας.
+
+Αλλ' αι κλεπτικαί του έφοδοι δεν ετελείονον πάντοτε τόσον αισίως.
+Είχεν από μακρού επικηρυχθή ο ληστής υφ' όλων των μαγειρισσών της
+γειτονίας, και πολλάκις είχον στηθή ενέδραι κατά των κλεπτικών
+του κατορθωμάτων, και πολλάκις η καταδίωξίς του δεν απέβη ματαία.
+Πόσαι πυράγραι είχον κατά καιρούς σφεγδονισθή κατά της κεφαλής
+του, πόσα ματσούκια είχον θραυσθή κατά της ράχεώς του, και πόσαι
+χύτραι ζέοντος ύδατος είχον χυθή επί το παχύ του τρίχωμα! Είχε
+μαδήσει πολλαχού και γυμνωθή πελιδνόν το δέρμα του, η κεφαλή του
+είχε παραμορφωθή εκ των μωλώπων και των πληγών, πότε ο είς και
+πότε ο άλλος των ποδών του εσύροντο μετέωροι και παραλυτικοί, και
+ο είς των οφθαλμών αυτού από πολλού είχε κλεισθή προς το φως της
+ημέρας υπό το ζεμάτισμα της μαγειρίσσης μας.
+
+Αλλ' ήτο αδιόρθωτος ο αμαρτωλός γέρων. Κλέπτης εκ γενετής, και
+λαίμαργος εκ φύσεως. Το κατ' εξοχήν και προχειρότατον εις αυτόν
+πεδίον των ληστροπραξιών του ήτο, εννοείται, η πάτριος αυτού γη,
+το μαγειρείον της οικίας μας, όπου πρωίαν τινά χειμώνος είχε
+γεννηθή εντός της ανθρακοθήκης. Εκεί ηνδραγάθει και δις και τρις
+πολλάκις της ημέρας, εκεί είχε συλλέξει και τας πλείστας των
+πληγών, αίτινες εκόσμουν το ηρωικόν αυτού σώμα, εκεί δ' επήλθε
+τέλος και η φοβερά τραγωδία, της οποίας ημέραν τινά παρέστηυ
+ακούσιος μάρτυς.
+
+Η μαγείρισσά μας, κολοσσιαίον ανδρογύναικον εκ Νάξου, χείρας έχον
+αχθοφόρου και πόδας ελέφαντος, κατεγίνετο καίουσα τον παρά την
+εστίαν ευμεγέθη φούρνον, όπως ψήση το ζυμωτόν της εβδομάδος. Την
+παλαιάν εκείνην απολίτιστον εποχήν ο άρτος εζυμούτο και εψήνετο
+συνήθως εν τω οίκω. Ισταμένη προ του χαίνοντος και φλογοβόλου
+στομίου του φούρνου και κρατούσα ανά χείρας την κολοσσιαίαν αυτής
+π ά ν α ν εν μέσω σωρού φρυγάνων, όθεν ετροφοδότει την καίουσαν
+κάμινον, παρίστατο την στιγμήν εκείνην η μέγαιρα αγριωπή, πορφυρά
+εκ των φλογών, με λυτήν την κόμην και κάθιδρον το μέτωπον, ως
+δαίμων τις της κολάσεως, τσιγαρίζων αμαρτωλούς εντός κολοσσιαίας
+χύτρας. Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί
+πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου
+κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και
+τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν.
+Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της
+τραπέζης.
+
+Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα. Ήτο
+αστραπή συγχρόνως και κεραυνός. Ήκουσα μόνον κλειομένην παταγωδώς
+την θύραν του μαγειρείου, και είδα συγχρόνως τον γάτου σφαδάζοντα
+εν μέσω των ηρακλείων χειρών της μεγαίρας. Τον εκράτει από των
+οπισθίων του ποδών και κατέφερε ταχεία την κεφαλήν του επί το
+πλακοστρώτον του μαγειρείου. Μία, δύο, τρεις, και ο κλέπτης
+κατέκειτο εκτάδην ακίνητος, παράλυτος, με κλειστούς οφθαλμούς, μ'
+αιμόφυρτον το στόμα και τας σιαγόνας σπασμωδικώς
+ανοιγοκλειομένας.
+
+ — Α! εφώνησε θριαμβικώς η ναξία Νέμεσις. Τώρα πεια σε γλυτόνω
+μια για πάντα!
+
+Και δεν ηρκέσθη εις τούτο η φοβερά Μορμώ. Ήρπασε το πτώμα του
+ληστού, το έρριψεν εις την χαίνουσαν πυρακτωμένην κάμινον, το
+εστρηφογύρισεν εντός αυτής δις και τρις διά της π ά ν α ς της,
+το έσυρεν έπειτα έξω, και πυρίκαυστον, μελανόν, παράμορφον,
+έδραμε και το επέταξεν επί μεγάλου λίθων σωρού, όστις απέκειτο
+προς οικοδομήν εις γωνίαν τινά της αυλής.
+
+Ήμην κατάπληκτος, απολιθωμένος, και μόνον ότε συνετελέσθη η
+τραγωδία, ερράγην εις φωνάς και κλαυθμούς. Είχα συμπάθειαν προς
+τον ατυχή εκείνον ήρωα των μαγειρείων. Τον είχα ιδεί νεογέννητον,
+μικρόν, φιλοπαίγμονα· πολλάκις τον είχα σιτίσει από του
+περισσεύματός μου παρά την τράπεζαν, και πολλάκις τον είχα
+κοιμίσει επί των γονάτων μου, ακούων εν εκστάσει τον αρμονικόν
+ρόγχον του λασίου του στήθους. Τον επένθησα αληθώς, και πολλάς
+ημέρας εξηκολούθουν να τον αναζητώσιν εις μάτην τα βλέμματά μου,
+ότε ημέραν τινά — τις το πιστεύει; — βλέπω εισερχόμενον εις το
+μαγειρείον τον παλαιόν μου γνώριμον. Ήτο ή δεν ήτο εκείνος
+αληθώς; Ουδείς κατ' αρχάς τον ανεγνώρισεν άλλος πλην εμού και του
+δημίου του.
+
+ — Χριστέ και Παναγία! Εκραύγασε το ανδρογύναικον και
+εσταυροκοπήθη. Καλέ να τον πάλι! Ξαναζωντάνευσε ο εφτάψυχος!
+Βρουκολάκιασε! Παναγία μου βοήθησε! . . .
+
+Και ήτο αληθώς αγνώριστος ο δυστυχής. Εκ του τριχώματός του ολίγα
+τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η
+κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο
+σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως,
+εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος
+οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το
+μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.
+
+ — Καλέ, εστοίχειωσε ο μαγκούφης! εφώνησεν η μαγείρισσά μας, και
+εσφενδόνισε πάλιν την πυράγραν της κατά του δυστυχούς βρυκόλακος,
+όστις αγνοώ αληθώς πού εύρε την δύναμιν να τραπή δρομαίος εις
+φυγήν.
+
+Και ο γάτος μας απεκλήθη έκτοτε εις όλην την γειτονίαν ο
+ε π τ ά ψ υ χ ο ς γ ά τ ο ς, και μυθική παράδοσις μεγάλη και
+πολύστομος περιέβαλε την καψαλισμένην του μορφήν. Αλλ' η παράδοσις
+εκείνη και η απαισία φήμη, ήτις εδόξασε το πολύπαθές του γήρας,
+επέφεραν το αληθές πλέον και αμετάκλητον αυτού τέλος.
+
+Τα παιδία της συνοικίας ήρχισαν να διώκωσιν όλα εναμίλλως και να
+λιθοβολώσιν ασπλάχνως τον ταλαίπωρον βρυκόλακα. Ουδ' έλεος πλέον
+ουδέ χάρις προς το υπερφυσικόν εκείνο και απαίσιον ον, όπερ
+ετόλμησε να επανέλθη από τον κάτω εις τον επάνω κόσμον. Πόλεμος
+ακήρυκτος εξολοθρευμού εκινήθη εναντίον του υπό του συρφετού των
+αγυιοπαίδων. Όπου εφαίνετο τον υπεδέχοντο λίθοι, και όπου ίστατο
+τον εδίωκε λάκτισμα. Άνελπις, απειρηκώς και μόλις αναπνέων
+ετρύπωσε μίαν ημέραν εις μίαν γωνίαν, και εκεί, ακίνητος, άμαχος,
+— τις οίδεν αν μετανοήσας ή μη διά το ληστρικόν αυτού παρελθόν —
+ετάφη υπό σωρείαν λίθων, τους οποίους εσφενδόνισαν αλλεπαλλήλως
+κατά της λιπότριχος κεφαλής του οι αδυσώπητοι αυτού διώκται.
+
+
+
+ΠΡΩΗΝ ΚΑΙ ΝΥΝ ΑΘΗΝΑΙ (10)
+
+
+
+Όσοι, γνωρίσαντες τας Αθήνας προ τριάκοντα περίπου ετών,
+κατέλιπον αυτάς και επανέρχονται σήμερον εις την πρωτεύουσαν του
+ελληνικού βασιλείου, τρίβουσιν έκπληκτοι τους οφθαλμούς των, και
+δεν δύνανται να τας αναγνωρίσωσιν.
+
+Αναζητούσιν οι παλαιότεροι εξ αυτών το απέναντι της Τραπέζης —
+ήτο μία μόνη τότε — ευρύ ξύλινον παράπηγμα, όπερ έστεγε τα
+πανηγυρίζοντα πάσαν βασιλικήν εορτήν ευάριθμα ορειχάλκινα
+τηλεβόλα, και πού να τα εύρωσιν! Εξέλιπεν εκείνο, και τούτων
+απώλετο μετ' ήχου η μνήμη. Προχωρούσι περαιτέρω, παρέρχονται το
+παλαιόν Σολωνείον, και απορούσι μη ανευρίσκοντες πλέον εκεί
+πλησίον τα μικρά εκείνα σανιδόπηκτα καφενεία, πέριξ των οποίων
+συνηθροίζοντο τότε αι άφθονοι έτι φουστανέλλαι των αγωνιστών.
+Προβαίνουσιν ολίγα βήματα, και δεν ευρίσκουσι το Τίβολι·
+προχωρούσιν ακόμη, και δεν βλέπουσι πλέον το Παυσίλυπον. Έκθαμβοι
+πάντοτε τρέπουσιν αλλαχόσε το βήμα, και ιστάμενοι προ του
+χειμερινού θεάτρου, όπερ φρουρεί έτι ο κέρβερος Μίμης,
+αισθάνονται το παράδοξον εκείνο κράμα λύπης και χαράς, όπερ
+αισθάνεται ο αναβλέπων γέροντα και κατεσκληκότα τον παλαιόν
+φίλον, ον εγνώρισεν άλλοτε ακμαίον και σφριγώντα.
+
+ — Πώς χαίρω, ότι σ' επαναβλέπω! Τι καλά στέκεις! λέγουσι τα
+χείλη.
+
+ — Πώς κατεβλήθης, ταλαίπωρε! Περίεργον να ζης ακόμη! λέγει η
+καρδία.
+
+Και αισθάνονται πιθανώς, ότι η καρδία των
+
+ recht angenehm verblutet,
+
+ως λέγει ο Heine και ενθυμούνται την Comminoti και τον Caprile
+και — οι αρχαιότεροι ίσως και την Ritta Basso, και τους
+γεροντικούς έρωτας του μακαρίτου Λόντου, και τας σατύρας του
+Ορφανίδου, — και παρέρχονται ηδέως βαρυθυμούντες, και
+ε υ α ρ έ σ τ ω ς α ι μ ά σ σ ο ν τ ε ς τ η ν κ α ρ δ ί α ν.
+
+Ενθυμούνται τότε, ότι εκεί πλησίον, ευθύς μετά το θέατρον,
+εξετείνοντο κατάσπαρτοι αγροί και αλώνια θεριστών και άμπελοι
+περαιτέρω χλοάζουσαι, και τρέπονται προς την πεδιάδα, ίν'
+αναπνεύσωσιν αέρα καθαρώτερον. Αλλ' ανακόπτει ευθύς το βήμα των
+κωδωνίζουσα τριάς, και παρελαύνει ενώπιόν των βαρεία η άμαξα του
+ιπποσιδηροδρόμου. Θεωρούσιν αντικρύ, και αντί αγρών και αλωνίων
+και θημωνιών βλέπουσιν οικίας τριωρόφους και εν μέσω αυτών το
+τηλεγραφείον, εκτείνον διά των αέρων τους πολυμίτους σιδηρούς του
+βραχίονας.
+
+Έκπληκτοι πάντοτε, ενεοί και ως εν ονείρω, αναβαίνουσι την οδόν
+Πειραιώς, φράσσοντες τα ώτα των προς τους συμμιγείς μουσικούς
+θορύβους του ωδείου, και φθάνουσιν εις την Πλατείαν της Ομονοίας,
+ήτις, δεν ενθυμούνται καλώς, αλλά νομίζουσιν ότι είχεν άλλο ποτέ
+όνομα. Βλέπουσιν εκεί βρίθον πλήθος εορτάσιμον, εσθήτας μεταξωτάς
+ανακινούσας άφθονον κονιορτόν, αμάξας πλήρεις γυναικών
+εψιμυθιωμένων, νήπια ενδεδυμένα ως πλαγγόνας, νεανίσκους
+σεισοπυγίζοντας δίκην εταιρίδων, και ακούουσι την στρατιωτικήν
+μουσικήν παίζουσαν τα μέλη του Boccace, και τρίβουσι πάντοτε τους
+οφθαλμούς των, και δεν πείθονται ότι γρηγορούσι.
+
+Μάτην αναζητούσι γνώριμον μορφήν μεταξύ του πλήθους εκείνου του
+ποικίλου. Οι πλείστοι περί αυτούς είνε νέοι, οι δε γέροντες, όσοι
+αγνοούσιν έτι το ύδωρ της Allen, παρήλλαξαν τόσον! Ουδ' αναβολή
+τις καν εκ των παλαιών ευφραίνει πλέον το βλεμμάτων. Φουστανέλλας
+μόλις που σπάνιον απολείπεται ίχνος, είνε δ' από πολλού ήδη
+πρόσωπα ιστορικά οι ν τ ο υ μ α ν ά δ ε ς, οι εορτάσιμοι των
+υπηρετριών κατακτηταί, με τα γαροφαλλοκέντητα πορτοκάλλιά των και
+τας ερυθράς των καλαμάτας.
+
+Όλα κύκλω των μετεβλήθησαν· όλα! Και ό,τι ακούουσι και ό,τι
+βλέπουσι. Μόνον ο κονιορτός, ευσταλής και ακμαίος ως άλλοτε, και
+των οδών η ακαθαρσία και οι ρακένδυτοι στραγαλοπώλαι
+αναμιμνήσκουσιν αυτούς αμυδρώς τας παλαιάς των Αθήνας, και
+αναπαύουσι τα βλέμματά των ως μεμονωμένα νησίδια εν μέσω της
+κυκλούσης αυτούς εκπολιτιστικής πλημμύρας.
+
+***
+
+Ας φαντασθή τις επί μικρόν τοιούτον τινα Επιμενίδην, όχι
+κοιμηθέντα επτά και πεντήκοντα έτη, ως ο σοφός της Κνωσσού, αλλά
+διαμείναντα μακράν της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου
+τριάκοντα, εικοσιπέντε, ή και είκοσι μόνον χρόνους. Δεν λέγομεν
+τεσσαράκοντα ή πεντήκοντα, διότι εξ αυτών παρήλλαξαν ήδη τον βίον
+οι πλείστοι, αφού εμερίμνησαν, εννοείται, άλλοι μεν να
+κληροδοτήσωσι το χρήμα των εις το εθνικόν Πανεπιστήμιον, ίνα οι
+σοφοί του πρυτάνεις αναλώσωσιν αυτό εις γελοιογλυφίας του Ρήγα
+και του Γρηγορίου, άλλοι δε θυμοσοφώτεροι να ορίσωσι την χρήσιν
+αυτού εις ίδρυσιν φρενοκομείου, και άλλοι να τάξωσι την πρόσοδόν
+του εις μόρφωσιν διδασκάλων της εβραϊκής γλώσσης ή ερμηνευτών του
+Σειράχ.
+
+Ο Επιμενίδης ούτος δεν επανέρχεται, ως προείπομεν, εις τας
+Αθήνας, αλλά τας διέρχεται μόνον. Δεν έρχεται να καταλύση τον
+βίον υπό τον γλαυκόν ουρανόν του άστεος της Παλλάδος, ουδέ να
+διαθέση το αποταμίευμά του εις κοινωφελείς επιχειρήσεις, ουδέ να
+συνοικίση τας ακανθοσπάρτους χέρσους των περιχώρων, ουδέ να
+διδάξη τους Αθηναίους την χρηματιστικήν. Δεν παρώξυνε τοσούτον η
+νοσταλγία τον πατριωτισμόν αυτού, ουδ' εκορύφωσε τοσούτον την
+φιλογένειάν του η μακρά εξ Ελλάδος απουσία. Ο ανήρ πάσχει
+περιέργειαν μόνον πατριωτικήν και ουδέν άλλο. Είνε δε η
+περιέργειά του άκακος, αθόρυβος, ξένη πάσης υστεροβουλίας,
+αμέτοχος επιλογισμού ή πλαγίου σκοπού οιουδήποτε. Εγνώρισε
+νεανίας την αθηναϊκήν πρωτεύουσαν, ελληνικήν έτι μικρόπολιν, και
+επανέρχεται να ίδη και θαυμάση την μακρόθεν φημισθείσαν εις τα
+ώτα του ευρωπαϊκήν μεγαλόπολιν. Εγνώρισε, φοιτών εις το
+πανεπιστήμιον προ ετών πολλών, τας στενάς ατραπούς, ας διέβαινε
+πρωινός τον χειμώνα, σπεύδων να καταλάβη θέσιν εις τον
+Παπαρρηγόπουλον. Εγνώρισε και ενθυμείται ακόμη την μεγάλην
+τάφρον, την εκτεινομένην προ του Υπουργείου των Οικονομικών, και
+τον βραχώδη προς το Πανεπιστήμιον ανήφορον, ον ανερριχάτο
+ασθμαίνων και περιπόρφυρος. Εγνώρισε και συνηλλάχθη πολλάκις προς
+τους ορθρίους περιάκτας καφέ και ζακχάρεως, οίτινες αντί μιας
+μόνης πεντάρας προσέφερον εις τους μαθητάς στενόμακρον χάρτινον
+κώνον, περιέχοντα τα ακριβότερα του καφέ των συστατικά.
+Ενθυμείται του Βαρνάβα το εστιατόριον, όπου εχόρταινε πολλάκις την
+μαθητικήν του κοιλίαν δαπανών ογδοήκοντα μόνον λεπτά. Ενθυμείται
+έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους
+αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός
+τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου
+ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και
+τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν
+ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης. Διατηρεί έτι την μνήμην των αφελών
+εκείνων εσπερινών συναναστροφών, αίτινες ήρχιζαν εις τας οκτώ και
+ετελείοναν εις τας δέκα, συνεκροτούντο δε προχείρως εκ των
+τυχόντων φίλων, και ηρτύοντο δι' ενός μεν ενίοτε μόνου καφέ αλλά
+διά πολλής και ακόπου πάντοτε φαιδρότητος. Δεν ελησμόνησε τα
+δίτροχα μικρά αμάξια της αγοράς, ουδέ το: ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω!
+των αμαξηλατών, οίτινες επί ώρας μακράς ηγωνίζοντο να
+συμπληρώσωσι διά τον Πειραιά το έμψυχον αυτών φορτίον. Ενθυμείται
+ακόμη τας χονδράς ράβδους των αστυνομικών κλητήρων και τον
+κυανόλευκον χρωματισμόν των, και την κεχαραγμένην επ' αυτών
+Ι σ χ ύ ν τ ο υ Ν ό μ ο υ. Ενθυμείται, . . . και τι δεν
+ενθυμείται! Αλλ' ουδέν σχεδόν — είπον φίλοι προς αυτόν — σώζεται
+πλέον εξ όσων ενθυμείται. Εξέλιπον, τω είπον, πάντα εκείνα τα παλαιά
+της μικροπόλεως γνωρίσματα, και αι Αθήναι ήλλαξαν όψιν. Αι οδοί των
+ηυρύνθησαν, και αι οικίαι των ηύξησαν εις όγκον και ύψος. Τα
+καφενεία των επληθύνθησαν περίκομψα και μεγάλα, οι δε φοιτηταί
+των εδεκαπλασιάσθησαν, όσον σχεδόν και του Πανεπιστημίου οι
+φοιτηταί. Ολίγοι μόνον πρεσβύται και πρεσβυτίζοντες παίζουσιν έτι
+δόμινον εις τα καφενεία· οι άνδρες και οι νέοι παίζουσιν ε κ α ρ τ έ
+και β α κ κ α ρ ά εις την λέσχην, και η ενθήκη δεν είνε πλέον
+έν τρίγωνον, αλλά πολλαί δραχμών νέων χιλιάδες. Εξηφανίσθησαν τα
+δίτροχα αμάξια, και αι άμαξαι της ελληνικής πρωτευούσης είνε
+σήμερον αι ωραιότεραι της Ευρώπης. Το ά λ λ ο ς δ ι ά κ ά τ ω
+δεν ακούεται πλέον, διότι αι Αθήναι έχουσι σιδηρόδρομον, δέκα
+όλων χιλιομέτρων. Αι συναναστροφαί αρχίζουσι σήμερον ότε
+ετελείονον άλλοτε, οι δε αστυνομικοί κλητήρες δεν φέρουσι πλέον
+ράβδους χονδράς αλλά προφυράς εφεστρίδας.
+
+Πάντα ταύτα είπον εις τον περίεργον πατριώτην νεήλυδες εξ Αθηνών
+φίλοι, και άλλα δε πολλά θαυμασιώτερα τω διηγήθησαν περί της
+αγαπητής πόλεως των νεανικών του χρόνων.
+
+Έρχεται λοιπόν να ίδη και αυτός τα συντελεσθέντα θαύματα, και να
+θαυμάση ιδίοις όμμασι την εις Αθήνας αθρόαν εισβολήν ουχί πλέον
+του πολιτισμού, αλλά των πολιτισμών της Εσπερίας. Έρχεται να ίδη
+την προ τριακονταετίας άμορφον κάμπην μεταμορφωθείσαν εις
+περικαλλή χρυσαλλίδα. Έρχεται να ανανεώση εις εφόδιον των
+πρεσβυτικών του ημερών την εις τας δέλτους της μνήμης του
+ταμιευμένην παλαιάν εικόνα του άστεος, ως ανανεούσιν, από ηλικίας
+εις ηλικίαν, τα φωτογραφήματα των τέκνων των οι φιλόστοργοι
+πατέρες.
+
+***
+
+Ο αγαθός ούτος παλαιός αθηναίος κατέπλευσε νύκτα εις Πειραιά, και
+ανήλθεν, εννοείται, εις τας Αθήνας διά του σιδηροδρόμου.
+Ανησύχησεν ολίγον, ότε ήκουσε τους αμαξηλάτας προσφωνούντας τα εξ
+αμάξης αληθώς προς αλλήλους, ίνα κατορθώσωσι να εξέλθωσι της
+αυλής του σταθμού· αλλά τούτο ανέμνησεν αυτόν τας παλαιάς του
+Αθήνας, και το γνώριμον του πράγματος εμετρίασε κάπως το τραχύ
+του ακούσματος. Ηπόρησεν έπειτα, ότι η από του σταθμού εις το
+ξενοδοχείον μετάβασις διήρκεσε περισσότερον του σιδηροδρομικού
+του ταξειδίου.
+
+ — Αληθώς αι Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις, διενοήθη μετ' ενδομύχου
+ευχαριστήσεως.
+
+Ούτω δε, αναπνέων δι' όλων αυτού των πνευμόνων τον ικανώς άοσμον
+κονιορτόν της Αιολικής οδού και κατόπιν της Ερμαϊκής, προκύπτων
+ανά παν βήμα διά της θυρίδος της αμάξης, ίνα θεωρήση τα
+εκατέρωθεν κατάφωτα εργαστήρια, και μετ' ανεκφράστου θυμηδίας
+θεώμενος τους διαβάτας, έφθασεν εις το ξενοδοχείον της Μασσαλίας
+— ήτοι της Ανατολής, ως αυτός εκ παλαιού το εγνώριζε — κ' εζήτησε
+δωμάτιον επί της οδού.
+
+Δεν κατεκλίθη, καίτοι ήτο αργά και πολλήν ησθάνετο κόπωσιν.
+Ήνοιξε το παράθυρον κ' εθεώρησεν έξω. Εδίψα Αθήνας. Μάτην όμως
+εκάλει το βλέμμα του η υπέρ τον Παρθενώνα φεγγοβολούσα
+πανσέληνος, και μάτην τω προσεμειδία ο έναστρος ουρανός. Αυτά
+ήσαν παλαιά και γνώριμα. Αυτός ήθελε νέα και άγνωστα. Ήθελε να
+ίδη διαβάτας πυκνούς πληρούντας την οδόν, και αμάξας
+αλλεπαλλήλους παρερχομένας, και καταστήματα πλήρη αγοραστών και
+περιέργων, και θόρυβον πολύν, και ζωήν, και κίνησιν. Ήθελε ν'
+αγρυπνήση άκων εκ της τύρβης της μεγαλοπόλεως. Αλλ' η προσδοκία
+του απέμεινεν εσφαλμένη, και ταχέως κατενόησεν, ότι μάτην
+ηγρύπνει. Ήκουσεν από τινων οψοπωλείων τους σαρδελλοπώλας παίδας
+πανηγυρίζοντας μεγαλοφώνως το έωλον εμπόρευμά των, ήκουσε τον
+κρότον μιας αμάξης κατευθυνομένης αργά εις τον σταύλον της,
+ήκουσε το παροίνιον άσμα διαβατών τινων, παράδοξον εχόντων την
+αναβολήν, είδε και δύο αστυνομικούς κλητήρας, μειδιώντας
+ευσυνειδήτως προς τας βωμολόχους ευφυολογίας των αδόντων. Αλλά
+τόσον μόνον.
+
+Τέλος εκουράσθη, ενύσταξε, κατεκλίθη και απεκοιμήθη.
+
+Είδε καθ' ύπνους, ότι αι Αθήναι είχον μεταβληθή εις Φλωρεντίαν,
+και μετά μικρόν ότι ωμοίαζον τας Βρυξέλλας. Κατεγίνετο δε ήδη να
+τας μεταμορφώση εις Παρισίους, ότε εξύπνησεν.
+
+Ενεδύθη ταχύς και κατέβη να πίη τον καφέν του εις έν καφενείον,
+κατά την παλαιάν νεανικήν του συνήθειαν. Εισήλθε δε εις το
+πρώτον, όπερ έτυχε δεξιά του, απέναντι της μεγάλης οικίας του
+Μελά.
+
+Ήλπιζε να ήνε μόνος, ή σχεδόν μόνος — ήτο ακόμη πολύ πρωί — και
+ν' αναγνώση εν ησυχία δέσμην όλην πρωινών εφημερίδων, ας επί
+τούτω είχεν αγοράσει προ μικρού, άμα εξελθών του ξενοδοχείου.
+Αλλά το καφενείον ήτο πλήρες ανθρώπων ορθίων και καθημένων, ων οι
+περισσεύοντες απέφρασσον και τας εισόδους, κατέκλυζον δε και αυτό
+το πεζοδρόμιον. Μη εννοών πόθεν και πώς τοσούτω πυκνόν το πρωινόν
+εκείνο σμήνος των αέργων, μόλις κατώρθωσε να εύρη θέσιν εγγύς
+ενός τραπεζίου, και πολλάκις ζητήσας, να λάβη τέλος τον β α ρ ύ ν
+και γ λ υ κ ύ ν, ον από τριάκοντα ήδη ετών μάτην επόθει η καρδία
+του.
+
+Εστενοχωρείτο κάπως, αλλ' ήτο ευχαριστημένος. Το πλήθος εκείνο
+όπερ τον περιεκύκλου, ο συμμιγής των φωνών του θόρυβος, αι
+κραυγαί των παρερχομένων εφημεριδοπωλών, η τύρβη των αεικινήτων
+υπηρετών του καφενείου, ετάραττον μεν την ανάγνωσίν του, αλλά τον
+έτερπον ενδομύχως, διότι επλήρουν τας προσδοκίας του.
+
+ — Αλήθεια έγειναν μεγαλόπολις αι Αθήναι, διελογίσθη και
+εξηκολούθησε ροφών μεν τον καφέν του, προσπαθών δε ν' αναγνώση
+και τας εφημερίδας του.
+
+Αίφνης ίσταται ενώπιόν του ανήρ ομήλιξ, τον βλέπει επί τινας
+στιγμάς ατενώς, και τείνων προς αυτόν την χείρα,
+
+ — Δεν με γνωρίζεις; λέγει προς αυτόν μειδιών.
+
+ — Ο Γιαννάκης! αναφωνεί Ο νέηλυς Δημητράκης — εις ον πρέπει
+τέλος να δώσωμεν έν όνομα.
+
+ — Ολόκληρος. Αλλά πώς εδώ; πόθεν έτσι έξαφνα; πότε ήλθες;
+
+ — Χθες το βράδυ, από το Παρίσι, διά να ιδώ τας Αθήνας μου.
+
+ — Πάντοτε φιλαθήναιος! Σ' ενθυμούμαι από τους μαθητικούς μας
+χρόνους, ότε ανέβαινες δις της εβδομάδος εις την Ακρόπολιν διά να
+θαυμάσης το πανόραμα των Αθηνών.
+
+ — Τώρα τας θαυμάζω απ' εδώ. Τι μεταβολή! Και συ τι γίνεσαι, τι
+κάμνεις;
+
+ — Το βλέπεις, τι κάμνω.
+
+ — Δεν το βλέπω διόλου.
+
+ — Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι;
+
+ — Εις καφενείον, υποθέτω.
+
+ — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών.
+
+ — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος;
+
+ — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ
+δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί
+τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης.
+
+ — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;
+
+ — Κερδίζω κατά μήνα όσα έπαιρνα κατ' έτος από το δημόσιον.
+
+ — Λαμπρά· και όλοι αυτοί είνε συνάδελφοι σου;
+
+ — Οι περισσότεροι. Άλλοι παλαιοί υπάλληλοι ως εγώ· άλλοι νέοι
+επιστήμονες, τους οποίους άφινε νηστικούς η επιστήμη· άλλοι
+φοιτηταί, οι οποίοι ευρίσκουν περισσότερον προσοδοφόρον να
+φοιτούν εδώ παρά εις το Πανεπιστήμιον. Άλλοι είχαν έργον και το
+άφησαν, άλλοι δεν είχαν και ηύραν. Όλοι των τέλος πάντων τους
+οποίους βλέπεις εδώ συναθροισμένους, πάσχουν μίαν κοινήν
+ασθένειαν . . . δίψαν χρημάτων.
+
+ — Να την έχουν οι άνδρες και οι γέροντες, δεν απορώ.
+
+Όταν κανείς δεν έχη πλέον πόθους, ούτε ελπίδας, ούτε φιλοδοξίαν
+οιανδήποτε, εννοώ να κυνηγά τα χρήματα. Όταν ξηρανθή η καρδία,
+μόνον με χρήματα ποτίζεται, συμφωνώ· αλλά να πάσχουν δίψαν
+χρημάτων και οι νέοι. . . .
+
+ — Είνε κάπως περίεργον, θα ειπής.
+
+ — Περίεργον; Είνε λυπηρόν, πολύ λυπηρόν διά το μέλλον του τόπου.
+Ποίους άνδρας του ετοιμάζουν οι νέοι αυτοί, οι οποίοι εγήρασαν
+τόσον πρόωρα; Ποίας ηθικάς δυνάμεις του φυλάττουν οι αμύστακες
+αυτοί μεσίται, τους οποίους εξήντλησεν ή θα εξαντλήση βέβαια ο
+πυρετός των χρημάτων; Ποίον ευγενές αίσθημα θα μείνη εις την
+καρδίαν των, όταν γείνουν άνδρες, αφού όλη των η ύπαρξις
+συνεκεντρώθη από τώρα εις το υλικόν κέρδος; Τι κεφάλαιον γνώσεων,
+μαθήσεως, εργασίας, ηθικότητος θα ταμιεύσουν αυτοί οι ίδιοι διά
+το μέλλον των;
+
+ — Ενδιαφέρεσαι, φίλε μου, διά πράγματα, διά τα οποία αυτοί πολύ
+ολίγον ενδιαφέρονται. Συ εταμίευσες αρκετήν ποίησιν από την
+νεότητά σου. Αυτοί εργάζονται να ταμιεύσουν χρήματα, διότι τα
+χρήματα μόνον σήμερον κάμνουν τον άνθρωπον.
+
+ — Αυτού κατηντήσατε και σεις; σας συγχαίρω.
+
+ — Διατί να μη καταντήσωμεν, αφού κατήντησεν αυτού όλος ο κόσμος;
+
+ — Διότι ο άλλος κόσμος είνε γέρων, και η Ελλάς είνε ακόμη νέα·
+νά, διατί! Αν ο άλλος κόσμος έσπασεν αλληλοδιαδόχως όλους τους
+πήχεις με τους οποίους εμέτρει άλλοτε την αξίαν, και την μετρεί
+μόνον σήμερον με τα χρήματα, είχε καιρόν να το κάμη, διότι ζη προ
+αιώνων. Σεις όμως είσθε ακόμη νήπια. Εβγήκατε χθες από το αυγόν·
+δεν έχετε βιομηχανίαν, δεν έχετε εμπόριον, δεν έχετε σχολεία, δεν
+έχετε κλήρον, δεν έχετε τίποτε, και νομίζετε ότι το άλφα και το
+ωμέγα του πολιτισμού είνε τα πλήρη χρηματοκιβώτια.
+
+ — Είσαι κάπως υπερβολικός. Λησμονείς, ότι οι άνθρωποι σήμερον
+έχουν πολύ περισσοτέρας ανάγκας, παρ' όσας είχαν προ τριάκοντα
+ετών, και ότι αι ανάγκαι αυταί δεν θεραπεύονται με δρόσον, με
+σύννεφα και με πανσέληνον.
+
+ — Δεν το λησμονώ διόλου. Βλέπω μάλιστα με λύπην μου, ότι
+ηυξήσατε τας ανάγκας σας εκείνας, αι οποίαι θεραπεύονται μόνον με
+χρήματα, και αι οποίαι δεν είνε βέβαια αι ευγενέστεραι ανάγκαι
+του ανθρώπου. Διατί όμως τας ηυξήσατε; Ποίος σας εβίασε;
+
+ — Ο πολιτισμός, φίλτατε· ο πολιτισμός! Δεν ηξεύρεις, ότι αι
+Αθήναι έγειναν μεγαλόπολις; ότι δεν έχουν πλέον σαράντα, αλλά
+εκατόν χιλιάδας κατοίκους; ότι . . .
+
+ — Όλ' αυτά μου τα είπαν, και ήλθα να τα ιδώ. Αλλά τι να σου
+ειπώ; το πρώτον σημείον του πολιτισμού σας, το οποίον βλέπω, δεν
+είνε πολύ ορεκτικόν.
+
+ — Ιδέ και τα άλλα, και ελπίζω να μεταβάλης γνώμην. Αλλά τώρα με
+συγχωρείς να σ' αφήσω, προσέθηκεν ο Γιαννάκης μειδιών. Οι πελάται
+μου βλέπεις ανησυχούν. Πλησιάζει η εκκαθάρισις του μηνός, και
+έχομεν εργασίας· το εσπέρας όμως σε θέλω· θα έλθω να σε πάρω από
+το ξενοδοχείον σου. . . . Πού κατέλυσες;
+
+ — Εις την Μασσαλίαν.
+
+ — Λοιπόν αναβλεπώμεθα.
+
+Και οι δύο φίλοι εχωρίσθησαν.
+
+***
+
+Ο Δημητράκης έμεινε μόνος, αλλά δεν έμεινεν εν τω καφενείω· τα
+πέριξ αυτού γινόμενα δεν εκίνουν πλέον την περιέργειάν του,
+ετάραττον δε την πατριωτικήν του χολήν. Είχε τόσους γνωρίσει
+οικείους και φίλους, καταποθέντας εις την άβυσσον των
+χρηματιστηρίων! Ενθυμείτο άλλους, και αυτοί ήσαν οι ολιγώτεροι,
+ων είχε ρικνώσει την καρδίαν το από της κυβείας χρήμα, και
+εθεώρει τον κύκλω τυρβάζοντα όμιλον ως αγέλην θυμάτων, αγομένην
+ταχέως ή βραδέως αλλ' αναποδράστως πάντοτε εις τα σφαγεία δύο ή
+τριών μεγάλων κερδοσκόπων.
+
+Συνήγαγε τας εφημερίδας του, εταμίευσεν αυτάς διά τον μεσημβρινόν
+του ύπνον εις το θυλάκιόν του, και εξήλθεν εις την οδόν.
+
+Ουδένα είχε σκοπόν το βήμα του. Ήθελεν απλώς να περιέλθη την
+πόλιν, και να ίδη τας εξωτερικάς και ορατάς ούτως ειπείν προόδους
+της.
+
+Κατέβη ούτω προς την οδόν Πατησίων, εσταμάτησεν ολίγον προ του
+πλήθους των διασταυρουμένων αμαξών και της παρερχομένης αμάξης
+του ιπποσιδηροδρόμου, και μόλις κατώρθωσε να αναγνωρίση πού
+ευρίσκετο, βλέπων δεξιά του την αμετάβλητον παλαιάν οικίαν του
+Μαυροκορδάτου, πιεζομένην υπό τον όγκον των πέριξ οικοδομών. Είδε
+κύκλω, και εθαύμασε το άπειρον πλήθος των εν υπαίθρω καθημένων,
+ων άλλοι μεν έπινον τον καφέν των, άλλοι εκαθαρίζοντο τα
+υποδήματα, άλλοι ανεγίνωσκον εφημερίδας, άλλοι συνωμίλουν, και
+άλλοι, οι ενεργητικώτεροι, εθεώρουν τους παρερχομένους.
+
+ — Πολύ πρέπει να επλούτησαν αι Αθήναι, διελογίσθη, διά να έχουν
+τόσους αργούς και τόσα καφενεία.
+
+Και ετράπη δεξιά, αναβαίνων την οδόν Σταδίου.
+
+Εδώ αληθώς τα έχασε.
+
+Ούτε τάφρος πλέον, ούτε γεφύρια συνδέοντα τας βραχώδεις πλευράς
+της, ούτε μάνδραι κατηρειπωμέναι, ως άλλοτε, ούτε οικόπεδα
+αναπεπταμένα εις πάσαν του παροδίτου ανάγκην.
+
+Οικίαι εκατέρωθεν μεγάλαι, και πεζοδρόμια πλακόστρωτα, και
+σύρματα πολλαπλά τηλεγράφων, και δενδροστοιχίαι, και ικριώματα
+κολοσσιαία μεγάρων οικοδομουμένων.
+
+Είνε αληθές, ότι ολίγου δειν εξώρυττε τον οφθαλμόν του η λατύπη
+των επί του πεζοδρομίου μαρμαροκοπούντων οικοδομών, και εκηλίδου
+τον ιματισμόν αυτού το άνωθεν καταπίπτον κονίαμα. Αλλά τι
+εσήμαινον τα παροδικά ταύτα μικρολογήματα απέναντι της
+καλλιμαρμάρου οικοδομής;
+
+Περαιτέρω τον εξένισε κάπως το οικτρόν θέαμα των ξηρών πεύκων,
+άτινα δίκην ανεστραμμένων σαρωμάτων παρετάσσοντο εκατέρωθεν της
+οδού, και εφαίνοντο παρακαλούντα τους διαβάτας να πτύσωσιν εις
+τας ρίζας των, ίνα δροσισθώσιν, ενώ εγγύς αυτών έρρεε διαρκώς
+βρύσις κατακλύζουσα την οδόν. Προσεπάθησε να εύρη πατριωτικήν
+τινα εξήγησιν του πράγματος, αλλά δεν το κατώρθωσεν, ως δεν
+κατώρθωσεν επίσης να εννοήση, διατί η μεν οδός ήτο πλήρης πηλού
+εκ του καταβρέγματος, τα δε πεζοδρόμια πλήρη κονιορτού και
+χωμάτων και σκυβάλων.
+
+Έφθασεν ούτω απορών προ του Πανεπιστημίου, και εσταμάτησεν εκεί
+μικρόν, και μετά συγκινήσεως ανεπόλησεν ημέρας αρχαίας. Περιήλθε
+χαίρων το θαλερόν του κηπάριον, εντράπη ολίγον, ιδών δι' οποίων
+αγαλμάτων ετίμησεν η ελληνική επιστήμη την μνήμην του Ρήγα και
+του Γρηγορίου, και εισήλθεν εις τον αριστερά πευκώνα, ίνα επανίδη
+τον τάφον των ιερολοχιτών. Εδώ κατεξανέστη η καρδία του, — αφού
+κατεξανέστη πρότερον η όσφρησίς του — και εκάλυψεν εξ αισχύνης το
+πρόσωπον, βλέπων οποίον φόρον σεβασμού εκλήθησαν οι παροδίται και
+οι φοιτηταί του Πανεπιστημίου να προσφέρωσιν εις τους ήρωας του
+Δραγατσανίου.
+
+Κατέλιπε βαρυθυμών τον δυσώδη περίβολον, και χαιρετίσας διά
+τρυφερού βλέμματος την απέναντι μεγάλην οικίαν, ης μαθητής ποτε
+προ χρόνων πολλών είχε κατοικήσει έν στενόν δωμάτιον, επροχώρησεν
+αναβαίνων την λεωφόρον Πανεπιστημίου.
+
+Ωραία, πολύ ωραία του εφάνη η Ακαδημία.
+
+ — Τι θα το κάμουν άραγε το κατάχρυσον αυτό οικοδόμημα; είπε καθ'
+εαυτόν, και ενθυμηθείς τους στίχους του Bodenstedt
+
+ Geld lieber ohne Taschen
+ als Taschen ohne Geld,
+
+ — Καλλίτερα, είπε παρωδών, να είχαμεν ακαδημαϊκούς χωρίς
+Ακαδημίαν, παρά Ακαδημίαν χωρίς ακαδημαϊκούς.
+
+Παρήλθε τους βασιλικούς σταύλους, ους εύρεν ως τους είχεν αφήσει,
+και θαυμάζων πάντοτε τα εκατέρωθεν της οδού νεόδμητα μέγαρα,
+έφθασεν εις την πλατείαν των ανακτόρων.
+
+Τι ήτο αυτό! Ατμομηχανή συρίζουσα, και άμαξαι κατόπιν συρόμεναι
+πλήρεις ανθρώπων, και σιδηρά ελάσματα επί της οδού!
+
+ — Μνήσθητί μου, Κύριε! ανέκραξεν ο Δημητράκης, και
+εσταυροκοπήθη.
+
+Κυκεών αληθής έγεινεν ο εγκέφαλός του, και έστη ενεός και άλαλος,
+μη δυνάμενος να συμβιβάση ό,τι έβλεπε με ό,τι είδε προ μικρού.
+
+ — Μα το ναι, είπε, περίεργον πολιτισμόν έχουν αι Αθήναι.
+Πολιτισμόν Λονδίνου και πολιτισμόν χωρίου της Βουλγαρίας.
+
+Αλλ' ο ήλιος των Αθηνών ο καυστικός και απολίτιστος ήρχιζεν ήδη
+να φλέγη την φαλακράν κεφαλήν του νεήλυδος πατριώτου.
+
+ — Το εσπέρας βλέπω τα άλλα με τον Γιαννάκην! διελογίσθη, και
+επανέκαμψεν εις το ξενοδοχείον του.
+
+Ας αφήσωμεν τον ξένον ημών να αναγνώση ήσυχος τας πρωινάς του
+εφημερίδας, χωρίς ν' αναγράψωμεν τας εξ αυτών εντυπώσεις του περί
+της γλωσσικής και δημοσιογραφικής προόδου των Αθηνών.
+
+Ας τον αφήσωμεν επίσης να κοιμηθή τον μεσημβρινόν του ύπνον μ'
+όσην αταραξίαν τω επιτρέπουσιν αι μυίαι, οι σκνίπες και οι
+κώνωπες της κλασικής πόλεως, και ας παρακολουθήσωμεν αυτόν την
+εσπέραν, εξερχόμενον εις περίπατον μετά του Γιαννάκη.
+
+Ο Γιαννάκης, ως μεσίτης σεβόμενος εαυτόν και τους πελάτας του,
+έχει, εννοείται, δίφρον κομψότατον, εις ον επιβιβάζει τον φίλον
+του, αναφωνούντα φαιδρώς·
+
+ — Έχεις και αμάξι, βλέπω.
+
+ — Μεσίτης και ιατρός χωρίς αμάξι δεν κάμνει σήμερον δουλειά εις
+τας Αθήνας, αγαπητέ.
+
+Και φωνεί προς τον αμαξηλάτην·
+
+ — Τράβα εις τα Πατήσια!
+
+ — Εδώ είνε το Πολυτεχνείον, λέγει μετά μικρόν εις τον νεήλυδα
+φίλον· θα το ενθυμείσαι βέβαια.
+
+ — Το εθεμελίοναν, νομίζω, όταν έφυγα· πώς; δεν ετελείωσεν ακόμη;
+
+ — Ετελείωσαν τα χρήματα.
+
+ — Δεν ημπορούσατε να το κάμετε μικρότερον μ' όσα χρήματα είχατε;
+θα εχωρούσε, υποθέτω, πάντοτε την αθηναϊκήν καλλιτεχνίαν. Και
+αυτό το άλλο, τι είνε;
+
+ — Το αρχαιολογικόν Μουσείον.
+
+ — Και αυτό ατελείωτον. Ας ήνε! ελληνική ασθένεια. Μεγάλα τα
+σχέδια και μικρά τα πράγματα. Αλλ' ας αφήσωμεν τας οικοδομάς, να
+ιδούμεν ολίγον και τον ζωντανόν κόσμον. Ποία είνε αυτή η κυρία
+εις το αμάξι;
+
+ — Είνε μία κυρία . . . κάπως . . . δηλαδή . . . πώς να σου
+ειπώ . . .
+
+ — Εννόησα. Περίεργον να ήνε τόσον σεμνά ενδυμένη. Εγώ θα
+εξελάμβανα ως τοιαύτην εκείνην εκεί, η οποία περιπατεί δεξιά εις
+το πεζοδρόμιον.
+
+ — Αυτή; είνε κυρία πολύ καθώς πρέπει.
+
+ — Και διατί ενδύεται έτσι;
+
+ — Είνε συρμός, φαίνεται.
+
+ — Ο συρμός είνε πολλών ειδών, αγαπητέ· αλλ' αι κυρίαι σας,
+βλέπω, δεν εκλέγουν τον καλλίτερον. Και αυτή η άλλη κυρία εις το
+αμάξι, ποία είνε;
+
+ — Ό,τι ήτον η πρώτη.
+
+ — Αι! να σου ειπώ, καλά προωδεύσατε. Με το έλεγαν . . .
+
+Αλλά διακόπτει αίφνης τους λόγους του αγαθού ξένου θόρυβος φωνών,
+κραυγών, ύβρεων, ανταλλασσομένων μεταξύ κ α ρ ρ α γ ω γ έ ω ς
+ελαύνοντος το αμάξιόν του από ρυτήρος και κλητήρος αστυνομικού
+διατάσσοντος αυτόν να σταματήση. Ο αμαξηλάτης φαίνεται πως
+υποβεβρεγμένος, ο δε κλητήρ δεν φαίνεται νήστις.
+
+Τι προσφωνούσιν αλλήλους εν τοιαύτη καταστάσει, ευκόλως δύναταί
+τις να φαντασθή. Το αμάξιον τρέχει πάντοτε, ο κλητήρ μονολογεί,
+χειρονομών τραγικώς ως πρωταγωνιστής του ελληνικού θεάτρου, διότι
+ουδεμίαν έχει αυτός διάθεσιν ούτε αι κνήμαι του δύναμιν να
+τρέξωσι κατόπιν του παραβάτου των αστυνομικών διατάξεων, οι δε
+διαβάται υποχωρούσι μεν φρονίμως προ του καλπάζοντος ιππαρίου,
+συναγείρονται δε περί τον κλητήρα και σχολιάζουσι πατριωτικώς τα
+συμβαίνοντα. Αλλά διά μιας η σκηνή μεταβάλλεται. Το αμάξιον
+τρέχον πάντοτε ανατρέπει εν μέση οδώ αμέριμνον χωρικόν,
+μεταβαίνοντα επί του όνου του εις την πόλιν, και το ιππάριον
+σταματά, έκπληκτον και αυτό προ του κατορθώματός του. Ο κλητήρ
+καταφθάνει τότε δρομαίος, επιτίθεται κατά του αμαξηλάτου, δέρει,
+δέρεται, και εν μια στιγμή ευρίσκεται χαμαί ανάσκελος δι' ενός
+λακτίσματος του αμαξηλάτου, όστις τρέπεται εις φυγήν.
+
+ — Πού θα μου πας! λέγει στωικώς ο κλητήρ εγειρόμενος και
+τινάσσων τον κανιορτόν από της πρώην πορφυράς εφεστρίδος του. Πού
+θα μου πας!
+
+Και επιβαίνων μεγαλοπρεπώς του κ ά ρ ρ ο υ, δράττεται των
+χαλινών, και οδηγεί αυτό εις την Αστυνομίαν, αφίνων εις τους
+διαβάτας να μεριμνήσωσι περί του μωλωπισθέντος χωρικού.
+
+ — Πώς σου εφάνη η σκηνή; ερωτά ο μεσίτης τον φίλον του.
+
+ — Ας επιστρέψωμεν, απαντά εκείνος, χωρίς ν' απαντήση.
+
+ — Εις τα Ολύμπια! διατάσσει ο Γιαννάκης τον αμαξηλάτην ταυ, και
+ο δίφρος διαβαίνων ταχύς την οδόν Πατησίων και την οδόν Σταδίου,
+διελαύνει την πλατείαν του Συντάγματος.
+
+Η στρατιωτική μουσική παίζει από της κεντρικής εξέδρας, και
+κόσμος πολύς πληροί την πλατείαν. Οι μεν κάθηνται κύκλω, ροφώντες
+μετά του κανιορτού τον καφέν των, οι δε περιπατούσιν άνω και
+κάτω, και ολίγοι, πολύ ολίγοι κυκλούσι την εξέδραν, προσέχοντες
+εις την μουσικήν.
+
+ — Ο δήμος, λέγει ο Δημητράκης, πρέπει να κερδίζη αρκετά απ' αυτά
+τα καφενεία.
+
+ — Πώς, δηλαδή;
+
+ — Πόσον τους ενοικιάζει το μέρος της πλατείας το οποίον τους
+παραχωρεί διά την τοποθέτησιν των τραπεζίων των;
+
+ — Ο δήμος δεν ενοικιάζει τίποτε. Αυτό δα έλειπε, να μας
+ενοικιάζη τόρα ο δήμος και τους δρόμους. Οι άνθρωποι βάζουν τα
+τραπέζια των εμπρός εις τα καταστήματά των, και κανείς δεν τους
+εμποδίζει.
+
+ — Α! έτσι εννοείτε σεις εδώ τας πλατείας. Πολύ καλά· ως προς
+τούτο δεν εγείνατε, βλέπω, ακόμη παρισινοί, ενώ τους επεράσατε ως
+προς τας αγγελίας των δημοσίων θεαμάτων.
+
+Και ο νέηλυς Αθηναίος δεικνύει εις τον μεσίτην υπερμεγέθη
+θεατρικήν ειδοποίησιν, κυκλοφορούσαν διά του πλήθους επί των ώμων
+μικρού γεροντίου.
+
+Η άμαξα διέρχεται μετά μικρόν την οδόν Φιλελλήνων, κάμπτει την
+αγγλικήν εκκλησίαν και καταβαίνει προς τους παριλισσίους κήπους.
+
+ — Δεν αφίνομεν το αμάξι, να περιπατήσωμεν ολίγον; παρα...
+
+[λείπουν οι σελίδες 223 233 - Όνομα νέου πεζογραφήματος: Αθηναϊκαί
+επιστολαί]
+
+ _πάψε κ' εβαρεθήκαμε,
+ κάμε και λίγη κάψα!
+ Την ώρα δεν εβλέπαμε
+ ναρθής, για να μπορέσουμε
+ τουλάχιστον τα ρούχα μας
+ τα άλλα να φορέσουμε.
+ Αλλά και συ κλαψόμηνας,
+ απ' ό,τι βλέπω, γένεσαι.
+ Μα ταις μοσκαίς και τάνθη σου.
+ για Μάης δε μου φαίνεσαι!_
+
+Αγνοώ αν οι εξορκισμοί του κ. Αβλίχου επτόησαν τον χειμερινόν μας
+Μάιον, ή αν συνεκίνησεν αυτόν η περίφρων σιγή των λοιπών βάρδων
+του ελληνικού Παρνασού. Το βέβαιον είνε, ότι πρό τινων ημερών
+ήλλαξε πάλιν γνώμην, και έγεινεν ό,τι ήτο πάντοτε, τουτέστι
+θέρους και καύσωνος μην. Εννοείς, ότι ημείς και πάλιν
+παραπονούμεθα διά τον καύσωνα, όπως παρεπονούμεθα προ μιας
+εβδομάδος διά το ψύχος. Αλλ' ο Μάιος δεν έχει βεβαίως σκοπόν να
+μεταβληθή εις φούρνον του Νασρεδίν-Χότζα, διά να ευχαριστήση
+τας ιδιοτροπίας μας· και θα ψηθώμεν επομένως τακτικά, ως πάντοτε,
+ακούοντες την ημέραν τους τέττιγας και την εσπέραν τας γαλλίδας
+τραγουδιστρίας του Φαλήρου ή τον Νικηφόρον και τον Αλεξιάδην των
+ιλισσίων θεάτρων. Αυτά όλα τα ζηλεύεις συ, και θα τα ποθής
+βεβαίως εντός ολίγου από της Ω ρ α ί α ς Ν ή σ ο υ της λίμνης
+σου. Μη απελπίζεσαι όμως, και εγώ σου στέλλω προσεχώς ένα
+αθηναίον τέττιγα, ίνα παρηγορή, διά της θέας του καν, τας ώρας
+της ανίας σου.
+
+ — Τι άλλο να σου γράψω; Α! έχω έν νέον, πένθιμον όμως και βαρύ,
+το οποίον θα θολώση βεβαίως τους οφθαλμούς σου και θα σφίγξη την
+καρδίαν σου. Ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης απέθανε! Ο νέος έτι και
+ακμαίος πολιτικός ανήρ ο γλυκύς και απτόητος ρήτωρ ο ακάματος και
+χρηστός κυβερνήτης, ανηρπάγη εντός τεσσάρων ημερών υπό νόσου
+οξείας, ήτις και άλλοτε προ δώδεκα ετών τον είχεν επιβουλευθή,
+καθ' ης όμως δεν κατώρθωσε να παλαίση εκ δευτέρου το εξηντλημένον
+σώμα του ατυχούς τέκνου του Μεσολογγίου. Τέσσαρες ημέραι αγωνίας,
+καθ' ας συνηγωνία μετ' αυτού ολόκληρος η πόλις των Αθηνών,
+ήρκεσαν να νεκρώσωσιν την μελίρρυτον εκείνην γλώσσαν, ήτις
+τοσάκις είχε γοητεύσει τα ακροατήρια της Βουλής. Ενθυμείσαι, . . .
+ότε προ τεσσάρων ετών συνωθούμεναι και αι δύο διά της στενής
+κλίμακος, κατωρθώσαμεν μετά κόπον πολύν να εύρωμεν θέσιν εντός
+του μικρού ακροατηρίου, και προσμένουσαι ανυπομόνως να τον
+ακούσωμεν εκινούμεν τα ριπίδιά μας ως μηχαναί, διά να μη
+λιποθυμήσωμεν εκ του καύσωνος και της στενοχωρίας; «Ο Δεληγεώργης
+θα ομιλήση! θα ομιλήση ο Δεληγεώργης!» εψιθύριζον πέριξ ημών τα
+πυκνά ακροατήρια, και μετ' ολίγον αληθώς τον είδομεν
+εγκαταλείποντα την θέσιν αυτού και αναβαίνοντα εις το βήμα.
+Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως
+σιωπηλά στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς
+εισώρμησαν αίφνης διά μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες,
+εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον εν ησυχία τας θέσεις των,
+και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη χάσωσι μίαν του
+συλλαβήν. Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω
+την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία,
+ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η
+σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το
+ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν
+ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη
+γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα! Δεν ήτο, έλεγες, φωνή εκείνη, αλλά
+γλυκεία τις και μυστηριώδης απήχησις κώδωνος κρυσταλλίνου,
+μαγεύουσα την ακοήν και κρατούσα υπό διαρκές και ακαταμάχητον
+θέλγητρον τον ακροατήν. Ουδέποτε ήκουσα γλυκυτέραν ανθρώπου
+φωνήν, σπανίως δε και ήχου οιανδήποτε κλαγγήν, ήτις να έχη τόσην
+την μυστηριώδη της μαγείαν. Μετά τας πρώτας του λέξεις δεν
+εννόουν πλέον τι έλεγε, διότι — σου εξωμολογήθην το πάθημά μου —
+δεν επρόσεχον πλέον εις την έννοιαν των λεγομένων — μου ήρκει η
+διαρκής εκείνη μουσική, ην απλήστως κατέπιναν ούτως ειπείν τα ώτα
+μου, μου ήρκει η μελωδία εκείνη του λόγου, η αρμονία της φράσεως,
+η ουδέποτε προσκόπτουσα, ο ρυθμός εκείνος, όστις ενετείνετο και
+εχαλαρούτο, παλλόμενος ως βαρβίτου χορδή υπό τόξον αριστοτέχνου,
+το μυστηριώδες εκείνο μέλος, όπερ εξέπνεεν ηρέμα εις το τέλος της
+φράσεως, ως ο επί της λείας άμμου εκπνέων φλοίσβος του κύματος.
+Έκλεισα, ενθυμούμαι, τους οφθαλμούς, και μ' εφάνη ότι από γλυκύ
+εξύπνησα όνειρον, ότε μ' επρότεινες ν' αναχωρήσωμεν, διότι ο
+Δεληγεώργης είχε καταβή από το βήμα. Τα ενθυμείσαι όλα αυτά; τα
+ενθυμείσαι βεβαίως, διότι πολλάκις μ' επερίπαιξες διά το πάθημά
+μου εκείνο, το λίαν ποιητικόν, ως το απεκάλεσες. Αλλοίμονον! δεν
+θα το πάθω πλέον αυτό το πάθημα, διότι θ' αργήση πολύ ν' αποκτήση
+άλλον Δεληγεώργην το βήμα της βουλής. Πόσον βαθέως συνησθάνθη την
+απώλειάν του ο λαός των Αθηνών! Είδα, φίλη μου, πένθος αληθινόν
+και εγκάρδιον εικονισμένον εις όλων τας μορφάς, είδα τας θύρας
+και τα παράθυρα των εμπορικών καταστημάτων ενδυμένας μελανά
+παραπετάσματα· είδα τριάκοντα στεφάνους σωρευμένους επί του
+φερέτρου του· είδα δάκρυα ανεπίπλαστα σταλάζοντα επί του ψυχρού
+του μετώπου!
+
+Κλείω βαρύθυμος την επιστολήν μου, ήτις και εις σε βεβαίως
+βαρυθυμίαν θέλει προξενήσει. Αλλ' ήτο δυνατόν να σου γράψω, και
+ν' αποσιωπήσω το φοβερόν αυτό δυστύχημα, το οποίον απωρφάνωσεν
+όχι μόνον μίαν οικογένειαν, αλλ' έθνος ολόκληρον;
+
+Ευχήσου να ήμαι φαιδροτέρα την ερχομένην εβδομάδα, και μη με
+μαλώσης πλέον διότι βλέπεις πώς σε τιμωρώ· αντί επιστολής σου
+γράφω . . . σωστόν σύγγραμμα.
+
+Β'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879
+
+Θα μείνης, μου γράφεις, ακόμη ημέρας τινάς εις Φλωρεντίαν, διά ν'
+απολαύσης ανέτως τα παντοειδή θέλγητρα της τοσκανικής
+μεγαλοπόλεως. Θέλεις να θαυμάσης μέχρι κόρου την Α φ ρ ο δ ί τ η ν
+και τους Π α λ α ι σ τ ά ς της Tribuna, τας θαυμασίας γλυφάς
+του Γιβέρτη επί των ορειχαλκίνων πυλών του Βαπτιστηρίου, την
+περιώνυμον Κ α θ η μ έ ν η ν Π α ν α γ ί α ν του Ραφαήλου εν
+τω μεγάρω Πίττη και την Ν ύ κ τ α, το γλυπτικόν αριστούργημα του
+Μιχαήλ Αγγέλου, εν τη εκκλησία του Αγίου Λαυρεντίου. Θέλεις να
+επανίδης εκ τετάρτου και πέμπτου το σύμπλεγμα των Νιοβιδών, να
+παραδράμης τον Άρνον υπό την δροσεράν σκιάν των πυκνών
+δενδροστοιχιών των Cascine, να καθίσης άπαξ έτι υπό την ερυθράν
+σκιάδα του Bello Sguardo και να εκδράμης πρωί, πριν ή ανατείλη ο
+ήλιος, εις το Φιέζολε, διά της μυροβόλου φλωρεντινής πεδιάδος,
+την οποίον κοσμεί αυτοφυής η αγριορροδή και ο ίασμος. Όλα αυτά
+μου τα γράφεις με τόσην αυτάρκη ευχαρίστησιν, ώστε μα την
+αλήθειαν θα επίστευα, ότι το κάμνεις διά να κινήσης τον φθόνον
+μου, αν συγχρόνως δεν μου εζήτεις και νέα αθηναϊκά. Δεν
+επαναλαμβάνεις μεν πλέον τας επιτιμήσεις της πρώτης σου
+επιστολής, ουδέ πνέει πλέον το γράμμα σου θυμόν και αγανάκτησιν,
+αλλ' ο φιλαθηναϊσμός σου, αν και δεν έχει την πρώτην εκείνην
+αγρίαν του έξαψιν, έγεινεν όμως επιμονώτερος, και κινδυνεύει να
+μεταβληθή εις νόσον χρονίαν. Τι κάμνουν αι Αθήναι; Ήρχισε το
+Φάληρον; εκτίσθη το νέον θέατρον του Απόλλωνος; Ήλθεν ο θίασος
+του Ταβουλάρη; Έγειναν αι εξετάσεις του Ωδείου; Όλα σου αυτά τα
+ερωτήματα παρατάσσονται κομβολογηδόν εις την επιστολήν σου, και
+ζητούν απάντησιν ταχείαν και λεπτομερή.
+
+
+Ας σου απαντήσω λοιπόν, αφού
+
+ Il n' est pas avec toi des accommodements,
+
+ως θα έλεγε φίλος μου τις επιφυλλιδογράφος, παρωδών χάριν σου τον
+στίχον του Μολιέρου.
+
+Και εν πρώτοις, τι κάμνουν αι Αθήναι. Αι Αθήναι προ παντός,
+αγαπητή μου, ομιλούν πολιτικά. Ερωτούν, αν έφθασεν ο Φουρνιέ εις
+την Κωνσταντινούπολιν, αν προσεκλήθη η κυβέρνησις να διορίση εκεί
+αντιπρόσωπον, αν και πότε πρόκειται να διαταχθούν αι νέαι
+βουλευτικαί εκλογαί, αν έγειναν οι συνδυασμοί της δείνα και δείνα
+επαρχίας, αν το δάνειόν μας καλύπτεται ταχέως, και τα λοιπά, και
+τα λοιπά.
+
+Περί αυτών όμως πάντων ευτυχώς συ δεν ενδιαφέρεσαι. Ο Θεός σ'
+επροφύλαξεν από την λύμην της πολιτικής. Τα κύρια άρθρα των
+αθηναϊκών εφημερίδων δεν κινούσιν ευτυχώς τον θαυμασμόν σου· δεν
+αναγινώσκεις συ τον Μακώλαιϋ, ουδέ τους λόγους του Κικέρωνος εις
+γαλλικήν μετάφρασιν, και προτιμάς να ομιλής περί της βροχής και
+του κονιορτού μάλλον ή περί της προσεχούς εκβάσεως των
+βουλευτικών εκλογών.
+
+Δεν σου ομιλώ λοιπόν περί πολιτικών, διότι άλλως ούτε τα ηξεύρω
+ούτε τα εννοώ. Σου σημειόνω μόνον εν παρόδω, ότι οσάκις οι
+Αθηναίοι δεν ομιλούν περί πολιτικών, ασχολούνται σπογγίζοντες τον
+ιδρώτα όστις περιρρέει τα πρόσωπά των, ροφώντες, ουχί ευχαρίστως
+εννοείται, τον κονιορτόν, όστις, κατά το βαθύ λόγιον της πρώην
+δημοτικής αρχής, θα μείνη εν Αθήναις εφ' όσον θα μείνη και η
+ομίχλη εν Λονδίνω, παγωτοφαγούντες και γλωσσωλγούντες το εσπέρας
+εν τω Σολωνείω, και μη κατορθόνοντες πολλάκις μ' όλην αυτών την
+παταγώδη και ασθματικήν αναπνοήν να δροσίσωσιν ολίγον τον αέρα,
+όστις την παρελθούσαν εβδομάδα ήτο αληθώς πνιγηρός.
+
+Τώρα, — προχωρώ βλέπεις κατά τάξιν — τι κάμνει το Φάληρον;
+
+Το Φάληρον ήρχισε τας πανηγύρεις του την προχθές Κυριακήν. Τα
+λουτρά, εννοείται, δεν ήρχισαν ακόμη, αρκείται δε ο κόσμος
+αναπνέων από της ακτής την ιωδούχον αύραν των κυμάτων, πλην ενός
+μόνου κυρίου, εις τον οποίον οι ιατροί, ένεκα της πασχούσης
+υγείας των ροδίνων του παρειών, παρήγγειλαν, ως λέγει, να κάμνη
+ενενήκοντα λουτρά και να τρώγη ενενηκοντάκις την mayonnaise του
+φαληρικού εστιατορίου, και όστις επομένως αρχίζει πρώτος πάντοτε
+τα λουτρά του και τα τελειόνει τελευταίος. Διηγούνται μάλιστα,
+ότι πέρυσιν, ότε περί τας αρχάς Σεπτεμβρίου απεφασίσθη να
+αφαιρεθώσιν οι λουτήρες ένεκα ελλείψεως λουομένων, εύρον αυτόν εν
+τούτοις οι εργάται εντός ενός λουτήρος, ενδυμένον, εννοείται, ως
+ο Αδάμ προ της αμαρτίας, κρατούντα σφιγκτά τας δοκούς του
+παραπήγματος, και μη συναινούντα να παύση τα λουτρά του, διότι . .
+του έλειπαν ακόμη δύο προς συμπλήρωσιν των ενενήκοντα. Αν δεν
+ήρχισαν όμως ακόμη τα λουτρά, ήρχισαν αι παραστάσεις.
+Παραστάσεις! θα αναφωνήσης βέβαια. Και εφέτος λοιπόν πάλιν
+παραστάσεις; Μάλιστα! και εφέτος πάλιν παραστάσεις εις το πείσμα
+σου, διά να ζηλεύης. Τι τάχα ενόμισες, ότι επειδή πέρυσι και
+προπέρυσι απέτυχε κάπως το θέατρον του Φαλήρου, ηθέλαμεν αποκάμει
+εφέτος και βαρυνθή; Διόλου· και ηπατήθης πολύ, αν το ενόμισες.
+
+Έχομεν λοιπόν και εφέτος θέατρον εις το Φάληρον, και θέατρον
+μάλιστα γαλλικόν, και συρρέομεν πάλιν εκεί αθρόοι από της προχθές
+Κυριακής, άνδρες γυναίκες και παιδία, και συνωθούμεθα να
+ακούσωμεν την Ω ρ α ί α ν Μ υ ρ ο π ώ λ ι δ α, και απολαύομεν
+πάλιν μετά το τέλος της παραστάσεως του θορυβώδους μεν αλλά
+διασκεδαστικού εκείνου θεάματος, το οποίον παρέχουσιν οι επί του
+κρηπιδώματος του σιδηροδρόμου συσσωρευόμενοι άνδρες, οι ως επί το
+πλείστον ηρωικώς αγωνιζόμενοι προς προκατάληψιν θέσεως εν τη
+αμαξοστοιχία. Ο εφετεινός θίασος δεν είνε κακός εν συνόλω, ούτε
+δικαιούται τις να έχη μείζονας παρ' αυτού απαιτήσεις, όταν
+αναλογισθή ότι είνε θίασος υπαιθρίου θεάτρου, και ότι μία δραχμή
+είνε η τιμή της εισόδου. Είνε αληθές ότι άλλοτε η εταιρεία του
+σιδηροδρόμου μας είχε συνειθίσει να πληρόνωμεν δέκα μόνον λεπτά
+διά το θέατρον, και ότι ενθυμούμεθα την ευδαίμονα εκείνην εποχήν.
+Λέγουν μάλιστα, ότι ο χρυσούς εκείνος αιών υπήρξε και διά την
+εταιρίαν χρυσούς. Αλλ' οπωςδήποτε η δεκάρα εκείνη ήτο απλώς
+αστειότης, και δεν δύναται τις ευλόγως να ζητή καθ' εκάστην
+αστειότητας. Το βέβαιον είνε, ότι η φαληρική εκείνη διασκέδασις
+είνε μία των ωραιοτέρων μας θερινών διασκεδάσεων, αίτινες άλλως
+δεν είνε λίαν άφθονοι· οσάκις δε μάλιστα, ως εφέτος, δεν λαμβάνει
+τας τραγικάς διαστάσεις του Φ ά ο υ σ τ, της Λ ο υ κ ί α ς, της
+Ν ό ρ μ α ς και των Κ α θ α ρ ι σ τ ώ ν, αλλά περιορίζεται εις
+πινάκια ελαφρά και ευκατάποτα, οποία είνε μ' όλα των τα ελαττώματα
+αι Οφφεμπαχιάδες, δύναται τις να λησμονήση ευαρέστως παρά το
+γλαυκόν κύμα του Φαλήρου, υπό την θερινήν πανσέληνον, και προς
+ορχηστικήν τινα μελωδίαν του γαλλικού θεάτρου, τον καύσωνα και τον
+κονιορτόν της πρωτευούσης.
+
+Περί του θεάτρου του Απόλλωνος και των άλλων παραλισσίων
+διασκεδάσεων δεν σου γράφω σήμερον, διότι δεν κατώρθωσα ακόμη να
+τας ίδω. Ο ιατρός μου, όστις, σημείωσε, φορεί ακόμη το εσπέρας
+τον επενδύτην του, δεν μου επιτρέπει να μεταβώ εκεί την εσπέραν,
+διότι, λέγει, είνε πολλή υγρασία. Δεν θα τον ακούσω όμως — σου το
+εξομολογούμαι υπό πάσαν εμπιστοσύνην — και η προσεχής μου
+επιστολή θα ήνε πλήρης γερμανικών ασμάτων, και πάθους ελλήνων
+υποκριτών, και αμανέ ανατολικού, αν, ως ελπίζω, έλθη έως τότε ο
+ανυπομόνως εκ Σμύρνης προσδοκώμενος θίασος.
+
+Εις το Ωδείον τώρα, το οποίον βλέπεις αφήκα τελευταίον pour la
+bonne bouche. Ότε προ οκτώ ετών συνεστήθη ο μουσικός και
+δραματικός σύλλογος εν Αθήναις, και σκοπόν αυτού εκήρυξε την
+μόρφωσιν Ελλήνων αοιδών και ηθοποιών, και την διάδοσιν εν γένει
+του ευρωπαϊκού μουσικού αισθήματος εις τόπον όπου απόλυτος σχεδόν
+κύριος εδέσποζεν ο αμανές, οι πλείστοι, ενθυμούμαι, εχαιρέτισαν
+την σύστασιν αυτού με δυσπιστίας μειδίαμα, ολίγοι δε μόλις
+πλήρεις ελπίδων αισιόδοξοι επίστευσαν εις την επιτυχίαν του νέου
+ιδρύματος. Τα πράγματα σήμερον δεν εδικαίωσαν μεν εισέτι τους
+αισιοδόξους, διέψευσαν όμως ήδη τους δυσκόλους εκείνους, οίτινες
+αφθονούσι δυστυχώς παρ' ημίν, και νομίζουσι πάντοτε, ότι
+παρέχουσι δείγματα βαθείας κρίσεως και δυνάμεως μαντικής, αν εκ
+προοιμίων φανώσι δυσπιστούντες προς την επιτυχίαν γενναίας τινός
+επιχειρήσεως, και καταδικάσωσιν εκ προκαταβολής, ως ματαίαν ή
+πρόωρον, την παρ' ημίν εισαγωγήν των στοιχείων εκείνων του
+νεωτέρου πολιτισμού, άτινα αποτελούσι τα υγιέστερα των συστατικών
+του. Το Ωδείον των Αθηνών, ήτοι το κύριον ίδρυμα του μουσικού και
+δραματικού συλλόγου, δεν παρήγαγεν ακόμη, είνε αληθές, ηθοποιούς,
+διότι αρχήθεν, αγνοώ έκ τινων σκέψεων ορμώμενος, επέστησεν ο
+σύλλογος την προσοχήν αυτού εις καταρτισμόν και μόρφωσιν του
+μουσικού ιδίως τμήματος. Παρήγαγεν όμως ήδη ικανώς μορφωμένους
+μουσικούς και αοιδούς εκατέρου του φίλου, εξεπαίδευσεν ορχήστραν
+ολόκληρον, εκ τεχνιτών συγκειμένην και βιομηχάνων, εδίδαξε την
+μουσικήν και την ωδικήν τους τροφίμους του Ορφανοτροφείου Χατζή
+Κώστα, έδωκε πολλάς μέχρι τούδε συναυλίας, ακουσθείσας μετ'
+ευχαριστήσεως και δικαίας, εννοείται, επιεικείας, και τέλος
+πάντων — τώρα ετοίμασε το μεγαλείτερον των επιφωνημάτων σου —
+εξετέλεσε πρό τινων ημερών ολόκληρον μελόδραμα — την Βετλήν του
+Δονιζέττη — από της μικράς σκηνής του θεάτρου του. Το επερίμενες
+αυτό; Εγώ, σε βεβαιώ, δεν το επερίμενα. Δεν σου γράφω περί του
+κειμένου του μελοδράματος, όπερ είς των καθηγητών του Ωδείου
+μετέφρασεν ελληνιστί, διότι είνε αυτό καθ' εαυτό ασήμαντον, και
+ολίγη επομένως η βλάβη, αν η ελληνική μετάφρασις ηύξησε κάπως την
+ασημαντότητά του· εκτός δε τούτου ευτυχώς αι λέξεις δεν
+ακούονται, και ο ακροατής, ευχαριστούμενος εκ της ελαφράς
+μελωδίας και του υποπτέρου ρυθμού της μουσικής, δεν προσέχει εις
+τας περιέργως περιπαθείς φράσεις, τας οποίας ανταλλάσσουσιν οι
+δύο ερασταί. Ό,τι όμως πρέπει να σου γράψω, διότι μεγάλην και
+απροσδόκητον μ' επροξένησεν εντύπωσιν, είνε η επιτυχία των χορών
+κατά πρώτου λόγου και της ορχήστρας κατά δευτέρου. Η επιτυχία
+αύτη είνε καθαρόν και αναντίρρητον προϊόν της διδασκαλίας του
+Ωδείου, και αληθή παρήγαγεν έκπληξιν εις τους ακροατάς. Νέοι και
+νέαι, από δύο μόλις ή από τριών ετών διδασκόμενοι εν τω Ωδείω,
+εξετέλεσαν τους χορούς και τας ομοφωνίας του μελοδραματίου με
+πολλήν και τονικήν και χρονικήν ακρίβειαν, και ουδόλως ήσαν
+υπερβολικά τα χειροκροτήματα των θεατών, άτινα επεδοκίμασαν και
+ενεθάρρυναν τον νεαρόν εκείνον θίασον. Δικαία επίσης ήτο η
+επιδοκιμασία και ενθάρρυνσις της πρωταγωνιστρίας δεσποινίδος
+Βέσσελ, ήτις δεν έχει μεν πλήρη και τελείαν φωνήν υψιφώνου,
+έψαλεν όμως αψόγως το μέρος της, και θέλει βεβαίως καταστή
+δόκιμος ελαφρά υψίφωνος, αν εξακολουθήση ασκουμένη μετά του αυτού
+ζήλου, και αποφεύγη ιδίως να κουράζη την φωνήν αυτής. Περί των
+δύο ανδρών, του υψιφώνου και βαρυφώνου, non ragioniam, ως λέγει ο
+Δάντης· προθυμίαν είχον πολλήν και οι δύο αλλ' ενθυμείσαι τι
+λέγει το γραφικόν ρητόν.
+
+Τέλος πάντων, φιλτάτη, ηκούσαμεν εν Αθήναις μελόδραμα ελληνιστί
+αδόμενον υπό ελλήνων. Το πράγμα είνε άξιον λόγου, φαντάζομαι δε
+ποίος ενθουσιασμός θα καταλάβη σε την πατριώτιδα, και ποίος
+διθύραμβος θα ήνε η απάντησίς σου εις την επιστολήν μου.
+
+Γ'.
+
+Εν Αθήναις τη 30 Μαΐου 1879.
+
+Έχεις δίκαιον. Τα Μεδιόλανα είνε αναντιρρήτως η ωραιοτέρα πόλις
+της Ιταλίας. Δεν έχουν βεβαίως ούτε την ζωηρότητα της Νεαπόλεως,
+ούτε το κλασικόν γόητρον της Ρώμης, ούτε την επιβάλλουσαν εκείνην
+σεμνότητα της Φλωρεντίας. Δεν έχουσιν όμως επίσης ούτε τον
+επαιτικόν και ρυπαρόν πληθυσμόν της πρώην πρωτευούσης του παλαιού
+νεαπολιτικού βασιλείου, ούτε τους ρασοφόρους και τας
+κωδωνοκρουσίας και τους λοιμώδεις πυρετούς της ουρανίας πόλεως,
+ούτε την ερημίαν εκείνην της βασιλίδος της Τοσκάνης, ήτις εμπνέει
+σήμερον αληθή λύπην εις τον γνωρίσαντα την Φλωρεντίαν άλλοτε
+ποτε, εις ημέρας δόξης παρελθούσης. Ολίγας ημέρας έμεινα προ ετών
+εις Μεδιόλανα. Με ηύφρανεν όμως, σε βεβαιώ, κατά το βραχύ αυτό
+διάστημα, το εξωτερικόν εκείνο ήθος της ευτυχίας, το οποίον
+βλέπει ευθύς πρώτον ο επισκεπτόμενος την πόλιν, και το οποίον
+διαθέτει τόσον ευχαρίστως του θεατήν, οπουδήποτε και αν το
+απαντήση, είτε εις πόλιν ολόκληρον, είτε εις οικίαν είτε εις
+άτομον απλούν. Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν, και θα ιδής πόσην
+θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή καθάρια και
+εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων
+αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα
+κλείθρα λάμποντα ως κάτοπτρα. Αισθάνεσαι ευθύς, ότι ο ιδιοκτήτης
+ου μόνον ευπορεί, αλλά και γνωρίζει πώς πρέπει να ζήση εν
+ευπορία· τον μακαρίζεις ενδομύχως, η ευημερία εκείνη αντανακλάται
+εις την ψυχήν σου και ανατέλλει κατόπιν επί του προσώπου σου, και
+η καρδία σου ευρύνεται υπό ανεξήγητόν τι αλλ' ευάρεστον
+συναίσθημα, όμοιον προς εκείνο το οποίον μας προξενεί το άρωμα
+ευόσμου άνθους.
+
+Δεν ηξεύρω, αν ερμηνεύω καλώς την ιδικήν σου ευχαρίστησιν, αλλ'
+εις εμέ τουλάχιστον τοιαύτην τινά επροξένησεν εντύπωσιν η πόλις
+σου, ότε κατά πρώτον την είδα. Η καθαριότης των οδών και των
+κατοίκων, η αυτάρκης εκείνη ευχαρίστησις η λάμπουσα επί της
+χρηστής αυτών και ακάκου μορφής, το σπεύδον και συγχρόνως
+μετρημένον βήμα των, εκ του οποίου εσυμπέραινέ τις ευθύς, ότι οι
+βαδίζοντες ούτε κηφήνες ήσαν, ούτε περίεργοι, αλλά μετέβαινον εις
+το έργον των, όλα αυτά ως και η παντελής έλλειψις επαιτών και
+αργών ανθρώπων, μου επροξένησαν εντύπωσιν, οποίαν εις ουδεμίαν
+άλλην ησθάνθην ευρωπαϊκήν πόλιν.
+
+«Αλλά, θα εκφωνήσης βέβαια, εγώ σου ζητώ νέα εξ Αθηνών, και συ
+μου γράφεις διά τα Μεδιόλανα!» Συγχώρει με, αγαπητή μου· έχεις
+δίκαιον. Ελησμονήθην προς στιγμήν, αλλά δεν σου γράφω και διατί
+ελησμονήθην, διότι . . . γνωρίζω ότι θέλεις επιστολάς couleur de
+rose, και αν σου έγραφον την αιτίαν της λήθης μου, πολύ
+διαφορετικόν θα είχεν η αιτιολογία μου το χρώμα.
+
+Νέον εξ Αθηνών δεν έχω άλλο μεγαλείτερον και σπουδαιότερον να σου
+γράψω, ειμή ότι ο θίασος του Ταβουλάρη ήρχισε τέλος πάντων τας
+παραστάσεις του παρά τας όχθας του Ιλισσού. Λέγω όχθας εξ απλής
+παραδόσεως, χωρίς να εννοώ παντάπασι να προσβάλω τον ειρηνικόν
+μας Ιλισσόν, ονομάζουσα αυτόν ποτάμιον. Είνε αληθές, ότι η επί
+του καλλωπισμού της πόλεως επιτροπή έκρινεν αναγκαίον να εγείρη
+παρόχθια τείχη, ίνα προφυλάξη, φαίνεται, τα χώματα της οδού
+εναντίον της κατακτητικής ορμής του κλασικού ρύακος. Αλλ' ο
+πτωχός — τω ύδατι — Ιλισσός δεν έχει αναντιρρήτως κακούς σκοπούς,
+και ομοιάζει, νομίζω, αυτήν την φοράν με κράτος τι, κλασικόν
+επίσης, το οποίον εμπόδιζαν άλλα μεγαλείτερα κράτη να πολεμήση,
+ενώ εκείνο το ταλαίπωρον ουδέ καν εσυλλογίζετο τοιαύτα κινδυνώδη
+εγχειρήματα. Ήρχισε λοιπόν ο κλασικός Μένανδρος τας κλασικάς του
+παραστάσεις παρά το κλασικόν ποτάμιον, ή κυριολεκτικώτερον παρά
+τα χαλίκια του κλασικού ποταμίου, επί θεάτρου ανακαινισθέντος εκ
+βάθρων, υπό την λάμψιν αεριόφωτος αυτήν την φοράν, και απέναντι
+κοινού, το οποίον τίποτε άλλο δεν θέλει καλλίτερον, ειμή να
+ανατριχιάζη εκατοντάκις της εσπέρας προς τας φοβεράς σκηνάς των
+οικογενειακών δραμάτων του Dennery, να μοσχεύη τέσσαρα
+τουλάχιστον μανδήλια διά των δακρύων, άτινα προκαλεί η περιπαθής
+απαγγελία της πρωταγωνιστρίας, και να χειροκροτή εκθύμως la prose
+του κ. Ταβουλάρη, όστις από τινος έγεινε και μεταφραστής, και, —
+μα τον θεόν, νομίζω και συγγραφεύς. Εις αυτού τουλάχιστον τον
+κάλαμον απέδωκε το κοινόν την προκήρυξιν, δι' ης ο θίασός του
+εδήλωσεν εις τους Αθηναίους την έναρξιν των παραστάσεων αυτού.
+Υποθέτω, ότι θα έχης την φυσικήν και πατριωτικήν περιέργειαν να
+την αναγνώσης· επειδή δε μου είνε αδύνατον να την αντιγράψω
+ολόκληρον εντός επιστολής, σου μεταδίδω μόνον την αρχήν της.
+«Αφιππεύοντες», λέγουσιν οι έλληνες ηθοποιοί, «εκ του Πηγάσου,
+όστις εν τω παρελθόντι κατά την νηπιώδη της ελληνικής σκηνής
+κατάστασιν συμπαρέσυρεν ημάς πολλάκις εις αιθέρια ύψη, εις
+ελπιδοφόρα και ψυχοτερπή όνειρα, αλλά και εις απροσπελάστους τοις
+πλείστοις κορυφάς, ένθα αι μούσαι μεθύσκουσι τους θνητούς εκ των
+αθανάτων ναμάτων της Ιπποκρήνης, λέγομεν ξηρά ξηρά . . . κ. τ.
+λ.» Σου ορκίζομαι, ότι ούτε παρέλειψα ούτε προσέθηκα συλλαβήν εις
+το αυθεντικόν της προκηρύξεως κείμενον. Δεν προσθέτω δε σχόλιον
+κανέν, διότι . . . ουδέ διότι, νομίζω, χρειάζεται.
+
+Πρώτη παράστασις υπήρξεν η του Μ ά ξ β ε λ, «εξόχου δράματος του
+Ιουλίου Βαρβιέ», ως λέγει η θεατρική προκήρυξις, «εις πράξεις
+πέντε και ένα πρόλογον, μεγάλην εμποιήσαντος αίσθησιν εν
+Παρισίοις, διότι παριστά την πάσχουσαν και πεπλανημένην
+δικαιοσύνην». Φέρουσα δε ο πρόλογος και αι πέντε του δράματος
+πράξεις τας εξής φοβεράς επιγραφάς· «Θ α ν α τ ι κ ή
+ε κ τ έ λ ε σ ι ς, Ο υ ι ό ς τ ο υ δ ο λ ο φ ό ν ο υ,
+Α δ ε λ φ ό ς κ α ι α δ ε λ φ ή, Τ ο ε γ χ ε ι ρ ί δ ι ο ν,
+Τ ο ό ρ α μ α, Η τ ι μ ω ρ ί α». Φοβείσαι; εγώ φοβούμαι, αγαπητή,
+και δι' αυτό, σου εξομολογούμαι την αμαρτίαν μου, μόλις κατώρθωσα
+να ακούσω τον πρόλογον. Η φρίκη μου υπήρξε τόση, ώστε τα νεύρα μου
+ήρχισαν να χορεύουν, και ανεχώρησα ευθύς με σφοδρόν πονοκέφαλον.
+Αναντιρρήτως αι σφοδραί συγκινήσεις δεν με στέργουν. Ήμην πάντοτε
+κράσεως ασθενούς, και δι' αυτό κάμνω ακόμη ψυχρολουσίαν.
+
+Πλην τι τα θέλεις; μ' όλην αυτήν την τακτικήν θεραπείαν, των
+νεύρων μου, είνε ακόμη απρόσιτοι εις εμέ αι συγκινήσεις των
+«ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ώ ν δ ρ α μ ά τ ω ν» του Μενάνδρου. Δεν
+δύναμαι λοιπόν, βλέπεις, να σου γράψω λεπτομερέστερον τα κατά την
+πρώτην παράστασιν του Απόλλωνος, επιφυλάττομαι δε να σου λαλήσω
+εκτενέστερον περί του ελληνικού μας θεάτρου, όταν δοθή καμμία
+κωμωδία ή άλλη τις παράστασις ηρεμωτέρα, την οποίαν να καταπίνη
+ευκολώτερον ο ασθενής μου στόμαχος.
+
+Εξελθούσα του Απόλλωνος ηξεύρεις τι έκαμα; μετέβην ευθύς απέναντι
+εις το Άντρον των Νυμφών, όπου ψάλλει σήμερον και μουσουργεί
+θίασος γερμανών και γερμανίδων, ή κυριολεκτικώτερον βοημών και
+βοημίδων. Quantum mutatum ab illo το ταλαίπωρον αυτό Άντρον! Ούτε
+άνθη πλέον, ούτε σκιαί, ούτε υδάτων ψίθυρος, ούτε παράσχειον
+μονοπάτι! Καθίσματα μόνον ξύλινα τριγύρω και τραπέζια με ποτήρια
+ζύθου, ναργιλέδες πού και πού αναδίδοντες τας κυανωπάς των έλικας
+διά του αραιού φυλλώματος των ολίγων περισωθέντων δένδρων, και
+σανίδωμά τι, απομιμούμενον δήθεν σκηνήν, και μεταφερόμενον εδώ
+και εκεί κατά τας εκάστοτε ανάγκας και συμφωνίας του ιδιοκτήτου.
+Αφ' ότου το πρώτον, προ οκτώ ετών, εισέβαλεν εις τον ποιητικόν
+εκείνον χώρον ο πρώτος επισκεφθείς τας Αθήνας γερμανικός μουσικός
+θίασος, ήτοι η Μ α ρ ί κ α ι ς, ως επωνόμασεν αυτόν το πυκνόν
+πλήθος των θαυμαστών του, τι δεν είδε το πτωχόν αυτό Άντρον, και
+τι δεν ήκουσεν! Ήκουσε την Risette τραγουδούσαν διά της ανδρικής
+της φωνής την Femme du sapeur· ήκουσε την Stella del nostro amore
+εν ιταλική δυωδία, και τας κωμικάς προσλαλιάς του έλληνος clown
+Μανώλη· είδε τον Φραντζήν και την αμερικανήν σχοινοβάτιδα, ήτις
+ανήρτα από του τραχήλου της εκατόν οκάδων βάρος· ήκουσεν αμανέν
+και είδε ταχυδακτυλουργίαν! Όλα τα είδε, και σήμερον πάλιν
+επανέρχεται εις τα πρώτα του,
+
+ comme on revient toujours
+ a ses prémieres amours,
+
+και έχει βοημούς μουσουργούς, οίτινες πίνουσι τον ζύθον των
+απαθέστατα, οσάκις δεν παίζουσι, και αοιδούς βοημίδας, αίτινες,
+οσάκις δεν ψάλλουσι, περιφέρουσι το ιλαρόν τον μειδίαμα και το
+πινάκιόν των εις τους θεατάς.
+
+_Άλλαξαν όμως οι καιροί ς' τον κόσμον εδώ κάτω!_
+
+Δεν βρέχει πλέον αργυρά νομίσματα ούτε χαρτονομίσματα αιδημόνως
+συνεπτυγμένα η περιπαθής λατρεία των θεατών· δεν φωλεύουσι πλέον
+εις τα άδυτα των αδύτων του συμφύτου άλλοτε κήπου οι γηραιοί
+λάτρεις της Τούμπλας και της Άννας, αναμένοντες έν των μειδίαμα
+ως δρόσον του ουρανού· ουδέ υπάρχει πλέον ανάγκη να συνοδεύωσι
+τας μουσουργούς νεάνιδας εις τας οικίας των κλητήρες και
+χωροφύλακες μετά το τέλος της παραστάσεως, ίνα προφυλάττωσιν
+αυτάς κατά του εξημμένου ενθουσιασμού των ακροατών. Οι χρυσοί
+χρόνοι της ποιητικής εκείνης νηπιότητος του αθηναϊκού κοινού
+παρήλθον ανεπιστρεπτεί, και σήμερον μόλις που τολμά η δεκάρα να
+περιφρονήση το πεντάλεπτον επί του λευκού χειρομάκτρου του
+πινακίου, μόλις δε το χείλος των αδιαφόρων ακροατών ανοίγεται εις
+ανάλατόν τινα φιλοφροσύνην προς την χαλκολογούσαν μουσουργόν, και
+το περικαθήμενον κοινόν δυσκόλως μόλις συγκατατίθεται να μειδιάση
+προς την τετράφωνον μελωδίαν του
+
+Auf der Au, Au . . Au, Au . . Au!
+
+την οποίαν υλακτούσιν εναμίλλως τέσσαρες γερμανικαί χάριτες,
+φορούσαι κατά παράδοξον καλαισθησίαν όλα της ίριδος τα χρώματα.
+
+Γινόμεθα βλέπεις πρακτικώτεροι οσημέραι και ημείς οι εν Αθήναις.
+Επαύσαμεν προ καιρού να τρεφώμεθα με ατμούς και αισθήματα·
+αποβλέπομεν εις την ουσίαν κυρίως· ανάγομεν όλα εις την
+υ π ε ρ τ ί μ η σ ι ν ή υ π ο τ ί μ η σ ι ν, και φιλολογικώς
+κινδυνεύομεν, μα την αλήθειαν, να γείνωμεν οπαδοί της πραγματικής
+σχολής του Assomoir ή του Α υ τ ο κ τ ο ν ε ί ο υ (!!), αν
+προτιμάς την πρόσφατον ελληνικήν μετάφρασιν.
+
+Απέρχεσαι τέλος, μου γράφεις, εις την λίμνην του Κόμου, και εκεί
+θα σου διευθύνω την προσεχή μου επιστολήν. Μη λησμονήσης, ότι
+θέλω λεπτομερή έκθεσιν των πρώτων σου εντυπώσεων.
+
+Δ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 11 Ιουνίου 1879.
+
+Σου γράφω και σήμερον εις Μεδιόλανα, διότι, μη λαβούσα επιστολήν
+σου αυτήν την εβδομάδα, δεν ηξεύρω πού αλλού να διευθύνω το
+γράμμα μου. Είμαι τουλάχιστον βεβαία τοιουτοτρόπως, ότι η
+επιστολή μου θα σε πάρη το κατόπιν, και θα σε φθάση επί τέλους
+όπου ευρίσκεσαι, χωρίς να πάθη ό,τι φοβούμαι ότι έπαθεν η ιδική
+σου εις το ελληνικόν ταχυδρομείον. Τι τα θέλεις όμως; ήθελα πολύ
+να είχες φθάσει εις την λίμνην του Κόμου. Πρώτον, διότι θα
+επέγραφα με αρχαιολογικήν υπερηφάνειαν την επιστολήν μου: Εις
+Λ ά ρ ι ο ν Λ ί μ ν η ν, και θα σου εδείκνυα τοιουτοτρόπως σοφίαν
+γεωγραφικήν, την οποίαν βεβαίως δεν θα επερίμενες, διότι δεν
+υποπτεύεις συ — η άκακος και ενθουσιώδης φύσις — ότι αρκεί τις να
+φυλλομετρήση επ' ολίγα μόνον λεπτά τον πρώτον τυχόντα
+ερυθρόφυλλον Οδηγόν, διά να μάθη πώς έλεγον οι παλαιοί την
+λίμνην, της οποίας αι όχθαι θα ακούσουν εφέτος τα θαυμαστικά σου
+επιφωνήματα. Δεύτερον, διότι θα είχα αφορμήν, απαντώσα εις τας
+ιδικάς σου εντυπώσεις, να φλυαρήσω και εγώ ολίγον περί της
+μαγευτικής εκείνης λίμνης, και να γεμίσω κάπως το σημερινόν μου
+γράμμα, το οποίον κινδυνεύει τώρα να μείνη κενόν, κενότατον και
+πτωχόν. Διότι — τι να σου το κρύπτω αγαπητή μου; — αι Αθήναι,
+όσον και αν εξογκούνται, όπως ομοιωθώσι με τας ευρωπαϊκάς
+μεγαλοπόλεις, όσον και αν αντιγράφουν — με στραβόν, εννοείται,
+χάρακα, — τον δυτικόν πολιτισμόν, όσον και αν ετελειοποιήθησαν
+κατά το φαγητόν, την ενδυμασίαν και τας διασκεδάσεις, μένουσιν
+όμως πάντοτε και είνε πόλις μικρά, μικροσκοπική, μικρόσοφος και
+μικρολόγος· μ' όλας δε τας εβδομήκοντα δύο χιλιάδας κατοίκων, τας
+οποίας έχουν σήμερον κατά την τελευταίαν απογραφήν, δεν
+παρέχουσιν όμως ύλην δι' επιστολάς εβδομαδιαίας, οποίας τας
+θέλεις συ . . . — φλυάρους δηλαδή, λεπτομερείς και παραγεμισμένας
+με νέα, — με νέα, εννοείται, περίεργα και ενδιαφέροντα, άσχετα με
+την πολιτικήν, μη μετέχοντα κακογλωσσίας, αποτασσόμενα δε τω
+Σατανά και πάση τη πομπή αυτού.
+
+Πού να τα εύρω λοιπόν εγώ, αυτά τα νέα; Να τα δημιουργήσω; Ούτε
+το θέλεις, ούτε, αν το ήθελες, έχω αυτήν την ικανότητα. Δεν μου
+μένει άλλο, ή να επιχειρήσω λεπτομερή ανάλυσιν της Perichole και
+του Oeil crevé, τα οποία δίδει τώρα ο γαλλικός θίασος του
+Φαλήρου. Αλλά και γνωρίζεις και γνωρίζω και γνωρίζομεν όλοι, εκ
+της ενδόξου ιστορίας του εν Αθήναις γαλλικού θεάτρου, τα μουσικά
+αυτά αριστουργήματα, των οποίων δικαιοί τον τίτλον αυτόν
+αναντιρρήτως η καθ' εκάστην εσπέραν πυκνή συρροή του κοινού επί
+των αναπαυτικών σκάμνων του θεάτρου. Να σου απαριθμήσω τα
+παντοειδή πολεμικά πλοία, άτινα σταθμεύουσι τώρα εις Φάληρον; Να
+σου περιγράψω το cricket των άγγλων ναυτών, οίτινες με
+απαραμείωτον ευσυνειδησίαν παρέχουσι καθ' εσπέραν σχεδόν εις το
+περίεργον κοινόν το διασκεδαστικόν αυτό θέαμα, ως θεατρικόν τινα
+πρόλογον, ούτως ειπείν, των εσπερινών παραστάσεων; Αλλ' η
+περιγραφή μου δεν θα είχε κανέν θέλγητρον διά σε, ήτις ηξεύρω
+πόσον αηδιάζεις τους άνδρας, όταν παίζωσιν ως παιδία. Ώστε, αφού
+και καλά θέλεις νέα αθηναϊκά, ηξεύρεις τι συλλογίζομαι; Να πάρω
+κατά σειράν τα σχολεία και τα παντοειδή εκπαιδευτήρια των Αθηνών,
+τα οποία κάμνουν τώρα τας εξετάσεις των, και να σου καταστρώσω
+λεπτομερεστάτην έκθεσιν του αποτελέσματός των. Το πράγμα δεν θα
+ήτο πληκτικόν όσον υποθέτεις, ούτε διδακτικόν μόνον, αλλά και
+κωμικόν εν μέρει και πολύ οπωςδήποτε ευάρεστον. Θα ήρχιζα,
+φαντάσου, από τας αγγελίας των διευθυντών και τα εκ προκαταβολής
+επαινετικά διάφορα των εφημερίδων· θα μετέβαινα κατόπιν εις τους
+πανηγυρικούς λόγους των διδασκάλων, οίτινες, ως μεγάλα παιδία,
+έχουσι και αυτοί την αθώαν επιθυμίαν να κάμωσι την επίδειξίν των·
+θα σου ανέφερα μερικάς φράσεις των διδασκαλικών αυτών αγορεύσεων,
+αίτινες μου ενθύμισαν τον θαυμάσιον εκείνον ορισμόν: «Παιδεία
+εστί γνώσις συνειδήσεων της ανθρωπότητος καθόλου φύσεως», δι' ου
+γυμνασιάρχης τις ποτέ επροοιμίασε τον εναρκτήριον των εξετάσεων
+λόγων του· θα σου απεμνημόνευα των διδασκάλων τας ερωτήσεις και
+τας απαντήσεις των μαθητών, τας συγκινήσεις των γονέων και των
+θεατών τα σχόλια· δεν θα παρέλιπα να σου περιγράψω τας
+λευχείμονας ως περιστεράς μαθητρίας, και την ενδυμασίαν των
+διδασκαλισσών, προσπαθούσαν να συμβιβάση την διδασκαλικήν
+σοβαρότητα προς την κοσμικήν φιλαρέσκειαν· θα σου ανήγγελλα κ'
+εγώ, ως αι εφημερίδες, τα ονόματα των τάδε μαθητών και των δείνα
+μαθητριών, όσαι εγοήτευσαν τους ακροατάς διά των ευφυών των
+απαντήσεων, και επί τέλους θα ανέγραφα τους θριάμβους εκάστου
+εκπαιδευτηρίου, συμφώνως προς όσα δημοσιεύουσι συνήθως περί αυτών
+οι διευθυνταί των, οι διδάσκαλοι, οι φίλοι, και των παιδίων αυτών
+οι γονείς, οίτινες νομίζουσιν, ότι δεν είνε αρκετή η επιτυχία των
+τέκνων των, αν δεν τυπωθή και το όνομά των εις την εφημερίδα.
+Αλλά όλος αυτός ο κόπος μου θα ήτο περιττός διά σε, ήτις
+λαμβάνεις όλας σχεδόν τας καθημερινάς εφημερίδας των Αθηνών, και
+θα έχης επομένως εγκαίρους και νωπάς και λεπτομερείς όλας τας
+περί των εξετάσεων των σχολείων μας ειδήσεις.
+
+Τι λοιπόν να σου γράψω, αφού πρέπει οπωςδήποτε να γεμίση η
+επιστολή μου; Να σου γράψω, ότι, αφ' ότου ήρχισαν να πνέωσιν οι
+ετησίαι, έχομεν πάλιν τόσον εν Αθήναις κονιορτόν, ώστε, αφού αι
+εβδομήκοντα δύο χιλιάδες κάτοικοι της πρωτευούσης τρώγουσι και
+ροφούσι καθ' ημέραν τρισμέγιστον αυτού ποσόν, μένει πάλιν τόσον
+πολύς, ώστε κινδυνεύει να μας θάψη όλους; Το πράγμα δεν είνε
+νέον. Είνε τόσον παλαιόν, ώστε, ως ηξεύρεις, οι προπάτορές μας
+γηγενείς Αθηναίοι εκαυχώντο ότι εφύτρωσαν από την κόνιν αυτήν της
+πατρίδος των, όπως επίστευον ότι εφύτρωσαν και οι τέττιγες, και
+εκόσμουν την κόμην των διά τούτο με τέττιγας χρυσούς, όπως ημείς
+με πολύ ολιγωτέραν καλαισθησίαν κοσμούμεν αυτήν με ταριχευμένα
+πτηνά και με χρυσοκανθάρους. Τι τα θέλεις όμως, φιλτάτη μου;
+παλαιόν ή νέον, το πράγμα είνε οχληρότατον και αηδέστατον. Έχουσι
+και η Νεάπολις και η Αλεξάνδρεια και άλλαι πόλεις κονιορτόν, αλλ'
+ο ιδικός μας κονιορτός, ο κονιορτός εκείνος, από τον οποίον
+υπάρχει φόβος ότι θα φυτρώσουν μίαν ημέραν οι μέλλοντες κλασικοί
+κάτοικοι των Αθηνών, είνε κάτι τι ξεχωριστόν και μέχρις
+απελπισίας αφόρητον. Είνε εχθρός φοβερός και ακαταμάχητος, όστις
+σε πολεμεί και μακρόθεν και εκ του συστάδην, μετά παρρησίας
+συνάμα και υπουλότητος, και κατά του οποίον ουδεμία είνε δυνατή
+υπεράσπισις. Σου τυφλόνει τους οφθλαμούς, σου παραγεμίζει το
+στόμα, σου φράττει τα ώτα, σου ξηραίνει και αυτόν σου τον
+λάρυγγα, διότι αναγκάζεσαι επί τέλους να τον αναπνεύσης θέλουσα
+και μη θέλουσα. Εις μάτην κλείεσαι εις την οικίαν σου· σε
+παρακολουθεί διά της θύρας, εισέρχεται διά των παραθύρων, εισδύει
+διά των υέλων, και μα την αλήθειαν, νομίζω ότι και διά των τοίχων
+αυτών εισχωρεί. Σημείωσε δε, ότι όπως ο ανατολίτης υπό το
+πεπρωμένον, κύπτομεν και ημείς οι δυστυχείς την κεφαλήν υπό το
+παντοδύναμον κράτος της θεομηνίας, υποτασσόμεθα εις την μάστιγα
+του κονιορτού, και ουδ' επιχειρούμεν καν πλέον να τον
+πολεμήσωμεν. Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας
+οδούς και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο
+αδάμαστος ημών εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων
+ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και
+ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος
+υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα υποδήματα του κυρίου
+του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον να
+λασπωθούν. Τώρα καταβρέχομεν μόνον ενίοτε. Ημέραν παρ' ημέραν
+μόλις, ή κάλλιον ειπείν νύκτα παρά νύκτα, διότι και τούτο γίνεται
+πολύ μετά την δύσιν του ηλίου (τοσούτος βλέπεις είνε ο φόβος
+μας!) — περιφέρονται είς τινας των δρόμων ισχνοί τινες,
+κατεσκληκότες και πεφοβισμένοι ημίονοι, σύροντες όπισθέν των
+σαθρά τινά βαρέλια, τα οποία λασπόνουν πού και πού τον δρόμον,
+σέβονται δε θρησκευτικώς το πλείστον μέρος του κονιορτού, όστις
+ευθύς κατόπιν των εγείρεται θυμώδης και περικαλύπτει και
+ημιονηλάτην και ημίονον και βαρέλιον. Έχουσι δε τότε οι διαβάται
+διπλήν διασκέδασιν· την μίαν θερινήν, τον κονιορτόν, και την
+άλλην χειμερινήν, την λάσπην. Λέγουν εν τούτοις πολλοί, ότι δεν
+είνε δεισιδαίμων φόβος η αιτία της προς τον κονιορτόν ανοχής μας,
+αλλ' άλλη τις πεζοτέρα και πραγματικωτέρα, . . . . η έλλειψις
+ύδατος. Ίσως έχουσι δίκαιον. Φοβούμαι όμως μη και τα δύο
+συμπίπτουσι. Διότι τέλος πάντων δεν ήτο δυνατόν με το ολίγον
+νερόν το οποίον έχομεν διαθέσιμον να καταβρέχωμεν περισσοτέρους
+δρόμους καθ' εκάστην, παρά να λασπόνωμεν ολιγωτέρους ημέραν παρ'
+ημέραν; Η σκέψις μου, βλέπεις, δεν έχει αξιώσεις επιστημονικής
+βαθύτητος, αλλ' είνε απλή τις και πρόχειρος ιδέα, η οποία απορώ
+πώς δεν έρχεται και εις των αρμοδίων τον νουν.
+
+Οπωσδήποτε το ζήτημα των υδάτων της πόλεώς μας αποκτά καθ' ημέραν
+μεγαλειτέραν σπουδαιότητα, και πολύ επικαίρως εδημοσιεύθη εσχάτως
+επί του αντικειμένου τούτου πραγματεία τις αληθούς επιστήμονος,
+του κ. Κορδέλλα. Δεν ανέγνωσα ακόμη το βιβλίον. Θα το αναγνώσω
+όμως αυτήν την εβδομάδα και θα σου γράψω την προσεχή.
+
+Ε'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιουνίου 1879.
+
+Είσαι κατενθουσιασμένη, μου γράφεις, και εννοώ κάλλιστα τον
+ενθουσιασμόν σου, και θα τον υπέθετα, αν δεν μου τον έγραφες.
+Φαντάζομαι δε πού θ' αναβή ο ενθουσιασμός σου αυτός ακόμη, όταν
+σιγά σιγά περιπλεύσης ανέτως, όχι δι' ατμοκινήτου αλλά διά μικράς
+λέμβου, την λίμνην ολόκληρον, ή περιέλθης ανέτως τας όχθας της,
+και επισκεφθής και θαυμάσης τας μαγευτικάς εκείνας επαύλεις,
+αίτινες κοσμούσι τους χλοερούς των λόφους. Τότε θα ιδής . . . —
+δεν εξακολουθώ, διότι είμαι βεβαία ότι θα θυμώσης, ως εθύμονες
+άλλοτε κωμικώτατα, ότε με κατελάμβανεν — ενθυμείσαι; — η σατανική
+επιθυμία να σου διηγούμαι το τέλος μυθιστορήματος, ούτινος συ
+ανεγίνωσκες την αρχήν. Ας έλθω λοιπόν εις τας Αθήνας μας, και ας
+αφήσω την Ιταλίαν σου. Ας υποταχθώ εκούσα άκουσα εις τον φοβερόν
+σου εγωισμόν, όστις δεν αρκείται μόνον εις τας εκ της ξενιτείας
+απολαύσεις, αλλά θέλει ως καρύκευμα εβδομαδιαίον και τας από της
+πατρίδος ειδήσεις, και τας θέλει ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς.
+Ευαρέστους πάντοτε και τερπνάς! Αυτό δα είνε! Ηξεύρεις, ότι
+κατήντησες τυραννική; Δεν θέλεις, λέγεις, να σου αναφέρω τα
+δυσάρεστα των Αθηνών, ούτε να ακονίζω την ευφυίαν μου — ευχαριστώ
+διά την φιλοφροσύνην — εις τας ελλείψεις της ελληνικής
+πρωτευούσης· τας γνωρίζεις, λέγεις, και επιθυμείς να τας
+λησμονήσης· δι' αυτό ίσα ίσα εταξείδευσες, διά να μη βλέπης το
+θέαμα των μικρών μας ασχημιών, και ν' ατενίζης μόνον μακρόθεν την
+Ελλάδα, ως ωραίον σκηνογράφημα, το οποίον δι' αυτό ακριβώς
+εζωγραφήθη, διά να βλέπεται μακρόθεν. Σου ταράττει, γράφεις, τα
+νεύρα σου, η έστω και ανώδυνος και αθώα κακολογία· σ' εμποδίζει
+να χωνεύης τακτικά τα ωραία ελβετικά χαμοκέρασα, τα οποία σου
+παραθέτει ο προγάστωρ και φαιδρός σου ξενοδόχος, και τέλος
+πάντων, kurz und gut, ως λέγει πάλιν ο γερμανός σου υπηρέτης,
+θέλεις να σου γράφω τα ωραία πράγματα των Αθηνών, τα ευχάριστα
+μόνον και τα ιλαρά, διότι αυτό σε ωφελεί εις την υγείαν! Έχεις εν
+μέρει δίκαιον. Ταξειδεύεις χάριν θεραπείας . . . νοσήματος το
+οποίον αγνοείς και συ, ως το αγνοούσι και οι . . ιατροί σου, αλλ'
+αδιάφορον — και εννοείς, πολύ λογικώς και συνεπώς, να αποτελώσι
+και αι επιστολαί μου μέρος ολοκληρωτικού της θεραπείας σου: τρις
+της εβδομάδος λουτρά, πάσαν πρωίαν τυρόγαλα, δύο ώρας περιπάτου
+καθ' ημέραν, και άπαξ της εβδομάδος . . . μίαν φαιδράν επιστολήν
+εξ Αθηνών! Ωραία, μα την αλήθειαν, ετακτοποίησες την υγιεινήν σου
+δίαιταν, και θα είχα μαύρην αληθώς την καρδίαν, αν εγώ μόνη εκ
+κακής μου θελήσεως ετάραττα την συνταγήν σου.
+
+Πλην, φίλη μου, . . . — αλλ' έστω· ουδέ δικαιολογούμαι καν, διότι
+συλλογίζομαι τα πορφυρά σου ευώδη χαμοκέρασα, και την ενδεχομένην
+κακήν των χώνευσιν. Τούτο μόνον συλλογίσου· ότι αν έξαφνα καμμίαν
+εβδομάδα δεν λάβης επιστολήν μου, δεν πρέπει να το αποδώσης εις
+κακήν μου θέλησιν, μήτε εις αμέλειαν, μήτε εις οκνηρίαν, αλλά
+μόνον και απλούστατα εις εξάντλησιν ή προσωρινήν τουλάχιστον
+έλλειψιν των συστατικών του χαροποιού αερίου, όπερ επιθυμείς και
+καλά να φέρωσιν υπό την ρίνα σου τα γράμματά μου. Où le peuple
+n' a rien, le roi perd ses droits λέγουν οι γάλλοι, συ δε βεβαίως
+δεν έχεις την αξίωσιν να δεσπόσης των αδυνάτων, ούτε θα οργισθής
+διότι δεν σου δίδεται το μη υπάρχον. Αλλά και αν οργισθής, θ'
+ακούσης το «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», και θα ησυχάσης.
+
+Αυτήν ευτυχώς την εβδομάδα έχω κάτι να σου διηγηθώ, και χαίρω ότι
+η υγεία σου είνε ακόμη εξησφαλισμένη δι' οκτώ ημέρας.
+
+Την παρελθούσαν ή μάλλον ειπείν την προπαρελθούσαν τρίτην κατέβην
+με τον I . . . εις το Φάληρον. Μη με μαλώσης, σε παρακαλώ, ότι
+καταβαίνω συχνά εις το Φάληρον, μήτε υποθέσης άλλ' αντ' άλλων. Το
+εσπέρας δεν έχομεν τι άλλο να κάμωμεν, όσοι δεν θέλομεν να
+μείνωμεν εις το Σολωνείον καθήμενοι ή εις την πλατείαν του
+Συντάγματος περιπατούντες, παρά να καταβώμεν εις το Φάληρον, ή να
+υπάγωμεν εις τον Απόλλωνα, ή να μείνωμεν θαυμάζοντες την σελήνην
+εις το καφενείον των Ολυμπίων. Εγώ προτιμώ το πρώτον, όχι μόνον
+διότι είνε δροσερώτερον, αλλά και διότι είνε μακρύτερα από τα
+περιπαθή άσματα των γερμανίδων. Κατέβην λοιπόν εις το Φάληρον,
+εγευμάτισα εκεί, και άμα έδυσεν ο ήλιος ετράπην με τον σύντροφόν
+μου προς την Μουνυχίαν, διά να διασκεδάσω θεωρούσα τα
+πυροτεχνήματα, τα οποία επρόκειτο να καώσι προ των βασιλικών
+οικημάτων επί τοις γενεθλίοις του βασιλόπαιδος Γεωργίου, όστις
+την 12 υπερμεσούντος συνεπλήρου το δέκατον της ηλικίας του έτος.
+Οι βασιλείς, ως γνωρίζεις ήδη πιθανώς εκ των εφημερίδων,
+κατοικούσι και εφέτος θερινά τινα οικήματα, εκ των ωραίων εκείνων
+και κομψών, άτινα κατεσκεύασε πρό τινων ετών επί του
+μεσημβρινοανατολικού λόφου της Μουνυχίας και αντικρύ της
+Φρεαττύος ο φιλόκαλος γερμανός αρχιτέκτων Τσίλλερ. Η από του νέου
+Φαλήρου άγουσα εκεί οδός, ήτις πρό τινων ετών περιωρίζετο εις
+ανώμαλον και θαμνόσπαρτον ατραπόν, τέμνουσα ελικοειδώς τον παρά
+την παραλίαν υψούμενον λόφον, είνε σήμερον ωραία αμαξιτός
+λεωφόρος περικάμπτουσα τον λόφον, παρατρέχουσα τον αιγιαλόν,
+διερχομένη κάτωθεν του ερημικού πύργου του πρωθυπουργού ημών, και
+καταλήγουσα διά κομψοτάτης καμπής εις την Μουνυχίαν.
+
+Πρό τινων ετών, ως ενθυμείσαι, ουδέν άλλο υπήρχεν εκεί, ή γυμνοί
+τινες μόνον βράχοι, όπου ουδέ άκανθαι εύρισκον τροφήν, παραλία
+κάτωθεν αμμώδης και παντέρημος, και μόλις που το εσπέρας κάρρα
+τινά μεταφέροντα εις τα γαλανά του Φαλήρου και της Μουνυχίας
+κύματα τέκνα τινά του λαού, άτινα, επόμενα εις τον παντοκράτορα
+συρμόν, ενόμιζον και αυτά απαραίτητον εις την υγείαν των την
+χρήσιν των λουτρών. Σήμερον ήλλαξαν τα πράγματα· και το μεν
+Φάληρον μεταμορφούται από ημέρας εις ημέραν εις χαριεστάτην
+θερινήν διαμονήν, της οποίας επιφυλάττω την περιγραφήν εις κανέν
+άλλο μου γράμμα — οικονομούσα ως βλέπεις τα γλυκύσματά μου, ώςτε
+να έχω με τι να τρέφω την πεινώσαν υγείαν σου, — ο δε παρ αυτό
+λόφος, ούτινος την κορυφήν κατέχει δίκην σκοπιάς ο πύργος του κ.
+Κουμουνδούρου, ήρχισε και αυτός να στολίζεται, να οικοδομήται και
+να αποκτά κατοίκους και λάτρεις. Την εσπέραν μάλιστα εκείνην η εξ
+αυτού θέα ήτο αληθώς μαγευτική.
+
+Δεν αισθάνεσαι τώρα κάπως τον εαυτόν σου καλλίτερα; Αι; Η βραδυά
+ήτο γαληναία και δροσερά, τα δε νερά του Φαλήρου και της
+Μουνυχίας ουδέ καν εσείοντο πέριξ των παντοειδών πολεμικών
+πλοίων, τα οποία σταθμεύουσιν από τινος προ του όρμου της
+Καλλιθέας, και των οποίων τους προτόνους εκόσμουν από τινος
+πολύχρωμοι σημαίαι, οιονεί ανθόπλεκτοι στέφανοι. Πέραν εις το
+βάθος διεγράφετο καθαρώς ο φαληρικός κόλπος, όστις μίαν ημέραν θ'
+αμιλλάται ίσως προς τον ονομαστόν κόλπον της Νεαπόλεως, και
+ούτινος τον αιγιαλόν διέστιζον ήδη πού και πού τ' αναπτόμενα φώτα
+των επ' αυτού οικιών και καφενείων. Μακρότερον δε προς ανατολάς
+ανέδυεν έτι από της εσπερινής ομίχλης το ποικίλον πανόραμα των
+Αθηνών, ούτινος εδέσποζον τα απαράμιλλα του Παρθενώνος ερείπια,
+χρυσούμενα υπό των ακτίνων της νέας σελήνης. Πολλάκις εσταμάτησα
+καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον
+εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την
+ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον
+μου. Μετά ημισείας ώρας δρόμον εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το
+μικρόν καφενείον της Καλλιθέας, όπου προ δέκα μεν περίπου ετών
+εφύετο ρικνή τις και νανοφυής αγριαπιδιά, σήμερον δε υπάρχουν
+δένδρα σκιερά, και καθίσματα αναπαυτικά παρά την θάλασσαν, και
+παίγνια γυμναστικά, ως εκείνα τα οποία θ' απαντήσης μετά τινας
+εβδομάδας εις όλα τα χωρία της Ελβετίας, και κόσμος τέλος πάντων,
+κόσμος καπνίζων το σιγάρον του και πίνων τον ζύθον του εν
+ευαρέστω λήθη των κόπων της ημέρας. Επί του ωραίου τούτου λόφου
+κατοικεί από τριών ήδη περίπου εβδομάδων η βασιλική οικογένεια. Ο
+βασιλεύς, αληθής ναυτική φύσις, ως γνωρίζεις, αγαπά, λέγουσι,
+πολύ το μέρος τούτο, όπερ αποτελεί ούτως ειπείν trait d' union
+μεταξύ Φαλήρου και Πειραιώς, και το πλείστον σχεδόν της ημέρας
+και της εσπέρας διατρίβει επί της θαλάσσης, οτέ μεν κολυμβών οτέ
+δε αλιεύων, άλλοτε κωπηλατών και άλλοτε επισκεπτόμενος και
+εξετάζων ως εμπειροπράγμων τα προ της Καλλιθέας ορμούντα πολεμικά
+πλοία, ελληνικά ή ξένα. Μεταξύ τούτων ευρίσκετο την εσπέραν
+εκείνην και η ωραία ρωσσική θαλαμηγός «Μ έ γ α ς
+Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς» εκείνη ακριβώς, ήτις μετήγαγε προ μικρού
+την βασίλισσαν ημών από της Κριμαίας, και ήτις, ως ελέγετο,
+επρόκειτο να αποπλεύση μετά τινας ημέρας εις Νεάπολιν, ίνα
+παραλάβη και μεταφέρη εις Κωνσταντινούπολιν και Βάρναν τον
+πρίγκιπα Βάτεμβεργ.
+
+Δύσκολον ήτο να σταθή τις επί του λόφου την εσπέραν της
+προπαρελθούσης τρίτης· τόσον πολύς ήτο ο κόσμος των περιέργων.
+Επέβημεν λοιπόν χάριν πλειοτέρας ανέσεως εις μικράν αλιευτικήν
+λέμβον, και κωπηλατήσαντες μέχρι του στομίου της Μουνυχίας,
+εστάθημεν εκεί, ίνα απολαύσωμεν το θέαμα των πυροτεχνημάτων,
+άτινα είχον παρασκευασθή τη επιμελεία της δημαρχίας Πειραιώς, και
+του ηλεκτρικού φωτός, διά του οποίον ο κ. Τιμολέων Αργυρόπουλος
+έμελλε να φωτίση τα πέριξ. Ηκούσαμεν δε τοιουτοτρόπως μακρόθεν
+και πολύ ευαρεστότερον τας μουσικάς της φρουράς και του
+Φιλαρμονικού θιάσου Πειραιώς, αίτινες συνηλλάσσοντο μουσουργούσαι
+καθ' όλον της φωταψίας τον χρόνον. Τα πυροτεχνήματα δεν σου τα
+περιγράφω, διότι ήσαν μεν ωραία, αλλ' ουδέν είχον το καινοφανές.
+Και είδες και είδαμεν πολλάκις εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+και εις το Φάληρον τους τυπικούς μύλους και τας τυπικωτέρας
+ρ ο υ κ έ τ α ς. Το ηλεκτρικόν όμως φως, ούτινος η εστία είχε
+τοποθετηθή εις το απέναντι της βασιλικής επαύλεως κτήμα του κ.
+Μελετοπούλου, και απετελείτο, ως μοι είπον, εκ μεγάλου
+παραβολοειδούς επαργύρου κατόπτρου, παρήγαγε μαγευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν εις τους παρεστώτας, ων πολλοί το έβλεπον βεβαίως
+πρώτην φοράν, και δι' αυτό δεν κατώρθωσαν να κρατήσουν την
+μεγαλόφωνον του θαυμασμού των εκδήλωσιν. Υπό την λευκήν και
+άπλετον λάμψιν του, ήτις επλημμύρισε διά μιας την επιφάνειαν των
+ηρέμων υδάτων, διέκρινα επί στιγμήν εντός μικράς λέμβου τον
+βασιλέα και την βασίλισσαν, επί άλλης δε τους βασιλόπαιδας
+εκδηλούντας εν παιδική φαιδρότητι την χαράν των.
+
+Είδαμεν άλλοτε μαζή, αν ενθυμείσαι, τους πίδακας των Βερσαλλιών
+φωτιζομένους, τους κήπους του Schönbrun της Βιέννης καταφώτους
+επίσης υπό ηλεκτρικών ακτίνων, τοξευομένων άνωθεν από της οροφής
+των ανακτόρων, και πέρυσι μόλις την Avenue de l' Opera των
+Παρισίων ηλεκτρόφωτον.
+
+Τι να σου ειπώ, όμως; Τα κύματα της Μουνυχίας υπό την λευκήν
+εκείνην μαρμαρυγήν είχαν άλλην τινά μαγείαν. Μη νομίσης δε, ότι
+σου λέγω και τούτο χάριν της υγείας σου. Όχι! είνε αληθής μου
+εντύπωσις.
+
+Εν Αθήναις, τη 27 Ιουνίου 1879.
+
+Αψίκορος και συ, ως όλαι μας αι αδελφαί, ως όλαι της Εύας αι
+απόγονοι. Μόλις είδες την Λ ί μ ν η ν τ ο υ Κ ό μ ο υ, — και
+αμφιβάλλω αν την είδες καλά, διότι ουδεμίαν σχεδόν μου γράφεις
+περί αυτής λεπτομέρειαν, — μόλις ανέπνευσες την δρόσον των
+διαυγών της υδάτων, την οποίαν εγώ ματαίως ποθώ και ονειρεύομαι
+καθ' εσπέραν από της φλογεράς καμίνου των Αθηνών, μόλις απήλαυσες
+το θέαμα των πρασίνων οχθών της, και θέλεις πάλιν να φύγης, και
+σχεδιάζεις ταξείδια προς βορράν, και επιθυμείς κλίματα
+δροσερώτερα. Δροσερώτερα κλίματα! Είσαι τη αληθεία ανεκτίμητος.
+Δεν σε αρκεί λοιπόν η δρόσος της βορείου Ιταλίας, δεν σε φθάνει η
+ζωογόνος εκείνη αύρα, την οποίαν σου στέλλουν αι χιονοσκεπείς των
+Άλπεων κορυφαί, αλλά θέλεις άλλην, ακόμη δροσερωτέραν διαμονήν.
+Έπρεπε να σε είχα εδώ εις τας Αθήνας αυτάς τας ημέρας, και τότε
+να έβλεπα τι ήθελες ποθήσει! Τριάκοντα βαθμοί Ρεωμύρου εις την
+σκιάν, αγαπητή μου, ηξεύρεις τι θα ειπή; θα ειπή ένα βαθμόν
+περισσότερον από τα θερμά σου εκείνα λουτρά, τα οποία, ως
+ενθυμείσαι, σου επροξένουν σχεδόν λειποθυμίαν. Δεν ομιλώ περί του
+καύσωνος εν υπαίθρω, διότι δεν τον ησθάνθην και αποφεύγω να τον
+αισθανθώ. Ιδιαιτέραν κλίσιν προς τας καθέτους του ηλίου ακτίνας
+δεν έχω δόξα τω Θεώ, ουδέ ομοιάζω τον καλόν μας εκείνον φίλον,
+όστις εξήρχετο την μεσημβρίαν εις τας οδούς ασκεπής, και εμειδία
+παράδοξον οίκτου μειδίαμα προς τους φορούντας πίλον και
+κρατούντας αλεξήλιον. Άλλως τε και τίποτε δεν με αναγκάζει να
+εξέρχωμαι την ημέραν εις τας οδούς των Αθηνών· αφίνω τον Βουγάν
+και τα εμπορικά διά το εσπέρας, και λυπούμαι εκ βάθους καρδίας
+τας δυστυχείς εκείνας, τας οποίας βλέπω από τα παράθυρά μου
+περιφερομένας εις τα μαγαζιά εν μέση μεσημβρία διά μισήν πήχην
+κορδέλλα, ως πολλάκις — entre-nous εννοείται, — μου συνέβη και
+σου συνέβη. Λέγουσιν όμως, ότι ο υπό τον ήλιον καύσων των τριών
+τεσσάρων τελευταίων ημερών ήτο αληθής καμίνου πνοή· ότι εξ όσων
+τον περιεφρόνησαν μετενόησαν πολλοί, και ότι τινών μάλιστα εκ των
+τολμηροτέρων έπαθεν η υγεία — άλλων, εννοείται, η σωματική και
+άλλων η πνευματική. Εις του καύσωνος τουλάχιστον την επίδρασιν
+αποδίδονται υπό των αρμοδίων έκτακτα τινά γεγονότα, οποία δεν
+συμβαίνουσι συνήθως εις τας ηρέμους και μονοτόνους Αθήνας, και
+των οποίων ήρωες — ή θύματα αν θέλεις — ήσαν ως επί το πλείστον
+ομόφυλοί μας. Ούτως εν παραδείγματι προχθές απεπειράθη, ως
+ήκουσα, τρυφερά τις νεάνις να αυτοκτονήση, λόγω μεν ότι η
+περιπαθής της καρδία, από καιρού ήδη ψάλλουσα μόνη, δεν κατώρθονε
+να ψάλη εν δυωδία, πράγματι όμως, ως έμαθον, διότι την προτεραίαν
+επί τέσσαρας όλας ώρας είχε περιέλθει τας οδούς Αιόλου και Ερμού,
+διά να εύρη κομβία αρμόζοντα εις το μακρόν corsage της à la
+Pompadour ενδυμασίας της. Άλλης τινός κομψής θεραπαινίδος τοσούτο
+εξηρέθισε, λέγουσι, την ζηλοτυπίαν ο καύσων του ηλίου, προστεθείς
+εις του μαγειρείου τον καύσωνα, ώστε ολίγου δειν εξερρίζονε τον
+μύστακα του σπαθάτου της δορυφόρου, εις ώραν παροξυσμού, αν
+προλαμβάνων εκείνος δεν εδρόσιζε κάπως τας παρειάς της διά της
+επαφής των στιβαρών του χειρών. Τρίτη τις άλλη ερρίφθη πρό τινων
+ημερών εις το φρέαρ της οικίας, ζητούσα όχι τον θάνατον, υποθέτω,
+ως έγραψαν αι εφημερίδες, αλλ' απλώς μόνον ολίγον ύδωρ δροσερόν.
+
+Βλέπεις λοιπόν πού ευρισκόμεθα, και ευλόγει μάλλον τον Θεόν, ότι
+δεν είσαι εις τας Αθήνας, αντί να αγνωμονής προς την δρόσον και
+την χλόην της λίμνης σου.
+
+Εν τούτοις μ' όλον αυτόν τον καύσωνα και τους σπουδαίους του
+κινδύνους ετόλμησα την παρελθούσαν εβδομάδα να εξέλθω της οικίας
+μου, διά να παρευρεθώ εις τας εξετάσεις του προτύπου σχολείου, το
+οποίον συνέστησεν προ ενός έτους το Υπουργείου της Παιδείας ως
+παράρτημα του Διδασκαλείου, προς πρακτικήν άσκησιν των νεοφύτων
+διδασκάλων. Πρέπει δε να σου ομολογήσω, εξ ιδίου ενθουσιασμού
+αυτήν την φοράν και όχι χαριζομένη εις την πατριωτικήν σου
+αισιοδοξίαν, ότι με κατέπληξαν αληθώς τα ευχάριστα αποτελέσματα
+του νέου συστήματος της διδασκαλίας, το οποίον εφηρμόσθη εις το
+νεοσύστατον σχολείον. Το σχολείον αυτό είνε μακράν της πόλεως,
+όπισθεν του βασιλικού κήπου, και οι μαθηταί του είνε κατ' ανάγκην
+παίδες αγροτών και χωρικών. Αι εξετάσεις εν τούτοις των χωρικών
+εκείνων παίδων, οίτινες ούτε εορτάσιμα εφόρουν, ούτε υπερτροφίαν
+έπασχον, κατέδειξαν εμφανώς και πάλιν — αν υποτεθή ότι υπήρχεν
+ανάγκη νέας του πράγματος αποδείξεως, — δύο τινά· πρώτον ότι η
+αγάπη των γραμμάτων δεν είνε συνήθως του πλούτου περίσσευμα, και
+δεύτερον ότι ανάγκη ριζικής μεταβολής του συστήματος, το οποίον
+διέπει έως σήμερον την δημοτικήν μας εκπαίδευσιν. Τα παιδία δεν
+πρέπει να διδάσκωνται ως παπαγάλλοι, αναγκαζόμενοι να
+αποστηθίζωσι πράγματα τα οποία δεν εννοούσιν, αλλά να
+εκπαιδεύωνται απ' αυτού του αλφαβήτου τοιουτοτρόπως, ώστε να
+εξυπνά η νεαρά των διάνοια, αναβαίνουσα βαθμίδα προς βαθμίδα την
+κλίμακα των γνώσεων, και να μορφούται η εύπλαστος καρδία των,
+αποκτώσα βαθμηδόν την αγάπην του καλού και του αγαθού. Αλλέως . . .
+— πλην θα εξολισθήσω εις φιλοσοφίαν, την οποίαν και συ
+βαρύνεσαι και εγώ, ιδίως τώρα, ότε περιρρέομαι από ιδρώτα διά να
+σου γράψω τας ολίγας αυτάς γραμμάς.
+
+Το παρελθόν σάββατον εκηδεύθη εν Αθήναις μετά μαρασμόν
+πολυχρόνιον και νόσον ήτις είχε μικρόν κατά μικρόν εκμυζήσει
+πάσαν ζωικήν της δύναμιν . . . , τις νομίζεις; Η χήρα του
+Οδυσσέως Ανδρούτσου! Ουδέ καν εφαντάζεσο ίσως, ότι έζη έτι εις
+τας Αθήνας ενενηκοντούτις περίπου, έρημος, μόνη και λησμονημένη
+εντός πενιχράς — όχι οικίας, αλλά σχεδόν καλύβης, η περικαλλής
+ποτε εκείνη αμαζών, ην θαλεράν έτι νεανίδα είχε συζεύξει μετά του
+οπλαρχηγού του Οδυσσέως ο φοβερός της Ηπείρου τύραννος Αλή-Πασάς,
+ήτις όλον τον μέγαν αγώνα του 1821 παρηκολούθει πότ' εγγύθεν και
+πότε μακρόθεν τον πολυπλάνητον σύζυγόν της, μέχρις ου τον
+εθρήνησε τέλος κρεμάμενον από των προμαχώνων της Ακροπόλεως,
+και της οποίας ο βίος ολόκληρος υπήρξε σειρά δυστυχημάτων και
+δοκιμασιών. Μη βαρυθυμής όμως διά την άγνοιάν σου, διότι πολλοί,
+οι πλείστοι σχεδόν των εν Αθήναις ηγνόουν ως και συ μέχρι του
+προχθές σαββάτου, ότι η Ελένη Ανδρούτσου, η Ο δ υ σ σ έ α ι ν α,
+ως την εκάλει του αγώνος η γενεά, έζη έτι εν Αθήναις. Ολίγοι,
+ολίγιστοι μόλις το εγνώριζον, και μεταξύ των ολίγων αυτών ήσαν οι
+υπάλληλοι του λογιστηρίου του Υπουργείου των Εσωτερικών, οίτινες
+της έδιδον κατά μήνα μικρόν τι ένταλμα βοηθήματος χρηματικού, δι'
+ου κατώρθωσεν η μαραμμένη χήρα να συρθή σιγά σιγά προς τον τάφον.
+Είνε τόσον άνετον πράγμα η άγνοια! Τόσον εύκολον και ευπρόσιτον
+παρέχει την πρόφασιν εις τον αδιαφορούντα, αν η χήρα του Οδυσσέως
+Ανδρούτσου κατεκλίνετο πολλάκις εν σκότει και εκοιμάτο νήστις!
+Προ ολίγων μόλις ετών είχαμεν αναγκασθή, είνε αληθές, να την
+ενθυμηθώμεν, και οιονεί αφυπνισθέντες έν πρωί ηκούσαμεν, ότι έζη
+έτι η χήρα του Οδυσσέως, και ετέλει — αυτή μόνη, διότι τις άλλος
+είχε καιρόν να φροντίση περί τούτου — την ανακομιδήν των οστών
+του πεφιλημένου συζύγου της, του ήρωος της Γραβιάς. Έκτοτε όμως
+την είχαμεν λησμονήσει εντελώς! Αλλ' η κόρη εκείνη άλλης γενεάς,
+η γυνή του 1821, το γέννημα των Καλαρρυτών της Ηπείρου, η θυγάτηρ
+του Χρήστου Καρέλη, δεν ελησμόνει εν τη πενιχρά της και σκοτεινή
+καλύβη την Ελλάδα. Ότε δε προ ενός και ημίσεος έτους ευοίωνα τινα
+αλλ' απατηλά δυστυχώς σημεία υπέδειξαν, ότι επρόκειτο να εξαναστή
+το Ελληνικόν, και οι άνδρες ωπλίζοντο και εβάδιζον προς τα
+σύνορα, ημείς δε αι γυναίκες, υπακούοντες εις το ευγενές φώνημα
+της ελληνικής μας βασιλίσσης, ερράπτομεν χιτώνας και εξαίναμεν
+μοτόν διά τους μέλλοντας τραυματίας του νέου ιερού αγώνος, η χήρα
+του Οδυσσέως ησθάνθη και πάλιν την γηραιάν της καρδίαν
+θερμαινομένην· εμνήσθη ημερών αρχαίων, ενθυμήθη την υπό τον ζυγόν
+πατρίδα της, ωνειρεύθη την σοβαράν μορφήν του απαγχονισθέντος
+ήρωός της, και έμεινε νύκτας πολλάς αγρυπνούσα υπό το αμυδρόν φως
+της διψώσης λυχνίας της, ίνα . . . ξαίνη μοτόν δ ι ά τ α
+π α λ λ η κ ά ρ ι α!
+
+Ότε δε τέλος απέκαμον οι ισχνοί της δάκτυλοι και οι οφθαλμοί της
+δεν έβλεπον πλέον, παρέλαβε της εργασίας της το προϊόν η
+ενενηκοντούτις γραία και μεταβάσα εις τα ανάκτορα παρέδωκεν αυτό
+εις την Βασίλισσαν, λέγουσα· «Στείλ' το, βασίλισσά μου! να ζούσε
+ο Λεωνίδας μου, το πήγαινε 'κείνος!» Ο Λεωνίδας της ήτο ο
+αγαπητός της υιός, ον δωδεκαετή μόλις είμαρτο να θάψη η δυστυχής
+χήρα προ τεσσαράκοντα δύο ετών εν Μονάχω, όπου εξεπαίδευεν αυτόν
+η μεγαλοδωρία του γηραιού φιλέλληνος βασιλέως Λουδοβίκου.
+
+Αυτή λοιπόν η γυνή απέθανε την παρελθούσαν παρασκευήν εν Αθήναις,
+και εκηδεύθη την επαύριον, προπεμφθείσα εις τον τάφον . . . . υπό
+εικοσάδος ανθρώπων, και τούτων εκ των λαϊκών στρωμάτων. Ναι,
+αγαπητή μου! Ημείς, οι ευγενείς και πεφωτισμένοι και τοσούτον
+ευαίσθητοι κάτοικοι της πρωτευούσης του ελληνικού βασιλείου,
+οίτινες συνοδεύομεν πυκνοί και πρόθυμοι την πρώτην κηδείαν ήτις
+θα παρέλθη προ των παραθύρων μας — όταν μάλιστα έχη και μουσικήν
+— ωκνήσαμεν να πληρώσωμεν εις του Οδυσσέως την χήραν ένα έσχατον
+φόρον συμπαθείας και ελέου, τον οποίον εχρεωστούσαμεν, εννοείς;
+εχρεωστούσαμεν και εις αυτήν και εις τον άνδρα της. Δεν το
+εσυλλογίσθημεν, βλέπεις. Είμεθα τόσον πολυάσχολοι! Έπειτα, . . .
+μήπως είχε μουσικήν; Μήπως είχαμεν αφορμήν να ακούσωμεν και να
+κρίνωμεν κανέν νέον πένθιμον εμβατήριον του αρχιμουσικού μας;
+
+Ζ'.
+
+Εν Αθήναις τη 5 Ιουλίου 1879
+
+Είχες δεν είχες λοιπόν, έφυγες από την Ιταλίαν, και προχωρείς, ως
+μου γράφεις, προς βορράν, αγνοείς δε και συ ακόμη που θα
+σταματήσης, απαράλλακτα ως τα εκδημητικά εκείνα πτηνά, τα οποία
+διώκει εναλλάξ πότε το θέρος και πότε ο χειρών προς κλίματα
+ευκραέστερα. Σε κατέλαβε και πάλιν, βλέπω, η κινητική σου εκείνη
+μανία, διά την οποίαν ο μεν σοφός σου φίλος Ξ. σε ωνόμαζεν άλλοτε
+perpetuum mobile, ημείς δε οι άλλοι οι μη σοφοί σ' ελέγαμεν
+αεικίνητον, και σε εσυμβουλεύαμεν, ενθυμείσαι, αστειευόμενοι να
+ζητήσης brevet d' invention από την κυβέρνησιν, πριν ή σε προλάβη
+ο ατυχής εκείνος νέος Κ., ούτινος η μεγαλοφυής εφεύρεσις επέπρωτο
+τέλος να εξατμισθή εντός . . . φρενοκομείου. Αλλά την μονομανίαν
+σου αυτήν μας την ενδύει τώρα με το ωραίον πρόσχημα της επιθυμίας
+δροσερωτέρας διαμονής. Έστω και τούτο· δεν φιλονεικώ μαζή σου διά
+τόσον μικρόν πράγμα. Είμαι όμως περίεργος να ιδώ, αν ο λόγος
+αυτός της αδιάκοπου σου κινήσεως δεν θα σε ωθήση επί τέλους μέχρι
+της βορείου θαλάσσης. Πολύ φοβούμαι, μήπως λάβω καμμίαν ημέραν
+επιστολήν σου, ήτις να μου αναγγέλλη, ότι επεβιβάσθης εις
+ατμοκίνητον εκπλέον εις τας βορείους ακτάς της Νορβηγίας. Μη
+μειδιάς· σε βεβαιόνω, ότι η είδησις δεν θα με εκπλήξη διόλου.
+Οπωσδήποτε εγώ διευθύνω το γράμμα μου εις την παλαιάν σου
+διαμονήν, και είμαι ήσυχος ότι κάπου θα σ' εύρη.
+
+Σου είχα υποσχεθή εις μίαν των τελευταίων μου επιστολών να
+αναγνώσω το περί των υδάτων της πόλεώς μας βιβλίον του Κ.
+Κορδέλλα, και να σου γράψω περί αυτού. Υπέθεσα τότε και υποθέτω
+ακόμη εν τω εγωισμώ μου, ότι θα σ' ενδιέφερε να γνωρίζης, αν ο
+λάρυγξ της φίλης σου είνε υγρός ή ξηρός, και αν υπάρχει ελπίς να
+εξασφαλισθή τουλάχιστον εν τω μέλλοντι το επιούσιον ύδωρ εις τους
+κατοίκους της πόλεως, εις την οποίαν θα σταματήση επί τέλους μίαν
+ημέραν και το πολυπλάνητον βήμα σου. Το ανέγνωσα λοιπόν απ' αρχής
+μέχρι τέλους, αλλά δεν σου γράφω περί αυτού, και προτιμώ να σου
+το στείλω υπό ταινίαν, ως λέγει παρ' ημίν η επίσημος των γραφείων
+γλώσσα.
+
+Δεν σου γράφω εν εκτάσει περί αυτού, και αρκούμαι μόνον να
+συστήσω εις την προσοχήν σου το πολύτιμόν του περιεχόμενον, διότι
+αδύνατον μου είνε δυστυχώς να συνοψίσω εντός επιστολής τας
+πολυειδείς και ποικίλας ειδήσεις περί της γεωλογικής και
+υδρογραφικής καταστάσεως των Αθηνών, όσας ο συγγραφεύς εταμίευσεν
+εντός αυτού, διά πολλών κόπων και μελέτης μακράς. Σου σημειόνω
+μόνον εν παρόδω, και τούτο διά να λάβης εγκαίρως τα μέτρα σου,
+πριν ή αποκατασταθής οριστικώς εν Αθήναις, ότι κατά τον κύριον
+Κορδέλλαν απαιτείται δαπάνη τριών περίπου εκατομμυρίων δραχμών,
+ίνα διοχετευθώσιν εις τας Αθήνας τα αναγκαία εις τους κατοίκους
+της ύδατα. Σημείωσε δε και τούτο, το οποίον δεν περιλαμβάνεται
+εις το βιβλίον του Κ. Κορδέλλα, είνε όμως ουχ ήττον αληθές, διότι
+περιλαμβάνεται εις τα λογιστικά βιβλία του δήμου Αθηναίων· ότι
+δηλαδή ο αρχοντικός ούτος δήμος, — όστις κατά τούτο ομοιάζει τους
+άρχοντας, ότι τα χρέη του είνε εξαπλάσια περίπου των εισοδημάτων
+του — έχει ήδη τριών περίπου εκατομμυρίων χρέη, και ότι απέναντι
+αυτών πληρόνει κατ' έτος εις τους δανειστάς του τόκον . . έν
+σχεδόν τοις εκατόν. Υποθέτεις συ, ότι είνε εύκολον εις τοιούτον
+οφειλέτην να εύρη και νέον δάνειον; Εγώ δυσκολεύομαι να το
+ελπίσω, και διά τούτο εφρόντισα ήδη εγκαίρως να ανοίξω φρέαρ
+εντός της οικίας μου, ίνα προλάβω την κόρυζαν, από την οποίαν
+πολύ φοβούμαι ότι είνε προωρισμένοι ν' αποθάνωσι μίαν ημέραν
+επιδημικώς οι κάτοικοι των Αθηνών.
+
+Αι ειδήσεις αύται δεν θα σου ήνε βεβαίως πολύ ευχάριστοι, και
+φοβούμαι μη πειράξουν την επισφαλή σου υγείαν. Διά τούτο δε και
+ως ευάρεστον αντίδοτον σου στέλλω συγχρόνως σήμερον, υπό την
+αυτήν ταινίαν, περίεργόν τι και διασκεδαστικώτατον βιβλίον,
+επιγραφόμενον: «Η σύγχρονος Ελλάς, ήτοι απάντησις τω γάλλω
+Edmonton About, μετάφρασις εκ του χειρογράφου της αγγλίδος F. Ε.
+Μ.» Το μικρόν αυτό τομίδιον, το οποίον, ως βλέπεις, περιέχει
+μετάφρασιν ανεκδότου χειρογράφου, θα σε διασκεδάση τρομερά· διότι
+ηξεύρω εγώ πώς διατίθεται ο φύσει εύθυμος χαρακτήρ σου προς τα
+παράδοξα, ή τα παράξενα, ως κοινότερον λέγομεν. Σε παρακαλώ μόνον
+να μη σταματήσης εις την επιγραφήν· να μην ερωτήσης, διατί άραγε
+και πόθεν και πώς και προς τι η απάντησις αύτη εις τον ευφυή
+γάλλον μετά εικοσιπέντε όλα έτη από της δημοσιεύσεως της δηκτικής
+εκείνης σατύρας κατά της Ελλάδος, ήτις κατέστησεν εν τούτοις
+αυτήν πολύ γνωστοτέραν εις τον ευρωπαϊκόν κόσμον ή όλοι των φίλων
+της οι ύμνοι· να μην απορήσης διατί, πριν ή δημοσιευθή το
+πρωτότυπον, δημοσιεύεται η ελληνική μετάφρασις· να μη κινήσουν
+τέλος την περιέργειάν σου. τα τρία αρχικά στοιχεία, υπό τα οποία
+έκρυψεν αιδημόνως ο μεταφραστής την συγγραφέα. Εις όλας σου αυτάς
+τας απορίας ηδυνάμην εγώ να σου δώσω λεπτομερή απάντησιν· δεν το
+κάμνω όμως, πρώτον μεν διότι νομίζω, ότι πρέπει τις να σέβεται τα
+ξένα μυστικά, όσον διασκεδαστική και αν είνε η αποκάλυψίς των,
+και δεύτερον διότι η λύσις των αποριών εκείνων ουδόλως είνε
+αναγκαία όπως διατεθής ευθύμως. Άνοιξε μόνον, σε παρακαλώ, κατά
+τύχην το βιβλίον και σταμάτησε το βλέμμα σου όπου θέλης. Πρόσεξε
+δε ιδίως εις την εξής περίοδον, την οποίαν σου αντιγράφω κατά
+λέξιν από την ενενηκοστήν ογδόην σελίδα — σου λέγω κατά λέξιν,
+διά να μη καταλογίσης τυχόν εις βάρος μου την γλαφυρότητα της
+μεταφράσεως — «Αμέσως, λέγει η φιλέλλην αγγλίς περιγράφουσα την
+εις Πειραιά απόβασίν της, περιεστοιχήθην υπό πλήθους
+παραγγελιοδόχων και διερμηνέων, οίτινες, φαίνεται, μαντεύσαντες
+ότι ήμην ξένη μοι προσέφεραν τας λέμβους των και παν ό,τι
+αναγκαίον προς υπηρεσίαν μου, ου μην αλλά δριμέως κρίνουσα περί
+αυτών εκ της σκληράς φήμης, και έχουσα πείραν των Ιταλών κλεπτών,
+προσεποιήθην ότι δεν ενόησα την νεωτέραν ελληνικήν, σφάλμα δι' ό
+ουδέποτε θέλω συγχωρήσει εμαυτήν . . . Τα των λεμβούχων και τα
+τελωνειακά μπαξίς εισίν όλως άγνωστα ενταύθα . . . Ίσως οι
+σφοδροί κατήγοροι των Ελλήνων επί του αντικειμένου τούτου
+εκφράσωσιν αμφιβολίας. Αλλ' ιδού πώς έχουν τα πράγματα· οι
+λεμβούχοι διακηρύττουσιν, ότε η απλή ευχαριστία του ν'
+αποβιβάσωσεν εις την ξηράν ξένον τινά ήτο αρκούσα αμοιβή διά τους
+κόπους του, αφού μάλιστα πληρόνονται τακτικώς έκ τινος ωρισμένου
+τιμολογίου. Όλαι αι υπηρεσίαι αύται εφαίνοντο ότε μοι
+προσεφέροντο δωρεάν, έτι δε και καθ' ην στιγμήν επατούμεν τον
+πόδα επί της ξηράς πας διαβάτης ίστατο και με ηρώτα αν είχον
+ανάγκην των υπηρεσιών του. Μετά τούτο δε δύο αχθοφόροι έλαβον την
+αποσκευήν μου, . . . (και) ηρνήθησαν να λάβωσι το ανήκον αυτοίς,
+λέγοντες ότι ουδείς ποτέ Αθηναίος ζητεί να πληρωθή όπως πράξη το
+καθήκον του, αυτοί δε ουδέν άλλο έπραξαν ή τούτο, ιδόντες ότι
+ήμην ξένη. Την αυτήν σχεδόν απάντησιν έλαβον παρά των υπαλλήλων
+του σιδηροδρόμου . . . Δεν εδέχθησαν ποσώς, λέγοντες, ότι ήσαν
+υποχρεωμένοι να παρέχωσι πάντοτε ελευθέραν διάβασιν εις τους
+ξένους τους επισκεπτομένους την πατρίδα των». Σταματώ κατ'
+ανάγκην, διότι μ' εμποδίζει ο γέλως να σου αντιγράψω περισσότερα.
+Πώς σου φαίνεται, εις σε την ελληνίδα, την ζήσασαν . . . (μη
+φοβήσαι, δεν λέγω πόσα) έτη εις την Ελλάδα, η θαυμαστή αυτή
+ανακάλυψις λεμβούχων και αχθοφόρων μη δεχομένων πληρωμήν, και
+σιδηροδρομικών υπαλλήλων παρεχόντων δωρεάν εισιτήρια;
+
+Τι πρέπει άρα γε να υποθέση ο αναγινώσκων την διασκεδαστικήν
+αυτήν μυθολογίαν; ότι είνε σκόπιμον μαγείρευμα προς αποστόμωσιν
+των κατηγόρων της Ελλάδος, ή μάλλον ότι είνε αποτέλεσμα αστείας
+τινός παιδιάς φιλόφρονος μεν αλλ' ιδιοτρόπου συνοδοιπόρου, όστις
+επλήρωσεν αυτός τα μικρά έξοδα της Αγγλίδος, και της επώλησεν
+έπειτα, ότι οι αχθοφόροι, οι λεμβούχοι και ο σιδηρόδρομος δεν
+λαμβάνουσιν εν Ελλάδι πληρωμήν παρά των ξένων; Το κατ' εμέ
+υποθέτω αδιστάκτως το δεύτερον, διότι άλλως θα ευρισκόμην εις την
+δυσάρεστον ανάγκην να παραδεχθώ, ότι η φιλέλλην συγγραφεύς,
+μυθολογούσα τοιαύτα πράγματα προς τους αναγνώστας της, νομίζει
+φοβερόν πράγμα και πάσης μομφής άξιον το να πληρόνωνται οι
+λεμβούχοι και οι αχθοφόροι και οι σιδηρόδρομοι, και εν τω ακράτω
+της φιλελληνισμώ βλέπει 'ς τον ο υ ρ α ν ό φ ε γ γ ά ρ ι εν
+πλήρει μεσημβρία κατά το κοινόν λόγιον. Αλλ' ό,τι δήποτε και αν
+υποθέση τις, δεν έχει άδικον η ιταλική εκείνη παροιμία: Dagli
+amici mi guardi. Iddio che dai nemici mi guardo io, ούτε η άλλη
+εκείνη ισπανική: Quien te cubre te descubre.
+
+Ευτυχώς το βιβλίον αυτό, το οποίον, δεν αμφιβάλλω, θα συντελέση
+εις την ευθυμίαν σου πλειότερον όλων σου των ταξειδίων, δεν
+εδημοσιεύθη ακόμη αγγλιστί, και οι ευρωπαίοι, ευτυχέστεροι ημών
+και κατά τούτο, αγνοούσιν έτι τους υπέρ της Ελλάδος πανηγυρισμούς
+της συγγραφέως. Χαίρω φοβερά δι' αυτό, και από βάθους καρδίας
+εύχομαι εις τον Θεόν να παρέλθη από της Ελλάδος το ποτήριον
+τούτο· διότι εντρέπομαι τη αληθεία συλλογιζομένη, πώς θα
+ξεκαρδισθώσιν οι αναγνώσται της κυρίας F. Ε. Μ. εις βάρος της
+Ελλάδος, ουδέ παρηγορούμαι σκεπτομένη ότι θα γελάσωσιν ολίγον και
+εις βάρος της.
+
+Δεν τους θέλω τοιούτους φίλους, αδελφή! ας μου λείπουν! Μας
+ξεσκεπάζουν αντί να μας σκεπάζουν, ως λέγουσιν οι Ισπανοί· και
+συμφωνώ με τους Ιταλούς, οίτινες επικαλούνται κατ' αυτών την
+προστασίαν του θεού. Πόσα ημείς ιδίως οι ταλαίπωροι Έλληνες
+επάθαμεν έως τώρα από τον άκρατον και φιλελληνικόν έρωτα πολλών
+φίλων μας! Τι να γείνη! On n' est trahi que par les siens! και
+ομοιάσαμεν πολλάκις τα άκακα εκείνα πιθηκίδια, άτινα πνίγει διά
+των πολλών της φιλημάτων εις τας αγκάλας αυτής η φιλόστοργος
+μήτηρ των. Ας μας λείπουν, ας μας λείπουν τοιούτοι φίλοι.
+Προτιμότεροι, μα τον Θεόν, εχθροί ως τον About παρά φίλοι ως την
+κυρίαν F. Ε. Μ.
+
+Η'.
+
+Εν Αθήναις τη 16 Ιουλίου 1879
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα διά πολλούς και διαφόρους
+σπουδαίους λόγους, των οποίων ο σπουδαιότερος είνε, ότι δεν είχα
+τι να σου γράψω. Η εξομολόγησίς μου αυτή με απαλλάττει, ελπίζω,
+της απαριθμήσεως των άλλων, ως απηλλάγη ποτέ ομοίας απαριθμήσεως
+ο αφελής εκείνος δήμαρχος, όστις υποδεχόμενος τον βασιλέα του και
+δικαιολογουμένος ότι δεν διέταξε πυροβολισμούς επί τη ελεύσει
+του, ήρχισε μεν λέγων πανηγυρικώς, ότι εβδομήκοντα ήσαν οι λόγοι
+της ελλείψεώς του, προσέθηκε δε μετά τούτο εν πάση ταπεινότητι,
+ότι ο πρώτος αυτών ήτο η έλλειψις πυρίτιδος. Ο μεγάθυμος βασιλεύς
+τον απήλλαξε τότε της απαριθμήσεως των υπολοίπων εξήκονταεννέα
+λόγων· ελπίζω δε ότι και η ιδική σου μεγαλοθυμία θα δειχθή
+τουλάχιστον ίση, αν όχι και ανωτέρα της βασιλικής.
+
+Μεγαθυμία; Ιδική σου μεγαθυμία . . . Ενθυμούμαι την τελευταίαν
+σου επιστολήν, και αι ελπίδες μου καταβαίνουσιν υπό το άρτιον,
+πολύ περισσότερον και από του ταλαιπώρου Λαυρίου τας μετοχάς. Συ
+μεγάθυμος; κάθε άλλο! Αν είχες συ την χριστιανικήν αυτήν αρετήν,
+δεν θα μου έγραφες βεβαίως την επιστολήν, την οποίαν μου έγραψες.
+Αν κόκκον και μόνον συμπαθείας ησθάνετο η τρυφερά σου καρδία προς
+την δυστυχή Αθηναίαν, ήτις κατ' αυτήν την ευδαίμονα των Αθηνών
+εποχήν ψήνεται αλληλοδιαδόχως από τον καύσωνα και πασπαλόνεται
+από τον κονιορτόν, δεν θα της περιέγραφες με τόσην θριαμβευτικήν
+ευχαρίστησιν τας λεπτομερείας του θελκτικού σου ταξειδίου από την
+Μείζονα Λίμνην εις την Λίμνην της Λυκέρνης. Θα περιωρίζεσο μόνον
+να καταρασθής τα πυκνά του κονιορτού σύννεφα, τα οποία σ'
+ετύφλωσαν, ως μου γράφεις, μεταξύ της Βιάσκας και του Αϋρόλου, θα
+ηρκείσο εις την κωμικήν περιγραφήν του Μεγάλου Ξενοδοχείου της
+Βιάσκας, το οποίον εδυσκολεύεσο, λέγεις, να ανεύρης μεταξύ των
+περικυκλούντων αυτό οικίσκων, και θ' ανελογίζεσο ίσως, ότι ζώσα
+εγώ εν μέσω των κυνικών καυμάτων των Αθηνών, δεν θα υπεδεχόμην
+βέβαια με μειδίαμα ευχαριστήσεως την λεπτομερή αφήγησιν των
+ιδικών σου διασκεδάσεων και τέρψεων, ούτε τον ποιητικόν σου
+πανηγυρισμόν των χιόνων του Αγίου Γοθάρδου, επί των οποίων
+έτρεμες συ εκ του ψύχους εν μέσω Ιουλίω! Αλλά είσαι άσπλαγχνος
+και εγωιστική φύσις. Ούτε την περιγραφήν του αμιμήτου δρόμου
+παρέλειψες, όστις υπεραναβαίνων το γιγάντειον όρος διαγράφει 46
+καμπάς μόνον εντός της κοιλάδος της Τρέμολας, ούτε την εκατέρωθεν
+της οδού εστιβασμένην εξ αμνημονεύτων χρόνων και άλυτον πλέον
+χιόνα, ούτε την πρασίνην χλόην ήτις θάλλει επί του φυτικού
+χώματος, το οποίον απέθηκεν βαθμηδόν ο άνεμος επί της επιφανείας
+των χιόνων, ούτε τους καταρράκτας, οίτινες χωνευόμενοι υπό τους
+προαιωνίους πάγους, αναδύουσι μακρότερον και κατακρημνίζονται επί
+τας μελανάς των ελατών κορυφάς· ούτε τους κολοσσιαίους και
+προσηνείς σκύλους του ξενώνος του Αγίου Γοθάρδου, οίτινες σε
+έσυρον ηρέμα από της εσθήτος, ίνα λάβωσι μικράν μερίδα του
+προγεύματός σου· ούτε τας γραφικάς των ελβετίδων ενδυμασίας, ούτε
+την καταπληκτικήν Γέφυραν του Διαβόλου, ούτε του Φλύλεν την
+αμίμητον τοποθεσίαν, ούτε της λίμνης σου τα πράσινα κύματα,
+ούτε . . . . ούτε τίποτε τέλος πάντων, το οποίον ηδύνατο να
+κινήση την ζηλείαν μου και τον φθόνον μου, και να μου καταστήση
+αφορητοτέραν την εν Αθήναις θερινήν διαμονήν. Είνε φιλικόν
+αυτό; είνε εύσπλαγχνον; είνε χριστιανικόν; Ας όψεσαι εν ημέρα
+κρίσεως, ότε ο Πλάστης θα σ' ερωτήση, — και θα σ' ερωτήση
+βεβαίως, διατί εταξείδευες εις την Ελβετίαν, ότε η φίλη σου
+έμενεν εις τας Αθήνας; και διατί συ εκρύονες επί των Άλπεων, ότε
+η ταλαίπωρος εκείνη ανελύετο εις ιδρώτα εν μέση πλατεία του
+Συντάγματος;
+
+Μη νομίσης όμως, ότι δεν είχαμεν και ημείς οι Αθηναίοι τας μικράς
+μας διασκεδάσεις αυτάς τας ημέρας. Λέγω μικράς, βλέπεις, με όλην
+την πρέπουσαν μετριοφροσύνην, καθότι περί μεγάλων παρ' ημίν δεν
+πρόκειται, όσον και αν προσποιούμεθα τους μεγάλους. Εν πρώτοις
+είχαμεν πολιτικήν ανεμοταραχήν, ήτοι σάλον κοινοβουλευτικόν, ως
+λέγουσιν οι πολιτικοί. Η κυβέρνησις δηλαδή συνεκάλεσε την βουλήν,
+η βουλή απεδοκίμασε την κυβέρνησιν, η κυβέρνησις έδωκε την
+παραίτησίν της, έπειτα πάλιν έμεινε, διότι η αντιπολίτευσις δεν
+εσχημάτισεν άλλο υπουργείον, και επειδή η αντιπολίτευσις εφάνη
+ότι είχε και πάλιν διάθεσιν να αποδοκιμάση την κυβέρνησιν, η
+κυβέρνησις έστειλε την βουλήν όθεν ήλθεν. Εννοείς συ τίποτε από
+όλα αυτά; όχι βέβαια· ούτ' εγώ. Σε μέλει; ολίγον, αναντιρρήτως· κ'
+εμέ το ίδιον. Λέγουν τριγύρω μου, ότι τα πράγματα είνε σπουδαία·
+αλλ' όσοι το λέγουν φαίνονται ως ν' αστειεύωνται, και δεν τους
+πιστεύω. Το μόνον σπουδαίον είνε κατ' εμέ αι διακόσιαι πεντήκοντα
+περίπου χιλιάδες δραχμαί, αι οποίαι υπήρξαν το τίμημα της
+οκταημέρου εκτάκτου συνόδου της βουλής μας. Ο ταλαίπωρος
+ελληνικός λαός πληρόνει επί τέλους πάντοτε les pots cassés.
+
+Έπειτα πλην των πολιτικών είχαμεν και έν έκτακτον συμβάν, ικανώς
+κωμικοδραματικόν, το οποίον αρκετά μας συνεκίνησε και μας
+διεσκέδασεν αυτήν την εβδομάδα. Πολύ φοβούμαι, ότι εις σε δεν θα
+κάμη μεγάλην εντύπωσιν· ημείς όμως οι μικροπολίται, οίτινες δεν
+έχομεν καθ' ημέραν τοιαύτα τυχηρά, αρκούμεθα και εις τα ολίγα,
+αναλογιζόμενοι την παλαιάν παροιμίαν «όταν μη κρέας παρή και
+ταρίχω στερκτέον», την οποίαν ο υπηρέτης μου μεταφράζει «εν
+ελλείψει χαρτοσήμου καλό 'ν' και το στουπόχαρτο». Επειδή δε
+νομίζω και εγώ ότι η τυχηρά αυτή διασκέδασις ημών των
+μικροπολιτών δύναται να διασκεδάση και σε την κοσμοπολίτιδα, σου
+διηγούμαι το γεγονός. Άκουσε λοιπόν και διασκέδασε, — αν θέλης,
+εννοείται· υποχρεωμένη δεν είσαι. Είς εκ των πολλών υπαξιωματικών
+του ελληνικού στρατού επεθύμησε, φαίνεται, να συνδέση την δάφνην
+του Άρεως προς την μύρτον του έρωτος. Θύμα δε πρόχειρον των
+φονικών του βλεμμάτων ευρέθη κόρη τις απλή και άκακος,
+δεκαπενταέτις μόλις, ήτις και καταλιπούσα τον πατρικόν οίκον,
+όπου είχεν ίσως βαρυνθή να ακούη από πρωίας μέχρις εσπέρας το
+τ ύ π τ ω τ ύ π τ ε ι ς του διδασκάλου πατρός της, — ίσως δε και
+να το αισθάνεται ενίοτε, παρηκολούθησε τον εκπορθητήν της καρδίας
+της εις μικρόν τινά εν Νεαπόλει (των Αθηνών) οικίσκον, όπου,
+αλλάξασα γραμματικήν, έκλινε το j' aime, tu aimes αντί του βαρέος
+εκείνου ελληνικού ρήματος.
+
+Ο πατήρ όμως ήθελε την κόρην του, και η στρατιωτική αρχή ήθελε
+τον παραπλανηθέντα ήρωά της. Ανεζητήθη λοιπόν το ερημητήριον των
+δύο περιστερών, ευρέθη μετά κόπους πολλούς, και τα πεζά της
+εξουσίας όργανα — όχι, ελησμόνησα· ήσαν και ιππείς — προσεκάλεσαν
+τον νεαρόν Άρην να παραδώση εις τον πατέρα της την νεαρωτέραν
+Αφροδίτην. Αλλά το ζεύγος το ερωτικόν, ενθυμούμενον και
+αντίγραφον ίσως το επινόημα του Σελεστίνου και του Ξαβιέρου του
+Méry, εκλείσθη και εμανδαλώθη εντός της φωλεάς του, και εδήλωσεν
+εις τους πολιορκούντας αυτό κλητήρας και στρατιώτας, ότι κατ'
+ουδένα τρόπον εννόει να χωρισθή. Εις μάτην αι παρακλήσεις των
+κλητήρων, εις μάτην αι επιταγαί της στρατιωτικής αρχής. Ο ήρως
+της κωμωδίας, προσαγορεύων από του εξώστου του ερωτικού του
+φρουρίου το περιϊστάμενον πλήθος, εδήλου ρητώς και
+κατηγορηματικώς, ότι είχεν εντός της οικίας πετρέλαιον και
+δυναμίτιδα και πυρ και εκτός τούτων σπάθην και πολύκροτον· ότι
+εις πρώτην απόπειραν εκβιάσεως της θύρας ήθελε πυροβολήσει κατά
+του πρώτου τολμητίου, ήθελε κόψει τον λαιμόν της ερωτικής του
+περιστεράς, ήθελεν ανάψει το πετρέλαιόν του, και . . . πριν ή
+ανατινάξη εις τον αέρα διά δυναμίτιδος την οικίαν, ήθελεν
+αυτοκτονήσει διά της τελευταίας του πολυκρότου βολής. Το πράγμα,
+εννοείς, εφάνη κάπως σπουδαίον εις τους πολιορκητάς, διότι
+ολίγοι, φαίνεται, μεταξύ αυτών εγνώριζον τον ήρωα. Το περιεστώς
+πλήθος έφριξε, τα όργανα της εξουσίας συνεκινήθησαν και κάπως το
+εσυλλογίσθησαν, επλατύνθη δε ικανώς ο κύκλος των περιέργων,
+οίτινες την εσπέραν εκείνην είχον προτιμήσει το εν Νεαπόλει θέαμα
+από την παράστασιν του Ά μ λ ε τ εν τω Απόλλωνι και του
+Ο ρ φ έ ω ς εν Φαλήρω. Συμβουλίου γενομένου, εκρίθη καλόν να
+αλωθώσιν οι ποιητικοί ερασταί διά του πεζοτάτου μέσου της πείνης.
+Φρουρά τακτική εστήθη προ του ερημητηρίου των δύο περιστερών, και
+περιπολίαι τακτικαί μετηλλάσσοντο εις ώρας τακτάς, προς
+ανέκφραστον διασκέδασιν των αργών Αθηναίων και των περιέργων
+γειτόνων, οίτινες ούτε Άντρον των Νυμφών εσυλλογίζοντο πλέον,
+ούτε Βουλήν, ούτε πλατείαν του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως το
+πράγμα εκοινολογήθη, η πόλις ήρχισε να συγκινήται, ο σπουδαίος
+τύπος επελήφθη του ζητήματος, και η κοινή γνώμη απήτει την
+αυστηράν του νόμου εκτέλεσιν. Αι αρχαί κατενόησαν ότι δεν
+ηδύναντο πλέον να μένωσιν απαθείς — ή και συγκεκινημένοι,
+αδιάφορον — θεαταί των γινομένων, και απεφάσισαν να προβώσιν εις
+την εξ εφόδου άλωσιν της ερωτικής ακροπόλεως. Προχθές λοιπόν την
+πρωίαν έγεινεν εν πρώτοις, κατά τα νόμιμα του πολέμου, η εις
+παράδοσιν πρόσκλησις των πολιορκουμένων. Αλλ' ο ήρως εξελθών εις
+τον εξώστην, παρισταμένης εκ δεξιών της νεαράς και μυρτοστεφούς
+ηρωίδος, ελάλησεν εις το κοινόν διά μακρών, κρατών την σπάθην του
+διά της δεξιάς και ανημμένην λαμπάδα διά της αριστεράς, και
+εδήλωσε βροντωδώς, ότι προ των ομμάτων αυτών του περιεστώτος λαού
+ήθελε φονεύσει την νεάνιδα και πυρπολήσει διά πετρελαίου τον
+οίκον. Την δήλωσιν μάλιστα ταύτην παρηκολούθησε και δραματική τις
+παντομίμα, καθ' ην ε κ ε ί ν ο ς μεν προσήγαγε την σπάθην του
+εις τον τράχηλον ε κ ε ί ν η ς, εκείνη δε έκλεισεν εν ερωτική
+εκστάσει τους οφθαλμούς, οιονεί μέλλουσα να παραδώση το πνεύμα
+εις την λευκήν της Αφροδίτης περιστεράν. Το άκακον κοινόν ενόμισε
+πρόσφορον να φρίξη, και ανεκραύγασε μάλιστα εκ τρόμου. Αλλ' οι
+στρατιώται δεν ενόμισαν αναγκαίον να συγκινηθώσι· διαρρήξαντες δε
+διά πελέκεων την θύραν, ενώ μάτην ο ήρως εξηκολούθει χειρονομών
+από του εξώστου και κραυγάζων, και περιφέρων πάντοτε την σπάθην
+του εις της ερωμένης του τον λαιμόν, και γυμνών τα στήθη του και
+προκαλών τους πυροβολισμούς των στρατιωτών, εισήλθον εκείνοι εις
+τον οίκον, και τον συνέλαβον εν πάση πεζότητι. Πριν ή όμως τον
+συλλάβωσι, προφθάσας εκείνος εκρήμνισεν από του εξώστου εις την
+οδόν . . . τίνα υποθέτεις; την νεαράν ηρωίδα του οικογενειακού
+δράματος, ως θα έλεγε πρόγραμμά τι του ελληνικού θεάτρου. Ούτω δε
+απήχθη μεν ο ήρως εις το φρουραρχείον, η δε ηρωίς εις
+παρακείμενόν τι φαρμακείον, όπως τη δοθή η πρώτη βοήθεια. Σε
+διεσκέδασεν η ιστορία μου; το ελπίζω. Αν τώρα σου έλθη η
+περιέργεια να μ' ερωτήσης: τι θα τον κάμουν τον παράδοξον αυτόν
+ήρωα; θα σου απαντήσω αφελώς: δεν ηξεύρω. Αν έζων αλλού, θα το
+ήξευρα και θα σου το έλεγα. Ίσως εδώ προβιβασθή.
+
+Θ'.
+
+Εν Αθήναις τη 25 Ιουλίου 1879
+
+Η κωμικοτραγική μου διήγησις της παρελθούσης εβδομάδος τόσον
+εξετάθη, ως είδες, ώστε με εμπόδισε να εκκαθαρίσω μαζή σου τον
+εβδομαδιαίον μου λογαριασμόν, και μ' αφήκε μάλιστα υπό το βάρος
+καθυστερούντων, άτινα σπεύδω να πληρώσω σήμερον, μη θέλουσα να
+μιμηθώ κατά τούτο τους μάλλον φ ο ρ ο λ ο γ ο υ μ έ ν ο υ ς
+ευδαίμονός τινος χώρας, ων αι προς το δημόσιον ταμείον οφειλαί
+αναβαίνουσι μέχρι σήμερον εις το ασήμαντον ποσόν των εβδομήκοντα
+περίπου . . . εκατομμυρίων.
+
+Και εν πρώτοις λοιπόν ας σου αναφέρω την συναυλίαν Frigeri, την
+οποίαν απηλαύσαμεν προ δεκαπέντε ημερών εν Φαλήρω. Δεν ενθυμούμαι
+τώρα, τις μοχθηρός τεχνοκρίτης έγραψέ ποτε, ότι η μουσική
+κατήντησε σήμερον θόρυβός τις ικανώς δυσάρεστος, διαφέρων παντός
+οιουδήποτε άλλου θορύβου κατά τούτο και μόνον ότι πληρόνεται
+ακριβώτερα. Αγνοώ ποία μουσική ακρόασις προεκάλεσε τον φοβερόν
+αυτόν αφορισμόν του κριτικού εκείνου· υποθέτω όμως, ότι θα ήτο
+πρώτη τουλάχιστον εξαδέλφη, αν όχι και αδελφή, της μοναδικής
+συναυλίας την οποίαν μας προσέφερεν η εν Αθήναις επίδημος ιταλίς
+αοιδός. Αι Αθήναι, βλέπεις, εξομοιούνται ολονέν προς τα μεγάλα
+κέντρα του δυτικού πολιτισμού. Αφού απέκτησαν operette ως οι
+Παρίσιοι, και season ως το Λονδίνον, και Damenorchester ως η
+Βιέννα, ήρχισαν από τινος ν' αποκτώσι και μουσουργούς επιδήμους,
+οίτινες φέρουσιν από καιρού εις καιρόν τον πλάνητα πόδα των εις
+την κλασικήν χώραν των ωραίων τεχνών, θηρεύοντες μεν ίσως και
+αυτοί τα φειδωλά κέρματα των Αθηναίων, ως οι δεκαετείς αλήται
+αρπισταί της Μεσσήνης και του Τράνι, αλλά ποθούντες ιδίως να
+προσθέσωσι κλάδον ελαίας Αττικής εις τους λοιπούς των στεφάνους.
+Ημείς δε, άνθρωποι πρακτικοί, φειδόμεθα μεν των κερμάτων, όσον
+και αν εξεχείλισαν εσχάτως εν Ελλάδι αι χάλκιναι εικόνες του
+βασιλέως ημών, αφειδούμεν όμως στεφάνων και πανηγυρισμών,
+διότι . . . die kosten ja nichts, ως λέγουσιν οι πολύ ημών
+πρακτικώτεροι γερμανοί. Ούτω θα ανέγνωσες βέβαια εις τας
+αθηναϊκάς εφημερίδας, τας οποίας σου έφερε το παρελθόν
+ταχυδρομείον, τους θριάμβους της ιταλίδος ψαλτρίας, αλλά θα
+παρετήρησες συνάμα, ότι των θριάμβων αυτών πολύ αραιοί υπήρξαν
+οι μάρτυρες. Μεταξύ αυτών υπήρξα δυστυχώς και εγώ· το δε
+μ α ρ τ ύ ρ ι ό ν μου διήρκεσε δύο περίπου ώρας. Ευτυχώς όμως
+«Ο τρώσας και πάλιν ιάσεται» λέγει η Γραφή. Το μαρτύριόν μου
+είχεν εν εαυτώ και την θεραπείαν του. Η φωνή της Κ. Frigeri ήτο
+τοσούτον μετριοφρόνως ολίγη και τόσον δειλώς οικονομική, οι δε
+συμπαραστατούντες αυτή μουσουργοί τοσούτον συμπαθώς είχον
+αποσυρθή εις τα μύχια βάθη της φαληρικής σκηνής, ίνα μη
+καταστήσωσι φαίνεται προδηλοτέραν διά της παραβολής την φωνητικήν
+ανέχειαν της ψαλτρίας, ώςτε η όλη συναυλία δεν υπερέβη την
+ευάρεστον διαπασών υποκώφου τινός μορμυρισμού, συγχεομένου
+μυστηριωδώς προς τον ήρεμον φλοίσβον των επί των άμμων του
+Φαλήρου εκπνεόντων κυμάτων.
+
+Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά
+πάθους πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα
+τόξα των επί των χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών
+ρέμβη δεν εταράσσετο· εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας
+κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα ευχαριστημένοι.
+Μόλις πού και πού η φωνή της ψαλλούσης έκρινε καλόν να βεβαιώση
+την ύπαρξίν της δι' εκτάκτου αγώνος, και κραυγή τις τότε οξεία
+μας εξήγειρε του ύπνου, ως ψυχρού λουτρού καταρράκτης επί την
+κεφαλήν οπιοφάγου κινέζου. Αλλά τα έκτακτα αυτά ήσαν σπάνια· η δε
+καθόλου της μουσικής ημών διασκεδάσεως εντύπωσις ωμοίαζε προς την
+παράδοξον εκείνην και μυστηριώδη συγκίνησιν, ην προξενεί φωνή
+εγγαστρίμυθου.
+
+Έρχομαι τώρα εις τον papa Lavergne. Τον ενθυμείσαι, τον εύσωμον
+εκείνον και φαιδρόν Ολύμπιον Δία, όστις επιδεικνύων εις την
+χορείαν του δωδεκαθέου τας ευσάρκους του κνήμας, ανεφώνει μετά
+δικαίας υπερηφανείας: et pas coton! Τον ενθυμείσαι βέβαια· τον
+εθαυμάσαμεν μαζή κατά το 1871, ότε απετέλει τον ακράδαντον στόλον
+του γαλλικού θεάτρου των Αθηνών. Τον εχειροκροτήσαμεν τότε ως
+Général Boum και ως Jupiter, ήλπιζα δε να τον χειροκροτήσω και
+εφέτος, ότε η διεύθυνσις του φαληρικού θεάτρου ενόμισε πρόσφορον
+να καρυκεύση τα μουσικά της μαγειρεύματα διά των εκ του
+παρελθόντος ευαρέστων αναμνήσεων των θεατών. Ήλθε λοιπόν και
+πάλιν και ανέβη εις το φαληρικόν σανίδωμα ο Ζευς του 1871. Πόσον
+όμως μεταβεβλημένος! Πόσον ισχνός και μαραμμένος ο ταλαίπωρος!
+Ούτε παρειαί πλέον στρογγύλαι, ούτε κνήμαι στρογγυλώτεραι, ούτε
+κοιλία στρογγυλωτάτη. Πομφόλυγες ήσαν πάντα και διερράγησαν. Και
+αυτοί νομίζω οι τρεις τέσσαρες οδόντες του π α τ ρ ό ς
+α ν δ ρ ώ ν τε θ ε ώ ν τε, οίτινες επένθουν άλλοτε εν ερημία
+την στέρησιν των αδελφών των, μετέβησαν εις εντάμωσιν εκείνων,
+και το άσμα του εφετεινού Διός ήτο άναρθρός τις φωνή, βαρεία μεν
+ως πάντοτε και ηχηρά, αλλά τίποτε περιπλέον. Φαντάσου την
+απογοήτευσιν των παλαιών του θαυμαστών. Φαντάσου δε και την λύπην
+αυτών, ότε την επομένην πρωίαν ηκούσθη αίφνης καθ' όλην την πόλιν
+η απαισία είδησις, ότι ο Ζευς ούτος ο κατεσκληκώς και ηρειπωμένος,
+ούτινος το παρελθόν καν μεγαλείον επέβαλλε τον σεβασμόν, μετηνέχθη
+από του χαρτίνου του Ολύμπου εις τας πολιτικάς φυλακάς διά χρέη!
+Αστείος τις, αλλά σκληροκάρδιος και απαθής προς το φοβερόν αυτό
+δυστύχημα του φαληρικού Ολύμπου, είπεν, ότι εις το νέον του
+violon θα εννόησεν ο Ζευς πόσον τερπνόν ήτο και προτιμότερον το
+violon του Ορφέως. Το λογοπαίγνιον είνε άσχημον, ως βλέπεις, και
+διά τον δυστυχή Lavergne ήτο πολύ ασχημότερον. Ευτυχώς ευρέθη,
+φαίνεται, θεός τις από μηχανής ισχυρότερος του Διός, και
+απεφυλάκισε τον νεφεληγερέτην. Τον έχομεν λοιπόν και πάλιν,
+μέχρις ου φυτρώση κανείς άλλος δανειστής.
+
+Ιδού εξώφλησα τα καθυστερούντα μου, και μεταβαίνω εις τον
+τ ρ ε χ ο ύ μ εν ον, ως λέγουσιν οι έμποροι. Επειδή δε είπα την
+λέξιν τρεχούμενος, ηξεύρεις ποία είνε σήμερον η π λ έ ο ν
+τ ρ ε χ ο ύ μ ε ν η δ ι α σ κ έ δ α σ ι ς (μεταφράζω κατά τον
+συρμόν l' amusement le plus courou) των Αθηνών; Η Lilly, αγαπητή
+μου. Συ δεν γνωρίζεις βέβαια την Lilly· δυστυχής θνητή! Η Lilly,
+φιλτάτη, είνε χαριτωμένη τις Αγγλίς, τραγουδίστρια των εν υπαίθρω
+σκηνών, ολίγον χορεύτρια, κάπως μίμος, πολύ πολύ όμως εύμορφη, και
+πολύ περισσότερον ευμελής και εύσωμος. Διά να εννοήσης δε πόσον
+είνε εύσωμος η νέηλυς αοιδός του Κήπου των Μουσών, αρκεί να σου
+αναφέρω, ότι κυρία τις πρό τινων ημερών καθημένη πλησίον μου, —
+ομοιάζουσα δε, σημείωσε καλώς, τσίρον της περυσινής εσοδείας, —
+δεν ηδυνήθη να καταστείλη την ιεράν της αγανάκτησιν, βλέπουσα τας
+τορνευτάς κνήμας της Αγγλίδος διαγραφομένας υπό το ροδόχρουν της
+πλέγμα. «Αχ! τι εντροπή!» ανεφώνησεν· εγώ δε εμειδίασα εις
+απάντησιν, συλλογιζομένη, ότι η τόσον αιδήμων γείτων μου είνε
+τακτική φοιτήτρια του φαληρικού θεάτρου, και ότι πολλάκις είδε
+και την Perichole και την Jolie Parfumeuse, και τας λοιπάς
+ευωδίας του εφετεινού μας θιάσου. Η Αγγλίς λοιπόν αυτή
+εγκατεστάθη εφέτος εις έν των επτά Άντρων, άτινα εφύτρωσαν ένθεν
+και ένθεν της ξηράς κοίτης του Ιλισσού, και μετέβαλον, ως λέγει
+ενθουσιώδης τις φίλος μου, το μέρος εκείνο της πόλεως εις άλλα
+Champs Elysées. Ψάλλει αγγλιστί ελαφρά τινα ασμάτια, εις τα
+οποία αναμιγνύει πού και πού και γερμανικάς ή γαλλικάς επωδούς,
+και διά του απλού αυτού μέσου καταμαγεύει εις τοιούτον βαθμόν
+τους ακροατάς της, ώστε ηρημώθησαν πέριξ και Άντρον των Νυμφών,
+και Απόλλων και γερμανικοί θίασοι, και Γιαννούλα — είνε η
+σμυρναία αοιδός του αμανέ, περί ης άλλοτε θα σου γράψω — και
+αθρόος ο κόσμος συρρέει καθ' εσπέραν εις τους αναριθμήτους —
+ολίγους όμως σκάμνους του θεάτρου, και συνωθείται ίνα καταλάβη
+θέσιν παρέχουσαν και εις τα ώτα και εις τους οφθαλμούς συγχρόνως
+τέρψιν. Το κύριον δε θέλγητρον της Lilly δεν είνε ούτε το μέτριον
+άλλως άσμα της, ούτε αι υπέρ το μέτριον κνήμαι της, αλλ' η χάρις
+του αναστήματος και της αναβολής αυτής, το εμμελές και αρμονικόν
+των κινήσεών της και η περί την ενδυμασίαν της άπειρος τέχνη.
+Αδύνατον να την υπολάβη τις Αγγλίδα, πριν ανοίξη το στόμα της.
+«Έπιε νερόν του Σηκουάνα η Αγγλίς αυτή», μ' έλεγεν ο ίδιος
+εκείνος φίλος μου, και νομίζω ότι δεν είχεν άδικον. Φαντάζεσαι
+τώρα ευκόλως, εις ποίας υπερβολάς ωθεί καθ' εσπέραν ο
+ενθουσιασμός το ευφάνταστον και ενθουσιώδες κοινόν των Αθηνών. Αι
+φιλοφροσύναι γίνονται μεγαλοφώνως διά λόγων και σχημάτων, τα
+επιφωνήματα του θαυμασμού ομοιάζουσιν ενίοτε με βρυχηθμούς, αι
+ανθοδέσμαι δε και αι περιστεραί βρέχουσι κατά κεφαλής της Lilly,
+ήτις ουδεμίαν συνήθως αισθάνεται δυσκολίαν να ανταποδίδη
+μεγαλοφώνως επίσης και εκφραστικώτατα τας φιλοφρονήσεις των
+θυμάτων της. Περί του συντρόφου της Lavator, κοινοτάτου κωμικού,
+τις οίδε τινος ιπποδρόμου της Ευρώπης, ουδέ λόγος δύναται να
+γείνη, ειμή μόνον ότι είνε σύζυγος της Lilly, — ως λέγει.
+
+Δεν εξακολουθώ την επιστολήν μου σήμερον, διότι η συνέχεια θα ήτο
+λυπηρά. Προτιμώ να σου μείνω και πάλιν χρεώστης.
+
+Ι'.
+
+Εν Αθήναις, τη 2 Αυγούστου 1879.
+
+Ανέβης λοιπόν εις το Ρίγι και δεν ετρόμαξες! Ανερριχήθης διά
+τολμηράς και παραδόξου σιδηροδρομικής τροχιάς εις δύο χιλιάδων
+περίπου ποδών ύψος, και ούτε ζάλην ησθάνθης, ούτε ιλιγγίασιν,
+ούτε φόβον! Καλόν σημείον. Θα ειπή, ότι το νευρικόν σου σύστημα
+εδυναμώθη, ότι η επισφαλής εκείνη υγεία σου, — ήτις ως
+ενθυμείσαι, δεν ενέπνεεν εις τους φίλους σου τόσους φόβους, όσους
+εις σε, — ανέλαβε πάλιν. Δεν ηξεύρω κατά πόσον συνετέλεσεν εις
+τούτο η περιηγητική σου θεραπεία· έχω όμως τον εγωισμόν να
+νομίζω, ότι και τα ιδικά μου γράμματα ενήργησαν κάπως προς το
+ευάρεστον αυτό αποτέλεσμα. Δεν δύνασαι τουλάχιστον να μου
+αρνηθής, ότι συμμορφουμένη ακριβώς προς τας οδηγίας σου,
+προσεπάθησα μέχρι τούδε πάση δυνάμει να φαιδρύνω τας ώρας της
+ξενητείας σου, ότι απέφυγα επιμελώς πάσαν αφήγησιν και πάσαν
+περιγραφήν δυναμένην να λυπήση τον πατριωτισμόν σου, και ότε η
+αττική εκείνη αύρα, την οποίαν κατά τας ποιητικάς απαιτήσεις σου
+προσεπάθουν να αποταμιεύω εκάστην εβδομάδα εντός των επιστολών
+μου, περιείχεν ικανήν ποσότητα σκοπίμου φαιδρότητος. Σημείωσε δε,
+ότι θα περιείχεν ακόμη περεσσοτέραν, αν μου επέτρεπες να
+αναμιγνύω ενίοτε εις την σκευασίαν μου και μικρόν τι srupulum
+κακολογίας, και να σου διηγώμαι παραδείγματος χάριν . . . πλην
+δεν το θέλεις, μου το απηγόρευσες. N' en parlons plus.
+
+Δι' αυτόν τον λόγον κ' εγώ απέφυγα να σου αναγγείλω διά της
+παρελθούσης μου επιστολής λυπηράν τινά είδησιν, και σου έμεινα
+και πάλιν χρεώστης, περιμένουσα να την μάθης παρά των εφημερίδων
+πρώτον και κατόπιν παρ' εμού. Δεν θα έχη μεν πλέον το θέλγητρον
+του νέου, αλλά τοσούτων νέων θέλγητρον ας μην έχη ποτέ κανέν μου
+γράμμα. Ναι, φίλη μου, και σήμερον έτι, ότε παρήλθον ήδη δέκα
+ημέραι από του απαισίου γεγονότος — και ηξεύρεις πόσα και ποία
+πράγματα ψυχραίνονται συνήθως και λησμονούνται παρ' ημίν εντός
+δέκα ημερών, — και σήμερον έτι έχω βαρυαλγή την καρδίαν, όχι
+πλέον αναγγέλλουσα αλλά γράφουσα και εγώ, ότι ο ποιητής
+Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απέθανεν. Είμαι δε βεβαία, ότι και εις σε
+την αυτήν λύπην θα προξενήσωσιν αι ολίγαι αύται σειραί, όσην σου
+επροξένησε το πρώτον του θανάτου άγγελμα, και ότι το δάκρυ το
+οποίον θα θολώση και πάλιν τους οφθαλμούς σου δεν θα ήνε
+ολιγώτερον θερμόν εκείνου, όπερ εστάλαξεν επί της πρώτης εντύπου
+αγγελίας του δυστυχήματος, την οποίαν σου έφεραν αι εφημερίδες.
+Είχαμεν και αι δύο το ευτύχημα να γνωρίσωμεν εκ του πλησίον τον
+ευγενή εκείνον άνδρα· και αν οι πολλοί πενθούσι σήμερον την
+μεγάλην και πρόωρον απώλειαν, ην υπέστησαν τα ελληνικά γράμματα
+διά του θανάτου ενός των καλλιτέρων λυρικών ποιητών της νέας
+Ελλάδος, ημείς πενθούμεν συγχρόνως και το άωρον τέρμα του βίου
+ανδρός ευγενούς και υψηλόφρονος, ούτινος η μεγάλη και ευπαθής
+καρδία, πλήρης φλογερού και δυσαπαλλάκτου πατριωτισμού, διερράγη
+επί τέλους μοιραίως υπό την βιαιότητα των παλμών της. Ο
+Βαλαωρίτης, ως ήξευρες, έπασχεν από πολλού βαρύ καρδιακόν νόσημα,
+ούτινος ουδ' αυτόν τον ίδιον διέφευγεν η σπουδαιότης. Από καιρού
+ήδη δεν κατεκλίνετο πλέον, και μόλις που κατώρθονε να κλείη τα
+βεβαρημένα του βλέφαρα ανακύπτων επί βραχείας ώρας εις το
+ανάκλιντρόν του. Η σωματική αυτή βάσανος είχεν εμπνεύσει
+αναγκαίως εις τον ταλαιπωρούμενον ποιητήν της Κ υ ρ ά
+Φ ρ ο σ ύ ν η ς βαρύθυμόν τινα μισοκοσμίαν· διά τούτο δε φεύγων
+πάσαν κοινωνικήν αναστροφήν, είχεν αποσυρθή εις την παρά
+τα γαλανά της Λευκάδος ύδατα εκτεινομένην ωραίαν εξοχικήν του
+έπαυλιν, και εμόναζεν εις την Μ α δ ο υ ρ ή ν του. Εκεί, θεώμενος
+από των παραθύρων του τα μελανά της Ακαρνανίας όρη και βαθύτερον
+τας κυανάς κορυφάς του Ζυγού, αναπνέων την βαλσαμώδη αύραν, ήτις
+προσέπνεεν από τας ελάτας των ηπειρωτικών βουνών και από τα βάθη
+του Αμβρακικού κόλπου, αναπολών την αιματηράν ιστορίαν του Αλή-
+Πασσά και τα καρυοφίλια των αρματωλών, ανέπλαττεν εν εκστάσει της
+Φροσύνης τον έσχατον στεναγμόν, πνιγόμενον υπό τα κύματα της
+Λίμνης, και τους άθλους των Σουλιωτών επί των βράχων της Κιάφας·
+έβλεπε το οικτρόν φάσμα του Θανάση Βάγια, και την σεμνήν μορφήν
+του Σαμουήλ, ανατινάσσοντος το Κ ο ύ γ κ ι εις τον αέρα, και
+έτεινεν άπληστον το ους, οιονεί προς μακρυνήν τινα και μυστηριώδη
+μελωδίαν, προς την αρμονικήν λαλιάν των κλεφτών, την οποίαν μετά
+τοσαύτης θρησκευτικής ευλαβείας απεταμίευσεν εις τα ποιήματά του.
+Ενίοτε η έκστασις εκείνη μετέπιπτεν εις έμπνευσιν, η ρέμβη
+μετεβάλλετο εις ενθουσιασμόν, η άφωνος ποιητική θεωρία εξεχύνετο
+εις άσμα, και ο από της Λευκάδος άνεμος μας έφερεν εις Αθήνας
+νέαν μελωδίαν του πάσχοντος ποιητού. Αλλ' ήσαν σπάνια δυστυχώς τα
+ενεργά εκείνα διαλείμματα. Ο Βαλαωρίτης έβλεπε μόνον, ανεπόλει
+και ωνειρεύετο. Ωνειρεύετο, φευ! ό,τι δεν του εχάρισεν η μοίρα να
+ίδη πραγματοποιούμενον. Ωνειρεύετο τα Γ ι ά ν ν ε ν ά του
+ελεύθερα· ωνειρεύετο νέον προσκύνημα εις την ηρωικήν εκείνην γην,
+της οποίας υπήρξεν ο ψάλτης· ωνειρεύετο ά σ μ α κ α ι ν ό ν
+ως τέρμα των παλαιών του ασμάτων, ωνειρεύετο να εορτάση το Πάσχα
+εκεί, όπου ενηστεύθη τεσσάρων αιώνων τεσσαρακοστή. Αλλ' ο θάνατος
+έκοψε τα όνειρα του ποιητού, και το αρρενωπόν του άσμα δεν θα
+πανηγυρίση της Ηπείρου την ελευθερίαν. Όταν εκεί ποτε την
+αιματοβαφή σημαίαν αντικαταστήση η κυανόλευκος και ο σταυρός την
+ημισέληνον, όταν τείνη ένθους η Ήπειρος το ους προς την Λευκάδα,
+ίνα ακούση την γνώριμον φωνήν πανηγυρίζουσαν την χαράν της, η
+Λευκάς θα μείνη βωβή, και τα κύματα της μόνον, εκπνέοντα εις της
+Πρεβέζης τον αιγιαλόν, θα φλοισβίσωσι πενθίμως, ότι . . . ο
+Βαλαωρίτης δεν ζη πλέον.
+
+Συγχώρει, αν δεν σου γράφω σήμερον περισσότερα και φαιδρότερα.
+Άφες την συγκίνησίν μου αμιγή, και ας μείνη και η ιδική σου
+τοιαύτη.
+
+ΙΑ'.
+
+Εν Αθήναις τη 8 Αυγούστου 1879
+
+Τίποτε σχεδόν άξιον λόγου δεν έχω να σου αναγγείλω εξ Αθηνών
+αυτήν την εβδομάδα, και εντρέπομαι τη αληθεία, όχι εννοείται εις
+λογαριασμόν μου, αλλ' εις λογαριασμόν της ελληνικής μεγαλοπόλεως
+διά την νεολογικήν αυτής πτωχείαν. Και όμως αι Αθήναι ως και
+άλλοτε σου έγραψα, μεγαλύνονται ολονέν, μεγαλύνονται και
+αυξάνουσι, το δε μέτρον του σημερινού των μεγαλείου σου παρέχει
+τούτο και μόνον το γεγονός, ότι η πρωτεύουσα του ελληνικού
+βασιλείου θα εκλέξη εφέτος, κατά τας προσεχείς βουλευτικάς
+εκλογάς, όχι πλέον έξ, ως μέχρι τούδε, αλλά οκτώ αντιπροσώπους.
+Δεν δύνασαι, πιστεύω, να μου αρνηθής, ότι τούτο είνε πρόοδος,
+πρόοδος αληθινή και αδιαφιλονείκητος, την οποίαν ουδ' αυτοί της
+Ελλάδος οι εχθροί δύνανται ν' αρνηθώσιν. Ημπορεί τις ίσως, αν ήνε
+μάλιστα φύσει δύσκολος άνθρωπος, φιλόψογος και μεμψίμοιρος, να μη
+παραδέχεται ως εκφανή μαρτύρια της αναπτύξεως και προόδου των
+Αθηνών, κατά την τελευταίαν από του 1870 δεκαετίαν, τον
+εγκληματισμόν του γαλλικού θεάτρου παρ' ημίν, την εισαγωγήν των
+raoûts και των αθώων questions, τας μονομαχίας χάριν ενός
+μανδηλίου μιας γαλλίδος ηθοποιού, τους bals costumés, την Lilly
+και άλλα πολλά πειστικώτατα εν τούτοις τεκμήρια, μαρτυρούντα ότι
+αι Αθήναι δεν δύνανται να κοιμηθώσιν από την ζηλοτυπίαν των,
+ακούουσαι ότι οι Παρίσιοι ονομάζονται ενίοτε nouvelle Athènes,
+και προσπαθούσι να γίνωσι Παρίσιοι διά να ήνε άξιαι του ονόματός
+των. Όλα αυτά φιλονεικούνται ίσως και δύνανται να φιλονεικηθώσι.
+Δύναται τις ίσως μάλιστα· και να ισχυρισθή, ότι αι Αθήναι
+απέχουσιν έτι πολύ των Παρισίων, διότι που combles ακόμη
+και . . . . πολλά άλλα πράγματα. Τις όμως, σε παρακαλώ, θα
+διαμφισβητήση, ότι δεν προώδευσε και δεν ανεπτύχθη καταπληκτικώς
+πόλις, ήτις μετά ένα περίπου μήνα θα έχη οκτώ ε κ λ εκ τ ο ύ ς —
+δηλ. βουλευτάς — εκ τριάκοντα περίπου κ λ η τ ώ ν ήτοι υποψηφίων,
+ενώ είχε τέσσαρας μόνον κατά το 1860, πέντε κατά το 1865 και έξ
+κατά το 1871; Φαντάσου επί στιγμήν, ότι μετά ένα αιώνα, αν τα
+πράγματα θεού ευδοκούντος βαίνωσιν ως βαίνουσι, και αι Αθήναι μας
+προοδεύσωσιν ως προοδεύουσι, θα έχωσι των εγγόνων μας οι εγγονοί
+τ ρ ι ά κ ο ν τ α τουλάχιστον βουλευτάς! Δεν ζηλεύεις την δόξαν
+των; και δεν λυπείσαι και συ φοβερά, ως εγώ λυπούμαι ενίοτε, ότι
+εγεννήθης εκατόν έτη πρωιμώτερα παρ' ότι έπρεπε; Φαντάσου
+τριάκοντα αντιπροσώπους, μεριμνώντας ημέραν και νύκτα περί της
+ευημερίας και προόδου της κλεινής πόλεως, ωχρούς εκ των
+πατριωτικών των αγρυπνιών και ισχνούς εκ της από του βήματος
+ρητορείας των, μη τρώγοντας, μη πίνοντας, μηδέ κοιμωμένους χάριν
+του κοινού καλού, — και ειπέ μου, σε παρακαλώ, αν μετά εκατόν έτη
+δεν θα δικαιούνται να λέγωσιν οι απόγονοί μας, παρωδούντες το
+μασσαλιωτικόν λόγιον: si Paris avait trente députés serait une
+petite Athènes. Μη αμφιβάλλης δε περί τούτου. Αι Αθήναι έχουσι
+μέλλον, και ευδαίμονες εκείνοι δι' ους το μέλλον αυτό θα ήνε
+παρόν. Σήμερον όμως, μ' όλον το σχετικόν των μεγαλείον και τους
+προσεχείς οκτώ των βουλευτάς, είνε δι' εμέ Σαχάρα αυχμηρά, όθεν
+δεν ευρίσκω να συλλέξω προς ψυχαγωγίαν σου ουδέ το ελάχιστον
+ειδησείδιον. Αν σου έγραφα πολιτικάς ανταποκρίσεις, και ηγάπας
+και συ τα πολιτικά, ως τα τρελλαίνεται μία μας φίλη, θα είχα
+πολλά πράγματα να σου γράψω, όχι τόσον αηδή, όσον υποθέτεις, και
+πολύ διασκεδαστικώτερα παρ' ό,τι φαντάζεσαι. Ήρκει μόνον να σου
+περιγράψω την εκλογικήν εκστρατείαν των υποψηφίων μας βουλευτών,
+τα γλυκερά των μειδιάματα, τας μελισταγείς των θωπείας και τας
+χονδράς των υποσχέσεις, αίτινες κατά τούτο και μόνον διαφέρουσιν
+από τας υποσχέσεις των εκλογέων, ότι είνε κάπως μεγαλείτεραι κατά
+το περιέχον και κενότεραι επομένως κατά το περιεχόμενον. Ήρκει να
+σου εκθέσω εν συνόψει τα περί εκλογικών συνδυασμών μυστικά
+διαβούλια των επαρχιακών υποψηφίων, άτινα εν τούτοις γίνονται εν
+Αθήναις, χωρίς να υπάρχη ανάγκη να ερωτηθώσι κάπως και οι
+μέλλοντες ψηφοφόροι, οίτινες κατατίθενται απλώς εις την μέλλουσαν
+εκλογικήν εταιρείαν, ως κατατίθενται εις κερδοσκοπικόν τινα
+εμπορικόν συνεταιρισμόν εκατόν δέματα βακαλάου, είκοσι βαρέλια
+σακχάρεως και πεντήκοντα κάσσαι πετρελαίου. Ήρκει τέλος να κάμω
+μαζή σου μικρόν τινα περίπατον εις την αγοράν και τας οδούς των
+Αθηνών, και να διασκεδάσωμεν ομού, θεωρούσαι αδιακρίτως εις τα
+βάθη των υπογείων οινοπωλείων, όπου θα εβλέπαμεν τον μελανόν
+επενδύτην προστριβόμενον οικείως εις την λιπαράν εφεστρίδα του
+χωρικού, το στίλβον υπόδημα πατούμενον εν φιλική διαχύσει υπό του
+λασπωμένου τσαρουχίου, και τους γλαφυρούς δακτύλους κομψού τινος
+υποψηφιδίου θωπεύοντας τον πιναρόν τράχηλον οινοβαρούς εκλογέως.
+Αλλ' αυτά ως προείπα είνε πολιτικά, και ειξεύρω ότι δεν τα
+νοστιμεύεσαι. Αν τουλάχιστον ενοστιμεύεσο τα διασκεδαστικά μεν
+αλλά κάπως κακολόγα ανέκδοτα, άτινα τοσάκις ρητώς μου
+απηγόρευσες, θα σου διηγούμην πολλά περίεργα της εβδομάδος ταύτης
+σκάνδαλα. Αλλά συ λέγεις· Ο υ α ί όχι μόνον δ ι' ο υ αλλά και
+ε ι ς ο ν τ ο σ κ ά ν δ α λ ο ν έρχεται, και πτύεις εις τον
+κόλπον σου τρις και σταυροκοπείσαι προς την κακολογίαν.
+
+Ανατρέχω λοιπόν εις τα παλαιά, καταβαίνω μαζή σου εις Φάληρον,
+εις το μέγα και πολύ Φάληρον, το οποίον κατήντησε πλέον ανάγκη
+εις διασκέδασιν του καλού κόσμου των Αθηνών, και σε οδηγώ εις
+μίαν των πρώτων παραστάσεων των Cloche de Corville. Το κωμικόν
+αυτό μελόδραμα, το οποίον υπήρξε πέρυσι, κατά την Παγκόσμιον
+έκθεσιν των Παρισίων, έν των μεγίστων θελγήτρων του παντοδαπού
+εκείνου πληθυσμού, όστις συρρέει εις την νέαν Βαβυλώνα, ίνα
+δαπανήση τερπνότερον τα αποταμιεύματά του, εδόθη κατ' ανάγκην
+εφέτος και από του φαληρικού θεάτρου, ως επεκράτησε να ονομάζεται
+το επί των άμμων του Φαλήρου εστημένον ξύλινον παράπηγμα. Λέγω
+κ α τ' α ν ά γ κ η ν, διότι εννοείς πολύ καλά, ότι δεν ήτο
+δυνατόν να μη χειροκροτήσωσιν αι Αθήναι πράγμα το οποίον
+εχειροκρότησαν οι Παρίσιοι. Εχειροκρότησε λοιπόν και επεδοκίμασεν
+ενθουσιωδώς το αθηναϊκόν κοινόν το χ α ρ ι έ σ τ α τ ο ν αυτό,
+ως ωνομάσθη, μελόδραμα, και το εχειροκρότησε μάλιστα όπως ουδ'
+εις τους Παρισίους αυτούς εχειροκροτήθη. Οι σκαιοί παρισινοί, ως
+τουλάχιστον ενθυμούμαι, ουδέποτε κατώρθωσαν να εννοήσωσι και
+εκτιμήσωσι την κομψήν εκείνην χάριν, μεθ' ης ανατρέπει την
+τράπεζαν του ο είς των τριών γραφέων εν αρχή της τρίτης πράξεως,
+και συνανατρέπεται μετ' αυτής κυλιόμενος επί της σκηνής. Ημείς
+όμως εξετιμήσαμεν εις το Φάληρον και την δραματικήν του γεγονότος
+τούτου σπουδαιότητα, και την ρυθμικήν αυτού χάριν και την νοήμονά
+του εκτέλεσιν. Διά τούτο δε και το εχειροκροτήσαμεν, και την
+επανάληψιν του εζητήσαμεν, και ο ταλαίπωρος Frederic ηναγκάσθη να
+πέση εκ νέου και να κυλισθή εκ δευτέρου επί της σκηνής εν μέσω
+ραγδαίων χειροκροτημάτων. Ότε όμως το ενθουσιώδες κοινόν εζήτησε
+και την εκ τρίτου επανάληψιν του σκηνικού εκείνου επεισοδίου, ο
+δυστυχής γραφεύς είχε, φαίνεται, βαρυνθή την κάπως κουραστικήν
+αυτήν διά την ράχιν του διασκέδασιν, και παρελθών εις το
+προσκήνιον, είπεν ευσεβάστως εις τους θαυμαστάς του: «Si ces
+messiers ne sont pas contents, je n' en suis pas non plus». Το
+κοινόν τότε ευχαριστήθη και ησύχασεν, αρκεσθέν εκόν άκον εις τα
+μουσικά του έργου θέλγητρα. Τα θέλγητρα ταύτα λέγονται πολλά και
+ποικίλα υπό του κοινού. Το κατ' εμέ δεν ηξεύρω αληθώς πώς να σου
+παραστήσω την εντύπωσιν, ην μοι επροξένησε το παράδοξον αυτό
+μουσικόν έργον. Δεν ομιλώ περί του είδους της δραματικής μουσικής
+εις την οποίαν ανήκει, διότι δεν κατώρθωσα να το κατατάξω. Ούτε
+σπουδαίον μελόδραμα είνε, ούτε εις την ιταλικήν opera buffa
+ανήκει, ούτε opéra comique γαλλική δύναται να ονομασθή, ούτε
+οφφεμπαχιάς είνε καθαρά. Είνε κάτι τι αμφίβιον και hybride,
+ετερόκλιτον και χιμαιροειδές. Είνε είδος τι μωσαϊκού αλλοκότου,
+ευάρεστον μεν εν συνόλω ως εκ της ποικιλίας των χρωμάτων και της
+συμπλοκής των αραβουργημάτων του, μη έχον όμως οιονδήποτε
+σχέδιον, ουδέ σκοπόν, ούτε ιδέαν, ούτε αναλογίας, ούτε
+φωτοσκίασιν. Και αυτό το μελωδικόν του περιεχόμενον είνε αβυρτάκη
+τις, η ιταλική σαλάτα, κατά την σημερινήν μαγειρικήν γλώσσαν,
+όπου αλλαχού μεν αναγνωρίζεις τον Κ ο υ ρ έ α τ η ς
+Σ ε β ί λ λ η ς και τους Δ ρ α γ ό ν ο υ ς του Β ι λ λ ά ρ
+και την Κ ό ρ η ν της Α γ γ ώ, αλλαχού δε απορείς προς το
+γνώριμον του μέλους και δεν κατορθόνεις εν τούτοις να το ενθυμηθής.
+Αι πλείσται των μουσικών του φράσεων είνε ράκη γνωστών παλαιοτέρων
+μελωδιών, επιδεξίως όμως συνερραμμένα εις τριβώνιον πολύχρωμον,
+το οποίον θαμβόνει την όρασιν και την ευχαριστεί εφ' ικανάς
+στιγμάς. Η εκτέλεσίς του δεν υπήρξε κακή· πολλοί μάλιστα
+διατείνονται ότι ήτο εξαίρετος. Σημείωσε όμως, ότι εις τους
+πολλούς τούτους κατατάσσονται οι όχι ολίγοι θαυμασταί των
+εφετεινών μας υψιφώνων κυριών, οι πωληταί των ανθοδεσμών και οι
+πτηνοπώλαι, νομίζω, ακόμη, οι προμηθεύοντες τας περιστεράς, όσαι
+ρίπτονται καθ' εσπέραν εις την σκηνήν, ως τρυφεροί ερμηνείς του
+ενθουσιασμού θεατών τινων.
+
+ΙΒ'.
+
+Εν Αθήναις τη 19 Αυγούστου 1879.
+
+Αν την παρελθούσαν εβδομάδα δεν έλαβες γράμμα μου, συλλογίσου,
+ότι δεν έλαβα κ' εγώ ιδικόν σου, και συγχώρησόν με, αφού και συ
+έχεις ανάγκην συγχωρήσεως. Μην υποθέσης όμως, ότι η έλλειψίς μου
+ήτο πληρωμή της ελλείψεώς σου. Όχι· δεν είμαι τόσον εκδικητική.
+Αφορμή της σιωπής μου ήτο άλλη, κοινοτέρα πολύ και αθωοτέρα: η
+αμέλεια. Δεν ηξεύρω πως και διατί, αλλά τοσαύτη με είχε καταλάβει
+την παρελθούσαν εβδομάδα αδράνεια, τόσος βαρεμός κατά την
+εκφραστικωτάτην λέξιν του λαού, ώστε όχι μόνον η χειρ μου δεν
+ενετείνετο εις εργασίαν οιανδήποτε, αλλά και αυτός ο νους μου
+εβαρύνετο να σκεφθή. Δις μόλις και τρις προσεπάθησα να αποσείσω
+την οκνηρίαν μου, αλλά και πάλιν δεν το κατώρθωσα. Σ' ενθυμήθην,
+ενθυμήθην το χρέος μου, αλλ' αδύνατον ήτο να κρατήσουν οι
+δάκτυλοί μου τον κάλαμον. Ο χάρτης έμενεν εμπρός μου λευκός, η
+χειρ μου κατέπεσεν αδρανής, εχασμήθην, και . . . Αλλ' αρκεί·
+κινδυνεύω να πάθω και τώρα τα ίδια, περιγραφούσα την παλαιάν μου
+κατάστασιν. Η ανάμνησις μόνη του παλαιού εκείνου και ηδονικού
+χασμήματος διαστέλλει και πάλιν τας σιαγόνας μου εις χάσμημα
+νέον. Σήμερον όμως έχω θέλησιν. Αφίνω τον κάλαμον επί στιγμήν·
+εγείρομαι, κάμνω δύο τρία βήματα εις το δωμάτιόν μου, πίνω έν
+ποτήριον ύδατος ψυχρού και διαυγούς — από το φρέαρ της οικίας
+μου, σημείωσε, διότι το ύδωρ της πόλεως δεν πίνεται πλέον — και
+αναλαμβάνω την εργασίαν μου, διότι αλλέως, αν σ' άφινα και αυτήν
+την εβδομάδα χωρίς επιστολήν, δεν ηξεύρω τι ήθελες μου ψάλει την
+επομένην.
+
+Έλα, λοιπόν, πηγαίνωμεν ομού εις το Άντρον των Νυμφών, να
+ακούσωμεν την Ειρήνην ψάλλουσαν. Σου την είχα ονομάσει
+Γ ι α ν ν ο ύ λ α ν εις μίαν των προηγουμένων μου επιστολών,
+αλλ' έκαμα λάθος και σπεύδω να το διορθώσω. Γ ι α ν ν ο ύ λ α
+είνε το άσμα και όχι η αοιδός, καθώς θα ιδής μετ' ολίγον.
+Εισερχόμενα λοιπόν και πάλιν εις το πολυπαθές εκείνο Άντρον, όπου
+προ δύο περίπου μηνών ηκούσαμεν υλακτούσας τας γερμανικάς χάριτας.
+Ο θίασος εκείνος ο γερμανικός κατέλιπεν ήδη προ ενός περίπου μηνός
+την σκηνήν, επί της οποίας δεν κατώρθονε, φαίνεται, ν' ανανεώση
+τους παλαιούς του θριάμβους, και μετεκομίσθη με όλα του τα τύμπανα
+και τα κρόταλα εις τον παρά τας στήλας του Ολυμπίου Διός
+φυτρώσαντα εντός του ρεύματος Κήπον του Παρθενώνος. Την θέσιν του
+δε κατέλαβε συμμιγής τις άλλη, ωδική και μιμική και χορευτική
+συγχρόνως, εταιρεία, εξ Ελλήνων συνάμα και Ιταλών και Ανατολιτών
+προχείρως συγκροτηθείσα. Ο θίασος δε ούτος ο ποικίλος και
+αστειότατος — χωρίς να το θέλη, εννοείται, — ορχήστραν του έχει
+ένα και μόνον Άτλαντα, δέροντα ευσυνειδήτως καθ' εσπέραν επί
+πέντε συνεχείς ώρας παράφωνον κλειδοκύμβαλον, ούτινος η ηλικία
+τουλάχιστον επέβαλλε πλειότερον σεβασμόν (ή ανασκοπήν ως λέγουσι
+σήμερον), και αδάμαντά του την σμυρναίαν Ειρήνην, ήτις τετράκις ή
+πεντάκις της εσπέρας εναλλάσσει το τουρκικόν σ α β α ί προς το
+βαρύ και παθητικόν μέλος δημοτικού τινος άσματος. Το πλείστον
+μέρος των θεατών έρχεται ν' ακούση αυτάς ιδίως τας ανατολικάς της
+Ειρήνης μελωδίας, μονοτόνους μεν ως επί το πολύ αλλ' οικείας όμως
+εις τα ώτα των ακροατών, συνοδευομένας δε δι' ενός βιολίου υπό
+σμυρναίου μουσικού, και υπ' αυτής της αοιδού διά παραδόξου τινός
+οργάνου, πολλήν έχοντος την ομοιότητα προς το γερμανικόν Zither.
+Δι' αυτόν δε τον λόγον είνε συνήθως το κοινόν του Άντρου ικανώς
+συμμιγές, ουδ' αποπνέει ως επί το πολύ αρώματα του Lubin και του
+Atkinson. Υπάρχουσιν όμως μεταξύ αυτού και θεαταί ευρωπαϊκωτέραν
+έχοντες την καλαισθησίαν, οίτινες τέρπονται πλειότερον εκ της
+βραχνής κραυγής κολοσσιαίου τινός βαρυτόνου, περιφερομένου εις
+την σκηνήν και παθητικώτατα χειρονομούντος μονωδίαν τινα του
+Trovatore, ή εκ του οξέος συριγμού μελιταίας τινός υψιφώνου, ην η
+πρασινοπόρφυρος ενδυμασία της μεταβάλλει εις αληθή χρυσομυίαν, ή
+εκ των στερεοτύπων μορφασμών του αλευρωμένου προσώπου ηλιθίου
+τινός pagliaccio, ή τέλος και εκ των χαριεστάτων δύο
+αυτοχειροτονήτων χορευτριών, αίτινες ουδεμίαν έχουσι δυσκολίαν να
+περιφέρωσι τον δίσκον των εις το κοινόν χωρίς να προσθέτωσιν
+ο,τιδήποτε εις την στοιχειώδη αυτών ενδυμασίαν, συνοδευόμεναι
+όμως πάντοτε υπό δεκαετούς τινος βρακοφόρου και ανυποδήτου
+κ ι σ λ ά ρ - α γ ά.
+
+Αλλ' αυτά αποτελούσι το αστείον μέρος της παραστάσεως. Το
+σπουδαίον και ικανώς άξιον προσοχής αποτελεί το ανατολικόν άσμα
+της Ειρήνης. Ηξεύρω, ότι η μουσική αυτή δεν σ' ενθουσιάζει τόσον
+όσον τον Κ. Ducoudray. Σου φαίνεται, ως πολλάκις μου είπες,
+φοβερά μονότονος και παντελώς άρρυθμος, ίσως δε δεν έχεις και
+πολύ άδικον. Σημείωσε όμως, ότι δι' αυτόν ακριβώς τον λόγον,
+διότι τα ανατολικά μέλη είνε ικανώς μονότονα και άρρυθμα,
+απαραίτητον είνε, όπως ευαρεστήσωσι, να άδωνται υπό ψάλτου, όστις
+και φωνήν ιδία προς τούτο πεπλασμένην να έχη, και να αισθάνεται
+βαθέως, και ησκημένος να ήνε διά μακρών.
+
+Τότε με συγκινεί πολλάκις η ανατολική μελωδία μέχρι μυχών της
+καρδίας μου· η μονότονος εκείνη, η κατ' ε λ ά σ σ ο ν α
+τ ό ν ο ν (minore) αδιακόπως φερομένη, αλλ' εντέχνως όμως
+ποικιλλομένη διά τρομώδους λαρυγγισμού μουσική φράσις μου προξενεί
+ανέκφραστόν τινα αλλά γλυκείαν βαρυθυμίαν, και το ους μου όχι
+μόνον δεν κουράζεται υπό του βαρέως συρομένου ρυθμού, όστις ούτε
+τέλος έχει πολλάκις ούτε αρχήν, αλλά τον παρακολουθεί τουναντίον
+ευαρέστως, και όταν το άσμα παύση, τον παρατείνει πολλάκις δι'
+ενδομύχου τινός και μυστηριώδους ηχούς.
+
+Αυτό μου συνέβη προχθές, ότε ήκουσα την Ειρήνην ψάλλουσαν τους
+ωραίους τούτους δημοτικούς στίχους·
+
+_Όλαις η νηαίς παντρεύονται και πέρνουν παληκάρια, κ' εγώ η
+Γιαννούλα η ώμορφη πήρα το μαραζιάρη. Σιμά του πάντα κάθομαι· του
+κρένω δεν μου κρένει· ψωμί του δίνω δεν το τρώει, κρασί και δεν
+το πίνει._
+
+Η κλαγγή της φωνής της, καίτοι δεν έχει πλέον την δρόσον της
+πρώτης νεότητος, έχει όμως σπάνιον αληθώς το κάλλος. Είνε φωνή
+μεσοφώνου βαθεία, πλήρης, ηχηρά και ομαλωτάτη, εκφράζει δε πάθος
+αληθές και ανεπιτήδευτον, και — όπερ σπανιώτατον εις ανατολίτας
+αοιδούς, — είνε καθαρά του στήθους φωνή, ουδέποτε επικαλουμένη
+της ρινός την βοήθειαν, ως επικαλούνται την βοήθειαν του fausset
+οι ευρωπαίοι ψάλται. Κρίμα αληθώς, ότι τοιαύτη φωνή δεν έτυχεν
+ευρωπαίου διδασκάλου ουδ' εμορφώθη διά σπουδών τακτικών.
+
+Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν
+σου έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες
+ότι καταστρέφω την θεραπείαν σου.
+
+ΙΓ'.
+
+Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.
+
+Πέντε ολοκλήρους μήνας είχα να λάβω γράμμα σου, και υπέθετα ότι
+με είχες εντελώς λησμονήσει, ότε, επιστρέψασα εις τας Αθήνας,
+όθεν έλειψα καθ' όλον σχεδόν αυτό το διάστημα, εύρον επί της
+τραπέζης μου τρεις σου συγχρόνως επιστολάς, πλήρεις πικρών μεν
+παραπόνων διά την σιωπήν μου, χαριεστάτων δε λεπτομερειών των
+περιπλανήσεών σου και του εν Παρισίοις βίου σου. Και εις μεν τα
+παράπονά σου άπαντα επαρκώς, ελπίζω, η απουσία μου, ήτις,
+ανάγραψε και τούτο εις λογαριασμόν της ειλικρινείας μου, μ' έδωκε
+νέαν αφορμήν, όχι μόνον να εκτιμήσω την αγάπην σου, αλλά και να
+καμαρώσω πάλιν διά την ευχαρίστησιν την οποίαν σου προξενεί η
+αθηναϊκή μου φλυαρία. Αι δε λεπτομέρειαι της κατά το πεντάμηνον
+αυτό διάστημα ζωής σου, γραμμέναι μεθ' όλης εκείνης της χάριτος
+και της αφελούς ασυναρτησίας, ήτις χαρακτηρίζει την νωχελή σου
+φύσιν, με κατεγοήτευσαν αληθώς, και με μετεβίβασαν πολλάκις, ως
+εν ονείρω, από της μικράς μου αθηναϊκής φωλεάς εις τον ευρύν
+ορίζοντα του ευρωπαϊκού κόσμου. Αι λεπτομέρειαι ιδίως του
+παρισινού χειμώνος, η ωραία σου περιγραφή της χιονοσκεπούς
+λεωφόρου των Ηλυσίων και του παγωμένου Σηκουάνα, και η οδυνηρά
+σου αφήγησις της διαρκούς φρικιάσεως, ήτις σε κατείχεν υπό όλας
+σου τας σισύρας και με όλην την σπινθηρακίζουσαν εστίαν σου, μ'
+έκαμαν πολλάκις να διαρραγώ εις άσβεστον γέλωτα. Ηξεύρεις διατί;
+Ενθυμήθην τας καλοκαιρινάς σου επιστολάς, και την δροσομανίαν
+ήτις σε είχε καταλάβει· ανεμνήσθην ότι αφήκες εν μηνί Αυγούστω
+την Ελβετίαν, διότι δεν την εύρισκες αρκετά δροσεράν, και ότι
+εβάδιζες προς βορράν εις αναζήτησιν ψύχους· εσυλλογίσθην τέλος
+την δημώδη ελληνικήν παροιμίαν: τ α μ ι κ ρ ά δ ε ν
+ή θ ε λ ε ς τ α μ ε γ ά λ α γ ύ ρ ε υ ες, και ξεκαρδίσθην
+σκεπτομένη, ότι δεκαπέντε βαθμοί υπό το μηδέν ευχαρίστησαν επί
+τέλους με το παραπάνω την απληστίαν σου.
+
+Ηξεύρεις όμως, ότι και ημείς οι μικροί και άσημοι Αθηναίοι δεν
+καθυστερήσαμεν εις την τ ο υ ρ τ ο υ ρ ι σ τ ι κ ή ν αυτήν
+συναυλίαν, την οποίαν συνεκρότησαν εφέτος οι πάγοι καθ' όλην την
+Ευρώπην; Τετράκις μέχρι τούδε ελεύκανεν η χιών τας οδούς και τους
+ορόφους των οίκων μας! Ο βοριάς, του οποίον εθρηνούμεν άλλοτε και
+ιδίως πέρυσι την απουσίαν, πνέει αδιακόπως σχεδόν από δύο ήδη
+μηνών, και τα ύδατα των υπαίθρων αυλάκων παγόνουσι κατά πάσαν
+σχεδόν νύκτα. Ευτυχώς παγόνει μαζή των και ο πηλός των οδών μας,
+αίτινες στίλβουσιν ούτω και λαμποκοπούσι την πρωίαν, όσον ουδεμία
+δημοτική αρχή ποτέ θα το κατώρθονε.
+
+Δεν 'σου περιγράφω λεπτομερώς τα του χειμώνος μας, διότι τι νέον
+δύνανται να αναγγείλωσιν οι δύο μόλις βαθμοί ψύχους, τους οποίους
+εζήσαμεν ημείς, εις τους είκοσι, τους οποίους έζησες συ; Τα
+συνάχιά μας και τους βήχας μας και τας πορφυράς μας ρίνας τα
+είχατε, υποθέτω, και σεις πολύ αφθονώτερα και ποικιλώτερα, και
+ουδεμίαν επομένως θα έχης διάθεσιν να μάθης, ποσάκις επταρνίσθην
+κατά τον παρελθόντα μήνα, και πώς βασανίζομαι να θεραπεύσω τας
+χιονίστρας των χειρών μου. Ό,τι όμως θέλεις να μάθης, ό,τι
+απαραιτήτως θέλεις να σου διηγηθώ, είνε το πώς διασκεδάζομεν
+εφέτος. Χορεύομεν; Πηγαίνομεν εις το θέατρον; Ακούομεν μουσικήν;
+Γίνονται συναστροφαί;
+
+Εις όλα σου αυτά τα ερωτήματα αδύνατον, εννοείς, μου είνε να
+απαντήσω διά μιας και μόνης μου επιστολής. Ησύχασε όμως, και δεν
+θα σε αφήσω δυσηρεστημένην, αφού θέλεις να τα μάθης όλα.
+
+Σου υπόσχομαι να βαρυνθής επί τέλους την φλυαρίαν μου, επί τω όρω
+bien entendu να βαρυνθώ και εγώ την ιδικήν σου. Χορεύομεν;
+ερωτάς. Και τι άλλο κάμνομεν, σου απαντώ. Οι χοροί και αι
+χορευτικαί εσπερίδες και αι δ ε υ τ έ ρ α ι (θα έπρεπε ίσως
+δ ε ύ τ ε ρ α ι κατά σε, ήτις είσαι à cheval sur la grammaire,
+αλλά τι να σου ειπώ; δεν μου έρχεται) και αι τρίται ήρχισαν ήδη
+από του παρελθόντος μηνός, και φαντάσου τι κακόν έχει να γείνη
+μέχρι των απόκρεω, αι οποίαι συμπίπτουν εφέτος την τρίτην Μαρτίου.
+Αι χορευτικαί και διασκεδαστικαί μας ορέξεις ανεπτύχθησαν,
+βλέπεις, κατ' ευθύν λόγον προς την διάρκειαν των απόκρεω, και από
+της α'. Ιανουαρίου, ότε εδόθη ο πρώτος γενικός χορός της Αυλής,
+επέρχονται καθ' εβδομάδα αλλεπάλληλοι προσκλήσεις, αι δε ολίγαι
+μας ράπτριαι δεν προφθάνουσιν, όχι να μας ράπτωσωσιν αλλ' ουδέ να
+μας ακούωσι. Κατήντησαν και αυταί personnages, και πολύ φοβούμαι
+μήπως ορίσωσιν επί τέλους ώρας ακροάσεων, καθώς οι υπουργοί μας.
+
+Περί του αυλικού χορού της πρώτης του έτους δεν σου γράφω τίποτε.
+Ήτο όμοιος κατά την λαμπρότητα προς τους χορούς των παρελθόντων
+ετών, τους οποίους γνωρίζεις, διότι είδες πολλούς· επιφυλάσσομαι
+δε να σου γράψω λεπτομερέστερον περί του μικρού χορού, όστις
+δίδεται απόψε, διά της προσεχούς μου επιστολής. Ας σου είπω
+σήμερον ολίγα τινά περί του χορού της Κας Σ., και αυτά όχι μεθ'
+όλης της λεπτομερείας, την οποίαν ποθεί η άπληστός σου
+περιέργεια, διότι ούτε τα όρια απλής επιστολής θα εχώρουν όσα
+θέλεις συ, ούτε ο κάλαμος της φίλης σου θα επήρκει. Περί την
+χορευτικήν αυτήν εσπερίδα — διότι ούτω την ωνόμαζον μετριοφρόνως
+τα προσκλητήρια — εγένετο πολύς εκ προοιμίων ο πάταγος, και
+αμύθητον υπήρξε το πλήθος — άρρεν και θήλυ — το οποίον έφερε την
+προχθές εσπέραν ένδυμα γάμου. Ούτω δε το μέγα εκείνο μέγαρον, του
+οποίον εθαυμάσαμεν, ενθυμείσαι, άλλοτε ομού τας ημιτελείς μεν
+αλλ' ευρείας και συνεχείς αιθούσας, επληρώθη μέχρι και αυτών των
+τελευταίων γωνιών του μεσορόφου, κ' ενόμιζεν ο περί την δεκάτην
+ώραν του προχθές Σαββάτου εισερχόμενος εις τα κατάκοσμα εκείνα
+δώματα, ότι παρίσταται εις δημοσίαν τινά αγόρευσιν του νέου ημών
+ιεροφάντου Μακράκη, πολύ πριν ή ο εισαγγελεύς μετριάση κάπως τον
+ενθουσιασμόν του νοήμονος κοινού· της πρωτευούσης, το οποίον
+ετίμησεν εσχάτως τον προφήτην, κατά τας τελευταίας βουλευτικάς
+εκλογάς, δι' επτά χιλιάδων ψήφων, εις δόξαν της καθολικής
+ψηφοφορίας! Η πληθύς δε αυτή, κατά την ομόφωνον της ιδίας πληθύος
+γνώμην, υπήρξε το μόνον ελάττωμα της λαμπράς εκείνης εσπερίδος,
+καθ' ην ημιλλώντο η αμίμητος καλλιτεχνική του οίκου διακόσμησις,
+ο άπλετος φωτισμός των περιχρύσων αιθουσών, η της ορχήστρας
+τελειότης, ο πλούτος και η κομψότης των εσθήτων, η χάρις των
+χορευτριών, η κοινωνική σημασία των προσκεκλημένων, του δείπνου η
+άφθονος και αριστοτεχνική ποικιλία, και επί πάσιν η προσηνής
+ευγένεια και περιποιητικότης των οικοδεσποτών. Δεν επιχειρώ,
+φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον
+καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα
+εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την
+βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η
+κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα
+κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις
+δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ'
+αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων
+κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί
+των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς
+των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των
+αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός
+περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε
+τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας
+στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.
+
+Άλλως δε η περιέργεια σου επιθυμεί αναντιρρήτως λεπτομερεστέραν
+και φλυαροτέραν την περιγραφήν των κυριών και των ενδυμασιών των.
+Και δι' αυτό όμως . . . τι να σου είπω; εντρέπομαι, αλλ' η
+αλήθεια είνε, ότι ολίγα ενθυμούμαι, διότι ολίγα είδα. Ήμεθα τόσον
+πολλαί και τόσον πυκναί, ώστε σε βεβαιώ, ότι πολλάς μας φίλας
+μόλις κατώρθωσα να ιδώ και να χαιρετίσω εις το τέλος του χορού.
+Σου αναφέρω μόνον εν γένει, ότι αι εσθήτες των χορευτριών ήσαν
+βαρείαι ως επί το πολύ και όλαι σχεδόν πλούσιαι, εκτός ολιγίστων
+— δυστυχώς! — εξαιρέσεων. Τρίχαπτα πανταχού, πλημμύρα de points
+d' Angleterre et de point de Bruxelles, κεντήματα βαρύτιμα,
+φορέματα εξ επικρόκου, αδάμαντες και μαργαρίται εις σχήματα
+περιδεραίων και πτίλων και χρυσαλλίδων, άνθη χαριέστατα,
+ωραιότερα των αληθινών, και ουραί . . . ουραί . . . ουραί . . .
+τόσον μακραί, ώστε εσχίσθησαν, εσχίσθησαν και πάλιν έμειναν. Και
+ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού; θα μ' ερωτήσης βέβαια. Τι να
+σου ειπώ; Ηξεύρεις, ότι έχω το φοβερόν ελάττωμα να ήμαι δύσκολος,
+και ότι σπανίως τολμώ ν' απονέμω τίτλους καλλονής. Πρέπει όμως
+οπωσδήποτε να διακρίνω μεταξύ του πλήθους την ζωηρότητα και την
+χάριν της Κυρίας Κ., το επιβάλλον παράστημα της Κυρίας Σ., την
+ήρεμον μεγαλοπρέπειαν της Κυρίας Λ. και το αφελές εκείνο αλλ'
+ανθηρότατον κάλλος της Κυρίας Ν., όπερ κρίμα αληθώς ότι ατελώς
+εκτιμά η ράπτριά της. Εκ των δεσποινίδων μου ήρεσαν πολύ δύο
+μικρά αλλά χαριέστατα κοράσια, άτινα διατηρούσιν επί του αφελούς
+των προσώπου όλην την χάριν της νεαράς των ηλικίας, και
+ανατέλλουσιν επί της ερυθριώσης μορφής των όλον εκείνο το
+ανέκφραστον της αθωότητος γόητρον, το οποίον δυστυχώς εξαλείφει
+παρ' ημίν από ημέρας εις ημέραν η μετάγγισις του πολιτισμού της
+Εσπερίας. Η δεσποινίς Κ. και η δεσποινίς Κ. είνε κομψόταται
+κόραι, και πεποίθησιν έχω, ότι θα γείνωσιν έτι κομψότεραι και
+ωραίαι κυρίαι.
+
+Ο χορός υπήρξε ζωηρότατος και πλήρης αδιαπτώτου ευθυμίας απ'
+αρχής μέχρι τέλους· το δε ακροτελεύτιον cotillon διέκριναν
+ωραιόταται εικόνες — σου μεταφράζω ούτω τας figures — ων δύο
+ιδίως παρήγαγαν αληθώς μαγευτικόν αποτέλεσμα. Κατά την μίαν εξ
+αυτών ευρέθησαν διά μιας οι πλείστοι των χορευτών περιβεβλημένοι
+πολυχρώμους και ποικίλας εκ σιγαροχάρτου ενδυμασίας, ας εξήγον αι
+χορεύτριαί των εκ μικρών περιχρύσων κιλίνδρων διανεμηθέντων εις
+αυτάς επί τούτω· περιεδινούντο δε ούτω τα χορεύοντα ζεύγη εντός
+της καταφώτου αιθούσης, και το θέαμα μοι ανέμνησε τοιχογραφίαν
+τινά παριστάνουσαν τας απόκρεω της Βενετίας, την οποίαν είδα ποτέ
+εν Ιταλία. Κατά την άλλην έθραυον αι χορεύτριαι κατά της κεφαλής
+των χορευτών των λευκάς εκ λεπτού χαρτίου σφαίρας, και ανεπήδα εξ
+αυτών νέφος ολόκληρον μικρών τεμαχίων χάρτου λευκού, άτινα
+επλήρουν ως χιόνος νιφάδες τον αέρα, το έδαφος, τας κόμας των
+κυριών και των κυρίων τα μελανά φορέματα. Ενόμιζες ότι χιών
+κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο
+παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου.
+
+Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν,
+και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα
+των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον
+οίκαδε.
+
+ΙΔ'.
+
+Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.
+
+Σου υπεσχέθην διά της τελευταίας μου επιστολής περιγραφήν του
+πρώτου μικρού βασιλικού χορού, όστις εδόθη εφέτος, και σπεύδω να
+εκπληρώσω την υπόσχεσίν μου, πριν ή έλθη του ταχυδρομείου η
+ημέρα, ωφελουμένη από θερμήν αλλά παροδικήν βεβαίως ηλίου ακτίνα,
+ήτις εισδύει την στιγμήν αυτήν διά του παραθύρου μου, και
+ζωογονεί κάπως τους παγωμένους μου δακτύλους. Τι χειμών, αδελφή
+μου, είνε ο εφετεινός! Υπεδέχθημεν προ ενός και ημίσεος μηνός την
+χιόνα μετ' ευθύμου σχεδόν εκπλήξεως, και την συνελέξαμεν ιδίαις
+χερσίν από της φλιάς των παραθύρων μας, και εσφαιροβολήθημεν δι'
+αυτής, και την κατεπατήσαμεν χαίρουσαι, πριν ή έτι αναλυθή εις
+ρύπον και πηλόν, ελπίζουσαι ότι, ως συνήθως, ουδέν άλλο ήτο η
+ωραία τις χειμερινή σκηνογραφία, παρασκευασθείσα εις στιγμιαίαν
+ημών διασκέδασιν υπό του αθηναϊκού χειμώνος, και μέλλουσα να
+διαλυθή την επαύριον υπό το φαιδρόν του ηλίου θάλπος. Και διελύθη
+μεν αληθώς, αλλά τι το όφελος, αφού μετ' ολίγας ημέρας
+υπεδέχθημεν την δευτέραν της έκδοσιν; Εξεπλάγημεν και τότε,
+εννοείται, αλλ' η έκπληξίς μας ουδέν είχε πλέον το εύθυμον. Ότε
+δε μετά μίαν μόλις εβδομάδα ελεύκανε τας στέγας εκ τρίτου η χιών,
+και μετ' ολίγας πάλιν ημέρας εκ τετάρτου, και επάγωσαν των ρυάκων
+τα ύδατα, και είδαμεν τας λεμονοπορτακαλλέας των κήπων μας
+φυλλορροούσας και μ ε λ α γ χ ο λ ι κ ά ς — κατά την ωραίαν
+έκφρασιν, ην μετεχειρίσθη προχθές ο βασιλεύς, ομιλών εν τω χορώ
+μετά τινος των προσκεκλημένων, — τότε πλέον η έκπληξίς μας
+εκορυφώθη εις αδημονίαν, και η παιδική εκείνη από των πρώτων
+χιόνων χαρά μετετράπη εις αγανάκτησιν, ην από ενός ήδη μηνός
+μαρτυρούμεν δι' επιφωνημάτων και βηχός, διά πατάγου ρινών και
+χ ο υ χ ο υ λ ι σ μ ά τ ω ν.
+
+Και μ' όλα αυτά εν τούτοις, και μ' όλας τας απαισίας προρρήσεις
+των αστρονόμων μας, αίτινες προεικάζουσι βαρύτερον έτι το
+επερχόμενον ψύχος, διασκεδάζομεν εφέτος πολύ περισσότερον παρ'
+όσον διεσκεδάζομεν πέρυσι, ότε δεν είδαμεν σχεδόν χειμώνα και
+ολίγον έλειψε να μεταβληθώμεν εις αμφίβια, υπό τας αδιακόπους
+βροχάς, δι' ων μας εφιλοδώρει ο νότος. Είπα: μ' ό λ α α υ τ ά,
+ενώ έπρεπεν ίσως ορθότερον να είπω· δ ι' ό λ α α υ τ ά. Αφού οι
+χοροί και αι συναναστροφαί και αι παννυχίδες είνε διασκεδάσεις
+χειμεριναί, δεν είνε φυσικόν ν' αυξάνωσι και να πληθύνωνται όσον
+αυξάνει κ' επιτείνεται ο χειμών; Τούτο συνέβη και εφέτος, ως σου
+έγραφα την παρελθούσαν εβδομάδα. Ηνοίχθησαν τα διάκοσμα δώματα
+των πλουσίων μεγάρων, και άλλα μεν καθ' ημέρας τακτάς, άλλα δ'
+εκτάκτως συναθροίζουσιν επί του λείου δαπέδου των τον πυκνόν και
+φαιδρόν όμιλον των χορευτών και χορευτριών, οίτινες, ενώ έξω
+συρίζει ο βορράς και λευκαίνονται υπό την χιόνα οι δρόμοι,
+αποζημιούσι τας εκ της αργίας του παρελθόντος αιμωδιώσας κνήμας
+των, παρατείνοντες το cotillon μέχρι πρωίας. Και αυτοί δε οι
+χοροί της Αυλής, τους οποίους, χάρις εις την ευμενή των βασιλέων
+αγαθότητα, συνείθισεν ήδη ν' αναμένη τακτικώς ανά πάντα χειμώνα η
+καλή των Αθηνών κοινωνία, προϋπολογίζουσα την εξ αυτών
+διασκέδασαν ως ωρισμένον ευθυμίας εισόδημα, και αυτοί υπήρξαν
+εφέτος εκτάκτως ωραίοι και ζωηροί.
+
+Ο την παρελθούσαν Δευτέραν δοθείς μικρός χορός — ή συναστροφή, ως
+καλεί αυτόν η αυλική γλώσσα, — υπήρξεν αναντιρρήτως είς των
+ωραιοτέρων χορών όσους περιέλαβον ποτέ αι υψόροφοι εκείναι και
+αληθώς λαμπραί αίθουσαι, ας γερμανοί αρχιτέκτονες και ιταλοί
+ζωγράφοι κατεσκεύασαν και διεκόσμησαν εν έτει 1848 εν μέσω των
+βασιλικών ανακτόρων των Αθηνών, και τας οποίας θαυμάζουσι δικαίως
+και αυτοί οι την πρωτεύουσαν επισκεπτόμενοι ξένοι.
+
+Εις τας αιθούσας αυτάς δίδονται υπό της νέας βασιλείας ου μόνον
+οι μεγάλοι αλλά και οι μικροί χοροί.
+
+Είνε δε βεβαίως προτιμότερος ο χώρος ούτος διά πολυπληθή και
+μάλιστα χορευτικήν ομήγυριν ή τα μακρά εκείνα και υποτρέμοντα
+πολλάκις δώματα του τρίτου ορόφου, όπου η βασίλισσα Αμαλία
+συνεκάλει τον παλαιόν καιρόν την ευάριθμον και αραιάν ομάδα των
+εκλεκτών, οίτινες ήσαν συνήθως οι κλητοί των μικρών χορών της
+πρώην Αυλής. Προτιμώ δε και προτιμώσι μαζή μου, είμαι βεβαία, τας
+αιθούσας των μεγάλων χορών πάντες οι προσκεκλημένοι, διότι πρώτη
+και απαραίτητος ανάγκη παντός χορού, — είτε χορός καλείται είτε
+συναναστροφή είτε ο,τιδήποτε άλλο — είνε αίθουσα ευρεία,
+αδιάσειστον έχουσα το έδαφος, υψηλή και ευάερος. Είνε τόσον
+ευχάριστον να χορεύης ανέτως, χωρίς να πνίγεσαι εντός του
+πλήθους, μηδέ να κινδυνεύης να πατηθής ή να πατήσης ανά πάσαν
+στιγμήν, μηδέ να αισθάνεσαι ότι ενδίδει το έδαφος υπό τους πόδας
+σου, μηδέ να δυσκολεύεσαι ν' αναπνεύσης εντός πνιγηράς και θερμής
+ατμοσφαίρας. Τα προσόντα δε ταύτα συνενούσιν άπαντα εν ωραιοτάτω
+συνδέσμω αι ανακτορικαί αίθουσαι των μεγάλων χορών. Όταν μάλιστα
+αναλογίζωμαι ιδιωτικάς τινας αιθούσας, τας οποίας αρέσκονται
+συνήθως οι προσκαλούντες να πληρώσι μέχρι και των προθαλάμων,
+φρονούντες ίσως μετά του K. de Montlucar Scribe «qu il vaut mieux
+entasser ses amis dans l' antichambre . . . et quel-ques-uns
+même sur l' escalier», και μεριμνώντες ως εκείνοι ουχί πώς να
+διασκεδάσωσιν οι ξένοι των, αλλά πώς μάλλον να επιδείξωσιν αυτοί
+το πλήθος των σχέσεών των, αισθάνομαι αληθινήν χαράν και
+ανακούφισιν, ούτως ειπείν, οσάκις ευρίσκομαι εν μέσω των
+περιχρύσων εκείνων και υψηλών δωμάτων, και φέρομαι ανάρπαστος υπό
+του χορού διά της δροσεράς των ατμοσφαίρας, προς το γοργόν και
+εναρμόνιον μέλος τελείας ορχήστρας, υπό το άπλετον φως των
+πολλαπλών πολυελαίων, ων η άνωθεν καταπεμπομένη λάμψις μαγεύει
+χωρίς να κουράζη τους οφθαλμούς.
+
+Εννοείς επομένως ευκόλως πόσον διεσκέδασα την παρελθούσαν
+δευτέραν, αν και δεν εχόρευσα πολύ, διότι ήμην κουρασμένη εκ
+προηγουμένων αγρυπνιών. Οι αντίχοροι και οι στρόβιλοι δεν
+παρετάθησαν, ως άλλοτε, πέραν του μεσονυκτίου, διότι η
+ενδιαφέρουσα, ως λέγεται, θέσις της βασιλίσσης δεν επέτρεπεν αυτή
+να μετάσχη του χορού, μήτε να παρατείνη πέραν του προσήκοντος την
+νυκτερινήν αυτής αγρυπνίαν. Καίτοι όμως η Α. Μεγαλειότης απείχε
+της χορευτικής διασκεδάσεως των προσκεκλημένων της, ήτο
+περιχαρής, ως πάντοτε, και φαιδροτάτη, προσηνής και ομιλητική, η
+δε αγαθή της μορφή, εφ' ης τοσούτον εύχαρις θάλλει έτι της
+νεάνιδος η αφέλεια, υφ' όλην την αίγλην της ηγεμονικής
+μεγαλειότητος, ενεθάρρυνε διά διαρκούς ιλαρού μειδιάματος τον
+εύπτερον όμιλον, όστις ήρχετο και παρήρχετο στροβιλίζων ενώπιόν
+της. Εφόρει χαριεστάτην μελανήν εσθήτα, διάκοσμον διά βαρυτίμων
+λευκών τριχάπτων και ορμαθού όλου αδαμάντων· φαντάζεσαι δε, πόσον
+η ανθηρά αυτής χροιά ανεδεικνύετο έτι ανθηροτέρα υπό της αμαυράς
+εκείνης αναβολής. Ηξεύρεις βεβαίως συ η παρισινή, πόσον τα μελανά
+φορέματα είνε εφέτος του συρμού κατά τους χορούς και τας
+εσπερίδας· αγνοείς όμως, ότι και ημείς αι οσημέραι
+τελειοποιούμεναι κατηντήσαμεν πλέον τόσον ενήμεροι εις τους
+νόμους του Κ. Worth, ώςτε μετεφυτεύσαμεν ήδη τας μελανάς εσθήτας
+εν Αθήναις, χωρίς ν' αφήσωμεν να παλαιώση μηδ' ένα καν χειμώνα ο
+συρμός των. Ούτω δε πλησίον της βασιλικής τέσσαρες άλλαι μελαναί
+ενδυμασίαι ανέπτυσσον άλλη μεν τα λευκά της τρίχαπτα, άλλη δε
+τους διανθείς της στεφάνους, και άλλη τους πολυχρώμους θυσάνους
+της, αλλ' ήσαν όμως όλαι σχεδόν άκομψοι και εζητημέναι,
+προκαλούσαι μεν το βλέμμα αλλά μη ευχαριστούσαι αυτό. Περί άλλων
+φορεμάτων μη μ' ερωτάς. Όχι διότι δεν ήσαν ωραία· τουναντίον,
+ήσαν ωραιότατα, πλουσιώτατα, βαρυτιμότατα τα πλείστα· αλλά δι'
+αυτό ίσα ίσα σου λέγω, μη μ' ερωτάς. Δεν ηξεύρω ποίον είνε το
+ιδικόν σου φρόνημα· το κατ' εμέ όμως λυπούμαι φοβερά, και
+ελεεινολογώ τον τόπον μας και το μέλλον του, οσάκις βλέπω εις
+ποίον ύψος πολυτελείας ανήγαγε την ενδυμασίαν μας η ούτω
+καλουμένη αλλά κακώς εννοουμένη — κοινωνική ανάγκη.
+
+Το βλέπω δε δυστυχώς πολύ συχνά το φαινόμενον αυτό, και εις τον
+τελευταίον ανακτορικόν χορόν το είδα τοσούτον ανεπτυγμένον, ώστε
+αι λυπηραί σκέψεις, τας οποίας μου εγέννησε, μ' έρριψαν εις
+δυσθυμίαν παράδοξον, την οποίαν μάτην προσεπάθησα ν' αποδιώξω
+καθ' όλην την εσπέραν. Ανελογίσθην τους δυστυχείς συζύγους των
+κυριών, αίτινες έφερον χιλίων φράγκων εσθήτας εις την ράχιν των,
+τους ταλαιπώρους πατέρας των δεσποινίδων, αίτινες έσυρον διά της
+αιθούσης τας πλουσίας και μακράς ουράς πολυτελών μεταξωτών
+φορεμάτων, ων ήτο πρόδηλος η παρισινή καταγωγή, και είπα κατ'
+εμαυτήν . . . — περιττόν να σου το επαναλάβω, διότι καμμίαν
+βεβαίως δεν έχεις όρεξιν ν' αναγνώσης τας μελαγχολικάς σκέψεις
+της πρεσβυτιζούσης φίλης σου.
+
+Τώρα θα μ' ερωτήσης βεβαίως, ποίαι ήσαν αι ωραιότεραι του χορού,
+διότι συ, — το ηξεύρω — δεν αρκείσαι εις την ερώτησιν, ποίαι ήσαν
+αι ωραιότεραι toilettes, ήτις μόνη σήμερον είνε του συρμού εν
+Αθήναις. Η απάντησίς μου θα ήνε απαράλλακτος με την απάντησιν,
+την οποίαν έδωκα την παρελθούσαν εβδομάδα εις το ίδιόν σου
+ερώτημα. Η Κυρία Κ., η Κυρία Λ., και πάσαι κατά δεύτερον λόγον αι
+άλλαι. Συλλογήν ωραίων γυναικών δεν έχει δυστυχώς άφθονον η
+ελληνική πρωτεύουσα, και την πλειάδα εκάστου χορού και πάσης
+εσπερίδος αποτελούσιν ως επί το πλείστον τα ίδια πρόσωπα.
+
+Το δείπνον παρετέθη ενωρίτερον ή άλλοτε, περί το μεσονύκτιον, εν
+τη μεγάλη αιθούση, ης εσύρθησαν αίφνης, προς δοθέν σημείον, αι
+διά των διαμέσων στηλών ανηρτημέναι αυλαίαι, και απεκάλυψαν διά
+μιας τας εστρωμένας τραπέζας, ων ηκτινοβόλουν τα κρύσταλλα υπό
+τους πολυφώτους λυχνούχους. Έγεινε τότε . . . . . η φοβερά
+έφοδος, και μετά μικρόν πάταγος σιαγόνων συγκρουομένων διεδέχθη
+τους σιγήσαντας φθόγγους της ορχήστρας. Ότε ο πάταγος εκείνος
+εκόπασεν, ήκουσα τινάς σχολιάζοντας τα του δείπνου και
+παραπονουμένους, ότι οι κούρκοι δεν ήσαν αρκετά παχείς, ουδ' ο
+καμπανίτης λίαν άφθονος. Οι παραπονούμενοι ήσαν γνωστοί μου·
+γνωρίζουσα δε, ότι οι κούρκοι και ο καμπανίτης δεν έχουσι συνήθη
+των διαμονήν τας τραπέζας των, εμειδίασα και σχεδόν ανεκάγχαζον.
+Η ευάρεστος αυτή τροπή διέλυσε την προτέραν μου δυσθυμίαν, και
+ότε επέστρεψα εις την οικίαν μου, εμειδίων ακόμη με τους
+δυσκόλους εκείνους συνδαιτυμόνας.
+
+Συ χορεύεις; πώς δεν μου γράφεις τίποτε;
+
+ΙΕ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 28 Ιανουαρίου 1880.
+
+Αν δεν εφοβούμην μη καταντήσω μονότονος ως μυθολόγος γραία και
+πληκτική ως αγγλικόν μυθιστόρημα, θα ήρχιζα και την σημερινήν μου
+επιστολήν από την νέαν εισβολήν του χειμώνος, της οποίας προ
+πέντε ήδη ημερών είμεθα θύματα, και ήτις μας απειλεί διά νέων
+πάλιν χιόνων και νέων παγετών. Αλλ' εσκέφθην και θα σκεφθής
+ομοίως ελπίζω, ότι αρκετά είνε πλέον τα χειμερινά μας μυρολόγια,
+αφού ούτε μας παρηγορούν ούτε το κακόν εξορκίζουν. Τι όμως να σου
+γράψω, διά να μη γείνω μονότονος, αφού χειμών και χοροί επλήρωσαν
+δύο μου ήδη γράμματα, χειμών δε μόνον και χοροί είνε και αυτής
+της εβδομάδος τα νέα; Χορός παρά τω γραμματεί της γαλλικής
+Πρεσβείας, ούτινος θα ενθυμείσαι βεβαίως τον ωραίον bal costumé,
+τον οποίον έδωκε πέρυσι κατά την αυτήν εποχήν χορός — ο δεύτερος
+ήδη — της εν Αθήναις γερμανικής παροικίας εν τη Philadelphia·
+χορός τέλος πάντων masqué et paré εν τω θεάτρω, — ιδού εν
+ολίγοις ο χορευτικός ισολογισμός των τελευταίων ημερών. Ο πρώτος
+εξ αυτών υπήρξεν ωραία αληθώς εσπερίς, συναθροίσασα εκατόν
+περίπου προσκεκλημένους εκ των κορυφών της αθηναϊκής κοινωνίας·
+είχε δε τούτο ιδίως το ευάρεστον χαρακτηριστικόν, ότι δίκην
+ανθοδέσμης, αποτελουμένης εξ ευωδών μόνον ανθέων, περιελάμβανε
+νεαρά μόνον πρόσωπα και χορευτικάς μόνον κνήμας. Tapisserie, ήτοι
+στασίδια, ως προσφυώς μετέφρασέ ποτε την λέξιν ο κ. Σκυλίσσης,
+έλειπον σχεδόν εντελώς, και πάντες περίπου όσοι παρεκάθισαν εις
+το μεσονύκτιον δείπνον το είχον κερδίσει αληθώς εν ι δ ρ ώ τ ι
+τ ο υ π ρ ο σ ώ π ο υ τ ω ν. Ο γερμανικός χορός της
+Ρhiladelphia, όστις από έτους εις έτος λαμβάνει μεγαλοπρεπεστέρας
+τας διαστάσεις, ήτο αφελεστάτη ως πάντοτε και χωρίς τινος
+αυστηράς εθιμοτυπίας συνάθροισις, όπου οι νεαροί χορευταί και αι
+εύπτεροι χορεύτριαι, ξανθόκομοι Τεύτονες οι πλείστοι, εχόρευον
+μετά προδήλου ευχαριστήσεως και ακάματοι απ' αρχής μέχρι τέλους,
+διακοπτόμενοι μόνον ενίοτε όπως πίωσι ποτήριον ζύθου ή φάγωσι
+τεμάχιον χοιρομηρίου.
+
+Τας ατελείς αυτάς και ανεπαρκείς βεβαίως διά σε πληροφορίας σου
+δίδω ουχί εξ ιδίας όψεως, αλλ' εξ ακοής μόνον και εκ παραδόσεως
+νεαρού χορευτού, όστις μου εξωμολογήθη, ότι ουδαμού διεσκέδασε
+τόσον, όσον εν μέσω της απροσποιήτου εκείνης και ανεπιτηδεύτου
+ομηγύρεως, όπου άλλως δεν ήτο υποχρεωμένος, έλεγε, να προσέχη
+αδιακόπως, πού θέτει τον πόδα του, εκ φόβου μη σχίση την ουράν
+βαρυτίμου τινός μεταξωτού φορέματος δισχιλίων φράγκων.
+
+Η διασκεδαστική όμως συνάθροισις της παρελθούσης εβδομάδος,
+εκείνη εις ην ομοθύμως — και δικαίως ως φαίνεται — απένειμαν την
+δάφνην, ουχί τόσον οι χορευταί όσον οι θεαταί της, είνε ο εν τω
+χειμερινώ θεάτρω των Αθηνών δοθείς χορός μετημφιεσμένων.
+Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ πιστής τινος
+και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν
+Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι
+συνήθως αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή
+ξενοδοχείων, τρέφοντες την εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω
+της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και ουχί εκτάκτως ελκυστικά
+ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι χοροδιδάσκαλοι,
+υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους επιμελείς
+τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων
+και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν
+ετεροφύλων χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως
+επί το πλείστον ο τας ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά
+τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των
+ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα. Θα εγέλασες δε βεβαίως εξ
+όλης σου καρδίας, φανταζομένη τους αρειμανείους των χορευτών
+μύστακας προκύπτοντας ενίοτε του προσωπείου και ελέγχοντας το
+αληθές γένος των κατ' επιφάνειαν χορευτριών, ή τον απαραίτητον
+του χορού διευθυντήν, όρθιον επί καθέδρας εν τω μέσω της αιθούσης
+και εκφωνούντα μετ' απανθρώπων στρεβλώσεων τα γαλλικά προστάγματα
+των αντιχόρων, ή το συμμιγές εκείνο της χορευτικής ατμοσφαίρας
+άρωμα, εν ώ επικρατεί ιδίως η οσμή του υπό των στομάχων των
+χορευτών χωνευομένου οίνου.
+
+Και τοιούτος λοιπόν ήτο, θα ερωτήσης βεβαίως, ο εις το θέατρον
+δοθείς χορός μετημφιεσμένων; — Όχι ακριβώς, σου απαντώ, αλλά
+περίπου τοιούτος. Κατά βάθος ολίγον διέφερε των άλλων εκείνων,
+περί ων ήκουσες διηγούμενα όσα έλεγα προ μικρού· ήτο δε μόνον
+κατά τι επηυξημένος και διωρθωμένος, ως πάσαι αι νεώτεραι
+εκδόσεις. — Και τον είδες λοιπόν; θα εξακολουθήσης ερωτώσα. — Τον
+είδα βέβαια· διατί να μην τον ιδώ; και τι άλλο θέλεις να ιδώ εγώ
+εν Αθήναις, όταν συ βλέπης τους bal de l' Opéra εν Παρισίοις; Η
+μόνη διαφορά μεταξού εμού και σου είνε, ότι συ μεν, διά να ίδης
+τους χορούς του παρισινού μελοδράματος, θα ηναγκάσθης πιθανώς να
+φορέσης δ ό μ ι ν ο ν και προσωπείον, εγώ δε ανυπόκριτος και
+αμεταμφίεστος ενεθρονίσθην εις έν θεωρείον, και απήλαυσα ανέτως
+το περίεργον και αστειότατον εκείνο θέαμα, εφ' όσον, εννοείται,
+μου το επέτρεπεν ο πυκνός καπνός, τον οποίον έστελλον εις την
+αίθουσαν οι από των διαδρόμων του θεάτρου καπνίζοντες χορευταί,
+και ο υπό τους πόδας των χορευόντων αδιακόπως αναδιδόμενος
+κονιορτός. Κύριον θέλγητρον του χορού επρόκειτο να ήνε κατά το
+πρόγραμμα του θεατρώνου, και υπήρξεν εν μέρει, η παρουσία του
+προσωπικού του θεάτρου en costume, και η μετοχή αυτού εις τον
+χορόν. Ο κ. Moreau είχε πεισθή, ως φαίνεται, μετά δίμηνον πείραν,
+ότι οι ψάλται και αι ψάλτριαι, τους οποίους από δύο ήδη μηνών
+έτρεφε διά μόνης της πρωινής δρόσου, — ίνα μη πάθη πιθανώς η φωνή
+των — ου μόνον δεν κατώρθοναν να μεταβληθώσιν εις τέττιγας, μ'
+όλην την ανακρεόντειον δίαιταν, εις την οποίαν τους υπέβαλλεν,
+αλλ' εμαρτύρουν τουναντίον ορχηστικήν τινα ειδικότητα, αξίαν
+μείζονος προσοχής και εμψυχώσεως. Απεφάσισε λοιπόν να
+χρησιμοποιήση δημοσία τα κεκρυμμένα του θιάσου του προτερήματα
+και, tirant deux moutures du même sac, να πληρώση συνάμα την
+συνήθως κενήν αίθουσαν του θεάτρου του. Πρώτην φοράν εφέτος ο κ.
+Moreau είχε την τύχην να φανή ευφυής· και το θέατρον επληρώθη
+όσον ουδέποτε το παρελθόν Σάββατον, και οι ηθοποιοί του εχόρευσαν
+όπως ουδέποτε είχον τραγουδήσει. Ο αντίχορος μάλιστα, τον οποίον
+επί το κορδακικώτερον συνεκρότησαν οι αποτυχόντες τέττιγες του
+θεατρώνου μας, υπήρξε γραφικώτατος και ζωηρότατος, προς μεγίστην
+του κοινού ευχαρίστησιν, ο δε κωμικός Gregoire, ενδυμένος
+παράδοξον και ιδιότροπον ιπποκόμου στολήν, απέδειξεν ότι ηδύνατο
+να διαπρέψη ως homme caoutchouc εις οιονδήποτε ιππόδρομον της
+Ευρώπης.
+
+Η Κ. Minelli ως οδαλίσκη και η Κ. Νeuville ως folie ήσαν επίσης
+κομψόταται, και πολλοί των θεατών ελησμόνησαν το άσμα των
+βλέποντες τας ενδυμασίας των. Το υπόλοιπον θεατρικόν τάγμα έμεινεν
+ως επί το πολύ μετριοφρόνως incognito υπό τα πολύχρωμα dominos
+της θεατρικής ιματιοθήκης, και απέβαλλε μόνον ενίοτε τα
+προσωπεία, οσάκις η ανάγκη π ό σ ι ο ς η δ' ε δ η τ ύ ο ς ωδήγει
+αυτό εις το κυλικείον του θεάτρου. Την ανάγκην δε αυτήν πολλάκις,
+φαίνεται, συνησθάνθησαν καθ' όλην την εσπέραν οι συνήθως
+νηστεύοντες τρόφιμοι του Κ. Moreau, διότι περί τα τέλη της
+νυκτερινής του πανηγύρεως ήρχισαν κάπως να λησμονώσιν οι πόδες
+των τα βήματα του χορού, και η ζωηρότης αυτών και των προ μικρού
+συνδαιτυμόνων των κατεδεικνύετο δι' εκχύσεων οικειότητος
+παραδόξου, της οποίας αδιάκριτοι πλέον παρίσταντο θεαταί οι εν
+τοις θεωρείοις περίεργοι. Τότε κατέλιπον και εγώ το θέατρον· ώστε
+δεν δύναμαι, βλέπεις, να σου αφηγηθώ το τέλος της χορευτικής
+εορτής του κ. Moreau, ήτις πρόκειται, ως ακούω, να
+επαναλαμβάνεται κατά παν Σάββατον μέχρι του τέλους των απόκρεω.
+
+Α! είδες; ολίγου δειν ελησμόνουν την κωμικωτέραν μορφήν του
+θεατρικού χορού. Ήτο Άγγλος τις, αληθής και γνήσιος, εκ των
+αμιμήτων εκείνων, ους απηθανάτισεν η γραφίς του Doré και ο
+κάλαμος του Féval, και τους οποίους παρακολουθούσι συνήθως οι
+αγυιόπαιδες των Παρισίων. Ο άνθρωπος είχε προδήλως ακατάσχετον
+επιθυμίαν να διασκεδάση· τι δε φαντάζεσαι, ότι έκαμεν; Έκοψε τον
+ερυθρόν του μύστακα και τας δαυκόχρους παραγναθίδας του, ενεδύθη
+γυναικείαν εσθήτα decolletée, ήλειψε την απαθή του φυσιογνωμίαν
+διά πυκνού στρώματος poudre de riz, τους ηρακλείους του ώμους δι
+αφθόνου γ ά λ α κ τ ο ς π α ρ θ ε ν ι κ ο ύ, και ήλθεν εις τον
+χορόν, όπως αντιτάξη, φαίνεται, τα στερεά κάλλη των ευσάρκων του
+βραχιόνων προς τα λαγαρά θέλγητρα των εγκαθέτων χορευτριών του
+θεάτρου. Νομίζω δε ότι το επέτυχεν· αν τουλάχιστον ερωτηθώσιν οι
+βραχίονές του, εφ' ων πολλαπλά και ποικίλα απέμειναν τα ίχνη
+τολμηρών τινων δακτύλων, αναντιρρήτως θα είπωσι το ίδιον. Ίσως
+επόνεσεν ολίγον ο ιδιότροπος Άγγλος· αλλά ε μ π ρ ό ς 'ς τ α
+κ ά λ λ η τ' ε ί ν' ο π ό ν ο ς! κατά την δημώδη παροιμίαν.
+Υποθέτεις ότι θα το ξανακάμη το ερχόμενον Σάββατον; Τις οίδε!
+That is very comical, θα είπε καθ' εαυτόν, και θα επαναλάβη
+πιθανώς την διασκέδασιν.
+
+ιΣΤ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 10 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Δεν σου έγραψα την παρελθούσαν εβδομάδα, διότι εβαρύνθην πλέον να
+γράφω περί χορών και διασκεδάσεων, περισσότερον ίσως παρ' ό,τι
+εβαρύνθην να χορεύω και να διασκεδάζω. Και όμως χοροί και
+διασκεδάσεις είνε το μόνον πράγμα, περί του οποίον δύναταί τις
+σήμερον να λαλήση εν Αθήναις, αφ' ότου μας απεχαιρέτισεν ο δριμύς
+χειμών, όστις επάγονε μεν, είνε αληθές, τας ρίνας και τους
+δακτύλους μας, αλλά μας παρείχε τουλάχιστον ύλην ομιλίας.
+
+Περί πολιτικών δεν σου έγραψα ποτέ, και ουδέ σήμερον θα σου
+γράψω, μολονότι τα πράγματα, ως λέγουσιν οι αρμόδιοι, είνε
+σπουδαία, διότι πρόκειται, φαίνεται, και πάλιν να πέση το
+Υπουργείον.
+
+Περί των απόκρεω δεν είνε καιρός ακόμη να γείνη λόγος, διότι,
+μολονότι ήρχισε σήμερον το τριώδιον, και ανυπόμονοί τινες
+μετημφιεσμένοι ενεφανίσθησαν ήδη εις την οδόν Σταδίου, και η
+περιλάλητος κ α μ ή λ α εθεάθη προχθές ορχουμένη προ του
+Σολωνείου εν μέσω πυκνού ομίλου περιέργων, ουχ ήττον ο κόσμος ο
+πολύς επιφυλάσσεται ακόμη, τα δε μικρά μαγαζεία των οδών Αιόλου
+και Ερμού, άτινα εκ του προχείρου μετεβλήθησαν εις εμπορεία
+προσωπίδων και μεταμφιέσεων, μάτην αναπτύσσουσιν από των θυρών
+και παραθύρων των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύσχημα ράκη, άτινα,
+μ' όλα της υπηρεσίας των τα έτη και τας πολυαρίθμους αυτών
+πληγάς, δεν απεφάσισαν οι απάνθρωποι ενοικιασταί των να
+κατατάξωσιν εις απομαχίαν. Φαίνεται εν τούτοις, ότι θα έχωμεν
+εφέτος ζωηροτάτας απόκρεω, περιεργοτέρας πολύ των παρελθόντων
+ετών, και μετά τινων μάλιστα νεωτερισμών. Αν τουλάχιστον πιστεύσω
+εις ακριτόμυθά τινα εκμυστηρεύματα φίλων μας, των οποίων δεν μου
+επετρέπεται σήμερον να σου γράψω τα ονόματα, οργανίζεται είδος τι
+corso διά των οδών Σταδίου και Πατησίων, ούτινος τα κυριώτερα
+πρόσωπα θα είνε ηρωίδες μάλλον ή ήρωες. Λέγεται μάλιστα, . . αλλ'
+αρκετά και ίσως πλέον του δέοντος εφλυάρησα. Αν και όταν γείνη το
+πράγμα, θα σου το περιγράψω εν πάση λεπτομερεία, και η περιέργειά
+σου θα κερδήση μάλλον ή θα ζημιωθή αναμένουσα.
+
+Η εχεμυθία αυτή με στενοχωρεί, έσο βεβαία, πολύ περισσότερον ή
+σε, διότι θα ηδυνάμην άλλως να γεμίσω σήμερον εξαίρετα την
+επιστολήν μου, και δεν θα ευρισκόμην εις την φοβεράν αυτήν
+αμηχανίαν του να μη έχω τι να σου γράψω, και να αναγκάζωμαι επί
+τέλους, αποφεύγουσα τα περί χορών και εσπερίδων και διασκεδάσεων,
+να σου ομιλήσω σήμερον . . . περί του υ π ο β ρ υ χ ί ο υ
+π λ ο ί ο υ, διά του οποίου πρόκειται, καθ' όλα τα φαινόμενα, να
+συνταράξη εντός ολίγου τον ευρωπαϊκόν κόσμον η μικρά Ελλάς.
+
+ — «Υποβρυχίου πλοίου!» θ' ανακράξης βέβαια, διακόπτουσα την
+ανάγνωσιν των γραμμών αυτών. «Πώς! έχετε υποβρύχιον πλοίον εις
+την Ελλάδα;»
+
+ — Όχι, κυρία μου, δεν έχομεν ακόμη, αλλά θα έχωμεν, ελπίζω,
+εντός ολίγου, και τότε πλέον, εννοείς, gare aux cuirrassés! Μη
+γελάς! Το μέγα πρόβλημα, ούτινος η λύσις τοσάκις μάτην απησχόλησε
+τους μεγαλειτέρους ναυπηγούς της Αγγλίας, της Γαλλίας και της
+Αμερικής, και θα μετέβαλλεν ίσως, αν επετυγχάνετο, τον χάρτην της
+Ευρώπης εντός ολίγων ετών, το πρόβλημα αυτό πλησιάζει, ως λέγουν,
+να λύση παρ' ημίν ουχί ναυτικός τις, ουχί επιστήμων, μαθηματικός,
+μηχανικός ή άλλος, αλλ' άνθρωπός τις κοινός, απλούς, απαίδευτος,
+περικλείων όμως, φαίνεται, εις τα προνομοιούχα του στήθη το θείον
+εκείνο πυρ, όπερ μετέβαλεν άλλοτε τους αλιείς εις αποστόλους, και
+τοσαύτας ενεργεί παραδόξους μεταβολάς και σήμερον έτι εν Ελλάδι,
+χώρα κατ' εξοχήν προνομιούχω. — «Αλλά, θα μου παρατηρήσης μεθ'
+όλης της δυνατής δειλίας του χαρακτήρος σου, αλλά νομίζω, ότι ίνα
+επιτύχη μηχανική τις εφεύρεσις δεν αρκεί μόνον το θείον πυρ αλλά
+χρειάζεται και κάποια επιστημονική προπαίδευσις, διότι άλλως, αν
+π. χ. δεν ηξεύρη τις ότι δύο και δύο κάμνουν τέσσαρα, δύναται να
+υποθέση, παραπλανώμενος υπό του θείου πυρός, ότι κάμνουν πέντε,
+και τότε;» — Αι, φιλτάτη! πιθανόν να έχης δίκαιον, διότι έχεις
+υπ' όψιν σου την Ευρώπην· εις την Ελλάδα όμως το πράγμα είνε
+κάπως διαφορετικόν, και ότι είνε διαφορετικόν απέδειξαν τα μέχρι
+τούδε γενόμενα πειράματα, άτινα επέτυχον πληρέστατα.
+
+Πριν δε με διακόψης και πάλιν, άκουσε. Ο μέλλων εφευρέτης του
+υποβρυχίου πλοίου, αφού πολλάκις πρότερον, παρόντων ευαρίθμων
+μόνον θεατών, κατεβύθισε το υποβρύχιον σκάφος του εν τω όρμω του
+Φαλήρου, και διαμείνας ικανήν ώραν υπό τα ύδατα, ανέδυ πάλιν σώος
+και υγιής, προσεκάλεσε πρό τινων ημερών διά δημοσίας αγγελίας
+κόσμον πολύν εις το Φάληρον, και ενώπιον πυκνού ομίλου περιέργων
+και δυσπίστων κατεβυθίσθη αυτός και τα τέκνα του εντός του
+υποβρυχίου σκάφους του, διέμεινε πέντε περίπου ώρας υπό τα ύδατα,
+και ανέδυ μετά ταύτα υγιέστατος, εν μέσω των παταγωδών ευφημιών
+των παρισταμένων. Συγκεκινημένος τότε ανέβη εις έν τραπέζιον του
+καφενείου, και απέτεινε θερμοτάτην και πλήρη πεποιθήσεως
+προσφώνησιν εις τους θεατάς του, ήτις κατέληξε διά της δηλώσεως,
+ότι προς τελειοποίησιν της εφευρέσεώς του του εχρειάζοντο τρεις
+χιλιάδες φράγκων, άτινα ήλπιζεν, είπεν, ότι προθύμως ήθελον
+συνεισφέρει οι ενδιαφερόμενοι υπέρ της επιτυχίας του. Η
+προσφώνησις αύτη εκορύφωσεν, εννοείς, τον ενθουσιασμόν του κοινού·
+είς των παρισταμένων αντεφώνησε τον εφευρέτην, πολλαί κυρίαι
+ησθάνθησαν υγραινομένους τους οφθαλμούς των και ήρχιζαν να τους
+σπογγίζωσι διά των ρινομάκτρων των, επιτροπή δε πάραυτα
+συνεκροτήθη, όπως μεριμνήση περί συλλογής των τρισχιλίων φράγκων.
+Η επιτροπή ανέλαβε προθύμως το έργον, ωργάνωσε λαχείον, και είνε
+πάσης αμφιβολίας εκτός, ότι το χρήμα θέλει ταχέως συμποσωθή, και
+ότι η σπουδαία εφεύρεσις θα τ ι μ ή σ η τ ο ν τ ό π ο ν. Τι
+λέγεις τώρα παρακαλώ; Μη με διακόψης και πάλιν, παρατηρούσα
+μικρολόγως, ότι η υπό την θάλασσαν βύθισις οιουδήποτε σκάφους δεν
+καθιστά ήδη αυτό υποβρύχιον πλοίον, ότι το σπουδαίον είνε να
+κινήται το υποβρύχιον σκάφος όπως θέλει ο εντός αυτού κυβερνήτης,
+να διαμένη εις ωρισμένον βάθος, να βλέπη και να ενεργή υπό το
+ύδωρ και άλλα τοιαύτα μικρολογήματα, οποία ήκουσα να παρατηρώσι
+τινές φύσει φιλοκατήγοροι. Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έχουσι
+πατριωτισμόν, όσοι δεν αισθάνονται αναπτερούμενον τον νουν των
+και θερμαινομένην την καρδίαν των προς το μεγαλείον και την δόξαν
+της πατρίδος των, όσοι τέλος πάντων νομίζουσιν, ότι επιδεικνύουσι
+σοφίαν, αμφιβάλλοντες περί πάντων και προς πάντα δυσπιστούντες.
+Συ όμως είσαι αγνή πατριώτις, και τοιούτοι λόγοι δεν αρμόζουν εις
+τα χείλη σου. Εύχου μόνον υπέρ της επιτυχίας του έργου και
+πίστευε, διότι ηξεύρεις ότι η πίστις μεταθέτει όρη, και πληροί
+κοιλάδας, και . . . . . κατασκευάζει υποβρύχια πλοία· — διατί
+όχι;
+
+Απόψε δίδεται μουσική συμφωνία εις το Ωδείον, υπό του εν Αθήναις
+προ τινος χρόνου εγκατεστημένου ιταλού κλειδοκυμβαλιστού
+Lacalamita. Το πρόγραμμα του είνε αρκετά ελκυστικόν. Επεθύμουν
+ιδίως ν' ακούσω την περιλαμβανομένην εν αυτώ ωραίαν τετραφωνίαν
+του Mozart, και περιπαθές τι Andante apassionato, έργον
+διακεκριμένου έλληνος μουσουργού και μελοποιού, του κ. Αυγερινού,
+ον είχες, υποθέτω, την ευτυχίαν ν' ακούσης συ άλλοτε εν Αγγλία.
+Έγραψα, επεθύμουν, διότι δυστυχώς δεν θα υπάγω· όχι διότι μ'
+επηρεάζει το άδικον λογοπαίγνιον, όπερ διά της παρατονίσεως του
+ονόματος εδημιούργησεν άλλοτε ευφυολόγος τις αθηναίος εις βάρος
+του κ. Lacalamita, αλλά διότι . . . πρέπει να χορεύσω και απόψε!
+
+Madame, . . . ah! Madame . . . plaignez mon tourment.
+
+ΙΖ'.
+
+Εν Αθήναις τη 17 Φεβρουαρίου 1880
+
+Δόξα τω θεώ, έχω σήμερον να σου γράψω και κάτι άλλο, εκτός χορών
+και εσπερίδων· τόσον δε περισσότερον χαίρω, ότι με ηυνόησεν αυτήν
+την φοράν η τύχη, όσον γνωρίζω, πόσον ενδιαφέρεσαι εις
+φιλολογικάς ομιλίας, και πόσον σ' αρέσκει η καλή και αληθής
+μουσική. Επιχειρώ λοιπόν να σου μεταδώσω ατελώς την ευχαρίστησιν,
+την οποίαν ησθάνθην την παρελθούσαν εβδομάδα εκ φιλολογικής
+μελέτης, την οποίαν απήγγειλε την εσπέραν της τετάρτης ο κύριος
+Γ. Βερναρδάκης εν τω φιλολογικώ συλλόγω Π α ρ ν α σ σ ώ, και εκ
+μουσικής εσπερίδος, εις την οποίαν ο κοινός ημών φίλος κ. Δ.
+συνεκάλεσε την επαύριον Πέμπτην ευάριθμον ομήγυριν φίλων.
+
+Και αι δύο αυταί εσπεριναί διατριβαί υπήρξαν δι' εμέ ου μόνον
+ευχάριστος ανακούφισις από του χορευτικού πανδαιμονίου, το οποίον
+κατέκλυσεν εφέτος τας Αθήνας, αλλά και απόλαυσις αληθής, εξ
+εκείνων αίτινες και διαρκούσαι θέλγουσι την ψυχήν και την
+καρδίαν, και παύουσαι καταλείπουσιν οπίσω των ανάμνησιν ιλαράν
+και γλυκύθυμον, ήτις αυτή καθ' εαυτήν είνε τέρψις, ως είνε τέρψις
+το ηδύπνουν άρωμα, όπερ αφίνει κατόπιν της ωραία γυνή, ως είνε
+τέρψις η διάβασις χλοεράς ατραπού,
+
+où le vent balaya des roses,
+
+κατά την ωραιοτάτην έκφρασιν του Sully Prudhomme.
+
+0 Κ. Βερναρδάκης, τον οποίον δεν είνε απίθανον να εγνώρισες εις
+Παρισίους, όθεν προ δύο περίπου μηνών κατήλθεν εις Αθήνας, είνε
+νεώτερος αδελφός του γνωστού ποιητού της Μ ε ρ ό π η ς και
+άλλοτε διαπρεπούς καθηγητού της ιστορίας εν τω Πανεπιστημίω.
+Δόκιμος δ' επίσης φιλόλογος και διά σπουδαίων ήδη έργων τιμήσας
+τα ελληνικά γράμματα, κατέδειξε την παρελθούσαν τετάρτην εν τω
+Π α ρ ν α σ σ ώ, ότι και ποιητικήν έχει την ψυχήν, ως ο πρεσβύτερος
+αυτού αδελφός, και την χάριν του λόγου ίσην σχεδόν προς εκείνον.
+Θέμα του λόγου του ή μάλλον αφορμήν αυτού έλαβεν ανέκδοτόν τι
+απόσπασμα του Ευριπίδου, το οποίον δημοσιευθέν πρό τινος εν
+Παρισίοις πολύ φυσικώς επροξένησε πάταγον μεταξύ των ελληνιστών
+της Δύσεως, και πολλάς προεκάλεσε συζητήσεις, και μεγάλως διήρεσε
+τας γνώμας των σοφών, περίπου τις ήτο άρα γε η απολεσθείσα
+τραγωδία του τραγικωτάτου των αρχαίων ποιητών, ης απετέλει αέρος
+το ανευρεθέν λείψανον. Δεν περιμένεις βέβαια να σου μνημονεύσω
+τας γνώμας των ξένων φιλολόγων, ούτε τους λόγους δι' ων
+κατεπολέμησεν αυτάς ο έλλην συνάδελφός των. Το πράγμα θ' απέβαινε
+πολύ σοφόν, σοφώτερον αναμφιβόλως και σου και εμού. Όταν σου
+αναφέρω απλώς, ότι κατά την γνώμην του κ. Βερναρδάκη το
+δημοσιευθέν απόσπασμα ανήκει εις τραγωδίαν του Ευριπίδου
+«Α ν δ ρ ο μ έ δ α ν», της οποίας υπάρχουσιν ήδη γνωστά και
+δημοσιευμένα πεντήκοντα περίπου άλλα αποσπάσματα, πολύ όμως
+μικρότερα και ασημότερα, είνε νομίζω τούτο αρκετόν διά την
+φιλολογικήν σου περιέργειαν. Ίσως ίσως δε και αυτό θα σου ήνε
+αδιάφορον, διότι ουδείς πιθανώς υπάρχει λόγος να ανησυχής, αν εις
+τα σωζόμενα μέχρι τούδε δίστιχα ή τετράστιχα αποσπάσματα
+απολεσθείσης αρχαίας τραγωδίας προσετέθη και άλλο νέον, έστω τούτο
+και τεσσαρακοντάστιχον, έστω και ωραίον αληθώς υπό πάσαν έποψιν.
+Ό,τι όμως βεβαίως δεν θα σου ήνε αδιάφορον, ό,τι πολύ θα επεθύμεις
+να ήκουες και συ όπως ήκουσα και εγώ, είνε αυτή η απολεσθείσα
+τραγωδία του Ευριπίδου, ης προδήλως — κατά την ταπεινήν μου
+γνώμην — απετέλει μέρος το δημοσιευθέν εσχάτως τεμάχιον.
+
+Και πού λοιπόν, θ' αναφωνήσης, ευρέθη αυτή η τραγωδία, και πώς
+δεν μου το λέγεις τόσην ώραν; — Δεν ευρέθη, φίλη μου, δυστυχώς·
+ευτυχώς όμως ανεπλάσθη συγκολληθείσα εκ των αμόρφων εκείνων
+λειψάνων, ανεδημιουργήθη ούτως ειπείν εκ του μη όντος υπό της
+καλλιτέχνου χειρός του νεαρού φιλολόγου, άρτιον δε σχεδόν ούτω
+και καλλίμορφον ανεπτύχθη προ των εκθάμβων ακροατών το ωραίον
+εκείνο έργον του μεγάλου τραγικού, όπερ ομοφώνως κατέτασσον οι
+αρχαίοι μεταξύ των αριστουργημάτων του. Δεν ηξεύρω, αν σ' έτυχέ
+ποτε — και θα σ' έτυχε βεβαίως — να ιδής που αναπλαστικήν εικόνα
+αρχαίου μνημείου, εξ εκείνων τας οποίας οι Γερμανοί ιδίως
+επιτηδεύονται, οι επιστημονικώς ως επί το πλείστον παιδεύοντες
+την καλλιτεχνικήν των γραφίδα. Το κατ' εμέ ενθυμούμαι πάντοτε
+μετ' ίσης συγκινήσεως την βαθείαν και γοητευτικήν αληθώς
+εντύπωσιν, την οποίαν μου επροξένησεν ωραία τις τοιαύτη εικών της
+Ακροπόλεως, γεγραμμένη υπό του Graeb άνωθεν της εισόδου της
+ελληνικής αιθούσης του εν Βερολίνω Μουσείου. Ώρας ολοκλήρους
+έμεινα θεωμένη την χαριεστάτην εκείνην και πλήρη εμπνεύσεως
+ανάπλασιν των αμιμήτων αριστουργημάτων, άτινα εκάλλυνον προ
+αιώνων τον ιερόν βράχον της Αθήνας· και τοσούτον επί στιγμήν
+ελησμόνησα και τα κύκλω μου γύψινα εκμαγεία ελληνικών αγαλμάτων
+και την μακράν μου — επί της πατρίας γης — λυπηράν των ερειπίων
+πραγματικότητα, τοσούτον εν παραδόξω εκστάσει ανυψώθην
+ανεπαισθήτως εις των ονείρων τον κόσμον, ώστε υπέλαβον την εικόνα
+πιστήν μάλλον της αληθείας αντιγραφήν ή ανάπλασιν του μη
+υπαρχοντος, και ήλπισα, ότι επανερχομένη εις τας Αθήνας ήθελα
+επανεύρει την Ακρόπολίν μου λαμπράν και απαστράπτουσαν εκ κάλλους
+και νεότητος, οποίαν είχε φαντασθή και γράψει αυτήν ο γερμανός
+ζωγράφος επί του τοίχου του βερολινείου Μουσείου. Τοσαύτη ήτο η
+μαγική δύναμις της ευλαβούς εμπνεύσεως του καλλιτέχνου, ούτινος η
+γόησσα και ειδήμων γραφίς είχεν εμφυσήσει ζωήν εις τους
+συντετριμμένους λίθους, ανιδρύουσα επί του βάθρου της την
+Πρόμαχον, αναστηλούσα τους πεπτωκότας κίονας του Παρθενώνος,
+επαναφέρουσα εις την ζωφόρον αυτών τα συλήματα του Έλγιν, και
+συμπληρούσα τον απωρφανωμένον όμιλον των σεμνών Καρυατίδων, ως
+λέγει που έλλην ποιητής, ον παρέτρεψε δυστυχώς εις ακανθώδεις
+τρίβους η δημοσιογραφία·
+
+ _Του Παρθενώνος θεωρών τας στήλας πετωκυίας,
+ τον πλάττω ως τον έπλασεν ακμαίον ο Φειδίας,
+ ο πλάστης ούτος των θεών,
+ και παν εκπλύνων λείψανον των δουλικών κηλίδων,
+ κοσμώ και με την λείπουσαν εκ των Καρυατίδων
+ του Ερεχθέως τον ναόν._
+
+Τοιαύτη περίπου υπήρξε και η εντύπωσις, ην μοι επροξένησε την
+παρελθούσαν τετάρτην η υπό του Κ. Βερναρδάκη ανάπλασις της
+«Ανδρομέδας» του Ευριπίδου. Ακούσασα αυτόν συνθέτοντα μετ'
+ευλαβείας το απολεσθέν δράμα εκ των περισωθέντων λειψάνων του,
+συγκολλώντα ούτως ειπείν και προσαρμόζοντα τα μικρά εκείνα
+συντρίμματα, αναπληρούντα τα κενά διά λόγου ποιητικού, εγκρατούς
+και αρχαιοπρεπές έχοντος το κάλλος, υποβάλλοντα εκάστοτε τον
+προσήκοντα λόγον εις του Περσέως, της Ανδρομέδας και του Κηφέως
+το στόμα, και την προσήκουσαν συμβουλήν και κρίσιν εις τα χείλη
+του κορυφαίου του χορού, ενόμισα προς ώραν, ότι ανέλυε μάλλον
+υπάρχουσαν και σωζομένην τραγωδίαν ο ρήτωρ και εφαντάσθην ότι
+επανερχομένη εις την οικίαν μου και ανοίγουσα τον Ευριπίδην θα
+ανεύρισκον εντός αυτού την «Ανδρομέδαν» ολόκληρον, οποίαν προ
+μικρού είχεν αναπλάσει αυτήν ο κ. Βερναρδάκης. Τοσούτον είχε το
+γόητρον η επιστήμων φαντασία του λαλούντος, τοσαύτην είχε την
+χάριν ο λόγος του, τοσούτον ήτο αληθής και βαθεία η εν τη ψυχή
+αυτού ενσάρκωσις του δράματος.
+
+Τι λέγεις τώρα; Δεν θα επεθύμεις και συ να ήσο εκεί και να τον
+ήκουες; Παρηγορήσου όμως. Ο λόγος του νεαρού αλλά διακεκριμένου
+ήδη φιλολόγου θέλει δημοσιευθή προσεχώς, και δύνασαι τότε ν'
+απολαύσης εκ της αναγνώσεως όσην εγώ απήλαυσα εκ της ακροάσεως
+ευχαρίστησιν. Θέλεις δε βεβαίως πεισθή και συ, ως εγώ επείσθην,
+ότι ο τόπος ημών ο πάντων αφθονών αλλά και πάντων σπανίζων,
+απέκτησεν επιστήμονα των γραμμάτων ουχί συνήθη, ουδέ όμοιον προς
+το πολύ πλήθος των ημετέρων φιλολόγων, ων η περί τας λέξεις σοφία
+ουδέν σχεδόν άλλο κατώρθωσε δυστυχώς μέχρι τούδε, ή να εμπνεύση
+εις τους πολλούς αποστροφήν μάλλον ή έρωτα προς τα αθάνατα έργα
+των παλαιών, άτινα εις τούτο και μόνον κρίνονται ως επί το
+πλείστον χρήσιμα, εις το ν' ασκώσι δίκην πτωμάτων τα μικροσκόπια
+της κριτικής και τα μαχαίρια της γραμματικής ανατομίας.
+
+Έχει και ο Κ. Βερναρδάκης μικροσκόπιον, και διά πολλών ήδη
+κατέδειξεν, ότι διαυγέστατος είνε του μικροσκοπίου του ο φακός·
+αλλ' έχει όμως και οφθαλμόν, οφθαλμόν ψυχής συνάμα και καρδίας,
+και τούτο είνε δι' εμέ, την μη σοφήν, η μεγίστη του σοφία.
+
+Δεν μου περισσεύει, βλέπεις, χάρτης διά την μουσικήν εσπερίδα.
+Αλλά ce qui est différé n' est pas perdu. Επιφυλάξου διά την
+προσεχή εβδομάδα.
+
+ΙΗ'.
+
+Εν Αθήναις τη 24 Φεβρουαρίου 1880.
+
+Τι κόσμος! τι θόρυβος! τι οχλοβοή! Τι πλήθος συνωθουμένων εις
+τους δρόμους! Πόσοι και ποίοι μετημφιεσμένοι! Πόσαι και ποίαι
+φωναί, και πόσος πάταγος, και πόσα συρίγματα, και πόσος
+κονιορτός! — Και κονιορτός; — Και κονιορτός, αγαπητή μου, μ' όλην
+την προ τριών ημερών βροχήν, ήτις είχεν απελπίσει τους Αθηναίους,
+βλέποντας πνιγομένην σχεδόν εντός του πηλού την από των Κρονίων
+προσδοκωμένην διασκέδασίν των.
+
+Προ μικρού μόλις επέστρεψα παραζαλισμένη και κεφαλαλγούσα εις την
+οικίαν μου, αφού επί δύο σχεδόν ολoκλήρους ώρας περιήλθον την
+οδόν Αιόλου από της πλατείας της Ομονοίας μέχρι της μακαρία τη
+λέξει Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και εκείθεν την οδόν Ερμού
+μέχρι της πλατείας του Σ υ ν τ ά γ μ α τ ο ς, και εκείθεν την
+οδόν Σ τ α δ ί ο υ μέχρι του Σ ο λ ω ν ε ί ο υ, και εκείθεν
+πάλιν την οδόν Αιόλου, και πάλιν την οδόν Ερμού, και καθεξής και
+καθεξής, ως έλεγεν ο μακαρίτης Ασώπιος. Το τι επατήθην κατ' αυτήν
+μου την περιήγησιν, το τι διεσκέδασα, και εξεκωφάθην, και
+εγέλασα, και . . . . αηδίασα, δεν περιγράφεται. Φαντάσου, . .
+πλην είνε αδύνατον να φαντασθής. Έπρεπε να ήτο μαζή μου προ
+ολίγων ωρών, να πάθης ό,τι έπαθα, να ιδής ό,τι είδα, να ακούσης
+ό,τι ήκουσα, διά να συλλάβης αμυδράν τινα ιδέαν της διασκεδάσεως,
+την οποίαν απήλαυσεν η αθηναία φίλη σου κατά τας εφετεινάς
+απόκρεω. Θα προσπαθήσω μολοντούτο να σου μεταδώσω ατελώς τας
+εντυπώσεις μου, διότι τας έχω νωπάς ακόμη, και μη με συνερισθής,
+αν σου γράψω άτακτα και συγκεχυμένα, διότι συγκεχυμένον και
+άτακτον είνε εις την κεφαλήν μου ό,τι ούτε τάξιν ηδύνατο να έχη,
+πολύ φυσικώς, ούτε ειρμόν, ούτε μέθοδον.
+
+Εν πρώτοις και προ πάντων γενική και όχι λίαν ευχάριστος
+εντύπωσις των Κρονίων της σημερινής Κυριακής είνε δι' εμέ η
+παντελής σχεδόν έλλειψις ευφυών μεταμφιέσεων. Εκτός δύο ωραίων
+εξαιρέσεων, τας οποίας θ' απαντήσωμεν μετ' ολίγον, το πολύ και
+αμέτρητον πλήθος των εφετεινών ειδώλων περιελάμβανε
+μεταμφιεσμένους κοινούς, ουδέν παριστάνοντας, ουδέν λέγοντας,
+νομίσαντας δε, φαίνεται, ότι αρκετή διασκέδασις ήτο και δι'
+αυτούς και διά το θεώμενον πλήθος, να φορέσουν έν ενοικιασμένον
+domino, κατά το μάλλον ή ήττον κομψόν και καθάριον, να
+ακριβοπληρώσωσι μίαν άμαξαν, και να περιέρχωνται ούτω τας
+λεωφόρους σκορπίζοντες φασόλια κατά του πλήθους — η σπατάλη των
+δεν προέβη μέχρι κ ο υ φ έ τ ω ν — ή μοιράζοντες τυπωμένην την
+ευφυίαν των δι' επισκεπτηρίων φερόντων την φράσιν· «Μ. Rigolopulo
+et Cie· Ν α μ α ς γ ρ ά φ ε τ ε», και ακούοντες κύκλω του τα
+πλήθη φωνούντα εν χορώ την φράσω του συρμού Κ ό φ' τ ο!
+Κ ό φ' τ ο! Μη μ' ερωτάς επί του παρόντος, τι σημαίνει η
+περίεργος αύτη φράσις, την οποίαν, μιμούμενον τους παρισινούς,
+καθιέρωσεν εφέτος το αθηναϊκόν κοινόν. Θα την ακούσωμευ μετ'
+ολίγον εντονωτέραν, και τότε θα σου την εξηγήσω.
+
+Αν θέλης δος μου τώρα διανοητικώς τον βραχίονά σου, και
+πηγαίνωμεν προς στιγμήν ν' αναμιχθώμεν εις το ρεύμα του πλήθους,
+όπερ φέρεται πυκνόν από της πλατείας της Ο μ ο ν ο ί α ς προς
+την οδόν του Α ι ό λ ο υ. Προσοχή μη μας πατήσουν, ή μη
+πατήσωμεν ημείς κανέν εκ των απειραρίθμων νηπίων, τα οποία
+σύρουσι κατόπιν των αι φιλόστοργοι αυτών μητέρες διά να τα
+διασκεδάσωσι.
+
+Περιττόν, υποθέτω, να σταθώμεν ενώπιον του μικρού αυτού
+θεατριδίου, το οποίον περικλείει ολόκληρον μία και μόνη ρυπαρά
+σινδών, και εις του οποίου την ανοικτήν θυρίδα κινούνται ένθεν
+κακείθεν δυο τρεις πλαγγόνες, συνδιαλεγόμεναι ακατανόητα διά του
+στόματος του κινούντος αυτάς θεατρώνου. Είνε τόσον αδέξιαι, ώστε
+ουδέ να δαρώσι καν προσηκόντως δεν κατορθόνουσιν. Ας
+προχωρήσωμεν. Α! Ιδού ευθύς έν κ ά ρ ρ ο ν, του οποίου οι
+κάτοικοι διασκεδάζουσιν αναντιρρήτως, αδιαφορούντες αν
+διασκεδάζουν και οι θεαταί των. Ηλείφθησαν προχείρως ό,τι χρώμα
+είχε πρόχειρον ο γείτων των βαφεύς, άλλος κυανούν, άλλος ερυθρόν,
+άλλος κίτρινον, και άλλος ολιγαρκέστερος ολίγην ασβόλην από της
+εστίας του. Εφόρεσαν ό,τι εύρον· οι μεν το πάπλωμά των, οι δε των
+συζύγων των τα φορέματα, άλλοι πίλους υψηλούς, και άλλοι σπυρίδας
+ανεστραμμένας. Έζευξαν εις το ταραχώδες των άρμα έν έτι άλογον
+περιπλέον, εκάθισαν επ' αυτού ένα των σύντροφον, όστις σοβαρός
+και ατάραχος επιδεικνύει τας μέχρι μηρού γυμνάς και κιτρινοβαφείς
+ρωμαλέας του κνήμας, και αφού δι' ολίγων οκάδων ρητινίτου
+εκανόνισαν προσηκόντως την ψυχικήν των διάθεσιν, εκίνησαν
+θριαμβευτικοί, άδοντες και αλαλάζοντες, ουδόλως δε ανησυχούντες
+περί του παρισταμένου πλήθους, όπερ ουδέ να κυττάξωσι καν
+καταδέχονται. Δεν ειξεύρω διατί, αλλά μ' αρέσκουσιν οι
+μιλτοπάρειοι αυτοί αρματηλάται. Ουδέν εμπαίζουσιν, ουδ' έχουσι
+την αξίωσιν να εμπαίξωσι. Διασκεδάζουσι μόνον, διότι τούτο και
+μόνον ηθέλησαν, και εννοούσι τας Απόκρεω κατά την αληθή και
+φυσικήν αυτών σημασίαν, απαράλλακτα όπως εννόουν τα Κρόνια του οι
+παλαιοί Ρωμαίοι. Τους προτιμώ μυριάκις των ανόστων δομινοφόρων,
+δι' ων ο αύξων πολιτισμός του ελληνικού και η ξενική μίμησις
+αντικατέστησαν σήμερον τους παλαιοτέρους μ α κ η δ ό ν ο υ ς,
+τους κ ο υ δ ο υ ν ά τ ο υ ς, τους δ ι α β ό λ ο υ ς, τους
+ψ α ρ ά δ ε ς και τους τ ο υ ρ κ α λ ά δ ε ς.
+
+Ολίγον περαιτέρω, επί της πλατείας της Τραπέζης, παίζουσι τα
+πασίγνωστα ρ ό π α λ α. Τα γνωρίζεις βεβαίως εν πάση αυτών τη
+αηδία και ρυπαρότητι, ώστε περιττόν είνε να σταματήσωμεν. Non
+guarda e passa· ας ρίψωμεν δε μόνον, αν θέλης, μίαν δεκάραν εις
+τον τενεκέν του θεατρώνου. Παρέκει προφαίνεται από της παρόδου
+των Αγίων Θεοδώρων το γεγηρακός ήδη αλλά παραδόξως ανανεωθέν
+εφέτος Γ α ϊ τ α ν ά κ ι. Κερδοσκοπική και αυτή μεταμφίεσις, ως
+τα ρ ό π α λ α και το διά πλαγγόνων θέατρον, άτινα προ μικρού
+απηντήσαμεν. Διαφέρει δε μόνον κατά τούτο εκείνων, ότι οι
+θιασώται του είνε εφέτος καθαριώτερον και ευπρεπέστερον
+ενδυμένοι, μολονότι τα λευκά σανδάλια των κυριών των, όσον
+ευρείας και αν έχωσι τας διαστάσεις, υποφέρουσι τα πάνδεινα υπό
+των έτι ευρυτέρων ποδών τους οποίους περικλείουσι.
+
+Δόξα τω Θεώ! Ιδού και είς ευφυής μασκαράς. Είνε αψόγως
+ενδεδυμένος μελανήν αναξυρίδα και μελανόν επενδύτην, κομβωμένον
+μέχρι πώγωνος, φορεί υψηλά μέχρι γονάτων υποδήματα, φέρει
+πτερνιστήρας ηχηρούς και μεγάλους, και κρατεί μάστιγα. Έχει το
+ήθος αύταρκες και το βήμα βαρύ, πάλλει δε την μάστιγά του, ως
+άνθρωπος έτοιμος να μαστίση τον πρώτον, ούτινος ήθελε τον
+δυσαρεστήσει το ήθος. Αντί παντός προσωπείου, καλύπτει την
+κεφαλήν αυτού ολόκληρον ωραία και επιτυχεστάτη όνου κεφαλή.
+Μαντεύεις βεβαίως, τι ήθελε να σατυρίση· πολύ φοβούμαι όμως, μη
+το μαντεύσωσι και άλλοι εντός ολίγου, και ο τολμηρός σατυριστής
+επιστρέψη εις την οικίαν του μώλωπας φέρων πολλούς από τινός
+αρειμανίου χειρός και μετάνοιαν πλείονα της τόλμης του.
+
+Ας προχωρώμεν εν τούτοις, καταστέλλουσαι όσον δυνατόν την
+περιέργειάν μας, διότι το πλήθος είνε πυκνόν, και το ρεύμα του
+δεν επιτρέπει ανέτους παρατηρήσεις. Άλλως τε και δεν έχομεν τι
+περίεργον να παρατηρήσωμεν. Ούτε ο νεανίσκος αυτός, όστις θέλει
+δήθεν να σατυρίση τους γυναικείους συρμούς, και περιεβλήθη προς
+τούτο παν δυνατόν και ακατονόμαστον ράκος· ούτε οι εφ' αμάξης
+εκείνοι δύο, οίτινες έκρυψαν τας μικράς των κεφαλάς εντός
+μεγαλειτέρων εκ ναστοχάρτου, τας οποίας αναγκάζονται να
+υποκρατώσι διά των χειρών των· ούτε ο μείραξ αυτός, όστις εφόρεσε
+πορφυρούν επώμιον και πορφυράν φενάκην και διευθύνει μόνος του το
+κομψόν του αμάξιον, είνε θεάματα παρατηρήσεως άξια. Ας κάμψωμεν
+λοιπόν την γωνίαν της Ω ρ α ί α ς Ε λ λ ά δ ο ς, και ας
+τραπώμεν την οδόν Ε ρ μ ο ύ.
+
+Πλήθος συμπαγές, εντός του οποίον μόλις κατορθόνει να κινήται η
+δεξιά πάντοτε βαίνουσα σειρά των αμαξών, εξώσται πλήρεις
+περιέργων, αλλ' ουδ' είς σχεδόν μετημφιεσμένος, εκτός των
+εποχουμένων δομινοφόρων. Αδύνατον να στραφώμεν προς τα οπίσω· ας
+αφήσωμεν να μας κινή το ρεύμα.
+
+Α! τέλος πάντων ας αναπνεύσωμεν! εφθάσαμεν εις την πλατείαν του
+Συντάγματος. Εδώ ημπορούμεν κάπως να κινηθώμεν και μόναι μας.
+Ημπορούμεν δε και να σταθώμεν εις καμμίαν γωνίαν, διά ν'
+απολαύσωμεν την χαριτωμένην θέαν του θαυμασίου αυτού επικηδείου
+ρήτορος, όστις οτέ μεν εν περιπαθεί κατανύξει οτέ δε μετά ζωηρού
+ενθουσιασμού εκφωνεί επικήδειον λόγον εις τεθνεώτα . . . . όνον,
+τον οποίον σύρει μεθ' εαυτού εντός κάρρου, και εξαίρει τας
+πολυειδείς του μακαρίτου υπηρεσίας προς την πατρίδα. Σημείωσε και
+αυτόν ως δεύτερον ευφυά μετημφιεσμένον, και ας προχωρήσωμεν προς
+την οδόν Σ τ α δ ί ο υ.
+
+Τι είνε αυτοί; Φουστανελλοφόροι αρειμανείς, πάλλοντες τα κυρτά
+των ξίφη, στρήφοντες τον μύστακά των, και περικυκλούντες εν
+αλαλαγμώ τον αρχηγόν αυτών, όστις ιππεύων σοβαρώτατον όνον και
+ανέτως επί μαλακών προσκεφαλαίων αναπαυόμενος, αρκείται καπνίζων
+την καπνοσύριγγά του εν πλήρει ψυχική γαλήνη. Τίνα εκστρατείαν
+άρα γε παρωδεί η κωμική αυτή πομπή; Το παριστάμενον πλήθος
+φαίνεται κατενθουσιασμένον. Φωνάζει, επευφημεί, κροτεί τας
+χείρας, και κραυγάζει μετά παραφοράς την φράσιν του συρμού:
+Κ ό φ' τ ο! Κ ό φ' τ ο!
+
+Αλλά τι λοιπόν σημαίνει η παράδοξος αυτή φράσις; Ουδέν άλλο ή: Α
+ρ κ ε ί! Φ θ ά ν ε ι! Αρμόζει δεν αρμόζει, ο λαός υποδέχεται δι'
+αυτής και συνοδεύει πάντα παρερχόμενον μετημφιεσμένον και ιδίως
+τους κομψούς δομινοφόρους των αμαξών, προς τους οποίους, μα την
+αλήθειαν, δεν φαίνεται αδίκως αποτεινομένη η κραυγή του πλήθους.
+Είνε τόσον άνοστοι! τόσον άνοστοι! . . . Αν δε θέλης να μάθης και
+πόθεν η καταγωγή του Κ ό φ' το, λυπούμαι μη δυναμένη να σου
+μεταδώσω ακριβές τι και οριστικόν. Συζήτησις γίνεται μεγάλη τας
+ημέρας αυτάς εν Αθήναις, γνώμαι συγκρούονται πολλαί περί της
+φύτρας και ρίζης του πράγματος, λογομαχία αυτόχρημα βυζαντηνή
+ανεπτύχθη μεταξύ των αρμοδίων, αλλά δεν κατωρθώθη έτι να
+δ ι α λ ε υ κ α ν θ ή, ως λέγουσιν οι φιλόλογοι, το ζήτημα.
+Πιθανώτατον φαίνεται, ότι αφορμήν έδωκε πρώτην εις το Κ ό φ' το
+γηραιός τις εφημεριδοπώλης, αγαπών υπερβολικά τα πνευματώδη ποτά,
+και σταματών συχνά πυκνά προς της θύρας των οινοπωλείον, ίνα
+δροσίζη τον κουραζόμενον λάρυγγά του δι' αλλεπαλλήλων ρακοποτίων.
+Τα ζιζάνια των οδών, άτινα εβαπτίσθησαν προσφάτως επί το
+ποιητικώτερον υ π ο δ η μ α τ ο σ μ ή κ τ α ι, — οι άλλως
+αμαθέστερον και ευνοητότερον λ ο ύ σ τ ρ ο ι καλούμενοι, —
+ήρχισαν φωνούντα Κ ό φ' το εις τον δυστυχή εφημεριδοπώλην, και
+εκ τούτου η φράσις. Άλλοι, ως προείπον, λέγουσιν άλλα· αλλ' ημείς
+και αι δύο είμεθα απερίεργοι, και δεν ανησυχούμεν, εννοείται,
+πολύ προς την τύρβην των πολυπραγμονούντων, εις τους οποίους πολύ
+φοβούμαι, ότι πρέπει επί τέλους, αρμοδιώτατα αυτήν την φοράν, να
+φωνήση τις Κ ό φ 'το.
+
+
+ΙΘ'.
+
+Αθήναις τη 2 Μαρτίου 1880.
+
+Είνε σήμερον η τελευταία Κυριακή των Απόκρεω, και η πόλις
+ολόκληρος, μεταμφιεσθείσα σύσσωμος από της χθες εσπέρας . . .
+καλύπτεται σήμερον διά παχείας χιόνος. Μετημφιέσθη, βλέπεις, η
+πόλις αντί των κατοίκων της, οι δε κάτοικοί της θρηνούσι και
+ολοφύρονται και κόπτονται και βλασφημούσι, διότι ο καιρός εχάλασε
+τας διασκεδάσεις των.
+
+Αν ανήκον εις τους ευλαβείς εκείνους και θεοσεβεστάτους
+θεολόγους, οίτινες προτείνουσι να κρεμασθή ο καθηγητής Ζωχιός,
+διότι αναπτύσσει τας θεωρίας του Δαρβίνου από της πανεπιστημιακής
+καθέδρας, και τον πρόσφατον θάνατον χρηστού ανδρός απέδωκαν εις
+οργήν του θεού, τιμωρήσαντος δήθεν τον υποστηρίζοντα την διάλυσιν
+των μοναστηριακών κηφηνείων, θα απέδιδα και εγώ τον αιφνίδιον
+αυτόν χειμώνα εις οργήν θεϊκήν, τιμωρούσαν επί τη παραλυσία των
+τους από ενός ήδη και ημίσεος μηνός διασκεδάζοντας και μη
+χορτάσαντας ακόμη Αθηναίους. Αν ήμην μετεωρολόγος, θα έλεγον το
+πράγμα φυσικόν και προσδοκώμενον, συνδυάζουσα, εννοείται, το
+βαρόμετρον και τα μετεωρολογικά τηλεγραφήματα, τα ρεύματα των άνω
+και κάτω στρωμάτων της ατμοσφαίρας, και δεν ηξεύρω πόσα άλλα
+πράγματα ακόμη. Αλλ' ουδέν εκ τούτων είμαι, και αρκούμαι επομένως
+οδυρομένη και εγώ διά τον αιφνίδιον αυτόν και φοβερόν χειμώνα,
+όστις μας περιετύλιξε διά μιας εις σινδόνα λευκήν, και εσαβάνωσεν
+ούτως ειπείν τας εφετεινάς απόκρεω, πριν ακόμη ξεψυχήσωσι.
+
+Παράδοξος βεβαίως θα σου φανή η αρχή της επιστολής μου, και
+απροσδόκητος η αγγελία της πέμπτης και έκτης εκδόσεως χιόνος, την
+οποίαν εδημοσίευσεν αναχωρών ο Φεβρουάριος. Τι θα ειπής όμως,
+όταν μάθης ότι εντός μιας και μόνης εβδομάδος είχαμεν όλα τα είδη
+των καιρών, αιθρίαν και ήλιον, άνεμον και βροχήν, χιόνα και
+πάγους;
+
+Την παρελθούσαν Κυριακήν χ α ρ ά θ ε ο ύ, ως λέγει ο λαός·
+ήλιος λάμπων και θερμαίνων, ουρανός αθηναϊκός, και πλήθος φαιδρόν
+εις τους δρόμους. Την Δευτέραν άνεμος φοβερός, και την νύκτα
+θύελλα αληθινή, αναρπάζουσα τας καπνοδόχας των οικιών, εκριζούσα
+δένδρα και αναποδογυρίζουσα τας κεράμους των ορόφων. Την
+Τρίτην . . . αλλοίμονον εις όσους εξήλθον της οικίας των! Οι πίλοι
+των ίπταντο επί πτερύγων του βορρά ως φύλλα φθινοπώρου, αι ράβδοι
+των εκυλίοντο εις τας οδούς ως κάρφη αχύρων, αι κνήμαι των
+απέμενον αδρανείς εν μέσω του πεζοδρομίου, και η αναπνοή των
+εκόπτετο ως υπό αντλίαν πνευματικήν. Την τετάρτην και την πέμπτην
+ημέραι πάλιν φωτειναί και χλιαραί, ημέραι έαρος, μεταγγίσασαι τας
+Αθήνας ολοκλήρους εις τας εξοχάς των περιχώρων και τους αγρούς,
+όπου τρυφερός εσείετο ο νεογενής χόρτος υπό την μαλακήν πνοήν
+ανεπαισθήτου αύρας. Έλεγέ τις ότι ο Μάιος, ωφελούμενος από τας
+Απόκρεω, περιεφέρετο incognito εις την χλοεράν πεδιάδα, όπου
+ευφυείς τινες ανεμώναι τον εννόησαν και προέκυψαν πρώιμοι εις
+προϋπάντησίν του. Ηπατάτο όμως όστις το έλεγεν. Ήτο ο
+Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος Κ ο υ τ σ ο φ λέ β α ρ ο ς
+του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο
+τον Μάιον, αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην
+του ψύχους και του βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε
+βροχήν παγετώδη, και την επομένην πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες
+απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας τας στέγας. Δεν το
+κατώρθωσαν την ημέραν εκείνην, αλλά το κατώρθωσαν όμως την
+επομένην, καθ' ην ο ορίζων των Αθηνών μετεβλήθη διά μιας εις
+ορίζοντα του Βερολίνου, και το θερμόμετρον κατέβη εις 6 βαθμούς
+υπό το μηδέν, και αι μύται μας εκοκκίνησαν ως μήκωνες ανθηραί.
+Σήμερον τέλος εξυπνήσαμεν, και αι Αθήναι είχον την όψιν
+πλακούντος αφρώδους, εκ των ωραίων εκείνων, τους οποίους,
+ενθυμείσαι, τόσον λαιμάργως άλλοτε κατεπίναμεν εις Αϊδελβέργην.
+Μιας σπιθαμής, — ακούεις; — μιας σπιθαμής είχε πάχος η χιών· και
+καθ' ην ώραν σου γράφω,
+
+ _εν πέντε σισύραις εγκεκορδυλημένη,_
+
+πίπτει πάντοτε πυκνή και αδρά, ως πίπτουσιν από τινος αι ιδέαι
+πυκναί και αδραί εντός του ελληνικού βουλευτηρίου, όπου θα έμαθες
+βέβαια εκ των εφημερίδων, οποίον ηρωικόν θόρυβον παρήγαγεν
+εσχάτως μία μας ομόφυλος, ανανεώσασα τας παραδόσεις της παλαιάς
+αγοράς, και τακτικόν συνάψασα διάλογον από των ακροατηρίων προς
+τους εν τη αιθούση . . . αγορεύοντας.
+
+Φαντάζεσαι οποίαν λύπην, οποίαν αγανάκτησιν, οποίαν απόγνωσιν
+παρήγαγεν η παράδοξος αυτή και απευκταία του χειμώνος εμφάνισις
+εν τέλει των αθηναϊκών Κρονίων. Εκτός ίσως των οικοδεσποτών και
+των αμφιτρυώνων, οίτινες εύρον ευπρόσδεκτον αφορμήν να κλείσωσι
+τους οίκους των προς τον βορράν και τους . . . μετημφιεσμένους,
+πάντες οι άλλοι, οι θέλοντες να χορεύσωσιν, οι θέλοντες να
+μεταμφιεσθώσιν, οι θέλοντες να σ ε ρ ι α ν ί σ ω σ ι ν, οι
+θέλοντες να ίδωσι τέλος πάντων, είνε απαρηγόρητοι. Δεν σου λέγω
+το φ υ σ ο ύ ν και δεν κ ρ υ ό ν ε ι, κατά την παροιμίαν,
+καθότι περί του τελευταίου τούτου φροντίζει ο βορράς και η χιών,
+αλλ' αναντιρρήτως το φυσούν και δεν ζ ε σ τ α ί ν ε τ α ι. Δεν
+εννοούν, πώς είνε δυνατόν να μη διασκεδάσωσι την τελευταίαν
+Κυριακήν των Απόκρεω, αφού διεσκέδασαν ήδη έξ άλλας Κυριακάς, και
+έξ άλλα Σάββατα, και έξ άλλας εβδομάδας. Και πώς διεσκέδασαν, και
+πώς μετημφιέσθησαν! Το γνωρίζεις ήδη αρκετά, διότι όλα μου τα
+γράμματα από δύο σχεδόν μηνών δεν ήσαν άλλο τίποτε ή χρονικά των
+αθηναϊκών διασκεδάσεων, και χρονικά ατελή — σημείωσε, — διότι εν
+μέσω του κατακλυσμού εκείνου της ευθυμίας και της τέρψεως, όπου
+επί έξ όλας εβδομάδας έπλεεν αμέριμνος η χορευτική των Αθηναίων
+κιβωτός, πολλάς κατ' ανάγκην ελησμόνησα εσπερίδας και πολλούς
+παρέλειψα χορούς. Ούτε τας ωραίας εσπερίδας της Κυρίας Σ. σου
+εμνημόνευσα, αίτινες ανά πάσαν Δευτέραν συνεκέντρουν εντός
+πολυτελεστάτων αιθουσών το άνθος του αθηναϊκού κόσμου, ούτε τας
+συναστροφάς της Κυρίας Δ., όπου ολίγος μεν αλλ' οικείος και
+εύθυμος όμιλος παρέτεινε μέχρι της τετάρτης πρωινής ώρας το
+ταραχώδες cotillon, ούτε άλλας μεμονωμένας και μικροτέρας
+νυκτερινάς ομηγύρεις, των οποίων και τώρα πλέον, — κατόπιν εορτής
+— θ' απέβαινε μακρά και η απλή μόνον απαρίθμησις.
+
+Και αυτήν όμως την τελευταίαν εβδομάδα, ης αι άπληστοι Αθήναι
+θρηνούσι σήμερον χιονοσκεπείς την τραγικήν καταστροφήν, δεν
+εμείναμεν άγευστοι πλακούντων ουδέ άποτοι λεμονάδων. Πλην του
+ωραίου χορού της Κυρίας Λ., δι' ου φαιδρώς εωρτάσθησαν οι
+πρόσφατοι αρραβώνες ζεύγους νεαρού, πλην του δευτέρου χορού της
+εν Πειραιεί Λέσχης, όστις επέτυχεν, ως λέγεται, πολύ περισσότερον
+του πρώτου, η παρά τη Κυρία Ν. Σ. λαμπρά εσπερίς της παρελθούσης
+πέμπτης υπήρξεν αληθώς η μεγαλοπρεπεστέρα προπομπή των εφετεινών
+απόκρεω, και αφήκεν ανεξάλειπτον την μαγευτικήν της εντύπωσιν εις
+πάντων των προσκεκλημένων την μνήμην. Ούτε των ωραίων αιθουσών η
+πλήρης καλαισθησίας διακόσμησις, ούτε η χάρις των κυριών και των
+εσθήτων αυτών ο πλούτος, ούτε η περί πάντα τάξις και ευρυθμία,
+αίτινες εμαρτύρουν ότι τοιούτου είδους υποδοχαί ουδέν ήσαν το
+ασύνηθες διά τους οικοδεσπότας, ούτε το ωραίου διπλούν δείπνον
+και το πρωτοφανές διπλούν cotillon ήσαν τα κύρια θέλγητρα της
+μοναδικής εκείνης συναναστροφής. Υπέρ πάντα ταύτα επέλαμπε και
+εζωογόνει και εφαίδρυνε την ομήγυριν η ανέκφραστος εκείνη χάρις,
+ης η οικοδέσποινα κατέχει το μυστήριον, η φυσική εκείνη και
+εγγενής ούτως ειπείν προσήνεια του ήθους, το ανεπιτήδευτον και
+όμως διακεκριμένου των τρόπων, η αβρά εκείνη φιλοφροσύνη, ήτις
+vous met si bien a votre aise, όπως λέγουσιν οι Γάλλοι, και όπως
+δυστυχώς δεν δυνάμεθα να είπωμεν ημείς ακόμη ελληνιστί,
+στερούμενοι πιθανώς την έκφρασιν διότι στερούμεθα εν γένει και το
+πράγμα.
+
+Ως προς τους μετημφιεσμένους, ή μάλλον ειπείν τους θέλοντας να
+μεταμφιεσθώσι, μη νομίσης ότι τους εζημίωσε και πολύ η χθεσινή
+και σημερινή χιών. Αν απέκλεισεν αυτούς από τον δρόμον, προς
+μεγίστην λύπην των κεχηναίων, οίτινες μόνον προς τον συννεφή
+ουρανόν δύνανται σήμερον ν' αποτείνωσι το ε υ φ υ έ ς των
+Κ ό φ' τ ο, ήνοιξεν όμως εις αυτούς τας οικίας, όπου εκόντες
+άκοντες ανοίγουσι τας θύρας του οι οικοδεσπόται προς τα χιονόπαστα
+στίφη, άτινα, καίτοι ριγούντα και τρέμοντα, εννοούσι να
+αναπτύξωσιν υπό το προσωπείον τον πενιχρόν της ευφυίας των σπόρον.
+Τινές μάλιστα των αμφιτρυώνων και προσεκάλουν ήδη προ ημερών τους
+κομψούς δομινοφόρους διά της ανεκτιμήτου ταύτης φράσεως· «Αύριον
+δεχόμεθα μασκαράδες. Έρχεσθε και σεις;»
+
+Εννοείς λοιπόν τι έγεινε χθες την νύκτα, και τι θα γείνη
+πιθανώτατα και απόψε. Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει
+να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την
+στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα
+εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι
+φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται
+άγνωστα και κατευχαριστημένα.
+
+Κατευχαριστημένα; Όχι πάντοτε δυστυχώς, διότι και η διασκέδασις
+αυτή έχει ενίοτε την σκιεράν της όψιν. Άκουσε, να γελάσης. Προ
+ολίγων ημερών ευάριθμος αλλά φαιδρά δομινοφόρων ομάς περιήρχετο
+εσπέραν τινά τας οδούς των Αθηνών ζητούσα διασκέδασιν και χορόν
+εις πάσαν οικίαν, της οποίας έβλεπε φωτισμένα τα παράθυρα.
+Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει
+άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι
+νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο
+φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν
+διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν. Η άδεια,
+εννοείται, τοις εδόθη, και μετ' ολίγον οι μετημφιεσμένοι μας
+ευρίσκοντο εν μέσω ομηγύρεως κυρίων και κυριών, των οποίων . . . .
+παραδόξως ουδένα κατώρθωσαν ν' αναγνωρίσωσιν. Οι θορυβωδώς
+υποδεχθέντες αυτούς είχον άψογον την ενδυμασίαν, αλλ' ουχί
+εντελώς άψογον και την γλώσσαν, ουδέ τους τρόπους υπερβαλλόντως
+κοσμίους.
+
+ — Πού διάβολον επέσαμεν! εψιθύριζεν ο είς των δομινοφόρων.
+
+ — Πού είνε ο κύριος Λ; έλεγεν ο άλλος, και εννόει τον προ
+τεσσάρων μηνών μετοικήσαντα οικοδεσπότην.
+
+ — Δεν γνωρίζω ψυχήν! παρετήρει τρίτος, και πάντες έμενον βωβοί
+και κατάπληκτοι, ότε είς των χορευτών, ρωμαλέος και πορφυρούς την
+όψιν Ηρακλής, πλησιάζει εις τον παρείσακτον όμιλον, και ερωτά διά
+βροντώδους φωνής·
+
+ — Έχετε άδειαν;
+
+ — Βέβαια. Εζητήσαμεν άδειαν, πριν αναβούμεν.
+
+ — Καλέ άδειαν από τον οικοκύρην . . . έχετε;
+
+ — Δεν ειξεύρομεν πού είνε ο οικοκύρης· ημείς εστείλαμεν τον
+αμαξάν μας, και μας είπεν ότι ειμπορούμεν . . .
+
+ — Α! έτσι; πολύ καλά! Καθίσατε παρακαλώ!
+
+Αλλά πού να καθίσουν οι φίλοι! Τα πράγματα ελάμβανον όψιν
+παράδοξον και ικανώς ανησυχητικήν. Ως δροσιστικά προσεφέροντο εις
+τους χορευτάς αμύγδαλα, πορτοκάλλια και ριζόγαλον μετά πολλής
+κανέλλας, η δε ορχήστρα αποτελουμένη εκ δύο ζ υ γ ι ώ ν
+β ι ο λ ί ο υ και μ π ο υ ζ ο υ κ ί ο υ ήρχισε μέλπουσα
+σ υ ρ τ όν! Ούτε ο χορός ούτε τα δροσιστικά ήσαν φαίνεται της
+ορέξεώς των, ενώ δε η λοιπή ομήγυρις συνεκρότει περί την αίθουσαν
+τον ορχηστικόν της κύκλον, οι δομινοφόροι ετρέποντο αψοφητί ως
+φαντάσματα προς την θύραν, και ητοιμάζοντο ήδη να διαβώσι την
+φλιάν, ότε κυρία τις αποσπάται του συρτού, τοποθετείται δίκην
+Κερβέρου προ της θύρας, και ερωτά επιχαρίτως μειδιώσα·
+
+ — Και πώς, κύριοι, έτσι θα φύγετε, χωρίς να ιδούμεν τα χρυσά σας
+μούτρα;
+
+ — Αλλά, κυρία μου, απαντά είς των νέων, ον είχε φαίνεται
+περισσότερον προσβάλει ο απρεπής του προσώπου του χαρακτηρισμός,
+τα μούτρα μας έχουν, βλέπετε, μουτσούναις, και ο αμαξάς μας μας
+είπεν, ότι είμεθα ελεύθεροι να μη ταις 'βγάλωμεν.
+
+ — Κυρ Γιάννη! φωνεί τότε η κυρία πρός τινα των χορευτών, αυτό το
+πράγμα δεν γίνεται! πρέπει κάποιος να βγάλη την μάσκα του.
+
+ — Έννοια σας, κυρία Ουρανία, λέγει σοβαρός προσερχόμενος ο
+πορφυρούς την όψιν Ηρακλής. Έννοια σας! αφήστε το πράγμα επάνω
+μου, και θα ιδήτε.
+
+Στρεφόμενος δε προς τους δομινοφόρους, οίτινες πολύ πιθανώς είχον
+αρχίσει να οσφραίνωνται δυσάρεστα, παρατηρεί μεθ' ικανού
+μεγαλείου·
+
+ — Η κυρία έχει δίκαιον. Ένας τουλάχιστον από σας πρέπει να βγάλη
+την μάσκα του.
+
+ — Αλλά ο αμαξάς μας . . .
+
+ — Ο αμαξάς σας, ο αμαξάς σας! Πούν' τος αυτός ο αμαξάς σας;
+
+ — Νικόλα! κραυγάζει τότε στεντόρειον από της κλίμακος είς των
+μετημφιεσμένων, έλα γρήγορα επάνω! Και μετά στιγμήν εμφανίζεται ο
+Νικόλας.
+
+ — Καλό 'ς τον κυρ Νικόλα! φωνεί αίφνης, σύμπασα η ομήγυρις, και
+ο πορφυρούς την όψιν Ηρακλής τω προσφέρει ποτήριον οίνου.
+
+ — Τι σόι πράγμα είν' αυτοί οι λεβέντες; τον ερωτά.
+
+ — Καλά παιδιά, κυρ Γιάννη! 'Σ την υγειά σας, αδέλφια, και ο θεός
+'ς το καλό!
+
+ — Α έτσι; Πολύ καλά, κύριοι! Ευχαριστούμεν και να μας συγχωρήτε!
+
+Οι φίλοι κατέβησαν, εννοείται, τας βαθμίδας ανά δύο, δεν αναφέρει
+δε η ιστορία αν εξηκολούθησαν την νυκτερινήν αυτών εκδρομήν.
+
+Μαντεύεις τι είχε συμβή; Ο μάγειρος του οικοδεσπότου, λαβών παρά
+του κυρίου του την άδειαν, είχε συγκαλέσει εν τη κενή οικία τους
+συναδέλφους και φίλους του εις χορόν. Τα λοιπά εξηγούνται.
+
+Η χιών έπαυσε να πίπτη καθ' ην ώραν κλείω την επιστολήν μου.
+Ανοίγω το παράθυρόν μου, και βλέπω σχεδόν αίθριον τον ουρανόν.
+Φαντάσου, αν αύριον είνε ωραία ημέρα! Ας χαίρουν τα Κούλουμα και
+το Φάληρον.
+
+Κ'.
+
+Εν Αθήναις, τη 9 Μαρτίου 1880.
+
+Δόξα τω θεώ και προσκύνημα τω Κυρίω των Δυνάμεων, ότι μας
+απήλλαξε τέλος πάντων της φοβεράς βασάνου, ήτις ονομάζεται
+ενδυμασία προς χορόν, της έτι φοβερωτέρας, ήτις ονομάζεται χορός,
+και της φοβερωτάτης πασών, ήτις ονομάζεται αγρυπνία μέχρι πρωίας
+και cotillon διαρκούν τέσσαρας ώρας.
+
+Ησυχάσαμεν επί τέλους, αγαπητή μου φίλη, και δυνάμεθα τώρα εν
+πάση ανέσει, διά μ ε τ α ν ο ι ώ ν και χαβιαροφαγίας, να
+καθαρισθώμεν από πάσης χορευτικής αμαρτίας και να αποπλύνωμεν
+πάντα τα από των απόκρεω και των μεταμφιέσεων κρίματα ημών. Θα το
+κάμωμεν όμως άρα γε; Ή τουλάχιστον θα το κάμωμεν όλαι; Αμφιβάλλω
+πολύ· και θ' αμφιβάλης και συ μαζή μου, όταν μάθης, ότι χθες
+ακόμη, σάββατον μόλις της πρώτης εβδομάδος της τεσσαρακοστής,
+εχόρευον — όχι εγώ, θεός φυλάξη! — αλλά πολλαί φίλαι μας . . . .
+μέχρις της τρίτης μετά το μεσονύκτιον. Και πώς λοιπόν! θ'
+αναφωνήσης βέβαια· δεν εχόρτασαν επί δύο ήδη μήνας sandwichs και
+λεμονάδας; δεν εκουράσθησαν οι πόδες των; δεν εβαρύνθησαν οι
+ρώθωνές των ροφώντες καπνόν κηρίων και κονιορτόν; δεν εβαρύνθησαν
+αι γλώσσαι των ομιλούσαι μεταξύ δύο αντιχόρων περί βροχής και
+ηλίου, περί χειμώνος και αιθρίας, περί υπουργικής κρίσεως και
+Κωστοπούλου, περί της οδού Πατησίων και του ελληνικού ζητήματος;
+Όχι, αγαπητή μου! ούτε εκουράσθησαν, ούτε εβαρύνθησαν. Απόδειξις
+δε τούτου το φοβερόν χθεσινόν πραξικόπημα, το οποίον, ως μανθάνω,
+πρόκειται να επακολουθήσωσι και άλλα όμοια εντός ολίγου. Δεν
+ηξεύρω, αν ο κόσμος εν γένει ελωλάθη εφέτος, ή εγώ παραδόξως
+πρεσβυτίζω. Το βέβαιον όμως είνε, ότι η μανία των διασκεδάσεων,
+των εσπερίδων και των χορών δεν εξεθύμανεν ακόμη, μ' όλον το
+δυσάρεστον douche, το οποίον έρριψε κατά των κεφαλών μας ο
+ανεκδιήγητος χειμών της παρελθούσης εβδομάδος. Ούτω δε, μολονότι
+κ' εφέτος καθ' όλους τους τύπους εωρτάσαμεν τα Κ ο ύ λ ο υ μ α,
+μολονότι, ως εμάντευον εις το τέλος της παρελθούσης μου
+επιστολής, ηθρίασεν αίφνης την Καθαράν Δευτέραν ο καιρός, οιονεί
+από σκοπού καταδεικνύων, ότι ετραχύνθη μεν ίνα κόψη τας αμαρτωλάς
+ημών διασκεδάσεις, εγλυκάνθη δε πάλιν εν μια νυκτί, ίνα καλέση
+ημάς εις πανηγυρικήν προϋπάντησιν των νηστειών και της μετανοίας,
+ημείς όμως ο υ β ο υ λ ό μ ε θ α σ υ ν ι έ ν α ι, ούτε σημεία
+εκτιμώμεν ούτε οιωνούς, εμμένομεν δε σκληροτράχηλοι εις την
+παραλυσίαν, και ο θεός πλέον. . . . ε λ ε ή σ α ι κ α ι
+ο ι κ τ ε ι ρ ή σ α ι η μ ά ς. Αυτά δε περίπου έλεγε και σήμερον
+εν πολλή κατανύξει καλοθρεμμένος τις ιεροκήρυξ, όστις εφρόντισεν
+επί τέλους να μνημονεύση επιδεξίως προς τους ακροατάς του και
+μικρόν τι αυτού συγραμμάτιον, ορίζων συνάμα και το βιβλιοπωλείον,
+όπου ηδύνατο να το αγοράση ο βουλόμενος προς ψυχικήν αυτού
+οικοδομήν, αντί ε υ τ ε λ ο ύ ς τι μ ή ς. Γνωρίζετε σεις αυτού,
+εν Παρισίοις, το είδος αυτό της Réclame, το οποίον υπερβαίνει, ως
+βλέπεις, παν ό,τι ομοειδές επενόησαν μέχρι τούδε οι Αμερικανοί;
+
+Ουχ ήττον, μολονότι και νηστεύοντες χορεύομεν, μολονότι και
+μετανοούντες εν τεσσαρακοστή διασκεδάζομεν ως εν απόκρεω,
+εσπεύσαμεν όμως ως άνθρωποι κατ' εξοχήν τυπικοί ν'
+αποχαιρετίσωμεν δήθεν τα Κρόνια και πάσαν την πομπήν αυτών, άλλοι
+μεν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, άλλοι δε εις το Φάληρον.
+Εννοείς, ότι αφότου η ακτή του νέου Φαλήρου ήρχισε να κάμνη
+ανταγωνισμόν εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός, ο κόσμος των
+καθαυτό Κουλούμων έγεινεν αραιότερος και από έτους εις έτος
+ελαττούται. Μάτην ήθελέ τις και εφέτος αναζητήσει επί των
+γραφικών καίτοι φαλακρών λόφων, οίτινες δεσπόζουσι των οχθών του
+ξηρού Ιλισσού, τας ποικίλας εκείνας συστάδας των σταυροποδητί
+καθημένων πέριξ τρυβλίου ελαιών, κρομμύων, θριδάκων και της
+απαραιτήτου π λ ώ σ κ α ς· μάτην ήθελέ τις ζητήσει τα παλαιά
+εκείνα και παροιμιακά όρη των στραγαλίων, άτινα έφρασσε
+κυκλοειδής πορτοκαλλίων παράταξις, και το απειράριθμον τάγμα των
+κ ο υ λ ο υ ρ τ ζ ή δ ω ν, πέριξ των οποίων εσκίρτων εκ χαράς των
+νηπίων τα ροδοπάρεια στίφη, και τους σκοροδοστεφείς
+β ι ο λ ι σ τ ά ς, και τους όπισθεν της κεφαλής των φέροντας την
+προσωπίδα μετημφιεσμένους, και των υπό τας στήλας του Ολυμπιείου
+ορχουμένων παλληκαρίων τον όμιλον, και το πυκνόν, πυκνότατον
+εκείνο πλήθος των θεατών, οίτινες κατέκλυζον τον πέριξ χώρον,
+δίκην μυρμήκων στρατιάς. Όλα εκείνα τα παλαιά, όλη εκείνη η
+φαιδρά αληθώς πανήγυρις, ήτις έτι τοσαύτα έτη αντείχεν επίμονος
+εις παν εκκλησιαστικόν ανάθεμα και πάσαν επισκοπικήν προγραφήν,
+παρήλθε πλέον σήμερον ανεπιστρεπτεί, και ό,τι δεν κατώρθωσεν η
+εκκλησία κατώρθωσεν ούτως ειπείν ο πολιτισμός. Λέγω ούτως ειπείν,
+διότι μετέθηκεν απλώς ό,τι μάτην εκείνη προσεπάθει να εξοντώση.
+Δεν γίνεται πλέον εις τας στήλας του Ολυμπίου Διός το προσκύνημα
+της Καθαράς Δευτέρας, αλλά γίνεται όμως από πέντε ήδη ετών εις το
+Φάληρον. Εις τους λόφους του Ιλισσού απέμειναν πιστοί αποδημηταί
+ολίγιστοι μόνον, μη πολιτισμένοι και εις τας κατωτέρας του λαού
+τάξεις ανήκοντες. Αυτοί μεταφέρουσιν ακόμη εκεί, ως είχον
+μεταφέρει την παρελθούσαν Δευτέραν, τας ελαίας των και τα σκόροδά
+των και τα πενιχρά των όστρεα και τον απαραίτητον ρητινίτην, και
+τραγουδούσιν ακόμη εύθυμοι, και χορεύουσι προς τον ήχον βραχνού
+τινος και παραχόρδου βιολίου. Αλλ' είνε ολίγοι δυστυχώς, ως είνε
+ολίγοι και οι θεαταί των. Οι πολλοί, ων η πολιτιζομένη και
+νεωτερίζουσα στρατιά πληθύνεται οσημέραι, καταβαίνουσιν εις το
+Φάληρον, όπου υπάρχει εστιατόριον της Εταιρίας του σιδηροδρόμου,
+όπου υπάρχει καφενείον, όπου κτίζονται μέγαρα εξοχικά, όπου
+δύναταί τις τέλος να περιπατήση ώρας ολοκλήρους εις διακοσίων
+μέτρων έκτασιν, θαυμάζων τας πασσαλοστοιχίας, ας οι φαληρισταί
+αποκαλούσι κήπους, το μελαγχολικόν παράπηγμα, όπερ το θέρος
+ονομάζεται θέατρον, και . . . . . την περίεργον ανεμαντλίαν, ήτις
+ως γίγαντος σκελετός αναπτύσσει προς την θαλασσίαν αύραν τας
+ερυθράς της πτέρυγας. Τα πολλά ταύτα και ποικίλα θέλγητρα του
+Φαλήρου, εις τα οποία μη λησμονήσης να προσθέσης το μέγιστον
+εκείνο, όπερ συνοψίζουσιν αι γαλλικαί λέξεις: voir et être vu,
+συγκαλούσι συνήθως την Καθαράν Δευτέραν παρά τον φαληρικόν
+αιγιαλόν τον ούτω καλούμενον καλόν κόσμον των Αθηνών, όστις, αφού
+περιπατήση ώρας τινάς, και ακούση ρακένδυτόν τινα και άνιπτον
+ιταλόπαιδα παίζοντα διά της άρπας του την Mandolinata και την
+Stelle Confidente, επιστρέφει οίκαδε κατευχαριστημένος, και
+διηγείται την επιούσαν ότι επέρασε θαυμάσια εις το Φάληρον.
+Εφέτος όμως και του Φαλήρου τα Κ ο ύ λ ο υ μ α ήσαν πενιχρά και
+μέτρια. Ο κόσμος ήτο ολίγος, ίσως διότι ο άφθονος πηλός των οδών
+εμπόδισε τους περισσοτέρους να επιχειρήσωσι την από της οικίας
+των εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν οδοιπορίαν, πολύ μακροτέραν
+και δυσαρεστοτέραν της από του σταθμού εις το Φάληρον· το δε
+εστιατόριον του σιδηροδρόμου ήτο κλειστόν, διότι πιθανώς η χιών
+της προτεραίας είχε παγώσει τους κερδοσκοπικούς υπολογισμούς του
+ξενοδόχου. Ούτω πάσαι αι διασκεδάσεις, τας οποίας προ μικρού
+ανέφερα, έγειναν μεν, αλλ' έγειναν κατά πολύ μικροτέρας
+διαστάσεις, και ως greatest attraction της ημέρας έμεινεν η
+ανεμαντλία του σιδηροδρόμου, ήτις αντικατέστησεν από τινων μηνών
+το δυστυχές ονάριον, ούτινος οι αφιλοκερδείς αγώνες επότιζον
+άλλοτε τον κήπον της Εταιρείας.
+
+Θέλεις τώρα και έν νέον; Έφθασε προχθές ο ιταλικός μελοδραματικός
+θίασος, όστις πρόκειται να τέρψη τα αθηναϊκά ώτα κατά την
+τεσσαρακοστήν από της σκηνής του χειμερινού θεάτρου. Λέγεται δε
+ήδη περί αυτού ότι η πρώτη κυρία είνε . . . . πολύ ωραία. Συ θα
+ερωτήσης ίσως, αν τραγουδεί εύμορφα. Περί τούτου ουδείς έγεινε
+λόγος μέχρι τούδε υπό του φ ι λ ο μ ο ύ σ ο υ κοινού.
+
+Α! αλήθεια· ολίγου δειν να λησμονήσω και έν άλλο νέον. Έπεσε το
+Υπουργείον.
+
+
+
+ΠΤΩΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΟΣ,
+
+ΛΙΤΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ (11)
+
+
+
+Ο αναγινώσκων τας τέσσαρας ταύτας λέξεις της επιγραφής της
+προκειμένης μελέτης θέλει κατά πάσαν πιθανότητα συνάψει αυτάς
+φυσικώς και κατά τάξιν ανά δύο, την μεν πτωχείαν μετά της
+λιτότητος, την πολυτέλειαν δε μετά του πλούτου. Σκεπτόμενος
+βεβαίως κατά λογικωτάτην ακρίβειαν, ότι οι νεοφανείς ασπάραγοι
+τιμώνται τριών δραχμών κατά δέσμην, ότι οι ασπάραγοι είνε
+λίχνευμα μάλλον ή φαγητόν, και ότι τα λιχνεύματα προϋποθέτουσι τα
+φαγητά, θέλει συμπεραίνει, κατά λογικωτάτην επίσης ακρίβειαν, ότι
+εκείνοι μόνον δύνανται να τρώγωσι και τρώγουσι συνήθως νεοφανείς
+ασπαράγους, όσοι περισσεύουσι φαγητού και αφθονούσιν, εννοείται,
+χρήματος. Περί ορέξεως δεν πρόκειται, καθότι η όρεξις των
+προσφάτων ασπαράγων δεν είνε προνόμιον εξαιρετικόν τάξεώς τινος
+ανθρώπων, και αν η μοίρα εδημιούργησε διάφορα τα βαλάντια και το
+περιεχόμενον αυτών, η φύσις όμως εδημιούργησεν ομοίους τους
+ουρανίσκους των ανθρώπων και ομοίους σχεδόν αυτών τους στομάχους.
+Αν δε μετά της αυτής λογικής ακριβείας εξακολουθήση σκεπτόμενος ο
+ημέτερος αναγνώστης, θέλει επίσης σκεφθή, ότι, επειδή αι
+μεταξωταί εσθήτες και τα τρίχαπτα είνε ακριβαί συνήθως και
+βαρύτιμοι, δεν είνε δυνατόν να φορώσιν αυτάς ειμή μόνον των
+πλουσίων αι γυναίκες, εκείνων δηλαδή, οίτινες τοσούτον έχουσι
+στρογγύλον το πουγγίον αυτών, ώςτε, αφού φάγωσι μέχρι κόρου
+προσφάτους ασπαράγους, δύνανται να ενδύσωσι και τας συζύγους
+αυτών μέχρι κόρου δι' εσθήτων μεταξωτών.
+
+Τας σκέψεις ταύτας επιβάλλει η λογική· και δι' αυτό ελέγομεν
+ανωτέρω, ότι ο λογικός ημών αναγνώστης θέλει συνάψει τον πλούτον
+μετά της πολυτελείας και την πτωχείαν μετά της λιτότητος,
+αναλογιζόμενος και συμπεραίνων, ότι, όπως η πολυτέλεια είνε
+ακολούθημα του πλούτου, ούτω και η λιτότης είνε της πτωχείας
+ανάγκη. Δυστυχώς όμως η λογική δεν συμφωνεί πάντοτε και πανταχού
+προς τα πράγματα· εν Ελλάδι δε ιδίως, και μάλιστα εν Αθήναις,
+ψεύδει συνήθως η των πραγμάτων αλήθεια την αυστηρότητα της
+λογικής. Είνε δε φυσική η τοιαύτη παρ' ημίν ανωμαλία, ουδέ πρέπει
+να ξενίζη τον προσεκτικόν παρατηρητήν. Όπως τα εν ζυμώσει
+διατελούντα ρευστά φέρουσι συνήθως επί της επιφανείας αυτών όλην
+εκείνην την ιλύν, ήτις εις τρύγα μεταβαλλομένη θέλει μετ' ολίγον
+καταβή εις τον πυθμένα — την φυσικήν αυτής θέσιν, — ούτω και εις
+τας αστάτους και ζυμουμένας έτι κοινωνίας ανατρέπεται ως επί το
+πολύ η φυσική των πραγμάτων θέσις, και πολλά γίνονται άνω κάτω,
+και απορεί προς το παράδοξον ο επιπολαίως τα πράγματα μελετών.
+Τοιούτο τι συμβαίνει σήμερον και εν τη ελληνική κοινωνία, ιδίως
+δε τη Αθηναϊκή, ήτις ως πρωτευούσης κοινωνία ου μόνον ευλόγως
+αξιοί να νομοθετή και διά την λοιπήν Ελλάδα, αλλά και ήρχισεν από
+τινος πράγματι να γίνεται πρότυπον των επαρχιών.
+
+Η ανατροπή αυτή της φυσικής των κοινωνικών φαινομένων αναπτύξεως
+είνε δυστύχημα πάντως όπου και αν επέλθη, πολύ δε μείζον και
+λυπηρότερον αναντιρρήτως, οσάκις επέρχεται εις έθνη μικρά, εις
+πολιτείας πτωχάς και μόλις την βρεφικήν αυτών ηλικίαν
+καταλιπούσας. Τοιαύτη νηπιώδης έτι κοινωνία είνε η ελληνική, και
+διά τούτο μέγα δι' αυτήν δύναται να κληθή δυστύχημα το φαινόμενον
+εκείνο, περί ου επιλαμβανόμεθα να ανακοινώσωμεν εις τον
+αναγνώστην ολίγας σκέψεις και παρατηρήσεις.
+
+Η πολυτέλεια εκρίθη πάντοτε και κρίνεται σήμερον έτι διαφόρως και
+ποικίλως υπό των κοινωνιολόγων. Πολλοί αποκαλούσιν αυτήν λέπραν
+εν πάση οιαδήποτε περιπτώσει, και παρ' αυτοίς έτι τοις πλουσίοις,
+και την καταδικάζουσιν ανεπιφυλάκτως, ισχυριζόμενοι, ότι η εφ' α
+μη δει δαπάνη, η θεραπεία ουχί πραγματικών αλλ' ανυπάρκτων,
+συνθηματικών και φαντασιωδών μόνον αναγκών, και αυτή τέλος η εκ
+του περιττού των περιττών προμήθεια είνε νόσημα κοινωνικόν,
+παραλύον τα νεύρα και την παραγωγικήν δύναμιν των εθνών, μαραίνον
+τα ευγενή των αισθήματα, καταστρέφον διά της αβροδιαίτης το
+γενναίον του φρονήματος και αποπνίγον εν εκείναις μάλιστα ταις
+πολιτείαις, όσων ο εθνικός προορισμός διατελεί έτι ανεκπλήρωτος,
+πάσαν περί του μέλλοντος σκέψιν και πάσαν περί εθνικού μεγαλείου
+μέριμναν.
+
+Άλλοι δε τουναντίον, ουχί δυστυχώς οι ασημότεροι ούτε οι
+ολιγώτερον έχοντες το κύρος του λόγου, αντεδοξούσιν ότι η
+πολυτέλεια είνε ου μόνον ανάγκη των πλουσίων κοινωνιών, αλλ'
+αυτόχρημα καθήκον των ευπορούντων.
+
+Η πολυτέλεια, λέγουσιν ούτοι, ανοίγει πόρους εις την βιομηχανικήν
+των εθνών παραγωγήν, προκαλούσα την άμιλλαν των βιομηχάνων και
+κεντρίζουσα την εφευρετικότητα του πνεύματός των, ασχολούσα τας
+εργατικάς δυνάμεις της πολιτείας, πληρούσα εκ του περισσεύματος
+των πλουσίων ταμείων το κενόν του πτωχού βαλαντίου, και
+διατιθεμένη τα ψιχία της αφθονούσης τραπέζης εις χορτασμόν του
+πεινώντος πένητος.
+
+Αλλ' οπωςδήποτε και αν κρίνωσι περί της πολυτελείας οι περί τας
+κοινωνίας σήμερον φιλοσοφούντες, αι περί αυτών κρίσεις των δεν
+ανάγονται εις το προκείμενον ημών θέμα του λόγου, καθότι
+περιστρέφονται εις την εύλογον και φυσικήν και ευεξήγητον
+πολυτέλειαν, την εκ του περιττού πολυτέλειαν των ευπόρων και
+πλουσίων. Το να δαπανά ο πλούσιος όσα και όπου και όπως θέλει,
+είνε λίαν φυσικόν. Δεν βλάπτει μεν εαυτόν, ωφελεί δε μάλλον ή
+ζημιοί, αμέσως τουλάχιστον, τους άλλους. Κάμνει μεν την επίδειξίν
+του, διότι τέλος πάντων είνε κύριος να ζη κάλλιον των άλλων, να
+τρώγη ό,τι θέλει, να ενδύεται όπως θέλη, να έχη αμάξας και
+θεωρεία, να δίδη γεύματα και χορούς· αλλ' η επίδειξις αύτη, όσον
+αυστηρώς και αν κριθή υπό βαθυτέραν ηθικολογικήν έποψιν, δεν
+δύναται να καταλογισθή εις κοινωνικόν έγκλημα, εν μέσω
+τουλάχιστον μεγάλων και κατηρτισμένων κοινωνιών, όπου και αι
+κοινωνικαί κλάσεις εισίν ακριβώς και δυσυπερβάτως διακεκριμέναι,
+και ο της μιμήσεως πειρασμός δεν είνε πλέον νόσημα κοινωνικόν,
+και οι άνθρωποι εν γένει ου μόνον γνωρίζουσι τι είνε και τι
+έχουσιν, αλλά και αν το λησμονήσωσιν ενίοτε, αναγκάζονται να το
+ενθυμηθώσιν υπό την χλεύην και την επιτακτικήν πίεσιν της κοινής
+γνώμης.
+
+Παρ' ημίν όμως σπανίζει μεγάλως η φυσική εκείνη και εύλογος
+πολυτέλεια, αφθονεί δε τουναντίον η άλογος και η παράδοξος. Παρ'
+ημίν δαπανώσιν ως επί το πολύ αφθόνως και σπατάλως οι
+δυσαναλόγους προς την σπατάλην ταύτην έχοντες τους οικονομικούς
+αυτών πόρους, οι πτωχοί απλώς ειπείν ή καν μετρίας περιουσίας
+άνθρωποι, οι πλούσιοι δε τουναντίον φειδωλεύονται και
+χρηματίζονται έτι μάλλον.
+
+Πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων, αίτινες παρέχουσιν εν τη καθ'
+ημάς κοινωνία το θέαμα της ελλόγου πολυτελείας, ο πλούτος εν
+Ελλάδι σπανίως που συναντάται μετ' αυτής, και αν που συναντηθή,
+αφορμή ως επί το πλείστον της τοιαύτης συμπτώσεως είνε η οψιμότης
+του πλούτου, ή επιδείξεως πυρετός, ή κενόδοξον σχέδιον πολιτικής
+και κοινωνικής προαγωγής. Ουδέν σχεδόν απαντά τις παρ' ημίν
+παράδειγμα του σοβαρού εκείνου, του εαυτόν σεβομένου και την
+αποστολήν του συνειδότος πλούτου, όστις εν ταις ανωτέραις τάξεσι
+των ευρωπαϊκών κοινωνιών μεταβάλλει σχεδόν πάντοτε τους οίκους
+των πλουσίων διά της λογικής και ευκόσμου πολυτελείας εις κυψέλας
+ευεργετικάς, αφ' ων ου μόνον αμέσως ή εμμέσως σιτίζεται κόσμος
+ολόκληρος εργατικός και βιομήχανος, αλλά και άλλος κόσμος,
+ανώτερος μεν διανοητικώς αλλά πενιχρόν παρά της μοίρας λαχών του
+χρήματος το τάλαντον, αποδέχεται φως και θερμότητα, εμψύχωσιν
+υλικήν και νοήμονα υποστήριξιν. Σπάνιον δυστυχώς εύρημα είνε παρ'
+ημίν έστω και πενιχρά τις βιβλιοθήκη εις οίκον πλουσίου, έτι δε
+σπανιώτερον πινακοθήκη εξ ολίγων αλλά καλών εικόνων ή εύμορφόν τι
+γλυπτικόν καλλιτέχνημα. Και αυτά δε τα εξωτερικά και
+καταφανέστερα του πλούτου δείγματα, τα ανετωτέραν μεν την
+απόλαυσιν του υλικού βίου μαρτυρούντα, κατελέγχοντα δε συνάμα και
+την συναίσθησιν της φυσικής εκείνης ανάγκης του πλούτου εις
+μετάδοσιν αυτού και κοινολόγησιν, είνε επίσης σπάνια εν τη
+ελληνική κοινωνία, ή, αν που αναφαίνωνται, υπεμφαίνουσιν, ουχί
+την ειλικρινή εκείνην πολυτέλειαν των πλουσίων, αλλά τον τύφον
+μάλλον και τον επιδεικτικόν πυρετόν των οψιπλούτων.
+
+Τι τούτο βλάπτει; ίσως ερωτήση τις. Ουδέν, αποκρινόμεθα, ουδέ
+μνημονεύομεν του πράγματος όπως το κατακρίνωμεν. Είνε μεν αληθές,
+ότι est modus in rebus, ήτοι ότι το κ α λ ό ν ο υ κ έ σ τ ι
+κ α λ ό ν ε ά ν μ η κ α λ ώ ς γ έ ν η τ α ι, και ότι επομένως
+και αυτή η των πλουσίων πολυτέλεια, κακώς γινομένη, ζημιοί μάλλον
+ή ωφελεί την κοινωνίαν, διότι και τον φθόνον κινεί, και της
+μιμήσεως τον πειρασμόν διεγείρει, και εις ευολίσθους παράγει
+ατραπούς τους ανοήτους. Αλλά τέλος πάντων, τ ι μ α ς
+μ έ λ ε ι, δύνανται ευλόγως να παρατηρήσωσιν οι ούτω δαπανώντες
+πλούσιοι, τι μας μέλει, αν υπάρχουσι φθονεροί και ανόητοι, τι
+πταίομεν ημείς αν σκάσωσιν ολίγοι βάτραχοι, διότι θέλουσι και καλά
+να γείνωσι βόες ως ημείς. Ουδέν βεβαίως τους μέλει, ούτε πρέπει να
+τους μέλη εκ της ατομικής των επόψεως. Μέλει όμως πολύ τον πολύν
+κόσμον, έτι δε περισσότερον μέλει και πρέπει να μέλη τον περί της
+εν γένει καλής ή κακής, υγιούς ή νοσηράς καταστάσεως της ημετέρας
+κοινωνίας μελετώντα και ευλόγως περί αυτής ενδιαφερόμενον.
+
+Αλλά το θέμα τούτο, όπερ μακράς και σπουδαίας μελέτης ηδύνατο να
+καταστή υποκείμενον, είνε ξένον της σημερινής ημών διατριβής. Δεν
+αδιαφορούμεν μεν, αν και πώς δαπανώσιν οι πλούσιοι παρ' ημίν,
+αφίνομεν όμως εις άλλην ευκαιρίαν την περί τούτου μελέτην,
+επιλαμβανόμεθα δε του δευτέρου μέρους του κοινωνικού ημών
+παραδόξου, τουτέστι της πολυτελείας των μη πλουσίων, ήτις και
+παριστά τα συμπτώματα πολύ σπουδαιοτέρας και κινδυνωδεστέρας
+κοινωνικής νόσου, θέλει δε, δεινουμένη, καταστή αναποδράστως
+θανατηφόρος γάγγραινα της Ελλάδος.
+
+Εις βεβαίωσιν του λυπηρού τούτου φαινομένου αρκεί μικρά τις
+μόνον, έστω και επιπολαία, παρατήρησις της αθηναϊκής κοινωνίας,
+κατά τας δημοσίας αυτής συναθροίσεις. Ας εξέλθη ο παρατηρητικός
+ημών αναγνώστης κυριακήν τινα ή μουσικής ημέραν εις τας πλατείας
+του Συντάγματος και της Ομονοίας· ας παρακολουθήση τον περίπατον
+των Πατησίων· ας πορευθή θερινήν τινα εσπέραν εις του Απόλλωνος
+και του Φαλήρου τα ύπαιθρα θέατρα· ας παραμείνη τέλος εν αυτή τη
+αιθούση του χειμερινού ημών θεάτρου, περιάγων επί τινας στιγμάς
+το βλέμμα του από θεωρείου εις θεωρείον. Είμεθα ολίγοι δυστυχώς
+και γνωριζόμεθα. Γνωριζόμεθα δε ου μόνον προσωπικώς, αλλά και
+βαθύτερον έτι και λεπτομερέστερον, σπανίως αγνοούντες τις έκαστος
+και πόθεν, τι πράττει, και — το σπουδαιότερον — τι έχει.
+
+Ας παρατηρήση ο αναγνώστης ημών ο περίεργος. Εκεί μεν θα ίδη
+διακοσιοδράχμου τινος δημοσίου μισθοφόρου την σύζυγον
+μετακαλούσαν εις εσθήτα μεταξωτήν ολόκληρον του ανδρός της
+μηνιαίον· εδώ δε της πλυντρίας αυτού την θυγατέρα — εκείνην
+ακριβώς, ήτις χθες έτι το εσπέρας του έφερεν εντός κανίστρου τα
+υποκάμισά του, και εις ην εδώρησεν ολίγα κέρματα διά τον κόπον
+της, μεταμορφωμένην μεν εις περίκοσμον κυρίαν, και φέρουσαν επάνω
+της τους κόπους εβδομάδων όλων της ταλαίνης μητρός της,
+ελέγχουσαν όμως συνάμα διά της χροιάς της μορφής της — αν τυχόν
+δεν είνε και αυτή εορτάσιμος — ότι μακράς ημέρας ενήστευσε χάριν
+του κυριακού εκείνου περιπάτου. Παρέκει θ' απαντήση μικρόν τινα
+υπάλληλον εμπορικού γραφείου, αναβοκαταβαίνοντα μόνον εντός
+αμάξης του Σταδίου και των Πατησίων την λεωφόρον με άνθος εις την
+κομβιοδόχην και την λαβήν του ραβδίου του εις τα χείλη, οφείλοντα
+δε, βεβαίως μεν τον κομψόν του επενδύτην εις δυστυχή τινα ράπτην,
+πιθανώτατα δε και εβδομάδων όλων γεύματα εις ελεήμονα τινα
+ξενοδόχον. Εις του Φαλήρου την ακτήν και του θεάτρου τα εδώλια θα
+εύρη συχνότατα ο παρατηρητής ημών πολυπληθείς οικογενείας —
+πατέρα, μητέρα, θυγατέρας και υιούς, μικρούς και μεγάλους —
+προσέχοντας εις το άσμα της σκηνής ή τρώγοντας παγωτά, ενώ
+βεβαίως ανεπαρκώς εγευμάτισαν. Εις του χειμερινού μας τέλος
+θεάτρου τα θεωρεία θα ίδη ανέτως αναπαυομένας και επιχαρίτως
+μειδιώσας οικοδεσποίνας, αίτινες κατέλιπον βεβαίως οίκοι σωρείαν
+παιδίων ατημελήτων και φωνασκούντων, κυλιομένων πιθανώς επί του
+εδάφους εν μέσω τεμαχίων άρτου και τυρού, υπό την επιτήρησιν
+ρυπαράς τινάς ανδρίας υπηρέτιδος. Πανταχού δε απλώς ειπείν,
+πανταχού όπου αν στρέψη το βλέμμα, θα καταπλαγή προς την
+μεγαλοπρεπώς κεκοσμημένην και επιδεικτιώσαν πτωχείαν, την υπό
+αυτάρκες μειδίαμα σοβούσαν εν μέσω του πλήθους, την εκ της
+ελλείψεως του άρτου δαπανώσαν εις το περίσσευμα της εσθήτος, την
+αφελώς πιστεύουσαν, ότι εκλαμβάνεται αντί πλούτου. Τις όμως εν τη
+μικρά ημών κοινωνία, απατάται εκ της προς το θεαθήναι παράφρονος
+δαπάνης; τις ο αγνοών το περιεχόμενον και θαμβούμενος εκ του
+περιέχοντος; τις ο αφελής εκείνος, όστις παραγνωρίζει το σεσηπός
+ξύλον υπό τον καλύπτοντα ψευδόχρυσον; Ουδείς βεβαίως, διότι, ως
+προείπομεν, είμεθα ολίγοι δυστυχώς και γνωριζόμεθα. Διά τούτο δε,
+όσον και όπως αν ενδυθώσιν, όσον και όπως αν επιδειχθώσι δημοσία,
+όσον και όπως αν καλύψωσιν αληθή και έντιμον πολλάκις πενίαν υπό
+πλούτον ψευδή οι νομίζοντες αρκούσαν των πολλών την γνώμην εις
+ευτυχίαν των ολίγων, ματαία πάντως είνε η προσπάθεια, και
+ανωφελείς οι αγώνες των· διότι βλέποντες αυτούς μειδιώσι μεν εξ
+οίκτου οι απαθέστεροι, ερωτώσι δε περιέργως αλλήλους οι
+νευρικώτεροι: «Πού τα βρίσκει λοιπόν κ' εξοδεύει;» οι δε
+απερισκεστότεροι και αναφωνούσιν ίσως δυσάρεστόν τι και προπετές
+επιφώνημα εν μέσω της οδού. Πάντες δε γελώσιν, οι μεν ενδομύχως,
+οι δε και εκφανώς προς την παράδοξον εκείνην μωρίαν, ήτις αφίνει
+νήστιν τον ίδιον στόμαχον, ίνα τέρψη τους ξένους οφθαλμούς. Ίσως
+και διά τους γελώντας γελώσιν οι άλλοι. Ουδέν παράδοξον, διότι ο
+μύθος της ξένης δοκού, όσον παλαιός και αν ήνε, έχει επίκαιρον
+πάντοτε και πανταχού την εφαρμογήν. Τούτο όμως αποδεικνύει, ότι
+οι ανοήτως παρ' ημίν σπαταλώντες είνε πολύ πλείονες των
+υποτιθεμένων, και ότι η επιδημία είνε πολύ μάλλον διαδεδομένη.
+
+Και ταύτα μεν περί της νόσου και της αιτιολογίας της, ίνα
+λαλήσωμεν επί το παθολογικώτερον. Τα δε περί της προγνώσεως αυτής
+και της εκβάσεως, ως λέγουσιν οι ιατροί, είνε βεβαίως πολύ
+δυσαρεστότερα και απαισιώτερα. Αν η ανόητος πολυτέλεια είνε
+καθόλου λέπρα και φαγέδαινα των μικρών και ασυμπήκτων έτι
+κοινωνιών, η των απόρων όμως σπατάλη, η εκ χρεών συνήθως, εκ
+στερήσεως των αναγκαίων και εξ ασιτίας πολλάκις ή εκ κρυφίων
+άλλων και δυσομολογήτων ενίοτε μέσων τρεφομένη, είνε νόσημα
+κοινωνικόν ανίατον, φέρον εις παντελή εκφαύλισιν ηθικήν, εις
+σήψιν και διάλυσιν την ατυχή εκείνην κοινωνίαν, ης υπονομεύει το
+σώμα.
+
+Πόθεν — αληθώς — επληρώθη χθες, ή πόθεν θα πληρωθή αύριον ή
+μεθαύριον, ή την άλλην εβδομάδα το μεταξωτόν εκείνο φόρεμα της
+συζύγου του διακοσιοδράχμου υπαλλήλου; Σήμερον ίσως εκ της
+τοκογλυφικής προεξοφλήσεως του μισθού του, αύριον εκ βαρυτόκου
+συναλλάγματος, μεθαύριον εκ καταχρήσεως, και την άλλην εβδομάδα
+εξ άλλης αρρήτου πηγής.
+
+Πώς επληρώθη ή θα πληρωθή ο αμαξηλάτης, ο ράπτης, ο ξενοδόχος του
+μικρού εκείνου υπαλλήλου εμπορικού γραφείου; Διά μικράς τινος
+σήμερον προκαταβολής, δι' υποσχέσεων και ψεύδους αύριον, διά
+κρυπτού μεθαύριον, και μετ' ολίγον διά δικαστικού κλητήρος.
+
+Πώς κατορθόνει ο ταλαίπωρος εκείνος οικογενειάρχης να οδηγή τρις
+και τετράκις της εβδομάδος την οικογένειάν του εις τα θερινά
+θέατρα, και να παρέχη αυτή απαραιτήτως την διασκέδασιν εκείνην,
+ης κάλλιστα εστερούντο άλλοτε οι αθηναίοι αστοί, — ότε δεν είχον
+αι Αθήναι Φάληρον και Απόλλωνα — ήτις όμως κατέστη πλέον
+αναπόφευκτος εις την υγείαν των; Ουδ' αυτός ακριβώς το γνωρίζει.
+Γνωρίζει τούτο μόνον· ότι χρειάζεται πάσαν εσπέραν τοιαύτης
+θεατρικής ψυχαγωγίας δέκα περίπου δραχμάς, ότι δαπανά ούτως
+έκαστον μήνα υπέρ τας διακοσίας, ότι εσπατάλησε βαθμηδόν μικρόν
+τι αποταμίευμα, όπερ είχε διαφυλάξει δι' απευκταίαν ενδεχομένην
+ανάγκην, και ότι . . . . πρό τινων εβδομάδων έχασεν έν τέκνον
+του, διότι δεν είχε τα μέσα να το νοσηλεύση. Χάριν της υγείας των
+άλλων, τα φέρει εις το θέατρον του Φαλήρου!
+
+Πόθεν τέλος στολίζεται η δέσποινα εκείνη, και ενοικιάζει πάσαν
+σχεδόν εσπέραν θεωρείον; Ερωτήσατε τα πολυπληθή της τέκνα, άτινα
+κατακλίνονται άδειπνα και οιμώζοντα· ερωτήσατε τον σύζυγόν της,
+όστις αναγκάζεται να επαιτή δεξιά και αριστερά κλειδία θεωρείου,
+όστις χθες έτι σας εζήτησε δάνειον πεντήκοντα δραχμών, και αύριον
+θα έχη μόλις να προμηθευθή τα τρόφιμα της ημέρας.
+
+Πού δε απολήγει ούτως η ποικιλότροπος αυτή αλλά μία πάντοτε κατά
+βάθος και η αυτή πανταχού παραφροσύνη, η διά της ανοήτου δαπάνης
+κενή και ματαία επίδειξις, η χωρίς τινος λόγου δημιουργία
+φανταστών αναγκών και η εκ παντός τρόπου προσπάθεια εις θεραπείαν
+των;
+
+Εις την ταπείνωσιν εν πρώτοις· κατόπιν εις τον εξευτελισμόν· μετ'
+ολίγον εις την κοινήν περιφρόνησιν, και τέλος εις τα άρθρα του
+ποινικού νόμου.
+
+Εις ταύτα δε δυστυχώς και πάντοτε, ταχέως ή βραδέως, λήγει
+συνήθως το στάδιον της εν τη πτωχεία σπατάλης· τοιαύτη ως επί το
+πλείστον είνε η λυπηρά έκβασις της μανίας εκείνης, ης τα ατυχή
+θύματα ουδέν άλλο επιδιώκουσιν ή την στίλβουσαν επιφάνειαν και
+προς ουδέν άλλο ζώσιν ή προς απάτην του κόσμου.
+
+Πλην, «τι σε μέλει περί των απολωλότων τούτων;» θα αναφωνήσωσιν
+ίσως πολλοί των αναγνωστών μου. «Τι μεριμνάς περί ανθρώπων
+προφανώς παραφρόνων, οίτινες πάσχουν μεν βεβαίως ηθικώς και
+διανοητικώς, αλλ' επί τέλους είνε κύριοι να δαπανώσιν όσα και
+όπως θέλουσιν, όσα και όπως ευρίσκουσι;» Δικαιοτάτη και ορθή η
+παρατήρησις· σπεύδω δ' ευθύς να διαβεβαιώσω τους περιέργους μου
+τούτους αναγνώστας, ότι ουδ' ελαχίστην έχω περί αυτών φροντίδα,
+ούτε έχω την απλότητα να φρονώ, ότι δύναταί τις, ο,τιδήποτε λέγων
+και οιαδήποτε μαντευόμενος, να συνετίση αυτούς ή διδάξη· οι
+παθόντες άπαξ το ηθικόν τούτο νόσημα εισίν ανίατοι δυστυχώς, και
+μάτην ήθελε τις προσπαθήσει να αποτρέψη το βήμα των της εις το
+βάραθρον αγούσης. Η οδός είνε τόσον ολισθηρά αλλά και τόσον
+συνάμα ευάρεστος και ωραία, ώστε εν πλήρει γοητεία διέρχονται
+αυτήν συνήθως οι της πολυτελείας προσκυνηταί, και όταν η ώρα της
+απογοητεύσεως σημάνη, το βήμα δεν οπισθοχωρεί πλέον διότι άλλως
+και ματαία θα ήτο πάσα οπισθοχώρησις. Ουδείς λοιπόν προς αυτούς ο
+λόγος εις οικοδόμησιν ή συνετισμόν. Non ragioniam di lor.
+Αφίνομεν τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς, και
+παρερχόμεθα. Δεν λησμονούμεν όμως τους παλαιούς εκείνους και
+βαθυσόφους Σπαρτιάτας, οίτινες εμέθυσκον τους είλωτάς των και
+τους εξέθετον κατόπιν οινοβαρείς και παραπαίοντας εις τα όμματα
+των υιών των, εις σωτήριον αυτών παραδειγματισμόν. Ο άνθρωπος εν
+γένει είνε ζώον μιμητικόν· πολύ δε μιμητικώτερον είνε ο Έλλην,
+και κατά μείζονα έτι λόγον μιμητής είνε ο όμοιος του ομοίου του.
+Παρ' ημίν δε μάλιστα, όπου και πολιτεύματος πλημμέλειαι και
+πολιτικής και ηθικής ανατροφής έλλειψις από καιρού ήδη ήρχισαν
+καταπίπτουσαι και καταρρίπτουσιν οσημέραι τα περισωζόμενα έτι
+οπωςδήποτε παρ' άλλοις λαοίς διαχωριστικά των κοινωνικών τάξεων
+όρια, και όπου η ισότητος αξίωσις σπανιώτατα μεν γεννά την ευγενή
+εκείνην άμιλλαν προς απόκτησιν μείζονος ικανότητος και μαθήσεως,
+συχνότατα δε τουναντίον παράγει εις την δουλικήν απομίμησιν των
+εξωτερικών μόνον τρόπων, του ήθους και της ενδυμασίας, παρ' ημίν
+ο εκ της μιμήσεως του κακού κίνδυνος είνε μέγας και εγκυμονεί
+αναπόδραστον όλεθρον. Αν δε ανωτέρω, περί της πολιτείας των
+πλουσίων λαλούντες, εφοβήθημεν τον πειρασμόν της μιμήσεως, και τα
+απευκταία του επί των απόρων αποτελέσματα, προκειμένου όμως περί
+της σπατάλης των μη πλουσίων δεν γεννάται πλέον φόβος εν ημίν,
+αλλ' αυτόχρημα βεβαιότης, ότι το μίασμα της νόσου θέλει διαδοθή
+εις τα υγιά έτι όμοια στρώματα της κοινωνίας, αν μη πάντες οι
+δυνάμενοι συντελέσωσιν εις την χάραξιν βαθείας υγειονομικής
+γραμμής μεταξύ υγιών και νοσούντων. Αποχωρίσωμεν, όπως είνε
+δυνατόν, τους προσβεβλημένους από των απροσβλήτων, εμπνεύσωμεν
+εις τούτους τον τρόμον της ασθενείας και των συνεπειών αυτής·
+εργασθώμεν τέλος να σώσωμεν το δυνάμενον έτι να σωθή, ίνα μη
+ταχέως μεταβληθή η αθηναϊκή κοινωνία σύμπασα εις «Ηοspice d'
+Incurables».
+
+
+
+ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΥΠΟΜΟΝΗΣΙΑ (12)
+
+
+
+Όστις ποτέ, υπομονής περισσεύων και θάρρους ευπορών, θελήση να
+συγγράψη την ηθικήν νοσολογίαν της νέας ελληνικής κοινωνίας, και
+ιδίως των ούτω καλουμένων ανωτέρων αυτής στρωμάτων, βεβαίως και
+αναποδράστως θέλει τάξει μεταξύ των πρώτων και κυριωτάτων αυτής
+ηθικών αρρωστιών την α ν υ π ο μ ο ν η σ ί α ν. Το νόσημα είνε
+γενικόν δυστυχώς, ευρύτατα διαδεδομένον, ως επιδημία μεγάλη και
+πολυπλόκαμος, αλλ' εθνικώτατον όμως και ενδημικώτατον. Μηδέ τις
+υπολάβη, ότι εισήχθη και αυτό μετά πολλών άλλων φραγκικών — ως
+λέγομεν — πληγών εκ της αλλοδαπής, και παρηγορήση μεν ούτω
+προχείρως την εθνικήν αυτού φιλαυτίαν, καταρασθή δε πατριωτικώς
+της ελληνικής διοικήσεως, ότι ωλιγώρησε δήθεν καθάρσεων και
+υγειονομικών φραγμών κατά της εισβολής του μολύσματος. Πάσχει και
+η σύγχρόνος ευρωπαϊκή κοινωνία ανυπομονησίαν· αλλ' η ανυπομονησία
+αυτή είνε ειδική ειδικωτάτη εκδήλωσις του καθολικού νοσήματος,
+όπερ λυμαίνεται τον ελληνικόν κόσμον. Ανυπομονούσιν εν τη Δύσει
+οι άνθρωποι· αλλ' ανυπομονούσιν ιδίως να πλουτήσωσι. Του
+εκατομμυρίου το όνειρον είνε της νόσου αυτών η αιτιολογία, και αν
+από μικρών έως μεγάλων, από γερόντων μέχρι παίδων, φέρονται
+πάντες ακατάσχετοι υπό του στροβίλου της κερδοσκοπίας και
+αναρριχώνται τετραποδητί πολλάκις την ανάντη κλιτύν του
+χρυσοφόρου βουνού, και σχίζουσιν· ασθμαίνοντες τας χείρας των εις
+τας τριβόλους και τας ακάνθας της ατραπού, και παρακάμπτουσιν
+οσάκις δεν δύνανται να υπερβώσι τους σκοπέλους του νόμου, και
+φιμούσιν οσάκις δεν δύνανται να στραγγαλίσωσι την ηθικήν, ένα
+πάντες έχουσι σκοπόν: το χρήμα, το πολύ χρήμα. Εκεί από μακρού
+ήδη λέγεται, ότι το χρήμα δεν έχει οσμήν, και ολίγοι πλέον
+περισώζονται μωροί αμφισβητούντες του ρητού την ορθότητα. Διά
+τούτο εκεί των πολλών ο βίος είνε συνεχής και ακάματος κερμάτων
+θήρα· διά τούτο, — πλην ολίγων, ολιγίστων εξαιρέσεων,
+προκατακλυσμιαίων ίσως λειψάνων άλλης εποχής — πάντες εκεί των
+νέων ιδεών οι άνθρωποι, επιστήμονες και βιομήχανοι, καλλιτέχναι
+και έμποροι, ποιηταί και τραπεζίται, γραμμάτων άνθρωποι και
+κυβευταί, μίαν μόνην έχουσι του σταδίου αυτών βαλβίδα: το τι
+ε ξ ο δ ε ύ ε τ α ι, και ένα μόνον πάσης των εργασίας σκοπόν: τα
+εκατομμύρια. Ανυπομονούσι δε φυσικώ τω λόγω να τα αποκτήσωσι,
+διότι κάλλιστα γνωρίζουσι και εκ των καθ' ημέραν παραδειγμάτων
+διδάσκονται, ότι διά της χρυσής εκείνης κλειδός πάσης δόξης το
+τέμενος ανοίγεται και πάσης δυνάμεως αλίσκεται η ακρόπολις.
+
+Την ειδικήν ταύτην ανυπομονησίαν πάσχομεν εν μέρει και ημείς,
+αλλά πάσχομεν αυτήν εν μικρώ. Μη κατορθώσαντες έτι — ευτυχώς ή
+δυστυχώς, αδιάφορον — να φθάσωμεν εις την περιωπήν εκείνην του
+δυτικού πολιτισμού, καθ' ην πάντα σχεδόν διατιμώνται εις χρήματα,
+καθ' ην πάσα ευφυία και πάσα ικανότης, παν αίσθημα και παν
+φρόνημα, και αυτή η αρετή και αυτή η κακία εισίν αξίαι
+ανταλλακτικαί, έχουσαι την θέσιν αυτών εν τοις τιμολογίοις
+ειδικών εμπόρων, και εν τοις καταλόγοις χρηματιστηρίων,
+υπολειπόμεθα βεβαίως του ευρωπαϊκού μεγαλείου ως προς την ειδικήν
+ταύτην όψιν του γενικού εκείνου νοσήματος. Υπάρχουσι μεν και παρ'
+ημίν αραιά τινα, πού και πού παρατηρούμενα κρούσματα
+χρηματιστικής ανυπομονησίας, ολίγα εκ πλειόνων περισωθέντα, μετά
+το προ διετίας μέγα θ α ν α τ ι κ ό ν· αλλά δεν είνε, ως
+λέγουσιν οι ιατροί, περιπτώσεις άξιαι της κλινικής νοσολόγου,
+ουδ' έχουσι σημασίαν καθιστώσαν επίφοβον την εις επιδημίαν τροπήν
+του νοσήματος.
+
+***
+
+Η ανυπομονησία ημών, ως προείπομεν, είνε γενική της κοινωνίας
+ημών αρρώστια· εγγενής ούτως ειπείν εις τον εθνικόν ημών
+χαρακτήρα, τον ελαφρόν και αψίκορον, εκδηλουμένη δε επί πάσης
+σχεδόν οιασδήποτε εργασίας του νεωτέρου Έλληνος, και λυμαινομένη
+δίκην φυτού παρασίτου πάντα μεν κλάδον υλικής και διανοητικής
+παραγωγής και δραστηριότητος, ιδία δε και προ πάντων την ανίκανον
+αδράνειαν και την αυτάρκη αργίαν. Και δεν άγει μεν ταχέως εις
+βιαίαν καταστροφήν η καθολική αυτή καχεξία, ως ο κακοήθης εκείνος
+πυρετός της χρηματιστικής ανυπομονησίας, περί ου ανωτέρω
+ελέγομεν· αλλ' υπονομεύει όμως δυστυχώς την εθνικήν ημών ύπαρξιν,
+και εκλύει παντελώς τας ασυντάκτους έτι και σχεδόν ασυνειδήτους
+παραγωγικάς ημών δυνάμεις. Αν δεν κεραυνοβολεί ως αποπληξία,
+τήκει όμως ως φθίσις.
+
+***
+
+Δύο απλαί και σύντομοι αλλά βαρείαν έχουσαι την έννοιαν φράσεις
+δύνανται ασφαλώς να θεωρηθώσιν ως παριστώσαι τα μικρόβια ή
+βακτηρίδια της πρώτης και αρχικής μορφής του νοσήματος, αι
+φράσεις· Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι! και Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+Σπόροι μικροί, μικροί ως κόκκοι σινάπεως, εφύησαν εις δένδρα
+ακμαία, χάρις εις την παχείαν γην της ελληνικής φυγοπονίας και
+απαθείας, ανεκλαδώθησαν εις εύρος και ύψος, και κινδυνεύουσι να
+πνίξωσιν υπό την βαρείαν αυτών σκιάν πάσαν υγιά και εύρωστον
+βλάστησιν.
+
+ — Δεν πειράζει, λέγει ο ανυπομονήσας να περάνη οπωσδήποτε το
+έργον του και ατελές παραδίδων αυτό εις τον παραλαμβάνοντα,
+πεποίθησιν έχων αδιάσειστον, ότι το δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι
+εκείνο καλύπτει πάσαν της εργασίας του ατέλειαν.
+
+ — Δεν βαρηέσαι! απαντά ο παραλαμβάνων, ανυπομονών και αυτός να
+αποκτήση το παραγγελθέν όπως όπως, και χριστιανικόν αυτού καθήκον
+υπολαμβάνων να διαλύση πάσαν τυχόν ανησυχίαν του παραδίδοντος.
+
+Σφίγγουσιν ούτως εν κατανυκτική ευφροσύνη τας χείρας η
+ανυπομονησία του παραγωγού και του καταναλωτού η ανυπομονησία,
+κυρούται της ημιμαθείας το κράτος και ανακηρύσσεται της
+ημιτελείας το βασίλειον.
+
+***
+
+Ποσάκις άρα γε οι τας γραμμάς αυτάς αναγινώσκοντες δεν
+ηγανάκτησαν, ακούσαντες αίφνης, εν παραδείγματι, τον ράπτην των
+λέγοντα μετά ιλαρού μειδιάματος· δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι! διότι
+παρετήρησαν εις αυτόν, ότι αι χειρίδες του καινουργούς των
+επενδύτου ήσαν βραχύτεραι του πρέποντος, ή ότι τα κομβία του ήσαν
+παράχροα; Ποσάκις δεν ωργίσθησαν, ακούσαντες το αυτό παρά του
+χρωματιστού της οικίας των, κηλιδώσαντος διά του χονδρού του
+χρωστήρος τας ζωγραφίας του τοίχου, ή παρά του κηπουρού των,
+καταστρέψαντος εν βία διά της σκαπάνης του τρυφερόν δενδρύλλιον,
+ή παρά του υπηρέτου των αλλ' αντ' άλλων εκτελέσαντος;
+
+Πάντες εν παντί το ευλογημένον αυτό δεν π ε ι ρ ά ζ ε ι φέρουσι
+διά στόματος, ως πανάκειαν πάσης αυτών παραδρομής και βίας, ως
+αλεξιτήριον πάσης κατακρίσεως και μομφής. Δ ο υ λ ε ι ά ν α
+γ ί ν ε τ α ι, λέγει ο Έλλην, επειγόμενος να περάνη ή κάλλιον
+ειπείν να καταπαύση την εργασίαν του. Εμπρός και γρήγορα, ιδού το
+γενικόν σχεδόν σύνθημα του παρ' ημίν εργαζομένου. Τι το άπορον,
+αν η εργασία γίνεται ως επί το πολύ κακή και ατελής, αφού
+κεντρίζει μεν αυτήν αδιαλείπτως η ανυπομονησία, σκέπει δε και
+προστατεύει η ανοχή, ήτις και αυτή, ως ελέγομεν, την
+ανυπομονησίαν έχει ρίζαν και φύτραν;
+
+Διότι, αν ηγανάκτησε και εξωργίσθη πολλάκις ο αναγνώστης ημών,
+ακούσας το φοβερόν εκείνο δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι χωρίς να το
+περιμένη, δεν πρέπει, αν είνε δίκαιος, να λησμονήση, ποσάκις
+είπεν αυτός: δ ε ν β α ρ η έ σ α ι, χωρίς να το προσδοκά ο εις
+ον απετείνετο.
+
+ — Δεν βαρηέσαι, αδελφέ!
+
+Γλυκεία και μελιτώδης φράσις, αναπαύουσα προχείρως την συνείδησιν
+του Έλληνος, βαυκαλώσα την αβελτηρίαν αυτού, παρηγορούσα την
+ατέλειαν των έργων του, εγκαρδιούσα το αψίκορόν του, και
+αδελφούσα των ανυπομόνων την ποίμνην εις αιωνίαν μακαριότητα.
+
+ — Ανέγνωσες το βιβλίον του Χ . . . ; έχει πολλάς απροσεξίας.
+Εβιάσθη, φαίνεται, ο συγγραφεύς, αλλέως ημπορούσε να τας
+αποφύγη . . . και η γλώσσα του είνε εις πολλά μέρη . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες το νέον πατριωτικόν ποίημα του Ψ . . . ; Το εννόησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Καλέ πού τα έκαμες αυτά τα υποδήματα; τι σχήμα είνε αυτό; πώς
+τα εκράτησες;
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+ — Είδες δα, τι λαμπράν θέσιν επέτυχεν ο Κ . . ., χθεσινό μόλις
+παιδί; Πώς τα κατάφερε; Δεν νομίζεις ότι κάπως γρήγορα . . .
+
+ — Δεν βαρηέσαι!
+
+Και διά της φράσεως ταύτης συγχωρούμεν παν αμάρτημα, και
+απολύομεν πάντα πταίστην. Α φ ί ε ν τ α ί σ ο ι α ι
+α μ α ρ τ ί α ι λέγομεν περί παντός λέγοντος καθ' εαυτόν: δεν
+πειράζει. Αφίενταί σοι αι αμαρτίαι, διότι βιαζόμεθα και ημείς ως
+και συ. Αν συ δεν έχεις καιρόν να εργασθής όπως πρέπει, νομίζεις
+ότι έχομεν καιρόν ημείς να σε κρίνωμεν όπως πρέπει; Συ βιάζεσαι να
+παραγάγης, και ημείς βιαζόμεθα ν' απολαύσωμεν. Αλλά παράγεις και
+συ κακώς και ημείς κακώς απολαύομεν· αδιάφορον· το σπουδαίον είνε
+να τελειόνωμεν γρήγορα. Κάμε ό,τι θέλεις και άφινέ μας ησύχους.
+
+Ούτω δε αφίνομεν και ημείς ησύχους πάντας τους ασθενείς αλλ'
+ανυπομόνους σταδιοδρόμους, και αν ενίοτε γελώμεν βλέποντες αυτούς
+παραπατούντας και πίπτοντας, ουδόλως όμως ξενιζόμεθα, ως επί το
+πλείστον, οσάκις θεωρούμεν αυτούς ορθουμένους αίφνης εν μέση τη
+οδώ, ισχυριζομένους ότι επέραναν τον δρόμον των, και αξιούντας να
+τύχωσι του άθλου.
+
+***
+
+Γνήσιος και αναγκαίος τόκος της αδελφικής συναντήσεως των δύο
+εκείνων φράσεων υπήρξεν η δευτέρα και κυριωτάτη φάσις της νόσου·
+η προς την δόξαν και τα μεγαλεία, προς την ισχύν και τας υψηλάς
+δημοσίας λειτουργίας ακράτητος ανυπομονησία της νέας ελληνικής
+γενεάς.
+
+Αν δόξα και πλούτος, θέσεις και τιμαί, είνε συνήθως πανταχού του
+πολιτισμένου κόσμου το δίκαιον έπαθλον μακράς, συντόνου και
+τελειοκάρπου εργασίας, αν αλλαχού αναγκαίον και απαραίτητον είνε
+να ευφημηθή τις πρώτον ίνα διακριθή, και να φωτίση πρώτον ίνα
+τεθή επί την λυχνίαν, παρ' ημίν απλουστεύει πάντα ταύτα και
+ευκολύνει η ευλογημένη εκείνη σύμπτωσις του Δ ε ν
+π ε ι ρ ά ζ ε ι και του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι.
+
+Άλλοτε, εν παλαιοτέροις χρόνοις, είχον και εδώ κάπως άλλως τα
+πράγματα, ουδ' ενομίζετο συζητήσεως αντικείμενον, ότι αναγκαίον
+ήτο να βαδίση τις, ίνα φθάση εις το άκρον της οδού. Η εργασία
+εκρίνετο αναγκαίος πρόδρομος της επιτυχίας, ουδ' εφαντάζοντο οι
+άνθρωποι δυνατόν το Πάσχα χωρίς προηγουμένης τεσσαρακοστής.
+
+Σήμερον όμως αι νηστείαι κατελύθησαν, και ήλλαξαν φυσικώς οι
+φυσικοί πάσης προόδου όροι. Σήμερον εννοούσιν οι πολλοί να
+θερίσωσιν άνευ σποράς, και ν' απολαύσωσιν άνευ κόπου. Και διατί
+να μη το εννοώσι;
+
+Πόσοι παρ' ημίν ήνυσαν το στάδιον αυτών ωθούμενοι μάλλον ή
+περιπατούντες! Πόσοι πενιχρά πάντως φέροντες της ευφυίας ή της
+ικανότητος τα εφόδια, έφθασαν εν τούτοις, οτέ μεν έρποντες, οτέ
+δε υπό φίλης χειρός μετεωριζόμενοι, εις ύψη ου μόνον δυσανάβατα
+αλλά και δυσθεώρητα εις τους συνωστιζομένους κάτω αληθείς
+εργάτας! Πόσοι από μηδενικών ορμηθέντες και διά μηδενικών
+βαδίσαντες σοβούσι σήμερον ως πολυψήφιοι αριθμοί! Πόσοι τέλος,
+βιώσαντες εν τη μακαρία ραστώνη του Δ ε ν π ε ι ρ ά ζ ε ι,
+επροχώρησαν πάντοτε και έφθασαν οπού έφθασαν, ακούοντες οπίσω των
+την διαρκή ενθάρρυνσιν του Δ ε ν β α ρ η έ σ α ι!
+
+Τι ηθέλατε να διδάξη τους νεωτέρους το ποικίλον τούτο και
+πολυμερές φαινόμενον, ούτινος καθ' εκάστην επαναλαμβάνονται τα
+παραδείγματα; Τι άλλο, ή ότι μωρία είνε πάσα ενδελεχής εργασία,
+και βλακεία πας κόπος καρποφόρος; Τι άλλο, ή ότι προτιμότερον
+είνε να σαλπίζη τις την ικανότητά του διά των εφημερίδων — οσάκις
+δεν υπάρχει πρόχειρος φίλος σαλπιγκτής — , να ζητή τον στέφανον
+πριν αθλήση, και να καταράται της απαθείας της ελληνικής, αν
+τυχόν ο στέφανος βραδύνη, κεραυνοβολών ενίοτε και την κυβέρνησιν,
+ότι δεν παραμερίζει τον μόδιον ίν' ανεύρη τον άγνωστον λύχνον;
+
+Και ταύτα δυστυχώς τους εδίδαξε, και ταύτα βλέπομεν καθ' εκάστην
+πέριξ ημών, όπου αν στρέψωμεν το βλέμμα.
+
+***
+
+Ο κύριος Τάδε χθες μόλις επανήλθεν εξ Ευρώπης, όπου κατώρθωσε
+μόνον ίσως να απομάθη την γλώσσαν του χωρίς να την αντικαταστήση.
+Εν τω ατμοκινήτω, όπερ τον μετεκόμισεν, επρονόησε να βαπτίση
+εαυτόν εις την κολυμβήθραν επιστημονικής τινος ειδικότητος,
+εκείνης περίπου ην υποθέτει δυναμένην να εξοδευθή εν Αθήναις.
+Εφρόντισε δε και ν' αναγγείλη εγκαίρως εις το κοινόν διά του
+τύπου την άφιξιν αυτού, μη παραμελήσας, εννοείται, να πληροφορήση
+αυτό και περί των διασήμων καθηγητών του.
+
+Παρήλθον μόλις ολίγοι μήνες, και απορεί πώς δεν συνεκινήθησαν έτι
+αι Αθήναι.
+
+Παρήλθον ακόμη ολίγοι, και εξίσταται πώς η κυβέρνησις δεν τον
+διώρισεν . . . ουδ' εγώ δεν ηξεύρω τι.
+
+Ο κύριος Δείνα είνε διδάκτωρ της νομικής — αδιάφορον πώς έγεινε.
+Δικηγορεί από τινων ετών, οσάκις τον ζητήσουν — πράγμα σπάνιον·
+προτιμά δε μάλλον να αναμιγνύεται εις την διαδικασίαν των
+πτωχεύσεων, όπερ συχνότερον και μάλλον, φαίνεται, προσοδοφόρον.
+Έντυπα οιαδήποτε, πλην των εφημερίδων, ήνοιξεν ολίγα μετά το
+πέρας των σπουδών αυτού. Προτιμά το σφαιριστήριον και την
+πολιτικολογίαν. Θέλει όμως θέσιν δημοσίαν, και την θέλει μεγάλην.
+Αγανακτεί δε η ανυπομονησία του, ότι δεν την έλαβεν ακόμη. — Είνε
+κυβέρνησις αυτή; εκφωνεί πολλάκις εν τω καφενείω· και οι φίλοι
+του απαντώσιν εν χορώ: Βεβαίως δεν είνε κυβέρνησις.
+
+Του τρίτου εκείνου, αποσχόλου μόλις νεανίου, είνε έτι πρωιμωτέρα
+και η ανυπομονησία. Είνε γραφεύς υπουργικός· αλλά του υπουργείου
+μόνον κατά τας αρχάς εκάστου μηνός πατεί την φλιάν, και τούτο διά
+δύο λόγους· πρώτον διότι τότε συνήθως εκδίδονται τα μισθοδοτικά
+εντάλματα, δεύτερον δε διότι, ως λέγει, δεν εννοεί να εργασθή, αν
+δεν τον εκτιμήση — και αυτόν — η κυβέρνησις και τον προαγάγη κατά
+την αξίαν του. Λαλών περί του τμηματάρχου του, πολιού λειτουργού,
+από τριακονταετίας υπηρετούντος, αρκείται να μειδιά.
+
+Άλλος γράφει ποιήματα — όχι άσχημα — αλλ' αδημονεί ότι δεν
+ήρχισαν ήδη να εξοδεύωνται κατά χιλιάδας αντιτύπων.
+
+Ούτος δημοσιογραφεί — ανωνύμως· απορεί δε ότι το κοινόν δεν
+μαντεύει τα άρθρα του, ουδέ αρπάζει βαθέος έτι όρθρου τα φύλλα
+της εφημερίδος, ήτις τα δημοσιεύει.
+
+Εκείνος θαυμάζει, πώς η Comédie Française δεν παρήγγειλεν έτι
+να μεταφρασθώσι τα δραματικά του έργα, ίνα χειροκροτηθώσι παρά
+γάλλων πλειότερον ή μέχρι τούδε παρ' ελλήνων.
+
+Αυτός θέλει να γείνη ονομαστός εντός εικοσιτεσσάρων ωρών, εκείνος
+ένδοξος εντός μιας εβδομάδος, άλλος, υπομονητικώτερος, φθάνει
+μέχρι του μηνός.
+
+Ως τα παιδία, ων δεν εξικνείται εις ύψος η χειρ αναβαίνουσιν επί
+καθέδρας και υπολαμβάνουσι προς στιγμήν ότι ηυξήθησαν εις άνδρας,
+ούτω και οι ανυπόμονοι ημών σταδιόδρομοι νομίζουσιν ότι αληθώς
+μεγεθύνονται, βαίνοντες επί των καλοβάθρων της εθελοφημίας.
+
+***
+
+Και πόση την ανυπομονησίαν έπειτα διαδέχεται απογοήτευσις
+πολλάκις και πικρία! Διότι, όσον ευθηνή και αν ήνε παρ' ημίν η
+φήμη, όσον ευκόλως και αν μαυλίζεται η δόξα, αδυνατεί τέλος και
+αυτή να στέφη όλων τας κορυφάς, ουδ' αρκούνται οι πρακτικότατοι
+έλληνες εις απλά δάφνης . . . ή εφημερίδων φύλλα. Εννοούσι κάπως
+ψηλαφητήν την δόξαν, και την φήμην ουσιαστικωτέραν. Ναι . . . δεν
+λέγουσι, καλή είνε και η δάφνη, και οι πανηγυρισμοί νόστιμοι, και
+το θυμίαμα ευώδες· αλλ' ιδανικά όλ' αυτά . . . πολύ ιδανικά· διά
+τούτο δε ίσως και τόσον ευκόλως χορηγούνται. Οι μεγάλοι άνδρες,
+όσον μεγάλοι και αν ήνε, δεν δύνανται να τραφώσι διά δόξης μόνον
+και λιβανωτού. Έπρεπε, . . και αρχίζει τότε μακρά ανάπτυξις και
+συζήτησις περί του τι έπρεπε να πράξη, — τι λέγω, να πράξη; να
+έχη ήδη πεπραγμένον η κυβέρνησις, περί του καθήκοντος όπερ
+επεβάλλετο εις τους πλουσίους ομογενείς, περί του πατριωτικού
+αισθήματος όπερ έπρεπε να φλέγη υπέρ της εθνικής δόξης τας
+καρδίας των έξω ελλήνων, και να αναλύεται από καιρού εις καιρόν
+εις χρηματικά τινα χορηγήματα υπέρ της προαγωγής και της
+αποκαταστάσεως των διακεκριμένων έσω ελλήνων. Καλά ταύτα πάντα
+και βεβαίως ευκταία· αλλ' υστερούσι δυστυχώς ως επί το πλείστον·
+αντηχεί δε τότε μέχρι τρίτου ουρανού κραυγή αγανακτήσεως κατά της
+απαθείας και αδιαφορίας του κοινού, κατά της αβελτηρίας και
+ακαλαισθησίας των ευπορούντων, κατά της ακατονομάστου ψυχρότητος
+της Κυβερνήσεως. Είνε δυνατόν να παραμελήται ο φωστήρ αυτός; Είνε
+επιτετραμμένον να αγνοήται η μεγαλοφυία εκείνη; Υποφέρεται ν'
+αναξιοπαθή τούτου η ικανότης και να πένεται του άλλου το
+τάλαντον; Εχάθη μία καθηγεσία δι' αυτόν η μία θέσις
+αμεριμνομερίμνης δι' εκείνον;
+
+Και πολύς, εννοείται, ο κοπετός και μέγας των ανυπομονούντων ο
+πάταγος.
+
+***
+
+Υπομονή, υπομονή ολίγη! Δεν διορθούνται δυστυχώς άλλως τα
+πράγματα. Είνε βεβαίως λυπηρόν, ότι δεν διαγινώσκονται ούτε
+διατιμώνται παρ' ημίν τοσούτον πρωίμως αι εξοχότητες, όσον
+αλλαχού — καθ' α λέγουσι τουλάχιστον οι ανυπόμονοι. Αλλ' ας
+ευδοκήσωσιν ούτοι ν' αναλογισθώσιν, ότι το ελληνικόν έθνος είνε
+ολίγον δυστυχώς και πτωχόν, και εκτιμά μεν ευκόλως, διατιμά όμως
+δυσκόλως και πληρόνει έτι δυσκολώτερον· ότι τα ιδιωτικά βαλάντια,
+αμιλλώμενα κατά τούτο προς το δημόσιον, μόλις επαρκούσιν εις τα
+απαραίτητα, ουδέ περισσεύουσιν εις ελευθεριότητας· και ότι παρ'
+ημίν πολύς έτι θα παρέλθη χρόνος, έως ου κατορθωθή να
+νομισματοκοπήται η δόξα, και μάλιστα η άωρος.
+
+Υπομονή λοιπόν, αφού άλλως δεν γίνεται.
+
+
+
+ΑΡΤΟΣ ΠΙΤΥΡΙΤΗΣ (13)
+
+
+
+«Δεν γίνεται, παιδί μου, ψωμί με πίτυρα», μ' έλεγε ποτε ο
+μακαρίτης Ράμφος, ο ευφυής εκείνος του Χαλέτ-Εφένδη συγγραφεύς,
+ο τοσούτον έχων το μυθιστοριογραφικόν τάλαντον. Το σοφόν δε τούτο
+απόφθεγμα του συνετού ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής
+παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν
+τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου πολιτικής
+απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις
+έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών
+ζυμώσεως, καθ' ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την
+επιφάνειαν. Σήμερον όμως ιδίως, ότε βαρύς επελθών ο τυφών
+διέλυσεν εν μια στιγμή τας ροδίνας νεφέλας των χρηματιστικών ημών
+ονείρων, σήμερον, ότε δριμύς έπνευσεν ο βορράς και ετράπη εις
+ρίγος κρυερόν αχρηματίας πάσα εκείνη της υπερτιμήσεως και της
+κερδοσκοπίας η θέρμη, σήμερον είν' ευκαιρία να επιγραφώσιν αι
+λέξεις αύται πάσης οιασδήποτε μελέτης περί της καταστάσεως ημών,
+ήτις ουδέν άλλο είνε ή οξεία εμφάνισις ενός και του αυτού χρονίου
+νοσήματος, από μακρού ήδη κατατρύχοντος την κοινωνικήν ημών
+ύπαρξιν.
+
+***
+
+Ας αναδράμωμεν ολίγον προς το παρελθόν, και ας επισκοπήσωμεν
+ποσάκις μέχρι τούδε εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να
+κατασκευάσωμεν ψ ω μ ί μ ε π ί τ υ ρ α, ποσάκις το εζυμώσαμεν,
+και ποσάκις εκηρύξαμεν άρτον το αηδές αυτό φύραμα.
+
+Αφίνομεν κατά μέρος την πολιτικήν· ούτε σκοπός ημών είνε ούτε
+διάθεσιν έχομεν επί του παρόντος να εξετάσωμεν, αν και κατά πόσον
+δύναται να ονομασθή ευπροσώπως άρτος η συνταγματική και
+κοινοβουλευτική κουραμάνα, ην επροίκισαν την Ελλάδα δύο μεγάλαι
+της νεωτέρας ημών ιστορίας εποχαί. Σημειούμεν απλώς, ότι από
+τεσσαρακονταετίας ήδη την τρώγομεν και ακόμη δεν επαχύναμεν.
+
+Ανοίγομεν την βίβλον του κοινωνικού ημών βίου του τε δημοσίου και
+του ιδιωτικού, και φυλλομετρούμεν αυτήν εική και τυχαίως. Είνε
+πολύ μάλλον πρόχειρος και πολύ διδακτικωτέρα· παρέχει δε κατά
+πάσαν σχεδόν αυτής σελίδα το θέαμα μερίδος τινός Ελλήνων, σήμερον
+αυτής και αύριον εκείνης, ασχολουμένων ανενδότως και καλή τη
+πίστει να ζυμόνωσιν άρτον πιτυρίτην, εις τροφήν εαυτών και των
+άλλων.
+
+Αλλ' ουδέ ήτο δυνατόν να γείνη άλλως.
+
+Εφαντάσθημεν πάντοτε — και σήμερον ακόμη το φανταζόμεθα, και
+κύριος οίδε πόσον έτι χρόνον θα το νομίζωμεν — ότι είμεθα ο
+περιούσιος λαός του κυρίου· ότι περιεσώθημεν κατά θείαν ευδοκίαν
+εκ του κατακλυσμού των χρόνων εις πλήρωσιν μεγάλης και υψηλής
+αποστολής, και ότι πρώτιστον ημών καθήκον ήτο, όχι να ζήσωμεν —
+αφού είχαμεν την τύχην ν' αναγεννηθώμεν — αλλά να διακριθώμεν προ
+πάντων και να λάμψωμεν.
+
+Μωρά έτι και νήπια ηρχίσαμεν να ομιλώμεν περί τελεολογικών
+ζητημάτων πριν ή οδοντοφυήσωμεν, και τετραποδίζοντες έτι
+περιεβάλομεν κράνος την ασθενή ημών κεφαλήν.
+
+Ετράπημεν την περίβλεπτον αλλά τραχείαν και ανάντη ατραπόν της
+δόξης, αντί να πατήσωμεν την άσημον αλλ' ασφαλή και ομαλήν οδόν
+της εργασίας. Εφροντίσαμεν πώς να ενδυθώμεν και στολισθώμεν, πριν
+ή μεριμνήσωμεν πού να κατοικήσωμεν και τι να φάγωμεν. Ούτω δε,
+κατά φυσικήν και αναπόδραστον συνέπειαν, ελησμονήσαμεν τας
+αληθείς ημών βιωτικάς και εθνικάς ανάγκας, ανάγκας ζωτικάς, ων η
+θεραπεία ήτο κύριος και απαραίτητος όρος της κοινωνικής ημών
+ευημερίας, και αμιλλώμενοι προς τους ξένους εν τη εξάψει του
+εκπολιτιστικού ημών πυρετού, εδημιουργήσαμεν εις ημάς αυτούς
+ανάγκας ψευδείς, φανταστικάς, ανυπάρκτους, και κατηναλώσαμεν και
+καταναλίσκομεν έτι εις πλήρωσιν αυτών το κράτιστον και κάλλιστον
+κεφάλαιον των εθνικών ημών δυνάμεων.
+
+***
+
+Τα επελθόντα έπρεπεν αναγκαίως να επέλθωσιν.
+
+Ανάγκαι επακταί διά δανείων μόνον θεραπεύονται.
+
+Απηξιώσαμεν να εργασθώμεν πάντες εις παρασκευήν του εθνικού ημών
+άρτου διά του εθνικού ημών αλεύρου, και επροτιμήσαμεν ν'
+ασχοληθώμεν, ολίγοι χάριν ολίγων, εις παρασκευήν άρτου ευρωπαϊκού
+δι' αλεύρου των Τριών Σίγμα, και εζητήσαμεν την άχνην αυτήν, ήτις
+μας έλειπε, δάνειον παρά της Ευρώπης.
+
+Αλλά το άλευρον αυτό το ευρωπαϊκόν πόσοι το εγνώριζον, και πόσοι
+ηδύναντο να το διακρίνωσιν; Ολίγοι μόλις. Οι άλλοι εδανείσθησαν
+πίτυρα και τα εξέλαβον ως άχνην. Εζύμωσαν πλακούντας δυσπέπτους
+και τους ενόμισαν άρτον, και ετράφησαν δι' αυτών, και τους
+εμάσσησαν ηδονικώτατα, χαίροντες ίσως και εναβρυνόμενοι, ότι δεν
+έτρωγον το μ α ύ ρ ο ν σ π ι τ ι κ ό ν ψ ω μ ί του
+απολιτίστου Έλληνος, . . αυτοί οι εκ του προχείρου και τόσον
+ακόπως πολιτισθέντες.
+
+***
+
+Επολιτίσθησαν ούτω κατ' αρχάς ολίγοι, ενόμισαν δηλαδή ότι
+επολιτίσθησαν, και παρακολούθησαν αυτούς κατόπιν οι ασμένως
+πιθηκίζοντες πάντοτε το καινόν και το στίλβον.
+
+Και εισεκομίζοντο ούτω αφθονώτερα πάντοτε τα ευρωπαϊκά άλευρα εις
+Αθήνας, κ' εζυμούντο δι' αυτών ευρωπαϊκοί πλακούντες εις
+κατανάλωσιν του φιλοπροόδου Έλληνος.
+
+Η ζήτησις κατά φυσικόν λόγον επετείνετο, διότι οι Έλληνες ήθελον
+ολόιδια μιας να γείνωσιν Ευρωπαίοι, και η από της εσπερίας
+προμήθεια εσπάνιζε πολλάκις, και το σπανίζον υπερετιμάτο.
+
+Ήλθε τότε η νοθεία επίκουρος, και τα εγχώρια πίτυρα ήρχισαν
+παρεισαγόμενα εις την κατασκευήν των πλακούντων του νεοελληνικού
+πολιτισμού. Κατ' αρχάς ανεμίχθησαν με τα ξένα· είτα δε βαθμηδόν
+και κατ' ολίγον αντικατέστησαν εκείνα εντελώς.
+
+Πίτυρα και πίτυρα, ολίγον διέφερον αλλήλων κατά την γεύσιν.
+
+***
+
+Πτωχοί, αμαθείς, άτεχνοι, χθες μόλις απαλλαγέντες του
+βδελυρωτάτου των ζυγών, και φέροντες έτι — πώς άλλως; — της
+δουλείας τους μώλωπας επί του κοινωνικού ημών σώματος,
+ελησμονήσαμεν δυστυχώς, κατ' αυτά τα πρώτα βήματα του ελευθέρου
+ημών βίου, ότι πρώτον ημών καθήκον ήτο να ζήσωμεν, και ότι προς
+τούτο απαραίτητον ήτο να κρατύνωμεν ημάς αυτούς διά της εργασίας,
+και ν' αναρρώσωμεν διά της εγκρατείας και της φειδούς.
+
+Ορέξεις είχομεν πολλάς, και ήτο φυσικόν να τας έχωμεν, διότι
+χρόνους μακρούς είχομεν πεινάσει και διψήσει εν δουλεία. Αλλ' όχι
+μόνον αυτάς ηθελήσαμεν πάσας διά μιας να θεραπεύσωμεν, αλλά και
+νέας άλλας ησθάνθημεν αίφνης, ως πάντες οι οψίδοξοι και
+οψίπλουτοι, και ωρμήσαμεν ακατάσχετοι εις πλήρωσιν αυτών, δίκην
+στρατού βαρβάρων νικηφόρου, εισελαύνοντος εις δορυάλωτον χώραν
+και σπεύδοντος να λεηλατήση αυτήν μέχρι του εσχάτου των τριόδων
+της κάρφους, εκ φόβου μη δεν εύρη πλέον τίποτε την επαύριον.
+
+Δεν εσυλλογίσθημεν, ότι ανεβλέπομεν από τυφλότητος μακράς, και
+ότι το φως το άπλετον ηδύνατο ν' αποβή ολέθριον εις την νέαν και
+ασθενή ημών όρασιν.
+
+Δεν εσκέφθημεν, ότι όπως απολαύσωμεν όσων ωρεγόμεθα, είχομεν
+πόρων ανάγκην και πόρων πολλών, ενώ ήμεθα γυμνοί έτι από της
+δουλείας και ρακένδυτοι από της βαρβαρότητος.
+
+Αντί να μεριμνήσωμεν εγκρατώς και περιεσκεμμένως περί της
+προχείρου παρασκευής απερίττου ενδυμασίας, δυναμένης να καλύψη τα
+ριγούντα ημών μέλη, ωνειρεύθημεν αμέσως ενδύματα πολυτελή και
+χρυσοποίκιλτα, ως μόνην αναβολήν αξίαν των ενδόξων απογόνων του
+Περικλέους, δυναμένην ανεπαισχύντως να επιδειχθή εις των
+Ευρωπαίων τα όμματα. Είχομεν, βλέπετε, να κ ρ α τ ή σ ω μ ε ν
+τ η ν θ έ σ ι ν μ α ς, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος
+υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, — αν πληρώση —
+την μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.
+
+Ούτω δε, αντί να περιορίσωμεν εξ αρχής τας ανάγκας ημών αναλόγως
+των πόρων μας, ηγωνίσθημεν και αγωνιζόμεθα έτι δυστυχώς να
+αυξήσωμεν τους πόρους ημών αναλόγως των αναγκών μας, και τούτων
+ουχί αληθών και πραγματικών, αλλά ψευδών ως επί το πολύ και εκ
+μωράς συνθήκης υπαγορευομένων.
+
+Ηθελήσαμεν και θέλομεν να φανώμεν πλούσιοι, ενώ είμεθα
+πτωχοί, . . . και ζυμόνομεν άρτον με πίτυρα, διότι άλευρον δεν
+έχομεν.
+
+***
+
+Ουδ' ευρέθη τις εν μέσω του αγνώτος και απερισκέπτου πλήθους,
+όστις να οδηγήση τα πρώτα του βήματα, ή να φωνήση καν εις τους
+προς την άβυσσον χωρούντας τυφλούς, ότι βάραθρον χαίνει προ των
+ποδών των.
+
+Τουναντίον. Εκείνοι παρ' ων έπρεπεν άλλως να προσδοκάται σωτήριος
+τις απόπειρα προς ανακοπήν του γεύματος, όπερ παρέσυρε τα πλήθη,
+εκείνοι ακριβώς υπήρξαν οι συντελέσαντες εις αύξησιν αυτού και
+εξόγκωσιν.
+
+Οι μεν αυτών επέστρεφον εκ της Εσπερίας, κομίζοντες, πλην ολίγων
+απέπτων και συγκεχυμένων γνώσεων, βαθυτάτην του ελληνικού βίου
+περιφρόνησιν και χλεύην προς τα ήθη των πατέρων αυτών, οίτινες
+είχον δαπανήσει εις μόρφωσίν των.
+
+Οι δε, όψιμοι πλέον παραφυάδες παλαιοτέρων κ' ευρωστοτέρων
+κορμών, καλύπτοντες υπό αξιώσεις αμέτρους αδράνειαν γεροντικήν
+και παντελή βιωτικήν εξάντλησιν, διετήρουν έτι ως κειμήλιον τας
+ξενοτρόπους του παρελθόντος αυτών παραδόσεις, και ανέπτυσσον
+αυτάς εις ολέθριον πειρασμόν του πλήθους.
+
+Άλλοι τέλος, από παντοίων επεισάκτων αναγνωσμάτων φθειρόμενοι,
+και τους νοσηρούς αυτών πόθους ως αληθείς ανάγκας υπολαμβάνοντες,
+σκοπόν του βίου των προετίθεντο την εκ παντός τρόπου πλήρωσιν
+αυτών, εις ταύτην και μόνην συνοψίζοντες του πολιτισμού των το
+ευαγγέλιον.
+
+Ούτω δε κατήρξαντο πρώτοι της ολισθηράς πορείας όσοι έπρεπε να
+οδηγήσωσιν εις την ευθείαν τους πολλούς, και ηκολούθησαν εκ
+τούτων όσοι υπέλαβον ότι ηδύναντο να εξισώσωσι τους πόρους αυτών
+προς τας δαπάνας της νέας διαίτης, μεθ' όσης ευκολίας εξισούντο
+αι ορέξεις των προς τας ορέξεις των άλλων.
+
+Ο άνθρωπος είνε μιμητής, και ο Έλλην είνε ο μιμητικώτατος των
+ανθρώπων.
+
+***
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν φάσις μία του κοινωνικού ημών βίου, καθ'
+ην, λησμονούντες όλως τι ηδυνάμεθα και ωφείλομεν να πράξωμεν εξ
+ιδίων, να μη εμιμήθημεν τους ξένους.
+
+Και δεν υπήρξε σχεδόν στιγμή, καθ' ην να μη ωνειρεύθημεν βοός
+μεγαλεία, μικρά ημείς βατραχίδια, και να μη ηγωνίσθημεν, πάσας
+ημών εντείνοντες τας δυνάμεις, να ογκωθώμεν εις μέγεθος και
+περιωπήν.
+
+Είνε ίσως θαύμα ότι δεν διερράγημεν ακόμη· αλλά πόσον διαρκούσι
+πλέον σήμερον τα θαύματα;
+
+***
+
+Εν άλλη παλαιοτέρα εποχή, πριν έτι γείνωμεν ελεύθεροι, πρώτη και
+κυρία των γονέων ημών μέριμνα ήτο να μάθωσι τα τέκνα των
+ελληνικά· και τα εμάνθανον αληθώς, όσον ηδύναντο τότε να τα
+διδάξωσιν οι διδάσκαλοι του καιρού. Αλλά την εποχήν εκείνην
+διεδέχθη εποχή πολιτισμού, και αι υποχρεώσεις, ας εφαντάσθημεν
+ότι επέβαλεν ημίν η τροπή των χρόνων, ήσαν φοβεραί και μεγάλαι.
+Τι να τα κάμωμεν πλέον τα ελληνικά; Τι να κάμωμεν τον υγιά και
+άγιον των πατέρων υμών άρτον, δι' ου εν χρόνοις δουλείας και
+σκότους περιέσωσαν εκείνοι από του κατακλυσμού την εθνικότητα
+αυτών και ημών; Ήτο πλέον δυνατόν να ζήσωμεν χωρίς γαλλικά;
+
+Ενομίσαμεν ούτω απαραίτητον, όπως αποδειχθώμεν άξιοι της
+περιβλέπτου θέσεως ην εκλήρου ημίν η θεία πρόνοια, να μάθωμεν
+γαλλικά, πριν ή διδαχθώμεν την πατρικήν ημών γλώσσαν. Και
+παρεδώκαμεν επί τούτω τα τέκνα ημών, από νεαράς αυτών ηλικίας,
+εις ξένας παιδαγωγούς, ων αι πλείσται πάντη αλλοίαν έχουσιν ως εκ
+του παρελθόντος αυτών την ειδικότητα, και ερυθριώμεν σχεδόν εξ
+υπερηφανείας, όταν τα ακούωμεν στρεβλούντα μετά πολλών μορφασμών
+ολίγας γαλλικάς λέξεις, και υπολαμβάνομεν εαυτούς αληθώς
+ευδαίμονας, οσάκις τα βλέπομεν κρατούντα γαλλικόν βιβλίον, όπερ
+ως επί το πλείστον είνε μυθιστόρημα.
+
+Και έχομεν πλήρη και αδιάσειστον την πεποίθησιν, ότι δίδομεν
+τοιουτοτρόπως καλήν ανατροφήν εις την νέαν γενεάν.
+
+Δεν είνε τούτο άρτος πιτυρίτης, και χειρίστης μάλιστα πoιότητος;
+
+***
+
+Παρατηρήσατε εις τας οδούς και τας πλατείας των Αθηνών τον κομψόν
+εκείνον νεανίσκον, όστις υπό τα στενά του ενδύματα φαίνεται ως
+αλεξιβρόχιον εντός της θήκης του. Δεν θα δυσκολευθήτε να τον
+εύρετε, διότι είνε πολλοί και ομοιάζουν όλοι απαράλλακτα. Είνε
+υιός καλής οικογενείας, ήτις αφού μάτην εδαπάνησεν εκούσα εις
+εκπαίδευσίν του, δαπανά σήμερον άκουσα εις ενδυμασίαν αυτού και
+διασκέδασιν. Αν είχε το ευτύχημα να γεννηθή εις χρόνους παλαιούς,
+θα επεμελείτο χαίρων των πατρικών κτημάτων, θα εφρόντιζε περί
+ευρέσεως τελειοτέρου τινος λιπάσματος, και θα προσεπάθει ν'
+αυξήση το ετήσιον από γης εισόδημά του. Σήμερον πράττει άλλως,
+διότι άλλως ανετράφη. Τρώγει, μόνος αυτός, την μείζονα μερίδα της
+πατρικής προσόδου, και προεξοφλεί το υπόλοιπον εις τους
+τοκογλύφους. Αριστεί ως επί το πλείστον εν τω ξενοδοχείω, διότι
+ευρίσκει πενιχράν την εν οίκω τράπεζαν, παίζει θαυμάσια
+σφαιριστήριον, ομιλεί περί των πολιτικών πραγμάτων της Ευρώπης
+μεταξύ ενός καφέ και ενός κονιάκ, τρέφει βαθυτάτην περιφρόνησιν
+προς οιουδήποτε είδους εργασίαν, και ονειρεύεται διπλωματικήν
+τινα θέσιν, ανάλογον των ολίγων σολοίκων γαλλικών φράσεων, δ' ων
+καρυκεύει την ομιλίαν του.
+
+Πιτυρίτης και αυτός, και πιτυρίτης αφθονότατος σήμερον εν τη
+Αθηναϊκή αγορά.
+
+Η αγαθή αυτή κυρία, ήτις φοιτά τακτικώτατα εις τας παραστάσεις
+του εν Φαλήρω γαλλικού θεάτρου — χωρίς να γνωρίζη γαλλικά — μετά
+της θυγατρός της, ήτις γνωρίζει τόσα μόνον, ώστε να εννοή τας
+σεμνάς χειρονομίας των ηθοποιών, πιτυρίτην άρτον τρώγει και αυτή.
+
+Πόθος της ενδόμυχος — ιερός και άγιος πόθος μητρός — είνε να
+νυμφεύση την κόρην της. Δεν θέλει όμως όσους την θέλουν. Έχει
+ιδέας μεγάλας. Αυτή θέλει πλούσιον τον γαμβρόν, και η κόρη της
+τον θέλει κομψόν. Εκείνη τον θέλει από γένος, και η κόρη της τον
+θέλει με θέσιν κοινωνικήν. Φαντάζεται η καλή μήτηρ ότι του είδους
+αυτού οι νυμφίοι ψαρεύονται ευκόλως όπου συνάζεται ο καλός
+κόσμος, και ότι δέλεαρ άπταιστον και ασφαλές είνε οι καλοί
+τρόποι. Τι δε εννοεί καλούς τρόπους μανθάνει τις ευκόλως,
+παρατηρών επί τινας στιγμάς το ήθος της κόρης και την αναβολήν
+αυτής, ακούων τους λόγους της οίτινες οφθονούσι, και παρακολουθών
+τα βλέμματά της τα αεικίνητα. Πάντα ταύτα η μήτηρ της τα
+εδίδαξεν. Έπεισε την κόρην, ότι θα εφαίνετο βλαξ αν ήτο
+σεμνοτέρα, και θα υπελαμβάνετο εντελώς αμόρφωτος, αν ελάλει
+ολιγώτερα και σωφρονέστερα.
+
+Τον χειμώνα δέχονται το βράδυ και φιλεύουσι τους προσκεκλημένους
+τέιον και πλακούντια, άτινα πληρόνονται πολλάκις εκ του
+υστερήματος του στομάχου των, η δε κόρη γυμνάζεται εις την
+αλιείαν.
+
+Το δίκτυόν της δεν συνέλαβεν ακόμη τίποτε, και ο γέρων πατήρ της
+— ωρίμου πείρας άνθρωπος — εκφράζει πολλούς δισταγμούς περί της
+αποτελεσματικότητος της μητρικής μεθόδου.
+
+Αλλά τις τον ακούει! Όταν ομιλή, μήτηρ και θυγάτηρ ανταλλάσσουσι
+βλέμματα πολυσήμαντα, και όταν απέρχεται, γελώσιν ενίοτε εις
+βάρος του.
+
+***
+
+Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν
+έντιμοι άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες
+εγχώριον άρτον από εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της
+εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων,
+και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την άρρητον εκείνην
+γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον μόχθον.
+Αλλ' ο γείτων αυτών ο υποδηματοποιός έκλεισε μίαν ημέραν το
+εργαστήριόν του, και φήμη διέτρεξε την γειτονίαν ότι επλούτησεν
+αίφνης από τας μετοχάς. Οι γείτονες ηρώτησαν, έμαθον τας
+λεπτομερείας, και εσκέφθησαν φυσικότατα ότι πολύ ανόητοι ήσαν να
+κοπιώσιν ημέρας και νυκτός δι' έν τεμάχιον άρτου, ενώ το
+χρηματιστήριον ήνοιγεν εκεί πλησίον τας αγκάλας του. Ο δρόμος ήτο
+εύκολος, γνωστός και πλήθων κόσμου. Ηκολούθησαν το πλήθος.
+Εφαντάσθησαν και αυτοί — τις δεν το εφαντάσθη; — ότι
+προχειρότατον ήτο να τραφώσι μαγειρεύοντες αέρα και ακοπώτατον να
+πλουτήσωσιν από μηδενικών. Ο πρώτος αυτών πλους διά του πελάγους
+των χαρτίνων εκατομμυρίων υπήρξεν αίσιος, και ο πρώτος πιτυρίτης
+άρτος τον οποίον εμάσσησαν εφάνη εις αυτούς του γλυκυτέρου
+πλακούντος γλυκύτερος. Τι βλάκες ήσαν τόσον καιρόν! Ήλλαξαν
+έξεις, και αντί να πίνωσιν, ως άλλοτε, τον καφέν και τον ναργιλέν
+των εις το μικρόν γειτονικόν των καφενείου, κατά την μεσημβρινήν
+της εργασίας των ανάπαυλαν, εφοίτησαν εις του Χαραμή, ανέγνωσαν
+εφημερίδας και συνεζήτησαν περί των ενδεχομένων αποτελεσμάτων της
+εν Τσερνιέβιτς συνεντεύξεως των τριών αυτοκρατόρων.
+
+Αλλά δυστυχώς . . .
+
+Ας συμπληρώση ο αναγνώστης την φράσιν. Το πράγμα είνε ευκολώτατον
+σήμερον, ότε γενική σχεδόν πάντων ασχολία είνε η απόδοσις του
+φοβερού αυτού α λ λ ά.
+
+
+Το κακόν είνε ότι οι αγαθοί εκείνοι άνθρωποι απέμαθον πλέον να
+εργάζωνται, και περιφέρονται ακόμη, αληθή κ α μ ό ν τ ω ν
+είδωλα, εις τας παρόδους του χρηματιστηρίου, ονειρευόμενοι ενίοτε
+το παρελθόν, και πλάττοντες πάντοτε πιτυρίτην άρτον διά της
+φαντασίας των.
+
+Και όμως αυξάνουσιν ολονέν τα πίτυρα εν Αθήναις.
+
+Χθες έτι μόλις ενέσκηψεν ως τυφών επί τας κεφαλάς ημών το άκουσμα
+του βουλγαρικού τολμήματος, ούτινος κατά μέγα μέρος είμεθα ημείς
+πρώτοι συνένοχοι· διότι επί μακρόν χρόνον εφαντάσθημεν, — ίσως δε
+το φανταζόμεθα και σήμερον ακόμη — ότι το ασφαλέστερον μέσον προς
+ενίσχυσιν και προαγωγήν του ελληνισμού εν Μακεδονία και Θράκη
+είνε να στέλλωμεν αποφοίτους τινάς του Αρσακείου εις νηπιαγώγησιν
+των βουλγαροφώνων ελληνοπαίδων, — ούτως αποκαλούμεν
+συγκαταβαίνοντες τους βουλγαρόπαιδας, — να γράφωμεν χαρτία πολλά
+και υπομνήματα προς διεκδίκησιν των εν Μακεδονία προπατορικών
+ημών δικαιωμάτων, και να ζητώμεν εθνικούς εράνους, όπως
+εκτυπώσωμεν εις μυριάδας αντιτύπων τας εικόνας του μεγάλου
+Αλεξάνδρου και του Αριστοτέλους, και διανείμωμεν αυτάς εις τους
+κατοίκους της, προς αναρρίπισιν εθνικού φρονήματος. Διά τοιούτων
+μωρών πιτύρων εφαντάσθημεν, ότι ήτο δυνατόν να παρασκευάσωμεν
+ελληνικόν άρτον εν Μακεδονία. Διά τοιούτων πιτύρων υπεθέσαμεν και
+σήμερον έτι εν τω αφελεί ημών ενθουσιασμώ, ότι ήτο δυνατόν να
+εξορκίσωμεν τον κίνδυνον και να αποτρέψωμεν την καταιγίδα. Οι
+βυζαντηνοί έκαμνον λειτουργίας· ημείς κάμνομεν συλλαλητήρια. Οι
+βυζαντηνοί συνέτασσον τροπάρια· ημείς συντάσσομεν ψηφίσματα.
+Συναζόμεθα το εσπέρας, επιστρέφοντες από του περιπάτου, περίεργοι
+και μη περίεργοι, περί την εξέδραν της μουσικής. Διώκομεν τους
+μουσικούς και ανάπτομεν αυθαιρέτως τους φανούς, πραξικοπούντες
+και ημείς εν μικρώ, ως λαός ενθουσιώδης εννοών να υποτάξη τα
+πάντα εις τον πατριωτικόν αυτού πυρετόν, και . . . χαίνομεν
+έπειτα προς τους λόγους του πρώτου τυχόντος υπαιθρίου ρήτορος,
+όστις μας διαβεβαιοί, εν πάση σπουδαιότητητι και κατανύξει, ότι ο
+θεός και η πατρίς και η συνείδησίς του παρήγγειλαν εις αυτόν να
+υπομνήση τους Έλληνας, ότι η Μακεδονία είνε χώρα ελληνική.
+Χειροκροτούμεν έξαλλοι εκ πατριωτισμού — τι άλλο να κάμωμεν; —
+ψηφίζομεν έπειτα ψηφίσματα φλογερά, διατρέχομεν τας οδούς εν
+φωναίς και σημαίαις, και την επαύριον αρχίζομεν πάλιν τα ίδια,
+και αι επαρχίαι μας μιμούνται, και φρονούμεν αδιστάκτως, ότι η
+Ευρώπη αδύνατον είνε να μη λάβη υπ' όψιν τα ελληνικά
+συλλαλητήρια. Αν δε τυχόν εν ώρα μικροψυχίας διστάσωμεν επί
+στιγμήν περί της εντυπώσεως, ην δύνανται να παραγάγωσιν εν Ευρώπη
+τα πατριωτικά ημών ψηφίσματα, εύκολον πρόκειται και πρόχειρον του
+δισταγμού ημών το ιατρικόν. Στέλλομεν τους υπαιθρίους ημών
+ρήτορας αποστόλους του ελληνισμού εις την Εσπερίαν, και
+αναμένομεν εν ιλαρά προσδοκία την άφθονον συγκομιδήν ευρωπαϊκών
+συμπαθειών, απαράλλακτα ως οι επίτροποι των εκκλησιών αναμένουσι
+προ του παγκαρίου των τα διά των δίσκων περισυναγόμενα κέρματα
+των πιστών.
+
+Δεν είνε πιτυρίτης και αυτός;
+
+***
+
+Αλλ' αρκεί.
+
+Όπου και αν στρέψη τις κύκλω βλέμμα παρατηρητικόν, πανταχού
+σχεδόν θα απαντήση μικρόν ή μέγα εργαστήριον παρασκευάζον άρτον
+εκ πιτύρων, πανταχού θα ίδη μικράν ή μέγα οπτανείον, μαγειρεύον
+το ψεύδος ίνα κενώση αυτό ως αλήθειαν. Αδύνατον είνε να τ'
+αριθμήση τις όλα· τι δ' άλλως ήθελεν ωφελήσει και η απαρίθμησις;
+Να προφυλάξη τους καταναλωτάς; αλλ' οι πλείστοι των καταναλωτών
+τούτο ιδίως θέλουσι· να σιτίζωνται αέρα και να φαίνωνται
+τρώγοντες ουσίαν, να ενδύωνται ψεύδος και να υπολαμβάνωνται
+περιβεβλημένοι αλήθειαν. Μήπως κ' εξ αυτών οι πλείστοι δεν
+παράγουσι πιτυρίτην, όπου και όπως έκαστος δύναται; Μη δεν είνε
+και μένει και θα μένη πάντοτε η ελληνικωτάτη των παροιμιών:
+Γ έ λ α μ ε ν α σ ε γ ε λ ώ;
+
+Πομφόλυγες στιλπναί και μεγάλαι, φυσώμεναι καθ' εκάστην υπό της
+ιδίας ημών μωρίας, αντιπαρερχόμεθα αλλήλους εν ταις οδοίς και
+ταις τριόδοις, και θαυμαζόμεθα, και φθονούμεν αι μικρότεραι τας
+μεγαλειτέρας.
+
+Ενίοτε πνέει αίφνης ο άνεμος, και διαρρήγνυνται μερικαί και
+γελώσιν αι άλλαι.
+
+Το δε τέλος;
+
+Το αγνοώ, αλλά το εύχομαι. Έστω οιονδήποτε.
+
+
+
+ΦΙΛΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΜΙΣΕΛΛΗΝΕΣ (14)
+
+
+
+Α'.
+
+Αι δύο αύται λέξεις, και αι έννοιαι ας εκφράζουσιν, αποτελούσιν
+αναντιρρήτως εν των περιεργοτέρων φαινομένων εν τω βίω της
+νεωτέρας Ελλάδος.
+
+Δεν γνωρίζω, αλλ' αμφιβάλλω ειλικρινώς, αν υπάρχει έθνος εκ των
+συγχρόνων οίον δήποτε, όπερ να διήρεσε πάντας σχεδόν τους
+αλλοεθνείς εις τας δύο ταύτας κατηγορίας, και κατατάσσον έκαστον
+εις μίαν εξ αυτών να παρεδέχθη, ότι αδύνατον είνε να υπάρχη ξένος
+οίος δήποτε, όστις να μη ήνε φίλος του ένθερμος και φανατικός ή
+εχθρός του θανάσιμος. Και σημειωτέον ότι αι απλαί αύται και
+άκακοι λέξεις φ ί λ ο ς κ α ι ε χ θ ρ ό ς ουδόλως αποδίδουσι
+την ειδικήν εκείνην έννοιαν, ην συνδέομεν ημείς οι νεώτεροι
+Έλληνες προς τας πολυσημάντους και βαρείας λέξεις φ ι λ έ λ λ η ν
+και μ ι σ έ λ λ η ν, ας και εδημιουργήσαμεν, βλέπετε, επίτηδες
+προς έκφρασιν του πράγματος.
+
+Εδημιουργήσαμεν, είπον, καίτοι εύρομεν αληθώς τας λέξεις ετοίμους
+εν τη γλώσση, από των κλασικών ήδη χρόνων πλασθείσας υπό των
+ημετέρων προγόνων. Αλλά μετεχειρίζοντο άρα γε και εκείνοι τους
+όρους αυτούς, όπου και όπως εφαρμόζομεν ημείς αυτούς σήμερον; Ήτο
+άραγε ο πρώτος αυτών φιλέλλην Άμασις και ο πρώτος των μισέλλην
+Τισαφέρνης ό,τι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες και μισέλληνες;
+Αληθεύει και επί του προκειμένου ό,τι έλεγέ ποτε γάλλος τις
+πρόξενος εις τον λόρδον Βύρωνα, ότι δηλαδή είμεθα πάντοτε la
+même canaille que temps de Périclès; Καλή ή κακή, θα ήτο
+παρηγορία όπως δήποτε, αν ηλήθευεν η ρήσις. Αλλ' έχω, το κατ'
+εμέ, πολλούς περί τούτου δισταγμούς· φρονώ δε μάλλον, ότι
+παραλαβόντες τας λέξεις εκείνας, παρελάβομεν αυτάς ως και τόσας
+άλλας, μεταβαλόντες το νόημά των. Εδημιουργήσαμεν νέας εννοίας
+και τας ενεδύσαμεν διά των παλαιών λέξεων. Πόσον δε νέαι αληθώς
+και ειδικαί και πάντη άσχετοι προς την γραμματικήν των λέξεων
+σημασίαν είνε αι έννοιαι ας αποδίδομεν εις αυτάς οι νεώτεροι
+Έλληνες, θέλει αμέσως μετ' ολίγον καταδειχθή. Ας μείνωμεν λοιπόν
+και των λέξεων δημιουργοί. Δεν βλάπτει.
+
+Ούτε οι Γάλλοι, ούτε οι Άγγλοι, ούτε οι Γερμανοί, ούτε αυτοί οι
+Ιταλοί οι πλείστην έχοντες προς ημάς ομοιότητα, έχουσιν εν τη
+γλώσση αυτών λέξεις ανάλογους προς τας λέξεις εκείνας, διά τον
+απλούστατον λόγον, ότι ουδέποτε συνέλαβον τας εννοίας, αίτινες
+ήθελον υπαγορεύσει την δημιουργίαν των λέξεων. Διακρίνουσι
+βεβαίως μεταξύ των ξένων τους ορθώς ή εσφαλμένως περί αυτών
+κρίνοντας, τους μάλλον ή ήττον γνωρίζοντας τα κατ' αυτούς, τους
+πλειότερον ή ολιγώτερον ασχολουμένους εις τα του βίου των υφ'
+οιανδήποτε έποψιν, πολιτικήν, φιλολογικήν ή άλλην. Αλλ' ουδέποτε
+όμως διενοήθησαν να χωρίσωσι τους ξένους εις δύο μεγάλας τάξεις,
+να ορύξωσι τάφρον μεταξύ αυτών, και ν' απονείμωσιν εις τούτους
+μεν τιμητικάς εις εκείνους δε ονειδιστικάς προσωνυμίας. Ουδέν
+ποτε έθνος, πλην του νεωτέρου ελληνικού, εθεώρησε τους ξένους ως
+μη δυναμένους να κριθώσιν άλλως ή κατ' αναφοράν προς αυτό και
+μόνον, ως ει αυτό κατ' εξοχήν απετέλει το κέντρον του πλανητικού
+συστήματος των εθνών.
+
+Αλλά διατί λοιπόν πράττομεν τούτο ημείς;
+
+Διατί κατηντήσαμεν σήμερον, από ετών τελειοποιούμενοι, εις το
+αναντιρρήτως κωμικόν σημείον να μη ακούωμεν όνομα ξένου
+προφερόμενον, χωρίς να ερωτώμεν αμέσως αν είνε φιλέλλην, και να
+χαρακτηρίζωμεν αυτόν μισέλληνα εν περιπτώσει αποφατικής
+απαντήσεως;
+
+Υπολαμβάνομεν άρα γε ημάς αυτούς τοσούτον μεγάλους και
+σημαντικούς, ώστε να υποθέτωμεν ότι αδύνατον είνε να υπάρχωσι και
+άνθρωποι αδιαφορούντες περί ημών; Ή μη τυχόν ομοιάζομεν τους
+παροδίους εκείνους επαίτας, τους τείνοντας διαρκώς την χείρα προς
+τους διαβάτας, και διακρίνοντας φυσικώ τω λόγω ολόκληρον το
+ανθρώπινον γένος εις δύο μόνον μεγάλας τάξεις, εις δίδοντας και
+μη δίδοντας;
+
+Ηδύνατό τις ίσως να πιστεύση το δεύτερον μάλλον ή το πρώτον· αλλ'
+ασφαλέστερον και ορθότερον, πάντως δε πατριωτικώτερον νομίζω να
+παραδεχθή τις αμφότερα τα κατ' επιφάνειαν τοσούτον δυσσυμβίβαστα
+φαινόμενα μέρη του διλήμματος. Ολίγοι τάχα είνε οι μεγάλην μεν
+και επιβάλλουσαν έχοντες την αναβολήν, επαιτικόν δε κατά βάθος το
+φρόνημα; Μήπως δεν έχομεν και λέξιν ελληνικήν, την
+π τ ω χ α λ α ζ ο ν ε ί α ν, θαυμασίως εκφράζουσαν τον περίεργον
+αυτόν σύνδεσμον εννοιών τοσούτον αντιθέτων, και αμετάφραστον εις
+οιανδήποτε ξένην γλώσσαν;
+
+Αλλά περί της νεοελληνικής πτωχαλαζονείας άλλοτε και ευκαιρότερον
+πλείονα.
+
+Επί του παρόντος τούτο και μόνον αρκεί να σημειωθή, εις εξήγησιν
+της εθνολογικής ημών εκείνης ιδιοσυγκρασίας, περί ης έλεγον εν
+αρχή των γραμμών τούτων· ότι, μη παραδεχόμενοι δυνατήν την
+ύπαρξιν ξένου οιουδήποτε, πλην των φιλελλήνων ή μισελλήνων, και
+επαιτούμεν χωρίς να το αισθανώμεθα, και κομπούμεθα εις όγκον,
+ούτινος ουδ' η σκιά καν μας προσήκει.
+
+***
+
+Πριν ή δε προχωρήσω εξετάζων το νοσολογικόν τούτο φαινόμενον του
+νεωτέρου ελληνισμού, — διότι νόσος αληθώς πρέπει τούτο να κληθή —
+ανάγκην απαραίτητον αισθάνομαι να εξαιρέσω ευθύς εν αρχή του
+πολυαρίθμου τάγματος των νεοτευχών φιλελλήνων, ους
+εδημιουργήσαμεν οι νεώτεροι Έλληνες εις θεραπείαν ημών αυτών, την
+σεμνήν εκείνην χορείαν των ευγενών ξένων, οίτινες δραμόντες από
+περάτων του κόσμου εις αρωγήν της αγωνιζομένης ημών ελευθερίας,
+εβάπτισαν αυτοί εαυτούς φιλέλληνας εν αίματι και πυρίτιδι, και
+έσπειραν προ εξήκοντα ετών τα οστά των εν Πέτα και Χαϊδαρίω, εν
+Καρύστω και Καματερώ. Ιερά έστω αυτών η μνήμη, και εύφημον εις
+αιώνας το όνομα!
+
+Αλλ' άλλοι τότε ήσαν οι καιροί, και πολύ έκτοτε μετεβλήθησαν.
+
+Τότε εφονεύετο εν Σφακτηρία ο Σάντα Ρόζας και έθνησκεν ο Νόρμαν
+εν Μεσολογγίω. Σήμερον. . . .
+
+Αλλά μη προτρέχωμεν.
+
+Οι σημερινοί φιλέλληνες, εκείνοι δηλαδή ους ημείς ούτω καλούμεν,
+διαφέρουσι πολύ των παλαιών, περί ων κυρίως ο σοφός μου φίλος κ.
+Κουμανούδης τοσαύτα εχαριτολόγησεν άλλοτε εν τω Αθηναίω. Εκείνους
+έπλαττε φιλέλληνας αληθείς η αληθινή των προς την Ελλάδα αγάπη,
+και την προσωνυμίαν των ταύτην, ην μόνοι των αυτοί ελάμβανον εν
+υπερηφανεία, εκύρουν μεν περιφανώς τα έργα αυτών, εταμειεύομεν δ'
+ημείς κατόπιν ευγνώμονες εν τη ημετέρα καρδία. Ήσαν εκείνοι
+φαινόμενα επί του πολιτικού ορίζοντος της ποιητικής εποχής της
+παλινορθώσεως, ούτινος η αίγλη ωχράνθη μικράν κατά μικρόν, και
+εσβέσθη τέλος μετά της σεμνής κορυφής του φαεινότατου αυτής
+αντιπροσώπου, του Βίκτωρος Ουγώ. Ήσαν ούτως ειπείν
+αυτοχειροτόνητοι μεσαιωνικοί ιππόται, στρατεύοντες πάνοπλοι εις
+ανόρθωσιν της αδικίας και προστασίαν των τυραννουμένων, διότι
+ήσαν τότε καιροί, καθ' ους υπήρχον και άνθρωποι αισθανόμενοι την
+ανάγκην ταύτην.
+
+Τους σημερινούς όμως φιλέλληνας, τους ακόπους φιλέλληνας των
+εφημερίδων και των περιηγήσεων, τους δημιουργούμεν ημείς ως επί
+το πλείστον· ημείς τους βαπτίζομεν, και ημείς επί τέλους, διά του
+υπουργείου των Εξωτερικών, τους χειροτονούμεν και ιππότας.
+
+Ουδόλως απίθανον, πιθανώτατον δε μάλιστα είνε, ότι οι παλαιοί
+εκείνοι, οι αφιλοκερδείς, οι πλήρεις ποιητικού ενθουσιασμού και
+γενναίων αισθημάτων φίλοι της Ελλάδος, παρήγαγον βαθμηδόν την
+φυλήν των σημερινών φιλελλήνων· αλλ' εξεφυλίσθη κατά μικρόν το
+είδος από γενεάς εις γενεάν, και οι σήμερον ούτω καλούμενοι είνε
+επίγονοι αληθείς, ως επίγονοι είμεθα ημείς των παλαιών εκείνων
+ανδρών της μεγάλης εποχής του μεγάλου ημών αγώνος.
+
+***
+
+Τους φιλέλληνας της σήμερον δημιουργούμεν, ως προέλεγον, ημείς
+αυτοί ως επί το πλείστον, κατά φυσικήν και αναπόδραστον ανάγκην
+της νοσηράς ημών εθνικής ιδιοσυγκρασίας. Ημείς αυτοί
+δημιουργούμεν και τους μισέλληνας. Οι πλείστοι και τούτων και
+εκείνων ουδ' ενόησαν ίσως ουδέ συνησθάνθησαν την ιδιότητα, ην
+απεδώκαμεν ημείς εκάστοτε εις αυτούς, πριν ή μάθωσιν εξ ελληνικής
+φήμης τας υπό της δημοσιογραφίας ημών διασαλπισθείσας αρετάς των,
+ή τας κακίας όσας εφορτώσαμεν εις την ράχιν των. Πολλοί δε και
+ηπόρησαν ίσως βαθυτάτην απορίαν, ακούσαντες τους πανηγυρισμούς
+ημών ή ονειδισμούς, και ηρώτησαν εαυτούς, τι αγαθόν άρα ή κακόν
+εποίησαν, όπως αξιωθώσι τοσούτου πάταγου τα ονόματά των,
+συνειδότες οι ταλαίπωροι, ότι δεν
+
+ mérité
+ ni cet excès d' honneur ni cette indignité.
+
+Aλλά τι ταύτα προς ημάς; Hμείς είχομεν και έχομεν απαραίτητον
+ανάγκην φίλων και εχθρών, και τους πλάττομεν και τους φανταζόμεθα
+οσάκις μας λείπουσιν, ως οι μικρομέγαλοι εκείνοι άνθρωποι,
+οίτινες ονειρεύονται παντού προστάτας και πάτρωνας και
+υπερασπιστάς και φίλους, και τόσον σπουδαίως κατορθόνουσιν επί
+τέλους να πείσωσιν εαυτούς περί της αληθείας των ονείρων των,
+ώστε υπολαμβάνουσιν εχθρούς των ασπόνδους πάντας τους οπωσδήποτε
+αγνοούντας αυτούς. Ότι είμεθα και ημείς μικροί, ουδείς δύναται ν'
+αμφισβητήση, ουδ' αυτοί οι αισιοδοξότατοι του ελληνισμού
+υμνογράφοι. Αλλ' ουδ' έγκλημα είνε τούτο, ουδ' αμάρτημα καν·
+ατύχημα μόνον. Το κακόν είνε ότι είμεθα μικροί και φανταζόμεθα
+ότι είμεθα μεγάλοι, το δε χείριστον ότι έχομεν πάσας τας κακίας
+της αληθούς ημών μικρότητος και της ψευδούς ημών μεγαλειότητος.
+
+Του λυπηρού δε τούτου κράματος αποτέλεσμα υπήρξε και υπάρχει η
+περί των ξένων πάντων γενική ημών γνώμη, η διαιρέσασα αυτούς εις
+ποίμνην προβάτων και ποίμνην αιγών, εις τάγμα φιλελλήνων και
+τάγμα μισελλήνων.
+
+***
+
+Τίνες δε και ποίοι είνε οι σημερινοί φιλέλληνες;
+
+Ας εξετάσωμεν το πράγμα λεπτομερέστερον, εξαιρούντες, εννοείται,
+της μεγάλης αυτών στρατιάς, — διότι μεγάλην και πολυάριθμον
+έπλασεν αυτήν πάντοτε και πλάττει και σήμερον έτι η εθνική ημών
+φιλοτιμία — τους σπανίους εκείνους και αληθείς της Ελλάδος
+φίλους, τους αγαπήσαντας τα άξια ημών αγάπης και κατακρίναντας τα
+άξια κατακρίσεως, τους προμαχήσαντας ημών εν δικαίω αλλά και
+παραινέσαντας και επιτιμήσαντας ημάς μωραίνοντας. Ούτοι
+εσπούδασαν και εγνώρισαν ημάς, και την αλήθειαν λαλήσαντες, αυτής
+μάλλον ή υμών υπήρξαν φίλοι. Αν δ' επρόκειτο να υποστώσι τον
+νεοελληνικόν βάπτισμα, μισέλληνας μάλλον ή φιλέλληνας θα τους
+εκάλουν οι περί την κολυμβήθραν ετοίμους ορέγοντες τας χείρας
+πολυάριθμοι ανάδοχοι, ων τα ευγενή στήθη επινέμεται ακοίμητον το
+άγιον πυρ του νεοελληνικού πατριωτισμού.
+
+Φιλέλληνες σήμερον είνε, ή κάλλιον και ορθότερον ειπείν
+φιλέλληνες σήμερον καλούνται παρ' ημών οι γράφοντες και
+δημοσιεύοντες εν τω ευρωπαϊκώ τύπω άρθρα οιαδήποτε και οσαδήποτε
+υπέρ Ελλάδος· οι εξυμνούντες τας προπατορικάς ημών αρετάς,
+εξηγούντες δε και δικαιολογούντες τας απογονικάς ημών κακίας —
+όσας γνωρίζουσιν· οι εκ μικράς ή μεγάλης εν Ελλάδι διαμονής,
+πολλάκις δε και από του μαλακού κλιντήρος του σπουδαστηρίου των,
+θαυμάσαντες τας ποικίλας αποχρώσεις του αττικού ορίζοντος περί
+ηλίου δυσμάς, και του Παρθενώνος τα χρυσίζοντα ερείπια και την
+φωταυγή διαφάνειαν της αθηναϊκής ατμοσφαίρας· οι ανακηρύξαντες
+καταπληκτικάς και μονονού θαύματος αποτέλεσμα τας κοινωνικάς
+προόδους της νέας Ελλάδος· οι αφειδώς σπαταλήσαντες πάντα του
+λεξιλογίου αυτών τα κοσμητικά επίθετα υπέρ παντός Έλληνος
+ποτίσαντος αυτούς εν κύπελλον τεΐου· οι ετοίμως χειροκροτήσαντες
+και ακόπως πανηγυρίσαντες όσα ουδέποτε ανέγνωσαν νεοελληνικά
+συγγράμματα· οι επιχειρήσαντες τέλος να γράψωσι περί των καθ'
+ημάς πολιτικών ή κοινωνικών ή φιλολογικών πραγμάτων, χωρίς να
+γνωρίζωσι καν την γλώσσαν ημών, μόνον δε και μόνον όπως καύσωσιν
+ολίγον και ευθηνόν θυμίαμα υπό την ρίνα των νεολληνικών
+Σαλμωνέων, και ευφημηθώσιν έπειτα υπ' αυτών, προθύμως
+ανταποδιδόντων τα ίσα.
+
+Πόσων εκ τούτων τα ονόματα, δημοτικώτατα παρ' ημίν και κοσμούμενα
+καθ' εκάστην υπό των εφημερίδων διά των ευηχοτάτων του ελληνικού
+λεξικού επιθέτων, εισίν άγνωστα σχεδόν εν τη ιδία αυτών χώρα!
+Πόσοι των υμνητών μας εκείνων εξέλεξαν ως φιλολογικόν των αγρόν
+την νέαν Ελλάδα και τους νέους Έλληνας, μόνον και μόνον διότι
+ηδύναντο να γράφωσιν ό,τι ήθελον περί πραγμάτων αγνώστων εις τους
+αναγνώστας των, και να πιστεύωνται μεν υπ' εκείνων
+παραδοξολογούντες, να πιστεύωνται δε και υφ' ημών κολακεύοντες;
+Μηδένα τούτο ξενίση. Η νέα Ελλάς είνε και σήμερον έτι, μ' όσα και
+αν εγράφησαν περί αυτής, ή μάλλον διότι τόσα περί αυτής
+εγράφησαν, χώρα άγνωστος εις τους Ευρωπαίους. Υπάρχουσιν εξ αυτών
+πολλοί, απολαμβάνοντες τον τόπον ημών αποτελούντα μέρος της άκρας
+Ανατολής (Extrême Orient), άλλοι νομίζοντες ότι η Ελλάς είνε
+ακόμη μέρος της Τουρκίας, και άλλοι πεποίθησιν έχοντες
+αδιάσειστον, ότι οι νέοι Έλληνες τρώγουσιν έτι διά των δακτύλων.
+Ήκουσα εν τη Εσπερία, ανθρώπους ερωτώντας με αν αι οικίαι ημών
+έχουσι παράθυρα, και είδον εν Αθήναις ξένους απορούντας ότι αι
+γυναίκες εξέρχονται ακωλύτως εις περίπατον. Ουδέν επομένως
+άπορον, ότι πιστεύονται ως επί το πολύ οι ο,τιδήποτε περί ημών
+γράφοντες ξένοι, και ότι τόσον ημείς τιμώμεν και ευλογούμεν τους
+υπέρ ημών γράφοντας.
+
+***
+
+Και τι δεν εγράφη υπέρ ημών κατά τους τελευταίους τούτους
+χρόνους! Αν από χρόνου ήδη μακρού δεν είχομεν απομάθει
+
+ _τον υπό βλεφάροις
+ φοίνικ' ερύθημα προσώπου,_
+
+ως λέγει που ο Ευριπίδης, βαθείαν και οχληροτάτην έπρεπε να
+αισθανώμεθα εντροπήν, αναγινώσκοντες όσους ετόλμησαν και τολμώσιν
+έτι να γράφωσιν αίνους εις δόξαν ημών οι της Εσπερίας φιλέλληνες.
+Αλλ' ημείς ομοιάζομεν δυστυχώς τας ασχήμους εκείνας και
+ερωτοτρόπους γυναίκας, αίτινες ου μόνον ευκόλως πιστεύουσιν ότι
+είνε Ασπασίαι και Αφροδίται, όταν ακούωσι τούτο λεγόμενον υπό των
+μαλακοκολάκων, αλλά και θαυμάζουσιν ενδομύχως τους λέγοντας, ως
+ανθρώπους λεπτήν έχοντας την καλαισθησίαν και άπταιστον την
+παρατήρησιν. Η άκομψος και σκαιά κολακεία είνε προς τους νοήμονας
+πολύ πολλάκις επαχθεστέρα του ψόγου και της κατακρίσεως.
+Υπάρχουσιν όμως ρώθωνες, — και τοιούτους έχουσι δυστυχώς αι ρίνες
+αι νεοελληνικαί — οι ευαρέστως οσφραινόμενοι και αυτής της
+χονδροειδεστάτης κολακείας το πυκνόν και ασφυκτικόν θυμίαμα,
+χωρίς καν να πταρνίζωνται, πλήρη δε και αδιάσειστον έχοντες την
+πεποίθησιν, ότι ο υπ' αυτούς καιόμενος λίβανος είνε προσήκων και
+οφειλόμενος φόρος εις το τηλαυγές πρόσωπον, ούτινος έχουσι και
+αυτοί την τιμήν ν' αποτελώσι μέρος.
+
+Οι ρώθωνες δε ημών ούτοι και η ιδιοσυγκρασία αυτών αποδεικνύουσι,
+πόσον δίκαιον είχεν ο Μολιέρος, ειπών ότι πάσαν αυθάδειαν και
+πάσαν μωρίαν δύναταί τις να καταστήση ευκατάποτον, καρυκεύων
+αυτήν εις κολακείαν.
+
+Διά τούτο δε και ημείς ου μόνον δεν εντράπημεν ουδ' εντρεπόμεθα,
+ου μόνον δεν ηγανακτήσαμεν ουδ' αγανακτούμεν δι' όσα μωρά και
+ανούσια κολακεύματα σιτίζουσιν ημάς οι από της Δύσεως νεοφώτιστοι
+ημών φίλοι, αλλά και κομπάζομεν επ' αυτοίς και βρενθυόμεθα, και
+απορούμεν πολλάκις, πώς δεν γράφονται περισσότερα και θερμότερα
+υπέρ του περιουσίου λαού του Κυρίου, και θηρεύομεν αίνους και
+λιβανωτόν πάση δυνάμει και διά παντός μέσου, και γράφομεν
+επαιτούντες, και οδοιπορούμεν οδοιπορίας μακράς εις αναζήτησιν
+συμπαθειών και φίλων, κ' ευτελιζόμεθα εκλιπαρούντες ευνοίας και
+θωπεύματα, και χαίρομεν χαράν ανεκλάλητον, οσάκις κατορθώσωμεν να
+αυξήσωμεν δι' ευγενούς τινος νεοσυλλέκτου το τάγμα των
+φιλελλήνων, και δημοσιευθή που της Ευρώπης νέον άρθρον εις ύμνον
+των απογόνων του Περικλέους και της περικαλλούς αυτών χώρας.
+
+Ποίος δε τότε και πόσος ο αλαλαγμός ημών και η αγαλλίασις!
+
+Ο νέος και διαπρεπής της Ελλάδος φίλος αίρεται φυσικώ τω λόγω
+μέχρι τρίτου ουρανού, και πανηγυρίζεται όπως μας επανηγύρισεν. Η
+νοημοσύνη αυτού και η πολυμάθεια, η του καλάμου του δεινότης και
+των ιδεών αυτού η αδρότης και η δύναμις, ιδίως δε και προ πάντων
+η της κρίσεως αυτού ευμένεια και τα φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ά
+τ ο υ α ι σ θ ή μ α τ α — το κυριώτατον αυτού προσόν, —
+περιάδονται και διασαλπίζονται εν χορδαίς και οργάνοις, το δε
+κοινόν κροτεί τας χείρας, ή, αν βαρύνεται να πράξη τούτο, παρατρίβει
+καν αυτάς εξ ευχαριστήσεως, και κρατύνεται φρονούν ακραδάντως, ότι
+μέγα μέλλον έχει ο λαός ο τοιούτους έχων φίλους, ότι αδύνατον είνε
+να παρίδη εις τέλος η Ευρώπη την έντονον έκφρασιν της κοινής γνώμης,
+και ότι περιττή και ανωφελής θα ήτο οιαδήποτε εθνική του εργασία
+υπέρ βελτιώσεως της τύχης του, αφού περί τούτου μεριμνώσιν
+άλλοι . . . και μεγάλοι.
+
+Τα ονόματα των νέων εκάστοτε δημοσιογραφικών προμάχων του
+ελληνισμού ταμιεύει ούτω ευγνώμων η ελληνική δημοσιογραφία, και η
+μνήμη αυτών αξιοί ευλόγως να καταλάβη θέσιν τιμητικήν εν τω
+μεγάλω καταλόγω των φίλων της Ελλάδος.
+
+Ως προς τούτο δυνάμεθα καν να παρηγορηθώμεν, ως παρηγορούνται
+πολλάκις οι πάσχοντες, ακούοντες παρά των ιατρών ότι κληρονομικόν
+είνε το νόσημά των, και πειθόμενοι, ότι αν νοσούσι, τουλάχιστον
+δεν πταίουσι. Το ελάττωμα είνε προγονικόν· ουδ' ευρέθη τις μέχρι
+τούδε, ουδέ θα ευρεθή τις ίσως, ουδέ θα κατορθώση να μας πείση,
+αν ευρεθή,
+
+ _ξενικοίς λόγοις μη λίαν εξαπατάσθαι,
+ μηδ' ήδεσθαι θωπευομένους μήτ' είναι χαυνοπολίτας,_
+
+ως έλεγεν ο ποιητής των Αχαρνέων. Όπως δε οι παλαιοί του εκείνοι
+Αθηναίοι, ους
+
+ _από των πόλεων οι πρέσβεις εξαπατώντες . . ιοστεφάνους εκάλουν, . .
+ ευθύς διά τους στεφάνους επ' άκρων των πυγιδίων εκάθηντο,_
+
+ούτω και ημείς σήμερον ου μόνον πιστεύομεν όσα μας λέγουσιν οι τη
+μωρία ημών χαριζόμενοι ξένοι, αλλά και αλαζονευόμεθα επί τω
+πανηγυρισμώ, και ευθηνόν ευρίσκοντες των επαίνων το νόμισμα,
+προθύμως ανταποδίδομεν αυτό πολλαπλάσιον.
+
+Μηδέ τις φοβηθή, ότι είνε δυνατόν να αμελήση η νεοελληνική
+ευγνωμοσύνη του προσήκοντος αντιπανηγυρισμού της ευρωπαϊκής
+φιλελληνικότητος. Περί την εκπλήρωσιν του ιερού τούτου καθήκοντος
+είμεθα ακριβέστατοι, και την οφειλήν ημών αποδίδομεν έγκαιρον
+πάντοτε και έντοκον και δεκαπλήν. Αν δε — ό μη γένοιτο —
+λησμονήσωμεν ημείς ή οκνήσωμεν, ευκολύνουσιν ημάς εις το έργον,
+ενίοτε δε και μας αναπληρούσιν αυτοί οι φιλέλληνες φίλοι μας. Ο
+γράφων τας γραμμάς ταύτας είδεν, ουχί προ πολλού, αρθρίδια
+επαινετικά μεγάλου φιλελληνικού άρθρου, γεγραμμένα υπ' αυτού του
+φιλέλληνος συγγραφέως, και αποσταλέντα εις Αθήνας, όπως
+μεταφρασθώσι και δημοσιευθώσι διά του ελληνικού τύπου εις
+εγκώμιον του διαπρεπούς ημών φίλου.
+
+Η μέθοδος, βλέπετε, τελειοποιείται βαθμηδόν, ως τελειοποιείται
+κατά τους χρόνους τούτους και προοδεύει πάσα βιομηχανία.
+
+Β'.
+
+Τα είδη των φιλελλήνων είνε ποικίλα και ανάλογα προς τας
+νεοελληνικάς ημών ανάγκας. Αλλά τα ακμαιότερα εξ αυτών είνε δύο·
+πολιτικοί φιλέλληνες, και φιλέλληνες λόγιοι. Έμποροι και
+βιομήχανοι φιλέλληνες δεν ανεπτύχθησαν εισέτι, ουδ' υπάρχει ελπίς
+ν' αναπτυχθώσιν εν τω μέλλοντι, ενόσω, τουλάχιστον δεν εξευρεθή
+τρόπος να τρέφεται η βιομηχανία και το εμπόριον δι' ευγνωμοσύνης
+και παρασήμων.
+
+Οι φιλέλληνες πολιτικοί είνε οι αφθονώτεροι, διότι και αι ανάγκαι
+ημών αι πολιτικαί είνε πλειότεραι και σπουδαιότεραι των άλλων.
+Εννοείται ότι οι πλείστοι εξ αυτών ουδεμίαν απολύτως έχουσι
+καθαράν και ητιολογημένην συνείδησιν του φιλελληνισμού αυτών·
+αλλά τούτο είνε προς ημάς πάντη αδιάφορον. Ο μεν έγραψέ ποτε — αν
+δεν υπέγραψε μόνον — ολίγας υπέρ της Ελλάδος σειράς εν οιαδήποτε
+ευρωπαϊκή εφημερίδι, και ηυχήθη εκ μέσης καρδίας υπέρ της
+πληρώσεως των πόθων του ελληνισμού· ο δε προέπιεν εν συμποσίω υπέρ
+των Ελλήνων, ως μόνου εκπολιτιστικού στοιχείου της Ανατολής.
+Άλλος απηύθυνεν επιστολήν είς τινα των πολιτικών ημών ανδρών,
+γνώμην αποφαινόμενος, ότι εις ημάς μόνους ανήκει η κληρονομιά του
+Βυζαντίου· άλλος ενθουσιωδέστερος ελάλησεν από του
+κοινοβουλευτικού βήματος υπέρ της πολιτικής ζωτικότητος του
+έθνους ημών, και άλλος τέλος — κυβερνήτης αυτός ξένου Κράτους,
+ύψωσε την φωνήν αυτού υπέρ των απαράγραπτων ημών δίκαιων, ή
+διεβεβαίωσε καν απόστολόν τινα οιονδήποτε του ελληνισμού περί των
+προς την νέαν Ελλάδα θερμών αυτού συμπαθειών.
+
+Πάντες ούτοι, κατά τας νεοελληνικάς εννοίας, ιδίως δε οι
+τελευταίοι, εκινήθησαν εκ πλατωνικού και μόνον έρωτος προς την
+Ελλάδα, εξ ενθουσιασμού ενδομύχου και διαπύρου προς την χώραν του
+Πλάτωνος και τους απογόνους του Μιλτιάδου, εκ πεφωτισμένης και
+αμερολήπτου εκτιμήσεως των αρετών αυτών. Ουδέν άλλο πλάγιον,
+πάτριον και ίδιον συμφέρον εκίνησε την γλώσσαν αυτών ή τον
+κάλαμον. Τουναντίον μάλιστα· πάσα οιαδήποτε σκέψις περί των
+συμφερόντων της ιδίας αυτών πατρίδος υπετάγη κατ' ανάγκην εις
+τους φιλελληνικούς της καρδίας των παλμούς. Άλλως πώς θα ήσαν
+φιλέλληνες;
+
+Τοιούτος είνε ο πήχυς δι' ου μετρούμεν τον φιλελληνισμόν.
+Ανάλογοι δε προς τον πήχυν αυτόν είνε και αι ημέτεραι αξιώσεις.
+
+Πώς; Είνε δυνατόν, είνε επιτετραμμένον, όταν ομιλή τις ξένος περί
+της νέας Ελλάδος και των νέων Ελλήνων, περί των κληρονομικών
+αυτών δικαιωμάτων και των εθνικών αυτών ελπίδων, να μη πλύνη
+πρώτον, κατά το δημοτικόν λόγιον, το σ τ ό μ α τ ο υ μ ε
+ρ ο δ ό σ τ α μ ο ν;
+
+Είνε δυνατόν, ασχολούμενοι περί της νέας Ελλάδος οι ξένοι, να
+λησμονώσιν, ότι η ευγενής αυτή και ένδοξος χώρα επότισε την
+βάρβαρον Ευρώπην τα νάματα του πολιτισμού, και ότι καθήκον
+επομένως έχουσι, καθήκον ευγνωμοσύνης ιερόν και απαράβατον, να
+εργασθώσιν υπέρ του μεγαλείου της;
+
+Είνε επιτετραμμένον εις οιονδήποτε πολιτικόν άνδρα της αλλοδαπής,
+— εξ ανωτέρας, εννοείται, ηθικής και ποιητικής επόψεως
+εξεταζομένου του πράγματος, — να συλλογίζεται κατά πρώτον λόγον
+τα συμφέροντα της πατρίδος του και κατά δεύτερον τα της Ελλάδος,
+και να προτιμά τούτων εκείνα, αν τυχόν συμπέση να μη
+συμβιβάζονται;
+
+Τοιαύται έννοιαι δεν χωρούσιν εις Έλληνος κεφαλήν, ουδέ δύναται
+ποτε ελληνική καρδία να παραδεχθή και επιτρέψη τοιαύτην πώρωσιν.
+
+Διά τούτο απαιτούμεν να ενδιαφέρωνται υπέρ ημών οι ξένοι
+περισσότερον ή όσον ημείς αυτοί υπέρ εαυτών ενδιαφερόμεθα, να
+εργάζωνται υπέρ της πραγματοποιήσεως της εθνικής ημών ιδέας πολύ
+συντονώτερον ημών των ιδίων, να πράττωσιν εκείνοι πλειότερα όσων
+ημείς λέγομεν, και απλώς ειπείν να ήνε των Ελλήνων ελληνίστεροι.
+
+Διά τούτο οσάκις ακούομεν ή αναγινώσκομεν τρεις λέξεις υπέρ ημών,
+τις οίδε πόθεν και πώς λεχθείσας ή γραφείσας, τις οίδε τίνα
+εχούσας σκοπόν ή κρυφίαν υπαγόρευσιν, ενθουσιώμεν ευθύς και
+αλαλάζομεν και πλαταγούμεν, και δράττοντες τα εθνικά ημών
+κατάστιχα ανοίγομεν αμέσως μερίδα εις τον νέον φιλέλληνα.
+
+Συμβαίνει ενίοτε, — και ποσάκις μέχρι τούδε συνέβη! — να
+ανακαλύψωμεν βραδύτερον ότι ηπατήθημεν, η ευγενής δ' εκείνη φωνή,
+ην είχον έτι έναυλον τα πατριωτικά ημών ώτα, να σιγήση αίφνης
+αγενώς ή και ν' αλλάξη σκοπόν, γινομένη κατήγορος από υμνητού και
+επαινέτου.
+
+Λυπούμεθα βεβαίως διά το εθνικόν ατύχημα, αλλά δεν ταραττόμεθα
+και πολύ. Ανοίγομεν και πάλιν το εθνικόν ημών καθολικόν,
+εγγράφομεν τον αποστάτην εις την μερίδα των μισελλήνων, και
+παραδίδομεν αυτόν εις τας αράς και το μίσος του έθνους.
+
+Αν όμως συμβή το αντίστροφον! Αν, χάρις εις την παντοδύναμον
+ευγλωττίαν ειδικών τινων arguments sans replique ως έλεγεν ο Δον
+Βασίλειος, ακουσθή αίφνης ότι μετενόησαν αμαρτωλοί, και χρόνιοι
+εχθροί ετράπησαν εις φίλους, και ανταποκριταί φοβεροί παγκοσμίων
+εφημερίδων ανέμελψαν αίφνης το Ω σ α ν ά, ενώ χθες μόλις
+εκραύγαζον σ τ α ύ ρ ω σ ο ν, σ τ α ύ ρ ω σ ο ν α υ τ ο ύ ς, ω!
+η αγαλλίασις ημών τότε ούτε λέγεται ούτε περιγράφεται. Μη δεν
+είπεν ο Χριστός, ότι «ούτω χαρά έσται εν τω ουρανώ επί ενί
+αμαρτωλώ μετανοούντι ή επί ενενήκοντα εννέα δικαίοις, οίτινες
+χρείαν ουκ έχουσι μετανοίας;»
+
+***
+
+Των λογίων φιλελλήνων το γένος δεν είνε μεν βεβαίως τοσούτον
+επίσημον ουδέ περιφανές, όσον οι πολιτικοί φιλέλληνες, αλλ'
+αφθονεί όμως επίσης και ακμάζει, αυξάνει δε διαρκώς διά των νέων
+προσηλύτων, ους βαπτίζουσιν εκάστοτε οι παρ' ημίν λόγιοι, ουχί
+πάντες βεβαίως, αλλ' εκείνοι ιδίως, εις ους απονέμουσι προχείρως
+ευρωπαϊκής αθανασίας διπλώματα οι της δύσεως σοφοί.
+
+Αφ' ότου της εθελοφημίας η νόσος απέκτησε και παρ' ημίν ενδημικόν
+χαρακτήρα, οι δε λογογραφούντες Έλληνες ήρχισαν αλιεύοντες δόξαν
+από των τελευταίων σελίδων των εφημερίδων, και απ' αυτών έτι των
+γωνιών των οδών διά πολυχρώμων τοιχοκολλημάτων, ήνοιξε φυσικώ τω
+λόγω και η όρεξις αυτών, η δε φιλοδοξία των ωνειρεύθη άλλον
+ευρύν, ευρύτερον του ελληνικού ορίζοντα.
+
+Do ut des, είπομεν τότε προς τους ξένους, όσοι εφαίνοντο
+ορεγόμενοι νεοελληνικής δόξης. Σας κηρύττομεν φιλέλληνας, — και
+ηξεύρετε πόσον μυρίπνουν και ιερόν είνε αυτό το όνομα — αλλά
+πρέπει να μας κηρύξετε και σεις μεγάλους συγγραφείς. Και το
+πράγμα έγεινε, και των αλλοδαπών φιλελλήνων λογίων η στρατιά
+πληθύνεται οσημέραι εις δόξαν και κλέος των νεοελληνικών
+γραμμάτων.
+
+Διά τούτο δε βλέπομεν και αναγινώσκομεν καθ' εκάστην εις τας
+εφημερίδας και τα περιοδικά ημών συγγράμματα, ότι ο δείνα σοφός,
+υπό των φ ι λ ε λ λ η ν ι κ ω τ ά τ ω ν α ι σ θ η μ ά τ ω ν
+ε μ π ν ε ό μ ε ν ο ς, εδημοσίευσεν εν τω δείνα ευρωπαϊκώ περιοδικώ
+επαινετικήν διατριβήν περί ταύτης ή εκείνης της νεοελληνικής
+συγγραφής· ότι ο άλλος εκείνος διάσημος φιλέλλην, ο ύ τ ι ν ο ς
+τ ό σ ο ν ε υ φ ή μ ω ς κ α τ έ σ τ η σ α ν γ ν ω σ τ α ί αι
+περί την μεσαιωνικήν ή την νέαν ημών φιλολογίαν μελέται,
+μετέφρασεν εις την γαλλικήν ή γερμανικήν, ενίοτε και την δανικήν
+ή την ρωσικήν ή τις οίδε ποίαν άλλην ευρωπαϊκήν ή και σημιτικήν
+γλώσσαν, την τάδε πραγματείαν νεοελληνικού σοφού· ότι ο ονομαστός
+ελληνιστής και φιλόλογος Άλφα εμνημόνευσε μετ' επαίνων τούτου ή
+εκείνου του νεοελληνικού βιβλίου, και ότι η διαπρεπής εν τω κόσμω
+των γραμμάτων κυρία Βήτα απένειμε τον στέφανον της αθανασίας εις
+τούτο ή εκείνο το ποίημα.
+
+Και ταύτα πάντα διαθρύπτουσι την εθνικήν φιλοτιμίαν ου μόνον των
+πολλών, οίτινες γνωρίζουσιν ίσως τα επαινούμενα έργα, αλλά και
+των ολίγων, οίτινες, πλην αυτών, γνωρίζουσι και τους επαινέτας.
+Αυξάνουσι δε ούτω και κορυφούνται αι εν τη νέα Ελλάδι φιλολογικαί
+επισημότητες, κλεϊζόμεναι υπό των αλλοδαπών σοφών, αυξάνει δε
+συγχρόνως και κραταιούται η ευγενής των λογίων φιλελλήνων τάξις,
+απαθανατιζομένη υπό των δι' αυτής απαθανατισθέντων.
+
+Είνε αληθές — ας μείνη δε τούτο μεταξύ μας — ότι οι πλείστοι των
+κρινόντων και θαυμαζόντων ή και μεταφραζόντων έτι τα προϊόντα της
+νεωτέρας ημών φιλολογίας αλλοδαπών, έχουσι το ατύχημα να αγνοώσι
+την γλώσσαν ημών, ή να γνωρίζωσι καν αυτήν τοσούτον ατελώς, ώστε
+να διαφεύγωσιν αυτούς τα κάλλη των συγγραμμάτων άτινα
+πανηγυρίζουσιν. Αλλά τούτο ο υ δ έ ν π ρ ο ς τ ά λ φ ι τ α. Η
+δ ο υ λ ε ι ά μας να γίνεται, λέγομεν οι ευφυείς και επιτήδειοι
+ημείς, δουλειά μας δε είνε να υπολαμβανώμεθα εκ παντός τρόπου
+μεγάλοι και σημαντικοί, να έχωμεν κολάκων εσμόν και φίλων
+πλημμύραν, και οι φιλέλληνές μας να αγαπώσι πάντοτε τους Έλληνάς
+των.
+
+
+***
+
+Περιττόν ίσως θα ήτο μετά τα ρηθέντα να λεπτολογηθώσι τα έξοχα
+προτερήματα, άτινα κατά τας εννοίας ημών κοσμούσιν απαραιτήτως
+πάντα φιλέλληνα. Δεν βλάπτει όμως και το περιττόν, οσάκις
+χρησιμεύει μεν εις τελείωσιν της εικόνος, δύναται δε ίσως — τις
+οίδε — να στρατολογήση και νέους άλλους του ευγενούς αγώνος
+μαχητάς.
+
+Πας φιλέλλην είνε εν πρώτοις και προ πάντων ευφυέστατος άνθρωπος.
+Αλλά τι σημαίνει τούτο και μόνον δι' ημάς τους Έλληνας, τους
+ευφυεστάτους των ανθρώπων; Θα ήτο το αυτό και αν ελέγομεν, ότι
+πας φιλέλλην έχει δύο οφθαλμούς και μίαν ρίνα. Δεν αρκούμεθα
+επομένως εις αυτό και μόνον. Οι φιλέλληνες είνε άνδρες
+μεγαλοφυείς, φαινόμενα έκτακτα εν τω διανοητικώ κόσμω των εθνών,
+υ π ά ρ ξ ε ι ς π ρ ο ν ο μ ι ο ύ χ ο ι, ως λέγουσι σήμερον επί
+το ελληνογαλλικώτερον αι νεοελληνικαί εφημερίδες. Οι φιλέλληνες
+έχουσιν ευρείαν την διάνοιαν και μεγάλην την καρδίαν, υψηλόν το
+φρόνημα και το αίσθημα ευγενές.
+
+Οι φιλέλληνες έχουσι τον νουν αυτών απρόσιτον εις πάσαν ιδέαν
+μικράν και ταπεινήν, τα δε στέρνα αυτών κεκλεισμένα προς παν
+αίσθημα αδικίας. Οι φιλέλληνες είνε και φιλελεύθεροι· ουδέ είνε
+δυνατόν να ήνε οπισθοδρομικοί, αφού είνε φιλέλληνες. Είνε προς
+τούτοις αναγκαίως και αναποδράστως άνθρωποι πολυμαθείς,
+ποτισθέντες τα νάματα της υγιούς παιδείας εν τη μελέτη των
+κλασικών μνημείων της προγονικής ημών φιλολογίας, άτινα
+κατανοούσι και εκτιμώσιν, εννοείται, κάλλιον παντός άλλου. Είνε
+πεφωτισμένοι λάτρεις του καλού, νοημονέστατοι και αδέκαστοι
+κριταί της αρετής και της αξίας, όντα ενί λόγω τέλεια και
+ιδανικά.
+
+Και πώς άλλως; Μόνον τοιούτοι άνθρωποι δύνανται να ήνε φίλοι μας.
+
+***
+
+Οι δε μισέλληνες;
+
+Οι μισέλληνες είνε πολλοί. Πολύ πλείονες δυστυχώς των φιλελλήνων,
+διότι είνε πάντες οι μη φιλέλληνες.
+
+Τούτους μεν κατορθούμεν οπωςδήποτε ν' αριθμώμεν, διότι τους
+ακούομεν· τους αναγινώσκομεν, τους γνωρίζομεν, τους θυμιώμεν και
+τους λατρεύομεν. Αλλά τους δυστυχείς εκείνους παρίας, ων η
+πεπωρωμένη καρδία ουδέποτε έπαλεν υπέρ της Ελλάδος και των
+Ελλήνων, ων ουδέποτ' εξέφυγε τα χείλη κ α λ ό ς λ ό γ ο ς υπέρ
+ημών, πού να τους μάθωμεν ίνα τους αριθμήσωμεν;
+
+Ακούομεν τους κατακριτάς ημών και κατηγόρους, τους εξ οιουδήποτε
+λόγου μη θελήσαντας να δρέψωσι δάφνας εκ του φιλελληνικού
+λειμώνος, τους υπολαβόντας εκ κακίας ή συμφέροντος οιουδήποτε, εκ
+γνώσεως ή εξ αγνοίας, ότι ουδεμιάς συμπαθείας ή ενδιαφέροντος
+είμεθα άξιοι, τους εξευτελίζοντας και προπηλακίζοντας ημάς.
+Γνωρίζομεν εκείνους, οίτινες μας εγνώρισαν κ' ετόλμησαν να μας
+χαρακτηρίσωσιν ως φυλήν πτωχαλαζόνων επαιτών, φλυαρούντων μεν
+αγερώχως περί των προγονικών αρετών και μασσώντων αδιακόπως τας
+δάφνας των πατέρων των, ως οι Αμερικανοί τα φύλλα του καπνού των,
+αλλά τεινόντων συγχρόνως την χείρα προς τον έλεον της Ευρώπης και
+εκλιπαρούντων τον οβολόν των ισχυρών, απαράλλακτα ως πολλοί των
+μεγάλων ημών αγωνιστών απόγονοι τείνουσι διαρκώς την χείρα προς
+τον δημόσιον προϋπολογισμόν, καυχώμενοι ότι είχον την δόξαν να
+γεννηθώσι παρ' ανδρών αποθανόντων υπέρ της πατρίδος.
+
+Αλλά οι τοιούτοι κατακριταί ημών και κατήγοροι είνε ολίγοι και
+ευάριθμοι, ουδ' είνε δυνατόν να μας αρκέσωσι. Τι σημασίαν θα
+είχαμεν, αν τόσον ολίγους μόνον είχαμεν εχθρούς; Εχθροί μας
+επομένως, τουτέστι μισέλληνες, είνε όχι μόνον εκείνοι, αλλά και
+πάντες όσοι μας αγνοούσι και αδιαφορούσιν εντελώς περί ημών. Οι
+προπάτορες ημών οι παλαιοί έλεγον εν αυταρκεία γνησίως ελληνική:
+π α ς μ η Έ λ λ ην β ά ρ β α ρ ο ς, και είχον ίσως δίκαιον
+κατ' εκείνους τους χρόνους. Ημείς, οίτινες δεν τολμώμεν έτι να
+φθάσωμεν έως εκεί, αρκούμεθα εις την παρωδίαν του παλαιού λογίου,
+και λέγομεν απλούστερον: π α ς μ η φ ι λ έ λ λ η ν
+μ ι σ έ λ λ η ν.
+
+Είνε δυνατόν, λέγομεν, να αγνοή τις σήμερον την νέαν Ελλάδα και
+τους νέους Έλληνας, εκτός αν το κάμνη επίτηδες; Είνε
+επιτετραμμένον εις οιονδήποτε καθώς πρέπει άνθρωπον να μη μας
+γνωρίζη, δηλαδή να μη μας επαινή; Και τι λοιπόν άλλο, ή εχθροί
+της Ελλάδος πρέπει να ονομασθώσιν οι αμαθείς και βάρβαροι, οι
+απαίδευτοι και ανόητοι εκείνοι, οι νομίζοντες ότι είνε ποτέ
+δυνατόν να γείνη οιοσδήποτε περί αυτών ονομαστί λόγος, χωρίς
+αυτοί να λαλήσωσι περί των νέων Ελλήνων;
+
+Ούτω δε πάντες οι δυστυχείς αυτοί θνητοί, οι περί πολλά ίσως άλλα
+ασχοληθέντες και διακριθέντες και εν τη πατρίδι αυτών ευφήμως
+μνημονευόμενοι, αλλ' αμαρτήσαντες όμως το θανάσιμον αμάρτημα να
+μη ανησυχήσωσι περί ημών, κατατάσσονται εις των μισελλήνων το
+τάγμα, και αυξάνουσιν αυτό εις στρατιάν πυκνήν και μεγάλην.
+
+Και τους χαρακτηρίζομεν μεν ευλόγως πάντας αυτούς όπως τους
+πρέπει, και αγανάκτησιν αισθανόμεθα πατριωτικήν διά τον
+μισελληνισμόν των, αλλά, τι τα θέλετε; η αγανάκτησις ημών μετέχει
+πως και υπερηφανείας. Οργιζόμεθα μεν ότι αδιαφορούσι περί ημών,
+ως οργίζεται η ερωτότροπος γεροντοκόρη παρερχομένη ενώπιον απαθών
+ομμάτων και ουδέν ακούουσα θαυμαστικόν επιφώνημα, αλλά
+παρηγορούμεθα όμως, ως εκείνη, ενδομύχως, πεποίθησιν έχοντες
+ασφαλή, ότι οι ούτω προσφερόμενοι κινούνται τις οίδεν έκ τινος
+ταπεινού αισθήματος φθόνου ή κακίας, και κομπάζομεν διά το πλήθος
+των εχθρών ημών, αναλογιζόμενοι θυμοσόφως, ότι μόνον οι μέγα
+σημαίνοντες έχουσι πολλούς εχθρούς, διότι
+
+ _εις ταπίσημα ο φθόνος πηδάν φιλεί._
+
+***
+
+Εννοείται ότι δεν υπάρχει λέξις δυσώνυμος ην δεν εκολλήσαμεν εις
+την ράχιν των κακών αυτών ανθρώπων, και ότι μόνον ίσως το
+ευρωπαϊκής φήμης απολαύον υβριολόγιον του Κ. Κόντου θα ήρκει εις
+προσήκουσαν έκφρασιν των αισθημάτων, άτινα προξενεί εις τας
+πατριωτικάς των Ελλήνων καρδίας η μοχθηρία των μισελλήνων.
+Εκείνους μάλιστα, όσοι μη αρκούμενοι εις περιφρονητικήν
+αδιαφορίαν, ελέγχουσιν ημάς ασυστόλως και κατακρίνουσι και
+κατηγορούσιν, εκείνους οίτινες υποτιμώσι το παρόν και
+καταστρέφουσι το μέλλον του ελληνισμού, ω! αυτούς τους πνίγομεν
+βεβαίως, αν πέσωσι ποτε εις τας χείρας μας.
+
+Τους πνίγομεν εν εθνικώ συλλαλητηρίω, και αμφίβολον είνε αν θα
+ευρεθή κατά την μεγάλην εκείνην και ιεράν στιγμήν Έλλην άνθρωπος,
+όστις να εγείρη την φωνήν αυτού υπέρ των θυμάτων,
+υπεραπολογούμενος αυτών οπωςδήποτε ενώπιον της εξωργισμένης
+εθνικής ημών συνειδήσεως.
+
+Και όμως — εντρέπομαι αληθώς και καλύπτω το πρόσωπον διά των
+χειρών μου, πριν εκστομίσω την βλασφημίαν — και όμως εις τους
+εχθρούς ημών και τους κατηγόρους οφείλομεν οι νέοι Έλληνες πολύ
+πλείονα ή εις τους ξένους φίλους και κόλακας.
+
+Αν έχομέν τι σήμερον αγαθόν, — και έχομεν ολίγα, μάρτυς μου ο
+θεός — , αν κατωρθώσαμέν τι άξιον λόγου αφ' ης ανεγεννήθημεν, οι
+μισέλληνες ημών εχθροί είνε οι κύριοι αυτού εργάται και οι λόγοι
+των οι πικροί. Αυτοί μας εξώργισαν και μας δυσηρέστησαν, αλλ'
+αυτοί και επαίδευσαν και εσωφρόνισαν ημάς.
+
+Στομάχους αργούς και αρρώστους δεν ιαίνει αφέψημα γλυκυρρίζης,
+αλλά πικρά κασία και άψινθος. Έχομεν δε δυστυχώς ασθενείς και
+παραλύτους τους διανοητικούς ημών στομάχους, οσαδήποτε και αν
+μεγαλορρημονούμεν εν ώραις πατριωτικής αυταρκείας
+
+ _αυτός αυτού κόλαξ έκαστος ων και πρώτος και μέγιστος,_
+
+οσαδήποτε και αν ψάλλωσιν εις ήχον τρίτον οι των αθηναϊκών
+τριόδων κομπολακύθαι και οι των ευρωπαϊκών αγορών φιλέλληνες.
+
+Ουδέν ποτε εκερδήσαμεν, ουδ' αγαθόν εμάθομεν ουδ' απεμάθομεν
+κακόν παρά των ευμενών ημών αλλοδαπών φίλων. Ενανουρίσθημεν υπ'
+αυτών εν τη νάρκη του μεγαλοπρεπούς ημών ύπνου, και ετανύσαμεν εν
+οκνηρία τας κνήμας ημών και εχασμήθημεν προ του θάλπους του ηλίου
+της προγονικής ημών δόξης. Αλλ' ουδέν άλλο.
+
+Οι εχθροί ημών, οι μοχθηροί και κακότροποι μισέλληνες μας
+επετίμησαν, είν' αληθές, και μας εκακολόγησαν, μας επροπηλάκισαν
+πολλάκις και μας εξηυτέλισαν, αλλ' η μάστιξ των λόγων αυτών
+παρήγαγεν επί της νωθράς και πλαδαράς ημών σαρκός οίον παράγει
+αποτέλεσμα η υπό της θεραπευτικής παραγγελλομένη ενίοτε
+μαστίγωσις των εξηντλημένων γεροντίων. Εκραυγάσαμεν εξ οδύνης υπό
+τας πληγάς, κατηράσθημεν τους μαστιγούντας, και διεμαρτυρήθημεν
+ενώπιον Θεού και ανθρώπων κατά της αδικίας και βαρβαρότητος· αλλ'
+εξήγειραν όμως και εσωφρόνισαν και ωκοδόμησαν ημάς οι
+παιδεύοντες, ευηργέτησαν δε αναντιρρήτως οι υβρίζοντες και
+εξουθενούντες.
+
+Αδύνατον είνε οι αναγινώσκοντες τας γραμμάς ταύτας να μη
+ενθυμώνται, ότι και επηνέθησαν πολλάκις και κατεκρίθησαν.
+Παραδέχομαι δε προς χάριν των, ότι και δικαίως πάντοτε επηνέθησαν
+και αδίκως κατεκρίθησαν· αδιάφορον. Θα συνομολογήσωσιν όμως μετ'
+εμού, εν πάση ειλικρινεία, συνειδήσεως, ότι από των κατακρίσεων
+ιδίως εκαρπώθησαν όσα, τους επαινέτας πιστεύοντες, επελάμβανον
+κεκτημένα.
+
+Το κατ' εμέ τουλάχιστον, και εξομολογούμαι τούτο εν πάση
+σπουδαιότητι, ουδέν ποτε εδιδάχθην ουδ' ωφελήθην από των φιλικών
+επαίνων, πολλά δε τουναντίον οφείλω εις τας εχθρικάς κατακρίσεις,
+και αυτάς τας από δυσμενεστάτης γνώμης.
+
+Πότε θα εννοήσωμεν πάντες, ως έθνος, ότι οι μισέλληνες ημών
+εχθροί μας ωφελούσι πλειότερον των φιλελλήνων ημών φίλων; Πότε δε
+τέλος θα παύσωμεν διακρίνοντες τους περί ημών λαλούντας ή μη
+λαλούντας εις τας δύο εκείνας μεγάλας τάξεις, περί ων έλεγον
+αρχόμενος του λόγου; Πότε θα μάθωμεν ότι μόνη η α λ ή θ ε ι α
+σ ώ σ ε ι η μ ά ς;
+
+Μόνον όταν παύσωμεν ημείς αυτοί προς εαυτούς καταψευδόμενοι και
+τας σκιάς των προγόνων περισαίνοντες· μόνον όταν αισθανθώμεν ότι
+είμεθα μικροί υιοί πατέρων μεγάλων, και ότι χειρίστη δίαιτα προς
+αύξησιν ημών και ανάρρωσιν είνε η δίαιτα εκείνη, ην θαυμασίως
+ωνόμαζεν ο Πλάτων ο ψ ο π ο ι ϊ κ ή ν κ ο λ α κ ε ί α ν.
+
+
+
+ΣΥΡΜΟΣ Ή ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ; (15)
+
+
+
+Εσπέραν τινά του παρελθόντος Ιουνίου επέστρεφον αργά εις την
+πόλιν από μακρυνού περιπάτου. Δεν ήμην μόνος· αγαθός φίλος, ον
+είχον συναντήσει μονήρη πλανώμενον πέραν των κήπων των Πατησίων,
+επέστρεφε μετ' εμού. Η εσπέρα ήτο αστροφεγγής και γλυκεία.
+Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του
+Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού
+ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη
+απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος,
+μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της
+ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν
+εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.
+
+Η λεωφόρος ήτο ευτυχώς έρημος περιπατητών, και η κυκλούσα
+γοητευτική ερημία εβράδυνε το βήμα ημών χωρίς να το θέλωμεν.
+Επεριπατούμεν ως άνθρωποι προσπαθούντες να παρατείνωμεν μάλλον ή
+να συντάμωμεν τον δρόμον, κ' εβαίνομεν εφ' ικανόν σιωπώντες,
+αναλικνίζοντες ρυθμικώς δι' εκατέρας των χειρών τους πίλους ημών
+και τας ράβδους, και αναπνέοντες δι' απλήστων πνευμόνων την
+δρόσον της ελαφράς αύρας, ήτις μόλις εσάλευε το φύλλωμα της
+γηραιάς και ραχιτικής δενδροστοιχίας της οδού.
+
+ — Κύτταξε, τι ερημία! είπον τέλος, λύων εγώ πρώτος την σιωπήν.
+Περίεργον πράγμα, να μην ήνε ψυχή γεννητή αυτήν την ώραν εις τον
+ωραίον αυτόν περίπατον, ενώ άλλοτε ήσαν γεμάτα τα πεζοδρόμιά του,
+και όταν ακόμη έκαιεν ο ήλιος και έπνιγεν ο κονιορτός.
+
+ — Διατί σου φαίνεται το πράγμα περίεργον, απήντησεν ο φίλος μου,
+ενώ τουναντίον είνε, νομίζω, φυσικώτατον. Την ποιητικήν ερημίαν
+ολίγοι αγαπούν, διότι ολίγοι αισθάνονται τα θέλγητρά της. Οι
+πολλοί προτιμούν τον κόσμον, το πλήθος, τον θόρυβον· και δι' αυτό
+αυτήν την ώραν, αντί να έλθουν εδώ να ιδούν σε ή εμέ, ή
+πιθανώτερον κανένα, και ν' ακούσουν τον γρύλλον, πηγαίνουν
+καλλίτερα εις το θέατρον των Ολυμπίων ν' ακούσουν τας Δύο
+Ορφανάς, εις το Φάληρον ν' ακούσουν την μουσικήν της Victorieuse
+και ολίγην κακολογίαν, ή και εις το Άντρον των Νυμφών εν εσχάτη
+ανάγκη, να ιδούν τον Καλλίστην. Υποθέτεις άρα γε, ότι εις άλλον
+τόπον είνε τα πράγματα διαφορετικά;
+
+ — Όχι βέβαια εντελώς, αλλά κάπως· αλλού, και το ηξεύρεις ως το
+ηξεύρω, υπάρχει μεγάλη του κοινού μερίς, ήτις κάμνει ό,τι λέγεις,
+διότι ο συρμός είνε φοβερός δεσπότης, και το κράτος του θα ήτο
+μηδενικόν, αν οι άνθρωποι δεν παρηκολούθουν ο είς τον άλλον·
+υπάρχουν όμως και άλλοι, ολιγώτεροι βεβαίως, αλλ' αρκετοί
+πάντοτε, οι οποίοι νομίζουν ότι ημπορούν να διασκεδάσουν, έστω
+και αν δεν ευρίσκωνται μεταξύ χιλίων ή δισχιλίων ομοίων των, και
+των οποίων την τέρψιν δεν αποτελεί απαραιτήτως η ακρόασις
+παραφώνου άσματος ή το θέαμα της αλευρωμένης μορφής προστύχου
+γελωτοποιού.
+
+ — Εδώ, εις τας Αθήνας, είνε αυτοί πολύ ολιγώτεροι, ή μάλλον είνε
+πολύ ολίγοι. Ιδού η μόνη διαφορά.
+
+ — Α! εφώνησα ευχερώς θριαμβεύων. Είμεθα σύμφωνοι. Αλλά διατί
+τόσον ολίγοι; Τόσον άρα γε εξηπλώθη και εις τον τόπον αυτόν το
+εκπολιτιστικόν κράτος του συρμού, ώστε να μη τολμώμεν πλέον και
+να διασκεδάσωμεν παρά τους κανόνας και τας απαιτήσεις του;
+
+ — Δεν ηξεύρω, υπέλαβεν εκείνος μετά τινα δισταγμόν, τι να σου
+απαντήσω. Μου γενικεύεις πολύ το ζήτημα, και θα πέσωμεν εις
+θεωρίας κοινωνιολογικάς, αι οποίαι, προκειμένου περί της ιδικής
+μας κοινωνίας, δεν μου είνε, σου τ' ομολογώ ειλικρινώς, ούτε
+παρήγοροι ούτε ευάρεστοι.
+
+ — Αδιάφορον· αν θέλη κανείς σήμερον να ομιλή μόνον περί
+πραγμάτων ευαρέστων και παρηγόρων, πρέπει να σιωπαίνη.
+
+ — Αι, τότε . . . . ας ήνε! απήντησε μειδιών ο συνοδός μου. Διατί
+όμως προ μικρού μου ωνόμασες το κράτος του συρμού εκπολιτιστικόν;
+Μήπως ταυτίζεις συρμόν και πολιτισμόν; Το κατ' εμέ δεν το
+παραδέχομαι, τουλάχιστον διά την αθηναϊκήν κοινωνίαν.
+
+ — Πώς δηλαδή; Δεν παραδέχεσαι συ συρμόν του πολιτισμού;
+
+ — Βεβαίως τον παραδέχομαι· αλλά παραδέχομαι και κάτι άλλο·
+παραδέχομαι και πολιτισμόν του συρμού· παραδέχομαι δε και κάτι
+περισσότερον ακόμη· ότι ημπορεί κανείς εξαίρετα να ήνε
+πολιτισμένος, χωρίς ν' ακολουθή τον συρμόν, και τουναντίον,
+ημπορεί ν' ακολουθή πιστότατα τον συρμόν, χωρίς ν' αποδεικνύη
+τούτο ότι είνε πολιτισμένος. Εις αυτήν δε την τελευταίαν
+κατηγορίαν νομίζω ότι κατατάσσεται το πλείστον μέρος της ιδικής
+μας κοινωνίας, εκείνης, εννοώ, η οποία θέλει να φαίνεται
+πολιτισμένη.
+
+ — Φρονείς λοιπόν, υπέλαβον, ότι είνε δυνατόν να υπάρξη που
+πολιτισμός χωρίς συρμόν, ή συρμός χωρίς πολιτισμόν;
+
+ — Βεβαιότατα. Απόδειξις του πρώτου πολλαί πόλεις της Γερμανίας·
+απόδειξις του δευτέρου η πόλις των Αθηνών.
+
+ — Αλλά τότε λοιπόν αρνείσαι, ότι ο συρμός είνε προϊόν του
+πολιτισμού;
+
+ — Διόλου δεν το αρνούμαι.
+
+ — Αλλά τότε . . .
+
+ — Μη βιάζεσαι· ηξεύρω τι θέλεις να ειπής. Πώς είνε δυνατόν οι
+Αθηναίοι να έχουν συρμόν και να ήνε πιστοί του λάτρεις, χωρίς να
+έχουν αληθή πολιτισμόν; Πώς γίνεται να έχουν το προϊόν του, χωρίς
+να έχουν εκείνον; Τούτο δεν ήθελες να ειπής;
+
+ — Ακριβώς.
+
+ — Απλούστατον. Ο συρμός των Αθηναίων εισάγεται εκ της αλλοδαπής·
+ούτε αυτοφυής εδώ είνε, ούτε προϊόν εγχωρίου καλλιεργείας. Όπως
+πίνομεν τέιον χωρίς να καλλιεργώμεν το φυτόν του, όπως φορούμεν
+βελούδα χωρίς να τα κατασκευάζωμεν, τοιουτοτρόπως έχομεν και
+συρμόν χωρίς να τον παράγωμεν. Ας ήνε καλά η ευάριθμος εκείνη
+ομάς των λεγομένων πολιτισμένων ή φιλοπροόδων, ως τους εβάπτισεν
+η εφημερίς των, οι οποίοι φροντίζουν να κάμνουν εγκαίρως την
+προμήθειάν των από το εξωτερικόν χάριν των εγχωρίων καταναλωτών,
+και να εξοδεύουν το περιζήτητον εμπόρευμα όχι μόνον προς ίδιον
+κέρδος, αλλά και προς ωφέλειαν ψυχοσωτήριον της πολυαρίθμου
+πελατείας των.
+
+ — Θα μου επιτρέψης όμως μίαν παρατήρησιν.
+
+ — Όσας θέλης· το θέμα είνε άξιον συζητήσεως, και πολύ
+διασκεδαστικόν· αφού δε το ηρχίσαμεν άπαξ, ας το εξαντλήσωμεν
+όσον το δυνατόν. Λέγε.
+
+ — Αφού λέγεις, ότι οι εισαγωγείς αυτοί του ξένου συρμού έχουν
+τόσον πολυάριθμον πελατείαν, ότι μ' άλλους λόγους όλος σχεδόν ο
+κόσμος εις τας Αθήνας ακολουθεί τον συρμόν, παρεδέχθης δε ήδη προ
+ολίγου, ότι υπάρχει πολιτισμός τις του συρμού, διατί δεν
+παραδέχεσαι, ότι οι Αθηναίοι είνε πολιτισμένοι;
+
+ — Διότι, όταν λέγω π ο λ ι τ ι σ μ έ ν ο ς περί ανθρώπου
+οιουδήποτε ή περί λαού, δεν εννοώ τον πολιτισμόν αυτόν του
+συρμού, τον οποίον μου ενθύμισες, τουτέστι δεν εννοώ την
+επιφάνειαν, ούτε το φόρεμα, ούτε τον τρόπον του χαιρετισμού, ούτε
+το κόψιμον των μαλλιών, ούτε το σχήμα της μύτης των υποδημάτων.
+Όλα αυτά είνε προσωπείον εύμορφον, το οποίον, ως όλα τα
+προσωπεία, δεν καλύπτει πάντοτε και εύμορφον πρόσωπον. Όλα αυτά
+αγοράζονται προχείρως δι' ολίγων κερμάτων, και είνε εις την
+διάθεσιν του πρώτου ξυλοσχίστου, όστις νομίση φιλοτιμίας ζήτημα
+να καταβάλη το αντίτιμόν των εκ του περισσεύματός του ενίοτε, ή
+πολύ συχνότερα εκ του υστερήματος αυτού. Υποθέτει βεβαίως αυτός —
+και διά τούτο το κάμνει, — ότι τοιουτοτρόπως πολιτίζεται,
+εξευγενίζεται, ως λέγει, και θαυμάζει ίσως ενδομύχως πόσον
+εύκολος είνε ο πολιτισμός. Αλλά πολιτισμός είνε αυτό; Είνε αυτό
+μαρτύριον επαρκές της μορφώσεως εκείνης του νου, του εξευγενισμού
+εκείνου της καρδίας, της ημερώσεως εκείνης των ηθών, τα οποία όλα
+ομού είνε απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αληθούς πολιτισμού;
+
+Ομολογώ, ότι δεν ετόλμησα να απαντήσω, ουδέ ηθέλησα να διακόψω
+καν τον συνοδόν μου, ούτινος κατεφέρετο ήδη ζωηρότερος ο λόγος
+και βιαιότερον ανεπάλλετο η ράβδος.
+
+ — Και είνε δυνατόν, εξηκολούθησε, να ονομασθή μία κοινωνία
+πολιτισμένη, απλώς και μόνον διότι έχει γαλλικόν θέατρον, ή διότι
+συγκροτεί χορούς εις τα ξενοδοχεία, ή διότι παίζει Croquet και
+Rally Papers, ή διότι απέκτησεν ιπποδρόμια και λεμβοδρομίας, ενώ
+υπάρχουν μεταξύ αυτής άνθρωποι, και είνε οι περισσότεροι
+δυστυχώς, οι οποίοι καίουν τα δάση διά ν' αποκτήσουν χόρτον τα
+πρόβατά των, και λατομούσι την Πνύκα διά να κτίσωσιν αχυρώνας; οι
+οποίοι αποσπώσι τους τρυφερούς κλάδους των δενδρυλλίων της οδού
+διά να μαστίσωσι τους όνους των και ρίπτουσι τα καθάρματα των
+οικιών αυτών προ της θύρας των διά να ευωχώνται οι ανέστιοι
+σκύλοι της γειτονίας; οι οποίοι αποκαθηλούσι τα καθίσματα των
+πλατειών, και χύνουσιν από τα παράθυρα τα ρυπαρά των ύδατα επί
+της ράχεως των διαβατών, και σχίζουσι με τα μαχαίριά των τα
+καθίσματα των αμαξών του σιδηροδρόμου; Ή μη τυχόν είνε δείγμα
+πολιτισμού το να ραπίζωσι τους ανθρώπους οι φρουροί της δημοσίας
+ασφαλείας, ή το να εισέρχωνται έφιπποι αξιωματικοί εις τα ύπαιθρα
+καφενεία, ή το να θηρεύωνται κατά τον χρόνον της επωάσεως τα
+πτηνά, διά το Μ ο υ σ ε ί ο ν δήθεν και δυνάμει επισήμου αδείας
+της αρχής, ή το να καίωνται το Πάσχα αι Αθήναι από τα σ μ π ά ρ α
+των α ν τ ά μ ι δ ω ν;
+
+Και περάνας την αποστροφήν του ο φίλος μου, έστη ενώπιόν μου
+προκλητικός ως ερωτηματικόν σημείον.
+
+ — Δεν τ' αρνούμαι όλ' αυτά, υπέλαβον εγώ δειλώς, πολύ δειλώς,
+διότι είνε δυστυχώς αλήθεια· αλλά νομίζω ότι το συμπέρασμά σου
+είνε κάπως υπερβολικόν.
+
+ — Πώς; υπερβολικόν; εφώνησεν εκείνος, και η ράβδος του εδούπησεν
+επί του πεζοδρομίου.
+
+ — Νομίζω, τοιαύτα δείγματα βαρβαρότητος απαντώνται και εις τους
+πλέον πολιτισμένους τόπους . . .
+
+ — Μάλιστα, φίλτατε, απαντώνται· αλλ' απαντώνται ως εξαίρεσις,
+και οσάκις απαντώνται αποδοκιμάζονται υπό της κοινής συνειδήσεως,
+καταδιώκονται υπό της αρχής, και τιμωρούνται υπό της δικαιοσύνης.
+
+ — Και μήπως εδώ; . . .
+
+ — Διόλου! διέκοψεν ατίθασος ο φίλος μου, πριν ή περάνω την
+φράσιν μου. Διόλου. Εδώ όχι μόνον οι πολλοί, αλλά και οι ολίγοι,
+οι κάπως πολιτισμένοι, τ' ακούομεν και αδιαφορούμεν ως επί το
+πλείστον· η αρχή δεν τα καταδιώκει, και οσάκις τα καταδιώξη θα
+ήτο καλλίτερον να μη τα κατεδίωκε, διότι η καταδίωξίς της
+τελειόνει συνήθως εις την συνοπτικήν διαδικασίαν των ραπισμάτων·
+της δε δικαιοσύνης ποσάκις δεν δεσμεύομεν πάλιν τας χείρας ημείς,
+οι δήθεν πολιτισμένοι και ισχύοντες, εγώ ο δημοσιογράφος, συ ο
+βουλευτής . . .
+
+ — Α! όσον δι' αυτό, διαμαρτύρομαι!
+
+ — Αδιάφορον· αν δεν το κάμνεις συ, το κάμνει άλλος συναδελφός
+σου, και είνε το ίδιον. Μη ζητής λοιπόν παραβολάς και ομοιότητας
+μεταξύ των εδώ συμβαινόντων και των γινομένων αλλαχού του
+πολιτισμένου κόσμου. Ημείς εδώ, φίλτατε, είμεθα ακόμη
+απολίτιστοι, και αν δεν είμεθα βάρβαροι εντελώς, είμεθα
+ημιβάρβαροι, το οποίον είνε πολύ χειρότερον, διότι απατά.
+
+ — Αλλά τέλος πάντων, ανέκραξα εν απογνώσει, δεν είμεθα όλοι.
+Είνε και άνθρωποι . . .
+
+ — Αληθώς πολιτισμένοι. Συμφωνότατος. Αλλ' ο πολιτισμός των
+ανθρώπων αυτών, των πολύ ολίγων — σημείωσε — δεν είνε πολιτισμός
+εθνικός, δεν είνε γέννημα της πατρίου γης ουδέ προϊόν πατρίου
+ατμοσφαίρας. Απεκτήθη επί ξένης γης ως επί το πολύ, ή διά ξένης
+μορφώσεως, και ομοιάζει προς τα φυτά των θερμοκηπίων, τα οποία
+θάλλουσιν εν μέσω του χειμώνος στεγόμενα υπό των υέλων κατά του
+βορρά και του ψύχους και θαλπόμενα διά μυστικών θερμαγωγών
+σωλήνων. Αποτελούσι και αυτά μέρος του κήπου, αλλ' ο κήπος κύκλω
+είνε κατάξηρος και χέρσος.
+
+ — Ω! δεν είνε πάλιν τόση η διαφορά . . .
+
+ — Αν δεν είνε τόση ακριβώς, είνε σχεδόν τόση. Δι' αυτό γελώ, εγώ
+τουλάχιστον, όταν ακούω τους πολιτισμένους αυτούς κυρίους να
+παραπονώνται και ν' αγανακτούν, ότι δεν έχομεν αυτό και ότι
+στερούμεθα εκείνο, ότι μας λείπει τον χειμώνα γαλλικόν θέατρον ή
+ότι δεν ευρίσκει τις εις τας Αθήνας τσάι της προκοπής. Υποθέτουν
+ότι ο πολύς κόσμος αισθάνεται και πρέπει να αισθάνεται τας ιδικάς
+των ανάγκας, και λησμονούν, ότι αυτοί μεν είνε εμπρός, πολύ
+εμπρός, οι δε άλλοι οπίσω, διότι αυτοί μεν διήνυσαν την οδόν διά
+του σιδηροδρόμου, οι δε άλλοι παρέπονται πεζοί.
+
+Ωμίλει έτι ο φίλος μου, ότε εισήλθομεν εις την πόλιν. Ήτο ήδη
+νυξ· ευάριθμος δε νέων ομάς, αδόντων μεγαλοφώνως, επρόβαλλε την
+στιγμήν εκείνην εις την λεωφόρον από πλαγίας οδού. Το βήμα των
+ήτο ασταθές και το άσμα των όμοιον.
+
+ — Ιδού, είπε σταματήσας ο συνοδός μου, έν πρόχειρον δείγμα του
+πολιτισμού μας. Και όμως οι κύριοι αυτοί είνε του συρμού, διότι
+και στενάς περισκελίδας φορούν και μυτερά υποδήματα.
+
+Και εχωρίσθημεν.
+
+
+
+ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ (16)
+
+
+
+Όστις πρωινός εξέρχεται του οίκου του εν Αθήναις έχει πολλάς
+διασκεδάσεις και τέρψεις ποικίλας, τας οποίας στερούνται συνήθως
+οι μεσημβρίζοντες οκνηροί. Αλλ' υπέρ πάσας όμως τας άλλας, υπέρ
+την ορθρίζουσαν μουσικήν των ερρίνων κραυγών των σαλεπτζήδων και
+τας οξείας φωνασκίας των εφημεριδοπωλών, όπερ το εύχαρι και
+πλήρες ζωής θέαμα των εις τα σχολεία ταχυβατούντων παιδίων και
+κορασίων, και των από της αγοράς ερχομένων οψοκόμων, έν ιδίως
+ανεκλάλητον και απερίγραπτον, αλλά τακτικώς όμως καθ' ημέραν
+επαναλαμβανόμενον θέαμα ελκύει το βλέμμα του διαβάτου και
+ανακόπτει πολλάκις το βήμα του. Το θέαμα δε τούτο το εξόχως
+διασκεδαστικόν, εν όλη αυτού τη κακόσμω πολλάκις ρυπαρία, είνε το
+κατά πάσαν πρωίαν προ πάσης σχεδόν εξωθύρας των οικιών τελούμενον
+πανηγυρικόν συμπόσιον των αστέγων και φερεοίκων σκύλων των
+Αθηνών. Της κυνικής δε ταύτης πανδαισίας χορηγός μεν είνε
+πανταχού ρυπαρά τις και λιπαρόχειρ μαγείρισσα, ευμενείς δε και
+ανεκτικοί προστάται και οιονεί τραπεζοκόμοι η αστυνομία της
+πρωτευούσης και η δημοτική αρχή Αθηναίων.
+
+Πρωί, λίαν πρωί, μόλις χαράξη και ανοίξη η εξώθυρα του οίκου, θα
+ιδήτε, αν έχετε διάθεσιν και είσθε πρωινός, προβάλλουσαν της
+θύρας νυσταλέαν τινά και άνιπτον ανδρίαν ή ναξίαν μέγαιραν,
+κρατούσαν εις την ευτραφή και σπαργώσαν αυτής αγκάλην ευμέγεθες
+εκ λευκοσιδήρου δοχείον. Το οκτάγωνον αυτό κιβώτιον περιείχεν
+άλλοτε πετρέλαιον. Εταξείδευσε μακρόθεν, εξ Αμερικής, καθ' υψηλήν
+κυβερνητικήν παραγγελίαν, εν πομπή και παρατάξει, σεσημασμένον με
+βασιλικάς σφραγίδας, συνοδευόμενον κατά την πορείαν αυτού διά
+δηλωτικών και πιστοποιήσεων απειραρίθμων, και εταμιεύθη εις
+αποθήκας δημοσίας, όθεν εξήλθεν υπερήφανον επί τη πενταπλασία
+υπερτιμήσει της αξίας του περιεχομένου του. Αλλά το πολύτιμον
+αυτού αίμα εξέρρευσε βαθμηδόν, φωτίσαν τις οίδε πόσας αγρυπνίας
+και πόσην εργασίαν, πόσας χαράς ή αγωνίας και πόσα όργια ή πένθη,
+το δε πρόστυχον αυτό κέλυφος, κενόν και περιφρονηθέν, αφού
+ερρίφθη από γωνίας εις γωνίαν του μαγειρείου και εδέχθη εις τους
+κόλπους αυτού παν κάθαρμα και πάντα φορυτόν, κατήντησεν επί
+τέλους το τακτικόν δοχείον των σαριδίων του μαγειρείου και των
+αποτραπεζίων αυτού λειψάνων.
+
+Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της
+οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από
+πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα
+δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το
+τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης
+και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα. Και το πολύτιμον αυτό
+ταμίευμα φυλάσσεται εις την γωνίαν εκεί, μέχρις ου σημάνη εκ της
+οδού ο κώδων της δευτέρας αυτού παρουσίας εν τω κάρρω της
+αστυνομίας.
+
+Αλλ' ο καρραγωγεύς της καθαριότητος δεν είνε δυστυχώς πάντοτε και
+πανταχού πρωινός. Τις οίδεν εις ποίον πρωινώτερον αυτού
+οινοπωλείον καταγίνεται να στομώση τον στόμαχόν του προς τας
+μελλούσας αναθυμιάσεις του κάρρου του. Άλλως δε και προς τι να
+σπεύση; Μήπως θα τιμωρηθή αν βραδύνη, ή μήπως κινδυνεύει να
+επανέλθη κενός; Το φορτίον του είνε πάντοτε έτοιμον και τον
+περιμένει. Ας περιμείνη λοιπόν. Το φορτίον όμως δεν τον περιμένει
+εις την γωνίαν του, αλλ' εξέρχεται εις την οδόν.
+
+Η μαγείρισσα επρόβαλεν εις την θύραν, κατεσκόπησε δεξιά και
+αριστερά την οδόν, ουχί μήπως ανακαλύψη ερχόμενον το αμάξιον της
+καθαριότητος, αλλά μήπως ίδη που κοκκινίζοντα πρωινόν τινα
+κλητήρα, και αφού επείσθη, ότι πάντα ηρεμούσιν, ότι ουδέν
+εχθρικόν βλέμμα την κατοπτεύει, ανέτρεψε διά μιας τον τενεκέν της
+— όχι προ της εξωθύρας του οίκου εν ώ υπηρετεί, αλλά προ της
+γειτονικής συνήθως, ίνα σώση οπωςδήποτε την φιλοτιμίαν των κυρίων
+της — και εξηφανίσθη ταχεία εις τα βάθη της οικίας.
+
+Δεν επρόφθασε να στρωθή η ύπαιθρος τράπεζα, κ' επέδραμον ήδη οι
+συνδαιτυμόνες, ως εξ αοράτου τινος αλλ' ουχί και αόσμου
+συνθήματος συνεννοηθέντες. Οι πλείστοι εξ αυτών είνε τακτικοί
+πελάται του πρωινού αυτού συσσιτίου, Stammgäste, ως λέγουσιν οι
+γερμανοί, της πενιχράς εκείνης ευωχίας, δι' ης κατορθούσιν οι
+ταλαίπωροι να συγκρατώσι την λιπότριχα αυτών επιδερμίδα επί των
+ατροφικών των οστών. Αλλ' είνε όμως πού και πού μεταξύ αυτών και
+έκτακτοι ξένοι, διαβάται τυχηροί, ων είλκυσε τον βουλιμιώντα
+στόμαχον η οσμή, ή παρέτρεψε το πλανητικόν βήμα η όψις του
+απροσδοκήτου θηράματος. Όρμησαν όλοι διά μιας συνωθούμενοι και
+γρύζοντες επί τον σωρόν, και ο σωρός διεσκορπίσθη αμέσως εις
+σκύβαλα και εκάλυψε την οδόν, υπό τον τριγμόν των σιαγόνων και
+τον βρυγμόν των οδόντων του πειναλέου εκείνου σκυλολογίου. Ουδείς
+εξ αυτών εστρώθη κατά γης, διότι πού να ευρεθή εκεί τεμάχιον
+άξιον χρονιωτέρας ασχολίας και καθιστικής καταναλώσεως!
+
+Καταβροχθίζουσιν όλοι όρθιοι και βιαστικοί, σπεύδοντες να
+τελειώσωσι, πριν ή — ως συμβαίνει δυστυχώς ενίοτε — αιφνίδιον
+λάκτισμα διακόψη την πανδαισίαν αυτών ή ράβδου επιφοίτησις ταράξη
+την χώνευσίν των. Σκαλίζουσιν ανυπόμονοι τον φορυτόν διά των
+ονύχων των, εκλέγουσι τούτο, περιφρόνούσιν εκείνο, — διότι είχεν
+η μαγείρισσα την κακοήθειαν να ταμιεύση εντός του τενεκέ και
+πράγματα άξια της περιφρονήσεώς των — αναπνέουσι μόνον και
+πνευστιώσι θορυβωδώς, αλλ' ουδεμία διακόπτει υλακή την φοβεράν
+των σιαγόνων των λειτουργίαν.
+
+Εκτός μόνον αν συμπέσωσι δύο ή και τρεις πολλάκις επί το αυτό
+οστούν. Τότε . . . . χαίρε πλέον συμπόσιον και χαίρε ευωχία! Την
+ειρήνην διεδέχθη ο πόλεμος, το ανενόχλητον κοκκάλισμα ρήξις
+αιματηρά, την κατανυκτικήν σιγήν υλακαί οργής και απειλών, και οι
+οδόντες καρφόνονται εις των εχθρών τας ράχεις, όσοι φρονιμώτεροι
+δεν ετράπησαν εις φυγήν, εκ του φόβου μεγαλειτέρων συμφορών.
+
+Τι απομένει εις την οδόν, ευκόλως το φαντάζεταί τις, αν δεν το
+είδε.
+
+Το κάρρον της καθαριότητος παρέρχεται μετ' ολίγας ώρας — ενίοτε
+και μετ' ολίγας ημέρας — και αναλαμβάνει τα σαπρά λείψανα του
+συμποσίου των σκύλων, αφού έμειναν εκεί τόσον χρόνον, όσος
+ακριβώς εχρειάζετο διά να αρωματίσωσι την οδόν.
+
+Και του συμποσίου τούτου, ως ελέγομεν εν αρχή, επίσημοι
+τραπεζοκόμοι είνε αφ' ενός μεν ο δήμος Αθηναίων, όστις πληρόνει
+μόνον τα αμάξια της καθαριότητος, αλλά δεν έχει, φαίνεται, και το
+δικαίωμα να τα εξελέγχη, και η αστυνομία των Αθηνών, ήτις τα
+επιτηρεί μεν και τα εξελέγχει, αλλά δεν έχει και το δικαίωμα να
+τα πληρόνη μεν, όταν καθαρίζωσι την πόλιν, να μη τα πληρόνη δε,
+όταν αφίνωσι τα καθάρματα της πόλεως εις ύπαιθρον συμπόσιον των
+σκύλων της.
+
+
+
+ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΑΙ ΚΥΡΙΑΙ (17)
+
+
+
+Τίποτε δεν τας πτοεί, ούτε τας αναχαιτίζει.
+
+Ούτε το δριμύ ψύχος των ημερών αυτών, το μεταβάλλον εις άμορφα
+κουβάρια τους διαβάτας, ούτε η ακατάσχετος μανία του βορρά, η
+απειλούσα κατά παν αυτών βήμα να ανατρέψη τα ελαφρά των και
+ευλύγιστα σώματα.
+
+Αν εξέρχεσθε πρωί εις τας οδούς, θα τας απαντήσητε, και το βράδυ,
+αργά, όταν επιστρέφετε εις τας οικίας σας, τας επαναβλέπετε
+πάλιν.
+
+Διατρέχουσι συνήθως έν μέγα τρίγωνον, αρχόμενον από της πλατείας
+της Ομονοίας, αναβαίνον διά της οδού Σταδίου προς την πλατείαν
+του Συντάγματος, καταβαίνον διά της οδού Ερμού προς την αοίδιμον
+Ωραίαν Ελλάδα, και καταλήγον πάλιν προς την πλατείαν της Ομονοίας
+διά της οδού Αιόλου.
+
+Ομοιάζουσι πολλάκις — τόσον παρακολουθούσι πυκναί η μία την
+άλλην, μόναι, ή ανά δύο, ή κατά συστάδας — τους εις θήραν τροφής
+εκστρατεύοντας μύρμηκας· μόνον ότι δεν τρίβουσιν, ως εκείνοι,
+προς αλλήλας τας πορφυράς εκ του βορρά ρίνας των. Σταματώσιν
+όμως, οσάκις συναντήσωσιν ομοφύλους και γνωρίμους, αδιαφορούσαι
+προς την κρυεράν αναπνοήν της Πάρνηθος, ήτις κυματίζει τας
+εσθήτας των, και προδίδει τους μικρούς καμπύλους των πόδας, και
+βάπτει ιανθίνους τας δροσεράς των παρειάς. Ανταλλάσσουσιν έν
+μειδίαμα και μίαν χειραψίαν, ερωτώσιν η μία την άλλην πόθεν
+έρχεται και πού υπάγει, και αποχωρίζονται φαιδραί και σπεύδουσαι
+εις εκπλήρωσιν της υψηλής αυτών αποστολής.
+
+
+***
+
+Πόθεν έρχονται και πού υπάγουσιν;
+
+Ως να μη το εγνώριζον!
+
+Έρχονται από τας οικίας των, όπου αφήκαν πρωί πρωί το θάλπος και
+τα κλειστά παράθυρα, την ανημμένην εστίαν και τον διαρραφή των
+κοιτωνίτην, και εξήλθον εις τους παγερούς δρόμους και τας
+αναπεπταμένας πλατείας, άλλαι με τας σισύρας και τα βαρέα των
+περιώμια και τους πτιλωτούς των β ό α ς, και άλλαι,
+ευσταλέστεραι εξ ανάγκης ή φιλαρεσκείας, επιδεικνύουσαι ασκεπή
+την γλαφυράν των οσφύν και αψηφώσαι το δριμύ πνεύμα του ανέμου,
+εν πλήρει πεποιθήσει εις την αντοχήν των τοσάκις αγωνισθέντων
+ώμων των.
+
+Πηγαίνουσι δε όλαι, ή σχεδόν όλαι, εις . . τα εμπορικά! Εις του
+Βουγά και του Χουτοπούλου, εις του Κατελούζου και του Πατσιφά,
+και εις όλων των άλλων φιλομειδών και επιχαρίτων βαλαντιοσκόπων
+τας ελκυστικάς και πολυωνύμους παγίδας, όσας έχει στήσει ο συρμός
+εκατέρωθεν των μεγάλων εμπορικών αρτηριών της πρωτευούσης.
+
+Πηγαίνουσιν ίσως — θα υποθέσετε όσοι τας βλέπετε μεν αλλά δεν τας
+γνωρίζετε — διά να αγοράσωσιν;
+
+Ενίοτε ναι, αλλ' ως επί το πλείστον όχι, — ευτυχώς!
+
+Αλλοίμονον, εις τους αθηναίους, αν όλαι αυταί αι αθηναίαι
+μετέβαινον εις τα εμπορικά, ίνα κενώσωσι τα βαλάντιά των! Τα
+δυστυχή αυτά, τα ρικνά και χρόνιον ατροφίαν πάσχοντα βαλάντια προ
+καιρού ήδη πολλού θα είχον εντελώς κενωθή, πολύ έτι πριν επιτείλη
+το σύστημα των οικονομικών συνδυασμών εις τον ελληνικόν ορίζοντα,
+πολύ πριν ή ανακηρυχθώσι χωρίς ποτέ να βασιλεύσωσι τα περιλάλητα
+ισοζύγια, πολύ πριν ή σημάνη η πρώτη Δεκεμβρίου 1893 το Δ ι'
+ε υ χ ώ ν των αγίων εις τας ελληνικάς περιουσίας.
+
+***
+
+Όχι, ευτυχώς!
+
+Δεν πηγαίνουσιν αι αθηναίαι εις τα εμπορικά διά να αγοράσωσιν.
+
+Αγοράζουσιν ενίοτε, αλλ' εν παρέργω ή εν εσχάτη ανάγκη· ένα πήχυν
+ίσως ταινίας οιασδήποτε ή ημίσειαν δωδεκάδα κομβίων, αν μετά
+δίωρον βάσανον του δυστυχούς εμπόρου και ατελείωτον λογοκοπίαν
+αισθανθώσι το ερύθημα της εντροπής· ή ακριβώς μεν εκείνο, διό
+εξεκίνησαν πρωί από της οικίας των, αλλά μετά πεντάωρον ριζικήν
+ανασκάλευσιν όλων των εμπορικών καταστημάτων από του πρώτου μέχρι
+του τελευταίου.
+
+Αι κυρίαι των Αθηνών μεταβαίνουσι κυρίως εις τα εμπορικά διά να
+διασκεδάσωσιν. Η εκδρομή των είνε είδος τι περιπάτου, είδος τι
+α λ ε π ο ύ ς, της οποίας η σύλληψις γίνεται πολλάκις παραδόξως
+εις το ζαχαροπλαστείον του Γιαννάκη, είδος τι προσκυνήματος εις
+τας προθήκας των εμπορικών, ων η εξωτερική λατρεία, ελκύει μεν ως
+επί το πολύ τας ευλαβεστέρας και εις τα ενδότερα του τεμένους,
+αλλ' όχι πάντοτε και εις απόθεσιν του οβολού των εις τον κορβανάν
+των ιερέων του Ερμού.
+
+***
+
+Τι να κάμωσι το πρωί εις την οικίαν των; Τα παιδία των, αν έχουν,
+επήγαν ήδη εις το σχολείον· η μαγείρισσα επέστρεψεν από την
+αγοράν· το μυθιστόρημά των θα το αναγνώσωσι το εσπέρας· η
+υπηρέτρια ήνοιξε τα παράθυρα της οικίας και ξεσκονίζει.
+
+Ο οίκος των είνε αυτόχρημα ακατοίκητος.
+
+Έπειτα, τι απίθανον να έφερε διά του τελευταίου ατμοπλοίου κανέν
+νέον ύφασμα ο Πατσιφάς ή κανέν νέον κόσμημα της αιθούσης ο
+Χουτόπουλος; Είνε δίκαιον να μη το ίδωσι, και το βράδυ, όταν
+συναντηθώσι που περί το μικρόν τραπέζιον του τεΐου ή την
+μεγαλειτέραν τράπεζαν του Μ ά ο υ ς, να φανώσιν αυταί
+διδασκόμεναι παρ' άλλων τα νέα;
+
+***
+
+Τας γνωρίζουσιν όλας οι δυστυχείς έμποροι, τας γνωρίζουσιν εκ
+μακράς, ορθίας και κοπιώδους πείρας.
+
+Δι' αυτό εκφράζει ανεκλάλητον χριστιανικήν εγκαρτέρησιν το
+οξύμωρον εκείνο μειδίαμα, το οποίον διαστέλλει τα προσηνή των
+χείλη, οσάκις νέα προσκυνήτρια προσέλθη, αυξάνουσα το άλλο πλήθος
+των συνηγμένων ήδη εντός του τεμένους εκείνου του συρμού.
+
+Τας γνωρίζουσι· και εν τούτοις τας υποδέχονται προσκλίνοντες την
+σπονδυλικήν αυτών στήλην, προσφέροντες εις αυτάς κάθισμα, και
+ερωτώντες γλυκερώτατα·
+
+ — Τι προστάζετε;
+
+Αλλ' εις την ερώτησιν αυτήν σπανίως δίδεται απάντησις. Η νέηλυς
+κάθηται εν πρώτοις, εξάγει κατόπιν το ρινόμακτρόν της και
+σπογγίζει την ρίνα της — ήτις, όσον γυναικεία και αν ήνε, είνε
+όμως ρις ανθρωπίνη — και αρχίζει έπειτα ατελείωτον διάλογον προς
+τας παρακαθημένας της·
+
+ — Τι κάμνετε;
+
+ — Πώς είσθε;
+
+ — Πόσον καιρόν έχω να σας ιδώ!
+
+ — Πώς είνε τα παιδιά;
+
+ — Το μικρό ήτον ολίγον κρυωμένο. Τώρα είνε καλλίτερα. . . .
+Ευχαριστώ. Και ο κύριος αδελφός σας;
+
+ — Και η νύμφη σας;
+
+ — Καλέ θα φύγετε, έμαθα! μ' αυτόν τον καιρόν;
+
+ — Δεν απεφασίσαμεν ακόμη τίποτε. Ίσως μετά τας εορτάς, . . Και
+σιγώτερα, εις το ους·
+
+ — Καλέ, πώς σας εφάνη; η κυρία Κ . . . ν' αφήση τον άνδρα
+της! . . .
+
+ — Η κυρία Α . . . θέλετε να ειπήτε.
+
+ — Μπα! και η κυρία Α . . . ; περίεργον. Και πώς αυτό;
+
+ — Πολλά λέγονται . . . . .
+
+Και λέγονται αληθώς πολλά, αναρίθμητα, ατελείωτα.
+
+Έχουσι, βλέπετε, και αι κυρίαι τα καφενεία των, ως οι άνδρες.
+
+Τα δε ταλαίπωρα γ α ρ σ ό ν ι α ίστανται εκεί όρθια προ των
+καταφόρτων τραπεζών, όπου υπό τους δυσκόλους δακτύλους των
+ανορέκτων πελατίδων ανεπτύχθησαν ήδη μεταξωτά και μάλλινα,
+επίκροκα και ταινίαι, στηθόδεσμοι και περιτραχήλια, εις μάτην
+προσμένοντα την εκλογήν των.
+
+Ανοίγει τέλος το στόμα της η νέηλυς, αφού είπεν όσα είχε και
+ήκουσεν όσα ήθελε, και ζητεί κάτι, αλλ' εική, ασκόπως, ως θα
+εζήτει ο,τιδήποτε άλλο. Αι χάρτιναι θήκαι καταβαίνουσι ταχείαι
+από των θέσεών των, οι υπάλληλοι αρχίζουσι τον πανηγυρισμόν του
+περιεχομένου των, και αι μικραί της κυρίας χείρες αναδιφώσι,
+παραμερίζουσι, σκαλεύουσι, πασπατεύουσι, και καθ' ην στιγμήν
+εφάνη σαν τέλος ότι κάτι εξέλεξαν, και ηκτινοβόλησε του υπαλλήλου
+ο οφθαλμός, και προσέκλινεν ο καταστηματάρχης επιδοκιμάζων την
+καλαισθησίαν της εκλογής, αι μικραί χείρες αποσύρονται αδρανείς,
+η κυρία εγείρεται, — αφού εξεκουράσθη ήδη εντελώς — και λέγει
+χαριέστατα μειδιώσα·
+
+ — Ευχαριστώ . . . . θα ξαναπεράσω!
+
+***
+
+Και ξαναπερνά δυστυχώς, ως τοσάκις ήδη εξαναπέρασε.
+
+Και το προσκύνημα αυτό το ατελείωτον επαναλαμβάνεται καθ'
+εκάστην· αρχίζει την πρωίαν και λήγει την μεσημβρίαν ή και την
+εσπέραν πολλάκις, χωρίς ποτέ να κουρασθώσιν αι προσκυνήτριαι,
+χωρίς να βαρυνθώσι, χωρίς να πεινάσωσιν, όταν σημαίνη μεσημβρία,
+χωρίς να πτοηθώσι το σκότος, όταν ανάπτωνται πλέον οι σπάνιοι
+φανοί των οδών.
+
+Και επιστρέφουσιν εις τας οικίας των, κατευχαριστημέναι ότι
+καταδιεσκέδασαν, ενώ οι ταλαίπωροι σύζυγοι, οι αδελφοί ή οι
+πατέρες των αναμένουσι πεινώντες την επιστροφήν των, ίνα
+καθίσωσιν εις την τράπεζαν.
+
+
+
+ΑΝΑ ΤΑΣ ΟΔΟΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ (18)
+
+
+
+Ας μην ανησυχήση ο κύριος Δήμαρχος Αθηναίων.
+
+Δεν έχομεν σκοπόν να επιθεωρήσωμεν τας οδούς της πόλεως.
+
+Την επιθεώρησιν αυτών θα επιχειρήσωμεν ίσως άλλην τινά ημέραν,
+όταν παρέλθη ο καιρός των βροχών και του βορβόρου, και καταστή
+ούτως ακίνδυνος οπωσδήποτε η ευσυνείδητος του έργου ημών
+εκπλήρωσις. Δεν θα αναμείνωμεν, εννοείται, τον κονιορτόν του
+θέρους, διότι θα έχωμεν ανάγκην κάτι να ίδωμεν χωρίς να
+τυφλωθώμεν. Θα εκλέξωμεν μίαν των σπανίων ημερών, καθ' ην να μη
+υπάρχη κονιορτός μήτε βόρβορος. Επειδή δε αι ημέραι αύται είνε
+σπάνιαι, σπανιώταται εν Αθήναις, διότι και όταν ήνε κονιορτός,
+ηξεύρουσι την τέχνην οι καταβρέκται του Δήμου να μεταβάλλωσιν
+αυτόν εις βόρβορον, μειδιά ήδη βεβαίως εν μακαριότητι ο κύριος
+Δήμαρχος, συλλογιζόμενος ότι μακρόν καιρόν θα αναμείνωμεν την
+ανατολήν της εξαιρετικής εκείνης ημέρας,
+
+Αι! τις οίδεν; Ο μέγας της Ελλάδος θεός, ο θεός ο δωρήσας εις
+τους Έλληνας το κοινοβουλευτικόν πολίτευμα και το γαλλικόν
+θέατρον, ο εισαγαγών παρ' ημίν το θείον δώρον του χρηματιστηρίου
+και πολιτίσας ημάς μέχρι του Κυνηγίου της Αλώπεκος και των bals
+calicot, θα ευδοκήση να χαρίση και εις τας Αθήνας μίαν ημέραν
+άνευ βορβόρου και άνευ κονιορτού.
+
+Δεν την περιμένομεν, βλέπετε, από τους ανθρώπους, αλλά την
+περιμένομεν από τον θεόν, όστις σήμερον τουλάχιστον, εκεί όπου
+κατηντήσαμεν, αφού δεν ευδοκεί να μας βρέξη ολίγον χρυσόν διά τα
+τοκομερίδια, ημπορεί επί τέλους και να παύση βρέχων νερόν δι'
+ολίγας ημέρας.
+
+Μίαν από τας ημέρας αυτάς θα επιθεωρήσωμεν και ημείς τας οδούς
+της πρωτευούσης και την κατάστασιν αυτών.
+
+***
+
+Σήμερον σκοπόν μόνον έχομεν να μεταδώσωμεν εις τους αναγνώστας
+ημών ολίγας εκ των προχείρων διασκεδάσεων και τέρψεων, τας οποίας
+παρέχουσι δωρεάν αι οδοί των Αθηνών εις πάντα κάτοικον ή
+διαβάτην, αστόν ή ξένον, επαρχιώτην ή αλλοδαπόν.
+
+Διά να τας απολαύση τις όλας, δεν είνε πάντοτε ανάγκη να εξέλθη
+εις την οδόν. Ενσκήπτουσιν αύται από της οδού κατά του μόλις
+εξυπνήσαντος ή και κοιμωμένου έτι ακάκου θνητού, απαράλλακτα όπως
+κατά την οθωμανικήν παροιμίαν μεταβαίνει το βουνόν προς τον
+Μωάμεθ, οσάκις αυτός δεν ευκαιρεί να μεταβή προς εκείνο.
+
+Ας παρέλθωμεν τους δυστυχείς σαλεποπώλας, οίτινες, αν δεν
+ανήκουσιν ήδη εις το παρελθόν, είνε όμως αναντιρρήτως εκπεσούσα
+πλέον μεγαλειότης. Ηνάγκασε και αυτούς ο προβαίνων ολονέν
+πολιτισμός των Αθηναίων να γείνωσι πολύχειρες και πολυτεχνίται,
+να προσθέσωσιν εις το αρχικόν και πατριαρχικόν των επιτήδευμα
+πολλά άλλα, να μεταβληθώσιν από πλανοδίων πωλητών εις καθιστικούς
+εμπόρους, να γείνωσι χαλβαδοπώλαι και βουτυροπώλαι, να ανοίξωσι
+τέλος εμπορικά καταστήματα και να γείνωσιν επιτηδευματίαι
+φορολογούμενοι, προς αγαλλίασιν του οικονομικού εφόρου, αφού δεν
+ηδύναντο άλλως να κερδήσωσι τον ολιγαρκή και πενιχρόν αυτών βίον.
+Διότι . . . . τις πίνει πλέον σαλέπι εν Αθήναις, όπου και αυτός ο
+καφές κινδυνεύει να εκθρονισθή υπό του τεΐου; Μόλις που
+βρογχοπαθής τις γραία, ή μαθητής επαρχιώτης προσκείμενος εις τα
+παλαιά, ουδ' αποτριβείς έτι την μικροπολιτικήν σκωρίαν υπό του
+θεάτρου των Ποικιλιών.
+
+Δι' αυτό και σπανία, βραχνή, δειλή και εξησθενημένη ακούεται από
+της οδού η φωνή του εωθινού σαλεποπώλου.
+
+***
+
+Αλλ' αντ' αυτής όμως ποία — Θεέ και Κύριε! — είνε η φοβερά εκείνη
+κραυγή, η σχίζουσα τα ώτα ως μελωδικόν κορύφωμα νεοβαγνερικής
+μουσικής, και καλύπτουσα τον κυλιόμενον πάταγον των τροχών
+παρελαύνοντος αμαξίου; Είνε σάλπισμα δαίμονος κρυολογημένου, ή
+απαίσιος ήχος σχιζομένου πανίου; είνε ροκάνας υπερμεγέθους
+κρωγμός ή υλακή θηρίου τινός της Αποκαλύψεως; Είνε ζώου μυκηθμός
+ή παράφρονος άναρθρος κραυγή;
+
+Τίποτε απ' όλ' αυτά.
+
+Είνε απλούστατα η μουσική πρόσκλησις του αρτοπώλου της οικίας.
+
+Ο οιονεί από θριαμβικού δίφρου και δίκην γηίνου τοποτηρητού της
+θείας προνοίας περιφέρων εις των πελατών του τους οίκους τον
+επιούσιον αυτών άρτον εσταμάτησε προ της θύρας σας τον ταχύν
+τριποδισμόν του ασθματικού του ιππαρίου, και φυσά φυσίγναθος την
+ορειχαλκίνην του βυκάνην. Δεν ομοιάζει αυτός τον ράθυμον
+καραγωγέα της καθαριότητος, όστις αδιαφορεί εντελώς αν ακουσθή·
+θέλει τουναντίον να τον ακούσωσιν όλοι, και ο οξύς του φοβερού
+του σαλπίσματος ήχος, κλονίζων τας υέλους των παραθύρων, σχίζων
+τα ώτα των ενοίκων, παροξύνων εις σπαρακτικάς ωρυγάς τον σκύλον
+της οικίας και εις αγωνίας κακαρίσματα τας όρνιθας της αυλής,
+φθάνει τέλος διάτορος εις το μαγειρείον,
+
+Εσώθημεν! Η μαγείρισσα εξήλθεν εις την οδόν και παρέλαβε το
+σιτηρέσιον της οικίας.
+
+Ο σαλπιστής παρήλθε, και η παράφωνος ηχώ της σάλπιγγός του
+ακούεται περαιτέρω αναστατούσα την γειτονίαν.
+
+Και όμως υπάρχει που άρθρον του ποινικού Νόμου, τιμωρούν την
+διατάραξιν της οικιακής ειρήνης των πολιτών.
+
+***
+
+Να μείνωμεν ακόμη εντός του οίκου, διά να ακούσωμεν
+αλληλοδιαδόχως τας ποικίλας κραυγάς του αγοράζοντος
+μ π ο τ ί . . . λ ι α ι ς, του ζητούντος χ α λ κ ώ μ α τ α ν α
+γ α ν ώ σ η και του ισχνού γυρολόγου, του πανηγυρίζοντος δι'
+ερρίνου ψαλμωδίας το περιεχόμενον του ονοφορήτου εμπορικού του
+καταστήματος;
+
+Ας μας λείψη.
+
+Αρκετά ήδη μας εξεκώφανεν ο αρτοφόρος. Ας εξέλθωμεν εις τας
+οδούς, όπου άλλαι και πολλαί μας περιμένουσι ψυχαγωγίαι.
+
+Εν πρώτοις αδύνατον είνε να μη απαντήσωμεν κάπου νωπήν τινα
+τάφρον ανορυσσομένην προ των ποδών μας.
+
+Οι αθηναίοι εσυνείθισαν εκ μακράς ανοχής των αρχών να θεωρώσι
+τους δρόμους της πόλεως των ως ιδιόκτητον αγρόν, τον οποίον
+αροτριώσι και άνασκάπτουσι και διβολίζουσιν, ως αν επρόκειτο να
+τον φυτεύσωσιν όλον σπαράγγια. Ο είς εδώ ανοίγει χάνδακα, διά να
+φέρη εις την οικίαν του το ύδωρ ή το φωταέριον, ο άλλος παρέκει
+ανοίγει μεγαλείτερον διά να μεταγγίση εις τας γηραιάς και
+απωστεωμένας πλέον αρτηρίας των υπονόμων της πόλεως τας περιττάς
+ευωδίας του μαγειρείου και . . . . άλλων μερών του οίκου του.
+
+Και όλα αυτά γίνονται ελευθέρως, ακωλύτως, όπως θέλει και κρίνει
+πρόσφορον έκαστος συνταγματικός πολίτης των Αθηνών, δικαίαν
+αξίωσιν έχων, ως τακτικώς ψηφοφορών και ατάκτως πληρόνων τους
+φόρους του, να ασκή ανεξελέγκτως όσα νομίζει ελευθέρου πολίτου
+δικαιώματα.
+
+Αν μετά τινας ημέρας παρέλθετε πάλιν εκεί προ της τάφρου, θα
+ίδετε αντ' αυτής ένα λόφον βορβόρου, και μετά τινας άλλας ημέρας,
+ότε τον βόρβορον απεκόμισαν ήδη των διαβατών οι πόδες ή απέπλυνεν
+η βροχή, ευρύ ρυπαρόν αυλάκιον.
+
+***
+
+Ας προχωρήσωμεν.
+
+Θέλετε το πεζοδρόμιον ή την οδόν;
+
+Αλλ' εκείνο είνε δυστυχώς ονόματι μόνον πεζοδρόμιον, πράγματι δε
+ό,τι άλλο θέλετε.
+
+Εκεί έχει σωρεύσει προ της θύρας του όλας αυτού τας κοφίνους ο
+οπωροπώλης, και ο παντοπώλης όλα του τα σαρδελλοβάρελα. Εκεί έχει
+παρατάξει ο καφεπώλης τα σιδηρά του τραπεζάκια και τας χωλάς του
+καθέδρας. Εκεί πολλάκις το θέρος αναπτύσσονται εν υπαίθρω
+ολόκληρα εστιατόρια. Εκεί θα προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν
+χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου οίκου εξάγει εις
+περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα σας
+όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας. Εκεί
+κινδυνεύετε να κρημνισθήτε πολλαχού εις τα ταρτάρεια βάθη των
+υπογείων αποθηκών των εμπορικών καταστημάτων, ων την χαίνουσαν
+καταπακτήν ελησμόνησε να κλείση ο υπηρέτης, ή να ανατραπήτε υπό
+γιγαντιαίας κενής κιβωτού, όθεν προ μικρού εξήχθησαν οι
+τελευταίοι νεωτερισμοί των Παρισίων. Τα πεζοδρόμια χρησιμεύουσιν
+εν Αθήναις εις πάντα και πάντας· μόνον εις τους πεζούς διαβάτας
+δεν χρησιμεύουσιν. Άπορον δε είνε αληθώς, πώς εξέφυγον μέχρι
+τούδε την προσοχήν των ποδηλατών. Δεν εννοώ τι θα τους εμπόδιζε
+να εισβάλωσι και εις αυτά. Ίσως τους αποθαρρύνει κάπως η ιδέα,
+ότι καλλίτερον είνε να π έ φ τ η κ α ν ε ί ς ε ι ς τ α
+μ α λ α κ ά.
+
+***
+
+Δόξα τω Θεώ!
+
+Ιδού τέλος και έν πεζοδρόμιον κενόν.
+
+Παρέρχεσθε αργά, βραδυπατών, ελευθέρως αναπνέων. Είσθε αμέριμνος,
+συλλογίζεσθε τις οίδε τι ωραία πράγματα, αναπάλλετε ησύχως το
+ραβδίον σας, και ροφάτε ηδονικώς τον καπνόν του σιγάρου σας, ότε
+αίφνης . . . Π ρ α φ! διά μιας αφ' υψηλού, τρία βήματα εμπρός σας
+— αν είσθε τυχηρός — ή επί της κεφαλής σας αυτής αν είσθε ατυχής,
+χύνεται βαρύς και ρυπαρός Νιαγάρας. Κατάπληκτος, διάβροχος και
+βλασφημών υψούτε το βλέμμα, και βλέπετε υψηλά εκεί φαιδράν και
+γυμνόποδα υπηρέτριαν, σφογγαρίζουσαν τον εξώστην της οικίας και
+βρέχουσαν αμερίμνως επί της κεφαλής σας τον υγρόν αυτής βόρβορον.
+Φωνάζετε, αν είσθε τολμηρός, και ακούετε εις απάντησιν τους
+γέλωτάς της, συνοδευόμενους πολλάκις εν χορώ υπό των παρερχομένων
+διαβατών. Σιωπάτε, αν είσθε δειλός, και παρέρχεσθε, μακαρίζοντες
+την πρωτεύουσαν και τας αρχάς της. Δεν είσθε ο πρώτος, ούτε θα
+ήσθε ο τελευταίος.
+
+***
+
+Δεν ειξεύρω, τι θα κάμη από πρώτης Ιανουαρίου η στρατιωτική
+αστυνομία. Αλλ' ό,τι έκαμε μέχρι τούδε η διοικητική, διά να
+καταστήση τας οδούς της πρωτευούσης εν ασφαλεία προσιτάς εις τους
+κατοίκους αυτής, δεν παρέχει βεβαίως ύλην εις επικόν ποίημα ή εις
+λόγον πανηγυρικόν. Ίσως τις των νεωτέρων συμβολιστών αντλήση εξ
+αυτών το θέμα βαθείας τινός αλληγορίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι
+η παροιμιακή δόξα της ελευθέρας Κερκύρας ωχρίασεν από πολλού προ
+της αίγλης των Αθηνών.
+
+
+
+ΟΙ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ ΤΟΝ ΟΔΩΝ (19)
+
+
+
+Δεν ειξεύρω πότε ανεκάλυψε και πώς δικαιολογεί η νεωτέρα
+ψυχολογία την ανακάλυψιν, ότι το άσμα είνε ενδόμυχος ανάγκη και
+αυτόματος ούτως ειπείν έκχυσις τοιαύτης τινός ή τοιαύτης ψυχικής
+καταστάσεως, ιδίως δε των δύο άκρως αντιθέτων, της φαιδρότητος
+και της μελαγχολίας. Το βέβαιον όμως είνε, ότι τον μελαγχολώντα
+Έλληνα — δεν εννοώ τον περισσότερον ή ολιγώτερον εξευρωπαϊσμένον,
+τον ερρύθμως στενάζοντα προς την σελήνην και υποκώφως
+διακιθαρίζοντα την ψυχικήν αυτού βαρυθυμίαν, αλλά τον γνήσιον και
+ανεπίπλαστον και ημιβάρβαρον μεν αλλ' ελληνίστατον Έλληνα του
+λαού σπανιώτατα ή μάλλον ειπείν ουδέποτε κινεί εις άσμα η
+μελαγχολία. Άλλως η Ελλάς ολόκληρος θα είχεν από πολλών ήδη μηνών
+μεταβληθή εις απέραντον ύπαιθρον ωδείον, οπού οι ελέω
+ο ι κ ο ν ο μ ι κ ώ ν σ υ ν δ υ α σ μ ώ ν πτωχυνθέντες και
+λιμοκτονηθέντες Έλληνες θα εξεθύμαινον εις ήχον μάλλον ή ήττον
+βαρύν την μελανήν χολήν του στήθους των.
+
+Ο ελληνικός λαός ψάλλει συνήθως όταν ήνε εύθυμος. Επειδή δε
+τούτο, σήμερον ιδίως, σπανίως του συμβαίνει, αναζητεί την
+ευθυμίαν εντός του πλήρους οίνου ποτηρίου, και όταν την εύρη —
+πράγμα όχι δύσκολον — την διαλαλεί μεγαλοφώνως και μουσικώς, είτε
+δι' ενός αμανέ είτε διά μιας καντάδας, αναλόγως πλέον της
+καταγωγής αυτού, της μουσικής του ανατροφής, της καλαισθησίας του
+ή της ειδικωτέρας ψυχικής του καταστάσεως. Την διαλαλεί δε τότε
+οξυφωνότατα αληθώς και παταγωδέστατα, ξελαρυγγιζόμενος αυτόχρημα
+και ογκούμενος μάλλον ή άδων. Έχει βεβαίως την ιδέαν ότι
+τραγουδεί, αλλά κραυγάζει μόνον και ουδέν άλλο.
+
+Ο Έλλην δεν επλάσθη υπό της φύσεως μουσικός. Τούτο είνε λυπηρά
+αλήθεια, της οποίας μόνον χάριν της επικρατούσης προλήψεως και
+προς αποφυγήν μακρολογίας δύναταί τις να παραδεχθή τους
+Επτανησίους ως εξαιρέσεις. Ο Έλλην δεν έχει δυστυχώς ούτε το ους
+μουσικόν ούτε την φωνήν μουσικήν. Πλην δε σπανίων εξαιρέσεων
+ξεφωνίζει μεν συνήθως άδων, παραφωνεί δε ως επί το πλείστον ως
+ραγισμένος οξύαυλος.
+
+***
+
+Και οσάκις μεν ο έλλην τραγουδιστής εκχύνει εις τόνους μάλλον ή
+ήττον αμούσους και τραχείς και εις κραυγάς μάλλον ή ήττον οξείας
+την τεχνητήν αυτού φαιδρότητα εκεί όπου την ηγόρασε, τουτέστι
+παρά την τράπεζαν του οινοπωλείου, meno male, ως λέγουσιν οι
+Ιταλοί· το κακόν είνε υποφερτόν. Τραγουδισταί και ακροαταί είνε
+συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως
+υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και
+όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή
+των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης. Όλοι των είνε προδήλως
+ευχαριστημένοι, και υπέρ πάντας αναντιρρήτως ο οινοπώλης, ο εκ
+μακράς πείρας γινώσκων, αν μη υπό του Ευαγγελίου διδαχθείς, πότε
+συνήθως εξοδεύεται ο ε λ ά σ σ ω ν οίνος.
+
+Αλλ' όταν όμως οι ατμοί του οίνου γεμίσωσι τας κεφαλάς των
+τραγουδιστών, και θερμανθή κατ' ολίγον μέχρι πνιγμού η ατμοσφαίρα
+του οινοπωλείου, και στενοχωρηθέντες οι οινόφλυγες ψάλται
+ποθήσωσιν ύπαιθρον δροσερόν αέρα και εκχυθώσιν εις τας οδούς εν
+ώρα μεσονυκτίου, τότε — οίμοι! — αρχίζει το βάσανον των ειρηνικών
+κατοίκων της πόλεως.
+
+***
+
+Επεστρέψατε αργά εις την οικίαν σας, αφού ημέραν όλην, από πρωίας
+μέχρι βαθείας πολλάκις νυκτός, ηγωνίσθητε τον ατερπή και
+βαρύμοχθον αγώνα του βίου. Μόλις το δείπνον κατορθοί να διαλύση
+κάπως την δυσθυμίαν σας, και τις οίδε ποίαι σκέψεις και ποίαι
+περί της αύριον μέριμναι παρακολουθούσι τας έλικας του καπνού,
+τας αναδιδομένας υπό του σιγάρου, το οποίον ανάπτετε μηχανικώς.
+Ποθείτε ανακούφισιν, ανάπαυσιν. Το αισθάνεσθε, και κατακλίνεσθε
+τέλος, καλούντες εκ μέσης ψυχής τον παρήγορον ύπνον επί τα
+βλέφαρά σας. Αργεί να έλθη, αλλά τέλος έρχεται, και αρχίζετε ήδη
+να αισθάνεσθε την ευχάριστον εκείνην έκλυσιν των σωματικών σας
+δυνάμεων, την ποθητήν εκείνην σύγχυσιν των ιδεών, ήτις τον
+προαγγέλλει, ότε . . . . . αίφνης φοβερά φωνασκία μουσολήπτων
+δαιμόνων αντηχεί από της οδού. Δεν είνε είς, κλαυθμηρίζων
+ερρίνως, ως άλλοτε, τον αμανέν του. Είνε πολλοί, είνε συμμορία
+ολόκληρος, είνε χορός αποτελών συναυλίαν, και αναμιγνύων εις
+σπαρακτικόν των ώτων σας κράμα πάσαν δυνατήν και αδύνατον ζώου
+φωνήν, από του βαρέος ογκηθμού γεγηρακότος όνου μέχρι της οξείας
+υλακής δερομένου κυναρίου, από του μυκηθμού του βοός μέχρι του
+γρυλλισμού του χοιριδίου. Άλλοι εξ αυτών είνε δήθεν βαθύφωνοι και
+άλλοι μεσόφωνοι, άλλοι βαρύτονοι και άλλοι, οι νεώτεροι και
+αμύστακες, παρωδούσιν απαισίως γυναικείας φωνάς, συστέλλοντες εις
+οξύν συριγμόν τον οινοβραχή των λάρυγγα. Άδουσι δήθεν εν
+τετραφωνία, και μέλπουσιν, ως φρονούσιν, ευρωπαϊκούς σκοπούς.
+Είνε οι πλείστοι εξ αυτών θαμισταί των ωδικών καφενείων, και εξ
+αυτών εταμίευσεν η μουσική των μνήμη όσα βρυχάται το άμουσον
+αυτών στόμα.
+
+Ανασκιρτάτε σπασμωδικώς επί της κλίνης σας, ως από φοβερού
+εφιάλτου εγειρόμενοι, αγανακτείτε, βλασφημείτε, συλλογίζεσθε ότι
+πληρόνετε τακτικώτατα τους φόρους σας, και ότι επομένως έχετε
+αναμφήριστον το δικαίωμα της οικιακής ειρήνης και ασφαλείας,
+στέλλετε μυριάκις εις τον διάβολον τους νυκτερινούς συναυλητάς
+και τους νεοφωτίστους αστυφύλακας, αλλά μ' όλα ταύτα ή μάλλον
+ειπείν δι' όλα ταύτα ο ύπνος σας επέταξε. Μένετε μ' ανοικτούς
+οφθαλμούς, . . . και ελπίζετε ίσως ότι θα παρέλθη ταχύς ο φοβερός
+εκείνος μουσικός χείμαρρος προ των παραθύρων σας, και θα μεταβή
+τέλος περαιτέρω, να εξυπνήση και άλλον άκακον χριστιανόν. Αλλ' οι
+συμμορίται παραμένουσι και ξελαρυγγίζονται εναμίλλως, τις οίδεν
+εις τίνος σκληράς μαγειρίσσης την άτεγκτον καρδίαν προσφέροντες
+τον μουσικόν λιβανωτόν των ακαταπονήτων λαρύγγων των.
+
+***
+
+Αλλ' ίσως δεν κοιμάσθε, ότε αντήχησεν έξωθεν της οικίας σας
+
+ il rauco suon della tartarea tromba
+
+Εργάζεσθε όμως, ή προσπαθείτε καν να εργασθήτε. Ανάψαντες τον
+λύχνον σας εστρώσατε τον χάρτην εμπρός σας, ελάβατε τον κάλαμον
+εις χείρας, και ηρχίσατε κάπως να συγκεντρόνετε τας ιδέας
+σας, . . . ότε εκρήγνυται διά μιας της μεθύσου ομάδος ο
+απροσδιόνυσος πάταγος. Συμμαζεύσατε τότε πλέον τας ιδέας σας, αν
+ημπορείτε! Έφυγαν όλαι μικραί και μεγάλαι, και μένετε με τον
+κάλαμον εις την μίαν χείρα και με την άλλην χείρα ξύουσαν την
+άγονον πλέον και ανέλπιδα κεφαλήν σας.
+
+Αλλ' ίσως έχετε το ατύχημα μήτε να κοιμάσθε, μήτε να εργάζεσθε,
+αλλά να ασθενήτε, ή να έχετε πλησίον σας εκεί ασθενούντα ένα των
+οικείων σας. Στενάζετε, ή βλέπετ' εκείνον στενάζοντα υπό τον
+πυρετόν, τυραννούμενον υπό της αϋπνίας και κυλιόμενον εν αγωνία,
+επί της κλίνης του. Φαντάσθητε δε, — και διατί να το φαντασθήτε,
+αφού πολλάκις βεβαίως το επάθετε — το φοβερόν επί του ασθενούς
+αποτέλεσμα της αιφνιδίας εκείνης των μαινομένων λύκων ωρυγής!
+
+***
+
+Και διατί ταύτα πάντα;
+
+Διά να μη προσβληθή ίσως η συνταγματική ελευθερία του έλληνος
+πολίτου;
+
+Ή διά να μη παρακωλυθή η ανάπτυξις της μουσικής εν Αθήναις;
+
+Ή διά να διασκεδάζωσιν ελευθέρως οι αθηναίοι ψηφοφόροι,
+αποσπώμενοι πάσης άλλης πολιτικής σκέψεως και μερίμνης περί της
+αύριον;
+
+Δι' ουδέν τούτων βεβαίως, αλλ' απλώς και μόνον διά να μη
+κοπιάζωσιν υπερανθρώπως τα αστυνομικά όργανα.
+
+Ενθυμούμεθα εν τούτοις τα κ α ϋ μ έ ν α τα ευζωνάκια του εν
+μακαρία τη λήξει Μπαϊρακτάρη, άτινα επί μήνας πολλούς είχον
+αληθώς ειρηνεύσει τας αθηναϊκάς νύκτας, αδυσωπήτως συλλέγοντες
+από πάσης αγυιάς και λεωφόρου και ρύμης της πρωτευούσης πάσαν
+μεγαλόφωνον μουσικήν συμμορίαν, και ευσυνειδήτως ταμιεύοντες τα
+παραπαίοντα μέλη της εντός των δροσερών κατωγείων των αστυνομικών
+κρατητηρίων, . . . και ευλογούμεν την ωραίαν εκείνην εποχήν.
+
+Είνε τόσον δύσκολον άραγε να απαγορευθή αυστηρώς εν Αθήναις δι'
+αστυνομικής διατάξεως ό,τι εις ουδεμίαν, ούτε πρωτεύουσαν ούτε
+δευτερεύουσαν ούτε τριτεύουσαν πόλιν του πολιτισμένου κόσμου
+επιτρέπεται, και η αστυνομική αυτή διάταξις να μη μείνη απλώς επί
+του χάρτου;
+
+Είνε άραγε υπερβολική η αξίωσις των φιλησύχων αστών της πόλεως να
+τεθώσιν αν μη εν κρείττονι αλλ' εν ίση καν μοίρα προς τους
+φιλοταράχους, και να καταστώσιν ελεύθεροι να κοιμώνται, να
+εργάζωνται ή και ν' ασθενώσιν εν ειρήνη, όπως εκείνοι δύνανται
+κάλλιστα ν' αφεθώσιν ελεύθεροι να ξεφωνίζωσι και να
+ξελαρυγγίζωνται όπου αλλού θέλουσιν, αλλ' όχι ανά τας οδούς της
+πόλεως και υπό τα παράθυρα των οικιών;
+
+Ας σκεφθή, παρακαλούμεν, περί τούτου κατά τας ώρας της σχολής
+αυτής η στρατιωτική αστυνομία.
+
+
+
+
+Η ΚΥΡΙΑ ΔΕΧΕΤΑΙ (20)
+
+
+
+Δέχεται δηλαδή άπαξ της εβδομάδος διαρκούντος του χειμώνος, εις
+ώραν ωρισμένην, από της πέμπτης συνήθως μέχρι της εβδόμης· έχει
+τουτέστι την ημέραν της, son jour, ως λέγουσιν οι γάλλοι, κατά
+την οποίαν κάθηται εις την οικίαν της, είτε βρέχει είτε δεν
+βρέχει, είτε ωραίος καιρός είνε ή παγετώδης βορράς.
+
+Μη τυχόν υποθέσετε όσοι δεν παρακολουθείτε την εν Ελλάδι εξέλιξιν
+του δυτικού πολιτισμού, ούτε διατελείτε ενήμεροι εις τας εν
+Αθήναις προόδους του, ότι η Κυρία μένει εξαιρετικώς την ημέραν
+αυτήν εις την οικίαν της, διότι έχει — ως άλλοτε εις χρόνους
+βαρβαρότητος η μήτηρ αυτής ή προμήτωρ — να φροντίση περί των εν
+τω οίκω, να επιστατήση εις την παρασκευήν του γεύματος, να
+εποπτεύση την μελέτην των τέκνων της, ή να ευτρεπίση την
+ιματιοθήκην των. Αυτά είνε γηραιάς εποχής παρωχημένα ασχολήματα,
+μόλις που σήμερον μνημονευόμενα υπό των παλαιών· είνε αναμνήσεις
+ευρωτιώσαι καιρών παρελθόντων, καθ' ας αι κυρίαι ελέγοντο επί το
+προστυχώτερον οικοκυραί, και ιδρύουσαι οίκον διά του γάμου των
+ήσαν υπερήφανοι διοικούσαι αυτόν ως σύζυγοι και μητέρες.
+
+Σήμερον αι κυρίαι — αι πολιτισμέναι, εννοείται, αι αναγινώσκουσαι
+τον Bourget και τον Delpit, αι έχουσαι λεύκωμα και ομιλούσαι
+αταράχως περί πραγμάτων, άτινα δεν ετόλμων να ακούσωσιν αι
+μητέρες των, — έχουσιν άλλα πολύ μεγαλείτερα καθήκοντα προς τον
+κόσμον και την εν αυτώ κοινωνικήν των θέσιν. Ζώσι διά τον κόσμον
+μάλλον ή διά τον οίκον των και τους εν αυτώ. Και αυτό δε το
+κάλλιστον του οίκου των μέρος, η αίθουσα, ήτις από τινος απέκτησε
+μάλιστα και τέκνον — το σ α λ ο ν ά κ ι, αν αγαπάτε — είνε διά
+τον κόσμον ιδίως και την υποδοχήν αυτού παρεσκευασμένη. Εκεί
+έχουσι συμφορηθή πάντα του οίκου τα ανάκλιντρα και τραπεζάκια·
+εκεί τα μεταξωτά ή βελούδινα μικρά προσκεφάλαια, άτινα εκέντησαν
+κατά τας ώρας της αφθόνου σχόλης των η οικοδέσποινα ή αι
+θυγατέρες της, και τα χρυσοποίκιλτα παλαιά υφάσματα, περιδεδεμένα
+καλλιτεχνικώς περί τας φωτογραφίας των οικείων και φίλων· εκεί
+επί παντός τραπεζίου παντοία μικρολογήματα, κρυστάλλινα αγγεία
+κλονιζόμενα προς παν βήμα, λαμπτήρες μικροσκοπικοί περιστεφόμενοι
+υπό των εκ τριχάπτου σκιαδίων των, ανθοδοχεία ναννοφυή μόλις
+χωρούντα έν ίον, βιβλία εδώ, λευκώματα εκεί, και φόρτος παντοίος
+βαρύτερος της ράχεως των βασταζόντων αυτόν τραπεζίων, και
+κινδυνεύων να ανατραπή χαμαί εις άμορφον σωρόν κατά την πρώτην
+αποτόμου επαφήν αγκώνος ή κνήμης. Εκεί τέλος παν κόσμημα και παν
+στολίδιον δυνάμενον να καλλύνη το οπλοστάσιον αυτό του συρμού,
+όπου αναμένει από της πέμπτης μετά μεσημβρίαν ώρας η
+οικοδέσποινα, πάνοπλος προς πάσαν ενδεχομένην μάχην φιλαρεσκείας,
+κενολογίας ή πνεύματος.
+
+***
+
+Εις γωνίαν τινά της αιθούσης αυτής — ήτις παρέχει πολλάκις εν
+συνόλω την όψιν βιομηχανικού μουσείου ή συμμιγούς παλαιοπωλείου —
+αχνίζει επί κομψής λευκοστρώτου τραπέζης ή τεϊοδόχη, και παρ'
+αυτήν παρατάσσονται πινάκια ποικιλομεγέθη, άλλο μεν με το φοβερόν
+εκείνο Cake, το απαραίτητον πλέον διά πάσαν οικοδέσποιναν
+σεβομένην εαυτήν και τους ξένους της, άλλο με σακχαροπήκτους
+καρπούς, και άλλα με παντοία τραγήματα, εις καλλιτέχνους
+πυραμίδας συντεταγμένα, ων την συμμετρίαν ελαθροχείρησαν πού και
+πού, παρεισφρήσαντες προ της ώρας, οι δίποδες ποντικοί της
+οικίας.
+
+Να εισέλθωμεν ημείς πρώτοι εις επίσκεψιν της κυρίας, καθ' ην ώραν
+αναμένει έτι τους ξένους της, και τείνει έμπλεον προσδοκίας το
+βλέμμα προς την θύραν, και προσέχει ανυπόμονον το ους προς πάντα
+κρότον του κώδωνος της θύρας;
+
+Καλλίτερα όχι. Δεν είνε ευχάριστον να περιμένη τις, και ακόμη
+ολιγώτερον να βλέπη άλλον περιμένοντα. Ενθυμηθήτε τον ταλαίπωρον
+Σουφλερύ, όσοι δεν ηκούσατε τον Λεπορέλλον ψάλλοντα το αμίμητον
+εκείνο Aspettare e non venire. Είνε στιγμαί αγωνίας πολλάκις αι
+στιγμαί εκείναι, καθ' ας η κυρία, μάτην περιμένουσα και μάτην
+κατασκοπούσα από του παραθύρου της τον καιρόν και τους διαβάτας,
+αναμετρεί εν συντριβή πόσων γνωρίμων της συναδέλφων τας
+η μ έ ρ α ς παρημέλησεν, εις πόσους των ξένων της δεν εμειδίασεν
+επαρκώς κατά την παρελθούσαν Πέμπτην ή Παρασκευήν, όπως τους
+ενθαρρύνη εις εξακολούθησιν του προσκυνήματος, και συγκυκά εν τη
+αεικινήτω φαντασία της πολυποίκιλα και συγκρουόμενα σχέδια
+μετανοίας ή εκδικήσεως.
+
+Το θέαμα θα ήτο ίσως ψυχολογικώς ενδιαφέρον, αλλ' όχι και
+ευχάριστον.
+
+***
+
+Ας βραδύνωμεν ολίγον, και ας εισέλθωμεν in medias res, ως
+πράττουσιν οι μυθιστοριογράφοι, οι συμμορφούμενοι προς του
+Ορατίου τα παραγγέλματα. Ας εισέλθωμεν εις την πλήθουσαν ήδη
+αίθουσαν, θερμήν από των αχνιζόντων κυπέλλων και ζωηράν από της
+συνομιλίας. Μη φοβήσθε. Δεν θα ταράξωμεν κανένα. Η μεν γενική
+ομιλία δεν έχει ούτε αρχήν ούτε τέλος, ούτε αντικείμενον
+ωρισμένον, οι δε κατ' ιδίαν εις τας γωνίας των ανακλίντρων
+συνημμένοι διάλογοι δεν θα διακοπώσι προς χάριν μας. Θα
+δυσκολευθώμεν ίσως μόνον να εύρωμεν θέσιν, αλλά θα το
+κατορθώσωμεν επί τέλους, προσέχοντες, εννοείται, μη ανατρέψωμεν
+κανέν τραπέζιον και τον επ' αυτού λαμπτήρα, και διολισθαίνοντες
+διά μέσου σκαμνίων και γονάτων μέχρι της κενής εκείνης καθέδρας.
+
+Εκαθίσαμεν τέλος, επήραμεν εκόντες άκοντες το τσάι μας, και
+φαιδρύναντες ευσυνειδήτως το πρόσωπον ημών διά του ιλαρωτάτου των
+μειδιαμάτων, αποπειρώμεθα να μετάσχωμεν και ημείς της συνομιλίας.
+Το πράγμα δεν είνε τόσον εύκολον, όσον φαίνεται. Αν μάλιστα η
+πλειονοψηφία της ομηγύρεως είνε, ως συνήθως συμβαίνει, γυναικεία,
+μακρά θα ήνε η απόπειρα και ίσως μάταιος επί τέλους ο κόπος.
+Ομιλούσι τόσον ευχαρίστως αι γυναίκες! Έπειτα δε και προς τι άλλο
+δέχεται η κυρία, παρά διά να ομιλήση και ν' ακούση; Τέλος
+κατορθόνομεν και ημείς ν' αρπάσωμεν έν άκρον ενός οιουδήποτε
+μίτου της συνομιλίας, και συμπαρασυρόμεθα μετά των άλλων εις τον
+συμμιγή εκείνον βόμβον λέξεων, φωνών, γελώτων, επιφωνήματων, —
+ενίοτε και ιδεών.
+
+Τι λέγουσι και τι λέγομεν!
+
+Δυσκολώτατον είνε να το αντιληφθή τις καθαρώς, και αδύνατον να το
+σημειώση στενογράφος. Εδώ μιας φράσεως αρχή, και εκεί το τέλος
+άλλης. Εδώ ερώτησις μένουσα χωρίς απάντησιν, διότι δεν ηκούσθη,
+και εκεί απάντησις εις ερώτησιν μη γενομένην. Εδώ επιφωνήματα
+θαυμασμού προς ευφυολογίαν την οποίαν κανείς δεν εννόησε, και
+παρέκει διήγησις την οποίαν κανείς δεν ακούει. Εδώ απαγγέλλει τις
+αίφνης, οιονεί εν υπνωτισμώ μονολογών, δύο στίχους του Κοππέ από
+του παρακειμένου χρυσοδέτου τομιδίου, και άλλη παρ' αυτόν
+συγχρόνως μεγαλοφωνεί έν βαθύσοφον απόφθεγμα από του λευκώματος
+της οικοδεσποίνης. Εδώ ψιθυρισμοί και εκεί γέλωτες. Εδώ
+επιτιμήσεις και αιτήσεις συγγνώμης, και παρέκει φιλοφροσύναι και
+μετριόφρονες διαμαρτυρήσεις. Και εν μέσω του συμμιγούς αυτού
+βόμβου, του αναμιμνήσκοντος αμυδρώς το συγχορδιστικόν
+προανάκρουσμα πολυπληθούς ορχήστρας, τολμά τις ενίοτε αφελής να
+διηγηθή την υπόθεσιν του τελευταίου μυθιστορήματος το οποίον
+ανέγνωσεν, ή να αναλύση το κωμειδύλλιον του φίλου του ως αν ήτο
+εχθρός του, ή να περιγράψη την ενδυμασίαν της κυρίας δείνα εις
+τον τάδε χορόν. Η τελευταία του αυτή απόπειρα επιτυγχάνει κάπως
+περισσότερον, και αι κυρίαι τουλάχιστον σιωπώσι προς στιγμήν.
+Αλλοίμονον, αν καθίση αίφνης μία εξ αυτών προ του κλειδοκυμβάλου,
+ή αν νεαρός τις ποιητής αρχίση παρακληθείς την απαγγελίαν του
+τελευταίου του αριστουργήματος! Ευτυχώς συμβαίνουσιν ενίοτε και
+τα δύο συγχρόνως, . . . πολλάκις δε της φαιδράς ομηγύρεως τα
+χειροκροτήματα δεν περιμένουσιν ούτε της μιας ούτε του άλλου το
+τέλος.
+
+***
+
+Εις τας γωνίας της αιθούσης, απομεμονωμένοι σχεδόν ανά δύο,
+ψιθυρίζουσιν ατάραχοι οι νεώτεροι και αι νεώτεραι. Ομιλούσι σιγά,
+αλλ' ακούονται μεταξύ των, διότι δεν ακούουσι τον θόρυβον. Ημείς
+δεν είνε δυνατόν να τους ακούσωμεν, αλλά και αν τους ηκούαμεν δεν
+ηθέλαμεν ίσως τους εννοήσει. Έχουσι την ευδαίμονα ηλικίαν του
+ονείρου και της ελπίδος, και πλάττουσι δι' αυτών ακόπως και
+προχείρως τόσα ωραία πράγματα, και μειδιά το χείλος αυτών το
+νεαρόν, και ακτινοβολούσιν οι διαυγείς των οφθαλμοί, τους οποίους
+δεν εθόλωσεν ακόμη της σκέψεως το σύννεφον.
+
+Δι' αυτούς είνε αληθής τέρψις και απόλαυσις αι πέμπται της
+οικοδεσποίνης. Κρατούσι σειράν, τας ενθυμούνται, τας περιμένουσι,
+και συνεχίζουσιν εις την επομένην ό,τι δεν ετελείωσαν κατά την
+παρελθούσαν.
+
+Τις οίδε δε; ίσως κατά βάθος οι νεώτεροι αυτοί και αι νεώτεραι
+είνε ο κύριος λόγος δι' ον η Κ υ ρ ί α δέχεται.
+
+
+
+***
+
+
+
+1) Εδημοσιεύθη το πρώτον υπό αλλοίαν πως μορφήν εν τη
+Π α ν δ ώ ρ α της 15 Σεπτεμβρίου 1867.
+
+2) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τω Α θ η ν α ϊ κ ώ
+Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω (Δ. Κορομηλά) του έτους 1874.
+
+3) Εδημοσιεύθησαν το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1883.
+
+4) Το διήγημα τούτο, υπό αλλοίαν όλως μορφήν, εδημοσιεύθη το
+πρώτον εν τη Π α ν δ ώ ρ α του έτους 1860.
+
+5) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1884.
+
+6) Εδημοσιεύθη το πρότον εν τη Ε σ τ ί α του έτος 1886.
+
+7) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1885.
+
+8) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 8 Δεκεμβρίου 1893.
+
+9) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 11 Δεκεμβρίου 1893.
+
+10) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1884.
+
+11) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε σ τ ί α του έτους 1878.
+
+12) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω Η μ ε ρ ο λ ο γ ί ω της
+Ε σ τ ί α ς του έτους 1887.
+
+13) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 25
+Δεκεμβρίου 1885.
+
+14) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Α κ ρ ο π ό λ ε ι της 4 και
+5 Φεβρουαρίου 1886.
+
+15) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τω ημερολογίω Π ο ι κ ί λ η
+Σ τ ο ά του έτους 1887.
+
+16) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 18 Δεκεμβρίου 1893.
+
+17) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 20 Δεκεμβρίου 1893.
+
+18) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 24 Δεκεμβρίου 1893.
+
+19) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 30 Ιανουαρίου 1894
+
+20) Εδημοσιεύθη το πρώτον εν τη Ε φ η μ ε ρ ί δ ι των
+Σ υ ζ η τ ή σ ε ω ν της 31 Δεκεμβρίου του έτους 1893.
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+
+End of the Project Gutenberg EBook of Analecta Volume 1, by Angelos Vlahos
+
+*** END OF THIS PROJECT GUTENBERG EBOOK ANALECTA VOLUME 1 ***
+
+***** This file should be named 37868-0.txt or 37868-0.zip *****
+This and all associated files of various formats will be found in:
+ http://www.gutenberg.org/3/7/8/6/37868/
+
+Produced by Sophia Canoni. Thanks to George Canonis for
+his major work in proofreading.
+
+
+Updated editions will replace the previous one--the old editions
+will be renamed.
+
+Creating the works from public domain print editions means that no
+one owns a United States copyright in these works, so the Foundation
+(and you!) can copy and distribute it in the United States without
+permission and without paying copyright royalties. Special rules,
+set forth in the General Terms of Use part of this license, apply to
+copying and distributing Project Gutenberg-tm electronic works to
+protect the PROJECT GUTENBERG-tm concept and trademark. Project
+Gutenberg is a registered trademark, and may not be used if you
+charge for the eBooks, unless you receive specific permission. If you
+do not charge anything for copies of this eBook, complying with the
+rules is very easy. You may use this eBook for nearly any purpose
+such as creation of derivative works, reports, performances and
+research. They may be modified and printed and given away--you may do
+practically ANYTHING with public domain eBooks. Redistribution is
+subject to the trademark license, especially commercial
+redistribution.
+
+
+
+*** START: FULL LICENSE ***
+
+THE FULL PROJECT GUTENBERG LICENSE
+PLEASE READ THIS BEFORE YOU DISTRIBUTE OR USE THIS WORK
+
+To protect the Project Gutenberg-tm mission of promoting the free
+distribution of electronic works, by using or distributing this work
+(or any other work associated in any way with the phrase "Project
+Gutenberg"), you agree to comply with all the terms of the Full Project
+Gutenberg-tm License (available with this file or online at
+http://gutenberg.net/license).
+
+
+Section 1. General Terms of Use and Redistributing Project Gutenberg-tm
+electronic works
+
+1.A. By reading or using any part of this Project Gutenberg-tm
+electronic work, you indicate that you have read, understand, agree to
+and accept all the terms of this license and intellectual property
+(trademark/copyright) agreement. If you do not agree to abide by all
+the terms of this agreement, you must cease using and return or destroy
+all copies of Project Gutenberg-tm electronic works in your possession.
+If you paid a fee for obtaining a copy of or access to a Project
+Gutenberg-tm electronic work and you do not agree to be bound by the
+terms of this agreement, you may obtain a refund from the person or
+entity to whom you paid the fee as set forth in paragraph 1.E.8.
+
+1.B. "Project Gutenberg" is a registered trademark. It may only be
+used on or associated in any way with an electronic work by people who
+agree to be bound by the terms of this agreement. There are a few
+things that you can do with most Project Gutenberg-tm electronic works
+even without complying with the full terms of this agreement. See
+paragraph 1.C below. There are a lot of things you can do with Project
+Gutenberg-tm electronic works if you follow the terms of this agreement
+and help preserve free future access to Project Gutenberg-tm electronic
+works. See paragraph 1.E below.
+
+1.C. The Project Gutenberg Literary Archive Foundation ("the Foundation"
+or PGLAF), owns a compilation copyright in the collection of Project
+Gutenberg-tm electronic works. Nearly all the individual works in the
+collection are in the public domain in the United States. If an
+individual work is in the public domain in the United States and you are
+located in the United States, we do not claim a right to prevent you from
+copying, distributing, performing, displaying or creating derivative
+works based on the work as long as all references to Project Gutenberg
+are removed. Of course, we hope that you will support the Project
+Gutenberg-tm mission of promoting free access to electronic works by
+freely sharing Project Gutenberg-tm works in compliance with the terms of
+this agreement for keeping the Project Gutenberg-tm name associated with
+the work. You can easily comply with the terms of this agreement by
+keeping this work in the same format with its attached full Project
+Gutenberg-tm License when you share it without charge with others.
+
+1.D. The copyright laws of the place where you are located also govern
+what you can do with this work. Copyright laws in most countries are in
+a constant state of change. If you are outside the United States, check
+the laws of your country in addition to the terms of this agreement
+before downloading, copying, displaying, performing, distributing or
+creating derivative works based on this work or any other Project
+Gutenberg-tm work. The Foundation makes no representations concerning
+the copyright status of any work in any country outside the United
+States.
+
+1.E. Unless you have removed all references to Project Gutenberg:
+
+1.E.1. The following sentence, with active links to, or other immediate
+access to, the full Project Gutenberg-tm License must appear prominently
+whenever any copy of a Project Gutenberg-tm work (any work on which the
+phrase "Project Gutenberg" appears, or with which the phrase "Project
+Gutenberg" is associated) is accessed, displayed, performed, viewed,
+copied or distributed:
+
+This eBook is for the use of anyone anywhere at no cost and with
+almost no restrictions whatsoever. You may copy it, give it away or
+re-use it under the terms of the Project Gutenberg License included
+with this eBook or online at www.gutenberg.net
+
+1.E.2. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is derived
+from the public domain (does not contain a notice indicating that it is
+posted with permission of the copyright holder), the work can be copied
+and distributed to anyone in the United States without paying any fees
+or charges. If you are redistributing or providing access to a work
+with the phrase "Project Gutenberg" associated with or appearing on the
+work, you must comply either with the requirements of paragraphs 1.E.1
+through 1.E.7 or obtain permission for the use of the work and the
+Project Gutenberg-tm trademark as set forth in paragraphs 1.E.8 or
+1.E.9.
+
+1.E.3. If an individual Project Gutenberg-tm electronic work is posted
+with the permission of the copyright holder, your use and distribution
+must comply with both paragraphs 1.E.1 through 1.E.7 and any additional
+terms imposed by the copyright holder. Additional terms will be linked
+to the Project Gutenberg-tm License for all works posted with the
+permission of the copyright holder found at the beginning of this work.
+
+1.E.4. Do not unlink or detach or remove the full Project Gutenberg-tm
+License terms from this work, or any files containing a part of this
+work or any other work associated with Project Gutenberg-tm.
+
+1.E.5. Do not copy, display, perform, distribute or redistribute this
+electronic work, or any part of this electronic work, without
+prominently displaying the sentence set forth in paragraph 1.E.1 with
+active links or immediate access to the full terms of the Project
+Gutenberg-tm License.
+
+1.E.6. You may convert to and distribute this work in any binary,
+compressed, marked up, nonproprietary or proprietary form, including any
+word processing or hypertext form. However, if you provide access to or
+distribute copies of a Project Gutenberg-tm work in a format other than
+"Plain Vanilla ASCII" or other format used in the official version
+posted on the official Project Gutenberg-tm web site (www.gutenberg.net),
+you must, at no additional cost, fee or expense to the user, provide a
+copy, a means of exporting a copy, or a means of obtaining a copy upon
+request, of the work in its original "Plain Vanilla ASCII" or other
+form. Any alternate format must include the full Project Gutenberg-tm
+License as specified in paragraph 1.E.1.
+
+1.E.7. Do not charge a fee for access to, viewing, displaying,
+performing, copying or distributing any Project Gutenberg-tm works
+unless you comply with paragraph 1.E.8 or 1.E.9.
+
+1.E.8. You may charge a reasonable fee for copies of or providing
+access to or distributing Project Gutenberg-tm electronic works provided
+that
+
+- You pay a royalty fee of 20% of the gross profits you derive from
+ the use of Project Gutenberg-tm works calculated using the method
+ you already use to calculate your applicable taxes. The fee is
+ owed to the owner of the Project Gutenberg-tm trademark, but he
+ has agreed to donate royalties under this paragraph to the
+ Project Gutenberg Literary Archive Foundation. Royalty payments
+ must be paid within 60 days following each date on which you
+ prepare (or are legally required to prepare) your periodic tax
+ returns. Royalty payments should be clearly marked as such and
+ sent to the Project Gutenberg Literary Archive Foundation at the
+ address specified in Section 4, "Information about donations to
+ the Project Gutenberg Literary Archive Foundation."
+
+- You provide a full refund of any money paid by a user who notifies
+ you in writing (or by e-mail) within 30 days of receipt that s/he
+ does not agree to the terms of the full Project Gutenberg-tm
+ License. You must require such a user to return or
+ destroy all copies of the works possessed in a physical medium
+ and discontinue all use of and all access to other copies of
+ Project Gutenberg-tm works.
+
+- You provide, in accordance with paragraph 1.F.3, a full refund of any
+ money paid for a work or a replacement copy, if a defect in the
+ electronic work is discovered and reported to you within 90 days
+ of receipt of the work.
+
+- You comply with all other terms of this agreement for free
+ distribution of Project Gutenberg-tm works.
+
+1.E.9. If you wish to charge a fee or distribute a Project Gutenberg-tm
+electronic work or group of works on different terms than are set
+forth in this agreement, you must obtain permission in writing from
+both the Project Gutenberg Literary Archive Foundation and Michael
+Hart, the owner of the Project Gutenberg-tm trademark. Contact the
+Foundation as set forth in Section 3 below.
+
+1.F.
+
+1.F.1. Project Gutenberg volunteers and employees expend considerable
+effort to identify, do copyright research on, transcribe and proofread
+public domain works in creating the Project Gutenberg-tm
+collection. Despite these efforts, Project Gutenberg-tm electronic
+works, and the medium on which they may be stored, may contain
+"Defects," such as, but not limited to, incomplete, inaccurate or
+corrupt data, transcription errors, a copyright or other intellectual
+property infringement, a defective or damaged disk or other medium, a
+computer virus, or computer codes that damage or cannot be read by
+your equipment.
+
+1.F.2. LIMITED WARRANTY, DISCLAIMER OF DAMAGES - Except for the "Right
+of Replacement or Refund" described in paragraph 1.F.3, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation, the owner of the Project
+Gutenberg-tm trademark, and any other party distributing a Project
+Gutenberg-tm electronic work under this agreement, disclaim all
+liability to you for damages, costs and expenses, including legal
+fees. YOU AGREE THAT YOU HAVE NO REMEDIES FOR NEGLIGENCE, STRICT
+LIABILITY, BREACH OF WARRANTY OR BREACH OF CONTRACT EXCEPT THOSE
+PROVIDED IN PARAGRAPH 1.F.3. YOU AGREE THAT THE FOUNDATION, THE
+TRADEMARK OWNER, AND ANY DISTRIBUTOR UNDER THIS AGREEMENT WILL NOT BE
+LIABLE TO YOU FOR ACTUAL, DIRECT, INDIRECT, CONSEQUENTIAL, PUNITIVE OR
+INCIDENTAL DAMAGES EVEN IF YOU GIVE NOTICE OF THE POSSIBILITY OF SUCH
+DAMAGE.
+
+1.F.3. LIMITED RIGHT OF REPLACEMENT OR REFUND - If you discover a
+defect in this electronic work within 90 days of receiving it, you can
+receive a refund of the money (if any) you paid for it by sending a
+written explanation to the person you received the work from. If you
+received the work on a physical medium, you must return the medium with
+your written explanation. The person or entity that provided you with
+the defective work may elect to provide a replacement copy in lieu of a
+refund. If you received the work electronically, the person or entity
+providing it to you may choose to give you a second opportunity to
+receive the work electronically in lieu of a refund. If the second copy
+is also defective, you may demand a refund in writing without further
+opportunities to fix the problem.
+
+1.F.4. Except for the limited right of replacement or refund set forth
+in paragraph 1.F.3, this work is provided to you 'AS-IS' WITH NO OTHER
+WARRANTIES OF ANY KIND, EXPRESS OR IMPLIED, INCLUDING BUT NOT LIMITED TO
+WARRANTIES OF MERCHANTIBILITY OR FITNESS FOR ANY PURPOSE.
+
+1.F.5. Some states do not allow disclaimers of certain implied
+warranties or the exclusion or limitation of certain types of damages.
+If any disclaimer or limitation set forth in this agreement violates the
+law of the state applicable to this agreement, the agreement shall be
+interpreted to make the maximum disclaimer or limitation permitted by
+the applicable state law. The invalidity or unenforceability of any
+provision of this agreement shall not void the remaining provisions.
+
+1.F.6. INDEMNITY - You agree to indemnify and hold the Foundation, the
+trademark owner, any agent or employee of the Foundation, anyone
+providing copies of Project Gutenberg-tm electronic works in accordance
+with this agreement, and any volunteers associated with the production,
+promotion and distribution of Project Gutenberg-tm electronic works,
+harmless from all liability, costs and expenses, including legal fees,
+that arise directly or indirectly from any of the following which you do
+or cause to occur: (a) distribution of this or any Project Gutenberg-tm
+work, (b) alteration, modification, or additions or deletions to any
+Project Gutenberg-tm work, and (c) any Defect you cause.
+
+
+Section 2. Information about the Mission of Project Gutenberg-tm
+
+Project Gutenberg-tm is synonymous with the free distribution of
+electronic works in formats readable by the widest variety of computers
+including obsolete, old, middle-aged and new computers. It exists
+because of the efforts of hundreds of volunteers and donations from
+people in all walks of life.
+
+Volunteers and financial support to provide volunteers with the
+assistance they need are critical to reaching Project Gutenberg-tm's
+goals and ensuring that the Project Gutenberg-tm collection will
+remain freely available for generations to come. In 2001, the Project
+Gutenberg Literary Archive Foundation was created to provide a secure
+and permanent future for Project Gutenberg-tm and future generations.
+To learn more about the Project Gutenberg Literary Archive Foundation
+and how your efforts and donations can help, see Sections 3 and 4
+and the Foundation web page at http://www.pglaf.org.
+
+
+Section 3. Information about the Project Gutenberg Literary Archive
+Foundation
+
+The Project Gutenberg Literary Archive Foundation is a non profit
+501(c)(3) educational corporation organized under the laws of the
+state of Mississippi and granted tax exempt status by the Internal
+Revenue Service. The Foundation's EIN or federal tax identification
+number is 64-6221541. Its 501(c)(3) letter is posted at
+http://pglaf.org/fundraising. Contributions to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation are tax deductible to the full extent
+permitted by U.S. federal laws and your state's laws.
+
+The Foundation's principal office is located at 4557 Melan Dr. S.
+Fairbanks, AK, 99712., but its volunteers and employees are scattered
+throughout numerous locations. Its business office is located at
+809 North 1500 West, Salt Lake City, UT 84116, (801) 596-1887, email
+business@pglaf.org. Email contact links and up to date contact
+information can be found at the Foundation's web site and official
+page at http://pglaf.org
+
+For additional contact information:
+ Dr. Gregory B. Newby
+ Chief Executive and Director
+ gbnewby@pglaf.org
+
+
+Section 4. Information about Donations to the Project Gutenberg
+Literary Archive Foundation
+
+Project Gutenberg-tm depends upon and cannot survive without wide
+spread public support and donations to carry out its mission of
+increasing the number of public domain and licensed works that can be
+freely distributed in machine readable form accessible by the widest
+array of equipment including outdated equipment. Many small donations
+($1 to $5,000) are particularly important to maintaining tax exempt
+status with the IRS.
+
+The Foundation is committed to complying with the laws regulating
+charities and charitable donations in all 50 states of the United
+States. Compliance requirements are not uniform and it takes a
+considerable effort, much paperwork and many fees to meet and keep up
+with these requirements. We do not solicit donations in locations
+where we have not received written confirmation of compliance. To
+SEND DONATIONS or determine the status of compliance for any
+particular state visit http://pglaf.org
+
+While we cannot and do not solicit contributions from states where we
+have not met the solicitation requirements, we know of no prohibition
+against accepting unsolicited donations from donors in such states who
+approach us with offers to donate.
+
+International donations are gratefully accepted, but we cannot make
+any statements concerning tax treatment of donations received from
+outside the United States. U.S. laws alone swamp our small staff.
+
+Please check the Project Gutenberg Web pages for current donation
+methods and addresses. Donations are accepted in a number of other
+ways including including checks, online payments and credit card
+donations. To donate, please visit: http://pglaf.org/donate
+
+
+Section 5. General Information About Project Gutenberg-tm electronic
+works.
+
+Professor Michael S. Hart is the originator of the Project Gutenberg-tm
+concept of a library of electronic works that could be freely shared
+with anyone. For thirty years, he produced and distributed Project
+Gutenberg-tm eBooks with only a loose network of volunteer support.
+
+
+Project Gutenberg-tm eBooks are often created from several printed
+editions, all of which are confirmed as Public Domain in the U.S.
+unless a copyright notice is included. Thus, we do not necessarily
+keep eBooks in compliance with any particular paper edition.
+
+
+Most people start at our Web site which has the main PG search facility:
+
+ http://www.gutenberg.net
+
+This Web site includes information about Project Gutenberg-tm,
+including how to make donations to the Project Gutenberg Literary
+Archive Foundation, how to help produce our new eBooks, and how to
+subscribe to our email newsletter to hear about new eBooks.
diff --git a/old/20111027-37868-0.zip b/old/20111027-37868-0.zip
new file mode 100644
index 0000000..1566e19
--- /dev/null
+++ b/old/20111027-37868-0.zip
Binary files differ